Top Banner
UNIVERSITY STUDIO PRESS Eκδόσεις Eπιστημονικών Bιβλίων και Περιοδικών ΘΕΣΣΑΛOΝΙΚΗ 2010 Eπιμέλεια Eυάγγελος Π. Δημητριάδης Γρηγόρης Καυκαλάς Κυριακή Τσουκαλά ΑΝΑΤΥΠO
11

Από τη θεωρία στην πρακτική. Μελετώντας τις βασικές σχέσεις μεταξύ πολεοδομικών μεγεθών και χρήσεων

Feb 03, 2023

Download

Documents

Welcome message from author
This document is posted to help you gain knowledge. Please leave a comment to let me know what you think about it! Share it to your friends and learn new things together.
Transcript
Page 1: Από τη θεωρία στην πρακτική. Μελετώντας τις βασικές σχέσεις μεταξύ πολεοδομικών μεγεθών και χρήσεων

UNIVERSITY STUDIO PRESSEκδόσεις Eπιστημονικών Bιβλίων και Περιοδικών

ΘΕΣΣΑΛOΝΙΚΗ 2010

Eπιμέλεια

Eυάγγελος Π. Δημητριάδης

Γρηγόρης Καυκαλάς

Κυριακή Τσουκαλά

ΑΝΑΤΥΠO

Page 2: Από τη θεωρία στην πρακτική. Μελετώντας τις βασικές σχέσεις μεταξύ πολεοδομικών μεγεθών και χρήσεων

Το σύγχρονο θεωρητικό τοπίο στην πολεοδο-

μία και η πρακτική της

Αναμφίβολα, η αναφορά στο θεωρητικό τοπίο

μιας θετικής επιστήμης θα εκκινούσε από την πα-

ρουσίαση της πλέον σύγχρονης θεωρίας που κα-

λύπτει την εν λόγω περιοχή, καθώς κάθε άλλη πα-

λαιότερη θα είχε αντικατασταθεί από τη νεότερή

της. Η θεωρία αυτή θα αποτελούσε, κατά την ορο-

λογία που εισήγαγε ο Thomas Kuhn (1962), το Πα-

ράδειγμα (Paradigm) αυτού του επιστημονικού χώ-

ρου. Όμως, σε αντίθεση με τις θετικές επιστήμες,

αυτό που δεν συμβαίνει στις κοινωνικές επιστήμες

είναι η πλήρης αντικατάσταση μιας θεωρίας ή μιας

θεωρητικής σχολής από την επόμενή της. Βέβαια,

κάθε μια από αυτές μπορεί να αποκτήσει ακαδη-

μαϊκή ή/και πολιτική κυριαρχία, αλλά το γενικό απο-

τέλεσμα είναι ένα ακόμα περισσότερο συνωστι-

σμένο θεωρητικό τοπίο (Allmendinger 2002: xii).

Η παραπάνω τοποθέτηση του Philip Allmendinger

παρουσιάζει με μεγάλη ακρίβεια αυτό που συμ-

βαίνει στο πεδίο του πολεοδομικού προγραμματι-

σμού. Σύμφωνα με το μοντέλο του Kuhn, για τη δια-

δοχή μιας θεωρίας από μια άλλη, θα πρέπει η νεό-

τερη να διατηρεί ή να αυξάνει την ακρίβεια συμ-

φωνίας μεταξύ των υπολογισμών της από τη μια με-

ριά και των παρατηρήσεων από την άλλη και, επι-

πλέον, να επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής της σε νέα

φαινόμενα, τα οποία πιθανόν να είχαν καταγραφεί

ως ανωμαλίες (anomalies) από την προηγούμενή της.

Στην περίπτωση, όμως, που το τμήμα του επιστη-

τού που καλύπτεται από την κάθε μια θεωρία δια-

φοροποιείται μεταξύ των θεωριών, τότε η σύ-

γκριση της ερμηνευτικής δύναμης της καθεμίας με

την προηγούμενή της καθίσταται ασύμβατη και,

λόγω αυτού, δεν μπορεί να συμβεί αλλαγή Παρα-

δείγματος. Η περίπτωση αυτή είναι άμεσα παρα-

τηρήσιμη στις θεωρίες του πολεοδομικού προ-

γραμματισμού, όπου ορισμένες θεωρίες εστιά-

ζουν στο αντικείμενο του προγραμματισμού (theory

in planning) και άλλες στη διαδικασία του προγραμ-

ματισμού (theory of planning) (Faludi 1973: 3-5, 7). Μά-

λιστα, κατά τον Oren Yiftachel (1989) σε κάθε μια θε-

ωρία πολεοδομικού προγραμματισμού μπορούν να

εντοπιστούν τρεις βασικοί άξονες, οι δύο από τους

οποίους ταυτίζονται με το δίπολο του Faludi, ενώ

ο τρίτος ασχολείται με τις ποιότητες που πρέπει να

έχει ένα «καλό» πολεοδομικό σχέδιο. Οι άξονες αυ-

τοί δεν είναι ισόρροπα επεξεργασμένοι μεταξύ

τους σε κάθε μια θεωρία (π.χ., η ορθολογιστική προ-

σέγγιση του Andreas Faludi εξειδικεύεται, σχεδόν

μονομερώς, στη διαδικασία του προγραμματι-

σμού), με αποτέλεσμα η σύγκριση μεταξύ των θε-

ωριών να καθίσταται δυσχερής. Έτσι, κάθε νέα θε-

ωρία δεν αντικαθιστά την προηγούμενή της ή τις

* Αρχιτέκτων, γεωγράφος-χαρτογράφος Α.Π.Θ., Υπ. Δρ. Α.Π.Θ.,Εργαστήριο Πολεοδομικού και Περιβαλλοντικού Σχεδιασμού,Τομέας Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Περιφερειακής Ανά-πτυξης, Τμήμα Αρχιτεκτόνων, Α.Π.Θ.

Από τη θεωρία στην πρακτική:

Μελετώντας τις σχέσεις μεταξύ των βασικών πολεοδομικών μεγεθών

Γιάννης Πισσούριος*

Page 3: Από τη θεωρία στην πρακτική. Μελετώντας τις βασικές σχέσεις μεταξύ πολεοδομικών μεγεθών και χρήσεων

προηγούμενές της, αλλά περιορίζεται στην προ-

σφορά μιας περισσότερο επεξεργασμένης ματιάς

σε ένα εξειδικευμένο τμήμα του γνωστικού αντι-

κειμένου της θεωρίας του προγραμματισμού.

