This document is posted to help you gain knowledge. Please leave a comment to let me know what you think about it! Share it to your friends and learn new things together.
Transcript
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Πρόλογος………
Εισαγωγή………
1.ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο………ΑΠΟΣΑΦΗΝΙΣΗ ΟΡΩΝ
1.1. Τι είναι γλώσσα :
1.2. Επίπεδα της γλώσσας
1.3. Αυτισμός
2. Κεφάλαιο 2ο……… ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ
2.1. Φωνολογικός τομέας
2.2. Κατάκτηση Μορφοσυντακτικών ικανοτήτων
2.3. Σημασιολογική ανάπτυξη και κατάκτηση λεξιλογίου
2.4. Πραγματολογία –Επικοινωνία
2.4.1Ανάπτυξη μη λεκτικής επικοινωνίας
2.4.2.Στοιχεία πραγματολογικού τομέα
2.4.2.1.Αφήγηματικη ικανότητα
2.4.2.2.Ηχολαλία
3. Κεφάλαιο 3ο………ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ
3.1.Θεωρία του Νου
3.2.θεωρία της Κεντρικής Συνοχής ή των Συναφών Σχέσεων
Αντί Επιλόγου……..
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Αν τα μάτια είναι ο καθρέπτης της ψυχής, η γλώσσα για τον άνθρωπο και ο τρόπος που τη
χρησιμοποιεί, είναι ο καθρέπτης της ταυτότητας του. Μιας ταυτότητας που περιλαμβάνει
κοινωνιολογικά, πολιτισμικά ακόμη και προσωπικά χαρακτηριστικά που αφορούν στις
αντιλήψεις, τις σκέψεις και τις ιδέες που κατασκευάζει το υποκείμενο και σχετίζονται με τον
κόσμο, το περιβάλλον, τις σχέσεις που αναπτύσσει ο άνθρωπος με αυτό, αλλά και με τους
άλλους γύρω του.
Η παρούσα μελέτη επιχειρεί να περιγράψει την γλωσσική συμπεριφορά ειδικά στην
περίπτωση των αυτιστικών παιδιών. Ο αυτισμός είναι μια εκ γενετής αναπτυξιακή διαταραχή
με βιολογική βάση και σοβαρό αντίκτυπο στο κοινωνικό, συναισθηματικό και επικοινωνιακό
«είναι» του παιδιού, άρα και στη γλώσσα. Σε σχέση με την τυπική γλωσσική ανάπτυξη
παρουσιάζει διαφορές με κύριο χαρακτηριστικό την καθυστέρηση. Αφετέρου, η εξέταση της
γλωσσικής συμπεριφοράς μπορεί να ενδείξει τα υποκείμενα ελλείμματα στη επικοινωνία ενώ
συνάμα, απεικονίζει τη δυσκολία που έχουν τα αυτιστικά άτομα να αντιληφθούν τον κόσμο
και να αλληλεπιδράσουν μ’ αυτόν με τον τρόπο που αλληλεπιδρούν, κατηγοριοποιούν και
διαχειρίζονται τη γνώση τα φυσιολογικά άτομα σε ένα όμοιο πολιτισμικό περιβάλλον.
Επιπλέον, για κάποιον που ασχολείται και ενδιαφέρεται για την ειδική αγωγή και εν
προκειμένω για τον αυτισμό, είναι εξαιρετικά σημαντικό να γνωρίζει τι αναμένεται να
αντιμετωπίσει, τι προσδοκίες μπορεί να έχει από τα παιδιά σχετικά με την εξέλιξή τους , την
επικοινωνιακή τους δεξιότητα αλλά και να προσεγγίσει όσο το δυνατόν τον τρόπο που
σκέφτονται. Με σωστή και πλήρη ενημερότητας μπορεί ο εκπαιδευτικός να προσεγγίσει
παιδαγωγικά και ψυχολογικά τους μαθητές με αυτισμό, να μάθει να διαγιγνώσκει αλλά και
να συναισθάνεται το επίπεδο του παιδιού, πότε αυτό προσπαθεί να επικοινωνήσει και τότε
σε ποια μέσα καταφεύγει. Πρέπει να μάθει να αφουγκράζεται τον τρόπο του παιδιού, να
καινοτομεί διαρκώς στην καθημερινότητα προκειμένου να το κατανοεί και να προσπαθεί να
δει το δικό του τρόπο του «σκέπτεσθαι». Αυτό μάλιστα είναι το σημαντικότερο κίνητρο και
η μεγαλύτερη πρόκληση.
Ακόμη και σήμερα που υπάρχουν πάμπολλες μελέτες για τον αυτισμό και τις γλωσσικές
δεξιότητες αλλά και απόπειρες ερμηνείας των παρατηρήσεων που έχουν γίνει, πάντα
απέχουμε κατά τι από το να δούμε μέσα από τα μάτια του αυτιστικού παιδιού, να
κατανοήσουμε τα ενδιαφέροντά του και αυτή την αξιοπερίεργη έλλειψη επιθυμίας-
φαινομενικά τουλάχιστον- και αυθόρμητης επιδίωξης να απολαύσει την επικοινωνία.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η παρούσα μελέτη κινείται γύρω από δύο βασικούς κεντρικούς άξονες που αναπτύσσονται
παράλληλα, αυτόν της γλώσσας από την πλευρά της αναπτυξιακής πορείας και της χρήσης
της εκ μέρους του ατόμου και αφετέρου την παρακολούθηση της πορείας αυτής και τη
χρήση στην ειδική περίπτωση του αυτισμού.
