Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Τμήμα Νομικής – Τομέας Δημοσίου Δικαίου ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ «Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου» Θέμα: Οι προϋποθέσεις στέρησης της ιδιοκτησίας κατά το Σύνταγμα Καθηγητής:Ανδρέας Γ. Δημητρόπουλος Λέκτορας: Σπυρίδων Βλαχόπουλος Μελέτη: Δήμητρα Κατζάκη Α.Μ.: 1340200300965
57
Embed
› pubs › uploads › word › 2736.doc · Web viewΤμήμα Νομικής – Τομέας Δημοσίου Δικαίου. ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ «Εφαρμογές
This document is posted to help you gain knowledge. Please leave a comment to let me know what you think about it! Share it to your friends and learn new things together.
Transcript
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Τμήμα Νομικής – Τομέας Δημοσίου Δικαίου
ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ
«Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου»
Θέμα: Οι προϋποθέσεις στέρησης της ιδιοκτησίας κατά το Σύνταγμα
Καθηγητής:Ανδρέας Γ. Δημητρόπουλος
Λέκτορας: Σπυρίδων Βλαχόπουλος
Μελέτη: Δήμητρα Κατζάκη
Α.Μ.: 1340200300965
Α Θ Η Ν Α 2 0 0 8
Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α
Ι. Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η Το θέμα…………………………………………………………………….....σελ. 2
IΙ. ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ α) Η συνταγματική ρύθμιση για την ιδιοκτησία στην Ελλάδα………….σελ. 3
β) Η ιδιοκτησία ως αντικείμενο συνταγματικής προστασίας…………..σελ. 5
γ) H στέρηση της ιδιοκτησίας....…………………………………………..σελ.7
ΙΙΙ. Η ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ α) Προϋποθέσεις αναγκαστικής απαλλοτρίωσης………………………σελ. 9
α.1. Η δημόσια ωφέλεια………………………………………………σελ.12
α.2. Η νομοθετική πρόβλεψη…………………………………………σελ.13
α.3. Η αποζημίωση…………………………………………………….σελ.16
β) Τρόπος και χρόνος κήρυξης της απαλλοτρίωσης ………………… σελ.20
γ) Αντικείμενο της απαλλοτρίωσης………………………………….
….σελ.21
δ) Η απαλλοτρίωση ιδιαίτερων αντικειμένων ιδιοκτησίας……………. σελ.24
IV. Ειδικές μορφές στέρησης της ιδιοκτησίας α) Η επίταξη......................................................................................... .σελ.27
β) Ο αναδασμός…………………………………………………………….. σελ.28
γ) Η αναγκαστική απαλλοτρίωση δασών και δασικών εκτάσεων …….. σελ.30
δ) Εθνικοποίηση……………………………………………………………..σελ.31
ΒΑΣΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ..……………………………….………… σελ.35
ΠΕΡΙΛΗΨΗ……………………………………………………….. …….….σελ.36
ΛΗΜΜΑΤΑ………………………………………………………….. ……...σελ.37
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ…………………………….……. σελ.38
1
Ι. Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η
Το θέμαΚατά το άρθρο 17 § 1 του Συντάγματος «η ιδιοκτησία τελεί υπό την
προστασία του κράτους». Η ιδιοκτησία κινητών πραγμάτων αρχικά και
ακίνητων στη συνέχεια είναι ένα από τα παλαιότερα φαινόμενα ανθρώπινης
συμβίωσης.
Αφού λοιπόν η ιδιοκτησία τέλει υπό την προστασία του κράτους, ο
ουσιαστικός νόμος είναι αυτός που θα καθορίσει σε ποιες περιπτώσεις είναι
νόμιμη η στέρηση της. Αυτός θα καθορίσει τι συνιστά «δημόσια ωφέλεια»,
ώστε να μη δημιουργείται αμφισβήτηση γύρω από το θέμα αυτό. Ο in
concreto προσδιορισμός ανήκει στη διακριτική εξουσία της διοίκησης, η οποία
και με την πράξη της θα προσδιορίσει σε ποιες συγκεκριμένες περιπτώσεις
επιβάλλεται η στέρηση της ιδιοκτησίας, όταν συντρέχει λόγος δημόσιας
ωφέλειας. Η συνταγματικά προσδιοριζόμενη κοινωνική λειτουργία (fonction
sociale) της ιδιοκτησίας οριοθετείται: α)αρνητικά, με το να μην ασκούνται τα
δικαιώματα της σε βάρος του «γενικού συμφέροντος» και β) θετικά, με το να
ανέχεται τη στέρηση της για λόγους δημόσιας ωφέλειας σύμφωνα με τις
λοιπές συνταγματικές προϋποθέσεις.
Η στέρηση της ιδιοκτησίας συντελείται υπέρ ενός άλλου προσώπου,
από εκείνο κατά του οποίου στρέφεται η στέρηση, του υπέρ΄ ου η
απαλλοτρίωση. Παλαιότερα συντελείτο υπέρ του Κράτους και των ν.π.δ.δ.,
σήμερα όμως και υπέρ των ιδιωτικών φορέων που έχουν αναλάβει να
εκτελέσουν τα έργα, με την προϋπόθεση ότι από το συγκεκριμένο έργο
Στην παρούσα εργασία αναλύσω από το θεσμό την ιδιοκτησίας
γενικότερα και θα προχωρήσω στους τρόπους με τους οποίους γίνεται δυνατή
η στέρηση, αρχίζοντας από το βασικότερο τρόπο, δηλαδή την αναγκαστική
απαλλοτρίωση και συνεχίζοντας με τις ειδικές μορφές στέρησης της
ιδιοκτησίας, επίταξη, αναδασμό, απαλλοτρίωση δασών και δασικών εκτάσεων
και εθνικοποίηση.
2
IΙ. ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ
α) Η συνταγματική ρύθμιση για την ιδιοκτησία στην Ελλάδα
Η ιδιοκτησία αποτελεί θεσμό που συναντιέται σε όλες τις ανθρώπινες
κοινωνίες. Αυτό που διαφέρει κατά την ιστορική κοινωνική διαδρομή είναι ο
φορέας της (γένος, φυλή, μονάρχης, κράτος, ή άλλες μορφές κοινής
ιδιοκτησίας) καθώς και το περιεχόμενο των εξουσιών της.
Στην ευρύτερη έννοια της η ιδιοκτησία, δηλαδή η κατοχή, χρήση και
κάρπωση αγαθών που αναγνωρίζεται από την έννομη τάξη1, απολαμβάνει
από τα αρχαία χρόνια ιδιαίτερη ρύθμιση και τις περισσότερες φορές αυξημένη
προστασία. Αυτό επέβαλε κατά τους δυο τελευταίους αιώνες τη δημιουργία
νόμιμου τρόπου αφαίρεσης της για την αντιμετώπιση των κρατικών και
κοινωνικών προβλημάτων που συνέχεια αυξάνονται.
Ο νομικός θεσμός της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, που διαπλάστηκε
τον 19ο αιώνα, έχει σκοπό με την επέμβαση του κράτους να αποστερήσει τον
ιδιοκτήτη από το ατομικό δικαίωμα της ιδιοκτησίας για τη θεραπεία της
δημόσιας ανάγκης και ωφέλειας.
Την κρατική επέμβαση στη σφαίρα του ατομικού δικαιώματος της
ιδιοκτησίας με νομοθετική πρόβλεψη επέβαλλε ο απόλυτος χαρακτήρας του
δικαιώματος της ιδιοκτησίας, που διαμορφώθηκε κάτω από τις επιδράσεις των
θεοκρατικών αντιλήψεων που επικράτησαν και των θεωριών για το φυσικό
δίκαιο. Τέτοιες αντιλήψεις εξασφάλισαν στην ιδιοκτησία ειδικά αυξημένη
συνταγματική προστασία σε αντίθεση με τα άλλα δικαιώματα, ενοχικά,
πνευματικής ιδιοκτησίας κ.α.