Επιπρόσθετος λόγος που οδηγεί στην παράθεση και

όχι στην αντικατάσταση των θεωριών στον πολε-

οδομικό προγραμματισμό είναι ο ισχυρά κανονι-

στικός (normative) χαρακτήρας τους. Ως γνωστό, «η

πολεοδομία δεν είναι επιστήμη, αλλά τεχνική, δη-

λαδή εφαρμοσμένο πεδίο και, μάλιστα, αδιάρρηκτα

συνδεδεμένο με την πολιτική σφαίρα. [...] Οι επι-

στήμες είναι αναλυτικές και ασχολούνται με το ‘εί-

ναι’, σε αντίθεση με τα εφαρμοσμένα πεδία, τα

οποία συγκροτούν τεχνικές και κατευθύνονται

από το ‘δέον είναι’, δηλαδή την ιδεολογική σφαίρα»

(Λαγόπουλος 2007). Έτσι, λόγω της διαφορετικής

ιδεολογικής (και, προφανώς, αξιολογικής) βάσης,

τόσο των ίδιων των θεωριών, όσο και του ανα-

γνωστικού κοινού τους, η σύγκριση μεταξύ των θε-

ωριών δεν καταλήγει στην αντικατάσταση, αλλά

στην παράθεσή τους.

Όμως, παρά τον πλουραλισμό των θεωριών πο-

λεοδομικού προγραμματισμού, η διάστασή τους με

την πολεοδομική πρακτική δείχνει να αποτελεί

σταθερό σημείο αναφοράς των εξελίξεων στο πε-

δίο της πολεοδομίας της τελευταίας 30ετίας του-

λάχιστον (βλ. σχ. Alexander 1997 και 1999· Allmen -

dinger και Tewdwr-Jones 1997· Harris 1997· Allmen -

dinger 2002· Watson 2008). Κατά τον Ernest Alexa -

nder (1997), η ακαδημαϊκή κοινότητα εξελίσσει

συνεχώς νέες θεωρίες, τις οποίες, όμως, οι πολε-

οδόμοι αγνοούν συστηματικά, καθώς ισχυρίζο-

νται πως δεν έχουν νόημα για μία πρακτική που βα-

σίζεται στην «κοινή αίσθηση». Κατά τον ίδιο μελε-

τητή, αυτό που οι πολεοδόμοι αντιλαμβάνονται ως

διάσταση μεταξύ θεωρίας και πρακτικής είναι η

απουσία συστηματικής γνώσης που να μεταφρά-

ζει τις γενικές και αφηρημένες ιδέες της θεωρίας σε

συγκεκριμένες (case-specific) οδηγίες για δράση

(1997: 5). Από την άλλη μεριά, όμως, η ικανότητα

μιας θεωρίας να προσφέρει νέες ιδέες ως προς τον

τρόπο αντίληψης και κατανόησης των (προβλη-

ματικών) καταστάσεων και φαινομένων, καθώς και

να ορίζει εναλλακτικές κατευθύνσεις επίλυσης

των προβλημάτων είναι που την καθιστά χρήσιμη

εξαρχής. Άλλωστε, η γνωστή ρήση του Kurt Lewin

(1952: 169), πως «δεν υπάρχει τίποτα πιο πρακτικό

από μια καλή θεωρία», προκύπτει από τη δυνατό-

τητα της θεωρίας να καθοδηγήσει την πρακτική (βλ.

σχ. και Harris 1997: 800).

Θεωρίες πολεοδομικού προγραμματισμού,πολεολογία και πολεοδομική πρακτική

Η διάσταση μεταξύ θεωρίας και πρακτικής του προ-

γραμματισμού που σχολιάστηκε στην προηγούμενη

ενότητα είναι δυνατό να αμβλυνθεί, όχι όμως και να

εξαλειφθεί, με τη συμβολή της Πολεολογίας (Urbano -

logy), η οποία αποτελεί μια αναλυτική θεωρία της

πολεοδομίας. Αν και είναι διαδεδομένη η άποψη

πως η πολεοδομία δεν έχει ενδογενή θεωρία που

να επιτρέπει την αναλυτική προσέγγισή της (βλ. σχ.

Allmendinger 2002α: ix, 20, 30, 38-39, 142), εντού-

τοις, μια τέτοια θεωρία υφίσταται και έχει διατυ-

πωθεί από τον Αλέξανδρο-Φαίδωνα Λαγόπουλο προ

35ετίας (1973). Ο αντίκτυπος της θεωρίας αυτής

υπήρξε σημαντικός, τόσο στον ακαδημαϊκό, όσο και

στον τεχνικό κόσμο της πολεοδομίας, αν και πε-

ριορίστηκε εντός της ελληνικής επικράτειας, λόγω

του γλωσσικού περιορισμού που επέβαλλε η πα-

ρουσίασή της στην ελληνική γλώσσα.

Η πολεολογία αποτελεί στη βάση της μια θεωρία

χρήσεων γης. Σημαντικό μέρος του ενδιαφέροντός

της προσανατολίζεται στη μελέτη των σχέσεων με-

ταξύ των χρήσεων γης, η οποία με τη σειρά της οδη-

γεί στη μελέτη των πολεοδομικών δεικτών και των

σχέσεών τους. Οι πολεοδομικοί δείκτες αυτοί απο-

τελούν ένα από τα πλέον χρήσιμα και συνηθέστε-

ρα χρησιμοποιούμενα εργαλεία ανάλυσης του χώ-

ρου, ενώ οι σχέσεις τους αποτελούν σημαντικό ερ-

γαλείο πολεοδομικού προγραμματισμού, οι οποί-

ες πέρα από πρακτικό, παρουσιάζουν και θεωρη-

τικό ενδιαφέρον. Το τελευταίο προκύπτει από το γε-

γονός πως αντικατοπτρίζουν με σαφήνεια τις εξαρ-

τήσεις που υφίστανται μεταξύ των επιμέρους πο-

λεοδομικών μεγεθών (π.χ., της πληθυσμιακής πυ-

κνότητας και του συντελεστή δόμησης) και, μάλι-

στα, οι εξαρτήσεις αυτές ισχύουν για κάθε οικισμό,

οποιασδήποτε χρονολογικής περιόδου, δηλαδή

242 Πόλεως λόγος | Τιμητικός τόμος για τον καθηγητή Αλέξανδρο-Φ. Λαγόπουλο

Page 4: Από τη θεωρία στην πρακτική. Μελετώντας τις βασικές σχέσεις μεταξύ πολεοδομικών μεγεθών και χρήσεων

είναι οικουμενικές και διαχρονικές. Έτσι, η γνώση

των σχέσεων αυτών προσφέρει σημαντική πλη-

ροφορία για τον τρόπο με τον οποίο ο πολεοδόμος

μπορεί να προγραμματίσει τα μεγέθη αυτά και κατ’

επέκταση να προσανατολίσει την επέμβαση στον

χώρο. Το πρακτικό ενδιαφέρον προκύπτει από το

γεγονός πως οι σχέσεις αυτές έχουν μαθηματική (και

όχι μόνο λογική) μορφή, με βάση την οποία μπορεί

να υπολογιστεί με ακρίβεια η μεταβολή της τιμής

του ενός δείκτη από τη μεταβολή της τιμής κάποι-

ου άλλου που συμμετέχει στη μεταξύ τους σχέση.

