Top Banner
Νεοκλασικισμός και εθνικιστική ιδεολογία. Συμβολισμοί στις μορφές δημόσιας κοσμικής τέχνης της νεοκλασικής Αθήνας και διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας. Παπαδοπούλου Ευδοξία Μάθημα : Ιδεολογικές Φοιτήτρια ΠΜΣ διαδρομές το 19 ο αι Εξάμηνο: Χειμερινό Εισηγήτρια: κ. Ρένα Πατρικίου 2008 1
186
Welcome message from author
This document is posted to help you gain knowledge. Please leave a comment to let me know what you think about it! Share it to your friends and learn new things together.
Transcript
Page 1: papadopoulou

Νεοκλασικισμός και εθνικιστική ιδεολογία.

Συμβολισμοί στις μορφές δημόσιας κοσμικής τέχνης της νεοκλασικής Αθήνας και διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας.

Παπαδοπούλου Ευδοξία Μάθημα : Ιδεολογικές Φοιτήτρια ΠΜΣ διαδρομές το 19ο αι Εξάμηνο: Χειμερινό Εισηγήτρια: κ. Ρένα Πατρικίου 2008

1

Page 2: papadopoulou

Περιεχόμενα Περίληψη ……………………………………………………………………………………...……...3 1. Προλεγόμενα……………………………………………………………………………………....6 2. Τέχνη και εθνικιστική ιδεολογία……………………………………………………………..10 2.1 Χρόνος: νεωτερικότητα………………………………………………………….……… 14 2.2 Τόπος: ευρωπαϊκός χώρος-δύο τύποι εθνικισμού. Η περίπτωση του ελληνικού χώρου ……….…………………………………………………………………………….………19 3. Ιστορικό-ιδεολογικό πλαίσιο Οθώνειας περιόδου ………………………………………39 3.1 Εξευρωπαϊσμός- αρχαιότητα. Το όραμα του ελεύθερου και σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους ……………………………………………………………………….… 41 3.2 Μεγάλη Ιδέα- Βυζάντιο. Το όραμα της εθνικής απελευθέρωσης και το αίτημα της ενότητας…………………………………..………………………………………………….45 3.3 Προς την πραγμάτωση της εθνικής ενότητας ……………………………………….52 3.4 Η δεκαετία του 1870. Ιδεολογικοί συγκερασμοί …………………………………...58 4. Νεοκλασικισμός και νεοκλασικό βασίλειο των Βαυαρών. Λουδοβίκος Α΄………...61 5. Νεοκλασικισμός και ελληνικό βασίλειο. Όθων ………………………………………… 77 6. Σχέδιο πόλης Αθηνών ………………………………………………………………………... 81 7. Το ανάκτορο του Όθωνα …………………………………………………………………….. 92 7.1 Ο Διάκοσμος του ανακτόρου …………………………..……………………………….93 7.2 Αίθουσα Υπασπιστών …………………………………………………………………… 94 7.3 Αίθουσα Τροπαίων ………………………………………………………………………..95 7.3.1 Βόρειος τοίχος ………………………………………………………………………….. 97 7.3.2 Ανατολικός τοίχος …………...………………………………………………………… 97 7.3.3 Νότιος τοίχος………..……………………………………………………. ..98 7.3.4 Δυτικός τοίχος……………………………………………...…………………………….99 8. Ιστορικό πλαίσιο ίδρυσης Πανεπιστημίου Αθηνών..………………………………… 112 8.1 Ιδεολογία του θεσμού του Πανεπιστημίου ..…………………………..………….. 116 8.2 Διάκοσμος Αίθουσας Τελετών……...………………..………………………...……. 117 8.3 Ζωφόρος Προπυλαίων ………………………………………………………………... 119 8.4 Μια διεισδυτικότερη ματιά…………………………………………………. 123 9. Ακαδημία Αθηνών …………………………………………………………………………... 133 9.1 Μια ιδεολογική ανάγνωση ενός έργου τέχνης…………………………….. 142 10. Αντί επιλόγου: τέχνη και ελληνική ταυτότητα. Το παράδειγμα του ελληνοχριστιανικού ρυθμού ως χειροπιαστό αντίκτυπο του ελληνοχριστιανικού ιδεολογήματος ………………………………………………………………………………….…157 Σύντομα βιογραφικά σημειώματα …………………………………………………………... 164 Χρονολόγιο ιστορικού πλαισίου …………………………………………………………….. 169 Βραχυγραφίες …………………………………………………………………………………… 173 Προέλευση εικόνων ……………………………………………………………………………. 173 Πηγές – Αρθρογραφία …………………………………………………………………………. 174 Ενδεικτική Βιβλιογραφία ……………………………………………………………………... 176

2

Page 3: papadopoulou

Περίληψη Η υιοθέτηση και η ιδεολογική προβολή συμβόλων του αρχαίου ελληνισμού ως επίσημη πολιτική ξεκινά με την άφιξη των Βαυαρών κατά τα πρώτα κιόλας χρόνια ζωής του νεοελληνικού κράτους. Υπακούει σε ένα γενικότερο κλίμα ενσυνείδητης προσπάθειας σύνδεσης του νεότερου ελληνισμού με τους αρχαίους προγόνους, γεγονός που αποτελεί επιφαινόμενο του απόηχου του διαφωτισμού και της ευρύτερης επίδρασης της αρχαιότητας στο δυτικό κόσμο1 μα κυρίως της ανάδυσης των εθνικισμών που επιζητούν ερείσματα νομιμοποίησης στην ιστορικότητά τους. Αυτούς τους ιδεολογικούς σκοπούς εξυπηρετεί και η μεταφορά της πρωτεύουσας του νεοσύστατου κράτους από το Ναύπλιο στην Αθήνα ως ιστορικό κέντρο του «Ελληνισμού», αμέσως σχεδόν με την έλευση του Όθωνα, ο οποίος καταφθάνει στην Ελλάδα με ένα ολόκληρο επιτελείο επιστημόνων και καλλιτεχνών που κυριολεκτικά έχουν επιστρατευτεί για την αποπεράτωση του μεγάλου και φιλόδοξου έργου πολιτιστικής αναμόρφωσης και εκσυγχρονισμού του νέου κράτους: ανάπλαση του νέου του προσώπου μέσω αναφοράς στο παρελθόν, προκειμένου να τονιστεί η συγγένεια νέων και αρχαίων και να δοθούν τα εχέγγυα του απαραίτητου κύρους για τη δημιουργία ενός κράτους εφάμιλλου με τα ευρωπαϊκά. Την έλευση των Βαυαρών πλαισιώνει και ένα ευρύτερο ρεύμα εισροής ευρωπαίων αρχιτεκτόνων- καλλιτεχνών, που έρχονται για να συμβάλουν στον οικοδομικό οργασμό της νέας πρωτεύουσας και στην εκτέλεση επικείμενων μεγαλόπνοων έργων, ανταποκρινόμενοι στην καλλιτεχνική πρόκληση που αντιπροσωπεύει η Αθήνα εκείνη την εποχή (να μετατραπεί δηλ. η πόλη σε συνέχεια του αρχαίου άστεως και να ανταποκριθεί στην εικόνα που είχε πλάσει ολόκληρη η δύση σχετικά με την κλασική αρχαιότητα). Η άφιξη τους όμως φέρνει τα ισχύοντα ιδεολογικά ρεύματα και τις καλλιτεχνικές τάσεις της Ευρώπης: το ρομαντισμό και το νεοκλασικισμό, που δημιουργούν ιδανικές συνθήκες για την επίτευξη του συγκεκριμένου οράματος. Ο συγκερασμός των δύο αυτών ρευμάτων σε ένα, ως ρομαντικός κλασικισμός θα αποτελέσει και τη μετουσίωσή τους στα ελληνικά δεδομένα, μετά τον αναπροσδιορισμό του κανόνα του κλασικού μέσα από την κοιτίδα του. Σημείο αναφοράς του θέματος αποτελούν οι ιστορικές και κοινωνικοπολιτικές συνθήκες διαμόρφωσης του νεοϊδρυθέντος κράτους (συνθήκες δημιουργίας των έργων-ανάθεσης και εκτέλεσης). Αντικείμενο ανάλυσης είναι η ερμηνεία των συμβόλων (συμβολισμοί) δημόσιων κοσμικών μνημείων μέσα από δύο βασικούς άξονες :1). την εθνικιστική ιδεολογία της εποχής και τα καλλιτεχνικά ρεύματα 2). την πολιτιστική πολιτική που ακολούθησαν οι Βαυαροί σε διαλεκτική σχέση μεταξύ τους. Η δημόσια τέχνη συνίσταται σε βασικό κομμάτι της πολιτικής αναμόρφωσης του νέου κράτους. Ειδικές υπηρεσίες συστήνονται και αναλαμβάνουν συστηματικά την τοπογράφηση και σύνταξη ρυμοτομικού σχεδίου για όλες τις μεγάλες πόλεις και κυρίως για την Αθήνα2 Οι πολεοδομικές προτάσεις σχεδιασμού στοχεύουν στην 1 Φαινόμενο που αποτελεί απότοκο μιας ρομαντικής διάθεσης και αποτέλεσμα ενός γενικότερου ρεύματος επίδρασης του αρχαίου ελληνισμού στη δυτική κοινωνία. Ένα ρεύμα που ξεκινά μέσα από την ανερχόμενη επιστήμη της αρχαιολογίας (Winckelmann) και μέσα από το έργο των ευρωπαίων περιηγητών και ερειπιογράφων (ερειπιογραφία στα πλαίσια του περιηγητισμού) αλλά και το σταδιακό προσανατολισμό των ακαδημιών σε μεγάλα ιστορικά και μυθολογικά θέματα (Μόναχο). 2 Η Γραμματεία των Εσωτερικών και το γραφείο της Δημοσίου Οικονομίας (1834) μαζί με τους νομομηχανικούς (προερχόμενους κυρίως από το Μηχανικό Σώμα) αναλαμβάνουν την επίσημη αρμοδιότητα. Το 1837 συστήνεται το βασιλικό Σχολείο των Τεχνών με απώτερο στόχο την

3

Page 4: papadopoulou

αρμονική ένταξη της νέας πρωτεύουσας στο υφιστάμενο ιστορικό τοπίο με μία άμεση οπτική διασύνδεση και διαλεκτική συμβίωση του νέου με το παλιό (τηρουμένης όμως μιας αναγκαίας απόστασης σεβασμού) και μιας ξεκάθαρης δήλωσης συνέχειας μεταξύ τους. Οι προτάσεις πολλές (σχέδια: Κλεάνθη- Schaubert, Klenze, Gaertner κ.τ.λ.), ο σκοπός ένας: η συμβολική -λειτουργική σύνδεση νέου και παλιού. Ο νεοκλασικισμός καθίσταται υπόθεση επίσημης πολιτικής μέσα από ακαδημαϊκές κυρίως προσεγγίσεις και η τέχνη αναλαμβάνει να διακοσμήσει και να εικονογραφήσει αυτή την πολιτική. Τα βασιλικά ανάκτορα, η Αθηναϊκή Τριλογία είναι τα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα αυτής της πολιτικής: υπακούν στις νέες επιτακτικές επιταγές για αναδρομή στην αρχαιότητα και αναβίωση του αρχαίου κάλλους με στόχο την προβολή της εθνικής ταυτότητας. Ενδεικτικά αναφέρουμε τη ζωφόρο των προπυλαίων3 του πανεπιστημίου (του Καρλ Ραλ) με τη θεματική της διακόσμησης: laudatio (έπαινος) στον Όθωνα. Ο βασιλιάς παριστάνεται με αρχαιοελληνική ενδυμασία, στο κέντρο της σύνθεσης καθισμένος στο θρόνο του, ως προστάτης των επιστημών. Αριστερά και δεξιά του αναπτύσσονται δρομικά φιγούρες από την αρχαιότητα, σηματοδοτώντας τη σχέση του ελληνικού κράτους με το παρελθόν, την ευκλεή αρχαία παράδοση, (κάτι που αποτέλεσε παραίνεση του πατέρα του νεοελληνικού διαφωτισμού Αδαμάντιου Κοραή προεπαναστατικά και ακρογωνιαίο λίθο της πολιτικής των Βαυαρών από την εποχή της αντιβασιλείας ακόμα). Με τον τρόπο αυτό ο Όθων παρουσιάζεται εγγυητής της εθνικής συνέχειας. Ακόμη αξίζει να αναφερθεί ο πλούσιος γλυπτός διάκοσμος της Ακαδημίας που παρουσιάζει τη γένεση της θεάς Αθηνάς-προστάτιδας4. Τα αγάλματα της ίδιας και του Απόλλωνα δεσπόζουν επιβλητικά στον προαύλιο χώρο πάνω σε ιωνικούς κίονες, ενώ τα αγάλματα του Σωκράτη και του Πλάτωνα (του γλύπτη Δρόση) κάνουν σαφείς αναφορές στην Ελληνική φιλοσοφία, πάνω στην οποία στηρίχθηκε ο δυτικός πολιτισμός. Επίσης, και το εικονογραφικό σύνολο στην αίθουσα συνεδριάσεων της Ακαδημίας Αθηνών που έχει αφετηρία της θεματογραφίας του τον Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου, καθώς και τις τοιχογραφίες της περίφημης αίθουσας των τροπαίων των Οθωνικών ανακτόρων που είναι διακοσμημένη με μυθολογικά θέματα. Σε αυτές τις εμβληματικές μορφές η νέο-ελληνική συνείδηση θα αναγνωρίσει και θα ξαναγνωρίσει την πολιτισμική της ταυτότητα. Υπό τις νέες συνθήκες η λαϊκή μορφή της τέχνης παραγκωνίζεται για να δώσει τη θέση της σε μια πιο ακαδημαϊκή της μορφή, εκπορευόμενη ως επί το πλείστον από έτοιμες ευρωπαϊκές καλλιτεχνικές φόρμες που επιβάλλονται πολιτικά εξυπηρετώντας επείγουσες ανάγκες. Το ετερόκλιτο παρόλα αυτά είναι εμφανές και δυναμικό.

επιμόρφωση ντόπιων στοιχείων πάνω σε θέματα τεχνικής και τέχνης προς τη διασφάλιση της εξάπλωσης της συστηματικής ακαδημακοποιημένης γνώσης. Πρόκειται για το μετέπειτα Πολυτεχνείο που από τους κόλπους του θα αναδυθούν οι πρώτοι Έλληνες μηχανικοί, αρχιτέκτονες, γλύπτες κ.τ.λ. , οι οποίοι θα συμβάλουν στην ανανεωτική προσπάθεια πολιτιστικής ανασυγκρότησης του κράτους, υπό την γαλούχηση και καθοδήγηση των ξένων μεντόρων τους φυσικά.

3 Το έργο έφτασε στην τελική του πραγμάτωση το 1889, τριάντα ολόκληρα χρόνια μετά την παράδοση σχεδίων και υδατογραφημάτων από τον Ραλ στον Σίνα το 1859. Ήδη από τις αρχές του αιώνα ο Boetticher (1901), στην Ιστορία της Τέχνης του 19ου αι. που εξέδωσε, αποδίδει την καθυστέρηση σε πολιτικούς λόγους.

4 Ξεχωριστό ρόλο παίζει η μορφή της Αθηνάς. Η αλληγορική της παράσταση ενταγμένη στη σύγχρονη πολιτική εικονιστική έχει φορτιστεί με τις έννοιες της πολιτισμικής ενότητας και της ελληνικής κληρονομιάς ως προστάτιδα και υπέρμαχος (πολιτισμός-πολίτευμα).

4

Page 5: papadopoulou

Ιδεολογικές πραγματικότητες και τέχνη διχάζονται και το όλο κλίμα και σκηνικό αναπτύσσεται μέσα από αντιπαραθέσεις, αντινομίες, αντιφάσεις. Οι πνευματικές αναζητήσεις της εποχής εκφράζονται μέσα από τα δίπολα δυτικός πολιτισμός, αρχαίος κόσμος –ανατολικός πολιτισμός, Βυζάντιο και λόγιο– δημώδες. Ο σύγχρονος Ελληνισμός έχει ισχυρή στη συνείδησή του την καταγωγή του από τους αρχαίους. Το Βυζάντιο παίζει το ρόλο του σε αυτή τη σχέση: ανασταλτικό καταρχήν, βοηθητικό κατόπιν, όταν με το πολιτικό αίτημα του Μεγαλοϊδεατισμού (και αλυτρωτισμού) και την παράλληλη ανάπτυξη του ιστορισμού5, οι ιστοριογράφοι της εποχής στρέφονται σε αυτό ικανοποιώντας την αναγκαία προβολή του ιδεολογήματος του συνεχούς και συνεχόμενου του ελληνικού πολιτισμού αποκαθιστώντας το ως το μέσον σύνδεσης με την αρχαιότητα αλλά και ως το μέσο σύνδεσης με το δημώδες-λαϊκό, ικανοποιώντας το ιδεολογικό αίτημα για εθνική ενότητα και ομοψυχία (ο όρος Ελληνοχριστιανικός εκφράζει τη νέα αντίληψη- η μετάβαση από το γένος στο έθνος έχει συντελεστεί). Από αυτό το σημείο αποτελεί υπαρξιακή ανάγκη της νεοελληνικής πολιτικής ζωής να εντάξει αυτό το συμβολισμό στον ιδεολογικό της εξοπλισμό, για να νομιμοποιήσει τις ιδέες και τους οραματισμούς της που εν τέλει έκαναν δυνατή την ύπαρξη έθνους. Ο Εθνοκεντρισμός θα αποτελέσει ένα ιδεολογικό αντιστάθμισμα στον μέχρι τώρα ισχύοντα εισαγόμενο καλλιτεχνικό συρμό, (το αντίπαλο δέος αρχίζει να αντιπροσωπεύεται επισήμως: το Οφθαλμιατρείο για παράδειγμα έχει Βυζαντινές αναφορές). Η κρυστάλλωση της εθνικής συνείδησης λοιπόν περνά μέσα από την αναβάθμιση του Βυζαντίου και την αποκατάσταση του τριπτύχου αρχαίο, βυζαντινό, νέο. Παρόλα αυτά η επικράτηση του πρώτου είναι σαφής και εγγράφεται βαθιά στη νεοελληνική συλλογική συνείδηση.

5 Οι ιδιότυπες συνθήκες αμφισβήτησης του νέου ελληνισμού κυρίως του Φαλμεράγιερ για τη μη ελληνικότητα των νέων Ελλήνων βοήθησε στην ανάπτυξη του ιστορισμού.

5

Page 6: papadopoulou

1. Προλεγόμενα Στην Ακρόπολη των Αθηνών την άνοιξη του 1936 ο Σίγκμουντ Φρόυντ

διαπίστωνε έκπληκτος ότι η πόλη πράγματι υπήρχε και ότι δεν ήταν μια ανάμνηση από τις αφηγήσεις των σχολικών χρόνων. Τη συνειδητοποίηση αυτή ονόμασε «διατάραξη της μνήμης», μια αναπάντεχη εισβολή της πραγματικότητας στον κοιμισμένο χώρο των μύθων: ένιωσε -όπως ο ίδιος έγραψε- σα να έβλεπε μπροστά του το τέρας του Λοχ Νες6. Η έκπληξη του ψυχαναλυτή αποτελεί μια ενδιαφέρουσα μαρτυρία της βαρύτητας του μύθου της Ελλάδας στη συλλογική συνείδηση του δυτικού κόσμου. Πράγματι, η Ελλάδα παραμένει ένα από τα δραστικά τοπωνύμια στο χάρτη του ανθρώπινου πολιτισμού, που ενεργοποιεί ένα σύμπαν αναμνήσεων ανδρείας και καλλιέργειας, σύμβολο του τι μπορεί να κατακτήσουν κυρίαρχες κοινωνίες ελεύθερων πολιτών, στην τέχνη, το λόγο και το στοχασμό. Όπως όλοι οι μύθοι έτσι και ο «μύθος»7 της Ελλάδας θέλει να είναι αρχετυπικός: ένα βαθιά ριζωμένο παράδειγμα που δίνει το μέτρο των όσων ακολουθούν. Κάτι τέτοιο ωστόσο δεν αληθεύει και οι αναλύσεις έρχονται να πιστοποιήσουν ότι οι περισσότεροι ενεργοί μύθοι είναι επεξεργάσματα της νεωτερικότητας. Συμβολοποίηση και μυθοποίηση λοιπόν πηγαίνουν χέρι- χέρι.

Ένα από τα πιο δραστικά μέσα προβολής συμβόλων είναι η τέχνη, και αυτό συμβαίνει γιατί ως κώδικας έχει την ιδιαιτερότητα να παίζει το παιχνίδι του σημαίνοντος και του σημαινόμενου χρησιμοποιώντας μάλιστα τη δραστικότητα της οπτικής- εξωτερικής εικόνας των πραγμάτων. Έτσι, αν και όλοι γνωρίζουμε ότι η τέχνη έχει πολύσημο και πολυπρισματικό8 ρόλο, διαπιστώνουμε ότι ως κώδικας πάνω από όλα λειτουργεί κοινωνικά9. Μέσα στις εκφάνσεις της τέχνης καθρεφτίζεται και ενίοτε διαμορφώνεται10 η ιδεολογία της εκάστοτε κοινωνίας. Η ίδια μάλιστα αποτελεί ένα εξωθεσμικό όργανο κοινωνικοποίησης. Αισθητοποιεί τη συνείδηση των

6 Γ. Τόλιας, Προσλήψεις και εικόνες της Ελλάδας 1420-1820 στο Ιστορία των Ελλήνων, τ. 8, Αθήνα, 2004. σ. 456. 7Η θέση του ατόμου ως προς το φυσικό περιβάλλον συνεχώς επαναπροσδιορίζεται μέσα από μια διαδικασία απεικόνισης (αφηγηματικής και εικονιστικής) των συμβολικών δομών που συνιστούν την κοινωνία του, την οποία διαμόρφωνε με ένα απολύτως ορθολογικό τρόπο. Οι μύθοι αποτελούν μια τέτοια διαδικασία απεικόνισης της παραδοσιακής κοινωνίας, η οποία παράγει μύθους οικοδομώντας το κοσμοείδωλό της. Ε. Δ. Καραντζά, Αρχαίοι Ελληνικοί Μύθοι, 1999, σ. 28. Στη νεωτερικότητα ο μύθος γίνεται παραδοσιακό στοιχείο με νεωτερική όμως λειτουργία, πρωτίστως εθνικιστική. 8 Στις θεωρητικές προσεγγίσεις που επιχειρήθηκαν από την αρχαιότητα (Πλάτων, Αριστοτέλης, Πλωτίνος) έως σήμερα η παρουσία της τέχνης και οι μορφές της έχουν ερμηνευτεί: ως εικονογράφηση της πολιτικής ιστορικής πορείας, ως απόρροια και ικανοποίηση μεταφυσικών αναγκών, ως προσπάθεια υπέρβασης της πραγματικότητας και σύλληψης ενός ανώτερου πνεύματος, ως αποτέλεσμα των ηθικο-πολιτικών αναγκών της κοινωνικής ζωής, ως φαινόμενο άμεσα εξαρτημένο από την οικονομική κατάσταση της κοινωνικής πραγματικότητας, ως απόρροια ψυχολογικών συμπεριφορών ή ως αποτέλεσμα των επιδράσεων του φυσικού περιβάλλοντος, για να αναφερθούν οι σημαντικότερες ερμηνευτικές προσεγγίσεις. 9 Αφού μέσα από την τέχνη «εξασφαλίζονται η ενότητα και η συνοχή της κοινής συνείδησης, εκφράζεται η ιδεολογία κάθε δοσμένης κοινωνίας» Π. Πετρίτης, Αλφαβητάριο αισθητικής για μεγάλους, Αθήνα, 1992, σ. 79 10 Βλ. Μ. Πλωρίτης, Τέχνη Γλώσσα και Εξουσία: εννιά «επίκαιρα» σχόλια γύρω σε τρία ατέρμονα θέματα, Αθήνα, 1989. «…Η τέχνη διαμορφώνεται από τι κοινωνικές συνθήκες αλλά και- αντίστροφα- συντελεί κι αυτή στη διαμόρφωση εκείνων…Η κοινωνική αποστολή βρίσκεται μέσα στη φύση της τέχνης σαν κοινωνικού φαινομένου, αφού το καλλιτέχνημα αρδεύεται απ’ την κοινωνία και απευθύνεται στο κοινό…».

6

Page 7: papadopoulou

κοινωνικών ομάδων με τα δικά της ειδικά και τεχνικά μέσα11 και αποτελεί το όχημα για να αποκτήσει το άτομο συνείδηση των αξιών της ομάδας-κοινωνίας, εξασφαλίζοντας την ενότητα και τη συνοχή της κοινής συνείδησης.

Εμείς θα σταθούμε ακριβώς στις κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις μιας επίσημης δημόσιας κοσμικής και ακαδημαϊκής τέχνης, όπως διαγράφεται μέσα από μνημειακές συνθέσεις, των οποίων η αφετηρία της ίδρυσης και της μελέτης τους τοποθετείται στη βούληση των συντελεστών της Οθώνειας περιόδου- έστω και αν η ολοκλήρωσή τους υπερέβη χρονικά τη βαυαρική βασιλεία. Αυτή η διευρυμένη και αρκετά συγκεχυμένη ιδεολογικά χρονική περίοδος, προσφέρει έναν πολυεστιακό φωτισμό για μια πολυεπίπεδη και συνθετική ανάγνωσή τους. Ο σκοπός της εργασίας μας κινείται προς δύο κατευθύνσεις: στοχεύει να προσεγγίσει ερμηνευτικά τον αρχιτεκτονικό, ζωγραφικό και γλυπτό διάκοσμο κοσμικών μνημείων της εποχής, σαν αντανάκλαση των ιδεολογικών της επιλογών μέσα στα συγκεκριμένα ιστορικά -κοινωνικοπολιτικά πλαίσια (ελληνικά και ευρωπαϊκά) που θα αποτελέσουν και τα ερμηνευτικά μας εργαλεία, και παράλληλα να αναγνώσει την ιδεολογία του λόγου της εξουσίας (λόγου επιβολής) που δημιουργεί αυτά τα έργα τη συγκεκριμένη εποχή, οπότε και το αίτημα του εθνικού αυτοπροσδιορισμού προβάλλει κυρίαρχο. Θα προσπαθήσουμε αποκαλύπτοντας τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτά ευοδώθηκαν (συνθήκες παραγωγής των έργων: ανάθεσης και εκτέλεσης) να δούμε πώς εικόνες και παραστάσεις ενός κόσμου μιας άλλης εποχής, ως σημεία ιδεών, συναισθημάτων, θεωρητικού στοχασμού, ηθικής ζωής προβάλλονται στις δημόσιες μορφές μνημειακής τέχνης, και πώς είναι στενά συνυφασμένες με την έννοια της πολιτικής, αποτελώντας φορέα μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας και ένα αντικείμενο μορφοποίησης των επιλογών της. Πώς αυτού του είδους η τέχνη συμβολοποιεί το ιστορικό παρελθόν στη σφαίρα του εθνικού αυτοπροσδιορισμού, από τη στιγμή που η εικόνα-σύμβολο του παρελθόντος αποτελεί πρόσφορο πεδίο προώθησης της ιδέας της ελληνικότητας συμβάλλοντας στη διαμόρφωση της ελληνικής συνείδησης και ταυτότητας. Θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε τα στοιχεία εκείνα που υποδεικνύουν πώς μέσα από την τέχνη αποκαλύπτεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ο ιστορικο-εθνικός προσανατολισμός μιας εποχής.

Η απόπειρα αυτή αποκτά μεγαλύτερο ενδιαφέρον όταν πρόκειται για την Ελλάδα όπου το πρόβλημα συνέχειας/ασυνέχειας στη διατήρηση μιας πολλαπλά και αμφίσημα σημασιοδοτούμενης παράδοσης, αλλά και ενστερνισμού «εκσυγχρονιστικών» αντιλήψεων, καθιστούσε ιδιαίτερα ευάλωτες τις κοινωνικές αξίες, από τη στιγμή μάλιστα που αυτές ενδύθηκαν ένα καθαρά δυτικό περίβλημα «εκβιάζοντας» την νεαρή Ελλάδα σε μια διαδικασία οικειοποίησης του δυτικού πολιτισμικού πλαισίου, ενός πλαισίου όμως που διαβολικά έφερε τη σφραγίδα του ελληνικού χώρου δίνοντας τη μοναδική ευκαιρία στο «αλλότριο» να ενσωματωθεί ως εγχώριο άμεσα. Και αυτό δεν είναι άλλο παρά η ελληνική αρχαιότητα. Κεντρική υπόθεση εργασίας δηλ. θα είναι η προσέγγιση και ερμηνεία της εξεικόνισης της νεοελληνικής ταυτότητάς και της νέας εικόνας στην Ευρώπη, στην ιστορικής της διάσταση, δηλ. ως εικονογράφηση της πολιτικής ιστορικής πορείας12.

Το οπτικό πρίσμα επεξεργασίας του θέματος θα είναι η ίδια η τέχνη ως χειροπιαστή αντανάκλαση των ιδεολογικών ρευμάτων (εθνικισμός) και πνευματικών κινημάτων της εποχής (Νεοκλασικισμός-Ρομαντισμός), ιδωμένη ως άμεση πηγή- ιστορική μαρτυρία που ενδιαφέρει για τη δυνατότητά της να αποκαλύψει, αλλά και 11 Δ. Γληνός, Εκλεκτές σελίδες, 1972, σ. 78-9. 12 Χ. Χρήστου, Θεωρία και Ιστορία της νεώτερης Τέχνης, Αθήνα, 1970,σελ. 35, όπου αναφέρει ότι σύμφωνα με τον Schnaase η τέχνη αποτελεί απλή εικονογράφηση της ιστορικής πορείας των πολιτισμών.

7

Page 8: papadopoulou

ως διαμεσολαβημένη εμπρόθετη πηγή, μέσω της οποίας προκύπτει απτό το αποτέλεσμα της δράσης των υποκειμένων του λόγου- κυρίως της εξουσίας13. Θα δώσουμε έμφαση στις αντιφάσεις και τις σιωπές14 ως εργαλεία τεκμηρίωσης, όπου αυτές παρατηρηθούν.

Χρόνος της δράσης μας είναι η νεωτερικότητα κατά την περίοδο βασιλείας του Όθωνα (με τη σχετικότητα που επιβάλλει το συχνά επιμηκυνόμενο διάστημα ολοκλήρωσης των έργων15), ενώ χώρος μας το νεοπαγές έθνος-κράτος του ελληνικού βασιλείου την αντίστοιχη περίοδο, μέσα στο ευρωπαϊκό του περιβάλλον βέβαια, που προετοίμασε την όλη «δεξίωση». Ως κατεξοχήν «εθνικό χώρο» θα θεωρήσουμε τη νέα πρωτεύουσα, την Αθήνα, η οποία αποτέλεσε το σύμβολό του (μέσα σε αυτά τα πλαίσια εξετάζονται τα πολεοδομικά της σχέδια.). Θα επικεντρωθούμε περισσότερο σε εκείνα τα αρχιτεκτονήματα που εκφράζουν μια διάθεση προσήλωσης προς το «εθνικό ιδεώδες».

Ακολουθώντας αυτή τη λογική κρίναμε ότι τα πιο αντιπροσωπευτικά μνημειακά κοσμικά κτίρια δημόσιου χαρακτήρα που αποκαλύπτουν περισσότερο από κάθε άλλο τα ιδεολογικά και αισθητικά κριτήρια της τέχνης της εποχής για συγκριτική εμβάθυνση ως προς το πλαίσιο δημιουργίας τους είναι η Αθηναϊκή Τριλογία (κυρίως το Πανεπιστήμιο και η Ακαδημία) και τα Ανάκτορα, για έναν επιπρόσθετο λόγο: ότι η μνημειακότητά τους αφορά το τρίπτυχο Αρχιτεκτονική- Γλυπτική -Ζωγραφική συνθέτοντας ένα ισχυρό οργανικό όλον (συμπεριλαμβανομένου και του περιβάλλοντα χώρου τους όταν συναποτελεί και αυτό οργανικό μέρος της σύνθεσής τους).

Τέλος, θα προσπαθήσουμε όσο μπορούμε να σταχυολογήσουμε και να αξιολογήσουμε όλα αυτά ακολουθώντας μια ερμηνευτική περιγραφή μέσα από τα πορίσματα της επιτόπιας έρευνας και μελέτης των σχετικών κτιρίων και της πρωτογενούς και δευτερογενούς βιβλιογραφίας, της οποίας το υλικό αν και πλούσιο είναι διάσπαρτο και αποσπασματικό, γεγονός που υποδηλώνει και μια μονομερή αντιμετώπισή του θέματος, μέχρι τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια. Με τον τρόπο αυτό στοχεύουμε σε μια συγκέντρωσης του υλικού που απαντά στο θέμα μας, για μια πιο ολοκληρωμένη αντίληψη της λειτουργίας των μηχανισμών πολιτιστικής πολιτικής. Θα κινηθούμε σε δύο άξονες: της συγχρονικής συνείδησης που μας προσφέρουν τα ίδια τα έργα της τέχνης και η πρωτογενής βιβλιογραφία (κυρίως οι εφημερίδες) και των «ιστορικοποιημένων» (και διαχρονικών πλέον) εννοιοδοτήσεων της μεταγενέστερης βιβλιογραφίας, αποκαταστημένων κατά το δυνατόν στις πραγματικές τους διαστάσεις, μέσα από την κατά περίπτωση κρίση των πηγών μας. Το λόγιο ως το πλέον ιδεολογικοποιημένο είναι το αντικείμενο της έρευνας ενώ το

13 Είναι βέβαια φανερό ότι επειδή μιλάμε για ακαδημαϊκή τέχνη ο ατομικός ρόλος του δημιουργού επισκιάζεται από το λόγο του χορηγού-της εξουσίας. 14 Σιωπές: οι μορφές που απορρίπτονται δεν είναι ποτέ απλώς απουσίες, αλλά δομικές απουσίες, πράγμα που σημαίνει ότι οι επιλογές αναδεικνύουν τις σημασίες εκείνες που θέλουν να είναι εύγλωττα και επίμονα παρούσες π.χ. στις τοιχογραφίες του Ανακτόρου του Όθωνα εικονογραφείται όλος ο ελληνικός αγώνας εκτός από την περίοδο του εμφυλίου. 15 Εξάλλου, επειδή ακριβώς θα ασχοληθούμε με φαινόμενα ιδεολογικά –συνειδησιακά από ιστορική σκοπιά παρουσιάζοντας την ύλη στην οργανική της συνάφεια, εκ των πραγμάτων δεν μπορούμε να αναφερθούμε σε μια αυστηρά προσδιορισμένη χρονικά περίοδο. Είμαστε αναγκασμένοι να ανατρέχουμε σε λίγο παλαιότερα περιστατικά, τα οποία συντέλεσαν στη διαμόρφωση τους ή σε λίγο μεταγενέστερα, που μας δίνουν το νόημά τους, όπως προκύπτει από την επεξεργασία τους. Ο χρόνος λοιπόν σε αυτή την περίπτωση έχει τη μορφή ομόκεντρων κύκλων που συνεχώς διευρύνονται και ο απόηχός τους φτάνει μέχρι σήμερα μέσα από στερεότυπες αντιλήψεις.

8

Page 9: papadopoulou

λαϊκό που αυτή την εποχή βρίσκεται σε ύφεση, θα υπολανθάνει και στην εργασία μας, αντιπροσωπεύοντας το αντίπαλο δέος.

Βασικά εγχειρίδια που μας καθοδήγησαν ήταν η Έκθεση Αθήνα- Μόναχο, Τέχνη και Πολιτισμός στη Νέα Ελλάδα, επιμ.: Μ. Κασιμάτη, Εθνική Πινακοθήκη, Μουσείο Αλ. Σούτσου σε συνεργασία με το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο (5 Απριλίου-3 Ιουλίου 2000), Αθήνα, ΕΠΜΑΣ, 2000 (και ιδιαίτερα η δημοσίευση σε αυτό του κειμένου του Π. Κιτρομηλίδη, Δυο Νεοκλασικά βασίλεια την εποχή του εθνικισμού), το βιβλίο της Έλλης Σκοπετέα, «Το Πρότυπο Βασίλειο» και η Μεγάλη Ιδέα. Όψεις του εθνικού προβλήματος στην Ελλάδα (1830-1880), 1988, καθώς και η Διδακτορική Διατριβή της Αναστασίας Μάλαμα Μνημειακή ζωγραφική στην Αθήνα του 19ου αι., Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Θεσσαλονίκη, 2005. Τέλος για τη διαπραγμάτευση του εισαγωγικού τμήματος περί εθνικιστικής ιδεολογίας ακλουθήσαμε ως οδηγό σκέψεις τις προσεγγίσεις του Anthony Smith, αλλά και του Νίκου Σβορώνου όσον αφορά την Ελληνική περίπτωση.

Σε αυτό το σημείο θέλω πρώτα από όλα να ευχαριστήσω εγκάρδια τους καθηγητές μου και κυρίως την επιβλέπουσα καθηγήτριά μου κ. Ρένα Πατρικίου που μου έδειξε εμπιστοσύνη δίνοντάς μου την ευκαιρία να συνεχίσω τις σπουδές μου, ανοίγοντάς μου νέους ορίζοντες πνευματικής αναζήτησης γεμάτους γνώσεις, χαρά και δημιουργία, και μαθαίνοντάς μου πως «το κλειδί για την ιστορία σίγουρα δεν είναι ένα». Ευχαριστώ ακόμη τον καθηγητή μου κ. Δημήτρη Αρβανιτάκη που με υπομονή και προσήνεια ήταν πάντα πρόθυμος να με διαφωτίσει. Θέλω τέλος να ευχαριστήσω τη φίλη μου και ιστορικό Μαρία Καραδήμου που έκανε τη φιλολογική επιμέλεια του κειμένου μου, τους συμφοιτητές μου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο για τις εμπνευσμένες συζητήσεις που είχαμε, καθώς και το οικείο μου περιβάλλον που με στηρίζει σε όλες μου τις επιλογές ακόμη και όταν δε συμφωνεί με αυτές και με βοηθάει να βλέπω πάντα την άλλη όψη κάθε «νομίσματος».

9

Page 10: papadopoulou

2. Τέχνη και Εθνικιστική ιδεολογία16.

Μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ένα νήμα του «χρυσού»

κλασικού παρελθόντος παρέμενε αδιάκοπα ζωντανό, άλλες φορές δυσδιάκριτο, άλλοτε πάλι πιο ευδιάκριτο. Από την Αναγέννηση του 15ου -16ου αι. οι κλασικές αναβιώσεις συνέχισαν να υφίστανται αδιαλείπτως όλους τους επόμενους αιώνες, μέχρι το Μπαρόκ και το Ροκοκό, η επιπολαιότητα του οποίου βοήθησε προς μια νέα αναζωπύρωση του κλασικού ιδεώδους. Αυτός ο κλασικισμός δεν εξαφανίστηκε ακόμη και στην εποχή του Ρομαντισμού κατά την περίοδο μετά τη Γαλλική Επανάσταση17, επαληθεύοντας μία οξύμωρη λογική που θέλει κάθε καλλιτεχνικό κίνημα να γεννιέται ως αντίδραση στο προκάτοχό του, έχοντας παράλληλα κυοφορηθεί από αυτό. Η ρομαντική νοοτροπία λοιπόν ενσωμάτωσε και ανασύνθεσε πολλές από τις αξίες και τα μέτρα του κλασικισμού του 18ου αι, δημιουργώντας τον νεοκλασικισμό ως αισθητή διάσταση του μετεπαναστατικού πολιτισμού στην Ευρώπη18, ο οποίος είχε μια ιδιαιτερότητα επιπλέον: πέρα του ότι ήταν συνειδητός και θεμελιωμένος στην επιστημονική γνώση του κλασικού παρελθόντος που του 16 Όπως κάθε ιδεολογία έτσι και ο εθνικισμός έχει ρόλο ενοποιητικό αφού αποτελεί παράγοντα κοινωνικής συνοχής, επειδή παρέχει νόημα στη ζωή του ανθρώπου ως κοινωνικού υποκειμένου, εξηγώντας του πού ανήκει, με ποιους είναι ή οφείλει να είναι αλληλέγγυος, ποιος είναι ο ρόλος του ή ο προορισμός του και πώς ορίζονται τα περιθώρια και οι υποχρεώσεις της κοινωνικής του πράξης. Βλ. Π. Ε. Λέκκας, Η εθνικιστική ιδεολογία, Πέντε υποθέσεις εργασίας στην ιστορική κοινωνιολογία, Αθήνα, 2006, σ. 40. 17 Για τα ελληνορωμαϊκά πρότυπα στη Γαλλική Επανάσταση βλ. R. Rosenblum, Transformations in late Eighteenth Century Art, 1967. 18 Πιο ειδικά η Γαλλία ήταν εκείνη που έδωσε την ουσιαστική ώθηση στην περί του 1800 παιδεία των αρχιτεκτόνων του κεντροευρωπαϊκού χώρου στο πνεύμα της ολοκληρωμένης αντιμετώπισης του κτιριακού έργου τόσο στη λειτουργική και μορφολογική του έκφραση όσο και στον κατασκευαστικό ορθολογισμό. Το ρομαντικό πνεύμα του τέλους του 18ου αι. και η συναφής προς αυτό ελεύθερη προς τις μορφές του παρελθόντος είχαν φυσικά και εδώ τη θέση τους. Όμως το αποτέλεσμα της αρχιτεκτονικής αυτής , όπως τουλάχιστον απαιτούσε η ορθολογική αντίληψη, απέφευγε τους έντονους ιδεολογικούς συνειρμούς καθώς και τους συναισθηματικούς αυθορμητισμούς, για να καταφύγει σε αντικειμενικοποίηση της όλης συνθετικής διαδικασίας και σε αισθητική αυτάρκεια και αναγνωσιμότητα της μορφής. Κι ήταν το «κλασικό στοιχείο»- στο υπόδειγμα τότε της ρωμαϊκής Αναγέννησης- που ικανοποιούσε με τον πιο πειστικό τρόπο τις παραπάνω αρχές. Οι δημιουργοί των μεγάλων κέντρων του κλασικισμού (Βερολίνο, Μόναχο, Καρλσρούη) άμεσα ή έμμεσα υπήρξαν κοινωνοί αυτής της αρχιτεκτονικής εκπαίδευσης. Το γεγονός αυτό μάλιστα αποκτά ιδιαίτερη σημασία όταν αυτοί οι δημιουργοί εγκαταλείπουν κάποτε τα ρωμαϊκά πρότυπα για να οικειοποιηθούν τα ελληνικά. Τότε αρχές 19ου αι η αρχιτεκτονική της Γερμανίας, ενώ δεν αφίσταται των παγιωμένων αντιλήψεων για τη σύνθεση του αστικού κτηρίου, αναβαπτίζεται εντούτοις σε ένα εντελώς νέο πνεύμα όσον αφορά την ιεράρχηση των μορφών που θα κληθούν να εκφράσουν ένα βαθύτερο αισθητικό και ιδεολογικό περιεχόμενο. Πρέπει ωστόσο να υπογραμμίσουμε όσον αφορά τη γερμανική στροφή προς την Ελλάδα ότι τη μέγιστη συμβολή αισθητικών αντιλήψεων και κυρίων των φιλοσοφικών θεωρήσεων επιβλήθηκαν μέσα στο δημιουργικό κλίμα του γερμανικού ιδεαλισμού. Πρόκειται εδώ για ένα ισχυρό εννοιολογικό πλαίσιο που αναπτύσσεται σε κεντρική φιλοσοφία της τέχνης, σύμφωνα με την οποία η ύψιστη καλλιτεχνική δημιουργία είναι άμεσο παράγωγο της πιο εξελιγμένης μορφής νόησης . Έτσι κατά τους εκφραστές της (από τον Goethe Schelling Hegel) αυτή η ανώτατη θεώρηση της γνώσης και του πνεύματος – η «Απόλυτη Ιδέα»- μπορούσε να εκδηλωθεί μόνο μέσα από την κυρίαρχη αισθητική πραγματικότητα. Στον πυρήνα αυτής της θεώρησης βρίσκονταν οι δυνάμεις εκείνες που μετουσίωσαν τον πρωιμότερο «ρομαντικό» κλασικισμό της αρχιτεκτονικής σε μια έκφραση περισσότερο απαιτητική ως προς το συμβολικό της περιεχόμενο. Μια τέτοια έκφραση όφειλε να εξισορροπήσει απόλυτα τη μορφή – δηλ. το αισθητικό στοιχείο- με τη δεσπόζουσα πνευματική αξία, σε μια ιδανική αμφίδρομη σχέση. Μ.Μπίρης- Μ. Αδάμη, ο.π., σ. 80-2.

10

Page 11: papadopoulou

πρόσφερε η νέα επιστήμη της αρχαιολογίας19, ως απότοκος του περιηγητισμού20, δεν αποποιούνταν διακριτικές αναφορές στο μεσαιωνικό παρελθόν, οι οποίες ανιχνεύονται στο νέο του ύφος.21 Αυτό το χαρακτηριστικό του, τού προσέδωσε εξαιρετική ευελιξία, ακόμη και στο να συμβολίσει την ίδια την είσοδο στη νεωτερικότητα, διότι μπορούσε να είναι πνευματικά απαιτητικός, αισθητικά σαγηνευτικός, αλλά ακόμη και εμπορικός και το κυριότερο πολιτικά προπαγανδιστικός. Εξάλλου, ο νεοκλασικισμός (1790-1830) ανθεί την εποχή της ανάδυσης των εθνικισμών. Τότε μάλιστα η ιδεολογία του κινήματος στρέφει το ενδιαφέρον της αποκλειστικά σχεδόν στην Ελλάδα22 - μετά και την έκδοση της Ιστορίας της αρχαίας Τέχνης του J.J.Winckelman (Γ.Γ. Βίνκελμαν) (1764)23 - και η ιδέα της Ελλάδας ως μνημείο και των Ελλήνων ως ζώντων μνημείων συμβολοποιούνται, δίνοντας έμπνευση στο αναδυόμενο φιλελληνικό κίνημα στην Ευρώπη. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι όσες χώρες συντάχθηκαν με τη μεταρρύθμιση, εκεί άνθισε ο φιλελληνισμός και οι νεοελληνικές σπουδές (π.χ. Γερμανία)24. Είναι η εποχή της πλήρους ενσωμάτωσης της κλασικής αρχαιότητας στην ευρωπαϊκή πολιτιστική κληρονομιά και της επιβολής της ελληνικής αρχαιότητας, κυρίως της Σπάρτης και της Αθήνας25 ως ηθικό και πολιτικό πρότυπο, ως σύμβολα ενός πολιτεύματος που στηριζόταν στην ελευθερία της σκέψης, ως σύμβολα εκδημοκρατισμού των νέων πολιτικών κατευθύνσεων26(που εντούτοις δεν 19 Τώρα οι προσεγγίσεις των δυτικών περιηγητών ιστορικών και πολιτικών αναλυτών εγείρουν μια συγκριτική μεθοδολογία, όπου αρχαιογνωσία και σύγχρονη γεωγραφία οδηγεί σε μια αντιμετώπιση του χώρου στην ιστορική του δυναμική. Έτσι η συγκριτική μεθοδολογία εξυπηρέτησε την ιστορική γνώση , προώθησε την αρχαιογνωσία που έθεσε τα θεμέλια της αρχαιολογίας και τέλος ενεπλάκη στη στήριξη της εθνικής αυτογνωσίας. Κατά συνέπεια συγκριτική μεθοδολογία είναι κατά βάση αρχαιολογική. 20 R. Eisner, Travelers to an Ancient Land: The history and Literature of Travel to Greece, Ann Arbor, University of Michigan Press, 1991. Η πολική διείσδυση δυτικών στην καθ’ ημάς Ανατολή (Βενετοί, Φράγκοι, Άγγλοι κ.α.), τα δίκτυα εξουσίας- διπλωματίας και εμπορίου και αργότερα μοναχικών ταγμάτων, αλλά κυρίως οι αρχαιογνώστες ελληνιστές περιηγητές ως ανταποκριτές της ιστορίας διαμόρφωσαν και παγίωσαν την εικόνα της Ελλάδας στη Δύση στεγανοποιώντας τη σε ένα χώρο προβολών και συγκρητισμού. Στερεότυπο. Αυτή η δυτική εικόνα της Ελληνικής ιδέας έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση και της ίδιας της νεότερης ελληνικής πολιτιστικής ταυτότητας όπως θα δούμε παρακάτω. Βλ. και H. J. Gehrke, «Αναζητώντας τη χώρα των Ελλήνων: Επιστημονικά ταξίδια και η σημασία τους για την έρευνα και την αντιμετώπιση της αρχαιοελληνικής ιστορίας στο 19ο αι.» στο Ένας κόσμος γεννιέται, Η εικόνα του ελληνικού πολιτισμού στη γερμανική επιστήμη κατά το 19ο αι., επιμ. Ε. Χρυσός, Αθήνα, Ακρίτας, 1996, σ. 59 κ.εξής. 21 David Gross, Τα ερείπια του παρελθόντος. Αθήνα: Πατάκης, 2003, σ. 29. 22 Κυρίως οι αρχαιολογικές ανακαλύψεις στο Ηράκλειον και Πομπηία, έδωσαν μια επιστημονική προοπτική της προσέγγισης του παρελθόντος. Βλ. Ντ. Έργουιν, Νεοκλασικισμός, μτφ. Χ. Παπαδημητρίου, Αθήνα 1999, σ. 36-37 και γενικότερα σ. 11-63. 23 D. Watkin,, Ιστορία της Δυτικής Αρχιτεκτονικής, Αθήνα , 2005, ΜΙΕΤ, σ. 368 Εικόνα της Ελλάδας στη δύση άρχισε να συμβολοποιείται νωρίτερα μέσα στα πλαίσια του αιτήματος κατανόησης και επανασύνδεσης με την αρχαιότητα κατά την περίοδο του ευρύτερου φιλοσοφικού εκπαιδευτικού και πολιτικού προγράμματος του ουμανισμού ήδη από το 14ο αι που επιχειρεί να ενσωματώσει στην αναδυόμενη νεωτερικότητα τις γνώσεις αλλά και τις ηθικές πολιτικές και αισθητικές αξίες του κλασικού-και όχι μόνο- παρελθόντος. 24 S. Marchand, Down from Olympus, Archaeology and Philhellenism in Germany, 1750-1970, Princeton, N. J., Princeton University Press, 1996. 25 Σπάρτη και Αθήνα αποτέλεσαν ιδανικές πόλεις ήδη από την Αναγέννηση. Ο αστικός πολιτισμός που γεννιέται δίνει την ψευδαίσθηση συγγένειας με τις αρχαίες πόλεις, ψευδαίσθηση γιατί αυτές οι πόλεις έχουν πυρήνα την ηγεμονική Αυλή. Μάλιστα μια αναγεννησιακή αστική δημοκρατία το Λέυντεν, θα διεκδικήσει τον τίτλο των «νέων Αθηνών». Βλ. Γ. Τόλιας, ο.π., σ. 472. 26Μ. Εμμανουήλ, Β. Πετρίδου, Π. Τουρνικιώτης, Η Ιστορία των Τεχνών στην Ευρώπη: Εικαστικές Τέχνες στην Ευρώπη από τον 18ο ως τον 20ό αιώνα, τ. 2ος , Πάτρα 2002, σ. 180.

11

Page 12: papadopoulou

πραγματώθηκαν στο βαθμό που υπόσχονταν όπως θα δούμε και παρακάτω). Από εδώ και στο εξής ο νέος ρυθμός θα αποτελέσει το στυλ που προτιμούν οι νεοϊδρυόμενες δημοκρατίες, αρχής γενομένης των ΗΠΑ (1783)27, όπως διαγράφεται στα δημόσια κτίρια που κτίζονται ως σύμβολα μιας καινούργιας εποχής δημοκρατικών ιδεωδών υπό το ένδυμα όμως αρχαίων ναών ως νύξη σε ένα ιερό επιστέγασμα.28 Εξάλλου, το ελπιδοφόρο τουλάχιστον αρχικά «φως» της Γαλλικής Επανάστασης λίγο αργότερα, που έδειχνε τον δρόμο για την «απελευθέρωση των εθνών», έμοιαζε να δίνει περισσότερες εγγυήσεις ορθής διακυβέρνησης και δικαιοσύνης μέσα από τη νοητή ταύτισή του με το πνεύμα των αρχαίων ελλήνων σοφών29. Δεν είναι τυχαίο ότι στο καλλιτεχνικό Salon του 1789 (την ίδια χρονιά που ξέσπασε η Γαλλική Επανάσταση) τα θέματα που υπερτερούσαν ήταν εμπνευσμένα από την αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη. Όπως δεν είναι επίσης τυχαία η στροφή, την ίδια ακριβώς χρονική περίοδο, ολόκληρης της Ευρώπης στην αρχαία ελληνική σκέψη και προπάντων στη φιλοσοφία του Πλάτωνα και των Νεοπλατωνικών.

Αυτή η «πολιτική» λειτουργία του νέου ρυθμού εγκύπτει στην «εξεικονιστική» ιδιότητα της τέχνης γενικά: η τέχνη -και μάλιστα στη δημόσια-ακαδημαϊκή μορφή της-όντας στενά συνδεδεμένη με την εικόνα αποκτά δραστική δύναμη διότι διαθέτει μια υποβλητική διανοητική ικανότητα που της επιτρέπει να λειτουργεί ως διδακτικό μέσο και ως μηχανισμός παραγωγής και προβολής ηθικοπλαστικών αξιών και προτύπων. Έτσι μπορεί να διαμορφώνει την ηθικο-πολιτική ιδεολογία της συλλογικής ζωής της κοινωνικής ομάδας. Αυτή ακριβώς η ιδιότητά της30 είναι που την εμπλέκει στο παιχνίδι εξουσίας και ελέγχου των μηχανισμών χειραγώγησης της συλλογικής μνήμης- ο χειρισμός των οποίων

27 Ένας συμβολικός κώδικας εδραιώθηκε στο νεοκλασικισμό. Ακόμη και τα Μετάλλια της Ελευθερίας (Libertas Americana) (εικ. 1) της εποχής του Τόμας Τζέφερσον εικονίζουν τον Ηρακλή με τα φίδια που συμβολίζει τις νεοσύστατες ΗΠΑ, με την Αθηνά (Γαλλία) να κατατροπώνει τον λέοντα (Βρετανία)! Βλ. Ντ. Εργουιν, ο.π. σ.123-4. 28 Επίσης, ο ιερός χαρακτήρας τους φαίνεται στο Λατινικό όνομα που διάλεξαν γι αυτά: Καπιτώλια, από τον Καπιτωλίνο λόφο της Ρώμης, όπου υπήρχε κάποτε ένας ναός του Δία.

29 Ο Jean Starobinski, στην κλασική πλέον μελέτη του για τη Γαλλική Επανάσταση με τίτλο Les Emblèmes de la Raison (Flammarion, Paris 1979), τόνιζε ότι «σήμερα ο ειδικός στην ιστορία των ιδεών έχει μπροστά του ένα ευρύ πεδίο έρευνας για το φαινόμενο της αναβίωσης του Πλάτωνα και του Νεοπλατωνισμού που εκδηλώθηκε γύρω στο 1789 σε ολόκληρη την Ευρώπη: το βλέπουμε στην Αγγλία (όπου τα γραπτά και οι μεταφράσεις των "Ορφικών" του J. Taylor θα επηρεάσουν το καλλιτεχνικό έργο του Blake), στην Ολλανδία (όπου ο Hmesterhuis γράφει διαλόγους με τον τρόπο του Πλάτωνα), στη Γαλλία (όπου το 1790 ο Joubert διαμορφώνει το σχέδιο ενός ταξιδιού σε χώρους ανοιχτούς γεμάτους με φως...) αλλά και στη Γερμανία όπου τρεις υπότροφοι των σεμιναρίων του Πανεπιστημίου του Τübingen, ο Hegel, ο Ηölderlin και ο Schelling, διάβαζαν, ενθουσιωδώς συνεπαρμένοι από τη Γαλλική Επανάσταση, Ιάμβλιχο, Πλάτωνα και Πρόκλο... Έτσι λοιπόν ο μύθος της Ψυχής θα γνωρίσει τα επόμενα χρόνια μια εντυπωσιακή διάδοση. Και αυτό όχι μόνο γιατί δημιουργήθηκε η ανάγκη μιας ευαισθησίας πιο βαθιάς απέναντι στον Ερώτα, αλλά κυρίως γιατί η τέχνη, που επιζητούσε την επικοινωνία με τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, αισθάνθηκε την ανάγκη της αυτοαπεικόνισης μέσα από την αλληγορία και το έμβλημα». Στην παρενθετική αυτή αναφορά μου στις σκέψεις του Starobinski για τον νεοκλασικισμό θα ήθελα να προσθέσω και ένα άλλο σημαντικό στοιχείο: τον θαυμασμό που έτρεφε ο Λουδοβίκος της Βαυαρίας για τον γλύπτη Antonio Canova (1757-1822), του οποίου το γνωστό σύμπλεγμα με τον τίτλο «Ερως και Ψυχή» θα μπορούσε να θεωρηθεί το μελαγχολικό απόγειο μιας ανεκπλήρωτης ταύτισης με το πνεύμα της αρχαιότητας.

30 Ε. Π. Παπανούτσος , Αισθητική, Αθήνα, 1976, σ. 79

12

Page 13: papadopoulou

βρίσκεται πάντα στη διακριτική ευχέρεια των ανώτατων στρωμάτων της κοινωνίας31-συνδέοντάς την άμεσα με την πολιτική βούληση και κατ’ επέκταση με την πολιτική ιστορία. Γι αυτό και τα διάφορα καλλιτεχνικά ρεύματα (του νεοκλασικισμού-ρομαντισμού στην περίπτωσή μας) βρίσκονται σε διάλογο πάντοτε με τα αντίστοιχα χρονικά πολιτικά κινήματα (του εθνικισμού στην περίπτωσή μας). Τώρα τα δημόσια κτίρια που στεγάζουν νέες θεσμικές λειτουργίες εικονογραφούν το συλλογικό θρύλο ενός νέου τρόπου ζωής –νεωτερικού πλέον- όπου η κοινότητα μεταβαίνει σε κοινωνία και ο ηγεμόνας σε μία απρόσωπη κεντρική εξουσία ανταποκρινόμενη στα πολιτικά οράματα των αστών32. Πρόκειται για την τέχνη της νέας άρχουσας τάξης33 καθώς και των παλαιών καθεστώτων που το 1815 συνασπίζονται με την Ιερά Συμμαχία34! Ο νεοκλασικισμός συμβόλισε την ίδια τη νεωτερικότητα και σε αυτή διεκδικούσαν την ηγετική θέση και οι παλιές και οι νέες δυνάμεις: μια νέα θέση στα νέα πλαίσια.

Ειδικότερα πρέπει να διαχωρίσουμε την αρχιτεκτονική από τις υπόλοιπες τέχνες γιατί έχει μια επιπλέον ιδιότητα: η αρχιτεκτονική δεν έχει θέμα, και μπορεί να είναι όσο συμβολική επιλέξουν οι δημιουργοί της, μέσα από τους άπειρους συνειρμούς που μπορεί να δημιουργεί. Έτσι καθίσταται η πιο ευέλικτη από όλες. Η αρχιτεκτονική αυτή την περίοδο δεν εξέφραζε καμία αλήθεια, παρά μόνο την εμπιστοσύνη και την αυτοπεποίθηση της κοινωνίας την οποία καλούνταν να υπηρετήσει, και αυτή η αίσθηση της απέραντης και ακλόνητης πίστης στο αστικό πεπρωμένο είναι που έκανε τα καλύτερα δείγματά της εντυπωσιακά, έστω και μόνο με τον όγκο τους. Ήταν μια γλώσσα κοινωνικών συμβόλων. Σε αυτό οφείλεται η εσκεμμένη απόκρυψη-σιωπή στο νεωτερισμό της εποχής: την τεχνολογία και τη μηχανική. Το αισθητικό υπερέβαινε το ωφελιμιστικό, το χρηστικό. Στόχος ήταν η προβολή ιδεών των νέων θεσμών μέσα από νύξεις στα πολιτιστικά επιτεύγματα του παρελθόντος. Δηλαδή στόχος ήταν η νομιμοποίηση.

Αυτή τη διδακτική ιδιότητα της τέχνης επιστρατεύεται ο Νεοκλασικισμός που και ο ίδιος διακρίνεται για το διδακτικό του περιεχόμενο35. Ο ηρωισμός, ο σεβασμός και ο πατριωτισμός είναι έννοιες άρρηκτα συνδεδεμένες με το πνευματικό του περιεχόμενο36. Ο σκοπός που καλείται να παίξει πολιτικά ο νεοκλασικισμός ως επίσημος ρυθμός ακολουθώντας τις επιταγές της εποχής είναι να νομιμοποιήσει τη νέα ισχύουσα τάξη πραγμάτων: την ανάδυση των εθνών κρατών στη νεωτερικότητα, να ενισχύσει το πατριωτικό αίσθημα, να τονώσει την εθνική υπερηφάνεια, να διδάξει την επίσημη εκδοχή της εθνικής ιστορίας με την εικαστική διατύπωση των δεδομένων του ιστορικού παρελθόντος, μέσα από την εξεικόνιση εθνικών πανθέων επιτυγχάνοντας συλλογική ταύτιση με αρχετυπικούς μυθικούς ήρωες και αλληγορικές διατυπώσεις. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται κατά το νεοκλασικισμό (στη ζωγραφική ιδιαίτερα) όπως η εγκαυστική τεχνική, έχουν

31 Jacques Le Goff, History and Memory, Columbia University Press, New York , 1992, σ. 39, όπου αναφέρεται ο όρος «αρχαιότητα» (antiquitas), ο οποίος είναι συνώνυμος της αυθεντίας (auctoritas), της αξίας (gravitas), του μεγαλείου, της μεγαλειότητας(majestas).

32 Α. Πολίτης, Ρομαντικά Χρόνια, Ιδεολογίες και Νοοτροπίες στην Ελλάδα του 1830-1880, Αθήνα, 1993, σ. 48 33 Ε. J. Hobsbawn, Η Εποχή των Επαναστάσεων 1789-1848, Αθήνα, 1992, σ. 361, 367 34 Ε. J. Hobsawn, Η Εποχή του Κεφαλαίου, 1848-1875, Αθήνα, 1994, σ. 431-432 35 R. A. Etlin, (Επιμελητής Έκδοσης), Nationalism in the Visual Arts, Washington, 1991 36 H. Belting, The Germans and their art : a troublesome relationship, (Μτφ.) S. Kleager, New Haven, 1998

13

Page 14: papadopoulou

χαρακτήρα μόνιμο, δείχνοντας και τη διάθεση διαχρονικότητας που αντιπροσωπεύουν τα έργα του.

Κι όμως η «τέχνη για την τέχνη» ως σύνθημα για την εποχή που εξετάζουμε ήταν ακόμα ένα περιθωριακό φαινόμενο. Περιοριζόταν στους όψιμους ρομαντικούς καλλιτέχνες και ήταν μια αντίδραση εναντίον της ένθερμης πολιτικής και κοινωνικής στράτευσης κατά την εποχή των επαναστάσεων, αντίδραση ενισχυμένη από τις πικρές απογοητεύσεις του 1848, του κινήματος που είχε συμπαρασύρει τόσα και τόσα δημιουργικά πνεύματα.

2.1 Χρόνος: Νεωτερικότητα Οι αρχές του Διαφωτισμού στον επίλογό του εφοδιάζουν ως ιδεολογικό

υπόβαθρο με τη δυναμική τους παρακαταθήκη τη νέα περίοδο και σηματοδοτούν την έλευση μιας νέας εποχής που ονομάζεται νεωτερικότητα, πυροδοτώντας ριζικές αλλαγές, κυρίως μέσα από τις διακηρύξεις ελευθερίας: συλλογικής (αυτοδιάθεση των λαών) και ατομικής (καθολική χειραφέτηση)37. Πρόκειται για μια εποχή που γεννιέται ως αντέρεισμα στον ανορθολογισμό και την παράδοση, ως εκλογίκευση συμπεριφορών και νοοτροπιών, ως εκσυγχρονισμός και «αποσαγήνευση» του κόσμου, ως φωτοχυσία38, ως καταγραφή και οριοθέτηση ενός επίσημου νομικού πλαισίου που ό,τι δεν συμπεριλαμβάνει, αυτόματα το προσδιορίζει ως παραδοσιακό. Μέσα στα πλαίσιά της συντελείται τεμαχισμός της παλαιάς, ομοιογενούς και ενιαίας κοσμοαντίληψης σε μία σειρά διακριτών τομέων της σκέψης και της ανθρώπινης δραστηριότητας: όπως τη σφαίρα της οικονομίας, της οικογένειας, της πολιτικής, της επιστήμης, τη σφαίρα της αισθητικής, της θρησκευτικής πρακτικής και μεταφράζεται στην πράξη με επαναστάσεις-τομές στην ιστορία που επιβεβαιώνουν τη ρήξη του μεσαιωνικού με το νεώτερο κόσμο. Η βιομηχανική επανάσταση εγκαινιάζει τη νέα εποχή και δημιουργεί νέα οικονομικά και κατά συνέπεια κοινωνικά δεδομένα, αξιώνοντας έτσι και ανατροπή στα πολιτικά δεδομένα, οικειοποιούμενη τη νέα κοσμοαντίληψη. Αυτές τις αξιώσεις όμως τις διατυπώνει μέσα από ένα βίαιο γεγονός: τη Γαλλική Επανάσταση, η οποία ουσιαστικά είναι μια μάχιμη διεκδίκηση της νομιμοποίησης της νέας τάξης πραγμάτων και αποτελεί το πρώτο κομμάτι του ντόμινο των ανατροπών. Προσφέρει δηλ. το ιδεολογικό υπόβαθρο ενός οικουμενικού39 σχεδόν, ξεσηκωμού40, με στόχο τον εθνικό αυτοπροσδιορισμό. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια καθιερώνεται ο όρος εθνικότητα,41 εθνότητα, και εθνισμός ή

37 H. Hugh, F. John, Ιστορία της Τέχνης, Αθήνα, 1998, σ. 547 38Π. Π. Θεοδωρίδης, Οι μεταμορφώσεις της ταυτότητας έθνος, νεωτερικότητα και εθνικιστικός λόγος Θεσσαλονίκη, 2004, σ.103 39 Ο όρος οικουμενικός δικαιολογείται, αν ανατρέξει κανείς σε παγκόσμιους ιστορικούς χάρτες και δει πόσα απελευθερωτικά κινήματα διαδραματίστηκαν ανάμεσα στο 1811 και το 1840, παράλληλα με την παγκόσμια βρετανική οικονομική διείσδυση –διείσδυση που αντλεί τη δύναμή της από τη βιομηχανική επανάσταση. 40 Από την κήρυξη του πολέμου των Η.Π.Α. στους Βρετανούς και τη βρετανική διείσδυση στην Ιάβα το 1812, το Μονοπώλιο των Ανατολικών Ινδιών, τους πολέμους για την ανεξαρτησία της Λατινικής Αμερικής και τον Σιμόν Μπολιβάρ (1811-1826), την εξέγερση στην Πορτογαλία (1820), την επανάσταση των φιλελεύθερων στην Ισπανία (1820), ως την εξέγερση του Μεξικού (1822), την εξέγερση της Πολωνίας (1830), τα πρώτα συνδικάτα των Βρετανών εργατών και την πρώτη νομοθεσία για την απαγόρευση της παιδικής εργασίας (1819), ο κόσμος –και εκείνος που συνδεόταν εξαρχής με την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία και εκείνος που μόλις τώρα τη γνωρίζει- συγκλονίζεται κυριολεκτικά. 41 1830 Λεξικό της Ακαδημίας: κατάσταση ενός συνόλου ανθρώπων που λόγω κοινής προέλευσης, παραδόσεων και συμφερόντων, συγκροτούν πράγματι ή σκοπεύουν να συγκροτήσουν ένα έθνος

14

Page 15: papadopoulou

εθνικισμός (μεταγενέστερος όρος)42 ως τάση για τη δημιουργία ενός έθνους ή την εθνική απελευθέρωση, αφού στηρίζεται στη θεωρία ότι το κράτος πρέπει να συμπίπτει με το έθνος. Οι μεγάλες επαναστάσεις απαιτούν ομοψυχία και η νέα τάξη πραγμάτων για να διατηρηθεί χρειάζεται συλλογική βούληση43. Παρελθόν, έθνος,44 εθνική ταυτότητα45, αποτελούν το σημείο αναφοράς της συλλογικότητας46 και επομένως της ενότητας.

Και ενώ μέχρι χθες το ρόλο ενοποίησης έπαιζε ο μονάρχης και μάλιστα ο ελέω θεώ, τώρα μπροστά στο καθολικό αίτημα από-ιεροποίησης της εξουσίας και εκκοσμίκευσής της, γεννιέται μια νέα πολιτική εξουσία το νεωτερικό κράτος, όπου το έθνος παίρνει το εξουσιαστικό χρίσμα και διατελεί παράγοντας νομιμοποίησης της. Έτσι, το πέρασμα από την εποχή των αυτοκρατοριών και του μεσαίωνα, όπου κυριαρχεί η θρησκευτική ταυτότητα, στη νεωτερικότητα διέρχεται αναγκαία μέσα από την εκκοσμίκευση: η επίκληση στο θεό γίνεται η επίκληση στο νόμο, ενός νόμου που δεν αντιβαίνει τις αρχές που υπέγραψε ο Διαφωτισμός φέρνοντας στο προσκήνιο το αίτημα αυτοδιάθεσης των λαών. Η νομιμοποίηση τώρα πλέον γίνεται στο όνομα του πολιτισμού47: και είναι η επίκληση στο έθνος! Μέσα από την επίκληση αυτή επιτυγχάνεται η ενότητα με μια ομογενοποίηση χωρίς καταναγκασμό που αποτελεί το όχημα που εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα των νέων πολιτικών οντοτήτων, των κρατών. Αυτά τα δύο στοιχεία συνδιαμορφώνουν και την έννοια του περιεχομένου του νέου πολιτικού-πολιτισμικού μορφώματος του έθνους -κράτους48.

Βρισκόμαστε στη μεταβατική εκείνη εποχή όπου συντελείται η αναγωγή ενός πολιτισμικά προσδιορισμένου κοινωνικού συνόλου σε αυτοτελή πολιτική οντότητα ξεχωριστό από τα άλλα. Βλ. P. Milza- S. Berstein, Ιστορία της Ευρώπης. Η Ευρωπαϊκή συμφωνία και η Ευρώπη των εθνών.1815-1919. τ.2, 1997, σ.29 κ. εξής. 42 Βλ. σημ. 62 Εμείς θα χρησιμοποιούμε τον σύγχρονό μας όρο εθνικισμός αντί του συγχρονικού εθνισμός για να αποφεύγονται περεταίρω συγχύσεις. 43 Βλ. γενικά: Th. Veremis- J. Koliopoulos, Greece : the modern sequel : from 1831 to the present, N.Y, 2002 και . Μ. Blinkhorn- Th. Veremis, Modern Greece : nationalism & nationality , London - Athens , 1990. 44 Βλ. P. Milza- S. Berstein, Ιστορία της Ευρώπης. Η Ευρωπαϊκή συμφωνία και η Ευρώπη των εθνών.1815-1919. τ.2, Αθήνα, 1997, σ. 29 κ. εξής. Επίσης, E.J. Hobsbawm, ο.π., τ. 1 και 2, 1992 και 1994 αντίστοιχα 45 A.D. Smith, Nationalism and Modernism: A critical Survey of recent Theories of Nations and Nationalism, London & New York, 1998, σ. 7-11. 46 Στην Ελληνική περίπτωση ήταν το δημοτικό τραγούδι και η κλεφταρματωλική και αγαθαγγελική παράδοση, τα οποία ανέλαβε να τεκμηριώσει αργότερα και επιστημονικά η λαογραφία. Όλα με ένα κοινό σημείο αναφοράς: τη γλώσσα, η πολιτισμική και οικονομική εμβέλεια της οποίας ήταν σαφώς ευρύτατη και ενδυναμώνονταν και από έναν άλλο παράγοντα ιστορικότητας: την ορθόδοξη θρησκεία. 47 «η κουλτούρα φαίνεται να είναι το φυσικό ταμείο της πολιτικής νομιμότητας» βλ. E. Gellner. Nations and nationalism, Οxford, 1983, σ. 55. 48 «Ο εθνικισμός» γράφει ο Anthony Smith στο Nationalism and Modernism ο.π. στη σ. 97 «είναι η φυσική απάντηση των ανθρώπων για τους οποίους ο κοινωνικός σχηματισμός του κόσμου τους, με τις σταθερές κατηγοριοποιήσεις, κατέρρευσε. Θέλοντας να συνεχίσουν να ανήκουν σε μία κοινότητα με διάρκεια, στράφηκαν προς το υπεριστορικό έθνος ως τη μόνη διαθέσιμη αντικατάσταση της διευρυμένης οικογένειας, της γειτνίασης και της θρησκευτικής κοινότητας που είχε διαβρώσει ο καπιταλισμός…» με αυτό τον τρόπο, κοσμικές από τη φύση τους πραγματικότητες μεταμορφώθηκαν σε ιερές: φυλή, πατρίδα, παράδοση. Μια νέα θρησκεία ανέτειλε με το δόγμα, τα σύμβολα, τους βωμούς και τις γιορτές της: ο εθνικισμός, το έθνος και η υποστασιοποίησή του: το έθνος κράτος». Και παρακάτω στο ίδιο στην σελ. 192, ο Smith σημειώνει ότι δεν είναι η πραγματική καταγωγική συνέχεια που έχει σημασία, αλλά η αίσθηση αυτής της συνέχειας: «όπως δείχνει το παράδειγμα της σχέσης μεταξύ σύγχρονων και αρχαίων Ελλήνων, οι εθνικότητες σχηματίζονται όχι μέσα από μια κατευθείαν φυσική συγγένεια, αλλά μέσα από την αίσθηση της συγγένειας, της μοιρασμένης μνήμης και του συλλογικού πεπρωμένου, δηλ. μέσα από το δίκτυο της πολιτισμικής συγγένειας που ενσαρκώνεται στους μύθους, στις μνήμες, στα σύμβολα και στις αξίες που συγκροτούν μια συγκεκριμένη πολιτισμική ομάδα»

15

Page 16: papadopoulou

με μια συγκεκριμένη διαδικασία. Τώρα τα άτομα αναγνωρίζονται και αναμετριούνται ως ορθολογικά υποκείμενα, μέσα όμως σε μια ενοποιημένη κοινότητα-το έθνος και σε έναν ενοποιημένο χώρο –την επικράτεια ενός κράτους49. Ο προηγούμενα ετερογενής και κερματισμένος χώρος, ενσωματωμένος στις τοπικές κοινότητες με τις πολιτισμικές αποκλίσεις ανακαθαίρεται από τοπικιστικές διαφορετικότητες, ομογενοποιείται και αυτός, και μετατρέπεται σε έναν νέο χώρο ενοποιημένο πολιτισμικά και πολιτικά50. Η επικράτεια μετατρέπεται στο ζωτικό γεωμετρικό χώρο μιας ομογενοποιημένης σφαίρας επιρροής της πολιτικής εξουσίας. Αρωγός της νέας κατάστασης είναι μια γραφειοκρατική γλωσσική τυποποίηση που καθορίζει όλους τους τομείς της διοίκησης και οργάνωσης των νέων πολιτικών μορφωμάτων: τον τύπο, το εκπαιδευτικό σύστημα και βέβαια τους τομείς της τέχνης που με τους κώδικές τους συμβάλλουν στη στερέωση κοινών αξόνων και σημείων αναφοράς μιας ταυτότητας. Αυτή η ομογενοποίηση του χώρου συνοδεύεται από μια «ομογενοποίηση» του χρόνου. Ο νεωτερικός χρόνος «ευθυγραμμίζεται» και αυτός με τις νέες επιταγές, γίνεται δηλ. κυριολεκτικά ευθύγραμμος, με προοδευτική ανέλιξη51και διαδοχική συνέχεια (μετρήσιμη-αφαιρετική αντίληψη της χρονικότητας). Το μέλλον που νοείται ως ουτοπία και το παρελθόν ως παράδοση, γίνονται πεδία νοηματοδότησης του παρόντος. Η δόμηση του παρελθόντος δίνει το μέτρο της δόμησης του μέλλοντος. Και, αναγκαστικά, το παρελθόν που ιδεολογικοποιείται σαν συλλογική κληρονομιά προδιαγράφει το μέλλον που ιδεολογικοποιείται σα συλλογικό πεπρωμένο52. Συντίθενται ένα «συμβολικό σύμπαν» και προβάλλονται τα γεγονότα σε μία διαδοχή παρελθόν –παρόν- μέλλον, κάτι που ταιριάζει στη νέα κοσμολογική ερμηνεία.

Εξαιτίας των νέων αναγκών: της συνεχούς συνδήλωσης της ιστορικότητας των δομικών στοιχείων ενός έθνους: παλαιότητα (ιστορική καταγωγή), χρονολογική σειρά (πολιτισμική συνέχεια-παράδοση), αυθεντικότητα –αυτοχθονία (πατρίδα και ερείπια πολιτισμού) επιτάσσεται η δημιουργία της εθνικιστικής ιδεολογίας53 που

49 Π. Θεοδωρίδης, Οι Μεταμορφώσεις της ταυτότητας, έθνος, νεωτερικότητα και εθνικιστικός λόγος, Αντιγόνη, Θεσσαλονίκη, 2004,, σ. 17-18. 50 «η εθνική ενότητα, το σύγχρονο έθνος, γίνεται ιστορικότητα ενός εδάφους και εδαφοποίηση μιας ιστορίας, κοντολογίς εθνική παράδοση ενός εδάφους υλοποιημένη στο Κράτος έθνος» Βλ. Ν. Πουλαντζάς , Το κράτος η εξουσία ο σοσιαλισμός, Αθήνα ,1991, σ.164. 51Η έλευση του νεωτερισμού φέρνει αλλαγές πανταχόθεν και κυρίως στην αντίληψη του χρόνου επειδή ακριβώς επιτρέπει την άμεση επαφή με το παρελθόν και τη γνώση του και ονειρεύεται το μέλλον πάνω σε αυτή τη σχέση ή σε σχέση με αυτή τη σχέση. Η παράδοση στις μη σύγχρονες κοινωνίες όπου η κύρια νόρμα επικοινωνίας δεν είχε ακόμη αποβάλει τον άμεσο διαπροσωπικό της χαρακτήρα και την κυρίαρχη προφορική της μορφή, συμπεριλάμβανε τα πολιτισμικά προϊόντα των προηγουμένων γενεών σε αδιάσπαστο από χρονολογικές διακρίσεις σύνολο, σε ζώσα συλλογική μνήμη. Η υπέρβαση όμως της παράδοσης και η συνακόλουθη γενίκευση του γραπτού λόγου επέτρεψαν όχι μόνο την άμεση επαφή με την πολιτισμική κληρονομιά, αλλά και τον χρονολογικό προσδιορισμό των συστατικών της μερών. Οι εξελίξεις αυτές κατάργησαν την παλαιά κυκλική αίσθηση του χρόνου και επέβαλαν τη γραμμική συνείδηση του: η ροή του χρόνου πλέον δε νοείται ως αενάως επαναλαμβανόμενη, αλλά προσλαμβάνει τη μορφή εξελικτικής σειράς, δηλ. μιας αδιάλειπτης διαδικασίας αλλαγών, που οδηγούν από ένα χρονικό σημείο σε άλλο. Βλ. Π. Λέκκας, ο.π., σ. 185 και βλ. γενικά Π. Λέκκας , Το παιχνίδι με το χρόνο, εθνικισμός και νεωτερικότητα, Αθήνα, 2001. 52 Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό το κράτος αναγκάζεται να κατασκευάσει την παράδοσή του, να την τυποποιήσει, να την αναγάγει σε κεντρικό σύμβολο και να την ιστορικοποιήσει». Βλ. Κ. Τσουκαλάς «Παράδοση και εκσυγχρονισμός: μερικά γενικότερα ερωτήματα» στο Δ. Γ. Τσαούσης (επιμ.), Ελληνισμός, Ελληνικότητα: ιδεολογικοί και βιωματικοί άξονες της νεοελληνικής κοινωνίας, Αθήνα, 1983, σ. 42-3 και γενικότερα Κ. Τσουκαλάς, Εξάρτηση και αναπαραγωγή : ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα, 1830-1922 , μτφ. Ιωάννα Πετροπούλου, Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Αθήνα, 1977. 53 Ποικίλες είναι οι διατυπώσεις για το τι είναι εθνικισμός.

16

Page 17: papadopoulou

βαίνει ισχυρότερη από το έθνος και ως ιδεολογία επανερμηνεύει τα δεδομένα της. Έτσι, το ίδιο το έθνος από υπαρκτό υποκείμενο του λόγου του εθνικισμού γίνεται αντικείμενο του ίδιου λόγου και μεταβαίνει εκ των συνθηκών σε «φαντασιακό»

Στην ξενόγλωσση βιβλιογραφία: Εθνικισμός ως ιστορία των ιδεών E. Kedourie, Nationalism, , Oxford UK, USA, 1960, 1993 σ.1: « ο εθνικισμός είναι μια θεωρία (doctrine) που εφευρέθηκε στην Ευρώπη στην αρχή του 19ου αι. και που υποστηρίζει ότι η ανθρωπότητα είναι φυσικά διαιρεμένη σε έθνη, τα έθνη γνωρίζονται από κάποια χαρακτηριστικά και ότι μοναδικός νομιμοποιημένος τύπος διακυβέρνησης είναι η εθνική αυτοδιακυβέρνηση». E. Gellner, Nations and nationalism, Oxford, 1988, σ.1 “ Nationalism is primarily a political principle, which holds that the political and the national unit should be congruent…In brief, nationalism is a theory of political legitimacy, which requires that ethnic boundaries should not cut across political ones, and, in particular, that ethnic boundaries within a given state- a contingency already formally excluded by the principle in its general formulation-should not separate the power holders from the rest.” « ο εθνικισμός είναι πρωταρχικά μια πολιτική αρχή που υποστηρίζει ότι πολιτική και εθνική μονάδα οφείλουν να εναρμονίζονται […] μια θεωρεία πολιτικής νομιμοποίησης σύμφωνα με την οποία «τα σύνορα του έθνους πρέπει να συμφωνούν με τα σύνορα του κράτους και ότι δεν πρέπει να υπάρχει εθνικός διαχωρισμός μεταξύ κατόχων εξουσίας και υπολοίπων». Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη ένα έθνος -κράτος είναι η σύγχρονη πολιτική στέγη μιας υψηλής κουλτούρας και μέσο μύησης σε αυτή την ιδεολογία αποτελεί η εκπαίδευση υψηλή μεν λαϊκή (εθνική) δε, η οποία και μεταπράττει την πολιτισμική παράδοση σε κρατική ιδεολογία. A. Smith Nationalism in Twentieth Century, Martin Robenson, London, 1979, σ.4 «Ο εθνικισμός περιέχει ένα όραμα, μια κουλτούρα μια αλληλεγγύη κα μια πολιτική. Σύμφωνα με το όραμα η ανθρωπότητα είναι φυσικά διαιρεμένη σε ξεχωριστές κοινότητες, τα έθνη, που το καθένα από αυτά είναι μοναδικό και παράλληλο με άλλα έθνη. Ο καθορισμός του κάθε έθνους γίνεται μέσα από την κουλτούρα του, κουλτούρα που σημαδεύεται από τη μοναδική ιστορία του. Η εθνικιστική αλληλεγγύη είναι βασισμένη στην κατοχή της ιστορικής γης του έθνους, ενώ το πολιτικό πρόγραμμα του εθνικισμού στηρίζεται ακριβώς στην απελευθέρωση της ιστορικής γης, της πατρίδας. Ο εθνικισμός βλέπει την πολιτική σαν αγώνα για την αυτοκυβέρνηση και κυριαρχία στην ιστορική γη του». Ε. J. Hobsbawm στο National and nationalism since 1780 : programme, myth, reality, Cambridge , 1992, στη σ. 37-8 «In practice there were only three criteria which allowed a people to be firmly classed as a nation […] The first was its historic association with a current state or one with a fairly lengthy and recent past. The second criterion was the existence of a long-established cultural elite, possessing a written national literary administrative vernacular. The third […] was a proven capacity for conquest». Στην Ελληνική βιβλιογραφία: Ν. Γ. Σβορώνος , Το ελληνικό έθνος : γένεση και διαμόρφωση του νέου ελληνισμού, Αθήνα, 2004, σ.22 «Μια διαμορφωμένη σταθερή κοινότητα ανθρώπων με συνείδηση ότι αποτελεί ένα ενιαίο και αλληλέγγυο σύνολο με δική του πολιτισμική φυσιογνωμία και ψυχοσύνθεση, με κοινά υλικά και πνευματικά συμφέροντα και με σταθερά εκφρασμένη βούληση ή τάση πολιτισμικής ή πολιτικής αυτονομίας, που μπορεί να φτάσει ως την απαίτηση κρατικής ανεξαρτησίας. Η γενική αυτή εικόνα ενός συντελεσμένου έθνους χρειάζεται την ιστορική της εξήγηση, γιατί βέβαια κανένας πλέον σοβαρός μελετητής δεν ικανοποιείται με τις ρομαντικές αντιλήψεις που παρουσίαζαν το έθνος ως κάποια υπερβατή οντότητα δεδομένη από τα πριν, εκτός τόπου και χρόνου, έκφραση μιας φυλής ή, το πολύ, ενός συνόλου συγγενικών φύλων, ή ενός μεταφυσικού "λαϊκού πνεύματος", μιας "ψυχής", ούτε αρκείται στη διαπίστωση ότι το βασικό χαρακτηριστικό της εθνικής ενότητας είναι η κοινή βούληση των ατόμων που το απαρτίζουν». Ν. Δεμερτζής, Ο λόγος του εθνικισμού, αμφίσημο σημασιολογικό πεδίο και σύγχρονες τάσεις, Αθήνα-Κομοτηνή, 1996, σ.56 για τον εθνικισμό: «ως μια ιδεολογία της νεωτερικότητας δια της οποίας ομάδες διανοουμένων κοινωνικά κινήματα ή πολιτικές ενώσεις επιδιώκουν τη διαμόρφωση συλλογικών ή ατομικών ταυτοτήτων, εντός μιας ορισμένης κάθε φοράς επικράτειας, και η οποία συγκροτείται γύρω από το «άδειο» σημαίνον «έθνος» προσδίδοντας του ταυτοχρόνως νόημα». Το έθνος δεν υφίσταται αλλά συγκροτείται. Ο εθνικισμός δε συγκροτεί το έθνος εκ του μηδενός υπάρχει μια «πρώτη «ύλη» «πρώτο εθνικό υπόστρωμα» επί του οποίου και δια μέσου του οποίου ο εκάστοτε εθνικισμός αντλεί στοιχεία από ένα πλήθος τοπικών διάσπαρτων και αντιφατικών παραδόσεων συγκροτώντας ένα δικό του μύθο ένα δικό του νέο ιστορικό πλάσμα».

17

Page 18: papadopoulou

αφήγημα54 αναμνήσεων επιλεγμένων βιωμάτων και πολιτιστικών αναπαραστάσεων του ιστορικού παρελθόντος55 και έτσι κατά ένα πρωθύστερο σχήμα, υφίσταται πάντοτε μετά την αναμνηστική του επίκληση, όντας συγχρόνως και πριν από αυτήν. Επομένως, κατά την περίπτωση της εκάστοτε αφηγηματικής ρητορικής το έθνος αυτοπαρουσιαζόμενο δομεί την εικόνα του ή την αυτοεικόνα του οπότε η τροπικότητα του λόγου έχει ως αποτέλεσμα την εικόνα της εκάστοτε επιθυμητής εκδοχής του56.

Η νεοκλασική τέχνη που διατρέχει αυτή την περίοδο μπορεί να εικονογραφείται με θέματα από τον κλασικό ελληνικό και ρωμαϊκό παρελθόν (ιστορικό και μυθολογικό) (ιστορική ζωγραφική)57 διεγείροντας το συναίσθημα, αλλά έχει ένα ισχυρό ουμανιστικό και πνευματικό περιεχόμενο συμβολίζοντας πάνω από όλα την είσοδο σε αυτή τη νέα εποχή. Η τέχνη οικειοποιείται το ρόλο της «τραγωδίας» και ο ρόλος της γίνεται κατεξοχήν διδακτικός. Ο όρος μάλιστα genre hostorique- ιστορική ηθογραφία- που προκύπτει αυτή την εποχή αναφέρεται και σε μια μνημειακών διαστάσεων ζωγραφική αλλά και στην κυρίαρχη κατά περίπτωση ιστοριογραφική τάση στο πλαίσιο της εθνικιστικής ιδεολογίας.

Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ο ζωγράφος Τζαίημς Μπάρυ58 το 1777 ανέλαβε να κοσμήσει τους τοίχους της κεντρικής Αίθουσας της Εταιρείας των Τεχνών του Λονδίνου που προορίζονταν για διαλέξεις και επίσημες εκδηλώσεις, με μια σειρά από επιβλητικούς πίνακες πάνω στο θέμα της εξέλιξης του πολιτισμού από την αρχαία Ελλάδα μέχρι σήμερα. Χαρακτηριστική για το συμβολισμό της είναι ο πίνακας «Το Εμπόριο» ή «Ο Θρίαμβος του Τάμεση» (εικ. 2). Εκεί παρουσιάζεται η μορφή του Ερμή του θεού του εμπορίου που ίπταται να «συγκαλεί τα έθνη». Αριστερά τα τέσσερα σημεία της γης κομίζουν τα προϊόντα τους στον Πατέρα Τάμεση: η Ευρώπη φέρνει κρασί και σταφύλια, η Ασία μετάξι και βαμβάκι, η Αφρική σκλάβους και η Αμερική γουναρικά. Στα δεξιά γυμνές φιγούρες μεταφέρουν προϊόντα από τις νεοαναπτυσσόμενες βιομηχανικές πόλεις της Βρετανίας, του Μπέρνιγχαμ και του Μάντζεστερ. Στην ουσία πρόκειται για μία αλληγορική αναπαράσταση της βιομηχανίας, συμβολίζει την είσοδο στη νεωτερικότητα και εξεικονίζει την αξιοποίηση της γνώσης του παρελθόντος σε ένα νέο πλαίσιο.59

54 Είναι η άποψη ότι η γραφή μιας γνώσης δημιουργεί έτσι και τη γνώση μιας γραφής. Πολλοί λοιπόν είδαν το έθνος ως γνώση της γραφής του. 55 Η ανάκληση του παρελθόντος γίνεται συνειρμικά, ανάλογα με την κίνηση της συνείδησης που προκαλεί το συνειρμό, ενώ παράλληλα η ανάκληση γίνεται με τρόπο ελλειπτικό, αναδεικνύοντας μια πολιτισμική παραπομπή που συνοψίζει ένα μέρος του παρελθόντος. Βλ. Α. Τζούμα, Εκατό χρόνια νοσταλγίας : το αυτοβιογραφικό αφήγημα έθνος, Αθήνα 2007, σελ. 77 κ. εξής 56Είναι όπως το γεγονός και η ερμηνεία του γεγονότος-το γεγονός έγινε (δομικό στοιχείο), η απεικόνισή του γίνεται με αναφορές στο ίδιο το γεγονός και στο φάσμα των συνθηκών που το ευόδωσαν. Η ίδια η διαδικασία της απεικόνισης όμως αποτελεί ερμηνευτική επέμβαση που του προσδίδει φυσιογνωμία (επεμβατικό στοιχείο). Μα έτσι και αλλιώς η γνώση αποδέχεται τη σύμβαση της αφαίρεσης, όπου το αίτημα εκλαΐκευσής της, τη νομιμοποιεί μυθοποιώντας ενίοτε το είδωλο του παρελθόντος που διαχειρίζεται. 57 St. F. Eisenman, Τ. Crow, “The Decline of History Painting: Germany, Italy and France” από το Nineenth Century Art- A critical History, London, σ. 225-7 58 A. D. Smith , Εθνική ταυτότητα, μτφ. Εύα Πέππα, Αθήνα, 2000, σ. 128 «Ο Τζέιμς Μπάρυ το 1775 δήλωνε πως η ιστορική ζωγραφική και γλυπτική θα έπρεπε να είναι η κύρια φροντίδα κάθε λαού που επιθυμεί να αποκτήσει υπόληψη μέσω των τεχνών. Αυτή αποτελεί το κριτήριο βάσει του οποίου θα κριθεί ο εθνικός χαρακτήρας στο μακρινό μέλλον αλλά και βάσει του οποίου έχει κριθεί και κρίνεται αυτή τη στιγμή από τους κατοίκους άλλων χωρών». 59 Ντ. Εργουιν, ο.π., σ. 172

18

Page 19: papadopoulou

2.2 Τόπος: ευρωπαϊκός χώρος- δύο τύποι εθνικισμών. Η περίπτωση του ελληνικού χώρου. Μετά τη Βιομηχανική και Γαλλική Επανάσταση λοιπόν σταδιακά ανοίγει ο

δρόμος για την κατάργηση της δουλοπαροικίας και των φεουδαρχικών προνομίων. Αποτέλεσμα του αναβρασμού είναι η ανάδειξη νέων κοινωνικών τάξεων που διεκδικούν το δικαίωμα να μιλούν εκ μέρους του λαού, να τον συσπειρώνουν και να τον εξεγείρουν ενάντια στις κατεστημένες μοναρχίες ή αυτοκρατορίες. Οι αστοί βρίσκονται στο προσκήνιο της ιστορίας και προωθούν την εκκοσμίκευση της κοινωνίας, τον εκσυγχρονισμό και τη φιλελευθεροποίηση της οικονομίας θέτοντας τα θεμέλια για το σύγχρονο γραφειοκρατικό έθνος - κράτος με την έννοια της κεντρικής διοίκησης και την εφαρμογή ενιαίας νομοθεσίας σε μια συγκεκριμένη επικράτεια. Ο εθνικισμός του 19ου αιώνα είναι αστικός σε μεγάλο βαθμό και ταυτίζει την εθνική ιδεολογία με το αίτημα για πολιτικά δικαιώματα και λαϊκή κυριαρχία. Αυτός είναι ο λεγόμενος πολιτικός εθνικισμός. Αυτού του είδους ο εθνικισμός αναφέρεται στη συλλογικότητα του έθνους με κέντρο μία συγκεκριμένη εδαφική περιοχή και στόχο την πραγματοποίηση των δικαιωμάτων των ατόμων και την ανασύνθεση μιας κοινωνίας μέσω της «γενικής θέλησης» και του «κοινωνικού συμβολαίου», εξιδανικεύει την πρόοδο και την προσπάθεια αναμόρφωσης της κοινωνίας και δε θεωρεί αναπόσπαστο στοιχείο του έθνους τη γλώσσα. Επιπρόσθετα, πρεσβεύει την ομαλή συμβίωση των διαφορετικών εθνών στην παγκόσμια κοινωνία. Κατά συνέπεια, η δυτικοευρωπαϊκή εμπειρία της γένεσης του έθνους και του εθνικισμού είναι εδραιωμένη επάνω σε πολιτικές διαμάχες, σε πολιτικές εμπειρίες οι οποίες βέβαια περιστρέφονται γύρω από την έννοια αυτή της κατοχύρωσης των ατομικών δικαιωμάτων και της αποτίναξης της απολυταρχίας. Ο πολιτικός εθνικισμός που ανάγει την καταγωγή του στην οικουμενική σκέψη του Διαφωτισμού, γεννιέται στη Δυτική Ευρώπη συνδεόμενος με τον αναδυόμενο καπιταλισμό και φιλελευθερισμό, και στον τομέα του πολιτισμού εκφράζεται στο κίνημα του Νεοκλασικισμού με εισηγητή τον ίδιο τον Ναπολέοντα. Κατά τα χρόνια της Πρώτης Γαλλικής Αυτοκρατορίας του, ο νεοκλασικισμός αναλαμβάνει ρόλο πατριωτικής προπαγάνδας με κύριο το αίτημα του δημοκρατικού πολιτεύματος, της καλλιέργειας του πατριωτισμού, του ηρωισμού, του σεβασμού. Ας δούμε ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα.

