Top Banner
presumably 170 presumably [pri'zju:m3bli] adv κατά τα φαινόμενα, ίσως, ενδεχομένως. presume [pri'zju:m] vti [προ]ϋποθέτω, παίρνω σα δεδομένο, θεωρώ II απο- τολμώ, παίρνω το θάρρος II ~ upon stJt, καταχρώμαι. presumption [pri'zAinpJn] η υπόθεση, έν- δειξη, τεκμήριο II έπαρση, τόλμη. presumptive [pri'zAmptiv] adj υποθετικός. presumptuous [pri'zAmpt/ss] adj προπέτης, αλαζονικός. presuppose [.prirsa'pouz] vt προϋποθέτω. pretence [pri'tens] π πρόσχημα, προσ- ποίηση, πρόφαση II αξίωση. pretend [pri'tend] vti παριστάνω, κάνω πως, προσποιούμαι II ~ to, διεκδικώ, εγείρω αξίωση εις 11 ~er, διεκδικητής, μνηστήρας (θρόνου). pretension [pri'tenjn] π αξίωση, φιλοδο- ξία II make ~s to, ισχυρίζομαι ότι έχω. pretentious [pri'tenfas] adj ξιππασμένος, κούφος, εξεζητημένος || ~ness, οίηση. preternatural [,pri:t3'naetjrl] adj υπερφυ- σικός. pretext ['prktekst] π πρόφαση. prettify ["pritifai] vt ωραιοποιώ (άνοστα). pretty ['priti] adj χαριτωμένος || ωραί- ος || σημαντικός II adv αρκετά || ~ much/nearly/well, σχεδόν, περίπου || prettily, χαριτωμένα II prettiness, χάρη. prevail [pri'veil] vi επικρατώ, κυριαρχώ II ~ over, υπερισχύω, [υπερ]νικώ II ~ upon sb to do stb, πείθω κπ να κάμει κτ || ~ing, επικρατών. prevalence fprevabns] η επικράτηση, γενίκευση. prevalent ['prevalant] adj επικρατών. prevaricate [pri'vasrikeit] vi υπεκφεύγω, ανακριβολογώ || prevarication, υπεκφυ- γή, ανακρίβεια, σοφιτεία. prevent [pri'vent] vt αποτρέπω, προλαμ- βάνω || ~ sb from doing stb, εμποδίζω κπ να κάμει κτ II ~able, αποτρέψιμος II ~ion, πρόληψη II ~ive, προληπτικός. previous ['prhvias] adj προηγούμενος II ~ to, προ, πριν από II ~ly, προη- γουμένως. prey [prei] η βορά, θύμα, λεία || vi ~ upon, κυνηγώ, λυμαίνομαι, βασανίζω II be a ~ to, βασανίζομαι. price [prais] η τιμή || vt τιμολογώ, δια- τιμώ II τιμώ, εκτιμώ || at a —, αρκετά ακριβά || put a ~ on sb's bead, επικη- ρύσσω κπ || beyond/above —, ανεκτί- μητος || ~-control, διατίμηση II ~less, αμίμητος, ανεκτίμητος II —list, τιμο- κατάλογος || ~y, ακριβός. prick [prik] π τρύπημα, τσίμπημα II vti τρυπώ 11 κεντώ, τσιμπώ, πονώ II ~ up one's ears, τεντώνω τ' αυτιά. prickle [prikl] η αγκάθι. prickly ['prikli] adj αγκαθωτός, ακαν- θώδης II ευερέθιστος, μυγιάγγιχτος II ~ pear, φραγκόσυκο, φραγκοσυκιά. pride [praid] π περηφάνεια II εγωισμός, φιλότιμο || αλαζονία, έπαρση II καμά- ρι II vt oneself upon sth, καμαρώνω για κτ II take in stb, περηφανεύομαι για κτ. priest [pri:st] η ιερεύς, παπάς || || —ess, ιέρεια || —hood, ιερωσύνη, κλήρος || ~ly adj ιερατικός. prig [prig] η ηθικολόγος, πουριτανός II —gish, πουριτανικός, σεμνότυφος II — gishness, σεμνοτυφία, πουριτανισμός. prim [prim] adj περιποιημένος, σχο- λαστικός, τυπικός, επιτηδευμένος II —ness, πάστρα, ευπρέπεια, σχολαστι- κότητα. primacy ['praimasi] π πρωτεία, πρωτο- καθεδρία II αρχιερατεία. primal [praiml] adj αρχικός, κύριος. primarily ["prainwrali] adv βασικά, κύρια. primary ['praimari] adj βασικός, πρω- ταρχικός || π US προκριματική εκλογή II ~ education, στοιχειώδης εκπαίδευση II — school, δημοτικό σχολείο. primate ['praimeit] η αρχιεπίσκοπος. prime [praim] adj πρώτος, αρχικός, πρω- ταρχικός || πρώτιστος, κύριος II εξαί- σιος, εκλεκτός || η ακμή, τελειότητα II αρχή II vt δασκαλεύω, κατατοπίζω II ασταρώνω II ετοιμάζω, γεμίζω (όπλο, κλπ.) II —r, αναγνωστικό, αλφαβητάρι, αστάρι, γόμωση (φυσιγγίου). primeval [prai'mi:vl] adj αρχέγονος. priming ['praimiq] n αστάρωμα II γέ- μιση, γόμωση, θρυαλλίδα. primitive ['primitiv] adj πρωτόγονος. primordial [prai'mo:di3l] adj αρχέγονος. primrose ['primrouz] η ηράνθεμο. primula ['primjub] η πασχαλούδα. primus ['praimas] η γκαζιέρα. prince [prins] η πρίγκηπας, ηγεμόνας II —dom, πριγκηπάτο || ss [prin'ses] πριγκήπισσα II ~ly, πριγκηπικός. principal ['prinsapl] η διευθυντής (κολ- λεγίου) || εντολέας || δράστης, αυτουρ- γός || τοκοφόρο κεφάλαιο II adj κυ- ριότερος || —ly, κυρίως II —ity, πρι- γκηπάτο. principle ['prinsspl] η αρχή || in —, κατ' αρχήν, γενικά. print [print] η τυπογραφικά στοιχεία, τυπωμένη ύλη II αποτύπωμα || (για ύφασμα) εμπριμέ || γκραβούρα || vti τυπώνω Ι -ομαι, εκτυπώνω, αποτυπώνω II σταμπάρω (ύφασμα) \\ ~ed matter, έντυπα II out of —, (βιβλίο) εξαντλη-
56

32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

Oct 28, 2015

Download

Documents

bluarmy
Welcome message from author
This document is posted to help you gain knowledge. Please leave a comment to let me know what you think about it! Share it to your friends and learn new things together.
Transcript
Page 1: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

presumably 170

presumably [pri'zju:m3bli] adv κατά ταφαινόμενα, ίσως, ενδεχομένως.

presume [pri'zju:m] vti [προ]ϋποθέτω,παίρνω σα δεδομένο, θεωρώ II απο-τολμώ, παίρνω το θάρρος II ~ uponstJt, καταχρώμαι.

presumption [pri'zAinpJn] η υπόθεση, έν-δειξη, τεκμήριο II έπαρση, τόλμη.

presumptive [pri'zAmptiv] adj υποθετικός.presumptuous [pri'zAmpt/ss] adj προπέτης,

αλαζονικός.presuppose [.prirsa'pouz] vt προϋποθέτω.pretence [pri'tens] π πρόσχημα, προσ-

ποίηση, πρόφαση II αξίωση.pretend [pri'tend] vti παριστάνω, κάνω

πως, προσποιούμαι II ~ to, διεκδικώ,εγείρω αξίωση εις 11 ~er, διεκδικητής,μνηστήρας (θρόνου).

pretension [pri'tenjn] π αξίωση, φιλοδο-ξία II make ~s to, ισχυρίζομαι ότιέχω.

pretentious [pri'tenfas] adj ξιππασμένος,κούφος, εξεζητημένος || ~ness, οίηση.

preternatural [,pri:t3'naetjrl] adj υπερφυ-σικός.

pretext ['prktekst] π πρόφαση.prettify ["pritifai] vt ωραιοποιώ (άνοστα).pretty ['priti] adj χαριτωμένος || ωραί-

ος || σημαντικός II adv αρκετά || ~much/nearly/well, σχεδόν, περίπου ||prettily, χαριτωμένα II prettiness, χάρη.

prevail [pri'veil] vi επικρατώ, κυριαρχώII ~ over, υπερισχύω, [υπερ]νικώ II ~upon sb to do stb, πείθω κπ να κάμεικτ || ~ing, επικρατών.

prevalence fprevabns] η επικράτηση,γενίκευση.

prevalent ['prevalant] adj επικρατών.prevaricate [pri'vasrikeit] vi υπεκφεύγω,

ανακριβολογώ || prevarication, υπεκφυ-γή, ανακρίβεια, σοφιτεία.

prevent [pri'vent] vt αποτρέπω, προλαμ-βάνω || ~ sb from doing stb, εμποδίζωκπ να κάμει κτ II ~able, αποτρέψιμοςII ~ion, πρόληψη II ~ive, προληπτικός.

previous ['prhvias] adj προηγούμενος II~ to, προ, πριν από II ~ly, προη-γουμένως.

prey [prei] η βορά, θύμα, λεία || vi ~upon, κυνηγώ, λυμαίνομαι, βασανίζω IIbe a ~ to, βασανίζομαι.

price [prais] η τιμή || vt τιμολογώ, δια-τιμώ II τιμώ, εκτιμώ || at a —, αρκετάακριβά || put a ~ on sb's bead, επικη-ρύσσω κπ || beyond/above —, ανεκτί-μητος || ~-control, διατίμηση II ~less,αμίμητος, ανεκτίμητος II —list, τιμο-κατάλογος || ~y, ακριβός.

prick [prik] π τρύπημα, τσίμπημα II vtiτρυπώ 11 κεντώ, τσιμπώ, πονώ II ~ up

one's ears, τεντώνω τ' αυτιά.prickle [prikl] η αγκάθι.prickly ['prikli] adj αγκαθωτός, ακαν-

θώδης II ευερέθιστος, μυγιάγγιχτος II~ pear, φραγκόσυκο, φραγκοσυκιά.

pride [praid] π περηφάνεια II εγωισμός,φιλότιμο || αλαζονία, έπαρση II καμά-ρι II vt — oneself upon sth, καμαρώνωγια κτ II take — in stb, περηφανεύομαιγια κτ.

priest [pri:st] η ιερεύς, παπάς || || —ess,ιέρεια || —hood, ιερωσύνη, κλήρος ||~ly adj ιερατικός.

prig [prig] η ηθικολόγος, πουριτανός II—gish, πουριτανικός, σεμνότυφος II —gishness, σεμνοτυφία, πουριτανισμός.

prim [prim] adj περιποιημένος, σχο-λαστικός, τυπικός, επιτηδευμένος II—ness, πάστρα, ευπρέπεια, σχολαστι-κότητα.

primacy ['praimasi] π πρωτεία, πρωτο-καθεδρία II αρχιερατεία.

primal [praiml] adj αρχικός, κύριος.primarily ["prainwrali] adv βασικά, κύρια.primary ['praimari] adj βασικός, πρω-

ταρχικός || π US προκριματική εκλογήII ~ education, στοιχειώδης εκπαίδευσηII — school, δημοτικό σχολείο.

primate ['praimeit] η αρχιεπίσκοπος.prime [praim] adj πρώτος, αρχικός, πρω-

ταρχικός || πρώτιστος, κύριος II εξαί-σιος, εκλεκτός || η ακμή, τελειότητα IIαρχή II vt δασκαλεύω, κατατοπίζω IIασταρώνω II ετοιμάζω, γεμίζω (όπλο,κλπ.) II —r, αναγνωστικό, αλφαβητάρι,αστάρι, γόμωση (φυσιγγίου).

primeval [prai'mi:vl] adj αρχέγονος.priming ['praimiq] n αστάρωμα II γέ-

μιση, γόμωση, θρυαλλίδα.primitive ['primitiv] adj πρωτόγονος.primordial [prai'mo:di3l] adj αρχέγονος.primrose ['primrouz] η ηράνθεμο.primula ['primjub] η πασχαλούδα.primus ['praimas] η γκαζιέρα.prince [prins] η πρίγκηπας, ηγεμόνας II

—dom, πριγκηπάτο || —ss [prin'ses]πριγκήπισσα II ~ly, πριγκηπικός.

principal ['prinsapl] η διευθυντής (κολ-λεγίου) || εντολέας || δράστης, αυτουρ-γός || τοκοφόρο κεφάλαιο II adj κυ-ριότερος || —ly, κυρίως II —ity, πρι-γκηπάτο.

principle ['prinsspl] η αρχή || in —,κατ' αρχήν, γενικά.

print [print] η τυπογραφικά στοιχεία,τυπωμένη ύλη II αποτύπωμα || (γιαύφασμα) εμπριμέ || γκραβούρα || vtiτυπώνω Ι -ομαι, εκτυπώνω, αποτυπώνωII σταμπάρω (ύφασμα) \\ ~ed matter,έντυπα II out of —, (βιβλίο) εξαντλη-

Page 2: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

171 profit

μένο || rush into —, τυπώνω βιαστικάII —able, δημοσιεύσιμος II —er, τυπο-γράφος || —ing, εκτύπωση II —ing-press, πιεστήριο II —ing-office, τυπο-γραφείο.

prior [praiar] η ηγούμενος || adj προ-γενέστερος || ~ to, πριν από || —ess,ηγουμένη II —ity, προτεραιότητα.

prism [prizm] η πρίσμα || — atic, πρισμα-τικός.

prison [prizn] η φυλακή II —er, φυλα-κισμένος, κρατούμενος, αιχμάλωτος IIbe taken —er, πιάνομαι αιχμάλωτος.

privacy fprivssi] η μοναξιά, [απομό-νωση || μυστικότητα.

private ['praivit] adj ιδιαίτερος, ατομι-κός II μυστικός, εμπιστευτικός II ανε-πίσημος, ιδιωτικός || — eye, ιδιωτικόςαστυνομικός II — property, ατομικήιδιοκτησία II — school, ιδιωτικό σχο-λείο II — parts, τα γεννητικά όργαναII in —, κατ* ιδίαν II retire into — life,ιδιωτεύω II — [soldier] απλός στρα-τιώτης || —Iy, ιδιαιτέρως.

privation [prai'vei/n] π στέρηση.privet Pprivit] η λιγούστρο.privilege ['privalidj] η προνόμιο || ασυ-

λία (βουλευτών) II —d, προνομιούχος.privy ['privi] η αποχωρητήριο II — to,

adj ενημερωμένος για II Ρ~ Council,ανακτοβούλιο, μυστικοσυμβούλιο.

prize [praiz] π βραβείο II λεία || vtεκτιμώ II ανοίγω [με μοχλό] II —Tighter, επαγγελματίας πυγμάχος II -—winner, βραβευμένος.

pro- [prou] prefix υπέρ.pro [prou] η επαγγελματίας (αθλητής) II

πόρνη || the —s and cons, τα υπέρ καιτα κατά.

probability [,proba"bibti] n πιθανότητα IIin all ~, κατά πάσαν πιθανότητα.

probable fprobabl] adj πιθανός || prob-ably, πιθανώς.

probate ['proubeit] vt νομ. επικυρώνω(διαθήκη).

probation [pra'beijh] n δοκιμασία IIαστυνομική επιτήρηση II on —, υπόδοκιμή, δόκιμος || ~ary, δοκιμαστικόςII ~er n δόκιμος, δόκιμη νοσοκόμα.

probe [proub] π καθετήρας )| έρευνα,ανάκριση II vt καθετηριάζω II διερευνώ.

probity ['proubati] π ακεραιότητα.problem ['probbm] n πρόβλημα || —atic,

προβληματικός.proboscis [prs'bosis] n προβοσκίδα.procedure [prs'si:d33r] n διαδικασία II

procedural, διαδικαστικός.proceed [pra'sird] vi προχωρώ || ενεργώ

[δικαστικώς] || — from, προέρχομαι,απορρέω || — with, συνεχίζω II —ing

n ενέργεια, πληθ. πρακτικά, πεπραγμέ-να (συνεδρίου, κλπ.) || proceeds n ρ!προϊόν, είσπραξη.

process ["prouses] n διαδικασία, πορεία,εξέλιξη || μέθοδος || δίκη, κλήση II vt[prs'ses] επεξεργάζομαι, κατεργάζομαι.

procession [pra'sejh] π πομπή, παρέλασηII λιτανεία.

proclaim [prs' kleim] vt [δια]κηρύσσω IIφανερώνω II proclamation, διακήρυξη,προκήρυξη.

proclivity [pra'klivati] n τάση, κλίση.proconsul [proii konsl] π ανθύπατος.procrastination [prou, kraesti nei/n] n ανα-

βλητικότητα.procreate ['proukrieit] vt τεκνοποιώ.procure [pra'kju3r] vt προμηθεύω II

—ment, προμήθεια II —r, προαγωγός,μαστροπός.

prod [prod] vti — [at], κεντρίζω, τσι-γκλάω || παρακινώ II π κέντρισμα.

prodigal ["prodigl] adj σπάταλος, άσω-τος II —ity, σπατάλη, ασωτεία.

prodigious [pra'didjas] adj θαυμαστός,τεράστιος, πελώριος.

prodigy ['prodidji] n θαύμα, μτφ. τέρας.produce [prs'dju:s] vti παράγω II κατα-

σκευάζω || γεννώ II κάνω, δημιουργώ IIπαρουσιάζω, εμφανίζω II — Γ , παραγω-γός II π ['prodjurs] προϊόντα, εσοδεία.

product ['prodAkt] π προϊόν, μαθημ.γινόμενο II — ive [pra'dAktiv] παραγω-γικός II —ivity, παραγωγικότητα.

production [pr3%d\kjh] n παραγωγή, πα-ρουσίαση, εμφάνιση.

profane [pra'fein] adj βέβηλος, βλάσφη-μος II αμύητος II κοσμικός.

profanity [prs~ faensti] n βλαστήμια,αισχρολογία.

profess [pra'fes] vti προσποιούμαι, κάνωπως έχω || πρεσβεύω, ομολογώ, διακη-ρύσσω II επαγγέλομαι II παριστάνω,ισχυρίζομαι πως είμαι II —ed, δεδη-λωμένος, δήθεν || —edly, κατά τηνιδίαν ομολογίαν II ~ion, επάγγελμα,ομολογία, διακήρυξη || — ional, επαγ-γελματικός, n επαγγελματίας II — ional-ism, επαγγελματισμός II —or, καθηγη-τής, οπαδός.

proffer [*profV] vt προσφέρω.proficiency [pra'fifansi] n ικανότητα, επάρ-

κεια, μεγάλη επίδοση II proficient, ικα-νός, δόκιμος, πεπειραμένος, γνώστης.

profile [proufail] n προφίλ || πορτραί-το, σύντομη βιογραφία || vt σκιτσάρωπροφίλ, διαγράφω.

profit ['profit] π όφελος II κέρδος || vtiκερδίζω, επωφελούμαι II turn sth to —,επωφελούμαι από κτ, αξιοποιώ κτ II—able, επωφελής, προσοδοφόρος, επι-

Page 3: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

profligate 172

κερδής II ~eer, κερδοσκόπος, vi κερ-δοσκοπώ II —less, ασύμφορος, χωρίςκέρδος.

profligate ['profligst] adj άσωτος.pro forma (invoice) εμπ. προτιμολόγιο.profound [prs'faund] adj βαθύς, εμβρι-

θής II απόκρυφος.profundity [pra'fAndati] η εμβρίθεια, βά-

θος.profuse [pra'fjurs] adj άφθονος, πολύς II

υπερβολικός, πλουσιοπάροχος.profusion [pra'fju^n] η αφθονία.progenitor [prou d3enity] n γεννήτορας.prognosis [pro'gnousis] n πρόγνωση.programme ['prougraem] η πρόγραμμα II

vt προγραμματίζω.progress ['prougres] η πρόοδος II in ~,

εν εξελίξει II vi [prs'gres] προοδεύω,προχωρώ II ~ion, μαθημ. πρόοδος,κίνηση II ~ive, προοδευτικός II ~ive-ness, προοδευτικότητα.

prohibit [pra'hibit] vt απαγορεύω II ~ive,απαγορευτικός.

prohibition [.proui'bifn] η απαγόρευση.project ["prod3ekt] n σχέδιο, επιχείρηση,

δουλειά II vti [pra'djekt] σχεδιάζω ||προβάλλω, προεξέχω II εκσφενδονίζω,εκτοξεύω II ψυχολ. επιρρίπτω II ~ile,βλήμα II ~ion, προβολή, εκτόξευση II~or, προβολέας.

proletarian [prouli'tearian] n προλετάρι-ος H adj προλεταριακός.

proletariat [.prouli'teariat] n προλεταριά-το.

proliferate [pre'lifsreit] vti πολλαπλασι-άζω /-ομαι, πληθύνομαι, εξαπλώνομαιII proliferation, πολλαπλασιασμός, εξά-πλωση.

prolific [pra'lifik] adj γόνιμος, παραγω-γικός, πολυγραφότατος.

prologue fproulog] n πρόλογος.prolong [pra'lor)] vt παρατείνω, προε-

κτείνω || —ation, παράταση, προέκτα-ση II ~ed, παρατεταμένος.

promenade [,prom3'na:d] n περίπατος,σεργιάνι II δρόμος περιπάτου II vtiβγάζω κπ/βγαίνω περίπατο.

prominence fprominans] n διάκριση,εξέχουσα θέση II προεξοχή.

prominent ['prominant] adj διαπρεπής,διακεκριμένος 11 περίβλεπτος, σημαντι-κός II προεξέχων, χαρακτηριστικός.

promiscuous [pra'miskjuas] adj ετερόκλη-τος, ανάμικτος II αδιάκριτος (=χωρίςεπιλογή) || ασύδοτος, έκδοτος II pro-miscuity [,promi'skju:ati] n συνονθύλευ-μα, σεξουαλική ασυδοσία.

promise ["promts] π υπόσχεση H επαγ-γελία, ελπίδα II vti υπόσχομαι II προ-μηνύω || promising adj φέρελπις, γεμά-

τος ελπίδες.promissory ['promisari] adj υποσχετικός

II ~ note, υποσχετικό, συναλλαγματική.promontory ['promantri] n ακρωτήριο.promote [pra'mout] vt προάγω || προβι-

βάζω || προωθώ II ~r , υποστηρικτής,διοργανωτής.

promotion [pra'moujh] n προαγωγή IIπροβιβασμός II προώθηση, διαφήμιση.

prompt [prompt] adj ταχύς, άμεσος IIadv ακριβώς II vt παρακινώ || κάνωτον υποβολέα II —box, υποβολείο II~er, υποβολέας 11 —ly, αμέσως 11~ness, ταχύτητα, προθυμία II ~itude,ταχύτητα, ετοιμότητα, προθυμάδα.

promulgate ['promlgeit] vt διακηρύσσωII promulgation, διακήρυξη, δημοσίευση.

prone [proun] adj επιρρεπής II πρηνής.prong [prorj] n δόντι (πηρουνιού).pronoun ["prounaun] n αντωνυμία.pronounce [pra'nauns] vti προφέρω II

δηλώνω II αποφαίνομαι II [ανα]κηρύσσωII ~d, έντονος, σαφής II —ment, διακή-ρυξη, ρήση.

pronunciation [prs.nAnsi'eiJn] n προφορά.proof [pru:f] n απόδειξη II δοκίμιο,

δοκιμασία II περιεκτικότητα ποτού σεοινόπνευμα II adj αδιαπέραστος, ανθε-κτικός || —-read vf διορθώνω (δοκίμια)II —-reader, διορθωτής II -—reading,διόρθωση.

prop [prop] n στύλος, στυλοβάτης, [υπο]-στήριγμα II vt — [up], στυλώνω, [υπο]-στηρίζω.

propaganda [.props'gasnda] π προπαγάν-δα II propagandist, προπαγανδιστής ||propagandize, προπαγανδίζω.

propagate ['propageit] vti πολλαπλασιά-ζομαι || διαδίδω, μεταδίδω, διασπείρωII propagation, πολλαπλασιασμός, διά-δοση, διασπορά.

propel [pra'pel] vt προωθώ, κινώ (προςτα εμπρός) II —ler, προπέλα.

propensity [prs'pensati] n τάση.proper fpro:p3 r] adj ορθός, σωστός,

κατάλληλος II πρέπων, ευπρεπής IIκαθαυτός II σωστός, τέλειος || — to,προσιδιάζων || ~ly, σωστά, τελείως.

property fpropati] n κυριότητα II ιδι-οκτησία, περιουσία || κτήμα || ιδιότη-τα || real/personal —, ακίνητη / κινητήπεριουσία.

prophecy ['profssi] n προφητεία.prophesy fprofisai] vt προφητεύω.prophet [profit] n προφήτης, μάντης ||

~ess, μάντισσα || ~ic [prs'fetik] προ-φητικός.

prophylactic [.profi'laektik] n προφυλα-κτικό || adj προφυλακτικός.

propitiate [pra'pijieit] vt εξευμενίζω ||

Page 4: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

173 prude

propitiation, εξιλέωση II propitiatory,εξιλαστήριος, εξευμενιστικός.

propitious [pra'pijas] adj ευνοϊκός.proportion [pra'po:Jh] n αναλογία || μερί-

διο II πληθ. διαστάσεις || well—ed,συμμετρικός II ~al, ανάλογος || —a/representation, αναλογική (εκλογικόσύστημα).

proposal [pra'pouzl] n πρόταση.propose [pra,'pouz] vti προτείνω || κάνω

πρόταση (γάμου) II προτίθεμαι, σκο-πεύω || ~d, σχεδιαζόμενος, προτιθέ-μενος.

proposition [.props' zi/n] n πρόταση (ιδ.ανήθικη) || δήλωση II δουλειά, πρό-βλημα II νί ρίχνομαι (σε γυναίκα).

proprietor [pra'praiatar] n ιδιοκτήτης.propriety [pra" praiati] n ευπρέπεια, κο-

σμιότητα || ορθότητα.propulsion [pra'pAlJn] n [προ]ώθηση.prosaic [pra'zeik] adj πεζός, ανιαρός.prose [prouz] n πεζός λόγος.prosecute ['prosikjir.t] vt διώκω (δικαστι-

κώς), μηνύω II prosecutor, μηνυτής ||Public Prosecutor, Δημόσιος Κατήγο-ρος, Εισαγγελεύς.

prosecution [,prosi'kju:Jn] n δίωξη, μή-νυση || κατηγορία II συνέχιση.

proselyte ['prosalait] n προσήλυτος.proselytize ['prosslitaiz] vt προσηλυτίζω.prosody ['prosadi] n προσωδία.'prospect ['prospakt] n θέα, άποψη ||

προοπτική II ελπίδα, προσδοκία II πληθ.μέλλον || υποψήφιος [πελάτης, γαμ-πρός, κλπ.].

2prospect [pra'spekt] vt κάνω έρευνες II—ive, μελλοντικός, επίδοξος, υποψή-φιος || —or, μεταλλοδίφης II ~us,φυλλάδιο.

prosper ['prospar] vti ευημερώ, ακμάζω,προκόβω || ~ity, ευημερία || —ous,ακμάζων, επιτυχής.

prostate ['prosteit] n ανατ. προστάτης.prostitute ['prostitjvr.t] n πόρνη 11 νί

εκπορνεύω.prostitution [,prosti'tju:Jn] n πορνεία.prostrate ['prostreit] adj πρηνής, μπρού-

μυτα II συντετριμμένος II vt [pro'streit]ρίχνω χάμω II συντρίβω, εκμηδενίζω.

prostration [pro1 streijh] n πέσιμο μπρού-μυτα, προσκύνημα II τέλεια σωματικήεξάντληση.

prosy ['prouzi] adj πεζός, σαχλός.protagonist [pro1 taegonist] π πρωταγω-

νιστής.protean ['proutian] adj πρωτεϊκός.protect [pra'tekt] vf προφυλάσσω, προ-

στατεύω || ~ion, προστασία, άμυνα II—ionism, προστατευτισμός II ~ive, προ-στατευτικός || ~or, προστάτης ||

~ orate, προτεκτοράτο.protege ['proti3ei] n προστατευόμενος.protein ['prouti:n] π πρωτεΐνη.protest ['proutest] n διαμαρτυρία II vti

[pra'test] διαμαρτύρομαι |1 ισχυρίζομαιII ~ant, προτεστάντης, διαμαρτυρόμε-νος || ~antism, προτεσταντισμός II~ation, εκδήλωση, διακήρυξη 11 ~er,διαμαρτυρόμενος.

protocol ['proutakol] π πρωτόκολλο.proton ['proutonj n πρωτόνιο.prototype ['proutataip] π αρχέτυπο, πρω-

τότυπο.protract [pra'traekt] vt παρατείνω II —ion,

παράταση II —or, μοιρογνωμόνιο.protrude [pra'tru:d] vi προεξέχω.protuberance [pra'tju:barans] π εξόγκωμα.proud [praud] adj — [of], περήφανος

[για] II αγέρωχος, αλαζονικός II λα-μπρός.

prove [pru:v] vti αποδεικνύω/-ομαι.proverb [-prova:b] n παροιμία || — ial,

[pra' va:bial] παροιμιώδης.provide [pra~vaid] vti προνοώ, εξασφα-

λίζω, συντηρώ II προμηθεύω, εφοδιάζωΗ ορίζω, προβλέπω II —d, ή providing,υπό τον όρον ότι, αρκεί να, εφόσον.

providence ['providans] n [θεία] πρόνοια.provident ['provident] adj προνοητικός,

προβλεπτικός (Ι —ial, θεόσταλτος.province ['provins] π επαρχία II περι-

οχή, αρμοδιότητα.provincial [pra'vinjl] adj επαρχιακός II

επαρχιώτικος II —ism, επαρχιωτισμός.provision [pra'vijn] n πρόνοια, πρόβλεψη

II εφοδιασμός II ποσότητα II πληθ.εφόδια, τρόφιμα || όρος, διάταξη, άρ-θρο II vt εφοδιάζω, τροφοδοτώ || ~al,προσωρινός.

proviso [pra'vaizou] n όρος, επιφύλαξη,αίρεση || provisory adj υπό όρους.

provocation [.prova'keijn] n πρόκληση.provocative [pra'vokativ] adj προκλητι-

κός.provoke [pra'vouk] vt προκαλώ, ερεθίζω

II εξωθώ II provoking adj προκλητικός.prow [prau] n πλώρη.prowess ['prauis] n γενναιότητα.prowl [praul] n γύρα, παγανιά H vti

περιφέρομαι, τριγυρίζω II be on the —,έχω βγει παγανιά/στη γύρα || —er,τριγυριστής.

proxfimo] ['proks(imou)] adj προσεχής[μήνας].

proximity [pro' ksimati] n εγγύτητα.proxy ['proksi] n πληρεξούσιος || πλη-

ρεξούσιο II πληρεξουσιότητα II by —,δι ' αντιπροσώπου.

prude [pru:d] π σεμνότυφος || —ry,σεμνοτυφία II prudish, adj σεμνότυφος.

Page 5: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

prudence 174

prudence fprutdans] α φρονιμάδα, σύνε-ση.

prudent [-pru:d3nt] adj συνετός, φρό-νιμος.

prune [pru:n] η ξερό δαμάσκηνο II vtκλαδεύω, καθαρίζω.

pruning [~pru:nirj] η κλάδεμα II —knife/-bill/-hook, κλαδευτήρι || —scissors/-shears, ψαλίδα.

prurient fpruariant] adj λάγνος, ασελγής.Prussian [prAjn] η Πρώσος II adj πρω-

σικός.pry [prai] vi — about/into, ψάχνω, κοι-

τάζω ερευνητικά II vt ανοίγω (με λο-στό), αποσπώ.

psalm [sa:m] η ψαλμός II ~ist, ψαλμω-δός II ~ody, ψαλμωδία, υμνωδία.

psalter [-so:lt3r] η ψαλτήρι.pseudo— fsju:dou] prefix ψευδό— II

—nym, ψευδώνυμο.psyche ['saiki] n ψυχή.psychedelic [,saik3'delik] adj παραισθη-

σιογόνος.psychiatry [sai'kaiatri] η ψυχιατρική ||

psychiatrist, ψυχίατρος.psychic ['saikik] adj ψυχικός.psycho— ['saikou] prefix ψυχο— II —ana-

lysis, ψυχανάλυση II ~ analyst, ψυχα-ναλυτής || ~analytic, ψυχαναλυτικός II—logy, ψυχολογία || —logist, ψυχολό-γος || ~logical, ψυχολογικός II —path,ψυχοπαθής II —sis, ψύχωση II —ther-apy, ψυχοθεραπεία II —therapist, ψυ-χίατρος.

pub [pAb] η μπαρ, μπυραρία.puberty ['pju:bati] η ήβη, εφηβεία.pubic [~pju:bik] adj ηβικός.public ['pAblik] n [το] κοινό || adj

δημόσιος, κοινός II in —, δημόσια,στα φανερά II —an, ταβερνιάρης II —house, ταβέρνα II ~ nuisance, ταραξί-ας, αδίκημα κατά της κοινωνίας || —relations, δημόσιες σχέσεις II — school,αριστοκρατικό ιδιωτικό σχολείο II —spirit, πατριωτισμός II — utilities, υπη-ρεσίες κοινής ωφέλειας.

publication [,pAbli'keifn] η δημοσίευσηII έκδοση, δημοσίευμα.

publicist ['pAblisist] η δημοσιολόγος.publicity [pA'blisati] η δημοσιότητα II

διαφήμηση.publicize ['pAblisaiz] vt κοινολογώ, δια-

φημίζω, προπαγανδίζω.publish ['pAbliJ] vt εκδίδω, δημοσιεύω II

—er, εκδότης.puck [pAk] η καλλικάντζαρος II — ish,

ζαβολιάρικος.pucker fpAk3r] η ζάρα, σούφρα || vti —

up, ζαρώνω, σουφρώνω.pudding ['pudirj] η πουτίγκα.

puddle [pAdl] α λακκούβα (με νερό) IIλάσπη, πηλός.

pudenda [pjufdenda] η αιδοίο.pudgy [-pAd3i] adj κοντόχοντρος.puerile fpjuarail] adj παιδαριώδης.

'puff [pAf) η πνοή, τολύπη, ανάσα IIμπουφάν II (γλυκό) σου II ρεκλάμα II[powder-]—, πομπόν || —box, πουδριέ-ρα || —y, φουσκωμένος.

2puff [pAf] vti προχωρώ ξεφυσώντας IIξεφυσώ, φυσώ II εκθειάζω, ρεκλαμάρωII — out, φουσκώνω, σβήνω / λέω φυσώ-ντας.

pugilist [-pju:d3ilist] η πυγμάχος.pugnacious [pAg'neiJss] adj φιλόνικος.puke [pju:k] vt ξερνώ.pull [pul] η τράβηγμα, ρουφηξιά II

ζόρισμα II επιρροή, μέσα II vti τραβώII έλκω II κωπηλατώ II si ληστεύω,κλέβω II — about, τραβολογάω II —apart, κομματιάζω, σκίζω II — at/on,ρουφώ, τραβώ Η — down, κατεδαφίζω,εξασθενίζω || —in, (για όχημα) μπαί-νω, προσελκύω, τραβώ μέσα (στηναστυνομία), κερδίζω II — off, (γιαόχημα) σταματώ στην άκρη, κατορ-θώνω, πετυχαίνω II — out, (για όχημα)φεύγω, αποχωρώ II — over, (για όχη-μα) τραβώ στην άκρη II — round,συνεφέρνω, συνέρχομαι II — through,επιζώ, τα βγάζω πέρα, πετυχαίνω II —oneself together, επιβάλλομαι στον εαυ-τό μου, συνέρχομαι II — up, (γιαόχημα) σταματώ II — to pieces, κομ-ματιάζω II — a fast one over sb, τησκάω σε κπ || — a muscle, παθαίνωνευροκαβαλίκεμα II —over, πουλόβερII —out, αποχώρηση.

pullet ["pulit] n πουλάδα.pulley [puli] n τροχαλία, καρούλι II —-

block, παλάγκο.pulmonary fpAlmanari] adj πνευμονικός.pulp [pAlp] n πολτός II — y, πολτώδης.pulpit [~pulpit] n άμβωνας.pulsate [pAFseit] vti πάλλω /-ομαι, σφύ-

ζω.pulse [pAls] n σφυγμός II vi πάλλομαι ||

feel sb's —, εξετάζω το σφυγμό κά-ποιου.

pulverize fpAlvaraiz] vti κονιορτοποιώ/-ούμαι.

puma [pjuims] n ζωολ. πούμα.pumice ['pAmis] n ελαφρόπετρα.pummel [pAmi] vt γρονθοκοπώ.pump [pAmp] n αντλία, τρόμπα II vt

αντλώ, τρομπάρω || — up, φουσκώνω.pumpkin fpAmkin] n γλυκοκολοκύθα.pun [pAti] n λογοπαίγνιο II —ster, ευφυο-

λόγος.punch [pAntJ] n τρυπητήρι, ζουμπάς ||

Page 6: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

175 put

γροθιά, μπουνιά || (ποτό) πόντσι || vtτρυπώ, ανοίγω τρύπες || χτυπώ, δίνωγροθιά || pull one's ~es, κρατώ το χέ-ρι μου, δε χτυπώ δυνατά II —line,φράση-κλειδί || ~-up, γροθοπατινάδαII Ρ—, Φασουλής, Καραγκιόζης.

punctilious [pArjk'tilias] adj σχολαστικός,λεπτολόγος || ~ness, σχολαστικότητα.

punctual ['pArjktfual] adj ακριβής, στηνώρα του || ~ity, ακρίβεια.

punctuate ['pArjktfueit] vt βάζω σημείαστίξεως II μτψ. υπογραμμίζω.

punctuation [.pArjktJu'eifn] η στίξη.puncture ['pAqktJa'] η παρακέντηση,

σκάσιμο σε λάστιχο || vti παρακεντώII τρυπώ || ξεφουσκώνω || have a —,με πιάνει λάστιχο.

pundit ['pAndit] η χιουμ. σοφολογιό-τατος.

pungent ['pAndjsnt] adj οξύς, δριμύς IIπικάντικος, πιπεράτος II δηκτικός, καυ-στικός.

punish ['pAniJ] vt τιμωρώ II χτυπώ,δέρνω, μαστιγώνω II τιμώ δεόντως(φαγητό) II —able, τιμωρητέος, αξιό-ποινος || — merit, τιμωρία, ποινή.

punitive [-pju:nitiv] adj τιμωρητικός.punk [pArjk] n ανοησίες, βλακείες ||

ρεμάλι II adj σαχλός.punnet ['pAnit] n καλαθάκι.punt [pAnt] n επίπεδη βάρκα II vti

σπρώχνω βάρκα με σταλίκι || ποντάρω.puny [~pju:ni] adj ασήμαντος, μικρο-

καμωμένος, ασθενικός.pup [pAp] n κουτάβι.pupa [pju:pa] n χρυσαλλίδα, νύμφη.pupil ['pju:pil] n μαθητής II κόρη οφθαλ-

μού.puppy [ρΛρί] π κουταβάκι, σκυλάκι ||

~ love, παιδικός έρωτας.purblind ['pa:blaind] adj μισόστραβος.purchase ['partjss] n αγορά, ψώνισμα,

ψώνιο II vt αγοράζω, ψωνίζω II ~r,αγοραστής.

pure [pjuar] adj αγνός, καθαρός.puree fpjuarei] n πουρές.purgative fpsrgstiv] n καθαρτικό || adj

καθαρτικός, καθαρτήριος.purgatory ['psigstrij n καθαρτήριο.purge [pa:d3] n εκκαθάριση || καθαρ-

τικό II vt [εκ]καθαρίζω, αποπλύνω ||δίνω / παίρνω καθαρτικό.

purify ['pjuarifai] vt εξαγνίζω, καθαρίζωII purification, εξαγνισμός, καθαρισμός.

purist ["pjuarist] n καθαρολόγος.puritan ['pjusritan] n πουριτανός || —ism,

πουριτανισμός || —ical, πουριτανικός.purity ['pjuarati] n καθαρότητα, αγνό-

τητα.purl [pa:l] n κελάρυσμα || ανάποδη

βελονιά (1 vti κελαρύζω, πλέκω ανά-ποδες.

purple [ps:pl] n βυσσινί χρώμα II adjπορφυρένιος, βυσσινής, κατακόκκινος.

purport ['pa:po:t] vt σημαίνω, εμφανί-ζομαι.

purpose fpsipas] π σκοπός II πρόθεση IIon ~, επίτηδες, από σκοπού II of set~, εκ προθέσεως || to the —, εύστο-χος II to no ~, άσκοπα II to little/no ~, χωρίς (μεγάλο) αποτέλεσμα ||serve /answer one's —, εξυπηρετώ τοσκοπό μου II —ful, σκόπιμος, αποφασι-σμένος || ~less, άσκοπος.

purr [ps:r] π γουργούρισμα (γάτας) II viγουργουρίζω.

purse [ps:s] π πορτοφολάκι II US γυναι-κείο τσαντάκι || ταμείο II βραβείο II vt— the lips, σουφρώνω τα χείλη II — r,ταμίας / λογιστής πλοίου.

pursuance [pssjuans] n στη φρ. in —of, εις εκτέλεση || pursuant to, συμ-φώνως προς.

pursue [pa'sju:] vt καταδιώκω, κυνηγώ IIσυνεχίζω II επιδιώκω || ~r , διώκτης.

pursuit [ps'sjuit] n καταδίωξη, επιδίωξη,κυνήγι || ασχολία, εργασία || in ~ of,σε καταδίωξη, σε αναζήτηση.

purvey [pa:'vei] vt προμηθεύω II — for,εφοδιάζω II — ance, προμήθεια, εφοδι-ασμός || ~or, προμηθευτής.

purview ['pa:vju:] n πεδίον, όρια.pus [pAs] n πύον.'push [puj] n σπρωξιά, σπρώξιμο ||

εντατική προσπάθεια II θεληματικότη-τα II at a —, στην ανάγκη II givesb/get the —, απολύω κπ / απολύομαι,δίνω / τρώω κλωτσιά.

2push [puj] vti σπρώχνω || προωθώ ||πιέζω II — along, φεύγω II — sbaround, άγω και φέρω κπ, τον κάνωκουμάντο II — forward/on, προχωρώ/συνεχίζω δραστήρια II ~ oneself for-ward, αυτοπροβάλλομαι || — off, φεύγω,στρίβω, ξεκινώ II — out, (για βάρκα)ξανοίγομαι II — over, αναποδογυρίζω,ανατρέπω II — oneself, προβάλλομαι II— one's advantage, εκμεταλλεύομαι τοπλεονέκτημα μου II — one's claims,διεκδικώ τα δικαιώματα μου II be ~edfor sth, είμαι ζορισμένος, πιέζομαι γιακτ II be —ing 30, 40, SO etc, πλησιάζωτα 30, 40, 50 κλπ. || —cart, καρο-τσάκι || —chair, παιδικό αμαξάκι ||~er, καταφερτζής, αρριβίστας II —ing,δραστήριος II —-over, si παιχνιδάκι(=κτ πολύ εύκολο).

pussy fpusi] n γατούλα, ψιψίνα II μουνί.put [put] vti βάζω, θέτω II διατυπώνω,

λέω II — about, διαδίδω, (για πλοίο)

Page 7: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

put 176

αλλάζω πορεία II — across/over, δίνωνα καταλάβουν κτ, εξαπατώ || ~ aside,παραμερίζω, βάζω στην μπάντα II ~at, υπολογίζω, λογαριάζω Η ~ away,αποταμιεύω, βάζω στην μπάντα, φυλάω,κλείνω μέσα (σε φυλακή, κλπ.), θα-νατώνω (ζώο) || — back, ρίχνω πίσω II~ by, βάζω στην άκρη || ~ down,προσγειώνω /-ομαι, απιθώνω, κατεβάζω,αποθηκεύω, αποστομώνω, καταστέλλω,σημειώνω II ~ down as, θεωρώ II ~down for, χρεώνω || ~ down to, απο-δίδω II ~ forth, βγάζω (φύλλα, κλπ.) ||~ forward, προτείνω, διατυπώνω, βάζωμπροστά (ρολόι) || ~ in/into, αφιε-ρώνω (δουλειά, χρόνο, κλπ.), (γιαπλοίο) πιάνω, υποβάλλω (αίτηση), δια-κόπτω II — off, σαλπάρω, αναβάλλω,απωθώ, αηδιάζω, αναστατώνω, ρίχνω(=αποκοιμίζω κπ), ξεφορτώνομαι ||~ on, φορώ, προσποιούμαι, υποκρί-νομαι, αυξάνω, ανεβάζω (έργο), κο-ροϊδεύω || ~ it on, το παρακάνω II ~out, βγάζω, απλώνω, σβήνω (φως),τοκίζω, αναστατώνω, ενοχλώ II ~through, υποβάλλω, φέρω εις πέρας,συνδέω (τηλεφωνικώς) II ~ sb throughit, βγάζω το λάδι σε κπ II ~ together,συγκεντρώνω, μαζεύω, συναρμολογώ ||

~ up, βάζω, υψώνω, στήνω, τοιχο-κολλώ, μαζεύω, προβάλλω, καταβάλλω,φιλοξενώ, μένω, ξεπετάω II ~ up for,προτείνω, εκθέτω υποψηφιότητα για II~ si up to sth, βάζω κπ να κάμει κτII ~ up with, ανέχομαι, υποφέρω 11 ~paid to stb, θέτω τελεία και παύλα σεκτ II ~ sb in mind of, θυμίζω κτ σεκπ Ι) —up job, στημένη δουλειά.

putative ['pjutstiv] adj υποτιθέμενος.putrefaction [,pju:tri'faekjn] n σήψη.putrid [*pju:trid] adj σάπιος Ι) άθλιος.putty ['pAti] n στόκος.puzzle [%pAzl] n αίνιγμα, γρίφος, σπαζο-

κεφαλιά II vti περιπλέκω, φέρω σεαμηχανία, ζαλίζω II ~ out, ξεδιαλύνωII —ment, αμηχανία, σάστισμα II ~ Γ ,σπαζοκεφαλιά.

pygmy, pigmy ['pigmi] adj πυγμαίος.pyjamas [pa^aimss] n pi πυτζάμες.pylon fpaitan] n πύργος διανομής

ηλεκτρικού ρεύματος.pyramid [piramid] n πυραμίδα.pyre [paia''] n [νεκρική] πυρά.pyrotechnics [.pairou'tekniks] n pi πυρο-

τεχνήματα, μτφ. ρητορικά εφφέ.python ['paiean] n πύθωνας.pyx, pix [piks] n εκκλ. αρτοφόριο.

