Top Banner
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΚΥΚΛΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ Διπλωματική εργασία μεταπτυχιακού προγράμματος ακύκλου Συντάκτρια: Μαρίνα Τζακώστα Επόπτρια καθηγήτρια: Ιωάννα Κάππα ΘΕΜΑ «Κατάκτηση της προσωδιακής δομής στη νέα ελληνική» ΡΕΘΥΜΝΟ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1999
196

Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

Jan 26, 2023

Download

Documents

Welcome message from author
This document is posted to help you gain knowledge. Please leave a comment to let me know what you think about it! Share it to your friends and learn new things together.
Transcript
Page 1: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ Α’ ΚΥΚΛΟΥ

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ

ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

Διπλωματική εργασία μεταπτυχιακού προγράμματος α’ κύκλου

Συντάκτρια: Μαρίνα Τζακώστα

Επόπτρια καθηγήτρια: Ιωάννα Κάππα

ΘΕΜΑ

«Κατάκτηση της προσωδιακής δομής στη νέα ελληνική»

ΡΕΘΥΜΝΟ

ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1999

Page 2: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

Η παρούσα διπλωματική εργασία αποτελεί το προϊόν συστηματικής

έρευνας και μελέτης που διήρκεσε δύο χρόνια. Δεν θα είχε όμως ποτέ

ολοκληρωθεί χωρίς τη συνεχή επιστημονική καθοδήγηση, την ηθική και

ψυχική συμπαράσταση της επόπτριας καθηγήτριάς μου κ. Ιωάννας Κάππα τις

δύσκολες ώρες της μελέτης όλο αυτό το χρονικό διάστημα. Η συνεργασία μου

μαζί της υπήρξε πολύτιμη, γιατί , τουλάχιστον, συνέβαλε στο να με διδάξει τον

τρόπο να θέτω ερωτήματα και να προσπαθώ να βρίσκω απαντήσεις σε λογικά

και επιστημονικώς τεκμηριωμένα επιχειρήματα. Έστω και μόνο γι’αυτό πολύ

την ευχαριστώ.

Page 3: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.
Page 4: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ................................................................................................................3

2. ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ...........................................................................................5

2.1. Γενικά περί γλωσσικής κατάκτησης...................................................................5

2.2. Συνοπτική θεώρηση της προσωδιακής δομής στον παιδικό λόγο ......................9

2.2.1. Συλλαβική δομή.........................................................................................10

2.2.2. Τονισμός ....................................................................................................19

2.3. Μοντέλα μελέτης του φωνολογικού συστήματος του παιδιού.........................22

2.3.1. Δομικά μοντέλα-Δομική Φωνολογία.........................................................24

2.3.2. Γνωστικά μοντέλα-Γνωστική Φωνολογία .................................................26

2.3.3. Γενετικά μοντέλα-Γενετική Φωνολογία ....................................................26

2.3.3.1. Φυσική Φωνολογία (Natural Phonology)........................................... 27

2.3.3.2. Γενετική Φωνολογία (Generative

Phonology)......................................27

2.3.3.3. Προσωδιακή Φωνολογία (Prosodic Phonology).................................

28

2.3.3.4. Μοντέλο αρχών και παραμέτρων (The Principles and parameters

model)......................................................................................................... 29

2.3.3.5. Μη Γραμμική Φωνολογία (Non linear Phonolohy)........................... 30

2.4. Θεωρία του Βέλτιστου (Optimality Theory) ....................................................33

2.4.1. Καταγωγή της Θεωρίας .............................................................................33

2.4.2. Γενικές αρχές της Θεωρίας ........................................................................34

2.4.3. Ιδιότητες της Θεωρίας του Βέλτιστου .......................................................41

2.4.4. Όψεις της Θεωρίας του Βέλτιστου: Ευθυγράμμιση (Alignment),

Πιστότητα (Faithfulness), Αντιστοιχία (Correspondence) .............................44

2.4.4.1. Γενικευμένη Ευθυγράμμιση (Generalized Alignment)..................... 44

2.4.4.2. Πιστότητα και Αντιστοιχία (Faithfulness and Correspondence)....... 48

2.4.5. Θεωρία του Βέλτιστου και Λεξικό ............................................................52

2.4.6. Προεκτάσεις της Θεωρίας του Βέλτιστου .................................................56

2.4.7. Σχέση της Θεωρίας του Βέλτιστου με άλλα θεωρητικά μοντέλα..............62

2.4.8. Υπεροχή της Θεωρίας του Βέλτιστου έναντι των άλλων θεωρητικών

μοντέλων σχετικά με τη μελέτη του παιδικού λόγου ..........................................65

2.4.9. Θέσεις κατά της Θεωρίας ..........................................................................67

Page 5: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

2

2.4.10. Μαθησιακότητα (Learnability) και Θεωρία του Βέλτιστου....................68

3. ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ...........................................................................................71

3.1. Θεωρία του Βέλτιστου (ΟΤ): μια νέα προσέγγιση ερμηνείας και ανάλυσης

του παιδικού λόγου ..................................................................................................71

3.2. Συλλογή δεδομένων ..........................................................................................75

3.3. Συλλαβική δομή και Θεωρία του Βέλτιστου-Ιεραρχήσεις περιορισμών-

Βασικοί περιορισμοί-Επεξεργασία γλωσσικών δεδομένων ....................................76

3.3.1. Έμβαση συλλαβών ....................................................................................76

3.3.1.1. Η έμβαση σε διάφορες γλώσσες......................................................... 80

3.3.1.2. Η έμβαση στα νέα ελληνικά................................................................85

3.3.1.3. Συμπεράσματα.....................................................................................99

3.3.1.4. Θεωρία του Βέλτιστου και συλλαβική δομή.....................................100

3.3.1.5. Θεωρία του Βέλτιστου και έμβαση στα νέα ελληνικά......................101

3.3.2. Έξοδος συλλαβών....................................................................................112

3.3.2.1. Ρίμα-έξοδος σε διάφορες γλώσσες....................................................114

3.3.2.2. Ρίμα-έξοδος στα νέα ελληνικά..........................................................123

3.3.2.3. Συμπεράσματα...................................................................................131

3.3.2.4. Θεωρία του Βέλτιστου και έξοδος στα νέα ελληνικά.......................131

3.3.3. Τονισμός ..................................................................................................136

3.3.3.1. Προσωδιακή Ιεραρχία (Prosodic Hierarchy) και στάδια ανάπτυξης

στον παιδικό λόγο..............................................................................138

3.3.3.2. Τροχαίοι (trochees), ίαμβοι (iambs) και περικοπές (truncations)

πολυσύλλαβων λέξεων: θέση και δυναμική τους στον παιδικό

λόγο...........................................................................................................146

3.3.3.3. Τονισμός στον παιδικό λόγο: ο τονισμός είναι λεξικός (lexical) ή

βασίζεται σε κανόνες (based on rules);........................................... 157

3.3.3.4. Γενική θεώρηση του τονισμού στα νέα ελληνικά.............................159

3.3.3.5. Συμπεράσματα...................................................................................170

3.3.3.6. Θεωρία του Βέλτιστου και τονισμός στα νέα ελληνικά................... 172

4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ............................................................................................. 182

5. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ .................................................................................................. 183

Page 6: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

3

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η παρούσα διπλωματική εργασία πραγματεύεται την κατάκτηση της

προσωδιακής δομής, της συλλαβής και του τονισμού, στα ελληνικά. Η μελέτη της

συλλαβής θα μας απασχολήσει στο επίπεδο κυρίως της έμβασης (onset) και της

εξόδου (coda), καθώς τα νέα ελληνικά δεν κάνουν πλέον διάκριση ανάμεσα σε

βραχέα και μακρά φωνηεντικά τεμάχια του συλλαβικού πυρήνα, όπως τα αρχαία

ελληνικά. Κατά συνέπεια η μελέτη της ρίμας (rhyme) στο σύνολό της δεν θα είχε να

προσθέσει κάτι ουσιώδες. To θέμα μας θα επεκταθεί στη μελέτη του τονισμού (stress)

και θα παρουσιάσουμε τα πορίσματά μας σχετικά με τη θέση του τονισμού στον

παιδικό λόγο και τον τρόπο κατάκτησής του από το παιδί. Για κάθε ένα από τα

παραπάνω θέματα θα παραθέσουμε τις θέσεις διάφορων μελετητών αναφορικά με

άλλες γλώσσες. Κι αυτό, γιατί θεωρούμε σκόπιμη τη συγκριτική θεώρηση της

ελληνικής με άλλα γλωσσικά συστήματα. Μ’αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουμε να

καταλήξουμε σε συμπεράσματα σχετικά με τις καθολικές σ’όλες τις γλώσσες δομές

(universals) και τις καθορισμένες και ανά γλώσσα παραμετροποιημένες (language

specific structures).

Το σύνολο των γλωσσικών δεδομένων της ελληνικής θα γίνει αντικείμενο

ερμηνείας βάσει της Θεωρίας του Βέλτιστου (Optimality Theory-ΟΤ, Prince and

Smolensky 1993), ενός οικονομικού, ερμηνευτικά, μοντέλου, σύμφωνα με το οποίο η

δομή και η ποιότητα των εξαγόμενων φωνητικών αντιπροσωπεύσεων δεν

ερμηνεύονται μέσα από μία σειρά κανόνων και παραμέτρων που ενεργοποιούνται

κατά τη διαδικασία της παραγωγής, αλλά από ένα σύνολο περιορισμών, οι οποίοι

δομημένοι ιεραρχικά, δικαιολογούν, τυποποιούν και ερμηνεύουν την παραγωγή των

εξαγόμενων τύπων του παιδιού που προκύπτουν από συγκεκριμένους εισαγόμενους

τύπους, χωρίς την παρουσία ενδιάμεσων σταδίων.

Η δομή της εργασίας μας έχει ως εξής:

Στο 2ο κεφάλαιο, το θεωρητικό μέρος, θα κάνουμε λόγο γενικά περί γλωσσικής

κατάκτησης (2.1) και θα προβούμε σε μια συνοπτική θεώρηση της προσωδιακής

δομής, συλλαβής και τονισμού, στον παιδικό λόγο (2.2). Στη συνέχεια, θα

αναφερθούμε στα μοντέλα μελέτης του φωνολογικού συστήματος του παιδιού (2.3),

δίνοντας, όμως, μεγαλύτερη έμφαση στα μοντέλα που κινούνται στα πλαίσια της

Γενετικής Φωνολογίας. Στο τελευταίο μέρος του 2ου κεφαλαίου, θα παραθέσουμε τις

Page 7: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

4

βασικές αρχές της Θεωρίας του Βέλτιστου, που θα αποτελέσει και το μοντέλο

προσέγγισης της μελέτης του παιδικού λόγου στα ελληνικά, θα παραθέσουμε

απόψεις σχετικά με τις πιθανές προεκτάσεις της θεωρίας, τη σχέση της με άλλα

μοντέλα μελέτης του παιδικού λόγου και θα καταδείξουμε την υπεροχή της έναντι

των άλλων μοντέλων ((2.4.1)-(2.4.9)). Θα υπογραμμίσουμε επίσης τη σχέση της

θεωρίας με τη μαθησιακότητα (learnability) (2.4.10).

Με το 3ο κεφάλαιο θα περάσουμε στην επεξεργασία των γλωσσικών

δεδομένων μας, προκειμένου να προχωρήσουμε στην ανάλυση της προσωδιακής

δομής στο λόγο των παιδιών που κατακτούν την ελληνική. Θα μιλήσουμε διεξοδικά

καταρχήν για τη συλλαβική έμβαση, τη μορφή που παίρνει σε διάφορες γλώσσες

καθώς και τα ελληνικά, τους περιορισμούς που, στα πλαίσια της θεωρίας του

Βέλτιστου, την διέπουν και θα προχωρήσουμε στο σχηματισμό των πινάκων οι

οποίοι, βάσει της θεωρίας του Βέλτιστου, ερμηνεύουν την επιλογή συγκεκριμένων

εξαγόμενων από τα παιδιά (3.3.1.). Τα ίδια βήματα θα ακολουθήσουμε στη μελέτη

της συλλαβικής εξόδου (3.3.2) και του τονισμού (3.3.3). Τέλος, θα καταλήξουμε σε

μερικά πολύ γενικά συμπεράσματα, που συνιστούν, μάλλον, κάποιες τελευταίες

σκέψεις πάνω στο θέμα (κεφ. 4).

Page 8: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

5

2. ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

2.1. Γενικά περί γλωσσικής κατάκτησης

Η γλωσσική κατάκτηση είναι θέμα που απασχολεί έντονα τα τελευταία

χρόνια και αποτελεί πεδίο ερευνών και εκτεταμένων μελετών. Η σειρά και ο τρόπος

κατάκτησης και σύνθεσης του Λεξικού (Lexicon) κάθε γλώσσας είναι

προβληματισμοί που αποτελούν το έναυσμα για τη σύσταση θεωριών και μοντέλων

προσέγγισης και ερμηνείας της γλωσσικής κατάκτησης. Όσον αφορά την κατάκτηση

της γλώσσας από το παιδί, θεμελιώδες είναι το ερώτημα που θέτει ο Chomsky

σχετικά με το πώς το παιδί καταφέρνει να χειρίζεται ένα σύνθετο και αφηρημένο

σύστημα, όπως είναι η γλώσσα, δεδομένου ότι έχει σποραδικές ενδείξεις γι’αυτό το

σύστημα, και ότι η γλώσσα του παιδιού είναι σύνθετη και μεταβάλλεται με

απίστευτα γρήγορους ρυθμούς (Macken 1995:671).

Το ότι τα παιδιά κατακτούν τη γλώσσα σχετικά εύκολα και γρήγορα έχει

οδηγήσει πολλούς γλωσσολόγους και ψυχογλωσσολόγους στο να υποθέσουν ότι τα

παιδιά διαθέτουν μια εγγενή, μια έμφυτη γνώση για τη γλώσσα. Αυτή η εγγενής

γνώση είναι γνωστή ως Καθολική Γραμματική (Universal Grammar, UG). Η

Καθολική Γραμματική συνίσταται (α) από ένα σύνολο πυρηνικών αρχών, που διέπουν

όλες τις γλώσσες ανεξαιρέτως, και (β) από ένα σύνολο παραμέτρων, αρχών δηλ. των

οποίων οι αξίες αφορούν συγκεκριμένες γλώσσες. Οι παράμετροι ποικίλλουν από

γλώσσα σε γλώσσα και οι ιεραρχήσεις τους για κάθε γλώσσα είναι διαφορετικές

(Fikkert 1994:3, Fee 1995α:43-44).

H έννοια της Καθολικής Γραμματικής ως παραμετροποιημένου συστήματος

τείνει να εξηγήσει τον τρόπο με τον οποίο το παιδί κατακτά τη γραμματική μιας

δεδομένης γλώσσας, βάσει μιας ανεπαρκούς βάσης δεδομένων, να ερμηνεύσει την

ποικιλομορφία των πιθανών γλωσσών και να καταδείξει πώς τα παιδιά, ενώ

προέρχονται από διαφορετικά γλωσσικά υπόβαθρα, επιδεικνύουν όμοια μοντέλα

γλωσσικής κατάκτησης (Lakshmanan 1994:6, Fee 1995α:43-52).

Η Καθολική Γραμματική συνδέεται άμεσα με το φερόμενο ως λογικό

πρόβλημα της γλωσσικής κατάκτησης (logical problem of language acquisition). Ο

προβληματισμός αφορά το πώς η γραμματική μιας γλώσσας μπορεί να κατακτηθεί,

δεδομένης της Καθολικής Γραμματικής, σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα,

μέσω των γλωσσικών δεδομένων που είναι διαθέσιμα στο παιδί. Και, αντίστροφα,

Page 9: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

6

πώς τα δεδομένα που αποτελούν ανεπαρκή πηγή πληροφοριών, όσον αφορά τις

σύνθετες δομές της γλώσσας, αποτελούν τη βάση εκμάθησης της μητρικής του.

Πρέπει να καθοριστεί η σχέση της Καθολικής Γραμματικής με τα δεδομένα της κάθε

γλώσσας και να δοθεί απάντηση στο πώς τα παιδιά μπορούν να κάνουν υποθέσεις

σχετικά με τις ιεραρχήσεις των παραμέτρων μιας γλώσσας βάσει των δεδομένων της.

Κρίνεται απαραίτητη η ύπαρξη μιας θεωρίας εκμάθησης (Learning Theory)

που θα συνδέει τη βάση των δεδομένων μιας γλώσσας με την Καθολική Γραμματική.

Κι αυτό γιατί, ακόμη κι αν οι παράμετροι μιας γλώσσας είναι δεδομένες από την

Καθολική Γραμματική, οι αξίες τους καθορίζονται βάσει των δεδομένων. Για να

συγκροτήσουμε μια θεωρία η οποία μπορεί να ερμηνεύσει το τρόπο της γλωσσικής

κατάκτησης, πρέπει να προσδιορίσουμε την οδό εκμάθησης (learning path) που

ακολουθεί το παιδί. Πρέπει δηλ. να προσδιορίσουμε την εμπειρία που προκαλεί, που

είναι η αιτία της γνώσης (trigger experience) για το παιδί. (Goodluck 1991:3,

Archibald 1993:2, Fikkert 1994:4, Lakshmanan 1994:3, Dresher and van der Hulst

1995:2).

Γενικά παραδεκτή είναι η άποψη ότι η κατανόηση (comprehension) και η

παραγωγή (production) δεν είναι συμμετρικές λειτουργίες. Η κατανόηση είναι η

αφηρημένη και υπονοούμενη γνώση εκ μέρους του ιθαγενούς ομιλητή των κανόνων

της γραμματικότητας (grammaticality) και της σημασίας (meaning) μιας γλώσσας και

αποτελεί μια πολύ σύνθετη διαδικασία για το παιδί, ενώ η παραγωγή αφορά την

πραγμάτωση της αντίληψης (perception) που έχει το παιδί όσον αφορά τη μητρική

γλώσσα του. Οι διαφορές των δύο λειτουργιών διαφαίνονται ήδη από τα πρωιμότερα

στάδια της γλωσσικής κατάκτησης, αλλά και οι δύο παίζουν σημαντικό ρόλο στη

διαδικασία της κατάκτησης αυτής καθαυτής, καθώς και στο λόγο των ενηλίκων. Τα

μικρά παιδιά καταλαβαίνουν, αντιλαμβάνονται τους τύπους-στόχους, πριν τους

παράγουν. Το λεξιλόγιο παραγωγής του παιδιού είναι πολύ μικρότερο από το

αντίστοιχο της κατανόησης1. Αν βγάλουμε τα συμπεράσματά μας για την κατάκτηση

μόνο από την παραγωγή, υποεκτιμούμε αυτά που τα παιδιά γνωρίζουν τόσο για τη

γλώσσα όσο και για το Λεξικό. Κατά συνέπεια, η κατανόηση λογικά προηγείται της

παραγωγής. Οφείλουμε να σημειώσουμε ότι το αντιληπτικό σύστημα του παιδιού

1 Πολλές μελέτες καταλήγουν σε πρακτικά συμπεράσματα σχετικά με την άποψη ότι η γλώσσα των

παιδιών είναι απλούστερη από τη γλώσσα των ενηλίκων (βλ. Vihman, Velleman και McCune 1994).

Page 10: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

7

συνεχώς αναπροσαρμόζεται και εμπλουτίζεται με τις φωνολογικές αντιθέσεις

(phonological contrasts) της γλώσσας-στόχου, καθώς το παιδί μεγαλώνει (βλ.

Goodluck 1991:1-2, Clark 1993:245-246, Fikkert 1994:12, Menn and Stoel-Gammon

1995, Vihman 1996:24 και 125, Wode 1997:18-19, 31-34).

Μάλιστα η Huttenlocher (1974, στην Vihman 1996:126) δικαιολογεί τη

διάσταση μεταξύ κατανόησης και παραγωγής ισχυριζόμενη ότι (α) τα παιδιά είναι σε

θέση να κατανοήσουν ήχους τους οποίους, ωστόσο, δεν μπορούν να πραγματώσουν

και (β) ότι κάποιες φορές τα παιδιά δεν αποθηκεύουν πλήρως στο Νοητικό Λεξικό

(Mental Lexicon) τους ήχους μιας λέξης2.

Καθώς τα παιδιά κατακτούν τη γλώσσα, αλλάζουν τα εξαγόμενά τους,

εφόσον περνούν μέσα από συγκεκριμένα στάδια της γλωσσικής τους κατάκτησης. Η

αλλαγή αυτή είναι ποιοτική (qualitative) και ποσοτική (quantitative). Ποιοτική από

την άποψη ότι οι βασικές δομές αλλάζουν και ποσοτική από την άποψη οι

πληροφορίες ή η γνώση ενός συγκεκριμένου πεδίου αλλάζουν (Macken 1995:674)3.

Στο ερώτημα που αφορά τη σχέση της γραμματικής του παιδιού μ’αυτήν των

ενηλίκων ο R. Jakobson δίνει απαντήσεις με μια μονογραφία του (1941/ 1968, στην

Macken 1995:674-675) όπου φαίνεται ότι υπάρχει παράλληλη σχέση ανάμεσα στα

καθολικά (universals) και την κατάκτηση. H βασική του θέση είναι ότι «ο λόγος των

παιδιών από τις πρώτες λέξεις και εξής είναι απλούστερος, επειδή διέπεται από

αυστηρές αρχές, και ομοιογενής, όπως η καθολική δομή που αποτελεί το υπόβαθρο

της γλώσσας των γονιών τους». O Jakobson επιπλέον υποστηρίζει ότι υπάρχει

διαφορά ανάμεσα στο στάδιο του βαβίσματος του παιδιού και στη γλώσσα που

χρησιμοποιεί στο πρώτο έτος της ζωής του, θεωρώντας μ’αυτόν τον τρόπο ότι το

στάδιο της πραγματικής γλώσσας (true language) ξεκινά στο δεύτερο έτος του

2 Ωστόσο ορισμένοι ψυχολόγοι ( Leonard, Newhoff and Fey 1980, στους Reznick και Goldfield 1992)

υποστηρίζουν ότι υπάρχουν περιστάσεις κατά τις οποίες τα παιδιά είναι δυνατό να παράγουν λέξεις

που δεν έχουν προηγουμένως κατανοήσει. Υπάρχει εξάλλου και η γλωσσολογική άποψη (των Gopnik

και Meltzoff 1978, στους Reznick και Goldfield 1992) ότι η ξαφνική και ραγδαία ανάπτυξη του

λεξιλογίου του παιδιού αποδίδεται στο γεγονός ότι τα παιδιά ξαφνικά συνειδητοποιούν την ανάγκη να

ονοματίζουν όλα τα αντικείμενα. 3 O Ingram (1989:32-58), η Fikkert (1994:2-3) και η Vihman (1996:101-104) παραθέτουν μελέτες

ερευνητών όπου οριοθετούνται και καθορίζονται τα στάδια ανάπτυξης της γλωσσικής κατάκτησης.

Βέβαια οι απόψεις των ερευνητών σχετικά με τα χρονικά πλαίσια αυτής της οριοθέτησης δεν

συμπίπτουν πάντα.

Page 11: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

8

παιδιού. Η ασυνέχεια και η ασυνέπεια στο λόγο του παιδιού σ’αυτό το στάδιο

συνοδεύεται από μια περίοδο σιγής.

Ωστόσο, η σύγχρονη έρευνα δε συμμερίζεται απόλυτα αυτές τις απόψεις. Οι

σύγχρονοι μελετητές θεωρούν ότι υπάρχει στενή σχέση ανάμεσα στο στάδιο του

βαβίσματος και στην εκφορά των πρώτων λέξεων. Δεν υπάρχει δηλ. ασυνέχεια

ανάμεσα στο προγλωσσικό στάδιο του βαβίσματος (prelinguistic stage) και τα

καθαρώς φωνολογικά στάδια που αρχίζουν στο δεύτερο έτος της ζωής του παιδιού.

Οι ίδιοι ερευνητές θεωρούν ότι ο όρος «προγλωσσικό» στάδιο είναι ανεπιτυχής.

Εξάλλου, έχει αποδειχτεί ότι στο δεύτερο εξάμηνο του πρώτου χρόνου της ζωής του

παιδιού το βάβισμα απαιτεί την παρουσία τεμαχιακών και προσωδιακών

χαρακτηριστικών (βλ. Macken 1995:674-675 και Menn and Stoel-Gammon 1995).

Απ’τη στιγμή που τα παιδιά αρχίζουν να κατακτούν το Λεξικό (Lexicon),

κατακτούν τη γλώσσα μέσα από το πλαίσιο των περιορισμών, οι οποίοι ταυτόχρονα

διέπουν το φωνολογικό σύστημά της. Όμως τα παιδιά διαφοροποιούνται ως προς τον

τρόπο με τον οποίο κατακτούν τη γλώσσα (variability). Δηλαδή κάθε παιδί που

μαθαίνει τη μητρική του γλώσσα, έχει ένα συγκεκριμένο βαθμό ελευθερίας «δράσης»

και επιλογής μεταξύ των περιορισμών κάθε γλώσσας. Όμως η δομή και η ποικιλία

στο λόγο του παιδιού εμπίπτουν στο ίδιο πλαίσιο περιορισμών το οποίο συναντάται

στη γλώσσα των ενηλίκων και αυτό το επιβεβαιώνει η θέση της ισχυρής ταυτότητας

(strong identity thesis), το γεγονός δηλ. ότι «το ίδιο φωνολογικό σύστημα ή

γραμματική ισχύει και για τα συστήματα των συγχρονικών γλωσσών και για τις

αλλαγές που αφορούν διαχρονικά την κατάκτηση». Η θέση της ισχυρής ταυτότητας

«δεν υπονοεί ότι δεν μπορούν να υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στα παιδιά και στους

ενήλικες. Η άποψη είναι ότι δεν υπάρχουν ποιοτικές διαφορές: η φωνολογική δομή,

τα χαρακτηριστικά, τα επίπεδα, η ιεραρχία και οι περιορισμοί είναι διαθέσιμοι από

την αρχή ...» (Macken 1995:677-688).

Στον αντίποδα ο Piaget βασιζόμενος στα πειράματά του θεωρεί ότι η σκέψη

των παιδιών αλλάζει ποιοτικά σε σχέση με τη σκέψη των ενηλίκων. Ο διαφορετικός

τρόπος σκέψης αποδεικνύεται από το γεγονός ότι τα παιδιά δίνουν σε συγκεκριμένες

ερωτήσεις διαφορετικές απαντήσεις απ’αυτές των ενηλίκων (Macken 1995:681).

Η μελέτη της παιδικής γλώσσας γίνεται από δύο οπτικές γωνίες. Από τη μία

μεριά οι μελετητές επιδιώκουν να μελετήσουν τη γλωσσική κατάκτηση (language

acquisition) από γλωσσολογική άποψη. Ενδιαφέρονται κυρίως για την ανάπτυξη μιας

Page 12: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

9

θεωρίας γραμματικής και τείνουν να ελαχιστοποιήσουν το ρόλο των εμπειρικών

δεδομένων σ’αυτό τους το εγχείρημα. Στόχος είναι επίσης να δουν τον παιδικό λόγο

πρωταρχικά από περιγραφική σκοπιά. Οι μελετητές που ακολουθούν τη δεύτερη

προσέγγιση ασχολούνται με την παιδική γλώσσα (child language) κυρίως σε

ψυχολογικό επίπεδο. Επικεντρώνονται στα γλωσσικά δεδομένα των παιδιών,

προτείνουν βάσει αυτών συγκεκριμένα στάδια γλωσσικής κατάκτησης και

προβαίνουν σε υποθέσεις και προτάσεις αναφορικά με τη φύση της γλώσσας και

τους παράγοντες που έχουν να κάνουν με την παραγωγή του παιδικού λόγου.

Αναπόφευκτα, δεν βασίζονται τόσο στη θεωρία. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι η

προσέγγιση αυτή δεν έχει καμία σχέση με τη θεωρία, απλώς οι θεωρητικές προτάσεις

είναι δυνατό να ποικίλλουν μεταξύ των πεδίων έρευνας και να μην συμπίπτουν με τα

πορίσματα των πρακτικών μελετών (Ingram 1989:60-62).

2.2. Συνοπτική θεώρηση της προσωδιακής δομής στον παιδικό λόγο Σ’αυτό το μέρος της εργασίας μας θα μελετήσουμε ακροθιγώς, από την

άποψη ότι δεν ακολουθείται κάποιο συγκεκριμένο θεωρητικό μοντέλο, θέματα

γλωσσικής κατάκτησης και θα κάνουμε μερικές γενικές παρατηρήσεις αναφορικά με

τον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσεται το φωνολογικό σύστημα του παιδιού. Θα

κάνουμε κάποιες αναφορές όσον αφορά την κατάκτηση του τόπου και του τρόπου

άρθρωσης των φωνητικών τεμαχίων στο πεδίο της συλλαβής, με την κατάκτηση του

τονισμού και θα προβούμε, κατά το δυνατόν, σε συγκεκριμένα συμπεράσματα

σχετικά με τη σειρά της κατάκτησής τους από το παιδί.

Αυτό που πρέπει να γίνει συνείδησή μας είναι ότι τα παιδιά δε γεννιούνται με

δεδομένη τη γνώση του γλωσσικού τους συστήματος. Δεν γνωρίζουν π.χ. τη

μορφολογία των ονοματικών και των ρηματικών τύπων, ή τη σύνταξη των λέξεων

μέσα σε συνεχή λόγο, ωστόσο μπορούν να κατακτήσουν οποιαδήποτε φυσική

γλώσσα στην οποία είναι εκτεθειμένα. Οι μέχρι τώρα έρευνες (Waterson 1971,

Ferguson and Farwell 1975, Menn 1978, Chiat 1979, Macken 1979, Kent and Baurer

1985, Fikkert 1991, Berg 1992, Lleo 1992, Menn and Matthei 1992, Velleman 1992,

Vihman 1992, στους Vihman, Velleman και McCune 1994), από όποια αφετηρία κι

αν ξεκινούν, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο λόγος του παιδιού είναι ένα γνήσιο

υποσύνολο όσων τα παιδιά προσλαμβάνουν, τουλάχιστον, αν εξετάσουμε τους

Page 13: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

10

τύπους που τα παιδιά πραγματώνουν. Ο λόγος των παιδιών είναι λοιπόν απλούστερος

απ’αυτόν των ενηλίκων είτε αυτός ιδώνεται από τη σκοπιά της ιεραρχικής του δομής,

είτε μελετάται σε ένα δεδομένο επίπεδο π.χ. το επίπεδο της συλλαβής ή το μοραϊκό

επίπεδο, είτε στο επίπεδο του συστήματος των συμφώνων και των φωνηέντων της

γλώσσας τους.

2.2.1. Συλλαβική δομή

Οι έρευνες των μελετητών (βλ. μεταξύ άλλων Goodluck 1991, Fikkert 1994,

Gillis and De Schutter 1996, Vihman 1996, Broselow, Chen and Huffman 1997,

Wode 1997 κ.ά.) πάνω σε διάφορες γλώσσες υποδεικνύουν ότι η φωνολογική δομή,

το πεδίο όπου ευκολότερα λαμβάνουν χώρα οι διαδικασίες κατάκτησης είναι η

συλλαβή. O Goldsmith (1990:103) σχολιάζει ότι «η συλλαβή είναι μια μονάδα

φωνολογικής περιγραφής η οποία δεν έπαψε ποτέ να είναι αντικείμενο συζήτησης

στη βιβλιογραφία που αναπτύσσεται γύρω από τη Φωνολογία κατά τη διάρκεια

αυτού του αιώνα». Αντίθετα οι Chomsky και Halle (1968, στην Bernhardt 1994:152)

στο μνημειώδες SPE προσπάθησαν να δημιουργήσουν μια θεωρία η οποία να μην

ενέχει την έννοια της συλλαβής.

Οι Φωνολόγοι γενικά συμφωνούν ότι η συλλαβή παίζει καθοριστικό ρόλο ως

προσωδιακό συστατικό για τους εξής λόγους:

1. Ο ρόλος της είναι σημαντικός όσον αφορά τον καθορισμό φωνοτακτικών

μοντέλων, π.χ. των ορθά σχηματισμένων ακολουθιών των συμφωνικών και

φωνηεντικών τεμαχίων. Η συλλαβή επίσης καθορίζει τη μορφή συγκεκριμένων

μοντέλων π.χ. της επένθεσης (epenthesis) και της απαλοιφής (deletion).

2. Υπάρχουν φωνολογικές διαδικασίες, π.χ. οι αφομοιώσεις και ο τονισμός, και

φωνοτακτικοί περιορισμοί, που βρίσκουν εφαρμογή μόνο στα πλαίσια του πεδίου

της συλλαβής. Δηλ. οι κανόνες, οι περιορισμοί και οι φωνολογικές διαδικασίες

χρειάζονται ένα πεδίο εφαρμογής μεγαλύτερο από το φωνητικό τεμάχιο και

μικρότερο από τη λέξη, το οποίο όμως θα περιέχει μια κορυφή ηχηρότητας

(sonority peak). Εξάλλου, η συνάρθρωση των φωνητικών τεμαχίων

(coarticulation) πρωταρχικά απαντάται στο πεδίο της συλλαβής.

Page 14: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

11

3. Κάποιοι κανόνες εφαρμόζονται στα άκρα των λέξεων (word edges). Είναι

ακριβέστερο να μιλούμε για κανόνες που ενεργοποιούνται στο αρχικό ή στο

τελικό άκρο μιας συλλαβής παρά στα άκρα π.χ. λέξεων ή εκφωνημάτων.

4. Οι συλλαβές μπορούν επίσης να λειτουργήσουν ως τρόποι περιγραφής των

λεγόμενων γλωσσικών παιχνιδιών (language games) και των μορφολογικών

διαδικασιών, όπως είναι ο αναδιπλασιασμός (reduplication).

5. Η συλλαβή λειτουργεί ως πεδίο προσωδιακής οργάνωσης μεταξύ τεμαχίων και

προσωδιακών ενοτήτων που βρίσκονται σε υψηλότερο πεδίο (higher-level

prosodic units) π.χ. του πόδα και της προσωδιακής λέξης (Kenstowicz 1994:250-

252, Blevins 1995:206-209, Spencer 1996:174-176, Vihman 1996:68, Kager

1998:69).

Ωστόσο, υπάρχουν μελέτες που υποστηρίζουν ότι η συλλαβή δεν μπορεί να

αποδειχτεί ότι λειτουργεί ως βασική μονάδα αντίληψης (perception) από το παιδί.

Δηλ., παρά το ότι τα τονικά μοντέλα των πρώιμων αντιπροσωπεύσεων των παιδιών

συνίστανται από πυρηνικές συλλαβές, αυτό δεν αποτελεί επαρκή απόδειξη για το ότι

οι συλλαβές και όχι μικρότερες ή μεγαλύτερες μονάδες αποτελούν τη βάση της

αντιληπτικής διαδικασίας (Vihman 1996:68-69).

Τα πορίσματα των ερευνών αναφορικά με τον παιδικό λόγο είναι, βέβαια,

ποικίλα. Έτσι, κάποιοι αναγνωρίζουν τη συλλαβή ως την πρώτη καθολικής ισχύος

φωνολογική μονάδα και τον αναδιπλασιασμό (reduplication) ως ένα πρώιμο

καθολικό στάδιο, ενώ άλλοι θεωρούν ότι τα παιδιά είναι δυνατό να διαφέρουν μεταξύ

τους όσον αφορά τη φωνολογική οργάνωση του λόγου τους. Κι αυτό, γιατί άλλα

παιδιά έχουν ως βάση τους μια ολόκληρη λεξική ενότητα, τη λέξη, ενώ άλλα έχουν

ως βάση τους τη συλλαβή (Vihman 1996:215).

Οι συλλαβές χαρακτηρίζονται από μια εσωτερική ιεραρχική δομή της οποίας

η οργάνωση είναι ευαίσθητη ως προς τη σύνθεση των χαρακτηριστικών των

συνιστάμενων μερών της. Καθολικά, η δομή της συλλαβής αποτελείται από δύο

μέρη, την έμβαση (onset) και τη ρίμα (rhyme). Η έμβαση συνίσταται από το σύμφωνο

ή το σύμπλεγμα συμφώνων (cluster) με το οποίο αρχίζει η συλλαβή και είναι

προαιρετικό στοιχείο της. Αυτό γίνεται αντιληπτό και από το ότι υπάρχει τύπος

συλλαβής με τη μορφή V. Η ρίμα συνίσταται από το φωνήεν ή γενικότερα το

συλλαβικό στοιχείο που αποτελεί τον πυρήνα της συλλαβής (nucleus), δηλ. το μόνο

Page 15: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

12

υποχρεωτικό στοιχείο της το οποίο είναι και φορέας του τόνου, καθώς και από το

σύμφωνο ή τα σύμφωνα με τα οποία κλείνει η συλλαβή, αν υπάρχουν τέτοια, και τα

οποία συνιστούν την έξοδο (coda). Η έξοδος δεν είναι υποχρεωτική κάτι που

συμπεραίνουμε και από το ότι ο αμαρκάριστος τύπος συλλαβής τόσο στο λόγο των

παιδιών όσο και στο λόγο των παιδιών είναι η ανοιχτή CV συλλαβή (Goodluck

1991:36, Kenstowicz 1994:252-253, Spencer 1996:74).

Η δομή της συλλαβής δίνεται με το παρακάτω παραδοσιακό σχήμα (1):

(1) σ

έμβαση (onset) ρίμα (rhyme)

πυρήνας (nucleus) έξοδος (coda)

(Selkirk 1982, Goodluck 1991:36, Kenstowicz 1994:253, Spencer 1996:74)

Ένας βασικός καθολικός περιορισμός (universal constraint), καθοριστικός για

την οργάνωση των συλλαβών είναι αυτός που αφορά την ηχητικότητα των φθόγγων.

Η Selkirk (1984, στον Spencer 1996:89) διατυπώνει τη Γενικευμένη Αρχή της

Ακολουθίας της ηχητικότητας (Sonority Sequencing Generalization) σύμφωνα με την

οποία «σε κάθε συλλαβή υπάρχει ένα τεμάχιο που συνιστά μια κορυφή/ κεφαλή

ηχηρότητας της οποίας προηγείται ή την οποία ακολουθεί μια ακολουθία τεμαχίων

με προοδευτικά φθίνουσες αξίες ηχηρότητας». Η SSG είναι αρχή της Καθολικής

Γραμματικής, ισχύει δηλ. για όλες τις γλώσσες. Η Selkirk (1984, στους Kenstowicz

1994:254 και Spencer 1996:88-91) προτείνει μια κλίμακα ηχητικότητας (sonority

scale), δηλ. μια κλίμακα διάταξης των φθόγγων ανάλογα με το βαθμό της

ηχητικότητά τους, ξεκινώντας από τα περισσότερο ηχητικά, για να καταλήξουμε στα

λιγότερο ηχητικά τεμάχια. Η κλίμακα ηχητικότητας διαμορφώνεται ως εξής:

Page 16: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

13

(2) κλειστά τριβόμενα/ προστριβόμενα έρρινα υγρά ημίφωνα φωνήεντα

(plosives) (fricatives/ affricates) (nasals) (liquids) (glides) (vowels)

/p,b,t,d,k,g,/ /v,D,z,s,ts/ /m,n, ¯,N/ /r,l/ /j,w/ /a,e,i,o,u/4

Η συνηθισμένη, η αμαρκάριστη περίπτωση όσον αφορά την οργάνωση της

συλλαβής είναι τα τεμάχια που βρίσκονται στην περιφέρεια της συλλαβής να είναι τα

λιγότερο ηχητικά, ενώ τα πιο ηχητικά τεμάχια συναντώνται προοδευτικά, καθώς

πλησιάζουμε προς τον πυρήνα της συλλαβής. Δηλ. η προτιμητέα συλλαβή είναι αυτή

που χαρακτηρίζεται από αυξανόμενη ηχητικότητα, όταν φτάνουμε προς την κορυφή

της συλλαβής, η οποία, όμως, μειώνεται βαθμιαία, καθώς κατευθυνόμαστε προς την

έξοδο της συλλαβής (Clements 1990). Όταν τα παιδιά αρχίζουν, ή τουλάχιστον

προσπαθούν, να παράγουν συμφωνικά συμπλέγματα, οι πραγματώσεις τους είναι

ευαίσθητες στην κλίμακα ηχητικότητας. Οι απλοποιημένες εκφορές τους υπακούουν

στον περιορισμό της κλίμακας της ηχητικότητας και τελικά διατηρούν στο λόγο τους

τα περισσότερο ηχητικά τεμάχια (Goodluck 1991:37-38, Ohala 1995, Lleo and Prinz

1996, Kennedy 1998). Η κλίμακα ηχητικότητας είναι ευέλικτη και διαμορφώνεται

ανάλογα με τη φωνοτακτική κάθε γλώσσας5. Η Steriade (1982) έχει προτείνει

κλίμακες για τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά.

Όσον αφορά το θέμα της ανάπτυξης του φωνολογικού συστήματος του

παιδιού, οι Ferguson και Farwell (1975, στη Vihman 1996) παρατηρούν ότι οι

πρώιμες λέξεις των παιδιών χαρακτηρίζονται από τα εξής στοιχεία: (α) τη σχετική

ακρίβεια των αρχικά παραγόμενων τύπων, αν και στη συνέχεια παρουσιάζονται

φαινόμενα απλοποίησης και περικοπής των τύπων, (β) την επιλογή φωνολογικών

τεμαχίων εκ μέρους του παιδιού και (γ) την πολυμορφία των τύπων (Vihman

1996:142). Μπορούμε να ορίσουμε, χονδρικά, συγκεκριμένα στάδια, προκειμένου να

γίνει πιο εύκολα προσπελάσιμη η μελέτη του γλωσσικού συστήματος του παιδιού.

Αυτά είναι τα εξής:

4 Τα τόξα δείχνουν την αυξανόμενη ηχητικότητα από τα κλειστά σύμφωνα προς τα φωνήεντα. Η

ακολουθία των τεμαχίων με την αντίθετη φορά συνιστά την κλίμακα συμφωνικής ισχύος (scale of

consonantal strength) (Lass 1984). Στην κλίμακα συμφωνικής ισχύος τα φωνήματα είναι πιο ισχυρά

όσο πλησιάζουμε προς τα κλειστά σύμφωνα. 5 Ο Zec (1995) μάλιστα σε μελέτη του συσχετίζει του περιορισμούς της ηχητικότητας με το βάρος της

συλλαβής. Υποστηρίζει δηλ. ότι τόσο η συλλαβοποίηση όσο και το βάρος μιας συλλαβής

οριοθετούνται από περιορισμούς της κλίμακας ηχητικότητας.

Page 17: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

14

1. προγλωσσική φωνητική άρθρωση και αντίληψη (μέχρι τον πρώτο χρόνο της ζωής

του παιδιού).

2. Φωνολογία των πρώτων 50 λέξεων (1;0-1;6 ετών).

3. Φωνολογία των απλών μορφημάτων (1;6-4;0 ετών) (Ingram 1989:340)6.

Μερικά γενικά χαρακτηριστικά του φωνολογικού συστήματος του παιδιού

που εμφανίζονται σ’αυτά τα στάδια ανάπτυξης είναι συγκεντρωτικά τα εξής:

• Από τον 6ο μήνα της ζωής του παιδιού αρχίζει η περίοδος του βαβίσματος, δηλ. η

περίοδος η οποία χαρακτηρίζεται από την παραγωγή ήχων που μοιάζουν με

φωνήεντα ή σύμφωνα (Goodluck 1991:18-19). Τα παιδιά παράγουν ακολουθίες

συμφώνων κλειστών ή τριβόμενων οι οποίες καταλήγουν σε ένα άνοιγμα της

στοματικής κοιλότητας που μοιάζει με την πραγμάτωση ενός φωνήεντος, ή

πραγματώνουν ένα είδος φωνηεντικών εκφωνημάτων, τέτοιων δηλ. τα οποία

συνίστανται από πραγματώσεις φωνηέντων. Γενικά το βάβισμα συνιστά την

αποτυχημένη προσπάθεια του παιδιού να πραγματώσει ορθό φωνούμενο λόγο

(Vihman 1996:109-112, 216). Ο Jakobson (1941/ 1968, στην Wode 1997:34-35)

υποστηρίζει ότι, από λειτουργική άποψη, το βάβισμα δεν συνδέεται με τη

φωνολογική ανάπτυξη γενικότερα. Αντίθετα, οι σύγχρονες έρευνες επισημαίνουν

την τάση του παιδιού να προχωρήσει από το βάβισμα στην πραγμάτωση των

φωνολογικών μοντέλων που χαρακτηρίζουν τη γλώσσα-στόχο. Δηλ. οι αλλαγές

που διακρίνονται κατά τη διάρκεια του βαβίσματος μπορούν να γίνουν

αντικείμενο παρατήρησης ήδη από τον 8ο μήνα της ζωής, όταν έχει παγιωθεί το

προ-φωνηματικό κατηγοριακό σύστημα του παιδιού που βασίζεται στην

αντίληψη. Τα παιδιά δηλ. είναι ικανά να αναπαράγουν νοητικές αντιπροσωπεύσεις

(mental representations) των φωνηματικών κατηγοριών, χωρίς να βασίζονται σε

6 Τα στάδια γλωσσικής κατάκτησης και άλλα πορίσματα, που θα παρατεθούν στη συνέχεια της

εργασίας μας, αντλήθηκαν από έρευνες άλλων γλωσσών, κυρίως βέβαια της αγγλικής. Τα

περιλαμβάνουμε όμως στην εργασία μας, καθώς πιστεύουμε ότι έχουν καθολική ισχύ, εφαρμόζονται

δηλ. και στα ελληνικά. Τα πορίσματα πολλών τέτοιων μελετών σχετικά με τα στάδια της γλωσσικής

κατάκτησης παρατίθενται στον Ingram (1989), στη Fikkert (1994), στη Vihman (1996) κ.ά. Στη

συνέχεια της εργασίας μας τα στάδια της γλωσσικής κατάκτησης θα οριοθετηθούν βάσει κριτηρίων

προσδιορισμένων με ακρίβεια.

Page 18: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

15

λεξικά τεμάχια ή στη γνώση αφηρημένων φωνηματικών αρχών, κι αυτό πριν από

την αρχή της ανάπτυξης του λόγου του παιδιού. Μελέτες έχουν αποδείξει την

καθοριστική σημασία του βαβίσματος για τη φωνολογική ανάπτυξη του λόγου του

παιδιού. Έτσι, ενώ το βάβισμα κανονικά αρχίζει από τον 6ο μήνα της ζωής του

παιδιού και ολοκληρώνεται μέχρι το 10ο μήνα, παρατηρείται ότι, ακόμη και τα

παιδιά που έχουν υποβληθεί σε τραχιοτομή αμέσως μετά τη γέννησή τους,

αρχίζουν να βαβίζουν, έστω κι αν είναι αρκετά μεγάλα σε ηλικία. Κάποια απ’αυτά

βρίσκονται ήδη στο δεύτερο έτος της ζωής τους, όταν αρχίζουν να βαβίζουν. Το

βάβισμα είναι ένα στάδιο της φωνολογικής ανάπτυξης από το οποίο είναι

απαραίτητο να περάσουν ακόμη και τα παιδιά με αρθρωτικά προβλήματα (Oller,

Eilers, Steffens, Lynch and Urbano 1994:34-36).

• Αργότερα, περίπου στους 10 μήνες της ζωής του παιδιού, το βάβισμα δίνει τη

θέση του στην παραγωγή CV συλλαβών με ποικίλα μέλη, με διαφορετικά δηλ.

σύμφωνα και φωνήεντα. Το παιδί πραγματώνει ακολουθίες συμφώνων και

φωνηέντων που σχηματίζουν πυρηνικές συλλαβές, δηλ. του τύπου CV, συλλαβές

όμως που μοιάζουν πολύ μεταξύ τους (Goodluck 1991:19). Οι CV συλλαβές

φαίνεται ότι λειτουργούν ως καθολικά στο λόγο του παιδιού, αν και διαγλωσσικές

έρευνες αποδεικνύουν πως ο όρος «καθολικά» είναι εξαιρετικά φορτισμένος, για

να τον χρησιμοποιήσουμε στη μελέτη του παιδικού λόγου (βλ. Oller και Steffens

1994, Vihman, Velleman και McCune 1994, Vihman 1996:222)7. Ο λόγος των

παιδιών αποδεικνύεται ευαίσθητος σε διάφορους τύπους συλλαβών έστω και μόνο

από το γεγονός ότι μετά από τις CV συλλαβές προσπαθούν και αρχίζουν να

πραγματώνουν CVC συλλαβές οι οποίες συχνά είναι απλοποιημένοι τύποι

συνθετότερων συλλαβικών τύπων με συμφωνικά συμπλέγματα σε θέση έμβασης

(Goodluck 1991:37).

• Το επόμενο στάδιο χαρακτηρίζεται από την παραγωγή ξεκάθαρων λέξεων.

Η φωνολογική συστηματικότητα των παιδιών και οι πρώτες τους λέξεις είναι

στοιχεία που εμπίπτουν στην προσπάθειά τους να πραγματώνουν λόγο όμοιο

7 Η άποψη περί αμαρκάριστης, καθολικής CV συλλαβής αποδεικνύεται επίσης από το ότι

εμφανίζεται ως αμαρκάριστη ακόμη και στο λόγο αφασικών ή παιδιών με λεκτικά προβλήματα (βλ.

Bernhardt 1994).

Page 19: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

16

μ’αυτόν των ενηλίκων (Vihman 1996:216-217). Ο Lieberman (1980, στην Vihman

1996:113) παρατηρεί, σύμφωνα με ακριβείς μελέτες που διεξήχθησαν σε εργαστήρια

φωνητικής, ότι τα φωνήεντα που τα παιδιά πραγματώνουν μοιάζουν εξαιρετικά με

τον κατάλογο των φωνηέντων των ενηλίκων.

Η συχνότητα της κατανομής των φθόγγων σχετίζεται άμεσα με την έννοια του

μαρκαρίσματος (markedness). Το μαρκάρισμα αναφέρεται στο κατά πόσο ένας όρος

είναι «ομαλός», δηλ. πόσο συχνά και συστηματικά εμφανίζεται σε μια γλώσσα. Οι

πιο συχνά εμφανιζόμενοι φθόγγοι, οι πιο φυσικοί φθόγγοι, χαρακτηρίζονται ως

αμαρκάριστοι (unmarked), ενώ οι φθόγγοι οι οποίοι χρησιμοποιούνται, προκειμένου

να προβλέψουν την παρουσία άλλων φθόγγων ή εμφανίζονται πολύ σπάνια, είναι οι

πιο μαρκαρισμένοι (marked) φθόγγοι. Ωστόσο, η συχνότερη εμφάνιση κάποιων

ομάδων φθόγγων, π.χ. των άηχων κλειστών, δεν αποκλείεται να εξαρτάται είτε από

την αδυναμία των παιδιών να πραγματώσουν, λόγω φωνοτακτικών παραγόντων,

άλλες ομάδες φθόγγων, είτε από το είδος και την ποιότητα του λόγου στον οποίο

εκτίθενται τα παιδιά (Goodluck 1991:20-21).

H Macken στις μελέτες της μιλά διεξοδικά για τη βαθμιαία εμφάνιση των

τεμαχιακών αντιθέσεων (segmental contrasts) στο λόγο του παιδιού: καταρχήν, στην

πρώιμη περίοδο, εμφανίζεται η αντίθεση χειλικών και οδοντικών τεμαχίων στα

κλειστά και τα έρρινα σύμφωνα που χαρακτηρίζονται από τα Δ.Χ. [+ΚΛΕΙΣΤΟ] και

[ΕΡΡΙΝΟ]. Στη συνέχεια, βαθμιαία είναι η εμφάνιση αντιθέσεων όσον αφορά την

ηχηρότητα (voicing). Αργότερα εμφανίζονται τα τριβόμενα τα οποία επίσης

διακρίνονται σε ηχηρά και μη ηχηρά. Τέλος, εμφανίζονται τα υγρά (βλ. τα πορίσματα

της Macken, στη Vihman 1996:221).

Ο λόγος των παιδιών, συγκρίνοντάς τον με το λόγο των ενηλίκων,

χαρακτηρίζεται από πολλά, συχνά και συστηματικά λάθη. Μερικά χαρακτηριστικά

λάθη των παιδιών μπορούν να συνοψιστούν στα εξής:

Α. Διαδικασίες υποκατάστασης

Μ’αυτές τις διαδικασίες έχουμε αντικατάσταση ενός φθόγγου από κάποιον άλλο.

1. Τα παιδιά μετακινούν τον τόπο άρθρωσης και εκφωνούν κυρίως κλειστά

σύμφωνα. Τα τριβόμενα είναι αυτά που ως επί το πλείστον πραγματώνονται ως

κλειστά.

Page 20: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

17

2. Ο τόπος άρθρωσης μπορεί επίσης να μετακινηθεί προς το εμπρόσθιο μέρος της

στοματικής κοιλότητας, π.χ. τα υπερωικά (velars) και τα ουρανικά (palatals)

υποκαθίστανται από τα φατνιακά (alveolars).

3. Τα υγρά υποκαθίστανται από τα ημίφωνα [w] και [j].

Β. Διαδικασίες αφομοίωσης

Σύμφωνα μ’αυτές τις διαδικασίες ένας φθόγγος τείνει να μοιάσει με γειτνιάζοντα

μ’αυτόν τεμάχια.

1. Τα σύμφωνα τείνουν να ηχηροποιούνται, όταν προηγούνται ενός φωνήεντος, ενώ

αποηχοποιούνται στο τέλος της συλλαβής.

2. Τα σύμφωνα τείνουν να αφομοιώνονται προς άλλα τεμάχια σε λέξεις της μορφής

C1VC2(X) (Goodluck 1991:24-25). Έχει υποστηριχθεί ότι η συμφωνική αρμονία

(consonant harmony) αποτελεί μια καθολική διαδικασία στο λόγο του παιδιού.

Παρόλα αυτά, είναι δυνατό να ποικίλλει η συχνότητα της εμφάνισής της από παιδί

σε παιδί. Τα πορίσματα των ερευνών δείχνουν ότι τα τεμάχια που συνήθως

επηρεάζουν τα γειτνιάζοντα τεμάχιά τους είναι τα κλειστά, κυρίως τα οδοντικά, τα

χειλικά και τα έρρινα ( βλ. στη Vihman 1996: 223-224).

3. Άλλο χαρακτηριστικό του παιδικού λόγου είναι η προχωρητική αφομοίωση των

φωνηέντων. Ένα μη τονισμένο φωνήεν αφομοιώνεται προς το προηγούμενο

φωνήεν.

Γ. Διαδικασίες συλλαβικής δομής

1. Μια συνηθισμένη στο λόγο του παιδιού διαδικασία είναι η απλοποίηση των

συμφωνικών συμπλεγμάτων σε ένα σύμφωνο (cluster reduction).

2. Συχνή επίσης ως φαινόμενο είναι η απαλοιφή των τελικών συμφώνων (final

consonant deletion). Έτσι π.χ. μια συλλαβή του τύπου CVC είναι δυνατό να

απλοποιηθεί σε μια συλλαβή του τύπου CV.

3. Όχι σπάνια απαλείφονται στο λόγο του παιδιού και οι συλλαβές που δεν είναι

φορείς τόνου.

4. Εκτεταμένη είναι η χρήση του αναδιπλασιασμού (reduplication). Σε πολυσύλλαβες

δηλ. λέξεις είναι δυνατόν να επαναλαμβάνεται η αρχική CV συλλαβή (Goodluck

1991:25-26 , βλ. αντίστοιχα πορίσματα των μελετών στον Ingram 1989:360-394).

Page 21: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

18

Τα λάθη αυτά των παιδιών είναι δυνατόν να αντικατοπτρίζουν είτε (α)

λανθασμένες λεξικές αντιπροσωπεύσεις απ’την πλευρά των παιδιών, εφόσον είναι

δυνατό να μην υπάρχει λεξική εισαγωγή (lexical entry) για τη λέξη-στόχο, είτε (β)

φωνολογικούς κανόνες των παιδιών οι οποίοι να λειτουργούν με τέτοιο τρόπο, ώστε

να διαστρεβλώνουν τις αντιπροσωπεύσεις που μοιάζουν μ’αυτές των ενηλίκων, είτε

(γ) μη συστηματικά λάθη που οφείλονται σε προβλήματα σωστής πραγμάτωσης και

άρθρωσης των τύπων. Τα παιδιά αντιλαμβάνονται πως εκφωνούν λανθασμένους,

παρεκκλίνοντες από τους σωστούς, τύπους, απλώς δεν μπορούν να κάνουν τίποτα

γι’αυτό. Η στοματική κοιλότητα δεν είναι πλήρως αναπτυγμένη, ώστε να είναι

δυνατή η ακριβής άρθρωση εκ μέρους του παιδιού (Goodluck 1991:24, 26)8.

Μάλιστα ο Smith (1973, στην Goodluck 1991:27, βλ. και στον Ingram 1989:379)

υποστηρίζει ότι ο τύπος του ενήλικα είναι πάντα και ο τύπος στο Nοητικό Λεξιλόγιο

(Μental Dictionary) του παιδιού, αλλά οι λανθασμένοι τύποι των παιδιών οφείλονται

στους κανόνες πραγμάτωσης (realization rules) που μετατρέπουν τον τύπο των

ενηλίκων στους τελικά εκφωνούμενους τύπους των παιδιών9.

8 H Menn (1983, στον Archibald 1993:60) παρουσίασε ένα μοντέλο περιγραφής της φωνολογικής

γνώσης των παιδιών, το τμηματοποιημένο Λεξικό (Modular Lexicon). Αυτό το μοντέλο μας επιτρέπει

να εξηγήσουμε γιατί το παιδί, ενώ αντιλαμβάνεται διακρίσεις και αντιθέσεις, δεν μπορεί να τις

πραγματώσει. Το Λεξικό των εισαγόμενων τύπων αποθηκεύει έναν τύπο αναγνώρισης (recognition

form), ενώ το Λεξικό των εξαγόμενων τύπων αποθηκεύει έναν τύπο παραγωγής (production form).

Όταν, λοιπόν, το παιδί αποτυγχάνει να πραγματώσει σωστά κάποιον τύπο, αυτό σημαίνει ότι

αποτυγχάνει να ταιριάσει τον τύπο του Λεξικού των εξαγόμενων με τον τύπο του Λεξικού των

εισαγόμενων. Η βασική ένσταση ενάντια σ’αυτό το μοντέλο είναι αυτή του O’Neil (σε προσωπική του

επικοινωνία με το Archibald (1993)) την οποία συμμερίζεται και ο Archibald (1993:61), ότι δηλ. το

παραπάνω μοντέλο είναι εξαιρετικά σύνθετο και περιπλέκει, παρά διευκολύνει την ερμηνεία του

φαινομένου. Επίσης το μοντέλο κάνει την υπόθεση ότι το Λεξικό τόσο των εξαγόμενων όσο και των

εισαγόμενων τύπων ωριμάζει και εμπλουτίζεται ταυτόχρονα. Κάτι που δεν μπορεί να θεωρηθεί

λογικό, αφού των Λεξικό των εισαγόμενων εκ των πραγμάτων προηγείται αυτού των εξαγόμενων.

9 Η άποψη αυτή βρίσκεται σε απόλυτη συμφωνία με τη θέση της Θεωρίας του Βέλτιστου που

υποστηρίζει ότι η γραμματική παιδιών και ενηλίκων είναι η ίδια, απλώς είναι διαφορετική η

ιεράρχηση των περιορισμών που τη διέπουν.

Page 22: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

19

2.2.2. Τονισμός

Όλα τα φωνολογικά συστήματα χαρακτηρίζονται από δύο είδη κανόνων, τους

τεμαχιακούς (segmentals) και τους υπερτεμαχιακούς (suprasegmentals). Οι

τεμαχιακοί έχουν να κάνουν με φαινόμενα που αφορούν τις αξίες των

διαφοροποιητικών χαρακτηριστικών των διάφορων φωνητικών τεμαχίων, που έχουμε

ήδη σχολιάσει, ενώ οι υπερτεμαχιακοί κανόνες αφορούν ιδιότητες της προφοράς

(pronunciation), του τονισμού (stress), του επιτονισμού (intonation) και του τόνου

(tone) (Goodluck 1991:22-23).

Τα παιδιά από πολύ νωρίς δείχνουν ιδιαίτερη ευαισθησία όσον αφορά την

προσωδία της μητρικής τους γλώσσας. Σε γλώσσες με δυναμικό τονισμό, όπως είναι

τα αγγλικά και τα ελληνικά, οι συλλαβές που είναι φορείς του τόνου είναι ιδιαιτέρως

εξέχουσες στον παιδικό λόγο. Μάλιστα, πειράματα έχουν δείξει ότι πολύ γρήγορα

προσαρμόζουν στο λόγο τους το αμαρκάριστο τονικό μοντέλο της μητρικής τους

(π.χ. ίαμβους ή τροχαίους) (βλ. και τα πορίσματα των πειραμάτων των Jusczyk,

Cutler and Rendanz 1993).

Όπως αναφέρεται στους Grieser και Kuhl (1988) και στη Fernald (1989)

oρισμένοι μελετητές, ως επί το πλείστον ψυχολόγοι, υποστηρίζουν ότι ο επιτονισμός

(intonation), η μελωδικότητα της φωνής, αποτελεί το πρώτο δείγμα γλωσσικής

ανάπτυξης. Θεωρούν ότι ο επιτονισμός που διακρίνει το λόγο των ενηλίκων επιδρά

έντονα στα μικρά παιδιά και σ’αυτόν τα παιδιά με τη σειρά τους ανταποκρίνονται,

ίσως περισσότερο, απ’ό,τι στις πληροφορίες των οποίων φορείς είναι τα φωνητικά

τεμάχια. Η ουσιαστική σημασία του επιτονισμού στο λόγο των παιδιών διαφαίνεται

και από το γεγονός ότι τα παιδιά τον χρησιμοποιούν, προκειμένου να εκφράσουν

επιθυμίες και συναισθήματα. Άλλοι υποστηρίζουν ότι ο επιτονισμός φέρει

πληροφορίες σχετικά με τη συντακτική και κειμενική δομή μιας γλώσσας.

Χαρακτηριστικό της σημασίας του επιτονισμού και της προσωδίας εν γένει είναι και

το γεγονός ότι οι ενήλικες, και ιδιαίτερα οι μητέρες, αλλάζουν πάρα πολύ τον τόνο

και το ύφος της λεκτικής τους εκφοράς, όταν απευθύνονται στα μικρά παιδιά τους

(Grieser and Kuhl 1988, Fernald 1989).

Ωστόσο, οι θέσεις των παραπάνω ερευνητών δεν είναι ακριβείς, εφόσον δεν

κάνουν σαφή αναφορά στα στοιχεία που αναπτύσσονται γρηγορότερα, αν π.χ. είναι

απλώς η μελωδικότητα της φωνής που χρησιμοποιείται για επικοινωνιακούς σκοπούς

ή η παραγωγή κάποιων καθορισμένων ανά γλώσσα προσωδιακών χαρακτηριστικών

Page 23: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

20

τα οποία καταδεικνύουν αντιθέσεις λεξικής ή γραμματικής υφής (βλ. Vihman

1996:187 και στην Goodluck 1991:33-34). Πάντως, από γλωσσολογική άποψη

παρατηρήθηκε ότι το χαρακτηριστικό του επιτονισμού όντως κατακτάται πολύ νωρίς

από τα παιδιά, ήδη από τους 18 πρώτους μήνες της ζωής τους, αλλά η τάση τους να

προσδώσουν μακρότητα στις τελικές συλλαβές (lengthening) εμφανίζεται μονάχα από

τον 24ο μήνα της ζωής τους και εξής (Snow and Stoel-Gammon 1994).

Δύο είναι οι αρχές που χαρακτηρίζουν την οργάνωση του ρυθμού στον

παιδικό λόγο: (α) η ισοχρονία (isochrony) δηλ. η σε ίσο χρόνο παραγωγή κάποιων

ενοτήτων και (β) η μάκρυνση (lengthening) κάποιων συλλαβών σε σχέση με άλλες.

Το φαινόμενο της μάκρυνσης των συλλαβών φαίνεται να είναι συνυφασμένο με τη

μελέτη του τονισμού, αλλά είναι δυνατό να είναι και ανεξάρτητο απ’αυτό. Άλλοι

μελετητές (Snow 1994, στη Vihman 1996, Snow and Stoel-Gammon 1994)

προσθέτουν επίσης ότι η μάκρυνση των συλλαβών έχει να κάνει με το ρόλο του

τονισμού κατά την περίοδο της σύνδεσης των λέξεων μεταξύ τους, της ανάπτυξης

δηλ. της σύνταξης. Δεν απορρίπτεται, ωστόσο, και η θέση ότι ο επιτονισμός έχει να

κάνει με τους περιορισμούς που διέπουν τη φυσιολογία και τη δραστηριότητα της

στοματικής κοιλότητας κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας. Η ισοχρονία είναι

φαινόμενο που δεν παρουσιάζεται εκτεταμένα στο λόγο των ενηλίκων (βλ. Vihman

1996:189-199).

O τονισμός είναι ένα φαινόμενο άμεσα σχετιζόμενο με το βάρος της

συλλαβής. Το βάρος μιας συλλαβής εξαρτάται τόσο από τον αριθμό των συμφώνων

που έπονται του φωνηεντικού πυρήνα, όσο και από την ποιότητα του πυρήνα, αν δηλ.

είναι μακρός ή βραχύς. Διακρίνουμε δύο ειδών συλλαβές όσον αφορά την ποιότητά

τους:

(α) τις ελαφριές ή ασθενείς συλλαβές (light syllables) που έχουν τη μορφή CV π.χ. τα

χαβανέζικα. Δεν υπάρχει γλώσσα που να μη διαθέτει αυτήν τη μορφή συλλαβής,

γι’αυτό και ονομάζεται πυρηνική συλλαβή (core syllable).

(β) τις βαριές ή ισχυρές συλλαβές (heavy syllables) οι οποίες διαθέτουν τους εξής

δυνατούς τύπους: CV: , CVV, CVC, CVVC, CVCC κλπ. (Spencer 1996:75-82, βλ.

και Goedemans 1996).

Η ιδιότητα μιας συλλαβής να είναι βαριά/ ισχυρή ή ελαφριά/ ασθενής είναι γνωστή

ως συλλαβικό βάρος (syllable weight).

Page 24: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

21

Όσον αφορά την κατάκτηση του τονισμού από τα παιδιά, πρώτοι οι Allen και

Hawkins (1978, στους Wijnen, Krikhaar and Den Os 1994:63) έκαναν μιαν υπόθεση

σχετικά με το τονικό μοντέλο που χαρακτηρίζει το λόγο των παιδιών. Υποστήριξαν

και κατέληξαν, βάσει των γλωσσικών δεδομένων ενός τρίχρονου παιδιού, ότι το πιο

φυσικό τονικό μοντέλο στο λόγο του παιδιού είναι ο τροχαϊκός πόδας, δηλ. ο πόδας

του οποίου η πρώτη συλλαβή είναι τονισμένη, ενώ η δεύτερη άτονη.

Στους Wijnen, Krikhaar και Den Os (1994:59-63, 79-80) υποστηρίζεται ότι ο

τροχαϊκός πόδας αποτελεί την άμεση αντανάκλαση της τάσης των παιδιών να

παραλείπουν τις άτονες συλλαβές που βρίσκονται είτε στην αρχή της λέξης

(W1S(W2) S(W2)) ή που προηγούνται άλλων άτονων συλλαβών (SW1W2

SW2). Υποστηρίζουν ακόμη ότι η αποβολή των κλειστών μορφημάτων και των

άτονων συλλαβών υπόκειται στο τροχαϊκό μοντέλο από το οποίο εξαρτάται η δομή

των εκφωνημάτων και η σύνδεση των λέξεων μεταξύ τους. Φαίνεται ότι μέρη των

συλλαβών που παραλείπονται από πολυσύλλαβες λέξεις, κυρίως σύμφωνα,

διατηρούνται και πιθανότατα υποκαθίστανται ή προστίθενται δίπλα στα τεμάχια των

συλλαβών που διατηρούνται στο λόγο του παιδιού (Wijnen, Krikhaar and Den Os

1994:62, 79-80).

