ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΣΥΜΠΡΑΞΗ «ΕΝΕΡΓΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ» Υποέργο: 19 Μελέτη αποτύπωσης του κοινωνικού και οικονομικού περιβάλλοντος του Νομού Μαγνησίας αναφορικά με την ανάπτυξη επιχειρηματικών δραστηριοτήτων στην κοινωνική οικονομία Κωδικός Παραδοτέου Τ001 ΣΚΕΛΟΣ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ Τοπικός Συντονιστής ΚΕΚΑΝΑΜ Α.Ε ∆ιερεύνηση της έννοιας της κοινωνικής οικονομίας και των κοινωνικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση Συμμετέχοντες φορείς Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Έργο : Ολοκληρωμένο Σχέδιο – ΑΝΟΙΧΤΟΙ ∆ΡΟΜΟΙ – για την Ανάπτυξη της Κοινωνικής Οικονομίας Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο σε ποσοστό 75% και από το Υπουργείο Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας σε ποσοστό 25% Το Πρόγραμμα της Κ. Π. EQUAL χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, Ιούλιος 2004
This document is posted to help you gain knowledge. Please leave a comment to let me know what you think about it! Share it to your friends and learn new things together.
Transcript
ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΣΥΜΠΡΑΞΗ «ΕΝΕΡΓΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ»
Υποέργο: 19
Μελέτη αποτύπωσης του κοινωνικού και οικονοµικού περιβάλλοντος του Νοµού Μαγνησίας αναφορικά µε την ανάπτυξη επιχειρηµατικών δραστηριοτήτων στην κοινωνική οικονοµία
Κωδικός Παραδοτέου Τ001 ΣΚΕΛΟΣ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ
Τοπικός Συντονιστής
ΚΕΚΑΝΑΜ Α.Ε
∆ιερεύνηση της έννοιας της κοινωνικής οικονοµίας και των κοινωνικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Συµµετέχοντες φορείς
Πανεπιστήµιο Θεσσαλίας
Έργο : Ολοκληρωµένο Σχέδιο – ΑΝΟΙΧΤΟΙ ∆ΡΟΜΟΙ – για την Ανάπτυξη της Κοινωνικής Οικονοµίας
Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταµείο σε ποσοστό 75% και από το Υπουργείο Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας σε ποσοστό 25%
Το Πρόγραµµα της Κ. Π. EQUAL χρηµατοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση,
Ιούλιος 2004
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
Α' ΜΕΡΟΣ: ∆ΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ
ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ∆Α ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ
Στη δεκαετία του 1950 και στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960, οι θετικές
επιδράσεις, που προέκυψαν από την αύξηση των δηµοσίων δαπανών, στην οικονοµική
ανάπτυξη και στις συνθήκες διαβίωσης αντιµετώπισαν ευρεία αποδοχή από το
µεγαλύτερο µέρος του κοινωνικού συνόλου. Οι παραπάνω επιδράσεις υιοθετούσαν
στοιχεία όπως το κοινωνικό και ανθρώπινο κεφάλαιο ως βάσεις για την αύξηση της
παραγωγικότητας, την οικονοµική ευµάρεια, την πολιτική σταθερότητα και την ισότιµη
αναδιανοµή του εισοδήµατος. Η περίοδος µεταξύ το 1950 και τις αρχές της δεκαετίας
του 1970 θεωρείται ότι αποτέλεσε σηµείο αναφοράς για την επιτυχή συνεργασία µεταξύ
των οικονοµικών και κοινωνικών πολιτικών. Μάλιστα την δεκαπενταετία 1960-1975 οι
δηµόσιοι τοµείς των χωρών του ΟΟΣΑ αναπτύχθηκαν έντονα και συνέβαλλαν
περαιτέρω στην οικονοµική ανάπτυξη. Ωστόσο σηµάδια µεταβολής στο οικονοµικό και
κοινωνικό γίγνεσθαι ξεκίνησαν να εµφανίζονται µε την κρίση του πετρελαίου του 1973
τα οποία µεταφράστηκαν σε κάµψη της παραγωγικότητας και κατάρρευση των
συναλλαγµατικών συστηµάτων (Deans, 1986).
Σε γενικότερα πλαίσια, οι χαµηλότερες οικονοµικές επιδόσεις των χωρών και η
διαφαινόµενη παράταση στην οικονοµική κρίση διέκοψαν τη συνέχιση αλλά και την
επέκταση των κοινωνικών προγραµµάτων όπως φυσικά και τις θετικές συνέπειες τους.
Η κρίση στην οικονοµία, η οποία µεταφράζεται τα τελευταία χρόνια σε αύξηση της
ανεργίας και σε πληθωριστικά προβλήµατα, ιδιαίτερα στη ∆υτική Ευρώπη, οδήγησε τις
κυβερνήσεις σε δηµοσιονοµικές παρεµβάσεις, τέτοιες ώστε οι κοινωνικές δαπάνες
(εκπαίδευση, υγεία, συντάξεις, µείωση της ανεργίας) να αποτελούν και να θεωρούνται
πια το µεγαλύτερο βάρος για τις δηµόσιες δαπάνες. Το κράτος πρόνοιας, ενώ
αποτελούσε εθελοντική κοινωνική διαδικασία για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής και
του κοινωνικού περιβάλλοντος, έχει φθάσει πια στο σηµείο να αποτελεί την αιτία για
κρίσεις σε οικονοµικούς προϋπολογισµούς. Η σύγκρουση µεταξύ των κοινωνικών και
των οικονοµικών στόχων αποτελεί εδώ και δύο περίπου δεκαετίες γεγονός και
αναµένεται να παραµείνει, έχοντας πάντα στο επίκεντρο την αλληλοσυσχέτιση µεταξύ
των µεγεθών των κοινωνικών και των δηµοσίων δαπανών. Επίσης, επίκαιρο ζήτηµα
αποτελεί και η σχέση µεταξύ των κοινωνικών και των παραδοσιακών οικονοµικών
πολιτικών µε έντονο το στοιχείο της έλλειψης κατανόησης και συνειδητοποίησης του
διπλού ρόλου της οικονοµικής ανάπτυξης, δηλαδή του ρόλου από τη µια της αιτίας των
κοινωνικών προβληµάτων, και από την άλλη αυτού της πηγής των µέσων και των
πολιτικών για την εύρεση λύσεων.
Η νέα οικονοµική πραγµατικότητα λοιπόν και ο νέος ρόλος που καλείται να
διαδραµατίσει το κράτος έχει ως αποτέλεσµα την ανάπτυξη νέων και διαφορετικών
αναγκών για το κοινωνικό σύνολο και ως αποτέλεσµα την ανάγκη για εφαρµογή νέων
προσαρµοσµένων πολιτικών. «Οι κοινωνικοί και θεσµικοί οικονοµολόγοι καλούνται πια
σελίδα 5
Τ001
να εξηγήσουν τα αίτια της σύγχρονης καπιταλιστικής κρίσης και να προτείνουν µέτρα
που θα ενισχύουν την κοινωνικότητα, την απασχόληση, την ανεκτικότητα και την
αειφορία σε όλα τα επίπεδα» (O’ Hara, 2002). Στα παραπάνω πλαίσια, τις τελευταίες
δύο περίπου δεκαετίες έχει αρχίσει να αναπτύσσεται µια νέα συλλογιστική, η οποία
βρίσκει και πρακτική εφαρµογή, ο λεγόµενος τρίτος τοµέας. Αποτελεί ένα πεδίο
ανάµεσα στο κράτος και τον ιδιωτικό τοµέα που αποτελείται από κοινωνικές, µη
κερδοσκοπικές επιχειρήσεις και συνεταιρισµούς που στηρίζονται σε γενικές γραµµές
στην αυτοδραστηριοποίηση, στον εθελοντισµό και σε αξίες όπως η συνεργασία και η
αλληλεγγύη, οι οποίες υπερβαίνουν τις οργανωτικές δυνατότητες του κράτους ή είναι
εντελώς αδιάφορες για τον ιδιωτικό τοµέα. «Ο επονοµαζόµενος ‘Τρίτος Τοµέας’ της
οικονοµίας – ο οποίος αναφέρεται συχνά ως ‘Μη Κερδοσκοπικός Τοµέας’ ή ‘Κοινωνική
Οικονοµία’ ή ‘Τρίτο Σύστηµα’, έχει ως κινητήρια δύναµη τις προαναφερθείσες
επιχειρήσεις, οι οποίες όµως δραστηριοποιούνται και λειτουργούν στις διάφορες χώρες
υπό ένα ευρύ φάσµα νοµικών και οργανωτικών µορφών που συνεχώς διευρύνεται τα
τελευταία χρόνια και αποτελεί αντικείµενο µελέτης και προβληµατισµού τόσο σε
ακαδηµαϊκό – ερευνητικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο» (Μαρκογιαννόπουλος, 2003).
Στο ίδιο πνεύµα, άλλωστε, ο Scaperlanda (2002) έχει επισηµάνει ότι η εποχή των
µεταβολών στην οποία έχουµε εισέλθει είναι η πιο κρίσιµη για την δραστηριοποίηση
των κοινωνικών οικονοµολόγων και είναι επιτακτική η παρέµβαση και εµπλοκή τους
στην χάραξη και εφαρµογή πολιτικής.
Ωστόσο, αν και έχουν διατυπωθεί πολυάριθµες προσεγγίσεις και θεωρίες, η
ακριβής έννοια του Τρίτου Τοµέα ή της Κοινωνικής Οικονοµίας δεν έχει ορισθεί σε
επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρόλα αυτά, σε επίπεδο χωρών της Ε.Ε. η κοινωνική
οικονοµία παρουσιάζει σηµαντική ανάπτυξη ενώ υπάρχουν παράλληλα και πολλαπλές
πρωτοβουλίες για την συγκρότηση επιτροπών µε αντικείµενο ενασχόλησης τον
προσδιορισµό και την οργάνωση του τοµέα σε κάθε χώρα. Στην περίπτωση της
Ελλάδας, αν και οι κοινωνικές οµάδες, µε εµφανή τα χαρακτηριστικά των κοινωνικών
επιχειρήσεων, είναι υπαρκτές (σε περιορισµένο συγκριτικά βαθµό), υπάρχει ένα κενό
επίσηµης αναγνώρισης αλλά και ενασχόλησης µε τον τοµέα και ταυτόχρονα
συντονισµένης υποστήριξης από την πλευρά του κράτους.
2. Ορισµός της Κοινωνικής Οικονοµίας
Το να οριστεί η κοινωνική οικονοµία δεν αποτελεί σίγουρα ένα απλό θέµα,
αφού η συγκεκριµένη έκφραση χρησιµοποιείται για να προσδιορίσει µια πολύπλοκη
έννοια και ένα σύµπλεγµα παραµέτρων που καθορίζει την ύπαρξη του Τρίτου Τοµέα και
των µη κερδοσκοπικών οργανώσεων. Τέτοιες είναι η δηµιουργία ευέλικτης
απασχόλησης, η ενεργοποίηση των πολιτών, η προσφορά υπηρεσιών, η αποκέντρωση
σελίδα 6
Τ001
των συστηµάτων πρόνοιας, η διασφάλιση των ανθρώπινων δικαιωµάτων και ενίσχυση
των τοπικών αναπτυξιακών πολιτικών και της κοινωνικής αλληλεγγύης.
Παράλληλα, η ύπαρξη ποικιλίας οργανωτικών σχηµάτων και διαφορετικών
θεωρητικών προσεγγίσεων, ειδικότερα ως προς τα χαρακτηριστικά καθορισµού των
δραστηριοτήτων, την καθιστά σχεδόν αόρατη όσον αφορά την εµπειρική οικονοµική
πραγµατικότητα (Μαρκογιαννόπουλος, 2003). Έτσι, θα µπορούσε να ισχυριστεί κανείς
ότι όλοι ξέρουν ότι υπάρχει αλλά είναι δύσκολο να συγκεκριµενοποιηθεί. Σύµφωνα µε
µια προσπάθεια σύνθεσης ενός ορισµού από το Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας (Ε.Ι.Ε.,
2000): «Η κοινωνική οικονοµία αναφέρεται ως ο οικονοµικός χώρος πέρα από τον
ιδιωτικό και το δηµόσιο τοµέα της οικονοµίας του οποίου οι οικονοµικές δραστηριότητες
δεν έχουν κερδοσκοπικό χαρακτήρα αλλά κοινωνικούς στόχους». Αναλυτικότερα,
χαρακτηρίζεται ως ένας τοµέας του οποίου οι δραστηριότητες συνδυάζουν οικονοµικές
και επιχειρηµατικές συλλογιστικές µε κοινωνικές αξίες, όπως η συνεργασία και η
αλληλεγγύη, µε στόχο την εξυπηρέτηση αναγκών του κοινωνικού συνόλου, οι οποίες
δεν φαίνεται να ικανοποιούνται από την ελεύθερη αγορά ή την εκάστοτε κυβέρνηση.
Στα πλαίσια της προσπάθειας να οριστεί η κοινωνική οικονοµία, πρέπει να
εντοπισθεί ο ρόλος που έχει διαδραµατίσει ο Τρίτος Τοµέας τα τελευταία χρόνια στην
αναπτυξιακή διαδικασία. Έχει αποτελέσει ουσιαστικά το σταυροδρόµι στο οποίο
συναντιούνται οι αναπτυξιακές πολιτικές και οι πολιτικές για την απασχόληση (Galliano,
2003). Πιο συγκεκριµένα, ο συγκεκριµένος τοµέας προσφέρει θέσεις εργασίας σε εκείνα
τα κοινωνικά σύνολα τα οποία αποκλείονται από την λειτουργία της αγοράς, όπως είναι
τα άτοµα µε ειδικές ανάγκες, οι άνεργοι νεαρής ηλικίας και οι µετανάστες. Με δεδοµένη
τη µείωση της συµµετοχής του κράτους πρόνοιας και την αύξηση των κοινωνικών
προβληµάτων, η κοινωνική οικονοµία θεωρείται ως µια βασική συνεισφορά για την
επίτευξη της κοινωνικής συνοχής και την απάλειψη των κοινωνικών αποκλεισµών. Στο
ίδιο πνεύµα, ο τρίτος τοµέας περικλείει οτιδήποτε δεν περιλαµβάνεται στην σφαίρα
επιρροής της ‘παραδοσιακής οικονοµικής επιστήµης’
Τα τελευταία χρόνια η κοινωνική οικονοµία εµφανίζεται λιγότερο ως τοµέας
ιδίων δικαιωµάτων και περισσότερο ως προσέγγιση στην επίτευξη αποδόσεων
ανάλογων µε εκείνων που ικανοποιούν τις κοινωνικές ανάγκες µέσω της οικονοµικής
δραστηριότητας. Το συγκεκριµένο σκεπτικό αποτελεί µια προσέγγιση που τείνει να
ριζωθεί στις τοπικές και συχνά µειονεκτούσες κοινότητες. Εκφράζει ουσιαστικά το
γεγονός ότι η κοινωνική οικονοµία συνιστά κάτι µεγαλύτερο από τα ποσοτικά µεγέθη
στα οποία συνίσταται. Αυτή η προσέγγιση προσδίδει µια νέα δυναµική στην κοινωνική
οικονοµία. ∆ηλαδή, ενώ στον ιδιωτικό τοµέα οι κινητήριες δυνάµεις είναι η
παραγωγικότητα και η επίτευξη κέρδους και στο δηµόσιο τοµέα η αναπαραγωγή και η
ευηµερία, για την κοινωνική οικονοµία µπορεί να υποστηριχθεί ότι κινητήρια δύναµη
είναι η ίδια η διαδικασία δηµιουργίας του δικού της δυναµισµού. Κεντρικό σηµείο
σελίδα 7
Τ001
αναφοράς του δυναµισµού είναι το κοινωνικό κεφάλαιο, έννοια η οποία θα αναλυθεί
παρακάτω.
