Top Banner
ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2012 APRIL- JUNE 2012 ΟΡΥΚΤΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ ΠΛΗΡΩΜΕΝΟ ΤΕΛΟΣ Τοχ. Γραφείο ΑΘΗΝΑΣ 47 Αριθμός Άδειας 1/1997 ΚΩΔΙΚΟΣ: 15 21 ΕΑΤΑ Hellenic Post ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΩΝ ΟΡΥΚΤΟΥ ΠΛΟΥΤΟΥ QUARTERLY PUBLICATION OF THE SCIENTIFIC SOCIETY OF THE MINERAL WEALTH TECHNOLOGISTS ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ 4 ΑΘΗΝΑ 112 51 4 MAGNESIAS STR., ATHENS 112 51
38

Οι φρεατώδεις κάμινοι της Δάρδεζας και η εκμετάλλευση των μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων της Λαυρεωτικής

Jan 22, 2023

Download

Documents

John Sayas
Welcome message from author
This document is posted to help you gain knowledge. Please leave a comment to let me know what you think about it! Share it to your friends and learn new things together.
Transcript
Page 1: Οι φρεατώδεις κάμινοι της Δάρδεζας και η εκμετάλλευση των μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων της Λαυρεωτικής

ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2012 APRIL- JUNE 2012

ΟΡΥΚΤΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ

ΠΛΗΡΩΜΕΝΟΤΕΛΟΣ

Τοχ. Γραφείο Α Θ Η Ν Α Σ 47

Α ρ ιθμός Ά δειας 1/1997

ΚΩΔΙΚΟΣ: 15 21

ΕΑΤΑH e lle n ic Post

ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΩΝ ΟΡΥΚΤΟΥ ΠΛΟΥΤΟΥ QUARTERLY PUBLICATION OF THE SCIENTIFIC SOCIETY OF THE MINERAL WEALTH TECHNOLOGISTS

ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ 4 ΑΘΗΝΑ 112 51 4 MAGNESIAS STR., ATHENS 112 51

Page 2: Οι φρεατώδεις κάμινοι της Δάρδεζας και η εκμετάλλευση των μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων της Λαυρεωτικής

ISSN 02553 - 9462

ΟΡΥΚΤΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ

ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΩΝ ΟΡΥΚΤΟΥ ΠΛΟΥΤΟΥ

ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2012

ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣTHE SCIENTIFIC SOCIETY OF THE MINERAL WEALTH TECHNOLOGISTS

ΔΙΟΙΚΟΥΣΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΓ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ Μ. ΣΤΑΜΑΤΑΚΗΣ Κ. ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Γ. ΑΝΑΣΤΑΣΑΚΗΣ Γ. ΠΑΠΑΔΟΚΟΤΣΩΛΗΣ

Πρόεδρος Γ. Γραμματέας

Ταμίας Μέλος Μέλος

ΕΚΔΟΤΗΣΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΑΚΗΣ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ 4, 112 51 ΑΘΗΝΑ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣΓ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗΚ.ΣΑΚΚΑΣ Ν. ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ Α. ΚΕΛΕΠΕΡΤΖΗΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΑΠΟΨΕΙΣΣΕΛ.

5

- Γ.Δ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Οι φρεατοειδείς κάμινοι της Δάρόεζας και η εκμετάλλευση των μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων της Λαυρεωτικής κατά το τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα 7

■ A.D. MURADOVA Αριθμητική προσομοίωση της διαδικασίας σχηματι­σμού και διάσπασης των υδριτών σε θαλάσσια ιζήματα 33

■ Ζ. ΑΓΙΟΥΤΑΝΤΗΣ Τα περιοδικά του κλάδου στον κόσμο γράφουν 53

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΜΑΓΝΗΣΙΑΣ 4, 112 51 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ./FAX : 210 8234695 ΤΗΛ. : 210 8643649 - 210 6201521 E-mail: [email protected] ΚΩΔΙΚΟΣ: 1521

ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥSTILVOPRESS

ΣΥΝΔΡΟΜΕΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ €Ιδιώτες 30,00 Φοιτητές 15,00 Προσωπικές Εταιρείες, ΕΠΕ κ.λ.π 40,00 Ανώνυμες Εταιρείες, Τράπεζες, Οργανισμοί κ.λ.π 60,00 Τιμή τεύχους 10,00

ΣΥΝΔΡΟΜΕΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ US S €Ιδιώτεο 115,00 100,00 Εταιρείες 220,00 200,00• Οι δημοσιευόμενες επιστημονικές εργασίες έχουν εγκρι- θεί από την «Κριτική Επιτροπή» του Ο.Π. που αποτελείται από διακεκριμένους και αδιαμφισβήτητου κύρους Έλληνες και ξένους επιστήμονες.• Τα άρθρα εκφράζουν τις απόψεις των συγγραφέων.• Πρωτότυπα εργασιών, δημοσιευμένων ή μη, δεν επιστρέ- φονται στους συγγραφείς.• Δεν επιτρέπεται καμμία αναδημοσίευση από τον «ΟΡΥ­ΚΤΟ ΠΛΟΥΤΟ» χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια του περιοδικού.

Φ ω τογραφία εξω φ ύ λλ ο υ :Σιδηροπ υρίτης Χαλκιδικής (Συλλογή Ν. Αλμπαντάκη)

ΟΡΥΚΤΟΣ ΙΙΛΟΥΤΟΣ/MINERAL WEALTH 164/2012 3

Page 3: Οι φρεατώδεις κάμινοι της Δάρδεζας και η εκμετάλλευση των μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων της Λαυρεωτικής

Βιομηχανική Ιστορία

ΟΙ ΦΡΕΑΤ ΟΕΙΔΕΙΣ ΚΑΜΙΝΟΙ ΤΗΣ ΔΑΡΔΕΖΑΣ ΚΑΙ Η ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΜΑΓΓΑΝΙΟΥΧΩΝ

ΣΙΔΗΡΟΜΕΤΑΛΛΕΥΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ 19ου ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Δ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ*

ΕΙΣΑΓΩΓΗΣτην περιοχή Δάρδεζα (ή Ντάρντεζα) της Λαυρεωτικής, πλησίον της Κερατέας, σώζονται υπολείμματα συγκροτήματος φρεατοειδών καμίνων από το τέλος του 19ου έως αρχές του 20ου αιώνα. Ευρίσκονται μέσα σε ένα άλλοτε βιομηχανικό και σήμερα αγροτικό περιβάλλον, σε περιοχή με αμπέλια, ελιές και άγρια βλάστηση και παραπλεύρως κοιλάδας που διαρρέεται από ποτάμι με νερό, ζωντανό υδροβιότοπο με καλαμιές, που φιλοξενεί πουλιά και υδροχαρή φυτά. Απέχουν σε ευθεία γραμμή περί τα 300 μέτρα από την λεωφόρο Αθηνών-Λαυρίου και η πρόσβασή τους είναι εύκολη διαμέσου αγροτικού δρόμου που διασχίζει τον χώρο τους (Σχ.1). Αποτελούν μνημείο της νεότερης βιομηχανικής ιστορίας της Ελλάδος και είναι σκόπιμο να διασωθούν.

ΣΧΗΜΑ 1. Γενική άποψη των καμίνων στην περιοχή Φοβόλες της Δάρδεζας στην Κερατέα

FIGURE 1. General view o f shaft furnaces at the site called Fovoles in Dardesa-Keratea.

Είναι τόσα πολλά τα μεταλλευτικά και μεταλλουργικά μνημεία της Αττικής, αρχαία και νεώτερα, ώστε η σημασία πολλών από αυτά έχει -αδίκω ς- υποβαθμισθεί και αγνοηθεί. Στην κατηγορία αυτή εμπίπτουν και οι κάμινοι της Δάρδεζας, για τις οποίες υπάρχουν ελάχιστες γραπτές μαρτυρίες

*Ομότιμος Καθηγητής Ε. Μ. Πολυτεχνείου

[1]. Η πρώτη ουσιαστική περιγραφή με φωτογραφίες και σχετικό τοπογραφικό χάρτη έγινε πρόσφατα από το ζεύγος αρχαιολόγων Όλγας και Ευάγγελου Κακαβογιάννη, που έχουν ασχοληθεί διεξοδικά με την ιστορία και την αρχαιολογία της Λαυρεωτικής [2]. Σύμφωνα με την εργασία αυτή οι κάμινοι χρησίμευσαν για την πύρωση (ή αλλιώς φρύξη) των σιδηρομαγγανιούχων μεταλλευμάτων που προέρχονταν από γειτονικά Μεταλλεία των περιοχών Δάρδεζας και Δασκαλειού.Η παρούσα εργασία έχει σκοπό την λεπτομερέστερη περιγραφή του συγκροτήματος των καμίνων και την τοποθέτησή τους σε ένα ευρύτερο ιστορικό και τεχνολογικό πλαίσιο. Περιλαμβάνει τοπογραφική αποτύπωση της στενής περιοχής των καμίνων με τα υπολείμματα των σχετικών κτιριακών εγκαταστάσεων, φωτογραφίες, διαστάσεις, και συστηματική καταγραφή των πληροφοριών που εντοπίζονται στην βιβλιογραφία. Με βάση αυτά τα στοιχεία σε συνδυασμό με τις επιστημονικές γνώσεις από τη μεταλλουργία και λαμβάνοντας υπόψη την ανάλογη τεχνολογία από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, προσδιορίζεται η σημασία τους και ερμηνεύονται οι λόγοι που οδήγησαν στην κατασκευή τους και στη λειτουργία τους.Δύο αλληλένδετα ερωτήματα τίθενται για τις εγκαταστάσεις αυτές: πρώτον, ποιαήταν η ιδιαίτερη αξίατων μεταλλευμάτων της Δάρδεζας που δικαιολογούσε μία σοβαρή επένδυση όπως οι φρεατώδεις κάμινοι και δεύτερον, ποιον ιδιαίτερο σκοπόν εξυπηρετούσε η λειτουργία τους.Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά περιέχεται στο επόμενο κεφάλαιο και δεν μπορεί παρά να είναι σχετικώς εκτεταμένη, διότι συνδέεται με την μετάλλαξη της τεχνολογίας παραγωγής σιδήρου και χάλυβα στην Ευρώπη κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα.

Η ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ χΑΛΥΒΑ ΑΠΟ Τη ν Υψ ΙΚΑΜΙΝΟσ τ η ν ε υ ρ ω π η κ α ι ο ι ε π ιπ τ ώ σ ε ις τ η ς σ τ η ν ζ η τ η σ η μ ε τ α λ λ ε υ μ α τ ω ν σ ί δ η ρ ο υ

Κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, πέρα από την γενικότερη μετάλλαξη, γνωστή ως βιομηχανική επανάσταση, που μετατόπισε τα μέσα παραγωγής και το

ΟΡΥΚΤΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ/MINERAL WEALTH 164/2012 7

Page 4: Οι φρεατώδεις κάμινοι της Δάρδεζας και η εκμετάλλευση των μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων της Λαυρεωτικής

εργατικό δυναμικό από την βιοτεχνία στην βιομηχανία, σήμαινε για την παραγωγή του σιδήρου και του χάλυβα μία βαθειά ποιοτική μεταβολή που δεν σχετίζεται μόνο με τις κοινωνικές αλλαγές, την οργάνωση της εργασίας και με την κλίμακα μεγέθους των βιομηχανικών εγκαταστάσεων, αλλά ακόμη και κυρίως με τις ίδιες τις μεθόδους και τεχνικές της μεταλλουργίας, δηλ. με την αξιοποίηση παλαιών και με την εμφάνιση νέων εφευρέσεων.Πρόκειται για την ιστορική περίοδο της Μεταλλουργίας, όπου η παλιά «άμεσος μέθοδος» παραγωγής σιδήρου, η οποία παράγει μαλακό σφυρήλατο σίδηρο και χάλυβα σε στερεά κατάσταση, πέφτει σε παρακμή, καθώς την ανταγωνίζεται και τελικά την αντικαθιστά η «έμμεσος μέθοδος». Η τελευταία παράγει χυτοσίδηρο σε ρευστή κατάσταση μέσω της υψικαμίνου, ο οποίος μετατρέπεται σε χάλυβα με περαιτέρω επεξεργασία [3].Για τις στενές ανάγκες εκείνης της εποχής, η άμεσος μέθοδος παραγωγής σιδήρου σε στερεά κατάσταση, η οποία ξεκίνησε από τα προϊστορικά ακόμη χρόνια (για την αποφυγή αοριστίας, ας δεχθούμε περίπου το 1100-1000π.Χ για την Ελλάδα) και εξελίχθηκε διαμέσου των ρωμαϊκών χρόνων και του Μεσαίωνα μόνον ποσοτικά, δηλ. ως προς την κλίμακα παραγωγής, θα μπορούσε να θεωρηθεί ακόμα και στην περίοδο που εξετάζουμε -τέλος 19ου έως αρχές 20ου αιώνα- ως η πλέον εφαρμοζόμενη μέθοδος. Κατανάλωνε λίγο καύσιμο και παρήγε σίδηρο σε πολύ καθαρή κατάσταση, μαλακό, κατάλληλο για σφυρηλασία και έλαση (wrought iron). Οι περισσότερες εφαρμογές εκείνης της περιόδου, όπως και σήμερα άλλωστε, απαιτούσαν σίδηρο μαλακό και δύσθραυστο με μεγάλη ολκιμότητα, για την παραγωγή αντικειμένων με σφυρηλασία και έλαση, δηλ. για διαμόρφωση με πλαστική παραμόρφωση εν θερμώ ή/και εν ψυχρώ. Ο σίδηρος που παράγονταν με άμεση αναγωγή ήταν ιδανικός γι'αυτόν τον σκοπό. Ωστόσο υπήρχε ένα βασικό μειονέκτημα, η χαμηλή παραγωγικότητα της μεθόδου, και ένα δεύτερο εξίσου σημαντικό, ότι για την παραγωγή του απαιτούνταν οπωσδήποτε η χρήση ξυλάνθρακα. Η χρήση ορυκτού άνθρακα (ή κοκ) δεν ήταν επιτρεπτή στην άμεση αναγωγή, λόγω της περιεκτικότητας σε θείο, το οποίο περνούσε και στο προϊόν. Πρέπει να διευκρινισθεί ότι αν το προϊόν της άμεσης αναγωγής περιείχε θείο, δεν ήταν δυνατόν στη συνέχεια να καθαρισθεί (αποθειωθεί), με αποτέλεσμα να είναι εύθραυστο και ακατάλληλο για διαμόρφωση με σφυρηλασία ή έλαση, δηλ. μη εμπορεύσιμο.Έτσι, σε μία περίοδο κατά την οποία ο αστικός πληθυσμός και η κατανάλωση σιδήρου στην Ευρώπη συνεχώς μεγάλωναν, η άμεσος μέθοδος δεν μπορούσε πλέον να ανταποκριθεί στις ανάγκες της εποχής. Εξάλλου, η καταστροφή των δασών προς παραγωγή ξυλάνθρακα είχε φτάσει στο απροχώρητο. Λίγες μόνο χώρες, όπως η Σουηδία, είχαν ακόμη το προνόμιο ή μάλλον την πολυτέλεια, χάρη στην αφθονία των δασών τους, να παράγουν σίδηρο χρησιμοποιώντας ξυλάνθρακα, και η περίπτωσή τους έμεινε παροιμιώδης

στην ιστορία για την εξαιρετική ποιότητα του χάλυβα που παρήγαν («σουηδικός χάλυβας»).Οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες που στερούνταν δασών, αναγκαστικά στράφηκαν προς τη λύση της υψικαμίνου και την χρήση κοκ. Η ανακάλυψη της υψικαμίνου ήταν ήδη αρκετά παλιά, από τον 15ο αιώνα, αλλά η εξέλιξή της μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα ήταν πολύ αργή. Προέκυψε καταρχήν τυχαία, όταν η χρήση της υδραυλικής ενέργειας που χρησιμοποιούνταν ως τότε κυρίως για την κίνηση των μύλων δοκιμάσθηκε και για την κίνηση των φυσερών. Έτσι, η διακοπτόμενη εμφύσηση αέρα που γινόταν μέχρι τότε χειρωνακτικά σε μικρές ορθοκαμίνους αντικαταστάθηκε από ρεύμα ισχυρό και συνεχές, το οποίο είχε ως συνέπεια την αύξηση της θερμοκρασίας, και συνακόλουθα επέτρεψε την αύξηση του μεγέθους των καμίνων με στόχο την υψηλότερη παραγωγικότητα. Όμως, η παραγωγή μεγαλύτερης μάζας μετάλλου και η αύξηση του χρόνου παραμονής του μέσα στην κάμινο, λόγω του μεγαλύτερου ύψους της, οδήγησε στην παραγωγή χυτοσιδήρου, αντί για χάλυβα. Υπήρξε δηλ. αυτόματη μετάβαση -και χωρίς να υπάρχει αρχικά καμία τέτοια πρόθεση- από την άμεσο στην έμμεσο αναγωγή. Για να γίνει αντιληπτή αυτή η αλλαγή αρκεί να παρατηρήσουμε ότι στο εσωτερικό μιας καμίνου, ανεξάρτητα από το μέγεθός της, το φορτίο με την βαρύτητα κατεβαίνει προς τα κάτω καθώς καίγεται η καύσιμη ύλη. Όταν το ύψος της καμίνου αυξηθεί αρκετά το μέταλλο ενανθρακώνεται, δηλ. απορροφά άνθρακα, καθώς διέρχεται μέσα από τα κατώτερα στρώματα του καυσίμου. Αυτό το κράμα σιδήρου με υψηλό άνθρακα (άνω του 2%) τήκεται σε πολύ χαμηλότερες θερμοκρασίες (γύρω στους 1100-12000C) σε σχέση με τον καθαρό σίδηρο (15350C). Με περιεκτικότητα 3.5% άνθρακα το σημείο τήξης πέφτει ως τους 11500C. Έτσι οι μεταλλουργοί που με την αύξηση του μεγέθους της καμίνου επιζητούσαν απλώς αύξηση της παραγωγικότητας, είδαν να γεννιέται ένα νέο προϊόν, ο χυτοσίδηρος. Αυτό είχε ένα θετικό και ένα αρνητικό επακόλουθο. Το θετικό ήταν ότι ο χυτοσίδηρος -σε αντίθεση προς τον σίδηρο και χάλυβα- προέκυπτε ρευστός και μπορούσε να χυτευθεί σε χελώνες. Στη συνέχεια μπορούσε να τακεί εκ νέου, για να χυτευθεί σε χρήσιμα αντικείμενα, πράγμα που ως τότε δεν ήταν δυνατόν να γίνει με το προϊόν της άμεσης αναγωγής, λόγω του υψηλού σημείου τήξεως. Το αρνητικό σημείο είναι ότι, σε αντίθεση με τον σίδηρο και χάλυβα της άμεσης αναγωγής, ο χυτοσίδηρος δεν μπορούσε να σφυρηλατηθεί ούτε εν θερμώ ούτε εν ψυχρώ, ήταν δηλ. εξαιρετικά εύθραυστος (ψαθυρός).Έτσι το προϊόν της υψικαμίνου, ο χυτοσίδηρος (με 3-4% άνθρακα), έπρεπε στη συνέχεια να μετατραπεί σε χάλυβα, πρακτικά με 0.1- 1% άνθρακα, με κατάλληλη μέθοδο, ώστε να καταστεί όλκιμος. Επειδή, όμως, περιείχε και υψηλό θείο (0.5-1%), λόγω της χρήσης του κοκ, έπρεπε επίσης να αποθειωθεί. Ήδη από τον Μεσαίωνα υπήρχε μέθοδος για χαλυβοποίηση του χυτοσιδήρου χαμηλής παραγωγικότητας

8 ΟΡΥΚΤΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ/MINERAL WEALTH 164/2012

Page 5: Οι φρεατώδεις κάμινοι της Δάρδεζας και η εκμετάλλευση των μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων της Λαυρεωτικής

(fining) και στη συνέχεια, από τις αρχές του 19ου αιώνα, ανακαλύφθηκαν άλλες πολύ πιο παραγωγικές τεχνικές, η μέθοδος Siemens-Martin και η μέθοδος του μεταλλάκτη (Bessemer και Thomas). Η μέθοδος του μεταλλάκτη εξακολουθεί να εφαρμόζεται στη βασική φιλοσοφία της μέχρι σήμερα, με διάφορες παραλλαγές και βελτιώσεις βέβαια. Ούτως ή άλλως, η υψικάμινος προϊδεάζονταν ως το μέλλον της σιδηρουργίας, χάρη στη μεγάλη της παραγωγικότητα, και κάποια στιγμή μοιραίως θα επικρατούσε. Στην συγκυρία της περιόδου που περιγράφουμε, δηλ. τον 19ο αιώνα, είχε επιπλέον το σπουδαίο πλεονέκτημα ότι μπορούσε να τροφοδοτηθεί με κοκ. Όμως και στην υψικάμινο συνέφερε από πλευράς κόστους και ποιότητας το προϊόν να περιέχει όσο το δυνατόν λιγότερο θείο. Γ ι' αυτόν τον λόγο το κοκ έπρεπε να περιέχει όσο το δυνατόν λιγότερο θείο, κι αυτό μπορούσε να γίνει αν παράγονταν από λιθάνθρακα χαμηλό σε θείο, αλλά τέτοιος λιθάνθρακας δεν ήταν γενικώς διαθέσιμος, παρά μόνον σε ορισμένες προνομιακές περιοχές. Η άλλη, η κύρια εναλλακτική λύση στο πρόβλημα του θείου ήταν να χρησιμοποιηθούν συνήθεις λιθάνθρακες που περιείχαν αρκετό θείο, αλλά να εξουδετερωθεί αυτή η ακαθαρσία με κάποια μεταλλουργική προσθήκη. Κι αυτή η προσθήκη ήταν το μαγγάνιο. Το μαγγάνιο συντελεί αποτελεσματικά στην αποθείωση, δηλ. στην απομάκρυνση του θείου από το προϊόν, σε όλα σχεδόν τα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας, αλλά ακόμη και όσο θείο παραμένει τελικά μέσα στον χυτοσίδηρο και κατόπιν στον χάλυβα, δεσμεύεται από το μαγγάνιο, σχηματίζοντας μία ενδομεταλλική ένωση το θειούχο μαγγάνιο, MnS, το οποίο συμπεριφέρεται εν θερμώ όλκιμα και δεν βλάπτει τη σφυρηλασιμότητα, θεωρείται και είναι δηλαδή ένα ανεκτό -κα ι σε ορισμένες περιπτώσεις- χρήσιμο έγκλεισμα. Αλλά πέραν αυτού, η παρουσία του Μαγγανίου στον χυτοσίδηρο σε υψηλό ποσοστό ήταν απολύτως αναγκαία για να είναι δυνατή η χαλυβοποίηση με την τεχνική Bessemer. Τέλος πρέπει να τονισθεί ότι το μαγγάνιο είναι βασική κραματική πρόσμιξη του χάλυβα, απαραίτητη για την μηχανική του αντοχή.Αυτοί είναι οι βασικοί λόγοι, που ορισμένα από τα ελληνικά σιδηρομεταλλεύματα ήταν περιζήτητα και είχαν υψηλή τιμή στην ευρωπαϊκή αγορά, διότι ήσαν μαγγανιούχα. Κατά μείζονα λόγο, τα αμιγώς μαγγανιούχα μεταλλεύματα, όπως αυτά που εξορύσσονταν στο Ακρωτήριο Βάνι της Μήλου [4] χρησιμοποιούνταν στη σύνθεση του φορτίου της υψικαμίνου και στην κραμάτωση του χάλυβα και είχαν μεγάλη αξία. Έτσι λοιπόν, η μεγάλη ζήτηση των μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων σχετίζεται άμεσα με την υποκατάσταση της αμέσου μεθόδου από την υψικάμινο, με την συνακόλουθη γενίκευση της χρήσης του κοκ στη μεταλλουργία σιδήρου και με την υιοθέτηση των νέων τεχνικών χαλυβοποίησης.Αυτό έδωσε εξαιρετική ώθηση στην ανάπτυξη των μεταλλείων σιδήρου στην Ελλάδα. Ο μεταλλευτικός

πυρετός που είχε ξεκινήσει ενωρίτερα από το Λαύριο με τα αργυρούχα μεταλλεύματα μολύβδου [5], επεκτάθηκε μέσα σε λίγες δεκαετίες και στον σίδηρο και σε άλλα μεταλλεύματα. Στα τέλη του 19ου έως τις αρχές του 20ου αιώνα καθημερινά γίνονται νέες δηλώσεις μεταλλείων σιδήρου και μαγγανίου, σε ολόκληρη την επικράτεια, όπως μαθαίνουμε από τις εφημερίδες της εποχής [6, 7].Κατάτον H. Γούναρη [8] σχεδόν όλατα σιδηρομεταλλεύματα στην Ελλάδα περιέχουν και μαγγάνιο, τα φτωχά 3-4% και τα πλούσια περί το 15% ή και περισσότερο. Τα πρώτα χαρακτηρίζονται απλώς ως σιδηρομεταλλεύματα, ενώ τα δεύτερα ως μαγγανιούχα σιδηρομεταλλεύματα και είναι αυτά με τα οποία ασχολείται ειδικότερα το παρόν άρθρο. Για την περίοδο που εξετάζουμε, η περιεκτικότητα σε σίδηρο για τα συνήθη εμπορεύσιμα σιδηρομεταλλεύματα κυμαίνεται από 45 έως 53% σε σίδηρο, ενώ για τα μαγγανιούχα σιδηρομεταλλεύματα από 30 έως 35% σε σίδηρο. Έ να τυπικό σιδηρομετάλλευμα καλής ποιότητας περιέχει αθροιστικά 50% σίδηρο και μαγγάνιο και 10% πυριτικό οξύ και λαμβάνεται ως βάση για τον καθορισμό της τιμής. Κάθε μονάδα μετάλλου επί πλέον ή επί έλαττον προσθέτει ή αντιστοίχως αφαιρεί ένα σταθερό ποσό από την τιμή ανά τόνο μεταλλεύματος. Το αντίθετο συμβαίνει με το πυριτικό οξύ που θεωρείται ανεπιθύμητη πρόσμιξη. Κατ' ανάλογο τρόπο, για τα μαγγανιούχα σιδηρομεταλλεύματα ως βάση λαμβάνεται περιεκτικότητα 30% για τον σίδηρο και 15% για το μαγγάνιο.Πρέπει, πάντως, να λεχθεί ότι μεταλλεύματα με Fe και

M n κάτω του 45% αθροιστικά δεν θεωρούνταν γενικώς εμπορεύσιμα, ενώ πολλά από τα σιδηρομαγγανιούχα μεταλλεύματα του ελληνικού χώρου ήταν κάτω από αυτό το όριο. Ο λόγος απαίτησης πλουσίων μεταλλευμάτων είναι ότι η υψικάμινος είναι πολύ παραγωγικό εργαλείο, αλλά για να είναι οικονομικώς αποτελεσματική χρειάζεται αυστηρή ρύθμιση των συνθηκών λειτουργίας. Είναι γνωστό ότι στο ανώτερο τμήμα του φρέατος της υψικαμίνου, όπου οι θερμοκρασίες είναι χαμηλές επέρχεται αρχικά ξήρανση του φορτίου και στη συνέχεια φρύξη και διάσπαση των ανθρακικών ενώσεων, αλλά ο χρόνος έκθεσης του φορτίου στις ζώνες αυτές είναι περιορισμένος και ενδεχομένως ανεπαρκής για την ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας. Σε καμία, όμως, περίπτωση δεν διανοείται ο μεταλλουργός να επιβραδύνει την κάθοδο του φορτίου με σκοπό την πλήρη διάσπαση των ανθρακικών, διότι αυτό θα σήμαινε μείωση της παραγωγικότητας και αύξηση της κατανάλωσης καυσίμου. Προτιμά, επομένως, η τροφοδοσία της καμίνου να γίνεται εξ αρχής με πλούσια, ξηρά και απαλλαγμένα από κρυσταλλική υγρασία και διοξείδιο του άνθρακα μεταλλεύματα.Οι παρατηρήσεις αυτές οδηγούν στην απάντηση στο δεύτερο ερώτημα, τι χρειάζονταν οι κάμινοι φρύξης: σκοπός τους ήταν να ξηράνουν το φορτίο, να απομακρύνουν την κρυσταλλική υγρασία (νερό που είναι χημικά ενωμένο με τον

ΟΡΥΚΤΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ/MINERAL WEALTH 164/2012 9

Page 6: Οι φρεατώδεις κάμινοι της Δάρδεζας και η εκμετάλλευση των μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων της Λαυρεωτικής

σίδηρο, π.χ. με τη μορφή υδροξειδίων) και να διασπάσουν τις ανθρακικές ενώσεις (σιδηρίτη) διώχνοντας το διοξείδιο του άνθρακα, ώστε το μετάλλευμα να είναι κατάλληλο για την τροφοδοσία της υψικαμίνου. Παρεμπιπτόντως, έδιωχναν με καύση και ένα μέρος του θείου. Επίσης, έμμεσα, η απώλεια της υγρασίας, του κρυσταλλικού νερού και του διοξειδίου του άνθρακα μείωναν το βάρος του μεταλλεύματος κατά 20% περίπου. Αυτό οδηγούσε ουσιαστικά σε εμπλουτισμό του υλικού, δηλ. σε άνοδο της περιεκτικότητας σε σίδηρο και σε μαγγάνιο, αλλά και σε σημαντική μείωση του κόστους των μεταφορικών.Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι τα μαγγανιούχα σιδηρομεταλλεύματα ήταν περιζήτητα και για τούτο λίαν κερδοφόρα, αλλά για την καλύτερη αξιοποίησή τους απαιτούνταν πριν από τη διάθεσή τους στο εμπόριο φρύξη σε ειδικές καμίνους.Όπως θα αναφέρουμε στη συνέχεια, τέτοιες κάμινοι κατασκευάστηκαν όχι μόνο στη Δάρδεζα αλλά και σε άλλες περιοχές της Λαυρεωτικής. Επίσης, μία τέτοια κάμινος κατασκευάστηκε και σώζεται ακόμη στη νήσο Σίφνο.

Η ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΥΡΩΣΗΣ (Η φΡΥΞΗΣ)Η πύρωση (calcination) ή φρύξη (roasting) σιδηρομεταλλεύματος είναι μία απλή διαδικασία, της οποίας η πρακτική άρχισε να εφαρμόζεται μαζικά με την ανάπτυξη της υψικαμίνου τον 19ο αιώνα [3]. Ανάλογα με την φύση του σιδηρομεταλλεύματος, η φρύξη μπορούσε να εξυπηρετεί διάφορους σκοπούς. Αρχικός σκοπός ήταν να μειωθεί η περιεκτικότητα σε θείο ορισμένων μεταλλευμάτων, που έφθανε το 1%, ή να αυξηθεί το πορώδες των αργιλούχων μεταλλευμάτων, για να εξασφαλισθεί καλύτερη διαπερατότητα στα αναγωγικά αέρια μέσα στην υψικάμινο. Σε άλλα μεταλλεύματα που ήταν σκληρά και συνεκτικά, η φρύξη διευκόλυνε τη θραύση τους. Σε περιπτώσεις, όπως αυτή που εξετάζουμε, η πύρωση γίνονταν με σκοπό την θερμική διάσπαση των ανθρακικών ενώσεων, την απομάκρυνση του κρυσταλλικού ύδατος και την ξήρανση. Κατά την θέρμανση ο ανθρακικός σίδηρος FeCO3 διασπάται σύμφωνα με την αντίδραση:

FeCO3 ^ C O 2 + FeO Δηλ. οι ανθρακικές ενώσεις διασπώνται προς πρωτοξείδιο του σιδήρου και διοξείδιο του άνθρακα. Για να ξεκινήσει η αντίδραση πρέπει να υψωθεί αρκετά η θερμοκρασία, γι'αυτό χρειάζεται καύσιμο και εμφύσηση αέρα από την βάση της καμίνου. Επίσης, για να προχωρήσει η αντίδραση πρέπει το διοξείδιο του άνθρακα (που παράγεται από την καύση, αλλά και από την ίδια την αντίδραση διάσπασης των ανθρακικών) να απομακρύνεται με ευχέρεια από την κάμινο, δηλ. να μην υπάρχουν ψιλά που φράζουν τις διόδους μεταξύ των χονδρών τεμαχίων. Για το λόγο αυτό τα λεπτά κλάσματα διαχωρίζονται προηγουμένως με κοσκίνιση και μαζί με τη σκόνη υποβάλλονται σε πύρωση σε άλλες καμίνους που είναι κατάλληλες γι'αυτόν τον σκοπό.

Θα συνέφερε, με σκοπό την οικονομία καυσίμου στην υψικάμινο, η αντίδραση να παραμείνει στο στάδιο σχηματισμού του FeO. Αλλά στην πράξη δεν είναι δυνατόν να εμποδιστεί η άμεση επανοξείδωσή του προς Fe2O3 ή προς το μαγνητικό οξείδιο Fe3O4, από το οξυγόνο του αέρα ή από το διοξείδιο του άνθρακος, καθώς η λειτουργία της καμίνου πύρωσης προϋποθέτει περίσσεια αέρος για την πλήρη καύση του καυσίμου, δηλ. στο εσωτερικό της καμίνου επικρατεί οξειδωτική ατμόσφαιρα.

Έτσι ως τελική αντίδραση πρέπει να θεωρηθεί η ακόλουθη

2FeCO3 + / Ο2 ^ 2 CO2 + Fe2O3 Στις αντιδράσεις πύρωσης το Mn ευρίσκεται μέσα στο πλέγμα των ενώσεων του σιδήρου FeCO3, FeO και Fe2O3 ως ισόμορφη πρόσμιξη, δηλ. ως στερεό διάλυμα, επομένως θα μπορούσαμε να γράψουμε τις ενώσεις ως (Fe, Mn)CO3, (Fe, Mn)O και (Fe, Mn)2O3.Η προηγούμενη αντίδραση είναι εξώθερμη και εφόσον με την αρχική θέρμανση προκληθεί η έναρξή της, θεωρητικά δεν θα απαιτούνταν περαιτέρω χρήση καυσίμου [9]. Αλλά λαμβανομένων υπόψη των απωλειών της καμίνου προς το περιβάλλον και της αισθητής (περιεχόμενης) θερμότητας που απάγεται μαζί με το θερμό προϊόν, χρειάζεται τελικά η χρήση μικρής ποσότητας καυσίμου. Αν η διάσπαση των ανθρακικών ήταν η μοναδική αντίδραση, η πύρωση θα κατανάλωνε μόνο 6-10Kg λιθάνθρακα ανά τόνο μεταλλεύματος, αλλά δεν πρέπει να αγνοούμε την ξήρανση και άλλες δευτερεύουσες αντιδράσεις που είναι ενδόθερμες, με αποτέλεσμα να ανεβάζουν την κατανάλωση καυσίμου σε 30kg λιθάνθρακα ανά τόνο μεταλλεύματος κατ' ελάχιστον. Η διαδικασία οδηγείται σε μία θερμοκρασία περί τους 4000C, αλλά μπορεί να επιταχυνθεί με ύψωση της θερμοκρασίας ως τους 8000C το πολύ. Υψηλότερες θερμοκρασίες είναι απαγορευτικές, διότι θα οδηγούσαν σε συσσωμάτωση του μεταλλεύματος και εν συνεχεία (από τους 11000C και άνω) σε έναρξη σκωριοποίησης. Τόσο η συσσωμάτωση όσο και η σκωριοποίηση είναι τελείως ανεπιθύμητες δράσεις, διότι θα οδηγούσαν σε μεγάλα συσσωματώματα με χαμηλό πορώδες και μικρή διαπερατότητα. Στη διαδικασία της πύρωσης η περιεκτικότητα του θείου στο καύσιμο δεν είναι κρίσιμη παράμετρος, καθώς οι θερμοκρασίες είναι χαμηλές και δεν επιτρέπουν την διάχυση του θείου μέσα στο μετάλλευμα, για τον λόγο αυτό μπορούν να χρησιμοποιηθούν καύσιμα με υψηλό θείο. Αν όμως γίνονταν σκωριοποίηση, η παρουσία του θείου στο καύσιμο θα ήταν εξαιρετικά επιζήμια.Έχει αναφερθεί ότι κατά την πύρωση (φρύξη) οι προσμίξεις έβγαιναν από την κάμινο ως σκωρία [2]. Τούτο είναι ανακριβές. Η πύρωση, όπως αναπτύξαμε προηγουμένως, δεν δημιουργεί σκωρία. Για τον λόγο αυτό, δεν εντοπίζονται υπολείμματα σκωρίας στην περιοχή των καμίνων της Δάρδεζας. Στην ίδια εργασία αναφέρεται επίσης ότι πριν από λίγα χρόνια σώζονταν πλησίον των καμίνων μεγάλες

10 ΟΡΥΚΤΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ/MINERAL WEALTH 164/2012

Page 7: Οι φρεατώδεις κάμινοι της Δάρδεζας και η εκμετάλλευση των μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων της Λαυρεωτικής

ποσότητες σκωριών, οι οποίες αφαιρέθηκαν για να χρησιμεύσουν ως μπαζώματα και επιστρώσεις οδών. Αν πράγματι υπήρχαν τέτοιοι σωροί, ήταν πιθανώς απορρίμματα του εμπλουτισμού, δηλ. τεμάχια φτωχού μεταλλεύματος και ψιλά, και όχι σκωρίες. Σήμερα στον χώρο γύρω από τις καμίνους και στην πλατεία που χρησίμευε για την απόθεση του μεταλλεύματος υπάρχουν πολλά υπολείμματα μεταλλεύματος, ωμού ή πεφρυγμένου, τα οποία λόγω της σύνθεσής τους έχουν καστανή έως καστανόμαυρη απόχρωση και εμφάνιση που μπορεί να δημιουργήσει την εντύπωση ότι πρόκειται για σκωρία. Η εξέταση τέτοιων τεμαχίων στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο σαρώσεως και με περίθλαση ακτίνων Χ επιβεβαίωσε ότι πρόκειται αναμφισβήτητα για μετάλλευμα, κυρίως ωμό, και όχι για σκωρία.Η απλούστερη τεχνική που χρησιμοποιήθηκε για την φρύξη στο παρελθόν ήταν φρύξη σε ελεύθερους σωρούς (heaps) ή περιορισμένους περιμετρικά από ένα χαμηλό τοίχο (stalls) [3, 9]. Στις περιπτώσεις αυτές χρησιμοποιούνταν ως καύσιμο ξύλα ή ξυλάνθρακας ενώ η φρύξη διαρκούσε εβδομάδες έως και μήνες και λόγω των απωλειών θερμότητας προς το περιβάλλον η κατανάλωση ήταν μεγάλη, φτάνοντας ακόμη και τα 200kg ξυλάνθρακα ανά τόνο μεταλλεύματος. Με την εισαγωγή των φρεατοειδών καμίνων χρησιμοποιήθηκαν αρχικά ξύλα και ξυλάνθρακες, αλλά σταδιακά το καύσιμο αντικαταστάθηκε από λιθάνθρακα και κοκ, εφόσον ήταν διαθέσιμα. Με τη χρήση λιθάνθρακα μέσα σε φρεατοειδείς καμίνους η κατανάλωση καυσίμου έπεσε στα 30-50kg/τόνο μεταλλεύματος ή και ακόμα λιγότερο, ενώ η διάρκεια της κατεργασίας δεν ξεπερνούσε πλέον τις δύο-τρεις ημέρες. Δεδομένου ότι μία τυπική χωρητικότητα καμίνου είναι περί τα 100m3, που αντιστοιχεί περίπου σε 200 τόνους μεταλλεύματος στο φορτίο η παραγωγή κυμαίνονταν από 30-100 τόνους μεταλλεύματος την ημέρα ανά κάμινο.Από πίνακα της έκθεσης του Α. Κορδέλλα [10] που αφορά στην κατανάλωση καυσίμων υλών στο Λαύριο προκύπτει ότι στην Εταιρεία της Δάρδεζας καταναλώνονταν αποκλειστικά λιθάνθρακες και λιγνίτες Ορωπού-Κύμης. Η κατανάλωση λιθάνθρακα ήταν μικρή, περί τους 1800 τόνους συνολικά για το διάστημα από το 1890 έως το 1901, και πρέπει να υποθέσουμε ότι προορίζονταν για την κίνηση των ατμομηχανών. Αντίθετα, η κατανάλωση λιγνίτη ξεκινάει από μερικές εκατοντάδες τόνους το 1890 και από το 1895 και μετά φθάνει τους 1500 τόνους ετησίως. Δεδομένου ότι η Δάρδεζα δεν είχε άλλη μεταλλουργική δραστηριότητα πέραν της φρύξης σιδηρομεταλλευμάτων, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι ο λιγνίτης χρησιμοποιούνταν ως καύσιμο για τη λειτουργία των καμίνων. Λαμβάνοντας υπόψη την ποσότητα λιγνίτη που καταναλώθηκε σε ένα έτος και την παραγωγή της Δάρδεζας που δίνεται στη συνέχεια του άρθρου στον Πίν. 5, μπορούμε να υπολογίσουμε ότι η κατανάλωση καυσίμου ήταν για το 1900: 1,819,000kg λιγνίτη/41,60Π μεταλλεύματος=44 kg/t, κατανάλωση που πρέπει να θεωρείται εύλογη. Για το 1901 προκύπτει

επίσης: 1,558,000/41819=37kg λιγνίτη/t μεταλλεύματος. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι εκείνη την περίοδο γίνονταν έντονη προσπάθεια από τον Α. Κορδέλλα και από άλλους Μεταλλουργούς, αλλά και από επιχειρηματίες, να διευρύνουν το πεδίο εφαρμογής των λιγνιτών, ακόμη και να τους χρησιμοποιήσουν για την λειτουργία υψικαμίνων. Δύο τέτοιες υψικάμινοι δοκιμάσθηκαν μάλιστα στην Εύβοια, στην περιοχή της Πλατάνας παρά την Κύμη με λιγνίτη των λιγνιτορυχείων της περιοχής και με σιδηρομετάλλευμα Σερίφου, αλλά -όπω ς φαίνεται σήμερα προφανές- τα αποτελέσματα απέβησαν αρνητικά και το εγχείρημα εγκαταλείφθηκε [8, 11].Κατά την φόρτωση της καμίνου πύρωσης, το καύσιμο φορτώνονταν μαζί με το μετάλλευμα σε εναλλασσόμενες στρώσεις. Στην Ισπανία φορτώνονταν 30 kg ξυλοκάρβουνου ανά τόνο ανθρακικού μεταλλεύματος. Σύμφωνα με άλλη τεχνική, το μετάλλευμα αναμιγνύονταν με το κάρβουνο μέσα σε σιλό, πριν φορτωθεί στην κάμινο ως μίγμα. Στη Νορμανδία προσέθεταν 10 kg λιθάνθρακα ανά τόνο μεταλλεύματος. Πολυάριθμα τέτοια παραδείγματα και εικόνες, όπου κάμινοι όπως αυτές της Δάρδεζας θεωρούνται πλέον ιστορικά μνημεία (ιδιαίτερα στη Γαλλία), μπορούν να ευρεθούν στο Internet με αναζήτηση του όρου «calcina­tion of iron ores» ή στα γαλλικά “calcination des minerais de fer” .

Η ΕΞΟΡΥΞΗ ΣΙΔΗΡΟΜΕΤΑΛΛΕΥΜΑΤΩΝ ΣΤΗ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗ, ΤΑ ΜΕΤΑΛΛΕΙΑ ΤΗΣ ΔΑΡΔΕζΑΣ ΚΑΙ Η θ ΕΣΗ ΤΟΥΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΗ εξόρυξη σιδηρομεταλλευμάτων στη Λαυρεωτική δεν έχει βρει τη θέση που της αξίζει στην σύγχρονη βιβλιογραφία της βιομηχανικής ιστορίας. Ίσως έχει επισκιασθεί από την εκμετάλλευση των μεταλλευμάτων αργυρούχου μολύβδου της περιοχής κατά την αρχαιότητα και κατά τα νεώτερα χρόνια, καθώς και από την βαρύτητα των ιστορικοπολιτικών και κοινωνικών γεγονότων που συνδέονται με αυτήν. Όμως, η εκμετάλλευση σιδηρομεταλλευμάτων στη Λαυρεωτική υπήρξε εξαιρετικά αξιόλογη μεταλλευτική και οικονομική δραστηριότητα και ασκήθηκε παράλληλα με την εκμετάλλευση αργυρούχων μεταλλευμάτων του μολύβδου, όχι μόνο στη νεώτερη εποχή, αλλά και κατά την αρχαιότητα.Την παραγωγή σιδήρου και χάλυβα στην Λαυρεωτική κατά την αρχαιότητα απεκάλυψαν οι Κονοφάγος-Παπαδημητρίου και παρουσίασαν σε μία σειρά τριών ανακοινώσεων στην Ακαδημία Αθηνών, οι οποίες βασίζονται σε ανασκαφικά και άλλα ευρήματα της περιοχής της Σούρεζας [12-14]. Ο σίδηρος ήταν απολύτως απαραίτητος για την κατασκευή των εργαλείων που χρησιμοποιούσαν στις εξορυκτικές εργασίες οι αρχαίοι μεταλλευτές. Οι συγγραφείς απέδειξαν ότι κατά την κλασσική αρχαιότητα, στην περιοχή της Σούρεζας όπου υπήρχαν μεγάλες εκμεταλλεύσεις αργυρούχου μολύβδου,

ΟΡΥΚΤΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ/MINERAL WEALTH 164/2012 11

Page 8: Οι φρεατώδεις κάμινοι της Δάρδεζας και η εκμετάλλευση των μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων της Λαυρεωτικής

παράγονταν παράλληλα και σίδηρος και χάλυβας από σιδηρομεταλλεύματα που αφθονούν στην περιοχή. Η ύπαρξη σιδηρομεταλλευμάτων στην 1η και 2η μεταλλοφόρο επαφή της Λαυρεωτικής ήταν μία ευτυχής σύμπτωση, που οι αρχαίοι δεν άφησαν ανεκμετάλλευτη. Μάλιστα, όπως απέδειξαν οι ίδιοι συγγραφείς, το Λαύριο ήταν κέντρο παραγωγής σιδήρου όχι μόνο τοπικής σημασίας, καθώς ο σίδηρος και χάλυβας που παράγονταν εκεί, χρησιμοποιήθηκε και για την κατασκευή των συνδέσμων και γόμφων κατά την ανέγερση του Ερεχθείου [13], και ασφαλώς κυκλοφορούσε ευρύτερα στο εμπόριο [15].Στα νεώτερα χρόνια, το ενδιαφέρον για τα σιδηρομεταλλεύματα εκδηλώθηκε μετά το 1870 [10] και συνέπεσε με την περίοδο που αρχίζει να αναπτύσσεται η βιομηχανία και τα Μεταλλεία στο νεώτερο ελληνικό κράτος. Η εκμετάλλευση σιδηρομεταλλευμάτων δεν αφορούσε μόνο το Λαύριο αλλά και άλλες περιοχές στην Ελλάδα (Λοκρίδα, Εύβοια, Κυκλάδες). Ξεκίνησε μέσα στις δύο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και συνεχίστηκε σταθερά μέχρι το τέλος της 1ης δεκαετίας του 20ου αιώνα. Κατόπιν, λόγω των ιστορικών γεγονότων που συνέβησαν κατά το πρώτο ήμισυ του 20ου αιώνα, η εκμετάλλευση παρουσίασε μεγάλες διακυμάνσεις με κρίσεις και αναθερμάνσεις της παραγωγής, ενώ σε ορισμένα Μεταλλεία, όπως στη Σέριφο, διήρκεσε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960 [16]. Στοιχεία για τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα αντλούμε κυρίως από την έκθεση του Ανδρέα Κορδέλλα με τίτλο «Ο μεταλλευτικός πλούτος και αι αλυκαί της Ελλάδος» που δημοσιεύθηκε το 1902 [10]. Στη συνέχεια, πληροφορίες για την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα αντλούμε από διάφορες εκθέσεις επιθεωρητών Μεταλλείων και καθηγητών του Πολυτεχνείου που δημοσιεύονται στον «Αρχιμήδη», περιοδική έκδοση του Ελληνικού Πολυτεχνικού Συλλόγου [8, 17-19], καθώς και από δημοσιεύματα εφημερίδων της εποχής, για τις οποίες έγινε μνεία προηγουμένως [6, 7]. Τέλος, στοιχεία για την παραγωγή σιδηρομεταλλευμάτων από τα αρχεία της Γαλλικής Εταιρείας Μεταλλείων Λαυρίου (ΓΕΜΛ), περιέχονται σε πρόσφατη διδακτορική διατριβή της Μαρκουλή-Μποντιώτη [20].Οι εξορυκτικές δραστηριότητες μεταλλευμάτων σιδήρου στη Λαυρεωτική ήταν εκτεταμένες και πολυάριθμες. Ξαπλώθηκαν σε όλη σχεδόν την έκταση της Λαυρεωτικής, εκεί όπου εμφανίζονται κοντά στην επιφάνεια ή σε μικρό βάθος η 1η και 2η μεταλλοφόρος επαφή και ιδιαίτερα στο βόρειο-βορειοανατολικό της άκρο. Ο χάρτης του Σχ.2 δείχνει την διασπορά των μεταλλείων σιδήρου- μαγγανιούχου σιδήρου και των καμίνων πύρωσης (φρύξης) σιδηρομεταλλευμάτων στην περιοχή της Λαυρεωτικής, που ανήκουν σε διάφορες εταιρείες για τις οποίες γίνεται λόγος στο παρόν άρθρο καθώς και τις θέσεις αρχαίων εκμεταλλεύσεων -παραγωγής σιδήρου που αναφέρονται στις εργασίες Κονοφάγου-Παπαδημητρίου [12, 15].Η εκμετάλλευση μεταλλευμάτων σιδήρου και μαγγανιούχων

ΣΧΗΜΑ 2. Χωροταξική κατανομή των μεταλλείων σιδήρου- σιδηρομαγγανίου και των καμίνων πύρωσης (φρύξης) σιδηρομεταλλευμάτων στην περιοχή της Λαυρεωτικής,

που ανήκουν σε διάφορες εταιρείες και θέσεων αρχαίων εκμεταλλεύσεων-παραγωγής σιδήρου.

FIGURE 2. Spacial distribution o f iron/iron-manganese mines and roasting furnaces, belonging to different compa­nies in the Laurion region. Sites o f iron exploitations in the

ancient classical times are also shown.

σιδηρομεταλλευμάτων αρχίζει από το 1873, ίσως και λίγο ενωρίτερα. Η «Εταιρεία των Μεταλλουργείων Λαυρίου, ΕΜΛ» (ελληνική) φαίνεται από βιβλιογραφικές πηγές [10] ως η πρώτη που εξορύσσει σιδηρομεταλλεύματα, αρχίζοντας από τον Οκτώβριο του 1873. Για την περίοδο από το 1873 μέχρι το 1901, στην οποία αναφέρεται ο Α. Κορδέλλας στην έκθεσή του, η ΕΜΛ έχει αξιόλογη παραγωγή που κυμαίνεται από 20, 000 έως 40, 000 τόνους μαγγανιούχου μεταλλεύματος σιδήρου ετησίως. Το μετάλλευμα αυτό εξάγεται ολοσχερώς στο εξωτερικό, ωμό ή μετά από πύρωση, καθώς στην Ελλάδα δεν υπάρχει παραγωγή σιδήρου από μεταλλεύματα, δηλ. δεν υπάρχουν υψικάμινοι. Από το 1890 η Εταιρεία αρχίζει να απολαμβάνει και το μολυβδούχο σιδηρομετάλλευμα, το οποίο ενδεχομένως

12 ΟΡΥΚΤΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ/MINERAL WEALTH 164/2012

Page 9: Οι φρεατώδεις κάμινοι της Δάρδεζας και η εκμετάλλευση των μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων της Λαυρεωτικής

ΠΙΝΑΚΑΣ 1. Συνολική παραγωγή σιδηρομεταλλευμάτων για την περίοδο από το 1873 έως το 1901 για τις διάφορεςΕταιρείες της Λαυρεωτικής (σύμφωνα με [10])

TABLE 1. Global production o f iron ores o f the period from 1873 to 1901 fo r different companies o f the Laurion region,according to ref. [10]

συνυπάρχει στα κοιτάσματα με το μαγγανιούχο σιδηρομετάλλευμα και συνεξορύσσεται. Για το λόγο αυτό η παραγωγή του μολυβδούχου σιδηρομεταλλεύματος παρουσιάζει μεγάλες διακυμάνσεις, π.χ. από το 1890 έως το 1901 η παραγωγή του μεταβάλλεται από 10,000 έως53,000 τόνους ετησίως. Το μολυβδούχο σιδηρομετάλλευμα δεν εξάγεται στο εξωτερικό, αλλά χρησιμοποιείται από την ίδια την Εταιρεία ως συλλίπασμα κατά την ανάτηξη των αρχαίων εκβολάδων και σκωριών μολύβδου, καθώς ο περιεχόμενος σίδηρος είναι απαραίτητος για τη βελτίωση της ρευστότητας των σκωριών, ενώ ο περιεχόμενος μόλυβδος αποτελεί πλεονέκτημα και πρόσθετο κέρδος, αυξάνοντας την αποδοτικότητα σε παραγόμενο μέταλλο. Από το 1889, στην εκμετάλλευση σιδηρομεταλλευμάτων εισέρχεται δυναμικά και η Γαλλική Εταιρεία Μεταλλείων Λαυρίου (ΓΕΜΛ)-πρώην Γαλλοελληνική Εταιρεία-, με

παραγωγή που κυμαίνεται για την περίοδο 1889-1901 από25,000 έως 130,000 τόνους ετησίως, ενώ σε ορισμένες περιόδους παράγει και απλά σιδηρομεταλλεύματα μέχρι 20, 000 τόνους ετησίως.Από το 1887 αρχίζει την εκμετάλλευση μαγγανιούχων και μολυβδούχων σιδηρομεταλλευμάτων και η Εταιρεία «Δάρδεζα», που αποτελεί αντικείμενο του παρόντος άρθρου. Από την έκθεση Κορδέλλα φαίνεται, ωστόσο, ότι είχαν αρχίσει να εξορύσσονται στα μεταλλεία της μικρές ποσότητες σιδηρομεταλλευμάτων μία δεκαετία ενωρίτερα, ήδη από το 1877.Στην εξόρυξη σιδηρομεταλλευμάτων στο Λαύριο δραστηριοποιούνται και άλλες μικρότερες Εταιρείες. Η Εταιρεία «Βρωμοπούσι» αρχίζει την εκμετάλλευση το 1891, η «Βαρβιτσιώτης» το 1892 και η «Λαυρεωτικός Όλυμπος» το 1900. Η Γαλλική Εταιρεία «Σέριφος-

ΟΡΥΚΤΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ/MINERAL WEALTH 164/2012 13

Page 10: Οι φρεατώδεις κάμινοι της Δάρδεζας και η εκμετάλλευση των μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων της Λαυρεωτικής

ΠΙΝΑΚΑΣ 2. Ετήσια παραγωγή των ελληνικών μεταλλείων που παράγουν σιδηρομεταλλεύματα και μαγγανιούχα σιδηρομεταλλεύματα κατά το έτος 1906 καθώς και η αξία τους (σύμφωνα με [17])

TABLE 2. Annual production o f Greek mines extracting iron ores and manganiferous iron ores fo r the year 1906 andtheir corresponding value, according to ref. [17].

14 ΟΡΥΚΤΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ/MINERAL WEALTH 164/2012

Page 11: Οι φρεατώδεις κάμινοι της Δάρδεζας και η εκμετάλλευση των μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων της Λαυρεωτικής

ΠΙΝΑΚΑΣ 3. Αθροιστική παραγωγή και αξία των κοινών και μαγγανιούχων μεταλλευμάτων σιδήρου κατά τα έτη 1905 και1906 (σύμφωνα με [17])

TABLE 3. Cumulative production and corresponding value o f plain and manganiferous iron ores fo r the years 1905 and1906 according to ref. [17]

Αθροιστική παραγωγή και αξία ετών 1905 και 1906

1905 1906Σιδήρου 465 622 τόνοι 3 387 467 φράγκα 680 620 τόνοι 4 910 217 φράγκα

Σπηλιαζέζα» αρχικά παρήγαγε μία ποσότητα μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων στο διάστημα 1873-1889 (94,387 τόνους), αλλά μετά φαίνεται να διέκοψε την παραγωγή της και να ετέθη εκ νέου σε λειτουργία περίπου μία δεκαετία αργότερα, από το 1898.Στον Πίνακα 1, που στηρίζεται σε στοιχεία της έκθεσης Κορδέλλα [10], δίνεται η συνολική παραγωγή σιδηρομεταλλευμάτων από το 1873 έως το 1901 για τις διάφορες Εταιρείες της Λαυρεωτικής και γίνεται αντιληπτό ότι η βασική παραγωγή αφορά μαγγανιούχα σιδηρομεταλλεύματα. Από τον Πίνακα φαίνεται, επίσης ότι η Γαλλική Εταιρεία Μεταλλείων Λαυρίου έχει την υψηλότερη παραγωγή και ακολουθούν η Εταιρεία Δάρδεζα και η Εταιρεία Μεταλλουργείων Λαυρίου (ελληνική).Στον Πίνακα 2, δίνεται η ετήσια παραγωγή των ελληνικών μεταλλείων που παράγουν σιδηρομεταλλεύματα και μαγγανιούχα σιδηρομεταλλεύματα κατά το έτος 1906 καθώς και η αξία τους. Έχει συνταχθεί από τον Νομομηχανικό Ιωάννη Αργυρόπουλο, και δημοσιεύεται στο περιοδικό «Αρχιμήδης» τον Αύγουστο του 1907 [17]. Για τον ίδιο Πίνακα 2 αναφέρεται ως μέση περιεκτικότητα: για τα σιδηρομεταλλεύματα 46,08% Fe και 0,77%Mn και για τα μαγγανιούχα σιδηρομεταλλεύματα 32,23%Fe και 14, 27%Mn.Στoν Πίνακα 2 έχει προστεθεί από τον συγγραφέα του παρόντος άρθρου η τελευταία στήλη με απλή διαίρεση των στοιχείων της τέταρτης στήλης διά των αντιστοίχων στοιχείων της τρίτης στήλης και φαίνεται καθαρά η σαφώς μεγαλύτερη αξία των μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων, η οποία είναι περίπου 1.5-2.5 φορές υψηλότερη από αυτή των κοινών σιδηρομεταλλευμάτων. Αυτό συμβαίνει για τους λόγους που εξηγήσαμε στο κεφάλαιο 2. Από τα απλά σιδηρομεταλλεύματα την υψηλότερη τιμή παρουσιάζουν αυτά της Εταιρείας Κάψαλος στη Σίφνο και είναι προφανές ότι πρόκειται για πλούσια μεταλλεύματα που έχουν υποστεί πύρωση.Στον Πίνακα 3 παρέχεται συγκριτικά η συνολική παραγωγή και αξία των κοινών και μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων κατά τα έτη 1905 και 1906. Όπως θα δούμε στη συνέχεια, στις αρχές του 20ού αιώνα η παραγωγή ήταν συνεχώς πτωτική, αλλά παρουσίαζε και παροδικές ανακάμψεις, όπως αυτή μεταξύ των ετών 1905 και 1906. Αξίζει, πάντως, να συγκριθούν αυτά τα αποτελέσματα με την συνολική αξία των εξορυχθέντων μεταλλευμάτων και

άλλων μεταλλευτικών προϊόντων σε πανελλαδική κλίμακα για τα ίδια έτη (Πίνακας 4).Από αυτόν τον πίνακα φαίνεται η ποικιλία των μεταλλευτικών προϊόντων που εξορύσσονται στις αρχές του 20ου αιώνα. Τα μεταλλεύματα σιδήρου, μαγγανιούχου σιδήρου και μαγγανίου συμβάλλουν κατά 25% το 1905 και κατά 30% το 1906 στην συνολική αξία των μεταλλευτικών προϊόντων, ενώ ο μόλυβδος κατέχει την πρώτη θέση με 37 και 34% αντιστοίχως. Ο βωξίτης δεν έχει κάνει ακόμη την εμφάνισή του, η εξόρυξή του θα αρχίσει περί τα μέσα της δεκαετίας του 1920.

ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΩΝ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝκ α ι κ α μ ι ν ω ν τ η ς δ α ρ δ ε ζ α ς

Τα Μεταλλεία της Δάρδεζας είναι από τα παλαιότερα που παράγουν σιδηρομεταλλεύματα στην ελληνική επικράτεια. Βρίσκονται στο βορειότερο και ανατολικό μέρος της μεταλλευτικής ζώνης του Λαυρίου, μαζί με τα Μεταλλεία Νικία (ΕΜΛ), Σπηλιαζέζας, και Βρωμοπουσίου.Κατά τους Κορδέλλα [10 ] και Γούναρη [19] το μετάλλευμα βρίσκεται σε διακοπτόμενες παράλληλες στρωματοειδείς φλέβες ή ασκοειδείς κοίτες με μήκος 10-25m και πάχος 3-6m. Τα σώματα του μεταλλεύματος επαναλαμβάνονται με διεύθυνση ΒΑ-ΝΔ σε μήκος πολλών χιλιομέτρων μέσα σε ασβεστόλιθο. Στην ορυκτολογική τους σύσταση είναι μαγγανιούχος σιδηρίτης και μαγγανιούχος υδραιματίτης- λειμωνίτης με 10-18%Μη και 30-40%Fe, περιέχουν δε και φλεβίδια γαληνίτη. Ειδικά στη Διψέλιζα (ΓΕΜΛ), εντοπίζονται μέσα στα μεταλλεύματα μολύβδου φωλιές μαγγανιούχων μαζών πάχους ως 30m με 30-40%μαγγάνιο. Τα μεταλλεύματα του σιδήρου, ως οξειδωμένα μεταλλεύματα, συναντώνται στα ανώτερα στρώματα της μεταλλοφορίας του Λαυρίου, δηλ. κυρίως στην πρώτη και στη δεύτερη μεταλλοφόρο επαφή της Λαυρεωτικής.Κατά τον Αργυρόπουλο [18] το κύριο μετάλλευμα της βορειοανατολικής μεταλλευτικής ζώνης του Λαυρίου είναι μαγγανιούχος σίδηρος με μέση περιεκτικότητα 37-40% σίδηρο και 12-13% μαγγάνιο. Δευτερεύοντα προϊόντα είναι μεταλλεύματα γαληνίτη μέσης περιεκτικότητας 6-45% μολύβδου και μολυβδούχα μεταλλεύματα μέσης περιεκτικότητας 8-12% μολύβδου.Τα Μεταλλεία της Δάρδεζας αναπτύχθηκαν σε αρχική παραχώρηση εκτάσεως 14,612.378 στρεμμάτων προς τους Οικονόμου και Δροσόπουλο (Δήμαρχο Κερατέας

ΟΡΥΚΤΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ/MINERAL WEALTH 164/2012 15

Page 12: Οι φρεατώδεις κάμινοι της Δάρδεζας και η εκμετάλλευση των μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων της Λαυρεωτικής

ΠΙΝΑΚΑΣ 4. Αθροιστική αξία εξορυχθέντων μεταλλευμάτων και άλλων μεταλλευτικών προϊόντων σε

πανελλαδική κλίμακα για τα έτη 1905 και 1906 (σύμφωνα

με [17])TABLE 4. Cumulative value o f extracted ores and other mining products in Greece fo r the years 1905 and 1906,

according to ref. [17].

Αξία, φράγκα 1905 1906Σιδήρου 3 387 467 4 910 217iiöripüpuyyiiviüu 1 182 652 1 161792Ψευδαργύρου 2 852 355 2 698 840Μαγγανίου 122 S6S 168 Θ72Χρωμίου 332 252 432 375Λευκολίθου 864 982 1 4SS S23Λιγνίτου 143814 16£ £83Θείου 121000ϊμύριδος 742 436 305 702Γύψου 7995 4900ΑλΗΤος 1634065 1 761 693Αργυ ρούχου μολύβδοιι εις χελώνας 6 811 792 7 125 562Χαλκού (αρσενικάλι0θΐ,5|κΐ55ΐ - 260Αθραιομα 18 203 125 20 365 557

Μαρμάρων 493 99$ 273 273Μυλοπετρών 31780 12 520

κατά τον 19ο αιώνα), στην περιοχή Δασκαλειό, με το από 9/10/1876 Βασιλικό Διάταγμα που αφορούσε σε δικαίωμα εκμετάλλευσης μολύβδου, ψευδαργύρου και χαλκού. Το δικαίωμα εκμετάλλευσης σιδηρομεταλλευμάτων στην ίδια περιοχή παραχωρήθηκε μία δεκαετία αργότερα, βάσει του νόμου ΑΦΚΕ'του 1887, με τον οποίο αποφασίσθηκε να φορολογείται το εξαγόμενο μετάλλευμα ιδιαιτέρως με 1 / επί της ακαθαρίστου αξίας του. Κατά το 1888 ακολούθησαν και άλλες παραχωρήσεις σιδηρομεταλλευμάτων προς διάφορους ιδιώτες σε γειτονικές περιοχές.Μέχρι το τέλος του 1889η συνολική παραγωγή μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων των μεταλλείων της Δάρδεζας δεν είχε υπερβεί τους 50,000 τόνους. Αλλά από το 1888 η Εταιρεία εκμισθώθηκε στον Ι.Β.Σερπιέρη, ο οποίος και δρομολόγησε την συστηματική εκμετάλλευσή τους. Τελικά, η ύπαρξη πολλών παραχωρήσεων από διάφορους ιδιώτες στην ίδια περιοχή, απετέλεσε κίνητρο για την ίδρυση το 1893 της Εταιρείας «Δάρδεζα-Δασκαλειό», με συμμετοχή ιδιωτών (Μακρυγιάννης, Παχύς, Δροσόπουλος, Κορδέλλας, Ι.Β.Σερπιέρης) με ποσοστό 77% και της ΓΕΜΛ με ποσοστό 23%. Το ιδρυτικό κεφάλαιο ήταν σημαντικό, 3 εκατομμύρια δραχμές, ενώ οι μέτοχοι εκχώρησαν τις παραχωρήσεις τους και τον υπάρχοντα εξοπλισμό (εγκαταστάσεις, καμίνους και σιδηροδρόμους) στη νέα Εταιρεία. Η Εταιρεία είχε τα Μεταλλεία της μεταξύ των Μεταλλείων Νικίου (ΕΜΛ) και των πλουσίων παραχωρήσεων της Γαλλικής Εταιρείας της Διψέλιζας [10, 18]. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας είχε την έδρα του στην Αθήνα και αντιπροσωπεύονταν από τον εντεταλμένο σύμβουλο Φερδινάνδο Σερπιέρη.

Η Εταιρεία με την προαναφερθείσα Εταιρική της μορφή δεν διήρκεσε πολύ. Πέντε χρόνια αργότερα, το 1908, η Εταιρεία απορροφήθηκε από την κραταιά ΓΕΜΛ [19].Τις περισσότερες πληροφορίες για την Γαλλο-ελληνική Εταιρεία Δάρδεζα μας άφησε ο Α. Κορδέλλας, ο οποίος ήταν βαθύς γνώστης των πραγμάτων του Λαυρίου, αλλά προσέτι και ο ίδιος μέτοχος της Εταιρείας [10]. Μας πληροφορεί λοιπόν ότι η γαλλο-Ελληνική Εταιρεία Δάρδεζα αμέσως μετά την ίδρυσή της κατασκεύασε μεταλλοπλύσιο, δηλ. όπως λέμε σήμερα πλυντήριο ή εγκαταστάσεις μηχανικής προπαρασκευής μεταλλευμάτων. Μας πληροφορεί, επίσης, ότι η Εταιρεία εγκατέστησε πολυπληθείς φρεατώδεις καμίνους γιατην πύρωση των μεταλλευμάτων. Στις καμίνους αυτές, που βρίσκονται σε μικρή απόσταση από τον χώρο των Μεταλλείων, γίνονταν η πύρωση των χονδρών τεμαχίων του σίδηρο μεταλλεύματος. Πρόκειται ασφαλώς για τις καμίνους στις οποίες αναφέρεται το παρόν άρθρο. Αναφέρει επίσης ο Γούναρης ότι η πύρωση γίνονταν και σε «άλλας καμίνους συστήματος Pelatan” . Οι κάμινοι τύπου Pelatan χρησίμευαν προφανώς για την πύρωση των κόνεων και των λεπτών κλασμάτων του μεταλλεύματος επάνω σε δονούμενη κλίνη. Ο Γούναρης τις χαρακτηρίζει ως καμίνους λικνιζομένης εσχάρας [19], Δηλ. το ωμό μετάλλευμα τροφοδοτούνταν σε λεπτό στρώμα και προωθούνταν συνεχώς από την είσοδο προς την έξοδο της καμίνου με τη βοήθεια ασύμμετρων δονήσεων (αργής προς τα εμπρός, απότομης προς τα πίσω) επάνω σε μεταλλική εσχάρα. Κατά την διαδρομή του μέσα από την κάμινο η φρύξη ολοκληρώνονταν.Σύμφωνα, πάντα, με τις πληροφορίες Κορδέλλα [10], η εταιρεία εισήγαγε στα Μεταλλεία της ηλεκτροκίνητα διατρητικά μηχανήματα συστήματος Siemens. Η πληροφορία αυτή είναι σημαντική, διότι αποκαλύπτει ότι υπήρχε ηλεκτροδότηση των Μεταλλείων και κατά πάσα πιθανότητα των Μεταλλουργικών εγκαταστάσεων που βρίσκονταν σε απόσταση 200-300 μέτρων από τα Μεταλλεία.Η νέα Εταιρεία δημιούργησε, επίσης, υποδομές, συνδέοντας σιδηροδρομικώς τα Μεταλλεία με το λιμάνι Αγίου Νικολάου, παρά τον όρμο Θορικού. Σιδηροδρομικές διακλαδώσεις συνδέονταν με την γραμμή σιδηροδρόμου Αττικής (Αθηνών- Λαυρίου) και μετέφεραν τα προϊόντα της Εταιρείας από τα κέντρα εκμεταλλεύσεως στα κέντρα καταναλώσεως (δηλ. τα Μεταλλουργεία Λαυρίου της ΕΜΛ και της ΓΕΜΛ) και στην δική της αποβάθρα φορτώσεως για εξαγωγή στο εξωτερικό. Κατά τους Κακαβογιάννη [2] οι εγκαταστάσεις του λιμανιού σώζονταν ακέραιες στο Φραγκολίμανο μέχρι το 1969, οπότε καταστράφηκαν από την ΔΕΗ για την κατασκευή του θερμοηλεκτρικού εργοστασίου της.Στις αρχές του 20ου αιώνα η αισιοδοξία για τη ζήτηση σιδηρομεταλλευμάτων είναι μεγάλη. Για παράδειγμα, στην ημερήσια εφημερίδα «Σκριπ» της 27/3/1900 σε ομιλία βουλευτή αναφέρεται: « ... Η Ευρώπη ζητεί σιδηρόλιθον... η τιμή του σιδήρου υψώθη καταπληκτικώς.,.η ζήτησις

16 ΟΡΥΚΤΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ/MINERAL WEALTH 164/2012

Page 13: Οι φρεατώδεις κάμινοι της Δάρδεζας και η εκμετάλλευση των μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων της Λαυρεωτικής

Φ Α Κ Ε Λ Ε * . ,‘EiHipjM. *ίλ-.:ίς çUu *>,).* · λ 3γ).ι·

χλ 3-tij Στ*ί:τι ·13-:νη·:|Χ->3, ‘Αρτπΐΐίπ.· ; ;'.· Γ Ι..,, ·....

" Μ Ε Τ Α Λ Λ Ε ΙΑ (Mines);,·ΕίΟΙΚΙΛΧΟΝΓΑΙ·«! »i«ï»Àwu; S-

ΗΟΓ 1) JiiMtX'/.ilt·-« *!>>τΙτ«υ o:iin 'j s-içfc Χ:·Λ«νϊ Άτηκτη, î ) SjoV o» ·\ γ^τ-j

μ ' 5) Μ «γγ*«(Μ * tî Μ ·γ r* w « y «•i8if.ju slatciorïnv 0citai!*« roaTTjtK. ' ..OpiUni. àruàw ïlfftctûecw f. Of ι«(π|·;«; S i lΈτί«τ^ iiimiti-a: \ xmmstcc 'ύϊ·}ρυ*ίι>·i i'/κίφ» r.wÿrq·:« rîszfi6*rfmV '; <Ü>>tOt

9· Ttuva», ά(Ι«ι-η{. ίκότχτϊς, 13 7Τ?^<μ··' ta IfiiitSpno; i«*rt -*χίκ l<~" 'jufttA Ό i w « î 9 i ‘β τ ± χ (ή «> \VMw<s l i 'i» . tUlrfiSUitTS «1IU eifitt«!XÏ iiij#. ",Ελίι- 'tï γ?*{«τι <Γιΐ3;«» X’/pSistifti '.ipiffi Μκΐι)λώ>·*·£7αΒ:9ΐ ,'4. . Γ* . . - ;<r·

=9-

NIA3Σ

ifλ.\Τ2ΕΧ

Γ ι ιχ υ i» 'A*»»»n• la ir re c r t) 4 κ* .·ή »Ί U*« SsyuU-

m t t ^ A « 5

T» ·Γ |Η ·'· M itilU /m · h O ^ l i i» · I ) Λ«,* ..<!*·.« M m U t W i r>>-

,w « t -V NI* N*>*.*) ·»**»·««, ·*- r r t i f · » . fy»rt» ftrtii( {«(wtaftjiruK« t i

Λ ) ,Λγι»*«** vat ntiX^«t« MtwA •« v * » · ·;*

\ 1« V»i«· t*hv» Jei I) 'W-WIIJ,

u m w i i t w J A , I V —Ν«*». *Α ~«. N U a iW ·» . Ό»*< 'Λ·

9 A‘._____________________"VBTAAAEJQM TfUm %Π·a 4 ^ e im $ Aw,*t« · w n » r*s M eVλ ΰ η m , r (:« H a n l< tr> Γ«». i4>- U i| i ι ί ι ιΓμ ν ι«· J fc iiU iiw « ·. N. V M.UiäcaJ w» — 0A *m*

ΗΣ 146 ΑΙΟΛΟΥΛ Η Μ Π Ο βΗ K ΗAn1'"* >Kt IIA·, u hun?i »iv«’* ·< μ Ά«Ιμ>· t «1 Π.ί*»»

«U UU , M b » . SO 'A vïfi. Mi K .» i · m«l »* pl—,.l «AAKA IIUA Ml ίλίη^· u t iT u iù w i,, Kv|i>.·, ·γγΙι»·ί b ) IftJ. t iO ,I« Ιιλη: ». Lwnni

.*»» «tint________

ir ii i ii r u u i «u w rn i m in a -iz iiruaui M in im'MU· ii U*v* *4t ΐιΓΓ'ύ«ΜΚ ■*· ··**«»« k*wji ».«

« · * · w» »··' iMç. m· A».!»>*., A > ^ fx«a'.r 3 <»··1ντγ··,>> *·’ ·ι •*,t ή «iimalj i'*T<u*'.%>«f»76pw*·* «··» «» βί*χ*·ί*ϊ ér* >μ^ι·ι Tta^*u, <nK·;,•« * * •0. Vu ,,*( v· «·,·» **·* ··*«fi«! fci t s ·">»< fc ·*|ί *·« l«t|4| t*n» »i UvrtH Ή Ttt

* K f i τ> ν ^ ï)V « n (i* tt ÿ t f l i i * .Ί ά κ χ ί« i i l u r j n i l · M n  i ta *" W l t ^ M O t « . u â î - l * A V1

su» Tpuflu wmutmI n U f W · 4 rytnf*« Xfü»*. M-

r·**· H » »««·ρΛ · MÎ ftiirr*** »*; v«tH ·η»Μ « »«4 **i I*4»»·»«. l i ' iy Î ·»» n i n t , Ρί**“ ·Ί ■{( 4 f ·* niw «y<>n « I *. 11 . ü - w 4 U » i { i f r a n · ·· K V ·« « I I · « · Uth n « U *ÿ<v W>. er4».♦ i l . Τπ^ » » « η ; p<H { *»*»H * B {

ir»i If. ♦.ziiMEiorir Π ν *i*v »»i«««. «i

M p*4>itrKf«».n «W il^r-J.© · 1« ογχί·«ι«ι ictl» u i i η·.*'ύ««ΐ *«**tfcfii. AiUrn, èrrutrâ, tatxvfa t ic t|<· ;>( u l riji tm flw » . T ^ ï l*i-"« *·Λ« *f- *-

IMttVvACmirCvV»« »W -.«»>·» τ ι . . .

• i ·» ni Kk»,V«Vl ·»*·»·

ΓΕ&ΡΠΑΔΗΣΔΗΜ0ΤΛΗΣ

« l O A O k · « 1

’Λγί*%M p t i . β · 0

♦«WU*5 t«r«|U*»·k >Λ,0ΜΛ · Ι|

^ « r · (**(*■<*« i t i c OJOAM ♦ * · » " · u>X/«i*it*···

» τΛϊ. Ο ϊΟ ,ΐΛ ,υ » ,« .» ! M^lna

Kmwn 1.*«» ·___ _. » rirt. SM3.SMΛ·i H*. yw.CCO.TM ^M _4

A»iv * ®fe· Ift—Ά κ ι ι ι ί · l i i a i · x ii Ift—Tir»:«; Πν κη1 Δ; ».C.7J

• K m tfm i A». ί , ν ΛtlWIITIITIRI El IltIHIÎI

I 'm Wi Xwi>i>>Kii( r a t 0 » ( Λ · * ι ιγ ω ^ ιΙ · .-!

• T r V i y . l B · .I l l ifc II!·; <w4| I

i c*l- fWi.OOACeji·i:Jig»*U i *v - •" l.l.W .I W

KAKAON ΠΕΠΙΕΙΜΕΝΟΝnAYAJAOY

ù.tni<i m;j λânnn.»KΣΧΗΑ-1Α 3. Μικρές αγγελίες της ημερήσιας εφημερίδας «Εμπρός» που αφορούν στην πώληση Μεταλλείων και

παραχωρήσεων, δίπλα σε... διαφημίσεις ειδών καθημερινής χρήσης FIGURE 3. Two small ads in a daily newspaper ( “Empros”) in 1911 and 1912 respectively, concerning sale o f mines and

mining concessions

του σιδήρου θα εξακολουθήσει.,.κλπ» [21.1]. Επίσης, ο Κορδέλλας, το 1902, βεβαιώνει ότι η Εταιρεία Δάρδεζα ευρίσκεται σε ανθηρή κατάσταση και αναμένει καλύτερο μέλλον, επειδή επικρατεί καλή τιμή και μεγάλη ζήτηση σιδηρομεταλλευμάτων [10]. Όπως θα δούμε στη συνέχεια αυτές οι αισιόδοξες προβλέψεις δεν επιβεβαιώθηκαν και από το 1903 αρχίζει πτωτική πορεία, η οποία γίνεται καταστροφική στη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων και κυρίως του 1ου Παγκόσμιου πόλεμου, όπως φαίνεται και από τον Πίνακα 5. Ο Πίνακας αυτός δίνει την παραγωγή μαγγανιούχου και μολυβδούχου σιδηρομεταλλεύματος της Δάρδεζας, σύμφωνα με τους Κορδέλλα [10], Γούναρη [19] και Αργυρόπουλο [17, 18]. Για συγκριτικούς λόγους παρέχεται η παραγωγή σιδηρομεταλλεύματος της ΓΕΜΛ σύμφωνα με Μαρκουλή-Μποντιώτη [20] και μαγγανιούχου μεταλλεύματος στο Βάνι της Μήλου [8, 19]. Από τις εφημερίδες της εποχής μπορεί κανείς να σταχυολογήσει άρθρα που δείχνουν την κακοδαιμονία στην οποία έχουν περιέλθει τα μεταλλεία μετά το 1910. Τον Ιούνιο του 1911 ο Πρωθυπουργός Ελ. Βενιζέλος επισκέπτεται το Λαύριο με σκοπό να ενθαρρύνει τον απογοητευμένο κόσμο των Μεταλλείων, εφημερίδα Σκριπ 2/6/1911) [21.2]. Τα Μεταλλεία αρχίζουν να βγαίνουν στο σφυρί, ακόμη και με διαφημίσεις μεσιτικών γραφείων στον ημερήσιο τύπο, όπως οι παρακάτω του Σχ.3 στο «Εμπρός» της 11/1/1911 και της 4/1/1912, δίπλα στις συνήθεις διαφημίσεις για ενδύματα και για οικιακό εξοπλισμό [22.1, 22.2].Στο φύλλο της 27/7/1914 της εφημερίδας Σκριπ αναφέρεται ότι στο λιμάνι του Πειραιά τα πλοία έδεσαν και δεν γίνεται εξαγωγή μεταλλευμάτων, ενώ υπάρχει έλλειψη ανθράκων [21.3]. Τον Φεβρουάριο του 1915 η Εθνική Τράπεζα στη Συνέλευση των μετόχων της ανακοινώνει ότι πήρε τη

δύσκολη απόφαση και προσεφέρθη να ασφαλίζει τα πλοία που εξάγουν μεταλλεύματα εν καιρώ πολέμου [21.4]. Τέλος, τον Μάιο του 1915 με απόφαση του Υπουργείου Οικονομικών απαγορεύεται η εξαγωγή μεταλλευμάτων σιδήρου, μαζί με πολλά άλλα είδη (Σκριπ 10/5/1915) [21.5].Η Εταιρεία της Δάρδεζας (με τις διαδοχικές εταιρικές της μορφές που αναφέραμε) εκμεταλλεύτηκε τα μαγγανιούχα σιδηρομεταλλεύματα της περιοχής για περίπου τρεις δεκαετίες, αλλά πότε ακριβώς σταμάτησε τελείως την εκμετάλλευση στα μεταλλεία της δεν είναι γνωστό. Στην διδακτορική εργασία της Μαρκουλή- Μποντιώτη [20] από σχετικό πίνακα φαίνεται ότι η παραγωγή σιδηρομαγγανιούχων μεταλλευμάτων από την ΓΕΜΛ (στην οποία ανήκε από το 1908 και η Δάρδεζα) σταμάτησε ουσιαστικά από το 1912-13, αν και μικρές ποσότητες που δεν υπερέβαιναν ετησίως μερικές χιλιάδες τόνους εξακολούθησαν να εξορύσσονται ως το 1927. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από το άρθρο του Η.Γούναρη στον Αρχιμήδη με τίτλο «Η μεταλλευτική κίνησις της Ελλάδος κατά το 1913», όπου αναφέρεται ότι το μοναδικό μεταλλείο μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων που ευρίσκεται ακόμη εν λειτουργία ανήκει στην ΓΕΜΛ και ευρίσκεται στο Λαύριο. Προφανώς πρόκειται για την Δάρδεζα. Από αυτό παρήχθησαν το 1913 μόνο 6, 323 τόνοι, οι οποίοι εξήχθησαν μαζί με αποθέματα του προηγουμένου έτους, συνολικά 21, 477 τόνοι [8]. Με βάση τα προηγούμενα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι τα Μεταλλεία της Δάρδεζας λειτούργησαν ουσιαστικά από το 1888 έως το 1913, οι κάμινοι μάλλον από το 1892-1893 και μετά, αν κρίνουμε από την κατανάλωση καυσίμων που παρέχει ο Κορδέλλας [10]. Στη συνέχεια μπορεί να λειτούργησαν περιστασιακά, για την πύρωση όχι μόνο μαγγανιούχων,

ΟΡΥΚΤΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ/MINERAL WEALTH 164/2012 17

Page 14: Οι φρεατώδεις κάμινοι της Δάρδεζας και η εκμετάλλευση των μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων της Λαυρεωτικής

ΠΙΝΑΚΑΣ 5. Παραγωγή μαγγανιούχου και μολυβδούχου σιδηρομεταλλεύματος Δάρδεζας (τόνοι), σύμφωνα με τους Κορδέλλα [10], Γούναρη [19] και Αργυρόπουλο [17, 18], μεταλλεύματος Μαγγανίου [8, 19] και σιδηρομεταλλεύματος

της ΓΕΜΛ σύμφωνα με Μαρκουλή [20]TABLE 5. Production o f manganiferous and lead bearing iron ores o f Dardesa, according to ref. [10], ref. [19] and ref. [17, 18] respectively. Also, production o f manganese ore according to ref. [8, 19] and o f iron ores o f the French Mining

Company according to ref. [20].

Παραγωγή σε τόνους

Έτος

Μαγγανιούχο Σίδηρομετάλλευμα ΜετάλλευμαΜ αγγανίου

ΜολυΡδούχο ί ι6 η ρο μετάλλευμα

Εταιρεία Δάρδεζας ΓΕΜΛ Βάνι Μήλου Εταιρεία Δ άρδϊΐαςΚορδέλ­λας

Γούνα-ρ ί ;

Apyupô-παυλος Μαρκουλή

Γούνα­ρης

Κορόελ-λας

Γούνα-ΡΠς

Αργυρό-πουλο;

1877­1889 50,000 56,000 8,716

1890 36,445 43,000 18,100 3,8401891 16,858 39,000 13,769 11,5221892 35,030 40,000 12,034 12,5721893 47,035 39,000 5,161 6,8751894 43,782 13,240 58,000 9,512 18,645 9,2311895 33,340 42,580 49,000 7,749 28,220 16,6221S96 47,224 49,557 85,000 15,760 20,350 10,8351897 40,420 36,831 115,000 12,423 18,090 10,7451898 62,420 51,531 150,000 14,479 20,834 11,5051899 50,040 57,578 190,000 18,262 19,576 11,4361900 50,860 41,601 150,000 10,503 9,1601901 37,950 41,819 80,000 6,447 5,8471902 46,177 74,000 14,82: 7,1831903 22,865 23,600 65,000 6,692 9,573 4,1601904 17,289 24,150 73,000 9,443 11,510 3,7001905 12,071 8,821 87,000 15,381 1,139 5,6501906 23,293 1S,902 95,000 10,070 1,072 12201907 23,833 22,005 96,000 10,117 ■ 7301908 15,338 6,800 67,000 357 ■ 4001909

Το 1908 η ώάρ6εζα απορροφήθηκΕ από την ΓΕΜΛ καί Επομένως η παραγωγή των μεταλλείων της συμπεριλαμβάνΕΐαι στην αμεοως επόμενη στήλη της ΓΕΜΛ.

76,000 4,2291910 98,000 411911 87,0001912 27,0001913 12,0001914 5,0001915 2,0001916 1,0001917 2,000191S 3,0001919­1927 1,000/έτας

1928- 0

αλλά και μολυβδούχων σιδηρομεταλλευμάτων.Όσον αφορά στο έμψυχο δυναμικό των Μεταλλείων (στο οποίο πρέπει να υποθέσουμε ότι συμπεριλαμβάνεται και το προσωπικό των καμίνων και του μεταλλοπλυσίου), από το 1896 ως το 1899 οι εργαζόμενοι ήσαν κατ' έτος 368, 427,

613, 515 [10] και από το 1903 έως το 1908 ο αριθμός τους μειώθηκε σημαντικά, δηλ. οι εργαζόμενοι έγιναν κατ'έτος: 215, 181, 203, 273, 206, 137 [18]. Στο δεύτερο διάστημα είναι γνωστό ότι επήλθαν τέσσερα θανατηφόρα ατυχήματα. Στην εφημερίδα «Εμπρός» της 15/11/1905 περιγράφεται

18 ΟΡΥΚΤΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ/MINERAL WEALTH 164/2012

Page 15: Οι φρεατώδεις κάμινοι της Δάρδεζας και η εκμετάλλευση των μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων της Λαυρεωτικής

σοβαρό επεισόδιο με απολυθέντες εργάτες της «Εταιρείας Δάρδεζα εις τας στοάς της Καμάριζας» [22.3].Άλλες πληροφορίες που αφορούν στα Μεταλλεία της περιοχής Δασκαλειού και της Δάρδεζας προέρχονται από εκτεταμένο άρθρο του καθηγητή Μεταλλογνωσίας του Πολυτεχνείου Ηλία Γούναρη, με τίτλο « Η εκμετάλλευσις των Μεταλλείων της Ελλάδος», που δημοσιεύεται σε συνέχειες στον «Αρχιμήδη», αρχίζοντας από το τεύχος 3 του Ιουλίου 1911 και τελειώνοντας στο τεύχος 1 του Ιανουαρίου 1912 [19]. Στην συνέχεια του άρθρου του, τεύχος 7, τον Νοέμβριο του 1911 ο Γούναρης αναφέρεται μεταξύ άλλων και στα Μεταλλεία της περιοχής Δασκαλειού και ιδιαίτερα στην Δάρδεζα.Γράφει, λοιπόν, ότι τα Μεταλλεία των ΕταιρειώνΔάρδεζα και Σέριφος-Σπηλιαζέζα που βρίσκονται στην ίδια περιοχή (του Δασκαλειού) και τα Μεταλλεία Δεσπόζιτου που βρίσκονται στο Βιέθι, « ...στα οποία διάφοροι μεταλλειοκτήτες εκμεταλλεύονταν εξορύσσοντες κυρίως σιδηρομαγγάνιο, έπαυσαν σχεδόν όλα να λειτουργούν, λόγω της κρίσης, δυσκολιών εκμετάλλευσης και διαφόρων άλλων λόγων». Δίνει, επίσης, τα ποσά του μεταλλεύματος που εξορύχθηκαν από την αρχή της εκμετάλλευσης μέχρι το 1908 που η Δάρδεζα συγχωνεύθηκε με την Γαλλική Εταιρεία Λαυρίου (Πίνακας 5). Τα ποσά αυτά δεν συμφωνούν απολύτως με αυτά που δίνονται από τον Κορδέλλα, ούτε με αυτά του Αργυρόπουλου (επίσης στον Πίνακα 5). Αυτό μπορεί να οφείλεται σε πολλούς λόγους συγχρόνως: στο γεγονός ότι τα μεταλλεία άλλαζαν συνεχώς ιδιοκτησιακό καθεστώς και η παραγωγή τους δεν έχει ταξινομηθεί στις παραπάνω εκθέσεις με τον ίδιο τρόπο. Επίσης, η διαφορά μπορεί να οφείλεται στις διαφορές μεταξύ της ετήσιας παραγωγής, μέρος της οποίας παρέμενε αδιάθετη και αποθηκεύονταν προσωρινά, και των αντιστοίχων ετησίων εξαγωγών ή ακόμη στη διαφορά βάρους μεταξύ του ωμού και του πεφρυγμένου μεταλλεύματος. Η δυσκολία στη συγκέντρωση ακριβών στοιχείων και η ασάφεια που επικρατεί στις στατιστικές επισημαίνεται πάντως και από τον ίδιο τον Η.Γούναρη [8]. Εν πάση περιπτώσει, οι διαφορές αυτές -αν και υπάρχουν- δεν αλλάζουν την γενική εικόνα της μεταβολής της παραγωγής με την πάροδο των ετών.Έτσι διαπιστώνεται ότι η ετήσια παραγωγή είναι μέγιστη το 1899 (57,578 τόνοι) και στη συνέχεια παρουσιάζει κάμψη ιδιαίτερα έντονη από το 1903 και μετά. Το 1912 πέφτει στους 12,071 τόνους. Ο Γούναρης αιτιολογεί την πτώση ως εξής: « . Η κρίσις έφθασε στο κατακόρυφον το 1910. Αι τιμαί των σιδηρομεταλλευμάτων κατήλθον εις σημείον εις ό ουδέποτε είχον φθάσει, οι δε ναύλοι της μεταφοράς υψώθησαν, εις τρόπον ώστε εκμεταλλευταί τινες ηναγκάσθησαν να ακυρώσωσι συμβόλαια πωλήσεως, μη συμφερούσης της μεταφοράς του μεταλλεύματος. Τα σιδηρομαγγάνια και σιδηρούχα σιδηρομεταλλεύματα ελαχίστην έχουν ζήτησιν, τα μεν λόγω του συναγωνισμού πλουσίων μαγγανιούχων, τα δε λόγω δυσκολιών εις την τήξιν». Η εικόνα αυτή έρχεται σε αντίθεση με τις αισιόδοξες προβλέψεις που

έκανε ο Κορδέλλας το 1902, για αναμενόμενη ανάπτυξη της εταιρείας λόγω μεγάλης ζήτησης και υψηλών τιμών των μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων. Η πτώση των τιμών οδήγησε προφανώς κατά το 1908 και στην απορρόφηση της Εταιρείας Δάρδεζα από την πάντοτε κραταιά και ακμαία ΓΕΜΛ, η οποία είχε επενδύσει στην εκμετάλλευση διαφόρων μεταλλείων και μεταλλευμάτων και ήταν η μόνη σε θέση να αντιμετωπίσει σε κάποιο βαθμό την κρίση, παρατείνοντας για λίγα ακόμη χρόνια την λειτουργία του Μεταλλείου. Αξίζει να σημειωθεί ότι και στο Βάνι της Μήλου, όπου εξορύσσετο μετάλλευμα μαγγανίου από άλλη εταιρεία, αλλά και πάλι με κύριο μέτοχο τον Σερπιέρη, η εκμετάλλευση (που είχε αρχίσει από το 1886) σταμάτησε το 1909, λόγω του ισχυρού ανταγωνισμού από τα μεγάλα Μεταλλεία του Καυκάσου στη Ρωσία [4, 18].Βέβαια, όπως συμβαίνει κάθε φορά που υπάρχει οικονομική κρίση, μέσα στον καταιγισμό των μέτρων και προς εξορκισμό του κακού, η Κυβέρνηση αποφασίζει να γίνουν νομοθετικές ρυθμίσεις, οι οποίες λογικά θα έπρεπε να είχαν αποφασισθεί και να είχαν γίνει πολύ ενωρίτερα, αλλά οι οποίες οπωσδήποτε δεν λύνουν το οικονομικό πρόβλημα. Έτσι το 1910 επεβλήθη η πρόσληψη διπλωματούχων μηχανικών υπεύθυνων για τις εργασίες, απαγορεύθηκε η πρόσληψη μικρών κοριτσιών και μικρών αγοριών σε βαριές εργασίες και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως «Κανονισμός των μεταλλευτικών εργασιών». Αυτό το οποίο εκ πρώτης όψεως φαίνεται περίεργο, όπως επισημαίνει ο Γούναρης, είναι ότι μετά τις αλλαγές αυτές, τα θανατηφόρα ατυχήματα αυξήθηκαν αντί να μειωθούν. Αυτό βεβαίως είναι φαινομενικό. Στην πραγματικότητα, πριν από την ισχύ του κανονισμού μεταλλευτικών εργασιών πολλά από τα ατυχήματα δεν γνωστοποιούνταν καν στις Αρχές, ενώ από την έναρξη ισχύος του κανονισμού έγινε υποχρεωτική η δήλωση και καταγραφή τους [19].

ΟΙ ΑΛΛΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΠΟΥ ΕΞΟΡΥΣΣΑΝ μ α γ γ α ν ιο υ χ α ΣΙΔΗΡΟΜΕΤΑΛΛΕΥΜΑΤΑΓια μία πληρέστερη εικόνα της μεταλλευτικής δραστηριότητας που αφορούσε στα σιδηρομεταλλεύματα στην Λαυρεωτική, παρέχονται στη συνέχεια μερικές πρόσθετες πληροφορίες και για τις άλλες εταιρείες που δραστηριοποιούνταν στην ίδια περιοχή [8, 10, 17-19].Στον χάρτη του Σχ.2 έχουν σημειωθεί από τον συγγραφέα του παρόντος άρθρου οι περιοχές με μεταλλεία σιδήρου και μαγγανιούχου σιδήρου και με καμίνους φρύξης σιδηρομεταλλευμάτων. Από αυτές σώζονται σήμερα μόνον οι κάμινοι της Δάρδεζας.Η Εταιρεία Μεταλλουργείων Λαυρείου (ΕΜΛ) αγόρασε τα Μεταλλεία της Εταιρείας «Νικίας» βορείως του Λαυρίου, στο Δασκαλειό, και της Εταιρείας «Λαυρεωτικός Όλυμπος»(1887), που κατείχε τις παραχωρήσεις στο Αρί και τις νότιες παραχωρήσεις στο Σούνιο και στο Λιμάνι Πασά (ή Πασαλιμάνι). Από αυτές η ΕΜΛ παρήγε αιματίτη (με το

ΟΡΥΚΤΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ/MINERAL WEALTH 164/2012 19

Page 16: Οι φρεατώδεις κάμινοι της Δάρδεζας και η εκμετάλλευση των μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων της Λαυρεωτικής

\c(*Mj^ç£Mmy(ov-.\ uijiîxmd.

Μεταλλεία x

Ο ικισμός ερ γα το νΚτήριυ όιοίκηπης

Ρ ίμ α

Τ - .Φρεα

I

!\ Ιεταλλοπλύσι<|ιν

Φρεατώδεις κάμινοι

Φ υλάκιο RoiXuSu “ Ιίο τά μ ι”

Κανάλι -y, Iέφυρα

G .D .P ap ad > tti(,u lm«o« 0 2011 Geotv C 2 0 1 ' 6 « « ·'« ο Ί» ©2011 Tel# Allât J

irr*eet', Dét# 5 0 2010 9 2004 3 7 ‘48 02 35" N 24*02 43 14 ECc Ip . , . 96 - g

ΐροδρομικός Σταθμό f Auoi«/ 1C " V 1

ΣΧΗΜΑ 4. Η ευρύτερη περιοχή των Μεταλλείων και των καμίνων της Δάρδεζας σε χάρτη από δορυφόρο της Google Earth.Σημειώνεται η θέση καμίνων, εγκαταστάσεων, Μεταλλείων κλπ.

FIGURE 4. The wider area o f Dardesa mines and furnaces with relevant installations and remains in a map o f Google

εμπορικό όνομα «Νικίας») και εξήγε σιδηρομεταλλεύματα είτε ωμά, είτε μετά από φρύξη του μαγγανιομιγούς σιδηρίτη (ανθρακώματος, spathique κατά τον Κορδέλλα). Αυτά περιείχαν κατά μέσον όρο 34%σίδηρο, 17% μαγγάνιο, 5% πυριτικό οξύ και 0.03% φώσφορο, ήταν δηλ. πολύ καθαρά, φτωχά σε φωσφόρο. Εκτός αυτών παρήγε και μαγγανιομιγή σιδηρομολυβδούχα, φτωχά μεταλλεύματα, με 7% μόλυβδο και 2000 γραμμάρια αργύρου ανά τόνο μολύβδου, καθώς και σιδηρομιγή γαληνίτη με 20-30% μόλυβδο που προορίζονταν για τήξη προς παραγωγήν μολύβδου. Αλλά πέραν αυτών που παρήγε η ίδια, προμηθεύονταν σιδηρομιγή μεταλλεύματα μολύβδου από άλλες εταιρείες για να τα χρησιμοποιήσει ως συλλιπάσματα. Το 1902, που γράφει ο Κορδέλλας την έκθεσή του, έχουν εξαντληθεί σχεδόν πλήρως οι εκβολάδες και οι σκωρίες των αρχαίων και η σπουδαιότερη δραστηριότητα της ΕΜΛ είναι πλέον η εκμετάλλευση σιδηρομαγγανιούχων μεταλλευμάτων από τα Μεταλλεία του «Νικίου» και του «Λαυρεωτικού Ολύμπου»..Η Γαλλική Εταιρεία Μεταλλείων Λαυρείου (ΓΕΜΛ), αφού συνεστήθη το 1875, αγόρασε πολλά Μεταλλεία και μεταξύ αυτών τα Μεταλλεία της Εταιρείας «ο Περικλής» το 1879, με πολύ μεγάλη έκταση από την Καμάριζα ως την Πλάκα και από εκεί ως τη Διψέλιζα. Η περιοχή της Διψέλιζας περιείχε μεγάλα κοιτάσματα μολύβδου και ψευδαργύρου, αλλά κυρίως μαγγανιούχα σιδηρομεταλλεύματα. Κατά τον Γούναρη, η πύρωση των χονδρών κλασμάτων γίνονταν σε φρεατοειδείς καμίνους και η πύρωση των λεπτών κλασμάτων σε καμίνους τύπου Pelatan, λικνιζομένης

εσχάρας. Δύο φρεατώδεις κάμινοι ήταν εγκατεστημένες στην Πλάκα και μία στο Δασκαλειό. Στον Κυπριανό (σήμερα Τεχνολογικό πάρκο ΕΜΠ) υπήρχαν δέκα κάμινοι τύπου Pelatan παραγωγής πέντε τόνων ημερησίως.Η Γαλλική Εταιρεία των Μεταλλείων Σουνίου ιδρύθηκε το 1875 και είχε δύο γεωγραφικώς απομακρυσμένα μεταλλεία μολύβδου, μαγγανίου και ψευδαργύρου, των οποίων η εκμετάλλευση γίνονταν από μεγάλους εργολάβους, στους οποίους είχε εκμισθώσει τα δικαιώματά της. Η παραχώρηση του Σουνίου, συνόρευε με τα μεταλλεία του Λαυρεωτικού Ολύμπου. Η δεύτερη παραχώρηση στο Βρωμοπούσι, πιο συγκεκριμένα στην Θρακιγκέρα, παρήγε πλούσιους μαγγανιομιγείς υδραιματίτες με διάσπαρτο γαληνίτη. Τα μαγγανιομιγή μεταλλεύματα εξάγονταν, ενώ τα μολυβδούχα πωλούνταν με μεγάλο κέρδος στην ΕΜΛ.Η Γαλλική Εταιρεία «Σέριφος- Σπηλιαζέζα». Η παραχώρηση αυτή βρίσκονταν βορείως του Βρωμοπουσίου και περ ιε ίχε π λούσ ιες κο ίτες από μ α γγα ν ιομ ιγε ίς υ δ ρ α ιμ α τ ίτες με γαληνίτη. Οι μαγγανιοσιδηρίτες του Βρωμοπουσίου, της Σπηλιαζέζας και του Νικίου υποβάλλονταν σε πύρωση στις πολυπληθείς φρεατοειδείς καμίνους που ήταν εγκατεστημένες στο Βιέθι (Βιγκέθιον κατά Κορδέλλα) και στο Αυλάκι, κοντά στο λιμάνι Δάστενα.Μεταλλεύματα σιδήρου στη Σίφνο. Η Σίφνος αναφέρεται εδώ για τον λόγο ότι σώζεται και εκεί μία κάμινος πύρωσης σιδηρομεταλλευμάτων, η οποία είναι μεν φρεατοειδής, αλλά εξωτερικά τετραγωνικής διατομής και εσωτερικά κυκλικής. Ο Κορδέλλας (1902) αναφέρει ότι η μεγάλη

20 ΟΡΥΚΤΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ/MINERAL WEALTH 164/2012

Page 17: Οι φρεατώδεις κάμινοι της Δάρδεζας και η εκμετάλλευση των μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων της Λαυρεωτικής

ΣΧΗΜΑ 5. Περιοχή των Μεταλλείων και των καμίνων η οποία έχει ληφθεί σε χρονιά μεγάλης ξηρασίας (2004), μεαποτέλεσμα να φαίνεται καλύτερα το φυσικό ανάγλυφο.

FIGURE 5. The wider area o f Dardesa mines and furnaces with relevant installations and remains depicted in a Google photograph, taken during a period o f strong dryness, so that details o f the natural relief are better distinguished.

ΣΧΗΜΑ 6. Τοπογραφικό σχέδιο στο οποίο αποτυπώνεται η θέση των καμίνων και τα υπολείμματα άλλων εγκαταστάσεων. Οι ισοϋψείς καμπύλες ανά 1m χαράχθηκαν κατά προσέγγιση με βάση τα υψόμετρα που προκύπτουν από τον ιστότοπο του Google Earth.

FIGURE 6. Topographical map defining the position o f the shaft furnaces and relevant installations and remains.

ΟΡΥΚΤΟΣ ΠΛΟΥΤ ΟΣ/MINERAL WEALTH 164/2012 21

Page 18: Οι φρεατώδεις κάμινοι της Δάρδεζας και η εκμετάλλευση των μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων της Λαυρεωτικής

ζήτηση σιδηρομεταλλευμάτων ώθησε την ιδιοκτήτρια Εταιρεία «Σίφνος-Εύβοια» να προχωρήσει στην απόληψη τέτοιων μεταλλευμάτων από τα εγκαταλειμμένα της Μεταλλεία και είχε πολύ καλά αποτελέσματα. Για τον λόγο αυτόν ιδρύθηκε αργότερα η Εταιρεία «Κάψαλος», η οποία κατά την εκμετάλλευση εντόπισε πλούσια μεταλλεύματα σιδήρου, μολύβδου και ψευδαργύρου. Η Εταιρεία κατασκεύασε προκυμαία στο λιμάνι «Καμάρες» για την φόρτωση των μεταλλευμάτων. Τα μεταλλεύματα του μολύβδου αποστέλλονταν για καμίνευση στο Λαύριο. Πρέπει να υποθέσουμε ότι τότε κατασκευάσθηκε και η φρεατοειδής κάμινος για την πύρωση των μεταλλευμάτων του σιδήρου που σώζεται στις Καμάρες, στον αριστερό βραχίονα του λιμανιού.Μεταλλεύματα μαγγανίου στο Βάνι της Μήλου. Όπως τα μαγγανιούχα σιδηρομεταλλεύματα, έτσι και τα μαγγανιούχα μεταλλεύματα -κατά μείζονα λόγο- είχαν αξία στην περίοδο που αναφερόμαστε. Μεταλλεύματα μαγγανίου είχαν εντοπισθεί και στην Πελοπόννησο και στην Άνδρο, αλλά δεν αξιοποιήθηκαν επειδή περιείχαν πολύ πυριτικό οξύ. Εκμετάλλευση μαγγανιούχων μεταλλευμάτων έγινε κυρίως στη Μήλο από το 1886 έως το 1910 [4, 10, 18]. Στο ακρωτήριο Βάνι που βρίσκεται στο Βορειοδυτικό τμήμα του νησιού εξορύσσονταν μετάλλευμα και κατόπιν διαλογής και εμπλουτισμού παράγονταν 10,000 έως 15,000 τόνοι εμπλουτισμένου μεταλλεύματος ετησίως. Το μετάλλευμα βρίσκονταν μέσα σε μία λεκάνη στην οποία εναλλάσσονταν με άλλα υλικά πληρώσεως τριτογενούς διαπλάσεως (άμμο, άργιλο, τραχειτικά θραύσματα) υπερκείμενες κοίτες μαγγανιομεταλλευμάτων. Η εξόρυξη ήταν μικτή, υπαίθρια και υπόγεια, και προετοιμάζονταν με φρέατα που ενώνονταν μεταξύ τους με στοές. Το μετάλλευμα χωρίζονταν με διαλογή σε πλούσιο και σε άλλο που χρειάζονταν εμπλουτισμό. Τα απορρίμματα τοποθετούνταν σε σωρούς με σκοπό ενδεχόμενη μελλοντική κατεργασία. Κατά πολύ μικρότερη εκμετάλλευση μαγγανιούχων μεταλλευμάτων έγινε και στην Κίμωλο από την Εταιρεία «αι Κυκλάδες», η οποία άρχισε το 1907 και τερματίσθηκε το 1910 [8, 16].

η τ ο π ο γ ρ α φ ί α τ η ς δ α ρ δ ε ζ α ς

Η περιοχή όπου έχουν ανεγερθεί οι κάμινοι είναι περιοχή με ήπιο ανάγλυφο και διασχίζεται από ρέμα που χύνεται στο ποτάμι που διαρρέει την κοιλάδα, και την οποία κοιλάδα οι ντόπιοι αποκαλούν απλώς «Ποτάμι». Στο Σχ. 4 εικονίζεται η ευρύτερη περιοχή των Μεταλλείων και των καμίνων, ενώ το Σχ. 5 περιορίζεται σε στενότερη περιοχή και έχει ληφθεί σε χρονιά μεγάλης ξηρασίας (2004), με αποτέλεσμα να διακρίνεται καλύτερα το φυσικό ανάγλυφο.Ένα τοπογραφικό σχέδιο στο οποίο αποτυπώνεται η θέση των καμίνων και τα υπολείμματα άλλων εγκαταστάσεων εικονίζεται στο Σχ. 6. Οι ισοϋψείς καμπύλες ανά 1m χαράχθηκαν κατά προσέγγιση από τον συγγραφέα του άρθρου με βάση τα υψόμετρα που προκύπτουν από τον ιστότοπο του Google Earth.

Η αποτύπωση του αναγλύφου δεν είναι απολύιως ακριβής, καθώς τα υψόμετρα επηρεάζονται από σωρούς μπάζων και βλάστηση, αλλά σε γενικές γραμμές παρέχουν την εικόνα του αναγλύφου. Το αρχικό ανάγλυφο έχει, πάντως, μεταβληθεί λόγω της ανάπτυξης καλλιεργειών και λόγω της διάνοιξης αγροτικών οδών σε άμεση επαφή με τον χώρο των καμίνων. Επίσης, η βάση των καμίνων έχει καλυφθεί από φερτά υλικά που προέρχονται από την υπερχείλιση του ρέματος και από υλικά των τοιχωμάτων που έχουν καταρρεύσει (πέτρες και χώμα από την επένδυση). Τα προηγούμενα δεν επιτρέπουν να μετρηθεί με ακρίβεια το ύψος των καμίνων.

ΟΙ ΚΑΜΙΝΟΙ

ΣΧΗΜΑ 7. Άποψη των καμίνων από ΝΑ. Οι κάμινοι του πρώτου επιπέδου της φωτογραφίας (Νο 1 και 2) είναι

χτισμένες στη νοτιοανατολική πλευρά του καναλιού, ενώ αυτές που φαίνονται στο δεύτερο επίπεδο (Νο 3 και 4) είναι από την βορειοδυτική πλευρά του καναλιού. Η κάμινος Νο

5 δεν φαίνεται διότι έχει μερικώς καταρρεύσει και βρίσκεται πίσω από την Νο 4.

FIGURE 7. View o f the furnaces from South East. The furnaces on the first plane o f the photograph (No1 and 2) are built in the south-eastern side o f the channel, whereas those o f the second plane (No 3 and 4) are on the north­

western side o f it. The furnace No5 is not visible, because its ruins are behind the furnace No4.

ΣΧΗΜΑ 8. Οι κάμινοι (Νο 1-5) όπως φαίνονται από την βορειοδυτική πλευρά του καναλιού. Στο πρώτο επίπεδο

της φωτογραφίας φαίνεται μικρό τμήμα της πλατείας μεταλλεύματος.

FIGURE 8. The furnaces (No1-5) as seen from the north­western side o f the channel. In the firs t plane o f the photo­

graph a small part o f the ore and coal stocking area.

22 ΟΡΥΚΤΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ/MINERAL WEALTH 164/2012

Page 19: Οι φρεατώδεις κάμινοι της Δάρδεζας και η εκμετάλλευση των μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων της Λαυρεωτικής

Οι κάμινοι είναι συνολικά πέντε, χτισμένες στις δύο πλευρές του ρέματος, δύο από την νοτιοανατολική πλευρά ( Νο 1 και 2) και τρεις από την βορειοδυτική πλευρά του (Νο 3, 4 και 5), Σχ. 7 και 8. Οι κάμινοι Νο 1-4 ευρίσκονται σε σχετικώς καλή κατάσταση, ενώ η κάμινος Νο5 έχει καταρρεύσει και στο εσωτερικό της έχει αναπτυχθεί άγρια βλάστηση.

ΤΟ ΡΕΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΝΑΛΙΤο ρέμα έρχεται από τα νοτιοδυτικά, περνάει ανάμεσα στις καμίνους και χύνεται στο Ποτάμι σε μία απόσταση περί τα 70m από το συγκρότημα των καμίνων. Στην περιοχή των καμίνων η κοίτη του ρέματος έχει εγκιβωτισθεί με κτιστή λιθοδομή, σχηματίζοντας κανάλι με ορθογώνιο διατομή, βάθους 1.6 μέτρων και πλάτους 2.5 μέτρων περίπου (Σχ. 9).

ΣΧΗΜΑ 9. Η κοίτη του ρέματος έχει εγκιβωτισθεί με κτιστήλιθοδομή, σχηματίζοντας κανάλι με ορθογώνιο διατομή,

βάθους 1.6 μέτρων και πλάτους 2.5 μέτρων περίπου. FIGURE 9. The bed o f the current was shaped into an

orthogonal channel 2.5m wide and 1.6m deep by means o f stonework.

Οι κάμινοι έχουν ανεγερθεί σχεδόν σε επαφή με το κανάλι, σε απόσταση 60-80cm από αυτό. Σε κάθε κάμινο, η μία από τις τέσσερις οπές εκφόρτωσης ευρίσκεται προς την πλευρά του καναλιού, πράγμα που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το κανάλι είχε καλυφθεί με δάπεδο, ώστε να επιτρέπει την κυκλοφορία εργαζομένων και βαγονέτων. Περίπου 30m από τις καμίνους προς την πλευρά του Ποταμιού υπάρχει τοξωτή γέφυρα πάνω από το κανάλι, που έχει εν μέρει καταρρεύσει (Σχ. 10).

ΚΑΤΑΛΥΜΑΤΑ ΕΡΓΑΤΩΝΤα καταλύματα εργατών ευρίσκονται στο υψηλότερο σημείο του χαμηλού λόφου δυτικά των καμίνων. Πρόκειται για δύο σειρές δωματίων με μεσοτοιχία, η μία με ανατολικό και η άλλη με δυτικό προσανατολισμό. Σε κάθε σειρά υπάρχουν 13 ή 14 δωμάτια διαστάσεων περίπου 5x6m (Σχ. 11).

ΣΧΗΜΑ 10. Περίπου 30m από τις καμίνους προς την πλευρά του Ποταμιού υπάρχει τοξωτή γέφυρα που έχει εν

μέρει καταρρεύσει.FIGURE 10. A t about 30m from the furnaces downstream to the river a small stone bridge was built on the channel.

Η Γαλλική Εταιρεία εφήρμοζε την πολιτική να ιδρύει οικισμούς εργατών (όπως στον Κυπριανό, στην Καμάριζα και στην Πλάκα), με εκκλησία, σχολείο και φαρμακείο. Τέτοιος, στοιχειώδης πάντως, οικισμός δημιουργήθηκε και στη Δάρδεζα, αποτελούμενος από 25-30 περίπου απλά καταλύματα. Τα οικήματα αυτά είναι τα μοναδικά στην περιοχή και πρέπει να χρησίμευαν για τους εργάτες τόσο του Μεταλλείου όσο και της Μεταλλουργίας. Το συγκρότημα, υπό τις σκληρές συνθήκες εκείνης της εποχής, θα στέγαζε τουλάχιστον 100 εργάτες που έρχονταν από άλλα μέρη για να εξασφαλίσουν ένα μεροκάματο. Από την απέναντι, ανατολική πλευρά του ποταμιού, όπου ευρίσκονταν και άλλο Μεταλλείο (του Δασκαλειού), χτίστηκε και η εκκλησία του Αγίου Ιωάννου [2].

ΤΟ μ ε τ α λ λ ο π λ υ ς ιο ν

ΣΧΗΜΑ 11. Δυτική πλευρά των καταλυμάτων εργατών. Πρόκειται για δύο σειρές δωματίων με μεσοτοιχία. Σε κάθε

σειρά υπάρχουν 13 ή 14 δωμάτια διαστάσεων περίπου 5x6m.

FIGURE 11. West side o f the workers’ settlement. I t con­sists o f 25-30 rooms built on the highest part o f the hill

on the west o f the furnaces, probably fo r both miners and furnace workers.

ΟΡΥΚΤΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ/MINERAL WEALTH 164/2012 23

Page 20: Οι φρεατώδεις κάμινοι της Δάρδεζας και η εκμετάλλευση των μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων της Λαυρεωτικής

Βορειοδυτικά των καμίνων, αρκετά υψηλά στον λόφο και ακριβώς μπροστά από τον καταυλισμό των εργατών υπάρχει μεγάλος περίβολος τραπεζοειδούς σχήματος, στον οποίον εφάπτεται οδός που έρχεται από την κατεύθυνση του Μεταλλείου. Σ 'αυτόν τον περίβολο υπήρχαν κατά πάσα πιθανότητα οι εγκαταστάσεις διαλογής, κοσκίνισης και επεξεργασίας του μεταλλεύματος, πριν υποβληθεί σε καμίνευση, πρόκειται δηλ. για το Μεταλλοπλύσιον που αναφέρει ο Κορδέλλας [10]. Δεν είναι γνωστό ποιές διεργασίες γίνονταν σε αυτό. Πρέπει να υποθέσουμε ότι τα μεγάλα τεμάχια που έρχονταν από το Μεταλλείο θραύονταν και κοσκινίζονταν για την απομάκρυνση των ψιλών, τα οποία προορίζονταν να υποστούν φρύξη σε καμίνους λικνιζόμενης εσχάρας (άγνωστο αν αυτές οι κάμινοι ήταν εγκατεστημένες στην ίδια περιοχή ή αλλού) και στη συνέχεια από το χοντρό κλάσμα πρέπει να απομακρύνονταν τα στείρα με χειροδιαλογή. Ίσως να γίνονταν και κάποιος υδροδυναμικός εμπλουτισμός (με σκρίβες-jigs ή δονούμενες τράπεζες;) Σε διατριβή του Α. Κορδέλλα που αφορά στις εργασίες των Μεταλλουργείων Λαυρίου [23] γίνεται αναφορά σε αγορά «πλυντηρίου σιδηρολίθου» από την Εταιρεία, άρα συμπεραίνουμε ότι ο υδροδυναμικός εμπλουτισμός ήταν συνήθης τακτική στα σιδηρομεταλλεύματα. Βεβαίως για μία τέτοια διεργασία χρειάζεται νερό, και πράγματι, στο υψόμετρο όπου ευρίσκεται το μεταλλοπλύσιο η τροφοδοσία με νερό μπορούσε να γίνει με φυσική ροή από το παρακείμενο ρέμα. Μ ετά τον εμπλουτισμό το χονδρό μετάλλευμα μεταφέρονταν στην πλατεία μεταλλεύματος που βρίσκεται ακριβώς στη συνέχεια του περιβόλου, σε χαμηλότερο υψόμετρο, για να τροφοδοτηθεί στις καμίνους πύρωσης. Στην περιοχή, αυτή, πάντως υπάρχουν υπολείμματα κτιρίων που θα μπορούσαν

ΣΧΗΜΑ 12. Υπολείμματα κτιρίων, σε επαφή με τον χώρο του Μεταλλοπλυσίου, που θα μπορούσαν να

έχουν χρησιμεύσει για τη στέγαση υποδομών, π.χ. για εγκαταστάσεις ατμομηχανών, μηχανουργείο κλπ.

FIGURE 12. Remains o f buildings, which may have served as machine shops, in contact with the enclosure containing

the ore beneficiation plants.

να έχουν χρησιμεύσει για τη στέγαση υποδομών, π.χ. για εγκαταστάσεις ατμομηχανών, μηχανουργείων κλπ. (Σχ. 12). Πρέπει, πάντως, να υπήρχε διαθέσιμο ηλεκτρικό ρεύμα, σύμφωνα με την αναφορά του Κορδέλλα ότι στα Μεταλλεία λειτουργούσαν ηλεκτροκίνητα διατρητικά μηχανήματα [10].

Η ΠΛΑΤΕΙΑ ΜΕΤΑΛΛΕΥΜΑΤΟΣΑκριβώς μπροστά από τον περίβολο και σε μήκος περίπου 100m και πλάτος 25-30m εκτείνεται η πλατεία μεταλλεύματος. Ο χώρος αυτός καλύπτεται και σήμερα από υπολείμματα μεταλλεύματος, ώστε δεν υπάρχει αμφιβολία για την χρήση του κατά το παρελθόν: σ’ αυτόν γίνονταν, αναμφιβόλως, η απόθεση των προϊόντων της μηχανικής επεξεργασίας-εμπλουτισμού και από αυτόν ξεκινούσε η κεκλιμένη γέφυρα που χρησίμευε για την ανέλκυση του μεταλλεύματος προς τις καμίνους, όπως αποδεικνύεται από το πέτρινο κτιστό υποστήριγμα που σώζεται μπροστά από την κάμινο Νο3 και φαίνεται στα Σχ. 1 και 7. Πρέπει να υποθέσουμε ότι η ανέλκυση του φορτίου μέχρι την περιμετρική εξέδρα της καμίνου Νο 3 γίνονταν μέσα σε βαγόνια πλευρικής εκφόρτωσης (κούνιες) με την βοήθεια συρματοσχοίνου και βαρούλκου. Στη συνέχεια από την κάμινο Νο3 το μετάλλευμα μεταφέρονταν και στις άλλες καμίνους με οριζόντιες γέφυρες. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι κάμινοι έχουν περίπου το ίδιο ύψος (περί τα 6-7 μέτρα), έτσι ώστε το στόμιό τους να καταλήγει στο ίδιο υψόμετρο, με σκοπό να επικοινωνούν μεταξύ τους με οριζόντιες γέφυρες. Μ ία αναπαράσταση του τρόπου φόρτωσης των καμίνων φαίνεται στο Σχ. 13. Σύμφωνα με αυτή τη διάταξη, η κάμινος Νο3 πρέπει να καταπονούνταν ιδιαίτερα, καθώς από αυτήν περνούσε ολόκληρο το φορτίο πριν να διανεμηθεί στις άλλες καμίνους του συγκροτήματος, ίσως δε γι'αυτό το λόγο είναι έντονα ρωγματωμένη (Σχ.7).

ΣΧΗΜΑ 13. Σχηματική απεικόνιση του τρόπου φόρτωσης των καμίνων από την πλατεία μεταλλεύματος. Από αριστερά

προς τα δεξιά, οι κάμινοι Νο 3, 4 και 5.FIGURE 13. Hauling o f the charge (ore and coal) from the

stocking area onto the furnace mouth. From left to right, the furnaces No 3, 4, and 5 are shown.

ΑΛΛΑ ΚΤΙΡΙΑΣτο υψηλότερο σημείο της περιοχής, και σε ίση περίπου απόσταση από το συγκρότημα των καμίνων και από τα Μεταλλεία, υπάρχουν τα ερείπια κτιρίου με σύνθετη

24 ΟΡΥΚΤΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ/MINERAL WEALTH 164/2012

Page 21: Οι φρεατώδεις κάμινοι της Δάρδεζας και η εκμετάλλευση των μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων της Λαυρεωτικής

αρχιτεκτονική διάταξη. Θα πρέπει να υποθέσουμε ότι πρόκειται για το κτίριο διοίκησης.Έ να μικρό κτίριο που βρίσκεται ανατολικά των καμίνων ίσως να χρησίμευε ως φυλάκιο.

Ο ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ ΔΑΣΚΑΛΕΙΟΥΟ σιδηροδρομικός Σταθμός Δασκαλειού, επί της γραμμής Αθηνών-Λαυρίου, βρίσκεται από την απέναντι, ανατολική πλευρά του ποταμιού, σε ευθεία απόσταση περίπου 300-400m από τις καμίνους. Στο Σχ.14 ο σταθμός έχει φωτογραφηθεί από τον χώρο του Μεταλλοπλυσίου.

Στην τυπική της μορφή σε Ελλάδα και Ευρώπη έχει κυκλική διατομή, αλλά σε μερικές περιπτώσεις κατασκευάζεται εξωτερικά με τετραγωνική και εσωτερικά με κυκλική διατομή, όπως αυτή που αντικρίζουμε στα δεξιά μας όταν προσεγγίζουμε με πλοίο τον λιμένα της Σίφνου (Σχ. 16).

ΣΧΗΜΑ 14. Ο σιδηροδρομικός σταθμός Δασκαλειού, όπως φαίνεται μέσα από τα ερείπια κτιρίου στον χώρο του

Μεταλλοπλυσίου.FIGURE 14. Daskaleio railway station, as it is seen from

the remains inside the ore beneficiation enclosure.

π ε ρ ιγ ρ α φ ή τ η ς ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ Τω ν Κα μ ί ν ω ν

Στο Σχ. 15 παρουσιάζεται η κάμινος Νο 4 της Δάρδεζας, ως αντιπροσωπευτική όλων των καμίνων του συγκροτήματος και στον Πίνακα 6 παρέχονται πληροφορίες για τις βασικές διαστάσεις των καμίνων.

ΣΧΗΜΑ 15. Η κάμινος Νο 4 της Δάρδεζας, ως τυπική μορφή όλων των καμίνων.

FIGURE 15. The furnace No4 as a typical form o f all the Dardesa shaft furnaces.

Γενικώς, η κάμινος που προορίζεται για την πύρωση σιδηρομεταλλευμάτων σε αδρομερή μορφή είναι φρεατοειδής και αποτελεί εξέλιξη της ασβεστοκαμίνου.

ΣΧΗΜΑ 16. Φρεατοειδής κάμινος στο λιμάνι Καμάρες της Σίφνου. α) γενική άποψη και β) εσωτερική κατασκευή της

καμίνου.FIGURE 16. A shaft furnace in the port “Kamares " o f Sif- nos island. A) general view and B) interior o f the furnace

showing stonework.

Το Σχ. 15 επιτρέπει να φανούν λεπτομέρειες της κατασκευής. Το σώμα της καμίνου αποτελείται από τρία μέρη: στο κατώτερο μέρος είναι κυλινδρικό σε ύψος έως δύο μέτρα και στο ύψος αυτό συσφίγγεται εξωτερικά μέσω χαλύβδινης στεφάνης, της οποίας φαίνεται το ίχνος ακριβώς πάνω από την θύρα εκφόρτωσης. Στη συνέχεια αποκτά ελαφρά κωνική μορφή σχεδόν μέχρι το ανώτερο τμήμα, 1.5 περίπου μέτρα κάτω από το στόμιο, όπου γίνεται και πάλι κυλινδρικό και συσφίγγεται ξανά με μεταλλική στεφάνη. Η κλίση του κωνικού τμήματος είναι περί τις 7 μοίρες και οδηγεί σε διεύρυνση της καμίνου προς τα κάτω, διευκολύνοντας την κίνηση του φορτίου, το οποίο διαστέλλεται λόγω της θέρμανσης. Οι κάμινοι έχουν κτισθεί με λιθοδομή, εξωτερικά με μεγάλους λίθους και εσωτερικά με μικρότερους πλακοειδούς μορφής. Στο κωνικό τμήμα η τοιχοποιία γίνεται με την εκφορική μέθοδο, δηλ. κάθε επιπλέον στρώση λίθων προεξέχει ελαφρά από την προηγούμενη υποκείμενη στρώση. Ως συνδετικό υλικό χρησιμοποιείται κονίαμα από πηλό της περιοχής (κοκκινόχωμα) και με τον ίδιο πηλό έχει γίνει το εσωτερικό επίχρισμα, καθώς οι θερμοκρασίες που αναπτύσσονται κατά την λειτουργία κυμαίνονται από 4000 έως 8000C το πολύ και δεν δημιουργούν την ανάγκη ειδικής πυρίμαχης επένδυσης (Σχ. 17).

Η φόρτωση των καμίνων γίνονταν από το στόμιο της κορυφής, όπου υπήρχε περιμετρική εξέδρα για την διακίνηση των εργαζομένων και των πλευρικώς ανατρεπομένων βαγονιών (βαγόνια- «κούνιες» που κατασκευάζονταν στο Μηχανουργείο Κούππα στον Πειραιά). Από την περιμετρική

ΟΡΥΚΤΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ/MINERAL WEALTH 164/2012 25

Page 22: Οι φρεατώδεις κάμινοι της Δάρδεζας και η εκμετάλλευση των μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων της Λαυρεωτικής

ΠΙΝΑΚΑΣ 6. Διαστάσεις των καμίνων TABLE 6. Dimensions o f the shaft furnaces o f Dardesa.

Α/Α καμίνου 1 2 3 4 5

Εξωτερική διάμετρος στο κάτω μέρος των καμίνων (m)

6.1 5.2 5.3 5.0 6.2

Πάχος τοιχώματος (m)

0.95 0.9 0.9 0.9 0.9

Κλίση κωνικού τμήματος (μοίρες)

7 5 8 7 ?

Ύφος 6 έως 7 μέτρα, με το στόμιο όλων των καμίνων στο ίδιο υψόμετρο

Εξωτερικό άνοιγμα θυρών εκφόρτωσης (m)

Περίπου 1,6-1,7m. Το τόξο και τα πλευρικά τοιχώματα στις περισσότερες θύρες έχουν καταρρεύσει. Οι θύρες δεν έχουν ούτε το ίδιο σχήμα ούτε ακριβώς τις ίδιες διαστάσεις.

Εσωτερικό άνοιγμα θυρών εκφόρτωσης (m)

Περίπου 1.4m

Ύφος θυρών εκφόρτωσης (m)

Περίπου 1,8m

ΣΧΗΜΑ 17. Το εσωτερικό της φρεατοειδούς καμίνου Νο1 με επένδυση από πηλό.

FIGURE 17. The interior o f shaft furnace No1, lined with clay material.

εξέδρα τα μόνα υπολείμματα που σώζονται μέχρι σήμερα είναι μερικά κατακόρυφα μεταλλικά στηρίγματα (ή τα ίχνη τους) πακτωμένα στο τοίχωμα του άνω κυλινδρικού τμήματος των καμίνων (Σχ.15).Η εκφόρτωση του φρύγματος γίνονταν από τέσσερις θύρες στο κάτω μέρος της καμίνου (Σχ. 15 και 18). Το Σχ. 19 είναι υποθετική αναπαράσταση από τον συγγραφέα των καμίνων Νο3 και 2, με τις περιμετρικές εξέδρες φόρτωσης και με την γέφυρα που κατά πάσα πιθανότητα τις συνέδεε.

Μ ετά την ολοκλήρωση της πύρωσης, το φρυγμένο μετάλλευμα φορτώνονταν σε βαγόνια για την περαιτέρω μεταφορά του (Σχ. 19). Στη διεθνή βιβλιογραφία

ΣΧΗΜΑ 18. Το κάτω μέρος καμίνου μ ε τη θύρα εκφόρτωσης.

FIGURE 18. The lower part o f a furnace with a discharge port.

αναφέρεται ότι εσωτερικά στην βάση των καμίνων πύρωσης υπήρχε μεταλλικός κώνος (γκλισιέρα-ποδιά), ώστε το φορτίο με τη βαρύτητα να ολισθαίνει προς τα τέσσερα στόμια, καταλήγοντας στο χείλος του βαγονιού [9]. Αποφεύγονταν έτσι η χρονοβόρα και κοπιαστική φόρτωση με φτυάρι. Οι κάμινοι της Δάρδεζας, στην κατάσταση που ευρίσκονται σήμερα, δεν παρέχουν καμία τέτοια ένδειξη. Ωστόσο, είναι πιθανόν οι κάμινοι, για οικονομία και ταχύτητα στο ξεφόρτωμα, να ήταν εφοδιασμένες με τέτοια διάταξη, αλλά καθώς ήταν κατασκευασμένη από χυτοσίδηρο ή από έλασμα σιδήρου, μετά την παύση λειτουργίας και την εγκατάλειψη

26 ΟΡΥΚΤΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ/MINERAL WEALTH 164/2012

Page 23: Οι φρεατώδεις κάμινοι της Δάρδεζας και η εκμετάλλευση των μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων της Λαυρεωτικής

των καμίνων ασφαλώς ανακτήθηκε ως σκραπ. Είναι εντυπωσιακό ότι στις καμίνους και στον χώρο που τις περιβάλλει απουσιάζει σήμερα οποιοδήποτε μεταλλικό υπόλειμμα, πράγμα που υποδηλώνει την συστηματική σύλησή τους από συλλέκτες σκράπ.

ΣΧΗΜΑ 19. Αναπαράσταση των καμίνων Νο3 και 2 στο στάδιο της εκφόρτωσης, με τις περιμετρικές εξέδρες

φόρτωσης και με την γέφυρα που κατά πάσα πιθανότητα τις συνέδεε.

FIGURE 19. Representation o f furnaces No 3 and 2 shown with their circumferential platforms and the bridge be­

tween them, during the stage o f discharge.

Τους συρμούς των φορτωμένων βαγονιών έσερνε πιθανώς ατμομηχανή που κινούνταν μέχρι τον σιδηροδρομικό σταθμό του Δασκαλειού που βρίσκεται σε απόσταση περίπου 300­400 μέτρων ανατολικά των καμίνων, στην απέναντι όχθη του Ποταμού. Αν δεν υπήρχε ατμομηχανή, η εναλλακτική λύση θα ήταν με υποζύγια (μουλάρια), όπως συνέβαινε για παράδειγμα στη Σέριφο [24], αν και αυτό θεωρείται μάλλον απίθανο για το Λαύριο, όπου συνηθίζονταν να χρησιμοποιείται μηχανοποίηση και πρωτοποριακός εξοπλισμός, τουλάχιστον στις υπαίθριες μεταφορές. Από το σταθμό του Δασκαλειού το μετάλλευμα μεταφέρονταν σιδηροδρομικώς στο λιμάνι του Αγίου Νικολάου, όπου υπήρχε σκάλα για φόρτωση σε πλοία [10].Η συμμετρική διάταξη των καμίνων εκατέρωθεν του χτισμένου καναλιού, επιτρέπει να υποθέσουμε ότι κάποιος μηχανισμός υδροκίνησης ήταν εγκατεστημένος μέσα στο κανάλι για τα φυσερά που τροφοδοτούσαν τις καμίνους με αέρα. Διαφορετικά η παρουσία του καναλιού δεν μπορεί να δικαιολογηθεί, αντιθέτως θα αποτελούσε εμπόδιο στην ελεύθερη διακίνηση στον χώρο εργασίας των καμίνων. Στην Αγγλία φυσητήρες με κυλίνδρους που κινούνταν με υδραυλική ενέργεια εισήχθησαν για τις υψικαμίνους από το 1760 και λίγα χρόνια αργότερα συνδυάστηκαν με ατμομηχανή. Δυστυχώς στην περίπτωση της Δάρδεζας δεν υπάρχει καμία μαρτυρία, ούτε σώζεται κανένα ίχνος από σύστημα εμφύσησης.Θα πρέπει επίσης να υποθέσουμε ότι το κανάλι ήταν καλυμμένο με δάπεδο, ώστε να μην αποτελεί εμπόδιο στην εκφόρτωση των καμίνων και στη διακίνηση των βαγονιών.

α ν α κ ε φ α λ α ί ω σ η

Στην παρούσα εργασία έγινε αποτύπωση και περιγραφή των καμίνων της Δάρδεζας και των εγκαταστάσεών τους και

συγκεντρώθηκε όσο πληροφοριακό υλικό μπόρεσε να εντοπίσει ο συγγραφέας του άρθρου από σύγχρονες και παλιότερες βιβλιογραφικές πηγές. Με βάση αυτό το υλικό έγινε προσπάθεια να περιγραφεί η θέση τους μέσα σε ένα ευρύτερο ιστορικό και τεχνολογικό πλαίσιο. Διαπιστώθηκε ότι οι κάμινοι αυτές έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εκμετάλλευση μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων και συνέβαλαν ουσιαστικά στο εξωτερικό εμπόριο μεταλλευτικών προϊόντων, σε μία περίοδο όπου η υψικάμινος και οι νέες μέθοδοι χαλυβοποίησης αναπτύσσονταν στα προηγμένα Ευρωπαϊκά κράτη.Δυστυχώς, οι κάμινοι ήταν βραχύβιες, λειτούργησαν ουσιαστικά μόνο για 20-25 χρόνια. Όπως διαπιστώνεται από τις μαρτυρίες εκείνης της εποχής, π.χ. [8, 19], η παύση της λειτουργίας τους δεν οφείλεται στην εξάντληση των αποθεμάτων μεταλλεύματος, αλλά στις διακυμάνσεις των τιμών, των ναύλων και στη δύσκολη οικονομική συγκυρία που επιδεινώθηκε από τους βαλκανικούς πολέμους και από τον 1ο παγκόσμιο πόλεμο. Όταν οι πόλεμοι αυτοί έλαβαν τέλος, οι μεταλλευτικές και μεταλλουργικές δραστηριότητες δεν μπόρεσαν να τεθούν εκ νέου σε λειτουργία. Ίσως τα πράγματα να ήσαν διαφορετικά, αν υπήρχε παραγωγή σιδήρου και χάλυβα στην Ελλάδα. Στη Γαλλία, όπου εγκαταστάσεις υψικαμίνων υπήρχαν κοντά ή σε μεγαλύτερη απόσταση από τα Μεταλλεία, τέτοιες κάμινοι συνέχισαν να λειτουργούν για τρεις ακόμη δεκαετίες, μέχρι την έναρξη του 2ου Παγκόσμιου πόλεμου. Μετά το τέλος του πολέμου ετέθησαν και πάλι σε λειτουργία με εκσυγχρονισμένη μορφή και συνέχισαν μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980, οπότε έπεσαν τελικά θύματα της ενεργειακής κρίσης και της έναρξης της αποβιομηχάνισης στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στον χώρο του άνθρακα και του χάλυβα.

ε υ χ α ρ ισ τ ί ε ς

Στον κ. Θεοδόσιο Τάσιο, Ομότιμο Καθηγητή του Ε.Μ. Πολυτεχνείου εκφράζω τις ευχαριστίες μου. Ο σεβαστός δάσκαλος μου υπέδειξε την ύπαρξη των καμίνων στην περιοχή Φοβόλες του Δασκαλειού Λαυρεωτικής και με προέτρεψε να τις αποτυπώσω και να τις περιγράψω, διασώζοντας ό,τι είναι δυνατόν από την ιστορία τους, καθώς κινδυνεύουν να καταστραφούν από την σχεδιαζόμενη εγκατάσταση ΧΥΤΥ στην περιοχή.

β ιβ λ ιο γ ρ α φ ί α

1. Δ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ (Πεζοπόρος), “ΟβρηόκαστρονΚερατέας”, Εδημερίς «Εμπρός», Τρίτη 17 Απριλίου 1923. Πηγή: Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος, Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Εφημερίδων και περιοδικού τύπου.

2. Ε. ΚΑΚΑΒΟΓΙΑΝΝΗΣ, Ο. ΚΑΚΑΒΟΓΙΑΝΝΗ, “ΤαΜνημεία της περιοχής Οβριόκαστρο-Δάρδεζα-Ποτάμι- Σταθμός Δασκαλιού τουΔήμου Κερατέας”, Ο αρχαιολογικός χώρος του Οβριόκαστρου Κερατέας, Δήμος Κερατέας- Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ανατολικής Αττικής, Κερατέα 2007, σελ. 35-68.

ΟΡΥΚΤΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ/MINERAL WEALTH 164/2012 27

Page 24: Οι φρεατώδεις κάμινοι της Δάρδεζας και η εκμετάλλευση των μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων της Λαυρεωτικής

3. R.F. TYLECOTE, A History of Metallurgy, The Metals Soci­ety, 1979 London.

4 . Κ.Θ. ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ^Ρ. GLASBY,Α.ΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, «Η παρελθούσα μεταλλευτική δραστηριότητα του κοιτάσματος μαγγανίου στη νήσο Μήλο», Ιστορικά Μεταλλεία στο Αιγαίο 19ος-20ος αιώνας, Επιστημονικό Συνέδριο Μήλος 3-5 Οκτωβρίου 2003, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, σελ.99-113.

5. Κ. ΚΟΝΟΦΑΓΟΣ, Το Αρχαίο Λαύριο και η ελληνική τεχνικήπαραγωγής του αργύρου, σελ.35-54, Εκδοτική Ελλάδος, Αθήνα 1980.

6. ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΕΜΠΡΟΣ». Πηγή: Εθνική Βιβλιοθήκη τηςΕλλάδος, Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Εφημερίδων και περιοδικού τύπου.Α) Παραχώρηση μεταλλείου σιδήρου, Δήμος Αιγινητών, Νομαρχία Αττικής -Βοιωτίας, 24/11/1897, σελ.4.Β) Παραχώρηση μεταλλείου μαγγανιούχου σιδήρου, Επαρχία Κυθήρων, Νομαρχία Λακωνικής, 20/3/1900, σελ.4.Γ) Παραχώρηση μεταλλείου μαγγανικού σιδήρου, Δήμος Αταλάντης, Νομαρχία Φθιωτιδοφωκίδος, 19/2/1899, σελ.4 (Μεταξύ των Μεταλλειοκτητών ο καθηγ. Ορυκτολογίας του Πανεπιστημίου Κ. Μητσόπουλος).

7. ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΣΚΡΙΠ». Πηγή: Εθνική Βιβλιοθήκη τηςΕλλάδος, Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Εφημερίδων και περιοδικού τύπουΑ) Παραχώρηση μεταλλείου σιδήρου, μαγγανίου, μολύβδου, Επαρχία Οιτύλου, Νομαρχία Λακωνικής, 23/2/1900, σελ. 4,Β) Μεταλλείο σιδήρου-μαγγανίου, επαρχία Γυθείου, 24/6/1900, σελ. 4 (Μεταξύ των Μεταλλειοκτητών ο Ανδρέας Κορδέλλας).

8. Η. ΓΟΥΝΑΡΗΣ, «Η μεταλλευτική κίνησις της Ελλάδος κατάτο 1913», Αρχιμήδης, έτος ΙΣΤ, 1915, Το άρθρο αρχίζει από το τεύχος 1, Ιανουάριος 1915 και ολοκληρώνεται στο επόμενο τεύχος. Η αναφορά στα μαγγανιούχα μεταλλεύματα σιδήρου γίνεται στο τεύχος 1, σελ. 7-12.

9. C. CHAUSSIN, G.HILLY, Métallurgie, élaboration des mé­taux, Dunod Paris 1974.

10. Α. ΚΟΡΔΕΛΛΑΣ, Ο μεταλλευτικός πλούτος και αι αλυκαίτης Ελλάδος, εν Αθήναις 1902.

11. Θ. ΧΑΡΙΤΑΚΗΣ, Η σιδηρουργία εν Ελλάδι, Αρχιμήδης1934, σελ. 8-12.

12. Κ. ΚΟΝΟΦΑΓΟΣ - ΓΔ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, «Η τεχνικήτης παραγωγής σιδήρου και χάλυβος από τους αρχαίους έλληνες στην Αττική κατά την κλασσική περίοδο», Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών 56, 1981, σελ.148-172.

13. Κ. ΚΟΝΟΦΑΓΟΣ - ΓΔ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, «Οι χαλύβδινοι σύνδεσμοι του Ερεχθείου κατασκευάσθηκαν με

τεχνική που ξαναβρίσκεται στον Μεσαίωνα στα δαμασκηνά σπαθιά», Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, 56. 1981, σελ. 173-190.

14. Κ. ΚΟΝΟΦΑΓΟΣ, ΓΔ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, «Ερμηνείατου χρησιμοποιουμένου αγγείου από τους αρχαίους έλληνες στο στόμιο των καμίνων κατά την κλασσική περίοδο», Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, 56. 1981, σελ. 191-211.

15. C. CONOPHAGOS, G.D. PAPADIMITRIOU, «La métall­urgie du fer et de l'acier en Grèce pendant la période clas­sique», Acta of the International Archaeological Sympos- sium, Larnaca 1981, “Early Metallurgy in Cyprus 4000- 500BC”, Sympossium Proceedings (1982) pp. 363-380.

16. Λ. ΠΑΠΑΣΤΕΦΑΝΑΚΗ, «Εξορυκτικές επιχειρήσεις καιεργασία. Η περίπτωση του Αιγαίου (1860-1960)», Ιστορικά Μεταλλεία στο Αιγαίο 19ος-20ος αιώνας, Επιστημονικό Συνέδριο Μήλος 3-5 Οκτωβρίου 2003, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, σελ. 27-47.

17. Ι. ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ (Νομομηχανικός), «Στατιστικαί πληροφορίαι επί της παραγωγής μεταλλευμάτων, του αριθμού των εν τοις μεταλλείοις εργασθέντων εργατών κ.τ.π. κατά το έτος 1906», Αρχιμήδης, Έτος Η'Αριθμ.4, Αύγουστος 1907, Αθήναι, σελ.66-68.

18. Ι. ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ ( Νομομηχανικός, τέως ΕπιθεωρητήςΜεταλλείων), «Αποτελέσματα εκμεταλλεύσεως των εν λειτουργία μεταλλείων από του έτους 1903 έως 1908», Αρχιμήδης, έτος Ι', Αθήναι 1910. Το άρθρο αρχίζει από το τεύχος 11, Μάρτιος 1910 και συνεχίζεται ως το τεύχος Ιουνίου 1910. Σελ. 135-142, 154-162, 23-24. Αναφορά στη Δάρδεζα γίνεται στις σελ. 141-142.

19. Π.Η. ΓΟΥΝΑΡΗΣ, « Η εκμετάλλευσις των Μεταλλείωντης Ελλάδος» Αρχιμήδης, Αθήναι 1911. Το άρθρο αρχίζει από το τεύχος αριθμ.3, Ιούλιος 1911 και συνεχίζεται έως το τεύχος Ιανουαρίου του 1912. 1911: σελ. 27-36, 40-48, 50­60, 61-68, 77-84, 89-94, 1912: σελ. 105-108.

20. Α. ΜΑΡΚΟΥΛΗ-ΜΠΟΝΤΙΩΤΗ, «Η δημιουργία και εξέλιξητης Γαλλικής Εταιρείας Μεταλλείων Λαυρείου (Γ.Ε.Μ.Λ.), σηματοδοτεί νέες εξελίξεις στον οικονομικό και βιομηχανικό τομέα της ελληνικής κοινωνίας του 19ου και 20ου αι.», Διδακτορική διατριβή, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Σχολή Μηχανικών Μεταλλείων Μεταλλουργών, 2008.

21. ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΣΚΡΙΠ». Πηγή:Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος, Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Εφημερίδων και περιοδικού τύπου

Α) “Ομιλία εν τη βουλή Ηλία Ποταμιάνου βουλευτού εκ Ναυπλίας κατά την συνεδρίασιν της 18ης Μαρτίου επί του προϋπολογισμού του 1900», 27/3/1900, σελ. 3.Β) «Λαύριον. Η εν Λαυρίω έλευσις του κ. Πρωθυπουργού», 2/6/1911, σελ. 6.Γ) «Καθημερινά Σημειώματα», 27/7/1914, σελ. 1-2.

28 ΟΡΥΚΤΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ/MINERAL WEALTH 164/2012

Page 25: Οι φρεατώδεις κάμινοι της Δάρδεζας και η εκμετάλλευση των μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων της Λαυρεωτικής

Δ) «Η χθεσινή Γενική Συνέλευσις των μετόχων της Εθνικής Τραπέζης», 13/2/1915, σελ. 2.Ε) «Απαγόρευσις εξαγωγής ειδών», 10/5/1915, σελ. 4.

22. ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΕΜΠΡΟΣ». Πηγή: Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος, Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Εφημερίδων και περιοδικού τύπου

Α) Διαφήμιση Μεσιτικού Γραφείου, 11/1/1911, σελ. 6. Β) Διαφήμιση Μεσιτικού Γραφείου, 4/1/1912, σελ. 5.Γ) «Σκηναί εις τα Μεταλλεία Καμάριζας. Συμμορία εις

τας υπογείους στοάς», 15/11/1905, σελ. 4.23. Α. ΚΟΡΔΕΛΛΑΣ, Διατριβή δημοσιευθείσα εν τοις υπ'αριθμ.

141 και 142 φύλλοις της «Εφημερίδος» περί των εργασιών των Μεταλλουργείων Λαυρείου, 1893.

24. Α.Ζ. ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ, «Η χερσαία μεταφορά μεταλλευμάτωνστα νησιά του Αιγαίου στα χρόνια του μεταλλευτικού πυρετού», Ιστορικά Μεταλλεία στο Αιγαίο 19ος-20ος αιώνας, Επιστημονικό Συνέδριο, Μήλος 3-5 Οκτωβρίου 2003, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, σελ. 189-209.

ΟΡΥΚΤΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ/MINERAL WEALTH 164/2012 29

Page 26: Οι φρεατώδεις κάμινοι της Δάρδεζας και η εκμετάλλευση των μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων της Λαυρεωτικής

TH E SH A FT FU R N A C E S IN D A R D E SA A N D TH E EX PLO ITA TIO N OF M A N G A N IFE R O U S IR O N O RES IN TH E L A U R IO N A R E A AT TH E EN D OF 19TH TO

TH E B E G IN N IN G OF TH E 20TH C EN TU R Y

GEORGE D. PAPADIMITRIOU*

EXTENDED ABSTRACT

Dardesa is situated in South-east Attica, near Keratea and belongs to the Laurion region. In this area there are remains of an industrial complex of shaft furnaces, lying at a distance of 300m from the national road leading from Athens to Laurion and accessed via a local road, Fig.1. The shaft furnaces have been used at the end of 19th to the beginning of the 20th century for roasting manganiferous iron ores from mines lying in their proximity, namely Dardesa and Daskaleio [1, 2]. The complex constitutes an outstanding monument of the newer industrial history of Greece.

Iron mining in the Laurion area is in tight connection with the local experience acquired from the already working silver and lead mines in the same area, but it was commercially feasible due to the increasing demand of manganiferous iron ores for the iron and steel industry in Europe. As a matter of fact, during the second half of the 19th century, the indirect method of steel production, based on new inventions, replaced the direct method of iron production [3], which persisted almost unchanged since the prehistoric years until the era of the industrial revolution. The emergence and early evolution of the indirect method, i.e. pig iron production in the blast furnace followed by its conversion to steel by the Bessemer process, created the need for using manganiferous iron ores, promoted strongly their demand and increased their price. Manganese is an effective desulphuriser and its use became indispensable since mineral coal and coke replaced charcoal as a heating and reducing agent in the blast furnace. Furthermore, manganese is essential in the charge of the Bessemer converter and it is still now in use as deoxidizer and as a basic alloying addition for increasing the mechanical strength of steel. In this context the

*Professor Emeritus NTUA

exploitation of a number of manganese [4] and manganiferous iron mines started and prospered in the mainland and in the Aegean islands. This was based on the experience gained previously in Laurion [5] and caused a “mining fever” all over Greece [6, 7]. However, many of the extracted ores were relatively poor in iron and manganese [8], so that in order to be of commercial value they needed to be subjected to roasting.

Roasting (or calcination) is a slag free process, during which the ore was heated at a temperature between 400 and 8000C, in order to drive off water, present either as moisture or as water of crystallization and to decompose carbonate minerals by expelling carbon dioxide [9]. Secondarily sulfur and other volatile constituents were expelled and the ore was partly oxidized. In this way it was enriched in iron and manganese by losing about 20 percent of its weight; this was also profitable with regard to transport costs. In Dardesa calcination was done in five shaft furnaces using Greek lignite [10, 11] with a consumption of about 40kg of lignite per ton of ore. The production of a kiln should be of the order of 30-100 tons of ore per day.

The exploitation of iron ores and the subsequent metallurgical production of wrought iron by the direct method in the Laurion area dates back to the Greek antiquity [12-14]. Metallurgical remains of iron production (hemispherical blooms and furnace bottoms) testify of this activity during the classical years and are present in several positions, where the ore emerges on the surface. Iron produced in antiquity apart from local use, namely for tools necessary in the ancient silver mines, was disseminated by trade in the wider Greek area; Laurion was, therefore, an important iron production centre [15].

In the newer mining history of Greece the interest for the exploitation of iron ores appeared after 1870 and coincided with the earliest industrial

30 ΟΡΥΚΤΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ/MINERAL WEALTH 164/2012

Page 27: Οι φρεατώδεις κάμινοι της Δάρδεζας και η εκμετάλλευση των μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων της Λαυρεωτικής

development of the Modern Greek state. The exploitation which started first in Laurion expanded rapidly to other regions in Greece (Lokrida, Euboea, Aegean Islands) and remained important till the end of the first decade of the 20th century, then -due to historical events in the first half of the same century- it presented strong fluctuations and finally declined, except for some mines, as in Serifos, where it survived up to the middle sixties [16]. Plain iron and manganiferous iron ores were exported, whereas lead bearing iron ores were used for fluxing in the metallurgical furnaces used for the extraction of lead from ancient slags and tailings in the Laurion industry.

In a number of Tables of the present work it is attempted to show the position of the production of manganiferous iron ores in the context of the global mining activities in Greece [17-20].

Table 1 shows the production of iron ores (plain, manganiferous, and lead bearing iron ores) in the Laurion area for the period from 1873 to 1901. From this Table it comes out that three main companies were active in the exploitation of iron ores in the Laurion area at the end of the 19th century: the Greek Metallurgical Company of Laurion, the French Company of Laurion Mines and the Dardesa Mining Company. A number of smaller companies were also active in the same region, Fig.2.

Table 2 shows the annual production of Greek mines producing plain iron ores and manganiferous iron ores and their respective price. From this Table the higher price of the manganiferous iron ores with respect to the plain iron ores becomes evident. Table 3 shows the total production and corresponding exportation value of plain and manganiferous iron ores for the years 1905 and 1906.

For comparison, Table 4 shows the total value of all mining products extracted in Greece for the same years. It is evident that the production of iron and manganese ores contributes by about 25­30 percent to the total value of produced mining products, coming just after silver bearing ores.

Finally, Table 5 shows the production of manganiferous and lead bearing iron ore of Dardesa according to different sources. It shows also the production of iron ore from the French Company of Laurion and of manganese ore from Milos for comparison reasons.

The Dardesa mines are situated in the north­eastern part of the mining area of Laurion, lying in a formerly industrial and now rural environment, near a valley traversed by a small river. The ore

is in the form of discontinuous parallel veins or beds inside limestone, having a length of 10 to 25m and a thickness of 3 to 6m and extending for several kilometers in a direction NE-SW. It consists of manganiferous siderite, hematite and limonite with 10-18 percent manganese and 30 to 40 percent iron and may contain also fine veins of galena or low grade lead bearing iron ores [10, 19]. These oxidized ores belong to the 1st or 2nd metalliferous contact of the Laurion area.

Dardesa mines have been probably active since 1877. However, they have been systematically exploited since 1889, when they were leased to Serpieri. In 1893, a number of concessions belonging to several owners (among them Seprieri, Cordellas and the French mining company) were integrated into the newly established Dardesa- Daskaleio mining company which was provided with electricity and equipped with modern mining equipment, ore beneficiation plant, railway transport, port facilities and calcination furnaces. These investments were based on optimistic expectations regarding the present and future demand and price of manganiferous iron ores in Europe [10, 21]. However these conjectures turned out to be wrong [21, 22], following major political and commercial events and wars in the beginning of the 20th century, which lead to the decline of iron mines, Fig.3. The production of the Dardesa mines has reached its maximum (of about 60, 000 tons) at 1899, then after successive up and downs was definitely absorbed in 1908 by the French Mining Company of Laurion and ceased its activities some years later.

The furnaces are erected in a low relief area adjacent to a narrow valley traversed by a small river. Fig. 4 and 5 are aerial views of this area and Fig.6 is the corresponding topographical map. Fig.7 and 8 are photographs of the furnaces. Three of them are built on the north-west side and two other on the south-east side of a small current flowing into the river. In the space between the furnaces the bed of the water current was shaped into an orthogonal channel 2.5m wide and 1.6m deep by means of stonework, Fig.9. At about 30m from the furnaces downstream to the river a small stone bridge was built on this channel, Fig.10.

A settlement of 25-30 rooms was built on the highest part of the hill on the west of the furnaces, probably for both miners and furnace workers, Fig.11. Similar settlements were constructed in several mines of the French company and the most

ΟΡΥΚΤΟΣ ΠΛΟΥΤ ΟΣ/MINERAL WEALTH 164/2012 31

Page 28: Οι φρεατώδεις κάμινοι της Δάρδεζας και η εκμετάλλευση των μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων της Λαυρεωτικής

important of them were provided with school, pharmacy and church. In Dardesa only a small church lying on the opposite side of the river, near the railway station, remains still now.

Northwest of the furnaces lies a large trapezoidal enclosure with ruins of buildings, Fig.12, and a road coming directly from the mines passes adjacent to it. The enclosure contained probably the ore beneficiation installations and facilities for breaking, hand sorting and screening of the ore for removal of the fine fraction before feeding into the calcination furnaces. The fines were calcinated separately in special kilns, but it is unknown where these kilns were located. Probably some upgrading of the ore using hydrodynamic separation (jigging) [23] or shaking tables was also performed in this area. The prepared ore, ready to be fed into the furnaces, was deposited in the large stocking area which was between the enclosure and the furnaces. From this place the charge (ore and lignite) was hauled up to the top of one of the furnaces with wagons pulled on an incline via cable railway, Fig.13. Then it was distributed to the other furnaces through bridges.

The Daskaleio railway station on the Athens- Laurion line was connected to port facilities at Aghios Nikolaos and to the Laurion metallurgical plants and is at a distance of 300 to 400m from the furnaces, on the opposite side of the river, Fig.14.

Fig.15 represents a furnace of the complex as a typical example. It is cylindrical, as it is usual for such furnaces. However, a similar calcination furnace remaining till now near the port on the island of Siphnos although cylindrical inside, it has a rectangular section outside Fig.16. The furnaces are built by stonework and are lined inside with clay material, Fig.17. Table 6 gives information about the dimensions of the five Dardesa furnaces.

They have an external diameter from 5 to 6.2m, a wall thickness of about 90cm and a height of 6-7m, so that their mouth lies at the same altitude, allowing the circulation of wagons between them on horizontal bridges. A furnace has four discharge ports about 1.5m wide and 1.8m high, Fig.15 and 18, but no evidence of discharge dispositive at the base of the furnace remains today. This facility, in the form of a static cone inside the furnace, was used in similar furnaces in Europe and served to guide the roasted material directly into the wagons. It is most probable that such a dispositive existed also in the furnaces of Dardesa, but it was eventually dismantled later in order to be recovered as scrap. After charging in the wagons the roasted material was transferred with train of several wagons pulled to the nearby Daskaleio railway station [24]. There were also probably water driven bellows in the channel between the furnaces, but nothing remains from them at the present time. Fig. 19 is a representation of furnaces during discharging.

As a conclusion, the Dardesa furnaces represented a crucial step in the exploitation of the manganiferous iron ores and contributed effectively to their commercialization and exportation in Europe, in a period characterized by the definite domination of the blast furnace with regard to the direct method, the use of coke instead of charcoal and the relevant conversion of pig iron to steel by the Bessemer process.

Unfortunately, the operation of the Dardesa furnaces was very short, no longer than 20 to 25 years, since the exportation of manganiferous iron ores stopped at around 1915, due to the Balkan and to the 1st world wars as well as to the competition of the Caucasus mines of manganese ores, whereas there was no blast furnaces and local consumption of iron ores in Greece.

Manuscript received from:- the author on 20.01.2012- the Review Committee on 16.02.2012

Παραλαβή εργασίας:- αρχική από τον συγγραφέα στις 20.01.2012- τελική από την Κριτική Επιτροπή στις 16.02.2012

32 ΟΡΥΚΤΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ/MINERAL WEALTH 164/2012

Page 29: Οι φρεατώδεις κάμινοι της Δάρδεζας και η εκμετάλλευση των μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων της Λαυρεωτικής

F IG U R E S

Fig.1. General view of shaft furnaces at the site called Fovoles in Dardesa-Keratea

Fig.2. Spacial distribution of iron/iron-manganese mines and roasting furnaces, belonging

to different companies in the Laurion region. Sites of iron exploitations in the ancient

classical times are also shown.

Mineral Wealth, vol.164, April-Jube 2012, G.D.Papadimitriou: THE SHAFT FURNACES INDARDESA AND THE EXPLOITATION OF MANGANIFEROUS IRON ORES IN THE LAURIONAREA AT THE END OF 19TH TO THE BEGINNING OF THE 20TH CENTURY (extended abstract)

Page 30: Οι φρεατώδεις κάμινοι της Δάρδεζας και η εκμετάλλευση των μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων της Λαυρεωτικής

Φ Α Ν Ε Α Ε ε ιΈτώέρκύ, ίίϊ,τϋι; : 'Λ;.-|·λι-

ϊλ aii-j ■1ίΡί.γι»·?ίί.Ί .1ώτ3!Ϊ:!7; 13- :v3îî>":i —Τ&35 sAcjï7 ïiaj; ; ■ .

ΜΕΤΑΛΛΕΙΑΙΛ ίΤ ίΜ Λ ΐί ΙΤ Ι p u ■■■il

F9UJT I) ali-r-ir ij. fllÏTS-Sts ïMI-tλιμάνι 'Λ-η-ιιντ, ?}' - ■V-rfi v^jÿ'ÏÏÏHÇÏ1, S] MSflfiMll·. -fcxl . 3?i;f Ti:.,;D:v,ôiSr mi a-î.r?vciçrÎT5ij.. i l .XiXa&l. ${^*4.4 ROTiilf -r.Jli-Tjfc::. ..u f ûjii riir.'ijKtcÙOÉCihfc. Oi ^Silhu BIî i.“.irt!l1i.!ôj7ti1 "Π-Ιίτ,ΐ irfiiuii* (.■.=: 7>. κμΓμΓτπε 'ir^u^Îü- ύ ί - '^ Γ ϊ» ϊ’.-ίϊϊΓΓ ,ϊ& ϊ '- ώ & ΐ ΰ ,■JO* TtT- jVf ÄptaT f.-ftknr -Wa' 13 ΤΓ ΐμβ- ‘

Tiüti&t-iic- u'if χςτΐ U”-7 -jijtxAΌ ÎBVTOÇ 6i CV/-./LS .5 it “Λύ. τΐϊ' Îî'îfdP. J 1 L r5 j -L-! i I t e o& ïiy c u i L i . - : χ ή - S Î J , : . v f ë k t a -

''.η -xaV-TC. .fTsl-PEE-i- Îï-jiîii-i. J ; Witïi'j.tLijï -SiTaiii·:« A, ' " ".

Fig.3. Two small ads in a daily newspaper ("Empros") in 1911 and 1912 respectively,

concerning sale of mines and mining concessions

Fig.4. The wider area of Dardesa mines and furnaces with relevant installations and

remains in a map of Google Earth.

Mineral Wealth, vol.164, April-Jube 2012, G.D.Papadimitriou: THE SHAFT FURNACES INDARDESA AND THE EXPLOITATION OF MANGANIFEROUS IRON ORES IN THE LAURIONAREA AT THE END OF 19TH TO THE BEGINNING OF THE 20TH CENTURY (extended abstract)

Page 31: Οι φρεατώδεις κάμινοι της Δάρδεζας και η εκμετάλλευση των μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων της Λαυρεωτικής

Fig.5. The wider area of Dardesa mines and furnaces with relevant installations and

remains depicted in a Google photograph, taken during a period of strong dryness, so that

details of the natural relief are better distinguished.

Fig.6. Topographical map defining the position of the shaft furnaces and relevant

installations and remains.

Mineral Wealth, vol.164, April-Jube 2012, G.D.Papadimitriou: THE SHAFT FURNACES INDARDESA AND THE EXPLOITATION OF MANGANIFEROUS IRON ORES IN THE LAURIONAREA AT THE END OF 19TH TO THE BEGINNING OF THE 20TH CENTURY (extended abstract)

Page 32: Οι φρεατώδεις κάμινοι της Δάρδεζας και η εκμετάλλευση των μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων της Λαυρεωτικής

Fig.7. View of the furnaces from South East. The furnaces on the first plane of the

photograph (No1 and 2) are built in the south-eastern side of the channel, whereas those

of the second plane (No 3 and 4) are on the north-western side of it. The furnace No5 is

not visible, because its ruins are behind the furnace No4.

Fig.8. The furnaces (No1-5) as seen from the north-western side of the channel. In the first

plane of the photograph a small part of the ore and coal stocking area.

Mineral Wealth, vol.164, April-Jube 2012, G.D.Papadimitriou: THE SHAFT FURNACES INDARDESA AND THE EXPLOITATION OF MANGANIFEROUS IRON ORES IN THE LAURIONAREA AT THE END OF 19TH TO THE BEGINNING OF THE 20TH CENTURY (extended abstract)

Page 33: Οι φρεατώδεις κάμινοι της Δάρδεζας και η εκμετάλλευση των μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων της Λαυρεωτικής

Fig.9. The bed of the current was shaped into an orthogonal channel 2.5m wide and 1.6m

deep by means of stonework.

I I H ' (L.

- i r τ ^ Μ Γ ι y, λ - . Æ l· V * - r - i . à -, μ « - * i ^ ; / * 4 B

\ i g V - ■ k f M * i β κ . · y - |' a^ j · S | M É i

V m S

+ \ . ν * t , , ^ < v

B T i \ “ · I r T i ; ^ i KΛ j n l d h i ,\ k \ y S> ν | / * ί V 1 « . - , - V ■

; Λ S

"· j / W i ’ - ■ ■l i É n w i r T ( } ·* * $ . ί* ? Γ · - , > V i · . ( ' · · · J

% 9 'M m J Ê J r . - J L · · ί^ ^ β ' \ ï t ' . ·■“.

Fig.10. At about 30m from the furnaces downstream to the river a small stone bridge was

built on the channel.

Mineral Wealth, vol.164, April-Jube 2012, G.D.Papadimitriou: THE SHAFT FURNACES INDARDESA AND THE EXPLOITATION OF MANGANIFEROUS IRON ORES IN THE LAURIONAREA AT THE END OF 19TH TO THE BEGINNING OF THE 20TH CENTURY (extended abstract)

Page 34: Οι φρεατώδεις κάμινοι της Δάρδεζας και η εκμετάλλευση των μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων της Λαυρεωτικής

Fig.11. West side of the workers' settlement. It consists of 25-30 rooms built on the

highest part of the hill on the west of the furnaces, probably for both miners and furnace

workers.

Fig.12. Remains of buildings, which may have served as machine shops, in contact with the

enclosure containing the ore beneficiation plants.

Mineral Wealth, vol.164, April-Jube 2012, G.D.Papadimitriou: THE SHAFT FURNACES INDARDESA AND THE EXPLOITATION OF MANGANIFEROUS IRON ORES IN THE LAURIONAREA AT THE END OF 19TH TO THE BEGINNING OF THE 20TH CENTURY (extended abstract)

Page 35: Οι φρεατώδεις κάμινοι της Δάρδεζας και η εκμετάλλευση των μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων της Λαυρεωτικής

Fig.13. Hauling of the charge (ore and coal) from the stocking area onto the furnace

mouth. From left to right, the furnaces No 3,4,and 5 are shown.

Fig.14. Daskaleio railway station, as it is seen from the remains inside the ore beneficiation

enclosure.

Mineral Wealth, vol.164, April-Jube 2012, G.D.Papadimitriou: THE SHAFT FURNACES INDARDESA AND THE EXPLOITATION OF MANGANIFEROUS IRON ORES IN THE LAURIONAREA AT THE END OF 19TH TO THE BEGINNING OF THE 20TH CENTURY (extended abstract)

Page 36: Οι φρεατώδεις κάμινοι της Δάρδεζας και η εκμετάλλευση των μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων της Λαυρεωτικής

Fig.15. The furnace No4 as a typical form of all the Dardesa shaft furnaces.

Fig.16. A shaft furnace in the port "Kamares" of Sifnos island. A) general view and B)

interior of the furnace showing stonework.

Mineral Wealth, vol.164, April-Jube 2012, G.D.Papadimitriou: THE SHAFT FURNACES INDARDESA AND THE EXPLOITATION OF MANGANIFEROUS IRON ORES IN THE LAURIONAREA AT THE END OF 19TH TO THE BEGINNING OF THE 20TH CENTURY (extended abstract)

Page 37: Οι φρεατώδεις κάμινοι της Δάρδεζας και η εκμετάλλευση των μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων της Λαυρεωτικής

Fig.17. The interior of shaft furnace No1, lined with clay material.

Fig.18. The lower part of a furnace with a discharge port

Mineral Wealth, vol.164, April-Jube 2012, G.D.Papadimitriou: THE SHAFT FURNACES INDARDESA AND THE EXPLOITATION OF MANGANIFEROUS IRON ORES IN THE LAURIONAREA AT THE END OF 19TH TO THE BEGINNING OF THE 20TH CENTURY (extended abstract)

Page 38: Οι φρεατώδεις κάμινοι της Δάρδεζας και η εκμετάλλευση των μαγγανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων της Λαυρεωτικής

Fig.19. Representation of furnaces No 3 and 2 shown with their circumferential platforms

and the bridge between them, during the stage of discharge.

Mineral Wealth, vol.164, April-Jube 2012, G.D.Papadimitriou: THE SHAFT FURNACES INDARDESA AND THE EXPLOITATION OF MANGANIFEROUS IRON ORES IN THE LAURIONAREA AT THE END OF 19TH TO THE BEGINNING OF THE 20TH CENTURY (extended abstract)