Q qquack [kwask] n κραυγή πάπιας || τσαρ-

λατάνος, κομπογιαννίτης II vi κρώζω II~ery, τσαρλατανισμός.

quad [kwod] βραχ. για quadrangle,quadruplet.

quadrangle ['kwodraerjgl] n τετράπλευρο,αυλή.

quadrant ['kwodrant] n ναυτ. τετράς ||τεταρτημόριο.

quadratic [kwo' draetik] adj (για εξίσωση)δευτεροβάθμιος.

quadrille [kwa'dril] n καντρίλια.quadruped ['kwodruped] n τετράποδο.quadruple ['kwodru:pl] n τετραπλάσιο II

adj τετραπλάσιος II vti τετραπλασιάζω/-ομαι || ~ t , τετράδυμο.

quadruplicate [kwo'dru:plikst] adj τετρα-πλούς || ία ~, εις τετραπλούν.

quagmire ['kwaegmai3r] n τέλμα.quail [kweil] n ορτύκι II vi δειλιάζω,πτοούμαι, κιοτεύω

quaint [kweint] adj γραφικός, παλαιι-κός, ιδιόρρυθμος.

quake [kweik] n σεισμός 11 vi τρέμω.Quaker ['kweiksr] α Κουάκερος.qualification [,kwolifi'keijn] n επιφύλαξη,

όρος, περιορισμός II πληθ. προσόντα,τίτλος (σπουδών).

qualified ['kwolifaid] adj περιορισμένος,υπό επιφύλαξη || διπλωματούχος, μεπροσόντα.

qualify ['kwolifai] vti έχω τα προσόνταII δικαιούμαι, έχω το δικαίωμα || πε-ριορίζω, προσδιορίζω, τροποποιώ II ~sb as, χαρακτηρίζω κπ ως.

qualitative ['kwolitativ] adj ποιοτικός.quality ['kwobti] n ποιότητα II ιδιότη-

τα, χαρακτηριστικό.qualm [kwa:m] n τύψη, ενδοιασμός.quandary ['kwondari] n δίλημμα.quantitative ['kwontitativ] adj ποσοτικός.quantity PVwontatii n ποσότητα II an

Page 8: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

177 quotation

unknown —, άγνωστος, αστάθμητος πα-ράγοντας.

quantum ['kwontamjn ποσοστό || φυσ.κβάντον || ~ leap, μτφ. άλμα.

quarantine ['kwor3nti:n] π καραντίνα,λοιμοκαθαρτήριο, απομόνωση.

quarrel f'kworal] α φιλονικία, καυγάς ||καυγαδίζω, διαφωνώ II pick a — [withsb], βρίσκω αφορμή για καυγά || —some, φιλόνικος, εριστικός.

quarry ["kwori] η θήραμα, λεία II λατο-μείο, νταμάρι, μτφ. πλούσια πηγή 11 vtψάχνω, αντλώ.

quart [kwo:t] η τέταρτο του γαλονιού.quarter [~kwo:t3r] π τέταρτο || συνοικία

II κατεύθυνση, κύκλος II οίκτος, έλεοςII πληθ. κατάλυμμα, στρατώνας, ναυτ.θέση μάχης II vt κόβω στα τέσσερα,στρατωνίζω || at close —s, από πολύκοντά || give no —, δε δείχνω λύπησηII —-final, προημιτελικά II ~ly, τριμη-νιαίος, ανά τρίμηνο || ~ master, στρατ.αξιωματικός επιμελητείας τάγματος,ναυτ. υποναύκληρος.

quartet [kwo:'tet] n κουαρτέτο.quartz [kwo:ts] n χαλαζίας.quash [kwoj] vt ακυρώνω, καταργώ,

καταπνίγω.quasi- ['kweisai, -zai] prefix οιονεί.quatercentenary [.kwotasen'tirnari] n 400ή

επέτειος.quatrain ['kwotrein] n τετράστιχο.quaver fkweivs'] π τρέμουλο, όγδοο

(φθόγγου) II vi (για φωνή) τρέμω.quay [ki:] n αποβάθρα, προκυμαία.queasy ['kwi:zi] adj μυγιάγγιαχτος, υπε-

ρευαίσθητος.queen [kwi:n] n βασίλισσα.queer [kwiar] adj αλλόκοτος || ύποπτος

II αδιάθετος II si τοιούτος, ομοφυ-λόφιλος.

quell [kwel] vt καταπνίγω.quench [kwentj] vt κρλ. και μτφ. σβήνω.querulous ['kwerubs] adj μεμψίμοιρος,

γκρινιάρικος.query [kwiari] n ερώτημα, ερωτηματι-

κό, απορία || vt διερωτώμαι, ζητώ ναμάθω II σημειώνω μ' ερωτηματικό IIαμφισβητώ, αμφιβάλλω.

quest [kwest] n αναζήτηση || in — of,σε αναζήτηση.

question ['kwestjsn] n ερώτηση / απορία,αμφισβήτηση || ζήτημα, πρόβλημα,θέμα II vt ερωτώ II εξετάζω, ανακρίνωH. αμφισβητώ, αμφιβάλλω, διερωτώμαιII out of the ~, εκτός συζητήσεως IIbeyond all —, πέραν πάσης αμφιβολί-ας || call sth into ~, αμφισβητώ κτ ||—able, αμφισβητήσιμος, προβληματι-κός || —er, εξεταστής II —ing adj ερω-

τηματικός, π ανάκριση II —mark,ερωτηματικό II — naire, ερωτηματολόγιο.

queue [kju:] n ουρά, σειρά II vi — (up),κάνω ουρά.

quibble [kwibl] n υπεκφυγή, σοφιστείαII vi λεπτολογώ II ~r, σοφιστής, στρε-ψόδικος.

quick [kwik] adj γρήγορος, ταχύς IIσβέλτος, έξυπνος II adv γρήγορα || cutto the —, πληγώνω βαθιά II —en vtiεπιταχύνω/-ομαι, ζωηρεύω, ζωντανεύω,κεντρίζω II -—freeze, καταψύχω II —ie,προχειροδουλειά II —lime, άσβηστοασβέστι II —sand, κινούμενη άμμος,βούρκος II —silver, υδράργυρος II —tempered, ευέξαπτος II —witted, πανέ-ξυπνος, σπιρτόζος.

quid [kwid] n si λίρα.quiet [kwaiat] π γαλήνη, ησυχία, σιγα-

λιά || adj ήσυχος || πράος, μαλακός ||απλός, σοβαρός II μυστικός II vti —(και quieten ['kwaiatn]) ηρεμώ, [καθη-συχάζω II on the —, στα κρυφά, στηζούλα II keep sth ~, κρατώ κτ μυ-στικό || —ism, ησυχασμός II —ude,ηρεμία.

quiff [kwif] n αφέλεια (μαλλιών).quill [kwil] π φτερό, πένα II αγκάθι

[σκατζόχοιρου].quilt [kwilt] π πάπλωμα || vt καπιτονάρω.quince [kwins] π κυδώνι.quincentenary [.kwinsan tv.nari] n 500ή

επέτειος.quinine [kwi~ni:n] n κινίνη.quintessence [kwin tesans] n πεμπτουσία.quintet [,kwin'tet] n κουϊντέτο.quintuplets ['kwintju:plets] n πεντάδυμα.quip [kwip] n ευφυολόγημα, σαρκασμός

II ευφυολογώ, πειράζω.quirk [kwa:k] n ιδιοτροπία, καπρίτσιο.quit [kwit] νί εγκαταλείπω, αφήνω ||

φεύγω || παραιτούμαι || σταματώ II—tance, εξοφλητική απόδειξη.

quite [kwait] adv εντελώς, απολύτως IIμάλλον, αρκετά II πραγματικά, πράγ-ματι.

quits [kwits] adj πάτσι.quiver [kwivar] n φαρέτρα || τρεμούλα,

ρίγος, σπαρτάρισμα, ανατρίχιασμα IIvti τρέμω, τρεμουλιάζω.

quixotic [kwik' sotik] adj δονκιχωτικός.quiz [kwiz] π διαγωνισμός γενικών γνώ-

σεων || vt κάνω ερωτήσεις II —zical,αινιγματώδης, περιπαιχτικός.

quod [kwod] n GB si ψειρού, στενή.quoit [kwoit] n κρίκος || πληθ. παιχνίδι

με κρίκους.quorum ['kworsm] n απαρτία.quota ['kwouta] n μερίδιο, ποσοστό.quotation [kwou'teijn] π περικοπή, ρητό,

Page 9: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

quote 178

απόσπασμα II εμπ. τρέχουσα τιμή IIπροσφορά II ~ marks, εισαγωγικά.

quote [kwout] vt παραθέτω [απόσπα-σμα] II [ανα]φέρω II καθορίζω, δίνω

[τιμή] || η απόσπασμα II πληθ. εισα-γωγικά.

quotient ['kwoufant] n μαθημ. πηλίκονII intelligence — (JQ), δείκτης ευφυίας.

R rrabbi ['raebai] π ραββίνος.rabbit ['raebit] π κουνέλι II —hutch,

κλουβί κουνελιών.rabble [raebl] π όχλος.rabid ["rabid] adj μτφ. λυσσασμένος.rabies ['reibi:z] n ιατρ. λύσσα.race [reis] π κούρσα II αυλάκι II γένος,

φυλή, σόι II vti τρέχω, παραβγαίνωστο τρέξιμο || —card, πρόγραμμαιπποδρομιών II —course, ιπποδρόμιο ||—horse, άλογο ιπποδρομιών II —meeting; the ~s, ιπποδρομίες II racing,κούρσες.

racial [reijl] adj φυλετικός.racism [Veisizam] π ρατσισμός.racist freisist] π ρατσιστής.rack [rask] π σχάρα, καλαμωτή || ράφι

II τροχός βασανιστηρίων II vt βασανίζωII — one's brains, βασανίζω/ στίβω τομυαλό μου II on the ~, σε μαρτύριο ||go to — and ruin, καταστρέφομαι,ερειπώνομαι.

racket [raskit] n ρακέτα || φασαρία,σαματάς, βουή, τρεχάλα II κομπίνα,απάτες || kick up a —, κάνω φασαρίαII be in on a ~, είμαι στο κόλπο ||—eer [.raeka'tia''] κομπιναδόρος, απα-τεώνας.

raconteur [.raekon to:'] n ανεκδοτολόγος.racy [reisi] adj πικάντικος, πιπεράτος ||

ζωηρός, ρωμαλέος.radar ['reida:'] π ραντάρ.radial [reidial] adj ακτινωτός, ράντιαλ.radiance ['reidians] n ακτινοβολία.radiant [reidieit] adj ακτινοβόλος II

ακτινοβολών II ακτινοβολούμενος.radiate ['reidieit] vti ακτινοβολώ /-ούμαι,

εκπέμπω/-ομαι II απλώνομαι ακτινωτά.radiation [.reidi'eijn] π ακτινοβολία, ρα-

διενέργεια.radiator ['reidieita'·] π [σώμα του] καλο-

ριφέρ || ψυγείο [αυτοκινήτου].radical ["raedikl] π ριζοσπάστης II μαθημ.

ρίζα || adj ριζικός II ριζοσπαστικός ||~ism, ριζοσπαστισμός.

'radio ['reidiou] n ασύρματος, ραδιό-φωνο.

2radio— ['reidiou] prefix ράδιο— || —active, ραδιενεργός II —activity, ρα-διενέργεια || — beacon, ραδιοφάρος II—graph, ακτινογραφία II — grapher,ακτινολόγος || — graphy, ακτινολογία II—gram, ραδιογραμμόφωνο || — link,ραδιοσύνδεση II — station, ραδιοφωνι-κός σταθμός II ~ transmitter, ραδι-οφωνικός πομπός.

radish ['raedif] n ραπανάκι.radium ['reidiam] n φυσ. ράδιο.radius ['reidias] n ακτίνα (κύκλου).raffish ['raefij] adj μποέμικος.raffle [raefl] n λαχειοφόρος αγορά || vt

— sth off, πουλώ κτ σε λοταρία.raft [ra:ft] n σχεδία || — er, καδρόνι.rag [raeg] n κουρέλι || κομματάκι || (για

εφημερίδα) λαχανοφυλλάδα II καζούραII vt κάνω καζούρα, πειράζω II glad~s, si γιορτινά || wear sth to —s,φορώ κτ ώσπου να κουρελιαστεί.

ragamuffin ['raegamAfin] n μόρτης, γυ-φτάκι.

rage [reid3] π λύσσα, θυμός || νϊ μαίνο-μαι, λυσσομανώ II be in/fly into a —,είμαι / γίνομαι έξω φρενών II bare a ~for, έχω μανία με || be all the —,χαλάω κόσμο, είμαι η μόδα / η μανίατης στιγμής || put sb into a —, εξα-γριώνω κπ, κάνω κπ έξω φρενών.

ragged ['raegid] adj κουρελιασμένος ||τραχύς, ακανόνιστος II ~ness, τραχύ-τητα, κουρέλιασμα.

raglan ['raeglan] n, adj (μανίκι) ρεγκλάν.ragout ['raegu:] π μαγειρ. ραγκού.ragtag and bobtail φρ. η σάρα και η

μάρα, αληταριό.raid [reid] n επιδρομή, καταδρομή || vti

κάνω επιδρομή II —er, καταδρομέας.rail [reil] n κάγκελο II βέργα, κρεμά-

στρα || σιδηροτροχιά, ράγια, σιδηρό-δρομος II off the ~s, εκτροχιασμένοςII —car, ωτομοτρίς II —road/way,

Page 10: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

179 rasberry

σιδηρόδρομος II ~ing, κιγκλίδωμα.rain [rein] π βροχή IL vti βρέχω, πέφτω

σα βροχή || it never —s but it pours,ενός κακού μύρια έπονται, όταν αρχί-σει το κακό δεν σταματάει || it rainsin sheets/buckets, βρέχει με το του-λούμι || ~ or shine, βρέχει-ξεβρέχει II~bow, ουράνιο τόξο II —coat, αδιάβρο-χο || —drop, στάλα || —fall, βροχό-πτωση || —gauge, βροχόμετρο ||—proof, αδιάβροχος || —y, βροχερός.

raise [reiz] π αύξηση μισθού II vtσηκώνω, υψώνω || προκαλώ || προ-βάλλω, εγείρω II καλλιεργώ, [ανα]-τρέφω || μαζεύω II αίρω || raise hell/theroof, χαλώ τον κόσμο, κάνω φασαρία.

raisin [reizn] η σταφίδα.rake [reik] η τσουγκράνα II στέκα II

άσωτος || vti τσουγκρανίζω II ψάχνω ||— out, ξεσκαλίζω II — up, σκαλίζω,ανασκαλεύω II στρατ. γαζώνω, πολυ-βολώ.

rakish ['reikij] adj έκλυτος II at a —angle, στραβά.

rally ['raeli] π ράλλυ II συγκέντρωση ||ανάρρωση || ανασύνταξη, συναγερμός,συσπείρωση II vti συνεγείρω, ανασυν-τάσσω/-ομαι, συγκεντρώνω/ -ομαι ||αναζωογονώ/-ούμαι, συνέρχομαι, επι-στρατεύω.

ram [raem] η κριάρι || έμβολο (πλοίου,κλπ) || vt εμβολίζω (πλοίο) II πατη-κώνω.

ramble [raembl] η περιπλάνηση, μακρι-νός περίπατος II vi περιπλανιέμαι, τρι-γυρίζω || φλυαρώ ασυνάρτητα II (γιαφυτό) θρασεύω.

ramify ['raemifai] vi διακλαδίζομαι, δια-κλαδώνομαι || ramification, διακλάδωση.

ramp [raemp] η ράμπα || —ant, φουντω-μένος, οργιαστικός, (για λιοντάρι)ανορθωμένος.

rampage [raem'peicl·;] vi αφηνιάζω || be/go on the —, αφηνιάζω II —ous, αφη-νιασμένος.

rampart ['raempa:t] η έπαλξη, ντάπια.ramrod fraemrod] η στρατ. εμβολέας.ramshackle ['raemjaekl] adj σαραβαλια-

σμένος.ranch [ra:ntj] η ράντσο.rancid ['raensid] adj ταγγός.rancour [<raerjkar] η έχθρα, μνησικακία

II rancorous, μοχθηρός.random [Yasndam] η τύχη II adj τυχαίος

II at —, στην τύχη.randy ['raendi] adj λάγνος.range [reind3] η σειρά, γραμμή II πεδί-

ον, περιοχή II ακτίνα II βεληνεκές(όπλου) || διακύμανση, ποικιλία, κλί-μακα II εστία (μαγειρείου), μεγάλη

κουζίνα II vti (για όπλο) έχω βεληνε-κές II παρατάσσω II περιφέρομαι, τρι-γυρίζω, απλώνομαι, εκτείνομαι || κυ-μαίνομαι, ποικίλλω, κλιμακώνομαι ||— Γ , καταδρομέας, λοκατζής, δασοφύ-λακας, έφιππος χωροφύλακας.

rank [raerjk] η πιάτσα (ταξί) II σειρά,γραμμή, στοίχος, ζυγός II στρατ. βαθ-μός II κοινωνική θέση, τάξη, κλάση ||vti κατατάσσω/-ομαι, έχω βαθμό ||adj ταγγός II (για βλάστηση) πυκνός,θρασεμένος II (για κτ άσχημο) από-λυτος, τέλειος, καθαρός II the —s, οιαπλοί στρατιώτες || the ~ and file οιαπλοί στρατιώτες, τα απλά μέλη (κόμ-ματος) \\ break/close —, λύνω/πυκνώνωτους ζυγούς II fall into —, ζυγίζομαι,στοιχίζομαι II pass down the —s, επι-θεωρώ παρατεταγμένους άνδρες || bereduced to the —s, (για υπαξιωματικό)υποβιβάζομαι σε απλό στρατιώτη.

rankle [rasrjkl] vi μτφ. καίω, πονώ.ransack ['raensaek] vt ψάχνω καλά, κά-

νω άνω-κάτω || διαρπάζω, λεηλατώ.ransom fraensam] n λύτρα, εξαγορά II

vt εξαγοράζω, ελευθερώνω έναντι λύ-τρων.

rant, [raent] n στόμφος, πομπώδη λόγιαII vti μιλώ με στόμφο, φωνάζω.

rap [raep] n χτύπος || vt χτυπώ ελαφράII — out, μιλώ κοφτά II take the — [forsth], μτφ. πληρώνω τη νύφη.

rapacious [ra'peijas] adj αρπακτικός.rape [reip] n βιασμός || vt βιάζω.rapid fraepid] adj ταχύς, ορμητικός,

απότομος || n pi καταρράχτης, ρεύμαποταμού || —ity [ra'pidati] ταχύτητα.

rapt [rapt] adj συνεπαρμένος, βυθισμέ-νος.

rapture ['raeptfar] n έκσταση II be in/gointo ~s [over sth], εκστασιάζομαι, μα-γεύομαι [με κτ] || throw sb into ~s,μαγεύω κπ II rapturous, εκστατικός.

rare [resr] adj σπάνιος || αραιός IIθαυμάσιος || μισοψημένος II —fy [rearifai]αραιώνω II ~ly, σπανίως.

rarity [rearati] n αραιότητα, σπανιότη-τα II κτ σπάνιο (γεγονός ή πράγμα).

rascal [ra:skl] n κουμάσι, κάθαρμα IIκατεργαράκος || —ly, adj άθλιος,αχρείος.

rash [raej] n εξάνθημα || adj απερίσκε-πτος, ορμητικός || —ness, κουτουράδα,απερισκεψία.

rasher ["rasja'] π φέτα μπέικον.rasp [ra:sp] n ράσπα, χοντρή λίμα || vti

λιμάρω II μτφ. γρατσουνίζω, ενοχλώ,ερεθίζω II — out, μιλώ με στριγκιάφωνή || —ing, στριγκός.

raspberry [-ra:zbri] n σμέουρο, βατό-

Page 11: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

rat 180

μούρο.rat [raet] η αρουραίος, ποντικός || μτφ.

προδότης, σκεμπές II νί ~ on sb, που-λάω κπ, προδίδω κπ || smell a —, κά-ποιο λάκκο έχει η φάβα II the — race,σκυλοκαυγάς II ~s ! μπούρδες! || ~ty,τσαντισμένος.

ratch[et] ['raetf(it)] η τροχός με καστανιά.rate [reit] η αναλογία, ρυθμός, βαθμός,

ταχύτητα II τιμή II δημοτικός φόρος ||τάξη, κατηγορία II νί/ εκτιμώ, υπο-λογίζω, θεωρώ || φορολογώ II ναυτ.ταξινομώ II at any —, εν πάση περι-πτώσει II ~ of exchange, τιμή συναλ-λάγματος || ~ of interest, επιτόκιο IIdeath —, θνησιμότητα II birth —, γεν-νητικότητα.

rateable freitabl] adj φορολογήσιμος.rather ['ra:6ar] adv μάλλον II would —,

θα προτιμούσα.ratify ['raetifai] vf επικυρώ.ratification [.raetiffkeijn] η επικύρωση.rating ['reitirj] η εκτίμηση, φορολογι-

κός καταλογισμός II ναυτ. ταξινόμησηII κατσάδα || ακροαματικότητα.

ratio ['reijiou] η μαθημ. λόγος, ανα-λογία.

ration [raejn] n μερίδα II vt περιορίζω,βάζω δελτίο σε κτ.

rational ['raejnl] adj λογικός, ορθολογι-κός || —ism, ορθολογισμός II ~ist,ορθολογιστής || —-istic, ορθολογιστι-κός II ~ity, λογική, λογικότητα II~ize, δίνω λογική εξήγηση, οργανώνωορθολογικά II ~ization, ορθολογικήεξήγηση / οργάνωση.

rationale [,rae|a'na:l] n αιτιολογία, λο-γική εξήγηση, αποχρών λόγος, λογική.

rattle [rastl] π κρότος, κροτάλισμα, κου-δούνισμα || κουβεντολόι II κουδουνί-στρα μωρού, ροκάνα II vti κροτώ,κροταλίζω, κουδουνίζω II ~ off, λέωτροχάδην || ~ away, φλυαρώ II —snake, κροταλίας II death—, επιθανά-τιος ρόγχος.

raucous ['ro:kas] adj βραχνός, τραχύς.ravage ['raevid3] n λεηλασία, ερήμωση

II καταστροφή II vt λεηλατώ, ερημώνωII ρημάζω, καταστρέφω.

rave [reiv] n παραλήρημα II vi παρα-μιλώ, παραληρώ II μαίνομαι.

raving ['reiyirj] adj παραληρών II advεντελώς.

ravel [raevl] vti ξεφτίζω.raven [reivn] n κοράκι II adj κορακάτος.ravening ['raevanii)} ad; άγριος, λιμα-

σμένος.ravenous ['raevanas] adj αχόρταγος, λαί-

μαργος, πεινασμένος, λιμασμένος.ravine [ra'vr.n] n φαράγγι, λαγκάδα.

ravish ['raevij] vt συναρπάζω, γοητεύω ||—ing, γοητευτικός II —ment, γοητεία.

raw [ro:j adj ωμός, άβραστος, άψητος IIμτφ. άπειρος, αγύμναστος II ακατέρ-γαστος II (για καιρό) υγρός και ψυ-χρός || (για τραύμα) ανοιχτός || (ύφος)χοντροκομμένος, ωμός II άδικος, σκλη-ρός II a ~ deal, άδικη / σκληρή μετα-χείριση II touch sb on the —, θίγω κπεκεί που τον πονεί.

ray [rei] n ακτίνα, αχτίδα || ιχθ. σαλάχι.rayon freian] n ραιγιόν.raze, rase [reiz] vt ισοπεδώνω, ανα-

σκάπτω.razor freiza r] n ξυράφι II ~ blade,

ξυριστική λεπίδα || safety ~, ξυρι-στική μηχανή.

razzle ['raezl] n ξεφάντωμα.re [ri:] prep σχετικώς II prefix ξανά.reach [ri:tj] n άπλωμα, τέντωμα του

χεριού, απόσταση II έκταση, ευθείαποταμού || vti φθάνω || εκτείνομαι IIέρχομαι σ' επαφή [με κπ] | | ~ outfor, απλώνω το χέρι για II within ~,κοντά II out of/beyond ~, μακριά.

react [ri'aekt] vi αντιδρώ II ~ upon,επενεργώ, επιδρώ || —ion, αντίδραση II—ionary, αντιδραστικός II ~or, αντι-δραστήρας.

read [ri:d] n διάβασμα II vti irreg δια-βάζω II λέω, δείχνω, διαβάζομαι II—able, που διαβάζεται εύκολα ή ευχά-ριστα 11 —ability, αναγνωσιμότητα II—er, αναγνώστης, υφηγητής, αναγνω-στικό II —ership, αναγνωστικό κοινό,υφηγεσία.

readily ['redili] adv πρόθυμα, γρήγορα.readiness ['redinas] n ετοιμότητα, προ-

θυμία.reading [ri:dirj] n διάβασμα || ανάγνωση

II ένδειξη (σε όργανο) \\ ερμηνεία || ~desk, αναλόγιο II —lamp, πορτατίφ.

readjust [,ria"d3Ast] vt αναπροσαρμόζωII —ment, αναπροσαρμογή.

ready [*redi] adj έτοιμος II πρόθυμος IIπρόχειρος II σβέλτος, γρήγορος II atthe —, επί σκοπόν! έτοιμοι!

reaffirm [.ria'faim] vt επαναβεβαιώνω.reafforest [.ria'forist] vi αναδασώνω.real [rial] adj πραγματικός || — estate,

ακίνητη περιουσία II —ism, ρεαλισμόςII —ist, ρεαλιστής II —istic, ρεαλι-στικός.

reality [ri'aelati] n πραγματικότητα ||(crrijv τέχνη) αλήθεια, ζωντάνια II ιδ.πληθ. πραγματικό γεγονός || in —,στην πραγματικότητα.

realize ['rialaiz] vt αντιλαμβάνομαι, κα-τανοώ || πραγματοποιώ II πουλώ, ρευ-στοποιώ II επιτυγχάνω, πιάνω [τιμή] ||

Page 12: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

181 reckon

realizable, πραγματοποιήσιμος, ρευστο-ποιήσιμος II realization, συναίσθηση,πραγματοποίηση, ρευστοποίηση.

realm [relm] π βασίλειο.reanimate [rifaenimeit] vt αναζωογονώ.reap [ri:p] vt θερίζω || μτφ. δρέπω ||

~er, θεριστής || ~ing-hook, δρεπάνι.reappear [,ri:3'pi3r] vi ξαναφαίνομαι ||

~ance, επανεμφάνιση.reappraisal [,ri:3*preizl] η επανεκτίμηση,

επανεξέταση.rear [riar] η νώτα, ουρά, μετόπισθεν,

πίσω μέρος II adj πισινός II vti ανε-γείρω || σηκώνω, ανορθώνω/-ομαι IIμεγαλώνω, [ανα]τρέφω II bring up the—, κλείνω την πομπή, έρχομαι τελευ-ταίος II fall to the ~, μένω πίσω II —admiral, αντιναύαρχος II —guard, οπι-σθοφυλακή II —most, έσχατος.

rearm [ri:"a:m] vti επανεξοπλίζω / -ομαιII —ment, επανεξοπλισμός.

reason [ri:zn] η λόγος, αίτιο, αιτία ||λογική, λογικό || vti σκέπτομαι λογικάII ~ with sb, προσπαθώ να πείσω κπ ||~ sb out of/into sth, πείθω κπ να μηνκάνει/να κάνει κτ II ~ sth out, βρίσκωδιά της λογικής || ~ that, ισχυρίζο-μαι/υποστηρίζω ότι || by ~ of, εξαι-τίας II give —s, δίνω εξηγήσεις || bringsb to ~, κάνω κπ να λογικευτεί Ι!listen to/hear ~, παίρνω από λόγια ||in/with —, μέσα σε λογικά όρια || outof all ~, εντελώς παράλογος || withgood ~, δικαιολογημένα || it stands to—, είναι αυτονόητο / λογικό || ~able,λογικός, μετρημένος, μετριοπαθής.

reassure [,ri:a'Ju3'"] vt καθησυχάζω ||reassurance, καθησύχαση II reassuringadj καθησυχαστικός.

rebate fri:beit] n έκπτωση.rebel [rebl] n επαναστάτης, αντάρτης II

vi [ri'bel] επαναστατώ || —lion, εξέ-γερση, ανταρσία II —lious, στασιαστι-κός, αντάρτικος, ανυπόταχτος.

rebirth [rir'barG] η αναγέννηση.reborn [ri:'bo:n] adj αναγεννημένος.rebound [ri'baund] vi αναπηδώ, χτυπώ

και γυρίζω πίσω || ['ri:baund] n on the—, στον αέρα (=μετά την αναπήδη-ση), μτφ. από αντίδραση.

rebuff [ri'bAf] n προσβλητική άρνηση ||vt αποκρούω, αρνούμαι.

rebuild [,ri:'bild] vt irreg ξαναχτίζω.rebuke [ri'bjuik] n μομφή II vt επι-

πλήττω.rebut [ri'bAt] vt αντικρούω, ανασκευάζω

II —tal, αντίκρουση, ανασκευή.recall [ri'ko:l] n ανάκληση, ανάμνηση,

μνημονικό II στρατ. ανακλητήριο II vtανακαλώ || θυμίζω, θυμάμαι, φέονω

στο νου || past/beyond —, αγύριστος.recant [ri'kasnt] vt αποκηρύσσω II

—ation, αποκήρυξη, δήλωση μετάνοιας.recapitulate [.rirka'pitjuleit] vt ανακεφα-

λαιώνω II recapitulation, ανακεφαλαί-ωση.

recapture [,ri:'kaspt|V] vt ξαναπιάνω IIξαναβρίσκω, αναπολώ.

recast [,ri:~ka:st] vt irreg ξαναφορμάρω.recede [ri'sird] w υποχωρώ || ξεμακραίνω.receipt [ri'si:t] n λήψη II απόδειξη (πα-

ραλαβής, κλπ.) II συνταγή (μαγειρικής)II πληθ. εισπράξεις || vt εξοφλώ.

receive [ri'si:v] vti λαμβάνω, παίρνω IIδέχομαι II — r, παραλήπτης, [απο]-δέκτης, ακουστικό (τηλεφώνου), νομ.σύνδικος πτωχεύσεως.

recent [,ri:snt] adj πρόσφατος II — ly,προσφάτως, τελευταία.

receptacle [ri'septskl] n δοχείο.reception [ri'sepjn] n λήψη (TV, ραδι-

οφώνου) II υποδοχή || δεξίωση || ρε-σεψιόν.

receptive [ri'septiv] adj δεκτικός.receptivity [.risap'tivsti] n δεκτικότητα.recess [ri'ses] n εσοχή, κοίλωμα II κρυφή

γωνιά II διακοπές (Βουλής) II —ion,υποχώρηση, οικον. ύφεση, κάμψη.

recherche [ra'Jes/ei] adj εξεζητημένος.recidivism [ri'sidavism] n υποτροπή ||

recidivist, εγκληματίας καθ' υποτροπήν.recipe ['resspi] n συνταγή (μαγειρικής).recipient [ri'sipiant] n [παρα]λήπτης.reciprocal [ri'siprakl] adj αμοιβαίος,

ανταποδοτικός || αντίστροφος II αλ-ληλοπαθής.

reciprocate [ri'siprakeit] vti ανταποδίδω,ανταποκρίνομαι II reciprocation, αντα-πόδοση, ανταπόκριση.

reciprocity [.resi'prosati] n αμοιβαιότητα.recital [ri'saitl] n ρεσιτάλ || εξιστόρηση,

αφήγηση.recitation [.resi'teijn] n απαγγελία || απα-

ρίθμηση II US αποστήθιση.recitative [.resits" ti:v] n ρετσιτατίβο.recite [ri'sait] vti απαγγέλλω || εξιστορώ,

απαριθμώ.reckless ["rekbs] adj παράτολμος, ασυλ-

λόγιστος, απερίσκεπτος II — of, αδιά-φορος προς.

reckon freksn] vti λογαριάζω, μετρώ IIυπολογίζω, θεωρώ, νομίζω, πιστεύω II~ ι», συνυπολογίζω II ~ up, αθροίζωII — upon, βασίζομαι σε II ~ with sb,λογαριάζομαι με κπ II —er, υπολο-γιστής || —ing, υπολογισμός, λογαρια-σμός || day of —ing, ημέρα εκκαθαρί-σεως των λογαριασμών || be out inone's ~ing, πέφτω έξω στους λογαρια-

Page 13: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

reclaim 182

reclaim [ri'kleim] vt αποξηραίνω, ξε-χερσώνω, αξιοποιώ (γή) II αξιώνω τηνεπιστροφή II reclamation [.rekta'meijn]εγγειοβελτίωση, επανόρθωση.

recline [ri'klain] vti μισογέρνω, μισο-ξαπλώνω, ακουμπώ.

recluse [ri'klu:s] π ερημίτης.recognition [-rekag'nijh] π αναγνώριση.recognize ['rekagnaiz] vt αναγνωρίζω II

ομολογώ, παραδέχομαι II recognizable,ευδιάκριτος, αναγνωρίσιμος.

recoil [ri'koil] vi αναπηδώ προς ταπίσω, οπισθοχωρώ II αρνούμαι (μεφρίκη ή αηδία) || n αναπήδηση.

recollect [.reks'lekt] vti θυμάμαι II ~ion,μνήμη, ανάμνηση || to the best of my~ion, απ' ό,τι θυμάμαι.

recommend [.reka'mend] vt συνιστώ IIσυσταίνω II συμβουλεύω || αναθέτω,εμπιστεύομαι II —ation, σύσταση IIεισήγηση, υπόδειξη II προσόν, προ-τέρημα II νομ. ευχή.

recompense ['rekampsns] π ανταμοιβή,αποζημίωση || vt ανταμείβω, αποζη-μιώνω.

reconciliation [,rek3n,sili'eijn] π συμφι-λίωση.

reconcile ['rekansail] vt συμφιλιώνω IIδιευθετώ, λύνω (διαφορά) II ~ oneselfto sth, προσαρμόζομαι σε κτ, συμβι-βάζομαι με κτ, αποδέχομαι κτ.

recondition [,ri:kan difn] vt κάνω ρεκτι-φιέ, επιδιορθώνω.

reconnaisance [ri'konisans] n στρατ. ανα-γνώριση.

reconnoitre [.reka'noita'] vti κάνω ανα-γνώριση.

reconsider [,ri:k3n~sid3r] vf επανεξετάζω,αναθεωρώ.

reconstruct [,ri:ksn strAkt] vt ξαναχτίζωII αναπαριστώ II —ion, ανοικοδόμηση,αναπαράσταση.

record ['rekad] n ρεκόρ || δίσκος (γραμ-μοφώνου) || μητρώο II καταγραφή,σημείωση, γραπτή μνεία || τεκμήριο,μνημείο II αρχείο, κατάλογος, πρα-κτικό || vt [ri'ko:d] καταγράφω, ανα-γράφω II ηχογραφώ, εγγράφω II on ~,γραπτώς || off the ~, εμπιστευτικά,ανεπίσημα || break the ~, καταρρίπτωτο ρεκόρ || bold the ~ for sth, έχω τορεκόρ σε κτ II —player, πικάπ || ~er,πλημμελειοδίκης || tape—er, μαγνητό-φωνο || ~ing n εγγραφή.

recount [,ri:'kaunt] n ξαναμέτρημα II νίξαναμετρώ.

recoup [ri'ku:p] vt αποζημιώνω.recourse [ri'ko'.s] n προσφυγή, διέξοδος,

καταφύγιο II have ~ to, προσφεύγω,καταφεύγω.

recover [ri'kAV3r] vti ανακτώ, ξαναβρί-σκω, ξαναπαίρνω, ξανακερδίζω II ~from, συνέρχομαι από II [,ri:'kAV3r]ξανασκεπάζω II ~able, ανακτήσιμος II~y, ανάκτηση, ανάρρωση II past ~y,ανεπανόρθωτος.

recreate [,ri:kri"eit] vt αναδημιουργώ.recreation [,rekri'eijh] π ψυχαγωγία, ανα-

ψυχή II ~al, ψυχαγωγικός.recrimination [ri.krimi'neijn] n αντέγκλη-

ση, αλληλοκατηγορία.recrudescence [.ri'.kru'dessns] n αναζω-

πύρωση, υποτροπή.recruit [ri'kru:t] n νεοσύλλεκτος, κλη-

ρωτός )| vt στρατολογώ II συνέρχομαιII ~ment, στρατολογία.

rectangle ['rektarjgl] n ορθογώνιο || rec-tangular [re~ktaeqgjubr], ορθογώνιος.

rectify f'rektifai] vt επανορθώνω, διορ-θώνω || ανακαθαίρω (οινόπνευμα).

rectilinear [.rekti'linia'] adj ευθύγραμμος.rector ['rektar] n εφημέριος II ~y,

πρεσβυτέριο.rectum ['rectam] n πρωκτός.recuperate [ri'ku:psreit] vti αναρρωνύω,

ανακτώ, αποθεραπεύομαι || recupera-tion, ανάρρωση.

recur [ri'ka/] vi επανεμφανίζομαι, επα-ναλαμβάνομαι II ~ to, επανέρχομαι ))~rence, επανάληψη, επανεμφάνιση ||~rent, επαναλαμβανόμενος, περιοδικός.

recycle [,ri:'saikl] νί ανακυκλώνω.red [red] n κόκκινο (χρώμα) || κόκκι-

νος, κομμουνιστής II παθητικό, έλ-λειμμα II adj κόκκινος, ερυθρός || bein the ~, έχω παθητικό II go/turn ~,κοκκινίζω II see ~, γίνομαι θηρίο ||paint the town ~, το ρίχνω έξω,ξεφαντώνω H catch sb —handed, πιάνωκπ επ' αυτοφώρω II like a ~ rag to abull, σαν κόκκινο πανί σε ταύρο || R~Cross, Ερυθρός Σταυρός II R~ Cres-cent, Ερυθρά Ημισέληνος ]| ~breast,ορνιθ. κοκκινολαίμης II —-letter day,σημαδιακή ημέρα II ~ tape, γραφειο-κρατία II ~den, κοκκινίζω II — dish,κοκκινωπός.

redeem [ri'dirm] vt εξοφλώ, εξαγοράζω ||λυτρώνω, απελευθερώνω II εκπληρώνωII αντισταθμίζω, σώζω || ~er, λυτρωτής,(the) R~er, ο Σωτήρ.

redemption [ri'dempjn] n εξαγορά II εκ-πλήρωση II λύτρωση, σωτηρία.

redeploy [,ri:diploi] νί ανασυντάσσω,αναδιαρθρώνω || —ment, ανασύνταξη,αναδιάρθρωση.

redolence ['redstarts] n ευωδιά, άρωμα ||redolent of, αποπνέων.

redouble [ri'dAbl] vti διπλασιάζω, εντεί-νω/ -ομαι.

Page 14: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

183 regenerate

redoubt [ri'daut] π οχυρό II —able,φοβερός και τρομερός.

redress [ri'dres] n επανόρθωση, αποκα-τάσταση || vt επανορθώνω, αποκαθιστώ.

reduce [ri'dju:s] vti περιορίζω, μειώνω,αδυνατίζω II ~ to, περιάγω σε, φέρω,αναγκάζω.

reduction [ri'dAk/n] π μείωση II αναγωγή.redundancy [ri'dAndansi] η απόλυση

πλεοναζόντων II ~ pay, αποζημίωσηλόγω απολύσεως.

redundant [ri'dAndgnt] adj περιττός,πλεονάζων, υπεράριθμος.

reed [ri:d] η καλάμι.reef [ri:f] η ύφαλος, ξέρα II ~er, πατα-

τούκα, si τσιγαριλίκι.reek [ri:k] π μπόχα II vi — of, μυρίζω,

βρωμάω II ~ with, στάζω από.reel [ri:l] η καρούλι, μασούρι, μπομπί-

να || νί τυλίγω, ζαλίζω II ~ off,ξετυλίγω, μτφ. λέω, αραδιάζω II νί γυ-ρίζω σα σβούρα II παραπαίω, τρικλίζωII ζαλίζομαι.

re-entry [,ri:'entri] n επάνοδος, επανεί-σοδος.

refectory [ri'fektari] η τραπεζαρία.refer [riYa/] vti παραπέμπω, αφορώ ||

αναφέρομαι || καταφεύγω II αποδίδω II~able, αποδοτέος.

referee [.refs'ri:] η διαιτητής II vt διαι-τητεύω.

reference ['refrans] η μνεία, παραπομπήII σύσταση II σχέση, αναφορά II in/with— to, σχετικά με || without ~ to,άσχετα από || ~ book, βιβλίο πουσυμβουλεύεται κανείς || term of —,δικαιοδοσία, αρμοδιότητα, εντολή.

referendum [refa'rendam] η δημοψήφι-σμα.

refill [,ri:'fil] vt ξαναγεμίζω.refine [ri'fain] vti διυλίζω/-ομαι || εκλε-

πτύνω, εξευγενίζω/-ομαι II ~ upon,βελτιώνω, ραφινάρω II —ment, διύ-λυση, ραφινάρισμα, ευγένεια, λεπτό-τητα || ~ry, διυλιστήριο.

refit [.rr.'fit] vt ναυτ. επισκευάζω, επανε-ξοπλίζω || η επισκευή.

reflate [,ri:fleit] vt αναθερμαίνω [τηνοικονομία] II reflation, αναθέρμανση.

reflect [ri'flekt] vti αντανακλώ, καθρε-φτίζω || συλλογίζομαι, σκέφτομαι II ~upon, θίγω, αμφισβητώ II ~ion, αντα-νάκλαση || είδωλο, εικόνα II σκέψη,στοχασμός II μομφή, ψόγος, αμφισβή-τηση || on ~ion, μετά από σκέψη ||~ive, αντανακλαστικός, στοχαστικόςII —or, καθρέφτης.

reflex [ri:fleks] η αντανακλαστικό II adjαντανακλαστικός || ~ion => REFLECTIONII —ive, γραμμ. αυτοπαθής.

refloat [,ri: 'flout] vt ανελκύω (πλοίο).reforest [,ri:'forist] vt αναδασώνω II

—ation, αναδάσωση.reform [ri'fo.m] n μεταρρύθμιση II vti

μεταρρυθμίζω / -ομαι, διορθώνω / -ομαιII [,ri:"fo:m] ανασχηματίζω/ -ομαι ||—ation, μεταρρύθμιση, αναμόρφωση,ανασχηματισμός II —atory, αναμορφω-τήριο, adj αναμορφωτικός, μεταρρυθ-μιστικός II —er, μεταρρυθμιστής.

refract [ri'frEekt] vt διαθλώ II —ion, διά-θλαση || —ory, ανυπότακτος, δύσκο-λος, επίμονος.

refrain [ri'frein] η ρεφραίν II —(from) viσυγκρατούμαι, απέχω, αποφεύγω.

refresh [ri'frej] vt φρεσκάρω, ξεκουράζω,δροσίζω II —ing, ζωογόνος, δροσιστι-κός II —ment, αναψυχή, φρεσκάρισμα,ξεκούραση, αναψυκτικό II —ment room,αναψυκτήριο.

refresher [ri~frej3r] η ποτό II — course,μετεκπαίδευση, επανάληψη.

refrigerate [ri'frid33reit] vt καταψύχω ||refrigeration, κατάψυξη II refrigerator,ψυγείο.

refuel [,ri:'fjual] vf/ ανεφοδιάζω/-ομαισε καύσιμα.

refuge [-refju:d3] η καταφύγιο, άσυλο.refugee [,refju~ dji:] η πρόσφυγας.refund [ΠΪΛΙΚΙ] η επιστροφή χρημάτων

II νί επιστρέφω [χρήματα].refurbish [,ri:-f3:bij] vt ξαναγυαλίζω.refusal [ri'fjurzl] n άρνηση, αποποίηση.'refuse ['refju:s] η σκουπίδια, απορρίμ-

ματα || — collector, σκουπιδιάρης II~ dump, σκουπιδότοπος.