Λίγο μετά τη στέψη του (1804), ο Ναπολέων το 1806 ανέθεσε στο νεαρό ζωγράφο Ζαν-Ωγκύστ Ενγκρ (1780-1867) να ζωγραφίσει μια μεγάλη προσωπογραφία του νέου αυτοκράτορα με τα ενδύματα της στέψης, που θα τοποθετούνταν στην έδρα της Εθνοσυνέλευσης (εικ. 3). Επρόκειτο για μια οπτική προπαγάνδα αυτοπροβολής. Αλλά υπήρχε ένα πρόβλημα. Ο Ναπολέων ήταν σφετεριστής. Δεν είχε κληρονομήσει τον αυτοκρατορικό θρόνο, ούτε είχε κληρονομήσει την εξουσία ελέω θεού των βασιλέων. Κάθε κατάλοιπο της οποίας είχε καταστραφεί στην πρόσφατη επανάσταση Για να ζωγραφίσει το επίσημο πορτραίτο του Ναπολέοντα ως αυτοκράτορα δε θα ήταν μόνο ανάρμοστος ο επίσημος μανδύας τα εμβλήματα και ο θρόνος ενός μονάρχη του 18ου αι, αλλά και απεχθής στο Ναπολέοντα. Έπρεπε να δημιουργήσει μια νέα εικόνα, που να προβάλει την εξουσία του Ναπολέοντα και να υπονοεί μια πλαστή ιστορική καταγωγή. Ο καλλιτέχνης έπρεπε να κατασκευάσει ένα μύθο. Έτσι, ένα μέρος του μύθου το ανέσυρε από την κλασική αρχαιότητα. Το πορτρέτο απηχεί τη χλιδή της τελευταίας περιόδου της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που τόσο αγαπούσε ο

19

Page 20: papadopoulou

Ναπολέων, και αυτό φαίνεται από την εκτεταμένη χρήση ενός αλληλοπλεκόμενου χρυσού μοτίβου, συνδυασμένου με τον πλούτο της ερμίνας και του βελούδου. Το έργο όμως στη γενική σύλληψή του παραπέμπει στη στάση του αγάλματος του Ολυμπίου Διός, γνωστή στον καλλιτέχνη πιθανότατα από χαρακτικό έργο του Κατρεμέρ ντε Κινσύ (εικ. 5). Παρόλα αυτά ο Ένγκρ έχει αντικαταστήσει τον παραδοσιακό κεραυνό του Δία με τα σύμβολα του Ναπολέοντα- ουσιαστικά αυτοκρατορικά σύμβολα του Καρλομάγνου- του σπουδαιότερου αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Έτσι μας τον παρουσιάζει να κρατά το φιλντισένιο χέρι της δικαιοσύνης και το σπαθί με το στολισμένο θηκάρι, αλλά να κρατά και σκήπτρο, το οποίο ανήκει σε έναν άλλο σπουδαίο αυτοκράτορα-της ίδιας όμως αυτοκρατορίας-στον Καρόλου Ε΄. Ο αετός του Δία έχει ενταχθεί στο σχέδιο του υφαντού χαλιού. Το έργο ενέχει έναν βιβλικό συνειρμό και κατ’ επέκταση κάποιες μεσαιωνικές αναφορές που παραπέμπουν στην ιερατική πνευματική παρουσία του Θεού Πατρός μέσα από τον πλούτο και την ένταση του χρωματισμού του μανδύα του, θυμίζοντας στο θεατή το έργο του Βαν Άυκ «Το Προσέρεισμα της Γάνδης» (εικ. 4). Την ίδια χρονιά με αυτό το πορτραίτο ο Αντόνιο Κανόβα ολοκλήρωσε μια εντελώς διαφορετική εικόνα του Ναπολέοντα με τη μορφή του Άρη του Θεού του πολέμου (εικ. 7). Ο Ναπολέων φρόντισε να προωθήσει μέσω της τέχνης τη συνειδητή ταύτισή του με το Ρωμαϊκό Αυτοκρατορικό παρελθόν στη Νάπολη και το Μιλάνο: με αρχιτεκτονικά σχέδια μεγάλης κλίμακας, πλατείες, αψίδες κ.α. καλλιτεχνικές παραγγελίες γενικότερα. 60 Εδώ ακριβώς όμως βλέπουμε και κάτι άλλο: πώς το κλασικό πρότυπο των δημοκρατικών ιδεωδών που αντιπροσωπεύει ο νεοκλασικισμός σταδιακά χάνει το αρχικό του περιεχόμενο και γίνεται σύμβολο στα χέρια της απολυταρχίας61.

Αυτός ο Γαλλικός κλασικός ηρωικός πατριωτισμός σάρωσε ολόκληρη την Ευρώπη ακολουθώντας τα νικηφόρα στρατεύματα του Ναπολέοντα και αφήνοντας πίσω του αρχιτεκτονικές και γλυπτές μαρτυρίες θριάμβου του κλασικισμού. Σύντομα όμως δίπλα σε αυτά τα μνημεία προστέθηκαν γοτθικοί ναοί, θολωτοί τύμβοι και μνημεία διακοσμημένα με στοιχεία του μεσαιωνικού παρελθόντος που έρχονταν για να συμπληρώσουν τα κενά της συλλογικής μνήμης του έθνους ανταποκρινόμενα πληρέστερα στο νόημα του εθνικισμού και της εθνικής ιδιαιτερότητας μέσα από τη νέα αντίληψη του «ιστορισμού». Έξι χρόνια αργότερα, το 1812, η προβολή του ίδιου προσώπου θα πάρει ένα πιο ρομαντικό χαρακτήρα με την προσωπογραφία του από έναν άλλο μεγάλο Γάλλο, προσωπογράφο. Ο Ζακ Λουί Νταβίντ ζωγράφισε τον Ναπολέοντα με άσκεπο κεφάλι, τριγυρισμένο από τα εφήμερα σύμβολα του ηγεμόνα – το κερί που λιώνει, το ρολόι που μετρά τις ώρες, το γραφείο σκεπασμένο με έγγραφα, παραπέμποντας στον τύπο της “vanitas”. Τα ρούχα που φορά δεν είναι συμβολικά αλλά η φορεσιά του στρατηλάτη και ο όλος τόνος του έργου, εστιάζεται

60 Ντ. Έργουιν, ο.π., σ. 251-279 61 Ιδιαίτερα τα δεινά που δοκίμασε κατά τη θυελλώδη τελευταία δεκαετία του 18ου αι. εξαιτίας της προσπάθειας των Ιακωβίνων να δημιουργήσουν την «Πολιτεία της Αρετής» οδηγούν σε μία απογοήτευση της δημοκρατικής ιδέας. Παρά την προσδοκία της νοερής πολιτείας του δημόσιου πνεύματος και της πολιτικής αρετής η κυβέρνηση των Ιακωβίνων κατέληξε σε τρομοκρατία και δικτατορία, πράγμα που ενέσπειρε σοβαρές αμφιβολίες και σε όλα τα φιλελεύθερα πνεύματα σε σχέση με τη βιωσιμότητα των ιδεωδών του κλασικισμού του Διαφωτισμού κατά τη νεώτερη εποχή. Το μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής σκέψης του πρώιμου ρομαντισμού αντανακλά τη συνακόλουθη απογοήτευση. Ο συνδυασμός αυτών των στοιχείων και ταυτόχρονα η ανάδυση των συγκεντρωτικών διοικητικά εθνικών κρατών και της ανάγκης για νέα διοικητικά κτίρια και μνημεία που να δείχνουν τη δύναμη των νέων ηγεσιών και την εθνική ταυτότητα όσων περιοχών απειλήθηκαν από τον ναπολεόντειο επεκτατισμό, οδηγεί στην άνθηση της αρχιτεκτονικής του νεοκλασικισμού. Απεκδυόμενου του δημοκρατικού ουμανιστικού του ενδύματος.

20

Page 21: papadopoulou

στον συγκεκριμένο άνθρωπο και λιγότερο στην αφηρημένη έννοια της εξουσίας (εικ.6).

Αυτή η νέα εικονογραφία αντιπροσωπεύει το δεύτερο τύπο εθνικισμού που έχει άλλη βάση, αυτή της παράδοσης και πηγάζει κυρίως από το γερμανικό Ρομαντισμό. Βασική διαφορά είναι ότι εδώ η διαδικασία δημιουργίας του έθνους προηγείται της διαδικασίας δημιουργίας του κράτους62, με συνέπεια η δημιουργία κράτους να είναι το πρωταρχικό ζητούμενο και δευτερευόντως η κατοχύρωση ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών από την εκάστοτε εξουσία63. Αυτός είναι ο πολιτιστικός εθνικισμός που έχει τις ρίζες του στο πνευματικό κίνημα του ρομαντισμού, επηρεάζεται από τον «ιστορισμό» και ενδιαφέρεται για τα κοινά πολιτισμικά χαρακτηριστικά και την καταγωγή. Εδώ περιλαμβάνονται οι εθνότητες που διατελούν κάτω από ξένη κυριαρχία. Οι λαϊκοί μύθοι, οι πατριωτικές μυθολογίες, οι θρύλοι, οι παραδόσεις, το ηρωοποιημένο και ιεροποιημένο παρελθόν αποτελούν τη βάση τους. Oι θρησκευτικές πεποιθήσεις, οι αναγκαστικές μεταναστεύσεις εξαιτίας των πολεμικών συγκρούσεων και της πείνας, ακόμη και ο έντονος τοπικισμός ως ενάντια δύναμη, είναι παράμετροι που δεν μπορούν να αγνοηθούν στην αναζήτηση των αιτίων διαμόρφωσης της εθνικής συνείδησης, όπως και ένα διάχυτο αίσθημα συμπάθειας προς το Μεσαίωνα64. Αυτού του είδους ο εθνικισμός διαδόθηκε σε πιο παραδοσιακούς χώρους κατά το 19ο αι., όπως είναι η κεντρική και ανατολική Ευρώπη και η ανατολική Μεσόγειος οπού κυριαρχούσαν ακόμα οι κοινωνικοοικονομικές δυνάμεις του Παλαιού Καθεστώτος σύμφωνα με τα πρότυπα της παλαιάς φεουδαρχικής Ευρώπης, της αγροτικής και δεσποτικής. Εδώ η συνειδητοποίηση της εθνικής υπόστασης αναζητά πιο «φυσικές καταβολές» που τις βρίσκει στην κοινότητα και τη γλώσσα. Έτσι, αυτού του είδους ο εθνικισμός στηρίζεται σε τρία κύρια σημεία: στην ιστορία (την οποία αντιλαμβάνεται ως δύναμη όχι λιγότερο ισχυρή από τη φύση), στη γλώσσα (που θεωρεί ως τη μεγαλύτερη ζωτική δύναμη της εθνικής συλλογικής συνείδησης) και στη θρησκεία (ως κατεξοχήν «παραδοσιακό» στοιχείο), η προβολή των οποίων στο παρελθόν δίνει τη νομιμοποίηση μέσα από την ιστορικότητά τους. Το έθνος σε αυτή την περίπτωση δεν αποτελεί μια εθελοντική πολιτική διαδικασία ολοκλήρωσης αλλά ανάπτυξη ενός δεδομένου πυρήνα υπαρκτού σε κάθε άτομο- μέλος του. Από εδώ προέκυψε αργότερα η λατρεία της εθνικής ιδιαιτερότητας και ο εθνικός μεσσιανισμός αλλά και η εθνικιστική ιδεολογία μιας ομονοιασμένης νέας παγκόσμιας κοινότητας εθνών που πρέσβευε μια νέα αντίληψη οικουμενισμού65. Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι αυτού του είδους ο εθνικισμός εδραιώνεται υπό το πρίσμα μιας υποφώσκουσας ιρρασιοναλιστικής ευρωπαϊκής σκέψης του ρομαντισμού και της οργανισμικής θεώρησής του66 και εκφράζεται και μέσα από το αντίστοιχο καλλιτεχνικό του κίνημα. 62 Α. Λιάκος, Πώς στοχάστηκαν το έθνος αυτοί που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο, Αθήνα, 2005, σ. 82 Στην ανατολική Ευρώπη ο εθνικισμός έγινε πρώτα ένα πολιτιστικό κίνημα, ενώ στη δυτική τα κράτη προϋπήρχαν του εθνικισμού των εθνών. 63 Π.-Ν. Ι. Διαμαντούρος, «Ελληνισμός και Ελληνικότητα» στο Ελληνισμός - ελληνικότητα : ιδεολογικοί και βιωματικοί άξονες της νεοελληνικής κοινωνίας, επιμέλεια Δ. Γ. Τσαούση, Αθήνα, 1983, σ. 53-5. 64 Στον ελληνικό χώρο ο Διαφωτισμός κατατροπώνεται από τον επερχόμενο βυζαντινισμό 65Π. Θεοδωρίδης, ο.π., σ. 70-1. 66Αυτ.. σ. 58 Η καλλιτεχνική δημιουργία που για το διαφωτισμό ήταν διανοητική δραστηριότητα που καθοριζόταν με σαφήνεια και βασιζόταν σε καθορισμένους κανόνες καλού γούστου εμφανίζεται τώρα μυστηριώδης διαδικασία που βγαίνει από πηγές κατανοητές τη θεία έμπνευση την ενόραση. Αυτή η «ενορατική» φύση της νέας αυτής γνωστικής δύναμης μας επιτρέπει να πλατύνουμε αλλά και να ενοποιήσουμε την κερματισμένη εμπειρία και λογική. Η «φαντασία» λοιπόν επιτρέπει τη συνείδηση της ενότητας. Το ίδιο το συναίσθημα στη ρομαντική θεωρία δε θεωρείται μόνο η πρωταρχική αιτία και το σημαντικότερο αποτέλεσμα της Τέχνης αλλά και πηγή γνώσης όχι μόνο για την εσωτερική ζωή των

21

Page 22: papadopoulou

Οι ιστορίες ανδρείας και αρετής στην τέχνη αρχίζουν σταδιακά να μην προέρχονταν αναγκαστικά από το κλασικό ελληνικό και ρωμαϊκό παρελθόν αλλά και από το μεσαιωνικό παρελθόν κάθε τόπου ενισχύοντας αυτό το αίσθημα εθνικής ιδιαιτερότητας. Ένα ενδεικτικό δείγμα αρχόμενου εθνικισμού ήταν ο πίνακας που παράγγειλε το Δημαρχείο της Ζυρίχης σε έναν Ελβετό καλλιτέχνη, μόνιμα εγκατεστημένο στο Λονδίνο (εικ. 8). Ο Χάινριχ Γιόχαν Φύσλι ή Χένρι Φιούζελι, όπως ήταν γνωστός στην Αγγλία (1741-1825) όπου διέμενε, κάποια στιγμή επισκέφτηκε τη Ρώμη και εκεί άρχισε να κάνει τα σχέδια ενός σημαντικού περιστατικού της ελβετικής μεσαιωνικής Ιστορίας. Τελείωσε την ελαιογραφία στο Λονδίνο το 1780. Ο Όρκος του Ρούτλι καταγράφει ένα επεισόδιο του 1307, την εποχή που η τυραννική κατοχή των Αυστριακών είχε γίνει αβάσταχτη Ο διασημότερος ήρωας στον αγώνα για την ανεξαρτησία της Ελβετίας είναι ο θρυλικός-και μάλλον μυθικός-Γουλιέλμος Τέλλος. Ο Φιούζελι όμως, αντί να συγκεντρώσει την προσοχή του σε ένα μεμονωμένο πρόσωπο έκρινε πιο κατάλληλο θέμα για την παραγγελία το περιστατικό κατά το οποίο τρείς ανώνυμοι άνδρες, ένας από κάθε Ελβετικό καντόνι, συναντήθηκαν μυστικά στο δάσος που λεγόταν Ρούτλι, στα Δυτικά της λίμνης Ούρι. Εκεί έδωσαν όρκο να εκδιώξουν τους Αυστριακούς Αψβούργους με μια εξέγερση που στέφθηκε σύντομα από επιτυχία. Το θέμα εδώ βασίζεται περισσότερο στο θρύλο παρά σε κάποιο καταγεγραμμένο ιστορικό συμβάν και είναι μάλιστα πιθανόν να προέρχεται από ένα χρονικό γραμμένο δύο αιώνες μετά το περιστατικό. Ο ηρωικός όρκος αλλά η ανωνυμία των συμμετεχόντων κάνει το μήνυμα καθολικό και συμβολίζει την αφοσίωση σε έναν πολιτικό σκοπό και το σθένος που προβάλλουν οι καταπιεσμένοι σε κάθε περίοδο της ιστορίας. Το βάθος του πίνακα και τα ρούχα χαρακτηρίζονται από αχρονικότητα δίνοντας διαχρονικότερο περιεχόμενο στο γενικό μήνυμα .67

Επανερχόμενοι πάλι στο θέμα του εθνικισμού διαπιστώνουμε ότι ένας βαθύς δυισμός υπάρχει στην καρδιά κάθε εθνικισμού, διότι όλοι οι εθνικισμοί διαθέτουν τόσο το εθνοτικό όσο και το στοιχείο του πολίτη σε διαφορετικές κατά περίπτωση αναλογίες68. Και κάτι ακόμη: και οι δύο τύποι εθνικισμού πολιτικός και πολιτιστικός έχουν έναν κοινό παρονομαστή: δίνουν έμφαση στα ιστορικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά μιας κυρίαρχης προ-νεωτερικής εθνότητας κατά τη διαδικασία διαμόρφωσης των νεωτερικών εθνών.

Η νέα τάξη πραγμάτων λοιπόν που φέρνει ο εθνικισμός αναζητά το μοίρασμα και την αναδιανομή της εξουσίας εκ του μηδενός. Προκειμένου όμως να έχει μαζικότητα το εγχείρημα, χρειάζεται έρεισμα νομιμοποίησης άρα ιστορικότητας, που βρίσκει στην ιδέα του έθνους όπως είδαμε, την οποία αναπλάθει μέσα στον κυκεώνα άλλων ανθρώπων αλλά και την εσωτερική ζωή του ίδιου του κόσμου. Η πίστη αυτή στο συναίσθημα συνδέθηκε με τον ανορθολογισμό και τη λατρεία του μύθου. Σ. Ροζάνης η Ρομαντική Εξέγερση Ύψιλον Αθήνα 1987. 67 Ντ. Έργουιν, ο.π., σ.156-8 68Μέχρι τα μέσα του 19ου αι. υπάρχει μια αίσθηση «οικονομίας» του χώρου της Ευρώπης. Κυριαρχεί η ρασιοναλιστική ιδέα της αρμονίας, της προόδου, της σύνθεσης των εθνών σε μία παγκόσμια ορθολογική κοινότητα. Όμως μετά τα μέσα του 19ου αι. αμφισβητείται η προοδευτική, αρμονική, συνθετική αντίληψη της εθνικής ενοποίησης. Ο ευρωπαϊκός χώρος γίνεται στενότερος και οι εθνικιστικές ιδεολογίες πολλαπλασιάζονται. Νέοι εθνικισμοί και άρα νέες εθνότητες αφυπνίζονται. Ο φιλελεύθερος δημοκρατικός εθνικισμός όπου το έθνος μεσολαβεί στη σχέση ανάμεσα στο άτομο και την ανθρωπότητα (G. Mazzini) αντικαθιστάται σε μεγάλο βαθμό από το ρεύμα του ολοκληρωτικού εθνικισμού που διακηρύσσει την κυριαρχία του άλογου στοιχείου και του συναισθήματος, και την προσδοκία της βίαιης ανατροπής της κατεστημένης τάξης πραγμάτων από έναν αρχηγό λυτρωτή που θα συνοψίζει τις αρετές της φυλής. Αυτός ο διαχωρισμός καταλήγει αργότερα στο χρονικό διαχωρισμό: φιλελεύθερος-δημοκρατικός (α΄μισό 19ου) και ολοκληρωτικό (τέλη 19ου αρχές 20ου). Π. Θεοδωρίδης, ο.π., σ. 20, 72.

22

Page 23: papadopoulou

της γενικότερης ανανοηματοδότησης πραγμάτων και εννοιών που φέρνει η νεωτερικότητα. Έτσι, παίρνει ως πρώτη ύλη, την εθνότητα (ethnie)69 (για την ακρίβεια τα ιστορικά και συμβολικά-πολιτισμικά χαρακτηριστικά της εθνοτικής ταυτότητας70) (πολιτιστική έννοια) την «αναβαθμίζει» σε έθνος προάγοντάς την σε σύμβολο της νομιμότητας της συγκρότησης νέων πολιτικών μορφωμάτων (νεωτερικά κράτη) ή της διατήρησης ήδη υπαρχόντων, μηδενίζοντας τις προνεωτερικές ομάδες εξουσίας. Η χρήση των εθνοτήτων μέσα στα νέα πλαίσια των κρατών γεννούν την νέα έννοια του έθνους που διατηρεί από την παράδοση την πολιτισμική της έννοια και ενσωματώνει από τη νεωτερικότητα την έννοια του πολιτικού όχι όμως ως πάντα ως θύλακας μιας κοινωνίας μελών-πολιτών ενός κράτους αλλά ως θύλακας μελών μιας κοινότητας με εν δυνάμει πολιτικές αξιώσεις, τις οποίες αναγνωρίζει ο νεωτερισμός. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο εθνικισμός επαναφέρει τον εξατομικευμένο-χειραφετημένο και χωρίς κοινοτικές διαμεσολαβήσεις άνθρωπο του Διαφωτισμού στην κοινότητα των εξεγερμένων και

69 A.Smith, Εθνική ταυτότητα, ο.π., σ. 39 «Πρόκειται για κοινότητες που είναι διπλά «ιστορικές»: όχι μόνο επειδή η ιστορική μνήμη έχει ιδιαίτερη σημασία για τη συνέχειά τους αλλά επειδή αποτελούν και οι ίδιες προϊόντα συγκεκριμένων ιστορικών δυνάμεων και συνεπώς είναι εκτεθειμένες στην ιστορική αλλαγή και στη φθορά». Και για τη συνέχεια εθνοτήτων έθνους σε συμβολικό πολιτισμικό επίπεδο βλ. M. Guibernau J. Hutchinson (επιμ.), History and national destiny : ethnosymbolism and its critics, Oxford, UK, 2004, εισαγωγή: «ισχυρή σχέση ( αλλά όχι απαράλλακτη) μεταξύ των εθνοτήτων και των εθνών, διαπιστώνοντας ότι το τελευταίο έχει ως πρότυπο και συχνά προέρχεται από το πρώτο. Δίνοντας τις πολλαπλές οικονομικές και πολιτικές ρήξεις μεταξύ των προ-νεωτερικών και των νεωτερικών συλλογικών πολιτιστικών ταυτοτήτων στην ίδια περιοχή, όποια συνέχεια μεταξύ εθνοτήτων και εθνών πρέπει να τοποθετείται σε πολιτιστική και συμβολική σφαίρα. Αυτό οδηγεί στην υιοθέτηση του «εθνοσυμβολισμού» για μια προσέγγιση που διαπίστωσε να υπάρχουν σχέσεις μεταξύ των διαφορετικών τύπων συλλογικής πολιτιστικής ταυτότητας επικεντρώνοντας την προσοχή σε στοιχεία: μύθος, ανάμνηση, αξία, σύμβολα και παράδοση που έτειναν να αλλάζουν πιο αργά και ήταν πιο εύπλαστα στη σημασία τους από ότι οι διαδικασίες σε άλλους χώρους». Ο θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις, τα πολιτισμικά δάνεια, η λαϊκή συμμετοχή και ο μύθος του εκλεκτού έθνους είναι ορισμένοι από τους μηχανισμούς οι οποίοι, σε συνδυασμό με την εγκατάσταση, την αυτονομία, τη γλωσσομάθεια, τις επιχειρηματικές ικανότητες και την οργανωμένη θρησκεία βοηθούν να διασφαλιστεί επί αιώνες η επιβίωση ορισμένων εθνοτικών κοινοτήτων , παρα το πλήθος των αλλαγών όσον αφορά την κοινωνική σύνθεση και τα πολιτισμικά τους περιεχόμενα. Τέτοιες περιπτώσεις προβάλλουν ακόμη πιο έντονα το κεντρικό παράδοξο της εθνότητας: τη συνύπαρξη της ρευστότητας με την ανθεκτικότητα και μιας διαρκώς μεταβαλλόμενης ατομικής πολιτισμικής έκφρασης με ένα πλαίσιο ευδιάκριτων κοινωνικών και πολιτισμικών παραμέτρων. Οι τελευταίες παίρνουν τη μορφή μιας κληρονομιάς και παραδόσεων που περνούν από τη μια γενιά στην άλλη, έστω και (αμυδρά ή αισθητά) διαφοροποιημένες, και οι οποίες καθορίζουν τη νοοτροπία και τα πολιτισμικά περιεχόμενα της κοινότητας. Μια παράδοση αποτελούμενη από εικόνες, λατρείες, έθιμα, τελετουργίες και έργα τέχνης αλλά και από ορισμένα γεγονότα, ήρωες, τοπία και αξίες συγκροτεί τελικά την ιδιαίτερη παρακαταθήκη της εθνοτικής κουλτούρας, από την οποία αντλούν επιλεκτικά οι διαδοχικές γενεές της κοινότητας. Οι αφηγητές έχουν το λόγο. 70 Αυτή η μετάβαση στη νεωτερικότητα λοιπόν συμπαρασύρει μαζί της τα υλικά του παλαιού παραδοσιακού κόσμου, τις παλαιές παραδοσιακές θρησκευτικές φυλετικές (tribal) ομάδες, τις αποσυνθέτει σε ένα καινούργιο μάγμα. Όμως οι παλαιότερες ομαδοποιήσεις το λεγόμενο «πρώτο εθνικό υπόστρωμα», η «πρώτη ύλη», δεν είναι τόσο παθητική, τόσο εύπλαστη, ώστε να μεταπλάθεται πλήρως από την εθνικιστική ιδεολογία. Η εθνοτική προ-νεωτερική πρώτη ύλη καθώς συναντά στην ιστορική της διαδρομή τη νεωτερικότητα και την εθνικιστική ιδεολογία υφίσταται μια μεταμόρφωση, αναμιγνύεται με άλλες θρησκευτικές ή τοπικές ομαδοποιήσεις, μεταπλάθεται και ανασυντίθενται από τον εθνικιστικό λόγο και πράξη. Παράλληλα όμως, αλληλεπιδρά, συνδιαμορφώνει μαζί με άλλους παράγοντες (την εθνικιστική ιδεολογία), την αυτοεικόνα του κάθε έθνους , την αντίληψη που έχει για την ιστορία του, τις εικόνες του εαυτού του και των εκάστοτε εχθρών του. Αυτή την αλληλοδιείσδυση της νεωτεριστικής εθνικιστικής ιδεολογίας και προ-νεωτερικών εθνοτικών προκαταλήψεων στερεοτύπων και νοοτροπίας μπορούμε να διακρίνουμε και στο παράδειγμα των βαλκανικών εθνισμών του 19ου αι. Βλ. Π. Θεοδωρίδης, ο.π. σ. 48.

23

Page 24: papadopoulou

ενώνει την ατομική του βούληση με εκείνη του έθνους71 που αποτελεί τη νέα κοινοτική διαμεσολάβηση72. Η ανάγκη δηλ. δημιουργίας μιας νέας κοινότητας, τα μέλη της οποίας θα πρέπει να έχουν κοινά σημεία αναφοράς προκειμένου η τελευταία να μπορέσει να επιβιώσει, έχει ως συνέπεια το αφαιρετικό δίπολο άτομο-κοινωνία που φέρνει η νεωτερικότητα73.

Σε αυτό το σημείο όμως πρέπει να διασαφηνίσουμε κάτι πολύ σημαντικό σε σχέση με τις δύο διαδρομές διαμόρφωσης του ιστορικού νεωτερισμού της σύγχρονης αντίληψης του «έθνους». Ο πρώτος τύπος εθνικισμού ήταν κρατικά υποστηριζόμενος και ξεκινούσε από μια «πλευρική- οριζόντια» εθνοτική κοινότητα που συνιστούσε τον πυρήνα του εθνοτικού κράτους. Όσο τα κράτη αυτού του τύπου γινόταν περισσότερο συγκεντρωτικά και γραφειοκρατικά προσπαθούσαν να ενσωματώσουν τις μεσαίες τάξεις και τις απομακρυσμένες περιοχές μέσω στρατιωτικών, οικονομικών, δικαστικών και διοικητικών διαδικασιών. Όπου η προσπάθεια αυτή στέφθηκε με επιτυχία, κατόρθωσε να συγκολλήσει συχνά ανόμοιους πληθυσμούς σε μία ενιαία πολιτική κοινότητα, θεμελιωμένη πάνω στην πολιτισμική κληρονομιά του κυρίαρχου εθνοτικού πυρήνα. Αν η ιντελεγκέντσια έπαιξε κάποιο ρόλο σε αυτή τη διαδικασία, ο ρόλος της ήταν δευτερεύων. Πρωταγωνιστές ήταν οι βασιλείς, οι υπουργοί και οι γραφειοκράτες και οι μεσαίες τάξεις που έκαναν αργότερα την εμφάνισή τους, ενώ η στάση της αριστοκρατίας και του κλήρου ήταν συχνά αμφίρροπη, διότι παρά το γεγονός ότι από τη μια άποψη, η κουλτούρα και η κληρονομιά που προωθούσε το κράτος τους «ανήκε», το τελικό αποτέλεσμα ήταν η περιθωριοποίηση τόσο των αριστοκρατών όσο και του κλήρου, έτσι η «δική τους» κληρονομιά και κουλτούρα μετατράπηκε σε κοινό κτήμα. Μέσα στο νέο πολιτικό έθνος οι ίδιοι υπερφαλαγγίστηκαν.

Ο δεύτερος τύπος χαρακτηριζόταν από «κατακόρυφες» εθνοτικές κοινότητες και είχε περισσότερο λαϊκό χαρακτήρα, διότι η εθνοτική κουλτούρα ήταν διάχυτη σε 71 Θ. Βερέμης, Εθνική ταυτότητα εθνικισμός στη νεώτερη Ελλάδα, Αθήνα, 1999 σελ.12 κ.εξής. 72 Π. Θεοδωρίδης, ο.π., σ. 13. Οι ακαδημαϊκές προσεγγίσεις προχωρούν ακόμη περισσότερο τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζοντας την έννοια του έθνους ως μια οριζόντια αδελφότητα, η οποία νομιμοποιεί μετα-παραδοσιακούς τρόπους πολιτικής κυριαρχίας. Ο.π.. σ.16. Ο εθνικισμός αποτελεί μια ενεργητική ψυχολογική κατάσταση των μελών μιας πολιτικής κοινότητας αυτής του νεωτερικού έθνους καθώς και μια θεωρία πολιτικής νομιμοποίησης που βρίσκει τις πηγές της στη Γαλλική επανάσταση. Ο.π. σελ. 47 Οι κοινότητες είναι εθνικές ομάδες που μετασχηματίζονται σε έθνος- η συνείδηση από θρησκευτική γίνεται εθνική, φαντασιακή αλληλεγγύη. Και ακόμα: Τα έθνη ως αφηρημένες «φαντασιακές κοινότητες» αντιληπτά ως «βαθιές οριζόντιες συντροφικότητες» δεν υπήρχαν πριν από τη γέννηση του εθνικισμού, ούτε «αφυπνίζονται» από αυτόν. Βλ. B.Anderson Imagined communities, Reflections on the Origin and Spread of Nationalism, London, 1991, σ. 195-6. Και σ. 42: What, in a positive sense, made the new communities imaginable was a haif-fortuitus, but explosive, interaction between a system of production and productive relations (capitalism), a technology of communications (print), and the fatality of human linguistic diversity. Ούτε όμως και αποτελούν μια απλή ιδεολογική κατασκευή μια «ψευδή συνείδηση». Τα έθνη όπως και ο εθνικισμός παράγονται με την έξοδο του παραδοσιακού κόσμου στη νεωτερικότητα, έξοδο οικονομική, πολιτική, πολιτισμική. Βλ. E. Kedourie, Nationalism, Blackwell, Oxford UK, Cambridge USA, 1960. A. Giddens, The Nation- State and Violence, Cambridge, 1989 σ. 221. « ο εθνικισμός είναι ένα φαινόμενο πρωταρχικά ψυχολογικό (αλληλεγγύη όπως λένε άλλοι σοφοί): Είναι ο δεσμός των ατόμων με μια δέσμη συμβόλων και πίστεων, που προσδίδουν έμφαση στο κοινοτικό συναίσθημα μεταξύ των μελών μιας πολιτικής ομάδας. Η διάσταση του φαινομένου ως «εθνικού στοιχείου». 73 Για το αφαιρετικό δίπολο άτομο- κοινωνία οι ερευνητές θεωρούν γενεσιουργό αίτιο την αμοιβαία αφηρημένη χρηματική αξιολόγηση των εμπορευμάτων των ατόμων σε έναν ενοποιημένο πλέον χώρο: την επικράτεια που έχει ως αποτέλεσμα η βιομηχανική επανάσταση κάτι που όμως δε βρίσκει αντίστοιχο στον ελληνικό χώρο κατά την εποχή της ανάδυσης του ελληνικού εθνικισμού. Επομένως, και η ισοπέδωση των πολιτισμικών διαφορών από τη βιομηχανική παραγωγή δε βρίσκει εφαρμογή στον ελληνικό χώρο σε πρώτη φάση τουλάχιστον.

24

Page 25: papadopoulou

όλα τα στρώματα. Αφετηρία της ήταν οι μικρότερες, δημώδεις κοινότητες, που χρειάζονταν να αντικαταστήσουν την εθνοτικο-θρησκευτική αυτοεικόνα74 τους με μια άλλη, περισσότερο ενεργητική, πολιτική εικόνα (κοσμική). Στόχος το πολιτικό έθνος. Κλειδί για αυτή τη μεταμόρφωση υπήρξαν οι διαδικασίες της λαϊκής κινητοποίησης. Μικροί κύκλοι75 παιδαγωγών, διανοουμένων παρά την ανομοιογένεια των αντιδράσεων τους απέναντι στο εκδυτικισμό και τη νεωτερικότητα, προσηλώθηκαν ολόψυχα στην αποκάθαρση και την κινητοποίηση του «λαού» προσφεύγοντας σε αυτό που θεωρούσαν ως εθνοτικό παρελθόν της κοινότητας. Γι αυτό το σκοπό χρειάστηκε να εφοδιάσουν τις σύγχρονές τους γενιές με ένα πολιτισμικό καταστατικό: με γνωστικούς χάρτες και ιστορικά ήθη, αντλώντας υλικό από τους ποιητικούς χώρους και τις χρυσές εποχές του κοινοτικού παρελθόντος έχοντας σε μεγάλο βαθμό εκλεκτική μνήμη αναδεικνύοντας τους ιστορικού τόπους σε ιερή γη σε φυσικό περιβάλλον («ηθική γεωγραφία»). Με αυτό τον τρόπο προσδοκούσαν να μετασχηματίσουν τις οπισθοδρομικές παραδοσιακές εθνοτικές τους κοινότητες σε δυναμικά πολιτικά έθνη, διατηρώντας όμως την «ιδιωματικότητά» τους76.

Εδώ ακριβώς πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάτι που αποτελεί κομβικό σημείο στην προσέγγισή μας. Απέναντι σε αυτά τα δύο μοντέλα εθνικισμού υπάρχουν δύο προσλήψεις του εθνικισμού σχετικά με το πώς αντιλαμβάνεται η «Δύση» και πώς η «Ανατολή» την ιδέα του έθνους. Οι γεωπολιτικοί χαρακτηρισμοί εδώ είναι σχηματικοί και όχι απόλυτοι γιατί συναντώνται και τα δύο μοντέλα εκατέρωθεν. Η «Δύση» λοιπόν νοεί το έθνος ως έθνος-κράτος και τα μέλη του ως πολίτες μόλις το 18-19ο αι. ενώ η «Ανατολή» νοεί το έθνος ως εθνοτική κοινότητα και τα μέλη του ως μέλη-μύστες εξαιτίας μια μακράς συνέχειας έστω και κατ’ επίφαση ήδη από την αρχαιότητα77. Η «Ανατολή» ταυτίζει δύο στοιχεία που οι «Δυτικοί» θεωρούν 74 Από απλό σκεύος εκλογής της θρησκευτικής σωτηρίας και παθητικός αποδέκτης των θείων εντολών, ο «λαός» γίνεται τώρα ο ίδιος πηγή σωτηρίας ενώ οι άγιοι και οι σοφοί του παρελθόντος μετατρέπονται σε εκφράσεις του εθνικού του πνεύματος. Ενώ τα περισσότερα έθνη είναι διαμορφωμένα και κρυσταλλωμένα στη βάση μιας κυρίαρχης εθνότητας, μπορούν, και συχνά το κάνουν, να διασταλούν και να διαχυθούν πέρα από αυτή τη βάση και σε κάποια επέκταση του προγονικού τους μύθου. Οι μύθοι καταγωγής είναι ζωτικοί και προσδιοριστικοί των χαρακτηριστικών των εθνοτήτων, αλλά λιγότερο αυτών των εθνών. Άλλοι μύθοι, αναμνήσεις σύμβολα και παραδόσεις γίνονται σημαντικοί συνάμα με τη νέα διαδικασία όπως οι κάτοικοι που προσκολλώνται στον τόπο τους, η διάδοση μιας ξεχωριστής δημώδους κουλτούρας και η λεπτομερής αναζήτηση δικαιωμάτων και καθηκόντων σε καθορισμένους νόμους και έθιμα. Αυτά μπορούν να διαχειριστούν καλά σε θρησκευτικές κοινωνίες όπως τα μιλλέτ. Βλ. γενικότερα A. Smith, Εθνική Ταυτότητα, ο.π., σ. 94 κ.εξής. 75 Αναζήτηση κοινωνικού γοήτρου πολιτικής δύναμης της ιντελεγγέντσιας που υποκινεί τις μάζες. Τώρα οι μάζες -υποκείμενο ιστορίας ενσωματώνουν τη λόγια κουλτούρα που εγκολπώνεται ως παραδοσιακή κουλτούρα. 76 A. Smith, Εθνική Ταυτότητα, ο.π., σ. 103-104. Και εξής: Στόχοι εθνοτικών κινημάτων α) η δημιουργία μιας λογοτεχνικής «υψηλής» κουλτούρας για την κοινότητα όπου αυτή απουσιάζει β) η διαμόρφωση ενός πολιτισμικά ομοιογενούς «οργανικού» έθνους γ) η εξασφάλιση μιας αναγνωρισμένης «πατρίδας» και- αν αυτό είναι εφικτό-ενός ανεξάρτητου κράτους για την κοινότητα δ) η μεταμόρφωση της έως άλλοτε παθητικής ethnie σε πολιτικά ενεργή εθνοτική κοινότητα, σε «ιστορικό υποκείμενο». 77 A. Smith, Εθνική ταυτότητα, ο.π., 73-6. Η βαθιά επιρροή της ιδέας του εκλεκτού λαού, η παθιασμένη πρόσδεση σε μια ιερή γη και σε ιερά κέντρα και τα ανεξίτηλα αποτυπώματα των ιερών γλωσσών και κειμένων αποδείχθηκαν ανθεκτική κληρονομιά για πολλούς λαούς από την ύστερη αρχαιότητα μέχρι τους νεώτερους χρόνους, συντηρώντας την αίσθηση της μοναδικότητας τους και τροφοδοτώντας τις ελπίδες τους για αναγέννηση. Αυτό ισχύει κυρίως για τους Αρμένιους, τους Αιθίοπες, τους Έλληνες της βυζαντινής περιόδου, τους ορθόδοξους Ρώσους, τους καθολικούς Πολωνούς, τους Ιρλανδούς τους Ουαλούς, τους Άγγλους και τους Γάλλους. Οι Έλληνες όμως δέσανε την αρχαία γλώσσα με τα ιερά κείμενά τους. Πρόκειται για κατακόρυφες εθνότητες υπό υποτέλεια,

25

Page 26: papadopoulou

ανεξάρτητα μεταξύ τους: τη θρησκευτική κοινότητα με το έθνος («μεσαιωνικό έθνος») και το θρησκευτικό μεσσιανισμό με τον εθνικισμό78 («μεσαιωνικός θρησκευτικός εθνικισμός»)79. Η διαφορά όμως είναι ότι δεν υπήρχε ένα γενικότερο παγκόσμιο ρεύμα εθνικισμού έστω και θρησκευτικού στη Δύση το μεσαίωνα με την έννοια του μεσσιανισμού της Ανατολής. Στην Ανατολή λοιπόν δεν έγινε συνειδητή επίκληση στο έθνος με πολιτικά κίνητρα, με κοσμική αντίληψη και συγκεκριμένη στοχοθεσία όπως έκαναν οι εθνικισμοί της νεωτερικότητας στη Δύση. Μάλιστα ο A. Smith μιλά για «δυτικού» εδαφικού «έθνους του πολίτη» και «ανατολικό» εθνοτικό-γενεαλογικό έθνος80 (προς αντιστοιχία πολιτικού-πολιτιστικού).

Τελικά τόσο ο πολιτικός εθνικισμός (συνδεόμενος με το νεοκλασικισμό) όσο και ο πολιτιστικός εθνικισμός (συνδεόμενος με το ρομαντισμό) δεν είναι παρά παραλλαγές ενός ευρύτερου ρομαντισμού, της νοσταλγίας για μια εξιδανικευμένη χρυσή εποχή και για ένα ηρωικό παρελθόν που μπορεί να χρησιμεύσουν ως πρότυπα για τη σύγχρονη συλλογική αναγέννηση. Παρά ταύτα η αντίθεση ανάμεσά τους καθρεφτίζει ένα βαθύτερο πολιτισμικό και κοινωνικό ρήγμα ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς τύπους εθνοτικών βάσεων και τις αντίστοιχες διαδρομές που ακολούθησαν για την διαμόρφωση των εθνών, από όπου προέκυψαν δύο διαφορετικές αντιλήψεις για το έθνος81.

Με τον κλασικισμό συνδέεται η ορθολογική θεώρηση του έθνους. Η ανάκτηση της κλασικής σκέψης και τέχνης συνέβαλε καταλυτικά στην ιδεολογία της εποχής της νεωτερικότητας με τον ορθολογισμό και την εξελικτική κοσμοθεώρηση κατατάσσοντας τα κράτη και τους πολιτισμούς σε μία πολιτισμική ιεραρχία με κριτήριο το εθνικό τους τώρα πια πνεύμα και προκαλώντας ιστορικές συγκρίσεις με τους πολιτισμούς του παρελθόντος. Τα πράγματα ξαναανακαλύφθηκαν και το ενδιαφέρον για την ιστορία και την εξέλιξη της κοινωνίας άλλαξε με την έλευση του ρομαντισμού. Ο αναδυόμενος «ιστορικισμός» ως πλαίσιο εργαλείο για τη διερεύνηση του παρελθόντος την εξήγηση των ιστορικών φαινομένων αποσαφήνιζε τον τρόπο που διαμορφώθηκε το παρόν.

όπου κύριος μηχανισμός εθνοτικής επιβίωσης είναι η θρησκεία: ορθόδοξοι Έλληνες βυζαντίου, πρώτοι ορθόδοξοι της Ρωσίας, μονοφυσίτες Κόπτες και Αιθίοπες, γρηγοριανοί Αρμένιοι, καθολικοί Ιρλανδοί και Πολωνοί, Σιχ, Εβραίοι, Δρούζοι. Είναι οι δημώδεις κοινότητες τα μέλη, που έχουν μια συναίσθηση ότι αποτελούν ήδη- και ανέκαθεν αποτελούσαν- έθνος και δε διαθέτουν κάποιο είδος εσωτερικού καταναγκασμού όπως το γραφειοκρατικό κράτος. 78 A. Smith, Εθνική ταυτότητα, ο.π., σ. 77. 79 Ο μεσσιανισμός και ο μύθος του εκλεκτού είναι πολύ σημαντικές δυνάμεις διατήρησης της συνοχής των εθνοτικών συνομαδώσεων.A. Smith,ο.π. σ. 78: εξετάζοντας την Εβραϊκή περίπτωση σημειώνει ότι θα πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί «ώστε να μην απορρίπτουμε με υπερβολική ευκολία την πιθανότητα ύπαρξης του έθνους ή ακόμη κάποιας μορφής εθνικισμού, πριν το ξεκίνημα των νεώτερων χρόνων. Η βαθιά επιρροή της ιδέας του εκλεκτού λαού, η παθιασμένη πρόσδεση σε μια ιερή γη και σε ιερά κέντρα και τα ανεξίτηλα αποτυπώματα των ιερών γλωσσών και κειμένων αποδείχθηκαν ανθεκτική κληρονομιά για πολλούς λαούς από την ύστερη αρχαιότητα μέχρι τους μεσαίους χρόνους, συντηρώντας την αίσθηση της μοναδικότητάς τους και τροφοδοτώντας τις ελπίδες τους για αναγέννηση. 80 A. Smith, Εθνική ταυτότητα, ο.π., σ. 119. Τυπολογία Χανς Κον (Kohn 1955 1967) διάκριση μεταξύ μιας «δυτικής» ορθολογιστικής, συνεργατικής εκδοχής του εθνικισμού και μιας «ανατολικής» οργανικής και μυστικιστικής εκδοχής του. Προϊόν μεσαίων τάξεων το πρώτο, προϊόν διανοουμένων το δεύτερο. Στην πρώτη περίπτωση, πριν την ανεξαρτητοποίηση του έθνους παράγουν «αντι-αποικιακά» κινήματα και μετά από αυτήν «ενοποιητικά» κινήματα. Στη δεύτερη, πριν την ανεξαρτητοποίηση τείνουν να γενούν αποσχιστικά κινήματα ή κινήματα κοινοτήτων της διασποράς και μετά από αυτήν αλυτρωτικά ή πάσης φύσεως «παν-» εθνικιστικά κινήματα. Υποκατηγορίες μικτές περιπτώσεις. 81 A. Smith, Εθνική ταυτότητα, ο.π., σ. 134-5.

26

Page 27: papadopoulou

Με το ρομαντισμό συνδέεται η «αισθητική θεώρηση» του έθνους82. Τα έθνη αντιμετωπίζονται και αυτά όπως η τέχνη, σαν αισθητά δημιουργήματα μοναδικά και ανεπανάληπτα, και η ομορφιά βρίσκεται στην πρωτοτυπία τους. Αυτή η πρωτοτυπία, η ψυχή των εθνών βρίσκεται φυλαγμένη στο γλωσσικό τους ιδίωμα, στα έθιμα και τις παραδόσεις τους, στη δημοτική μουσική τους. Έτσι η γνωριμία με τα έθνη γίνεται γνωριμία με τα έργα τέχνης και ο τρόπος προσέγγισης γίνεται αισθητικός, ενορατικός ως κατανόηση των εκφάνσεων της κάθε φορά μοναδικής εθνικής ιστορίας83. Έτσι έχουμε ένα κλασικό παρελθόν και ένα εθνικό84.

Για την ελληνική περίπτωση85 όμως αυτά τα δύο παρελθόντα μπορούσαν να συνταυτιστούν ως προς τον εθνικό συμβολισμό τους εξαιτίας της τοπικότητας. Ο κλασικισμός είναι εν δυνάμει για τους έλληνες ότι ο ρομαντισμός για τους υπολοίπους: το παρελθόν εξιδανικευμένο και μάλιστα το δικό τους εθνικά παρελθόν. Ο νεοκλασικισμός έχει τη δυνατότητα να παρουσιαστεί ως η φυσική εξέλιξη της κλασικής κληρονομιάς. Γι αυτό και το ρεύμα αυτό μεταφρασμένο στα ελληνικά πράγματα εκβαίνει σε ρομαντικό κλασικισμό.

Δεδομένου λοιπόν ότι στην αυγή της νεωτερικότητας το παρελθόν και οι κληρονομιές του έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στην κοινωνική διάδοση ιδεών σχετικές με την έννοια του έθνους86 και στη διαμόρφωση μιας διαδικασίας εθνικής

82 Ο εθνικισμός και κυρίως ο πολιτισμικός εθνικισμός συνδέεται με αυτό που ονομάζουμε αισθητική προσέγγιση του έθνους, στο βαθμό αυτό που αναζητά (η ουτοπία του) ενέχει το ρομαντικό-νοσταλγικό εκείνο στοιχείο που του επιτρέπει όχι μόνο να ξαναδεί την αμετάκλητα χαμένη κοινότητα στη θέση της κοινωνίας, να γεφυρώνει τα χάσματα ανάμεσα στο παρελθόν και παρόν να λιώνει και να ανακολλά τις αντιφάσεις του παρόντος σε ένα μάγμα, αλλά να ξαναβλέπει αιώνιες και αμετάβλητες ουσίες εξορκίζοντας τα «εφήμερα» στοιχεία του παρόντος με αφετηρία τις φαινομενικά εξω-πολιτικές κατηγορίες του ωραίου και του άσχημου. Αυτή η ματιά, αυτό το βλέμμα είναι μια αισθητική οπτική που ποτίζει την έννοια του Πολιτικού με εκείνη του Ωραίου. Στην αισθητική προσέγγιση του έθνους κυρίαρχο στοιχείο είναι ο συμβολισμός εικονικά (π.χ. δημόσια σύμβολα) και η μεταφορά κειμενικά82 (π.χ. τη λογοτεχνία). Π. Θεοδωρίδης, ο.π., σ. 65 κ. εξής. Δομικό μέρος λοιπόν της πολιτισμικής εθνικιστικής ιδεολογίας είναι το παρελθόντος ως παράδοση, το εξωραϊσμένο παρελθόν. Ποιος συγκροτεί όμως αυτό το «παραδοσιακό παρελθόν»; Η κοινωνική και πολιτισμική δομή των προνεωτερικών εθνοτήτων είναι αυτή που καθοδηγεί το σχηματισμό της εθνικής ιδεολογίας και λιγότερο η πολιτική βούληση. Η κουλτούρα, τα μοιρασμένα δηλ. νοήματα, ο συμβολικές αναπαραστάσεις, οι μύθοι, οι μνήμες και οι αξιακοί κώδικες δεν είναι κρατικές επινοήσεις οριοθετημένες από το σύνορο, αλλά ένα γενεαλογικό ταμείο αξιών, μια κληρονομιά παραδόσεων και ταυτόχρονα ένα ρεπερτόριο προς χρήση και ανα-σύνταξη των ταυτοτήτων. Α. Τζούμα, ο.π., σ. 96-7. 83 Βλ. Π. Θεοδωρίδης, ο.π., σ. 65. 84 Πρόκειται για άποψη του Α. Smith. Αρά αρχικά ενδιαφέρον για «εθνικό χαρακτήρα» και ανάγκη ελεύθερης ανάπτυξης του και έπειτα ιστορικισμός που ερμηνεύει το «εθνικό πνεύμα» με βάση τους εσωτερικούς νόμους της ιστορικής ανάπτυξης. Σε αυτό το σημείο προκύπτουν δύο διαφορετικά πολιτισμικά πρότυπα : το πρώτο που μπορεί να ονομαστεί «νεοκλασικό», εμπνέεται από τον δυτικό ορθολογισμό και τον διαφωτισμό, που στα ευρωπαϊκά έθνη λειτουργούν ως διαμεσολαβητές με τις πρωτότυπες κλασικές πηγές και συνδέεται με τη δημοκρατικές αρχές. Όμως παράλληλα σημειώνεται και αύξηση του ενδιαφέροντος για το τοπικό παρελθόν ή για τη μεσαιωνική (ή πατρογονική) κληρονομιά των αυτοχθόνων. Αυτός ο αυτοχθονισμός ή (μεσαιωνισμός) ενίοτε συνδυάζεται με τον κλασικισμό με τη μορφή ενός επίσημου εθνικισμού. Το γεγονός ότι τέτοιου είδους συνδυασμοί είναι δυνατοί υποδηλώνει την ευκαμψία αυτών των πολιτισμικών μοντέλων. 85 Δες πιο αναλυτικά Ν. Σβορώνος, Το ελληνικό Έθνος, γένεση και διαμόρφωση του νέου ελληνισμού, Αθήνα, 2004, J. K. Campbell, P. Sherrard, Modern Greece, 1968, J. A. Armstrong, Nations before nationalism, 1982. 86 Βλ. P. Milza- S. Berstein, Ιστορία της Ευρώπης. Η Ευρωπαική συμφωνία και η Ευρώπη των εθνών.1815-1919. τ.2, 1997, σ.29 κ. εξής. Επίσης, E.J. Hobsbawm, Η εποχή των επαναστάσεων.1789-1848 και 1848-1875,τ. 1και 2 αντίστοιχα, 1992 και 1994 αντίστοιχα

27

Page 28: papadopoulou

ταυτότητας87, αποτελώντας ένα σημείο αναφοράς της συλλογικότητας88 και της ενότητας, η ανάδυση του ελληνικού εθνικισμού φαίνεται να έρχεται ως αποτέλεσμα της ανάδυσης του φαινομένου των «ενσυνείδητων εθνικιστικών κινημάτων» 89 της Ευρώπης του 19ου αιώνα, προσλαμβάνοντας τα ιδιαίτερα στοιχεία της ελληνικής κοινωνίας, αφού διαμορφώνεται ως επί το πλείστον ανάλογα με τις δομές της κοινωνίας μέσα στην οποία αναπτύσσεται. Έτσι, ο ελληνικός εθνικισμός παρουσιάζει τη δική του ιδιομορφία: φαίνεται ότι είναι ένας συγκερασμός των ιδεών του πολιτικού-αστικού εθνικισμού (αφαιρετικού πατριωτισμού), αλλά και του έντονου πολιτιστικού εθνικισμού με έμφαση στα κοινά χαρακτηριστικά (τοπικιστικού πατριωτισμού), στοιχεία μοιραία διεγερτικά εξεγέρσεων ενάντια σε κάθε μορφής διακυβέρνησης. Βεβαίως εξαιτίας του ότι ο ελληνικός χώρος ανήκει γεωπολιτικά στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης μπορούμε να πούμε ότι παρουσιάζεται να έχει περισσότερα κοινά σημεία με το δεύτερο τύπο εθνικισμού που εξετάσαμε -γι’ αυτό το λόγο ίσως και στην ελληνική λεξικογραφία η έννοια του έθνους είναι «απολιτική»90- χωρίς να παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι την έμπνευση της 87 A.D. Smith, Nationalism and Modernism: A critical Survey of recent Theories of Nations and Nationalism, London & New York, 1998, 7-11. 88 Στην Ελληνική περίπτωση ήταν το δημοτικό τραγούδι88 και η κλεφταρματωλική και αγαθαγγελική παράδοση, τα οποία ανέλαβε να τεκμηριώσει αργότερα και επιστημονικά η λαογραφία. Όλα με ένα κοινό σημείο αναφοράς: τη γλώσσα, η πολιτισμική και οικονομική εμβέλεια της οποίας ήταν σαφώς ευρύτατη και ενδυναμώνονταν και από έναν άλλο παράγοντα ιστορικότητας: την ορθόδοξη θρησκεία. 89 Ο Ευρωπαϊκός 19ος αι. είναι εποχή αναταραχών και επαναστάσεως, τις οποίες ο Hobsbawm αποκαλεί «ενσυνείδητα εθνικιστικά κινήματα». E.J. Hobsbawm, Η εποχή των επαναστάσεων, 1789-1848, και 1848-1875 Αθήνα, τ. 1και 2 αντίστοιχα, 1992 και 1994 αντίστοιχα. 90 Πριν δούμε το πεδίο στο οποίο λαμβάνουν χώρα τα πράγματα ας δούμε πρώτα το πεδίο στα οποία διατυπώνονται-ενδεικτικό σημειολογικά. Γ. Μπαμπινιώτης, λεξικό της Ν.Ε. Γλώσσας, β’ έκδοση,2006, κέντρο λεξικογραφίας, σελ. 553. 1. σύνολο ανθρώπων που γίνονται αντιληπτοί και από τους ίδιους και από τους άλλους ως ομοιογενές σύνολο, καθώς συνδέονται μεταξύ τους με δεσμούς κοινής καταγωγής και ιστορικό παρελθόν, κοινά στοιχεία πολιτισμού, κοινά ιδανικά και πολλές φορές κοινή γλώσσα και θρησκεία, ενώ παράλληλα έχουν συνείδηση της διαφοράς τους από τα άλλα ανάλογα σύνολα ανθρώπων. (συν. φυλή, γένος) 2.θρησκεία: έθνη α) Παλαιά Διαθήκη οι άλλοι λαοί του κόσμου κατά αντιδιαστολή προς τους Ισραηλίτες β) Καινή Διαθήκη οι ειδωλολάτρες και ειδικότερα οι Έλληνες γ) το γένος των χριστιανών («έθνος άγιον»). Σημειώνεται στο συγκεκριμένο λεξικό ότι σε αυτό συμπεριλαμβάνονται και οι Έλληνες της Αμερικής Αυστραλίας του εξωτερικού γενικότερα (υποδηλώνοντας την απουσία της πολιτικής έννοιας). Ας δούμε όμως τώρα την έννοια εθνικισμός και ας την εξετάσουμε συγχρονικά δηλ. κατά τον αιώνα της ανάδυσης του φαινομένου. Ο εθνισμός μεταβαίνει σε εθνικισμό για να δηλώσει μια εννοιολογική διαφοροποίησή του που συμβαίνει στα τέλη του 19ου αι., όταν αλλάζει χαρακτηριστικά και αρχίζει να χάνει το φιλελεύθερο και διεθνιστικό του χαρακτήρα και γίνεται πιο σκληρός απέναντι στους άλλους εθνικισμούς. Παρόλα αυτά εμείς θα χρησιμοποιούμε τον όρο εθνικισμό και όχι εθνισμό γιατί η σημασία του έχει καταλήξει να περιγράφει αυτό που σήμαινε ο εθνισμός την εποχή που εξετάζουμε: την ανάδυση των εθνισμών για τη δημιουργία κράτους. Εθνισμός – εθνικισμός – διεθνισμός – φιλοπατρία – πατριωτισμός – σοβινισμός. Το να αγαπά κανείς την πατρίδα του, η φιλοπατρία (λ. που πρωτοεμφανίζεται στον Αριστοφάνη), είναι το πιο φυσικό πράγμα. Στα τέλη του 18ου αι. –αρχές του 19ου αι., όταν η λ. φιλοπατρία δίνει την αίσθηση λογιότερης λέξης, αρχίζει να υποκαθίσταται από τις λέξεις πατριωτισμός (αντιδάνειο μέσω του γαλλ. Patriotisme), που πρωτοχρησιμοποιούν ο Ρήγας Φεραίος, ο Ευγένιος Βούλγαρης κ.ά., και εθνισμός (μαρτυρείται από τον Ν. Σπηλιάδη, 1826). Για λίγο μάλιστα φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκαν με την ίδια σημασία και τα εθνικότης και εθνότης, που γρήγορα όμως εξειδικεύθηκαν στη σημασία που έχουν και σήμερα. Η χρήση της λ. εθνισμός με τη σημ. του πατριωτισμού, της φιλοπατρίας είναι τόσο έντονη τον 19ο αι., ώστε ο περίφημος δικαστής και συγγραφέας Αναστάσιος Πολυζωίδης, αναζητώντας (το 1859) μια λέξη ομόρριζη του εθνικός (= ειδωλολάτρης) για να δηλώσει την ειδωλολατρεία, τον παγανισμό, αποφεύγει τη λ. εθνισμός (= πατριωτισμός), για να μην προκαλέσει σύγχυση, και δημιουργεί τη λ. εθνικισμός με τη σημ. «ειδωλολατρισμός» (από το εθνικός «ειδωλολάτρης») που είναι και η πρώτη σημ. της λέξης! Βαθμηδόν η λ. εθνισμός υποχώρησε, τη θέση

28

Page 29: papadopoulou

δημιουργίας του εμφύσησε και επηρέασε γόνιμα ο πολιτικός εθνικισμός με τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης, υπό την εξής έννοια. Μοναδική πηγή πολιτικής νομιμότητας σε αυτές τις περιοχές ήταν το αυτοκρατορικό κράτος και οι μονάρχες του που όριζαν ως παράνομες εκ των πραγμάτων τις διεκδικήσεις αυτοδιάθεσης. Για να ανακαλυφθεί η εναλλακτική πηγή νομιμότητας μέσα στην ιστορική πολιτισμική κοινότητα δεν αρκούσε να δημιουργηθεί ένας νέος τύπος πολιτικής ταυτότητας αλλά χρειαζόταν να εξυψωθεί αυτή η ταυτότητα σε θεμελιώδη αρχή μιας νέας πολιτικής τάξης, η οποία θα αντλούσε την πολιτική της εγκυρότητα από το δόγμα της λαϊκής κυριαρχίας. Εδώ οφείλονται οι επανειλημμένες αναφορές στη Γαλλική Επανάσταση, που η σημασία τους έγκειται στο γεγονός ότι προσέδιδαν αξιοπιστία στην ιδέα πως η ανεξάρτητη πολιτισμική κοινότητα αποτελεί τη μοναδική νόμιμη πηγή πολιτικής εξουσίας, κατά το πρότυπο ενός συμπαγούς έθνους που βρισκόταν στην καρδιά της περίβλεπτης Δύσης. Μόνο ένα παράδειγμα με τέτοιο γόητρο θα μπορούσε να προσδώσει πολιτική νομιμοποίηση στο πρόγραμμα της ιντελιγκέντσιας για λαϊκή κινητοποίηση και να αναγάγει ένα ηθικό και πολιτισμικό μετασχηματισμό σε πολιτική και κοινωνική επανάσταση. Τώρα ο λογοτεχνικός μεσαιωνισμός, βυζαντινισμός και ιστορισμός πρόσφεραν ιδέες, σύμβολα, γλώσσα απαραίτητα για την κινητοποίηση των δημώδων εθνοτικών κοινοτήτων, αλλά και έναν καθρέφτη μέσω του οποίου τα μέλη τους μπορούσαν να κατανοήσουν τις ιδέες και τις βλέψεις, όπως αυτές διαμορφώθηκαν εν μέσω των μετασχηματισμών που επέφεραν οι δυτικόφερτες «επαναστάσεις». Μέσα από αυτόν είδαν τον εαυτό τους ως μια μοναδική κοινότητα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυθεντικά και διεκδίκησαν αυτονομία μέσα στην «ιστορική πατρίδα»91.

Προηγουμένως όμως, υπήρξε σαφώς μια μακραίωνη92 διαδικασία σχηματισμού93 από την οποία πέρασε το ανθρώπινο σύνολο που ονομάζουμε σήμερα «Ελληνισμό» έως ότου φτάσει στο καθαρό περίγραμμα μιας εθνικής συνείδησης και ενός σχηματισμένου έθνους94, όπως εκφράστηκε στην ελληνική επανάσταση, οπότε ο ηρωισμός του εθνικού ιδεώδους μετατράπηκε σε κοινωνικό βίωμα. Ως όχημά της σε αυτή τη διαδρομή θα επικαλεστεί τον ίδιο τον ιδεολογικό της αντίποδα: το Χριστιανισμό. Επομένως, κύριο χαρακτηριστικό της εθνικής διαδικασίας αποτέλεσε της πήρε η λ. εθνικισμός, που σήμανε και τον πατριωτισμό, την αγάπη προς την πατρίδα, αλλά και τις εδαφικές απαιτήσεις ενός έθνους εις βάρος άλλων εθνών, τον εθνικό επεκτατισμό, δήλωσε δηλ. και τη θετική και την αρνητική σημ. Τον φανατικό, με επεκτατικές-επιθετικές βλέψεις, πατριωτισμό δήλωσε και η ξενικής (γαλλικής) προελεύσεως λ. σοβινισμός (από το ήρωα θεατρικού έργου, του αφοσιωμένου στον Ναπολέοντα πατριώτη N. Chauvin). Τέλος σημειώνουμε ότι στην αγγλοσαξονική λεξικογραφία το έθνος προέρχεται από το λατινικό nascor ενώ η εθνότητα από το ελληνικό ήθος. Στην ελληνική λεξικογραφία είναι ομμόριζα και αυτό πιθανότατα είναι δηλωτικό σημειολογικά και δείχνει τη στενή σημασιολογική συγγένεια στο ελληνικό «νοηματολόγιο», αποτελώντας μια ένδειξη της απουσίας τομών και ρήξεων στη διαδικασία σχηματισμού τέτοιου είδους εθνικισμών ώστε να έχει μια τελείως διαφορετική ονοματοθεσία. Προφανώς δεν παρουσίαζε ο ελληνικός εθνισμός-εθνικισμός τόσο διαφορετικές τομές ώστε να πάρει ένα εξ αρχής τελείως διαφορετικό όνομα. 91 Βλέπε γενικότερα την έκθεση Αθήνα- Μόναχο ο.π., κυρίως το κείμενο του Π. Κιτρομηλίδη ο.π.,σ.33 κ. εξής. Καθώς και γενικά Ε. Χρυσός (επιμ.), Ένας νέος κόσμος γεννιέται, Η εικόνα του ελληνικού πολιτισμού στη Γερμανική επιστήμη κατά το 19ο αι., Αθήνα, 1996. 92Αύτοθι σ. 42 Ο «εξελληνισμός» ως πολιτιστικός «εκβυζαντινισμός» δηλ. γλωσσικός εξελληνισμός και θρησκευτικός εκχριστιανισμός πληθυσμών της αυτοκρατορία με στόχο την ομογενοποίηση και την ενσωμάτωσή τους στην αυτοκρατορία, υπήρξε συνειδητή πολιτική των βυζαντινών αυτοκρατόρων. 93 Ι. Θ. Κακριδής, Οι αρχαίοι Έλληνες στη Νεοελληνική Λαϊκή Παράδοση, Αθήνα, 1997, σ.13-4 Κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους το όνομα Έλληνες όριζε μια ετερότητα για τους γηγενείς πληθυσμούς . Και γενικότερα στο ίδιο σ. 75- 90 94-100 94 Ν. Γ. Σβορώνος, Το ελληνικό Έθνος, γένεση και διαμόρφωση του νέου ελληνισμού, Αθήνα, 2004, σ. 14

29

Page 30: papadopoulou

μέσα στη μεγάλη διαχρονία η συγκρουσιακή, άλλοτε επιλεκτική και εκ των πραγμάτων συμβιωτική σχέση της χριστιανικής οικουμενικότητας με την αρχαία ελληνική κληρονομιά, όπως κατά κύριο λόγο εκφράζεται σε φιλοσοφικό και τελικώς σε αισθητικό πεδίο. Αυτοί οι χρόνοι που προηγήθηκαν κυοφορούν έναν «μεσαιωνικό εθνικισμό» εθνικοχριστιανικού χαρακτήρα95, που δείχνει την καταβολή της «κατακόρυφης» εθνοτικής κοινότητας αυτών των χώρων96. Ο θρησκευτικός μεσσιανισμός ως πνευματικό ρεύμα (αλλά όχι με κοσμική αντίληψη) συναντάται μόνο στην «Ανατολή» όπως είπαμε και ταυτίζει δύο στοιχεία που οι «Δυτικοί» θεωρούν ανεξάρτητα μεταξύ τους: τη θρησκευτική κοινότητα με το έθνος («μεσαιωνικό έθνος») και το θρησκευτικό μεσσιανισμό με τον εθνικισμό («μεσαιωνικός θρησκευτικός εθνικισμός»)97.

Το όνειρο της πολιτικής ανασύστασης της Αυτοκρατορίας, που γεννιέται αμέσως με την Άλωση98, παίρνει το περιεχόμενο της ανάστασης μιας «εξελληνισμένης»99 και χριστιανικής100 Βυζαντινής Αυτοκρατορίας101. Εξάλλου η

95 Η Ε. Αρβελέρ στο κεφάλαιο Ο βυζαντινός εθνικισμός, λέει ότι τον 8ο αι. στρατός σφετερίζεται όλο και περισσότερο τον κρατικό μηχανισμό. Αρχίζει η χρήση των οικογενειακών ονομάτων. Οι στρατιωτικές οικογένειες έχουν χρήμα και εξουσία και περιβάλλονται από γενικό σεβασμό. Οι πόλεις οχυρώνονται και η λέξη «κάστρο» αντικαθίσταται από τον όρο «πόλις». Εφαρμόζεται το σύστημα των «θεμάτων». Καθαρά βυζαντινή επινόηση που απομάκρυνε την αυτοκρατορία από τη ρωμαϊκή διοικητική παράδοση. Δημιουργία εθνικού στρατού. Δημιουργία πνεύματος συλλογικής ευθύνης. Ο νέος στρατός δεν υπηρετεί επεκτατική πολιτική, αλλά διεξάγει αγώνα για τη σωτηρία της πατρίδας. Η χριστιανική αλληλεγγύη ταυτίζεται με την εθνική αλληλεγγύη. Λέων Στ΄ο σοφός : «Τακτικά»-πραγματεία για την τέχνη του πολέμου. Ένα υπέροχο πατριωτικό μανιφέστο σύμφωνα με την Αρβελέρ. Από εδώ και εμπρός οι βυζαντινοί θεωρούν ότι αποτελούν τον «περιούσιον λαόν» και ότι η αυτοκρατορία τους είναι ο υπερασπιστής της χριστιανοσύνης εναντίον των απίστων. Ο βυζαντινός εθνικισμός για την Αρβελέρ γεννήθηκε για την αντιμετώπιση των Αράβων και υπήρξε η βυζαντινή απάντηση στον ιερό τους πόλεμο. Στο εξής το Βυζάντιο υπερασπίζεται με πάθος την ορθοδοξία απέναντι στον εξωτερικό εχθρό. 96 Ήδη από αυτή την περίοδο οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου παραλληλίζονται με τα μεγάλα ονόματα της αρχαιότητας και οι Τούρκοι ονομάζονται Πέρσες, ενώ παράλληλα σημειώνεται μια παράλληλη απομάκρυνση από τη Ρωμαϊκότητα. 97 Βλ. σελ. 26 της παρούσας εργασίας. 98 Βλ. Ε. Αρβελέρ, ο.π., σ. 123-131. Τα βυζαντινά κράτη που σχηματίσθηκαν μετά το 1204 ήταν η Αυτοκρατορία της Νίκαιας, το «Δεσποτάτο της Ηπείρου» και η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Η χαμένη Κωνσταντινούπολη ξαναγίνεται σύμβολο εθνικού μεγαλείου. Γεννήθηκε ένα αίσθημα άμετρης και απεριόριστης προσκόλλησης στις αξίες του παρελθόντος και τέθηκε ως στόχος η ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης. Η συγγραφέας θεωρεί ότι το Κωνσταντινοπολίτικο όνειρο εκφράστηκε με δύο αντιλήψεις διφορούμενες: άλλοι έλπιζαν να βρουν στην ανακτημένη Πόλη μια νέα Ρώμη, οικουμενική και αυτοκρατορική και άλλοι μία νέα Ιερουσαλήμ μία αντί Ρώμη. Σε αυτή τη διφορούμενη αντίληψη στηρίχθηκε σύμφωνα με την Αρβελέρ το Κωνσταντινοπολίτικο όνειρο του ελληνικού λαού που γέννησε μία ιδιαίτερη ιδεολογία γνωστή ως Μεγάλη Ιδέα. Αυτή ακριβώς η ιδεολογία βρίσκεται στη βάση του νεοελληνικού πατριωτισμού. Η ειρωνεία της τύχης τονίζει η Αρβελέρ θέλησε αυτή η ιδεολογία με τους εθνικιστικούς τόνους να γεννηθεί σαν απάντηση στον χριστιανικό ιμπεριαλισμό της Δύσης και όχι εναντίον των Τούρκων. 99 Ν. Γ. Σβορώνος, Το ελληνικό Έθνος, γένεση και διαμόρφωση του νέου ελληνισμού, Αθήνα, 2004, σ. 14.Ο «εξελληνισμός» ως πολιτιστικός «εκβυζαντινισμός» δηλ. γλωσσικός εξελληνισμός και θρησκευτικός εκχριστιανισμός πληθυσμών της αυτοκρατορίας, υπήρξε συνειδητή πολιτική των βυζαντινών αυτοκρατόρων. 100 Για ελληνοβυζαντινό ιδεώδες δες Αρβελέρ: Η γέννηση του ελληνοβυζαντινού πατριωτισμού Δυναστεία των Κομνηνών: Θα προσπαθήσουν να αναζωογονήσουν την εθνική πνοή. Βασικό χαρακτηριστικό της πνευματικής ζωής του Βυζαντίου κατά τους αιώνες του μεγαλείου του παραμένει η ανανέωση του ενδιαφέροντος για την ελληνική αρχαιότητα και τις επιτεύξεις της. Οι αρετές του αρχαίου κόσμου δεν θεωρούνται πλέον ασυμβίβαστες με τη χριστιανική ζωή αλλά εμφανίζονται σαν αναγκαίο συμπλήρωμα της χριστιανικής διδασκαλίας, ενώ διατηρείται παράλληλα κριτικό πνεύμα για

30

Page 31: papadopoulou

κατάφαση στην αρχαία ελληνική ιδέα με την κλασικής αναβίωσης ήδη από τον 9ο αι είχε προετοιμάσει το έδαφος. Εδώ τοποθετείται και η αρχή της σύγχυσης μεταξύ της μετέπειτα εθνικής και της αυτοκρατορικής ιδέας102. Ακόμη, αυτή την περίοδο, η έννοια Έλληνας103-τουλάχιστον για τις λόγιες τάξεις- αρχίζει να αποκτά το πολιτιστικό και πολύ αργότερα βέβαια το πολιτικό της περιεχόμενο που τις επέτρεψε επικαλούμενη τη γλώσσα να γεφυρώσει το συνειδησιακό προγενέστερο χάσμα. Και η εκκλησία ενώ στην αρχή δείχνει να στηρίζει αυτή την εσχατολογική ιδεολογία που πηγάζει σε μεγάλο βαθμό από τους κόλπους της καλλιεργώντας το όνειρο της ανάκτησης της Αυτοκρατορίας, στην πράξη τα πράγματα διαφέρουν. Απέναντι στην εγκαθίδρυση της νέας Οθωμανικής εξουσίας και με στόχο την επιβίωσή της έναντι στο Ισλάμ και στον Καθολικισμό απομακρύνεται από την ιδέα ανασύστασης μιας ελληνικής Αυτοκρατορίας που άρχισε να αναδύεται κατά την τελευταία βυζαντινή περίοδο. Επικεντρώνεται στο οικουμενικό της προφίλ αυξάνοντας σε πλήθος το ποίμνιό της και άρα τη σφαίρα επιρροή της104. Ας μη ξεχνάμε ότι θρησκευτική και πολιτική εξουσία συνοδοιπορούν αυτή την περίοδο μέσα στα πλαίσια της διοίκησης της νέας Αυτοκρατορίας. Επομένως, τώρα που ξεκινούν οι διαδικασίες σύνδεσης με την αρχαία Ελλάδα και αναφύεται σταδιακά η ιδέα της συνέχειας αυτής της «ελληνικότητας», η Εκκλησία την αποποιείται ένθερμα - εξαιτίας ακόμη και του εξω-θρησκευτικού και αντιθρησκευτικού μερικές φορές κλίματος που είχαν δημιουργήσει οι νέες φιλοσοφικές ιδέες του Διαφωτισμού- και η οποία καλλιεργείται από τους

τις θρησκευτικές πεποιθήσεις. Είναι αξιοσημείωτο, τονίζει η συγγραφέας, ότι αυτή την εποχή οι όροι έλληνας και ελληνισμός απέκτησαν τη σημασία που τους νομιμοποιεί στον βυζαντινό πολιτισμό. Οι όροι σήμαιναν μέχρι τότε τον ειδωλολάτρη και την ειδωλολατρεία, τώρα σημαίνουν τον αρχαίο έλληνα και την παιδεία του. Οι βυζαντινοί συνειδητοποιούν όλο και περισσότερο τους προνομιακούς τους δεσμούς με την ελληνική αρχαιότητα εξαιτίας της ελληνοφωνίας τους. Ο βυζαντινός πατριωτισμός αφυπνίζεται σε μία εποχή που η Αυτοκρατορία είναι περικυκλωμένη από επιθετικούς εχθρούς. Η ετικέτα του βαρβάρου μπαίνει από τους βυζαντινούς σε όλους αυτούς τους λαούς που δεν είχαν καμία σχέση με την ελληνική αρχαιότητα. Η ελληνικότητα και η ορθοδοξία είναι τα ανεκτίμητα αγαθά που θα κληθούν να υπερασπιστούν στο εξής οι βυζαντινοί. Αυτή η ιδεολογία δεσπόζει στην ζωή του Βυζαντίου κατά τον 12ο αι. Βλ. και Επιστημονικοί λόγοι εκφωνηθέντες κατά το έτος 1975-6 τόμος 20, Αθήνα 1978, σ. 327-343 Ανάλεκτα σ. 145-161 « Η Ελληνική Ιδέα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία» και γενικά Ε. Αρβελέρ, Η πολιτική ιδεολογία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, Αθήνα, 2007. G. Ostrogorski, History of the Byzantine state, 1956, σ. 93-4, 192-4, σχετικά με τον ελληνικό μύθο: J. K. Campbell, P. Sherrard, Modern Greece, 1968, κεφ. 1. Βλ. Byzantium and the Modern Greek Identity, (David Ricks and Paul Magdalino) King's College (University of London), Centre for Hellenic Studies, U.K.,1998, σ. 1-23 και 25-33. 101 Ν. Γ. Σβορώνος, ο.π., σ. 83 και Ε. Αρβελέρ σ. 60.Η βυζαντινή στάση απέναντι στους ξένους, βασισμένη κυρίως στην υπεροχή της ελληνικής παιδείας που είχε γίνει τώρα πηγή του βυζαντινού πολιτισμού, σημειώνει κατά την Αρβελέρ ένα σημαντικό σταθμό για την καλλιέργεια «της ιδέας τους έθνους στο Βυζάντιο». Έτσι η Αυτοκρατορία με την ποικιλία των λαών και των εθνών παραχωρεί τη θέση της σε μία ελληνορθόδοξη αυτοκρατορία. 102 Βλ. αυτοθι. 103 Μέσα σε αυτά τα πλαίσια ίσως μπορεί να ερμηνευτεί και η αλλαγή στη σημειολογία της λέξης Έλλην σε ειδωλολάτρη (θρησκευτικό περιεχόμενο), την ταύτισή της με τον όρο εθνικός, που τί σύμπτωση αποκτά και αυτή θρησκευτικό περιεχόμενο (παγανιστής). Το ότι η ιστορική συνείδηση βρίσκεται ακόμη σε πρωτογενές στάδιο αποδεικνύεται και από το ότι ακόμη και τα ερείπια σε αυτή τη φάση αλλά και μέχρι την απελευθέρωση, συμβολίζουν πάντοτε τη θεία δίκη και τη μοιραία κατάληξη της ανθρώπινης ματαιότητας. 104 Γνωστή η αντίθεση του πατριαρχείου προς τον «εθνικοφυλετισμό» (αυτή τη λέξη χρησιμοποιεί) τον 19ο αι. όταν η ανάδυση των εθνικισμών αποσχίζει από το πατριαρχικό ποίμνιο Βουλγάρους, Σλάβους κ.τ.λ.

31

Page 32: papadopoulou

λόγιους μετανάστες στη Δύση105. Η δράση των λογίων αυτών συνδέει την ελληνική αυτή ιδέα με το πνεύμα της δυτικής Αναγέννησης και τον Ανθρωπισμό του 16ου αι., ύστερα και από την ώθηση που έδωσαν και οι ίδιοι, όταν μετά την άλωση κατέφυγαν εκεί106. Με το ξέσπασμα των εθνικιστικών κινημάτων, η εθνική ιδέα διαμορφώνεται σε αντιδιαστολή με τη θρησκευτική ιδέα και αποστασιοποιείται πλήρως από αυτή ως κοσμική έννοια. Τώρα το όλο κλίμα ευνοεί μια στροφή προς τη λαϊκή παράδοση και μια κίνηση για τη χρησιμοποίηση της ομιλούμενης λαϊκής γλώσσας, όμως «όλως παραδόξως», η τάση προς τη λαϊκή παράδοση συνδυάζεται με την ανασύνδεση των Ελλήνων με την κλασική Ελλάδα και το πνεύμα της (πρακτικές γνώσεις)107.

Τα στοιχεία που πρόβαλλαν ασυστηματοποίητα ακόμα οι προηγούμενες γενεές συνειδητοποιούνται και ωριμάζουν μόλις το 19ο αι, οπότε γίνονται αντικείμενα μελέτης και οργανώνονται γύρω από την κεντρική ιδέα της απελευθέρωσης. Η Ελλάδα κοινωνεί το οικουμενικό πνεύμα-κυριολεκτικά και μεταφορικά- του εθνικισμού της εποχής και διεκδικεί ένοπλα το δικαίωμα στην εθνική αυτοδιάθεση108. Ο δημοκρατικός και φιλελεύθερος χαρακτήρας της απελευθερωτικής κίνησης τείνει να την ανεξαρτητοποιήσει από την ιδέα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ενώ η Ελληνολατρία θα αποτελέσει το βαρόμετρο του εθνικού αισθήματος! Επομένως αυτό το τριπλό περιεχόμενο της συνείδησης: ελληνικής- βυζαντινής- χριστιανικής, θα διαμορφώσει αργότερα μια εθνική ιδεολογία γεμάτη αντιφάσεις που θα ονομαστεί Μεγάλη Ιδέα και που θα συντελέσει κατά πολύ στη γενικότερη ιδεολογική σύγχυση του νέου Ελληνισμού109.

Επτά ολόκληρους αιώνες λέει ο Σβορώνος, από το τέλος του 11ου αι ως το τέλος του 18ου, χρειάστηκαν για να συγκροτηθεί το ελληνικό έθνος και να ξεκαθαρίσει τα κύρια στοιχεία της εθνικής του συνείδησης. Η πορεία του δεν ήταν ούτε ευθύγραμμη ούτε συνεχής. Χαρακτηρίζεται από διακοπές, από οπισθοδρομήσεις και αλλαγές. Για να παρουσιαστεί ως μια αυτόνομη ιστορική οντότητα χρειάστηκε να 105 N. Iorga, Το Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο, Gutenberg, μτφ. Ιω. Καρά, Αθήνα, 1989,Αεφάλαιο Η παιδεία και ο ρόλος της στην Αναγέννηση, σ. 213-233 και N. H. Baynes, Byzantium, Oxford University Press, 1969 για τη βυζαντινή εκαπίδευση σ. 200. 106 Σχετικά με την αναβίωση βλ. Ν. Η. Baynes, Βυζάντιο εισαγωγή στο βυζαντινό πολιτισμό, Αθήνα, 1996 και J. A. Armstrong, Nations before nationalism, 1982 σ. 174-81 και γενικά P. Sherrard, Modern Greece, 1969. 107 Μορίς Εμάρ, Το Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο- Το Βυζάντιο πέρα από το Βυζάντιο» στο Βυζάντιο και Ευρώπη, Συμπόσιο, Παρίσι, maison de l’ Europe, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1996, σ. 108. «..ο ελληνικός πολιτισμός θα έπρεπε να διαλέξει, όπως λέει και ο Φ. Μπροντέλ, ανάμεσα σε δύο πράγματα: είτε να χαθεί, αν ενσωματωνόταν στο Λατινικό πολιτισμό, είτε να διατηρηθεί και να κρατήσει τα βασικά στοιχεία του, αν υποτασσόταν στην καινούρια αυτοκρατορία. Η υποταγή αυτή θα του επέτρεπε να εξελίσσεται. Η επιλογή δεν έγινε σε μία μέρα. Ωρίμασε, αντίθετα, πολύ μετά τις αρχές του 13ου αι., όταν τα Βυζάντιο δυσκολεύτηκε να αντιμετωπίσει, έναν έναν μόνο του και στη συνέχεια όλους μαζί, τρεις εχθρούς: πρώτα τους Δυτικούς…στη συνέχεια του Οθωμανούς…και τέλος το βασίλειο των Σέρβων.» 108 Εκεί που στην Ιταλία το κίνημα των νοτιοϊταλών Καρμπονάρων απέτυχε σε μεγάλο βαθμό να προσηλυτίσει τους δικούς του ληστές, στην Ελλάδα η Φιλική Εταιρεία με τη δράση της είχε φροντίσει να ελκύσει στους κόλπους της τους ορεσίβιους παράνομους, με αποτέλεσμα να εναρμονίσει αρκετά διαφορετικά μεταξύ τους στοιχεία -διανοούμενους, «κλέφτες», προκρίτους κ.α.- με σκοπό τον απελευθερωτικό αγώνα. 109 Αντιφατικότητα στη διαμόρφωση της εθνικής ιδέας προέρχεται και από την ανομοιογένεια και τη διπλή λειτουργία της ηγετικής τάξης των αντιπροσωπευτικών οργάνων του έθνους (ανώτατος κλήρος, Φαναριώτες και πρόκριτοι), που ήταν προσκολλημένοι στην Οθωμανική διοίκηση. Αυτοί αποκτούν συνείδηση ότι αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα μιας καθεστηκυίας τάξης, με την οποία αισθάνονται αλληλέγγυες εφόσον η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν απειλεί πλέον σοβαρά ούτε την Ορθοδοξία, ούτε την ύπαρξη του Ελληνισμού. Η εθνική τους συνείδηση υποτάσσεται στην ταξική τους συνείδηση μιας προνομιούχας κοινωνικής τάξης, της οποίας η εθνική ιδεολογία περιορίζεται στο κήρυγμα ενός συμβιβασμού που εξασφαλίζει την ειρηνική συνύπαρξη κατακτητών και κατακτημένων.

32

Page 33: papadopoulou

επιχειρήσει τη συμφιλίωση και την εναρμόνιση πολλαπλών, συχνά αντιφατικών, παραδόσεων-που ζούσαν πότε σε λανθάνουσα κατάσταση, πότε περισσότερο εναργών- από τα διάφορα στάδια της μακρόχρονης ιστορίας του τόπου: αρχαία ελληνική υποταγμένη στο Λόγο και κυριαρχημένη από την ιδέα του ελεύθερου πολίτη ιδεολογία, υπέρλογος Χριστιανισμός και βυζαντινή αυτοκρατορική απολυταρχία. Συνεκτικό του στοιχείο η λαϊκή του παράδοση και ο ρόλος της στη δημιουργία της ιδέας ενός ενιαίου εθνικού πολιτισμού. Σημαντικό ρόλο σε όλη αυτή τη διαδικασία έπαιξε η ένταξη όλων αυτών των ετερόκλητων στοιχείων στο ενιαίο ρεύμα του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Έτσι, φαίνεται ότι η εικόνα της Ελλάδας και της ελληνικής ταυτότητας συγκροτείται σταδιακά μέσα από τη διαρκή επικάθιση νέων στοιχείων πάνω στο συσσωρευμένο υλικό της παράδοσης. Ρωμαϊκή επαφή, αναγέννηση, ουμανιστική ελληνική διανόηση χτίζει τη νεώτερη παιδεία, που θα αποτελέσει τη γέφυρα με το παρελθόν και με τη σύγχρονη Δύση ταυτόχρονα.

Αυτή η ιδεολογική σύγχυση καθρεφτίζεται εξ αρχής, κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα όταν οι διάφορες ομάδες φτάνουν ως τον εμφύλιο. Οι τοπικιστικές διαφορές και αντιζηλίες αναβιώνουν και παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτικής και στη μετεπαναστατική περίοδο, όπου η επικράτηση των συντηρητικών στοιχείων (η οποία διευκολύνεται με τη συγχώνευση μιας μερίδας των πιο οικονομικά ανεπτυγμένων αστών με τους στρατιωτικούς αρχηγούς του αγώνα, απογόνους των παλιών κλεφτών),μπερδεύει πάλι την ελληνική ιδεολογία και τις αφαιρεί ακόμα και όσα καθαρά στοιχεία υπήρχαν πριν από την Επανάσταση.

Η συρροή Ελλήνων που δε γεννήθηκαν στις επαναστατημένες περιοχές στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, έδωσε την αφορμή για τη δημιουργία νέων αντιθέσεων ανάμεσα στους αυτόχθονες -γηγενείς και τους ετερόχθονες, εκείνους δηλαδή που έρχονταν από τη Μικρά Ασία και τα Βαλκάνια, τα Επτάνησα ή τις ελληνικές κοινότητες της διασποράς. Αυτό αποτέλεσε και το γενεσιουργό αίτιο της κυρίαρχης πολιτικής που προκειμένου να μετριάσει αυτή τη διαμάχη, δημιούργησε τη ρητά εκφρασμένη τη Μεγάλη αυτή Ιδέα, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ιδεολογική έκφραση του ελληνικού εθνικισμού, που είχε ως στόχο της την απελευθέρωση όλων των Ελλήνων που βρίσκονταν υπό την τουρκική κυριαρχία και την ενσωμάτωσή τους σε ένα έθνος - κράτος με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη110. Ο αλυτρωτισμός λοιπόν που αναφύεται δεν είναι τίποτε άλλο παρά η πολιτική έκφραση της Μεγάλης Ιδέας. Βεβαίως οι ίδιες οι συνθήκες ευνόησαν την εκδήλωση του φαινομένου. Πρώτα πρώτα, η ανάγκη επίλυσης του Ανατολικού Ζητήματος εκ των πραγμάτων ξυπνούσε κυριαρχικά ζητήματα στην περιοχή, τη στιγμή μάλιστα που τα στενά όρια του νέου κράτους θεωρήθηκαν ότι δε διασφάλιζαν την βιωσιμότητά του. Κατά συνέπεια, στοιχείο δικαιότητας των αιτημάτων και άρα νομιμοποίησης ήταν η απόδειξη της ιστορικότητας της ελληνικής καταγωγής, πράγμα που επιτυγχάνονταν με την απόδειξη της συνέχειας. Η ιδέα του ενιαίου ελληνισμού ειπώθηκε ήδη από τους λόγιους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και στηρίχθηκε στην πολιτισμική συνέχεια.