Αρχικά επιχειρείται η αποσαφήνιση του όρου γλώσσα έτσι όπως ορίστηκε και θεμελιώθηκε
από τον F.de Saussure ως λόγος, γλωσσικό σύστημα και ομιλία και τις διαφορές των όρων
και αποτελούν και σήμερα την αντίληψη που έχουμε για το τι είναι γλώσσα σε μορφή και
ουσία, από το ίδιο το γλωσσικό σημείο ως τα εκάστοτε εκφωνήματα, μονάδες λόγου, που
παράγει ο άνθρωπος σε διάφορα επικοινωνιακά περιβάλλοντα .Έπειτα, με βάση την
στρουκτουραλιστική αντίληψη της γλώσσας από τις μικρότερες έως τις μεγαλύτερες μονάδες
λόγου οριοθετούνται η έννοιες της φωνολογίας, της μορφολογίας, της σύνταξης, της
σημασιολογίας και της πραγματολογίας, με αναφορές στο περιεχόμενο τους. Επιχειρείται
επίσης και μια φιλοσοφική θέαση της γλώσσας ώστε να φωτιστούν όσο το δυνατόν
καλύτερα αλλά όχι εξαντλητικά οι λειτουργίες της κατά τη χρήση. Έτσι γίνεται αναφορά σε
φαινόμενα μεταφοράς και μετωνυμίας, ενώ στη συνέχεια έρχεται η πραγματολογία να
συμπληρώσει και να ολοκληρώσει τη θεωρητική κατασκευή του νοήματος, στην οποία
συμμετέχουν οι επικοινωνιακοί σκοποί και στόχοι, οι προθέσεις των ομιλητών και οι
γλωσσικές πράξεις που επιτελούν κατά τη διάρκεια μιας συνομιλίας ή στην ιδιαίτερη ως τις
γνωστικές ικανότητες περίπτωση της αφήγησης. Τέλος, γίνεται μια προσπάθεια να
περιγραφεί ο αυτισμός στα κεντρικά του χαρακτηριστικά, έτσι όπως περιγράφηκε από τoυς
Kanner και Asperger αρχικά, ή ως προς την τριάδα ελλειμμάτων όπως ορίστηκε από την
Wing και τον χαρακτηριστικό φαινότυπό του, ώστε στη συνέχεια να επικεντρωθεί η μελέτη
στην γλωσσική ανάπτυξη και συμπεριφορά στον αυτισμό.
Στο δεύτερο κεφάλαιο ανάλογα με το επίπεδο της γλώσσας που πραγματευόμαστε,
παρακολουθείται η τυπική ανάπτυξη και κατάκτηση του κάθε τομέα αρχικά ενώ έπειτα
εντοπίζονται οι διαφορές που υπάρχουν στην περίπτωση του αυτισμού, που αφορούν στις
περισσότερες των περιπτώσεων αργή ανάπτυξη ή καθυστέρηση, με τις συνακόλουθες
συνέπειες στη γλωσσική συμπεριφορά.. Συνοπτικά τα πιο βασικά χαρακτηριστικά είναι το
ιδιότυπο ηχόχρωμα τις φωνής, η λάθος χρήση αντωνυμιών, η ιδιοσυγκρασιακή χρήση των
λέξεων και οι νεολογισμοί, η παραγωγή μικρών και απλών προτάσεων η μεγάλων αλλά
ασύνδετων και ασαφών εκφωνημάτων, η αδυναμία κατανόησης της μεταφοράς, των
λεκτικών πράξεων , των ιδιωματισμών, η αδυναμία να προάγουν τη συζήτηση ή να
αφηγηθούν γεγονότα .Όλα αυτά γίνεται προσπάθεια να διαπιστωθούν και να
αποσαφηνιστούν μέσα από μελέτες που έχουν γίνει και από συγκρίσεις με άλλες διαταραχές.
Σημαντικό επίσης είναι ότι πέρα από τα επίπεδα γλωσσικής ανάλυσης σύμφωνα με τα οποία
δομείται η μελέτη, γίνεται αναφορά και στην προγλωσσική επικοινωνία του βρέφους καθώς
φαίνεται να παρουσιάζει μεγάλο ρόλο για την μετέπειτα ανάπτυξη, ενώ ακόμη γίνεται
ιδιαίτερη αναφορά στην ηχολαλία και την αφηγηματική ικανότητα των αυτιστικών ατόμων
προκειμένου να διευκρινιστούν οι λειτουργίες της ηχολαλίας, οι περίπλοκοι μηχανισμοί που
απουσιάζουν ή υστερούν στην αφήγηση. Κατά τη διάρκεια της πραγμάτευσης γίνονται
αποσπασματικά ή υπαινικτικά αναφορές στα ενδεχόμενα υποκείμενα ελλείμματα και στις
θεωρίες ερμηνείας τους , με κυρίαρχο το στοιχείο του ότι πρόκειται για μια πραγματολογικής
φύσεως διαταραχή και ελλείμματα σε γνωστικό επίπεδο που ανακλούνται στη συμπεριφορά.