Το 1997 η Σουηδία αποτελούσε ένα από τα νεότερα µέλη της Ε.Ε. και η
πρωτοβουλία της τότε κυβέρνησης της να συστήσει µια επιτροπή επιστηµόνων µε
σκοπό να προσδιορίσουν την έκφραση ‘κοινωνική οικονοµία’, θεωρείται ότι αποτελεί
την πρώτη προσπάθεια από κράτος-µέλος της Ε.Ε. Το αποτέλεσµα που προέκυψε από
την επιτροπή έχει ως εξής: κοινωνική οικονοµία σηµαίνει οργανωµένα κοινωνικά
σύνολα, τα οποία πρώτα από όλα έχουν κοινωνικούς στόχους, οι οποίοι βασίζονται σε
δηµοκρατικές αξίες και οργανώνονται ξεχωριστά από τον δηµόσιο τοµέα. Οι κοινωνικές
και οι οικονοµικές δραστηριότητες τους διεξάγονται από ενώσεις, συνεταιρισµούς και
ιδρύµατα. Τέλος, στην κοινωνική οικονοµία κατευθυντήρια δύναµη αποτελεί το κοινό
όφελος ή το όφελος των µελών της και όχι τα ιδιωτικά συµφέροντα.
Στην Μεγάλη Βρετανία, έκθεση µιας εκ των 18 οµάδων πολιτικής ενέργειας που
ενηµερώνουν την Εθνική Κυβερνητική Στρατηγική, υποστήριξε ότι η ‘κοινωνική
οικονοµία µπορεί να έχει µια σηµαντική και πολύτιµη συµβολή στην οικοδόµηση του
κοινωνικού κεφαλαίου για την οικονοµική ανάπτυξη των µειονεκτούντων κοινοτήτων.
Αναλυτικότερα αυτό θα µπορούσε να επιτευχθεί:
• Παρέχοντας υπηρεσίες, όπως οι ενδιάµεσες αγορές εργασίας
• Συµβάλλοντας στην ανάπτυξη των προσόντων και δεξιοτήτων του τοπικού
πληθυσµού, προωθώντας την κατάρτιση και την εργασιακή εµπειρία και
• ∆ηµιουργώντας ευκαιρίες απασχόλησης
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις οι κοινωνικές επιχειρήσεις συµµετέχουν και
προωθούν την ενδυνάµωση των κοινωνικά αποκλεισµένων ατόµων (∆ΕΟΒ-ΚΕΚΑΝΑΜ,
2002).
Στα ίδια πλαίσια, στη Γαλλία υποστηρίζεται ότι η κοινωνική οικονοµία είναι κάτι
περισσότερο από ένας τοµέας που περιλαµβάνει τις κοινωνικές επιχειρήσεις, αλλά είναι
κεντροθετηµένη στις κοινές τιµές και τις σχέσεις, σε ότι αναφέρεται γενικά ως τρίτο
σύστηµα.
Όσον αφορά στους ακαδηµαϊκούς και ερευνητές (Westlund, 2003), φαίνεται να
υπάρχει µια συνταύτιση απόψεων πάνω στο γεγονός ότι η κοινωνική οικονοµία είναι
κάτι που βρίσκεται ανάµεσα στην καπιταλιστική ελεύθερη αγορά και την κρατική
οικονοµία1. Στις χώρες όπου γεννήθηκε η έννοια της κοινωνικής οικονοµίας, στην
Γαλλία και στο Βέλγιο, η συζήτηση και η συσχέτιση των εννοιών που αναπτύχθηκαν
µεταξύ των Λατινικών και Αγγλοσαξονικών χωρών, πάνω στο θέµα, έγινε µέσα στη
δεκαετία του 1990 (βλέπε Gui 1991, Archambault 1996, Monnier και Thiry 1997,
Mertens 1999). Ταυτόχρονα, µε τη διεύρυνση της Ε.Ε. το 1995, η έννοια της
1 Ωστόσο, όπως τονίζεται και από τους Dunn και Maddala (1998), η απουσία της κοινωνικής διάστασης από την οικονοµική θεώρηση και έρευνα είναι ιδιαίτερα αισθητή τα τελευταία χρόνια.
σελίδα 8
Τ001
κοινωνικής οικονοµίας διαδόθηκε και στις νεοεισερχόµενες χώρες, οι οποίες την
υιοθέτησαν σύµφωνα µε τις δικές τους συνθήκες.
Ο CIRIEC το 2000 παρουσίασε µια εποπτική εικόνα του Τρίτου Τοµέα των 15
χωρών στην Ε.Ε. Έτσι, θεώρησε τις έννοιες Κοινωνική Οικονοµία, Τρίτος Τοµέας και
Τρίτο Σύστηµα ως µία ενιαία πραγµατικότητα και την απέδωσε σε ‘συνεταιρισµούς,
οργανώσεις αλληλεγγύης, εθελοντικές οργανώσεις, ενώσεις όπως και ιδρύµατα.
Επιπρόσθετα, υιοθέτησε τέσσερα κριτήρια για τον προσδιορισµό της κοινωνικής
οικονοµίας, ακόµη και για τις κοινωνικές επιχειρήσεις που βρίσκονται στο όριο του να
θεωρηθούν ότι αποτελούν κοµµάτι της. Αυτά είναι:
• Ο στόχος να είναι η εξυπηρέτηση των πολιτών (κοινό όφελος) ή της κοινότητας
(συνολικό όφελος).
• Η προτεραιότητα στον άνθρωπο αντί του κεφαλαίου.
• Η δηµοκρατική λειτουργία
• Το σύστηµα διαχείρισης να µην σχετίζεται µε τις κρατικές αρχές
Οι οργανώσεις που βρίσκονται στο όριο αφορούν, για παράδειγµα, πρωτοβουλίες στον
τοµέα της υγείας ή της εκπαίδευσης οι οποίες αν και έχουν το καθεστώς της ένωσης ή
του ιδρύµατος, µπορεί να έχουν ηµι-κρατικό χαρακτήρα.
Επιχειρώντας περαιτέρω τον προσδιορισµό της κοινωνικής οικονοµίας,
υπάρχουν ορισµένοι προτεινόµενοι ορισµοί και από την πλευρά του πολιτικού πεδίου.
Πολλοί από αυτούς είναι συµβιβαστικοί, σύµφωνα άλλωστε και µε το πόρισµα της έκτης
Ευρωπαϊκής διάσκεψης για την κοινωνική οικονοµία στο Birmingham το 1998.
Υποστηρίχθηκε ότι η κοινωνική οικονοµία έχει τη δυνατότητα να φέρνει τους
ανθρώπους κοντά και να οργανώνονται σε σύνολα αλληλοϋποστήριξης, τα οποία να
βασίζονται στην ελεύθερη συµµετοχή και στην εθελοντική δέσµευση για την επίτευξη
ενός κοινού στόχου. Αυτό, άλλωστε σύµφωνα µε τη διάσκεψη, αποτελεί και την
ειδοποιό διαφορά σε σύγκριση µε τις εµπορικές επιχειρήσεις, των οποίων βασικός
στόχος είναι η παραγωγή κέρδους για τους µετόχους τους.
Σε τελική ανάλυση, ενδιαφέρον παρουσιάζει ο προβληµατισµός και η
διαφοροποίηση που καταθέτει ο Zafirovski (2000) στα πλαίσια προσδιορισµού και
εντοπισµού της κοινωνικής οικονοµίας. Ισχυρίζεται ότι η επονοµαζόµενη κοινωνιολογία
των οικονοµικών είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από τα κοινωνικά οικονοµικά, δεν θα
πρέπει δηλαδή να ταυτίζονται και να µην περιλαµβάνεται µε αυτό τον τρόπο η
κοινωνική οικονοµία στους επίσηµους οικονοµικούς τοµείς της JEL ταξινόµησης της
βιβλιογραφίας. Άλλωστε, η εξέταση των κοινωνικών παραγόντων από τους
οικονοµολόγους, στα πλαίσια της οικονοµικής επιστήµης (δηλαδή κοινωνιολογία των
οικονοµικών), δεν διερευνά το ρόλο των παραπάνω παραγόντων στην πραγµατική
οικονοµική πραγµατικότητα, κάτι που επωµίζονται τα κοινωνικά οικονοµικά.
σελίδα 9
Τ001
3. Η ‘φύση’ της Κοινωνικής Οικονοµίας
Η διαφοροποίηση των κοινωνικών οικονοµικών (social economics) από το κύριο
ρεύµα στα οικονοµικά (mainstream economics) είναι δεδοµένη και αρκετά έντονη, ενώ
δύσκολη καθίσταται και η αποδοχή του ενός πεδίου από το άλλο. Μάλιστα, ο βαθµός
έντασης του παραπάνω φαινοµένου παροµοιάζεται και µε αυτόν που αφορά την
αντίθεση µεταξύ των κανονιστικών (normative) και θετικών (positive) οικονοµικών.
Η µη αποδοχή της κοινωνικής οικονοµίας από το βασικό ρεύµα στην οικονοµική
επιστήµη εστιάζεται στο γεγονός ότι η πρώτη δεν επιτυγχάνει τι διαχωρισµό της αξίας
από το γεγονός, κάτι που είναι βασικά απαραίτητο στην επιστηµονική µέθοδο. Θεωρούν
µε λίγα λόγια ότι η κοινωνικά οικονοµία δεν αποτελεί επιστήµη. Από την πλευρά τους,
οι κοινωνικοί οικονοµολόγοι υποστηρίζουν ότι οι αξίες των επικρατούσας οικονοµικής
επιστήµης δεν ανταποκρίνονται στη δική τους έρευνα και τις χρησιµοποιούν µόνο
τυπικά στην παρουσίαση της οικονοµικής πραγµατικότητας.
Σύµφωνα µε τον O’ Boyle (1999), αποσκοπώντας στην προσέγγιση της ‘φύσης’
της κοινωνικής οικονοµίας είναι δυνατόν να αναφερθούν ορισµένοι συλλογισµοί. Η
οικονοµική επιστήµη αποτελεί όντως µια κοινωνική επιστήµη. Τα οικονοµικά γενικότερα
χρησιµοποιούν είτε όρους συγκεκριµένων πραγµάτων όπως ο πλούτος, τα αγαθά, οι
υπηρεσίες και οι φυσικοί πόροι, είτε όρους που αφορούν τον άνθρωπο. Στην κύρια
τάση της οικονοµικής επιστήµης, η επικρατούσα νοοτροπία είναι να υιοθετούνται όροι
που αφορούν συγκεκριµένα στοιχεία, κάτι που φαίνεται άλλωστε από τον περιορισµό
της οικονοµικής έρευνας τα τελευταία 50 χρόνια µόνο σε µεγέθη που µπορούν να
ποσοτικοποιηθούν. Οι κοινωνικοί οικονοµολόγοι θεωρούν ότι τα οικονοµικά αποτελούν
ουσιαστικά την µελέτη των ανθρώπων και περισσότερο αυτών των οποίων η οικονοµική
κατάσταση είναι δυσµενής. Η παραπάνω διαφορά µεταξύ των κοινωνικών οικονοµικών
και του βασικού ρεύµατος στα οικονοµικά ίσως αποτελεί και τη βασική αιτία που δεν
είναι δυνατή η πλήρης ένταξη των δεύτερων στα πρώτα. Άλλωστε, ο κοινωνικός
χαρακτήρας της οικονοµικής επιστήµης διαφαίνεται και στο διαχωρισµό που υπάρχει
ανάµεσα στην µικροοικονοµία και την µακροοικονοµία. Πιο συγκεκριµένα, τα
µικροοικονοµικά εστιάζουν στην ανθρώπινη οντότητα και την ατοµική δράση, ενώ τα
µακροοικονοµικά βασίζονται στην ανθρώπινη κοινωνικότητα και στην κοινωνική δράση.
Η οικονοµική επιστήµη είναι µια ηθική επιστήµη. Έχοντας ως δεδοµένο ότι τα
οικονοµικά αναλύουν την ατοµική και την κοινωνική δράση αλλά και ότι οι ανθρώπινες
οικονοµικές υποθέσεις περικλείουν πολύ συχνά ηθικά διλήµµατα, µπορεί να ισχυριστεί
κανείς ότι τα οικονοµικά αποτελούν όντως µια ηθική επιστήµη και ότι το στοιχείο της
κοινωνικής δικαιοσύνης (βασισµένο στην ανθρώπινη επιλογή) είναι έντονα
συνυφασµένο (βλ. Lutz, 2002). Ωστόσο, η αξία της κοινωνικής δικαιοσύνης είναι
σελίδα 10
Τ001
κεντρικό σηµείο στα κοινωνικά οικονοµικά, οπότε και το χαρακτηριστικό της ηθικής
σχετίζεται άµεσα µε αυτά.
Τέλος, η κοινωνική οικονοµία είναι ανθρωποκεντρική και αναγνωρίζει ότι οι το
‘αόρατο χέρι’ της αγοράς δεν προστατεύει το κοινό όφελος2. Μάλιστα, το τελευταίο
σκεπτικό υποστηρίζεται από το φιλελεύθερο ρεύµα της οικονοµικής επιστήµης
δικαιολογώντας έτσι την πεποίθηση τους για την απαλοιφή της ανάγκης για κοινωνική
πολιτική. Οι κοινωνικοί οικονοµολόγοι αντιδρούν στην παραπάνω αντίληψη για
πρακτικούς αλλά και θεωρητικούς λόγους. Αναλυτικότερα, από τη µία το ‘αόρατο’ αυτό
χέρι δεν ανταποκρίνεται στην οικονοµική πραγµατικότητα και είναι κοινά αποδεκτό ότι
η αγορά έχει αποτύχει σε πολυάριθµες περιπτώσεις, δηµιουργώντας σηµαντικά
προβλήµατα3 τα οποία χρήζουν παρέµβασης ή συλλογικής δράσης. Από την άλλη, η
θεωρία του ‘αόρατου’ χεριού µπορεί να χαρακτηρισθεί και ως παιδιάστικη, διότι
αποτελεί ουσιαστικά έναν συλλογισµό ότι δήθεν υπάρχει µια εύκολη λύση σε κάθε
πρόβληµα και ότι τα προβλήµατα εξαφανίζονται δια µαγείας.
4. Ορισµός των Κοινωνικών Επιχειρήσεων Τα κοινωνικά σύνολα µέσα από τις πρωτοβουλίες των οποίων εκφράζεται η
κοινωνική οικονοµία, αποτελούν ενώσεις και οργανισµούς που αποκαλούνται
Κοινωνικές Επιχειρήσεις. Οι τελευταίες µπορούν να χαρακτηρισθούν ως οργανώσεις
αρµόδιες για την παραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου και αυτό είναι σαφές από τον
ορισµό που υιοθετεί ο CONSCISE (2001) για την κοινωνική επιχείρηση. Ωστόσο,
σύµφωνα µε µελέτη του ΟΟΣΑ (1999) δεν υπάρχει ένας κοινά αποδεκτός ορισµός της
κοινωνικής επιχείρησης. Η έννοια αφορά οργανώσεις µε διαφορετικά χαρακτηριστικά
στις διάφορες χώρες, έχουν όµως ορισµένα κοινά στοιχεία όπως την ταυτόχρονη
επιδίωξη οικονοµικών και κοινωνικών στόχων, τη συµβολή στην οικονοµική ανάπτυξη
και στη κοινωνική συνοχή και τέλος την ικανότητα να βρίσκουν καινοτόµες και
δυναµικές λύσεις στα προβλήµατα της ανεργίας και του αποκλεισµού. Ακόµη, κύριο
χαρακτηριστικό των κοινωνικών επιχειρήσεων (σύµφωνα µε τον ΟΟΣΑ) θα πρέπει να
είναι η επιχειρηµατική τους οπτική και ο υψηλός βαθµός αυτονοµίας τους από τις
αρχές, παράµετροι που τις διαχωρίζουν άλλωστε και από τους παραδοσιακούς µη
κερδοσκοπικούς οργανισµούς.
Σύµφωνα µε µια συγκριτική έρευνα για τον µη κερδοσκοπικό τοµέα του John
Hopkins (Salamon and Anheier, 1996), είναι δυνατόν να εντοπισθούν πέντε κοινά 2 Στους Midgley και Tang (2001) αναφέρεται η αντίδραση της αναπτυξιακής κοινωνικής πρόνοιας (που εκφράζει η κοινωνική οικονοµία) στο νεοφιλελεύθερο επιχείρηµα ότι οι κοινωνικές δαπάνες βλάπτουν την οικονοµία και ανακόπτουν τον παγκόσµιο ανταγωνισµό. 3 Ο Dugger (1997) είχε αναφέρει ότι η κοινωνική οικονοµία αποτελεί µια ολοκρατική, αµερόληπτη και βασισµένη σε αξίες προσέγγιση της οικονοµικής επιστήµης. Σκοπός της είναι να αντιµετωπίζει τη φτώχεια των µειονοτήτων, των διαλυµένων οικογενειών, των ηλικιωµένων και αυτών που δεν µπορούν να εκπροσωπηθούν.
σελίδα 11
Τ001
χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν τους οργανισµούς και τις επιχειρήσεις που τον
απαρτίζουν:
• Έχουν ιδρυθεί επίσηµα και εµπεριέχουν µια οργανωτική µονιµότητα, αυτό όµως
δεν σηµαίνει ότι προσδιορίζονται και νοµικά.
• Οργανώνονται ξεχωριστά από την κυβέρνηση και ο νοµικός σχηµατισµός τους
είναι ίδιος µε αυτόν µιας ιδιωτικής επιχείρησης.
• Το κέρδος το οποίο δηµιουργείται δεν αναδιανέµεται στους κατόχους ή ιδρυτές
του οργανισµού. Με αυτήν την έννοια, οι οργανισµοί αυτοί αποποιούνται την
εµπορική σκοπιµότητα και επιδιώκουν για το ευρύτερο δηµόσιο όφελος.
• Έχουν δική τους διοίκηση
• Η διοίκηση ή η διαχείριση των οργανισµών στηρίζεται σε κάποιο βαθµό στην
εθελοντική εργασία.
Αναλυτικότερα, σύµφωνα µε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (1997), ως κοινωνικές
επιχειρήσεις θεωρούνται:
Οι επιχειρήσεις που δεν επιδιώκουν την επίτευξη κέρδους, υπό την έννοια ότι
όλες οι αποδοχές πλεονάσµατος που παράγονται επανεπενδύονται στις
οικονοµικές δραστηριότητες της επιχείρησης ή χρησιµοποιούνται µε άλλους
τρόπους για να αντιµετωπιστούν οι δηλωµένοι κοινωνικοί στόχοι της
επιχείρησης.
Οι επιχειρήσεις που οι οικονοµικές δραστηριότητες και οι εµπορικές συναλλαγές
τους ανταποκρίνονται στους κοινωνικούς στόχους, οι οποίοι µπορούν να
αξιολογηθούν είτε από καταστατικά και δηλώσεις των επιχειρήσεων, είτε από
την οικονοµική επίδοση, την ταξινόµηση εργασίας και τους όρους απασχόλησης
Επιχειρήσεις που έχουν νοµική µορφή τέτοια που να καθορίζει ότι όλα τα
ενεργητικά περιουσιακά στοιχεία και ο συσσωρευµένος πλούτος δεν ανήκουν
στην ιδιοκτησία και την κυριότητα των ατόµων, αλλά διαφυλάσσονται προς
όφελος εκείνων των προσώπων που είναι προορισµένοι δικαιούχοι των
επιχειρηµατικών κοινωνικών στόχων.
Επιχειρήσεις που έχουν δοµή, σύµφωνα µε την οποία ενθαρρύνεται η πλήρης
συµµετοχή των µελών σε συνεταιριστική βάση µε τα ίσα δικαιώµατα που
χορηγούνται σε όλα τα µέλη.
5. Προβλήµατα προσδιορισµού της Κοινωνικής Οικονοµίας
Αποτελεί γεγονός ότι η συλλεκτική έννοια της κοινωνικής οικονοµίας καλύπτει
µια ποικιλία σχηµατισµών νοµικής υπόστασης. Ακόµη και αν θεωρήσουµε ότι ο Τρίτος
Τοµέας είναι διακριτός µέσα στην κοινωνική δραστηριοποίηση και έχοντας τις µη
κυβερνητικές οργανώσεις να αναλαµβάνουν τον σηµαντικότερο ρόλο, είναι πολύ συχνά
σελίδα 12
Τ001
δύσκολο να χαραχθούν στην πράξη τα όρια µεταξύ του δηµόσιου και του ιδιωτικού
τοµέα (βλ. Satre-Ahlander, 2001). Πιο συγκεκριµένα, από την µία υπάρχουν φορείς
που ενεργοποιούνται στην κοινωνική οικονοµία που εξαρτώνται έντονα από τις
κρατικές χορηγίες για την λειτουργία και την επιβίωση τους. Από την άλλη, υπάρχει
και ισχυρή εξάρτηση από τις ιδιωτικές χορηγίες, όπως για παράδειγµα στον τοµέα των
αθλητικών κινηµάτων, συνεπώς υπάρχει µια στενή σχέση µεταξύ του δηµόσιου, του
ιδιωτικού αλλά και του τρίτου τοµέα, καθιστώντας τα διαχωριστικά τους όρια αρκετά
δυσδιάκριτα.
Τα προβλήµατα επισήµανσης των παραπάνω ορίων γίνονται εντονότερα σε ότι
αφορά τις εµπορικές δραστηριότητες του τρίτου τοµέα. Για παράδειγµα, από τα χρόνια
εµφάνισης του στη Σουηδία ή και σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, η συνεργασία µεταξύ
καταναλωτή και παραγωγού αποτελούσε βασικό παράγοντα στην κοινωνική οικονοµία,
ενώ και οι εµπορικές δραστηριότητες του τρίτου τοµέα ανταγωνίζονταν αυτές του
ιδιωτικού τοµέα (Westlund, 2003). Οπότε θα µπορούσε να αναρωτηθεί κανείς: ‘γιατί η
αρχή της συνεργασίας να αποτελεί χαρακτηριστικό της κοινωνικής οικονοµίας; Και πως
είναι δυνατόν οι οικονοµική συνεταιρισµοί συνεργασίας να θεωρούνται κοµµάτι της
κοινωνικής οικονοµίας τη στιγµή που τα µέλη τους προέρχονται από τον ιδιωτικό
τοµέα; Ανάλογο ερώτηµα θα µπορούσε να είναι και το: χαρακτηρίζεται µια εµπορική
δραστηριότητα λιγότερο ιδιωτική εάν αναλαµβάνεται από έναν οικονοµικό συνεταιρισµό
ή ίδρυµα αντί από εταιρία µε µετοχές;
Στο ίδιο πνεύµα, θα µπορούσε να ασκηθεί κριτική και στον ορισµό (που
προαναφέρθηκε) που προσπάθησε να δώσει για την κοινωνική οικονοµία η αρµόδια
επιτροπή της Σουηδίας. Λίγοι είναι αυτοί που θα διαφωνούσαν µε αυτόν, αλλά είναι
γεγονός ότι οι στόχοι του είναι ιδιαίτερα γενικοί. ∆ηλαδή, µε εξαίρεση την αναφορά στο
κριτήριο για το ‘όφελος των µελών της’, το οποίο βέβαια δεν είναι υποχρεωτικό και θα
µπορούσε να χαρακτηρισθεί ως µια εναλλακτική επιλογή για το δηµόσιο όφελος, οι
στόχοι της κοινωνικής οικονοµίας που αναφέρονται είναι σχεδόν ίδιοι µε αυτούς που θα
µπορούσε να αναφέρει το κράτος (κοινωνικοί στόχοι, δηµοκρατία και δηµόσιο όφελος).
Η διαφορά ουσιαστικά έγκειται στην νοµική υπόσταση. Παράλληλα, και οι ιδιωτικές
επιχειρήσεις µπορούν να ισχυριστούν ότι επιδιώκουν για το όφελος των ιδιοκτητών
τους, όπως οι κοινωνικές επιχειρήσεις υποστηρίζουν για αυτό των µελών τους. Θα
µπορούσε να πει κανείς ότι η διαφορά, σε σύγκριση µε τον ιδιωτικό τοµέα, βρίσκεται
απλά στη δηµοκρατική λειτουργία των επιχειρήσεων του τρίτου τοµέα, που είναι
δηλαδή ανοιχτοί σε όλους. ∆ιαπιστώνει κανείς λοιπόν, ότι για τον προσδιορισµό της
κοινωνικής οικονοµίας τίθενται πολλά κρίσιµα ερωτήµατα και ότι το βασικότερο ζήτηµα,
σε οποιαδήποτε θεωρητική βάση και να στηριχθεί κανείς, είναι ο καθορισµός των
διαφοροποιήσεων στους στόχους µεταξύ της κοινωνικής, δηµόσιας και ιδιωτικής
οικονοµίας.
σελίδα 13
Τ001
6. Το Κοινωνικό Κεφάλαιο ως βάση της Κοινωνικής Οικονοµίας
Το κοινωνικό κεφάλαιο αποτελεί µια έννοια που αναπτύχθηκε πρωταρχικά από
τους κοινωνιολόγους, ώστε να περιγράψει το σύνολο των χαρακτηριστικών ενός
κοινωνικού οργανισµού, όπως τα δίκτυα, το πλαίσιο και η κοινωνική εµπιστοσύνη, τα
οποία εξασφαλίζουν συντονισµό και συνεργασία για αµοιβαίο όφελος. Πιο απλά,
ορίζεται από το βαθµό που τα άτοµα συνεργάζονται εθελοντικά για το κοινό όφελος
(Putnam, 1995). Παρόλα αυτά, η χρήση του όρου ‘κεφαλαίου’ υποδηλώνει µια
παραγωγική οικονοµική δραστηριότητα, οπότε η συγκεκριµένη κοινωνική συνεργασία
είναι δυνατόν να θεωρηθεί και ως ένας οικονοµικός πόρος παρόµοιος µε τα άλλα είδη
κεφαλαίου. Επίσης, αν και αποτελεί πόρο µε ορισµένη χρηστική αξία, δεν είναι εύκολο
να ανταλλαχθεί. ∆εν αποτελεί δηλαδή ιδιωτική ιδιοκτησία των ανθρώπων που
επωφελούνται από αυτό4 (Coleman, 1994).
Σε γενικά πλαίσια, η κοινωνική οικονοµία συνδέεται µε τις κοινωνικές
επιχειρήσεις µέσω του κοινωνικού κεφαλαίου, το οποίο αποτελεί ουσιαστικά µια
νοοτροπία που διακρίνεται για αρχές και στοιχεία όπως η εµπιστοσύνη, η αµοιβαιότητα,
οι κοινοί κανόνες συµπεριφοράς, οι κοινές υποχρεώσεις, τα άτυπα κοινωνικά δίκτυα και
οι κοινές βάσεις πληροφοριών από τις οποίες µπορούν να επωφεληθούν οι διάφορες
κοινωνικές οµάδες. Στην ουσία το κοινωνικό κεφάλαιο παράγεται από τις κοινωνικές
επιχειρήσεις το οποίο είναι αποδοτέο και διαθέσιµο και για άλλες χρήσεις.
Σε περαιτέρω ανάλυση, ο Fukuyama (1995) έχει επισηµάνει ότι το κοινωνικό
κεφάλαιο, δηλαδή η ικανότητα των ανθρώπων να οργανώνονται και να συνεργάζονται
σε κοινωνικές οµάδες, έχει ως κυριότερη προϋπόθεση την αµοιβαία εµπιστοσύνη. Είναι
σηµαντικό δηλαδή να διευκρινιστεί ότι µόνο οι κοινωνίες µε υψηλό βαθµό αµοιβαίας
εµπιστοσύνης θα έχουν τη δυνατότητα να δηµιουργήσουν µεγάλους οργανισµούς,
όπως υπερεθνικούς συνεταιρισµούς, ενώ οι κοινωνίες µε µικρό βαθµό αλληλεγγύης θα
περιοριστούν σε πολύ µικρότερες και βασισµένες στην οικογένεια ενώσεις. Η άποψη ότι
το κοινωνικό κεφάλαιο αποτελεί πόρο για την κοινωνική οικονοµία σηµαίνει ότι οι
κοινωνικές οργανώσεις δεν αποτελούν προϊόν της οικονοµικής ανάπτυξης αλλά
προϋπόθεση για αυτή. Για παράδειγµα, οι άνθρωποι δεν οργανώνονται σε αθλητικούς
συλλόγους εξαιτίας της οικονοµικής ευηµερίας, έχουν οικονοµική ευηµερία επειδή
οργανώνονται σε αθλητικούς συλλόγους5.
4 Ο Coleman (1994) έχει ακόµη υποστηρίξει ότι το κοινωνικό κεφάλαιο, σε αντίθεση µε άλλα είδη κεφαλαίου, εµπεριέχει αλλά και προσδιορίζεται από τη δοµή των σχέσεων µεταξύ των ανθρώπων. ∆εν υπόκειται δηλαδή ούτε σε άτοµα ούτε σε φυσικά στοιχεία της παραγωγής. 5 Ο Champlin (1999) έχει εξετάσει και κρίνει αρνητικά το επιχείρηµα ότι η µεταφορά της ευθύνης για τα δηµόσια αγαθά και υπηρεσίες στα ίδια τα άτοµα θα ενισχύσει το αίσθηµα της κοινωνικότητας ή του ‘κοινωνικού κεφαλαίου’ που ενώνει τους κατοίκους µιας αστικής περιοχής.
σελίδα 14
Τ001
7. Η συµβολή της Κοινωνικής Οικονοµίας στην απασχόληση και στην τοπική ανάπτυξη
Η κοινωνική οικονοµία έχει τη δυνατότητα να συµβάλλει στην ενδυνάµωση της
κοινωνικής συνοχής, στην αύξηση της αποδοτικότητας και στη δηµιουργία νέων
ευκαιριών απασχόλησης. Στα πλαίσια αυτά, έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις για τον
τρόπο που µπορεί να συµβάλλει ο τρίτος τοµέας στην παραπάνω κατεύθυνση, όπως για
παράδειγµα από τον ΟΟΣΑ (1999), τον Campbell (1999) και τους Lloyd, Granger,
Shearman (1999).
Η κοινωνική δυναµική αποτελεί κύριο συστατικό της κοινωνικής οικονοµίας και
δηµιουργεί τις προϋποθέσεις για την ενδογενή ανάπτυξη η οποία εξασφαλίζεται µόνο µε
αποκεντρωµένους θεσµούς. Άλλωστε, οι ευρωπαϊκές και οι εθνικές επιλογές των
χωρών-µελών κινούνται στον παραπάνω άξονα αναδεικνύοντας το ρόλο των τοπικών
και περιφερειακών αρχών στην αναπτυξιακή διαδικασία και στην καταπολέµηση της
ανεργίας και του κοινωνικού αποκλεισµού6. Σύµφωνα µε την αρχή της
επικουρικότητας, µόνο ‘εκ του σύνεγγυς’ είναι δυνατόν τα αγαθά και οι υπηρεσίες να
σχεδιάζονται και να παρέχονται λαµβάνοντας υπόψη τις τοπικές ιδιαιτερότητες και να
τις πραγµατικές ανάγκες (Μαρκογιαννόπουλος, 2003). Οι οργανώσεις του τρίτου τοµέα
επιδιώκουν γενικά την επίτευξη πολλαπλών στόχων και χαρακτηρίζονται από σηµαντικά
πλεονεκτήµατα, όπως ο νέος τρόπος εργασιακής οργάνωσης, η επικοινωνία και η
γνώση των αναγκών της τοπικής κοινωνίας και η καινοτοµία. Η συγκεκριµένη επαφή µε
την τοπική κοινωνία δίνει τη δυνατότητα παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών εγγύτερα
στις πραγµατικές ανάγκες από αυτά και αυτές που παράγουν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Παράλληλα, η καινοτοµία σε συνδυασµό µε την ευελιξία και τη γνώση των τοπικών
αναγκών δίνει τη δυνατότητα στις κοινωνικές επιχειρήσεις να δοκιµάζουν νέα προϊόντα,
νέες µεθόδους και µορφές παροχής υπηρεσιών. Πιο συγκεκριµένα, στο τοµέα παροχής
υπηρεσιών πρόνοιας µπορούν να προσφέρουν πιο ‘εύστοχες’ υπηρεσίες από τα
παραδοσιακά δηµόσια ιδρύµατα και µε αυτό τον τρόπο να εκσυγχρονίζουν το σύστηµα
πρόνοιας.