110 Ως όρος η Μεγάλη Ιδέα πρωτοεμφανίστηκε στις 14 Ιανουαρίου του 1844, στην ομιλία του Ιωάννη Κωλέττη στην Εθνοσυνέλευση κατά τη διαμάχη αυτοχθόνων-ετεροχθόνων, στο πλαίσιο μιας διφορούμενης σχέσης Ελλαδιτών Ελλήνων. Από τότε και για όλο το 19ο αιώνα καθίσταται διαρκής ιδεολογική αναφορά του νεαρού ελληνικού κράτους, καθώς θέτει την προοπτική της εθνικής ολοκλήρωσης, αλλά και σημαντικός παράγοντας διαμόρφωσης του πολιτικού λόγου, άλλοτε ως σημείο αναφοράς και άλλοτε ως συνθήκη νομιμοποίησης της εκάστοτε προτεινόμενης πολιτικής. Ωστόσο, αποσυνδέεται γοργά από το πρόσωπο του Κωλέττη και γίνεται κτήμα της εκάστοτε πολιτικής διακυβέρνησης, εντασσόμενη στο γενικότερο πλαίσιο των σχέσεων Ελλάδας και Ευρώπης. Ωστόσο, δεν είναι μια έννοια τυχαία που παρουσιάστηκε στην εκφορά του λόγου ενός πολιτικού όπως ο Κωλέττη.

33

Page 34: papadopoulou

Αυτή την πολιτισμική συνέχεια έρχεται να «εκμεταλλευτεί» πολιτικά η νέα τάξη πραγμάτων: ο αναδυόμενος εθνικισμός, από τη στιγμή που η πολιτιστική αυτή συνέχεια της κοινότητας εγείρει θέμα πολιτικής ύπαρξης, αφού μια κοινότητα με συνέχεια στο χρόνο παίρνει και το χρίσμα του έθνους αποκτώντας το νόμιμο δικαίωμα εθνικού αυτοπροσδιορισμού μέσα σε πολιτικές δομές και νομιμοποιεί έτσι την ύπαρξή της ως έθνος-κράτος.

Από τη στιγμή λοιπόν που η γεωγραφική διασπορά της Ελληνικής φυλής καθιστούσε ανέφικτο το ενιαίο πληθυσμιακό συνεχές- προϋπόθεση αναγκαία για να συγκροτηθεί νεωτερικό κράτος111- ήταν απαραίτητη η διαμόρφωση εθνικής συνείδησης, συνδεόμενης μάλιστα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και το κοινό παρελθόν (κάτι που αργότερα θα επιχειρήσει και επιστημονικά πλέον να τεκμηριώσει η λαογραφία μέσα από το δημοτικό τραγούδι112 και την κλεφταρματωλική και αγαθαγγελική παράδοση), και μάλιστα πάνω σε ένα κοινό σημείο αναφοράς, ένα κοινό κώδικα: τη γλώσσα, η πολιτισμική και οικονομική εμβέλεια της οποίας ήταν σαφώς ευρύτατη. Έχοντας αυτά ως ερείσματα και με την αποκατάσταση της ιστορικής συνέχειας και την αναγνώριση του Βυζαντίου από την ιστορία που γράφει ο Παπαρηγόπουλος λίγο αργότερα, δίνονταν το επιστέγασμα και ο στόχος εκτός του ότι ήταν ξεκάθαρος ήταν και «θεμιτός» και ενδυναμώνονταν και από έναν άλλο παράγοντα ιστορικότητας: την ορθόδοξη θρησκεία.

Από τότε και για όλο το 19ο αιώνα η Μεγάλη Ιδέα καθίσταται διαρκής ιδεολογική αναφορά του νεαρού ελληνικού κράτους, καθώς θέτει την προοπτική της εθνικής ολοκλήρωσης ή πιο σωστά της εθνικής ιδεολογικής ενότητας, αλλά και σημαντικός παράγοντας διαμόρφωσης του πολιτικού λόγου, άλλοτε ως σημείο αναφοράς και άλλοτε ως συνθήκη νομιμοποίησης της εκάστοτε προτεινόμενης πολιτικής, γίνεται κτήμα της εκάστοτε διακυβέρνησης, εντασσόμενη στο γενικότερο πλαίσιο των σχέσεων Ελλάδας και Ευρώπης. Ωστόσο, δεν είναι μια έννοια τυχαία, αλλά διαθέτει ένα ισχυρό ιδεολογικό υπόβαθρο που χτίστηκε με συγκεκριμένες προσπάθειες113.

Η τέχνη αποτελεί το κάτοπτρο αυτής της εθνικιστικής ιδεολογίας, πάντα όμως σε συνάρτηση με αυτή ακριβώς την «επιδιωκώμενη» σχέση με τη Δύση αλλά και τη «οργανική» αν και συχνά αφοριστική σχέση με την Ανατολή. Νεοκλασικισμός και βυζαντινισμός θα αποτελέσουν τη μετάφραση της ιδεολογικής σύγχυσης της διαμορφούμενης ταυτότητας στα καλλιτεχνικά τεκταινόμενα της εποχής όπως θα

111 ΙΕΕ τ. ΙΓ Δημαράς σ. 458-60. 112 Η πρώτη προσπάθεια ενοποίησης και έκδοσης των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών έγινε από τον Claude Fauriel στο Παρίσι το 1824. Η σημαντικότερη έκδοση έγινε από το Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο στην Κέρκυρα, με την ταυτόχρονη προβολή της άποψης για τη στενή συγγένεια των δημοτικών τραγουδιών με αντίστοιχα της αρχαιότητας. Με αυτόν τον τρόπο ήταν δυνατόν να τονιστεί η θεωρία της συνέχειας του αρχαίου, του μεσαιωνικού και του νεότερου ελληνικού πολιτισμού. Βλ. M.Herzfeld, Ours Once More. Folklore, Ideology, and the making of Modern Greece, 1985, σ. 197 κ. εξής. 113 Αλλά και πριν από αυτό, τον Ιούνιο του 1833 λίγους μήνες μετά την άφιξή του στην Ελλάδα ο Όθων επιχειρεί την εκστρατεία του στη Σμύρνη προκαλώντας ενθουσιώδεις εκδηλώσεις των εκεί Ελλήνων. Το 1834 ο Κωλέττης προτείνει να μην αποκτήσει η Ελλάδα επίσημη πρωτεύουσα αφού η πραγματική πρωτεύουσα του Ελληνισμού είναι η Κωνσταντινούπολη. Στον πρώτο εορτασμό της 25ης Μαρτίου κυριαρχεί το σύνθημα στην Πόλη. Στην είδηση του σουλτάνου Μαχμούτ ΙΙ ο Όθων είναι έτοιμος να πάει στην Κωνσταντινούπολη να στεφθεί αυτοκράτορας και μοναδική τροχοπέδη είναι ότι το μοναδικό ατμόπλοιο του βασιλέως βρισκόταν υπό επισκευή. Την ίδια εποχή ο Φαναριώτης Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή του καταστρώνει σχέδια εξέγερσης των υποδούλων! Η ανατολική κρίση αυτών των ετών γέννησε πολλές ελπίδες στον ελληνικό κόσμο που ξεθύμαναν όμως απότομα με το τέλος της. Βλ. E. Σκοπετέα, «Το Πρότυπο Βασίλειο» και η Μεγάλη Ιδέα. Όψεις του εθνικού προβλήματος στην Ελλάδα (1830-1880). 1988, σ. 274 κ. εξής.

34

Page 35: papadopoulou

αναλύσουμε παρακάτω, κατασκευάζοντας το «νεοβυζαντινό» ρυθμό και εξεικονίζοντας την εθνική ταυτότητα μέσα από τη συνείδηση της ιδεολογικής ενότητας του παρελθόντος του συγκεκριμένου χώρου.

Έτσι, κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αι. ανθίζει ο εκλεκτικισμός δηλ. πρόσληψη ποικίλων στοιχείων, και ολιστικισμός δηλ. τα συχνά ετερόκλητα αυτά στοιχεία εντάσσονται σε μια ενιαία προβληματική. Βρισκόμαστε αναμφίβολα σε μια εποχή που μέσα από ιδεολογικές συνιζήσεις παγιώνει τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την ελληνική ταυτότητα. Παράλληλα όμως γεννά μια νέα περίοδο ιδεολογικών αμφισβητήσεων σχετικά με το εθνικό ζήτημα114, που εκφράζεται δυναμικά με το δημοτικιστικό κίνημα και επηρεάζει όλες τις μέχρι τώρα παγιωμένες αντιλήψεις περί αυτού. Έτσι η αρχαιολατρία που συνδεόταν στην αρχή της με την ανάπτυξη του απελευθερωτικού κινήματος, μεταβάλλεται σε προγονοπληξία, οπισθοδρομική θεωρία που αρνείται κάθε ζωντανό στοιχείο της λαϊκής παράδοσης και της σύγχρονης ζωής. Αλλά ακόμη και η ίδια η ιδέα του έθνους-από πλέον νεωτεριστική και εκσυγχρονιστική στην αρχή της ζωής της, που μάλιστα χρειάστηκε να επιστρατεύσει όλο το υλικό του παρελθόντος της για να γίνει αποδεκτό στην Ευρωπαϊκή οικογένεια- καταλήγει μέσα σε λίγα χρόνια, μετά και την σκλήρυνση της εθνικιστικής ιδεολογίας πανευρωπαϊκά, μία αναχρονιστική -αν όχι επικίνδυνη- ιδεολογία.

114 Γ. Κόκκινος, « Ο πολιτικός ανορθολογισμός στην Ελλάδα. Το έργο και η σκέψη του Νεοκλή Καζάζη (1849-1936)». Αθήνα, 1996.

35

Page 36: papadopoulou

1. Τζαίημς Χόμπαν, Μπέντζαμιν Χένρυ Λατρόμπ, Λευκός Οίκος, Ουάσιγκτον, 1792.

2. Τζαίημς Μπάρυ, Το εμπόριο ή Θρίαμβος του Τάμεση, 1777-84. Ελαιογραφία σε μουσαμά, 356×457 εκ. Μεγάλη Αίθουσα της Βασιλικής Εταιρείας των Τεχνών στο Λονδίνο.

36

Page 37: papadopoulou

3. Ζαν-Ωγκύστ-Ντομινίκ Ενγκρ, ο Ναπολέων Α 4. Γιαν Βαν Άυκ, Το Προσέρεισμα στον Αυτοκρατορικό Θρόνο (1806). Ελαιογραφία της Γάνδης με το Θεό-Πατέρα, 1432 σε μουσαμά, 260×163 εκ., Στρατιωτικό Μουσείο Ελαιογραφία σε ξύλο, 208×79 εκ., Παρίσι. Σαιν Μπάβο, Γάνδη

5. Κατρεμέρ ντε Κινσύ, Προμετωπίδα από τον Ολύμπιο Δία, με αναπαράσταση του Ολύμπιου Δία, 1815. Χαρακτικό, 30,5×24,4 εκ.

37

Page 38: papadopoulou

6. Ζακ Λουί Νταβίντ, Ναπολέον, 1812, Leinwand, 204 × 125 εκ., National

Gallery of Art,Washington.

7. Αντόνιο Κανόβα, Ο Ναπολέων ως Άρης, 1803-6. Μάρμαρο, ύψος 340 εκ. Άπσλυ Χάουζ, Λονδίνο.

38

Page 39: papadopoulou

8. Χένρυ Φιούζελι, Ο όρκος του Ρούτλι, 1780. Ελαιογραφία σε μουσαμά, 267×178 εκ. Kunsthaus, Ζυρίχη.

39

Page 40: papadopoulou

3. Ιστορικό- ιδεολογικό πλαίσιο Οθώνειας περιόδου. Επισήμως η είσοδος της Ελλάδας στη νεωτερικότητα «υπογράφεται» το 1830

με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου που αναγνώριζε την Ανεξαρτησία της. Τώρα το ζήτημα «αποκρυστάλλωσης» της ταυτότητάς της ανάγεται σε ζωτικής σημασίας θέμα και διέρχεται μέσα από τη σχέση με το παρελθόν, που παρουσιάζεται πιο επίκαιρη από ποτέ. Ήδη με την αυγή του νεοελληνικού διαφωτισμού έχει ανακύψει το φιλοσοφικό δίλημμα «νέοι ή αρχαίοι», ως θεμελιακό στοιχείο δόμησης της νεοελληνικής ταυτότητας. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες αρχίζει να διαμορφώνεται μια ιδεολογική διελκυνστίδα όπου αντίρροπες φαινομενικά δυνάμεις –οπαδοί της παραδοσιακής-θρησκευτικής σκέψης και οπαδοί της νεότερης φιλοσοφίας- αμφέρρεπαν. Από τον 17ο -18ο κιόλας αιώνα λοιπόν δύο «υποστασιακοί μύθοι»115 υπολανθάνουν στη συνείδηση των υποδούλων και συνοψίζονταν σ’ ένα κοινό στόχο, την ελευθερία, αλλά με ένα πολύ διαφορετικό πνευματικό υπόβαθρο.

Από τη μια πλευρά ήταν η «αναβίωση της Ανατολικής Αυτοκρατορίας» (στραμμένης προς την Ανατολή με θεωρητικό αρωγό τη Ρωσία), του ρωμαίικου, δηλ. του ελληνισμού στην οικουμενική (υπερεθνική) διάστασή του, όπως αποτυπώθηκε στα λαϊκά χρησμολογικά κείμενα κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Αυτός ο υποστασιακός μύθος εδραζόταν στα ιδεώδη του ρωμαίικου που κληροδότησε στους Έλληνες-Ρωμηούς το βυζαντινό τους παρελθόν, και είχε πολύ ισχυρό το στοιχείο της ορθοδοξίας. Από την άλλη πλευρά υπήρχε η μικρότερη αλλά ισχυρή μερίδα κυρίως των εκτός Οθωμανικής Αυτοκρατορίας Ελλήνων και των ντόπιων λογίων, οι οποίοι γαλουχημένοι με τα ιδεώδη του Διαφωτισμού και κατόπιν της Γαλλικής Επανάστασης απαίτησαν την εθνική ανεξαρτησία της Ελλάδας όπως την ιδεάζονταν τα «φωτισμένα» έθνη της Ευρώπης, και οραματίστηκαν την ίδρυση του σύγχρονου ευρωπαϊκού ελληνικού κράτους (στραμμένου προς τη Δύση με θεωρητικούς αρωγούς την Αγγλία και τη Γαλλία). Είναι χαρακτηριστικό ότι το δεύτερο ιδεολόγημα, επικράτησε ως επίσημη πολιτική μετά τον Αγώνα και συντελέστηκε κατά τη γνωριμία και τη σχέση του ελληνισμού με τη Δύση και τα πολιτιστικά και πολιτικά αγαθά της (νεωτεριστικό στοιχείο), ενώ το πρώτο με τη σειρά του επικράτησε ως ανεπίσημη πολιτική και συντελέστηκε κάτω από το αίτημα της εγκόλπωσης του μεσαιωνικού-βυζαντινού παρελθόντος στη σύγχρονη διαμόρφωση της ελληνικής ταυτότητας (παραδοσιακό στοιχείο).

Δύο είναι οι «υποστασιακοί μύθοι», δύο και οι ιδεολογικοί άξονες, τα οράματα του ελληνικού εθνικισμού που στηρίζονται. Το όραμα της εθνικής απελευθέρωσης και το όραμα του ελεύθερου και σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους. Το πρώτο συνδέεται με μια συναίσθηση άκρατου εθνικού μεσσιανισμού. Ο βιβλικός εκείνος περιούσιος λαός της Π. Διαθήκης κατάφερε μέσα από διάφορες μαγικές μεταμορφώσεις και μετατοπίσεις της ιστορικής μοίρας να μετακινηθεί στην Πελοπόννησο και στη Στερεά Ελλάδα. Ο εθνικός μεσσιανισμός αποτυπώνεται σαφέστατα στα κείμενα του 19ου αι.(βλέπε Κοσμάς Φλαμιάτος116). Εκδηλώνεται σε 115 Για το περιεχόμενο του εθνικού αιτήματος και τις εκβολές του στα πολιτικά πράγματα της ανεξάρτητης Ελλάδας (αγγλικό, γαλλικό και ρωσικό κόμμα), βλ. Τ. Λιγνάδης, Η ξενική εξάρτησις κατά την διαδρομήν του νεοελληνικού κράτους (1821-1945). Πολιτική διαμόρφωσις- Εθνική Γη-Δανειοδότησις, 1975, σ. 13 κ.εξής. 116 Βλ. Κοσμά Φλαμιάτο, Ερμηνεία των χρησμών του Αγαθαγέλου υπό Κ.Φ, 1949, Εν Αθήναις. Ακόμα: Α. Λιάκος άρθρο: Το Βήμα 2/3/1997: Υπάρχει ένα ρεύμα στη θρησκευτική σκέψη από τον περασμένο αιώνα, το οποίο δεν αποδέχτηκε ποτέ τελείως την Επανάσταση του 1821 και τη δημιουργία

40

Page 41: papadopoulou

μια από τις πιο πρώιμες μορφές του στο Δοκίμιο φιλοσοφίας της ιστορίας του Μ. Ρενιέρη117 προγράφοντας στον ελληνισμό την αποστολή να λύσει το φιλοσοφικό όπως το χαρακτηρίζει αλλά και το πολιτικό πρόβλημα της Ανατολής -μέσα από την πραγμάτωση του οράματος της Μεγάλης Ιδέας.

Το δεύτερο είναι μια προϊούσα πολιτική ιδεολογία που θέλει ένα ισχυρό ελληνικό κράτος με ευρωπαϊκό προσανατολισμό. Ιδεολογία που αν και φαίνεται να αποτελεί το αντίπαλο δέος της πρώτης, έχει μια κοινή αναφορά: τη Μεγάλη Ιδέα που όσο και να θέλει να της αντιτεθεί δεν μπορεί, στο βαθμό που κάθε αντίθετη άποψη προς αυτήν ισοδυναμεί με ένα είδος εθνικής άρνησης. Το πολιτικό πρόγραμμα της Μεγάλης Ιδέας υπερφαλαγγίζει όλα τα υπόλοιπα στην πολιτική ζωή. Και όσο και αν οι Έλληνες ήθελαν να δείξουν καλή διαγωγή απέναντι στις δυνάμεις της Δύσης δεν απομακρύνθηκαν ποτέ από τις προοπτικές που τους έδινε το κυρίαρχο ιδεολόγημα της εποχής :η Μεγάλη Ιδέα, η οποία ήταν αντίθετη στην πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων, που υποστήριζαν το δόγμα της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Οι δύο αυτοί ιδεολογικοί άξονες (αρχαιότητα-βυζάντιο) αναδύονται ανάγλυφα στα σύμβολα Αθήνα- Κωνσταντινούπολη. Ποια θα αποτελούσε τον τόπο συσπείρωσης του ελληνισμού; Οι Αθηναίοι ονειρευόντουσαν την Κωνσταντινούπολη και οι Πολίτες παρά την υπεροψία των πρωτευουσιάνων που σαφώς του διακατείχε, όδευαν με αργούς ρυθμούς προς την Αθήνα. Τα σύμβολα αυτά αντιπροσώπευαν αντιμαχόμενες τάσεις, το ένα έβαινε εις βάρος του άλλου. Η Αθήνα εκπροσωπούσε την ανάπτυξη του εθνικού, νεωτερικής υφής κράτους και η Κωνσταντινούπολη την αναβίωση ενός αρχαίου προτύπου της αυτοκρατορίας που θα στηριζόταν σε θρησκευτική και όχι απόλυτα εθνική βάση. Δεκαετίες μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους η Αθήνα εξακολουθούσε να χαρακτηρίζεται προσωρινό κέντρο του ελληνισμού. Το αξιοπερίεργο είναι το γεγονός ότι η κριτική στάση απέναντι στο Βυζάντιο δεν απέκλειε απαραίτητα την άποψη ότι το πραγματικό κέντρο βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, επιβεβαιώνοντας μια διαχρονική και λανθάνουσα πίστη των ελληνικών στρωμάτων για αυτά που συμβόλιζε το Βυζάντιο ως άμεσο παρελθόν στη συνείδησή τους. Το πλέγμα αυτό των διλημμάτων διακλαδιζόταν και παρακάτω του ελληνικού κράτους, την οποία αντιμετώπισε ως διάσπαση του σώματος της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Εκφράστηκε ρητά σε κείμενα λαϊκά θρησκευτικά (π.χ. Κοσμάς Φλαμιάτος με πολλαπλές εκδόσεις από το 1849) και έμεινε περιθωριακή σε σχέση με την προσκόλληση της Εκκλησίας στο κράτος, ως την εποχή μας όπου αναδύεται με τη μορφή της απαξίωσης της νεοελληνικής πολιτικής εμπειρίας σε σχέση με την υποτιθέμενη «αριστοκρατικότητα» του προεπαναστατικού και εξωελλαδικού «ελληνισμού». 117 Μ. Ρενιέρης, Φιλοσοφία της Ιστορίας: Δοκίμιον, Εν Αθήναις, 1841 και Κ.Θ. Δημαράς. ΙΕΕ, τ.ΙΓ, ο.π., σ. 459 όπου αναφέρεται και το φυλλάδιο του Σ. Κουμανούδη «Πού σπεύδει η τέχνη των Ελλήνων της σήμερον» (Παρίσι 1843- Βελιγράδι 1845). «…Τα ίχνη αυτών [των Ευρωπαίων] ακολουθούντες ως οδηγών και εις τας της τέχνης, καθώς και εις τας επιστήμας, δεν πράττομεν άλλο, ει μη να πλησιάζωμεν τους νυν ιδιοκτήτας της παλαίας σοφίας των προγόνων μας […] Και είναι ήδη καιρός, να συνίδη όλον το έθνος ταύτην την αλήθειαν, όσον ένεστι, δια να ποτίζεται με περισσοτέραν εμπιστοσύνην τα νάματα της όλης Ευρωπαϊκής σοφίας, ως πηγάσαντα εξ Ελληνικής γης και δια τούτο προσφορώτατα εις τον οργανισμόν ημών καθό Ελλήνων […] Ασπαζόμενοι και περιπτυσσόμενοι ψυχή τε και καρδία και τας τέχνας καθώς και τας επιστήμας, αποκρούομεν ευγενέστατα και τινας μισέλληνας (εν οις και Φαλλμεράυερ), οίτινες μεταξύ των άλλων πικρών βελών, όσα τοξεύουσι καθ’ ημών, και τούτο συχνάκις μεταχειρίζονται ως επιχείρημα μέγιστον αποδείξεως της εθνικής ημών διαφθοράς, εκφωνούντες δηλ. δημοσίως, ότι αποσβέσθη εν ημίν παντελώς μέχρι και αυτού του τελευταίου σπινθήρος το θείον εκείνο πυρ της υψηλής τέχνης, η πανάρχαιος εκείνη κληρονομία του φιλανθρώπου Προμηθέως η δοξάσασα τοσούτον τους προπάτορας ημών και ότι ημείς φαινόμεθα ήδη εις τας κλίσεις μας πάν άλλον ή Έλληνες.»

41

Page 42: papadopoulou

σε πολλά επί μέρους ζητήματα και οδηγούσε διαρκώς σε μία παλιμβουλία των πολιτικών επιλογών, με αποτέλεσμα η διοικητική μηχανή να παραπαίει και να μην υπάρχει συγκροτημένη βούληση που να ιεραρχεί τις προτεραιότητες και να τις προωθεί με αποφασιστικότητα.

Έτσι και τα δύο αυτά οράματα ενώ φαίνεται ότι αντιπροσωπεύουν αντίθετες

ιδεολογικές αντιλήψεις (επίσημη πολιτική: ανεξάρτητο κράτος δυτικού τύπου, ανεπίσημη: ανασύσταση μιας Ελληνικής Ανατολικής Αυτοκρατορίας), είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος που συγκλίνουν και συνταυτίζονται σε πολλά επιμέρους στοιχεία ακολουθώντας το πρόσταγμα της εποχής που δεν είναι παρά η διαμόρφωση της συνείδησης της ενότητας, η οποία παγιώνεται συνειδητοποιημένα σε επόμενη ιστορική φάση-τη δεκαετία του 1870. Είναι η περίοδος που αναγκαία προϋπόθεση για την αναγνώριση της Ελλάδας ως εθνικού κράτους διακηρύχθηκε ο εξευρωπαϊσμός της, η εκδυτικοποίησή της, και μετουσιώθηκε στην ανάληψη ενός διεθνούς ρόλου εκπολιτισμού της Ανατολής. Πάνω σε αυτά χτίζεται η διαμόρφωση της νεοελληνικής συνείδησης η οποία δεν παραιτείται ούτε από τη Δύση ούτε από την Ανατολή, αλλά επιλέγει ένα συγκερασμό των ιδεολογιών που αντιπροσωπεύει η καθεμιά. Η όλη εθνική ιδεολογία εκφράστηκε και συμπυκνώθηκε κάτω από το σύνθημα του «πρότυπου βασιλείου εν τη Ανατολή» που διατυπώνεται ρητά τη δεκαετία του ’70! Η ισχύς εν τη ιδεολογική ενώσει λοιπόν!

Διανύουμε μια εποχή όπου πραγματικότητες βρίσκονται υπό διαμόρφωση εξωθώντας στα άκρα και δίνοντας εκρηκτικές διαστάσεις στο κλίμα μιας ρευστής έτσι και αλλιώς εποχής118. Το όλο σκηνικό αναπτύσσεται μέσα από διπολικά σχήματα ακολουθώντας το ιδεολογικό κλίμα της εποχής: δυτικός πολιτισμός, αρχαίος κόσμος –Βυζάντιο, Χριστιανισμός (Κλασικισμός- Ρομαντισμός, λόγιο– δημώδες), οδεύοντας όμως προς την κορύφωση και τη λύση τους, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εξισορρόπησή τους που επιτυγχάνεται μέσα από συγκερασμούς.

3. 1 Εξευρωπαϊσμός- αρχαιότητα Το όραμα του ελεύθερου και σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους. Με την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους, κάτω από ένα κλίμα σχετικής

ομοφωνίας, λόγιοι και πολιτικοί συμβάλλουν στη γενίκευση του περάσματος από την υπερεθνική στην εθνική119 συνείδηση ολοκληρώνοντας έτσι μια κίνηση που είχε αρχίσει προεπαναστατικά. Τώρα επείγει η ανάγκη της αυτοτελούς επεξεργασίας μιας νέας συνείδησης στο νέο πλαίσιο αναφοράς που ήταν το έθνος-κράτος και μάλιστα το ευρωπαϊκό κράτος. Οι Βαυαροί επιλέγονται για τη διεκπεραίωση αυτού του αιτήματος που επιτυγχάνεται με την αντιγραφή επιλεγμένων προτύπων, έχοντας την έγκριση όχι μόνο των Μεγάλων Δυνάμεων αλλά και των ίδιων των Ελλήνων. Ο καταλυτικός ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων στην Ανεξαρτησία της Ελλάδος και η

118 Ιδεολογικοί συγκερασμοί, συμβιβασμοί και αφαιρέσεις αντινομικές πολλές φορές που καθόρισαν το περιεχόμενο της νεοελληνικής εθνικής συνείδησης. Βλ. Π. Μ. Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Οι πολιτικές και κοινωνικές ιδέες,1996,σ.83 κ.εξ. 119 Την ίδια όμως στιγμή προκύπτει ένα ρεύμα που οδηγεί από το «εθνικό» στο «ελλαδικό»- ένα ρεύμα εξίσου αναπότρεπτο αλλά λανθάνον. Και οι δύο κινήσεις έχουν τον ίδιο στόχο να στηρίξουν ιδεολογικά τη νέα πραγματικότητα του ελληνικού κράτους. Βλ. E. Σκοπετέα, «Το Πρότυπο Βασίλειο» και η Μεγάλη Ιδέα. Όψεις του εθνικού προβλήματος στην Ελλάδα (1830-1880). 1988.

42

Page 43: papadopoulou

οικονομική αρωγή τους με δάνεια προς το νέο κράτος έδεσε στο άρμα τους τη νέα Ελλάδα και έθεσε το πλαίσιο εξάρτησης. Έτσι πίσω από τους Βαυαρούς που έρχονται, με διαμεσολαβητές τα νεοϊδρυόμενα κόμματα υπάρχει η βούληση των Μεγάλων Δυνάμεων, οι πολιτικές επιλογές των οποίων καθορίζονται από τον επικείμενο θάνατο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τη διαγραφόμενη προοπτική διαμελισμού της και συνακόλουθα το ενδιαφέρον εξασφάλισης εδαφών και ζωνών επιρροής120.

Ο Όθων έρχεται το 1833 στην Ελλάδα ως βασιλιάς συνοδευόμενος από τριμελή αντιβασιλεία (λόγω του ότι ήταν ανήλικος) υπό τον αρχικαγκελάριο Άρμασμπεργκ (τοποτηρητή και υπέρμαχο των αγγλικών συμφερόντων) και τους Μάουερ και Χάιντεκ (γαλλόφιλους) μαζί με 3500 Βαυαρούς για την εκπαίδευση του ελληνικού τακτικού στρατού. Τα πρώτα πράγματα που κάνει αποτελούν αντιπροσωπευτικά δείγματα συγκεντρωτικής πολιτικής: διαίρεση της χώρας σε Νομούς, Επαρχίες και Δήμους, κήρυξη του αυτοκέφαλου της ελληνικής εκκλησίας από το πατριαρχείο και διάλυση των ατάκτων σωμάτων του Αγώνα. Αποτέλεσμα του τελευταίου ήταν οι αγωνιστές της επανάστασης είτε να περιθωριοποιηθούν είτε να προσκολληθούν στις παλαιές ομάδες εξουσίας (προκρίτους- κοτζαμπάσηδες), που θα διεκδικήσουν να εισχωρήσουν στις καινούργιες δομές του πολιτεύματος είτε μέσω της γραφειοκρατικά οργανωμένης από τους Βαυαρούς διοίκησης είτε αργότερα μέσω του κοινοβουλευτισμού, γεγονός που θα τους φέρει σε σύγκρουση με το βασιλιά σε όλη την περίοδο αυτή. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες ξεσπούν και τα πρώτα επαναστατικά κινήματα 1834-6. Σημειώνουμε ακόμα, ότι αυτή την περίοδο στη δημόσια ζωή η παρουσία της «κοινωνίας των πολιτών» είναι σκιώδης διάκοσμος και σκηνικό για τις δυνάμεις που πραγματικά ελέγχουν την εξουσία. Οι δυνάμεις αυτές, (η γαιοκτητική ολιγαρχία, ο θρόνος και ο στρατός) αποτελούν… μια ελίτ εξουσίας, την «πολιτική κοινωνία»121.

Αυτή τη μεταβατική από την παραδοσιακή στη νεωτεριστική κοινωνία εποχή, προβάλλει η ανάγκη έκφρασης σωρευμένων και συμπιεσμένων, επάλληλων επικαθήσεων αντίρροπων ιδεολογικών τάσεων που δεν μπορούν να συνυπάρξουν πια και βρίσκουν διέξοδο και εκτονώνονται μέσα από συγκρούσεις, προκειμένου να συνειδητοποιηθούν και να εγγραφούν στο νέο πλαίσιο. Τώρα ανθεί ο διπολισμός. Έτσι, η ελληνική συνείδηση της ταυτότητας καταρχήν διαμορφώνεται σε δύο επίπεδα: την πρόσληψη του «άλλου», ως αντιπάλου, ως εχθρού (Τούρκου) και του «άλλου» ως επιδιωκόμενου- ως προτύπου (της Ευρώπης). Στόχος, η εξομοίωση του

120 Η Αγγλία όσο η Τουρκία δεν κατέρρεε της εξασφάλιζε αγορά για τα προϊόντα της και απρόσκοπτη δίοδο προς την Ινδία. Άρα ευνοεί το δόγμα της ακεραιότητας. Η Ρωσία εποφθαλμιά το πέρασμα στην Ινδία και είναι ο κύριος αντίπαλος της Αγγλίας. Μιας και η θέση της στην Τουρκία είναι επισφαλής εξαιτίας της Αγγλικής διείσδυσης, τάσσεται υπέρ της δημιουργίας ανεξάρτητων κρατών στην Βαλκανική επικαλούμενη για τη στάση της είτε φυλετικούς δεσμούς (Σλάβοι) είτε θρησκευτικούς (ορθοδοξία). Η Γαλλία ιδιαίτερα μετά το 1789 ανταγωνιζόμενη την Αγγλία διεκδικεί και αυτή την κατάκτηση αγορών στη Μεσόγειο και την Ανατολή, στηρίζοντας άλλοτε το status quo και άλλοτε το διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η στάση τους υπαγορεύεται από τα κατά τη δεδομένη στιγμή συμφέροντά τους στην περιοχή. Αυτά ρυθμίζουν και τη στάση τους απέναντι στην Ελλάδα, την οποία προσπαθούν να «χειραγωγήσουν» μέσω των κόμματων. 121 Οι όροι «πολιτική κοινωνία» και «κοινωνία πολιτών» ανήκουν στο Β. Φίλια και τους βρίσκουμε στο Κοινωνία και Εξουσία στην Ελλάδα. Η νόθα κοινωνικοποίηση 1800-1864, Αθήνα, 1996. Με τον όρο «κοινωνία των πολιτών» (που είναι μετάφραση του “Societa Civile” του Gramsi), νοείται όλο το οργανωτικό-ιδεολογικό πλέγμα των φορέων της κοινωνικής αστικής συγκρότησης (επαγγελματικές οργανώσεις, συνδικάτα, πολιτιστικές και πολιτικές ενώσεις). Με τον όρο «πολιτική κοινωνία» νοείται το κράτος και οι μηχανισμοί συγκρότησής του.

43

Page 44: papadopoulou

ελληνικού βασιλείου με την Ευρώπη και ζητούμενο η ανακάλυψη της ευρωπαϊκής ταυτότητας. Στη σχέση Ευρώπης- Ελλάδας καμία πόλωση δεν υπάρχει.

«Ας ομολογήσωμεν, ότι ο Έλλην πλησιάζει να κατασθή το μόνο πολυπαθές όν του Κόσμου. Άλλοτε από την καρδίαν τούτου δεν ηδυνήθη να εξαλείψη το αίσθημα της ελευθερίας ουδέ ο επί τοσούτος αιώνας καταβαρύνων τον τράχηλον του οθωμανικός ζυγός. Προ ολίγου ο στιβαρός βραχίων αυτού κατεδάμασε της Ασίας την πολυκέφαλον Ύδραν, ήτις, ως τρομερός Κέρβερος, εκώλυε την είσοδόν του εις το στάδιον εκείνο, το οποίον προήγαγε την Εσπερίαν Ευρώπην εις το σημερινόν βαθμόν της ηθικής αναπτύξεως.

Εσχάτως κατεμαγεύετο ούτος από την γλυκείαν ελπίδα του τέρματος των δυστυχιών του` εθεώρει κεκαθαρισμένον πλέον τον νεφελώδη ορίζοντα του σκότους και της καταπιέσεως` και με γαληνιαία ψυχήν παρεσκευάζετο να έμβη εις τον ανθώνα της προόδου.»122

Η αρχαιότητα παίζει το ρόλο της. Δεν είναι μόνο ένας απλός τίτλος τιμής,

αλλά ένας τίτλος που συμβάλλει αποκλειστικά στην αυτοπεποίθηση του έθνους και αποτελεί το μέσον σύνδεσης της με αυτή. Η εικόνα της Ελλάδας υπήρχε αλλά κατά ένα μεγάλο μέρος διαμορφώθηκε μέσα από τις αντανακλάσεις που είχε η αρχαιότητα στη Δύση κυρίως μετά τον Ουμανισμό και την Αναγέννηση123. Ο δίαυλος στην συνειδητοποίηση αυτής της σχέσης ήταν ακριβώς η βαυαροκρατία στα πλαίσια της οποίας οι αρχαιοελληνικές καταβολές του ευρωπαϊκού πολιτισμού αποκαταστάθηκαν στην περιωπή αυταπόδεικτης αλήθειας. Η σχέση με τους αρχαίους γίνεται ουσιαστικό στοιχείο της πολιτικής με τους Βαυαρούς. Η αρχαιολογική υπηρεσία, η αρχαιολογική εταιρεία, η αρχαιολογική εφημερίς, τα διατάγματα για τη διάσωση των αρχαιοτήτων, οι ανασκαφές, τα νεοκλασικά κτίρια η μεταφορά της πρωτεύουσας, το όλο βαυαρικό κλίμα καθιστούν τον αρχαίο κόσμο οργανωμένα παρόντα μέσα στο βασίλειο. Ευρωπαϊκό και εθνικό θα καταλήξουν να εκφραστούν με το ίδιο το σύνθημα του «πρότυπου βασιλείου» κατεξοχήν συμβόλου της προσδοκώμενη εξομοίωσης με τη Δύση, με ρόλο όμως εκπολιτιστικό στην Ανατολή, όπως θα δούμε παρακάτω.

«Η πρώτη Δεκεμβρίου εστάθη η χαρμόσυνος ημέρα καθ’ ήν ο Βασιλεύς των

Ελλήνων εισήλθε επισήμως εις την πόλιν του Περικλέους, την οποίαν εξελέξατο ως καθέδραν του βασιλείου του. Πόσοι αιώνες παρήλθον, αφ’ότου η Ελλάς έπαυσε να γίνεται μάρτυς τοιούτων λαμπρών και μεγάλων εορτών![…].Η εξιστόρησις της εορτής ταύτης θέλει κινήσει τον ενθουσιασμόν όλων των Ελλήνων και φιλελλήνων, όχι δια την απλή πομπήν της τελετής αλλά διά τας χρηστάς ελπίδας, τας οποίας η Ελλάς και ο φωτισμένος κόσμος συλλαμβάνουν υπέρ της ανεγέρσεως της αρχαίας ενδόξου αυτής πόλεως. Η αναγέννησις των Αθηνών αρχίζει από της ημέρας, καθ’ ην αύτη καθιδρύθη ως πρωτεύουσα της Ελλάδος. Αι έξοχοι αρεταί του νέου Άνακτός μας, η κλίσις του προς την παιδείαν και τας ωραίας τέχνας, ο ενθουσιασμός του δια τας Αθήνας εγγυώνται και εις τους Έλληνας και εις τους φίλους των την ταχείαν επί το κρείττον πρόοδον της νέας αυτής καθέδρας.

Είθε ο νέος Όθων, η ελπίς όλων των Ελλήνων, φροντίζων περί των Αθηνών να καταβάλη συγχρόνως την φροντίδα του και περί της λοιπής Ελλάδος! Είθε αναγείρων την ακαδημίαν του Πλάτωνος, να συστήσει και καθόλην την Ελλάδα 122Αιών, 3/12/1839 («Ο Αναξιοπαθών Έλλην», υπογράφει: Εμ. Ευσταθειάδης) 123 Για την «εικόνα» της Ελλάδας βλ. Γ. Τόλιας, Προσλήψεις και εικόνες της Ελλάδας 1420-1820, στο Ιστορία των Ελλήνων, τ. 8, σελ. 454-501.

44

Page 45: papadopoulou

συστηματικά διδακτήρια! Είθε ανακαινίζων τα μνημεία των προπατόρων μας να επιμεληθή και την ηθικήν μόρφωσιν των αναξιοπαθούντων απογόνων των! Είθε ο ουράνιος βασιλεύς να οδηγή ακαταπαύστως τας πράξεις του και να φωτίζη τον νουν του, δια να διακρίνει τους αληθείς φίλους της Ελλάδας από τους εχθρούς της ησυχίας, της ευνομίας και της στερεώσεως του θρόνου! Είθε οι κακόβολοι σύμβουλοι υπό το πρόσχημα του πατριωτισμού και της αφοσιώσεως να μην υπερισχύσουν εις το πνεύμα του…Είθε να προστατεύση την δικαιοσύνην, να ανταμείψη την αρετήν, να υπερασπισθή την παιδείαν και να οδηγήση το Ελληνικό έθνος εις την παλιγεννεσίαν του!»124

Μια ολόκληρη ιδεολογία πλέκεται. Το σκεπτικό στηρίζεται στο ότι ο

ευρωπαϊκός πολιτισμός είναι κατά βάθος ελληνικός. Έτσι, η άποψη ότι η Ευρώπη πρέπει να εξαργυρώσει στο πολιτικό πεδίο την πνευματική της οφειλή είναι βαθιά. Η έκφραση αισθημάτων ευγνωμοσύνης κατά καιρούς εναλλάσσεται με την έκφραση αισθημάτων πικρίας ή αγανάκτησης: αρνούμενη την υποστήριξή της η Ευρώπη αρνείται να ξεπληρώσει ένα παλιό της χρέος προς τους Έλληνες. Αν και οι διαθέσεις αλλάζουν, το αίσθημα όμως θαυμασμού προς την Ευρώπη παραμένει πάντα το ίδιο.

« Υπουργοί της αναγεννωμένης Ελλάδος! Πολιτικοί καθιδρυμένοι και

διευθυνόμενοι εν ακρότησι, τας οποίας ύψωσε μεν το κύμα των αιμάτων, των ιδρώτων και των δακρύων του Ελληνικού λαού, περιέπηξε δε και περιωχύρωσεν η της Ευρώπης υπέρ του ηρωικού νεογνού μέριμνα! Υμείς οι καυχώμενοι επί τη των προγόνων εύκλεια και τη Ευρωπαϊκή φωταγωγία!»125

Από την ίδια σκοπιά πάντα αποσπασμένος από το ιστορικό του υπόβαθρο

ο φιλελληνισμός προϋποθέτει έναν ελληνισμό, θεματοφύλακα του ευρωπαϊκού πολιτισμού και αντίστροφα ένα ελληνικό κράτος που η πρόοδος του είναι θεμελιώδες ευρωπαϊκό συμφέρον. Και τα δύο θέματα έχουν θέση κεντρική στην επιχειρηματολογία προσέγγισης των Ευρωπαίων και συσχετίζονται άμεσα με το ευρωπαϊκό πρόσωπο των Ελλήνων και με το ζήτημα της καταγωγής τους: η Ελλάδα καλείται να «αποδείξει» την καταγωγή της για να κατοχυρώσει τα δικαιώματά της στην περιοχή (ιστορικότητα).

Βεβαίως, την απομυθοποίηση του φιλελληνισμού τροφοδοτούν

ακατάπαυτα πλήγματα που δέχεται η Ελλάδα από την Ευρώπη των μεγάλων δυνάμεων σε όλο το 19ο αι., με συνέπεια τα αποτελέσματα της πολυετούς εκστρατείας επιχειρημάτων για την εκμαίευση της ευρωπαϊκής εύνοιας να είναι όντως πενιχρά. Ωστόσο οι αλλεπάλληλες αποτυχίες στο πολιτικό επίπεδο δεν χαλαρώνουν τη συμπλοκή του ζητήματος της εθνικής αυτογνωσίας με το ζήτημα της πειθούς της Ευρώπης. Αντάξιοι προγόνων -αντάξιοι ευρωπαϊκής υπόληψης. Η υλοποίηση των ελληνικών οραμάτων θα γίνονταν λόγω κληρονομικού δικαιώματος και με την έγκριση της Ευρώπης126.

124 Εθνική, 5/12/34 (πρωτοσέλιδο) 125 Αιών, 3/12/1839 («Ο Αναξιοπαθών Έλλην», υπογράφει: Εμ. Ευσταθειάδης) 126 Ο μύθος της προσωρινότητας με τον οποίον συνδέονταν η απελευθερωτική προοπτική δεν κάλυπτε τους Έλληνες όταν επρόκειτο να απαντήσουν στις ευρωπαϊκές επικρίσεις να συγκεντρώσουν δηλ ευνοϊκούς αριθμούς και να αποδείξουν ότι πράγματι προοδεύουν. Το γεγονός ότι οι ευρωπαίοι δεν θεωρούσαν τους Έλληνες μοναδικό δικαιούχο του πολιτισμού τους δυσκόλευε το έργο της υπεράσπισης της.

45

Page 46: papadopoulou

3. 2 Μεγάλη ιδέα –Βυζάντιο. Το όραμα της εθνικής απελευθέρωσης και το αίτημα της ενότητας.

Η βαυαροκρατία και στο πνεύμα των κλασικιστικών της προτιμήσεων

αλλά και κυρίως στην προσπάθεια να εκμαιεύσει από τους υπηκόους της μια νομιμοφροσύνη υπέθαλψε με κάθε τρόπο την επανάπαυση σε ένα ελλαδικό παρελθόν μέσα και από την επίσημη μάλιστα πολιτικής της. Αντίθετα παρέβλεψε το Βυζάντιο χρησιμοποιώντας μόνο κάποια επιμέρους στοιχεία του και πάντα στη βάση μιας ανεπίσημης πολιτικής σκέψης.

Ακόμα και στο εκκλησιαστικό ζήτημα το Βυζάντιο παραγκωνίζεται. Οι μεν οπαδοί του Οικονόμου δεν είχαν λόγους να εθνικοποιήσουν το Βυζάντιο, οι δε οπαδοί του Φαρμακίδη ίσα ίσα επιδίδονταν στην απόδειξη της ελλαδικότητας ενός Οικουμενικού θεσμού και φυσικά η βαυαρική νομιμότητα ευνοούσε τους δεύτερους. Από την άλλη μεριά οι βαυαροί είχαν συμφέρον να ανεχθούν τη λαϊκή άποψη το μύθο της Πόλης, του μαρμαρωμένου βασιλιά κτλ, γιατί αυτή ήταν και η μόνη που μπορούσε να προσδώσει κύρος ελληνικότητας στο θεσμό της μοναρχίας, τον απόντα αναγκαστικά από την ελληνική εκδοχή. Το Βυζάντιο έτσι διατηρείται μεν σε κάποια παρανομία, σε ένα περιθώριο, αλλά διατηρείται μέχρι να αποκατασταθεί. Σίγουρα δεν είναι η επίσημη άποψη. Όμως η μοναρχικότητα φύσει του ελληνικού λαού ήταν άποψη χρήσιμη για την εξουσία. «Αν η λαϊκή Πόλη ήταν σύμβολο όχι μόνο θρησκευτικό αλλά και απελευθερωτικό, στην ελλαδική Πόλη τον απελευθερωτικό συμβολισμό υποκαθιστούσε ο πολιτικός- η μοναρχική ιδέα»127.

Η Κωνσταντινούπολη εξυπηρετούσε έτσι την άποψη ότι ο ελληνικός λαός έτρεφε μια έμφυτη προτίμηση στο μοναρχικό πολίτευμα ότι ήταν φύσει βασιλικός. Η άποψη αυτή που απέρριπτε ως ανάξιες λόγου τις δημοκρατικές τάσεις στον Αγώνα και θεωρούσε επαρκές επιχείρημα τη μακρά απουσία δημοκρατικού κόμματος ή ρεύματος στην Ελλάδα μπορούσε να διατυπωθεί προσεκτικά με τρόπο που μη θίγοντας την ελληνική ιδιαιτερότητα να συνδέει το πολίτευμα της Ελλάδας με τις εθνικές παραδόσεις. Για τη νομιμοποίηση του θρόνου και της μοναρχικής ιδέας όμως επιστρατεύεται, χρησιμοποιείται και καλλιεργείται ανεπίσημα βέβαια και ένα παλαιό128 αίσθημα ρωσοφιλίας129 που συμβαδίζει με τις θρησκευτικές δογματικότητες και μια προνοιακή-μεσσιανική αντίληψη. 127 Ε. Σκοπετέα, ο.π., σελ.275 κ.εξής. 128 Βλ. Π. Μ. Κιτρομηλίδης, ο.π., σελ. 171. Πρόκειται για έναν πολιτικό υπολογισμό που ήταν προικισμένος με τη δυναμική της πλατιάς λαϊκής απήχησης και οφειλόταν στη διασύνδεση της νέας ανάγνωσης των δυνατοτήτων της διεθνούς ζωής με την ψυχολογική ισχύ της χρησμοδοτικής παράδοσης. Και βέβαια αυτό δεν το άφησε ανεκμετάλλευτο η ίδια η Ρωσία ήδη από την εποχή του Μ. Πέτρου μετουσιώνοντάς τα σε μια παραγωγική προπαγάνδα αυτή του ξανθού γένους και της ιδέας της Ελληνικής αυτοκρατορίας υπό το σκήπτρο ορθόδοξου πρίγκιπα ήδη από το 17ο αι. Βλέπουμε λοιπόν ότι η ρωσική προσδοκία η οποία πρόβαλλε από αυτούς τους αναπροσανατολισμούς και έγινε καθοριστική πολιτική δύναμη στον ελληνικό χώρο με αποκορύφωμα τη δεκαετία του 1850 είχε ήδη μια αξιόλογη προϊστορία στην ελληνική σκέψη που αποτέλεσε ένα γόνιμο έδαφος άνθισης τέτοιων ιδεολογιών. 129 Βλ. Ροτζώκος Ν. Β., Εθναφύπνιση και Εθνογένεση, ορλωφικά και ελληνική ιστοριογραφία, Αθηνά, 2007. Η ανάδειξη της ορθόδοξης Ρωσίας σε μείζονα δύναμη στο σύστημα των ευρωπαϊκών κρατών ήδη από τον 18ο αι. και κατόπιν η πλεονεκτική της θέση (έναντι των υπολοίπων) να επεμβαίνει ως υπερασπιστής των θεμάτων των ορθόδοξων πληθυσμών σε ένα εσωτερικό πολιτικό ζήτημα της οθωμανικής αυτοκρατορίας, μετά τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) πρόσφερε την ψυχολογική βάση μιας πολιτικής θεωρίας εθνικής απολύτρωσης Η νέα πολιτική της ισχύς μπορούσε να περιβληθεί τον μανδύα της νομιμότητας σε συνάρτηση προς τις σχέσεις Μόσχας-Βυζαντίου στο μεσαιωνικό παρελθόν, καθώς και από την επιδίωξη της Ρωσίας να ηγηθεί του ορθοδόξου κόσμου,

46

Page 47: papadopoulou

Μετά τα τέλη του 1837 ο Όθωνας είχε αρχίσει να υιοθετεί μια πιο φιλορωσική στάση που προφανώς είχε σχέση με τη διάθεσή του να απεμπλακεί από την ασφυκτική κηδεμονία που ασκούσε στο νέο κράτος η αγγλική πολιτική μέχρι τότε με τη βοήθεια και της κυβέρνησης Αρμασμπεργκ., μα κυρίως οφειλόταν σε οικονομικούς λόγους, και συγκεκριμένα, στην οικονομική πίεση που ασκήθηκε από τη Ρωσία η οποία άφησε να φανεί ότι η είσπραξη των δόσεων του δανείου θα έπρεπε να περάσει μέσα από την υιοθέτηση μιας κάπως περισσότερο, φιλορωσικής πολιτικής, Άλλωστε ήταν ένας πολιτικός σχηματισμός που θα μπορούσε να του εξασφαλίσει λαϊκή υποστήριξη, εφόσον διέθετε μακράν την μεγαλύτερη επιρροή σε μεγάλα στρώματα του πληθυσμού130, και εκτός των άλλων ήταν σε θέση να ελέγχει τη συντριπτική πλειοψηφία της επικράτειας, που γενικώς και ανεξαιρέτως πρωταγωνιστούσε στις διάφορες εξεγέρσεις. Επιπλέον, οι οπαδοί του ρωσικού κόμματος ήταν εκείνοι που πρόβαλλαν λιγότερο από όλους συνταγματικού τύπου αιτήματα. Με αφορμή τον Τουρκοαιγυπτιακό πόλεμο 1839-41 σημειώνονται ανταρτικά κινήματα στη Θεσσαλία Ήπειρο και Κρήτη με αίτημα την ένωση. Σταδιακά όμως μετά το 1839 απομακρύνεται ο Όθωνας από τη Ρωσία που ήταν μέχρι τώρα φιλικά διακείμενος, προσεγγίζοντας τις δύο άλλες δυνάμεις131, αποκαθιστώντας μια ισορροπία που είχε διασαλευτεί με την Ρωσία132.

πράγμα που στα μάτια των υποδούλων συνεπαγόταν την υποχρέωσή της να επεμβαίνει υπέρ των ορθοδόξων λαών που βρίσκονταν υπό τον οθωμανικό ζυγό. Μπροστά στις εξελίξεις της χρόνιας ρωσο-οθωμανικής διαμάχης η παραδοσιακή ελληνική ελπίδα για λύτρωση του γένους διαμορφώθηκε κάτω από ένα νέο όραμα που κυριάρχησε στην πολιτική σκέψη διαδοχικών γενεών των Ελλήνων λογίων και λαϊκών ή εκκλησιαστικών ηγετών: η λύτρωση αναμενόταν να προέλθει από την επέμβαση της τρίτης Ρώμης, όπου είχε μετατοπιστεί η ισχύς της ορθόδοξης αυτοκρατορίας. 130 Ι. Πετρόπουλος, ο.π., σελ. 332. Καθώς λοιπόν η ρωσική διπλωματική αποστολή εκπροσωπούσε ένα ορθόδοξο κράτος που είχε από παλιά διακριθεί ως προστάτης της ελληνικής εκκλησίας μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί τον ήδη ευνοϊκά διατεθειμένο κλήρο ως ένα ιδιαίτερο μέσο επιρροής, που ήταν απρόσιτο στις άλλες αποστολές. Από την άλλη υπήρχε επίσημη οικονομική τσαρική αρωγή. Τέτοιες ενέργειες έδειχναν στο λαό ότι «στον αγώνα του να διαφυλάξει την πίστη των πατέρων του και να απορρίψει κάθε επικίνδυνο νεωτερισμό θα είχε πάντοτε την πανίσχυρη υποστήριξη του Τσάρου και μια προστασία πλούσια σε ευεργετήματα». Είναι πάντως γεγονός ότι αυτές οι ενέργειες, ο προσανατολισμός προς τον Ρωσισμό τον οποίο εσκεμμένα συνδέσανε με την ορθοδοξία δεν είναι τελείως αυθόρμητες και σαφώς υποκινούνταν από τη Ρωσία για δικά της ίδια συμφέροντα, διότι η Ρωσία κατά καιρούς ενίσχυε το σχετικό κλίμα, με ασαφείς διαβεβαιώσεις αξιωματούχων της σε Έλληνες στρατιωτικούς και πολιτικούς περί ρωσικής αρωγής, ενώ συχνά Ρώσοι πράκτορές διέδιδαν διάφορες φήμες που καλλιεργούσαν το μύθο του Ρώσου απελευθερωτή. Ο Πετρόπουλος αναφέρει για τη Ρωσική φατρία «ολιγάριθμοι αλλά στερεά ενωμένοι και αυστηρά οργανωμένοι…ένα είδος ορθόδοξης μασονίας που είναι κατά την αντίληψή μου ανεπίσημος φορέας της πολιτικής της Ρωσίας και προετοιμάζει το μέλλον της με αντάλλαγμα χρήματα εύνοια και προστασία». 131 Η ανάδυση του Κρητικού θέματος έκανε την ανάγκη αναπροσανατολισμού της εξωτερικής πολιτικής να είναι επιτακτική. Η Ελλάδα γνώριζε από το παρελθόν ότι ό Πάλμερστον είχε υποστηρίξει την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, αυτή τη στιγμή όμως ήταν απρόθυμος να υποστηρίξει ένα κράτος που φαίνεται ότι εξυπηρετούσε τα ρωσικά συμφέροντα στην Εγγύς Ανατολή. Έτσι, το αίτημα των Κρητών για ένωση μέσα από την προσέγγιση της Αγγλίας και το ενδεχόμενο δημιουργίας Αγγλικού προτεκτοράτου έπεφτε στο κενό. Οι νέες πολιτικές συνθήκες λοιπόν υπαγορεύουν την ικανοποίηση του αιτήματος τήρησης ίσων αποστάσεων από όλες τις Μεγάλες Δυνάμεις. 132 Σ’ αυτό συνέβαλλε βέβαια και η Ρωσία που άλλαξε τη στάση της συνασπιζόμενη με τις άλλες δυνάμεις για διατήρηση του ακεραίου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (αντί να επικαλεστεί το αποκλειστικό της δικαίωμα να επεμβαίνει στα στενά σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης του Χουνκιάρ Ισκελεσί). Στ. Παπαγεωργίου, Από το Γένος στο Έθνος. Η θεμελίωση του ελληνικού κράτους, 1821-1826, 2004, σελ 386

47

Page 48: papadopoulou

Μέσα σε πολύ δύσκολες οικονομικές συνθήκες (μετά και την οικονομική κρίση του 1842) κυρίως για τις αγροτικές και μικροαστικές μάζες, τον παραγκωνισμό των στρατιωτικών και τις παρασκηνιακές ενέργειες των κομμάτων οργανώνεται από το στρατό το συνταγματικό κίνημα του 1843. Το σύνταγμα που θεσμοθετείται είναι υπερβολικά συντηρητικό με Βουλή εκλεγμένη από όσους έχουν κάποια ιδιοκτησία και από μια Γερουσία ισόβια διορισμένη από το βασιλιά για τη νομοθετική λειτουργία. Η εκτελεστική ασκείται από το βασιλιά και από τους διορισμένους υπουργούς του. Αυτή η «προστασία στο θεσμό από τις δυνάμεις επιτρέπει και πάλι την καταλυτική επιρροή τους στον Όθωνα.

Στη διάρκεια της Εθνοσυνέλευσης για την ψήφιση συντάγματος με αφορμή άρθρο για τον ορισμό του Έλληνα πολίτη αναδύεται και το θέμα «αυτοχθόνων και ετεροχθόνων133 και ενσκήπτουν πάλι αντιπαλότητες. Η διαπάλη αυτοχθονισμού –ετεροχθονισμού, όμως έχει αίτια κυρίως οικονομικά και όχι τόσο ιδεολογικά: το μοίρασμα των θέσεων των δημοσίων υπαλλήλων134. Με τον Κωλλέτη ως πρωθυπουργό εκφράζεται η Μεγάλη Ιδέα ρητά πια, και η οποία τη δεδομένη στιγμή εξυπηρετεί τους σκοπούς της Γαλλίας, στην οποία πρόσκειται φιλικά ο τελευταίος: με σκοπό να εξασφαλίσει στρατηγικές θέσεις επιρροής στη Μεσόγειο κεντρίζει τους πόθους των Ελλήνων και τα σχέδια του θρόνου για την απελευθέρωση Ηπείρου, Θεσσαλίας και Κρήτης, Η Αγγλία από την άλλη υπερασπιζόμενη το δόγμα της ακαιρεότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αντιμάχεται τη Μεγάλη Ιδέα και προωθεί μέσω του Μαυροκορδάτου το σύνθημα της εσωτερικής ανασυγκρότησης. Έτσι, Γαλλία Ρωσία Αυστρία υποστηρίζουν τον Όθωνα του οποίου ο άκρατος μεγαλοιδεατισμός αντιστρατεύεται τους αγγλικούς στόχους. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια αναδύεται και ένα αντίθετο προς τη Δύση ιδεολογικό ρεύμα που εκδηλώνεται ως ξενοφοβία και ως απομάκρυνση από την «εθνικήν οδόν».

Τώρα πλέον και αρθρωμένα επίσημα, οι νέες πολιτικές πραγματικότητες μπορούν να εκφράζονται μόνο από το πολιτικό πρόγραμμα και το ιδεολογικό αίτημα της Μεγάλης Ιδέας, η οποία για την Ελλάδα εκφράζει το ιδεολογικό αίτημα της εθνικής ενότητας. Στην ουσία πρόκειται για την επιδίωξη της συνταύτισης του ελληνικού κράτους με το ελληνικό έθνος μέσω της συγχώνευσης όλων των πληθυσμών που θεωρούνταν ελληνικοί στα όρια του ελληνικού κράτους. Μέσα σε αυτή την ιδεολογική πραγματικότητα και καθώς η Ελλάδα είναι κληρονόμος του κλασικού αρχαίου κόσμου, η εθνική ταυτότητα χτίζεται στη διευρυμένη γεωγραφική έννοια του ελληνισμού που εκπροσωπεί ο ετεροχθονισμός και ο αυτοχθονισμός, που ταυτίζει την έκταση του οθωνικού κράτους με την αρχαία Ελλάδα του 5ου αι. Οι οπαδοί τόσο του αυτοχθονισμού όσο και του ετεροχθονισμού αναγνωρίζουν εξίσου τη συγγένεια των νέων Ελλήνων με τους αρχαίους προγόνους τους. Η αναφορά σε

133 Ο E. About χαρακτηρίζει τον αποκλεισμό ενός μέρος των ελλήνων εκτός του βασιλείου που αποφασίστηκε από τις δημόσιες θέσεις ως τον «πιο άδικο και ανόητο νόμο» που που ψηφίστηκε σε έναν πολιτισμένο λαό». Ο About έμεινε στην Ελλάδα από 1852-4 σα μέλος της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής. Οι εντυπώσεις του καθόλου κολακευτικές αντικατωπτρίζουν οπωσδήποτε την πραγματικότητα, χωρίς όμως καμιά διάθεση ερμηνείας και κατανόησης αυτής της πραγματικότητας. Έτσι κατανοούμται και οι χαρακτηρισμοί του ως ανθέλληνα μετά την έκδοση των βιβλίων του La Grece Contemporaine kai Le Roi Montangnes. 134 Τη περίοδο της υπογραφής της πρώτης Ελληνοθωμανικής Εμπορικής Συνθήκης (Συνθήκης Ζωγράφου) η σφοδρή αντίδραση που προκαλεί η τελευταία κάνει τον τύπο να επιρρίπτει ένα μέρος της ευθύνης αν όχι άμεσα στο βασιλιά του οποίου τη θέση διαχωρίζει αλλά στη βαυαροκρατία γενικότερα ως υπαίτια των κακών που συμβαίνουν στην Ελλάδα: «…τον ωνόμασεν (ενν. το Ζωγράφο) πρωταίτιον της πρώτης τολμηράς αδικίας των Βαβαρών, των οποίων την αντεθνικήν τάσιν εμαντεύσαμεν και εστηλιτεύσαμεν πρώτοι απαρχής όχι από πνεύμα αντιπολιτεύσεως ή οργίλου πατριωτισμού, καθώς τινές χαύνοι παράσιτοι υπούλως διερμηνεύουσι τα γενναία αισθήματα των ευγενών ψυχών.» Αιών, 12/5/1840

48

Page 49: papadopoulou

μια έξω από τα όρια του νέου ελληνικού κράτους καθίσταται πρωταρχικό αίτημα της εξωτερικής πολιτικής με το πρόγραμμα του αλυτρωτισμού135. Η απελευθέρωση των αλύτρωτων αδελφών είναι ταυτόχρονα φυσική επιταγή και θρησκευτική υποχρέωση για όλους τους Έλληνες, με αποτέλεσμα τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής να κινητοποιούν συχνά πολύ κόσμο. Παράλληλα, και αυτό είναι το πολύ σημαντικό, αυτή η πολιτική είναι ικανή να νομιμοποιήσει το θρόνο και τους πολιτικούς που τη χρησιμοποιούν.

Η μετουσίωση της μεγάλης ιδέας στην τρέχουσα πολιτική πρακτική εξομάλυνε όποιες τυχόν διαφορές απόψεων προέκυπταν στους Έλληνες από το αντιφατικό κλίμα της εποχής. Επομένως, θεωρητική προϋπόθεση της Μεγάλης Ιδέας υπήρξε η αποκατάσταση του Βυζαντίου που μέχρι τώρα αποτελούσε για τις λόγιες ελίτ κυρίως μια νεκρή ζώνη ανάμεσα στη αρχαιότητα και το σήμερα. Πώς όμως έπρεπε να γίνει αυτή η αποκατάσταση;

Έπρεπε να αποκατασταθεί το ελληνικό Βυζάντιο χωρίς όμως να θιγεί η άρρηκτη σύνδεση με την Ευρώπη που εξασφάλιζε η αρχαιότητα, η οποία έδινε το χρίσμα του προγονικού κλέους. Αρωγός σε αυτό το εγχείρημα στάθηκε ο ιστορισμός136 που αναπτύχθηκε μέσα στα πλαίσια ενός αναδυόμενου ρομαντισμού. Τώρα το υπαρξιακό περιεχόμενο του εθνικισμού αλλάζει και αυτό και μεταπίπτει σε ρομαντικό εθνικισμό ως απότοκο της ιδεολογικής μεταβολής και παίζει σημαντικό ρόλο, υποκαθιστώντας σταδιακά τον παλιότερο δημοκρατικό εθνικισμό που ήταν εμπνευσμένος από τις ιδέες του διαφωτισμού και της Γαλλικής επανάστασης και είχε εκφραστή τον Κοραή. Ο ιστορισμός και οι ιστοριογράφοι της εποχής στρέφονται σε αυτόν και αναθεωρούν τη μέχρι τώρα αντιμετώπιση του Βυζαντίου, ικανοποιούν την αναγκαία προβολή του ιδεολογήματος του συνεχούς137 και συνεχόμενου του ελληνικού πολιτισμού, αποκαθιστώντας το ως το μέσον σύνδεσης με την αρχαιότητα αλλά και ως το μέσο σύνδεσης με το δημώδες-λαϊκό εκπληρώνοντας το ιδεολογικό αίτημα για εθνική ενότητα και ομοψυχία, με το σχήμα αρχαιότητα, Βυζάντιο, νεότερος ελληνισμός.

Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία στους ενδοξότερούς της χρόνους, τους χρόνους της Μακεδονικής Δυναστείας θα αποτελέσει το εδαφικό πρότυπο της

135 Βλ. Έλλη Σκοπετέα, ο.π., σ. 24. Με ζωντανό ακόμα το μύθο για την επικείμενη κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορία και αδιευκρίνιστα και ασαφή τα όρια του νέου κράτους, τα σύνορα δεν ικανοποιούν παρά ένα ελάχιστο των εθνικών διεκδικήσεων. Πριν μετατραπεί σε φορέα επανάστασης το γένος στάθηκε ο κύριος ευνοούμενος ιστορικών διαδικασιών που άρχισαν να κινούνται στον βαλκανικό χώρο μετά από μακραίωνη εμπλοκή. Από τη στιγμή που με τα πρώτα κιόλας σχέδια διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τους ισχυρούς της Ευρώπης είχε τεθεί ζήτημα διαδοχής της και για όσο διάστημα ίσχυε η υπόθεση ότι τα συμφέροντα των υποδούλων ήταν ενιαία το γένος δικαιούνταν μια πρώτη θέση στη σειρά των επίδοξων διαδόχων. Η έλλειψη διάκρισης ανάμεσα στο τι θα αποτελούσε αντικείμενο εδαφικών έκτασών διεκδικήσεων και από την πλευρά της Ελλάδας και τι απλώς συστατικό στοιχείο μιας ιστορικά δικαιωμένης σφαίρας ελληνικής επιρροής στην Ανατολή συνεπάγεται μοιραία την ασάφεια προκαλώντας και σ’ αυτή την περίπτωση την ισοπεδωτική διόγκωση των Ελληνικών ορίων από του Ίστρου μέχρι της Ίδης. Τα όρια του γένους δεν είναι δεδομένα 136 Οι ιδιότυπες συνθήκες αμφισβήτησης του νέου ελληνισμού κυρίως από τον Φαλμεράυερ για τη μη ελληνικότητα των νέων Ελλήνων βοήθησε στην ανάπτυξη του ιστορισμού. Βλ. E. Σκοπετέα, Φαλμεράυερ: τεχνάσματα του αντίπαλου δέους, 1997. 137 Βλ. περισσότερα: Μ. Βlinkhorn-Th. Veremis, Modern Greece: Modern Greece: Nationalism & Nationality. 1990, σ. 172 κ. εξής. Επίσης, M.Herzfeld, Ours Once More. Folklore, Ideology, and the making of Modern Greece, 1985, σ. 197 κ. εξής.

49

Page 50: papadopoulou

επέκτασης του ελληνισμού: ένα εδαφικό πρότυπο μεν, ανεδαφικό δε τελείως στην πολιτική πράξη138.

Αξίζει εδώ να σημειωθεί πως ένα μέρος των λογίων139 της εποχής αντιμετώπιζε το Μακεδονικό παρελθόν όπως το βυζαντινό ως κατάκτηση, ως περίοδο παρακμής. Είναι γνωστό ότι αρχαίοι Μακεδόνες απορρίπτονται από τους λόγιους ως «βάρβαροι κατακτητές», μέσα στα πλαίσια μιας ιδεολογίας επηρεασμένης από το Διαφωτισμό, κατά την οποία το μεγαλείο της αρχαίας Αθήνας ήταν ζητούμενο και αυτοσκοπός του συγχρόνου ελληνισμού και μέσο αποδοχής μιας δοξασμένης ελληνικής φυλής. Οτιδήποτε ενδιάμεσο αφορίζεται καταρχήν. Μέχρι ενός σημείου όμως. Μέχρι του σημείου που αποδέχεται ότι η σύνδεση με την αρχαιότητα περνά μέσα από τους μεσαίους χρόνους ως μια εκπίπτουσα περίοδο του «ελληνισμού». Ο επικριτής Μακεδόνων και Βυζαντινών Στ. Κουμανούδης στο Λόγος εκφωνηθείς τη 20 Μαϊου 1853 κατά την επέτειον εορτής της ιδρύσεως του Πανεπιστημίου Όθωνος, Αθήνα, 1853, σ. 24 λέει: «Υπήρχε βεβαίως έθνος ελληνικόν καθ’ όλον τον μέσον αιώνα. Απόδειξις δε ημείς, οίτινες ουκ έφυμεν από δρυός ουδ’ από πέτρης. Τι δε εφρόνει ή τι εδίωκε πολιτικώς, τούτον δυσκολότερον ειπείν». Η απόρριψη του Βυζαντίου αλλά και της Μακεδονικής Αυτοκρατορίας διαμορφώθηκε μέσα στα πλαίσια της αποποίησης του ανατολικού παρελθόντος του ελληνικού πολιτισμού (αποκάθαρση από ανατολικά στοιχεία) και ήταν κυρίως πολιτική-πολιτειακή (προσανατολισμένη στη δημοκρατική Αθήνα που εξέφραζε το δυτικό κόσμο εκείνη την περίοδο). Το πολίτευμα λοιπόν που επιβάλλεται με τους Μακεδόνες είναι βασιλικό και με τους Ρωμαίους- Βυζαντινούς αυτοκρατορικό. Η τοπικότητα κάνει αυτονόητη τη «φυλετική συνέχεια», η «κατάκτηση» διακόπτει την πολιτισμική πρόοδο κατά της γνώμη των λογίων τότε. Μόνο όταν θα αμφισβητηθεί από τον Φαλμεράυερ τότε θα αλλάξει συμπεριφορά η στάση των λογίων Έτσι όχι φυλετική η απόρριψη αλλά «ποιοτική», πολιτική, πολιτειακή. Η μεταπήδηση του ελληνικού εθνικισμού από πολιτικό σε πολιτιστικό συνοδοιπορεί με την ανάδυση της Μεγάλης Ιδέας και ταυτόχρονα με την αποδοχή του μεσαιωνικού βυζαντινού παρελθόντος και Μακεδονικού επίσης. Από τη στιγμή που αρχίζει να γίνεται αποδεκτό το βυζαντινό παρελθόν ως μέρος της ελληνικής ιστορίας, να γίνεται ουσιαστικά αποδεκτή η ανατολική φύση του ελληνικού πολιτισμού -η Μακεδονική Δυναστεία κατά τους Βυζαντινούς και τους αρχαίους χρόνους γίνεται πρότυπο μιας προσδοκώμενης εξελληνισμένης αυτοκρατορίας και ο Μέγας Αλέξανδρος το πλέον ενωτικό

138 Η Αλεξάνδρεια θα διαδεχόταν την Κωνσταντινούπολη εγκαινιάζοντας μια νέα περίοδο της αυτοκρατορίας, μιας ελληνικής αυτοκρατορίας ακολουθώντας το όραμα του Μ. Αλεξάνδρου! Βλ. εφημερίδα «Αιών», αρ.φυλ. 76, 28/6/1939, στο άρθρο «Ανατολικό Ζήτημα». 139 Κι εδώ όμως υπάρχει ένας διπολισμός στην ιδεολογία τω λογίων.Μία θέση: Δέκα χρόνια πριν αρχίσει ο αγώνας γράφει ο Νεόφυτος Δούκας παραινέσεις για τη σύσταση σχολείων και την προαγωγή της παιδείας. Ο σκοπός του είναι να εξυπηρετηθούν οι Έλληνες. «Έλληνας δεν εννοώ όταν προφέρω το γλυκύ τούτο και πράγμα και όνομα, ουχί μόνον τους ολίγους εκείνους τους κατοικούντας την αρχαία Ελλάδα, αλλ’ απλώς πάσαν την έκτασιν, εν ή ομιλείται αυτή η νεωτέρα των Ελλήνων διάλεκτος, δι ής καλλιεργείται και φθάνει έκαστος εις το ίδιον τέλος. Τοιούτοι δε είναι από Βρούτου ποταμού μέχρι του Νείλου πάντες σχεδόν οι μεταξύ κατοικούντες.» Άλλη θέση Μάρκος Ρεννιέρης ανυπόγραφα «Τι είναι η Ελλάς; Ανατολή ή Δύσις; (1842) Η Ελλάς υποστηρίζει είναι Δύση και εξυμνεί τον Κοραή ως διαμεσολαβητή του δυτικού πνεύματος. Ο Στ. Κουμανούδης θα τιμήσει τον ανώνυμο συγγραφέα (1845) και συνάμα θα αναπτύξει μια θεωρεία που είναι οικεία σε όσους μελέτησαν τα ιστορικά του ελληνικού Διαφωτισμού, κατά την οποία η Δύση κληρονόμησε το πνεύμα του αρχαίου ελληνικού κόσμου και συνεπώς οι νέοι Έλληνες πηγαίνοντας προς τη Δύση βαδίζουν προς την ανάκτηση της πατρικής τους κληρονομιάς.

50

Page 51: papadopoulou

σύμβολο140. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτές οι ιδεολογικές διεργασίες συμβαίνουν σε επίπεδο λογίων.

Στην Ευρώπη αυτή την εποχή ξεσπούν επαναστατικά τα κινήματα του 1848 που διεκδικούν κοινωνικές ελευθερίες και έχουν τον αντίκτυπό τους στην Ελλάδα, όσο κι αν δεν έχουν ωριμάσει ακόμη οι συνθήκες που θα μπορούσαν να διεκδικήσουν κοινωνικές μεταβολές. Το γενικό κλίμα εγείρει αντιδράσεις σε μία επίσημη πολιτική της μετριοπάθειας της Μεγάλης Ιδέας (μέχρι εκείνη τη στιγμή τουλάχιστον) και εκφράζονται αντιδράσεις κυρίως από τα λαϊκά στρώματα με κινήματα και με συνομωσίες141. Τα συγκεκριμένα κινήματα λαμβάνουν χώρα στα πλαίσια του αντίκτυπου που είχαν τα διεθνή τεκταινόμενα στην Ελλάδα εκείνη την εποχή, αποτελώντας ιδεολογικές «μεταφράσεις» και «μεταφορές» της διεθνούς πολιτικής στον εσωτερικό χώρο και ενσαρκώσεις του ελληνικού εθνικισμού παράλληλα. Έτσι, τα κινήματα αυτά προσπαθώντας να βρουν έρεισμα στράφηκαν εναντίον του συντάγματος και ότι αυτό εκπροσωπούσε: αγγλόφιλους, γαλλόφιλους, φιλοοθωνικούς και κυρίως τη Δύση! Από την άλλη οι συνομωσίες καλλιεργούσαν το ιδεολογικό υπόβαθρο ώστε να κρατούν την κοινή γνώμη σε διέγερση, με κυριότερο παράδειγμα τη συνωμοσία142 της φιλορθοδόξου εταιρείας143 (η οποία απέρριπτε την επίσημη 140 Κ.Θ. Δημαράς, ΙΕΕ, τ. ΙΓ, σ. 470. 141 Αξίζει να σημειωθεί όμως ότι αυτά τα γεγονότα δεν συνέβαλαν στη διατήρηση της συνοχής του ρωσικού κόμματος γιατί ο υπόκωφος άνομος ξεσηκωμός κατευθυνόταν κατά αξιών και θεσμών που για το ρωσικό κόμμα- το μόνο που θα μπορούσε να έχει οφέλη από την αναταραχή λόγω του υποτιθέμενου κινδύνου για την ορθόδοξη πίστη- ήταν ιερά. Αντίθετα, η δυσαρέσκεια ενίσχυε το ευρύ ρεύμα διαμαρτυρίας κατά του καθεστώτος, το οποίο θα θέσει στο περιθώριο τα αναχρονιστικά πλέον κόμματα και θα οδηγήσει στην απλή μετωπική σύγκρουση μεταξύ της κυβέρνησης και των Συνταγματικών. 142 Αξίζει ακόμη να σημειωθεί εδώ ότι στα χρόνια καχεξίας του Ρωσικού κόμματος (πριν το 1837), η ζωή του εξασφαλίστηκε από τη συσπείρωση που απέρρεε από την κοινή δεινή θέση τους ενώ τα μέλη δεν είχαν άλλη εκλογή από το να παραμείνουν Ναπαίοι χρησιμοποιώντας ίσως τις μυστικές εταιρείες για να διατηρήσουν μια συλλογική υπόσταση (βλ. προηγουμένως εταιρεία του Φοίνικος). Άλλωστε οι Ναπαίοι πάντα καλλιεργούσαν και χρησιμοποιούσαν το φόβο καθολικών συνομωσιών Ι. Πετρόπουλος, ο.π, σελ. 328. 143 Η Φιλορθόδοξος ήταν οργανωμένη κατά τα πρότυπα των μυστικών εταιρειών της εποχής. Σκοπός της οργάνωσης ήταν η απελευθέρωση της Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας, καθώς επίσης και η διάσωση της απειλούμενης από την κυβερνητική πολιτική Ορθοδοξίας. Την Εταιρεία στελέχωναν κυρίως μέλη του ρωσικού κόμματος, με στόχους καθαρά πολιτικούς (ανατροπή της Κυβέρνησης -«εσωτερική μεταβολή») αλλά και με αιτήματα αναφερόμενα στα εκκλησιαστικά ζητήματα. Υπό αυτές τις συνθήκες όλοι εκείνοι που αντιδρούσαν για τα εκκλησιαστικά πράγματα και συνασπίζονταν με την πιο συντηρητική ιδεολογία έβρισκαν καταφύγιο στο φιλορωσισμό που οφειλόταν πρωτίστως στην κοινή πίστη με τη μεγάλη δύναμη του Βορρά. Έτσι παρουσιάζονται μαζί με τα γνωστά γεγονότα γύρω από τη Φιλορθόδοξη Εταιρεία και τις πολιτικές προεκτάσεις των ρωσικών παρεμβάσεων στην ελληνική κοινωνία και οι συνομιλίες του Μακρυγιάννη με την Παναγία, ο διωγμός του Θεόφιλου Καϊρη και ο θάνατός του στη φυλακή για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, η δράση του Κοσμά Φλαμιάτου, του Χριστόφορου Παναγιωτόπουλου επονομαζόμενου Παπουλάκου. Αδιαμφισβήτητα, η δεκαετία του 1850 αποτελούσε συγχρόνως περίοδο κορύφωσης και μαχητικής έκφρασης του εθνικισμού που συμβάδιζε με τις θρησκευτικές δογματικότητες και συνδέθηκε με την ενδυνάμωση του Ρωσικού κόμματος. Βλ. G. Hering, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, Αθήνα, 2004, σελ. 286-287. H σύσταση της συγκεκριμένης Εταιρείας εγγράφεται σε έναν τύπο αντιπολιτευτικής πρακτικής (συνωμοσία) που εμφανίζεται συχνά στην ελληνική πολιτική ζωή, ιδίως κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Ωστόσο, η σημασία της συγκεκριμένης κίνησης υπερβαίνει το πεδίο της πολιτικής. Συγκεκριμένα, υποδεικνύει τη δυναμική ενός ρεύματος που εναντιωνόταν στον εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας προβάλλοντας την ανάγκη προάσπισης των παραδοσιακών αξιών και πρώτιστα της παραδοσιακής θρησκευτικής λατρείας. O λόγος αυτός που ρίζωσε ιδιαίτερα στον αγροτικό χώρο, έγινε ιδιαίτερα εμφανής τόσο στη διαμάχη για το εκκλησιαστικό ζήτημα όσο και στις εξεγέρσεις που σημειώθηκαν κατά τις πρώτες δεκαετίες από την εγκαθίδρυση του ελληνικού κράτους, ενώ ταυτόχρονα εγκολπώθηκε τη Μεγάλη Ιδέα και τον αλυτρωτισμό Βλ. G. Hering, ο.π., σελ. 287-289.

51

Page 52: papadopoulou

μετριοπαθή αντιμετώπιση και ευνοούσε την πολιτική του πολέμου προσβλέποντας στη Ρωσία για την πραγματοποίηση της Μεγάλης Ιδέας). Στην ίδια λογική υπακούει και το θέμα του Θ. Καϊρη144, (που αποτυπώνει την ιδεολογική σύγκρουση: διαφωτιστών –αντιδιαφωτιστών, φιλοδυτικών- φιλορωσικών145). Κατά συνέπεια, επιτακτική παρουσιάζεται η ανάγκη εξισορρόπηση αυτών των συγκρουσιακών ιδεολογιών χάριν του εθνικού ζητήματος, χάριν της ενότητας από τα μέσα του 19ου αι και ύστερα.

Μάλιστα αυτό το αίτημα της ενότητας έχει εκφραστεί πρώτα στο εκκλησιαστικό ζήτημα ήδη αμέσως μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, με το χωρισμό της εκκλησίας της απελευθερωμένης χώρας από το σώμα της Μητρός Εκκλησίας του οικουμενικού πατριαρχείου, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις στα συντηρητικά στρώματα της ελληνικής. Το αίτημα αυτό της ενότητας ικανοποιείται μόλις το 1850 με την έκδοση του πατριαρχικού τόμου146 και την ανασύνδεση της εκκλησίας της Ελλάδας με τη μεγάλη εκκλησία147. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια λοιπόν αναφύεται το ιδεολόγημα του «ελληνοχριστιανισμού» Αυτό αποτέλεσε τη βάση του ιδεολογικού συγκερασμού που βρίσκεται στο θεμέλιο της νεοελληνικής συνείδησης, καμπύλη πάνω στην οποία διαπλάθεται η νέα συνείδηση. Το κράτος λοιπόν εμπεδώνει την εξουσία του με τη βοήθεια της ιδεολογίας του Διαφωτισμού, ενσωματώνει το λαό στην εθνική κοινότητα χάρη στο μεγαλοϊδεατικό ρομαντισμό, όπου πίσω από τη Μεγάλη Ιδέα κρύβονταν η Πόλη και το ’21 συναπαρτίζοντας το θεμέλιό της λίθο. Η σημαία του Μεγάλου Κωνσταντίνου και η σημαία του Κολοκοτρώνη είχαν κριθεί ταυτόσημες και η έννοια της παλιγγενεσίας παρέμενε αδιάσπαστα συνδεδεμένη με την άλωση. Η μνημειοποίηση του παρελθόντος είναι κοινός τόπος άλλωστε στον αυτοπροσδιορισμό των ανθρώπων.

Με την υπογραφή λοιπόν του συνοδικού τόμου το 1850, το χρόνιο αυτό εγκλωβισμένο συναίσθημα του περιθωριοποιημένου Βυζαντίου βρίσκει διέξοδο και αρθρώνεται ενάντια της επίσημης πολιτικής –και αυτό είναι πολύ σημαντικό. Έτσι μέχρι τώρα μονάχα τέσσερις λόγιοι τολμούν να εκφραστούν υπέρ του «αμαρτωλού» παρελθόντος που ονομάζεται Βυζάντιο: Κ. Οικονόμος, Γρ. Παπαδόπουλος, Σκ. Βυζάντιος, Σπ. Ζαμπέλιος και λίγο αργότερα ο Παπαρηγόπουλος, ο οποίος κατακεραυνώνει τις θεωρίες του Φαλμεράυερ και αναγνωρίζει το Βυζάντιο αποκαθιστώντας την ενότητα του Ελληνισμού μέσα στο χρόνο. Ενώ ο ευφυής Κωλλέτης ερχόμενος πολιτικά αντιμέτωπος με την απειλή της διάσπασης του έσω και έξω ελληνισμού έχει αρχίσει να σφυρηλατεί την ενότητα χτυπώντας τον

144 Πρέπει βέβαια να υπογραμμίσουμε ότι η προπαγάνδα των Ναππαίων ανήκει στο ευρύτερο ρεύμα του θρησκευτικού φανατισμού, το οποίο οδηγεί σε πολιτικούς-κρατικούς διαύλους. Με αυτήν την πραγματικότητα συναρτάται π.χ. και η καταδίκη του Αμερικανικού Ιωνά Κίνγκ από λαϊκά δικαστήρια για προσηλυτισμό, η δίωξη του φιλοσόφου και παιδαγωγού Καϊρη και τέλος οι εκκλησιαστικές διώξεις κατά του λογοτέχνη Ανδρέα Λασκαράτου το 1856 και κατά του Παναγιώτη Συνοδικού το 1859. 145 Βλ. Θεόφιλος Καίρης, Πανελλήνιο Συμπόσιο υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού και Επιστημών: Πρακτικά/ Πανελλήνιο Συμπόσιο (6-9 Σεπτεμβρίου 1984: Άνδρος), Gutenberg, 1988. 146 Πρόκειται άλλωστε για μία πράξη ενδεικτική της έναρξης της σταδιακής στροφής του Οικουμενικό Πατριαρχείο προς το ελεύθερο ελληνικό κράτος. 147 Το 1850 με ενέργεια του Τσάρου για εξομάλυνση των σχέσεων Πατριαρχείου και Θρόνου με σκοπό τον επηρεασμό του Όθωνα μέσω του Πατριαρχείου, το Πατριαρχείο αναγνωρίζει το αυτοκέφαλο της Ελληνικής εκκλησίας και η Αγγλία παραιτείται υπέρ της Ελλάδας σε απαιτήσεις του δανείου.

52

Page 53: papadopoulou

αυτοχθονισμό που διαιρεί τον Ελληνισμό μέσα στο χώρο ήδη από το 1844, οπότε διατυπώνει τον όρο «Μεγάλη Ιδέα» επικαλούμενος μάλιστα το Ρήγα148. Θα μείνει λοιπόν αργότερα στη λαογραφία να τεκμηριώσει επιστημονικά την άμεση σύνδεση με την αρχαιότητα σε μια εποχή (δεκαετία του 1870) που το επιζητά και το ανάγει σε πολιτικό της στόχο.

Στην πραγματικότητα όμως η αποκατάσταση του Βυζαντίου στο ελληνικό παρελθόν αποτελεί αντίστοιχη εκδήλωση αποκατάστασης του μεσαίωνα στις ιστορικές παραδόσεις των ευρωπαϊκών λαών μέσα στο κλίμα του ρομαντισμού. Στην περίπτωση της Ελλάδας ο μεσαίωνας εξασφάλιζε το ζητούμενο για την αποκατάσταση της ενότητας στην ανάδυση του ελληνικού εθνισμού. Η Μεγάλη Ιδέα δεν είναι τίποτε άλλο παρά μετάφραση του ευρωπαϊκού εθνικισμού στα ελληνικά δεδομένα. Από δω και στο εξής ο Εθνοκεντρισμός θα αποτελέσει ένα ιδεολογικό αντιστάθμισμα στον μέχρι τώρα ισχύοντα οικουμενισμό. Το αίτημα της ενότητας θα επεκταθεί στην ευρύτερη σύλληψη του έθνους με την επιζήτηση της εθνικής ενοποίησης μέσα στα όρια του ελεύθερου κράτους. Σε αυτό το επίπεδο το αίτημα της ενότητας εκφράζεται με την πολιτική θεωρεία του εθνικού κέντρου, με διεκδικούμενο όμως ακόμα το χώρο αναφοράς του.

Η πραγμάτωση της εθνικής ενότητας λοιπόν έχει αρχίσει ήδη από τη μεσαία δεκαετία του 19ου αι -μια δεκαετία εθνικών εξάρσεων και συγκινήσεων με κατακόρυφη την άνοδο του φαινομένου της θρησκευτικής αναβίωσης, όπου λόγια και λαϊκή ιδεολογία συμπλέκονται στον ενστερνισμό ενός θρησκευτικού μεσσιανισμού, που εκφράζεται με το συνθήματος της ανασύστασης μιας Ελληνικής Αυτοκρατορίας, το οποίο κορυφώνεται την περίοδο του Κριμαϊκού πολέμου μετά και την υπογραφή του συνοδικού τόμου. Από τον Κριμαϊκό και μέχρι τη δεκαετία του 1870 και τη λύση του γλωσσικού προβλήματος (το τελευταίο μεγάλο εκφραστικό σχήμα του διπολισμού) θα επιτευχθεί η «εθνική συνίζηση».

3.2 Προς την πραγμάτωση της εθνικής ενότητας. Ο προορισμός. Η αποδοχή του Βυζαντινού παρελθόντος ως έμπρακτη διεκδίκηση εκφράζεται

πολιτικά όταν με τον Κριμαϊκό η Ελλάδα συντάσσεται με Ρωσία και ξεσπούν πάλι εξεγέρσεις στη μεθόριο149 με στόχο την ένωση με την ανεπίσημη υποστήριξη 148 « Οι αδελφοί ούτοι έλαβον τα όπλα, ηγωνίσθησαν και εμόχθησαν επί πολυετίαν όχι μόνον κατά τας επαρχίας της Ελλάδος αλλά και κατά την Ευρωπαϊκή Τουρκίαν και Ασίαν διότι και εκεί το άσμα του Ρήγα ηκούσθη [..]Εν τω πνεύματι [..] της μεγάλης ταύτης ιδέας [..] την οποίαν εις αυτό του Ρήγα το τραγούδι είδομεν μετά πρώτον εκπεφρασμένη». Ρ. Πατρικίου, Οι φόβοι ενός αιώνα, Αθήνα, 2008, σ. 25. 149 Όπως είπαμε λοιπόν, σημαντικό έρεισμα όλων αυτών και κυρίως της φιλορωσικής τοποθέτησης είναι η αναβίωση του ορθόδοξου θρησκευτικού συναισθήματος. Μέσα σε αυτό το κλίμα, με την παράλληλη αύξηση της λαϊκής θρησκευτικότητας, μία χρόνια εγκλωβισμένη λαϊκή συνείδηση του Βυζαντίου βρίσκει ανάμεσα σε άλλα διέξοδο στην αναρρίπιση των παλιότερων παραδόσεων και προσδοκιών του μεσσιανισμού. Ο Κριμαϊκός αποτέλεσε την τελευταία γενικευμένη έξαρση αυτού που ονομάζουμε προφητικό χιλιασμό, τελευταία γενικευμένη έκφραση μιας μεσαιωνικής προνοιακής ιδεολογίας: ενός θεϊκού σχεδίου μιας κοσμικής πολιτικής. Συμπεραίνουμε ότι ο μεσσιανισμός στέκεται χρήσιμος στην πολιτική και στην κινητοποίηση για ένοπλο αγώνα. Πολιτικοί στόχοι, εθνική αποστολή και εθνικό πεπρωμένο για το έθνος συνοψίζονται στα ίδια πράγματα: αυτονομία, ενότητα ταυτότητα. Κατά συνέπεια ο συλλογικός σκοπός και το κοινό πεπρωμένο αναπροσανατολίζεται κατά περίσταση για να ανταποκριθεί στις εκάστοτε συνθήκες και να ξεσηκώσει ή όχι. Αυτά τα στοιχεία σχηματίζουν

53

Page 54: papadopoulou

Όθωνα150. Συγκεντρώσεις ανταρτών στην ελληνική μεθόριο, λαϊκές εξεγέρσεις στα Ιόνια , στην Κόρινθο, στην Καλαμάτα. Ο Όθωνας για άλλη μια φορά ζητά έρεισμα στην αυτοκρατορική Ρωσία. Εξαναγκάζεται σε αλλαγή στάσης από την Αγγλία. Με πρόσχημα την άρνηση της Ελλάδας να καταβάλει ένα τεράστιο ποσό αποζημίωσης σε διεκδικήσεις των Άγγλων υπηκόων Pacificο και Finlay διατάζει ναυτικό αποκλεισμό151 της Ελλάδας που αίρεται μετά από τις έντονες διαμαρτυρίες Ρωσίας και Γαλλίας. Αυτός ο ξεσηκωμός όμως έχει ένα ιδεολογικό υπόβαθρο πολύ πιο ρομαντικό από τα προγενέστερα κινήματα. «Υπηρετεί έναν προορισμό» και έχει για σύνθημα επισήμως πια την ανασύσταση της Ελληνικής Αυτοκρατορίας.