Στην §1 του άρθρου 17 του Συντάγματος διακηρύσσεται πως «η
ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους, τα δικαιώματα πού
απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού
συμφέροντος». Με αυτή την πάγια απόλυτη διάταξη αυξημένης τυπικής
δύναμης που περιέχει ουσιαστικό κανόνα δικαίου, εκδηλώνεται ο σεβασμός
του κοινωνικού καθεστώτος προς την ιδιοκτησία, η οποία θωρακίζεται ως
1 Γ. Κασιμάτη, Η συνταγματική έννοια της ιδιοκτησίας και η διεύρυνσις αυτής, ΕΔΔΔ 1974,205 επ.
3
ατομικό δικαίωμα2 τόσο απέναντι στην εκτελεστική εξουσία και όσο και
απέναντι στον νομοθέτη. Η §2, σύμφωνα με την οποία «κανένας δεν
στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει
αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει, και
πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση…», είναι στερεότυπη φράση
όλων των Συνταγμάτων της Ελλάδας, του 1844 (άρθρο 12), του 1864 (άρθρο
17), του 1911 (άρθρο 17), του 1927 (άρθρο 19), του 1952 (άρθρο 17), του
1968 (άρθρο 21), του 1975 (άρθρο 17), του 1986 (άρθρο 17) και τέλος του
2001 (άρθρο 17).
Από τις απαρχές ακόμα της σύστασης του Νεοελληνικού Κράτους τα
πολιτεύματα της Β´ Εθνικής Συνέλευσης του 1823 στο Άστρος (άρθρο 6) και
της Α´ Εθνικής Συνέλευσης του 1822 στην Επίδαυρο (άρθρο 7) όριζαν: «Η
ιδιοκτησία, τιμή και ασφάλεια εκάστου Έλληνος (και παντός ανθρώπου, εντός
της Επικρατείας ευρισκομένου) είναι υπό την προστασία των νόμων». Με τη
διάταξη του άρθρου 17 του Πολιτικού Συστήματος της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης της
Τροιζήνας κατοχυρώνεται για πρώτη φορά συνταγματικά η ιδιοκτησία. Η
αφαίρεση της μπορεί να γίνει με νόμιμο τρόπο εφόσον συνυπάρχουν: i)
δημόσιο όφελος, ii) απόδειξη του οφέλους αυτού, iii) προηγούμενη καταβολή
αποζημίωσης.
Στο κείμενο τίθεται μεν ως προϋπόθεση για την «θυσία των κτημάτων
τινός» αποζημίωση, δεν προσδιορίζεται όμως ούτε το μέγεθος, ούτε ο
τρόπος υπολογισμού, ούτε η διαδικασία του καθορισμού της. Το ζήτημα της
αποζημίωσης δεν διαφοροποιείται ούτε στα Συντάγματα του 1844 και του
1864. Στην Ελλάδα, οι αγώνες των ακτημόνων ενάντια στους τσιφλικάδες
εντείνονται και οι αγρότες της Θεσσαλίας μαζί με τον Μαρίνο Αντύπα στο
Κιλελέρ θέτουν το πρόβλημα της διανομής της γης. Με την επανάσταση στο
Γουδί, το 1909, προωθούνται οι θέσεις του πολιτικού εκσυγχρονισμού και των
κατώτερων λαϊκών τάξεων. Τελικά, κατά τις συζητήσεις της Β´ Αναθεωρητικής
Βουλής για το άρθρο 17 του Συντάγματος δίνεται μεγάλη βαρύτητα στο
Θεσσαλικό ζήτημα με σκοπό την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών, την
αποκατάσταση των κολλήγων και τη δημιουργία της αγροτικής
μικροϊδιοκτησίας. 2 Μετά την ψήφιση του Συντ. του 1975 και ιδιαίτερα μετά τις εκλογές της 18ης Οκτωβρίου 1981 στην πολιτική πρακτική άρχισε να αμφισβητείται εντονότατα η ιδιοκτησία και έτσι δόθηκε το έναυσμα για να ωριμάσουν οι προϋποθέσεις για συνταγματική τροποποίηση στο πλαίσιο προστασίας της.
4
Με το Συντ. του 1911, όμως, ισχυροποιείται το θέμα της αποζημίωσης
αφού στο αρθρ.17 περιέχεται ότι «η αποζημίωση ορίζεται δια της δικαστικής
οδού».Το Συντ. του 1927, παρουσιάζει τις εξής ιδιαιτερότητες:
α) Προβλέπεται για πρώτη φορά «πλήρης» αποζημίωση (άρθρ.19),
β) Νομιμοποιούνται απαλλοτριώσεις (κατά παρέκκλιση του άρθρ.19), για την
αντιμετώπιση των κρίσιμων κοινωνικών προβλημάτων της χώρας
(προσφυγικό-ακτήμονες).
Στο άρθρ.17 του Συντ. του 1952 δεν υπάρχει τροποποίηση, δίνεται
όμως η δυνατότητα στον νομοθέτη να επιτρέψει στο διάστημα μιας τριετίας
την κήρυξη της απαλλοτρίωσης ορισμένων κατηγοριών αγροτικών ακινήτων,
για την αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών και ακτημόνων
μικροκτηνοτρόφων.3
Το άρθρ.17 του Συντάγματος του 1875/1986 επέφερε σημαντικές
αλλαγές στη συνταγματική διάταξη για την προστασία της ιδιοκτησίας. Αρχικά
στην §1 του άρθρου 17 προτάχθηκε διατύπωση με την οποία, για πρώτη
φορά με διάταξη ελληνικού Συντάγματος, διακηρύσσεται ρητά ο κοινωνικός
χαρακτήρας της ιδιοκτησίας: «Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του
Κράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να
ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος». Στη διάταξη αυτή διαφαίνεται
η σύγχρονη αντίληψη για τη σχετική υποβάθμιση των εξουσιών του ιδιοκτήτη.
β) Η ιδιοκτησία ως αντικείμενο συνταγματικής προστασίας
Η ιδιοκτησία αποτελεί αντικείμενο προστασίας της έννομης τάξης. Η
έννοιά της όμως δεν δίνεται με ορισμό ούτε στο Σύνταγμα, ούτε στον Α.Κ.,
ούτε σε άλλη διάταξη. Έτσι, ο ορισμός της αφήνεται να διαμορφωθεί ελεύθερα
από την επιστήμη του δικαίου και της δικαστηριακής πρακτικής. Το
προστατευόμενο δικαίωμα της ιδιοκτησίας δεν προσδιορίζεται, λοιπόν, από
τους συντακτικούς νομοθέτες ούτε κατά περιεχόμενο, ούτε κατά την έννοια.
Επαφίεται στην ρύθμιση του κοινού νομοθέτη, που όμως δεν είναι δυνατό να
φτάσει μέχρι την «εξουθένωση» της ιδιοκτησίας.
3 Σε εκτέλεση του Άρθρ,104 Συντ. 1952 έχει εκδοθεί ο ν. 2185/52
5
Θα μπορούσε με μια γενικότητα προσδιορισμού που θα
ανταποκρινόταν στη φύση και στο περιεχόμενο της να οριστεί ότι η ιδιοκτησία
αποτελεί την εξουσία πάνω στα αγαθά που αναγνωρίζει η έννομη τάξη.
