This document is posted to help you gain knowledge. Please leave a comment to let me know what you think about it! Share it to your friends and learn new things together.
παρουσιάζεται, αντικειμενικά, πάντως, δικαιολογημένη, μακρά διάρκεια της
πολιτικής δίκης και έτσι σημαντική καθυστέρηση στην επίλυση μιας διαφοράς. Η
πραγματικότητα αυτή, επιβάλλει την προσφυγή σε εναλλακτικούς μηχανισμούς
επίλυσης διαφορών2.
Η διαιτησία αποτελεί, διεθνώς, τον ένα από τους τρείς «κλασικούς» τρόπους
επίλυσης διαφοράς, η οποία έχει δημιουργηθεί μεταξύ δύο ή και περισσοτέρων
προσώπων. Οι άλλοι δυο μηχανισμοί είναι η δικαστηριακή επίλυση και η
διαμεσολάβηση. Εξωδικαστικό τρόπο επίλυσης της διαφοράς συνιστούν (και) οι
διαπραγματεύσεις.
Η διαιτησία αποτελεί, συγκεκριμένα, συμβατικά επιλεγμένη, δεσμευτική
εκδίκαση ορισμένης διαφοράς από διαιτητές, αντί των τακτικών δικαστηρίων.
Πρόκειται για ιδιαίτερη και αυτόνομη μορφή οργανωμένης επίλυσης ιδιωτικής
διαφοράς, ακολουθητέας διαδικασίας και δικονομικών κανόνων για την παροχή
δικαστικής προστασίας, όχι από κρατικά, τακτικά δικαστήρια, αλλά από πρόσωπα
της ελεύθερης επιλογής των εμπλεκομένων διαδίκων μερών. Θεμέλιο της
1 Bλ. σχετ. την εισηγητική έκθεση του ν. 4055/2012 περί της δίκαιης δίκης και της εύλογης διάρκειας
αυτής καθώς και Μακρίδου Κ., Η έκδοση απόφασης επί της ουσίας σε εύλογο χρόνο στην πολιτική δίκη,
ΝοΒ 2012.1345 επ. Πρβλ. τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ στην προσφυγή αρ. 50973/08 της 21ης
.12.2010, Β.
Αθανασίου κλπ. κατά Ελλάδος, στην προσφυγή αρ.40150/09 της 30ης
.10.2012, Γλύκαντζη κατά Ελλάδος,
στις προσφυγές αρ.37992/08 και 8571/09 της 3ης
.07.2012, Βεζυργιάννης κατά Ελλάδος. 2 Alternative Dispute Resolution. Στο εξής ΑDR.
15
διαιτησίας, είναι η ιδιωτική αυτονομία. Η σχέση της διαιτησίας προς την τακτική
δικαιοσύνη, υπό την ισχύ του ΚΠολΔ, διαμορφώνεται ως σχέση δύο παράλληλων
δικαιοδοτικών τάξεων, οι οποίες αποκλείονται αμοιβαία.
Στη διαιτητική επίλυση μιας διαφοράς, λοιπόν, ένας ουδέτερος, σε σχέση με
τα μέρη, τρίτος «υπηρετεί» ως δικαστής αρμόδιος να επιλύσει τη διαφορά. Ο
διαιτητής ή το διαιτητικό δικαστήριο «ακροάται» τους ισχυρισμούς κάθε πλευράς,
εκτιμά τις αποδείξεις που επικαλείται και προσάγει εκάστη πλευρά και εκδίδει
κατόπιν μια δεσμευτική απόφαση3. Τα (αντίδικα) μέρη της διαιτητικής διαδικασίας
μπορούν να συμφωνήσουν επί ορισμένης πτυχής αυτής, όπως λ.χ., εάν θα
παρίστανται ή όχι με δικηγόρο και ποιο είδος απόδειξης θα εφαρμοστεί στην εν
λόγω διαδικασία. Η διαιτητική απόφαση είναι εμπιστευτική, ήτοι δεν δημοσιεύεται
και δεν προσβάλλεται με ένδικα μέσα. Ως μέθοδος επίλυσης διαφοράς, η διαιτησία
στοχεύει, σε κάθε περιπτωση, να είναι λιγότερο δαπανηρή σε σχέση με τη
δικαστική επίλυση, αλλά και ταχύτερη.
Ως εξωδικαστηριακός τρόπος επίλυσης διαφορών, η διαιτησία έχει
θεσμοθετηθεί από μακρού χρόνου στην Ελλάδα, μέσω των βασικών διατάξεων
των άρθρων 867 επ. ΚΠολΔ, τα οποία αφορούν στην εσωτερική διαιτησία.
Νομοθετική ρύθμιση υπάρχει επίσης στην Ελλάδα και για τη διεθνή διαιτησία.
Είναι δε νομοθετικά καθορισμένο, αλλά και νομολογιακά και θεωρητικά επαρκώς
ερμηνευμένο το τι μπορεί να γίνει ανεκτό και τι όχι στη διαιτησία εντός της
ελληνικής έννομης τάξης, ώστε μπορεί να ειπωθεί ότι ο θεσμός της διαιτησίας εν
γένει έχει ξεπεράσει, σε μεγάλο βαθμό, τα μειονεκτήματα της τακτικής
δικαιοσύνης στην Ελλάδα και προσφέρει ως μέθοδος επίλυσης διαφορών,
ταχύτητα και ευελιξία, προσφέροντας ταυτόχρονα στη μέρη μια διαδικασία
3 «Αward».
16
ενώπιον δικαστηρίου, η οποία προσιδιάζει με αυτή της «τακτικής» δίκης, με
εχέγγυα δίκαιης και ασφαλούς κρίσης4.
Οργανωμένες, θεσμικές - μόνιμες διαιτησίες υπάρχουν, ήδη για αρκετά
χρόνια στην Ελλάδα στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών
(ΕΒΕΑ), στο Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας (ΤΕΕ) αλλά και στο Εμπορικό
Επιμελητήριο της Αθήνας. Εντούτοις, παρά την πολύχρονη ύπαρξη της διαιτησίας
στην ελληνική έννομη τάξη με τα αδιαμφισβήτητα οφέλη που αυτή παρέχει και
παρά την ύπαρξη μονίμων διαιτησιών σε επαγγελματικούς φορείς και οργανισμούς
της ελληνικής οικονομικής και εμπορικής δραστηριότητας, η διαιτητική επίλυση
των (ιδιωτικών) διαφορών δεν έχει σημειώσει στην πράξη αξιοσημείωτα
αποτελέσματα στον ελλαδικό χώρο, ιδίως συγκριτικά με την αντίστοιχη πορεία και
εφαρμογή της διαιτησίας στο εξωτερικό.
Σε κάθε περίπτωση, προκειμένου μια διαφορά να μπορεί να υπαχθεί σε
διαιτητική επίλυση, θα πρέπει να πρόκειται για ιδιωτική διαφορά ιδιωτικού
δικαίου, ήτοι να απορρέει από έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου και ως αντικείμενο
να έχει την ύπαρξη ή την ανυπαρξία έννομης σχέσης και τα μέρη να έχουν
εξουσία διαθέσεως επ’ αυτής5. Στο πλαίσιο αυτό, γίνεται δεκτό, ότι μέσω της
διαιτησίας μπορεί να ληφθεί οιαδήποτε μορφή προστασίας, δηλαδή τόσο υπό τη
μορφή αναγνώρισης ή διάπλασης της έννομης σχέσης ή και με καταψηφιστικό
διατακτικό. Στο ζήτημα αυτό μάλιστα, η διαιτητική και η δικαστική επίλυση της
διαφοράς, ταυτίζονται.
Θεμελιώδης, για τους κανόνες που καλούνται κάθε φορά σε εφαρμογή, είναι η
διάκριση της διαιτησίας σε εσωτερική και διεθνή. Η εσωτερική διαιτησία δεν
εμφανίζει στοιχεία αλλοδαπότητας και έχει πιο περιορισμένη εφαρμογή σε σχέση
με τη διεθνή διαιτησία, η οποία εφαρμόζεται ευρύτατα, κυρίως λόγω της σχεδόν
4 Μπλάνα Β., Ενέργεια και Δίκαιο, τ.18/2012, σελ.68.
5 Άρθρο 867 ΚΠολΔ.
17
απόλυτης κυριαρχίας των διασυνοριακών συναλλαγών και συμβάσεων. Η έννομη
συνέπεια εκ του χαρακτηρισμού μιας διαιτησίας, ως εσωτερικής ή διεθνούς, είναι
η εφαρμογή διαφορετικού νομικού πλαισίου, ήτοι η εφαρμογή διαφορετικών
νομικών διατάξεων. Ως κριτήρια χαρακτηρισμού μιας διαιτησίας ως εθνικής
(εσωτερικής) ή διεθνούς, έχουν επικρατήσει διεθνώς6 τα εξής:
Α) Ορισμένες έννομες τάξεις υιοθετούν το αντικειμενικό κριτήριο, ήτοι
χαρακτηρίζουν τη διαιτησία ως εσωτερική ή διεθνή ανάλογα με το αντικείμενο της
διαφοράς7.
Β) Σύμφωνα με το υποκειμενικό κριτήριο, για διεθνή διαιτησία πρόκειται όταν
παρουσιάζονται στοιχεία αλλοδαπότητας σε επίπεδο υποκειμένων και δη είτε με
βάση την ιθαγένεια είτε με βάση την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή των διαδίκων8.
Γ) Κατά το μικτό κριτήριο, λαμβάνονται υπόψη τόσο αντικειμενικά όσο και
υποκειμενικά στοιχεία. Το κριτήριο αυτό υιοθετείται από την ελληνική έννομη
τάξη. Συγκεκριμένα κατά το άρθρο 1 § 3 του ν. 2735/1999 περί της διεθνούς
εμπορικής διαιτησίας, κριτήρια χαρακτηρισμού μια διαιτησίας ως διεθνούς
αποτελούν: i) η εγκατάσταση των μερών σε διαφορετικό κράτος κατά τον χρόνο
σύναψης της συμφωνίας διαιτησίας, ii) η εγκατάσταση των μερών σε διαφορετικό
τόπο από αυτόν που διεξάγεται η διεθνής διαιτησία ή αυτόν όπου πρόκειται να
εκπληρωθεί σημαντικό μέρος των εμπορικών υποχρεώσεων που απορρέουν από
την συμβατική σχέση ή αυτόν με τον οποίο συνδέεται στενά το αντικείμενο της
διαφοράς και iii) η συμφωνία των μερών ότι το αντικείμενο της διαφοράς
σχετίζεται με περισσότερες έννομες τάξεις9.
6Καθότι κάθε έννομη τάξη καθορίζει με δικά της κριτήρια μια διαιτησία, ως εθνική ή διεθνή, βλ. αναλυτ.
Στ. Κουσούλη, Δίκαιο της διαιτησίας, § 2, αριθ.21-23, σελ.13-16. 7Μαντάκου, Η κατάρτιση της συμφωνίας διαιτησίας στη διεθνή συναλλαγή, αριθ.9-11, σελ.16-23.
διαδικασίες. Στη συνέχεια, η εστίαση μετατοπίστηκε στην επιλογή συγκεκριμένης
διαδικασίας επίλυσης διαφοράς.
Πιο συγκεκριμένα, τα μέρη ερωτήθηκαν ως προς τις προτεραιότητες τους
κατά την επιλογή μιας διαδικασίας επίλυσης και τους ζητήθηκε να ιεραρχήσουν τις
διαδικασίες επίλυσης διαφορών με σειρά προτίμησης. Αναφορικά με τη
«δημοφιλή» επιλογή της διαιτησίας, εξετάστηκαν εξατομικευμένα χαρακτηριστικά
της διαιτητικής διαδικασίας, αλλά και συνεκτιμήθηκαν πιθανά σημεία επαφής
μεταξύ παραδοσιακών μεθόδων επίλυσης διαφορών και τεχνικών οn line επίλυσης.
Τα κύρια «ευρήματα» της έκθεσης, περιλαμβάνουν τα εξής :
1) Ανάγκη για επίλυση της διαφοράς σε πρόωρο στάδιο (Early dispute
settlement)
Ειδικότερα, σημειώθηκε ισχυρή «στήριξη» των ερωτηθέντων σε διαδικασίες
για πρόωρη επίλυση των διαφορών. Συνολικά, οι ερωτηθέντες τάχθηκαν
κατά των υποχρεωτικών περιόδων υπαναχώρησης (mandatory cooling off
periods), αν και μια ισχνή πλειοψηφία αυτών τάχθηκε υπέρ. Σε κάθε
περίπτωση, υπήρξε πολύ θετική στήριξη αναφορικά με την υποχρεωτική
διαπραγμάτευση υψηλού επιπέδου (mandatory high level negotiation),
καθώς το ποσοστό των ερωτηθέντων που απάντησε θετικά ήταν άνω του
80%. Επίσης, ένας μεγάλος αριθμός των ερωτηθέντων τάχθηκαν υπέρ των
κυρώσεων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις διαδικασίες πρόωρης
επίλυσης της διαφοράς.
2) Σχετικότητα της σημασίας των δικονομικών παραγόντων
Πρόεκυψε συγκεκριμένα ότι ο πιο σημαντικός παράγοντας για τα μέρη,
όταν αποφασίζουν για τη διαδικασία επίλυσης μιας διαφοράς είναι είναι η
εξειδίκευση και η εμπειρία του προσώπου που αποφασίζει, ακολουθούμενη
στενά από την ουδετερότητα.
3) Προτιμώμενη μέθοδος επίλυσης διαφοράς
25
Ως προτιμώμενη μέθοδος προέκυψε με διαφορά η διαιτησία, ειδικά όταν
λαμβάνονται υπόψη και «υβριδικές διαδικασίες διαιτησίας» (hybrid
arbitration processes). Αρκετά καλά «κατετάγη» επίσης η διαμεσολάβηση.
Ελάχιστοι πάντως ερωτηθέντες κατέταξαν τη δικαστική διαδικασία
(litigation) ως πρώτη τους επιλογή. Αξιοσημείωτο είναι ότι υπήρξε
σημαντική υποστήριξη για «υβριδικές διαδικασίες, όπως η «med-arb»,
δηλαδή διαμεσολάβηση και αν δεν επιτύχει κατόπιν διαιτησία και διαιτησία
με διαδικασία συνδιαλλαγής.
4) Παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη όταν επιλέγεται ο τόπος της διαιτησίας
(seat of arbitration)
Ο πιο σημαντικός παράγοντας για τους περισσότερους ερωτηθέντες ήταν ότι
το κράτος του τόπου της διαιτησίας (the seat nation) είχε υπογράψει την
Σύμβαση της Νέας Υόρκης για την αναγνώριση και την εκτέλεση
διαιτητικών αποφάσεων. Ο επόμενος πιο σημαντικός παράγοντας επιλογής
ήταν η «φήμη» των τοπικών δικαστηρίων σε σχέση με την «εντιμότητα»
τους.
5) Η σημασία συγκεκριμένων δικονομικών κανόνων
Εν προκειμένω, η ικανότητα ορισμού διαιτητών (από τα μέρη) ήταν ο πιο
σημαντικός παράγοντας. Αμέσως μετά ακολουθεί το απόρρητο και
εμπιστευτικότητα (confidentiality). Ως ο λιγότερο σημαντικός παράγοντας
για τα μέρη, διαπιστώθηκε ότι είναι η εθνικότητα των διαιτητών, γεγονός
που υποδηλώνει ότι είναι η έδρα διαιτησίας, και όχι η εθνικότητα των
διαιτητών, η οποία «μετράει» σε ζητήματα ουδετερότητας (neutrality).
6) Η εμπιστευτικότητα
Διαπιστώθηκε ότι η εμπιστευτικότητα ήταν ένας σημαντικός παράγοντας
για τους ερωτηθέντες, καθώς ποσοστό 80% εξ αυτών απάντησαν θετικά επ’
αυτής, ως στοιχείο της διαιτητικής διαδικασίας. Ακριβώς δε το ήμισυ εξ
26
αυτών εκδήλωσαν προτίμηση και σε διαδικασίες και δικαιοδοσίες που
ευνοούν «ενισχυμένη εμπιστευτικότητα» και ανωνυμία.
7) Αμοιβές διαιτητικού δικαστηρίου
Σε σχέση με τις αμοιβές του διαιτητικού δικαστηρίου (Tribubal fees),
υπήρξε σαφής προτίμηση υπέρ του καθορισμού αυτών από τον εκάστοτε
θεσμικό φορέα της διαιτησίας, ήτοι ορισμένο διαιτητικό κέντρο.
8) Χρέωση (αμοιβών) βάσει ώρας (hourly rate) ή κατ’ αναλογία της αξίας της
διαφοράς (Ad valorem).
Υπήρξε «ισχυρή» προτίμηση υπέρ της ωριαίας χρέωσης της αμοιβής των
διαιτητών.
27
Κεφάλαιο Πρώτο
Νομοθετικό πλαίσιο για την ενέργεια στην Ελλάδα - Εννοιολογικοί
προσδιορισμοί
1.1. Το θεσμικό -νομοθετικό πλαίσιο για την ενέργεια στην Ελλάδα
Στο παρόν κεφάλαιο σκοπείται να παρουσιαστεί συνοπτικά, αλλά
περιεκτικά, η εθνική νομοθεσία για την ενέργεια και τα σχετικά βασικά
ευρωπαϊκά νομοθετήματα, αλλά και να αποσαφηνιστούν, κρίσιμοι για το
αντικείμενο της παρούσας εργασίας, όροι.
Α) Ευρωπαϊκό δίκαιο και ρύθμιση της ενεργειακής αγοράς εν γένει
Η αρχή της επικουρικότητας στο πλαίσιο της ΕΕ, έχει την έννοια ότι η Ένωση
ασκεί τη δραστηριότητα της, μόνον, αν οι στόχοι της προβλεπόμενης δράσης δεν
μπορούν να επιτευχθούν «επαρκώς» από τα κράτη μέλη και έτσι ο επιδιωκόμενος
σκοπός μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα από τα κοινοτικά όργανα23
. Ο τομέας της
ενέργειας, όπως και ο τομέας της προστασίας του καταναλωτή, ανήκουν στην
κατηγορία των συντρεχουσών αρμοδιοτήτων της Ένωσης24
, με συνέπεια την, κατ’
αρχήν δυνατότητα της εφαρμογής της αρχής της επικουρικότητας. Στο πλαίσιο
αυτό, η ΕΕ «ανέλαβε» τη σχετική αρμοδιότητα από τη δημόσια διοίκηση των
κρατών μελών και θέσπισε, μέσω της δευτερογενούς νομοθεσίας της, ήτοι κυρίως
μέσω οδηγιών, αρχές και κανόνες υποχρεωτικού χαρακτήρα με τις οποίες
23
Βλ. αναλυτικά, Θ. Πανάγο, Το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, σελ.26-30. 24
Στη ΣΛΕΕ υπάρχουν σαφείς διατάξεις, (άρθρα 3 και 4) που προβλέπουν τη διάκριση και απαρίθμηση
των αποκλειστικών και των συντρεχουσών αρμοδιοτήτων της ΕΕ, πέραν του γεγονότος ότι και το ΔΕΕ
έχει προσδιορίσει, κάποιους τομείς, ως τομείς αποκλειστικής αρμοδιότητας της Ένωσης.
28
ορίστηκε το γενικό Ευρωπαϊκό πλαίσιο των αρμοδιοτήτων των εθνικών
ρυθμιστικών αρχών25
.
Η Οδηγία 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου
της 13ης
.07.2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά
ηλεκτρικής ενέργειας και για την κατάργηση της Οδηγίας 2003/54/ΕΚ και η
Οδηγία 2009/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της
13ης
.07.2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού
αερίου και την κατάργηση της Οδηγίας 2003/55/ΕΚ, συνιστούν Ευρωπαϊκό
νομοθετικό πλαίσιο γνωστό και ως «Τρίτη Δέσμη Απελευθερώσεως των Αγορών
Ενέργειας» ή «Τρίτο Πακέτο Απελευθερώσεως της αγοράς ενέργειας»26
. Οι εν λόγω
Οδηγίες ενσωματώθηκαν στην ελληνική νομοθεσία με τον ν. 4001/201127
.
Το ζήτημα της απαίτησης του αυστηρού διαχωρισμού28
των καθέτως
ολοκληρωμένων στον τομέα της ενέργειας επιχειρήσεων, καθώς και η ταξινόμηση
των στοιχείων του διαχωρισμού, τέθηκαν δε για πρώτη φορά με τις διατάξεις των
Οδηγιών «δεύτερης γενιάς», δηλαδή της Οδηγίας 2003/54/ΕΚ για την ηλεκτρική
ενέργεια και της Οδηγίας 2003/55/ΕΚ για το φυσικό αέριο. Εκτός από τις Οδηγίες
αυτές, το Ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο στον τομέα της απελευθέρωσης της αγοράς
25
Θ. Πανάγος, Το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, σελ.36-37, ιδίως υποσημ. με αριθ.55.
Αναλυτικά για τις Οδηγίες «πρώτης» και «δεύτερης» γενιάς, βλ. Θ. Πανάγο, Ο διαχωρισμός των
επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ενέργειας, σελ. 15-20, 139-142. Στις Οδηγίες
πρώτης γενιάς, με άμεσο σκοπό την απελευθέρωση της εσωτερικής αγοράς ενέργειας και την θέσπιση
των σχετικών πρώτων αρχών και κανόνων, ανήκουν η Οδηγία 96/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
και του Συμβουλίου της 19ης
.12.1996 με την οποία τέθηκαν οι πρώτοι κοινοί κανόνες λειτουργίας της
αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και η Οδηγία 98/30/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του
Συμβουλίου της 22ας.6.1998, που θέσπισε αντίστοιχους κοινούς κανόνες στην αγορά του φυσικού
αερίου. 26
Βλ. Θ. Πανάγο, Ο διαχωρισμός των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ενέργειας,
σελ. 139-142. 27
Βλ. κατωτέρω, εντός του κεφαλαίου, υπό Δ). 28
Στα στοιχεία του διαχωρισμού ανήκει ο νομικός διαχωρισμός του Διαχειριστή Συστήματος Μεταφοράς
και του Διαχειριστή Δικτύου Διανομής από άλλες δραστηριότητες που δεν έχουν σχέση με τη μεταφορά
και τη διανομή, ο λειτουργικός διαχωρισμός των ανωτέρω και ο λογιστικός διαχωρισμός, βλ. αναλυτ., Θ.
Πανάγο, Ο διαχωρισμός των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ενέργειας, σελ. 30
επ., ιδίως σελ.37 επ., 58 επ. και 80 επ.
29
ενέργειας, συμπληρώθηκε με τον Κανονισμό 1228/2003 του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σχετικά με τους όρους πρόσβασης στο δίκτυο
για τη διασυνοριακή ανταλλαγή ηλεκτρικής ενέργειας και τον Κανονισμό
1775/2005 που ρύθμισε τους όρους πρόσβασης στα δίκτυα μεταφοράς φυσικού
αερίου29
.
Περαιτέρω, θεσπίστηκε από την ευρωπαϊκή νομοθεσία, ελάχιστο πλαίσιο
αρμοδιοτήτων των ρυθμικών αρχών30
ενώ στη νομοθετική διακριτική ευχέρεια
των κρατών μελών «αφέθηκε» ο καθορισμός των επιμέρους κανόνων οργάνωσης,
λειτουργίας, νομικής φύσης, τρόπου άσκησης και εξειδίκευσης των
αρμοδιοτήτων και διοικητικών εξουσιών τους.
Στο διαμορφωθέν από την ΕΕ πλαίσιο, οι ανεξάρτητες ρυθμιστικές αρχές, ιδίως
στην περίπτωση της απελευθερωμένης αγοράς ενέργειας, ασκούν τις αρμοδιότητες
που τους έχουν χορηγηθεί, υποχρεούμενες να τηρούν ίσες αποστάσεις, τόσο από
τη δημόσια διοίκηση, όσο και από τους ιδιωτικούς οικονομικούς φορείς. Οι ειδικοί
κανόνες που διέπουν την ρύθμιση και τις αρμοδιότητες των ρυθμιστικών αρχών
έχουν δημόσιο χαρακτήρα. Ανήκουν, λοιπόν, στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου.
Έτσι οι αρμοδιότητες των ρυθμιστικών αρχών θα πρέπει να ασκούνται με πλήρη
τήρηση των αρχών και κανόνων του διοικητικού δικαίου, ήτοι της αρχής της
νομιμότητας, της ίσης μεταχείρισης των συμμετεχόντων στην αγορά την οποία
εποπτεύουν και παρακολουθούν, της διαφάνειας της αμεροληψίας, της
δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου και της χρηστής διοίκησης.
Κατά την αξιολόγηση επιμέρους περιπτώσεων, βεβαίως, η ρυθμιστική αρχή θα
πρέπει να εφαρμόζει και διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου, όπως το εμπορικό ή το
εμπράγματο δίκαιο κλπ., τούτο όμως δεν αναιρεί τον δημόσιο χαρακτήρα της
29
Βλ. Μ. Παπαντώνη, Το δίκαιο της ενέργειας, σελ.22-29, 74-82, 170 επ., 190 επ. 30
Βλ. στοιχείο 15 της ήδη καταργηθείσας Οδηγίας 2003/54/ΕΚ, σχετικά με του κοινούς κανόνες για την
εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και στοιχείο 13 της Οδηγίας 2003/55/ΕΚ σχετικά με τους κανόνες
για την αγορά φυσικού αερίου.