Όπως γίνεται κατανοητό από τα παραπάνω, το τμή-

μα της πολεολογίας που ασχολείται με τις σχέσεις

των πολεοδομικών δεικτών καταφέρνει, από τη μια

μεριά, να προσφέρει θεωρητική και πρακτική εμ-

βάθυνση σε ζητήματα του προγραμματισμού και,

από την άλλη μεριά, να συνεισφέρει στην ελάττω-

ση της διάστασης μεταξύ θεωρίας και πρακτικής.

Βέβαια, χρειάζεται να τονιστεί πως ο πολεοδομικός

προγραμματισμός δεν είναι το κατεξοχήν αντικεί-

μενο της πολεολογίας και γι’ αυτό δεν μπορεί να

υποκαταστήσει τις σχετικές θεωρίες, παρά μόνο να

δράσει συνοδευτικά ως προς αυτές.

Σχέσεις μεταξύ πολεοδομικών δεικτών

Γενικά

Αν και οι σχέσεις μεταξύ των πολεοδομικών δεικτών

χρησιμοποιούνται από τους πολεοδόμους σε κάθε

πολεοδομικό προγραμματισμό, εντούτοις η μελέ-

τη τους βρίσκεται σε πρωταρχικό στάδιο. Η σχετι-

κή ελληνική βιβλιογραφία περιορίζεται στην Υπουρ-

γική Απόφαση 10788/2004 (Φ.Ε.Κ. 285/τ.Δ/5.03.2004),

αν και υφίστανται σημαντικές ασάφειες, τεχνικές

αδυναμίες και εσωτερικές αντιφάσεις στις σχέ-

σεις που προτείνει (βλ. σχ. Κουσιδώνης 2006: 14),

σε ορισμένες πανεπιστημιακές διδακτικές σημει-

ώσεις (Αναστασιάδης 2007) και σε μια ανακοίνωση

του Λαγόπουλου (2007), για την οποία θα γίνει ιδι-

αίτερος λόγος παρακάτω.

Στα πλαίσια της παρούσας εργασίας, λόγω της πε-

ριορισμένης έκτασής της η μελέτη των σχέσεων θα

εστιαστεί σε αυτές που υφίστανται μεταξύ των

πλέον βασικών δεικτών, οι οποίοι και είναι περισ-

σότερο γνωστοί ως πολεοδομικά μεγέθη. Η πρώτη

σχέση που θα μελετηθεί είναι αυτή μεταξύ της μει-

κτής πυκνότητας και του μεικτού συντελεστή δό-

μησης. Η σχέση αυτή έχει μελετηθεί και από τον Λα-

γόπουλο (2007), καθώς παρατήρησε ότι «κατά τον

σχεδιασμό μίας νέας περιοχής καθαρής κατοικίας, ο

πολεοδόμος βρίσκεται μπροστά σε μία σειρά από κρί-

σιμες αποφάσεις, ανάμεσα στις οποίες είναι η επιλογή

της brutto (μεικτής) πυκνότητας της περιοχής, του συ-

ντελεστή δόμησης και του κύριου δείκτη των συν-

θηκών διαβίωσης, του δείκτη κατάληψης. Συχνά, επι-

λέγονται ανεξάρτητα γι’ αυτούς τους δείκτες τιμές

που θεωρούνται ως ικανοποιητικές, οδηγούν, όμως,

σε αντιφάσεις, για τον απλό λόγο ότι οι δείκτες δια-

τηρούν μεταξύ τους μία συγκεκριμένη μαθηματική

σχέση». Βέβαια, στην παρούσα εργασία η μελέτη της

σχέσεως αυτής θα επεκταθεί και προς περιοχές

που δεν είναι αποκλειστικά περιοχές κατοικίας. Επι-

πρόσθετα, θα μελετηθεί και η σχέση του μεικτού με

τον καθαρό συντελεστή δόμησης.

Όπως θα φανεί στη συνέχεια, το σύνολο των πα-

ραπάνω σχέσεων θα δομηθεί με τη βοήθεια επι-

πρόσθετων δεικτών. Προκειμένου οι σχέσεις αυ-

τές να έχουν επιχειρησιακή, πέρα από θεωρητική

χρησιμότητα, οι δείκτες που θα χρησιμοποιηθούν

για την κατασκευή των σχετικών συναρτήσεων θα

είναι δείκτες που η τιμή τους να είναι εφικτό, είτε

να υπολογιστεί με βάση τους σκοπούς της επέμ-

βασης ή ορισμένες αναλυτικές καταγραφές του οι-

κισμού, είτε να προκύπτει βάσει πολεοδομικών

προδιαγραφών.

Σχέση πυκνότητας κατοίκων και μεικτού συντε-

λεστού δόμησης

Στην πολεοδομική πρακτική χρησιμοποιείται συχνά

το μέγεθος του μεικτού συντελεστή δόμησης (ΜΣΔ).

Ο συντελεστής αυτός εκφράζει την αναλογία της συ-

νολικής δομημένης επιφάνειας όλων των χρήσεων

σε όλους τους ορόφους προς τη συνολική επιφάνεια

του γηπέδου για την οποία υπολογίζεται ο δείκτης

αυτός. Το γεγονός ότι στον υπολογισμό αυτό συμ-

μετέχει το σύνολο της επιφάνειας του γηπέδου συ-

νεπάγεται πως εσωκλείονται τόσο οι οικοδομήσιμες

επιφάνειες, όσο και οι μη οικοδομήσιμες επιφάνει-

Από τη θεωρία στην πρακτική 243

Page 5: Από τη θεωρία στην πρακτική. Μελετώντας τις βασικές σχέσεις μεταξύ πολεοδομικών μεγεθών και χρήσεων

ες της περιοχής (όπως είναι οι δρόμοι, το πράσινο και

οι πλατείες). Ο υπολογισμός του ΜΣΔ έχει νόημα όταν

εφαρμόζεται σε μεγάλες επιφάνειες γηπέδων, δη-

λαδή για τμήματα πόλης ή ολόκληρους οικισμούς,

καθώς για μικρά τμήματα οικισμού, της τάξης των

λίγων οικοδομικών τετραγώνων, συνηθίζεται να χρη-

σιμοποιείται το μέγεθος του Καθαρού Συντελεστή Δό-

μησης ή απλά του Συντελεστή Δόμησης (ή, αλλιώς, Συ-

ντελεστής Εκμετάλλευσης – Floor-Area Ratio), ο οποί-

ος προσδιορίζεται για κάθε ένα οικοδομικό τετρά-

γωνο χωριστά. Η πολεοδομική χρησιμότητα του ΜΣΔ

έγκειται στο γεγονός πως η τιμή του αποτελεί μέτρο

της εκμετάλλευσης της γης για οικοδόμηση. Χαμη-

λός ΜΣΔ δείχνει πως η περιοχή θα τύχει εκμετάλ-

λευσης για οικοδόμηση σε μικρό βαθμό και άρα θα

είναι αραιοδομημένη, ενώ υψηλός ΜΣΔ δείχνει

πως θα πραγματοποιηθεί εντατική εκμετάλλευση της

γης, δηλαδή θα πυκνοδομηθεί.