Όμοια είναι και τα πορίσματα των ερευνών της Vihman σχετικά με τη θέση

του τόνου κατά την παραγωγή των λέξεων με τρεις ή περισσότερες συλλαβές (1980,

στη Vihman 1996). Ο τροχαϊκός πόδας είναι ο αμαρκάριστος πόδας στον παιδικό

λόγο, γι’αυτό και αρχικές άτονες συλλαβές των τρισύλλαβων λέξεων στο λόγο των

ενηλίκων παραλείπονται στο λόγο του παιδιού, ενώ άτονες συλλαβές που βρίσκονται

στο τέλος της λέξης στο λόγο των ενηλίκων δεν αποβάλλονται στο λόγο των παιδιών

(Vihman 1996:201) .

Η Gerken (1991, στη Vihman 1996:233-234), η οποία υποστηρίζει κι αυτή με

τη σειρά της την υπόθεση περί τροχαϊκού πόδα, προτείνει συγκεκριμένες αρχές που

ενισχύουν την υπεροχή του τροχαϊκού μοντέλου έναντι του ιαμβικού. Αυτές είναι οι

εξής:

1. Ένας μετρικός πόδας περιέχει μία και μόνο ισχυρή συλλαβή.

2. Πρέπει να σχηματίζουμε σε μέγιστο βαθμό διμελείς πόδες με φορά από τα

αριστερά προς τα δεξιά.

3. Η μετρική-προσωδιακή δομή είναι ανεξάρτητη από τη συντακτική δομή.

Page 25: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

22

Υπάρχει, ωστόσο, και η άποψη ότι τα παιδιά αποβάλλουν κυρίως τις αρχικές

συλλαβές όχι λόγω της απαίτησης για τον αμαρκάριστο τροχαϊκό πόδα, αλλά λόγω

της τάσης τους να διατηρούν τις τελικές και ως επί το πλείστον μακρές συλλαβές

(Vihman 1996:207).

Η σχετικά πρώιμη κατάκτηση των προσωδιακών μοντέλων μιας γλώσσας

επιτυγχάνεται λόγω δύο παραγόντων:

(α) Τα χαρακτηριστικά της προσωδίας είναι προεξέχοντα στο λόγο του παιδιού από

πολύ νωρίς και είναι διαθέσιμα σ’αυτό, ώστε να τα χειριστεί το παιδί κατά την

παραγωγή του λόγου.

(β) Τα πιθανά προσωδιακά μοντέλα είναι πολύ πιο περιορισμένα από τον αριθμό των

τεμαχίων, γι’αυτό και η κατάκτησή τους μπορεί να επιτευχθεί αμεσότερα (Vihman

1996:205).

Τα κυρίαρχα προσωδιακά χαρακτηριστικά του συστήματος των ενηλίκων

αντανακλώνται στις παραγωγές των παιδιών το αργότερο κατά την περίοδο της

παραγωγής μιας λέξης, όταν ένα μικρό μόνο μέρος του τεμαχιακού καταλόγου

μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Η κατάκτηση του πλήρους συστήματος των ενηλίκων

επιτυγχάνεται μόνο, όταν το παιδί αρχίζει να χειρίζεται το σύστημα της σύνταξης

(Vihman 1996:213).

Πάντως, σημειώνεται από διάφορες μελέτες ότι, ακόμα και σε γλώσσες με

σύνθετο τονικό σύστημα, τα παιδιά κάνουν σχετικά λίγα λάθη στον αυθόρμητο λόγο

τους. Οι ερευνητές φτάνουν στο συμπέρασμα ότι τα τονικά συστήματα των γλωσσών

γίνονται σχετικά εύκολα αντικείμενο χειρισμού από τα παιδιά (Goodluck 1991:31). Ο

Smith και συνεργάτες του (1982 στην Goodluck 1991:32) καταλήγουν στη θέση ότι,

τουλάχιστον όσον αφορά την αγγλική, τα παιδιά μέχρι τα επτά τους χρόνια έχουν

κατανοήσει τα στοιχεία που συνιστούν το τονικό σύστημα της γλώσσας.

2.3. Μοντέλα μελέτης του φωνολογικού συστήματος του παιδιού Όπως κάθε πεδίο έρευνας, έτσι και ο παιδικός λόγος μπορεί να γίνει

αντικείμενο μελέτης και ερμηνευτικών πορισμάτων ευκολότερα, αν ακολουθήσουμε

κάποιο συγκεκριμένο θεωρητικό μοντέλο εξέτασης. Ανάλογα με την οπτική της κάθε

προσέγγισης μπορούμε να μιλούμε για ψυχολογικά, γλωσσολογικά, βιολογικά

Page 26: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

23

μοντέλα. Λόγω όμως της φύσης και του περιεχομένου της εργασίας μας θα

περιοριστούμε στα γλωσσολογικά μοντέλα τα οποία κινούνται ως επί το πλείστον

στα πλαίσια της Γενετικής Γλωσσολογίας (Generative Linguistics).

Ο Chomsky (1965, στη Vihman 1996:20) συσχέτισε τη γλωσσολογική θεωρία

με τη θεωρία της μάθησης της γλώσσας. Κατά τον Chomsky η γλωσσική κατάκτηση

βασίζεται στην ανακάλυψη εκ μέρους του παιδιού της γενετικής γραμματικής της

γλώσσας του, του αφηρημένου συστήματος και της βαθείας δομής του, στοιχείων

αρκετά απομακρυσμένων από τα εμπειρικά δεδομένα. Δηλ. υπάρχει ένα πλούσιο και

εγγενές σύστημα ιδιοτήτων που είναι διαθέσιμο στο παιδί. Ωστόσο, η φύση του

γλωσσικού συστήματος, όσο κι αν φαίνεται αντιφατικό, επιβεβαιώνεται από τα

εμπειρικά δεδομένα10. Μνημειώδης είναι ο διάλογος του Chomsky με τον Piaget (βλ.

στον Archibald 1993:κεφ.1), που θεωρείται ως ο εκπρόσωπος της ψυχολογικής-

εμπειρικής προσέγγισης της γλωσσικής κατάκτησης.

Το μνημειώδες έργο των Chomsky και Halle (1968) εισήγαγε τα βασικά

αξιώματα της Γενετικής θεωρίας της Φωνολογίας. Παρά το γεγονός ότι κάποια

απ’αυτά έχουν είτε ξεπεραστεί είτε εξελιχθεί, υπάρχουν μερικές αξιωματικές αρχές

που έχουν μείνει αλώβητες μέσα στο χρόνο. Τέτοιες είναι οι εξής:

(1) Οι φωνολογικές περιγραφές μπορούν να τυποποιηθούν με όρους που αφορούν

ακριβείς και ρητές δηλώσεις (statements) και επισημάνσεις (notations).

(2) Τα τεμάχια αναλύονται ως ένα σύνολο χαρακτηριστικών.

(3) Υπάρχουν δύο επίπεδα αντιπροσωπεύσεων, ένα που ανταποκρίνεται στο

υποκείμενο αφηρημένο επίπεδο και ένα άλλο το οποίο ανταποκρίνεται στο

επιφανειακό φωνητικό επίπεδο.

(4) Οι φωνολογικοί κανόνες παρεμβάλλονται μεταξύ των δύο επιπέδων.

(5) Οι φωνολογικοί κανόνες αλληλεπιδρούν (Vihman 1996:21)11.

Καλό είναι εξετάσουμε, όμως, τις βασικές αρχές των κυριότερων γλωσσολογικών

μοντέλων.

10 Μιλήσαμε ήδη παραπάνω για το λογικό πρόβλημα της γλωσσικής κατάκτησης. 11 Ενδιαφέρων είναι ο συσχετισμός της γραμμικής φωνολογίας με τη Θεωρία του Βέλτιστου από τον

Kager (1998:327-334).

Page 27: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

24

2.3.1. Δομικά μοντέλα-Δομική Φωνολογία

Το μοντέλο του Jakobson (1941/ 1968), με το οποίο ερμηνεύεται το

φωνολογικό σύστημα των ενηλίκων, βασίζεται στην έννοια της αντίθεσης (opposition

or contrast). Η μελέτη του Jakobson, που έγινε σε συνεργασία με τον Halle (1956),

συνιστά τη συνέχεια της εργασίας του Trubetzkoy στα πλαίσια της σχολής της

Πράγας. H πρώτη μελέτη του σχετικά με τη συστηματικότητα της εμφάνισης των

φωνολογικών αντιθέσεων στον παιδικό λόγο εκδόθηκε στα γερμανικά (1941) και στη

συνέχεια μεταφράστηκε στα αγγλικά (1968).

Ο Jakobson (1941/ 1968, στη Vihman 1996:16-17, βλ. και Archibald

1993:59) βλέπει ότι οι απαρχές της Φωνολογίας βρίσκονται στον τρόπο επιλογής των

φθόγγων που θα πραγματωθούν εκ μέρους των παιδιών κι αυτή είναι η μεταβατική

διαδικασία, προκειμένου τα παιδιά να αρχίσουν να πραγματώνουν λέξεις.

Υποστηρίζει ότι ο λόγος του παιδιού απαιτεί «απλές, καθαρές, σταθερές

φωνηματικές αντιθέσεις» και αυτές οι αντιθέσεις χαρακτηρίζουν την άρθρωση των

πρώτων λέξεων των παιδιών.

Επίσης, ο Jakobson σημειώνει ότι είναι χαρακτηριστική η κανονικότητα με

την οποία λαμβάνει χώρα η κατάκτηση των φωνολογικών αντιθέσεων. Θεωρεί ότι η

ανάπτυξη του φωνολογικού συστήματος σημαίνει την «αναπτυξιακή διαφοροποίηση

μιας ακολουθίας αντιθέσεων η οποία επηρεάζει διαδοχικά μικρότερες τάξεις

φθόγγων και είναι βασισμένη στην αρχή της μέγιστης αντίθεσης (principle of

maximum contrast) και αντιστοιχεί στα έμμεσα καθολικά (implicational universals)

του φωνολογικού συστήματος των ενηλίκων», π.χ. η παρουσία των υπερωικών

υπονοεί και προϋποθέτει την παρουσία των χειλικών, των οδοντικών και των

φατνιακών στο λεξικό των παιδιών. Επίσης, όσον αφορά τον τρόπο άρθρωσης, π.χ.

τα τριβόμενα υπονοούν και προϋποθέτουν την ύπαρξη των κλειστών, τα έρρινα

φωνήεντα προϋποθέτουν τα έρρινα σύμφωνα.

Σύμφωνα με τα πορίσματα του Jakobson, η συλλαβική δομή που πρώτη

κατακτάται από τα παιδιά είναι η αμαρκάριστη CV. Επιπλέον, οι φωνολογικές

αντιθέσεις κατακτώνται με μια συγκεκριμένη σειρά, η οποία φαίνεται να είναι η εξής:

αντιθέσεις συμφώνων

κλειστά (oral) vs. έρρινα (nasal)

χειλικά (labial) vs. οδοντικά (dental)

Page 28: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

25

αντιθέσεις φωνηέντων

υψηλά (high) vs. μεσαία (mid)

υψηλά (high) vs. μεσαία (mid) vs. χαμηλά (low)

υψηλά εμπρόσθια (high front) vs. υψηλά οπίσθια (high low) vs. χαμηλά (low)

(Vihman 1996:17)

Παρατηρούμε ότι ο Jakobson αντιμετωπίζει το σύστημα των παιδιών ως μια

διαδοχή φωνολογικών δομών που υπόκεινται σε συγκεκριμένους κανόνες. Την

προσπάθεια του Jakobson έχουν επιδοκιμάσει πολλοί μελετητές, επειδή ο Jakobson

κατάφερε να συστηματοποιήσει, να χαρακτηρίσει και να κατονομάσει τα φαινόμενα

του παιδικού λόγου με συγκεκριμένους όρους και συγκεκριμένες αρχές. Απ’ την

άλλη πλευρά, άλλοι μελετητές απορρίπτουν τη δομική τυποποίηση της κατάκτησης

της φωνολογίας του Jakobson μονάχα σε σχέση με τις φωνολογικές αντιθέσεις,

υποστηρίζοντας ότι υπάρχουν φαινόμενα της μαθησιακής διαδικασίας που

λαμβάνουν χώρα, πριν από την εμφάνιση των φωνολογικών αντιθέσεων (Olmsted

1966, στη Vihman 1996:17-18).

Απορρίπτεται επίσης η άποψη του Jakobson, ότι δηλ. το βάβισμα δεν

υφίσταται ως ξεχωριστό στάδιο ανάπτυξης του παιδικού λόγου. Κι αυτό, γιατί οι

πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι όχι μόνο τυχαία δεν είναι η εμφάνιση του

βαβίσματος, αλλά πρέπει να ιδωθεί και ως ένα φωνητικό υποεπίπεδο που διευκολύνει

την μετέπειτα φωνολογική ανάπτυξη. Θεωρείται ότι αναπτύσσονται συστηματικές

σχέσεις ανάμεσα στα φωνητικά χαρακτηριστικά του βαβίσματος και στον πρώιμο

λόγο του παιδιού. Τελικά συμπεραίνεται ότι « οι λέξεις προκύπτουν με φυσικό τρόπο

από το φωνητικό σύστημα που τα παιδιά αναπτύσσουν κατά τη διάρκεια του

βαβίσματος» (Olmsted 1966, Ferguson 1975, Kiparsky and Menn 1977, Ferguson

and Macken 1983, στη Vihman 1996:18-19, Vihman et al. 1985, στη Vihman

1996:18-19).

Ένα από τα θεμελιώδη μειονεκτήματα της προσέγγισης του Jakobson

σύμφωνα με άλλους μελετητές (Ferguson and Farwell 1975, Macken 1980, Macken

and Ferguson 1983, στους Rice and Avery 1995:26-27) είναι ότι το μοντέλο του δεν

κάνει λόγο για την ποικιλία που συναντάται στη Φωνολογία του παιδιού. Τον

απασχολούν δηλ. περισσότερο οι γενικεύσεις παρά οι ατομικές ποικιλίες που

Page 29: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

26

εμφανίζονται κατά τη διαδικασία της φωνολογικής ανάπτυξης. Απ’την άλλη, οι Goad

και Ingram (1987, στη Vihman 1996:18) απορρίπτουν την άποψη του Jakobson περί

του καθολικού χαρακτήρα της σειράς της κατάκτησης (universal order of acquisition).

Ακόμη, το μοντέλο του Jakobson επικρίνεται, επειδή εξετάζει μονάχα ακροθιγώς το

περίγραμμα της φωνολογικής κατάκτησης του παιδιού. Επίσης, δε μελετά καθόλου

τον τονισμό (Ferguson and Garnica 1975, στηVihman 1996:18, βλ και Archibald

1993:59).

2.3.2. Γνωστικά μοντέλα-Γνωστική Φωνολογία

Οι Macken και Ferguson (1983, στους Rice and Avery 1995:27-28) πρότειναν

ένα γνωστικό μοντέλο κατάκτησης της Φωνολογίας. Σύμφωνα μ’αυτό το μοντέλο η

σειρά της κατάκτησης των φωνητικών τεμαχίων είναι περισσότερο πιθανολογική

(probabilistic) παρά αιτιολογική (deterministic). Απαιτούνται τρεις γνωστικές

διαδικασίες, προκειμένου το παιδί να κατακτήσει τη φωνολογία της γλώσσας του. H

επιλογή (selection), η δημιουργία (creation) και ο έλεγχος των υποθέσεων (hypothesis

testing). H γνωστική προσέγγιση αναγνωρίζει κάποια καθολικά στοιχεία (universals)

της κατάκτησης, ωστόσο δεν αποκλείεται κάποια από τα πιο δύσκολα τεμάχια να

συμπεριλαμβάνονται μεταξύ αυτών που κατακτώνται από πολύ νωρίς.

Ένα βασικό μειονέκτημα του γνωστικού μοντέλου είναι ότι τα πορίσματα των

μελετητών, τα οποία φαίνονται να είναι συμβατά με όλες τις γλώσσες, δεν

στηρίζονται σε εμπειρικά δεδομένα (βλ. Rice and Avery 1995:27-28 και Archibald

1993:59-60).

2.3.3. Γενετικά μοντέλα-Γενετική Φωνολογία

Στα πλαίσια της Γενετικής Φωνολογίας εντάσσονται τα γλωσσολογικά

μοντέλα των οποίων χαρακτηριστικά στοιχεία θα παραθέσουμε και τα οποία

αφορούν άμεσα το θέμα πραγμάτευσής μας, τη γλωσσική κατάκτηση.

2.3.3.1. Φυσική Φωνολογία (Natural Phonology)

Οι υποστηρικτές αυτού του κανονιστικού μοντέλου ισχυρίζονται ότι οι

φωνολογικές διαδικασίες συνιστούν καθολικά (universals) και είναι εγγενώς

διαθέσιμα στο παιδί. Αυτό που το παιδί πρέπει να κάνει κατά την έκθεσή του στη

Page 30: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

27

φωνολογία μιας γλώσσας είναι να ορίσει και να διατάξει τις φωνολογικές διαδικασίες

έτσι, όπως ακριβώς απαιτείται από τη συγκεκριμένη γλώσσα. Το παιδί μπαίνει στη

διαδικασία της παραγωγής, συμπεριλαμβανομένων των φωνολογικών διαδικασιών

στο νοητικό του Λεξικό. Το φωνολογικό σύστημα του παιδιού καταρχήν είναι αμιγές,

χωρίς καμία επιρροή από το λόγο των ενηλίκων. Σ’αυτό το επίπεδο όλες οι

φωνολογικές διαδικασίες εφαρμόζονται χωρίς συγκεκριμένη διάταξη και χωρίς

περιορισμούς. Προκειμένου το παιδί να παράγει τις φωνολογικές αντιθέσεις, πρέπει

να μάθει (α) να «υποτάσσει» τις φωνολογικές διαδικασίες, (β) να τις ορίζει και να τις

περιορίζει στα τεμάχια στα οποία πρέπει εφαρμοστούν και (γ) να τις διατάσσει, ώστε

να εφαρμόζονται σε συγκεκριμένα περιβάλλοντα. Στόχος του είναι πάντα να

πραγματώσει έναν τύπο όσο το δυνατό πιο πιστό μ’αυτόν του ενήλικα. Ωστόσο, δεν

μελετά καθόλου τον τονισμό (Archibald 1993:59, Vihman 1996:21-22, Pater

1998α:12).

Ο Stampe (1979, στη Vihman 1996:22) διαφωνεί με τη βασική θέση της

Φυσικής Φωνολογίας περί αυτονομίας και ανεξαρτησίας του φωνολογικού

συστήματος του παιδιού υποστηρίζοντας ότι ο λόγος των παιδιών είναι κοντά

σ’αυτόν των ενηλίκων. Πάντως ο Stampe και οι συνεργάτες του (Donegan and

Stampe 1979) θεωρούν ότι η Φωνολογία στα πλαίσια της Γενετικής θεωρίας

τυποποιείται ως ένα σύνολο κανόνων ή διαδικασιών και όχι ως ένα σύστημα

αντιθέσεων. Ο πυρήνας του μοντέλου τους είναι το ότι οι φωνολογικές διαδικασίες

έχουν τη ρίζα τους σε φυσικές φωνητικές δυνάμεις (natural phonetic forces).

2.3.3.2. Γενετική Φωνολογία (Generative Phonology)

Κατ’αυτό το μοντέλο, το σημαντικότερο χαρακτηριστικό της φωνολογικής

ανάπτυξης είναι η κανονικότητάς της. Τα λάθη στο λόγο του παιδιού είναι

προβλέψιμα (predictable), ερμηνεύονται δηλ. βάσει κανόνων. Η κανονικότητα

χαρακτηρίζει και όλες τις αλλαγές που λαμβάνουν χώρα κατά την περίοδο της

προσαρμογής του λόγου του παιδιού προς το λόγο των ενηλίκων. Για να υποδείξει o

Smith (1973, στη Vihman 1996:22-23) αυτές τις κανονικότητες στη μελέτη του

σχετικά με το πώς κατακτά τη μητρική του ο γιος του Amahl, εισάγει τους κανόνες

πραγμάτωσης (realization rules). Τα βασικά συμπεράσματά του συνοψίζονται στην

άποψη ότι η φωνολογία του παιδιού συνίσταται από ένα σύνολο ψυχολογικά ισχυρών

και έγκυρων κανόνων και διαδικασιών που ενεργοποιούνται και λειτουργούν στις

Page 31: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

28

υποκείμενες λεξικές αντιπροσωπεύσεις. Αυτές προκύπτουν από τους επιφανειακούς

τύπους των ενηλίκων οι οποίοι γίνονται αντικείμενο αντίληψης και αποθηκεύονται

από το παιδί. Είναι δυνατό να εισάγουμε κανόνες που να συσχετίζουν τους τύπους

που τα παιδιά παράγουν με τους τύπους-στόχους των ενηλίκων. Ισχυρίζεται ότι οι

κανόνες πραγμάτευσης έχουν κοινά σημεία με τους γενικούς κανόνες του Stampe

(1979, στη Vihman 1996).

2.3.3.3. Προσωδιακή Φωνολογία (Prosodic Phonology)

Κύριος εκφραστής αυτού του μοντέλου είναι η Waterson (1987, στη

Vihman:26) η οποία αναπαριστά την εφαρμογή των δεδομένων του παιδιού βάσει της

γλωσσολογικής θεωρίας που αναπτύχθηκε από τον Firth. Ο Firth (1948 στη Vihman

1996:26) με την προσωδιακή του ανάλυση προχώρησε πέρα από μια ανάλυση που

είναι απλώς προσανατολισμένη προς τη μελέτη των τεμαχίων. Δηλ. οι φωνημικές-

φωνηματικές ενότητες συμπληρώνονται από τη μελέτη και της προσωδίας, που

αφορά σχέσεις μακρότητας, τονισμού και τονικότητας, περιορισμών αρμονίας και

φωνητικά χαρακτηριστικά που διαδίδονται, διαχέονται (spread) σε άλλα τεμάχια. Η

Waterson υποστηρίζει ότι το μοντέλο της Προσωδιακής Φωνολογίας είναι αυτό που

αναδεικνύει και ερμηνεύει τις σχέσεις ανάμεσα στις δυσνόητες και περίεργες, σε

σχέση πάντα με τους τύπους-στόχους των ενηλίκων, παραγωγές των παιδιών, καθώς

και το γιατί τεμάχια που τα παιδιά μπορούν να πραγματώνουν δεν χρησιμοποιούνται

στα ίδια συμφραζόμενα όπου χρησιμοποιούνται από τους ενήλικες (βλ. στη Vihman

1996:26).

Βασική έννοια της Προσωδιακής Φωνολογίας είναι η περιορισμένη γλώσσα

(restricted language) με την οποία στόχος είναι ο περιορισμός του πεδίου εφαρμογής

μιας γλωσσικής περιγραφής. Βάσει αυτής της έννοιας μπορούν να περιγραφούν τα

διαδοχικά στάδια ανάπτυξης του παιδικού λόγου. Άλλη μια βασική έννοια είναι η

πολυσυστηματικότητα (polysystematicity) με την οποία διάφορα υποσυστήματα

φωνολογικών στοιχείων επιτρέπονται σε διαφορετικές φωνοτακτικές θέσεις (Vihman

1996:27).

2.3.3.4. Μοντέλο αρχών και παραμέτρων (The principles and parameters

model)

Page 32: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

29

Με το μοντέλο αυτό τονίζεται η σχέση της Καθολικής Γραμματικής με την

παραμετροποίηση των καθολικών ανά γλώσσα. Σε μια θεωρία παραμέτρων

(parametric theory) ένα σύστημα κανόνων θεωρείται ως μια συγκεκριμένη εκλογή

επιλογών ή παραμέτρων μέσα από ένα περιορισμένο κατάλογο τέτοιων. Ο Hayes

(1995:54-55) λέει χαρακτηριστικά ότι μια θεωρία παραμέτρων μπορεί να

αντιπαραβληθεί με τη θεωρία που αναπτύσσεται στο SPE ή τη συντακτική θεωρία

του Chomsky (1965). Θεωρίες του τύπου του SPE θέτουν ένα σύνολο πρωτογενών

χαρακτηριστικών βάσει των οποίων μπορούν να εκφραστούν οι κανόνες. Επιτρεπτοί

είναι οι κανόνες οι οποίοι συνίστανται από τον ορθό σχηματισμό αυτών των

πρωτογενών χαρακτηριστικών. Αντίθετα, μια θεωρία παραμέτρων είναι πιο

περιοριστική και ταυτόχρονα πιο περιορισμένη και είναι ικανή για μεγαλύτερες και

ισχυρότερες προβλέψεις και εκτιμήσεις.

Η Fikkert (1994), μελετώντας την προσωδιακή δομή στο λόγο των παιδιών

που έχουν ως μητρική τους την ολλανδική, αντιτίθεται στην καταρχήν άποψη ότι η

συλλαβική δομή και ο τονισμός μπορούν να κατακτηθούν λεξικά και υποστηρίζει ότι

τα παιδιά κατακτούν τη συλλαβική δομή και τον τονισμό πάνω σε μια βάση

παραμέτρων. Δηλ. τα παιδιά αντιλαμβάνονται και μαθαίνουν τις παραμέτρους που

χαρακτηρίζουν τη μητρική τους γλώσσα. Είναι γενικά παραδεκτό ότι οι παράμετροι

είναι εγγενείς από την άποψη πως έχουμε γνώση κάποιων ιδιοτήτων με τις οποίες

γεννιούνται τα παιδιά. H άποψη αυτή στηρίχθηκε στο γεγονός ότι τα παιδιά

κατακτούν τη γλώσσα τους αρκετά γρήγορα και εύκολα. Αυτές οι ιδιότητες

συνιστούν τις αρχές και τις παραμέτρους της Καθολικής Γραμματικής που

υπογραμμίζουν όλες τις φυσικές γλώσσες και οι οποίες είναι ταυτόχρονα

καθοριστικές για την κατανόηση των σταδίων ανάπτυξης του παιδικού λόγου

(Fikkert 1994:1-3, 245, βλ. και Archibald 1993:κεφ.1)12.

Η Καθολική Γραμματική (UG) συνίσταται, λοιπόν, από ένα σύνολο αρχών

που ενυπάρχουν σ’όλες τις γλώσσες και ένα σύνολο παραμέτρων των οποίων οι αξίες

ποικίλλουν μέσα, βέβαια, σε καθορισμένα πλαίσια μεταξύ των γλωσσών. Η ποικιλία

των παραμέτρων ανά γλώσσα εξαρτάται από τη διαφορετική διάταξη, από τη

12 Η μελέτη του Archibald (1993) αφορά τη μελέτη της κατάκτησης των μετρικών παραμέτρων της

πολωνικής και ουγγρικής ως μητρικών γλωσσών από το παιδί. Επίσης ο Hayes (1995) προτείνει μια

παραμετρική θεωρία μελέτης του τονισμού. Και οι Lleo και Prinz (1997) μελετούν βάσει παραμέτρων

τη συλλαβική δομή και την κατάκτηση των προστριβόμενων στα γερμανικά και τα ισπανικά.

Page 33: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

30

διαφορετική ιεράρχηση των παραμέτρων ανά γλώσσα. Κατά συνέπεια το να

κατακτήσει ένα παιδί τη μητρική του γλώσσα είναι θέμα καθορισμού των

κατάλληλων παραμετρικών αξιών που απαιτούνται από τη συγκεκριμένη γλώσσα

βάσει των δεδομένων που έχει να αντιμετωπίσει το παιδί (Fikkert 1994:3-4).

To παιδί κατά τη διαδικασία της γλωσσικής κατάκτησης πρέπει να ιεραρχήσει

εξαρχής τις παραμέτρους της γλώσσας του. Και ξεκινά να κατακτά τη μητρική του με

βάση την πιο αμαρκάριστη αξία των παραμέτρων στα αρχικά στάδια της γλωσσικής

ανάπτυξης. Βάσει της αρχής του υποσυνόλου (Subset principle), αν μια παράμετρος

έχει δύο αξίες,[+] και [-], και η αξία [-] γεννά ένα κατάλληλο υποσύνολο των

γραμματικών προτάσεων που δημιουργούνται λόγω της αξίας [+], τότε η αξία [-]

είναι η αμαρκάριστη (Fikkert 1994:6-7, 270).

Μπορούμε να δούμε σχηματικά τη σύσταση της Γραμματικής μιας

συγκεκριμένης γλώσσας. Η γραμματική λοιπόν μιας συγκεκριμένης γλώσσας

συνίσταται από την πυρηνική γραμματική (core grammar) που αποτελείται από τις

συγκεκριμένες αξίες των παραμέτρων. Κοντά, αλλά έξω απ’αυτήν υπάρχουν οι ανά

γλώσσα ειδικοί περιορισμοί (language specific constraints), οι οποίοι είναι πιο

εξειδικευμένοι από τις ιδιότητες της πυρηνικής γραμματικής και κατακτώνται πιο

αργά σε σχέση με τις ιδιότητες της πυρηνικής γραμματικής (Fikkert 1994:8-9).

Ο Hayes (1995:55) επισημαίνει ένα πρόβλημα που παίρνει τη μορφή

μειονεκτήματος όσον αφορά το βαθμό στον οποίο οι παράμετροι χαρακτηρίζουν τους

κανόνες έναντι των γραμματικών. Είναι υπέρ της θέσης ότι οι παράμετροι

χαρακτηρίζουν τους κανόνες.

2.3.3.5. Μη Γραμμική Φωνολογία (Non linear Phonology)

Η εφαρμογή του Γενετικού μοντέλου των Chomsky και Halle (1968) στη

μελέτη των προσωδιακών φαινομένων, όπως είναι ο τόνος -με την έννοια της χροιάς

(tone)- και ο τονισμός (stress), οδήγησε στην ανάπτυξη των αυτοτεμαχιακών

(autosegmental) και μετρικών/ προσωδιακών (metrical) μοντέλων. Το μοντέλο της μη

γραμμικής Φωνολογίας (non linear phonology) προκύπτει από το γενετικό γραμμικό

μοντέλο, αλλά η βασική διαφοροποίηση του ενός μοντέλου από το άλλο είναι ότι με

το μη γραμμικό μοντέλο η έμφαση της έρευνας μετατοπίζεται από τους κανόνες στις

ίδιες τις αντιπροσωπεύσεις. Στα πλαίσια του μη γραμμικού μοντέλου ερμηνεύονται

Page 34: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

31

ευκολότερα οι αφομοιώσεις τεμαχίων (assimilation), οι φωνηεντικές και συμφωνικές

αρμονίες (harmonies or assimilations at a distance) (βλ. στη Vihman 1996:38).

Πολλοί μελετητές επιχείρησαν να εφαρμόσουν τα μη γραμμικά μοντέλα στη

μελέτη του παιδικού λόγου. Η Menn (1978, στη Vihman 1996:39) αναγνωρίζει δύο

ιδιότητες της αυτοτεμαχιακής φωνολογίας και των μη γραμμικών μοντέλων που

μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην εξέταση της παιδικής φωνολογίας: (α) τη

δυνατότητα να προσδιορίσουμε τα πεδία εφαρμογής των φωνητικών

χαρακτηριστικών που εκτείνονται πέρα από τα τεμάχια, μέχρι δηλ. τη συλλαβή και

τη λέξη και (β) την ανεξαρτητοποίηση από τις ακολουθίες των χαρακτηριστικών

(features) που προκύπτει από την τοποθέτησή τους σε διαφορετικά επίπεδα

οργάνωσης (tiers/ levels of organization).

Ο Goldsmith (1979, στη Vihman 1996:40) από την άλλη υποστηρίζει ότι το

πρώτο επίπεδο της φωνολογικής κατάκτησης είναι δυνατό να περιλαμβάνει την

«αυτοτεμαχιακή» αντιπροσώπευση συγκεκριμένων χαρακτηριστικών, δηλ. την

τοποθέτηση των χαρακτηριστικών σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο, που μπορεί να

οδηγήσει σε υπερβολικά πολλές διαδικασίες αρμονίας στον πρώιμο παιδικό λόγο.

Στη συνέχεια ο Goldsmith προβλέπει ότι τα παιδιά εντάσσουν στο Λεξικό τους και το

επίπεδο των τεμαχίων των χαρακτηριστικών που αρχικά κατηγοριοποιούνται στα πιο

υψηλά επίπεδα.

Τα παραπάνω μας βοηθούν να διαπιστώσουμε ότι το αντιπροσωπευτικότερο

μοντέλο της μη γραμμικής Θεωρίας είναι αυτό του Υποκαθορισμού

(Underspecification) και της Γεωμετρίας των Χαρακτηριστικών (Feature Geometry).

Το μοντέλο της Γεωμετρίας των χαρακτηριστικών είναι ένα μοντέλο οργάνωσης των

χαρακτηριστικών κατά το οποίο τα χαρακτηριστικά λειτουργούν μαζί ως ενιαία

μονάδα στις φωνολογικές διαδικασίες και τους φωνολογικούς κανόνες και

ομαδοποιούνται σε βασικά συστατικά. Σ’αυτήν την προσέγγιση τα τεμάχια, τα

φωνήματα αναπαριστώνται με βάση ιεραρχικά οργανωμένους κόμβους, των οποίων

οι τελικοί κόμβοι αποτελούν αξίες χαρακτηριστικών (feature values) και οι

ενδιάμεσοι κόμβοι αναπαριστούν βασικά συστατικά.

Οι συνδετικές γραμμές που συγκροτούν το δενδρικό διάγραμμα της

Γεωμετρίας των χαρ/κών έχουν διπλή λειτουργία: (α) κωδικοποιούν μοντέλα

ευθυγράμμισης και συντονισμού ανάμεσα σε στοιχεία των φωνολογικών

αντιπροσωπεύσεων, (β) ομαδοποιούν στοιχεία σε συστατικά που λειτουργούν ως

Page 35: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

32

ενιαίες μονάδες στους φωνολογικούς κανόνες. Τα άμεσα συστατικά μιας τέτοιας

ομαδοποίησης αποτελούν αδελφούς κόμβους (sister nodes) και όλα αυτά είναι

θυγατρικοί ή εξαρτώμενοι κόμβοι (daughter nodes) ενός υψηλότερου συστατικού

κόμβου. Δύο θεμελιώδεις αρχές που διέπουν την προσέγγιση της οργάνωσης των

χαρακτηριστικών (feature organization approach) είναι οι εξής:

(1) Οι φωνολογικοί κανόνες εκτελούν μεμονωμένες λειτουργίες.

(2) Η οργάνωση των χαρακτηριστικών καθορίζεται καθολικώς.

Απ’τις παραπάνω παρατηρήσεις συνάγεται ότι οι αξίες των χαρακτηριστικών

οργανώνονται ως εξής:

(1) Οι αξίες των χαρακτηριστικών διατάσσονται σε ξεχωριστά επίπεδα, όπου

μπορούν να εισαχθούν οι αξίες σε μια γραμμική σχέση η μία με την άλλη.

(2) Ταυτοχρόνως, τα χαρακτηριστικά οργανώνονται σε ιεραρχικές διατάξεις στις

οποίες κάθε συστατικό μπορεί να λειτουργεί ως μεμονωμένη ομάδα στους

φωνολογικούς κανόνες (Clements and Hume 1994:241-251).

Ο υποκαθορισμός των χαρακτηριστικών και ο εγκλεισμός τους στις λεξικές

αντιπροσωπεύσεις των αμαρκάριστων, των δυνάμει χαρακτηριστικών (default

features) παίζουν σημαντικό ρόλο στα μη γραμμικά μοντέλα. Η Inkelas (1994) ορίζει

ως υποκαθορισμό «την κατάσταση των πραγμάτων κατά την οποία ένα τεμάχιο που

βγαίνει στην επιφανειακή αντιπροσώπευση μ’ένα φωνολογικό υλικό Μ δεν

κατηγοριοποιείται για το Μ στο εισαγόμενο σε κάποιο φωνολογικό επίπεδο» (Inkelas

1994:1). Οι αρχές που παραδοσιακά διέπουν την έννοια της υποκατηγοριοποίησης

είναι το μαρκάρισμα (Markedness), η πλεοναστικότητα (redundancy) και η

προβλεψιμότητα (predictability) (Inkelas 1994:2).

Ο υποκαθορισμός υφίσταται, εφόσον υπάρχει αλληλεπίδραση των κανόνων

πλεονασμού και των φωνολογικών κανόνων. Αν η εφαρμογή των κανόνων

πλεονασμού (redundancy rules) προηγείται της εφαρμογής των φωνολογικών

κανόνων, τότε οι τελευταίοι εφαρμόζονται σε τεμάχια τα οποία έχουν πλήρως

κατηγοριοποιηθεί. Άρα η απαίτηση για λεξική ελαχιστότητα (lexical minimality)

ενεργοποιεί τον υποκαθορισμό (Steriade 1995:115).

Σύμφωνα με τη λεξική ελαχιστότητα πρέπει να επιλέξουμε ένα

χαρακτηριστικό ως βασικό και να θεωρήσουμε το άλλο ως προβλέψιμο. Αν κάποια

Page 36: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

33

χαρακτηριστικά είναι αμοιβαίως προβλέψιμα και δεν προκύπτει η ύπαρξη του ενός

από το άλλο, φαίνεται ότι η επιλογή κάποιου από τα δύο χαρακτηριστικά ως βασικού

είναι αυθαίρετη. Η Καθολική Γραμματική παρέχει σε κάθε χαρακτηριστικό μια

μαρκαρισμένη και μια αμαρκάριστη αξία. Η αμαρκάριστη αξία είναι αυτή που

αντιστοιχεί στον ομαλό, στον ουδέτερο τύπο του σχετικού με το χαρακτηριστικό

αρθρωτή. Μονάχα μία αξία για οποιοδήποτε δεδομένο χαρακτηριστικό πρέπει να

είναι παρούσα στην υποκείμενη δομή, στην υποκείμενη αντιπροσώπευση (Steriade

1995:120). Χαρακτηριστική είναι και η άποψη της Steriade ότι τα τεμάχια που

θεωρούνται ως μαρκαρισμένα μπορούν να περιορίζονται σε συγκεκριμένες

εξέχουσες θέσεις μέσα στη λέξη π.χ. την κορυφή της συλλαβής (syllable peak), την

έμβαση της συλλαβής (syllable onset), το θέμα (stem), την τονισμένη συλλαβή

(stressed syllable), τα άκρα της λέξης (word edges). Γι’αυτό π.χ. τα αρχαία ελληνικά

επέτρεπαν τη δασύτητα στην αρχή της λέξης και όχι σε άλλο σημείο της συλλαβής

(Steriade 1995:120).

Γενικά, με τον υποκαθορισμό των χαρακτηριστικών, τα πλεοναστικά

χαρακτηριστικά και το διαχωρισμό των επιπέδων (planar segregation) στα πλαίσια

της Γεωμετρίας των χαρακτηριστικών μπορεί να εκφραστεί και να ερμηνευθεί η

σχετική έλλειψη συνθετότητας στις αρχικές αντιπροσωπεύσεις των παιδιών (βλ. στη

Vihman 1996:42).

2.4. Θεωρία του Βέλτιστου (Optimality Theory)

2.4.1. Καταγωγή της Θεωρίας

Η Θεωρία του Βέλτιστου (Optimality Theory-ΟΤ) είναι μια προσφάτως

αναπτυγμένη θεωρία που εισήχθη στη διεθνή βιβλιογραφία από τους Alan Prince και

Paul Smolensky (1993). Το έναυσμα για τη θεμελίωση της θεωρίας το έδωσε η

άποψη της Σύνταξης ότι ο κανόνας (rule) της Γραμματικής πρέπει να συσταθεί από

μια Δομική Περιγραφή (Structural Description), που καθορίζει μια τάξη εισαγόμενων

τύπων, και μια Δομική Αλλαγή (Structural Change), που προσδιορίζει τις λειτουργίες

που αλλάζουν το εισαγόμενο (Chomsky 1962 στους Prince and Smolensky 1993).

Σύμφωνα, λοιπόν, μ’αυτήν την άποψη, η γλωσσολογική έρευνα θα έπρεπε να

ερμηνεύσει το σύστημα των κατηγορημάτων που χρησιμοποιούνται για την ανάλυση

Page 37: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

34

των εισαγόμενων -τις πιθανές Δομικές Περιγραφές των κανόνων- και ορίζουν τις

διαθέσιμες, για το μετασχηματισμό των εισαγόμενων, λειτουργίες- τις πιθανές

Δομικές Αλλαγές των κανόνων. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτή η αντίληψη

παραγκωνίζεται από τη θέση ότι οι σημαντικές κανονικότητες συναντώνται όχι στους

τύπους των εισαγόμενων, αλλά μάλλον στις εξαγόμενες δομές. Αυτή είναι μια

θεμελιώδης αρχή της Θεωρίας του Βέλτιστου. Βασικός στόχος των Prince και

Smolensky είναι να μελετήσουν με τη θεωρία τους τον τρόπο με τον οποίο ο ορθός

σχηματισμός των αντιπροσωπευτικών τύπων (representational well formedness)

καθορίζει το πώς εκτιμάται η γραμματική δομή (Prince and Smolensky 1993:1).

2.4.2. Γενικές αρχές της Θεωρίας

Αυτό που οδήγησε στην ανάπτυξη της Θεωρίας του Βέλτιστου ήταν η ανάγκη

να γίνει η Φωνολογία πιο πυρηνική, πιο πληροφοριακή σε σχέση με τις μέχρι τώρα

θεωρίες, οι οποίες απλώς μελετούν και κωδικοποιούν γραμματικές γενικεύσεις, δηλ.

καθορίζουν τα πιθανά κατηγορήματα (τις Δομικές Περιγραφές) και τις πιθανές

λειτουργίες (τις Δομικές Αλλαγές).

Η βασική ιδέα που διέπει τις αρχές της Θεωρίας του Βέλτιστου είναι ότι η

Καθολική Γραμματική (Universal Grammar) αποτελείται από ένα σύνολο

περιορισμών, από τους οποίους δομείται η γραμματική κάθε γλώσσας και οι οποίοι

αφορούν τον ορθό σχηματισμό των αντιπροσωπεύσεων. Οι Prince και Smolensky

υποστηρίζουν ότι οι περιορισμοί που λειτουργούν σε μια συγκεκριμένη γλώσσα

(αντι)μάχονται ο ένας τον άλλο, έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους, όσον αφορά τον

ορθό σχηματισμό των τύπων. Θεωρούν ότι η γραμματική αποτελείται τόσο από τους

περιορισμούς όσο και από το μέσο που διευθετεί τη διαμάχη τους. Αυτό δε σημαίνει

τίποτα άλλο παρά το ότι πολλές συνθήκες που χαρακτηρίζουν μια γραμματική

παραβιάζονται σε συγκεκριμένους τύπους μιας γλώσσας. Οι βέλτιστες αναλύσεις των

υποκείμενων τύπων είναι αυτές που ικανοποιούν όσο το δυνατόν περισσότερο το

σύνολο των περιορισμών. Αυτό που η θεωρία προτείνει είναι ένας τρόπος

καθορισμού της βέλτιστης ανάλυσης ενός υποκείμενου τύπου. Η Θεωρία του

Βέλτιστου βασίζεται στην έννοια της αλληλεπίδρασης των περιορισμών (constraint

interaction), όπου η ικανοποίηση ενός περιορισμού έχει προτεραιότητα σε σχέση με

έναν άλλο. Δηλαδή οι περιορισμοί οργανώνονται σε μια αυστηρώς καθορισμένη

Page 38: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

35

ιεράρχηση (strict dominance hierarchy) και κάθε περιορισμός έχει απόλυτη

προτεραιότητα σε σχέση με τους άλλους περιορισμούς που βρίσκονται χαμηλότερα

στην ιεραρχία (Prince and Smolensky 1993:2).

Ένας περιορισμός μπορεί καταρχήν να οριστεί ως «μια δομική αξίωση που

μπορεί είτε να ικανοποιείται ή να παραβιάζεται από έναν εξαγόμενο τύπο». Έτσι, ένας

τύπος ικανοποιεί έναν περιορισμό, αν ικανοποιεί πλήρως τη δομική αξίωση, ενώ

ένας τύπος που δεν ικανοποιεί αυτήν την αξίωση τον παραβιάζει. Η Θεωρία του

Βέλτιστου αναγνωρίζει δύο είδη περιορισμών, τους περιορισμούς πιστότητας

(faithfulness constraints) και τους περιορισμούς μαρκαρίσματος (markedness

constraints).

Οι περιορισμοί πιστότητας απαιτούν, ώστε τα εξαγόμενα να ικανοποιούν τις

ιδιότητες των βασικών λεξικών τύπων, και αξιώνουν την ομοιότητα μεταξύ του

εισαγόμενου και του εξαγόμενου τύπου. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι αυτοί οι

περιορισμοί δεν αποτελούν, αυστηρώς, περιορισμούς των εξαγόμενων τύπων, αλλά

λαμβάνουν υπόψη στοιχεία δύο επιπέδων, του εισαγόμενου και του εξαγόμενου. Οι

περιορισμοί πιστότητας διατηρούν τα λεξικά στοιχεία (lexical items) μιας γλώσσας,

π.χ. τις λεξικές αντιθέσεις (lexical contrasts). Επιπλέον, περιορίζουν την απόσταση

μεταξύ εισαγόμενου και εξαγόμενου, περιορίζουν την ποικιλία των λεξικών

στοιχείων, π.χ. διατηρούν τις διάφορες πραγματώσεις των μορφημάτων που

εξαρτώνται από το γλωσσικό περιβάλλον.

Οι περιορισμοί μαρκαρίσματος αξιώνουν το να ικανοποιούν οι εξαγόμενοι

τύποι κάποια δομικά κριτήρια ορθού σχηματισμού (well formedness). Αυτού του

είδους οι περιορισμοί δεν λαμβάνουν υπόψη στοιχεία του εισαγόμενου, αναφέρονται

αποκλειστικά στους εξαγόμενους τύπους. Δεν υπάρχουν περιορισμοί που να

αναφέρονται μόνο στους εισαγόμενους τύπους (Kager 1998:7-8, βλ. και Beckman

1997).

Οι περιορισμοί πιστότητας και μαρκαρίσματος στην πραγματικότητα

πηγάζουν από τις δύο αντικρουόμενες δυνάμεις που χαρακτηρίζουν τη γραμματική

κάθε γλώσσας: το μαρκάρισμα (markedness) που υποδεικνύει τους παράγοντες οι

οποίοι ασκούν πίεση στους αμαρκάριστους τύπους μιας γραμματικής, και την

πιστότητα (faithfulness), που έρχεται στον αντίποδα του μαρκαρίσματος. Η πιστότητα

συνίσταται από τους παράγοντες οι οποίοι διατηρούν τις λεξικές αντιθέσεις (βλ. και

Kager 1998:3-4, Beckman 1997, Kirchner 1997).

Page 39: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

36

Με τη Θεωρία του Βέλτιστου παίρνουμε, βάσει γενικών συνθηκών, ένα

σύνολο υποψήφιων εξαγόμενων, στη συνέχεια εκτιμούμε τους τύπους αναζητώντας

αυτόν που καλύτερα ικανοποιεί τους σχετικούς περιορισμούς.

(3)

α. Gen (Ink) ==== Out1, Out2, ...

β. Η-eval. (Outj, 1<i<∞) ==== Out real

(Prince and Smolensky 1993:4, McCarthy and

Prince

1993α:4, McCarthy and Prince 1994:4, Kager 1998:14)

Το παραπάνω σχήμα δείχνει ότι η Γραμματική ορίζει το «ταίριασμα», την

αντιστοίχηση υποκείμενων και εξαγόμενων τύπων (input1, outputj). Για να

δημιουργηθεί το παραπάνω σχήμα, η Καθολική Γραμματική πρέπει να παρέχει τα

εξής συστατικά:

• CON (Constraints): Συνίσταται από το σύνολο των περιορισμών από τους οποίους

δομείται η γραμματική μιας γλώσσας13. Η Καθολική Γραμματική παρέχει αυτό το

σύνολο των περιορισμών οι οποίοι αποτελούν μέρος της εγγενούς μας γνώσης για

τη γλώσσα. Όλες οι γλώσσες έχουν πρόσβαση σ’αυτό το σύνολο των περιορισμών,

αλλά κάθε γλώσσα, ανάλογα με τις ανάγκες της, ιεραρχεί διαφορετικά αυτούς

τους περιορισμούς.

• GEN (Generator): Είναι η λειτουργία που ορίζει, για κάθε πιθανό εισαγόμενο I, το

σύνολο των υποψήφιων γλωσσικών αναλύσεων που διατίθενται για το I. Ο

Γεννήτορας είναι παραγωγικός ως μηχανισμός από την άποψη ότι έχει τη

δυνατότητα να δημιουργεί ένα άπειρο σύνολο υποψήφιων τύπων, να προσθέτει ή

να απαλείφει στοιχεία κλπ.

• EVAL (Evaluation): Είναι η λειτουργία που συγκριτικά εκτιμά τα σύνολα των

τύπων σε σχέση με μια δεδομένη ιεραρχία περιορισμών. Επιλέγει το βέλτιστο

εξαγόμενο μέσα απ’το σύνολο των υποψήφιων τύπων που παρέχει ο Γεννήτορας.

Ο Kager (1998:14) χρησιμοποιεί τον όρο Lexicon αντί του όρου Constraints.

Page 40: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

37

Η Εκτίμηση χρησιμοποιεί το σύνολο των ιεραρχημένων περιορισμών και το

βέλτιστο εξαγόμενο που επιλέγει είναι αυτό που ικανοποιεί καλύτερα το σύνολο

των περιορισμών. Δηλαδή είτε παραβιάζονται οι περιορισμοί που ιεραρχούνται

χαμηλότερα στην ιεραρχία, άρα είναι και οι λιγότερο σημαντικοί, είτε οι

χαμηλότερα ιεραρχημένοι περιορισμοί είναι αυτοί που αποφασίζουν για το ποιος

είναι ο βέλτιστος τύπος, εφόσον υψηλότερα ιεραρχημένοι περιορισμοί

παραβιάζονται απ’όλους τους τύπους (McCarthy and Prince 1994:4, Archangeli

1997:13-25, Beckman 1997:12-12, Roca 1997:36, Gilbers and de Hoop 1998:5-6,

Kager 1998:14).

Αναλυτικότερα:

To σύνολο των περιορισμών CON συνιστούν τον τρόπο με τον οποίο

κωδικοποιούνται τα καθολικά (universals). Οι περιορισμοί που ιεραρχούνται

ψηλότερα υποδεικνύουν την μαρκαρισμένη μορφή της γλώσσας, εφόσον

παραβιάζονται, ενώ οι περιορισμοί που ιεραρχούνται χαμηλότερα υποδεικνύουν τις

αμαρκάριστες δομές της γλώσσας είτε παραβιάζονται είτε όχι (βλ. και Archangeli

1997:15-16).

Η λειτουργία GEN παράγει ένα σύνολο υποψήφιων αναλύσεων που

σχετίζονται μ’ένα δεδομένο εξαγόμενο. Ο Γεννήτορας διέπεται από πολύ ευρείες

αρχές:

(α) Ελευθερία ανάλυσης (Freedom of analysis): Οποιαδήποτε δομή μπορεί να τεθεί

υπό ανάλυση.

(β) Ανάσχεση (Containment): Κανένα στοιχείο δεν μπορεί να απομακρυνθεί απ’τον

εισαγόμενο τύπο. Το εισαγόμενο περιέρχεται οπωσδήποτε σε κάθε υποψήφιο τύπο.

(γ) Σταθερότητα του αντιπροσωπευτικού τύπου (Consistency of exponence): Δεν

επιτρέπονται αλλαγές στον αντιπροσωπευτικό τύπο ενός φωνολογικώς καθορισμένου

μορφήματος.

Πιο αναλυτικά στο επίπεδο του Γεννήτορα:

Το (α) σημαίνει ότι ο Γεννήτορας μπορεί να παρέχει υποψήφιους τύπους με

συλλαβική, μοραϊκή ή άλλη δομή. Η ισχύς της ανάσχεσης περιορίζει αυτήν την

ελευθερία σ’ένα μόνο σημείο: στο ότι το εισαγόμενο πρέπει να είναι παρόν σε

οποιοδήποτε υποψήφιο τύπο. Το (α) είναι απαραίτητο συστατικό, γιατί, λόγω αυτής,

οι βασικές αρχές των αντιπροσωπευτικών τύπων προσφέρουν ένα εύρος υποψήφιων

Page 41: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

38

τύπων τόσο περιεκτικών, ώστε δε χρειάζονται συγκεκριμένοι κανόνες και

διορθωτικές στρατηγικές.

Το (β) είναι μέρος όλων των θεωρητικών αναλύσεων που αφορούν τη θεωρία

του Βέλτιστου. Σχετίζεται με τη μονοτονικότητα της Κατηγοριακής Φωνολογίας

(monotonicity in Categorial Phonology) ή τη Διακηρυκτική Φωνολογία (Declarative

Phonology). H ανάσχεση έχει να κάνει με φαινόμενα τεμαχιακής απαλοιφής

(segmental deletion phenomena). Σύμφωνα μ’αυτά, τα τεμάχια υποδομούνται/

υποοργανώνονται παρά αντικαθίστανται από το ∅.

Το (γ) αφορά τη σχέση Μορφολογίας-Φωνολογίας, η σταθερότητα του

αντιπροσωπευτικού τύπου είναι πιο ισχυρή από την Ανάσχεση. Σημαίνει ότι οι λεξικοί

προσδιορισμοί ενός μορφήματος (τεμάχια, προσωδία κλπ.) δε μπορούν να

επηρεαστούν από το Γεννήτορα. Π.χ. η λανθασμένη δόμηση δεν θα αλλάξει την

κατασκευή του μορφήματος, αλλά θα αλλάξει το τρόπο με τον οποίο γίνεται

φωνητικά αντιληπτός ο τύπος. Έτσι, οι φωνολογικοί αντιπροσωπευτικοί τύποι ενός

δεδομένου μορφήματος πρέπει να είναι ταυτόσημοι στον υποκείμενο και επιφανειακό

τύπο, εκτός κι αν το μόρφημα δεν έχει φωνολογικούς περιορισμούς στο Λεξικό (π.χ.

η πτώση με τα προσφύματα αναδιπλασιασμού) (McCarthy and Prince 1993α:20-21,

McCarthy 1993β:9, Kager 1998:15).

H Eval αφορά ένα σύστημα περιορισμών, μια τυπική δομή των περιορισμών

που ως προϊόν αποφέρει τη γραμματική μιας γλώσσας. Καταμετρά τα μέλη ενός

υποψήφιου τύπου σε σχέση με τη συγγενή τους αρμονία (relative harmony) ή το

βαθμό επιτυχίας όσον αφορά την ιεράρχηση των περιορισμών της γλώσσας.

Παραδίδει μια διάταξη διάφορων υποψήφιων τύπων και ο πιο αρμονικός τύπος είναι

ο βέλτιστος. Ένας τέτοιος υποψήφιος τύπος σημαίνει ότι ικανοποιεί καλύτερα (best

satisfies), ή παραβιάζει ελάχιστα (violates minimally) τους περιορισμούς. Οι διάφοροι

μη βέλτιστοι υποψήφιοι τύποι δεν έχουν γραμματικό υπόβαθρο (McCarthy and

Prince 1994:4).

Για να γίνουμε πιο σαφείς, το να πούμε ότι κάποιος τύπος ικανοποιεί βέλτιστα

το σύστημα των ιεραρχημένων περιορισμών ορθού σχηματισμού σημαίνει ότι ο

υποψήφιος τύπος που ικανοποιεί (άρα δεν παραβιάζει) τον περιορισμό, ο οποίος

βρίσκεται πιο ψηλά στην ιεραρχία, είναι ο εξαγόμενος τύπος. Αυτό δε σημαίνει ότι

δεν γίνονται παραβιάσεις των περιορισμών. Η καινοτομία της Θεωρίας του

Βέλτιστου είναι ότι όλοι οι περιορισμοί είναι παραβιάσιμοι. Όσοι υποψήφιοι τύποι

Page 42: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

39

ικανοποιούν τον ψηλότερο περιορισμό «συναγωνίζονται» και ελέγχονται σε σχέση

με τους υπόλοιπους περιορισμούς της ιεραρχίας. Όταν επιλέγεται ο επικρατέστερος

τύπος, δεν μας ενδιαφέρουν οι υπόλοιποι περιορισμοί, όπως δε μας ενδιαφέρει η

εκτίμηση των τύπων με βάσει ακόμα χαμηλότερους περιορισμούς στην ιεραρχία

(McCarthy and Prince 1993β:7, Kager 1998:15).

H Θεωρία του Βέλτιστου, βάσει των παραπάνω, χαρακτηρίζεται από δύο

βασικές θέσεις, απορρίπτοντας μ’αυτόν τον τρόπο παλιότερες επικρατούσες

αντιλήψεις:

(1) Ο Γεννήτορας είναι αυτός που για κάθε δεδομένο εισαγόμενο παρέχει ένα ευρύ

πεδίο υποψήφιων αναλύσεων εξασκώντας τις βασικές δομικές πηγές της θεωρίας

των αντιπροσωπεύσεων. Μέχρι τώρα υπήρχε η άποψη ότι μια γραμματική είναι

πιθανό να προσδιορίσει περιοριστικά τη δομική περιγραφή και τη δομική αλλαγή

των κανόνων.

(2) Οι περιορισμοί είναι καθολικοί, πολύ γενικευμένοι και απλοί. Οι ενδογλωσσικές

διαφορές προκύπτουν από τους συνδυασμούς των ιεραρχήσεων των περιορισμών.

Επειδή ακριβώς οι περιορισμοί ιεραρχούνται, συχνά παραβιάζονται στους

γραμματικούς τύπους μιας γλώσσας. Κι αυτό, γιατί οι περιορισμοί «διαφωνούν»

αναφορικά με το πώς οι τύποι σχηματίζονται καλύτερα. Η γραμματική κάθε

γλώσσας συνίσταται σε μια ιεράρχηση αυτών των περιορισμών που αποκαθιστά

κάθε διαμάχη χάριν του περιορισμού που διατάσσεται ψηλότερα στην ιεραρχία.

Μέχρι τώρα επικρατούσε η άποψη ότι οι περιορισμοί είναι καθορισμένοι κατά

γλώσσα (Prince and Smolensky 1993:6). Στην πραγματικότητα, το σύνολο των

περιορισμών (Con) που προσφέρει η Καθολική Γραμματική στα πλαίσια της

Θεωρίας του Βέλτιστου οργανώνεται διαφορετικά σε κάθε γλώσσα ανάλογα με τη

δομή της και τίθενται συγκεκριμένοι παράμετροι (McCarthy and Prince 1993β:7,

βλ. και Archangeli 1997:13-25).

Μπορούμε να συνοψίσουμε τις αρχές της Θεωρίας του Βέλτιστου σε πέντε

αξιώματα:

(α) Καθολικότητα (Universality): Η Καθολική Γραμματική παρέχει ένα σύνολο

περιορισμών που είναι καθολικοί και καθολικώς παρόντες σε όλες τις γραμματικές.

(β) Δυνατότητα παραβίασης (Violability): Οι περιορισμοί είναι παραβιάσιμοι, αλλά

η παραβίαση είναι ελάχιστη.

Page 43: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

40

(γ) Ιεράρχηση (Ranking): Οι περιορισμοί ιεραρχούνται σε μια βάση που καθορίζεται

από τη γλώσσα. Η έννοια της ελάχιστης παραβίασης ορίζεται σε σχέση μ’αυτήν την

ιεραρχία. Μια Γραμματική είναι η ιεραρχία ενός συνόλου περιορισμών.

(δ) Συνολικότητα (Inclusiveness): Η ιεραρχία των περιορισμών εκτιμά ένα σύνολο

υποψήφιων αναλύσεων που γίνονται δεκτές από πολύ γενικούς παράγοντες του

σωστού σχηματισμού.

(ε) Παραλληλισμός (Parallelism): Η καλύτερη ικανοποίηση της ιεραρχίας των

περιορισμών εκτιμάται πάνω σε σχέση με όλη την ιεραρχία και όλο το σύνολο των

υποψήφιων τύπων. Όλες οι φωνολογικές αντιπροσωπεύσεις εξετάζονται παράλληλα

(Prince and Smolensky 1993:4-5, McCarthy and Prince 1993α:1-2 και 5-6, McCarthy

and Prince 1993β:4, McCarthy and Prince 1994:3, Sherrard 1997:46-48, Kager

1998:7-20).

Στα πλαίσια της Θεωρίας του Βέλτιστου ο ρόλος της γραμματικής είναι να

επιλέξει τον εξαγόμενο τύπο μέσα από ένα ευρύ πεδίο υποψήφιων όπου

περιλαμβάνονται όλα τα πιθανά εξαγόμενα μιας γλώσσας. Άρα οι κατά γλώσσα

κανόνες ή διαδικασίες δεν παίζουν κανένα ρόλο, αλλά το βάρος πέφτει στους

περιορισμούς ορθού σχηματισμού. Σε μια γραμματική ένας τύπος F είναι

καλοσχηματισμένος (well formed) ως εξαγόμενο ενός εισαγόμενου τύπου, αν είναι ο

βέλτιστος τύπος μέσα από ένα σύνολο υποψήφιων τύπων (McCarthy and Prince

1993β:8). Οποιοσδήποτε περιορισμός παραβιάζεται ελάχιστα χάριν ενός περιορισμού

που βρίσκεται ψηλότερα στην ιεραρχία (McCarthy and Prince 1993β:4).

Στη Θεωρία του Βέλτιστου στόχος της γραμματικής είναι όχι να αποδεχτεί ή

να απορρίψει τύπους, αλλά να επιλέξει τον καλύτερο δυνατό εξαγόμενο τύπο για μια

εισαγόμενη δομή. Π.χ. όσον αφορά τη συλλαβική θεωρία, οι συλλαβές χωρίς

εμβάσεις δεν είναι αδύνατες, απλώς είναι σχετικά σπανιότερες απ’αυτές που έχουν

έμβαση. Οι συλλαβές του τύπου VC δεν είναι πυρηνικές, όπως αυτές του τύπου CV.

Δεν είναι ανύπαρκτες, είναι απλώς λιγότερο καλοσχηματισμένες από τις CV (Prince

and Smolensky 1993:115).

Η κατασκευή μιας γραμματικής της Θεωρίας του Βέλτιστου απαιτεί το να

καθορίσουμε την κατάλληλη ιεραρχία των περιορισμών και σ’αυτό αποσκοπούν οι

πίνακες περιορισμών (constraint tableau). Ένας τέτοιος υποδειγματικός πίνακας είναι

ο εξής:

Page 44: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

41

(4) Πίνακας περιορισμών Α>>Β, /Ink/ (εισαγόμενο Κ) Κ- cand.1 (υποψήφιος 1)

υποψήφιοι τύποι/candidates

A B

υποψήφ.Τύπος/K-cand1 * υποψήφιος τύπος/K-cand 2 *!

Σ’αυτόν τον πίνακα το εισαγόμενο είναι το /Ink/. Ο Γεννήτορας κατασκευάζει

τουλάχιστον δύο υποψήφιους τύπους, τους K-cand.1 και K-cand.2.

Οι δύο περιορισμοί Α και Β αντιπαρατίθενται και, από τη στιγμή που ο πρώτος τύπος

είναι ο βέλτιστος, αυτό σημαίνει ότι ο περιορισμός Α, τον οποίο δεν παραβιάζει,

είναι ο υψηλότερος στην ιεραρχία. Παραβιάζει ελάχιστα τον περιορισμό Β που

βρίσκεται χαμηλότερα στην ιεραρχία. Ο δεύτερος τύπος, εφόσον παραβιάζει τον

ψηλότερο περιορισμό στην ιεραρχία δεν είναι ο βέλτιστος. Οι παραβιάσεις

συμβολίζονται με το * και, όταν είναι οριακές για την τύχη του τύπου, μαρκάρονται

και με το !.

Τα σκιασμένα μέρη δηλώνουν περιορισμούς όχι πολύ σημαντικούς για τον

καθορισμό του βέλτιστου τύπου. Ο βέλτιστος τύπος επισημαίνεται με το ή με

οποιοδήποτε άλλο σύμβολο που θα καθοριστεί (McCarthy and Prince 1993β:4-5).

2.4.3. Ιδιότητες της Θεωρίας του Βέλτιστου

Μια έννοια που απαντάται στη Θεωρία του Βέλτιστου είναι η Αρμονία

(Harmony), η οποία δείχνει το βαθμό στον οποίο μια πιθανή ανάλυση ενός

εισαγόμενου ικανοποιεί ένα σύνολο αντιμαχόμενων περιορισμών καλού

σχηματισμού (Prince and Smolensky 1993:3, Kager 1998:6-7). Αν π.χ. ο τύπος F

παρουσιάζει μια καλύτερη συμπεριφορά σε σχέση με τον G, όσον αφορά μια

ιεραρχία περιορισμών, τότε λέμε ότι είναι πιο αρμονικός (more harmonic). Αν ο F

και ο G έχουν την ίδια συμπεριφορά, τότε λέμε ότι είναι ισοαρμονικοί (iso-harmonic)

(McCarthy and Prince 1993β:8).

Βασική θέση της Θεωρίας του Βέλτιστου είναι η αρμονική σειριακότητα

(harmonic serialism) βάσει της οποίας ο Γεννήτορας παρέχει ένα σύνολο υποψήφιων

αναλύσεων για ένα εισαγόμενο, οι οποίες έχουν εκτιμηθεί αρμονικώς. Ο βέλτιστος

Page 45: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

42

τύπος ανατροφοδοτείται στο Γεννήτορα που παράγει ένα νέο σύνολο αναλύσεων.

Αυτές πάλι εκτιμώνται αρμονικώς. Η διαδικασία αυτή συνεχίζεται μέχρις ότου να

μην μπορεί να παραχθεί κάποιος νέος βέλτιστος τύπος (Prince and Smolensky

1993:4). H Αρμονία επάγεται την αρχή της αρμονικής διάταξης (harmonic ordering),

η οποία συνεισφέρει στον τρόπο με τον οποίο γίνεται η εκτίμηση των τύπων

σύμφωνα με την ιεραρχία των περιορισμών (Prince and Smolensky 1993:26,

McCarthy and Prince 1993α:8-9, McCarthy and Prince 1993β:8).

Μια ακόμη έννοια που βρίσκει εφαρμογή στο πλαίσιο της Θεωρίας του

Βέλτιστου, είναι η έννοια του αμαρκάριστου (unmarkedness). Η διάκριση ανάμεσα σε

μαρκαρισμένες και αμαρκάριστες δομές είναι πολύ σημαντική για τη μελέτη της

Φωνολογίας και της Γλωσσολογίας γενικότερα. Η Θεωρία του Βέλτιστου είναι ένα

θεωρητικό μοντέλο που προσφέρει τη δυνατότητα ανάπτυξης μιας θεωρίας που

αφορά αυτές τις δομές. Στη Θεωρία του Βέλτιστου τα κουτάκια που αντιστοιχούν

στους περιορισμούς που παραβιάζονται από τους τύπους, και οι οποίοι

αντιπαραβάλλονται, προκειμένου να βρεθεί ο βέλτιστος, σκιάζονται. Οι τύποι αυτοί

μαρκάρονται, επειδή εμφανίζουν σημάδια παραβίασης ενός περιορισμού C. Αυτή η

διαδικασία αποτελεί μέρος της παραγωγής τους: οι τύποι μαρκάρονται ανάλογα με

την ιεράρχηση των περιορισμών μιας γλώσσας (McCarthy and Prince 1994:1).

Ένα πρόσθετο χαρακτηριστικό της Θεωρίας του Βέλτιστου που σχετίζεται με

την έννοια του μαρκαρισμένου είναι ότι δεν υφίσταται η παραμετροποίηση

(parametrization) τουλάχιστον με τη συνήθη της έννοια. Δηλαδή σε γλώσσες, στις

οποίες o C κυριαρχείται από άλλους περιορισμούς, αυτό δε σημαίνει ότι διαγράφεται,

δεν αποκλείεται από τη μελέτη των τύπων. Στην πραγματικότητα, είναι παρών ούτως

ή άλλως στη γραμματική, εξάλλου πιθανώς παραβιάζεται σε κάποιους εξαγόμενους

τύπους. Αυτή η ιδιότητα της Θεωρίας του Βέλτιστου είναι σημαντική, γιατί, ακόμη

και σε γλώσσες όπου ένας περιορισμός C κυριαρχείται από άλλους περιορισμούς,

άρα παραβιάζεται, οι επιδράσεις του περιορισμού μπορούν να παρατηρηθούν κάτω

από άλλες συνθήκες, όταν δηλ. ο κυριαρχών περιορισμός δεν είναι σχετικός με τη

μελέτη του εξεταζόμενου τύπου. Έτσι, σε μια γλώσσα, όταν την μελετούμε ως όλον,

είναι δυνατό να διαπιστώσουμε ότι ο C παραβιάζεται γενικά, αλλά ίσως

ενεργοποιείται, έχει δηλ. ισχύ, σε ένα συγκεκριμένο πεδίο της παραγωγής. Σ’αυτό το

Page 46: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

43

συγκεκριμένο πεδίο της ισχύος του εμφανίζεται η αμαρκάριστη δομή του C, ενώ και

η μαρκαρισμένη δομή του C παύεται (McCarthy and Prince 1994:1, Alderete,

Beckman et al. 1997:4).