Με την ευρύτερη έννοιά της η "ιδιοκτησία" ταυτίζεται με τον όρο
"περιουσία" και περιλαμβάνει οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, ενοχικής ή
εμπράγματης φύσης.
Σύμφωνα με την κρατούσα στην επιστήμη και στην νομολογία άποψη η
προστατευόμενη συνταγματικά έννοια της ιδιοκτησίας περιλαμβάνει μόνο τα
εμπράγματα δικαιώματα και όχι τα ενοχικά και τα δικαιώματα επί άυλων
αγαθών, όπως η πνευματική, βιομηχανική ή εμπορική ιδιοκτησία.
Ωστόσο, η προστασία της ιδιοκτησίας ως ατομικό δικαίωμα που
κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα, αν περιοριστεί μόνο στα εμπράγματα
δικαιώματα κινητών και ακινήτων και στις εξουσίες που απορρέουν από
αυτά, θα αποτελέσει έννοια ιδιαίτερα στενή, που δεν ανταποκρίνεται στα
σημερινά κοινωνικά δεδομένα της θεώρησης της ιδιοκτησίας ως κοινωνικού
λειτουργήματος (function sociale). Επιβάλλεται λοιπόν η διεύρυνση της ώστε
να καλύπτει και άλλες ιδιοκτησιακές μορφές και δικαιώματα, όπως η
πνευματική ιδιοκτησία, δικαίωμα στο μισθό κ.α. Η επιστήμη διχάστηκε και η
νομολογία δεν βοήθησε στη διεύρυνση της συνταγματικής έννοιας της
ιδιοκτησίας και στην επέκταση της προστασίας της και σε άλλα δικαιώματα,
εκτός των εμπραγμάτων. Η νομολογία μάλιστα υπήρξε σε πολλές
περιπτώσεις αντιφατική. Χαρακτηριστική είναι η απόφαση του ΣτΕ το 1993 με
την οποία διατύπωσε την άποψη πως η επέκταση της συνταγματικής
προστασίας και στα ενοχικά δικαιώματα «θα επέφερε αναστάτωση στο θεσμό
της απαλλοτρίωσης εξαιτίας της πρόσθετης ταμειακής επιβάρυνσης του
Δημοσίου4».
Η σύγχρονη τάση τείνει στην εννοιολογική διεύρυνση της ιδιοκτησίας
και της προστασίας των περιουσιακών δικαιωμάτων, άποψη που συμφωνεί
με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης της
Ρώμης για τα δικαιώματα του ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που έχει ισχύει ως
εσωτερικό δίκαιο κατά το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος5.
4 ΣτΕ 598/19935 Χορομίδη Κ., Η αναγκαστική απαλλοτρίωση, σελ. 49
6
γ) H στέρηση της ιδιοκτησίας
Ως στέρηση της ιδιοκτησίας νοείται όχι μόνο η αφαίρεση της
ιδιοκτησίας και η μεταβίβαση της σε τρίτο, αλλά και η καταστροφή του
πράγματος ή οποιαδήποτε αλλαγή ή αφαίρεση ή κατάλυση του που περιορίζει
ουσιωδώς την απόλαυση ωφελειών από την κυριότητα, την άσκηση των
εξουσιών της και γενικότερα καθιστά την ιδιοκτησία κενή περιεχομένου6,
«αδρανή και αχρησιμοποίητη ανάλογα με τον προορισμό της»7.
Η αφαίρεση ουσιωδών εξουσιών της κυριότητας πράγματος μπορεί να
γίνει μόνο με τη διαδικασία αναγκαστικής απαλλοτρίωσης8.
Κατά την ερμηνεία της συνταγματικής διάταξης για την προστασία της
ιδιοκτησίας (άρθρο 17), η στέρηση ή εκμηδένιση ή αδρανοποίηση της
ιδιοκτησίας ερευνάται από την αντικειμενική πλευρά του οικονομικού
προορισμού της. Συνεπώς με διαφορετικά κριτήρια θα κριθεί η περίπτωση της
καθαρά αγροτικής ιδιοκτησίας που προορίζεται προς καλλιέργεια και έχει
οικονομική αξία αγροτικού ακινήτου, από εκείνη που προορίζεται για οικιστική,
αστική, εμπορική, βιομηχανική ή τουριστική χρήση και έχει διαμορφώσει
ανάλογες τιμές στις συναλλαγές, ανεξάρτητα αν είναι εκτός ή εντός
ρυμοτομικού σχεδίου το ακίνητο. Η ερμηνευτική αυτή άποψη ενισχύεται από
το γεγονός ότι ο κοινός νομοθέτης στην §4 του άρθρου 13 του ν.δ. 797/1971
για τον καθορισμό της αποζημίωσης του τμήματος ακινήτου που απομένει
εκτός απαλλοτρίωσης και υφίσταται υποτίμηση της αξίας του, λαμβάνει
υπόψη την «δι΄ ην προορίζεται χρήσιν», και όχι την γενόμενη χρήση του ή τη
θέση του, αν κείται δηλαδή εντός ή εκτός σχεδίου ή είναι αγρός, αλλά την κατά
τον οικονομικό προορισμό χρήση του ακινήτου.
Έτσι, στα εκτός σχεδίου ακίνητα, τα εντός και τα εκτός ζώνης ακίνητα,
τα κείμενα σε περιοχές που εξακολουθούν να καλλιεργούνται, ο υπολογισμός
της ιδιαίτερης αποζημίωσης δεν γίνεται με βάση την αγροτική αξία του
6 ΟλΑΠ 37/1988, Υπόθεση Ιεράς Μονής Πεντέλης7 Επισκόπηση της νομολογίας για την έννοια της στέρησης της ιδιοκτησίας κατ΄ άρθρο 17 Συντ. 1952, όπου υπάρχουν και χαρακτηριστικές περιπτώσεις σύμφωνα με τις οποίες κρίθηκε η επέμβαση στην ιδιοκτησία ως στέρηση που δικαιολογεί αποζημίωση, Ολ ΑΠ 1/1982- Υπόθεση ΟΔΕΠ εναντίον ΟΛΠ, ΣτΕ 223/1929- Υπόθεση αναψυκτηρίου παλαιού Φαλήρου, ΣτΕ 321/1948, ΑΠ 84/19238 ΟλΑΠ 37/1988 – Υπόθεση Ιεράς Μονής Πεντέλης
7
ακινήτου, αλλά με βάση την πραγματική αξία του, αυτή που διαμορφώθηκε
από το λόγο ότι τα ακίνητα απέκτησαν οικοπεδική αξία, γιατί προορίζονται για
άμεση ή μελλοντική οικοδόμηση, ανεξάρτητα από τους όρους και
περιορισμούς δόμησης.
Έτσι, η απόλυτη και διαρκής απαγόρευση κάθε χρήσεως αποτελεί
προσβολή της ιδιοκτησίας ισοδύναμη με την στέρηση της κατά το άρθρο 17 §
2 και συνεπάγεται υποχρέωση αποζημίωσης.
Σύμφωνα με το άρθρο 17 § 1 «η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία
του κράτους, αλλά τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να
ασκούνται εις βάρος του γενικού συμφέροντος». Η διάταξη αυτή αποτελεί
επιφύλαξη υπέρ του γενικού συμφέροντος και δεσμεύει το κράτος απέναντι
στην κοινωνία.