Στο τρίτο κεφάλαιο γίνεται αυτή ακριβώς η εξέταση, ποια είναι δηλαδή τα κύρια μοντέλα
ερμηνείας αυτών των συμπεριφορών σε μια προσπάθεια να υπάρχει μια ομπρέλα που
καλύπτει ένα μεγάλο φαινότυπο ο οποίος εκδηλώνεται και στη γλώσσα. Οι επικρατέστερες
θεωρίες οι οποίες είναι και αυτές που παρουσιάζονται στην εργασία, είναι η θεωρία του νου
και η θεωρία της κεντρικής συνοχής, που προσπαθούν να αποκαλύψουν τον τρόπο που
βλέπουν τον κόσμο τα αυτιστικά άτομα
και συνδέονται άμεσα με της θεμελιακές αρχές και έννοιες της θεωρίας της πραγματολογίας,
όπως είναι ενδεικτικά , οι συνομιλιακές αρχές, η θεωρία των γλωσσικών πράξεων , ο ρόλος
του (επικοινωνιακού) ενδογλωσσικού και εξωγλωσσικού πλαισίου, στην ικανοποιητική
επιτέλεση των εκφωνηματων. Από αυτή την άποψη, ο αυτισμός θεάται σαν μια
πραγματολογικού τύπου διαταραχή, τα άτομα όμως με αυτισμό ως μια σπουδαία πρόκληση
να κατανοήσουμε και να αποδεχτούμε τα ίδια ως ένα μοναδικά διαφορετικό και γιατί όχι
συναρπαστικό λόγω αυτής της διαφορετικότητας τρόπο κατανόησης του κόσμου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο-ΑΠΟΣΑΦΗΝΙΣΗ ΟΡΩΝ
1.1 ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΓΛΩΣΣΑ :
Γλώσσα, πολύ συνοπτικά και αφαιρετικά μπορεί να οριστεί ως εκείνο το σύστημα
γλωσσικών σημείων που έχει κοινό ένα σύνολο ανθρώπων με το οποίο αναπαριστούν τις
γνώσεις τους για τον κόσμο και τους επιτρέπει να τις επικοινωνούν .Ο F.de
Saussure ,πατέρας της σύγχρονης γλωσσολογίας, εισάγει τον όρο γλωσσικό σημείο για να
ορίσει το θεμελιώδες εκείνο στοιχείο της γλώσσας, τη λέξη για τους κοινούς ομιλητές, ως
ένα αδιάσπαστο σύνολο αυθαίρετου συνδυασμού ηχητικής εικόνας και έννοιας,
σημαίνοντος και σημαινομένου, μορφής και ουσίας. Το φαινόμενο βέβαια της αν8ρώπινης
γλώσσας είναι πολύ σύνθετο και δια8έτει πλή8ος ορισμών και χαρακτηριστικών ανάλογα τη
σκοπιά υπό την οποία ερμηνεύεται. Τρείς βασικές πλευρές της γλώσσας σύμφωνα με το
8εμελιωτή της 8εωρητικής γλωσσολογίας F.de Saussure ,είναι η γλώσσα ως σύστημα, ο
λόγος και η ομιλία.
ΛΟΓΟΣ
Λόγος ορίζεται ως παναν8ρώπινο χαρακτηριστικό της αν8ρώπινης συμπεριφοράς, το
εσωτερικό και αφηρημένο σύστημα συμβόλων που δια8έτει (ή έχει την προδιάθεση να
αποκτήσει) κά8ε αν8ρωπος στο νου του και τον διαφοροποιεί από τα υπόλοιπα είδη του
ζωικού βασιλείου.
ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Κάθε γλωσσικό σύστημα οργανώνει και μορφοποιεί με το δικό του τρόπο το λόγο με
αποτέλεσμά να υπάρχει μεγάλη ποικιλία, κάθε όμως μορφή χαρακτηρίζεται από ομοιογένεια
και αυτοτέλεια.
ΟΜΙΛΙΑ
Ομιλία είναι η συγκεκριμένη πραγμάτωση του γλωσσικού συστήματος από την πλευρά των
φυσικών ομιλητών. Προηγείται ιστορικά, βιολογικά, δομικά και λειτουργικά του γραπτού
λόγου και αποτελεί υποσύνολο μιας πλατύτερης διαδικασίας, της επικοινωνίας. Βασικό
χαρακτηριστικό είναι η χρήση των ήχων που παράγονται από τον άν8ρωπο, οι οποίοι
διαφέρουν ποιοτικά από τους υπόλοιπους καθώς κατηγοριοποιούνται σε φωνήματα στο νου
του ομιλητή, πραγματώνονται με φθόγγους που έχουν διαφοροποιητική λειτουργία στο
εκάστοτε γλωσσικό σύστημα. Επιπλέον στο νόημα του μηνύματος κατά τη διάρκεια της
ομιλίας συνεισφέρουν σημαντικά η ποιότητα της φωνής και προσωδιακά χαρακτηριστικά
όπως τόνος και ο ρυθμός.
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
Επικοινωνία είναι η διαδικασία αλληλεπίδρασης μεταξύ ατόμων που μοιράζονται
εναλλακτικά τους ρόλους πομπού και δέκτη κατά την ανταλλαγή μηνυμάτων – πληροφοριών
,αναγκών, ιδεών, αντιλήψεων, συναισ8ηματων – και με τη χρήση σημασιοδοτημένων
συμβόλων. Η επικοινωνία περιλαμβάνει τα στάδια της κωδικοποίησης της μεταφοράς της
αποκωδικοποίησης εκ μέρους του δέκτη και την παροχή κατάλληλης ανατροφοδότησης. Σε
κάθε περίπτωση επικοινωνίας ο ένας πόλος επιδιώκει να επιδράσει με κάποιο συγκεκριμένο
τρόπο στη νοητική κατάσταση του έτερου, οπότε ενυπάρχει το στοιχείο της προ8ετικότητας.