Η εμφάνιση του αμαρκάριστου (The emergence of the unmarked) είναι

ευδιάκριτη στην προσωδιακή μορφολογία του αναδιπλασιασμού (prosodic

morphology of reduplication). Η αμαρκάριστη δομή είναι αμαρκάριστη για τον

περιορισμό C, αλλά μπορεί να είναι μαρκαρισμένη για κάποιους άλλους

περιορισμούς. Κι αυτό προκύπτει από την ιδιότητα της Θεωρίας του Βέλτιστου να

αντιπαρατίθενται οι περιορισμοί, προκειμένου να βρεθεί και να εκτιμηθεί η βέλτιστη

δομή. Η CV συλλαβική δομή και η έννοια της ελάχιστης λέξης (minimal word) της

προσωδιακής μορφολογίας είναι μερικά μόνο δείγματα της εμφάνισης του

αμαρκάριστου (McCarthy and Prince 1994:1-3).

Το θετικό στην υπόθεση της Θεωρίας του Βέλτιστου είναι ότι οι περιορισμοί

που παρέχει η Καθολική Γραμματική έχουν πολλές αμαρκάριστες διαστάσεις και

αυτοί μάχονται ο ένας τον άλλο, προκειμένου να βρεθεί ο βέλτιστος τύπος. Τέτοιες

αλληλεπιδρούσες διαστάσεις είναι οι εξής (McCarthy and Prince 1994:4):

(5)

• Τεμαχιακή αρμονία τα τεμάχια αντιπαρατίθενται προκειμένου να βρεθεί

(Segmental harmony) το πιο αρμονικό.

• Συλλαβική αρμονία ύπαρξη έμβασης, όχι εξόδου.

(Syllabic harmony)

• Πιστότητα ταυτότητα μεταξύ εισαγόμενου και εξαγόμενου τύπου.

(faithfulness)

• Ευθυγράμμιση σύμπτωση των άκρων που ανήκουν σε μορφολογικά και

(Alignment) φωνολογικά συστατικά.

• Μετρική δόμηση ικανοποίηση περιορισμών όσον αφορά την πληρότητα

(Metrical parsing) και την ευθυγράμμιση των μετρικών ποδών.

• Ικανοποίηση περιγραμμάτων απαιτήσεις των συστατικών που

(Template satisfaction) επιβάλλονται στην αναδιπλασιασμένη

ακολουθία.

• Ακρίβεια της σχέσης αντιγραφής ταυτότητα ανάμεσα στην

Page 47: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

44

(Exactness of copying relation) αναδιπλασιασμένη ακολουθία και τη βάση

στην οποία προσαρτάται.

Συνοπτικά, η εμφάνιση του αμαρκάριστου είναι πολύ σημαντική και αποτελεί

αναπόσπαστη ιδιότητα της Θεωρίας του Βέλτιστου, γιατί βάσει αυτής εκτιμάται η

βέλτιστη ανάλυση ενός εισαγόμενου τύπου.

2.4.4. Όψεις της Θεωρίας του Βέλτιστου: Ευθυγράμμιση (Alignment),

Πιστότητα (Faithfulness), Αντιστοιχία (Correspondence)

2.4.4.1. Γενικευμένη Ευθυγράμμιση (Generalized Alignment).

Το έναυσμα γι’ αυτή τη θεωρία το δίνει η αναφορά στα άκρα (edges) των

συστατικών τόσο σε σχέση με τη Φωνολογία όσο και με τη Μορφολογία. Η θεωρία

που δείχνει τους ποικίλους τρόπους με τους οποίους τα συστατικά των άκρων

εμφανίζονται στις μορφολογικές διαδικασίες μπορούν να ενταχθούν σε μια

οικογένεια κανόνων ορθού σχηματισμού ονομάζεται Γενικευμένη Ευθυγράμμιση

(Generalized Alignment) (McCarthy and Prince 1993β:2).

Μάλιστα, κατά τους Itτ και Mester (1994:2) η Ευθυγράμμιση (Alignment)

εισήχθη στο πλαίσιο της θεωρίας του Βέλτιστου με τη μορφή της Αντιστοιχίας

(Correspondence) που ζητά τα άκρα γραμματικών συστατικών να συμπίπτουν με

άκρα προσωδιακών συστατικών. Το γενικό σχήμα στο οποίο τυποποιούνται οι αρχές

της Γενικευμένης Ευθυγράμμισης είναι το εξής (όπου Align = Ευθυγράμμιση, Cat =

δηλώνει την κατηγορία Ευθυγράμμισης, Edge = Γραμματικό άκρο):

(6)

Align (Cat1, Edge1, Cat2, Edge2) ∀Cat1 ∃ Cat2 έτσι ώστε το άκρο 1 της κατηγορίας 1 και το άκρο 2 της κατηγορίας 2 να συμπίπτουν. Όπου: Cat1, Cat2 ∈ P Cat ∪ G Cat Edge1, Edge2 ∈ Right, Left

Τα P Cat και G Cat δηλώνουν τις ομάδες των προσωδιακών και γραμματικών

κατηγοριών αντίστοιχα. Δηλ. σύμφωνα με τη Γενικευμένη Ευθυγράμμιση και το

Page 48: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

45

παραπάνω σχήμα, το άκρο κάθε προσωδιακού ή γραμματικού συστατικού του τύπου

Cat1 συμπίπτει με το άκρο κάποιου άλλου προσωδιακού ή μορφολογικού συστατικού

Cat2 (McCarthy and Prince 1993β:2).

Στη Θεωρία της Ευθυγράμμισης εντάσσονται όλες οι γραμματικές κατηγορίες

(G Cat) που είναι μορφολογικές και συντακτικές και όλες οι προσωδιακές κατηγορίες

(P Cat). Δύο αρχές χαρακτηρίζουν τη Γενικευμένη Ευθυγράμμιση που την κάνουν να

εντάσσεται στο θεωρητικό πλαίσιο της Θεωρίας του Βέλτιστου:

(α) η Γενικευμένη Ευθυγράμμιση ενσωματώνεται σε μια θεωρία περιορισμών που

αφορούν τον καλό σχηματισμό των τύπων, των μορφολογικών και φωνολογικών

αντιπροσωπεύσεων.

(β) οι περιορισμοί πάνω στον αντιπροσωπευτικό τύπο είναι δυνατόν να

παραβιάζονται ελάχιστα κάτω από ειδικές συνθήκες που απαιτούν αυτήν την

παραβίαση (McCarthy and Prince 1993β:3-4).

Όπως είπαμε και παραπάνω, στόχος της Γενικευμένης Ευθυγράμμισης είναι

να διατυπώσει θέσεις σχετικά με το πώς κάποια συστατικά στοιχεία ενός τύπου

ευθυγραμμίζονται με τα συστατικά στοιχεία ενός άλλου τύπου. Γι’αυτόν το λόγο

είναι σαφές ότι πρέπει να βασιστούμε σε κάποιο θεωρητικό υπόβαθρο που θα έχει να

κάνει με μορφολογικά και φωνολογικά συστατικά.

Στο επίπεδο της Φωνολογίας, το θεωρητικό πλαίσιο που είναι απλούστερο και

μας ενδιαφέρει είναι αυτό της Προσωδιακής Ιεραρχίας (Prosodic Hierarchy) της

Selkirk (1980) και δίνεται από το παρακάτω σχήμα:

(7) Προσωδιακή Ιεραρχία (Prosodic Hierarchy)

Προσωδιακή Λέξη (Prosodic Word) PrWd

Πόδας (Foot) Ft

Συλλαβή (syllable) σ

Η Προσωδιακή Ιεραρχία εκφράζει σχέσεις κυριαρχίας ανάμεσα στα

προσωδιακά συστατικά, όπως π.χ. ότι η συλλαβή κυριαρχείται από τον πόδα και ο

πόδας από την προσωδιακή λέξη. Δεν εκφράζει όμως σχέσεις άμεσης κυριαρχίας,

Page 49: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

46

καταρχήν επειδή ο πόδας είναι διμελής14, αποτελείται δηλ. από δύο συλλαβές ή δύο

μόρες και, επιπλέον, επειδή η επανάληψη του πόδα ή της συλλαβής είναι αδύνατη

(αν και της Προσωδιακής λέξης είναι πιθανή) κι αυτό, γιατί το απαγορεύει η

Καθολική Γραμματική.

Στο επίπεδο της Μορφολογίας υπάρχει αντίστοιχα μια Μορφολογική Ιεραρχία

(Morphological Hierarchy). Η Μορφολογική Ιεραρχία δίνεται από το εξής σχήμα:

(8) Μορφολογική Ιεραρχία (Morphological Hierarchy)

Μορφολογική λέξη (Morphological hierarchy) (MWd) Θέμα (Stem)

Θέμα Θέμα, Πρόσφυμα

(afffix)

Θέμα Ρίζα (Root)

(McCarthy and Prince 1993β:6)

Η Μορφολογική Ιεραρχία προσδιορίζει επίσης σχέσεις συστατικότητας. Είναι σαφές

ότι η Μορφολογία κυβερνάται από τις αρχές της Φωνολογίας, αφού η δεύτερη

αποτελεί της βάση της πρώτης, το υπόβαθρό της. Οι περιορισμοί της Φωνολογίας

προηγούνται ιεραρχικά έναντι των μορφολογικών περιορισμών. Π.χ. η

ενθηματοποίηση (infixation βλ. και McCarthy and Prince 1993β:6) δείχνει ότι

«φωνολογικοί περιορισμοί μπορούν να καθορίσουν ακόμη και τη γραμμική διάταξη

των μορφημάτων ή των μερών των μορφημάτων. Η μορφολογική δομή αναπαριστά

μια δέσμευση μονάχα απέναντι στην ιεραρχική των συστατικών μορφημάτων και όχι

στη γραμμική διάταξη ή τη συνέχεια στην τελική ακολουθία» (McCarthy and Prince

1993β:5-6).

Αυτό που δεν κάναμε, ωστόσο, μέχρι τώρα είναι να προσδιορίσουμε ακριβώς

και ρητώς το ρόλο και τη σημασία του όρου άκρο (edge) στη Θεωρία της

Ευθυγράμμισης. Μπορούμε να πούμε, λοιπόν, ότι «δύο κατηγορίες

ευθυγραμμίζονται, όταν μοιράζονται ένα άκρο και ο περιορισμός της Ευθυγράμμισης

προσδιορίζει τις κατηγορίες και το ποια πλευρά της καθεμιάς έχει να κάνει με το

μοίρασμα του άκρου» (McCarthy and Prince 1993β:9-10).

Συνιστά την ελάχιστη λέξη (minimal word)

Page 50: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

47

H Γενικευμένη Ευθυγράμμιση περιλαμβάνει μια οικογένεια περιορισμών οι

οποίοι στην ξενόγλωσση βιβλιογραφία είναι γνωστοί ως edgemost (= πιο κοντά στο

άκρο) (βλ. Prince και Smolensky 1993:§4, McCarthy and Prince 1993β:§3) και

προσδιορίζουν το πεδίο στο οποίο εμφανίζονται και ευθυγραμμίζονται τα άκρα των

φωνολογικών και μορφολογικών αντιπροσωπεύσεων.

Το σχήμα του περιορισμού είναι το εξής:

(9)

• Edgemost Το στοιχείο Φ είναι τοποθετημένο στο άκρο Ε του πεδίου D.

H Γενικευμένη Ευθυγράμμιση εμπεριέχει τους κανόνες edgemost. Τα παραδείγματα

που δίνουν οι McCarthy και Prince (1993α, 1993β) προέρχονται από εξωτικές

γλώσσες, γιατί η δομή τους είναι τέτοια που επιτρέπει την εφαρμογή της Θεωρίας της

Ευθυγράμμισης, αλλά και της Πιστότητας και της Αντιστοιχίας που θα δούμε

παρακάτω. Μερικές χαρακτηριστικές ιδιότητες Ευθυγράμμισης προσωδιακών

κατηγοριών είναι τα εξής:

• Align (PrWd, σ) Οποιοδήποτε άκρο προσωδιακής λέξης συμπίπτει με ένα

συλλαβικό άκρο.

• Align (Ft, σ) Κάθε άκρο πόδα ευθυγραμμίζεται με το άκρο μιας συλλαβής.

• Align (σ, PrWd), Align (σ, Ft) Κάθε προσωδιακή λέξη ή πόδας πρέπει να

αποτελείται από μια μονάχα συλλαβή, προφανώς ισχυρή/ βαριά (heavy), λόγω του

κανόνα ότι ο πόδας πρέπει να είναι διμελής (διμοραϊκός ή δισυλλαβικός).

• Align (σ, L, σ, R) Το αριστερό άκρο μιας συλλαβής πρέπει να

ευθυγραμμίζεται με το δεξί άκρο μιας συλλαβής. Κι, αν αυτό συμβαίνει, σημαίνει

ότι οι συλλαβές ακολουθούν η μία πίσω από την άλλη σε μια μη διακοπτόμενη

ακολουθία (McCarthy and Prince 1993β:19).

2.4.4.2. Πιστότητα και Αντιστοιχία (Faithfulness and Correspondence)

Έχουμε ήδη επισημάνει ότι η Θεωρία του Βέλτιστου αναλύει και εκτιμά

τύπους της επιφανειακής δομής. Οι περιορισμοί ιστότητας (faithfulness constraints)

δείχνουν τη σχέση των επιφανειακών τύπων με τη λεξική δομή. Η αλληλεπίδραση

Page 51: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

48

των περιορισμών επιφανειακής δομής με τους περιορισμούς πιστότητας

χαρακτηρίζουν τη γραμματική της Θεωρίας του Βέλτιστου (McCarthy 1996:1).

Η Πιστότητα και η Αντιστοιχία είναι έννοιες αλληλένδετες. Στην

πραγματικότητα, η Αντιστοιχία συνιστά μια προέκταση των περιορισμών πιστότητας

αναπτύσσοντάς τους ταυτόχρονα. Ο McCarthy ορίζει τη θεωρία της Αντιστοιχίας ως

το γενικό τρόπο «συσχετισμού αντιπροσωπεύσεων μεταξύ τους. Οι

αντιπροσωπεύσεις που συσχετίζονται βάσει αντιστοιχία μπορούν να είναι λεξικές και

επιφανειακές, βάση και αναδιπλασιαστής ή άλλα ζεύγη ... Οι ιεραρχήσιμοι

περιορισμοί εφαρμόζονται σε αντίστοιχα στοιχεία (correspondent elements) που

απαιτούν πληρότητα αντιστοιχίας (completeness of correspondence), διατήρηση της

σειριακής διάταξης των στοιχείων που υπόκεινται σε αντιστοιχία κ.τ.ό. Αντίστοιχα

τεμάχια είναι συχνά ταυτόσημα το ένα με το άλλο, αλλά η ταυτότητα των

αντίστοιχων στοιχείων ενισχύεται επίσης από ιεραρχήσιμους περιορισμούς και κατά

συνέπεια παραβιάσιμους περιορισμούς».

Η διαφορά Πιστότητας και Αντιστοιχίας έγκειται στο ότι η Πιστότητα ως ιδέα

στην αρχική της σύλληψη επισημαίνει τη σχέση ταυτότητας ανάμεσα σε

υποκείμενους και επιφανειακούς τύπους, ενώ η Αντιστοιχία επεκτείνει το πεδίο

δράσης της Πιστότητας ξεκινώντας από τη μελέτη του αναδιπλασιασμού,

προχωρώντας στη σχέση λεξικών και επιφανειακών τύπων και καταλήγοντας στη

μελέτη αντιστοιχίας δύο επιφανειακών τύπων. Π.χ. στην αναδιπλασιαστική

Μορφολογία/ Μορφολογία του αναδιπλασιασμού (reduplicative Morphology), τα

τεμάχια της βάσης και του αντιγράφου, δηλ. του αναδιπλασιαστή, βρίσκονται σε

σχέση αντιστοιχίας μεταξύ τους.

Τη σχέση Πιστότητας και Αντιστοιχίας την παρατηρούμε και από τις

παράλληλες σχέσεις ταυτότητας ανάμεσα σε εισαγόμενο και εξαγόμενο τύπο και

βάση-αναδιπλασιαστή που δίνεται από τις παρακάτω παραμέτρους:

(1) Πληρότητα σχεδιασμού (Completeness of mapping)

βάση-αναδιαπλασιαστής: Στο πεδίο αυτό η πληρότητα σημαίνει πλήρη/ ολικό

αναδιπλασιασμό (total reduplication) και η μη πληρότητα μερικό αναδιπλασιασμό.

Εισαγόμενο-εξαγόμενο: στο πεδίο αυτό η μη πληρότητα σημαίνει φωνολογική

απαλοιφή.

Page 52: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

49

(2) Εξάρτηση από το εισαγόμενο/ βάση (Dependence of input/ base)

βάση-αναδιπλασιαστής: το φωνολογικό υλικό του αναδιπλασιασμού κανονικά είναι

αυτό της βάσης.

εισαγόμενο-εξαγόμενο: στο πεδίο αυτό γίνεται επένθεση.

(3) Συνέχεια σχεδιασμού (Contiguity of mapping)

βάση-αναδιπλασιαστής: το αντίγραφο, ο αναδιπλασιαστής, είναι συνήθως μια

συνεχής υποακολουθία της βάσης.

εισαγόμενο-εξαγόμενο: στο πεδίο αυτό γίνονται απαλοιφές και επενθέσεις.

(4) Γραμμικότητα σχεδιασμού (Linearity of mapping)

βάση-αναδιπλασιαστής: ο αναδιπλασιασμός κανονικά διατηρεί τη γραμμική διάταξη

των στοιχείων.

εισαγόμενο-εξαγόμενο: τήρηση της γραμμικής διάταξης εκτός από περιπτώσεις

μετάθεσης στις οποίες παραβιάζεται.

(5) Παγίωση των άκρων (Anchoring of edges)

βάση-αναδιπλασιαστής: ο αναδιπλασιαστής κανονικά περιέχει ένα στοιχείο

τουλάχιστον από το ένα άκρο της βάσης, το δεξί, αν ο αναδιπλασιαστής είναι

επίθημα, και το αριστερό, αν είναι πρόθημα.

εισαγόμενο-εξαγόμενο: εδώ εντάσσονται οι περιορισμοί ευθυγράμμισης άκρων

μορφολογικών και προσωδιακών συστατικών.

(6) Ταυτότητα χαρακτηριστικών (Feature identity)

βάση-αναδιπλασιαστής: συνήθως τα στοιχεία του αναδιπλασιαστή είναι ταυτόσημα

με αυτά της βάσης.

Εισαγόμενο-εξαγόμενο: ταυτότητα των στοιχείων εισαγόμενου και εξαγόμενου

(McCarthy and Prince 1995:260-261, Sherrard 1997:68-70).

Αν και δώσαμε πολλά χαρακτηριστικά στοιχεία της Αντιστοιχίας καθώς και

τις διαφορές και τις ομοιότητές της με την Πιστότητα, θεωρούμε σκόπιμο να

δώσουμε έναν ολοκληρωμένο ορισμό της. Έτσι, «με δεδομένες δύο ακολουθίες S1

και S2 η αντιστοιχία είναι μια σχέση R των στοιχείων της S1 προς αυτά της S2. Τα

Page 53: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

50

στοιχεία α ∈ S1 και β ∈ S2 αναφέρονται ως αντίστοιχα το ένα προς το άλλο, αν

έχουμε τη σχέση α R β» (McCarthy and Prince 1995:262 και McCarthy 1996:4).

Οι βασικοί περιορισμοί που βάσει του παραπάνω ορισμού διέπουν τα αντίστοιχα

στοιχεία και ελέγχουν το βαθμό πιστότητας και αντιστοιχίας είναι οι εξής:

(α) Οικογένεια περιορισμών Μεγιστοποίησης (MAX constraint family)

Γενικά:

Κάθε τεμάχιο της S1 έχει ένα αντίστοιχο στην S2.

Ειδικά:

*MAX-BR (Μεγιστοποίηση βάσης-αναδιπλασιαστή)

Κάθε τεμάχιο της βάσης έχει το αντίστοιχό του στον αναδιπλασιαστή. Ο

αναδιπλασιασμός είναι ολικός.

*MAX-IO (Μεγιστοποίηση εισαγόμενου-εξαγόμενου)

Κάθε τεμάχιο του εισαγόμενου έχει ένα αντίστοιχο στο εξαγόμενο. Δεν επιτρέπεται η

απαλοιφή. Ο περιορισμός είναι αντίστοιχος προς αυτόν της δόμησης (parse-

faithfulness constraints).

(β) Οικογένεια των περιορισμών εξάρτησης (DEP constraint family)

Γενικά:

Κάθε τεμάχιο της S1 έχει αντίστοιχο στο S2.

Eιδικά:

*DEP-BR (εξάρτηση βάσης-αναδιπλασιαστή)

Κάθε τεμάχιο του αναδιπλασιαστή έχει το αντίστοιχό του στη βάση.

*DEP-IO (εξάρτηση εισαγόμενου-εξαγόμενου)

Κάθε τεμάχιο του εξαγόμενου έχει το αντίστοιχό του στο εισαγόμενο. Δεν

επιτρέπεται η επένθεση. Είναι περιορισμός αντίστοιχος μ’αυτόν της κενής θέσης

(fill).

(γ) Οικογένεια των περιορισμών ταυτότητας (The IDENT (F) Constraint family)

Γενικά:

Αντίστοιχα τεμάχια είναι ταυτόσημα όσον αφορά ένα χαρακτηριστικό (F). Δηλ. το

χαρακτηριστικό (F) ανήκει και στα δύο τεμάχια.

Page 54: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

51

Ειδικά:

*IDENT-BR (F)

Τα αντίστοιχα τεμάχια ενός αναδιπλασιαστή προς το τεμάχιο [γ] F μιας βάσης είναι

το τεμάχιο [γ] F.

*IDENT-IO (F)

Τα αντίστοιχα εξαγόμενα ενός εισαγόμενου τεμαχίου [γ] F είναι επίσης το [γ] F. Η

παραβίαση του περιορισμού αυτού οδηγεί σε φωνολογικές αλλαγές του (McCarthy

and Prince 1995:264-266).

Οι θεμελιώδεις περιορισμοί που αφορούν τον αναδιπλασιασμό είναι:

(α) Συνέχεια (Contiguity)

Ο αναδιπλασιαστής (Reduplicant, R) αντιστοιχεί προς μια συνεχή ακολουθία της

βάσης (Base, B). Π.χ. osampi-sampi «ρωτώ»15.

(β) Παγίωση (Anchoring)

Στη σχέση R+B, όταν ο αναδιπλασιαστής είναι πρόσφυμα, το αρχικό στοιχείο στον

αναδιπλασιαστή είναι ταυτόσημο με το αρχικό στοιχείο της βάσης. Π.χ. Kaldin-Kal-

Kaldin.

Στη σχέση B+R, όταν ο αναδιπλασιαστής είναι επίθημα, το τελικό στοιχείο του

αναδιπλασιαστή είναι ταυτόσημο με το τελικό στοιχείο της βάσης. π.χ. apii|| apii-

waiTaki «επαναλαμβάνω».16

(γ) Μεγιστοποίηση (MAX)

Ισχύει η σχέση R=B. Αυτό σημαίνει ότι ο αναδιπλασιαστής είναι ταυτόσημος

φωνολογικά με τη βάση, δηλ. ο αναδιπλασιασμός είναι πλήρης. Π.χ. non-tasonka-

tasonka «ανεμίζω, δροσίζω» (McCarthy and Prince 1993α:κεφ.5,7).

Τα παραδείγματα προέρχονται από την Αxininca Campa, μια διαλεκτική γλώσσα του Περού.

Το σύμβολο || μαρκάρει τα όρια της προσωδιακής λέξης (PrWd).

Page 55: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

52

2.4.5. Θεωρία του Βέλτιστου και Λεξικό

Η σχέση της Θεωρίας του Βέλτιστου και του Λεξικού είναι άμεση και ρητή,

από την άποψη ότι το Λεξικό είναι αυτό που παρέχει τους εισαγόμενους τύπους.

Είναι ουσιαστική και θεμελιώδης η μελέτη του Smolensky (1996β) «The Initial State

and «Richness of the Base» in Optimality Theory» που υποδεικνύει και κάνει σαφή

αυτή τη σχέση. Όρος κλειδί αυτής της μελέτης είναι ο πλούτος της Βάσης (Richness

of the base). Ο Smolensky (1996β:εισαγωγή), βασιζόμενος στη γενίκευση του

Jakobson (1941/1968), ότι οι ίδιες γλωσσικές δομές, που είναι μαρκαρισμένες και

εμφανίζονται αργά στη γλώσσα του παιδιού, τείνουν να είναι μαρκαρισμένες και στη

γλώσσα των ενηλίκων, θέλει να δείξει ότι στα πλαίσια της Θεωρίας του Βέλτιστου οι

περιορισμοί ορθού σχηματισμού ιεραρχούνται υψηλότερα από τους περιορισμούς

πιστότητας σε σχέση με το εισαγόμενο. Το αρχικό στάδιο της γραμματικής του

παιδιού, το οποίο ο Smolensky ορίζει ως Ηο, ερμηνεύεται ως συνέπεια της

ικανότητάς του για μάθηση, μιας βασικής αρχής της Θεωρίας του Βέλτιστου, που

χαρακτηρίζεται ως πλούτος της βάσης σύμφωνα με τον οποίο το σύνολο των πιθανών

εισαγομένων της γραμματικής είναι καθολικό.

Ο Sprouse (1997) μιλά για ενισχυμένα εισαγόμενα (enriched inputs), δηλ. για

σύνολα υποψήφιων εισαγόμενων τύπων των οποίων όμως τα μέλη είναι πιο

περιορισμένα σε αριθμό από τα σύνολα των υποψήφιων εξαγόμενων τύπων. Τα

ενισχυμένα εισαγόμενα πρέπει να περιέχουν όλες τις πληροφορίες της υποκείμενης

δομής που είναι δυνατό να απαλειφούν από το εξαγόμενο. Η Βελτιστοποίηση του

Λεξικού (Lexicon Optimization) θα επιλέξει τα πιο αρμονικά από τα υποψήφια

εισαγόμενα άρα και ο αριθμός των εξαγόμενων μπορεί να μειωθεί.

Ο Smolensky σημειώνει ότι το αρχικό στάδιο Ηο της γλώσσας του παιδιού

δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο μάθησης και αυτή η θέση έχει σχέση, αν και όχι

καταφανή εξαρχής, με την αρχή του πλούτου της βάσης που ορίζεται ως εξής:

(10) Πλούτος της βάσης (Richness of the Base)

«Η μόνη πηγή όλων των διαγλωσσικών ποικιλιών είναι η επανιεράρχηση των

περιορισμών. Ειδικότερα, το σύνολο των εισαγόμενων στις γραμματικές όλων των

γλωσσών είναι το ίδιο. Οι γραμματικοί κατάλογοι μιας γλώσσας είναι τα εξαγόμενα

που εμφανίζονται από τη γραμματική, όταν τροφοδοτείται από το σύνολο των πιθανών

εισαγόμενων» (Smolensky 1996β:3).

Page 56: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

53

Ειδικότερα ο πλούτος της βάσης απαιτεί οι συστηματικές διαφορές στους

καταλόγους να προκύπτουν από τις διαφορετικές ιεραρχήσεις των περιορισμών όχι

από τα διαφορετικά εισαγόμενα. Το Λεξικό μιας γλώσσας είναι ένα δείγμα του

καταλόγου της: όλες οι συστηματικές ιδιότητες του Λεξικού επομένως προκύπτουν

έμμεσα από τη γραμματική που οριοθετεί τον κατάλογο από τον οποίο το Λεξικό

αντλείται. Δεν υπάρχουν ανεξάρτητοι περιορισμοί μορφηματικής δομής (MSC) πάνω

στα φωνολογικά εισαγόμενα ... Οι εμφανείς διαγλωσσικές διαφορές στα εισαγόμενα

είναι στην πραγματικότητα λογικές συνέπειες των διαφορών στην ιεράρχηση των

περιορισμών. Ένα πρωταρχικό κίνητρο για τον πλούτο της βάσης είναι η θεωρητική

περιοριστικότητα (theoretic restrictiveness). Στη Θεωρία του Βέλτιστου οι γλώσσες

διαφέρουν ως προς τις ιεραρχήσεις των περιορισμών που καθορίζουν τις γραμματικές

τους. Η πιο περιοριστική θεωρία καθορίζει τη διαγλωσσική ποικιλία σ’ αυτό το

σημείο: την ιεράρχηση των περιορισμών» (Smolensky 1996β:3-4).

Ο πλούτος της βάσης γενικεύει την άποψη σχετικά με τους ρόλους τους

οποίους καλείται να αναλάβει η γραμματική και το εισαγόμενο, δηλ. «όλες οι

συστηματικές γλωσσικές ποικιλίες είναι το αποτέλεσμα της επανιεράρχησης των

καθολικών περιορισμών, ενώ τα εισαγόμενα μιας γραμματικής όλων των γλωσσών

είναι τα ίδια» (Smolensky 1996β:5).

Το Λεξικό, λοιπόν, αποτελείται από ένα σύνολο εισαγόμενων, αλλά οι

ιεραρχημένοι περιορισμοί είναι αυτοί που θα αποφασίσουν παρά τον πλούτο της

βάσης, το πλήθος των εισαγόμενων, να δώσουν καλοσχηματισμένους τύπους. Γι’

αυτό και η δομή των περιορισμών μιας γλώσσας αντικατοπτρίζεται στη δομή του

Λεξικού της. Η τάση αυτή της γραμματικής είναι γνωστή ως Βελτιστοποίηση του

Λεξικού (Lexicon Optimization) και υποστηρίζει ότι, όταν π.χ. κάποιος που μαθαίνει

μια γλώσσα πρέπει να διαλέξει μεταξύ ενός συνόλου υποψήφιων εξαγόμενων τύπων,

επιλέγει τελικά αυτόν που είναι ο πιο καλοσχηματισμένος (Prince and Smolensky

1993:175, Sprouse 1997). Αντίστοιχα η Βελτιστοποίηση του Λεξικού σημαίνει ότι και

απ’ όλα τα εισαγόμενα που είναι δυνατό να παράγουν τον εξαγόμενο φωνητικό τύπο,

επιλέγεται αυτό το εισαγόμενο που παραβιάζει λιγότερο τους υψηλά ιεραρχημένους

γραμματικούς περιορισμούς μιας γλώσσας (Inkelas 1994:6).

Ένας ορισμός της Βελτιστοποίησης του Λεξικού είναι ο εξής:

Page 57: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

54

(11) «Ας υποθέσουμε ότι μερικά διαφορετικά εισαγόμενα I1, Ι2 ... Ιn όταν

οργανώνονται/ δομούνται από μια γραμματική G οδηγούν σε αντίστοιχα εξαγόμενα Ο1,

Ο2 ... Οn, τα οποία αναγνωρίζονται να έχουν τον ίδιο φωνητικό τύπο Φ και είναι

φωνητικώς ισοδύναμα σε σχέση με τη G. Ένα απ’αυτά τα εξαγόμενα πρέπει να είναι το

πιο αρμονικό δυνάμει της λιγότερο σημαντικής παραβίασης. Ας υποθέσουμε ότι το

βέλτιστο χαρακτηρίζεται ως Ok. Τότε αυτός που μαθαίνει τη γλώσσα πρέπει να επιλέξει

τη γλώσσα ως υποκείμενο τύπο για το Φ το εισαγόμενο Ικ» (Prince and Smolensky

1993:192).

Μ’αυτόν τον τρόπο η Βελτιστοποίηση του Λεξικού επάγεται τη μείωση ενός

συμπαγούς και μεγάλου καταλόγου υποκείμενων αντιπροσωπεύσεων (Yip 1996:2).

Οι Prince και Smolensky (1993) ορίζουν τη Βελτιστοποίηση του Λεξικού ως την

αρχή που εκπληρώνει την τάση της γλώσσας να ελαχιστοποιήσει τη λεξική

κατηγοριοποίηση (lexical specification) και τις παραβιάσεις της πιστότητας

(faithfulness violations).

Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει η Inkelas (1994), ο ορισμός αυτός μελετά τα

μορφήματα που διαθέτουν μία και μοναδική πραγμάτωση και, καθώς η ίδια στη

μελέτη της ασχολείται με μορφήματα που έχουν παραπάνω από μία πραγματώσεις

στην επιφανειακή δομή, αναδιατυπώνει τον ορισμό της Βελτιστοποίησης του

Λεξικού ως εξής:

(12) «Με δεδομένη μια Γραμματική G και ένα σύνολο S=S1, S2 ... Sn

επιφανειακών φωνητικών τύπων για ένα μόρφημα Μ ας υποθέσουμε ότι υπάρχει ένα

σύνολο εισαγόμενων Ι= Ι1, Ι2 ... Ιj κάθε μέλος του οποίου έχει ένα σύνολο

επιφανειακών πραγματώσεων αντίστοιχων προς το S. Υπάρχει ένας τύπος Ii τέτοιος

ώστε το σχεδιάγραμμα/ ο σχεδιασμός ανάμεσα στο Ii και τα μέλη του S είναι ο πιο

αρμονικός σε σχέση με τη Γραμματική G π.χ. εμφανίζονται τα λιγότερα σημάδια

παραβίασης για τους υψηλότερα ιεραρχημένους περιορισμούς. Αυτός που μαθαίνει τη

γλώσσα πρέπει να διαλέξει το Ii ως την υποκείμενη αντιπροσώπευση για το Μ».

Δηλαδή, αν έχουμε ένα σύνολο S επιφανειακών τύπων ενός μορφήματος Μ

υπάρχει ένα σύνολο εισαγόμενων κάθε μέλους του οποίου διαθέτει ένα σύνολο

επιφανειακών πραγματώσεων αντίστοιχων προς το S. Κάποιο εισαγόμενο είναι το πιο

Page 58: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

55

αρμονικό σε σχέση με τον εξαγόμενο τύπο του μορφήματος, άρα αυτό το εισαγόμενο

επιλέγεται ως υποκείμενη αντιπροσώπευση για το Μ (Inkelas 1994:6-7).

Τη σχέση της Βελτιστοποίησης του Λεξικού και της γραμματικής δίνει ο

Kiparsky (1993 βλ. στην Inkelas 1994:11). Η θέση του, μελετώντας εκτός των

πλαισίων της Θεωρίας του Βέλτιστου, είναι ότι η καλύτερη γραμματική είναι η πιο

διαφανής, δηλ. αυτή που κάνει π.χ. τις λιγότερες απαλοιφές και μ’αυτόν τον τρόπο

εισάγει την αρχή της Βελτιστοποίησης της Γραμματικής (Grammar Optimization,

GO):

(13) « H βέλτιστη γραμματική είναι η περισσότερο διαφανής, δηλ. αυτή στην οποία

οι εναλλαγές (alternations) συμπληρώνουν, κατά το μέγιστο, τις δομές (structure

filling). Στα πλαίσια της Θεωρίας του Βέλτιστου αυτό σημαίνει ότι ο περιορισμός

Δόμηση (Parse) ιεραρχείται όσο το δυνατό υψηλότερα» (Inkelas 1994:11).

Οι Hale και Reiss (1997β:2-3) διερευνώντας και συνιστώντας έναν αλγόριθμο

γλωσσικής κατάκτησης κάνουν λόγο για τη Βελτιστοποίηση της Γραμματικής και τη

λύση όσον αφορά το πρόβλημα της ταυτόχρονης κατάκτησης της κατάλληλης

ιεράρχησης των περιορισμών και του Λεξικού στο οποίο οι προβλέψιμοι

εναλλακτικοί τύποι προέρχονται από μία και μόνο υποκείμενη δομή. Συμπληρώνουν

ότι κατά τη λειτουργία της GO ο Γεννήτορας (GEN) δεν παράγει υποψήφιους

εξαγόμενους τύπους, όπως θα περίμενε κανείς σύμφωνα με τις αρχές της Θεωρίας

του Βέλτιστου, αλλά μάλλον παράγει ένα άπειρο σύνολο υποψήφιων υποκείμενων

αντιπροσωπεύσεων (URs). Αυτό το σύνολο περιλαμβάνει όλες τις πιθανές

υποκείμενες αντιπροσωπεύσεις. Μπορεί να θεωρηθεί ως ένα Καθολικό Λεξικό

(Universal Lexicon): Urk, k= ... ∞. Πρέπει επίσης να ορίσουμε ένα σύνολο

σχεδιασμών Mi για κάθε παράδειγμα Pi. Ο σχεδιασμός Mi αποτελείται από ζεύγη

ιεραρχήσεων Rj και υποκείμενες αντιπροσωπεύσεις Urk είναι τέτοιες ώστε υπό την

ιεράρχηση Rj ο πιο αρμονικός υποψήφιος τύπος για την Urk είναι ο Pi. Δηλαδή Rj

(Urk) = Pj. Καθένα απ’αυτά τα ζεύγη (R, UR) θα ονομαστούν μικρογραμματικές

(microgrammars) (Hale and Reiss 1997β:3).

Συμπεραίνουμε δηλ. ότι με τη λειτουργία της GO στόχος είναι να βρεθεί το

βέλτιστο εισαγόμενο για κάθε ιεράρχηση περιορισμών. Κάθε μικρογραμματική για

ένα παράδειγμα αποτελείται από μια ιεράρχηση και μια υποκείμενη

Page 59: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

56

αντιπροσώπευση. Με δεδομένη την επιλεγμένη ιεράρχηση, ο βέλτιστος υποψήφιος

τύπος για την υπό μελέτη μικρογραμματική είναι το παράδειγμα υπό μελέτη (Hale

and Reiss 1997β:3).

2.4.6. Προεκτάσεις της Θεωρίας του Βέλτιστου

Η Θεωρία του Βέλτιστου έχει αποτελέσει πεδίο ευρείας μελέτης. Πολλά

προβλήματα έχουν βρει τη λύση τους και άλλα θέματα έχουν ανακύψει δίνοντας στη

θεωρία νέες προεκτάσεις. Εδώ θα εξετάσουμε τη φωνολογική αδιαφάνεια

(phonological opacity) στα πλαίσια της Θεωρίας του Βέλτιστου, τους περιορισμούς

που καθορίζονται από τις διαδικασίες (process specific constraints), τα ενισχυμένα

εισαγόμενα (enriched inputs) και την άμεση Θεωρία του Βέλτιστου (Direct Optimality

Theory, DOT).

Η φωνολογική αδιαφάνεια είναι όρος που εισήχθη από τον Kiparsky (1971,

1973:79, στον McCarthy 1994). Είναι το μέτρο που δείχνει κατά πόσο το περιβάλλον

μιας φωνολογικής διαδικασίας ή τα αποτελέσματά της μπορούν να καθοριστούν από

την εξέταση των επιφανειακών δομών. Δηλαδή η αδιαφάνεια αναφέρεται στο

φαινόμενο της μορφοποίησης των εξαγόμενων τύπων από γενικεύσεις που δεν έχουν

να κάνουν αποκλειστικά με την επιφανειακή δομή. Ο McCarthy (1994:1) δίνει τις

περιπτώσεις στις οποίες εμφανίζεται φωνολογική αδιαφάνεια: «Ένας φωνολογικός

κανόνας του τύπου A B/ C-D είναι αδιαφανής, αν υπάρχουν επιφανειακές δομές με

κάποιο/α από τα παρακάτω χαρακτηριστικά:

α. περιπτώσεις του Α στο περιβάλλον C-D

β. περιπτώσεις του B που παράγονται από αυτόν τον κανόνα και εμφανίζονται σε

περιβάλλοντα άλλα από C-D.

γ. περιπτώσεις του Β που δεν παράγονται από αυτόν (τον κανόνα) και εμφανίζονται

στο περιβάλλον C-D.

Ένας κανόνας χωρίς αυτά τα χαρακτηριστικά είναι διαφανής (transparent)».

Παραδείγματα δίνονται από τα Εβραϊκά της Τιβεριάδας όπου υπάρχει

κανόνας σύμφωνα με τον οποίο το Κ της υποκείμενης δομής γίνεται Χ στην

επιφανειακή, όταν στη βαθεία δομή προηγείται του Κ φωνήεν. Στο παράδειγμα όμως

Page 60: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

57

/malak/ [malx] (=βασιλιάς)

έχουμε μια τυπική περίπτωση αδιαφάνειας, γιατί εμφανίζεται ένα X σε περιβάλλον

άλλο από V_. Η δάσυνση είναι αδιαφανής, γιατί συνοδεύεται από τη συγκοπή του

φωνήεντος, που ακυρώνει το περιβάλλον το οποίο στην αρχή προκάλεσε τη δάσυνση

του Κ.

Ο McCarthy υποστηρίζει ότι η Θεωρία του Βέλτιστου και ειδικότερα οι

Θεωρίες Πιστότητας και Αντιστοιχίας με την ιεράρχηση των περιορισμών και την

εκτίμηση επιφανειακών και υποκείμενων δομών, δίνουν λύση στο πρόβλημα της

αδιαφάνειας. Π.χ. συχνά συμβαίνει να γίνεται επένθεση ή αποβολή κάποιου

τεμαχίου. Η επένθεση αφορά τεμάχια της επιφανειακής δομής που δεν έχουν

αντίστοιχά τους στην υποκείμενη δομή. Η ιεράρχηση των περιορισμών, η

αλληλεπίδρασή τους και παραβίαση κάποιων περιορισμών καθώς και η ικανοποίηση

άλλων, εξηγούν τέτοια φωνολογικά φαινόμενα και ερμηνεύουν το λόγο της

αδιαφάνειας των κανόνων. Αυτή είναι μία ακόμη συμβολή της Θεωρίας του

Βέλτιστου (McCarthy 1994).

Οι περιορισμοί που καθορίζονται από τις διαδικασίες (process specific

constraints) έχουν να κάνουν με το ότι όμοιες φωνολογικές διαδικασίες μπορούν να

διέπονται από διαφορετικούς περιορισμούς. Η αρχή αυτή μελετήθηκε από τον Davis

(1995, στον McCarthy 1997). Η βασική άποψη του Davis είναι ότι οι περιστάσεις

αποκλεισμού συγκεκριμένων φαινομένων εξαρτώνται από την κάθε διαδικασία

ξεχωριστά (process specific): η ίδια βασική διαδικασία π.χ. μια αφομοίωση, σε

διαφορετικές γραμματικές ή όμοιες διαδικασίες στην ίδια γραμματική μπορούν να

διέπονται από διαφορετικούς περιορισμούς ή να μη διέπονται από κάποιο

περιορισμό. Ο Davis συνεχίζει και, ακολουθώντας τις απόψεις των Archangeli και

Pulleyblank (1994, στον McCarthy 1997), υποστηρίζει ότι οι φωνολογικές

διαδικασίες τυποποιούνται ως συγκεκριμένοι ανά γλώσσα κανόνες με δεδομένη,

όμως, την ενεργοποίηση κάποιων περιορισμών που οριοθετούν την εφαρμοστικότητά

τους. Ο Davis, εν κατακλείδει, υποστήριξε ότι το φαινόμενο δεν μπορεί να εξεταστεί

υπό το πρίσμα της θεωρίας του Βέλτιστου, καθώς η Θεωρία του Βέλτιστου δεν

αναγνωρίζει παραμετρικούς κανόνες με ενσωματωμένους σ’αυτούς τους

συγκεκριμένους περιορισμούς. Ο McCarthy (1997) αντιτίθεται σ’αυτή τη θέση και σε

Page 61: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

58

μελέτη του αποδεικνύει ότι η Θεωρία του Βέλτιστου είναι ένα γενικό θεωρητικό

μοντέλο το οποίο μελετά τον καθοριστικό ρόλο των διαδικασιών μέσα από τις

ιεραρχήσεις των περιορισμών.

Τα ενισχυμένα εισαγόμενα είναι όρος που εισήχθη από τον Sprouse (1997).

Όπως είπαμε και παραπάνω, η Θεωρία του Βέλτιστου προτείνει ότι για κάθε

φωνολογική αντιπροσώπευση της υποκείμενης δομής, το εισαγόμενο, υπάρχει ένα

σύνολο εξαγόμενων τύπων, από τους οποίους, αφού εκτιμηθούν, πρέπει να

διαλέξουμε τη βέλτιστη ανάλυση της υποκείμενης αντιπροσώπευσης. Αυτό που ο

Sprouse προτείνει είναι ότι μπορούμε να έχουμε ενισχυμένα εισαγόμενα. Το

ενισχυμένο εισαγόμενο αποτελείται από ένα σύνολο υποψήφιων εισαγόμενων,

ακριβώς όπως και το εξαγόμενο αποτελείται από ένα σύνολο υποψήφιων

εξαγόμενων, μολονότι η τάξη των πιθανών μελών του εισαγόμενου είναι πιο

περιορισμένη από αυτήν του εξαγόμενου. Το ενισχυμένο εισαγόμενο πρέπει να

περιέχει όλες τις πληροφορίες της υποκείμενης δομής που είναι δυνατό να απαλειφεί

από το εξαγόμενο. Η αρχή της Βελτιστοποίησης του Λεξικού που είδαμε και

παραπάνω μπορεί να βρει εφαρμογή και στα ενισχυμένα εισαγόμενα. Δηλαδή η

Βελτιστοποίηση του Λεξικού θα επιλέξει τα πιο αρμονικά από τα υποψήφια

εισαγόμενα, βάσει περιορισμών, άρα ο αριθμός των εισαγόμενων μπορεί να μειωθεί.

Η άμεση Θεωρία του Βέλτιστου (Direct Optimality Theory, DOT) είναι μια πρόταση

του Golston (1996:713-714) και αποτελεί εξέλιξη του βασικού μοντέλου της

Θεωρίας του Βέλτιστου. Πρόκειται για ένα μοντέλο μορφολογίας και φωνολογίας

στο οποίο ένας φωνολογικός τύπος αναπαρίσταται σε σχέση με τα μαρκαρισμένα

στοιχεία και όχι με την ακολουθία των τεμαχίων που τον αποτελούν: εκεί οφείλεται ο

χαρακτηρισμός αντιπροσώπευση ως ξεκάθαρο μαρκάρισμα (representation as pure

markedness).

Βασικός μηχανισμός της DOT είναι το desideratum, «μια μερική περιγραφή

της επιφανειακής δομής με όρους που αφορούν το μαρκάρισμα: ένα σύνολο από

desiderata λειτουργεί ως ισοδύναμο ενός υποκειμένου τύπου στην καθιερωμένη

γενετική φωνολογία. Τα desiderata δεν περιέχουν καμιά πληροφορία για κάποια

αμαρκάριστη δομή π.χ. για την απουσία εξόδου ή την παρουσία (παρά τη

συνθετότητα) της έμβασης και του πυρήνα. Μια τέτοιου είδους αμαρκάριστη δομή

δεν μπορεί να αναπαρασταθεί με όρους που αφορούν την παραβίαση των κανόνων,

γιατί δεν υπάρχουν περιορισμοί που παραβιάζει» (Golston 1996:713-714).

Page 62: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

59

Απ’ τα παραπάνω παρατηρούμε ότι το εξελιγμένο αυτό μοντέλο έχει κοινά

σημεία με τη θεωρία του υποκαθορισμού (underspecification theory) και πιο

συγκεκριμένα τη βασική της αρχή, ότι οι αμαρκάριστες δομές που στη θεωρία του

υποκαθορισμού θεωρούνται ταυτόχρονα πλεονάζουσες/ πλεοναστικές (redundant) και

προβλέψιμες (predictable) είναι υποκαθορισμένες (underspecified). Με την DOT

έχουμε τελικά μάλλον ένα μοντέλο σύζευξης του υποκαθορισμού και της θεωρίας

του βέλτιστου, αφού οι περιορισμοί εφαρμόζονται στα μαρκαρισμένα στοιχεία των

φωνολογικών αντιπροσωπεύσεων.

Η βασική διαφορά όμως των desiderata και μιας αυτοτεμαχιακής

αντιπροσώπευσης είναι ότι τα desiderata είναι μια μερική περιγραφή ενός

αντικειμένου ενώ η δεύτερη είναι το αντικείμενο υπό περιγραφή. Άρα η

«αντιπροσώπευση ως γνήσιο μαρκάρισμα (representation as pure markedness) είναι

μια θεωρία στην οποία η φωνολογική αντιπροσώπευση αποτελείται από μερικές

περιγραφές αντικειμένων της επιφανειακής δομής που εξετάζονται με όρους που

αφορούν τις παραβάσεις του μαρκαρισμένου... Τα desiderata συγχωνεύουν την

αντιπροσώπευση και την εκτίμηση ενός τύπου περιγράφοντάς τον καθαρά όσον

αφορά τα μαρκαρισμένα χαρ/κά τους» (Golston 1996:714). Τα desiderata δεν είναι

υποκείμενοι τύποι με την παραδοσιακή έννοια: είναι μερικές περιγραφές

επιφανειακών τύπων. Το βασικό μοντέλο της Θεωρίας του Βέλτιστου δε διαθέτει

υποκείμενους τύπους. Τα αποτελέσματα της DOT/RPM είναι τα εξής:

1. Απαιτεί να εγκαταλειφθεί το «θεώρημα του αδύνατου» (theorem of impossibility)

που υποστηρίζει ότι κάθε υποκείμενος τύπος είναι ένας αδύνατος επιφανειακός,

πράγμα που δεν αποτελεί μια ενιαία θεωρητική προσέγγιση. Προκύπτει ως θεωρία

από την υπόθεση ότι οι υποκείμενοι τύποι δεν είναι συλλαβοποιημένοι ενώ οι

επιφανειακοί είναι. Αντίθετα η RPM συνιστά μια ενιαία θεωρητική προσέγγιση,

άποψη του βασικού μοντέλου της Θεωρίας του Βέλτιστου επίσης είναι ότι οι

υποκείμενοι τύποι στερούνται προσωδιακής δομής, ενώ οι επιφανειακοί όχι.

Οπότε και η φωνολογία αναγκαστικά γίνεται παραγωγική (derivational) (Golston

1996:715). Τα προβλήματα αυτά βέβαια λύνονται βάσει της Βελτιστοποίησης του

Λεξικού και καταρρίπτεται το θεώρημα του αδύνατου. Η Inkelas (1994, βλ. και

Golston 1996:718) υποστηρίζει ότι δομές, όπως η προσωδία και η

συλλαβοποίηση, υπάρχουν και στις υποκείμενες φωνολογικές αντιπροσωπεύσεις,

Page 63: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

60

γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο εισαγόμενα και εξαγόμενα είναι κατά το δυνατόν όμοια,

τηρώντας βέβαια τους περιορισμούς πιστότητας της Θεωρίας του Βέλτιστου.

2. Η RPM όχι μονάχα ορίζει αλλά και απαιτεί τον υποκαθορισμό των φωνολογικών

αντιπροσωπεύσεων, όπως αυτή ορίστηκε από τους Kiparsky (1982), Archangeli

(1984) και Steriade (1987) (βλ. στον Golston 1996). Κάθε αμαρκάριστη δομή

είναι υποκαθορισμένη στην DOT, γιατί δεν μπορεί να αναπαρασταθεί ως

παραβίαση περιορισμών. Η αμαρκάριστη δομή δεν είναι καθορισμένη σ’ όλα τα

επίπεδα της φωνολογίας, επειδή δεν μπορεί να αναπαρασταθεί σε κανένα επίπεδο.

3. Η RPM θεωρεί πλήρως πλεονάζουσα την γραμμική διάταξη των τεμαχίων. Οι

γραμμικές αντιπροσωπεύσεις δεν παίζουν κανένα ρόλο είτε στην αναπαράσταση

είτε στην εκτίμηση των τύπων. Οι γραμμικές διατάξεις πρέπει να μειωθούν στο

ελάχιστο. Είναι προτιμητέες οι δομές που προτείνει η αυτοτεμαχική θεωρία.

4. Η RPM είναι ενεργή μονάχα σε θεωρίες όπου οι περιορισμοί είναι παραβιάσιμοι,

γιατί τα μορφήματα αναπαριστώνται μονάχα μέσω των περιορισμών που

παραβιάζουν. Η μόνη θεωρία που λειτουργεί βάσει αυτής της αρχής είναι η

Θεωρία του Βέλτιστου.

5. Η RPM εξαλείφει δύο βασικά στοιχεία της Θεωρίας του Βέλτιστου, τις

ακολουθίες του εισαγόμενου και του εξαγόμενου και το ρόλο του Γεννήτορα

(GEN). Η DOT παρέχει μονάχα παραβιάσεις των περιορισμών. Ο GEN που

παράγει ένα σύνολο υποψήφιων εξαγόμενων τύπων για κάθε εισαγόμενο δεν είναι

απαραίτητος. Αυτό επιτυγχάνεται μονάχα με το γεγονός ότι η DOT χρησιμοποιεί

την έννοια της διακριτικής παραβίασης, της παραβίασης δηλ. μονάχα όσον αφορά

μαρκαρισμένα στοιχεία. Επομένως η DOT είναι μια απλούστερη κι ακόμη πιο

εύχρηστη όψη της Θεωρίας του Βέλτιστου (Golston 1996:714-715).

H αρχή της LO βρίσκει εφαρμογή στην DOT ως εξής: Τα desiderata ενός

μορφήματος περιλαμβάνουν όλες τις διακριτικές παραβιάσεις της επιφανειακής

δομής που συνδέονται μαζί τους καθώς και οποιαδήποτε παραβίαση που δεν αφορά

εναλλαγές, διακριτική ή όχι (Golston 1996:720).

H Πιστότητα (Faithfulness) και οι περιορισμοί της παίζουν για την DOT τον

ίδιο ουσιαστικό ρόλο όσο και στο βασικό μοντέλο της Θεωρίας του Βέλτιστου.

Διαφέρει απλώς ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται οι παραβιάσεις των

περιορισμών. Στο βασικό μοντέλο της Θεωρίας του Βέλτιστου, παραβιάσεις

Page 64: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

61

πιστότητας έχουμε, όταν εισαγόμενα και εξαγόμενα είναι διαφορετικά, ενώ στην

DOT παραβιάσεις έχουμε, κάθε φορά που τα desiderata διαφέρουν από τα

εξαγόμενα. Και στις δύο περιπτώσεις όμως οι παραβιάσεις πιστότητας παρακινούνται

από το φωνολογικό σύστημα της υπό μελέτη γλώσσας. Οι παραβιάσεις της

πιστότητας εκδηλώνονται με δύο τρόπους: (α) το εξαγόμενο είναι δυνατό να μη

δηλώσει όλα τα desiderata ενός μορφήματος οπότε αυτό σημαίνει ότι έχουν

απαλειφεί τεμάχια (deletion) είτε (β) μπορεί να δηλώσει παραβιάσεις περιορισμών

που δεν υπάρχουν στα desiderata, οπότε αυτό σημαίνει ότι έχουν προστεθεί τεμάχια

(epenthesis).

Η ουσιαστική διαφορά του βασικού μοντέλου της Θεωρίας του Βέλτιστου και

της DOT συνίσταται στο ότι το βασικό μοντέλο μπορεί να δείξει σαφή διακριτικά

στοιχεία βάσει της παραβίασης του περιορισμού ή περιορισμών. Η DOT, ως πιο

απλουστευτική, αναπαριστά τα μορφήματα άμεσα (directly) με τη βοήθεια των

περιορισμών που αυτά παραβιάζουν στην επιφανειακή δομή. Οι παραβιάσεις είναι,

θα μπορούσαμε να πούμε, τα Δ.Χ. της DOT (distinctive features) (Golston 1996:724-

725). Όμοια και στη Θεωρία του υποκαθορισμού στην επιφανειακή δομή

παρουσιάζονται τα μαρκαρισμένα στοιχεία.

Η DOT βρίσκει όμως ξεκάθαρα εφαρμογή και στο χώρο της Μορφολογίας.

Και η αξιωματική της θέση ότι τα μορφήματα αναπαρίστανται από τους

περιορισμούς που παραβιάζουν στην επιφανειακή δομή, γενικεύεται σ’όλες τις

μορφές της Μορφολογίας. Ρίζες και προσφύματα αναπαρίστανται βάσει των

περιορισμών που παραβιάζουν.

Έτσι:

Η προσφυματοποίηση παραβιάζει την ευθυγράμμιση (Alignment).

Η ενθυματοποίηση παραβιάζει τη συνέχεια (Contiguity).

H αφαιρετική μορφολογία (Subtractive Morphology) παραβιάζει τη Δόμηση (Parse).

O αναδιπλασιασμός παραβιάζει την Κενή Θέση (Fill) (Golston 1996:726).

H DOT αποδεικνύεται ως μια πολύ εύχρηστη και ευκίνητη θεωρία που

βρίσκει εφαρμογή στο πεδίο της Φωνολογίας όσο και της Μορφολογίας. Ωστόσο η

ΟΤ έχει πολλές προοπτικές ευρύτερης ανάπτυξης. Μερικοί τέτοιοι τομείς είναι οι

εξής:

Page 65: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

62

(α) Η Θεωρία του Βέλτιστου μπορεί να ιδωθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να δίνεται

ακόμη μεγαλύτερος ρόλος στους επιφανειακούς τύπους, προκειμένου να

ερμηνευθούν εναλλαγές διάφορων τύπων, και να απομακρυνθούμε από τις

υποκείμενες αντιπροσωπεύσεις. Εξάλλου, η μελέτη των επιφανειακών τύπων είναι ο

θεμέλιος λίθος της ΟΤ. Βάσει αυτών ερμηνεύονται φαινόμενα, όπως οι αντιθέσεις, οι

ουδετεροποιήσεις, οι υπερεφαρμογές (overapplications), οι υποεφαρμογές

(underapplications) κλπ.

(β) Επίσης μπορεί να εγκαταλειφθεί η μελέτη των αντιπροσωπεύσεων χάριν της

αλληλεπίδρασης των περιορισμών. Γι’αυτό και θεωρητικά μοντέλα, όπως η

υποκαθορισμός (underspecification), δέχονται πολλές πιέσεις από τους υποστηρικτές

της Θεωρίας του Βέλτιστου οι οποίοι θεωρούν ότι η Θεωρία του Βέλτιστου

προσφέρει μεγαλύτερη ερμηνευτική επάρκεια.

(γ) Ένας πρόσθετος και σημαντικός ρόλος της Θεωρίας του Βέλτιστου έχει να κάνει

με τον αυξημένο ρόλο της να κωδικοποιεί άμεσα το μαρκάρισμα στη γραμματική. Η

Θεωρία του Βέλτιστου έχει τη δυνατότητα και στοχεύει στο να συγχωνεύσει τα

συστατικά της Φωνητικής και της Φωνολογίας σε μια και μόνο ιεραρχία

περιορισμών, σε μια τυποποίηση περιορισμών (Kager 1998:333-334).

2.4.7. Σχέση της Θεωρίας του Βέλτιστου με άλλα θεωρητικά μοντέλα

Οι νεότερες φωνολογικές θεωρίες δείχνουν μια στροφή από τα γραμμικά

μοντέλα διατεταγμένων κανόνων που κυριάρχησαν τα τελευταία 30 χρόνια σε

προσεγγίσεις περιορισμών επιφανειακής δομής, μία από τις οποίες είναι η θεωρία του

Βέλτιστου. Άρα ο θεωρητικός προβληματισμός που απασχολεί τους μελετητές είναι

το αν η γραμματική περιλαμβάνει διατεταγμένους κανόνες ή μονάχα περιορισμούς

της επιφανειακής δομής.

Η Θεωρία του Βέλτιστου (ΟΤ) είναι ένα θεωρητικό μοντέλο στα πλαίσια του

οποίου η έμφαση δίνεται όχι σε μια ακολουθία διατεταγμένων κανόνων μέσω της

οποίας ένας εισαγόμενος τύπος μετασχηματίζεται σε έναν εξαγόμενο επιφανειακό

τύπο, αλλά μάλλον στην αλληλεπίδραση των παραβιάσιμων καθολικών περιορισμών

οι οποίοι καθορίζουν τον ορθό σχηματισμό των εξαγόμενων τύπων. Επομένως, με τη

Page 66: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

63

Θεωρία του Βέλτιστου επιδιώκουμε να καθορίσουμε όχι το ποιοι κανόνες

εφαρμόζονται και με ποια σειρά σε μια δεδομένη γλώσσα, αλλά τις ιεραρχίες των

περιορισμών που θα παράγουν μονάχα τους επιφανειακούς τύπους, τα επιφανειακά

μοντέλα μιας δεδομένης γλώσσας. Οι περιορισμοί δεν είναι ισότιμοι, όσον αφορά την

ιεραρχία τους, συνεπώς πιο σημαντική για τον καθορισμό του βέλτιστου

επιφανειακού τύπου είναι η υποχωρητικότητα, η παραβίαση των υψηλότερα

ιεραρχημένων περιορισμών παρά η παραβίαση των χαμηλότερα ιεραρχημένων

περιορισμών (Beckman 1997:11, Roca 1997:3-4).

Μια αρχική συγκριτική θεώρηση των προσεγγίσεων που βασίζονται στην

παραγωγή και της Θεωρίας του Βέλτιστου μας δείχνει ότι τόσο στην κλασική

γενετική φωνολογία όσο και στη Θεωρία του Βέλτιστου η γραμματική είναι ένας

μηχανισμός που αφορά τη σχέση εισαγόμενου-εξαγόμενου. Ωστόσο, στην κλασική

γενετική θεωρία ο μηχανισμός-κλειδί είναι ο κανόνας επανεγγραφής (rewrite rule),

ενώ στη Θεωρία του Βέλτιστου είναι ο περιορισμός που λειτουργεί πάνω στο

εξαγόμενο (output constraint) (Kager 1998:39).

Οι θεωρίες που βασίζονται σε κανόνες εκτιμούν ότι οι φωνολογικές αλλαγές

προκύπτουν από την προσθήκη νέων κανόνων κατά τη διαδικασία της παραγωγής,

κάτι όμως που μπορεί να οδηγήσει σε αδιαφάνεια των επιφανειακών τύπων.

Αντίθετα, με τη Θεωρία του Βέλτιστου η αδιαφάνεια των επιφανειακών τύπων είναι

σαφής και αντιμετωπίζεται με την επιλογή του βέλτιστου τύπου έχοντας υπόψη τα

αμαρκάριστα δομικά σχήματα. Η Θεωρία του Βέλτιστου παρέχει μεγαλύτερη

ερμηνευτική επάρκεια (Roca 1997:23-27, 35). Επιπλέον, η Θεωρία του Βέλτιστου

ερμηνεύει ικανοποιητικά τις αντιστοιχίες ανάμεσα σε φωνητικώς φυσικά φωνολογικά

μοντέλα και τους φωνητικά αντίστοιχους επιφανειακούς τύπους, τουλάχιστον

περισσότερο ικανοποιητικά από τις προσεγγίσεις κανόνων και παραγωγής (Myers

1997α:125).

Οι βασικές διαφορές της Θεωρίας του Βέλτιστου και των κανονιστικών

μοντέλων της κλασικής γενετικής θεωρίας μπορούν να συνοψιστούν στα εξής (βλ.

Kager 1998:41-43):

1. Με τις θεωρίες που βασίζονται στους κανόνες, μια δομική συνθήκη (structural

condition) και μια δομική αλλαγή (structural change) συνδέονται μέσω του

κανόνα. Ένας κανόνας καθορίζει τη δομική αλλαγή σε σχέση με τη δομική

συνθήκη. Στη Θεωρία του Βέλτιστου η δομική συνθήκη και η δομική αλλαγή

Page 67: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

64

είναι στοιχεία διαχωρισμένα και πολλαπλές αλλαγές πρέπει να εκτιμηθούν ως

πιθανοί τύποι που λύνουν τα προβλήματα που προκύπτουν από τις παραβιάσεις

των περιορισμών. Με τη Θεωρία του Βέλτιστου ένας περιορισμός μαρκαρίσματος

μπορεί να προκαλέσει διάφορες δομικές αλλαγές, ανάλογα βέβαια και με την

αλληλεπίδρασή του με τους περιορισμούς πιστότητας. Οι κανονιστικές θεωρίες

αδυνατούν να προβλέψουν τη λειτουργική ενότητα των διαδικασιών (functional

unity), κυρίως γιατί δεν μπορούν να εκφράσουν το πως ένας φωνολογικός κανόνας

έχει στόχο στην εξαγόμενη φωνητική αντιπροσώπευση.

2. Στις κανονιστικές θεωρίες βασική είναι η έννοια της παραγωγής (derivation). Η

εφαρμογή των κανόνων προκύπτει από την αρχή της γραμμικής/ σειριακής

διάταξης (linear/ serial ordering) παρά από μια ιεραρχία περιορισμών που

συγκροτείται βάσει της σπουδαιότητας των περιορισμών. Αντίθετα, η Θεωρία του

Βέλτιστου προσδίδει μεγάλη σημασία στην επιφανειακή δομή σε σχέση με την

αλληλεπίδραση των περιορισμών και δεν επιτρέπει την πρόσβαση σε ενδιάμεσα

επίπεδα μεταξύ του εισαγόμενου και του εξαγόμενου τύπου. Οι περιορισμοί της

Θεωρίας του Βέλτιστου αφορούν είτε μόνο τον εξαγόμενο τύπο είτε τη σχέση

εισαγόμενου-εξαγόμενου στα πλαίσια της θεωρίας της Αντιστοιχίας (Kager

1998:41-43).

H Θεωρία του Βέλτιστου διαθέτει αυτές τις πλεονεκτικές παραμέτρους που

την καθιστούν πιο ευέλικτη και πιο επαρκή ως θεωρητική ερμηνευτική προσέγγιση.

Μερικές είναι οι εξής (Roca 1997:5, και Kager 1998:19):

α. «Αιχμαλωτίζει», δεσμεύει νόμιμες επιφανειακές κανονικότητες.

β. Καθιστά τη γραμματική ενιαία, εφόσον οι περιορισμοί είναι επίσης απαραίτητοι

και υπό το πρίσμα των προσεγγίσεων κανόνων και παραγωγής (rule-and -derivation

constraints).

γ. Παρέχει ένα άμεσο πλαίσιο αναπαράστασης της Καθολικότητας και του

Μαρκαρίσματος, γιατί και ο Γεννήτορας και οι περιορισμοί θεωρούνται και

καθολικοί και σχετίζονται με την έννοια του μαρκαρίσματος.

δ. Προτιμά αμαρκάριστα μοντέλα σε περίπτωση που κάποιοι τύποι χαρακτηρίζονται

από δομική συνθετότητα.

ε. Παρέχει γόνιμο έδαφος όσον αφορά την ερμηνεία της μαθησιακότητας

(learnability) μιας γλώσσας: καθώς ο Γεννήτορας περιλαμβάνεται στην Καθολική

Page 68: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

65

Γραμματική, κάθε περιορισμός επίσης περιλαμβάνεται στην Καθολική Γραμματική,

συνεπώς το βάρος της μαθησιακότητας μετατοπίζεται στην ιεραρχία των περιορισμών

και την παγίωση των λεξικών αντιπροσωπεύσεων.

στ. Οι περιορισμοί της Θεωρίας του Βέλτιστου φέρουν και αυτοί την εγγενή δύναμη

που γεννάται από την αλληλεπίδραση των περιορισμών.

ζ. Η θεωρία επιτρέπει την παράλληλη λειτουργία των περιορισμών.

2.4.8. Υπεροχή της Θεωρίας του Βέλτιστου έναντι των άλλων

θεωρητικών μοντέλων σχετικά με τη μελέτη του παιδικού λόγου

Θεωρούμε ότι η θεωρία του Βέλτιστου (ΟΤ), όπως αυτή διαμορφώθηκε από

τους Prince και Smolensky (1993), αποτελεί έναν επιτυχημένο τρόπο ελέγχου της

γλωσσικής ικανότητας, καθώς αυτός ο έλεγχος διεξάγεται μέσω ενός συνόλου

ιεραρχημένων, αλλά παραβιάσιμων περιορισμών. Σύμφωνα με τη θεωρία του

Βέλτιστου, για κάθε υποκείμενη αντιπροσώπευση, υπάρχει ένα σύνολο υποψήφιων

εξαγόμενων τύπων. Ο υποψήφιος τύπος που ικανοποιεί καλύτερα το σύνολο αυτών

των περιορισμών είναι και η φωνητική περιγραφή του εισαγόμενου. Για να

αναγνωριστεί ως βέλτιστο (optimal) κάποιο εξαγόμενο, δεν είναι απαραίτητο να

ικανοποιεί όλους τους περιορισμούς παρά μόνο αυτούς που ουσιαστικά παίζουν

κρίσιμο ρόλο για την αναγνώριση του βέλτιστου τύπου, δηλ. αυτούς που βρίσκονται

ψηλότερα στην ιεραρχία. Αν δύο υποψήφιοι τύποι ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλο,

τότε θεωρείται βέλτιστος αυτός ο οποίος παραβιάζει μεν κάποιους περιορισμούς, όχι

όμως αυτούς που βρίσκονται πολύ ψηλά στην ιεραρχία.