Η έρευνα της ιστορίας και η στροφή προς την ιστοριογραφία την

ελληνική πια όπως είδαμε, η συνειδητοποίηση της σύγχρονης πραγματικότητας έχουν αποτέλεσμα την αναζήτηση παρηγοριάς-υποκατάστατων, την άνοδο του θρησκευτικού συναισθήματος θρησκευτικότητα και τελικά είναι αυτά που οδηγούν προς τη συνείδηση μιας εθνική αποστολής. Αποστολή τριών επιπέδων: σχετιζόμενη με το χώρο (γεωγραφική επέκταση), με τον χρόνο (ρόλος στην παγκόσμια ιστορία και πολιτισμό) και με το υπερβατό (θεία βούληση)152.

και το περίγραμμα του ιστορικού πλαισίου της εποχής στο εσωτερικό, όταν στο εξωτερικό ο Κριμαικός πόλεμος διαλύει το όραμα ειρήνης των δυνάμεων που συμμετείχαν στο διακανονισμό των ευρωπαϊκών πραγμάτων στο Συνέδριο της Βιέννης (1815) από τη στιγμή που επιχειρείται να ανατραπεί το status quo. 150 Επισήμως, παρόλο που τα παλάτι και το σύνολο σχεδόν της κυβέρνησης υιοθετούσε μια τέτοια λύση, η Αθήνα δεν προχώρησε σε κήρυξη πολέμου μετά και από τις προειδοποιήσεις Αγγλογάλλων πρέσβεων. Αυτό όμως δεν εμπόδισε τη διεξαγωγή ενός ανεπίσημου πολέμου, με άτακτα σώματα εθελοντών πολιτών και στασιαστών δήθεν στρατιωτών και οπλαρχηγών με την παρότρυνση ανεπίσημα της πολιτικής ηγεσίας και την καθοδήγησή τους ουσιαστικά από τον ίδιο τον Όθωνα και την Αμαλία, οι οποίοι ακολουθούσαν μια καθολική και καθαρή υιοθέτηση της πολιτικής της Μεγάλης Ιδέας που υπαγόρευε το πνεύμα του ρομαντισμού που ασπάζονταν υπερασπιζόμενοι τον θεσμό της βασιλείας και ενισχύοντας τους δεσμούς με το λαό αφού γίνονταν οι απόλυτοι εκφραστές του. Έτσι εκδηλώθηκαν επαναστατικά κινήματα στην Ηπειροθεσσαλία και Μακεδονία. Πολιτικά λοιπόν θα μπορούσαμε να πούμε ότι «όργανα» της θείας πρόνοιας σε αυτή τη φάση ήταν δύο και βρίσκονταν στους αντίποδες: το βασιλικό ζεύγος και οι καπεταναίοι. Παρά το ότι οι εχθροπραξίες στις παραπάνω περιοχές δεν διήρκησαν πολύ από τον Ιανουάριο μέχρι τον Μάρτιο του 1854 η κρίση αναμενόταν από το ’52 ακόμη, και πάντως από τα μέσα του ’53 το ζήτημα της προπαρασκευής της Ελλάδας είχε γίνει συχνό αντικείμενο συζητήσεων, μιας εσωτερικής πολιτικής διασπασμένης και μιας ανύπαρκτης εξωτερικής πολιτικής. 151Τώρα η Ρωσία εκμεταλλευόμενη την κρίση της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δράττεται της ευκαιρίας για να υλοποιήσει τα φιλόδοξα σχέδιά της που χρόνια τώρα επεξεργάζεται για έξοδο στο Αιγαίο (επιβάλλοντας ρωσικό προτεκτοράτο στους Σλάβους και τους ορθόδοξους λαούς των Βαλκανίων) χρησιμοποιώντας ανεπίσημα το σύνθημα μιας Ελληνικής Αυτοκρατορίας υπό την προστασία της, και κηρύττει τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ένα πόλεμο «δυνάμει» θρησκευτικό: προς υπεράσπιση των ορθοδόξων πληθυσμών. Υπό αυτές τις συνθήκες, η Ρωσία υπήρξε ο κύριος τροφοδότης και εμπνευστής των ελληνικών προσδοκιών, εφόσον η πολιτική της ήταν συμβατή με το όνειρο της αναβίωσης μίας νέας Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Δεν επρόκειτο βέβαια για μια ξεκάθαρη πολιτική, απλώς πολλά από τα στελέχη της του ρωσικού κόμματος, θεωρούσαν ότι ενδεχόμενη ένοπλη ελληνοτουρκική αντιπαράθεση με αλυτρωτικούς στόχους θα αντιμετωπιζόταν ευνοϊκά από τη Ρωσία, εφόσον κάτι τέτοιο θα διευκόλυνε τις επεκτατικές επιδιώξεις της εις βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ι. Πετρόπουλος, op. cit, σελ.333,369,490,541. 152 Κ. Θ. Δημαράς, «Ιδεολογική υποδομή» «Της μεγάλης ταύτης Ιδέας», στο Ελληνικός Ρωμαντισμός, 1985, σελ.325 κ. εξής.

54

Page 55: papadopoulou

Ήδη από την ημέρα άρθρωσης της Μεγάλης Ιδέας από το στόμα του Κωλέττη το νόημα της συμπυκνώνεται στα λόγια του: « Δια την γεωγραφικήν αυτής θέσιν η Ελλάς είναι το κέντρο της Ευρώπης, ιστάμενη και έχουσα εκ δεξιών την Ανατολή, εξ αριστερών την Δύσιν, προώρισται ώστε δια μεν της πτώσεως αυτής να φωτίσει την Δύσιν, δια δε της αναγεννήσεως την Ανατολήν. Το μεν πρώτο εξεπλήρωσαν οι προπάτορες ημών, το δε δεύτερον είναι εις ημάς ανατεθείμενον. Εν τω πνεύματι του όρκου τούτου και της μεγάλης ταύτης ιδέας, είδον πάντοτε τους πληρεξουσίους του Έθνους να συνέρχονται δια να αποφασίσουν ουχί πλέον περί της τύχης της Ελλάδος, αλλά περί της ελληνικής φυλής»153. Οι Έλληνες λοιπόν σύμφωνα με αυτή την ιδεολογία ανάγονταν στον περιούσιο λαό της περιοχής που θεία βουλήσει είχε ως προορισμό τον εκπολιτισμό της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και προσφέρει στους Έλληνες μια νέα εθνική αποστολή, έναν προορισμό διπλό: τον εκπολιτισμό, φωτισμό και συνεπώς εξελληνισμό της Ανατολής και την απελευθέρωση ομοδόξων χριστιανών από προεπαναστατική σκοπιά. Η Ελλάδα γίνεται η εστία για τη διάδοση των φώτων154 στους υποδούλους γέφυρα Δύσης και Ανατολής ορμητήριο για τη μελλοντική απελευθέρωση μοχλός και έρεισμα εξεγέρσεως. Και μάλιστα έχοντας και θεϊκό χρίσμα- έρεισμα «θεία βουλήσει», που συμβάδιζε με μια προεπαναστατικά ακόμη προνοιακή ιδεολογία.

«…αφιερωμένοι εις την καλοκαγαθίαν του Θεού, ο οποίος τοσάκις έσωσε την

Ελλάδα και ο οποίος με τας βροχάς με τας ευεργετικάς ακτίνας του ηλίου του διαιωνίζει την Ελληνικήν φυλής κατά τον Κύριον Π. Σούτσον συγχρόνως και τας δυστυχίας της.»155

«Η θεία πρόνοια, ήτις θαυμασίως διέσωσε την Ελλάδα από πολλούς κινδύνους…»156

Μέσα στα πλαίσια του ρομαντισμού, του ιστορισμού και του εθνικισμού

της εποχής (η ρομαντική άποψη δεν ανέχεται ιστορία χωρίς εθνικότητα) και το διδακτικό περιεχόμενο ιστορίας, παράλληλα με την αποκατάσταση του Βυζαντίου στην ελληνική ιστορία, η αποστολή παίρνει ένα καθαρά πολιτικό περιεχόμενο: την «ανασύσταση μιας Ελληνικής Ανατολικής Αυτοκρατορίας».

Σε ομιλία του ο Πέρρη Σαιντ Ζιών το 1853 μιλάει θετικά για το ελληνικό

στοιχείο σε άρθρο που υποστηρίζει τη ανασύσταση μιας ελληνικής αυτοκρατορίας τονίζοντας την πολιτιστική υπεροχή των Ελλήνων σε σχέση με τους Τούρκους. Μεταξύ άλλων λέει:

«Αλλά προς ματαίωσιν της επιθυμίας ταύτης της Ρωσίας, ερωτώ σας, θέλετε

κατακερματίσει εις επαρχίας την τουρκικήν αυτοκρατορίαν και δώσει εις εκάστην επαρχίαν το μερίδιόν της ή θέλετε καταστήσει έθνος πεπολιτευμένον εξ όλων τούτον, ανοικοδομούντες την αυτοκρατορίαν; Αυτή είναι κατ’ εμέ η μόνη θεραπείαν του πράγματος` έγινεν απόπειρα να ανοικοδομηθή η Τουρκική Αυτοκρατορία δια της κυβέρνησης ήδη στρατιωτικής πλειοψηφίας, δια των μέσων της δυστρόπου,

153 Στ. Παπαγεωργίου, Από το Γένος στο Έθνος. Η θεμελίωση του ελληνικού κράτους, 1821-1826, Αθήνα, 2004, σελ 386. 154 Ας μη ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε σε μια εποχή που διεθνώς η αποικιοκρατία ανθεί και στο όνομα του εκπολιτισμού αίρεται ο ιμπεριαλισμός που έτσι νομιμοποιείται. Βλ. περισσότερα: E.W. Said: Κουλτούρα και Ιμπεριαλισμός, Αθήνα, 1996. 155 Αθηνά, 18/8/1834 156 Εθνική, 16/6/1835

55

Page 56: papadopoulou

κτηνώδους, σαρκολάτριδος και αγρίας Τουρκικής μερίδος, της οποίας απεδαπανήθη πλέον όλη η ικμάς. Αλλά όστις απήλθεν εις την Τουρκίαν, επανήλθεν με την πεποίθησιν, ότι είναι των αδυνάτων να κατορθωθεί (χειροκροτήσεις), και το να λέγει τις ότι ελπίζεται πρόοδος εκ τοιαύτης Κυβερνήσεως, είναι ταυτόν ως και να λέγει πράγμα εκ τινών των μέχρι τούδε αποδεικνυόμενον αδύνατον.

Εάν προτείνω εις υμάς την ανόρθωσιν της ελληνικής αυτοκρατορίας, δεν αξιώ

ότι εγώ ανεύρον την τοιαύτην θεραπείαν, διότι αυτοί οι Έλληνες την προβάλουσι κατά παράδοσιν από εκατοντάδων ετών. Ποιηταί και φιλόσοφοι ωνειρεύθησαν πολύ προ εμού τον ένδοξον τούτο και λαμπρόν όνειρον. Αλλά υπέρ του αγώνος του έθνους τούτου, εις του οποίου τη γλώσσαν έμαθον…διήλθον τινάς ημέρας ευτυχίας…δείξατε συμπάθεια προς του ευγενείς απογόνους ένδοξων προγόνων, προς ανθρώπους αισθανομένους τον ίδιον ως και σεις έρωτα προς την ελευθερία, οίτινες είναι υπομονετικοί, βιομήχανοι, εμπορικοί και άξιοι των ευγενών ορμών και ελπίδων σας …διότι θέλετε ίδει ανεγειρόμενο κατά Ανατολήν μέγαν, ισχυρόν, και φίλον έθνος, ελεύθερον ως και σεις, μέγαν ως προς τη θέσιν και τον καιρόν της υπάρξεώς του, αφωσιωμένον εις εσάς δια τον δεσμών της ευγνωμοσύνης, των εμπορικών συμφερόντων, της θρησκείας, και το οποίον θέλει συστήσει εν τη Ανατολή προμαχώνα κατά του ρωσικού χειμάρρου, νεογνόν και ένδοξον λαόν μεταξύ των εθνών του Κόσμου, (παρατεταμέναι χειροκροτήσεις).» Αξίζει να σημειωθεί όπως λέει το άρθρο ότι το κοινό αποτελούνταν ως επί το πλείστον από ανθρώπους που είχαν παρευρεθεί στη ναυμαχία του Ναυαρίνου διότι «αυτοί μόνοι δύνανται να είπωσιν αν απατώμεν εις ότι λέγω»157.

Και αλλού διαβάζουμε: «Ουδεμίας δύναμις ανθρώπινος είναι ικανή να τρέψη αυτήν εις τα οπίσω

(εννοεί την κατάρρευση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας) ουδέν άλλον πνεύμα δύναται να συνδέσει και να συνενώσει αυτήν εις μίαν δύναμιν παρά το της ελληνικής φυλής, το οποίο είναι και όχημα της παιδείας του πολιτισμού, της βιοτεχνίας και εμπορίας…Πρόκειται να είμεθα προπαρασκευασμένοι εις τούτο, προορώντες και προγιγνώσκοντες αυτάς, και παρασκευασμένοι όταν επέλθωσι να εννοήσωμεν και να πράξωμεν ότι φέρειν προς τον σκοπόν όστις είναι η εκ νέου καθίδρυσις και διάταξις ελληνοβυζαντινού κράτους και η επί τούτου θεμελίωσις της ησυχίας της Ευρώπης…»158

Από αυτή την οπτική γωνία προορισμός του ελληνικού έθνους προορισμός

του ελληνικού κράτους και θρόνου ταυτίζονταν πλήρως μεταξύ τους. Ο θρόνος όχι μόνο σύμβολο εθνικής ενότητας αλλά και εντολοδόχος των Ελλήνων για την εκπλήρωση των στόχων του 1821 καθιστούσε αυτονόητο το πολιτικό σχήμα της μελλοντικής γενικής απελευθέρωσης. Παρά του αγαθαγγελικούς τόνους το σύνθημα της Ανατολικής ή ελληνικής αυτοκρατορίας δεν μπορούσε από μόνο του να υπονομεύσει τη θέση της βαυαρικής δυναστείας και ο Όθων δεν είχε λόγους να μην το υιοθετήσει.

«Ότι μεν η δε πτώσις του Οθωμανικού βασιλείου αποβαίνει άφευκτος, η δε

αντικατάστασις αυτού δια των Ελλήνων είναι το νομιμώτερον και δικαιότερον 157 Αθηνά, 16/7/1853 (Πρωτοσέλιδο, υπογραφή Α.Δ.) 158 Αθηνά, 29/5/1853 (Πρωτοσέλιδο: Εσωτερικά :Η επέτειος της 29ης Μαΐου 1453)

56

Page 57: papadopoulou

έργον…συμφέρον …της Ευρώπης…Το να κατασταθή εν Βυζαντίω εν κράτος ανεξάρτητον, έχον τα απαιτούμενα συστατικά για να χρησιμεύση ως μεσότειχον μεταξύ της Άρκτου και της Δύσεως. Τοιούτον δε κράτος καλώς ωργανισμένον έχει τα προσόντα δια να επιτύχει αυτόν τον σκοπόν, διότι και ναυτικήν δύναμιν αξιόλογον …Αφού δε το Οθωμανικό έθνος δεν δύναται πλέον να κατέχει την θέσιν ταύτην…αναγκαίως πρέπει να είναι το ελληνικόν, διότι έχει πολλά προηγούμενα αρχαία, διότι η ανάμνησις της καταστραφείσης αυτοκρατορίας του Βυζαντίου είναι πρόσφατος, και διαμένει έτι ζωηρά εις την φαντασίαν του, διότι είναι πλειότερον προωδευμένον εις τον πολιτισμόν και την παιδείαν, διότι είναι πλειότερον ναυτικόν, βιομηχανικόν, εμπορικόν παρά τα λοιπά τα συνιστώντα την οθωμανικήν αυτοκρατορίας και εν τη Ευρώπη και εν τη Ασία, ενώ τα λοιπά κατέχουσι ωρισμένον μόνον μέρος αυτής, διότι οι Σλαβικαί φυλαί δια τους θρησκευτικού δεσμούς, δια την ομοιότητα των ηθών και εθίμων, δια την ομοιότηταν των ήδη υπαρχόντων εις αμφότερα τα έθνη πολιτικών και εκκλησιαστικών νόμων, δύνανται ευκόλως να συγχωνευθώσι μετά των Ελλήνων, μεθών εξ ίσου θέλουν μετέχειν της εξουσίας και των λοιπόν οφελημάτων, εκ δε της συγχωνεύσεως αυτής όχι μόνον δεν θέλουν απολέσαι αύται, αλλά εξ εναντίας θέλουν ωφεληθή αποτελούσαι μέρος ενός έθνους έχοντος πλειοτέρας αρχαίας αναμνήσεις και πλειοτέρα μέσα εις την πρόοδον του πολιτισμού, ως την γλώσσα την παιδείαν και την πολιτικήν εξάσκησιν. Αλλ’ αν μολαταύτα αι φυλαί αυταί θεωρηθώσι ζηλωταί της εθνικής αυτών δόξης, δύνανται ν’αποτελέσωσι μέρος του κράτους διατηρούσαι και την γλώσσαν και τον εθνισμόν αυτόν, ως πολλά έθνη επί της αρχαίας ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Όσον δε περί των Αλβανών νομίζομεν περιττόν να είπωμεν τίποτε, διότι δεν πιστεύομεν να υπάρχη τις μεταξύ αυτών φρονών, ότι ανήκουσιν εις άλλην παρά την ελληνικήν εθνικότητα, και να έχωσι χωριστά συμφέροντα…Είναι αδύνατον το ελληνικό έθνος να εξαλείψει από την ιδέα του τας αρχαίας αυτού ενδόξους αναμνήσεις και να συγχωνευθή εις άλλας εθνικότητας…»159

Ένας κόσμος ολόκληρος, ένας ιδιόρρυθμος ψυχισμός εξυπηρετείται με

την υπόθεση του προορισμού της αποστολής, κόσμος μέσα στο οποίο σμίγουν τα παλαιά και τα καινούρια, οι άμεσες αναγκαιότητες με καταβολές που ανάγονται στο παρελθόν. Και δεν είναι μόνο η μνήμη των αρχαίων. Είναι το παρελθόν γενικά και το βυζαντινό και του αγώνα του 1821160 που εξιδανικεύονται στη συνείδηση για να

159 Αθηνά, 4/6/1853 (Εσωτερικά, υπογράφει Α.Δ.) 160 Όπως σημειώνει και η Ε. Σκοπετέα, ο.π.: Δεν μπορεί να γίνει λόγος για μια συστηματικά μεθοδευμένη επανερμηνεία του παρελθόντος, που να επιτρέπει την οικειοποίηση του από την Ελλάδα. Ευδιάκριτη όμως είναι η τάση διαμόρφωσης μιας ελλαδικής εικόνας για την πρόσφατη ζωντανή ακόμα ιστορία. Ο υπερτονισμός για παράδειγμα του εθνικού περιεχομένου του Αγώνα και η παραγνώριση των βαλκανικών συμφραζομένων είναι τόσο συχνός που με τον καιρό να θεωρείται αυτονόητος. Το σύνθημα «πατρίς- πίστις-ελευθερία» και ο εθνισμός που έχει γεννηθεί συμμορφώνονται πλήρως με τις επιταγές των καιρών και βρίσκεται ό υπερτονισμός του ελλαδικού πια χαρακτήρα του αγώνα. Ο υπερεθνικός χαρακτήρας της επανάστασης των βαλκανικών λαών ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία εθνικοποιείται. Έξω από τους σκοπέλους της επιστήμης ή τις συνηθισμένες γενικότητες για τον αναλλοίωτο εθνικό χαρακτήρα που κάλυπτε μια ασυνάρτητη κλίμακα ιδιοτήτων από τη φιλομάθεια ως το αψίκορον υπήρχε και άλλη δίοδος προς την αρχαιότητα: η ελληνική επανάσταση. Σύνοψη της ιστορίας του ελληνικού χαρακτήρα, αναγωγής δηλ. του αγώνα σε απόλυτα αυτοτελή έκφραση εθνικής ή θείας βούλησης διευκόλυνε την ένταξή του ταυτόχρονα και στην ιστορία και στο μύθο. Αποτέλεσε το κέλυφος ενός συμβόλου που προστάτευε δύο στοιχεία: παλιγγενεσία του ελληνικού έθνους και ελληνική μοναδικότητα. Αποτέλεσμα αποσύνδεση από τα υπόλοιπα βαλκανικά εθνικά κινήματα και από τον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο. Η εξουσία κατέβαλε κάθε φροντίδα για την επισημοποίηση του αγώνα. Επί βαυαροκρατίας όχι μόνο διορίστηκαν αγωνιστές στην αυλή του Όθωνα αλλά και καθιερώθηκε από το 1838 ο εορτασμός της 25ης Μαρτίου. Η βασιλεία του Γεωργίου θα

57

Page 58: papadopoulou

αποτελέσουν το προηγούμενο. Ένα προηγούμενο και αφετηρία και προορισμός. Με την επανάσταση δεν είχε κερδηθεί παρά το παρόν, ένα παρόν που έθετε αυστηρές υποθήκες για το μέλλον. Η Ελλάδα όφειλε να γίνει πρότυπο ευρωπαϊκό βασίλειο, η Ελλάδα όφειλε να απελευθερώσει τους αλύτρωτους αδελφούς, ο ελληνισμός όφειλε να ενσωματώσει μέρος τουλάχιστον των χριστιανών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, το ελληνικό πνεύμα όφειλε να φωτίσει ολόκληρη την Ανατολή και να αποδειχθεί αντάξιος συνεχιστής του αρχαίου πνευματικού κλέους για τους ευρωπαίους. Ο ελληνισμός είχε προορισμό.

«Πάντες ούτοι προθύμως και αφειδώς θέλουσι συνεισφέρει εις τον μέγαν

τούτον και ένδοξον πόλεμον, δοξάζοντες τον πλουτοδότην Θεόν, ότι ευλόγησε τους κόπους αυτών, δια να συντελέσωσιν εις την εκπλήρωσιν ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΑΥΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΒΟΥΛΗΣΗΣ………………………………………

Ο Τούρκος πολεμεί δια να κατακρατή την κληρονομία ημών` ημείς

πολεμούμεν δια να αναλάβωμεν αυτή. Ο Τούρκος πολεμεί τον Σταυρόν` ημείς πολεμούμεν υπέρ του Σταυρού, οι ευσεβείς τον ασεβή, οι αδικούμενοι τον αδικούντα, οι ατιμαζόμενοι τον ατιμάζοντα. Ο Θεός λοιπόν, ο Θεός ο δίκαιος ο τοσαύτα έτη μακροθυμήσας, παρουσιάζεται σαν σήμερον Θεός εκδικήσεως κατά των ασεβών τυράννων.

Παντοδύναμε Θεέ, Θεέ δίκαιε εκδικητά των αδικουμένων κατά των αδικούντων, εκδικητά των τυραννουμένων λατρευτών σου κατά των ασεβών τυράννων, επί τη δυνάμει σου πεποιθότες ελάβαμεν τα όπλα!.......................................... Ευλόγησον τον αρραβώνα τούτον, το μικρόν τούτον Βασίλειον της Ελλάδος και στέψον, όν προώρισας νυμφίον, με το διάδημα της Ελληνικής Αυτοκρατορίας. Αμήν!»161

Όσο διαπιστωνόταν βέβαια τα καινούρια προβλήματα, όσο διαψεύδονταν

τα πρώτα όνειρα, όσο οι δυσκολίες έδειχναν πεισματάρικες, τόσο η κοινωνία ένιωθε πως βρισκόταν σε αδιέξοδο. Και την αίσθηση αυτή κάτι έπρεπε να την αντισταθμίσει. Το να περιοριστούν οι στόχοι μπορεί να φαινόταν ίσως και τότε σε μερικούς λογικότερο, όμως για τη συλλογική συνείδηση κάτι τέτοιο θα σήμαινε ανεπανόρθωτη ήττα άρνηση του εθνικού προορισμού.

Τι νομιμοποιούσε όμως τον προορισμό; Η αδιάλειπτη συνέχεια του άμεσου παρελθόντος και του απώτερου παρελθόντος (με τη ληστρική παράδοση και κυρίως

επιδείξει το ίδιο ενδιαφέρον αναπληρώνοντας τις παραλήψεις των βαυαρών: 42 χρόνια μετά το θάνατό του ο Οδυσσέας Ανδρούτσος αποκαθίσταται στο βαθμό του αρχιστράτηγου και τα οστά του ενταφιάζονται με κάθε επισημότητα. Η αποκατάσταση του Γρηγορίου του Ε΄ την οποία επίμονα είχαν αρνηθεί οι Βαυαροί κατέληξε στον ανδριάντα του Πατριάρχη και στο γνωστό θρίαμβο του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Οι ποικίλες εκδηλώσεις για τον πανηγυρικό εορτασμό της 50ετηρίδος του αγώνα το 1871 μεταξύ των οποίων και η αναβίωση των ολυμπιακών αγώνων συγκέντρωναν όλα τα στοιχεία των επίσημων προτιμήσεων την αρχαιοελληνική σύνδεση την ελλαδοκεντρική ερμηνεία και τον διακριτικό καημό του μείζονος ελληνισμού. Η μυθική γενιά του ’21 αδελφωνόταν με τη γενιά των Μηδικών, οι πατέρες με τους προπάτορες. Διαμορφώθηκαν δύο κατηγορίες προγόνων. 161Αιών 3/2/1854 (Πρωτοσέλιδο: «Τα δίκαια του δευτέρου Ελληνικού πολέμου υπέρ πίστεως και ελευθερίας του έθνους υμών», υπογράφει Ν. Βάμβας)

58

Page 59: papadopoulou

με τα αγαθαγγελικής έμπνευσης κινήματα ή συνθήματα σε ιδιαίτερη έξαρση κατά τα μέσα του 19 ου αι.). Περιθωριακά στοιχεία ναι , όχι όμως και περιθωριοποιημένα. Και ενώ η ελλαδική ενοποίηση θα μπορούσε να επιτευχθεί εύκολα μέσα στα πλαίσια του συγκεντρωτικού κρατικού μηχανισμού και την καταστολή των φυγόκεντρων τάσεων, η εθνική ενοποίηση όμως που αποτελούσε και αυτή ισχυρό αίτημα όχι. Έτσι, η εθνική συνθηματολογία γεφύρωσε τις αποκλίνουσες πραγματικότητες και προοπτικές του διασπασμένου ελληνισμού νομιμοποιώντας την ελλαδικότητα πίσω από τον μεγαλόσχημο εκπολιτιστικό προορισμό του Βασιλείου: τα πρωτεία του ελληνικού πολιτισμού στην ανατολή προϋπέθεταν πια τα πρωτεία της Ελλάδας στον ελληνικό κόσμο. Η ιδιαίτερα μεγαλόπνοη αυτή διατύπωση του ελληνικού προορισμού ήταν αρκετά ελαστική ώστε να μπορεί να παρακάμπτει ή να ενισχύει κατά περίπτωση τόσο την προοπτική του εκσυγχρονισμού όσο και την προοπτική της απελευθέρωσης. Αλλά η τόνωση της ελλαδικότητας συμβάδιζε με την επίταση της σύγχυσης μεταξύ ελλαδικού και εθνικού.

Ήταν φυσικό ότι στην Ελλάδα τα συστατικά στοιχεία της εθνότητας κατά την αναπότρεπτη θεσμοποίησή τους θα μετασχηματίζονταν ώστε κατά πρώτο λόγο να ικανοποιούν τις κρατικές ανάγκες. Η απελευθερωτική αποστολή του έθνους χρησιμοποιήθηκε στην εσωτερική πολιτική, ελλείψει εξωτερικής πολιτικής.

3. 4 Η δεκαετία του 1870. Ιδεολογικοί συγκερασμοί. Οικονομική διείσδυση Αγγλίας Γαλλίας μετά τον Κριμαϊκό. Τώρα σταδιακή

πρόοδο ελληνικής οικονομίας Ελληνες παροικιών εισάγουν τα κεφάλαιά τους στην Ελλάδα, νέα φιλελεύθερη γενιά πολιτικών (Δεληγιώργης Ε. ) στη βουλή προσανατολισμός σε δυτικά πρότυπα κοινοβουλευτισμού που πραγματώνονται την επόμενη περίοδο με τον Τρικούπη. Το 1860 σε μια τελευταία προσπάθεια αναδίπλωσης της βαυαρικής εξουσίας, παλιοί πολιτικοί και θρόνος συνεργάζονται και επιβάλλονται φιλομοναρχικές κυβερνήσεις. Ξεσπούν αντιοθωνικά κινήματα αστικού υποβάθρου και υποκινούμενα από την αγγλική πολιτική που ήταν δυσαρεστημένη από τη φιλόρωση πολιτική του Όθωνα και προσέβλεπε σε αλλαγή της δυναστείας. Στη διάρκεια περιοδείας του βασιλικού ζεύγους ο Όθων εκθρονίζεται από την Ελλάδα τον Οκτώβρη του 1862. Με το νέο βασιλιά Γεώργιο μπαίνουμε σε μια νέα φάση τυπικά. Ο αποηχος όμως της Οθώνειας περιόδου κρατά μέχρι τη δεκαετία του 1870.

Τότε οι συνθήκες αλλάζουν δραματικά. Μετατρέπονται οι ιδεολογικές συντεταγμένες Διαμορφώνονται νέες αναζητήσεις που συνδέονται με νέους κοινωνικούς και πολιτικούς δρόμους, τίθενται νέα ερωτήματα, εμφανίζονται νέες πολιτικές αξίες και στοχοθεσίες. Νέα συνειδησιακά δεδομένα ωριμάζουν. Κατά συνέπεια οι βάσεις πάνω στις οποίες πραγματωνόταν η εθνική ενότητα αλλάζουν και αυτές. Πολιτικά η εθνική ενότητα πραγματώνεται στη βάση του αντιπροσωπευτικού συστήματος του κοινοβουλευτισμού. Ιδεολογικά πραγματώνεται στη βάση της ενιαίας εθνικής Ιστορίας, της σύζευξης δηλ. της ιδέας της ελληνικής αρχαιότητας με την ιδέα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και του χριστιανισμού. Όμως από αυτή την περίοδο και έπειτα, η εθνική ενότητα είχε αρχίσει να μη σημαίνει μόνο εθνική ολοκλήρωση αλλά, δηλ. ενσωμάτωση οθωμανικών εδαφών με ελληνικούς και χριστιανικούς πληθυσμούς στην ελληνική επικράτεια. Η ελληνική κοινωνία

59

Page 60: papadopoulou

πορεύεται προς τη συγκρότηση μιας ταυτότητας, δηλ. της ενότητας162, μέσα από αφομοίωση και καθιέρωση ομογενοποιητικών μηχανισμών, βασιζόμενη σε νέα πολιτικά και κοινωνικά δεδομένα163.

Παρά την απογοήτευση που έφερε το αποτέλεσμα του Κριμαϊκού πολέμου στη πραγμάτωση της Μεγάλης Ιδέας, κανείς δεν παραιτήθηκε από αυτή, ούτε και η επίσημη πολιτική που ακολουθώντας το λαϊκό αίτημα και των έσω και των έξω Ελλήνων δεν έχει άλλη επιλογή παρά να διατηρήσει τον προσανατολισμό της προς αυτή, αλλάζοντας μόνο τα μέσα επίτευξης της. Έτσι, εγκαινιάζεται μια νέα περίοδος εξωτερικής πολιτικής, όπου με διπλωματικά μέσα θα συνεχιστούν οι διεκδικήσεις στο αλυτρωτικό ζήτημα. Η επίτευξη του οράματος της ανασύστασης μιας Ελληνικής Αυτοκρατορίας μετακυλύει σε επίσημο επίπεδο σε εκπολιτιστική αποστολή στην Ανατολή, σε πνευματική κατάκτηση μιας κοινότητας, χωρίς παράλληλα να υποχρεώνει σε παραίτηση την πολιτική του ελληνικού βασιλείου από τις πολυπόθητες προσαρτήσεις. Έχουμε μπει ήδη στην περίοδο της διαμόρφωσης της ταυτότητας μέσα από συγκερασμούς μπροστά στο αίτημα της επίτευξης της ενότητας μέσα από μια πραγματιστική προσέγγιση, που μεταφράζεται με την προώθηση του συνθήματος του «προτύπου βασιλείου εν τη Ανατολή»: και βασιλείου και εν τη Ανατολή (πιο απλά το νέο ελληνικό βασίλειο προσβλέπει και στη Δύση και στην Ανατολή).

Στοιχείο πολιτικής ενότητας είναι η ενσωμάτωση στην πολιτική ιδεολογία μιας νέας (με διπλωματικές προσαρτήσεις) Μεγάλης Ιδέας από τη μία, και η πρόοδος και ο εκσυγχρονισμός που αποτέλεσε σημαία της Τρικούπειας πολιτικής θητείας από την άλλη. Έτσι το προγενέστερο δίπολο αν και αμβλυμμένο υποφώσκει- μεταλλάσσεται. Νέες ιδεολογίες αναδιπλώνονται με αίτημα την ενότητα και κάτω από δύο πολύ ισχυρές απειλές: το φόβο του αναδυόμενου πανσλαβισμού και το φόβο της Δύσης164. Οι αλλαγές βιώνονται ως πιθανοί κίνδυνοι οι οποίοι απειλούσαν τα ομογενοποιητικά στοιχεία που είχαν συγκροτήσει ως εκείνη τη στιγμή την εθνική ταυτότητα (γλώσσα, θρησκεία, ιστορική συνέχεια). Τώρα ο εκσυγχρονισμός ταυτίζεται με τον εξευρωπαϊσμό, μεταφράζεται ως επιστημολατρεία και πολιτικός φιλελευθερισμός θεσμοθετημένος πλέον (το 1864 ψηφίζεται το νέο Σύνταγμα και το 1875 καθιερώνεται η αρχή του κοινοβουλευτισμού με το Τις πταίει του Τρικούπη). Ενδυναμώνεται από τον αντιρρωσισμό ως αποτέλεσμα του Συνεδρίου του Βερολίνου που δημιουργούσε τη Μεγάλη Βουλγαρία με τις ευλογίες και την επιρροή της Ρωσίας (από την άλλη το 1878 επικυρώνεται συμφωνία με την αγγλική κυβέρνηση με την οποία ρυθμίζονται τα χρέη των δανείων της Ανεξαρτησίας, στρέφοντας τους Έλληνες ακόμη περισσότερο προς τη Δύση). Καταλήγει όμως σε φόβο του κοινοβουλευτισμού λόγω των αρνητικών αποτελεσμάτων στην εξωτερική κυρίως πολιτική165. Αυτό το ιδεολογικό ρεύμα έχει για αντίπαλο δέος, τον μετουσιωμένο «βυζαντινισμό» σε

162 Ρ. Πατρικίου, ο.π., σ. 26 Αν δεχθούμε πως το σύνολο των νοητικών επεξεργασιών, επισήμων και μη, που έχουν αντικείμενο την εθνική ολοκλήρωση δεν είναι αυτοσκοπός, οικοδομείται πάνω σε κοινωνικά δεδομένα και διαμορφώνεται σύμφωνα με τις ρήξεις και τις μεταβολές που που σημειώνονται σε αυτά ακριβώς τα δεδομένα. 163 Ρ. Πατρικίου, ο.π., σ. 27 164 Που προώθησε και το αίσθημα αυτάρκειας που καλλιεργήθηκε 165 Αρβελέρ, ο.π., σ. 60-74. Το 1071 οι Νορμανδοί καταλαμβάνουν τον τελευταίο προμαχώνα της Βυζαντινής Ιταλίας το Μπάρι. Τον ίδιο καιρό οι τούρκοι δημιουργούν στο έδαφος της βυζαντινής Μικράς Ασίας το κράτος τους, το σουλτανάτο του Ικονίου. Το αίσθημα της ανασφάλειας δημιουργεί αναστάτωση στους πληθυσμούς και ανώτεροι στρατιωτικοί προσπαθούν να καταλάβουν το θρόνο. Τα κείμενα της εποχής μιλούν πάλι για το φόβο της «Δημοκρατίας». Η δημοκρατία θεωρήθηκε πάντα ως εθνικό κακό και έδειχνε για τους βυζαντινούς την οργή του Θεού. Οι ιδέες αυτές είναι σύμφωνες με την ελληνιστική αντίληψη περί βασιλείας.

60

Page 61: papadopoulou

ελληνοθωμανισμό που επιβάλλεται ως επικράτηση του ελληνικού στοιχείου στην Ανατολή (ως οικονομική και πολιτιστική διείσδυση: βλέπε ομογενειακά κεφάλαια166 και ίδρυση πολιτιστικών συλλόγων167), εγειρόμενο ως αντίδραση στον επικείμενο ρεύμα του πανσλαβισμού. Το κεφάλαιο παίζει το ρόλο του και σε αυτή τη διαμόρφωση των ιδεολογιών: ερχόμενο από τη δύση στην πρώτη περίπτωση, από την οθωμανική αυτοκρατορία στη δεύτερη. Το γλωσσικό που δε θα μας απασχολήσει εδώ θα αποτελέσει το τελευταίο συγκρουσιακό δείγμα του διπολισμό νεωτερικότητα-παράδοση που έχει πάρει ξεκάθαρα χαρακτηριστικά αυτή την περίοδο. Για το συγκεκριμένο θέμα θα αναφέρουμε μόνο το εξής: το γλωσσικό περιείχε συμβολισμούς που το ανήγαγαν σε εθνικό κίνημα από τη στιγμή που μια ενιαία γλώσσα αποτελούσε την τέλεια αποκρυστάλλωση της εθνικής ενότητας μέσα και κυρίως έξω από τα ελληνικά σύνορα. Η δημοτική και η αποδοχή του κοντινού παρελθόντος ήταν το νεωτεριστικό στοιχείο πλέον και όχι η αρχαιότητα που συνδέθηκε στην αρχή με την ίδρυση δυτικού τύπου σύγχρονου βασιλείου! Από κει και έπειτα θα μπούμε σε μια φάση «νεότερου Διαφωτισμού» αναδιαρθρωμένου σε ένα ιδεολογικό κράμα ορμώμενο κυρίως από τις νέες κοινωνικές δυνάμεις. Έτσι, μέσα στο πνεύμα του νέου αυτού διαφωτισμού το μεσαιωνικό παρελθόν γίνεται το «νεωτεριστικό» στοιχείο: ο Παλαμάς ήδη από το 1886 μιλάει για τη Ρωμιοσύνη, ο Αχ. Παράσχος καταριέται τους Φράγκους και υμνεί τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Ο Παπαδιαμάντης σαρκάζει τους αρχαιοκάπηλους και τους Γραικύλους της σήμερον. Ενώ στα αποκαλυπτήρια του Γρηγορίου Ε΄ ο Βαλαωρίτης εκφωνεί το ποίημα του στη δημοτική, εγγράφοντας στη συλλογική μνήμη τον ιστορικό αυτό στίχο: Πώς μας θωρείς ακίνητός;…Πού τρέχει ο λογισμός σου;…!168.

Τώρα το νεωτεριστικό στοιχείο αλλάζει και αναδιαρθρώνεται αιτώντας χειραφέτηση από τα αρχαϊκά πρότυπα ζωής, επιστημονική εκλαΐκευση, λαϊκοφροσύνη και χωρισμό εκκλησίας και κράτους (δηλ. αποδέσμευση της θρησκευτικότητας από τη λαϊκή σκέψη). Είναι γεγονός ότι έχουμε μπει στην εποχή των δημιουργικών «τελεσφόρων»169 ιδεολογικών συγκερασμών που θα καταλήξουν όμως σε ιδεολογική ακαμψία στις αρχές του νέου αιώνα.

Αρχίζουν να εξομαλύνονται σταδιακά διπολικές ιδεολογικές ρήξεις που κυριάρχησαν έως τώρα και να διαμορφώνονται ιδεολογίες νεωτερικές που υιοθετούν επιλεκτικά, αντιθετικά στο παρελθόν, παραδοσιακά στοιχεία. Στο κύμα αυτό της νεωτερικότητας ανθίζει ο εκλεκτισμός δηλ. πρόσληψη ποικίλων στοιχείων, και ολιστικισμός δηλ. τα συχνά ετερόκλητα αυτά στοιχεία εντάσσονται σε μια ενιαία προβληματική που δεν είναι τίποτε άλλο παρά το εθνικό ζήτημα170. Τώρα λοιπόν η διανόηση αμφιταλαντεύεται μεταξύ των αρχών και των αξιών του οικονομικού και του πολιτικού εκσυγχρονισμού και της αναδίπλωσης στον εθνικό πυρήνα δηλ. του παραδοσιακού εθνοκεντρισμού με άξονα τον αλυτρωτισμό και τον εκσυγχρονισμό δυτικού τύπου. Πρόκειται για μία ολόκληρη ιδεολογική διεργασία που θα ολοκληρωθεί και θα λάβει τα διακριτικά χαρακτηριστικά της μετά και τη λήξη του γλωσσικού ζητήματος. 166 Χ. Εξερτζόγλου, Προσαρμοστικότητα και πολιτική ομογενειακών κεφαλαίων: Έλληνες τραπεζίτες στην Κωνσταντινούπολη: Το κατάστημα «Το κατάστημα Ζαρίφης Ζαφειροπουλος», 1871-1881, Ίδρυμα Έρευνας και Παιδείας της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδας, Αθήνα, 1989, σελ. 25 κ. εξής 167 Γ.Α., Γιαννακόπουλος Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως (1861-1922): Η ελληνική παιδεία και επιστήμη ως εθνική πολιτική στην Οθωμανική αυτοκρατορία, Δ.Δ., Αθήνα, 1998. Βλέπε και σχετική βιβλιογραφία. 168 Φ. Δημητρακόπουλος, Βυζάντιο και νεοελληνική διανόηση στα μέσα του 19ου αι, Αθήνα, 2000. 169 Κ.Θ. Δημαράς στο Πατρικίου, ο.π., σ.17 170 Γ. Κόκκινος, « Ο πολιτικός ανορθολογισμός στην Ελλάδα. Το έργο και η σκέψη του Νεοκλή Καζάζη (1849-1936)». Αθήνα, 1996.

61

Page 62: papadopoulou

4. Νεοκλασικισμός και νεοκλασικό βασίλειο των Βαυαρών. Λουδοβίκος A΄ 171

Οι νέες πολιτειακές οντότητες, τα έθνη-κράτη μπροστά στις ανάγκες της

νεωτερικότητας προσπάθησαν να διαλαλήσουν την εσωτερική και διεθνή τους νομιμότητα με την επεξεργασία νέων ιδεολογιών αποβλέποντας στο να χειραγωγήσουν τις απείθαρχες παραδοσιακές κοινωνίες και να τις θέσουν υπό τον έλεγχο των νέων κρατικών θεσμών. Από τη Γαλλία172 και την Αγγλία μέχρι την Ιταλία και το Βέλγιο173 οι διαδικασίες συγκρότησης εθνικών ταυτοτήτων βάσει πολιτισμικών στοιχείων κινητοποιούνται παρά τις κατά τόπους αποκλίσεις (πχ. στην Αγγλία και Γαλλία οι θεσμοί και οι πολιτικοί δεσμοί έχουν ήδη μια αξιοσημείωτη προϊστορία). Είναι η εποχή που προκύπτει η ανάγκη επιβολής μια ισχυρής κεντρικής εξουσίας-ανταποκρινόμενης στα πολιτικά οράματα των αστών, και που αυτή η ανάγκη επιβάλλει τη συγκρότηση ενός εικονικά συμπαγούς κοινωνικού σώματος που στο εξής θα καλύπτεται από τον προσδιορισμό «ισότιμοι πολίτες»174.

Το ίδιο ίσχυε λοιπόν και για τα βασίλεια της Βαυαρίας και της Ελλάδας με διαφορές βέβαια στην πολιτική και κοινωνική τους ιστορία αλλά και με μια ιδιόμορφή συνάφεια που προέκυψε καταρχήν από τη δυναστική σχέση -απόλυτη μοναρχία του οίκου των Wittelsbach, στην κεντρική και νοτιοανατολική Ευρώπη αντίστοιχα. Η συνάφεια όμως αυτή που επεκτάθηκε σε ουσιαστικές συγγένειες μεταξύ της ιδεολογίας και της πολιτικής των δύο κρατών, είχε ένα βαθύτερο αίτιο που απέρρεε σε σημαντικό βαθμό από τη νεοκλασική νοοτροπία που αναπτύχθηκε στον πολιτισμό της Γερμανίας του 19ου αι.175. Ως πολιτισμική νοοτροπία ο νεοκλασικισμός, ως κομμάτι του ρομαντισμού ήταν αξιοσημείωτα ευρύχωρος και ανοιχτός και μπορούσε αναλόγως να ενσωματώσει ένα πολύ διαφορετικό φάσμα πολιτικών θέσεων. Φιλελεύθεροι και αντιδραστικοί, συντηρητικοί και εξτρεμιστές ποικίλων αποχρώσεων μπορούσαν να συμμερίζονται τις ευαισθησίες και τα αξιώματα του ρομαντισμού. Ένα από αυτά τα αισθήματα το οποίο διατήρησε την αισθητική κληρονομιά του κλασικισμού κατά την ρομαντική περίοδο ήταν η λατρεία του ωραίου που διαμόρφωσε τη νεοκλασική καλαισθησία στις εικαστικές τέχνες. Τα

171 Για ρόλο Βαυαρών στην Ελληνική Επανάσταση, Βλ. Ε. Τουρσίνσκι, «Η συμβολή της Βαυαρίας στην απελευθέρωση της Ελλάδας», στην έκθεση: Αθήνα- Μόναχο, Τέχνη και Πολιτισμός στη Νέα Ελλάδα, επιμ.: Μ. Κασιμάτη, Εθνική Πινακοθήκη, Μουσείο Αλ. Σούτσου σε συνεργασία με το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο (5 Απριλίου-3 Ιουλίου 2000), Αθήνα, 2000, σ. 39-52. 172 Fr. Haskell “The manufacture of the Past in Nineteenth-Century Painting” Past and Present in Art and Taste-Selected Essays, New Haven and London, 1987, σ. 87. Ο Λουδοβίκος Φίλιππος αναστήλωσε τις Βερσαλλίες και τις μετέτρεψε σε μουσείο αφιερωμένο «σε όλες τις δόξες της Γαλλίας» (1837). Στο Παρίσι έχουμε τα πρώτα μνημειακά κτίρια της νέας τέχνης (της νεοκλασικής)-της νέας αντίληψης αφού δεν είναι μόνο νεοκλασικά ρυθμολογικά αλλά και λειτουργικά: την εποχή της Γαλλικής επανάστασης η σημαντικότερη νεοκλασική εκκλησία στο Παρίσι αφιερωμένη στην προστάτιδα της πόλης Αγία Γενεβιέβη έχασε τον ιερό της χαρακτήρα και μετονομάστηκε σε πάνθεον. Οι παγανιστικοί ναοί τίθενται πάλι στην υπηρεσία της νέας θρησκείας. Η αρχαιολατρία (μίμηση αρχαίων προτύπων) συνδέεται με τον ηρωισμό και ο ηρωισμός με τον πατριωτισμό. 173 “The Decline of History Painting: Germany, Italy and France” στο Nineteenth Century Art- A critical History (ed: St. F. Eisenman), London, Thames and Hudson Ltd, 1996, σ. 225-7. 174 Α. Πολίτης Ρωμαντικά χρόνια ιδεολογίες και νοοτροπίες στην Ελλάδα του 1830-1880, Αθήνα, 1993, σ. 48-9. 175 Π. Κιτρομηλίδης, «Δυο Νεοκλασικά βασίλεια την εποχή του εθνικισμού», στην έκθεση: Αθήνα- Μόναχο, ο.π., σ. 33.

62

Page 63: papadopoulou

αρχαία πρότυπα ως πηγές έμπνευσης παρείχαν διέξοδο σε πολλές ευαίσθητες και δημιουργικές ψυχές την περίοδο του ρομαντισμού ιδιαίτερα στις αρχές του 19ου αι176.

Αυτό που ήταν αξιοσημείωτο πάντως σε όλο το φάσμα της νεοκλασικής ευαισθησίας την εποχή του ρομαντισμού ήταν η απογύμνωση της κλασικής παράδοσης από το εντόνως δημοκρατικό της περιεχόμενο. Ενώ στη σκέψη του Διαφωτισμού η Ελλάδα και η Ρώμη διέθεταν πρωταρχικά δημοκρατικό νόημα και συμβόλιζαν την ελευθερία από την καταπίεση (όπως η ελευθερία αυτή συμβολιζόταν στα αβασίλευτα πολιτεύματα), μετά τη Γαλλική Επανάσταση και τις φιλελεύθερες επικρίσεις της Τρομοκρατίας, ο πολιτικός φιλελευθερισμός αμφισβητεί σταδιακά τα αρχαία πολιτειακά πρότυπα στην Ευρώπη της Παλινόρθωσης. Μετά και την ανθρωπιστική προσέγγιση του Winckelmann για το παρελθόν, στόχος δεν είναι να νομιμοποιήσει πολιτικά φαινόμενα του παρόντος μέσω της προσφοράς ιστορικών επιχειρημάτων αλλά να προβάλει κοινωνικά πρότυπα, τα κλασικά ιδεώδη μετακύλησαν από την πολιτική στην ευρύτερη πολιτιστική σημασία177. Σταδιακά εκλαμβάνονταν ως παραδειγματικές μορφές ήθους, πνεύματος, αισθητικής, και κατ’ επέκταση ως εξωθεσμικά μέσα νομιμοποίησης της δημόσιας ζωής. Έτσι, ο νεοκλασικισμός της ρομαντικής εποχής ήταν προορισμένος να αποτελέσει σημαντικό στοιχείο της πολιτειακής συγκρότησης στα νεοπαγή βασίλεια της Βαυαρίας και της Ελλάδας, ως μέρος του πολιτικού προγράμματος της δυναστείας των Wittelsbach συνδεόμενος με την εθνικιστική ιδεολογία. Όλη αυτή η διεργασία που έφερε κοντά τα δύο «νεοκλασικά» βασίλεια, εμφανίζει μοναδικό ενδιαφέρον από τη σκοπιά της πολιτικής επιστήμης, εξαιτίας της προσπάθειας να χρησιμοποιηθεί η αισθητική ως υποκατάστατο της πολιτικής στο κρηπίδωμα της απολυταρχίας178!

Στη Βαυαρία το υπόβαθρο για τις χρήσεις του νεοκλασικισμού στην πολιτειακή συγκρότηση δημιουργήθηκε με το σύνταγμα του 1818. Η πρόθεση του συντάγματος ήταν να εισαγάγει τον εκσυγχρονισμό εκ των άνω χωρίς να διαταραχθεί η υπάρχουσα ισορροπία των κοινωνικών δυνάμεων και των σχέσεων εξουσίας. Συνεπώς συνδύασε απολυταρχικά, κοινοβουλευτικά και συντεχνιακά χαρακτηριστικά179, ώστε να ορίσει το πλαίσιο για τη μετάβαση από τη μεσαιωνική ιεραρχική κοινωνία στη νεωτερικότητα. Σε αυτό το πλαίσιο πραγμάτων ο πρωθυπουργός του Βαυαρικού στέμματος, ο κόμης Maximilian von Montgelas υπήρξε ο αρχιτέκτονας της εκσυγχρονιστικής διεργασίας. Η μοναρχία είχε κρατήσει για τον εαυτό της την ουσιαστική εξουσία αλλάζοντας το πλαίσιο.

Προς αυτή την κατεύθυνση ο νεοκλασικισμός αποδείχθηκε ένα ισχυρό όργανο της βασιλικής πολιτικής, ιδιαίτερα κατά τη βασιλεία (περίοδος «νεοαπολυταρχισμού») του Λουδοβίκου Α (1825-1848), ο οποίος προσπάθησε να εγκαθιδρύσει βασιλική απολυταρχία στη Βαυαρία περιβάλλοντάς την με υπερδραστηριότητα στο χώρο των τεχνών που θα της εξασφάλιζε αποδοχή και 176 Π. Κιτρομηλίδης, αύτοθι, σ. 33-4. Στον νεοκλασικισμό των εικαστικών τεχνών η αναζήτηση της ομορφιάς πρόσθεσε τον παρνασσισμό στη λογοτεχνία ως απάντηση σε ότι εθεωρείτο η χυδαιότατα, η ασχήμια και η ακαλαισθησία της υλιστικής νεωτερικότητας. Βλ. και αντίστοιχη παραπομπή: G. Highet, The classical Tradition. Greek and Roman Influences on Western Literature, Oxford, 1959, σ. 453. 177 Α. Καλπαξής, «Επιρροές της Γαλλογερμανικής αντιπαράθεσης του 19ου αι. στην κατασκευή της εικόνας της αρχαίας Ελλάδας.» στο Ένας νέος κόσμος γεννιέται, ο.π., σ. 46.

178 Α-Ι. Δ. Μεταξά, Προεισαγωγικά για τον Πολιτικό Λόγο. Δεκατέσσερα μαθήματα για το στυλ,. Αθήνα, 1997, σ. 61-70.

179 L. Krieger, The German Idea of freedom. History as a political tradition, Chicago, London, 1957, σ. 231-33.

63

Page 64: papadopoulou

νομιμότητα. Ο νεοκλασικισμός στην ευρύτερη έννοια αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα αυτής της διεργασίας όπως επίσης και η ενίσχυση του ρομαντικού Καθολικού πνεύματος που έφερε, μεταξύ άλλων κορυφαίων διανοουμένων, τον Ludwig von Gentz και τον Schelling στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Η μετατροπή της κριτικής φιλοσοφίας σε θεολογία ήταν πιθανόν η πιο ακραία ιδεολογική έκφραση του προγράμματος να εδραιωθεί η νομιμότητα της απολυταρχίας, αλλά η πιο υποβλητική της εκδήλωση ήλθε αναμφισβήτητα στο χώρο των καλών τεχνών. Κανείς δεν εξέφρασε αυτό το πνεύμα με μεγαλύτερη νομιμοφροσύνη και ακρίβεια από τον Wilhelm von Kaulbach στους πίνακες που απεικόνιζαν τον βασιλέα Λουδοβίκο να προεξάρχει στην καλλιέργεια των τεχνών και να επιβλέπει την κατασκευή των νεοκλασικών μνημειακών κτιρίων που στόλιζαν την πρωτεύουσα του βασιλείου του. Αυτή η απεικόνιση μας θυμίζει και τη μεταγενέστερη απεικόνιση του γιου του, βασιλιά Όθωνα που ζωγραφίστηκε βάσει μιας σπουδής του Karl Rahl από τον E. Lippidski στα προπύλαια του πανεπιστημίου το 1889, όπου ο Όθων εποπτεύει τις τέχνες και τα γράμματα, όπως θα δούμε και παρακάτω. Στην τοιχογραφία αυτή ο βασιλιάς της Ελλάδος περιστοιχίζεται από τις Μούσες και τις Επιστήμες σε έναν χορό που συμβολίζει την αναβίωση των τεχνών και των επιστημών στο βασίλειό του με τρόπο που ανακαλεί στη μνήμη τους πίνακες του Kaulbach που απεικονίζουν τον πατέρα του με αντίστοιχους ρόλους (εικ. 9).

Αυτό το κλίμα συνάμα με το γερμανικό ιδεαλισμό180 και την ιδεολογική καταξίωση των ρυθμολογικών προτύπων κυρίως των αρχαιολογικών, οδήγησε στην ανοικοδόμηση, στο κέντρο του Μονάχου, έργων μνημειακού χαρακτήρα, αρχαιοελληνικού ρυθμού181. Το κλασικιστικό αυτό όραμα συνοδοιπορούσε με μια φιλελληνική συνείδηση182 που ενέπνευσε πολλά ισχυρά πνεύματα εκείνης της εποχής στην Ευρώπη. Μεταξύ αυτών και τον ίδιο τον Λουδοβίκο. Έτσι, με την ελληνική επανάσταση, ο ηρωικός κλασικισμός μετατρέπεται σε κοινωνικό βίωμα, εμπνέοντας ρομαντικά και τα πιο αδιάφορα πνεύματα. Ο νεοκλασικισμός εμπνεόμενος από την

180 Ο Καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας Friedrich Thiersch ο οποίος διορίστηκε λίγο αργότερα στο Γυμνάσιο του Μονάχου, έδωσε το 1812 ενώπιον της Βασιλικής Βαυαρικής Ακαδημίας Επιστημών μία διάλεξη που έκανε αίσθηση με θέμα την οικονομική και πολιτιστική άνοδο των Νεοελλήνων, με των οποίων την παιδεία και το ευρύ πνεύμα ο Thiersch είχε εντυπωσιαστεί: Όταν η διάλεξη δημοσιεύτηκε το 1813 στην Allgemeine Zeitschrift von Deutschen fur Deutsche, στην οποία μάλιστα ο αρχισυντάκτης ήταν ο Schelling, το ενδιαφέρον για την τύχη των Νεοελλήνων, των οποίων οι πρόγονοι είχαν δημιουργήσει τα μεγαλοπρεπή έργα τέχνης στους τομείς της αρχιτεκτονικής, της Γλυπτικής και της Λογοτεχνίας, εξαπλώθηκε στο Γερμανόφωνο χώρο. Ένας λόγος για το ενδιαφέρον αυτό είναι το γεγονός ότι οι Γερμανοί, που μόλις είχαν απελευθερωθεί από την κυριαρχία του Ναπολέοντα, στηριζόμενοι στις δικές τους και μόνο δυνάμεις, μπορούσαν να ταυτιστούν με τους Έλληνες. Βλ. Π. Κιτρομηλίδης, ο.π. στην έκθεση Αθήνα Μόναχο, σ. 39. Και για έναν ακόμα λόγο: Όσες χώρες συντάχθηκαν με τη μεταρρύθμιση- Διαμαρτυρομένων εκεί άνθισαν οι νεοελληνικές σπουδές. Γερμανία. 181 Αξίζει να σημειωθεί ότι στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος δεν προβλέφθηκαν πομπώδεις μορφές όπως αψίδες θριάμβου και ηρώα, ούτε καν μνημείο της ελληνικής Επανάστασης. Αυτό μπορεί να δικαιολογηθεί αν λάβουμε υπόψη μας ότι η επανάσταση για την εποχή ήταν μη τελειωμένο γεγονός ακόμη. 182 Το ιστορικό κίνημα του ρομαντικού κλασικισμού με κλασικές καταβολές (ακαδημαϊκός κλασικισμός), το οποίο χαρακτηρίζει την ιδεολογία της ευρωπαϊκής –αριστοκρατικές και μεγαλοαστικής –τάξης των χρόνων 1789-1850, αποδείχτηκε σαν ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες της ψυχολογικής και ιδεολογικής προετοιμασίας των Ελλήνων για τον εθνικοαπελευθερωτικό τους αγώνα. Ακόμα, αποτέλεσε μια «καμπάνια δημοσίων σχέσεων» για την ελληνική υπόθεση εντελώς πρώτης γραμμής που γέννησε το πνευματικό και πολιτικό κίνημα του φιλελληνισμού. Αλλά και στη συνέχεια, που ένα δεύτερο κύμα αυτού του κινήματος θα έρθει στην Ελλάδα, με φορείς του το γιο του Λουδοβίκου Όθωνα και τη βαυαρική Αντιβασιλεία, θα επιδράσει και πάλι-αυτή τη φορά ιδιόμορφα- στην κοινωνική και γενικά την πολιτιστική διαμόρφωση του μετεπαναστατικού ελληνικού κράτους.

64

Page 65: papadopoulou

αρχαία ελληνική τέχνη ανανοηματοδοτείται από την νεοελληνική επανάσταση για να συμβολίσει την είσοδο στη νεωτερικότητα. Αυτή και μόνο η συγκυρία αρκούσε για να ιδωθούν οι νεοέλληνες πρώτα από τους ευρωπαίους και μετά από τους ίδιους τους τους εαυτούς ως συνεχιστές του αρχαίου ελληνικού πνεύματος στον αιώνα του ρομαντισμού183.

Σε ένα λοιπόν ταξίδι που έκανε στην Ιταλία (1804-5) ο Λουδοβίκος μετά από προτροπή του δασκάλου του Kirschbaum για μια κλασική περιήγηση αφυπνίστηκε ο ενθουσιασμός του για την αρχαιότητα και την τέχνη γενικότερα. Μετά την επιστροφή του πείθει τον πατέρα του να στείλει τον επιθεωρητή πολεοδομίας της Νυρεμβέργης Carl Haller von Hallerstein (λάτρη της αρχαιότητας επίσης) να πάει για μελέτες στην Ελλάδα. Εκεί δημιουργούν μια φιλική ένωση184 με σκοπό την υποβολή υποτροφιών σε προικισμένους Έλληνες προκειμένου να εκπαιδευτούν 185.

Από τότε επιδίδεται σε ένα κυνήγι αρχαιοελληνικών θησαυρών και οραματίζεται μια νέα κλασική εποχή ξοδεύοντας χρήμα και χρόνο. Ο Martin von Wagner γίνεται ο καλλιτεχνικός τους πράκτορας στη Ρώμη. Όταν κατορθώσει να συλλέξει ένα αξιόλογο αριθμό αποφασίζει να δημιουργήσει ένα κατάλληλο κτίριο για τη νεοαποκτηθείσα συλλογή αρχαίων γλυπτών. Το 1814 προκήρυξε διαγωνισμό για τη Γλυπτοθήκη (εικ. 10) αλλά και για ένα ίδρυμα Βετεράνων, ένα «Πάνθεον» των μεγάλων ανδρών, τη «Βαλχάλα» (εικ. 12-13-14). Προϋπόθεση για τους αρχιτέκτονες ήταν να δημιουργήσουν ένα κτίριο σε «καθαρά αρχαιοπρεπές στυλ», εμπνεόμενοι από το φιλελληνισμό και επιζητώντας «ιστορική αυθεντικότητα». Αυτή η έντονη επιθυμία για αυθεντικότητα που διακατέχει και τον ίδιο του Λουδοβίκο, τον οδηγεί να ζητήσει αντίγραφο του Παρθενώνα και μάλιστα εκπονημένο in situ. Δηλ. ζήτησε τα σχέδια να γίνουν στην Ελλάδα, ακολουθώντας την αντίληψη που ήθελε η αντιγραφή ενός κτίσματος ή μερών του να μπορεί να επιφέρει αποτελεσματικά και «την ιστορική του αύρα»186 (αν και αντίθετο με την αρχιτεκτονική δεοντολογία της εποχής σε ένα βαθμό187). Παράλληλα όμως αυτή η βούληση του Λουδοβίκου

183 Η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη όμως είχε απαιτήσεις από τους νεοέλληνες περισσότερες και από ότι οι ίδιοι για τους εαυτούς τους. Απαιτήσεις ελληνικότητας. Αυτές κλήθηκαν να υπερασπιστούν ή μάλλον να αποδείξουν και όταν είδαν ότι απείχαν από το μέγεθός τους άρχισαν να αποδέχονται ότι αισθάνονται τελικά και Ρωμιοί. Ο βυζαντινισμός συνδέθηκε με τα πατριωτικά ιδανικά του λαού Βλ. Α. Κυριακίδου –Νέστορος, Ρωμιοί Έλληνες και Φιλέλληνες, Ανάτυπο από το περιοδικό «Φιλόλογος», Θεσσαλονίκη, 1966, σ.84-92 και M. Nicol , Byzantium and Greece, London, 1971, σ. 11, 13. 184 Σύμβολο της ένωσης έγινε η κουκουβάγια μέσα σε κύκλο. Από την ένωση αυτή γεννήθηκε η Αθηναϊκή Φιλόμουσος Εταιρεία (δραστηριότητες για διατήρηση αρχαίων μνημείων και υποστήριξη ελλήνων φοιτητών). Η ανάληψη του συμβόλου της Εταιρείας, της κουκουβάγιας των Αθηνών, στη νέα σφραγίδα του κράτους λίγο αργότερα, ενίσχυσαν τη συμπάθεια για τους Έλληνες και είχαν ως αποτέλεσμα οι «αιώνες της αρχαιότητας, οι γεμάτοι δόξα και υποσχέσεις» να προβάλουν ως μέλλον του υπό δημιουργία ελληνικού κράτους 185 Η ευρέως διαδεδομένη «θρησκεία της διανόησης του Νεοπαγανισμού» είχε προετοιμάσει το έδαφος για την πολιτικοποίηση του ελληνικού απελευθερωτικού αγώνα που ως τότε εμπνέονταν κυρίως από μεσσιανικά μηνύματα. 186 Β. Νερντινγκερ, «Μια εικόνα καθαρού ελληνισμού μεταφυτεύεται στο δικό μας κόσμο» Τα κτίσματα του Leo von Klenze για την Αθήνα του Ποταμού Ιζάρ, στην έκθεση: Αθήνα Μόναχο, ο.π., σ. 255 187 Ο Klenze βέβαια είχε τις ενστάσεις του σε ορισμένα θέματα. Ενώ ήταν υποστηρικτής της αρχαιοελληνικής αρχιτεκτονικής (ακόμη και όταν αργότερα ο Λουδοβίκος άρχισε να στρέφεται σε γοτθικά-μεσαιωνικά πρότυπα) δεν ήθελε να είναι ένας απλός αντιγραφέας της ελληνικής αρχιτεκτονικής. Σε μια επιστολή του στο Λουδοβίκο γράφει: «Με τον ίδιο εμπνευσμένο τρόπο που μεταφέρθηκε το Παλλάδιο στη ρωμαϊκή Αρχιτεκτονική και έγινε μεγάλο και αθάνατο για την εποχή του και για τις ανάγκες της χώρας του, επιθυμώ και εγώ να φιλοτεχνήσω τα ελληνικά έργα- αυτός είναι ο μοναδικός δρόμος να δημιουργήσω κάτι περισσότερο από λογοκλοπή». Βλ. Ρ. Βίνσε, «Καλύτερα

65

Page 66: papadopoulou

διατυπώνει και μια νέα ιστορική συνείδηση, η οποία απαιτεί να επιλέξει ελεύθερα την ιστορικότητά της. Το διαγωνισμό κέρδισε ο Leo von Klenze, ευνοούμενος πλέον του Λουδοβίκου. Το αποτέλεσμα ήταν μια συνεργασία του βασιλιά-χορηγού και του καλλιτέχνη με όραμα να ιδρύσουν στη Βαυαρία μια νέα «κλασική» εποχή στην τέχνη.

Ο Klenze με ανεπτυγμένο το αίσθημα της αποστολής του δημιούργησε για τη Γλυπτοθήκη, μια αρχιτεκτονική άποψη εντυπωσιακή και κατάφερε στη μορφή του οικοδομήματος, στον εξοπλισμό και στην τοποθέτηση των αρχαιοτήτων να συνδέσει την ιδέα της αναγέννησης της αρχαίας τέχνης στο Μόναχο με την ανάγκη του Λουδοβίκου για προβολή. Δημιούργησε ένα συνολικό έργο τέχνης, το οποίο αποτελούσε κάτι εντελώς μοναδικό και μέχρι τώρα κάτι εντελώς νέο. Ακόμα και το όνομα του Μουσείου ήταν καινούργιο. Η λέξη «Γλυπτοθήκη» είναι κομψό γλωσσικό δημιούργημα με αρχαιοελληνικές επιρροές και χαρακτηρίζει το κτίσμα ως τόπο φύλαξης έργων γλυπτικής. Πρόκειται για ολοκληρωμένο πρόγραμμα καταφανές στις γωνιακές φιγούρες της εξωτερικής πλευράς του κτίσματος: Ήφαιστος, Δαίδαλος, Προμηθέας και Φειδίας πλαισιώνουν τη μορφή του Περικλή (καταστράφηκε στον β΄ παγκόσμιο πόλεμο) και τον Αδριανό, τους δύο μεγάλους μαικήνες της τέχνης στην αρχαιότητα. Η ανατολική πλευρά έφερε μορφές μεγάλων καλλιτεχνών που είχαν συντελέσει στην αναβίωση της αρχαίας τέχνης : Antonio Canova Bertel Thorvaldsen και Ludwig von Schwanthaler (δημιουργός της «Bavaria» για την οποία θα μιλήσουμε παρακάτω). Η Γλυπτοθήκη (που ολοκληρώθηκε το 1816) ήταν το πρώτο και ίσως γνησιότερο δημιούργημα αυτού του «Νέου Αιώνα». Η βασική ιδέα ήταν να προβληθεί το εξής μήνυμα: όπως όταν μεταφέρθηκαν τα ελληνικά γλυπτά στη Ρώμη επήλθε άνθιση της τέχνης, έτσι και ο Λουδοβίκος αγόρασε από την Ελλάδα και τη Ρώμη αριστουργήματα της αρχαιότητας και τα έφερε στο Μόναχο με σκοπό να συντελεστεί μια νέα άνθιση της τέχνης. Οι χαρακτηρισμοί « Λουδοβίκος ο νέος Περικλής» «Thorvaldsen-που έφτιαξε την προτομή του - ο νέος Φειδίας», «Μόναχο, Η Αθήνα του ποταμού Ιζάρ», ήταν συνηθισμένοι188.

Παράλληλα την ίδια χρονιά 17 Φεβρουαρίου 1816 ο Λουδοβίκος σημειώνει στο ημερολόγιό του ότι ήθελε να τονίσει στον Klenze «η πρόσοψη της Βαλχάλα να έχει την ίδια απολύτως μορφή με αυτή του Παρθενώνα». Η Βαλχάλα (εικ. 12-13-14) αποτελούσε την πιο θριαμβευτική εκδήλωση εθνικισμού στην τέχνη εκείνη την εποχή, όντας ένα Γερμανικό «Πάνθεον», το οποίο αποτελούσε το σημαντικότερο αρχιτεκτόνημα για την εξύμνηση του γερμανικού πνεύματος, κυρίως κατά την περίοδο που το οραματίστηκε ο Λουδοβίκος (δηλ. κατά την κυριαρχία του Ναπολέοντα). Ο Λουδοβίκος είχε συλλάβει το σχέδιο το 1807, όταν ήταν ακόμα διάδοχος του θρόνου. Εκείνη τη χρονιά επισκέφτηκε το Βερολίνο, που τότε βρισκόταν υπό γαλλική κατοχή, μετά τις ταπεινωτικές ήττες της Πρωσίας στις μάχες του Αούστερλιτς και της Ιένα. Ο Λουδοβίκος ένιωσε να αφυπνίζεται ο εθνικισμός

πολίτης της Ελλάδας παρά κληρονόμος του θρόνου». Ο βασιλιάς Λουδοβίκος Α΄ και η Ελλάδα, στην έκθεση: Αθήνα Μόναχο, ο.π., σ. 143 188 Βεβαίως η εισαγωγή του νεοκλασικισμού ούτε έγινε πρώτα από τους Βαυαρούς ούτε οφείλεται αποκλειστικά σε αυτούς, απλά μεθοδεύτηκε περισσότερο από αυτούς. Για το ρόλο των Επτανήσων στην εισαγωγή του νεοκλασικισμού και των Ελλήνων της Διασποράς βλ. Δ. Φιλιππίδης, Νεοελληνική αρχιτεκτονική : αρχιτεκτονική θεωρία και πράξη (1830-1980) σαν αντανάκλαση των ιδεολογικών επιλογών της νεοελληνικής κουλτούρας ,Αθήνα , 1984. Επίσης, η εισαγωγή της ελληνιστικής ρυθμολογίας στην αρχιτεκτονική συνδέεται άρρηκτα με την επίσημη προβολή της «εθνικότητας» μέσα από τις δικές της ιστορικές και ιδεολογικές καταβολές ήδη από την Καποδιστριακή περίοδο. Μάλιστα ήδη από το 1829 γίνεται Στρατιωτική κεντρική σχολή στο Ναύπλιο στα πρότυπα αντίστοιχης γαλλικής πολυτεχνικής σχολής.

66

Page 67: papadopoulou

του, και πίσω στο ασφαλές καταφύγιο της γενέτειράς του της Βαυαρίας (που τότε ήταν σύμμαχος της Γαλλίας), άρχισε να σχηματοποιεί στο μυαλό του τις ασαφείς ιδέες ενός μνημείου που θα εξυπηρετούσε εθνικούς σκοπούς189.

Το ονόμασε «Βαλχάλα», όπως λεγόταν η μεγάλη αίθουσα του Όντιν- ο οποίος κατά την σκανδιναβική μυθολογία ήταν ο υπέρτατος δημιουργός- και όπου ζούσαν αιώνια οι ήρωες. Οι σκανδιναβικοί μύθοι, οι οποίοι συλλέχθηκαν και εκδόθηκαν για πρώτη φορά στα τέλη του 18ου αι., ήταν η μαρτυρία μιας πρωτότυπης ηρωικής παράδοσης που δεν εξαρτιόταν από τα ηρωικά παραδείγματα της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας190. Μερικοί κριτικοί ισχυρίστηκαν ότι το κτήριο του Λουδοβίκου, όπως και το όνομά του, έπρεπε να ανακαλεί μια κλασική παράδοση του βορρά, κι όχι του νότου. Ο Γκαίτε, για παράδειγμα, είχε γράψει ήδη ότι η γερμανική παράδοση μπορούσε να βρει την έκφρασή της μόνο στη γοτθική αρχιτεκτονική. Ισχυριζόταν ακόμα ότι οι μεγάλοι καθεδρικοί ναοί του Μεσαίωνα δεν αναπτύχθηκαν από την κλασική, μεσογειακή κουλτούρα, αλλά από τη γερμανική «ψυχή», και ανέφερε ως παράδειγμα το Στρασβούργο191. Έτσι προέκυψε το θέμα αν θα έπρεπε να είχε έναν καθαρά ελληνικό ρυθμό ή ένα που να παραπέμπει στο γερμανικό γοτθικό παρελθόν. Έτσι, ο Λουδοβίκος επέλεξε να κτίσει τη Βαλχάλα στο Ρεγκενσμπουργκ192, σε μία τοποθεσία πάνω από το Δούναβη. Διάλεξε ένα όμορφο ορεινό τοπίο μακριά από το κέντρο της πόλης, εντείνοντας έτσι την αίσθηση του προσκυνήματος σε έναν ιερό χώρο. Ωστόσο, αρχιτεκτονικά έκλινε περισσότερο προς τον κλασικό ρυθμό, και το 1821 εμπιστεύτηκε για άλλη μια φορά τον Klenze εγκρίνοντας τα σχέδιά του, που βασίζονταν στον Παρθενώνα των Αθηνών. Η οικοδόμηση, πάντως, άρχισε ύστερα από εννιά χρόνια. Ο Λουδοβίκος δικαιολόγησε την επιλογή τoυ ρυθμού με το επιχείρημα ότι ήθελε μια απομίμηση του καλύτερου αρχιτεκτονήματος της κλασικής αρχαιότητας, δηλαδή του αρχαιοελληνικού ναού. Αλλά και ο αρχιτέκτονας συμφώνησε μαζί του έχοντας ένα επιπλέον και πιο ισχυρό κίνητρο για την επιλογή του αρχαιοελληνικού ναού193.

Έτσι, η Βαλχάλα του Klenze είναι ένα ελληνικό μνημείο και ένα βαυαρικό ηρώο μαζί. Υψώνεται με μια λιτή καθαρότητα πάνω από το τοπίο και ξεφεύγει από τους προγενέστερους «γραφικούς» ναούς που υπήρχαν στην περιοχή, τους οποίους απορροφούσε εν μέρει το τοπίο. Η αυστηρή γεωμετρία των βαθμίδων και η προσοχή στη λεπτομέρεια δημιουργούν ένα αρχιτεκτόνημα στοιχειώδους καθαρότητας, το οποίο δύσκολα μπορούσε να συναγωνιστεί η προηγούμενη γενιά των νεοκλασικιστών. Εδώ βλέπουμε το τέλειο δείγμα ελληνικής αναβίωσης. Παρόλα αυτά, η γλυπτική των αετωμάτων και των εσωτερικών ανάγλυφων, όπως και οι μαρμάρινες προτομές διάσημων ανδρών της γερμανικής ιστορίας, αποτελούσαν έναν ύμνο στη δόξα των Γερμανών, κι όχι μια νέα αναφορά στην ελληνορωμαϊκή

189 Η συστηματικότερη απόπειρα να κωδικοποιηθεί η γαλλική ιστορική ζωγραφική συντελείται στα χρόνια του Λουδοβίκου Φίλιππου με την απόφασή του να προχωρήσει στην αναστήλωση των Βερσαλλιών και στη μετατροπή τους σε ένα μουσείο αφιερωμένο «σε όλες τις δόξες της Γαλλίας»189 190 Η σκανδιναβική μυθολογία θα αποτελούσε αργότερα για τον Βάγκνερ δυνατό υλικό κατάλληλο για όπερα. 191 Το νέο γοτθικό ύφος στις τέχνες (το οποίο αναπτύχθηκε ταυτόχρονα με το νεοκλασικισμό) συνδυάστηκε ειδικά στη Γερμανία, με τη συνειδητοποίηση της εθνικής ταυτότητας. 192Ντ. Εργουιν, ο.π. σ. 292. 193 Το επιχείρημα του Klenze είχε ανθρωπολογική βάση. Ήταν πεπεισμένος ότι ο πληθυσμός της γης εκτεινόταν από τα Ιμαλάια ως τα βουνά του Καυκάσου. Από τον Καύκασο οι άνθρωποι ξεχύθηκαν στην Ευρώπη και άλλοι εγκαταστάθηκαν στην ελληνική επικράτεια, άλλοι μετακινήθηκαν βορειότερα στην Ευρώπη, ακολουθώντας τους κύριους ποταμούς, όπως ήταν ο Δούναβης. Επομένως ο Klenze θεωρούσε ότι οι Έλληνες και οι Γερμανοί είχαν κοινή προέλευση. Βλ. Ντ. Εργουιν, ο.π. σ.294.

67

Page 68: papadopoulou

μυθολογία και Ιστορία. Ήταν ένας Παρθενώνας που εξυπηρετούσε τις σύγχρονες γερμανικές εθνικιστικές φιλοδοξίες. Η μαρμάρινη προτομή του ίδιου του Λουδοβίκου στέκει μπροστά τους, σε ένα έντονο χρωματισμένο εσωτερικό. Την οροφή στηρίζουν οι σμιλεμένες μορφές των Βαλκυρίων, των όμορφων παρθένων που έσωζαν τα σώματα των ηρώων από τα πεδία των μαχών και τα πήγαιναν στη Βαλχάλα του Όντιν, ενώ το ανώτερο τμήμα του τοίχου είναι σκαλισμένο με σκηνές από την πρώιμη Ιστορία της Γερμανίας. Οι ήρωες που τιμήθηκαν σ αυτόν το ναό της δόξας δεν είναι αποκλειστικά στρατιώτες: υπάρχουν στρατηγοί αλλά και ποιητές, συνθέτες, φιλόσοφοι, καλλιτέχνες κ.α. ( Σίλερ, Μότσαρτ, Λέσιγκ, Μενγκς…Καντ κ.α.). Τέλος, εδώ βρίσκεται η ΒΑVARIA (εικ. 13), το μεγαλύτερο έως τότε χάλκινο άγαλμα από την εποχή της αρχαιότητας. Ο υπαινιγμός είναι ξεκάθαρος: «Κολοσσός της Ρόδου» (ύψος 32μ. ), «Κολοσσός του Νέρωνα» στη Ρώμη (ύψος 34μ), «Bavaria» (ύψος 18μ. με τη βάση). Προβάλλεται από το Λουδοβίκο η συνειδητά προπαγανδισμένη γραμμή Αθήνα- Ρώμη- Μόναχο. Ο Λουδοβίκος μιλώντας για το κτήριο, είχε πει ότι ήλπιζε «ο Γερμανός να φεύγει από εκεί πιο γερμανός και καλύτερος άνθρωπος από πριν». Το σίγουρο είναι ότι ο εθνικισμός και η ηθική βελτίωση ποτέ δε συναντήθηκαν με τόση σαφήνεια σε ένα κτήριο. Η Βαλχάλα μετέδιδε το μήνυμά της στον καθένα χωριστά, αλλά και στο πλήθος, στις τελετουργικές πομπές που ανέβαιναν από το ποτάμι και ανηφόριζαν το δρόμο, ακολουθώντας τη μακρά πορεία για προσκύνημα194.

Την εποχή λοιπόν που ολοκληρώνονταν η Γλυπτοθήκη και ο Λουδοβίκος επεξεργαζόταν τον αρχιτεκτονικό ρυθμό της Βαλχάλα (1816), είχε στο νου του να χτίσει παράλληλα μια πύλη στα δυτικά της πόλης που να σηματοδοτεί την είσοδο στη νέα πόλη διαμορφώνοντας μια πλατεία. Εκεί θα υπήρχαν τρία κτίσματα στους τρεις κλασικούς ελληνικούς ρυθμούς: δωρική ιωνική γλυπτοθήκη, κορινθιακή εκκλησία των Αγίων Αποστόλων και δωρικό πρόπυλο του Konogsplatz (εικ. 15).

Τα Προπύλαια στο Konogsplatz (1846) λοιπόν είναι ίσως η κορυφαία καλλιτεχνική μαρτυρία σύζευξης του γερμανικού ιδεαλισμού με την ελληνική ταυτότητα. Στους τοίχους των Προπυλαίων μπορεί κανείς να διαβάσει με κεφαλαίους ελληνικούς χαρακτήρες τη μνημειώδη αναγραφή του καταλόγου των ονομάτων των ηρωικών δημιουργών της σύγχρονης Ελλάδας, του βασιλείου του δευτερότοκου γιού του Λουδοβίκου, του Όθωνα (εικ. 17α. 17β). Το πιο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό του πανθέου αυτής της ελληνικής ιδεολογίας, που φιλοξενείται σε μια ξένη πρωτεύουσα, είναι η αναγραφή του ονόματος του Ιακωβίνου επαναστάτη Ρήγα Βελεστινλή πλάι σε εκείνο του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γρηγορίου Ε΄, ο οποίος αναθεμάτισε τις ιδέες της επανάστασης. Βρίσκονται και οι δύο εκεί όμως επειδή είναι και οι δύο μάρτυρες του μεγάλου αγώνα που οδήγησε στην απελευθέρωση της Ελλάδος. Η επιγραφή στα προπύλαια του Μονάχου συμπυκνώνει την ιδεολογική επεξεργασία που βρήκε την οριστική της έκφραση στην μνημειακότητα των αγαλμάτων που κοσμούν την πρόσοψη του Πανεπιστημίου Αθηνών όπου και πάλι ο Πατριάρχης και ο Ιακωβίνος κυριαρχούν στη σκηνή, όπως θα δούμε και παρακάτω. Όταν το 1848 αναγκάστηκε να παραιτηθεί από το θρόνο επέβαλε τη χρηματοδότηση των προπυλαίων που ούτε καν είχαν αρχίσει, δείχνοντας τι τον ενδιέφερε περισσότερο.

Αυτός ο πολιτικός χαρακτήρας των οικοδομικών παρεμβάσεων διακρίνεται και στο σχεδιασμό και την πολεοδομία της πόλης του Μονάχου γενικότερα και

194 Έναν αιώνα αργότερα, το μήνυμα της Βαλχάλα θα παρερμηνευόταν από άλλον παρανοϊκό ηγέτη, τον Αδόλφο Χίτλερ.

68

Page 69: papadopoulou

δείχνει έναν εκλεκτισμό σχεδόν ολιστικό195. Στο Μόναχο επιλέγεται η τακτική των εντυπωσιακών ευθύγραμμων χαράξεων, με τις οποίες υποδηλώνεται η πολιτική πρωταρχικότητα των αφετηριών τους. Συγκεκριμένα, με επίκεντρο το βασιλικό ανακτορικό συγκρότημα (Residenz εικ. 11) διανοίγονται δυο εντυπωσιακές λεωφόροι. Η Brienner και η Ludwig Straße. Η πρώτη με κατεύθυνση προς τα Δυτικά υποσημειώνει μια νέα προσπέλαση στην πόλη η οποία υπερτονίζεται με το σύμπλεγμα των Propyläen: ένα δωρικού ρυθμού οικοδόμημα όπως είδαμε, πράγματι λειτουργικό αλλά και με σαφή την ανάγκη να δηλώσει μια πρόθεση επιβολής, εντύπωσης και μεγαλείου. Η πύλη αυτή, με τον τρόπο που είναι εγγεγραμμένη μέσα σε μια τεράστια κυκλική πλατεία, όχι μόνο διασκεδάζει τη μεσαιωνική φοβική στάση που κάθε τέτοιου τύπου κατασκευή προέτρεπε, αλλά προτάσσει κατά τρόπο αλαζονικό την συσχέτισή της με τα δυο παρακείμενα εξίσου αρχαιοπρεπή οικοδομήματα, τη Glyptothek και το (Μουσείο) Staatliche Antikensammlungen, δύο ελεύθερα –στο χώρο– τοποθετημένα κτήρια, που σχηματίζουν ένα γιγαντιαίο Π. Η Briennerstraße συνεχίζεται και αφού διέλθει από την κυκλική Karolinenplatz, με τον οβελίσκο στο κέντρο της, καταλήγει στην είσοδο του Hofgarten. Στο σημείο αυτό και κάθετά της αρχίζει ένας άλλος μνημειακός άξονας, η Ludwigstraße, με βορινό προσανατολισμό και στην αφετηρία της κοσμείται με την αναθηματική κατασκευή της Feldherrnhalle. Πρόκειται για μια απροκάλυπτη επανάληψη της Loggia dei Lanzi στη Φλωρεντία.

Σε κάθε περίπτωση, η Ludwigstraße, είναι μια εξαιρετική στιγμή πολεοδόμησης λόγω της ισχυρής συμβολικής γλώσσας που χρησιμοποιεί: καταφέρνει με την ενοποιητική επιβολή της ευθύγραμμης λεωφόρου να συνταιριάξει οικοδομήματα που βασίζονται τυπολογικά από την ρωμαϊκή αρχαιότητα μέχρι την ύστερη Αναγέννηση. Κατά μήκος αυτής της διαδρομής εντοπίζονται οικοδομήματα για κοινή δημόσια χρήση ακολουθώντας το πρότυπο του Palazzo, όπως η Bayerische Staatsbibliothek, και το Ludwig-Maximilians Universität. Ενώ όταν πρόκειται για κατασκευές με υπομνηματιστική αποστολή διαλέγει το ρωμαϊκό παρελθόν, όπως συμβαίνει με τη Siegestor (εικ. 16), η οποία έχει ως πρότυπο τις θριαμβικές αψίδες των αυτοκρατόρων στο Forum της αρχαίας Ρώμης. Παράλληλα διαφαίνεται πόσο υπολογισμένη είναι η χρήση των ελεύθερων χώρων αφού προκρίνονται πλατείες, όπως η Odeonsplatz και εκείνη μπροστά από το Πανεπιστήμιο, για να τονίσουν ακόμη περισσότερο την δυνατότητα της εξουσίας για υποβολή.

Έτσι, το Μόναχο αποτελεί την πραγμάτωση του μισού οράματος της αναβίωσης του κλασικισμού που είχε στο μυαλό του ο Λουδοβίκος. Ήθελε να

195 Πρόκειται για την αρχή της «περιεκτικότητας» και την αρχή της «αποσπασματικότητας». Ωστόσο, εδώ υποσημειώνονται ως νεολογισμοί για τις ανάγκες της πολιτικής επικοινωνίας. Η μια αρχή δεν αντιστρατεύεται την άλλη, αλλά μόνο στην ταυτόχρονη εφαρμογή τους μπορεί να προκύψει η ικανή και αναγκαία συνθήκη για να πραγματοποιηθεί η τόσο φιλόδοξη και ευφάνταστη εκδοχή μιας πολιτικής αρχιτεκτονικής. Τούτο υποστηρίζεται διότι η «περιεκτικότητα» υπαινισσόμενη την αντίληψη, όπως και την πρακτική, ότι «όλα περιέχονται», την ίδια στιγμή εξυπονοεί και μια ελλειπτικότητα. περιγραφεί το απόλυτο δικαίωμα της αυθαίρετης επιλογής που έχει ένας εστεμμένος σε ό,τι αφορά τις ιδεολογικές χρήσεις του παρελθόντος. Κ. Μπάσιος Η Πόλη ως Μουσείο: η Αθήνα και το Μόναχο κατά το ΙΘ’ αιώνα, Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών, Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών Θέμα: Ο ελληνικός κόσμος ανάμεσα στην εποχή του Διαφωτισμού και στον εικοστό αιώνα, 2-4 Ιουνίου 2006, Αθήνα, 2006.

69

Page 70: papadopoulou

μεταβάλλει την πρωτεύουσα του βασιλείου του σε μια Αθήνα «επί του ποταμού Ιζάρ».Το άλλο μισό που ήταν και η πηγή της έμπνευσής του αφορά τον ίδιο τον τόπο που γέννησε τον κλασικισμό: την Αθήνα, την Ελλάδα. Η Ελλάδα εμπνέει τα φιλελληνικά του αισθήματα, και δίνει ακόμη μεγαλύτερο ηθικό έρεισμα νομιμοποίησης στο όραμά του καθώς και αυθεντικότητα στο εγχείρημα: την προβολή του προσώπου του και κατ’ επέκταση του απολυταρχισμού. Ο Λουδοβίκος οραματίστηκε μια ανασύσταση της αρχαίας Ελλάδας196.

Η επιλογή του δευτερότοκου γιού του για το θρόνο της νέας Ελλάδας αποτελεί την ιδανική ευκαιρία πραγμάτωσης του οράματός του. Τώρα μπορεί με τα πολιτικά μέσα που του δίνει αυτή η επιλογή να πραγματοποιήσει το καλλιτεχνικό του όραμα. Η απόφαση της Αντιβασιλείας να μεταφέρει την πρωτεύουσα της Ελλάδας στην Αθήνα ήταν απλώς μια τυπική πράξη, αφού η απόφαση για την επιλογή αυτής της αρχαίας μητρόπολης είχε ληφθεί στο Μόναχο197. Ο Λουδοβίκος γράφει στις 14 Ιουνίου 1834 προς την Αντιβασιλεία στο Ναύπλιο: «Μια τόσο σημαντική υπόθεση όπως η οικοδόμηση της νέας πόλης του βασιλείου στην τοποθεσία των πάλαι ποτέ Αθηνών, δεν μπορεί να με αφήσει αδιάφορο, πόσο μάλλον που εδώ συνδέεται στενά το συμφέρον του γιου μου και της δυναστείας μου με το γενικότερο συμφέρον για ένα καλλιτεχνικό δημιούργημα στην πατρίδα της Τέχνης και του Ωραίου»198. Και ο ίδιος ο Klenze όταν πήγε στην Ελλάδα ως απεσταλμένος του Λουδοβίκου το καλοκαίρι του 1834 ήταν ο καταλληλότερος για να δικαιολογήσει αυτή την απόφαση: «Στ’ αλήθεια θαρρώ πως διόλου δε χρειάζονται όλοι οι άλλοι θετικοί και υλικοί λόγοι, για να απομακρύνουμε οποιαδήποτε σκέψη για κάποια άλλη πρωτεύουσα της Ελλάδας, έτσι όπως είναι τώρα η χώρα. Και μόνο το όνομα Αθήνα θα ξαναχτίσει την Αθήνα από την αρχή και θα της δώσει την τέταρτη εποχή της. Κι ακόμη και αν διαλέξουμε μια άλλη πρωτεύουσα για την Ελλάδα, ολόκληρος ο κόσμος την Αθήνα θα συνεχίσει να θεωρεί πρωτεύουσά της»199. Έτσι, στις 11 Ιουλίου 1833 ελήφθη από την Αντιβασιλεία η απόφαση να γίνει η Αθήνα μελλοντική πρωτεύουσα της Ελλάδος και να πραγματοποιηθεί απρόσκοπτα έως την 1η Ιανουαρίου 1834 η εγκατάσταση του βασιλιά εκεί.

Καθοριστικός στάθηκε ο ρόλος του Λουδοβίκου ακόμη και στην επιλογή της θέσης των ανακτόρων του Όθωνα στην Αθήνα, όπως θα δούμε παρακάτω.