Για την επίτευξη του εκάστοτε σκοπού απαιτείται το μήνυμα να μορφοποιείται με τον
καταλληλότερο τρόπο για την επιτυχή επικοινωνία. Η πιο πολύπλοκη μορφή επικοινωνίας
είναι η λεκτική κα8όσον για την ακέραιη μεταφορά των μηνυμάτων απαιτούνται αμοιβαίες
γνώσεις για τη γλώσσα τον κόσμο που αναπαριστά και η κατοχή αυτού του πλαισίου
συνιστά την επικοινωνιακή ικανότητας.
1.2.ΕΠΙΠΕΔΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
Ένας ορισμός της γλώσσας θα ήταν πραγματικά ελλιπής αν δεν περιέγραφε τα στοιχεία που
τη δομούν. Όταν αναφέρεται κανείς στη μορφή ενός κώδικα είναι υποχρεωμένος να
αναφερθεί στις μονάδες με ή χωρίς σημασία οι οποίες τον κατασκευάζουν. Έτσι,
Φωνολογία είναι εκείνος ο κλάδος που περιγράφει τους φ8όγγούς μιας γλώσσας, τα
υποκείμενα φωνήματα και τη διαφοροποιητική τους λειτουργία, δηλαδή την οργάνωση και
τον τρόπο που συνδέονται στις αλληλουχίες των λέξεων, τους δυνατούς και μη δυνατούς
συνδυασμούς. Οι κανόνες που διέπουν τη φωνολογία είναι ορισμένοι για κάθε γλώσσα,
αλλάζουν εξαιρετικά δύσκολα στη διαχρονία.
Μορφολογία είναι η περιγραφή των ελάχιστων τεμαχίων της γλώσσας με νόημα .Τα
τεμάχια αυτά ονομάζονται μορφήματα και με τον συνδυασμό τους κατασκευάζεται η μορφή
των οι λέξεων.
Η σύνταξη αναφέρεται στη σχέση που έχουν οι λέξεις μεταξύ τους σε ένα εκφώνημα, σε μια
πρόταση αλλά και στη σχέση των προτάσεων μεταξύ τους. Για την κατασκευή προτάσεων με
νόημα απαιτείται ορθός σχηματισμός αλληλουχιών
Η σημασιολογία μελετά τη σχέση των γλωσσικών τύπων με τις οντότητες του κόσμου στην
κυριολεκτική τους διάσταση. Αναφέρεται στη σχέση της γλώσσας με τα πράγματα στην
αναφορική και αναπαραστατική λειτουργία της γλωσσας..
Μελετώντας όμως τα αν8ρώπινα εκφωνήματα κατά τη διάρκεια της επικοινωνίας η
σύγχρονη γλωσσολογία διαπιστώνει ότι κατά τη χρήση στο δίπτυχο κόσμος-γλώσσα
εμπλέκεται και ένας τρίτος παράγοντας αυτός του ομιλητή. Η πραγματολογία αναφέρεται
στις λειτουργίες της γλώσσας πέραν τις αναπαραστατικής καθώς εμπλέκει στη σημασία « το
σκοπούμενο νόημα των ομιλούντων ατόμων τις παραδοχές τους, σκοπούς ή τις επιδιώξεις
τους και τα είδη των πράξεων που επιτελούν. Μπορεί κάποια πράγματα να υπονοούνται ή
να συνάγονται χωρίς να παρέχεται μια ξεκάθαρη γλωσσική ένδειξη που να εντοπίζεται ως
σαφή πηγή νοήματος..»(Yule, 1996). Κατά συνέπεια η γνώση του ενδογλωσσικού και
εξωγλωσσικού συμφραστικού πλαισίου, η κατανόηση των περιστάσεων επικοινωνίας είναι
παράγοντες που διαμορφώνουν κα8οριστικά τη γλωσσική μας συμπεριφορά και το είδος της
γλώσσας που κανείς επιλέγει.
Είναι σκόπιμο να εστιάσουμε περισσότερο στους όρους που χρησιμοποιεί η πραγματολογία
για να δείξει με ποιό τρόπο αυτή συνεισφέρει στην ολοκλήρωση της σημασίας των
εκφωνημάτων ανάλογα αφενός την περίσταση – το εξωγλωσσσικό πλαίσιο, αφετέρου τους
συνομιλητές και το τι «κάνουν» όταν μιλούν, όπως επίσης και τον τρόπο που οργανώνουν τις
πληροφορίες και τις συνεισφορές τους σε μία αφήγηση ή σε έναν διάλογο.
Δείξη: Γλωσσικές εκφράσεις που σημαδεύουν το πρόσωπο (εγώ, εσύ), το χρόνο (τώρα ,
τότε), τον τόπο (εδώ, εκεί), η χρήση των οποίων απαιτεί κοινό φυσικό , συμφραστικό
πλαίσιο για τους συνομιλητές.
Αναφορά: Πέρα από την αναφορά ως σύνδεση σημασίας μιας λέξης με ένα αντικείμενο του
κόσμου μπορεί κανείς να διαπιστώσει πως αναφορικές εκφράσεις παρέχουν όχι ένα
αντικείμενο αλλά ένα πλή8ος αντικειμένων αναφοράς -ένα πεδίο αναφοράς- ανάλογα την
περίσταση και ερμηνεύονται με γνώμονα αυτή από τον ακροατή.
Πχ. Το σάντουιτς με τυρί είναι χωρίς βούτυρο
Το σάντουιτς με τυρί έφυγε χωρίς να πληρώσει
Στα εν λόγω παραδείγματα είναι καταφανές ότι τα αντικείμενα αναφοράς για την
αναφορική έκφραση «το σάντουιτς με τυρί» δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους και το
κα8ένα προσδιορίζεται σύμφωνα με το εξωγλωσσικό πλαίσιο. Στη δεύτερη περίπτωση
μπορεί κανείς να φανταστεί ότι πρόκειται για ένα επεισόδιο που εκτυλίσσεται σε ένα
εστιατόριο και έτσι ερμηνεύεται ως τέτοιο από αυτούς που εμπλέκονται στη συνομιλία.