Το ουσιαστικό πλεονέκτημα έναντι άλλων προσεγγίσεων, και στην

προκείμενη περίπτωση της θεωρίας των παραμέτρων, είναι ότι οι αρχές της δεν είναι

απαραβίαστες. Αντίθετα, οι περιορισμοί της είναι ευαίσθητοι στο εκάστοτε γλωσσικό

περιβάλλον, αναπροσαρμόζονται και επανιεραρχούνται, πράγμα που δείχνει την

παραβιάσιμη υπόστασή τους. Με τους παραβιάσιμους και επανιεραρχήσιμους

περιορισμούς ερμηνεύεται επαρκώς, κατά τη γνώμη μας, το ότι επιλέγονται καταρχήν

οι αμαρκάριστοι τύποι από τα παιδιά, ενώ κατά την πορεία της γλωσσικής

κατάκτησης επιλέγονται πιο μαρκαρισμένοι, πιο δύσκολοι να πραγματωθούν τύποι.

Όσον αφορά π.χ. τον τονισμό δεν αρκεί να πούμε ότι από τους τύπους των ενηλίκων

Page 69: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

66

διατηρούνται στο λόγο των παιδιών οι τονισμένες και οι συλλαβές που βρίσκονται

στο τέλος της λέξης. Είναι επαρκέστερο ερμηνευτικά να πούμε ότι τα παιδιά

υπακούουν σε περιορισμούς που απαιτούν αυτές τις δομές (βλ και στον Pater

1998α).

Μια ακόμη σημαντική διαπίστωση της Θεωρίας του Βέλτιστου είναι ότι οι

περιορισμοί είναι καθολικοί και οι διαγλωσσικές ποικιλίες, οι γλωσσικές παράμετροι,

εξετάζονται βάσει των διαφορετικών ιεραρχήσεων αυτών των καθολικών

περιορισμών. Άρα, για να μάθουμε τη γραμματική μιας γλώσσας, αρκεί να μάθουμε

την ιεράρχηση των περιορισμών που χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη γλώσσα (Prince

and Smolensky 1993 και Tesar 1997:615).

Οι περιορισμοί εμπίπτουν σε δύο βασικές κατηγορίες, τους περιορισμούς

ορθού σχηματισμού ή αλλιώς δομικούς περιορισμούς (wellformedness constraints or

structural constraints), που φροντίζουν για το σωστό σχηματισμό των λέξεων και

τους περιορισμούς πιστότητας (faithfulness constraints) που εξετάζουν το κατά πόσο

οι εξαγόμενοι τύποι είναι πιστοί προς το εισαγόμενο, κατά πόσο υπάρχουν

αντίστοιχα τεμάχια του εισαγόμενου τύπου στον εξαγόμενο τύπο ( Prince and

Smolensky 1993 βλ. και Gnanadesikan 1995 για τον παιδικό λόγο).

Η γλωσσική κατάκτηση μπορεί να μελετηθεί βάσει της Θεωρίας του

Βέλτιστου εξετάζοντας καταρχήν την εφαρμογή των συνθηκών ορθού σχηματισμού

στον παιδικό λόγο και στη συνέχεια τις συνθήκες πιστότητας, αφού τα παιδιά στον

πρώιμο λόγο τους εμφανίζουν αμαρκάριστες δομές και μόνο, καθώς ο λόγος τους

εξελίσσεται, αναπτύσσεται και εμπλουτίζεται, εμφανίζονται πιο σύνθετες δομές

χαρακτηριστικές των φωνοτακτικών και προσωδιακών καταστάσεων που

ενεργοποιούν τις συνθήκες πιστότητας.

Η Demuth (1995α) παραθέτει τις Υποθέσεις που διέπουν τη γλωσσική

κατάκτηση (Acquisition Hypotheses):

1. Οι πυρηνικές συλλαβές (core syllables, CV) είναι η αμαρκάριστη μορφή

συλλαβικής δομής που παρέχει η Καθολική Γραμματική.

2. Οι ελάχιστες λέξεις (διμελείς πόδες) (minimal words, binary feet) είναι η

αμαρκάριστη μορφή των προσωδιακών λέξεων (prosodic words) που παρέχει η

Καθολική Γραμματική.

Page 70: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

67

3. Ακολουθώντας τον Jakobson (1941/ 1968, στην Demuth 1995α), προβλέπουμε ότι

τα παιδιά θα μετακινηθούν από την αμαρκάριστη σε πιο μαρκαρισμένες

προσωδιακές δομές κατά τη διαδικασία της κατάκτησης.

4. Τα στάδια της κατάκτησης μπορούν να χαρακτηριστούν από ένα σύνολο

περιορισμών και σ’ αυτά οι αμαρκάριστες αξίες εμφανίζονται πρώτες και η

γλωσσική ανάπτυξη περιλαμβάνει την επανιεράρχηση των περιορισμών κατά το

πέρασμα του χρόνου.

Η διαφοροποίηση της Θεωρίας του Βέλτιστου από τις προσεγγίσεις που

μελετήσαμε παραπάνω είναι ότι κατά τη Θεωρία του Βέλτιστου δεν είναι απαραίτητο

να «μαθαίνουν» τα παιδιά την Προσωδιακή Ιεραρχία, αλλά πρέπει να καθορίσουν αν

και πως τα διαφορετικά στάδια μιας δομής συναντώνται στη γλώσσα η οποία

κατακτάται (Demuth 1995α:17).

Θεωρούμε ότι η Θεωρία του Βέλτιστου είναι μια εύχρηστη προσέγγιση, γιατί

με μια σειρά παραβιάσιμων περιορισμών, χωρίς την ύπαρξη ενδιάμεσων σταδίων

παραγωγής, η μελέτη των εισαγόμενων και των εξαγόμενων τύπων γίνεται

απλούστερη και ουσιαστικότερη. Δεν βρίσκουμε κάποια σκοπιμότητα στο να

αναλωνόμαστε στη μελέτη των ενδιάμεσων σταδίων παραγωγής ενός τύπου, αφού η

εξέταση υποκείμενων και εξαγόμενων αντιπροσωπεύσεων μας επιτρέπουν να

βγάλουμε συμπεράσματα για τον τρόπο ανάπτυξης του παιδικού λόγου.

2.4.9. Θέσεις κατά της Θεωρίας

Έχουν διατυπωθεί κάποιες θέσεις κατά της θεωρίας του Βέλτιστου οι οποίες

μάλλον προέρχονται από τη λανθασμένη αντίληψη και πρόσληψη της θεωρίας εκ

μέρους των μελετητών17.

Μια τέτοια άποψη είναι η πλάνη της τελειότητας (The fallacy of Perfection, FoP). Η

βασική θέση της είναι ότι «αν το εξαγόμενο είναι βέλτιστο, τότε πρέπει να είναι

τέλειο».Τα ερωτήματα που θέτουν οι υποστηρικτές αυτής της άποψης συνοψίζονται

στα εξής:

1. Ο Chomsky (1994, στους McCarthy and Prince 1994) θεωρεί ότι, αφού υπάρχουν

λιγότερο μαρκαρισμένα φωνήεντα και σύμφωνα, θα έπρεπε όλες οι λέξεις να είναι

απλές και αμαρκάριστες.

Βλ. εκτός των άλλων και στον McCarthy (1997).

Page 71: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

68

2. Εφόσον η αμαρκάριστη συλλαβή είναι η CV, θα έπρεπε όλες οι συλλαβές να είναι

αυτού του τύπου;

3. Αφού υπάρχουν περιορισμοί που απαιτούν ταυτότητα ανάμεσα στο εισαγόμενο

και το εξαγόμενο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι υποκείμενες δομές απλώς

παραμένουν αναλλοίωτες στην επιφανειακή δομή.

4. Απ’ τη στιγμή που ο ακριβέστερος αναδιπλασιαστής είναι το πιστό αντίγραφο της

βάσης, γιατί δεν είναι πάντα πλήρης ο αναδιπλασιασμός;

5. Απ’ τη στιγμή που ο αμαρκάριστος τρόπος προσφυματοποίησης είναι

περιφερειακός, πως είναι δυνατόν να κάνουμε ενθηματοποίηση;

Η πλάνη της FoP αρχίζει να υφίσταται, εφόσον για κάθε άποψη και για κάθε

τύπο εκτιμά μόνο την αμαρκάριστη διάσταση, αγνοώντας όλες τις άλλες, ενώ στη

θεωρία του Βέλτιστου όλες οι διαστάσεις αλληλεπιδρούν με στόχο την εκτίμηση του

βέλτιστου τύπου. Εξάλλου, η θεωρία του Βέλτιστου βασίζεται στην ιεράρχηση των

περιορισμών που αντικατοπτρίζει τις διαφορετικές διαστάσεις του αμαρκάριστου. Η

θεωρία του Βέλτιστου σημειώνει, κι αυτό είναι το σημαντικότερο επιχείρημα

εναντίον της FoP, ότι δεν ψάχνει να βρει τον τέλειο εξαγόμενο τύπο, αλλά τον

καλύτερο δυνατό μέσα από ένα σύνολο υποψήφιων τύπων, επομένως απόλυτα

τέλειοι υποψήφιοι τύποι δεν πρόκειται ή δεν είναι απαραίτητο να υπάρξουν στους

πίνακες των υποψήφιων τύπων (McCarthy and Prince 1994, Sherrard 1997:45).

2.4.10. Μαθησιακότητα (Learnability) και Θεωρία του Βέλτιστου

Έχουμε ήδη κάνει λόγο για την Καθολική Γραμματική και μπορούμε να

συμπεράνουμε ότι οι γραμματικές κάθε γλώσσας συνιστούν εναλλαγές, ποικιλίες της

Καθολικής Γραμματικής. Καθώς η Καθολική Γραμματική δεν είναι αντικείμενο

κατάκτησης, αλλά φέρεται εγγενώς από κάθε ομιλητή μιας φυσικής γλώσσας, μπορεί

να καθορίσει τις πιθανές γραμματικές των φυσικών γλωσσών. Το βασικό ερώτημα

που αφορά τη σχέση Καθολικής Γραμματικής και γλωσσικής κατάκτησης είναι το

πώς οι αρχές της Καθολικής Γραμματικής καθορίζουν τη διαδικασία της γλωσσικής

κατάκτησης.

Η γλωσσική κατάκτηση μπορεί να γίνει αντικείμενο μελέτης βάσει δύο

πεδίων έρευνας: το ένα βασίζεται σε σώματα δεδομένων (corpus) που συλλέγονται

από τον αυθόρμητο λόγο των παιδιών και το δεύτερο έχει να κάνει με τη τη

Page 72: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

69

μαθησιακότητα (lernability). Θα επικεντρωθούμε στο δεύτερο πεδίο έρευνας, αφού το

σύνολο των γλωσσικών δεδομένων μας θα γίνουν αντικείμενο επεξεργασίας και

μελέτης στο δεύτερο μέρος της εργασίας μας.

Το θέμα της μαθησιακότητας έχει να κάνει με το ποιες ουσιώδεις αρχές της

Καθολικής Γραμματικής μπορούν να κατακτηθούν από τα παιδιά. Η Θεωρία του

Βέλτιστου καταλήγει σε κάποιες υποθέσεις σχετικά με την Καθολική Γραμματική,

υποθέσεις όμως πολύ διαφορετικές απ’αυτές που διατυπώνονται από άλλα μοντέλα

προσέγγισης του παιδικού λόγου. Η Θεωρία του Βέλτιστου υποθέτει ότι η Καθολική

Γραμματική ορίζει ένα σύνολο καθολικών και παραβιάσιμων περιορισμών και αρχές

με τις οποίες οι περιορισμοί αλληλεπιδρούν. Κάθε γραμματική διαφέρει από άλλες

αναφορικά με τις ιεραρχήσεις των περιορισμών και το Λεξικό της. Άρα, μια

γραμματική κατακτάται, εφόσον κατακτάται η ιεράρχηση των περιορισμών που τη

συγκροτούν. Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το παιδί πρέπει να ακολουθήσει

συγκεκριμένες στρατηγικές, προκειμένου επιτυχώς να κατακτήσει τη γλώσσα (Kager

1998:235-236).

Ο αλγόριθμος μάθησης (learning algorithm), ο οποίος εισάγεται από τους

Tesar και Smolensky (1993, 1998), είναι η μέθοδος που η Θεωρία του Βέλτιστου

χρησιμοποιεί, για να ερμηνεύσει τη διαδικασία της γλωσσικής κατάκτησης και

στόχος της είναι η δόμηση μιας ιεραρχίας περιορισμών μιας γλώσσας βάσει των

εξαγόμενών της. Ο αλγόριθμος αυτός υποστηρίζει ότι είναι πιθανό να οριοθετήσουμε

τις ιεραρχήσεις των περιορισμών βάσει των εξαγόμενων τύπων και το σύνολο των

καθολικών περιορισμών. Σύμφωνα με τον αλγόριθμο, υποτίθεται ότι το εισαγόμενο

είναι δεδομένο. Υποθέτει επίσης ότι το εξαγόμενο είναι περισσότερο μια γλωσσικά

δομημένη αντιπροσώπευση παρά απλώς ένας φωνητικός τύπος. Ο αλγόριθμος των

Tesar και Smolensky δείχνει ότι οι πληροφορίες σχετικά με τους περιορισμούς

αντλούνται από τα αποτελέσματα των παραβιάσεων των περιορισμών, παρά από την

ικανοποίησή τους. Το συμπέρασμα είναι ότι οι περιορισμοί οι οποίοι παραβιάζονται

από τον εξαγόμενο τύπο πρέπει να κυριαρχούνται από κάποιον άλλο περιορισμό.

Και, για να προσδιοριστούν οι περιορισμοί που κυριαρχούν, ο αλγόριθμος συγκρίνει

τους υποψήφιους βέλτιστους τύπους μεταξύ τους. Από τη σύγκριση αυτή ο

αλγόριθμος οριοθετεί την ιεραρχία των περιορισμών η οποία συνδέει τον βέλτιστο

εξαγόμενο τύπο με το εισαγόμενο.

Page 73: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

70

Η βασική αρχή του αλγόριθμου είναι ο υποβιβασμός των περιορισμών

(constraint demotion). Το αρχικό στάδιο του αλγόριθμου είναι αυτό στο οποίο όλοι οι

περιορισμοί δεν βρίσκονται σε σχέση ιεράρχησης μεταξύ τους. Κανένας δηλ.

περιορισμός δεν κυριαρχεί τους υπόλοιπους

(14) C1, C2, C3, ... Cn

Βαθμιαία, όμως, ο αλγόριθμος αναπτύσσει μια ιεραρχία των περιορισμών. Η

επανιεράρχηση των περιορισμών επιτρέπεται, εφόσον υπάρχει θετική απόδειξη

(positive evidence), δηλ. όταν κάποιος περιορισμός παραβιάζεται στον εξαγόμενο

τύπο. Η επανιεράρχηση πάντα αφορά τον υποβιβασμό παρά την προαγωγή ενός

περιορισμού έναντι των υπόλοιπων περιορισμών στην ιεραρχία. Ο υποβιβασμός

αυτός είναι ελάχιστος (minimal) από την άποψη ότι ο περιορισμός υποβιβάζεται μια

θέση χαμηλότερα από τον υψηλότερα ιεραρχημένο περιορισμό ο οποίος και προκαλεί

τον υποβιβασμού του περιορισμού.

Είναι δυνατό να συναντούμε ομάδες περιορισμών οι οποίοι δεν βρίσκονται σε

σχέση κυριαρχικής ιεραρχίας, ωστόσο οι ομάδες αυτές μπορούν να βρίσκονται σε

σχέση κυριαρχικής ιεραρχίας με άλλες ομάδες περιορισμών. Τέτοιες ομάδες

περιορισμών ονομάζονται διαστρώματα (strata) και μια ιεραρχία που συνίσταται από

τέτοια διαστρώματα (strata) χαρακτηρίζεται ως κυριαρχία διαστρωμάτωσης (stratified

hierarchy).

Κυριαρχία διαστρωμάτωσης

(15) C1, ... Cn

>>

Cn+1, ... Cp

>>

........

Cq+1, ... Cr

Πρέπει να καταστήσουμε σαφές ότι αυτές οι κυριαρχίες διαστρωμάτωσης, που

προκύπτουν κατά τη διαδικασία της γλωσσικής κατάκτησης και της ανάπτυξης του

αλγόριθμου, είναι υποθετικές. Κι αυτό, γιατί αυτές οι ιεραρχίες αναπαριστούν την

Page 74: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

71

τρέχουσα γνώση του παιδιού. Αυτή η γνώση είναι δυναμική από την άποψη ότι

αλλάζει συνεχώς κατά τη γλωσσική ανάπτυξη. Μονάχα, εφόσον όλες οι πληροφορίες

του εισαγόμενου τύπου απορροφώνται από το βέλτιστο εξαγόμενο τύπο, μπορούμε

να πούμε ότι η ιεραρχία μιας δεδομένης περιόδου της γλωσσικής κατάκτησης

ταυτίζεται με την ιεραρχία που χαρακτηρίζει τη γραμματική μιας δεδομένης γλώσσας

(βλ. Tesar and Smolensky 1993, 1998 βλ. και Tesar 1997, 1998)18.

Οι Pulleyblank και Turkel (1997), με οδηγό τα δεδομένα τους,

σχηματοποιούν τον τρόπο με τον οποίο κατακτάται η γλώσσα ως εξής:

(i) το παιδί που κατακτά τη γλώσσα του εντάσσεται στα πλαίσια μιας συγκεκριμένης

γραμματικής.

(ii) το παιδί πρέπει να εκτιμήσει σε μια δεδομένη στιγμή ένα τύπο f.

(iii) το παιδί αποφαίνεται σχετικά με το αν ένας τύπος f είναι βέλτιστος για μια

γραμματική g και ένα δεδομένο εισαγόμενο.

(iv) το παιδί προσπαθεί να κινηθεί προς μια νέα γραμματική h.

(v) το παιδί αποφαίνεται σχετικά με το αν η ανάλυση του τύπου f στα πλαίσια της

γραμματικής h είναι καλύτερη απ’αυτήν στα πλαίσια της γραμματικής g.

(vi) Αν η ανάλυση στα πλαίσια της γραμματικής h είναι καλύτερη, τότε το παιδί

μετακινείται προς τη γραμματική g.

(vii) Αν η ανάλυση στα πλαίσια της γραμματικής h είναι ίδια μ’αυτήν της

γραμματικής g, τότε το παιδί δεν μετακινείται στη νέα γραμματική, αλλά

παραμένει στα πλαίσια της γραμματικής g.

3. ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

3.1. Θεωρία του Βέλτιστου (ΟΤ): μια νέα προσέγγιση ερμηνείας και

ανάλυσης του παιδικού λόγου

Όπως έχουν δείξει πρόσφατες μελέτες, η Θεωρία του Βέλτιστου

παρουσιάζεται ως επαρκές μοντέλο μελέτης και ανάλυσης του παιδικού λόγου και

της κατάκτησης της μητρικής γλώσσας από το παιδί. Η Θεωρία του Βέλτιστου

Για τον αλγόριθμο των Tesar και Smolensky κάνουν επίσης λόγο οι Roca 1997, Pulleyblank και

Turkel 1997 και Gilbers και de Hoop 1998.

Page 75: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

72

αποτελείται από ένα σύνολο εγγενών ιεραρχημένων κανόνων. Οι ιεραρχήσεις των

περιορισμών, και όχι οι ίδιοι οι περιορισμοί, είναι που διαφέρουν κατά γλώσσα.

Οι Hale και Reiss (1997α:1-2, 1997γ:144) επισημαίνουν την ύπαρξη αντιτιθέμενων

υποθέσεων σχετικά με τη φιλολογία που έχει αναπτυχθεί γύρω από την κατάκτηση

της γλώσσας. Αυτές είναι οι εξής:

1. Η φύση της φωνολογίας του παιδιού (The nature of child phonology)

α. Η υπόθεση της αυστηρής ταυτότητας (the strong identity hypothesis) που

υποστηρίζει ότι η φωνολογία του παιδιού διέπεται από τις ίδιες αρχές απ’τις οποίες

διέπεται η φωνολογία του ενήλικα.

β. Η άποψη ότι η φωνολογία του παιδιού είναι θεμελιωδώς διακριτή από τη

φωνολογία του ενήλικα π.χ. νομιμοποιητικές διαδικασίες που δε μαρτυρούνται στη

γλώσσα του ενήλικα είναι εξαρτημένες από μια σειρά αναπτυσσόμενων επιπέδων

κλπ.

2. Η φύση της απόδειξης (The nature of the evidence)

α. Αποκλίσεις από τους τύπους-στόχους, τόσο στους τύπους των παιδιών όσο και

στους τύπους των ενηλίκων, πρέπει να αποδοθούν στα αποτελέσματα κάποιων

λειτουργιών, συμπεριλαμβανομένων των μη γλωσσικών, γνωστικών και

κιναισθητικών διαδικασιών.

β. Μερικές αποκλίσεις από τους τύπους-στόχους είναι το αποτέλεσμα της παιδικής

φωνολογίας (child phonology) στα πλαίσια της οποίας κινείται π.χ. η φωνολογική

ικανότητα (phonological competence) του παιδιού, γραμματικά στοιχεία για τα οποία

η γλώσσα-στόχος δε δίνει κανένα στοιχείο.

Οι περιορισμοί που παρέχει η Θεωρία του Βέλτιστου ισχύουν τόσο για τη

γλώσσα των ενηλίκων όσο και για τη γλώσσα του παιδιού. Οι διαφορές προκύπτουν

απ’το ότι οι περιορισμοί ιεραρχούνται διαφορετικά στη γλώσσα των παιδιών απ’ό,τι

στη γλώσσα των ενηλίκων. Με το πλαίσιο της Θεωρία του Βέλτιστου ο λόγος των

παιδιών δε χαρακτηρίζεται από περισσότερους περιορισμούς. Οι εξαγόμενοι

υποψήφιοι τύποι που εκτιμώνται είναι οι ίδιοι και για τα παιδιά και για τους ενήλικες,

απλώς τα παιδιά επιλέγουν διαφορετικούς βέλτιστους τύπους από τους ενήλικες. Η

επανιεράρχηση των περιορισμών υποδεικνύει και το πώς αναπτύσσεται η φωνολογία.

Page 76: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

73

Θα μπορούσαμε να παραλληλίσουμε τη σχέση της γλώσσας των ενηλίκων

μ’αυτήν των παιδιών με το μοντέλο της ατελούς και της πλήρους φάσης που

χρησιμοποιεί ο McCarthy (1996), προκειμένου να μελετήσει τη γλώσσα Rotuman,

την οποία μιλούν οι κάτοικοι ενός νησιού του Ειρηνικού Ωκεανού. Ο McCarthy δίνει

έμφαση στη μορφολογική διάκριση που αφορά τη φάση (phase). Δείχνει δηλ. την

αντίθεση μεταξύ των λέξεων μέγιστης κατηγορίας ανάμεσα σε δύο φάσεις, την πλήρη

(complete) και την ατελή (incomplete), στις οποίες οι λέξεις αυτές κατατάσσονται

σύμφωνα με σημασιολογικά, συντακτικά, προσωδιακά κριτήρια. Η αντίθεση πλήρους

και ατελούς φάσης έγκειται, στη συγκεκριμένη γλώσσα, στο ότι ο τελικός πόδας της

πλήρους φάσης γίνεται αντιληπτός ως μονοσύλλαβος (αν και διμοραϊκός) και όχι

δισύλλαβος. Αντίστοιχα, μπορούμε να συσχετίσουμε την πλήρη φάση της Rotuman

με την πιο πιστή, σε σχέση με το εισαγόμενο, γλώσσα των ενηλίκων και την ατελή

φάση της Rotuman με τη γλώσσα του παιδιού.

Μία βασική θέση της Φωνολογίας του παιδιού, που εκφράζεται από τη

Gnanadesikan (1995), είναι ότι στα αρχικά στάδια της κατάκτησης της μητρικής

γλώσσας οι εξαγόμενοι τύποι είναι οι αμαρκάριστοι. Αυτό στα πλαίσια της Θεωρίας

του Βέλτιστου σημαίνει ότι οι δομικοί περιορισμοί, δηλ. οι περιορισμοί καλού

σχηματισμού, βρίσκονται ψηλότερα ιεραρχημένοι από τους περιορισμούς

πιστότητας, οι οποίοι απαιτούν την κατά το δυνατόν μεγαλύτερη ταύτιση

εισαγόμενων φωνολογικών αντιπροσωπεύσεων και εξαγόμενων τύπων. Κατά

συνέπεια η ταύτιση του εισαγόμενου με το εξαγόμενο σημαίνει μαρκάρισμα.

Η θέση της Gnanadesikan είναι ότι στη γλώσσα των ενηλίκων η ιεράρχηση

θέλει τους περιορισμούς πιστότητας να οργανώνονται ψηλότερα από τους δομικούς.

Τα παιδιά, λοιπόν, μεγαλώνοντας προωθούν τους περιορισμούς πιστότητας σε

υψηλότερη ιεράρχηση. Και πάλι βέβαια είναι δυνατό να διαφέρουν οι ιεραρχήσεις

των περιορισμών από παιδί σε παιδί. Η ύπαρξη αντιθέσεων που εκφράζεται με τη

συνύπαρξη των δομικών περιορισμών και των περιορισμών πιστότητας,

καταδεικνύουν και τον πλούτο αντιθέσεων του Λεξικού. Τελικά η γλώσσα των

ενηλίκων ισορροπεί ανάμεσα σε περιορισμούς μαρκαρισμένου και αμαρκάριστου.

Ο Smolensky (1996α) προτείνει μια Γραμματική με δύο ιδιότητες,

προκειμένου να μελετηθεί η κατάκτηση της μητρικής από το παιδί:

(α) Η Γραμματική οδηγεί στην παραγωγή του βέλτιστου τύπου μιας λέξης.

Page 77: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

74

(β) Η Γραμματική επιτρέπει τη σωστή αντίληψη μιας τάξης λέξεων πλούσιων σε

φωνηματικές διακρίσεις καθώς και της προσωδιακής δομής.

Μια τέτοια Γραμματική ενυπάρχει στα πλαίσια της θεωρίας του Βέλτιστου,

γιατί, ακόμη και τα παιδιά που χαρακτηρίζονται από εξαιρετικά περιορισμένη

φωνολογική παραγωγή, έχουν υποκείμενους τύπους που προσεγγίζουν τους τύπους

των ενηλίκων. Η Θεωρία του Βέλτιστου παρέχει το μέσο με το οποίο εκτιμάται η

αρμονία των δομικών περιγραφών που δίνει τους αμαρκάριστους τύπους. Οι δομικές

περιγραφές δίνουν δυο υποδομές, (α) τον εισαγόμενο τύπο και (β) τον εξαγόμενο

τύπο.

Ο Smolensky μιλά για παραγωγή (production) και κατανόηση/ αντίληψη

(comprehension) στα πλαίσια της θεωρίας του Βέλτιστου.

• Στην παραγωγή αυτό που είναι παγιωμένο είναι ο εισαγόμενος τύπος και

συναγωνίζονται μεταξύ τους οι δομές που μοιράζονται το ίδιο εισαγόμενο.

Δηλαδή με τη Θεωρία του Βέλτιστου επιλέγεται για ένα δεδομένο εισαγόμενο το

πιο αρμονικό εξαγόμενο.

• Στην αντίληψη αυτό που είναι παγιωμένο είναι ο εξαγόμενος τύπος και

συναγωνίζονται μεταξύ τους οι υποκείμενες δομές που μοιράζονται αυτόν τον

εξαγόμενο τύπο. Δηλαδή για το εξαγόμενο που μελετάται επιλέγεται το πιο

αρμονικό εισαγόμενο (Smolensky 1996α:720-722 και Hale and Reiss 1997α,

1997γ).

Ο Smolensky (1996β, βλ. και Tesar and Smolensky 1993) θεωρεί ότι ο

αλγόριθμος της μάθησης λειτουργεί ως εξής: Στο αρχικό στάδιο το παιδί

χρησιμοποιεί τη γραμματική του «λανθασμένα» -από την άποψη ότι οι περιορισμοί

ορθού σχηματισμού ιεραρχούνται ψηλότερα από τους περιορισμούς πιστότητας-

προκειμένου να οργανώσουν τους φωνητικούς τύπους. Η παραγωγή υπακούει στους

περιορισμούς ορθού σχηματισμού, ενώ η αντίληψη τους παραβιάζει, άρα είναι

λιγότερο αρμονικός ο τύπος των παιδιών. Έτσι, όταν το παιδί συγκρίνει τη δομική

περιγραφή που αναφέρεται στα δεδομένα μ’ αυτήν που αναφέρεται στο εξαγόμενο

της γραμματικής και βρίσκει την πρώτη λιγότερο αρμονική, οι περιορισμοί καλού

σχηματισμού επανιεραρχούνται και μάλιστα χαμηλότερα από τους περιορισμούς

πιστότητας.

Page 78: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

75

Οι Hale και Reiss (1997α, 1997β, 1997γ) έχουν αντίθετη άποψη από τον

Smolensky και υποστηρίζουν ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν παράλληλα

ανάμεσα στη γλώσσα του παιδιού και στη γλώσσα των ενηλίκων. Για να στηρίξουν

τη θέση τους, χρησιμοποιούν φαινόμενα που χαρακτηριστικά διακρίνουν την παιδική

γλώσσα, όπως η συμφωνική αρμονία (consonant harmony), προκειμένου να

υποστηρίξουν την άποψή τους. Θεωρούν ότι το παιδί παράγει τον τύπο που

αντιλαμβάνεται, απλώς το γραμματικό εξαγόμενο εμποδίζεται από τη σωστή

φωνητική πραγμάτωσή του λόγω της μη ωρίμανσης του αρθρωτικού συστήματος του

παιδιού.

Τα παιδιά είναι ευαίσθητα κατά τη γνώμη τους σε κάθε είδους φωνολογική

διάκριση και αντίθεση, διαφορετικά δεν θα μπορούσαμε να μιλούμε για γλωσσική

κατάκτηση και ανάπτυξη του φωνολογικού συστήματος. Το παιδί, λοιπόν, καταρχήν

προσπαθεί να οργανώσει τον εξαγόμενο τύπο αντίστοιχα με την υποκείμενη δομή. Οι

Hale και Reiss (1997α, 1997β, 1997γ) θεωρούν ότι αυτή είναι μια αναγκαία

προϋπόθεση για την κατάκτηση του λεξήματος. Το παιδί στη συνέχεια θα κάνει τη

σχετική σύγκριση ανάμεσα στον τύπο κατανόησης και τον τύπο παραγωγής, θα

κατανοήσει ότι ο εξαγόμενος τύπος είναι λιγότερο αρμονικός από τον εισαγόμενο,

άρα θα ιεραρχήσει ψηλότερα τους περιορισμούς πιστότητας. Κι εδώ δηλαδή

λειτουργεί η αρχή της Βελτιστοποίησης του Λεξικού, προκειμένου να βρεθεί ο

βέλτιστος και πιο αρμονικός τύπος εκ μέρους αυτού που κατακτά τη γλώσσα.

Γι’αυτό και ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει ουσιαστική διαφοροποίηση στη

Γραμματική19.

3.2. Συλλογή δεδομένων

H εργασία μας βασίζεται στα γλωσσικά δεδομένα του Διονύση, ενός μικρού

αγοριού, το οποίο συναντούσαμε στο χώρο του παιδικού σταθμού «Κεραζώζα» στο

Ρέθυμνο της Κρήτης. Τα δεδομένα συλλέξαμε κατά την περίοδο μεταξύ 22/10/1997,

όταν το παιδί μόλις είχε συμπληρώσει τα δύο χρόνια της ζωής του (2;1 μηνών), και

21/7/1998, όταν το παιδί βρισκόταν πια σε ηλικία 2;9 μηνών. Η βοήθεια των

Ωστόσο στην παρούσα εργασία θα υποστηρίξουμε την άποψη του Smolensky, τα επιχειρήματά μας

όμως θα τα παραθέσουμε μετά την επεξεργασία των δεδομένων μας στα οποία και θα τα στηρίξουμε.

Page 79: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

76

δασκάλων του Διονύση υπήρξε καθοριστική, αφού έκαναν πιο εύκολο τον

εγκλιματισμό μας στο χώρο του παιδικού σταθμού και την προσαρμογή μας στις

συνήθειες και τις δραστηριότητες του παιδιού. Κάποιες πρώτες συναντήσεις, κατά τη

διάρκεια των οποίων δεν προχωρήσαμε στη συλλογή γλωσσικού υλικού, ήταν

απαραίτητες, προκειμένου το παιδί να μας γνωρίσει καλύτερα και να συνηθίσει την

παρουσία μας. Ο λόγος του μαγνητοφωνήθηκε στο χώρο του παιδικού σταθμού τον

οποίο επισκεπτόμασταν κάθε εβδομάδα -με εξαίρεση τις διακοπές των

Χριστουγέννων και του Πάσχα- αυτούς τους εννέα μήνες. Οι συναντήσεις μας

διαρκούσαν 25-45 λεπτά της ώρας και χρησιμοποιήθηκαν εννέα κασέτες, πέντε

60λεπτες και τέσσερις 90λεπτες (TDK IEC I/ TYPE I), και δύο κασετόφωνα υψηλής

πιστότητας, ένα μικρό δημοσιογραφικό (SONY TCM 313) και ένα κασετόφωνο διπλής

εγγραφής (PANASONIC RX-FT510). H συλλογή του υλικού βασίστηκε στον αυθόρμητο

λόγο του παιδιού κατά τη διάρκεια ελεύθερων συζητήσεων του παιδιού μαζί μας, με

τις δασκάλες του και με άλλα παιδιά του νηπιαγωγείου, και σε συζητήσεις μας σε

μεμονωμένο χώρο του νηπιαγωγείου πάνω σε αγαπημένα του θέματα, π.χ. βιβλία και

άλλα αντικείμενα, κυρίως παιχνίδια. Τα γλωσσικά δεδομένα του Διονύση ήταν

ξεκάθαρα και μεταγράφηκαν στο Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (IPA).

3.3. Συλλαβική δομή και Θεωρία του Βέλτιστου-Ιεραρχήσεις

περιορισμών-Βασικοί περιορισμοί-Επεξεργασία γλωσσικών δεδομένων

3.3.1. Έμβαση συλλαβών

Η πρόταση της Θεωρίας του Βέλτιστου είναι ότι οι περιορισμοί κάθε

γλώσσας, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι κανόνες της Καθολικής Γραμματικής,

είναι τροποποιημένοι, παραμετροποιημένοι ανάλογα με τις ανάγκες κάθε γλώσσας,

και διατάσσονται σε μια ιεραρχία20. Ο Γεννήτορας παράγει ένα σύνολο πιθανών

αναλύσεων του εισαγόμενου τύπου. Ο βέλτιστος τελικά εξαγόμενος τύπος μπορεί να

παραβιάζει τους περιορισμούς που βρίσκονται χαμηλότερα ιεραρχημένοι, πράγμα

που πιστοποιεί ότι υπακούουν και διατηρούν τους ψηλότερους στην ιεραρχία

βλ. αντίστοιχα στον Ingram (1989) και στη Fikkert (1994:2-4).

Page 80: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

77

περιορισμούς. Η Θεωρία του Βέλτιστου εφαρμόζεται με επιτυχία τόσο στη

συλλαβική θεωρία όσο και στην προσωδιακή μορφολογία, όπως θα δούμε παρακάτω.

Τη δομή της συλλαβής, όπως σχηματοποιείται στη Γενετική Φωνολογία, την

είδαμε ήδη παραπάνω (Spenser 1996:38):

(16) σ

Έμβαση Ρίμα (Onset) (Rhyme)

Πυρήνας Έξοδος (nucleus) (Coda)

s a n

Ο Jakobson (1962, στον Spencer 1996:80) προτείνει μια τυπολογία

συλλαβών και σημειώνει ότι όλες οι γλώσσες επιτρέπουν CV συλλαβές, που είναι

γνωστές και ως πυρηνικές συλλαβές (core syllables), γιατί είναι ο αμαρκάριστος

τύπος της Καθολικής Γραμματικής, καθώς και τις ανοιχτές συλλαβές του τύπου V.

Συνεχίζει λέγοντας ότι «υπάρχουν γλώσσες που στερούνται συλλαβών που αρχίζουν

με φωνήεντα και/ ή συλλαβών που τελειώνουν με σύμφωνα, αλλά δεν υπάρχουν

Page 81: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

78

γλώσσες χωρίς συλλαβές που αρχίζουν με σύμφωνα ή συλλαβές που τελειώνουν με

φωνήεντα» (Jakobson 1962, στους Prince and Smolensky 1993:85).

Συνοψίζοντας, καταλήγουμε στο ότι καμία γλώσσα δε μπορεί να «αποφύγει»

ή να εμποδίσει τις CV συλλαβές. Αυτό σημαίνει, κατά συνέπεια, ότι καμία γλώσσα

δεν απαγορεύει τις εμβάσεις ή απαιτεί εξόδους. Η CV συλλαβική δομή ως πυρηνική

δομή, καθολική δηλ. δομή που απαντάται σ’όλες τις γλώσσες, είναι βέλτιστη, γιατί

δεν παραβιάζει κανέναν από τους θεμελιώδεις περιορισμούς ορθού σχηματισμού και

πιστότητας. Παρατηρούμε ότι διαθέτει έμβαση, όχι όμως και έξοδο (κανόνες ορθού

σχηματισμού), όλα τα υποκείμενα τεμάχια είναι οργανωμένα σε συλλαβές και οι

συλλαβικές θέσεις πληρούνται με τεμάχια της υποκείμενης δομής (Prince and

Smolensky 1993:88).

Οι Prince και Smolensky (1993) ανέπτυξαν κάποια θεωρήματα που αφορούν

τις εμβάσεις και τις εξόδους των συλλαβών και τη συλλαβοποίησή τους σε σχέση με

τους βασικούς περιορισμούς της Θεωρίας του Βέλτιστου:

(α) Θεώρημα της έμβασης (Onset theorem)

Οι εμβάσεις είναι προαιρετικές σε μια γλώσσα, αν ο περιορισμός της έμβασης

(ONS) κυριαρχείται και από τους δύο περιορισμούς της δόμησης (PARSE) και της

κενής θέσης (FILL). Διαφορετικά οι εμβάσεις είναι απαραίτητες. Στην τελευταία

περίπτωση ο περιορισμός της έμβασης ενισχύεται από την αδυναμία πλήρους

δόμησης (underparsing), δηλ. τη φωνητική απαλοιφή (phonetic deletion), αν ο

περιορισμός δόμησης βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο της ιεραρχίας των

περιορισμών, και από την υπερ-δόμηση (over-parsing), δηλ. τη φωνητική επένθεση

(phonetic epenthesis), αν ο περιορισμός κενής θέσης βρίσκεται χαμηλότερα (Prince

and Smolensky 1993:92)21.

Η άποψη ότι η συλλαβική δομή CV είναι πυρηνική, καθολική, είναι κοινός

τόπος στη Γλωσσολογία όσον αφορά τη γλωσσική κατάκτηση. Απ’ αυτό

Γενικά για τη βασική συλλαβική τυπολογία βλ. επίσης στους Kager (1998:κεφ. 3) και Gilbers and

de Hoop (1998:7).

Page 82: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

79

συμπεραίνουμε ότι η απλή έμβαση, που αποτελείται από ένα συμφωνικό τεμάχιο,

είναι η καθολική δομή έμβασης της Καθολικής Γραμματικής.

3.3.1.1. Η έμβαση σε διάφορες γλώσσες

Όπως είδαμε παραπάνω, δεχόμαστε ως αμαρκάριστη μορφή συλλαβής τη

CV, την ανοιχτή δηλ. συλλαβή της οποίας τη θέση έμβασης κατέχει ένα σύμφωνο.

Σ’αυτό το μέρος της εργασίας μας θα παραθέσουμε πορίσματα διαγλωσσικών

ερευνών σχετικά με τη μορφή της συλλαβικής έμβασης, τα απλά τεμάχια ή τα

συμφωνικά συμπλέγματα που είναι δυνατό να τη συνιστούν.

Η αγγλική είναι η γλώσσα της οποίας τα δεδομένα έχουν γίνει αντικείμενο

ευρύτατης έρευνας και μελέτης. Η Gnanadesikan (1995, 1996) μελετά τα δεδομένα

της κόρης της Gitanjali (2;3-2;9 χρονών) και επιβεβαιώνει την άποψη περί της

αμαρκάριστης πυρηνικής συλλαβής CV22. Το παιδί παράγει συλλαβές με ένα

σύμφωνο σε θέση έμβασης, ακόμη και όταν τα εισαγόμενά του περιλαμβάνουν

εμβάσεις που συνίστανται μέχρι και από τρία σύμφωνα, η κατεξοχήν δηλ. τάση του

παιδιού είναι να απλοποιεί τα συμφωνικά συμπλέγματα. Το αξιοσημείωτο στα

δεδομένα της Gnanadesikan είναι ότι, όταν η έμβαση του εισαγόμενου του παιδιού

αποτελείται από ένα μόνο σύμφωνο, αυτό παράγεται από το παιδί, ακόμη κι αν είναι

από τα πλέον μαρκαρισμένα. Επισημαίνει, πάντως, τον ουσιαστικό ρόλο της

κλίμακας ηχητικότητας στην επιλογή του εκφερόμενου συμφώνου της έμβασης. Το

παιδί παράγει το λιγότερο ηχητικό απ’τα μέλη του συμφωνικού συμπλέγματος

τεμάχιο κι αυτό συμβαίνει λόγων της απαίτησης για μεγαλύτερη ηχητικότητα στη

ρίμα. Η Gnanadesikan στην ίδια μελέτη της αναγνωρίζει τα χειλικά και τα κορονικά,

(κυρίως τα οδοντικά) και τα ραχιαία, ως τα πλέον αμαρκάριστα τεμάχια στο λόγο

του παιδιού. Τα χειλικά όμως είναι αυτά που σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ως επί

το πλείστον αντικαθιστούν τα κορονικά.

Και η Ohala (1995) στηρίζεται στην κλίμακα ηχητικότητας, προκειμένου να

μελετήσει την απλοποίηση των συμφωνικών συμπλεγμάτων που βρίσκονται σε θέση

έμβασης, κυρίως, εφόσον οι κανόνες δεν μπορούν να την ερμηνεύσουν μ’έναν

Η Gnanadesikan (1995, 1996) πραγματεύεται την έμβαση συλλαβών που βρίσκονται στην αρχή των

λέξεων και την έμβαση των τονισμένων λέξεων που βρίσκονται στην αρχή λέξεων.

Page 83: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

80

συγκεκριμένο τρόπο. Η Ohala (1995) επιλέγει την προσέγγιση της κλίμακας της

ηχητικότητας έναντι μια άλλης προσέγγισης που υποστηρίζει ότι τα παιδιά παράγουν

τεμάχια που είναι πιο εύκολα να πραγματωθούν. Η δεύτερη είναι μια προσέγγιση

περισσότερο εμπειρική παρά ερμηνευτικώς επαρκής. Κατ’αυτόν τον τρόπο, σε μια

ακολουθία συμφώνων που αποτελείται από τριβόμενο + κλειστό διατηρείται το

κλειστό, ενώ σε μια ακολουθία τριβόμενου + έρρινου διατηρείται το τριβόμενο, δηλ.

το λιγότερο ηχητικό στην κλίμακα ηχητικότητας και αντίστοιχα το πιο ισχυρό στην

κλίμακα συμφωνικής ισχύος, έτσι όπως η τελευταία διαμορφώνεται από τον Lass

(1984).

Ο Pater (1998α) καταλήγει στα ίδια με την Gnanadesikan (1995, 1996)

συμπεράσματα σχετικά με τα αμαρκάριστα τεμάχια. Θεωρεί και αυτός ότι τα

χειλικά, τα κορονικά (κυρίως τα οδοντικά) και τα ραχιαία είναι τα πιο φυσικά

τεμάχια στο λόγο του παιδιού, επισημαίνει ωστόσο τη συχνή παρουσία των

υπερωικών ραχιαίων τεμαχίων ως επί το πλείστον σε περιπτώσεις συμφωνικής

αρμονίας (consonant harmony).

Οι Dinnsen και Barlow (1998) σε μελέτη τους σχετικά με τους

αμαρκάριστους τρόπους άρθρωσης ισχυρίζονται ότι τα τεμάχια που χαρακτηρίζονται

από τα Δ.Χ. [ΕΡΡΙΝΟ], [ΥΓΡΟ], [ΤΡΙΒΟΜΕΝΟ] είναι πιο φυσικά στον παιδικό λόγο από

τα υπόλοιπα. Επιχειρηματολογώντας υπέρ αυτής της άποψης οι παραπάνω μελετητές

θεωρούν ότι τα τεμάχια που είναι καθορισμένα (specified) για τον τρόπο άρθρωσης

(έρρινα, υγρά, τριβόμενα) μπορούν να προκαλούν τη διάχυση (spreading) των

χαρακτηριστικών του τρόπου άρθρωσης σε άλλα τεμάχια, ενώ, από την άλλη, μόνο

τα τεμάχια που είναι υποκαθορισμένα (underspecified) για τον τρόπο άρθρωσης

(κλειστά και ημίφωνα) λειτουργούν ως στόχοι της διάχυσης των χαρακτηριστικών

και υπόκεινται σε διαδικασίες αφομοίωσης (assimilation). Τα έρρινα, τα υγρά και τα

τριβόμενα λειτουργούν και ως στόχοι διαδικασιών αφομοίωσης, μόνο όμως, όταν τα

παιδιά αρχίζουν να εμφανίζουν πιστότητα προς το εισαγόμενο. Το συμπέρασμά τους,

λοιπόν, είναι ότι τα έρρινα, τα υγρά και τα τριβόμενα τεμάχια είναι αμαρκάριστα σε

αναπτυσσόμενα γλωσσικά συστήματα και όχι σε πλήρως αναπτυγμένα, όπως αυτά

των ενηλίκων.

Page 84: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

81

Η Fikkert (1994:κεφ.4) μελετά διεξοδικά την κατάκτηση της προσωδιακής

δομής στα ολλανδικά. Προτείνει τρία στάδια που συνδέονται με την ανάπτυξη των

απλών εμβάσεων της ολλανδικής:

Στάδιο Ι: οι απλές, με ένα σύμφωνο εμβάσεις είναι υποχρεωτικές.

Στάδιο ΙΙ: επιτρέπονται κενές εμβάσεις.

Στάδιο ΙΙΙ: εμφανίζονται και άλλοι τύποι εμβάσεων.

Αναλυτικότερα:

(i) Στο πρώτο στάδιο το σύμφωνο της έμβασης είναι κλειστό. Δεν επιλέγονται

τριβόμενα, έρρινα, υγρά και ημίφωνα. Τα παιδιά υποβοηθούνται από

διορθωτικούς μηχανισμούς ή μηχανισμούς επιλογής, ώστε, ακόμη κι όταν οι

συλλαβικές εμβάσεις των λέξεων-στόχων συνίστανται από συμφωνικά

συμπλέγματα, των οποίων το ένα μέλος είναι κλειστό, τα παιδιά θα επιλέξουν να

παράγουν το κλειστό μέλος του συμφωνικού συμπλέγματος. Σε ανάλογες

περιπτώσεις οι κενές εμβάσεων συλλαβές πραγματώνονται ως πυρηνικές με

κλειστό συμφωνικό τεμάχιο, ενώ άλλα τεμάχια αντικαθίστανται από κλειστά. Τα

κλειστά δεν αντικαθίστανται από άλλους τρόπους άρθρωσης.

(ii) Στο δεύτερο στάδιο, τα παιδιά έχουν εισαγόμενα με κενές συλλαβικές εμβάσεις.

Κάποιες φορές παράγουν κενές συλλαβικές εμβάσεις, αλλά η τάση τους είναι να

πραγματώνουν κι αυτές τις κενές εμβάσεων συλλαβές ως πυρηνικές συλλαβές με

κλειστό συμφωνικό τεμάχιο. Εμφανής είναι δηλ. η προτίμησή τους στις CV

συλλαβές.

(iii) Στο τρίτο στάδιο πραγματώνονται και έρρινα σε θέση έμβασης. Εμφανίζεται η

πρώτη αντίθεση ανάμεσα σε συμφωνικά τεμάχια που παράγονται στη στοματική

κοιλότητα και σ’αυτά που παράγονται στη ρινική κοιλότητα. Τα παιδιά παράγουν

τριβόμενα, υγρά και έρρινα σε θέση έμβασης, αλλά τα κλειστά συνεχίζουν να

προτιμώνται. Και σ’αυτό το στάδιο της γλωσσικής ανάπτυξης είναι ενεργός ο

διορθωτικός μηχανισμός που ενισχύει την τάση των παιδιών για αμαρκάριστες

συλλαβές.

Page 85: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

82

Το πρώτο επίπεδο είναι καθολικό σύμφωνα με τη Fikkert, ενώ για τα άλλα

δυο τα παιδιά μαθαίνουν συγκεκριμένες όψεις ανά γλώσσα23. Η Fikkert (1994:κεφ.4)

επίσης πραγματεύεται το θέμα των συμφωνικών συμπλεγμάτων, των οποίων πρώτο

μέλος είναι το /s/. Την απασχολεί η θέση του /s/ μέσα στη συλλαβή και παραθέτει τις

απόψεις των μελετητών πάνω σ’αυτό το ζήτημα. Υπάρχουν τρεις ερμηνείες-

αναλύσεις, αν λάβουμε ως βασική αρχή την κλίμακα ηχητικότητας: (α) τα

συμφωνικά συμπλέγματα με πρώτο μέλος το /s/ μπορούν να ιδωθούν ως σύνθετα

τεμάχια (complex segments), (β) το κλειστό ή τριβόμενο μέλος του συμπλέγματος

θεωρείται ως έμβαση, ενώ το /s/ είναι εξωσυλλαβικό (extrasyllabic), (γ) το /s/

τυποποιείται ως περίπτωση εξαίρεσης στην κλίμακα ηχητικότητας.

Αν δεν λάβουμε ως βάση των θεωρήσεών μας την κλίμακα ηχητικής ισχύος,

μια άλλη προσέγγιση υποστηρίζει ότι το /s/ παρουσιάζεται ως το αμαρκάριστο

τεμάχιο, προκειμένου να συμπληρώσει την όσο το δυνατόν πιο αριστερή θέση ενός

τριμελούς συμπλέγματος. Η Fikkert υποστηρίζει τη θεωρία περί εξωσυλλαβικού

/s/24.

Κατά τη Fikkert (1994:107-108) οι απλές εμβάσεις διέπονται από την

παράμετρο της ελάχιστης έμβασης (minimal onset parameter) σύμφωνα με την οποία

οι συλλαβές με συμφωνικές εμβάσεις είναι αμαρκάριστες, χωρίς ωστόσο να

αποκλείονται και συλλαβές κενές εμβάσεων. Η πλέον αμαρκάριστη συλλαβική δομή

σε πρώιμες λεξικές παραγωγές είναι η CV και το τεμάχιο που επιτρέπεται σε θέση

έμβασης είναι ένα απλό κλειστό σύμφωνο C. Αντίστροφα, συστήνεται και η

παράμετρος της μέγιστης έμβασης (maximal onset parameter), σύμφωνα με την οποία

η έμβαση μπορεί κατά το μέγιστό της να συνίσταται από δύο τεμάχια25. Τα κλειστά

χειλικά, τα κορονικά (κυρίως τα οδοντικά) και τα ραχιαία είναι τα αμαρκάριστα

τεμάχια στο λόγο του παιδιού και στα ολλανδικά (Levelt 1995).

23 H καθολικότητα του πρώτου επιπέδου αναγνωρίζεται και από τους Nouveau (1994) και Lohuis-

Weber and Zonneveld (1996). 24 Το ίδιο υποστηρίζουν και οι Lohuis-Weber and Zonneveld (1996). 25 Βλ. αντίστοιχα την υποχρεωτική αρχή της έμβασης (Obligatory Onset Principle) (Gillis and De

Schutter 1996) και την μέγιστη αρχή της έμβασης (Maximal Onset Parameter) (Clements and Keyser

1983).

Page 86: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

83

Οι Grijzenhout και Joppen (1998) μελετούν διεξοδικά τη γερμανική, μια

γλώσσα συγγενή της ολλανδικής. Σημειώνουν ότι τα γερμανικά μπορούν να

διαθέτουν συλλαβικές εμβάσεις οι οποίες αποτελούνται από ένα έως τρία σύμφωνα.

Σε αρχική θέση στη λέξη τα συμφωνικά συμπλέγματα αποτελούνται από [κλειστό/

τριβόμενο + αντηχητικό σύμφωνο]. Των κλειστών και των ακολουθιών που

συνίστανται από [κλειστό + αντηχητικό] είναι δυνατό να προηγείται ένα συριστικό

τριβόμενο. Οι παραπάνω μελετητές υιοθετούν την άποψη της Fikkert (1994) περί

εξωσυλλαβικού /s/. Δέχονται επίσης τον ουσιαστικό ρόλο της κλίμακας ηχητικότητας

στην κατάκτηση της γερμανικής ως μητρικής. Υποστηρίζουν (α) ότι στο αρχικό

στάδιο της κατάκτησης των γερμανικών, το οποίο και μελετούν, η CV είναι η

αμαρκάριστη συλλαβική δομή, πράγμα που ταυτόχρονα δείχνει ότι τα συμφωνικά

συμπλέγματα απλοποιούνται σε ένα συμφωνικό τεμάχιο και (β) πως τη θέση της

έμβασης καταλαμβάνουν τα κλειστά και τα έρρινα. Καταλήγουν, όμως, αντίθετα από

τη Fikkert (1994), ότι στο ίδιο στάδιο εμφανίζονται και κενές εμβάσεων συλλαβές,

πάντα σε θέση στην αρχή της λέξης.

Τα συμπεράσματά τους συνοψίζονται στα εξής:

I. Κάθε λέξη χαρακτηρίζεται κατ’ελάχιστον και κατά μέγιστον από έναν τόπο

άρθρωσης όσον αφορά τα σύμφωνα.

II. Κάθε λέξη χαρακτηρίζεται κατ’ελάχιστον και κατά μέγιστον από ένα τόπο

άρθρωσης όσον αφορά τα φωνήεντα.

III. Οι εμβάσεις είναι προαιρετικές, μόνο αν υπάρχει ένα συμφωνικό τεμάχιο σε

κάποιο άλλο σημείο μέσα στη λέξη.

IV. Τα φατνιακά τεμάχια (alveolars) προτιμώνται έναντι των χειλικών26.

Οι Lleo and Prinz (1996) μελετούν συγκριτικά την κατάκτηση των

γερμανικών και των ισπανικών. Παραθέτουν τις ομάδες των συμφωνικών

συμπλεγμάτων που είναι δυνατό να καταλαμβάνουν τη θέση της συλλαβικής

έμβασης. Και στις δύο γλώσσες τη θέση έμβασης σε αρχική θέση καταλαμβάνουν

συμφωνικά συμπλέγματα που αποτελούνται από [κλειστό/ τριβόμενο + υγρό]. Η

βασική τακτική των παιδιών κατά τη διάρκεια της γλωσσικής κατάκτησης είναι να

απλοποιούν τα συμφωνικά συμπλέγματα σε ένα μόνο συμφωνικό τεμάχιο. Η επιλογή

26 Τα φατνιακά τεμάχια εντάσσονται στην κατηγορία των κορονικών.

Page 87: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

84

του συμφώνου εκ μέρους του παιδιού γίνεται σε κάποιο βαθμό κάτω από την

επίδραση της κλίμακας ηχητικότητας, χωρίς όμως ο ρόλος της να είναι απόλυτος και

καταλυτικός. Συμπεραίνουν ότι τα παιδιά που κατακτούν τη γερμανική επιλέγουν το

πρώτο τεμάχιο του συμπλέγματος-στόχου, όταν το απλοποιούν, ενώ, αντίστοιχα, τα

παιδιά που κατακτούν την ισπανική, επιλέγουν το δεύτερο τεμάχιο του

συμπλέγματος-στόχου. Χαρακτηριστικό είναι ότι, όταν τα παιδιά αρχίζουν να

πραγματώνουν σωστά τα συμφωνικά συμπλέγματα, τόσο της γερμανικής όσο και της

ισπανικής, αυτά εμφανίζονται με μεγαλύτερη συχνότητα στη μέση παρά σε αρχική

θέση μέσα στη λέξη.

Οι πρώιμες παραγωγές των Πορτογαλικών, δείχνουν ότι και οι κενές

εμβάσεις είναι δυνατές. Το βασικό ζητούμενο είναι ποια από τις συλλαβικές δομές

πρέπει να θεωρήσουμε ως καθολική. Ο Freitas (1996) θεωρεί ότι για τις απλές

εμβάσεις ισχύει το εξής σχήμα:

(17) 1. απλές εμβάσεις σε αρχική θέση της λέξης.

2. απλές εμβάσεις σε μέση θέση της λέξης.

3. κενές εμβάσεις σε αρχική θέση της λέξης.

4. κενές εμβάσεις σε μέση θέση της λέξης.

Τα δεδομένα του δείχνουν ότι η πυρηνική συλλαβή στα πορτογαλικά δεν είναι η

δομή CV, αλλά η δομή V. Κι αυτό γιατί, όπως θεωρεί, εφόσον μια γλώσσα επιτρέπει

τις κενές εμβάσεων συλλαβές, η πυρηνική συλλαβή είναι η V.

3.3.1.2. Η έμβαση στα νέα ελληνικά

Η CV, η συλλαβή δηλ. της οποίας η έμβαση συνίσταται από ένα σύμφωνο,

είναι η αμαρκάριστη, πυρηνική συλλαβή στον παιδικό λόγο και στα ελληνικά. Η

μελέτη της έμβασης γίνεται περισσότερο συστηματική στο επίπεδο της σύνθετης

έμβασης, αυτής δηλ. που αποτελείται από συμφωνικά συμπλέγματα.

Οι Malikouti-Drachman (1984), Joseph and Philippaki-Warburton (1987) και

Drachman (1989) μελέτησαν τη συλλαβική δομή της νέας ελληνικής και

Page 88: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

85

κωδικοποίησαν τα συμφωνικά συμπλέγματα της έμβασης27. Συγκεντρωτικά τα

αποτελέσματά τους, όσον αφορά τη συλλαβική έμβαση, συνοψίζονται στα εξής: Όλα

τα απλά σύμφωνα εμφανίζονται σε θέση έμβασης συλλαβής και επιπλέον σε διμελή

και τριμελή συμφωνικά συμπλέγματα. Όσον αφορά τα τεμάχια που συγκροτούν τα

συμφωνικά συμπλέγματα, αυτά πρέπει να διαφέρουν ως προς τον τόπο άρθρωσης

και να υπακούουν στην κλίμακα συμφωνικής ισχύος (scale of consonantal strength)

(βλ. και Lass 1984:κεφ.8.3).

Τα διμελή συμπλέγματα μπορούν να αποτελούνται από [κλειστά + υγρά]

σύμφωνα π.χ. klo»pi, »petra, [κλειστά + έρρινα] σύμφωνα π.χ. kni»smos, »pneo,

[τριβόμενα + υγρά] σύμφωνα π.χ. »xroma, »freno, »θlasi, [τριβόμενα + έρρινα]

σύμφωνα π.χ. »xnoto, a»xnos, [τριβόμενα + κλειστά] σύμφωνα π.χ. fte»ro, [P/F, V, s, z

+ y] π.χ. cera»sja, mo»livja, [ηχηρά τριβόμενα + ηχηρά τριβόμενα] π.χ. »γDerno,

»vDela, »zvino, [κλειστά + /s/] π.χ. »psari, »ksenos, [/s/ + κλειστά/ τριβόμενα] π.χ.

»spiti, ste»nos, »sCιma.

Τα τριμελή συμφωνικά συμπλέγματα και στην αρχή και στη μέση της λέξης

μπορούν να αποτελούνται από [/s/ + κλειστά + υγρά/ έρρινα] σύμφωνα π.χ. »kastro,

»istros, »stroma, »sproxno. Σε εσωτερική θέση λέξης συναντώνται και συμφωνικά

συμπλέγματα με [τριβόμενα + κλειστά + υγρά] σύμφωνα π.χ. »kaftra, και με [/s/ +

τριβόμενα + έρρινα] σύμφωνα π.χ. ispno»i.

Η καταλυτική παρουσία των CV συλλαβών δείχνει τον αμαρκάριστο

χαρακτήρα τους. Οι CV συλλαβές των εισαγόμενων τύπων πραγματώνονται ως CV

και από το Διονύση. Η καθολικότητα των CV συλλαβών διαφαίνεται και από τη

γενική τάση του Διονύση να απλοποιεί τα συμφωνικά συμπλέγματα, θέμα που θα

πραγματευτούμε στη συνέχεια. Ελάχιστες είναι οι εμφανίσεις V συλλαβών, είτε τις

απαιτεί το εισαγόμενο είτε όχι ((18) (ιθ), (κ), (κα))28. Οι συχνότατες περιπτώσεις

επένθεσης και αποβολής τεμαχίων, περικοπών και εμφάνισης της αμαρκάριστης

27 Η ύπαρξη συμφωνικών συμπλεγμάτων σε θέση έμβασης όσον αφορά τα ελληνικά, όπου δεν

νομιμοποιούνται συμφωνικά συμπλέγματα σε θέση εξόδου, έχει να κάνει με τη μέγιστη αρχή της

έμβασης της συλλαβής (maximal syllable onset principle) της Selkirk (1982:359). 28 Τα παραδείγματα είναι απλώς ενδεικτικά.

Page 89: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

86

CVCV ελάχιστης λέξης, όπως θα διαπιστώσουμε στη μελέτη της συλλαβικής εξόδου

και του τονισμού, προκειμένου να σχηματιστούν CV συλλαβές, υποδεικνύουν τον

δυνάμει αμαρκάριστο χαρακτήρα των πυρηνικών συλλαβών. Αυτό μας επιτρέπει να

εικάσουμε πως, τουλάχιστον όσον αφορά τα ελληνικά, δεν υφίσταται η ισχύουσα για

τα πορτογαλικά άποψη του Freitas (1996) ότι, εφόσον μια γλώσσα επιτρέπει

συλλαβές κενές εμβάσεων, η πυρηνική συλλαβή είναι η V. Η ελληνική επιτρέπει την

ύπαρξη συλλαβών κενών εμβάσεων, αλλά η σειρά της κατάκτησης στον παιδικό

λόγο δείχνει ότι η πυρηνική συλλαβή είναι η CV.

(18) (α) [ka»Teta] «κασέτα»

(β) [ma»ma] «μαμά»

(γ) [te»Faci] «αλογάκι»

(δ) [ »tita] «κοίτα» (2;1)

(ε) [»bala] «μπάλα»

(στ) [Du»˙a] «δουλειά» (2;1;23)

(ζ) [pa»pelo] «καπέλο»

(η) [pe»Daca] «παιδάκια» (2;2)

(θ) [»kocino] «κόκκινο»

(ι) [do»mata]»ντομάτα» (2;4,27)

(ια) [po»tiri] «ποτήρι» (2;6,08)

(ιβ) [tati»Foni] «Αντιγόνη» (2;6,15)

(ιγ) [ka»roto] «καρότο» (2;6,29)

(ιδ) [mixa»naci] «μηχανάκι»

(ιε) [Doci»maTume] «θα δοκιμάσουμε» (2;7,06)

(ιστ) [me»Fala] «μεγάλα» (2;8,02)

(ιζ) [la»˙a] «γυαλιά» (2;9)

(ιθ) [e»Fali] «μεγάλη» (2;1)

(κ) [»ata] «γάτα»

(κα) [u»˙a] «δουλειά» (2;1,16)

(κβ) [o»nai] «πονάει» (2;2,12)

Page 90: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

87

(κγ) [a»fto] «αυτό» (2;6,08)

Στην παρουσίαση των διαγλωσσικών πορισμάτων άλλων μελετητών

τονίστηκε ότι τα κορονικά (coronals), τα χειλικά (labials), και τα ραχιαία (dorsals)

είναι τα πιο αυθόρμητα, τα πιο φυσικά στο λόγο του παιδιού29. Τα παραδείγματά μας

αποτελούν μια πρώτη ένδειξη του αμαρκάριστου χαρακτήρα των συμφωνικών

τεμαχίων /t/, /p/, /k/ και στην κατάκτηση των ελληνικών.

Η συχνότητα εμφάνισης των παραπάνω τεμαχίων στα ελληνικά είναι αυτή με

την οποία τα παρουσιάσαμε και τα οποία επιβεβαιώνουν αυτή τη θέση. Τα

παραδείγματα (18) (α), (γ), (δ), (ιβ) και (ιε) υποδεικνύουν ότι απ’αυτά τα πιο φυσικά

είναι τα κορονικά και τα χειλικά. Στα (18) (α), (γ), (δ), (ιβ), (ιε) τα /s/, /k/, /l/, /j/

αντικαθίστανται από τα [t] και [T]. Φαίνεται ότι εκτός του οδοντικού τόπου

άρθρωσης αμαρκάριστοι είναι επίσης ο κλειστός και τριβόμενος τρόπος άρθρωσης.

Μάλιστα το (ιβ) αποδεικνύει δύο παραμέτρους της κατάκτησης της ελληνικής: (α)

τον αμαρκάριστο οδοντικό τόπο άρθρωσης και (β) την καθολικότητα της CV

συλλαβής. Η ανοιχτή συλλαβή /a/ του εισαγόμενου τύπου του παιδιού

αντικαθίσταται από τη συλλαβή [ta] στο εξαγόμενο του παιδιού. Στο (ζ) το ραχιαίο

/k/ αντικαθίσταται από το πιο φυσικό οδοντικό /p/.

Όπου τα εισαγόμενα απαιτούν οδοντικά και χειλικά, αυτά παράγονται χωρίς

λάθη από το Διονύση. Όχι πολύ αργότερα, εμφανίζονται τα ραχιαία, τα οποία, πέρα

των περιπτώσεων στις οποίες αντικαθίστανται από τα πιο αμαρκάριστα τεμάχια,

παράγονται σωστά ήδη από τα 2;2 χρόνια του. Τα (ζ) και (ιβ) αποτελούν περίσταση

συμφωνικής αρμονίας (consonant harmony), επιπλέον, όμως, επιβεβαιώνει τις

απόψεις μας περί των αμαρκάριστων τεμαχίων στα ελληνικά30.

29 Βλ. συσχετιστικά τη μελέτη του Jakobson [1962] 1971. 30 Για την περίπτωση της συμφωνικής αρμονίας βλ. Shaw 1991, Stemberger and Stoel-Gammon 1991,

Goad 1996, 1997β, Scott 1996. Ο αμαρκάριστος χαρακτήρας των κορονικών, χειλικών και ραχιαίων

ερμηνεύεται, κατά τη γνώμη μας, ικανοποιητικά βάσει της θεωρίας του υποκαθορισμού

(underspecification Theory), όπως συνοπτικά τη μελετήσαμε παραπάνω (σελς. 28-31). Σύμφυτο

μ’αυτή τη θεωρία είναι το σχήμα της Γεωμετρίας των Χαρακτηριστικών (Feature Geometry) στο οποίο

τα τεμάχια, τα φωνήματα, αναπαριστώνται με βάση ιεραρχικά οργανωμένους κόμβους , των οποίων οι

τελικοί κόμβοι αποτελούν αξίες χαρακτηριστικών (feature values) και οι ενδιάμεσοι κόμβοι

Page 91: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

88

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εμφάνιση ή, αντίστροφα, η απουσία των

συμφωνικών συμπλεγμάτων σε θέση έμβασης συλλαβής στα ελληνικά. Οι

συνδυασμοί συμφωνικών συμπλεγμάτων στα νέα ελληνικά επιδεικνύουν μεγάλη

ποικιλία και διακρίνονται σε δυο ομάδες: τα διμελή και τα τριμελή συμφωνικά

συμπλέγματα31.