Έτσι, η εισαγωγή του ευρωπαϊκού νεοκλασικισμού στην Ελλάδα γίνεται από Βαυαρούς και παίρνει τη μορφή μιας προσπάθειας επανασυγκόλλησης του σπασμένου κορμού των πατροπαράδοτων πολιτισμικών αξιών-φυσικά μέσα από τη γερμανική αντίληψη ότι κάθε ιδέα είναι ώριμη όταν εμφανίζεται με αισθητή μορφή.

196Αναγκάστηκε επανειλημμένως να βοηθήσει παρέχοντας δάνεια με ευνοϊκά επιτόκια όταν οι δόσεις του δανείου που χορηγείτο από τις Μεγάλες Δυνάμεις δεν καταβάλλονταν εγκαίρως. Για το ρόλο και τη βοήθεια γενικότερα βλ. W. Seidl, Βαυαροί στην Ελλάδα : η γένεση του νεοελληνικού κράτους και το καθεστώς του Όθωνα, Αθήνα, 1984. 197Ο Klenze ήταν πεπεισμένος ότι ανεξάρτητα με την παρούσα κατάσταση και μόνο το όνομα «Αθήνα» ήταν αρκετό για να αναδιοργανωθεί η πόλη, διότι «η Αθήνα θα παρέμενε πρωτεύουσα της Ελλάδος ακόμα και αν οριζόταν διαφορετική πρωτεύουσα». 198 Αθήνα, Γενικό Αρχείο του Κράτους, Οθωνικό Αρχείο, Υπουργείο Εσωτερικών, φάκελος 221. 199 L. Klenze, Aphoristische Bemerkungen gesammelt auf seiner Reise nach Griechenland, Βερολίνο, 1832, σ.422 στο Α. Παπαγεωργίου -Βενετάς, “«Οθωνόπολις» ή Νέα Αθήνα. Η ιστορία του σχεδιασμού επανίδρυσης της πόλης κατά το 19ο αι.” στην έκθεση Αθήνα Μόναχο, ο.π., σ. 109. Στο έργο αυτό που παραπέμπει ο Βενετάς καταγράφεται και η πολιτική βούληση της μελλοντικής εκδοχής της Κωνσταντινούπολης ως πρωτεύουσας του ελληνικούς κράτους.

70

Page 71: papadopoulou

Η τελειότητα της αισθητής ομορφιάς κατακτάται πληρέστερα όταν η αφετηριακή ιδέα που τη διέπλασε συναντά τα θεμελιακά πρότυπά της, γεγονός που πραγματοποιήθηκε στο ιστορικό περιβάλλον της αναγεννώμενης Αθήνας μέσα από την επαναπροσέγγιση των κλασικών μνημείων στην τρέχουσα αρχιτεκτονική πράξη. Έτσι, το προϊόν της δημιουργίας και το ιδεολογικό πρότυπό του ήλθαν σε μια τέλεια ισορροπία. Ο Ρομαντισμός λειτούργησε ως ενσυνείδητη συνιστώσα στη διαδικασία αφομοιωτικής πρόσληψης των ανασυνταγμένων αξιών της αρχαιότητας. Αυτή, η θεμελιακής σημασίας βιωματική μετουσίωση των επανεισαχθέντων-στη γενέτειρά τους πόλη-μορφολογικών προτύπων συμβάδισε με το ιδεολόγημα του εθνικισμού. Οπότε η εθνικιστική ιδεολογία στην Ελλάδα είχε να κάνει με την αναζήτηση ιστορικών καταβολών και προτύπων του πολιτισμού αυτού (αρχαίου) (συναισθηματική προσέγγιση) μέσω του ωραίου (αισθητική προσέγγιση). Στην Ελλάδα το νεοκλασικό δεν είναι διαφωτιστικό, είναι ρομαντικό γι’ αυτό και ο νεοκλασικισμός μετουσιώνεται σε ρομαντικό κλασικισμό που γέννησε τη διάθεση για αναβίωση του μεγαλείου της κοιτίδας του κλασικού πολιτισμού στον ίδιο ακριβώς χώρο που εκείνος γεννήθηκε.. Έχει να κάνει με την οικειοποίηση του κλασικού ως κομμάτι του αυτοπροσδιορισμού της νεοελληνικής ταυτότητας δηλ. το κλασικό είναι ρομαντικά ιδωμένο200.

Είναι λοιπόν συγκυρία μοναδικής τύχης το γεγονός ότι ο κλασικισμός και η ιδέα της «ελληνικής αναβίωσης», εδραιώνονται στη δύση την εποχή αυτή φτάνοντας στο φιλελληνισμό, και συμπίπτουν με την ελληνική επανάσταση και τη δημιουργία του ελληνικού έθνους-κράτους και της νεοελληνικής ταυτότητας.

Ο Λουδοβίκος λοιπόν με τη δράση του έθεσε το πλαίσιο και έγινε ο δίαυλος της πολιτιστικής και ιδεολογικής ευθυγράμμισης με την Ευρώπη. Ήδη από το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης προετοίμασε το έδαφος για μια ενδεχόμενα θερμή υποδοχή του στη «γη των ηρώων» νομιμοποιώντας τη ματαιοδοξία του ως επιφαινόμενου «Ηγεμόνα των τεχνών» ανάμεσα στους άλλους εστεμμένους της Γηραιάς Ηπείρου.

200 Π. Μυλωνάς, Η Νεοκλασική Αθήνα, Σχέδια αποτυπώσεων 1941-1955, Αθήνα, 2000, σ. 27, και Π. Μυλωνάς, Αρχιτεκτονικός Κλασικισμός στην Ελλάδα, Ιστορική και αισθητική σημασία του, Εισήγηση στη Διεθνή Συνέλευση της Europa Nostra, Παρίσι- Αθήνα, 1974, σ. 9 κ.εξής.

71

Page 72: papadopoulou

9. Ο Βασιλιάς Λουδοβίκος Α΄, περιστοιχιζόμενος από καλλιτέχνες και επιστήμονες, κατεβαίνει από το θρόνο για να δει τα γλυπτά και τους πίνακες που του παρουσίασαν, 1848. Wilhelm von Kaulbach (Arolsen 1804-München 1874), Λάδι σε καμβά, 78.5x 163 cm. Ο πίνακας βρίσκεται στη Neue Pinakothek του Μονάχου.

10. Γλυπτοθήκη Μονάχου.

72

Page 73: papadopoulou

11. Residenz

12. Βαλχάλα

73

Page 74: papadopoulou

13. Βαλχάλα

14. Βαλχάλα

74

Page 75: papadopoulou

15. Προπύλαια στο Konogsplatz

16. Siegestor

75

Page 76: papadopoulou

17α Προπύλαια του Μονάχου στο Konogsplatz. Ανάγλυφα στη δυτική πλευρά. Επάνω: Όρκος των Ελλήνων στον Αγώνα για την ελευθερία Κάτω: Μάχη των Ελλήνων κατά των Τούρκων

76

Page 77: papadopoulou

17β Προπύλαια του Μονάχου στο Konogsplatz. Ανάγλυφα στην ανατολική πλευρά. Επάνω: Μάχη των Ελλήνων στη θάλασσα. Κάτω: Το τέλος του αλληλοσπαραγμού των Ελλήνων και η έλευση της μοναρχίας.

77

Page 78: papadopoulou

5. Νεοκλασικισμός και ελληνικό βασίλειο. Όθων.

Πριν από χίλια και πλέον χρόνια, το σωτήριο έτος 992, ο πρώτος γερμανός αυτοκράτορας Όθων Β΄ παντρεύτηκε τη δεκαεξάχρονη βυζαντινή πριγκίπισσα Θεοφανώ. Ο ιστορικός F. Schlosser στην «Παγκόσμια Ιστορία» του 1822, αποδίδει στους έλληνες σοφούς της ακολουθίας της τα «φώτα» που εμφανίζονται στην Ευρώπη την εποχή του Όθωνα201.

Ο παρεμβατικός ρόλος της σχέσης Ελλήνων Ευρωπαίων ξεκινά όπως είδαμε

με το Λουδοβίκο. Σε αυτό βοήθησε το κίνημα του φιλελληνισμού με ηγέτη τον ίδιο που απέδωσε γόνιμα με το ρεύμα του νεοκλασικισμού μια ιδεολογική επένδυση που καρποφόρησε στην Ελλάδα εξαιτίας της αισθητικής της συνάφειας με τη ζωντανή «τοπιογραφία» των αρχαίων μνημείων και στόχο την αποδοχή από τον ντόπιο πληθυσμό: να δεξιωθεί η νεοελληνική κοινωνία τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και κουλτούρα με το να καλλιεργεί σθεναρά τις προοπτικές ολοκληρωτικής εξάρτησης από τα δυτικά πολιτιστικά κέντρα. Αυτό υπήρξε η πολιτιστική πολιτική του γιου του Όθωνα, πρώτο βασιλιά της Ελλάδας, γιου του Λουδοβίκου Α΄. Αυτός ο Όθωνας μαζί με τον πατέρα του θα συνδέσει το όνομά του με τη συγκρότηση του νεωτεριστικού κράτους της Ελλάδας οραματιζόμενος μια κλασική αναγέννηση στη γενέτειρά της υπό την καθοδήγηση της Δύσης!

Με την εκλογή του βαυαρού πρίγκιπα Όθωνα ως μελλοντικού βασιλιά της Ελλάδος η εν λόγω εξάρτηση έμελλε να ενισχυθεί ακόμα περισσότερο. Κάτι τέτοιο υπήρξε συνέπεια κυρίως της έντονης αναζήτησης ερεισμάτων από μέρους τόσο των Βαυαρών και του νέου μονάρχη, ούτως ώστε να επιβάλουν εξωθεσμικά την αίγλη τους στις συνειδήσεις των μόλις απελευθερωθέντων από τη μακρά οθωμανική δουλεία υπηκόων του βασιλείου, όσο και των ίδιων των Έλληνες, που επεδίωκαν την εξακρίβωση της πολιτιστικής τους ταυτότητας, της βιωσιμότητάς της, αλλά και του βαθμού της ανταπόκρισης του εθνικού τους ιδιώματος στην ιδιαίτερότητα των σύγχρονων επιταγών και στις προβλέψεις χάραξης της νεωτερικού τύπου ανακαινιστικής πορείας.202 Αυτό όμως απαιτούσε μία πολιτική και σε επίπεδο τεχνών, έναν «ρυθμό», δεδομένου ότι ο ρυθμός αποδίδει ένα «θεμελιώδες και αναμφισβήτητο ήθος»203 ως βασικό περιεχόμενο της κριτικής πρόσληψης του αρχιτεκτονήματος. Αυτός ο ρυθμός όμως έπρεπε να έχει συγκεκριμένη λειτουργία. Έπρεπε να καταλύσει κατά κάποιο τρόπο τις παραδοσιακές μορφές του παρελθόντος-εκείνες δηλ. που μοιραία συνδέονταν με τους χρόνους της δουλείας-μέσα από εννοιολογικούς συνειρμούς που ταυτίζονταν με την ατομική αξιοπρέπεια και το συλλογικό εκσυγχρονισμό. Και κάτι άλλο: να δώσει μέσα από τη μορφολογία του (την τυπολογία του) εκείνους τους εικαστικούς κώδικες διαμέσου των οποίων θα επιτυγχανόταν η συμβολική θεώρηση της αστικής ζωής μέσα στα πλαίσια του νεωτεριστικού μορφώματος του έθνους-κράτους. Επρόκειτο δηλ. για έναν «εθνικό ρυθμό».

201 Φ. Κακριδής, «Η Γερμανική διαχείριση της ελληνικής κληρονομιάς» στο Ένας νέος κόσμος γεννιέται, ο.π. σ. 25. 202 Βλ. γενικότερα Α. Μερτύρη, Η καλλιτεχνική εκπαίδευση των νέων στην Ελλάδα : (1836-1945), Αθήνα , 2000 203 Μ. Μπίρης, Μ. Καρδαμίτση- Αδάμη, Νεοκλασική αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, Αθήνα, 2001, σ. 26

78

Page 79: papadopoulou

Σε όλη αυτή τη διαδικασία συμβαίνει κάτι πραγματικά αξιοσημείωτο. Η χρήση του κλασικισμού που είχε αποκτήσει για την Ευρώπη όλη, ένα ουμανιστικό διεθνιστικό περιεχόμενο συμβολισμού της νεωτεριστική εποχής (μιας εποχής βέβαια ανάδυσης των εθνικισμών) (πρώτο είδος εθνικισμού), για την Ελλάδα μπορούσε να συνδεθεί με την τοπικότητα και να λειτουργήσει στενά εθνικιστικά συνδεόμενος με το ελληνικό εθνικισμό ρομαντικά (δεύτερο είδος εθνικισμού). Δηλαδή τα αισθητικά πρότυπα του αστικού πολιτισμού της Ευρώπης που καθρεφτίστηκαν στο Νεοκλασικισμό, μπόρεσαν να εξελιχθούν στην Ελλάδα σε μία αναμφισβήτητα γηγενή έκφραση. Σαν να επρόκειτο για ένα κολοσσιαίας «εθνικής» σημασίας πνευματικό αντιδάνειο!

Η πολιτική αλλαγή που έφερε την Ελλάδα στη θέση ενός νεοπαγούς έθνους- κράτους στην κοινωνία των εθνών, επέφερε και πολιτισμική αλλαγή. Η Αθήνα αποτέλεσε ίσως το καθαρότερο δείγμα αυτής της πολιτισμικής μεταλλαγής (αλλαγές στον οικονομικό παράγοντα, στις νοητικές διεργασίες, αλλαγές στο χώρο-πολεοδομικός ιστός- κατέληξαν στην ανάδυση νέων συμβολισμών και εικόνων που επιχειρούσαν να μεταγράψουν και να αιτιολογήσουν τις καινοτομίες) καθώς επελέγη ως πρωτεύουσα έχοντας τη μικρότερη υποδομή από πολλές άλλες πόλεις της εποχής και αναπτύχθηκε ταχύτατα. Αυτό συνέβη διότι ο χώρος δεν είναι ουδέτερο έδαφος, αλλά πολιτισμικό προϊόν, με φόρτιση πολιτική και ιδεολογική. Σε χώρους με μνημεία-μάρτυρες της δραστηριότητας του παρελθόντος όπως η Αθήνα, οι συμβολικοί υπαινιγμοί που γεφυρώνουν το παρελθόν με το παρόν γίνονται, όπως είναι αναμενόμενο πιο σαφείς, και ζητήματα ιστορίας, κοινωνικής μνήμης και ταυτότητας έρχονται στο προσκήνιο. Είναι εικονικά παρόντα. Ήταν το όνομα της Αθήνας204, το συνδεδεμένο με τη δόξα του αρχαίου κόσμου που στάθηκε αρκετό για να δικαιολογήσει μια τέτοια προτίμηση. Και βέβαια το μνημείο που συνόψιζε τη δόξα αυτή ήταν ο Παρθενώνας205. Ο αφαιρετικός μνημειακός χρόνος ανακαλεί μνήμες σε διαφορετικά επίπεδα: κοινωνικό –εθνικό- ατομικό- συμβολικό. Ιεροποιείται και από-κοινωνικοποιείται. Και αν μη τι άλλο η Ακρόπολη αποτελεί στοιχείο ταυτότητας αφού είναι ο κατεξοχήν συμβολισμός της ελληνικότητας. Τα μέλη μιας κοινωνίας-κράτους έχουν ποικίλα τοπικά, οικογενειακά, προσωπικά κτλ παρελθόντα (συχνά αντικρουόμενα), και συνεπώς και διαφορετικές ταυτότητες. Μέσα από όλα αυτά τα διαφορετικά παρελθόντα, η κοινωνική μνήμη τείνει να αποσπά ένα παρελθόν που ενδυναμώνει τους δεσμούς ανάμεσα στα μέλη μιας κοινωνίας αμβλύνοντας όποιες διαφορές. Ο χώρος της Ακρόπολης που λειτουργεί σε αυτή τη γενική αφαιρετική διάσταση έχει τη δυνατότητα να ανακαλέσει κοινωνική μνήμη. Και τα υλικά κατάλοιπα του παρελθόντος προσφέρουν απτούς δεσμούς με το παρελθόν,

204 Όταν πάλι το 1853 σε ένα άρθρο στο περιοδικό Πανδώρα η Αθήνα διεκδικεί και αυτή τον τίτλο της «βασιλεύουσας» από την «παρά τον Βόσπορον πλουσίαν δούλην» παρουσιάζεται να «φορεί επί κεφαλής βασιλικόν στέφανον, την μεγαλοπρεπή ακρόπολιν με τα εξέχοντα αρχιτεκτονικά θαύματά της» Νέα Πανδώρα 67, 1.1.1853, σ.441 205 Το 1857 αρθογράφος στην εφημερίδα Αθηνά με αφορμή την κατασκευή του δρόμου γύρω από το λόφο της Ακρόπολης, τον οποίο μάλιστα φαντάζεται δεντροφυτεμένο, όπως επίσης και τις πλαγιές του βράχου (συμβολική σύνδεση με τον αρχαίο περίπατο), οραματίζεται «την πόλιν των Αθηνών στεφανωμένην με λαμπρόν και πολύτιμον στέφανον, φέροντα επί της κορυφής αυτού, ως ανεκτιμήτους αδάμαντας, τας εκ του Πεντελικού μαρμάρου μοναδικάς κα αμιμήτους εκείνας αρχαιότητας αίτινες σύρουν το θαυμασμόν όλου του πολιτισμένου κόσμου. Αθηνά 2511, 3.1.1857. Εξάλλου, η φύτευση αστικού χώρου χρησιμοποιήθηκε ως εξέχον σύμβολο της λειτουργικής σπουδαιότητας κεντρικών αξόνων.

79

Page 80: papadopoulou

υπηρετώντας την πολιτισμική συνέχεια. Το παρελθόν εικονίζεται στον παρόντα χώρο ζωής είναι δηλ. λειτουργικά παρόν το παρελθόν ως εικόνα-τοπίο206.

Η Αθήνα λοιπόν με τα ανυπέρβλητα μνημεία είχε το αποκλειστικά δικό της πνεύμα αποτελώντας ένα συλλογικό ιστορικό επίτευγμα. Αυτή ήταν η πόλη που για το κλασικιστικό πνεύμα της πρώτης οθωνικής περιόδου, σάρκωνε την ιστορία του κλασικού κόσμου και πραγμάτωνε την παλιννόστηση της κλασικής –και με αίγλη-πόλης.

Η απόφαση όμως επηρεάστηκε και από πολιτικούς λόγους που είχαν μια πιο πρακτική προσέγγιση, που αφορούσαν όψη τόσο στα εσωτερικά ζητήματα της χώρας, όσο στον αντίκτυπο που θα είχε το γεγονός στην Ευρώπη. Επιδίωξη ήταν να προκληθεί μια ευνοϊκή αντίδραση των Ευρωπαίων αρχαιολατρών διανοουμένων που συνιστούσαν ισχυρότατες ομάδες πίεσης και που θα συνδύαζαν την επιλογή των Αθηνών με τη δημιουργία ενός νεοελληνικού κράτους ως συνέχειας και κληρονόμου της παλαιάς κλασικής Ελλάδας. Η ίδρυση ελληνικού κράτους συνέπεσε με περίοδο εκλεκτισμού στην Ευρώπη. Ο εκλεκτισμός στην Ελλάδα σηματοδοτήθηκε από τον Εθνισμό και Διεθνισμό207. Ο εκλεκτισμός και τα αισθητικά προϊόντα του δείγματα ευμάρειας και προόδου Δύσης εισήχθη ως υλική έκφραση του οράματος του εκσυγχρονισμού μέσα στα πλαίσια της του εξευρωπαϊσμού και ταυτίστηκε με το ελληνικό όραμα για εθνική πρόοδο, διεθνή αποδοχή και προβολή, τέλος εξέφραζε τις κοινωνική ταυτότητα αυτή των αστών αποτελώντας σημείο σύζευξης ελλήνων και ευρωπαίων αστών όπου ήθελα οι πρώτοι να ανήκουν.

Η Αθήνα αντιπροσώπευε το πολιτισμικό κέντρο με αυτό ακριβώς το ρόλο, ένα πολιτισμικό κέντρο εκπρόσωπο του λόγιου, του ακαδημαϊκού του εκσυγχρονιστικού. Αντίθετα, οι άλλες μεγάλες πόλεις της Ελλάδας (και αυτές σαν τα εκκλησιαστικά μνημεία) αν και είχαν να επιδείξουν αρκετά σημαντικά καλλιτεχνικά δείγματα εγκλωβίστηκαν στην ταυτότητα του «λαϊκού» του «επαρχιώτικου» προτού αντιμετωπιστούν με τη δέουσα προσοχή.

Ο πραγματικός ρόλος της υιοθέτησης αυτού του ακαδημαϊσμού όμως είναι μια ομογενοποίηση της νέας ελληνικής αστικής κυρίως τάξης208 (αυτοχθόνων και ετεροχθόνων) με την ευρωπαϊκή. Ο ρόλος της τελευταίας στη διείσδυση της δυτικής κουλτούρας209 και στην εγκόλπωση του δυτικού πνεύματος ήταν σημαντικότατη. Το γεγονός ότι η αστική τάξη σχημάτιζε ένα ομοιογενές στρώμα, δεν ευνοούσε την ανάπτυξη ιδεολογικών διαφοροποιήσεων και τη δημιουργία ανάλογου περιβάλλοντος που να ενθαρρύνει τη μελέτη της πολιτισμικής κληρονομιάς που παρέλαβε το κράτος κατά την ίδρυσή του και είχε εποπτική σχέση: της αρχαίας ελληνικής, της βυζαντινής και της Οθωμανικής (μεταβυζαντινής). Οι πολιτισμικές ιδιαιτερότητες της χώρας παρακάμφθηκαν, καθώς κυρίαρχη επιδίωξη των αστών ήταν η συγκρότηση συμβόλων που να υπερβαίνουν το χαρακτήρα των επί μέρους τοπικών πολιτισμικών αναπτύξεων και να εκφράζουν τη γενικευμένη έννοια του έθνους. Επιπλέον τα σύμβολα που θα αντιπροσώπευαν την εθνική συγκρότηση θα έπρεπε να είναι διεθνώς

206 Ε. Γιαλούρη «Η κοινωνικοπολιτική σημασία του τοπίου. Η περίπτωση της Ακρόπολης των Αθηνών» στο Αρχιτεκτονική και πολεοδομία από την αρχαιότητα έως σήμερα - Η περίπτωση της Αθήνας : Πρακτικά διεπιστημονικού συνεδρίου, Αθήνα 15-18- Φεβρουαρίου 1996, Αθήνα, 1997. σ. 163-170 207 Γ. Παρμενίδης, Ε. Χ. Ρούπα, Το αστικό έπιπλο στην Ελλάδα, 1830-1940 : Ένας αιώνας συγκρότησης κανόνων σχεδιασμού, Αθήνα , 2003, σ.224. 208 Κ. Δημαράς «Η ιδεολογική υποδομή του νεοελληνικού κράτους», ΙΕΕ, τ. ΙΓ, Αθήνα, 1977, 456 209 Δ. Φιλιππίδης, Νεοελληνική Αρχιτεκτονική: Θεωρία και πράξη 1830-1980, σαν αντανάκλαση των ιδεολογικών επιλογών της νεοελληνικής κουλτούρας, Αθήνα, Μέλισσα, 1984 σ. 67: Κατοχή ιταλικής κουλτούρας

80

Page 81: papadopoulou

αναγνωρίσιμα210. Ο εκλεκτικισμός της εποχής προϋπέθετε πλήθος μορφολογικών τύπων (Αναγέννηση, Μπαρόκ, Ροκοκο) που έδειχναν ευμάρεια, πλούσια παράδοση και άριστη καταγωγή, τα οποία όμως απουσίαζαν από την Ελλάδα από την Αναγέννηση και μετά. Έτσι χωρίς ολοκληρωμένη γνώση και εκτίμηση του πολιτισμού του Ελληνικού χώρου, με περιθωριοποιημένες τις δύο από τις τρείς πηγές πολιτιστικής κληρονομιάς και γυμνή από σύμβολα κοινωνικής εξέλιξης, η Ελλάδα στράφηκε στον ευρωπαϊκό Εκλεκτικισμό, που παρείχε στον Έλληνα μια έτοιμη μορφολογία την οποία ταύτιζε με σημεία της ιστορικής του παράδοσης και επιπλέον μπορούσε μέσα στα πλαίσια του εξευρωπαϊσμού, να επαναπροσδιορίσει τη σημασιοδότησή του στη σύγχρονη εποχή για να στηρίξει την ανάπτυξη του έθνους και της αστικής τάξης.

Ο ρόλος της ήταν πλέον να ανταποκριθεί σε επίλεκτες αξίες, συμβολικές και μνημονικές, οι οποίες καθιστούσαν κατά κάποιο τρόπο αναγκαία την εισαγωγή της μνημειακής έκφρασης. Η έκφραση αυτή είναι απότοκη της ιδεολογικής αντίληψης του ιστορικού χρόνου και έχει τη δυνατότητα να αναδεικνύει τα κορυφαία επιτεύγματα ενός εθνικού παρελθόντος. Στην περίπτωση του νεοελληνικού κράτους, εκείνα που κατοχύρωναν την πιο συναρπαστική και εξιδανικευμένη εικόνα της ελληνικότητας δεν ήταν άλλα από τα μνημεία της κλασικής αρχαιότητας.

Η αίγλη του κλασικισμού συνδέθηκε με τη μνημειακότητα. Το μνημειακό αρχιτεκτονικό ύφος συμβόλιζε πρώτα από όλα το φορέα της δόξας και του πλούτου της εξουσίας και είχε σκοπό να εξάρει κατά κύριο λόγο τα ιδανικά του ηγεμόνα στην προκειμένη του Όθωνα και της άρχουσας τάξης (των χορηγών). Για τον Όθωνα και την «κλασική του γερμανική παιδεία» και τον φιλελληνισμό, η πολιτιστική του πολιτική ικανοποιούνταν μόνο από μία μορφολογία: την κλασικιστική ως την πλέον ιδεώδη για την επίσημη αρχιτεκτονική του κράτους. Μάλιστα αυτή η μορφολογία ήθελε να χαρακτηρίζει μόνο τα δημόσια κτίρια, γι αυτό καθόρισε την εισαγωγή των αναγεννησιακών στοιχείων στα ιδιωτικά κτίρια, προσδιορίζοντας σε σημαντικό βαθμό τη γενικότερη αρχιτεκτονική έκφραση της Αθήνας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη θεσμοθέτηση όρων δόμησης για την περιοχή γύρω από τα ανάκτορα με το διάταγμα της 29 Μαίου 1837 211.

Ο Νεοκλασικισμός, ταυτίστηκε με την αίγλη της πολιτικής εξουσίας που συνέπεσε να είναι ο απολυταρχισμός και εκδύθηκε το δημοκρατικό του περίβλημα 212.

210 Γ. Παρμενίδης, Ε. Χ. Ρούπα, ο.π., σ. 224-7. 211 Τα αρχιτεκτονικά σχέδια κάθε οικοδομής έπρεπε να υποβάλλονται στο βασιλιά για έγκριση 212 Ξ. Σκαρπία- Χόιπελ, Η μορφολογία του γερμανικού κλασικισμού (1789-1848) και η δημιουργική αφομοίωση του από την ελληνική αρχιτεκτονική (1833-1897, Θεσ/νικη, 1976, σ.)210-1-2-3

81

Page 82: papadopoulou

6. Σχέδιο πόλης Αθηνών. Όπως είδαμε, στον ευρωπαϊκό χώρο βρισκόμαστε στον αιώνα της

αστικοποίησης, της εξέλιξης της τεχνολογίας, της σταδιακής εκβιομηχάνισης, και εξαιτίας αυτών των αλλαγών της αναδιάρθρωσης των κοινωνικών δομών. Κυρίως όμως βρισκόμαστε στον αιώνα της επέκτασης των πόλεων μέσα στα πλαίσια της ανασύστασης των νεότερων εθνικών πρωτευουσών, μετά από μια περίοδο ανακατανομής των εδαφών213. Η Αθήνα υπακούει και αυτή στο γενικότερο πλαίσιο έχει όμως τις ιδιομορφίες της. Στην ουσία αναδημιουργείται εξ αρχής, κουβαλώντας τα ίχνη της παλιάς αίγλης αλλά και της προηγούμενης τουρκικής κυριαρχίας, όλα σύμμεικτα σε μια φτωχή σχετικά οθωμανική πόλη με έκδηλα τα σημάδια του πολέμου που έφερε η ελληνική επανάσταση214. Μετά το την υπογραφή του πρωτοκόλλου του Λονδίνου σημειώνεται ένα ισχυρό κύμα επανόδου των Αθηναίων και γενικότερης συρροής215. Τώρα παρουσιάζεται η ανάγκη σχεδιασμού της νέας Αθήνας. Έτσι έχουμε κατά χρονολογική σειρά τα πολεοδομικά σχέδια216 των Σταμάτη Κλεάνθη και του Gustav Eduard Schaubert , του Leon von Klenze και του Friedrich von Gaertner, αλλά και θεωρητικές προσεγγίσεις περί του πολεοδομικού σχεδιασμού της (Karl Frιedrich Schinkel- Alexander Ferdonar von Quast, Λύσανδρου Καυτατζόγλου, Josef; Traxel217), με τις οποίες δε θα ασχοληθούμε, παρά μόνο παρεκβατικά με αυτή του Schinkel γιατί τη θεωρούμε ενδεικτική του ιδεολογικού κλίματος. Μάλιστα θα ξεκινήσουμε από αυτή ως αντιπροσωπευτική του ευρωπαϊκού κλίματος που εξετάσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο μιας και δημιουργήθηκε σε γερμανικό έδαφος, κατόπιν προσκλήσεως του Μαξιμιλιανού, πρίγκιπα της Βαυαρίας και αδελφού του βασιλιά της Ελλάδας Όθωνα.

Το πολεοδομικό όραμα Schinkel (εικ. 18) προβάλλοντας την ιδέα της συνύφανσης στο χώρο, του «παλιού» και του «νέου» ιστού, συνοψιζόταν σε ένα αρχιτεκτονικό σχέδιο για ένα βασιλικό ανάκτορο πάνω στην Ακρόπολη. Πρόκειται για ένα μνημειακό ανακτορικό αρχιτεκτονικό σύνολο που χωροθετείται πάνω στην ακρόπολη. Η σύλληψη του Schinkel αν και φαντάζει ακραία στην εποχή μας, εξαιτίας της μουσειακής συντήρησης της κληρονομιάς που έχουμε όλοι στο μυαλό μας, αποτελεί για την εποχή του την πλέον ρομαντική αντίληψη μιας διαλεκτικής συμβίωσης κλασικής και κλασικιστικής αρχιτεκτονικής.

213 Μ. Μπίρης, Μ. Καρδαμίτση- Αδάμη, Νεοκλασική αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, Αθήνα, 2001, σ. 80-82 214 Λ. Καλλιβρετάκης Η Αθήνα τον 19ο αιώνα: Από επαρχιακή πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πρωτεύουσα του Ελληνικού Βασιλείου. http://www.eie.gr/archaeologia/gr/chapter_more_9.aspx Η Αθήνα ως πόλη και όχι ως χωριό που αναχρονιστικά έχει χαρακτηρίσει η σύγχρονη ιστοριογραφία φαίνεται από τις συγχρονικές μαρτυρίες. Η Αθήνα λοιπόν ως πόλη αποτελεί το σκηνικό των ενθυμημάτων του Παναγή Σκουζέ «από τα 1788 έως τα 1796», ενώ την γενέθλια «πολιτεία των Αθηνών» επισκέπτεται ο Παναγιώτης Κοδρικάς στα 1789. Φτάνοντας με τον Λόρδο Βύρωνα στην Αθήνα το 1810 ο Βαρώνος Hobhouse και ακούγοντας τον οδηγό τους να λέει «αφέντη, να η χώρα», νόμιζε ότι άκουσε «να το χωριό»· αλλά «έκπληκτοι είδαμε σε μια πεδιάδα, σε μεγάλη από μας απόσταση, μια μεγάλη πόλη γύρω από ένα περίοπτο ύψωμα, πάνω στο οποίο μπορέσαμε να διακρίνουμε κάποια οικοδομήματα, και πέραν αυτής της πόλεως, τη θάλασσα» 215 Είναι μια αστικοποίηση «νόθα» γιατί δεν αντιστοιχεί στις ανάγκες μιας οικονομικής δομικής αλλαγής. Β.Φίλιας «Ελληνική κοινωνία» στο ΙΕΕ τ. ΙΓ Αθήνα 1977 σ. 448-9 216 Γενικά βλ. Ι. Τραυλός, Πολεοδομική εξέλιξις των Αθηνών : από των προϊστορικών χρόνων μέχρι των αρχών του 19ου αιώνος, Αθήνα, 1960 (β' έκδοση 1993, σσ. 195-242). 217 Βλ. Α. Παπαγεωργίου-Βενετάς, «Οθωνόπολις» ή η Νέα Αθήνα. Η ιστορία του σχεδιασμού επανίδρυσης της πόλης κατά το 19ο αι., στην έκθεση Αθήνα Μόναχο, ο.π., σ. 110.

82

Page 83: papadopoulou

Σε επιστολή του προς το Μαξιμιλιανό της Βαυαρίας με την οποία ο Schinkel επεξηγεί την πρότασή του218, διατυπώνει καθαρά την ιδέα αναβίωσης της Ακρόπολης. Ο μαθητής του Schinkel, Quast σε άρθρο του που δημοσίευσε στο περιοδικό τέχνης Museum του Βερολίνου, το καλοκαίρι του 1834219, με δική του πρωτοβουλία παρουσιάζει το σχέδιο του Schinkel, και διατυπώνει μια ολοκληρωμένη θεωρητική πολεοδομική πρόταση για την Αθήνα. Βασική του ιδέα είναι το όραμα μιας «πόλης επί λόφων» οργανωμένη γύρω από την ακρόπολη, που αναβιώνει ως έδρα βασιλική220 και υποστηρίζει την οικοδόμηση της πόλης ανάμεσα στην Ακρόπολη- το Λόφο του Μουσείου -και την Πνύκα, προσπαθώντας να θεμελιώσει πολεοδομικά την πρόταση του αρχιτεκτονικού σχεδίου των ανακτόρων στην Ακρόπολη του Schinkel. Συνιστά το σχέδιο αυτό ουσιαστικά την αφετηρία για μια εναλλακτική ανάπτυξη της Αθήνας που ακολουθεί το πρότυπο της «πόλης επί λόφων» (σε αντίθεση με την «πόλη στην πεδιάδα»), με την Ακρόπολη ως ιστορική και αναβιωμένη επίστεψή της. Το κέντρο της πόλης βρίσκεται στη διασταύρωση δύο κύριων οδών από τις οποίες η μία έχει κατεύθυνση από το βορρά προς το νότο και οδηγεί από την παλαιά πόλη στον Πειραιά, η άλλη από τα δυτικά προς τα ανατολικά και συνδέει την Ιερά Οδό και την Ελευσίνα με την περιοχή του Ιλισού και την οδό Μεσογείων. Μάλιστα ο τελευταίος οραματιζόταν μια γέφυρα που θα συνέδεε τη Μητρόπολη που τοποθετούσε στον Άρειο Πάγο προς τιμή του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος εκφώνησε εδώ το λόγο του προς τους Αθηναίους-με τα προπύλαια της Ακρόπολης, προκειμένου να δημιουργήσει ένα ενιαίο κέντρο συμβολικής έξαρσης της κοσμικής αλλά και εκκλησιαστικής εξουσίας. Οι κύριες συνδέσεις μεταξύ της υφιστάμενης παλαιάς πόλης στο βορρά και της νέας πόλης στο νότο θα περνούσαν κάτω από τη γέφυρα αυτή! δείγμα εκλεκτικιστικής νοοτροπίας του συντάκτη που συνδέει τα «πιο» ετερογενή στοιχεία και προσπαθεί-όχι μόνο ιστορικά αλλά και αρχιτεκτονικά και συμβολικά – να γεφυρώσει μεταξύ τους τα «πιο» ασυμβίβαστα.. Παράλληλα διακρίνεται και μια προσπάθεια να επιτύχει ένα σχετικώς χαμηλό, ασύμμετρο και σύνθετο σύνολο, στο πρότυπο των κτισμάτων της Πομπηίας, το οποίο να ανταποκρίνεται στο κλίμα και τις βιοτικές συνθήκες του Νότου. Το ανάκτορο συμπλέκεται στο συγκρότημα των αρχαίων μνημείων. Μάλιστα στο σχέδιο του ανακτόρου του Schinkel υπήρχε ένα αντίγραφο του κολοσσιαίου αγάλματος της θεάς Αθηνάς Προμάχου221, ορατό όπως παλιά από μακριά (συμβολική ακτινοβολία) ως 218 Βλ. Α. Παπαγεωργίου-Βενετάς, Αθήνα, ένα όραμα κλασικισμού, Αθήνα, 2001 σελ 42 υποσημ. 3 (Μόναχο, Κεντρικό Κρατικό Αρχείο της Βαυαρίας, Απόρρητο αρχείο, κατάλοιπα του βασιλιά Όθωνα της Ελλάδος, 72/5/11α, αρ. 50). Σε επιστολή προς το Μαξιμιλιανό ο Schinkel επεξηγεί την πρότασή του: « Η Ακρόπολη της Αθήνας αποτελεί φωτεινό ορόσημο της παγκόσμιας ιστορίας με το οποίο συνδέονται άπειροι συνειρμοί, που θα συνεχίσουν και στο μέλλον να είναι σημαντικοί και πολύτιμοι για ολόκληρο το γένος (εν. των ανθρώπων). Και μόνο γι αυτό αξίζει να αναβιώσει αυτός ο χώρος για την ιστορία του μέλλοντος- και ο καλύτερος τρόπος για την επίτευξη του στόχου αυτού, όπως έχουν τα πράγματα στην Ελλάδα, είναι να ανεγερθούν τα νέα ανάκτορα στην Ακρόπολη.» 219 Βλ A. Παπαγεωργίου-Βενετάς, στην έκθεση Αθήνα Μόναχο, ο.π., σ. 113 220 A. Παπαγεωργίου-Βενετάς, Αθήνα, ένα όραμα κλασικισμόυ, ο.π., σ. 115 κ.εξής Και μια ελαιογραφία του ίδιου (χρονολογημένη στα 1825) που προσφέρθηκε ως δώρο του δήμου του Βερολίνου στους γάμους της πριγκίπισσας Λουίζας της Πρωσίας με τον πρίγκιπα Φρειδερίκο της Ολλανδίας αποτελεί ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της αίσθησης που υπήρχε για την Ελλάδα. Πρόκειται για μία προγραμματική διδακτική αλληγορία: καθημερινή ζωή, η δημιουργική εργασία κατά την ανέγερση ενός ναού καθώς και η ακριβής εικόνα μιας ελληνικής πόλης «στην ακμή του πολιτισμού» της. Αμφισημία: Ρομαντική ματιά παρελθόντος και νέες τάξεις εξουσίας διαφαίνονται. 221 Βλ. αύτοθι. Δύο επιστολές μεταξύ Μαξιμιλιανού Shinkel. Στην πρώτη επιστολή ο Schinkel προσπαθεί να απαντήσει με συντομία α) αν υπάρχει γενικά ένα ιδανικό στην αρχιτεκτονική β) ποιο θα ήταν το ιδανικό αυτό για την αρχιτεκτονική στην Ελλάδα. Στη δεύτερη επιστολή αιτιολογεί την επιλογή της ακρόπολης για τη χωροθέτηση των ανακτόρων και απαριθμεί πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Ακολουθεί σύντομη περιγραφή του σχεδίου και η ανάπτυξη των αρχών σύνθεσης στις

83

Page 84: papadopoulou

έμβλημα της Αθήνας. Η πλούσια φύτευση θα λειτουργούσε ως ένωση αρχαίου νέου μέσα σε ένα ρομαντικό σκηνικό. Επρόκειτο πραγματικά για μια ιδεαλιστική, υποβλητική εικόνα μιας διαχρονικής ελληνικότητας με το υπέρλαμπρο αρχιτεκτονικό ένδυμα της αρχαιοπρέπειας σαν σκηνικό θεάτρου.

Όμως ο Schinkel δεν έκανε πρόβλεψη για μελλοντικές ανασκαφές και προστασία ιστορικού τοπίου. Έπειτα, πολλές ήταν οι τεχνικές δυσκολίες που προέκυπταν, και η σημαντικότερη τροχοπέδη ήταν η έλλειψη της τήρησης της απόστασης σεβασμού από τα αρχαία μνημεία. Ο Λουδοβίκος Α΄ καθαρεύων ελληνολάτρης και οπαδός του ακαδημαϊκού κλασικισμού και ιστορισμού, έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην απόρριψη του οράματος του Schinkel όπως θα δούμε222.

Στον ελληνικό χώρο, πρώτη επίσημη ανάθεση για την εκπόνηση σχεδίου της

Αθήνας δίνεται στους Κλεάνθη και Schaubert (εικ.19), οι οποίοι ήταν μαθητές του Schinkel. Αυτοί εγκαθίστανται στην Αθήνα το Νοέμβριο του 1831 και αναλαμβάνουν το έργο συστηματικής τοπογράφησης της πόλης. Στη συνέχεια συντάσσουν την πολεοδομική τους πρόταση, εν όψει της πιθανής εγκατάστασης εκεί της πρωτεύουσας του νεοπαγούς κράτους. Πράγματι, το Μάιο του 1832, η μετακαποδιστριακή Προσωρινή Κυβέρνηση τους αναθέτει την εκπόνηση του Νέου Σχεδίου της Πόλεως των Αθηνών, ανεξαρτήτως του εάν θα γίνει ή όχι πρωτεύουσα. Το σχέδιο συντάσσεται και υποβάλλεται τον Δεκέμβριο του 1832 και στις 29 Ιουνίου 1833 εγκρίνεται από την Αντιβασιλεία, που είχε εν τω μεταξύ αναλάβει τα ηνία του κράτους, και επικυρώνεται με Βασιλικό Διάταγμα στις 6 Ιουλίου του ιδίου έτους.223. Οι δύο νέοι αρχιτέκτονες σχεδιάζουν την επίδοξη νέα πρωτεύουσα σα μια

οποίες στηρίχθηκε. Το θέμα ενός σχεδίου πόλης εναρμονισμένου με το προτεινόμενο σχέδιο των ανακτόρων δε θίγεται. Από τις επιστολές φαίνεται ότι : Οι κατασκευαστικές ιδέες του Shinkel για μια νέα μνημειώδη αρχιτεκτονική δημιουργία στην Αθήνα ήταν: λειτουργικότητα του σχεδίου, εφευρετική νέα δημιουργία βασισμένη στην ιστορική συνείδηση, εκλογή μιας ωραίας και πλούσιας σε συμβολισμούς τοποθεσίας, προσαρμογή του αρχιτεκτονήματος στο κλίμα και τις συνθήκες διαβίωσης της χώρας, αποφυγή κάθε ακαμψίας ψευδομνημειώδους συμμετρίας στη γενική σύνθεση. Ειδικότερα στη δεύτερη επιστολή Schinkel προσπαθεί να τη θεμελιώσει πολιτιστικά και ιδεολογικά: ονομάζει την Ακρόπολη «φωτεινό ορόσημο της παγκόσμιας ιστορίας, με το οποίο συνδέονται άπειροι συνειρμοί» και διατυπώνει τη βεβαιότητα πως οι ιδεολογικοί αυτοί συνειρμοί θα συνεχίσουν και στο μέλλον να είναι «σημαντικοί και πολύτιμοι για ολόκληρο το γένος» (προφανώς εννοεί το γένος των ανθρώπων) βλ. την υποσ. 4 στην παρούσα εργασία. Επομένως το σημείο αυτό του πολιτισμού πρέπει να αναβιώσει» και «ο καλύτερος τρόπος για την επίτευξη αυτού του στόχου…είναι να εγερθούν τα νέα ανάκτορα στην Ακρόπολη». Πώς να υπερνικηθούν οι δυσχέρειες. Το ονομάζει προσχέδιο .Όλα σε μέτρο ανθρώπινο κατά τα αρχαία πρότυπα. Μόνο ένα υπερμέγεθες στοιχείο: ανακατασκευή ορειχάλκινου αγάλματος προμάχου Αθηνάς του Φειδία και την τοποθέτηση στη Δυτική πλευρά του πλατώματος της Ακρόπολης. Ως εμβλήματος της νέας Αθήνας και ως εκδήλωση σεβασμού απέναντι στη «μεγαλειώδη αρχαιότητα». 222 Βλ. A. Παπαγεωργίου-Βενετάς, Αθήνα, ένα όραμα κλασικισμόυ, ο.π., σελ.42 υποσημ. 9. Έγραψε στο γιο του: « Σε εξορκίζω να εγκαταλείψεις το ανθυγιεινό Ναύπλιο πριν πιάσουν τα κρύα του χειμώνα και να διαλέξεις την Αθήνα για καθέδρα σου. Μην κτίσεις όμως το παλάτι σου πάνω στην ακρόπολη. Στην Ακρόπολη κατά τη γνώμη μου δεν πρέπει να κτισθεί τίποτα νέο, ώστε τα σεβάσμια μνημεία της αρχαιότητας να μην αναμιχθούν με νέα κτίρια, πράγμα που θα έβλαπτε τόσο την Ακρ. Όσο και αυτά» ( Μυστικό Αρχείο του Βασιλικού Οίκου, Μόναχο: Κατάλοιπα του βασιλέως Όθωνος της Ελλάδος, 43/1-29 α αρ. 27) 223 ΓΑΚ, Οθωνικό Αρχείο, Υπουργείο Εσωτερικών, φ. 220 Οι συγκεκριμένοι αρχιτέκτονες ανέλαβαν την «καταμέτρησιν και διαγραφήν της πόλεως» και την σύνταξη νέου σχεδίου «εφάμιλλου της δόξης και της λαμπρότητός της και της αξίας του αιώνος εις τον οποίον ζούμε». Βλέπε γενικότερα για το ανάκτορο: ΓΑΚ, Οθωνικό Αρχείο, Οικοδομή Ανακτορείων, Οικοδομή νέων ανακτόρων φ. 369, 370, 373, 374, 379-385, 389-394.

84

Page 85: papadopoulou

νεοκλασική κηπούπολη, σύμφωνα με τις πολεοδομικές αρχές που επικρατούσαν για τις πόλεις του πρώιμου 19ου αι με τα εξής γνωρίσματα:

A) Χαρακτηριστική γεωμετρική σχηματικότητα με την ακτινωτή διάρθρωση

του ρυμοτομικού σχεδίου ως εργαλείο πολεοδομικού σχεδιασμού στο πνεύμα της πεφωτισμένης δεσποτείας του 18ου αι: οι κυριότερες οδικές αρτηρίες ξεκινούν ακτινωτά από την έδρα της βασιλικής εξουσίας (ανάκτορα στην Πλατεία Ομονοίας σήμερα) με τη μορφή της λεγόμενης «patte d’oie” ποδιού χήνας, σαν ένα ορθογώνιο ισοσκελές τρίγωνο με το ανάκτορο στην κορυφή της ορθής γωνίας και τρεις βασικούς άξονες –λεωφόρους να ξεκινούν ακτινωτά από αυτήν. Έτσι, η patte d’oie με μια πλατειά χειρονομία «αγκαλιάζει» όλη τη ζώνη ανασκαφών του αρχαιολογικού πάρκου μαζί με την Ακρόπολη, την Πνύκα και τον Άρειο Πάγο στο νότο, προσδίδοντας μια περαιτέρω συμβολική σημασία και εξασφαλίζοντας- όπως και στα δυτικά πρότυπα Βερσαλλίες, Piazza del Popolo στη Ρώμη, Καρλσρούη- τον οπτικό έλεγχο της πόλης στο μονάρχη. Ο προσανατολισμός αυτής της ακτινωτής δέσμης των οδών προς ένα μεγαλοπρεπές μνημειακό σύνολο των αρχαίων χρόνων το οποίο συναντά τον πνευματικό πυρήνα της πόλης είναι χαρακτηριστικό της φυσιογνωμίας πολλών σχεδίων πόλεων στη Ρωσία του 18ου αι. κατά τη βασιλεία της Αικατερίνης της Μεγάλης.

Η χάραξη των κυριότερων οδών, οι οποίες διατάσσονται τριγωνικά είναι εφευρετικότατη. Το σύστημα αυτό συνίσταται σε περισσότερα του ενός ορθογωνικά δίκτυα οδών, τα οποία είναι διατεταγμένα διαγωνίως το ένα προς το άλλο. Η διάταξη των κύριων οδών υπό μορφή ορθογωνίου τριγώνου επιτρέπει, αντίθετα σε ότι συμβαίνει στην περίπτωση οξυκόρυφων ακτινωτών διατάξεων, τη διαμόρφωση αυτόνομων συνοικιών με ορθογώνιο κάναβο οδών. Οι συνοικίες οργανώνονται παράλληλα προς τις διαγωνίως διατεταγμένες κύριες οδικές αρτηρίες. Ακόμη μια συμβολική εκδήλωση σεβασμού απέναντι στην αρχαιότητα συναντάται εξάλλου και στην επιλογή των ονομασιών των οδών: θεών: Αθηνάς, Ερμού, Αιόλου, ποιητών: Σοφοκλέους Ευριπίδου, τοπωνυμίων: Σταδίου, Αρείου Πάγου-αναπόσπαστα συνδεδεμένες με την ταυτότητα της νέας πόλης. Η διαγώνια διάταξη των δύο κυριότερων οδικών αξόνων (δηλ. των οδών Σταδίου και Πειραιώς) δεν είναι μόνο μία τυπική επιλογή συμμετρίας. Οι δύο αυτοί άξονες έχουν την κατεύθυνση των υφισταμένων κυριότερων διαύλων ανάμεσα στους κεντρικούς λόφους του λεκανοπεδίου της Αθήνας224. Ο όλος προσανατολισμός είχε ως στόχους τον Πειραιά, το Στάδιο και, κυρίως, την Ακρόπολη, στα πόδια της οποίας η πόλη απλωνόταν σαν μια ανοικτή αγκαλιά. Η γεωμετρική κορυφή και η κορυφή της κρατικής εξουσίας σε μια συμβολική σύμπτωση: στην κορυφή του τριγώνου που προβλεπόταν η ανέγερση των Ανακτόρων όπως είπαμε. Ο προσανατολισμός των σκελών δεν ήταν τυχαίος: «Συναντώνται», όπως σημειώνουν οι Κλεάνθης και Schaubert στο υπόμνημά τους, «κατά τοιούτον τρόπον ώστε ο εξώστης των Βασιλικών ανακτόρων να απολαμβάνει ταυτοχρόνως του γραφικού Λυκαβηττού, του Παναθηναϊκού Σταδίου, της πλούσιας εις υπερήφανους αναμνήσεις Ακροπόλεως, και των πολεμικών και εμπορικών πλοίων του Πειραιώς»225.

Β) Ως στοιχεία οπτικής αναφοράς στην πολεοδομική σύνθεση, δηλ. ως

λεγόμενα “points de vue” στην κατάληξη προοπτικής φυγής των οδών, επιλέγονται οι σπουδαιότερες αρχαιότητες-μνημεία της Αθήνας τα οποία με αυτόν τον τρόπο

224A. Παπαγεωργίου-Βενετάς, Αθήνα, ένα όραμα κλασικισμόυ, ο.π., σ. 45 κ.εξής 225 Κ. Μπίρης,, Τα πρώτα σχέδια των Αθηνών, Αθήνα 1933, σ. 16

85

Page 86: papadopoulou

αναδεικνύονται σε εστιακά σημεία ολόκληρης της σύνθεσης.: το Στάδιο, ο Πύργος των Ανέμων, το Ερεχθείο και τα Προπύλαια Έτσι επιτυγχάνεται άμεση συμβολική σύνδεση των σημαντικών σημείων της πόλης με τα αρχαία μνημεία της Ακρόπολης (ο άξονας της οδού Αθηνάς συνδέει οπτικά τα ανάκτορα με τα Προπύλαια) Με επιδεξιότητα συνδυάζουν τους βασικούς αυτούς άξονες με τις παλιές αρχέγονες κατευθύνσεις και διασυνδέσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις οπτικές πηγές, τη γεωμορφολογία, τον υπάρχοντα οικισμό226. Τέλος, συμβολική με την έννοια λεπτού υπαινιγμού είναι και η θέση που επιλέγει για ορισμένα δημόσια κτίρια καθώς και εν γένει η κατανομή των χρήσεων γης227. Έτσι, στη μετωπική αντιπαράθεση της Ακρόπολης με τα νέα ανάκτορα228- που βέβαια είχαν τη δέουσα απόσταση αλλά άμεση οπτική επαφή- αναγνώριζε κανείς ένα συμβολικό διάλογο μεταξύ των εστιακών σημείων της αρχαίας και της νέας πόλης. Επίσης, η πληθώρα πολιτιστικών και επιστημονικών λειτουργιών (Βιβλιοθήκη, Ακαδημία, Βοτανικός Κήπος) γύρω από τη στρογγυλή πλατεία Μουσών (σημερινό Σύνταγμα) στα ανατολικά της πόλης (στην περιοχή του αρχαίου Λυκείου, κοντά στο Στάδιο και τον Ιλισσό) είναι ένας σαφής υπαινιγμός στη συνέχεια μεταξύ αρχαίου και νεοελληνικού πολιτισμού. Στις δυτικές παρυφές της πόλης κοντά στο αρχαίο νεκροταφείο του Κεραμικού ο χώρος ρυθμίζεται μεν με τη χάραξη οδών παραμένει όμως αδόμητος. Έτσι δημιουργείται –ως αντιστάθμισμα προς την ανατολικά κείμενη πλατεία των Μουσών- η επίσης στρογγυλή πλατεία Κέκροπος (σημερινό Γκάζι), που το όνομά της ανακαλεί στη μνήμη το μυθικό βασιλιά που ίδρυσε την Αθήνα και υπογραμμίζει τη σχέση με τους νεκρούς προγόνους. Έτσι λοιπόν, η κατανομή των χρήσεων μέσα στον ιστό της πόλης δεν αποσκοπεί μόνο στην επιθυμητή ανάπτυξη της αστικής ζωής. Η επιλογή των «κατάλληλων», φορτισμένων με συγκινησιακές ιστορικές μνήμες, θέσεων τονίζει την ιστορική συνέχεια στην πόλη229. 226 Η δημιουργία προοπτικών με άξονα μνημειακά κτίσματα είναι εγγενής αρχή της αρχιτεκτονικής του μπαρόκ και του κλασικισμού κατά την περίοδο πάλι της όψιμης απολυταρχίας. 227 Το σχέδιο της Αθήνας προέβλεπε τρεις κυρίως λειτουργίες για την πρωτεύουσα και βασιλική καθέδρα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους: κατοικία, διοίκηση, πολιτιστικές δραστηριότητες. Για το εμπόριο λίγοι χώροι προβλέπονται. Εγκαταστάσεις για χονδρεμπόριο αποθήκες παραγωγικές μονάδες βιομηχανίες, αλλά χώροι για βιοτεχνία απουσιάζουν. Αυτός ο μονόπλευρος προσανατολισμός όσον αφορά τη διάρθρωση (κατανομή) των χρήσεων, δηλ. η μονοδιάστατη φυσιογνωμία ενός κέντρου υπηρεσιών με ιστορική ακτινοβολία, σφράγισε εξαρχής αλλά και καθόλη τη διάρκεια του 19ου αι την εικόνα της Αθήνας, και κατακρίθηκε αργότερα ότι είχε εξωπραγματικό-ανεδαφικό χαρακτήρα. Ιδεολογία το κύριο. Εξαρτημένη χώρα. Σε μια εποχή εκβιομηχάνισης. Ταυτόχρονα όμως ο προσανατολισμός αυτός προσέδωσε στην πρωτεύουσα το ιδιαίτερο κλίμα ζωής, την ιδιαίτερη πνοή μιας σχεδόν άχρονης πόλεως στην οποία η αρχαιότητα εξιδανικευμένη και προβαλλόμενη ως υπαρξιακή νομιμοποίηση του έθνους, συνέχιζε να ορίζει την εξέλιξή της227. Όχι σαφής και διακεκριμένη κατανομή των χρήσεων: Δεν υπάρχει ούτε αυτόνομο διοικητικό κέντρο απομονωμένο από την κατοικία, ούτε διαφοροποιημένες ζώνες για παραγωγικές και εμπορικές λειτουργίες ή στρατιωτικές εγκαταστάσεις ούτε διαχωρισμό των χρήσεων γης(αυτό πολύ αργότερα. A. Παπαγεωργίου-Βενετάς, Αθήνα, ένα όραμα κλασικισμόυ, ο.π., σ. 73 228 Δεν θα έπρεπε να υπερτιμούμε την πραγματική αξία των οπτικών διασυνδέσεων που έχουν σχεδιαστεί για τα ανάκτορα: λόγω του υψομέτρου του ιερού βράχου της ακρόπολης, μόνον ο οπτικός διάλογος μεταξύ της καθέδρας του μονάρχη και της Ακρόπολης (απόσταση ανάμεσα σε αυτούς τους πόλους 1300μ.) είναι εφικτός. Σε σύγκριση με αυτόν ούτε το λιμάνι του Πειραιά που απέχει 8 χιλ. ούτε το κοίλωμα του αρχαίου Σταδίου που απέχει 2 χιλ. μπορούν να θεωρηθούν ως σαφώς αντιληπτά καταληκτικά σημεία θέας από τα ανάκτορα. Έτσι, η κατεύθυνση της οδού Σταδίου (προς το Στάδιο) και της οδού Πειραιώς προς το λιμάνι του Πειραιά έχει καθαρά συμβολική σημασία «επί χάρτου» και δε βιώνεται στο χώρο της πόλης. 229 A. Παπαγεωργίου-Βενετάς, Αθήνα, ένα όραμα κλασικισμόυ, ο.π., σ. 102, υποσημ. Αρ. 47. Για αυτή τη συμβολική επιλογή των τοποθεσιών μέσα στην πόλη παραθέτουμε τις ακόλουθες, αν και εξίσου ρομαντικές με την εποχή που εξετάζουμε, παρατηρήσεις του Γιάννη Τσιώμη. «Έτσι ο πρώτος συμβολισμός αναγγέλλεται χωρίς αμφισημία. Οι κορυφές του τριγώνου τοποθετούνται στους

86

Page 87: papadopoulou

Εξίσου συστατικά στοιχεία της αποτελούν και μια σειρά από άλλα χαρακτηριστικά, που είχαν μεν κάνει την εμφάνισή τους σε διάφορες στιγμές από την Αναγέννηση και μετά, τώρα όμως είχαν όλα μαζί διαρθρωθεί σε ένα δομημένο σύνολο. Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι ο ποσοτικός προγραμματισμός –όταν, λόγου χάριν, καθορίζουν τον προσδοκώμενο ανώτατο αριθμό των κατοίκων της Αθήνας σε 40.000– ο λειτουργικός προγραμματισμός και η ορθολογιστική χρήση του χώρου, πέρα από την επιβαλλόμενη ιστορική αναφορά, όπως εξετάσαμε. Η πολεοδομική αυτή σύλληψη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις έννοιες Έθνος, Νόμος, Κράτος και Κυβέρνηση, όπως αυτές αναδείχθηκαν στη διάρκεια του 18ου αιώνα. Είναι έννοιες της νέας αστικής συνείδησης και βρίσκουν τη συμβολική τους έκφραση ακριβώς στο Άστυ, τη Νέα Πόλη. Η νέα αυτή πόλη πρέπει να είναι, όπως παρατηρεί και ο Τσιώμης, αφενός μια ορθολογιστική Πόλη-Μηχανή, με απρόσκοπτη λειτουργία, με τον μύθο του απόλυτου ελέγχου και του απόλυτου προγραμματισμού, μια πόλη που λειτουργεί με αποτελεσματικότητα, και αφετέρου μια Πόλη-Κέντρο, Πρωτεύουσα του Κράτους, δηλαδή Κέντρο της Εξουσίας, υλικό σημείο συγκέντρωσης πληροφοριών και εκπομπής των διαταγών αλλά και Συμβολικό Κέντρο της ακτινωτής διάταξης του εθνοκρατικού χώρου230.

Πρόκειται για μια πρόταση προσθετικής παράθεσης στο χώρο του «παλαιού» και του «νέου» ιστού. Το σχέδιο ακολουθεί τη λογική της «ελάχιστης αντίστασης» : η υφιστάμενη παλαιά πόλη που θα χρησιμοποιείτο αμέσως για λόγους οικονομικούς, θα συμπληρωνόταν από μια σχεδιασμένη νέα πόλη (παράλληλη ανάπτυξη της νεοϊδρυόμενης πόλης προς βορρά και της ιστορικά σημαντικής ανασκαφικής ζώνης προς νότο). Από την άλλη η διάθεση προβολής και ανάδειξης της αρχαίας κληρονομιάς ανάγεται σε σημείο αφετηρίας και σχεδιασμού της. Κριτήριο για τη στρατηγική εφαρμογή σχεδίου είναι το ενδιαφέρον για την πολιτιστική κληρονομιά. Σεβασμό στα αρχαία κατάλοιπα φανερώνει η πρόβλεψη, οι βόρειες κλιτύες της Ακρόπολης να μείνουν ελεύθερες από εποικισμό για μελλοντικές ανασκαφές και αρχαιολογικό πάρκο in situ μέσα σε χώρους πρασίνου.231. Περίπατοι, βουλεβάρια232

σημαίνοντες τόπους του Αθηναϊκού χώρου…Η μνήμη ελεύθερη από κάθε οπτικό περιορισμό είναι ακριβέστατα δεμένη με τις τοποθεσίες. Από αυτή τη μεριά (του Κεραμεικού sic) η πόλη τελειώνει στον τόπο των νεκρών και ανοίγεται προς τη θάλασσα. Η γνώση συνδυασμένη με την πίστη συναρμόζει τον τόπο του Πολέμου (Μαραθώνα) τον τόπο της Σκέψης (Λύκειο, σωκρατικούς περιπατητικούς στις όχθες του Ιλισσού) και τέλος τον τόπο της σωματικής άσκησης ( το Στάδιο). Και όλα αυτά καταλήγουν στην «Ακαδημία» που αντίκρυ της τοποθετείται η ορθόδοξη πίστη, η Μητρόπολη. Έτσι θεσμοθετείται η μονοδιάστατη σχέση του νεοέλληνα Ρωμιού και ορθόδοξου με τον Νόμο την Ιστορία τον Πόλεμο τη Σκέψη την Άσκηση των σωμάτων. Τέλος, η απόλυτη [βασιλική] εξουσία κυριαρχεί επί του συνόλου μέσω της θέσης της και της οργάνωσης του περιβάλλοντος χώρου χωρίς καμιά αμφιβολία… 230 Γ. Τσιώμης, «Αθήνα, ευρωπαϊκή υπόθεση», Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου Ιστορίας Νεοελληνική Πόλη: Οθωμανικές κληρονομιές και Ελληνικό κράτος (1984), τ. 1ος, Αθήνα 1985, σ. 97-101 231 A. Παπαγεωργίου-Βενετάς, Αθήνα, ένα όραμα κλασικισμόυ, ο.π., σ. 79. 232 Ο όρος boulevard είναι γερμανικής προέλευσης, από το μεσαιωνικό ολλανδικό bolwerk, και σήμαινε αρχικά «οχύρωση». Με την έννοια αυτή περνά στα γαλλικά τον 15ο αιώνα (boloart) και χρησιμοποιείται υπό διάφορες μορφές (belouart, boulevert, boulevard), κυριολεκτικά και μεταφορικά, ως τον αιώνα μας: «le justice est le boulevard des Etats» («Η δικαιοσύνη είναι το οχυρό των κρατών», Larousse 1898). Από το 1690 εμφανίζεται, πάντοτε στα γαλλικά, και η έννοια «δενδροφυτεμένος τόπος περιπάτου η επί άλλοτε οχυρωματικής τοποθεσίας, ήδη άχρηστης λόγω των εξελίξεων στις αμυντικές μεθόδους». Από τα γαλλικά πέρασε η χρήση του όρου με αυτήν την έννοια και στις λοιπές γλώσσες. Στα σχέδια και του Κλεάνθη και του Κλένζε προβλέπονταν βουλεβάρια με έντονη συμβολική σημασία για τις περιοχές που περιστοίχιζαν, θυμίζοντάς μας το ρόλο των κλασικών περιπάτων (π.χ. η οδός τριπόδων που ξεκινά από τη βόρεια οδό της Ακρόπολης και καταλήγει στο θέατρο που Διονύσου ήταν ένας περίπατος έκθεσης αναθηματικών μνημείων των χορηγών των νικητών των δραματικών αγώνων με εντόνως συμβολικό χαρακτήρα).

87

Page 88: papadopoulou

(κατάφυτοι λεωφόροι) ως σημαντικές αρτηρίες περνώντας από συμβολικά σημεία αναλάμβαναν οργανικό ρόλο στη σύνθεση233. Άρα πρόκειται για ένα σχέδιο που η προοπτική περιπάτου προβάλλει το ίδιο ισχυρή με την προοπτική από «αέρος» (από τους λόφους)234.

Παρόλα αυτά οι υψηλές απαλλοτριώσεις και οι δυσκολίες που συνάντησε το συγκεκριμένο σχέδιο -κυρίως οικονομικές- επέβαλαν την αναστολή και τροποποίησή του. Αν και εγκεκριμένο ήδη από τον Ιούλιο του 1833 το σχέδιο των Κλεάνθη και Schaubert, αναθεωρήθηκε από την ελληνική Αντιβασιλεία, στις 21 Ιουνίου 1834, η οποία θεωρείται ότι πήρε μόνη της την απόφαση να ζητήσει από το Λουδοβίκο Α΄ την αποστολή του Klenze. Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για απόφαση του Λουδοβίκου,235 στον οποίον δεν άρεσαν τα πρώτα αυτά σχέδια. Στις 23 Ιουλίου ο Klenze φτάνει στην Κέρκυρα και στις 25 συναντιέται με τον Έλληνα πρεσβευτή στις αυλές τις Πρωσίας και Βαυαρίας πρίγκιπα Αλ. Μαυροκορδάτο κομίζοντάς του επιστολή του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών Ρίζου Νερουλού. Με την επιστολή αυτή σε γαλλική γλώσσα που φέρει ημερομηνία 25 Ιουνίου/ 7 Ιουλίου 1834, η ελληνική κυβέρνηση αναθέτει στον Klenze τη σύλληψη («creation») νέου σχεδίου. Δε γίνεται λοιπόν λόγος για αναθεώρηση αλλά για νέο σχέδιο. Στις 1/8/1834 μεταβαίνει στο Ναύπλιο για να βγάλει σε πέρας το πολιτικό σκέλος της αποστολής του: να επιβάλει την ανάκληση των μελών της αντιβασιλείας von Maurer και Abel εξουδετερώνοντας ενεργητικά τις λανθάνουσες τάσεις απείθειας των ενδιαφερομένων. Αυτή είναι η χρονική στιγμή που προσπαθεί σε μια πρώτη συνομιλία με τον βασιλιά να του παρουσιάσει με ωραία χρώματα την επιθυμία του Λουδοβίκου να επιλεγεί το ταχύτερο δυνατόν η Αθήνα ως πρωτεύουσα, όπως και γίνεται με το διάταγμα του 1834. Η Αθήνα γίνεται πρωτεύουσα όπως είδαμε και βασιλική καθέδρα, και ο Πειραιάς επίνειό της. Αναθεωρημένο από το διάσημο αρχιτέκτονα του Μονάχου, το σχέδιο τελικά εγκρίθηκε με το διάταγμα της 18 Σεπτεμβρίου του 1834 (εικ. 20). Ο Κλένζε αναθεώρησε το σχέδιο του Κλεάνθη Schaubert και θέλησε να προσθέσει μέσα σε αυτό και την ιστορική και πνευματική εξέλιξη της αρχαίας Αθήνας. Ξεχώρισε λοιπόν τέσσερις ιστορικούς κύκλους που στο σχέδιο του έπρεπε να μεταπλαστούν σε ζώνες χώρου: Ακρόπολη Θησειόπολη Ανδιανόπολη Οθωνόπολη. Ο Klenze προχώρησε σε γενικό περιορισμό των μεγεθών εκείνων που τα θεωρούσε υπερβολικά για τις μέτριες, κατά τη γνώμη του, προοπτικές ανάπτυξης της Αθήνας. Προέβη επίσης στη μείωση των συμμετριών και γενικά των άκαμπτων γεωμετρικών διατάξεων του σχεδίου, καθώς πίστευε ότι δεν είχαν ουσιώδη σκοπιμότητα και κυρίως δεν ανταποκρινόταν ιστορικά στη συνθετική νοοτροπία των αρχαίων Ελλήνων. Το πρώτο σχέδιο όμως υπερίσχυσε διότι είχε αρχίσει ήδη να εφαρμόζεται και δεν μπορούσαν να προβούν σε μία καθολική αποζημίωση, ώστε να πραγματοποιηθεί εξ αρχής. Η αναθεώρηση σχεδίου Klenze236 ήταν κατ’ ουσία μια προσαρμογή-συρρίκνωση μάλλον- του μεγαλόπνοου πρώτου σχεδίου στην πολιτική και οικονομική πραγματικότητα του νεοσύστατου κράτους. Αντί του «πανταχόθεν 233 A. Παπαγεωργίου-Βενετάς, Αθήνα, ένα όραμα κλασικισμόυ, ο.π., σ. 102, υποσημ. 43. Γ. Τσιώμης, Athenes a soi-meme etrangere’ elements de fοrmation et de reception du modele neoclassique urbain en Europe et en Greece au 19 siecle, διατριβή, Paris, 1983 σελ.540-60 «Διότι αυτό που χαρακτηρίζει το σχεδιασμό των Αθηνών σε αντίθεση με το σχεδιασμό άλλων πόλεων την ίδια εποχή είναι η θέληση να επιβληθούν ξανά στο φυσικό χώρο και να τονισθούν τα ιστορικά σημεία και οι διαδρομές επίσκεψης με χρήση της περιγραφής του Παυσανία» 234 A. Παπαγεωργίου-Βενετάς, Αθήνα, ένα όραμα κλασικισμού, ο.π., σ. 81 235 Αθηνά 2 Αυγ. 1837, αρ. φυλ. 171 236 A. Παπαγεωργίου-Βενετάς, Αθήνα, ένα όραμα κλασικισμού, ο.π., σ. 14-26, υποσημ. 8. Η πιο ευτυχισμένη του στιγμή, και υποσημ. 8 Σοουμπερτ 14-26

88

Page 89: papadopoulou

ελεύθερου», προτιμήθηκε το συνεχές σύστημα δόμησης σύμφωνα με τα πρότυπα της μεσογειακής δόμησης. Πρόκειται, για ένα μικτό πολεοδομικό σύστημα: κλασικιστικό (με άξονες και συμμετρική τοποθέτηση των δημοσίων κτιρίων) και ρομαντικό (με στενά ελικοειδή δρομάκια για την παλιά πόλη).

Ο ρομαντικός κλασικισμός του Klenze και η ακριβής γνώση των αρχαιοελληνικών μορφών και τρόπων δόμησης συνδυάστηκαν με μια ελεύθερη ποιητική ερμηνεία του ελληνικού ιδεώδους. Επελέγη η ελεύθερη σύνθεση και όχι η άκαμπτη μνημειακή συμμετρία που παραπέμπει σε έναν στείρο ακαδημαϊσμό με αυστηρούς άξονες συμμετρίας. Στόχος στο νέο σχέδιο είναι η αρμονική ένταξη στο τοπίο και η οπτική διασύνδεση δημόσιων κτιρίων με ιστορικούς αρχαιολογικούς χώρους. Αυτό ισχύει κυρίως για το σχέδιο των ανακτόρων τα οποία τοποθέτησε σε διάφορα επίπεδα στις βοριοδυτικές κλιτύες του λόφου των Νυμφών (στα υψώματα του Αγ. Αθανασίου κοντά στον Κεραμικό –ιερός τόπος για τους αρχαίους Αθηναίους αφού εκεί ήταν το νεκροταφείο των επιφανέστερων πολιτών). Οι εκτεταμένοι κήποι που απλώνονταν στις λοφώδεις εκτάσεις και το ενταγμένο σε αυτούς Θησείο ως αυθεντικό αρχαίο έδαφος προσέδιδαν γοητεία. Μέσα από το σχέδιο αυτό προβάλει η ρομαντική πνοή της Δύσης, η επιθυμία δόμησης σε γραφικό περιβάλλον και η δήλωση συνέχειας μεταξύ «αρχαίας» και «σύγχρονης» (δηλ. κλασικιστικής) ελληνικής αρχιτεκτονικής. Σε αυτή την ιδέα υπακούει και η ιδέα εκτεταμένων κήπων που περιβάλλουν τις αρχαιότητες, όπως και το να καλλωπισθεί το πλατώματος της ακρόπολης με κατάλληλη φύτευση. Εδώ βεβαίως η καλλιτεχνική αξία είναι μεγάλη αλλά η μεγάλη γειτνίαση νέου και αρχαίου (ιδιαίτερα η τοποθέτηση του Ανακτόρου στον Κεραμικό) υποδηλώνουν έναν οριακό «μουσειακό» σεβασμό, αν και η ιδέα ενός εκτεταμένου αρχαιολογικού πάρκου παραμένει οργανικό μέρος του σχεδίου, όπως και η προνόηση για προστασία όχι μόνο αρχαίων αλλά και βυζαντινών και οθωμανικών μνημείων. Είναι άλλωστε η εποχή που αποφασίζεται η απομάκρυνση από την ακρόπολη μεταγενέστερων προσθηκών και θεσπίζεται ο πρώτος νόμος το Μάιο του 1834 περί αναστύλωσης του Παρθενώνα. Ο Klenze θεωρούσε ότι η πρωτοβουλία προστασίας των αρχαιοτήτων θα γεννούσε το ενδιαφέρον της «πολιτισμένης Ευρώπης» για την τύχη της Αθήνας.

Παρόλα αυτά φαίνεται ότι ούτε αυτή η πρόταση για τη θέση του νέου ανακτόρου άρεσε στο Λουδοβίκο. Από την άλλη η πρόταση του Schinkel να θεμελιωθεί πάνω σε αρχαιολογικό έδαφος τον έβρισκε τελείως αντίθετο. Η δυσκολία λοιπόν στην επιλογή του τόπου τον οδήγησε να μεταβεί στην Αθήνα (Δεκέμβριος 1835- Μάρτιος 1836) μαζί με τον Gaertner και να επιληφθεί προσωπικά το θέμα, επιβάλλοντας τη θέλησή του στο γιό του Όθωνα και επιλέγοντας ο ίδιος την οριστική θέση του ανακτόρου στην ανατολική κορυφή του τριγώνου, όπου σχηματίζουν οι κύριοι άξονες της πόλης στη σημερινή πλατεία Συντάγματος, σε μια ελαφριά έξαρση εδάφους με πανοραμική θέα προς το Λυκαβηττό, την Ακρόπολη, το Ναό Ολυμπίου Διός και το Σαρωνικό κόλπο. Η περιοχή κρίθηκε ως η πλέον προσφερόμενη, αφού εκτός από το υγιεινότερο κλίμα (που ήταν μια πρόφαση), είχε τα στοιχεία εκείνα που θα υπογράμμιζαν την παρουσία του κτιρίου στην πόλη και μέσα από αυτό το κύρος της βαυαρικής εξουσίας στην Ελλάδα.237 Έτσι ανατίθεται στον Gaertner εντολή για τη σύνταξη των σχεδίων του κτιρίου των ανακτόρων (εικ. 21). Στις 25/1-6/2 1836 έγινε η τοποθέτηση του θεμέλιου λίθου του κτιρίου. Ο Gaertner λαμβάνοντας υπόψη τα περιορισμένα οικονομικά μέσα του νεοσύστατου κράτους, σχεδίασε ένα αυστηρό και εσωστρεφές κτίσμα με ισορροπημένες αναλογίες και λιτό διάκοσμο σε ικανή

237 Κ. Δεμενέγη-Βιριράκη , «Τα παλαιά Ανάκτορα των Αθηνών» Αθηναϊκός κλασικισμός, Αθήνα, 1996, σ. 85-9.

89

Page 90: papadopoulou

απόσταση από τα αρχαία μνημεία και σε σαφή αντιπαράθεση σε αυτά. Το πολιτιστικό πάρκο Αθήνας εντοπίστηκε ανατολικότερα, ενώ κήποι με θέα τα μνημεία μπήκαν σε προτεραιότητα. Ο Ακαδημαϊσμός και η ιστορικιστική αντίληψη του Λουδοβίκου επέδρασαν στο ελληνικό τοπίο για άλλη μια φορά. Αυτή η επιλογή επηρέασε τα σχέδια της περαιτέρω πολεοδομικής και οικοδομικής ανάπτυξης της Αθήνας αν και από την αρχική εκδοχή των σχεδίων τηρούνται μόνο βασικές κατευθύνσεις εξαιτίας των αντιρρήσεων της τοπικής κοινωνίας που προασπίζεται τα κεκτημένα ιδιοκτησιακά δικαιώματα.

90

Page 91: papadopoulou

18. Σχέδιο - πρόταση για την ανέγερση του ανακτόρου στην ακρόπολη. άποψη από τα δυτικά, 1834. Kαρλ Φρίντριχ Σίνκελ.

19. Η πολεοδομική πρόταση των Κλεάνθη-Scahubert για την πόλη των Αθηνών του 1833 (Πηγή: Κ. Μπίρης, Αι Αθήναι από του 19ου εις τον 20όν αιώνα, Αθήνα 1966).

91

Page 92: papadopoulou

20. Το πολεοδομικό σχέδιο του Klenze του 1834, που αποτελούσε αναθεώρηση της πρότασης Κλεάνθη-Scahubert. (Πηγή: Κ. Μπίρης, Αι Αθήναι από του 19ου εις τον 20όν αιώνα, Αθήνα 1966).

21.Η τελική μορφή του πολεοδομικού σχεδίου των Αθηνών, μετά την επέμβαση του Gaertner .

92

Page 93: papadopoulou

7. Το Ανάκτορο του Όθωνα.

O Gaertner έδωσε τη μορφή ενός στιβαρού, «κλειστού», δωρικού «κύβου» λιτού στη συνολική σύλληψη τριώροφου οικοδομήματος ακολουθώντας τη βούληση του ίδιου του Λουδοβίκου. Το κτίριο οικοδομήθηκε ορθογωνικό με δύο άξονες συμμετρίας από τους οποίους ο κύριος άξονας ταυτίζεται με τον άξονα της οδού Ερμού και ο δευτερεύων είναι κάθετος προς τον πρώτο. Το κτίριο είναι υπερυψωμένο κατά 1.50 μ. από τον περιβάλλοντα χώρο και έχει τέσσερις εξωτερικές πτέρυγες, μια εσωτερική κεντρική πτέρυγα κατά τον κύριο άξονα (μεσαία πτέρυγα) και δύο εσωτερικές αυλές εκατέρωθεν αυτής της πτέρυγας που περιλάμβανε την Αίθουσα του Θρόνου και τους κύριους χώρους υποδοχής καθώς και τον προθάλαμο εισόδου και κλιμακοστασίου προς την πλευρά της πλατείας Συντάγματος. Τα βασιλικά δωμάτια ήταν διατεταγμένα στη μεσημβρινή πτέρυγα, έτσι ώστε οι ένοικοί του να απολαμβάνουν τη μοναδική εικόνα του Ολυμπείου, το τοπίο των «παριλίσσιων πεδίων» και στο βάθος τον ασημένιο ορίζοντα του Σαρωνικού. Η στέγαση των εξωτερικών πτερύγων γίνεται με ελαφρά κεκλιμένα επίπεδα προς τις αυλές, ενώ η μεσαία πτέρυγα στεγάζεται με δίκλινη στέγη η οποία επεκτείνεται και σε τμήματα των πτερύγων δυτικής και ανατολικής δημιουργώντας αετώματα στις αντίστοιχες όψεις. Οι εξωτερικές πτέρυγες έχουν ισόγειο και δύο ορόφους. Η μεσαία πτέρυγα έχει υπόγειο ισόγειο και όροφο με ύψος του συνολικού των δύο ορόφων των εξωτερικών πτερύγων. Σε αυτόν τον όροφο ήταν η αίθουσα του χορού. Δυτικά πρόπυλα εισόδων της δυτικής και ανατολικής όψης, τη στοά με τους δωρικούς επίσης κίονες και τα δύο ιωνικά πρόπυλα στη μεσημβρινή όψη (είσοδος εδώ δεν υπήρχε αλλά το δημιούργησε για να υπάρχει συμμετρία), τα πλαίσια των ανοιγμάτων με τις σχετικά απλές διατομές που συμπληρώνονται με γείσα στον πρώτο και το δεύτερο όροφο σε όλες τις όψεις, τα δύο αετώματα στη δυτική και την ανατολική με τις ευθύγραμμες μαρμάρινες κρηπίδες και τα ακρωτήρια και τέλος με το γείσο της επίστεψης του κτιρίου με τα συνεχή επίσης μαρμάρινα ακροκέραμα.238

Το αρχιτεκτόνημα ολοκληρώθηκε και εσωτερικά περί το 1840 και αναδείχθηκε με την επιβλητική αρμονία της ογκοπλαστικής του παρουσίας, τις τεράστιες αίθουσες, που τις κοσμούσαν πολύχρωμες τοιχογραφίες (πομπηιανής αναγεννησιακής και κλασικής νοοτροπίας δημιουργημένες από το χέρι ικανότατων Ιταλών και Γερμανών καλλιτεχνών), τη θρυλική αίθουσα του χορού καθώς και τη φύτευση του ρομαντικού Βασιλικού Κήπου στην ελεύθερη προς νότο έκταση έργο της Αμαλίας με κηποτέχνες τους Baraut, Smit κ.α. Με το πολεοδομικό σχέδιο του 1846 μάλιστα ο κήπος επεκτάθηκε στην περιοχή μεταξύ των οδών Β. Σοφίας, Ηρ. Αττικού και της λεωφόρου Αμαλίας. Ο θεμέλιος λίθος του κτιρίου του ανακτόρου τέθηκε στις 25 Ιανουαρίου/6 Φεβρουαρίου 1836. Η τελετή της κατάθεσης του «εκ του Παρθενώνος εξαχθέντος»239 θεμελίου λίθου επιμελείται ο ίδιος ο Gaertner. Το Μάρτιο του ίδιου χρόνου ο Gaertner επέστρεψε στο Μόναχο (η εκπόνηση σχεδίων συντελέστηκε από το Δεκέμβριο του 1835 ως το Μάρτιο του 1836), αφήνοντας τη διεύθυνση της οικοδομής στους ανθυπολοχαγούς Schlotter και Hoch. Στην Αθήνα ξαναήρθε το Νοέμβριο του 1840 για την επίβλεψη του διακόσμου, αφήνοντας αυτή

238Κ. Δεμενέγη- Βιριράκη «Τα παλαιά ανάκτορα», Καθημερινή, Επτά Ημέρες, 10-11-1996, σ. 19-21. 239 «Ο βασιλεύς Λουδοβίκος και η Ελλάς», Αττικόν Ημερολόγιον υπό Ειρηναίου Ασωπίου, Αθήνα, 1889, σ. 146

93

Page 94: papadopoulou

τη φορά τη διεύθυνση των εργασιών οικοδομής στον Riedel που αποπεράτωσε το κτίσμα με επιτυχία. Περατώθηκε στο τέλος του 1847 και εγκαινιάστηκε τη 1 Ιανουαρίου 1848. Το 1909 υπέστη σοβαρές ζημιές λόγω πυρκαγιάς ιδίως ως προς το ζωγραφικό διάκοσμο και αναδιαμορφώθηκε από τον αρχιτέκτονα Α. Κριεζή.

7.1 Ο Διάκοσμος του Ανακτόρου. Παρά την εξωτερική αρχιτεκτονική λιτότητα, επιλογή κατ ουσία του

Λουδοβίκου, στο εσωτερικό σχεδιασμό η σφραγίδα του Gaertner ως εκπροσώπου του ρομαντικού κλασικισμού είναι εμφανέστερη. Μάλιστα οι τοίχοι ήταν πλούσια διακοσμημένοι. Τα σχέδια εκπονήθηκαν στο γραφείο του στο Μόναχο240. Το 1840 οι εργασίες φτάνουν στο σημείο της διακόσμησης. Ο Gaertner καταφθάνει στην Αθήνα φέρνοντας μαζί του τους ζωγράφους ιστορικών παραστάσεων Johann Schraudolph (Γιοχαν Σροντολφ), Ulrich Halbreiter (Ούλριχ Χάλμπράιτερ) και Joseph Kranzberger (Γιόζεφ Κρανζμπεργκερ), το διακοσμητή J. Schwarzmann, έξι αρχιτέκτονες κ.α.

Για τα ιδιωτικά διαμερίσματα του βασιλικού ζεύγους (νότια πτέρυγα) γνωρίζουμε λίγα πράγματα. Τα ιδιωτικά δωμάτια της βασίλισσας είναι σε Πομπηιανά ζωγραφικά πρότυπα, και στο δωμάτιο του κομμωτηρίου της αναπαρίσταται «η ιστορία της Ψυχής», θέμα που γνωρίζει εντυπωσιακή διάδοση στο πλαίσιο της τέχνης του νεοκλασικισμού241 . Όσον αφορά τα ιδιωτικά δωμάτια του Όθωνα οι τοίχοι ήταν πλούσια διακοσμημένοι με σκηνές από την ελληνική ιστορία «Μία παριστά τον Λεωνίδαν πολεμούντα με την ηρωικήν λεγεώνα του εις τη μάχη των Θερμοπυλών. Άλλη εικόνιζε τον θάνατον του Κόδρου, του τελευταίου βασιλέως των Αθηνών.»242

Η μεσαία πτέρυγα-προορισμένη να στεγάσει την αίθουσα χορού παιγνίου τραπεζαρίας- αρχίζει να διακοσμείται το 1843 μετά από επίσημη πρόσκληση σε καλλιτέχνες μεταξύ αυτών και των αφών Γ. Φ. Μαργαρίτη όταν το Βασιλικό Αυλαρχείο τους ενημερώνει: «Κύριοι…παρακαλείσθε να καθυποβάλητε εις το Αυλαρχείον εντός δεκατεσσάρων ημερών τόσον τα σχέδιαν καθώς και τους προϋπολογισμούς σας. Η εκτέλεση πρέπει να γένη εις τρόπον ο οποίος λέγεται εγκαυστικός»243.

Ο κατάλογος των θεμάτων της ανάθεσης ήταν ο εξής: «1ον Δια του δεκαπέντε και ενός τόπου: 1. ο Απόλλων, 2-10 αι εννέα Μούσαι,

11 ο Ερμής μετά της χελώνης, 12 ο Ορφεύς 13 ο Αλκαίος 14 ο Ανακρέων, 15 η Σαπφώ.

240 W. Seidl, Βαυαροί στην Ελλάδα: η γένεση του νεοελληνικού κράτους και το καθεστώς του Όθωνα, Αθήνα, 1984,σ.225 Τα περισσότερα από αυτά έχουν καταστραφεί στην πυρκαγιά του 1909, παρόλα αυτά, αρκετά από αυτά μας σώζονται σε σχέδια (σήμερα στην Καλλιτεχνική Συλλογή του Πολυτεχνείου του Μονάχου). Έτσι, έχουμε αρκετές πληροφορίες που μας διασώζουν μια εποπτική εικόνα. 241 Ν. Λοιζίδη άρθρο «Νεοκλασικισμός, η Βαυαρική ταυτότητα της νέας Ελλάδος» Βήμα 2-7-2000 και το άρθρο του Κ.Γ. Ξένου «Αλληγορίαι και σύμβολα εν τη τέχνη» στην Ποικίλη Στοά στα 1882 σ. 131-2 όπου «Μετά τους μύθους των θεών ο περί της Ψυχής και του Έρωτος, ποιητικοτάτη και φιλοσοφική αλληγορία της ανθρώπινης ψυχής, κατέχει την πρώτην θέσιν μετ’ αυτόν η κλοπή του πυρός υπό του Προμηθέως και τελευταίον του Ηρακλέους οι άθλοι». Βλ. και σημ. 29. 242 Πρίγκιπας Νικόλαος τα 50 χρόνια της ζωής μου, Αθήνα, 1926 σ.31-2 243 ΓΑΚ Φ.385 Οικοδομή νέων Ανακτορείων αρ. 017, 28Ιουλίου/ 4 Αυγούστου 1843.

94

Page 95: papadopoulou

2ον Δια τους δύο μεγάλους τόπους 1 Εις χορός, Ελληνίδων Παρθένων 2 Μία πυρρίχη Ελλήνων Πολεμιστών»244

Βεβαίως, πάντα δίνονταν δοκιμαστικά σχέδια που πέρναγαν από την έγκριση του βασιλιά.

Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι το κλασικιστικό μορφοπλαστικό λεξιλόγιο εύπλαστο καθώς είναι αλλάζει λειτουργικότητα και προσαρμόζεται ανάλογα με το χώρο τον οποίο καλείται να κοσμήσει. Τα ιδιωτικά δωμάτια λοιπόν όπως και στα δωμάτια που συνδέονται με την ψυχαγωγία της βασιλικής οικογένειας ο κλασικιστικός εικονογραφικός διάκοσμος προβάλει έννοιες κοινωνικές κυρίως: τον εξευγενισμένο τρόπο ζωής, ηθικές αξίες και κώδικες, ομορφιά κ.τ.λ. Ακόμη και οι ιστορικές στιγμές στα δωμάτια του Όθωνα αποκτούν μια σημασία περισσότερο συναισθηματική παρά πολιτική. Εκεί που το νόημα του κλασικισμού αλλάζει είναι οι χώροι που ενέχουν μια πολιτική χρησιμότητα, δηλ. η αίθουσα των τροπαίων και η αίθουσα των υπασπιστών.

Τα σχέδια και η τελική τοιχογραφία της αίθουσας των τροπαίων σε συνδυασμό με τα πορτρέτα των ηρώων της διπλανής αίθουσας των υπασπιστών έδιναν τη σύγχρονη πορεία ενός έθνους, που επικυρωνόταν από τα άφθονα σύμβολα του κλασικισμού και από τις μυθολογικές παραπομπές των υπολοίπων παραστάσεων των άλλων χώρων του ανακτόρου. Τα θέματα αυτά αναφέρονται στην πρόσφατη ελληνική ιστορία: από την έναρξη της Επανάστασης μέχρι την άφιξη του Oθωνα στο Ναύπλιο, γεγονότα που αποκτούν εικαστική μορφή, χάρη στη συμβολή καλλιτεχνών με κλασική παιδεία, οι οποίοι τονίζουν τη διαχρονικότητα ενός μακραίωνος πολιτισμού. Εξαιρετικά θετικές εντυπώσεις αφήνει στο θεατή η διαδοχή δραματικών σκηνών με πολύσημα σύμβολα καθώς και η άνεση με την οποία αναπτύσσεται η διήγηση, ακολουθώντας την ιστορική συνέχεια και τη νοηματική αλληλουχία των γεγονότων.

7. 2 Αίθουσα των υπασπιστών. Η αίθουσα των υπασπιστών είναι το ιδιαίτερο γραφείο του βασιλιά, και

αποτελεί τον προθάλαμο της αίθουσας του θρόνου. Υπάρχει μια λιθογραφία του Σωτήρη Χρηστίδη που είναι αντίγραφο ελαιογραφίας του 1847, και εικονίζει τη συγκεκριμένη αίθουσα με την προσθήκη της λεζάντας «Ο Όθων προπέμπει τους υπασπιστάς του αναχωρούντας εις απελευθέρωσιν των υποδούλων Ελλήνων» (αν και στο έργο εικονίζεται η παρουσίαση της Αμαλίας από τον Όθωνα στους αυλικούς ακολούθους) (εικ. 22). Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα τέχνης που την εποχή του Κριμαϊκού αναγιγνώσκεται με νέο νόημα προβάλλοντας την ιδέα του συγκεκριμένου τόπου ως κέντρο αποφάσεων του ελληνισμού.

Ο χώρος είναι διακοσμημένος με πορτραίτα των Ελλήνων ηρώων της Επανάστασης245. Η μελέτη των παραστάσεων δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι

244 αύτοθι 245 Μ. Παπανικολάου, Η Τοιχογραφίες του Μεγάρου της Βουλής, Αθήνα, Βουλή των Ελλήνων, 2007, σ. 90.