Ταυτόχρονα, το τρίτο σύστηµα παίζει ένα πολύ σηµαντικό ρόλο στο να αναζητεί
να εντάξει τα µειονεκτούντα µέλη της κοινωνίας στην αγορά εργασίας και ιδιαίτερα
τους µακροχρόνια ανέργους, αυτούς που προέρχονται από αναξιοπαθούντα κοινωνικά
σύνολα και τα άτοµα µε προβλήµατα υγείας. Η συγκεκριµένη απασχόληση µπορεί να
είναι άµεση ,µε την ίδρυση νέων επιχειρήσεων και την περαιτέρω εξέλιξη τους, αλλά
και έµµεση µέσα από δύο διαδικασίες. Κατά πρώτο λόγο, οι επιχειρήσεις του τρίτου
τοµέα προµηθεύονται αγαθά και εργασίες από άλλους δηµόσιους ή ιδιωτικούς
6 Σύµφωνα µε τον CIRIEC (2000), η επιτακτική ανάγκη που έχει προκύψει για την αξιοποίηση του τρίτου τοµέα και τη δηµιουργία νέων θέσεων εργασίας οφείλεται στις πιέσεις από τα ανοίγµατα των αγορών, στη µείωση των προϋπολογισµών και στην απορύθµιση της αγοράς εργασίας.
σελίδα 15
Τ001
οργανισµούς και έτσι ενισχύει την απασχόληση. Κατά δεύτερο λόγο, οι ίδιοι οι
εργαζόµενοι στον συγκεκριµένο τοµέα, µέσω της κατανάλωσης αγαθών και υπηρεσιών,
αποτελούν ουσιαστικά ένα τοπικό δυναµικό. Πολλές κοινωνικές επιχειρήσεις όντως
απασχολούν τελικά ανθρώπους που σε άλλη περίπτωση θα κινδύνευαν µε αποκλεισµό
από την αγορά εργασίας. Επίσης, εξίσου σηµαντικό είναι ότι παράγουν άτοµα τα οποία
είναι περισσότερο δραστήρια και των οποίων η ζωή βελτιώνεται µέσα από την εµπειρία
της εργασίας. Έτσι, µε έµµεσο τρόπο βέβαια, µειώνεται και το κρατικό οικονοµικό
κόστος που αφορά τις δηµόσιες δαπάνες, την αντιµετώπιση της ανεργίας, το σύστηµα
υγείας αλλά και το κόστος πρόσληψης και κατάρτισης των ίδιων των εργοδοτών.
Γενικότερα, είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι ο τρίτος τοµέας προσφέρει µια
διαφορετική προσέγγιση στην τοπική ανάπτυξη εµπεριέχοντας ένα νέο όραµα σε
σύγκριση µε τις παραδοσιακές προσεγγίσεις. ∆ιευρύνει τη δοµή των τοπικών
οικονοµιών και αγορών εργασίας και αναπτύσσει τις τοπικές αναπτυξιακές διαδικασίες
µέσα από δύο σηµαντικούς τρόπους. Πρώτον, προσθέτει σε αυτές αξία διασφαλίζοντας
την ισότητα και άλλες ηθικές αξίες για τις µειονεκτούντες οµάδες και εξισορροπώντας
έτσι τις προοπτικές πάνω στην τοπική αναπτυξιακή διαδικασία. ∆εύτερον, προκαλεί
συζητήσεις για το πώς θα πρέπει να είναι η στρατηγική της µεταβιοµηχανικής τοπικής
απασχόλησης και εγείρει ζητήµατα σχετικά µε τη φύση των στόχων και των
προτεραιοτήτων για την τοπική ανάπτυξη.
8. Η Κοινωνική Οικονοµία στην Ευρωπαϊκή Ένωση Οι ρίζες ενός κοινού ευρωπαϊκού καθορισµού της κοινωνικής οικονοµίας
βρίσκονται στη δηµιουργία από την κυβέρνηση Mitterand στη Γαλλία του 1984 µιας
κυβερνητικής υπηρεσίας για την κοινωνική οικονοµία (L’ economie sociale), κάτω από
την οποία οι επιχειρήσεις της κοινωνικής οικονοµίας ένα κοινό σύνολο αρχών:
εθελοντική ιδιότητα µέλους, αλληλεγγύη, ανεξαρτησία από την κυβέρνηση,
δηµοκρατική διακυβέρνηση, κοινωνικοί και οικονοµικοί στόχοι και κέρδος µε σκοπό την
ανταµοιβή του κεφαλαίου που δεν είναι όµως ο αρχικός στόχος.
Στις 25 Φεβρουαρίου το 1999 η Οικονοµική και Κοινωνική Επιτροπή αποφάσισε
την κατάρτιση µιας γνωµοδότησης για την ‘Κοινωνική Οικονοµία και την εσωτερική
αγορά’. Η ΟΚΕ είχε ήδη εκδώσει σε πολλές περιπτώσεις γνωµοδοτήσεις σχετικά µε την
κοινωνική οικονοµία. Επίσης, είχε ήδη εκδώσει από το 1986 έγγραφο στο οποίο
προέβαινε σε µια γενική ευρωπαϊκή χαρτογράφηση των συνεταιρισµών, των ενώσεων
και των αλληλοασφαλιστικών ταµείων, έγγραφο που κατέστη πρότυπο.
Σύµφωνα λοιπόν µε τη συγκεκριµένη γνωµοδότηση, οι δραστηριότητες στον
τοµέα της κοινωνικής οικονοµίας αναλαµβάνονται για την κάλυψη των αναγκών των
µελών και των χρηστών, τις οποίες η αγορά ή το κράτος παραβλέπουν, αγνοούν ή δεν
ικανοποιούν επαρκώς. Η κοινωνική οικονοµία παρέχει στους ανθρώπους δυνατότητες
σελίδα 16
Τ001
οργάνωσης της παραγωγής και της κατανάλωσης τους στα πλαίσια ανεξαρτήτων και
δηµοκρατικών µορφών συνεργασίας. Στο ίδιο πνεύµα µε τις προαναφερθείσες
προσεγγίσεις, αναφέρεται ότι αποτελεί ένα ποικιλόµορφο τοµέα που συναντάται σε
όλους τους κλάδους της οικονοµικής ζωής. Οι οργανώσεις της δρουν κυρίως σε µια
αγορά µε έντονο ανταγωνισµό, τόσο από ιδιωτικούς όσο και από κρατικούς φορείς.
Ωστόσο, πολλές από αυτές δραστηριοποιούνται στους τοµείς των υπηρεσιών κοινωνικής
πρόνοιας, της κοινωνικής ασφάλειας και της αγοράς εργασίας, συχνά σε συνεργασία µε
το δηµόσιο τοµέα. Ακόµη, δρα σε όλα τα επίπεδα, τόσο σε εθνικό όσο και σε
ευρωπαϊκό, αλλά έχει και τοπικό χαρακτήρα. Είναι δυνατόν να αποτελέσει πρότυπο
αυξηµένης ανταγωνιστικότητας που βασίζεται στη συνεργασία µεταξύ ατόµων και
επιχειρήσεων, καθώς και στην ικανότητα της να ικανοποιεί τις ανάγκες των ανθρώπων
και να αναπτύσσει το ανθρώπινο δυναµικό. Τέλος, µπορεί να δηµιουργήσει νέες πηγές
απασχόλησης, ιδίως στους τοµείς των κοινωνικών υπηρεσιών, του πολιτισµού, της
ψυχαγωγίας, της εκπαίδευσης και του περιβάλλοντος, όχι µόνο µέσω της παραγωγής µ
ε µεθόδους έντασης εργασίας, αλλά και µέσω της χρησιµοποίησης νέας τεχνολογίας.
Η πιο αξιόλογη εποπτική εικόνα για την κοινωνική οικονοµία στην Ε.Ε. (των 15)
προσφέροντας στατιστικά στοιχεία και αναλύοντας τον βαθµό ενσωµάτωσης του τρίτου
τοµέα σε κάθε χώρα προέρχεται από την µελέτη του CIRIEC (2000). Σύµφωνα µε τα
πορίσµατα της, ο παραπάνω τοµέας υπολογίζεται ότι έχει δηµιουργήσει 8.590.000
θέσεις εργασίας, δηλαδή το 6,45% του συνόλου της απασχόλησης και το 7,78% της
µισθωτής απασχόλησης. Εάν µάλιστα συνυπολογισθεί και η εθελοντική εργασία στο
αντίστοιχο της πλήρους απασχόλησης, τότε το ποσοστό του εργατικού δυναµικού του
τρίτου τοµέα φθάνει περίπου το 10%. Για την καταγραφή των τάσεων, κατά τη µελέτη
του CIRIEC, οι κοινωνικές επιχειρήσεις του τρίτου τοµέα διακρίθηκαν σε τρεις
κατηγορίες: στους Συνεταιρισµούς, στα Αλληλοβοηθητικά Ταµεία και Εταιρίες και στις
ΠΙΝΑΚΑΣ 1: Ο Τρίτος Τοµέας και η Απασχόληση στην Ευρωπαϊκή Ένωση (15)
ΧΩΡΕΣ Τύποι Οργανώσεων (%) απασχόλησης στον Τρίτο Τοµέα
(%) της συνολικής
απασχόλησης
(%) της µισθωτής
απασχόλησης Αυστρία Συνεταιρισµοί
Αλληλ/κοί
Οργανισµοί
Ενώσεις
Σύνολο Χώρας
22,4
3,1
74,4
100
1,6
0,2
5,1
6,9
1,8
0,25
6
8,1
Βέλγιο Συνεταιρισµοί
Αλληλ/κοί
Οργανισµοί
16
5,5
78,5
0,9
0,3
4,6
1,2
0,4
5,6
σελίδα 17
Τ001
Ενώσεις
Σύνολο Χώρας
100 5,9 7,1
∆ανία Συνεταιρισµοί
Αλληλ/κοί
Οργανισµοί
Ενώσεις
Σύνολο Χώρας
27
-
73
100
3,4
-
9,2
12,6
3,7
-
10,1
13,9
Φινλανδία Συνεταιρισµοί
Αλληλ/κοί
Οργανισµοί
Ενώσεις
Σύνολο Χώρας
54,8
-
45,2
100
3,8
-
9,2
6,9
4,5
-
10,1
8,2
Γαλλία Συνεταιρισµοί
Αλληλ/κοί
Οργανισµοί
Ενώσεις
Σύνολο Χώρας
24,2
7,5
68,3
100
1,4
4,5
4,1
1,8
1,7
0,5
4,7
3,3
Γερµανία Συνεταιρισµοί
Αλληλ/κοί
Οργανισµοί
Ενώσεις
Σύνολο Χώρας
24,1
7
68,9
100
1,4
0,4
4
5,8
1,6
0.5
4,5
6,5
Ελλάδα Συνεταιρισµοί
Αλληλ/κοί
Οργανισµοί
Ενώσεις
Σύνολο Χώρας
17,3
1,3
81,5
100
0,3
0,02
1,5
1,8
0,6
0,04
2,7
3,3
Ιρλανδία Συνεταιρισµοί
Αλληλ/κοί
Οργανισµοί
Ενώσεις
Σύνολο Χώρας
21,1
0,7
78,2
100
2,6
0,08
9,8
12,6
3,4
0,1
12,4
15,9
Ιταλία Συνεταιρισµοί
Αλληλ/κοί
Οργανισµοί
Ενώσεις
Σύνολο Χώρας
41,8
-
58,2
100
2,5
-
3,4
5,9
3,4
-
4,8
8,2
Λουξεµβούργο Συνεταιρισµοί 29,4 1,2 1,3
σελίδα 18
Τ001
Αλληλ/κοί
Οργανισµοί
Ενώσεις
Σύνολο Χώρας
0,4
70,2
100
0,01
2,9
4,2
0,02
3,2
4,6
Ολλανδία Συνεταιρισµοί
Αλληλ/κοί
Οργανισµοί
Ενώσεις
Σύνολο Χώρας
14,2
-
85,5
100
2,1
-
12,6
14,7
2,36
-
14,3
16,6
Πορτογαλία Συνεταιρισµοί
Αλληλ/κοί
Οργανισµοί
Ενώσεις
Σύνολο Χώρας
44,06
0,94
55
100
1,1
0,02
1,4
2,5
1,5
0,03
1,9
3,5
Ισπανία Συνεταιρισµοί
Αλληλ/κοί
Οργανισµοί
Ενώσεις
Σύνολο Χώρας
46,4
0,2
53,4
100
3,4
0,01
4,02
7,5
4,6
0,02
5,4
10
Σουηδία Συνεταιρισµοί
Αλληλ/κοί
Οργανισµοί
Ενώσεις
Σύνολο Χώρας
50,1
3,9
46
100
2,6
0,2
2.4
5.2
2,9
0,2
2,7
5,8
Ηνωµένο
Βασίλειο
Συνεταιρισµοί
Αλληλ/κοί
Οργανισµοί
Ενώσεις
Σύνολο Χώρας
7,9
1,4
90,8
100
0,6
0,1
6,7
7,3
0,7
0,1
7,7
8,4
Σύνολο Ε.Ε. 6,45 7,78
Πηγή: CIRIEC (2000)
Αναλύοντας τα µεγέθη του Πίνακα 1, διαπιστώνει κανείς ότι οι χώρες στις οποίες
γίνεται περισσότερο αισθητός ο τρίτος τοµέας είναι η Ολλανδία, η Ιρλανδία και η ∆ανία
µε ποσοστά 14,7%, 12,6% και 12,6% αντίστοιχα. Οι χώρες στις οποίες ο τοµέας της
κοινωνικής οικονοµίας είναι πολύ λιγότερο ενταγµένος είναι η Ελλάδα και η Πορτογαλία
µε ποσοστά 1,6% και 2,5% αντίστοιχα. Σύµφωνα πάλι µε τις βάσεις δεδοµένων του
CIRIEC, η αύξηση της απασχόλησης στις κοινωνικές επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια της
σελίδα 19
Τ001
δεκαετίας του 1980 ήταν πολύ µεγαλύτερη από εκείνη της συνολικής οικονοµίας.
Αναλυτικότερα, η αύξηση ήταν 15,8% έναντι 4,2% στη Γαλλία, 11% έναντι 3,7% στη
Γερµανία και 39% έναντι 7,4% στην Ιταλία. Το 75% των νέων θέσεων εργασίας έχουν
προκύψει στους τοµείς της υγείας, της παιδείας και των κοινωνικών υπηρεσιών, ενώ
παράλληλα ένα σηµαντικό ποσοστό δηµιουργήθηκε στους τοµείς των αθλητικών και
πολιτιστικών δραστηριοτήτων και της επαγγελµατικής κατάρτισης.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ακόµη, η υιοθέτηση τριών κριτηρίων από την πλευρά
του CIRIEC ώστε να εκτιµήσει τον βαθµό αφοµοίωσης και αναγνώρισης του τρίτου
τοµέα από κάθε χώρα. Τα κριτήρια είναι τα εξής:
Η εσωτερική σύνδεση µεταξύ των εταίρων του τρίτου τοµέα.
Η αναγνώριση του τρίτου τοµέα από τις κρατικές αρχές από νοµική και
νοµοθετική άποψη.
Η ορατότητα του τρίτου τοµέα από τα µέσα µαζικής ενηµέρωσης και την
επιστηµονική κοινότητα.
Τα παραπάνω κριτήρια λοιπόν, αποτέλεσαν τη βάση για τον Πίνακα 2, όπου
φαίνεται µέσω ενός είδους βαθµολόγησης ο σχετικός βαθµός επίτευξης του κάθε
κριτηρίου από κάθε χώρα. Για παράδειγµα όµως, οι τρεις σταυροί στην περίπτωση της
Γαλλίας δεν υποδηλώνει ότι δεν υπάρχουν σηµαντικά περιθώρια βελτίωσης.
Μειονέκτηµα του πίνακα επίσης αποτελεί και η µη δυνατότητα διαχωρισµού των
διαφορών που υπάρχουν ανάµεσα στις χώρες, κάτι που αποδεικνύεται εµφανώς από το
γεγονός ότι η Ελλάδα και το Ηνωµένο Βασίλειο έχουν σχεδόν την ίδια βαθµολογία ενώ
είναι κοινά αποδεκτό ότι στη δεύτερη χώρα οι πρωτοβουλίες των κοινωνικών
επιχειρήσεων είναι σαφώς πολύ περισσότερες και πιο οργανωµένες. Επενδύονται
άλλωστε και σηµαντικά ποσά στην κοινωνική οικονοµία µε επιτυχηµένα παραδείγµατα,
όπως αυτό της πόλης του Bristol.
ΠΙΝΑΚΑΣ 2: Βαθµός αναγνώρισης του Τρίτου Τοµέα στην Ε.Ε. (15)
ΧΩΡΕΣ Εσωτερική
Σύνδεση
Αναγνώριση από τις
Κρατικές Αρχές
Ενασχόληση από ΜΜΕ -
Επιστήµονες
Αυστρία + + +
Βέλγιο ++ ++ +++
∆ανία + + +
Φινλανδία ++ ++ +
Γαλλία +++ +++ +++
Γερµανία 0 + +
Ελλάδα + + +
Ιρλανδία + ++ +
Ιταλία ++ ++ ++
σελίδα 20
Τ001
Λουξεµβούργο 0 + 0
Ολλανδία 0 + +
Πορτογαλία + ++ +
Ισπανία ++ +++ +++
Σουηδία ++ ++ ++
Ηνωµένο Βασίλειο ++ + +
Πηγή: CIRIEC (2000)
Η ιδιότητα του τρίτου τοµέα ως κάτι διαφορετικό από το δηµόσιο και τον
ιδιωτικό τοµέα έχει όντως συνειδητοποιηθεί από των σύνολο των Ευρωπαϊκών χωρών.
Παρόλα αυτά, οι παραπάνω έννοιες κρύβουν πραγµατικότητες που είναι διαφορετικές
από χώρα σε χώρα. Στα πλαίσια λοιπόν αυτής της διαφορετικότητας και της έλλειψης
αρµονίας στους στόχους και στους όρους, η κατανοµή των χωρών ανάλογα µε το
βαθµό αναγνώρισης της κοινωνικής οικονοµίας καθίσταται πολύ δύσκολη. Οπότε,
σύµφωνα µε τον CIRIEC, το καλύτερο που µπορεί να γίνει είναι η κατηγοριοποίηση
τους σε τρεις µεγάλες οµάδες. Έτσι, η κατηγοριοποίηση για τις χώρες-µέλη της Ε.Ε.
(15) είναι η εξής:
Χώρες όπου η κοινωνική οικονοµία έχει εδραιωθεί: Γαλλία, Ισπανία και Βέλγιο
Χώρες όπου η κοινωνική οικονοµία ανακύπτει: ∆ανία, Φινλανδία, Ελλάδα,
Ιρλανδία, Ιταλία, Πορτογαλία, Σουηδία και Ηνωµένο Βασίλειο
Χώρες όπου η έννοια της κοινωνικής οικονοµίας ορίζεται σε σχέση µε τις έννοιες
του τρίτου τοµέα, του µη κερδοσκοπικού τοµέα και του εθελοντικού τοµέα:
Αυστρία, Γερµανία, Λουξεµβούργο και Ολλανδία.
9. Η Κοινωνική Οικονοµία στην Ελλάδα
∆εν απέχει και πολύ από την πραγµατικότητα αν υποστηρίξει κανείς ότι η
κοινωνική οικονοµία δεν έχει ως τώρα οριστεί επακριβώς στην Ελλάδα. Ακόµη και ο
όρος ‘κοινωνική οικονοµία’ δεν χρησιµοποιούταν µέχρι πριν από δέκα περίπου χρόνια
οπότε και η Ευρωπαϊκή Ένωση εισήγαγε τον γαλλικό όρο ‘Economie Sociale’,
συµπεριλαµβάνοντας τους συνεταιρισµούς, τις αλληλοβοηθητικές οµάδες, τα σωµατεία
και τα ιδρύµατα. Μέχρι τότε αλλά ίσως ακόµη και µέχρι σήµερα, σε µικρότερο βαθµό, οι
παραπάνω οργανώσεις δεν ένιωθαν να ανήκουν στην ίδια οικογένεια.
Σε αντίθεση µε άλλες χώρες, στην Ελλάδα δεν έχει υπάρξει επικοινωνία µεταξύ
των κοινωνικών επιχειρήσεων, ενώ µέχρι και το 1995 δεν είχε υπάρξει επαφή ακόµη
και µεταξύ των συνεταιρισµών. Λίγα χρόνια µετά, και µε την ενθάρρυνση της
Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ιδρύθηκε µια Εθνική Ένωση Επιχειρήσεων Κοινωνικής
Οικονοµίας, όπου οι θέσεις των ενώσεων και των ιδρυµάτων είναι ακόµη κενές εξαιτίας
σελίδα 21
Τ001
της έλλειψης αντίστοιχου εθνικού αντιπροσωπευτικού οργάνου. Πρέπει να επισηµανθεί
ότι στην χώρα υπάρχει µεγάλος αριθµός ενώσεων και ιδρυµάτων, µε µια ποικιλία
ονοµάτων, αλλά χρειάζεται σηµαντική επεξεργασία ώστε να οριστεί ποιες και ποια από
αυτά µπορούν να τεθούν υπό την έννοια της κοινωνικής οικονοµίας ή του τρίτου τοµέα.
Σύµφωνα µε το θεωρητικό υπόβαθρο το οποίο έχει διαµορφωθεί µέχρι τώρα
στην Ελλάδα, υπάρχουν πολλές µορφές κοινωνικών επιχειρήσεων, και όπως
διατυπώνεται και σε διεθνείς µελέτες, έχουν διαφορετικές νοµικές µορφές, εξαρτώµενες
από τον τύπο της δραστηριότητας που αναλαµβάνουν , την ισχύουσα νοµοθεσία και τον
πλέον κοινό τύπο οργάνωσης σε κάθε χώρα. Οι επιχειρήσεις του τρίτου τοµέα (∆ΕΟΒ-
ΚΕΚΑΝΑΜ, 2002) διακρίνονται σε τρεις τοµείς, τους συνεταιρισµούς, τα σωµατεία
και ιδρύµατα και τα αλληλοασφαλιστικά ταµεία.
Τα σωµατεία εµπεριέχουν µια ιδιαιτερότητα ως τοµέας της κοινωνικής
οικονοµίας. Το εύρος των δραστηριοτήτων τους εκτείνεται από την µια πλευρά, στην
οποία ανήκουν τα σωµατεία που σχετίζονται µε την καθηµερινότητα και την τοπική και
οικονοµική ζωή, έως την πλευρά στην οποία βρίσκονται µεγάλοι φορείς, εθνικής και
διεθνούς εµβέλειας, όπως πανεπιστήµια, νοσοκοµεία, ερευνητικά και πολιτιστικά
ιδρύµατα, τα οποία βέβαια λανθασµένα µερικές φορές θεωρούνται ως καθαρά δηµόσιοι
φορείς. Παράλληλα, υπάρχουν και σωµατεία τα οποία απασχολούν επαγγελµατικά
µεγάλο αριθµό ατόµων, δέχονται ισχυρό ρεύµα εθελοντισµού και ο κύκλος εργασιών
τους ανέρχεται σε πολλά εκατοµµύρια ευρώ. Στα ίδια πλαίσια, υπάρχουν σωµατεία τα
οποία συνεργάζονται στενά µε τις δηµόσιες αρχές, υπάρχουν και αντίθετα όµως αυτά
τα οποία παραµένουν ανεξάρτητα και επιδίδονται στην διεκπεραίωση ριζοσπαστικών
κοινωνικών προγραµµάτων ή στην εύρεση εναλλακτικών τρόπων ζωής. Επίσης,
διαθέτουν κάποια επίσηµη θεσµική οντότητα, είναι ανεξάρτητα από κυβερνήσεις και η
διοίκηση τους θα πρέπει να ασκείται µε ανιδιοτελή τρόπο. Παρόλα αυτά, στην
κοινωνική οικονοµία δεν περιλαµβάνονται τα πολιτικά κόµµατα, οι θρησκευτικές
οργανώσεις (χωρίς να αποκλείονται αυτές που έχουν ως στόχο το δηµόσιο όφελος), τα
συνδικάτα καθώς και οργανώσεις εργοδοτών. ∆εν περιλαµβάνονται ακόµη τα ιδρύµατα,
εκτός αν αποτελούν φορείς µε δικές τους πηγές χρηµατοδότηση και διαθέτουν αυτούς
τους πόρους κατά βούληση για σχέδια ή δράσεις κοινωφελούς χαρακτήρα. Οι
τελευταίοι αποτελούν ουσιαστικά τους επονοµαζόµενους ενδιάµεσους φορείς, που είτε
συντονίζουν τις δραστηριότητες µεµονωµένων οργανώσεων που απασχολούνται σε
έναν τοµέα ή τις δραστηριότητες του τοµέα των σωµατείων γενικά, είτε παρέχουν
ενηµέρωση και υποστήριξη.
Όσον αφορά στους συνεταιρισµούς, αφορούν ένα µοντέλο επιχείρησης που
οδηγείται από την ανάγκη των ανθρώπων να χρησιµοποιούν τις υπηρεσίες του παρά να
επενδύουν το κεφάλαιο τους σε αυτό. Σύµφωνα µε τον ορισµό της διεθνούς
συνεταιριστικής συµµαχίας (ICA), ένας συνεταιρισµός είναι µια αυτόνοµη ένωση
σελίδα 22
Τ001
προσώπων που ενώνονται εθελοντικά για να ικανοποιήσουν τις κοινές οικονοµικές,
κοινωνικές και πολιτιστικές ανάγκες και τις φιλοδοξίες τους µέσα από µια από κοινού
δηµοκρατικά ελεγχόµενης επιχείρησης. Τα χαρακτηριστικά που διέπουν έναν
συνεταιρισµό είναι:
Η δυνατότητα της ελεύθερης και εθελοντικής ένωσης και της απόσυρσης από
την επιχείρηση
Η δηµοκρατική δοµή, όπου κάθε µέλος διαθέτει µια ψήφο (ή περιορισµένο
αριθµό ψήφων), για τη λήψη αποφάσεων πλειοψηφίας και µια εκλεγµένη ηγεσία
υπεύθυνη στα µέλη του
Η δίκαιη διανοµή των οικονοµικών αποτελεσµάτων
Στα ίδια πλαίσια, ένας συνεταιρισµός µπορεί να υιοθετήσει οποιοδήποτε είδος νοµικής
µορφής, δεν απαιτείται να ακολουθεί συγκεκριµένη συνεταιριστική νοµοθεσία, ενώ η
φύση του είναι δυνατό να καθοριστεί από τα εσωτερικά καταστατικά του. Υπάρχει
επίσης η δυνατότητα, ένας συνεταιρισµός να οριστεί ως η εµπορική εταιρία µε νοµική
προσωπικότητα της οποίας ο αριθµός των συνεταίρων και το κεφάλαιο είναι µεταβλητά
και της οποίας ο σκοπός είναι δια της συνεργασίας των µελών της, η προαγωγή της
ιδιωτικής οικονοµίας κάθε µέλους (και όχι το κέρδος) και της βελτίωσης της ποιότητας
ζωής τους. Οι συνεταιρισµοί διακρίνονται σε:
Γεωργικούς και Αστικούς συνεταιρισµούς
Παραγωγικούς, Καταναλωτικούς, Προµηθευτικούς και Πιστωτικούς
Αναγκαστικούς και Ελεύθερους συνεταιρισµούς
Ενώσεις, Οµοσπονδία και Συνοµοσπονδία συνεταιρισµών
Ένας συνεταιρισµός διοικείται από τη γενική συνέλευση και το διοικητικό συµβούλιο (το
οποίο εκλέγεται από τη γενική συνέλευση) και το τριµελές εποπτικό συµβούλιο το
οποίο επίσης εκλέγεται από τη γενική συνέλευση. Ενδεικτικά στις δραστηριότητες των
συνεταιρισµών υπάγονται:
Η απόκτηση κατά κυριότητα ή µίσθωση αστικών και αγροτικών ακινήτων για τη
δηµιουργία κάθε είδους τουριστικών εγκαταστάσεων
Η συγκέντρωση, συσκευασία, τυποποίηση, αποθήκευση, συντήρηση, µεταφορά
και πώληση στο εσωτερικό της χώρας ή στο εξωτερικό προϊόντα οικιακής
οικονοµίας και οικοτεχνίας των µελών.
Η ίδρυση και διαχείριση βιοτεχνίας των προϊόντων της οικιακής οικονοµίας και
οικοτεχνίας των µελών, η απόκτηση µηχανικού, τεχνικού εξοπλισµού και µέσων
µεταφοράς για την εξυπηρέτηση των σκοπών του.
Η οργάνωση marketing προώθησης των προϊόντων του συνεταιρισµού
Η συνεργασία µε οµοειδείς φορείς και επαγγελµατίες κάθε είδους οργανώσεις
και ιδιώτες για την προώθηση και πώληση των ιδίων προϊόντων και άλλων που
προέρχονται από τρίτους
σελίδα 23
Τ001
Η συµµετοχή σε εθνικά και ευρωπαϊκά προγράµµατα και πρωτοβουλίες
Η διοργάνωση ηµερίδων, συνεδρίων προώθησης των πολιτιστικών, οικονοµικών
και αγροτουριστικών παραγόντων ανάπτυξης.
Η αξιοποίηση και ανάδειξη των παραδοσιακών επαγγελµάτων
Η οργάνωση βιολογικών καλλιεργειών για την παραγωγή οικολογικών
προϊόντων και την µεταποίηση αυτών (φαρµακευτικά φυτά κτλ.)
Η δηµιουργία και ανάπτυξη µελισσοκοµίας, δενδροκοµίας µε σκοπό την πώληση
προϊόντων
Η µεταποίηση, τυποποίηση, παραγωγή και εκµετάλλευση αλιευτικών προϊόντων.
Η προώθηση εναλλακτικών µορφών τουρισµού ορεινού και θαλάσσιου.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει µια σχετικά πρόσφατη µορφή ανάπτυξης που είναι οι
συνεταιρισµοί πολυσυµµετοχών. Γνώρισµα τους είναι η δυνατότητα τους να
προσαρµόζονται σε ευρύτερα ενδιαφέροντα από αυτά των µελών ή των επενδυτών. Οι
συµµέτοχοι είναι δυνατόν να περιλαµβάνουν τους υπαλλήλους, τους καταναλωτές, τις
τοπικές αρχές και τις τοπικές επιχειρήσεις. Η πρώτη ευθύνη τους είναι προς τα µέλη
τους, ωστόσο η αποκεντρωµένη και δηµοκρατική φύση τους σηµαίνει ότι έχουν
σταθερές ρίζες στις τοπικές και περιφερειακές κοινότητες. Έτσι, οι αποφάσεις τους είναι
πιθανότερο να λάβουν υπόψη τα παραπάνω ενδιαφέροντα από ότι µια επιχείρηση όπου
η επιστροφή της επένδυσης είναι ο αρχικός στόχος.
Τέλος, σχετικά µε τις αλληλοασφαλιστικές εταιρίες, ως γνωστό η κοινωνική
ασφάλιση στην Ελλάδα διακρίνεται στην υποχρεωτική και στην προαιρετική. Η
υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση καθορίζεται από τον Νόµο και παρέχεται από ταµεία,
τα οποία λειτουργούν µε τη νοµική µορφή του νοµικού προσώπου δηµοσίου δικαίου
(Ν.Π.∆.∆.), τελούν όµως υπό κρατική εποπτεία. Η προαιρετική κοινωνική ασφάλιση
παρέχεται κατά κανόνα από αυτοτελή νοµικά πρόσωπα του ιδιωτικού δικαίου
(σωµατεία) αλλά και από ενώσεις προσώπων στερούµενης νοµικής προσωπικότητας. Η
διάταξη που προβλέπει εµµέσως για την προαιρετική κοινωνική ασφάλιση είναι αυτή
του άρθρου 4 παρ. 2 του ν. 1264/1982 ‘Για τον εκδηµοκρατισµό του συνδικαλιστικού
κινήµατος και την κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργαζοµένων’.
Σύµφωνα µε αυτή, µεταξύ των σκοπών των συνδικαλιστικών οργανώσεων
περιλαµβάνεται και η δηµιουργία ειδικών κεφαλαίων, για την εξυπηρέτηση ορισµένων
εκτάκτων σκοπών αλληλεγγύης των µελών τους. Τα Ν.Π.Ι.∆. αλληλοβοηθητικά
σωµατεία ή ταµεία αλληλοβοήθειας συνίστανται και λειτουργούν ως σωµατεία,
αποτελούν παραρτήµατα συνδικαλιστικών οργανώσεων µε νοµική αυθυπαρξία και
διέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 21 του ν. 281/1914 ‘περί σωµατείων’ και των
άρθρων 33 έως 39 του β.δ. της 15/20.5.1920 ‘περί επαγγελµατικών σωµατείων’.
Αναλυτικότερα, οι αλληλοασφαλιστικές εταιρίες είναι κοινωνίες στις οποίες απλά
συγκεντρώνονται οι άνθρωποι για να αλληλοβοηθηθούν. Ανήκουν στα µέλη της,
σελίδα 24
Τ001
ελέγχεται από αυτά, ενώ τα κεφάλαια προέρχονται από τις συνεισφορές των µελών.
Ακόµη, οι καταθέτες (δανειστές) αλλά και οι οφειλέτες είναι µέλη και το αµοιβαίο
όφελος είναι ότι τα κέρδη υποδιαιρούνται µεταξύ τους. Το όµως συµβαίνει και στην
περίπτωση απωλειών. Τα βασικότερα χαρακτηριστικά των αλληλοασφαλιστικών
εταιριών η εθελοντική και ανοικτή ιδιότητα µέλους, το ότι κάθε µέλος έχει δικαίωµα
ψήφου, ότι έχουν αυτονοµία και τέλος οι αµοιβές των µελών βασίζονται σε
ασφαλιστικούς υπολογισµούς. Σε ότι αφορά τους τοµείς στους οποίους
δραστηριοποιούνται, αυτοί είναι δυνατόν να εντοπιστούν στην ιατροφαρµακευτική
περίθαλψη και ασφάλεια αλλά και στις ασφάλειες ζωής και κατά ζωής.
Εµβαθύνοντας στη διαµόρφωση της ελληνικής εµπειρικής πραγµατικότητας όσον
αφορά στον τρίτο τοµέα, είναι κοινά αποδεκτό ότι το επίπεδο του κράτους πρόνοιας
στην χώρα υστερούσε πάντα σε σύγκριση µε τα υπόλοιπα κράτη-µέλη. Ως αποτέλεσµα,
πολλές κοινωνικές ανάγκες είτε δεν αντιµετωπίστηκαν είτε ικανοποιήθηκαν από τα
άτυπα δίκτυα της οικογένειας και σε κάποιο βαθµό από εθελοντικούς και µη
κερδοσκοπικούς οργανισµούς. ∆εν αµφισβητείται άλλωστε ότι η ελληνική οικογένεια
επέτρεπε αλλά και επιτρέπει τη διατήρηση ενός ελάχιστου συστήµατος άτυπης
κοινωνικής φροντίδας για τα µέλη της. Έτσι, σύµφωνα και µε τα στοιχεία του Πίνακα 1,
ο τρίτος τοµέας στην χώρα µας δεν είναι ιδιαίτερα ανεπτυγµένος, συµβάλλοντας στη
συνολική απασχόληση µε µόλις 1,8% και στο σύνολο της µισθωτής απασχόλησης µε
3,3%.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 το κράτος αναζήτησε τρόπους να επιβάλλει
την κοινωνική ειρήνη, οπότε τέθηκε το ζήτηµα της αποκέντρωσης και της ενίσχυσης
του κοινωνικού τοµέα της οικονοµίας µε τη µορφή κυρίως συνεταιρισµών. Οι αγροτικοί
συνεταιρισµοί αποτελούν τη βασικότερη συνιστώσα του τρίτου τοµέα στην Ελλάδα και η
συγκεκριµένη δεκαετία ήταν µια περίοδος συσσώρευσης χρεών για αυτούς. Αυτό
οφείλεται στην κρατική παρέµβαση και πολιτική που κατέστησε τους παραπάνω
συνεταιρισµούς παρεµβατικούς φορείς στην αγορά. Η αποτυχία τους λοιπόν στον
συγκεκριµένο τοµέα, τους οδήγησε στη λήψη πολλών δανείων, τα οποία δεν
µπορούσαν µετά να αποπληρώσουν. Το κράτος, αν και είχε εγγυηθεί για την
αντιµετώπιση των οικονοµικών απωλειών, καθυστέρησε πάρα πολύ να καταβάλλει τις
απαραίτητες πληρωµές και µε τη γοργή συγκέντρωση των τόκων από τα δάνεια πολλοί
από τους αγροτικούς συνεταιρισµούς κινδύνευσαν ή όντως κατέρρευσαν. Επιπρόσθετος
παράγοντας που ζηµίωσε τη δηµόσια εικόνα των συγκεκριµένων συνεταιρισµών ήταν
και η εµπλοκή των πολιτικών κοµµάτων στις διάφορες υποθέσεις τους, µε σκοπιµότητα
την προσέλκυση ψηφοφόρων. Τέλος, οι ενώσεις και τα ιδρύµατα
Σύµφωνα µε έρευνα της ICA (1998), διαπιστώθηκε ότι το 1996 η Ελλάδα
κατείχε την τρίτη θέση στην Ε.Ε. σε αριθµό αγροτικών συνεταιρισµών (6.800
συνεταιρισµοί µε 782.000 µέλη), πίσω από τη Γαλλία και την Ιταλία που αριθµούσαν
σελίδα 25
Τ001
16.800 και 8.327 αγροτικούς συνεταιρισµούς αντίστοιχα. Στο δευτερογενή τοµέα η
Ελλάδα παρουσιάζεται να έχει 23 συνεταιρισµούς µε 2000 µέλη, ενώ στον τριτογενή
τοµέα φαίνεται να υστερεί, έχοντας µόνο 7 τραπεζικούς συνεταιρισµούς µε 40.933
µέλη. Οι χρηµατοπιστωτικοί συνεταιρισµοί όµως και συνεταιρισµοί καταναλωτών
δείχνουν µια αξιόλογη δυναµικότητα. Παράλληλα, στον τρίτο τοµέα εντάσσονται και
ορισµένοι φορείς που δραστηριοποιούνται στον πολιτιστικό ή περιβαλλοντικό τοµέα και
οι οποίοι έχουν συνήθως τη νοµική µορφή του πολιτιστικού ή µορφωτικού συλλόγου ή
αντίστοιχα της µη κυβερνητικής περιβαλλοντικής και οικολογικής οργάνωσης. Η µελέτη
VOLMED (1997) αναφέρει επίσης ότι οι εθελοντικές οργανώσεις που παρέχουν
κοινωνικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα το 1997 ήταν περίπου 1200. από αυτές το 60%
ιδρύθηκαν µετά το 1989, ενώ το 25% περίπου µόνο δηµιουργήθηκε στην εξαετία
1990-1996. Ένα συντριπτικό ποσοστό (90%) είναι δηλωµένες ως µη κερδοσκοπικές
οργανώσεις που έχουν ιδρυθεί βασικότερα µε ιδιωτικούς πόρους (70%), ενώ οι
υπόλοιπες µε κρατικούς. Σε τελική ανάλυση, σχετικά µε τον αριθµό των µελών τους, το
65% έχει λιγότερο από 50 µέλη ενώ το 23% περισσότερους από 100.
Συνολικά, θα µπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι ο τρίτος τοµέας, αν και έχει
πολλά γνώριµα χαρακτηριστικά, αποτελεί νέο πεδίο εξέτασης στην Ελλάδα. Για το λόγο
αυτό, οι πληροφορίες που είναι διαθέσιµες είναι λίγες. Στα ίδια πλαίσια, παρότι στην
χώρα υπάρχουν όλες οι µορφές των κοινωνικών επιχειρήσεων του τρίτου τοµέα, τα
συνολικά στοιχεία παραµένουν µη διαθέσιµα και βασική αιτία αποτελεί και η έλλειψη
αντίστοιχης νοµοθεσίας που θα στήριζε το σκεπτικό αλλά και την οργανωτική διάσταση
της κοινωνικής οικονοµίας.
σελίδα 26
Τ001
Β’ ΜΕΡΟΣ
Aποτύπωση του οικονοµικού και
κοινωνικού περιβάλλοντος του Νοµού
Μαγνησίας αναφορικά µε την ανάπτυξη
επιχειρηµατικών δραστηριοτήτων
στην κοινωνική οικονοµία.
σελίδα 27
Τ001
10. Εισαγωγή
Η µελέτη αποτύπωσης του οικονοµικού και κοινωνικού περιβάλλοντος στο Νοµό
Μαγνησίας αποσκοπεί στο να αποτελέσει περιεκτικό εργαλείο για την ανάλυση των
υφιστάµενων τάσεων και αντιλήψεων για την προοπτική ανάπτυξης της κοινωνικής
οικονοµίας στην περιοχή. Στα πλαίσια αυτά, καθίσταται χρήσιµη η καταγραφή του
βαθµού συνειδητοποίησης της ύπαρξης του λεγόµενου τρίτου τοµέα και η εξέταση του
βαθµού αποδοχής αλλά και διάθεσης στήριξης του. Επίσης, χρήσιµη κρίνεται και η
εξέταση της σχέσης της κοινωνικής οικονοµίας µε τους διάφορους φορείς, είτε του
ιδιωτικού είτε του δηµόσιου τοµέα, υπό το πρίσµα των στάσεων των διάφορων
κοινωνικών οµάδων, είτε αυτά προέρχονται από το νέο υποψήφιο εργατικό δυναµικό,
είτε αποτελούν χρήστες των υπηρεσιών της κοινωνικής οικονοµίας. Οι φορείς οι οποίοι
καλούνται να αξιοποιήσουν τη µελέτη είναι η Τοπική Αυτοδιοίκηση, το Πανεπιστήµιο ως
εργαλείο υποστήριξης στις ερευνητικές προσπάθειες του, το επιµελητήριο Μαγνησίας
κλπ. Ιδιαίτερη σηµασία έχουν τα αποτελέσµατα για τα Κέντρα Κατάρτισης, αφού τα
συµπεράσµατα τα οποία προκύπτουν θα αποτελέσουν βασικό συστατικό των δράσεων
που θα δροµολογήσουν.
Η παρούσα έρευνα αποσκοπεί στον εντοπισµό νέων ειδικοτήτων και
επαγγελµάτων του τρίτου τοµέα προσαρµοσµένων στις ανάγκες των χρηστών, της
αγοράς εργασίας και των οµάδων στόχου. Παράλληλα, η προσπάθεια επικεντρώνεται
στην ανάλυση των τάσεων και των απαιτήσεων των τοπικών αγορών εργασίας υπό το
πρίσµα της µελλοντικής µεσοπρόθεσµης και µακροπρόθεσµης ζήτησης νέων
ειδικοτήτων και θέσεων εργασίας του τρίτου τοµέα, σύµφωνα πάντα µε την αποτύπωση
των διαµορφούµενων αναγκών των νοικοκυριών στο Νοµό Μαγνησίας. Βαρύτητα θα
δοθεί επιπρόσθετα στην ανάλυση της προοπτικής βιωσιµότητας των παραπάνω θέσεων
εργασίας µέσω του συνδυασµού εξέτασης του επιπέδου από δοχών που θα απαιτούσε
το υποψήφιο εργατικό δυναµικό αλλά και του αντιτίµου που θα ήταν διατεθειµένη να
καταβάλλει η αγορά στόχου. Η µεθοδολογία η οποία χρησιµοποιείται για την
ολοκλήρωση της δράσης αυτής, περιλαµβάνει τη σύνταξη και τη διανοµή δύο
ερωτηµατολογίων, σχετικά µε τα απαραίτητα δεδοµένα, τα οποία έπρεπε να
συλλεχθούν.
Το πρώτο ερωτηµατολόγιο στοχεύει στη διερεύνηση των τάσεων σχετικά µε
προτεινόµενες υπηρεσίες που είναι δυνατόν να ενταχθούν στην ευρύτερη λογική της
κοινωνικής οικονοµίας (και να δηµιουργήσουν µελλοντικές θέσεις εργασίας), οπότε και
απευθύνθηκε σε νοικοκυριά. Το δείγµα είναι τυχαίο, αποτελείται από 180
ερωτηµατολόγια που διανεµήθηκαν σε 180 νοικοκυριά και έγινε προσπάθεια να
καλυφθεί η ευρύτερη περιοχή της πόλης του Βόλου. Στο πνεύµα αυτό, ο βασικός
άξονας αφορά την καταγραφή των χαρακτηριστικών των επιχειρηµατικών
σελίδα 28
Τ001
δραστηριοτήτων, καθώς και ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά από την πλευρά της
ζήτησης, δηλαδή τα νοικοκυριά.
Έτσι, έχουµε ερωτήσεις για προσωπικά δεδοµένα των µελών του δείγµατος,
ώστε να γίνει ποιοτική αξιολόγηση και αναγωγή αυτών, στα ποσοστά που θα
προκύψουν από τις απαντήσεις. Ακολουθεί µια ερώτηση µε στόχο την αξιολόγηση της
δραστηριοποίησης των κοινωνικών οργανώσεων στο Νοµό Μαγνησίας. Έπειτα, γίνεται
προσπάθεια καθορισµού της σηµαντικότητας των παρατιθέµενων θέσεων εργασίας,
µέσω αντίστοιχης ερώτησης. Η πλέον κρίσιµη, αφορά το βαθµό προθυµίας συµµετοχής
του δείγµατος στο κόστος χρήσης των προτεινόµενων υπηρεσιών της προηγούµενης.
Έπειτα, συµπληρώνεται από µια εξίσου σηµαντική ερώτηση που σχετίζεται µε τη
δυνατότητα χρηµατοδότησης των προτεινόµενων υπηρεσιών από τις κρατικές
υπηρεσίες η την τοπική αυτοδιοίκηση. Στη συνέχεια, ακολουθούν ερωτήσεις σχετικά µε
την προτεραιότητα των κοινωνικών οµάδων που πρέπει να απολαµβάνουν τις
παραπάνω υπηρεσίες ή την προτεραιότητα να εργαστούν σε αυτές, ακόµα και τα
χαρακτηριστικά που πρέπει να διακρίνουν έναν εργαζόµενο ώστε να ανταποκριθεί σε
µια από τις προαναφερόµενες ευκαιρίες απασχόλησης, µε σκοπό τον προσδιορισµό των
ποιοτικών χαρακτηριστικών των θέσεων εργασίας.
Το δεύτερο ερωτηµατολόγιο προσανατολίζεται στην διερεύνηση των διαθέσεων
των ανέργων στην κάλυψη των προτεινόµενων θέσεων απασχόλησης στο ευρύτερο
πεδίο του τρίτου τοµέα, δηλαδή σε ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά από την
πλευρά της προσφοράς εργασίας.
Κατά αντιστοιχία µε το προηγούµενο, έχουµε πάλι ερωτήσεις σχετικές µε
προσωπικά δεδοµένα του δείγµατος. Το υπόλοιπο µέρος του ερωτηµατολογίου αφορά
ειδικές πληροφορίες. Πιο συγκεκριµένα, ζητάται από το δείγµα να προσδιορίσει το
ενδιαφέρον του για εργασία σε κάποιο από τα επαγγέλµατα που ανήκουν στην
κοινωνική οικονοµία. Κατά την εκδήλωση ενδιαφέροντος παρατίθενται πολλαπλές
επιλογές οι οποίες έχουν δοµηθεί ώστε να προσδιοριστεί όσο το δυνατόν πιστότερα το
προφίλ των επαγγελµάτων. Το επόµενο κοµµάτι των ειδικών πληροφοριών αναφέρεται
στην ελάχιστη αποδεκτή καθαρή αµοιβή ανά ώρα, σε ευρώ, από την πλευρά του
δείγµατος.
Σε αυτό το ερωτηµατολόγιο το δείγµα αποτελείται από 85 ανέργους, οι οποίοι
επιλέχθηκαν τυχαία, χωρίς ορισµένες προϋποθέσεις, και προέρχονται από τµήµατα
κατάρτισης του Κέντρου Κατάρτισης Νοµαρχιακής Αυτοδιοίκησης Μαγνησίας
(ΚΕΚΑΝΑΜ) και από εγγεγραµµένους ανέργους στις υπηρεσίες του ΟΑΕ∆ της πόλης του
Βόλου. Επιπλέον, ένας αριθµός ερωτώµενων προέρχεται από ανέργους από όλους τους
σηµαντικούς οικισµούς του Νοµού Μαγνησίας.
Μέσα από τη συγκεκριµένη δράση, επιδιώκεται µια διερεύνηση και ανάλυση των
χαρακτηριστικών των προτεινόµενων θέσεων εργασίας στο πνεύµα της κοινωνικής
σελίδα 29
Τ001
οικονοµίας και εξέταση για διαµόρφωση ενός µοντέλου προσδιορισµού της
βιωσιµότητας των νέων επαγγελµάτων που προτείνονται στο πεδίο του τρίτου τοµέα.
Στη συνέχεια παρουσιάζονται και αναλύονται πίνακες οι οποίοι βασίζονται στις
απαντήσεις και τις επιλογές των µελών του δειγµατοληπτικού συνόλου.
Το πρώτο κοµµάτι της έρευνας περιέχει τα στοιχεία τα οποία αφορούν στην
αποτύπωση του οικονοµικού και κοινωνικού περιβάλλοντος του Νοµού Μαγνησίας
αναφορικά µε τις ανάγκες παροχής υπηρεσιών στο πνεύµα της κοινωνικής οικονοµίας,
ενώ το δεύτερο στην διεύρυνση της προσφοράς εργασίας µέσω της κάλυψης των
παραπάνω αναγκών.
11. Αποτύπωση του οικονοµικού και κοινωνικού περιβάλλοντος
του Νοµού Μαγνησίας
Το Κεφάλαιο 2Α παρουσιάζει την ανάλυση του πρώτου ερωτηµατολογίου όπως
αυτό παρουσιάστηκε στην εισαγωγή, καθώς και των συµπερασµάτων που προκύπτουν
από την ανάλυση των πινάκων που προκύπτουν. Στην οµάδα των Πινάκων 1-7
παρουσιάζονται στατιστικά στοιχεία των νοικοκυριών, τα οποία χρησιµοποιούνται µόνο
για στατιστική επεξργασία. Αυτά αφορούν ηλικιακά δεδοµένα, τον τόπο κατοικίας, την
οικογενειακή κατάσταση, τον αριθµό των παιδιών, αλλά και ποιοτικά χαρακτηριστικά
σχετικά µε την εκπαίδευση και την απασχόληση.
Πίνακας 1.Στατιστικά στοιχεία νοικοκυριών (Ηλικία) Ηλικία (έτη) Ποσοστό % 18-25 29,4 26-35 27,2 36-45 11,7 46-55 15,0 56-65 8,9 66 < 7,8 Σύνολο 100,0 Πίνακας 2.Στατιστικά στοιχεία νοικοκυριών (Περιοχή µόνιµης κατοικίας) Περιοχή µόνιµης κατοικίας Ποσοστό % Βόλος 71,6 Ν.Ιωνία 25,2 Εκτός Π.Σ.Β. 3,2 Σύνολο 100,0
Η ηλικιακή σύνθεση του δείγµατος αναλύεται στον Πίνακα 1, βάση του οποίου
προκύπτει ότι το µεγαλύτερο µέρος του (56,6%) ανήκει στις ηλικίες µεταξύ 18-35. Η
σελίδα 30
Τ001
επόµενη ηλικιακή οµάδα των 36-55 παρουσιάζεται µε ποσοστό 26,7%, ενώ τέλος
ακολουθεί αυτή των 56 και άνω µε ποσοστό 16,7%.
Η πλειοψηφία του δείγµατος (80,6%) εµφανίζεται να έχει ως περιοχή µόνιµης
κατοικίας τον Βόλο, ενώ µόλις 7,2% δήλωσε την Ν. Ιωνία. Παρατηρήθηκε επίσης και
ένα 12,2% το οποίο δήλωσε τόπο µόνιµης διαµονής περιοχή εκτός του πολεοδοµικού
συγκροτήµατος του Βόλου.
Πίνακας 3.Στατιστικά στοιχεία νοικοκυριών (Οικογενειακή κατάσταση) Οικογενειακή κατάσταση Ποσοστό % Έγγαµος 56,7 Άγαµος 43,3 Σύνολο 100,0 Πίνακας 4.Στατιστικά στοιχεία νοικοκυριών (Αριθµός παιδιών) Αριθµός παιδιών Ποσοστό % Κανένα 52,2 Ένα 11,1 ∆ύο 22,2 Τρία 11,7 Πάνω από τρία 2,8 Σύνολο 100,0
Στο σύνολο του δείγµατος το 56,7% δήλωσαν έγγαµοι (Πίνακας 3), ενώ το
52,2% δήλωσε πως δεν έχει παιδιά, ποσοστό αναµενόµενο (Πίνακας 4) αν λάβουµε
υπόψη το νεαρό της ηλικίας του δείγµατος. Τέλος το 33,3% έχει έναν µε δύο
απογόνους, ενώ µόνο το 14,5% έχει από 3 παιδιά και πάνω.
Πίνακας 5.Στατιστικά στοιχεία νοικοκυριών (Επίπεδο εκπαίδευσης) Επίπεδο εκπαίδευσης Ποσοστό % ∆ηµοτικό 3,9 Γυµνάσιο 8,9 Λύκειο 23,3 Α.Ε.Ι. 41,7 Τ.Ε.Ι. 15,0 Μεταπτυχιακά 7,2 Σύνολο 100,0 Το επίπεδο εκπαίδευσης (Πίνακας 5) φαίνεται αρκετά υψηλό, αφού πάνω από το
µισό του δείγµατος (63,9%) είναι ανώτερης ή ανώτατης εκπαίδευσης. Το υπόλοιπο
36,1% αποτελείται κυρίως από απόφοιτους λυκείου (23,3%) και ακολουθούν αυτοί του
Γυµνασίου και του Λυκείου µε ποσοστά 8,9% και 3,9% αντίστοιχα.
σελίδα 31
Τ001
Πίνακας 6.Στατιστικά στοιχεία νοικοκυριών (Απασχόληση) Απασχόληση Ποσοστό % Όχι 32,2 Ναι 67,8 ∆ηµόσιος τοµέας 21,1 Ιδιωτικός τοµέας 27,2 Ελεύθερος επαγγελµατίας 19,4 Σύνολο 100,0 Πίνακας 7. Στατιστικά στοιχεία νοικοκυριών (Είδος απασχόλησης) Απασχόληση Ποσοστό % Πλήρης απασχόληση 52,5 Μερική απασχόληση 13,9 ∆εν απάντησαν 33,6 Σύνολο 100,0 Το ποσοστό του δείγµατος το οποίο απασχολείται είναι 67,8% εκ του οποίου το
21,1% εργάζεται στον δηµόσιο τοµέα, το 27,2% στον ιδιωτικό, ενώ το 19,4%
ακολουθεί ελεύθερο επάγγελµα. Βάση του παραπάνω ποσοστού (67,8% του
δείγµατος), το οποίο δήλωσε θετικά ότι απασχολείται, το 52,5% είναι πλήρης
απασχόλησης, µε το εναποµείναν 13,9% µερικής ενώ το 33,6% δεν απάντησαν.
Πίνακας 8. Αξιολόγηση των δραστηριοτήτων των κοινωνικών οργανώσεων στο Νοµό Μαγνησίας σε ποσοστά % (5 είναι η πιο θετική γνώµη)
Μη κυβερνητικές οργανώσεις 23,9 28,9 31,7 10,0 2,2
3,3 100 2,4
Στον Πίνακα 8 παρουσιάζεται αναλυτικά η γνώµη του δείγµατος για τις
παραπάνω κοινωνικές οργανώσεις. Σαν πιο θετική φέρεται η στήλη 5, ενώ σαν πιο
αρνητική η στήλη 1. Βάση των αποτελεσµάτων, φαίνεται πως τις πιο θετικές κρίσεις
αποσπούν τρεις κοινωνικές οµάδες. Στις δύο πρώτες θέσεις εµφανίζονται οι
‘‘Πολιτιστικές οργανώσεις’’ και οι ‘‘Εκκλησιαστικοί σύλλογοι’’, αµφότερες µε µέση τιµή
3,8 και έπονται οι ‘‘Αθλητικοί σύλλογοι’’ µε µέση τιµή 3,6. Ουδέτερη άποψη
εκδηλώνεται για τους ‘‘Αγροτικούς συνεταιρισµούς’’ και τις ‘‘Ανθρωπιστικές
οργανώσεις’’ οι οποίες συγκέντρωσαν κατά µέσο όρο τιµή 2,9. Οι υπόλοιπες οµάδες,
αυτές των ‘‘Συλλόγων γυναικών’’, των ‘‘Εθελοντικών’’, των ‘Oικολογικών’’ και ‘‘Μη
κυβερνητικών οργανώσεων’’ βρίσκονται χαµηλότερα στην κατάταξη, συγκεντρώνοντας
µέσες τιµές της τάξης του 2,6 και 2,4.
Εξετάζοντας τις µέσες τιµές συνολικά, εκτός των πρώτων τριών κοινωνικών
οργανώσεων δεν παρατηρούµε σηµαντικές αποκλίσεις. Συνεπώς, το συγκεκριµένο
προβάδισµα δείχνει πως οι δράσεις των προαναφερθέντων οµάδων είναι, αν όχι πιο
έντονες ή «επιτυχηµένες», τουλάχιστον εµφανέστερες στην τοπική κοινωνία. Το
γεγονός αυτό ενδέχεται να απορρέει από τον χαρακτήρα των συγκεκριµένων οµάδων,
αφού η αξιολόγηση των δράσεών τους δεν απαιτεί ιδιαίτερη προϋπάρχουσα
ενασχόληση µε τα επιµέρους αντικείµενα.
Αναλύοντας τον Πίνακα 8, κατά στήλες παρατηρούµε πως οι ‘‘Οικολογικές’’, οι
‘‘µη κυβερνητικές οργανώσεις’’ και οι ‘‘εθελοντικές οργανώσεις’’ είναι οι περιπτώσεις
που αντιµετωπίζονται µε σκεπτικισµό από µεγάλο κοµµάτι του δείγµατος, αφού
εµφανίζουν τις υψηλότερες τιµές στις στήλες 1 και 2 (48,3%, 59,5% και 48,9%
συνολικά και αντίστοιχα) που εκφράζουν τις λιγότερο θετικές γνώµες. Στις ακόλουθες
θέσεις των στηλών 1 και 2 οι υπόλοιπες οµάδες προοδευτικά δείχνουν να
εναρµονίζονται µε τους τελικούς µέσους όρους.
Με µια ουδέτερη στάση, δηλαδή στη µέση της κλίµακας, αντιµετωπίζονται οι
περιπτώσεις των ‘‘Αγροτικών συνεταιρισµών’’ µε το αρκετά µεγάλο 42,2% για να
σελίδα 33
Τ001
ακολουθηθεί µόνο από τις ‘‘Ανθρωπιστικές’’ και τις ‘‘Μη κυβερνητικές οργανώσεις’’, οι
οποίες χαρακτηρίζονται από το 31,7%, δηλαδή 10,5 ποσοστιαίες µονάδες λιγότερες.
Στις στήλες 4 και 5, οι οποίες αντιπροσωπεύουν τις θετικές απόψεις για την δράση των
οµάδων, ξεχωρίζουν οι ‘‘Πολιτιστικές οργανώσεις’’ µε συνολικό ποσοστό 66,1%. Με
60,6% ακολουθούν οι ‘‘Εκκλησιαστικές οργανώσεις’’ και µε 59,4% οι ‘‘Αθλητικοί
σύλλογοι’’. Στην στήλη µε τίτλο ‘‘∆εν απάντησαν’’ τα ποσοστά είναι αµελητέα, µε
εξαίρεση αυτό της κατηγορίας ‘‘Άλλο’’ όπου αντιστοιχεί ένα 89,4%. Συνεπώς, µιας και
δεν επισηµάνθηκαν άλλες περιπτώσεις κοινωνικών οργανώσεων, θα µπορούσε να
θεωρηθεί οτι ο κατάλογος των οργανώσεων που παρουσιάσθηκε προς αξιολόγηση στον
Πίνακα 8, καλύπτει σε µεγάλο βαθµό το εύρος στο είδος των κοινωνικών οργανώσεων
που δραστηριοποιούνται στην περιοχή έρευνας.
Το δείγµα φαίνεται να αξιολογεί θετικά τις οργανώσεις, οι δράσεις των οποίων
το επηρεάζουν άµεσα και τα αποτελέσµατά τους είναι πιο εµφανή στην καθηµερινή
ζωή, όπως οι πολιτιστικές, οι εκκλησιαστικές και οι αθλητικές οργανώσεις. ∆εν
παρουσιάζει αντίστοιχη συµπεριφορά για τις οργανώσεις εκείνες, οι οποίες βασίζονται
σε εθελοντικά σχήµατα ή σχήµατα συγκεκριµένης ιδεολογίας, όπως οι ‘‘οικολογικές’’, οι
‘‘µη κυβερνητικές οργανώσεις’’ και οι ‘‘εθελοντικές οργανώσεις’’. Το γεγονός αυτό θα
µπορούσε να αποδοθεί σε µια σχετική άγνοια για την ύπαρξη των παραπάνω
κοινωνικών σχηµατισµών ή σε έλλειψη επαφής και εµπειρίας µε το έργο τους λόγω
έλλειψης ενηµέρωσης για τις πρωτοβουλίες τους.
Πίνακας 9. Ποσοστό ενεργής συµµετοχής σε κάποια οργάνωση ή σύλλογο (ποσοστά %) Είστε µέλος ή συµµετέχετε ενεργά σε κάποια οργάνωση Ποσοστό % Όχι 82,8 Ναι 17,2 Σύνολο 100,0
Βάση του Πίνακα 9, συµπεραίνουµε πως η αξιολόγηση των δράσεων των
παραπάνω οργανισµών έγινε αρκετά αποστασιοποιηµένα, αφού το 82,8% του
δείγµατος δεν ανήκει σε κάποια από τις παραπάνω οργανώσεις µε αποτέλεσµα να
διατηρεί αντικειµενικά κριτήρια στην κρίση του και να αποφεύγονται φαινόµενα θετικής
προδιάθεσης απέναντι σε ορισµένες από αυτές.
Στον Πίνακα 10 παρουσιάζεται αναλυτικά η γνώµη του δείγµατος για την
αναγκαιότητα ύπαρξης των παραπάνω επαγγελµάτων. Σαν πιο θετική φέρεται η στήλη
5, ενώ σαν πιο αρνητική η στήλη 1. Τα επαγγέλµατα έχουν καταταχθεί ιεραρχικά βάση
της µέσης τιµής τους στο σύνολο του δείγµατος. Έτσι, αυτά τα οποία παρουσιάζουν τη
µεγαλύτερη αποδοχή προκύπτει ότι είναι οι ‘‘Υπηρεσίες για ηλικιωµένους’’ µε µέση τιµή
4,6 και τα ‘‘Καθαρισµός ακτών-οδικού δικτύου’’ και ‘‘Ιατρικές υπηρεσίες στο σπίτι’’ µε
τιµές 4,5. Ακολουθούν τα επαγγέλµατα της ‘‘Συµβουλευτικής υποστήριξης σε νεαρά
σελίδα 34
Τ001
άτοµα µε οικογενειακά προβλήµατα’’ (4,3), του ‘‘Σχολικού τροχονόµου’’ (4,2) και της
‘‘Συµβουλευτικής υποστήριξης σε νέους γονείς’’ (4,1).
Έπονται τα επαγγέλµατα µε αµέσως µικρότερη αποδοχή τα οποία είναι αυτά της
‘‘Φύλαξης παιδιών’’ (3,8), του ‘‘Κοινωνικού διαµεσολαβητή’’ (3,8) και του ‘‘Συµβούλου
εργασίας’’. Στις τελευταίες θέσεις, ως προς την αναγκαιότητα ύπαρξης τους, βρίσκονται
οι ‘‘Γενικές εργασίες στο σπίτι’’ µε µέση τιµή 3,3 και οι ‘‘Υπηρεσίες καθαριότητας στο
σπίτι’’µε µέση τιµή 2,9.