30
ρυθμιστικής της αρμοδιότητας. Περαιτέρω, τα διοικητικά δικαστήρια είναι
αρμόδια για την επίλυση των διαφορών που αναφύονται από την άσκηση της
ρυθμιστικής αρμοδιότητας των ανεξάρτητων ρυθμιστικών αρχών.
Αναφορικά με τους κανόνες που διέπουν την λειτουργία των ρυθμιστικών αρχών
εν γένει31
, σημειώνεται συνοπτικά μόνο εδώ, ότι οι εν λόγω κανόνες συνιστούν τις
εγγυήσεις ανεξαρτησίας των προκείμενων αρχών. Πρόκειται ιδίως, για τη διακριτή
νομική τους προσωπικότητα32
, να αποτελεί δηλαδή η αρχή μια διακεκριμένη
νομική οντότητα που να μην κατατάσσεται αναγκαστικά σε μια από τις αποδεκτές
νομικές μορφών των δημοσίων φορέων.
Σε εφαρμογή των ευρωπαϊκών νομοθετικών προβλέψεων, ο έλληνας
νομοθέτης θέσπισε με το άρθρο 5 του ν. 4001/2011 το καθεστώς που διέπει την
ελληνική ρυθμιστική αρχή καθώς και τη νομική της μορφή. Η ΡΑΕ είναι
ανεξάρτητη ρυθμιστική αρχή με δική της νομική προσωπικότητα και δικαίωμα να
παρίσταται αυτοτελώς σε δίκες που έχουν ως αντικείμενο πράξεις ή παραλείψεις
της ή σχετικές με αυτήν έννομες σχέσεις. Επιπλέον, οι ρυθμιστικές αρχές πρέπει
να χαρακτηρίζονται από διοικητική αυτοτέλεια, υπό την έννοια ότι απουσιάζει η
όποια σχέση τους με τη δημόσια διοίκηση. Κατά την ισχύουσα νομοθεσία, η ΡΑΕ
υπόκειται μόνο σε κοινοβουλευτικό έλεγχο, σύμφωνα με τον Κανονισμό της
Βουλής και οι πράξεις της υπόκεινται σε δικαστικό και μόνο έλεγχο.
Περαιτέρω, ως έκφανση της λειτουργικής ανεξαρτησίας της ΡΑΕ, ο
πρόεδρος της έχει την ευθύνη της λειτουργίας της και την εκπροσωπεί δικαστικά
και εξώδικα. Η ΡΑΕ έχει επίσης τη δυνατότητα να συντάσσει κανονισμό
εσωτερικής λειτουργίας, που δεν πρέπει να είναι αντίθετος στον Κώδικα
Διοικητικής Διαδικασίας. Η διοικητική και λειτουργική αυτοτέλεια των εθνικών
ρυθμιστικών αρχών, προβλέπεται μάλιστα ευθέως από την σχετική με την ενέργεια 31
Βλ. αναλυτ. Θ. Πανάγο, Το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, σελ.39-46 32
Βλ. σκέψη 34 του προοιμίου της Οδηγίας 2009/72/ΕΚ και άρθρο 35 της ίδιας Οδηγίας, καθώς και
στοιχείο 30 του προοιμίου της Οδηγίας 2009/73/ΕΚ και άρθρο 39 της ίδιας οδηγίας.
31
ευρωπαϊκή νομοθεσία33
. Η ΡΑΕ θα πρέπει να έχει επίσης και οικονομική
αυτοτέλεια, υπό την έννοια της πλήρους οικονομικής αποδέσμευσης της από
οιοδήποτε κρατικό πόρο ή ενίσχυση34
. Οι πόροι της ΡΑΕ μπορεί να προέρχονται
από την άσκηση των αρμοδιοτήτων της και η ίδια μπορεί να τους διαχειρίζεται
και διαθέτει ελεύθερα. Τέλος, η ορισμένου χρόνου θητεία των μελών της
διοίκησης της ρυθμιστικής αρχής35
, αποτελεί μια ακόμη εγγύηση καλής
λειτουργίας της.
Β) Ο νόμος 2289/1995
Ο νόμος 2289/1995 περί αναζήτησης, έρευνας και εκμετάλλευσης
υδρογονανθράκων και άλλες διατάξεις, ενσωμάτωσε την Οδηγία 94/22/ΕΚ της
30ης
Μαϊου 1994, για τους όρους χορήγησης και χρήσης των αδειών αναζήτησης,
εξερευνήσεως και παραγωγής υδρογονανθράκων, η οποία ήταν Οδηγία αρχών. Ο
νόμος αυτός οδήγησε στον ισχύοντα νόμο 4001/2011, δια του οποίου
εκσυγχρονίστηκε το ρυθμιστικό νομικό πλαίσιο για τους υδρογονάνθρακες36
, τις
γεωτρήσεις και την έρευνα στην Ελλάδα. Μέσω δε του ν. 4001/2011, έχουν
αντικατασταθεί και τροποποιηθεί πολλές διατάξεις του ν. 2289/1995.
Στο πλαίσιο εφαρμογής του ν. 2289/1995, όπως αυτός τροποποιήθηκε από
τον ν. 4001/2011, συνάπτονται συμβάσεις, που αφορούν έρευνα και
33
Βλ. άρθρο 35 § 4 της Οδηγίας 2009/72/ΕΚ και άρθρο 39 § 4 της Οδηγίας 2009/73/ΕΚ. 34
Βλ. άρθρο 35 § 5 της Οδηγίας 2009/72/ΕΚ και άρθρο 6 §§ 2-3 του ν.4001/2011. Βλ. όμως την κριτική
του Θ. Πανάγου, Το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, σελ.44-45, ως προς την μη ορθή μεταφορά
στο εσωτερικό μας δίκαιο της ως άνω Οδηγίας ως προς το ζήτημα της οικονομικής αυτοτέλειας της ΡΑΕ
και έτσι την παραβίαση του εν λόγω κανόνα. 35
Βλ. άρθρο 7 § 3 του ν.4001/2011. Για τις λοιπές εγγυήσεις ως προς την προσωπική και λειτουργική
ανεξαρτησία των μελών της διοίκησης της ΡΑΕ, βλ. άρθρα 7-11 του ν. 4001/2011. 36 Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.1 του ν. 2289/1995 , ο ορισμός των υδρογονανθράκων έχει ως εξής: «1.
Υδρογονάνθρακες: Τα κάθε είδους πετρελαιοειδή σε στερεά, υγρή ή αέρια κατάσταση και συγκεκριμένα το
ορυκτό αργό πετρέλαιο ή φυσική βενζίνη, τα φυσικά υδρογονανθρακούχα αέρια, καθώς και κάθε είδους
ορυκτά ή ουσίες που εξορύσσονται μαζί τους».
32
εκμετάλλευση υδρογονανθράκων37 (άρθρο 2 § 10). Πιο συγκεκριμένα, το
δικαίωμα έρευνας και εκμετάλλευσης του Δημοσίου παραχωρείται με σύναψη
σύμβασης μίσθωσης ή σύμβασης διανομής της παραγωγής, στις οποίες
προβλέπονται το στάδιο των ερευνών και το στάδιο της εκμεταλλεύσεως38
.
Στο άρθρο 10 § 12 του ν. 2289/1995, όπως αυτό ισχύει σήμερα,
προβλέπεται ότι οι διαφορές που προκύπτουν κατά την εκτέλεση των συμβάσεων
που συνάπτονται σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού, ήτοι των ανωτέρω συμβάσεων
επιλύονται από το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά
των διατάξεων του ν. 1406/1983. Προφανώς, πρόκειται για συμβάσεις στις οποίες
συμμετέχει το Ελληνικό δημόσιο, όπου ασκείται δημόσια εξουσία και ανήκουν
στην σφαίρα του δημοσίου δικαίου. Πρόκειται, λοιπόν, για διοικητικού δικαίου
διαφορές, οι οποίες εκδικάζονται από διοικητικό δικαστήριο.
Περαιτέρω, στην αμέσως επόμενη, ήτοι στην 13η παράγραφο του ίδιου
άρθρου39
, ορίζεται ότι : «Κάθε διαφορά από το παρόν, συμβατική ή αδικοπρακτική,
επιλύεται από διαιτητικό δικαστήριο κατά το ν. 2735/1999 περί διεθνούς εμπορικής
Διαιτησίας ή κατά άλλο διεθνώς αναγνωρισμένο σύστημα Διαιτησίας, όπως Διεθνές
Εμπορικό Επιμελητήριο (International Chamber of Commerce (ICC)), Δικαστήριο
Διεθνούς Διαιτησίας Λονδίνου (London Court of International Arbitration),
Ινστιτούτο Διαιτησίας του Εμπορικού Επιμελητηρίου της Στοκχόλμης (Arbitration
Institute of the Stockholm Chamber of Commerce), κατ’ αποκλεισμό της τακτικής
δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων. Το διαιτητικό δικαστήριο αποτελείται
37 Σύμφωνα με το άρθρο 1 § 3 του ν. 2289/1995, ως «αναζήτηση υδρογονανθράκων», νοείται η
προσπάθεια εντοπισμού υδρογονανθράκων σε συγκεκριμένη περιοχή με οποιαδήποτε πρόσφορη μέθοδο
εκτός από γεωτρήσεις, ενώ κατά την τέταρτη παράγραφο του ίδιου άρθρου, ως «έρευνα
υδρογονανθράκων», νοείται η έρευνα για την ανακάλυψη κοιτασμάτων υδρογονανθράκων με
οποιαδήποτε πρόσφορη μέθοδο, καθώς και με γεωτρήσεις. 38 «Εκμετάλλευση υδρογονανθράκων», κατά το άρθρο 1 παρ.5 του ν. 2289/1995, είναι η εξόρυξη
υδρογονανθράκων, η τυχόν κατεργασία προκειμένου να καταστούν εμπορεύσιμοι και η αποθήκευση και
η μεταφορά αυτών και των παραπροϊόντων τους μέχρι τις εγκαταστάσεις φόρτωσης για περαιτέρω
διάθεση. Στην προαναφερόμενη κατεργασία δεν περιλαμβάνεται η διύλιση. 39
Όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 162 § 5 του ν. 4001/2011.
33
από δύο διαιτητές, οριζόμενους από τα μέρη και έναν επιδιαιτητή οριζόμενο από
αυτούς. Ως τόπος διεξαγωγής της Διαιτησίας ορίζεται η Αθήνα και ως γλώσσα
διαδικασίας η ελληνική. Εφαρμοστέο δίκαιο είναι το ελληνικό».
Η ρύθμισης της 13ης παραγράφου του άρθρου 10 του ν. 2289/1995 είναι
ευρύτερη από εκείνη της 12ης
παραγράφου του ίδιου άρθρου, η οποία, κατά τη
γραμματική της διατύπωση αφορά μόνο διαφορές για την εκτέλεση των
συμβάσεων. Σε κάθε περίπτωση, η διατήρηση και των δυο αυτών παραγράφων
ακόμη και μετά τον ν. 4001/2011 και τη σύσταση της μόνιμης διαιτησίας στη
ΡΑΕ, δημιουργεί ασάφεια και αμφιβολία, ως προς το πεδίο εφαρμογής τους.
Εν προκειμένω πρόκειται για εκ του νόμου παραπομπή στη διαιτησία και
δη σε διεθνή διαιτησία συμβατικών ή αδικοπρακτικών διαφορών που προκύπτουν
από τις ρυθμιζόμενες στον ν. 2289/1995 δραστηριότητες και συμβάσεις, που
αφορούν έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων, δηλαδή από συμβάσεις
μίσθωσης ή διανομής της παραγωγής40
. Αξιοσημείωτο είναι δε, ότι παρότι η εν
λόγω ρύθμιση εισήχθη με το άρθρο 162 § 5 του ν. 4001/2011, ο οποίος
συνέστησε και τη μόνιμη διαιτησία της ΡΑΕ, η τελευταία δεν περιλαμβάνεται στα
«συστήματα διαιτησίας», τα οποία η εν λόγω ρύθμιση αναφέρει για τη διαιτητική
επίλυση των ανωτέρω διαφορών.
Σε εφαρμογή δε των εξουσιοδοτικών διατάξεων του νόμου 2289/1995,
εκδόθηκε το π.δ. 127/1996, το οποίο ρυθμίζει τους όρους κατάρτισης των
συμβάσεων μίσθωσης του δικαιώματος έρευνας και εκμετάλλευσης
υδρογονανθράκων που συνάπτονται σύμφωνα με την παράγραφο 10 (α) του
άρθρου 2 του ν. 2289/1995. Σημειώνεται, τέλος, ότι το άρθρο 11 του εν λόγω
προεδρικού διατάγματος, ορίζει σε σχέση με την επίλυση των σχετικών διαφορών,
40
Βλ. άρθρο 24.3-24.9 του DRAFT MODEL LEASE AGREEMENT του Ελληνικού Υπουργείου
Ενέργειας, Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα:
Δικονομίας. Ο ίδιος Κανονισμός μπορεί επίσης, κατ’ απόκλιση από τις διατάξεις
αυτές, να ορίζει: α) αντί για το μονομελές πρωτοδικείο να αποφασίζουν στις
περιπτώσεις των άρθρων 878, 880 παρ. 2 και 884 του Κώδικα Πολιτικής
Δικονομίας η Ρ.Α.Ε. ή ο Πρόεδρος ή επιτροπή από συμβούλους της, β) την
υποχρέωση εκλογής των διαιτητών και του επιδιαιτητή από κατάλογο διαιτητών που
συντάσσεται κατά ορισμένο χρονικό διαστήματα από τη Ρ.Α.Ε., γ) τη διαιτητική
διαδικασία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 886 παρ. 2 του Κώδικα Πολιτικής
Δικονομίας, δ) Τo ουσιαστικό δίκαιο που πρέπει να εφαρμόζουν ο επιδιαιτητής και
οι διαιτητές, ε) τα στοιχεία που πρέπει να περιέχει η διαιτητική απόφαση, με την
τήρηση όμως των διατάξεων του άρθρου 892 παρ. 2 του Κώδικα Πολιτικής
Δικονομίας».
Με την ανωτέρω διάταξη, λοιπόν, παρασχέθηκε η δυνατότητα να προβλεφθεί
στον Κανονισμό Εσωτερικής Λειτουργίας και Διαχείρισης της ΡΑΕ46
, η οργάνωση
μόνιμης διαιτησίας από αυτήν για διαφορές, που θα οριζόταν ότι μπορούν να
υπαχθούν σ’ αυτήν, με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του ΚΠολΔ. Έτσι,
θεμελιώθηκε η δυνατότητα οργάνωσης «θεσμοποιημένης» - μόνιμης διαιτησίας,
εξοικειωμένης με τα ζητήματα ενέργειας που θα μπορούσαν να υπαχθούν σε
αυτήν. Η εν λόγω δυνατότητα ανάθεσης επίλυσης διαφορών μέσω διαιτησίας στη
ΡΑΕ ήταν, άλλωστε, σύμφωνη με το άρθρο 20 § 3 της ήδη καταργηθείσας (από
την Οδηγία 2003/54/ΕΚ) Οδηγίας 1996/92/ΕΚ για την ηλεκτρική ενέργεια.
Το άρθρο 24 του προεδρικού διατάγματος 139/2001, σχετικά με τον
Κανονισμό Εσωτερικής Λειτουργίας και Διαχείρισης της ΡΑΕ, το οποίο
εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα, προέβλεψε συγκεκριμένα για τη διαιτητική
επίλυση διαφορών: «1.Με τον παρόντα Κανονισμό οργανώνεται μόνιμη διαιτησία
στη Ρ.Α.Ε. κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 8 του Ν. 2773/1999. 2.
46
Βλ. άρθρο 24 του π.δ/τος 139/2001 (ΦΕΚ 121 Α΄/18.6.2001), σχετικά με τον Κανονισμό Εσωτερικής
Λειτουργίας και Διαχείρισης της ΡΑΕ.
37
Στην πιο πάνω διαιτησία υπάγονται προς επίλυση: α. Οι διαφορές μεταξύ των
επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ενέργειας47
. β. Οι διαφορές
μεταξύ επιλεγόντων πελατών του Ν. 2773/1999 και των επιχειρήσεων που
δραστηριοποιούνται στον τομέα της ενέργειας. 3. Η υπαγωγή στη διαιτητική
διαδικασία μιας από τις ανωτέρω διαφορές προϋποθέτει κατάρτιση συμφωνίας
διαιτησίας μεταξύ των μερών. 4. Στην ως άνω διαιτησία εφαρμόζονται τα άρθρα
867 έως 900 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (Κ.Πολ.Δ) με τις πιο κάτω
αποκλίσεις: α. Στις περιπτώσεις των άρθρων 878, 880 παρ. 2 και 884 του Κ.Πολ.Δ
αποφασίζει ο Πρόεδρος της Ρ.Α.Ε. αντί του Μονομελούς Πρωτοδικείου. β. Ο
επιδιαιτητής48
και οι διαιτητές εφαρμόζουν σε κάθε περίπτωση το ελληνικό δίκαιο.
5. Η διαιτητική απόφαση πρέπει να περιέχει: α. Το όνομα και επώνυμο του
επιδιαιτητή και των διαιτητών. β. Τον τόπο και χρόνο της έκδοσής της. γ. Τα
ονόματα και τα επώνυμα εκείνων που έλαβαν μέρος στη διαιτητική διαδικασία. δ.
Τη συμφωνία για διαιτησία στην οποία βασίστηκε. ε. Το αιτιολογικό και στ. Το
διατακτικό. Με τη συμφωνία διαιτησίας μπορεί να οριστεί ότι η διαιτητική απόφαση
αρκεί να αναφέρει τη συμφωνία διαιτησίας και το διατακτικό. 6. Η διαιτητική
απόφαση πρέπει να συντάσσεται εγγράφως και να υπογράφεται ιδιοχείρως από τους
διαιτητές. Αν κάποιος από τους διαιτητές αρνείται ή κωλύεται να υπογράψει, πρέπει
αυτό να βεβαιώνεται στο έγγραφο της απόφασης, καθώς και ότι εκείνος που
αρνείται ή κωλύεται έλαβε μέρος στη διαιτητική διαδικασία και στη διάσκεψη, και
να υπογράφεται από την πλειοψηφία των διαιτητών. Αν δεν σχηματιστεί πλειοψηφία
αρκεί η υπογραφή από τον επιδιαιτητή. Με τη συμφωνία για διαιτησία μπορεί να
οριστεί ότι η διαιτητική απόφαση υπογράφεται ιδιοχείρως μόνο από τον επιδιαιτητή
ή από αυτόν και κάποιον από τους διαιτητές».
47
Όπως διαφορές σχετικά με την πρόσβαση στα δίκτυα ή την χρησιμοποίηση των δικτύων μεταφοράς ή
διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, βλ. έτσι, Μ. Παπαντώνη, Το δίκαιο της ενέργειας, σελ.149. 48
Δηλαδή ο πρόεδρος του διαιτητικού δικαστηρίου.
38
Επιπρόσθετα, δυνάμει της τρίτης παραγράφου του άρθρου 3 του ν.
3428/200549
περί της απελευθερώσεως αγοράς φυσικού αερίου, ορίσθηκε ότι στη
μόνιμη διαιτησία της ΡΑΕ, η οποία οργανώθηκε, κατά το άρθρο 24 του
Κανονισμού Εσωτερικής Διαχείρισης και Λειτουργίας της ΡΑΕ50
, υπάγεται και
η επίλυση διαφορών που ανακύπτουν, λόγω της ασκήσεως δραστηριοτήτων που
σχετίζονται με το φυσικό αέριο, συμπεριλαμβανομένων και διαφορών μεταξύ
πελατών και επιχειρήσεων φυσικού αερίου.
Δ) Η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία των Ευρωπαϊκών Οδηγιών για
την ενεργειακή αγορά με τον ν. 4001/2011
Στο άρθρο 194 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπό τον
τίτλο «Ενέργεια», ορίζεται ότι: «1. Στο πλαίσιο της εγκαθίδρυσης ή της λειτουργίας
της εσωτερικής αγοράς και λαμβανομένης υπόψη της απαίτησης να προστατευθεί και
να βελτιωθεί το περιβάλλον, η πολιτική της Ένωσης στον τομέα της ενέργειας, σε
πνεύμα αλληλεγγύης μεταξύ κρατών μελών, έχει ως στόχο: α) να διασφαλίζει τη
λειτουργία της αγοράς ενέργειας, β) να διασφαλίζει τον ενεργειακό εφοδιασμό της
Ένωσης, και γ) να προωθεί την ενεργειακή αποδοτικότητα και την εξοικονόμηση
ενέργειας καθώς και την ανάπτυξη νέων και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, και δ)
να προωθεί τη διασύνδεση των ενεργειακών δικτύων. 2. Με την επιφύλαξη της
εφαρμογής των λοιπών διατάξεων των Συνθηκών, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και
το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία,
θεσπίζουν τα μέτρα που απαιτούνται για την επίτευξη των στόχων της παραγράφου
1. Τα εν λόγω μέτρα θεσπίζονται μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και
Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών. Τα μέτρα αυτά δεν
επηρεάζουν το δικαίωμα κράτους μέλους να καθορίζει τους όρους εκμετάλλευσης
49
ΦΕΚ Α΄ 313. 50
Π.δ. 139/2001 (ΦΕΚ Α΄ 121/18.06.2001).
39
των ενεργειακών του πόρων, την επιλογή του μεταξύ διαφόρων ενεργειακών πηγών
και τη γενική διάρθρωση του ενεργειακού του εφοδιασμού, με την επιφύλαξη του
άρθρου 192, παράγραφος 2, στοιχείο γ). 3. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2,
Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομοφώνως, σύμφωνα με ειδική νομοθετική διαδικασία
και μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, θεσπίζει τα ως άνω
μέτρα, όταν πρόκειται για μέτρα κυρίως φορολογικού χαρακτήρα».
Ο ν. 4001/201151
αφορά στη λειτουργία των ενεργειακών αγορών
ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου, για έρευνα, παραγωγή και δίκτυα μεταφοράς
υδρογονανθράκων και άλλες ρυθμίσεις. Όπως ορίζεται στο πρώτο άρθρο του,
σκοπός του ήταν η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία52
των διατάξεων: α) της
Οδηγίας 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της
13ης
.07.2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά
ηλεκτρικής ενέργειας και για την κατάργηση της Οδηγίας 2003/54/ΕΚ και β) της
Οδηγίας 2009/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της
13ης
.07.2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού
αερίου και την κατάργηση της Οδηγίας 2003/55/ΕΚ.
Με τον προκείμενο νόμο δημιουργήθηκε ένα ενιαίο νομοθετικό πλαίσιο που
διέπει αμφότερες τις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας και αερίου, ρυθμίστηκαν
πληρέστερα σχετικά θέματα και υπηρεσίες και αναβαθμίστηκαν οι αρμοδιότητας
51
ΦΕΚ Α΄ 179/22.8.2011. 52
Οι ανωτέρω οδηγίες προέκυψαν από την εφαρμογή στην πράξη της νομοθεσίας των Οδηγιών δεύτερης
γενιάς και την απόδειξη έτσι της ταχείας και ορθής επιτεύξεως του επιδιωκόμενου σκοπού, ήτοι της
εξασφαλίσεως του ανταγωνισμού και της επάρκειας του εφοδιασμού με ανταγωνιστικές τιμές. Τα κράτη
μέλη όφειλαν να ενσωματώσουν τις προκείμενες Οδηγίες στις εσωτερικές έννομες τάξεις τους, έως
3/3/2011 και να διασφαλίσουν την εφαρμογή τους έως 3/3/2012, κατά το άρθρο 49 της Οδηγίας 2009/72
και το άρθρο 54 της Οδηγίας 2009/73. Οι ως άνω Οδηγίες ενσωματώθηκαν μάλιστα εντυπωσιακά
γρήγορα, για τα ελληνικά δεδομένα, στο εθνικό μας δίκαιο. Τούτο οφείλεται, κυρίως, στο γεγονός ότι η
εν λόγω ενσωμάτωση έγινε σε εκτέλεση της εφαρμογής του (πρώτου) «Μνημονίου», δηλαδή των
προβλέψεων των όρων της σύμβασης που συνήψε η Ελλάδα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Διεθνές
Νομισματικό Ταμείο και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, για την παροχή δανειστικών διευκολύνσεων
προς εξυπηρέτηση των δημοσιονομικών της αναγκών. Στη σύμβαση του Μνημονίου, περιλαμβάνεται,
μεταξύ άλλων υποχρεώσεων της χώρας μας, και αυτή της άμεσης απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας
στον ανταγωνισμό, περιλαμβανομένου, και του ανοίγματος της αγοράς ηλεκτρικής της ενέργειας.