Μετά από μια πρώτη ματιά των γλωσσικών δεδομένων μας θα μπορούσε

κάποιος να καταλήξει σε μερικά γενικά συμπεράσματα:

1. ήδη από την πρώτη μας συνάντησή μας με το Διονύση, το παιδί προχωρά τόσο σε

απλοποιήσεις όσο και σε διατηρήσεις συμφωνικών συμπλεγμάτων. Η συχνότητα

βέβαια των απλοποιήσεων των συμπλεγμάτων είναι μεγαλύτερη από το ποσοστό

της διατήρησής τους, τουλάχιστον στις πρώτες συναντήσεις. Καθώς όμως το παιδί

αποτελούν βασικά συστατικά. Στο μοντέλο της Γεωμετρίας των Χαρακτηριστικών (α) οι αξίες των

χαρακτηριστικών διατάσσονται σε ξεχωριστά επίπεδα, όπου μπορούν να εισαχθούν οι αξίες σε μη

γραμμική σχέση η μία με την άλλη και (β) ταυτόχρονα τα χαρακτηριστικά οργανώνονται σε

ιεραρχικές διατάξεις στις οποίες κάθε συστατικό μπορεί να λειτουργεί ως μεμονωμένη ομάδα στους

φωνολογικούς κανόνες (βλ. Clements and Hume 1994:242-251). Οι προσεγγίσεις που αφορούν τον

Υποκαθορισμό (Underspecification), με τoν οποίο συνδέεται η Γεωμετρία των Χαρακτηριστικών,

έχουν ως στόχο να εξηγήσουν «τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες τα τεμάχια-φωνήματα στερούνται

των αξιών των Χαρακτηριστικών τους σε υποκείμενες ή παραγόμενες αντιπροσωπεύσεις» (Steriade

1995:114). Οι αρχές που παραδοσιακά διέπουν την έννοια του υποκαθορισμού είναι (α) ο

αμαρκάριστος χαρακτήρας του υποκαθορισμένου υλικού, (β) η πλεοναστικότητα των αξιών των

χαρακτηριστικών του και (γ) η προβλεψιμότητά του (Inkelas 1994:2). Τα χειλικά, κορονικά και

ραχιαία συμφωνικά τεμάχια είναι πιο φυσικά στον παιδικό λόγο, επειδή είναι υποκαθορισμένα,

διέπονται δηλ. από τις αρχές του υποκαθορισμού. Αυτό, στο πλαίσιο της Γεωμετρίας των

Χαρακτηριστικών και του Υποκαθορισμού, σημαίνει ότι όσο πιο απλή είναι η ιεραρχία των

χαρακτηριστικών και όσο περισσότεροι κόμβοι (nodes) είναι υποκαθορισμένοι τόσο πιο εύκολα

κατακτώνται τα τεμάχια που ανήκουν σ’αυτήν την κατηγορία. Τέτοια τεμάχια είναι τα κορονικά, τα

χειλικά και τα ραχιαία (βλ. Alan Hall 1995 και Grijzenhout 1995 για τον υποκαθορισμό των

κορονικών, Rice 1996 και για τα ελληνικά σε μεταπτυχιακή εργασία μας (Τζακώστα 1998)). Στην

παρούσα εργασία θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε το θέμα από την οπτική της θεωρίας του

Βέλτιστου την οποία θεωρούμε εξίσου επαρκή ως ερμηνευτικό μοντέλο και θα ερμηνευτεί βάσει

άλλης προσέγγισης η παρουσία των κορονικών, χειλικών και ραχιαίων και όχι άλλων τεμαχίων ως

αμαρκάριστων. 31 Για την τυπολογία των συμφωνικών συμπλεγμάτων στα νέα ελληνικά βλ. σελ. 83-84.

Page 92: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

89

μεγαλώνει, η κατάσταση αντιστρέφεται και τα συμφωνικά συμπλέγματα που

διατηρούνται είναι περισσότερα απ’αυτά που απλοποιούνται.

2. παρατηρούμε ότι τα συμπλέγματα που ως επί το πλείστον διατηρούνται είναι αυτά

των οποίων τα μέλη συνιστούν τα αμαρκάριστα στο λόγο του παιδιού συμφωνικά

τεμάχια, δηλ. κορονικά, χειλικά, ραχιαία.

3. συχνά τα συμφωνικά συμπλέγματα-στόχοι αντικαθίστανται από συμπλέγματα των

οποίων τα μέλη είναι πιο αμαρκάριστα στο λόγο του παιδιού σε σχέση μ’αυτά

των συμπλεγμάτων-στόχων.

4. τα τριμελή συμφωνικά συμπλέγματα απλοποιούνται συνήθως σε διμελή. Με τη

σειρά τους αυτά τα διμελή συμπλέγματα συνήθως συνίστανται από αμαρκάριστα

τεμάχια.

Η αμαρκάριστη περίπτωση στον παιδικό λόγο είναι η απλοποίηση των

συμφωνικών συμπλεγμάτων, διαδικασία που όμως φθίνει καθώς φτάνουμε προς το

τέλος των συναντήσεών μας με το Διονύση, οπότε και πραγματώνονται τα

συμφωνικά συμπλέγματα. Τα συμπλέγματα που ως επί το πλείστον απλοποιούνται

συνίστανται από [ΡΑΧΙΑΙΑ ΤΡΙΒΟΜΕΝΑ/ ΚΛΕΙΣΤΑ + ΥΓΡΑ], [ΡΑΧΙΑΙΑ ΤΡΙΒΟΜΕΝΑ/ ΚΛΕΙΣΤΑ +

ΕΡΡΙΝΑ], [ΡΑΧΙΑΙΑ + /S/], [ΡΑΧΙΑΙ + ΚΟΡΟΝΙΚΑ], [/S/ + ΚΟΡΟΝΙΚΑ], [/S/ + ΧΕΙΛΙΚΑ ΚΛΕΙΣΤΑ],

[ΧΕΙΛΙΚΑ ΚΛΕΙΣΤΑ/ ΤΡΙΒΟΜΕΝΑ + ΚΟΡΟΝΙΚΑ ΤΡΙΒΟΜΕΝΑ], [ΧΕΙΛΙΚΑ + /S/], [ΧΕΙΛΙΚΑ + ΗΜΙΦΩΝΑ],

[ΚΟΡΟΝΙΚΑ + ΗΜΙΦΩΝΟ], [ΚΟΡΟΝΙΚΑ + ΥΓΡΑ], επίσης τα προστριβόμενα (affricates) και τα

τριμελή συμπλέγματα. Τα συμπλέγματα είτε απλοποιούνται στο πιο αμαρκάριστο

τεμάχιο απ’αυτά που αποτελούν το συμφωνικό σύμπλεγμα, δηλ. στο λιγότερο

ηχητικό σε σχέση με την κλίμακα ηχητικότητας ή αντίστροφα στο περισσότερο ισχυρό

σε σχέση με την κλίμακα συμφωνικής ισχύος, είτε σε αμαρκάριστα τεμάχια, αν τα

τεμάχια του συμπλέγματος είναι σχετικά μαρκαρισμένα στο λόγο του παιδιού

(19) (α) [»Fafo], [»pafo] «γράφω»

(β) [»xoma] «χρώμα»

(γ) [»axopo], [»apoto] «άνθρωπος» (2;1)

(δ) [ji»ko] «γλυκό»

(ε) [»tipiTa] «χτύπησα» (2;1,09)

(στ) [»vomo] «στο δρόμο»

Page 93: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

90

(ζ) [»Dedo] δέντρο»

(η) [»citina] «κίτρινα» (2;1,16)

(η) [i»titome] «να το ανοίξουμε»

(ι) [»kuka] «κούκλα»

(ια) [ma»kala] «δασκάλα» (2;1,23)

(ιβ) [»pati] «πράσινο» (2;2)

(ιγ) [»titela] «ύστερα»

(ιδ) [tace»FomoT] «ταχυδρόμος»

(ιε) [»ada mu], [»tada mu] «άντρα μου» (2;2,12)

(ιστ) [ka»ca] «χαρτιά» (2;2,24)

(ιζ) [»nemata], [»Cemata] «ψέματα»

(ιη) [xo»lio] «σχολείο» (2;3)

(ιθ) [vro»Ci] «βροχή» (2;3,21)

(κ) [»fija] «φρύδια» (2;3,28)

(κα) [»DomoT] «δρόμος» (2;4,17)

(κβ) [»noTimo] «νόστιμο» (2;6,08)

(κγ) [ti»bame] «χτυπάμε» (2;7,06)

(κδ) [»kapoT] «κάποιος»

(κε) [»Tada] «τσάντα» (2;9)32

Αξιοσημείωτη είναι η περίπτωση των λεγόμενων προστριβόμενων τεμαχίων

(affricates). Φωνητικά, τα προστριβόμενα αναπαρίστανται ως σύνθετα τεμάχια

(complex segments) που συντίθενται από τις ακολουθίες [-διαρκές] και [+διαρκές].

Είναι δηλ. ένας φθόγγος ο οποίος που ξεκινά ως κλειστός και καταλήγει ως διαρκής

(Kenstowicz 1994:499, Clements and Hume 1995:256, Van der Hulst and Van de

Weijer 1995:9-10, Spencer 1996:13, Lleo and Prinz 1997:143). Αμφιλεγόμενες είναι

32 Τα παραδείγματα (κγ) και (κε) επαληθεύουν τις απόψεις μας περί του αμαρκάριστου χαρακτήρα

των χαρακτηριστικών [+διαρκές] και [+ηχηρό] στον παιδικό λόγο έναντι των [-διαρκές] και [-ηχηρό]

που θα δούμε παρακάτω στη μελέτη των συμπλεγμάτων που διατηρούνται.

Page 94: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

91

οι απόψεις σχετικά με τη φύση των προστριβόμενων. Έχουν διατυπωθεί τρεις

υποθέσεις:

(α) H Sagey (1986, στους Lleo and Prinz 1997:144) θεωρεί τα προστριβόμενα ως

περιφερειακά τεμάχια (contour segments), που συνίστανται από μια διατεταγμένη

ακολουθία [-διαρκές]-[+διαρκές] στο ίδιο μελωδικό επίπεδο (melodic tier) (Ordered

Component Hypothesis).

(β) Η Lombardi (1990, στους Lleo and Prinz 1997:144) θεωρεί ότι αποτελούνται από

δύο μη διατεταγμένα χαρακτηριστικά που αναπαριστώνται σε δύο διαφορετικά

επίπεδα (different tiers) (Unordered Component Hypothesis). H διαφορά των δύο

προσεγγίσεων έγκειται στο ότι το χαρακτηριστικό [διαρκές] κατά τη Sagey είναι

διμελές (binary), ενώ για τη Lombardi είναι μονομελές (unary), το χαρακτηριστικό

δηλ. διαθέτει μία μόνο αξία (single value).

(γ) Ο Rubach (1994, στους Lleo and Prinz 1997:144) από την άλλη ισχυρίζεται ότι

τα προστριβόμενα είναι μονομελή τεμάχια και εγκαταλείπει την υπόθεση περί

περιφερειακών τεμαχίων (contour segments).

Στο επίπεδο της γλωσσικής κατάκτησης οι απόψεις όσον αφορά τα

προστριβόμενα διίστανται. Οι διαφωνίες κινούνται στο επίπεδο σχετικά με το αν τα

προστριβόμενα αντιμετωπίζονται στα δεδομένα του παιδικού λόγου ως συμφωνικά

συμπλέγματα ή όχι. Η Fikkert (1994:163-165) στη μελέτη της για τα ολλανδικά

υποθέτει ότι το /ts/ είναι προστριβόμενο και καταλαμβάνει μία σκελετική θέση

(skeletal position), δηλ. μία θέση εκτός της ρίμας ή τη θέση της συλλαβικής εξόδου.

Οι Lohuis-Weber and Zonneveld (1996:259), επίσης για τα ολλανδικά,

αντιμετωπίζουν το /ts/ ως συμφωνικό σύμπλεγμα που αποτελείται από ένα κλειστό

και ένα τριβόμενο τεμάχιο (obstruent cluster). Οι Lleo and Prinz (1997)

υποστηρίζουν ότι τα προστριβόμενα αντιμετωπίζονται από τα παιδιά που κατακτούν

τη γερμανική και την ισπανική ως συμφωνικά συμπλέγματα. Κατακτώνται πιο

γρήγορα από άλλα συμπλέγματα και πιο εύκολα, όταν βρίσκονται σε θέση έμβασης

παρά σε θέση εξόδου, υπόκεινται σε απλοποίηση, αλλά τα μέλη ενός

προστριβόμενου συμπλέγματος βρίσκονται πολύ κοντά το ένα στο άλλο στην

κλίμακα ηχητικότητας. Τα δεδομένα τους δείχνουν ότι τα προστριβόμενα και ο

τρόπος με τον οποίο αυτά πραγματώνονται από τα παιδιά ευνοούν την υπόθεση του

διατεταγμένου συστατικού (ordered component hypothesis).

Page 95: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

92

Στα ελληνικά η συνήθης περίπτωση είναι η απλοποίηση των προστριβόμενων

τεμαχίων

(20) (α) [»kato] «θα κάτσω»

(β) [»ekata] «έκατσα»

(γ) [to»piteT] «τρυπίτσες» (2;1,16)

(δ) [a»peti] «κοριτσάκι» (2;2,12)

(ε) [»tiTa] «τσίσα» (2;2,24)

(στ) [ka»tula] «καλτσούλα» (2;5,08)

(ζ) [pe»teT] «πετσέτες» (2;6,15)

Ωστόσο, νωρίς αρχίζουν να εμφανίζονται προστριβόμενα, αν και σε μικρότερο

ποσοστό σε σχέση με τις αντίστοιχες απλοποιήσεις τους. Μάλιστα έχουμε και

περιπτώσεις παραγωγής προστριβόμενων εκ μέρους του παιδιού, ενώ δεν απαιτείται

από τον εισαγόμενο τύπο

(21) (α) [ko»litses] «κολλίτσες» (2;3,21)

(β) [»tsilo] «ξύλο» (2;4,17)

(γ) [Du»litsa] «δουλίτσα» (2;5,08)

(δ) [»ekatsa] «έκατσα» (2;7,14)

(ε) [ka»tsaci] «καλτσάκι»

(στ) [tsu»liTa] «τσουλίθρα» (2;9)

Τα δεδομένα των ελληνικών μας επιτρέπουν να υποστηρίξουμε ότι το /ts/ λειτουργεί

ως συμφωνικό σύμπλεγμα στον παιδικό λόγο. Τη θέση αυτή στηρίζουν δύο

επιχειρήματα:

1. το παιδί αρχίζει να το παράγει πιο συστηματικά, όταν, γενικότερα, αρχίζει να

παράγει όλο και πιο συχνά συμφωνικά συμπλέγματα.

2. έχει διφωνηματική αξία, αφού απλοποιείται, αλλά δεν απαλείφεται πλήρως. Όπως

διαπιστώνουμε από τα παραδείγματα, τα προστριβόμενα απλοποιούνται συνήθως

στο πιο αμαρκάριστο μέλος τους, το κορονικό /t/.

Page 96: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

93

Η συνήθης κατάσταση όσον αφορά τα τριμελή συμφωνικά συμπλέγματα

είναι η απλοποίησή τους σε διμελή, τα μέλη των οποίων αποτελούνται από τα πιο

φυσικά, από τα τρία του τριμελούς συμπλέγματος, τεμάχια, ή ακόμη και σε ένα, το

πιο φυσικό τεμάχιο. Τα παραδείγματα από τα ελληνικά δεδομένα, στα οποία το /s/

των τριμελών συμπλεγμάτων συνήθως απαλείφεται, ενισχύουν την άποψη της

Malikouti-Drachman (1984) περί του εξωμετρικού, άρα και επιρρεπούς σε

απαλοιφή, /s/. Μονάχα στο (γ) έχουμε παραβίαση της κλίμακας ηχητικότητας (ή

αντίστροφα της κλίμακας συμφωνικής ισχύος), ωστόσο διατηρείται ένα τεμάχιο που

φέρει το χαρακτηριστικό [+ ΚΟΡΟΝΙΚΟ].

(22) (α) [»afli] «άσπρη»

(β) [»afto] «άσπρο» (2;2)

(γ) [»aro] «άσπρο» (2;2,06)

(δ) [ma»tci] «κρεμάστρα» (2;2,24)

(ε) [»avra] «άσπρα» (2;3)

(στ) [a»fCa] «αυτιά»

(ζ) [tacia»taci] «στρατιωτάκι» (2;3,07)

(η) [»aTpa] «άσπρα» (2;5,08)

(ι) [»Foxni], [»boxni] «σπρώχνει»

(ια) [»boxnune] «σπρώχνουν» (2;5,15)

(ιβ) [»erokTe] «έσπρωξε» (2;6,08)

(ιγ) [»takTo], [»fakTo] «θα το φτιάξω»

(ιδ) [»Ttoma] «στρώμα»

(ιε) [»aTpo] «άσπρο» (2;6,15)

Από τα συμφωνικά συμπλέγματα που διατηρούνται μεγαλύτερο είναι το

ποσοστό αυτών των οποίων τα μέλη συνίστανται, όπως ήδη προείπαμε, από τα

αμαρκάριστα τεμάχια. Διατηρούνται συνήθως συμπλέγματα τα οποία αποτελούνται

από [ΧΕΙΛΙΚΟ ΤΡΙΒΟΜΕΝΟ/ ΚΛΕΙΣΤΟ (δευτερευόντως) + ΚΟΡΟΝΙΚΟ ΟΔΟΝΤΙΚΟ ΚΛΕΙΣΤΟ], [ΧΕΙΛΙΚΟ

ΤΡΙΒΟΜΕΝΟ + ΡΑΧΙΑΙΟ ΤΡΙΒΟΜΕΝΟ], [ΧΕΙΛΙΚΟ ΤΡΙΒΟΜΕΝΟ + ΗΜΙΦΩΝΟ], [ΧΕΙΛΙΚΟ ΤΡΙΒΟΜΕΝΟ/

Page 97: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

94

ΚΛΕΙΣΤΟ + ΥΓΡΟ], [ΚΟΡΟΝΙΚΟ ΤΡΙΒΟΜΕΝΟ/ ΚΛΕΙΣΤΟ + ΥΓΡΟ], [ΚΟΡΟΝΙΚΟ ΚΛΕΙΣΤΟ +

ΗΜΙΦΩΝΟ], [ΡΑΧΙΑΙΟ ΤΡΙΒΟΜΕΝΟ + ΚΟΡΟΝΙΚΟ ΟΔΟΝΤΙΚΟ ΚΛΕΙΣΤΟ], [ΡΑΧΙΑΙΟ ΤΡΙΒΟΜΕΝΟ +

ΕΡΡΙΝΟ], [ΡΑΧΙΑΙΟ + ΥΓΡΟ], [ΡΑΧΙΑΙΟ + /s/].

(23) (α) [a»fti] «αυτή» (2;1)

(β) [»ftano] «φτάνω» (2;2,24)

(γ) [a ta »vFali] «θα τα βγάλει» (2;3)

(δ) [»matCa] «μάτια» (2;3,28)

(ε) [vi»vlia] «βιβλία» (2;4,01)

(στ) [a»fCa] «ζωγραφιά»

(ζ) [o»xto] «οχτώ» (2;5,08)

(η) [pe»xnija], [pe»xnita] «παιχνίδια» (2;5,08) και (2;6,15)

(θ) [a»vli] «αυλή»

(ι) [ani»xti] «ανοιχτή»

(ια) [»ksero] «ξέρω»

(ιβ) [kli»Dja] «κλειδιά» (2;7,06)

(ιγ) [»vlepu] «βλέπουν» (2;7,14)

(ιδ) [»bluDa] «μπλούζα» (2;8,11)

(ιε) [»praFmata], [»paFmata] «πράγματα» (2;8,16) και (2;9)

(ιστ) [tsu»lita] «τσουλίθρα» (2;9)

Από τα παραπάνω παρατηρούμε ότι καταρχήν διατηρούνται συμπλέγματα

των οποίων τα μέλη αποτελούνται από τα αμαρκάριστα συμφωνικά τεμάχια,

κορονικά, οδοντικά κλειστά και τριβόμενα, χειλικά κλειστά και τριβόμενα, ραχιαία

κλειστά και τριβόμενα. Καταρχήν εμφανίζονται τεμάχια με κορονικό και χειλικό

τόπο άρθρωσης και αργότερα τα ραχιαία. Τα συμπεράσματα αυτά έρχονται να

επιβεβαιώσουν τα προηγούμενα συμπεράσματά μας αναφορικά με την ποιότητα των

αμαρκάριστων τεμαχίων της μονομελούς συλλαβικής έμβασης. Τα τεμάχια που

παράγει το παιδί υπακούουν στην κλίμακα ηχητικότητας (sonority scale), οπότε είναι

πιο ηχητικά ή αντίστροφα στην κλίμακα συμφωνικής ισχύος (scale of consonantal

strength), οπότε είναι πιο ισχυρά.

Page 98: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

95

Πολύ συστηματική είναι η παρουσία διμελών συμφωνικών συμπλεγμάτων τα

οποία αντικαθιστούν άλλα διμελή συμπλέγματα. Τα τεμάχια που επιλέγονται

επαληθεύουν για άλλη μια φορά τις παραπάνω απόψεις μας, αφού τα αμαρκάριστα

κορονικά, χειλικά και ραχιαία αντικαθιστούν άλλα πιο μαρκαρισμένα τεμάχια. Τα

συμπλέγματα των οποίων τα μέλη αποτελούνται από [ΡΑΧΙΑΙΑ ΥΠΕΡΩΙΚΑ + ΥΓΡΑ],

[ΡΑΧΙΑΙΑ ΥΠΕΡΩΙΚΑ + ΕΡΡΙΝΑ], [ΡΑΧΙΑΙΑ ΟΥΡΑΝΙΚΑ + ΗΜΙΦΩΝΑ], [ΡΑΧΙΑΙΑ ΥΠΕΡΩΙΚΑ + /S/],

[ΧΕΙΛΙΚΑ ΚΛΕΙΣΤΑ + /S/], [/S/ + ΚΛΕΙΣΤΑ], [ΥΓΡΑ + ΗΜΙΦΩΝΑ] αντικαθίστανται από πιο

αμαρκάριστα τεμάχια33.

(24) (α) [ma»TCo] «Μαριώ»

(β) [»iDme] «ανοίξαμε» (2;1)

(γ) [»iDja] «μολύβια» (2;1,16)

(δ) [»vFomo] «στο δρόμο»

(ε) [»ekTo] «έξω» (2;2,12)

(στ) [»fCano] «πιάνο»

(ζ) [»erikTa] «έριξα» (2;3,28)

(η) [De »gDero], [De »kDero] «δεν ξέρω»

(θ) [»blai] «πλάι»

(ι) [a»fToci] «αυτάκι» (2;4,01)

(ια) [»fComa] «στόμα»

(ιβ) [pCi»la] «ψηλά»

(ιγ) [»tsilo] «ξύλο»

(ιδ) [»fila»xTe to] «φύλαξέ το» (2;4,17)

(ιε) [»ifCa] «ήπια»

(ιστ) [De »Ftero] «δεν ξέρω» (2;4,27)

(ιζ) [»fCato] «πιάτο»

(ιη) [Di»ptune] «διψούνε» (2;6,08)

33 Αντικαθίσταται είτε το πρώτο, είτε το δεύτερο, είτε και τα δύο τεμάχια.

Page 99: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

96

(ιθ) [aero»ptano] «αεροπλάνο»

(κ) [ba»Ttaca] «μπρατσάκια»

(κα) [bi»Tkoto] «μπισκότο» (2;6,15)

(κβ) [»teTCo] «τέτοιο»

(κγ) [Fla»fio] «γραφείο»

(κδ) [xala»Dmeno] «χαλασμένο»

(κε) [Tpa»Dmeno] «σπασμένο» (2;8,16)

(κστ) [pCi»lo] «ψηλό» (2;9)

Τα παραπάνω παραδείγματα στο σύνολό τους αποδεικνύουν την επιλογή και

παραγωγή των αμαρκάριστων τεμαχίων εκ μέρους του παιδιού. Μας βοηθούν όμως

να καταλήξουμε σε δύο επιπλέον συμπεράσματα:

1. τα (24) (α), (β), (δ), (στ), (ι), (ια), (ιβ), (ιδ), (ιε), (ιστ), (ιζ), (κ) υποδεικνύουν ως

αμαρκάριστο τον τριβόμενο τρόπο άρθρωσης, αφού τα τριβόμενα επιλέγονται

έναντι των κλειστών τεμαχίων.

2. τα (24) (β), (η), (θ), (ιστ), (κγ), (κδ) υποδεικνύουν ως αμαρκάριστα τα ηχηρά

έναντι των άηχων τεμαχίων.

Πάντως, τα συμφωνικά συμπλέγματα παγιώνονται στον παιδικό λόγο και

παράγονται από τα παιδιά, κάτι που αποδεικνύεται από την παρουσία

συμπλεγμάτων, ενώ δεν απαιτείται από το εισαγόμενο. Μάλιστα στα (25) (γ), (δ)

απαλείφεται η έξοδος της πρώτης συλλαβής, χάριν της πιο αμαρκάριστης ανοιχτής,

έστω και με σύνθετη έμβαση (CCV), συλλαβής

(25) (α) [»evla] «έβαλα» (2;1)

(β) [ka»ftevaTeT] «κατέβασες» (2;4,01)

(γ) [fCotoka»li] «πορτοκαλί» (2;5,15)

(δ) [»brota] «πόρτα» (2;7,06)

Αξιόλογη είναι επίσης η περίπτωση πολυσύλλαβων λέξεων με περισσότερα

από ένα συμφωνικά συμπλέγματα σε θέση συλλαβικής έμβασης σε διαφορετικές,

Page 100: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

97

βέβαια, συλλαβές. Στις πρώιμες πραγματώσεις όλα τα συμφωνικά συμπλέγματα, και

στην αρχή και στη μέση και στο τέλος της λέξης απλοποιούνται στα αμαρκάριστα

τεμάχια

(26) (α) [»amaTa] «πράγματα» (2;2)

(β) [»namata] «πράγματα» (2;2,06)

(γ) [»Tamata] «πράγματα» (2;2,12), (2;3,21)

(δ) [ce»mata] «κρεμάστρα» (2;4,13)

(ε) [ti»ja] «κλειδιά» (2;4,17)

(στ) [»pamata] «πράγματα» (2;6,15)

Στις περιπτώσεις όπου διατηρούνται συμφωνικά συμπλέγματα, αυτά είναι

συνήθως όσα βρίσκονται σε θέση έμβασης στο μέσο ή στο τέλος της λέξης.

Διατηρούνται δηλ. τα συμπλέγματα που βρίσκονται στα δεξιά κυρίως. Τα

συμπλέγματα που βρίσκονται στην αρχή της λέξης απλοποιούνται σε αμαρκάριστα

τεμάχια. Μόνο προς το τέλος της συλλογής του γλωσσικού μας υλικού το παιδί

παράγει και τα δύο συμπλέγματα, όπως απαιτεί το εισαγόμενό του ((27) (ι)-(ια)). Σε

δύο μόνο περιπτώσεις δεν διατηρούνται, αλλά απλοποιούνται τα συμπλέγματα που

βρίσκονται δεξιότερα από άλλα στην ίδια λέξη:

1. όταν τα μέλη του συμπλέγματος που βρίσκεται αριστερότερα είναι πιο

αμαρκάριστα από τα αντίστοιχα αυτού που βρίσκεται δεξιά π.χ. (27) (ζ).

2. όταν τα συμπλέγματα που βρίσκονται δεξιότερα είναι τριμελή, ενώ τα αντίστοιχα

στα αριστερά είναι διμελή. Αναπόφευκτα τα τριμελή συμπλέγματα ως πιο

μαρκαρισμένα απλοποιούνται π.χ. (27) (θ).

Στα παραδείγματα (27) (ε)-(ια) διατηρούνται τα συμφωνικά συμπλέγματα των

συλλαβών που είναι φορείς του τόνου. Αυτό μας επιτρέπει να εικάσουμε ότι ο

τονισμός παίζει ουσιαστικό ρόλο στη διατήρηση ή απαλοιφή των συμφωνικών

συμπλεγμάτων και ότι οι συλλαβές που είναι φορείς του τόνου διατηρούν κατά το

δυνατόν τα τεμάχιά τους34.

34 Το θέμα θα πραγματευτούμε στο μέρος της εργασίας μας που αφιερώνεται στον τονισμό.

Page 101: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

98

(27) (α) [»Foxni], [»voxni] «σπρώχνει»

(β) [»boxnune] «σπρώχνουν»

(γ) [pa»putsCa] «παπούτσια» (2;5,15)

(δ) [ku»piDja] «σκουπίδια»

(ε) [afo»Tkolito] «αυτοκόλλητο»

(στ) [bo»Tta] «μπροστά» (2;6,15)

(ζ) [pe»xnita] «παιχνίδια»

(η) [ci»Dja] «κλειδιά» (2;7,14)

(θ) [»plito] «πλήκτρο» (2;8,02)

(ι) [»praFmata] «πράγματα»

(ια) [Tpa»Dmeno] «σπασμένο» (2;9)

3.3.1.3. Συμπεράσματα

Η μελέτη της συλλαβικής έμβασης στα δεδομένα του Διονύση μας οδηγεί

στο συμπέρασμα ότι και στα νέα ελληνικά η πυρηνική CV συλλαβή είναι η

αμαρκάριστη. Η άποψη αυτή στηρίζεται από τα εξής πορίσματα:

1. Τη θέση της συλλαβικής έμβασης καταλαμβάνει συνήθως ένα συμφωνικό

τεμάχιο, ως επί το πλείστον αμαρκάριστο, κορονικό, χειλικό ή ραχιαίο.

2. Ο Διονύσης έχει την τάση να απλοποιεί τα συμφωνικά συμπλέγματα, στα

αμαρκάριστα τεμάχιά τους.

3. Συνήθως ο Διονύσης κάνει επένθεση στις συλλαβές, οι οποίες στο εισαγόμενο

στερούνται έμβασης, προκειμένου να σχηματίσει CV συλλαβές.

Ο Διονύσης αρχίζει, καταρχήν, να παράγει συμφωνικά συμπλέγματα τα

οποία χαρακτηρίζονται από τον αμαρκάριστο τόπο (κορονικά, χειλικά, ραχιαία

σύμφωνα) και τρόπο άρθρωσης (τριβόμενα). Με το πέρας των συναντήσεων μας,

παράγει σωστά τα συμφωνικά τεμάχια του εισαγόμενου, εμφανίζοντας απόλυτη

πιστότητα. Συνήθως όμως πρόκειται για συμπλέγματα των οποίων τα μέλη

συνίστανται από τα πλέον αμαρκάριστα τεμάχια. Επιπλέον, αρχίζει να παράγει V

συλλαβές, δηλ. συλλαβές κενές εμβάσεων, αντίθετα με την επιταγή του εισαγόμενου

Page 102: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

99

που απαιτεί CV εμβάσεις, όταν αρχίζει να ιεραρχεί χαμηλά τους περιορισμούς

ορθού σχηματισμού.

3.3.1.4. Θεωρία του Βέλτιστου και συλλαβική δομή

Στα πλαίσια της Θεωρίας του Βέλτιστου, προκειμένου να βρούμε τη βέλτιστη

συλλαβική δομή, ο Γεννήτορας παράγει ένα σύνολο υποψήφιων τύπων και βάσει των

περιορισμών εκτιμάται η βέλτιστη συλλαβική ανάλυση του μη συλλαβοποιημένου

εισαγόμενου (McCarthy and Prince 1993α:13). Η Θεωρία του Βέλτιστου υιοθετεί

την απλούστερη ανάλυση της συλλαβής με τους θυγατρικούς κόμβους έμβαση,

πυρήνα και έξοδο. Υποστηρίζεται ότι η συλλαβική δομή διέπεται από δύο ομάδες

περιορισμών:

(α) Αυτούς που περιγράφουν καθολικώς αμαρκάριστα χαρακτηριστικά: είναι οι

περιορισμοί ορθού σχηματισμού (well-formedness constraints) ή αλλιώς δομικοί

περιορισμοί (structural constraints) (βλ. και McCarthy 1994).

(β) Αυτούς που περιγράφουν τη σχέση ανάμεσα στη δομή και την εισαγόμενη

φωνολογική αντιπροσώπευση. Συνιστούν την οικογένεια των περιορισμών

πιστότητας (faithfulness family constraints). Οι περιορισμοί αυτοί δείχνουν ότι οι

καλοσχηματισμένες εξαγόμενες συλλαβές βρίσκονται σε αντιστοιχία ένα προς ένα

με τις εισαγόμενες φωνολογικές αντιπροσωπεύσεις.

Αναλυτικότερα:

(α) Στην ομάδα των περιορισμών ορθού σχηματισμού ανήκουν οι περιορισμοί:

(1) ONSET (Έμβαση)

Οι συλλαβές πρέπει να έχουν έμβαση35.

(2) -COD (Όχι έξοδος)

Οι συλλαβές δεν πρέπει να έχουν έξοδο.

(β) Στη δεύτερη ομάδα περιορισμών ανήκουν οι περιορισμοί:

(1) PARSE (Δόμηση)

Τα υποκείμενα τεμάχια πρέπει να οργανωθούν σε συλλαβικές δομές.

(2) FILL (Κενή Θέση)

35 Ο περιορισμός της έμβασης στη Θεωρία του Βέλτιστου αντιστοιχεί προς την υποχρεωτική αρχή της

έμβασης (obligatory onset Principle) της Hooper (1972, στους Gillis και De Schutter 1996:488).

Page 103: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

100

Οι συλλαβικές θέσεις πρέπει να συμπληρώνονται με τεμάχια της υποκείμενης

δομής (Prince and Smolensky 1993:85-87).

Σύμφωνα με τους McCarthy και Prince (1993α:19) αυτά τα ζεύγη

περιορισμών αντικατοπτρίζουν την τυπολογία του Jakobson (ανοικτές, πυρηνικές

συλλαβές κ.λ.π.). Οι περιορισμοί αυτοί ονομάζονται περιορισμοί βασικής συλλαβικής

δομής (basic syllable structure constraints). Σ’αυτούς συμπεριλαμβάνονται κι άλλοι

περιορισμοί που κανονικά δεν παραβιάζονται ποτέ, οι εξής:

NUC, *COMPLEX, *M/V, *P/C

Αναλυτικότερα:

(i) Ο περιορισμός του πυρήνα (NUC) υποδεικνύει ότι κάθε συλλαβή πρέπει να έχει

πυρήνα.

(ii) Ο περιορισμός που αποτρέπει τα συμπλέγματα συμφώνων στην έμβαση

(*COMPLEX) απαιτεί να μην είναι σύνθετοι οι δύο ακραίοι κόμβοι, αυτοί της

έμβασης και της εξόδου: μόνον ένα τεμάχιο πρέπει να καλύπτει αυτές τις θέσεις.

(iii) Σύμφωνα με τον περιορισμό *M/V τα φωνήεντα δε νομιμοποιούνται σε θέση

έμβασης και εξόδου.

(iv) Σύμφωνα με τον περιορισμό *P/C τα σύμφωνα δε νομιμοποιούνται σε θέση

πυρήνα (Prince and Smolensky 1993:88).

3.3.1.5. Θεωρία του Βέλτιστου και έμβαση στα νέα ελληνικά

Στα ελληνικά οι περιορισμοί (iii) και (iv) δεν ισχύουν. Δηλαδή στα ελληνικά

έχουμε εμβάσεις στην αρχή ή στη μέση της λέξης που αποτελούνται από σύνθετα

συμφωνικά συμπλέγματα (clusters), όπως ήδη είπαμε παραπάνω π.χ. [stra-»tοs], [af-

»stria], [e-»kte-lesi], [a»pο-spa-sma], [xti-»pο], [e-pi-»strα-tef-si], [»a-tlas], [ek-stra-»ti-

a] (βλ. και Κάππα 1996).

Στα ελληνικά τα φωνήεντα κατέχουν μονάχα θέση πυρήνα. Αυτά δείχνουν

ότι οι περιορισμοί ιεραρχούνται διαφορετικά ανά γλώσσα. Κάθε γλώσσα ανάλογα με

τα δεδομένα της ιεραρχεί τους περιορισμούς της.

Η Κάππα (1996) μελέτησε της συλλαβική δομή της νέας ελληνικής στα

πλαίσια της θεωρίας του Βέλτιστου και διατύπωσε την ιεράρχηση των περιορισμών

της Καθολικής Γραμματικής σε σχέση με τα ελληνικά. Προτείνει ότι, πέρα από τον

Page 104: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

101

περιορισμό του πυρήνα που είναι ιεραρχικά ανώτατος και δεν παραβιάζεται ποτέ,

ανώτερος στην ιεραρχική διαβάθμιση της ελληνικής είναι ο περιορισμός της

έμβασης, στο πλαίσιο του οποίου εντάσσονται τα συμφωνικά συμπλέγματα που είναι

αποδεκτά στη γλώσσα. Ακολουθεί ο περιορισμός της εξόδου της συλλαβής τόσο στο

μέσο (l, r) όσο και στο τέλος της λέξης (n,r,s). Στη συνέχεια είναι ο περιορισμός της

διαφύλαξης της δομής/ Κενής Θέσης (FILL) και στο τέλος ο περιορισμός της δόμησης

(PARSE). Άρα η ιεραρχία των περιορισμών έχει ως εξής:

Έμβαση > Έξοδος εσωτ., Έξοδος τέλος > Όχι-Επένθεση > Δόμηση

Αναλυτικότερα, στα ελληνικά οι περιορισμοί έχουν ως εξής:

Περιορισμοί ορθού σχηματισμού ή δομικοί περιορισμοί (Wellformedness or

structural constraints)

1. ONSET: Οι συλλαβές πρέπει να έχουν έμβαση36.

2. CORONAL STOP/ FRIC [t ,d, T, D], LABIAL STOP/ FRIC [p, b, v, f], DORSAL

[k, g, x, F]: Ο περιορισμός αυτός απαιτεί την παραγωγή καταρχήν των πιο

αμαρκάριστων τεμαχίων, πρώτα των κορονικών, στη συνέχεια των χειλικών και

τέλος των ραχιαίων. Μπορεί να διαμορφωθεί ανάλογα με τις απαιτήσεις των

πινάκων, αν δηλ. θέλουμε να υποδείξουμε την προτίμηση του παιδιού για

παραγωγή κάποιων τεμαχίων έναντι άλλων όσον αφορά τον τρόπο ή τον τόπο

άρθρωσης (κλειστά, τριβόμενα, ηχηρά, άηχα).

3. *COMPLEX: δεν επιτρέπονται συμφωνικά συμπλέγματα (σε θέση έμβασης).

4. SONORITY: στην έμβαση αμαρκάριστα είναι τα λιγότερο ηχητικά σύμφωνα με

την κλίμακα ηχητικότητας (sonority scale) ή τα πιο ισχυρά σύμφωνα όσον αφορά

την κλίμακα συμφωνικής ισχύος (scale of consonantal strength)37.

5. OCP: δεν επιτρέπεται η παραγωγή γειτνιαζόντων και ταυτόσημων στοιχείων38.

36 Δεν θεωρούμε σκόπιμο ότι ο περιορισμός της έμβασης (ONSET) πρέπει να διαμορφώνεται με

τρόπο ώστε να αφορά ειδικά την αρχή, τη μέση ή το τέλος της λέξης. Η παρουσία της έμβασης είναι

αμαρκάριστη τόσο στην αρχή όσο και στη μέση ή το τέλος της λέξης. 37 βλ. Gnanadesikan 1995 και Lass 1984 αντίστοιχα. 38 Για τη λειτουργία της OCP στα πλαίσια της θεωρίας του Βέλτιστου βλ. στον Myers 1997β.

Page 105: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

102

Περιορισμοί πιστότητας (Faithfulness constraints)

1. MAX-IO: κάθε τεμάχιο στο εισαγόμενο έχει ένα αντίστοιχο στο εξαγόμενο. Ο

περιορισμός δεν επιτρέπει την απαλοιφή. Τον περιορισμό θα χρησιμοποιήσουμε

και θα τον διαμορφώνουμε ανάλογα για τη μελέτη των χαρακτηριστικών είτε του

τόπου είτε του τρόπου άρθρωσης. Αντίστοιχος είναι ο περιορισμός

2. PARSE: τα υποκείμενα τεμάχια πρέπει να οργανωθούν σε συλλαβικές δομές. Με

τον περιορισμό αυτό αποτρέπεται η αποβολή. Αντίστοιχος, αν και πιο ειδικός,

είναι ο περιορισμός

3. NO-COALESCENCE: δεν επιτρέπεται η συναίρεση τεμαχίων. Ο περιορισμός

επιδιώκει την κατά το δυνατόν μεγαλύτερη πιστότητα μεταξύ υποκείμενων και

επιφανειακών τύπων και έρχεται σε αντίθεση με τον περιορισμό ορθού

σχηματισμού *COMPLEX.

4. FILL: οι συλλαβικές θέσεις πρέπει να συμπληρώνονται με τεμάχια της

υποκείμενης δομής. Με τον περιορισμό αυτό αποτρέπεται η επένθεση.

5. IDENT [F]: κάθε χαρακτηριστικό στο εισαγόμενο πρέπει να έχει ένα αντίστοιχό

του στο εξαγόμενο. O περιορισμός αυτός αφορά τόσο τα χαρακτηριστικά του

τόπου άρθρωσης όσο και τα χαρακτηριστικά του τρόπου άρθρωσης, έτσι όπως τα

δεύτερα γίνονται αντικείμενο μελέτης από τους Dinnsen και Barlow (1998).

Η Θεωρία του Βέλτιστου είναι ένα ευλύγιστο μοντέλο ερμηνείας του

παιδικού λόγου. Η βαθμιαία ανάπτυξη και ο εμπλουτισμός των δομών, δηλώνεται με

την επανιεράρχηση των περιορισμών, δηλ. με την αναδιάταξη των περιορισμών,

ανάλογα με τη σημασία και το ρόλο τους σε κάθε στάδιο της γλωσσικής ανάπτυξης

του παιδιού. Κάθε φορά δηλ. που το παιδί κατακτά μια καινούρια δομή και το

Λεξικό του εμπλουτίζεται, οι περιορισμοί επανιεραρχούνται, γιατί κάθε περιορισμός

ξεχωριστά αναδομείται ανάλογα με το ρόλο του.

Θα προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε την κατάκτηση της ελληνικής μέσα

από τους πίνακες των περιορισμών της Θεωρίας του Βέλτιστου, τη διάταξη και την

επανιεράρχησή τους. Θα ξεκινήσουμε με την εξέταση της συλλαβικής έμβασης από

τις πιο αμαρκάριστες μορφές με τις οποίες εμφανίζεται στον παιδικό λόγο

προχωρώντας στις ολοένα και πιο μαρκαρισμένες, σ’αυτές δηλ. με τις οποίες το

παιδί εμφανίζει με τα εξαγόμενά του, βαθμιαία, περισσότερη πιστότητα προς τα

εισαγόμενά του, τους τύπους των ενηλίκων.

Page 106: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

103

Είδαμε ήδη από τα παραδείγματά μας ότι η CV συλλαβή είναι αμαρκάριστη

στον παιδικό λόγο, πράγμα που δείχνει ότι είναι ισχυρή η απαίτηση για την ύπαρξη

μονομελούς συμφωνικής έμβασης, όχι όμως σύνθετης. Οι κενές έμβασης συλλαβές

υπόκεινται στη διαδικασία της επένθεσης, προκειμένου να σχηματιστεί CV συλλαβή.

Κατά συνέπεια, είναι καταρχήν πολύ ψηλά ιεραρχημένος ο περιορισμός που απαιτεί,

φυσικά, συλλαβική έμβαση (ONSET) και ο αντίστοιχος που απαιτεί την απλή

σύνθεσή της (*COMPLEX). Τα τεμάχια που παράγονται σε θέση έμβασης είναι τα

αμαρκάριστα στον παιδικό λόγο σύμφωνα. Τα μαρκαρισμένα ραχιαία υπερωικά και

το συριστικό /s/ αντικαθίστανται από τα αμαρκάριστα κορονικά και χειλικά. Αυτό

σημαίνει ότι η κλίμακα ηχητικότητας, όπως ήδη έχουμε πει, παίζει ουσιαστικό ρόλο

στην επιλογή του προς πραγμάτωση συμφώνου. Επομένως ο περιορισμός

SONORITY είναι επίσης ψηλά ιεραρχημένος. Άξιες παρατήρησης είναι οι

περιπτώσεις στις οποίες τα ραχιαία, τα οποία θεωρούνται αμαρκάριστα στον παιδικό

λόγο, αντικαθίστανται από χειλικά ή κορονικά τεμάχια, γιατί τα τελευταία είναι

ακόμη πιο φυσικά κατά τη διαδικασία της κατάκτησης. Ο περιορισμός OCP δεν

ενεργοποιείται ουσιαστικά, όταν απαιτείται μονομελής έμβαση, όμως ως

περιορισμός ορθού σχηματισμού ιεραρχείται κάπου ενδιάμεσα. Θα παρατηρήσουμε

ότι σ’όλους τους πίνακες, μέχρι ο Διονύσης να εμφανίσει πιστότητα ως προς τους

εισαγόμενους τύπους του, οι δομικοί περιορισμοί ιεραρχούνται ψηλότερα από τους

περιορισμούς πιστότητας, αφού άμεση επιταγή των πρώτων σταδίων της γλωσσικής

κατάκτησης είναι η παραγωγή των αμαρκάριστων τύπων της γλώσσας, των τύπων

που πιο φυσικά και πιο άμεσα μπορεί να εκφέρει το παιδί. Ο παρακάτω πίνακας είναι

ιδιαίτερα κατατοπιστικός σχετικά με την κατάσταση που επικρατεί στο λόγο του

Διονύση με το ξεκίνημα της συλλογής των γλωσσικών δεδομένων μας

Εισαγόμενα: /alo»Faci], [ka»pelo], [A<di»Foni], [»cita], [(Ta)

Doci»maTume], [»istera]

Πίνακας (28)

Page 107: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

104

Τύποι ONSET COMPLEX CORONAL STOP/ FRIC [t,d,T,D]

LABIAL STOP/ FRIC [p,b,f,v]

DORSAL STOP/ FRIC [k,g,x,F]

SONOR OCP MAX-IO/ PARSE

FILL IDENT [F] NO-COAL

/alo»Faci/ * * * [te»Faci] * * * * *

/ka»pelo/ * * [pa»pelo] * * * * *

/a<di»Foni/ * * [tati»Foni

] * * * * *

/»cita/ * * * [»tita] * * * * *

/(Ta)Doci»masume/

* *

[Doci»maTume]

* * *

/»istera/ * * * * * [»titela] * * * * * *

Page 108: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

105

Τα εισαγόμενα, οι τύποι της γλώσσας των ενηλίκων, παραβιάζουν τους

περιορισμούς ορθού σχηματισμού των παιδιών που είναι πολύ ψηλά ιεραρχημένοι,

επομένως δεν επιλέγονται ως βέλτιστοι τύποι από το Διονύση, προκειμένου να τους

εκφωνήσουν. Ακόμη και στις περιπτώσεις στις οποίες τα βέλτιστα εξαγόμενα του

Διονύση παραβιάζουν περισσότερους περιορισμούς απ’αυτούς που αντίστοιχα οι

εισαγόμενοι τύποι παραβιάζουν, επιλέγονται ως βέλτιστοι τύποι τα εξαγόμενα των

παιδιών, επειδή παραβιάζουν χαμηλά ιεραρχημένους περιορισμούς. Η προτίμηση

του παιδιού για κορονικά και χειλικά τεμάχια έναντι άλλων πιο μαρκαρισμένων

τεμαχίων υπαγορεύει την ιεραρχία του παραπάνω πίνακα39. Στο 2ο παράδειγμα τόσο

ο εισαγόμενος όσο και ο εξαγόμενος τύπος παραβιάζουν έναν υψηλά ιεραρχημένο

περιορισμό, οπότε η συγκριτική εξέταση των δύο τύπων μετατοπίζεται σε

χαμηλότερα ιεραρχημένους περιορισμούς. Το εξαγόμενο του παιδιού επιλέγεται ως

βέλτιστο, επειδή παραβιάζει χαμηλότερα ιεραρχημένους περιορισμούς σε σχέση με

τους περιορισμούς που παραβιάζονται από το εισαγόμενο.

Η καθολικότητα της CV συλλαβής σε συνδυασμό με την απαίτηση για απλές

εμβάσεις έχουν ως αποτέλεσμα την απαλοιφή των συμφωνικών συμπλεγμάτων. Τα

τεμάχια που διατηρούνται από τα αρχικά συμφωνικά συμπλέγματα είναι τα

αμαρκάριστα κορονικά, χειλικά και ραχιαία.

Εισαγόμενα: /»Frafo/, /»anTropos/, /»xtipisa/, /»tsada/, /»Dromos/, /»ekatsa/, /tripitses/,

/kal»tsula/

39 Υπάρχουν ελάχιστα εξαγόμενα των παιδιών που περιέχουν συλλαβές κενές εμβάσεων, που ωστόσο

δεν αρκούν, για να ισχυριστούμε ότι η CV δεν είναι η αμαρκάριστη συλλαβή στον παιδικό λόγο.

Page 109: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

106

Πίνακας (29)

Τύποι ΟΝSΕΤ COMPLEX CORONAL STOP/ FRIC [t,d,T,D]

LABIAL STOP/ FRIC [p,b,f,v]

DORSAL STOP/ FRIC [k,g,x,F]

SONOR OCP MAX-IO/ PARSE

FILL IDENT [F] NO-COAL

/»Frafo/ * * * [»Fafo], [»

pafo] -/ * * * * * *

/»anTropos/ * * * [»axopo],

[»apoto] */ * */ - -/ * * * *

/»xtipisa/ * * * [»tipiTa] * * * * *

/»tsada/ * * * * [»Tada] * * * * * *

/»Dromos/ * * * [»DomoT] * * * * *

/»ekatsa/ * * * * [»ekata] * * * * * *

/tri»pitses/ * * [to»piteT] * * * * *

/kal»tsula/ * * [ka»tula] * * * * *

Page 110: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

107

Αξιοσημείωτη είναι η περίπτωση του (ζ) όπου τόσο ο εισαγόμενος όσο και ο

εξαγόμενος τύπος παραβιάζουν τον ψηλότερα ιεραρχημένο περιορισμό. Σ’αυτήν την

περίπτωση η διαδικασία της σύγκρισης των τύπων, προκειμένου να επιλεγεί ο

βέλτιστος, μετατίθεται στους χαμηλότερα ιεραρχημένους περιορισμούς40. Το

εισαγόμενο δεν επιλέγεται ως βέλτιστος τύπος από το παιδί, γιατί παραβιάζει τον

ψηλότερα ιεραρχημένο περιορισμό που έπεται στην ιεραρχία. Αντίθετα ο βέλτιστος

στο λόγο του Διονύση τύπος παραβιάζει χαμηλότερα ιεραρχημένους περιορισμούς

σε σχέση με το εισαγόμενο .

Τα τριμελή συμφωνικά συμπλέγματα, τα οποία προσπαθούν τα παιδιά να

πραγματώσουν, απλοποιούνται σε διμελή. Αυτά τα συμπλέγματα αποτελούνται είτε

από τα πιο αμαρκάριστα τεμάχια του τριμελούς, ενώ αποβάλλεται το πιο

μαρκαρισμένο τεμάχιο, είτε από πιο αμαρκάριστα ως προς τον τόπο ή τον τρόπο

άρθρωσης τεμάχια σε σχέση μ’αυτά που συνιστούν το τριμελές.

Όλοι οι τύποι παραβιάζουν τον υψηλά ιεραρχημένο περιορισμό που απαιτεί

να μην είναι σύνθετη η συλλαβική έμβαση. Ωστόσο, ιεραρχείται πλέον ψηλότερα ο

περιορισμός που απαιτεί να μην αποτελούνται οι εμβάσεις από τρία συμφωνικά

τεμάχια. Αυτόν παραβιάζουν τα εισαγόμενα, οπότε και δεν επιλέγονται ως βέλτιστοι

τύποι.

40 Όπως προείπαμε στη σελ. 34.

Page 111: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

108

Εισαγόμενα: /»aspro/, /»aspra/, /kre»mastra/, /»sproxni/, /»stroma/, /»pliktro/41

Πίνακας (30)

41 Οι περιορισμοί εκτιμώνται μόνο σε σχέση με τις συλλαβές που φέρουν σύνθετη έμβαση.

Page 112: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

109

Τύποι ONSET COMPLEX 3 SEGMENTS

COMPLEX CORONAL STOP/ FRIC [t,d,T,D]

LABIAL STOP/ FRIC [p,b,f,v]

DORSAL STOP/ FRIC [k,g,x,F]

SONOR OCP MAX-IO/ PARSE

FILL IDENT [F] NO-COAL

/»aspro/ * * * * [»afto] * * * * ***! *

/»aspra/ * * * * [»aTpa] * * * * **! *

/cre»mastra/ * * * * [ma»tci] * * * * **! *

/»sproxni/ * * * * [»Foxni],

[»boxni] * */ * */ - */ * * * ***!/

***! *

/»stroma/ * * * * [»Ttoma] * * * * * * *

/»pliktro/ * * * [»plito] * * * * * * *

Page 113: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

110

Σ’αυτόν τον πίνακα έχουμε μια μικρή, αλλά αναγκαστική επανιεράρχηση των

περιορισμών με την έννοια ότι δεν έχουμε μια ολική αναδιάταξη τους, απλώς ένας

δομικός περιορισμός εκ των πραγμάτων και λόγω των δεδομένων πρέπει να

ιεραρχηθεί ψηλότερα από τον μέχρι τώρα επικρατέστερο περιορισμό. Η προσπάθεια

για παραγωγή τριμελών συμφωνικών συμπλεγμάτων γίνεται, όταν σχεδόν έχει

παγιωθεί η παραγωγή διμελών συμφωνικών συμπλεγμάτων, όταν δηλ. ούτως ή

άλλως παράγονται συμπλέγματα.

Η ουσιαστική επανιεράρχηση των περιορισμών γίνεται, όταν

πραγματώνονται πλέον διμελή συμπλέγματα. Η παραγωγή τους υπογραμμίζει το

γεγονός ότι το παιδί παρουσιάζει σημάδια πιστότητας προς τους εισαγόμενους

τύπους του. Κατά συνέπεια, δεν ενδιαφέρεται να παράγει αμαρκάριστες εκφορές,

αλλά τύπους όσο το δυνατό όμοιους μ’αυτούς του ενήλικα. Για το λόγο αυτό η

παραγωγή συμφωνικών συμπλεγμάτων σε θέση έμβασης συνεπάγεται την υψηλή

ιεράρχηση των περιορισμών πιστότητας και τον υποβιβασμό των περιορισμών ορθού

σχηματισμού. Ο Διονύσης επιλέγει ως βέλτιστους τύπους τα εισαγόμενά του, τα

οποία και εκφέρει, έναντι κάποιων υποθετικών εναλλακτικών εξαγόμενων τα οποία

και παραθέτουμε

Εισαγόμενα: /»ftano/, /a»vli/, /ani»xti/, /»ksero/, /»praFmata/ Πίνακας (31) Τύποι MAX-IO/

PARSE FILL IDENT

[F] NO-COAL

SONOR OCP ONSET COMPLEX

[»tano] * * * * [»ftano] *

[a»ti] * * * * [a»vli] *

[ani»ti] * * * * * [ani»xti

] * *

[»Dero] * * * * [»ksero] *

[»pamata] * * * * [»praF

mata] *

Τα υποθετικά εξαγόμενα παραβιάζουν τους μέχρι τώρα χαμηλά

ιεραρχημένους περιορισμούς πιστότητας. Στα συγκεκριμένα παραδείγματα οι

περιορισμοί πιστότητας παίρνουν τη θέση των περιορισμών μαρκαρίσματος οι

Page 114: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

111

οποίοι πλέον ιεραρχούνται πολύ χαμηλά. Το (γ) υπογραμμίζει την τύχη του

περιορισμού ONSET. H κενή έμβασης συλλαβή σημειώνει τη χαμηλή θέση του μέχρι

τώρα βασικού περιορισμού.

Σε περιπτώσεις εκφοράς συμφωνικών συμπλεγμάτων των οποίων τα μέλη

συγκροτούν αμαρκάριστα τεμάχια που παίρνουν τη θέση πιο μαρκαρισμένων,

συμβαίνει να ιεραρχείται πολύ ψηλά ο περιορισμός που απαιτεί πιστότητα σε

συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του τόπου ή του τρόπου άρθρωσης. Τα δεδομένα του

παρακάτω πίνακα υποδεικνύουν ξεκάθαρα ως πλέον αμαρκάριστο τόπο άρθρωσης

τον κορονικό και ως αμαρκάριστο τρόπο άρθρωσης, τη διάρκεια, τουλάχιστον όσον

αφορά το ένα τεμάχιο του συμφωνικού συμπλέγματος. Ακόμη κι αν μόνο ένα

τεμάχιο παραβιάζει τους περιορισμούς τόπου και τρόπου άρθρωσης, θεωρούμε ότι οι

περιορισμοί παραβιάζονται42.

Εισαγόμενα: /a»niksame/, /mo»livja/, /»ksero/, /aero»ptano/, /Tpa»Dmeno/ Πίνακας (32) Τύποι IDENT

CORONAL

IDENT FRΙC

MAX-IO/ PARSE

FILL NO-COAL

SONOR OCP ONSET COMPLEX

/A»niksame/

* * *

[»iDme]

* * *

/mo»livja/

* *

[»iDja] * * * /»ksero/ * * *

[»kDer

o]

* * * *

/aero»pla

no/

* *

[aero»ptano]

* * * *

/spa»smeno/

* * *

[Tpa»Dmeno]

* * * *

42 Με τον παρακάτω πίνακα εξετάζουμε μόνο τις συλλαβές των οποίων την έμβαση καταλαμβάνουν

συμφωνικά συμπλέγματα και όχι ολόκληρους τους τύπους. Συνεπώς οι περιορισμοί NO-COAL και

ONSET δεν ενεργοποιούνται γι’αυτό και σκιάζονται.

Page 115: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

112

3.3.2. Έξοδος συλλαβών

Η ρίμα αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της συλλαβικής δομής, αφού μέρος της

είναι ο πυρήνας ο οποίος με τη σειρά του είναι φορέας του τόνου. Μέρος επίσης της

ρίμας είναι το τέλος, η έξοδος συλλαβής. Η συλλαβική δομή CV είναι πυρηνική,

καθολική δηλαδή σ’ όλες τις γλώσσες, κατά συνέπεια είναι ο αμαρκάριστος τύπος σε

σχέση με τις CVC συλλαβές, αυτές δηλ. που διαθέτουν έξοδο, και συνιστούν

μαρκαρισμένες δομές. Αντίστοιχα με το θεώρημα της έμβασης οι Prince και

Smolensky διατύπωσαν και το θεώρημα της εξόδου:

(β) Θεώρημα της εξόδου (Coda theorem)

Οι έξοδοι είναι προαιρετικές σε μια γλώσσα, αν ο περιορισμός που

απαγορεύει της ύπαρξη εξόδου (-COD) κυριαρχείται και από τους δύο περιορισμούς

δόμησης και κενής θέσης. Διαφορετικά οι έξοδοι απαγορεύονται. Στην τελευταία

περίπτωση ο περιορισμός -COD ενισχύεται από την αδυναμία πλήρους δόμησης, δηλ.

τη φωνητική απαλοιφή, αν ο περιορισμός δόμησης είναι ο χαμηλότερος στην

ιεραρχία περιορισμός από τους τρεις περιορισμούς και από την υπερ-δόμηση, δηλ.

την επένθεση, αν ο περιορισμός κενής θέσης του πυρήνα είναι ο χαμηλότερος

(Prince and Smolensky 1993:93).

Ένα συμφωνικό τεμάχιο νομιμοποιείται σε θέση εξόδου, εφόσον υπακούει στη

συνθήκη της εξόδου (Coda Condition).

Coda condition

Ένα κλειστό ή διαρκές σύμφωνο (obstruent) μπορεί να συλλαβοποιηθεί ως

έξοδος, μονάχα αν τεμαχιακώς συνδέεται με το επόμενο σύμφωνο C. (Steriade 1982,

βλ. και McCarthy and Prince 1993β:41, McCarthy and Prince 1994:22 κ.ε.,

McCarthy and Prince 1995:298). Η Yip (1991) στα πλαίσια μιας μελέτης της που

αφορά τον υποκαθορισμό (underspecification) και τα αμαρκάριστα κορωνικά

σύμφωνα παραθέτει μια τροποποιημένη συνθήκη της εξόδου (modified Coda

Condition).

Modified Coda Condition

Page 116: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

113

Οι έξοδοι είναι δυνατό να μη διαθέτουν χαρ/κά του τόπου άρθρωσης (Place

Features). Εμπειρικά η τροποποιημένη αυτή συνθήκη νομιμοποιεί τα κορωνικά ως

έξοδο συλλαβών, αφού αναμφίβολα συνδέονται με γειτνιάζοντα σύμφωνα (Yip

1991:62).

Ωστόσο, στο τέλος της ειδικότερης αναφοράς της στα ελληνικά η Yip

(1991:68) προσθέτει ότι η αττική διάλεκτος των ελληνικών αποτελεί παράδειγμα του

γεγονότος ότι τα κορωνικά κατέχουν ξεχωριστή θέση στα συμφωνικά συμπλέγματα

(clusters) όχι όμως στις εξόδους.

3.3.2.1. Ρίμα-έξοδος σε διάφορες γλώσσες

Σύμφωνα με την κλίμακα ηχητικότητας (Selkirk 1984, στην Gnanadesikan

1995) υπακούεται η αρχή της Συλλαβοποίησης ότι τα άκρα της συλλαβής (έμβαση

και έξοδος) συνίστανται από τα λιγότερο ηχητικά τεμάχια, ενώ ο πυρήνας

αποτελείται από τα πιο ηχητικά τεμάχια (Gnanadesikan 1995:5-8). H προτίμηση για

χαμηλή ηχητικότητα στην έμβαση προκύπτει από την προτίμηση της μόρας για πιο

ηχηρά τεμάχια. Απ’αυτά προκύπτει ότι για τα ελληνικά ισχύουν και οι περιορισμοί

της εξόδου σε εσωτερική θέση και της εξόδου στο τέλος της λέξης. Σχετικά με τις

εξόδους συλλαβών ισχύει το θεώρημα της εξόδου (Coda Theorem), που είδαμε

παραπάνω και το οποίο πρεσβεύει ότι οι έξοδοι είναι προαιρετικές σε μια γλώσσα.

Εφόσον καθολικά η αμαρκάριστη συλλαβή είναι η CV, είναι φυσικό να είναι αυτή η

αμαρκάριστη, η πιο φυσική συλλαβή και στον παιδικό λόγο. Αυτό αποδεικνύεται και

από το γεγονός ότι συχνά κλειστές συλλαβές πραγματώνονται ως ανοικτές και οι

έξοδοι απαλείφονται. (Π.χ. από τα αγγλικά βλ. Goad 1998)

(33) [ko] «come»

[do] «dog»

[nQnQ] «dinner»

[bQbQ] «apple»

Βέβαια, η καθιερωμένη άποψη είναι ότι, «όταν εμφανίζονται τα τελικά σύμφωνα,

συλλαβοποιούνται ως έξοδοι» (Fikkert 1994, Demuth and Fee 1995, στην Goad

1997α, Stemberger 1996).

Page 117: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

114

H Goad (1997α, 1998) επιχειρηματολογεί ενάντια σ’αυτήν την άποψη και

υποστηρίζει ότι τα τελικά σύμφωνα αποτελούν εμβάσεις συλλαβών οι οποίες

στερούνται πυρήνα. Στηρίζει την άποψή της στα δεδομένα που έχει συγκεντρώσει

σχετικά με τον παιδικό λόγο και στο ότι οι κλειστές συλλαβές αποτελούν

μαρκαρισμένη μορφή τόσο για το παιδί όσο και για το λόγο των ενηλίκων. Τα

επιχειρήματα που προκύπτουν από τα δεδομένα της και υποστηρίζουν την άποψή της

είναι (α) το φαινόμενο της φωνηεντικής επένθεσης (vowel epenthsis) (β) της

επένθεσης του έρρινου στοιχείου/ ερρινότητας (nasal epenthesis), (γ) η δάσυνση

(aspiration) και (δ) η εσωτερική παύση/ μακρότητα φωνήεντος (medial pause-vowel

lengthening).

Αναλυτικότερα:

(α) Στα αγγλικά το αμαρκάριστο επενθετικό φωνήεν είναι το [i], όταν όμως δεν

τονίζεται είναι το [´] π.χ.

(34) [buci] «book»

[wot´] «water»

Άλλη περίπτωση είναι η αντιγραφή, το κοπιάρισμα του προηγούμενου φωνήεντος

π.χ.

(35) [tçpç] «top»

H Goad (1997α) τα θεωρεί ως αναδιπλασιασμένα, αντιγραμμένα τεμάχια, δηλ. ο

πυρήνας ή ολόκληρη η συλλαβή αναδιπλασιάζονται.

(β) Σ’ αυτήν την περίπτωση εμφανίζονται τα κλειστά σύμφωνα στο τέλος της λέξης

να παράγονται ως ηχηρά και ερρινοποιημένα, υπάρχει μια «απελευθέρωση», μια

αποδεύσμευση του έρρινου στοιχείου (nasal release) π.χ.

(36) [dabm8] «stub»

[vidn8] «feed»

[b´gn8] «bug»

Page 118: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

115

Έχουμε την άρθρωση του [n] ως συλλαβικού [n8]. Μ’αυτόν τον τρόπο η φωνηεντική

και ερρινοποιημένη επένθεση δείχνουν ότι τα σύμφωνα αυτά συλλαβοποιούνται ως

εμβάσεις συλλαβών που στερούνται των πυρήνων/ κεφαλών.

(γ) Όταν εμφανίζονται δομές CVC το τελευταίο σύμφωνο εμφανίζεται να είναι

δασυμένο (aspirated) π.χ.

(37) [dapH] «drop»

[bookH] «broke»

[bakH] «bike»

Η δάσυνση, όμως, στις γλώσσες των ενηλίκων είναι φαινόμενο που εμφανίζεται

στην έμβαση των συλλαβών, γιατί (α) οι έξοδοι προτιμούν να μη διέπονται από

λαρυγγικά χαρ/κά (laryngeal). Άρα η δάσυνση είναι μαρκαρισμένο στοιχείο για την

έξοδο.

(δ) Όσον αφορά το τελευταίο φαινόμενο η Goad (1998) επισημαίνει ότι υπάρχει μια

παύση ανάμεσα στο φωνήεν του πυρήνα και το σύμφωνο που ακολουθεί τον πυρήνα.

Αυτό αποδεικνύει ένα όριο ανάμεσα στο φωνήεν και στο επόμενό του σύμφωνο,

κατά συνέπεια, είναι η έμβαση μιας συλλαβής που στερείται κεφαλής. π.χ.

(38) [sju.s] «juice»

[tHow˘s] «toast»

[ke·k˘] «cake»

Τα συμπεράσματα της Goad (1998) είναι ότι μ’ αυτόν τον τρόπο τα παιδιά

προσπαθούν να φανούν συνεπείς προς τον ισχυρό περιορισμό No-Coda, αλλά

ταυτόχρονα προσπαθούν να συλλαβοποιήσουν αυτά τα τελικά σύμφωνα πράγμα που

δείχνει ότι τείνουν να είναι πιστοί προς τα εισαγόμενα του λόγου των ενηλίκων. Άρα

τόσο οι περιορισμοί oρθού σχηματισμού (No-Coda) όσο και πιστότητας (Faith),

είναι υψηλά ιεραρχημένοι, αντίθετα με την άποψη των Demuth (1995α),

Page 119: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

116

Gnanadesikan (1995) και Pater (1998α) που θεωρούν ότι οι περιορισμοί πιστότητας

είναι χαμηλότερα ιεραρχημένοι από τους περιορισμούς μαρκαρίσματος:

Μαρκάρισμα>> Πιστότητα

Τα μοντέλα που παρατήρησε η Goad παρουσιάζουν την εξής συλλαβική δομή:

(39) Μοντέλα CVC

Δάσυνση [dapH] «drop» Παύση [s‘.s] «stairs»

σ σ σ σ

Πυρ. Πυρ. Πυρ. Πυρ.

d a pH s ‘

Μακρότητα [kek] «cake»

σ σ

Πυρ. Πυρ.

k e k˘

(40) Μοντέλα επένθεσης

Επένθεση φωνηέντων

Schwa ([wçt´] «water») Default ([buki] «book»

σ σ σ σ

Πυρ. Πυρ. Πυρ. Πυρ.