2refuse [ri'fju:z] vti αρνούμαι, δε δέχομαι.refute [ri'fjuit] vt αντικρούω, ανασκευ-

άζω.regain [ri'gein] νί ανακτώ II ξαναβρίσκω.regal [ri:gl] adj βασιλικός, ηγεμονικός.regale [ri'geil] vt ευωχώ, τέρπω.regalia [rfgeilia] n pi εμβλήματα, κοσμή-

ματα του στέμματος.'regard [ri'ga:d] η σεβασμός, υπόληψη,

εκτίμηση || προσοχή, έγνοια, φροντί-δα II πληθ. χαιρετίσματα II άποψη,έποψη || in /with ~ to, άπό τηνάποψη, σε σχέση με || hare — for,ενδιαφέρομαι για II pay — to, προ-σέχω, λαβαίνω υπόψη || out of — for,από σεβασμό για II ~Iess of, αδια-φορώντας για.

r̂egard [ri'gard] νί θεωρώ II λαβαίνωυπόψη II αφορώ II αντιμετωπίζω, προσ-βλέπω II ~ing; as —s, όσον αφορά,σχετικά με.

regatta [ri'gaeta] n λεμβοδρομία.regency ['riidjsnsi] n αντιβασιλεία.regenerate [ri~d3ensreit] vfi αναγεννώ/

Page 15: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

regent 184

-ιέμαι II adj [ri^enaret] αναγεννημένος.regent ['rudjant] π αντιβασιλέας.regicide ['red3isaid] η βασιλοκτονία ||

βασιλοκτόνος.regime [rei"3i:m] π καθεστώς II δίαιτα.regimen ['red3im3n] π δίαιτα, αγωγή.regiment ['red3im3nt] η σύνταγμα ||

~ation, αυστηρή πειθάρχηση / οργάνω-ση της ζωής.

regimental [,red3i*mentl] adj του συν-τάγματος II η pi στρατιωτική στολή.

Regina [ r i^aina] η βασίλισσα.region ['ri:d3an] η περιοχή II in the —

of, περίπου, γύρω από || ~al, τοπικός.register [~red3istar] π κατάλογος, μητρώο,

πρωτόκολλο, ληξιαρχικό βιβλίο II λη-ξιαρχείο II μουσ. έκταση (φωνής, ορ-γάνου) || σύρτης, ρυθμιστής (καπνο-δόχου, κλπ.) || μετρητής II ιδίωμα IIvti δηλώνω/-ομαι, εγγράφω/-ομαι,απογράφω II (για όργανα) σημειώνω,καταγράφω \\ (για άνθρ.) δείχνω, προ-δίνω, μαρτυρώ II στέλνω συστημένο(γράμμα).

registrar [,red3ivstra:r] n ληξίαρχος, αρ-χειοφύλακας, υπεύθυνος μητρώου / πρω-τοκόλλου.

registration [,red3i'streifn] n δήλωση,εγγραφή, καταγραφή, ληξιαρχική πρά-ξη, κατάθεση, σύσταση (γράμματος).

registry [-red3istri] n ληξιαρχείο II νηο-λόγηση.

regress [ri'gres] vi παλινδρομώ, υποτρο-πιάζω, ξανακυλώ, οπισθοδρομώ II —ion,οπισθοδρόμηση 1) ~ive, οπισθοδρομι-κός.

regret [ri'gret] n λύπη II πληθ. συγγνώμη,τύψεις || vt λυπάμαι για, μετανιώνω II—table, αξιοθρήνητος, θλιβερός II — fill,θλιμμένος, περίλυπος, μετανιωμένος.

regroup [,ri:~gru:p] vti ανασυντάσσω/-ομαι.

regular ['regjubr] n τακτικός (στρατιώ-της, πελάτης) || adj κανονικός, τακτι-κός/ομαλός || συμμετρικός II συνη-θισμένος II τέλειος, σωστός || —ity,τακτικότητα, τάξη, κανονικότητα, ομα-λότητα II ~ize, τακτοποιώ, κανονίζω,συστηματοποιώ II — ization, τακτοποί-ηση, συστηματοποίηση.

regulate ['regjuleit] vt κανονίζω, ρυθμίζω,ρεγουλάρω II regulator, ρεγουλαδόρος.

regulation [.regju" leijh] n ρύθμιση, ρε-γουλάρισμα II πληθ. κανονισμός.

rehabilitate [.riha'biliteit] vt αποκαθιστώ,αναμορφώνω II rehabilitation, αποκα-τάσταση, αναμόρφωση.

rehash [,ri:'haej] vf διασκευάζω, ξανα-δουλεύω, ξαναμαγερεύω [κτ παλιό].

rehearsal [ri'ha:sl] α θέατρ. πρόβα ||

dress —, γενική πρόβα.rehearse [ri~hs:s] vti θέατρ. κάνω πρό-

βα.reign [rein] n βασιλεία II vi — [over],

βασιλεύω.reimburse [,ri:iirT ba:s] vt αποδίδω (δαπά-

νες), αποζημιώνω II —ment, απόδοση,αποζημίωση.

rein [rein] n χαλινάρι, ηνία II vt χαλι-ναγωγώ II give free — ίο, αφήνωελεύθερο.

reincarnate [.ri:in'ka:neit] vti μετεμψυ-χώνω /-ομαι || reincarnation, μετεμψύ-χωση.

reindeer ['reindiar] n τάρανδος.reinforce [,ri:in" fo:s] vt ενισχύω || —ment,

ενίσχυση II ~d concrete, μπετόν αρμέ.reinstate [,ri:in~steit] vt αποκαθιστώ, επα-

ναφέρω II —ment, αποκατάσταση.reinsure [,ri:in Jua r] νί αντασφαλίζω.reissue [,ri:*iju:] vt επανεκδίδω.reiterate [rifitareit] νί επαναλαμβάνω ||

reiteration, επανάληψη.reject [-ri:d33kt] n απόρριμμα, σκάρτο ||

vt [ri'd3ekt] απορρίπτω II —ion, απόρ-ριψη.

rejoice [ri'd3ois] vti — [at/over], χαί-ρομαι, αγαλλιώ, πανηγυρίζω.

rejoin [,rifd3oin] vti ξαναβρίσκω, ξανα-συναντώ, ανταπαντώ II ξαναενώνω.

rejuvenate [ri:'d3u:vaneit] vti ξανανιώνωII rejuvenation, ξανάνιωμα.

rekindle [,ri:'kindl] vti ξανανάβω.relapse [ri'laeps] n υποτροπή || vi υπο-

τροπιάζω, ξανακυλάω, ξαναπέφτω.relate [ri'leit] vti αφηγούμαι, ιστορώ ||

συνδέω, συσχετίζω II ~ to, αφορώ,σχετίζομαι II be ~d to, συγγενεύω με.

relation [ri'leijn] n αφήγηση, διήγηση ||σχέση, συνάφεια 11 συγγενής || —ship,συγγένεια, συνάφεια, σχέση.

relative ['rebtiv] n συγγενής || adj σχε-τικός, συγκριτικός Ιί γραμμ. αναφορι-κός || ~ly speaking, συγκριτικά.

relativity [,reb%tivsti] n σχετικότητα.relax [ri'laeks] vti χαλαρώνω, ηρεμώ,

μαλακώνω II ξεκουράζω / -ομαι H —ation,χαλάρωση, ξετέντωμα, ξεκούραση.

relay [ri:lei] n αναμετάδοση || — race,σκυταλοδρομία II νί [,ri:lei] ξαναβάζω,αναμεταδίδω.

release [ri'li:s] n απόλυση, απαλλαγή,κυκλοφορία, ανακοίνωση || απολύω,απαλλάσσω, ελευθερώνω II ανακοινώνω(ειδήσεις), κυκλοφορώ (δίσκο, φιλμ) ||press —, ανακοίνωση προς τον τύπο.

relegate fretogeit] vt παραπέμπω II εξα-ποστέλλω, υποβιβάζω.

relent [ri'lent] vi κάμπτομαι, μαλακώνωII —less, άκαμπτος, αμείλικτος.

Page 16: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

185 reorganize

relevance ['relavans] π σχέση, σημασία.relevant ['relevant] adj — [to], σχετικός

[με].reliable [ri'laiabl] adj αξιόπιστος, θετι-

κός, σίγουρος || reliability, αξιοπιστία.relic [relik] η λείψανο, κειμήλιο, υπό-

λειμμα.relief [πΊκί] η ανακούφιση, ξαλάφρωμα

II ποικιλία || βοήθεια, περίθαλψη,αρωγή II στρατ. ενίσχυση 11 αντικατά-σταση (φρουράς), αντικαταστάτης IIανάγλυφο II μτφ. τονισμός, έξαρση IIbring/throw into —, προβάλλω, τονίζωII ~ fund, ταμείο αρωγής.

relieve [ri'li:v] vti ανακουφίζω, βοηθώ IIξεκουράζω, ποικίλλω II αντικαθιστώ(στην υπηρεσία) II τονίζω, προβάλλωII ~ sb of sth, ξαλαφρώνω, απαλλάσσω(από καθήκοντα),' απολύω II ~ sb'smind, καθησυχάζω κπ || ~ one's feel-ings, εκτονώνομαι, ξεθυμαίνω II ~oneself, ανακουφίζομαι, κάνω το νερόμου.

religion [ri'lio^an] n θρησκεία.religious [ri'lid^as] adj θρησκευτικός.relinquish [ri'linkwif] vt εγκαταλείπω II

~ one's hold of, αφήνω από τα χέριαμου.

reliquary ['relikwari] n λειψανοθήκη.relish [relij] n νοστιμιά, καρύκευμα ||

νοστιμάδα II ευχαρίστηση, απόλαυση[| vt απολαμβάνω, μου αρέσει πολύ.

relive [,ri:'liv] vt ξαναζώ.relocate [,ri:lou'keit] vti μεταφέρω και

εγκαθιστώ αλλού II relocation, μετεγκα-τάσταση.

reluctance [ri'Uktans] n απροθυμία.reluctant [ri'Uktant] adj απρόθυμος.rely [ri'lai] vi — [on], βασίζομαι [εις].remain [ri'mein] vi μένω, απομένω, πα-

ραμένω II ~der, υπόλοιπο II ~s n piυπολείμματα, λείψανα, λείψανο.

remake [,ri:'meik] vt irreg ξαναφτιάχνω.remand [ri'ma:nd] n προφυλάκιση || vt

παραπέμπω σε άλλη δικάσιμο II be~ed in custody, κρατούμαι ώς τηδίκη.

remark [ri'ma.k] n παρατήρηση, σχόλιοII vti παρατηρώ, λέω II ~ upon, σχο-λιάζω II pass rude ~s about, κάνωαγενή σχόλια για II —able, αξιόλογος,αξιοσημείωτος || —ably, πολύ.

remarry [,ri: 'ma;ri] vi ξαναπαντρεύομαι.remedy ['remadi] n θεραπεία, γιατρικό ||

vt θεραπεύω, γιατρεύω, διορθώνω.remember [ri'memba'] vti θυμάμαι II —

sb to sb, διαβιβάζω χαιρετίσματα σεκπ.

remembrance [ri'membrans] n μνήμη,ανάμνηση, θύμηση II ενθύμιο II πληθ.

χαιρετίσματα II to the best of my —,απ' ό,τι θυμάμαι.

remind [ri'maind] vt — sb of sth, θυμίζωκτ σε κπ || — er, υπενθύμιση, υπό-μνηση.

reminiscence [.remi'nisans] n αναπόλησηII πληθ. αναμνήσεις II reminiscent adjγεμάτος αναμνήσεις II reminiscent of,που θυμίζει.

remiss [ri'mis] adj αμελής, απρόσεκτοςII be — in, αμελώ II —ion [ri'mijh] nάφεση, χάρη, ύφεση.

remit [ri'mit] vti εμβάζω (ποσό) II παρα-πέμπω II χαρίζω (χρέος), συγχωρώ(αμαρτίες) || —tance, έμβασμα II —tent,διαλείπων.

remnant ['remnant] n υπόλειμμα, ρετάλι.remonstrate [Yemanstreit] vi διαμαρτύ-

ρομαι.remorse [ri'mo:s] n τύψη II μεταμέλεια,

ενδοιασμός || —ful, μετανιωμένος II—less, ανενδοίαστος.

remote [ri'mout] adj μακρυνός II από-μερος II ελάχιστος II (για τρόπο) ψυ-χρός, επιφυλακτικός II —ly, ελάχισταII —ness, ψυχρότητα.

remove [ri'mu.v] π σχολ. προαγωγή Hvti αφαιρώ, βγάζω, διώχνω, παίρνω,μεταφέρω || μεταθέτω, απολύω, απο-μακρύνω || μετακομίζω II removal, μετα-κόμιση, αφαίρεση.

remunerate [ri'mjunareit] vt αμείβω IIremuneration, αμοιβή II remunerative,επικερδής.

renaissance [ri'neisans] n αναγέννηση.rename [,ri:'neim] vt μετονομάζω.rend [rend] vt irreg ξεσκίζω II αποσπώ

βίαια.render ['rends'] vt ανταποδίδω, παραδίδω

II προσφέρω II καθιστώ II αποδίδω.rendezvous ['rondivu:] n ραντεβού.renegade ['renageid] n αποστάτης II vi

αποστατώ.renew ['ri:'nju:] vti ανανεώνω/ -ομαι ||

—al, ανανέωση.rennet ['renit] n πυτιά.renounce [ri'nauns] vt απαρνούμαι 11

αποποιούμαι, παραιτούμαι από || απο-κηρύσσω.

renovate [renaveit] vt ανακαινίζω II reno-vation, ανακαίνιση II renovator, ανα-καινιστής.

renown [ri'naun] n φήμη II —ed, φημι-σμένος.

rent [rent] n νοίκι || σκίσιμο || vtiνοικιάζω/ -ομαι.

renunciation [ri.nAnsieijn] n αποκήρυξη,απάρνηση, αποποίηση.

reopen [,ri:'oupn] vti ξανανοίγω.reorganize [,ri:'o:ganaiz] vt αναδιοργα-

Page 17: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

reorientate 186

νωνω.reorientate [ri: oirianteit] vti επαναπρο-

σανατολίζω / -ομαι.rep [rep] η ρεπερτόριο II εμπ. αντιπρό-

σωπος.repair [ri'pey] η επισκευή 11 κατάσταση,

συντήρηση II vt επισκευάζω II επα-νορθώ II ία good —, σε καλή κατά-σταση, καλοσυντηρημένος II put sth in~, επισκευάζω κτ || —able, επισκευά-σιμος, επανορθώσιμος II ~er, επιδιορ-θωτής.

reparation [.repa'reijn] η επανόρθωση.repartee [,repa:'ti:] η ετοιμολογία, εύ-

στοχη απάντηση.repast [ri'parst] Ω ευωχία, γεύμα.repatriate [ri'paetrieit] vt επαναπατρίζω

II repatriation, επαναπατρισμός.repay [ri'pei] vti irreg εξοφλώ, επι-

στρέφω χρήματα II ανταποδίδω II~ment, ανταπόδοση, εξόφληση.

repeal [ri'pi:l] η ανάκληση, ακύρωση IIvt ανακαλώ, ακυρώνω (π.χ. νόμο).

repeat [ri'pi:t] η επανάληψη || επα-ναληπτικό όπλο || vti επαναλαμβάνω/-ομαι || εμπ. ξαναστέλνω II (φαΐ)προκαλώ ρέψιμο.

repel [ri "pel] vt αποκρούω II απωθώ,αποτροπιάζω II —lent adj απωθητικός,αποκρουστικός, n απωθητική αλοιφή.

repent [ri'pent] vti — [of] μετανοώ [για]II — ance, μετάνοια II —ant, μετανοών.

repercussion [,rips'Ιον/η] η αντήχηση ||πληθ. αντίκτυπος, επίπτωση.

repertoire ['repatwa:'] n ρεπερτόριο.repertory ['repatri] n δραματολόγιο, ρε-

περτόριο II μτφ. πηγή, θησαυρός.repetition [.repa'tijh] n επανάληψη.replace [ri'pleis] vf ξαναβάζω στη θέση

του II αντικαθιστώ II —able, αντικατα-στατός || —ment, αντικατάσταση, αντι-καταστάτης, πληθ. ανταλλακτικά.

replay [.rifplei] vt ξαναπαίζω II n ['ri:-plei] επαναληπτικός αγώνας.

replenish [ri'plenif] vt ανανεώνω, συμ-πληρώνω, εφοδιάζω/-ομαι || —ment,ανανέωση, συμπλήρωση, ανεφοδιασμός.

replete [ri'pli.t] adj υπερπλήρης.replica [replika] n αντίγραφο.reply [riplai] n απάντηση II vti απαντώ.report [ri'pott] n έκθεση, αναφορά, ειδη-

σεογραφία II φήμη, διάδοση || κρότος(όπλου) || vti αναφέρω, λέγω, εκθέτω ||~ sb to, καταγγέλλω κπ εις || — to sb,αναφέρομαι, παρουσιάζομαι σε κπ ||κάνω ρεπορτάζ H —ed speech, γραμμ.πλάγιος λόγος || school —, σχολικόςέλεγχος II weather —, μετεωρολογικόδελτίο || —age [,repo:*ta:3] ρεπορτάζ II—er, ρεπόρτερ.

repose [ri'pouz] n γαλήνη, ανάπαυση,άνεση || vti ακουμπώ, αναπαύω/ -ομαιII ~ in, εναποθέτω.

repository [ri'pozitri] n αποθήκη II μτφ.ταμείο, θησαυρός (γνώσεων, κλπ.).

reprehend [,repri'hend] vt επιτιμώ.reprehensible [,repri'hens3bl] adj επίμεμ-

πτος.represent [,repri"zent] vt παριστάνω II

συμβολίζω, απεικονίζω II παρουσιάζω,εμφανίζω II εκφράζω, διατυπώνω ||εκπροσωπώ, αντιπροσωπεύω II — ation,παράσταση, απεικόνιση, αντιπροσώ-πευση, διαμαρτυρία II — ative adj αντι-προσωπευτικός, τυπικός, n αντιπρό-σωπος.

repress [ri'pres] vt καταστέλλω, κατα-πνίγω || ψυχολ. απωθώ, συγκρατώ II—ion, καταστολή, κατάπνιξη II ψυχολ.απώθηση, απωθημένο ένστικτο II —ive,καταπιεστικός, κατασταλτικός.

reprieve [ri~pri:v] n αναστολή, αναβολή|| ανάπαυλα, διάλειμμα.

reprimand ['reprimand] n μομφή || vt[.repri'mamd] επιπλήττω.

reprint [.rr.print] n ανατύπωση, ανάτυποII vt [,ri:'print] ανατυπώνω.

reprisal [ri'praizl] n αντίποινα.reproach [ri'proutj] n ντροπή, όνειδος II

μομφή, κατηγόρια, ψόγος II vt κατη-γορώ, μέμφομαι II — fui, επιτιμητικός.

reprobate freprabeit] n παραλυμένος,διεφθαρμένος || vt καταδικάζω, απο-δοκιμάζω.

reproduce [,ri:pr3'dju:s] vti αναπαράγω IIαποδίδω || γεννώ, πολλαπλασιάζομαι.

reproduction [.rhpra'dAkfn] n αναπαρα-γωγή II reproductive, αναπαραγωγικός.

reproof [ri'pru:f] n μομφή.reprove [ri'pru.v] vt επιτιμώ.reptile ['reptail] n ερπετό.republic [ri'pAblik] n δημοκρατία II —an,

δημοκρατικός, ρεπουμπλικάνος.repudiate [ri'pjir.dieit] vt απαρνούμαι,

αποκηρύσσω II repudiation, αποκήρυξη.repugnance [ri'pAgnans] n αποστροφή.repugnant [ripAgnsnt] adj απεχθής.repulse [ri'pAls] vt απωθώ II αποκρούω.repulsion [ri'pMJn] n απώθηση II απέ-

χθεια.repulsive [ri'pAlsiv] adj απωθητικός, απο-

κρουστικός.reputable ['repjutabl] adj ευυπόληπτος.reputation [,repju" teijn] n φήμη, υπό-

ληψη, όνομα II have a — for, είμαιονομαστός / περιβόητος για II mate a— for oneself, αποκτώ φήμη.

repute [ri'pjir.t] n όνομα, φήμη, υπόληψηII be ~d, θεωρούμαι II — d, θεωρού-μενος II —dly, δήθεν, κατά τα λεγόμενα

Page 18: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

187 response

του κόσμου.request [ri'kwest] n αίτηση, παράκληση,

αίτημα II ζήτηση | | " vt ζητώ, παρα-καλώ || at sb's —, κατά παράκλησηκάποιου II byVon ~, ύστερα από αίτη-ση.

requiem f'rekwiam] η ρέβκιεμ.require [ri'kwais'] vt χρειάζομαι || ~ of

sb, απαιτώ/ζητώ από κπ || be ~d,υποχρεώνομαι II ~ment, απαίτηση,αξίωση.

requisite f'rekwizit] π προϋπόθεση, ανα-γκαίος όρος II adj απαιτούμενος, ανα-γκαίος.

requisition [,rekwi'zijn] η επίταξη II ζή-τηση, εντολή.

rescue ['reskju:] νί [δια]σώζω, γλυτώνωII ~r, σωτήρας.

research [ri'ss.tjl π έρευνα, μελέτη II viερευνώ II ~er, ερευνητής.

resemblance [ri'zembbns] n ~ [to/be-tween], ομοιότητα [προς / μεταξύ].

resemble [ri'zembl] vt μοιάζω.resent [ri'zent] vt φέρω βαρέως, θίγομαι

από || ~ful, μνησίκακος, πικραμένος,χολωμένος || ~ment, μνησικακία, έχ-θρα.

reservation [.reza'veijn] η επιφύλαξη IIεξασφάλιση, κλείσιμο (θέσεων, κλπ.).

reserve [ri'za.v] η απόθεμα || στρατ.εφεδρεία II επιφύλαξη, επιφυλακτικό-τητα || επιφυλασσόμενη περιοχή II vtiκρατώ (τραπέζι, δωμάτιο, κλπ.) || επι-φυλάσσω/ -ομαι || be on the — //si,είμαι στην εφεδρεία II in —, ρεζέρβαII ~d, συγκρατημένος, επιφυλακτικόςII reservist, έφεδρος.

reservoir [-rez3vwa:rj η δεξαμενή.reset [,ri:'set] vti irreg ξαναμοντάρω,

ξαναδένω, ξαναβάζω.resettle [,ri:'setl] vti εγκαθιστώ / εγκαθί-

σταμαι εκ νέου II ~ment, επανεγκατά-σταση.

reshuffle [.rifJXfl] n ανασχηματισμός,ανακάτωμα || vt ανασχηματίζω (κυβέρ-νηση) || ξανανακατεύω (χαρτιά).

reside [ri'zaid] vi διαμένω II ~ in,ανήκω.

residence ['rezidans] n διαμονή || κατοι-κία, σπίτι || in —, εγκατεστημένος.

resident ['rezidant] π κάτοικος H adjδιαμένων II ~ial, κατοικημένος.

residue frezidju:] n κατάλοιπο, κατακά-θι II νομ. υπόλοιπο.

resign [ri'zain] vti παραιτούμαι από ||αφήνω II ~ oneself to; be ~ed to,αφήνομαι, αποδέχομαι, υποτάσσομαι ||—ed, καρτερικός II —edly, παθητικά.

resignation [,rezi 'gneifn] n παραίτηση,εγκαρτέρηση.

resilience [ri'zilisns] n ελαστικότητα, ευ-καμψία II ανθεκτικότητα, προσαρμο-στικότητα || resilient, ελαστικός, ανθε-κτικός.

resin f'rezin] n ρετσίνι II ~ated, ρετσι-νάτος |( ~ous, ρητινώδης.

resist [ri~zist] vti αντιστέκομαι II ~ance,αντίσταση || —ant, ανθεκτικός II —or,ηλεκτρ. αντίσταση.

resolute ['rezslu:t] adj αποφασιστικός II—ness, αποφασιστικότητα.

resolution [,rez3'lu:/n] n αποφασιστικό-τητα II απόφαση || πρόταση, ψήφισμαII χημ. ανάλυση.

resolve [ri'zolv] vti αποφασίζω II ψηφίζωII λύνω (διαφορές), διαλύω (αμφιβολί-ες) || ~ into, αναλύω.

resonant ['rezansnt] adj ηχηρός II αντη-χών || resonance, ηχηρότητα, αντήχησηII resonator, ηχείο.

resort [ri'zo:t] n προσφυγή, χρησιμο-ποίηση || καταφύγιο, μέσο II πολυ-σύχναστο μέρος II vi — to, προ-σφεύγω, καταφεύγω II συχνάζω II holi-day —, θέρετρο.

resound [ri'zaund] vti αντηχώ, αντη-λαλώ || —ing adj ηχηρός.

resource [ri'so:s] n καταφύγιο, διέξοδοςII επινοητικότητα, εφευρετικότητα IIπληθ. πόροι || — fill, επινοητικός, πο-λυμήχανος.

respect [ri'spekt] n σεβασμός II σχέση,άποψη II πληθ. χαιρετίσματα II vt σέ-βομαι, τιμώ II with all due ~, με όλοτον οφειλόμενο σεβασμό || with ~ to,σε σχέση με II in some/all —s, απόμερικές / όλες τις απόψεις II pay one's— to, υποβάλλω τα σέβη μου εις II—ing, σχετικά με II —able, σεβαστός,ευυπόληπτος, ευπρεπής, σημαντικός II— ably, καθώς πρέπει || —ability, ευπρέ-πεια, καθωσπρεπισμός II —ful, γεμάτοςσεβασμό II —fully, με σεβασμό |[ —ive,σχετικός, αντίστοιχος || — ively, αντι-στοίχως.

respiration [,resps'reijn] n αναπνοή.respirator [~respareit3r] n αναπνευστική

συσκευή / μάσκα.respiratory [ri'spaiaratri, respirstri] adj

αναπνευστικός.respire [ri'spai3r] vi αναπνέω.respite [respait, respit] n ανάπαυλα,

διακοπή || αναβολή, αναστολή.resplendent [ri'splendant] adj αστραφτε-

ρός, λαμπρός.respond [ri'spond] vi απαντώ, ανταπο-

κρίνομαι II ανταπαντώ, αντιδρώ II επη-ρεάζω, αντιδρώ θετικά.

response [ri'spons] π απάντηση || αντα-πόκριση, αντίδραση II εκκλ. αντίφωνο.

Page 19: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

responsibility 188

responsibility [ri'sponsa'bitati] η ευθύνηII on one's own —, με δική μουευθύνη.

responsible [ri'sponssbl] adj υπεύθυνος ]|αίτιος, δράστης II ικανός, άξιος.

responsive [ri'sponsiv] adj απαντητικός ||ευαίσθητος, ευσυγκίνητος, που ανταπο-κρίνεται.

rest [rest] η ανάπαυση II ακουμπιστήριII μουσ. παύση || vti ξεκουράζω /-ομαι,αναπαύω / -ομαι II [παρα]μένω || κάθο-μαι, ακουμπώ II ~ upon, στηρίζομαι,βασίζομαι II it —s with, εναπόκειταισε || ~ home, αναπαυτήριο, οίκος IIthe —, το υπόλοιπο, οι υπόλοιποι II—ful, ειρηνικός, ξεκουραστικός II—fulness, ηρεμία II —less, ανήσυχος,νευρικός, αεικίνητος II — lessness, ανη-συχία, ανυπομονησία, ταραχή.

restate [,ri:'steit] vt επαναδιατυπώνω.restaurant ['restront] n εστιατόριο.restitution [,resti'tju:Jh] η αποκατάσταση.restive ['restiv] adj ανήσυχος, νευρικός,

ατίθασος, δύστροπος.restock [,ri:'stok] vt επαναεφοδιάζω.restoration [,rests'reijn] η επιστροφή,

απόδοση || παλινόρθωση.restorative [ri'sto:retiv] η τονωτικό, δυ-

ναμωτικό II adj τονωτικός.restore [ri'sto:r] vt επιστρέφω, αποδίδω

II επαναφέρω, αποκαθιστώ II παλινορ-θώνω II επισκευάζω, αναστηλώνω, απο-καθιστώ | | ~ Γ , αναστηλωτής, ρεστορα-τέρ.

restrain [ri'strein] vt συγκρατώ II —ed,συγκρατημένος II —t η συγκράτηση,περιορισμός, χαλινός, δεσμός II without~ί, ελεύθερα.

restrict [ri'strikt] vt περιορίζω II ~ion,περιορισμός || ~ive, περιοριστικός.

result [ri'zAlt] η αποτέλεσμα, έκβαση IIνι — [from], προκύπτω, απορρέω || —in, καταλήγω, απολήγω II —ing adjσυνακόλουθος.

resume [ri'zju:m] vt συνεχίζω, ξαναρχίζωII ξαναπαίρνω.

resume ['rezju:mei] η σύνοψη II βιογρα-φικό σημείωμα.

resumption [ri'zAmpJn] η επανάληψη,συνέχιση, ξανάρχισμα.

resurface [ri:~S3:fis] vt ξαναστρώνω (δρό-μο) II (για υποβρύχιο) αναδύομαι.

resurgence [ri'sa:d33ns] η αναζωπύρωση,ξαναζωντάνεμα || resurgent adj αναζω-πυρούμενος.

resurrect [,reza'rekt] vti ανασταίνω/-ομαι || αναβιώνω II ~ion, ανάσταση,αναβίωση.

resuscitate [ri's\siteit] vti ξαναφέρνω στηζωή, νεκρανασταίνω/-ομαι.

retail ['ri:teil] η λιανική πώληση II adjλιανικός il adv λιανικώς 11 vt πουλώλιανικώς || διαδίδω (ειδήσεις) II ~er,λιανοπωλητής.

retain [ri'tein] vt [συγ]κρατώ II διατηρώΙ) προσλαμβάνω 11 —er, αμοιβή (δικη-γόρου).

retake [,ri:'teik] vt irreg ξαναπαίρνω.retaliate [ri'taslieit] vi αντεκδικούμαι, κά-

νω αντίποινα II retaliation, αντεκδί-κηση, αντίποινα II relatiatory, για αντί-ποινα.

retard [ri'ta:d] vt επιβραδύνω, καθυστερώII ~ation, επιβράδυνση.

retch [retj] n αναγούλα, αναγούλιασμαII vi μου έρχονται αναγούλες, αναγου-λιάζω.

retention [ri'tenjh] α κράτηση, επίσχεσηII μνημονικό.

retentive [rftentiv] adj που συγκρατεί.rethink [,ri:'6irjk] vt irreg ξανασκέφτο-

μαι, επανεξετάζω.reticent ['retisant] adj λιγόλογος, επιφυ-

λακτικός || reticence, ολιγολογία.retina ['retins] n αμφιβληστροειδής.retinue ['retinju:] n ακολουθία, συνοδεία.retire [ri'tai3r] vti αποσύρομαι || απο-

χωρώ, παίρνω σύνταξη, αποστρατεύο-μαι II υποχωρώ, συμπτύσσομαι || —into oneself, κλείνομαι στον εαυτό μουII —d, συνταξιούχος, απόστρατος II—ment, αποχώρηση, συνταξιοδότηση,απομόνωση I) retiring adj λιγομίλητος,συμπτυσσόμενος.

retort [ri'tort] n αντέγκληση, οξεία/έ-ξυπνη απάντηση || vti απαντώ έντο-να / εύστοχα.

retouch [,ri:'tAtJ] vt ρετουσάρω.retrace [ri'treis] vt ανατρέχω, αναπολώ

II ξαναγυρίζω. , •retract [ri'traskt] vti ανακαλώ, παίρνω

πίσω II συμμαζεύω/-ομαι II —ion, ανά-κληση, συμμάζεμα.

retread ['rktred) n αναγομωμένο λάστιχοII vt [,ri:'tred] αναγομώνω λάστιχο.

retreat [ri'trr.t] n υποχώρηση \[ καταφύ-γιο, άσυλο || vi υποχωρώ || beat ahasty —, το βάζω στα πόδια II makegood one's ~, υποχωρώ με τάξη.

retrench [ri'trentj") vt κάνω οικονομίες.retrial [.riftraial] n νέα δίκη.retribution [,retri'bju:Jn] n τιμωρία, αντα-

πόδοση.retrieve [rPtrirv] vti ξαναβρίσκω || επα-

νορθώνω II αποκαθιστώ II σώζω IIretrieval, ανάκτηση, επανόρθωση.

retroactive [,retrou'aektiv] adj αναδρομι-κός.

retrograde ['retragreid] adj παλινδρομι-κός II οπισθοδρομικός.

Page 20: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

189 rhombus

retrogress [.retra'gres] vi σημειώνω οπι-σθοδρόμηση II ~ion, οπισθοδρόμησηII ~ive, οπισθοδρομικός.

retrospect fretraspekt] η αναδρομικήεξέταση |[ in ~, εκ των υστέρων II~ion, αναπόληση II ~ive, αναδρομι-κός.

return [ri'ta:n] η επιστροφή, επάνοδος ||ανταπόδοση II είσπραξη, απόδοση,κέρδος II έκθεση, δήλωση, στατιστικήII vti [ξανα]γυρίζω, επιστρέφω II αντα-ποδίδω II αποκρίνομαι || δηλώ, ανα-φέρω, εκθέτω [επίσημα] II αποφέρω(κέρδος) || by ~ of post, με το πρώτοταχυδρομείο II in ~ [for], σε ανταπό-δοση || (on) sale or ~, επί παρακα-ταθήκη || many happy ~s [of the day],χρόνια πολλά || be ~ed, εκλέγομαι(βουλευτής) \\ ~ match, αγώνας ρεβάνςII ~ [ticket], εισιτήριο μετ' επιστροφήςII ~able, επιστρεπτέος.

reunion [,ri: ju:nian] n συγκέντρωση, ξα-νασμίξιμο.

reunite [,ri:ju:'nait] vti ξανασμίγω.rev [rev] n [περι]στροφή || vti ~ up,

μαρσάρω, φουλάρω (μηχανή).revalue [ri:'vaelju:] vt επανεκτιμώ, ανα-

τιμώ II revaluation, ανατίμηση.revamp [,ri:'vaeinp] vt επιδιορθώνω, ανα-

καινίζω, ξαναφρεσκάρω.reveal [ri'vi:l] vt αποκαλύπτω.reveille [ri'vaeli] n στρατ. εγερτήριο.revel ['revl] vi γλεντοκοπώ II ~ in,

απολαμβάνω έντονα || ~ler, γλεντο-κόπος II ~ry, ξεφάντωμα, γλεντοκόπι.

revelation [,reva'leijh] n αποκάλυψη.revenge [ri'vend3] n εκδίκηση II vt ~

oneself on sb, εκδικούμαι κπ || take ~on sb, εκδικούμαι κπ || get one's ~ onsb, παίρνω την εκδίκηση μου από κπII in ~; out of ~, από εκδίκηση II—ful, εκδικητικός.

revenue ['revanju:] n πρόσοδος, έσοδο.reverberate [ri'va:bareit] vti ηχώ, αντηχώ,

αντανακλώ II reverberation, αντήχηση,πληθ. απόηχος, επιπτώσεις.

revere [riVia'j vt σέβομαι, τιμώ.reverence ["«varans] n σεβασμός, ευλά-

βεια || δέσποτας.reverend ['revarand] adj σεβάσμιος, αιδε-

σιμώτατος || π παπάς, δεσπότης.reverent ['revarant] adj ευλαβικός, γεμά-

τος σεβασμό II ~ly, με ευλάβεια/σε-βασμό.

reverie ['revari] n ονειροπόληση.revers [ri'viar] n ρεβέρ.reversal [ri'va'.sl] n αντιστροφή, μετα-

στροφή, ανατροπή (δικαστ. απόφασης).reverse [ri'vs-.s] n αντίθετο, αντίστροφο

II ανάποδη (πλευρά) II αυτοκ. όπισθεν

(ταχύτητα) II ατυχία, αναποδιά II adjαντίστροφος, ανάποδος II vti αντιστρέ-φω, γυρίζω [ανάποδα] II νομ. ανα-τρέπω, ανακαλώ, αναιρώ II αυτοκ. κάνωόπισθεν II put a car into ~, βάζω τηνόπισθεν || a ~d charge, τηλεφ. χρέωσητου καλουμένου.

reversible [ri'va:sabl] adj αναστρεφόμε-νος, ακυρώσιμος, Cyia ύφασμα) ντουμπλφας.

revert [ri'vs-.t] vi επανέρχομαι II ξαναγί-νομαι II παθαίνω υποτροπή.

review [ri'vju:] n επιθεώρηση II ανα-σκόπηση II κριτική (βιβλίου) II vtiεπιθεωρώ II ανασκοπώ II γράφω κρι-τική II ~er, κριτικός (βιβλίων).

revile [ri'vail] vt βρίζω, διασύρω.revise [riVaiz] vt αναθεωρώ, επανεξε-

τάζω II κάνω επανάληψη.revision [ri'vijn] n αναθεώρηση, επα-

νάληψη II —ism, αναθεωρητισμός II—ist, αναθεωρητής.

revitalize [ri'vaitalaiz] vt αναζωογονώ.revival [riVaivl] n αναγέννηση, ανα-

βίωση, αναζωογόνηση.revive [ri'vaiv] vti αναβιώνω || αναζωο-

γονώ /-ούμαι || συνεφέρνω, συνέρχομαι.revocable [Vevakabl] adj ανακλητός.revoke [ri'vouk] vt ανακαλώ.revolt [ri'voult] n εξέγερση II vti εξε-

γείρω, προκαλώ φρίκη / αποτροπιασμόII επαναστατώ, ξεσηκώνομαι, εξεγεί-ρομαι II ~ing, αποτροπιαστικός.

revolution [,reva~lu:Jh] n περιστροφή IIεπανάσταση II ~ary n επαναστάτης,adj επαναστατικός H ~ize vt επανα-στατικοποιώ.

revolve [ri'volv] vti γυρίζω, περιστρέφω/ -ομαι II ~τ, περίστροφο.

revue [ri'vju:] n ρεβύ, επιθεώρηση.revulsion [ri'vAlJn] n αποστροφή, έντονη

αντίδραση II μεταστροφή.reward [ri'wo:d] n [αντ]αμοιβή II vt

[αντ]αμείβω.reword [,ri:'ws:d] vt διατυπώνω εκ νέου.rewrite [,ri:'rait] vi ξαναγράφω.rhapsody ['raspsadi] π ραψωδία.rhetoric [retarik] n ρητορική || ρητο-

ρεία, στόμφος II ~al [ri'torikl] ρητο-ρικός, στομφώδης.

rheumatic [ru: 'maetic] n ρευματικός (άρ-ρωστος) II adj ρευματικός II πληθ.ρευματόπονοι.

rheumatism [1ru:matiz3m] n ρευματισμός.Rhine [rain] π Ρήνος.rhino[ceros] ["rainou(saras)] n ρινόκερως.Rhodes ['roudz] n Ρόδος.rhododendron [.rouda'dendran] n ροδό-

δενδρο.rhombus frombas] π ρόμβος.

Page 21: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

rhubarb 190

rhubarb ['ru:ba:b] η ραβέντι.rhyme [raim] η ρίμα, ομοιοκαταληξία ||

ποίημα, στίχος II vti ομοιοκατάληκτο)II —ster, στιχοπλόκος, ριμαδόρος.

rhythm [ήδιη] η μέτρο, ρυθμός II ~ic[al],ρυθμικός.

rib [rib] η πλευρό, παΐδι II νεύρο (φύλ-λου), ράβδωση, ρυτίδωση (σε άμμο) \\vt US πειράζω κπ.

ribald ['ribald] adj αισχρός, πρόστυχος,σόκιν II ~ry, αισχρολογία.

ribbon ['riban] n κορδέλα, ταινία IIλουρίδα.

rice [rais] η ρύζι.rich [ritj] adj πλούσιος II (γη) γόνιμος ||

(φαΐ) λιπαρός || (ήχος) βαθύς II ~es,π pi πλούτη || ~ness, πλούτος, αφθο-νία, γονιμότητα.

rick [rik] π θημωνιά II vt θημωνιάζω.rickets ['rikits] n ραχίτις, ραχιτισμός.rickety ['rikati] adj ξεχαρβαλωμένος.rickshaw ['rikjo:] n δίτροχο αμαξάκι

συρόμενο από άνθρωπο.ricochet ['rikajei] n εποστρακισμός II vti

εποστρακίζω/-ομαι, αναπηδώ.rid [rid] vt irreg απαλλάσσω II be/get

~ of, απαλλάσσομαι, ξεφορτώνομαι.riddance [Yidans] π απαλλαγή II good

~! στον αγύριστο!ridden [ridn] (ως β' συνθετικό) κυριαρ-

χούμενος από.riddle [ridl] n γρίφος, αίνιγμα II κόσκι-

νο II vt κοσκινίζω II ~ with, κάνωκόσκινο με (σφαίρες, κλπ.).

ride [raid] α διαδρομή, βόλτα (με άλο-γο, ποδήλατο, κλπ.) H take sb for a~, τη σκάω σε κπ, πιάνω κπ κορόιδοII vti irreg καβαλικεύω II πάω καβάλαII ταξιδεύω || (για πλοίο) διασχίζω,πλέω | | ~ Γ , αναβάτης, καβαλάρης,νομ. πρόσθετος όρος σε έγγραφο.

ridge [rid3] n κορυφογραμμή (βουνού),ράχη (μύτης), κορφιάς (στέγης), κο-ρυφή (κύματος), ζάρα (επιφάνειας).

ridicule ['ridikju.l] n γελοιοποίηση, σαρ-κασμός || vt σαρκάζω, περιγελώ.

ridiculous [ri'dikjulas] adj γελοίος.riding [raidirj] n ιππασία.rife [raif] adj διαδεδομένος || be ~ with,

βρίθω, είμαι γεμάτος.riff-raff ['rifrasf] n συρφετός, αληταριό.rifle [raifl] n τουφέκι, καραμπίνα || vt

ψάχνω, διαρπάζω, αδειάζω II —range,πεδίο βολής, σκοπευτήριο II ~man,τυφεκιοφόρος.

rift [rift] n σχισμή, χαραμάδα || ρήξη.rig [rig] π ξάρτια (πλοίου) || εφόδια II

ντύσιμο II vti στήνω ("δουλειά), κάνωμανούβρες / λαθροχειρίες || εξοπλίζω,αρματώνω (πλοίο) II ~ out, εφοδιάζω,

ντύνω II ~ up, ντύνω, μοντάρω, φτιά-χνω πρόχειρα II ~ging, ξάρτια.

'right [rait] Ω δίκαιο, σωστό, καλό II δι-καίωμα II πολιτ. δεξιά )| vt διορθώνω,ισιώνω II stand on one's ~s, διεκδικώτα δικαιώματα μου II be in the ~, έχωτο δίκιο με το μέρος μου II put/set to~s, διορθώνω / αποκαθιστώ κτ H by~[s], δικαιωματικώς, νομίμως II by. ~of, δικαίω, με το δικαίωμα II in one'sown ~, δικαιωματικά || ~ of way,προτεραιότητα.