Ο καθορισμό του περιεχομένου και των ορίων της ιδιοκτησίας, όπως
ανέφερα προηγουμένως, καθορίζεται ανήκει στην εξουσία του νομοθέτη και
μάλιστα αποτελεί τμήμα της συνταγματικά οφειλόμενης από το κράτος
προστασίας της ιδιοκτησίας. Η εξουσία αυτή του νομοθέτη δεν σημαίνει πως
μπορεί να συρρικνώνει τα όρια και το περιεχόμενο σε σημείο εξανεμίσεως της
ιδιοκτησίας. Μια τέτοια ρύθμιση θα αποτελούσε γενική στέρηση του
δικαιώματος χρήσεως ή/και διαθέσεως, έστω και αν συνοδευόταν από
καταβολή αποζημίωσης.
Το κύριο συνταγματικό αντίβαρο της συνταγματικής κατοχύρωσης της
ιδιοκτησίας είναι ο θεσμός της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης.
ΙΙΙ. Η ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ
α) Προϋποθέσεις αναγκαστικής απαλλοτρίωσης
8
Η αναγκαστική απαλλοτρίωση αποτελεί νομικό θεσμό μέσω του
οποίου γίνεται δυνατή εκούσια στέρηση της ιδιοκτησίας προσώπου, με σκοπό
την, σύμφωνα με τη συνταγματική διατύπωση του άρθρου 17 του
Συντάγματος, εκτέλεση έργου «δημόσιας ωφέλειας». Με τον όρο «δημόσια
ωφέλεια» εννοείται έργο που επιβάλλεται από την εξυπηρέτηση του γενικού
συμφέροντος ή του συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου. Σε ποιες
περιπτώσεις είναι νόμιμη η στέρηση της ιδιοκτησίας θα το καθορίσει ο
ουσιαστικός νόμος. Αυτός θα καθορίσει τι συνιστά «δημόσια ωφέλεια», ώστε
να μη δημιουργείται αμφισβήτηση γύρω από το θέμα αυτό. Ο in concreto
προσδιορισμός ανήκει στη διακριτική εξουσία της διοίκησης, η οποία και με
την πράξη της θα προσδιορίσει σε ποιες συγκεκριμένες περιπτώσεις
επιβάλλεται η στέρηση της ιδιοκτησίας, όταν συντρέχει λόγος δημόσιας
ωφέλειας.
Η στέρηση της ιδιοκτησίας συντελείται υπέρ ενός άλλου προσώπου,
από εκείνο κατά του οποίου στρέφεται η απαλλοτρίωση, του υπέρ΄ ου η
απαλλοτρίωση. Παλαιότερα συντελείτο υπέρ του Κράτους και των ν.π.δ.δ.,
σήμερα όμως και υπέρ των ιδιωτικών φορέων που έχουν αναλάβει να
εκτελέσουν τα έργα, με την προϋπόθεση ότι από το συγκεκριμένο έργο
Η στέρηση της ιδιοκτησίας με αναγκαστική απαλλοτρίωση συντελείται
κατά τη συνταγματική επιταγή, «πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης
αποζημίωση», που καταβάλλεται από τον υπόχρεο αποζημίωσης, ο οποίος
όμως δεν είναι πάντα ο υπέρ’ ου η απαλλοτρίωση10. Στις πολεοδομικές και
στις απαλλοτριώσεις του άρθρου 1 ν.653/77, κατά τις διακρίσεις του νόμου
δεν καταβάλλεται πάντοτε αποζημίωση , αλλά ο καθ΄ ου η απαλλοτρίωση 9 Μπαλή, Εμπράγματο Δίκαιο, έκδοση δ’, §74, 4/55 ΑρχΝ Ζ΄ 10 Όπως στις ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις, στις απαλλοτριώσεις για σχολικά κτίρια, στις απαλλοτριώσεις που διέπονται από το άρθρο 1 §1 ν. 653/77 κ.λ.π.
9
ιδιοκτήτης θεωρείται ότι ωφελείται και συμψηφίζεται η αποζημίωση που
δικαιούται με την ωφέλεια την οποία αποκτά (αυτοαποζημίωση).
Για την εκτέλεση των έργων δημόσιας ωφέλειας η διοίκηση οφείλει κατ’
αρχήν να διαθέσει δικά της ακίνητα και σε διαφορετική περίπτωση, να
χρησιμοποιήσει την εξουσία της με το λιγότερο επαχθή τρόπο, για να
αποκτήσει τα αναγκαία ακίνητα.
Η αναγκαστική απαλλοτρίωση, όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί νόμιμο
τρόπο για να στερηθεί κάποιος ακούσια την ιδιοκτησία του, με την
συνταγματική προϋπόθεση της δημόσιας ωφέλειας που πρέπει να αποδειχθεί
με τον «προσήκοντα τρόπο , όταν και όπως ο νόμος ορίζει και πάντοτε αφού
προηγηθεί πλήρης αποζημίωση…11».
Ο καθ΄ ού η απαλλοτρίωση ιδιοκτήτης δεν διαθέτει το ακίνητο του, ιδία
βουλήσει, αλλά αναγκάζεται να το διαθέσει και να το στερηθεί ανεξάρτητα αν
το αποδέχεται ή όχι. Η αξία την οποία αποκτά, δεν αποτελεί τίμημα το οποίο
συμφωνήθηκε κατά τη λειτουργία της θεωρίας της αυτονομίας των
βουλήσεων, αλλά αποζημίωση που καθορίζεται με αντιδικία, για να καλύψει
την απώλεια της ιδιοκτησίας, σε εκτέλεση μονομερούς διοικητικής βούλησης
κατά την άσκηση του κρατικού imperium12.
Η αναγκαστική απαλλοτρίωση δεν αποτελεί αναγκαστική εκτέλεση,
αλλά αποβλέπει στην απόκτηση του πράγματος με την κυριαρχική άσκηση
της εξουσίας της πολιτείας. Ως προς την προσδιοριστική της έννοια, η
αναγκαστική απαλλοτρίωση στοχεύει στην εκτέλεση έργου δημόσιας
ωφέλειας και η αποζημίωση περιέρχεται στον ιδιοκτήτη, ενώ η αναγκαστική
εκτέλεση στοχεύει στην ικανοποίηση των δανειστών και το εκπλειστηρίασμα
διανέμεται σύμφωνα με ειδική διαδικασία και με ορισμένες προτεραιότητες για
την ικανοποίηση των δανειστών.
Μοναδική ομοιότητα αποτελεί το γεγονός ότι και οι δυο καταλήγουν στην
εξαναγκαστική στέρηση της ιδιοκτησίας.
Η πράξη με την οποία η πολιτεία κηρύσσει την αναγκαστική
απαλλοτρίωση αποτελεί μονομερή δήλωση βούλησης δημοσίου δικαίου, που
περιέχει άσκηση εξουσίας και καθορίζει τη στέρηση της ιδιοκτησίας σύμφωνα
με τις προϋποθέσεις που θέτει το Σύνταγμα και οι νόμοι13. 11 Άρθρα 17 §2 Συντ.2001, άρθρο 17 Συντ.1952, άρθρο 19 Συντ.192712 Κ Χορομίδης, Η αναγκαστική απαλλοτρίωση, σελ. 187, Θεσσαλονίκη 199713 Ν.Ν.Σαρίπολου, Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου, τομ. Γ´ έκδ.4, σελ.227
10
Η διοικητική πράξη με την οποία κηρύσσεται η απαλλοτρίωση είναι
επαχθής ατομική πράξη γενικού περιεχομένου. Αποτελεί σύνολο ατομικών
πράξεων η κάθε μία από τις οποίες αφορά συγκεκριμένο ακίνητο. Η τυχόν
αμφισβήτηση της κυριότητας του ακινήτου και η τυχόν επιδικία αυτού δεν
εμποδίζει την έκδοση της πράξης και της αναγκαστική απαλλοτρίωση14.