Page 120: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

117

w t SV ´ b u k i

Αντιγραφή φωνήεντος ([tçpç] «top»)

Επένθεση έρρινου στοιχείου [dabm8] «stub»

σ σ σ σ

Πυρ. Πυρ. d a b m8

t ç p ç

Σ-τόπος SV

ΧΕΙΛ

Ωστόσο, εμφανίζονται πρώιμες έξοδοι, όταν π.χ. τα σύμφωνα που

ακολουθούν τον πυρήνα μιας συλλαβής είναι κλειστά, δηλ. υπακούουν στους

περιορισμούς της εξόδου No-Coda Laryngeal. Συναφές είναι και το συμπέρασμα ότι

είναι συγκεκριμένη η ποιότητα των τεμαχίων που μπορούν να συλλαβοποιηθούν ως

έξοδοι συλλαβών όχι μόνο στη γλώσσα των παιδιών, αλλά και στη γλώσσα των

ενηλίκων (Goad 1998).

Συναφές θέμα με τα παραπάνω είναι το ότι η επένθεση τεμαχίων σε λέξεις με

δομή CVC ώστε να δημιουργηθούν δομές του τύπου CVCV στα πρώιμα στάδια της

Page 121: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

118

κατάκτησης παρακινείται από την επιθυμία να αποφύγουν τις εξόδους. Αυτό έρχεται

σε αντίθεση με την άποψη της Fee (1992 στην Goad 1997α) ότι η αύξηση αυτή

παρακινείται από την επιθυμία για λεξική ελαχιστότητα (word minimality), ότι δηλ. οι

λέξεις κατ’ ελάχιστον πρέπει να αποτελούνται από έναν πόδα. H Goad (1998) θεωρεί

ότι τα μοντέλα CVCV και CVC είναι αντιπροσωπευτικά του προ-ελάχιστου σταδίου

της γλωσσικής κατάκτησης που απαιτεί αποκλειστικά τη δομή CV. Κι αυτό γιατί απ’

τα δεδομένα της προκύπτει ότι οι CVC δομές που συνιστούν το 27% των λέξεων που

προσπαθεί το παιδί να αρθρώσει πραγματώνονται συνήθως ως:

(41) (α) CV [ko] «come»

[do] «dog»

(β) CVCV [bibi] «bib»

(γ) CV·C˘ [bQ·d˘] «bad»

(δ) CV ή CV·C˘ [be], [be·t˘] «bed»

CVCV ή CV·C˘ [buki], [buk·k˘] «book»

(Goad 1997α)

Το γεγονός ότι επικρατεί η δομή CV, η οποία, κάποιες φορές, βρίσκεται σε ελεύθερη

εναλλαγή με τη δομή CV⋅C˘, διαταράσσει τη δυναμική περί λεξικής ελαχιστότητας

(word minimality). Ένα ακόμα επιχείρημα εναντίον των απόψεών της είναι η

παρατήρηση του Holmes (1927 στην Goad 1997α) ότι οι δισύλλαβες λέξεις

αντιμετωπίζονται σαν να είναι κάθε συλλαβή χωριστά μια λέξη με ξεχωριστό

τονισμό (stress) η κάθε μία. Η αμαρκάριστη περίπτωση για το λόγο των ενηλίκων

είναι ότι οι πόδες είναι διμελείς. Αφού λοιπόν τα εξαγόμενα είναι περικεκομμένα

(truncated), υπάρχει η άποψη, που αποτελεί και προσέγγιση θεωρητική (maturation

approach), ότι ο πόδας δεν έχει ακόμη ωριμάσει.

H Itτ (1986) υποστηρίζει ότι τα τελικά σύμφωνα λέξεων δεν είναι έξοδοι,

αλλά εξω-προσωδιακά τεμάχια (extraprosodic segments). Άλλοι μελετητές (Kaye

Page 122: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

119

1990, McCarthy and Prince 1990, Piggott 1991, Rice 1992, στην Goad 1997α,β)

υποστηρίζουν ότι τα εξωπροσωδιακά χαρακτηριστικά είναι εμβάσεις συλλαβών που

στερούνται κεφαλής. Κι αυτή κατά τον Piggott είναι η αμαρκάριστη περίπτωση, ενώ

για την Itτ είναι η μαρκαρισμένη. Η Goad θέλοντας να μείνει πιστή στη θέση ότι ο

λόγος των παιδιών χαρακτηρίζεται από αμαρκάριστες δομές και ιδιότητες ακολουθεί

την επιχειρηματολογία του Piggott.

Σ’αυτό το σημείο θα παραθέσουμε τη δομή της ρίμας και κυρίως των

συλλαβικών εξόδων, έτσι όπως μελετήθηκαν από διάφορους ερευνητές σε διάφορες

γλώσσες. Η αγγλική είναι η γλώσσα που έχει γίνει αντικείμενο μελέτης από πολλούς

ερευνητές. Τα γλωσσικά δεδομένα τους προέρχονται από παιδιά που δεν έχουν

συμπληρώσει τα δύο χρόνια της ζωής τους.

Η Gnanadesikan (1995, 1996) μελετά καταρχήν τη συλλαβική έμβαση, αλλά

από τα γλωσσικά δεδομένα της προκύπτει ότι τα παιδιά που κατακτούν τα αγγλικά

δεν πραγματώνουν συμφωνικά συμπλέγματα σε θέση εξόδου, σε αρχικό τουλάχιστον

στάδιο. Αντίθετα, τα παιδιά αποβάλλουν ή απλοποιούν το σύμπλεγμα

πραγματώνοντας ένα τεμάχιο στο τέλος της λέξης, ενώ το αποβάλλουν σε ενδιάμεση

και αρχική θέση.

To βασικό συμπέρασμα και του Stemberger (1996) είναι ότι το κύριο

μοντέλο στον παιδικό λόγο είναι η αποβολή. Η αποβολή παίρνει τη μορφή

απαλοιφής ή απλοποίησης των συμφωνικών συμπλεγμάτων ή των απλών τεμαχίων

των εξόδων. Οι έξοδοι εμφανίζονται μάλλον στο τέλος των λέξεων, αφού και στο

λόγο των ενηλίκων τα σύμφωνα που βρίσκονται σε ενδιάμεση θέση στη λέξη

νομιμοποιούνται σε θέση έμβασης. Ο Stemberger (1996) αναγνωρίζει τον κορονικό

ως τον αμαρκάριστο τόπο άρθρωσης της εξόδου. Και ο Dinnsen (1996) θεωρεί τον

κορονικό τόπο άρθρωσης (κλειστά κορονικά, τριβόμενα κορονικά) ως αμαρκάριστο,

ενώ η Edwards (1996) θεωρεί τον τριβόμενο τρόπο άρθρωσης ως αμαρκάριστο. H

Ohala (1995) υποστηρίζει βασιζόμενη στα δεδομένα της ότι τα τριβόμενα τεμάχια

των συμπλεγμάτων που βρίσκονται σε θέση εξόδου παράγονται πιο συχνά από τα

κλειστά των ίδιων συμπλεγμάτων και παράλληλα διαπίστωσε ότι τα τριβόμενα που

βρίσκονται στο τέλος της λέξης πραγματώνονται πιο εύκολα απ’αυτά που

βρίσκονται σε αρχική θέση μέσα στη συλλαβή.

Page 123: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

120

Τα παραδείγματα των Salidis και Johnson (1997) υποδεικνύουν ότι τα παιδιά

πραγματώνουν καταρχήν κατεξοχήν πυρηνικές συλλαβές. Αργότερα πραγματώνουν

κλειστές συλλαβές με ένα σύμφωνο σε θέση εξόδου. Τα συμφωνικά συμπλέγματα σε

θέση εξόδου κατακτώνται πολύ αργά. Τα δεδομένα των Salidis και Johnson (1997)

δείχνουν ότι τα σύμφωνα της εξόδου αποβάλλονται πιο εύκολα από τα παιδιά, όταν

είναι μέρος συλλαβών της δομής CVVC παρά από συλλαβές της δομής CVC, κι

αυτό γιατί οι έξοδοι της πρώτης δομής απαρτίζονται κυρίως από υγρά σύμφωνα.

Τα ολλανδικά, μια γλώσσα που μελετήθηκε διεξοδικά από τη Fikkert (1994)

όσον αφορά την κατάκτησή τους από τα παιδιά, κάνουν διάκριση, πέραν των

διφθόγγων, σε μακρά και βραχέα φωνήεντα. Στις ανοικτές κυρίως συλλαβές

εμφανίζονται σε θέση ρίμας τα μακρά φωνήεντα και οι δίφθογγοι. Στις κλειστές

συλλαβές την έξοδο συνιστά οποιοδήποτε σύμφωνο εκτός από το /h/. Άλλο ένα

χαρακτηριστικό των ολλανδικών είναι ότι οι κλειστές συλλαβές με πυρήνα δίφθογγο

και οι κλειστές με δύο σύμφωνα συλλαβές εμφανίζονται μονάχα στο τέλος της

λέξης. Δηλ. οι έξοδοι συλλαβών που βρίσκονται στο μέσο της λέξης συνίστανται

κατά το μέγιστο από δύο μόρες, ενώ οι έξοδοι συλλαβών που βρίσκονται στο τέλος

τη λέξης είναι δυνατό να συνοδεύονται από ένα ακόμη σύμφωνο. Το σύμφωνο αυτό

πρέπει να υπακούει στην αρχή της ηχητικότητας και γι’αυτό το λόγο, όπως λέει

χαρακτηριστικά η Fikkert (1994:127-128), είναι στοιχείο έξω από τη ρίμα, όχι όμως

και έξω από τη συλλαβή (βλ. και Nouveau 1994:κεφ.2). Οι τελικές λέξεων συλλαβές

που συνίστανται από ένα μακρό φωνήεν και ένα σύμφωνο (VVC), από ένα βραχύ

φωνήεν και δύο σύμφωνα (VCC), από μία δίφθογγο και ένα σύμφωνο (ViVjC) είναι

οι λεγόμενες υπερ-ισχυρές συλλαβές (super heavy syllables) (Nouveau 1994:11,

Lohuis-Weber and Zonneveld 1996).

H Fikkert (1994:129-174) περιγράφει τέσσερα στάδια ανάπτυξης και

κατάκτησης της ρίμας.

(i) στο πρώτο στάδιο έχουμε την καταλυτική παρουσία της πυρηνικής συλλαβής CV.

Η συλλαβή είναι ανοικτή, αποτελείται από ένα σύμφωνο σε θέση έμβασης και ένα

βραχύ φωνήεν σε θέση πυρήνα.

(ii) στο δεύτερο στάδιο έχουμε για πρώτη φορά την εμφάνιση κλειστών συλλαβών

και η έξοδος καλύπτεται από κλειστά ή τριβόμενα σύμφωνα στον παιδικό λόγο,

τα οποία αντικαθιστούν όλα τα άλλα σύμφωνα που κατέχουν θέση εξόδου στο

Page 124: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

121

εισαγόμενο των παιδιών. Τα τριβόμενα εμφανίζονται πιο γρήγορα από τα κλειστά

στο τέλος της λέξης και αντικαθιστούν και άλλους τρόπους άρθρωσης. Σπάνια

απαλείφονται και ποτέ δεν αντικαθίστανται από άλλους τρόπους άρθρωσης. Το

στάδιο αυτό χαρακτηρίζεται από την αποβολή των αντηχητικών συμφώνων

(sonorants) /l, r/.

(iii) στο τρίτο στάδιο εμφανίζονται τα αντηχητικά στο τέλος της λέξης, αν και το

ποσοστό απαλοιφής τους είναι ακόμη μεγάλο, και αρχίζει να γίνεται διάκριση

ανάμεσα σε μακρά και βραχέα φωνήεντα. Τα έρρινα, ενώ εμφανίζονται γρήγορα

σε θέση έμβασης, εμφανίζονται πολύ αργά σε θέση εξόδου σ’αυτό το στάδιο και

πολύ συχνά απαλείφονται.

(iv) στο τέταρτο στάδιο τα παιδιά που κατακτούν την ολλανδική χειρίζονται πια με

άνεση τη διάκριση ανάμεσα σε μακρά και βραχέα φωνήεντα. Σ’αυτό το στάδιο

επίσης εμφανίζονται τα σύμφωνα έξω της ρίμας, δηλ. τα συμφωνικά

συμπλέγματα στο τέλος της λέξης. Τα συμφωνικά συμπλέγματα σε θέση εξόδου

στο μέσο της λέξης δεν πραγματώνονται από το παιδί ούτε σ’αυτό το στάδιο·

απλοποιούνται σε ένα σύμφωνο. Εξαίρεση αποτελεί ένα μόνο παράδειγμα στο

κόρπους των γλωσσικών δεδομένων της43.

Τα δεδομένα της Levelt (1995) δείχνουν ότι τα αμαρκάριστα Δ.Χ. σε

οποιαδήποτε θέση μέσα στη συλλαβή (έμβαση, ρίμα) στο λόγο των παιδιών είναι το

[ΧΕΙΛΙΚΟ], το [ΚΟΡΟΝΙΚΟ], και το [ΡΑΧΙΑΙΟ]. Ισχυρίζεται ότι ο αμαρκάριστος τόπος

άρθρωσης είναι ο κορονικός.

Τα γερμανικά είναι μια γλώσσα συγγενής των ολλανδικών. Και στα

γερμανικά γίνεται διάκριση μεταξύ μακρών και βραχέων φωνηέντων. Η συλλαβική

ρίμα στο λόγο των ενηλίκων συνίσταται από ένα μακρό φωνήεν, ή από μια

ακολουθία ενός βραχέος φωνήεντος και ενός συμφώνου. Η ρίμα δηλ. στα γερμανικά

κατέχει δύο μόρες. Στο τέλος της λέξης είναι πιθανό να ακολουθεί της συμφωνικής

εξόδου ένα σύμφωνο εκτός της ρίμας, ακριβώς όπως είδαμε στα ολλανδικά. Και

αυτό το σύμφωνο είναι δυνατό να ακολουθείται από δύο ακόμη κορονικά, κλειστά ή

43 Αν και η μελέτη των Lohuis-Weber και Zonneveld (1996) επικεντρώνεται στην εξέταση του

τονισμού στα ολλανδικά, με τα παραδείγματά τους φτάνουν στα ίδια αποτελέσματα μ’αυτά της

Fikkert (1994).

Page 125: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

122

τριβόμενα, σύμφωνα. Δηλ. η μέγιστη ρίμα των γερμανικών στο τέλος της λέξης

μπορεί να έχει τη δομή VVCCCC. Στη μελέτη τους οι Grijzenhout και Zoppen

(1998) εισάγουν τρία στάδια κατάκτησης της ρίμας στα γερμανικά.

(i) τα παιδιά που κατακτούν τη γερμανική καταρχήν πραγματώνουν τις ανοιχτές

πυρηνικές CV συλλαβές. Σχετικά σύντομα αρχίζουν να πραγματώνουν σύμφωνα

σε θέση εξόδου, είναι όμως μόνο ένας ο τόπος άρθρωσης του συμφώνου της

εξόδου.

(ii) στο δεύτερο στάδιο έχουμε κατ’ελάχιστο και κατά μέγιστο ρίμες που κατέχουν

θέσεις δύο μορών. Την έξοδο καταρχήν χαρακτηρίζει ένας τόπος άρθρωσης και

αργότερα δύο τόποι άρθρωσης.

(iii) στο τρίτο στάδιο κατ’ελάχιστο δύο θέσεις κατέχουν τη θέση της ρίμας και κατά

μέγιστο τρεις. Πάντως και στα γερμανικά ο χειλικός και ο κορονικός είναι οι

αμαρκάριστοι τόποι άρθρωσης.

H Paradis (1996) μελετώντας τα δεδομένα της Hildegard Leopold, ενός

δίγλωσσου παιδιού το οποίο ζει σε περιβάλλον όπου μιλάται η αγγλική, οπότε έχει

τη γερμανική ως δεύτερη γλώσσα, διαπιστώνει ότι η Hildegard παράγει πιο εύκολα

κλειστές συλλαβές απ’ό,τι στα αγγλικά. Ο λόγος για τον οποίο συμβαίνει αυτό είναι

το ότι οι λέξεις της γερμανικής που περιλαμβάνονται στο Λεξικό της Hildegard είναι

πολύ περιορισμένες σε σχέση με τις αντίστοιχες της αγγλικής. Το ποσοστό των

κλειστών μονοσύλλαβων λέξεων της γερμανικής είναι πολύ μεγαλύτερο από το

αντίστοιχο της αγγλικής γλώσσας. Αυτό επάγεται και το ότι οι κλειστές συλλαβές

της γερμανικής είναι πιο συχνές απ’αυτές της αγγλικής.

Οι Lleo και Prinz (1996) επίσης μελετούν τη σύσταση των συμφωνικών

συμπλεγμάτων στα γερμανικά. Υποστηρίζουν και αυτοί ότι τα συμπλέγματα της

εξόδου εμφανίζονται κυρίως στο τέλος της λέξης και συνίστανται από ένα

αντηχητικό τεμάχιο, ένα έρρινο και ένα υγρό, και ένα κλειστό ή τριβόμενο ή δύο

κλειστά ή τριβόμενα. Καταλήγουν στο ότι τα παιδιά απλοποιούν τα συμπλέγματα

της εξόδου σε ένα τεμάχιο, το λιγότερο ηχητικό στην κλίμακα ηχητικότητας, αν και

αυτό δεν είναι πάντα απόλυτο. Συνήθως τα παιδιά προτιμούν να πραγματώνουν το

πρώτο τεμάχιο των συμπλεγμάτων που απλοποιούνται.

Οι ανωτέρω μελετητές στην ίδια έρευνά τους εξετάζουν αντίστοιχα τα

τεμάχια της εξόδου και στα ισπανικά. Στα ισπανικά η έξοδος αποτελείται από ένα

μόνο σύμφωνο στη γλώσσα των ενηλίκων. Η έξοδος είτε πραγματώνεται, εν είδει

Page 126: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

123

του αμαρκάριστου τεμαχίου στον παιδικό λόγο, είτε συνήθως αποβάλλεται. Σε

αρχική και ενδιάμεση θέση η έξοδος σπάνια πραγματώνεται από το παιδί.

3.3.2.2. Ρίμα-έξοδος στα νέα ελληνικά

Οι Malikouti-Drachman (1984), Joseph and Philippaki-Warburton (1987) και

Drachman (1989) μελέτησαν τη συλλαβική δομή της Ν.Ε. και τα συμπεράσματά

τους όσον αφορά την έξοδο συλλαβής συνοψίζονται στα εξής: Οι κλειστές

συλλαβές, δηλαδή οι συλλαβές με έξοδο, εμφανίζονται προαιρετικά στα ελληνικά.

Αυτό σημαίνει ότι, εφόσον ακόμη και οι CVC συλλαβές είναι προαιρετικές, δε

συναντώνται συμφωνικά συμπλέγματα σε θέση εξόδου44. Οι κλειστές συλλαβές

συναντώνται (α) στο τέλος της λέξης, όπου νομιμοποιούνται μονάχα τα σύμφωνα [n,

r, s] και (β) σε εσωτερική θέση της λέξης όπου νομιμοποιούνται τα σύμφωνα [r, l].

Όλα αυτά τα σύμφωνα φέρουν το Δ.Χ. [+ κορωνικό] και στην κλίμακα ηχητικότητας

έχουν τη διαβάθμιση [r>l>n>s] όπου φαίνεται ότι το [r] είναι πιο ηχητικό του [l], το

[l] πιο ηχητικό του [n] και το [n] του [s]. Τα πιο ηχητικά σύμφωνα [r, l] συναντώνται

σε έξοδο συλλαβής σε εσωτερική θέση, ενώ τα λιγότερο ηχητικά συναντώνται σε

έξοδο συλλαβής στο τέλος της λέξης. Στη δημοτική συναντώνται τα [n, s] π.χ.

[γράφουν], [θέλουν] στην καθαρεύουσα τα [n, r, s] π.χ.

[ρήτορας], [καθήκον], [ύδωρ], [μαθητής]. Περιπτώσεις της Δημοτικής συνήθως

δέχονται ένα επενθετικό φωνήεν, το [e] προκειμένου οι συλλαβές να είναι ανοικτές,

άρα και αμαρκάριστες.

Ανακεφαλαιωτικά, μπορούμε να πούμε ότι οι πιο αρμονικές συλλαβές είναι

αυτές των οποίων οι έξοδοι συνίστανται από τα πιο ηχητικά σύμφωνα και αυτό, γιατί

η έξοδος ακολουθεί τον πυρήνα που φέρει την κορυφή, το πιο ηχητικό τεμάχιο της

συλλαβής, και μαζί με τον πυρήνα αποτελούν τη ρίμα. Οι έξοδοι της Ν.Ε. υπόκεινται

και σε άλλους περιορισμούς, τη συνθήκη της Εξόδου (Coda Condition) στην οποία

ήδη αναφερθήκαμε και η οποία υποστηρίζει ότι στην έξοδο στο τέλος της λέξης οι

44 Η Καθαρεύουσα είναι αυτή που, όπως υποστηρίζουν οι Joseph και Philippaki-Warburton (1987),

περιστασιακά εμφανίζει συμφωνικά συμπλέγματα σε θέση εξόδου π.χ. [κλειστά + /s/] vlaks. Μια

προσεκτική εξέταση όμως του θέματος έρχεται σε αντίθεση με την παραπάνω άποψη. Κι αυτό γιατί το

θέμα π.χ. των ονομάτων βρίσκεται μονάχα από της γενική πτώση του ενικού π.χ. vlaks/vlak-os, άρα το

συμφωνικό σύμπλεγμα που φαίνεται να χρησιμοποιείται σε θέση εξόδου είναι πλασματικό.

Page 127: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

124

έξοδοι μπορούν να κατέχονται είτε από τα αντηχητικά [n,r] είτε από ένα μη ηχηρό

διαρκές [s] που προσδιορίζονται από τον κορωνικό τόπο άρθρωσης. Το [l]

συναντάται σε έξοδο στο μέσο της λέξης (Malikouti-Drachman 1984, Drachman

(1989) Ο Papademetre (1988-1989) ισχυρίζεται ότι και το [n] νομιμοποιείται σε θέση

εξόδου στο μέσο της λέξης, κάτι που επιβεβαιώνεται και από τα δεδομένα του

Διονύση.

Τα δύο βασικά χαρακτηριστικά της συλλαβικής ρίμας στα νέα ελληνικά είναι

τα εξής:

1. δεν γίνεται διάκριση ανάμεσα σε μακρά και βραχέα φωνήεντα. Επειδή ακριβώς

δεν γίνεται αυτή η διάκριση δεν θα κάνουμε λόγο για τον πυρήνα της συλλαβής,

αλλά θα περιοριστούμε στη συλλαβική έξοδο.

2. ελάχιστα είναι τα τεμάχια που νομιμοποιούνται σε θέση εξόδου. Επίσης δεν

υπάρχουν συμφωνικά συμπλέγματα σε θέση εξόδου.

Η Κάππα (1998) σε μελέτη της όσον αφορά τον παιδικό λόγο ενός παιδιού

που τα δεδομένα του φτάνουν μέχρι τα 2;8,05 χρόνια του, σημειώνει ότι, στο πρώτο

τουλάχιστον στάδιο της φωνολογικής ανάπτυξης του συγκεκριμένου παιδιού,

πραγματώνονται οι αμαρκάριστες CV συλλαβές, δεν εμφανίζονται παραδείγματα

λέξεων με κλειστές συλλαβές. Τα δεδομένα μας είναι στο σύνολό τους μάλλον

αποκαλυπτικά.

Το βασικό χαρακτηριστικό και της ελληνικής μεταξύ άλλων γλωσσών είναι η

αμαρκάριστη CV συλλαβή. Αυτό έχει ως άμεση συνέπεια την απαλοιφή των εξόδων

τόσο σε ενδιάμεση θέση όσο και στο τέλος της λέξης. Βέβαια, η απαλοιφή της

συλλαβής στο μέσο της λέξης είναι πολύ πιο συχνή απ’ότι στο τέλος της. Οι

απαλοιφές αρχίζουν ήδη από την πρώτη συνάντησή μας και συνεχίζονται καθ’όλη τη

διάρκεια της συλλογής του γλωσσικού υλικού μας. Από την πρώτη, όμως συνάντησή

μας έχουμε μια υποτυπώδη διατήρηση της εξόδου στο τέλος της λέξης.

(42) (α) [»iTe] «ήρθε»

(β) [»vota] «βόλτα»

(γ) [»bota] «πόρτα»

(δ) [»axopo], [»apoto] «(τον) άνθρωπο (αιτ.εν.)»

Page 128: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

125

(ε) [a»puliT] «παππούλης» (2;1)

Από την πρώτη κιόλας συνάντηση γίνεται αντιληπτό ότι η έξοδος στο μέσο της λέξης

είναι περισσότερο επιρρεπής στην απαλοιφή. Αντίστοιχα οι περιπτώσεις απαλοιφής

της συλλαβικής εξόδου στο τέλος της λέξης είναι εξαιρετικά περιορισμένη45

(43) (α) [»cilo] «σκύλος» (2;1,16)

(β) [ka»nene] «κανενός (γεν. κτητ.» 2;2,12)

(γ) [»Cili] «Βασίλης»

(δ) [»alo »liko], [»alo »likoT] «άλλος λύκος»

(ε) [»davo] «σταυρός»

(στ) [o »liko a»to] «ο λύκος αυτός»

(ζ) [»bale] «μπάλες» (2;2,24)

(η) [»nate] «νάτες» (2;3)

(θ) [maka»Doro] «μαρκαδόρος»

(ι) [va»Tili], [va»TiloT] «Βασίλης» (2;3,21)

(ια) [Te»ui], [Te»u] «θεούλης» (2;3,28)

(ιβ) [»lepu] «βλέπουν» (2;7,14)

Παρατηρούμε ότι οι απαλοιφές του /s/ σε θέση συλλαβικής εξόδου στο τέλος

της λέξης σταματούν να υφίστανται πολύ νωρίς. Το /s/ σε θέση εξόδου στο μέσο της

λέξης δεν υφίσταται, γιατί είναι μέλος των τριμελών συμφωνικών συμπλεγμάτων της

έμβασης. Το /s/ πραγματώνεται ως /θ/ από το Διονύση επιβεβαιώνοντας την άποψη

ότι το παιδί επιλέγει στις πρώτες του πραγματώσεις (α) έναν από τους

αμαρκάριστους τόπους άρθρωσης, στην προκειμένη περίπτωση τον κορονικό, και (β)

τα πιο ισχυρά σύμφωνα στην κλίμακα συμφωνικής ισχύος (/θ/ > /s/). Αντίθετα, όπως

θα δούμε από τα παραδείγματα που ακολουθούν, οι απαλοιφές των /n/, /r/, /l/ στο

μέσο των λέξεων συνεχίζουν μέχρι το τέλος των συναντήσεών μας με το Διονύση.

45 Παραθέτουμε όλες τις περιπτώσεις απαλοιφής της συλλαβικής εξόδου.

Page 129: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

126

(44) (α) [»iTe] «ήρθε» (2;1)

(β) [»vota], [»uta], [»ota] «βόλτα» (2;1 - 2;1,09 - 2;1,16 - 2;2)

(γ) [»TaTume] «θα’ρθουμε» (2;1,16)

(δ) [»pota] «πόρτα»

(ε) [»patine] «πάρτην» (2;1,16)

(στ) [ei»fula mu] «η αδελφούλα μου» (2;1,23)

(ζ) [oFo»laDa] «πορτοκαλάδα» (2;2,12)

(η) [pa»to] «παλτό»

(θ) [ka»ca], [xa»ti] «χαρτιά», «χαρτί» (2;2,24)

(ι) [egu»Daci] «αρκουδάκι»

(ια) [»kate], [»kateT] «κάλτσες» (2;3)

(ιβ) [eme»laDa], [mame»laDa] «μαρμελάδα» (2;3,07)

(ιγ) [o»baDali] «λεοπάρδαλη» (2;3,21)

(ιδ) [ko»Dela] «κορδέλα»

(ιε) [ji»nao] «γυρνάω» (2;3,28)

(ιστ) [ku»veta] «κουβέρτα» (2;4,17)

(ιζ) [popo»ka˙a], [poto»kali] «πορτοκάλια», «πορτοκάλι» (2;4,27)

(ιη) [ka»tula] «καλτσούλα»

(ιθ) [Co»aTpo] «χιονάνθρωπος»

(κ) [Fa»Fai] «γαργαλάει» (2;5,08)

(κα) [ka˘»vali] «καρναβάλι» (2;5,15)

(κβ) [»aTopoT] «άνθρωπος» (2;7,14)

(κγ) [»maka] «μάρκα»

(κδ) [»ajiTa] «άργησα»

(κε) [»exode] «έρχονται»

(κστ) [»eTun] «θα έρθουν» (2;8,16)

(κζ) [»peno], [»penun] «παίρνω», «παίρνουν» (2;9)

Page 130: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

127

Αξιοσημείωτα είναι το (44) (ε) όπου παρατηρούμε ότι γίνεται αποβολή της εξόδου

στο μέσο της λέξης και ταυτόχρονα επένθεση στο τέλος της λέξης, προκειμένου να

σχηματιστεί η αμαρκάριστη CV συλλαβή. Η απαίτηση για την αμαρκάριστη

συλλαβή δείχνει ότι η απαίτηση για κλειστές συλλαβές έστω και στο τέλος της λέξης

εγκαταλείπεται. Επίσης, στο (ιθ) η περικοπή συλλαβών και η απαλοιφή της εξόδου

της δεύτερης συλλαβής οδηγεί στη δημιουργία συμφωνικού συμπλέγματος, ενώ δεν

απαιτείται από το εισαγόμενο.

Η άποψή μας ότι η απαλοιφή στο μέσο της λέξης είναι πολύ πιο συχνή απ’αυτήν στο

τέλος ενισχύεται και από δεδομένα στα οποία διατηρείται η έξοδος στο τέλος της

λέξης, αλλά απαλείφεται η έξοδος στο μέσο της λέξης

(45) (α) [»kateT] «κάρτες» (2;2,24)

(β) [»kateT] «κάλτσες» (2;3)

(γ) [»apopoT], [»aTopoT] «άνθρωπος» (2;3,07 και 2;7,06)

(δ) [»FoFoT] «Γιώργος» (2;6,15)

(ε) [»voteT] «βόλτες» (2;8,11)

(στ) [aDe»foT] «αδελφός»

(ζ) [»eTun] «θα έρθουν» (2;8,16)

(η) [»penun] «παίρνουν» (2;9)

Θεωρούμε ότι τα /s/ και /n/ διατηρούνται, όχι μόνο επειδή βρίσκονται σε θέση

εξόδου στο τέλος της λέξης. Ένας επιπλέον λόγος είναι το ότι τα σύμφωνα αυτά είναι

πιο ισχυρά σύμφωνα με την κλίμακα συμφωνικής ισχύος απ’ό,τι τα /l/ και /r/ και ως

πιο ισχυρά αντιστέκονται στην απαλοιφή, κατά συνέπεια διατηρούνται. Η πιο φυσική

κλειστή συλλαβή στο λόγο του παιδιού είναι αυτή που βρίσκεται στο τέλος της λέξης

και της οποίας η έξοδος απαρτίζεται από τα /s/ και /n/. Μπορούμε επίσης να

παρατηρήσουμε ότι πιο συχνό τεμάχιο σε θέση εξόδου στο τέλος της λέξης είναι το

/s/. Το /s/ στο τέλος της λέξης αποτελεί μορφολογική επιταγή, αφού μαρκάρει τα

αρσενικού γένους κυρίως ουσιαστικά, και το παιδί φαίνεται ότι μπορεί πλέον να

κάνει τη διάκριση ανάμεσα στην ονομαστική ενικού και σε άλλες πτώσεις. Ο

Page 131: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

128

Διονύσης έχει κατακτήσει το γένος και μπορεί να πραγματώνει λέξεις που κάνουν

διάκριση γένους. Τα παρακάτω παραδείγματα είναι απλώς ενδεικτικά, αφού οι

περιπτώσεις τέτοιων εξόδων είναι πάρα πολλές

(46) (α) [to»piteT] «τρυπίτσες» (2;1,16)

(β) [»citinoT] «κίτρινος» 2;2,12)

(γ) [kaka»raDeT] «μασκαράδες» (2;3,28)

(δ) [»efaFan] «έφαγαν»

(ε) [»pinaTan] «πείνασαν» (2;6,08)

(στ) [»feFun] «φεύγουν» (2;9)

Ελάχιστες είναι, ωστόσο υπάρχουν, οι περιπτώσεις απαλοιφής της εξόδου

ταυτόχρονα στο μέσο και στο τέλος της λέξης. Δεν έχουμε περιπτώσεις εμφάνισης

ταυτόχρονα εξόδων στο μέσο και στο τέλος των λέξεων

(47) (α) [»kate] «κάλτσες» (2;3)

(β) [maka»Doro] «μαρκαδόρος» (2;3,21)

(γ) [Co»aTpo] «χιονάνθρωπος» (2;5,08)

Σ’αυτό το σημείο θα σχολιάσουμε μερικές αξιόλογες πλην μαρκαρισμένες

περιπτώσεις, όπως φαίνεται από τα παραδείγματα

(48) (α) [»talni] «Παναγίτσα» (2;1)

(β) [el»tini] «Μελιτίνη» (2;1,09)

(γ) [kor»venoT], [e»cinoT] «εκείνος» (2;3,07)

(δ) [i»mulDa], [i»mula] (2;4,17)

(ε) [ter»madilo] «τραπεζομάντιλο» (2;4,270

(στ) [»elciTo], [»eciTro] «έλκηθρο» (2;6,08)

(ζ) [Ta»ri] «θα’ρθεί» (2;7,14)

(η) [len] «λεν, λένε» (2;8,16)

Page 132: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

129

Στα (48) (α), (β), (ε) το παιδί πραγματώνει περικοπές των λέξεων-στόχων και

προσπαθεί να αναπληρώσει το κενό, που δημιουργεί η αποβολή κάποιας ή κάποιων

συλλαβών με την εκφορά κλειστών συλλαβών, αν και δεν το απαιτεί το εισαγόμενο.

Η εκφορά κλειστών συλλαβών στοχεύει στην κατά το δυνατό αντικατάσταση των

μορών που έχουν χαθεί με την περικοπή.

Στα (48) (γ), (δ) έχουμε διατήρηση δομής, όσον αφορά τον αριθμό των συλλαβών,

αλλά εμφανίζεται κατά παράδοξο τρόπο συλλαβική έξοδος, και μάλιστα σε

εσωτερική θέση στη συλλαβή.

Στο (48) (στ) το παιδί έχει δύο εξαγόμενα: όταν πραγματώνει κλειστή συλλαβή δεν

μπορεί να εκφέρει τη σύνθετη έμβαση της ακόλουθης συλλαβής. Όταν πραγματώνει

το συμφωνικό σύμπλεγμα δεν μπορεί να εκφέρει την έξοδο της προηγούμενης

συλλαβής. Το παιδί αντιλαμβάνεται, αλλά δεν μπορεί να παράγει ταυτόχρονα πολλές

μαρκαρισμένες δομές.

Στο (48) (ζ) ο Διονύσης απαλείφει το σύμφωνο της έμβασης και εκφέρει το σύμφωνο

της εξόδου σχηματίζοντας την αμαρκάριστη CV συλλαβή. Το παιδί επιλέγει να

πραγματώσει το /r/ σε θέση έμβασης αντί του /θ/, αν και είναι πιο ηχητικό σύμφωνα

με την κλίμακα ηχητικότητας. Το παιδί υπακούοντας στην απαίτηση για

αμαρκάριστη συλλαβή πραγματώνει έστω και το λιγότερο ηχητικό σύμφωνο και

χρησιμοποιεί την έξοδο της πρώτης συλλαβής του εισαγόμενου ως έμβαση της

δεύτερης συλλαβής του εξαγόμενου.

Στο (48) (η) έχουμε δύο εξαγόμενα για το ίδιο εισαγόμενο: στην πρώτη, η παραγωγή

της εξόδου επάγεται την απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος της ακόλουθης

συλλαβής. Στη δεύτερη, όταν πραγματώνεται το συμφωνικό σύμπλεγμα, απαλείφεται

η έξοδος. Ανακαλύπτουμε ότι είναι πολύ δύσκολο για το παιδί να πραγματώσει δύο

μαρκαρισμένες δομές ταυτόχρονα, σύνθετη έμβαση και έξοδο, έστω κι αν

απαντώνται σε διαφορετικές συλλαβές. Το (η) δείχνει ότι το παιδί μπορεί να παράγει

πλέον μια μαρκαρισμένη εκφορά, μια κλειστή, στο παράδειγμα που μας ενδιαφέρει,

Page 133: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

130

συλλαβή, ακόμη κι αν εισαγόμενο χαρακτηρίζεται είτε από τη μαρκαρισμένη είτε

από την αμαρκάριστη μορφή.

3.3.2.3. Συμπεράσματα

Η μελέτη των δεδομένων του Διονύση αναφορικά με τη συλλαβική έξοδο μας

οδήγησαν στην εξαγωγή μερικών γενικών συμπερασμάτων:

1. Στα νέα ελληνικά οι κλειστές συλλαβές είναι προαιρετικές, κάτι που

αποδεικνύεται από τις συχνότατες απαλοιφές εξόδων τόσο στο μέσο όσο και στο

τέλος των λέξεων.

2. Σύμφυτο με το παραπάνω είναι και το ότι στα ελληνικά απαγορεύονται τα

συμφωνικά συμπλέγματα σε θέση εξόδου συλλαβής. Μόνο ένα σύμφωνο

νομιμοποιείται σε θέση εξόδου και στα δεδομένα του Διονύση.

3. Τα σύμφωνα που νομιμοποιούνται σε θέση εξόδου στον παιδικό λόγο είναι τα /n/

και /s/ στο τέλος της λέξης. Αντίθετα, δεν πραγματώνονται μέχρι των τέλος των

συναντήσεών μας κλειστές συλλαβές στο μέσο της λέξης.

3.3.2.4. θεωρία του Βέλτιστου και έξοδος συλλαβής στα νέα ελληνικά

Η Κάππα (1995, 1996) προχώρησε στην ιεράρχηση των περιορισμών στην

ελληνική. Προτείνει ότι, πέρα από τον περιορισμό του πυρήνα που είναι ιεραρχικά

ανώτατος και δεν παραβιάζεται ποτέ, ο επόμενος ανώτερος στην ιεραρχική

διαβάθμιση της ελληνικής είναι ο περιορισμός της έμβασης, στον οποίο

περιλαμβάνονται τα συμφωνικά συμπλέγματα που υπάρχουν στη γλώσσα και είναι

αποδεκτά. Ακολούθως, υποστηρίζει ότι ο περιορισμός της εξόδου της συλλαβής

εξειδικεύεται τόσο για το μέσο [l, r] όσο και για το τέλος της λέξης [n,r,s,]. Μιλούμε

δηλ. για τους περιορισμούς ορθού σχηματισμού που περιγράφουν τις αμαρκάριστες

δομές. Στη συνέχεια της ιεραρχίας είναι ο περιορισμός της Κενής θέσης/ διαφύλαξης

δομής και στο τέλος ο περιορισμός της Δόμησης, δηλ. οι περιορισμοί πιστότητας του

εισαγόμενου προς το εξαγόμενο46.

Στα πλαίσια της Θεωρίας του Βέλτιστου η προσωδιακή δομή είναι παρούσα

δυνάμει, απλώς οι περιορισμοί είναι αυτοί που παραβιάζονται, αυτοί που επιβάλλουν

άκρα συγκεκριμένων κατηγοριών να συμπίπτουν. Οι περιορισμοί αυτοί και στα

ελληνικά είναι:

46 Την ιεραρχία των περιορισμών στα ελληνικά είδαμε ήδη παραπάνω (σελ. 102)

Page 134: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

131

Περιορισμοί ορθού σχηματισμού ή δομικοί περιορισμοί (Well formedness or

Structural constraints)

1. NO-CODA: οι έξοδοι απαγορεύονται. Στα ελληνικά ο περιορισμός μπορεί να γίνει

ακόμη πιο ειδικός και να αφορά εξόδους συλλαβών σε εσωτερική θέση λέξεων

(NO-CODA internally/ medially) και εξόδους συλλαβών στο τέλος των λέξεων

(NO-CODA finally).

2. FTBIN: Οι πόδες πρέπει να είναι διμελείς (σε κάποιο επίπεδο ανάλυσης, μ ή σ ).

Περιορισμοί Πιστότητας (Faithfulness Constraints)

1. FILL-MORA: μία μόρα που δεν είναι παρούσα στο εισαγόμενο δεν μπορεί να

προστεθεί στο εξαγόμενο. Ο περιορισμός αυτός αποτρέπει την επένθεση τεμαχίων

που δεν είναι παρόντα στο εισαγόμενο. Αντίστοιχος είναι ο περιορισμός

2. FILL: οι συλλαβικές θέσεις πρέπει να συμπληρώνονται με τεμάχια της

υποκείμενης δομής

3. MAX-IO: κάθε τεμάχιο στο εισαγόμενο έχει ένα αντίστοιχο στο εξαγόμενο. Αυτός

ο περιορισμός δεν επιτρέπει την απαλοιφή. Αντίστοιχος είναι ο περιορισμός

4. PARSE: τα υποκείμενα τεμάχια πρέπει να οργανωθούν σε συλλαβικές δομές.

5. IDENT [F]: κάθε χαρακτηριστικό στο εισαγόμενο έχει ένα αντίστοιχό του στο

εξαγόμενο.

Δεν πρέπει επίσης να παραλείψουμε να σημειώσουμε ότι το στάδιο των 50

περίπου πρώτων λέξεων του παιδιού χαρακτηρίζεται ως προ-φωνολογικό στάδιο

(prephonology) και εμφανίζονται μονάχα οι δομές CV ή VC. Σ’αυτό το στάδιο είναι

σχεδόν απίθανο να υπάρξει προσωδιακή δομή, όπως συμβαίνει στο λόγο των

ενηλίκων (Goad 1998).

Το βασικό χαρακτηριστικό της συλλαβικής εξόδου, όπως ήδη είπαμε ότι

ισχύει για τα ελληνικά, είναι η απαλοιφή της κάτι που διευκολύνεται από το ότι δεν

υπάρχουν σύνθετες έξοδοι στα ελληνικά.

Θα ξεκινήσουμε τη μελέτη της συλλαβικής εξόδου με τη παρουσίαση της ιεράρχησης

των περιορισμών σε παραδείγματα με απαλοιφή της εξόδου σε ενδιάμεση θέση. Ο

περιορισμός της εξόδου στο τέλος της λέξης δεν μαρκάρεται ούτε από τον

Page 135: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

132

εισαγόμενο ούτε από τον εξαγόμενο τύπο, γιατί δεν έχουμε στα παραδείγματα

κλειστές συλλαβές στο τέλος της λέξης.

Εισαγόμενα: /»volta/, /»porta/, /kal»tsula/, /leo»parDali/, /ku»verta/, ka˘»vali/

Πίνακας (49) Τύποι NO-CODA

(medially) NO-CODA (finally)

FTBIN FILL MORA/ FILL

MAX-IO/ PARSE

IDENT [F]

/»volta/ * [»vota] * * *

/»porta/ * [»bota] * * *

/kal»tsula/ * [ka»tula] * * *

/leo»parDali/

*

[o»baDali]

* * *

/ku»verta/ * [ku»veta] * * * /karna»vali/ *

[ka˘»vali] * * *

Στον πίνακα (49) ο βέλτιστος τύπος στο λόγο του παιδιού μαρκάρεται με ένα

βέλος. Ο τύπος των ενηλίκων παραβιάζει μόνο ένα περιορισμό, τον ψηλότερο στην

ιεραρχία, γι’αυτό και δεν επιλέγεται ως βέλτιστος. Αντίθετα, τα δεδομένα του

παιδιού παραβιάζουν πολλούς περιορισμούς, μάλιστα όλους τους περιορισμούς

πιστότητας, οι οποίοι όμως βρίσκονται χαμηλά στην ιεραρχία. Τα παραδείγματά μας

από τα δεδομένα του Διονύση δεν παραβιάζουν τον ψηλότερο περιορισμό. Κατά

συνέπεια επιλέγονται ως βέλτιστα τα εξαγόμενα που παραβιάζουν τους χαμηλότερα

ιεραρχημένους περιορισμούς, ακόμη και αν αυτοί οι περιορισμοί είναι περισσότεροι

από τους περιορισμούς που παραβιάζουν οι τύποι που απορρίπτονται.

Σ’αυτό το επίπεδο, η απαλοιφή επισημαίνει ότι στο λόγο του παιδιού οι

περιορισμοί ορθού σχηματισμού ιεραρχούνται ψηλότερα από τους περιορισμούς

πιστότητας. Λόγω της απαλοιφής οι περιορισμοί πιστότητας αναπόφευκτα

παραβιάζονται. Από τους δομικούς περιορισμούς ψηλότερα ιεραρχημένος είναι

αυτός που απαγορεύει τις εξόδους στο μέσο της λέξης, αφού ο αντίστοιχος που

Page 136: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

133

αφορά την έξοδο στο τέλος της λέξης είναι πιο ελαστικός, γιατί είναι συχνότερη η

εμφάνιση της εξόδου στο τέλος της λέξης.

Ο πίνακας που ακολουθεί επισημαίνει τα παραδείγματα στα οποία ο Διονύσης

αποβάλλει της έξοδο στις συλλαβές που βρίσκονται στο τέλος της λέξης.

Εισαγόμενα: /»vlepun/, /Te»ulis/, /»bales/, /»scilos/, /Co»nanTropos/

Πίνακας (50) Τύποι NO-CODA

(finally) NO-CODA (medially)

FTBIN FILL MORA/FILL

MAX-IO/PARSE

IDENT [F]

/»vlepun/ * [»lepu] * * *

/Te»ulis/ * [Te»u],

[Te»ui] * * *

/»bales/ * [»bale] * * *

/»scilos/ * [»cilo] * * *

/Co»nanTropos/

*

[Co»aTpo] * * * * Και στον πίνακα (50) τα εισαγόμενα, που στην πραγματικότητα συνιστούν τα

εξαγόμενα του ενήλικα, παραβιάζουν τον ψηλότερο περιορισμό, γι’αυτό και δεν

επιλέγονται ως βέλτιστα από το παιδί. Οι ιεραρχήσεις των περιορισμών δεν

αλλάζουν, τουλάχιστον στην ουσία τους, και στους δύο πίνακες ((49), (50)). Οι

περιορισμοί πιστότητας διατάσσονται χαμηλότερα στην ιεραρχία σε σχέση με τους

δομικούς περιορισμούς, γι’ αυτό και τα εξαγόμενα του Διονύση απέχουν σε

πιστότητα από τα εξαγόμενα των ενηλίκων που ταυτόχρονα αποτελούν και τα

εισαγόμενα του παιδιού.

Με τον πίνακα που ακολουθεί θα παραθέσουμε παραδείγματα όπου το παιδί

απαλείφει τις εξόδους των συλλαβών τόσο στο μέσο όσο και στο τέλος της λέξης. Τα

δεδομένα μας είναι λίγα, ωστόσο σημειώνουν την αμαρκάριστη δομή στο λόγο του

παιδιού, που απαγορεύει τις εξόδους συλλαβών σε οποιαδήποτε θέση, είτε ενδιάμεσα

είτε στο τέλος των λέξεων.

Page 137: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

134

Εισαγόμενα: /marka»Doros/, /Co»nanTropos/, /»kaltses/ Πίνακας (51) Τύποι NO-CODA

(medially) NO-CODA (finally)

FTBIN FILL MORA/FILL

MAX-IO/PARSE

IDENT [F]

/marka»Doros/ * * [maka»Doro] * * *

/»kaltses/ * * [»kate] * * *

/Co»nanTropos/ * * [Co»aTpo] * * *

Και σ’αυτό το επίπεδο δεν προχωρούμε σε επανιεράρχηση των περιορισμών. Ο

περιορισμός που απαγορεύει την έξοδο στο μέσο της λέξης ιεραρχείται λίγο

ψηλότερα από τον αντίστοιχο περιορισμό που ισχύει για το τέλος της λέξης, γιατί,

όπως δείχνουν τα δεδομένα μας, στα νέα ελληνικά είναι πιο μαρκαρισμένη η κλειστή

συλλαβή στο μέσο της λέξης απ’την αντίστοιχη στο τέλος της λέξης. Τη θέση αυτή

υπογραμμίζει και ο παρακάτω πίνακας

Εισαγόμενα: /»anTropos/, /»pernun/, /»jorFos/, /aDel»fos/, /»kaltses/ Πίνακας (52) Τύποι NO-CODA

(medially) NO-CODA (finally)

FTBIN FILL MORA/FILL

MAX-IO/PARSE

IDENT [F]

/»anTropos/ * * * * [»apopoT]

[»aTopoT] * **

/»pernun/ * * [»penun] * * * *

/»jorFos/ * * [»FoFoT] * * * *

/aDel»fos/ * * [aDe»foT] * * * *

/»kaltses/ * * [»kateT] * * * *

Όπως είπαμε και παραπάνω, δεν έχουμε παραδείγματα ταυτόχρονης παρουσίας

εξόδου στο μέσο και στο τέλος της λέξης. Οι περιορισμοί επανιεραρχούνται σε λέξεις

που απαιτούν κλειστές συλλαβές μόνο στο τέλος της λέξης, οπότε δεν χρειάζεται να

ενεργοποιηθεί και ο περιορισμός που απαγορεύει την έξοδο στο μέσο της λέξης.

Page 138: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

135

Εισαγόμενα: /pa»pulis/, /tri»pitses/, /maska»raDes/, /»efaFan/, /»pinasan/ Πίνακας (53) Τύποι FILL

MORA/FILL MAX-IO/PARSE IDENT [F] FTBIN NO-CODA

(finally) /pa»pulis/ *

[a»puliT] * /tri»pitses/ *

[to»piteT] * /maska»raDes/ *

[kaka»raDeT]

*

/»efaFan/ * [»efaFan] *

/»pinasan/ * [»pinaTan] *

Τα εξαγόμενα του Διονύση συμπίπτουν μ’αυτά του ενήλικα τουλάχιστον όσον αφορά

τις κλειστές συλλαβές που βρίσκονται στο τέλος της λέξης και τις οποίες

εξετάζουμε47. Οι τελικές συλλαβές των λέξεων που πραγματώνει ο Διονύσης είναι

κλειστές, αρχίζει δηλ. ο Διονύσης να είναι πιστός προς τα εισαγόμενά του, οπότε

είναι αναπόφευκτη η αναδιάταξη των περιορισμών, η ιεράρχηση πλέον των

περιορισμών πιστότητας ψηλότερα από τους δομικούς περιορισμούς.

Η παγίωση των περιορισμών πιστότητας σε ιεραρχικά ψηλότερη θέση από

τους περιορισμούς ορθού σχηματισμού υπογραμμίζει το ότι το παιδί έχει πια

κατακτήσει τις μαρκαρισμένες μορφές εξόδων της γλώσσας του, ο Διονύσης

χρησιμοποιεί πια κλειστές συλλαβές. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από το ότι

αρχίζει να κάνει υπεργενικεύσεις και να σχηματίζει κλειστές συλλαβές, ενώ κάτι

τέτοιο δεν απαιτείται από το εισαγόμενο, όπως δείχνουν τα ακόλουθα παραδείγματα.

Καλό είναι να κάνουμε δύο παρατηρήσεις σχετικά με τον πίνακα που ακολουθεί: (α)

δεν μαρκάραμε τους εισαγόμενους τύπους σχετικά με τους περιορισμούς που

ικανοποιούν ή αντίστοιχα παραβιάζουν, γιατί στόχος μας δεν είναι η σύγκριση

εισαγόμενων και εξαγόμενων, προκειμένου να επιλεγεί ο βέλτιστος τύπος, αλλά να

δείξουμε τη θέση των εξαγόμενων έναντι των περιορισμών και να προσπαθήσουμε

να ερμηνεύσουμε τις συγκεκριμένες γλωσσικές επιλογές των παιδιών, (β) σκιάσαμε

47 Μας ενδιαφέρουν μόνο οι κλειστές συλλαβές στο τέλος της λέξης, γι’αυτό σκιάσαμε και δεν

εξετάζουμε τους υπόλοιπους περιορισμούς. Παραβιάζονται όλοι από τους εξαγόμενους τύπους.

Page 139: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

136

τους τρεις περιορισμούς πιστότητας θεωρώντας τους λιγότερο ουσιώδεις, γιατί δεν

είναι αυτοί που διαμορφώνουν και επηρεάζουν τα εξαγόμενα των παιδιών48.

Εισαγόμενα: /pana»jitsa/, /meli»tini/, /e»cinos/, /»lene/ και /len/ Πίνακας (54) Τύποι FTBIN NO-CODA

(medially) NO-CODA (finally)

FILL MORA/FILL

MAX-IO/PARSE

IDENT [F]

/pana»jitsa/ [»talni] * * * *

/meli»tini/ [el»tini] * * * *

/e»cinos/ [kor»venoT] * * * * *

/»lene/, /len/ [len] * */- */- */-

Στο πρώτο και δεύτερο παράδειγμα το εξαγόμενο του Διονύση αποτελεί

περικοπή της λέξης-στόχου. Οι εκφορές του παιδιού μας επιτρέπουν να εικάσουμε

ότι ο Διονύσης προσπαθεί με κάποιο τρόπο να διατηρήσει τη δομή του εισαγόμενου

τύπου, επιλέγει να σχηματίσει κλειστή συλλαβή, άρα και διμελή πόδα, αν και δεν

απαιτούνταν κάτι τέτοιο από το εισαγόμενο. Στο τρίτο παράδειγμα υποθέτουμε ότι,

κατ’αναλογία προς τη σωστά εκφερόμενη κλειστή συλλαβή που βρίσκεται στο τέλος

της λέξης, σχηματίζει κλειστή συλλαβή και σε ενδιάμεση θέση της λέξης. Αξιόλογο

είναι το τέταρτο παράδειγμα: στα νέα ελληνικά έχουμε δύο εισαγόμενα για την ίδια

έννοια, αλλά κατά παράδοξο τρόπο, ο Διονύσης δεν επιλέγει να πραγματώσει την

αμαρκάριστη δομή σύμφωνα με το αμαρκάριστο εισαγόμενο, αλλά την

μαρκαρισμένη. Αυτό επιβεβαιώνει ότι το παιδί έχει αρχίσει να κατακτά και είναι σε

θέση να επιλέξει την εκφορά μαρκαρισμένων δομών.

3.3.3. Τονισμός

3.3.3.1. Προσωδιακή Ιεραρχία (Prosodic Hierarchy) και στάδια

ανάπτυξης στον παιδικό λόγο

48 Διατηρούμε την ίδια ιεράρχηση των περιορισμών, γιατί ούτως ή άλλως τα εξαγόμενα του παιδιού

παραβιάζουν και δομικούς περιορισμούς και περιορισμούς πιστότητας.

Page 140: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

137

Η πλειοψηφία των μελετών του παιδικού λόγου έχει επικεντρωθεί στη μελέτη

της προσωδιακής δομής και κυρίως στην εξέταση της έμβασης και της εξόδου της

συλλαβής. Η μελέτη του τονισμού στον παιδικό λόγο έχει ξεκινήσει μάλλον

πρόσφατα, αλλά παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οι περισσότερες έρευνες

εξετάζουν τον τρόπο με τον οποίο η Προσωδιακή Ιεραρχία (Prosodic Hierarchy)

ερμηνεύει την ανάπτυξη και την εξέλιξη του παιδικού λόγου και πώς βάσει αυτής

διαμορφώνονται τα στάδια που χαρακτηρίζουν την ανάπτυξη και την εξέλιξη του

παιδικού λόγου.

Ο λόγος των παιδιών χαρακτηρίζεται από εξαιρετική ποικιλία όσον αφορά τη

μορφή του. Οι ερευνητές πρόσφατα μόνο έχουν αρχίσει να μελετούν την ανάπτυξη

του παιδικού λόγου από την οπτική της Προσωδιακής Ιεραρχίας, της μορφής της

συλλαβής, των λέξεων κλπ. Οι πρώιμες παραγωγές των παιδιών περιορίζονται από

τις αντιπροσωπεύσεις που είναι διαθέσιμες σ’αυτά και οι οποίες εξαρτώνται από την

καθολική γραμματική και από τις γνώσεις που έχουν τα παιδιά για την ίδια τους τη

γλώσσα (Johnson and Salidis 1996:386). Υποστηρίζεται από πολλούς ότι τα παιδιά

αναπτύσσουν το λόγο τους βάσει της Προσωδιακής Ιεραρχίας.

Η Προσωδιακή Ιεραρχία (Prosodic Hierarchy) συνίσταται από τη μόρα

(mora, μ), τη συλλαβή (syllable, σ), τον πόδα (Foot, Ft) και την προσωδιακή λέξη

(Prosodic Word, PrWd), δηλ. αποτελεί μια ιεράρχηση των φωνολογικών μονάδων49.

(55) Προσωδιακή Λέξη (PrWd)

Πόδας (Ft)

49 Οι Leben και Ahoua (1997) δίνουν έναν σαφή ορισμό της Προσωδιακής λέξης. Ισχυρίζονται,

λοιπόν, ότι μια λέξη συνιστά Προσωδιακή λέξη, αν (α) είναι μια μορφολογική λέξη μεγαλύτερη της

μιας συλλαβής, αν (β) συνίσταται από μια δομή που αποτελείται από όνομα + επίθετο ή ένα σύνθετο

όνομα, αν (γ) είναι ένα συστατικό που αποτελείται από ένα μονοσύλλαβο στοιχείο + ένα από τα

παραπάνω στοιχεία.

Page 141: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

138

Συλλαβή (σ)

μόρα (μ)

Η Ιεραρχία αυτή αποτελεί το πεδίο εφαρμογής φωνολογικών διαδικασιών (Mc

Carthy and Prince 1986, 1990, Selkirk 1984, στους Gerken 1996, Johnson and Salidis

1996, Pater and Paradis 1996, Gennari and Demuth 1997, Salidis and Johnson 1997,

Kehoe and Stoel-Gammon 1997, Pater 1998β). Οι Nespor and Vogel (1986, στους

Johnson and Salidis 1996:386) υποστηρίζουν ότι η Προσωδιακή Ιεραρχία και οι

Ιεραρχικά διατεταγμένες μονάδες της μας δίνουν σχηματικά τη νοητική

αναπαράσταση του λόγου (mental representation of speech). Οι Nespor και Vogel

(1986, στους Johnson and Salidis 1996:386) στο διάγραμμα της Προσωδιακής

Ιεραρχίας πάνω από τη φωνολογική λέξη προσθέτουν τα στοιχεία του κλιτικού

συνόλου (clitic group), της φωνολογικής φράσης (phonological phrase) και της

επιτονικής φράσης (intonational phrase).

(56) Επιτονική φράση (IP)

Φωνολογική φράση (Ph. Ph.)

Κλιτικό σύνολο (CG)

Φωνολογική Λέξη (PW)

Πόδας (Ft)

Συλλαβή (σ)

Ένα κλιτικό σύνολο αποτελείται από ένα μη κλιτό στοιχείο και όλα τα

γειτνιάζοντα κλιτικά που μοιράζονται τη ίδια κλιτική κατηγορία με το πρώτο κλιτικό.

Μια φωνολογική φράση είναι ένα κλιτικό σύνολο που περιέχει μια λεξική κεφαλή Χ

και όλα τα κλιτικά σύνολα που το περιβάλλουν, μέχρι βέβαια να βρεθεί ένα κλιτικό

σύνολο που θα περιέχει μια λεξική κεφαλή πέρα από τη μέγιστη προβολή (maximal

Page 142: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

139

projection) της κεφαλής Χ (βλ. στους Gennari and Demuth 1997:183). Οι

Φωνολογικές φράσεις συνίστανται από προσωδιακές λέξεις οι οποίες περιλαμβάνουν

τις κεφαλές των συντακτικών φράσεων. Οι κεφαλές πρέπει να είναι μέλη των

συντακτικών κατηγοριών των Ρημάτων, των Ονομάτων ή των Επιθέτων (Gerken

1996:685).

H Selkirk (1996, στην Gerken 1996) σημειώνει ότι υπάρχουν τέσσερις

περιορισμοί που διέπουν την οργάνωση της Προσωδιακής Ιεραρχίας και τη σχέση

των μελών μεταξύ τους:

1. Ο περιορισμός της διαστρωμάτωσης (the layerdness constraint)

Σύμφωνα μ’αυτόν, μια χαμηλότερη κατηγορία στην ιεραρχία π.χ. μια συλλαβή ή μια

μόρα δεν μπορεί να κυριαρχεί επί μια κατηγορίας που βρίσκεται ψηλότερα στην

ιεραρχία π.χ. ενός πόδα.

2. Ο περιορισμός της κεφαλής (the headedness constraint)

Κάθε κατηγορία που βρίσκεται ψηλότερα στην ιεραρχία μπορεί να κυριαρχεί επί της

αμέσως χαμηλότερής της κατηγορίας π.χ. μια προσωδιακή λέξη πρέπει να κυριαρχεί

επί ενός πόδα.

3. Ο περιορισμός της μη επαναληπτικότητας (The nonrecursivity constraint)

Καμιά προσωδιακή κατηγορία δεν μπορεί να κυριαρχεί επί του εαυτού της π.χ. ένας

πόδας δεν μπορεί να κυριαρχεί επί ενός πόδα, ή μια προσωδιακή λέξη επί μιας

προσωδιακής λέξης.

4. Ο περιορισμός της εξαντλητικότητας (The exhaustivity constraint)

Σύμφωνα μ’αυτόν τον περιορισμό κάθε μονάδα της προσωδιακής ιεραρχίας

κυριαρχείται από την αμέσως ανώτερη, υψηλότερη στην ιεραρχία π.χ. μια

προσωδιακή λέξη δεν μπορεί να κυριαρχήσει άμεσα επί μιας συλλαβής, γιατί πρέπει

καταρχήν να κυριαρχήσει επί ενός πόδα (Gerken 1996:684).

Η Προσωδιακή Ιεραρχία αποτελεί το έναυσμα για την ανάπτυξη της θεωρίας

της Ελάχιστης Λέξης (Minimal Word, Fee 1992, στην Fee 1995α και 1995β) και των

σταδίων βάσει των οποίων αναπτύσσεται κατά τους μελετητές ο παιδικός λόγος.

Κεντρική έννοια της θεωρίας της Ελάχιστης Λέξης (minimal word theory) είναι ο

περιορισμός της Ελάχιστης Λέξης (minimal word constraint). Σε φωνολογικά

συμφραζόμενα η αμαρκάριστη ελάχιστη λέξη αποτελείται από δύο μόρες και ο

προαναφερθείς περιορισμός υποστηρίζει ότι αυτή είναι μια καθολική αρχή η οποία

απαγορεύει λέξεις που αποτελούνται μόνο από μία μόρα (monomoraic). Δηλ., αν μια

Page 143: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

140

γλώσσα επιτρέπει δισύλλαβους πόδες, η αμαρκάριστη συλλαβική δομή είναι η

CVCV. Αν, όμως μια γλώσσα επιτρέπει μονοσύλλαβους κι όχι δισύλλαβους πόδες οι

αμαρκάριστες συλλαβικές δομές της θα είναι οι CVC και CV˘

Η Fee (1992 στην Fee 1995α) υποστηρίζει ότι η ελάχιστη λέξη είναι

αποτέλεσμα ενός κανόνα της Καθολικής Γραμματικής. Εφόσον, λοιπόν, η ελάχιστη

λέξη παίζει σημαντικό ρόλο στην πρώιμη φωνολογική ανάπτυξη μας βοηθά να

ερμηνεύσουμε τους λόγους για τους οποίους οι περισσότερες λέξεις των παιδιών

είναι δισύλλαβες. Αυτό ταυτόχρονα προβλέπει ότι οι λέξεις που περιέχουν μακρά

φωνήεντα, διφθόγγους ή σύμφωνα σε θέση εξόδων εμφανίζονται μονάχα σε

υστερότερο στάδιο της φωνολογικής ανάπτυξης. Κατά τον ίδιο τρόπο οι λέξεις που

αποτελούνται από τρεις ή περισσότερες συλλαβές κατακτώνται σχετικά αργά από τα

παιδιά.

Η θεωρία της Ελάχιστης Λέξης διακηρύσσει ότι ο περιορισμός της Ελάχιστης

Λέξης και η Προσωδιακή Ιεραρχία είναι μέρος της γλωσσικής «κληρονομιάς» των

παιδιών. Σύμφωνα μ’αυτό το μοντέλο η παραγωγή συνοδεύεται και από την

αντίστοιχη υποκείμενη αντιπροσώπευση. Κι αυτό γιατί οι παραγωγές των παιδιών

μπορούν να θεωρηθούν ως αποτέλεσμα των πρώιμων υποκείμενων

αντιπροσωπεύσεων που ελέγχουν την παραγωγή.

Όπως υποστηρίζουν πολλοί μελετητές (Demuth 1995α, 1995β, Fikkert 1995,

Demuth 1996, Johnson and Salidis 1996, Paradis 1996, Salidis and Johnson 1997,

Pater 1998α, Fikkert and Penner 1998, Ota 1998), υπάρχουν συγκεκριμένα στάδια

μέσα από τα οποία περνά η εξέλιξη του λόγου του παιδιού μέχρι να πάρει την τελική

του μορφή. Η Fikkert (1995) έχει μελετήσει τον τονισμό στο λόγο των παιδιών που

κατακτούν την ολλανδική γλώσσα. Και επισημαίνει ότι, ενώ το τονικό σύστημα της

ολλανδικής είναι αρκετά σύνθετο, το παιδί το κατακτά μέχρι τα τρία του χρόνια.

Σημειώνει τέσσερα στάδια κατάκτησης της ολλανδικής:

Στο 1ο στάδιο παράγεται μονάχα ο τελευταίος πόδας της λέξης-στόχου. Στο

2ο στάδιο ανάπτυξης του παιδικού λόγου παράγεται και η τρίτη συλλαβή της λέξης-

στόχου, αν υπάρχει. Πάντως και σ’αυτό το στάδιο το παιδί προσπαθεί να παράγει

τροχαίο πόδα. Στα δύο πρώτα στάδια οι λέξεις που παράγουν τα παιδιά αποτελούνται

ακριβώς από ένα πόδα. Στο 3ο στάδιο κάθε συλλαβή συνιστά και έναν πόδα, άρα το

παιδί εκφέρει δύο συλλαβές σαν δύο πόδες με την ίδια ποσότητα τονισμού. Στο 4ο

Page 144: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

141

στάδιο οι τύποι-στόχοι παράγονται σωστά όσον αφορά τον τονισμό και τον αριθμό

των συλλαβών.

Αναλυτικότερα:

Αρχικά κατά τη μετάβαση του παιδιού από το μηδενικό στο 1ο στάδιο το

παιδί παράγει μονοσύλλαβες λέξεις χωρίς να υπεισέρχονται οι παράμετροι που

αφορούν τον τονισμό. Οι παράμετροι του τονισμού υπεισέρχονται εφόσον το παιδί,

στο πρώτο πλέον στάδιο, παράγει δισύλλαβους τύπους. Όλοι οι τύποι του πρώτου

σταδίου είναι δισύλλαβοι, σχηματίζουν ένα πόδα και ο τόνος είναι πάντα στην πρώτη

συλλαβή. Οι υποκείμενες αντιπροσωπεύσεις που είναι διαθέσιμες στο παιδί

αποτελούνται είτε από τροχαϊκούς ((σs σw) wd) είτε από ιαμβικούς πόδες ((σw σs)

wd), επομένως το παιδί πρέπει να αποφασίσει ποια θα είναι και η κεφαλή των ποδών

και της οργάνωσης των συλλαβών του, γιατί και οι δύο πόδες δεν μπορούν να

συνυπάρχουν σε μία εκφορά. Φαίνεται όμως ότι, επειδή ακριβώς ο παιδικός λόγος

δεν δείχνει να επηρεάζεται από την ποσότητα των συλλαβών, ο αμαρκάριστος τύπος

πόδα είναι ο τροχαίος που δεν είναι «ευαίσθητος» στην ποσότητα, δηλ. δεν

επηρεάζεται από την ποσότητα των συλλαβών (Quantity Insensitive), αντίθετα με τον

ίαμβο που είναι ευαίσθητος στην ποσότητα των συλλαβών (Quantity Sensitive)50.