2right [rait] adj σωστός II ορθός IIακριβής II κατάλληλος || δεξιός || advδεξιά II ίσια || ακριβώς II εντελώς IIσωστά, καλά || be ~, έχω δίκιο II all~!/~ you are!/~ oh! εντάξει! σύμ-φωνοι! || be in one's ~ mind, είμαιστα λογικά μου II ~ now, επί τόπου II~ away/off, αμέσως II ~ angle, ορθήγωνία II —-hand man, μτφ. δεξί χέρι H—hand drive, με δεξί τιμόνι II ~-winger, πολιτ. δεξιός.

righteous ['rait/as] adj ενάρετος, δίκαιοςII δικαιολογημένος II —ness, δικαιο-σύνη, εντιμότητα, αρετή.

rightful [~raitfl] adj νόμιμος II δίκαιος IIδικαιολογημένος.

rigid ['ridjid] adj άκαμπτος, αλύγιστοςII αυστηρός II —ity [ri'd3ideti] n ακαμ-ψία, αυστηρότητα.

rigmarole ['rigmaroul] n ασυναρτησία.rigorous ['rigaras] adj άκαμπτος, αυστη-

ρός II τραχύς.rigour ['riga''] n ακαμψία, αυστηρότητα

II τραχύτητα, κακουχία II δριμύτητα.rile [rail] vt τσαντίζω.rim [rim] n ζάντα (τροχού) || σκελετός

(γναλών).rind [raind] n φλούδα (τυριού, πεπο-

νιού, κλπ.).'ring [rirj] n δαχτυλίδι II κρίκος, στε-

φάνη, δακτύλιος, κύκλος || σπείρα,συμμορία II παλαίστρα, ριγκ II vti πε-ρικυκλώνω, διαγράφω κύκλους II make/run/dance ~s round sb, είμαι πολύανώτερος/πιο σβέλτος από κπ || ~-finger, παράμεσος [δάκτυλος] || —leader, αρχηγός ανταρσίας/συμμορίαςII —-road, δακτύλιος [δρόμος],

2ring [rirj] n ήχος, τόνος II κουδούνισμαII τηλεφώνημα II vti irreg (για κουδού-νι) κτυπώ, σημαίνω || ηχώ, αντηχώ,βουίζω || ~ with, πάλλομαι από || ~up, τηλεφωνώ || ~ off, κλείνω τοτηλέφωνο 11 give sb a ~, τηλεφωνώ σεκπ.

ringlet ["right] n μπούκλα, βόστρυχος.rink [rirjk] π αίθουσα πατινάζ.rinse [rins] n ξέπλυμα II vt ξεπλένω,

Page 22: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

191 roll

ξεβγάζω (με νερό).riot [raiat] η ταραχή, στάση, οχλοκρα-

τική εκδήλωση || νί οχλαγωγώ, χαλώτον κόσμο II πανηγυρίζω II ~ in,οργιάζω II a ~ of, μτφ. όργιο II be a~, μτφ. χαλάω κόσμο || run —, οργι-άζω, (για άνθρ.) αποχαλινώνομαι, (γιαφυτά) φουντώνω, θρασεύω II —er, τα-ραχοποιός || —ous, οχλαγωγικός.

rip [rip] n σκίσιμο II vti σκίζω, ξε-σκίζω/-ομαι II ~ off, αποσπώ βίαια.

ripe [raip] adj ώριμος II ~ness, ωρι-μότητα || ~n, ωριμάζω.

riposte [ri'post] n έξυπνη ανταπάντηση.ripple [ripl] η κυματισμός, ρυτίδωση

(νερού) || vti κυματίζω ελαφρά, ρυτι-δώνω.

rise η ύψωμα || [αν]ύψωση, αύξηση IIπηγή II ανέβασμα (ιδ. ψαριού), άνοδοςII ανατολή II vti irreg ανατέλλω IIσηκώνομαι II ανασταίνομαι II υψώνο-μαι, ανεβαίνω Ιί ανηφορίζω II ανέρχο-μαι II έρχομαι στην επιφάνεια II get a— in salary, παίρνω αύξηση μισθού IItake/get a — out of sb, τσαντίζω κπ IIgive — to, προκαλώ, δημιουργώ II ~to the occasion, φαίνομαι αντάξιος τωνπεριστάσεων || ~ [up] against, εξεγεί-ρομαι εναντίον II ~ to fame, γίνομαιδιάσημος || rising η εξέγερση.

risk [risk] π κίνδυνος II vt διακινδυνεύωII run/take —s, είμαι ριψοκίνδυνος ||run/take the — of, διακινδυνεύω να IIat ~, σε κίνδυνο II at one's own —,υπό ίδιον κίνδυνο II — one's neck,ριψοκινδυνεύω τη ζωή μου.

risque [~ri:skei] adj σκαμπρόζικος.rissole ['risoul] π κροκέτα.rite [rait] π τελετή, ιεροτελεστία.ritual ['ritfual] η τυπικό, τελετουργικό,

ιεροτελεστία || adj τελετουργικός, θρη-σκευτικός || —ism, τυπολατρία II ~ist,τυπολάτρης Γι — istic, μυσταγωγικός.

rival [raivl] η αντίζηλος, ανταγωνιστής,αντίπαλος II νί συναγωνίζομαι, αντα-γωνίζομαι II ~ry, αντιζηλία, ανταγω-νισμός, άμιλλα.

river [-riv3r] η ποτάμι, ποταμός II selisb down the —, πουλάω κπ, προδίδωκπ II —side, ακροποταμιά.

rivet ["rivit] η πλατυκέφαλο καρφί, πιρ-τσίνι || νί καρφώνω, μτφ. προσηλώνω.

road [roud] η δρόμος || take to the —,το ρίχνω στην αλητεία II —-block,οδόφραγμα, μπλόκο || -—hog, κακόςοδηγός || —house, μοτέλ II —metal,χαλίκι δρόμων || —sense, αίσθημακυκλοφορίας || —sign, ταμπέλα δρό-μου || ~side, το πλάι του δρόμου ||—way, κατάστρωμα δρόμου II —worthy,

(για όχημα) κατάλληλος να κυκλοφο-ρήσει.

roam [roum] νί τριγυρίζω, περιπλανιέμαι.roar [ro: r] n βρυχηθμός II μουγκρητό,

βουητό II νίί βρυχιέμαι II μουγκρίζω,ουρλιάζω II — out, λέω ουρλιάζονταςII —ing adj βρυχώμενος, φουρτουνια-σμένος, μτφ. πολύ καλός, γερός.

roast [roust] n ψητό, ψήσιμο || adj ψη-τός, ψημένος || vti ψήνω II ξεροψήνω/ -ομαι II καβουρντίζω II —er, ψήστης,ψηστιέρα, κάβουρντιστήρι II —ing nψήσιμο, μτφ. κατσάδα.

rob [rob] vti — sb of sth, ληστεύω κπ ||αποστερώ II —ber, ληστής || —bery,ληστεία.

robe [roub] n ρόμπα || τήβεννος, ράσο,εσθήτα || νί ενδύω.

'rock [rok] n βράχος II πέτρωμα ||σκληρή καραμέλα || on the — s, (γιαποτό) μόνο με πάγο II —-bottom,πάτος, κατώτατος II —ery, —garden,βραχόκηπος || —salmon, σκυλόψαροII —-salt, ορυκτό αλάτι II — y, βρα-χώδης, ετοιμόρροπος.

2rock [rok] νί/ λικνίζω/-ομαι || —ing-chair, κουνιστή πολυθρόνα II —ing-horse, παιδικό ξύλινο αλογάκι II —'ηroll, ροκ-εντ-ρολ || —er, ροκάς, sJμυαλό.

rocket [rokit] n ρουκέτα, πύραυλος ||φωτοβολίδα || si κατσάδα II — base/range, βάση / πεδίο εκτόξευσης πυ-ραύλων II ~ry, πυραυλική.

rod [rod] n ράβδος, μοχλός, βέργα.rodent ['roudant] n τρωκτικό.roe [rou] n αυγοτάραχο (ψαριών).roger [~rod3ar] στον ασύρμ. ελήφθη!rogue [roug] π παλιάνθρωπος, κάθαρμα

II μασκαράς, κατεργάρης II —ry, πα-λιανθρωπιά, ζαβολιά.

roguish ['rougij] adj ζαβολιάρικος, πει-ραχτικός.

roisterer ['roistara'] n γλεντοκόπος.role [roul] n ρόλος.roll [roul] n ρόλος, κύλινδρος, ρολό,

τόπι II κύλισμα, κούνημα H [συνεχήςκυλιστός] ήχος II κατάλογος (ονομά-των) || νίί κυλώ, τσουλάω, περνώ ||τυλίγω, στρίβω, στριφογυρίζω II στρώ-νω, απλώνω || [συγ]κυλιέμαι II κουνώ,κουνιέμαι || — in/up, καταφθάνω II be~ing in, μτφ. κολυμπάω εις || call the—, φωνάζω κατάλογο II ~-call, ονο-μαστικό προσκλητήριο^ εκφώνηση κα-ταλόγου II — and pitch, (για πλοίο)κλυδωνίζομαι II —ing-pin, μπλάστης(για ζύμη) \\ —er, κύλινδρος, ροδίτσα(πολυθρόνας), μπικουτί || —er-skate,τροχοπέδιλα.

Page 23: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

rollicking 192

rollicking ['rolikirj] adj γλεντζέδικος.roly-poly [,rouli-'pouli] η μπουλούκος.Roman ['rouman] η Ρωμαίος II adj

ρωμαϊκός.romance [reu'maens] π ρομάντζο || ειδύλ-

λιο II μυστηριώδες θέλγητρο || μουσ.ρομάντζα 11 μύθος || vt μυθιστορη-ματοποιώ.

Romance [rau* maens] adj ρωμανικός.romantic [ra'maentik] n, adj ρομαντικός

II —ism, ρομαντισμός II ~ize, το ρίχνωστον ρομαντισμό.

romp [romp] η φασαρία, θορυβώδη παι-χνίδια II vi παίζω με θόρυβο, κάνωφασαρία 11 πετυχαίνω χωρίς προσπά-θεια II ~ers, ποδιά (παιδιών), φόρμα.

roof [ru:f] η σκέπη, στέγη, μτφ. οροφή11 vt στεγάζω, σκεπάζω H raise the —,κάνω σαματά, βάζω τις φωνές II —-garden, κήπος σε ταράτσα || ~less,χωρίς στέγη.

rook [ruk] η κοράκι || (στο σκάκι) πύρ-γος II vt κλέβω, γδύνω II ~ery, κορα-κοφωλιά.

room [ru:m] η δωμάτιο II πληθ. διαμέ-ρισμα II χώρος II περιθώριο II ~ withvi συγκατοικώ II ~y, ευρύχωρος.

roost [ru:st] n κούρνια || vi κουρνιάζω ||~er, κόκορας.

'root [ru:t] n ρίζα II μτφ. αιτία || vtiριζώνω, πιάνω ρίζες II μτφ. καθηλώνω,καρφώνω H ~ out, ξερριζώνω, εξο-λοθρεύω || take/strike ~, πιάνω ρίζαII ~ and branch, ολοκληρωτικά, απότη ρίζα.

root [ru.t] vti — about [for sth], ψάχνω,ανασκαλεύω || ~, rootle [ru:tl] (γου-ρούνι) ψάχνω με το ρύγχος || ~ out,ξετρυπώνω.

rope [roup] n σκοινί II πλεξούδα (σκόρ-δα, κλπ.) || vt δένω II ~ off, χωρίζωμε σκοινί II ~ sb in, μπλέκω / τυλίγωκπ (σε μια δουλειά) \\ know/show sb/learn the —s, ξέρω /δείχνω σε κπ/μαθαίνω τα μυστικά μιας δουλειάς ||give sb —, αφήνω σε κπ ελευθερίαενεργείας II —dancer /-walker, σχοι-νοβάτης || —ladder, ανεμόσκαλα.

rosary ['rouzari] n κομπολόι, κομπο-σκοίνι (για προσευχές).

rose [rouz] n τριαντάφυλλο, τριαντα-φυλλιά 11 (χρώμα) ροζ II ροζέτα II abed of —s, μτφ. εύκολη ζωή II not all—s, δεν είναι όλα ρόδινα II gatherlife's —s, τρυγώ τις χαρές της ζωής II~leaf, ροδοπέταλο || —water, ροδό-σταμο || —window, ροζέτα.

rosemary ['rouzmari] n δεντρολίβανο.rosette [roiTzet] n ροζέτα.rosin ['rozin] n κολοφώνιο.

rostrum ['rostram] n βήμα (ομιλητή).rosy ['rouzi] adj ρόδινος.rot [rot] n σαπίλα, σήψη, αποσύνθεση

H [dry] ~, σαράκι II [tommy-]—, βλα-κείες, τρίχες II vi σαπίζω.

rotary ['routari] adj περιστροφικός ||ροταριανός.

rotate [rou'teit] vti περιστρέφω/ -ομαι,εναλλάσσω / -ομαι.

rotation [rou'teijn] n περιστροφή II περι-τροπή, εναλλαγή.

rote [rout] στη φρ. by —, απέξω,παπαγαλίστικα.

rotisserie [roii ti:sari] n ψησταριά.rotten [rotn] adj σάπιος II χαλασμένος,

διεφθαρμένος || άσχημος, βρωμο—.rotund [rou Und] n ολοστρόγγυλος.rouble [ru:bl] π ρούβλι.rough [ΓΛί] adj τραχύς, χοντρός II (θά-

λασσα) φουρτουνιασμένος II ανώμαλος,ακατέργαστος II βίαιος, βάναυσος,άξεστος, σκληρός II πρόχειρος II advτρ,αχειά, σκληρά II vt ~ sth up, χαλώ,τραχύνω II — sb up, κακοποιώ κπ II —stli out, σκιαγραφώ II ~ it, περνώλίγο πρωτόγονα, κάνω χωρίς ανέσειςII give sb a — time, μεταχειρίζομαι κπσκληρά II have a — time, περνώάσχημα, ταλαιπωρούμαι || it is — onsb, είναι σκληρό /δοκιμασία για κπ ||cut up —, αγριεύω, εξαγριώνομαι 11live —, ζω αλήτικα II sleep —, κοιμά-μαι όπου τύχει || in ~, σε πρόχειρη/ αδούλευτη μορφή II —cast, χοντρόςσουβάς H — -and-tumble, μαλαβράσι,βίαιος, τυχοδιωκτικός II —and-ready,πρόχειρος, τσαπατσούλικος II ~en,αγριεύω, τραχύνω/-ομαι II —hewn,χοντροπελεκημένος II ~ house φασα-ρία, καυγάς II — luck, κακοτυχιά II~neck, καυγατζής, αληταράς II —shod,πεταλωμένος με χοντρά καρφιά || —-spoken, άξεστος, χυδαιολόγος.

roughage [VAfidj] π πίτουρα.roulette [nr.'let] n ρουλέτα.round [raund] π κτ στρογγυλό II συρτός

(χορός) II γύρος, περιοδεία, βόλτα,κύκλος || adj στρογγυλός II adv γύρωII prep γύρω από /εις || vti στρογγυ-λεύω || παίρνω (στροφή) II — off,ολοκληρώνω, στρογγυλεύω II — out,στρογγυλεύω, παχαίνω II — up, συγ-κεντρώνω, μαζεύω II — upon sb, γυρίζωκαι επιτίθεμαι σε κπ || all the year ~,ολοχρονίς || go — to sb, επισκέπτομαικπ II show sb —, γυρίζω κπ (σ' έναμέρος) II go the ~s, κάνω το γύρομου II go — the bend, τρελαίνομαι ||—the-clock, όλο το 24ωρο, εικοσιτε-τράωρος || —ly, ίσια, καθαρά H —ness,

Page 24: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

193 run

στρογγυλάδα II ~sman, διανομέας (μα-γαζιού).

roundabout [raundabaut] π αλογάκια(σε λούνα-παρκ) || κυκλική διασταύ-ρωση δρόμων || adj περιφραστικός,κυκλικός.

rouse [rauz] vt ξυπνώ κπ || διεγείρω,εξάπτω, ξεσηκώνω.

rout [raut] η φυγή, πανωλεθρία || vtκατατροπώνω || ·— sb out of, τραβώ/ξεπετάω κπ από.

route [ru:t] η πορεία, δρόμος, διαδρομή.routine [ru:'ti:n] η ρουτίνα,rove [rouv] vti περιπλανιέμαι, περιφέρω,

στρέφω εδώ κι εκεί.'row [rou] η σειρά, γραμμή || κωπηλα-

σία || vti κωπηλατώ II ~ing-boat, βάρ-κα με κουπιά II ~er, .κωπηλάτης.

"row [rau] η φασαρία, σαματάς II καυγάςII vti καυγαδίζω || κατσαδιάζω II ~dy,θορυβοποιός, καυγατζής, ταραχώδης.

royal ['roial] adj βασιλικός || ηγεμονι-κός II —ist, βασιλόφρονας II ~ty,βασιλικό αξίωμα, βασιλική οικογένεια,πληθ. συγγραφικά δικαιώματα.

rub [ΓΛΟ] Π τρίψιμο II δυσκολία, μτφ.κόμπος II vti τρίβω/-ομαι || ~ along,τα φέρνω βόλτα II ~ along with sb, ταπάω καλά με κπ || ~ down, τρίβωγερά 11 ~ in, χώνω (διό τριβής) II ~off, τρίβω, ξεγδέρνω, ξεφτίζω II ~ out,σβήνω II ~ up, γυαλίζω || ~ sb up theright/wrong way, μαλακώνω / ερεθίζωκπ.

rubber [rAba^] n λάστιχο, καουτσούκ ||γομολάστιχα II US si προφυλακτικό IIπληθ. γαλότσες || —stamp, εγκρίνωανεξέταστα.

rubbish ['n\bij] n σκουπίδια || ανοησίεςII talk ~, λέω σαχλαμάρες Ι! —bin/-cart, ντενεκές / κάρο των σκουπιδιών.

rubble [rAbl] n χαλάσματα, μπάζα.ruby [~ru:bi] n ρουμπίνι.ruck [ΓΛΚ] n ζάρα, πυχή || κοσμάκης ||

vti ζαρώνω, τσαλακώνω /-ομαι.rucksack [rAkssk] n σακίδιο.ructions ['rAkfanz] n pi φασαρίες, καυγάς.rudder [rAdy] n πηδάλιο.ruddy frAdi] adj ροδοκόκκινος || (αντί

τον bloody) αναθεματισμένος, βρωμο—.rude [ru:d] adj αγενής, αγροίκος ||

τραχύς, ακατέργαστος πρωτόγονος IIαπότομος || —ness, αγένεια, τραχύτη-τα, βιαιότητα.

rudiment ['ruidimant] n υποτυπώδης μορ-φή II πληθ. στοιχεία, πρώτες γνώσεις.

rue [ru:] π απήγανος II vt μετανιώνω II—ful, μετανιωμένος, θλιμμένος.

ruff [rAf] n τραχηλιά, περιλαίμιο.ruffian ['ΓΛΓΙΒΠ] n κακοποιός, μαχαι-

ροβγάλτης, παλιάνθρωπος.ruffle [ΓΛΠ] n ανακάτωμα || [ανατα-

ραχή, εκνευρισμός II ρυτίδωση II τρα-χηλιά II vti ανακατεύω II αναστατώνω/-ομαι, πειράζομαι || ρυτιδώνω.

rug [rAg] n χαλάκι, κιλίμι II χράμι,κουβέρτα.

rugged ['rAgid] adj ανώμαλος, πετρώδης,βραχώδης II (πρόσωπο) αδρός, αυλακω-μένος || (άνθρ.) τραχύς αλλά καλό-καρδος II —ness, τραχύτητα.

ruin ['ru:in] n καταστροφή 11 ερείπιο,συντρίμμι || vt καταστρέφω II —ation,όλεθρος, ρήμαγμα || —ous, ολέθριος,καταστροφικός.

rule [ru:l] n ρίγα, χάρακας II κανόνας IIσυνήθεια II πληθ. κανονισμός εξουσία,κυριαρχία, αρχή II vti ριγώνω, χα-ρακώνω II — [over], κυβερνώ II εξου-σιάζω II αποφαίνομαι, ορίζω, βγάζωαπόφαση II ~r , κυβερνήτης, χάρακας.

ruling [ru:lirj] n απόφαση (ιδ. δικαστή)II adj κυβερνών, άρχων 11 δεσπόζων.

rum [ΓΛΓΠ] n ρούμι II adj αλλόκοτος,παράξενος.

rumba ['rAmbs] n ρούμπα (χορός).rumble [rAmbl] n υπόκωφη βροντή, βουή

II μπουμπούνισμα || γουργουρητό || vtiβροντώ υπόκωφα || μπουμπουνίζω IIγουργουρίζω.

rumbustious [ΓΛΓΠ' bAstias] adj θορυβώδης.ruminant [ruiminant] n μηρυκαστικό.ruminate ['ru:mineit] vi (ζώο) μηρυκάζω,

αναχαράζω || (άνθρ.) αναμασώ, ξανα-σκέπτομαι || rumination, σκέψεις, μηρυ-κασμός II ruminative, στοχαστικός.

rummage [rAmid3] n ψάξιμο, έρευνα IIφθαρμένα παλιοπράγματα || vti ψάχνω,ανασκαλεύω II ερευνώ.

rummy ["ΓΛΙΤΠ] n ραμί II adj αλλόκοτος.rumour ['ru:m3r] π φήμη, διάδοση || it

is ~ed, διαδίδεται II —monger, δια-δοσίας, σπερμολόγος.

rump [rAmp] n γλουτοί, καπούλια IIαπομεινάρι II — steak, κόντρα φιλέτο.

rumple [rAmpl] vt τσαλακώνω (φόρεμα)II ανακατώνω (μαλλιά).

rumpus [rAmpas] π φασαρία, σαματάς,καυγάς II kick up/make a ~, κάνωκαυγά/ φασαρία.

'run [ΓΛΠ] n τρέξιμο II διαδρομή, βόλτα(με όχημα) II (αδιάκοπη) σειρά II τοελεύθερο (να μπαίνω, να χρησιμοποιώ)II τάση, κατεύθυνση II μαντρί H at a—, τρέχοντας II on the ~, σε φυγή, σεδιαρκή κίνηση || break into a —,αρχίζω να τρέχω II in the long —,μακροπροθέσμως || the common —,συνηθισμένος.

2run [ΓΛΠ] vti irreg τρέχω, κινούμαι,

Page 25: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

run 194

(πλοίο) πλέω, (τραίνο) κάνω δρομολό-γιο || πέφτω/ρίχνω πάνω σε II μετα-φέρω, πηγαίνω II εκθέτω υποψηφιότη-τα II διευθύνω II λειτουργώ II δια-τρέχω, [δια]περνώ II γίνομαι, περιέχο-μαι σε ωρισμένη κατάσταση || εκτεί-νομαι, απλώνομαι, διαρκώ II ρέπω,έχω την τάση να είμαι || (για αφή-γηση) λέω II (για πλεχτό) ξεπλέκομαι,χαλώ II ~ across, βρίσκω/συναντώτυχαία II ~ after, κυνηγώ II ~ againstsb, έχω κπ ως αντίπαλο (ιδ. σε εκ-λογές) II ~ along, φεύγω II ~ at sb,ορμώ εναντίον κάποιου II ~ away,φεύγω, στρίβω, το σκάω II ~ awaywith sb, απάγομαι με κπ, αφηνιάζω,ξεφεύγω από κάθε έλεγχο II ~ awaywith sth, βουτάω, κλέβω κτ || ~ awaywith the idea/notion, βαυκαλίζομαι μετην ιδέα οτι || ~ back [over sth],ξανατυλίγω, ξαναγυρίζω, ξαναφέρνωστο νου || ~ down, (για όχημα) χτυπώ[και ρίχνω κάτω], (για ρολόι) ξεκουρ-δίζομαι, (για μπαταρία) αδειάζω, (γιαάνθρ.) εξαντλούμαι II ~ sb down,κακολογώ, διασύρω κπ, πιάνω [ύστερααπό καταδίωξη] II ~ sth down, κόβω(την ένταση, τη δουλειά, κλπ.) \\ ~in, στρώνω (μηχανή), χώνω κπ μέσα(στη φυλακή) II ~ into, τρακάρω,ρίχνω/πέφτω πάνω σε, δημιουργώ(χρέη), (για ποσό) ανέρχομαι II ~ offwith sth, κλέβω, το σκάω με κτ II ~sth off, αδειάζω, γράφω ή τυπώνωγρήγορα II ~ on, μιλώ συνέχεια, περι-στρέφομαι εις, συνεχίζομαι, (για χρό-νο) περνώ II ~ out, (για παλίρροια)υποχωρώ, (για προθεσμία) λήγω, (γιαεφόδια) τελειώνω, εξαντλούμαι II ~out on sb, παρατάω κπ || ~ over, ξεχει-λίζω, πετάγομαι γρήγορα, διαβάζω σταπεταχτά, (για όχημα) πατώ, κόβω, χτυ-πώ || ~ round to, πετάγομαι, πάωγρήγορα II ~ through, τρυπώ, δια-περνώ, εξετάζω γρήγορα, εξαντλώ(εφόδια) || ~ to, (για ποσό) ανέρχο-μαι, φθάνω, ρέπω προς || ~ up,υψώνω, φτιάχνω στα γρήγορα, σκα-ρώνω, προσθέτω, ανεβάζω (λογαρια-σμό), (για τιμή) ανεβαίνω II ~ upagainst, πέφτω επάνω εις, βρίσκω II ~up to, (για ποσό) ανέρχομαι II ~ uponsth, (για σκέψεις) γυρίζω γύρω από II~ sb hard/close, συναγωνίζομαι κπ μεεπιτυχία II ~ sb off his feet/legs,ξεποδαριάζω κπ || ~ errands/messages,

κάνω θελήματα II ~ arms/liquor, κάνωλαθρεμπόριο όπλων/ποτών II ~ ablockade, διασπώ έναν αποκλεισμό ||cut and ~, το βάζω στα πόδια.

runaway ['rAnawei] n δραπέτης, φυγάς.rung [ΓΛΓ)] π σκαλί (κινητής σκάλας).runner [ ' Γ Λ Μ ' ] Π δρομέας || (ως β'

συνθ.) λαθρέμπορος || n λαθρέμποροςII παραβλάσταρο II στενό, μακρύ χαλί(για σκάλα) II ~-up, επιλαχών (σεαγώνα).

running [-ΓΛηίη] π τρέξιμο || adj τρε-χούμενος, τρέχων, ρέων II πυορροών IIσυνεχής, αδιάκοπος || κινητός II (μετάαπό χρονική φράση) συνέχεια II ~-board, μαρσπιέ (αυτοκινήτου) II ~costs, τρέχοντα έξοδα, έξοδα λειτουρ-γίας II —in, ροντάρισμα, στρώσιμο(μηχανής) II ~ mate, συνυποψήφιος(για το μικρότερο από δύο αξιώματα).

runny ['ΓΛΠΙ] adj ρευστός, που τρέχει.runt [r\nt] Π κοντοστούμπης.runway ["rAnwei] n διάδρομος (αεροδρο-

μίου).rupee [rufpi:] n ρουπία.rupture frAptJa1"] n ρήξη II ιατρ. κήλη

II vf; διακόπτω, διαρρηγνύω/ -ομαι.rural [ruaral] adj αγροτικός.ruse [ru:z] n πανουργία, κόλπο.rush [ΓΛ[] Π ψαθί, βούρλο II τρεχάλα,

ορμή, βιασύνη II συρροή, συνωστι-σμός || αιφνίδια μεγάλη ζήτηση || vtiορμώ, σπεύδω, μεταφέρω βιαστικά IIκαταλαμβάνω εξ εφόδου II αναγκάζωκπ ν' αποφασίσει βιαστικά || ~ toconclusions, σπεύδω να βγάλω συμπερά-σματα.

rusk [rAsk] n παξιμάδι.russet ['rAsit] adj κοκκινωπός.Russian ['ΓΑ/Π] n Ρώσος II adj ρωσικός.rust [rAst] n σκουριά II vti σκουριάζω II

~less, ανοξείδωτος II ~y, σκουρια-σμένος.

rustic ['rAstik] n χωριάτης II adj αγρο-τικός, χωριάτικος II χοντροφτιαγμένος.

rustle [rAsl] n θρόισμα, φρου-φρού || vtiθροΐζω II τρίζω.

rut [rAt] n βαρβατίλα (ζώου) II αυλάκι,ροδιά II ρουτίνα II be in/get into a ~,είμαι /πέφτω στη ρουτίνα II —ted, αυ-λακωμένος.

ruthless ['ru:0l3s] adj ανηλεής, άσπλα-χνος, σκληρός.

rye [rai] n σίκαλη II ουίσκυ [απόσίκαλη].

Page 26: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

S sSabbath ['saebaG], π Σάββατο (των Ιου-

δαίων), Κυριακή (των Χριστιανών).sabbatical [sa'bastikl] adj σαββατικός II

~ year/leave, άδεια απουσίας (σε κα-θηγητή Πανεπιστημίου, για έρευνα,κλπ.).

sable [seibl] n (γούνα) ζιμπελίν.sabot ['saebou] n τσόκαρο.sabre ['seibar] n σπάθη ιππικού.sac [sask] n ανατ. κύστη, θύλακας.saccharin ['saskarin] n σακχαρίνη.sachet ['saejei] n σακουλάκι.sack [saek] n σακί, τσουβάλι || (φόρεμα)

σάκος || λεηλασία II vt λεηλατώ, δια-γουμίζω || απολύω (υπάλληλο) II givesb/get the —, δίνω σε κπ/μου δίνουντα παπούτσια στο χέρι.

sacrament ['saekramantj n εκκλ. μυστή-ριο II the Holy S~, τα άχραντα μυστή-ρια || ~al [saekra'mentl] μυσταγωγικός,καθαγιασμένος.

sacred ["seikridj adj ιερός II θρησκευτι-κός II ~ cow, ταμπού 11 ~ness, ιερό-τητα.

sacrifice ['saskrifais] n θυσία II πώλησημε ζημιά || vti θυσιάζω II sacrificial[,saekri'fijl] θυσιαστήριος.

sacrilege ['ssekrilid3] n ιεροσυλία IIsacrilegious, ιερόσυλος.

sacristan fsaekristan] n νεωκόρος.sacristy ["saekristi] n σκευοφυλάκιο.sacrosanct ['saekrousaerjkt] adj ιερός και

απαραβίαστος.sad [saed] adj θλιμμένος, λυπημένος,

περίλυπος || λυπηρός, θλιβερός || αξιο-θρήνητος, οικτρός || ~den, λυπώ, θλί-βω/-ομαι || —ness, θλίψη.

saddle [saedl] n σέλλα, σαμάρι || ράχη(ζώου) II αυχένας (βουνού) || vt σελ-λώνω, σαμαρώνω II ~ sb with stb,φορτώνω κτ σε κπ II in the ~, έφιπ-πος, μτφ. σε θέση ισχύος, καβάλα II~r, σαμαράς II —bag, δισάκι.

sadism f'seidizsm] π σαδισμός I sadist,σαδιστής.

sadistic [sa'distik] adj σαδιστικός.safari [sa'farri] n σαφάρι.safe [seif] n χρηματοκιβώτιο II φανάρι

(για τρόφιμα) II adj ασφαλής, σίγου-ρος, ακίνδυνος II ασφαλισμένος, προ-φυλαγμένος II προσεκτικός, σώφρων ||~ and sound, σώος και αβλαβής II tobe on the — side, καλού-κακού II be~ to, είναι βέβαιο ότι || —deposit,

θησαυροφυλάκιο / θυρίδα σε τράπεζα ||~guard, εγγύηση, προστασία, vt προ-στατεύω, περιφρουρώ, διασφαλίζω II—keeping, φύλαξη.

safety ['seifti] n ασφάλεια || —belt,ζώνη ασφαλείας || ~-pin, παραμάνα II— razor, ξυριστική μηχανή || —valve,βαλβίδα ασφαλείας.

saffron ['saefiran] n κρόκος, ζαφορά.sag [saeg] n βαθούλωμα, κρέμασμα, χα-

λάρωση || νι βαθουλώνω [στη μέση],υποχωρώ II κρεμάω, κρεμιέμαι χαλαρά.

saga [~sa:ga] n έπος, σάγκα.sagacious [ss'geijas] adj οξυδερκής, νοή-

μων || sagacity [sa'gaesati] οξύνοια,νοημοσύνη.

sage [seid3] n φασκομηλιά II adj σοφός.sail [seil] π ιστίο, πανί II πλους II ιστι-

οφόρο πλοίο II vti πλέω II αποπλέω,ταξιδεύω II διαπλέω II κάνω ιστοπλοΐαII αρμενίζω, γλιστρώ, κινούμαι απαλάII in full —, πλησίστιος II under —,αρμενίζοντας II set ~, κάνω πανιά.

sailor ['seibr] π ναύτης, ναυτικός II bea bad/good —, με πιάνει / δεν με πιά-νει η θάλασσα.

saint [seint] n άγιος II —hood; — liness,αγιότητα II —ly, σαν άγιος.

sake [seik] n χάρη II for one's ~, γιαχάρη μου, για το καλό μου II forGod's ~, για τ' όνομα του Θεού!

salacious [sa'leifas] adj λάγνος, αισχρός.salad ["saelad] n σαλάτα.salary [sasbri] n μισθός II salaried, έμ-

μισθος, μισθωτός.sale [seil] n πώληση, πούλημα || πληθ.

εκπτώσεις, ξεπούλημα, δημοπρασία ||for /on —, πωλούμενος II — s depart-ment, τμήμα πωλήσεων || ~sman, πω-λητής || —smanship, η τεχνική τωνπωλήσεων || — swoman, πωλήτρια.

salient ['seiliant] adj προεξέχων, περί-οπτος || σημαντικός.

saline fseilain] n καθαρτικό άλας II adjαλατούχος, αλμυρός.

saliva [salaiva] n σάλιο.sallow [~saslou] adj ωχρός, κιτρινιάρι-

κος II —ed, κιτρινιασμένος.sally ["saeli] n έξοδος (πολιορκουμένων),

εξόρμηση II ευφυολόγημα || νί επι-χειρώ έξοδο II — out, βγαίνω, πάωπερίπατο.

salmon ['saeman] n σολομός.salon ['saetan] n ζ(ογρ. σαλόνι || κομμωτή-

Page 27: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

saloon 196

pvo II beauty —, ινστιτούτο καλλονής.saloon [sa'luin] η αίθουσα, σαλόνι

(πλοίου, κλπ.) || ~ car, αυτοκίνητοσεντάν.

salt [so:It] η αλάτι || μτφ. άλας || πληθ.καθαρτικό II adj αλατισμένος || vtαλατίζω || ~ [down], παστώνω II ~away, αποταμιεύω II not worth his —,χαραμοφάης II take sth with a grain of—, δεν πολυπιστεύω κτ II —cellar,αλατιέρα II —pan, αλυκή II —-works,αλατωρυχείο, αλυκή II ~y, αλμυρός.

salubrious [sa'lu:brias] adj υγιεινός.salutary ['sasljutri] adj ωφέλιμος.salutation [.saelju' teifn] n χαιρετισμός.salute [sa'lu:t] n στρατ. χαιρετισμός II

stand at the —, μένω σε στάση χαιρε-τισμού || take the —, είμαι το τιμώμε-νο πρόσωπο σε παρέλαση.

salvage ['saelvid3] n διάσωση, ναυαγιαί-ρεση II ναυαγοσωστικά II vt διασώζω.

salvation [sasl'veifn] π σωτηρία.salve [saslv] n αλοιφή (για πληγές),

βάλσαμο II vt γλυκαίνω (πόνους).salver ['saelvar] n δίσκος, τάσι.salvo ['saelvou] n ομοβροντία.same [seim] adj, pron ίδιος, όμοιος ||

all/just the —, παρ' όλα αυτά II the— to you, (σε ευχές) παρομοίως, επί-σης II —ness, ομοιότητα.

samovar ['sasmouva/] n σαμοβάρι.sample [sa:mpl] n δείγμα II vt δοκιμάζω,

μτφ. γεύομαι || ~r , κέντημα (τουτοίχου).

sanatorium [,sasna'to:riam] n σανατόριο.sanctify ["saerjktifai] vt [καθ]αγιάζω ||

καθιερώνω.sanctimonious [.saerjkti'mounias] adj ψευ-

τοθεοφοβούμενος, υποκριτικός, φαρι-σαϊκός.

sanction ['saerjkjh] n έγκριση || καθιέ-ρωση || κύρωση || vt εγκρίνω || καθιε-ρώνω || κυρώνω.

sanctity ['saeqktiti] n αγιότητα, ιερότητα.sanctuary fsaenktjuari] π άδυτο, ιερό ||

άσυλο, καταφύγιο.sanctum ['saeqktam] π ιερό, άδυτο.sand [saend] n άμμος II πληθ. αμμουδιά

II —bank, σύρτη, μπάγκος (στη θά-λασσα) || —bar, φράγμα άμμου II —bath, αμμόλουτρο II —dune, αμμό-λοφος II —-glass, ρολόι με άμμο II —paper, γυαλόχαρτο || —-pit, σκάμμαάμμου || —stone, αμμόπετρα, ψαμμίτηςII —storm, αμμοθύελλα II —y, αμμώδης,(για μαλλιά), πυρόξανθος.

sandal [saendl] n πέδιλο, σανδάλι.sandwich [-saenwid3] n σάντουιτς II vt

στριμώχνω.sane [sein] n λογικός, υγιής (στο νου).

sanguine ['saeqgwin] adj αισιόδοξος ||αιματώδης.

sanitary ['saenitri] adj υγιεινός II υγειο-νομικός.

sanitation [,sasni'tei/n] n υγιεινή, αποχέ-τευση.

sanity ['saenati] n λογική, υγεία (τουνου).

'sap [sasp] n στρατ. λαγούμι II vt υπο-σκάπτω, υπονομεύω II —per, σκαπανέ-ας, λαγουμιτζής.

2sap [sasp] n χυμός (δέντρου) II μτφ.σφρίγος II —ling, δενδρύλιο II — py,χυμώδης II —wood, σώφλουδα.

sapphire fssefaia'"] n σάπφειρος, ζαφείριII adj ζαφειρένιος.

Saracen fsasrasan] n Σαρακηνός.sarcasm [sa:kiezm] n σαρκασμός.sarcastic [sa:'kaestik] adj σαρκαστικός.sardine [sa:'di:n] n σαρδέλα.sardonic [sa.'donik] adj σαρδόνιος.sash [sasj] n πλατιά ζώνη, λουρίδα από

ύφασμα.Satan [seitn] n Σατανάς.satanic [sa'taenik] adj σατανικός.satchel [saetjl] n σχολική τσάντα.satellite ['sastalait] n δορυφόρος.satiate ["seifieit] vi παραχορταίνω.satiety [sa'taiati] n κορεσμός.satin [sastin] n σατέν.satire ['saetaia'] n σάτιρα.satirical [sa'tirikl] adj σατιρικός.satirist ['sastarist] n σατιρικός.satirize ['saetaraiz] vt σατιρίζω.satisfaction [.sasti'sfaekjn] n ικανοποίηση

II επανόρθωση, αποζημίωση.satisfactory f.sastis'faektari] adj ικανοποιη-

τικός.satisfy ['sastisfai] vt ικανοποιώ II πείθω '

II — the examiners, περνώ με σχεδόνκαλώς.

satrap [saetrap] n σατράπης.saturate ['saetjureit] vt χημ. κορεννύω II

διαποτίζω II saturation, κορεσμός.Saturday fsaetadi] n Σάββατο.Saturn [saetan] n Κρόνος II —alia,

[.saeta'neilia] σατουρνάλια, όργια.satyr fsaetar] n σάτυρος.sauce [so:s] n σάλτσα || χαριτωμένη

αναίδεια || —pan, κατσαρόλα || —r,πιατάκι || flying ~r, ιπτάμενος δίσκος.

saucy [~so:si] adj αναιδής, τσαχπίνικος.sauna [sauna] n ατμόλουτρο, σάουνα.saunter [so:nta r] n σουλάτσο, βόλτα H

vi σεργιανίζω, περιδιαβάζω, σουλατσά-ρω II —er, περιπατητής.

sausage [-sosid3] n λουκάνικο || —roll,πιροσκί.

savage [-saevid3] n άγριος, πρωτόγονοςII adj άγριος, απολίτιστος II σκληρός

Page 28: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

197 scent

II εξαγριωμένος II νί (για ζώα) δαγκώ-νω, στραπατσάρω II ~ry, αγριότητα,σκληρότητα.

savanna[h] [sa'vaena] n σαβάννα.'save [seiv], saving [~seivirj] prep εκτός,

πλην.save [seiv] vti σώζω, γλυτώνω || ~ up,

αποταμιεύω, φυλάω II ~r, σωτήρας.saving [seivirj] η σωτηρία, εξοικονόμηση

II πληθ. αποταμιεύσεις || adj σωτήριοςII ~ clause, επιφύλαξη, όρος ασφα-λείας || ~s bank, ταμιευτήριο j| ~saccount, λογαριασμός ταμιευτηρίου.

saviour [~seivi3r] n λυτρωτής, Σωτήρας.savory ['seivarij n θροΰμπη.savour [~seiv3r] n νοστιμάδα, γεύση,

άρωμα II vti γεύομαι, απολαμβάνω ||~ of, έχω γεύση / μυρουδιά, προδίδω,δείχνω II ~y, νόστιμος, πικάντικος.

savvy ['saevi] n si νιονιό || ~ ? μπήκες( = κατάλαβες);

saw [so:] n πριόνι II vt πριονίζω II ~off, κόβω με πριόνι II ~ up, τεμαχίζωμε πριόνι H —dust, πριονίδι.

Saxon [saeksn] n Σάξωνας.saxophone ['sasksafoun] n σαξόφωνο.say [sei] n λόγος, κουβέντα II vti irreg

λέω II have one's ~, λέω το λόγο μουII that is to ~, δηλαδή II there is no~ing, δεν μπορεί να πει κανείς || itgoes without ~ing, δε θέλει συζήτηση,είναι αναμφισβήτητο || —ing, ρητό.

scab [skaeb] n ψώρα II κρούστα πληγήςII απεργοσπάστης, προδότης II —by,ψωριάρης.

scabbard fskasbad] n θηκάρι.scabies ['skeibi:z] n ψώρα.scabrous ['skeibras] adj σκαμπρόζικος.scaffold fskaefould] n σκαλωσιά || ικρίω-

μα, κρεμάλα II —ing, σκαλωσιά.scald [sko:ld] n ζεμάτισμα, έγκαυμα

(από καυτό υγρό) \\ vt ζεματίζω IIξεθερμίζω || ζεσταίνω πολύ.

'scale [skeil] n λέπι II φλούδα (σκουριάς,μπογιάς, κλπ.) II δίσκος (ζυγαριάς) IIπληθ. ζυγαριά, πλάστιγγα II vti ξελε-πιάζω, καθαρίζω II ζυγίζω.

'scale [skeil] n κλίμακα II vti αναρριχώ-μαι, σκαρφαλώνω II — up/down, αυξά-νω/μειώνω κατά την αυτή κλίμακα IIdraw to ~, σχεδιάζω υπό κλίμακα IIon a small/large —, σε μικρή / μεγάληκλίμακα.

scallywag [skaeliwasg] n αστειολ. αλι-τήριος.

scalp [skaelp] n τριχωτό μέρος τηςκεφαλής |( νί γδέρνω το κρανίο.

scalpel ['skaslpal] n νυστέρι.scamp [skaemp] n τιποτένιος, μασκαράς,

ζαβολιάρης || vt ψευτοφτιάχνω (δου-

λειά).scamper fskaempar] n τρεχάλα II ν;

τρέχω τρομαγμένα (σαν ποντικός).scampi ['skampi] n γαρίδες, καραβίδες.scan [skasn] vti ψάχνω / εξετάζω με τα

μάτια || ρίχνω βιαστική ματιά II ανι-χνεύω.

scandal [skasndl] n σκάνδαλο II κουτσο-μπολιό II ~ize, σκανδαλίζω II —monger, σκανδαλοθήρας II —monger-ing, σκανδαλοθηρία II ~ous, σκανδα-λώδης.