Αν και ο ΜΣΔ μπορεί να προδιαγράψει το μέγεθος

της δόμησης σε μία περιοχή, εντούτοις, δεν μπορεί

να προδιαγράψει την ένταση της κατοίκησής της (ή,

αλλιώς, το μέγεθος της πυκνότητας των κατοίκων),

δηλαδή αν αυτή θα πυκνοκατοικηθεί ή θα αραιο-

κατοικηθεί. Η πυκνότητα δεν είναι άμεσα συνδε-

δεμένη με το μέγεθος της δόμησης, καθώς μια πε-

ριοχή με δεδομένο ΜΣΔ μπορεί να κυριαρχηθεί από

κεντρικές χρήσεις και να παρουσιάζει χαμηλή πυ-

κνότητα κατοίκων, ή, αντιθέτως, να αποτελέσει κα-

θαρά οικιστική περιοχή με υψηλή πυκνότητα κα-

τοίκων. Η πυκνότητα υπολογίζεται είτε ως μεικτή

(brutto) είτε ως καθαρή (netto) πυκνότητα. Η μεικτή

πυκνότητα, που προκύπτει από τον λόγο του συ-

νολικού πληθυσμού μιας περιοχής προς το σύνολο

του γηπέδου της (εσωκλείονται όλες οι οικοδομή-

σιμες, κοινόχρηστες και κοινωφελείς επιφάνειες),

αποτελεί το πλέον κατατοπιστικό μέγεθος για τη

χονδρική περιγραφή ενός αστικού ή και μη αστικού

χώρου. Για παράδειγμα, μεικτές πυκνότητες κάτω

των 10 ατόμων ανά εκτάριο (ατ/Ηα) δεν συνιστούν

οικισμό, καθώς οι αποστάσεις μεταξύ των κατοικιών

είναι τόσο μεγάλες που δεν επιτρέπουν τη συστη-

ματική κοινωνική επαφή των κατοίκων τους και τη

δημιουργία κοινωνικών δεσμών. Στα 50 άτ/Ηα βρί-

σκεται η μέση πυκνότητα στις κηπουπόλεις, τιμή

που επίσης είναι πολύ χαμηλή και υπέστη κριτική

για τα προβλήματα κοινωνικής επαφής και επι-

κοινωνίας μεταξύ των κατοίκων που δημιουργού-

σε1, ενώ έως τα 100 άτ/Ηα ο χώρος δεν έχει απο-

κτήσει ακόμα αστικά χαρακτηριστικά. Από τα 100

έως και τα 400 άτ/Ηα ο χώρος είναι αστικός, ενώ από

400 έως 600 ατ/Ηα εμφανίζονται οι πρώτες αρνη-

τικές πτυχές του αστικού περιβάλλοντος, όπως εί-

ναι η αίσθηση συνωστισμού, τα κυκλοφοριακά

προβλήματα και ο ελλιπής ηλιασμός και φωτι-

σμός των κτιρίων, χαρακτηριστικά που αποκτούν

ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις σε πυκνότητες

άνω των 600 άτ/Ηα, καθιστώντας τις τελευταίες μη

επιθυμητές (βλ. σχ. Αραβαντινός 1997: 325-326).

Από τα δύο αυτά μεγέθη, του μεικτού συντελεστή δό-

μησης και της πυκνότητας, μόνο το πρώτο μπορεί να

προδιαγραφεί και, εν συνεχεία, να εποπτευθεί η προ-

διαγραφή αυτή, καθώς αναφέρεται σε μη κινητά στοι-

χεία του χώρου. Έτσι, ενώ για το μέγεθος της πυ-

κνότητας κατοίκων μπορεί να τεθεί ορισμένη προ-

διαγραφόμενη τιμή, εντούτοις αυτή δεν είναι επι-

χειρησιακά χρήσιμη, καθώς είναι δύσκολο να συ-

νοδευτεί από έναν φορέα που να ευθύνεται για την

εφαρμογή και την επιτήρηση αυτής της προδιαγε-

γραμμένης τιμής. Για τον λόγο αυτό, ο ΜΣΔ αποτε-

λεί, από την οπτική της πολεοδομικής νομοθεσίας,

τον σημαντικότερο δείκτη κατά το στάδιο του προ-

γραμματισμού. Ως αποτέλεσμα, για την περιγραφή

του αστικού χώρου είναι χρήσιμο να συνδυάζονται

τα δύο αυτά μεγέθη, της δόμησης και της πυκνότη-

τας, και, για τον λόγο αυτό, η σχέση μεταξύ των δύο

αυτών μεγεθών αποτελεί την πλέον κεντρική σχέ-

ση κατά τον πολεοδομικό προγραμματισμό.

Έστω πως σε μια περιοχή με εμβαδόν γηπέδου Ε κα-

τοικεί πληθυσμός Π. Στην περίπτωση αυτή, η μει-

κτή πληθυσμιακή πυκνότητα (d) της περιοχής αυ-

τής θα είναι:

d=Π/Ε (σχέση 1)

Εάν η συνολική κτισμένη επιφάνεια όλων των

χρήσεων και για όλους τους ορόφους είναι εΚΤ, τότε

ο μεικτός συντελεστής δόμησης (ΜΣΔ) της περιο-

χής θα ισούται με το πηλίκο της συνολικής κτισμένης

επιφάνειας (εΚΤ) προς το εμβαδόν του γηπέδου (Ε),

δηλαδή:

244 Πόλεως λόγος | Τιμητικός τόμος για τον καθηγητή Αλέξανδρο-Φ. Λαγόπουλο

Page 6: Από τη θεωρία στην πρακτική. Μελετώντας τις βασικές σχέσεις μεταξύ πολεοδομικών μεγεθών και χρήσεων

ΜΣΔ=εΚΤ/Ε, ή αλλιώς: Ε=εΚΤ/ΜΣΔ (σχέση 2)

Από τη σχέση 1 και με αντικατάσταση του εμβαδού

Ε με αυτό της σχέσης 2, προκύπτει ότι:

d=Π·ΜΣΔ/εΚΤ , ή αλλιώς: Π=d·εΚΤ/ΜΣΔ (σχέση 3)

Έστω ότι ο δείκτης κατάληψης της κατοικίας, δη-

λαδή η επιφάνεια κατοικίας που αναλογεί σε κάθε

έναν κάτοικο και η οποία ισούται με το πηλίκο της

συνολικής επιφάνειας των κατοικιών (εΚΑΤ) προς τον

συνολικό πληθυσμό (Π) που κατοικεί σε αυτές, εί-

ναι δΚΑΤ. Δηλαδή, θα είναι:

δΚΑΤ = εΚΑΤ/Π (σχέση 4)

Αν στη σχέση 4 αντικατασταθεί ο πληθυσμός Π με

αυτόν της σχέσης 3, τότε προκύπτει πως:

δΚΑΤ =ΜΣΔ·εΚΑΤ/d·εΚΤ, δηλαδή:

δΚΑΤ =(ΜΣΔ/d)·(εΚΑΤ/εΚΤ) (σχέση 5)

Η αναλογία του εμβαδού της κατοικίας προς τον συ-

νολικό κτισμένο χώρο (εΚΑΤ/εΚΤ), δηλαδή η συμμε-

τοχή της κατοικίας στον συνολικό κτισμένο χώρο,

μπορεί να αποτελέσει ένα νέο μέγεθος, το οποίο να

συμβολίσουμε με δΚΑΤ/ΚΤ. Άρα, η σχέση 5 μπορεί να

πάρει τη μορφή:

δΚΑΤ =(ΜΣΔ/d)·δΚΑΤ/ΚΤ , δηλαδή:

d = · ΜΣΔ, ή αλλιώς: (τύπος 1)

ΜΣΔ = · d (τύπος 2)

Ο παραπάνω τύπος 1 δείχνει πως η μεικτή πυκνό-

τητα μιας περιοχής είναι ανάλογη της συμμετοχής

της κατοικίας στον συνολικό κτισμένο χώρο και του

μεικτού συντελεστή δόμησής της και αντιστρόφως

ανάλογη του δείκτη κατάληψης της κατοικίας.

Επίσης, για σταθερό ΜΣΔ και σταθερό δείκτη κα-

τάληψης, η πυκνότητα είναι ανάλογη της συμμε-

τοχής της κατοικίας στον συνολικό κτισμένο χώρο.

Η περίπτωση αυτή είναι ιδιαίτερα συνήθης στην πο-

λεοδομική πρακτική, καθώς ο ΜΣΔ είναι μέγεθος

που προδιαγράφεται (ή και θεσμοθετείται), ενώ ο

δείκτης κατάληψης της κατοικίας είναι μέγεθος με

σημαντική αδράνεια και, έτσι, η τιμή του μετα-

βάλλεται ομαλά και βραδέως με το πέρασμα του

χρόνου και, άρα, μπορεί να θεωρηθεί ως σταθερή

σε μικρό βάθος χρόνου.

Επιπρόσθετα, η σχέση που περιγράφεται στον

τύπο 1 είναι σημαντική επειδή συναρτά το μέγεθος

της πυκνότητας με αυτό του μεικτού συντελεστή δό-

μησης και δύο επιπλέον παραμέτρων, για τις οποί-

ες μπορούμε να κάνουμε σχετικά ακριβείς προ-

βλέψεις των τιμών τους. Έτσι, για παράδειγμα, στην

περίπτωση που αναζητείται η πυκνότητα κατοίκων

που θα προκύψει σε μια περιοχή αμιγούς κατοικίας

υψηλού βιοτικού επιπέδου, εάν σε αυτή θεσμοθε-

τηθεί μεικτός συντελεστής δόμησης ίσος με 0,8, τότε

υποθέτουμε πως, λόγω του αυξημένου βιοτικού επι-

πέδου, ο δείκτης κατάληψης της κατοικίας θα

ανέλθει σε 40 τ.μ./κάτ. (δΚΑΤ=40 τ.μ./κάτ.) και,

λόγω της ύπαρξης περιοχής αμιγούς κατοικίας, η

συμμετοχή της κατοικίας στον συνολικό κτισμένο

χώρο θα προσεγγίσει το 95% (δΚΑΤ/ΚΤ=0,95), με το

υπόλοιπο 5% να αφορά στις εγκαταστάσεις εκπαί-

δευσης, αθλητισμού, πολιτισμού, λιανικού εμπο-

ρίου, υπηρεσιών κ.ά. Άρα, σύμφωνα με τον τύπο

1, η πολεοδόμηση της περιοχής αυτής με ΜΣΔ=0,8

θα συμβάλλει στη δημιουργία μεικτής πληθυ-

σμιακής πυκνότητας ίσης με 0,019 κατ./τ.μ.

(0,95·0,8/40) ή, αλλιώς, 190 κατ./ha.

Παράλληλα, αξίζει να αναφερθεί πως στην περί-

πτωση που η περιοχή μελέτης αφορά σε περιοχή που

φιλοξενεί αποκλειστικά χρήση κατοικίας και άρα η

κατοικία αποτελεί το 100% των χρήσεων, δηλαδή

δΚΑΤ/ΚΤ =1, ο τύπος 2 μπορεί να γραφτεί ως εξής2:

ΜΣΔ = δΚΑΤ ·d (τύπος 3)

Ο υπολογισμός του δΚΑΤ/ΚΤ μπορεί να επιτευχθεί όχι

μόνο για τις ήδη πολεοδομημένες περιοχές, αλλά

και για περιοχές που εκπονείται ο πολεοδομικός

προγραμματισμός τους. Λόγω του γεγονότος ότι

για τον υπολογισμό του δΚΑΤ/ΚΤ δεν χρειάζεται να

συμμετέχουν τα συγκεκριμένα εμβαδά επιφα-

νειών που θα χωροθετηθούν, παρά μόνο η ανα-

λογία τους, δηλαδή η αναλογία της επιφάνειας του

κτισμένου χώρου που θα καταλαμβάνει η κατοι-

δΚΑΤ

δΚΑΤ/ΚΤ

δΚΑΤ/ΚΤ

δΚΑΤ

Από τη θεωρία στην πρακτική 245

Page 7: Από τη θεωρία στην πρακτική. Μελετώντας τις βασικές σχέσεις μεταξύ πολεοδομικών μεγεθών και χρήσεων

κία (εΚΑΤ) στο σύνολο των επιφανειών του κτι-

σμένου χώρου (εΚΤ), συμπεραίνουμε πως το δΚΑΤ/ΚΤ

μπορεί να υπολογιστεί με τη χρήση των δεικτών

κατάληψης κάθε μιας χρήσης (τ.μ. χρήσης ανά κά-

τοικο) που θα χωροθετηθεί στην περιοχή επέμ-

βασης. Κατά τη φάση του προγραμματισμού, οι

δείκτες κατάληψης αυτοί συμπίπτουν με τους

αντίστοιχους δείκτες προδιαγραφής τους, οι οποί-

οι έχουν γνωστή αριθμητική τιμή ή η τιμή τους

μπορεί να εκτιμηθεί βάσει των σκοπών της επέμ-

βασης. Γενικά, ισχύει:

δΚΑΤ/ΚΤ = (τύπος 4)