Η διοίκηση δεν έχει την υποχρέωση σήμερα να προβεί σε
προπαρασκευαστικές ενέργειες για την απόκτηση του ακινήτου με εκούσια
μεταβίβαση15.
Στο σώμα της πράξης με την οποία κηρύσσεται η απαλλοτρίωση πρέπει
να περιέχονται τα προσδιοριστικά στοιχεία του απαλλοτριούμενου ακινήτου
κατά τη θέση και την έκτασή του16. Η πράξη αυτή πρέπει να είναι σύννομη με
το νόμο που ισχύει το χρόνο που ολοκληρώνεται με τη δημοσίευση στο
ΦΕΚ17.
Πριν από την έκδοση της πράξης, απαιτείται να έχει εκδοθεί απόφαση
έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων για το σκοπούμενο έργο18 , εφόσον αυτό
μπορεί να έχει επιπτώσεις στο περιβάλλον. Ως έναρξη του έργου κατά το
άρθρο 4 §1 ν. 1650/1986, θεωρείται όχι μόνο η υλική ενέργεια εκτέλεσης του
έργου αλλά και η έκδοση οποιασδήποτε διοικητικής πράξης, η οποία
αποτελεί έναρξη προϋπόθεσης για την έναρξη κατασκευής του έργου.19
Επειδή η απαλλοτρίωση αποτελεί για τον ιδιοκτήτη20 του ακινήτου
οικονομικό αλλά και νομικό βάρος, απαιτείται αιτιολογία για την κήρυξή της
όχι όμως και για την απόρριψή της αίτησης κήρυξης της απαλλοτρίωσης.21
α.1. Η δημόσια ωφέλεια
Πρώτη προϋπόθεση, για την κήρυξη της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης
και κατ’ επέκτασιν τη στέρηση της ιδιοκτησίας κάποιου με εξαναγκασμό, είναι
Γ. Φιλαρέτου, Η αναγκαστική απαλλοτρίωσις, 1915, σελ.3314 ΣτΕ 2980/8315 ΣτΕ 4672/8316 ΣτΕ 2970/8317 Αν λήξει η ισχύς του νόμου, η πράξη εκδίδεται παράνομα, έστω και αν η διαδικασία παραγωγής της είχε ξεκινήσει όταν ίσχυε ο νόμος. 18 Βλ. άρθρο 3 §§1,2,4 ν. 1650/1986 19 ΣτΕ 3541/96 ΕΔΔΔ 1996.57820 ΣτΕ 1560/81 ΝοΒ 1982.115, ΣτΕ 1597/80 ΕπΔΜισΑπ 1981.69 21 ΕΔΔΔ 1996.578ΟλΣτΕ 3704/74 ΝοΒ 1978.273
11
σύμφωνα με την συνταγματική επιταγή η ύπαρξη λόγου «δημόσιας
ωφέλειας».22
Κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια
ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο
νόμος ορίζει…, είναι η ακριβής διατύπωση της διάταξης για την ιδιοκτησία,
των Συνταγμάτων 1811(αρθρ.17), 1927(άρθρ.19), 1952(άρθρ.17),
1968(άρθρ.21§2), 1975/1986/2001 (άρθρ.17§2).
Με τον όρο «δημόσια» δεν εννοείται «κρατική» αλλά «κοινωνική»
ωφέλεια.
«Δημόσια-κοινωνική» ωφέλεια μπορεί να υπάρξει ακόμη και αν η
απαλλοτρίωση κηρύσσεται υπέρ κάποιου ιδιώτη, υπό την προϋπόθεση πως η
ωφέλεια που αποκομίζεται διαχέεται στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.
Απαλλοτρίωση, λοιπόν, επιτρέπεται όχι μόνο για χάρη στενών κρατικών
σκοπών και επιδιώξεων, αλλά είναι δυνατή η κήρυξή της και υπέρ ιδιωτών για
την ανάπτυξή της οικονομίας της χώρας και των πλουτοπαραγωγικών
δυνάμεών της, εφόσον επέρχεται δημόσια ωφέλεια.
Δημόσια ωφέλεια παρέχουν, για παράδειγμα, τα νεκροταφεία, τα
υδραγωγεία, η ρυμοτομία που εκπληρώνουν κρατικούς σκοπούς, αλλά και η
δημιουργία βιομηχανιών, τουριστικών εγκαταστάσεων, ξενοδοχείων, θεάτρων
και κάθε έργο που τείνει στην υλική, ηθική και πνευματική ανάπτυξη του
ανθρώπου.
Η ιδιοκτησία δεν αποτελεί πλέον «μονοκρατορία του προσώπου επί
του πράγματος και δεσποτεία»,23αλλά έχει καταστεί κοινωνική λειτουργία με
υποχρεώσεις απέναντι στο κοινωνικό σύνολο. Έτσι το ατομικό συμφέρον
υποχωρεί αναγκαστικά μπροστά στο συμφέρον της ολότητας.
Το ατομικό συμφέρον όμως δεν υποχωρεί πάντοτε μπροστά στην
ολότητα καθώς ο δικαστής καλείται να κρίνει πότε πραγματικά υπάρχει
εξυπηρέτηση δημοσίου συμφέροντος. Η ερμηνεία του όρου «δημόσια
ωφέλεια»οφείλει να είναι ορθή και πολύπλευρη και όχι αυθαίρετη και
μονομερής καθώς και να ερμηνεύεται τελολογικά και διασταλτικά. Γιατί η
δημιουργία μιας τεράστιας βιομηχανίας που έχει σημαντικές επιζήμιες
παραμέτρους , δεν αποτελεί δημόσια ωφέλεια, έστω και αν θα αποτελέσει μια
κ.λ.π.)για λόγους δημόσιας ωφέλειας, ώστε να καταστούν κοινά αποκτήματα,
να διαφυλαχθούν σε μουσεία κ.α.
Επίτευξη του σκοπού της απαλλοτρίωσης επέρχεται:
α) κατά κανόνα, με τη στέρηση της ιδιοκτησίας, δηλαδή με τη μεταφορά του
φορέα της κυριότητας του απαλλοτριούμενου πράγματος
β) κατ’ εξαίρεση, με τη σύσταση εμπράγματου δικαιώματος τρίτου στο
πράγμα, με την προϋπόθεση της δημόσιας ωφέλειας.
Τα εμπράγματα δικαιώματα του ενέχυρου και της δουλείας δεν
αποτελούν αντικείμενο απαλλοτρίωσης, γιατί η αναγκαστική σύστασή τους
δεν οδηγεί σε δημόσια ωφέλεια. Εξάλλου, η υποθήκη και το ενέχυρο δεν
ανήκουν στα εμπράγματα δικαιώματα που προστατεύονται από το Σύνταγμα,
γιατί δεν είναι αυτοτελή εμπράγματα δικαιώματα που παρέχουν στον κύριό
τους εξουσία χρήσης και κάρπωσης του πράγματος.
Αντικείμενο απαλλοτρίωσης υπέρ τρίτων προσώπων, φυσικών ή
νομικών, ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου, μπορεί να είναι και ακίνητα που
ανήκουν στο Δημόσιο, ενώ εννοείται πως δεν μπορούν να απαλλοτριωθούν
ακίνητα τα οποία ήδη εξυπηρετούν σκοπό κοινής ωφέλειας.