Το ανωτέρω παράδειγμα μπορεί να θεωρη8εί ως μια περίπτωση μεταφορικής λειτουργίας
της γλώσσας. Η μεταφορά και η μετωνυμία είναι εναλλακτικoί τρόποι να αναφερόμαστε
στον κόσμο, εξίσου ενδεχομένως συνή8εις με την κυριολεξία. Παραδοσιακά η μεταφορά
βασίζεται στις σχέσεις ομοιότητας ή και σύγκρισης ανάμεσα στην κυριολεκτική και τη μη
κυριολεκτική σημασία μιας έκφρασης (παράδειγμα, «το μάτι του ουρανού λάμπει», που
χρησιμοποιεί ο Σαίξπηρ για να αναφερ8ει στον ήλιο, υποστηρίζεται από μια υποκείμενη
ομοιότητα ματιού και ήλιου).(Ungerer & Schimd, 19996), ενώ η μετωνυμία βασίζεται στην
εγγύτητα, στη στενότερη σχέση ανάμεσα σε δυο οντότητές του κόσμου η οποία επιτρέπει σε
μια γλωσσική έκφραση που παραπέμπει τυπικά στην πρώτη, να παραπέμπει μη
κυριολεκτικά, μετωνυμικά στη δεύτερη. Το σημαντικό είναι ότι από γνωστική άποψη η
μεταφορά σύμφωνα με τη Lakoff (1993), «μας επιτρέπει να κατανοήσουμε ένα εννοιακό
πεδίο μέσω ενός άλλου οικειότερου». Ομοίως η μετωνυμία 8έαται από τον Kovecses
(2002) ως μια διαδικασία γνωσιακή, όπου μια εννοιακή οντότητα προσεγγίζεται μέσα από
μια συναφή οντότητα όχημα. Επομένως, μεταφορά και μετωνυμία, αποτελούν τρόπους
σκέψης και αντίληψης του κόσμου, όχι απλά μέσα έκφρασης.(Βελούδης 2005)
Γλωσσικές πράξεις: Ο Austin(1962) υποστηρίζει ότι κατά την εκφώνηση μιας πρότασης
επιτελείται μία γλωσσική πράξη από την άποψη πώς σε κά8ε ομιλητή αποδίδεται
επικοινωνιακή πρό8εση, η οποία αναγνωρίζεται από τον ακροατή και του ασκεί επίδραση.
Μολονότι αρχικά κάτι τέτοιο μοιάζει αυτονόητο στις ευ8είες γλωσσικές πράξεις, στις
πλάγιες η πρόθεση του ομιλητή δεν είναι ξεκά8αρη,τουλάχιστον από άποψη γραμματικής.
πχ. «Κηρύσσω την έναρξη του συνεδρίου». Πρόταση κρίσεως ή εντολή; «μπορείς να μου
φέρεις το βιβλίο;» Ερώτηση ή αίτημα; Ποια είναι η επικοινωνιακή λειτουργία των
εκφωνημάτων;
Για την επιτυχή αναγνώριση μιας αναφοράς, των προ8έσεων,των γλωσσικών πράξεων, από
την πλευρά του ακροατή, ο Clark (1992) προτείνει τον όρο κοινό έδαφος [common
ground], για να εξηγήσει ότι ομιλητής και ακροατής κατέχουν ένα σύνολο κοινών
πληροφοριών, γνώσεων, πεποι8ήεων, υπο8έσεων.
Κατά το διάλογο, ο ομιλητής λαμβάνει υπ όψιν την οπτική γωνία του ακροατή. Δίνει όσες
πληροφορίες 8εωρεί ότι πρέπει να δώσει. Ούτε λιγότερες γιατί δεν θα γίνει αντιληπτός, ούτε
περισσότερες εφ’ όσον υπο8έτει πως ο ακροατής μπορεί να συνάγει πληροφορίες που ρητά
δεν αναφέρονται στο εκφώνημα. Από την άλλη πλευρά ο ακροατής αναγνωρίζει τον
επικοινωνιακό στόχο των εκφωνημάτων (προ8ετικότητα) και διαμορφώνει τη συνεισφορά
του στη συζήτηση με βάση τις κοινώς παραδεκτές αρχές που αφορούν τον επικοινωνιακό
στόχο, όπως παρατηρεί ο Grice, (1989), με αποτέλεσμα τα εκφωνήματά μας να
χαρακτηρίζονται από συνεκτικότητα και συνοχή (Γενική αρχή της συνεργασίας). Για την
επιτυχή ανταλλαγή πληροφοριών σε μια συνομιλία ο Grice διατυπώνει τις τέσσερεις
συνομιλιακές αρχές που αφορούν στη ποσότητα, την ποιότητα, τη συνάφεια και τον τρόπο.
Δηλαδή να είναι πληροφορίες επαρκείς, ακριβείς, αλη8είς, να συνδέονται χρονικά και
8εματικά (Pan & Snow,1999: Παπαηλιού,2005). Επιπλέον οι ομιλητές πρέπει να είναι σε
8έση να εισάγουν νέες πληροφορίες και να συνεχίζουν το διάλογο, όπως επίσης να
κατανοούν τις συμβάσεις έναρξης και λήξης ενός διαλόγου.(Παπαηλιού,2005)
Στην αφήγηση ισχύουν οι ίδιες πραγματολογικές συν8ήκες περί συνεκτικότητας και συνοχής
,στους γλωσσικούς τύπους που δομούν την αφήγηση και στο περιεχόμενο αντίστοιχα, όπως
επίσης και η σαφής αντίληψη περί κοινού εδάφους, από την πλευρά του ομιλητή.