όπου: είναι το άθροισμα των δεικτών κα-

τάληψης όλων των πολεοδομικών χρήσεων που θα

χωροθετηθούν στην περιοχή επέμβασης (περι-

λαμβανομένης της κατοικίας). Για παράδειγμα, εάν

σε μια περιοχή επέμβασης οι κύριες χρήσεις προς

χωροθέτηση είναι αυτές της κατοικίας, του εμπο-

ρίου, των υπηρεσιών, της αναψυχής και της εκπαί-

δευσης και δΚΑΤ, δΕΜΠ, δΥΠΗΡ, δΑΝΑΨ και δΕΚΠ είναι οι

αντίστοιχοι δείκτες κατάληψης, τότε θα ισχύει:

δΚΑΤ/ΚΤ =

Ο τύπος 1 παρουσιάζει με σαφήνεια τον τρόπο με

τον οποίο ο μεικτός συντελεστής δόμησης και η πυ-

κνότητα επηρεάζονται από τον δείκτη κατάληψης

της κατοικίας και το ποσοστό της κατοικίας στο σύ-

νολο της κτισμένης επιφάνειας, το οποίο μπορεί να

υπολογιστεί με βάση τον τύπο 4. Από τους δύο αυ-

τούς τύπους και με αντικατάσταση του δΚΑΤ/ΚΤ

στον τύπο 1 από αυτόν του τύπου 4 προκύπτει:

MΣΔ = d . (τύπος 5)

Σύμφωνα με τον παραπάνω τύπο, ο ΜΣΔ ισούται

με το γινόμενο της μεικτής πυκνότητας επί το

άθροισμα των δεικτών κατάληψης όλων των πο-

λεοδομικών χρήσεων που θα χωροθετηθούν στην

εν λόγω περιοχή. Επίσης, για σταθερό ΜΣΔ (είτε

λόγω θεσμοθέτησής του είτε, αν αναφερόμαστε σε

πραγματοποιημένο ΜΣΔ, λόγω προσέγγισης του μέ-

γιστου επιτρεπόμενου συντελεστή δόμησης) η πυ-

κνότητα είναι αντιστρόφως ανάλογη του αθροί-

σματος των δεικτών κατάληψης. Αν στον παραπάνω

τύπο αντικαταστήσουμε το μέγεθος της πυκνότη-

τας με τον λόγο του πληθυσμού Π προς την επι-

φάνεια του γηπέδου Ε, τότε προκύπτει:

MΣΔ = · ή αλλιώς: Π =

(τύπος 6)

Οι τύποι 5 και 6 παρουσιάζουν μεγάλη πρακτική χρη-

σιμότητα, καθώς με τον πρώτο μπορεί να υπολογι-

στεί ο ΜΣΔ που χρειάζεται να θεσμοθετηθεί σε ένα

γήπεδο εάν ορίσουμε την επιθυμητή πυκνότητα κα-

τοίκων και τους δείκτες κατάληψης των χρήσεων που

θα χωροθετηθούν σε αυτό, ενώ, με τη χρήση του δεύ-

τερου, μπορεί να υπολογιστεί ο συνολικός πληθυσμός

ενός γηπέδου γνωστής επιφάνειας Ε, εάν γνωρίζου-

με τον ΜΣΔ, καθώς και τους δείκτες κατάληψης των

χρήσεων που θα χωροθετηθούν σε αυτό.

Σχέση μεικτού συντελεστή δόμησης και κα-

θαρού συντελεστή δόμησης

Όπως περιγράφθηκε παραπάνω, ο ΜΣΔ χρησιμο-

ποιείται για να προδιαγράψει το μέγεθος της δό-

μησης για μεγάλα τμήματα πόλης ή και ολόκληρων

οικισμών. Η τιμή του προκύπτει από το πηλίκο της

συνολικής κτισμένης επιφάνειας προς τη συνολική

επιφάνεια της περιοχής για την οποία υπολογίζεται

ο δείκτης και περιλαμβάνει τόσο τους οικοδομή-

σιμους, όσο και τους κοινόχρηστους χώρους. Σε

αντίθεση, στον υπολογισμό του συντελεστή δό-

μησης (ΣΔ), συμμετέχουν μόνο οι οικοδομήσιμες

επιφάνειες, δηλαδή αυτές στις οποίες επιτρέπεται

η δόμηση. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί πως

η ελληνική πολεοδομική νομοθεσία επιβάλλει τον

προσδιορισμό των ΜΣΔ ανά πολεοδομική γειτονιά

κατά τη σύνταξη των Γενικών Πολεοδομικών Σχε-

δίων, προκειμένου να προδιαγραφεί (και να δια-

σφαλιστεί) η γενική φυσιογνωμία του χώρου κατά

τον αναλυτικότερο σχεδιασμό του στις κατώτερες

βαθμίδες. Βέβαια, στην επόμενη κλίμακα σχεδια-

∑δΠΟΛ. ΧΡΗΣΗ

ΜΣΔ·Ε

∑δΠΟΛ. ΧΡΗΣΗ

∑δΠΟΛ. ΧΡΗΣΗ

Π

Ε

∑δΠΟΛ. ΧΡΗΣΗ

δΚΑΤ

δΚΑΤ+δΕΜΠ+δΥΠΗΡ+δΑΝΑΨ+δΕΚΠ

δΚΑΤ

∑δΠΟΛ. ΧΡΗΣΗ

246 Πόλεως λόγος | Τιμητικός τόμος για τον καθηγητή Αλέξανδρο-Φ. Λαγόπουλο

Page 8: Από τη θεωρία στην πρακτική. Μελετώντας τις βασικές σχέσεις μεταξύ πολεοδομικών μεγεθών και χρήσεων

σμού, και συγκεκριμένα στην Πολεοδομική Μελέ-

τη, πραγματοποιείται ο προσδιορισμός των ΣΔ

που θα ισχύσουν σε κάθε ένα οικοδομικό τετρά-

γωνο. Όπως είναι σαφές, η μετάβαση από τον

ΜΣΔ στον ΣΔ αποτελεί κεντρικό σημείο της Πολε-

οδομικής Μελέτης. Στα παρακάτω θα παρουσιαστεί

η σχέση που υφίσταται μεταξύ των δύο αυτών πο-

λεοδομικών δεικτών.