δ) Η απαλλοτρίωση ιδιαίτερων αντικειμένων ιδιοκτησίας
Ειδικές ρυθμίσεις περιέχει ή προβλέπει το Σύνταγμα για την
αναγκαστική απαλλοτρίωση ιδιαίτερων αντικειμένων ιδιοκτησίας. Κατά την
διάταξη του άρθρου 18 § 1 ειδικού νόμοι ρυθμίζουν τα σχετικά με την
ιδιοκτησίας και τη διάθεση των μεταλλείων, ορυχείων, σπηλαίων,
αρχαιολογικών χώρων και θησαυρών, ιαματικών, ρεόντων και υπογείων
υδάτων και γενικά υπόγειου πλούτου. Λόγω της μεγάλης οικονομικής
22
σημασίας των μεταλλείων και των ορυχείων, το Σύνταγμα δίνει εξουσιοδότηση
στον νομοθέτη να καθορίζει ειδικού όρους και προϋποθέσεις που αφορούν το
ιδιοκτησιακό τους καθεστώς, την διάθεση και την εκμετάλλευσή τους.
Με νόμο ρυθμίζονται κα τα σχετικά με την ιδιοκτησία, την εκμετάλλευση
και διαχείριση των λιμνοθαλασσών και των μεγάλων λιμνών, καθώς και
σχετικά με τη διάθεση γενικά των εκτάσεων που προκύπτουν από
αποξήρανση τους(άρθρο 18 § 2). Κατά την Νομολογία ο κοινός νομοθέτης
διαθέτει πλήρη ελευθερία για τη θέσπιση του πλαισίου προστασίας τόσο του
υπόγειου πλούτου όσο και των μεγάλων λιμνών ακόμη και κατά παρέκκλιση
των διατάξεων του άρθρου 1768.
ε) Ανεπίδεκτα απαλλοτρίωσης. Αιγιαλός, Ναοί, Άγιο Όρος
Αντικείμενο απαλλοτρίωσης μπορούν να είναι μόνο τα πράγματα που
είναι αντικείμενα ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα από το αν ο φορέας τους είναι
νομικό ή φυσικό πρόσωπο, ημεδαπό ή αλλοδαπό, Δημόσιο, Δήμος,
Κοινότητα, Μονή ή και ξένο κράτος69.
Πράγματα που ανήκουν σε ξένα κράτη, σύμφωνα με την αρχή της
αμοιβαιότητας μπορούν να εξαιρεθούν από την απαλλοτρίωση.
Τα δημόσια πράγματα δεν μπορούν να απαλλοτριωθούν, γιατί δεν
επιδέχονται ιδιωτική κτήση και αποτελούν πράγματα που βρίσκονται εκτός
συναλλαγής. Αυτά είναι τα κοινά τοις πάσι, τα κοινής χρήσης και τα
προορισμένα για την εξυπηρέτηση δημοσίων, δημοτικών, κοινοτικών ή
θρησκευτικών σκοπών και ορίζονται στο άρθρο 966 ΑΚ. Τα πράγματα αυτά
είναι προορισμένα να εξυπηρετούν σκοπούς δημόσιους. Με την εξαίρεση του
άρθρου 970 ΑΚ. επιτρέπεται μετά από παραχώρηση της αρχής να
αποκτηθούν ιδιωτικά δικαιώματα ιδιαίτερης αυξημένης χρήσης σε
κοινόχρηστα πράγματα, εφόσον διατηρείται και δεν αποκλείεται η κοινή χρήση
τους.
68 ΣτΕ 966/1995- Προστασία ιαματικών πηγών, ΣτΕ 1516/1979- Προηγούμενη άδεια για άντληση υπόγειων υδάτων69 ΣτΕ 1366/83 Το Σ 1983.624
23
Ανεπίδεκτα απαλλοτρίωσης είναι τα κοινόχρηστα πράγματα εκτός
συναλλαγής που εξυπηρετούν δημοσιολογικό σκοπό με την άμεση χρήση
τους και όχι με τις προσόδους τους ή την αξία τους ως κεφάλαιο.
Τα κοινής χρήσης πράγματα μπορούν βέβαια να κηρυχθούν ως
απαλλοτριωτέα καθώς στα πλαίσια της παντοδυναμίας του νομοθέτη μπορεί
να παραχωρηθεί χωρίς δέσμευση ιδιωτικό δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης σε
κοινόχρηστο πράγμα.
Κοινής χρήσης πράγματα είναι τα ύδατα που ρέουν ελεύθερα και
αέναα, οι οδοί, οι πλατείες, οι λιμένες και οι όρμοι, οι όχθες πλεύσιμων
ποταμών, οι μεγάλες λίμνες και οι όχθες. Η απαρίθμηση είναι ενδεικτική και τα
κοινής χρήσης πράγματα εφόσον δεν ανήκουν σε Δήμο ή Κοινότητα ή αλλού,
ανήκουν στο Δημόσιο, όπως ορίζει το άρθρο 968 ΑΚ.
Αν ένα κοινόχρηστο πράγμα που ανήκει κατά κυριότητα σε ν.π.δ.δ. και
χρησιμοποιείται για την εξυπηρέτηση της δημόσιας υπηρεσίας που του
ανατέθηκε, καταστεί αναγκαίο για την πλήρωση διαφορετικού σκοπού
δημόσιας ωφέλειας δεν απαιτείται κήρυξη αναγκαστικής απαλλοτρίωσης,
καθώς το πράγμα καθίσταται πάλι κοινόχρηστο.
Δεν ισχύει όμως το ίδιο αν πρόκειται για κοινόχρηστο και η
απαλλοτρίωση κηρύσσεται υπέρ ιδιωτών ή ν.π.ι.δ. ή και υπέρ ν.π.δ.δ. που
σκοπεύει στην εκμετάλλευση του απαλλοτριούμενου με βάση τους κανόνες
του ιδιωτικού δικαίου.
Στην περίπτωση αυτή είναι αναγκαία η κήρυξη της απαλλοτρίωσης του
κοινοχρήστου, καθώς επέρχεται αποκλεισμός της κοινόχρηστης ιδιότητας του
πράγματος και γίνεται αντικείμενο ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Η απαλλοτρίωση
πρέπει, τότε, να κηρυχθεί με νόμο ή ειδική εξουσιοδότηση νόμου, γιατί δεν
αρκεί απλή Υπουργική απόφαση, επειδή με ειδική διοικητική πράξη δεν
μπορεί να αποκλεισθεί ο κοινόχρηστος χαρακτήρας του πράγματος.
Σε περίπτωση απαλλοτρίωσης κοινόχρηστου πράγματος, όταν για
οποιοδήποτε λόγο παύσει ο κοινόχρηστος προορισμός του, η αποζημίωση
ανήκει στον κύριο του (Δημόσιο, Δήμο, Κοινότητα). Έτσι το πράγμα
περιέρχεται από τη δημόσια στην ιδιωτική περιουσία του Δήμου, της
Κοινότητας ή του Δημοσίου., με αποτέλεσμα να καθίσταται επιδεκτικό
συναλλαγής και κατ’ επέκτασιν αντικείμενο αναγκαστικής απαλλοτρίωσης70.
70 Άρθρο 971 ΑΚ
24
Ο αιγιαλός, η χερσαία φύση που περιστοιχίζει τη θάλασσα, η οποία
βρέχεται από τις μεγάλες , αλλά συνηθισμένες αναβάσεις των κυμάτων,
ανήκει σύμφωνα με τα άρθρα 966 και 967 ΑΚ στα κοινόχρηστα πράγματα. Ο
αιγιαλός δεν ανήκει στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου αλλά ανήκει στη
δημόσια κτήση. Λόγω λοιπόν του κοινόχρηστου προορισμού του δεν μπορεί
να απαλλοτριωθεί με απόφαση των αρμόδιων υπουργών. Με πράξη της
αρχής μπορούν να παραχωρηθούν μόνο ορισμένα ιδιωτικά δικαιώματα στον
αιγιαλό, χωρίς όμως να αποκλείουν τον κοινόχρηστο χαρακτήρα του. Πράξη
της διοίκησης με την οποία παραχωρείται τμήμα του αιγιαλού σε ιδιωτική
επιχείρηση για την εξυπηρέτησή της είναι παράνομη.