Επιπρόσ8ετα, η σωστή οργάνωση του λόγου σε αυτό το είδος «απαιτεί περίπλοκες
γνωστικές, κοινωνικές ικανότητες όπως εργαζόμενη μνήμη, αναπαραστάσεις του φυσικού
κόσμου και των κοινωνικών σχέσεων, επίγνωση χρονικών και αιτιών σχέσεων»(Παπαηλιού,
2005).
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο ομιλητής κατακτά μια 8εωρία της πραγματολογίας μαζί
με την κατάκτηση των γλωσσικών δεξιοτήτων που κα8ιστά τη γλωσσική του συμπεριφορά
λειτουργική. Η περίπτωση του αυτισμού παρουσιάζει ποικίλα ελλείμματα σ αυτή τη
συμπεριφορά όπως θα φανεί στην πραγμάτωση του 8έματος στη συνέχεια.
1.3.ΑΥΤΙΣΜΟΣ
Είναι σκόπιμο σε μία μελέτη που αφορά στον αυτισμό μα γίνει η δέουσα ιστορική αναδρομή
και αποσαφήνιση του όρου, όπως και η διευκρίνιση των χαρακτηριστικών της
συμπεριφοράς, της γενικότερης κλινικής εικόνας, προκειμένου να επικεντρω8εί η μελέτη
στη γλωσσική συμπεριφορά.
Από ετυμολογική άποψη αυτισμός σημαίνει προσανατολισμός στον εαυτό, ένα είδος
απομόνωσης στον εαυτό (Reber 1985), εσωστρέφειας και αδιαφορίας για τους άλλους
αν8ρωπους. Το 1911 ο ψυχίατρος Eugen Bleule θα χρησιμοποιήσει τον όρο αναφερόμενος
σε μια ουσιώδη ανωμαλία της σχιζοφρένειας δηλαδή το δραστικό περιορισμό των σχέσεων
με τους αν8ρώπους και τον κοινωνικό περίγυρο(Frith,1999). Οι πρώτες μελέτες όμως και οι
συστηματικές προσπά8ειες να περιγραφεί ο αυτισμός σαν σύνολο συγκεκριμένων
συμπεριφορών με λεπτομερείς περιγραφές περιπτώσεων αλλά και απόπειρες θεωρητικής
ερμηνείας του αυτισμού ως διαταραχή, έγιναν το 1943 από το Leo Κanner στη Βαλτιμόρη
και το 1944 από τον Hans Asperger στη Βιέννη οι οποίοι δημοσιεύουν και οι δύο τις μελέτες
τους ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο. Είναι οι πρώτοι που μορφοποιούν τη διαταραχή σαν
νοσολογική οντότητα, προσπα8ώντας να προσδιορίσουν και την υποκείμενη αιτιολογία.
Επιπλέον, Σε αντί8εση με τη σχιζοφρένεια του Βleuler, οι Κanner και Αsperger αναφέρονται
σε μια εκ γενετής διαταραχή(Frith 1999).
Ο Κanner στην εργασία του «Διαταραχές Συναισ8ηματικής επαφής του Αυτιστικού Ατόμου»
ομαδοποιεί τα γνωρίσματα στις συμπεριφορές που διαπιστώνει ως τα πιο χαρακτηριστικά
όλων των περιπτώσεων ως εξής: Υπερβολική αυτιστική μοναχικότητα, Αγχωτική
καταθλιπτική επι8υμία για διατήρηση της ομοιότητας, Υπερευαισ8ησία σε ερε8ίσματα
κα8υστερημένη ηχολαλία, Αντιστροφή αντωνυμιών, Κα8υστερηση στην απόκτηση γλώσσας
και εφόσον αποκτη8εί δεν γίνεται λειτουργική χρήση της, Επαναλαμβανόμενο στερεοτυπικό
παιχνίδι Εξέχουσα μνήμη, Περιορισμός στην διαφορετικότητα αυ8όρμητης δραστηριότητας
Έπειτα, ο ίδιος απομονώνει δύο μόνο γνωρίσματα ως πρωτεύοντα από την άποψη ότι είναι
βα8ύτερα ψυχολογικά προβλήματα και ικανά να εξηγήσουν ένα μεγάλο φάσμα
συμπεριφορών. Την υπερβολική απομόνωση και την καταθλιπτική εμμονή στην διατήρηση
της ομοιότητας (Happe,2003).
O Asperger, στη διατριβή του περί της «αυτιστική ψυχοπά8ειας» κάνει παρατηρήσεις που εν
πολλοίς, συγκλίνουν με αυτές του Κanner αλλά διαφέρουν ως προς τις γλωσσικές
δεξιότητες, τις κινητικές και μα8ησιακες ικανότητες.(Happe, 2003 ) Κατά τους Αarrons &
Gittens (1999), πρόκειται για έναν ορισμό πολύ ευρύτερο του Kanner.