40
της ΡΑΕ. Παρά, πάντως την μερική ενοποίηση του κρίσιμου και ευαίσθητου για
την χώρα, τομέα της ενέργειας, έχουν διατηρηθεί σε ισχύ, αποσπασματικά και
διατάξεις της προηγούμενης νομοθεσίας, ώστε η πολυνομία και σε αυτό τον τομέα
δεν αποφεύχθηκε53
. Επιπλέον ο ν. 4001/2011 δεν ικανοποίησε μια βασική ανάγκη
του τομέα της ενέργειας, δηλαδή δεν κωδικοποίησε το συνολικό νομοθετικό
πλαίσιο για την ενέργεια, που παραμένει ένα ζήτημα το οποίο χρήζει διορθωτικής
νομοθετικής παρέμβασης.
O ν. 4001/2011, ρυθμίζει με τις διατάξεις του την άσκηση των
«ενεργειακών» δραστηριοτήτων της παραγωγής, μεταφοράς, διανομή, προμήθειας
και αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, καθώς και την αποθήκευση
και υγροποίηση φυσικού αερίου, αλλά και την αεριοποίηση υγροποιημένου
φυσικού αερίου εντός της ελληνικής επικράτειας. Σημειώνεται, ότι οι εν λόγω
δραστηριότητες είναι κοινής ωφέλειας και τελούν υπό την εποπτεία του κράτους.
Στο δεύτερο άρθρο του ν. 4001/2011, παρατίθενται αναλυτικοί ορισμοί για
όρους που χρησιμοποιούνται στις διατάξεις του. Στο σημείο αυτό αναφέρονται
ορισμένοι μόνο σχετικοί με την παρούσα ανάπτυξη και την εφαρμογή του
προκείμενου νόμου ορισμοί.
Ως «ενεργειακή δραστηριότητα» (περίπτωση η), νοείται η παραγωγή,
μεταφορά, διανομή και προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας ή φυσικού αερίου, καθώς
και η χρήση εγκατάστασης υγροποιημένου φυσικού αερίου και η χρήση
εγκατάστασης αποθήκευσης φυσικού αερίου.
Ως «πελάτης ή καταναλωτής» (περίπτωση ιδ) νοείται ο πελάτης φυσικού
αερίου, περιλαμβανομένων των ΕΠΑ ή/και ο πελάτης ηλεκτρικής ενέργειας,
εξαιρουμένων των διαχειριστών συστημάτων και δικτύων διανομής φυσικού
αερίου και διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς ή δικτύων διανομής ηλεκτρικής 53 Στην εισηγητική έκθεση του νομοσχεδίου του ν. 4001/2011 αναφέρεται ότι με το άρθρο 37
καταργούνται σιωπηρά τα άρθρα 8 § 1 και § 2 του ν.2773/1999 και το άρθρο 24 § 1 του π/δτος 139/2001.
41
ενέργειας. Για τους σκοπούς αυτού του νόμου, οι πελάτες διακρίνονται σε πελάτες
χονδρικής και σε τελικούς πελάτες, σε επιλέγοντες και μη επιλέγοντες και σε
οικιακούς και μη οικιακούς54
.
Για την εφαρμογή του ν. 4001/2011, ως «προμήθεια», (περίπτωση κα)
νοείται η πώληση, περιλαμβανομένης της μεταπώλησης φυσικού αερίου
(περιλαμβανομένου του ΥΦΑ) και ηλεκτρικής ενέργειας σε πελάτες, ενώ
«προμηθευτής» (περίπτωση κβ) είναι το φυσικό και νομικό πρόσωπο που ασκεί
δραστηριότητα προμήθειας φυσικού αερίου ή και ηλεκτρικής ενέργειας.
Ως βασικές δραστηριότητες φυσικού αερίου55
νοούνται η παροχή
υπηρεσιών μεταφοράς και διανομής φυσικού αερίου56
, εγκατάστασης ΥΦΑ57
και
54
Περαιτέρω, στην ενεργειακή αγορά υπάρχουν επιμέρους κατηγορίες «πελατών». Ως «πελάτης
χονδρικής» (περίπτωση ιε), νοείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που προμηθεύεται φυσικό αέριο ή
ηλεκτρική ενέργεια με σκοπό τη μεταπώληση τους εντός ή εκτός του συστήματος όπου είναι
εγκατεστημένο. Ως «τελικός πελάτης» (περίπτωση ιστ, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 53 § 1 ν.
4277/2014) νοείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αγοράζει φυσικό αέριο ή ηλεκτρική ενέργεια
αποκλειστικά για δική του χρήση, καθώς και το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αγοράζει ηλεκτρική
ενέργεια με σκοπό την παροχή υπηρεσιών φόρτισης ηλεκτροκίνητων οχημάτων (Η/Ο). Ως «οικιακός
πελάτης» (περίπτωση ιζ), νοείται ο πελάτης που αγοράζει φυσικό αέριο ή ηλεκτρική ενέργεια για δική
του οικιακή κατανάλωση, αποκλειομένων των εμπορικών ή επαγγελματικών δραστηριοτήτων, ενώ ως
«μη οικιακός πελάτης», (περίπτωση ιη), νοείται ο πελάτης που αγοράζει φυσικό αέριο ή ηλεκτρική
ενέργεια, η οποία δεν προορίζεται για τη δική του οικιακή χρήση, συμπεριλαμβανομένων των πελατών
χονδρικής και των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας. Ως «επιλέγων πελάτης» (περίπτωση ιθ), νοείται ο
πελάτης που δικαιούται να επιλέγει προμηθευτή ή να αγοράζει απευθείας φυσικό αέριο ή ηλεκτρική
ενέργεια, κατά τις διατάξεις του ν.4001/2011. Στις δραστηριότητες του φυσικού αερίου, ως «μεγάλος
πελάτης» (περίπτωση ιζ) νοείται αυτός, ο οποίος προμηθεύεται εντός χρονικού διαστήματος δώδεκα (12)
διαδοχικών μηνών, ποσότητα τουλάχιστον 100.000 MWh ΑΘΔ, ανάθεση κατανάλωσης, σύμφωνα με τις
διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 82. 55
Φυσικό αέριο (περίπτωση κε) είναι το καύσιμο αέριο που εξάγεται από γεωλογικούς σχηματισμούς και
αποτελείται κυρίως από μεθάνιο (τουλάχιστον 75% σε αναλογία γραμμομορίων) και από
υδρογονάνθρακες υψηλότερου μοριακού βάρους και ενδεχομένως από μικρές ποσότητες αζώτου,
διοξειδίου του άνθρακα, οξυγόνου και ίχνη άλλων ενώσεων και στοιχείων, στο οποίο μπορεί να έχουν
προστεθεί και οσμητικές ουσίες. Ως φυσικό αέριο νοείται το ανωτέρω μίγμα σε οποιαδήποτε κατάσταση
και αν περιέλθει, με μεταβολή των φυσικών συνθηκών, όπως συμπίεση, ψύξη ή οποιαδήποτε άλλη
μεταβολή, συμπεριλαμβανομένης της υγροποίησης (Υγροποιημένο Φυσικό Αέριο - ΥΦΑ). Βλ. και Μ.
Παπαντώνη, Το δίκαιο της ενέργειας, σελ.169. 56
Διανομή φυσικού αερίου είναι η διοχέτευση φυσικού αερίου μέσω αγωγών, εκτός των αγωγών πίεσης
σχεδιασμού άνω των 19 barg, με σκοπό την τροφοδότηση πελατών, μη συμπεριλαμβανομένης της
προμήθειας. 57
Εγκατάσταση Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου (ΥΦΑ) (περίπτωση ια) είναι ο σταθμός που
χρησιμοποιείται για την εισαγωγή, εκφόρτωση και αεριοποίηση του ΥΦΑ και για την υγροποίηση
φυσικού αερίου, συμπεριλαμβανομένων των βοηθητικών υπηρεσιών και της προσωρινής αποθήκευσης,
42
εγκατάστασης αποθήκευσης φυσικού αερίου58
. Ως επιχείρηση φυσικού αερίου
(περίπτωση ιδ), νοείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί τουλάχιστον μία
από τις δραστηριότητες της παραγωγής, μεταφοράς59
, διανομής, προμήθειας60
,
αγοράς, αποθήκευσης φυσικού αερίου, ή προσωρινής αποθήκευσης και
επαναεριοποίησης ΥΦΑ και είναι υπεύθυνο για τα εμπορικά και τεχνικά
καθήκοντα ή/και τα καθήκοντα συντήρησης τα σχετικά με τις δραστηριότητες
αυτές. Εν προκειμένω, δεν περιλαμβάνονται οι πελάτες που αγοράζουν φυσικό
αέριο για δική τους χρήση. Ως χρήστης (περίπτωση κστ), νοείται το φυσικό ή
νομικό πρόσωπο το οποίο δικαιούται να συνάπτει συμβάσεις για τη χρήση
συστήματος φυσικού αερίου ή δικτύου διανομής φυσικού αερίου.
Αναφορικά με τους ορισμούς στον τομέα της ηλεκτρικής ενεργείας, ως
«διανομή ηλεκτρικής ενέργειας» νοείται η μεταφορά μέσω δικτύου διανομής
υψηλής, σε περίπτωση που έχει ειδικά καθορισθεί ότι ανήκουν στο δίκτυο
διανομής, μέσης και χαμηλής τάσης της ηλεκτρικής ενεργείας που εγχέεται σε
αυτό από το διασυνδεδεμένο με αυτό σύστημα μεταφοράς και τις μονάδες
παραγωγής που συνδέονται άμεσα στο δίκτυο διανομής με σκοπό την παράδοση
της σε πελάτες, μη συμπεριλαμβανομένης όμως της προμήθειας.
που είναι αναγκαία για την επαναεριοποίησή του και την έγχυση του σε σύστημα μεταφοράς φυσικού
αερίου. Δεν περιλαμβάνονται τα τμήματα της εγκατάστασης που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για
αποθήκευση. 58
Εγκατάσταση αποθήκευσης είναι η εγκατάσταση που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση φυσικού
αερίου. Ως εγκαταστάσεις αποθήκευσης θεωρούνται και τα τμήματα των εγκαταστάσεων ΥΦΑ που
χρησιμοποιούνται για αποθήκευση, εξαιρουμένου του μέρους αυτών που χρησιμοποιείται για προσωρινή
αποθήκευση, επαναεριοποίηση του ΥΦΑ και έγχυση του σε σύστημα μεταφοράς φυσικού αερίου. Δεν
περιλαμβάνονται εγκαταστάσεις που χρησιμοποιεί ο διαχειριστής συστήματος φυσικού αερίου
αποκλειστικά για την άσκηση των καθηκόντων του. 59
Μεταφορά φυσικού αερίου (περίπτωση ιη) είναι η διοχέτευση φυσικού αερίου μέσω δικτύου αγωγών
πίεσης σχεδιασμού άνω των 19 barg με σκοπό την παροχή φυσικού αερίου σε πελάτες, μη
συμπεριλαμβανομένης της προμήθειας. 60
Προμηθευτής είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί νόμιμα τη δραστηριότητα προμήθειας
φυσικού αερίου κατά τις διατάξεις του άρθρου 81 του ν.4001/2011.
43
Επιχείρηση ηλεκτρικής ενεργείας (περίπτωση ιη) είναι το φυσικό ή νομικό
πρόσωπο που ασκεί τουλάχιστον μία από τις δραστηριότητες της παραγωγής61
,
μεταφοράς62
, διανομής, προμήθειας63
, ή αγοράς ηλεκτρικής ενεργείας και είναι
υπεύθυνο για τα εμπορικά και τεχνικά καθήκοντα ή/και τα καθήκοντα
συντηρήσεως τα σχετικά με τις δραστηριότητες αυτές. Εν προκειμένω δεν
περιλαμβάνονται οι τελικοί πελάτες.
Ο «μακροχρόνιος ενεργειακός σχεδιασμός», για τον οποίο γίνεται λόγος στο
άρθρο 3 του ν. 4011/2011, λαμβάνει υπόψη του τα υπάρχοντα και
πιθανολογούμενα ενεργειακά αποθέματα σε εθνικό, περιφερειακό και διεθνές
επίπεδο, το διακοινοτικό πρόγραμμα ανάπτυξης των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας
και φυσικού αερίου και τις τάσεις της διεθνούς αγοράς ενέργειας. Ο σχεδιασμός
αυτός αποσκοπεί στην ολοκλήρωση της ενιαίας ευρωπαϊκής εσωτερικής αγοράς
ενέργειας μέσω της αύξησης του διασυνοριακού εμπορίου, στην ασφάλεια του
ενεργειακού εφοδιασμού της χώρας και την εφαρμογή βιώσιμης πολιτικής για την
αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας
εντός της ενιαίας ευρωπαϊκής εσωτερικής αγοράς. Επιπλέον, αφορά στην
προστασία του περιβάλλοντος, στην ισόρροπη περιφερειακή ανάπτυξη της χώρας,
στη βελτίωση της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας της εθνικής
οικονομίας, την επίτευξη υγιούς ανταγωνισμού με στόχο τη μείωση του κόστους
61
Παραγωγός ηλεκτρικής ενέργειας (περίπτωση κζ) είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο
παράγει ηλεκτρική ενέργεια, ενώ «παράγωγο ηλεκτρικής ενεργείας» (περίπτωση κστ) είναι το
χρηματοπιστωτικό μέσο που προσδιορίζεται στα σημεία 5, 6 ή 7 του τμήματος Γ του παραρτήματος Ι της
Οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για
τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων [EEL 145, 30.4.2004], όπου το μέσο αυτό σχετίζεται με την
ηλεκτρική ενέργεια. 62
Μεταφορά ηλεκτρικής ενεργείας (περίπτωση κα) είναι η μεταφορά μέσω συστήματος υπερυψηλής και
υψηλής τάσης της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από μονάδες παραγωγής που συνδέονται άμεσα
σε αυτό, καθώς και αυτής που εγχέεται σε αυτό μέσω των διασυνδέσεων του με όμορα συστήματα
μεταφοράς με σκοπό την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας σε τελικούς πελάτες άμεσα συνδεδεμένους στο
σύστημα αυτό, σε όμορα συστήματα μεταφοράς με τα οποία διασυνδέεται και σε δίκτυα διανομής, μη
συμπεριλαμβανομένης όμως της προμήθειας. 63
Σύμβαση προμήθειας ηλεκτρικής ενεργείας (περίπτωση κθ) είναι η σύμβαση για την προμήθεια
ηλεκτρικής ενεργείας, μη συμπεριλαμβανομένου παραγώγου ηλεκτρικής ενέργειας.
44
ενέργειας για το σύνολο των χρηστών και πελατών και τέλος στην καταπολέμηση
της ενεργειακής πενίας με τη διαμόρφωση ενός εθνικού σχεδίου δράσης.
Δυνάμει του άρθρου 3 § 1 εδάφιο α΄ του ν. 4001/2011, η εποπτεία της
άσκησης των ενεργειακών δραστηριοτήτων, ανήκει στη ΡΑΕ, στο πλαίσιο του
«μακροχρόνιου ενεργειακού σχεδιασμού», σε αντίθεση με την προϊσχύσασα
νομοθεσία, σύμφωνα με την οποία ανήκε στον αρμόδιο υπουργό64
. Ο
«μακροχρόνιος ενεργειακός σχεδιασμός»65
, ως στοιχείο της διευρυμένης έννοιας
και του περιεχομένου του δημοσίου συμφέροντος, θα πρέπει, κατά τη βούληση του
νομοθέτη, να λαμβάνεται υπόψη κατά την έκδοση, από τους αρμόδιους φορείς,
των κανονιστικών και ατομικών διοικητικών πράξεων που αφορούν στην άσκηση
των ενεργειακών δραστηριοτήτων.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, έχει διατυπώσει την άποψη ότι μια πραγματική
εσωτερική αγορά ενέργειας είναι αναγκαία για την αντιμετώπιση των τριών
ενεργειακών προκλήσεων της Ευρώπης, δηλαδή της ανταγωνιστικότητας, της
αειφορίας και της ασφάλειας του εφοδιασμού66
. Με τις δυο ανωτέρω
αναφερθείσες Ευρωπαϊκές Οδηγίες για την ενέργεια, ήτοι την Οδηγία 2009/72/ΕΚ
για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και την Οδηγία 2009/73/ΕΚ για
την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου, οι οποίες ουσιαστικά συνιστούν τη νέα
ευρωπαϊκή «ενεργειακή» νομοθεσία, ο (Ευρωπαίος) νομοθέτης στοχεύει στη
δημιουργία μιας εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και ενθαρρύνει τα
κράτη-μέλη να ενοποιήσουν τις εθνικές τους αγορές και να ενισχύσουν τη
συνεργασία των διαχειριστών των ενεργειακών υποδομών67
. Ο τελευταίος αυτός
στόχος, έχει μάλιστα θεσμοθετηθεί, κατά τρόπο ώστε οι διαχειριστές των
64
Βλ. άρθρο 3 του ν. 2773/1999. 65
Για την αποτελεσματικότητα του οποίου, βλ. Θ. Πανάγο, το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας,
σελ.8-10. 66 Βλ. Θ. Πανάγο, το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, σελ.11, ό.π.π. στην υποσημ. με αριθ.21. 67
Βλ. σχετ. τις σκέψεις με αριθ.58 και 59 του προοιμίου της Οδηγίας 2009/72 /ΕΚ.
45
ενεργειακών υποδομών, είναι υποχρεωμένοι να συνεργάζονται σε ευρωπαϊκό
επίπεδο, μέσω του ευρωπαϊκού δικτύου διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς
ηλεκτρικής ενέργειας, με σκοπό την προαγωγή της ολοκλήρωσης και της
λειτουργίας μιας εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας68
συμβάσεις ισχύος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας για νέο δυναμικό, δυνάμει των
οποίων ο παραγωγός υποχρεούται, έναντι ανταλλάγματος να παρέχει συνεχώς
διαθεσιμότητα ηλεκτρικής ισχύος, για ορισμένο μέγεθος ισχύος και χρονικό
διάστημα. Για τη διενέργεια των συναλλακτικού χαρακτήρα πράξεων της
106
Ακόμη και σε επιλέγοντα πελάτη που είναι εγκατεστημένος εκτός Ελλάδος, αλλά μπορεί να
προμηθευτεί φυσικό αέριο από αγωγό φυσικού αερίου που συνδέεται με το ΕΣΦΑ, οπότε και θα
πρόκειται για διασυνοριακό εμπόριο, ήτοι διασυνοριακή συναλλαγή. 107
Περίπτωση δ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ν. 4001/2011. 108
Αναλυτικότερα, βλ. Θ. Πανάγο, το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, σελ.150-151. 109
Βλ. Θ. Πανάγο, το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, σελ.153 επ. 110 Στη μετοχική σύνθεση του ΔΕΣΜΗΕ μετέχει το Ελληνικό Δημόσιο κατά 51% και η ΔΕΗ κατά 49%.
Οι αρμοδιότητες και τα καθήκοντα του Διαχειριστή του Συστήματος Μεταφοράς ανατέθηκαν στον
Ανεξάρτητο Διαχειριστή Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΑΔΜΗΕ), σύμφωνα με τις διατάξεις του
άρθρου 97 του ν. 4001/2001.Ο ΑΔΜΗΕ είναι θυγατρική της ΔΕΗ Α.Ε. 111
Άρθρο 95 του ν.4001/2011.
58
χονδρεμπορικής αγοράς ενέργειας, έχει ιδρυθεί και λειτουργεί, ως ανώνυμη
εταιρεία, ο Λειτουργός Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΛΑΓΗΕ)112
. Η παραγωγή
ηλεκτρικής ενέργειας, είναι ενεργειακή δραστηριότητα και όπως κάθε ενεργειακή
δραστηριότητα υπόκειται σε αδειοδότηση, κατά το άρθρο 132 του ν.4001/2011 και
οι σχετικές άδειες χορηγούνται από τη ΡΑΕ. Η προμήθεια και η εμπορία της
ηλεκτρικής ενέργειας αποτελούν επίσης συνιστώσες της απελευθερωμένης αγοράς
ενέργειας113
. Η άλλη συνιστώσα είναι η αγορά παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.
Οι δραστηριότητες αυτές χαρακτηρίζονται ανταγωνιστικές ενεργειακές
δραστηριότητες.
Η προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας διακρίνεται σε προμήθεια ηλεκτρικής
ενέργειας σε επιλέγοντες πελάτες και σε εμπορία. Οι υποχρεώσεις του
προμηθευτή διαφέρουν από αυτές του εμπόρου, διότι ο πρώτος απευθύνεται σε
πελάτες καταναλωτές, έναντι των οποίων έχει ιδιαίτερες ευθύνες. Αντίθετα, ο
κάτοχος άδειας εμπορίας δεν μπορεί να ασκεί δραστηριότητα προμήθειας σε
επιλέγοντες πελάτες.
Στη ΡΑΕ και στον αρμόδιο υπουργό έχει ανατεθεί η κανονιστική
αρμοδιότητα για τη ρύθμιση της αγοράς ενέργειας. Αποτέλεσμα αυτή της
αρμοδιότητας είναι η δευτερογενής νομοθεσία, η που διέπει τη λειτουργία του
τομέα της ενέργειας και διακρίνεται σε Κώδικες και σε Κανονισμούς. Ο Κώδικας
Προμήθειας σε Πελάτες είναι το νομοθέτημα που ρυθμίζει τις σχέσεις των
Προμηθευτών με τους πελάτες114
(τους) ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίοι ορίζονται
ως επιλέγοντες πελάτες, δηλαδή μπορούν να επιλέγουν ελεύθερα τον προμηθευτή
τους με κάποιες μόνον εξαιρέσεις. Με τον Κώδικα Προμήθειας, καθορίζονται
ενδεικτικά, οι όροι και οι προϋποθέσεις κατάρτισης, τροποποίησης και λύσης των
112
Βλ. άρθρο 117 του ν.4001/2011. Βλ. Θ. Πανάγο, το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, σελ.169. 113
Βλ. Θ. Πανάγο, το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, σελ.184 επ. 114
Βλ. άρθρο 138 του ν.4001/2011 και Θ. Πανάγο, το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, σελ.243-
244.
59
συμβάσεων προμήθειας, μεταξύ του προμηθευτή και του πελάτη του. Οι όροι
αυτοί, ως γενικοί, περιλαμβάνονται υποχρεωτικά στις εν λόγω συμβάσεις.
Υποχρεωτικά περιλαμβάνονται, επίσης, όροι για την προστασία των
καταναλωτών, καθώς και για τον τρόπο εξωδικαστικής επίλυσης των διαφορών
που αναφύονται από τις ανωτέρω συμβάσεις.
Γ) Οι συμβατικές ρήτρες «ΤΟP»
Στις συχνά μακροχρόνιες συμβάσεις πωλήσεως φυσικού αερίου, οι οποίες
συνάπτονται μεταξύ προμηθευτών και αγοραστών στην ελληνική ενεργειακή
αγορά, ανακύπτουν νομικώς ενδιαφέροντα ζητήματα, σε σχέση με τη νομική
αξιολόγηση των συμβατικών ρητρών, καλούμενων ως «Take or Pay (TOP)», οι
οποίες εμπεριέχονται στις εν λόγω συμβάσεις «υποχρεωτικής αγοράς ανεξαρτήτως
παραλαβής»115
. Σύμφωνα με το περιεχόμενο των εν λόγω ρητρών, ο πελάτης μιας
εταιρίας η οποία προμηθεύει φυσικό αέριο, είναι υποχρεωμένος είτε να παραλάβει
και να καταβάλει αντίστοιχα το τίμημα για μία ήδη προσυμφωνηθείσα ελάχιστη
ποσότητα φυσικού αερίου, κατά τη διάρκεια ενός έτους, είτε σε περίπτωση, κατά
την οποία ο πελάτης δεν παραλάβει την εν λόγω ποσότητα, είναι υποχρεωμένος να
καταβάλει τη διαφορά του τιμήματος μεταξύ της συμφωνηθείσας ποσότητας
αερίου και αυτής που πραγματικά παρελήφθη. Στο πλαίσιο των ανωτέρω, η
συγκεκριμένη ρήτρα θα μπορούσε να περιγραφεί και ως συμβατικός όρος: «take
and pay or pay»116
. Πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι δια της ως άνω ρήτρας
θεσπίζεται και η υποχρέωση του προμηθευτή να εξασφαλίζει την επάρκεια
προκαθορισμένης διαθέσιμης ποσότητας αερίου στον πελάτη.
115
Βλ. Μ. Παπαντώνη, Το δίκαιο της ενέργειας, σελ.171, 206-207, 221-223. 116
την έχουν κυρώσει 152. Τo Διεθνές Κέντρο Επίλυσης Επενδυτικών Διαφορών,
(INTERNATIONAL CENTRE FOR SETTLEMENT OF INVESTMENT
DISPUTES) (ICSID), είναι μια από τις πέντε διακυβερνητικές οργανώσεις που
απαρτίζουν τον όμιλο της Παγκόσμιας Τράπεζας, ιδρύθηκε το 1966 από την
σύμβαση ICSID και η αποστολή του είναι να προωθήσει τις αυξημένες ροές των
διεθνών επενδύσεων, παρέχοντας ένα αμερόληπτο και αποτελεσματικό διεθνές
forum για την επίλυση των διαφορών μεταξύ των κρατών υποδοχής των
επενδύσεων και των ξένων επενδυτών.
Οι διεθνείς επενδυτικές διαφορές, είναι διαφορές μεταξύ κρατών και ξένων
επενδυτών. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για «νομικές διαφορές, που έχουν ως
αντικείμενο αξιώσεις ή απαιτήσεις των μερών, οι οποίες στηρίζονται σε δικαιώματα,
υποχρεώσεις ή καθήκοντα που σχετίζονται με, ή απορρέουν από μια συγκεκριμένη
επένδυση»266
.
Εξετάζοντας συγκριτικά την Σύμβαση ΙCSID και την ECT στον τομέα της
επίλυσης διεθνών ενεργειακών διαφορών, μέσω διαιτησίας, προκύπτουν οι
ακόλουθες διαπιστώσεις.
Η ECT είναι μια πολυμερής συνθήκη, το μεγαλύτερο μέρος των διατάξεων της
οποίας έχουν ουσιαστικό και όχι δικονομικό χαρακτήρα. Ο κύριος δε σκοπός της,
όπως σημειώθηκε και ανωτέρω, είναι να ρυθμίσει τις επενδύσεις στον τομέα της
ενέργειας. Από την άλλη πλευρά η σύμβαση ICSID, περιέχει δικονομικές
ρυθμίσεις, με πρωταρχικό στόχο να προωθήσει, έτσι, την οικονομική ανάπτυξη
στις (ιδιωτικές) διεθνείς επενδύσεις σε οποιονδήποτε τομέα, μέσω της δημιουργίας
ευνοϊκού επενδυτικού κλίματος. Επιπλέον ενώ και οι δυο αυτές συμβάσεις έχουν
ως κύριο στόχο την ενθάρρυνση των επενδύσεων, η ECT συγκεκριμένα
εφαρμόζεται σε επενδύσεις στον τομέα της ενέργειας, παρέχοντας «νομική
προβλεψιμότητα» σε αυτές, μέσω των ρυθμίσεων της. 266
Π. Γκλαβίνη, Διεθνές Οικονομικό Δίκαιο, σελ.683, όπου παραπομπή στην υποσημ. με αριθ.396.
128
Ένα από τα πιο σημαντικά για τους επενδυτές πλεονεκτήματα της σύμβασης
ICSID είναι ότι παρέχει ένα συγκεκριμένο σύστημα επίλυσης των διαφορών,
δήλαδη τη διαιτησία της ICSID (the ICSID arbitration). Ειδικότερα, προβλέπει
λεπτομερείς διαιτητικούς κανόνες, προκειμένου να πετύχει τη «νομική
προβλεψιμότητα». Επιπρόσθετα, στους κόλπους της ICSID λειτουργεί θεσμική
διαιτησία, που εγγυάται την επίβλεψη της διαιτητικής διαδικασίας διαιτησίας από
θεσμικά όργανα. Στην σύμβαση ICSID προέχει, λοιπόν, ο δικονομικός
χαρακτήρας και οι ρυθμίσεις της στοχεύουν στη δικονομική διάρθρωση της
διαιτησίας που διεξάγεται στους κόλπους της.
Πρεπει βεβαίως να σημειωθεί ότι το πέμπτο μέρος της ECT, περιλαμβάνει
κατ'εξαίρεση δικονομικούς κανόνες, οι οποίοι συγκροτούν το σύστημα της
διαιτητικής επίλυσης διαφορών υπό την αιγίδα της ICSID και αποτελούν μια από
τις ενδεχόμενες επιλογές των μερών. Το εν λόγω (πέμπτο) μέρος της ECT βέβαια,
περιέχει ρυθμίσεις κυρίως υπέρ του επενδυτή, ενώ η σύμβαση ICSID χορηγεί
«νομική προβλεψιμότητα» και προστασία όχι μόνο στον επενδυτή, αλλά και στο
κράτος υποδοχής.
Στο διεθνές επενδυτικό περιβάλλον, ο επενδυτής στον ενεργειακό τομέα,
αποκτά άμεση πρόσβαση σε ένα αποτελεσματικό διεθνές forum, σε περίπτωση
κατά την οποία ανακύψει διαφορά. Έχει δηλαδή δημιουργηθεί περιβάλλον
ασφάλειας δικαίου, που είναι αναγκαίος όρος για να καταλήξει κανείς σε μια
επενδυτική απόφαση. Επιπλέον η προσφερόμενη, μέσω της σύμβασης ICSID,
επιλογή της διαιτητικής επίλυσης της διαφοράς δημιουργεί θετικό επενδυτικό
κλίμα στο κράτος υποδοχής και πιθανότητα προσέλκυσης διεθνών επενδύσεων,
αλλά και προστατεύει το τελευταίο από ενδεχόμενες «διαφυγές» του αλλοδαπού ή
διεθνούς δικαίου ή/και από τη διπλωματική προστασία, που μπορεί να επηρεάσει
και την ισορροπία στις διακρατικές σχέσεις.
129
Σύμφωνα δε με το άρθρο 41της ICSID, μόνο το διαιτητικό δικαστήριο έχει
την εξουσία και αρμοδιότητα να αποφασίζει για τη δικαιοδοσία του.
Σε περίπτωση που ένας επενδυτής επιδιώξει την έναρξη διαιτησίας, βάσει του
άρθρου 26 (4) (α) (i) της ECT, στο πλαίσιο της σύμβασης ICSID, θα πρέπει να
αποδειχθεί ότι πρόκειται για νομική διαφορά, η οποία πηγάζει άμεσα από
επένδυση, υπό την έννοια που έχει ο όρος «επένδυση» στο πλαίσιο της σύμβασης
ICSID267
. Επομένως, σε σχέση με τη διεθνή δικαιοδοσία, θα πρέπει να πληρούνται
οι ακόλουθες προϋποθέσεις, σύμφωνα με το άρθρο 25 (1) ICSID, παράλληλα με
την απαραίτητη συγκατάθεση, δυνάμει του άρθρου 26 (1) της ΕCT: Α) Να υπάρχει
νομική διαφορά, προκειμένου να αποφευχθούν πολιτικά ζητήματα. Σύμφωνα με
το άρθρο 26 (1) της ECT, οι διαφορές που επιλύονται στο πλαίσιο της Συνθήκης,
πρέπει να αφορούν μια επικαλούμενη παραβίαση ορισμένης υποχρέωσης του ενός
μέρους, σύμφωνα με το τρίτος μέρος αυτής, το οποίο περιλαμβάνει διάφορα
πρότυπα και αρχές, οι οποίες θα πρέπει να τηρούνται από τα κράτη υποδοχής της
επένδυσης, όπως η αρχή της μη διακρίσεως κλπ. Β) Η διαφορά να έχει προκύψει
άμεσα από ορισμένη επένδυση, ήτοι να είναι (ευλόγως) στενά συνδεδεμένη με
επένδυση. Για τον ορισμό της έννοιας «επένδυση» εν προκειμένω, θα πρέπει να
εφαρμόζεται επιτυχώς το «Double-barrelled test». Στο πλαίσιο αυτό, έχουν
δημιουργηθεί τέσσερα κριτήρια268
: 1) H συνεισφορά του επενδυτή στο κράτος
υποδοχής, 2) η διάρκεια της επένδυσης, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις
πρόκειται για μακροπρόθεσμες συμβάσεις ορισμένου χρόνου, 3) η συμμετοχή
στους κινδύνους της επιχείρησης και 4) η λειτουργία του επενδυτή θα πρέπει να
συμβάλλει στην ανάπτυξη της χώρας υποδοχής.
267
T.Roe/M. Happold, (consultant Editor James Dingemans QC), Settlement of Investment Disputes
under the Energy Charter Treaty, σελ..41. 268 Case Salini Costruttori S.P.A and Italstrade Vs. Kingdom of Morocco.
130
Επιπλέον, η έννοια «επένδυση», θα πρέπει να εξετάζεται και υπό το πρίσμα της
ECT, η οποία περιέχει η ίδια ορισμό περί «επενδύσεων» και «επενδυτή» στον
ενεργειακό τομέα, σύμφωνα με το άρθρο 1 (6) και (7) αυτής, προκειμένου να
ενισχυθεί η απαραίτητη «νομική προβλεψιμότητα». Είναι, βεβαίως, γεγονός ότι
στην πράξη ο ορισμός των επενδύσεων με βάση το άρθρο 25 (1) της ICSID και το
άρθρο 1 (6) της ECT, παραμένει ένα από τα πιο συχνά ζητήματα για τα οποία
προβάλλονται ενστάσεις και αντιρρήσεις επί της διεθνούς δικαιοδοσίας. Στο
πλαίσιο αυτό, στην υπόθεση «Plama Consortium Limited κατά της Δημοκρατίας
της Βουλγαρίας»269
, η Βουλγαρία υποστήριξε ότι η εταιρεία Plama δεν είχε κάνει
επένδυση, υπό την έννοια που έχει επένδυση στην ECT. Oμοίως στην υπόθεση
«Limited Liability Company Amto v. Ukraine»270
, μία από τις ενστάσεις περί
δικαιοδοσίας που προέβαλλε η Ουκρανία, ήταν ότι οι μετοχές της εταιρείας Amto
δεν αποτελούσαν «ειδική επένδυση» στο πλαίσιο της ECT.
Γ) Να πρόκειται για διαφορά μεταξύ ενός συμβαλλομένου κράτους και
υπηκόου άλλου συμβαλλόμενου κράτους, όπως απαιτεί το άρθρο 26 (7) της ECT.
Δ) Να υπάρχει έγγραφη συμφωνία των μερών περί υποβολής της διαφοράς στη
διαιτησία του ICSID, όπως άλλωστε, απαιτείται και υπό την ECT271
.
Όταν το διαιτητικό δικαστήριο αποφανθεί επί της δικαιοδοσίας του, θα
πρέπει σύμφωνα με το άρθρο 42 (1) ICSID να αποφανθεί αν τα μέρη έχουν
επιλέξει ένα σύστημα κανόνων δικαίου ή εξατομικευμένους κανόνες ή αρχές
δικαίου. Σε περίπτωση κατά την οποία τα μέρη δεν έχουν επιλέξει, το διαιτητικό
δικαστήριο θα πρέπει να καταφύγει σε αναπληρωματικό κανόνα της νομοθεσίας
του κράτους υποδοχής και του διεθνούς δικαίου. Όπως ήδη αναφέρθηκε, στη
σύμβαση ICSID δεν περιέχονται διατάξεις ουσιαστικού δικαίου και τα μέρη είναι
269
Plama Consortium Limited v. Republic of Bulgaria, ICSID Case No. ARB/03/24. 270
Limited Liability Company Amto v. Ukraine , SCC Case No. 080/2005. 271
Άρθρο 26 (5) της ECT.
131
ελεύθερα να επιλέξουν το εφαρμοστέο, από το διαιτητικό δικαστήριο ουσιαστικό
δίκαιο, άλλως εφαρμόζεται η νομοθεσία του κράτους υποδοχής και το διεθνές
δίκαιο.
Περαιτέρω, το άρθρο 26 της ECT και το άρθρο 42 (1) της ICSID συγκροτούν
ένα ισχυρό «νομικό εργαλείο» για ξένους επενδυτές του ενεργειακού τομέα, οι
οποίοι είναι «δυσαρεστημένοι» από την αντιμετώπιση τους από το κράτος
υποδοχής της επένδυσης. Προκειμένου, λοιπόν, να προστατευθεί το επενδυτικό
ενδιαφέρον και να αποφευχθεί τυχόν ανασφάλεια και αβεβαιότητα από τις
ρυθμίσεις της νομοθεσίας του κράτους υποδοχής, τα μέρη προστατεύονται
επαρκώς, με αναφορά στις συμφωνίες τους, τις πολυμερείς συνθήκες, οι οποίες
προβλέπουν διαιτησία στο ICSID διαιτησία, όπως η Συνθήκη της NAFTA και η
ECT. Oι δυο αυτές Συνθήκες περιλαμβάνουν ρήτρες σχετικά με το εφαρμοστέο
δίκαιο, που αναφέρουν μόνο γενικά την αντίστοιχη συνθήκη και αρχές του
διεθνούς δικαίου.Παράδειγμα τέτοιου είδους ρήτρας περιέχεται στο άρθρο 26 (6)
της ECT.
Συνοψίζοντας περί διεθνούς επενδυτικής ενεργειακής διαιτησίας σημειώνεται
ότι εάν ένας επενδυτής του ενεργειακού τομέα θέλει να προσφύγει κατά του
κράτους υποδοχής της επένδυσης, μέσω της διαιτησίας του ICSID, σύμφωνα με
το άρθρο 26 (4) (1) (α) της ECT, θα πρέπει να υπερκεράσει δυο σωρευτικά
σχετικά δικαιοδοτικά εμπόδια. Το διαιτητικό δικαστήριο θα πρέπει, δηλαδή να
πειστεί, πρώτον ότι η εν λόγω διαφορά «δικαιούται» την προστασία της ECT και
δεύτερον ότι η συγκεκριμένη επένδυση υπάγεται στη δικαιοδοσία της σύμβασης
ICSID. Σε αυτό το πλαίσιο, η ECT και η ICSID, ως νομικά εργαλεία περιέχοντα
μηχανισμούς επίλυσης διαφοράς, συνδέονται αμοιβαία, όταν η διαφορά απορρέει
από επένδυση στον τομέα της ενέργειας272.
272
Ribeir Cl., Investment Arbitration and the Energy Charter Treaty, σελ.76
132
Κεφάλαιο τέταρτο
Η μόνιμη διαιτησία στη ΡΑΕ και ο Κανονισμός Διαιτησίας της ΡΑΕ
4.1. Η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ): Ίδρυση, νομική φύση, λειτουργία
και αρμοδιότητες
Η ρυθμιστική κρατική παρέμβαση συνιστά κύριο θεσμικό μηχανισμό,
ιδιαίτερα σε τομείς της οικονομίας, οι οποίοι ήταν προηγουμένως (κρατικώς)
μονοπωλιακοί και με την (νομοθετική) απελευθέρωση τους, λειτουργούν πλέον
υπό συνθήκες ανταγωνισμού και αγοράς. Τέτοιος τομέας, βεβαίως, είναι αυτός της
ενέργειας, όπου η ύπαρξη δημοσίων υπηρεσιών ενέργειας προσφερόταν υπό
μονοπωλιακό καθεστώς. Η κυριαρχική θέση δε των πρώην μονοπωλίων στην
συγκεκριμένη αγορά, ως οργανωμένο οικονομικό πλαίσιο, και η τάση των
τελευταίων να καταχρώνται τη δεσπόζουσα θέση τους, αποτέλεσε την κύρια αιτία
σύστασης και συγκρότησης των ρυθμιστικών αρχών στις εν λόγω αγορές.
Στο νεοσυσταθέν επιχειρηματικό περιβάλλον, ο ρυθμιστής ενεργεί ως
θεματοφύλακας της νομιμότητας και της επιβολής των κανόνων λειτουργίας της
σχετικής αγοράς273, μέσω της παρακολούθησης με προληπτικές ρυθμίσεις, όπως η
θέσπιση κανόνων ανάπτυξης του ανταγωνισμού και όρων για τη χορήγηση
σχετικών αδειών, της εποπτείας της λειτουργίας της και εφαρμογής των κανόνων
με δυνατότητα επιβολής κυρώσεων επί μη τηρήσεως του θεσπισμένου
νομοθετικού, κανονιστικού πλαισίου ή των όρων των χορηγηθεισών αδειών. Η
ρυθμιστική αρμοδιότητα αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό τμήμα της
«εγγυοδοτικής» παρουσίας και λειτουργίας του κράτους, ότι μια συγκεκριμένη
αγορά λειτουργεί με βάση θεσπισμένους κανόνες δικαίου, οι οποίοι τηρούνται
273
Θ. Πανάγος, Το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, σελ.23.
133
από τους συμμετέχοντες σ’αυτήν. Η ρύθμιση, λοιπόν, ως νομική δραστηριότητα,
συνίσταται αφενός στη θέσπιση κανόνων του θετικού δικαίου, οι οποίοι
συνδέονται με τη λειτουργία της σχετικής αγοράς, και αφετέρου στον έλεγχο της
εφαρμογής των εν λόγω κανόνων. Στη ρυθμιστική δραστηριότητα ανήκει και η
κυρωτική εξουσία του αρμόδιου οργάνου ή αρχής274.
Η ίδρυση της ΡΑΕ στηρίζεται στο πλαίσιο απαίτησης της ευρωπαϊκής
νομοθεσίας πρώτης και δεύτερης γενιάς σε σχέση με τον τομέα της ενέργειας. Η
ΡΑΕ ιδρύθηκε συγκεκριμένα, δυνάμει του άρθρου 4 του ν. 2773/1999275, ο οποίος
274
Θ. Πανάγος, Το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, σελ.21. 275Το οποίο σήμερα ισχύει ως εξής: «1. Συνιστάται ανεξάρτητη διοικητική αρχή με την επωνυμία
Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (Ρ.Α.Ε) και έδρα την Αθήνα
2. Η Ρ.Α.Ε. έχει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και εποπτεύεται από τον Υπουργό Ανάπτυξης ως
προς τον έλεγχο νομιμότητας των πράξεων της και την κίνηση πειθαρχικού ελέγχου κατά των μελών της.
Η Ρ.Α.Ε έχει την ικανότητα να παρίσταται αυτοτελώς σε κάθε είδους δίκες που έχουν ως αντικείμενο
πράξεις ή παραλείψεις της ή έννομες σχέσεις που την αφορούν
3. Η Ρ.Α.Ε. συγκροτείται από επτά (7) μέλη τα οποία διακρίνονται για την επιστημονική τους κατάρτιση
και την επαγγελματική τους ικανότητα και διαθέτουν εξειδικευμένη εμπειρία σε θέματα αρμοδιότητας
τους.
4. Τα μέλη της Ρ.Α.Ε. επιλέγονται ύστερα από προκήρυξη που δημοσιεύεται σε τέσσερις, τουλάχιστον,
ημερήσιες εφημερίδες πανελλήνιας κυκλοφορίας. Ύστερα από πρόταση του Υπουργού Ανάπτυξης και
γνώμη της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, τρία (3) από τα ανωτέρω μέλη της Ρ.Α.Ε.
επιλέγονται από το Υπουργικό Συμβούλιο και διορίζονται με πράξη του στις θέσεις του Προέδρου και
των Α` και Β` Αντιπροέδρων της Αρχής αυτής. Τα λοιπά μέλη της Ρ.Α.Ε. διορίζονται με απόφαση του
Υπουργού Ανάπτυξης.
5. Η θητεία των μελών της Ρ.Α Ε. είναι πενταετής και μπορεί να ανανεωθεί μια μόνο φορά. Κατά τη
διάρκεια της θητείας τους τα μέλη της Ρ.Α.Ε δεν ανακαλούνται. Εάν κατά τη διάρκεια της θητείας
κενωθεί για οποιονδήποτε λόγο θέση μέλους, διορίζεται νέο μέλος για το υπόλοιπο της θητείας του
μέλους που αποχώρησε. Κατά την πρώτη συγκρότηση της P.Α.Ε. η θητεία του Προέδρου και ενός μέλους
ορίζεται 5ετής, δύο μελών ορίζεται 4ετής και ενός μέλους ορίζεται 3ετής
6. Τα μέλη της P.Α.Ε. εκπίπτουν αυτοδικαίως από την θέση τους αν εκδοθεί σε βάρος τους αμετάκλητη
καταδικαστική απόφαση για αδίκημα που συνεπάγεται κώλυμα διορισμού σε θέση δημόσιου υπαλλήλου
ή έκπτωση δημόσιου υπαλλήλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα.
7. Η ιδιότητα του μέλους αναστέλλεται αν εκδοθεί αμετάκλητο παραπεμπτικό βούλευμα για αδίκημα που
συνεπάγεται κώλυμα διορισμού σε θέση δημόσιου υπαλλήλου ή έκπτωση δημόσιου υπαλλήλου,
σύμφωνα με τις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα και μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη αθωωτική
απόφαση. Αν ανασταλεί η ιδιότητα μέλους διορίζεται αναπληρωματικό μέλος, με τη διαδικασία της
παραγράφου 4. Η θητεία του αναπληρωματικού μέλους διαρκεί όσο διαρκεί η αναστολή.
8. Τα μέλη της P.Α.Ε. είναι ανώτατοι κρατικοί λειτουργοί με πλήρη απασχόληση και έχουν προσωπική
και λειτουργική ανεξαρτησία.
9. Κατά τη διάρκεια της θητείας τους, τα μέλη της Ρ.Α.Ε. απαγορεύεται να είναι εταίροι, μέτοχοι, μέλη
διοικητικού συμβουλίου, διαχειριστές, υπάλληλοι, τεχνικοί ή άλλοι σύμβουλοι ή μελετητές σε
επιχείρηση, η οποία αναπτύσσει δραστηριότητα στον τομέα της ενέργειας. Αν μέλη της Ρ.Α.Ε. κατέχουν
134
ρυθμίζει την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και θέματα
εταιρικά μερίδια ή μετοχές των πιο πάνω επιχειρήσεων, τις οποίες έχουν αποκτήσει πριν από το διορισμό
τους από οποιαδήποτε αιτία ή κατά τη διάρκεια της θητείας τους μόνον από κληρονομική διαδοχή,
οφείλουν να υποβάλουν στο Υπουργείο Ανάπτυξης δήλωση, με την οποία αναλαμβάνουν την υποχρέωση
να απέχουν κατά τη διάρκεια της θητείας τους από την ενάσκηση των δικαιωμάτων συμμετοχής και
ψήφου στα όργανα διοίκησης, διαχείρισης και ελέγχου των επιχειρήσεων. Στην ίδια υποχρέωση
υπόκεινται και οι σύζυγοί τους.
10. Τα μέλη της Ρ.A.Ε. περιλαμβάνονται στους κατά το άρθρο 24 του ν. 2429/1996 (ΦΕΚ 155 Α΄)
υποχρέους προς υποβολή δήλωσης περιουσιακής κατάστασης,
11. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης καθορίζονται οι
αποδοχές του Προέδρου, των Αντιπροέδρων και των μελών της Ρ.Α.Ε. κατά παρέκκλιση από κάθε γενική
και ειδική διάταξη. Η δαπάνη που προκαλείται από την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου βαρύνει
τον προϋπολογισμό της
12. Η Ρ.Α.Ε. στις σχέσεις της με τις άλλες Αρχές και τους τρίτους, καθώς και ενώπιον των δικαστηρίων,
εκπροσωπείται από τον Πρόεδρο της. Σε περίπτωση κωλύματος ή απουσίας του Προέδρου, από τον Α`
Αντιπρόεδρο και, σε περίπτωση κωλύματος ή απουσίας αυτού, από τον Β` Αντιπρόεδρο. Ο Πρόεδρος της
Ρ.Α.Ε. μπορεί με αποφάσεις του να εξουσιοδοτεί μέλη αυτής ή μέλη της Γραμματείας να ενεργούν για
λογαριασμό του και να τον εκπροσωπούν για συγκεκριμένη πράξη ή ενέργεια ή κατηγορία πράξεων ή
ενεργειών.
13. Η Ρ.Α.Ε. συνέρχεται σε πρώτη συνεδρίαση, μέσα σε έναν (1) μήνα από τη δημοσίευση στην
Εφημερίδα της Kυβερνήσεως της απόφασης διορισμού των μελών της.
14. Μέλος της Ρ.Α.Ε.. που προέρχεται από φορέα του δημόσιου τομέα, επανέρχεται αυτοδικαίως μετά τη
λήξη της θητείας του στη θέση που κατείχε πριν από το διορισμό του. Η θητεία του στη Ρ.Α.Ε. λογίζεται
ως πραγματική υπηρεσία για όλες τις συνέπειες και κατά τη διάρκειά της δεν διακόπτεται η βαθμολογική
και μισθολογική του εξέλιξη. Αν η θέση που κατείχε ή στην οποία έχει εξελιχθεί δεν είναι κενή ή έχει
καταργηθεί, επανέρχεται σε ομοιόβαθμη προσωρινή θέση του κλάδου του, που συνιστάται αυτοδικαίως
και καταργείται με την αποχώρησή του από τον φορέα. Μέλος της Ρ.Α Ε., υπαγόμενο στον Κώδικα
Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. εάν κατά τη
διάρκεια της θητείας του προαχθεί με αίτησή του στην υπηρεσία από την οποία προέρχεται στο βαθμό
του Διευθυντή ή του Γενικού Διευθυντή, επιστρέφει στην υπηρεσία του και ο διορισμός του ως μέλος της
Ρ.Α.Ε. ανακαλείται αυτοδίκαια.