Scandinavian [.skasndi'neivian] n Σκαν-διναβός || adj σκανδιναβικός.

scant [skaent] adj ανεπαρκής, πολύ λίγοςII vt τσιγγουνεύομαι II — y, λιγοστός II~ily, ανεπαρκώς II ~iness, ανεπάρκεια.

scapegoat ['skeipgout] n αποδιοπομπαίοςτράγος, εξιλαστήριο θύμα.

scar [ska:r] n ουλή, σημάδι II vti σημα-δεύω II — over, επουλώνομαι.

scarab fskasrab] n σκαραβαίος.scarce [skeas] adj σπάνιος II make one-

self —, εξαφανίζομαι || ~ly, μόλις καιμετά βίας, σχεδόν καθόλου.

scarcity ['skeasati] π σπάνις.scare [skesr] n φόβος, τρόμος, πανικός

II vt φοβίζω, τρομάζω II ~ sb stiff, πα-νικοβάλλω κπ || raise a —, δημιουργώπανικό II ~ headline, δημοσιογρ. πη-χυαίος τίτλος || —crow, σκιάχτρο II—monger, διαδοσίας.

scary ['skeari] adj τρομαχτικός, πουτρομάζει κπ.

scarf [ska:f] π κασκόλ, φουλάρι.scarlet [~ska:lat] n άλικο (χρώμα) || adj

άλικος, κατακόκκινος II — fever, οστρα-κιά.

scarp [ska:p] π γκρεμός.scathing [~skei6irj] adj καυστικός, δηκτι-

κός.scatter [~skastar] vti [δια]σκορπίζω/

-ομαι II —brain[ed], ελαφρόμυαλος.scatty ['skaeti] adj μουρλός, παλαβός.scavenger [~skaevind3ar] π σκουπιδιαρης,

ζώο ή όρνιο που τρώει ψοφίμια.scenario [si~na:riou] n σενάριο.scene [si:n] n σκηνή || τόπος, θέατρο

(ενός γεγονότος) || επεισόδιο || θέα,εικόνα, τοπίο, εντύπωση II σκηνικό \\make a ~, δημιουργώ σκηνή/επεισό-διο II behind the ~s, στα παρασκήνιαII —-painter, σκηνογράφος II —-shifter,μηχανικός θεάτρου II —ry ['si:nari]τοπίο, θέα, θέατρ. σκηνικά.

scenic [si:nik] adj σκηνικός, θεατρικόςII γραφικός II του τοπίου.

scent [sent] n ευωδιά, μυρουδιά || άρω-μα || ίχνος, ντορός (ζώου) II (ιδ. γιασκυλί) όσφρηση II νί αρωματίζω II

Page 29: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

sceptic 198

μυρίζω, οσφραίνομαι II be on the —,είμαι στα ίχνη II be off the —, έχωχάσει τα ίχνη II throw sb off the ~,κάνω κπ να χάσει τα ίχνη μου ίι—less, άοσμος.

sceptic fskeptik] η σκεπτικιστής II ~al,σκεπτικιστικός II —ism, σκεπτικισμός.

sceptre ['septa'] η σκήπτρο.schedule ['jedju:l, US "sked3ul] n πρό-

γραμμα, χρονοδιάγραμμα II vt προ-γραμματίζω II on —, στην ώρα του IIbehind —, καθυστερημένος || accordingto —, σύμφωνα με το πρόγραμμα.

schematic [ski'rnaetik] adj σχηματικός,γραφικός || — ally, σχηματικά.

scheme [ski:m] η σχέδιο, διάγραμμα IIμηχανορραφία, δολοπλοκία II συνδυα-σμός, [διά]ταξη II vti μηχανορραφώ,σχεδιάζω II —r, δολοπλόκος II schem-ing η ραδιουργίες, κομπίνες, adj ρα-διούργος, μηχανορράφος.

scherzo ['skestsou] η μουσ. σκέρτσο.schism [sizam] η σχίσμα.schizophrenia [,skitsou'fri:nia] η σχιζο-

φρένεια II schizophrenic [-'frenik] adjσχιζοφρενής, σχιζοφρενικός.

scholar [-skolar] η σοφός, μελετητής ||υπότροφος II γραμματισμένος II ~ly,λόγιος, δόκιμος II -—ship, σοφία, ευρυ-μάθεια, υποτροφία.

scholastic [ska'lsestik] adj εκπαιδευτικός,σχολικός II σχολαστικός, δασκαλίστι-κος.

scholasticism [ska'laestisizm] η σχολαστι-κισμός.

school [sku:l] η σχολείο II σχολή IIκοπάδι (ψάρια) II vt διαπαιδαγωγώ,γυμνάζω, μορφώνω, μαθαίνω II ~ board,US σχολική εφορία II —boy, μαθητής ||—girl, μαθήτρια II —fellow/mate, συμ-μαθητής || —master, δάσκαλος ||— mistress, δασκάλα II —ing η εκπαί-δευση, σπουδές, μόρφωση, γύμνασμα.

schooner ['sku:nar] η σκούνα.sciatica [sai'aetika] η ισχιαλγία.science [saians] n επιστήμη II τεχνική.scientific [,saian~ tifik] adj επιστημονικός.scientist ['saiantist] η επιστήμονας.scimitar ['simitar] η γιαταγάνι.scintilla [sin'tib] η σπινθήρας, κόκκος.scintillate ['sintileit] vi σπινθηροβολώ.scion [saian] η βλαστός, γόνος.scissors ['sizaz] η ψαλίδι.sclerosis [skla'rousis] η σκλήρωση.scoff [skof] η χλευασμός Ι) περίγελως II

si φαΐ || vi — at, λοιδωρώ, χλευάζω,κοροϊδεύω || vt si χάφτω.

scold [skould] vti κατσαδιάζω, γκρινιάζω.sconce [skons] η απλίκα.scoop [sku:p] η σέσουλα, κοντόχερο

φτυάρι II κουταλιά, φτυαριά II δημοσι-ογραφική ή εμπορική επιτυχία, 'λαυ-ράκι' || vt κοιλώνω, κουφώνω || πετυ-χαίνω [καλή δουλειά] II — out/up,φτυαρίζω, αδειάζω (με τη σέσουλα) ||at one ~, μονοκοπανιά.

scooter [-sku:t3r] η βέσπα II πατίνι.scope [skoup] η περιθώριο, ευκαιρία,

ορίζοντας, πεδίο δράσεως.scorch [sko:tj] η κάψιμο, καψάλισμα II

vti καίω/-ομαι, καψαλίζω || ξεραίνω ||τρέχω σαν τρελλός || ~ed earth poli-cy, στρατ. τακτική ερήμωσης τωνπάντων || —er, πολύ ζεστή ημέρα,κάψα || —ing, καυτός.

score [sko:r] η σκορ II μουσ. παρτιτού-ρα || εικοσάδα || ρωγμή, χαρακιά,εγκοπή II λογαριασμός II λόγος, αιτίαII vti χαρακώνω, αυλακώνω, σημαδεύωII αθλ. κερδίζω || — out, διαγράφω II— sth up against sb, χρεώνω κτ σε κπII settle old ~s, κανονίζω παλιούςλογαριασμούς || ~ί of, ένα σωρό II~ Γ , σκορέρ.

scorn [sko.n] η περιφρόνηση, χλευα-σμός || περίγελως || περιφρονώ II θεωρώανάξιο, απαξιώ να || —ful, περιφρονη- ιτικός.

scorpion [sko:pian] η σκορπιός.Scot [skot] η Σκώτος, Σκωτσέζος.Scotch [skotj] adj σκωτσέζικος || η

ουίσκι.scot-free [.skot'fri:] adj ατιμώρητος,

σώος.Scots [skots] adj σκωτικός II —man,

Σκωτσέζος || —woman, Σκωτσέζα.Scottish ['skotijl adj σκωτσέζικος.scoundrel [skaundral] η αχρείος, μα-

σκαράς, παλιάνθρωπος.'scour [skauar] n τρίψιμο, καθάρισμα,

γυάλισμα, πλύσιμο || vti τρίβω II γυα-λίζω, καθαρίζω II ξεπλένω II — off/away, βγάζω τρίβοντας II — er, σύρμακαθαρισμού.

scour [skauar] vti [δια]τρέχω, ψάχνωπαντού.

scourge [ska:d3] η μτφ. μάστιγα, πληγήII vt μαστιγώνω, βασανίζω, τιμωρώ.

scout [skaut] η ανιχνευτής II περιπολικότης οδικής βοήθειας || κυνηγός ταλέ-ντων II vi ~ about, ανιχνεύω, ψάχνω,κάνω αναγνώριση || Boy S~, πρόσκο-πος || Girl S~, US οδηγός, προσκο-πίνα.

scowl [skaul] n κατσούφιασμα, βλοσυρόύφος II vi στραβοκοιτάζω, κοιτάζωβλοσυρά.

scrabble [srasbl] vi — (about) ψάχνω ψα-χουλευτά.

scraggy [skraegi] adj κοκκαλιάρης.

Page 30: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

199 sea

scramble [skrambl] π σκαρφάλωμα ||σπρωξίδι || vti σκαρφαλώνω II ~ [forsth], αγωνίζομαι, παλεύω, σπρώχνομαιII ~d eggs, αυγά σφουγγάτο.

scrap [skrasp] η κομματάκι, θρύψαλο ||απορρίμματα II πληθ. υπολείμματα,απομεινάρια, αποφάγια II απόκομμα(εφημερίδας) || καυγάς II vti πετώ κτ(ως άχρηστο) II καυγαδίζω, τσακώνο-μαι || not care a ~, δε μου καίγεταικαρφί || throw sth on the —-heap,πετάω κτ στα σκουπίδια II —book,άλμπουμ (με αποκόμματα) |[ ~py, ετε-ρόκλητος, ασύνδετος.

scrape [skreip] n τρίψιμο, ξύσιμο, γρα-τσούνισμα, γδάρσιμο II μπλέξιμο, δύ-σκολη θέση || vti ξύνω, τρίβω, καθαρί-ζω || γρατσουνίζω II ~ along, περνώ ξυ-στά, μτφ. φυτοζωώ, μόλις τα βγάζωπέρα || ~ through, μόλις και μετάβίας περνώ II ~ together, μαζεύω μεπολλή δυσκολία II ~r, ξυστήρι ||scrapings n pi ξέσματα.

scratch [skrstfl n γρατσούνισμα II νυχιά,ξέγδαρμα || ξύσιμο II adj ετερόκλητος,πρόχειρος, αυτοσχέδιος II vti γρατσου-νίζω, [ξε]γδέρνω II ξύνω II τρίζω ||αποσύρω/-ομαι (από διαγωνισμό κλπ.)II σκαλίζω, βρίσκω (σκαλίζοντας) || ~out, διαγράφω, σβήνω || ~ up/togeth-er, μαζεύω με δυσκολία II start from~, αρχίζω από το μηδέν/το τίποτα ||i>e up to ~, είμαι στο ύψος των πε-ριστάσεων || ~y, πρόχειρος, απρόσε-χτος, (για πένα) που τρίζει.

scrawl [skro.l] n ορνιθοσκαλίσματα, βια-στικό γράψιμο /σημείωμα II vt κακο-γράφω, γράφω βιαστικά.

scrawny f skrcni] adj κοκκαλιάρικος.scream [skri:m] n κραυγή, σκουξιά || vti

σκούζω, ουρλιάζω, ξεφωνίζω, στριγ-γλίζω.

scree [skn:] n σάρα.screech [skri:tj] n κραυγή, στριγγλιά,

τσίριγμα II vti στριγγλίζω, τσιρίζω.screen [skri:n] n παραπέτασμα, παραβάν

II οθόνη || κόσκινο || vti προστατεύω,συγκαλύπτω, κρύβω || χωρίζω (με πα-ραβάν) || κοσκινίζω || εξετάζω, περνώαπό κόσκινο.

screw [skru:] n βίδα || έλικας, προπέλαII στρίψιμο, σφίξιμο, πίεση || χάρτινοχωνάκι || vti βιδώνω II στρίβω, στίβωII si κανονίζω (γυναίκα) II have a ~loose, μου'χει στρίψει II put the ~s onsb, ασκώ πίεση σε κπ II ~ up one'sface/eyes, στραβώνω το πρόσωπο, ζα-ρώνω τα μάτια || ~y, λοξός, παλαβός.

scribble [skribl] n ορνιθοσκαλίσματα,βιαστικό γράψιμο II vt γράφω βια-

στικά || ·~Γ, γραφιάς.scribe [skraib] n γραφέας, (στους Ιου-

δαίους) γραμματέας.scrimmage ['skrimidj] n συμπλοκή, ανα-

μπουμπούλα, στριμωξίδι, σπρωξίδι.script [skript] n γραφή II σενάριο 11 —

writer, σεναριογράφος.scripture ['skript/3r] n Γραφή II πληθ. η

Αγία Γραφή.scroll [skroul] n ρόλος περγαμηνής.scrounge [skraund3] vti κάνω τράκα,

σουφρώνω I! ~r, τρακαδόρος, σελέμης.'scrub [skrAb] n χαμόκλαδο II θαμνότο-

πος II —by, γεμάτος θάμνους κι αγκάθιαII κατσιασμένος II (γένια) άγριος IIάθλιος.

2scrub [strAb] n τρίψιμο || vti τρίβω,καθαρίζω (με βούρτσα) II αγνοώ, ακυ-ρώνω (π.χ. διαταγή).

scruff [skrAf] n δέρμα (του σβέρκου) II~y, λέτσος, βρώμικος.

scrumptious ['skrAmpJas] adj πεντανό-στιμος.

scruple [skru.pl] n ενδοιασμός, δισταγ-μός.

scrupulous [skru:pjutas] adj ευσυνείδη-τος, σχολαστικός.

scrutinize [skru:tinaiz] vt εξετάζω προ-σεκτικά, διερευνώ, περιεργάζομαι.

scrutiny ['sknr.tini] n εξονυχιστική έρευ-να II νέα καταμέτρηση [ψήφων].

scud [sL\d] vi γλιστρώ, τρέχω αθόρυβα.scuff [skAfj vti περπατώ σέρνοντας τα

πόδια || λυώνω, χαλώ.scuffle [skAfl] n συμπλοκή, καυγάς II vi

συμπλέκομαι.scullery ['skAbri] n λάντζα.sculpt [skAlpt] vt σκαλίζω, φιλοτεχνώ

γλυπτό II ~or, γλύπτης II —ress, γλύ-πτρια.

sculptural ['skAlptfarl] adj γλυπτός, γλυ-πτικός, πλαστικός, αγαλματένιος.

sculpture ['skAlptfa'"] n γλυπτική || γλυ-πτό || vt φιλοτεχνώ [γλυπτό].

scum [skAm] n απόβρασμα.scupper ['skApar] vt βουλιάζω [πλοίο].scurf [ska:f] n πιτυρίδα || ~y, κασίδης.scurrilous ['skAribsj adj υβριστικός, χυ-

δαίος || scurrility [sks'ribti] n υβρεο-λόγιο, βρισιά, χυδαιότητα.

scurry ['skAri] n τρεχάλα, φυγή || στρό-βιλος || vi τρέχω, σπεύδω.

scurvy fska:vi] n σκορβούτο II adjάτιμος, πρόστυχος, χυδαίος.

scuttle [skAtl] π φυγή, τρεχάλα II φινι-στρίνι II ~ (off/away) vti το βάζωστα πόδια, τρέπομαι σε φυγή II βου-λιάζω [πλοίο],

scythe [sai5] n δρεπάνι.sea [si:] π θάλασσα, ωκεανός II adj

Page 31: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

seal 200

θαλασσινός II go to —, γίνομαι ναυτι-κός II put to —, σαλπάρω II be at —,είμαι πελαγωμένος, τα'χω χαμένα IIby —, διά θαλάσσης || the high ~s,τ'ανοιχτά, το πέλαγος II ~ bed, πάτοςτης θάλασσας II —-bird, θαλασσοπούλιII —board, αιγιαλός II —dog, φώκια,σκυλόψαρο, μτφ. θαλασσόλυκος II -—faring, ναυτικός II —food, θαλασσινά II— front, παραλία [πόλης] II —going,ποντοπόρος II —gull, γλάρος || —horse, ιππόκαμπος II —level, επιφά-νεια της θαλάσσης || —man, ναύτης,ναυτικός, θαλασσινός II —port, πόρτο,λιμάνι || —scape, θαλασσογραφία II—shore, ακτή || —sick, ναυτιών ||—sickness, ναυτία II —side, παραλία,ακτή II —-urchin, αχινός I! —-way,απόνερα, θαλασσιά οδός II —weed,φύκι || —worthy, (για πλοίο) ικανό ναπλεύσει.

seal [si:l] η φώκια II σφραγίδα II vtσφραγίζω, κλείνω (φάκελο) II —ing-wax,βουλοκέρι.

seam [si:m] η ραφή || ένωση, αρμός IIφλέβα (μετάλλου) II ουλή, ρυτίδα II— less, χωρίς ραφή || —stress, ράφτραII ~y, άσχημος.

sear [siar] vt καυτηριάζω (πληγή) \\καίω (με πυρακτωμένο σίδερο).

search [sa:tj] n έρευνα, αναζήτηση IIερευνώ, ψάχνω II — out/for, [ανα]ζητώII in — of, σε αναζήτηση || —light,προβολέας II —party, ομάδα έρευνας/αναζήτησης Ιί —-warrant, ένταλμαέρευνας II —ing, διεισδυτικός, ερευνη-τικός.

season [si:zn] n εποχή II περίοδος || vtiψήνω, σκληραίνω, εθίζω II καρυκεύω,νοστιμίζω II απαλύνω || in due —, ενκαιρώ || —[-ticket], εισιτήριο διαρ-κείας II —able, της εποχής, επίκαιρος,έγκαιρος II —al, εποχιακός.

seat [si:t] n κάθισμα, θέση II κέντρο,έδρα, εστία II πάτος (καθίσματος), κα-βάλος (παντελονιού) II (στη Βουλή)έδρα II τρόπος καθίσματος II vt καθίζωII χωράω, έχω θέσεις για.

secateurs ['sekat3:z] n pi ψαλίδα (τουκήπου).

secede [si"si:d] vi αποσχίζομαι, αποσκιρ-τώ.

secession [si'sejn] n απόσχιση, αποσκίρ-τιση.

seclude [si'klu:d] vt απομονώνω II —d,απομονωμένος, παράμερος, ήσυχος.

seclusion [si'klu^n] n [απο]μόνωση, μο-ναξιά.

'second ['seksnd] adj δεύτερος II ~ tonone, κατώτερος κανενός II — thoughts,

ωριμότερες σκέψεις II — in command,υπαρχηγός II S— Coming, ΔευτέραΠαρουσία || — ballot, επαναληπτικήψηφοφορία II — childhood, ξεμωράμα-τα II — lieutenant, ανθυπολοχαγός II —sight, διόραση || —class, δευτέραςκατηγορίας/ θέσεως II —-hand, μετα-χειρισμένος II —-rate, παρακατιανός.

2second ['sekand] n δεύτερος II πληθ.είδη δεύτερης διαλογής II (σε εξετά-σεις) λίαν καλώς II (σε μονομαχία)μάρτυρας II δευτερόλεπτο || —hand,δείκτης δευτερολέπτων II vt [si'kondjυποστηρίζω (πρόταση), σιγοντάρω II στρατ.αποσπώ II —ment, απόσπαση.

secondary ["seksndri] adj δευτερεύων,(εκπαίδευση) μέση.

secrecy fsi.-krasi] n εχεμύθεια, μυστικό-τητα.

secret ['si:krat] n μυστικό II adj κρυφός,μυστικός II an open —, κοινό μυστικόII keep a ~, κρατώ ένα μυστικό IImake no — οι, δεν κρύβω II in —,εμπιστευτικά.

secreterial [.sekrs'tesrial] adj (του) γραμ-ματέως II — school, σχολή γραμματέων.

secretariat [.sekra'teariset] n γραμματεία.secretary ['sekratri] n γραμματέας II MB

υπουργός II S—General, Γενικός Γραμ-ματέας.

secrete [si'kri:t] vt εκκρίνω (υγρό) ||αποκρύπτω.

secretion [si~kri:Jn] n έκκριση || από-κρυψη.

secretive ['sukrativ] adj κρυψίνους II—ness, κρυψίνοια.

sect [sekt] n αίρεση II — arian [-"tesrian]φατριαστικός, σεχταριστής || —arianism,σεχταρισμός.

section [~sekjn] n τμήμα, τομέας, τομή IIπαράγραφος || —al, τμηματικός, συν-τεχνιακός, τοπικιστικός II — alism, το-πικισμός.

sector ['sektar] n τομέας.secular [-sekjubr] adj κοσμικός, λαϊκός,

εγκόσμιος || —ism, λαϊκισμός, αντικλη-ρικισμός II — ize, κοσμικοποιώ.

secure [si'kju3r] adj ασφαλής || βέβαιος,σίγουρος || vt σιγουρεύω, στερεώνω IIασφαλίζω || εξασφαλίζω.

security [si'kjuarsti] n ασφάλεια || εγ-γύηση II πληθ. τίτλοι, αξίες, χρεώ-γραφα II public —, δημόσια ασφάλειαII social —, κοινωνικές ασφαλίσεις ||stand ~ for sb, εγγυούμαι για κπ.

sedan [si'daen] n λιμουζίνα II ατομικόφορείο.

sedate [si'deit] adj ήρεμος, γαλήνιος,νηφάλιος, σοβαρός II —ness, ηρεμία.

sedation [si'dei/n] π νάρκωση.

Page 32: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

201 seminar

sedative ['secbtiv] π ηρεμιστικό || adjκαταπραϋντικός.

sedentary [sedantri] adj καθιστικός.sedge [sed3] η σπαθόχορτο.sediment [sedimant] η ίζημα, κατακάθι.sedition [si'dijn] η στάση, ανταρσία.seditious [sidifas] adj στασιαστικός.seduce [si'dju:s] vt παρασύρω, δελεάζω,

εκμαυλίζω II αποπλανώ, ξελογιάζω II~r, ξελογιαστής, διαφθορέας.

seduction [si'dAkjn] π αποπλάνηση, ξε-λόγιασμα || θέλγητρο, γοητεία.

seductive [si'dAktiv] adj δελεαστικός, σα-γηνευτικός.

sedulous ['sedjulas] adj επιμελής, φιλό-πονος, επίμονος.

see [si:] η επισκοπική έδρα II vti irregβλέπω II καταλαβαίνω II συναντώ IIφροντίζω II φαντάζομαι II ~ about,ασχολούμαι, φροντίζω II ~ sb back/out, συνοδεύω κπ πίσω/μέχρις έξω ||~ si off, ξεπροβοδίζω κπ II ~ throughsb, καταλαβαίνω κπ, δεν με ξεγελάει ||~ to, φροντίζω για || ~ stars, βλέπωτον ουρανό σφοντύλι || ~ the last ofsb, δεν ξαναβλέπω κπ στα μάτια μουII ~ the sights, επισκέπτομαι τ' αξιο-θέατα II —ing that, μιας και, επειδή ||~ you (soon); be ~ing you, ωρεβουάρ.

seed [si:d] η σπόρος II σπέρμα || σπειρίII κουκούτσι || vti (για φυτό) βγάζωσπόρους II σπέρνω II run/go to —,(φυτό) ξεσποριάζω, (άνθρ.) ρέβω II —bed, φυτώριο || —oil, σπορέλαιο ||~less, χωρίς κουκούτσια II ~ling, φυ-τάδι li ~y, μτφ. αδιάθετος, φθαρμένος.

seek [si:k] vt irreg [ανα]ζητώ, γυρεύω,ψάχνω || ~ for, επιζητώ, επιδιώκω.

seem [si:m] vi φαίνομαι || ~ing adjφαινομενικός || ~ingly, φαινομενικά.

seemly ['si:mli] adj κόσμιος, ευπρεπής.seep [si:p] vi διαποτίζω, στάζω, περνώ.seer [si:ar] n μάντης, προφήτης.seasaw ['si:so:j η τραμπάλα II vi τραμπα-

λίζομαι.seethe [si:5] vi — with, μτφ. βράζω,

κοχλάζω από, είμαι γεμάτος από.segment [segmant] η τμήμα, τεμάχιο.segregate fsegrigeit] vt [δια]χωρίζω,

απομονώνω II segregation, διαχωρισμός.seismic fsaizmik] adj σεισμικός.seismograph [saizmagra:f] π σεισμογρά-

φος || seismology [saiz'moladji] σει-σμολογία II seismologist, σεισμολόγος.

seize [si:z] vti συλλαμβάνω, πιάνω ||καταλαμβάνω, κυριεύω II κατάσχω II~ upon, αρπάζω, δράττομαι.

seizure [~si:3ar] π σύλληψη || κατάληψηII κατάσχεση II ιατρ. προσβολή.

seldom [seldam] adv σπάνια.

select [si'lekt] vt διαλέγω, επιλέγω II adjεκλεκτός II ~ion, εκλογή, επιλογή Ι!συλλογή, ποικιλία II ~ive, εκλεκτικός,επιλεκτικός II —ively, κατ' επιλογή.

self [self] η εαυτός II άτομο, εγώ II ίδιοςII prefix αυτό— II —-absorbed, εγω-παθής II —abuse, αυνανισμός || —acting, αυτόματος II —appointed, αυτό-κλητος II —-assertive, αυταρχικός II—-assurance, αυτοπεποίθηση II —centred, εγωκεντρικός II —collected,ψύχραιμος || —-command, αυτοκυριαρ-χία || —-complacent, αυτάρεσκος II-—confidence, αυτοπεποίθηση || —conscious, άτολμος, αμήχανος II —control, αυτοκυριαρχία II -—defence,αυτοάμυνα || —-denial, αυταπάρνηση II—-determination, αυτοδιάθεση || —educated, αυτοδίδακτος II —-effacing,σεμνός II —-evident, αυταπόδεικτος II

examination, αυτοέλεγχος II —im-portant, εγωιστής, φαντασμένος || —in-dulgence, τρυφηλότητα || —interest,ιδιοτέλεια || —made, αυτοδημιούργητοςII —-opinionated, ξεροκέφαλος, πεισμα-τάρης II —pity, μεμψιμοιρία II —pos-sessed, ατάραχος II —possession, αυτο-κυριαρχία II —-preservation, αυτοσυντή-ρηση II —-reliance, αυτοδυναμία II—respect, αυτοσεβασμός II —rule, αυτο-διοίκηση II —satisfied, αυτάρεσκος II—seeking, συμφεροντολογικός II —ser-vice, αυτοεξυπηρέτηση || —sown, αυτο-φυής II —starter, αυτοκ. μίζα II—-styled, αυτοκαλούμενος II —sufficien-cy, αυτάρκεια II —-sufficient, αυτάρκηςII —will, επιμονή, ισχυρογνωμοσύνη II—-willed, πεισματάρης, ισχυρογνώμων.

selfish f selfij] adj ιδιοτελής.sell [sel] vti irreg πουλώ /-ιέμαι || —

off, πουλώ σε χαμηλές τιμές, ξεκάνωII — out, ξεπουλώ II — oneself, προ-βάλλομαι, δείχνω τις ικανότητες μουII be sold on sth, πιστεύω κτ, γίνομαιοπαδός [μιας ιδέας] II —er, πωλητής.

selvage, selvedge [selvidj] η ούγια.semantic [sa" maentik] adj σημασιολογι-

κός || —s, σημαντική.semblance [semblans] π ομοιότητα.semen fsi:man] η σπέρμα.semester [si'mestar] η σχόλ. εξάμηνο.semi— [semi] prefix ημι— II —-auto-

matic, ημιαυτόματος II —circle, ημι-κύκλιο II —circular, ημικυκλικός II —colon, άνω τελεία || —final, ημιτελικόςII —official, ημιεπίσημος II —breve,μονσ. ολόκληρη νότα.

seminal [seminl] adj σπερματικός IIμτφ. γονιμοποιός, δημιουργικός.

seminar [semina/] η σεμινάριο II —y,

Page 33: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

Semitic 202

ιεροδιδασκαλείο.Semitic [si'mitik] adj σημιτικός.senate ['senat] η σύγκλητος II γερουσία.senator ['senatar] η γερουσιαστής.send [send] vti irreg στέλνω II προκαλώ,

κάνω II ~ away, διώχνω II ~ down,ρίχνω (τιμές) || ~ for, στέλνω γιακπ / κτ II ~ in, υποβάλλω II ~ si» off,ξεπροβοδίζω κπ || ~ sth off, εξαπο-στέλλω II ~ on, στέλνω μπροστά II ~out /forth, εκπέμπω, εκ βάλλω II ~ up,ανεβάζω, παρωδώ, διακωμωδώ II ~er,αποστολέας.

senile fsi:nail] adj γεροντικός, ξεμω-ραμένος.

senility [si'nilati] η γεροντική άνοια.senior [-si:niar] adj πρεσβύτερος || πα-

λαιότερος, αρχαιότερος II ~ity, ταπρεσβεία, αρχαιότητα (βαθμού).

sensation [sen'seijn] η αίσθηση, αίσθη-μα, εντύπωση II cause a ~, προκαλώαίσθηση || ~al, εντυπωσιακός, πολύ-κροτος II ~alism, δημοσιογρ. κιτρινι-σμός.

sense n αίσθηση || πληθ. τα λογικά IIαίσθημα, συναίσθηση, συνείδηση IIλογική || έννοια, νόημα, σημασία II vt[διαισθάνομαι, έχω το αίσθημα || bein one's —s, είμαι στα λογικά μου Hbe out of one's ~s, έχω χάσει ταλογικά μου II take hare of one's ~s,μου στρίβει II have the — to, έχω τηνεξυπνάδα να II talk ~, μιλώ λογικά ||common ~, κοινή λογική II make ~,έχω νόημα || ~less, παράλογος, αναί-σθητος.

sensibility [,sens3~bilati] n ευαισθησία,αίσθημα, αισθαντικότητα.

sensible [sensabl] adj λογικός Ι! αισθη-τός.

sensitive fsensativ] adj ευαίσθητος ||εύθικτος, ευπαθής || sensitivity, ευαι-σθησία.

sensitize [sensataiz] vt ευαισθητοποιώ.sensory [sensari] adj αισθητήριος.sensual ['senjual] adj αισθησιακός, φιλή-

δονος || ~ism; ~ity, φιληδονία.sensuous ['senjuas] adj αισθησιακός.sentence ['sentans] n γραμμ. πρόταση ||

νομ. απόφαση (καταδικαστική), ποινήII vt καταδικάζω II pass ~ on sb, επι-βάλλω ποινή σε κπ II serve one's ~,εκτίω την ποινή μου.

sentiment [sentimant] n [συν]αίσθημα,συναισθηματισμός II άποψη, γνώμη II~al, [συν]αισθηματικός II —alist, αισθη-ματίας II —alky, αισθηματολογία 1!~alize, αισθηματολογώ.

sentinel ['seminal] n φρουρός.sentry ['sentri] n φρουρός, σκοπός II —-

box, σκοπιά II be on —go, είμαισκοπιά (υπηρεσία).

separable ['separabl] adj ευδιαχώριστος.'separate ['seprat] adj χωριστός, ιδιαί-

τερος.separate ['separeit] vti χωρίζω/ -ομαι.separation [.sepa'reijn] n χωρισμός.September [sa'ptembar] n Σεπτέμβριος.septic ['septik] adj σηπτικός.septuagenarian [,septjuad3i~nearian] n

εβδομηντάρης.sepulchre ['sepalkar] n τάφος, κιβούρι.sequel [si:kwal] n συνέπεια, επακόλουθο

II συνέχεια.sequence [si:kwans] n τάξη, σειρά, δια-

δοχή, αλληλουχία.sequestrate ["skkwestreit] vt κατάσχω.seraglio [sa'ra:liou] n σεράι.seraph ['seraf] n σεραφείμ.serenade [,sera neid] n σερενάτα.serene [si'ri:n] adj αίθριος, γαλήνιος.serenity [si'renati] n αιθρία, γαλήνη.serf [sa:f] n δουλοπάροικος.sergeant f s a ^ a n t ] n λοχίας, ενωμα-

τάρχης, αρχιφύλακας.serial ['siarisl] n σήριαλ II adj τμηματι-

κός II ~ize, δημοσιεύω σε συνέχειες.sericulture [,seri'kAltJar] n σηροτροφία.series ['siari:z] n σειρά.serious ['siarias] adj σοβαρός II —ness,

σοβαρότητα.sermon ['sa:man] n κήρυγμα, ομιλία ||

~ize, νουθετώ, κάνω κήρυγμα.serpent [-sa:pant] n όφις II ~ine, φι-

δίσιος.serum ['siaram] n ιατρ. ορός.servant [~S3:vant] n υπηρέτης || civil ~,

δημόσιος υπάλληλος.serve [sa:v] vti υπηρετώ II εξυπηρετώ ||

βοηθώ II σερβίρω II χρησιμεύω ||εκτελώ (υπηρεσία) II νομ. κοινοποιώ,επιδίδω II it ~s you right, καλά ναπάθεις! || ~ out/up, σερβίρω, μοιράζωII serving n σερβίρισμα, μερίδα.

service [-sa:vis] n υπηρεσία || εξυπη-ρέτηση, εκδούλευση || Θεία Λειτουρ-γία II σερβίτσιο || νομ. επίδοση, κοι-νοποίηση II σέρβις II vt κάνω σέρβιςII be of ~ to sb, φαίνομαι χρήσιμοςσε κπ II do sb a ~, προσφέρω υπηρε-σία σε κπ || do one's military ~, κάνωτη θητεία μου II be on active ~, είμαιεν ενεργεία || —able, χρήσιμος.

serviette [.S3:vi~et] n πετσέτα φαγητού.servile [~sa:vail] adj δουλικός, δουλο-

πρεπής.servitude ['sa.vitju.d] n δουλεία.sesame ['sesami] n σουσάμι.session [sejn] n συνεδρίαση, σύνοδος.

'set [set] n σειρά, σετ || κύκλος, συν-

Page 34: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

203 shaggy

τροφιά, ομάδα, κόσμος II ραδιοφ., TVσυσκευή, δέκτης || κατεύθυνση, ρεύμαII στάση, διαμόρφωση, φόρμα || (στοτέννις) γύρος, σετ II (σε θέατρο) σκη-νικό || κηπουρ. φυτάδι, καταβολάδα,βολβός II μιζ-αν-πλι, χτένισμα II adjαποφασισμένος II υποχρεωτικός || κα-θορισμένος, άκαμπτος || ακίνητος, καρ-φωμένος || έτοιμος II στερεότυπος.

2set [set] vti irreg βάζω, θέτω || προ-ξενώ, κάνω || αναθέτω, ορίζω II δύω IIκινούμαι, στρέφομαι II δένω (κοσμή-ματα) II (για ρούχα) πέφτω, εφαρμόζωII (για άνθη, γλυκά) δένω II ~ aboutsth, καταπιάνομαι με κτ II ~ about sb,ρίχνομαι / επιτίθεμαι σε κπ || ~ sthabout, διαδίδω κτ II ~ against, στρέφωεναντίον II ~ aside/apart, θέτω κατάμέρος, νομ. απορρίπτω || ~ back,κοστίζω, ρίχνω πίσω, ανακόπτω || ~down, κατεβάζω (επιβάτες), αποδίδω,σημειώνω, γράφω, θεωρώ || ~ forth,ξεκινώ, εκθέτω II ~ in, αρχίζω γιακαλά || ~ off, ξεκινώ, αναδεικνύω,τονίζω, προβάλλω, αντισταθμίζω, συμ-ψηφίζω II ~ on, ρίχνομαι, επιτίθεμαιII ~ out, ξεκινώ, εκθέτω || ~ to,στρώνομαι (στη δουλειά, κλπ.), έρχο-μαι στα χέρια || ~ up, τοποθετώ,στήνω, ιδρύω, οργανώνω, σχηματίζω,προκαλώ II ~ sb up, αποκαθιστώ τηνυγεία κάποιου, βοηθώ κπ να αρχίσειδουλειά II be well — up with, είμαικαλά εφοδιασμένος με II be — upondoing sth, είμαι αποφασισμένος να κά-μω κτ || ~ right, διορθώνω II ~ [up]type, στοιχειοθετώ II —back, ατυχία,αναποδιά II —up, οργάνωση || -—square, γωνιά, ορθογώνιο II ~ter, σέτερ(ράτσα σκυλιών), τοποθετών || —tingπ δέσιμο (κοσμήματος, λουλουδιού),σκηνικό, περιβάλλον, δύση.

settle [setl] n πάγκος || vti εγκαθιστώ,εγκαθίσταμαι, αποικώ II κουρνιάζω,[κατα]κάθομαι || τακτοποιώ/-ούμαι IIκανονίζω, ρυθμίζω, λύνω, εξοφλώ IIκαταπραΰνω, καθησυχάζω II καταστα-λάζω, κατακαθίζω, κατακάθομαι, στρώ-νω II βουλιάζω II ~ down, στρώνω/-ομαι, βολεύομαι, καλοκάθομαι, ησυ-χάζω, ηρεμώ, φρονιμεύω, νοικοκυρεύ-ομαι || —for sth, δέχομαι, συμβιβάζο-μαι Η ~ in, τακτοποιούμαι σε νέοσπίτι || ~ sth upon sb, νομ. μεταβιβάζω,γράφω II — upon sth, διαλέγω, καθο-ρίζω || ~ [up] with sb, πληρώνω,εξοφλώ, λογαριάζομαι με κπ || ~d,σταθερός, μόνιμος, εξοφλημένος II~ment, εγκατάσταση, εποικισμός, κα-ταυλισμός, εξόφληση, διακανονισμός,

συμβιβασμός, ρύθμιση, συμφωνία, διευ-θέτηση, νομ. σύσταση II ~ Γ , άποικος.

seven [sevn] adj επτά II —fold, επταπλά-σιος, επταπλασίως II ~teen, δεκαεπτάII —teenth, δέκατος έβδομος II — ty,εβδομήντα II —-tieth, εβδομηκοστός.

sever ['sev3r] vti κόβω/-ομαι, [απο]-χωρίζω II διακόπτω, διαρρηγνύω.

several ['sevral] adj πολλοί, διάφοροι IIδιαφορετικός, χωριστός II ~ly, χω-ριστά.

severe [si'viar] adj αυστηρός II σοβαρόςII δριμύς, σφοδρός, σκληρός II (γιαύφος) λιτός, απέριττος II ~ly, αυστη-ρά, σοβαρά.

severity [sa'versti] n αυστηρότητα, σοβα-ρότητα, δριμύτητα.

sew [sou] vti irreg ράβω.sewage [~sju:id3] n βρωμόνερα.sewer [~sju:3r] n υπόνομος, οχετός ||

—age [sju:3rid3] n αποχέτευση.sex [seks] n φύλο || σεξ, γεννετήσια

ορμή II have — with, κάνω έρωτα με II— less, ουδέτερος, χωρίς φύλο || ~y,σέξυ, ελκυστικός σεξουαλικά II —ual,σεξουαλικός II — uality [,sek/u' aslati]σεξουαλικότητα.

sexagenarian [,seksad3i nearian] n εξη-ντάρης.

sextant fsekstant] n ναυτ. εξάς.sextet [seks'tet] n σεξτέτο.sexton ['sekstan] n νεωκόρος.shabby [Jasbi] adj φθαρμένος, κουρε-

λιάρικος, σαραβαλιασμένος, παλιός II(άνθρ.) πρόστυχος, αχρείος, τιποτένιος,άθλιος.

shack [faek] n καλυβόσπιτο, καλύβι.shackle [faekl] n pi δεσμά || vt αλυ-

σοδένω.shade [feid] n σκιά, ίσκιος || απόχρωση,

τόνος || λιγουλάκι || αλεξίφωτο, σκία-στρο || vti σκιάζω II βάζω σκιά σεσκίτσο II αλλάζω βαθμηδόν απόχρωσηII lamp—, αμπαζούρ II shading n σκία-ση, φωτοσκίαση, απόχρωση.

shadow ['jaedou] π ίσκιος, σκιά, σκο-τεινιά II μαυρίλα, γύρος (στα μάτια) IIίχνος || adj σκιώδης || vt [επι]σκιάζωII παρακολουθώ κπ παντού II be wornto a —, γίνομαι πετσί και κόκκαλο II—y, σκιερός, αόριστος, ασαφής, θα-μπός.

shady [ Jeidi] adj σκιερός || ύποπτος,σκοτεινός, αμφίβολης εντιμότητας.

shaft [fa:ft] n ακόντιο, βέλος || αχτίδα(φωτός), αστραπή (κεραυνού) II λαβή,στυλιάρι II κορμός (κολώνας) II φρέαρ(ορυχείου, ασανσέρ, κλπ.) || άξονας.

shaggy [Jaegi] adj μαλλιαρός, δασύτρι-

Page 35: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

shah 204

shah [fa:] η σάχης.shake η κούνημα, τίναγμα, τρεμούλα 11

ποτό II στιγμή II vti irreg κουνώ,τινάζω, σείω II τρέμω II τραντάζω,[συγ]κλονίζω II ~ down, στρώνω (σεδουλειά) II ~ off, ξεφεύγω από, ξε-φορτώνομαι, γλυτώνω από II ~ out,σκορπίζω, απλώνω II ~ up, ανακατεύω(κουνώντας), αναφουφουλιάζω (μαξιλά-ρι), ταρακουνώ, αναδιοργανώνω II beall of a —, τρέμω ολόκληρος II in two—s, σε μια στιγμή II no great —s,τίποτα σπουδαίο.

shaky ['feiki] adj τρεμάμενος, κλονιζό-μενος II ασταθής, ετοιμόρροπος II επι-σφαλής, αναξιόπιστος II shakiness,αστάθεια.

shall [Jael] v aux βοηθητικό για τοσχηματισμό του μέλλοντα.

shallow [~J«lou] adj ρηχός II επιπόλαιος.sham n υποκρισία, ψευτιά, απάτη II

ψεύτης || adj ψεύτικος, υποκριτικός IIνί; προσποιούμαι, υποκρίνομαι.

shamble [fasmbl] vi περπατώ σέρνονταςτα πόδια.

shambles [faemblz] η pi σφαγείο || μακε-λειό II χάος, κυκεώνας.

shame Lfeim] η ντροπή, αίσχος || κρίμαII vt ντροπιάζω II ~ sb into doing sth,φέρνω κπ στο φιλότιμο να κάμει κτ ||for —! ντροπή! || ~ on you! ντροπήσου! || what a ~! τι κρίμα! || —faced,ντροπαλός, ντροπιασμένος II ~ful, επαί-σχυντος It —less, αναίσχυντος, ξεδιάν-τροπος || —lessness, ξεδιαντροπιά.

shammy ['Jasmi] n πετσί σαμουά.shampoo [faem'pu:] η λούσιμο.shandy ['jaendi] n μπύρα με λεμονάδα.shank [faerjk] η κνήμη, γάμπα || στέλε-

χος, μίσχος, κορμός (βίδας, κλπ.).shanty ['Jaenti] n παράγκα.shape [feip] η σχήμα, μορφή Η φόρμα,

κατάσταση || φιγούρα, σιλουέτα || vtiδιαμορφώνω/-ομαι, πλάθω, δίνω σχήμασε κτ II προχωρώ, εξελίσσομαι IIknock sth out of —, στραπατσάρω κτ ||in any — or form, οποιασδήποτε μορ-φής II be in good/bad —, είμαι /δενείμαι σε φόρμα II keep in —, διατηρώτη φόρμα μου II —less, άμορφος II—ly adj καλοφτιαγμένος, τορνευτός.

shard jja-.d] n θραύσμα αγγείου.share [Jt3r] η μερίδιο, μερίδα, συνει-

σφορά II μετοχή II υνί || vti μοιράζω/-ομαι || συμμερίζομαι, συμμετέχω IIthe lion's —, η μερίδα του λέοντος IIgo —s [with sb in sth], μοιράζομαι[κτ με κπ] || have one's full — of sth,έχω πλούσιο μερίδιο σε κτ || take a~ in sth, συμμετέχω σε κτ || —

cropper, κολίγος II —holder, μέτοχος ||\egal —, νόμιμη μοίρα.

shark [Ja:k] n καρχαρίας, σκυλόψαρο.sharp [Ja:p] adj κοφτερός, μυτερός II

οξύς (νους) II έξυπνος, οξύνους || (λό-για) αυστηρός, δηκτικός, σκληρός II(γεύση) δριμύς, πικάντικος II (αισθή-σεις) οξύς II (φωτογραφία) έντονος,καθαρός II (άνθρ.) πονηρός, ανέντιμος,κατεργάρης II (κλίση, στροφή) από-τομος || μουσ. με δίεση 11 adv ακριβώςII απότομα || γρήγορα, σβέλτα (Ι φάλτσαII ~en vt τροχίζω, ακονίζω, οξύνω II—ener, ξύστρα, ακόνι Η —er, απατεώ-νας II —ness, οξύτητα, σαφήνεια, σφο-δρότητα, αυστηρότητα II —shooter,δεινός σκοπευτής || —ly, κοφτερά,απότομα, ζωηρά.

shatter ['Jast3r] vti θρυμματίζω/-ομαι,γίνομαι κομμάτια.

shave Qfeiv] n ξύρισμα II vti iregg ξυρί-ζω/-ομαι || ψαύω, περνώ ξυστά II —off, κόβω || have a close/narrow —, τηγλυτώνω παρά τρίχα II ~r, ηλεκτρικήξυριστική μηχανή || shaven, ξυρισμένοςII shavings n pi πριονίδια, ροκανίδια,ρινίσματα.

shawl [fo:l] n σάλι, μαντήλα.she [jr.] pron αυτή II prefix θήλυ.sheaf [fi:f] n χερόβολο, δεμάτι, δέσμη.shear [[is1"] vt irreg κουρεύω (πρόβατα).shears [fbz] n pi ψαλίδι (για κούρεμα

ζώων).sheath [|ϊ:θ] n θήκη, θηκάρι II περίβλη-

μα, περικάλυμμα II adj εφαρμοστός.sheathe []Ί:δ] vt βάζω σε θήκη || επεν-

δύω.shed [Jed] n υπόστεγο, καλύβα, παρά-

γκα II vt irreg χύνω (αίμα, δάκρυα) IIαποβάλλω, χάνω, ρίχνω (φύλλα, δέρ-μα) II blood—, αιματοχυσία.

sheen [fi:n] n γυαλάδα, λαμποκόπημα.sheep [fi:p] n πρόβατο || —dog, τσοπα-

νόσκυλο || —fold, μαντρί II —skin,προβιά || — ish, αδέξιος, ντροπαλός,αμήχανος.