Αντίθετα, κρίθηκε71 ότι δεν αναιρείται η ιδιότητα του κοινόχρηστου από
την επιβολή εισιτηρίου, καθώς θεωρείται ότι επιβάλλεται όχι για την χρήση του
κοινοχρήστου αλλά για πρόσθετες εξυπηρετήσεις παρέχονται σε αυτό.
Ο Κ. Χορομίδης, υποστηρίζει αντίθετα πως με την επιβολή του εισιτηρίου
αναιρείται ο κοινόχρηστος χαρακτήρας του αιγιαλού στην ουσία του και
καταστρατηγείται η διάταξη του άρθρου 970 ΑΚ.
Σε περίπτωση παρακώλυσης ή αποβολής από τη χρήση του αιγιαλού
που αποτελεί κοινόχρηστο πράγμα, κάθε τρίτος μπορεί να αξιώσει την άρση
του παράνομου αποκλεισμού και τη άρση της προσβολής του κοινόχρηστου
πράγματος με την ενάσκηση του δικαιώματος που απορρέει από την
προσωπικότητα του ανθρώπου και προστατεύεται με το άρθρο 57 ΑΚ.
Οι χώροι που είναι αφιερωμένοι στη θεία λατρεία, όπως οι ιερές μονές,
οι ναοί και τα νεκροταφεία, θεωρούνται ως πράγματα εκτός συναλλαγής,
επειδή εξυπηρετούν θρησκευτικό σκοπό και γι’ αυτό το λόγο είναι ανεπίδεκτα
απαλλοτρίωσης. Στην κατηγορία των αναπαλλοτρίωτων πραγμάτων ανήκουν
οι ναοί όλων των γνωστών θρησκειών, οι οποίοι αποκτούν την ιδιότητά τους
από τη στιγμή που θα αφιερωθούν στη λατρεία του θεού.
Ωστόσο, η συνταγματική διάταξη του άρθρου 13 που προστατεύει την
ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης και την ανεξιθρησκία δεν προστατεύει
και τα μέσα με τα οποία ασκείται η θρησκευτική λατρεία. Κατά συνέπεια, δεν
υφίσταται διάταξη αυξημένης τυπικής ισχύος που να θεσπίζει το
αναπαλλοτρίωτο των ακινήτων που εξυπηρετούν θρησκευτικό σκοπό. Μπορεί
λοιπόν να επιτραπεί η απαλλοτρίωση τόπου θρησκευτικής λατρείας για την
71 ΣτΕ 2799/72
25
εκτέλεση των απολύτως αναγκαίων δημοσίων έργων, σύμφωνα πάντα με την
αρχή της αναλογικότητας.
Αντίθετα, το αναπαλλοτρίωτο των ακινήτων των Ιερών Μονών του
Αγίου Όρους, είτε αυτά βρίσκονται στην περιοχή του είτε εκτός αυτής,
θεσπίζεται από το άρθρο 181 του Καταστατικού Χάρτη του Αγίου Όρους. Το
αναπαλλοτρίωτο της εκκλησιαστικής περιουσίας αποτελεί έκφραση αρχής
που καθιερώθηκε από Οικουμενικές Συνόδους και ιερούς κανόνες72.
IV. Ειδικές μορφές στέρησης της ιδιοκτησίας
α) Η επίταξη
Συγγενής έννοια με την αναγκαστική απαλλοτρίωση είναι η επίταξη73,
δηλαδή η προσωρινή στέρηση της χρήσης και κάρπωσης ιδιοκτησίας74 με
μονομερή πράξη του κράτους προς τον σκοπό της ικανοποίησης έκτακτης και
άμεσης δημόσιας ανάγκης (άρθρο 18 § 3). Η επίταξη αποτελεί ιδιαίτερο
νομικό θεσμό, ο οποίος δεν συνιστά για τον ιδιοκτήτη δημόσιο βάρος,
αναγκαστική μίσθωση ή απαλλοτρίωση.
Η επίταξη δεν αποτελεί δημόσιο βάρος, γεγονός που δικαιολογείται
από την αποζημίωση που αναγνωρίζεται για την προσωρινή στέρηση της
χρήσης ή της κάρπωσης, γιατί διαφορετικά θα παραβιαζόταν η αρχή της
ισότητας.
Η διάταξη του άρθρου 18 § 3 Συντ. επιτρέπει την επίταξη πραγμάτων
αφενός για τις ανάγκες των ενόπλων δυνάμεων σε περίπτωση πολέμου ή
επιστράτευσης και αφετέρου για τη θεραπεία άμεσης κοινωνικής ανάγκης που
μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την δημόσια τάξη ή υγεία. Η νομολογία
αντιλαμβάνεται τον όρο «δημόσια τάξη» υπό ευρύτερη έννοια που
περιλαμβάνει εκτός από την δημόσια ασφάλεια, την τήρηση της συνεχούς και
αδιατάρακτης λειτουργίας των δημοσίων υπηρεσιών75. Αντίθετα, η ερμηνεία
72 Κ. Ράλλη, Το αναπαλλοτρίωτο της εκκλησιαστικής περιουσίας, εκδ. β´, §1 και 473 Τα σχετικά με την επίταξη ρυθμίζονται βασικά από το Ν. 4242/1929»περί στρατιωτικών και ναυτικών εισφορών και ναυλώσεων». Ν.11/17.11.1922 κ.α.74 Από την επίταξη ιδιοκτησίας διακρίνεται η επίταξη υπηρεσιών που προβλέπεται στο άρθρο 22 § 3 Συντ.75 Η νομολογία έχει δεχθεί ότι η απειλή σοβαρής διαταραχής της οικονομικής ζωής της χώρας, όπως στην περίπτωση της εξαγγελίας ακινητοποίησης των λεωφορείων του ΚΤΕΛ συνιστά
26
του ΔΕΚ διαφοροποιείται και δέχεται πως η δημόσια τάξη αναφέρεται στη
διαφύλαξη συμφερόντων μη οικονομικού χαρακτήρα. Ο πόλεμος και η
επιστράτευση που δικαιολογούν την προσφυγή στην επίταξη, πρέπει να
συντρέχουν τόσο από νομική όσο και από πραγματική άποψη, όπως είναι η
διεξαγωγή εχθροπραξιών ή η κινητοποίηση των ενόπλων δυνάμεων, ενώ δεν
αρκεί η απλή κήρυξη γενικής επιστράτευσης με π.δ.
Η επίταξη επιτρέπεται για την ικανοποίηση άμεσης δημόσιας ανάγκης
που πρέπει να είναι έκτακτη, επείγουσα και πρόσκαιρη, ενώ η οριστική
επίταξη ισοδυναμεί με αναγκαστική απαλλοτρίωση, οπότε και εφαρμόζονται οι
διατάξεις του άρθρου 1776. Πρόκειται, δηλαδή, για μέτρο έκτακτο, η
νομιμότητα του οποίου διαρκεί όσο διαρκούν και «οι ιδιαίτερες περιστάσεις»
που το δικαιολογούν, και προσωρινό, η χρήση του οποίου δεν επιτρέπεται για
την αντιμετώπιση μόνιμων προβλημάτων, ούτε μπορεί να συνίσταται στην
αφαίρεση της ιδιοκτησίας.