15. Στη ΡΑΕ συνιστάται μία (1) θέση ειδικού συμβούλου που είναι αρμόδιος για θέματα σχετικά με την
ίδρυση και λειτουργία της Ενεργειακής Κοινότητας της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, καθώς και για τη
συνεργασία της ΡΑΕ με τον ΟΣΡΑΕ (Οργανισμός Συνεργασίας Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας, ACER)
και τον ΔΕΡΑΕ (Διεθνής Επιτροπή Ρυθμιστών Ενέργειας, ICER). Η θέση αυτή πληρούται από πρόσωπο
που διακρίνεται για την επιστημονική του κατάρτιση και ικανότητα και διαθέτει εξειδικευμένη εμπειρία
σε θέματα ενέργειας. Ο ειδικός σύμβουλος διορίζεται με τριετή θητεία με απόφαση του Υπουργού
Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, μετά από γνώμη της ΡΑΕ, κατόπιν προκηρύξεως
που δημοσιεύεται σε δύο (2) ημερήσιες εφημερίδες με πανελλήνια κυκλοφορία. Οι αποδοχές και το
λειτουργικό καθεστώς παροχής των υπηρεσιών του ειδικού συμβούλου εξομοιώνονται με τα εκάστοτε
αντιστοίχως προβλεπόμενα για τους αντιπροέδρους της ΡΑΕ. Η σχετική δαπάνη βαρύνει τον
προϋπολογισμό της ΡΑΕ.
16. Τα μέλη της Ρ.Α.Ε. δεν επιτρέπεται, για τρία (3) έτη μετά τη λήξη της θητείας τους, με οποιονδήποτε
τρόπο, να είναι εταίροι, μέτοχοι, μέλη διοικητικού συμβουλίου, τεχνικοί ή άλλοι σύμβουλοι ή να
απασχολούνται, με ή χωρίς αμοιβή, με έμμισθη εντολή ή με οποιαδήποτε έννομη σχέση, σε εταιρεία ή
επιχείρηση των οποίων οι δραστηριότητες υπάγονται, άμεσα ή έμμεσα, στον έλεγχο και την εποπτεία της
Ρ.Α.Ε.. Σε όσους παραβαίνουν τις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου επιβάλλεται, με απόφαση του
Υπουργού Ανάπτυξης, πρόστιμο ίσο με το δεκαπλάσιο των συνολικών αποδοχών που έλαβε το μέλος της
Ρ.Α.Ε. κατά τη διάρκεια της θητείας του».
135
ενεργειακής πολιτικής276 και έως τον ν. 4001/2011, η ΡΑΕ λειτούργησε με
γνωμοδοτικές, κυρίως αρμοδιότητες. Τα άρθρα 4 έως 11 του κεφαλαίου Β΄ του ν.
4001/2011 αφορούν στην οργάνωση και (εσωτερική) λειτουργία της ΡΑΕ.
Η ΡΑΕ παρακολουθεί την υλοποίηση των μέτρων διασφάλισης που
λαμβάνονται σε περίπτωση αιφνίδιας κρίσης στην ενεργειακή αγορά ή όταν
απειλούνται η σωματική ακεραιότητα ή η ασφάλεια των προσώπων, των
μηχανημάτων ή των εγκαταστάσεων ή η αρτιότητα των συστημάτων ενέργειας277
.
Η ίδια είναι επίσης η αρμόδια αρχή (Competent Authority) για τη διασφάλιση της
εφαρμογής των μέτρων που ορίζονται στον Κανονισμό Ασφάλειας Εφοδιασμού
του Φυσικού Αερίου 994/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του
Συμβουλίου της 20ης Οκτωβρίου 2010278
.
Η ΡΑΕ συνιστά ανεξάρτητη ρυθμιστική αρχή με έδρα την Αθήνα, έχει ίδια
νομική προσωπικότητα και παρίσταται αυτοτελώς σε δίκες που έχουν ως
αντικείμενο πράξεις ή παραλείψεις της ή έννομες σχέσεις που την αφορούν. Ως
ανεξάρτητη ρυθμιστική αρχή, η ΡΑΕ υπόκειται μόνον σε κοινοβουλευτικό και
δικαστικό έλεγχο279. Μετά τον ν. 4001/2011, οι αρμοδιότητες της ΡΑΕ
αναβαθμίστηκαν και ενισχύθηκαν και αυτή απέκτησε αρμοδιότητα έκδοσης
μεγάλου αριθμού κανονιστικών και αποφασιστικών πράξεων. Δεδομένου ότι η
ανάλυση των αρμοδιοτήτων της ΡΑΕ εκφεύγει της παρούσας ανάπτυξης, αμέσως
κατωτέρω γίνεται συνοπτική μόνο αναφορά αυτών, για λόγους πληρότητας της
παρουσίασης του ρόλου της αρχής, ως ανεξάρτητου από ιδιωτικά και δημόσια
συμφέροντα, ρυθμιστή της ορθής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς ενέργειας.
276ΦΕΚ Α΄ 286/22.12.1999. Σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.2773/1999, καταρτίστηκε ο Κώδικας
Διαχείρισης του Συστήματος και Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας, ο οποίος και εγκρίθηκε με την ΥΑ
Δ5-ΗΛ/Β/οικ./8311/2005 (ΦΕΚ Β΄ 655/17-5-2005). 277
Άρθρο 12 § 2 ν. 4001/2011. 278
Άρθρο 12 § 3 ν. 4001/2011. 279
Άρθρο 5 του ν. 4001/2011.
136
Οι αρμοδιότητες της ΡΑΕ, εκ των οποίων άλλες της έχουν προσδοθεί από
τον ευρωπαϊκό και άλλες από τον εθνικό νομοθέτη, διακρίνονται σε
κανονιστικές280 και ατομικές διοικητικές, καθώς και αποφασιστικές και
γνωμοδοτικές281. Στο πλαίσιο της κανονιστικής της αρμοδιότητας, η ΡΑΕ εκδίδει
κυρίως Κώδικες και Κανονισμούς, όπως λ.χ. τον Κανονισμό Τιμολόγησης των
Βασικών Δραστηριοτήτων Φυσικού Αερίου και των μη ανταγωνιστικών
δραστηριοτήτων ηλεκτρικής ενέργειας, τον Κώδικα Συναλλαγών Ηλεκτρικής
Ενέργειας κλπ.
Η αποφασιστική αρμοδιότητα της ΡΑΕ, έγκειται στη δυνατότητα της να
εκδίδει εκτελεστές πράξεις, οι οποίες είναι ατομικές διοικητικές πράξεις. Επιπλέον
η ΡΑΕ ασκεί αποφασιστικές αρμοδιότητες εποπτικού χαρακτήρα, όπως η
παρακολούθηση της ασφάλειας του ενεργειακού σχεδιασμού. Στο πλαίσιο αυτό, η
ΡΑΕ χορηγεί, τροποποιεί και ανακαλεί το σύνολο των αδειών που απαιτούνται για
την άσκηση των ενεργειακών δραστηριοτήτων282.
Αναφορικά με τη γνωμοδοτική της αρμοδιότητα, η ΡΑΕ γνωμοδοτεί στον
αρμόδιο υπουργό για την έκδοση ορισμένων κανονιστικών πράξεων, όπως π.χ. την
έκδοση του Κανονισμού Αδειών στον τομέα του φυσικού αερίου και της
ηλεκτρικής ενέργειας και την έκδοση του Κώδικα Προμήθειας ηλεκτρικής
ενέργειας σε πελάτες, καθώς και για την έκδοση υπουργικών αποφάσεων, όπου
απαιτείται τεχνοκρατική γνώση. Τέλος, σε ό,τι αφορά στην κυρωτική εξουσία της
ΡΑΕ, αυτή συναρτάται με την ρυθμιστική της φύση και συνίσταται στην επιβολή
διοικητικού χαρακτήρα κυρώσεων283, όπως σύσταση, επιβολή χρηματικού
280
Βλ. άρθρο 30 του ν. 4001/2011 και αναλυτ. Θ. Πανάγο, Το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας,
σελ.52-53. 281
Βλ. αναλυτ. Θ. Πανάγο, Το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, σελ.47-51. 282
Βλ. άρθρο 13 του ν. 4001/2011. 283
Για το περιεχόμενο των διοικητικών κυρώσεων, βλ. άρθρο 36 του ν.4001/2011∙ Θ. Πανάγο, Το θεσμικό
πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, σελ.52-53, 64-65, 68-76∙ Γλ. Σιούτη, τεύχος 1/2004, σελ.27 επ. Οι εν λόγω
αποφάσεις για την επιβολή κυρώσεων είναι εκτελεστές διοικητικές πράξεις και προσβάλλονται, κατά τον
νόμο, ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων.
137
προστίμου ή/και ανάκληση άδειας, σε περίπτωση παραβίασης εκ μέρους
συμμετέχοντος στην ενεργειακή αγορά, είτε του νομοθετικού ή/και κανονιστικού
πλαισίου είτε των όρων, βάσει των οποίων χορηγήθηκε η άδεια για την άσκηση
ενεργειακών δραστηριοτήτων. Κατά την επιβολή των εν λόγω κυρώσεων, θα
πρέπει βεβαίως να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας.
Δυνάμει του άρθρου 35 του ν. 4001/2011, θεσπίστηκε δικαιοδοτική
αρμοδιότητα της ΡΑΕ να λαμβάνει προσωρινά μέτρα, όταν διαπιστώσει, κατόπιν
καταγγελίας ή αυτεπαγγέλτως, κατά σοβαρή πιθανολόγηση, παραβίαση της
κείμενης εθνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας που διέπει τον τομέα της ηλεκτρικής
ενέργειας και του φυσικού αερίου και υπάρχει κίνδυνος για το δημόσιο
συμφέρον284. Η εν λόγω δικαιοδοτική αρμοδιότητα της ΡΑΕ περί παροχής
προσωρινής έννομης προστασίας, εντάσσεται στο πλαίσιο της εποπτικής,
ρυθμιστικής φύσης της αρχής και δεν συνδέεται με τη μόνιμη διαιτησία ενώπιον
της, κατά το άρθρο 37 του ν. 4001/2011. Σημειώνεται πάντως ότι η δυνατότητα
μιας διοικητικής αρχής να παράσχει, έστω και προσωρινή, έννομη προστασία, δεν
μπορεί να υπαχθεί στο πλαίσιο της κυρωτικής εξουσίας της και δεν είναι
αυτονόητη. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι η έννομη προστασία παρέχεται, κατά το
Σύνταγμα, από τα δικαστήρια285. Εκτός από τα (τακτικά) δικαστήρια, δεν υπάρχει
άλλος φορέας παροχής έννομης προστασίας, πλην των διαιτητικών δικαστηρίων
για την προσφυγή στα οποία, απαιτείται είτε προηγούμενη σχετική διαιτητική
συμφωνία των μερών είτε σχετική πρόβλεψη με ρητή διάταξη νόμου. Σε κάθε
περίπτωση, ακόμη και όταν η διαφορά εκδικάζεται από διαιτητικό δικαστήριο, η
τυχόν προσωρινή έννομη προστασία παρέχεται από την τακτική δικαιοσύνη286,
284
Βλ. όμως τον προβληματισμό περί παροχής έννομης προστασίας από διοικητική αρχή, από τον Θ.
Πανάγο, Το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, σελ.57-64. 285
Άρθρο 20 § 1 και άρθρο 26 § 3 του Συντάγματος. 286
Εκτός αν ο νόμος προβλέπει διαφορετικά, όπως στην περίπτωση του άρθρου 17 Ι του ν. 2735/1999
περί διεθνούς εμπορικής διαιτησίας.
138
κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 685 ΚΠολΔ287. Σε ό,τι αφορά δε στα μέτρα
αναστολής εκτέλεσης διοικητικών αποφάσεων ή πράξεων, αρμόδια είναι τα
διοικητικά δικαστήρια. Επομένως πως δικαιολογείται η ως άνω ρύθμιση για την
παροχή προσωρινής έννομης προστασίας υπέρ του δημοσίου συμφέροντος από τη
ΡΑΕ; Είναι προφανές ότι η εν λόγω διάταξη, πάσχει από πλευράς συμβατότητας,
τόσο με τις σχετικές ρυθμίσεις του Συντάγματος, όσο και με την ευρωπαϊκή
νομοθεσία και νομολογία288.
4.2. Η μόνιμη διαιτησία στη ΡΑΕ (νομοθετική ρύθμιση και βασικά
χαρακτηριστικά)
Μόνιμες διαιτησίες για την επίλυση διαφορών από διάφορους τομείς της
ελληνικής οικονομίας και του εμπορίου υπάρχουν αρκετές, όπως λ.χ, η μόνιμη
διαιτησία του Ναυτικού Επιμελητηρίου της Ελλάδας 289, των Χρηματιστηρίων
Εμπορευμάτων του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης290, του Εμπορικού και
Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών291, του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος292,
του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών293, των Δικηγορικών Συλλόγων
Αθηνών294 και Πειραιώς295 κ.λ.π. Οι εν λόγω διαιτησίες συμβάλλουν, πράγματι,
στην επίλυση εξειδικευμένων διαφορών ιδιωτικού δικαίου και έτσι στην
προώθηση και ανάπτυξη της οικονομίας και του εμπορίου296, αλλά και στην
287
Άρθρο 685 ΚΠολΔ: «Δεν ισχύει συμφωνία διαιτησίας σε υποθέσεις που αφορούν ασφαλιστικά μέτρα». 288
Βλ. Θ. Πανάγο, Το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς ενέργειας, σελ.60-64. 289
Β.Δ. 437/26/6/10.07.1969 (ΦΕΚ Α΄ 133). 290
Π.Δ. 637/1977 της 25.07/01.08.1977 (ΦΕΚ Α΄ 210). 291
Π.Δ. 31/1979 της 12/22.01.1979 (ΦΕΚ Α΄ 9). 292
Π.Δ. 723/1979 της 05/17.09.1979 (ΦΕΚ Α΄ 217). 293
Π.Δ. 841/1980 της 29.08/10.09.1980 (ΦΕΚ Α΄ 208). 294
Π.Δ. 168/1983 της 17/31.05.1983 (ΦΕΚ Α΄ 67). 295
Π.Δ. 199/1984 της 12/21.05.1984 (ΦΕΚ Α΄ 69). 296
Γενικότερα για τα πλεονεκτήματα της διαιτητικής απονομής δικαιοσύνης και τα κίνητρα για την
4.3.3 Η διαιτητική συμφωνία και η συγκρότηση του διαιτητικού
δικαστηρίου
Α) Συμφωνία υπαγωγής της διαφοράς στη μόνιμη διαιτησία της ΡΑΕ
Η πρακτική της διεθνούς διαιτησίας, όπως αυτή αποτυπώνεται τόσο στη
σχετική βιβλιογραφία όσο και σε εισηγήσεις συνεδρίων διεθνούς διαιτησίας έχει
αναδείξει ότι πέραν από την ίδια την επιλογή περί υπαγωγής της διαφοράς στη
διαιτητική επίλυση, δια της διαιτητικής συμφωνίας357
συμφωνούνται ή πρέπει να
συμφωνούνται και άλλα κομβικά ζητήματα, της διαιτησίας, όπως η σύνθεση του
διαιτητικού δικαστηρίου, ήτοι αν θα πρόκειται για μονομελή ή τριμελή, η επιλογή
συγκεκριμένης θεσμικής διαιτησίας με εκτίμηση των συγκεκριμένων διαδικασιών,
κανόνων και μεθόδου χρεώσεων που προβλέπονται σ’ αυτήν, ο τόπος και η
γλώσσα της διαιτησίας κλπ.
Η «ενεργειακή» θεσμική διαιτησία της ΡΑΕ δεν είναι υποχρεωτική για τα
μέρη μιας ενεργειακής διαφοράς358
. Επομένως, τα μέρη είτε θα την επιλέξουν είτε
τούτο θα προβλέπεται ως δυνατότητα των μερών σε ορισμένη διάταξη, όπως στο
άρθρο 10 του ΚΣΗΕ359
. Ως εκ τούτου, απαιτείται ορισμένη διαιτητική συμφωνία.
357 Βλ., π.χ. την εξής ρήτρα διεθνούς διαιτησίας, με την συμφωνείται διαιτητική επίλυση της διαφοράς σε
ορισμένη θεσμική διαιτησία: «Any dispute arising out of or in connection with this contract, including
any question regarding its existence, validity or termination, shall be referred to and finally resolved by
arbitration in Singapore in accordance with the Arbitration Rules of the Singapore International
Arbitration Centre (“SIAC Rules”) for the time being in force, which rules are deemed to be incorporated
by reference in this clause. The parties agree that any arbitration commenced pursuant to this clause
shall be conducted in accordance with the Expedited Procedure set out in Rule 5.02 of the SIAC Rules.
The Tribunal shall consist of one arbitrator. The language of the arbitration shall be….». 358 Αν τα εμπλεκόμενα σε ορισμένη ενεργειακή διαφορά πρόσωπα, συμφωνήσουν την επίλυση της με
διαιτησία και επιλέξουν ως διαιτητές, πρόσωπα που δεν εντάσσονται στον κατάλογο διαιτητών της ΡΑΕ,
τότε δεν πρόκειται για θεσμική, αλλά για ad hoc διαιτησία, στην οποία όμως τα μέρη μπορούν, αν έτσι
συμφωνήσουν, να ακολουθήσουν τους κανόνες διαιτησίας της ΡΑΕ, ενσωματώνοντας τους ad hoc στη
διαιτητική τους συμφωνία. 359
Το άρθρο 10 που φέρει τον τίτλο «Διαιτησία» του κεφαλαίου 3, με τίτλο κεφαλαίου «Επίλυση
διαφορών) του ΚΣΗΕ ορίζει: «1.Σε περίπτωση μη επίλυσης της διαφοράς μέσω της διαδικασίας Φιλικής
Διευθέτησης Διαφορών, η διαφορά είναι δυνατόν με συνυποσχετικό διαιτησίας μεταξύ των μερών, να
παραπέμπεται στη μόνιμη διαιτησία που οργανώνεται από τη ΡΑΕ σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 37
163
Σύμφωνα δε με το άρθρο 4 του Κανονισμού Διαιτησίας της ΡΑΕ, η συμφωνία
υπαγωγής της διαφοράς στη μόνιμη διαιτησία της ΡΑΕ καταρτίζεται δυνάμει
έγγραφου τύπου. Η διάταξη είναι σαφής σε αντίθεση με την αντίστοιχη του
άρθρου 24 § 3 του π.δ/τος 139/2001 η οποία αναφέρεται αορίστως σε «κατάρτιση
συμφωνίας διαιτησίας μεταξύ των μερών». Ρητώς δε αναφέρεται στο άρθρο 4 του
Κανονισμού Διαιτησίας, ότι έγγραφη360
θεωρείται και η συμφωνία, που
καταρτίζεται με ανταλλαγή ενυπόγραφων επιστολών, τηλεγραφημάτων ή
ενυπόγραφων τηλεμοιοτύπων. Η διάταξη είναι ίδια με αυτή του άρθρου 869 § 1
ΚΠολΔ.
Εάν τα πρόσωπα που δεσμεύονται από τη συμφωνία υπαγωγής της διαφοράς
στη διαιτησία, εμφανισθούν και λάβουν ανεπιφύλακτα μέρος στη διαιτητική
διαδικασία, η έλλειψη τηρήσεως του εγγράφου τύπου θεραπεύεται. Ειδική
πρόβλεψη γίνεται για την περίπτωση όπου η συμφωνία υπαγωγής στη διαιτησία
της ΡΑΕ αφορά μέλλουσες διαφορές. Τότε, η διαιτητική συμφωνία είναι έγκυρη,
μόνον αν καταρτισθεί εγγράφως και αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση, από
την οποία δύνανται να προέλθουν οι διαφορές. Η ρύθμιση αυτή είναι ίδια με το
άρθρο 868 ΚΠολΔ, ενώ ομοιάζει και με το άρθρο 43 ΚΠολΔ περί της συμφωνίας
παρεκτάσεως της (κατά τόπον) αρμοδιότητας τακτικού δικαστηρίου.
Στο Παράρτημα 3 του Κανονισμού Διαιτησίας υπάρχει υπόδειγμα όρου
(model clause) σε σύμβαση για υπαγωγή διαφοράς σε διαιτησία και ορίζει ότι: «Τα
συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν και συναποδέχονται ότι όλες οι διαφορές που
προκύπτουν ή σχετίζονται με την παρούσα σύμβαση, επιλύονται οριστικά σύμφωνα
με τον Κανονισμό Διαιτησίας της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας, από διαιτητικό
του Ν. 4001/2011 και τις κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδιδόμενες διατάξεις. 2. Σε περίπτωση μη επίτευξης
συμφωνίας διαιτησίας κατά την παράγραφο 1, η διαφορά αυτή υπάγεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία των
Δικαστηρίων των Αθηνών». 360
Προφανώς εκτός από την περίπτωση του έγγραφου, υπογεγραμμένου από τα μέρη, ιδιωτικού
συμφωνητικού.
164
δικαστήριο το οποίο διορίζεται και διεξάγει τη διαιτησία σύμφωνα με τα οριζόμενα
στον εν λόγω Κανονισμό». Στο εν λόγω υπόδειγμα δεν υπάρχει αναφορά στη
σύνθεση του διαιτητικού δικαστηρίου, τον τόπο και τη γλώσσα της διαιτησίας, στη
γραμματεία του διαιτητικού δικαστηρίου και στη δυνατότητα του τελευταίου να
λαμβάνει ασφαλιστικά μέτρα. Τα ζητήματα αυτά ρυθμίζονται εντός του
Κανονισμού διαιτησίας της ΡΑΕ στον οποίο θα πρέπει κανείς να ανατρέξει.
Σημειώνεται ότι ο Κανονισμός Διαιτησίας είναι διαθέσιμος στην ιστοσελίδα της
ΡΑΕ, μόνον στην ελληνική γλώσσα.
Η διαιτητική συμφωνία παύει να ισχύει, εφόσον η ίδια δεν ορίζει
διαφορετικά, 1) αν οι διαιτητές ή ο επιδιαιτητής που ορίσθηκαν με τη συμφωνία ή
κατόπιν όρισαν από κοινού οι συμβαλλόμενοι361
, αποβιώσουν ή δεν αποδεχθούν
ενός δέκα (όχι εργασίμων) ημερών τον ορισμό τους και δεν έχουν ορισθεί
αντικαταστάτες τους ή ο τρόπος της αντικατάστασης τους, 2) αν παρέλθει η
προθεσμία ισχύος της συμφωνίας που ορίσθηκε από την ίδια ή η προθεσμία που ο
Πρόεδρος της ΡΑΕ έθεσε για την ολοκλήρωση της διαδικασίας, χωρίς να
διευκρινίζεται εδώ αν εννοείται η διαδικασία διορισμού των διαιτητών ή η ίδια η
διαιτητική διαδικασία και 3) αν τα συμβαλλόμενα μέρη συνομολογήσουν
εγγράφως την κατάργηση της διαιτητικής συμφωνίας362
.
Το διαιτητικό δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να αποφανθεί για την ύπαρξη ή
την ισχύ της συμφωνίας διαιτησίας, κατά το άρθρο 13 § 5 του Κανονισμού
Διαιτησίας. Στο πλαίσιο αυτό, ρήτρα διαιτησίας που περιέχεται σε σύμβαση
θεωρείται αυτοτελής συμφωνία και αν το διαιτητικό δικαστήριο αποφανθεί ότι η
σύμβαση είναι άκυρη, τούτο δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ακυρότητα της
διαιτητικής ρήτρας.
361
Σε κάθε περίπτωση, από τον Κατάλογο Διαιτητών και Επιδιαιτητών της ΡΑΕ. 362
Άρθρο 9 του Κανονισμού Διαιτησίας της ΡΑΕ.
165
Β) Συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου
Η συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου ρυθμίζεται στο άρθρο 5 του
Κανονισμού διαιτησίας. Η επιλογή του μοναδικού διαιτητή έχει αποκλειστεί και η
σύνθεση του διαιτητικού δικαστηρίου είναι τριμελής. Αυτό αποτελείται από δυο
διαιτητές και έναν επιδιαιτητή (πρόεδρο του διαιτητικού δικαστηρίου), οι οποίοι
επιλέγονται είτε από τα μέρη είτε από τον Πρόεδρο της ΡΑΕ, κατά την τέταρτη
παράγραφο του άρθρου 5, υποχρεωτικά από τον κατάλογο διαιτητών και
επιδιαιτητών της ΡΑΕ363
. Τον επιδιαιτητή επιλέγουν οι δυο διαιτητές, επίσης από
τον ως άνω κατάλογο.
Κώλυμα ορισμού ενός προσώπου, ως διαιτητή, υπάρχει αν αυτό είναι
ανίκανο ή περιορισμένα ικανό προς δικαιοπραξία, καθώς και αν έχει καταδικαστεί
σε στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων364
. Διαιτητής δεν μπορεί βεβαίως να
οριστεί νομικό πρόσωπο365
. Ο ορισμός των διαιτητών, από τα μέρη είναι βεβαίως
αμετάκλητος, ήτοι δεν ανακαλείται.