95

Page 96: papadopoulou

επηρεάστηκε περισσότερο από τα έργα του Hess αλλά και του Krazeisen. O Hess ήταν ζωγράφος που με εντολή του Λουδοβίκου είχε ζωγραφίσει ένα μεγάλο εικονογραφικό κύκλο με 39 επεισόδια του απελευθερωτικού αγώνα, λίγα χρόνια νωρίτερα. Τις παραστάσεις αυτές ο Λουδοβίκος τις προόριζε αρχικά για το ανάκτορό του, στο Μόναχο, αλλά τελικά τοποθετήθηκαν στις στοές του Hofgarten (Χοφγκάρτεν), δηλ. στον Κήπο του παλατιού, όπου καταστράφηκαν από το β΄παγκόσμιο πόλεμο. Ο Krazeisen ήρθε στην Ελλάδα το 1826 με εντολή του Λουδοβίκου μαζί με μια ολόκληρη επίσημη αποστολή που είχε σκοπό να ενισχύσει την ελληνική επανάσταση. Όντας ζωγράφος διασώζει στο λεύκωμά του προσωπογραφίες Ελλήνων αγωνιστών, ζωγραφισμένους εκ του φυσικού. Η λιθογραφική αναπαραγωγή αυτών των προσωπογραφιών στο Μόναχο διέδωσαν ακόμη περισσότερο την ιδέα της ελληνικής επανάστασης και των πρωτεργατών της στην Ευρώπη.

Ας επανέλθουμε στο διάκοσμο της αίθουσας των υπασπιστών. Τα πορτρέτα αυτά των Ελλήνων ηρώων είναι έργα ως επί τω πλείστον των αφών Γ. και Φ. Μαργαρίτη (εικ.23). Προδίδουν έναν ανοικτό διάλογο με τις αρχές τις δυτικής καλαισθησίας, αφού οι δημιουργοί της είναι σπουδαγμένοι στην Ρώμη και στο Παρίσι αντίστοιχα. Η σύνδεσή ενός με το ανάκτορο και τον Όθωνα θα έχει ως αποτέλεσμα το διορισμό ενός ως διδάσκοντες στη Σχολή Ευελπίδων και στο Σχολείο των Τεχνών. Μάλιστα ο Γ. Μαργαρίτης το 1836 ανοίγει το πρώτο λιθογραφείο στην Αθήνα, με στόχο να απαθανατίσει «όλους ενός σημαντικούς συνεργήσαντες υπέρ ενός πολιτικής ενός υπάρξεως»246

Οι προσωπογραφίες στην αίθουσα των Υπασπιστών είναι ζωγραφισμένες σε κυκλικά πλαίσια (tondi) και διακρίνονται για μια ιδεαλιστική προσέγγιση της μορφής247 δηλωτική της ταυτότητας της προσωπικότητας. Με αυτόν τον τρόπο οι δημιουργοί πετυχαίνουν να καθιερώσουν τα πρόσωπα ως σημεία αναφοράς της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Ακόμη και στη λιθογραφία αναφαίνονται οι tondo προσωπογραφίες των αγωνιστών δίνοντας μια ακόμη περισσότερο δραματική διάσταση στο μεγαλοϊδεατικό επεισόδιο που θέλει να περιγράψει ο Σ. Χρηστίδης. Οι αποφάσεις του νεώτερου ελληνισμού δεσμεύονται από το βάρος ενός ένδοξου παρελθόντος που για να οικειοποιηθούν πρέπει να υπερασπιστούν.

7. 3 Αίθουσα τροπαίων.

Η τελική μνημειακή σύνθεση της Αίθουσας των Τροπαίων (σήμερα αίθουσα Ελευθερίου Βενιζέλου) είναι αναμφισβήτητα ένα συλλογικό έργο (εργάστηκαν τουλάχιστον έξι ζωγράφοι), όμως ο βασικός εμπνευστής του έργου είναι ο κλασικιστής γλύπτης Ludwig Michael von Schwanthaler (Λούντβιχ φον Σβάντχαλερ), ο οποίος σχεδίασε όλα τα θέματα με σχολαστική ακρίβεια (γιατί χρειάστηκε να γίνουν ελάχιστες αλλαγές), απλώνοντας τα θέματά του σε μία ζωφόρο στο πάνω μέρος των τεσσάρων τοίχων. Ο καλλιτέχνης αυτός δεν επισκέφτηκε ποτέ

246 Αθηνά 5-8-1836. 247 Βασιζόμενος στα σχέδια προσωπογραφίες ελλήνων αγωνιστών του Κρατσάιζερ (Βλ. Έκθεση Αθήνα-Μόναχο, ο.π., σ. 400-11Εδώ επίσης και ο πρόλογος του Π.Πρεβελάκη για το Λεύκωμα ο Καρλ Κατσάιζερ στην Ελλάδα- 20 Αγωνιστές του Εικοσιένα (σχέδια με μολύβι), Αθήνα, 1971) και Hess (σχέδια μεταξύ των οποίων και προσωπογραφίες κατά την παραμονή του στην Ελλάδα 1832-33. Βλ. Έκθεση Αθήνα Μόναχο,ο.π., σ. 430)

96

Page 97: papadopoulou

την Ελλάδα, αλλά είναι πιθανό να είχε συμβουλευτεί τον ελληνιστή καθηγητή και σύμβουλο του βασιλιά Λουδοβίκου, Φρειδερίκο Θείρσιο. Μέσα σε δεκαεφτά σχέδια ο Schwanthaler συμπεριέλαβε τα σημαντικότερα γεγονότα του Ελληνικού Αγώνα, τα οποία με δική του υπόδειξη κατανεμήθηκαν στο χώρο. Τα εν λόγω σχέδια βρίσκονται σήμερα στο Μουσείο της Πόλης του Μονάχου248.

Έτσι, πιο δραστικά από όλα, στην απόπειρα αφομοίωσης της πρόσφατης ιστορίας του ελληνισμού και της καθιέρωσης των πολέμων της ανεξαρτησίας στη συλλογική συνείδηση ως εθνικού αγώνα, επρόκειτο να δράσει η ζωφόρος που προέβλεψε ο ίδιος ο Gaertner σε σειρά προσχεδίων του για τη λεγόμενη αίθουσα των τροπαίων249--προθάλαμος της αίθουσας του θρόνου (μαζί με την αίθουσα των υπασπιστών) και της αίθουσας του χορού των παιγνίων και της τραπεζαρίας. Το εικαστικό ανάπτυγμα που θα την επενδύσει-και το οποίο βασίζεται σε σχέδια του Schwanthaler, όπως είπαμε, συνοψίζει σε μια αλληλουχία επεισοδίων, την απόσταση από το αφετηριακό «σημείο μηδέν», που ορίζει το έτος 1821, στη νομιμότητα του εθνικού κράτους και της μοναρχίας του Όθωνα. Η εικόνα αποκτά δυναμικό ρόλο, καθώς διαχειρίζεται τις μνήμες του πρόσφατου παρελθόντος, με τρόπο ώστε να νομιμοποιείται το παρόν και να επιτρέπεται να διαφανούν οι επιθυμητές ισορροπίες που θα ήταν σκόπιμο να διαμορφωθούν στο άμεσο μέλλον. Η παρουσία της συγκεκριμένης ηγεσίας αποκαθιστάται ως φυσική, καθώς εμφανίζεται οργανικά συνδεδεμένη με τις ηρωικές προσπάθειες του λαού που διοικεί, ενώ ο ίδιος ο λαός, μετασχηματίζεται στο ομογενοποιημένο και ενωμένο σώμα υπηκόων που όφειλε να είναι (ή να γίνει)250. Επιπλέον, η τοιχογραφική απόδοση των παραστάσεων, μέσω των μνημειακών διαστάσεων και της συνταύτισης με το αρχιτεκτόνημα, γεννά την ψευδαίσθηση μιας ακλόνητης διαχρονικότητας, και επιβεβαιώνει την αφήγηση ως παγιωμένη έκφραση μιας ήδη καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων- το ελληνικό κράτος αναδύεται σα μια «νέα ιστορική μονάδα»251, και ο ελλαδικός χώρος διαχωρίζει πλέον τη θέση του από την ιστορία του ευρύτερου βαλκανικού252. Στα σχέδια λοιπόν του Schwanthaler για τα Ανάκτορα των Αθηνών και του Peter von Hess για τις τοιχογραφίες στη βόρεια στοά του Βασιλικού Κήπου (Hofgarten) στο Μόναχο υπάρχει μια συνάφεια που προδίδει τον εύλογα προπαγανδιστικό χαρακτήρα της μοναρχίας των Wittelsbach.253 Θεωρητική πηγή και των δύο Βαυαρών αυλικών αρχιτεκτόνων που δρουν σχεδόν ταυτόχρονα το έργο του Thomas Gordon (1788-1841) History of the Greek Revolution Εδιμβούργο 1832.

Η ανάπτυξη της ζωφόρου της αίθουσας των τροπαίων ως προδιαγεγραμμένης πορείας- σε συνδυασμό με την επιλογή προβολής των ηρώων πεσόντων ή μη του ‘21 στη διπλανή αίθουσα των υπασπιστών (σημείο «επαφής» απολυταρχικής εξουσίας και αγωνιστών)- είναι στοιχεία που συγκλίνουν στην εξουδετέρωση του κοινωνικού χαρακτήρα της επανάστασης και στην καθήλωσή της ως τετελεσμένου συμβάντος στη σφαίρα της ιστορίας και του μύθου. Ιδιοποίηση του Αγώνα κυρίως από το ελλαδικό κέντρο. 248 Μ. Παπανικολάου, ο.π. σ. 34-5. 249Α. Γ. Μάλαμα, Μνημειακή ζωγραφική στην Αθήνα του 19ου αι., Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Θεσσαλονίκη, 2005, σ. 58 250 Ε. Σκοπετέα, (1988), ο.π., σ. 29-40 και E.J. Hobsbawm, Nations and nationalism since 1780 : programme, myth, reality, 1992, σ. 122-3 251 Ε. Σκοπετέα, (1988), ο.π., σ. 34. 252 Α. Γ. Μάλαμα,ο.π., σ. 60. 253 Μ. Παπανικολάου, Γερμανοί ζωγράφοι στην Ελλάδα κατά το 19ο αι., Διατριβή επί Υφηγεσία, Θεσ/νίκη 1981. σ. 115

97

Page 98: papadopoulou

7.3.1 Αίθουσα Τροπαίων Βόρειος τοίχος.

Δεκαεπτά σχέδια του Schwanthaler σώζονται και φυλάσσονται στο

Stadmuseum στο Μόναχο που μας επιτρέπουν να «αποκαταστήσουμε» την εικόνα της αίθουσας. Μάλιστα οι παραστάσεις της βόρειας πλευράς είναι εξ ολοκλήρου σχεδόν κατεστραμμένες254. Τα προορισμένα για το βόρειο τοίχο λοιπόν ξεκινούν με τη Σύσκεψη της Βοστίτσας (εικ.24) η οποία συμβολίζει την έναρξη της επανάστασης προβαλλόμενη σε μια στιγμή «ομόνοιας, σύμπνοιας και ομοψυχίας» 255. Έπειτα έχουμε το μοναδικό μέχρι και σήμερα σωζόμενο τμήμα τοιχογραφίας και πρώτη από τις πολεμικές σκηνές της ζωφόρου: την εξέγερση των Ελλήνων στην Πάτρα συμβολίζοντας την ένοπλη έναρξη της επανάστασης256 (εικ.25-26). Στη συνέχεια., έπεται η Εθνική συνέλευση στην Καλαμάτα ως πρώτη απόπειρα διοικητικής οργάνωσης των ελεύθερων περιοχών –οργάνωση Πελοποννησιακής Γερουσίας από τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη,257 υποκινητή της επανάστασης στη Ν. Πελοπόννησο258.

Με την αλληγορική σύνθεση της Δόξας του Δολοφονημένου στην Κωνσταντινούπολη πατριάρχη Γρηγορίου Ε ολοκληρώνεται η ενότητα των παραστάσεων του Β. τοίχου και μαζί τα σημαντικότερα γεγονότα του πρώτου έτους (εικ. 27). Η αναφορά στο πρόσωπο του ιεράρχη που είχε αφορίσει την επανάσταση γίνεται μέσα στα πλαίσια συγκρότησης της ελληνικής ταυτότητας και συγκόλλησης ετερόκλητων στοιχείων μέσα από μια διαδικασία ανάπλασης ενός εύκαμπτου ιδεολογικού υλικού. Η διαδικασία μνήμης και λήθης είναι αυτές που συγκροτούν τη δημιουργία της αυτοεικόνας. Η μορφή του πατριάρχη βρίσκεται πάντα σε συμπαράταξη αν και οξύμωρη με εκείνη του Ρήγα. Την είδαμε στο διάκοσμο των Προπυλαίων του Μονάχου259, θα τη δούμε και στον περιβάλλοντα χώρο του Πανεπιστημίου.

7.3.2 Αίθουσα Τροπαίων Ανατολικός τοίχος.

Η συνέχεια της υπόθεσης εκτυλίσσεται στον ανατολικό τοίχο που αν και

ταλαιπωρημένη η ζωφόρος σώζεται στο σύνολό της, με τη γενικόλογη σκηνή της Επανάστασης και νίκης των Ελλήνων (εικ.28), καθώς και με την Εθνική Συνέλευση στην Επίδαυρο(εικ. 30-31), την Πυρπόληση του Τουρκικού Στόλου στη Χίο από τον Κανάρη (εικ.32) και την Υπεράσπιση του Μεσολογγίου από τον Μαυροκορδάτο (εικ. 33). Πρόκειται για επιλεκτικά γεγονότα του 1822 που δίνουν μέσα από αλληγορίες

254 Α. Γ. Μάλαμα,ο.π., σ. 60, σ. 68, υποσημ. 252. Οι διαφοροποιήσεις που προκύπτουν μεταξύ των αρχικών αυτών σχεδίων και της τελικής ζωγραφικής απόδοσης των σκηνών, είναι περιορισμένες, τουλάχιστον στο βαθμό που επιτρέπουν να τις παρακολουθήσουμε οι σωζόμενες παραστάσεις. Αναφέρουμε την πιο σημαντική κατά τη γνώμη μας: η αντικατάσταση της φιγούρας του Όθωνα , στη σκηνή της υπογραφής του εγγράφου που τον ανακηρύσσει βασιλιά της Ελλάδας, από τη μορφή του Καποδίστρια, οπότε και η σκηνή συνολικά μετασχηματίζεται ώστε στο εξής να περιγράφει την ίδρυση του Πανελληνίου. 255 Ε. Αλαμάνη «Η σύσκεψη της Βοστίτσας» από την ΙΕΕ, τ. ΙΒ, σ. 77-9. 256 Δ. Αινιαν, Άπαντα,1962 σ.370 «εις Πάτρας εγένετο η πρώτη προφανής του πολέμου ρήξις…» 257 Ι. Διαμαντούρου, ΙΕΕ, τ. ΙΒ, σ. 128-9. «Η πρώτη Διοικητική οργάνωση των ελεύθερων περιοχών» 258 Ι. Πετρόπουλος, ο.π., σ. 86 259 «Προπύλαια εν Μονάχω» Πανδώρα φυλλάδιον ΠΒ 15 Αυγ 1853 σ. 258

98

Page 99: papadopoulou

και συμβολισμούς το πνεύμα του αγώνα και της νίκης. Η «ατσαλάκωτη φουστανελά», η επιτηδευμένη καλλιτεχνική γλώσσα, η ιδεαλιστική απόδοση, οι φροντισμένες ακαδημαϊκές φόρμες κυριαρχούν, ενώ ο διαχωρισμός Ελλήνων –Τούρκων είναι εμφανέστατος. Οι Έλληνες συμβολίζουν το ηρωικό στοιχείο ως υπερασπιστές αρχών πολιτισμένων ενώ οι Τούρκοι αντιπροσωπεύουν τη βαρβαρότητα, την άγνοια, την αμετροέπεια. Ειδικότερα, η συνέλευση της Επιδαύρου θίγει υπαινικτικά ζητήματα όπως την αναγνώριση της συμβολής μιας ισχυρής κεντρικής εξουσίας στη διεκπεραίωση των σχετικών με την επανάσταση υποθέσεων, και την ανάγκη υποταγής σε ένα έννομο σύστημα διακυβέρνησης260. Βλέπουμε ότι η δυνατότητα πρόκλησης φαντασμαγορικού οπτικού αποτελέσματος επηρεάζει την επιλογή της θεματογραφίας (μάχες κτλ). Το ίδιο σκηνικό συνεχίζει και στον απέναντι δυτικό τοίχο (μάχες στη θάλασσα) (εικ. 39-40) και κορυφώνεται με την παρουσίαση του μεγάλου γεγονότος της ναυμαχίας του Ναβαρίνου (εικ.41), όπως θα δούμε.

7.3.3 Αίθουσα Τροπαίων Νότιος τοίχος.

Στο νότιο τοίχο συνεχίζει η λογική έκθεσης ιστορικών συμβάντων

συνδυασμένα με αλληγορίες και συνοπτικούς σχολιασμούς: Ο Μπότσαρης επιτίθεται στο στρατόπεδο των Τούρκων στο Καρπενήσι (εικ.34), Νίκη αιωρείται πάνω από βυθισμένα πλοία (εικ. 35), η Λεηλασία της Πελοποννήσου από τον Ιμπραήμ Πασά-Προσωποποίηση της πόλης του Μεσολογγίου (εικ. 36), Συνθήκη του Λονδίνου (εικ.37-8). Εδώ η χρονική αλληλουχία διασπάται κάνει ένα χρονικό άλμα: από το 1823 (Μπότσαρης) μεταβαίνουμε στο 1827. Η διήγηση λοιπόν συνεχίζεται επιλεκτικά. Είναι η περίοδος του εμφυλίου-λήθη. Συνδετικός κρίκος είναι η αλληγορική μορφή Νίκης! Καμία νύξη που να υπονομεύει την ενότητα δεν υπάρχει. Όσο για την αμέσως επόμενη λεηλασία της Πελοποννήσου, πρόκειται για τη μοναδική παράσταση του συνόλου, όπου οι Έλληνες δεν εικονίζονται θριαμβευτές αλλά θύματα αποτρόπαιων πράξεων. Το τελευταίο αποτελεί συνηθισμένη διαχείριση μιας αυλικής τέχνης που ξεχωρίζει τους καλούς από τους κακούς με το τυποποιημένο καλλιτεχνικό λεξιλόγιο προβάλλοντας την έννοια της αδικίας και επιβάλλοντας τη συνταύτιση με τους αδικημένους. Η ιδέα που προβάλλεται είναι ότι τα ηρωικά θύματα πέφτουν άδικα χάριν των ιδανικών που υπερασπίζονται. Η προσωποποίηση του Μεσολογγίου ισχυροποιεί ακόμη περισσότερο αυτόν το νοητικό συναισθηματισμό. Τέλος, η Συνθήκη του Λονδίνου ως λύση του δράματος έρχεται να υπογραμμίσει την ευθυκρισία της Δύσης ως δίκαιος κριτής και υπερασπιστής του αδυνάτου. Εμμέσως αναγνωρίζεται στις δυνάμεις ο επεμβατικός ρόλος της Δύση ως λυτρωτή μετά από μεγάλες δοκιμασίες (ως η νόμιμη κρατική οντότητα που έχει το δικαίωμα να διαχειρίζεται την τύχη του νεαρού κράτους που ευεργέτησε). Η αναγνώριση του ρόλου των τριών μεγάλων δυνάμεων αποτελεί κατ’ ουσίαν κατάφαση της χώρας στη δύση και συμμόρφωσή της με τις επιταγές του σύγχρονου δυτικού μοντέλου. Μάλιστα αυτές οι σκηνές βρίσκονται ακριβώς πριν τις σκηνές προσωποποίησης της Ελλάδας. Εδώ, ως εξέχων παρουσιάζεται ο ρόλος της Βρετανίας, αφού στην παράσταση ξεχωρίζει μια μορφή που πολλοί την ταυτίζουν με αυτή του G. Canning.

260 Ι. Πετρόπουλος ο.π., σ. 61-2

99

Page 100: papadopoulou

7.3.4 Αίθουσα Τροπαίων

Δυτικός τοίχος. Η προσωποποίηση της Ελλάδος ορίζει το τέλος των εικονιστικών αναφορών

στις εχθροπραξίες. Νεαρή γυναίκα261, αρχαιοπρεπώς ενδεδυμένη κρατά με το δεξί της χέρι τις σημαίες των τριών μεγάλων δυνάμεων, ενώ με το αριστερό σηκώνει ψηλά το σύμβολο της χριστιανικής πίστης, για να τοποθετήσει πάνω από μαρμάρινη στήλη, όπου αναγράφονται τα ονόματα διακεκριμένων αγωνιστών (εικ.42-43). Εδώ η επιβεβλημένη απολυταρχία προβάλλεται ως ελεύθερη βούληση του ελληνικού λαού, ως επιλογή με λαϊκό έρεισμα για την οποία ο ίδιος ο λαός είναι ευγνώμων. Στην εικόνα βρίσκουμε ουσιαστικά όλα τα στοιχεία της εθνικιστικής ιδεολογίας: τις προϋποθέσεις κήρυξης, αλλά και τα αποδεικτικά στοιχεία της τελικής ευόδωσης των σκοπών του αγώνα: αρχαιοελληνική κληρονομιά, χριστιανισμός, δυτική καθοδήγηση και υποστήριξη, έθνος-κράτος.

Στα σχέδια του Schawnthaler υπάρχει και μια σκηνή με υπογραφή του Όθωνα για την ανάληψη του θρόνου παρουσία του πατέρα του Λουδοβίκου (εικ. 44). Εδώ απουσιάζει ο ευρωπαϊκός ρυθμιστικός παράγοντας (απουσία των δυνάμεων παρόλο που ήταν απόφασή τους). Ανταυτού υπάρχει η παρουσία εκπροσώπων του ελληνικού λαού: Α. Μιαούλη Κ.Μπότσαρη Δ. Πλαπούτα! Αυτή είναι η παράσταση που αντικαταστάθηκε αργότερα από τον Καποδίστρια στο περιστατικό ίδρυσης του Πανελληνίου262 σε μια μεταγενέστερη προσπάθεια αποποίησης του οθωνικού-απολυταρχικού παρελθόντος του νεοσύστατου κράτους (όπως και το πανεπιστήμιο από Οθώνειο μετονομάστηκε σε Καποδιστριακό). Στη συνέχεια, εικονίζεται η σκηνή που ο Λουδοβίκος παρουσιάζει τον Όθωνα στους Έλληνες απεσταλμένους στο Μόναχο (εικ. 45). Η απολυταρχία ως πολίτευμα με λαϊκό έρεισμα προβάλλεται και ολοκληρώνεται με την Άφιξη Όθωνα στο Ναύπλιο επισφραγίζοντας τις διμερείς (Ελλάδας- Βαυαρίας) σχέσεις ( εικ.46-47). Ο επιλεκτικός και παρεμβατικός, σε ορισμένα σημεία διηγηματικός χαρακτήρας είναι κι εδώ έντονος. Ο διδακτικός χαρακτήρας ενισχύεται από τα προδιαγεγραμμένα ακαδημαϊκά πρότυπα, την επιπεδότητα, το δυναμικό ρόλο του σχεδίου και τον παραπληρωματικό του χρώματος. Οι έντονα ιδεολογικοποιημένες σκηνές και φόρμες αντιμετωπίζουν την τέχνη ως εκπαιδευτικό μέσο που στόχο έχει την ηθική κοινωνική και εθνική τελείωση. Πρόκειται για μια διαδικασία μύησης- «αποστολής».

Υπεύθυνοι για την εικαστική διατύπωση της ηρωικής διδακτικής αντίληψης της ιστορίας, όπως αυτή εμπεδώθηκε από τους νεοέλληνες, οι ζωγράφοι της αίθουσας των τροπαίων πραγματεύονται τα θέματα τους οργανώνοντας τις συνθέσεις με ένα καθαρά θεατρικό τρόπο. Στυλιζαρισμένες πόζες, περίτεχνα ποικιλμένες, ατσαλάκωτες εθνικές φορεσιές, έμφαση στην απόδοση λεπτομερειών, απουσία αίσθησης της ατμόσφαιρας, είναι στοιχεία που παγώνουν το χρόνο και μετατρέπουν το κάθε επεισόδιο της ζωφόρου σε stop-carre μιας ρέουσας αφηγηματικής διαδρομής.

Σε αυτή ακριβώς την κατεύθυνση επιθυμούσε να ωθήσει την καλλιτεχνική παραγωγή και επίσημη εκπαιδευτική πολιτική263 που ακολούθησε το Σχολείο των 261 Για τη γυναικεία μορφή ως σύμβολο των εθνών κρατών βλ T. Cusack and S. Bhreathnach-Lynch, Art, nation and gender: ethnic landscapes, myths, and mother-figures, Aldershot, Hants, England, 2003. 262 Για το σχεδιασμό του Πανελληνίου ως πατερναλιστικού καθεστώτος βλ. Ι. Πετρόπουλος, ο.π., σ. 134 263 Ήδη το 1834 είχε συσταθεί από τη βαυαρική διοίκηση το Αρχιτεκτονικό Τμήμα του Υπουργείου Εσωτερικών με προϊστάμενο τον Ε. Schaubert και ομάδα ικανότατων μηχανικών όπως τον C. Hansen

100

Page 101: papadopoulou

Τεχνών στην Αθήνα. Θεσμική επιβολή με επίσημη καλλιτεχνική εκπαίδευση στην Ελλάδα για την «ευθυγράμμιση» με την Ευρώπη, ίδρυση «Πολυτεχνικού Σχολείου» ή «Σχολείου των Τεχνών» ήδη από το 1836 που υπαγόταν μάλιστα στο Υπουργείο Εσωτερικών, η Καλλιτεχνική Σχολή του οποίου στελεχωνόταν από το 1840 με ξένους καθηγητές αλλά και Έλληνες σπουδασμένους στην Ευρώπη (κυρίως στην Ακαδημία Καλών Τεχνών στο Μόναχο, την πατρίδα του Όθωνα) με υποτροφίες του ελληνικού ή βαυαρικού κράτους αλλά και πλούσιων ελλήνων της ομογένειας. Το 1843, τη χρονιά του Συντάγματος, βασιλικό διάταγμα χωρίζει το Σχολείο σε τρία τμήματα, δίνοντας προβάδισμα στις εικαστικές τέχνες. Το διάταγμα φανερώνει τις ιδεολογικές προθέσεις του κράτους και προοιωνίζει τη νεοκλασική κατεύθυνση της σχολής: «Εκτιμώντες τας ιστορικάς αναμνήσεις, αι οποίαι είναι ειδικώς συνδεδεμέναι με την Ελλάδα

ς, προκρίτους, κλήρο, ιασπορά, παλικάρια του αγώνα και αναδυόμενη αστική τάξη.

…»264. Το καθημερινό Σχολείο των Ωραίων Τεχνών με πενταετή φοίτηση είναι το

μόνο που προβιβάζεται σε ανώτερο. Τον ίδιο χρόνο ιδρύεται η «Εταιρεία των Ωραίων Τεχνών» υπό την προστασία του Όθωνα, με πρόεδρο τη βασίλισσα Αμαλία και αντιπρόεδρο τον πρωθυπουργό Κωλέττη. Ανάμεσα στα μέλη συγκαταλέγονται ένδοξα ονόματα αγωνιστών. Η τέχνη, είδος πρώτης ανάγκης να δώσει την εικόνα της νέας κοινωνίας, να δώσει ιδανικά, φιλοδοξίες, αισθητή μορφή στην ιδεολογία του νέου έθνους-κράτους και της άρχουσας τάξης, να επιδράσει ως μορφοποιητική δύναμη στην κοινωνία: μια κοινωνία με πολλά ετερόκλητα στοιχεία: Βαυαρούς, Έλληνες, αυτόχθονες, ετερόχθονες, πρώην ηγετικές ομάδες: Φαναριώτε

δ

(αργότερα και τον αδελφό του Θεόφιλο) τους Roser Hoffer Fr. Stauffert στους οποίους προστέθηκαν μετά τη μεταρρύθμιση του 1843 οι Έλληνες Γ. Πετιμεζάς Δ. Ζέζος Εμ. Μανιτάκης κ.α. και Γερ Μεταξάς που συμμετείχε στην οικοδόμηση των ανακτόρων. 264 Διάταγμα 31-12-1836.

101

Page 102: papadopoulou

Τα ανάκτορα του Όθωνα.

22. Η «αίθουσα των Υπασπιστών» ή «των Ηρώων». Χαλκογραφία Σ. Χρηστίδη.

102

Page 103: papadopoulou

23. «Ανδρέας Mιαούλης». Αίθουσα των Yπασπιστών. Φίλιππος και Γεώργιος Mαργαρίτη.

24 Αίθουσα των Τροπαίων. Β. Τοίχος.

103

Page 104: papadopoulou

25. Αίθουσα των Τροπαίων. Β. Τοίχος.

26 «H εξέγερση των Ελλήνων στην Πάτρα» (λεπτομέρεια), τοιχογραφία στην αίθουσα των Τροπαίων (Ελευθερίου Βενιζέλου) (βόρειος τοίχος). Το μόνο σωζόμενο τμήμα της άλλοτε τοιχογραφημένης ζωφόρου και η σημερινή σχεδιαστική συμπλήρωσή της με αναπαραγωγή των αρχικών σχεδίων του Σβαντχάλερ.

27. Αίθουσα των Τροπαίων. Β. Τοίχος.

104

Page 105: papadopoulou

28. Αίθουσα των Τροπαίων. Α. Τοίχος.

29. Αίθουσα των Τροπαίων. Α. Τοίχος.

105

Page 106: papadopoulou

30. Αίθουσα των Τροπαίων. Α. Τοίχος.

31. Αίθουσα των Τροπαίων. Α. Τοίχος. «Η εθνικής συνέλευση της Επιδαύρου» , όπως σώζεται σήμερα.

32. Αίθουσα των Τροπαίων. Α. Τοίχος.

106

Page 107: papadopoulou

33. Αίθουσα των Τροπαίων. Α. Τοίχος.

34. Αίθουσα των Τροπαίων. Ν. Τοίχος.

107

Page 108: papadopoulou

35. Αίθουσα των Τροπαίων. Ν. Τοίχος.

36. Αίθουσα των Τροπαίων. Ν. Τοίχος.

108

Page 109: papadopoulou

37. Αίθουσα των Τροπαίων. Ν. Τοίχος.

38.«H Συνθήκη του Λονδίνου», τοιχογραφία της αίθουσας των Τροπαίων (Ελευθερίου Βενιζέλου), νότιος τοίχος. H παράσταση αυτή υπογράφεται από τον Tόμας Γκουγκενμπέργκερ, έναν από τους έξι Bαυαρούς εξειδικευμένους καλλιτέχνες που ζωγράφισαν την αίθουσα των Τροπαίων.

109

Page 110: papadopoulou

39.Αίθουσα των Τροπαίων. Δ. Τοίχος.

40.«H νίκη των Ελλήνων εναντίον των Τούρκων στη θάλασσα», τμήμα από την τοιχογράφηση της αίθουσας Τροπαίων, σήμερα αίθουσα Ελευθερίου Βενιζέλου, πάνω σε σχέδια του κλασικιστή γλύπτη Λούντβιχ φον Σβαντχάλερ.

41. Αίθουσα των Τροπαίων. Δ. Τοίχος.

110

Page 111: papadopoulou

42. Αίθουσα των Τροπαίων. Δ. Τοίχος.

43. «Η προσωποποίηση της Ελλάδας», όπως σώζεται σήμερα στην Αίθουσα των Τροπαίων. Δ. Τοίχος.

44. Αίθουσα των Τροπαίων. Δ. Τοίχος.

111

Page 112: papadopoulou

45. Αίθουσα των Τροπαίων. Δ. Τοίχος.

46. Αίθουσα των Τροπαίων. Δ. Τοίχος.

47. Η άφιξη του Όθωνα στο Ναύπλιο, όπως σώζεται σήμερα στην Αίθουσα των Τροπαίων. Δ. Τοίχος.

112

Page 113: papadopoulou

8. Ιστορικό πλαίσιο ίδρυσης Πανεπιστήμιου Αθηνών Η δημιουργία μιας μεγάλης αρχιτεκτονικής σύνθεσης που να αναδεικνύει,

διαμέσου της πιστής αναφοράς της στα αρχαία πρότυπα, ένα «μνημειακό ολοκλήρωμα» με ιδεολογική ακτινοβολία, αποτέλεσε όραμα για τους αρχιτέκτονες του νεοελληνικού κλασικισμού. Μια τέτοια σύνθεση θα αναλάμβανε ένα είδος μεταφυσικού ρόλου στην επικοινωνία με το άμεσο πολιτιστικό περιβάλλον και όφειλε επιτέλους να πραγματωθεί στον τόπο που γέννησε το νεοκλασικισμό. Αυτό το σκοπό ικανοποίησε η Αθηναϊκή Τριλογία, ως μια έκκεντρη και στις παρυφές της πόλης χωροθετημένη ομάδα «πολιτιστικών κτιρίων» υπό την ιδέα συγκέντρωσης της πολιτικής πνευματικής και κοινωνικής ζωής της πρωτεύουσας265, αρχής γενομένης με το Πανεπιστήμιο. Αν τα Ανάκτορα απέδωσαν με τη στιβαρή εμφάνιση τους την έκφραση της επισημότητας, της επιβλητικής ηρεμίας και της αξιοπιστίας, δηλ. τα ουσιώδη γνωρίσματα της «στέγης του ηγεμόνα», το Πανεπιστήμιο, με την ανθρώπινη κλίμακά του, την κομψή κλασική γραμμή του, την ανάλαφρη πλαστική και χρωματική επεξεργασία του, πρόβαλε την κυριαρχία της άφθαρτης πνευματικότητας και της -καλλιεργημένης μέσα από την ελεύθερη αστική συνείδηση- αισθητικής.

Ήδη από το αναθεωρημένο σχέδιο του Klenze προβλεπόταν για τη νέα Αθήνα στα 1834 η ανέγερση τριών δημοσίων κτιρίων κάτοψης Π -αντίστοιχο εκείνο του Konigsplatz στο Μόναχο, αν και στην τελική εκδοχή της που υπογράφει ο C. Hansen στα 1859 τα κτίρια διατάσσονται ευθύγραμμα μετωπικά. Συγκεκριμένα, το Πανεπιστήμιο Αθηνών αποτελείται από σύνολο οικοδομημάτων που σχηματίζουν διπλό Τ, με δύο συμμετρικές αυλές. Κατά μήκος της πρόσοψης υπάρχει στοά με ορθογώνιους πεσσούς, που τονίζεται στο μέσο με την προβολή ιωνικού πρόπυλου (εικ. 50). Το κτίριο266 του Πανεπιστημίου της Αθήνας είναι η πρώτη μεγάλης κλίμακας εφαρμογή των εμπειριών που ο Hansen αποκομίζει από την αμεσότητα της επαφής με το κλασικό μεγαλείο267. Η φόρτιση από τις μνήμες αποτυπώνεται παντού από το πρόπυλο με τους δύο, σαφώς αναφερόμενους στο Ερέχθειο ιωνικού κίονες268, τα ευγενή269 οικοδομικά υλικά και τη χρήση διακοσμητικών μοτίβων, όπως οι υδρορροές με τη λεοντοκεφαλή, τα ανθεμωτά ακροκέραμα, τις σφίγγες στις γωνίες του αετώματος και της στέγης, τα κυμάτια τα φατνώματα της στοάς, μέχρι την απόπειρα εφαρμογής της πολυχρωμίας270 και τη σκηνοθεσία της πρόσοψης βάση του προτύπου της Ποικίλης στοάς271 (εικ. 48-49), όσον αφορά κυρίως τη λογική της

265 Α. Παπαγεωργίου –Βενετάς, Οθωνόπολις» ή η Νέα Αθήνα. Η ιστορία του σχεδιασμού επανίδρυσης της πόλης κατά το 19ο αι» από τον κατάλογο της έκθεσης Αθήνα-Μόναχο οπ σ. 109-131 και ειδικότερα σ. 122-7 266 Τα πρώτα σχέδια χάθηκαν βλ. Α. Μάλαμα,ο.π., σ. 44-45. 267 Σχετικά με το κτίριο: Ξ. Σκαρπία-Χόιπελ, Η μορφολογία του γερμανικού κλασικισμού (1789-1848) και η δημιουργική αφομοίωση του από την ελληνική αρχιτεκτονική (1833-1897), Θεσ/νίκη, 1876, σ. 194-6 268Δ. Φιλιππίδης, Μοντέρνα αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, Αθήνα, 2001, σ. 61. 269 Ξ. Σκαρπία Χόιπελ,ο.π.,σ. 195 Άσπρο και πράσινο μάρμαρο του Υμηττού και της Τήνου για όλα τα κύρια αρχιτεκτονικά μέλη του κτηρίου. 270 Για τις αναζητήσεις των αρχιτεκτόνων της εποχής για το θέμα της πολυχρωμίας βλ. Α. Παπανικολάου-Κρίστενσεν, Χριστιανός Χάνσεν : Επιστολές και σχέδια από την Ελλάδα, Αθήνα , 1994, σ. 54 και 125 271 Fr. Stauffert «Το εν Αθήναις Οθώνειον Πανεπιστήμιον: σχεδιασθέν και οικοδομηθέν ύπο Χριστιανού Χάνσεν» Πανδώρα αρ. 380 και 381/15-1-1866 σ. 468-72 και 473-6 αντίστοιχα. Βλ. και πηγή: Και Λ. Καυτατζόγλου Καλλιτεχνική εξέτασις των κατά την αποπεράτωσιν και ανακαίνισιν του

113

Page 114: papadopoulou

θεματογραφίας (σκηνές μαχών και μυθολογικά στοιχεία272) και το ύφος γραφής (που μιμείται το στυλ της αρχαιοελληνικής αγγειογραφίας273) ακόμη και τη μελέτη και αρχιτεκτονική διαμόρφωση του περιβάλλοντα χώρου της πλατείας του Πανεπιστημίου με την πρόβλεψη για ανέγερση δύο ανδριάντων274 μπροστά στη στοά275.

Ο ίδιος Chr. Hansen σχεδίασε την τοποθέτηση δύο ανδριάντων δεξιά και αριστερά της πρόσοψης του κτηρίου του Πανεπιστημίου οι οποίοι θα απεικόνιζαν αρχαίες θεότητες. Η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου όμως θεώρησε καταλληλότερο, αντί για αρχαίες θεότητες, οι δυο ανδριάντες ν’ αντιπροσωπεύουν την ελευθερία «δια των πρωτομάρτυρων της ελληνικής επαναστάσεως Ρήγα Φεραίου και Γρηγορίου Ε΄» και αργότερα «δια την επάνοδον των Μουσών, δια του τοσούτον υπέρ των ελληνικών γραμμάτων και της νεωτέρας γλώσσης μοχθήσαντος Αδαμάντιου Κοραή»276. Μάλιστα, πριν τοποθετηθούν τα γλυπτά στην πρόσοψη του Πανεπιστημίου277 είχε ήδη (1855) δοθεί από τον έλληνα της διασποράς Γ. Λασκαρίδη278 η παραγγελία στον Ι. Κόσσο για τη φιλοτέχνηση προτομών ηρώων της ελληνικής Επανάστασης. Οι 24 αυτές προτομές βρίσκονται σήμερα στους εξώστες του πανεπιστημίου Αθηνών. Ο θεμέλιος λίθος Πανεπιστημίου τέθηκε στις 2 Ιουλίου 1839279. Εθνικού Πανεπιστημίου έργων του πρώην Πρυτάνεως Κωνσταντίνου Φρεαρίτου, Εν Αθήναις, 1865 σ. 24 Πρόκειται για ευρύχωρη στοά δωρικού ρυθμού, κατασκευασμένη από ασβεστόλιθο, ψαμμίτη (αμμόπετρα) και μάρμαρο, με πρόσοψη προς νότον και εσωτερική ιωνική κιονοστοιχία, που αποτελεί την παρθενική εμφάνιση ιωνικών υποστηλωμάτων σε δωρικό κτίσμα. Σύντομα μετά την ανέγερσή της, στην δεκαετία 470-460 π.Χ., οι εσωτερικοί της τοίχοι κοσμήθηκαν με μία σειρά από ζωγραφικές παραστάσεις, με αποτέλεσμα από τον 4ο αι. και εξής να γίνει γνωστή με την οικεία στους αρχαίους συγγραφείς επωνυμία «Ποικίλη» (= ζωγραφισμένη, πολύχρωμη), την οποία μνημονεύουν ως επίσημη ονομασία της και οι σωζόμενες επιγραφές. Απ’ ό,τι φαίνεται οι ζωγραφικές παραστάσεις ήταν καμωμένες πάνω σε μεγάλους ξύλινους πίνακες («σανίδες») από εξέχοντες ζωγράφους της εποχής, όπως ο Πολύγνωτος, ο Μίκων και ο Πάναινος, και απεικόνιζαν σκηνές από τα μυθικά και ιστορικά στρατιωτικά κατορθώματα των Αθηναίων: «Ιλίου Πέρσις» (= Άλωση της Τροίας), Αμαζονομαχία, μάχη της Οινόης και – την εξοχότερη όλων – μάχη του Μαραθώνος. Επιπλέον, η στοά στέγαζε και άλλα, απτά ενθύμια των αθηναϊκών θριάμβων, λόγου χάρη τις χάλκινες ασπίδες που οι Αθηναίοι πήραν ως λάφυρα από τους Λακεδαιμονίους που αιχμαλώτισαν στην νήσο Σφακτηρία το 425/4 π.Χ. Τη χρηστική της λειτουργικότητα δεν τη γνωρίζουμε, αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι αποτελούσε σημείο έκθεσης των ζωγραφικών έργων και των λοιπών κειμηλίων, τα οποία, πέρα από την τέρψη που προσέφεραν στους επισκέπτες, προφανώς αποσκοπούσαν και στην διοχέτευση πολιτικών μηνυμάτων στον λαό. 272 Κατά την περιγραφή του Παυσανία τη στοά κοσμούσαν παραστάσεις που απεικόνιζαν ιστορικά γεγονότα (τις μάχες της Οινόης και του Μαραθώνα) και μυθολογικά θέματα (αμαζονομαχία, άλωση της Τροίας). Βλ Ν. Δ. Παπαχατζής, Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις-Αττικά, Αθήνα, 1992 σ. 248-54. 273Κριτική για τον εκλεκτισμό αυτό (ιωνικός ρυθμός καταστρατήγηση) άσκησε δριμύτατη ο Λ. Καυτατζόγλου Και Λ. Καυτατζόγλου Καλλιτεχνική εξέτασις των κατά την αποπεράτωσιν και ανακαίνισιν του Εθνικού Πανεπιστημίου έργων του πρώην Πρυτάνεως Κωνσταντίνου Φρεαρίτου, Εν Αθήναις, 1865 σ. 10 37 274 Η. Γ. Μυκονιάτης «Οι ανδριάντες του Ρήγα και του Γρηγορίου Ε στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου της Αθήνας και το πρώτο κοινό τους» ανάτυπο από το περιοδικό Ελληνικά, Θεσ/νίκη 1984 τ. 35 σ. 362-70 275 Σύμφωνα πάλι με τον Παυσανία, μπροστά στην Ποικίλη ήταν στημένοι δύο μπρούτζινοι ανδριάντες, ένας του Σόλωνα και ένας του Σέλευκου. Ν. Δ. Παπαχατζής, ο.π., σ. 254 276 Εστία « Οι προ του Πανεπιστημίου ανδριάντες», τ. ΚΓ΄, 1887, σ.328. 277 Ζ. Αντωνοπούλου, Τα Γλυπτά της Αθήνας : υπαίθρια γλυπτική 1834-2004, Αθήνα, 2003. 278 Ηλ Μυκονιάτης, Νεοελληνική γλυπτική, Αθήνα : Εκδοτική Αθηνών, 1996, σ. 14-15 279 «Η εγκαθίδρυση του Πανεπιστημίου» Εστία αρ.594/17-5-1887σ.317 Συνολικά για τους λόγους των εγκαινίων και το σχολιασμό των περιεχομένων τους βλ. Κ.Θ. Δημαράς, Εν Αθήναις τη 3 Μαϊου 1837- Μελέτη Ιστορική και Φιλολογική, σειρά Ιστορία του Πανεπιστημίου-1, Αθήνα, Εθνικό και Καποδιστριακό πανεπιστήμιο Αθηνών, 1987. Για την τελετή κατάθεσης του θεμελίου λίθου βλ. εφ. Αθηνά αρ. 632/12-7-1839.

114

Page 115: papadopoulou

Ο Chr. Hansen εφάρμοσε στις πλάγιες πτέρυγες της πρόσοψης στοές, των

οποίων οι τοίχοι του βάθους κοσμήθηκαν από τα σχέδια του ζωγράφου Carl Rahl με φαρδιά πολύχρωμη ζωφόρο που παριστάνει την αναγέννηση των επιστημών. Η ήρεμη οριζοντιότητα της δυτικής όψης εισόδου αποκρύπτει σχεδόν το γεγονός ότι το κτίριο είναι διώροφο. Έτσι ο προθάλαμος εισόδου εσωτερικά περιλαμβάνει μαρμάρινο κλιμακοστάσιο που οδηγεί στην υπερυψωμένη κεντρική αίθουσα τελετών-κοσμημένη με έξοχη οροφογραφία- ενώ στους υπόλοιπους χώρους διατάσσονται οι αίθουσες διδασκαλίας και τα γραφεία του ιδρύματος. Μετά την υποχρεωτική απομάκρυνση του Hansen (1843) την αποπεράτωση του έργου ανέλαβε ο Λ. Καυτατζόγλου., Αλ. Γεωργαντάς, Αν. Θεοφιλάς κ.α.

Οι οικονομικές δυσκολίες αποπεράτωσης του κτιρίου εξακολουθούσαν να είναι πολλές παρά τις δωρεές Ελλήνων κυρίως του εξωτερικού και εράνων που έγιναν. Ο ίδιος ο Όθων280 άδειασε αρκετές φορές το ιδιωτικό του ταμείο για αυτό το σκοπό. Όλα αυτά όμως δεν ήταν αρκετά και χρειάστηκε η αρωγή ενός ισχυρού χορηγού, του οποίου ο ρόλος αποδείχτηκε πιο παρεμβατικός, ακολουθώντας την πρακτική της εποχής που ήθελε το ρόλο του στην τέχνη καθοδηγητικό, αποτελώντας ένα μέσο έκφρασης κοινωνικών και πολιτικών βουλήσεων της τάξης του. Ο Th. Hansen μεσολαβεί ώστε μια γενική δωρεά του βαρόνου Σίμωνα Σίνα να διατεθεί στο Πανεπιστήμιο281. Ο Σίνας γρήγορα αντιλαμβάνεται πως με τη διακόσμηση αυτή θα μπορούσε να προωθήσει τους δικούς του σκοπούς282.

Ο Σίνας όπως και όλοι οι «εργοδότες» αυτών των μεγάλων έργων ανήκαν στη μεγαλοαστική τάξη και παρακινημένοι από το αρχαιόφιλο ευρωπαϊκό κλίμα της εποχής είχαν δεχθεί την κλασικιστική ιδεολογία σαν τιμητική πρόσκληση εισόδου τους στην ευρωπαϊκή κοινωνία. Έτσι ήταν φυσικό να θέλουν να είναι οι φορείς του φαινομένου αυτού στην ίδια χώρα τους καθιερώνοντας την κλασικιστική μορφολογία στα ιδιωτικά κτίρια τους και στα κτίρια που χρηματοδοτούσαν283. Αυτό ακριβώς ίσχυε ακόμα περισσότερο για τους Έλληνες παροίκους, οι οποίοι αισθάνονταν σαν εθνική μειονότητα στον τόπο που τους φιλοξενούσε και με το να προσεταιρίζονται την κλασικιστική τέχνη και να την προωθούν στη χώρα καταγωγής τους γίνονταν κομμάτι της ευρωπαϊκής ιδεολογίας και άρα ενσωματώνονταν καλύτερα στην ευρωπαϊκή κοινωνία που ζούσαν. Στο συναισθηματικό τους κόσμο όμως η διάδοση του κλασικιστικού φαινομένου είχε την πιο μεγάλη επίδραση γιατί συνδεόταν με το προγονικό ένδοξο παρελθόν (μόνο για τους Έλληνες). Έτσι χωρίς να θεωρούν την κλασικιστική αρχιτεκτονική μέσο εκπαίδευσης στην εθνικοαστική Ακόμη για την τελετή ίδρυσης βλ. Π. Κιμουρτζής, Πανεπιστήμιο Αθηνών (1837-60): οι πρώτες γενεές των διδασκόντων, Διδακτορική Διατριβή, ΕΚΠΑθηνών- Σχολή νομικών, Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών- Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης, Αθήνα, 2001, τ.1 σ. 63-5 και 81-3. Ακόμη βλ. Πανδώρα φ.36/15-9-1851 σ. 869-871 280 Κ. Μπίρης, Αι Αθήνα, από του 19ου εις τον 20ον αι., Αθήνα, 1996 16-20. 281 Επιτροπή αποτελεσθείσα εκ των Hansen Βούρου Wendland απεφάσισεν, όπως διατεθή το ποσόν τούτο [100.000 δρχ. και 30.000 εφάπαξ εις ανάμνησιν καταθέσεως του θεμελίου λίθου] δια την σύνθεσιν υπό του Rahl μιας γραφικής παραστάσεως επί της στοάς των προπυλαίων του Πανεπιστημίου. Εσχεδίασε δε ο νεοκλασικός εκείνος ζωγράφος εν υδατογραφία την μεγάλην τοιχογραφίαν, ήτις παριστάνει την εξέλιξιν του αρχαίου ελληνικού πνεύματος από του Πυρφόρου Προμηθέως μέχρι του Αποστόλου των Εθνών του αποκαλύψαντος εις τους Αθηναίους τον Άγνωστον Θεόν. Το πρωτότυπο αυτών των υδατογραφιών σώζεται στην Ακαδημία Καλών Τεχνών στη Βιέννη Σ Γ. Σ. Λάιος, Σίμων Σίνας, Αθήνα, 1972, σ. 181. 282 Οι εφημερίδες της εποχής αντιμετωπίζουν με δυσπιστία το χορηγικό ρόλο του Σίνα και συχνά συνδέουν το ενδιαφέρον του για χορηγίες με την επιθυμία του να πάρει την ιδιότητα του Έλληνα πολίτη. 283 Ξ. Σκαρπία Χόιπελ,ο.π., σ. 184

115

Page 116: papadopoulou

εξέλιξη του λαού, θέλησαν πάντως να τη μεταφυτεύσουν και να την παγιώσουν στο χώρο αναφοράς της-στον ελλαδικό χώρο. Για τον χορηγό και τον αρχιτέκτονα ο ρυθμός είναι πλέον ένας: ο Νεοκλασικισμός, ο πιο φιλόδοξος τη δεδομένη στιγμή: και πολιτικοκοινωνικά και καλλιτεχνικά. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι παραγγελιοδότης, αρχιτέκτων και ζωγράφος αποτελούν μια ομάδα που συνεργάζεται και αναλαμβάνει συχνά από κοινού (ως ομάδα) τις αναθέσεις. Οι περισσότεροι μάλιστα από τους καλλιτέχνες και τους αρχιτέκτονες είναι αναγνωρισμένοι θεσμικά ως υπάλληλοι του κράτους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Σίνας επιθυμεί να τιμήσει το βασιλιά Όθωνα284 και να προβάλει την κατεστημένη πραγματικότητα στο τόπο καταγωγής του, δηλ. τη μοναρχία, και της κοινωνικής του τάξης, σε μια προσπάθεια να συνδεθεί με την ιστορία του προγονικού του τόπου, και ιδιαίτερα μάλιστα σε ένα μνημειακό οικοδόμημα που είχε το όνομα του βασιλιά του.

Κατά συνέπεια, η ανάληψη της πρωτοβουλίας για την ανάθεση του σχεδιασμού της ζωφόρου των Προπυλαίων του Πανεπιστημίου στον C. Rahl υποστηρίζεται οικονομικά από τον Σίμωνα Σίνα, κατευθύνεται συνολικά από τον Th. Hansen285 και προσδιορίζεται θεματικά από το έργο, τις ιστοριογραφικές πεποιθήσεις και το ιδεολογικό νήμα που συνδέει τους Friedrich Thiersch, Κων/νο Σχινά (πρώτο πρύτανη του Πανεπιστημίου) και Κων/νο Παπαρ 286ηγόπουλο .

Το 1859 ο Rahl επιστρέφει στη Βιέννη και ετοιμάζει τα σχέδια. Ο θάνατός του όμως (1865) και οι πολιτικές συνθήκες (έξωση του Όθωνα- έλευση Γεωργίου Α΄) ένα χρόνο πριν έχουν διακόψει τις εργασίες και καθυστερούν την ολοκλήρωση του έργου για τριάντα ολόκληρα χρόνια. Τα σχέδια του Rahl βρίσκονται πλέον στην κατοχή της οικογένειας Σίνα (στην κόρη του Σ. Σίνα, Ελένη Υψηλάντη, η οποία τα διέθεσε όταν της ζητήθηκαν). Επί πρωθυπουργίας Τρικούπη287 φαίνεται ότι αρχίζουν να παραμερίζονται οι δυσκολίες και σε αυτό δεν αποκλείεται να έπαιξε κάποιο ρόλο και ο ίδιος. Νέοι δωρητές τώρα αναλαμβάνουν την ολοκλήρωση του έργου: οι Στέργιος και Νικόλαος Δουμπάς, πιθανότατα με την ενθάρρυνση του ίδιου του Τρικούπη288. Ο Edouard Lediedski (Εδουάρδος Λιεμπιέντσκυ) μετά από άρνηση του Christian Griepenkerl (Κρίστιαν Γκρήνπενκερλ), καθηγητή της Ακαδημίας Καλών τεχνών της Βιέννης, αναλαμβάνει το έργο της ζωγραφικής αποτύπωσης και το ολοκληρώνει μέσα σε λίγους μήνες του 1889.

284 Ο Σίνας έλεγε ότι τα «ονόματα του Όθωνα και της Αμαλίας ήσαν για πάντα σκαλισμένα στην καρδιά του». Βλ. Γ. Σ. Λάιος, ο.π., σ. 206. 285 Και ο ρόλος αργότερα του Τσίλλερ κρίνεται σημαντικός βλ. Χ. Χρήστου, Η ζωφόρος των προπυλαίων του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα, 2005, σ. 43. 286 «Επιτροπή αποτελεσθείσα εκ των Hansen , Βούρου και Wendland απεφάσισεν, όπως διατεθή το ποσόν τούτο [του Σιμωνα Σιμων] δια τη σύνθεσιν υπό του Rahl μιας γραφικής παραστάσεως επί της στοάς των Προπυλαίων του Πανεπιστημίου. Εσχεδίασε δε ο νεοκλασικός εκείνος ζωγράφος εν υδατογραφία την μεγάλην τοιχογραφίαν, ήτις παριστάνει την εξέλιξιν του αρχαίου ελληνικού πνεύματος από του πυρφόρου Προμηθέως μέχρι του Αποστόλου των Εθνών του αποκαλύψαντος εις τους Αθηναίους τον άγνωστον Θεόν». Βλ. Γ.Σ.Λάιος, ο.π., 1972, σ. 181. 287 Δεν αποκλείεται ο Τρικούπης να στόχευε και άλλους πολιτικά λόγους με το να «αφήσει» να τιμηθεί ο Όθων, ο οποίος είχε κεντρική θέση στη διακόσμηση των προπυλαίων, ίσως και για να δείξει την αντίθεσή του με ενέργειες του βασιλιά της τότε Ελλάδας Γεώργιο. Στο γνωστό άρθρο του «Παρελθόν και Ενεστώς» που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Καιροί (9/7/1874) υμνολογεί κατά κάποιο τρόπο τον Όθωνα και κρίνει αυστηρά την πολιτική του Γεωργίου. 288 Χ. Χρήστου, Η ζωφόρος…, ο.π., σ. 33.

116

Page 117: papadopoulou

8.1 Ιδεολογία του θεσμού του Πανεπιστημίου.

Η εικονογραφία ιδιαίτερα της ζωφόρου λειτουργεί ως ένα είδος

συμπύκνωσης- «εισαγωγής»της ιδεολογίας του θεσμού του πανεπιστημίου, ως σύμβολο της πολιτιστικής ανέλιξης και λίκνο της νέας γενιάς. Η ίδρυση του Πανεπιστημίου εντάσσεται μέσα στα πλαίσια εκπλήρωσης σε ιδεολογικό επίπεδο της εθνικής εκπολιτιστικής αποστολής αλλά σε πρακτικό της ικανοποίησης των διοικητικών αναγκών του νεοσύστατου ελληνικού κράτους -της ανάγκης εξεύρεσης υπαλλήλων που θα επάνδρωναν τις διάφορες δημόσιες υπηρεσίες νομομαθών. Στο κομμάτι αυτό της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επιβάλλεται να τεθούν σε λειτουργία συγκεκριμένοι δυτικοί μηχανισμοί και να προκύψουν-έστω κάποιες- θεσμικές αντιστοιχίσεις, ικανές τόσο να διασφαλίσουν τη διάθεση συσπείρωσης γύρω από ένα νέο δεδομένο κέντρο, όσο και να επικυρώσουν τη νομιμότητα της συγκεντρωτικής διακυβέρνησης της βασιλικής απολυταρχίας289. Έτσι προκειμένου να επιτευχθεί σε πραγματικές διαστάσεις η ίδρυση ενός Πανεπιστημίου, στις 14 Απριλίου 1837 δημοσιεύεται το βασιλικό διάταγμα του Όθωνα και του υπουργού Παιδείας Πολυζωίδη το καταστατικό του Πανεπιστημίου και στις 3 Μαΐου 1837 γίνεται έναρξη μαθημάτων με επίσημη τελετή. Η πρόθεση ίδρυσης φαίνεται ότι μεθοδεύτηκε από τους Βαυαρούς. Ο Μάουερ, το 1835 εκθέτει την υψηλή σκοπιμότητα της δημιουργίας μιας ανώτατης σχολής επιστημών στον Ελλαδικό χώρο, η οποία θα μεταβιβάζει στην Ανατολή τα φώτα, όσα θα παίρνει από τη Δύση. Στα λόγια του συναντάμε και την έννοια του προορισμού: «Γιατί προορισμός της Ελλάδας είναι να μεταλαμπαδεύσει μια μέρα το φως του ευρωπαϊκού πολιτισμού στην Ασία και ακόμη πιο πέρα, και σε τούτο την βοηθά η προνομιούχος γεωγραφική της θέση και η πνευματική οξυδέρκεια των κατοίκων της. Και όπως στάθηκε κάποτε η κοιτίδα του πολιτισμού για την Ευρώπη, η οποία της ανταποδίδει τώρα αυτή τη μόρφωση, πρέπει και εκείνη-σύμφωνα με τους αιωνίους νόμους της ανταλλαγής- να επιστρέψει στην Ασία, στην Αίγυπτο και στις άλλες χώρες της Ανατολής, εκείνο ου έλαβε και αυτή από εκείνες πριν από χιλιάδες χρόνια» 290.

Και ο πρώτος Πρύτανης Κ. Δ. Σχινάς συμπυκνώνει τον ιδεολογικό εθνικό προσανατολισμό αφού τονίσει πρώτα ότι πρώτη φορά στην ιστορία της Ελλάδας συστήνεται ενιαίο Κράτος: «Το ελληνικό πανδιδακτήριον,…κείμενον μεταξύ της εσπερίας και της έω, είναι προωρισμένον να λαμβάνη αφ’ενός μέρους τα σπέρματα της σοφίας, και αφού τα αναπτύξη εν αυτώ ίδιαν τινά και γόνιμον ανάπτυξιν, να τα μεταδίδη εις τη γείτονα έω νεαρά και καρποφόρα»291. Ενότητα και Προορισμός θα αποτελέσουν τον κύριο ιδεολογικό άξονα όλου του 19ου αι. Ακόμη, σε αυτά τα λόγια προσδιορίζεται η ιδεολογική και γεωγραφική εμβέλεια της δράσης του Πανεπιστημίου και μετουσιώνεται σε πράξη επίσημη- πολιτική η «μετακένωσις» που πρέσβευε ο Κοραής για την Ελλάδα ως δίαυλο αυτής της μετακένωσης. «Η Ελλάδα έχοντας διατελέσει μεταδότης του πολιτισμού στη Δύση, δικαιωματικά τώρα είχε καθήκον να κάνει το ίδιο και στην Ανατολή». Αυτές οι ιδέες βέβαια είχαν διατυπωθεί νωρίτερα από τους εκπροσώπους της Δύσης292 και είχαν εισδύσει στην ελληνική συνείδηση. Σε αυτά τα πλαίσια διατυπώνεται και η Μεγάλη Ιδέα. Ο τίτλος του

289 Ι. Πετρόπουλος, Πολιτική και συγκρότηση… ο.π., σ. 60-5 290 ΙΕΕ τ. ΙΓ 463-4 «Το Πανεπιστήμιο Ι» Αθήνα Εκδοτική Αθηνών. 291 Βλ. ΙΕΕ τ. ΙΓ 463-4 «Το Πανεπιστήμιο Ι» Αθήνα Εκδοτική Αθηνών. 292 Θ. Χρήστου, «Η ίδρυση του Πανεπιστημίου», στην έκθεση Αθήνα Μόναχο, ο.π., σ. 60

117

Page 118: papadopoulou

Όθωνα ως βασιλιά των Ελλήνων υποδεικνύει το χώρο εστίασης του ελληνικού πολιτισμού: από κυρίως ελλαδικός μεταβαίνει στο χώρο του αλύτρωτου ελληνισμού.

Επομένως η «επιστροφή των Μουσών» στη χώρα που τις γέννησε

συνεπάγεται μεταλαμπάδευση του πολιτισμού στην ανατολή ως καθήκον. Αλλά η Ανατολή είναι ο συνδετικός κρίκος με τον αλύτρωτο ελληνισμό. Οι ιδεολογικές αφετηρίες συγκρότησης κράτους συμπίπτουν με αυτές της ίδρυσης Πανεπιστημίου και είναι η ενότητα και εθνικός προορισμός. Αποστολή και ενότητα ελληνισμού συνοδοιπορούσαν με την αλυτρωτική πολιτική. Σαφέστατα. πολιτική και πολιτιστική συγκρότηση είναι το πρώτο μέλημα, με τη δεύτερη συχνά να υπερφαλαγγίζει την πρώτη. Ο πολιτισμός καθίσταται στοιχείο επιβίωσης του νέου έθνους-κράτους. Η πραγματικότητα έδειχνε τη θέση293 που θεωρούσε ότι πρέπει να αναλάβει το νέο κράτος στην νεωτεριστική κοινωνία των εθνών-κρατών. Πρόσβλεπε στην πολιτισμική διείσδυση στο χώρο της Ανατολής αποβλέποντας παράλληλα στην ενότητα του Ελληνισμού. Το 1867 ο Σ. Κόμνος έδειξε καλά τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στη μεταλαμπάδευση της επιστήμης και στο βασικό εθνικό αίτημα, την ενότητα: «Το Πανεπιστήμιον, μεταδιδόν εις την Ανατολήν σύμπασαν την γλώσσαν ημών, τας ιδέας και τους θεσμούς, ενσπείρει, ως έπος ειπείν, την Ελλάδαν εις την Ανατολήν…και προετοιμάζει ούτω την πολιτικήν ένωσιν των διεσπαρμένων μελών της μεγάλης ελληνικής οικογένειας»294.

Το παν αν μη τι άλλον ήταν μία ελπιδοφόρα υπόσχεση της πνευματικής αναγέννησης που είχαν αναλάβει οι νεοέλληνες ως επίδοξοι συνεχιστές του αρχαίου θαύματος, δεσμεύτηκαν στην Ευρώπη και δικαιώνοντας την επιλογή της να τους στηρίξει στην αναγνώριση της αυτονομίας τους295. Ανάγκη μιας νέας συνείδησης με σημείο αναφοράς το έθνος κράτος-ταυτότητα του Έλληνα πολίτη296. Οι εφημερίδες έδιναν την εθνική διάσταση του θέματος: « Η από πρωίας συρροή του λαού εις το προσδιορισθέν κατάστημα, όπου έμελλε να εκτελεσθή η τελετή, ήτον η τρανωτέρα απόδειξις ότι το έθνος εθεώρησε την ημέρα ταύτην ως εθνικήν, αποτελούσαν εποχήν εις τα χρονικά της νέας Ελλάδος»297 .

8. 2 Διάκοσμος: Αίθουσα τελετών.

Η αίθουσα τελετών του Πανεπιστημίου φαίνεται να εμφορείται από τις ίδιες

ιδέες και αρχές που ενέπνευσαν την Αίθουσα υπασπιστών του ανακτόρου του Όθωνα, είκοσι χρόνια πριν. Περιγράφει τις ρίζες298 των ένδοξων πολεμιστών του ‘21, και αποτυπώνει εικαστικά το εθνικό παρελθόν, που κατάφερε την κατάλληλη στιγμή να ξεσηκώσει «τον ενθουσιασμό των μορφωμένων, δηλ. με κλασική παιδεία, φιλελλήνων στο εξωτερικό»299, συμπληρώνοντας το ελληνικό Πάνθεον των εθνικών ηρώων, αποκαθιστώντας τη συνέχεια με μία αναδρομική αφήγηση. 293Κ. Λάππας, «Πανεπιστήμιο Αθηνών, θεσμοί και οργάνωση, ιδεολογική λειτουργία», στο Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Αθήνα Ελληνικά Γράμματα, 22003, σ. 161 294 ΙΕΕ τ. ΙΓ 463-4 «Το Πανεπιστήμιο Ι» Αθήνα Εκδοτική Αθηνών. 295 Για την ίδρυση «..τρανήν απόδειξιν της εις την παιδείαν προόδου των Ελλήνων, της προς αυτοκυβέρνησιν αυτών ικανότητος» Περί Πανεπιστημίων εν γένει και ιδιαιτέρως περί Οθωνείου Πανεπιστημίου, Αθήναι, εκ της τυπογραφίας Εν, Αντωνιάδου, 1845, σ.1 296 Ε. Σκοπετέα, ο.π., σ. 30-1 297 Ο Σωτήρ αρ. φυλ. 55, 6/18.5.1837 298 Για την κυριαρχία της ιδέας των «ριζών» βλ. E. Gellner Εθνικισμός-Πολιτισμός, Πίστη και Εξουσία, μετάφραση: Λ. Παπαδάκη (επιμέλεια: Κ. Λιβιεράτος), Αθήνα, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2002, σ. 111-5 299 E.J. Hobsbawm, Η εποχή του Κεφαλαίου…,σ.111

118

Page 119: papadopoulou

Η ειδική φόρτιση της λειτουργίας του χώρου ως αίθουσας τελετών (εικ. 51) του ανώτερου εκπαιδευτικού οργανισμού της χώρας, προσδιορίζει οπωσδήποτε αποφασιστικά την επιλογή της θεματογραφίας. Η μεταφορά του σημείου εστίασης όμως γίνεται αποκλειστικά στην περιοχή της ιστορικής διαδρομής του ελληνικού πολιτισμού300. Προκρίνονται301 θεματογραφικά και τεχνοτροπικά στοιχεία που επικαλούνται την ιστορική και κοινωνική αρμονία. Η διακοσμητική σύνθεση της αίθουσας τελετών ολοκληρώνεται στα 1864302.

Ο χώρος της αίθουσας τελετών του Πανεπιστημίου διαιρείται σε τρία αρχιτεκτονικά μέρη: πρόδρομο, μεσόδομο, οπισθόδομο. Το ανώτερο τμήμα όλων των τοίχων περιτρέχει ζωφόρος (όπως είδαμε και στην αίθουσα υπασπιστών) με προσωπογραφίες σοφών εγγεγραμμένες σε κυκλικό στεφάνι τύπου tondo.

Έτσι στο τμήμα της ταινίας που περιτρέχει τους τοίχους του προδόμου εικονίζονται σε μετάλλια: ο Αλκαίος, ο Αίσωπος, ο Πιττακός και ο Ιπποκράτης σε εναλλαγή με διακοσμητικά στοιχεία (αραβουργήματα, Γοργόνεια).

Στο κεντρικό κλίτος του μεσοδόμου εικονίζονται: ο Τυρταίος, ο Ευριπίδης, ο Αισχίνης, ο Δημοσθένης, ο Λυσίας, ο Ισοκράτης, ο Θουκυδίδης, ο Ηρόδοτος, ο Σοφοκλής, ο Όμηρος, η Σαπφώ, ο Ανακρέων, ο Πτολεμαίος, ο Μένανδρος, ο Αριστείδης, ο Αρχίλοχος. Στο αριστερό, για τον εισερχόμενο επισκέπτη υπερυψωμένο κλίτος του μεσοδόμου εικονίζονται οι: Σόλων, Θαλής, Ζήνων ο Κιτιεύς, Θεόφραστος, Πυθαγόρας. Αντίστοιχα στο δεξιό κλίτος οι: Λυκούργος, Αντισθένης, Ποσειδώνιος, Μητρόδωρος, Καρνεάδης, Επίκουρος, Χρύσιππος, Αριστοτέλης. Οι μορφές ακολουθούν ένα σχηματοποιημένο τρόπο γραφής που στη σύλληψή του θυμίζει ερυθρόμορφη αγγειογραφία. Γοργόνεια, μούσες,303 μαίανδροι και ανθέμια στολίζουν την οροφή του μεσοδόμου και προδόμου.

Ο ζωδιακός κύκλος στολίζει την οροφή του οπισθοδόμου με τις αλληγορικές γυναικείες φιγούρες- απεικονίσεις των ωραίων τεχνών: Ζωγραφική (κρατά προσωπογραφία), Αρχιτεκτονική (κρατά διαβήτη και στηρίζεται στη μακέτα κλασικιστικού οικοδομήματος), Ποίηση (γράφει σε πάπυρο) και Γλυπτική (κρατά προτομή σφυρί και καλέμι). Στις γωνίες αναπαριστώνται τα σύμβολα των τεσσάρων σχολών του Πανεπιστημίου. Τμήμα της ζωφόρου στον οπισθόδομο κοσμούν σοφοί του βυζαντίου που μετέδωσαν τα γράμματα στη δύση! Αυτό το σημείο αποτελεί το μοναδικό εικονογραφικό παράδειγμα εξεικόνισης του βυζαντίου σε δημόσιο μνημειακό κτίριο της εποχής.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στον εσωτερικό χώρο του Πανεπιστημίου, υπάρχει

στην όλη σύλληψη μια γενική αίσθηση παραπομπής στην αρχαιότητα και μια μάλλον αφηρημένα διατυπωμένη επίκληση στο ένδοξο παρελθόν, παρά ένα αφηγηματικό διηγηματικό ανάπτυγμα, αφού απουσιάζουν οι ποιότητες εκείνες που θα καθιστούσαν τις παραστάσεις αξιομνημόνευτους φορείς διδαχών. Κυρίαρχη είναι μια αίσθηση

300 Κ. Φρεατίτης 1865 σ. 162-3μεταξύ άλλων:»εν μεγαλογραφία τον Αρειον Παγον συνεδριάζοντα […] τας επτά οικουμενικάς συνόδους […] τον Πλάτωνα διδάσκοντα εν Ακαδημία τους μαθητάς του […] τον Αριστοτέλη παιδαγωγούντα και διδάσκοντα τον Αλέξανδρο εν τη αυλή του Φιλίππου […] τον μυστικόν δείπνον του Ιησού […] τας εικόνας των αγωνιστών […]την εν τη Μαραθώνι μάχην […]τας ναυμαχίας των τριών νήσων […] τας δύο εν Αθήναις εθνικάς συνελεύσεις […] τον Ιπποκράτην αποβάλλοντα τα δώρα του Ξέρξου […] την έλευσιν του βασιλέως […] την Οκτωβριανή επανάστασιν 301 Φρεαρίτης 1865 164-5 302 Από τον Ιταλός ζωγραφος Vicenzo Lanza (1822-1902) και Κων/νος Πρινόπουλος (;-1902) 303 είναι 8 (ίσως Μούσες Φρεαρίτης 164) Οι 7 κρατούνσυγκεκριμένα σύμβολα: λύρα διαβήτη και κεφαλή αγάλματος, δάφνινο στεφάνι, θεατρική μάσκα, τελετουρική ράβδο) η ογδοη χωρίς συνοδευτικά και η 9 απουσιάζει- θα πρέπει στο σύνολό τους να εκλαμβάνονται ως προστάτιδες των τεχνών γενικότερα, χωρίς ιδιαίτερη πρόθεση αντιστοίχισης της καθεμιάςμε ένα ειδικό πεδίο επιρροής

119

Page 120: papadopoulou

τόνωσης του εθνικού εγωισμού και του κοινωνικού γοήτρου απέναντι στη Δύση. Η ανάγκη να επιτευχθεί η αναγνωσιμότητα της ταυτότητας των εικονιζόμενων πρωταγωνιστών, ικανοποιείται με σχετικές επεξηγηματικές επιγραφές εντός των κυκλικών πλαισίων των μορφών που συνοδεύουν. Το σημαντικότερο όμως είναι η συμπερίληψη στο Πάνθεον των αρχαίων ημών προγόνων, μορφών όπως εκείνες των Θ. Γαζή, Χρυσολωρά, Κ. Λάσκαρι, Ι. Λάσκαρι, Ε Βούλγαρη, Ν. Θεοτόκη, Α Κοραή και Guilford που κατά κάποιο τρόπο και βάση ενός σχηματικού συλλογισμού, οι αποδώσεις των πορτρέτων τους, προσωποποιούν τη διαφύλαξη και τη διάδοση της αρχαίας ελληνικής γραμματείας στα πνευματικά κέντρα της Δύσης. Από την άλλη η παρουσία του Guilford συμβολίζει την ανταπόδοση που χρωστά η Δύση στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα με την εικονογράφηση των βυζαντινών μορφών επιτυγχάνεται ένας υπαινιγμός συμβιβασμού του περίφημου αντιθετικού ζεύγους αυτοχθόνες- ετερόχθονες υπό τη σκέπη του ελληνικού πολιτισμού.

Τέλος στους τοίχους του οπισθοδόμου υπάρχουν εικόνες αποθανόντων καθηγητών του Πανεπιστημίου κατά τον ίδιο τρόπο φιλοτεχνημένες ώστε να υπάρχει και σύνδεση με το παρόν. Η ανάληψη της σκυτάλης της πνευματικής παραγωγής από άξιους επιγόνους επιτονίζει τη συνέχεια.

8. 3 Ζωφόρος Προπυλαίων. Στην εισαγωγή της πρώτης προσπάθειας της σύνθεσης της Ιστορίας του

Ελληνικού Έθνους από τον Κ. Παπαρηγόπουλο τίθενται οι παράμετροί της: η διήγηση «όλων, όσα συνέβησαν εις το Ελληνικό Έθνος από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι τη σήμερον, και είναι άξια να διατηρηθώσιν εις τη μνήμη των ανθρώπων»304.

Αν η ζωφόρος της αίθουσας των τροπαίων στ’ ανάκτορα του Όθωνα καταξιώνει το πρόσφατο παρελθόν επιχειρώντας τη νομιμοποιητική αναγωγή του στη σφαίρα της ιστορίας, και προβάλλει, ως επισφράγιση του Αγώνα και ως ουσιαστική αναγνώριση των θυσιών «των νέων Ελλήνων»305 για την ίδρυση του σύγχρονου ελληνικού κράτους, με τη ζωφόρο της ιστορίας του ελληνικού πολιτισμού το ενδιαφέρον μετατοπίζεται στην κατάδειξη της συνέχειας του «συλλογικού υποκειμένου»306 και στην υπογράμμιση της, κατά Κ.Τσουκαλά, «εξακολουθούσας εαυτότητας»307. Έστω κι αν αυτό σημαίνει ισότιμη ένταξη μυθολογικών και ιστορικών προσώπων στο πλαίσιο μια κοινής εξελικτικής διαδρομής, έστω και αν απροκάλυπτα μύθος και «ιστορική πραγματικότητα» πλέκονται στο εξής αξεδιάλυτα στη συλλογική συνείδηση.308 Ο απώτερος στόχος παραμένει πάντα ο ίδιος: ενίσχυση

304 Κ. Παπαρηγόπουλος Ιστορία του Ελληνικού Έθνους [Η πρώτη μορφή 1853] επιμέλεια Κ Θ Δημαράς Αθήνα Ερμής 1970 σ.33 305 Κ. Τσουκαλάς «Ιστορία, Μύθοι και Χρησμοί: η αφήγηση της ελληνικής συνέχειας», Έθνος-Κράτος-Εθνικισμός (Επιστημονικό Συμπόσιο-Αθήνα, 21 και 22 Ιανουαρίου 1994), Αθήνα, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1994, σ. 299-300. 306 Αύτοθι σ. 294 307 Βλ. και Ε Δ Ματθιόπουλος « Η Ιστορία της τέχνης στα όρια του Έθνους». Η ιστορία της τέχνης στην Ελλάδα (επιμέλεια: Ε.Δ. Ματθιόπουλος, Ν. Χατζηνικολάου), Ηράκλειο Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, 2003, σ. 439-331 308 Την πρώτη μορφή της ιστορίας του ο Κ. Παπαρηγόπουλος Ιστορία του Ελληνικού Έθνους [Η πρώτη μορφή 1853] επιμέλεια Κ Θ Δημαράς Αθήνα Ερμής 1970, σ. 35, ορίζει το αφετηριακό σημείο ως εξής: « Η Ελληνική Ιστορία αρχίζει λοιπόν από τους περί των θεών τούτων μύθους, και έπειτα διηγείται πώς εγεννήθησαν και τι έπραξαν οι πρώτοι κάτοικοι της Ελλάδος, αλλά τα συμβάντα αυτά είναι πάλιν μεμιγμένα με τόσους μύθους, ώστε έως του 777 έτους προ Χριστού, δεν είναι δυνατόν να διακριθή εις αυτά το αληθές από το μη αληθές, και να προσδιορισθεί πότε συνέβησαν».

120

Page 121: papadopoulou

της διάθεσης συσπείρωσης γύρω από το κέντρο της εξουσίας, και μονοδιάστατη, πολιτικά αποχρωματισμένη, συμμόρφωση με την εγκαθιδρυμένη νομιμότητα.

Η προτεινόμενη σύνθεση309 (εικ. 54-55 ) διατάσσει γύρω από μία κεντρική μορφή-αυτή του Όθωνα- επιμέρους ομάδες, όπου περιλαμβάνονται αλληγορικές μορφές των επιστημών και των τεχνών και μνημειακές φιγούρες μυθολογικών ηρώων και υπαρκτών προσωπικοτήτων της αρχαιότητας. Ελάχιστες οι αποκλίσεις και οι μετατροπές που θα επιφέρει ο E. Lediedski, υλοποιώντας το ανάπτυγμα στα 1889, με την εξαίρεση του Όθωνα, ο οποίος στα προσχέδια του Rahl εικονίζεται με τα διακριτικά ενός εν ενεργεία βασιλιά, ενώ στην εκδοχή του Lediedski ως μία ακόμη από τις αλληγορικές μορφές, αρχαιοπρεπώς ενδεδυμένος και δαφνοστεφανομένος. Γενικώς όμως δε σημειώνονται δραματικές διαφοροποιήσεις. Βεβαίως μια τέτοια καλλιτεχνική σύλληψη μας θυμίζει τους πινάκες του Kaulbach που απεικονίζουν τον πατέρα του Όθωνα, Λουδοβίκο Α΄ σε αντίστοιχους ρόλους και με την ίδια σχεδόν πολιτική στοχοθεσία, που ο Rahl γνώριζε καλά.(εικ. 9)

Στο τελικό λοιπόν ανάπτυγμα της ζωφόρου από αριστερά προς δεξιά ως πρώτη «σκηνή» έχουμε την παράδοση της ολυμπιακής φλόγας (της φλόγας του Ολύμπου) από τον Προμηθέα στους ανθρώπους. Πρόκειται για μια διάχυση του φωτός, μια φωτοχυσία με πρακτικό αλλά και πνευματικό αντίκτυπο που μπορεί να έχει κάτι τέτοιο στην ανάπτυξη του παγκόσμιου πολιτισμού- κυριολεκτικά αλλά και μεταφορικά. Στρέφοντας το κεφάλι μας στο καταληκτικό άκρο της σύνθεσης, βλέπουμε την εξεικόνιση μιας ακόμη «επιφάνειας»: ένα άλλο φώς, ηθικό αυτή τη φορά, αποκαλύπτεται στην ομιλία του Αποστόλου Παύλου στον Άρειο Πάγο. Είναι βέβαια το χριστιανικό φως. Η «ποιοτική» απόσταση που χωρίζει τους δύο κόσμους (αντίθεση παγανισμού-χριστιανισμού) είναι εμφανής, όχι μόνο στην εξεικόνιση των μορφών και στοιχείων της εποχής τους (όπως για παράδειγμα η γυμνότητα της πρώτης σε αντίθεση με της ντυμένες μορφές της δεύτερης-δείγμα «ηθικής διαφοράς»), αλλά ακόμη και στο αντίθετο μορφοπλαστικό ιδίωμα που χρησιμοποιεί ο καλλιτέχνης. Ο Προμηθέας ως σωτήρας και ευεργέτης έχει μπαρόκ στοιχεία: είναι μια ογκηρή μορφή με έντονους πλαστικούς όγκους, μεγάλες κινήσεις και χειρονομίες. Αντίθετα η σκηνή με τον Παύλο χαρακτηρίζεται από τα κλασικιστικά χαρακτηριστικά των συγκρατημένων κινήσεων, τα κλειστά περιγράμματα, την εσωτερικότητα, την πνευματικότητα.

Η δεύτερη σκηνή ανήκει και αυτή στη σφαίρα της μυθολογίας και εικονίζει το Μίνωα και το Δαίδαλο, προσωπικότητες γνωστές για τα θεϊκά τους χαρίσματα. Ο Δαίδαλος κατά την παράδοση ήταν δεινός αρχιτέκτονας, γλύπτης, ζωγράφος με δημιουργήματα πιο αληθινά και από τα πραγματικά. Ο Μίνως, μυθικός βασιλιάς της Κρήτης διακρίθηκε ως νομοθέτης και για αυτό διορίστηκε κριτής στον Άδη. Σε μια τέτοια φάση κρίσης φαίνεται να εικονίζεται εδώ, μπροστά σε μια γονατιστή γυναίκα με ένα παιδί υποδεικνύοντας της το σύμπλεγμα Κράτος – Προκρούστης- Βία που έπεται, ενώ ο Δαίδαλος παρακολουθεί σκεπτικός. Προφανώς εδώ γίνεται ένας υπαινιγμός στην ανάγκη επιβολής μιας νόμιμης εξουσίας ως προϋπόθεση για την ομαλή ανάπτυξη της κοινωνίας που δεν επιδέχεται εκπτώσεις και συναισθηματισμούς μπροστά στη θεσμοθετημένη εξουσία. Στη συνέχεια εικονίζεται η μορφή της Ιωνίας καθιστή στο έδαφος με ένα βρέφος στην αγκαλιά της να στρέφει το πρόσωπό της προς τους Ορέστη και Πυλάδη (εκπροσώπους της Μυκηναϊκής εποχής) που στέκονται όρθιοι κοντά στο Όμηρο310. Εδώ πρόκειται για μια ξεκάθαρη νύξη στα 309 Προσχέδια Rahl που φυλάσσονται στη Συλλογή Σχεδίων και Χαρακτικών της Ακαδημίας Καλών Τεχνών της Βιέννης (με αριθμούς καταγραφής 21.000-a,b,c και 20370). 310 Βλέπε ομοιότητες με το έργο «Αποθέωση του Ομήρου» του Εγκρ (εικ. 56). Μάλιστα αυτό το έργο επιλέχτηκε να διακοσμήσει τον Ελληνικό Φιλολογικό Σύλλογο Κωνσταντινούπολης (1861-1890)

121

Page 122: papadopoulou

πνευματικά αγαθά του ελληνικού πολιτισμού που άνθισαν σε αυτή την περιοχή αποτελώντας μία από τις βασικότερες κοιτίδες του και οργανικό κομμάτι του. Μια ακόμα νύξη στο γεγονός ότι το πιο αντιπροσωπευτικό κομμάτι του ελληνισμού δεν έχει απελευθερωθεί ακόμη (αλυτρωτισμός). Η κορυφαία θέση που έχει ο Όμηρος στην παράσταση, τον «αποθεώνει» αναγνωρίζοντάς τον ως θεμελιωτή της δυτικής γενικότερα κουλτούρας. Προς τον Όμηρο είναι στραμμένος και οι μορφές των Κλεοφάντη, Λέαρχου (κατ’ άλλους Κλέαρχου), Εύμαιου (ευγενικής καταγωγής -επίκληση στη δυναστική καταγωγή ίσως) και μιας νεαρής μορφής χωρίς υπόμνηση. Πιθανότατα πρόκειται για μυθολογικές μορφές που αντιπροσωπεύουν όλα τα κοινωνικά στρώματα στα οποία απευθυνόταν ο Όμηρος κάνοντας νύξη στο «δημοτικό» του χαρακτήρα. Ακολουθεί μια πραγματική παρέλαση του πιο εκλεκτού κομματιού του ελληνικού πνεύματος: Πυθαγόρας (Μαθηματικά και εισηγητής νεοπυθαγορισμού) και Θαλής (φιλοσοφία), Ιπποκράτης (Ιατρική) και Δέξιππος (ιστοριογράφος του 3ου αι. π.Χ.), οι ποιήτριες Κόριννα, Ήρινα, Σαπφώ (λυρική ποίηση). Στο τέλος του δυτικού τμήματος της ζωφόρου εικονίζονται ο Σόλων με το Δήμο (με δύο μορφές) κάνοντας υπαινιγμό στο καθήκον υπεράσπισης της εξουσίας απέναντι στο δήμο. Ο κίονας κοντά στο Σόλωνα αποτελεί σύμβολο βεβαιότητας, ασφάλειας της εξουσίας αλλά και κοινωνικοπολιτικής προόδου. Ο στύλος έχει επιγραφή: «ο εν στάσει μηδετέρας μερίδος γενόμενος άτιμος έστω» που δηλώνει απερίφραστα ότι η αποχή από τα κοινά αποτελεί αξιόποινη πράξη. Τη σκηνή κλείνουν οι Μιλτιάδης, Θεμιστοκλής (νικητές του Μαραθώνα και της Σαλαμίνας) και Αριστείδης (μεγάλοι στρατηγοί) που με εκτεινόμενο το δεξί χέρι φαίνεται να ορκίζονται στο Σόλωνα να υπερασπίζουν τις προσωποποιημένες μορφές του Δήμου που βρίσκονται γονατισμένες εμπρός τους. Αξίζει να σταθούμε στη μορφή του Αριστείδη που εικονίζεται όχι τόσο ως στρατηγός αλλά περισσότερο ως ικέτης-πολιτικός που κρατάει τη μεγάλη βακτηρία οδοιπόρου, θυμίζοντάς μας συνειρμικά τον άδικο εξοστρακισμό του από το Δήμο που παρόλα αυτά ορκίζεται να υπηρετεί!

Στο κεντρικό τμήμα της Ζωφόρου εικονίζονται αλληγορικές φιγούρες τεχνών και επιστημών: Ρητορική, Ποιητική, Μαθηματική, Ιστορία- Αρχαιολογία (η ιστορία και η αρχαιολογία μάλιστα αποτελούν μοναδικό παράδειγμα απεικόνισής τους αφού δεν ανήκουν στον κανόνα των Ελευθερίων Τεχνών-Επιστημών, όμως ο καλλιτέχνης τις προσθέτει, αναγνωρίζοντας το σημαντικό πολιτικό τους ρόλο στον τόπο). Έπειτα η Φιλοσοφία (με την επιβλητική, ηγεμονική και μητρική στάση της) στέκεται δίπλα στο κεντρικό πρόσωπο του Όθωνα και παραπλεύρως του η Νομοθεσία (και όχι Δικαιοσύνη311). Ακολουθεί η Ιατρική (με σύμβολό της το φίδι παραπέμπει στην υγεία) μαζί με τη Θεολογία (αν και αντιπροσωπεύουν αντίθετες ιδεολογίες και προσεγγίσεις της ζωής) και δίπλα τους η Αστρονομία και η Φυσική και σε επιμέρους ομάδες.

Το ανατολικό τμήμα ξεκινά με μια φτερωτή μορφή Νίκης που στεφανώνει τον Ηρόδοτο στα πόδια του οποίου κάθεται η Μούσα της ιστορίας η Κλειώ. Προς το μέρος του είναι στραμμένος ο Ξενοφώντας με το Δήμο (ρόλος του λαού στο ιστορικό γίγνεσθαι) και το Θουκυδίδη παιδί. Στο σημείο αυτό δεν μπορούμε να πούμε ότι γίνεται αναχρονισμός. Πρόκειται για μια νοηματική σύνδεση με τη δυτική πλευρά των στρατηγών και των κατορθωμάτων τους, τα οποία τα διέσωσε η ιστορία που

βρισκόμενος σε ένα ανοιχτό εκπαιδευτικό διάλογο και παραπλήσιο ιδεολογικό προσανατολισμό με το πανεπιστήμιο Αθηνών. Για τη δράση του βλ. Γ.Α.Γιαννακόπουλος, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως (1861-1922): Η ελληνική παιδεία και επιστήμη ως εθνική πολιτική στην Οθωμανική αυτοκρατορία, Δ.Δ., Αθήνα, 1998. 311 Η νομοθεσία είναι το ανθρώπινο μέσο για την κατάκτηση της δικαιοσύνης.

122

Page 123: papadopoulou

αντιπροσωπεύουν αυτές οι μορφές. Μάλιστα, ο Ξενοφών αποτελεί συνδετικό κρίκο διότι ως ιστορικός και ως στρατηγός συμβολίζει την αντίληψη για το ρόλο των ανθρώπων της δράσης στην πορεία της ιστορίας. Η σκηνή που ακολουθεί είναι χωρίς προηγούμενο στην εικαστική παράδοση και μπορεί να θεωρηθεί ύμνος τόσο για τον αθλητισμό όσο και για το ρόλο της γυναίκας. Πρόκειται για μια γυμνή γυναικεία μορφή που είναι η Καλλιπάτειρα και μια ενδεδυμένη ανδρική. Η λεζάντα Διαγορίδες της ονομαστής αθλητικής οικογένειας μας προσδιορίζει την ταυτότητά τους. Το σκηνικό συνεχίζεται με φυσιογνωμίες σύμβολα της κλασικής Αθήνας που καθεμιά συμβολίζει μια από τις Ελευθέριες Τέχνες-Επιστήμες. Ο Σωκράτης (Διαλεκτική), ο Φειδίας (Γλυπτική), ο Σοφοκλής (Δραματική ποίηση). Ακολουθεί ο Περικλής με την Ασπασία (πολιτική –χρυσός αιώνας δημοκρατίας και σημαντικός ρόλος γυναίκας σε μια από τις πιο ακμάζουσες περιόδους της ιστορίας). Έπεται ο Πλάτων (με το ανυψωμένο στον ουρανό χέρι του, αναφορά στον κόσμο των ιδεών) και Αντισθένης (Φιλοσοφία) και Αναξαγόρας (Αστρονομία). Στη συνέχεια έχουμε τον Αλκιβιάδη εν είδει Δανδή (ως σύμβολο της πολιτικής ευφυΐας- η στάση του όμως υποδηλώνει το «ελευθέριον» του χαρακτήρα του), τον Ικτίνο (αρχιτεκτονική) και δίπλα του μια μορφή δίχως όνομα (πρόκειται πιθανότατα για τον ίδιο τον Chr. Hansen). Έπειτα είναι ο Αρχιμήδης (που αναγνωρίζεται από το διαβήτη- Γεωμετρία) στο τέλος της ομάδας. Πρόκειται για προβολή της αξεπέραστης δόξας του Αθηναϊκού κέντρου, για έναν ύμνο στην Αθήνα. Με τον Αλέξανδρο312εισαγόμαστε σε μια νέα ομάδα. Ο τελευταίος μαζί με το Δημήτριο Φαληρέα (η Μακεδονική Δυναστεία προβάλλεται αναγνωρισμένη ως κομμάτι τις ελληνικής ιστορίας- οι μόνοι που δεν έχουν σχέση με την Αθήνα (νύξη στον αλυτρωτισμό και το ετερόχθονο στοιχείο), το Θεόφραστο, το Στράτωνα και το Δημοσθένη (Ρητορική) περιβάλλουν τον Αριστοτέλη (δάσκαλο της ανατομίας και της Φυσικής, δάσκαλος του Μ. Αλέξανδρου) που φαίνεται να διδάσκει τις γνώσεις του με το σφαγμένο πουλί πάνω στο βάθρο. Τέλος, εξεικονίζονται οι σοφοί της Αλεξάνδρειας (ελληνιστικοί χρόνοι ως μέρος της ελληνικής ιστορίας), Θεόκριτος (βουκολική ποίηση) Αρίσταρχος και Ερατοσθένης (γεωγραφία- αστρονομία) με τον Πτολεμαίο Φιλάδελφο (ως παράγων πολιτιστικό έργο με τους παπύρους στα χέρια του-τελευταίος εκπρόσωπος ελληνισμού). Η ζωφόρος κλείνει όπως είπαμε με τον Απόστολο Παύλο να κηρύττει το φως του χριστιανισμού ακολουθώντας ένα κυκλικό «εκφραστικό» σχήμα.