Εάν υποθέσουμε πως Ε είναι το εμβαδόν ενός γη-

πέδου, ΕΚΧ η επιφάνεια των κοινόχρηστων χώρων

του και ΕΟΙΚ η επιφάνεια των οικοδομήσιμων χώ-

ρων του γηπέδου, τότε ισχύει:

Ε= ΕΚΧ+ ΕΟΙΚ (σχέση 6)

Εάν δΚΧ/Ε είναι το ποσοστό των κοινόχρηστων χώ-

ρων στο σύνολο της επιφάνειας Ε του γηπέδου, τότε

ισχύει:

δΚΧ/Ε= ΕΚΧ/Ε , ή αλλιώς: ΕΚΧ=Ε·δΚΧ/Ε (σχέση 7)

Αν στη σχέση 6, αντικατασταθεί το ΕΚΧ με αυτό της

σχέσης 7, τότε προκύπτει:

Ε= Ε·δΚΧ/Ε+ ΕΟΙΚ ή αλλιώς: ΕΟΙΚ=Ε·(1- δΚΧ/Ε) (σχέση 8)

Εάν εΚΧ είναι το σύνολο της κτισμένης επιφάνειας

σε όλους τους ορόφους, τότε:

ΜΣΔ= εΚΧ/Ε (σχέση 9)

Αν ΣΔ, ο συντελεστής δόμησης των οικοδομήσιμων

επιφανειών, τότε ισχύει: εΚΧ= ΕΟΙΚ·ΣΔ και η σχέση

9 γίνεται:

ΜΣΔ= ΕΟΙΚ·ΣΔ/Ε (σχέση 10)

Τέλος, από τη σχέση 10 και με αντικατάσταση του

ΕΟΙΚ με αυτό της σχέσης 8, προκύπτει:

ΜΣΔ=ΣΔ·(1-δΚΧ/Ε) ή αλλιώς

ΣΔ = (τύπος 7)

Ο παραπάνω τύπος 7 αποδεικνύει πως για δεδομένο

ΜΣΔ θα προκύψει τιμή ΣΔ ανάλογη του ποσο-

στού των κοινόχρηστων χώρων που θα αφεθούν,

δηλαδή, όσο μεγαλώνει το ποσοστό των κοινό-

χρηστων χώρων, τόσο μεγαλώνει και ο ΣΔ που θα

πρέπει να δοθεί στα οικοδομήσιμα οικοδομικά τε-

τράγωνα.

Οι τύποι που παρουσιάστηκαν στην παρούσα ερ-

γασία ανακεφαλαιώνονται στον Πίνακα 1, επιλυ-

μένοι και ταξινομημένοι κατά τα επτά πολεοδομι-

κά μεγέθη που χρησιμοποιήθηκαν για την κατα-

σκευή τους. Στο τέλος του ίδιου πίνακα, περιλαμ-

βάνεται επεξήγηση των συντομεύσεων των πολε-

οδομικών μεγεθών, καθώς και οι συνήθεις μονάδες

μέτρησής τους.

Συμπεράσματα

Όπως σημειώθηκε και πρωτύτερα, η πολεοδομία

δεν είναι επιστήμη, αλλά τεχνική, δηλαδή εφαρ-

μοσμένο πεδίο και, μάλιστα, αδιάρρηκτα συνδεδε-

μένο με την πολιτική σφαίρα. Παρόλα αυτά, το σύ-

νολο των σχέσεων μεταξύ των βασικών πολεοδο-

μικών μεγεθών που παρουσιάστηκε παραπάνω,

αποδεικνύει πως οι θεωρίες που αφορούν στον πο-

λεοδομικό προγραμματισμό δεν χρειάζεται να είναι

αποκλειστικά κανονιστικές, αλλά μπορούν να συ-

νοδεύονται και από θετικιστικές πτυχές. Η θετικι-

στική αυτή οπτική του προγραμματισμού μπορεί να

εκκινήσει από την πολεολογία, η οποία προσφέρει

ήδη την αναλυτική θεώρηση του πολεοδομικού χώ-

ρου, απαραίτητη για μια τέτοια προσέγγιση. Μάλι-

στα, η συμβολή μιας τέτοιας οπτικής θα είναι διπλή,

καθώς θα συμβάλλει, από τη μια μεριά, σε πιο

ολοκληρωμένες οπτικές στο ζήτημα του προγραμ-

ματισμού και, από την άλλη, στην ύφεση της διά-

στασης μεταξύ θεωρίας και πρακτικής που συνα-

ντάται σήμερα.ΜΣΔ

(1 – δΚΧ/Ε)

Από τη θεωρία στην πρακτική 247

Page 9: Από τη θεωρία στην πρακτική. Μελετώντας τις βασικές σχέσεις μεταξύ πολεοδομικών μεγεθών και χρήσεων

248 Πόλεως λόγος | Τιμητικός τόμος για τον καθηγητή Αλέξανδρο-Φ. Λαγόπουλο

ΜΕΛΕΤΟΥΜΕΝΟΣ ΔΕΙΚΤΗΣ

ΜΕΙΚΤΟΣ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣΔΟΜΗΣΗΣ

(ΜΣΔ)

ΚΑΘΑΡΟΣ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣΔΟΜΗΣΗΣ

(ΣΔ)

ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΗΠΥΚΝΟΤΗΤΑ

(d)

ΔΕΙΚΤΗΣ ΚΑΤΑΛΗΨΗΣΚΑΤΟΙΚΙΑΣ

(δΚΑΤ)

ΠΟΣΟΣΤΟ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ ΕΠΙ ΤΟΥΣΥΝΟΛΙΚΟΥ ΚΤΙΣΜΕΝΟΥ ΧΩΡΟΥ

(δΚΑΤ/ΚΤ)

ΠΟΣΟΣΤΟ ΚΟΙΝΟΧΡΗΣΤΩΝΧΩΡΩΝ ΓΗΠΕΔΟΥ

(δΚΧ/Ε)

ΕΠΕΞΗΓΗΣΗ/ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΔΕΣ ΜΕΤΡΗΣΗΣ

ΕΠΕΞΗΓΗΣΗΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΜΟΝΑΔΑ ΜΕΤΡΗΣΗΣ

Μεικτός Συντελεστής Δόμησης: Συνολική δομημένηεπιφάνεια προς συνολικό εμβαδόν γηπέδου

ΜΣΔ καθαρός αριθμός

Καθαρός Συντελεστής Δόμησης: Συνολική δομημένηεπιφάνεια προς συνολικό εμβαδόν οικοδομήσιμων γηπέδων

ΣΔ καθαρός αριθμός

Μεικτή πληθυσμιακή πυκνότητα: Σύνολο κατοίκωνπρος συνολικό εμβαδόν γηπέδου

d άτομα/τ.μ. ή άτομα/ha

Δείκτης κατάληψης κατοικίας: Εμβαδόν κτισμένηςεπιφάνειας κατοικίας ανά κάτοικο

δΚΑΤ τ.μ./άτομο

Ποσοστό κατοικίας επί του συνολικού κτισμένου χώρουδΚΑΤ/ΚΤ καθαρός αριθμός

Ποσοστό κοινόχρηστων χώρων επί του συνολικού εμβαδούγηπέδου

δΚΧ/Ε καθαρός αριθμός

Συνολική κτισμένη επιφάνεια ανά κάτοικο ΣδΠΟΛ. ΧΡΗΣΗ

τ.μ./άτομο

ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΚΤΙΣΜΕΝΗ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΑΝΑ ΚΑΤΟΙΚΟ