Στο άρθρο 37 § 5 του ν. 4001/2001 ορίζεται ότι αν τα μέρη δεν ορίσουν
διαιτητή ή επιδιαιτητή, κατά τους ορισμούς των άρθρων 873-874 ΚΠολΔ,
εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 878 ΚΠολΔ, αλλά αντί του Μονομελούς
Πρωτοδικείου, αποφασίζει σχετικά ο Πρόεδρος της ΡΑΕ366
. Ο ίδιος αποφασίζει
επίσης και στις περιπτώσεις των άρθρων 880 § 2 (μη εκπλήρωση καθηκόντων
363
Βλ. άρθρο 1 § 2 του Κανονισμού Διαιτησίας 364
Άρθρο 5 § 2 και Παράρτημα Ι § 5 του Κανονισμού Διαιτησίας της ΡΑΕ. Τα εν λόγω κωλύματα δεν
θα πρέπει, βεβαίως, να υπάρχουν ούτε, κατά την εγγραφή στον κατάλογο διαιτητών ούτε κατά τον
ορισμό του διαιτητή. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, οι διαιτητές και ο επιδιαιτητές υπογράφουν υπεύθυνη
δήλωση με περιεχόμενο και ότι δεν στερούνται τη δικαιοπρακτική τους ικανότητα, ούτε έχουν στερηθεί
λόγω καταδίκης την άσκηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων, όπως αναφέρεται στην τελευταία
παράγραφο του υποδείγματος δήλωσης στο Παράρτημα 4 του ΚΔ της ΡΑΕ. 365
και ανεξαρτησίας» την οποία απευθύνει στην Ειδική Γραμματεία Μόνιμης
Διαιτησίας της ΡΑΕ. Ρητή αναφορά θα έπρεπε να γίνεται εδώ και για τις
αντίστοιχες υποχρεώσεις του επιδιαιτητή374
, αν και προφανώς ο ΚΔ εννοεί εν
προκειμένω και τον επιδιαιτητή, καθώς στο Παράρτημα 4 υπάρχει υπόδειγμα
δήλωσης υπό τον τίτλο: «Δήλωση ανεξαρτησίας διαιτητή και επιδιαιτητή», όπου
δηλώνεται υπεύθυνα η ανεξαρτησία και η αντικειμενικότητα της κρίσης του
υπογράφοντος, με βάση τα γεγονότα που αυτός γνωρίζει. Ο διαιτητής οφείλει,
δηλαδή να «αποκαλύψει» γραπτώς στην Ειδική Γραμματεία του Διαιτητικού
Δικαστηρίου της ΡΑΕ όλα τα γεγονότα ή τις συνθήκες που δύνανται να θέσουν σε
αμφισβήτηση την ανεξαρτησία του, όπως και όλες τις συνθήκες που μπορούν να
εγείρουν εύλογες αμφιβολίες σε σχέση με την αμεροληψία του. Περαιτέρω η
Ειδική Γραμματεία, πληροφορεί σχετικώς και εγγράφως τα μέρη και τάσσει
προθεσμία για την υποβολή σχολίων από αυτά.
Αναφορικά με την ευθύνη διαιτητών και επιδιαιτητή, αυτοί ευθύνονται,
κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους, μόνον για δόλο και βαρεία αμέλεια,
άρα όχι για ελαφρά αμέλεια375
.
Η διαιτητική διαδικασία ολοκληρώνεται, κατά κανόνα, με την έκδοση
διαιτητικής απόφασης. Το άρθρο 8 του ΚΔ της ΡΑΕ, με μια «ευρεία», πάντως,
διατύπωση, ορίζει ότι το διαιτητικό δικαστήριο «μεριμνά» ώστε η διαιτητική
διαδικασία να περατωθεί εντός έξι μηνών από την υποβολή της αίτησης
373
Άρθρο 6 § 2 του ΚΔ ΡΑΕ. 374
Βλ.σχετ. τις με αριθ. πρωτ. ΡΑΕ Ι-153563/19.03.2012 παρατηρήσεις του Ομίλου Επιχειρήσεων
Μυτιληναίου επί του «Σχεδίου Κανονισμού Διαιτησίας ΡΑΕ». 375
Άρθρο 7 του ΚΔ της ΡΑΕ.
169
προσφυγής στη διαιτησία, προφανώς για την ταχεία ολοκλήρωση της
διαιτησίας376
. Η πρόβλεψη αυτή εξειδικεύει το άρθρο 37 § 6 του ν. 4001/2011377
.
Σε περίπτωση, κατά την οποία, δεν τηρηθεί η ανωτέρω προθεσμία, ο Πρόεδρος της
ΡΑΕ, κατόπιν αίτησης οποιουδήποτε από τα μέρη, τάσσει εύλογη προθεσμία για
την ολοκλήρωση της διαδικασίας, ήτοι χορηγείται παράταση.
Σημειώνεται ότι ο Πρόεδρος της ΡΑΕ ή η γραμματεία του διαιτητικού
δικαστηρίου δεν λειτουργούν εν προκειμένω αυτεπάγγελτα, αλλά απαιτείται
αίτηση οιουδήποτε των μερών. Εντούτοις, το άρθρο 3 § 2 του ΚΔ της ΡΑΕ
προβλέπει ότι στα καθήκοντα της γραμματείας του διαιτητικού δικαστηρίου
ανήκει και η μέριμνα για την τήρηση των προθεσμιών, όπως της ανωτέρω για τη
δημοσίευση της διαιτητική απόφασης.
Τέλος, το διαιτητικό δικαστήριο μπορεί, με απόφαση του, να ζητήσει από τη
ΡΑΕ να διατυπώσει τη γνώμη της αναφορικά με ζητήματα που σχετίζονται με τις
ρυθμιστικές λειτουργίες της, ως ανεξάρτητης Αρχής, και είναι κρίσιμα για την
επίλυση της συγκεκριμένης διαφοράς, όπως προβλέπεται στο άρθρο 37 § 7 του ν.
4001/2011378
. Υπό ορισμένες συνθήκες πάντως, η εν λόγω γνώμη της ΡΑΕ,
μπορεί να διαδραματίσει ρόλο «γνώμης ειδικού εμπειρογνώμονα», για τον λόγο
376
Η διάταξη είναι αντίστοιχη του άρθρου 30 των Κανόνων Διαιτησίας του ICC (Article 30- Time Limit
for the Final Award), το όποιο ορίζει (αναλυτικότερα σε σχέση με την ως άνω διάταξη) συγκεκριμένα
ότι: «1. Τhe time limit within which the arbitral tribunal must render its final award is six months. Such
time limit shall start to run from the date of the last signature by the arbitral tribunal or by the parties of
the Terms of Reference or, in the case of application of Article 23 (3), the date of the notification to the
arbitral tribunal by the Secretariat of the approval of the Terms of Reference by the Court. The Court
may fix a different time limit based upon the procedural timetable established pursuant to Article 24 (2).
2. The Court may extend the time limit pursuant to a reasoned request from the arbitral tribunal or on its
own initiative if it decides it is necessary to do so» Σημειώνεται ότι τη χρονική διαχείριση της διαιτητικής
διαδικασίας και την εξουσία χορήγησης παράτασης στην έκδοση της διαιτητικής απόφασης, στη θεσμική
διαιτησία του ICC, την έχει το «Δικαστήριο» (the Court), που λειτουργεί ως κεντρική διοίκηση του ICC
όμως και όχι ως δικαιοδοτικό όργανο και όχι το διαιτητικό δικαστήριο (the arbitral tribunal). 377
Άρθρο 37 § 6 του ν. 4001/2011: «Το διαιτητικό δικαστήριο μεριμνά ώστε η διαδικασία έως και τη
δημοσίευση της απόφασης να έχει περατωθεί εντός έξι (6) μηνών από την κίνηση της διαδικασίας
διαιτησίας». 378 «7. Το διαιτητικό δικαστήριο δύναται με απόφασή του να ζητεί από τη ΡΑΕ τη διατύπωση γνώμης για
ζητήματα που άπτονται των ρυθμιστικών της αρμοδιοτήτων και είναι κρίσιμα για την επίλυση της
διαφοράς».
170
αυτό μάλιστα η ως άνω δυνατότητα της ΡΑΕ θα πρέπει να χρησιμοποιείται με
φειδώ και προσοχή, ιδίως όταν στο διαιτητικό δικαστήριο μετέχει μέλος της
ΡΑΕ379
.
4.3.4. Κανόνες για την εσωτερική διαιτησία
Τα άρθρα 10 έως 14 του ΚΔ της ΡΑΕ περιέχουν κανόνες σε σχέση με την
εσωτερική διαιτησία, στους κόλπους της μόνιμης διαιτησίας στη ΡΑΕ.
Α) Συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου
Με τη διαιτητική συμφωνία περί υπαγωγής της διαφοράς τους στη μόνιμη
διαιτησία της ΡΑΕ, τα μέρη μπορούν να ορίσουν διαιτητές και επιδιαιτητή. Εάν
δεν το πράξουν, το κάθε μέρος ορίζει έναν διαιτητή380
. Συμφωνία, η οποία
αναφέρει ότι το ένα από τα μέρη ορίζει διαιτητή και για το έτερο μέρος ή ότι τα
μέρη μπορούν να ορίσουν άνισο αριθμό διαιτητών, πάσχει από ακυρότητα. Κατά
τα λοιπά, εφαρμόζεται σχετικά το άρθρο 873 ΚΠολΔ. Ο επιδιαιτητής, αν δεν
ορίζεται με τη διαιτητική συμφωνία, θα οριστεί από τους διαιτητές, κατά το άρθρο
874 ΚΠολΔ381
. Σε περίπτωση θανάτου, άρνησης ή οποιουδήποτε κωλύματος των
ορισθέντων διαιτητών ή του επιδιαιτητή να διενεργήσουν τη διαιτησία,
προβλέπεται αντικατάστασή τους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 875
ΚΠολΔ382
.
Σε ό,τι αφορά στην αμοιβή των διαιτητή και του επιδιαιτητή, τα μέρη
υποχρεούνται να προκαταβάλουν το μισό της εν λόγω αμοιβής, καθώς και των
379
Πανάγος, Ενέργεια και Δίκαιο, τεύχος 15/2011, σελ.31-32. 380
Άρθρο 10 του ΚΔ της ΡΑΕ. 381
Άρθρο 874 ΚΠολΔ: «Αν οι διαιτητές είναι περισσότεροι και με τη συμφωνία για διαιτησία δεν
ορίζεται διαφορετικά, οι διαιτητές οφείλουν να ορίσουν τον επιδιαιτητή μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από
την τελευταία, κατά το άρθρο 873 παρ.2 γνωστοποίηση και να το ανακοινώσουν στα μέρη που
συνομολόγησαν τη συμφωνία.» 382
Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται όσα ορίζονται στις παραγράφους 3 έως 6 του άρθρου 5 του ΚΔ της
ΡΑΕ.
171
εξόδων της διαδικασίας, στα οποία περιλαμβάνεται και η αμοιβή του γραμματέα.
Στο σημείο αυτό, ο ΚΔ της ΡΑΕ παρεκκλίνει από τη ρύθμιση του άρθρου 882 § 1
ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο, το μέρος που καλεί για συζήτηση προκαταβάλλει
το μισό της αμοιβής του διαιτητή ή των διαιτητών και του επιδιαιτητή. Η
συγκεκριμενοποίηση του ποσού της προκαταβολής γίνεται, κατά τον ΚΔ της
ΡΑΕ383
, με πράξη του διαιτητικού δικαστηρίου384
, ενώ ο τελικός καθορισμός της
ως άνω αμοιβής, αλλά και των εξόδων της διαιτησίας λαμβάνει χώρα με την ίδια
τη διαιτητική απόφαση385
.
Οι διαιτητές και ο επιδιαιτητής ανακαλούνται και εξαιρούνται, σύμφωνα με
τα οριζόμενα στο άρθρο 883 ΚΠολΔ, το οποίο παραπέμπει στα άρθρα 52 § 1, 871
§ 2 και 878 ΚΠολΔ. Παραμένει, όμως, ασαφές αν για την εξαίρεση θα αποφασίσει
στο κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο κατά το άρθρο 878 ΚΠολΔ ή ο Πρόεδρος της
ΡΑΕ, μετά από εισήγηση της Ολομέλειας της, όπως προκύπτει από το άρθρο 902 §
2 περίπτωση α΄.
Β) Η διαιτητική διαδικασία
Το άρθρο 11 του ΚΔ της ΡΑΕ ορίζει στην πρώτη παράγραφο του αναλυτικά
το ελάχιστο περιεχόμενο, το οποίο θα πρέπει να έχει η (έγγραφη) αίτηση
διαιτησίας (request for arbitration), ήτοι: «(α) πλήρες ονοματεπώνυμο, ή επωνυμία,
διεύθυνση και στοιχεία επικοινωνίας εκάστου των μερών, (β) πλήρες
ονοματεπώνυμο, διεύθυνση και στοιχεία επικοινωνίας των προσώπων που
εκπροσωπούν τον αιτούντα στη διαιτησία, (γ) περιγραφή της διαφοράς και των
πραγματικών περιστατικών, στα οποία βασίζεται η αίτηση διαιτησίας και βάσει των
383
Άρθρο 10 § 4 του ΚΔ της ΡΑΕ. 384
Προφανώς μετά την συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου και πριν την έναρξη της διαιτητικής
διαδικασίας. 385
Κατά τα λοιπά, για τον προσδιορισμό αμοιβής και εξόδων εφαρμόζεται το άρθρο 882 ΚΠολΔ.
Επομένως για όσα (σχετικά) θέματα δεν υπάρχει ρύθμιση στον ΚΔ της ΡΑΕ, θα εφαρμοστούν οι
προβλέψεις του εν λόγω άρθρου.
172
οποίων προβάλλονται τα αιτήματα, (δ) το αίτημα κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και
ευσύνοπτο και, εφόσον αυτό είναι δυνατόν, χρηματική αποτίμηση των μη
χρηματικών αιτημάτων, (ε) αναφορά της διαιτητικής συμφωνίας, και, εάν τα
αιτήματα βασίζονται σε περισσότερες της μιας διαιτητικές συμφωνίες, αναφορά
όλων των διαιτητικών συμφωνιών, βάσει των οποίων προβάλλεται έκαστο των
αιτημάτων και (στ) κάθε ισχυρισμό που αφορά στη συγκρότηση του διαιτητικού
δικαστηρίου, τον τόπο της διαιτησίας, καθώς και το εφαρμοστέο σε αυτή δίκαιο».
Η αίτηση κατατίθεται στην Ειδική Γραμματεία του διαιτητικού δικαστηρίου
της ΡΑΕ, η οποία στη συνέχεια τη διαβιβάζει σε εκείνον εναντίον του οποίου
στρέφεται αυτή, και μάλιστα αμελλητί με συστημένη επιστολή με απόδειξη
παραλαβής ή με οποιονδήποτε άλλον πρόσφορο τρόπο και με απόδειξη
παραλαβής.
Αμυνόμενος ο καθ’ου στην αίτηση διαιτησίας (respondent) υποβάλλει
απάντηση (reply) εντός εξήντα ημερών από την παραλαβή της αίτησης. Το
ελάχιστο περιεχόμενο της απάντησης του καθ’ου περιέχεται στη δεύτερη
παράγραφο του άρθρου 11 και αφορά στα εξής στοιχεία: «(α) πλήρες
ονοματεπώνυμο ή επωνυμία, διεύθυνση και άλλα στοιχεία επικοινωνίας του καθ’ ού
η αίτηση, (β) πλήρες ονοματεπώνυμο, διεύθυνση και στοιχεία επικοινωνίας των
προσώπων που τον εκπροσωπούν στη διαιτησία, (γ) ισχυρισμούς και παρατηρήσεις
επί του αντικειμένου της διαφοράς και ιδίως επί των πραγματικών περιστατικών,
στα οποία βασίζεται η αίτηση διαιτησίας και βάσει των οποίων προβάλλονται τα
αιτήματα, (δ) απάντηση επί του αιτήματος (ε) κάθε ισχυρισμό και πρόταση σε σχέση
με την συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου, τον τόπο της διαιτησίας, καθώς και
το εφαρμοστέο σε αυτή δίκαιο».
Στην ίδια προθεσμία, ο καθ’ου η αίτηση μπορεί να ασκήσει ανταίτηση, η
οποία βεβαίως θα πρέπει να περιέχει τα ανωτέρω αναφερόμενα στοιχεία της
αίτησης. Η αίτηση και η ανταίτηση ασκούνται με τον ίδιο τρόπο. Κατατίθενται
173
στην Ειδική Γραμματεία του διαιτητικού δικαστηρίου της ΡΑΕ, η οποία τις
διαβιβάζει αμελλητί με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής ή με
οποιονδήποτε άλλον πρόσφορο τρόπο και με απόδειξη παραλαβής στον αιτούντα.
Σε σχέση με τον τόπο της διαιτησίας (seat of arbitration), το άρθρο 12 του
ΚΔ της ΡΑΕ ορίζει ότι τα μέρη έχουν εξουσία να καθορίσουν τον τόπο διαιτησίας.
Αν δεν υπάρχει σχετική συμφωνία, είτε διότι τα μέρη αμέλησαν να ορίσουν τον
τόπο ή διότι δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν σχετικά, ο τόπος της διαιτησίας
καθορίζεται από το διαιτητικό δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις της
υπόθεσης και τις απόψεις των μερών. Στο πλαίσιο της ευελιξίας που χαρακτηρίζει
τη διαιτητική διαδικασία και αν τα μέρη δεν έχουν συμφωνήσει διαφορετικά, το
διαιτητικό δικαστήριο μπορεί, κατόπιν συνεννοήσεως με τους διαδίκους και εκτός
αντίθετης συμφωνίας τους, να διενεργεί συνεδριάσεις σε οποιονδήποτε τόπο κρίνει
κατάλληλο386
, προκειμένου να διασκεφθεί, να εξετάσει μάρτυρες,
πραγματογνώμονές ή τους διαδίκους ή ακόμη να ενεργήσει αυτοψία ή να λάβει
γνώση εγγράφων.
Η διάρθρωση της διαιτητικής διαδικασίας περιγράφεται στο άρθρο 13 του
ΚΔ. Η διαιτητική διαδικασία διεξάγεται ενώπιον των διαιτητών και του
επιδιαιτητή, οι οποίοι συγκροτούν το διαιτητικό δικαστήριο και ενεργούν από
κοινού. Οι διαιτητές και ο επιδιαιτητής καλούν τους διαδίκους να υποβάλουν τους
ισχυρισμούς και τις παρατηρήσεις τους επί όσων αναφέρονται στην αίτηση
διαιτησίας, στην απάντηση και στην τυχόν ανταίτηση του καθ’ ού η αίτηση, εντός
προθεσμίας 30 ημερών από τη λήψη της σχετικής ενημέρωσης. Κατά τα λοιπά οι
διαιτητές και ο επιδιαιτητής διαμορφώνουν κατά την ελεύθερη κρίση τους τη
διαιτητική διαδικασία, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στη συμφωνία διαιτησίας.
Θεμελιώδης για την ομαλότητα της διαιτητικής διαδικασίας είναι η αρχή της
ισότητας των διαδίκων, οι οποίοι πρέπει να καλούνται να παραστούν κατά τις 386
Άρα και εκτός Αθηνών.
174
συζητήσεις, να αναπτύξουν προφορικώς ή εγγράφως τους ισχυρισμούς τους και να
προσκομίσουν τα μέσα αποδείξεως.
Η διεύθυνση της συζήτησης ανήκει στον επιδιαιτητή, οι δε διάδικοι έχουν
δικαίωμα να επιχειρούν όλες τις διαδικαστικές πράξεις και να παρίστανται
αυτοπροσώπως, μετά ή δια πληρεξουσίου δικηγόρου.
Αν δεν υπάρχει διαφορετική πρόβλεψη στην συμφωνία διαιτησίας, η
υπόθεση εκδικάζεται, ακόμη και αν οι διάδικοι παραλείψουν να απαντήσουν στο
άλλο μέρος, να προβάλουν ισχυρισμούς ή/και να προσκομίσουν αποδεικτικά μέσα.
Στην εξουσία του διαιτητικού δικαστηρίου ανήκει τόσο η απόφανση για τη
δικαιοδοσία του (competence competence), όσο και για την ύπαρξη ή την ισχύ της
διαιτητικής συμφωνίας. Για τον σκοπό αυτό, ρήτρα διαιτησίας που περιέχεται σε
σύμβαση θεωρείται, ως αυτοτελής συμφωνία. Επομένως, απόφαση του διαιτητικού
δικαστηρίου ότι η σύμβαση είναι άκυρη δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη και
ακυρότητα της διαιτητικής ρήτρας.
Στο πλαίσιο συγκεντρώσεως, τρόπον τινά, των ισχυρισμών των διαδίκων σε
ορισμένα στάδια της διαδικασίας, προβλέπεται ότι μετά την υποβολή της
απάντησης του καθ’ού η αίτηση, δεν μπορεί να προβληθεί ένσταση έλλειψης
δικαιοδοσίας του διαιτητικού δικαστηρίου. Η προβολή της εν λόγω ένστασης δεν
αποκλείεται, πάντως, από το γεγονός ότι το μέρος που την προβάλλει όρισε
διαιτητή ή συνέπραξε στον διορισμό του.
Περαιτέρω, η ένσταση ότι το διαιτητικό δικαστήριο υπερβαίνει τα όρια της
εξουσίας του, προτείνεται αμέσως μόλις ανακύψει το σχετικό ζήτημα στη
διαιτητική διαδικασία. Και στις δύο περιπτώσεις, όμως, το διαιτητικό δικαστήριο
μπορεί να κάνει δεκτή ένσταση, η οποία υποβάλλεται σε μεταγενέστερο χρόνο, αν
θεωρήσει δικαιολογημένη την καθυστερημένη υποβολή της.
Επί των ανωτέρω ενστάσεων, το διαιτητικό δικαστήριο μπορεί να
αποφανθεί είτε με προδικαστική απόφαση είτε με την (τελική) απόφαση επί της
175
ουσίας της διαφοράς. Αν το διαιτητικό δικαστήριο αποφανθεί, μέσω
προδικαστικής απόφασης ότι έχει δικαιοδοσία, τότε η διαιτητική διαδικασία
συνεχίζεται και εκδίδεται απόφαση επί της ουσίας, αναπόσπαστο μέρος της οποίας
θεωρείται η προδικαστική απόφαση. Η προδικαστική απόφαση προσβάλλεται
μόνο μαζί με την απόφαση επί της ουσίας387
, κατά τους όρους και τη διαδικασία
που ισχύει για την αγωγή ακύρωσης.
Αναφορικά με την αποδεικτικά διαδικασία, κάθε διάδικο μέρος φέρει το
βάρος αποδείξεως (burden of proof) των ισχυρισμών του. Το διαιτητικό
δικαστήριο δύναται, πάντως, να κατανείμει με διαφορετικό τρόπο το βάρος
αποδείξεως, εφόσον κρίνει ότι ορισμένο διάδικο μέρος δικαιολογημένα δεν μπορεί
να ανταποκριθεί στο βάρος αποδείξεως που το βαρύνει, ενώ ταυτόχρονα
πιθανολογεί ότι τα αποδεικτικά μέσα βρίσκονται στην κατοχή του άλλου διαδίκου
και ασκούν ουσιώδη επιρροή στην εκδίκαση της διαφοράς. Εάν υποβληθεί αίτημα
επίδειξης εγγράφων (request for disclosure of documents) και στοιχείων από το
ένα μέρος στο άλλο, το διαιτητικό δικαστήριο διατάσσει την προσκομιδή των
εγγράφων και στοιχείων που κρίνει απαραίτητα για την ικανοποίηση του
αιτήματος, ανεξαρτήτως από το αν αυτά μνημονεύονται ειδικώς στην αίτηση,
αρκεί να προσδιορίζεται το αντικείμενο της αποδείξεως. Προκειμένου μάλιστα, το
διαιτητικό δικαστήριο να προσδιορίσει τα ως άνω έγγραφα και στοιχεία, απευθύνει
ειδικό ερώτημα στο διάδικο εναντίον του οποίου στρέφεται η αίτηση, ώστε να
διαπιστώσει, ποια έγγραφα και στοιχεία ευρίσκονται στην κατοχή του, εφόσον το
αντίδικο μέρος δεν έχει τη δυνατότητα να τα προσδιορίσει επακριβώς.
Το διαιτητικό δικαστήριο έχει την εξουσία, αν το κρίνει σκόπιμο να ζητήσει,
είτε ex officio είτε κατόπιν αιτήσεως μέρους, τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης
(expert’s opinion) από φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διαθέτει ειδική εμπειρία ή
γνώσεις τέχνης ή επιστήμης επί συγκεκριμένου αντικειμένου. Ειδικώς επί 387
Ρύθμιση ανάλογη προς το άρθρο 513 § 2 ΚΠολΔ.
176
ζητημάτων ρυθμιστικής αρμοδιότητας ή γνωστικού αντικειμένου της ΡΑΕ, τα
οποία είναι κρίσιμα για τη διάγνωση της διαφοράς, προβλέπεται η δυνατότητα να
ζητηθεί η διατύπωση γνώμης της Ολομέλειας της ΡΑΕ, η οποία εκτιμάται
ελεύθερα από το διαιτητικό δικαστήριο. Από την σχετική συνεδρίαση απέχουν,
όμως, τα μέλη της ΡΑΕ, τα οποία έχουν τυχόν ορισθεί ως διαιτητές ή επιδιαιτητές
στη συγκεκριμένη διαιτητική διαδικασία. Στο ίδιο πλαίσιο, επί ζητημάτων
αρμοδιότητας της ΡΑΕ μπορεί να ζητηθεί από αυτήν, η υπόδειξη
πραγματογνωμόνων με τις απαιτούμενες ειδικές γνώσεις. Κατά τα λοιπά, η
αποδεικτική διαδικασία διεξάγεται κατά τους όρους του άρθρου 888 ΚΠολΔ.
Είναι ιδιαίτερα σημαντικό και μάλλον μειονέκτημα για την
«ελκυστικότητα» της διαιτητικής διαδικασίας στη μόνιμη διαιτησία της ΡΑΕ, ότι
επί εσωτερικής διαιτησίας, το διαιτητικό δικαστήριο δεν επιτρέπεται να αποφανθεί
επί αιτήσεων λήψεως ασφαλιστικών μέτρων (interim measures), καθώς και επί
αιτήσεων ανακλήσεως ή μεταρρυθμίσεως αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων, ενώ
κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η διάταξη το άρθρο 889 § 2 ΚΠολΔ.
Ως προς το ζήτημα του εφαρμοστέου δικαίου, αν δεν ορίζεται διαφορετικά
στη συμφωνία διαιτησίας, οι διαιτητές εκδικάζουν τη διαφορά βάσει της
ισχύουσας εθνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Με τη συμφωνία διαιτησίας δεν
είναι μάλιστα δυνατό να αποκλεισθεί η εφαρμογή κανόνων αναγκαστικού δικαίου
ή να κληθούν προς εφαρμογή κανόνες δικαίου που αντιβαίνουν στη δημόσια τάξη
κατά την ΑΚ 33. Το διαιτητικό δικαστήριο μπορεί, με απόφαση του, να ζητεί τη
διατύπωση γνώμης από τη ΡΑΕ για ζητήματα που άπτονται των ρυθμιστικών της
αρμοδιοτήτων και είναι κρίσιμα για την επίλυση της υπό διαιτησία διαφοράς, η εν
λόγω γνώμη, πάντως, δεν είναι δεσμευτική για το διαιτητικό δικαστήριο.
177
Τα σχετικά με την έκδοση της διαιτητικής απόφασης, το αναγκαίο
περιεχόμενο της, τη διόρθωση ή ερμηνεία της και την προσβολή της, ρυθμίζονται
στο άρθρο 14 του ΚΔ της ΡΑΕ388
.
4.3.5. Κανόνες για τη διεθνή διαιτησία
Α) Προσδιορισμός της διεθνούς διαιτησίας
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15 του ΚΔ της ΡΑΕ, διεθνής είναι η
διαιτησία όταν: «(α) τα μέρη έχουν, κατά τη σύναψη της συμφωνίας διαιτησίας, την
εγκατάστασή τους σε διαφορετικά κράτη ή (β) ένας από τους ακόλουθους τόπους,
δεν βρίσκεται στο κράτος στο οποίο τα μέρη έχουν την εγκατάστασή τους: (βα) ο
τόπος της διαιτησίας, αν αυτός καθορίζεται από τη συμφωνία διαιτησίας ή
προκύπτει από αυτήν, (ββ) οποιοσδήποτε τόπος στον οποίο πρόκειται να εκπληρωθεί
σημαντικό μέρος των υποχρεώσεων που απορρέουν από την εμπορική σχέση ή ο
τόπος με τον οποίο συνδέεται στενά το αντικείμενο της διαφοράς ή (γ) τα μέρη ρητά
συμφώνησαν ότι το αντικείμενο της συμφωνίας διαιτησίας σχετίζεται με
περισσότερες χώρες.
Στις διεθνείς διαιτησίες της ΡΑΕ, εφαρμοστέοι, κατά τη διαιτητική
διαδικασία, κανόνες είναι αυτοί του δικαίου του τόπου της διαιτησίας. Είναι,
ωστόσο, δυνατή με βάση ρητή σχετική συμφωνία των μερών η εφαρμογή των
κανόνων των άρθρων 867 έως 901 του ΚΠολΔ και εν προκειμένω. Η υπαγωγή,
μάλιστα τα σχετικά άρθρα του ΚΠολΔ, δεν αναιρεί τον χαρακτήρα της διαιτησίας
ως διεθνούς. Η εν λόγω ρύθμιση δεν είναι πάντως σαφής, καθώς δεν διευκρινίζεται
αν στην περίπτωση διεθνούς διαιτησίας, όπου τα μέρη συμφωνήσαν ως lex arbitri
τις ρυθμίσεις των άρθρων 867-901 ΚΠολΔ, εφαρμόζεται και πάλι το τρίτο τμήμα
του ΚΔ της ΡΑΕ περί διεθνούς διαιτησίας, λήψη ασφαλιστικών μέτρων από το
διαιτητικό δικαστήριο κλπ. 388
Βλ. κατωτέρω υπό κεφ. 5.2.
178
Β) Δικαιοδοσία διαιτητικού δικαστηρίου
Η δικαιοδοσία του διαιτητικού δικαστηρίου ρυθμίζεται στο άρθρο 16 του
ΚΔ της ΡΑΕ, όπου ορίζεται ότι διαιτητικό δικαστήριο αποφαίνεται για τη
δικαιοδοσία του (competence competence) και την ύπαρξη ή την ισχύ της
συμφωνίας διαιτησίας. Για τον λόγο αυτό, ρήτρα διαιτησίας, η οποία περιέχεται σε
σύμβαση θεωρείται αυτοτελής συμφωνία και ενδεχόμενη απόφαση του διαιτητικού
δικαστηρίου ότι η σύμβαση είναι άκυρη, δεν συνεπάγεται κατ' ανάγκη ακυρότητα
της διαιτητικής ρήτρας.
Μετά την υποβολή της απάντησης του καθ’ ου η αίτηση για διαιτησία, δεν
μπορεί να προβληθεί ένσταση έλλειψης δικαιοδοσίας του διαιτητικού δικαστηρίου.
Η προκείμενη ένσταση δεν αποκλείεται, πάντως, από το γεγονός ότι το μέρος που
την προβάλλει όρισε διαιτητή ή συνέπραξε στο διορισμό του. Ένσταση η οποία
βασίζεται στον ισχυρισμό ότι το διαιτητικό δικαστήριο υπερβαίνει τα όρια της
εξουσίας του, προτείνεται αμέσως μόλις το σχετικό ζήτημα ανακύψει στη
διαιτητική διαδικασία. Και στις δυο αυτές περιπτώσεις το διαιτητικό δικαστήριο
μπορεί να κάνει δεκτή ένσταση, η οποία υποβάλλεται σε μεταγενέστερο χρόνο, αν
θεωρεί δικαιολογημένη την καθυστερημένη υποβολή της.
Το διαιτητικό δικαστήριο αποφαίνεται για τις ως άνω ενστάσεις είτε με
προδικαστική απόφαση είτε με την τελική) απόφαση επί της ουσίας της διαφοράς.
Αν μάλιστα το διαιτητικό δικαστήριο αποφανθεί με προδικαστική απόφαση ότι
έχει δικαιοδοσία, η διαιτητική διαδικασία συνεχίζεται και εκδίδεται απόφαση επί
της ουσίας, αναπόσπαστο μέρος της οποίας θεωρείται η προδικαστική απόφαση. Η
προδικαστική απόφαση προσβάλλεται μόνο μαζί με την τελική απόφαση επί της
ουσίας, σύμφωνα με όσα προβλέπονται για την αγωγή ακύρωσης.
179
Γ) Συγκρότηση διαιτητικού δικαστηρίου
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17 του ΚΔ της ΡΑΕ, για τον ορισμό
των διαιτητών και του επιδιαιτητή καθώς και τη συγκρότηση του διαιτητικού
δικαστηρίου, εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα 5 και 10 του ΚΔ με την
επιφύλαξη ότι σε περίπτωση διεθνούς διαιτησίας, ειδική σημασία δίδεται
αναφορικά με το κριτήριο επιλογής των διαιτητών, στην εμπειρία τους σε διεθνείς
διαιτησίες, στην ευχέρεια στη χρήση ξένων γλωσσών, καθώς και στην εν γένει
εμπειρία τους στην επίλυση διεθνών διαφορών. Περαιτέρω, για τον ορισμό
διαιτητών, ισχύουν όσα αναφέρονται στο άρθρο 11 του ν. 2735/1999.
Σε ό,τι αφορά στην αμοιβή διαιτητών και επιδιαιτητή, τα μέρη υποχρεούνται
να προκαταβάλουν το μισό της αμοιβής αυτών, καθώς και των εξόδων της
διαδικασίας, στα οποία περιλαμβάνεται και η αμοιβή του γραμματέα. Το ποσό της
προκαταβολής προσδιορίζεται από το διαιτητικό δικαστήριο με πράξη του. Ο
τελικός καθαρισμός της αμοιβής των διαιτητών και του επιδιαιτητή, καθώς και
των εξόδων της διαδικασίας διενεργείται, βεβαίως, με τη διαιτητική απόφαση.
Αξιοσημείωτο είναι ότι οι περιορισμοί επί της αμοιβής των διαιτητών που
περιέρχονται στις διατάξεις του ΚΠολΔ δεν ισχύουν, αν η διαιτησία ή η διαφορά
έχει οποιοδήποτε στοιχείο αλλοδαπότητας ή επηρεάζει άμεσα ή έμμεσα τις
διεθνείς ή διασυνοριακές συναλλαγές.
Δ) Η διαιτητική διαδικασία
Επί της διαιτητικής διαδικασίας, αναλυτικές ρυθμίσεις περιέχονται στο άρθρο
18 του ΚΔ της ΡΑΕ. Η αίτηση διαιτησίας θα πρέπει να περιέχει τουλάχιστον τα
εξής στοιχεία: «(α) πλήρες ονοματεπώνυμο, διεύθυνση και στοιχεία επικοινωνίας
εκάστου των μερών, (β) πλήρες ονοματεπώνυμο, διεύθυνση και στοιχεία
επικοινωνίας των προσώπων που εκπροσωπούν τον αιτούντα στη διαιτησία, (γ)
περιγραφή της διαφοράς και των πραγματικών περιστατικών στα οποία βασίζεται η
180
αίτηση διαιτησίας και βάσει των οποίων προβάλλονται τα αιτήματα, (δ) το αίτημα
κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο και, εφόσον αυτό είναι δυνατόν,
χρηματική αποτίμηση των μη χρηματικών αιτημάτων, (ε) την διαιτητική συμφωνία,
και, εάν τα αιτήματα βασίζονται σε περισσότερες της μίας διαιτητικές συμφωνίες,
αναφορά όλων των διαιτητικών συμφωνιών βάσει των οποίων έκαστο των
αιτημάτων προβάλλεται, και (στ) κάθε ισχυρισμό και πρόταση σε σχέση με τη
συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου, καθώς και με τη γλώσσα και τον τόπο της
διαιτησίας, καθώς και το εφαρμοστέο σε αυτή δίκαιο».
Η αίτηση διαιτησίας κατατίθεται στην Ειδική Γραμματεία του Διαιτητικού
Δικαστηρίου της ΡΑΕ, η οποία στη συνέχεια τη διαβιβάζει στον καθ’ου η αίτηση
αμελλητί με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής, ή με οποιονδήποτε
άλλον πρόσφορο τρόπο και με απόδειξη παραλαβής. Ο καθ’ου η αίτηση μπορεί
εντός 60 ημερών από την παραλαβή της αίτησης να υποβάλλει απάντηση η οποία
θα πρέπει να έχει τουλάχιστον το εξής περιεχόμενο « (α) πλήρες ονοματεπώνυμο,
διεύθυνση και άλλα στοιχεία επικοινωνίας του καθού η αίτηση, (β) πλήρες
ονοματεπώνυμο, διεύθυνση και στοιχεία επικοινωνίας των προσώπων που τον
εκπροσωπούν στην διαιτησία, (γ) παρατηρήσεις και σχόλια επί του αντικειμένου της
διαφοράς και ιδίως επί των πραγματικών περιστατικών, στα οποία βασίζεται η
αίτηση διαιτησίας και βάσει των οποίων προβάλλονται τα αιτήματα, (δ) απάντηση
επί του αιτήματος, (ε) κάθε ισχυρισμό και πρόταση σε σχέση με τη συγκρότηση του
διαιτητικού δικαστηρίου καθώς και με τη γλώσσα και τον τρόπο της διαιτησίας και
το εφαρμοστέο σε αυτήν δίκαιο».
Εντός της ίδιας προθεσμίας, ο καθ’ ου η αίτηση μπορεί να ασκήσει και
ανταίτηση, που θα πρέπει να έχει το ελάχιστο περιεχόμενο της αίτησης, όπως αυτό
αναφέρεται ανωτέρω. Η ανταίτηση ασκείται όπως η αίτηση. Οι ως άνω
προθεσμίες απάντησης, μπορούν πάντως να παραταθούν, κατόπιν αίτησης του
καθ’ ού η αίτηση, με απόφαση της Ειδικής Γραμματείας Μόνιμης Διαιτησίας.
181
Επιπλέον, σε αντίθεση με όσα προβλέπονται επί εσωτερικής διαιτησίας, ο καθ’ ού
η αίτηση μπορεί να υποβάλλει ανταπάντηση σε κάθε απάντηση εντός τριάντα
ημερών από την παραλαβή της απάντησης από την Ειδική Γραμματεία Μόνιμης
Διαιτησίας. Πριν την παραπομπή δε του φακέλου στην Ειδική Γραμματεία
Μόνιμης Διαιτησίας, αυτή μπορεί να παρατείνει την προθεσμία για την κατάθεση
ανταπάντησης389
.
Αναφορικά με το εφαρμοστέο δίκαιο, το άρθρο 19 του ΚΔ ορίζει ότι το
διαιτητικό δικαστήριο εφαρμόζει τους κανόνες ουσιαστικού δικαίου που επέλεξαν
τα μέρη. Αν, μάλιστα, δεν έχει συμφωνηθεί ρητά το αντίθετο, η παραπομπή στο
δίκαιο ή δικανικό σύστημα ενός κράτους θεωρείται ως άμεση παραπομπή στο
ουσιαστικό δίκαιο και όχι στους κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του εν λόγω
κράτους. Εφόσον τα μέρη δεν προέβλεψαν σχετικά, το διαιτητικό δικαστήριο
εφαρμόζει το ουσιαστικό δίκαιο που καθορίζεται από τον κανόνα ιδιωτικού
διεθνούς δικαίου, τον οποίο το διαιτητικό δικαστήριο θεωρεί ότι αρμόζει
περισσότερο στη συγκεκριμένη υπόθεση.
Το διαιτητικό δικαστήριο αποφασίζει κατά δικαία κρίση (conciliator), μόνον
στην περίπτωση που τα μέρη το έχουν ρητά εξουσιοδοτήσει προς τούτο.
Σε κάθε περίπτωση, το διαιτητικό δικαστήριο αποφασίζει σύμφωνα με τους
όρους της σύμβασης και αφού λάβει υπόψη τα συναλλακτικά ήθη που αρμόζουν
στη συγκεκριμένη συναλλαγή.
Tα περί του τόπου της διαιτησίας ρυθμίζονται στο άρθρο 20 του ΚΔ. Τα
μέρη έχουν την εξουσία να καθορίζουν τον τόπο διαιτησίας και αν δεν έχουν
συμφωνήσει σχετικά, αυτός θα καθοριστεί από το διαιτητικό δικαστήριο,
λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις της υπόθεσης. Αν, μάλιστα, τα μέρη δεν
έχουν συμφωνήσει διαφορετικά, το διαιτητικό δικαστήριο μπορεί, κατόπιν 389 Η Ειδική Γραμματεία Μόνιμης Διαιτησίας κοινοποιεί αμελλητί στα μέρη τα έγγραφα που
κατατίθενται ενώπιον της, σύμφωνα με το άρθρο 18 του ΚΔ της ΡΑΕ.
182
συνεννοήσεως με τους διαδίκους και εκτός αντίθετης συμφωνίας τους, να
συνεδριάζει σε οποιοδήποτε τόπο κρίνει κατάλληλο, προκειμένου να διασκεφθεί,
να εξετάσει μάρτυρες, πραγματογνώμονες ή τους διαδίκους ή να διενεργήσει
αυτοψία ή να λάβει γνώση εγγραφών.
Επί διεθνούς διαιτησίας, είναι εύλογο ότι απαιτείται ρύθμιση και για τον
καθορισμό της γλώσσας της διαδικασίας. Πρόκειται για το άρθρο 21 του, το οποίο
ορίζει ότι τα μέρη έχουν την εξουσία να καθορίσουν τη γλώσσα ή τις γλώσσες που
χρησιμοποιούνται στη διαιτητική διαδικασία, ενώ αν δεν υπάρχει σχετική
συμφωνία, το ζήτημα ρυθμίζεται από το διαιτητικό δικαστήριο. Επιπρόσθετα, αν
δεν υπάρχει διαφορετική πρόβλεψη από τα μέρη, ο πιο πάνω καθορισμός ισχύει
για κάθε έγγραφη δήλωση των μερών, την προφορική διαδικασία, τις αποφάσεις
και τις κοινοποιήσεις του διαιτητικού δικαστηρίου. Το διαιτητικό δικαστήριο
μπορεί μάλιστα να διατάξει να συνοδεύονται τα έγγραφα από μετάφραση στη
γλώσσα ή στις γλώσσες που συμφώνησαν τα μέρη ή που καθόρισε το ίδιο.
Η διαιτητική διαδικασία διεξάγεται, κατά τους ορισμούς του άρθρου 22 του
ΚΔ, ενώπιον των διαιτητών και του επιδιαιτητή, οι οποίοι συγκροτούν το
διαιτητικό δικαστήριο και ενεργούν από κοινού. Οι διαιτητές και ο επιδιαιτητής
καλούν τους διαδίκους να υποβάλουν τους ισχυρισμούς και τις παρατηρήσεις τους
επί όσων αναφέρονται στην αίτηση διαιτησίας, στην απάντηση και στην ανταίτηση
του καθ’ ού η αίτηση εντός προθεσμίας 30 ημερών. Κατά τα λοιπά οι διαιτητές και
ο επιδιαιτητής διαμορφώνουν κατά την ελεύθερη κρίση τους τη διαιτητική
διαδικασία, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στη συμφωνία διαιτησίας.’
Και εν προκειμένω, θα πρέπει να τηρείται απαρέγκλιτα η αρχή της ισότητας
των διαδίκων, οι οποίοι πρέπει να καλούνται να παραστούν κατά τις συζητήσεις,
να αναπτύξουν προφορικώς ή εγγράφως τους ισχυρισμούς τους και να
προσκομίσουν τα μέσα απόδειξης.
183
Η συζήτηση διευθύνεται από τον διαιτητή και οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να
επιχειρούν όλες τις διαδικαστικές πράξεις και να παρίστανται αυτοπροσώπως ή να
παρίστανται μετά η δια πληρεξουσίου δικηγόρου. Αν δεν ορίζεται διαφορετικά με
τη συμφωνία διαιτησίας, η υπόθεση εκδικάζεται, ακόμη και αν οι διάδικοι
παραλείψουν να απαντήσουν και να προβάλουν ισχυρισμούς ή να προσκομίσουν
αποδεικτικά μέσα.
Ε) Η αποδεικτική διαδικασία
Ως προς την αποδεικτική διαδικασία, αναλυτικές ρυθμίσεις περιέχουν τα άρθρα
23-24 του ΚΔ. Το πρώτο από αυτά προβλέπει, ότι εφόσον το διαιτητικό
δικαστήριο το κρίνει σκόπιμο, μπορεί να ζητήσει, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε
κατόπιν αιτήσεως μέρους, τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από φυσικό ή
νομικό πρόσωπο που διαθέτει ειδική εμπειρία ή γνώσεις τέχνης ή επιστήμης επί
συγκεκριμένου αντικειμένου. Ειδικώς επί ζητημάτων ρυθμιστικής αρμοδιότητας ή
γνωστικού αντικειμένου της ΡΑΕ, τα οποία είναι κρίσιμα για τη διάγνωση της
διαφοράς, μπορεί να ζητηθεί από το διαιτητικό δικαστήριο η διατύπωση γνώμης
από τη ΡΑΕ, η οποία εκτιμάται ελεύθερα από το διαιτητικό δικαστήριο. Ομοίως,
επί ζητημάτων αρμοδιότητας της ΡΑΕ μπορεί να ζητηθεί από αυτήν η υπόδειξη
πραγματογνωμόνων με τις απαιτούμενες ειδικές γνώσεις.
Κάθε διάδικο μέρος φέρει το βάρος αποδείξεως των ισχυρισμών του390
. Το
διαιτητικό δικαστήριο μπορεί να κατανείμει με διαφορετικό τρόπο το βάρος
αποδείξεως, εφόσον η κατανομή του βάρους αποδείξεως δεν συνιστά κανόνα
αναγκαστικού δικαίου κατά το εφαρμοστέο δίκαιο, σε περίπτωση κατά την οποία
κρίνει ότι από δικαιολογημένη αδυναμία το διάδικο μέρος δεν μπορεί να
ανταποκριθεί στο βάρος αποδείξεως που το βαρύνει, ενώ ταυτόχρονα πιθανολογεί
390
Άρθρο 24 του ΚΔ της ΡΑΕ.
184
ότι τα αποδεικτικά μέσα ευρίσκονται στην κατοχή του άλλου διάδικου μέρους και
ασκούν ουσιώδη επιρροή στην εκδίκαση της διαφοράς.
Σε περίπτωση υποβολής αιτήματος επίδειξης εγγράφων από το ένα μέρος στο
άλλο, το διαιτητικό δικαστήριο διατάσσει την προσκομιδή των εγγράφων που
κρίνει απαραίτητα για την ικανοποίηση του αιτήματος, ανεξαρτήτως εάν αυτά
μνημονεύονται ειδικώς στην αίτηση, αρκεί να περιγράφεται το αντικείμενο της
απόδειξης391
. Το διαιτητικό δικαστήριο, προκειμένου να προσδιορίσει τα έγγραφα,
απευθύνει ειδικό ερώτημα στο υπόχρεο διάδικο μέρος, με σκοπό να διαπιστώσει
εάν και ποια έγγραφα και στοιχεία ευρίσκονται στην κατοχή και διάθεση του,
εφόσον το αντίδικο μέρος δεν έχει τη δυνατότητα να τα προσδιορίσει επακριβώς.
Στ) Λήψη ασφαλιστικών μέτρων
Σε περίπτωση διεθνούς διαιτησίας, όπως ορίζεται στα άρθρα 15 και 26 του ΚΔ
και με την επιφύλαξη διαφορετικής συμφωνίας των μερών το διαιτητικό
δικαστήριο μπορεί, έπειτα από την υποβολή αιτήσεως ενός εκ των μερών, να
διατάξει τα ασφαλιστικά μέτρα τα οποία θεωρεί αναγκαία σχετικά με το
αντικείμενο της διαφοράς. Το διαιτητικό δικαστήριο μπορεί, μάλιστα, να
υποχρεώσει οποιοδήποτε μέρος σε εγγυοδοσία σχετικά με αυτά τα μέτρα. Κάθε
τέτοιο μέτρο λαμβάνει τη μορφή αιτιολογημένης απόφασης.
Πριν τη συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου, και, εφόσον συντρέχουν οι
απαιτούμενες προϋποθέσεις, ακόμη και κατόπιν της συγκρότησης του, οι διάδικοι
μπορούν, και στην περίπτωση διεθνούς διαιτησίας να αιτηθούν τη λήψη
ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον των τακτικών (πολιτειακών δικαστηρίων).
Ωστόσο, η επιρροή ενός τέτοιου αιτήματος και ιδίως το εάν συνιστά παραβίαση
της διαιτητικής συμφωνίας ή παραίτηση από αυτή, θα κριθεί, σύμφωνα με το
391 Άρθρο 25 του ΚΔ της ΡΑΕ.
185
δίκαιο του τόπου της διαιτησίας. Κάθε αίτημα δε περί λήψεως ασφαλιστικών
μέτρων, καθώς και κάθε απόφαση, δυνάμει της οποίας διατάσσονται ασφαλιστικά
μέτρα από αρμόδια δικαστική αρχή, πρέπει να κοινοποιείται αμελλητί στην Ειδική
Γραμματεία του Διαιτητικού Δικαστηρίου της ΡΑΕ, η οποία με τη σειρά της
ενημερώνει σχετικώς το διαιτητικό δικαστήριο. Η εφαρμογή, πάντως των
οριζομένων στην πρώτη και δεύτερη παράγραφο του άρθρου 26 του ΚΔ της ΡΑΕ,
δεν αποκλείει τη δυνατότητα προσφυγής στη ΡΑΕ για λήψη προσωρινών μέτρων,
σύμφωνα με το άρθρο 35 του ν.4001/2011.
