This document is posted to help you gain knowledge. Please leave a comment to let me know what you think about it! Share it to your friends and learn new things together.
Transcript
ΑἰΣΧύΛΟΣἙπτὰ ἐπὶ ΘήβαςΜετάφραση Γιάννης Γρυπάρης(ed Herbert Weir Smyth Cambridge 1926)
Λαέ του Κάδμου πρέπει σύμφωνα τα λόγιανάχη με τους καιρούς εκείνος πού απ την πρύμνατο τιμόνι κρατόντας κυβερνάει μια χώραδίχως ν αφήνη ο ύπνος να του κλή το μάτιmiddotγιατί αν το πράμα πάη καλά ο θεός η αιτίαmiddot
μα αν πάλιmdashό μη γένοιτοmdashσυμφορά λάχηένας ο Ετεοκλής πολλά στην πόλη θάχηνα του ψάλλουν μυριόστομα όλοι μοιρολόγιακαί θρήνους πού άμποτε απ αυτό στ αλήθεια ο Δίαςδιαφεντευτής τη χώρα μας άς διαφεντεύη
Μα τώρα πρέπει εσείς κι όποιος του λείπει ακόματης νιότης του ή ακμή κι ο πού έχει πια πέρασηνα βάζη όλο το δρίμωμα της δύναμής τουπαίρνοντας πάνω του ο καθείς ότι τουπέφτειγια να βοηθήση την πατρίδα τους θεούς μας
τους βωμούς των mdash μην ποτέ χάσουν τίς τιμές τωνmdashτα παιδιά του τη μάννα Γη γλυκειά θροφό μαςmiddotγιατ είν αυτή πού όταν μικροί σερνόσαστ έτσιστο καλόβολο χώμα της πάνω της όλοφορτώθηκε το βάρος της αναθροφής σαςκαί πολίτες σας τράνεψεν ασπιδοφόρους
20 πιστοὺς ὅπως γένοισθε πρὸς χρέος τόδε να σας έχη πιστούς σ αυτή της την ανάγκη
Ναί βέβαια ως σήμερα ο θεός δεξιά τα φέρνειmiddotγιατί όλον τούτο τον καιρό που είναι ζωσμένατα κάστρα μας η τύχη του πολέμου κλίνειτο πιότερο σε μας με του θεού τη χάρηmiddotμα τώρα όπως ο μάντης λέει ο πουλολόγος
που με το νου καί με τ αυτί μονάχα δίχωςθυσίας φωτιές τα μαντικά σημάδια κρίνεικαί δε λαθεύει ή τέχνη τουmdashαυτός των τέτοιωνκυβερνήτης χριησμών μας λέει πως νυχτοκλώθουνφοβερήν έφοδο οί εχθροί γι αφανισμό μας
Μα όλοι στις πολεμίστρες αρματοζωσμένοιστίς πύλες των φρουρίων ριχτήτε πεταχτήτεγεμίστε τα προστήθια στίς σκεπές των πύργωνσταθήτε καί ριζώνοντας στα έβγα των κάστρωνέχετε θάρρος καί καθόλου μή φοβάστε
το πλήθος των εχθρώνmiddot ο θεός μαζί μας θάναιΜα έχω κι εγώ του στρατού στείλη κατασκόπουςκι ανιχνευτές πού βέβαιος είμαι πως του κάκουδε θάν ο δρόμος των κι αφού έρθουν καί μου πούνεφόβο δεν θάχω μες στα δίχτυα τους μην πέσω
ξεδιαλυμένα φέρνοντας σου από τακείθενέα του στρατού πού ο ίδιος με τα μάτια μου είδαΕφτά καπετανέοι πολεμόχαροι άντρεςσφάζοντας μες σε μαυροσίδερην ασπίδαταύρο καί στο αίμα του τα χέρια τους βουτόντας
στον Άρη Ενυώ καί Φόβο πού σφαγές διψούνεόρκο δώσανε ή αφού με βία τη διαγουμίσουντην πόλη τέλεια των Καδμείων να ξολοθρέψουνή με το γαίμα τους νεκροί τη γης ναργάσουν
πατρίδαχύνοντας δάκρυ μ απ τ αχείλι τους ουτ άχναπαράπονου δεν έβγαινεmiddot γιατ ή ατσαλένιακαρδιά τους λάβριζε απ αντρεία καί φυσσομάναεσα λιονταριών πού πόλεμο σπιθάει ή ματιά των
καὶ τῶνδε πύστις οὐκ ὄκνῳ χρονίζεται Καί δε θ άργήση ώραν την ώρα να το δείξουνmiddot
κλήρους τους άφησα να ρίχτουν σε ποιά πύληθα λάχη καθενός να φέρη το στρατό τουΛοιπόν καί συ διαλέγοντας τους πιο σου αντρείουςπολεμάρχους γοργά τάξε τους μπρος στίς πύλεςmiddotγιατί όπου νάσαι ολάρματοι κοντοζυγώνουνοι Αργείτες κορνιαχτό σηκώνουν καί τους κάμπους
χραίνει ο άσπρος στάζοντας αφρός απ των αλόγωντο λεχομάνισμαmiddot μα εσύ σαν τιμονιέρηςάξιος του καραβιού το κάστρο να στεριώσηςπρίν να μανίση η μπόρα του πολέμουmiddot κι άκουκύμα το στεριανό βρουχιέται του στρατού των
Άδραξε τον καιρό πού πρέπει χέρι χέρικαί γω για τάλλα πιστό μάτι ημεροσκόπουθέ νάχω κι όταν μ όλη την αλήθεια ξέρηςτί τρέχει έξω απ τα τείχη μας φόβο δε θάχης
Ἐτεοκλήςὦ Ζεῦ τε καὶ Γῆ καὶ πολισσοῦχοι θεοί
ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ Δία καί Γη καί Θεοί προστάτες της πατρίδας
κι ω Κατάρα τρανή Ερινύα του πατέραμη μου απ τη ρίζα σύγκορμα ξεθεμελιώστεαφανισμένη απ τους εχθρούς μια πολιτείαπού κραίνει γλωσσά Ελληνικιά μηδέ τα σπίτια
πού τίς εστίες σας έχουνε καί μην αφήστεμια χώρα ελεύτερη την πόλη αυτή του Κάδμου
κύμα χυμίζει κατά δω αρίφνητ η καβαλλαριάmiddot μου το μαθαίνει ο κορνιαχτός π ασκώθηκε ως τον ουρανόδίχως μιλιά μα μηνυτής βέβαιος κι αληθινόςΤής γής μου παίρνει ο ομπλόχτυπος τους κάμπουςπού κι όλο μπρος πετάει ζυγώνει καί βροντά
Άλλοί μου αλλοί θεοί θεέςτο κακό πού μας πλάκωσε μακρύνετ από μαςΒουή τα τείχη ξεπερνά καί καλοσύνταχτος ό οχτρόςμε τα λευκά σκουτάρια του τραβώντας όλο μπρος
90 ἐπὶ πόλιν διώκων [πόδα] πάνω στα κάστρα μας χυμά
Ακούτε ή δεν ακούγετε οι ασπίδες πού χτυπούντους πέπλους καί τα στέφανα αν όχι τώρα πιαπότε θα τα φυλάξωμε της λιτανείας μας προσφορά Είδες τί χτύπος όχι ενού βρόντημα κονταριούΤί έχεις σκοπό τη χώρ αυτή δικιά σου απ τα παλιά
Την πολιτεία περίζωσαν του Κάδμου ΑργείτεςΤrsquo άρματα τα πολεμικά βροντούν βροντούνεκι απ τα σαγώνια των ατιών δετά τα γκέμια πώς φονικά στριγγολογούνεΚ εφτά τρανοί μες στο στρατό ξεχωριστοί πολέμαρχοι αρματοζωσμένοι
Κι ώ Λύκειε βασιλιά ξολόθρεψεκαί τους εχθρούς μας σαν τους λύκους να πλερώσουντους στεναγμούς μας Κι ώ συ κόρη της Λητώς με τ αλάθευτο δοξάρι σου αρματώσου
το χέρι σας απλώσετε θεοί πάνω στην πόλη να σωθή δείξετε πώς την αγαπάτεmiddot θυμάστε τις θυσίες μας τις πάνδημες γνοιαστήτε μας και βοηθάτεmiddot τ άγια μυστήρια με τίς πλούσιες
180 μνήστορες ἐστέ μοι τις προσφορές μη μου ξεχνάτε
να πέφτετε μπρος στων θεών τ αγάλματα έτσιμε τ άγρια αυτά ξεφωνητά και τις στριγγιές σαςπού κάνουνε σε γνωστικούς ανθρώπους φρίκηΆ και στις συμφορές καί στη γλυκειά ευτυχίανάδιν ο Θεός καί νάλειπε από με η γυναίκαγιατί αν της έρθουνε δεξιά καί ποιός την πιάνειστην έπαρση της μ αν την κυριεύση ο φόβος
190 οἴκῳ καὶ πόλει πλέον κακόν τότε είναι πού είναι μιά πληγή για τους δικούς της
δεξά ζερβά δειλία κακόψυχη σκορπάτεμες στο στρατό μας κ έτσ οί εχθροί πόχομ απόξωβρίσκουνε μια χαρά το πιο μεγάλο κέρδοςενώ εμείς μέσα φτείρομε τους εαυτούς μας
Να τί κερδίζει όταν κανείς ζή με γυναίκεςΜα όποιος την προσταγή μου τώρα δεν ακούσηάντρας γυναίκα ή ότι κι άλλο πάει νάναιαπόφαση θανατική τον περιμένεικι από τίς πέτρες του λαού δε θα ξεφύγη
το βρόντημ απ τ αμάξια τα βαρύχτυπα και πόκριξαν ταξόνια τροχοκίνητα κι άκουσα στων αλόγων ν αναδεύουν γύρω το στόμα της φωτιάς γεννήματα τα γκέμια πού τά τιμονεύουν
ΧΟΡΟΣ Ναί μα πιο του θεού τρανή η δύναμη ακόμαmiddot καί συχνά κ έναν όπου δε βλέπει σωσμό στη φορτούνα καί πια του σκεπάζει μαύρο νέφος τα μάτια απ τον άγριο χαμό τον σηκώνει με μιας καί γερό τόνε βγάζει
ΕΤΕΟΚΛΗΣΔουλειά ναι των αντρών στους θεούς θυσίες να κάνουνκαί τη βουλή τους να ρωτούν πρίν πιάση η μάχηmiddotδουλειά σου εσένα να σωπάς καί να μένης σπίτι
καί τούτο ακόμαmiddot από τ αγάλματα τραβήξουκαί στους θεούς τη μόνη ευχή π αξίζει κάνενά ναι μαζί μας σύμμαχοιmiddot κι όταν θα κούσηςτα τάμματά μου εμένα ψάλλ εσύ κατόπιτον άγιο ολολυγμό σαν αίσιο παιάνασυνήθειο ελληνικό στίς θυσίες επάνω
270 θάρσος φίλοις λύουσα πολέμιον φόβον θάρρος στους φίλους πού σκορπά του εχθρού το φόβο
ποτάμι το αίμα από τ αρνιά να τρέξη απάνωστους βωμούς των θεών γιορτάζοντας τη νίκηκαί τους αγίους των τους ναούς θέ ναστολίσωμ εχθρών αρματωσιές κονταροκαρφωμένες
ρίχτ απάνω συμφορά ανθρωποχαλάστραπού να παίρνουνε τα πόδια τους στίς πλάτεςmiddotκαι χαρίζετε τη νίκη στο στρατό μαςκαί στην πόλη σωτηρίαmiddot καί σταθήτεκαλοθρόνιαστοι όπως είστε ανάμεσο μαςmiddot
320ὀξυγόοις λιταῖσιν τίς πικρές τίς λιτανείες μας σπλαχνιστήτε
μαύρη στράτα θε να πάρουν αγουρίδεςωμοτρύγητες μακρυά απ τα γονικά τουςΏ μακάριοι πού πεθαίνουν πρίν να δούνεόσα ή πόλη μαύρα κι άραχλα παθαίνειμια που πάρθηκεmiddot εδώ σφάζουν κεί τραβούνε
Μες στίς ρούγες βρουχισμός καί γύρω μάντρεςαπό πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουνοί άντρες σφάζονται απ τους άντρεςκι άθλια σκούζοντας τα βρέφη πού σκοτώνουνμε το γαίμα το βυζί πού πίνουν βρέχουν
πλήθια ανάκατα της γης τα δώρ αρπάζουντ αδιαφόρετα τα κύματα καί σέρνουνΚαί πρωτόπαθες νέες σκλάβες με γιομάτητην καρδιά απ της συμφοράς τη νέα την τύχη
Όλα τα ξέρω να σας πω για τους εχθρούς μαςκαί για ποια πύλη τράβηξε καθένας κλήροΠρώτα στου Προίτου εμπρός τίς πύλες απ τα τώραβροντάει ό Τυδέαςmiddot μα ό μάντης του Ισμηνού το ρέμμαδεν τον αφήνει να περάση γιατί δείχνουνόχι καλά οί θυσίεςmiddot μ απ τη λύσσα εκείνος
καί του πολέμου τη μανία ξεφρενιασμένοςσαν όφιος στο μεσημερνό χουγιάζει κάμμακαί λούζει με βρισιές το σοφό μάντη Οικλείδηπώς μπρος στη μάχη καί στο θάνατο ζαρώνειαπό ανανδρίαmiddot καί τέτοια κράζοντας τινάζει
τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους τρείς δασές χήτες πού του κρέμουνται απ το κράνος
καί κάτω άπ την ασπίδα χάλκινα κουδούνιατρομάρα ηχολογούν κ έχει σ αυτήν απάνωτέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένατον ουρανό πού αστράφτει άπ άστρα καί στη μέσηβασίλισσα των άστρων σ όλη της τη δόξα
λάμπ η Σελήνη ολόγιομη της νύχτας μάτιΜε τέτοια ξώφρεν άρματα σα ξεπαρμένοςχουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψόντας μάχησαν τ άτι πού τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμιακαί φρουμανίζει ως πού τη σάλπιγγα ν ακούση
Μα όσο γι αυτή τη Νύχτα πούναι λες απάνωστην ασπίδα κι αστράφτει με τ ουράνια τ άστραίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιονΓιατ αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέσηαυτού πού το περήφανο κρατάει σημάδι
μ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάσηκι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψειΜα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσωγυιό του Αστακού να διαφεντεύη αυτή την πύληmiddotαπό πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο
410 τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας της ντροπής κι αποστρέφεται τίς
κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως
κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μη αληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot
γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά
ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες
στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη
απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλουμε ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας του γλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει
για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν
Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τους πύργους
ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη
το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του
ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα
485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα τουό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του
ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot
κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα
500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται
καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες
πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καί κείνος
κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε
(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot
519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ἀντιστάτας
καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη
518Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ
καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του
520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα
ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψη
την κεφαλή του την κακή525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του
κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάριαπό βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος
Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος
με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot
Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει
τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot
αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα
το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα
που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση
καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot
μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι
ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης
μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα
Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη
οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης
φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη
καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι
625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη
ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη
630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας
άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης
μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot
του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο
το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε
πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot
ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του
Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή
Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα
ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot
710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου
ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του
ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη
ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι
ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι
όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά
Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη
755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη
ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις
mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη
τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του
Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα
Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot
την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου
Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον
ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα
Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash
Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ
λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα
Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash
Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν
ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε
Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash
ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα
Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον
ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως
Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε
οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα
στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας
860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά
καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε
870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα
Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]
mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα
την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους
Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας
920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά
τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της
καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα
Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα
Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα
βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν
ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της
άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει
φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω
τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του
αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη
Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε
ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης
Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί
ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης
Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον
Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο
καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος
Λαέ του Κάδμου πρέπει σύμφωνα τα λόγιανάχη με τους καιρούς εκείνος πού απ την πρύμνατο τιμόνι κρατόντας κυβερνάει μια χώραδίχως ν αφήνη ο ύπνος να του κλή το μάτιmiddotγιατί αν το πράμα πάη καλά ο θεός η αιτίαmiddot
μα αν πάλιmdashό μη γένοιτοmdashσυμφορά λάχηένας ο Ετεοκλής πολλά στην πόλη θάχηνα του ψάλλουν μυριόστομα όλοι μοιρολόγιακαί θρήνους πού άμποτε απ αυτό στ αλήθεια ο Δίαςδιαφεντευτής τη χώρα μας άς διαφεντεύη
Μα τώρα πρέπει εσείς κι όποιος του λείπει ακόματης νιότης του ή ακμή κι ο πού έχει πια πέρασηνα βάζη όλο το δρίμωμα της δύναμής τουπαίρνοντας πάνω του ο καθείς ότι τουπέφτειγια να βοηθήση την πατρίδα τους θεούς μας
τους βωμούς των mdash μην ποτέ χάσουν τίς τιμές τωνmdashτα παιδιά του τη μάννα Γη γλυκειά θροφό μαςmiddotγιατ είν αυτή πού όταν μικροί σερνόσαστ έτσιστο καλόβολο χώμα της πάνω της όλοφορτώθηκε το βάρος της αναθροφής σαςκαί πολίτες σας τράνεψεν ασπιδοφόρους
20 πιστοὺς ὅπως γένοισθε πρὸς χρέος τόδε να σας έχη πιστούς σ αυτή της την ανάγκη
Ναί βέβαια ως σήμερα ο θεός δεξιά τα φέρνειmiddotγιατί όλον τούτο τον καιρό που είναι ζωσμένατα κάστρα μας η τύχη του πολέμου κλίνειτο πιότερο σε μας με του θεού τη χάρηmiddotμα τώρα όπως ο μάντης λέει ο πουλολόγος
που με το νου καί με τ αυτί μονάχα δίχωςθυσίας φωτιές τα μαντικά σημάδια κρίνεικαί δε λαθεύει ή τέχνη τουmdashαυτός των τέτοιωνκυβερνήτης χριησμών μας λέει πως νυχτοκλώθουνφοβερήν έφοδο οί εχθροί γι αφανισμό μας
Μα όλοι στις πολεμίστρες αρματοζωσμένοιστίς πύλες των φρουρίων ριχτήτε πεταχτήτεγεμίστε τα προστήθια στίς σκεπές των πύργωνσταθήτε καί ριζώνοντας στα έβγα των κάστρωνέχετε θάρρος καί καθόλου μή φοβάστε
το πλήθος των εχθρώνmiddot ο θεός μαζί μας θάναιΜα έχω κι εγώ του στρατού στείλη κατασκόπουςκι ανιχνευτές πού βέβαιος είμαι πως του κάκουδε θάν ο δρόμος των κι αφού έρθουν καί μου πούνεφόβο δεν θάχω μες στα δίχτυα τους μην πέσω
ξεδιαλυμένα φέρνοντας σου από τακείθενέα του στρατού πού ο ίδιος με τα μάτια μου είδαΕφτά καπετανέοι πολεμόχαροι άντρεςσφάζοντας μες σε μαυροσίδερην ασπίδαταύρο καί στο αίμα του τα χέρια τους βουτόντας
στον Άρη Ενυώ καί Φόβο πού σφαγές διψούνεόρκο δώσανε ή αφού με βία τη διαγουμίσουντην πόλη τέλεια των Καδμείων να ξολοθρέψουνή με το γαίμα τους νεκροί τη γης ναργάσουν
πατρίδαχύνοντας δάκρυ μ απ τ αχείλι τους ουτ άχναπαράπονου δεν έβγαινεmiddot γιατ ή ατσαλένιακαρδιά τους λάβριζε απ αντρεία καί φυσσομάναεσα λιονταριών πού πόλεμο σπιθάει ή ματιά των
καὶ τῶνδε πύστις οὐκ ὄκνῳ χρονίζεται Καί δε θ άργήση ώραν την ώρα να το δείξουνmiddot
κλήρους τους άφησα να ρίχτουν σε ποιά πύληθα λάχη καθενός να φέρη το στρατό τουΛοιπόν καί συ διαλέγοντας τους πιο σου αντρείουςπολεμάρχους γοργά τάξε τους μπρος στίς πύλεςmiddotγιατί όπου νάσαι ολάρματοι κοντοζυγώνουνοι Αργείτες κορνιαχτό σηκώνουν καί τους κάμπους
χραίνει ο άσπρος στάζοντας αφρός απ των αλόγωντο λεχομάνισμαmiddot μα εσύ σαν τιμονιέρηςάξιος του καραβιού το κάστρο να στεριώσηςπρίν να μανίση η μπόρα του πολέμουmiddot κι άκουκύμα το στεριανό βρουχιέται του στρατού των
Άδραξε τον καιρό πού πρέπει χέρι χέρικαί γω για τάλλα πιστό μάτι ημεροσκόπουθέ νάχω κι όταν μ όλη την αλήθεια ξέρηςτί τρέχει έξω απ τα τείχη μας φόβο δε θάχης
Ἐτεοκλήςὦ Ζεῦ τε καὶ Γῆ καὶ πολισσοῦχοι θεοί
ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ Δία καί Γη καί Θεοί προστάτες της πατρίδας
κι ω Κατάρα τρανή Ερινύα του πατέραμη μου απ τη ρίζα σύγκορμα ξεθεμελιώστεαφανισμένη απ τους εχθρούς μια πολιτείαπού κραίνει γλωσσά Ελληνικιά μηδέ τα σπίτια
πού τίς εστίες σας έχουνε καί μην αφήστεμια χώρα ελεύτερη την πόλη αυτή του Κάδμου
κύμα χυμίζει κατά δω αρίφνητ η καβαλλαριάmiddot μου το μαθαίνει ο κορνιαχτός π ασκώθηκε ως τον ουρανόδίχως μιλιά μα μηνυτής βέβαιος κι αληθινόςΤής γής μου παίρνει ο ομπλόχτυπος τους κάμπουςπού κι όλο μπρος πετάει ζυγώνει καί βροντά
Άλλοί μου αλλοί θεοί θεέςτο κακό πού μας πλάκωσε μακρύνετ από μαςΒουή τα τείχη ξεπερνά καί καλοσύνταχτος ό οχτρόςμε τα λευκά σκουτάρια του τραβώντας όλο μπρος
90 ἐπὶ πόλιν διώκων [πόδα] πάνω στα κάστρα μας χυμά
Ακούτε ή δεν ακούγετε οι ασπίδες πού χτυπούντους πέπλους καί τα στέφανα αν όχι τώρα πιαπότε θα τα φυλάξωμε της λιτανείας μας προσφορά Είδες τί χτύπος όχι ενού βρόντημα κονταριούΤί έχεις σκοπό τη χώρ αυτή δικιά σου απ τα παλιά
Την πολιτεία περίζωσαν του Κάδμου ΑργείτεςΤrsquo άρματα τα πολεμικά βροντούν βροντούνεκι απ τα σαγώνια των ατιών δετά τα γκέμια πώς φονικά στριγγολογούνεΚ εφτά τρανοί μες στο στρατό ξεχωριστοί πολέμαρχοι αρματοζωσμένοι
Κι ώ Λύκειε βασιλιά ξολόθρεψεκαί τους εχθρούς μας σαν τους λύκους να πλερώσουντους στεναγμούς μας Κι ώ συ κόρη της Λητώς με τ αλάθευτο δοξάρι σου αρματώσου
το χέρι σας απλώσετε θεοί πάνω στην πόλη να σωθή δείξετε πώς την αγαπάτεmiddot θυμάστε τις θυσίες μας τις πάνδημες γνοιαστήτε μας και βοηθάτεmiddot τ άγια μυστήρια με τίς πλούσιες
180 μνήστορες ἐστέ μοι τις προσφορές μη μου ξεχνάτε
να πέφτετε μπρος στων θεών τ αγάλματα έτσιμε τ άγρια αυτά ξεφωνητά και τις στριγγιές σαςπού κάνουνε σε γνωστικούς ανθρώπους φρίκηΆ και στις συμφορές καί στη γλυκειά ευτυχίανάδιν ο Θεός καί νάλειπε από με η γυναίκαγιατί αν της έρθουνε δεξιά καί ποιός την πιάνειστην έπαρση της μ αν την κυριεύση ο φόβος
190 οἴκῳ καὶ πόλει πλέον κακόν τότε είναι πού είναι μιά πληγή για τους δικούς της
δεξά ζερβά δειλία κακόψυχη σκορπάτεμες στο στρατό μας κ έτσ οί εχθροί πόχομ απόξωβρίσκουνε μια χαρά το πιο μεγάλο κέρδοςενώ εμείς μέσα φτείρομε τους εαυτούς μας
Να τί κερδίζει όταν κανείς ζή με γυναίκεςΜα όποιος την προσταγή μου τώρα δεν ακούσηάντρας γυναίκα ή ότι κι άλλο πάει νάναιαπόφαση θανατική τον περιμένεικι από τίς πέτρες του λαού δε θα ξεφύγη
το βρόντημ απ τ αμάξια τα βαρύχτυπα και πόκριξαν ταξόνια τροχοκίνητα κι άκουσα στων αλόγων ν αναδεύουν γύρω το στόμα της φωτιάς γεννήματα τα γκέμια πού τά τιμονεύουν
ΧΟΡΟΣ Ναί μα πιο του θεού τρανή η δύναμη ακόμαmiddot καί συχνά κ έναν όπου δε βλέπει σωσμό στη φορτούνα καί πια του σκεπάζει μαύρο νέφος τα μάτια απ τον άγριο χαμό τον σηκώνει με μιας καί γερό τόνε βγάζει
ΕΤΕΟΚΛΗΣΔουλειά ναι των αντρών στους θεούς θυσίες να κάνουνκαί τη βουλή τους να ρωτούν πρίν πιάση η μάχηmiddotδουλειά σου εσένα να σωπάς καί να μένης σπίτι
καί τούτο ακόμαmiddot από τ αγάλματα τραβήξουκαί στους θεούς τη μόνη ευχή π αξίζει κάνενά ναι μαζί μας σύμμαχοιmiddot κι όταν θα κούσηςτα τάμματά μου εμένα ψάλλ εσύ κατόπιτον άγιο ολολυγμό σαν αίσιο παιάνασυνήθειο ελληνικό στίς θυσίες επάνω
270 θάρσος φίλοις λύουσα πολέμιον φόβον θάρρος στους φίλους πού σκορπά του εχθρού το φόβο
ποτάμι το αίμα από τ αρνιά να τρέξη απάνωστους βωμούς των θεών γιορτάζοντας τη νίκηκαί τους αγίους των τους ναούς θέ ναστολίσωμ εχθρών αρματωσιές κονταροκαρφωμένες
ρίχτ απάνω συμφορά ανθρωποχαλάστραπού να παίρνουνε τα πόδια τους στίς πλάτεςmiddotκαι χαρίζετε τη νίκη στο στρατό μαςκαί στην πόλη σωτηρίαmiddot καί σταθήτεκαλοθρόνιαστοι όπως είστε ανάμεσο μαςmiddot
320ὀξυγόοις λιταῖσιν τίς πικρές τίς λιτανείες μας σπλαχνιστήτε
μαύρη στράτα θε να πάρουν αγουρίδεςωμοτρύγητες μακρυά απ τα γονικά τουςΏ μακάριοι πού πεθαίνουν πρίν να δούνεόσα ή πόλη μαύρα κι άραχλα παθαίνειμια που πάρθηκεmiddot εδώ σφάζουν κεί τραβούνε
Μες στίς ρούγες βρουχισμός καί γύρω μάντρεςαπό πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουνοί άντρες σφάζονται απ τους άντρεςκι άθλια σκούζοντας τα βρέφη πού σκοτώνουνμε το γαίμα το βυζί πού πίνουν βρέχουν
πλήθια ανάκατα της γης τα δώρ αρπάζουντ αδιαφόρετα τα κύματα καί σέρνουνΚαί πρωτόπαθες νέες σκλάβες με γιομάτητην καρδιά απ της συμφοράς τη νέα την τύχη
Όλα τα ξέρω να σας πω για τους εχθρούς μαςκαί για ποια πύλη τράβηξε καθένας κλήροΠρώτα στου Προίτου εμπρός τίς πύλες απ τα τώραβροντάει ό Τυδέαςmiddot μα ό μάντης του Ισμηνού το ρέμμαδεν τον αφήνει να περάση γιατί δείχνουνόχι καλά οί θυσίεςmiddot μ απ τη λύσσα εκείνος
καί του πολέμου τη μανία ξεφρενιασμένοςσαν όφιος στο μεσημερνό χουγιάζει κάμμακαί λούζει με βρισιές το σοφό μάντη Οικλείδηπώς μπρος στη μάχη καί στο θάνατο ζαρώνειαπό ανανδρίαmiddot καί τέτοια κράζοντας τινάζει
τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους τρείς δασές χήτες πού του κρέμουνται απ το κράνος
καί κάτω άπ την ασπίδα χάλκινα κουδούνιατρομάρα ηχολογούν κ έχει σ αυτήν απάνωτέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένατον ουρανό πού αστράφτει άπ άστρα καί στη μέσηβασίλισσα των άστρων σ όλη της τη δόξα
λάμπ η Σελήνη ολόγιομη της νύχτας μάτιΜε τέτοια ξώφρεν άρματα σα ξεπαρμένοςχουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψόντας μάχησαν τ άτι πού τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμιακαί φρουμανίζει ως πού τη σάλπιγγα ν ακούση
Μα όσο γι αυτή τη Νύχτα πούναι λες απάνωστην ασπίδα κι αστράφτει με τ ουράνια τ άστραίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιονΓιατ αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέσηαυτού πού το περήφανο κρατάει σημάδι
μ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάσηκι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψειΜα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσωγυιό του Αστακού να διαφεντεύη αυτή την πύληmiddotαπό πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο
410 τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας της ντροπής κι αποστρέφεται τίς
κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως
κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μη αληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot
γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά
ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες
στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη
απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλουμε ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας του γλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει
για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν
Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τους πύργους
ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη
το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του
ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα
485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα τουό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του
ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot
κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα
500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται
καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες
πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καί κείνος
κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε
(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot
519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ἀντιστάτας
καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη
518Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ
καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του
520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα
ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψη
την κεφαλή του την κακή525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του
κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάριαπό βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος
Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος
με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot
Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει
τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot
αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα
το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα
που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση
καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot
μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι
ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης
μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα
Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη
οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης
φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη
καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι
625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη
ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη
630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας
άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης
μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot
του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο
το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε
πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot
ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του
Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή
Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα
ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot
710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου
ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του
ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη
ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι
ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι
όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά
Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη
755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη
ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις
mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη
τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του
Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα
Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot
την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου
Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον
ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα
Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash
Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ
λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα
Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash
Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν
ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε
Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash
ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα
Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον
ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως
Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε
οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα
στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας
860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά
καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε
870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα
Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]
mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα
την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους
Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας
920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά
τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της
καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα
Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα
Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα
βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν
ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της
άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει
φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω
τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του
αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη
Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε
ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης
Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί
ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης
Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον
Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο
καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος
που με το νου καί με τ αυτί μονάχα δίχωςθυσίας φωτιές τα μαντικά σημάδια κρίνεικαί δε λαθεύει ή τέχνη τουmdashαυτός των τέτοιωνκυβερνήτης χριησμών μας λέει πως νυχτοκλώθουνφοβερήν έφοδο οί εχθροί γι αφανισμό μας
Μα όλοι στις πολεμίστρες αρματοζωσμένοιστίς πύλες των φρουρίων ριχτήτε πεταχτήτεγεμίστε τα προστήθια στίς σκεπές των πύργωνσταθήτε καί ριζώνοντας στα έβγα των κάστρωνέχετε θάρρος καί καθόλου μή φοβάστε
το πλήθος των εχθρώνmiddot ο θεός μαζί μας θάναιΜα έχω κι εγώ του στρατού στείλη κατασκόπουςκι ανιχνευτές πού βέβαιος είμαι πως του κάκουδε θάν ο δρόμος των κι αφού έρθουν καί μου πούνεφόβο δεν θάχω μες στα δίχτυα τους μην πέσω
ξεδιαλυμένα φέρνοντας σου από τακείθενέα του στρατού πού ο ίδιος με τα μάτια μου είδαΕφτά καπετανέοι πολεμόχαροι άντρεςσφάζοντας μες σε μαυροσίδερην ασπίδαταύρο καί στο αίμα του τα χέρια τους βουτόντας
στον Άρη Ενυώ καί Φόβο πού σφαγές διψούνεόρκο δώσανε ή αφού με βία τη διαγουμίσουντην πόλη τέλεια των Καδμείων να ξολοθρέψουνή με το γαίμα τους νεκροί τη γης ναργάσουν
πατρίδαχύνοντας δάκρυ μ απ τ αχείλι τους ουτ άχναπαράπονου δεν έβγαινεmiddot γιατ ή ατσαλένιακαρδιά τους λάβριζε απ αντρεία καί φυσσομάναεσα λιονταριών πού πόλεμο σπιθάει ή ματιά των
καὶ τῶνδε πύστις οὐκ ὄκνῳ χρονίζεται Καί δε θ άργήση ώραν την ώρα να το δείξουνmiddot
κλήρους τους άφησα να ρίχτουν σε ποιά πύληθα λάχη καθενός να φέρη το στρατό τουΛοιπόν καί συ διαλέγοντας τους πιο σου αντρείουςπολεμάρχους γοργά τάξε τους μπρος στίς πύλεςmiddotγιατί όπου νάσαι ολάρματοι κοντοζυγώνουνοι Αργείτες κορνιαχτό σηκώνουν καί τους κάμπους
χραίνει ο άσπρος στάζοντας αφρός απ των αλόγωντο λεχομάνισμαmiddot μα εσύ σαν τιμονιέρηςάξιος του καραβιού το κάστρο να στεριώσηςπρίν να μανίση η μπόρα του πολέμουmiddot κι άκουκύμα το στεριανό βρουχιέται του στρατού των
Άδραξε τον καιρό πού πρέπει χέρι χέρικαί γω για τάλλα πιστό μάτι ημεροσκόπουθέ νάχω κι όταν μ όλη την αλήθεια ξέρηςτί τρέχει έξω απ τα τείχη μας φόβο δε θάχης
Ἐτεοκλήςὦ Ζεῦ τε καὶ Γῆ καὶ πολισσοῦχοι θεοί
ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ Δία καί Γη καί Θεοί προστάτες της πατρίδας
κι ω Κατάρα τρανή Ερινύα του πατέραμη μου απ τη ρίζα σύγκορμα ξεθεμελιώστεαφανισμένη απ τους εχθρούς μια πολιτείαπού κραίνει γλωσσά Ελληνικιά μηδέ τα σπίτια
πού τίς εστίες σας έχουνε καί μην αφήστεμια χώρα ελεύτερη την πόλη αυτή του Κάδμου
κύμα χυμίζει κατά δω αρίφνητ η καβαλλαριάmiddot μου το μαθαίνει ο κορνιαχτός π ασκώθηκε ως τον ουρανόδίχως μιλιά μα μηνυτής βέβαιος κι αληθινόςΤής γής μου παίρνει ο ομπλόχτυπος τους κάμπουςπού κι όλο μπρος πετάει ζυγώνει καί βροντά
Άλλοί μου αλλοί θεοί θεέςτο κακό πού μας πλάκωσε μακρύνετ από μαςΒουή τα τείχη ξεπερνά καί καλοσύνταχτος ό οχτρόςμε τα λευκά σκουτάρια του τραβώντας όλο μπρος
90 ἐπὶ πόλιν διώκων [πόδα] πάνω στα κάστρα μας χυμά
Ακούτε ή δεν ακούγετε οι ασπίδες πού χτυπούντους πέπλους καί τα στέφανα αν όχι τώρα πιαπότε θα τα φυλάξωμε της λιτανείας μας προσφορά Είδες τί χτύπος όχι ενού βρόντημα κονταριούΤί έχεις σκοπό τη χώρ αυτή δικιά σου απ τα παλιά
Την πολιτεία περίζωσαν του Κάδμου ΑργείτεςΤrsquo άρματα τα πολεμικά βροντούν βροντούνεκι απ τα σαγώνια των ατιών δετά τα γκέμια πώς φονικά στριγγολογούνεΚ εφτά τρανοί μες στο στρατό ξεχωριστοί πολέμαρχοι αρματοζωσμένοι
Κι ώ Λύκειε βασιλιά ξολόθρεψεκαί τους εχθρούς μας σαν τους λύκους να πλερώσουντους στεναγμούς μας Κι ώ συ κόρη της Λητώς με τ αλάθευτο δοξάρι σου αρματώσου
το χέρι σας απλώσετε θεοί πάνω στην πόλη να σωθή δείξετε πώς την αγαπάτεmiddot θυμάστε τις θυσίες μας τις πάνδημες γνοιαστήτε μας και βοηθάτεmiddot τ άγια μυστήρια με τίς πλούσιες
180 μνήστορες ἐστέ μοι τις προσφορές μη μου ξεχνάτε
να πέφτετε μπρος στων θεών τ αγάλματα έτσιμε τ άγρια αυτά ξεφωνητά και τις στριγγιές σαςπού κάνουνε σε γνωστικούς ανθρώπους φρίκηΆ και στις συμφορές καί στη γλυκειά ευτυχίανάδιν ο Θεός καί νάλειπε από με η γυναίκαγιατί αν της έρθουνε δεξιά καί ποιός την πιάνειστην έπαρση της μ αν την κυριεύση ο φόβος
190 οἴκῳ καὶ πόλει πλέον κακόν τότε είναι πού είναι μιά πληγή για τους δικούς της
δεξά ζερβά δειλία κακόψυχη σκορπάτεμες στο στρατό μας κ έτσ οί εχθροί πόχομ απόξωβρίσκουνε μια χαρά το πιο μεγάλο κέρδοςενώ εμείς μέσα φτείρομε τους εαυτούς μας
Να τί κερδίζει όταν κανείς ζή με γυναίκεςΜα όποιος την προσταγή μου τώρα δεν ακούσηάντρας γυναίκα ή ότι κι άλλο πάει νάναιαπόφαση θανατική τον περιμένεικι από τίς πέτρες του λαού δε θα ξεφύγη
το βρόντημ απ τ αμάξια τα βαρύχτυπα και πόκριξαν ταξόνια τροχοκίνητα κι άκουσα στων αλόγων ν αναδεύουν γύρω το στόμα της φωτιάς γεννήματα τα γκέμια πού τά τιμονεύουν
ΧΟΡΟΣ Ναί μα πιο του θεού τρανή η δύναμη ακόμαmiddot καί συχνά κ έναν όπου δε βλέπει σωσμό στη φορτούνα καί πια του σκεπάζει μαύρο νέφος τα μάτια απ τον άγριο χαμό τον σηκώνει με μιας καί γερό τόνε βγάζει
ΕΤΕΟΚΛΗΣΔουλειά ναι των αντρών στους θεούς θυσίες να κάνουνκαί τη βουλή τους να ρωτούν πρίν πιάση η μάχηmiddotδουλειά σου εσένα να σωπάς καί να μένης σπίτι
καί τούτο ακόμαmiddot από τ αγάλματα τραβήξουκαί στους θεούς τη μόνη ευχή π αξίζει κάνενά ναι μαζί μας σύμμαχοιmiddot κι όταν θα κούσηςτα τάμματά μου εμένα ψάλλ εσύ κατόπιτον άγιο ολολυγμό σαν αίσιο παιάνασυνήθειο ελληνικό στίς θυσίες επάνω
270 θάρσος φίλοις λύουσα πολέμιον φόβον θάρρος στους φίλους πού σκορπά του εχθρού το φόβο
ποτάμι το αίμα από τ αρνιά να τρέξη απάνωστους βωμούς των θεών γιορτάζοντας τη νίκηκαί τους αγίους των τους ναούς θέ ναστολίσωμ εχθρών αρματωσιές κονταροκαρφωμένες
ρίχτ απάνω συμφορά ανθρωποχαλάστραπού να παίρνουνε τα πόδια τους στίς πλάτεςmiddotκαι χαρίζετε τη νίκη στο στρατό μαςκαί στην πόλη σωτηρίαmiddot καί σταθήτεκαλοθρόνιαστοι όπως είστε ανάμεσο μαςmiddot
320ὀξυγόοις λιταῖσιν τίς πικρές τίς λιτανείες μας σπλαχνιστήτε
μαύρη στράτα θε να πάρουν αγουρίδεςωμοτρύγητες μακρυά απ τα γονικά τουςΏ μακάριοι πού πεθαίνουν πρίν να δούνεόσα ή πόλη μαύρα κι άραχλα παθαίνειμια που πάρθηκεmiddot εδώ σφάζουν κεί τραβούνε
Μες στίς ρούγες βρουχισμός καί γύρω μάντρεςαπό πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουνοί άντρες σφάζονται απ τους άντρεςκι άθλια σκούζοντας τα βρέφη πού σκοτώνουνμε το γαίμα το βυζί πού πίνουν βρέχουν
πλήθια ανάκατα της γης τα δώρ αρπάζουντ αδιαφόρετα τα κύματα καί σέρνουνΚαί πρωτόπαθες νέες σκλάβες με γιομάτητην καρδιά απ της συμφοράς τη νέα την τύχη
Όλα τα ξέρω να σας πω για τους εχθρούς μαςκαί για ποια πύλη τράβηξε καθένας κλήροΠρώτα στου Προίτου εμπρός τίς πύλες απ τα τώραβροντάει ό Τυδέαςmiddot μα ό μάντης του Ισμηνού το ρέμμαδεν τον αφήνει να περάση γιατί δείχνουνόχι καλά οί θυσίεςmiddot μ απ τη λύσσα εκείνος
καί του πολέμου τη μανία ξεφρενιασμένοςσαν όφιος στο μεσημερνό χουγιάζει κάμμακαί λούζει με βρισιές το σοφό μάντη Οικλείδηπώς μπρος στη μάχη καί στο θάνατο ζαρώνειαπό ανανδρίαmiddot καί τέτοια κράζοντας τινάζει
τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους τρείς δασές χήτες πού του κρέμουνται απ το κράνος
καί κάτω άπ την ασπίδα χάλκινα κουδούνιατρομάρα ηχολογούν κ έχει σ αυτήν απάνωτέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένατον ουρανό πού αστράφτει άπ άστρα καί στη μέσηβασίλισσα των άστρων σ όλη της τη δόξα
λάμπ η Σελήνη ολόγιομη της νύχτας μάτιΜε τέτοια ξώφρεν άρματα σα ξεπαρμένοςχουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψόντας μάχησαν τ άτι πού τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμιακαί φρουμανίζει ως πού τη σάλπιγγα ν ακούση
Μα όσο γι αυτή τη Νύχτα πούναι λες απάνωστην ασπίδα κι αστράφτει με τ ουράνια τ άστραίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιονΓιατ αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέσηαυτού πού το περήφανο κρατάει σημάδι
μ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάσηκι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψειΜα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσωγυιό του Αστακού να διαφεντεύη αυτή την πύληmiddotαπό πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο
410 τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας της ντροπής κι αποστρέφεται τίς
κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως
κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μη αληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot
γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά
ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες
στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη
απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλουμε ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας του γλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει
για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν
Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τους πύργους
ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη
το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του
ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα
485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα τουό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του
ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot
κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα
500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται
καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες
πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καί κείνος
κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε
(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot
519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ἀντιστάτας
καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη
518Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ
καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του
520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα
ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψη
την κεφαλή του την κακή525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του
κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάριαπό βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος
Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος
με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot
Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει
τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot
αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα
το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα
που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση
καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot
μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι
ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης
μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα
Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη
οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης
φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη
καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι
625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη
ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη
630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας
άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης
μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot
του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο
το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε
πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot
ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του
Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή
Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα
ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot
710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου
ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του
ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη
ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι
ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι
όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά
Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη
755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη
ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις
mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη
τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του
Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα
Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot
την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου
Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον
ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα
Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash
Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ
λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα
Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash
Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν
ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε
Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash
ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα
Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον
ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως
Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε
οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα
στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας
860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά
καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε
870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα
Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]
mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα
την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους
Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας
920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά
τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της
καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα
Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα
Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα
βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν
ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της
άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει
φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω
τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του
αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη
Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε
ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης
Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί
ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης
Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον
Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο
καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος
πατρίδαχύνοντας δάκρυ μ απ τ αχείλι τους ουτ άχναπαράπονου δεν έβγαινεmiddot γιατ ή ατσαλένιακαρδιά τους λάβριζε απ αντρεία καί φυσσομάναεσα λιονταριών πού πόλεμο σπιθάει ή ματιά των
καὶ τῶνδε πύστις οὐκ ὄκνῳ χρονίζεται Καί δε θ άργήση ώραν την ώρα να το δείξουνmiddot
κλήρους τους άφησα να ρίχτουν σε ποιά πύληθα λάχη καθενός να φέρη το στρατό τουΛοιπόν καί συ διαλέγοντας τους πιο σου αντρείουςπολεμάρχους γοργά τάξε τους μπρος στίς πύλεςmiddotγιατί όπου νάσαι ολάρματοι κοντοζυγώνουνοι Αργείτες κορνιαχτό σηκώνουν καί τους κάμπους
χραίνει ο άσπρος στάζοντας αφρός απ των αλόγωντο λεχομάνισμαmiddot μα εσύ σαν τιμονιέρηςάξιος του καραβιού το κάστρο να στεριώσηςπρίν να μανίση η μπόρα του πολέμουmiddot κι άκουκύμα το στεριανό βρουχιέται του στρατού των
Άδραξε τον καιρό πού πρέπει χέρι χέρικαί γω για τάλλα πιστό μάτι ημεροσκόπουθέ νάχω κι όταν μ όλη την αλήθεια ξέρηςτί τρέχει έξω απ τα τείχη μας φόβο δε θάχης
Ἐτεοκλήςὦ Ζεῦ τε καὶ Γῆ καὶ πολισσοῦχοι θεοί
ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ Δία καί Γη καί Θεοί προστάτες της πατρίδας
κι ω Κατάρα τρανή Ερινύα του πατέραμη μου απ τη ρίζα σύγκορμα ξεθεμελιώστεαφανισμένη απ τους εχθρούς μια πολιτείαπού κραίνει γλωσσά Ελληνικιά μηδέ τα σπίτια
πού τίς εστίες σας έχουνε καί μην αφήστεμια χώρα ελεύτερη την πόλη αυτή του Κάδμου
κύμα χυμίζει κατά δω αρίφνητ η καβαλλαριάmiddot μου το μαθαίνει ο κορνιαχτός π ασκώθηκε ως τον ουρανόδίχως μιλιά μα μηνυτής βέβαιος κι αληθινόςΤής γής μου παίρνει ο ομπλόχτυπος τους κάμπουςπού κι όλο μπρος πετάει ζυγώνει καί βροντά
Άλλοί μου αλλοί θεοί θεέςτο κακό πού μας πλάκωσε μακρύνετ από μαςΒουή τα τείχη ξεπερνά καί καλοσύνταχτος ό οχτρόςμε τα λευκά σκουτάρια του τραβώντας όλο μπρος
90 ἐπὶ πόλιν διώκων [πόδα] πάνω στα κάστρα μας χυμά
Ακούτε ή δεν ακούγετε οι ασπίδες πού χτυπούντους πέπλους καί τα στέφανα αν όχι τώρα πιαπότε θα τα φυλάξωμε της λιτανείας μας προσφορά Είδες τί χτύπος όχι ενού βρόντημα κονταριούΤί έχεις σκοπό τη χώρ αυτή δικιά σου απ τα παλιά
Την πολιτεία περίζωσαν του Κάδμου ΑργείτεςΤrsquo άρματα τα πολεμικά βροντούν βροντούνεκι απ τα σαγώνια των ατιών δετά τα γκέμια πώς φονικά στριγγολογούνεΚ εφτά τρανοί μες στο στρατό ξεχωριστοί πολέμαρχοι αρματοζωσμένοι
Κι ώ Λύκειε βασιλιά ξολόθρεψεκαί τους εχθρούς μας σαν τους λύκους να πλερώσουντους στεναγμούς μας Κι ώ συ κόρη της Λητώς με τ αλάθευτο δοξάρι σου αρματώσου
το χέρι σας απλώσετε θεοί πάνω στην πόλη να σωθή δείξετε πώς την αγαπάτεmiddot θυμάστε τις θυσίες μας τις πάνδημες γνοιαστήτε μας και βοηθάτεmiddot τ άγια μυστήρια με τίς πλούσιες
180 μνήστορες ἐστέ μοι τις προσφορές μη μου ξεχνάτε
να πέφτετε μπρος στων θεών τ αγάλματα έτσιμε τ άγρια αυτά ξεφωνητά και τις στριγγιές σαςπού κάνουνε σε γνωστικούς ανθρώπους φρίκηΆ και στις συμφορές καί στη γλυκειά ευτυχίανάδιν ο Θεός καί νάλειπε από με η γυναίκαγιατί αν της έρθουνε δεξιά καί ποιός την πιάνειστην έπαρση της μ αν την κυριεύση ο φόβος
190 οἴκῳ καὶ πόλει πλέον κακόν τότε είναι πού είναι μιά πληγή για τους δικούς της
δεξά ζερβά δειλία κακόψυχη σκορπάτεμες στο στρατό μας κ έτσ οί εχθροί πόχομ απόξωβρίσκουνε μια χαρά το πιο μεγάλο κέρδοςενώ εμείς μέσα φτείρομε τους εαυτούς μας
Να τί κερδίζει όταν κανείς ζή με γυναίκεςΜα όποιος την προσταγή μου τώρα δεν ακούσηάντρας γυναίκα ή ότι κι άλλο πάει νάναιαπόφαση θανατική τον περιμένεικι από τίς πέτρες του λαού δε θα ξεφύγη
το βρόντημ απ τ αμάξια τα βαρύχτυπα και πόκριξαν ταξόνια τροχοκίνητα κι άκουσα στων αλόγων ν αναδεύουν γύρω το στόμα της φωτιάς γεννήματα τα γκέμια πού τά τιμονεύουν
ΧΟΡΟΣ Ναί μα πιο του θεού τρανή η δύναμη ακόμαmiddot καί συχνά κ έναν όπου δε βλέπει σωσμό στη φορτούνα καί πια του σκεπάζει μαύρο νέφος τα μάτια απ τον άγριο χαμό τον σηκώνει με μιας καί γερό τόνε βγάζει
ΕΤΕΟΚΛΗΣΔουλειά ναι των αντρών στους θεούς θυσίες να κάνουνκαί τη βουλή τους να ρωτούν πρίν πιάση η μάχηmiddotδουλειά σου εσένα να σωπάς καί να μένης σπίτι
καί τούτο ακόμαmiddot από τ αγάλματα τραβήξουκαί στους θεούς τη μόνη ευχή π αξίζει κάνενά ναι μαζί μας σύμμαχοιmiddot κι όταν θα κούσηςτα τάμματά μου εμένα ψάλλ εσύ κατόπιτον άγιο ολολυγμό σαν αίσιο παιάνασυνήθειο ελληνικό στίς θυσίες επάνω
270 θάρσος φίλοις λύουσα πολέμιον φόβον θάρρος στους φίλους πού σκορπά του εχθρού το φόβο
ποτάμι το αίμα από τ αρνιά να τρέξη απάνωστους βωμούς των θεών γιορτάζοντας τη νίκηκαί τους αγίους των τους ναούς θέ ναστολίσωμ εχθρών αρματωσιές κονταροκαρφωμένες
ρίχτ απάνω συμφορά ανθρωποχαλάστραπού να παίρνουνε τα πόδια τους στίς πλάτεςmiddotκαι χαρίζετε τη νίκη στο στρατό μαςκαί στην πόλη σωτηρίαmiddot καί σταθήτεκαλοθρόνιαστοι όπως είστε ανάμεσο μαςmiddot
320ὀξυγόοις λιταῖσιν τίς πικρές τίς λιτανείες μας σπλαχνιστήτε
μαύρη στράτα θε να πάρουν αγουρίδεςωμοτρύγητες μακρυά απ τα γονικά τουςΏ μακάριοι πού πεθαίνουν πρίν να δούνεόσα ή πόλη μαύρα κι άραχλα παθαίνειμια που πάρθηκεmiddot εδώ σφάζουν κεί τραβούνε
Μες στίς ρούγες βρουχισμός καί γύρω μάντρεςαπό πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουνοί άντρες σφάζονται απ τους άντρεςκι άθλια σκούζοντας τα βρέφη πού σκοτώνουνμε το γαίμα το βυζί πού πίνουν βρέχουν
πλήθια ανάκατα της γης τα δώρ αρπάζουντ αδιαφόρετα τα κύματα καί σέρνουνΚαί πρωτόπαθες νέες σκλάβες με γιομάτητην καρδιά απ της συμφοράς τη νέα την τύχη
Όλα τα ξέρω να σας πω για τους εχθρούς μαςκαί για ποια πύλη τράβηξε καθένας κλήροΠρώτα στου Προίτου εμπρός τίς πύλες απ τα τώραβροντάει ό Τυδέαςmiddot μα ό μάντης του Ισμηνού το ρέμμαδεν τον αφήνει να περάση γιατί δείχνουνόχι καλά οί θυσίεςmiddot μ απ τη λύσσα εκείνος
καί του πολέμου τη μανία ξεφρενιασμένοςσαν όφιος στο μεσημερνό χουγιάζει κάμμακαί λούζει με βρισιές το σοφό μάντη Οικλείδηπώς μπρος στη μάχη καί στο θάνατο ζαρώνειαπό ανανδρίαmiddot καί τέτοια κράζοντας τινάζει
τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους τρείς δασές χήτες πού του κρέμουνται απ το κράνος
καί κάτω άπ την ασπίδα χάλκινα κουδούνιατρομάρα ηχολογούν κ έχει σ αυτήν απάνωτέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένατον ουρανό πού αστράφτει άπ άστρα καί στη μέσηβασίλισσα των άστρων σ όλη της τη δόξα
λάμπ η Σελήνη ολόγιομη της νύχτας μάτιΜε τέτοια ξώφρεν άρματα σα ξεπαρμένοςχουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψόντας μάχησαν τ άτι πού τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμιακαί φρουμανίζει ως πού τη σάλπιγγα ν ακούση
Μα όσο γι αυτή τη Νύχτα πούναι λες απάνωστην ασπίδα κι αστράφτει με τ ουράνια τ άστραίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιονΓιατ αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέσηαυτού πού το περήφανο κρατάει σημάδι
μ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάσηκι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψειΜα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσωγυιό του Αστακού να διαφεντεύη αυτή την πύληmiddotαπό πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο
410 τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας της ντροπής κι αποστρέφεται τίς
κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως
κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μη αληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot
γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά
ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες
στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη
απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλουμε ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας του γλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει
για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν
Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τους πύργους
ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη
το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του
ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα
485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα τουό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του
ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot
κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα
500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται
καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες
πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καί κείνος
κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε
(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot
519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ἀντιστάτας
καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη
518Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ
καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του
520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα
ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψη
την κεφαλή του την κακή525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του
κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάριαπό βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος
Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος
με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot
Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει
τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot
αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα
το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα
που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση
καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot
μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι
ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης
μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα
Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη
οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης
φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη
καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι
625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη
ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη
630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας
άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης
μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot
του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο
το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε
πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot
ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του
Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή
Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα
ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot
710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου
ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του
ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη
ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι
ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι
όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά
Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη
755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη
ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις
mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη
τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του
Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα
Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot
την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου
Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον
ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα
Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash
Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ
λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα
Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash
Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν
ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε
Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash
ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα
Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον
ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως
Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε
οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα
στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας
860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά
καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε
870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα
Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]
mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα
την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους
Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας
920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά
τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της
καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα
Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα
Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα
βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν
ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της
άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει
φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω
τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του
αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη
Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε
ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης
Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί
ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης
Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον
Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο
καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος
κύμα χυμίζει κατά δω αρίφνητ η καβαλλαριάmiddot μου το μαθαίνει ο κορνιαχτός π ασκώθηκε ως τον ουρανόδίχως μιλιά μα μηνυτής βέβαιος κι αληθινόςΤής γής μου παίρνει ο ομπλόχτυπος τους κάμπουςπού κι όλο μπρος πετάει ζυγώνει καί βροντά
Άλλοί μου αλλοί θεοί θεέςτο κακό πού μας πλάκωσε μακρύνετ από μαςΒουή τα τείχη ξεπερνά καί καλοσύνταχτος ό οχτρόςμε τα λευκά σκουτάρια του τραβώντας όλο μπρος
90 ἐπὶ πόλιν διώκων [πόδα] πάνω στα κάστρα μας χυμά
Ακούτε ή δεν ακούγετε οι ασπίδες πού χτυπούντους πέπλους καί τα στέφανα αν όχι τώρα πιαπότε θα τα φυλάξωμε της λιτανείας μας προσφορά Είδες τί χτύπος όχι ενού βρόντημα κονταριούΤί έχεις σκοπό τη χώρ αυτή δικιά σου απ τα παλιά
Την πολιτεία περίζωσαν του Κάδμου ΑργείτεςΤrsquo άρματα τα πολεμικά βροντούν βροντούνεκι απ τα σαγώνια των ατιών δετά τα γκέμια πώς φονικά στριγγολογούνεΚ εφτά τρανοί μες στο στρατό ξεχωριστοί πολέμαρχοι αρματοζωσμένοι
Κι ώ Λύκειε βασιλιά ξολόθρεψεκαί τους εχθρούς μας σαν τους λύκους να πλερώσουντους στεναγμούς μας Κι ώ συ κόρη της Λητώς με τ αλάθευτο δοξάρι σου αρματώσου
το χέρι σας απλώσετε θεοί πάνω στην πόλη να σωθή δείξετε πώς την αγαπάτεmiddot θυμάστε τις θυσίες μας τις πάνδημες γνοιαστήτε μας και βοηθάτεmiddot τ άγια μυστήρια με τίς πλούσιες
180 μνήστορες ἐστέ μοι τις προσφορές μη μου ξεχνάτε
να πέφτετε μπρος στων θεών τ αγάλματα έτσιμε τ άγρια αυτά ξεφωνητά και τις στριγγιές σαςπού κάνουνε σε γνωστικούς ανθρώπους φρίκηΆ και στις συμφορές καί στη γλυκειά ευτυχίανάδιν ο Θεός καί νάλειπε από με η γυναίκαγιατί αν της έρθουνε δεξιά καί ποιός την πιάνειστην έπαρση της μ αν την κυριεύση ο φόβος
190 οἴκῳ καὶ πόλει πλέον κακόν τότε είναι πού είναι μιά πληγή για τους δικούς της
δεξά ζερβά δειλία κακόψυχη σκορπάτεμες στο στρατό μας κ έτσ οί εχθροί πόχομ απόξωβρίσκουνε μια χαρά το πιο μεγάλο κέρδοςενώ εμείς μέσα φτείρομε τους εαυτούς μας
Να τί κερδίζει όταν κανείς ζή με γυναίκεςΜα όποιος την προσταγή μου τώρα δεν ακούσηάντρας γυναίκα ή ότι κι άλλο πάει νάναιαπόφαση θανατική τον περιμένεικι από τίς πέτρες του λαού δε θα ξεφύγη
το βρόντημ απ τ αμάξια τα βαρύχτυπα και πόκριξαν ταξόνια τροχοκίνητα κι άκουσα στων αλόγων ν αναδεύουν γύρω το στόμα της φωτιάς γεννήματα τα γκέμια πού τά τιμονεύουν
ΧΟΡΟΣ Ναί μα πιο του θεού τρανή η δύναμη ακόμαmiddot καί συχνά κ έναν όπου δε βλέπει σωσμό στη φορτούνα καί πια του σκεπάζει μαύρο νέφος τα μάτια απ τον άγριο χαμό τον σηκώνει με μιας καί γερό τόνε βγάζει
ΕΤΕΟΚΛΗΣΔουλειά ναι των αντρών στους θεούς θυσίες να κάνουνκαί τη βουλή τους να ρωτούν πρίν πιάση η μάχηmiddotδουλειά σου εσένα να σωπάς καί να μένης σπίτι
καί τούτο ακόμαmiddot από τ αγάλματα τραβήξουκαί στους θεούς τη μόνη ευχή π αξίζει κάνενά ναι μαζί μας σύμμαχοιmiddot κι όταν θα κούσηςτα τάμματά μου εμένα ψάλλ εσύ κατόπιτον άγιο ολολυγμό σαν αίσιο παιάνασυνήθειο ελληνικό στίς θυσίες επάνω
270 θάρσος φίλοις λύουσα πολέμιον φόβον θάρρος στους φίλους πού σκορπά του εχθρού το φόβο
ποτάμι το αίμα από τ αρνιά να τρέξη απάνωστους βωμούς των θεών γιορτάζοντας τη νίκηκαί τους αγίους των τους ναούς θέ ναστολίσωμ εχθρών αρματωσιές κονταροκαρφωμένες
ρίχτ απάνω συμφορά ανθρωποχαλάστραπού να παίρνουνε τα πόδια τους στίς πλάτεςmiddotκαι χαρίζετε τη νίκη στο στρατό μαςκαί στην πόλη σωτηρίαmiddot καί σταθήτεκαλοθρόνιαστοι όπως είστε ανάμεσο μαςmiddot
320ὀξυγόοις λιταῖσιν τίς πικρές τίς λιτανείες μας σπλαχνιστήτε
μαύρη στράτα θε να πάρουν αγουρίδεςωμοτρύγητες μακρυά απ τα γονικά τουςΏ μακάριοι πού πεθαίνουν πρίν να δούνεόσα ή πόλη μαύρα κι άραχλα παθαίνειμια που πάρθηκεmiddot εδώ σφάζουν κεί τραβούνε
Μες στίς ρούγες βρουχισμός καί γύρω μάντρεςαπό πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουνοί άντρες σφάζονται απ τους άντρεςκι άθλια σκούζοντας τα βρέφη πού σκοτώνουνμε το γαίμα το βυζί πού πίνουν βρέχουν
πλήθια ανάκατα της γης τα δώρ αρπάζουντ αδιαφόρετα τα κύματα καί σέρνουνΚαί πρωτόπαθες νέες σκλάβες με γιομάτητην καρδιά απ της συμφοράς τη νέα την τύχη
Όλα τα ξέρω να σας πω για τους εχθρούς μαςκαί για ποια πύλη τράβηξε καθένας κλήροΠρώτα στου Προίτου εμπρός τίς πύλες απ τα τώραβροντάει ό Τυδέαςmiddot μα ό μάντης του Ισμηνού το ρέμμαδεν τον αφήνει να περάση γιατί δείχνουνόχι καλά οί θυσίεςmiddot μ απ τη λύσσα εκείνος
καί του πολέμου τη μανία ξεφρενιασμένοςσαν όφιος στο μεσημερνό χουγιάζει κάμμακαί λούζει με βρισιές το σοφό μάντη Οικλείδηπώς μπρος στη μάχη καί στο θάνατο ζαρώνειαπό ανανδρίαmiddot καί τέτοια κράζοντας τινάζει
τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους τρείς δασές χήτες πού του κρέμουνται απ το κράνος
καί κάτω άπ την ασπίδα χάλκινα κουδούνιατρομάρα ηχολογούν κ έχει σ αυτήν απάνωτέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένατον ουρανό πού αστράφτει άπ άστρα καί στη μέσηβασίλισσα των άστρων σ όλη της τη δόξα
λάμπ η Σελήνη ολόγιομη της νύχτας μάτιΜε τέτοια ξώφρεν άρματα σα ξεπαρμένοςχουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψόντας μάχησαν τ άτι πού τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμιακαί φρουμανίζει ως πού τη σάλπιγγα ν ακούση
Μα όσο γι αυτή τη Νύχτα πούναι λες απάνωστην ασπίδα κι αστράφτει με τ ουράνια τ άστραίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιονΓιατ αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέσηαυτού πού το περήφανο κρατάει σημάδι
μ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάσηκι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψειΜα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσωγυιό του Αστακού να διαφεντεύη αυτή την πύληmiddotαπό πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο
410 τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας της ντροπής κι αποστρέφεται τίς
κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως
κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μη αληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot
γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά
ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες
στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη
απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλουμε ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας του γλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει
για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν
Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τους πύργους
ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη
το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του
ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα
485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα τουό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του
ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot
κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα
500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται
καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες
πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καί κείνος
κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε
(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot
519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ἀντιστάτας
καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη
518Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ
καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του
520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα
ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψη
την κεφαλή του την κακή525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του
κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάριαπό βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος
Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος
με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot
Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει
τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot
αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα
το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα
που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση
καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot
μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι
ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης
μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα
Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη
οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης
φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη
καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι
625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη
ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη
630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας
άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης
μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot
του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο
το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε
πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot
ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του
Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή
Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα
ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot
710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου
ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του
ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη
ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι
ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι
όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά
Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη
755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη
ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις
mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη
τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του
Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα
Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot
την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου
Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον
ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα
Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash
Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ
λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα
Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash
Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν
ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε
Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash
ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα
Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον
ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως
Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε
οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα
στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας
860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά
καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε
870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα
Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]
mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα
την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους
Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας
920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά
τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της
καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα
Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα
Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα
βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν
ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της
άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει
φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω
τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του
αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη
Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε
ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης
Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί
ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης
Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον
Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο
καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος
Ακούτε ή δεν ακούγετε οι ασπίδες πού χτυπούντους πέπλους καί τα στέφανα αν όχι τώρα πιαπότε θα τα φυλάξωμε της λιτανείας μας προσφορά Είδες τί χτύπος όχι ενού βρόντημα κονταριούΤί έχεις σκοπό τη χώρ αυτή δικιά σου απ τα παλιά
Την πολιτεία περίζωσαν του Κάδμου ΑργείτεςΤrsquo άρματα τα πολεμικά βροντούν βροντούνεκι απ τα σαγώνια των ατιών δετά τα γκέμια πώς φονικά στριγγολογούνεΚ εφτά τρανοί μες στο στρατό ξεχωριστοί πολέμαρχοι αρματοζωσμένοι
Κι ώ Λύκειε βασιλιά ξολόθρεψεκαί τους εχθρούς μας σαν τους λύκους να πλερώσουντους στεναγμούς μας Κι ώ συ κόρη της Λητώς με τ αλάθευτο δοξάρι σου αρματώσου
το χέρι σας απλώσετε θεοί πάνω στην πόλη να σωθή δείξετε πώς την αγαπάτεmiddot θυμάστε τις θυσίες μας τις πάνδημες γνοιαστήτε μας και βοηθάτεmiddot τ άγια μυστήρια με τίς πλούσιες
180 μνήστορες ἐστέ μοι τις προσφορές μη μου ξεχνάτε
να πέφτετε μπρος στων θεών τ αγάλματα έτσιμε τ άγρια αυτά ξεφωνητά και τις στριγγιές σαςπού κάνουνε σε γνωστικούς ανθρώπους φρίκηΆ και στις συμφορές καί στη γλυκειά ευτυχίανάδιν ο Θεός καί νάλειπε από με η γυναίκαγιατί αν της έρθουνε δεξιά καί ποιός την πιάνειστην έπαρση της μ αν την κυριεύση ο φόβος
190 οἴκῳ καὶ πόλει πλέον κακόν τότε είναι πού είναι μιά πληγή για τους δικούς της
δεξά ζερβά δειλία κακόψυχη σκορπάτεμες στο στρατό μας κ έτσ οί εχθροί πόχομ απόξωβρίσκουνε μια χαρά το πιο μεγάλο κέρδοςενώ εμείς μέσα φτείρομε τους εαυτούς μας
Να τί κερδίζει όταν κανείς ζή με γυναίκεςΜα όποιος την προσταγή μου τώρα δεν ακούσηάντρας γυναίκα ή ότι κι άλλο πάει νάναιαπόφαση θανατική τον περιμένεικι από τίς πέτρες του λαού δε θα ξεφύγη
το βρόντημ απ τ αμάξια τα βαρύχτυπα και πόκριξαν ταξόνια τροχοκίνητα κι άκουσα στων αλόγων ν αναδεύουν γύρω το στόμα της φωτιάς γεννήματα τα γκέμια πού τά τιμονεύουν
ΧΟΡΟΣ Ναί μα πιο του θεού τρανή η δύναμη ακόμαmiddot καί συχνά κ έναν όπου δε βλέπει σωσμό στη φορτούνα καί πια του σκεπάζει μαύρο νέφος τα μάτια απ τον άγριο χαμό τον σηκώνει με μιας καί γερό τόνε βγάζει
ΕΤΕΟΚΛΗΣΔουλειά ναι των αντρών στους θεούς θυσίες να κάνουνκαί τη βουλή τους να ρωτούν πρίν πιάση η μάχηmiddotδουλειά σου εσένα να σωπάς καί να μένης σπίτι
καί τούτο ακόμαmiddot από τ αγάλματα τραβήξουκαί στους θεούς τη μόνη ευχή π αξίζει κάνενά ναι μαζί μας σύμμαχοιmiddot κι όταν θα κούσηςτα τάμματά μου εμένα ψάλλ εσύ κατόπιτον άγιο ολολυγμό σαν αίσιο παιάνασυνήθειο ελληνικό στίς θυσίες επάνω
270 θάρσος φίλοις λύουσα πολέμιον φόβον θάρρος στους φίλους πού σκορπά του εχθρού το φόβο
ποτάμι το αίμα από τ αρνιά να τρέξη απάνωστους βωμούς των θεών γιορτάζοντας τη νίκηκαί τους αγίους των τους ναούς θέ ναστολίσωμ εχθρών αρματωσιές κονταροκαρφωμένες
ρίχτ απάνω συμφορά ανθρωποχαλάστραπού να παίρνουνε τα πόδια τους στίς πλάτεςmiddotκαι χαρίζετε τη νίκη στο στρατό μαςκαί στην πόλη σωτηρίαmiddot καί σταθήτεκαλοθρόνιαστοι όπως είστε ανάμεσο μαςmiddot
320ὀξυγόοις λιταῖσιν τίς πικρές τίς λιτανείες μας σπλαχνιστήτε
μαύρη στράτα θε να πάρουν αγουρίδεςωμοτρύγητες μακρυά απ τα γονικά τουςΏ μακάριοι πού πεθαίνουν πρίν να δούνεόσα ή πόλη μαύρα κι άραχλα παθαίνειμια που πάρθηκεmiddot εδώ σφάζουν κεί τραβούνε
Μες στίς ρούγες βρουχισμός καί γύρω μάντρεςαπό πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουνοί άντρες σφάζονται απ τους άντρεςκι άθλια σκούζοντας τα βρέφη πού σκοτώνουνμε το γαίμα το βυζί πού πίνουν βρέχουν
πλήθια ανάκατα της γης τα δώρ αρπάζουντ αδιαφόρετα τα κύματα καί σέρνουνΚαί πρωτόπαθες νέες σκλάβες με γιομάτητην καρδιά απ της συμφοράς τη νέα την τύχη
Όλα τα ξέρω να σας πω για τους εχθρούς μαςκαί για ποια πύλη τράβηξε καθένας κλήροΠρώτα στου Προίτου εμπρός τίς πύλες απ τα τώραβροντάει ό Τυδέαςmiddot μα ό μάντης του Ισμηνού το ρέμμαδεν τον αφήνει να περάση γιατί δείχνουνόχι καλά οί θυσίεςmiddot μ απ τη λύσσα εκείνος
καί του πολέμου τη μανία ξεφρενιασμένοςσαν όφιος στο μεσημερνό χουγιάζει κάμμακαί λούζει με βρισιές το σοφό μάντη Οικλείδηπώς μπρος στη μάχη καί στο θάνατο ζαρώνειαπό ανανδρίαmiddot καί τέτοια κράζοντας τινάζει
τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους τρείς δασές χήτες πού του κρέμουνται απ το κράνος
καί κάτω άπ την ασπίδα χάλκινα κουδούνιατρομάρα ηχολογούν κ έχει σ αυτήν απάνωτέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένατον ουρανό πού αστράφτει άπ άστρα καί στη μέσηβασίλισσα των άστρων σ όλη της τη δόξα
λάμπ η Σελήνη ολόγιομη της νύχτας μάτιΜε τέτοια ξώφρεν άρματα σα ξεπαρμένοςχουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψόντας μάχησαν τ άτι πού τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμιακαί φρουμανίζει ως πού τη σάλπιγγα ν ακούση
Μα όσο γι αυτή τη Νύχτα πούναι λες απάνωστην ασπίδα κι αστράφτει με τ ουράνια τ άστραίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιονΓιατ αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέσηαυτού πού το περήφανο κρατάει σημάδι
μ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάσηκι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψειΜα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσωγυιό του Αστακού να διαφεντεύη αυτή την πύληmiddotαπό πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο
410 τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας της ντροπής κι αποστρέφεται τίς
κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως
κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μη αληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot
γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά
ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες
στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη
απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλουμε ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας του γλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει
για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν
Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τους πύργους
ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη
το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του
ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα
485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα τουό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του
ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot
κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα
500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται
καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες
πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καί κείνος
κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε
(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot
519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ἀντιστάτας
καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη
518Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ
καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του
520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα
ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψη
την κεφαλή του την κακή525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του
κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάριαπό βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος
Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος
με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot
Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει
τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot
αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα
το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα
που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση
καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot
μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι
ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης
μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα
Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη
οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης
φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη
καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι
625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη
ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη
630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας
άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης
μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot
του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο
το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε
πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot
ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του
Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή
Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα
ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot
710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου
ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του
ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη
ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι
ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι
όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά
Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη
755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη
ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις
mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη
τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του
Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα
Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot
την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου
Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον
ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα
Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash
Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ
λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα
Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash
Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν
ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε
Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash
ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα
Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον
ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως
Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε
οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα
στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας
860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά
καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε
870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα
Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]
mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα
την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους
Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας
920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά
τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της
καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα
Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα
Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα
βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν
ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της
άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει
φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω
τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του
αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη
Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε
ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης
Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί
ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης
Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον
Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο
καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος
Κι ώ Λύκειε βασιλιά ξολόθρεψεκαί τους εχθρούς μας σαν τους λύκους να πλερώσουντους στεναγμούς μας Κι ώ συ κόρη της Λητώς με τ αλάθευτο δοξάρι σου αρματώσου
το χέρι σας απλώσετε θεοί πάνω στην πόλη να σωθή δείξετε πώς την αγαπάτεmiddot θυμάστε τις θυσίες μας τις πάνδημες γνοιαστήτε μας και βοηθάτεmiddot τ άγια μυστήρια με τίς πλούσιες
180 μνήστορες ἐστέ μοι τις προσφορές μη μου ξεχνάτε
να πέφτετε μπρος στων θεών τ αγάλματα έτσιμε τ άγρια αυτά ξεφωνητά και τις στριγγιές σαςπού κάνουνε σε γνωστικούς ανθρώπους φρίκηΆ και στις συμφορές καί στη γλυκειά ευτυχίανάδιν ο Θεός καί νάλειπε από με η γυναίκαγιατί αν της έρθουνε δεξιά καί ποιός την πιάνειστην έπαρση της μ αν την κυριεύση ο φόβος
190 οἴκῳ καὶ πόλει πλέον κακόν τότε είναι πού είναι μιά πληγή για τους δικούς της
δεξά ζερβά δειλία κακόψυχη σκορπάτεμες στο στρατό μας κ έτσ οί εχθροί πόχομ απόξωβρίσκουνε μια χαρά το πιο μεγάλο κέρδοςενώ εμείς μέσα φτείρομε τους εαυτούς μας
Να τί κερδίζει όταν κανείς ζή με γυναίκεςΜα όποιος την προσταγή μου τώρα δεν ακούσηάντρας γυναίκα ή ότι κι άλλο πάει νάναιαπόφαση θανατική τον περιμένεικι από τίς πέτρες του λαού δε θα ξεφύγη
το βρόντημ απ τ αμάξια τα βαρύχτυπα και πόκριξαν ταξόνια τροχοκίνητα κι άκουσα στων αλόγων ν αναδεύουν γύρω το στόμα της φωτιάς γεννήματα τα γκέμια πού τά τιμονεύουν
ΧΟΡΟΣ Ναί μα πιο του θεού τρανή η δύναμη ακόμαmiddot καί συχνά κ έναν όπου δε βλέπει σωσμό στη φορτούνα καί πια του σκεπάζει μαύρο νέφος τα μάτια απ τον άγριο χαμό τον σηκώνει με μιας καί γερό τόνε βγάζει
ΕΤΕΟΚΛΗΣΔουλειά ναι των αντρών στους θεούς θυσίες να κάνουνκαί τη βουλή τους να ρωτούν πρίν πιάση η μάχηmiddotδουλειά σου εσένα να σωπάς καί να μένης σπίτι
καί τούτο ακόμαmiddot από τ αγάλματα τραβήξουκαί στους θεούς τη μόνη ευχή π αξίζει κάνενά ναι μαζί μας σύμμαχοιmiddot κι όταν θα κούσηςτα τάμματά μου εμένα ψάλλ εσύ κατόπιτον άγιο ολολυγμό σαν αίσιο παιάνασυνήθειο ελληνικό στίς θυσίες επάνω
270 θάρσος φίλοις λύουσα πολέμιον φόβον θάρρος στους φίλους πού σκορπά του εχθρού το φόβο
ποτάμι το αίμα από τ αρνιά να τρέξη απάνωστους βωμούς των θεών γιορτάζοντας τη νίκηκαί τους αγίους των τους ναούς θέ ναστολίσωμ εχθρών αρματωσιές κονταροκαρφωμένες
ρίχτ απάνω συμφορά ανθρωποχαλάστραπού να παίρνουνε τα πόδια τους στίς πλάτεςmiddotκαι χαρίζετε τη νίκη στο στρατό μαςκαί στην πόλη σωτηρίαmiddot καί σταθήτεκαλοθρόνιαστοι όπως είστε ανάμεσο μαςmiddot
320ὀξυγόοις λιταῖσιν τίς πικρές τίς λιτανείες μας σπλαχνιστήτε
μαύρη στράτα θε να πάρουν αγουρίδεςωμοτρύγητες μακρυά απ τα γονικά τουςΏ μακάριοι πού πεθαίνουν πρίν να δούνεόσα ή πόλη μαύρα κι άραχλα παθαίνειμια που πάρθηκεmiddot εδώ σφάζουν κεί τραβούνε
Μες στίς ρούγες βρουχισμός καί γύρω μάντρεςαπό πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουνοί άντρες σφάζονται απ τους άντρεςκι άθλια σκούζοντας τα βρέφη πού σκοτώνουνμε το γαίμα το βυζί πού πίνουν βρέχουν
πλήθια ανάκατα της γης τα δώρ αρπάζουντ αδιαφόρετα τα κύματα καί σέρνουνΚαί πρωτόπαθες νέες σκλάβες με γιομάτητην καρδιά απ της συμφοράς τη νέα την τύχη
Όλα τα ξέρω να σας πω για τους εχθρούς μαςκαί για ποια πύλη τράβηξε καθένας κλήροΠρώτα στου Προίτου εμπρός τίς πύλες απ τα τώραβροντάει ό Τυδέαςmiddot μα ό μάντης του Ισμηνού το ρέμμαδεν τον αφήνει να περάση γιατί δείχνουνόχι καλά οί θυσίεςmiddot μ απ τη λύσσα εκείνος
καί του πολέμου τη μανία ξεφρενιασμένοςσαν όφιος στο μεσημερνό χουγιάζει κάμμακαί λούζει με βρισιές το σοφό μάντη Οικλείδηπώς μπρος στη μάχη καί στο θάνατο ζαρώνειαπό ανανδρίαmiddot καί τέτοια κράζοντας τινάζει
τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους τρείς δασές χήτες πού του κρέμουνται απ το κράνος
καί κάτω άπ την ασπίδα χάλκινα κουδούνιατρομάρα ηχολογούν κ έχει σ αυτήν απάνωτέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένατον ουρανό πού αστράφτει άπ άστρα καί στη μέσηβασίλισσα των άστρων σ όλη της τη δόξα
λάμπ η Σελήνη ολόγιομη της νύχτας μάτιΜε τέτοια ξώφρεν άρματα σα ξεπαρμένοςχουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψόντας μάχησαν τ άτι πού τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμιακαί φρουμανίζει ως πού τη σάλπιγγα ν ακούση
Μα όσο γι αυτή τη Νύχτα πούναι λες απάνωστην ασπίδα κι αστράφτει με τ ουράνια τ άστραίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιονΓιατ αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέσηαυτού πού το περήφανο κρατάει σημάδι
μ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάσηκι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψειΜα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσωγυιό του Αστακού να διαφεντεύη αυτή την πύληmiddotαπό πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο
410 τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας της ντροπής κι αποστρέφεται τίς
κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως
κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μη αληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot
γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά
ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες
στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη
απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλουμε ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας του γλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει
για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν
Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τους πύργους
ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη
το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του
ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα
485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα τουό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του
ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot
κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα
500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται
καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες
πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καί κείνος
κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε
(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot
519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ἀντιστάτας
καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη
518Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ
καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του
520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα
ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψη
την κεφαλή του την κακή525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του
κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάριαπό βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος
Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος
με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot
Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει
τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot
αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα
το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα
που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση
καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot
μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι
ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης
μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα
Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη
οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης
φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη
καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι
625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη
ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη
630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας
άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης
μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot
του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο
το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε
πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot
ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του
Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή
Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα
ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot
710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου
ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του
ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη
ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι
ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι
όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά
Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη
755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη
ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις
mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη
τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του
Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα
Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot
την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου
Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον
ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα
Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash
Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ
λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα
Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash
Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν
ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε
Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash
ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα
Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον
ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως
Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε
οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα
στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας
860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά
καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε
870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα
Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]
mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα
την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους
Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας
920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά
τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της
καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα
Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα
Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα
βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν
ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της
άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει
φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω
τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του
αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη
Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε
ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης
Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί
ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης
Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον
Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο
καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος
το χέρι σας απλώσετε θεοί πάνω στην πόλη να σωθή δείξετε πώς την αγαπάτεmiddot θυμάστε τις θυσίες μας τις πάνδημες γνοιαστήτε μας και βοηθάτεmiddot τ άγια μυστήρια με τίς πλούσιες
180 μνήστορες ἐστέ μοι τις προσφορές μη μου ξεχνάτε
να πέφτετε μπρος στων θεών τ αγάλματα έτσιμε τ άγρια αυτά ξεφωνητά και τις στριγγιές σαςπού κάνουνε σε γνωστικούς ανθρώπους φρίκηΆ και στις συμφορές καί στη γλυκειά ευτυχίανάδιν ο Θεός καί νάλειπε από με η γυναίκαγιατί αν της έρθουνε δεξιά καί ποιός την πιάνειστην έπαρση της μ αν την κυριεύση ο φόβος
190 οἴκῳ καὶ πόλει πλέον κακόν τότε είναι πού είναι μιά πληγή για τους δικούς της
δεξά ζερβά δειλία κακόψυχη σκορπάτεμες στο στρατό μας κ έτσ οί εχθροί πόχομ απόξωβρίσκουνε μια χαρά το πιο μεγάλο κέρδοςενώ εμείς μέσα φτείρομε τους εαυτούς μας
Να τί κερδίζει όταν κανείς ζή με γυναίκεςΜα όποιος την προσταγή μου τώρα δεν ακούσηάντρας γυναίκα ή ότι κι άλλο πάει νάναιαπόφαση θανατική τον περιμένεικι από τίς πέτρες του λαού δε θα ξεφύγη
το βρόντημ απ τ αμάξια τα βαρύχτυπα και πόκριξαν ταξόνια τροχοκίνητα κι άκουσα στων αλόγων ν αναδεύουν γύρω το στόμα της φωτιάς γεννήματα τα γκέμια πού τά τιμονεύουν
ΧΟΡΟΣ Ναί μα πιο του θεού τρανή η δύναμη ακόμαmiddot καί συχνά κ έναν όπου δε βλέπει σωσμό στη φορτούνα καί πια του σκεπάζει μαύρο νέφος τα μάτια απ τον άγριο χαμό τον σηκώνει με μιας καί γερό τόνε βγάζει
ΕΤΕΟΚΛΗΣΔουλειά ναι των αντρών στους θεούς θυσίες να κάνουνκαί τη βουλή τους να ρωτούν πρίν πιάση η μάχηmiddotδουλειά σου εσένα να σωπάς καί να μένης σπίτι
καί τούτο ακόμαmiddot από τ αγάλματα τραβήξουκαί στους θεούς τη μόνη ευχή π αξίζει κάνενά ναι μαζί μας σύμμαχοιmiddot κι όταν θα κούσηςτα τάμματά μου εμένα ψάλλ εσύ κατόπιτον άγιο ολολυγμό σαν αίσιο παιάνασυνήθειο ελληνικό στίς θυσίες επάνω
270 θάρσος φίλοις λύουσα πολέμιον φόβον θάρρος στους φίλους πού σκορπά του εχθρού το φόβο
ποτάμι το αίμα από τ αρνιά να τρέξη απάνωστους βωμούς των θεών γιορτάζοντας τη νίκηκαί τους αγίους των τους ναούς θέ ναστολίσωμ εχθρών αρματωσιές κονταροκαρφωμένες
ρίχτ απάνω συμφορά ανθρωποχαλάστραπού να παίρνουνε τα πόδια τους στίς πλάτεςmiddotκαι χαρίζετε τη νίκη στο στρατό μαςκαί στην πόλη σωτηρίαmiddot καί σταθήτεκαλοθρόνιαστοι όπως είστε ανάμεσο μαςmiddot
320ὀξυγόοις λιταῖσιν τίς πικρές τίς λιτανείες μας σπλαχνιστήτε
μαύρη στράτα θε να πάρουν αγουρίδεςωμοτρύγητες μακρυά απ τα γονικά τουςΏ μακάριοι πού πεθαίνουν πρίν να δούνεόσα ή πόλη μαύρα κι άραχλα παθαίνειμια που πάρθηκεmiddot εδώ σφάζουν κεί τραβούνε
Μες στίς ρούγες βρουχισμός καί γύρω μάντρεςαπό πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουνοί άντρες σφάζονται απ τους άντρεςκι άθλια σκούζοντας τα βρέφη πού σκοτώνουνμε το γαίμα το βυζί πού πίνουν βρέχουν
πλήθια ανάκατα της γης τα δώρ αρπάζουντ αδιαφόρετα τα κύματα καί σέρνουνΚαί πρωτόπαθες νέες σκλάβες με γιομάτητην καρδιά απ της συμφοράς τη νέα την τύχη
Όλα τα ξέρω να σας πω για τους εχθρούς μαςκαί για ποια πύλη τράβηξε καθένας κλήροΠρώτα στου Προίτου εμπρός τίς πύλες απ τα τώραβροντάει ό Τυδέαςmiddot μα ό μάντης του Ισμηνού το ρέμμαδεν τον αφήνει να περάση γιατί δείχνουνόχι καλά οί θυσίεςmiddot μ απ τη λύσσα εκείνος
καί του πολέμου τη μανία ξεφρενιασμένοςσαν όφιος στο μεσημερνό χουγιάζει κάμμακαί λούζει με βρισιές το σοφό μάντη Οικλείδηπώς μπρος στη μάχη καί στο θάνατο ζαρώνειαπό ανανδρίαmiddot καί τέτοια κράζοντας τινάζει
τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους τρείς δασές χήτες πού του κρέμουνται απ το κράνος
καί κάτω άπ την ασπίδα χάλκινα κουδούνιατρομάρα ηχολογούν κ έχει σ αυτήν απάνωτέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένατον ουρανό πού αστράφτει άπ άστρα καί στη μέσηβασίλισσα των άστρων σ όλη της τη δόξα
λάμπ η Σελήνη ολόγιομη της νύχτας μάτιΜε τέτοια ξώφρεν άρματα σα ξεπαρμένοςχουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψόντας μάχησαν τ άτι πού τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμιακαί φρουμανίζει ως πού τη σάλπιγγα ν ακούση
Μα όσο γι αυτή τη Νύχτα πούναι λες απάνωστην ασπίδα κι αστράφτει με τ ουράνια τ άστραίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιονΓιατ αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέσηαυτού πού το περήφανο κρατάει σημάδι
μ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάσηκι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψειΜα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσωγυιό του Αστακού να διαφεντεύη αυτή την πύληmiddotαπό πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο
410 τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας της ντροπής κι αποστρέφεται τίς
κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως
κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μη αληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot
γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά
ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες
στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη
απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλουμε ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας του γλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει
για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν
Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τους πύργους
ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη
το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του
ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα
485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα τουό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του
ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot
κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα
500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται
καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες
πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καί κείνος
κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε
(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot
519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ἀντιστάτας
καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη
518Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ
καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του
520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα
ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψη
την κεφαλή του την κακή525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του
κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάριαπό βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος
Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος
με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot
Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει
τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot
αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα
το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα
που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση
καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot
μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι
ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης
μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα
Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη
οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης
φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη
καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι
625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη
ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη
630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας
άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης
μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot
του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο
το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε
πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot
ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του
Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή
Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα
ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot
710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου
ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του
ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη
ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι
ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι
όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά
Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη
755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη
ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις
mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη
τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του
Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα
Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot
την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου
Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον
ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα
Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash
Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ
λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα
Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash
Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν
ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε
Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash
ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα
Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον
ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως
Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε
οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα
στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας
860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά
καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε
870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα
Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]
mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα
την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους
Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας
920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά
τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της
καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα
Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα
Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα
βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν
ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της
άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει
φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω
τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του
αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη
Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε
ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης
Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί
ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης
Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον
Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο
καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος
δεξά ζερβά δειλία κακόψυχη σκορπάτεμες στο στρατό μας κ έτσ οί εχθροί πόχομ απόξωβρίσκουνε μια χαρά το πιο μεγάλο κέρδοςενώ εμείς μέσα φτείρομε τους εαυτούς μας
Να τί κερδίζει όταν κανείς ζή με γυναίκεςΜα όποιος την προσταγή μου τώρα δεν ακούσηάντρας γυναίκα ή ότι κι άλλο πάει νάναιαπόφαση θανατική τον περιμένεικι από τίς πέτρες του λαού δε θα ξεφύγη
το βρόντημ απ τ αμάξια τα βαρύχτυπα και πόκριξαν ταξόνια τροχοκίνητα κι άκουσα στων αλόγων ν αναδεύουν γύρω το στόμα της φωτιάς γεννήματα τα γκέμια πού τά τιμονεύουν
ΧΟΡΟΣ Ναί μα πιο του θεού τρανή η δύναμη ακόμαmiddot καί συχνά κ έναν όπου δε βλέπει σωσμό στη φορτούνα καί πια του σκεπάζει μαύρο νέφος τα μάτια απ τον άγριο χαμό τον σηκώνει με μιας καί γερό τόνε βγάζει
ΕΤΕΟΚΛΗΣΔουλειά ναι των αντρών στους θεούς θυσίες να κάνουνκαί τη βουλή τους να ρωτούν πρίν πιάση η μάχηmiddotδουλειά σου εσένα να σωπάς καί να μένης σπίτι
καί τούτο ακόμαmiddot από τ αγάλματα τραβήξουκαί στους θεούς τη μόνη ευχή π αξίζει κάνενά ναι μαζί μας σύμμαχοιmiddot κι όταν θα κούσηςτα τάμματά μου εμένα ψάλλ εσύ κατόπιτον άγιο ολολυγμό σαν αίσιο παιάνασυνήθειο ελληνικό στίς θυσίες επάνω
270 θάρσος φίλοις λύουσα πολέμιον φόβον θάρρος στους φίλους πού σκορπά του εχθρού το φόβο
ποτάμι το αίμα από τ αρνιά να τρέξη απάνωστους βωμούς των θεών γιορτάζοντας τη νίκηκαί τους αγίους των τους ναούς θέ ναστολίσωμ εχθρών αρματωσιές κονταροκαρφωμένες
ρίχτ απάνω συμφορά ανθρωποχαλάστραπού να παίρνουνε τα πόδια τους στίς πλάτεςmiddotκαι χαρίζετε τη νίκη στο στρατό μαςκαί στην πόλη σωτηρίαmiddot καί σταθήτεκαλοθρόνιαστοι όπως είστε ανάμεσο μαςmiddot
320ὀξυγόοις λιταῖσιν τίς πικρές τίς λιτανείες μας σπλαχνιστήτε
μαύρη στράτα θε να πάρουν αγουρίδεςωμοτρύγητες μακρυά απ τα γονικά τουςΏ μακάριοι πού πεθαίνουν πρίν να δούνεόσα ή πόλη μαύρα κι άραχλα παθαίνειμια που πάρθηκεmiddot εδώ σφάζουν κεί τραβούνε
Μες στίς ρούγες βρουχισμός καί γύρω μάντρεςαπό πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουνοί άντρες σφάζονται απ τους άντρεςκι άθλια σκούζοντας τα βρέφη πού σκοτώνουνμε το γαίμα το βυζί πού πίνουν βρέχουν
πλήθια ανάκατα της γης τα δώρ αρπάζουντ αδιαφόρετα τα κύματα καί σέρνουνΚαί πρωτόπαθες νέες σκλάβες με γιομάτητην καρδιά απ της συμφοράς τη νέα την τύχη
Όλα τα ξέρω να σας πω για τους εχθρούς μαςκαί για ποια πύλη τράβηξε καθένας κλήροΠρώτα στου Προίτου εμπρός τίς πύλες απ τα τώραβροντάει ό Τυδέαςmiddot μα ό μάντης του Ισμηνού το ρέμμαδεν τον αφήνει να περάση γιατί δείχνουνόχι καλά οί θυσίεςmiddot μ απ τη λύσσα εκείνος
καί του πολέμου τη μανία ξεφρενιασμένοςσαν όφιος στο μεσημερνό χουγιάζει κάμμακαί λούζει με βρισιές το σοφό μάντη Οικλείδηπώς μπρος στη μάχη καί στο θάνατο ζαρώνειαπό ανανδρίαmiddot καί τέτοια κράζοντας τινάζει
τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους τρείς δασές χήτες πού του κρέμουνται απ το κράνος
καί κάτω άπ την ασπίδα χάλκινα κουδούνιατρομάρα ηχολογούν κ έχει σ αυτήν απάνωτέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένατον ουρανό πού αστράφτει άπ άστρα καί στη μέσηβασίλισσα των άστρων σ όλη της τη δόξα
λάμπ η Σελήνη ολόγιομη της νύχτας μάτιΜε τέτοια ξώφρεν άρματα σα ξεπαρμένοςχουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψόντας μάχησαν τ άτι πού τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμιακαί φρουμανίζει ως πού τη σάλπιγγα ν ακούση
Μα όσο γι αυτή τη Νύχτα πούναι λες απάνωστην ασπίδα κι αστράφτει με τ ουράνια τ άστραίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιονΓιατ αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέσηαυτού πού το περήφανο κρατάει σημάδι
μ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάσηκι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψειΜα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσωγυιό του Αστακού να διαφεντεύη αυτή την πύληmiddotαπό πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο
410 τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας της ντροπής κι αποστρέφεται τίς
κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως
κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μη αληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot
γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά
ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες
στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη
απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλουμε ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας του γλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει
για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν
Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τους πύργους
ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη
το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του
ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα
485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα τουό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του
ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot
κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα
500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται
καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες
πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καί κείνος
κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε
(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot
519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ἀντιστάτας
καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη
518Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ
καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του
520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα
ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψη
την κεφαλή του την κακή525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του
κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάριαπό βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος
Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος
με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot
Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει
τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot
αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα
το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα
που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση
καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot
μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι
ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης
μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα
Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη
οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης
φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη
καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι
625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη
ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη
630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας
άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης
μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot
του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο
το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε
πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot
ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του
Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή
Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα
ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot
710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου
ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του
ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη
ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι
ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι
όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά
Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη
755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη
ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις
mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη
τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του
Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα
Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot
την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου
Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον
ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα
Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash
Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ
λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα
Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash
Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν
ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε
Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash
ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα
Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον
ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως
Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε
οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα
στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας
860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά
καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε
870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα
Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]
mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα
την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους
Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας
920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά
τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της
καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα
Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα
Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα
βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν
ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της
άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει
φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω
τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του
αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη
Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε
ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης
Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί
ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης
Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον
Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο
καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος
ΧΟΡΟΣ Ναί μα πιο του θεού τρανή η δύναμη ακόμαmiddot καί συχνά κ έναν όπου δε βλέπει σωσμό στη φορτούνα καί πια του σκεπάζει μαύρο νέφος τα μάτια απ τον άγριο χαμό τον σηκώνει με μιας καί γερό τόνε βγάζει
ΕΤΕΟΚΛΗΣΔουλειά ναι των αντρών στους θεούς θυσίες να κάνουνκαί τη βουλή τους να ρωτούν πρίν πιάση η μάχηmiddotδουλειά σου εσένα να σωπάς καί να μένης σπίτι
καί τούτο ακόμαmiddot από τ αγάλματα τραβήξουκαί στους θεούς τη μόνη ευχή π αξίζει κάνενά ναι μαζί μας σύμμαχοιmiddot κι όταν θα κούσηςτα τάμματά μου εμένα ψάλλ εσύ κατόπιτον άγιο ολολυγμό σαν αίσιο παιάνασυνήθειο ελληνικό στίς θυσίες επάνω
270 θάρσος φίλοις λύουσα πολέμιον φόβον θάρρος στους φίλους πού σκορπά του εχθρού το φόβο
ποτάμι το αίμα από τ αρνιά να τρέξη απάνωστους βωμούς των θεών γιορτάζοντας τη νίκηκαί τους αγίους των τους ναούς θέ ναστολίσωμ εχθρών αρματωσιές κονταροκαρφωμένες
ρίχτ απάνω συμφορά ανθρωποχαλάστραπού να παίρνουνε τα πόδια τους στίς πλάτεςmiddotκαι χαρίζετε τη νίκη στο στρατό μαςκαί στην πόλη σωτηρίαmiddot καί σταθήτεκαλοθρόνιαστοι όπως είστε ανάμεσο μαςmiddot
320ὀξυγόοις λιταῖσιν τίς πικρές τίς λιτανείες μας σπλαχνιστήτε
μαύρη στράτα θε να πάρουν αγουρίδεςωμοτρύγητες μακρυά απ τα γονικά τουςΏ μακάριοι πού πεθαίνουν πρίν να δούνεόσα ή πόλη μαύρα κι άραχλα παθαίνειμια που πάρθηκεmiddot εδώ σφάζουν κεί τραβούνε
Μες στίς ρούγες βρουχισμός καί γύρω μάντρεςαπό πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουνοί άντρες σφάζονται απ τους άντρεςκι άθλια σκούζοντας τα βρέφη πού σκοτώνουνμε το γαίμα το βυζί πού πίνουν βρέχουν
πλήθια ανάκατα της γης τα δώρ αρπάζουντ αδιαφόρετα τα κύματα καί σέρνουνΚαί πρωτόπαθες νέες σκλάβες με γιομάτητην καρδιά απ της συμφοράς τη νέα την τύχη
Όλα τα ξέρω να σας πω για τους εχθρούς μαςκαί για ποια πύλη τράβηξε καθένας κλήροΠρώτα στου Προίτου εμπρός τίς πύλες απ τα τώραβροντάει ό Τυδέαςmiddot μα ό μάντης του Ισμηνού το ρέμμαδεν τον αφήνει να περάση γιατί δείχνουνόχι καλά οί θυσίεςmiddot μ απ τη λύσσα εκείνος
καί του πολέμου τη μανία ξεφρενιασμένοςσαν όφιος στο μεσημερνό χουγιάζει κάμμακαί λούζει με βρισιές το σοφό μάντη Οικλείδηπώς μπρος στη μάχη καί στο θάνατο ζαρώνειαπό ανανδρίαmiddot καί τέτοια κράζοντας τινάζει
τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους τρείς δασές χήτες πού του κρέμουνται απ το κράνος
καί κάτω άπ την ασπίδα χάλκινα κουδούνιατρομάρα ηχολογούν κ έχει σ αυτήν απάνωτέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένατον ουρανό πού αστράφτει άπ άστρα καί στη μέσηβασίλισσα των άστρων σ όλη της τη δόξα
λάμπ η Σελήνη ολόγιομη της νύχτας μάτιΜε τέτοια ξώφρεν άρματα σα ξεπαρμένοςχουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψόντας μάχησαν τ άτι πού τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμιακαί φρουμανίζει ως πού τη σάλπιγγα ν ακούση
Μα όσο γι αυτή τη Νύχτα πούναι λες απάνωστην ασπίδα κι αστράφτει με τ ουράνια τ άστραίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιονΓιατ αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέσηαυτού πού το περήφανο κρατάει σημάδι
μ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάσηκι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψειΜα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσωγυιό του Αστακού να διαφεντεύη αυτή την πύληmiddotαπό πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο
410 τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας της ντροπής κι αποστρέφεται τίς
κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως
κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μη αληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot
γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά
ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες
στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη
απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλουμε ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας του γλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει
για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν
Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τους πύργους
ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη
το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του
ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα
485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα τουό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του
ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot
κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα
500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται
καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες
πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καί κείνος
κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε
(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot
519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ἀντιστάτας
καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη
518Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ
καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του
520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα
ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψη
την κεφαλή του την κακή525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του
κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάριαπό βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος
Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος
με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot
Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει
τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot
αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα
το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα
που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση
καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot
μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι
ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης
μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα
Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη
οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης
φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη
καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι
625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη
ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη
630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας
άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης
μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot
του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο
το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε
πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot
ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του
Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή
Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα
ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot
710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου
ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του
ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη
ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι
ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι
όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά
Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη
755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη
ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις
mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη
τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του
Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα
Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot
την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου
Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον
ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα
Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash
Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ
λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα
Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash
Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν
ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε
Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash
ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα
Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον
ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως
Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε
οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα
στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας
860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά
καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε
870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα
Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]
mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα
την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους
Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας
920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά
τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της
καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα
Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα
Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα
βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν
ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της
άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει
φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω
τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του
αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη
Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε
ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης
Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί
ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης
Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον
Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο
καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος
καί τούτο ακόμαmiddot από τ αγάλματα τραβήξουκαί στους θεούς τη μόνη ευχή π αξίζει κάνενά ναι μαζί μας σύμμαχοιmiddot κι όταν θα κούσηςτα τάμματά μου εμένα ψάλλ εσύ κατόπιτον άγιο ολολυγμό σαν αίσιο παιάνασυνήθειο ελληνικό στίς θυσίες επάνω
270 θάρσος φίλοις λύουσα πολέμιον φόβον θάρρος στους φίλους πού σκορπά του εχθρού το φόβο
ποτάμι το αίμα από τ αρνιά να τρέξη απάνωστους βωμούς των θεών γιορτάζοντας τη νίκηκαί τους αγίους των τους ναούς θέ ναστολίσωμ εχθρών αρματωσιές κονταροκαρφωμένες
ρίχτ απάνω συμφορά ανθρωποχαλάστραπού να παίρνουνε τα πόδια τους στίς πλάτεςmiddotκαι χαρίζετε τη νίκη στο στρατό μαςκαί στην πόλη σωτηρίαmiddot καί σταθήτεκαλοθρόνιαστοι όπως είστε ανάμεσο μαςmiddot
320ὀξυγόοις λιταῖσιν τίς πικρές τίς λιτανείες μας σπλαχνιστήτε
μαύρη στράτα θε να πάρουν αγουρίδεςωμοτρύγητες μακρυά απ τα γονικά τουςΏ μακάριοι πού πεθαίνουν πρίν να δούνεόσα ή πόλη μαύρα κι άραχλα παθαίνειμια που πάρθηκεmiddot εδώ σφάζουν κεί τραβούνε
Μες στίς ρούγες βρουχισμός καί γύρω μάντρεςαπό πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουνοί άντρες σφάζονται απ τους άντρεςκι άθλια σκούζοντας τα βρέφη πού σκοτώνουνμε το γαίμα το βυζί πού πίνουν βρέχουν
πλήθια ανάκατα της γης τα δώρ αρπάζουντ αδιαφόρετα τα κύματα καί σέρνουνΚαί πρωτόπαθες νέες σκλάβες με γιομάτητην καρδιά απ της συμφοράς τη νέα την τύχη
Όλα τα ξέρω να σας πω για τους εχθρούς μαςκαί για ποια πύλη τράβηξε καθένας κλήροΠρώτα στου Προίτου εμπρός τίς πύλες απ τα τώραβροντάει ό Τυδέαςmiddot μα ό μάντης του Ισμηνού το ρέμμαδεν τον αφήνει να περάση γιατί δείχνουνόχι καλά οί θυσίεςmiddot μ απ τη λύσσα εκείνος
καί του πολέμου τη μανία ξεφρενιασμένοςσαν όφιος στο μεσημερνό χουγιάζει κάμμακαί λούζει με βρισιές το σοφό μάντη Οικλείδηπώς μπρος στη μάχη καί στο θάνατο ζαρώνειαπό ανανδρίαmiddot καί τέτοια κράζοντας τινάζει
τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους τρείς δασές χήτες πού του κρέμουνται απ το κράνος
καί κάτω άπ την ασπίδα χάλκινα κουδούνιατρομάρα ηχολογούν κ έχει σ αυτήν απάνωτέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένατον ουρανό πού αστράφτει άπ άστρα καί στη μέσηβασίλισσα των άστρων σ όλη της τη δόξα
λάμπ η Σελήνη ολόγιομη της νύχτας μάτιΜε τέτοια ξώφρεν άρματα σα ξεπαρμένοςχουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψόντας μάχησαν τ άτι πού τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμιακαί φρουμανίζει ως πού τη σάλπιγγα ν ακούση
Μα όσο γι αυτή τη Νύχτα πούναι λες απάνωστην ασπίδα κι αστράφτει με τ ουράνια τ άστραίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιονΓιατ αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέσηαυτού πού το περήφανο κρατάει σημάδι
μ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάσηκι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψειΜα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσωγυιό του Αστακού να διαφεντεύη αυτή την πύληmiddotαπό πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο
410 τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας της ντροπής κι αποστρέφεται τίς
κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως
κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μη αληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot
γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά
ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες
στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη
απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλουμε ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας του γλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει
για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν
Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τους πύργους
ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη
το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του
ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα
485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα τουό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του
ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot
κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα
500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται
καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες
πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καί κείνος
κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε
(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot
519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ἀντιστάτας
καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη
518Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ
καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του
520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα
ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψη
την κεφαλή του την κακή525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του
κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάριαπό βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος
Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος
με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot
Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει
τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot
αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα
το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα
που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση
καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot
μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι
ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης
μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα
Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη
οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης
φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη
καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι
625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη
ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη
630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας
άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης
μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot
του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο
το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε
πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot
ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του
Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή
Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα
ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot
710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου
ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του
ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη
ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι
ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι
όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά
Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη
755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη
ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις
mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη
τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του
Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα
Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot
την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου
Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον
ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα
Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash
Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ
λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα
Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash
Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν
ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε
Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash
ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα
Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον
ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως
Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε
οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα
στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας
860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά
καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε
870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα
Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]
mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα
την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους
Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας
920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά
τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της
καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα
Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα
Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα
βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν
ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της
άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει
φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω
τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του
αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη
Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε
ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης
Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί
ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης
Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον
Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο
καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος
καί τούτο ακόμαmiddot από τ αγάλματα τραβήξουκαί στους θεούς τη μόνη ευχή π αξίζει κάνενά ναι μαζί μας σύμμαχοιmiddot κι όταν θα κούσηςτα τάμματά μου εμένα ψάλλ εσύ κατόπιτον άγιο ολολυγμό σαν αίσιο παιάνασυνήθειο ελληνικό στίς θυσίες επάνω
270 θάρσος φίλοις λύουσα πολέμιον φόβον θάρρος στους φίλους πού σκορπά του εχθρού το φόβο
ποτάμι το αίμα από τ αρνιά να τρέξη απάνωστους βωμούς των θεών γιορτάζοντας τη νίκηκαί τους αγίους των τους ναούς θέ ναστολίσωμ εχθρών αρματωσιές κονταροκαρφωμένες
ρίχτ απάνω συμφορά ανθρωποχαλάστραπού να παίρνουνε τα πόδια τους στίς πλάτεςmiddotκαι χαρίζετε τη νίκη στο στρατό μαςκαί στην πόλη σωτηρίαmiddot καί σταθήτεκαλοθρόνιαστοι όπως είστε ανάμεσο μαςmiddot
320ὀξυγόοις λιταῖσιν τίς πικρές τίς λιτανείες μας σπλαχνιστήτε
μαύρη στράτα θε να πάρουν αγουρίδεςωμοτρύγητες μακρυά απ τα γονικά τουςΏ μακάριοι πού πεθαίνουν πρίν να δούνεόσα ή πόλη μαύρα κι άραχλα παθαίνειμια που πάρθηκεmiddot εδώ σφάζουν κεί τραβούνε
Μες στίς ρούγες βρουχισμός καί γύρω μάντρεςαπό πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουνοί άντρες σφάζονται απ τους άντρεςκι άθλια σκούζοντας τα βρέφη πού σκοτώνουνμε το γαίμα το βυζί πού πίνουν βρέχουν
πλήθια ανάκατα της γης τα δώρ αρπάζουντ αδιαφόρετα τα κύματα καί σέρνουνΚαί πρωτόπαθες νέες σκλάβες με γιομάτητην καρδιά απ της συμφοράς τη νέα την τύχη
Όλα τα ξέρω να σας πω για τους εχθρούς μαςκαί για ποια πύλη τράβηξε καθένας κλήροΠρώτα στου Προίτου εμπρός τίς πύλες απ τα τώραβροντάει ό Τυδέαςmiddot μα ό μάντης του Ισμηνού το ρέμμαδεν τον αφήνει να περάση γιατί δείχνουνόχι καλά οί θυσίεςmiddot μ απ τη λύσσα εκείνος
καί του πολέμου τη μανία ξεφρενιασμένοςσαν όφιος στο μεσημερνό χουγιάζει κάμμακαί λούζει με βρισιές το σοφό μάντη Οικλείδηπώς μπρος στη μάχη καί στο θάνατο ζαρώνειαπό ανανδρίαmiddot καί τέτοια κράζοντας τινάζει
τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους τρείς δασές χήτες πού του κρέμουνται απ το κράνος
καί κάτω άπ την ασπίδα χάλκινα κουδούνιατρομάρα ηχολογούν κ έχει σ αυτήν απάνωτέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένατον ουρανό πού αστράφτει άπ άστρα καί στη μέσηβασίλισσα των άστρων σ όλη της τη δόξα
λάμπ η Σελήνη ολόγιομη της νύχτας μάτιΜε τέτοια ξώφρεν άρματα σα ξεπαρμένοςχουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψόντας μάχησαν τ άτι πού τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμιακαί φρουμανίζει ως πού τη σάλπιγγα ν ακούση
Μα όσο γι αυτή τη Νύχτα πούναι λες απάνωστην ασπίδα κι αστράφτει με τ ουράνια τ άστραίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιονΓιατ αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέσηαυτού πού το περήφανο κρατάει σημάδι
μ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάσηκι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψειΜα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσωγυιό του Αστακού να διαφεντεύη αυτή την πύληmiddotαπό πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο
410 τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας της ντροπής κι αποστρέφεται τίς
κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως
κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μη αληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot
γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά
ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες
στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη
απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλουμε ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας του γλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει
για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν
Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τους πύργους
ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη
το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του
ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα
485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα τουό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του
ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot
κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα
500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται
καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες
πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καί κείνος
κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε
(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot
519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ἀντιστάτας
καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη
518Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ
καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του
520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα
ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψη
την κεφαλή του την κακή525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του
κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάριαπό βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος
Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος
με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot
Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει
τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot
αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα
το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα
που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση
καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot
μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι
ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης
μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα
Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη
οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης
φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη
καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι
625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη
ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη
630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας
άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης
μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot
του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο
το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε
πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot
ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του
Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή
Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα
ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot
710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου
ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του
ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη
ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι
ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι
όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά
Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη
755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη
ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις
mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη
τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του
Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα
Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot
την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου
Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον
ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα
Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash
Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ
λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα
Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash
Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν
ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε
Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash
ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα
Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον
ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως
Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε
οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα
στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας
860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά
καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε
870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα
Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]
mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα
την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους
Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας
920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά
τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της
καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα
Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα
Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα
βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν
ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της
άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει
φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω
τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του
αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη
Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε
ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης
Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί
ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης
Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον
Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο
καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος
ποτάμι το αίμα από τ αρνιά να τρέξη απάνωστους βωμούς των θεών γιορτάζοντας τη νίκηκαί τους αγίους των τους ναούς θέ ναστολίσωμ εχθρών αρματωσιές κονταροκαρφωμένες
ρίχτ απάνω συμφορά ανθρωποχαλάστραπού να παίρνουνε τα πόδια τους στίς πλάτεςmiddotκαι χαρίζετε τη νίκη στο στρατό μαςκαί στην πόλη σωτηρίαmiddot καί σταθήτεκαλοθρόνιαστοι όπως είστε ανάμεσο μαςmiddot
320ὀξυγόοις λιταῖσιν τίς πικρές τίς λιτανείες μας σπλαχνιστήτε
μαύρη στράτα θε να πάρουν αγουρίδεςωμοτρύγητες μακρυά απ τα γονικά τουςΏ μακάριοι πού πεθαίνουν πρίν να δούνεόσα ή πόλη μαύρα κι άραχλα παθαίνειμια που πάρθηκεmiddot εδώ σφάζουν κεί τραβούνε
Μες στίς ρούγες βρουχισμός καί γύρω μάντρεςαπό πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουνοί άντρες σφάζονται απ τους άντρεςκι άθλια σκούζοντας τα βρέφη πού σκοτώνουνμε το γαίμα το βυζί πού πίνουν βρέχουν
πλήθια ανάκατα της γης τα δώρ αρπάζουντ αδιαφόρετα τα κύματα καί σέρνουνΚαί πρωτόπαθες νέες σκλάβες με γιομάτητην καρδιά απ της συμφοράς τη νέα την τύχη
Όλα τα ξέρω να σας πω για τους εχθρούς μαςκαί για ποια πύλη τράβηξε καθένας κλήροΠρώτα στου Προίτου εμπρός τίς πύλες απ τα τώραβροντάει ό Τυδέαςmiddot μα ό μάντης του Ισμηνού το ρέμμαδεν τον αφήνει να περάση γιατί δείχνουνόχι καλά οί θυσίεςmiddot μ απ τη λύσσα εκείνος
καί του πολέμου τη μανία ξεφρενιασμένοςσαν όφιος στο μεσημερνό χουγιάζει κάμμακαί λούζει με βρισιές το σοφό μάντη Οικλείδηπώς μπρος στη μάχη καί στο θάνατο ζαρώνειαπό ανανδρίαmiddot καί τέτοια κράζοντας τινάζει
τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους τρείς δασές χήτες πού του κρέμουνται απ το κράνος
καί κάτω άπ την ασπίδα χάλκινα κουδούνιατρομάρα ηχολογούν κ έχει σ αυτήν απάνωτέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένατον ουρανό πού αστράφτει άπ άστρα καί στη μέσηβασίλισσα των άστρων σ όλη της τη δόξα
λάμπ η Σελήνη ολόγιομη της νύχτας μάτιΜε τέτοια ξώφρεν άρματα σα ξεπαρμένοςχουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψόντας μάχησαν τ άτι πού τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμιακαί φρουμανίζει ως πού τη σάλπιγγα ν ακούση
Μα όσο γι αυτή τη Νύχτα πούναι λες απάνωστην ασπίδα κι αστράφτει με τ ουράνια τ άστραίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιονΓιατ αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέσηαυτού πού το περήφανο κρατάει σημάδι
μ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάσηκι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψειΜα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσωγυιό του Αστακού να διαφεντεύη αυτή την πύληmiddotαπό πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο
410 τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας της ντροπής κι αποστρέφεται τίς
κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως
κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μη αληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot
γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά
ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες
στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη
απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλουμε ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας του γλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει
για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν
Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τους πύργους
ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη
το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του
ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα
485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα τουό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του
ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot
κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα
500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται
καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες
πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καί κείνος
κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε
(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot
519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ἀντιστάτας
καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη
518Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ
καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του
520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα
ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψη
την κεφαλή του την κακή525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του
κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάριαπό βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος
Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος
με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot
Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει
τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot
αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα
το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα
που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση
καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot
μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι
ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης
μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα
Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη
οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης
φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη
καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι
625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη
ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη
630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας
άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης
μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot
του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο
το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε
πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot
ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του
Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή
Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα
ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot
710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου
ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του
ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη
ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι
ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι
όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά
Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη
755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη
ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις
mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη
τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του
Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα
Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot
την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου
Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον
ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα
Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash
Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ
λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα
Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash
Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν
ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε
Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash
ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα
Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον
ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως
Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε
οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα
στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας
860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά
καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε
870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα
Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]
mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα
την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους
Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας
920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά
τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της
καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα
Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα
Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα
βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν
ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της
άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει
φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω
τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του
αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη
Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε
ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης
Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί
ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης
Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον
Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο
καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος
ρίχτ απάνω συμφορά ανθρωποχαλάστραπού να παίρνουνε τα πόδια τους στίς πλάτεςmiddotκαι χαρίζετε τη νίκη στο στρατό μαςκαί στην πόλη σωτηρίαmiddot καί σταθήτεκαλοθρόνιαστοι όπως είστε ανάμεσο μαςmiddot
320ὀξυγόοις λιταῖσιν τίς πικρές τίς λιτανείες μας σπλαχνιστήτε
μαύρη στράτα θε να πάρουν αγουρίδεςωμοτρύγητες μακρυά απ τα γονικά τουςΏ μακάριοι πού πεθαίνουν πρίν να δούνεόσα ή πόλη μαύρα κι άραχλα παθαίνειμια που πάρθηκεmiddot εδώ σφάζουν κεί τραβούνε
Μες στίς ρούγες βρουχισμός καί γύρω μάντρεςαπό πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουνοί άντρες σφάζονται απ τους άντρεςκι άθλια σκούζοντας τα βρέφη πού σκοτώνουνμε το γαίμα το βυζί πού πίνουν βρέχουν
πλήθια ανάκατα της γης τα δώρ αρπάζουντ αδιαφόρετα τα κύματα καί σέρνουνΚαί πρωτόπαθες νέες σκλάβες με γιομάτητην καρδιά απ της συμφοράς τη νέα την τύχη
Όλα τα ξέρω να σας πω για τους εχθρούς μαςκαί για ποια πύλη τράβηξε καθένας κλήροΠρώτα στου Προίτου εμπρός τίς πύλες απ τα τώραβροντάει ό Τυδέαςmiddot μα ό μάντης του Ισμηνού το ρέμμαδεν τον αφήνει να περάση γιατί δείχνουνόχι καλά οί θυσίεςmiddot μ απ τη λύσσα εκείνος
καί του πολέμου τη μανία ξεφρενιασμένοςσαν όφιος στο μεσημερνό χουγιάζει κάμμακαί λούζει με βρισιές το σοφό μάντη Οικλείδηπώς μπρος στη μάχη καί στο θάνατο ζαρώνειαπό ανανδρίαmiddot καί τέτοια κράζοντας τινάζει
τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους τρείς δασές χήτες πού του κρέμουνται απ το κράνος
καί κάτω άπ την ασπίδα χάλκινα κουδούνιατρομάρα ηχολογούν κ έχει σ αυτήν απάνωτέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένατον ουρανό πού αστράφτει άπ άστρα καί στη μέσηβασίλισσα των άστρων σ όλη της τη δόξα
λάμπ η Σελήνη ολόγιομη της νύχτας μάτιΜε τέτοια ξώφρεν άρματα σα ξεπαρμένοςχουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψόντας μάχησαν τ άτι πού τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμιακαί φρουμανίζει ως πού τη σάλπιγγα ν ακούση
Μα όσο γι αυτή τη Νύχτα πούναι λες απάνωστην ασπίδα κι αστράφτει με τ ουράνια τ άστραίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιονΓιατ αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέσηαυτού πού το περήφανο κρατάει σημάδι
μ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάσηκι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψειΜα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσωγυιό του Αστακού να διαφεντεύη αυτή την πύληmiddotαπό πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο
410 τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας της ντροπής κι αποστρέφεται τίς
κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως
κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μη αληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot
γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά
ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες
στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη
απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλουμε ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας του γλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει
για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν
Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τους πύργους
ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη
το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του
ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα
485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα τουό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του
ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot
κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα
500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται
καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες
πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καί κείνος
κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε
(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot
519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ἀντιστάτας
καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη
518Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ
καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του
520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα
ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψη
την κεφαλή του την κακή525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του
κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάριαπό βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος
Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος
με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot
Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει
τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot
αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα
το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα
που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση
καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot
μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι
ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης
μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα
Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη
οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης
φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη
καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι
625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη
ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη
630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας
άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης
μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot
του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο
το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε
πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot
ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του
Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή
Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα
ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot
710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου
ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του
ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη
ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι
ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι
όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά
Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη
755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη
ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις
mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη
τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του
Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα
Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot
την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου
Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον
ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα
Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash
Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ
λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα
Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash
Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν
ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε
Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash
ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα
Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον
ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως
Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε
οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα
στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας
860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά
καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε
870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα
Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]
mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα
την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους
Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας
920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά
τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της
καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα
Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα
Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα
βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν
ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της
άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει
φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω
τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του
αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη
Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε
ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης
Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί
ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης
Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον
Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο
καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος
μαύρη στράτα θε να πάρουν αγουρίδεςωμοτρύγητες μακρυά απ τα γονικά τουςΏ μακάριοι πού πεθαίνουν πρίν να δούνεόσα ή πόλη μαύρα κι άραχλα παθαίνειμια που πάρθηκεmiddot εδώ σφάζουν κεί τραβούνε
Μες στίς ρούγες βρουχισμός καί γύρω μάντρεςαπό πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουνοί άντρες σφάζονται απ τους άντρεςκι άθλια σκούζοντας τα βρέφη πού σκοτώνουνμε το γαίμα το βυζί πού πίνουν βρέχουν
πλήθια ανάκατα της γης τα δώρ αρπάζουντ αδιαφόρετα τα κύματα καί σέρνουνΚαί πρωτόπαθες νέες σκλάβες με γιομάτητην καρδιά απ της συμφοράς τη νέα την τύχη
Όλα τα ξέρω να σας πω για τους εχθρούς μαςκαί για ποια πύλη τράβηξε καθένας κλήροΠρώτα στου Προίτου εμπρός τίς πύλες απ τα τώραβροντάει ό Τυδέαςmiddot μα ό μάντης του Ισμηνού το ρέμμαδεν τον αφήνει να περάση γιατί δείχνουνόχι καλά οί θυσίεςmiddot μ απ τη λύσσα εκείνος
καί του πολέμου τη μανία ξεφρενιασμένοςσαν όφιος στο μεσημερνό χουγιάζει κάμμακαί λούζει με βρισιές το σοφό μάντη Οικλείδηπώς μπρος στη μάχη καί στο θάνατο ζαρώνειαπό ανανδρίαmiddot καί τέτοια κράζοντας τινάζει
τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους τρείς δασές χήτες πού του κρέμουνται απ το κράνος
καί κάτω άπ την ασπίδα χάλκινα κουδούνιατρομάρα ηχολογούν κ έχει σ αυτήν απάνωτέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένατον ουρανό πού αστράφτει άπ άστρα καί στη μέσηβασίλισσα των άστρων σ όλη της τη δόξα
λάμπ η Σελήνη ολόγιομη της νύχτας μάτιΜε τέτοια ξώφρεν άρματα σα ξεπαρμένοςχουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψόντας μάχησαν τ άτι πού τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμιακαί φρουμανίζει ως πού τη σάλπιγγα ν ακούση
Μα όσο γι αυτή τη Νύχτα πούναι λες απάνωστην ασπίδα κι αστράφτει με τ ουράνια τ άστραίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιονΓιατ αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέσηαυτού πού το περήφανο κρατάει σημάδι
μ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάσηκι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψειΜα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσωγυιό του Αστακού να διαφεντεύη αυτή την πύληmiddotαπό πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο
410 τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας της ντροπής κι αποστρέφεται τίς
κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως
κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μη αληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot
γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά
ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες
στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη
απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλουμε ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας του γλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει
για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν
Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τους πύργους
ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη
το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του
ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα
485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα τουό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του
ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot
κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα
500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται
καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες
πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καί κείνος
κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε
(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot
519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ἀντιστάτας
καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη
518Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ
καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του
520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα
ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψη
την κεφαλή του την κακή525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του
κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάριαπό βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος
Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος
με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot
Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει
τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot
αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα
το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα
που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση
καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot
μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι
ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης
μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα
Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη
οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης
φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη
καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι
625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη
ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη
630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας
άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης
μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot
του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο
το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε
πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot
ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του
Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή
Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα
ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot
710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου
ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του
ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη
ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι
ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι
όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά
Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη
755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη
ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις
mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη
τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του
Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα
Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot
την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου
Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον
ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα
Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash
Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ
λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα
Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash
Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν
ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε
Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash
ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα
Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον
ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως
Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε
οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα
στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας
860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά
καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε
870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα
Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]
mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα
την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους
Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας
920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά
τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της
καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα
Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα
Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα
βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν
ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της
άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει
φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω
τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του
αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη
Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε
ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης
Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί
ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης
Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον
Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο
καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος
Όλα τα ξέρω να σας πω για τους εχθρούς μαςκαί για ποια πύλη τράβηξε καθένας κλήροΠρώτα στου Προίτου εμπρός τίς πύλες απ τα τώραβροντάει ό Τυδέαςmiddot μα ό μάντης του Ισμηνού το ρέμμαδεν τον αφήνει να περάση γιατί δείχνουνόχι καλά οί θυσίεςmiddot μ απ τη λύσσα εκείνος
καί του πολέμου τη μανία ξεφρενιασμένοςσαν όφιος στο μεσημερνό χουγιάζει κάμμακαί λούζει με βρισιές το σοφό μάντη Οικλείδηπώς μπρος στη μάχη καί στο θάνατο ζαρώνειαπό ανανδρίαmiddot καί τέτοια κράζοντας τινάζει
τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους τρείς δασές χήτες πού του κρέμουνται απ το κράνος
καί κάτω άπ την ασπίδα χάλκινα κουδούνιατρομάρα ηχολογούν κ έχει σ αυτήν απάνωτέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένατον ουρανό πού αστράφτει άπ άστρα καί στη μέσηβασίλισσα των άστρων σ όλη της τη δόξα
λάμπ η Σελήνη ολόγιομη της νύχτας μάτιΜε τέτοια ξώφρεν άρματα σα ξεπαρμένοςχουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψόντας μάχησαν τ άτι πού τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμιακαί φρουμανίζει ως πού τη σάλπιγγα ν ακούση
Μα όσο γι αυτή τη Νύχτα πούναι λες απάνωστην ασπίδα κι αστράφτει με τ ουράνια τ άστραίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιονΓιατ αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέσηαυτού πού το περήφανο κρατάει σημάδι
μ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάσηκι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψειΜα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσωγυιό του Αστακού να διαφεντεύη αυτή την πύληmiddotαπό πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο
410 τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας της ντροπής κι αποστρέφεται τίς
κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως
κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μη αληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot
γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά
ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες
στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη
απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλουμε ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας του γλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει
για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν
Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τους πύργους
ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη
το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του
ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα
485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα τουό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του
ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot
κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα
500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται
καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες
πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καί κείνος
κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε
(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot
519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ἀντιστάτας
καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη
518Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ
καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του
520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα
ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψη
την κεφαλή του την κακή525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του
κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάριαπό βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος
Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος
με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot
Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει
τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot
αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα
το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα
που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση
καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot
μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι
ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης
μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα
Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη
οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης
φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη
καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι
625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη
ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη
630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας
άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης
μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot
του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο
το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε
πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot
ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του
Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή
Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα
ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot
710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου
ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του
ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη
ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι
ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι
όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά
Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη
755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη
ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις
mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη
τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του
Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα
Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot
την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου
Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον
ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα
Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash
Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ
λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα
Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash
Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν
ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε
Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash
ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα
Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον
ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως
Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε
οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα
στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας
860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά
καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε
870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα
Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]
mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα
την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους
Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας
920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά
τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της
καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα
Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα
Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα
βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν
ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της
άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει
φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω
τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του
αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη
Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε
ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης
Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί
ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης
Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον
Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο
καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος
καί κάτω άπ την ασπίδα χάλκινα κουδούνιατρομάρα ηχολογούν κ έχει σ αυτήν απάνωτέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένατον ουρανό πού αστράφτει άπ άστρα καί στη μέσηβασίλισσα των άστρων σ όλη της τη δόξα
λάμπ η Σελήνη ολόγιομη της νύχτας μάτιΜε τέτοια ξώφρεν άρματα σα ξεπαρμένοςχουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψόντας μάχησαν τ άτι πού τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμιακαί φρουμανίζει ως πού τη σάλπιγγα ν ακούση
Μα όσο γι αυτή τη Νύχτα πούναι λες απάνωστην ασπίδα κι αστράφτει με τ ουράνια τ άστραίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιονΓιατ αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέσηαυτού πού το περήφανο κρατάει σημάδι
μ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάσηκι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψειΜα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσωγυιό του Αστακού να διαφεντεύη αυτή την πύληmiddotαπό πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο
410 τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας της ντροπής κι αποστρέφεται τίς
κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως
κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μη αληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot
γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά
ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες
στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη
απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλουμε ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας του γλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει
για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν
Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τους πύργους
ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη
το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του
ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα
485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα τουό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του
ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot
κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα
500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται
καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες
πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καί κείνος
κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε
(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot
519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ἀντιστάτας
καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη
518Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ
καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του
520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα
ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψη
την κεφαλή του την κακή525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του
κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάριαπό βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος
Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος
με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot
Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει
τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot
αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα
το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα
που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση
καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot
μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι
ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης
μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα
Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη
οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης
φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη
καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι
625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη
ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη
630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας
άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης
μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot
του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο
το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε
πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot
ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του
Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή
Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα
ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot
710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου
ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του
ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη
ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι
ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι
όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά
Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη
755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη
ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις
mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη
τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του
Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα
Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot
την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου
Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον
ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα
Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash
Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ
λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα
Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash
Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν
ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε
Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash
ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα
Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον
ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως
Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε
οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα
στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας
860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά
καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε
870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα
Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]
mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα
την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους
Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας
920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά
τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της
καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα
Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα
Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα
βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν
ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της
άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει
φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω
τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του
αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη
Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε
ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης
Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί
ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης
Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον
Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο
καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος
κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως
κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μη αληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot
γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά
ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες
στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη
απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλουμε ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας του γλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει
για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν
Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τους πύργους
ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη
το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του
ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα
485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα τουό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του
ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot
κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα
500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται
καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες
πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καί κείνος
κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε
(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot
519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ἀντιστάτας
καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη
518Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ
καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του
520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα
ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψη
την κεφαλή του την κακή525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του
κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάριαπό βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος
Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος
με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot
Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει
τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot
αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα
το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα
που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση
καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot
μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι
ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης
μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα
Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη
οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης
φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη
καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι
625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη
ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη
630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας
άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης
μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot
του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο
το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε
πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot
ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του
Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή
Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα
ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot
710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου
ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του
ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη
ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι
ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι
όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά
Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη
755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη
ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις
mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη
τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του
Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα
Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot
την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου
Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον
ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα
Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash
Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ
λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα
Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash
Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν
ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε
Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash
ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα
Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον
ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως
Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε
οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα
στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας
860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά
καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε
870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα
Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]
mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα
την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους
Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας
920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά
τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της
καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα
Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα
Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα
βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν
ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της
άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει
φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω
τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του
αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη
Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε
ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης
Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί
ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης
Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον
Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο
καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος
ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες
στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη
απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλουμε ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας του γλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει
για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν
Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τους πύργους
ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη
το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του
ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα
485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα τουό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του
ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot
κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα
500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται
καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες
πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καί κείνος
κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε
(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot
519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ἀντιστάτας
καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη
518Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ
καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του
520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα
ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψη
την κεφαλή του την κακή525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του
κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάριαπό βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος
Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος
με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot
Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει
τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot
αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα
το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα
που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση
καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot
μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι
ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης
μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα
Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη
οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης
φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη
καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι
625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη
ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη
630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας
άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης
μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot
του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο
το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε
πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot
ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του
Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή
Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα
ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot
710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου
ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του
ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη
ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι
ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι
όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά
Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη
755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη
ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις
mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη
τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του
Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα
Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot
την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου
Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον
ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα
Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash
Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ
λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα
Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash
Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν
ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε
Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash
ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα
Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον
ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως
Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε
οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα
στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας
860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά
καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε
870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα
Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]
mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα
την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους
Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας
920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά
τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της
καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα
Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα
Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα
βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν
ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της
άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει
φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω
τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του
αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη
Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε
ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης
Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί
ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης
Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον
Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο
καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος
για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν
Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τους πύργους
ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη
το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του
ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα
485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα τουό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του
ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot
κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα
500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται
καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες
πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καί κείνος
κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε
(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot
519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ἀντιστάτας
καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη
518Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ
καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του
520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα
ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψη
την κεφαλή του την κακή525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του
κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάριαπό βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος
Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος
με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot
Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει
τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot
αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα
το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα
που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση
καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot
μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι
ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης
μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα
Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη
οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης
φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη
καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι
625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη
ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη
630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας
άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης
μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot
του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο
το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε
πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot
ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του
Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή
Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα
ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot
710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου
ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του
ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη
ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι
ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι
όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά
Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη
755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη
ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις
mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη
τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του
Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα
Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot
την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου
Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον
ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα
Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash
Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ
λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα
Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash
Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν
ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε
Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash
ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα
Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον
ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως
Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε
οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα
στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας
860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά
καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε
870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα
Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]
mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα
την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους
Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας
920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά
τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της
καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα
Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα
Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα
βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν
ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της
άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει
φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω
τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του
αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη
Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε
ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης
Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί
ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης
Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον
Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο
καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος
ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα
485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα τουό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του
ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot
κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα
500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται
καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες
πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καί κείνος
κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε
(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot
519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ἀντιστάτας
καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη
518Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ
καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του
520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα
ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψη
την κεφαλή του την κακή525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του
κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάριαπό βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος
Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος
με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot
Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει
τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot
αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα
το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα
που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση
καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot
μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι
ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης
μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα
Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη
οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης
φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη
καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι
625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη
ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη
630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας
άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης
μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot
του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο
το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε
πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot
ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του
Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή
Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα
ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot
710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου
ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του
ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη
ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι
ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι
όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά
Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη
755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη
ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις
mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη
τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του
Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα
Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot
την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου
Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον
ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα
Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash
Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ
λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα
Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash
Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν
ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε
Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash
ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα
Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον
ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως
Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε
οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα
στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας
860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά
καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε
870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα
Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]
mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα
την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους
Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας
920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά
τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της
καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα
Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα
Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα
βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν
ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της
άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει
φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω
τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του
αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη
Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε
ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης
Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί
ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης
Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον
Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο
καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος
πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καί κείνος
κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε
(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot
519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ἀντιστάτας
καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη
518Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ
καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του
520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα
ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψη
την κεφαλή του την κακή525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του
κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάριαπό βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος
Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος
με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot
Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει
τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot
αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα
το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα
που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση
καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot
μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι
ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης
μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα
Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη
οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης
φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη
καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι
625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη
ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη
630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας
άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης
μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot
του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο
το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε
πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot
ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του
Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή
Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα
ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot
710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου
ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του
ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη
ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι
ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι
όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά
Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη
755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη
ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις
mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη
τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του
Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα
Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot
την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου
Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον
ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα
Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash
Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ
λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα
Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash
Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν
ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε
Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash
ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα
Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον
ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως
Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε
οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα
στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας
860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά
καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε
870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα
Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]
mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα
την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους
Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας
920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά
τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της
καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα
Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα
Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα
βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν
ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της
άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει
φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω
τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του
αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη
Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε
ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης
Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί
ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης
Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον
Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο
καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του
κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάριαπό βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος
Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος
με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot
Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει
τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot
αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα
το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα
που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση
καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot
μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι
ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης
μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα
Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη
οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης
φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη
καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι
625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη
ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη
630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας
άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης
μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot
του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο
το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε
πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot
ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του
Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή
Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα
ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot
710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου
ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του
ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη
ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι
ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι
όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά
Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη
755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη
ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις
mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη
τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του
Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα
Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot
την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου
Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον
ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα
Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash
Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ
λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα
Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash
Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν
ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε
Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash
ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα
Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον
ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως
Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε
οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα
στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας
860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά
καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε
870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα
Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]
mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα
την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους
Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας
920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά
τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της
καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα
Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα
Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα
βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν
ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της
άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει
φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω
τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του
αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη
Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε
ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης
Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί
ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης
Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον
Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο
καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος
Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει
τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot
αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα
το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα
που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση
καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot
μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι
ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης
μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα
Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη
οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης
φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη
καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι
625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη
ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη
630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας
άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης
μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot
του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο
το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε
πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot
ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του
Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή
Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα
ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot
710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου
ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του
ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη
ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι
ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι
όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά
Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη
755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη
ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις
mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη
τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του
Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα
Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot
την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου
Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον
ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα
Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash
Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ
λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα
Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash
Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν
ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε
Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash
ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα
Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον
ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως
Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε
οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα
στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας
860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά
καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε
870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα
Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]
mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα
την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους
Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας
920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά
τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της
καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα
Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα
Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα
βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν
ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της
άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει
φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω
τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του
αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη
Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε
ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης
Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί
ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης
Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον
Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο
καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος
αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα
το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα
που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση
καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot
μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι
ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης
μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα
Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη
οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης
φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη
καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι
625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη
ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη
630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας
άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης
μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot
του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο
το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε
πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot
ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του
Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή
Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα
ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot
710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου
ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του
ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη
ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι
ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι
όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά
Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη
755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη
ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις
mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη
τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του
Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα
Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot
την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου
Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον
ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα
Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash
Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ
λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα
Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash
Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν
ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε
Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash
ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα
Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον
ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως
Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε
οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα
στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας
860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά
καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε
870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα
Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]
mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα
την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους
Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας
920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά
τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της
καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα
Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα
Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα
βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν
ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της
άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει
φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω
τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του
αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη
Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε
ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης
Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί
ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης
Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον
Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο
καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος
ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης
μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα
Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη
οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης
φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη
καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι
625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη
ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη
630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας
άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης
μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot
του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο
το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε
πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot
ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του
Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή
Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα
ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot
710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου
ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του
ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη
ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι
ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι
όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά
Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη
755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη
ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις
mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη
τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του
Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα
Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot
την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου
Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον
ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα
Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash
Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ
λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα
Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash
Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν
ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε
Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash
ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα
Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον
ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως
Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε
οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα
στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας
860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά
καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε
870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα
Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]
mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα
την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους
Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας
920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά
τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της
καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα
Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα
Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα
βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν
ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της
άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει
φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω
τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του
αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη
Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε
ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης
Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί
ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης
Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον
Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο
καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος
καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι
625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη
ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη
630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας
άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης
μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot
του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο
το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε
πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot
ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του
Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή
Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα
ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot
710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου
ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του
ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη
ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι
ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι
όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά
Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη
755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη
ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις
mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη
τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του
Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα
Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot
την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου
Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον
ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα
Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash
Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ
λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα
Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash
Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν
ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε
Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash
ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα
Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον
ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως
Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε
οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα
στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας
860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά
καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε
870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα
Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]
mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα
την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους
Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας
920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά
τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της
καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα
Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα
Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα
βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν
ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της
άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει
φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω
τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του
αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη
Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε
ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης
Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί
ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης
Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον
Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο
καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος
μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot
του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο
το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε
πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot
ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του
Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή
Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα
ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot
710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου
ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του
ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη
ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι
ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι
όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά
Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη
755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη
ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις
mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη
τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του
Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα
Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot
την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου
Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον
ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα
Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash
Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ
λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα
Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash
Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν
ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε
Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash
ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα
Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον
ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως
Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε
οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα
στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας
860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά
καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε
870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα
Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]
mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα
την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους
Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας
920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά
τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της
καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα
Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα
Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα
βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν
ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της
άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει
φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω
τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του
αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη
Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε
ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης
Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί
ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης
Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον
Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο
καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος
πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot
ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του
Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή
Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα
ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot
710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου
ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του
ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη
ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι
ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι
όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά
Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη
755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη
ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις
mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη
τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του
Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα
Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot
την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου
Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον
ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα
Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash
Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ
λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα
Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash
Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν
ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε
Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash
ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα
Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον
ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως
Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε
οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα
στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας
860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά
καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε
870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα
Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]
mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα
την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους
Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας
920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά
τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της
καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα
Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα
Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα
βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν
ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της
άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει
φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω
τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του
αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη
Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε
ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης
Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί
ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης
Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον
Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο
καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος
Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή
Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα
ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot
710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου
ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του
ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη
ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι
ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι
όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά
Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη
755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη
ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις
mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη
τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του
Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα
Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot
την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου
Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον
ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα
Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash
Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ
λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα
Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash
Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν
ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε
Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash
ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα
Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον
ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως
Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε
οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα
στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας
860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά
καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε
870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα
Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]
mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα
την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους
Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας
920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά
τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της
καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα
Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα
Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα
βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν
ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της
άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει
φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω
τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του
αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη
Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε
ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης
Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί
ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης
Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον
Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο
καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος
ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη
ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι
ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι
όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά
Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη
755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη
ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις
mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη
τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του
Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα
Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot
την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου
Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον
ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα
Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash
Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ
λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα
Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash
Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν
ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε
Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash
ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα
Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον
ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως
Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε
οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα
στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας
860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά
καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε
870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα
Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]
mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα
την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους
Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας
920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά
τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της
καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα
Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα
Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα
βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν
ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της
άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει
φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω
τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του
αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη
Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε
ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης
Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί
ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης
Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον
Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο
καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος
ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι
ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι
όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά
Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη
755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη
ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις
mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη
τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του
Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα
Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot
την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου
Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον
ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα
Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash
Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ
λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα
Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash
Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν
ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε
Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash
ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα
Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον
ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως
Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε
οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα
στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας
860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά
καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε
870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα
Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]
mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα
την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους
Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας
920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά
τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της
καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα
Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα
Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα
βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν
ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της
άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει
φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω
τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του
αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη
Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε
ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης
Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί
ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης
Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον
Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο
καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος
τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του
Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα
Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot
την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου
Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον
ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα
Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash
Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ
λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα
Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash
Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν
ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε
Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash
ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα
Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον
ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως
Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε
οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα
στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας
860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά
καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε
870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα
Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]
mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα
την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους
Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας
920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά
τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της
καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα
Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα
Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα
βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν
ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της
άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει
φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω
τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του
αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη
Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε
ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης
Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί
ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης
Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον
Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο
καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος
Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot
την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου
Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον
ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα
Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash
Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ
λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα
Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash
Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν
ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε
Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash
ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα
Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον
ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως
Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε
οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα
στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας
860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά
καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε
870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα
Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]
mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα
την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους
Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας
920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά
τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της
καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα
Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα
Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα
βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν
ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της
άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει
φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω
τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του
αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη
Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε
ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης
Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί
ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης
Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον
Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο
καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος
οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα
στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας
860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά
καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε
870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα
Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]
mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα
την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους
Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας
920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά
τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της
καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα
Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα
Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα
βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν
ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της
άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει
φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω
τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του
αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη
Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε
ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης
Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί
ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης
Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον
Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο
καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος
στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας
860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά
καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε
870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα
Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]
mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα
την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους
Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας
920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά
τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της
καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα
Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα
Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα
βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν
ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της
άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει
φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω
τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του
αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη
Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε
ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης
Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί
ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης
Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον
Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο
καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος
mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα
την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους
Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας
920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά
τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της
καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα
Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα
Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα
βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν
ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της
άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει
φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω
τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του
αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη
Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε
ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης
Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί
ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης
Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον
Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο
καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος
καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα
Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα
Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα
βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν
ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της
άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει
φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω
τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του
αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη
Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε
ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης
Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί
ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης
Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον
Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο
καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος
ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της
άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει
φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω
τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του
αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη
Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε
ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης
Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί
ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης
Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον
Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο
καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος
ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της
άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει
φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω
τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του
αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη
Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε
ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης
Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί
ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης
Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον
Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο
καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος
ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της
άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει
φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω
τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του
αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη
Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε
ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης
Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί
ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης
Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον
Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο
καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος
άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει
φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω
τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του
αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη
Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε
ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης
Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί
ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης
Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον
Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο
καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος
αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη
Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε
ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης
Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί
ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης
Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον
Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο
καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος
Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο
καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος