On-Line διαγνωστικά τεστ γλωσσομάθειας 1 Γ. Σ. Υψηλάντης Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης 1. Εισαγωγή Η χρήση των Η/Y στην αξιολόγηση γλωσσομάθειας την τελευταία δεκαετία αυξάνει με γοργούς ρυθμούς. Όπως αναφέρεται και στους Chappelle και Douglas (2006), στα έτη 1998 και 1999 οι μεγαλύτεροι εκδοτικοί οίκοι παραγωγής και διάθεσης τεστ δημιούργησαν από ένα τουλάχιστον ηλεκτρονικό τεστ, ενώ στις μέρες μας ένας μεγάλος αριθμός μαθητών δίνει εξετάσεις στο TOEFL (ένα από τα πιο γνωστά τεστ παγκοσμίως, www.ets.org/toefl/) σε ηλεκτρονική μορφή. Οι ερευνητές που ασχολήθηκαν με την ένταξη του υπολογιστή σε αυτό το κομμάτι της γλωσσικής παιδείας απέκτησαν μεγαλύτερη εμπειρία σε προγράμματα αξιολόγησης από ό,τι σε άλλα καθολικού τύπου, 2 καθώς τα πρώτα προγράμματα που δημιουργήθηκαν για γλωσσική εκπαίδευση με υπολογιστή αποτελούσαν περισσότερο εργαλεία αξιολόγησης παρά μάθησης. Ως εκ τούτου, ο όρος Computer Assisted Language Testing (CALT) που αναφέρουν ο Alderson (1990) και λίγο αργότερα οι Scholfield και Ypsilandis (1994) βρήκε πρόσφορο έδαφος και επαρκέστερη εφαρμογή από αυτόν που καταχρηστικά χρησιμοποιούσαμε στο παρελθόν ως Computer Assisted Language Learning, για να περιγράψουμε ακριβώς προγράμματα αξιολόγησης. Υποστηρικτές της χρήσης του Η/Y για γλωσσική αξιολόγηση αναφέρονται στους Chappelle και Douglas (2006) ο Buck (2001) για την χρήση πολυμέσων στην αξιολόγηση προφορικού λόγου (δεξιότητα που ίσως να συνδέεται με διαφορετικό περιεχόμενο και να απαιτεί διαφορετικές ικανότητες από αυτές της παραδοσιακής κατανόησης προφορικού λόγου χωρίς εικόνα), ο Weigle (2002) για την αξιολόγηση του γραπτού λόγου και ο Alderson (2000) για την κατανόηση γραπτού λόγου. Οι επιδράσεις στην αξιολόγηση γλωσσομάθειας από την ένταξη του Η/Y τόσο για τον μαθητή όσο και για τον δάσκαλο, τον δημιουργό τεστ και τον ερευνητή συζητούνται διεξοδικά στο βιβλίο των Chappelle και Douglas (2006), που είναι το τελευταίο μίας σειράς από βιβλία αφιερωμένα στην αξιολόγηση που εξέδωσε το πανεπιστήμιο του Cambridge. Από τα πρώτα, και ίσως πιο γνωστά, προσαρμοστικά τεστ κατάταξης/placement με ηλεκτρονικό τρόπο σε μορφή οπτικού δίσκου (CD) είναι αυτό που δημιούργησαν προς πώληση οι βρετανικοί οίκοι εκδόσεων των πανεπιστημίων του Cambridge και του Oxford, το οποίο περιγράφεται αναλυτικά στους Τσοπάνογλου και Υψηλάντη (2004) και αναφέρεται εδώ συνοπτικά στην ενότητα 2.1. Με τη βελτίωση όμως των δυνατοτήτων προγραμματισμού και διάδρασης στο διαδίκτυο μία σειρά από ηλεκτρονικά διαγνωστικά τεστ εμφανίσθηκαν και προσφέρονται σήμερα δωρεάν, επιπλέον αυτών που προϋπήρχαν στο πρόσφατο παρελθόν και αφορούσαν κυρίως τεστ επίδοσης μέσα από κλειστές δοκιμασίες , για παράδειγμα τεστ που δημιουργήθηκαν με το HOT POTATOES (βλ. www.hotpotatoes.com). Η παρούσα σπουδή στοχεύει να ρίξει φως στον τρόπο λειτουργίας των on-line ηλεκτρονικών διαγνωστικών τεστ για την καλύτερη κατανόηση: 1 Η έρευνα αυτή έγινε στα πλαίσια της δημιουργίας ενός διαγνωστικού τεστ για το Κρατικό Πιστοποιητικό Γλωσσομάθειας (ΚΠγ) για τα Ιταλικά. Στην ομάδα δημιουργίας αυτού του ηλεκτρονικού τεστ συμμετείχαν επίσης οι Τσοπάνογλου, Α., Σταυρακάκη, Σ., Κανελλιάδου, Π., τους οποίους θα ήθελα να ευχαριστήσω για τις συζητήσεις και τις ιδέες που προσέφεραν για τον εμπλουτισμό αυτής της σπουδής, αν και η τελική ευθύνη του κειμένου αυτού είναι αποκλειστικά δική μου. 2 Αναφερόμαστε στα προγράμματα που περιέχουν όλες τις φάσεις της γλωσσικής εκμάθησης, όπως τουλάχιστον την κατανοούσαμε για αρκετά χρόνια: παρουσίαση, πρακτική, παραγωγή, γνωστό και ως μοντέλο ΠΠΠ (ο Warschauer, 1996 χρησιμοποιεί τον όρο ‘integrative’).
This document is posted to help you gain knowledge. Please leave a comment to let me know what you think about it! Share it to your friends and learn new things together.
Transcript
On-Line διαγνωστικά τεστ γλωσσομάθειας1
Γ. Σ. Υψηλάντης
Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας,
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
1. Εισαγωγή
Η χρήση των Η/Y στην αξιολόγηση γλωσσομάθειας την τελευταία δεκαετία αυξάνει με
γοργούς ρυθμούς. Όπως αναφέρεται και στους Chappelle και Douglas (2006), στα έτη 1998
και 1999 οι μεγαλύτεροι εκδοτικοί οίκοι παραγωγής και διάθεσης τεστ δημιούργησαν από
ένα τουλάχιστον ηλεκτρονικό τεστ, ενώ στις μέρες μας ένας μεγάλος αριθμός μαθητών δίνει
εξετάσεις στο TOEFL (ένα από τα πιο γνωστά τεστ παγκοσμίως, www.ets.org/toefl/) σε
ηλεκτρονική μορφή. Οι ερευνητές που ασχολήθηκαν με την ένταξη του υπολογιστή σε αυτό
το κομμάτι της γλωσσικής παιδείας απέκτησαν μεγαλύτερη εμπειρία σε προγράμματα
αξιολόγησης από ό,τι σε άλλα καθολικού τύπου,2 καθώς τα πρώτα προγράμματα που
δημιουργήθηκαν για γλωσσική εκπαίδευση με υπολογιστή αποτελούσαν περισσότερο
εργαλεία αξιολόγησης παρά μάθησης. Ως εκ τούτου, ο όρος Computer Assisted Language
Testing (CALT) που αναφέρουν ο Alderson (1990) και λίγο αργότερα οι Scholfield και
Ypsilandis (1994) βρήκε πρόσφορο έδαφος και επαρκέστερη εφαρμογή από αυτόν που
καταχρηστικά χρησιμοποιούσαμε στο παρελθόν ως Computer Assisted Language Learning,
για να περιγράψουμε ακριβώς προγράμματα αξιολόγησης. Υποστηρικτές της χρήσης του
Η/Y για γλωσσική αξιολόγηση αναφέρονται στους Chappelle και Douglas (2006) ο Buck
(2001) για την χρήση πολυμέσων στην αξιολόγηση προφορικού λόγου (δεξιότητα που ίσως
να συνδέεται με διαφορετικό περιεχόμενο και να απαιτεί διαφορετικές ικανότητες από αυτές
της παραδοσιακής κατανόησης προφορικού λόγου χωρίς εικόνα), ο Weigle (2002) για την
αξιολόγηση του γραπτού λόγου και ο Alderson (2000) για την κατανόηση γραπτού λόγου. Οι
επιδράσεις στην αξιολόγηση γλωσσομάθειας από την ένταξη του Η/Y τόσο για τον μαθητή
όσο και για τον δάσκαλο, τον δημιουργό τεστ και τον ερευνητή συζητούνται διεξοδικά στο
βιβλίο των Chappelle και Douglas (2006), που είναι το τελευταίο μίας σειράς από βιβλία
αφιερωμένα στην αξιολόγηση που εξέδωσε το πανεπιστήμιο του Cambridge.
Από τα πρώτα, και ίσως πιο γνωστά, προσαρμοστικά τεστ κατάταξης/placement με
ηλεκτρονικό τρόπο σε μορφή οπτικού δίσκου (CD) είναι αυτό που δημιούργησαν προς
πώληση οι βρετανικοί οίκοι εκδόσεων των πανεπιστημίων του Cambridge και του Oxford, το
οποίο περιγράφεται αναλυτικά στους Τσοπάνογλου και Υψηλάντη (2004) και αναφέρεται
εδώ συνοπτικά στην ενότητα 2.1. Με τη βελτίωση όμως των δυνατοτήτων προγραμματισμού
και διάδρασης στο διαδίκτυο μία σειρά από ηλεκτρονικά διαγνωστικά τεστ εμφανίσθηκαν
και προσφέρονται σήμερα δωρεάν, επιπλέον αυτών που προϋπήρχαν στο πρόσφατο
παρελθόν και αφορούσαν κυρίως τεστ επίδοσης μέσα από κλειστές δοκιμασίες, για
παράδειγμα τεστ που δημιουργήθηκαν με το HOT POTATOES (βλ. www.hotpotatoes.com).
Η παρούσα σπουδή στοχεύει να ρίξει φως στον τρόπο λειτουργίας των on-line ηλεκτρονικών
διαγνωστικών τεστ για την καλύτερη κατανόηση:
1 Η έρευνα αυτή έγινε στα πλαίσια της δημιουργίας ενός διαγνωστικού τεστ για το Κρατικό Πιστοποιητικό Γλωσσομάθειας (ΚΠγ) για τα
Ιταλικά. Στην ομάδα δημιουργίας αυτού του ηλεκτρονικού τεστ συμμετείχαν επίσης οι Τσοπάνογλου, Α., Σταυρακάκη, Σ., Κανελλιάδου, Π., τους οποίους θα ήθελα να ευχαριστήσω για τις συζητήσεις και τις ιδέες που προσέφεραν για τον εμπλουτισμό αυτής της σπουδής, αν
και η τελική ευθύνη του κειμένου αυτού είναι αποκλειστικά δική μου. 2 Αναφερόμαστε στα προγράμματα που περιέχουν όλες τις φάσεις της γλωσσικής εκμάθησης, όπως τουλάχιστον την κατανοούσαμε για
αρκετά χρόνια: παρουσίαση, πρακτική, παραγωγή, γνωστό και ως μοντέλο ΠΠΠ (ο Warschauer, 1996 χρησιμοποιεί τον όρο ‘integrative’).
α) του σχεδιασμού, της δομής και των στόχων των τεστ,
β) της ποιότητας και του είδους της παρεχόμενης ανατροφοδότησης,
γ) του τελικού αποτελέσματος.
Παράλληλα, γίνεται προσπάθεια να καταλήξουμε σε συμπεράσματα από την πιλοτική χρήση
τους για την δημιουργία ανάλογων αλλά και πληρέστερων τεστ στο μέλλον.
2. Τύποι τεστ
Αν και η συζήτηση για τους τύπους των τεστ που προσφέρονται σήμερα έχει παρουσιασθεί
διεξοδικά από αρκετούς ερευνητές του χώρου στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, θα ήταν
χρήσιμο για τον αναγνώστη να γίνει μία σύντομη αναφορά σε αυτούς, που θα τον βοηθήσει
να παρακολουθήσει τη συζήτηση που αναπτύσσεται παρακάτω χωρίς να χρειασθεί να
ανατρέξει στην σχετική βιβλιογραφία, τουλάχιστον καθώς διαβάζει αυτή την εργασία.
Φυσικά αυτό θα ήταν χρήσιμο να το κάνει κανείς σε κατοπινό στάδιο και εφόσον
ενδιαφέρεται να λάβει περισσότερες λεπτομερείς γνώσεις για το αντικείμενο.
Οι τύποι των τεστ που συνήθως χρησιμοποιούνται στην εκπαίδευση φαίνεται να έχουν
κατηγοριοποιηθεί ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκαν (Τσοπάνογλου,
2000, Alderson, Clapham, Wall, 1995, McNamara, 2000) ή ανάλογα “με τους τύπους των
πληροφοριών που παρέχουν”3 (Hughes, 1989:11) ή, ακόμη, ανάλογα “με το είδος των
πληροφοριών που απαιτούνται” (Bachman, 1990:56) από το ίδρυμα που πραγματοποιεί την
αξιολόγηση. Παρά τη φαινομενική διαφοροποίηση κατά την κατηγοριοποίηση, όλοι οι
παραπάνω ερευνητές συμφωνούν στην τυπολογία των τεστ που παρουσιάζεται παρακάτω,
χρησιμοποιώντας περίπου ή σχεδόν ταυτόσημη ορολογία. Έτσι, οι τύποι των τεστ που
συναντάμε, όπως παρουσιάζονται αναλυτικά από τους Alderson, Clapham, Wall (1995:11-
12), είναι: α) τα τεστ κατάταξης/placement, που χρησιμοποιούνται “για να εξετάσουν το
επίπεδο των γλωσσικών ικανοτήτων των μαθητών, έτσι ώστε να τοποθετηθούν στο
κατάλληλο γλωσσικό πρόγραμμα μαθημάτων ή σχολική τάξη”, β) τα τεστ προόδου/progress,
που εξετάζουν την πρόοδο των μαθητών κατά τη διάρκεια ενός γλωσσικού προγράμματος
και, συνεπώς, είναι συνδεδεμένα με αυτό ή με ένα συγκεκριμένο γλωσσικό εγχειρίδιο ή
ακόμη με μία μέθοδο διδασκαλίας, γ) τα τεστ επίδοσης/achievement, “παρόμοια με τα
παραπάνω, που όμως συνήθως δίνονται στο τέλος των μαθημάτων” και κατατάσσουν την
επίδοση των μαθητών σε κλίμακα ανάλογα με την απόδοσή τους, δ) τα τεστ
επάρκειας/proficiency, που αξιολογούν γενικότερες γλωσσικές ικανότητες και δεν
συνδέονται με κάποια συγκεκριμένα γλωσσικά προγράμματα, και για τα οποία θα μπορούσε
να προετοιμαστεί κανείς χρησιμοποιώντας διαφορετικά βιβλία ή μαθησιακό υλικό. Σε αυτά
οι παραπάνω συγγραφείς εντάσσουν και τα τεστ για ειδικούς γλωσσικούς σκοπούς (specific
purposes). Στους Τσοπάνογλου και Υψηλάντη (υπό έκδοση) παρατίθενται και άλλοι τύποι
τεστ, π.χ. τα εισαγωγικά τεστ που ο Hughes (1989:11) τα εξισώνει με τα τεστ επάρκειας, “τεστ
που χρησιμοποιούνται για να εξακριβώσουν αν το γλωσσικό επίπεδο ενός μαθητή επαρκεί
ώστε να παρακολουθήσει σπουδές σε βρετανικό πανεπιστήμιο”. Ένας άλλος τύπος τεστ που
έχουν σχετικά μικρότερη εφαρμογή είναι και τα τεστ προδιάθεσης/aptitude, που
χρησιμοποιούνται πριν από την έναρξη ενός γλωσσικού προγράμματος, για να ελέγξουν την
προδιάθεση ή πρότερη ικανότητα για γλωσσική επιμόρφωση των μαθητών. Ανάλογο τεστ
χρησιμοποιήθηκε στη Βρετανία για τους οδηγούς του τρένου που ένωσε το νησί με την
γηραιά ήπειρο, για να ανιχνευθούν οι δυνατότητες για γλωσσική εκμάθηση της
συγκεκριμένης πληθυσμιακής ομάδας.
3 Οι μεταφράσεις σε ολόκληρο το κείμενο από την ξένη βιβλιογραφία είναι δικές μου.
Από την παραπάνω κατηγοριοποίηση των τεστ γίνεται προφανές ότι η αξιολόγηση, όπως την
κατανοούμε μέχρι σήμερα, αποτελεί μία διαδικασία με κατεύθυνση από τον δάσκαλο προς
τον μαθητή και αφορά στον δεύτερο. Ωστόσο, παράλληλα με την αξιολόγηση των μαθητών,
θα επιθυμούσε κανείς να δει στο μέλλον και την αξιολόγηση του δασκάλου ως προς τις
αποφάσεις που επιλέγονται αποκλειστικά από τον ίδιο, όπως για παράδειγμα την επιλογή της
μεθόδου διδασκαλίας, του διδακτικού υλικού, των στρατηγικών διδασκαλίας, της δομής του
αναλυτικού προγράμματος, την ανάπτυξη του μαθησιακού υλικού.4 Τα τεστ προόδου, για
παράδειγμα, θα μπορούσαν να προσφέρουν και συμπεράσματα σχετικά με την
αποτελεσματικότητα της μεθόδου διδασκαλίας που επιλέχθηκε από τον δάσκαλο (Nitko,
1988, όπως αναφέρεται στον Bachman, 1990), ενώ τα τεστ επάρκειας θα μπορούσαν να
χρησιμοποιηθούν και ως εργαλεία αξιολόγησης και καταλληλότητας του μαθησιακού υλικού
που χρησιμοποιήθηκε για την επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου. Τέλος, τεστ που
προσφέρουν πληροφορίες για την ίδια τη διαδικασία της μάθησης θα βοηθούσαν στη δόμηση
μαθησιακού υλικού (εσωτερική ανάπτυξη του υλικού ανάλογα με το γνωστικό στυλ του
μαθητή) και, συνεπώς, στην οργάνωση ανατροφοδότησης με αντίστοιχες στρατηγικές
μάθησης.
2.1 Διαγνωστικά τεστ
Ο Cronbach (1984), όπως αναφέρεται στον Bachman (1990:279), θεωρεί ότι “η αξιολόγηση
ικανοτήτων από πάντα προοριζόταν, ως ένας αμερόληπτος τρόπος, για να επιτελεστεί μία
πολιτική λειτουργία – αυτή κατά την οποία εξακριβώνεται ποιος κερδίζει τι”. Με αυτήν την
έννοια όλοι οι τύποι των τεστ καταλήγουν σε κάποια μορφή ‘διάγνωσης’ (Bachman and
Palmer 1996), αν και υπάρχει ένα είδος τεστ που έχει δημιουργηθεί ακριβώς για αυτόν τον
σκοπό, με τον όρο διαγνωστικό/diagnostic τεστ. Αυτό το τεστ ο Oller (1979) το τοποθετεί
κάτω από τον γενικότερο όρο τεστ διακριτών σημείων (discrete point tests), καθώς
αποτελείται από ερωτήματα που έχουν υψηλό δείκτη διάκρισης (για τον δείκτη διάκρισης βλ.
Τσοπάνογλου, 2000:172-175∙ για πρακτικές πληροφορίες για την εξακρίβωση και μέτρηση
του συγκεκριμένου δείκτη βλ. http://www.pedia.gr/corner/axiologisi.html). Ο Oller
(1979:209) επίσης σημειώνει ότι ο κυριότερος στόχος σε αυτά τα τεστ είναι να
διαγιγνώσκουν τα προβλήματα και τις αδυναμίες των μαθητών και συμπληρώνει ότι ο
δάσκαλος “…δύναται να μάθει από τα αποτελέσματα του τεστ ακριβώς ποιες είναι οι
δυνατότητες και ποιες οι αδυναμίες του μαθητή”, με απώτερο στόχο να “…θεραπεύσει τις
αδυναμίες για όποια προβλήματα και παράλληλα να μην σπαταλήσει χρόνο διδάσκοντας
στον μαθητή θέματα που έχουν ήδη κατανοηθεί”. Οι Alderson, Clapham, Wall (1995:12)
δηλώνουν ότι αυτός ο τύπος του τεστ μπορεί να είναι γενικός και να αφορά σε γλωσσικές
ικανότητες (από τις γνωστές τέσσερις) ή, πιο συγκεκριμένα, “τη χρήση της γραμματικής από
τους μαθητές”.
Η θεωρία που πιθανώς να έχει επιδράσει στο υπόβαθρο των διαγνωστικών τεστ είναι αυτή
της προγραμματισμένης διδασκαλίας (programmed instruction), ενώ η ανατροφοδότηση που
παρέχεται μοιάζει να έχει επηρεαστεί από αυτή των θεραπευτικών διακλαδικών
προγραμμάτων (remedial branching programmes). Με την έννοια αυτή, θα μπορούσαμε να
καταλήξουμε ότι η ‘φιλοσοφία’ και ο γενικότερος απώτερος στόχος των διαγνωστικών τεστ
είναι κυρίως παιδαγωγικός, μαθητοκεντρικός και υποστηρικτικός προς την μάθηση, καθότι
4 Η συμφωνία της Μπολόνια για τη διασφάλιση της ποιότητας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση φαίνεται να οδηγεί προς αυτή την
κατεύθυνση.
παρέχουν αναφορές ως προς το τι θα πρέπει να βελτιώσει ο μαθητής.5 Συμπληρωματικά, τα
διαγνωστικά τεστ (καθώς φαίνεται να έχουν ένα ξεκάθαρα υποστηρικτικό ως προς τη
διαδικασία της μάθησης ρόλο) θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν συνδυαστικά, έτσι ώστε
με βάση τα αποτελέσματα σε αυτά να προσφέρονται πληροφορίες για στρατηγικές μάθησης
του συγκεκριμένου φαινομένου, δηλαδή για το πώς να βελτιώσει τη μάθησή του ο μαθητής.
Παράλληλα, ως εργαλεία ελέγχου μαθησιακών λειτουργιών, θα μπορούσαν να παρέχουν
πληροφορίες για διαδικασίες που συμβαίνουν μέσα στον εγκέφαλο του μαθητή,6 ενώ
ταυτόχρονα θα μπορούσαν να προσφέρουν και τεχνικές - στρατηγικές για τη βελτίωση της
ποιότητας της μάθησης, όπως την οργάνωση του χρόνου, του μαθησιακού υλικού, κλπ. Υπό
αυτήν την έννοια γίνεται κατανοητό ότι μία πλήρης διάγνωση θα ήταν χρήσιμο να ακολουθεί
ένα πλήρες σενάριο, όπου στο τέλος της διαδικασίας να παρέχονται συμβουλές υποστήριξης
για τη βελτίωση της ποιότητας της μάθησης. Αν και φαίνεται από τους παραπάνω ορισμούς
ότι με τα διαγνωστικά τεστ επιδιώκουμε κυρίως να εντοπίσουμε τις αδυναμίες του μαθητή,
τα ίδια τα τεστ μας δίνουν πληροφορίες για τα θέματα που έχουν κατανοηθεί, και συνεπώς
θα μπορούσαν να αποτελέσουν και εργαλεία –όπως προτείνεται παραπάνω– για την
αξιολόγηση των μεθόδων που χρησιμοποιήθηκαν για την επιτυχημένη διδασκαλία αυτών των
γλωσσικών φαινομένων.
Ωστόσο, ένα διαγνωστικό τεστ “δεν είναι εύκολο να σχεδιασθεί, καθώς είναι δύσκολο να
διαγνώσει κανείς με ακρίβεια δυνατότητες και αδυναμίες στην πολυπλοκότητα της
γλωσσικής ικανότητας” (Alderson, Clapham, Wall, 1995:12) αλλά και να κατατάξει σε
κάποιο γλωσσικό επίπεδο τον μαθητή. Στην πραγματικότητα, ένα τεστ με αντίστοιχους
στόχους κινείται σε επίπεδα πιθανοτήτων. Παράλληλα, ο σχεδιασμός και η κατασκευή ενός
διαγνωστικού τεστ απαιτεί προσεκτική επιλογή ερωτημάτων με συνδυασμό παραμέτρων
ευκολίας και δείκτη διάκρισης (διαδικασία που τηρείται ευλαβικά από τον Τσοπάνογλου
(2008) για όλα τα ερωτήματα των δοκιμασιών, για όλες τις γλώσσες του Κρατικού
Πιστοποιητικού γλωσσομάθειας στην Ελλάδα), ακόμη προσεκτικότερη διόρθωση, ανάλυση
λαθών καθώς και ανατροφοδότηση υψηλών προδιαγραφών για την υποστήριξη της μάθησης,
με κριτήρια που περιγράφονται συνοπτικά και στον Ypsilandis (2002). Οφείλουμε να
σημειώσουμε ότι σε αυτού του τύπου τα τεστ δεν είναι απαραίτητο (ούτε αναφέρεται στην
βιβλιογραφία) να προσφέρεται βαθμολογία αλλά και κατάταξη σε επίπεδα γλωσσικής
ικανότητας, αν και θα δούμε παρακάτω ότι αρκετές φορές αυτό συμβαίνει σήμερα στην
Ο Spolsky (1981), όπως αναφέρεται στον Bachman (1990), συνδέει τη διαδικασία της
αξιολόγησης με την ηθική παράμετρο και διερωτάται αν οι αξιολογητές ενός τεστ διαθέτουν
αρκετές πληροφορίες/στοιχεία ώστε να είναι σίγουροι σχετικά με τις αποφάσεις που πήραν
με βάση τα αποτελέσματα ενός τεστ. Έτσι λοιπόν, στην προσπάθεια των ερευνητών να
δημιουργήσουν διαγνωστικά τεστ που να είναι σύντομα και λειτουργικά (για να είναι
εύχρηστα) και επιπλέον να καταλήγουν σε μία όσο το δυνατόν πλησιέστερη προς την
πραγματικότητα διάγνωση σχετικά με το πιθανό επίπεδο των χρηστών, υιοθετήθηκε αρχικά η
θεωρία της απάντησης των ερωτημάτων (item response theory) που θα την κατατάσσαμε ως
μία θεωρία μέτρησης (measure theory). Έτσι, ορισμένα από τα τεστ που σήμερα
5 Αντίθετα, οι περισσότεροι τύποι των τεστ που περιγράφονται παραπάνω αξιολογούν το γλωσσικό αποτέλεσμα που παράγεται ως
καθορισμένο προϊόν, παραβλέποντας τις διεργασίες που λαμβάνουν χώρα μέσα στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Δεν παρέχουν πληροφορίες ή συμβουλή που να είναι χρήσιμες στον μαθητή, αλλά περισσότερο στον δάσκαλο ή στο ινστιτούτο για το οποίο έγινε η αξιολόγηση. 6 Θεωρώ ότι η διαδικασία της μάθησης θα πρέπει να μελετηθεί ως δέσμη συστηματικών ή και αυτόματων, αυθυπόστατων ενεργειών
απόκτησης, κατανόησης, αποθήκευσης, ανάκλησης και πρακτικής εφαρμογής γνώσεων, ανεξάρτητα από τις ανάγκες, τις επιθυμίες ή τις
αρέσκειες του μαθητή αλλά και αποσυνδεδεμένες από μεθόδους διδασκαλίας, παραμέτρους με τις οποίες συχνά συνδέονται και μελετούνται από ερευνητές.
προσφέρονται σε ηλεκτρονική μορφή προσαρμόζουν (adapt) τα ερωτήματα που θέτουν στον
χρήστη, ανάλογα με την ορθότητα της απάντησης που δέχονται για την προηγούμενη
ερώτηση. Οι Bachman και Palmer (1996:55) εξηγούν ότι το τεστ ξεκινάει με μία μέτρια σε
δυσκολία ερώτηση και “εάν το ερώτημα απαντηθεί σωστά, το επόμενο ερώτημα που θα
παρουσιασθεί θα είναι λίγο πιο δύσκολο”. Αντίθετα, στην περίπτωση που δεν απαντηθεί
σωστά, το επόμενο ερώτημα θα είναι λίγο πιο εύκολο. Οι ίδιοι συγγραφείς παρατηρούν ότι,
αν και δεν προσφέρεται ανατροφοδότηση στα προσαρμοστικά τεστ ως προς την ορθότητα
των απαντήσεων, θεωρούνται ότι αυτά προσφέρουν μία μορφή διάδρασης, καθώς οι
απαντήσεις επηρεάζουν το επόμενο βήμα. Θα ήταν λοιπόν χρήσιμο να εξετασθεί συνοπτικά
στις επόμενες παραγράφους η δομή των προσαρμοστικών τεστ που δημιουργήθηκαν και
προσφέρονται σε ηλεκτρονική μορφή οπτικού δίσκου (CD) μέσα από ένα παράδειγμα, όπως
αυτό που δημιουργήθηκε και δημοσιεύτηκε από την συνεργασία των πανεπιστημίων της
Οξφόρδης και του Κέιμπριτζ.
2.2.1 Το Oxbridge (Oxford + Cambridge) προσαρμοστικό τεστ κατάταξης
Το προσαρμοστικό ηλεκτρονικό τεστ κατάταξης των πανεπιστημίων της Οξφόρδης και του
Κέιμπριτζ λειτουργεί μέσα από ερωτήματα πολλαπλής επιλογής, τα οποία τίθενται στον
εξεταζόμενο από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Κατά τη διάρκεια του τεστ και ανάλογα με
την ορθότητα της απάντησης που δόθηκε διαφοροποιείται το επίπεδο της επόμενης ερώτησης
σε ανώτερο ή κατώτερο μέχρι το τελικό αποτέλεσμα (που δίνεται μετά τις απαντήσεις σε όλα
τα τριάντα ερωτήματα). Έτσι, λοιπόν, το τελικό στατιστικό αποτέλεσμα αποτελεί έναν
συνδυασμό του αριθμού των ορθών/αποδεκτών απαντήσεων σε σχέση με τον βαθμό
δυσκολίας τους.7 Το παρακάτω σχήμα από το εγχειρίδιο του εν λόγω τεστ διασαφηνίζει τη
λειτουργία του.
Σχήμα 3: Διαδικασία εκτίμησης βαθμού γλωσσομάθειας από το εγχειρίδιο του προγράμματος.
Η θεωρία της απάντησης του ερωτήματος (item response theory) ακολουθεί τη μορφή +1 -1
και συνεπώς επιβάλλει αρνητική βαθμολογία στον χρήστη, ενώ, καθώς δεν υπάρχει
βαθμολογία 0, δεν δείχνει ευαισθησία στη διαβάθμιση των λανθασμένων επιλογών (βλ.
Τσοπάνογλου και Υψηλάντης, 2004).
7 Περισσότερα για το προσαρμοστικό ηλεκτρονικό τεστ κατάταξης των πανεπιστημίων της Οξφόρδης και του Κέιμπριτζ θα βρείτε στο
άρθρο των Τσοπάνογλου, Α., και Υψηλάντη, Γ. (2004) “Το Κρατικό Πιστοποιητικό Γλωσσομάθειας και η ψηφιακή εκδοχή του” Journal of
Applied Linguistics Vol. 19 published by The Greek Applied Linguistics Association. pp. 99-115.
2.2.2 Η προσέγγιση του Colpaert
Γίνεται όμως κατανοητό από τη διαδικασία εκτίμησης του επιπέδου γλωσσομάθειας ότι τα
τεστ διάγνωσης κινούνται σε έναν χώρο πιθανών αποφάσεων σχετικά με τα αποτελέσματα
που παρουσιάζουν για τον χρήστη. Θα ήταν επομένως χρήσιμο να μελετηθούν και σε σχέση
με τη θεωρία των πιθανοτήτων. Η θεωρία αυτή μελετήθηκε αρχικά ως μία γενίκευση της
Αριστοτελικής λογικής, που εστιάζει στην αφαιρετική λογική. Αρκετοί από τους
περισσότερους μαθηματικούς σαγηνεύτηκαν από την θεωρία των πιθανοτήτων και ανάμεσα
σε αυτούς ο Νεύτωνας, ο Laplace, ο Γαλιλαίος. Το 1933 ο ρώσος Kolmogorov, A.N.
δημοσίευσε ένα βιβλίο σχετικά με τη θεωρία των πιθανοτήτων η οποία βασίζεται σε ένα
σύνολο αξιωμάτων που και σήμερα αποτελούν το αποδεκτό μοντέλο, αν και η θεωρία έχει
εμπλουτισθεί αρκετά ώστε να αποτελεί μέρος των μαθηματικών σπουδών στα περισσότερα
πανεπιστήμια, στον κλάδο των λεγόμενων θετικών επιστημών. Τα περισσότερα εισαγωγικά
βιβλία προσεγγίζουν τη θεωρία των πιθανοτήτων είτε ως κατανομή ξεχωριστών πιθανοτήτων
είτε ως κατανομή συνεχόμενων πιθανοτήτων, ενώ η πιο προχωρημένη μαθηματική
προσέγγιση καλύπτει και τα δύο φαινόμενα. Έτσι λοιπόν, ενώ στην κλασική της μορφή η
θεωρία των πιθανοτήτων καταλήγει ότι οι αρχικές πιθανότητες για να συμβεί ένα γεγονός
καθορίζονται από τον αριθμό των θετικών περιπτώσεων δια του αριθμού των συνολικών
περιπτώσεων που υπάρχουν για αυτό το γεγονός, στη σύγχρονή της μορφή οι πιθανότητες
εκφράζονται μέσα από το δείγμα του χώρου (sample space), που συνήθως ερμηνεύεται ως Σ
ή Ω που είναι το σύνολο όλων των πιθανοτήτων. Η εύρεση προσεγγιστικής λύσης [F(x) = 0]
λειτουργεί θέτοντας μια τιμή στο χ, η οποία, αν αποβεί θετική, συμπληρώνεται με μία
μικρότερη τιμή στο χ μέχρι να προσεγγιστεί η πλησιέστερη στο 0 λύση. Έτσι η τιμή αυτή για
την περίπτωση ενός διαγνωστικού τεστ με αναφορά στο Ευρωπαϊκό Πλαίσιο για την
γλωσσική κατάρτιση θα ήταν 6, καθώς τα επίπεδα είναι A1, A2, B1, B2, C1, C2. Ο Colpaert
συμπληρώνει δύο εικονικά επίπεδα που δεν συμπεριλαμβάνονται, καθώς το σύστημα δεν
μετράει τα επίπεδα κάτω από το Α1 για τους πολύ αρχάριους και πάνω από το C2 για τους
φυσικούς ομιλητές. Έτσι, η μαθηματική φόρμουλα που θα εξέφραζε το σκεπτικό θα ήταν Σ ή
Ω = {χ1, χ2, χ3, χ4, χ5, χ6} συν τα δύο εικονικά επίπεδα (τα ονομάζει ο Colpaert virtual) χ0
και χ7. Αυτό θα είχε ως συνέπεια για κάθε στοιχείο χ της παραπάνω κλίμακας να ισχύει μία
πιθανότητα f(χ), που εκφράζεται με την παρακάτω μαθηματική φόρμουλα (προσφέρεται
στην WIKIPEDIA) και ανήκει στο κλειστό διάστημα μεταξύ μηδενός και ένα:
1.
2.
Στην περίπτωση λοιπόν της γλωσσικής κατάρτισης και σύμφωνα με τα επίπεδα
γλωσσομάθειας που συνδέονται με το Ευρωπαϊκό πλαίσιο θα λέγαμε ότι, όταν ο χρήστης
ξεκινάει ένα ηλεκτρονικό διαγνωστικό τεστ, οι πιθανότητες θα ήταν από το χ1 έως το χ6. Η
πραγματική κατανομή των επιπέδων είναι πλέον αποδεκτό ότι δεν είναι ισοβαρής (βλ.
σύμφωνα με την καμπύλη του Gauss), καθώς οι περισσότεροι μαθητές βρίσκονται σε ένα
μεσαίο επίπεδο διαγλώσσας (interlanguage stage). Έτσι, μία πιθανότερη κατανομή θα ήταν η
παρακάτω (από το 0 έως το 1),
0 0,2 0,4 0,5 0,6 0,8 1
σύμφωνα με την οποία οι περισσότεροι μαθητές θα βρίσκονταν στα επίπεδα από 0,4 έως 0,8.
Έτσι, κατανοούμε ότι ο χρήστης θα μπορούσε να ξεκινήσει με ένα ερώτημα μέσου επιπέδου
(0,4 ή 0,5) και με την πρώτη απάντηση οι πιθανότητες θα μεταφέρονταν αριστερότερα ή
δεξιότερα της κλίμακας, ανάλογα με το αν η απάντησή του είναι λανθασμένη ή σωστή. Με
τη δεύτερη ερώτηση συνεχίζεται η μεταφορά των πιθανοτήτων στην κλίμακα και έτσι, με
σχετικά μικρό αριθμό ερωτημάτων, θα μπορούσε κανείς να προβλέψει το πιθανό επίπεδο του
χρήστη καθώς και την πιθανότητα να είναι ακριβής ο υπολογισμός (σε ποσοστιαία κλίμακα),
αν φυσικά ανακαλύψει τον κατάλληλο αλγόριθμο. Η φόρμουλα αυτή προτείνεται από τον
Josef Colpaert του πανεπιστημίου της Αμβέρσας και χρησιμοποιείται για ανάλυση
γλωσσικών τεστ στο Βέλγιο. Σίγουρα, η πρόβλεψη γίνεται ισχυρότερη όταν τα ερωτήματα
έχουν ικανό βαθμό διάκρισης και σχετικά χαμηλό βαθμό ευκολίας.
3. Μέθοδος
Αν και η παρούσα εργασία δεν είναι πειραματική (με τη συνήθη έννοια που δίνουμε σε
αυτή), θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε εμπειρική και, συνεπώς, ακολουθούμε εδώ τη
συνήθη δομή μίας ανάλογης εμπειρίας, θεωρώντας ως υποκείμενά μας τους ιστούς που
ανευρέθηκαν και αναλύθηκαν. Ως πειραματική εφαρμογή θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε
την επιτέλεση των τεστ που ανευρέθηκαν, ενώ παράλληλα ελέγχτηκαν τα κριτήρια που
αναφέρονται στο τέλος της εισαγωγής της παρούσας σπουδής.
Σχεδιασμός. Μελετήθηκε η υπάρχουσα κατάσταση που αφορά στα ηλεκτρονικά διαγνωστικά
τεστ αλλά και σε αυτά που διαθέτουν κάποιο επίπεδο προσαρμογής ανάλογα με την
απάντηση που δέχονται από τον μαθητή (διαγνωστικά προσαρμοστικά τεστ). Ο στόχος ήταν
να μελετηθούν τα τεστ που εμπίπτουν σε αυτήν την κατηγορία, βάσει των ερευνητικών
παραμέτρων που τέθηκαν και περιγράφονται στην εισαγωγή, να γίνει καταγραφή των
αποτελεσμάτων και με αφετηρία τα ευρήματα, να συντεθεί η δομή και η ανάπτυξη ενός
‘ιδανικού’ τεστ που να διεξάγεται στη βάση ενός διαγνωστικού σεναρίου και που στη
συνέχεια θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο για υποστήριξη της μάθησης στο
διαδίκτυο.
Διαδικασία. Αρχικά τέθηκαν οι ερευνητικές παράμετροι προς μελέτη υπαρχόντων τεστ, όπως
προκύπτουν από τη σχετική βιβλιογραφία και συζητούνται στις ενότητες 2 και 2.1 της
παρούσας σπουδής. Στη συνέχεια εντοπίσθηκαν τα τεστ που προσφέρονται στο διαδίκτυο και
φέρουν ως τίτλο “διαγνωστικό τεστ” (diagnostic test). Ο ερευνητής εκτέλεσε τα τεστ ως
μαθητής, επιπίπτοντας ορισμένες φορές σε εσκεμμένα λάθη για να καταγράψει την
αντίδραση του τεστ. Καταγράφηκαν οι αντιδράσεις που είχε προβλέψει ο σχεδιαστής του
τεστ ως προς την ανατροφοδότηση που παρείχε το τεστ στις σωστές αλλά και στις
λανθασμένες απαντήσεις, στον τρόπο εκτίμησης του συνολικού αποτελέσματος και στις
συμβουλές που παρείχε το τεστ για τη βελτίωση της απόδοσης του μαθητή. Αυτά τα στοιχεία
παρουσιάζονται στην ανάλυση μαζί με την περιγραφή για τον σχεδιασμό του τεστ. Τέλος,
από την αντίδραση του τεστ και το είδος της ανατροφοδότησης μελετήθηκε αν διαφαινόταν
κάποιος στατιστικός έλεγχος στο υπόβαθρο του τεστ.
Υποκείμενα. Τα ερευνητικά υποκείμενα εδώ είναι τα ίδια τα ηλεκτρονικά τεστ που
ανευρέθηκαν με τον τρόπο που περιγράφεται στα εργαλεία, αλλά και ο ίδιος ο ερευνητής,
καθώς καταγράφονταν οι αντιδράσεις του κατά την διάρκεια που εκτελούσε τα τεστ ως
μαθητής.
Εργαλεία. Το κύριο εργαλείο που χρησιμοποιήθηκε στην έρευνα αυτή ήταν η ηλεκτρονική
μηχανή του google που προσφέρεται στο www.google.com. Οι φράσεις έρευνας ή λέξεις
κλειδιά που χρησιμοποιήθηκαν είναι οι παρακάτω: «on line diagnostic tests», «on line
diagnostic English tests», «diagnostic tests».
3. Αποτελέσματα
Τα τεστ που εντοπίσθηκαν και αναλύονται παρακάτω παρουσιάζονται με τη σειρά
προτεραιότητας, όπως ακριβώς ανευρέθηκαν και εμφανίσθηκαν στη μηχανή αναζήτησης που
επιλέχθηκε για την έρευνα. Τα ευρήματα που σήμερα προσφέρονται θα μπορούσαν να είναι
απεριόριστα και για αυτόν τον λόγο, σε περίπτωση ανεύρεσης πανομοιότυπων τεστ,
περιγράφεται μόνον αυτό που εμφανίσθηκε πρώτο, χωρίς να αναφέρονται και τα υπόλοιπα.
Επίσης, γίνεται κατανοητό με αναφορά στον ρυθμό ανάπτυξης προγραμματισμού του
διαδικτύου και των προϊόντων που δημοσιεύονται σε αυτό ότι τα αποτελέσματα της έρευνας
αυτής αφορούν τη συγκεκριμένη ερευνητική περίοδο (καλοκαίρι 2008). Τα αποτελέσματα
είναι αναμενόμενο να είναι διαφορετικά σε μελλοντική ερευνητική περίοδο.
Ανάλυση
Α) To Διαγνωστικό τεστ γραμματικής http://www.world-english.org/diagnostic_grammar.htm
Αυτό το τεστ χωρίζεται σε τρία μέρη και καλύπτει ένα ευρύ φάσμα της αγγλικής
γραμματικής, ενώ η διάγνωση που προσφέρεται (ως προς τις προβληματικές περιοχές που
εντοπίζονται) συνδέεται με δύο βιβλία γραμματικής ως αναφορά, για την περαιτέρω
βελτίωση του χρήστη με παραπομπές σε συγκεκριμένες σελίδες. Τα βιβλία αυτά είναι
του Raymond Murphy: English Grammar in Use και του Michael Swan: Practical English
Usage.
Στόχος του τεστ, όπως διευκρινίζεται, είναι να εντοπίσει ο μαθητής τα αδύνατα και τα
δυνατά σημεία του στη γραμματική και να υποστηρίξει την μάθησή του προς αυτά. Θα
λέγαμε λοιπόν ότι το συγκεκριμένο τεστ ακολουθεί σχεδόν κατά γράμμα τον ορισμό ενός
διαγνωστικού τεστ, προσφέροντας ακριβώς τις πληροφορίες που θα ήταν χρήσιμες στον
μαθητή. Στο τέλος κάθε μέρους ο μαθητής/χρήστης βλέπει το συνολικό του αποτέλεσμα και
λαμβάνει ανατροφοδότηση. Η οθόνη της ανατροφοδότησης αλλάζει χρώμα, έτσι ώστε να
βοηθήσει και χρωματικά (εδώ η χρήση του χρώματος παίζει λειτουργικό ρόλο) να
κατανοήσει ο μαθητής ότι βρίσκεται σε φάση ανατροφοδότησης. Το τεστ αυτό
δημιουργήθηκε για να χρησιμοποιηθεί από τον μαθητή αυτόνομα, χωρίς τη φυσική παρουσία
ή την επιστασία ενός δασκάλου. Αυτό διαφαίνεται από το γεγονός ότι οι πληροφορίες
απευθύνονται άμεσα στον χρήστη και δεν παραπέμπουν σε κάποιο δάσκαλο. Παρακάτω
παρατίθεται ένα παράδειγμα ανατροφοδότησης, ως εικόνα από την συγκεκριμένη οθόνη:
Feedback for Section 1
When you have finished reading the feedback, click here to make the page white again.
Section1 Q1: The correct answer is: The sun rises in the East.
Your answer was: The sun rises
in the East. .
The present simple tense is used with permanent situations; e.g. 'China is in Asia', generally
accepted facts; e.g. 'London is a cosmopolitan city', and scientific laws; e.g. 'Water boils at
100 degrees centigrade'.
For a more detailed explanation of the present simple tense, see Michael Swan, Practical
English Usage #444 p458 &/or Raymond Murphy, English Grammar in Use, Units 2-4.