186
Κεφάλαιο πέμπτο
Η διαιτητική απόφαση
5.1. Η διαιτητική απόφαση εν γένει
Η διαιτητική απόφαση δεν προσβάλλεται με ένδικα μέσα. Με τη διαιτητική
συμφωνία, μπορεί να επιτραπεί προσφυγή κατά της διαιτητικής απόφασης σε
άλλους διαιτητές, θα πρέπει, πάντως, να οριστούν, συγχρόνως οι προϋποθέσεις, η
προθεσμία και η διαδικασία για την άσκηση και την εκδίκαση της392.
Η διαιτητική απόφαση, ως γνήσια δικαιοδοτική πράξη, παράγει δεδικασμένο
από την έκδοση της, τηρουμένων βεβαίως των διαγραφομένων στο άρθρο 896
ΚΠολΔ προϋποθέσεων, ήτοι αν με τη συμφωνία διαιτησίας δεν ορίστηκε
προσφυγή εναντίον της ή πέρασε η ορισμένη για την προσφυγή προθεσμία,
εφαρμοζομένων έτσι και των άρθρων 322, 324 έως 330 και 332 έως 334 ΚΠολΔ.
Η διαιτητική απόφαση εξοπλίζεται και με εκτελεστότητα, σύμφωνα με το άρθρο
904 § 2 εδ. β΄ΚΠολΔ.
Για την τήρηση, πάντως, των στοιχειωδών δικαιοδοτικών εγγυήσεων εκ μέρους
του διαιτητικού δικαστηρίου και τη συμμόρφωση του προς τις βασικές επιταγές
της έννομης τάξεις, θεματοφύλακας παραμένουν τα τακτικά δικαστήρια μέσω του
ελέγχου της διαιτητικής αποφάσεως, κυρίως δια της αγωγής ακυρώσεως
διαιτητικής αποφάσεως393, σύμφωνα με τα άρθρα 897-900 ΚΠολΔ, αλλά και δια
της αγωγής ανυπαρξίας διαιτητικής αποφάσεως, κατ’ άρθρο 901 ΚΠολΔ394.
392
Άρθρο 895 ΚΠολΔ. 393
Είναι μάλιστα, σύμφωνα με το άρθρο 900 ΚΠολΔ, άκυρη η παραίτηση από το δικαίωμα της άσκησης
αγωγής για την ακύρωση διαιτητικής απόφασης πριν από την έκδοση της. 394
βιομηχανικούς της πελάτες της ανάλογης τάξης μεγέθους, προκύπτει μια διαφορά
ευρώ 13-18 περίπου, που ισοδυναμεί με μια επιπλέον επιδότηση της ΔΕΗ προς την
ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ Α.Ε.
5.4. Προσβολή της διαιτητικής αποφάσεως σύμφωνα με τον ΚΠολΔ και
τον ν. 2735/1999
Η μέσω δικαστικής απόφασης λόγοι ολικής ή μερικής ακύρωσης μιας
διαιτητικής απόφασης, καθιερώνονται περιοριστικά στο άρθρο 897 ΚΠολΔ421 και
είναι οι εξής422: 1) Αν η συμφωνία για τη διαιτησία είναι άκυρη, 2) αν η διαιτητική
απόφαση εκδόθηκε αφού η συμφωνία για τη διαιτησία έπαψε να ισχύει, 3) αν οι
διαιτητές ορίστηκαν κατά παράβαση των όρων της διαιτητικής συμφωνίας ή των
διατάξεων του νόμου ή αν τα μέρη τους είχαν ανακαλέσει, ή αυτοί αποφάνθηκαν
αν και είχε γίνει δεκτή αίτηση εξαίρεσής τους, 4) αν οι διαιτητές ενήργησαν
υπερβαίνοντας την εξουσία που τους παρέχει η συμφωνία για τη διαιτησία ή ο
νόμος, 5) αν παραβιάστηκαν οι διατάξεις των άρθρων 886 §2, 891, και 892
ΚΠολΔ, 6) αν η διαιτητική απόφαση είναι αντίθετη προς διατάξεις δημόσιας τάξης
ή προς τα χρηστά ήθη423, 7) αν είναι ακατάληπτη ή περιέχει αντιφατικές διατάξεις
και 8) αν συντρέχει λόγος αναψηλάφησης κατά το άρθρο 544 ΚΠολΔ.
421
Θεωρείται μάλιστα ότι ανήκουν στο ουσιαστικό δίκαιο και για τον λόγο αυτό, η εφαρμογή τους
ελέγχεται αναιρετικά με τους αριθμούς 1 ή 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. 422
Σύμφωνα με το άρθρο 33 § 3 του ν. 3943/2011, κατά της διαιτητικής απόφασης (του Σ.Φ.Δ. επί
φορολογικών διαφορών) χωρεί αίτηση ακυρώσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 897 και 899
ΚΠολΔ, οι οποίες εφαρμόζονται αναλόγως. Η εκδίκαση της αίτησης ακυρώσεως υπάγεται στην
αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, που αποφαίνεται αμετακλήτως. 423
Κατά την έννοια του ανωτέρω εδαφίου, ως διατάξεις δημόσιας τάξης, η παραβίαση (προκύπτουσα
αμέσως από τις παραδοχές του αιτιολογικού και του διατακτικού της ελεγχόμενης διαιτητικής απόφασης)
των οποίων δικαιολογεί τη δικαστική ακύρωση της διαιτητικής αποφάσεως (και) επί εσωτερικής
διαιτησίας, νοούνται οι κανόνες αναγκαστικού δικαίου που έχουν θεσπισθεί πρωτίστως για την
προστασία του δημοσίου και όχι του ιδιωτικού συμφέροντος και συνθέτουν τα πολιτειακά, πολιτιστικά,
κοινωνικά ή οικονομικά θεμέλια της ημεδαπής έννομης τάξης, συγκροτούν δηλαδή τη δημόσια τάξη, υπό
έννοια που αυτή έχει στο ερμηνευτικό πλαίσιο της ΑΚ 33. Η παραβίαση, επομένως, κανόνων
αναγκαστικού δικαίου που έχουν τεθεί πρωτίστως προς εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων, εκφεύγει
207
Περαιτέρω, η διαιτητική απόφαση υπόκειται σε ακύρωση και όταν εκδόθηκε
αφού είχε περάσει η συμφωνημένη από τα συμβαλλόμενα μέρη προθεσμία
έκδοσης της. Η καθοριζόμενη από τα μέρη προθεσμία έκδοσης της διαιτητικής
απόφασης είναι δυνατόν αναλόγως με τη βούληση των μερών να αποτελεί είτε
διαλυτική προθεσμία, εντός της οποίας οι διαιτητές οφείλουν να εκδώσουν τη
διαιτητική απόφαση, και η παρέλευση της χωρίς να εκδοθεί απόφαση συνεπάγεται
την παύση της συμφωνίας διαιτησίας, είτε ενδεικτική προθεσμία, η παρέλευση της
οποίας δεν συνεπάγεται και την παύση της συμφωνίας για διαιτησία. Η ενδεικτική
φύση αυτή της προθεσμίας μπορεί να προκύπτει από το ότι τα μέρη ανέθεσαν
στους διαιτητές την παράταση της προθεσμίας έκδοσης της διαιτητικής απόφασης
και πέραν της προθεσμίας που έχει ορισθεί, χωρίς τη συναίνεση εκείνων.
Δεν αποτελεί, πάντως, λόγο ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης η
αντίθεση της απλώς σε αναγκαστικού δικαίου διατάξεις που αποβλέπουν στο
ιδιωτικό συμφέρον ή δεν συγκροτούν τα θεμέλια του κρατικού, κοινωνικού ή
οικονομικού συστήματος της χώρας.
Ο ΚΠολΔ προβλέπει επιπλέον, στο άρθρο 901 ΚΠολΔ και το ένδικο
βοήθημα της αγωγής αναγνώρισης ανυπαρξίας ορισμένης διαιτητικής απόφασης424,
όταν : α) δεν συνομολογήθηκε συμφωνία διαιτησίας, β) όταν η απόφαση εκδόθηκε
επί αντικειμένου, το οποίο δεν μπορούσε να υπαχθεί σε διαιτησία και γ), όταν η
απόφαση εκδόθηκε σε διαιτητική δίκη που έγινε κατά ανύπαρκτου φυσικού ή
νομικού προσώπου.
Η εν λόγω αγωγή υπάγεται στην αρμοδιότητα του Εφετείου, στην
περιφέρεια του οποίου εκδόθηκε η διαιτητική απόφαση και εκδικάζεται κατά την
του ουσιαστικού δικαστικού ελέγχου. Επιπλέον, η δημόσια τάξη δεν προσβάλλεται εν προκειμένω και
έτσι δεν θεμελιώνεται ο αντίστοιχος λόγος ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης, όταν αυτή εσφαλμένα
ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο ή έχει απλώς ανεπαρκή αιτιολογία, εκτός αν από την υλοποίηση
(εκτέλεση) της θα δημιουργούνταν κατάσταση αντίθετη προς τις ως άνω θεμελιώδεις αντιλήψεις της
ελληνικής έννομης τάξης. 424
H αναγνώριση της ανυπαρξίας διαιτητικής απόφασης μπορεί επίσης να αναγνωριστεί με ένσταση.
208
διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. ΚΠολΔ. Η άσκηση
της, δεν αναστέλλει, πάντως την εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης. Η χορήγηση
αναστολής (με ή χωρίς εγγύηση) είναι δυνατή έως την έκδοση τελεσίδικης
απόφασης επί της αγωγής, με απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου, το οποίο
δικάζει κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ, αν πιθανολογείται η
ευδοκίμηση ορισμένου λόγου ανυπαρξίας εξ αυτών του άρθρου 901 ΚΠολΔ.
Στο πεδίο της διεθνούς εμπορικής διαιτησίας, ήτοι του ν. 2735/1999, τους
λόγους ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης ορίζει το άρθρο 34 § 2 ως εξής: «2.
Διαιτητική απόφαση μπορεί να ακυρωθεί από το δικαστήριο του άρθρου 6 παρ. 2
μόνον αν: α) Ο ενάγων προβάλλει και αποδεικνύει ότι: αα) συμβαλλόμενο μέρος στη
συμφωνία διαιτησίας του άρθρου 7 δεν ήταν προς τούτο ικανό με βάση το δίκαιο
που το διέπει ή ότι η συμφωνία διαιτησίας δεν είναι έγκυρη σύμφωνα με το δίκαιο
στο οποίο τα μέρη την υπήγαγαν ή αν δεν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις αυτές,
κατά το ελληνικό δίκαιο, ή ββ) δεν ειδοποιήθηκε, κατά τον προσήκοντα τρόπο, για
τον ορισμό διαιτητή ή για τη διαδικασία της διαιτησίας ή ότι από άλλο λόγο περιήλθε
σε ανυπαίτια αδυναμία να προβάλει τους ισχυρισμούς του, ή γγ) η διαιτητική
απόφαση αφορά διαφορά, που δεν εμπίπτει στη συμφωνία διαιτησίας ή περιέχει
διατάξεις, που υπερβαίνουν τα όρια της συμφωνίας. Αν όμως οι διατάξεις που
καλύπτονται από τη συμφωνία αυτή περί διαιτησίας μπορούν να αποχωρισθούν από
εκείνες που δεν καλύπτονται, τότε μόνο ως προς τις τελευταίες χωρεί ακύρωση της
διαιτητικής απόφασης, ή δδ) η συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου ή η
διαιτητική διαδικασία δεν ήταν σύμφωνη με τη συμφωνία των μερών ή, αν δεν
υπάρχει σχετική συμφωνία, η συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου ή η
διαιτητική διαδικασία δεν ήταν σύμφωνη με τον παρόντα νόμο. β) Το δικαστήριο
που επιλαμβάνεται, ύστερα από άσκηση αγωγής ακύρωσης, κρίνει και
αυτεπαγγέλτως αν: αα) το αντικείμενο της διαφοράς δεν είναι επιδεκτικό διαιτησίας
209
κατά το ελληνικό δίκαιο, ββ) η διαιτητική απόφαση είναι αντίθετη προς τη διεθνή
δημόσια τάξη, όπως αυτή νοείται στο άρθρο 33 του Αστικού Κώδικα».
Η προθεσμία άσκησης της ως άνω αγωγής ακύρωσης είναι τρίμηνη και
αρχίζει από την κοινοποίηση της διαιτητικής απόφασης στο μέρος που την ασκεί
ή, αν υποβλήθηκε αίτηση του άρθρου 33 ν. 2735/1999 περί διόρθωσης ή ερμηνείας
της διαιτητικής απόφασης, από την κοινοποίηση της σχετικής απόφασης του
διαιτητικού δικαστηρίου στο μέρος αυτό.
5.5. Αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων επί
ενεργειακών διαφορών
Οι διαιτητικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί στην αλλοδαπή δεν παράγουν
αυτοδίκαια τις έννομες συνέπειες τους στην ελληνική έννομη τάξη. Για να συμβεί
τούτο, θα πρέπει να αναγνωριστούν, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην Σύμβαση της
Νέας Υόρκης της 10ης
.06.1958 για την αναγνώριση και την εκτέλεση αλλοδαπών
διαιτητικών αποφάσεων την οποία κύρωσε η Ελλάδα με το ν.δ. 4220/1961425.
Πιο συγκεκριμένα, η αναγνώριση των αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων
χωρεί αυτομάτως χωρίς άλλη διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρο 3 εδ.α΄της
Συμβάσεως που παραπέμπει στο άρθρο 903 ΚΠολΔ. Η εξέταση και διαπίστωση ή
μη της υπάρξεως των προϋποθέσεων αναγνωρίσεως της αλλοδαπής διαιτητικής
αποφάσεως γίνεται παρεμπιπτόντως από κάθε δικαστήριο ή αρχή ενώπιον του
οποίου/οποίας ο ενδιαφερόμενος επικαλείται την ύπαρξη της. Αυτός, άλλωστε,
φέρει και το βάρος να αποδείξει την ύπαρξη των προϋποθέσεων αναγνωρίσεως
του άρθρου 4 § 1 της Συμβάσεως. Από την άλλη πλευρά, ο μαχόμενος κατά της
αναγνωρίσεως φέρει το βάρος να επικαλεστεί και αποδείξει την τυχόν ύπαρξη των
κωλυμάτων του άρθρου 5 της ίδιας Συμβάσεως426.
425
ΦΕΚ Α΄ 73/1961. 426
Κουσούλης Στ., Διαιτησία, Ερμηνεία κατ’άρθρο, άρθρο 3 της Συμβάσεως της Νέας Υόρκης, αριθ.3,
σελ. 294.
210
Σύμφωνα με το άρθρο 5 § 1 της Συμβάσεως427, αν έχει παραβιαστεί η
ορισθείσα από τα μέρη διαδικασία ή αν δεν υπάρχει τέτοια, αν παραβιάστηκαν οι
δικαιϊκές διατάξεις του τόπου διεξαγωγής της διαιτησίας ή οι αρχές της ισότητας
των διαδίκων ή το δικαίωμα ακροάσεως, τότε η διαιτητική απόφαση δεν μπορεί να
αναγνωρισθεί στην ελληνική έννομη τάξη.
Διαπιστώνεται ακόμη, ότι στη δεύτερη περίπτωση της πρώτης
παραγράφου του εν λόγω άρθρου, ορίζεται ως κώλυμα αναγνωρίσεως της
αλλοδαπής διαιτητικής αποφάσεως, η ελλιπής πληροφόρηση ενός διαδίκου σε
σχέση με τον ορισμό διαιτητή ή τη διαιτητική διαδικασία, εξαιτίας της οποίας ή
για οποιονδήποτε άλλο λόγο, ο διάδικος εμποδίστηκε να προβάλλει τα μέσα που
είχε στη διάθεση του. Η εν λόγω περίπτωση συνιστά στέρηση του δικαιώματος
ακροάσεως του συγκεκριμένου διαδίκου .
427
Το άρθρο 5 της Συμβάσεως της Νέας Υόρκης ορίζει: «1. Η αναγνώρισις και εκτέλεσις της αποφάσεως
δύναται να απορριφθή μόνον, τη αιτήσει του μέρους εναντίον του οποίου γίνεται επίκλησις ταύτης, εφ’ όσον
τούτο (το μέρος) προσκομίζη εις την αρμοδίαν αρχήν της χώρας ένθα επιζητείται η αναγνώρισις και
εκτέλεσις την απόδειξιν ότι: α) τα εις την συμφωνίαν περί ης το άρθρον 2 μέρη, είχον βάσει του επ` αυτών εφαρμοστέου δικαίου,
ανικανότητα τινά, ή ότι η εν λόγω συμφωνία δεν είναι έγκυρος βάσει του δικαίου εις το οποίον τα μέρη την
υπήγαγον, και εν ελλείψει ενδείξεως περί τούτου, βάσει του δικαίου της χώρας εν τη οποία εξεδόθη η
απόφασις ή
β) εκείνο εκ των μερών εναντίον του οποίου γίνεται επίκλησις της αποφάσεως δεν ήτο δεόντως
πληροφορημένον περί του ορισμού του διαιτητού ή περί της διαδικασίας της διαιτησίας ή ότι του ήτο
αδύνατον δι’ άλλον τινά λόγον να ποιήσηται χρήσιν των εις την διάθεσίν του μέσων ή
γ) η απόφασις αναφέρεται εις διαφοράν μη προβλεπομένην υπό του συνυποσχετικού, ή μη
περιλαμβανομένην εις τας διατάξεις της διαιτητικής ρήτρας, ή ότι περιλαμβάνει αποφάσεις υπερβαινούσας
τους όρους του συνυποσχετικού ή της διαιτητικής ρήτρας εν τούτοις, εάν αι διατάξεις της αποφάσεως, αι
αναφερόμεναι εις θέματα άτινα υπεβλήθησαν εις την διαιτησίαν, δύνανται να αποχωρισθώσιν εκείνων
αίτινες αναφέρονται εις θέματα μη υποβληθέντα εις την διαιτησίαν, αι πρώται δύνανται να αναγνωρισθούν
και εκτελεσθούν ή δ) η συγκρότησις του διαιτητικού δικαστηρίου ή η διαιτητική διαδικασία δεν ήτο
σύμφωνος προς την συμφωνίαν των μερών, ή εν ελλείψει συμφωνίας ότι δεν ήτο σύμφωνος προς το δίκαιον
της χώρας ένθα έλαβε χώραν η διαιτησία ή
ε) η απόφασις δεν κατέστη εισέτι δεσμευτική διά τα μέρη ή ηκυρώθη ή ανεστάλη υπό αρμοδίας αρχής της
χώρας, εν τη οποία, ή κατά το δίκαιον της οποίας, εξεδόθη η απόφασις.
2. Η αναγνώρισις και εκτέλεσις διαιτητικής αποφάσεως θα δύναται ωσαύτως ν’απορριφθή, εάν η αρμοδία
αρχή της χώρας ένθα ζητείται η αναγνώρισις και εκτέλεσιςδιαπιστώνη: α) ότι, κατά το δίκαιον της εν λόγω χώρας, το αντικείμενον της διαφοράς δεν είναι επιδεκτόν ρυθμίσεως διά
διαιτησίας ή β) ότι η αναγνώρισις και εκτέλεσις της αποφάσεως θα ήτο αντίθετος προς την δημοσίαντάξιν
της εν λόγω χώρας».
211
Περαιτέρω, η περίπτωση δ) της ίδιας ως άνω διατάξεως ορίζει ως κώλυμα
αναγνωρίσεως και την παραβίαση της συμφωνίας των μερών σε σχέση με τη
διαδικασία428 ή αν δεν υπάρχει τέτοια συμφωνία, την παραβίαση των
αναγκαστικού δικαίου διατάξεων της χώρας στην οποία διεξήχθη η διεθνής
διαιτησία.
Διαιτητική απόφαση, η οποία δεν αναγνωρίστηκε και έτσι δεν εντάχθηκε
στην ελληνική έννομη τάξη, εξακολουθεί, πάντως, να παράγει έννομα
αποτελέσματα στην χώρα στην οποία εκδόθηκε.
428
Αν τα μέρη έχουν παραβιάσει, δια της συμφωνίας τους, την αρχή της ισότητας ή το δικαίωμα
ακροάσεως, οι σχετικοί όροι της συμφωνίας τους είναι άκυροι και το διαιτητικό δικαστήριο δεν
υποχρεούται να τους τηρήσει. Η μη τήρηση αυτών των όρων από το διαιτητικό δικαστήριο δεν οδηγεί
στη δημιουργία λόγου ακυρώσεως ή κωλύματος αναγνωρίσεως της διαιτητικής αποφάσεως.
212
Σύνοψη πορισμάτων
Η προσφυγή στη δικαιοσύνη για ενεργειακές διαφορές, προκύπτουσες από
ενεργειακές δραστηριότητες, μπορεί να αποβεί ιδιαίτερα δαπανηρή και
χρονοβόρα για τους πόρους οιουδήποτε προσώπου, το οποίο δραστηριοποιείται
στον εν λόγω επενδυτικό και επιχειρηματικό τομέα. Οι εν γένει συναλλαγές και
συμβάσεις του ενεργειακού τομέα είναι, άλλωστε, μεγάλης οικονομικής αξίας,
πολύπλοκες στους όρους τους και καταρτίζονται από ή επηρεάζουν πολλά
πρόσωπα. Στο πλαίσιο αυτό, το σύνολο των εταιρειών του χώρου της ενέργειας, σε
εθνικό και διεθνές επίπεδο, αποβλέπουν στην εξοικονόμηση χρόνου και κόστους,
από την χρήση των εναλλακτικών μεθόδων επίλυσης των ενεργειακών διαφορών
και ιδίως μέσω των αρετών της διαιτησίας, δηλαδή την ταχύτητα επίλυσης, την
ποιότητα της κρίσης του (εξειδικευμένου) δικαστηρίου, την οριστικότητα της
απόφασης και τον αποκλεισμό καθυστερήσεων και λοιπών επιπλοκών από την
εμπλοκή των τακτικών, εθνικών ή άλλων δικαστηρίων.
Για την επίτευξη των ανωτέρων στόχων, εξειδικευμένα κέντρα διαιτητικής
επιλύσεως ενεργειακών διαφορών της αλλοδαπής, διατηρούν, ομάδες ειδικών
επιστημόνων και εμπειρογνωμόνων σε διάφορες νομικές, τεχνικές και οικονομικές
πτυχές της ενέργειας, προκειμένου να μεγιστοποιήσουν την αποτελεσματικότητα
της διαιτησίας, ως εναλλακτικής μεθόδου επίλυσης ενεργειακών διαφορών, την
οποία προσφέρουν ως υπηρεσία.
Η Ευρωπαϊκή νομοθεσία για την ενέργεια, ενσωματώθηκε στο εθνικό μας
δίκαιο (και) με τον ν. 4001/2011, ενώ (και) με τον Κανονισμό Διαιτησίας της ΡΑΕ,
δημιουργήθηκε το απαραίτητο κανονιστικό πλαίσιο λειτουργίας του μηχανισμού
μόνιμης διαιτησίας στη ΡΑΕ για την επίλυση όλων των διαφορών που μπορούν να
προκύψουν στην ενεργειακή αγορά στην Ελλάδα. Η αξιολόγηση του εν λόγω
νομικού πλαισίου δοκιμάζεται στην πράξη, που καλείται διαρκώς να
213
προσαρμοστεί σε διάφορες μεταβολές και ανάγκες της ενεργειακής αγοράς.
Ειδικώς, πάντως, σε ό,τι αφορά στο θεσμό της μόνιμης διαιτησίας για την επίλυση
ενεργειακών διαφορών στους κόλπους της ΡΑΕ, η «επιτυχία» του, απαιτεί
περισσότερα από ένα ορισμένο κανονιστικό πλαίσιο. Κυρίως απαιτεί την
ενεργητική δημιουργική συνδρομή όλων των συμμετεχόντων, ήτοι της ίδιας της
ΡΑΕ, των κατά περίπτωση διαδίκων μερών, αλλά και των διαιτητών και
επιδιαιτητών, ώστε να προσδοθεί στον εν λόγω θεσμό, κύρος, αξιοπιστία,
«κλίμα» ασφάλειας και λειτουργικότητας προς όφελος όλης της ενεργειακής
αγοράς.
Επιπλέον, η μόνιμη διαιτησία της ΡΑΕ θα πρέπει να γίνει «ελκυστική»
στους ξένους μετέχοντες της ενεργειακής επενδυτικής αγοράς, με ό,τι αυτό απαιτεί
τόσο σε νομοθετικό, όσο και σε οργανωτικό και λειτουργικό επίπεδο, όπως λ.χ. με
έκδοση του Κανονισμού Διαιτησίας της ΡΑΕ και στην αγγλική γλώσσα και με την
ευρεία διάδοση (και) αυτής της «υπηρεσίας» της ΡΑΕ στα σχετικά forum της
αλλοδαπής. Η ίδια δε η προώθηση της ΡΑΕ, ως κέντρο διεθνούς επενδυτικής
διαιτησίας, θα μπορούσε να αποτελέσει από μόνη της επένδυση για την Ελλάδα.