Στη μεταβατική περίοδο από το 1ο στο 2ο στάδιο το παιδί αντιλαμβάνεται,

μολονότι δεν κάνει λάθη, ότι οι τύποι στόχοι και τα εξαγόμενά του δεν συμβαδίζουν

όσον αφορά τον αριθμό των συλλαβών. Για να λύσει το παιδί αυτό το πρόβλημα,

προσθέτει μια συλλαβή στους εξαγόμενους τύπους του.

Στη μεταβατική περίοδο από το 2ο στο 3ο στάδιο το παιδί έχει κάνει πλέον τη

διαπίστωση ότι (α) οι δισύλλαβοι και τρισύλλαβοι τύποι-στόχοι με τόνο στο τέλος

της λέξης τονίζονται λανθασμένα, αφού το παιδί προτιμά το μοντέλο του τροχαίου

και (β) ο αριθμός των συλλαβών που το παιδί εκφωνεί δεν είναι ο ίδιος με τον αριθμό

των συλλαβών των τύπων-στόχων. Έτσι στο τρίο στάδιο οι τρισύλλαβοι τύποι-στόχοι

πραγματώνονται ως τρισύλλαβοι με τον τόνο στην παραλήγουσα ή στην

προπαραλήγουσα. Σ’αυτό το στάδιο τα παιδιά εστιάζουν την προσοχή τους πρώτα

στον τονισμό και έπειτα στον αριθμό των συλλαβών. Επίσης αντιλαμβάνονται

κυρίως τύπους οι οποίοι έχουν τόνο στην αρχή και στο τέλος της λέξης, πράγμα που

50 Πειράματα και ψυχολόγων (Juszyk, Cutler and Rendanz 1993) καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο

τροχαίος είναι ο αμαρκάριστος πόδας στον παιδικό λόγο έναντι του ίαμβου.

Page 145: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

142

σημαίνει ότι αρχίζει να ενεργοποιείται η παράμετρος της ευαισθησίας στην ποσότητα

(Quantity Sensitivity) και ο σχηματισμός των ιαμβικών ποδών. Τα παιδιά συνήθως

θεωρούν όλες τις κλειστές συλλαβές ως βαριές, ανεξάρτητα από τη μακρότητα του

φωνήεντος και από τη φύση του τελικού συμφώνου ή συμφώνων, αφού στο λόγο του

παιδιού όλες οι βαριές και υπέρ-βαριές συλλαβές είναι τονισμένες.

Στη μεταβατική περίοδο από το 3ο στο 4ο στάδιο οι δισύλλαβοι τύποι-στόχοι

με τον τόνο στην τελευταία συλλαβή πραγματώνονται σωστά από το παιδί, άρα τα

παιδιά έχουν κατανοήσει ότι ο πρωτεύων τονισμός τοποθετείται στον πόδα που

βρίσκεται στα δεξιά. Τα δεδομένα της Fikkert (1995) δείχνουν ότι τα παιδιά μάλλον

έχουν κατανοήσει πως ο τελευταίος διακλαδιζόμενος πόδας (branching foot) από τα

δεξιά δεν φέρει τον τόνο, γι’αυτό και δεν τοποθετείται ο τόνος στο δεξί πόδα στις

μεγαλύτερες των δισύλλαβων λέξεις. Η άποψη αυτή δείχνει ότι λειτουργεί η

παράμετρος της υποχρεωτικής διακλάδυνσης (Obligatory Branchiness) η οποία

επισημαίνει ότι ένας μονοσύλλαβος πόδας που βρίσκεται στο τέλος της λέξης δε

λαμβάνει τον κύριο τόνο, εκτός κι αν σ’ όλη τη λέξη δεν υπάρχει πόδας που να

διακλαδίζεται (Fikkert 1995:33-39).

Οι Demuth και Fee (1995 στην Demuth 1996) διακρίνουν και αυτοί τέσσερα

στάδια στη διαδικασία της ανάπτυξης του παιδικού λόγου που διαγραμματικά είναι

τα εξής:

στάδιο 1o τα παιδιά παράγουν πυρηνικές συλλαβές (CV), χωρίς διάκριση όσον

αφορά τη μακρότητα των φωνηέντων

στάδιο 2o τα παιδιά παράγουν ελάχιστες λέξεις (minimal words), διμελείς δηλ.

πόδες. Η Demuth (1995α:14) στο δεύτερο επίπεδο διακρίνει τρία υπο-στάδια

(substages). Σ’ αυτά οι συλλαβές των ελάχιστων λέξεων έχουν τη μορφή

(i) πυρηνικών συλλαβών-οι ελάχιστες λέξεις δηλ. παίρνουν τη μορφή CVCV

(ii) κλειστών συλλαβών-οι ελάχιστες λέξεις παίρνουν τη μορφή CVC

(iii) συλλαβών που κάνουν διάκριση της ποιότητας των φωνηέντων-οι ελάχιστες

λέξεις παίρνουν τη μορφή CVV. Οι ελάχιστες λέξεις δηλ. είναι αυτές που

συνιστούν διμελή πόδα σε συλλαβικό (2 συλλαβές) ή σε μοραϊκό επίπεδο (2

μόρες) (βλ. και στους Fikkert and Penner 1998, Pater 1998α)

επίπεδο 3o οι πρώιμες λέξεις μπορούν να είναι μεγαλύτερες από ελάχιστες λέξεις,

αλλά παραμένουν ένας πόδας ή ένας τονισμένος πόδας

Page 146: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

143

επίπεδο 4o οι φωνολογικές λέξεις των παιδιών αρχίζουν να περιλαμβάνουν δυο

πόδες

Κατά τις Demuth και Fee (1995, στην Demuth 1996:114-115) στα δυο

τελευταία στάδια υπάρχουν περιορισμοί πάνω στη μορφή των φωνολογικών λέξεων,

αλλά ο τονισμός αρχίζει να παίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο στη μορφή που αυτές

οι λέξεις τελικά παίρνουν. Μια διαφοροποίησή τους από τη Fikkert (1995) είναι ότι,

ενώ η Fikkert πιστεύει πως τα παιδιά περνούν βαθμιαία από τα τρία στάδια, οι

Demuth και Fee υποστηρίζουν, βέβαια, ότι τα παιδιά βαθμιαία κατακτούν τη γλώσσα

τους, αλλά υπάρχει και η περίπτωση να μη διακρίνονται κάποια στάδια στο λόγο του

παιδιού είτε γιατί δεν αποτελούν παράμετρο κάποιων γλωσσών είτε γιατί είναι

διαφορετική η σειρά της κατάκτησης ανάμεσα στα παιδιά .

Οι Johnson και Salidis (1996:387) κάνουν διάκριση σε τρία στάδια τα οποία

είναι παράλληλα με τη βαθμιαία ανάπτυξη της Προσωδιακής Ιεραρχίας:

(i) είναι το υποελάχιστο στάδιο (subminimal stage) όπου τα παιδιά αναμένονται να

έχουν πραγματώσεις του τύπου CV, δηλ. της αμαρκάριστης συλλαβής

(ii) είναι το στάδιο της ελάχιστης λέξης (minimal word stage) όπου τα παιδιά

αναμένονται να πραγματώνουν τον αμαρκάριστο τύπο της ελάχιστης λέξης, δηλ.

δυο μόρες (βλ. και Kager 1998:110)

(iii) είναι η περίοδος της προσωδιακής λέξης (prosodic word period) και τα παιδιά

αναμένονται να έχουν αναπτύξει πλήρως την Προσωδιακή Ιεραρχία στο λόγο

τους51.

Οι Fikkert και Penner (1998) κάνουν διάκριση σε έξι στάδια:

(i) το μονοσύλλαβο ή υποελάχιστο στάδιο (monosyllabic or subminimal stage) στο

οποίο έχουμε μονοσύλλαβους τύπους, χωρίς να ενεργοποιούνται οι παράμετροι

του τονισμού. Τα παιδιά αντιλαμβάνονται και πραγματώνουν την κεφαλή του

πόδα που βρίσκεται στα δεξιά, πράγμα που έρχεται σε αντίθεση με την υπόθεση

της προσωδιακής Ιεραρχίας, ότι δηλ. κάθε λέξη με πραγματικό περιεχόμενο

πρέπει να είναι ελάχιστη λέξη (minimal word). Ωστόσο από μαθησιακή άποψη, το

να παράγονται μονοσύλλαβοι τύποι είναι κάτι εφικτό, εφόσον καταρχήν είναι

δυνατό να μην απασχολεί το παιδί η τυχόν σύνθετη δομή της γλώσσας του.

51 Οι Salidis και Johnson (1997) το χαρακτηρίζουν και ως υπερ-ελάχιστο επίπεδο (supraminimal

stage).

Page 147: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

144

(ii) το στάδιο στο οποίο εμφανίζονται τροχαίοι που δεν είναι ευαίσθητοι στην ποσότητα

(Quantity Insensitive trochees): Οι δισύλλαβες λέξεις των παιδιών με τον τόνο

στην αρχική συλλαβή που αντιστοιχούν σε δισύλλαβους τύπους-στόχους με τον

τόνο στην αρχική συλλαβή πραγματώνονται σωστά δείχνοντας έτσι ότι σ’ αυτό το

στάδιο το παιδί στο νου του έχει ως πρότυπό του τον τροχαίο. Κατακτά δηλ.

χαρακτηριστικά του τονικού συστήματος που έχει ως βάση του τον τροχαίο. Γι’

αυτό και το παιδί πραγματώνει την κεφαλή του πόδα και την ασθενή συλλαβή που

την ακολουθεί, προκειμένου να σχηματίσει τροχαίους, ακόμη κι αν ο τύπος-

στόχος είναι ίαμβος. Αυτό επίσης δείχνει ότι το τονικό μοντέλο που έχουν στο νου

τους τα παιδιά δεν επηρεάζεται από την ποσότητα και την ποιότητα των

συλλαβών, αφού στόχος τους είναι η σύσταση τροχαίων.

(iii) Συνεχίζουν οι τροχαίοι που δεν είναι ευαίσθητοι στην ποσότητα (still QI

trochees): εδώ τα παιδιά προσθέτουν στους μονοσύλλαβους εξαγόμενους τύπους

τους μια συλλαβή και δεν αλλάζουν τις παραμέτρους του τονικού τους

συστήματος, δηλ. διατηρούν τους τροχαίους τους. Κάνουν, λοιπόν, αναπόφευκτα,

λάθη τονισμού. Οι Fikkert και Penner (1998) σημειώνουν ότι αυτό το στάδιο είναι

πολύ σύντομο.

(iv) Σ’ αυτό το στάδιο που χαρακτηρίζεται από επίπεδο/ ομοιογενή τονισμό (level

stress) τα παιδιά αρχίζουν να αντιλαμβάνονται ότι ο λόγος των ενηλίκων είναι

ευαίσθητος στην ποσότητα των συλλαβών (Quantity Sensitive), άρα καταλαβαίνουν

ότι υπάρχουν και διαφορετικά μοντέλα τονισμού. Όταν τα παιδιά παράγουν

μονοσύλλαβους τύπους ή σχηματίζουν τροχαίους, καταλαβαίνουν ότι κάνουν

λάθη και στην προσπάθειά τους να πραγματώσουν σωστές εκφορές, κάθε βαριά

συλλαβή συνιστά πόδα.

(v) Σ’ αυτό το στάδιο το παιδί δεν αντιλαμβάνεται τα διαφορετικά επίπεδα τονισμού

ή δεν έχουν αντιληφθεί τι είναι αυτό που καθορίζει και οριοθετεί τα διαφορετικά

επίπεδα τονισμού. Η Fikkert (1996, στους Fikkert και Penner 1998:204)

υπογραμμίζει πως τα παιδιά κατακτούν πρώτα τον κανόνα τονισμού των σύνθετων

(Compound Stress Rule) και στη συνέχεια τον κανόνα του κυρίως τόνου (Main

Stress Rule), π.χ. τα παιδιά κατακτούν πιο γρήγορα τους σύνθετους τύπους παρά

τις μονομορφηματικές λέξεις που συνίστανται από δυο ή περισσότερες συλλαβές.

Το παιδί τονίζει τον πρώτο πλήρη πόδα της λέξης.

Page 148: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

145

(vi) Τέλος, στο 6ο επίπεδο τα παιδιά κατακτούν τον κανόνα του κυρίως τόνου (Main

Stress Rule), αφού παράγουν επίσης μονομορφηματικές λέξεις που συνίστανται

από δυο πόδες. Εδώ πλέον μπορούν να κάνουν διάκριση μεταξύ βαριών και

ασθενών συλλαβών (Fikkert and Penner 1998:202-204).

3.3.3.2. Τροχαίοι (trochees), ίαμβοι (iambs) και περικοπές (truncations)

πολυσύλλαβων λέξεων: θέση και δυναμική τους στον παιδικό λόγο

Μια ευρέως διαδεδομένη άποψη είναι ότι οι παραγωγές των παιδιών

προσαρμόζονται προς το τροχαϊκό τονικό μοντέλο. Προηγούμενες θεωρήσεις της

πρώιμης δομής των παιδιών που κατακτούν την αγγλική έχουν υποδείξει πως οι

δομές των παιδιών αποτελούνται από τροχαίους. Μάλιστα οι Allen και Hawkins

(1978, 1980 στους Demuth 1996, Paradis, Petitclerc and Genesee 1997)

υποστηρίζουν ότι ίσως ο τροχαίος πόδας να έχει και καθολική ισχύ52. Η έννοια αυτή

είναι κεντρική στις μελέτες της Gerken (1994, στους Kehoe and Stoel-Gammon

1996, Paradis, Petitclerc and Genesee 1997, Pater 1998α, 1998β) που εξετάζουν την

παράλειψη ασθενών συλλαβών σε πολυσύλλαβες λέξεις. Η έρευνα της Fikkert (1994)

έχει αποδείξει το ίδιο και για τα ολλανδικά.

Ωστόσο ο Archibald (1996), στα δεδομένα ενός δίχρονου παιδιού, βρίσκει

ότι, ενώ το παιδί δε διακρίνει τα φωνήεντα σε μακρά και βραχέα στο τέλος της

συλλαβής, κάνει έναν μικρό επιτονισμό στην τελική συλλαβή. Η πλειοψηφία βέβαια

των πραγματώσεων ακολουθούν το τροχαϊκό μοντέλο. Η εξήγηση που δίνει ο

Archibald για την εμφάνιση των εναλλασσόμενων μοντέλων βασίζεται σε δυο

υποθέσεις:

(i) θα μπορούσαν να υπάρχουν ενδείξεις ότι ο καθολικός, όπως έχει υποστηριχθεί

από πολλούς ερευνητές, τροχαϊκός πόδας δεν είναι πραγματικά καθολικός ή

(ii) ίσως ο λόγος του παιδιού απλώς αντανακλά το εισαγόμενό του και απλώς

αποθηκεύει μεμονωμένα, ατομικά λεξικά τεμάχια, χωρίς να έχει γενικεύσει ένα

υπολογιστικό τονικό σύστημα (Archibald 1996:105-106).

Μια πιθανή ερμηνεία της εμφάνισης του ιαμβικού μοντέλου στον παιδικό

λόγο μπορεί να γίνει βάσει του νόμου που εξηγεί την παρουσία του τροχαίου και του

ιάμβου (Iambic/ Trochaic Law) του Hayes (1995). Ο Hayes προτείνει ότι οι

52 βλ. επίσης τα πορίσματα των Wijnen, Krikhaar και Den Os (1994).

Page 149: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

146

άνθρωποι διαθέτουν εγγενώς ένα μηχανισμό αντίληψης που μερικές φορές επιβάλλει

στο εισαγόμενο μια ιαμβική δομή και άλλες φορές μια τροχαϊκή δομή. Έτσι, όταν οι

άνθρωποι ακούν εναλλασσόμενα τονικά μοντέλα υπεροχής (alternating patterns of

prominence) κάποιων συλλαβών, προσδίδουν σ’ αυτά ιαμβική δομή. Επίσης, ακόμη

κι αν το παιδί δεν κάνει διάκριση ανάμεσα σε μακρά και βραχέα φωνήεντα, μπορεί

να αντιληφθεί έστω και έναν επιτονισμό στην τελευταία συλλαβή. Αυτό θα το κάνει

να προσδώσει ιαμβική δομή στο εξαγόμενό του (Hayes 1995).

Ωστόσο τα αποτελέσματα του Archibald δεν αποδυναμώνουν την ισχύ των

πορισμάτων περί της καθολικότητας του τροχαϊκού πόδα. Οι ερευνητές κατά γενική

ομολογία έχουν παρατηρήσει ότι τα παιδιά στις πρώιμες λέξεις που πραγματώνουν

παραλείπουν συλλαβές που υπάρχουν στα εισαγόμενά τους. Πιο συγκεκριμένα οι

ασθενείς ή μη τονισμένες συλλαβές και οι συλλαβές που βρίσκονται στην αρχή των

λέξεων είναι πιο ευαίσθητες στο να παραλείπονται από τους τύπους που τελικά

πραγματώνουν τα παιδιά παρά οι τονισμένες συλλαβές που είναι τονισμένες και

συλλαβές που βρίσκονται σε μη αρχική θέση μέσα στη λέξη.

Πολύ συστηματική πάνω στο θέμα των περικοπών είναι η έρευνα των Echols

και Newport (1992) οι οποίοι στηρίζονται σε δεδομένα από έρευνες πάνω σε

διάφορες γλώσσες: αγγλικά, εβραϊκά, ουγγρικά, γλώσσες των γηγενών της Αμερικής,

πολωνικά, γιαπωνέζικα. Καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι τονισμένες και οι

συλλαβές που βρίσκονται στο τέλος της λέξης διατηρούνται σε πολύ μεγάλο βαθμό

στον παιδικό λόγο, ενώ οι άτονες και οι συλλαβές που βρίσκονται σε θέση άλλη από

το τέλος της λέξης απαλείφονται. Άμεση συνέπεια αυτού είναι και το ότι τα παιδιά

πιο εύκολα και με μεγαλύτερη ακρίβεια πραγματώνουν τα τεμάχια των συλλαβών

που διατηρούνται στο λόγο τους, παρά τα τεμάχια των συλλαβών που απαλείφονται.

Καταλήγουν μέσα από όλα αυτά επίσης στο συμπέρασμα ότι, εφόσον τα παιδιά πιο

εύκολα μιμούνται συλλαβές που είναι τονισμένες, ο τονισμός πράγματι παίζει

ουσιαστικό ρόλο στην οργάνωση και την ακριβή πραγμάτωση των συλλαβών53.

Η άποψη των Echols και Newport (1992) επιβεβαιώνεται και από τα ελληνικά

δεδομένα. Ο Διονύσης πραγματώνει λέξεις στις οποίες διατηρούνται οι τονισμένες

και οι περιφερειακές συλλαβές. Στην πλειοψηφία τους οι περιφερειακές συλλαβές

53 Στα ίδια συμπεράσματα καταλήγει και οι Lohuis-Weber and Zonneveld 1996 και Pater 1998 για τα

ολλανδικά και τα αγγλικά αντίστοιχα. Επίσης σε παρόμοια συμπεράσματα μας οδηγεί η μελέτη της

συλλαβικής δομής, όπως είδαμε παραπάνω (σελ. 96).

Page 150: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

147

που εκφέρει ο Διονύσης είναι είτε τονισμένες είτε αυτές που βρίσκονται στο τέλος

της λέξης:

(57) (1) [»teta] (=κασέτα)

(β) [»toli] (=πιστόλι)

(γ) [»ati] (=παιδάκι) (2;1)

(δ) [»kula], [»tota] (=κουκούλα) (2;1,09)

(ε) [»lala] (=καμινάδα)

(στ) [»ao] (= άνθρωπος) (2;3)

Οι περικοπές λέξεων αποτελούν πεδίο αντιπαραθέσεων μεταξύ των

μελετητών, σχετικά με το αν τα παραπάνω πορίσματα εξαρτώνται από την αντίληψη

ή την παραγωγή και φωνολογικούς παράγοντες. Επίσης, αντικείμενο

προβληματισμού αποτελεί το αν ο μηχανισμός των περικοπών είναι καθολικής

ισχύος ή βασίζεται σε παραμέτρους γλωσσών. Οι ερευνητές (Blasdell and Jensen

1970, Gleitman and Wanner 1982, Gleitman et al. 1988, στους Echols and Newport

1992) που θεωρούν ότι οι περικοπές των λέξεων εξαρτώνται από την αντίληψη,

προτείνουν ότι τα παιδιά πρέπει να διατηρούν συλλαβές που ακουστικά είναι

υπερέχουσες, ενώ παραλείπουν τις συλλαβές που δεν είναι ακουστικά υπερέχουσες.

Αν, λοιπόν, η αντίληψη ευθύνεται για τους τύπους που εκφωνούν τα παιδιά, τότε οι

υποκείμενες αντιπροσωπεύσεις των παιδιών, τα εισαγόμενά τους, αποτελούνται από

υπερέχουσες συλλαβές μονάχα. Τα παιδιά δηλ. δεν πραγματώνουν συλλαβές οι

οποίες δεν εμπίπτουν στο πλαίσιο της αντιληπτικής διαδικασίας (βλ. και Paradis,

Petitclerc and Genesee 1997:441).

Αντίθετα, άλλοι οι ερευνητές (Allen and Hawkins 1980, Hochberg 1988,

Gerken, Landau and Remez 1990, στους Echols and Newport 1992) στηρίζουν τις

θεωρήσεις τους καθαρά στην παραγωγή και θεωρούν ότι οι περικοπές των λέξεων

εξαρτώνται από φωνολογικούς παράγοντες και ότι η διατήρηση ή παράλειψη

ασθενών συλλαβών έχουν να κάνουν με το τροχαϊκό τονικό μοντέλο (βλ. και Paradis,

Petitclerc and Genesee 1997:441).

(58) (α) [»tuo] (=τρενάκι)

Page 151: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

148

(β) [»fia] (=παπούτσια)

(γ) [»malo] (=μάγουλο) (2;1,16)

Θεωρούμε ότι, στα πλαίσια της παραπάνω διαμάχης, αξιόλογη είναι η θέση

των Klein και Pye (1981 και 1983 αντίστοιχα, στους Echols and Newport 1992:213-

214) ότι τόσο η αντίληψη όσο και η παραγωγή συμβάλλουν στη μορφή των πρώιμων

εκφωνημάτων. Η παραγωγή περιορίζει το μήκος και τη συνθετότητα των

εκφωνούμενων τύπων, ενώ η αντίληψη καθορίζει το ποια συγκεκριμένα στοιχεία

μπορούν να περιλαμβάνονται σε μια φωνολογική αντιπροσώπευση, η οποία στη

συνέχεια θα δώσει και την φωνητικά πραγμάτωση.

Αξιοσημείωτη είναι η θέση των μελετητών της φωνολογικής προσέγγισης,

αυτών δηλ. που υποστηρίζουν ότι ο μηχανισμός που είναι υπεύθυνος για τις

περικοπές εξαρτάται από την παραγωγή. Οι Allen και Hawkins (1979, 1980, στους

Paradis, Petitclerc and Genesee 1997:442) ισχυρίζονται ότι ο τροχαϊκός πόδας είναι ο

αμαρκάριστος πόδας που χρησιμοποιείται από τα παιδιά, πριν αυτά να κατακτήσουν

το τονικό σύστημα της γλώσσας τους. Και συνεχίζουν λέγοντας ότι τα παιδιά

χρησιμοποιούν τον αμαρκάριστο πόδα μέχρι τα τρία τους χρόνια, ακόμη κι αν η

μητρική τους γλώσσα δεν περιλαμβάνει το μοντέλο του τροχαίου πόδα. Αντίθετα η

Gerken (1994, στους Paradis, Petitclerc and Genesee 1997:442) ισχυρίζεται ότι τα

μοντέλα παραγωγής του τονισμού αποτελούν γλωσσικές παραμέτρους.

Σχετικά με το θέμα των περικοπών των συλλαβών σε πολυσύλλαβες λέξεις,

τα πορίσματα των ερευνών στις γλώσσες που έχουν μελετηθεί είναι παρόμοια μ’αυτά

των Echols και Newport (1992). Τα παιδιά που κατακτούν την αγγλική και άλλες

γλώσσες συχνά παραλείπουν συλλαβές που περιλαμβάνονται στους τύπους των

ενηλίκων. Ο τύπος των συλλαβών που παραλείπονται δείχνουν και το είδος του

τονικού μοντέλου που είναι αμαρκάριστο στο λόγο των παιδιών. Τα παιδιά, λοιπόν,

δεν παραλείπουν όλες τις ασθενείς συλλαβές με την ίδια συχνότητα ανεξαιρέτως,

αλλά παραλείπουν αυτές που δεν εμπίπτουν στα πλαίσια συγκεκριμένων και συχνά

εμφανιζόμενων τονικών μοντέλων. Δεν παραλείπουν τις ασθενείς συλλαβές που

βρίσκονται στο τέλος της λέξης και οι οποίες συνεισφέρουν στο σχηματισμό

τροχαϊκών ποδών, ενώ παραλείπουν τις ασθενείς συλλαβές που βρίσκονται στην

αρχή των λέξεων και τις τονισμένες που σχηματίζουν ιαμβικούς πόδες (βλ. Klein

1981, στην Gerken 1996:686).

Page 152: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

149

Και στα ελληνικά το αμαρκάριστο τονικό μοντέλο το οποίο εμφανίζεται κατά

κόρον είναι ο τροχαϊκός πόδας. Και η μεγαλύτερη απόδειξη γι’αυτό είναι το παιδί όχι

μόνο πραγματώνει πιο φυσικά λέξεις που εμπίπτουν στα πλαίσια του τροχαίου πόδα,

αλλά πραγματώνει και οξύτονες λέξεις ως τροχαίους. Ωστόσο, τα δεδομένα που

εξετάζουμε προέρχονται από ένα παιδί ηλικίας ήδη 2 χρόνων, οπότε είναι φυσικό να

συναντώνται και άλλες περιπτώσεις. Παρατηρούμε ότι ο Διονύσης (α) περικόπτει

πολυσύλλαβες οξύτονες λέξεις σε δισύλλαβες οξύτονες (59) (α)-(β), (β) διατηρεί,

προς το τέλος κυρίως της συλλογής των δεδομένων, κανονικά τα ιαμβικά μέτρα (59)

(γ)-(δ) και (γ) σε ελάχιστες περιπτώσεις τρέπει τροχαίους σε ιάμβους (59) (ε)-(στ)54:

(59) (α) [i»To], [ti˘»to] (=ευχαριστώ) (2;3)

(β) [a»fCa] (=ζωγραφιά) (2;5,08)

(γ) [Du»˙a] (=δουλειά) (2;1,23)

(δ) [poti»to] (=κινητό) (2;6,15)

(ε) [ma»ji] (=μάγοι) (2;3,07)

(στ) [teri»Tan] (=τρύγησαν) (2;5,08)

Και η Gerken (1996:687) προτείνει ότι τα παιδιά που κατακτούν την αγγλική

προσαρμόζουν τα εξαγόμενά προς ένα μοντέλο που συνίσταται από μια ισχυρή

συλλαβή και συνοδεύεται προαιρετικά από μια ασθενή συλλαβή (S-(w)). Οι ισχυρές

συλλαβές ευθυγραμμίζονται προς τις ισχυρές συλλαβές των εκφωνημάτων - στόχων

και οι ασθενείς συλλαβές που δεν ταιριάζουν προς το τονικό μοντέλο παραλείπονται.

Κατά την Gerken το τονικό μοντέλο που υιοθετούν τα παιδιά παγιώνεται βάσει του

περιορισμού της εξαντλητικότητας (exhaustivity constraint) που είδαμε παραπάνω.

Σύμφωνα μ’αυτόν τον περιορισμό οι συλλαβές που δεν περιλαμβάνονται σ’ έναν

πόδα είναι πιθανότερο να παραλειφθούν, παρά να παραλειφθούν συλλαβές που

υπακούουν τον περιορισμό της εξαντλητικότητας.

54 Ήδη κάναμε λόγο για τα εναλλασσόμενα τονικά μοντέλα υπεροχής (alternating patterns of

prominence) (Hayes 1995). Στη συνέχεια θα επιχειρήσουμε να ερμηνεύσουμε τα εμφανιζόμενα

ιαμβικά μέτρα βάσει ενός ακόμη μοντέλου.

Page 153: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

150

Οι Kehoe και Stoel-Gammon (1996) έκαναν τις παρατηρήσεις τους, όσον

αφορά τις περικοπές των παιδιών, στις τρισύλλαβες και τετρασύλλαβες λέξεις που

είχαν τη μορφή ‘SWS, SW’S, και WSW. Οι παρατηρήσεις τους έγιναν και σε ένα

ακόμη επίπεδο: αυτό της ποιότητας των τεμαχίων. Οι μη τονισμένες συλλαβές που

παραλείπονται εξετάζονται σχετικά με το αν οι εμβάσεις τους συνίστανται από

κλειστό σύμφωνο ή μη κλειστό σύμφωνο. Τα αποτελέσματά τους έχουν ως εξής:

(i) πιο συχνός είναι ο δισύλλαβος τύπος περικοπών που προέρχονται κυρίως

από λέξεις με δομή SWW και WSW, εφόσον η εφαρμογή ενός τροχαϊκού μοντέλου

θα αποφέρει αυτόματα την απαλοιφή μιας ασθενούς συλλαβής. Τα ποσοστά

παράλειψης συλλαβών κατανέμονται σε δυο κύριες ομάδες: (α) λέξεις με δομή WSW

και λέξεις που περιείχαν αντηχητικά τεμάχια μεταξύ φωνηέντων (π.χ. TELePHONE

και Animal), ενώ (β) λέξεις οι οποίες εμφανίζουν κλειστά και διαρκή σύμφωνα

(obstruents) μεταξύ φωνηέντων (π.χ. CROcoDILE και OCtopus) εμφανίζουν μικρά

ποσοστά παράλειψης συλλαβών. Άρα τα παιδιά συλλαβοποιούν πιο συχνά τα

αντηχητικά μεταξύ φωνηέντων παρά τα κλειστά και διαρκή μεταξύ φωνηέντων.

Τα πορίσματα των Kehoe και Stoel-Gammon επιβεβαιώνονται και για τα

ελληνικά. Τα δεδομένα μας δείχνουν ότι πολύ συχνές είναι οι περικοπές των λέξεων-

στόχων με δομή SWW και WSW.

(60) (α) [»ao] (=άνθρωπος)

(β) [»paTin] (=πράσινος)

(γ) [»ciTi] (=(να) κλείσουμε) (2;2,12)

(δ) [»oti] (=καρότσι) (2;2)

(ε) [»Falo] (=μεγάλο)

(στ) [»eDo] (=κινέζος)

(ζ) [»vela] (=ομπρέλα) (2;2,12)

Από τα ίδια παραδείγματα προκύπτει ότι και στα ελληνικά καθοριστικής σημασίας

είναι η ποιότητα των τεμαχίων η οποία επηρεάζει τη διατήρηση ή την αποβολή

συγκεκριμένων τεμαχίων. Παρατηρούμε ότι όσον αφορά τον τρόπο άρθρωσης

διατηρούνται τα κλειστά και διαρκή τεμάχια (obstruents), ενώ όσον αφορά τον τόπο

Page 154: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

151

άρθρωσης διατηρούνται τα αμαρκάριστα χειλικά και κορονικά (κυρίως οδοντικά)

τεμάχια.

(ii) Ένας λόγος για τον οποίο διατηρούνται οι ασθενείς συλλαβές στο τέλος

της λέξης είναι το γεγονός ότι κάποιες από τις τελικές συλλαβές έχουν συλλαβική

δομή πιο αναπτυγμένη. Αυτό υπογραμμίζει τη σημασία της συλλαβικής δομής και

των μετρικών περιορισμών για τη διαμόρφωση των περικοπών των παιδιών. Οι

έρευνές τους έχουν δείξει πως στα πλαίσια των τονικών περιγραμμάτων

περιλαμβάνονται μη γειτνιάζοντα τεμάχια (nonadjacent segments-OCP). Γι’αυτό και,

τουλάχιστον για τα αγγλικά, διατηρούνται περισσότερο οι συλλαβές στο τέλος παρά

στο μέσο των λέξεων. Έτσι οι τετρασύλλαβες λέξεις περικόπτονται και γίνονται

τρισύλλαβες, στις οποίες διατηρείται πάντα η τελική ασθενής συλλαβή. Επιπλέον, οι

περικοπές είναι τρισύλλαβες, επειδή και οι δύο ασθενείς συλλαβές περιλαμβάνονται

στον τροχαϊκό πόδα. Τα πορίσματα αυτά των Kehoe και Stoel-Gammon (1996)

ευθυγραμμίζονται με τα συμπεράσματα των Echols και Newport (1992) επίσης για

την αγγλική. Για τα ελληνικά μπορούμε να καταλήξουμε σε παρόμοια

συμπεράσματα, όπως μπορούμε να δούμε από τα παραδείγματα

(61) (α) [Fu»naci] (=γουρουνάκι)

(β) [pa»teli] (=περιστέρι)

(γ) [po»Tici] (=αποθήκη)

(δ) [fe»Faci] (=συννεφάκι) (2;3,21)

(ε) [Fa»fieT] (=φωτογραφίες)

(στ) [u»biDi] (=μπουμπουνίζει) (2;4,01)

(ζ) [a»xtieT] (=αταξίες) (2;4,27)

(iii) Σε συνάρτηση με τα παραπάνω και δεχόμενοι τα πορίσματα της Fikkert

(1994) πάνω στα ολλανδικά δεδομένα της οι Kehoe και Stoel-Gammon (1996)

επισημαίνουν ότι, όταν τα παιδιά καταφεύγουν στη διαδικασία της επένθεσης,

προσθέτουν μια συλλαβή στα δεξιά της τονισμένης συλλαβής, άρα στο τέλος της

λέξης και κατά συνέπεια σχηματίζουν έναν τροχαϊκό πόδα. Ωστόσο, σπεύδουν να

προσθέσουν ότι για τα αγγλικά το ποσοστό της επένθεσης είναι εξαιρετικά χαμηλό.

Page 155: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

152

Στα ελληνικά τα ελάχιστα δεδομένα δείχνουν ότι έχουμε επένθεση, όταν το

παιδί προσπαθεί να σχηματίσει τις αμαρκάριστες πυρηνικές CV συλλαβές, παρά όταν

επιδιώκει να σχηματίσει τροχαίους πόδες.

(62) (α) [pokataka»li] (=πορτοκαλί)

Αντίθετα, γίνεται αποβολή τεμαχίων ή και ολόκληρων συλλαβών, προκειμένου να

σχηματιστεί η αμαρκάριστη ελάχιστη λέξη η οποία συνίσταται από ένα δισύλλαβο

τροχαίο πόδα

(63) (α) [»iDme] (=ανοίξαμε) (2;1)

(β) [»evla] (=έβαλα) (2;1,09)

(γ) [»ekTe] (=έκλεισε) (2;4,17)

(iv) Όταν συμβαίνουν λάθη τονισμού, μια διαδικασία πολύ συνήθης κατά την

ανάπτυξη του παιδικού λόγου, το κατεξοχήν τονικό μοντέλο που χρησιμοποιούν τα

παιδιά είναι ο τροχαϊκός πόδας. Σαφέστερα ακόμα, τα παιδιά προσλαμβάνουν

ιαμβικούς πόδες και τους τρέπουν σε τροχαίους. Στα ελληνικά συναντάται το

φαινόμενο του παρατονισμού, καθώς ο Διονύσης τονίζει οξύτονες λέξεις ως

παροξύτονες, ώστε να σχηματίσει αμαρκάριστους τροχαϊκούς πόδες.

(64) (α) [»kako] (=κακό) (2;1)

(β) [»ata] (=αυτά) (2;1,16)

(γ) [»davo] (=σταυρός) (2;3)

(δ) [To»<gila] (=στρογγυλά) 2;6,15)

(v) Τα νεαρότερα παιδιά (22-28 μηνών) στη μελέτη των Kehoe και Stoel-

Gammon (1996) μετακινούσαν τον τόνο σε τελικές συλλαβές μέσα στη λέξη οι

οποίες περιείχαν τεταμένα φωνήεντα (laxed vowels), πράγμα που είναι συμβατό με το

γεγονός ότι τα παιδιά κατά τη διαδικασία της κατάκτησης δείχνουν ευαισθησία στην

παράμετρο της ποσότητας των συλλαβών. Τα μεγαλύτερα παιδιά (34 μηνών), αν και

παρουσιάζουν λιγότερα λάθη τονισμού, εμφανίζουν περιπτώσεις στις οποίες

Page 156: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

153

μετακινούν τον τόνο όχι στην τελική συλλαβή της λέξης, αλλά στην αρχική συλλαβή,

όταν οι τετρασύλλαβες λέξεις πραγματώνονται ως τρισύλλαβες.

(vi) Δεν παραλείπουν να προσθέσουν ότι στα δικά τους δεδομένα οι τάσεις

των παιδιών είναι πολύ γενικές και δεν υποδεικνύουν ένα συγκεκριμένο στάδιο

κατάκτησης του τονισμού (Kehoe and Stoel-Gammon 1996:419-428 βλ. και Kehoe

and Stoel-Gammon 1997).

Οι ανωτέρω ερευνητές (Kehoe and Stoel-Gammon 1997:123) επιβεβαιώνουν

προηγούμενη θέση τους ότι, όταν μια τονισμένη συλλαβή ακολουθείται από μία

άτονη συλλαβή, οι πρώιμες παραγωγές των παιδιών μας δίνουν τροχαίους πόδες.

Αξιοσημείωτο όμως είναι αυτό που προσθέτουν, ότι δηλ. τα μοντέλα περικοπών των

παιδιών είναι δυνατό να συνίστανται από τεμαχιακά χαρακτηριστικά από άλλες

συλλαβές χώρια από την τελευταία συλλαβή, ενώ οι ρίμες λαμβάνονται από τις

συλλαβές που βρίσκονται στα δεξιά της λέξης. Χαρακτηριστική, ωστόσο, είναι και η

θέση του Pater (1998α) ο οποίος επισημαίνει ότι και οι δισύλλαβες λέξεις μπορούν

να υποστούν περικοπές, αν τον τόνο φέρει η τελευταία συλλαβή της λέξης, αν δηλ.

σχηματίζεται ιαμβικός και όχι τροχαϊκός πόδας. Στα παρακάτω π.χ. μπορούμε να

αντιληφθούμε ότι το παιδί περικόπτει σε μονοσύλλαβες τις λέξεις που τονίζονται στη

λήγουσα, ενώ πραγματώνει με ακρίβεια, τουλάχιστον, τον αριθμό των συλλαβών των

λέξεων-στόχων που συγκροτούν τροχαίους πόδες.

(65) (α) /ga»rage/ (=συνεργείο) [ga:] (1;10.5) vs.

/»garbage/ (=σκουπίδια) [ga:b] (1;10.5)

(β) /gira»ffe/ (=καμηλοπάρδαλη) [wQ:f] (1;9.1) vs.

/»rabbit/ (=κουνέλι) [wQ:d‘t] (1;9.2) (Pater 1998)

Αντίστοιχα είναι και τα παραδείγματα στα ελληνικά: ο Διονύσης πραγματώνει

μονοσύλλαβες λέξεις που συνιστούν περικοπές πολυσύλλαβων οξύτονων λέξεων-

στόχων

(66) (α) [»Do] (=εδώ) (2;1)

(β) [»brok] (=μπρελόκ) (2;4,13)

(γ) [»fto] (=αυτό) (2;8,16)

Page 157: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

154

Eνδιαφέροντα είναι τα πορίσματα των Gerken και McIntosh (1993) και

Gerken (1996) οι οποίοι εξετάζουν κατά πόσο ο τονισμός και η προσωδία

επηρεάζουν τη σύνταξη55. Επισημαίνουν ότι τα παιδιά είναι πολύ ευαίσθητα στις

κανονικότητες της μητρικής τους γλώσσας όσον αφορά τον τονισμό, ήδη από τα

πρώιμα στάδια της γλωσσικής κατάκτησης. Μέσα από τα πειράματά τους δείχνουν

ότι τα παιδιά κατανοούν και μπορούν να παράγουν προτάσεις οι οποίες περιέχουν

λειτουργικά μορφήματα (function morphemes), όπως άρθρα, βοηθητικά ρήματα και

γραμματικές καταλήξεις των ρημάτων, ακόμη κι αν τα παιδιά δεν μπορούν να

ξεχωρίσουν τα περιβάλλοντα στα οποία κανονικά εμφανίζονται αυτά τα μορφήματα.

Κι αυτό συμβαίνει, γιατί (α) τα λειτουργικά μορφήματα είναι συνήθως περιφερειακά

τεμάχια μιας πρότασης και τα παιδιά τείνουν να διατηρούν τέτοια περιφερειακά

τεμάχια στο λόγο τους και (β) τα λειτουργικά μορφήματα διατηρούν το τονικό

μοντέλο του τροχαϊκού πόδα που είναι και ο αμαρκάριστος τύπος για τα αγγλικά

(για τα οποία διεξήχθη και η έρευνα), καθώς είναι φορείς τονισμού εκ μέρους των

παιδιών. Αντίστροφα, σε γλώσσες όπου υπερισχύει το μοντέλο του ιαμβικού πόδα

(W(eak)-S(trong)) τα άρθρα, τα λειτουργικά μορφήματα εν γένει, δεν εμφανίζονται

νωρίς στον παιδικό λόγο, γιατί δεν είναι φορείς τονισμού56. Παλιότερα, άλλοι

ερευνητές (Slobin 1973, Morgan and Newport 1981, Gleitman and Wanner 1982 κ.ά.,

στους Echols and Newport 1992:191-193) είχαν ήδη υποστηρίξει ότι η προσωδία

παίζει σημαντικό ρόλο στην κατάκτηση συντακτικών και μορφολογικών δομών και

στην τεμαχιοποίηση του λόγου γενικότερα.

Η Gerken (1996:687-688) συνεχίζοντας την έρευνα των Gerken and McIntosh

(1993) και δεχόμενη τον πρωτεύοντα ρόλο του τονισμού και για τη σύνταξη,

κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν ενδείξεις πως τα παιδιά παραλείπουν

συλλαβές που δεν βρίσκονται στα πλαίσια ενός πόδα, κατά κανόνα τροχαϊκού, όχι

μόνο από λέξεις, αλλά και από προτάσεις. Και αυτές οι παραλειπόμενες συλλαβές

βρίσκονται κυρίως σε αρχική παρά σε ενδιάμεση θέση των προτάσεων57. Διαπίστωσε

55 Βλ. αντίστοιχα στους Carter και Gerken (1997). 56 Αντίθετα η Ferreira (1993) υποστηρίζει ότι η σύνταξη είναι που επηρεάζει την προσωδία στον

παιδικό λόγο. 57 Πρόκειται για τα λειτουργικά μορφήματα που, αν και περιφερειακά, δεν εμπίπτουν στα πλαίσια

ενός πόδα.

Page 158: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

155

μάλιστα ότι οι ασθενείς συλλαβές που διατηρούνται είναι τα δεσμευμένα γραμματικά

μορφήματα των ρηματικών τύπων, ενώ οι παραλειπόμενες συλλαβές είναι τα

ελεύθερα μορφήματα ή τα άρθρα58.

Στα ελληνικά αντίστοιχα έχουμε περικοπές ολόκληρων φωνολογικών

φράσεων σε δισύλλαβες ή πολυσύλλαβες λέξεις τροχαϊκού μοντέλου. Το

αξιοσημείωτο είναι ότι στα ελληνικά περικόπτεται η τονισμένη συλλαβή του

ρήματος της φωνολογικής φράσης, αλλά διατηρούνται πάντα τα κλιτικά (clitics)59.

(67) (α) [»texo] (=θα το έχω) (2;1,23)

(β) [»toka] (=το έκανε) 2;2,24)

(γ) [»tivaleT] (=τις έβαλες) (2;6,15)

3.3.3.3. Τονισμός στον παιδικό λόγο: ο τονισμός είναι λεξικός (lexical) ή η

κατάκτησή του βασίζεται σε κανόνες (based on rules);

Πριν προχωρήσουμε σε μια γενική θεώρηση του τονισμού, έτσι όπως αυτός

κατακτάται στα ελληνικά, κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε τις απόψεις των

μελετητών σχετικά με το αν ο τονισμός και η θέση του καθορίζονται από το Λεξικό ή

αν βασίζεται σε κανόνες. Στη συνέχεια θα επιχειρήσουμε να κάνουμε, βασισμένοι

στα δεδομένα μας, τις υποθέσεις μας σχετικά με την κατάκτηση του τονισμού στα

ελληνικά.

Οι Roeper, Stack και Carlson (1978) σε μελέτη τους σχετικά με τον τονισμό

στα αγγλικά επισημαίνουν τον ρόλο των κανόνων στην κατάκτησή του, χωρίς

ωστόσο να απορρίπτουν τη συμβολή του Νοητικού Λεξικού σ’αυτήν. Βασισμένοι σε

προτάσεις των Halle και Aronoff (1973 και 1976 αντίστοιχα, στους Roeper, Stack και

Carlson 1978:175-176) ότι οι άνθρωποι δεν παράγουν ούτε αναπαράγουν τονικά

μοντέλα για κάθε λέξη, αλλά φέρνουν στη μνήμη τους το τονικό μοντέλο που

χαρακτηρίζει κάθε λέξη, ακριβώς όπως φέρνουν στη μνήμη τους τη σημασία της, οι

παραπάνω μελετητές ισχυρίζονται πως οι κανόνες περιγράφουν ολόκληρες ομάδες

58 Και ο Hung (1997) με την έρευνά του καταλήγει ότι η προσωδία είναι καθοριστική και για την

κατάκτηση των γραμματικών μορφημάτων στα Γιαπωνέζικα. 59 Όλων των παραδειγμάτων οι φωνολογικές φράσεις εμπεριέχουν ρηματικούς τύπους. Στη συνέχεια

θα επιχειρήσουμε να εξηγήσουμε τη συγκεκριμένη περίπτωση.

Page 159: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

156

λέξεων στο Νοητικό Λεξικό και υποδεικνύουν τον τρόπο με τον οποίο καθορίζεται

το τονικό μοντέλο των πρόσφατα κατακτημένων λέξεων.

Ο Klein (1984, στην Fikkert 1994:186-187) μελετώντας την κατάκτηση του

τονισμού στα αγγλικά από ένα δίχρονο αγόρι, κατέληξε στο ότι ο τονισμός είναι

λεξικός τουλάχιστον στα πρώτα δύο χρόνια της ζωής του παιδιού. Όμως τα

συμπεράσματά του ήταν μάλλον βιαστικά. Αν υποθέσουμε ότι ο τροχαϊκός πόδας

είναι ο καθολικός αμαρκάριστος πόδας, το παιδί δεν παρουσίασε μεγάλα ποσοστά

λαθών τονισμού και παρατονισμού, ακριβώς επειδή οι λέξεις-στόχοι συνίσταντο από

δισύλλαβους τροχαϊκούς πόδες. Το παιδί, λοιπόν, πραγματώνει χωρίς λάθη τους

τροχαϊκούς πόδες των λέξεων-στόχων. Ωστόσο, αν ο Klein μελετούσε τις

μονοσύλλαβες πραγματώσεις πολυσύλλαβων λέξεων-στόχων, ή γενικότερα

περικεκομμένους τύπους των παιδιών, τα συμπεράσματά του θα ήταν ενδεχομένως

διαφορετικά.

H Hochberg (1986, 1987, 1988, στους Fikkert 1994, Nouveau 1994 και

Archibald 1995) μελέτησε τον τονισμό μη ρηματικών τύπων στα ισπανικά.

Υποστήριξε ότι ο τονισμός στα ισπανικά δεν είναι λεξικός, αλλά η κατάκτησή του

βασίζεται σε κανόνες. Η θέση της στηρίζεται σε επιχειρήματα που προκύπτουν από

τα γλωσσικά της δεδομένα τα οποία δείχνουν ότι τα παιδιά μιμούνται ευκολότερα

λέξεις με ομαλό παρά με ανώμαλο τονισμό. Επιπλέον, τείνουν να γενικεύουν και να

ομαλοποιούν τον τονισμό στις ανώμαλες λέξεις παρά στις ομαλές. Τα παιδιά

ξεκάθαρα ευνοούν τον τροχαϊκό πόδα, τονίζοντας στην παραλήγουσα τις λέξεις που

λήγουν σε φωνήεν και στη λήγουσα τις λέξεις που λήγουν στην ακολουθία VC

(Σύμφωνο-φωνήεν).

Οι Echols και Newport (1992) μελετώντας την κατάκτηση του τονισμού στα

αγγλικά θεωρούν ότι τα παιδιά, επηρεασμένα από αντιληπτικές διαδικασίες,

απομονώνουν και κρατούν στο λόγο τους συγκεκριμένα τεμάχια του λόγου των

ενηλίκων. Αυτά τα στοιχεία είναι προεξέχοντα στο λόγο των παιδιών. Καταλήγουν

να πουν πως, αν οι τονισμένες συλλαβές είναι προεξέχουσες στον παιδικό λόγο, είναι

πιο εύκολο να παραλείπονται οι άτονες συλλαβές. Θεωρούν ότι ο τονισμός βασίζεται

στη διαδικασία της αντίληψης παρά σε φωνολογικούς παράγοντες.

Η Fikkert (1992, στον Archibald 1993, 1995) μελετά τον τονισμό στα

ολλανδικά και αποδεικνύει τη δυναμική του τροχαϊκού πόδα. Η κατά κόρον

εμφάνιση του τροχαϊκού πόδα που επάγεται τη συστηματικότητα των αποκλίσεων

Page 160: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

157

από το τονικό σχήμα κάθε λέξης, υπογραμμίζουν το ότι η κατάκτηση του τονισμού

βασίζεται σε κανόνες και δεν είναι λεξικός. Οι περικοπές κατά τη Fikkert δεν

εμπίπτουν στο πλαίσιο μιας απλής διαδικασίας αποβολής, αλλά αφορούν την

προσαρμογή ενός αμαρκάριστου τονικού σχήματος στις λέξεις που τα παιδιά

κατακτούν60. Ανάλογη με την άποψη της Hochberg για τα ισπανικά, είναι κι αυτή της

Nouveau (1994) για τα ολλανδικά, ότι δηλ., παρά τη λεξική ποικιλία που

χαρακτηρίζει τα ολλανδικά, τα παιδιά τείνουν να γενικεύουν τον ομαλό τονισμό των

λέξεων.

Ο Archibald (1995) δεν παίρνει ξεκάθαρη θέση υπέρ του λεξικού ή του

κανονιστικού τονισμού, αλλά θεωρεί ότι η κατάκτηση του τονισμού είναι θέμα

σύνθεσης συγκεκριμένων παραγόντων. Προτείνει ότι γνωστικές ικανότητες, όπως

είναι η αντίληψη, δρουν πάνω στο εισαγόμενο και απομονώνουν συγκεκριμένα

στοιχεία απ’αυτό. Στη συνέχεια αυτό το εισαγόμενο περιχαρακώνεται πάνω σε δομές

της Καθολικής Γραμματικής, π.χ. τα τονικά μοντέλα. Το αποτέλεσμα αυτής της

αλληλεπίδρασης είναι η φωνητική αντιπροσώπευση του παιδιού.

3.3.3.4. Γενική θεώρηση του τονισμού στα νέα ελληνικά

Το κόρπους των γλωσσικών μας δεδομένων έχει συλλεχθεί σε μια περίοδο

κατά την οποία στο λόγο του παιδιού εμφανίζονται πολλά φαινόμενα, άλλα σε

περιορισμένη, και άλλα σε μεγαλύτερη κλίμακα. Σ’αυτό το μέρος θα επιχειρήσουμε

να κάνουμε μια κατά το δυνατό αντιπροσωπευτική θεώρηση του τονισμού στον

παιδικό λόγο.

Όλοι όσοι μελέτησαν τα στάδια της ανάπτυξης του τονικού συστήματος στον

παιδικό λόγο (Demuth and Fee 1995, Fikkert 1995, Johnson and Salidis 1996 όπου

ήδη αναφερθήκαμε), παρά τις διαφορές τους, αναγνωρίζουν την ύπαρξη του

υποελάχιστου σταδίου (subminimal stage) και του σταδίου της ελάχιστης λέξης

(minimal word), είτε με τη μορφή δισύλλαβης λέξης CVCV, είτε με τη μορφή βαριάς

συλλαβής CVC ή CV˘ Στα ελληνικά, αν και το παιδί ήταν ήδη αρκετά μεγάλο σε

ηλικία (2;1 μηνών), από την άποψη ότι, όταν αρχίσαμε τη συλλογή του γλωσσικού

υλικού, κάποια φαινόμενα έχουν ήδη αναπτυχθεί, διαμορφωθεί και παγιωθεί,

συναντούμε κάποιες σποραδικές περιπτώσεις μονοσύλλαβων πραγματώσεων που

αποτελούν περικοπές πολυσύλλαβων λέξεων-στόχων. Αυτό μας επιτρέπει να

60 Βλ. και παραπάνω, σελ. 29.

Page 161: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

158

εικάσουμε πως το υποελάχιστο στάδιο δεν είναι από τα στάδια που το παιδί

προσπερνά χωρίς να αφήσει γλωσσικά «ίχνη». Τα παρακάτω είναι όλα τα

παραδείγματα των μονοσύλλαβων εκφορών του Διονύση, δηλ. περικοπών

πολυσύλλαβων λέξεων-στόχων.

(68) (α) [»Do] «εδώ»

(β) [»to] και [to»no] «κασετόφωνο» (2;1)

(γ) [»miT] και [a»miT] «εμείς» (2;1,24)

(δ) [»meT] «μέσα»

(ε) [»li] και [a»Celi] «μαχαίρι» (2;2)

(στ) [»vlep] «βλέπει»

(ζ) [»Ti] «κρασί»

(η) [»To] «στο» (2;3,07)

(θ) [»brok] «μπρελόκ» (2;13)

(ι) [»iT] «ήρθα» (2;5,08)

(ια) [»iT] «ήρθε»

(ιβ) [»daF] «τάξη» (2;6,15)

(ιγ) [»fto] «αυτό» (2;8,16)

(ιδ) [»vaD] «βράδυ» (2;9)

Οι μονοσύλλαβες πραγματώσεις του θα ήταν σίγουρα περισσότερες σε

μικρότερη ηλικία και η παρουσία του υποελάχιστου σταδίου θα υπήρξε δυναμική στο

λόγο του παιδιού, αν κρίνουμε από το ότι τα παραδείγματα μονοσύλλαβων εκφορών

προέρχονται από το σύνολο των συναντήσεών μας με το Διονύση, δηλ. από την

πρώτη μέχρι την τελευταία συνάντηση. Σε όλα τα παραδείγματα διατηρείται η

ισχυρή, τονισμένη συλλαβή της λέξης. Τα φωνητικά τεμάχια που διατηρούνται είναι

είτε τα τεμάχια των συλλαβών, ως έχουν ((68) (α)-(1) (ζ) και (68) (ιγ)), είτε τα

αμαρκάριστα στο λόγο του παιδιού τεμάχια ((68) (θ)-(1) (ια) και (68) (ιδ)). Απ’τα

συμφωνικά συμπλέγματα των πραγματούμενων συλλαβών άλλα διατηρούνται ((68)

(στ), (68) (θ), (68) (ιγ)) και άλλα απλοποιούνται σε ένα σύμφωνο ((68) (η), (68) (ιγ)).

Τα παραδείγματά μας προέρχονται από μονοσύλλαβα εισαγόμενα ((68) (θ)), από

Page 162: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

159

δισύλλαβα ((68) (α), (68) (γ), (68) (δ), (68) (στ), (68) (ζ), (68) (θ)-(68) (ιδ)) και

υπερδισύλλαβα εισαγόμενα ((68) (γ) και (68) (ε)).

Ο τροχαϊκός πόδας (SW) φέρεται διαγλωσσικά ως το αμαρκάριστο τονικό

μοντέλο. Τα πορίσματα των μελετητών, που ήδη παραθέσαμε, και τα ελληνικά

δεδομένα αποδεικνύουν ότι ο τροχαίος είναι ο καθολικός πόδας. Εμφανίζεται με

μεγάλα ποσοστά συχνότητας σε όλες τις συναντήσεις μας με το Διονύση, ακόμη κι

όταν αρχίζουν να πραγματώνονται σωστά οξύτονες λέξεις-στόχοι, δηλ. λέξεις της

μορφής WS. Την εκφορά τροχαίων ποδών είναι σκόπιμο να την εξετάσουμε

συσχετιστικά με την εκφορά των ελάχιστων λέξεων του τύπου CVCV, δηλ. των

αμαρκάριστων δισύλλαβων ελάχιστων λέξεων, που πραγματώνονται πάλι με το

αμαρκάριστο τροχαϊκό τονικό σύστημα, γιατί με την παρουσία των ελάχιστων

λέξεων φαίνεται πιο καθαρά η καταλυτική παρουσία του τροχαίου πόδα. Οι

ελάχιστες λέξεις συνιστούν κυρίως περικοπές υπερδισύλλαβων λέξεων-στόχων.

(69) (α) [»teta] «κασέτα» (2;1)

(β) [»ita] «Παναγίτσα»

(γ) [»tota], [»kula], [a»kula] «κουκούλα» (2;1,09)

(δ) [»iDja], [a»lija] «μολύβια» (2;1,16)

(ε) [»naci] «ρακέτα»

(στ) [»ta<di] «δεντράκι»

(ζ) [»Faci], [a»vati] «παιχνιδάκι» (2;1,23)

(η) [»vio] «βιβλίο» (2;2)

(θ) [»vija] «σκουπίδια» (2;2,06)

(ι) [»avo] «αύριο» (2;2,12)

(ια) [»lala] «καμινάδα» (2;3)

(ιβ) [»koTe] «κόλλησε» (2;4,01)

(ιγ) [»ekTe] «έκλισε» (2;4,17)

(ιδ) [»nito] «μπαλονάκι» (2;6,15)

(ιε) [»teja] «αστέρια» (2;9)

Page 163: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

160

Εφόσον οι περικοπές των λέξεων-στόχων συνιστούν άμεση και πρακτική

απόδειξη του ότι οι ελάχιστες λέξεις του τύπου CVCV και ο τροχαίος πόδας είναι οι

αμαρκάριστες εκφορές και για τα ελληνικά, θεωρούμε σκόπιμο να εξετάσουμε

αναλυτικότερα τις περικοπές, ομαδοποιώντας τις κυρίως σε σχέση με τη μορφή των

λέξεων-στόχων από τις οποίες προκύπτουν

1. Περικοπές τρισύλλαβων λέξεων τονισμένων στην παραλήγουσα (WSW)

Το σύνηθες φαινόμενο, μέχρι το παιδί να αρχίσει να πραγματώνει κανονικά

υπερδισύλλαβες λέξεις, είναι να τις περικόπτει σε δισύλλαβες λέξεις που παίρνουν τη

μορφή ελάχιστων λέξεων του τύπου CVCV και φέρουν τον τόνο στην πρώτη

διατηρημένη συλλαβή σχηματίζοντας μ’αυτόν τον τρόπο τροχαίους πόδες (SW). Τα

δεδομένα των περικοπών αυτής της κατηγορίας είναι αρκετά

(70) (α) [»lio] «σχολείο»

(β) [»ati] «παιδάκι»

(γ) [»toli] «πιστόλι»

(δ) [»lita] «τσουλίθρα»

(ε) [»jexo] «προσέχω»

(στ) [»oti] «καρότσι» (2;1)

(ζ) [»tota], [»kula] «κουκούλα»

(η) [»vio] «βιβλίο» (2;1,09)

(θ) [»fia] «παπούτσια»

(ι) [»laci] «ψαράκι» (2;1,16)

(ια) [»boti] «μπαλόνι»

(ιβ) [»luni] «πιρούνι» (2;2)

(ιγ) [»vija] «σκουπίδια» (2;2,06)

(ιδ) [»loi] «ρολόι» (2;2,12)

(ιε) [»Falo] «μεγάλο» (2;2,24)

(ιστ) [»vela] «ομπρέλα» (2;3)

(ιζ) [»pici] «χτυπάει» (2;4,13)

Page 164: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

161

2. Περικοπές τρισύλλαβων λέξεων τονισμένων στην προπαραλήγουσα (SWW)

Τα παραδείγματα περικοπών αυτής της κατηγορίας είναι επίσης πολλά.

Καταλήγουμε στα ίδια επίσης συμπεράσματα μ’αυτά της προηγούμενης

(71) (α) [»evla] «έβαλα»

(β) [»avro] «αύριο» (2;1,09)

(γ) [»malo] «μάγουλο» (2;1,16)

(δ) [»pati] «πράσινο» (2;2)

(ε) [»kokoT] «κόκορας» (2;3,28)

(στ) [»koTe] «κόλλησε» (2;4,01)

(ζ) [»teTe] «τέσερεις»

(η) [»ala] «άλλαζε» (2;4,17)

(θ) [»teTla] «τέσσερα» (2;5,08)

(ι) [»eFa] «έβγαλε» (2;6,08)

3. Περικοπές λέξεων με περισσότερες των τριών συλλαβές

Άλλη μια απόδειξη υπέρ της δυναμικής του τροχαίου πόδα είναι οι περικοπές

λέξεων που συνίστανται από περισσότερες των τριών συλλαβές. Οι λέξεις-στόχοι

αυτής της μορφής επίσης περικόπτονται σε ελάχιστες λέξεις του τύπου CVCV που

είναι τονισμένες στην αρχική συλλαβή

(72) (α) [»iDme] «ανοίξαμε» (2;1)

(β) [»aci] «αλογάκι» (2;1,16)

(γ) [»ina] «Κατερίνα» (2;1,23)

(δ) [»fece] «εξαφανίστηκε» (2;2)

(ε) [»lala] «καμινάδα» (2;3)

Σχετικά συχνό είναι και το φαινόμενο των δισύλλαβων και υπερδισύλλαβων

οξύτονων λέξεων-στόχων οι οποίες, όταν πραγματώνονται από τα παιδιά,

διατηρούνται κανονικά, οι δισύλλαβες ως δισύλλαβες, ή πολυσύλλαβες που

Page 165: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

162

περικόπτονται, οι οποίες όμως τονίζονται στην παραλήγουσα σχηματίζοντας

τροχαϊκό μέτρο.

(73) (α) [»koli] «πολύ»

(β) [»kako] «κακό» (2;1)

(γ) [»tato], [»toto] «αυτό» (2;1,09)

(δ) [»ata], [»lala] «αυτά» (2;1,16), (2;1,23)

(ε) [»ma¯a], [»ma˙a], [»una] «μαμά» (2;2,24)

(στ) [»davo] «σταυρός» (2;3)

(ζ) [»Dafta] «αυτά» (2;3,07)

(η) [»lala] «πολλά» (2;3,21)

(θ) [»oFa] «ζωγραφιά» (2;3,28)

(ι) [»fiFa] «φρυγανιά» (2;6,15)

Το φαινόμενο της τροπής ιάμβων σε τροχαϊκά μέτρα από το Διονύση είναι

άλλη μια σαφής μαρτυρία της φυσικής θέσης που κατέχουν στο λόγο του παιδιού οι

τροχαίοι πόδες.

Οι ομάδες περικοπών που είδαμε παραπάνω επαληθεύουν την καθολικότητα

του τροχαϊκού μοντέλου και επιβεβαιώνουν και για τα ελληνικά τα πορίσματα των

ερευνητών πάνω σε άλλες γλώσσες. Και στα ελληνικά διατηρούνται οι τονισμένες

συλλαβές και οι άτονες συλλαβές που βρίσκονται περιφερειακά, αλλά κυρίως στο

τέλος της λέξης. Περικόπτονται οι άτονες συλλαβές που βρίσκονται στην αρχή και

στο μέσο της λέξης. Όταν οι συλλαβές των περικοπών δεν διατηρούν αυτούσια τα

τεμάχιά τους, διατηρούν τα αμαρκάριστα, τα πλέον φυσικά στο λόγο τους φωνητικά

τεμάχια, αυτά δηλ. που φέρουν χαρακτηριστικά από τον χειλικό ή κορονικό

(οδοντικό ή ραχιαίο) τόπο άρθρωσης. Η άποψη περί καθολικότητας του τροχαίου και

διατήρησης τονισμένων και άτονων σε τελική θέση συλλαβών, επιβεβαιώνεται και

από τα παραδείγματα συναιρέσεων φωνολογικών φράσεων σε δισύλλαβες ελάχιστες

λέξεις και υπερδισύλλαβες λέξεις που σχηματίζουν τροχαίους πόδες. Αντίστοιχα

Page 166: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

163

ήταν τα πορίσματα των Gerken και McIntosh (1993), Gerken (1996), Carter και

Gerken (1997) για τα αγγλικά, όπως είδαμε παραπάνω.

(74) (α) [»texo] «θα το έχω» (2;1,23)

(β) [»koma] «να παίξουμε»

(γ) [a»javo] «θα διαβάσω» (2;2)

(δ) [»toka] «το έκανε» (2;2,24)

(ε) [e»ritaT], [ji»nitaT], [ini»taT] «της κυρίας Νίτσας»

(στ) [ca»nita], [a»nita] «η κυρία Νίτσα» (2;4,01)

(ζ) [»tivaleT] «τις έβαλες»

(η) [»tociTe] «το έσκισε» (2;6,15)

Αξιόλογη είναι η παρατήρηση που μπορούμε να κάνουμε σχετικά με τις συναιρέσεις

στα παραδείγματα (74) (α), (δ), (ζ), (η). Οι συγκεκριμένες φωνολογικές φράσεις

περιέχουν κλιτικά και, όπως και στα υπόλοιπα παραδείγματα, διατηρούνται στις

περικοπές οι τονισμένες λέξεις. Ας εξετάσουμε όμως την ποιότητα των φωνηέντων

που είναι φορείς του τόνου. Αν προσέξουμε, στα παραδείγματα (72) (δ) και (η)

διατηρείται το φωνήεν του κλιτικού [o]. Αυτό συνάδει με την ιεραρχία φωνηεντικής

ισχύος (hierarchy of vowel strength) της Kaisse (1985, στους Malikouti-Drachman

και Drachman 1988:201) που υποδεικνύει το [o] ως το πιο ισχυρό απ’όλα τα

φωνήεντα. Η κλίμακα αυτή είναι η εξής:

[ισχυρό o, a, u, i, e ασθενές] Τα παραδείγματα (72) (α), (ζ) αντιβαίνουν αυτήν την κλίμακα: στο (α) διατηρείται το

πιο ασθενές τεμάχιο [e], ενώ στο (ζ) διατηρείται ένα ενδιάμεσο των [o] και [e]

τεμάχιο, το [i].

Έχουμε μόνο μία περίπτωση όπου έχουμε συναίρεση σε οξύτονη δισύλλαβη λέξη

(75) (α) [To»nu] «στον ουρανό» (2;3,07)

Page 167: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

164

Το παράδειγμα αυτό μπορούμε να το δούμε σε συνδυασμό με τις περιπτώσεις

περικοπών υπερδισύλλαβων λέξεων-στόχων σε οξύτονες δισύλλαβες λέξεις που

εξετάζουμε αμέσως παρακάτω.