Παρόλα αυτά όταν λήξουν οι «ιδιαίτερες συνθήκες» η άρση του μέτρου
δεν είναι αυτόματη. Μετά την πάροδο του εύλογου χρόνου η διοίκηση οφείλει
να προβεί σε άρση της επίταξης77. Το Σύντ. στο άρθρο 18 § 5 ορίζει «σε
περίπτωση αδικαιολόγητης παράτασης των μέτρων αποφασίζει για την άρση
τους, το ΣτΕ, ύστερα από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον».
Η επίταξη διατυπώνεται εγγράφως και ο έγγραφος τύπος έχει
συστατική και όχι αποδεικτική ισχύ. Τέλος, σημειώνεται πως η ο νομοθέτης
δεν έθεσε προϋπόθεση για την αποζημίωση που δεν είναι αναγκαίο να είναι
πλήρης, αλλά οπωσδήποτε εύλογη, ούτε και να προκαταβάλλεται για την
κατάληψη του πράγματος, ούτε ένα καθορίζεται από τα τακτικά δικαστήρια.
Νόμος όμως που θα απέκλειε την αποζημίωση, θα αντιστρατευόταν της
συνταγματικής διάταξης για την επίταξη και της αρχής της ισότητας.
β) Ο αναδασμός
κοινωνική ανάγκη που επιτάσσει η διάταξη του άρθρου 18 § 3 Συντ.76 ΣτΕ 3385/1995, ΑΠ 633/1985 Η επίταξη δεν μπορεί να παραταθεί πέρα από εύλογο χρονικό διάστημα, γιατί διαφορετικά εξομοιώνεται με αναγκαστική απαλλοτρίωση77 ΣτΕ 3551/1995, 1036/1998
27
Αγροτικός αναδασμός78: Επέμβαση στην ιδιοκτησία αποτελεί και ο
αναδασμός εκτάσεων για την επωφελέστερη εκμετάλλευση του εδάφους, που
προβλέπεται από το άρθρο 18 § 4 του Συντ. και αφορά την υποχρεωτική
συνένωση και αναδιανομή αγροτικών εκτάσεων έτσι ώστε οι νέες ακίνητες
ιδιοκτησίες να είναι ισάξιες με τις αρχικές με σκοπό την ορθολογικότερη
συγκρότηση της αγροτικής ιδιοκτησίας. Πρόκειται για τον λεγόμενο, αγροτικό
αναδασμό. Σκοπός του έχει την ευχερέστερη και αποδοτικότερη εκμετάλλευση
ων ιδιοκτησιών με την μεγέθυνση των αγροτικών κλήρων, την επωφελέστερη
εκμετάλλευση των υδάτων άρδευσης, την αξιοποίηση και εκμετάλλευση
επικλινών εκτάσεων κ.λ.π.
Ο αναδασμός συντελείται με τη χορήγηση στον δικαιούχο κτήματος
ισάξιου, που αποτελεί αποζημίωση για την διανεμηθείσα ιδιοκτησία του. Αν
δεν είναι δυνατή η αντιπαροχή ίσης αξίας ακινήτου και καταβληθεί επιπλέον
και αποζημίωση, πρόκειται για μερική αναγκαστική απαλλοτρίωση79.
επίσης, είναι δυνατή η λήψη μέτρων για την αποφυγή της υπέρμετρης
κατάτμησης ή για τη διευκόλυνση της ανασυγκρότησης της κατατμημένης
μικρής ιδιοκτησίας, όπως η παροχή φορολογικών κινήτρων η αντικινήτρων80.
Αστικός αναδασμός81: Εκτός όμως από τον αγροτικό αναδασμό με το Συντ.
εισάγεται ο θεσμός του αστικού αναδασμού που κατατάσσεται στις μορφές
πραγματοποίησης της ενεργού πολεοδομίας. Στο άρθρο 24 § 3 ορίζεται πως
επιτρέπεται η υποχρεωτική διάθεση ιδιωτικών ιδιοκτησιών, χωρίς την
καταβολή αποζημίωσης, οι οποίες είναι απαραίτητες για τη δημιουργία
δρόμων, πλατειών και χώρων για κοινωφελείς χρήσεις και σκοπούς. Οι
ιδιοκτήτες ακινήτων που βρίσκονται σε περιοχή, η οποία χαρακτηρίστηκε ως
οικιστική με την ένταξη της σε πολεοδομικό σχέδιο, οφείλουν να διαθέσουν
χωρίς αντάλλαγμα τμήμα της ιδιοκτησίας τους προκειμένου να εξασφαλισθούν
ο απαιτούμενες εκτάσεις για τους προβλεπόμενους από το πολεοδομικό
σχέδιο κοινόχρηστους χώρους και χώρους κοινωφελών χρήσεων καθώς και
δαπάνες για εκτέλεση των βασικών κοινόχρηστων πολεοδομικών έργων. Η
78 Τα θέματα του αγροτικού αναδασμού ρυθμίζονται από το Ν. 674/1977 «περί αναδασμού της γης και μεγεθύνσεως των γεωργικών εκμεταλλεύσεων και άλλων τινών διατάξεων»79 Π.Δ. Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα, σελ. 82480 Απ. Γέροντας, Η συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας και αναγκαστική απαλλοτρίωση, σελ. 10581 Ο αστικός αναδασμός προβλέπεται από τα άρθρα 49 επ. του Ν. 947/1979 «περί οικιστικών περιοχών» και το άρθρο 10 του Ν. 1337/1983 «επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων κ.λ.π.»
28
υποχρέωση αυτή των ιδιοκτητών δεν πρέπει να υπερβαίνει τα εύλογα όρια
που προκύπτουν από τις διατάξεις για την αναγκαστική απαλλοτρίωση στο
άρθρο 1782.
Σύμφωνα με την § 4 μπορεί να προβλεφθεί η συμμετοχή των
ιδιοκτητών περιοχής που χαρακτηρίζεται ως οικιστική στην αξιοποίηση και
γενική διαρρύθμιση της σύμφωνα με εγκεκριμένο σχέδιο, με αντιπαροχή
ακινήτων ίσης αξίας ή τμημάτων ιδιοκτησίας κατά όροφο, από τους χώρους
που καθορίζονται τελικά ως οικοδομήσιμοι ή από κτίρια της περιοχής.
Οι ελεύθερες εκτάσεις που προκύπτουν από την αναμόρφωση,
διατίθενται για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων ή εκποιούνται για να
καλυφθούν οι δαπάνες της πολεοδομικής αναμόρφωσης.
Τέλος, σημειώνεται πως ο αναδασμός διαφέρει από την αναγκαστική
απαλλοτρίωση τόσο ως προς το είδος και τον τρόπο της αποζημίωσης, όσο
και ως προς το ότι δεν στερεί την ιδιοκτησία για χάρη τρίτου αλλά την
αναδιαπλάθει για χάρη του γενικού συμφέροντος του ιδιοκτήτη. Η αξία της
ακίνητης περιουσίας που αναδιανέμεται υπολογίζεται ολόκληρη σε ακίνητο.
Κάθε ένας που συμμετέχει στον αναδασμό εμφανίζεται ως υπέρ΄ ου και καθ΄
ου η απαλλοτρίωση.
Η συντέλεση της αναδιανομής επέρχεται με τη δημοσίευση στο ΦΕΚ
της απόφασης του Υπουργού Γεωργίας, που κυρώνει το τοπογραφικό
σχεδιάγραμμα και τον κτηματολογικού πίνακα. Η δημοσίευση επιφέρει την
απόσβεση των εμπράγματων δικαιωμάτων στα αρχικά κτήματα και την