sheer [fi3r] adj καθαρός, ολοσχερής IIαπότομος, κατακόρυφος II adv απότο-μα, κατακόρυφα || νί (για πλοίο) πα-ρεκκλίνω της πορείας μου, λοξοδρομώ.

sheet jji:t] n σεντόνι II φύλλο (χαρτιού,κλπ.) || στρώμα (νερού, πάγου) || —anchor, μτφ. άγκυρα σωτηρίας.

sheik[h] [feik] n σείχης 11 ~dom, σεϊ-χάτο.

shelf [Jelfj n ράφι || προεξοχή II υφαλο-κρηπίδα.

shell [fel] n όστρακο, κέλυφος, τσόφλι,καβούκι || σκελετός, κουφάρι (πλοίου,κτιρίου) || βλήμα, οβίδα II vfi ξεφλου-

Page 36: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

205 shop

δίζω/-ομαι II βομβαρδίζω || si — out,ξηλώνομαι (πληρώνω) II come out ofone's —, βγαίνω από^το καβούκι μουII ~fish, θαλασσινά.

shelter ['/eltar] n καταφύγιο, άσυλο,σκέπαστρο || vti προφυλάσσω/-ομαι,προστατεύω, δίνω άσυλο || take —,προφυλάσσομαι.

shelve [felv] vti βάζω στο ράφι/στοχρονοντούλαπο || (για έδαφος) κατη-φορίζω.

shepherd Qepad] n τσοπάνης, ποιμέναςII vt ποιμαίνω, οδηγώ || ~ess [Jeps'des]τσοπάνα.

sherbet [\fs:b3t] n σερμπέτι.sheriff ['Jerif] n σερίφης.sherry [jeri] n σέρυ.shield jjl'.ld] n ασπίδα II vt προστατεύω,

προφυλάσσω II wind~, US παρμπρίζ.shift [fift] n μετατόπιση, μεταβολή 11

βάρδια II μέσο, τρόπος II αλλαγή τα-χυτήτων II vti μετατοπίζω/-ομαι, μετα-κινώ /-ούμαι II αλλάζω (θέση ή κατεύ-θυνση) II ~ for oneself, τα καταφέρνωμόνος μου II make —, τα βολεύω II~less, ανίκανος, νωθρός || ~y, ανει-λικρινής, ύπουλος.

shilling [jilirj] n σελίνι.shilly-shally ["jili'Jaeli] vi διστάζω, κλω-

θογυρίζω.shimmer ['Jims'] n λαμπύρισμα, μαρμα-

ρυγή II vi λαμπυρίζω, σπιθοβολώ, τρε-μοφέγγω.

shin [fin] n καλάμι (της κνήμης) II —-bone, κνημιαίο οστούν || vi — up,σκαρφαλώνω.

shindy [~Jlndi] n καυγάς, φασαρία II kickup a ~, στήνω καυγά, κάνω φασαρία.

shine [Jain] n γυάλισμα, γυαλάδα II vtiirreg λάμπω II διαπρέπω.

shiny ['Jaini] adj γυαλιστερός, γυαλι-σμένος.

shingle [firjgl] n βότσαλο || κούρεμα α-λα-γκαρσόν || πινακίδα II πληθ. ιατρ.έρπης ζωστήρ.

ship [fip] π πλοίο || σκάφος || αερό-πλοιο, διαστημόπλοιο II vti φορτώνω, •στέλνω, μεταφέρω II μπαρκάρω II ~'sarticles /papers, ναυτιλιακά έγγραφα II—-breaker, εργολάβος διαλύσεως πλοί-ων || —broker, ναυλομεσίτης, ναυτι-κός πράκτορας Κ —builder, ναυπηγόςII —building, ναυπηγική II —'s chandler,τροφοδότης πλοίων (I —load, καραβιάII —owner, πλοιοκτήτης, εφοπλιστής ||—per, φορτωτής, ναυλωτής, αποστο-λέας || —ping, ναυτιλία || —ping-agent,ναυτικός πράκτορας II —ping-office,ναυτικό γραφείο II —shape adj εντάξει,συγυρισμένος || —wreck, ναυάγιο,

ναυαγώ II —yard, ναυπηγείο.shire [jaiy] [ ως β' συνθ., Jar] n κομη-

τεία.shirk [fa:k] vt αποφεύγω (δουλειά} II

—er, φυγόπονος, κοπανατζής.shirt [fs:t] n πουκάμισο II μπλούζα II be

in one's ~-sJeeres, είμαι με το πουκά-μισο (χωρίς σακάκι) || — y, τσαντίλας,ζοχαδιακός.

shish kebab [-Jijka'baeb] n σουβλάκι,σισκεμπάπ.

shit [fit] n si σκατά || τρίχες, αηδίες IIποταπός, σκατάς II vi χέζω.

shiver [~Jiv3r] n ρίγος, τρεμούλα, τουρ-τούρισμα II πληθ. θρύψαλα || vi ριγώ,τρέμω, τουρτουρίζω II vti θρυμματίζω/ -ομαι || give sb/get the — s, φέρνωσε κπ / με πιάνει ρίγος.

shoal [foul] n ύφαλος, ξέρα || κοπάδι(ψαριών).

shock [fok] n δόνηση, τράνταγμα, κρού-ση II ηλεκτροπληξία II συγκλονισμός,πλήγμα || άγρια φουντωτά μαλλιά II vtσυγκλονίζω, καταπλήσσω II σοκάρω,σκανδαλίζω II ~ absorber, αμορτισέρII — wave, κύμα εκρήξεως II —treatment/therapy, ηλεκτροσόκ II —ing,σκανδαλιστικός, τρομερός, απαίσιος.

shoddy ['Jodi] adj σκάρτος.shoe [fu:] n παπούτσι II vt irreg ποδαίνω,

πεταλώνω II be in another man's —s,είμαι στη θέση άλλου || —horn, κόκ-καλο για τα παπούτσια II —lace/string,κορδόνι παπουτσιών II —maker, υπο-δηματοποιός || horse—, πέταλο.

shoot [fu:t] n βλαστάρι (φυτού) II vtiπυροβολώ, ρίχνω, σκοτώνω II κινώ/-ούμαι απότομα || κυνηγώ (( (για πό-νο) τρυπώ, σουβλίζω II (για φυτά)πετώ βλαστάρια II (για φιλμ) κινημα-τογραφώ, τραβώ || ~ away, πυροβολώσυνέχεια II — down, καταρρίπτω (μεόπλο) II — to kill, βαράω στο ψαχνό II— off, κόβω (με οβίδα).

shooting ['Jurtirj] n πυροβολισμός II κυ-νήγι II —-gallery, σκοπευτήριο II —range, πεδίο βολής (| — star, διάττωναστέρας.

shop [jop] n μαγαζί, κατάστημα, εργα-στήρι || vi κάνω ψώνια, αγοράζω II allover the —, άνω-κάτω, παντού II —around, γυρίζω τα μαγαζιά II go —ping,πάω για ψώνια || keep a —, έχω μαγα-ζί II set up —, ανοίγω μαγαζί II shutup —, κλείνω το μαγαζί, παύω νακάνω μια δουλειά II talk —, κουβεντιά-ζω επαγγελματικά II —per, αγοραστής,πελάτης || —ping, αγορές, ψώνια 11 —-front, προθήκη, μόστρα II — assistant,υπάλληλος (μαγαζιού) || —keeper, κα-

Page 37: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

shore 206

ταστηματάρχης || —lift, κλέβω σε μα-γαζί II —lifter, κλέφτης μαγαζιών II—steward, συνδικαλιστικό στέλεχος !Ι~ window, βιτρίνα.

shore Qo:r] η ακτή, όχθη II υποστήριγ-μα II vt ~ up, στυλώνω, υποστηρίζω.

short [fo:t] adj βραχύς, σύντομος IIκοντός II λειψός, λιποβαρής II από-τομος, κοφτός II adv απότομα II λειψά|| be — with sb, φέρομαι απότομα σεκπ II be taken —, με πιάνει απότομοκόψιμο || take sb up/cut sb ~, δια-κόπτω κπ απότομα II be in — supply,(για εμπόρευμα) σπανίζω II come/fall—, υστερώ, υπολείπομαι II go —,στερούμαι II run —, λιγοστεύω II havea — temper, είμαι ευέξαπτος || for —,για συντομία || ~ cut, συντομότεροςτρόπος / δρόμος II ~-change, δίνω λειψάρέστα II —circuit, βραχυκύκλωμα II—lived, βραχύβιος, σύντομος || ~memory, αδύνατη μνήμη II ~ sight,μυωπία || —sighted, μύωπας || II—tempered, ευέξαπτος II —winded,ασθματικός.

shortage [~/o:tid3] η έλλειψη.shortcoming ['Jb:tkAmirj] n ελάττωμα,

αδυναμία.shorten ['Jb:tn] vti κονταίνω, μικραίνω.shorthand [~Jb:thaend] η στενογραφία II~ typist, στενοδακτυλογράφος.

shorts [Jo:ts] η ρ! σορτς.shot [Jot] η πυροβολισμός, τουφεκιά,

πιστολιά II βλήμα, σφαίρα, σκάγια IIσκοπευτής || βολή, ριξιά, εικασία,προσπάθεια II μερίδιο II US ένεση IIκινημ. πλάνο, σκηνή || be off like a—, φεύγω σα βολίδα II a ~ in thedark, εικασία στα τυφλά II a long —,τολμηρή εικασία II a big —, μέγας καιπολύς II hare a ~ at sth, κάνω μιαπροσπάθεια σε κτ.

should [Jud] n aux θα'πρεπε || θα +παρατατικός.

shoulder [~Jould9r] n ώμος || σπάλα(αρνιού) || έρεισμα (δρόμου) \\ vtεπωμίζομαι, φορτώνομαι II talk to sbstraight from the —, μιλώ σε κπ έξωαπό τα δόντια II —-blade, ωμοπλάτη II—strap, αορτή, επωμίδα.

shout [[aut] n κραυγή II vti κραυγάζω,φωνάζω || give a ~, βγάζω μια κραυγήII — at sb, βάζω τις φωνές σε κπ || ~down, γιουχαΐζω II ~ for help, φωνάζωβοήθεια || ~ing n φωνές, κραυγές.

shove [JAV] vti σπρώχνω II ~ off, κάνωαβάρα, φεύγω, στρίβω.

shovel Ολνΐ] π φτυάρι, φαράσι.'show [fou] n έκθεση II θέαμα II παρά-

σταση Η εμφάνιση, εντύπωση || δείξι-

μο II δουλειά, υπόθεση II επίδειξη,φιγούρα II επίφαση, προσποίηση IImake a good/poor ~, κάνω καλή/κακή εμφάνιση ή εντύπωση || stealthe ~, μτφ. κλέβω την παράσταση IIgive the — away, προδίνω τη δουλειά,τα βγάζω στη φόρα II run /boss the —,είμαι τ' αφεντικό, κάνω κουμάντο ||make a — of, κάνω τάχα πως... II for—, για φιγούρα || —boat, πλωτό θέα-τρο I! —biz, — business επιχείρησηθεαμάτων II —case, βιτρίνα II —-down, αποφασιστική αναμέτρηση ||—man, θεατρίνος || —room, έκθεση (οχώρος) II ~y, φανταχτερός, φιγου-ράτος.

2show [fou] vti irreg δείχνω II οδηγώ,συνοδεύω II εκθέτω || (φιλμ) προβάλλω,παίζω II αποκαλύπτω, αφήνω να φανείII φαίνομαι || — off, επιδεικνύω, κάνωεπίδειξη / φιγούρα || ~ up, αποκαλύπτω,κάνω την εμφάνιση μου, ξεχωρίζω ||— oneself, κάνω την εμφάνιση μου II~ sb to the door, βγάζω κπ έξω || —sb over/round, γυρίζω κπ κάπου, τουδείχνω κτ II ~ one's hand, φανερώνωτις προθέσεις μου || ~ing n εκδήλωση,εμφάνιση II —off n επιδειξίας.

shower [fau3r] π μπόρα II ντους II μτφ.βροχή, πλήθος, σωρός II vti — sbwith sth, μτφ. κατακλύζω, πνίγω κπ μεκτ 1! — [down] upon sb, πέφτω βροχη-δόν || ~y, βροχερός.

shrapnel fjraspnal] π σράπνελ.shred [fred] n κομματάκι II μτφ. ίχνος II

tear sth up to ~s, κομματιάζω κτ.shrew [fru:] n μέγαιρα, στρίγγλα ||

—ish adj δύστροπος, στρίγγλος.shrewd [fru:d] adj έξυπνος, καπάτσος,

πονηρός II —ness, εξυπνάδα, καπατσο-σύνη.

shriek [fri:k] n στριγγλιά, σκούξιμο IIvti στριγγλίζω, σκληρίζω, σκούζω.

shrill [frilj adj στριγγός, διαπεραστικός.shrimp [frimp] n γαρίδα.shrine [frain] n λειψανοθήκη || προ-

σκυνητάρι || ναός, ιερός τόπος.shrink [frirjk] vti irreg μικραίνω, μαζεύω,

συρρικνώνομαι, μπαίνω II ~ from/back, αποφεύγω, διστάζω, δεν απο-τολμώ, κάνω πίσω II —age, μπάσιμο(υφάσματος), συρρίκνωση.

shrivel [frivl] vti ζαρώνω, ξεραίνω/-ομαι, μαραίνομαι.

shroud [fraud] n σάβανο II πέπλος IIπληθ. ξάρτια 11 vt σαβανώνω, τυλίγω,κρύβω.

shrub [frAb] n θάμνος II — bery, λόγγος.shrug [frAg] n σήκωμα των ώμων || vt

σηκώνω τους ώμους (αδιάφορα) || —

Page 38: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

207 significance

off, απορρίπτω.shuck [fAk] η φλούδα II ~ s ! US

ανοησίες!shudder ['JXdar] η ρίγος, φρικίαση II

τρέμω, ριγώ, φριιαώ, ανατριχιάζω II itgives me the —s, μου φέρνει ρίγος.

shuffle [/ΛΠ] Π συρτό περπάτημα || ανα-κάτωμα (τράπουλας) U (κυβερνητικός)ανασχηματισμός II τέχνασμα, υπεκφυγήII vti σέρνω τα πόδια II ανακατεύω(χαρτιά, κλπ.) || κάνω κτ ανέμελα IIτα στρίβω.

shun [fXn] vt αποφεύγω.shunt [JAnt] vt παραμερίζω, κάνω στην

μπάντα II μετακινώ (ιδ. τραίνο) IIμεταστρέφω (συζήτηση).

shut [[Xt] vt' 'rreS κλείνω II πιάνω,μαγγώνω II ~ down, κλείνω, παύω ναλειτουργώ II ~ in, περιβάλλω, εγκλείωII ~ off, κλείνω, κόβω (νερό, φως) II~ out, κλείνω έξω, αποκλείω II ~ up,κλειδώνω, ασφαλίζω, το βουλώνω.

shutter ['JXtar] n παντζούρι II φωτοφρά-κτης || put up the —s, κλείνω τομαγαζί.

shuttle [JAtl] n σαΐτα (αργαλειού) II viπηγαινοέρχομαι (σα σαΐτα).

shy Qfai] adj δειλός, ντροπαλός, άτολ-μος || n βολή, ριξιά II vti ρίχνω, πετώII ~ at, κωλώνω, κοντοστέκομαι (απόφόβο) || ~ness, ατολμία, συστολή ||~ster, κατεργάρης, λοβιτουρατζής.

sibilant ['sibalant] adj συριστικός.sick [sik] adj άρρωστος || με τάση για

εμετό II αηδιασμένος || be — of, είμαιαηδιασμένος από II be ~ for, νο-σταλγώ πολύ II fall ~, αρρωσταίνω II—bay, αναρρωτήριο (πλοίου) || —bed, κρεββάτι του πόνου II —benefit/-pay, επίδομα ασθενείας II ~ headache,ημικρανία || —leave, αναρρωτική άδειαII ~ish, λιγάκι άρρωστος II —ness,αρρώστεια, αηδία, ναυτία.

sicken ['sikan] vti αρρωσταίνω II αηδι-άζω || —of sth, μπουχτίζω II —ing,αηδιαστικός.

sickle [sikl] n δρεπάνι \\ the hammer and—, το σφυροδρέπανο.

sickly f'sikli] adj αρρωστιάρικος, φιλά-σθενος, κακεχτικός II νοσηρός, αηδι-αστικός Κ σαχλός.

side [said] n πλευρά II πλευρό || μεριά IIπαράταξη II όψη, άποψη II σόι || vi —with, συντάσσομαι με, παίρνω το μέ-ρος || — by —, πλάι-πλάι II by the —of, στο πλάι, σε σύγκριση με || on the—, συμπληρωματικά, στα κρυφά, στηζούλα || be on sb's —, είμαι με το μέ-ρος κάποιου || change ~s, αλλάζωπαράταξη / κόμμα II off —, ποδόσφ.

οφσάϊτ || put on —, κάνω το σπουδαίοII —board, μπουφές II —burns/boards,φαβορίτες || —-car, καλάθι (μοτοσυ-κλέττας) || —dish, δευτερεύον φαΐ ||—effect, παρενέργεια II — issue, δευ-τερεύον θέμα II —long, λοξός II —road,πάροδος || —-saddle, γυναικεία σέλλα\\ —slip, ντεραπάρισμα II —step nβήμα στο πλάι, vti παραμερίζω II— track, παρακαμπτήριος γραμμή II—walk, πεζοδρόμιο II —ways, λοξά, μετο πλάι.

sidle [saidl] vi προχωρώ λοξά / δειλά.siege [si:d3] n πολιορκία.siesta [siesta] n μεσημεριανός ύπνος.sieve [si:v] n κόσκινο, κρισάρα || κοσκι-

νίζω.sift [sift] vt κοσκινίζω, κρισαρίζω ||

μτφ. εξετάζω με πρ^οσοχή.sigh [sai] n αναστεναγμός || vi ανα-

στενάζω.sight [sait] n όραση |i θέα II αξιοθέατο

II θέαμα (= γελοία εμφάνιση) II σκό-πευση, στόχαστρο, κλισιοσκόπιο || (μεαόρ. αρθρ.) ένα σωρό II vt βλέπω,διακρίνω II σκοπεύω, σημαδεύω II keep~ of; keep in —, δεν χάνω από ταμάτια μου II lose — of, δε βλέπω || atthe — of, βλέποντας II at/on —, επίτη εμφανίσει II at first —, εκ πρώτηςόψεως, με την πρώτη ματιά II be with-in ~ of, βλέπω, φαίνομαι II be out of—, χάνομαι (από τα μάτια) || comeinto ~, εμφανίζομαι II go out of —,εξαφανίζομαι II catch — of, παίρνει τομάτι μου II know sb by —, γνωρίζω κπεξ όψεως || see the ~s, επισκέπτομαιτα αξιοθέατα II —seeing n επίσκεψηαξιοθέατων II —seer, περιηγητής II~ing π σκόπευση II —less, αόμματος II~ly, θελκτικός.

sign [sain] n σημείο, νεύμα || σύμβολοII πινακίδα, σήμα, ταμπέλα || σημάδι,ίχνος, ένδειξη II vti κάνω σήμα/νόη-μα II υπογράφω II — on/up, προσλαμ-βάνω / -ομαι εγγράφως II —post, πινακί-δα της τροχαίας || — painter, επιγρα-φοποιός || — language, γλώσσα μενεύματα || — and counter—, σύνθημακαι παρασύνθημα.

signal [signal] n σήμα, σινιάλο, σύνθη-μα II vti κάνω σήμα/σινιάλο II adjμοναδικός, εξαιρετικός.

signatory ['signatri] π υπογράφων, συμ-βαλλόμενος.

signature [~signatjar] n υπογραφή II τυπο-γραφικό φύλλο.

signet fsignit] n σφραγιδόλιθος.significance [sig'nifikans] π σημασία,

σπουδαιότητα.

Page 39: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

significant 208

significant [sig'nifiksnt] adj σημαντικός.signify ['signifai] vti σημαίνω, φανερώνω

II έχω σημασία II εκδηλώνω.silence f'saitans] η σιωπή, σιγή, σιγαλιά

II vt επιβάλλω σιγή, αναγκάζω κπ νασιωπήσει.

silent ['saibnt] adj σιωπηλός II αθόρυ-βος II άφωνος, μη προφερόμενος.

silhouette [,silu:'et] π σιλουέττα || vtσκιαγραφώ.

silk [silk] η μετάξι II adj μεταξωτός II~en; ~y, μετάξινος, απαλός.

sill [sill η περβάζι.silly ['sili] adj ανόητος II η χαζός.silt [silt] η ιλύς, βούρκος [ποταμού].silver ["silv3r] η άργυρος, ασήμι II αργυ-

ρά σκεύη / νομίσματα II adj ασημένιοςII —plated, επάργυρος II ~smith, αργυ-ροχόος II ~ware, ασημικά II ~y, αργυ-ρόηχος.

similar ['simib'] adj — [to], όμοιος [με],παρόμοιος II ~ity, ομοιότητα.

simile ['simali] η γραμμ. παρομοίωση.simmer ['simy] vti σιγοβράζω || υπο-

βόσκω II ~ down, καλμάρω.simper ['simps''] π χαζός II ναζιάρικο χα-

μόγελο II νι χαμογελώ χαζά.simple [simpl] adj απλός, λιτός || απλοϊ-

κός, αφελής || καθαρός, σκέτος || pureand ~, απλά και καθαρά, ασυζητητί ||—minded, απονήρευτος, απλοϊκός.

simpleton ['simpltan] η χαζός.simplicity [sim' plisati] n απλότητα, αφέ-

λεια.simplify ['simplifai] vt απλοποιώ, απλου-

στεύω II simplification, απλοποίηση.simply ['simpli] adv απλά II μόνον,

απλώς || απλούστατα, τελείως.simulate ['simjuleit] vt υποκρίνομαι, προ-

σποιούμαι, απομιμούμαι.simultaneous [.simal'teinias] adj ταυτό-

χρονος.sin [sin] n αμαρτία, αμάρτημα, κρίμα ||

vi αμαρτάνω II ~ against, προσβάλλω,παραβαίνω || deadly/mortal ~, θανά-σιμο αμάρτημα II the original ~, τοπροπατορικό αμάρτημα || ~ful, αμαρ-τωλός || ~less, αναμάρτητος II —ner,αμαρτωλός.

since [sins] prep από II conj (χρον.)αφότου, από τότε που, (αιτιολ.) μιαςκαι || adv έκτοτε, πριν.

sincere [sin1 sis'] adj ειλικρινής.sincerity [sin'sereti] π ειλικρίνεια.sinecure [-sainikju3r] π αργομισθία.sinew ['sinju:] η νεύρο, τένων.sing [sirj] vti irreg τραγουδώ II κελαηδώ

II ψάλλω, εξυμνώ II σφυρίζω || ~ outfor, ζητώ φωναχτά II ~ sb's praises,ανεβάζω κπ στα ουράνια || ~er, τρα-

γουδιστής II —ing η τραγούδι II —ingmaster, καθηγητής της ωδικής.

singe [sind3] vti καψαλίζω, τσουρου-φλίζω/ -ομαι 11 η ελαφρό κάψιμο.

single [siqgl] π απλό εισιτήριο || adjμόνος, μοναδικός II μονός || άγαμος,ανύπαντρος II vt ~ out, ξεχωρίζω II—breasted, (σακάκι) μονόπετο II —combat, μονομαχία II -—handed, μό-νος, χωρίς βοήθεια άλλου II —minded,αφοσιωμένος II —ness, μοναδικότητα,αγαμία II singly, ένας-ένας.

singlet ['sirjglat] n φανελάκι.singsong ['sirjson] n ομαδικό τραγούδι II

in a ~, μονότονα, τραγουδιστά.singular ['singjubr] η ενικός II adj μονα-

δικός, εξαίρετος, σπάνιος || ιδιόμορ-φος II —ity [.singjiilasreti] μοναδικό-τητα, ιδιομορφία II —ize, ξεχωρίζω.

sinister [~sinistar] adj δυσοίωνος il μο-χθηρός, απαίσιος, απειλητικός.

sink [sink] n νεροχύτης II βόθρος, οχε-τός II vti irreg βυθίζω/-ομαι, βουλιά-ζω II παθαίνω καθίζηση II χαμηλώνω,πέφτω II σωριάζομαι, γέρνω II εξα-σθενίζω, ξεπέφτω II παραμερίζω II απο-σβήνω (χρέος) II ~ in/into, εισχωρώ,χώνομαι, διαποτίζω II ~ing fund, χρεω-λυτικό κεφάλαιο II a ~ing feeling,παράλυση, λίγωμα (από φόβο ή πείνα)II ~er, βαρίδι της πετονιάς.

Sino [sainou] prefix Κινέζο— II —logy,οινολογία II —logist, οινολόγος.

sinuous [sinjuas] adj ελικοειδής.sip [sip] n γουλιά, ρουφηξιά || vti

αργοπίνω, ρουφώ.siphon [saifsn] n σιφόνι || vti ~ out

/off, μεταγγίζω.sir [ss:r] n σερ || κύριος.siren ['saisran] n σειρήνα.sirloin [ss:loin] n κόντρα φιλέτο.sissy [sisi] n θηλυπρεπής άνδρας, 'αδελ-

φή'.sister ['sists'] n αδελφή || μοναχή, καλό-

γριά )) νοσοκόμα, προϊσταμένη II adjτου αυτού είδους || —in-law, κουνιά-δα || ~ly, αδελφικός II —hood, αδελ-φότητα II half—, ετεροθαλής αδερφή.

sit [sit] vti irreg κάθομαι II καθίζω IIσυνεδριάζω II ιππεύω II (για πουλιά)κουρνιάζω II (για κότα) κλωσσώ II(για ρούχα) εφαρμόζω, πέφτω II ~back, κάθομαι αναπαυτικά, παραμένωάπρακτος / αδρανής II — down under,ανέχομαι αδιαμαρτύρητα II ~ in, κάνωκατάληψη (εργοστασίου, κλπ.) II — inon, παρευρίσκομαι ως παρατηρητής(σε συνεδρίαση) II — on, είμαι μέλος(επιτροπής), παραμελώ κτ II — out,μένω μέχρι τέλους, μένω απέξω (=

Page 40: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

209 slack

δεν συμμετέχω) II ~ up, ξαγρυπνώ,κοιμάμαι αργά, ανακάθομαι II ~ter,κλώσσα, μοντέλο (ζωγράφου), εύκολοςστόχος II —ting η συνεδρίαση, ποζά-ρισμα, καθισιά, κλώσσημα II —ting-room, καθιστικό.

site [sait] η θέση, τοποθεσία.situated [sitjueitid] adj κείμενος, ευρι-

σκόμενος II be —, κείμαι, ευρίσκομαι.situation [,sitfu" eijh] η θέση || τοποθεσία

II κατάσταση || δουλειά.six [siks] adj έξι || at ~es and sevens,

άνω-κάτω, κουλουβάχατα II ~fold, εξα-πλάσιος, εξαπλασίως II —teen, δεκάξιII —teenth, δέκατος έκτος Η ~ty, εξή-ντα II —tieth, εξηκοστός II the —ties,η δεκαετία του '60.

size [saiz] η μέγεθος, διάσταση, μπόι ||νούμερο (ρούχων, παπουτσιών, κλπ.) ||vt — up, μτφ. ζυγίζω II —able, αρκετάμεγάλος.

sizzle [sizl] η τσιτσίρισμα || vi τσιτσιρί-ζω.

skate [skeit] ουσ. παγοπέδιλο, πατίνι !Ιιχθ. σαλάχι || νί πατινάρω II ~ over/round, παρακάμπτω, (δυσκολία, πρό-βλημα) II — Γ , παγόδρομος, πατινέρ IIskating, παγοδρομία, πατινάζ II skatingrink, παγοδρόμιο, αίθουσα πατινάζ.

skein [skein] n κουβάρι, κούκλα (νή-ματος).

skeleton fskelitn] π σκελετός II κουφά-ρι, σκαρί || — key, πασπαρτού.

skep [skep] π πανέρι, καφάσι.sketch [sketj] π σκαρίφημα, σχέδιο,

σκίτσο || θεατρ. σκετς II γενικό διά-γραμμα || vti σκιτσάρω, σχεδιάζω II —out, διατυπώνω σε γενικές γραμμές ||~er, σκιτσογράφος, σχεδιαστής II —y,πρόχειρος, στοιχειώδης, ατελής ||—iness, προχειρότητα.

skew [skju:] adj λοξός, στραβός II onthe ~, skew-whiff, λοξά, στραβά.

skewer [skju:a] n σουβλάκι (για κρέας)II vt περνώ σε σούβλα, σουβλίζω.

ski [ski:] π σκι || νί κάνω σκι II —er,σκιέρ || —lift, τελεφερίκ για σκιέρ.

skid [skid] n ντεραπάρισμα Ιί vi ντερα-πάρω, γλιστρώ.

skiff [skif] π ελαφριά ατομική βάρκα.skilful ['skilfal] adj επιδέξιος.skill [skil] n επιδεξιότητα || —ed, ειδι-

κευμένος.skillet [skilit] n μαρμίτα || US τηγάνι.skim [skim] vti ξαφρίζω (υγρό), απο-

βουτυρώνω (γάλα) II περνώ ξυστά II —through, διαβάζω στα πεταχτά II — medmilk, αποβουτυρωμένο γάλα || —mer,τρυπητή κουτάλα, ξαφριστήρι.

skimp [skimp] vti τσιγκουνεύομαι, κάνω

οικονομίες II —y, τσιγκουνεμένος,τσουρούτικος, σφιχτοχέρης.

skin [skin] n πετσί, δέρμα, επιδερμίδα IIτομάρι (ζώου) II ασκί, τουλούμι IIπέτσα (σαλαμιού, γάλακτος, κλπ.), φλού-δα (φρούτου, φυτού) \\ vti γδέρνω(ζώο) || μτφ. γδέρνω, μαδώ, εξαπατώκπ || — over, (για πληγή) κλείνω,κάνω πέτσα, επουλώνομαι II — andbone, πετσί και κόκαλο II next to the—, κατάσαρκα II save one's ~, γλυτώνωτο τομάρι μου II keep one's eyes ~ned,έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα II —deep, επιφανειακός, ξώπετσος |i —flint,σπαγγοραμμένος, τσιγκούνης II — game,απάτη, παπάς (παιχνίδι) II —graft,μεταμόσχευση δέρματος II —head, νεα-ρός ταραχοποιός II — ny, κοκκαλιά-ρικος· II —tight, εφαρμοστός IIthick—ned, χοντρόπετσος, αναίσθητοςII thin—ned, ευαίσθητος, εύθικτος.

skint [skint] adj si μπατίρης, αδέκαρος.skip [skip] n πήδημα, σκίρτημα II vti

πηδώ ανάλαφρα, χοροπηδώ II μτφ.πηδώ, παραλείπω II πετάγομαι II —ping-rope, σκοινάκι.

skipper [-skipar] n καραβοκύρης II αρχη-γός ομάδας.

skirmish ['skaimi/] n αψιμαχία II νί αψι-μαχώ II —er, ακροβολιστής.

skirt [sks:t] n φούστα II vti περιτρέχω,φέρνω γύρω II —ing-board, σοβατεπί.

skit [skit] n σατιρικό σκετς, νούμερο.skittish ['skitij] n (για γυναίκα) φιλά-

ρεσκη, ναζιάρα || —ness, φιλαρέσκεια.skittle [skitl] π τσούνι || beer and —s,

ψυχαγωγία, γλέντι.skivvy fskivi] n δουλικό.skulduggery [skAl'dAgari] n κατεργαριά,

απάτη, ματσαράγκα.skulk [skAlk] vi λουφάζω.skull [skAl] n κρανίο.skunk [skArjk] n είδος ασβού II si πα-

λιοτόμαρο.sky [skai] n ουρανός II praise sb to the

skies, ανεβάζω κπ στα ουράνια II—lark, κορυδαλλός II —light, φεγγίτηςII —line, γραμμή του ορίζοντα II—rocket, (χια τιμές) ανεβαίνω σταΰψη II —scraper, ουρανοξύστης ||—wards, προς τον ουρανό.

slab [slaeb] n πλάκα || χοντρή φέτα.slack [slask] adj χαλαρός, μπόσικος ||

άτονος, νωθρός II οκνηρός, αργοκίνη-τος II π κοιλιά (σκοινιού), μπόσικο IIκεσάτια, απραξία II πληθ. σπορ πα-ντελόνι II vi παραμελώ, τεμπελιάζω II— off, λασκάρω (σκοινί) H ~ up,κόβω ταχύτητα II —en vti ελαττώνω/ -ομαι, κόβω, εξασθενώ, χαλαρώνω,

Page 41: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

slag 210

λασκάρω, ξεσφίγγω II —ness, χαλαρό-τητα, νωθρότητα, οκνηρία, απραξία,αναδουλειά.

slag [slaeg] η σκωρία (μεταλλεύματος).slake [sleik] vt σβήνω (δίψα, ασβέστη).slam [slaem] vti κλείνω με πάταγο ||

πετώ με ορμή \\ n απότομο κλείσιμο.slander ['slaends'] n δυσφήμηση, συκο-

φαντία II vt δυσφημώ, συκοφαντώ II~er, συκοφάντης II —ous, συκοφαντι-κός.

slang [slaeq] n αργκό.slant [slaent] n κλίση || [προκατειλημ-

μένη] άποψη || vti γέρνω, κλίνω ||διαστρέφω || on the ~, λοξά II —wise,λοξός, λοξά.

slap [slaep] π μπάτσος, σκαμπίλι, χα-στούκι II vt μπατσίζω, χαστουκίζω,ραπίζω II ~ down, πετώ κάτω με ορμήII adv στα ίσια II —-bang, βίαια,ορμητικά, απότομα II —dash, φουριό-ζος, τσαπατσούλης, adv τσαπατσούλι-κα, φουριόζικα || —happy, ανέμελος II—stick, χοντροκομμένη φάρσα || —up, 5/ (γεύμα) ακριβός και καλός.

slash [slsej] vti [πετσο]κόβω II χτυπώ 11μαστιγώνω || μτφ. περικόπτω, ψαλιδίζωδραστικά II n κόψιμο, κοψιά, καμτσικιάII —ed, (για ρούχα) σχιστός.

slate [sleit] n σχιστόλιθος II πλάκα II vtπλακοστρώνω II κριτικάρω αυστηρά ||US προτείνω ως υποψήφιο II a clean—, καθαρό μητρώο II sweep the ~ clean,μτφ. σβήνω τα παλιά II —-coloured,γκριζόμαυρος II slating, αυστηρή επί-κριση.

slattern ['slastsn] n (για γυναίκα) βρω-μιάρα, γύφτισσα II ~ly adj απεριποίη-τος, βρώμικος.

slaughter ["slo:t3r] π σφάξιμο II σφαγή,μακελειό || vt σφάζω II —-house,σφαγείο II —er, σφαγέας, μακελάρης.

Slav [slffiv] π Σλάβος II adj σλαβικός.slave [sleiv] n σκλάβος, δούλος || vi —

[away at sth], δουλεύω σα ραγιάς ||— driver, επιστάτης δούλων, σκληρόαφεντικό || — ry, δουλεία, σκλαβιά II —ship, δουλεμπορικό πλοίο II ~-trade/-traffic, δουλεμπόριο II slavish, δου-λικός.

slaver ['slaeva1"] n σάλιο II vi τρέχουν τασάλια μου.

Slavonic [sb'vonik] adj σλαβικός.slay [slei] vt irreg σκοτώνω.sleazy ['slr.zi] adj βρώμικος, απεριποί-

ητος.sled [sled], sledge [sled3] n έλκηθρο.sledge[-hammer] ['sled3(-haem3)j n βα-

ριά (γύφτου).sleek [sli:k] adj στιλπνός, λείος || (τρό-

πος) μελιστάλαχτος, γλοιώδης.sleep [sli:p] n ύπνος II vti irreg κοιμάμαι

II κοιμίζω 11 — around, πλαγιάζω μ'όποιον τύχει II — sth off, γιατρεύω κτμε τον ύπνο II — οα sth, αναβάλλωαπόφαση ως την επομένη II — throughsth, δεν ξυπνώ ενώ γίνεται κτ || —with sb, κάνω έρωτα με κπ || — like alog/top, κοιμάμαι σαν κούτσουρο IIgo to ~, αποκοιμιέμαι II get to ~,καταφέρνω να κοιμηθώ II not have awink of —, δεν κλείνω μάτι || haveone's — out, χορταίνω τον ύπνο μου ||pat sb to ~, αποκοιμίζω κπ II —less,άυπνος || — lessness, αϋπνία || —walker,υπνοβάτης.

sleeper ['sli:par] n κοιμώμενος, που κοι-μάται || κουκέτα, βαγκόν-λι II τραβέρ-σα (σιδηρ. γραμμής).

sleeping fsliipirj] adj κοιμισμένος || τουύπνου || για ύπνο II —bag, υπνόσακοςII —car, βαγκόν-λι 11 —draught/pill,υπνωτικό || — partner, ετερόρρυθμοςεταίρος II ~ sickness, ασθένεια τουύπνου.

sleepy ['slr.pi] adj νυσταλέος, νυσταγμέ-νος II (για μέρος) [απο]κοιμισμένος ||(για φρούτα) παραγινωμένος II —head,κοίμησης || sleepiness, νύστα.

sleet [sli.t] n χιονόνερο II it is —ing,ρίχνει χιονόνερο II —y, με χιονόνερο.

sleeve [sli:v] n μανίκι || θήκη (δίσκου) \\αεροπ. ανεμοδείκτης || have sth upone's —, έχω κρυφή ιδέα / κρυφό σχέδιοII —less, αμάνικος.

sleigh [slei] n έλκηθρο.sleight [slait] φρ. — of hand, ταχυδακτυ-

λουργία.slender [slends'] adj λεπτός II λυγερός

II λιγοστός, πενιχρός II ~ness, λεπτό-τητα, λυγεράδα.

sleuth [slu:0] n ντέτεκτιβ II vi ενεργώσα ντέτεκτιβ.

slice [slais] n φέτα, κομμάτι || μερίδιο ||αθλ. φάλτσο χτύπημα II vt κόβω φέ-τες, τεμαχίζω II χτυπώ τη μπάλα μεφάλτσο.

slick [slik] adj γλιστερός, λείος || επιδέ-ξιος || (city) —er, μαλαγάνας, κομπινα-δόρος II oil ~, κηλίδα πετρελαίου.

slide [slaid] n γλίστρημα, ολίσθηση Hτσουλήθρα || διαφάνεια, σλάιντ || vtiirreg γλιστρώ, ολισθαίνω H let things~, αφήνω τα πράγματα κι όπου βγουνII — over sth, μόλις που θίγω, παρα-κάμπτω II —-rule, λογαριθμικός κα-νόνας.

slight [slait] n προσβολή, ταπείνωση,μείωση II vt προσβάλλω, ταπεινώνω,μειώνω || adj λεπτός, αδύνατος, λε-

Page 42: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

211 slur

πτοκαμωμενος || μικρός, ασήμαντος,ελαφρός || not in the ~est, καθόλου ||~ing adj προσβλητικός, μειωτικός ||~ly, λίγο, ελαφρώς || —ness, λεπτό-τητα.

slim [slim] adj λεπτός, αδύνατος, λυγε-ρός || πενιχρός, ελάχιστος || vi αδυ-νατίζω II grow/get —, αδυνατίζω ||keep —, διατηρώ τη σιλουέττα μου ||be on a ~ming diet, κάνω δίαιτα αδυ-νατίσματος II —ness, λυγεράδα.

slime [slaim] n λάσπη, βούρκος || γλοι-ώδες υγρό.

slimy f'slaimi] adj γλιτσιασμένος, γλοι-ώδης.

sling [slirj] π σφεντόνα || ποτό II κούνια(/ια χέρι σε γύψο) II λουρί (σακι-δίου), αορτήρας (όπλου), ζωστήρα (ξί-φους) || θηλειά (για ανύψωση) II vtiirreg εκσφενδονίζω, πετώ II αναρτώ,κρεμώ || — mud at sb, λασπολογώ ||~ sb out, πετώ κπ έξω II mud-~er,λασπολόγος.

slink [slirjk] vti irreg κινούμαι κρυφά/στη ζούλα.

'slip [slip] n γλίστρημα, ολίσθημα, πα-ραπάτημα II [pillow-]—, μαξιλαροθήκηII [gym-]—, αμάνικη ποδιά μαθήτριαςII παραφυάδα, κεντρί || πληθ. ναυπηγ.σκαριά || —-cover, σκέπασμα επίπλωνII —knot, βρόχος, συρτοθηλειά ||—-over, αμάνικο πουλόβερ || -—road,δρόμος εξόδου προς ή από αυτοκινη-τόδρομο II —up, σφάλμα, γκάφα ||— way, ναυπηγική κλίνη.

2slip [slip] vti γλιστρώ II ξεγλιστρώ IIκινούμαι κρυφά ή αθόρυβα || — onsth; — into sth, φορώ κτ στα γρήγοραII — off sth; — out of sth, βγάζω κτγρήγορα || ~ one's mind, ξεχνώ II —up, κάνω λάθος / γκάφα.

slipper ['slipa'] n παντόφλα.slippery ['slipari] adj γλιστερός, ολι-

σθηρός II (άνθρ.) πονηρός.slipshod ['slipjod] adj πρόχειρος, κακο-

φτιαγμένος.slit [slit] n σχισμή, χαραμάδα II adj

σχιστός II vti irreg σκίζω/-ομαι.slither ['sli6ar] vi γλιστρώ II έρπω (σα

φίδι) || ~y, γλιστερός.sliver ['sliv3r] n σκλήθρα, πελεκούδι ||

λεπτή μακρουλή φέτα.slobber ['slobs'] n σάλια II μτφ. σαλια-

ρίσματα II vti τρέχουν τα σάλια μου IIγεμίζω σάλια, σαλιαρίζω II — over sb,πολυχαϊδεύω κπ.

sloe [slou] n [αγριο]κορόμηλο.slog [slog] vti κοπανάω II δουλεύω σκλη-

ρά II βαδίζω σταθερά II ~ger, δουλευ-ταράς.

slogan [slougan] n σύνθημα.slop [slop] n νερόπλυμα II βρωμόνερα ||

(ρούχα) ετοιματζίδικα II στρωσίδια ||vti χύνω II (για υγρό) χύνομαι, ξε-χειλίζω II πασαλείφω II πλατσαρίζω,τσαλαβουτώ || — over sb, αναλύομαισε αισθηματολογίες, σαλιαρίζω ||—pail, βούτα (αποχωρητηρίου).

slope [sloup] n πλαγιά II κλίση (εδά-φους) \\ στρατ. θέση όπλου «επ' ώμου»II vti κλίνω, γέρνω, κατηφορίζω ||φέρω όπλο επ' ώμου II sloping adj κα-τηφορικός.

sloppy ['slopi] adj πρόχειρος, τσαπα-τσούλικος || γλυκανάλατος, σαχλός ||(για τροφή) ζουμερός II (για δρόμο)λασπερός, με νερά II (για τραπέζι)βρεγμένος (από χυμένα ποτά) II sloppi-ness, τσαπατσουλιά, σαχλή αισθημα-τολογία.

slosh [sloj] vti κοπανάω II — about,πλατσουρίζω, τσαλαβουτώ II ~ sthabout, περιχύνω.

slot [slot] n σχισμή, χαραμάδα || εγκοπή,εντομή, αυλακιά II θεσούλα || vt χώνω,βάζω, τοποθετώ.

sloth [slouG] n νωθρότητα, οκνηρία II—ful, νωθρός.

slouch [slautj] π βαρύ, συρτό βήμα || viκοπροσκυλιάζω.

'slough [slau] π τέλμα, βάτος.slough [sUf] n φιδοπουκάμισο.slovenly [sUvnli] adj απεριποίητος, τσα-

πατσούλικος, ατημέλητος.slow [slou] adj αργός, βραδύς II κουτός,

αργονόητος ||. adv αργά II vti —up/down, επιβραδύνω II be —, (γιαρολόι) πάω πίσω || be — to, αργώ ναII go ~, επιβραδύνω τη δουλειά ||— coach, αργοκίνητος, αργονόητος άν-θρωπος II —ness, βραδύτητα, βραδύ-νοια II go—; —down, επιβράδυνσητης παραγωγής II —worm, σαμιαμίδι.

sludge [sL\d3] n λάσπη, βούρκος, μι-σολυωμένο χιόνι || απόβλητα υπονό-μου II καμένα λάδια.

slug [skg] n γυμνοσάλιαγκας II — gish,αργοκίνητος, νωθρός, βραδύς.

sluice [slu:s] π υδροφράκτης, βάνα || vtξεπλένω || — [out], αδειάζω, ξεχύνομαι.

slum [sUm] n φτωχομαχαλάς.slumber ['sUmb3r] n (ιδ. πληθ.) ύπνος II

vi κοιμάμαι ήσυχα || —ous, νυσταλέος,μισοκοιμισμένος.

slump [sUmp] n οικονομική κρίση, από-τομη πτώση (τιμών) II vi σωριάζομαι,πέφτω απότομα.

slur [sb/] n μτφ. μουτζούρα, στίγμα,κηλίδα || κακή άρθρωση, μπέρδεμα(λόγων) || θολή εκτύπωση II μουσ.