Ο Αυτισμός σήμερα γίνεται αντιληπτός ως ένα φάσμα διαταραχών, με βάση τρία κοινά
υποκείμενα ελλείμματα έτσι όπως διατυπώ8ηκαν από τις μελέτες των Lorna Wing (1980) ,
Rutter και Schopler:- μειονεκτήματα στην κοινωνικοποίηση, την επικοινωνία και τη
δημιουργική φαντασία- με διαφορετική ένταση στις κλινικές εκδηλώσεις και στη
λειτουργικότητα του πάσχοντα. Αυτά τα συμπεράσματα αντικατοπτρίζονται στα
σταθμισμένα ταξινομικά τεστ της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρίας, DSM-IV και του
Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, ICD-10. Τα διαγνωστικά κριτήρια αποτελούν την
περιγραφή της κλινικής εικόνας ως ένα πλούσιος και ποικιλόμορφος φαινότυπος. Ανάμεσα
στις διαταραχές που περιγράφονται, περιλαμβάνεται και το σύνδρομο Asperger που
διαφοροποιείται από τον κλασικό αυτισμό ως προς το βαθμό σοβαρότητας, προσπα8εί
δηλαδή να αναγνωρίσει πολύ ικανά άτομα υψηλής λειτουργικότητας με φυσιολογικό δείκτη
νοημοσύνης και καλές γλωσσικές δεξιότητες. Επιπλέον, στην κλινική εικόνα των ατόμων με
αυτισμό διαδραματίζει σοβαρό ρόλο στη λειτουργικότητα και την ανάπτυξη, η συνύπαρξη
κάποιας νοητικής κα8υστέρησης, αισ8ητηριακών μειονεξιών όπως κώφωση και τύφλωση,
κινητικές αναπηρίες.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο-ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ
2.1.ΦΩΝΟΛΟΓΙA
Η ανάπτυξη του φωνολογικού τομέα στα φυσιολογικά παιδιά γίνεται πολύ νωρίς και
ακολουθεί συγκεκριμένη πορεία. Σύμφωνα με τις προτάσεις της Stark(1986) και του
Oller(1981) τα στάδια της ανάπτυξης είναι: Αρχικά οι άναρθροι ήχοι του βρέφους όπως το
κλάμα και ήχοι που πολύ σταδιακά αρχίζουν να 8υμίζουν τη δομή των φωνημάτων, έπειτα
το φωνητικό παιχνίδι που είναι σαν παιχνίδι εξάσκησης με μια ποικιλία ήχων, ακολου8ει το
βάβισμα το οποίο είναι ένα συστηματικό παιχνίδι με χρήση στερεότυπων συλλαβών που
μάλιστα φαίνεται να αποτελούν τονικές ενότητες. Μάλιστα σε αυτή την περίοδο είναι που
αποκτούν τα παιδία τον επιτονισμό της μητρικής τους (Κατη,2000). Στο τέλος της περιόδου
οι παραγόμενοι ήχοι έχουν αποκτήσει τη δομή των περισσότερων φωνημάτων του κόσμου.
Στα παιδιά με αυτισμό παρατηρή8ηκε η ίδια πορεία ομαλής ανάπτυξης και όσο αφορά στη
σειρά εμφάνισης των φωνημάτων ,αλλά και το μοντέλο λα8ών, διαφοροποιείται όμως ως
προς το χρόνο, κα8όσον τα παιδιά με αυτισμό παρουσιάζουν μια κα8υστερηση στην
κατάκτηση του φωνολογικού. Παρά ταύτα είναι ικανά να προβούν διακρίσεις λεπτών
φωνολογικών διαφοροποιητικών λειτουργιών όπως η διάκριση -/s/ -/z/ , όπου το -/z/ είναι
καταληκτικό στον πλη8υντικό.(Frith,1999)
Eκτός από την καθυστέρηση στην απόκτηση μια σημαντική διαφορά στον συγκεκριμένο
τομέα στα παιδιά με αυτισμό, σε σύγκριση με τα φυσιολογικά, αφορά στα προσωδιακά
χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ομιλίας (Baron-Cohen & Bolton,1993) από την περίοδο
του βαβίσματος και είναι 8εμελιώδους σημασίας κα8ώς η προσωδία επηρεάζει το
περιεχόμενο και τη σημασία των εκφωνημάτων. Έτσι, διαπιστώ8ηκε ότι η ροή του λόγου, ο
ρυ8μός ομιλίας και η ένταση της φωνής, ο τονισμός των λέξεων και των ενοτήτων τους στις
φράσεις είναι φανερά διαταραγμένα (Frith,1999). Σύμφωνα με τον Lock (1995) τα
αυτιστικά παιδιά φαίνεται να μιλούν μονότονα, μηχανικά και σχολαστικά,, δηλαδή, η φωνή
να παρουσιάζεται επίπεδη, ενώ άλλοτε πάλι ο τόνος της φωνής διακυμαίνεται ως προς την
ένταση σε υψηλές και χαμηλές συχνότητες χωρίς αυτό τα συνδέεται με κάποιο
επικοινωνιακό σκοπό ή να προσδίδει κάποιο ιδιαίτερο νόημα στη σημασία των
εκφωνημάτων (Siegel,1996). Φαίνεται να μην μπορούν να κρίνουν ποιος είναι ο απαιτητός
βαθμός έντασης προκειμένου να γίνουν κατανοητά από τον ακροατή τους (Frith,1999). Σε
ότι αφορά τη χροιά παρατηρήθηκε ότι αυτή ενίοτε μοιάζει με τη χροιά παιδιών τα οποία
είναι κωφά. Ο Lock (1995) διατείνεται ότι πρόκειται για μία ακόμη περίπτωση αδυναμίας
των παιδιών με αυτισμό να κατανοήσουν τη σωστή χρήση της γλώσσας.