4. Λέξεις τονισμένες στη λήγουσα και περικοπές τρισύλλαβων λέξεων τονισμένων στη

λήγουσα (WWS)

Παρά την δυναμική παρουσία του τροχαϊκού πόδα, νωρίς εμφανίζονται και

εκφορές οξύτονων λέξεων-στόχων με τονικό μοντέλο της μορφής WS. Άλλες

εκφορές τέτοιου τύπου, όταν είναι περικοπές, προκύπτουν από συναιρέσεις ((76)

(στ)) και υπερδισύλλαβες λέξεις ((76) (δ), (76) (ε), (76) (η), (76) (ι))

(76) (α) [Du»˙a] «δουλειά» (2;1,23)

(β) [a»miT] «εμείς» (2;2)

(γ) [va»˙aT] «βασιλιάς»

(δ) [i»To] «ευχαριστώ» (2;3)

(ε) [ma»tci] «κρεμάστρα» (2;2,17)

(στ) [To»nu], [u»no] «στον ουρανό» (2;3,07)

(ζ) [ka»Ti] «κρασί» (2;4,27)

(η) [a»fCa] «ζωγραφιά» (2;5,08)

(θ) [poti»to] «κινητό»

(ι) [muTi»ci] «μουσική»

(ια) [fiFa»¯a] «φρυγανιά» (2;6,15)

(ια) [Di»fu], [De»fu] «αδελφού» (2;8,16)

Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι, ήδη από την πρώτη μας συνάντηση, ο

Διονύσης πραγματώνει, ως οξύτονες, λέξεις-στόχους, που χαρακτηρίζονται από

τροχαϊκό τονικό μοντέλο,

(77) (α) [to»no] «κασετόφωνο»

(β) [po»ta] «τίποτα» (2;1)

(γ) [ba»lo] «μπαλόνι» (2;2,11)

Page 168: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

165

(δ) [va»vi], [»vio] «βιβλίο» (2;2,12)

(ε) [te»te] «κεφαλάκι» (2;3)

(στ) [Da»Du] «τοσοδούλα»

(ζ) [ma»nol] «Μανόλης»

(η) [vu»a] «φάγαμε»

(θ) [ma»ji] «μάγοι» (2;3,07)

(ι) [ma»ril] «Μαρίλια» (2;4,01)

(ια) [teri»Tan] «τρύγησαν» (2;5,08)

(ιβ) [lu»lu] «λουλούδι»

(ιγ) [ti»le] «τηλέφωνο»

(ιδ) [ku»Di] «κουζίνα» (2;9)

Ωστόσο, έχουμε μια περίπτωση τρισύλλαβης οξύτονης λέξης-στόχου, η οποία

περικόπτεται σε δισύλλαβη λέξη τονισμένη στην παραλήγουσα

(78) (α) [»fiFa] «φρυγανιά» (2;6,15)61

Η παρουσία οξύτονων λέξεων σημειώνεται σχετικά νωρίς στα δεδομένα μας,

ήδη από την πρώτη μας συνάντηση, είναι όμως εξαιρετικά σπάνια, γίνεται όμως πιο

έντονη μετά τα 2;3 χρόνια του Διονύση62. Ο Διονύσης φαίνεται να αντιλαμβάνεται

την ύπαρξη του ιαμβικού τονικού μοντέλου και καταφέρνει, έστω και σποραδικά, να

πραγματώσει τέτοιας μορφής λέξεις. Παρόλ’αυτά ο κανόνας που «επιβάλλει» τα

τροχαϊκά μέτρα είναι τόσο ισχυρός, ώστε το παιδί να εκφέρει κατά κόρον τροχαίους

πόδες. Το φαινόμενο μπορεί επίσης να ερμηνευτεί από την οπτική δύο προσεγγίσεων:

Η πρώτη προσέγγιση εισήχθη από τον Hayes (1995), στην οποία έχουμε ήδη

αναφερθεί. Ο νόμος του Hayes που αφορά τροχαίους και ιάμβους (Iambic/ trochaic

Law), προτείνει ότι οι άνθρωποι διαθέτουν εγγενώς έναν μηχανισμό ο οποίος κάποτε

επιβάλλει στο εισαγόμενο μια ιαμβική δομή και άλλοτε μια τροχαϊκή. Κατά

61 Πραγματώνεται και ως οξύτονη τρισύλλαβη λέξη, όπως είδαμε σε προηγούμενα παραδείγματα. 62 Παραθέτουμε όλα τα παραδείγματα οξύτονων λέξεων που συναντούμε στα δεδομένα μας.

Page 169: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

166

συνέπεια, όταν οι άνθρωποι ακούν τα λεγόμενα εναλλασσόμενα τονικά μοντέλα

υπεροχής (alternating patterns of prominence) κάποιων συλλαβών, προσδίδουν

σ’αυτά ιαμβική δομή. Ακόμη κι αν το παιδί που κατακτά τη μητρική του δεν κάνει

διάκριση μεταξύ μακρών και βραχέων φωνηέντων αντιλαμβάνονται έστω και

κάποιον υποτυπώδη επιτονισμό, οπότε στο εξαγόμενό τους προσδίδουν ιαμβική

δομή.

Η δεύτερη προσέγγιση είναι πολύ ενδιαφέρουσα, και αφορά τα παραδείγματα

(77) (γ), (δ), (ζ), (ι), (ιβ). Στα παραδείγματα αυτά διαπιστώνουμε ότι παροξύτονες

λέξεις, που κανονικά σχηματίζουν τροχαϊκούς πόδες, περικόπτονται σε οξύτονες

λέξεις που σχηματίζουν ιάμβους. Η παρουσία αυτού του φαινομένου φαίνεται

μάλλον παράδοξη, εφόσον ο τροχαίος είναι ο δυνάμει φυσικός πόδας στο λόγο του

παιδιού. Το ποσοστό μάλιστα εμφάνισης του φαινομένου μπορεί να είναι μικρό, αλλά

καθόλου αμελητέο. Το πρόβλημα αντιμετωπίζεται με την κατάληξη (catalexis),

έννοια της μετρικής φωνολογίας που εισήχθη από τον Kiparsky (1991, στους

Nouveau 1994, Kager 1995, Trask 1996, Gussenhoven and Jakob 1998).

Όπως χαρακτηριστικά λέει ο Kiparsky, η κατάληξη είναι η εκ διαμέτρου

αντίθετη λειτουργία απ’αυτήν της εξωμετρικότητας (extrametricality). Το κοινό τους

χαρακτηριστικό είναι ότι και οι δύο είναι λειτουργίες που αφορούν περιφερειακά

τεμάχια. Η εξωμετρικότητα απ’τη μια μεριά έχει να κάνει με το ότι κάποια

προσωδιακές μονάδες δεν παίρνουν μέρος σε συγκεκριμένες διαδικασίες, αφού δεν

γίνονται αντιληπτές από τους κανόνες και τις αρχές που διέπουν αυτές τις

διαδικασίες. Η εξωμετρικότητα, λοιπόν, αφορά την διαγραφή αυτής της προσωδιακής

ενότητας από το άκρο του πεδίου όπου βρίσκεται μαζί με όλη την προσωδιακή δομή

που κυριαρχεί αυτής της ενότητας. Απ’την άλλη μεριά, με την κατάληξη ένα

τεμαχιακώς κενό προσωδιακό συστατικό, μια μόρα ή μια συλλαβή, προστίθεται στο

άκρο του πεδίου, οπότε αυτό το συστατικό γίνεται δεκτικό στους προσωδιακούς

κανόνες. Δύο είναι τα βασικά πλεονεκτήματα της κατάληξης: (α) απαλείφονται

πλήρως οι γνωστοί στη διεθνή βιβλιογραφία ως degenerate feet, δηλ. οι

μονομοραϊκοί πόδες σε γλώσσες που διακρίνονται από συλλαβικό βάρος ή

μονοσυλλαβικοί πόδες σε γλώσσες χωρίς διάκριση συλλαβικού βάρους και (β)

επιβάλλεται το καθολικώς ελάχιστο μέγεθος ενός πόδα: μια βαριά συλλαβή σε

γλώσσες με διάκριση συλλαβικού βάρους και ένας δισύλλαβος πόδας σε γλώσσες

χωρίς διάκριση συλλαβικού βάρους. Υποελάχιστες (subminimal) είναι οι

Page 170: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

167

μονομοραϊκές λέξεις σε γλώσσες με διάκριση συλλαβικού βάρους και οι

μονοσύλλαβες λέξεις σε γλώσσες όπου δεν υπάρχει διάκριση συλλαβικού βάρους

(Nouveau 1994:170-171, Kager 1995:269-270). Έτσι, στο π.χ. (77) (γ) όπου

παρατηρείται η περικοπή της τρισύλλαβης παροξύτονης λέξης σε δισύλλαβη οξύτονη

(79) (α) [ba»lo] «μπαλόνι» (2;2,11)

μπορούμε να προσθέσουμε, αδεία της κατάληξης, μια κενή τεμαχιακώς συλλαβή στο

τέλος της λέξης στα δεξιά

(80) (α) ba»lo[ ]

Η κατάληξη συμβάλλει στο να μην εμφανίζεται το μαρκαρισμένο μοντέλο στο λόγο

του παιδιού και να φαίνεται έτσι ότι ο Διονύσης επανέρχεται στο αμαρκάριστο

τροχαϊκό τονικό σύστημα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η κατάληξη παγιώνει πια

τον τροχαίο πόδα στον παιδικό λόγο.

Ένα ακόμη αξιοσημείωτο φαινόμενο είναι ο παρατονισμός παροξύτονων

λέξεων σε προπαροξύτονες

(81) (α) [»ovete] «γυρίζει» (2;2)

(β) [»tikota] «μπισκότα» (2;3)

(γ) [tu »ciriu] «του κυρίου» (2;7,14)

Σ’αυτές τις περιπτώσεις δεν υπάρχει πρόβλημα με τον αμαρκάριστο τονισμό.

Τα παραδείγματα μάλλον είναι ενδεικτικά της κατευθυντικότητας (directionality) που

έχει η δομή των τροχαίων ποδών στις υπερδισύλλαβες λέξεις. Τα παραδείγματα από

τα ελληνικά δεδομένα σημειώνουν ότι οι πόδες, τουλάχιστον στον παιδικό λόγο,

σχηματίζονται με φορά από τα αριστερά προς τα δεξιά και όχι το αντίστροφο.

Γι’αυτό και τον τόνο φέρει η αρχική συλλαβή και όχι η παροξύτονη, όπως απαιτεί το

εισαγόμενο. Στον παιδικό λόγο η τελική συλλαβή είναι εξωμετρική και αποκλείεται

από φωνολογικές διαδικασίες, όπου και όταν αυτό απαιτείται. Το (γ) δεν είναι πολύ

ισχυρό παράδειγμα, γιατί το εξαγόμενο του παιδιού βασίζεται στη γλωσσική νόρμα

που στα ελληνικά είναι η δημοτική γλώσσα. Ωστόσο, τουλάχιστον στο λόγο των

ενηλίκων, ως αμαρκάριστος θεωρείται ο τύπος που τονίζεται στην παραλήγουσα.

Page 171: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

168

Χρησιμοποιούμε λοιπόν αυτό το παράδειγμα περισσότερο για να δείξουμε την τάση

του παιδιού για πόδες που δομούνται από τα αριστερά προς τα δεξιά63.

Από τη δεύτερη συνάντηση ο Διονύσης αρχίζει να παρουσιάζει άλλοτε

σχετική και άλλοτε απόλυτη πιστότητα προς το εισαγόμενο όσον αφορά τον αριθμό

των συλλαβών, σε λέξεις πάνω των τριών συλλαβών. Η αρχική σύγχυσή του φαίνεται

και από το ότι άλλοτε πραγματώνει κανονικά και άλλοτε περικόπτει τους ίδιους

τύπους.

(80) (α) [»tota], [»kula], [a»kula] «κουκούλα»

(β) [te»jateno], [te»totono], [»avono] «ραδιόφωνο»

(γ) [ma»kala] «δασκάλα»

(δ) [kate»lina], [»ina] «Κατερίνα» (2;1,23)

(ε) [e»ateT] «κασέτες»

(στ) [»ovete], [e»liDi] «γυρίζει» (2;2)

(ζ) [»namata], [»amata], [»Tamata] «πράγματα» (2;2,06) και (2;2,12)

(η) [Tu»biDume] «σκουπίζουμε» (2;2,06)

(θ) [aka»laci], [oko»laci] «κοκοράκι» (2;2,11)

(ι) [ipi»etia] «υπηρέτρια»

(ια) [tacia»taci] «στρατιωτάκι» (2;3,07)

(ιβ) [kate»lola] «κατσαρόλα»

(ιγ) [ovo»vovuta] «οδοντόβουρτσα» (2;3,21)

(ιδ) [xali»levi] «μαγειρεύει» (2;3,28)

(ιε) [mole»vaci] «μολυβάκι» (2;4,01)

(ιστ) [ce»mata] «κρεμάστρα» (2;4,13)

(ιζ) [aTi»mari], [teTi»mari] «μαξιλάρι»

63 Αντίστοιχα είναι και τα παραδείγματα της Nouveau (1994) για τα ολλανδικά.

Page 172: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

169

(ιη) [tuFu»Dume] «τραγουδούμε» (2;4,17)

(ιθ) [popo»ka˙a] «πορτοκάλια»

(κ) [tate»ofono] «κασετόφωνο» (2;4,17)

(κα) [ka»Tomate] «καθόμαστε» (2;5,15)

(κβ) [ti»leTeno] «τηλέφωνο» (2;7,14)

(κγ) [patelo»naci] «παντελονάκι» (2;8,11)

(κδ) [forema»taci] «φορεματάκι» (2;9)

3.3.3.5. Συμπεράσματα

Σ’αυτό το κεφάλαιο επιχειρήσαμε να δώσουμε μια εικόνα του τονισμού, έτσι

όπως αυτός αναπτύσσεται στον παιδικό λόγο. Παρατηρήσαμε τα εξής:

1. Ο τροχαϊκός πόδας (SW) είναι το αμαρκάριστο τονικό μοντέλο και η δισύλλαβη

CVCV η αμαρκάριστη ελάχιστη λέξη του παιδικού λόγου και στα ελληνικά. Η

CVCV ελάχιστη λέξη είναι προτιμητέα ως δομή για δύο λόγους: (α) η CVCV

ελάχιστη λέξη συνίσταται από δύο δυνάμει αμαρκάριστες συλλαβές των οποίων η

εκφορά είναι σχεδόν αυτόματη σε σχέση με τις πιο μαρκαρισμένες συλλαβικές

δομές. (β) η δομή CVCV μπορεί να γίνει αντιληπτή ως επέκταση του

αναδιπλασιασμού που χαρακτηρίζει το βάβισμα (Salidis and Johnson 1997:32-33).

2. Οι συλλαβές που διατηρούνται στις δισύλλαβες περικοπές και στα ελληνικά είναι

οι τονισμένες και οι τελικές άτονες συλλαβές. Γενικά στις περικοπές, ακόμη κι

όταν αυτές είναι υπερδισύλλαβες περικοπές λέξεων που αποτελούνται από

περισσότερες των τριών συλλαβές, διατηρούν, εκτός των τονισμένων, τις

περιφερειακές συλλαβές. Τα φωνητικά τεμάχια που διατηρούνται είναι τα

αμαρκάριστα στο λόγο του παιδιού, όπως τα παρουσιάσαμε στη μελέτη των

συλλαβικών εμβάσεων.

3. Όλα τα παραδείγματα των γλωσσικών δεδομένων, μολονότι προέρχονται από ένα

μόνο παιδί, μας επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι ο τονισμός στον παιδικό λόγο δεν

είναι λεξικός, αλλά βασίζεται σε κανόνες, και ειδικά στον κανόνα που επιβάλλει

καθολικά το τροχαϊκό μοντέλο ως αμαρκάριστο. Τα αποτελέσματα των ελληνικών

Page 173: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

170

συνάδουν μ’αυτά των ισπανικών (Hochberg 1986, 1987, 1988), των αγγλικών

(Roeper, Stack και Carlson 1978) και των ολλανδικών (Fikkert 1992), όπως

είδαμε παραπάνω.

4. Τα γλωσσικά δεδομένα μας δείχνουν ότι το παιδί περνά από όλα τα στάδια της

γλωσσικής ανάπτυξης όπως τα διατύπωσαν οι Demuth και Fee (1995, στην

Demuth 1996), η Fikkert (1995), οι Johnson και Salidis (1996), Fikkert και Penner

(1998). Συναντούμε το υποελάχιστο επίπεδο, το επίπεδο της ελάχιστης λέξης, το

επίπεδο της πραγμάτωσης υπερδισύλλαβων λέξεων. Η σειρά της κατάκτησης της

μητρικής από το Διονύση μελετάται σε μια ηλικία καθοριστική, ώστε να βγάλουμε

συμπεράσματα και να κάνουμε γενικεύσεις για τον τρόπο κατάκτησης της

ελληνικής ως μητρικής.

3.3.3.6. Θεωρία του Βέλτιστου και τονισμός στα νέα ελληνικά

Οι περιορισμοί της ΟΤ διακρίνονται, όπως είπαμε σε δυο κατηγορίες, τους

περιορισμούς ορθού σχηματισμού και τους κανόνες πιστότητας. Οι περιορισμοί που

αφορούν τον τονισμό και στα ελληνικά είναι οι εξής:

Περιορισμοί ορθού σχηματισμού ή δομικοί περιορισμοί (wellformedness or

structural constraints)

1. ALIGN LEFT: Align (Foot, L, PrWd, L)- Το αριστερό άκρο κάθε πόδα συμπίπτει

με το αριστερό άκρο της κεφαλής μιας προσωδιακής λέξης. Ο περιορισμός αυτός

είναι στην ουσία ο περιορισμός (2):

2. TROCH (των Tesar 1997 και Ota 1998): οι πόδες έχουν τροχαϊκή δομή. Τον

περιορισμό θα οριοθετήσουμε στα πλαίσια της CVCV.

3. ALIGN STRESS -PW: Align (Stress, R, Ft, R)- Ο κυρίως τόνος συμπίπτει με τον

πρώτο ισχυρό πόδα από το δεξί άκρο της προσωδιακής λέξης/ WSR: οι ισχυρές

συλλαβές πρέπει να τονίζονται

FTBIN: οι πόδες είναι διμελείς σε κάποιο επίπεδο ανάλυσης (σ, μ). Ο περιορισμός

αυτός είναι αντίστοιχος με τον περιορισμό ALIGN PrWd: οι πόδες είναι διμελείς

5. MinWd (CVCV): Απαιτείται η εκφορά ελάχιστων λέξεων της δομής CVCV.

Περιορισμοί πιστότητας (faithfulness constraints)

Page 174: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

171

1. MAX-IO: κάθε τεμάχιο στο εισαγόμενο έχει ένα αντίστοιχο στο εξαγόμενο. Αυτός

ο περιορισμός δεν επιτρέπει την απαλοιφή. Μέρος του παραπάνω περιορισμού

είναι ο περιορισμός

2. FAITHSUL: κάθε συλλαβή στο εισαγόμενο πρέπει να αντιστοιχεί σε μια συλλαβή

στο εξαγόμενο. Αυτός ο περιορισμός αντιστοιχεί προς τους περιορισμούς FILL

(=οι συλλαβικές σχέσεις συμπληρώνονται με τεμαχιακό υλικό) και PARSE-SEG

(=τα υποκείμενα τεμάχια οργανώνονται σε συλλαβικές δομές)

3. FAITH STRESS: ένα τεμάχιο που φέρει τον τόνο στο εισαγόμενο έχει ένα

αντίστοιχο στο εξαγόμενο

4. RIGHT-ANCHOR I-O: κάθε τεμάχιο στο δεξί άκρο του εισαγόμενου έχει ένα

αντίστοιχο στο δεξί άκρο του εξαγόμενου. Τον περιορισμό θα τον οριοθετήσουμε,

όπου χρειαστεί, στα πλαίσια της απαραίτητης εκφοράς μονοσύλλαβων ή

δισύλλαβων περικοπών (Tr-RIGHT ANCHOR, Tr-LEFT ANCHOR), οπότε

ενεργοποιείται ως περιορισμός ορθού σχηματισμού.

5. MAX BT: κάθε τεμάχιο στη βάση έχει το αντίστοιχό του στον περικεκομμένο τύπο

(truncated form)

Η Demuth (1995, 1996) χρησιμοποιεί με πολύ εύστοχο τρόπο τα στάδια μέσα

από τα οποία περνάει η γλωσσική κατάκτηση, προκειμένου να δείξει και τη σταδιακή

επανιεράρχηση των περιορισμών, ώσπου οι δομικοί περιορισμοί ή περιορισμοί ορθού

σχηματισμού να δώσουν τη θέση τους ψηλά στην ιεραρχία στους περιορισμούς

πιστότητας. Κατά τον ίδιο τρόπο θα δείξουμε τις επανιεραρχήσεις των περιορισμών

και στα νέα ελληνικά που υποδεικνύουν τους τρόπους με τους οποίους το παιδί

ξεκινά με τις αμαρκάριστες και κατακτά ολοένα και περισσότερο μαρκαρισμένες

δομές.

Θα δείξουμε τη σταδιακή γλωσσική ανάπτυξη του λόγου του Διονύση

παραθέτοντας καταρχήν τους πίνακες των περισσότερο αμαρκάριστων δομών στον

παιδικό λόγο. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, ο Διονύσης παράγει λίγες μονοσύλλαβες

δομές που συνιστούν περικοπές δισύλλαβων και υπερδισύλλαβων λέξεων-στόχων.

Στα πλαίσια της θεωρίας του Βέλτιστου, οι περιορισμοί δείχνουν τις άμεσες αξιώσεις

του παιδικού λόγου. Στους δύο παρακάτω πίνακες δείχνουμε τις ιεραρχήσεις των

Page 175: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

172

περιορισμών στις μονοσύλλαβες με ανοιχτές συλλαβές πραγματώσεις του Διονύση

και στις αντίστοιχες με κλειστές συλλαβές.

Εισαγόμενα: /kra»si/, /e»Do/ Πίνακας (81) Τύποι Τr-RIGHT-

ANCHOR

FAITH STRESS

WSR/Align STRESS PrWd

FTBIN CVCV TROCHEE FAITH SYL/ MAX-IO, MAX BT

/kra»Ti/ * *

[Ti] * * * * /E»Do/ * *

[Do] * * * *

Στον παραπάνω πίνακα (81) οι εισαγόμενοι τύποι, δηλ. οι τύποι των ενηλίκων, δεν

επιλέγονται ως βέλτιστοι τύποι, καθώς παραβιάζουν έναν πολύ ψηλά ιεραρχημένο

στο λόγο των παιδιών περιορισμό, αυτόν που απαιτεί την ύπαρξη περικεκομμένων

τύπων που διατηρούν τα στοιχεία τα οποία βρίσκονται στο δεξί άκρο της λέξης-

στόχου.

Εισαγόμενα: /»irTa/, /»taksi/, /»vraDi/ Πίνακας (82) Τύποι Tr-LEFT-

ANCHOR FAITH STRESS

WSR/ Align Stress PrWd

FAITH SYL, MAX-IO, MAX BT

FTBIN CVCV TROCHEE

/»irTa/ * [iT] * * *

[»taksi/ * [daF] * * *

/»vraDi/ * [»vaD] * * *

Ομοίως στον πίνακα (82), οι τύποι που εκφωνούν οι ενήλικες απορρίπτονται,

καθώς παραβιάζουν έναν τροποποιημένο, αντίστοιχα προς τον Tr RIGHT ANCHOR,

περιορισμό. Αυτή η ιεράρχηση των περιορισμών υπογραμμίζει αυτό που έχουμε ήδη

τονίσει: ότι δηλ. το παιδί επιδιώκει να διατηρεί στα εξαγόμενά του καταρχήν τις

τονισμένες συλλαβές και δευτερευόντως αυτές που βρίσκονται στο τέλος της λέξης,

στα δεξιά. Υπάρχουν βέβαια και παραδείγματα που αξιώνουν καταρχήν τη

διατήρηση των συλλαβών που βρίσκονται στα άκρα των συλλαβών, όπως δείχνει ο

πίνακας (83).

Page 176: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

173

Εισαγόμενα: /ma»Ceri/ Πίνακας (83) Τύποι Tr-RIGHT-

ANCHOR FAITH STRESS

WSR/ Align Stress PrWd

FAITHSYL, MAX-IO, MAXBT

FTBIN CVCV TROCHEE

/ma»Ceri/ * * [li] * * * * * *

O τύπος των ενηλίκων απορρίπτεται, γιατί παραβιάζει τον ψηλά ιεραρχημένο

περιορισμό που απαιτεί μονοσύλλαβες εκφορές που διατηρούν τα στοιχεία που

βρίσκονται στα δεξιά της λέξης-στόχου64. Παρατηρούμε ότι το εξαγόμενο του

παιδιού, αν και παραβιάζει όλους τους χαμηλότερα ιεραρχημένους περιορισμούς,

επιλέγεται ως βέλτιστο.

Στο μέρος της περιγραφής του τονικού συστήματος της ελληνικής

υποστηρίξαμε ότι οι ελάχιστες λέξεις που έχουν τη μορφή CVCV είναι η

αμαρκάριστη δομή των λεκτικών πραγματώσεων των παιδιών. Δηλ. οι ελάχιστες

λέξεις αποτελούνται από δύο πυρηνικές συλλαβές, από δύο μόρες, άρα πρωταρχική

είναι η απαίτηση για διμελείς πόδες στα εξαγόμενα των παιδιών και κατά συνέπεια

πολύ ψηλά ιεραρχημένος είναι ο περιορισμός FTBIN. Στα δεδομένα του Διονύση

διαπιστώσαμε ότι αμαρκάριστο τονικό μοντέλο του παιδικού λόγου είναι ο τροχαϊκός

πόδας. Άρα, επίσης ψηλά ιεραρχημένος είναι ο περιορισμός που αξιώνει την ύπαρξη

τροχαϊκών ποδών στα εξαγόμενα του παιδιού. Ακολουθούν οι περιορισμοί οι οποίοι

απαιτούν πιστότητα εκ μέρους του παιδιού όσον αφορά τη διατήρηση των συλλαβών

που βρίσκονται στα δεξιά μιας λέξης και των συλλαβών που είναι φορείς του τόνου.

Οι περιορισμοί που απαιτούν πιστότητα σχετικά με τον αριθμό των συλλαβών του

εισαγόμενου που διατηρούνται στα εξαγόμενα του παιδιού είναι πολύ χαμηλά

ιεραρχημένοι. Θεωρούμε ότι η ιεράρχηση των περιορισμών του πίνακα που

64 Ο περιορισμός RIGHT-ANCHOR-IO, τροποποιημένος ως Tr-RIGHT ANCHOR, φέρεται πλέον ως

περιορισμός ορθού σχηματισμού παρά ως περιορισμός πιστότητας

Page 177: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

174

ακολουθεί είναι η αμαρκάριστη ιεράρχηση στον παιδικό λόγο για το μεγαλύτερο

χρονικό διάστημα μέχρι να αρχίσει η περίοδος κατάκτησης μαρκαρισμένων δομών.

Όμως, ακόμη κι όταν το παιδί αρχίζει να κατακτά μαρκαρισμένες δομές, η ελάχιστη

λέξη τροχαϊκού πόδα υφίσταται πάντα και μάλιστα πολύ δυναμικά. Τα παραδείγματά

μας χαρακτηρίζονται από απόλυτη ομοιογένεια.

Εισαγόμενα: /sku»piDja/, /kami»naDa/, /ka»seta/, /vi»vlio/, /a»sterja/

Πίνακας (84)

Τύποι FTBIN/ Align PrWd

CVCV TROCHEE FAITH STRESS

WSR/ Align Stress PrWd

RIGHT-ANCHOR IO

FAITH SYL, MAX-IO, MAX BT

/sku»piDja/ * [»vija] *

/kami»naDa/ * [»lala] *

/ka»seta/ * [»teta] *

/vi»vlio/ * [»vio] *

/a»sterja/ * [»teja] *

Οι λέξεις-στόχοι παραβιάζουν τον περιορισμό που απαιτεί την πραγμάτωση

ελάχιστων λέξεων της δομής CVCV. Αντίθετα τα εξαγόμενα των παιδιών

παραβιάζουν τους πολύ χαμηλούς στην ιεραρχία περιορισμούς πιστότητας.

Οι ελάχιστες λέξεις και οι τροχαίοι πόδες προκύπτουν συνήθως από περικοπές

υπερδισύλλαβων λέξεων-στόχων. Οι λέξεις-στόχοι είναι τρισύλλαβες με την

παραλήγουσα να είναι φορέας του τόνου (WSW), τρισύλλαβες τονισμένες στην

προπαραλήγουσα (SWW), και λέξεις με περισσότερες των τριών συλλαβές65.

Περικοπές WSW λέξεων

65 Θεωρούμε σκόπιμο να κάνουμε πίνακες για κάθε μία περίπτωση, για να δείξουμε έτσι τη δυναμική

που έχει η ιεράρχηση των περιορισμών που επιβάλλει την αμαρκάριστη δομή των ελάχιστων λέξεων

του τύπου CVCV.

Page 178: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

175

Εισαγόμενα: /tsu»liTra/, /pi»stoli/, /pro»sexo/, /ba»loni/, /o»brela/

Πίνακας (85)

Τύποι FTBIN CVCV TROCHEE FAITH STRESS

WSR/Align Stress PrWd

RIGHT-ANCHOR-IO

FAITH SYL, MAX-IO, MAX BT

/tsu»liTra/ * [»lita] *

/pi»stoli/ * [»toli] *

/pro»sexo/ * [»jexo] *

/ba»loni/ * [»boti] *

/o»brela/ * [»vela] *

Περικοπές SWW λέξεων

Εισαγόμενα: /»evala/, /»maFulo/, /»prasino/, /»avrio/, /»evFale/ Πίνακας (86) Τύποι FTBIN CVCV TROCHEE FAITH

STRESS WSR/ Align Stress PrWd

RIGHT-ANCHOR-IO

FAITH SYL, MAX-IO, MAX BT

/»evala/ * [»evla] *

/»maFulo/ * [»malo] *

/»prasino/ * [»pati] *

/»avrio/ * [»avro] *

/»evFale/ * [»eFa] *

Page 179: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

176

Τα εξαγόμενα των ενηλίκων, που ταυτόχρονα συνιστούν τα εισαγόμενα των παιδιών,

μοιραία δεν επιλέγονται ως βέλτιστοι τύποι των παιδιών, εφόσον και εδώ

παραβιάζουν ένα υψηλότατο στην ιεραρχία δομικό περιορισμό, αυτόν που απαιτεί

την ύπαρξη ελάχιστων λέξεων της δομής CVCV. Τα παιδιά συνεχίζουν να

παραβιάζουν τους χαμηλά ιεραρχημένους, άρα και ασήμαντους, όσον αφορά την

επιλογή του βέλτιστου εξαγόμενου τύπου, περιορισμούς πιστότητας.

Οι περικοπές λέξεων που αποτελούνται από παραπάνω των τριών συλλαβών σε

εκφορές της δομής CVCV επισημαίνουν για μια ακόμη φορά την αμαρκάριστη δομή

στο λόγο του παιδιού, την ελάχιστη λέξη CVCV. Αυτό υποδεικνύει και ο πίνακας

(87). Πάλι τα εξαγόμενα των ενηλίκων παραβιάζουν τους ψηλά ιεραρχημένους

περιορισμούς ορθού σχηματισμού, οπότε και απορρίπτονται.

Εισαγόμενα: /a»niksame/, /alo»Faci/, /kate»rina/, /eksafa»nistice/ Πίνακας (87) Τύποι FTBIN CVCV TROCHEE FAITH

STRESS WSR/ Align Stress PrWd

RIGHT-ANCHOR-IO

FAITH SYL, MAX-IO, MAX BT

/a»niksame/ * [»iDme] *

/alo»Faci/ * [»aci] *

/kate»rina/ * [»ina] *

/eksafa»nistice/

*

[»fece] *

Χαρακτηριστική είναι η τροπή δισύλλαβων ή υπερδισύλλαβων οξύτονων λέξεων-

στόχων σε δισύλλαβες λέξεις τροχαϊκού μοντέλου και η συναίρεση φωνολογικών

φράσεων σε εκφορές τροχαϊκού τονικού μοντέλου που επίσης επιβεβαιώνουν τη

μέχρι τώρα κυρίαρχη ιεραρχία των περιορισμών. Μέχρι το τέλος της συλλογής του

υλικού μας, ακόμη κι όταν το παιδί αντιλαμβάνεται και αρχίζει να πραγματώνει

μαρκαρισμένες δομές, η χρήση και η παραγωγή των αμαρκάριστων δομών είναι πολύ

φυσική και οπωσδήποτε συχνότατη.

Εισαγόμενα: /po»li/, /ka»ko/, /sta»vros/, /zoFra»fCa/, /friFa»¯a/ Πίνακας (88) Τύποι TROCHEE CVCV FTBIN FAITH

STRESS WSR/ Align Stress PrWd

RIGHT ANCHOR-IO

FAITH SYL, MAX-IO,

Page 180: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

177

MAX BT /po»li/ *

[»koli] * * /ka»ko/ *

[»kako] * * /sta»vros/ *

[»davo] * * /zoFra»fCa/ *

[»oFa] * * /friFa»¯a/ *

[»fiFa] * *

Εισαγόμενα: /to »ekane/, /Ta to »exo/ Πίνακας (89) Τύποι CVCV TROCHEE FTBIN FAITH

STRESS WSR/ Align Stress PrWd

RIGHT-ANCHOR-IO

FAITH SYL, MAX-IO, MAX BT

/ to »ekane/ * [»toka] * * *

/Ta to »exo/ * [»texo] * * *

Οι εισαγόμενοι τύποι δεν ικανοποιούν μια από τις βασικές επιταγές παιδικού λόγου,

την εκφορά ελάχιστων λέξεων της δομής CVCV, ακόμη κι αν αυτές συνιστούν

περικοπές φωνολογικών φράσεων. Μολονότι, λοιπόν, τα εξαγόμενα του Διονύση

παραβιάζουν περισσότερους περιορισμούς, επιλέγονται ως βέλτιστα, επειδή

παραβιάζουν περιορισμούς που διατάσσονται πολύ χαμηλά στην ιεραρχία.

Ωστόσο, από τα 2;1,23 και εξής ο Διονύσης αρχίζει (α) να πραγματώνει

δισύλλαβες οξύτονες ή παροξύτονες λέξεις ως οξύτονες και (β) να περικόπτει

υπερδισύλλαβες και πολυσύλλαβες σε οξύτονες δισύλλαβες λέξεις, αν και το τονικό

μοντέλο των λέξεων-στόχων είναι ο τροχαϊκός πόδας. Ο Διονύσης δηλ. ήδη από πολύ

νωρίς αντιλαμβάνεται τις σύνθετες και μαρκαρισμένες δομές και αρχίζει σιγά σιγά να

παράγει τέτοιες δομές. Στα πλαίσια της Θεωρίας του Βέλτιστου αυτό σημαίνει ότι το

παιδί επανιεραρχεί τους περιορισμούς του με τέτοιο τρόπο, ώστε να δηλώνεται η

κατάκτηση των μαρκαρισμένων δομών.

Page 181: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

178

Εισαγόμενα: /Du»˙a/, /kra»si/, /»maji/ Πίνακας (90) Τύποι FTBIN CVCV TROCHEE FAITH

STRESS WSR/ Align Stress PrWd

RIGHT-ANCHOR-IO

FAITH SYL, MAX-IO, MAX BT

/Du»˙a/ * [Du»˙a] *

/kra»si/ * [ka»Ti] *

/»maji/ [ma»ji] * *

Στον παραπάνω πίνακα τόσο το εισαγόμενο όσο και το εξαγόμενο

παραβιάζουν τον μέχρι τώρα κυρίαρχο και αμαρκάριστο περιορισμό που απαιτεί

τροχαίους πόδες. Το παδί λοιπόν αρχίζει να εμφανίζει στοιχεία πιστότητας προς το

εισαγόμενό του. Αυτό επάγεται και το ότι η θέση του βασικότερου δομικού

περιορισμού που απαιτεί τροχαίους πόδες πρέπει να επαναπροσδιοριστεί. Για να

μπορούν τα εξαγόμενα του παραπάνω πίνακα να είναι βέλτιστα, πρέπει να

τοποθετηθεί ο αμαρκάριστος μέχρι τώρα δομικός περιορισμός πολύ χαμηλά στην

ιεραρχία. Κατά συνέπεια, αρχίζουν να κερδίζουν έδαφος και να ιεραρχούνται ψηλά οι

περιορισμοί πιστότητας έναντι των περιορισμών ορθού σχηματισμού. Τα ίδια

ισχύουν και για τον παρακάτω πίνακα

Εισαγόμενα: /kase»tofono/, /ba»loni/, /toso»Dula/, /ku»zina/ Πίνακας (91) Τύποι FTBIN CVCV TROCHEE FAITH

STRESS WSR/ Align Stress PrWd

RIGHT-ANCHOR-IO

FAITH SYL, MAX-IO, MAX BT

/kase»tofono/ [to»no] * * * *

/ba»loni/ [ba»lo] * * *

/toso»Dula/ [Da»Du] * * * *

/ku»zina/ [ku»Di] * * *

Αν ιεραρχήσουμε ψηλά τον περιορισμό που απαιτεί τους τροχαίους πόδες τα

εξαγόμενα του Διονύση θα έπρεπε να απορριφθούν. Για να θεωρούνται βέλτιστα τα

Page 182: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

179

εξαγόμενα των δύο παραπάνω πινάκων ((90), (91)), η επανιεράρχηση των

περιορισμών πρέπει να έχει ως εξής

(92) FAITH STRESS >> WSR/ Align Stress PrWd >> FTBIN >> CVCV >> RIGHT-ANCHOR-IO >> FAITH SYL >>

TROCHEE

Έχοντας ως βάση τα παραπάνω, ας δούμε πως αντίστοιχα στον πίνακα (93)

επιλέγονται ως βέλτιστα τα εξαγόμενα που επιδεικνύουν σχεδόν απόλυτη ταυτότητα

προς το εισαγόμενο. Ο πίνακας σημειώνει την νέα πλέον ιεράρχηση των περιορισμών

που ισχύει για εξαγόμενα που έχουν ως εισαγόμενους τύπους λέξεις-στόχους που

αποτελούνται από τρεις και περισσότερες των τριών συλλαβές. Στον πίνακα για κάθε

εισαγόμενο τύπο παραθέτουμε δύο εξαγόμενα. Το πρώτο είναι υποθετικό, ενώ το

δεύτερο είναι η πραγματική εκφορά εκ μέρους του Διονύση.

Εισαγόμενα: /koko»raci/, /stratio»taci/, /porto»ka˙a/, /oDo»dovurtsa/, /ipi»retria/ Πίνακας (93) Τύποι FAITH SYL FAITH

STRESS WSR/ Align Stress PrWd

RIGHT-ANCHOR-IO

FTBIN CVCV TROCHEE

/koko»raci/ * [»laci] *

[oko»laci][aka»laci]

*

/stratio»taci/ * [»taci] *

[tacia»taci/ * /porto»ka˙a/ * [»ka˙a] *

[popo»ka˙a] * /oDo»dovurtsa/ * [»vota] *

[ovo»vovuta] * /ipi»retria/ * [»peta] *

[ipi»etia] *

Ο υποθετικός τύπος παραβιάζει έναν πολύ ψηλά ιεραρχημένο περιορισμό, τον

περιορισμό που απαιτεί πιστότητα συλλαβών σε σχέση με τους εισαγόμενους τύπους.

Άρα αυτομάτως απορρίπτονται και επιλέγονται ως βέλτιστα τα εξαγόμενα που

Page 183: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

180

επιδεικνύουν τη μεγαλύτερη δυνατή πιστότητα. Τα παραδείγματα που παραθέτουμε

εμφανίζουν απόλυτη πιστότητα όσον αφορά τον αριθμό των συλλαβών.

Page 184: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

181

4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Με τη μελέτη μας επιχειρήσαμε να περιγράψουμε και να ερμηνεύσουμε την

κατάκτηση της προσωδιακής δομής στα ελληνικά, στο επίπεδο της συλλαβής και του

τονισμού. Θεωρήσαμε σκόπιμο να παραθέσουμε τα πορίσματα ερευνών αναφορικά

με άλλες γλώσσες, προκειμένου να προβούμε σε συγκριτική εξέτασή τους με τα

ελληνικά, ώστε να διαπιστώσουμε τα φαινόμενα που συνιστούν καθολικά

χαρακτηριστικά σ’όλες τις γλώσσες κι αυτά που συνιστούν παραμέτρους ανά

γλώσσα. Η ερμηνευτική μας προσέγγιση βασίστηκε στο θεωρητικό μοντέλο της

θεωρίας του Βέλτιστου (Prince and Smolensky 1993).

Τα πορίσματα και τα συμπεράσματα της μελέτης μας στηρίχτηκαν στα

γλωσσικά δεδομένα ενός μόνο παιδιού που κατακτά την ελληνική ως μητρική

γλώσσα. Θα ήταν άστοχο να παραβλέψουμε το γεγονός ότι ο παιδικός λόγος

χαρακτηρίζεται από γλωσσική μεταβλητότητα, ξεχωριστή, ατομική και ιδιαίτερη για

κάθε παιδί (individual variability). Έχει προταθεί (Rice 1995:7) ότι η γλωσσική

μεταβλητότητα είναι αντίστοιχη μ’αυτή των ενηλίκων, με μοναδική διαφορά το

βαθμό εμφάνισής της, και ότι στην πρώιμη φάση του παιδικού λόγου λειτουργεί ως

συνέπεια ενός φωνολογικού μοντέλου στο οποίο ενσωματώνονται τεμαχιακές

ιεραρχίες, φωνολογικές αντιθέσεις κλπ. Η γλωσσική μεταβλητότητα παίρνει τη

μορφή αλλοφωνικής ποικιλίας (allophonic variation) και ελεύθερης εναλλαγής (free

variation). Αυτή η μεταβλητότητα κυρίως αφορά τα φωνητικά τεμάχια που

προτιμώνται από τα παιδιά ή τη συχνότητα εμφάνισης κάποιων φαινομένων (βλ. και

Fee 1995β, Rice 1995, Rice and Avery 1995, Stromswold 1996, ειδικά για τη

γλωσσική μεταβλητότητα σε παιδιά με νοητικά προβλήματα βλ. Wode 1997, Gierut

and Morisette 1998). Ωστόσο, η συστηματικότητα και η κανονικότητα εμφάνισης

κάποιων φαινομένων στα ελληνικά σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη εμφάνισή τους

σε άλλες γλώσσες, γεγονός που σχεδόν τα ανάγει σε καθολικά (universals), μας

επιτρέπουν να προχωρήσουμε, έστω και με επιφύλαξη, σε γενικεύσεις όσον αφορά

την κατάκτηση της ελληνικής. Οπωσδήποτε απαιτούνται τα πορίσματά από την

επεξεργασία γλωσσικών δεδομένων από περισσότερα παιδιά, προκειμένου να

επιβεβαιώσουμε ή να τροποποιήσουμε τα συμπεράσματά μας.

Page 185: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

182

5. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Alan Hall, Tracy. 1995. Remarks on Coronal Underspecification. In Van der Hulst,

H. and J. Van deWeijer (eds.). 187-203.

Alderete, J., J. Beckman, L. Benua, A. Gnanadesikan, J. McCarthy and S. Urbanczyk.

1997. Reduplication with Fixed Segmentism. ROA-226.

Archangeli, D. 1997. An Introduction to Linguistics in the 1990s. In Archangeli, D.

and D.T. Langendoen (eds.). 1-32.

Archangeli, D. and D. T. Langendoen (eds.). 1997. Optimality Theory. An Overwiew.

Oxford: Blackwell.

Archibald, J. 1993. Language Learnability and L2 Phonology: The Acquisition of

Metrical Parameters. Dordrecht: Kluwer Academic Publishers.

Archibald, J. 1995. The Acquisition of Stress. In Archibald, J. (ed.). 81-109.

Archibald, J. (ed.). 1995. Phonological Acquisition and Phonological Theory.

Hillsdale: Lawrence Erlbaum Associates.

Archibald, J. 1996. The Acquisition of Yucatanean Maya Prosody. In Bernhardt, B., J.

Gilbert and D. Ingram (eds.). 99-112.

Beckman, J. (ed.). 1995. Proceedings of the NELS 25. Amherst, MA: G.L.S.A.,

University of Massachusetts.

Beckman, J.N. 1997. Positional Faithfulness, Positional Neutralisation and Shona

Vowel Harmony. Phonology 14.1. 1-46.

Beckman, J. N., Walsh Dickey, L. and S. Urbanczyk (eds.). 1995. Papers in

Optimality Theory. University of Massachusetts Occasional Papers 18.

G.L.S.A., UMass, Amherst.

Bernhardt, B. 1994. The Prosodic Tier and Phonological Disorders. In Yavas, M.

(ed.). 149-172.

Bernhardt, B., J. Gilbert and D. Ingram (eds.). 1996. Proceedings of the UBC

International Conference on Phonological Acquisition. Somerville: Cascadilla

Press.

Blevins, J. 1995. The Syllable in Phonological Theory. In Goldsmith, J. (ed.). 206

-244.

Broselow, E., S. Chen and M. Huffman. 1997. Syllable Weight: Convergence of

Phonology and Phonetics. Phonology 14.1. 47-82.

Page 186: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

183

Carter, A. and L.A. Gerken. 1997. Functors in Early On-Line Comprehension. In

Clark, E. (ed.). 53-61.

Clark, E. 1993. The Lexicon in Acquisition. Cambridge: Cambridge University Press.

Clark, E. (ed.). 1995. The Proceedings of the Twenty-seventh Annual Child Language

Research Forum. Vol. 27. Stanford: Stanford Linguistic Association.

Clark, E. (ed.). 1997. The Proceedings of the Twenty-eighth Annual Child Language

Research Forum. Vol. 27 Stanford: Stanford Linguistic Association.

Clements, G. 1990. The Role of the Sonority Cycle in Core Syllabification. Ms.

Clements, G. And S. Keyser. 1983. CV-Phonology. Cambridge MA: MIT Press.

Clements, G.N. and E.V. Hume. 1994. The Internal Organization of Speech Sounds.

In Goldsmith, J. (ed.). 245-306.

Demuth, K. 1995α. Markedness and the Development of Prosodic Structure. In

Beckman, J. (ed.). 13-25.

Demuth, K. 1995β. Stages in the Development of Prosodic Words. In Clark, E. (ed.).

39-48.

Demuth, K. 1996. Alignment, stress, and parsing in early phonological words. In

Bernhardt Β., J, Gilbert and D. Ingram (eds.). 113-125.

Dinnsen, D. 1996. Contexts Effects in the Acquisition of Fricatives. In Bernhardt, B.

J. Gilbert and D. Ingram (eds.). 136-148.

Dinnsen, D. A. and J. A. Barlow. 1998. Root and Manner Feature Faithfulness in

Acquisition. In Greenhil, A., M Hughes, H. Littlefield and H. Walsh (eds.).

165-176.

Drachman, G. 1989. A Remark on Greek Clusters. Ms. Department of Linguistics.

University of Salzburg.

Dresher, E.B. and H.van der Hulst. 1995. Global Determinacy and Learnability in

Phonology. In Archibald, J. (ed.). 1-21.

Dressler, W. U., H. C. Luschutzky, O. E. Pfeiffer and J. R. Rennison (eds.). 1984.

Phonologica 1984. Proceedings of the 2nd International Phonology Meeting.

Cambridge: Cambridge University Press.

Dressler, W. U., H. C. Luschutzky, O. E. Pfeiffer and J. R. Rennison (eds.). 1988.

Phonologica 1988. Proceedings of the 6th International Phonology Meeting.

Cambridge: Cambridge University Press.

Page 187: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

184

Echols, C.H. and E.L. Newport. 1992. The Role of Stress and Position in

Determining

First Words. Language Acquisition 2 (3). 189-220.

Edwards, M. L. 1996. Word Position Effects in the Production of Fricatives. In

Bernhardt, B., J. Gilbert and D. Ingram (eds.). 149-158.

Fee, J. 1995α. Segments and Syllables in Early Language Acquisition. In Archibald,

J.

(ed.). 43-61.

Fee, J. 1995β. Two Strategies in the Acquisition of Syllable and Word Structure. In

Clark, E. (ed.). 29-38.

Fernald, A. 1989. Intonation and Communicative Intent in Mother’s Speech to

Infants: Is the Melody the Message? Child Development 60. 1497-1510.

Ferreira, F. 1993. Creation of Prosody During Sentence Production. Psychological

Review 100. 233-253.

Fikkert, P. 1994. On the Acquisition of Prosodic Structure. Dordrecht: HIL.

Fikkert, P. 1995. Models of Acquisition: How to acquire stress. In Beckman, J. (ed.).

27-42.

Fikkert, P. and Z. Penner. 1998. Stagnation in Prosodic Development of Language

Disordered Children. In Greenhill, A., M. Hughes, H. Littlefield and H.

Walsh (eds.). Vol.1. 201-212.

Fletcher, P. and B. MacWhinney (eds.). 1995. The Handbook of Child Language.

Oxford: Blackwell.

Freitas, M.J. 1996. Onsets in Early Productions. In Bernardt, B., J. Gilbert and D.

Ingram (eds.). 76-84.

Gennari, S. and K. Demuth. 1997. Syllable Omission in the Acquisition of Spanish. In

Hughes, E., M. Hughes and A. Greenhill (eds.). Vol.1. 182-193.

Gerken, L.A. 1996. Prosodic Structure in young children’s language production.

Language 72.4. 683-712.

Gerken, L.A. and B. McIntosh. 1993. Interplay of Function Morphemes in Early

Language. Developmental Psychology 29.3. 448-457.

Gierut, J. A. and M. L. Morisette. 1998. Lexical Properties in Implementation of

Sound Change. In Greenhill, A., M. Hughes, H. Littlefield and H. Walsh

(eds.). 256-268.

Page 188: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

185

Gilbers, D. and H. de Hoop. 1998. Conflicting Constraints: An introduction to

Optimality Theory. Lingua 104 (1-12). 1-12.

Gillis, S. and G. De Schutter. 1996. Intuitive syllabification: universals and language

specific constraints. Journal of Child Language 23. 487-514.

Gnanadesikan, A. 1995. Markedness and Faithfulness Constraints in Child

Phonology. Ms. ROA-67.

Gnanadesikan, A. 1996. Child Phonology in Optimality Theory: Ranking Markedness

and Faithfulness Constraints. In Stringfellow, A., D. Cahana-Amitay, E.

Hughes and A Zukowski (eds.). vol. 1. 237-248.

Goad, H. 1996. Consonant Harmony in Child Language: Evidence against Coronal

Underspecification. In Bernhardt, B., J. Gilbert and D. Ingram (eds.). 187-

200.

Goad, H. 1997α. Codas, Word Minimality and Empty Headed Syllables. In Clark, E.

(ed.).vol. 28. 113-122.

Goad, H. 1997β. Consonant Harmony in Child Language. An Optimality Theoretic

Account. In Hannahs, S. J. and M. Young-Scholten (eds.). 113-142.

Goad, H. 1998. On the Status of Final Consonants in Early Child Language. In

Greenhill, A., M. Hughes, H. Littlefield and H. Walsh (eds.). vol. 1. 269-280.

Goedemans, R. 1996. Syllable Weight and Prominence. In Goedemans,R, H. Van der

Hulst and E. Visch (eds.). 115-163.

Goedemans, R., H. van der Hulst and E. Visch (eds.). 1996. Stress Patterns of the

World. Part 1: Background. The Hague. HIL.

Goldsmith, J. 1990. Autosegmental and Metrical Phonology. Cambridge, MA:

Blackwell.

Goldsmith, J. (ed.). 1995. The Handbook of Phonological Theory. Oxford: Blackwell.

Golston, C. 1996. Direct Optimality Theory: Representation as Pure Markedness.

Language 72.4. 713-748.

Goodluck, H. 1991. Language Acquisition. A Linguistic Introduction. Oxford:

Blackwell.

Goodluck, H. and L. Solan (eds.). 1978. Papers in the Structure and Development of

Child Language. University of Massachusetts. Occasional Papers in

Linguistics. Vol.4. Massachusetts: Amherst.

Greenhill, A., M. Hughes, H. Littlefield and H. Walsh (eds.). 1998. Proceedings of

Page 189: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

186

the 22nd Annual Boston University Conference on Language Development Vol

1,2. Somerville: Cascadilla Press.

Grieser, D.L. and P. K. Kuhl. 1988. Maternal Speech to Infants in a Tonal Language:

Support for Universal Prosodic Features in Motherese. Developmental

Psychology. 24.1. 14-20.

Grijzenhout, J. 1995. Feature Geometry and Coronal Transparency. In Van der

Hulst, H. and J. Van de Weijer (eds.). 165-185

Grijzenhout, J. and S. Joppen. 1998. First Steps in the Acquisition of German

Phonology: A Case Study. Paper presented at the Third Utrecht Biannual

Phonology Workshop. Utrecht Institute of Linguistics OTS.

Gussenhoven, C. and H. Jacobs. 1998. Understanding Phonology. Oxford: Arnold.

Hale, M. and C. Reiss. 1997α. Formal and Empirical Arguments Concerning

Phonological Acquisition. Ms. Concordia University. Montreal. ROA-170.

Hale, M. and C. Reiss. 1997β. Grammar Optimization: The simultaneous acquisition

of constraint ranking and a lexicon. ROA-231.

Hale, M. and C. Reiss. 1997γ. Evidence in Phonological Acquisition: Implications for

the Initial Ranking of Faithfulness Constraints. In E. Clark (ed.). 143-152.

Hannahs, S.J. and M. Young-Scholten (eds.). 1997. Focus on Phonological

Acquisition. Amsterdam/ Philadelphia: John Benjamins Publishing Company.

Hayes, B. 1995. Metrical Stress Theory: Principles and Case Studies. Chicago:

University of Chicago Press.

Hughes, E, M. Hughes and A. Greenhill (eds.). 1997. Proceedings of the 21st Annual

Boston University Conference on Language Development Vol 1,2.

Somerville: Cascadilla Press.

Hung, R.F.S. 1997. The Role of Prosody in the Acquisition of Grammatical

Morphemes. In Clark, E. (ed.). 163-172.

Ingram, D. 1989. First Language Acquisition. Method, Description and Explanation.

Cambridge: Cambridge University Press.

Inkelas, S.1994. The Consequences of Optimization for Underspecification. ROA-40.

Itô, J. 1986. Syllable Theory in Prosodic Phonology. Ph.D. Dissertation. G.L.S.A.

University of Massachusetts at Amherst.

Itô, J. and A. Mester. 1994. Realignment. Ms. Paper presented for the Proceedings of

Page 190: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

187

the June 1994 Utrecht Prosodic Morphology Workshop. University of

California, Santa Cruz.

Jakobson, R. [1962] 1971. Why «mama» and «papa»? In Jakobson, R. (ed.). Selected

Writings I: Phonological Studies. The Hague: Mouton. 538-545.

Johnson, J. and J. Salidis. 1996. The Shape of Early Words: A Prosodic

Developmental Analysis. In Stringfellow, A., D. Cahana-Amitay, E. Hughes

and A. Zukowski (eds.). Vol. 1. 386-396.

Joseph, D. and I. Philippaki-Warburton. 1987. Modern Greek. Croom Helm.

Juszyk, P.W., A. Cutler and N. J. Rendanz. 1993. Infant’s Preference for the

Predominant Stress Patterns of English Words. Child Development 64. 675

-687.

Kager, R. 1995. Consequences of Catalexis. In Van der Hulst, H. and J. Van de

Weijer (eds.). 270-298.

Kager, R. 1998. Optimality Theory. A Textbook. To appear at Cambridge University

Press.

Κάππα, Ι. 1995. A first approach to the Optimal Codas in Modern Greek.

Proceedings

of the 2nd International Conference for Greek Linguistics. Ms. Salzburg.

Κάππα, Ι. 1996. Συλλαβική δομή της Ν.Ε. στη Θεωρία του Βέλτιστου. Στο Μελέτες

για την ελληνική γλώσσα. Πρακτικά της 17ης ετήσιας συνάντησης του τομέα

Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. Θεσσαλονίκη. Αφοι

Κυριακίδη.

Kappa, I. 1998. Acquisition of Prosodic Structure: Evidence from Modern Greek.

Paper presented at the Third Utrecht Biannual Phonology Workshop. Utrecht

Institute of Linguistics OTS.

Kehoe, M. and C. Stoel-Gammon. 1996. Acquisition of Stress: An Investigation of

Rhythmic Processes in English Speaking Children’s Multisyllabic Word

Production. In Stringfellow, A., D. Cahana-Amitay, E. Hughes and A.

Zukowski. 419-430.

Kehoe, M. and C. Stoel-Gammon. 1997. The Acquisition of Prosodic Structure: An

Investigation of Current Accounts of Children’s Prosodic Development.

Language. 73.1. 113-144.

Kennedy, B. 1998. Phonological Cohesion in Syllable Structure. In Greenhil, A., M.

Page 191: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

188

Hughes, H. Littlefield and H. Walsh (eds.). 420-429.

Kenstowicz, M. 1994. Phonology in Generative Grammar. Oxford: Blackwell.

Kirchner, R. 1997. Contrastiveness and Faithfulness. Phonology 14.1. 83-111.

Lakshmanan, U. 1994. Universal Grammar in Child Second Language Acquisition.

Amsterdam/ Philadelphia: John Benjamins Publishing Company.

Lass, R. 1984. Phonology: An Introduction to Basic Concepts. Cambridge:

Cambridge University Press.

Leben, W. and F. Ahoua. 1997. Prosodic Domains in Baule. Phonology 14.1. 113-

132.

Lecarme, J., J. Lowenstamm and U. Schlonsky (eds.). 1994. Proceedings of the

SecondColloquium on Afro-Asiatic Linguistics. Sophia: Antipolis.

Levelt, C.C. 1995. The Segmental Structure of Early Words: Articulatory Frames or

Phonological Constraints. In Clark, E. (ed.). 19-27.

Lleo, C. and M. Prinz. 1996. Consonant clusters in child phonology and the

directionality of syllable structure assignment. Journal of Child Language 23.

31-56.

Lleo, C. and M. Prinz. 1997. Syllable Structure Parameters and the Acquisition of

Affricates. In S.J Hannahs and M. Young-Scholten (eds.). 143-163.

Lohuis-Weber, H. and W. Zonneveld. 1996. Phonological Acquisition and Dutch

Word Prosody. Language Acquisition 5 (4). 245-283.

Macken, M. 1995. Phonological Acquisition. In J. Goldsmith (ed). 671-696.

Μalikouti-Drachman, A. 1984. Syllables in Modern Greek. In Dressler, W.U., H. C.

Luschutzky, O. E. Pfeiffer and J. R. Rennison (eds.).

Malikouti-Drachman, A. and G. Drachman. 1988. Greek Clitics and Lexical

Phonology. In Dressler, W. U., H. C. Lusczutzky, O. E. Pfeiffer and J. R.

Rennison (eds.). 197-206.

McCarthy, J. 1994. Remarks on Phonological Opacity in Optimality Theory. Ms.

Also in J. Lecarme, J. Lowenstamm and U. Shlonsky (eds.).

McCarthy, J. 1996. Faithfulness in Prosodic Morphology and Phonology: Rotuman

Revisited. Ms. University of Massachusetts, Amherst.

McCarthy, J. 1997. Process-specific Constraints in Optimality Theory. LI 28.2. 231

-251.

McCarthy, J. and A. Prince. 1993α. Prosodic Morphology I: Constraint Interaction

Page 192: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

189

and Satisfaction. Ms. University of Massachusetts, Amherst and Rutgers

University, New Brunswick, N.J.

McCarthy, J. and A. Prince. 1993β. Generalized Alignment. Ms. University of

Massachusetts, Amherst and Rutgers University. Also in G. Booij and J. Van

Marle (eds.). Yearbook of Morphology. Dordrecht: Kluwer. 79-153.

McCarthy, J. and A. Prince. 1994. The Emergence of the Unmarked: Optimality in

Prosodic Morphology. Ms. University of Massachusetts, Amherst and

Rutgers University.

McCarthy, J. and A. Prince. 1995. Faithfulness and Reduplicative Identity. In

Beckman, J. et al. (eds.). 249-385.

Mehler, J., J. Bertoncini, E. Dupoux and C. Pallier. 1996. The Role of

suprasegmentals in speech perception and acquisition. In Otake, T. and A.

Cutler (eds.). 145-169.

Menn, L. and C. Stoel-Gammon. 1995. Phonological Development. In Fletcher, P.

and B. MacWhinney (eds.). 335-359.

Myers, S. 1997α. Expressing Phonetic Naturalness in Phonology. In Roca, I (ed.).

125-152.

Myers, S. 1997β. OCP Effects in Optimality Theory. Natural Language and

Linguistic Theory 15.4. 847-892.

Nouveau, D. 1994. Language Acquisition, Metrical Theory and Optimality. A Study

of Dutch Word Stress. Ph.D. University of Utrecht: OTS Dissertation Series.

Ohala, D. 1995. Sonority Driven Cluster Reduction. In Clark, Ε. (ed.). 217-226.

Oller, K.D., Eilers, R.E., Steffens, M., E., Lynch, M. and R. Urbano. 1994. Speech

like vocalizations in infancy: an evaluation of potential risk factors. In Perera,

K., Collis, G. And B. Richards (eds.). 33-58.

Oller, D.K. and M. Steffens. 1994. Syllables and Segments in Infant Vocalizations

and Young Child Speech. In Yavas, M. (eds.). 45-61.

Ota, M. 1998. Phonological Constraints and Word Truncation in Early Language

Acquisition. In Greenhill, A., M. Hughes, H. Littlefield and H. Walsh (eds.).

Vol.2. 598-609.

Otake, T. and A. Cutler (eds.). 1996. Phonological Structure and Language

Processing. Cross Linguistic Studies. Berlin/ New York: Mouton de Gruyter.

Papademetre, L. 1988-1989. Language Change in Progress: Unstressed Vowel

Page 193: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

190

Deletion in Standard Modern Greek. Glossologia 7-8. 177-191.

Paradis, J. 1996. Phonological Defferentiation in a Bilingual Child: Hildegaard

Revisited. In Stringfellow, A., D. Cahana-Amitay, E. Hughes and A. Greenhill

(eds.). Vol.2. 528-539.

Paradis, C. and J-F. Prunet (eds.). 1991. Phonetics and Phonology. The Special Status

of Coronals: Internal and External Evidence. Vol.2. San Diego: Academic

Press, Inc.

Paradis, J., S. Petitclerc and F. Genesee. 1997. Word Truncation in French-Speaking

Two Year Olds. In Hughes, E., M. Hughes and A. Greenhill (eds.). 441-452.

Pater, J. 1998α. Minimal Violation and Phonological Development. Language

Acquisition 6. 201-253.

Pater, J. 1998β. On the Evaluation of Constraints: Ecumenism and Parochialism in

Constraint Formulation. Paper presented at the Third Biannual Phonology

Workshop. Utrecht Institute of Linguistics OTS.

Pater, J. and J. Paradis. 1996. Truncation without Templates in Child Phonology. In

Stringfellow, A, D. Cahana-Amitay, E. Hughes and A. Zukowski (eds.).

Vol.2. 540-551.

Perera, K., C., G. and B. Richards (eds.). 1994. Growing Points in Child Language.

Cambridge: Cambridge University Press.

Prince, A. and P. Smolensky. 1993. Optimality: Constraint Interaction in Generative

Grammar. Ms. Rutgers University, New Brunswick, N.J. and University of

Colorado, Boulder.

Pulleyblank, D. and W. J. Turkel. 1997. Gradient Retreat. In Roca, I. (ed.). 153-193.

Reznick, J. S. and B. A. Goldfield. 1992. Rapid Change in Lexical Development in

Comprehension and Production. Developmental Psychology 28.3. 406-413.

Rice, K. 1995. Phonological Variability in Language Acquisition: A Representational

Account. In Clark, E. (ed.). 7-17.

Rice, K. 1996. Aspects of Variability in Child Language Acquisition. In Bernhardt,

B.,

J. Gilbert and D. Ingram (eds.). 1-14.

Rice, K. and P. Avery. 1995. Variability in a Deterministic Model of Language

Acquisition: A Theory of Segmental Elaboration. In Archibald, J. (ed.). 23-42.

Roca, I. 1997. Derivations and Constaints, or Derivations and Constraints? In Roca,

Page 194: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

191

I. (ed.). 3-41.

Roca, I. (ed.). 1997. Derivations and Constraints in Phonology. Oxford: Clarendon

Press.

Roeper, T., B. Stack and G. Carlson. 1978. Stress Acquisition: The Role of

Homogeneous Rules. In Goodluck, H. and L. Solan (eds.). 171-205.

Salidis, J. and J.S. Johnson. 1997. The Production of Minimal Words: A Longitudinal

Case Study of Phonological Development. Language Acquisition 6(1). 1-36.

Scott, S. D. 1996. Child Language and Optimality Theory: The Case of Consonant

Harmony. In Stringfellow, A., D. Cahana-Amitay, E. Hughes and A.

Zukowski (eds.). 682-693.

Selkirk, E.O. 1980. The Role of Prosodic Categories in English Word Stress. LI 11.

563-605.

Selkirk, E.O. 1982. The Syllable. In H. van der Hulst and N. Smith (eds.). 337-383.

Shaw, P. 1991. Consonant Harmony Systems: the Special Status of Coronal

Harmony. In Paradis, C. and J. F. Prunet (eds.). 125-157.

Sherrard, N. 1997. Questions of Priorities: An Introductory Overview of Optimality

Theory in Phonology. In Roca, I. (ed.). 43-89.

Smolensky, P. 1996α. On the Comprehension/ Production dilemma in Child

Language. LI. 27.7. 721-730.

Smolensky, P. 1996β. The Initial State and «Richness of the Base» in Optimality

Theory. ROA-82.

Snow, D. and C. Stoel-Gammon. 1994. Intonational and Final Lengthening in Early

Child Language. In Yavas, M. (ed.). 81-105.

Spencer, A. 1996. Phonology. Oxford: Blackwell.

Sprouse, R. 1997. A case for Enriched Inputs. Ms. Berkeley University.

Stemberger, J. P. 1996. Syllable Structure in English, with Emphasis on Codas. In

Bernhardt, B., J. Gilbert and D. Ingram (eds.). 62-75.

Stemberger, J. P. And C. Stoel-Gammon. 1991. The Underspecification of Coronals:

Evidence from Language Acquisition and Performance Errors. In Paradis, C.

and J. F. Prunet (eds.). 181-199.

Steriade, D. 1982. Greek Prosodies and the Nature of Syllabification. Cambridge,

Mass: M.I.T. Ph.D. dissertation. Published by Garland Press, New York,

1990.

Page 195: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

192

Steriade, D. 1995. Underspecification and Markedness. In Goldsmith, J.(ed.).114

-174.

Stringfellow, A. D. Cahana-Amitay, E. Hughes and A. Zukowski (eds.). 1996.

Proceedings of the 20th Annual Boston University Conference on Language

Development Vol 1,2. Somerville: Cascadilla Press.

Stromswold, K. 1996. The Genetic Basis of Language Acquisition. In Stringfellow,

A., D. Cahana-Amitay, E. Hughes and A. Zukowski (eds.). 737-747.

Tesar, B. 1997. An Iterative Strategy for Learning Metrical Stress in Optimality

Theory. In Hughes, E., M. Hughes and A. Greenhill (eds.). vol.2. 615-626.

Tesar, B. 1998. An Iterative Strategy for Language Learning. Lingua 104 (1-12). 131

-145.

Tesar, B. and P. Smolensky. 1993. The Learnability of Optimality Theory: An

algorithm and some basic complexity results. Computer Science Department.

University of Colorado, Boulder. ROA-2.

Tesar, B. and P. Smolensky. 1998. Learnability in Optimality Theory. LI. 29.2. 229

-268.

Trask, R.L. 1996. A Dictionary of Phonetics and Phonology. London: Routledge.

Τζακώστα, Μ. 1998. Υποκαθορισμός (Underpecification) και Παιδικός λόγος:

Θέσεις-

Αντιθέσεις. Εργασία μεταπτυχιακού σεμιναρίου ειδίκευσης. Ρέθυμνο:

Πανεπιστήμιο Κρήτης.

Van der Hulst, H. and N. Smith (eds.). 1982. The Structure of Phonological

Representations (Part II). Dordrecht: Foris Publications.

Van der Hulst, H. and J. Van de Weijer. 1995. Non Linear Phonology 1982-1994. In

Van der Hulst, H. and J. Van de Weijer (eds.). 1-24.

Van der Hulst, H. and J. Van de Weijer (eds.). 1995. Leiden in Last. HIL Phonology

Papers I. The Hague: Holland Academic Graphics.

Vihman, M., S.L. Velleman and L. McCune. 1994. How Abstract is Phonology?

Towards an Integration of Linguistic and Psychological Approaches. In

Yavas, M. (ed.). 9-44.

Vihman, M. M. 1996. Phonological Development. The Origins of Language in the

Child. Oxford: Blackwell.

Wijnen,F., Krikhaar, E. and E. den Os. 1994. The (non)realization of unstressed

Page 196: Tzakosta, M. 1999b. The acquisition of prosodic structure in Modern Greek. M.A. thesis. University of Crete. Rethymno.

193

elements in children’s utterances: evidence for a rhythmic constraint. In

Perera, K., Collis, G. And B. Richards (eds.). 59-83.

Wode, H. 1997. Perception and Production in learning to talk. In S. J. Hannahs and

M. Young Scholten (eds.). 17-46.

Yavas, M. (ed.). 1994. First and Second Language Phonology. San Diego: Singular

Publishing Company.

Yip, M. 1991. Consonant Clusters and the Coda Condition. In Paradis, C. and J.-F.

Prunet (eds.). 61-78.

Yip, M. 1996. Lexicon Optimization in Languages without Alternations. ROA-135.

Zec, D. 1995. Sonority constraints on Syllable Structure. Phonology 12. 85-129.

**********

ROA: Rutgers University Optimality Archives