Το καταπληκτικό για εμάς είναι ότι στο έργο υπάρχει αντιστοιχία όλων των τεχνών και των επιστημών με εκπροσωπευτικές μορφές, κάποτε και πλέον της μίας για κάθε τέχνη ή επιστήμη. Σημειώνουμε τέλος, ότι για όλες τις μορφές υπάρχουν επιρροές από τον Πλούταρχο. Αυτό φαίνεται διότι ο Ραλ δεν ενδιαφερόταν απλώς να δώσει τις μορφές αλλά να δώσει και κάτι από τον ίδιο το χαρακτήρα τους στις απεικονίσεις. Μάλιστα η ρήση στο κίονα του Σόλωνος αναφέρεται στον Πλούταρχο και την έχει παραθέσει αυτούσια.

312Π.Ματάλας, Έθνος και Ορθοδοξία : οι περιπέτειες μιας σχέσης :απο το "ελλαδικό" στο βουλγαρικό σχίσμα, σ. 137-8 και Ε. Σκοπετέα, ο.π., σ. 98 318. Ανάγλυφο με τη θριαμβευτική είσοδο του Αλέξανδρου στη Βαβυλώνα προβλεπόταν και για τη διακόσμηση του Πολυτεχνείου στην Αθήνα. Ο Λ. Καυτατζόγλου σε άρθρο του στην εφημερίδα Ώρα (6-6-1879), μεταξύ άλλων ελλείψεων που εξακολουθεί να παρουσιάζει το υπό ανέγερση κτίριο, σημειώνει και την ακόλουθη: «Το του μεσαύλου υαλοστέγασμα και η διακόσμησις αυτού διά του αναγλύφου του θριάμβου του Μεγάλου Αλεξάνδρου εις την Βαβυλώνα, ποιηθέντος εν Ρώμη υπό του αριστοτέχνου Αλβέρτου Θορβάλσεν.» Κ. Η. Μπίρης (1957) 219-220.

123

Page 124: papadopoulou

8. 4 Μια διεισδυτικότερη ματιά. Στη ζωφόρο έχουμε όλους τους τύπους των συμβολικών αναφορών, άμεσους

και έμμεσους, χειρονομιών, θέσεων και στάσεων, απασχολήσεων και δραστηριοτήτων, και συχνά οργανικά δεμένες με το εικονογραφικό πρόγραμμα. Η ιστορία που αφηγείται η ζωφόρος επιχειρεί να συνθέσει εικαστικά –εικονικά την αδιάκοπη διαδρομή του ελληνισμού στο βάθος των αιώνων, επιλέγοντας «από όλας τας πράξεις και όλους τους λόγους των μεγάλων ανδρών, όσων η λεπτομερεστέρα έκθεσις είναι επιτηδεία να προξενήση αγαθήν εντύπωσιν […] και να παραγάγη εις τας ψυχάς […] την προς την πατρίδα και προς την αρετήν αφοσίωσιν, την προς τους νόμους και τας αρχάς ευλάβειαν.»313 Η ιδιαίτερη φύση της τεχνικής της τοιχογραφίας έχει χαρακτήρα μονιμότητας και διαχρονικότητας που επιτυγχάνεται με το να ενσωματώνονται (όχι να προσαρτώνται) οι παραστάσεις ως αναφαίρετα οργανικά στοιχεία στο αρχιτεκτόνημα. Ακόμα και το χρυσό χρώμα του βάθους έχει συμβολικό περιεχόμενο και εξυπηρετεί μορφολογικά τον τελικό σκοπό. Το ανοιχτό αυτό χρυσό εκφράζει το διαχρονικό περιεχόμενο των παραστάσεων και αποβλέπει να δώσει κάτι ανάλογο με τις μυθικές, ιστορικές και αλληγορικές μορφές και στο χαρακτήρα του ίδιου του Όθωνα. Αυτό το χρώμα της διαχρονικότητας έχει χρησιμοποιηθεί ιδιαίτερα στα θέματα της θρησκευτικής τέχνης, τόσο της Ανατολικής όσο και της Δυτικής εκκλησίας. Τοποθετώντας τον Όθωνα μέσα σε αυτό το πολιτιστικό κλασικό μεγαλείο, ο Rahl αποβλέπει κα κατορθώνει να τον παρουσιάσει όχι μόνο ως κληρονόμο όλης της ελληνικής και μυθολογικής παράδοσης αλλά και ως συνεχιστή και ενορχηστρωτή της! Το ίδιο χρυσό βάθος που συνδέει όλες τις μορφές δίνει καθολικό διαχρονικό χαρακτήρα και τοποθετεί το βασιλιά σε μια σφαίρα ηρωική, όπως και η αρχαιοελληνική αμφίεσή του. Αυτό ενισχύεται ακόμη περισσότερο από την απόδοση των μορφών πάνω από το φυσικό μέγεθος και από το ότι ο Όθων αν και καθιστός είναι ψηλότερος από τις αλληγορικές μορφές που τον περιβάλλουν. Στοιχεία του θρόνου των βασιλέων της πατρίδας του υπάρχουν στο θρόνο που διακοσμείται με λεοντοκεφαλές που συμβολίζουν τη δύναμη όπως και το ακτινωτό του διάδημα με τα κλαδιά ελιάς (δόξα αγάλματα θεού Ήλιου314). Μάλιστα η αλληγορία του θεσμού της βασιλείας με αρχαϊκό περίβλημα έρχεται να ενισχύσει τη θέση της απολυταρχίας ως μόνης, φυσικής, κυβερνητικής τακτικής, ικανής να αποκαταστήσει το κλασικό μεγαλείο. Προκρίνεται δηλ η ιδέα της ενίσχυσης του γοήτρου του βασιλιά με την ανάδειξή του ως εποπτεύοντος την άνθιση των γραμμάτων και των τεχνών έναντι κάποια εναλλακτικής εικονιστικής αναφοράς που θα τον ήθελε συνεχιστή της κληρονομιάς της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Τέλος, η στάση του Όθωνα φαίνεται να δηλώνει ότι είναι αποστασιοποιημένος από τη νομοθεσία που αφήνει να κάνει ανεπηρέαστη το έργο της, ενώ αγγίζει τη φιλοσοφία προσπαθώντας να την προσεγγίσει.

Ο Ζωγραφικός διάκοσμος του Πανεπιστημίου αφήνει διακριτικά εκτός το Βυζάντιο315 εμμένοντας μόνο στη λειτουργία του ως θεματοφύλακα. Το θρησκευτικό στοιχείο δεν αποκαθιστά απαραίτητα το Βυζάντιο και τους μεσαιωνικούς χρόνους316.

313 Α. Παπαγεωργίου- Βενετάς, Αθήνα ένα όραμα κλασικισμού…,ο.π., σ. 32. 314 Χ.Χρήστου, Η Ζωφόρος…, ο.π., σ. 87 315Η άποψη του Thiersch ήταν η εξής «η επαναφορά του βυζαντινού θρόνου είναι απαραίτητη για την ευρωπαϊκή τάξη.» 316 Π. Ματάλας, ο.π., σ. 151

124

Page 125: papadopoulou

Μόνο έμμεσες αναφορές υπάρχουν (βλ. τις μορφές των λογίων στον οπισθόδομο της αίθουσας τελετών). Προβάλλεται η αρχαιοελληνική παράδοση ως σημείο επαφής με τη Δύση. Στόχο αποτελούν οι αδιατάρακτες σχέσεις με την Ευρώπη και η αρχαιότητα αποτελεί εγγύηση. Οι προστριβές στο εκκλησιαστικό ζήτημα και η ανατροπή ισορροπιών αυτή την περίοδο γεννά την ανάγκη προβολής του αθηναϊκού κέντρου ως άξονα του «πολιτικοποιημένου» πλέον ελληνισμού. Το ελληνοχριστιανικό ιδεολόγημα αποποιείται την ανατολική του καταβολή και στρέφεται στη Δύση. Και κάτι ακόμα, τα οξυμένα κοινωνικά προβλήματα της εποχής (1872) κάνουν τους ανδριάντες του Ρήγα και του Γρηγορίου Ε΄ που στήνονται μπροστά στο Πανεπιστήμιο «να λειτουργήσουν για το πλατύ κοινό σε επίπεδα πέρα από τα αυστηρά καλλιτεχνικά» και να δημιουργήσουν αντιδράσεις και κρίσεις με έντονους συνειρμούς που οι μούσες, οι χάριτες και οι αρχαίοι σοφοί δε θα μπορούσαν ποτέ να προκαλέσουν. Το γλυπτό υπαίθριο σύνολο θα συμπληρωθεί αργότερα από ένα άλλο ζεύγος ανδριάντων του Καποδίστρια (αριστερά), έργο του Mπανάνου και του Kοραή (δεξιά), έργο του Bρούτου, ολοκληρώνοντας το συμβολισμό των πρωτομαρτύρων του «ελληνισμού»: Καποδίστριας πρωτομάρτυρας της «σύστασης του ελληνικού κράτους», Κοραής πρωτομάρτυρας της «ελληνικής αναγέννησης».

Ο Μύθος του Προμηθέα συνδέεται με το κήρυγμα του Απόστολου Παύλου, με την έννοια ότι και τα δύο πρόσωπα είναι οι πρωτομάρτυρες μιας φιλοσοφίας με κέντρο τον άνθρωπο317. Τιθέμενος εδώ στην αφετηρία της φαντασιακής διαδρομής του γένους, ο μύθος του Προμηθέα αποκτά και ένα οντολογικό περιεχόμενο το οποίο ούτως ή άλλως διαθέτει καταλαμβάνοντας- ως «υιός του Τιτάνος Ιαπετού» την κορυφαία θέση στη «γενεαλογία του Έλληνος»318. Όσο για το γεγονός της αντιπαραβολής του με τη σκηνή του κηρύγματος του Αποστόλου Παύλου προς τους Αθηναίους, ίσως και να επιδιώκει να αποτυπώσει το ομαλό πέρασμα του αρχαιοελληνικού κόσμου στο αξιακό σύστημα του χριστιανισμού, χωρίς προστριβές και χωρίς ουσιαστικές αλλοιώσεις του πνεύματος και των βασικών αρχών. «Η Εκκλησία, οίαν οι Έλληνες εννοούμεν και παραδεχόμεθα, είναι η αρχαία Ελλάς, αναζήσασα εν τω οργανισμώ της νέας θρησκείας»319. Έτσι ενισχύεται και η ιδέα του αυτοκεφάλου παράλληλα320.Το μήνυμα πρέπει να εντυπωθεί στη συλλογική συνείδηση με τρόπο καταληπτό και ευσύνοπτο321. Εξάλλου, ως μέτρο αξιολόγησης των παραστάσεων που εξετάζουμε, τίθεται ο βαθμός μεταδοτικότητας της διδαχής, που θα ενισχύσει την αίσθηση συμμετοχής στις νέες συλλογικότητες, αναδεικνύοντας διαφορετικού είδους ταυτίσεις σε σχέση με εκείνες που μπορεί να λειτουργούσαν συνεκτικά στο προηγούμενο πλαίσιο του τρόπου λειτουργίας της κοινωνίας.

317 Σπ Παγανέλης «Ο μύθος του Προμηθέως» Εβδομάς αρ. 95/12-1-1886 σ. 18 318 Κ. Παπαρηγόπουλος Ιστορία του Ελληνικού Έθνους [Η πρώτη μορφή 1853] επιμέλεια Κ Θ Δημαράς Αθήνα Ερμής 1970, σ. 41. 319 Ε. Σκοπετέα, ο.π., σ. 128 320 Π. Ματάλας, ο.π., σ. 48-82 321 Η διάχυση, η διάδοση μιας ιδέας, μιας πληροφορίας (ιστορικής ακόμη περισσότερο) σε ένα ευρύ σύνολο («εκλαΐκευση»321) συνδέεται υποχρεωτικά και εκ των πραγμάτων με τη διαδικασία της μάθησης που συμβαδίζει με μια άλλη διαδικασία αυτής της αφαίρεσης, της σχηματοποίησης, της αναγωγής, παράγοντες που αποτελούν το γενεσιουργό αίτιο του μύθου όπως εμείς τον ορίσαμε. Αυτό σε συνδυασμό με την ψυχολογία του δέκτη- το συναίσθημα, τις διαφορετικές κατά περίσταση συνθήκες πραγμάτωσης του αναφερομένου, συντείνει στην ολίσθηση από το λογικό στο υπερβολικό και τη μυθοποίηση του ειδώλου του παρελθόντος. Βλ. Α. Πολίτης, Το μυθολογικό κενό, Αθήνα, 2000.

125

Page 126: papadopoulou

Εξάλλου, η μνημειακότητα των μορφών-που παραπέμπει σε ζωγραφική απεικόνιση κλασικιστικών αγαλμάτων322- τα χαρακτηριστικά των προσώπων, η πτυχολογία των ενδυμάτων, τα σίγουρα περιγράμματα του σχεδίου, το καθαρό χρώμα και το ουδέτερο βάθος, αξιοποιούνται ως μέσα κωδικοποίησης των ιδεολογικών αρχών της νέας τάξης πραγμάτων. Οι εμπεδωμένες ακαδημαϊκές αρχές καταρτίζουν έτσι ένα μορφοπλαστικό λεξιλόγιο ικανό να υποστηρίξει πρότυπα και κανόνες καθώς το παριστανόμενο θέμα καταργώντας τη διάσταση του χρόνου, επενδύεται με τις ποιότητες της διαχρονικότητας.

Έντονος είναι ο εκλεκτικισμός με διατυπώσεις που παραπέμπουν τόσο στην ιταλική Αναγέννηση, όσο και το Μπαρόκ. Τη σκηνοθετική αντίληψη με τις παριστανόμενες μορφές να συναθροίζονται σε επιμέρους ομάδες, γύρω από ένα κεντρικό πρόσωπο-σημείο αναφοράς, τη συναντάμε στη Σχολή των Αθηνών του Ραφαήλ έργο σταθμό για τις παραστάσεις τέτοιου είδους(π.χ. η μορφή του Πλάτωνα και του Αρχιμήδη είναι επηρεασμένες από το έργο του Ραφαήλ «Η Σχολή των Αθηνών» βλ. εικ. 52-53). Δε λείπουν όμως και στοιχεία του γαλλικού κλασικισμού (του David –ιδίως το έργο του ο όρκος των Ορατίων ως προς τη διάταξη των εικονιζόμενων μορφών,- και του Ingres- ιδίως το έργο του τελευταίου η αποθέωση του Ομήρου εικ. 56). Αλλά και όσον αφορά το χρώμα: διακρίνεται για τη φωτεινότητα τη λαμπρότητα των χρωμάτων, στοιχεία αναγνωρίσιμα στη βαυαρική καλλιτεχνική παράδοση. Όμως μπορούμε να αναγνωρίσουμε και άλλα στοιχεία των ρευμάτων του 19ου , όπως ο ρομαντισμός, ο ρεαλισμός, ο ιδεαλισμός των Ναζαρηνών που αλληλοεπηρεάζονται και αποτυπώνουν το μεταβατικό χαρακτήρα της περιόδου που διανύουμε. Το σύνολο διατηρεί την κλασικιστική αφετηρία με τη θέληση για πλαστική βαρύτητα, προτίμηση στο μελετημένο σχέδιο και έμφαση στις τεκτονικές αρχές χωρίς να θυσιάζει το ρόλο του χρώματος του οποίου διατηρεί τη ρομαντική ελευθερία.

Εμφανής είναι ο κατηχητικός χαρακτήρας-«κατήχηση του πολίτη». Το σκηνικό323 καλεί σε απόδραση από τη δυσάρεστη πραγματικότητα, μυεί τους πολίτες σε μία απολιτική στάση και συμπεριφορά, και, ισοπεδώνοντας τις ιδεολογικές αποχρώσεις, λειτουργεί ως χωνευτήρι των όποιων πιθανών αντιθέσεων. Συγχρόνως, αποδεικνύει ότι τα ηγετικά (ή υπό διαμόρφωση διευθυντικά) στρώματα της ελληνικής κοινωνίας-όπως μπορεί να εκπροσωπούνται από τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας, διδάσκοντες και φοιτητές-λειτουργούν ως «φρουροί της τάξης»324, που, ακόμη κι αν εμφανίζουν επιμέρους αποκλίσεις, ομοφωνούν στη συλλήβδην καταδίκη κάθε σκέψης ή ενέργειας, η οποία μπορεί να εναντιώνεται στο δυτικό προσανατολισμό της χώρας.

Το 1842 ο Γεώργιος Πεντάδης Δάρβαρης παίρνοντας τα λόγια του Σχινά προχωράει το νόημα τους ακόμα παρακάτω παρομοιάζοντας την Ελλάδα με ένα Προμηθέα που δεμένος «τη μεν χείρα εκτείνων προς την Ασίαν την Ελάσσονα, την ετέραν προς Θράκην και Μακεδονίαν» περιμένει την κατάλληλη ώρα. Αυτός ο συμβολισμός θα βρει την εξεικόνισή του στο κτίριο της ακόμη περισσότερα υποσχόμενης Ακαδημίας Αθηνών.

322 Κ. Μπαρούτας, Η εικαστική ζωή και η αισθητική παιδεία στην Αθήνα του 19ου αιώνα οι εκθέσεις Τέχνης, η Τεχνοκριτική, οι διαγωνισμοί, τα έντυπα τέχνης, οι έριδες των καλλιτεχνών και άλλα γεγονότα, Αθήνα, 1990, σ. 98 323 Για το θεσμικό ή διαδικαστικό τοπίο του εθνικού κράτους ως σκηνικό ζωής των πολιτών βλ. E. Hobsbawm, Έθνη και Εθνικισμός…, ο.π., σ.124 324 Ε. Σκοπετέα, ο.π., σ. 158

126

Page 127: papadopoulou

48.Σχεδιαστική αναπαράσταση του δυτικού άκρου της Ποικίλης Στοάς.

49. Ζωγραφική αναπαράσταση της Ποικίλης Στοάς και των επ’ αυτής εκτιθέμενων έργων.

127

Page 128: papadopoulou

50. Πανεπιστήμιο Αθηνών

51. Αίθουσα τελετών Πανεπιστημίου Αθηνών

128

Page 129: papadopoulou

52. Ραφαήλ, «Η Σχολή των Αθηνών». Νωπογραφία από την Αίθουσα της Υπογραφής των παπικών διαμερισμάτων του Βατικανού (1508-1511).

53.Ραφαήλ, «Ο Παρνασσός». Νωπογραφία από την Αίθουσα της Υπογραφής των παπικών διαμερισμάτων του Βατικανού (1508-1511).

129

Page 130: papadopoulou

54. Ζωφόρος του Πανεπιστημίου Αθηνών. Από αριστερά προς τα δεξιά: δυτικό, ανατολικό, κεντρικό τμήμα.

130

Page 131: papadopoulou

55.Κεντρικό τμήμα της ζωφόρου του Πανεπιστημίου Αθηνών

131

Page 132: papadopoulou

56. Jean-Auguste-Dominique Ingres. Η Αποθέωση του Ομήρου, 1827, Μουσείο Λούβρου, Παρίσι.

57. Τμήμα της ζωφόρου του Πανεπιστημίου Αθηνών. Δυτική πλευρά.

132

Page 133: papadopoulou

58. Τμήμα της ζωφόρου του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ανατολική πλευρά.

133

Page 134: papadopoulou

9. Ακαδημία Αθηνών. Το 1856 ο Σίμων Σίνας πραγματοποίησε μία ακόμα γενναία δωρεά προς το

ελληνικό κράτος για την ανέγερση κτιρίου στο οποίο θα στεγαζόταν η μέλλουσα να ιδρυθεί Ακαδημία325. Συγχρόνως ανέθεσε στον αρχιτέκτονα Th. Hansen την εκπόνηση των σχεδίων του κτηρίου αυτού326. Με την Ακαδημία πραγματοποιημένη πλέον στη μεσημβρινή πλευρά του πανεπιστημίου, η πολεοδομική ενότητα της «τριλογίας» άρχισε να συμπληρώνεται, όπως την οραματίστηκαν οι εμπνευστές της (εικ. 59). Το τρίτο γήπεδο στα βόρεια του Πανεπιστημίου προοριζόταν ήδη από το 1853 για την ανέγερση αρχικά του καταστήματος του Αρχαιολογικού Μουσείου327 -Μουσείου με την έννοια του τεμένους των μουσών δηλ. τόπος που καλλιεργούνταν οι τέχνες και τα γράμματα, έννοια που μπορεί να ταυτίζεται με τη μετέπειτα βιβλιοθήκη που πήρε τη θέση της εκεί ολοκληρώνοντας λίγο αργότερα την Αθηναϊκή Τριλογία. Τον Iούλιο του 1859, η Mονή Πετράκη και ο Δήμος Aθηναίων παραχώρησαν έκταση 9.900 τ.μ. παραπλεύρως του Πανεπιστημίου. Η εκτέλεση των αρχιτεκτονικών σχεδίων του Hansen είχε ανατεθεί στον μαθητή του αρχιτέκτονα Ernest Ziller (1837-1923). Την Kυριακή 2 Αυγούστου του ίδιου έτους σε πανηγυρική επίσημη τελετή έγινε η κατάθεση του θεμελίου λίθου του κτιρίου της Ακαδημίας, επί του οποίου είχε χαραχθεί το ακόλουθο επίγραμμα του γνωστού λογίου της εποχής Φιλίππου Ιωάννου:

ΣKHΠTPOΦOPOYNTOΣ OΘΩNOΣ EN EΛΛAΔI KAI ΠAPEONTOΣ ENΘAΔE ΣYN ΣEΠTH ΣYNΘPONΩ AMAΛIH TOYT' AKAΔHMIHΣ ΠAΛINΔPYTOIO ΘEMEΘΛON ΠPOΦPΩN H ΔAΠANH EIΣE ΣIMΩN O ΣINAΣ ΠPEΣBEYTHΣ ΠAP' ANAΞI KEKΛHMENOΣ EYPYMEΔOYΣI ΓEPMANIHΣ KOΣMΩN EΛΛAΔ' EHN ΠATPIΔA

Kατά την κατάθεση του θεμελίου λίθου ο Όθων εξέφρασε την ευχή «ίνα η Aκαδημία αύτη συντελέση προς ανύψωσιν της Ελλάδος εις την αρχαίαν αυτής επιστημονικήν δόξαν»328. Κατά την τελετή δε διανεμήθηκε έντυπο με Ωδή του Γεωργίου Tερτσέτη329.

325 Γ. Σ. Λάιος 143-4 εφ. Ήλιος 326 Σ. Σίνας,ο.π., σ. 182. Ο Χάνσεν, όστις δεν ήτο μόνον μέγας αρχιτέκτων αλλά και εξαίρετος ζωγράφος, συνέλαβε και παρέστησεν επί υδατογραφίας το υπό ανέγερσιν οικοδόμημα ως οργανικόν μέλος αρχιτεκτονικής τριλογίας. Η υδατογραφία αυτή περιλαμβάνει το Πανεπιστήμιον και εκατέρωθεν αυτού Μουσείον και Ακαδημίαν, άπαντα νεοκλασικού ρυθμού, εν συνεχείαν δε και προς τη διεύθυνσιν των Ανακτόρων μεγαλοπρεπή χριστιανικόν ναόν και άλλα οικοδομήματα326 (εικ. ). 327 ΓΑΚ οθωνικό αρχείο Υπουργείο Εσωτερικών και Δημόσιας Εκπαίδευσης, φ.175 328 Για την τελετή θεμελίωσης βλ. Εφημερίδα Αιών αρ. 1766/ 3-7-1889.

329 Σ. Σίνας,ο.π., σ. 186 Κατά την τελετή δε διανεμήθηκε έντυπο με Ωδή του Γεωργίου Tερτσέτη Θεία Eπιστήμη! Oικοδομεί ναόν Σου Φιλόμουσος πολίτης της Eλλάδος Tαις παλαιαίς ταις δόξαις ν' αναστήση Έχει βουλή. Kάμετε τα μυστήρια της σοφίας Nα ιερουργούν εις τον Nαόν του Σίνα Kαλοί ιερείς πάλε η φυλή μας νάναι Δόξα της γης.

134

Page 135: papadopoulou

Όλα στην τελετή δήλωναν χειροπιαστά το ιδεολογικό περίβλημα της εποχής και το εθνικό της όραμα μέσα από το ρομαντικό της πρίσμα. Η Ελλάδα στόχευε στην προβολή του νέου της ευρωπαϊκού και καθαρώς ελληνικού της προσώπου, επικαλούμενη τη δόξα του παρελθόντος και υποσχόμενη τον νέο εκπολιτιστικό της προς Ανατολάς ρόλο. Η Ακαδημία ως θύλακας των ανθρωπιστικών επιστημών θα παρείχε τις προϋποθέσεις πραγμάτωσης του οράματος, το οποίο πάνω από όλα ήταν εθνικό, με πανανθρώπινη όμως προσφορά. Η τέχνη για άλλη μια φορά κλήθηκε να το υπηρετήσει.

Κατά τη διετία 1859-1861 η οικοδόμηση του κτιρίου της Ακαδημίας προχώρησε με ταχείς ρυθμούς. H έξωση του Όθωνα είχε συνέπεια την επιβράδυνση των οικοδομικών εργασιών και τη διακοπή τους το 1864. Όμως ύστερα από αρκετές καθυστερήσεις και αφού ο Α. Ραγκαβής- υπουργός εξωτερικών τότε- προχώρησε στη σύνταξη του σχετικού οργανισμού, παρουσιάστηκε και πάλι ο έλληνας μαικήνας της Βιέννης Σίμωνας Σίνας, όπως είδαμε. Παρακινούμενος από τον Κ. Σχινά -πρεσβευτή της Ελλάδας αυτή την περίοδο- διέθεσε συνολικά περί τα 3 000 000 δρχ. για την ανέγερση του κτιρίου και τη συμπλήρωσή του με τον απαραίτητο πλαστικό διάκοσμο. Το 1868 ο Hansen ανέθεσε τον γλυπτικό διάκοσμο του μεγάρου της Aκαδημίας στον γλύπτη Λεωνίδα Δρόση, Καθηγητή στο Σχολείον των Tεχνών, (ο οποίος είχε σπουδάσει με υποτροφία πάλι του Σίμωνος Σίνα στο Mόναχο και στην Δρέσδη), και το 1871 ανάθεσε το ζωγραφικό διάκοσμο του μεγάρου στον Aυστριακό ζωγράφο Christian Griepenkerl, μαθητή του μεγάλου ζωγράφου Karl Rahl (1812-1865) και αργότερα, το 1874, Καθηγητή της Ακαδημίας Kαλών Tεχνών της Bιέννης. Τον Απρίλιο του 1876 ο Σίμων Σίνας πέθανε και την ευθύνη για τη συνέχιση των εργασιών του κτιρίου ανέλαβε η χήρα του Ιφιγένεια. Στο κτίριο της Ακαδημίας Αθηνών βρίσκεται το σημαντικότερο σύνολο αρχιτεκτονικών γλυπτών της νεοελληνικής γλυπτικής και συγχρόνως το αντιπροσωπευτικότερο δείγμα του νεοκλασικισμού, σε ό,τι αφορά στο ρυθμό και τη σύνθεση του κτιρίου αλλά κυρίως στη συνεργασία αρχιτεκτονικής και γλυπτικής για την απόδοση της μνημειακότητας.

Ο Hansen συνέθεσε τη σύμμετρη τριμερή διάταξη των πτερύγων του κτιρίου σε μια αρμονική, συγχρόνως όμως και δυναμική, ενότητα των όγκων. Για να κερδίσει αισθητικό ύψος στις χαμηλές πλάγιες πτέρυγες, τις έδρασε σε στιβαρό βάθρο-από πειραϊκό λίθο- που περιβάλλει όλο το συγκρότημα. Έτσι ο μεσόδομος- δηλ. η κεντρική πτέρυγα που στεγάζει την αίθουσα συνεδριάσεων- κέρδισε την κλίμακα και την ανάτασή του στη μορφή ενός αμφιπρόστυλου ιωνικού ναού. Ο δανός αρχιτέκτονας απέδωσε στο πεντελικό μάρμαρο, με καταπληκτική ακρίβεια, τις μειώσεις, τις εντάσεις των κορμών των κιόνων του ιωνικού περιστυλίου και τις υπόλοιπες ρυθμολογικές λεπτομέρειες των κιονοκράνων και του θριγκού στην εξάστυλη πρόσοψη της κεντρικής πτέρυγας, έχοντας υπόδειγμα του την ανατολική στοά του Ερεχθείου (εικ. 60) . Ο νεωτερισμός εδώ είναι ότι ο Hansen δεν προσέγγισε μόνο πλαστικά, αλλά και απομιμήθηκε χρωματικά το πρότυπό του. Παρότι η περίφημη «πολυχρωμία» των αρχαίων είχε ανακαλυφθεί σχεδόν τρεις δεκαετίες πριν, ελάχιστοι αρχιτέκτονες είχαν έως τότε αποτολμήσει να την εντάξουν στις κλασικιστικές τους συνθέσεις. Τα χρώματα του διακόσμου ζωντάνεψαν τις ταινίες της ζωφόρου, τα μέτωπα των γείσων, τις σίμες και τα κυμάτια της στέψης. Με συνθετική τόλμη ύψωσε δύο υπερμεγέθεις ελεύθερους ιωνικούς κίονες στα εκατέρωθεν του μεσαίου πρόπυλου προαύλια, πάνω στους οποίους ο Λ. Δρόσης τοποθέτησε τα αγάλματα των δύο τέκνων του Δία: της Αθηνάς, θεάς της σοφίας, και του Απόλλωνα, θεού του φωτός και της αρμονίας. Τα προπλάσματα της Αθηνάς και

135

Page 136: papadopoulou

του Απόλλωνα στήθηκαν δοκιμαστικά στους κίονες το 1877 και οριστικά τους πρώτους μήνες του 1882 (εικ. 65-66). Ο μεγάλος καλλιτέχνης του ελληνικού κλασικισμού φιλοτέχνησε επίσης το μεσαίο εναέτιο σύμπλεγμα της «Γέννησης της Αθηνάς» - μιας από τις πιο όμορφές πλαστικές συνθέσεις σε μνημειακό κτίριο του 19ου αι. (εικ. 61-62-63) κατά το πρότυπο του κλασικού Θησείου στην Αρχαία Αγορά. H αριστοτεχνικά φιλοτεχνημένη πολυπρόσωπη αυτή σύνθεση σε σχέδιο του μεγάλου Αυστριακού ζωγράφου Karl Rahl απέσπασε το πρώτο βραβείο στην έκθεση της Bιέννης το 1872. Η γλυπτική σύνθεση του κεντρικού αετώματος τοποθετήθηκε το 1875, αφού προηγήθηκε η επιχρύσωση του τυμπάνου. Τα γλυπτά των μικρότερων αετωμάτων των πτερύγων της Ακαδημίας (σε σύνολο οκτώ) εφαρμόστηκαν –σύμφωνα με το σχέδιο του Χάνσεν- στο υλικό της ψημένης αργίλου (terra-cotta), από τον πολωνό καλλιτέχνη Franz Melnitzki. Εικονίζουν την Αθηνά προστάτιδα της γεωργίας, της βιοτεχνίας, της ναυπηγικής και εν γένει των επιστημών (εικ. 64). Ο Λ. Δρόσης φιλοτέχνησε ακόμη και τα προπλάσματα των καθιστών αγαλμάτων ύψος 2.40 μ. του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, στο κεντρικό προαύλιο του κτιρίου. Τα αγάλματα σμιλεύθηκαν δε σε πεντελικό μάρμαρο από τον Ιταλό γλύπτη Piccarelli, και το 1885 τοποθετήθηκαν στον χώρο που ευρίσκονται σήμερα (εικ. 67). Στον ίδιο χώρο ευρίσκονται μαρμάρινοι φανοστάτες που κοσμούνται, στις τέσσερες πλευρές της βάσης τους, με ανάγλυφες κεφαλές του Δία, και στις τέσσερες γωνίες με ολόγλυφες γλαύκες (εικ. 68).

Οι δύο πύλες, εισόδου330 στην αίθουσα και εξόδου στον κήπο της Ακαδημίας, πλαισιώνονται από κίονες ιωνικού ρυθμού ως παραστάδες. Στο υπέρθυρο της εξόδου της αίθουσας είναι χαραγμένο επίγραμμα του Φιλίππου Ιωάννου, στο οποίο χαιρετίζεται η επιστροφή των Μουσών στην Ελλάδα, αποδίδοντας την ιδεολογία της εποχής που συνέδεε την εθνική ανεξαρτησία της Ελλάδος με την ανάπτυξη της παιδείας

MOYΣAI EΛEYΘEPIHΣ ΣYNOMIΛOI AI T' AΠOΔHMOI EΠΛAZONTO XPONON MAKPON EΠ' AΛΛOTPIHΣ

EMΠAΛI NOΣTHΣAΣAI EΣ EΛΛAΔA ΠOΛYΠOΘHTON ΔΩP' AY EΛΛHNΩN ΠAIΣI NEMOYΣI ΦIΛA

O επισκέπτης της Ακαδημίας Αθηνών εισέρχεται από τα προπύλαια σε

μεγάλο διάδρομο, που συνδέει τις δύο πτέρυγες του μεγάρου και στον οποίο δεσπόζει δεξιά ο μαρμάρινος ανδριάντας του ευεργέτη της Ακαδημίας Σίμωνος Σίνα331, έργο του Λεωνίδα Δρόση και πάλι που αρχικά είχε τοποθετηθεί στο βάθος της μεγάλης αίθουσας δημοσίων συνεδριάσεων της Ακαδημίας. Στο βάθος του διαδρόμου δεξιά ευρίσκεται η ανατολική αίθουσα, την οροφή της οποίας κοσμούν φατνώματα εξαιρετικής τέχνης ( εικ. 69). H μεγάλη αίθουσα συνεδριάσεων της Ακαδημίας

330 Αριστερά της εισόδου στην αίθουσα ευρίσκεται μαρμάρινη προτομή του Σίμωνα Σίνα, έργο του Λεωνίδα Δρόση, δεξιά μαρμάρινη προτομή της Ιφιγένειας Σίνα, έργο του Nικολάου Περαντινού. Στο βάθος της αίθουσας όπου το βήμα ανακοινώσεων της Ακαδημίας, ευρίσκεται αριστερά προτομή του Aριστοτέλους και δεξιά μπρούτζινο ανάγλυφο με παράσταση Ωρολογίου, και τα δύο δωρεά των ευεργετών της Ακαδημίας Παναγιώτη και Iωάννας Aριστόφρονος. Την αίθουσα κοσμούν επίσης τέσσερες κατάπληκτοι μαρμάρινοι φανοστάτες. 331 Αρχικά ο ανδριάντας τοποθετήθηκε στην αίθουσα των Συνεδρίων, στο εσωτερικό του κτιρίου. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘70, ο ανδριάντας τοποθετήθηκε εξωτερικά του κτιρίου, στην αριστερή πλευρά της πρόσοψης. Λίγα χρόνια αργότερα, λόγω της επίδραση της ρύπανσης ξανά στο εσωτερικό στην κεντρική είσοδο.

136

Page 137: papadopoulou

Αθηνών έχει σχήμα ορθογώνιο, στις μακρές πλευρές του οποίου υψώνονται αμφιθεατρικά τρείς σειρές μαρμάρινων εδρών. H οροφή της κοσμείται από φατνώματα εξαιρετικού κάλλους. Όλες οι πλευρές της αίθουσας φέρουν μέχρι ορισμένο ύψος ορθομαρμάρωση, στην οποία καταγράφονται οι ευεργέτες και οι δωρητές της Ακαδημίας. O ζωγραφικός της διάκοσμος εκτείνεται από τη δυτική πλευρά μέχρι και τη νότια, ξεπερνώντας σε μήκος τα 50 μέτρα (εικ. 70).

Στο εσωτερικό της Ακαδημίας, εφαρμόστηκε για τους τοίχους του μεγάλου προθαλάμου η τέχνη του στιλβωμένου κονιάματος, που απέδωσε την υφή του μαρμάρου σε ροδαλή απόχρωση. Τέλος, για την τοιχογράφηση της αίθουσας των συνεδριάσεων τοποθετήθηκαν στις τέσσερις πλευρές της οκτώ υπερμεγέθεις ζωγραφικοί πίνακες. Το εικονογραφικό σύνολο στην αίθουσα συνεδριάσεων της Ακαδημίας Αθηνών συντελέσθηκε κατά την διετία 1878-1880. Προέρχεται από την έμπνευση και τον σχεδιασμό του Th. Hansen όπως είπαμε και τον χρωστήρα του Αυστριακού ζωγράφου Christian Griepenkerl (1839-1916), μαθητή του μεγάλου ζωγράφου Karl Rahl και Καθηγητή της Ακαδημίας Kαλών Τεχνών της Bιέννης. Αναπαριστά με ακαδημαϊκή νοοτροπία το μυθολογικό κύκλο του Προμηθέα. του Αισχύλου, παράλληλα όμως στηρίζεται στην παγκόσμια παράδοση που αναφέρεται στον Προμηθέα. Ένας μύθος πολυαγαπημένος στη Δύση επιστρέφει στην πατρίδα του μεταφυτεύοντας και συμβολίζοντας συμπυκνώνοντας όλο το νόημα και τις αξίες της νεωτερικότητας (Εθνικισμός - Δημοκρατία).

Πρόκειται για ένα βασισμένο αποκλειστικά στην μυθολογία εικονιστικό αφήγημα. Με την αφήγηση ενός τέτοιου μύθου με οικουμενικές πανανθρώπινες προεκτάσεις, πολυχρησιμοποιημένο332 και συμβολοποιημένο ήδη στη Δύση333 επιχειρείται η μεταφύτευση στη χώρα μας των προτύπων και των αξιών της νεωτερικότητας. Η θεματογραφία με τον Προμηθέα ήταν κάτι πολύ συχνό στην Ευρώπη π.χ. ο P. Cornelius χρησιμοποιεί το μύθο του Προμηθέα στην παράσταση της Γλυπτοθήκης του Μονάχου, ο Schinkel στην Παλαιά Πινακοθήκη του Βερολίνου τον παρουσιάζει ως δημιουργό- αφετηρία της ανθρώπινης ιστορίας, αλλά και στα Πολυτεχνεία του Μονάχου και της Δρέσδης, όπως και σε άλλα δημόσια οικοδομήματα, προβάλλεται ως εισηγητής των ανακαλύψεων και της προόδου. Σε μια ανάλογη κατεύθυνση κινείται και ο κύκλος των παραστάσεων από το μύθο του Προμηθέα στην οροφή της Ακαδημίας των Καλών Τεχνών της Βιέννης που εκτελέστηκε πάλι από τον Griepenkerl (σε σχέδιο του Feuerbach (Φόιερμπαχ) που θα ζωγραφίσει και σκηνές από το συγκεκριμένο μύθο στο Μουσείο Πινακοθήκη Augusteum του Oldemburg (Ολντεμπουργκ), της ιδιαίτερης πατρίδας του, ασφαλώς επηρεασμένος και από τον Feuerbach και από τον Hansen.

Η εξεικόνιση όμως αυτής της παράστασης στον τόπο καταγωγής της αποκτά ένα περιεχόμενο διαφορετικό: ο μύθος αυτός μπορεί να θεωρηθεί εθνικός με τη ρομαντική έννοια των εκφραστικών του προεκτάσεων, αφού μπορεί να επικαλεστεί την πολύτιμη για την εποχή των εθνών εντοπιότητα. Αν και νεοκλασικής μορφολογίας λοιπόν ο μύθος του Προμηθέα είναι ρομαντικής σημειολογίας λόγου ακριβώς του συμβολισμού στην τοπικότητα του -στο συγκεκριμένο χώρο. Αυτός ο μύθος εθνικοποιείται στη «γενέτειρά» του, εθνικοποιείται στην τοπική του

332Α. Μάλαμα, ο.π., σ. 129 333 Τον 17ο αιώνα ο Προμηθέας Δεσμώτης πάνω στο βράχο με τον αετό που κατατρώγει το συκώτι του, κερδίζει την προτίμηση των κορυφαίων εκπροσώπων του Μπαρόκ στην Ιταλία, στην Ισπανία, στη Φλάνδρα και στην Ολλανδία. Καλλιτέχνες όπως ο Πιέρο ντι Κόζιμο, Ρόσο Φιορντίνο, απεικονίζουν τον Προμηθέα Πυρφόρο που εξακολουθεί να αποτελεί πηγή έμπνευσης για τους ζωγράφους του 20ου αίωνα.

137

Page 138: papadopoulou

καταγωγική διάσταση. Η τραγικότητα και η ελπίδα για λύτρωση «δυναμιτίζουν» τα χαρακτηριστικά του αγώνα απελευθέρωσης που αποκτά μια δραστική απήχηση στο θεώμενο κοινό. Ο απελευθερωτικός αυτός αγώνας ενέχει και εθνικούς συνειρμούς.

Και ενώ στα ανάκτορα έχουμε τη μυθοποίηση του άμεσου παρελθόντος (ιστορία), και στο Πανεπιστήμιο την αποκατάσταση της αδιάλειπτης συνέχειας του ελληνισμού στο χρόνο-τόπο και τη διαμόρφωση του ελληνικού Πανθέου (ιστορία-μύθος σε σύμπραξη), με την Ακαδημία έχουμε το λόγο άρθρωση όλων των προηγουμένων: με το ζωγραφικό ανάπτυγμα του μύθου του Προμηθέα (μύθος) περνάμε πια σε έναν ύμνο στη Σοφία και το Πνεύμα, με θέματα και τρόπο ώστε όλη η αρχαία παράδοση να χρησιμοποιείται για να παρουσιάσει τις ανάγκες του παρόντος και να εκφράσει το όραμα του μέλλοντος: τον ευαγγελισμό της νεοελληνικής πολιτιστικής προόδου. Είναι ένα βασισμένο αποκλειστικά στη μυθολογία εικονιστικό αφήγημα που έρχεται και αυτό με τη σειρά του να ενισχύσει τους περί αμόλυντης εθνικής καταγωγής ισχυρισμούς, κυρίως όμως στοχεύει να περιγράψει τα δεδομένα και τις αξίες της νέας ιστορικής πραγματικότητας, διαμορφώνοντας το πρότυπο του υποδειγματικού πολίτη εντός των ορίων του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Η εποχή μιας ιδεαλιστικής laudation (όπως στο Πανεπιστήμιο) έχει περάσει. Εδώ δε γίνεται ούτε υπαινικτική αναφορά στο βασιλιά της Ελλάδας Γεώργιο. Το έργο εκτείνεται από την δυτική πλευρά της αίθουσας συνεδριάσεων της Ακαδημίας μέχρι και τη νότια σε οκτώ παραστάσεις, οι οποίες εικονίζουν τις διαδοχικές φάσεις του μύθου. Υπάρχουν διάφορα προσχέδια της εικονογράφησης. Μερικά από αυτά φυλάσσονται στη συλλογή σχεδίων και Χαρακτικών της Ακαδημίας Καλών Τεχνών της Βιέννης. Εκ του αποτελέσματος διαπιστώνουμε ότι επικρατεί η καλλιτεχνική γνώμη του Th. Hansen παρά το ότι πραγματώνεται από τον Griepenkerl.

O ζωγραφικός διάκοσμος ξεκινώντας από την πλευρά του δυτικού τοίχου,

αρχίζει με την παράσταση που αναφέρεται στην προφητεία της Θέμιδας για την κλοπή της φωτιάς και τα δεινά του γιου της του Προμηθέα, (Πρόρρησις Θέμιδος τω υιώ αυτής Προμηθεί, οι Αθηνά και Προμηθεύς παρά τας πύλας του φωτός, και ο Προμηθεύς ζωογονών το υπ’αυτού ποιηθέν ομοίωμα ανθρώπου334). Ακολουθούν επτά ακόμη παραστάσεις με τα εξής θέματα: κλοπή της φωτιάς με τη βοήθεια της θεάς Αθηνάς, δημιουργία του ανθρώπου από τον Προμηθέα και προσπάθειά του να τον ζωογονήσει με τη φωτιά, Τιτανομαχία, ο Προμηθέας πυρφόρος που προσφέρει τη φωτιά στους ανθρώπους, ο Προμηθέας δεσμώτης στον Καύκασο, η απελευθέρωση του Προμηθέα από τον Ηρακλή, υποδοχή του Προμηθέα από τους θεούς στον Όλυμπο. Το εικονογραφικό πρόγραμμα σαφής διηγηματικός χαρακτήρας στιλιστικά διακρίνεται για τις εύληπτες νατουραλιστικές αναφορές του και την πρόνοια για την επίτευξη συνθετικής ισορροπίας.

Ο Hansen που είχε τη σύλληψη και την ευθύνη για το συνολικό διάκοσμο, θεωρούσε ότι ο Προμηθέας της Ακαδημίας δεν επιτρέπεται να είναι ένας δραματικός, ρομαντικός ήρωας, με την έννοια ότι επιχειρεί το αδύνατο. Επιβάλλεται να υποδυθεί έναν αυστηρό ακαδημαϊκό «εθνάρχη», του οποίου η δράση αναμφίβολα θα «κυριαρχείται από το λόγο, την ισορροπία ανάμεσα στο πάθος και τη νόηση, τη έξαρση του συλλογικού επιτεύγματος, αντί του ατομικού, και των αχρονικών αρετών της φιλοπατρίας, της πολιτικής τιμής, της δικαιοσύνης και της αυτοθυσίας για το κοινό καλό»335. Ρομαντικά λοιπόν λειτουργεί ο ρόλος του. Ο ήρωας υψώνεται στο 334 Περιοδικό Εβδομάς 12-1-1886. 335 Α. Κωτίδης «Φανερώματα του Ρομαντισμού στην Ελληνική Ζωγραφική» Ο Ρομαντισμός στην Ελλάδα, Επιστημονικό Συμπόσιο (12,13 Νοεμβρίου 1999), Αθήνα, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 2001, σ.148.

138

Page 139: papadopoulou

status ενός βιβλικού προφήτη336. Οι ιδεαλιστικοί συνδυασμοί αναδεικνύουν στο προσκήνιο έναν πρωταγωνιστή που συγκεντρώνει όλα τα γνωρίσματα μιας σεβάσμιας ιερατικής μορφής337 αλλά και ενός ρομαντικού επαναστάτη. Έντονο είναι το περιγραφικό και διδακτικό περιεχόμενο της εικονογραφικής σύλληψης γενικότερα.

Η πρώτη παράσταση λοιπόν εικονίζει το χρησμό της Θέμιδας προς το γιο της Προμηθέα (εικ. 71). Αυτήν φαίνεται να ακούει περίλυπος ο Ωκεανός με μια από τις κόρες του Ωκεανίδα και άλλες αλληγορικές μορφές που συμβολίζουν το μέλλον (το κέρας που κρατά η μια μορφή μάλιστα παραπέμπει στο κέρας της Αμάλθειας και τις μελλούμενες πληροφορίες). Αξίζει να σταθούμε στο τρίποδα που συμβολίζει ακριβώς την ίδια τη Θέμιδα αλλά και τη μαντική τέχνη. Ο καλλιτέχνης τον τοποθετεί μπροστά από την εξεικόνιση του μελλοντικού γεγονότος που αναπτύσσεται μέσα σε ένα σύννεφο, εν είδει προοικονομίας: εκεί αετός (σύμβολο του Δία) σπαράσσει τα σπλάχνα του Προμηθέα, ενώ ο πυρσός που κρατά δηλώνει την αιτία της τιμωρίας του.

Στη δεύτερη σκηνή (εικ. 72) η προσωποποιημένη νύχτα δίνει τη θέση της στη μέρα και γεγονός κλοπής. Αρωγός στο εγχείρημα είναι η θεά Αθηνά που φαίνεται να παρακινεί τον Προμηθέα δείχνοντάς του τον στόχο. Στο βάθος οι μορφές των Ωρών κάνουν υπαινιγμό στη σημαντική έννοια του χρόνου και στη ματαιότητα που αυτός παραπέμπει. Η κλοπή της φωτιάς συμβολίζει την ίδια την πορεία της ανθρωπότητας, την εξέλιξη και την ανάπτυξη των δημιουργικών δυνατοτήτων της, την ιδέα της υποχρεωτικά προοδευτικής ανέλιξης των πολιτισμών που κυριαρχεί το 19ου αι.

Στην επόμενη σκηνή ο Προμηθέας δίνει ζωή, ζωογονεί το ομοίωμα του ανθρώπου χρησιμοποιώντας τη φλογισμένη δάδα στην περιοχή της καρδιάς (εικ. 73). Εδώ φαίνεται η επίδραση της χριστιανικής αντίληψης περί της δημιουργίας του ανθρώπου πώς συμπλέκεται με τον ελληνικό μύθο. Τα «δομικά» στοιχεία της ανθρώπινη ύπαρξης: πηλός και νερό όπως μας διασώζει η Χριστιανική παράδοση, αξιοποιούνται από ένα πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, τον Προμηθέα. Η Αθηνά συμμετέχει και σε αυτή τη φάση του εγχειρήματος δίνοντας το νέκταρ στον άνθρωπο. Η τρισυπόστατη φύση του ανθρώπου φαίνεται εδώ καθαρά : σώμα-ύλη (πηλός- νερό), πνεύμα (φωτιά) και ψυχή (νέκταρ)338. Στο δεξιό τμήμα της παράστασης το σκηνικό αλλάζει. Ο αδελφός του Προμηθέα, Επιμηθέας φαίνεται να τον παροτρύνει να σπεύσει να βοηθήσει τους άλλους Τιτάνες στη μάχη εναντίον των θεών αναλαμβάνοντας λειτουργικό-μεταβατικό ρόλο στην «πλοκή» της δράσης: εισάγει το θεατή και τον προετοιμάζει για την επόμενη σκηνή της Τιτανομαχίας.

Η Τιτανομαχία καταλαμβάνει μια εκ των δύο αετωματικών επιφανειών, που διαμορφώνονται πάνω από το άνοιγμα εισόδου στις στενές πλευρές της αίθουσας. Η τριγωνική αυτή επιφάνεια δομεί ένα πυραμοειδές σύνολο χωρίς κενά, με κινητικότητα και έντονους διαγώνιους άξονες εξαιτίας της πάλης που εικονίζεται. Το αποτέλεσμα προβάλλει προδικασμένο γιατί ο Δίας είναι στην κορυφή της σύνθεσης.

336 Χαρακτηρισμός του από τον Σπ. Παγανέλη σ.18 ως εμπνευσμένου προφήτη του Ελληνικού και του Εθνικού εν γένει κόσμου. «Πασών των αλληγοριών και πάντων συλλήβδην των μύθων, ους επενόησε το γόνιμον και σκόπιμον πνεύμα των αρχαίων Ελλήνων, ο μύθος του Προμηθέως είναι αναντιρρήτως ου μόνον ευστοχώτερος και υψιπετέστερος αλλά και δια την φύσιν αυτού και τας υψηλάς και βαθείας εννοίας, ας εγκλείει, είναι Ελληνικός μύθος κατ’ εξοχήν.» 337 Έχει μάλιστα ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι σε όλα τα επεισόδια της αίθουσας τελετών της Ακαδημίας-εκτός εκείνου που περιγράφει την είσοδό του στο Πάνθεον του Ολύμπου- Ο Προμηθέας εικονίζεται με έναν πορφυρό μανδύα, πιθανή αναφορά στη χλαμύδα του Ναζωραίου! Ενώ όταν καλύπτει το κεφάλι κατά το πρότυπο των Τιτάνων. Βλ. Χρ Χρήστου, Ο Μύθος του Προμηθέα και ο ζωγραφικός διάκοσμος της Ακαδημίας Αθηνών, Αθήνα, 2003, σ. 123 338 Χ. Χρήστου, Ο Μύθος…, ο.π., σ. 95

139

Page 140: papadopoulou

Ο Προμηθέας ως αρματηλάτης συμπράττει στο πλευρό του Δία339. Πρότυπό της σύνθεσης αυτής κατά πολλούς αποτελεί το αέτωμα του βωμού της Περγάμου340. Η συμμετοχή του Προμηθέα στην Τιτανομαχία στο πλευρό των Ολυμπίων είναι ασφαλώς ο καθοριστικός λόγος για την επιλογή του θέματος αυτού στην Ακαδημία από τον Hansen, ο οποίος έδινε ιδιαίτερη σημασία στην ενότητα των παραστάσεων και του ζωγραφικού διακόσμου της αίθουσας τελετών. Mε τον τρόπο αυτό, όχι μόνο τονιζόταν ακόμη περισσότερο ο χαρακτήρας των παραστάσεων, αλλά κέρδιζε και ένα κάποιο ηθικολογικό περιεχόμενο το σύνολο. Άλλωστε, αυτή η συμμετοχή του Προμηθέα στο πλευρό του Δία είναι που κατά κάποιο τρόπο δικαιολογεί και την υποδοχή και ουσιαστικά την αποθέωση του Τιτάνα στον Όλυμπο που εικονίζεται στην απέναντι από την Τιτανομαχία πλευρά. Και αν δεν είχαμε την ίδια την αναφορά του Hansen στη σύντομη περιγραφή που δημοσίευσε ο Ernest Ziller, πολύ πριν ολοκληρωθεί η παράσταση, ότι ο Προμηθέας ήταν αρματηλάτης του Δία στην Τιτανομαχία, ποτέ δεν θα μπορούσαμε να τον δούμε στη θέση αυτή. Είναι μια συμβολική σύγκρουση του σήμερα (Ολύμπιοι) με το χθες (Τιτάνες)341.

Συνεχίζοντας την «αφήγηση» στον απέναντι ανατολικό τοίχο επανερχόμαστε στην υπόθεση της Αισχύλειας τραγωδίας με τον Προμηθέα Πυρφόρο (εικ. 75). Εδώ ο Προμηθέας εμφανίζεται ως θριαμβευτής με μια καθαρά μνημειακή και ηρωική μορφή, γύρω από την οποία οργανώνεται όλη η σκηνή. Κυριαρχούν οι έντονες κινήσεις και οι διαγώνιοι άξονες. Το άνοιγμα των χεριών δημιουργεί την αίσθηση ότι ο Προμηθέας «αγκαλιάζει» την ανθρώπινη ομήγυρη που βρίσκεται γύρω του. Ενδιαφέρον παρουσιάζει μια σύγκριση αυτού του Προμηθέα με τον Προμηθέα των Προπυλαίων του Πανεπιστημίου. Εδώ ο Προμηθέας φαίνεται να έχει φτάσει στον προορισμό του, έχει μεταδώσει το φως, ενώ ο των Προπυλαίων βρίσκεται σε κίνηση: έχει να μεταφέρει τη φωτιά και σε άλλους. Η έννοια της μεταλαμπάδευσης πολύ πιο έντονα προβάλλει στο Πανεπιστήμιο.

Στο βάθος αριστερά ένα ακόμη επεισόδιο της σωτήριας παρέμβασής του: της σωτηρίας του Δευκαλίωνα-γενάρχη των Ελλήνων, και της Πύρρας από τον κατακλυσμό. Η κιβωτός είναι μια κιβωτός του Φωτός και του Πνεύματος και συμβολίζει τη διάσωση της συνέχειας του πολιτισμού.

Στην επόμενη σκηνή εικονίζεται το δεύτερο έργο της τριλογίας του Αισχύλου: ο Προμηθέας Δεσμώτης (εικ. 76). Ο ήρωας υπομένει το μαρτύριο με αξιοπρέπεια και υπερηφάνεια για την άδικη τιμωρία και δέχεται τις συνέπειες των πράξεών υποταγμένος στη θεσμοθετημένη εξουσία (αν και άδικη). Η στάση του τον αναδεικνύει σε σύμβολο της αέναης πνευματικής ανέλιξης του ανθρώπου και τη ιδέα της ανάδυσης του ζενίθ μέσα από το ναδίρ.

Με την εικόνα του Προμηθέα καρφωμένου στους βράχους του Καυκάσου έχουμε και ένα άλλο γνωστό τύπο, όχι της αρχαίας τέχνης, αλλά της Χριστιανικής. Είναι αυτός του Χριστού στον Σταυρό, που τονίζεται και από τα παραπληρωματικά θέματα, τη θέση των χεριών και των ποδιών και την πληγή στο πλευρό. Ακόμη και η απόδοση της έκφρασης με το κεφάλι και το βλέμμα στραμμένο παρακλητικά προς τον ουρανό παραπέμπουν στο Χριστό (εγκαρτέρηση). Προβάλλεται έτσι η ιδέα του ηρωικού αγωνιστή που παρά τη θεϊκή του καταγωγή έχει όλα εκείνα τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά του πόνου και του βασάνου που ηρωοποιούν ακόμη περισσότερο την επιλογή του, από τη στιγμή μάλιστα που ο ήρωας γνωρίζει την απεχθή κατάληξη αυτής της επιλογής του. Ο υπαινιγμός στη συνειδητή επιλογή μιας ηρωικής πράξης σε διάλογο με το ρυθμιστικό ρόλο της μοίρας είναι «ανάγλυφα» φανερός. 339 Α. Μάλαμα, ο.π., σ. 137 340 «Σιναία Ακαδημία» Έσπερος σ.228. 341 Χ. Χρήστου, Ο Μύθος…, ο.π., σ. 109

140

Page 141: papadopoulou

Τιμωρία και εξιλέωση342 φαίνεται να είναι το κυρίαρχο μήνυμα κατά το ομηρικό: «Άτις, Ύβρις,Νέμεσις, Τίσης». Ο Προμηθέας αντιπροσωπεύει την αρχετυπική μορφή που θα κλιθεί να συμβιβάσει τις αναπόφευκτες αντιφάσεις ανάμεσα στο ανθρώπινο πάθος και την κοινωνική νομιμότητα και να συμβάλει στην καθιέρωση ομογενοποιητικών προτύπων και καθολικά αποδεκτών ηθικών αξιών. Η επιβράβευση του ήρωα θα έρθει ακριβώς μέσα από την ενσωμάτωσή του στους κυρίαρχους μηχανισμούς στους οποίους αρχικά εναντιώθηκε. Με τον Προμηθέα Λυόμενο λύεται το δράμα και επέρχεται κάθαρση- ηθική αποκατάσταση των πραγμάτων (εικ. 77). Ο Ιόλαος σκουπίζει τις πληγές του Προμηθέα παραπέμποντας πάλι στη χριστιανική παράδοση343. Η καθιστή μορφή που βρίσκεται στα πόδια του ήρωα κρατά κομμάτια από τα δεσμά του, ενώ στα δεξιά ο Ηρακλής προσπαθεί να τον βοηθήσει ανταποκρινόμενος στο πονεμένο του βλέμμα με συμπόνια (εδώ έχουμε έναν ισχυρό διάλογο με τις εκφράσεις του προσώπου). Η φαρέτρα με τα τόξα στην πλάτη του τελευταίου υπονοεί ότι αυτός εξολόθρευσε τον αετό που βασάνιζε τον Προμηθέα. Η επιρροή του Μιχαήλ Αγγέλου και των έργων του στην Καπέλλα Σιξτίνα είναι έντονη σε όλη τη σκηνή. Μια γονατιστή μορφή προσφέρει στεφάνι από ελιά, σύμβολο δόξας και δείχνει μαζί με την ακριανή μορφή τον ορίζοντα, όπου εικονίζονται ο Πήγασος και ο Χείρων, προστάτη του Προμηθέα. Οι δύο μορφές στον αιθέρα συμβολίζουν την υστεροφημία της μεγαλεπήβολης πράξης.

Το «δράμα» τελειώνει με την αποθέωση του Προμηθέα (εικ. 78) στη δυτική αετωματική παράσταση της αίθουσας.. Στη σκηνή εικονίζεται η σύνοδος όλων των θεών μαζί: ουράνιοι, χθόνιοι και υποχθόνιοι. Προβάλλεται η ιδέα ότι η δικαίωση του Προμηθέα είναι απόφαση του Δία. Πρόκειται για σκηνή πολυπρόσωπη με κινητικότητα και δραματικότητα. Η βαθμιδωτή ανάπτυξη του θέματος κλιμακώνει και κορυφώνει το μεγαλείο της εξύμνησης της δόξας του Προμηθέα. Η Ήβη οινοχόος των θεών γεμίζει για τον Προμηθέα κύλικα με νέκταρ που δικαιωματικά του αξίζει ως αθάνατος πλέον θεός. Στην κορυφή, το βασιλικό θεϊκό ζεύγος ανοίγει τις αγκάλες του για τον Προμηθέα. Το καθαρά κλασικιστικό λεξιλόγιο, με τη χρήση τύπων της αρχαίας εικαστικής παράδοσης, συνδυάζεται με αναγεννησιακά και ιδεαλιστικά στοιχεία.

Οι απέναντι παραστάσεις του δυτικού και ανατολικού τοίχου βρίσκονται σε διάλογο-παραβολή: Προφητεία- Απελευθέρωση, Κλοπή-Τιμωρία, Δημιουργία του ανθρώπου- Μετάληψη της φωτιάς. Μάλιστα, στις δύο αντικριστές αετωματικές καταλήξεις έχουμε από τη μία Τιτανομαχία με τον Προμηθέα στο πλευρό των Ολυμπίων, και από την άλλη την Αποθέωσή του στον Όλυμπο.

342 Για τον τύπο του Χριστού στο Σταυρό, στον οποίο παραπέμπει η στάση του Προμηθέα Δεσμώτη (και Λυόμενου) με τα χέρια απλωμένα, την πληγή στο πλευρό, το ανασηκωμένο προς τον ουρανό βλέμμα βλ. Χρ. Χρήστου, Ο Μύθος…, ο.π., σ. 137 Βλ. ακόμη Β. Πούχνερ «Η στροφή του Ρομαντισμού προς τον θρησκευτικό μεσαίωνα- Ο Μεσσίας ή τα Πάθη Ιησού Χριστού του Π. Σούτσου (1839) και ο Χριστός Πάσχων» Ο Ρομαντισμός στην Ελλάδα, σ. 87-123 και ειδ. 110-111 343 Προμηθέας ιδωμένος ως Χριστός ήδη από την Αναγέννηση εικονίζεται έτσι.

141

Page 142: papadopoulou

9. 1 Μια ιδεολογική ανάγνωση ενός έργου τέχνης. Η ιδέα του συνόλου εμφορείται από μια κατάφαση των προσπαθειών του

ανθρώπου αλλά και κατάφαση στη μοίρα και αποδοχή του θείου (ο Προμηθέας υπομένει τη θεία τιμωρία και δέχεται τη βοήθεια της θεάς Αθηνάς). Τα διαχρονικά στοιχεία μύθου περιπλέκονται, με κάποια επινοημένα (όπως η συμμετοχή στην Τιτανομαχία, η σωτηρία του Δεκαλίωνα) με στόχο να ικανοποιήσουν την ιδεολογική βούληση του δημιουργού -καλλιτέχνη: την ιδέα- την ποιότητα «άνθρωπος». Γι’ αυτό το λόγο ο Προμηθέας παρουσιάζεται περισσότερο ως άνθρωπος με όλες τις αρετές και τις αδυναμίες του- για να εξυψωθεί ακόμη περισσότερο ο αγώνας του ως ο «πρώτος άνθρωπος». Δίνεται όλη η τραγική διάσταση της ιστορία του ανθρώπου, του ρόλου του στον κόσμο, της μάχης που δίνει με τον εαυτό του, την ανθρωπότητα, το χρόνο, το θείο, την εξουσία. Πρόκειται για μια παρακαταθήκη αξιών για το μέλλον, όπου η ολοκλήρωση περνά μέσα από την ιδέα της ελευθερίας. Στην ουσία εδώ ο Προμηθέας καταλύει τη θεϊκή εξουσία, την άδικη καταδυναστευτική εξουσία και γίνεται ο καταλληλότερος εκπρόσωπος του νέου, φωτισμένου ανθρώπου, που στο πρόσωπό του συγκεντρώνει όλα τις ηθικές ποιότητες με τις οποίες επιδιώκει να επενδυθεί ο σύγχρονος αστικός κόσμος. Η γνώση ως δύναμη είναι ο κυρίαρχος συμβολισμός, η κυρίαρχη διδαχή.

Ο εκλεκτικισμός είναι εμφανής και λειτουργεί υπέρ της ιδεολογικοποιημένης αυτής τέχνης που επιλέγει αυτά που προβάλλει. Έτσι, ο νεοκλασικισμός αυτού του είδους συμπλέκει αναγεννησιακά στοιχεία (επιρροή από Ραφαήλ), ακόμη και μπαρόκ στοιχεία, αλλά και τάσεις και ρεύματα του 19ου αι. ( σχολή Ναζαρηνών), όλα υπό το πρίσμα του ιδεαλισμού της εποχής. Αρχαιότητα και καλλιτεχνικές τάσεις του 19ου αι. σε ένα μνημειακό κτίριο προβάλλουν ηρωικό στοιχείο και βρίθουν συμβολικών στοιχείων και κάθε είδους υπαινιγμών που διευρύνουν την εκφραστική γλώσσα του συνόλου. Ο πλαστικός και ζωγραφικός διάκοσμος λοιπόν της Ακαδημίας Αθηνών είναι ένα σφιχτοδεμένο σενάριο, με αφηγηματική ροή, λογικό ειρμό και πλοκή. Οι φιλόσοφοι στην είσοδο, ο Απόλλωνας και Αθηνά στους κίονες, η Γέννηση της Αθηνάς στο κεντρικό αέτωμα (έντονη η παρουσία της ως πολιούχος)344, τα θέματα από τη προσφορά της στα μικρά αετώματα345, μύθος του Προμηθέα στο ζωγραφικό διάκοσμο του εσωτερικού: όλα περιστρέφονται γύρω από την ιδέα του πνεύματος- μορφές και σύμβολα που άνοιξαν το δρόμο και προδιέγραψαν το πέρασμα από την ύλη στο πνεύμα. Είναι ένας σύγχρονος ναός της σοφίας, ένας ύμνος σε αυτή. Αρχιτεκτονική, δομικά στοιχεία, πλαστικός και ζωγραφικός διάκοσμος και διακοσμητικά παραπληρωματικά χαρακτηριστικά, όλα συναποτελούν μια απόλυτη ενότητα. Ιδεολογικός προσανατολισμός, αρχιτεκτονικά στοιχεία, λειτουργικές ανάγκες, εικονογραφικό πρόγραμμα, μορφοπλαστικό λεξιλόγιο και εκφραστικές αξίες συνδυάζονται εδώ με θαυμάσιο τρόπο. Μάλιστα το δημοκρατικό ιδεώδες προβάλλει έντονα (σε αντίθεση με το πανεπιστήμιο) γεγονός που προκύπτει και από τη συνάφειά του με τον ίδιο τον Παρθενώνα και τις παραστάσεις από το ανατολικό αέτωμα. Συνδέει τη σύγχρονη Αθήνα με την κλασική Αθήνα και τους θεσμούς της.

Ακριβώς μια αδιατάρακτη εκτύλιξη αυτής της πλοκής υπήρξε η πρωταρχική μέριμνα του Hansen, και το προτεινόμενο μορφοπλαστικό λεξιλόγιο δεν είναι παρά η, με ζωγραφικούς όρους, μεταγραφή της αισθητικής ποιότητας των «σύγχρονων 344 Κατά μία εκδοχή του μύθου (που διασώσει ο Απολλόδωρος) η Αθηνά γεννήθηκε από τα κεφάλι του Δία με παρέμβαση όχι του Ήφαιστου αλλά του Προμηθέα. Χ. Χρήστου, Ο Μύθος…, ο.π., σ. 54. 345 Κατά τον Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου η Αθηνά δίδαξε τον Προμηθέα αρχιτεκτονική, αστρονομία, μαθηματικά, ναυσιπλοΐα, ιατρική μαζί με άλλα ακόμη που ο Προμηθέας εν τέλει δίδαξε τους ανθρώπους (Αισχύλου, Προμηθέας Δεσμώτης, στίχος 440-470).

142

Page 143: papadopoulou

κλασικών» στην υπηρεσία της νεωτερικότητας. Το αποτέλεσμα αναδεικνύει έναν ήρωα που κινείται και δρα στο συγκεκριμένο πλαίσιο μιας αφήγησης, μιας δραματοποιημένης αφήγησης με αρχή μέση και τέλος ακολουθώντας πορεία περιπετειώδη αλλά πάντως εξελικτική και ευθύγραμμη αφού θα καταλήξει σε κορύφωση με την καταδίωξη του πρωταγωνιστή-επαναστάτη χωρίς όμως να ανατρέπεται η «παγκόσμια τάξη», και λύση με τη δικαίωσή του. Η χρησιμοποίηση ενός τέτοιου μοντέλου, ιδανική για τη δημιουργία και την προώθηση ηθικοπλαστικών προτύπων και εθνοκεντρικών ιδεωδών346 επιλέγεται και για την περίπτωση της Ακαδημίας και συμβαδίζει με τις τάσεις της επίσημης Ακαδημαϊκής Τέχνης του 19ου αι που είναι νεοκλασική. Στον Ελληνικό χώρο όμως αυτός ο ρυθμός τυχαίνει να έχει έντονα ρομαντικές προεκτάσεις επειδή συνδέεται στη συνείδηση με τον αναγνωρίσιμο κλασικό ρυθμό ως κομμάτι εντοπιότητας, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν αυτός ο ρυθμός προορίζεται για τη διακόσμηση μνημειακών κτισμάτων δημοσίου χαρακτήρα Πρόκειται για μια αφήγηση, που όπως οι εθνικές ιστορίες, υπαινίσσεται «τη διαδρομή του οιονεί υποκειμένου του Προμηθέα μέσα στο χρόνο», και το οποίο κυρίαρχο υποκείμενο στη νεωτερικότητα είναι το έθνος. Η διαδρομή του Προμηθέα μέσα στο χρόνο λοιπόν είναι ένας υπαινιγμός προσωποποίησης του έθνους μέσα στο χρόνο με ιδανικό παρελθόν που υπόσχεται ένα εξίσου ευοίωνο μέλλον. Επομένως, ευθυγραμμιζόμενη με τις αρχές και τις πεποιθήσεις της φιλελεύθερης σκέψης η συγκεκριμένη εικονογράφηση, ταυτίζει την ολοκλήρωση της προσωπικής διαδρομής του ατόμου με το συλλογικό όραμα μιας κοινωνίας.347

Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι παρόλα αυτά ποτέ στη λαϊκή συνείδηση ο Προμηθέας δε διατελούσε ρόλο εθνικού καθοδηγητή περισσότερο από το μαρμαρωμένο βασιλιά. Με μια θεματολογία που φαινομενικά κινείται σε έναν χώρο έξω από την ιστορία, μακριά από την πολιτική και τις κοινωνικές τάξεις και με μια τεχνική δυτική και αποξενωμένη αρκετά από το ντόπιο στοιχείο είναι το καλύτερο δείγμα μεταφύτευσης και προβολής της νεωτεριστικής οργάνωσης της ζωής και καταξίωσης της λόγιας σκέψης. Και έτσι δικαιώνει τις προθέσεις του Σίνα που ό,τι έδωσε σε χρήμα εισπράττει σε κυρίαρχη ιδεολογία φτιάχνοντας το νέο ευρωπαϊκό πρόσωπο της Ελλάδας348.

Ανάμεσα στα μνημειακά οικοδομήματα της Αθήνας που είχαν προηγηθεί, η Ακαδημία ήταν εκείνη που πρόβαλλε με τη μεγαλύτερη έμφαση τόσο την απόλυτη ελευθερία στην αισθητική και ογκοπλαστική σύλληψη όσο και την ολοκληρωτική ταύτιση με την κλασική ρυθμολογία, σε ένα ενιαίο αυθύπαρκτο αποτέλεσμα. Το λαμπρό ολομάρμαρο μέγαρο (1859-1885) αποτέλεσε το επιστέγασμα των προσδοκιών ανθρώπων του πνεύματος, όπως οι Α. Γαζής, Ι. Κωλέττης, Α. Πολυζωϊδης, Γ. Γεννάδιος, καθώς και ο Π. Ομηρίδης- Σκυλίτζης, οι οποίοι είχαν συλλάβει την ιδέα να ιδρυθεί ένα «Πρυτανείο» των Γραμμάτων ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1820. Αλλά και σκέψεις για ίδρυση συγκεκριμένα Ακαδημίας υπήρχαν κιόλας από το 1824349. Αλλά και ο Fr. Thiersch επιχειρώντας το 1833 να περιγράψει 346 E J Hodsdawm Έθνη και Εθνικισμός, ο.π., σ. 105-6 347« Παράρτημα Ι: Οδυσσέας ή Μάθος και Διαφωτισμός» στο Μ. Χορκχάιμερ, Τ.Β. Αντόρνο, Διαλεκτική του Διαφωτισμού, μετάφραση Λ. Αναγνώστου, επιμέλεια: Γ. Κουζέλης, Αθήνα, Εκδόσεις νήσος, 1996, και ειδικότερα την αναφορά της σ. 90 στον «[ήρωα] των περιπετειών…ως αρχέτυπο ακριβώς του αστικού ατόμου». 348 Ε. Σκοπετέα, ο.π., σ. 163 και Ε. Δ. Ματθιόπουλος, ο.π., σ. 318-9 σχετικά με την «τριπλή υπηρεσία» που η τέχνη είχε να προσφέρει στο έθνος (αποδεικνύοντας την «ελληνικότητα» των Ελλήνων, εμπεδώνοντας στους Έλληνες τον Ευρωπαϊκό πολιτισμό και καλλιεργώντας εθνικές προσδοκίες και οράματα). 349 Ο Γ Σ Λάιος αναφέρει το «Σχέδιο περί Ακαδημαϊκού τινός καταστήματος» το οποίο συνέταξαν και υπέγραψαν βάσει προτύπου της Γαλλικής Ακαδημίας τριάντα ένας λόγιοι και αγωνιστές στο Άργος (10

143

Page 144: papadopoulou

την υπάρχουσα κατάσταση στην Ελλάδα και να καταστήσει προφανή την ανάγκη συγκρότησης μιας σειράς θεσμικών μηχανισμών με στόχο τον κεντρικό έλεγχο της κοινωνίας και την απρόσκοπτη λειτουργία του κράτους, τοποθετεί την ίδρυση Ακαδημίας, μαζί με εκείνη του Πανεπιστημίου, στις πρώτες θέσεις των ιεραρχημένων προτεραιοτήτων της Αντιβασιλείας350. Με την ολοκλήρωσή του, το Μέγαρο της Ακαδημίας προξένησε γενικό θαυμασμό και επέσυρε ενθουσιώδεις κριτικές ελλήνων και ξένων επισκεπτών. Ο ίδιος ο Χάνσεν θεώρησε τη Ακαδημία το καλύτερο έργο του «Αισθάνομαι άφατον χαράν όταν την κοιτάζω». Αν και υστερούσε ως προς επιβλητικότητα μεγέθους από αντίστοιχα ευρωπαϊκά, όμως το αρχιτεκτόνημα Ακαδημίας αποτέλεσε κορυφαίο δείγμα της μορφολογίας του κλασικισμού στον τρόπο της εφαρμογής του. Ο δημιουργός του κατάφερε να εισδύσει με εξαιρετική δεξιότητα στο πνεύμα και τη λεπτότητα της αρχαίας ελληνικής τέχνης.

Στις 20 Mαρτίου του 1887 ο Ernst Ziller, ως πληρεξούσιος των κληρονόμων του Σίμωνος Σίνα, παρέδωσε στον τότε Πρωθυπουργό Xαρίλαο Tρικούπη το μέγαρο της αποκαλουμένης τότε "Σιναίας Aκαδημίας". Eίχαν παρέλθει 31 χρόνια από την αναγγελία, το 1856, της δωρεάς του Σίνα, και 28 χρόνια από τη θεμελίωσή του, το 1859. Στις 22 Mαρτίου 1887, δύο ημέρες μετά την παράδοση του κτιρίου της Ακαδημίας, πραγματοποιήθηκε σε αυτό η πρώτη επιστημονική εκδήλωση: εορτάσθηκαν τα 50 χρόνια από την ίδρυση της Ιατρικής Εταιρείας. Σημειώνουμε ότι το Ακαδημαϊκό σώμα θα συγκροτηθεί μόλις το 1926 πραγματώνοντας τον σκοπό της ίδρυσης του κτιρίου χρόνια αργότερα, αποδεικνύοντας τις μικρές δυνατότητες του νεοσύστατου κράτους που όμως ήταν αντιστρόφως ανάλογες με τις επιθυμίες του σε σχέση με το ρόλο του στη κοινωνία των εθνών κρατών της Ευρώπης.351.

Το μέγαρο της Ακαδημίας καθώς και όλη η τριλογία δε συγκρίνεται σε διαστάσεις- κλίμακα πολύ πιο κοντινή στον άνθρωπο, στο μέγεθος της ελληνικής πρωτεύουσας, αλλά κυρίως στα κλασικά πρότυπα. Και σίγουρα η γειτνίαση με τα αρχαία μνημεία δρούσε καταλυτικά στο έργο των αρχιτεκτόνων. Όπου τα αρχιτεκτονικά μέλη αποτυπώνονται με ακρίβεια και λεπτομέρεια και η συγκεκριμένη μορφή του μεταφέρεται με πιστότητα στα νεότερα κτίρια. «εύμετρη» κλίμακα σε αντίθεση με τα ευρωπαϊκά που τα πρότυπά τους προέρχονται από ρωμαϊκή και αναγεννησιακή περίοδο –πομπώδη βαριά. «Μνημειακό» και «χρηστικό» συμπορεύτηκαν αρμονικά. Στην τριλογία τα κτίρια δεν πειθαρχούν σε ενιαίο κανόνα αρχιτεκτονικής και χωρικής συγκρότησης , αντίθετα προβάλλουν δια μέσου της διαφορετικότητας της κλίμακας και της μορφής τους την αντιδιαστολή «μέρους» και «όλου». Χαρακτηρίζονται από μια ελευθερία ένταξης της αρχιτεκτονικής στο πολεοδομικό περιβάλλον και δε δεσμεύονται σε μια προσχεδιασμένη αλληλεξάρτηση κτιρίων και χώρων στο πνεύμα μιας ενιαίας μορφολογικής σύνθεσης που συναντάμε στον κλασικισμό του 19ου αι.

Απριλίου 1824), προκειμένου να το υποβάλλουν προς ψήφιση στο Βουλευτικό σώμα. Γ Σ Λάιος, ο.π., σ. 141. 350 Γ. Σ. Λάιος, ο.π., σ.141-2. Από τα πρώτα εκπαιδευτικά διατάγματα που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης (αρ. 14/13-4-1833 και αρ. 22/16-6-1834), καθώς επίσης και τα πολεοδομικά σχέδια των Αθηνών (από τους Schaubert και Κλεάνθη το 1833, και από τον Klenze τον επόμενο χρόνο), τα οποία προβλέπουν ανέγερση των αντίστοιχων κτιρίων. Πηγή. 351 Περί των επικρίσεων του τύπου βλ. Μάλαμα σ. 119. Για τον πρόωρο χαρακτήρα του εγχειρήματος βλ. Κλειώ εν Τεργέστη αρ. 1115/ 30/11-11-1882, Εβδομάς αρ. 23/5-8-1884.Από ορισμένες μάλιστα εφημερίδες της εποχής η Ακαδημία χαρακτηρίζεται ως «ναός του Σίνα». Πρόκειται για κείμενα που αμφισβητούν την αγνότητα των προθέσεων του δωρητή, συνδέοντας την απόφασή του με ταπεινότερα της εθνικής ευεργεσίας κίνητρα. Ως απόπειρα εξαγοράς την ιδιότητα του Έλληνα πολίτη. Αιών αρ. 1605/3-3-1858,1690/17-3-1858,1611/27-3-1858, 1614/7-4-1858, 1616/14-4-1858, 1656/25-8-1858.

144

Page 145: papadopoulou

Η Ακαδημία, το Πανεπιστήμιο και η Βιβλιοθήκη. Η γνωστή αρχιτεκτονική Αθηναϊκή Τριλογία, έργο των αδελφών Χάνσεν. http://www.ime.gr/chronos/12/gr/general/gallery/212.html

59. Και κάτοψη της τριλογίας από αεροφωτογράφιση. www.skyscraperlife.com

145

Page 146: papadopoulou

60. Ακαδημία Αθηνών http://www.academyofathens.gr/ecPortal.asp?id=201&nt=18&lang=1

61. Κεντρικό Αέτωμα Ακαδημίας Αθηνών www.wikimedia.org

146

Page 147: papadopoulou

62. Κεντρικό Αέτωμα Ακαδημίας Αθηνών www.wikimedia.org

63. Τμήμα από το κεντρικό Αέτωμα Ακαδημίας Αθηνών. «Γέννηση της Αθηνάς». www.wikimedia.org

147

Page 148: papadopoulou

64. Αετώματα των πτερύγων της Ακαδημίας Αθηνών. «Η Αθηνά προστάτιδα των Επιστημών». http://www.academyofathens.gr

148

Page 149: papadopoulou

65. Άγαλμα της Αθηνάς. Προαύλιο Ακαδημίας Αθηνών. http://www.academyofathens.gr

66. Άγαλμα του Απόλλωνα. Προαύλιο Ακαδημίας Αθηνών. http://www.academyofathens.gr

149

Page 150: papadopoulou

67. Άγαλμα Αριστοτέλη (αριστερά και άγαλμα Πλάτωνα (δεξιά). Προαύλιο Ακαδημίας Αθηνών. http://www.academyofathens.gr

68. Φανοστάτες. Προαύλιο Ακαδημίας Αθηνών. http://www.academyofathens.gr

150

Page 151: papadopoulou

69. Εσωτερικό της Ακαδημίας Αθηνών. Ανατολική Αίθουσα.

151

Page 152: papadopoulou

70. Η μεγάλη αίθουσα συνεδριάσεων της Ακαδημίας Αθηνών.

152

Page 153: papadopoulou

71. Προφητεία της Θέμιδας στο γιο της Προμηθέα για τα δεινά της κλοπή της φωτιάς Πρώτη παράσταση δυτικού τοίχου μετά την είσοδο στην Αίθουσα Τελετών.

72. Η Κλοπή της Φωτιάς από τον τροχό του άρματος του Ήλιου, από τον Προμηθέα συνεπικουρούμενου από την Αθηνά. Η δεύτερη παράσταση του δυτικού τοίχου.

153

Page 154: papadopoulou

73. Η δημιουργία του Ανθρώπου από τον Προμηθέα. Ο Προμηθέας εμφανίζεται ως πλάστης, που έπλασε τον άνθρωπο από χώμα και νερό, όπως δείχνουν τα κομμάτια του πηλού στο αγγείο και ο αμφορέας με το νερό. Η τρίτη παράσταση του δυτικού τοίχου.

74. Η Τιτανομαχία. Η παράσταση του στενού Ανατολικού τοίχου, όπως φαίνεται από την είσοδο στην Αίθουσα Τελετών.

154

Page 155: papadopoulou

75.Ο Προμηθέας Πυρφόρος. Πρώτη παράσταση ανατολικού τοίχου.

76. Ο Προμηθέας Δεσμώτης. Η δεύτερη παράσταση του ανατολικού τοίχου.

155

Page 156: papadopoulou

77. Ο Προμηθέας λυόμενος. Η Τρίτη παράσταση του ανατολικού τοίχου.

78. Ο Προμηθέας στο Όλυμπο. Η παράσταση της δυτικής στενής πλευράς, πάνω από την είσοδο της Αίθουσας Τελετών.

156

Page 157: papadopoulou

10. Αντί επιλόγου: Τέχνη και ελληνική αυτοσυνειδησία. Το παράδειγμα του ελληνοχριστιανικού ρυθμού ως χειροπιαστό αντίκτυπο του ελληνοχριστιανικού ιδεολογήματος.

Η έννοια της ελληνικότητας με τις αξίες και τη ζωντανή συνέχεια που όφειλε να περικλείει, υποστασιοποιήθηκε στην τέχνη μέσα από διαφορετικές επιλογές που διαμόρφωναν και αναδείκνυαν κάθε φορά μια επιμέρους πτυχή ή περίοδο της ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού. Έτσι, μετά την αρχαιοπρέπεια του κλασικισμού, το όνειρο της αναβίωσης της αυτοκρατορίας με την ανακατάληψη των εδαφών, οδήγησε την επίσημη πολιτεία να επιχειρήσει την υιοθέτηση «νεοβυζαντινού» αρχιτεκτονικού μορφοπλαστικού λεξιλογίου.

Σύμφωνα με τη σχετική ευρωπαϊκή εμπειρία τα μεσαιωνικά πρότυπα άρμοζαν σε οικοδομήματα χρηστικά. Ήταν ακριβώς η ίδια κατεύθυνση που κυριαρχούσε στη Γερμανία από τους αρχιτέκτονες και άλλους λόγιους εθνικιστές, οι οποίοι προπαγάνδιζαν τη χρήση του γοτθικού και ρωμανικού ρυθμού σε εκκλησιαστικά και ευαγή ιδρύματα, γιατί σαν εγχώριοι θεωρήθηκαν περισσότερο κατάλληλοι να εκφράσουν εθνικές ιδέες. Στην κατεύθυνση αυτή σχεδίασε ο Ch. Hansen το Οφθαλμιατρείο Αθηνών (1852) που πήρε όμως την τελική του μορφή μετά την ανάληψη της διεκπεραίωσής του από τον Λ. Καυταντζόγλου. Όταν ο Hansen έφυγε για την Τεργέστη ο Όθων έδωσε εντολή στον Καυταντζόγλου να αναμορφώσει το σχέδιο του ιδρύματος σε έναν καθαρά «νεοβυζαντινό» ρυθμό. Το Οφθαλμιατρείο υπήρξε το πρώτο του είδους στην Ευρώπη, σε μια εύστοχη απόδοση της βυζαντινής παράδοσης, γεγονός απόλυτα φυσικό, αφού ο δημιουργός του είχε μελετήσει προσεκτικά τις παλαιές εκκλησίες της Αθήνας και της ευρύτερης περιοχής. Αυτός ο νεοβυζαντινός ρυθμός μετέβη σε έναν ελληνοβυζαντινό ρυθμό προορισμένο κυρίως για τα εκκλησιαστικά κτίρια, απόρροια της βούλησης του ίδιου του Όθωνα, γι’ αυτό και ονομάστηκε και Οθωνικός ρυθμός. Αυτός ο ρυθμός αποτελεί μια διατυπωμένη καλλιτεχνικά πραγματικότητα της ιδεολογίας της εποχής απόλυτα συνταιριασμένος με το γενικότερο ιστορικοπολιτικό πλαίσιο.

Τα κίνητρα αυτής της προσπάθειας μπορούν να αναζητηθούν μέσα στο σύστημα «εθνικών ιδανικών»352. Το όνειρο της Μεγάλης Ιδέας, που άρχισε να ριζώνει και να τρέφει ιδεολογικά τον ελληνισμό, βρήκε στο βασιλικό ζεύγος τον καλύτερο υποστηρικτή του. Σα μονάρχης με όνειρα ο Όθων φανταζόταν το μεγαλείο της ηγεσίας του όχι πια με κέντρο μόνο την Αθήνα και σύμβολο τον Παρθενώνα, αλλά και την πρωτεύουσα του Βυζαντίου με έμβλημα την Αγία Σοφία. Η Οθωνική μοναρχία υπήρξε, άλλωστε μέσω του Κωλέττη, ο πρώτος εισηγητής της μεγαλοϊδεάτικής πολιτικής, γιατί με αυτόν τον τρόπο μπορούσε να ανταποκριθεί στο ναρκισσισμό της λαϊκής βούλησης, που ως κοινωνός της νεοελληνικής ιδεολογίας είχε συγκεράσει στη συνείδησή της επίλεκτα στοιχεία του παρελθόντος: της δόξας της αρχαιότητας και της εξουσίας και του μεγέθους μιας αυτοκρατορίας. Ο Όθωνας λοιπόν οδηγούμενος από την επιθυμία του να ανανεώσει την αίγλη της βυζαντινής παράδοσης, πρότεινε και παροτρύνε τους αρχιτέκτονες στη χρήση μορφολογικών στοιχείων της Αρχιτεκτονικής του Βυζαντίου. Ήταν μια επιθυμία που προκλήθηκε μέσα από το πρίσμα της δύσης που έβλεπε τους μεσαιωνικούς ρυθμούς ως εγχώριους,

352 Σκαρπία Χόιπελ, ο.π., σ. 210-1-2-3

157

Page 158: papadopoulou

πιο κοντά στο λαϊκό στοιχείο και άρα αρμοδιότερους να εκφράσουν το εθνικό ιδεώδες.

Έτσι, στα μέσα περίπου του αιώνα, εκφράζεται επίσημα μια έντονη επιθυμία του βασιλιά για εισαγωγή βυζαντινών ρυθμολογικών στοιχείων στην τέχνη. Καταλληλότερο πεδίο εφαρμογής αποτελεί η νεοελληνική εκκλησιαστική αρχιτεκτονική και όχι τυχαία. Η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική αντιπροσώπευε μια άλλη ιδεολογία, κοντά στην ντόπια κουλτούρα, λαϊκή και παραδοσιακή. Με την επιλογή συγκεκριμένων κτιρίων γι’ αυτό το ρυθμό, στην ουσία ο διπολισμός που υπάρχει στην ιδεολογία της εποχής (αρχαιοελληνικό-βυζαντινό) διατυπώνεται και στην τέχνη και εκφράζει αρχικά την απόσταση των δύο ιδεολογιών όπως τις εξετάσαμε, αποδεικνύοντας ότι δε έχουν κανένα σημείο επαφής : ο ένας ρυθμός (αρχαιοελληνικός) προορίζεται για τα δημόσια κοσμικά κτίρια ο άλλος (βυζαντινός) για τα δημόσια εκκλησιαστικά, όπως ήταν συνηθισμένο άλλωστε τόσα χρόνια. Από τη στιγμή που εισηγείται ο Όθωνας μια «πλεκτάνη» των δύο ρυθμών, αυτόματα εκφράζεται και εικονικά- καλλιτεχνικά η πολιτική βούληση της προβολής της εικόνας της νεοελληνικής ταυτότητας βασισμένης στη ιδεολογική ένωση ακόμη και αντινομικών στοιχείων του πολιτισμού του συγκεκριμένου χώρου. Το στοιχείο αυτό αποτελεί κορύφωση της διαδικασίας συνίζησης των δύο διαφορετικών ταυτοτήτων του χώρου της Ελλάδας που μετά την επανάσταση συμπλέχτηκαν σε μια ομοιογενή και καθαρή εθνική ιδεολογία: την ελληνοχριστιανική. Αλλά και κάτι ακόμα. Η τεχνική αυτή σύζευξη των στοιχείων των δύο ρυθμών είχε μια ακόμη σκοπιμότητα: με την ολοκληρωμένη προσέγγιση του βυζαντινού ύφους, θα γινόταν δυνατό να εκδηλωθεί σωστά η θρησκευτική ιδεολογία μιας νέας ελληνικής κοινωνίας353.

Τώρα ο προσανατολισμός της νεωτερικότητας αλλάζει κατεύθυνση

ακολουθώντας για άλλη μια φορά το δυτικό «συρμό». Το τελευταίο τέταρτο του αιώνα το καλλιτεχνικό κίνημα του εκλεκτικισμού συνοδοιπορεί και πάλι με μια ευρύτερη ιδεολογία εκλεκτικισμού- ολιστικισμού που σφραγίζει και όλη την ιδεολογία του εθνικού ζητήματος. Τώρα η υπόσταση του «κλασικού ύφους» φαίνεται να μετριάζεται τουλάχιστον ως προς το δογματικό στοιχείο της, για να μετουσιωθεί προς ένα περισσότερο εύπλαστο και εκφραστικό περιεχόμενο. Ο ακαδημαϊκός κανόνας στη σύνθεση είναι φυσικά και τώρα παρών, όμως αρχίζει σταδιακά να εμπλουτίζεται με το στοιχείο της υποκειμενικής εκτίμησης και της τρέχουσας καλαισθητικής κρίσης. Είναι εμφανής μια αυτοτέλεια, απαγκιστρωμένη από την άμεση προσήλωση στον «ιστορικό ρυθμό» που εναρμονίζεται προς το αίσθημα της καθολικότητας, προς το εσωτερικό βίωμα της πνευματικότητας και του προοδευτισμού, στοιχεία δηλ. με τα οποία εμφορείται η Αθηναϊκή κοινωνία κατά τη συγκεκριμένη περίοδο. Έτσι, ό,τι μέχρι τώρα θεωρούνται προοδευτικό νεωτεριστικό π.χ. αρχαιότητα- εθνικισμός μεταβαίνει σε αναχρονιστικό οπισθοδρομικό και νέες ιδεολογικές προσεγγίσεις βγαίνουν στην επιφάνεια, όπως έχουμε ήδη σημειώσει. Η εθνική ιδεολογία αναδιπλώνεται ανασυγκροτείται υιοθετώντας επιλεκτικά στοιχεία δομώντας της αυτοεικόνας της.

Το Αστεροσκοπείο της Αθήνας στο λόφο των Νυμφών (αρχιτέκτονας Th. Hansen 1842-1846) αποτελεί ένα εύγλωττο παράδειγμα. Οι απλοί όγκοι του κτιρίου διατάσσονται σε σχήμα σταυρού, στο κέντρο του οποίου υπερυψώνεται -πάνω σε κυλινδρικό τύμπανο- ο περιστρεφόμενος μεταλλικός τρούλος του αστρονομικού παρατηρητηρίου. Οι τέσσερις στενές όψεις των πτερύγων στέφονται με αετώματα

353 Σκαρπία- Χόιπελ, ο.π., σ. 293

158

Page 159: papadopoulou

που φέρουν ανάγλυφο νεοκλασικό διάκοσμο πάνω σε κοκκινωπό φόντο354. Κλασικά-κλασικιστικά και αναγεννησιακά-νεοαναγεννησιακά στοιχεία δίνουν τη μορφολογία το κτιρίου συνταιριάζοντας αντίθετους ιδεολογικούς συμβολισμού που αντιπροσωπεύουν οι δύο ρυθμοί (προβολή της νέας αστικής τάξης της Ευρώπης που με τα αναγεννησιακά στοιχεία στεκόταν ως αντίρροπη δύναμη απέναντι στο νεοκλασικισμό της τάξης των ευγενών).

υ ς

Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι σε ένα βαθμό η «τέχνη κάνει την ιστορική συνείδηση» όπως λέει και ο Χ. Χρήστου355. Η ιδεολογικοποιημένη επιστήμη και άρα η ιδεολογικοποιημένη τέχνη εισάγοντας, αναπαράγοντας και εκλαϊκεύοντας τα δικά της κοσμοείδωλα, προσανατολίζει τη δράση των θεσμών σύμφωνα με τις δικές της αντιλήψεις και επιλογές. Στον αιώνα της ανάδυσης των εθνισμών- εθνικισμών η τέχνη επικροτεί τα ιστορικά εθνικά αφηγήματα του ιστορισμού, δεδομένου ότι τα έργα τέχνης συνιστούν προνομιακά τέτοια υλικά στοιχεία, αφού λόγω του μη λεκτικού χαρακτήρα τους, είναι μεστά σε περιεχόμενα τα οποία παραμένουν αινιγματικά, ανοικτά σε ερμηνείες. Ακόμη περισσότερο η ιστορία της τέχνης υποστασιοποιεί σε συμβολικές-καλλιτεχνικές μορφές τους υψηλούς πολιτισμικούς στόχους των διαδικασιών εθνικής και κοινωνικής ομογενοποίησης, ανασύρει εικόνες από το παρελθόν, με τις επανερμηνείες των οποίων προσδίδει υλική-ορατή- μορφή στις κυρίαρχες ιδέες του παρόντος εξευγενίζει τα πολιτικά επιχειρήματα 356 και ασκεί πολιτιστική διπλωματία.. Στην ελληνική περίπτωση η τέχνη καλλιέργησε το ιδεολόγημα της αναβίωσης του αρχαιοελληνικού θαύματος, το ιδεολόγημα του ευρωπαϊσμού αλλά και το ιδεολόγημα του ελληνοχριστιανικού.

Εν κατακλείδι σημειώνουμε ότι η ιστορική τομή της ελληνικής επανάστασης δεν ήταν μόνο πολιτική αλλά και πολιτισμική. Ο πολιτισμός του ελληνικού χώρου λόγω των ιστορικών συγκυριών κλήθηκε να αλλάξει πλαίσιο αναφορών, προτύπων και συνηθειών. Αποποιήθηκε το βυζαντινό και ανατολικό παρελθόν του σε μια προσπάθεια να αποποιηθεί το οθωμανικό παρελθόν του. Η Ελλάδα μέσα σε έναν αιώνα κλήθηκε να γεφυρώσει αιώνες εξέλιξης, αλλά και διαμετρικά αντίθετες αντιλήψεις, για να μεταπηδήσει από τον ανατολικό μεσαίωνα στη δυτική νεωτερικότητα. Η νεοελληνική ταυτότητα σφυρηλατήθηκε από ιδεολογικές επιλογές και προτεραιότητες που διαμορφώθηκαν στο νεοκλασικό Μόναχο κατά τη βασιλεία του Λουδοβίκου Α΄, τα οποία εσωτερικεύθηκαν και εγκολπώθηκαν τόσο αποτελεσματικά ώστε θεωρήθηκαν αυτονόητη ως μέρος μιας «φυσιολογικής συγκρότησης του εθνικού αυτοπροσδιορισμού», ως οργανικό της μέρη. Το καλλιτεχνικό ρεύμα του συρμού της εποχής- ο νεοκλασικισμός, μπορούσε εν δυνάμει να θεωρηθεί εθνικό καλλιτεχνικό ρεύμα, εθνικός ρυθμός,357 συνέχεια του αρχαίου

354 Ο ίδιος ο Χάνσεν όταν το κτήριο τελείωσε έμεινε τόσο ικανοποιημένος από τη μορφολογική αυτάρκεια του κομψού δημιουργήματός του ώστε χάραξε επάνω του επιγραφή: SERVARE INTAMINATUM. 355 Ε. Δ.Ματθιόπουλος, ο.π., σ. 422 356 Ε. Δ.Ματθιόπουλος, ο.π., σ . 426-7 357 Από τα πρώτα βήματα η νεοκλασική αρχιτεκτονική έγινε αποδεκτή ως ο επίσημος εθνικός ρυθμός. Το φαινόμενο αυτό ίσως είναι μοναδικό στην ιστορία της τέχνης, διότι επισημαίνει ένα ιδιαίτερης σημασίας πνευματικό αντιδάνειο: ότι δηλ. ένα πολιτιστικό κίνημα επιστρέφει ως «προσφορά που εισάγεται από το εξωτερικό», στον τόπο όπου δημιουργήθηκαν και από όπου «εξήχθησαν» οι βασικές ιδέες του και οι γενικές μορφές του. Επιστρέφει και ως πολιτιστικό αλλά και πολιτικό κίνημα-εθνικός ρυθμός. Στόχος του Christian Hansen ήταν η δημιουργία μιας εθνικής αρχιτεκτονικής για το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, που δεν θα ήταν παρά αυτή που θα του ταίριαζε, φυσική δηλ εξέλιξη της κλασικής κληρονομιάς357 (βλ. L B Jorgensen Hans Christian Hansen, The Dictionary of Art, edit by J. Turner,London, Grove-Macmillan Publishers 1996 v.14 s.149-50), την οποία είχαν αρχίσει με την άνθιση της επιστήμης της αρχαιολογίας να γνωρίζουν σε βάθος357 (βλ. Κ. Φίτσεν, Αρχαιολογικές

159

Page 160: papadopoulou

ελληνικού, διότι μπορούσε να επικαλεστεί το δικαίωμα της ιδικής «κληρονομιάς», γι’ αυτό και η αυθεντικότητα του εθνικού στηρίχθηκε στην ιδεολογική ιδεοποίηση και συμβολοποίηση του πολιτισμού των ερειπίων και του ελληνικού τοπίου. Από τη στιγμή που η είσοδος στη νεωτερικότητα συνέπιπτε με στροφή στις αρχές και τις αξίες της αρχαιότητας, για τον ελληνικό χώρο αυτή η αρχαιότητα μπορούσε να διατελεί ρόλο τόσο παραδοσιακό όσο και νεωτεριστικό (μπορούσε να συνδυάζει δηλ. το οξύμωρο νεωτερισμό-παράδοση πίσω από το σημαινόμενό της). Στόχος λοιπόν ήταν η επανάκτηση του «ελληνικού» μέσα από μια κάθαρση σε όλους τους τομείς και κυρίως στα δύο ισχυρότερα στοιχεία ενός πολιτισμού: τη γλώσσα και την τέχνη. Η ακαδημαϊκή τέχνη συμπορεύεται με την ακαδημαϊκή γλώσσα, την καθαρεύουσα γλωσσά. Επρόκειτο λοιπόν για μια καθαρεύουσα τέχνη. Είναι μια ιδεολογική επιλογή που επηρεάζει όλους τους τομείς του πνεύματος ιστορικά τελεολογική.

Αυτές οι διασταυρώσεις και τα ιδεολογικά μείγματα, η επίδραση ουσιαστικά της κοινωνικής και ιστορικής αρμονίας την οποία διευκόλυνε ο νεοκλασικισμός συνέβαλαν στην οικοδόμηση της εικόνας της Ελλάδας. Αυτό με τη σειρά του επέτρεψε την ανάπτυξη μιας συλλογικής ιδεολογίας που εξασφάλισε τη βιωσιμότητα και τη νομιμοποίηση του νέου έθνους –κράτους. Η γενική αυτή εντύπωση που δημιουργείται από την παρακολούθηση της σταδιακής διακόσμησης της ελληνικής ιδεολογίας κατά το 19ο αι αναδεικνύει ένα τελικό παράδοξο: ενώ στην Ελλάδα ο νεοκλασικισμός μια πολιτισμική νοοτροπία βαυαρικής κυρίως εμπνεύσεως που εισήχθη από τη δυναστεία των Wittlesbach στο νέο βασίλειο συνεισέφερε δυναμικά στη διαμόρφωση της συλλογικής ταυτότητας που συντήρησε και ενίσχυσε το νεότευκτο και εύθραυστο κράτος στην ίδια τη Βαυαρία ένα βασίλειο με παλαιότερες κρατικές παραδόσεις απέτυχε να εκθρέψει ένα βαυαρικό έθνος και να διασφαλίσει την επιβίωση του βαυαρικού βασιλείου ως ανεξάρτητου κράτους. !358

Το παράδοξο θα μπορούσε ενδεχομένως να αποκωδικοποιηθεί εάν ετίθεντο στο πλαίσιο των συμφραζομένων των πολιτισμικών και πολιτικών ζητημάτων (όπως είδαμε) που εμπλέκονται σε αυτό και η αποκωδικοποίηση αυτή θα επεσήμαινε φυσικά τον γενικότερα χαρακτήρα της περιόδου κατά την οποία η Ελλάδα και η Βαυαρία υπό τους αντίστοιχους κλάδους της δυναστείας των Wittlesbach προσπαθούσαν να αναδιαμορφωθούν ως σύγχρονα κράτη με απολυταρχικά μέσα στενά συνδεδεμένα με τον νεοκλασικό πολιτισμό. Όταν οι μεγάλες δυνάμεις συγκατάνευσαν στην ίδρυση του νεοελληνικού κράτος και λίγο αργότερα με το πρωτόκολλο του Λονδίνου (το 1832) όρισαν το νεαρό Όθωνα ως βασιλιά στην Ελλάδα έδωσαν στους Έλληνες την ώθηση για μια ταχύρρυθμη πολιτισμική μεταλλαγή, διατηρώντας όμως αυτές τον έλεγχο της νέας διαδικασίας359. Η μετάβαση από τις αυτοκρατορίες στα εθνικά κράτη στον εκδημοκρατισμό και την ελευθερία έγινε με μέσα επιβολής απολυταρχικά. Οι μονάρχες υπόσχονται ελευθερίες προκειμένου να γίνουν μέρος της νεωτερικότητας, αλλά και προκειμένου ο νεωτερικός λόγος να γίνει αντιληπτός από τους πολίτες «χρησιμοποιήθηκε» εκ των πραγμάτων η παλιά εξουσία του μονάρχη και ο λόγος του έστω και αν οι αρχές του νεωτερισμού τον καταργούσαν σταδιακά και τον υπονόμευαν. Κατά συνέπεια, ο νεοκλασικισμός συνδυάζοντας αντίρροπα στοιχεία μπόρεσε να συμβολίζει τόσο τον πολιτικό φιλελευθερισμό, όσο και την καθεστηκυία απολυταρχική τάξη πραγμάτων, έρευνες στην Ελλάδα στην εποχή του βασιλιά Όθωνα (1832-1862), στην έκθεση Αθήνα- Μόναχο, σ. 217-19 και Η.Η. Russack, ο.π., σ. 97-9) 358 Π. Κιτρομηλίδης, Π. Κιτρομηλίδης, Δυο Νεοκλασικά βασίλεια την εποχή του εθνικισμού, στην έκθεση: Αθήνα- Μόναχο, ο.π., σ. 34. 359 Π. Παρμενίδη, Ε.Χ. Ρούπα, ο.π., σ. 26-7

160

Page 161: papadopoulou

γιατί η έννοιά της ήταν κυρίως ενοποιητική –ιδεαλιστική που μπορούσε υπό τη σκέπη της να συμβολίζει αντίρροπες έννοιες.360 Γι αυτό ο ελληνικός κλασικισμός είναι ο κλασικισμός μιας Παλινόρθωσης που σφετερίζεται την επαναστατικότητα, της αφαιρεί το ανατρεπτικό περιεχόμενο και τη μετατρέπει σε μια θαυμάσια σκηνογραφική περιήγηση στην Αρκαδία του έθνους. Ο νεοκλασικισμός ήταν ένας ηθικός εξαγνιστής με οικουμενικά πρότυπα. Και ενώ για τους ευρωπαίους είναι κοινωνικός, για τους έλληνες καταλήγει να είναι εθνικός.

Παρόλα αυτά το νεοκλασικό πρότυπο παρά τις χρήσεις του από την απολυταρχία εναρμονίστηκε με τον εθνικισμό στην Ελλάδα, ιδιαίτερα σε συνάρτηση με τη χρησιμότητά του στην ανάκτηση του παρελθόντος και στη δημιουργία της ρομαντικής θεωρίας για την ελληνική ιστορική συνέχεια. Ο ελληνικός εθνικισμός συνεπώς μπορούσε να απορρίψει την απολυταρχία με την έξωση της βαυαρικής δυναστείας διατηρώντας όμως το νεοκλασικισμό ως συστατικό της ελληνικής ταυτότητας. Με τον τρόπο αυτό απέβη συγκινησιακά και συμβολικά ιδιαίτερα αποτελεσματικός τόσο ως προς την εξασφάλιση της εσωτερικής συνοχής όσο και ως προς την προώθηση των εξωτερικών αλυτρωτικών επιδιώξεων του ελληνικού κράτους. Αντίθετα στη Βαυαρία παρά τα ασυγκρίτως σημαντικότερα επιτεύγματα στον τομέα των τεχνών και των επιστημών που έκαναν το Μόναχο μια από τις μεγαλύτερες πρωτεύουσες της επιστήμης και του πολιτισμού στην Ευρώπη του 19ου αι., ο νεοκλασικισμός δεν μπορούσε να εκπληρώσει μια ιδεολογική λειτουργία παρόμοια με εκείνη που επιφυλάχθηκε από τις ιστορικές συγκυρίες στην Ελλάδα. Όπως αποδείχθηκε ο νεοκλασικισμός ως προσάρτημα της απολυταρχίας, ηττήθηκε πολιτικά στη Βαυαρία το 1848 με την εκθρόνιση του Λουδοβίκου. Επιπλέον η ίδια η Βαυαρία σαρώθηκε από το ευρύτερο κύμα του γερμανικού εθνικισμού και τελικά εξαφανίστηκε ως ανεξάρτητο κράτος. Η Ελλάδα αντίθετα χάρη κυρίως στη συναισθηματική εμμονή του ελληνικού εθνικισμού κατάφερε να επιβιώσει και να αναπτυχθεί εν μέσω πολλών δυσχερειών εσωτερικών και εξωτερικών κατά το 19 και 20ο αι. Επωφελούμενη της συνεχιζόμενης αίγλης της κλασικής κληρονομιάς ακόμα και στα τέλη του 20ου αι. κατάφερε να ενταχθεί στο συνεταιρισμό των δημοκρατικών κρατών που οικοδομούν το κοινό μέλλον της Ευρώπης στο κατώφλι του 21ου αι. Για μια χώρα που ήταν καθυστερημένη οθωμανική επαρχία, την οποία οι Ευρωπαίοι φιλέλληνες συμπεριλαμβανομένων και των Βαυαρών αντιμετώπιζαν με οίκτο κατά τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι, το τελικό αυτό αποτέλεσμα θα μπορούσε να θεωρηθεί η ικανοποιητική έκβαση μιας μακράς και περίπλοκης ιστορικής διαδρομής.

Ο κλασικισμός λοιπόν ως κομμάτι του ρομαντισμού είχε μια ιδεολογία κατά την οποία στηριζόταν στο παρελθόν για να κοιτάξει στο μέλλον. Σαν τον Ιανό, το διπρόσωπο θεό της κλασικής εποχής, ο νεοκλασικισμός κοιτούσε πίσω αλλά και εμπρός-όπως ακριβώς και ο εθνικισμός.

Γι’ αυτό και ο ρόλος του νεοκλασικισμού είναι σημαντικός στην ιδεολογία του εθνικισμού, ο οποίος κατά μία άποψη αντιπροσωπεύει και αυτός μια μορφή κουλτούρας. Τα θέματα που συναντάμε στις νεοκλασικές μορφές τέχνης περιγράφουν σχεδόν πάντα ένα «αρχαιολογικό δράμα» αναδημιουργώντας εικόνες της αρχαιότητας, και προβάλλοντας πολιτικά μηνύματα του «ηθοπλαστικού ιστορικισμού» δηλ. απεικονίζουν παραδείγματα δημόσιας αρετής από το παρελθόν με στόχο να εμπνεύσουν τον πόθο της μίμησης στις σύγχρονες γενιές, υπενθυμίζοντας τη συνέχεια του έθνους, τη ευγενή του κληρονομιά και τα δραματικά γεγονότα της αρχαίας δόξας και αναγέννησης του361. Με τον ιστορικισμό διαμορφώνονται αρχές 360 Π. Κιτρομηλίδης, Π. Κιτρομηλίδης, Δυο Νεοκλασικά βασίλεια την εποχή του εθνικισμού, στην έκθεση: Αθήνα- Μόναχο, ο.π., σ. 34. 361 Α. Σμιθ, Ταυτότητα…, ο.π., σ. 136-7.

161

Page 162: papadopoulou

και ιδέες της νέας μυθολογίας και συμβολικής362 , οπότε ο εθνικισμός εμφανίζεται ως μορφή ιστορικίστικης κουλτούρας η οποία προκύπτει από την κατάρρευση των παλαιότερων θρησκευτικών μορφών κουλτούρας363. Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι η ανακάλυψη της ρίζας μας μπορεί να μην ήταν αίτημα μαζικής ανάγκης αλλά σαφώς ήταν αίτημα μαζικής απήχησης!

Έτσι η εθνικιστική ιδεολογία, όπως και κάθε ιδεολογία άλλωστε, οριοθετεί, ταξινομεί τις ιδέες, μεταφράζει τις επιθυμίες των μαζών σε ιδέες αξίες και συγκεκριμένες κατευθύνσεις δράσης. Η μετατροπή αυτή της πρώτης κερματισμένη ύλης σε ενιαία ιδεολογία με συνοχή γίνεται κυρίως μέσα από τα πολιτισμικά προϊόντα- μορφώματα: ένα εκ των οποίων είναι και η τέχνη. Η τελευταία έχει τη δυνατότητα να επεξεργάζεται νοητικά: να ανασκευάζει και να μετατρέπει τις λαϊκές μνήμες δοξασίες και φαντασιώσεις σε εθνικά σύμβολα, αλλά και να μετασχηματίσει τα στοιχεία της υψηλής κοσμοπολίτικης κουλτούρας σε στοιχεία που υποστηρίζουν μια εθνότητα364. Αυτή η διαδικασία όμως αποτελεί ήδη μέρος της διαχείρισης της ιδεολογίας, από τη στιγμή που η πρώτη της ύλη χρησιμοποιείται εκλεκτικά και ενίοτε αναθεωρητικά κάτω όμως από το νομιμοποιητικό επιστέγασμα μιας ευθύγραμμης συνέχειας που εξασφαλίζει λογική στο επιχείρημα. Ο χρόνος μέσα από την τέχνη αποκτά άλλη διάσταση γίνεται συναίσθημα αντίληψη αιωνιότητα. Η τέχνη γεφυρώνει το παρόν με το μέλλον και πλουτίζει τη συνέχεια της παράδοσης.

Το αφηρημένο έθνος στηρίχθηκε στην τέχνη και τους καλλιτέχνες για να γίνει προσιτό και χειροπιαστό, έτσι και οι καλλιτέχνες ανταποκρίθηκαν στην ιστορικίστικη «πολιτική αρχαιολογία» του μοντέρνου εθνικισμού και στις αισθητικές φόρμες και στο εθνοσυμβολικό πλαίσιο της εθνικής ιδέας. Ή όπως έχει πει και ο Ανδρόνικος αναφερόμενος στη ελληνικής ιστορία: «Πρόκειται για μια ιστορία πραγματικά από τα κόκαλα βγαλμένη…» εννοώντας μια νεοελληνική ιστορία και αυτοσυνειδησία κατά πολύ βασισμένη στις ανακαλύψεις και τα πορίσματα των αρχαιολογικών ανασκαφών.

Κλείνοντας, σημειώνουμε τα λόγια του Σβορώνου, ο οποίος αναφερόμενος στη Ρομαντική τέχνη και ποίηση του 19ου αι. λέει: «Το μοναδικό της ενδιαφέρον είναι ότι αντανακλά τις πολιτικές και κυρίως τις εθνικές απογοητεύσεις, το πρόβλημα της εθνικής αυτογνωσίας (τοποθετείται) στο κέντρο της ελληνικής ευαισθησίας και σκέψης …ώστε η εκάστοτε εθνική ιδεολογία να γίνεται στοιχείο προσδιοριστικό για τις κοινωνικές πολιτικές και πολιτισμικές ιδεολογίες που εμφανίζονται στην Ελλάδα κατά καιρούς και που με τη σειρά τους προσδιορίζουν εν πολλοίς την ίδια την εθνική ιδεολογία» «τα προβλήματα του πολιτισμού αναμιγνύονται με την υπόθεση της εθνικής ανεξαρτησίας» 365.

362 Αυτοθι σ. 142 363 Αυτοθι σ. 144 364Χτίζεται από κοινωνικές ελίτ, οι οποίες επιδιώκοντας την πολιτική ηγεμονία τη στηρίζουν πάνω στην ιδεολογική χρήση της κουλτούρας από τη τέχνη. Τζούμα 96-7 Επομένως, οι αλλαγές στις μορφές που προσλαμβάνει η διαχείριση του πολιτισμικού κεφαλαίου (εδώ τέχνη) βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση με τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που απορρέουν από τις αλλαγές της ηγεμονίας. 365Ν. Σβορώνος, Επισκόπηση…, ο.π., σ. 92 23 58

162

Page 163: papadopoulou

79. Οφθαλμιατρείο Αθηνών.

80. Αστεροσκοπείο Αθηνών.

163

Page 164: papadopoulou

Σύντομα Βιογραφικά σημειώματα James Bary (Τζαίημς Μπάρυ) (1741-1806): Ιρλανδός ζωγράφος, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο Λονδίνο από το 1764. Η σημαντικότερη δουλειά του ήταν μεγάλη σειρά από πίνακες για την πρόοδο του Ανθρωπίνου Πολιτισμού, για το κτίριο της Εταιρείας των Τεχνών (1777-83). Διορίστηκε καθηγητής Ζωγραφικής στη Βασιλική Ακαδημία το 1782, αλλά εκδιώχθηκε το 1799 επειδή απέτυχε να εκτελέσει τα καθήκοντά του και είχε επιτεθεί δριμύτατα στους συναδέλφους του ακαδημαϊκούς. Αφιερώθηκε σχεδόν αποκλειστικά στην ιστορική ζωγραφική, και μόνο περιστασιακά ζωγράφισε προσωπογραφίες. Antonio Canova (Αντόνιο Κανόβα) (1757-1822): Ιταλός γλύπτης και δευτερευόντως ζωγράφος από τους πιο σημαντικούς καλλιτέχνες του νεοκλασικισμού. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του μετά το 1781 εργάστηκε στη Ρώμη, αφήνοντας πίσω του μεγάλη παραγωγή. Στα έργα του περιλαμβάνονται εκκλησιαστικά μνημεία, κλασικές μορφές και συμπλέγματα, προσωπογραφίες ολόσωμες και προτομές. Πελάτες του ήταν ο Ναπολέων, η Μεγάλη Αικατερίνη και ο πάπας. Μετά την ήττα του Ναπολέοντα το 1815, ο Κανόβα διορίστηκε εκπρόσωπος του πάπα για την ανάκτηση των κλεμμένων έργων τέχνης που είχαν μεταφερθεί στο Παρίσι. Zak Loui David (Ζακ Λουί Νταβίντ) (1748-1825): γάλλος ζωγράφος μια από τις πιο σημαντικές φυιοφνωμίες στην εξέλιξη του νεοκλασικισμού. Η φήμη του καθιερώθηκε με το έργο του «Οόρκος των Ορατίων» (1784), το πιο γνωστό έργο του. Εϊχε μεγάλη πολιτική δραστηριότητα στην περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης. Ο Ναπολέων το διόρισε επίσημο ζωγράφο του και του ανάθεσε παραγγελίες στις οποίες κατέγραψε περιστατικά της εποχή (στέχη του Ναπολέοντα). Ήταν έξοχος προσωπογράφος. Μετά την ήττα του Ναπολέοντα εγκαταστάθηκε στις Βρυξέλλες. Λεωνίδας Δρόσης (1843-1882): Σημαντικός εκπρόσωπος της νεοελληνικής κλασικιστική γλύπτικής. Σπούδασε στο Σχολείο των Τεχνών (1847-55). Το 1856 πήγε με κρατική υποτροφία για σπουδές στο Μόναχο. Εκεί γνώρισε τον Σίμωνα Σίνα ο οποίος του παρείχε οικονομική βοήθεια για να ολοκληρώσει τις σπουδές του και του ανάθεσε αρκετά σημαντικά έργα. Το 1859 γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών στη Δρέσδη. Μετά από πολλά ταξίδια το 1868 αποδέχθηκε την πρόταση να διδάξει στο Σχολείο των Τεχνών. Hinrich Johann Fusli (Χένρυ Φιούζελι ή σωστότερα Χάινριχ Γιόχαν Φύσλι) (1741-1825): Ελβετός ζωγράφος και συγγραφέας που εργάστηκε στο Λονδίνο. Σπούδασε για να γίνει σβιγγλιανός πάστορας και χειροτονήθηκε το 1761. Εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο το 1765 και μετέφρασε τον Βίνκελμαν και άλλους συγγραφείς. Ο σερ Τζόσουα Ρέυνολντς τον ενθάρυνε να ασχοληθεί με τη ζωγραφική, και για το σκοπό αυτόν πέρασε το διάστημα 1770-78 στην Ιταλία. Δημιούργησε πάρα πολλά έργα με ιστορικά και λογοτεχνικά θέματα και εικονογραφήσεις βιβλίων. Διορίσθηκε καθηγητής Ζωγραφικής στη Βασιλική Ακαδημία το 1799.

164

Page 165: papadopoulou

Friedrich von Gaertner (Φρειδερίκος Γκαίρτνερ) (1792-1847): γιός του επίσης αρχιτέκτονα Ιωάννου Ανδρέα Γκέρτνερ, σπούδασε στην Ακαδημία του Μονάχου. Σε ηλικία 20 ετών πήγε στο Παρίσι και κατόπιν στην Ιταλία για σπουδές. Το 1820 διορίστηκε καθηγητής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου, όπου και διατέλεσε διευθυντής. Πρόσφερε πλούσιο αρχιτεκτονικό έργο (οικοδόμηση του ναού του Λουδοβίκου στο Μόναχο, σχέδια Βιβλιοθήκης, Πανεπιστημίου κ.α.) και ήταν επίσημος αρχιτέκτονας του βασιλιά Λουδοβίκου Α΄, τον οποίο και συνόδευσε στο ταξίδι του στην Ελλάδα για την ανάληψη του έργου των βασιλικών ανακτόρων. Christian Griepenkerl (Κρίστιαν Γκρηνπενκερλ) (1839-1912): ζωγράφος, μαθητής του Καρλ Ραλ. Συνεργάστηκε με τον Χάνσεν και το Σίνα σε πολλά έργα στην Ευρώπη. Christian Hansen (Χριστιανός Χάνσεν) (1803-1883): Το 1816 φοίτησε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών στην Κοπεγχάγη σε ηλικία μόλις 13 χρόνων. Μετά το 1824 παραδίδει μαθήματα σχεδίου στα τμήματα διακοσμητικής και κτιριολογίας της Ακαδημίας Καλών Τεχνών. Πολυβραβευμένος με υποτροφία, ταξιδεύει στην Γερμανία και την Ιταλία που γνωρίζει τους Σίνκελ και Τορβάλσεν. Το 1833 έρχεται στην Ελλάδα και αναλαμβάνει καταρχήν ιδιωτικές κατοικίες. Το 1834 διορίζεται στην Τεχνική Υπηρεσία του Υπουργείο Εσωτερικών. Το 1835 συνεργάζεται με τον αρχαιολόγο Ρος και τον αρχιτέκτονα Σάουμπερτ στην αποκατάσταση των μνημείων της ακρόπολης και κυρίως της αναστήλωσης του ναού της Απτέρου Νίκης. Το σπουδαιότερο έργο του είναι το Πανεπιστήμιο. Το 1843 παρουσιάζει το πρώτο σχέδιο του Οφθαλμιατρείου Αθηνών και εκπονεί κ.α. πολλά έργα. Theophil Hansen (Θεόφιλος Χάνσεν) (1813- 1891): ο κατά 10 χρόνια μικρότερος αδελφός του Christian Hansen, φοίτησε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Κοπεγχάγης. Ήρθε στην Ελλάδα με υποτροφία το 1838, και έμελλε να γίνει ένας από τους σημαντικότερους αρχιτέκτονες του 19ου αι. Το 1840 έγινε καθηγητής στην Τεχνική Σχολή των Αθηνών, η που ίδρυσε ο γερμανός λοχαγός Ζέντνερ το 1836. Ο Σάουμπερτ παραχώρησε με ανιδιοτέλεια την πρώτη μεγάλη δουλειά στο νέο αρχιτέκτονα: το Αστεροσκοπείο στο λόφο των Νυμφών, του οποίου εμπνευστής και χορηγός υπήρξε ο Γεώργιος Σίνας. Ανάμεσα στα κτίρια που μελέτησε ανήκει η οικία Δημητρίου ξενοδοχείο Μ. Βρετανία) και το Ζάππειο. Μαζί με τον αδελφό του ολοκλήρωσαν το νεοκλασικό σύνολο της Αθηναϊκής Τριλογίας. Peter von Hess (Πέτερ φον Ες) (1792-1871): γερμανός ζωγράφος περισσότερο γνωστός στην Ελλάδα από τους πίνακές του με ηρωϊκές σκηνές από την ελληνική επανάσταση. Η παραγγελία για την εργασία αυτή του δόθηκε από τον βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκο Α΄, για τη διακόσμηση της στοάς του Αυλικού κήπου στο Μόναχο. Ο ερχομός του στην Ελλάδα για την εκτέλεση των έργων έγινε το 1827. Ο Hess επέστρεψε ξανά μετά από πρόσκληση του Όθωνα, για να αντιγράψει τα έργα αυτά, έτσι ώστε να αποτελέσουν ένα μέρος για τη διακόσμηση του νεόκτιστου ανακτόρου. Δυστυχώς η εργασία του αυτή καταστράφηκε από την πυρκαγιά των ανακτόρων, στις 25 Δεκεμβρίου 1909. Jean-Auguste-Dominique Ingres (Ζαν-Ωγκύστ-Ντομινίκ Ένγκρ) (1789-1867): Γάλλος ζωγράφος, εξέχων νεοκλασικιστής, μαθητής του μεγάλου νεοκλασικού ζωγράφου David. Καθιερώθηκε χάρη στις εξαιρετικές ικανότητές του στην

165

Page 166: papadopoulou

προσωπογραφία. Ζωγράφισε και μια μεγάλη γκάμα από ιστορικούς πίνακες με θέματα κλασικά και νεοαναγεννησιακά. Τα έργα του μέχρι το 1824 λαμβάνουν αρνητικές κριτικές. Εκείνη τη χρονιά ο Κάρολος Ι΄ του απένειμε το Σταυρό της Λεγεώνας της Τιμής και το 1829 διορίστηκε καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού, στην οποία Προέδρευε ως το 1833. Λύσανδρου Καυταντζόγλου (1811-1885): ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες αρχιτέκτονες του 19ου αι. Γόνος πλούσιας μακεδονικής οικογένειας. Το 1821 αναγκάζεται να πάει στην Ιταλία, όπου εκεί έχει τη δυνατότητα να σπουδάσει στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Ρώμης. Το 1836 επισκέπτεται τη Γαλλία και δύο χρόνια αργότερα επιστρέφει στην Ελλάδα. Το 1844 διορίζεται διευθυντής του Σχολείου των Τεχνών. Το 1859 αναλαμβάνει τα σχέδια του Πολυτεχνείου Αθηνών, που αποτέλεσε και ένα από τα σημαντικότερα έργα του (μεταξύ άλλων το Αρσάκειο, το Τοσίτσειο και διάφορες εκκλησίες). Σταμάτης Κλεάνθης (1796- 1962): το όνομά του αναφέρεται σχεδόν πάντα με το όνομα του κατά δύο χρόνια νεώτερου συναδέλφου και συμφοιτητή του Gustav Εdouard Schaubert. Μαθητές και οι δύο του νεοκλασικιστή αρχιτέκτονα Schinkel στην Ακαδημία Αρχιτεκτονικής του Βερολίνου. Ο Καποδίστριας παρέλαβε τους δύο νεαρούς αρχιτέκτονες και τους ανάθεσε τις πρώτες εργασίες στην Αίγινα. Το 1831 μεταβαίνουν στη Αθήνα και αρχίζουν την τοπογραφική αποτύπωση της Αθήνας κα των περιχώρων της. Το Μάιο του 1832 τους αναθέτεται η εκπόνηση του πρώτου πολεοδομικού σχεδίου της Αθήνας. Μετά τις τροποποιήσεις που έγιναν από τον Klenze, τις οποίες και δεν αποδέχθηκαν, παραιτήθηκαν από τη θέση Αρχιτεκτόνων της Κυβέρνησης (Νοέμβρης 1834), αλλά συνέχισαν να εργάζονται στο έργο αποκατάστασης της Ακρόπολης με σπουδαίο το έργο τους για την αναστήλωση του ναού της Απτέρου Νίκης. Ο Κλεάνθης έχτισε στην Αθήνα πολλές οικοδομές σε ποικίλους ρυθμούς, μεταξύ αυτών τα «Ιλίσσια» της Δούκισσας Πλακεντίας, όπου σήμερα το Βυζαντινό Μουσείο. Leo von Klenze (Λέο φον Κλέντσε) (1784-1864): Γερμανός αρχιτέκτονας και ζωγράφος. Από τοςυ σημαντικότερους νεοκλασικιστές της Βαυαρίας, σύγχρονος του Σίνκελ στην Πρωσία. Ο Κλέντσε άφησε τη σφραγίδα του στο Μόναχο, το οποίο μετέτρεψε σε μια σύγχρονη πόλη, με την υποστήριξη του διαδόχου Λουδοβίκου, μετέπειτα βασιλιά της Βαυαρίας, από το 1816 έως το θάνατό του. Σημαντικά κτίριά του, οι δύο γκαλερί αρχαίας γλυπτικής του Μονάχου (Γλυπτοθήκη, Πινακοθήκη) και η επιβλητική πύλη της πόλης, το Προπύλαιο. Στα περίχωρα του Ρέγκενσμπουργκ σχεδίασε τη Βαλχάλα, την Αίθουσα της Δόξας. Karl Krazeisen. (Καρλ Κρατσάιζεν) (1794-1878): βαυαρός αξιωματικός του πεζικού ερασιτέχνης ζωγράφος. Το 1826 ήρθε στην Ελλάδα να πολεμήσει υπέρ της ανεξαρτησίας των Ελλήνων. Κατά την παραμονή του στην Ελλάδα σχεδίασε διάσημες μορφές του αγώνα και έχοντας συναίσθηση της αξίας των έργων του, γυρίζοντας στο Μόναχο τον επόμενο χρόνο προχώρησε στη λιθογράφηση και την έκδοσή τους στο γνωστό λεύκωμα Bildmisse ausgezeichneler Griechen und Philhellenen.

166

Page 167: papadopoulou

Ιωάννης Κόσσος (1822-1873): Σημαντικός νεοέλληνας γλύπτης. Σπούδασε στο Σχολείο των Τεχνών. Το 1849 πήγε με υποτροφία του υπουργείου Ναυτικών στη Ρώμη, όπου σπούδασε στην Ακαδημία του Αγίου Λουκά Μετά από διετή παραμονή του στο Παρίσι και το Λονδίνο, το 1855 επέστρεψε στην Αθήνα και άνοιξε εργαστήριο γλυπτικής. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με προτομές των αγωνιστών της ελληνικής επανάστασης και θεωρήθηκε «εθνικός γλύπτης». Οι νεοκλασικές του επιρροές δεσπόζουν στο έργο του. Benjamin Henry Latrobe (Μπέντζαμιν Χένρυ Λατρόμπ) (1764-1820): Αρχιτέκτονας γεννημένος στη Βρετανία, μηχανικός και ζωγράφος έκανε σταδιοδρομία στην Αμερική. Μετανάστευσε το 1796 και σύντομα καθιερώθηκε ως εξέχων νεοκλασικιστής στις νεοσυσταθείσες ΗΠΑ. Από πολλούς θεωρείται ιδρυτής της επαγγελματικής αρχιτεκτονικής των ΗΠΑ. Σημαντικότερα σχέδιά του, ο καθεδρικός ναός της Βαλτιμόρης, το υδραγωγείο της Φιλαδέλφεια και μέρος της δουλειάς για το Καπιτώλιο της Ουάσιγκτον. Αφοί Μαργαρίτη: Γεώργιος (1814-1884) και Φίλιππος (1810-1892). Ο Γεώργιος σπούδασε στο Παρίσι ζωγραφική και λιθογραφία. Το 1836 επέστρεψε στην Αθήνα και διορίστηκε πρώτο καθηγητής ζωγραφικής στη Σχολή Ευελπίδων. Εκεί ίδρυσε εργαστήρι ζωγραφικής και λιθογραφίας και αργότερα το πρώτο φωτογραφείο της Αθήνας μαζί με τον αδελφό του, ο οποίος σπούδασε στη Ρώμη. Δίδαξαν Σχολείο των Τεχνών. Karl Rahl (Καρλ Ραλ) (1812-1865): Αυστριακός ζωγράφος. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών στη Βιέννη. Ταξίδεψε στο Μόναχο, στη Στουτγγάρδη, την Ουγγαρία και την Ιταλία κ.α. Φιλοτέχνησε τις τοιχογραφίες του ελληνικού ναού στο Φλάισμαρκτ της Βιέννης, με εντολή του βαρόνου Σίνα, του οποίου διακόσμησε και το μέγαρο στην ίδια πόλη. Ασχολήθηκε πολύ με τη ζωγραφική πορτρέτων. Karl Friedrich Schinkel (Καρλ Φρήντριχ Σίνκελ) (1781-1841): Ο μεγαλύτερος Γερμανός αρχιτέκτονας του 19ου αι., ζωγράφος, σχεδιαστής σκηνικών και διακοσμητικών αντικειμένων. Ως επίσημος αρχιτέκτονας της κυβέρνησης, μπόρεσε να καθιερώσει το νεοκλασικισμό ως κυρίαρχο ύφος σε όλη την Πρωσία και έκανε το Βερολίνο μια εντυπωσιακή, σύγχρονη πόλη. Ήταν υπεύθυνος εκτός των άλλων για το κεντρικό θέατρο και την αίθουσα συναυλιών (Schauspielhaus), το μουσείο για την έκθεση της βασιλικής συλλογής (Altes Museum) και πολλές κατοικίες των μελών της βασιλικής οικογένειας στο Βερολίνο, αλλά και παντού στην Πρωσία. Ludwig Michael von Schwanthaler (Λούντβιχ Μίκαελ φον Σβάντχαλερ) (1802-1848): γερμανός γλύπτης και ζωγράφος, γεννημένος στο Μόναχο καταγόμενος από οικογένεια γλύπτων. Σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου. Εργάστηκε για τα ανάκτορα (Residenz) και για το αέτωμα και τη ζωφόρο της Γλυπτοθήκης και των Προπυλαίων του Μονάχου, καθώς και για πολλά ακόμη έργα ως κρατικός υπάλληλος του Λουδοβίκου Α΄, συνεργαζόμενος συχνά με τους Klenze, Gaertner και Ohlmuller. Έργο του είναι και το κολοσσιαίο άγαλμα της Bavaria.

167

Page 168: papadopoulou

Friedrich Thiersch (Φρειδερίκος Θείρσιος)(1784-1860): γερμανός κλασικιστής φιλόλογος και καθηγητής αρχαίας λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο του Landshut, φιλέλληνας και ένθερμος υποστηρικτής της ελληνικής ανεξαρτησίας. Johann Joachim Winckelman (Γιόχαν Γιόακιμ Βίνκελμαν) (1717-1768): Γερμανός ιστορικός της τέχνης και θεωρητικός. Εγκαταστάθηκε στη Ρώμη το 1755 και παρέμεινε εκεί μέχρι το τέλος της ζωής του. Προσελήφθη από το συλλέκτη καρδινάλιο Αλμπάνι ως βιβλιοθηκάριος του και πολύ σύντομα καθιερώθηκε ως κλασικός μελετητής με σημαντική φήμη. Τα γραπτά του ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή π.χ. Οι Στοχασμοί πάνω στη Ζωγραφική και τη Γλυπτική των Ελλήνων (1755), και η ακόμα πιο εμπεριστατωμένη Ιστορία της Αρχαίας Τέχνης (1764), που αποτελεί την πρώτη χρονολογική, θεωρητική ανάλυση που ασχολείται και εκτιμά τις αλλαγές ύφους. Μερικοί κριτικοί ισχυρίζονται ότι είναι ο θεμελιωτής της ιστορίας της τέχνης. Ernst Ziller (Ερνέστος Τσίλλερ) (1837-1923): ήταν Σάξονας αρχιτέκτονας που απέκτησε αργότερα την ελληνική υπηκοότητα. Ο Τσίλλερ σπούδασε την αρχιτεκτονική στο βασιλικό σχολείο της Δρέσδης (1855-8). Το 1858-9 εργάστηκε στο γραφείο του αρχιτέκτονα Θεόφιλου Χάνσεν στη Βιέννη. Το 1861 έγινε αντιπρόσωπος του Χάνσεν για τα έργα του στην Αθήνα. Το 1872-82 διατέλεσε καθηγητής του Πολυτεχνείου Αθηνών. Σωτήρη Χρηστίδη (1858-1940): σπούδασε στο σχολείο των τεχνών ζωγραφική με τον Νικηφόρο Λύτρα και από το 1890 έως το 1938 εργάστηκε με ιδιαίτερη επιτυχία στη λιθογραφική, λαϊκότροπη και λαϊκόφιλη εικονογράφηση εντύπων, τέχνη που έμαθε κοντά στο Γερμανό λιθογράφο K. Haupt.

168

Page 169: papadopoulou

Χρονολόγιο Ιστορικού πλαισίου. Ελληνική Ιστορία 1821 Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης αρχίζει την Επανάσταση στη Μλδοβλαχία. Κήρυξη της Επανάστασης στην Πελοπόννησο, στα νησιά στη Στερεά, Θεσσαλία και Μακεδονία. Θάνατος του Αθανασίου Διάκου. (Μάχη στο Χάνι της Γραβιάς. Μάχη του Βαλτετσιού. Μάχη των Βασιλικών. Καταστροφή του στρατού του Υψηλάντη στο Δραγατσάνι. Κατάληψη της Τρίπολης) 1822 Α΄ Εθνοσυνέλευση στην Επίδαυρο. Προσωρινό πολίτευμα. Καταστροφή της Χίου. Καταστροφή στο Πέτα. Α΄ πολιορκία του Μεσολογγίου. Πανωλεθρία της στρατιά του Δράμαλη στα Δερβενάκια. 1823 Β΄Εθνοσυνέλευση στο Άσρτος. Επικράτηση των πολιτικών. Οι στρατιωτικοι Παραμερίζονται. Ο Βύρων αποβιβάζεται στο Μεσολόγγι. 1824 Ιδρύεται η «Ιόνιος Ακαδημία». 1824-79 Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. 1824 Εμφύλιοι πόλεμοι στην Ελλάδα.Δολοφονία του Οδυσσέα Ανδρούτσου.Ο Μωχάμετ Άλη της Αιγύπτου βοηθάει τους Τούρους. Καταστροφή των Ψαρρών Και της Κάσου. 1825 Απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο. Β΄πολιορκία του Μεσολογγίου. Ηρωικός θάνατος του Παπαφλέσσα στο Μανιάκι. Ο Ιμπραήμ κυριεύει την Τρίπολη. 1826 Εθνοσυνέλευση στην Επίδαυρο. Έξοδος του Μεσολογγίου. Το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης. Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης αρχιστράτηγος της αν. Στερεάς. Ο Κιουταχής πολιορκεί την Ακρόπολη της Αθήνας. 1827 Γ΄Εθνοσυνέλευση στην Τροιζήνα. Πολιτικό Σύνταγμα της Ελλάδας και εκλογή Καποδίστρια. Καταστροφή στο Φάληρο και θάνατος Καραϊσκάκη. Η Ιουλιανή Σύμβαση αναγνωρίζει την αυτονομία της Ελλάδας με την επικυριαρχία του Σουλτάνου. Οι Ευρωπαίοι καταστρέφουν τον τουρκικό στόλο στο Ναβαρίνο. 1828 Ο Ιωάννης Καποδίστριας έρχεται στην Ελλάδα ως πρώτος Κυβερνήτης. 1829 Το Πρωτόκολο του Λονδίνου ορίζει την ίδρυση ελληνικού κράτους ως τον Αμβρακικό και τον Παγασητικό με πολίτευμα τη συνταγματική μοναρχία. Μάχη της Πέτρας. Δ ΄Εθνοσυνέλευση του Άργους. 1830 Πρωτόκολλο του Λονδίνου. Ανεξαρτησία της Ελλάδος. 1831 Δολοφονία Ιωάννη Καποδίστρια 1832 Ε΄Εθνοσυνέλευση στο Άργος (Το «Ηγεμονικό Σύνταγμα»). Επικύρωση της εκλογής του Όθωνα ως βασιλιά. 1932-1904 Νικηφόρος Λύτρας 1833 Ο Όθων αποβιβάζεται στο Ναύπλιο. Ίδρυση της Αυτοκέφαλης Ελληνικής Εκκλησίας. 1834 Η πρωτεύουσα του κράτους μεταφέρεται από το Ναύπλιο στην Αθήνα. Δίκη του Θ. Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα. Εξέγερση στη Μάνη. 1835 Ιδρύεται το ορφανοτροφείο του Καϊρη στην Άνδρο. 1837 Ιδρύεται το Πανεπιστήμιο της Αθήνας. 1841 Εξέγερση κατά των Τούρκων στην Κρήτη. 1842-1901 Νικόλαος Γύζης. 1843 Επανάσταση της Γ΄ Σεπτεμβρίου. Παραχώρηση Συντάγματος.

169

Page 170: papadopoulou

1851-1911 Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης 1951-1938 Γιαννούλης Χαλεπάς. 1854 Γιάννης Ψυχάρης. Εξέγερση κατά των Τούρκων στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία. Γαλλοαγγλικός στόλος κυριεύει τον Πειραιά. Περίοδος κατοχής (1854-1857). 1859-1943 Κωστής Παλαμάς. 1862 Έξωση του Όθωνα. Ιδρύεται το Μετσόβιο Πολυτεχνείο. 1863-1933 Κωνσταντίνος Καβάφης 1863 Άφιξη Γεωργίου Α΄. 1864 Ιόνια νησιά ενώνονται με την Ελλάδα. 1866 Έκρηξη επανάστασης στην Κρήτη. Το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου. 1871 Ιδρύεται το Ωδείο Αθηνών. 1875 ο Χαρίλαος Τρικούπης σχηματίζει κυβέρνηση. 1878 Ο Συνταγματικός Χάρτης της Χαλέπας. Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου. Γενική Ιστορία 1776 Ανακηρύσσεται η Ανεξαρτησία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. 1780-90 Ο Ιωσήφ Β΄ αυτοκράτορας της Αυστρίας. 1781 Η Κριτική του καθαρού λόγου του Κάντ. 1783 Συνθήκη των Βερσαλλιών. Αναγνωρίζεται η Ανεξαρτησία των ΗΠΑ. 1788-92 Δεύτερος Ρωσοτουρκικός πόλεμος. Η συνθήκη του Ιασίου. 1789 Γαλλική Επανάσταση. Η Συντακτική Συνέλευση κηρύσσει την κατάργηση του φεουδαρχικού καθεστώτος και τω προνομίων και δημοσιεύει τη «Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη». 1789-97 Ουάσιγκτον πρώτος πρόεδρος των ΗΠΑ. 1790 Ο Φάουστ του Γκαίτε. 1792 Η ισχυρή αντίσταση των Γάλλων στο Βαλμύ αναγκάζει τα πρωσικά και αυστριακά στρατεύματα να υποχωρήσουν. 1793 Ο Λουδοβίκος ΙΣΤ΄ κατατομείται. Ο Ροβεσπιέρος στο προσκήνιο. 1793-5 Δεύτερος και τρίτος διαμελισμός της Πολωνίας. Τέλος Πολωνικού βασιλείου. 1794 Στη Γαλλία επικρατούν οι Γιρονδίνοι. 1795-9 Διευθυντήριο. 1796 Ο Ναπολέων Βοναπάρτης συνεχίζει τον πόλεμο κατά της Αυστρίας. Νίκες των Γάλλων στην Ιταλία. 1797 Συνθήκη του Καμποφόρμιο. Καταλύεται η Ενετική Δημοκρατία. 1798-9 Εκστρατεία του Ν. Βοναπάρτη στην Αίγυπτο. Συγκρότηση εκεί ελληνικού στρατιωτικού σώματος. 1799-1802 Ο Δεύτερος Συνασπισμός κατά της Γαλλίας (Αγγλία, Ρωσία, Αυστρία, Νεάπολη, Τουρκία). 1799 Πτώση του Διευθυντηρίου. Ο Βοναπάρτης ύπατος (1799-1804). 1803-15 Επαναστάσεις των Σέρβων κατά των Τούρκων με αρχηγούς τον Καραγεώργη και τον Μίλος Ομπρέντοβιτς 1804 Ο Βοναπάρτης αναγορεύεται αυτοκράτορας της Γαλλίας ως Ναπολέων Α΄. 1805 Τρίτος συνασπισμός κατά της Γαλλίας. Ο αγγλικός στόλος νικά το γαλλικό και Τον ισπανικό στο Τραφάλγκαρ. Ο Ναπολέων νικά τα ρωσοαυστριακά Στρατεύματα στη μάχη του Αούστερλιτς.

170

Page 171: papadopoulou

1806 Τέταρτος συνασπισμός εναντίον της Γαλλίας (Πρωσία, Αγγλία, Ρωσία). 1807 Συνθήκη του Τιλσίτ. 1808 Οι Ηνωμένες Πολιτείες απαγορεύουν την εισαγωγή δούλων. 1809-12 Πέμπτος και έκτος συνασπισμός. 1812 Ο Ναπολέων εκστρατεύει στη Ρωσία. Ο στρατός του αποδεκατίζεται. 1813 Ο Ναπολέων ηττάται στη μάχη της Λιψίας. 1814 Είσοδος των Συμμάχων στο Παρίσι. Ο Ναπολέων εκτοπίζεται στη Έλβα. Ξανάρχεται ο Λουδοβίκος ΙΗ΄. 1815 Επιστροφή τυ Ναπολέοντα από την Έλβα. Η μάχη του Βατερλώ. Ο Ναπολέων εξορίζεται στην Αγία Ελένη. Ιδρύεται η Ιερή Συμμαχία (Αυστρία, Πρωσία, Ρωσία). 1816 Η Αργεντινή επαναστατεί και αποσπάται από τους Ισπανούς. 1819 Ο Σιμον Μπολιβάρ κηρρύτει την ανεξαρτησία της Κολομβίας και Βενεζουέλας. 1820 Επαναστάσεις στην Ισπανία και την Ιταλία. 1821 Ανεξαρτησία της Χιλής και του Περού. 1822 Η Βραζιλία κηρύσσει την ανεξαρτησία της από την Πορτογαλία. Πορτογάλος πρίγκιπας στέφεται αυτοκράτορας της Βραζιλίας. Εγκατάσταση στην Αφρική απελευθερωμένων νέγρων των Η.Π.Α. 1822 Ο Νιεπς εφευρίσκει τη φωτογραφία. 1823 Στην Ισπανία τα στρατεύματα της Ιεράς Συμμαχίας νικούν τους δημοκρατικούς και ξαναφέρνουν τη μοναρχία. Δόγμα του Προέδρου των ΗΠΑ Μονρόε: η Αμερική στους Αμερικανούς. Το Μεξικό γίνεται Δημοκρατία. 1825 Στη Ρωσία η επανάσταση των Δεκεμβριστών καταπνίγεται από τον τσάρο Νικόλαο Α΄. Δημιουργείται η ανεξάρτητη δημοκρατία του Μπολιβάρ (Βολιβία). Στην Αγγλία αρχίζει να δημιουργείται η πρώτη σιδηροδρομική γραμμή του κόσμου. 1826-9 Ρωσοτουρκικός πόλεμος. Συνθήκη της Αδριανούπολης. Ανεξαρτησία της Σερβίας. 1830 Η Ιουλιανή Επανάσταση στη Γαλλία. Ο Κάρολος Ι΄ παραιτείται και τον Διαδέχεται ο Λουδοβίκος- Φίλιππος της Ορλεάνης. Το Βέλγιο γίνεται ανεξάρτητο βασίλειο. 1831 Επαναστάσεις στην Πολωνία και την Ιταλία καταπνίγονται. 1833 Καταργείται η δουλεία στις αγγλικές αποικίες. 1834 Καταργείται η Ιερή Εξέταση στην Ισπανία. Τελωνειακή ένωση της Πρωσίας με άλλα γερμανικά κράτη. 1837-1901 Η Βικτωρία βασίλισσα της Αγγλίας. 1840-61 Ο Φρειδερίκος –Γουλιέλμος Δ΄βασιλιάς της Πρωσίας. 1848 Το Κομμονιστικο Μανιφέστο των Μαρξ και Έγκελς. Επανάσταση στο Παρίσι. Ανακήρυξη της Β΄Δημκρατίας. Πρόεδρος ο Λουδοβίκος- Ναπολέων Βοναπάρτης. Επαναστάσεις στη Γερμανία, Αυστρία, Ιταλία, Ουγγαρία. Ο Φερδινάρδος Α΄της Αυστρίας αναγκάζεται να παραιτηθεί υπέρ του Φραγκίσκου-Ιωσήφ Α΄(1849-1916) 1852 Ο Λουδοβίκος-Ναπολέων αυτοδιορίζεται αυτοκράτορας της Γαλλίας ως Ναπολέων Γ΄. 1853-6 Κριμαϊκός πόλεμος. 1859 Πόλεμος της ιταλικής ανεξαρτησίας. Το κράτος του Πεδεμοντίου κσι η Γαλλία πολεμούν κατά της Αυστρίας. 1860 Νίκες του Ιωσήφ Γαριβάλδη. 1861 Ο Βίκτωρ Εμμανουήλ βασιλιάς της Ιταλίας. 1861-65 Εμφύλιος πόλεμος Βοείων και Νοτίων στις ΗΠΑ.

171

Page 172: papadopoulou

1862 Ο Βίσμαρκ πρωθυπουργός της Πρωσίας. 1863 Ιδρύεται ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός. 1865 Ο Αβραάμ Λίνκολν δολοφονείται. 1866 Πόλεμος Αυστρίας και Πρωσίας. 1867 Ιδρύεται η Ομοσπονδία των βορειογερμανικών κρατών με πρόεδρο τον Γουλιέλμο Α΄ και καγκελάριο τον Βίσμαρκ. 1867 Οι Αμερικανοί αγοράζουν από τους Ρώσους την Αλάσκα. 1869 Εγκαινιάζεται η διώρυγα του Σουέζ. 1870 Η Ρώμη γίνεται πρωτεύουσα της Ιταλίας. 1870-1 Γαλλογερμανικός πόλεμος 1870 Πτώση του Ναπολέοντα Γ΄. Ανακήρυξη της Γ΄ Δημοκρατίας. 1871 Κομμούνα του Παρισιού. 1871 Ένωση των νοτίων γερμανικών κρατών με την Ομοσονδία των βορείων. γερμανικών κρατών. Ο Γουλιέλμος Α΄ανακηρύσσεται αυτοκράτορας της Γερμανίας. 1873 Παγκόσμια οικονομική κρίση. 1877-8 Ρωσοτουρκικός πόλεμος.

172

Page 173: papadopoulou

Βραχυγραφίες ΓΑΚ= Γενικά Αρχεία του Κράτους ΙΕΕ= Ιστορία του Ελληνικού Έθνους ΜΙΕΤ = Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. ΕΙΕ = Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών ΕΠΜΑΣ= Εθνική Πινακοθήκη Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου. τ. = τόμος σ. = σελίδα ο.π.= όπως προηγουμένως αυτ. =αύτοθι υποσημείωση- η ακριβώς προηγούμενη εκ. =εκατοστά επιμέλ. = επιμέλεια- επιμελητής εικ.= εικόνα μτφ.= μετάφραση υποσημ. = υποσημείωση φ. =φάκελος αρ. φυλ. = αριθμός φύλου Προέλευση εικόνων. Εξώφυλλο: www.easypedia.gr Εικ. 1 έως 8 : Έργουιν Ντ., Νεοκλασικισμός, μτφ. Χίλντα Παπαδημητρίου, Αθήνα, Καστανιώτης, 1999. Εικ. 9, 10, 15: //sfr.ee.teiath.gr Εικ. 11, 16, 50: //el.wikipedia.org/ Εικ. 12, 13, 14: www.phorum.gr Εικ.17α, 17β: έκθεση: Αθήνα Μόναχο, Τέχνη και πολιτισμός στην Ελλάδα, επιμ. Μ. Κασιμάτη, Εθνική Πινακοθήκη Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου σε συνεργασία με το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο (5 Απρ.- 3 Ιουλ. 2000), Αθήνα, ΕΠΜΑΣ, 2000. Εικ. 18: www.kathimerini.gr Εικ. 14, 20, 21,22, 49 www.eie.gr Εικ. 23 έως 47: Παπανικολάου Μ., Η Τοιχογραφίες του Μεγάρου της Βουλής, Αθήνα, Βουλή των Ελλήνων, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, 2007 Εικ. 48: www.fhw.gr Εικ. 51://anthrop.med.uoa.gr Εικ. 52 έως 58: Χρήστου Χ., Η ζωφόρος των προπυλαίων του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα, Ακαδημία Αθηνών, 2005 Εικ. 59: www.skyscraperlife.com Εικ. 60 έως 70: www.akademyofathens.gr Εικ. 71 έως 78: Χρήστου Χ., Ο Μύθος του Προμηθέα και ο ζωγραφικός διάκοσμος της Ακαδημίας Αθηνών, Αθήνα, Γραφείο δημοσιευμάτων της Ακαδημίας Αθηνών, 2003 Εικ. 79, 80: www.phorum.gr

173

Page 174: papadopoulou

Πηγές ΓΑΚ Οθωνικό Αρχείο, Υπουργείο Εσωτερικών και Δημόσιας Εκπαίδευσης, φ.175, 220, 221 ΓΑΚ Οθωνικό Αρχείο, Οικοδομή Ανακτορείων, Οικοδομή νέων ανακτόρων φ. 369, 370, 373, 374, 379-385, 389-394. Αρθρογραφία.

Αθηνά 11-7-1832

Αθηνά, 18-8-1834

Αθηνά, 17-8-1832 Αθηνά 5-8-1836. Αθηνά αρ. φυλ. 171/ 2 Αυγ. 1837 Αθηνά, 16-7-1853 (Πρωτοσέλιδο, υπογραφή Α.Δ.) Αθηνά, 16-7-1853 (Πρωτοσέλιδο, υπογραφή Α.Δ.) Αθηνά, 29-5-1853 (Πρωτοσέλιδο: Εσωτερικά :Η επέτειος της 29ης Μαΐου 1453) Αθηνά, 4-6-1853 (Εσωτερικά, υπογράφει Α.Δ.) Αθηνά αρ. φυλ. 2511/ 3-1-1857. Αιών 3-2-1854 (Πρωτοσέλιδο: «Τα δίκαια του δευτέρου Ελληνικού πολέμου υπέρ πίστεως και ελευθερίας του έθνους υμών», υπογράφει Ν. Βάμβας) Αιών, 12-5-1840 Αιών, αρ.φυλ. 76, 28-6-1939, στο άρθρο «Ανατολικό Ζήτημα». Αιών, 3-12-1839 («Ο Αναξιοπαθών Έλλην», υπογράφει: Εμ. Ευσταθειάδης) Αιών αρ. φυλ.1766/ 3-7-1889 Αιών αρ. φυλ. 1605/3-3-1858,αρ. φυλ.1690/17-3-1858,αρ. φυλ.1611/27-3-1858, αρ. φυλ. 1614/7-4-1858, αρ. φυλ.1616/14-4-1858, αρ.φυλ.1656/25-8-1858. Εβδομάς αρ. 23/5-8-1884 Εβδομάς αρ. 95/12-1-1886 σ. 18 (Σπ. Παγανέλης «Ο μύθος του Προμηθέως») Εθνική, 5-12-34 (πρωτοσέλιδο) Εθνική, 16-6-1835 Εστία αρ.594/17-5-1887 Εστία « Οι προ του Πανεπιστημίου ανδριάντες», τ. ΚΓ΄, 1887 Κλειώ εν Τεργέστη αρ. φυλ. 1115/ 30/11-11-1882

174

Page 175: papadopoulou

Νέα Πανδώρα αρ. φυλ. 67/ 1-1-1853 Πανδώρα φ.36/15-9-1851 σ. 869-871 Πανδώρα φ.36/15-9-1851 σ. 869-871 Πανδώρα αρ. 380 και 381/15-1-1866 Πανδώρα 15-8-1853 («Προπύλαια εν Μονάχω»). Ποικίλη Στοά,(Κ.Γ. Ξένου «Αλληγορίαι και σύμβολα εν τη τέχνη»,1882, τ. 2, αρ. 2). Σωτήρ αρ. φυλ. 55/ 6/18-5-1837 Ώρα 6-6-1879 Αρθρογραφία Σύγχρονη. Λιάκος Α. άρθρο: Το Βήμα 2/3/1997 Μυκονιάτης Η. Γ. «Οι ανδριάντες του Ρήγα και του Γρηγορίου Ε στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου της Αθήνας και το πρώτο κοινό τους» ανάτυπο από το περιοδικό Ελληνικά, Θεσ/νίκη 1984 τ. 35 σ. 362-70 Δεμενέγη- Βιριράκη Κ. «Τα παλαιά ανάκτορα», Καθημερινή, Επτά Ημέρες, 10-11-1996, σ. 19-21. Λοιζίδη Ν. άρθρο «Νεοκλασικισμός, η Βαυαρική ταυτότητα της νέας Ελλάδος» Βήμα 2-7-2000

175

Page 176: papadopoulou

Ενδεικτική Βιβλιογραφία Αινιάν Δ., Άπαντα, επιμ. Βαλέτας, Αθήνα, 1962. Αλαμάνη Ε. «Η σύσκεψη της Βοστίτας» από την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1975, τ. ΙΒ, σ. 77-9. Armstrong J. A., Nations before nationalism, Chapell Hill University of North Carolina Press, 1982 Anderson B., Imagined communities, Reflections on the Origin and Spread of Nationalism, Verso, London (1983) 1991 σ. 196. Αντωνοπούλου Ζ., Τα Γλυπτά της Αθήνας : υπαίθρια γλυπτική 1834-2004, Αθήνα, Ποταμός, 2003. Αρβελέρ Ε., Η πολιτική ιδεολογία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, Αθήνα Εκδόσεις Ψυχογιός 2007 Baynes N. H., Βυζάντιο εισαγωγή στο βυζαντινό πολιτισμό, Αθήνα, Παπαδήμας, 1996 Βερέμης Θ., Εθνική ταυτότητα εθνικισμός στη νεώτερη Ελλάδα, μτφ. Γιάννης Στεφανίδης, έκδοση 2η , Αθήνα, ΜΙΕΤ, 1999 σελ.12 κ.εξής. Βίνσε Ρ., «Καλλίτερα πολίτης της Ελλάδας παρά κληρονόμος του θρόνου». Ο βασιλιάς Λουδοβίκος Α΄ και η Ελλάδα, στην έκθεση: Αθήνα Μόναχο, Τέχνη και πολιτισμός στην Ελλάδα, επιμ. Μ. Κασιμάτη, Εθνική Πινακοθήκη Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου σε συνεργασία με το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο (5 Απρ.- 3 Ιουλ. 2000), Αθήνα, ΕΠΜΑΣ, 2000. Blinkhorn M.- Veremis Th., Modern Greece : nationalism & nationality , London : SAGE, Athens : ELIAMEP, 1990, σ. 172 κ. εξής. Boime A., The Academy and French painting in the Nineteenth Century, Phaidon, 1971. Campbell J., Modern Greece, London New York Ernest Benn Frederick A. Praeger 1969 Γιαλούρη Ε . κοινωνικοπολιτική σημασία του τοπίου. Η περίπτωση της Ακρόπολης των Αθηνών» στο Αρχιτεκτονική και πολεοδομία από την αρχαιότητα έως σήμερα - Η περίπτωση της Αθήνας : Πρακτικά διεπιστημονικού συνεδρίου, Αθήνα 15-18- Φεβρουαρίου 1996, Αθήνα : Αρσενίδης 1997. σ. 163-170

176

Page 177: papadopoulou

Γιαννακόπουλος Γ.Α., Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως (1861-1922): Η ελληνική παιδεία και επιστήμη ως εθνική πολιτική στην Οθωμανική αυτοκρατορία, Δ.Δ., Αθήνα, 1998. Γληνός Δ., Εκλεκτές σελίδες , Στοχαστής, 1972, σ. 78-9. Cusack T., Bhreathnach-Lynch S., Art, nation and gender: ethnic landscapes, myths, and mother-figures, Aldershot, Hants, England : Ashgate, 2003. Δεμενέγη-Βιριράκη Κ., «Τα παλαιά Ανάκτορα των Αθηνών» Αθηναϊκός κλασικισμός, Αθήνα : Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων, 1996. Δεμερτζής Ν., Ο λόγος του εθνικισμού αμφίσημο σημασιολογικό πεδίο και σύγχρονες τάσεις, Αθήνα, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1996 Δημαράς Κ.Θ., Εν Αθήναις τη 3 Μαϊου 1837- Μελέτη Ιστορική και Φιλολογική, σειρά Ιστορία του Πανεπιστημίου-1, Αθήνα, Εθνικό και Καποδιστριακό πανεπιστήμιο Αθηνών, 1987. Δημαράς Κ.Θ., «Το Πανεπιστήμιο Ι» στο ΙΕΕ τ. ΙΓ, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, σ. 463-4. Δημαράς Κ. Θ., «Ιδεολογική υποδομή» «Της μεγάλης ταύτης Ιδέας», στο Ελληνικός Ρωμαντισμός, 1985, σελ.325 κ. εξής. Δημαράς Κ. Θ., Εν Αθήναις τη 3 Μαϊου- Μελέτη Ιστορική και Φιλολογική, σειρά: Ιστορία του Πανεπιστημίου-1, Αθήνα, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 1987. Δημητρακόπουλος Φ., Βυζάντιο και νεοελληνική διανόηση στα μέσα του 19ου αι, Αθήνα, 2000. Διαμαντούρος Ι., «Η πρώτη Διοικητική οργάνωση των ελεύθερων περιοχών», στο ΙΕΕ, τ. ΙΒ, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, σ. 128-9. Διαμαντούρος Ι., «Ελληνισμός και Ελληνικότητα» στο Ελληνισμός - ελληνικότητα : ιδεολογικοί και βιωματικοί άξονες της νεοελληνικής κοινωνίας, επιμέλ. Δ. Γ. Τσαούση, Αθήνα, 1983, σ. 53-5. Εμμανουήλ Μ., Πετρίδου Β., Τουρνικιώτης Π., Η Ιστορία των Τεχνών στην Ευρώπη: Εικαστικές Τέχνες στην Ευρώπη από τον 18ο ως τον 20ό αιώνα, τ. 2ος, Πάτρα, ΕΑΠ,2002, σ. 180. Εξερτζόγλου Χ., Προσαρμοστικότητα και πολιτική ομογενειακών κεφαλαίων: Έλληνες τραπεζίτες στην Κωνσταντινούπολη: Το κατάστημα «Το κατάστημα Ζαρίφης Ζαφειροπουλος», 1871-1881, Ίδρυμα Έρευνας και Παιδείας της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδας, Αθήνα, 1989, σελ. 25 κ. εξής Eisenman St. F. (ed.) “The Decline of History Painting: Germany, Italy and France” στο Nineteenth Century Art- A critical History, London, Thames and Hudson Ltd, 1996, σ. 225-7.

177

Page 178: papadopoulou

Eisner R., Travelers to an Ancient Land: The history and Literature of Travel to Greece, Ann Arbor, University of Michigan Press, 1991. Έργουιν Ντ., Νεοκλασικισμός, μτφ. Χίλντα Παπαδημητρίου Αθήνα, Καστανιώτης, 1999. Giddens A. The nation state and violence Συγγραφέας, Cambridge Polity Press in association with Basil Blackwell 1985 , σ. 221. Gilbert Highet, The classical Tradition. Greek and Roman Influences on Western Literature, Oxford, Oxford University Press 1959, σ. 453. Gellner E., Εθνικισμός-Πολιτισμός, Πίστη και Εξουσία, μτφ.: Λ. Παπαδάκη (επιμέλ.: Κ. Λιβιεράτος), Αθήνα, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2002, σ. 111-5 Gellner E.. Nations and nationalism, Οxford, Blackwell, 1983, σ.1 και 55. Gehrke H. J. «Αναζητώντας τη χώρα των Ελλήνων: Επιστημονικά ταξίδια και η σημασία τους για την έρευνα και την αντιμετώπιση της αρχαιοελληνικής ιστορίας στο 19ο αι.» στο Ένας κόσμος γεννιέται, Η εικόνα του ελληνικού πολιτισμού στη γερμανική επιστήμη κατά το 19ο αι., επιμ. Ε. Χρυσός, Αθήνα, Ακρίτας, 1996, σ. 59 κ.εξής. Gombrich E. H., Ideals and Idols- Essays on values in history and in art, Oxford, Phaidon, 1979. Gross D., Τα ερείπια του παρελθόντος. Αθήνα, Πατάκης, 2003, σ. 29. Guibernau M. και Hutchinson J. (ed.), History and national destiny: ethnosymbolism and its critics, Oxford, UK : Blackwell , 2004 Hatsopoulos M., “Ancient prophecies, modern predictions”: Myths and symbols of Greek Nationalism, University of London, October, 2005. Herzfeld M., Ours Once More. Folklore, Ideology, and the making of Modern Greece, 1985, σ. 197 κ. εξής. Haskell Fr .“The manyfacture of the Past in Nineteenth-Century Painting” Past and Present in Art and Taste-Selected Essays, New Haven and London, Yale University Press, 1987, σ. 87 Hobsbawm E.J. Nations and nationalism since 1780 : programme, myth, reality, Cambridge : University Press, 1992, σ. 122-3 Hobsbawm E.J., Η εποχή των επαναστάσεων.1789-1848, μτφ. Μ. Οικονομοπούλου, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 1992. Hobsawn Ε. J., Η Εποχή του Κεφαλαίου, 1848-1875, μτφ. Δ. Κούρτοβικ, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 2005σ. 431-432

178

Page 179: papadopoulou

Honour H., Neoclassicism, London, Penguin books, 1968. Honour H,, Fleming J., Ιστορία της Τέχνης, Αθήνα, Υποδομή, 1998, σ. 547 Θεοδωρίδης Π. Π., Οι μεταμορφώσεις της ταυτότητας έθνος, νεωτερικότητα και εθνικιστικός λόγος, Θεσσαλονίκη, Αντιγόνη, 2004. Κακριδής Θ., Οι αρχαίοι Έλληνες στη Νεοελληνική Λαϊκή Παράδοση, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 1997, σ.13-4 , 75- 90, 94-100. Κακριδής Θ., «Αρχαίοι Έλληνες και Έλληνες του Εικοσιένα», Φως Ελληνικό (πανεπιστημιακοί λόγοι), Αθήνα, 1963, σ. 75-100. Κακριδής Φ., «Η Γερμανική διαχείριση της ελληνικής κληρονομιάς» στο Ένας κόσμος γεννιέται, Η εικόνα του ελληνικού πολιτισμού στη γερμανική επιστήμη κατά το 19ο αι., επιμ. Ε. Χρυσός, Αθήνα, Ακρίτας, 1996, σ. 25. Καλπαξής Α. , «Επιρροές της Γαλλογερμανικής αντιπαράθεσης του 19ου αι. στην κατασκευή της εικόνας της αρχαίας Ελλάδας.» στο Ένας νέος κόσμος γεννιέται, Η εικόνα του ελληνικού πολιτισμού στη γερμανική επιστήμη κατά το 19ο αι., επιμ. Ε. Χρυσός, Αθήνα, Ακρίτας, 1996, σ. 46. Κεντούρι Ε., Ο εθνικισμός προοίμιο Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης ; μτφ. Σπύρος Μαρκέτος ; επιστημονική επιμέλεια Παντελής Ε. Λέκκας , 2η έκδ. αναθ. ,Αθήνα, Κατάρτι , 2003 Kedourie E., Nationalism, Blackwell, Oxford UK, Cambridge USA, 1960. Κιμουρτζής Π., Πανεπιστήμιο Αθηνών (1837-60): οι πρώτες γενεές των διδασκόντων, Διδακτορική Διατριβή, ΕΚΠΑθηνών- Σχολή νομικών, Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών- Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης, Αθήνα, 2001, Κιτρομηλίδης Π., «Δυο Νεοκλασικά βασίλεια την εποχή του εθνικισμού», στην έκθεση: Αθήνα Μόναχο, Τέχνη και πολιτισμός στην Ελλάδα, επιμ. Μ. Κασιμάτη, Εθνική Πινακοθήκη Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου σε συνεργασία με το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο (5 Απρ.- 3 Ιουλ. 2000), Αθήνα, ΕΠΜΑΣ, 2000, σ. 33. Κιτρομηλίδη Π. Μ., Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Οι πολιτικές και κοινωνικές ιδέες, ΜΙΕΤ, Αθήνα,1996,σ.83 κ. εξής. Κόκκινος Γ., « Ο πολιτικός ανορθολογισμός στην Ελλάδα. Το έργο και η σκέψη του Νεοκλή Καζάζη (1849-1936)»,Τροχαλία, Αθήνα, 1996 Κολιόπουλος, Ι. Σ., Βερέμης, Θ., Greece : the modern sequel : from 1831 to the present, Washington Square, N.Y. : New York University Press, 2002.

179

Page 180: papadopoulou

Κυριακίδου –Νέστορος Α., Ρωμιοί Έλληνες και Φιλέλληνες, Ανάτυπο από το περιοδικό «Φιλόλογος», Θεσσαλονίκη, 1966, σ.84-92 Κωτίδης Α. «Φανερώματα του Ρομαντισμού στην Ελληνική Ζωγραφική», στο Ο Ρομαντισμός στην Ελλάδα, Επιστημονικό Συμπόσιο (12,13 Νοεμβρίου 1999), Αθήνα, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 2001. Λάιος Γ., Σίμων Σίνας, Αθήνα, Ακαδημία Αθηνών, 1972 Λάππας Κ., «Πανεπιστήμιο Αθηνών, θεσμοί και οργάνωση, ιδεολογική λειτουργία», στο Ιστορία του Νέου Ελληνισμού,Αθήνα Ελληνικά Γράμματα, 22003, σ. 161 Λε Γκοφ Ζ., Ιστορία και Μνήμη, μτφ: Γ. Κουμπουρλής, Αθήνα, Νεφέλη, 1998, σ. 90 Λέκκας Π., Η εθνικιστική ιδεολογία, Πέντε υποθέσεις εργασίας στην ιστορική κοινωνιολογία, Αθήνα, Κατάρτι, 2006, σ. 40. 185 Λέκκας Π., Το παιχνίδι με το χρόνο, εθνικισμός και νεοτερικότητα, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2001 Λιάκος Α. Ι., Πώς στοχάστηκαν το έθνος αυτοί που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο, Αθήνα, Πόλις 2005 Λιγνάδης Τ., Η ξενική εξάρτησις κατά την διαδρομήν του νεοελληνικού κράτους (1821-1945). Πολιτική διαμόρφωσις- Εθνική Γη-Δανειοδότησις, 1975, σ. 13 κ.εξής. Marchand S., Down from OlympusQ Archaeology and Philhellenism in Germany, 1750-1970, Princeton, N. J., Princeton University Press, 1996 Μάλαμα Α., Μνημειακή ζωγραφική στην Αθήνα του 19ου αι., Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Θεσσαλονίκη, 2005 Ματάλας, Π., ´Έθνος και Ορθοδοξία : οι περιπέτειες μιας σχέσης : από το "ελλαδικό" στο βουλγαρικό σχίσμα. Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2002 Ματθιόπουλος Ε. Δ. -Ν. Χατζηνικολάου (επιμ.)« Η Ιστορία της τέχνης στα όρια του Έθνους». Η ιστορία της τέχνης στην Ελλάδα, Ηράκλειο Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, 2003, σ. 439-33 Μερτυρή Α. , Η καλλιτεχνική εκπαίδευση των νέων στην Ελλάδα : (1836-1945), Αθήνα : Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας : Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς : Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών Ε.Ι.Ε., 2000 Μεταξά Α-Ι. Δ., Προεισαγωγικά για τον Πολιτικό Λόγο. Δεκατέσσερα μαθήματα για το στυλ,. Αθήνα, Αντ. Ν. Σάκκουλας, 1997, σ. 61-70.

180

Page 181: papadopoulou

Milza P. - Berstein S., Ιστορία της Ευρώπης. Η Ευρωπαική συμφωνία και η Ευρώπη των εθνών.1815-1919. τ.2, 1997, σ.29 κ. εξής. Μπαρούτας Κ., Η εικαστική ζωή και η αισθητική παιδεία στην Αθήνα του 19ου αιώνα οι εκθέσεις Τέχνης, η Τεχνοκριτική, οι διαγωνισμοί, τα έντυπα τέχνης, οι έριδες των καλλιτεχνών και άλλα γεγονότα, Αθήνα, Σμίλη, 1990, σ. 98 Μπάσιος Κ. , Η Πόλη ως Μουσείο: η Αθήνα και το Μόναχο κατά το ΙΘ’ αιώνα, Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών, Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών Θέμα: Ο ελληνικός κόσμος ανάμεσα στην εποχή του Διαφωτισμού και στον εικοστό αιώνα, 2-4 Ιουνίου 2006, Αθήνα, 2006. Μπίρης Κ. «Αι Αθήνα, από του 19ου εις τον 20ον αι.» Αθήνα, Μέλισσα, 1996 16-20. Μπίρης, Κ. Αθηναϊκαί μελέται, Αθήνα, Θέμις, 1938, σ. 16 Μπίρης Μ., Καρδαμίτση- Αδάμη Μ., Νεοκλασική αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, Μέλισσα, Αθήνα, 2001, σ. 80-82 Μυκονιάτης Ηλ., Νεοελληνική γλυπτική, Αθήνα : Εκδοτική Αθηνών, 1996 Μυλωνάς Π., Η Νεοκλασική Αθήνα, Σχέδια αποτυπώσεων 1941-1955, Κέντρο τεκμηρίωσης ελληνικής αρχιτεκτονικής, Μουσείο Μπενάκη, 30 Μαΐου- 24 Ιουλίου 2000, Αθήνα, 2000, σ. 27. Μυλωνάς Π., Αρχιτεκτονικός Κλασικισμός στην Ελλάδα, Ιστορική και αισθητική σημασία του, Εισήγηση στη Διεθνή Συνέλευση της Europa Nostra, Παρίσι, Συνεδρίαση της 6 Ιουλίου 1974, Παρίσι- Αθήνα, 1974. Nationalism in the Visual Arts, Washington, National Gallery of Art, 1991 Νερντινγκερ Β., «Μια εικόνα καθαρού ελληνισμού μεταφυτεύεται στο δικό μας κόσμο» Τα κτίσματα του Leo von Klenze για την Αθήνα του Ποταμού Ιζάρ, στην έκθεση: Αθήνα Μόναχο, Τέχνη και πολιτισμός στην Ελλάδα, επιμ. Μ. Κασιμάτη, Εθνική Πινακοθήκη Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου σε συνεργασία με το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο (5 Απρ.- 3 Ιουλ. 2000), Αθήνα, ΕΠΜΑΣ, 2000, σ. 255 Ostrogorski G.- Hussey J. M., History of the Byzantine state Συγγραφέας, Oxford Blackwell 1956 Παπαγεωργίου –Βενετάς Α., Οθωνόπολις» ή η Νέα Αθήνα. Η ιστορία του σχεδιασμού επανίδρυσης της πόλης κατά το 19ο αι» από τον κατάλογο της έκθεσης Αθήνα Μόναχο, Τέχνη και πολιτισμός στην Ελλάδα, επιμ. Μ. Κασιμάτη, Εθνική Πινακοθήκη Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου σε συνεργασία με το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο (5 Απρ.- 3 Ιουλ. 2000), Αθήνα, ΕΠΜΑΣ, 2000, σ. 255 Παπαγεωργίου –Βενετάς Α., Αθήνα, ένα όραμα κλασικισμού, Αθήνα, Καπόν, 2001

181

Page 182: papadopoulou

Παπαγεωργίου Στ., Από το Γένος στο Έθνος. Η θεμελίωση του ελληνικού κράτους, 1821-1826, Αθήνα, 2004. Παπανικολάου Μ., Η Τοιχογραφίες του Μεγάρου της Βουλής, Αθήνα, Βουλή των Ελλήνων, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, 2007 Παπανικολάου Μ., Η Εικονογράφηση του Μεγάρου της Βουλής, Αθήνα, Βουλή των Ελλήνων, 1998, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων Παπανικολάου-Κρίστενσεν Α., Χριστιανός Χάνσεν : Επιστολές και σχέδια από την Ελλάδα, Αθήνα, Ωκεανίδα, 1994. Παπανούτσος Ε. Π., Αισθητική, Αθήνα, Ικαρος,1976 Παπαρηγόπουλος Κ., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους [Η πρώτη μορφή: 1853], επιμ. Κ.Θ. Δημαράς, Αθήνα, 1973. Παπαχατζής Ν. Δ., Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησης-Αττικά, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1992, σ. 254 Παρμενίδης Γ., Ρούπα Ε., Το αστικό έπιπλο στην Ελλάδα, 1830-1940 : Ένας αιώνας συγκρότησης κανόνων σχεδιασμού, Αθήνα : ΕΜΠ, 2003, σ.224. Πατρικίου Ρ., Οι φόβοι ενός αιώνα, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2008. Πετρίτης Π., Αλφαβητάριο αισθητικής για μεγάλους, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1992, σ. 79 Πλωρίτης Μ., Τέχνη Γλώσσα και Εξουσία: εννιά «επίκαιρα» σχόλια γύρω σε τρία ατέρμονα θέματα, Αθήνα, Καστανιώτη, 1989 Πολίτης Α., Το μυθολογικό κενό, Αθήνα, Πόλις, 2000. Πολίτης Α. Ρωμαντικά χρόνια ιδεολογίες και νοοτροπίες στην Ελλάδα του 1830-1880, Αθήνα, Ε.Μ.Ν.Ε.-Μνήμων, 1993. Ν. Πουλαντζάς, Το κράτος η εξουσία ο σοσιαλισμός, 3η έκδοση, Αθήνα Θεμέλιο 1991 Ricks D. – Magdalino P., Byzantium and the Modern Greek Identity, King's College (University of London), Centre for Hellenic Studies, U.K.,1998 Rosenblum R., Transformations in late Eighteenth Century Art, Princeton N.J., Princeton University Press, 1967.

182

Page 183: papadopoulou

Russack Η.Η., Αρχιτέκτονες της Νεοκλασικής Αθήνας, μτφ. Κ. Σαρρόπουλος, Αθήνα, Γκοβόστη, 1992. Ρενιέρης Μ., Φιλοσοφία της Ιστορίας: Δοκίμιον, Εν Αθήναις, 1841 Said E.W., Κουλτούρα και Ιμπεριαλισμός, Αθήνα, Νεφέλη, 1996. Σβορώνος Ν. Γ., Το ελληνικό Έθνος, γένεση και διαμόρφωση του νέου ελληνισμού, Αθήνα, Πόλις, 2004 Seidl, W. Βαυαροί στην Ελλάδα: η γένεση του νε κράτους και το καθεστώς του Όθωνα, Αθήνα, Ελληνική Ευρωεκδοτική, 1984 Σκάρπια-Χόιπελ, Ξ., Η μορφολογία του γερμανικού κλασικισμού (1789-1848) και η δημιουργική αφομοίωση του από την ελληνική αρχιτεκτονική (1833-1897), Θεσ/νίκη, Α.Π.Θ. , 1976. Σκοπετέα E., «Το Πρότυπο Βασίλειο» και η Μεγάλη Ιδέα. Όψεις του εθνικού προβλήματος στην Ελλάδα (1830-1880), Αθήνα, Πολύτυπο, 1988. Smith A.D., Nationalism and Modernism: A critical Survey of recent Theories of Nations and Nationalism, London & New York, 1998. Smith A.D. Nationalism in Twentieth Century, London, Martin Robenson ,1979, σ.4 Smith, A. D. Εθνική ταυτότητα μτφ. Εύα Πέππα Αθήνα : Οδυσσέας , 2000 Τζούμα Ά., Εκατό χρόνια νοσταλγίας : το αυτοβιογραφικό αφήγημα έθνος, Αθήνα, Μεταίχμιο , 2007 Τόλιας, Γ. Προσλήψεις και εικόνες της Ελλάδας 1420-1820 στο Ιστορία των Ελλήνων, Δομή, τ. 8, Αθήνα, 2004. σ. 456. Τόλιας Γ., Προσλήψεις και εικόνες της Ελλάδας 1420-1820, στο Ιστορία των Ελλήνων, εκδόσεις «Δομή» Α.Ε., τ. 8, σελ. 454-501 Τουρσίνσκι Ε., Η συμβολή της Βαυαρίας στην απελευθέρωση της Ελλάδας, στην έκθεση: Αθήνα- Μόναχο, Τέχνη και Πολιτισμός στη Νέα Ελλάδα, επιμ.: Μ. Κασιμάτη, Εθνική Πινακοθήκη, Μουσείο Αλ. Σούτσου σε συνεργασία με το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο (5 Απριλίου-3 Ιουλίου 2000), Αθήνα, ΕΠΜΑΣ, 2000, σ. 39-52. Ι. Τραυλός, Πολεοδομική εξέλιξις των Αθηνών : από των προϊστορικών χρόνων μέχρι των αρχών του 19ου αιώνος, Αθήνα, 1960 (β' έκδοση 1993, σσ. 195-242), Αθήναι : [Ευαγγ. Χαλκιοπούλου & Υιού], 1960. Τσαούσης Δ. Γ., (Επιμελ. Έκδοσης), Ελληνισμός-ελληνικότητα : ιδεολογικοί και βιωματικοί άξονες της νεοελληνικής κοινωνίας, Εκδότης Αθήνα : Εστία, 1983.

183

Page 184: papadopoulou

Γ. Τσιώμης, «Αθήνα, ευρωπαϊκή υπόθεση», Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου Ιστορίας Νεοελληνική Πόλη: Οθωμανικές κληρονομιές και Ελληνικό κράτος (1984), τ. 1ος, Αθήνα 1985, σ. 97-101 Τσουκαλάς Κ., «Ιστορία, Μύθοι και Χρησμοί: η αφήγηση της ελληνικής συνέχειας», Έθνος-Κράτος-Εθνικισμός (Επιστημονικό Συμπόσιο-Αθήνα, 21 και 22 Ιανουαρίου 1994), Αθήνα, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1994, σ. 299-300. Τσουκαλάς Κ., Εξάρτηση και αναπαραγωγή : ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα, 1830-1922, μτφ. Ι. Πετροπούλου, Κ. Τσουκαλάς, Αθήνα, Θεμέλιο , 1977 Τσουκαλάς Κ., «Παράδοση και εκσυγχρονισμός: μερικά γενικότερα ερωτήματα» στο Δ. Γ. Τσαούσης (επιμ.), Ελληνισμός, Ελληνικότητα: ιδεολογικοί και βιωματικοί άξονες της νεοελληνικής κοινωνίας, Αθήνα, 1983 Turner J., The Dictionary of Art, London, Grove-Macmillan Publishers 1996 Φίλιας Β., «Ελληνική κοινωνία» στο ΙΕΕ τ. ΙΓ Αθήνα 1977 σ. 448-9 Φίλιας Β., Κοινωνία και Εξουσία στην Ελλάδα. Η νόθα κοινωνικοποίηση 1800-1864, Αθήνα Gutenberg 1996. Φιλιππίδης Δ., Νεοελληνική Αρχιτεκτονική: Θεωρεία και πράξη 1830-1980, σαν αντανάκλαση των ιδεολογικών επιλογών της νεοελληνικής κουλτούρας, Αθήνα, Μέλισσα, 1984 Φιλιππίδης Δ., Μοντέρνα αρχιτεκτονική στην Ελλάδα Συγγραφέας Εκδότης Αθήνα Μέλισσα 2001 Φίτσεν Κ., Αρχαιολογικές έρευνες στην Ελλάδα στην εποχή του βασιλιά Όθωνα (1832-1862), στην έκθεση Αθήνα Μόναχο, Τέχνη και πολιτισμός στην Ελλάδα, επιμ. Μ. Κασιμάτη, Εθνική Πινακοθήκη Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου σε συνεργασία με το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο (5 Απρ.- 3 Ιουλ. 2000), Αθήνα, ΕΠΜΑΣ, 2000, σ. 217-19 και Φλαμιάτος Κ., Ερμηνεία των χρησμών του Αγαθαγέλου υπό Κ.Φ, 1949, Εν Αθήναις. Χορκχάιμερ Μ., Αντόρνο Τ.Β., Διαλεκτική του Διαφωτισμού, μετάφραση Λ. Αναγνώστου, επιμέλεια: Γ. Κουζέλης, Αθήνα, Εκδόσεις νήσος, 1996, Χρήστου Θ., «Η ίδρυση του Πανεπιστημίου», στην έκθεση Αθήνα Μόναχο, Τέχνη και πολιτισμός στην Ελλάδα, επιμ. Μ. Κασιμάτη, Εθνική Πινακοθήκη Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου σε συνεργασία με το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο (5 Απρ.- 3 Ιουλ. 2000), Αθήνα, ΕΠΜΑΣ, 2000, σ. 60 Χρήστου Χ., Ο Μύθος του Προμηθέα και ο ζωγραφικός διάκοσμος της Ακαδημίας Αθηνών, Αθήνα, Γραφείο δημοσιευμάτων της Ακαδημίας Αθηνών, 2003

184

Page 185: papadopoulou

Χρήστου Χ., Η ζωφόρος των προπυλαίων του Πανεπσιτημίου Αθηνών, Αθήνα, Ακαδημία Αθηνών, 2005, Χρήστου Χ., Θεωρία και Ιστορία της νεώτερης Τέχνης Αθήνα Χρυσός Ε. (επιμ.), Ένας νέος κόσμος γεννιέται, η εικόνα του ελληνικού πολιτισμού στη γερμανική επιστήμη κατά το 19ο αι., Αθήνα, Ακρίτας, 1996. Watkin D.,, Ιστορία της Δυτικής Αρχιτεκτονικής, Αθήνα , ΜΙΕΤ Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2005, σ. 36.

185

Page 186: papadopoulou

186