( Σδ )ΠΟΛ. ΧΡΗΣΗ

ΓΝΩΣΤΑ ΜΕΓΕΘΗ

d, δΚΑΤ/ΚΤ, δΚΑΤ

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ

MΣΔ= • dδΚΑΤ

δΚΑΤ/ΚΤ

ΜΣΔ, δΚΧ/Ε ΣΔ= ΜΣΔ1–δΚΧ/Ε

ΜΣΔ, δΚΑΤ/ΚΤ, δΚΑΤ d= • ΜΣΔδΚΑΤ/ΚΤ

δΚΑΤ

ΜΣΔ, Σδ ΠΟΛ. ΧΡΗΣΗ

d= MΣΔ

ΣδΠΟΛ. ΧΡΗΣΗ

ΜΣΔ, d, δΚΑΤ/ΚΤ δΚΑΤ=MΣΔ • δΚΑΤ/ΚΤ

d

ΜΣΔ, d, δΚΑΤ δΚΑΤ/ΚΤ=d • δΚΑΤ

ΜΣΔ

δΚΑΤ/ΚΤ, δΚΑΤ Σδ=ΠΟΛ. ΧΡΗΣΗ

δΚΑΤ

δΚΑΤ/ΚΤ

ΜΣΔ, d Σδ=ΠΟΛ. ΧΡΗΣΗ

ΜΣΔd

ΜΣΔ, ΣΔ δΚΧ/Ε= 1– ΜΣΔΣΔ

δΚΑΤ, Σδ ΠΟΛ. ΧΡΗΣΗ

δΚΑΤ/ΚΤ=δΚΑΤ

ΣδΠΟΛ. ΧΡΗΣΗ

δΚΑΤ/ΚΤ, Σδ ΠΟΛ. ΧΡΗΣΗ

δΚΑΤ= δΚΑΤ/ΚΤ • Σδ ΠΟΛ. ΧΡΗΣΗ

d, Σδ ΠΟΛ. ΧΡΗΣΗ

MΣΔ= d • Σδ ΠΟΛ. ΧΡΗΣΗ

ΣΔ, δΚΧ/Ε MΣΔ= ΣΔ • (1–δΚΧ/Ε)

Πίνακας 1. Σχέσεις μεταξύ βασικών πολεοδομικών μεγεθών.

Page 10: Από τη θεωρία στην πρακτική. Μελετώντας τις βασικές σχέσεις μεταξύ πολεοδομικών μεγεθών και χρήσεων

Παραπομπές

1. Βέβαια, δεν πρέπει να αγνοείται ένας από τους βασι-

κούς σκοπούς για τον οποίο οι κηπουπόλεις σχεδιάστη-

καν με τόσο χαμηλές πυκνότητες, που δεν ήταν άλλος από

την πεποίθηση των σχεδιαστών πως οι πυκνότητες αυ-

τές θα συνέβαλλαν στη θωράκιση της υγείας των κα-

τοίκων τους (Fishman 1996: 42).

2. Βλέπε και Λαγόπουλος 2007, για τις θεωρητικές επι-

πτώσεις της σχέσης αυτής και την καταβολή της από τη σει-

ρά μελετών The Human Community (1962-1967) του Athens

Center of Ekistics.

Βιβλιογραφία

Alexander, E. (1997). A mile or a millimetre? Measuring the

“planning theory – practice gap”. Environment and

Planning B: Planning and Design 24 (1): 3-6.

Alexander, E. (1999). Response to commentaries: Planning

theory and practice – mixing them or mind ing the gap.

Environment and Planning B: Planning and Design 26

(1): 1-4.

Allmendinger, P. (2002). Planning Theory. Νέα Υόρκη: Pal -

grave.

Allmendinger, P., Tewdwr-Jones, M. (1997). Mind the gap:

Planning theory-practice and the translation of

knowledge into action – A comment on Alexander.

Environment and Planning B: Planning and Design 24

(4): 802-806.

Αναστασιάδης, Ά. (2007). Ζητήματα Πολεοδομικού Προ-

γραμματισμού – Σχεδιασμού. Διδακτικές Σημειώ-

σεις. Θεσσαλονίκη: Τμήμα Εκδόσεων Α.Π.Θ.

Αραβαντινός, Α.-Ι. (1997). Πολεοδομικός Σχεδιασμός. Για

μια Βιώσιμη Ανάπτυξη του Αστικού Χώρου. Αθήνα:

Συμμετρία.

Faludi, A. (1973). Planning Theory. Ηνωμένο Βασίλειο:

Pergamon Press.

Fishman, R. (1996). Urban Utopias: Ebenezer Howard and

Le Corbusier. Στο S. Campbell, S. Fainstein (επιμ.),

Readings in Planning Theory, σσ. 19-67. Η.Π.Α.:

Blackwell Publishers.

Harris, N. (1997). Orienting oneself to practice: A com ment

on Alexander. Environment and Planning B: Planning

and Design 24 (4): 799-801.

Κουσιδώνης, Χ.Θ. (2006). Επιφάνεια σχεδίου πόλης. Χω-

ρητικότητα πολεοδομικών ενοτήτων. Διευκρινίσεις και

σχόλια στον τρόπο υπολογισμού και τα σχετικά κείμενα

και διαγράμματα. Πανεπιστημιακές σημειώσεις.

Kuhn, T. (1962). The structure of the Scientific Revo lutions.

Σικάγο: University of Chicago Press.

Λαγόπουλος, Α.-Φ. (1973). Δομική Πολεοδομία. Ο οικι-

σμός ως Σύστημα. Αθήνα: Τεχνικό Επι μελητήριο Ελ-

λάδας.

Λαγόπουλος, Α.-Φ. (2007). Πολεοδομία, Πολεολογία και

Χρήσεις Γης. Ανακοίνωση στο συνέδριο: Ο Κων-

σταντίνος Δοξιάδης και το έργο του, 19-21 Ιανουαρί-

ου 2007, Αθήνα.

Lewin, K. (1952). Field theory in social science: Selected

theoretical papers by Kurt Lewin. Λονδίνο: Tavistock.

Υπουργική Απόφαση 10788/2004. Έγκριση πολεοδομικών

σταθερότυπων (standards) και ανώτατα όρια πυκνο-

τήτων που εφαρμόζονται κατά την εκπόνηση των Γε-

νικών Πολεοδομικών Σχεδίων, των Σχεδίων Χωρικής

και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτής Πόλης και των Πο-

λεοδομικών Μελετών. Φ.Ε.Κ. 285/τ.Δ/5. 03.2004.

Yiftachel, O. (1989). Towards a new typology of urban

planning theories. Environment and Planning B:

Planning and Design 16 (1): 23-39.

Watson, V. (2008). Down to Earth: Linking Planning

Theory and Practice in the ‘Metropole’ and Beyond.

International Planning Studies 13 (3): 223-237.

Από τη θεωρία στην πρακτική 249

Page 11: Από τη θεωρία στην πρακτική. Μελετώντας τις βασικές σχέσεις μεταξύ πολεοδομικών μεγεθών και χρήσεων