Page 43: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

slush 212

σύζευξη II vti τρώγω τα λόγια μου IIμπερδεύω (γράμματα, τυπωμένες αράδες)II μουσ. ενώνω δύο φθόγγους II ~over, θίγω επιτροχάδην.

slush [sUJ] η χιονόλασπη II μτφ. σα-χλός συναισθηματισμός, σιρόπια II ~y,λασπερός, μτφ. γλυκανάλατος.

slut [sUt] η απεριποίητη γυναίκα, γύ-φτισσα II σκρόφα || ~tish, απεριποίη-τος, τσαπατσούλικος.

sly [slai] adj πονηρός, πανούργος, ύπου-λος || ζαβολιάρικος, τσαχπίνικος II a~ dog, κρυφή σουπιά || —ness, πονη-ριά, τσαχπινιά.

smack [smaek] n πλατάγισμα (χειλιών),στράκα (μαστιγίου) II χαστούκι, μπά-τσος II χτύπημα II ελαφρή γεύση,ίχνος, δόση, χροιά II adv ακριβώς,ίσια II vt χαστουκίζω II vi ~ of, έχωμια γεύση / οσμή από, όζω, μυρίζω ||get a ~ in the eye, τρώω μια στο μά-τι, μτφ. μου'ρχεται κατραπακιά II harea — at sth, δοκιμάζω να κάμω κτ ||~er, σκαστό φιλί || ~ing η ξύλο.

small [smo:l] adj μικρός || ασήμαντος ||περιορισμένος II μικροπρεπής || λίγος,καθόλου II look/feel —, νιώθω γε-λοίος / ταπεινωμένος II in a — way,μέτρια, σε μικρή κλίμακα II ~ change,ψιλά || ~ talk, ψιλοκουβέντα \\ —arms, ελαφρά όπλα II —holder, μι-κροϊδιοκτήτης II —holding, μικρό αγρό-κτημα, κλήρος || —minded, στενόμυα-λος, ταπεινός || —ness, μικρότητα ||—pox, βλογιά \\ —-time, παρακατιανός.

smarmy ['sma:mi] adj υποκριτικός, κό-λακας.

smart [sma:t] η τσούξιμο (ματιών), πό-νος, αγωνία II adj τσουχτερός, δυνα-τός II σβέλτος, ζωηρός II US έξυπνος,δραστήριος II κομψός, ωραίος, μοντέρ-νος || vti τσούζω, πονώ, υποφέρω II —for sth, μτφ. πληρώνω για κτ II ~en[oneself] up, καλλωπίζω/-ομαι, κομ-ψαίνω || look ~! κάνε γρήγορα! ||—ness, εξυπνάδα, κομψότητα, γρηγο-ράδα.

smash [smaej] η σύγκρουση, συντριβή ||χρεωκοπία, κραχ II χτύπημα II vtiσυντρίβω, κομματιάζω/-ομαι || προ-σκρούω με ορμή, χτυπώ II εκμηδενίζω,διαλύω || χρεωκοπώ II —er, βίαιοχτύπημα, πλήγμα, si καταπληκτικόπράγμα, όμορφη γυναίκα || —ing adjπερίφημος, καταπληκτικός.

smattering ['smaetsritj] n πασάλειμμα,

ψευτογνώσεις.smear [simV] η μουτζούρα, κηλίδα II

vti [πασ]αλείφω/-ομαι || μουτζουρώνω/-ομαι, μουτζαλώνω || μτφ. δυσφημώ,

κατασπιλώνω, κηλιδώνω II — campaign,δυσφημιστική εκστρατεία.

smell [smel] η όσφρηση II μυρουδιά,οσμή II δυσοσμία II vti irreg μυρίζω/-ομαι II —ing salts, αμμωνία με λεβά-ντα II ~y, δύσοσμος.

smelt [smelt] vt λυώνω μέταλλα II —ingworks, χυτήριο.

smile [smail] η χαμόγελο II vi χαμογελώII εκφράζω με χαμόγελο.

smirch [sm3:tj] η κηλίδα II vt κηλιδώνω.smirk [sma:k] η χαζό χαμόγελο II vi

χαμογελάω χαζά ή αυτάρεσκα.smite [smait] vti irreg χτυπώ, τύπτω II

πλήττω.smith [smiO] η σιδεράς II black—, γύ-

φτος II gold—, χρυσοχόος Η —y, σιδη-ρουργείο.

smithereens [,smi63'ri:nz] η pi θρύψαλα,σμπαράλια.

smock [smok] η φόρμα, μπλούζα.smog [smog] η νέφος, αιθαλομίχλη.smoke [smouk] n καπνός II κάπνισμα II

vti καπνίζω II —bomb, καπνογόνοςβόμβα || —er, καπνιστής, βαγόνι κα-πνιζόντων II ~er's throat, φαρυγγίτιδακαπνιστών || —less, άκαπνος, καθαρόςII smoky adj που καπνίζει, γεμάτοςκαπνούς.

smooth [stnu:6] adj λείος, ομαλός, στρω-τός II απαλός || γλυκόπιοτος II γλυ-κομίλητος, ήρεμος, ευγενικός II vtiλειαίνω, ισιώνω, στρώνω, πλανίζω IIγαληνεύω, ηρεμώ II — down/over/a-way, εξομαλύνω II —ness, ομαλότητα,γλυκύτητα, υποκρισία.

smother [~smA6ar] vt πνίγω, προκαλώασφυξία II σβήνω II καταπνίγω.

smoulder ['smoulds'] vi σιγοκαίω, κρυ-φοκαίω, υποβόσκω.

smudge [smAd3] η μουτζαλιά, μουτζού-ρα \\ vt μουτζαλώνω, μουτζουρώνω.

smug [smAg] adj ανόητα αυτάρεσκος II—ness, αυταρέσκεια, μακαριότητα.

smuggle [smAgl] vt κάνω λαθρεμπόριο,περνώ λαθραία II — Γ, λαθρέμπορος.

smut [smAt] η λεκές, μουτζούρα II κα-πνιά (φυτών) || αισχρολογίες, βρωμιέςII vt μουτζουρώνω, λεκιάζω II —ty adjμουτζουρωμένος, λερός, αισχρός, σό-κιν.

snack [snjek] η μεζές, κολατσιό.snag [snaeg] η εμπόδιο, δυσκολία, μτφ.

κόμπος.snail [sneil] η σαλιγκάρι II at a —'s

pace, με βήμα χελώνας.snake [sneikj η φίδι || vi προχωρώ σα

φίδι II -—bite, δάγκωμα φιδιού II—charmer, γητευτής φιδιών.

snap [snaep] η βούτηγμα, άρπαγμα II

Page 44: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

213 soap

κρότος, κρακ II μπισκοτάκι II ελατή-ριο, σούστα (βαλίτσας, κλπ.) II putsome — into it! κάνε γρήγορα! II adjαιφνιδιαστικός, γρήγορος II vti αρπά-ζω II σπάζω, κόβομαι II κροταλίζω,ανοίγω / κλείνω με κρακ II μιλώ από-τομα/κοφτά || τραβώ φωτογραφία II ~at sb, αγριομιλάω σε κπ || ~ into it,αρχίζω κτ μ' ενεργητικότητα II cold—, απότομη ψύχρα II (ginger/brandy)—, μπισκοτάκι II ~py, νευρώδης,ζωηρός, ζωντανός, σβέλτος II ~pish,οξύθυμος, απότομος.

snare [snear] η παγίδα, βρόχος, δίχτυ IIμτφ. δόλωμα II vt παγιδεύω, πιάνωστα βρόχια.

snarl [sna:l] η γρύλισμα II νί γρυλίζω IIμπλέκω / -ομαι, μπερδεύομαι.

snatch [snastf] η άρπαγμα, βούτηγμα ||διάστημα II κομμάτι, απόσπασμα II vtiαρπάζω, βουτώ II μτφ. κλέβω.

sneak [sni:k] η μαρτυριάρης II ύπουλοςάνθρωπος || vti κινούμαι κρυφά/ ύπο-πτα II ~ on sb, προδίνω, μαρτυρώ κπII σχολ. si σουφρώνω, κλέβω II ~ing,κρυφός, ανομολόγητος II ~ers, πάνιναή λαστιχένια παπούτσια II ~y, ύπου-λος, κρυφός II -—thief, λωποδυτάκος.

sneer [sniy] η χλευασμός, σαρκασμός IIνί χλευάζω, σαρκάζω.

sneeze [sni:z] π φτάρνισμα || νί φταρνί-ζομαι.

snick [snik] π χαρακιά, κοψιά.snicker ['sniksr] η χαχάνισμα || νί χα-

χανίζω.sniff [snif] η εισπνοή, ρουφηξιά, σου-

σούνισμα || vti ρουφώ με τη μύτη,εισπνέω || σουσουνίζω.

snigger ['snigsr] η χαχανητό, κρυφόγε-λο || νί χαχανίζω, κρυφογελώ, γελώνευρικά.

snip [snip] π ψαλίδισμα, ψαλιδιά II από-κομμα || νί ψαλιδίζω, κόβω.

sniper ['snaipar] n ελεύθερος σκοπευτής.snippet [snipit] π κομματάκι, ειδησούλα.snivel [snivl] vi μυξοκλαίω, κλαψουρίζω

II ~ler, κλαψούρης.snob [snob] η σνομπ II —bery, σνο-

μπισμός || —bish, ψωροπερήφανος.snood [snu:d] η φιλές (μαλλιών).snook [smr.k] στη φρ. cock a — at sb,

κοροϊδεύω κπ (με τον αντίχειρα στημύτη και τα δάχτυλα απλωμένα).

snooker ['snu:k3r] n είδος μπιλιάρδου.snoop [snu:p] vi — around, κατασκο-

πεύω, παραφυλάω II ~ into, χώνω τημύτη μου εις || ~er, αδιάκριτος.

snooty fsnir.ti] adj ψηλομύτης.snooze [snu:z] π υπνάκος II vi κοιμάμαι

λίγο, λαγοκοιμάμαι.

snore [sno:r] n ροχάλισμα II vi ροχαλίζω.snort [sno:t] n φρούμασμα, ξεφύσημα ||

vi φρουμάζω, ρουθουνίζω, ξεφυσώ IIγελάω κοροϊδευτικά.

snot [snot] π μύξα II ~ty, μυξιάρικος,ψηλομύτης.

snout [snaut] n ρύγχος, μουσούδα,μούτρο.

snow [snou] n χιόνι II vti χιονίζει ||πέφτω βροχηδόν, κατακλύζω II —-balln χιονόμπαλα, vti παίζω χιονοπόλεμο,αυξάνομαι γρήγορα II —blind, τυφλω-μένος (από το χιόνι) II —bound, απο-κλεισμένος από χιόνι II —capped/-clad, χιονοσκεπής || —drift, χιονοστι-βάδα || —fall, χιονόπτωση 11 —flake,νιφάδα χιονιού || —man, χιονάνθρωποςII -—plough, εκχιονιστήρας || —shoe,χιονοπέδιλο II —storm, χιονοθύελλα II—-white, χιονάτος, κατάλευκος II —y,χιονοσκεπής, χιονάτος, του χιονιού.

snub [snAb] n προσβολή, απότομο φέρ-σιμο, ταπεινωτική αποποίηση II vtαποπαίρνω, φέρνομαι απότομα, σνο-μπάρω H —-nosed adj πλατσομύτης.

snuff [snAf] n ταμπάκος (σκόνη) II vtiκόβω την κάφτρα (κεριού) II — out,σβήνω II — it, πεθαίνω II —ers, ψαλίδι(για την κάφτρα).

snuffle [snAfl] n σουσούνισμα II νί σου-σουνίζω.

snug [snAg] adj αναπαυτικός, ζεστός,άνετος, βολικός, εφαρμοστός || —ness,άνεση, χουζούρι, ζεστασιά.

snuggle [snAgl] vti μαζεύω/-ομαι [κοντάσε κπ], χώνω /-ομαι, σφίγγω/-ομαι[πάνω σε κπ].

so [sou] adv τόσο II έτσι, αυτό, το || τοίδιο II conj κι έτσι, γ ι ' αυτό, επο-μένως, λοιπόν || — far, μέχρις εδώ/τώρα || — long as, εφόσον, αρκεί να II— long, αντίο II — much, τόσο || —many, τόσοι || — much ~ that, σε τέ-τοιο σημείο που H — much for, αυτάγια II — that, ούτως ώστε || — as to,ώστε να || — what? και λοιπόν; || —to speak/say, τρόπος του λέγειν II and— on, και ούτω καθεξής II or —, περί-που II -—called, δήθεν.

soak [souk] n μούσκεμα, μούλιασμα IIvti διαποτίζω/-ομαι, μουσκεύω, μου-λιάζω || φορολογώ βαριά, γδέρνω IIμπεκρουλιάζω II — up, απορροφώ II be~ed to the skin, είμαι βρεγμένος ώςτο κόκκαλο II in —, στο μούσκιο IIold —, μπεκρούλιακας.

soap [soup] π σαπούνι II vt σαπουνίζωΗ —bubble, σαπουνόφουσκα II —(-opera), γλυκανάλατο σήριαλ || —powder, σαπούνι-σκόνη || —suds, σα-

Page 45: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

soar 214

πουνάδες II ~y, γαλίφικος.soar [so/] vi πετώ, υψώνομαι πολύ,

ανεβαίνω σε ύψη.sob [sob] π λυγμός, αναφυλλητό || vi

κλαίω με λυγμούς II λέω μ' αναφυλ-λητά.

sober ['soubar] adj νηφάλιος, αμέθυ-στος II σοβαρός II vti — [down],σοβαρεύω, φρονιμεύω II ~ up, ξεμεθάω,συνεφέρνω, συνέρχομαι.

sobriety [sa'braiati] η σοβαρότητα, νηφα-λιότητα, εγκράτεια.

sobriquet ['soubrikei] π παρατσούκλι.soccer ['sokV] n ποδόσφαιρο.sociable ['soujabl] adj κοινωνικός, ομι-

λητικός.social [soujl] adj κοινωνικός II S~

Democrat, σοσιαλδημοκράτης II ~ se-curity, κοινωνική ασφάλιση II ~ work-er, κοινωνικός λειτουργός II ~ism,σοσιαλισμός || ~ist, σοσιαλιστής II~iie, κοινωνικοποιώ II ~ite, κοσμικόςάνθρωπος.

society [sa'saiati] π κοινωνία || υψηλήκοινωνία II συντροφιά, παρέα II εται-ρία, οργάνωση.

sociology [.sousi'otadji] η κοινωνιολο-γία II sociologist, κοινωνιολόγος || so-ciological, κοινωνιολογικός.

sock [sok] n κοντή κάλτσα || si χτύπη-μα || vt χτυπώ, κοπανάω II pull upone's —s, εντείνω τις προσπάθειες μουII put a — in it! βούλωσ' το!

socket ['sokit] η κόγχη (ματιού), ντουί(λάμπας), πρίζα, κοίλωμα.

sod [sod] η χορταριασμένο χώμα IIδύσκολη δουλειά II (βρισιά) κόπανοςII ~omite, αρσενοκοίτης || ~omy, σο-δομία, παρά φύσιν ασέλγεια.

soda ['soucb] n σόδα II —-fountain, ανα-ψυκτήριο II —-water, αεριούχο νερό.

sodden [sodn] adj βρεγμένος, μουσκεμέ-νος II [drink-]—, αποκτηνωμένος [απότο πιοτό].

sodium ["soudiam] η χημ. νάτριο.sofa [soufa] n καναπές.soft [soft] adj μαλακός, απαλός || πλα-

δαρός, μαλθακός || χαζός, λωλός ||θαμπός II have a — spot for sb, έχωαδυναμία σε κπ II —en vti μαλακώνωII —boiled, (αυγό) μελάτο II — drink,αναψυκτικό II — drug, μαλακό ναρκω-τικό II —headed, χαζός II —hearted,συμπονετικός II —ness, απαλότητα H —pedal, μετριάζω II ~ soap, κολακείες,μαλαγανιές II —soap, vt κολακεύω II—spoken, γλυκομίλητος II —y n χαζός,ξεκούτης.

soggy ['sogi] adj πολύ υγρός, λασπερός.soil [soil] n έδαφος, γη, χώμα II vti

λερώνω/ -ομαι.sojourn [-sod33n] n διαμονή H vi παρεπι-

δημώ.solace [solis] n παρηγοριά, ανακούφιση

II vt παρηγορώ, ανακουφίζω.solar f soub r ] adj ηλιακός.solder ['soukbr] n καλάι II vt συγκολλώ.soldier ['souldjs^] n στρατιώτης, στρα-

τιωτικός II vi υπηρετώ ως στρατιώτηςΗ — on, μτφ. συνεχίζω τολμηρά/απο-φασιστικά II — of fortune, μισθοφόρος,τυχοδιώκτης II —ly adj στρατιωτικός,ως στρατιώτης II —y n τα στρατό,φανταρία.

sole [soul] n ιχθ. γλώσσα II σόλα II vtσολιάζω II adj μόνος, μοναδικός, απο-κλειστικός.

solecism ['solisizam] n σολοικισμός.solemn ['sotam] adj επίσημος II σοβα-

ρός II — ity [sa'lemnati] επισημότητα,ιεροτελεστία II —ize ["sobmnaiz] vtτελώ μ' επισημότητα, εορτάζω, πανη-γυρίζω.

solicit [sa'lisit] vti ζητώ II (για πόρνη)ψωνίζω πελάτες II —or, δικηγόρος II—ous, ενδιαφερόμενος, περιποιητικός.

solid [solid] n στερεό σώμα || adj στε-ρεός II συμπαγής || ατόφιος, ακέραιοςII γερός II ομόφωνος, σύσσωμος II ολό-κληρος, αδιάκοπος, συνεχής II —ity[ss'lidsti] στερεότητα, αντοχή, εγκυ-ρότητα II —arity [.soli'daersti] αλλη-λεγγύη II ~ify, στερεοποιώ /-ούμαι.

solliloquy [ss'libkwi] n μονόλογος.solitaire [,soli-te3r] n μονόπετρο || πασιέ-

ντζα.solitary ["solitri] adj μοναχικός || από-

μερος, απομονωμένος II μοναδικός II— confinement, απομόνωση.

solitude fsolitju:d] n απομόνωση, μονα-ξιά II ερημιά.

solo [soulou] n μουσ. σόλο II —ist,σολίστ.

solstice ['solstis] n ηλιοστάσιο.soluble f soljubl] adj διαλυτός.solution [sa'lurjn] n λύση II διάλυση ||

διάλυμα.solve [solv] vt λύνω (αίνιγμα).solvent f solvant] n διαλυτικό II adj δια-

λυτικός II αξιόχρεος II solvency, τοαξιόχρεο.

sombre [~somb3r] adj σκούρος, σκοτει-νός, σοβαρός || —ness, μελαγχολία,σοβαρότητα.

some [SAITI] adj, pron μερικό, μερικοί ||λίγο, λίγοι, αρκετοί II κάποιος II κά-που, περίπου II —body; —one, κάποιοςII —how, οπωσδήποτε II —place, USκάπου || —thing, κάτι II —time, κά-ποτε, κάποια μέρα || —times, πότε-

Page 46: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

215 soviet

πότε, μερικές φορές II ~way US οπωσ-δήποτε II ~where, κάπου.

somersault ['sAmasoiIt] η τούμπα II viπαίρνω τούμπα.

somnabulism [som' naebjulizm] η υπνο-βασία II somnabulist, υπνοβάτης.

somnolent ['somnabnt] adj νυσταλέος.son [SAII] n γιος || — in-law, γαμπρός.sonata [sa~na:ts] η σονάτα.song [sorj] η τραγούδι II κελάηδημα ||

ποίημα II for a —, σχεδόν τζάμπα ||make a — and dance about sth, χαλάωτον κόσμο για κτ II —bird, ωδικό πτη-

. νό II —ster, τραγουδιστής i| —stress['sorjstris] τραγουδίστρια.

sonic [sonik] adj ηχητικός.sonnet fsonit] η σονέτο.sonny ['sAni] η (προσαγορευτικά) παλ-

ληκάρι μου, μικρέ μου.sonorous ['sonarasj adj ηχηρός II βαρύγ-

δουπος.soon [su:n] adv σύντομα, σε λίγο II

νωρίς || how —, σε πόση ώρα || as —as, αμέσως μόλις II no ~er... than,πριν καλά-καλά... και || ~er or later,αργά ή γρήγορα II would just as —,δεν με πειράζει να, το ίδιο μου κάνεινα II —er than, προτιμότερο από II as~ as not, προτιμότερα, καλύτερα || no~er said than done, αμ' έπος αμ'έργον, το γοργό και χάρη έχει.

soot [sut] η καπνιά, κάπνα, φούμος ||~y, γεμάτος καπνιά.

soothsayer ['su:Gsei3r] η μάντης.soothe [βικδ] vt καλμάρω, καταπραΰνω.soothing ['su:6irj] adj καταπραϋντικός,

κατευναστικός.sop [sop] η παπάρα II δώρο (για δωρο-

δοκία) || vt παπαριάζω II ~ up, μαζεύω(υγρό) || ~ping, πολύ βρεγμένος II~py, γλυκανάλατος.

sophism ['sofizm] η σόφισμα, σοφιστείαII sophist, σοφιστής.

sophisticated [sa'fistikeitid] adj ραφινά-τος || τεχν. περίπλοκος, υπερμοντέρνοςII λεπτός, φίνος || sophistication, εκζή-τηση, περιπλοκότητα.

sophistry ['sofistri] η σοφιστεία, σοφι-στική.

sophomore [sofamo:] n US δευτεροετήςφοιτητής.

soporific f.sopa'rifik] η υπνωτικό || adjυπνωτικός.

sorbet ["so:bei, 'so:bat] η σερμπέτι.sorcerer ['so:s3rar] η μάγος || sorceress,

μάγισσα II sorcery, μαγεία, μάγια.sordid ["sordid] adj άθλιος, βρώμικος ||

ποταπός, πρόστυχος II ~ness, βρωμιά,αθλιότητα, χυδαιότητα.

sore [so:r] η έλκος, πληγή II adj πονε-

μένος, πληγιασμένος || πικραμένος IIχολωμένος || ~ly, πολύ, σκληρά II— ness, πόνος, χόλιασμα, πίκρα.

sorrow ['sorou] η λύπη, θλίψη II viθλίβομαι, θρηνώ II —ful, θλιμμένος,λυπητερός.

sorry ['sori] adj λυπημένος II αξιολύπη-τος II be —, λυπάμαι.

sort [so:t] η είδος || vti ~ (out), ξεχωρίζωξεδιαλέγω, ταξινομώ II of a ~; of —s,δήθεν, ψευτο— II — of, κάπως, κατάκάποιο τρόπο II a good ~, καλόςτύπος II out of —s, αδιάθετος || ~er,ταξινόμος.

sortie ['so:ti] η στρατ. έξοδος.sot [sot] η κτήνος (από το ποτό).soul [soul] η ψυχή II νεκρός II άνθρω-

πος 11 προσωποποίηση |[ All ~ s ' day,ψυχοσάββατο II —-destroying, ψυχο-φθόρος II —-searching, ενδοσκόπηση ||—stirring, συγκλονιστικός II —ful, πα-θιασμένος II —less, άψυχος.

'sound [saund] π ήχος II πορθμός II~ barrier, φράγμα του ήχου II —effects, ηχητικά εφφέ || — film, ομι-λούσα ταινία H —proof, ηχομονωτι-κός II —proofed, με ηχομόνωση II —-track, ηχητική ζώνη ταινίας II —-wave, ηχητικό κύμα.

sound [saund] adj υγιής, γερός II βά-σιμος, ορθός, φρόνιμος II (για ύπνο)βαθύς II a — mind in a — body, νουςυγιής εν σώματι υγιεί || — ly, γεράολοκληρωτικά, βαθειά || —ness, ορθό-τητα, υγεία.

sound [saund] vti ηχώ, σημαίνω II φαί-νομαι (στ' αυτί) \\ ναυτ. βυθομετρώ II— sb out [on sth], βολιδοσκοπώ κπ[για κτ] II —ing, βυθομέτρηση, βολιδο-σκόπηση.

soup [su:p] η σούπα II in the ~, σεδύσκολη θέση, μπλεγμένος.

sour ['sau3r] adj ξινός, ξινισμένος II(άνθρ.) ανάποδος, γκρινιάρης II turn~, ξινίζω || —ness, ξινίλα, στριφνό-τητα.

source [so:s] η πηγή.souse [saus] vt καταβρέχω II παστώνω,

βάζω σε άλμη II — α\ si σουρωμένος.south [sau9] η νότος, νοτιά || adj νότιος

II adv νότια.southern [~5Λδ3η] adj νότιος II —er, νό-

τιος, κάτοικος του νότου.souvenir [.suiva'nia1'] η ενθύμιο.sovereign fsovrin] η άρχοντας, ηγεμό-

νας II χρυσή λίρα || adj ύπατος, υπέρ-τατος II ανεξάρτητος II —ty, εθνικήκυριαρχία.

soviet [souviat] η συμβούλιο, σοβιέτ IIthe S— Union, η Σοβιετική Ένωση.

Page 47: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

sow 216

'sow [sau] π γουρούνα.2sow [sou] vti irreg σπέρνω II ~er,

σπορέας.soya [soia] η σόγια.spa [spa:] η λουτρόπολη, ιαματική πηγή.space [speis] η χώρος II διάστημα II

κενό || απόσταση || θέση, τόπος IIπερίοδος II vt ~ sth out, αραιώνω κτ(τοπικά ή χρονικά) II ~ night, δια-στημική πτήση II single/double spac-ing, μονό /διπλό διάστημα.

spacious ["speifas] adj ευρύχωρος.spade [speid] n φτυάρι, τσάπα || χαρ-

τοπ. μπαστούνι, πίκα II vt — up,σκάβω (με τσάπα) II call a ~ a ~,λέω τα σύκα-σύκα II ~ful, φτυαριά II—work, προκαταρκτική χοντροδουλειά.

spaghetti [spa'geti] n μακαρόνια.Spain [spein] n Ισπανία.span [spaen] n σπιθαμή || απόσταση,

άνοιγμα (χεριών, φτερών, αψίδας) ||διάρκεια (ζωής) H νί ζευγνύω, καλύπτωII μετρώ (με σπιθαμές).

spangle [spaerjgl] n πούλια.Spaniard ['spaeniad] n Ισπανός.spaniel ['speenial] n (σκυλί) σπάνιελ.Spanish ['spaenij] adj ισπανικός.spank [spasqk] n ξύλο (στον πισινό) ||

vf δέρνω [παιδί στον πισινό].spanner ['spaena1"] n γαλλικό κλειδί.spar [spa:] vi προπονούμαι στην πυγ-

μαχία II λογομαχώ.spare [spear] π ανταλλακτικό || adj

διαθέσιμος, περίσσιος, εφεδρικός (| λι-τός || ξερακιανός || vti φείδομαι, λυπά-μαι, γλυτώνω II διαθέτω, δίνω || ~ sb'sfeelings, αποφεύγω να πληγώσω κπ ||enough and to ~, υπεραρκετός || spar-ing of, φειδωλός || ~ parts, ανταλλα-κτικά II ~ wheel, ρεζέρβα II —ness,αδυναμία, λιτότητα.

spark [spa:k] n σπινθήρας, σπίθα || vtiσπιθοβολώ, πετώ σπίθες II ~ off,προκαλώ, είμαι έναυσμα για || —ing-plug, τεχν. μπουζί.

sparkle [spa:kl] n σπινθηροβόλημα, λάμ-ψη, σπίθα II vi σπινθηροβολώ, σπι-θίζω II sparkling adj σπινθηροβόλος.

sparrow ['spaerou] n σπουργίτι.sparse [spa:s] adj αραιός, σποραδικός ||

—ly, αραιά II —ness, σπάνις, αραιότητα.Spartan [spa:tn] adj σπαρτιατικός, λιτός.spasm [spszam] π σπασμός, σύσπαση ||

κρίση, παροξυσμός 11 --odic, σπασμω-δικός.

spastic ['spaestik] adj σπαστικός.spat [spxt] n γκέτα II καυγαδάκι.spate [speit] n πλημμύρα.spatial [speifl] adj διαστημικός, του χώ-

ρου.

spatter fspastar] n πιτσίλισμα II ψιχάλαII vti πιτσιλίζω || πέφτω/χτυπώ στάλα-στάλα.

spatula fspaetjub] n σπάτουλα.spawn [spo:n] n αυγά/γόνος ψαριών ||

vti (για ψάρι) γεννώ II μτφ. γεννοβολώ.speak [spi.k] vti irreg μιλώ II προφέρω,

λέγω II βγάζω λόγο, αγορεύω II — forsb, μιλώ υπέρ κάποιου/για λογαρια-σμό του || — to sth, επιβεβαιώνω κτ ||~ up, μιλώ δυνατότερα II nothing to— of, τίποτα άξιο λόγου II —s volumesfor, λέει πολλά για II so to ~, ούτωςειπείν |] ~ one's mind, λέω τη γνώμημου II ~ well for, δείχνω, φανερώνω ||~er, ομιλητής, ρήτορας, μεγάφωνο ||S~er, GB Πρόεδρος της Βουλής.

spear [spiar] π δόρυ, ακόντιο, λόγχη,καμάκι || vt λογχίζω, καμακώνω ||—head n αιχμή (δόρατος, επίθεσης),vt αποτελώ την αιχμή.

spearmint ['spismint] n δυόσμος.special [spe/1] adj ειδικός, ιδιαίτερος,

ξεχωριστός II —ist, π ειδικός || —ity,ειδικότητα, ιδιαίτερο χαρακτηριστικόII — ize [in], ειδικεύομαι [εις] Π ~iza-tion, ειδίκευση || ~ly, ειδικώς.

species [~spi:Ji:z] n γίνος, είδος, τύπος.specific [spa'sifik] adj ειδικός, ιδιάζων,

ειδοποιός || συγκεκριμένος, ρητός, σα-φής II — gravity/weight, ειδικό βάροςII —ally, ειδικά, συγκεκριμένα.

specification [,spesifi'keijn] n [εξειδίκευ-ση || πληθ. τεχνική περιγραφή, προ-διαγραφές, χαρακτηριστικά.

specify ['spesifai] vt [καθ]ορίζω, προδια-γράφω, αναφέρω λεπτομερώς.

specimen fspesimsn] n δείγμα || (άνθρ.)τύπος.

specious [~spi:Jss] adj απατηλός, εύσχη-μος, κατ' επίφαση σωστός.

speck [spek] n κηλίδα II μόριο II ψήγμαII στίγμα, κουκίδα II —less, ακηλίδωτος.

speckle [spekl] n πιτσίλα, σημαδάκι,στίγμα II ~d, πιτσιλωτός, διάστικτος.

specs [speks] n pi ματογυάλια.spectacle ['spektakl] π θέαμα || πληθ.

γυαλιά || make a — of oneself, γίνομαιθέαμα, γελοιοποιούμαι || ~d, διοπτρο-φόρος.

spectacular [spek"taekjutar] adj θεαματι-κός.

spectator [spek1 teitar] n θεατής.spectral ['spektral] adj φασματικός || σα

φάντασμα.spectre ['spektar] n φάσμα || φάντασμα.spectrum ['spektram] n φυσ. φάσμα.speculate ['spekjuleit] vi διαλογίζομαι,

κάνω σκέψεις / υποθέσεις II κερδοσκο-πώ, σπεκουλάρω II speculation, διαλο-

Page 48: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

217 splenetic

γισμός, σκέψη, εικοτολογία, υπόθεσηII κερδοσκοπία || on spec, στην τύχη,στα κουτουρού.

speculative ["spekjubtiv] adj θεωρητικός,υποθετικός, αναπόδεικτος II κερδοσκο-πικός.

speech [spi:tj] π μιλιά, λαλιά/ομιλία ||λόγος, αγόρευση || —less, άφωνος II— lessness, βουβαμάρα II ~ify, ρητο-ρεύω, βγάζω δεκάρικους.

speed [spi:d] η ταχύτητα, σπουδή, γρη-γοράδα || vti irreg σπεύδω, τρέχω II ~up, επιταχύνω 11 at full/top —, ολο-ταχώς II pick up —, αναπτύσσω τα-χύτητα 11 more haste less —, σπεύδεβραδέως II ~boat, ταχύπλοη βενζινά-κατος II -—cop, τροχαίος πολισμάνοςII ~ing η υπερβολική ταχύτητα !(—limit, όριο ταχύτητας || ~ merchant,τρελλός οδηγός || —ometer [spr.'do-mita r] η ταχύμετρο, κοντέρ || ~way,US αυτοκινητόδρομος.

spelaeology [,spili'ol3d3i] n σπηλαιολο-γία || spelaeologist, σπηλαιολόγος.

spell [spel] π ξόρκι, μάγια || γοητεία,μαγεία II (χρον.) περίοδος || vti αντι-καθιστώ κπ (στη δουλειά) || σημαίνω,συλλαβίζω, ορθογραφώ II ~ out, εξηγώκαθαρά II be under a ~, μου'χουνκάνει μάγια II break the —, λύνω ταμάγια || ~ binder, μάγος [του λόγου] II—bound, [σα] μαγεμένος.

spend [spend] vti irreg ξοδεύω II δαπανώII διαθέτω, αφιερώνω II περνώ [χρόνο]II spent, εξαντλημένος, χρησιμοποιημέ-νος || —er, άνθρωπος που ξοδεύει.

sperm [sp3:m] n σπέρμα.spew [spju:] vti ξερνώ.sphere [sfis1"] n σφαίρα || τομέας, κύ-

κλος, περιοχή δράσεως.spherical fsferikl] adj σφαιρικός.sphinx [sf^ks] n σφίγγα.spice [spais] n μπαχαρικό, καρύκευμα ||

μτφ. νοστιμιά || ίχνος, δόση II vtκαρυκεύω, νοστιμεύω II spicy, πικά-ντικος.

spick [spik] στη φρ. — and span, πε-ντακάθαρος, άψογος, στην τρίχα, τουκουτιού.

spider ['spaids'] n αράχνη.spigot fspigat] n πείρος (βαρελιού), κά-

νουλα.spike [spaik] n ακίδα, μύτη, καρφί (σε

αθλητ. παπούτσια), μυτερό τακούνι.spill [spil] n πτώση, τούμπα || vti irreg

χύνω/-ομαι II (για άλογο, όχημα)ρίχνω κάτω, πετώ, αδειάζω || —over,ξεχείλισμα, πλεόνασμα.

spin [spin] n σπινάρισμα, στρίψιμο,σβούρισμα II βόλτα (με όχημα) II vti

irreg γνέθω, κλώθω II υφαίνω || στρίβω,στροβιλίζω, σβουρίζω II γυρίζω από-τομα, κινούμαι ταχέως 11 — out, παρα-τείνω, τραβώ κτ σε μάκρος || — ayarn, αφηγούμαι ιστορίες II in a fiat—, σε πανικό.

spinach [~spinid3, -tj] n σπανάκι.spinal ['spainsl] adj σπονδυλικός II ~

column, σπονδυλική στήλη.spindle [spindl] n αδράχτι || spindly,

ψηλόλιγνος.spinster ["spinsts1"] n γεροντοκόρη.spiral [spaiaral] n σπείρα, έλιξ II adj

ελικοειδής II vi κινούμαι / ανεβαίνωελικοειδώς.

spire [spaisr] n οβελίσκος.spirit ["spirit] n πνεύμα II φάντασμα ||

προσωπικότητα || κουράγιο, ψυχή, καρ-διά || πληθ. διάθεση, κέφι II οινόπνευ-μα II vt — off/away, εξαφανίζω μυστη-ριωδώς/γρήγορα || the Holy S~, τοΆγιο Πνεύμα || take sth in the wrong—, παρεξηγώ κτ, παίρνω κτ στραβά ||that's the —/ έτσι μπράβο! II be inhigh —s, έχω κέφια II be in low/poor~s; be out of ~s, έχω ακεφιές II ~ed,τολμηρός, νευρώδης, πνευματώδης,ζωηρός II —less, άψυχος, άτολμος,άκεφος II —lamp/-stove, λάμπα / καμι-νέτο οινοπνεύματος || — uous, οινοπνευ-ματώδης.

spiritual ['spiritjusl] n νέγρικο θρησκευ-τικό τραγούδι II adj πνευματικός, ψυ-χικός, άυλος II —ism, πνευματισμός ||— ist, πνευματιστής || —ly, πνευματικά.

spit [spit] π σούβλα || φτύσιμο, σάλιο ||vt irreg φτύνω II — out, βγάζω φτύ-νοντας, πετώ (—λέω απότομα) II ψιχα-λίζω II the —ting image of; the dead —of, φτυστός, ολόιδιος.

spite [spait] n πείσμα, κακία, έχθρα ||out of —, από πείσμα || in — of, παράII ~ful, μοχθηρός, κακεντρεχής II —ful-ly, πεισματικά.

spittle [spitl] n φτυμα, ροχάλα, σάλιο.spittoon [spi~tu:n] n πτυελοδοχείο.spiv [spiv] n si κομπιναδόρος, αεριτζής.splash [splaej] n πιτσίλα II κηλίδα (χρώ-

ματος) II παφλασμός II λίγη σόδα II vtiπιτσιλίζω, πετώ (νερά) \\ τσαλαβουτώ,πέφτω με παφλασμό II — one's moneyabout, σκορπώ τα λεφτά μου II make a~, κάνω μπάμ/εντύπωση II —-down,προσθαλάσσωση διαστημοπλοίου.

spleen [splr.n] π σπλήνα II μτφ. οργή,μελαγχολία, κακοθυμία.

splendid [splendid] adj λαμπρός, έξοχος.splendour f'splendar] n λαμπρότητα ||

πληθ. μεγαλείο.splenetic [spli'netik] adj κακοδιάθετος,

Page 49: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

splice 218

δύστροπος, οργίλος, χολερικός.splice [splais] vt ματίζω, συγκολλώ.splint [splint] n χειρουργ. νάρθηκας.splinter ['splinta'] π σκλήθρα, αγκίδα,

θραύσμα I! vti — off, κάνω / γίνομαικομμάτια.

split [split] η σκίσιμο, σκάσιμο (δέρ-ματος), ρωγμή || διάσπαση (κόμματος)II μικρό μπουκάλι (μπύρας, κλπ.) || vtiirreg σκίζω/ -ομαι II ~ [up/into], δια-σπώ, διαιρώ, μοιράζω II let's —, ας τοδιαλύσουμε τώρα (παρέα, πάρτυ, κλπ.)II ~ the cost, μοιράζομαι τα έξοδα II~ hairs, ψιλολογώ II ~ one's sideswith laughter, λύνομαι στα γέλια || a—ting headache, εξουθενωτικός πονο-κέφαλος || ~ personality, διχασμένηπροσωπικότητα.

splotch [splotj], splodge [splod3] n πασά-λειμμα, πιτσίλισμα.

splurge [spb:d3] η φιγούρα II νί κάνωφιγούρα.

splutter [-spUt3r] vti ψελλίζω, τραυλίζωII τσιρίζω, ρετάρω II πιτσιλίζω, πετώσάλια (μιλώντας).

spoil [spoil] n pi λεία, λάφυρα || κέρδη,ωφελήματα II vti irreg χαλώ, κατα-στρέφω II παραχαϊδεύω, χαλώ, κακομα-θαίνω.

spoke [spouk] η αχτίνα (τροχού).spokesman ['spouksman] n εκπρόσωπος.sponge [spAndj] n σπόγγος, σφουγγάρι

II vti σφογγίζω II ~ out, σβήνω II ~up, μαζεύω με σφουγγάρι || ~ on /offsb, ζω σε βάρος κάποιου, κάνωτράκα από κπ || ~r, τρακαδόρος,σελέμης, παράσιτο || spongy, πορώδης,ελαστικός.

sponsor fsponss'] n (ραδιόφ./TV) ανά-δοχος, εγγυητής II vt αναδέχομαι, εγ-γυούμαι.

spontaneity [,spont3'nei:ati] η αυθορμη-τισμός.

spontaneous [sporf teinias] adj αυθόρμη-τος || ~ness, αυθορμητισμός.

spoof [spu:f] n απάτη It vt ξεγελώ.spook [spu:k] η στοιχειό II ~y, στοιχει-

ωμένος.spool [spu:l] η μπομπίνα, καρούλι.spoon [spurn] η κουτάλι || vt — out/up,

σερβίρω.spoor [spusr] n αχνάρι (άγριου ζώου).sporadic [spa'raedik] adj σποραδικός II

—ally, σποραδικά.sport [spo:t] η σπορ, αθλοπαιδιά, άθλη-

μα, αγώνισμα || παιχνίδι, αστεϊσμός ||άνθρωπος με αθλητική νοοτροπία Ηπληθ. αθλητικοί αγώνες || vti παίζω,διασκεδάζω || φορώ επιδεικτικά, κοτσά-ρω II make — of, γελώ με, κοροϊδεύω

Η ~ive, παιχνιδιάρης, ευτράπελος ||—ing, φίλαθλος, ριψοκίνδυνος || —scar, αυτοκίνητο σπορ || —s-editor, α-θλητικός συντάκτης.

spot [spot] n κηλίδα, βούλα, λεκές IIστάλα, σταγόνα, μικρή ποσότητα IIδιαφημιστική σφήνα II τόπος, μέρος,θέση, σημείο || vti κηλιδώνω, λεκιάζωII διακρίνω II it's —ing, ψιχαλίζει || onthe —, επί τόπου II knock —s off sb,νικώ κπ εύκολα || put sb on the —,στριμώχνω κπ, τον φέρνω σε δύσκοληθέση II — check, αιφνιδιαστικός έλεγ-χος, αιφνιδιασμός II — cash, πληρωμήμε την παράδοση II — prices, τιμέςτοις μετρητοίς || —less, πεντακάθαροςII —light, προβολέας II — on, πολύσωστός II —ted, διάστικτος, πιτσιλωτόςII ~ty, λεκιασμένος, πιτσιλωτός.

spouse [spaus] n νομ. (ο / η) σύζυγος.spout [spaut] n σούελο || χοάνη, στόμιο

II κρουνός (νερού) II (για υγρό) ανα-πηδώ, εκτινάσσω/-ομαι II up the —,σε κακά χάλια, si αμανάτι, έγκυος.

sprain [sprein] n στραμπούλισμα, εξάρ-θρωση II vt στραμπουλίζω, εξαρ-θρώνω.

sprat [spraet] π ιχθ. γαύρος.sprawl [spro:l] π άπλωμα, ξάπλωμα, ξά-

πλα II νί ξαπλώνω/-ομαι φαρδύς-πλα-τύς II (για πόλη) απλώνομαι χωρίςσχέδιο II go —ing, πέφτω φαρδύς-πλα-τύς.

spray [sprei] n κλωνάρι II αλισάχνη,μπουχός || ψεκασμός, σπρέι || ψεκα-στήρι, βαποριζατέρ II vt ψεκάζω, ρα-ντίζω II —er, ψεκαστήρι.

spread [spred] n εξάπλωση, διάδοση IIάνοιγμα, πλάτος II κάλυμμα || (γιατροφή) κρέμα II vti irreg απλώνω/-ομαι II μεταδίδω /-ομαι, διαδίδω/-ομαι II κλιμακώνω /-ομαι II — oneself,απλώνομαι φαρδιά-πλατιά II — thetable, στρώνω το τραπέζι II — with,σκεπάζω, αλείφω || —eagle, απλώνομαιμε χέρια και πόδια ανοιγμένα.

spree [spri:] n γλέντι, ξεφάντωμα II harea —; go out on a ~, το ρίχνω έξω.

sprig [sprig] n κλαδάκι.sprightly fspraitli] adj σβέλτος, ζωηρός.spring [sprirj] n άνοιξη || πήδημα, άλμα

II πηγή, προέλευση II ελαστικότητα IIελατήριο, σούστα || vf/ irreg [ανα]πηδώ,[ανα]τινάσσομαι || — at sb, ορμώ/πηδώεναντίον κάποιου || — from, προέρχο-μαι, ξεφυτρώνω II ~ up, ξεπετάγομαι,φυτρώνω II — sth on sb, αιφνιδιάζω κπμε κτ II αποδεσμεύω (μηχανισμό), ανα-τινάσσω II (για ξύλο) ραγίζω, σκε-βρώνω, σπάζω II — a surprise on sb,