2.2.ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΜΟΡΦΟΣΥΝΤΑΚΤΙΚΏΝ ΙΚΑΝΟΤΗΤΩΝ
Παρατηρώντας την ανάπτυξης των συντακτικών δόμων στα φυσιολογικά παιδιά, έχει
διατυπω8εί η εξής σειρά χρονικής κατάκτησης συντακτικών γνώσεων .Σε μια πρώτη φάση
τα παιδιά χρησιμοποιούν μια λέξη με ποικίλες σημασίες. Πρόκειται για το στάδιο της
ολοφραστικής ομιλίας (Rodgon 1976) Αν και υποστηρίχθηκε ότι υπάρχει συντακτική
οργάνωση πίσω από τις αυτές τις μονόλεξες εκφράσεις, κάτι τέτοιο είναι αμφίβολο. Οι
πρώτοι συστηματικοί συνδυασμοί λέξεων ως προτάσεις γίνονται στο δεύτερο έτος της
ηλικίας και το λεξιλόγιο ξεπερνά τις τριακόσιες τουλάχιστον λέξεις (Dormi 1987).Θεωρείται
ότι οι βασικές συντακτικές γνώσεις έχουν αποκτη8εί σε αυτό το στάδιο και βασίζονται στους
συνδυασμούς ρήμα-ουσιαστικό. (Pinker 1984). H τηλεγραφική ομιλία, όπως ονομάζεται,
χαρακτηρίζεται από το μικρό μέγεθος των εκφωνημάτων και την συστηματική απουσία
άρ8ρων, προθέσεων, λέξεις που δεν επιδρούν σημαντικά στη στρέβλωση της σημασίας Το
μέγεθος των εκφωνημάτων στην ανάλυση είναι στοιχείο βαθμού ανάπτυξης. Έτσι
μεγαλύτερα εκφωνήματα συνιστούν όλο και πιο περίπλοκες προτάσεις όπου σταδιακά
εμφανίζονται βοη8ητικά ρήματα, άρνηση και υποτακτική σύνδεση προτάσεων και παθητική
φωνή (Brown 1973) Επιπλέον, παρατηρή8ηκε ότι ακολουθείται από τα παιδιά μια αυστηρή
σειρά στην επιλογή των όρων της πρότασης ανεξάρτητα αν αυτή είναι ελεύ8ερη στην
ελληνική (Κατή,2000).
Aπό άποψη μορφολογίας, λέξεις και εκφωνήματα θα ήταν αφύσικο να παρουσιάζονται χωρίς
γραμματικά μορφήματα και η παραγωγή περίπλοκων μορφολογικών τύπων είναι
αποτέλεσμα μίμησης και απομνημόνευσης στων οποίων την ανάλυση προβαίνουν τα παιδιά
αργότερα.. Αυτό είναι καταφανές από τα λάθη που κάνουν τα παιδιά-ομαλοποιήσεις,
υπερχρησιμοποίηση καταλήξεων- που μοιάζει να είναι μια προσπάθεια να γραμματικής
ανάλυσης και κατηγοριοποίησης των γνώσεών τους.
Στην περίπτωση των ομιλούντων παιδιών με αυτισμό η αναπτυξιακή πορεία του
συντακτικού τομέα ακολου8ειται με τον ίδιο τρόπο και τα άτομα δεν φαίνεται να
παρουσιάζουν ελλείμματα που οφείλονται στην διαταραχή αποκλειστικά. Παρατηρείται
όμως διαφορά στο ρυ8μό ανάπτυξης (Sigman & Capps 1997) –όπως συνέβη και στην
φωνολογική ανάπτυξη-ενώ οι συντακτικές δομές εμφανίζονται με την ίδια σειρά.. Ομοίως
και οι γραμματική μορφολογία δε φαίνεται να παρουσιάζει προβλήματα. Αν τα φυσιολογικά
παιδιά έχουν αφηρημένες ικανότητες γραμματικής ανάλυσης, τότε το ίδιο συμβαίνει και στα
άτομα με αυτισμό. Έχουν παρατηρηθεί βέβαια περιπτώσεις στην παραγωγή εκφωνημάτων
που οι συντακτικές δομές μπορούν να είναι αρκετά περιορισμένες. Δηλαδή, από την ομιλία
των ατόμων απουσιάζουν μη λειτουργικές λέξεις – άρθρα, προθέσεις, αντωνυμίες – και
βοη8ητικά ρήματα. όπως στο στάδιο της τηλεγραφικής ομιλίας ή το γεγονός ότι τα αυτιστικά
παιδιά χρησιμοποιούν περισσότερες επαναλαμβανόμενες και στερεότυπες γλωσσικές
εκφράσεις (Frith 1999). Από τη άλλη πλευρά παιδιά με αυτισμό και νοητική κα8υστέρηση
βρε8ηκαν να είναι πολύ καλοί αναγνώστες και να διακρίνουν λεπτές συντακτικές δομές
όπως αυτές του ενικού-πληθυντικού αρι8μού (Frith,1999) παρά το ότι μελέτες έδειξαν ότι
πρόσωπο και αριθμός των ρημάτων και λιγότερο καθολικές στις γλώσσες του κόσμου είναι
και κατακτώνται τελευταίες από το παιδί (Bybee-Hooper 1979).
Μια επιπλέον χαρακτηριστική για τον αυτισμό γλωσσική ιδιομορφία είναι η αντιστροφή
αντωνυμιών προσωπικών («εγώ», «εσύ»), ή κτητικών κ.α., όταν πρόκειται να «δείξουν» τον
εαυτό τους και τον έτερο συνομιλητή. Για παράδειγμα, ο εκπαιδευτικός ρωτά «ποιά είναι τα