Page 50: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

219 squint

κάνω έκπληξη II — a leak, (για πλοίο)κάνω νερά II ~-balance, κανταράκι ||—bed, κρεββάτι με σομιέ || —board,σανίδα καταδύσεων II —-clean, καθα-ρίζω απ' άκρη σ' άκρη | | —-cleaning,γενικό καθάρισμα (σπιτιού) II —less,χωρίς σούστες || —like [σαν] ανοιξι-άτικος || —time/tide, εποχή της άνοι-

ξης·sprinkle [sprirjkl] vti ραντίζω, καταβρέχω

II σκορπίζω II —r, καταβρεχτήρι, αγια-στούρα II a sprinkling of, λίγο, λίγοι.

sprint [sprint] η σπριντ, φουλάρισμα(στο τρέξιμο) || νί τρέχω ολοταχώς.

sprite [sprait] η ξωτικό, δαιμόνιο.sprocket ['sprokit] η δόντι (τροχού) II

—-wheel, οδοντωτός τροχός (με καδέ-να).

sprout [spraut] η βλαστάρι II vti — [up],ξεπετώ/ -ιέμαι, βλαστάνω, αναπτύσσο-μαι.

spruce [spru:s] η έλατο || adj κομψός,καλοντυμένος, περιποιημένος II vti —sb/oneself [up], ευπρεπίζω/ -ομαι, φτιά-χνομαι.

spry [sprai] adj σβέλτος, ζωηρός.spume [spju:m] n αφρός.spunk [spArjk] η θάρρος, λεβεντιά II — y,

ψυχωμένος.spur [spa:r] η σπιρούνι || μτφ. κέντρι-

σμα, κίνητρο, ελατήριο || vti σπηρου-νιάζω || κεντρίζω II on the — of themoment, ξαφνικά, στη στιγμή.

spurious ['spjuarias] adj νόθος, κίβδηλος.spurn [sps.n] νί αποκρούω περιφρονη-

τικά.spurt [sps:t] η ανάβλυση, αναπήδηση II

ξέσπασμα, έκρηξη || φορτσάρισμα, φου-λάρισμα, εντατική προσπάθεια II νί(για υγρό, φλόγα, κλπ.) ξεπετάγομαι,αναβλύζω ορμητικά II μτφ. φουλάρω,φορτσάρω II put on a —, βάζω ταδυνατά μου, φορτσάρω.

sputnik ['sputnik] η σπούτνικ.sputter ['spAtar] vti τσιρίζω II — out,

σβήνω τσιρίζοντας.sputum [spjutsm] η ιατρ. πτύελο.spy [spai] η κατάσκοπος || vti διακρίνω,

ανακαλύπτω II — on sb, κατασκοπεύωκπ II ~ into sth, προσπαθώ να ανα-καλύψω κτ II —glass, κανοκιάλι II—hole, τρύπα παρακολούθησης, μάτι.

squab [skwob] η πιτσούνι.squabble [skwobl] η καυγαδάκι || νί

καυγαδίζω.squad [skwod] η ουλαμός, ομάδα II

firing —, εκτελεστικό απόσπασμα.squadron fskwodran] η επιλαρχία (τανκς),

ίλη (ιππικού), μοίρα (ναυτ., αεροπ.) II— leader, επισμηναγός.

squalid [skwolid] adj βρώμικος, άθλιος.squall [skwo:l] η σκουξιά, στριγγλιά II

ριπή (ανέμου, βροχής), σπιλιάδα,μπουρίνι II νί σκούζω, στριγγλίζω IIlook out for ~s! τα μάτια σου τέσσερα!

squalor fskwota'] n βρώμα, αθλιότητα.squander [skwonda r] vt σπαταλώ, δια-

σπαθίζω II —er, σπάταλος.square [skwear] n τετράγωνο || πλατεία,

αυλή || εργαλ. γνώμονας, ορθογώνιο ||adj τετράγωνος, τετραγωνικός II ρητόςκατηγορηματικός II ευθύς, δίκαιος, έν-τιμος II adv ίσια ]) ξεκάθαρα, τίμια )]κατάντικρυ II vti τετραγωνίζω II — sthoff, χωρίζω σε τετράγωνα II — up withsb, λογαριάζομαι με κπ II — sth with,εναρμονίζω με || — up to sb, παίρνωθέση μάχης || a — meal, χορταστικόφαΐ II play —, παίζω τίμια II back to— one, πίσω πάλι από την αρχή 11 —the circle, επιχειρώ τα αδύνατα II onthe —, τίμια, ντόμπρα, καθαρά.

squash [skwoj] n κολοκυθάκια II χυμόςφρούτων II συνωστισμός, στριμωξίδι IIσύνθλιψη, ζούλισμα II vti στίβω, συν-θλίβω, ζουλώ/-ιέμαι || στριμώχνω/-ομαι, συνωστίζομαι II αποστομώνω IIκαταστέλλω, καταπνίγω || —y, χυμώδης,ζουμερός.

squat [skwot] adj κοντόχοντρος, πλα-τσουκωτός || νί κάθομαι (ιδ. οκλαδόν)II (για ζώο) ζαρώνω, μαζεύομαι || κάνωκατοχή (σε άδειο κτίριο) \\ — ter,τρωγλοδύτης.

squawk [skwo.k] n κραυγή || νί κρώζω.squeak [skwi:k] n σκούξιμο (ποντικού),

τρίξιμο (πόρτας) II vti στριγγλίζω,σκληρίζω, τσιρίζω II — out, ξεφωνίζω,λέω τσιριχτά II —y, που τρίζει/τσιρί-ζει.

squeal [skwi:l] n στρίγγλισμα, στριγ-γλιά II νί στριγγλίζω, σκληρίζω, σκού-ζω II si μαρτυράω || —er, καταδότης.

squeamish [skwi:mij] adj υπερευαίσθη-τος, που έχει αναγούλες, σιχασιάρηςII σεμνότυφος.

squeeze [skwi:z] n στίψιμο, ζούληγμα,σφίξιμο || συνωστισμός, στρίμωγμα,στριμωξίδι || vti σφίγγω, [συμ]πιέζω,ζουλώ/-ιέμαι II στίβω/-ομαι II στριμώ-χνω/-ομαι II a close/narrow/tight —,παρά τρίχα [διάσωση] II ~ Γ , στίφτης.

squelch [skweltf] n πλατσούρισμα, (ήχος)πλατς-πλουτς || vti πλατσουρίζω.

squib [skwib] n τρακατρούκα, κροτίδα IIσάτιρα.

squid [skwid] n ιχθ. καλαμαράκι.squiffy f'skwifi] adj λίγο πιωμένος.squiggle [skwigl] n καλλικαντζούρα.squint [skwint] n αλληθώρισμα, στρα-

Page 51: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

squire 220

βισμός II vf αλληθωρίζω II —eyed,γκαβός, αλλήθωρος.

squire [skwai3r] n προύχοντας χωριού.squirm [skwaim] vi στριφογυρίζω, νιώ-

θω δυσφορία / αμηχανία.squirrel [skwirel] η σκίουρος.squirt [skws:t] η πίδακας (υγρού) II

vti (νγρό) εκτοξεύω/-ομαι.stab [staeb] η μαχαιριά II σουβλιά II

δοκιμή, απόπειρα II vt μαχαιρώνω.stability [sta'bibti] π σταθερότητα.stabilize ['steibalaiz] vti σταθεροποιώ II

~r, σταθεροποιητής, ζυγοσταθμιστήςII stabilization, σταθεροποίηση.

stable [steibl] η σταύλος || vt σταυλίζωII adj σταθερός.

staccato [sta'ka:tou] μουσ. κοφτά, στα-κάτο.

stack [staek] π θημωνιά II στήλη, στοί-βα || δέσμη καμινάδων II vti θημωνιά-ζω, στοιβάζω II ~ the cards, φτιάχνωτα χαρτιά.

stadium ['steidism] η στάδιο.staff [sta:f] η προσωπικό || στρατ. επι-

τελείο II ραβδί, ράβδος, γκλίτσα, πατε-ρίτσα, κοντάρι II μουσ. πεντάγραμμο IIvt επανδρώνω.

stag [stasg] π αρσενικό ελάφι II ~ par-ty, αντροπαρέα.

stage [steid3] π σκηνή (θεάτρου) IIφάση, στάδιο, βαθμίδα II τμήμα δια-δρομής II σκαλωσιά, εξέδρα || vti ανε-βάζω (έργο) || (για έργο) κάνω για τοθέατρο II οργανώνω, σκηνοθετώ II ~ acomeback, επανεμφανίζομαι επί σκηνήςII an old ~r, μτφ. παλιά καραβάνα/καραμπίνα || staging η σκαλωσιά, ικρί-ωμα, ανέβασμα (έργου).

stagger [-staeg3r] η τρίκλισμα || πληθ.ίλιγγος, ζάλη || vti τρεκλίζω, παρα-πατώ H ζαλίζω, καταπλήσσω, συγκλο-νίζω II κλιμακώνω.

stagnant ['stagnant] adj στάσιμος, λι-μνάζων.

stagnate [sts'gneit] vi λιμνάζω.s*agy [ steidji] adj θεατρινίστικος.staid [steid] adj σοβαρός, συντηρητικός.stain [stein] n κηλίδα, λεκές || μπογιά ||

vti κηλιδώνω, λεκιάζω II βάφω II —less,ακηλίδωτος, (ατσάλι) ανοξείδωτος ||~ed glass, βιτρώ.

stair [stear] n σκαλοπάτι || πληθ. σκά-λα || —case/way, σκάλα (με κάγκελα).

stake [steik] n παλούκι, πάσσαλος ||πυρά (μαρτυρίου) II (σε τυχερό παιχνί-δι) μίζα, ποντάρισμα, στοίχημα II συμ-φέρον, μερίδιο || νί στηρίζω με πασ-σάλους || ~ οΩ'/out, χωρίζω/οριοθετώμε πασσάλους II ~ [on], στοιχηματίζω[για] II go to/die on the ~, πεθαίνω

επί της πυράς II be at ~, διακυβεύομαι.stalactite fstaelsktait] n σταλακτίτης.stalagmite ['staelsgmait] n σταλαγμίτης.stale [steil] adj μπαγιάτικος II vi μπαγια-

τεύω II ~ness, μπαγιάτεμα II ~mate,αδιέξοδο, (σκάκι) ματ.

stalk [sto:k] n μίσχος, κοτσάνι II vtiπροχωρώ αμείλικτα / αγέρωχα || πλη-σιάζω [θήραμα] αθόρυβα, παραφυλάωαθέατος.

stall [sto:l] n πάγκος, υπαίθριο μαγαζί,περίπτερο II χώρισμα σταύλου IIfinger-~, ιατρ. δακτυλήθρα II πληθ.καθίσματα κοντά στη σκηνή (θεάτρου)II vti σταυλίζω II μπλοκάρω, σταματώII χρονοτριβώ, καθυστερώ.

stallion fstaslisn] n βαρβάτο άλογο.stalwart fstoilwst] n πρωτοπαλίκαρο,

ηρακλής || adj ρωμαλέος II πιστός,ακλόνητος.

stamina ['staemins] π ζωτικότητα, αντο-χή, σφρίγος.

stammer [-sta5m3r] n τραύλισμα, βρα-δυγλωσσία II vti τραυλίζω II ~ outψελλίζω || ~er, τραυλός, βραδύγλωσ-σος.

stamp [staemp] n γραμματόσημο, χαρ-τόσημο || στάμπα, σφραγίδα, αποτύ-πωμα II καλούπι II χτύπημα του ποδιούII νί; χτυπώ κάτω τα πόδια || χαρ-τοσημαίνω, γραμματοσημαίνω || σταμ-πάρω, μαρκάρω, σφραγίζω II αποτυπώ-νω/-ομαι, εκτυπώνω/-ομαι || ~ out,σβήνω, εξαλείφω.

stampede [staem' pi:d] n πανικός, φευγιόII νί; τρέπομαι σε άτακτη φυγή IIπανικοβάλλω / -ομαι.

stance [staens] π στάση, θέση.'stand [staend] n στάση, σταμάτημα II

στάση, θέση II στήριγμα, βάση, βάθροII πάγκος, υπαίθριο μαγαζί, περίπτερο(σε έκθεση) || εξέδρα (σε γήπεδο) IIσταθμός (οχημάτων) II US θέση εξε-ταζόμενου μάρτυρα || take one's ~,παίρνω θέση.

2stand [staend] vti irreg στέκομαι, είμαιόρθιος || ~ [up], σηκώνομαι όρθιος ||στήνω κπ/κτ όρθιο II βρίσκομαι, έχωII ανέχομαι, υποφέρω II ~ si» sth, κερνώκπ κτ || ~ aside, παραμερίζω II ~back, στέκω/τραβιέμαι πίσω, βρίσκο-μαι σε απόσταση II ~ by, παραμένωαπαθής θεατής, παραμένω σε επιφυ-λακή / ετοιμότητα, παραστέκομαι σε κπ,υποστηρίζω, μένω πιστός εις, τηρώ H~ down, αποσύρομαι, αποχωρώ II ~for, σημαίνω, αντιπροσωπεύω, συμβο-λίζω, είμαι υπέρ, υποστηρίζω, είμαιυποψήφιος II ~ in for sb, αντικαθιστώκπ || ~ in with sb, μοιράζομαι μια

Page 52: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

221 statute

δαπάνη με κπ || ~ off, μένω παράμε-ρα, απομακρύνομαι II ~ out, ξεχω-ρίζω, συνεχίζω ν' αντιστέκομαι il ~over, εποπτεύω, παρακολουθώ, παρα-μένω σε εκκρεμότητα II ~ to, παρα-μένω σε επιφυλακή / σε συναγερμό II~ sb up, στήνω κπ (σε ραντεβού) || ~up for, υπερασπίζω, υποστηρίζω ]| ~up to, αντέχω II ~ [well] with sb, ταπηγαίνω [καλά] με κπ || ~ alone,ξεχωρίζω, είμαι ασυναγώνιστος II ~ agood/poor chance, έχω πολλές / λίγεςπιθανότητες || ~ clear of, δεν ακουμπώ,δεν έχω επαφή με II ~ trial, περνώαπό δίκη || ~ to win/lose, πρόκειταινα κερδίσω / να χάσω || —by, ετοι-μότητα, επιφυλακή, εφεδρεία, υποστη-ρικτής II — in, αντικαταστάτης II —-offish, ψυχρός, επιφυλακτικός II —offishness, επιφυλακτικότητα II —up,όρθιος, στο πόδι.

standard ['staendad] η λάβαρο, σημαία IIυπόδειγμα, επίπεδο, στάθμη, μέτρο IIadj κανονικός, συνηθισμένος II πρό-τυπος, κλασσικός || be up to/below —,είμαι/δεν είμαι ικανοποιητικός || — -bearer, σημαιοφόρος II ~ lamp, λαμ-πατέρ II ~ize, τυποποιώ II —ization[.staendsdai'zeijn] τυποποίηση.

standing [staendirj] π διάρκεια II υπό-ληψη, [κοινωνική] θέση || adj όρθιος,στεκάμενος \\ μόνιμος, σταθερός, αμε-τάβλητος || of long —, μακροχρόνιοςII ~ orders, κανονισμός.

stanza [staenza] η στροφή (ποιήματος).'staple [steipl] n καρφίτσα, συνδετήρας II

vt συνδέω II ~r, συνδετήρας τουχεριού.

2staple [steipl] n κύριο προϊόν, κύριοθέμα, βασικό υλικό II adj βασικός.

star [sta:] n αστέρι, άστρο II σταρ H vtiδιακοσμώ με αστέρια || πρωταγωνιστώII see —s, βλέπω τον ουρανό σφοντύλιII under the ~s, στο ύπαιθρο || theS~s and Stripes, η αστερόεσσα [ση-μαία των ΗΠΑ] || —board, δεξιά πλευ-ρά πλοίου ή αεροπλάνου II —dom, καλ-λιτεχνικό στερέωμα || —gazer, αστρο-λόγος, αστρονόμος, φαντασιοκόπος II—less, άναστρος || —let, στάρλετ II—ry, έναστρος II ~ry-eyed, ονειροπαρ-μένος.

starch [sta:tj] n άμυλο II κόλλα (τουκολλαρίσματος) II vt κολλαρίζω II — y,αμυλούχος, μτφ. τυπικός.

stare [stear] n βλέμμα, επίμονη ματιά ||vti ατενίζω, κοιτάζω επίμονα, καρφώνωτα μάτια.

stark [sta:k] adj έρημος και γυμνός,αυστηρός, λιτός 1,1 καθαρός, τέλειος ||

adv εντελώς II — naked, ολόγυμνος.starling ['sta:liq] n ψαρόνι.start [sta:t] n αρχή, ξεκίνημα II πλεο-

νέκτημα (στο ξεκίνημα) II ξάφνιασμα,[ανα]τίναγμα II vti αρχίζω II ξεκινώ IIκάνω αρχή σε κτ (on sth) II πετάγο-μαι, ανασκιρτώ, αναπηδώ, τινάζομαι II(για σανίδες) ξεκολλώ Ι) προκαλώ,προξενώ, βάζω εμπρός II — back,ξεκινώ για την επιστροφή II — in onsth, αρχίζω να κάνω κτ II — off,ξεκινώ II — out, ξεκινώ, κάνω ταπρώτα βήματα [σε κτ] II — up, ανα-πηδώ, βάζω μπρος || to — with, ενπρώτοις, στην αρχή || —er, αυτοκ.μίζα, το πρώτο πιάτο [σε γεύμα], αθλ.αφέτης || —ing gate/post, αφετηρία II— ing point, σημείο εκκίνησης.

startle [sta:tl] vt ξαφνιάζω; τρομάζω,αιφνιδιάζω II startling adj εντυπωσιακός.

starve [sta:v] vti λιμοκτονώ, πεθαίνωτης πείνας || starvation, λιμοκτονία.

state [steit] π κατάσταση II κράτος,πολιτεία || θέση, τάξη || επισημότηταII adj κρατικός || vt δηλώνω, εκθέτω IIbe in/get into a ~, είμαι / γίνομαιέξαλλος II lie in —, (για νεκρό) εκτί-θεμαι σε προσκύνημα II —craft, ητέχνη της πολιτικής || — liness, με-γαλοπρέπεια, επισημότητα, αρχοντιά II—less, άπατρις, χωρίς υπηκοότητα II—ly adj μεγαλοπρεπής, αρχοντικός II—room, καμπίνα πολυτελείας.

statement ['steitmant] n δήλωση, έκθεση,ανακοίνωση II κατάθεση (σε δικαστή-ριο) It εμπ. κατάσταση, αντίγραφολογαριασμού.

statesman [steitsman] n πολιτικός άν-δρας II —like, πολιτικά οξυδερκής II— ship, επιστήμη της πολιτικής, πολι-τική ικανότητα.

static ['staetik] adj στατικός II —s, στα-τική, παράσιτα.

station [steijn] n σταθμός II στρατ.βάση II κοινωνική θέση || vt τοποθετώII —ary, στάσιμος, ακίνητος II —er,χαρτοπώλης II — ery, γραφική ύλη II— master, σταθμάρχης || —-wagon,στέισον-βάγκον.

statistical [sta'tistikl] adj στατιστικός.statistician [,st£eti'sti/n] n στατιστικολό-

γος.statistics [sta'tistiks] π στατιστική.statuary ['staetfuari] n αγαλματοποιΐα.statue ['stastju:] n άγαλμα II —tte, αγαλ-

ματίδιο II —sque, αγαλματένιος.stature [~staetjar] n ανάστημα.status fsteitas] n κατάσταση II (κοινω-

νική) θέση.statute [vstaetju:t] π νομοθέτημα, θέσπι-

Page 53: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

staunch 222

σμα, ψήφισμα || ~-book, κώδικας νό-μων || ~ law, γραπτό δίκαιο || statu-tory, νομοθετημένος, θεσμοθετημένος.

staunch [sto'.ntj] adj πιστός, αφοσιωμέ-νος.

stave [steiv] η πεντάγραμμο II vti irreg— in, τρυπώ, σπάζω II ~ off, απο-μακρύνω.

stay [stei] η διαμονή, παραμονή II νομ.αναστολή, αναβολή II στήριγμα, απο-κούμπι II στύλος |) πληθ. κορσές || vti[παρα]μένω II αναχαιτίζω II νομ. ανα-στέλλω, αναβάλλω || ικανοποιώ προ-σωρινά II αντέχω, κρατώ II σταματώ II~ up, ξαγρυπνώ, μένω αργά το βράδυII —at-home, μτφ. σπιτόγατος.

stead [sted] n θέση II stand sb in good—, εξυπηρετώ κπ.

steadfast [stedfa:st] adj σταθερός, ακλό-νητος, απτόητος II ~ness, σταθερότητα.

steady ['stedi] adj στερεός II σταθερός ||επιμελής II n γκόμενος, γκόμενα || vtiστερεώνω, σταθεροποιώ /-ούμαι || go—, τα'χω φτιάξει με κπ II steadily,σταθερά II steadiness, σταθερότητα.

steak [steik] n μπριτζόλα, φιλέτο.steal [sti:l] vti irreg κλέβω || παίρνω

κλεφτά || κινούμαι κλεφτά.stealth [stelO] στη φρ. by —, στα κρυφά

II ~ily, κλεφτά, κρυφά II ~y, κρυφός,φευγαλέος, κλεφτός.

steam [sti:m] n ατμός, αχνός II vtiβγάζω ατμούς, αχνίζω II κάνω κτχρησιμοποιώντας ατμό || — up, θολώνωαπό ατμούς || be/get ~ed up, γίνομαιμπαρούτι || get up —, βάζω όλα ταδυνατά μου, μτφ. μπαρουτιάζω || letoff —, ξεθυμαίνω II run out of —,χάνω την ορμή μου II get up/raise —,ανεβάζω την πίεση ατμομηχανής ||full — ahead! ναυτ. πρόσω ολοταχώς!II —boat/ship, ατμόπλοιο II —engine,ατμομηχανή II —heat, ατμοθέρμανσηII —roller, ατμοκίνητος οδοστρωτήραςII ~y adj γεμάτος ατμούς, μτφ.ερωτικός.

steel [stirl] n ατσάλι II σπαθί || vtατσαλώνω II —plated, θωρακισμένος II~ wool, σύρμα για τις κατσαρόλες ]]~y, ατσαλένιος II —yard, καντάρι.

steep [sti:p] adj απότομος, απόκρημνος,κατηφορικός II υπερβολικός, εξωφρε-νικός II vti μουσκεύω, βάζω (σε υγρό)II μτφ. εμποτίζω, διαποτίζω || ~en,κατηφορίζω II ~ish, λίγο απότομος,υπερβολικός II ~ly, απότομα II —ness,κατηφοριά, ανηφοριά, κλίση.

steeple [sti.pl] π οβελίσκος καμπανα-ριού II —chase αθλ. ανώμαλος δρόμος.

steer [stisr] vti πηδαλιουχώ, διευθύνω,

οδηγώ II —ing gear, μηχανισμός πηδα-λιουχήσεως.

stele [sti:li] n στήλη.stellar ['stebr] adj αστρικός.stem [stem] π μίσχος (λουλουδιού), πό-

δι (ποτηριού), ρίζα (λέξεως) II νί προέρ-χομαι || vt συγκρατώ, αναχαιτίζω,φράζω, πάω κόντρα.

stench [stentj] n βρώμα, μπόχα.stencil [stensl] n μεμβράνη πολυγράφου

II vt πολυγραφώ.stenography [sta~nogrsfi] n στενογραφία

II stenographer, US στενογράφος.stentorian [stsn'toirian] adj στεντόρειος.step [step] n βήμα, βηματισμός H (ήχος)

βήμα II ενέργεια, μέτρο II σκαλοπάτι,πάτημα II vti βηματίζω, βαδίζω || —aside, παραμερίζω II — down, παραι-τούμαι [χάριν άλλου] || — in, παρεμ-βαίνω || — off, μετράω με βήματα II— out, ανοίγω το βήμα, το ρίχνω έξωII — up, επιταχύνω, ανεβάζω, ζωηρεύωII — this way, περάστε από δω IIretrace one's —s, γυρίζω από τον ίδιοδρόμο II watch one's —, προσέχω ταβήματα μου/τις ενέργειες μου II take~s, λαμβάνω μέτρα II be in/keep —with, συμβαδίζω με II fall out of ~;break —, χάνω το βήμα μου || —ladder, μικρή πτυσσόμενη σκάλα II—son, προγονός II —daughter, προγονήII —brother/sister, ετεροθαλής αδερφός/αδερφή II —father, πατριός II —mother,μητρυιά.

steppe [step] n στέππα.stereo ["steriou] pref στερεό— II —phon-

ic, στερεοφωνικός II —scope, στερεο-σκόπιο II —type, στερεοτυπία, κλισέ,στερεότυπη φράση II —typed, στερεό-τυπος.

sterile ['sterail] adj στείρος, άγονος ||αποστειρωμένος II sterility, στειρότητα.

sterilize fsterslaiz] vt [απο]στειρώνω IIsterilization, [απο]στείρωση.

sterling ['stsilirj] n στερλίνα II adj γνή-σιος.

stern [sta:n] n πρύμνη || adj αυστηρός,βλοσυρός || —ness, αυστηρότητα.

stethoscope [steBaskoup] n στηθοσκόπιο.stevedore ['sti:vado:r] n λιμενεργάτης.stew [stju:] n γιαχνί H vti σιγοψήνω/

-ομαι, σιγοβράζω II — in one's ownjuice, μτφ. βράζω στο ζουμί μου II bein a —, είμαι ανάστατος II —ed,μεθυσμένος.

steward [stju:3d] n καμαρότος (πλοίου)II οικονόμος, διαχειριστής II επιμελητής/ επόπτης (συγκεντρώσεως), οργανωτής(χορού).

stick [stik] n κλαρί, βέργα || μπαστούνι,

Page 54: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

223 stock

ραβδί II κομμάτι H μτφ. (άνθρ.) στυ-λιάρι II the big ~, απειλή προσφυγήςστη βία II out in the —s, μακριά απόπόλεις / πολιτισμό, στην ύπαιθρο || gethold of the wrong end of the —, ταέχω θαλασσωμένα, δεν ξέρω τι μουγίνεται.

2stick [stik] vti irreg κολλώ II μπήγω/-ομαι || χώνω/-ομαι II ανέχομαι, αντέ-χω II ~ around, δεν απομακρύνομαι,μένω κοντά II ~ at, αφοσιώνομαι,κολλώ || ~ down, αφήνω κάτω, σημει-ώνω, γράφω, κολλώ II ~ on, μένωεπάνω εις, επικολλώ II ~ out, βγάζωέξω, προεξέχω II ~ out for, επιμένωγια, ζητώ || ~ to, επιμένω, εμμένω,μένω πιστός σε II ~ together, παραμέ-νομε ενωμένοι II ~ up, υψώνομαι,ξεπροβάλλω || ~ up for, υπερασπίζω,υποστηρίζω II ~ up a bank, ληστεύωμια τράπεζα || ~ with, παραμένω πι-στός εις || be/get stuck with, φορτώνο-μαι κπ/κτ, δεν μπορώ να ξεφορτωθώκπ/κτ || ~ at nothing, δε διστάζωμπροστά σε τίποτα II ~ it out, αντέχω/κρατώ μέχρι τέλους II ~ to it! κου-ράγιο! μην εγκαταλείπεις! II ~ upyour hands! ψηλά τα χέρια! II — in-the-mud, οπισθοδρομικός II —ing-plas-ter, λευκοπλάστης II —up, ληστεία.

sticker ['stikar] η τοιχοκολλητής II δου-λευταράς II μτφ. βδέλλα, τσιμπούρι IIαυτοκόλλητη ετικέτα.

stickler fstikb r] π που απαιτεί / επιμένει.sticky fstiki] adj κολλώδης, γλοιώδης II

δύσκολος, δύστροπος, στριμμένος || beon a ~ wicket, τα 'χω σκούρα || cometo a ~ end, έχω άσχημο τέλος || harea — time, περνάω δύσκολες ώρες.

stiff [stif] adj άκαμπτος, αλύγιστος, δύ-σκαμπτος II ψυχρός, ακατάδεχτος, τυ-πικός II δύσκολος || σφιχτός, σκληρόςII δυνατός, υπερβολικός || adv πάραπολύ || ~en vti γίνομαι άκαμπτος,πιάνομαι (στο σώμα), σκληραίνω II~ening, κόλλα (υφασμάτων), καναβά-τσο || —-necked, σκληροτράχηλος, ξε-ροκέφαλος || ~ness, ακαμψία, ψυχρό-τητα.

stifle [staifl] vti [κατα]πνίγω.stigma ['stigma] η στίγμα || —tize, στιγ-

ματίζω.still [stil] π αποστακτήρας || adj γαλή-

νιος, ήσυχος || vt γαληνεύω, καθη-συχάζω II adv ακόμη || conj ωστόσο,παρ' όλα αυτά II ~born, θνησιγενήςII ~ life, ζωγραφ. νεκρή φύση ||~ness, ησυχία, γαλήνη, ηρεμία.

stilt [stilt] η ξυλοπόδαρο H ~ed, επιτη-δευμένος, εξεζητημένος, δύσκαμπτος.

stimulant [stimjubnt] η διεγερτικό.stimulate [stimjuleit] vt διεγείρω, ερε-

θίζω, κεντρίζω, παρακινώ II stimulat-ing adj διεγερτικός, ενθαρρυντικός.

stimulus [stimjubs] η διεγερτικό, ερέ-θισμα, κέντρισμα, ώθηση.

sting [stir)] η κεντρί (σφήκας, τσουκνί-δας) II κέντρισμα, τσίμπημα II τσούξι-μο, οξύς πόνος II vti irreg κεντρίζω,τσιμπώ H τσούζω, πονώ, καίω II μτφ.μαδώ κπ, γδέρνω κπ II ~er, τσουχτερόχτύπημα.

stingy [stind3i] adj τσιγκούνης, σφι-χτοχέρης || stinginess, τσιγκουνιά.

stink [stirjic] n βρώμα II vti irreg βρωμάωII ~ out, φλομώνω, διώχνω με τηβρώμα II ~ of money, κολυμπάω στοχρήμα || kick up a —, κάνω φασαρία ||~er, βρωμιάρης, πανταχούσα, μτφ. πα-λούκι, μανίκι II ~ing adj βρωμο—,απαίσιος.

stint [stint] n νόρμα, καθήκον II vtiτσιγκουνεύομαι, στερώ, δίνω με τοσταγονόμετρο II without —, απεριόρι-στα, αλογάριαστα.

stipulate ["stipjuleit] vti συνομολογώ,ορίζω / συμφωνώ ρητώς II ~ for, βάζωόρο II stipulation [,stipju~ leijn] όρος.

stir [sts:r] n ταραχή, έξαψη, συγκίνησηII vti κινώ / -ούμαι, σαλεύω II ανακα-τεύω, αναδεύω II υποκινώ, κεντρίζω,προκαλώ, συγκινώ II not ~ an eyelid/a finger, δεν μου καίγεται καρφί / δενκουνάω το μικρό μου δαχτυλάκι ||~ring, συναρπαστικός, συνταρακτικός.

stirrup ['stirop] π αναβολέας.stitch [stitj] n βελονιά, πόντος It σου-

βλιά πόνου II vt ράβω II drop a —,μου φεύγει ένας πόντος II take up a~, πιάνω έναν πόντο || not have a —on, είμαι ολόγυμνος II have sb in ~es,κάνω κπ να λυθεί στα γέλια.

stoat [stout] n ζωολ. ερμίνα.stock [stok] π απόθεμα, στοκ || ζώα,

κοπάδι || χρεώγραφα, αξίες, τίτλοι IIγενιά, σόι II ζωμός, κονοομέ II κοντά-κι (όπλου), λαβή (μαστιγίου) II κού-τσουρο || σκαριά (ναυπηγείου) II vtεφοδιάζω, γεμίζω, στοκάρω II adj συ-νηθισμένος II take —, κάνω απογραφήII take ~ of sb/sth, εξετάζω, ζυγιάζωκπ/κτ || —s and stones, άψυχα πράγ-ματα II —broker, χρηματιστής II —breeder, κτηνοτρόφος II —car, βαγόνιζώων II —cube, κύβος ζωμού || S—Exchange, χρηματιστήριο || —farmer,κτηνοτρόφος II —fish, ψάρι ξεραμένοστον αέρα II —-jobber, χρηματιστής II—holder, μέτοχος II —list, δελτίο τιμώνχρηματιστηρίου II —market, χρηματι-

Page 55: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

stockade 224

στήριο αξιών II —in-trade, συνηθισμέ-νο ρεπερτόριο, διαρκής παρακαταθήκηII —--still, εντελώς ακίνητος II —--taking,απογραφή II laughing—, περίγελως.

stockade [sto'keid] n πασσαλόπηγμα.stocking ['stokirj] n γυναικεία κάλτσα.stocky ['stoki] adj κοντόχοντρος.stodgy ['stod3i] adj (για φαΐ, βιβλίο)

δύσπεπτος || (για άνθρ.) ανιαρός, βα-ρύς, δυσκίνητος.

stoic [stoik] η στωικός II ~al, στωικόςII ~ism ['stouisizm] στωικισμός, στωι-κή φιλοσοφία.

stoke [stouk] vti τροφοδοτώ [φωτιά] ||την ταρατσώνω | | ~ Γ , θερμαστής.

stole [stoul] η πετραχήλι.stolid ['stolid] adj φλεγματικός, απαθής

II ~ity [sta'lidsti], —ness, φλέγμα,απάθεια.

stomach ["stomsk] η στομάχι, κοιλιά IIόρεξη, διάθεση, θάρρος II vt ανέχο-μαι, χωνεύω II have no — for, δεναντέχω || turn sb's ~, γυρίζω τασωθικά κάποιου, προκαλώ αηδία || onan empty —, με άδειο στομάχι II —-ache, στομαχόπονος.

stone [stoun] η πέτρα || πετράδι II κου-κούτσι II στόουν (μονάδα βάρους —6,25 κιλά) II vt λιθοβολώ II ξεκου-κουτσιάζω II leave no — unturned,κινώ γη και ουρανό || within a ~'sthrow of, πολύ κοντά εις || —cold,ξυλιασμένος II —-dead, τέζα II —-deaf,θεόκουφος II —mason, χτίστης || ~wallvti (στη Βουλή) κωλυσιεργώ II —less,χωρίς κουκούτσι.

stony [stouni] adj πετρώδης II μτφ.παγερός, σκληρός II —broke, πανί μεπανί.

stooge [stu:d3] η ανδρείκελο.stool [stu:l] η σκαμνί II ιατρ. κόπρανα Ι!

— -pigeon, μτφ. κράχτης, χαφιές, δό-λωμα.

stoop [stu:p] η σκύψιμο, καμπούριασμαII vti σκύβω, γέρνω II — to sth,ξεπέφτω, καταδέχομαι.

stop [stop] n σταμάτημα 11 στάση IIσφήνα, τάκος II vti σταματώ II εμποδίζωII διακόπτω, κόβω II παραμένω II τα-πώνω, βουλώνω, κλείνω, (δόντι) σφρα-γίζω II — off/over, διακόπτω [ένα ταξί-δι για λίγο], σταματώ II ~ up, μένωαργά, ξαγρυπνώ II — dead/short, στα-ματώ απότομα II bring sth to a —,σταματώ κτ II put a ~ to sth, θέτωτέρμα σε κτ || pull out all the ~s,βάζω τα μεγάλα μέσα / όλα τα δυνατάμου II —cock, απομονωτικός κρουνός II~gap, προσωρινή λύση II —over, δια-κοπή ταξιδιού, προσωρινή παραμονή

II —page ['stopidj] σταμάτημα, διακο-πή, στάση, παύση, απόφραξη, βούλωμαII —ping η σφράγιση (δοντιού) II— press, επί του πιεστηρίου II —per,τάπα.

storage [-storid3] η [εν]αποθήκευση.store [sto/] η απόθεμα II πληθ. υλικά,

εφόδια II αποθήκη II μαγαζί, κατάστη-μα II vt αποθηκεύω II εφοδιάζω, γεμίζωII — [up], εναποθηκεύω, συγκεντρώνω,μαζεύω II in —, μελλοντικός II have in—, επιφυλάσσω II put great/little ~by sth, αποδίδω μεγάλη / μικρή σημα-σία σε κτ II —room /-house, αποθήκηII —keeper, καταστηματάρχης, αποθη-κάριος II department —, πολυκατά-στημα II general — [s], (σε χωριό) μα-γαζί γενικού εμπορίου.

storey ['stori] n όροφος.storied ['storid] adj χιλιοτραγουδισμενος.stork [sto:k] n λελέκι, πελαργός.storm [sto:m] n θύελλα II καταιγίδα ||

στρατ. έφοδος II vti καταλαμβάνω εξεφόδου II — [at], μαίνομαι, λυσσο-μανώ [εναντίον] || bring a — aboutone's ears, μτφ. ξεσηκώνω θύελλα ||take by —, καταλαμβάνω εξ εφόδου ||a — in a teacup, πολύ κακό για τοτίποτε II —-bound, ναυτ. ποδισμένος II—lantern, φανός θυέλλης || —tossed,θαλασσοδαρμένος II —-troops, μονάδεςκαταδρομών || -—trooper, λοκατζής ||— y, θυελλώδης.

story ['stori] n ιστορία II —teller, αφη-γητής, παραμυθάς.

stout [staut] adj γερός, χοντρός, ανθε-κτικός II (άνθρ.) εύσωμος, παχύς IIρωμαλέος, θαρραλέος, αποφασιστικόςII n μαύρη μπύρα II —ness, αποφασι-στικότητα, αντοχή, παλικαριά.

stove [stouv] n θερμάστρα, σόμπα II —-pipe, μπουρί.

stow [stou] vt ναυτ. στοιβάζω || τακτο-ποιώ, φυλάω II ~ with, γεμίζω με ||—-away, λαθρεπιβάτης.

straddle [straedl] vti κάθομαι ή στέκομαιμε τα πόδια ανοιχτά/δρασκελιστά.

strafe [stra:f] vt σφυροκοπώ II κατσα-διάζω άγρια.

straggle [straegl] vi απλώνομαι άτακτα/ ακανόνιστα II ξεκόβω, μένω πίσω(σε πορεία) II —r, βραδυπορών, ξεκομ-μένος.

straight [streit] n ευθεία II ^αρτοπ. κέν-τα || adj ευθύς, ίσιος II κάθετος II (γιαποτό) σκέτο II τακτοποιημένος, συγυ-ρισμένος || τίμιος, ειλικρινής, ακέραι-ος II adv ίσια, κατευθείαν II ~ off/a-way, αμέσως, αυτοστιγμεί II ~ out,αδίσταχτα || go —, ζω τίμια, μπαίνω

Page 56: 32137729 Agglo Ellhniko Etumologiko Lexiko

225 strict

στον ίσιο δρόμο, διορθώνομαι || keepa ~ face, κρατιέμαι να μη γελάσω Ι)put the record —, βάζω τα πράγματαστη θέση τους II ~en, ισιώνω, τακτο-ποιώ, σιάζω II ~forward, ειλικρινής,τίμιος, απλός, ευθύς, καθαρός.

strain [strein] η τέντωμα, τάση, πίεση ||ένταση, κούραση, ζόρισμα II υπερέν-ταση, υπερκόπωση II τόνος, ύφος II[κληρονομική] τάση, ροπή, κλίση ||ιατρ. εξάρθρωση II πληθ. ήχοι, μελω-δία, μουσική II vti τεντώνω, -ομαι,τεζάρω II εντείνω, υπερτείνω II κατα-πονώ, κουράζω, ζορίζω II στραμπου-λίζω, εξαρθρώνω II βιάζω, διαστρέφω,παρατραβάω II σουρώνω, στραγγίζω II~ at, αγωνίζομαι, προσπαθώ II ~after, επιδιώκω, κυνηγώ II be under —,περνώ δοκιμασία, ζορίζομαι πολύ IIsuffer from over~, πάσχω από υπερκό-πωση || ~ed, τεταμένος, βεβιασμένος,καταπονημένος, στραγγιγμένος.

strait n (γεωγρ.) στενό II πληθ. δυσκολί-ες, στενοχώριες || —-jacket, ζουρλο-μανδύας || —-laced, πουριτανικός.

strand α ακτή II νήμα II κλωνί II πλε-ξούδα (μαλλιών) || vti εξοκέλλω, μτφ.ξεμένω II —ed, ξεμεινεσμένος, ξεπεσμέ-νος, μόνος κι έρημος.

strange [streind3] adj παράξενος II — ίοsth, ασυνήθιστος, άμαθος II —r, ξένος,άγνωστος || be no ~r to sth, κτ δενμου είναι άγνωστο, ξέρω από κτ.

strangle [straengl] vt στραγγαλίζω, πνίγωII —hold, ασφυκτική λαβή.

strangulation [,straengu'leijn] n στραγ-γαλισμός.

strap [straep] n λουρί, ιμάντας I! vtδένω, σφίγγω (με λουρί) II δέρνω (μελουρίδα) II ~ping, ψηλός, γεροδεμένος.

stratagem [straet3d33m] n στρατήγημα.strategical] [stra'ti:d3ik(l)] adj στρατη-

γικός.strategy ["straetsdji] n στρατηγική.stratify ['strsetifai] vti χωρίζω/ -ομαι σε

στρώματα || stratification, διάστρωση.stratum ['stra.tsm] n στρώμα (γεωλο-

γικό ή κοινωνικό).straw [stro:] n άχυρο II καλαμιά II

καλαμάκι || adj αχυρένιος II catch at a~; clutch at ~s, αρπάζομαι απ' όπουβρώ || a — vote, δειγματολειπτικήψηφοφορία || man of —, αχυράνθρω-πος, ανδρείκελο || not care a ~, δεδίνω φράγκο II not worth a ~, δεναξίζει τίποτα II the last ~, η τελευ-ταία σταγόνα [που κάνει το ποτήρι ναξεχειλίσει] II —berry, φράουλα \\ -—coloured, κιτρινωπός.

stray [strei] vi ξεστρατίζω, παραστρατώ,

ξεκόβω || adj αδέσποτος, σκόρπιος.streak [stri:k] n γραμμή, λωρίδα, ρίγα II

φλέβα (μεταλλεύματος) II δόση, τάσηII vti ριγώνω, σχηματίζω ραβδώσεις IIφεύγω σαν αστραπή II τρέχω γυμνός IIa ~ of good luck, ρέντα II — y,ριγωτός.

stream [stri:m] n χείμαρρος II ποτάμι,ρεύμα II ροή II vi κυλώ, τρέχω, ρέω IIκυματίζω II —line, οργανώνω πιο απο-δοτικά II —lined, αεροδυναμικός, απο-δοτικός, εκσυγχρονισμένος.

street [stri:t] n δρόμος, οδός II —sahead, σκάλες καλύτερος II not in thesame — as, όχι τόσο καλός όσο II[not] up my —, [όχι] της ειδικότηταςμου II the man in the —, ο κοινός/α-πλός άνθρωπος II —car, US τραμ II —door, εξώθυρα II —-walker, γυναίκατου πεζοδρομίου.

strength [streqe] n δύναμη, ισχύς, αριθ-μός II get back one's —, ξαναβρίσκωτις δυνάμεις μου II ~en, δυναμώνω,ενισχύω/ -ομαι.

strenuous [strenjuas] adj (για δουλειά)σκληρός, κουραστικός II (προσπάθεια)επίπονος, σύντονος II (άνθρ.) δραστή-ριος II —ness, επιμονή, ένταση, δρα-στηριότητα.

streptomycin [,streptou"maisin] n στρε-πτομυκίνη.

stress [stres] n τόνος, έμφαση II πίεση,ζόρι, ένταση, άγχος, στρες || vt τονί-ζω, υπογραμμίζω.

stretch [stretj] n τέντωμα, άπλωμα II έκ-ταση || περίοδος || ευθεία II vti τε-ντώνω, απλώνω II παρατεντώνω, παρα-βιάζω/υπερβαίνω τα όρια II εντείνω,χρησιμοποιώ πλήρως II εκτείνομαι,απλώνομαι II ~ [oneself] out, ξαπλώνω/-ομαι || — one's legs, ξεμουδιάζωπερπατώντας II — a point, κάνω εξαί-ρεση, παραβιάζω τον κανόνα II befully ~ed, αποδίδω το μάξιμουμ \\ atfull —, aco μάξιμουμ της απόδοσης IIat a —, συνέχεια, χωρίς διακοπή || bya — of language, βιάζοντας λίγο' τηγλώσσα II by no — of the imagination,μ' όση φαντασία κι αν βάλει κανείςII —er, φορείο || —er-bearer, τραυμα-τιοφορέας.

strew [stru:] vt irreg σκορπίζω II στρώνω.stricken [strikn] adj πληγείς, προσβε-

βλημένος, πάσχων.strict [strikt] adj αυστηρός II in — con-

fidence, υπό αυστηράν εχεμύθεια II be— with sb, είμαι αυστηρός σε κπ || inthe — sense of the word, με τηναυστηρή σημασία της λέξης II —ness,αυστηρότητα.