Πίνακας 10. Αξιολόγηση της αναγκαιότητας ύπαρξης των παρακάτω επαγγελµάτων της κοινωνικής οικονοµίας σε ποσοστά % (5 είναι η πιο θετική γνώµη) Βαθµός αναγκαιότητας Επαγγέλµατα 1 2 3 4 5 ∆Α Σύνολο ΜΤ Υπηρεσίες για ηλικιωµένους 1,1 1,1 6,7 18,3 72,8 0,0 100 4,6
Γενικές εργασίες στο σπίτι 10,0 18,3 26,1 25,0 19,4 1,1 100
3,3
Υπηρεσίες καθαριότητας στο σπίτι 11,1 18,9 20,0 8,9 11,1 30,0 100
2,9
Εξετάζοντας συνολικά τις µέσες τιµές που προέκυψαν, παρατηρούµε πως η
φθίνουσα κατάταξή είναι αρκετά οµαλή και δεν υπάρχουν απότοµες ή µεγάλες
µεταβολές ανάµεσα στις τιµές . Έτσι οι τιµές που βρίσκονται στην κορυφή φθίνουν
οµαλά και όχι µε διαφορά µεγαλύτερη του 0,3 σε κάθε περίπτωση. Καταλήγουµε,
επίσης, στο συµπέρασµα πως τα επαγγέλµατα τα οποία υποστηρίζουν ευπαθείς
κοινωνικές οµάδες, όπως αυτό της ‘‘Προσφοράς υπηρεσιών σε ηλικιωµένους’’,
θεωρούνται κατά κανόνα πιο απαραίτητα σε σχέση µε αυτά τα οποία αφορούν
γραφειοκρατικές ή τεχνικές υπηρεσίες. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η σειρά κατάταξης της
κατηγορίας ‘‘Φύλαξη παιδιών’’ που αναµενόταν σε υψηλότερη θέση. Η υπηρεσία αυτή
αποτελεί µια από τις χαρακτηριστικότερες υπηρεσίες της κοινωνικής οικονοµίας, η
χαµηλή συγκριτικά όµως θέση της είναι δυνατόν να εξηγηθεί από τη δοµή της
ελληνικής οικογένειας, αφού οι δεσµοί ανάµεσα στα µέλη της είναι πιο στενοί (σε σχέση
µε άλλες χώρες της Ευρώπης) και τέτοιες ανάγκες καλύπτονται από τα άλλα, συνήθως
τα γηραιότερα, µέλη.
Εξετάζοντας τα επιµέρους ποσοστά των προτεινόµενων επαγγελµάτων στις δύο
πρώτες βαθµίδες της κλίµακας αναγκαιότητας, διαπιστώνεται οτι δύο σχετικά
παρεµφερή επαγγέλµατα συλλέγουν τις λιγότερο θετικές απόψεις περί την
αναγκαιότητα ύπαρξης τους. Αυτές είναι οι ‘‘Υπηρεσίες καθαριότητας στο σπίτι’’ µε
30,0% και ακολουθούν οι ‘‘Γενικές εργασίες στο σπίτι’’ µε 28,3%. Τα υπόλοιπα
επαγγέλµατα εµφανίζονται µε αρκετά µικρότερα ποσοστά, τα οποία ποικίλουν.
Το κοινωνικό σύνολο, σύµφωνα µε τα ποσοστά στις δύο ανώτερες βαθµίδες της
κλίµακας αναγκαιότητας, φαίνεται να θεωρεί τις ‘‘Υπηρεσίες προς ηλικιωµένους’’ µε το
συνολικό 91,1%, τον ‘‘Καθαρισµό των ακτών και του οδικού δικτύου’’ µε 88,8% και
την παροχή ‘‘Ιατρικών υπηρεσιών στο σπίτι’’ µε ποσοστό 86,1% ως τα πιο απαραίτητα
στα πλαίσια της κοινωνικής οικονοµίας και της δηµιουργίας νέων θέσεων εργασίας.
Σηµαντικά διαφοροποιείται το επάγγελµα των ‘‘Υπηρεσιών καθαριότητας στο σπίτι’’ µε
µόλις 20,0%, ίσως λόγω της κάλυψης της πλειοψηφίας αυτών από την παράνοµη
δραστηριότητα των οικονοµικών µεταναστών, επιλογή που πολλές φορές µειώνει το
οικονοµικό κόστος από την πλευρά των νοικοκυριών. Εντύπωση προκαλεί και το υψηλό
σελίδα 36
Τ001
ποσοστό του ‘‘Καθαρισµού των ακτών και του οδικού δικτύου’’ που υποδηλώνει και την
αγωνία για την ποιότητα της καθηµερινότητας από την πλευρά του κοινωνικού
συνόλου.
Στην κατηγορία ‘‘∆εν απάντησαν’’ τα µοναδικά αξιόλογα ποσοστά που
εµφανίζονται, είναι των υπηρεσιών καθαριότητας στο σπίτι (30,0%) και της επιλογής
‘‘Άλλο’’ (94,4%). Τα παραπάνω υποδεικνύουν πώς το δείγµα δεν εντόπισε άλλα πιθανά
επαγγέλµατα, τα οποία θα µπορούσαν να προταθούν για την ανάπτυξη του τρίτου
τοµέα.
Βάση των παραπάνω, καταλήγουµε στο συµπέρασµα πως ως πιο απαραίτητα
επαγγέλµατα θεωρούνται εκείνα που προσφέρουν υπηρεσίες σε συγκεκριµένες
κοινωνικές οµάδες. Έτσι µπορεί να γίνει διάκρισή τους σε δύο κατηγορίες. Πρώτον,
εκείνα των οποίων οι υπηρεσίες προσφέρονται σε ευπαθείς κοινωνικές οµάδες και
δεύτερον σε εκείνα που οι υπηρεσίες τους στοχεύουν στην γενικότερη βελτίωση της
ποιότητας του βιοτικού επιπέδου, χωρίς να υπάρχει σαφής προτεραιότητα σε µια από τις
δύο οµάδες από την πλευρά του δείγµατος.
Ο Πίνακας 11 παρουσιάζει το βαθµό διάθεσης του δείγµατος στη συµµετοχή της
πληρωµής του κόστους, για την απόλαυση κάθε µιας από τις παραπάνω υπηρεσίες, οι
οποίες αποτελούν και εν δυνάµει νέες θέσεις εργασίας στα πλαίσια της ανάπτυξης του
τρίτου τοµέα.
Το επάγγελµα για το οποίο παρουσιάζεται η υψηλότερη διάθεση κάλυψης
κόστους, µε µέση τιµή 3,3, είναι αυτό των ‘‘Υπηρεσιών καθαριότητας στο σπίτι’’. Το
επόµενο επάγγελµα στην κατάταξη είναι αυτό του ‘‘Κοινωνικού διαµεσολαβητή’’ µε
µέση τιµή 3,0. Παρά το γεγονός ότι στις κατηγορίες ‘‘Πάνω από τα µισά’’ και ‘‘Το
σύνολο’’ έχει τις υψηλότερες τιµές από όλα τα υπόλοιπα, το µεγάλο ποσοστό του
(31,7%) στην κατηγορία ‘‘Καθόλου’’, έχει ως αποτέλεσµα να περιορίζεται η µέση του
τιµή στο 3,0, γεγονός που δείχνει και το διχασµό του δείγµατος στην περίπτωση αυτή.
Ακολουθούν τα επαγγέλµατα της ‘‘Φύλαξης παιδιών’’ και των ‘‘Ιατρικών
υπηρεσιών στο σπίτι’’ µε µέση τιµή 2,9. Κύριο χαρακτηριστικό αυτών των
επαγγελµάτων, είναι οι υψηλές τους τιµές στην κατηγορία ‘‘Τα µισά’’. Αυτές είναι
29,4% και 25,0% αντίστοιχα.
Ο ‘‘Σχολικός τροχονόµος’’ εµφανίζει σηµαντικά ποσοστά για τις κατηγορίες
‘‘Καθόλου’’ (25,6%), ‘‘Μικρό µέρος’’ (23,9%) και ‘‘Τα µισά’’ (22,8%). Η µέση τιµή που
προκύπτει και από τα παραπάνω είναι 2,6.
σελίδα 37
Τ001
Πίνακας 11. ∆ιάθεση κάλυψης του κόστους για την χρήση των παρακάτω υπηρεσιών σε ποσοστά % (1=Καθόλου, 2=Μικρό µέρος, 3=Τα µισά, 4=Πάνω από τα µισά, 5=Το σύνολο) Μικρό Πάνω από Υπηρεσίες Καθόλου µέρος Τα µισά τα µισά Το σύνολο ∆εν απ/σαν Σύνολο ΜΤ Υπηρεσίες καθαριότητας
στο σπίτι 15,6 10,0 8,9 8,9 23,9 32,8
100 3,3
Γενικές εργασίες 31,7 13,9 11,1 16,1 26,1
1,1 100 3,0
Φύλαξη παιδιών 20,0 17,2 29,4 16,1 15,0
2,2 100 2,9
Ιατρικές υπηρεσίες στο σπίτι 22,2 16,7 25,0 15,6 18,3
2,2 100 2,9
Σχολικός τροχονόµος 25,6 23,9 22,8 15,0 11,7 1,1
100 2,6
Υπηρεσίες για ηλικιωµένους 32,8 18,3 21,7 15,6 11,7 0,0
100 2,5
Καθαρισµός ακτών, οδικού
δικτύου 35,6 26,7 17,8 8,9 11,1 0,0
100 2,4
Συµβουλευτική υποστήριξη
σε νεαρά άτοµα µε
οικογενειακά προβλήµατα 32,8 27,2 22,2 9,4 7,2
1,1 100 2,3
Συµβουλευτική υποστήριξη
σε νέους γονείς 36,1 27,2 23,3 8,3 4,4
0,6 100 2,2
σελίδα 38
Τ001
Κοινωνικός διαµεσολαβητής 38,3 36,1 16,7 2,8 5,6
0,6 100 2,1
Σύµβουλος εργασίας 51,1 22,8 15,0 6,1 4,4
0,6 100 1,9
Έκτο επάγγελµα είναι οι ‘‘Υπηρεσίες για ηλικιωµένους’’ µε µέση τιµή 2,5. Η
πλειοψηφία των ερωτώµενων στην περίπτωση αυτή τείνει να έχει διάθεση να καλύψει
τα µισά και λιγότερα σχετικά µε το κόστος. Λαµβάνοντας υπόψη και το νεαρό της
ηλικίας του δείγµατος των ανέργων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην κατηγορία αυτή
προκύπτει από το γεγονός ότι είναι το µόνο επάγγελµα για το οποίο το ποσοστό όσων
δεν απάντησαν είναι µηδενικό.
Στις επόµενες θέσεις και µε πολύ µικρή διαφοροποίηση στις µέσες τιµές τους
,έχουµε κατά σειρά τέσσερα επαγγέλµατα. Αυτά είναι ο ‘‘Καθαρισµός ακτών-οδικού
δικτύου’’, η ‘‘Συµβουλευτική υποστήριξη σε νεαρά άτοµα µε οικογενειακά προβλήµατα’’
η ‘‘Συµβουλευτική υποστήριξη σε νέους γονείς’’ και ο ‘‘Κοινωνικός διαµεσολαβητής’’. Τα
ποσοστά των επαγγελµάτων αυτών κυµαίνονται σε παρόµοια επίπεδα. Το τελευταίο
στην κατάταξη επάγγελµα είναι αυτό του ‘‘Συµβούλου εργασίας’’ µε µέση τιµή 1,9. Το
µικρό ύψος της µέσης τιµής του, κατά κύριο λόγο οφείλεται στο πολύ µεγάλο ποσοστό
που έχει στην κατηγορία ‘‘Καθόλου’’ (51,1%). Η στάση αυτή από την πλευρά του
δείγµατος ίσως να υποδηλώνει ότι η συγκεκριµένη υπηρεσία θεωρείται ότι πρέπει να
προσφέρεται εξ ολοκλήρου από της κρατικές υπηρεσίες.
Από τα παραπάνω συµπεραίνουµε ότι τα επαγγέλµατα τα οποία παρουσιάζουν
υψηλότερες µέσες τιµές και άρα το δείγµα φαίνεται περισσότερο διατεθειµένο να
συµβάλλει οικονοµικά για την απολαβή των υπηρεσιών τις οποίες αυτά προσφέρουν,
αφορούν επαγγέλµατα τα οποία στοχεύουν στην προσωπική εξυπηρέτηση του πολίτη.
Αντίστοιχα για τα επαγγέλµατα τα οποία τείνουν να βελτιώνουν την ποιότητα των
δηµόσιων αγαθών ή ίσως δεν αφορούν άµεσα το δείγµα, έχουµε µικρή διάθεση
συµµετοχής στο κόστος για τη χρήση τους. Τέλος, πρέπει να τονισθεί και η αντίφαση
µεταξύ των δύο τελευταίων πινάκων που εστιάζεται αρχικά στις κατηγορίες ‘‘Υπηρεσίες
για ηλικιωµένους’’ και ‘‘Συµβουλευτική υποστήριξη σε νεαρά άτοµα µε οικογενειακά
προβλήµατα’’. Ενώ οι δύο αυτές κατηγορίες βρίσκονται στις πρώτες θέσεις
αναγκαιότητας ύπαρξης αυτών των υπηρεσιών, παρατηρείται ότι στη διάθεση κάλυψης
µέρους ή του συνόλου του κόστους τους, βρίσκονται στις µεσαίες θέσεις, γεγονός που
εκφράζει ξεκάθαρα την άποψη του δείγµατος ότι είναι µεν σηµαντικές για το κοινωνικό
σύνολο υπηρεσίες, αλλά θα πρέπει να διασφαλίζονται περισσότερο από το κράτος ή τις
τοπικές αρχές. Έπειτα, σχετικά µε την κατηγορία ‘‘Καθαρισµός ακτών-οδικού δικτύου’’
σελίδα 39
Τ001
εµφανίζεται η ίδια λογική, µιας και βρίσκεται στη δεύτερη θέση αναγκαιότητας, αλλά
σύµφωνα µε τον πίνακα 11, αντιµετωπίζεται περισσότερο ως δηµόσιο αγαθό που θα
πρέπει να προσφέρεται µε το ελάχιστο δυνατόν αντίτιµο.
Πίνακας 12. Ποσοστά χρηµατοδότησης των παραπάνω υπηρεσιών από το κράτος ή την τοπική αυτοδιοίκηση (ποσοστά %) Απάντηση Ποσοστό % Όχι 1,1 Ναι 98,9 Κράτος 57,3 ∆ήµος 24,4 Νοµαρχία 17,2 Σύνολο 100,0
Η συντριπτική πλειοψηφία του δείγµατος συµφωνεί µε την άποψη πως το
κράτος ή η τοπική αυτοδιοίκηση πρέπει να συµµετέχουν οικονοµικά στην κάλυψη του
κόστους χρήσης των παραπάνω επαγγελµάτων, τα οποία ανήκουν στον κοινωνικό
τοµέα. Ο Πίνακας 12 παρουσιάζει τα επιµέρους ποσοστά της άποψης αυτής.
Αναλυτικότερα, µόνο το 1,1% δεν συµφωνεί µε την άποψη αυτή. Το υπόλοιπο 98.9%
µοιράζεται ανάµεσα σε τρεις επιλογές. Η άποψη ότι το Κράτος πρέπει να συµµετέχει
οικονοµικά είναι η κυρίαρχη µε ποσοστό 57,2%. Έπεται ο ∆ήµος µε 24,2% και τέλος η
Νοµαρχία µε 17,2% Από τα παραπάνω συµπεραίνεται πως τα επαγγέλµατα του τρίτου
τοµέα, εντάσσονται στη συνείδηση του δείγµατος περισσότερο στις υποχρεώσεις του
κράτους και λιγότερο σε αυτές της τοπικής αυτοδιοίκησης, ενώ σε συνάρτηση µε τον
Πίνακα 11, παρατηρείται ότι το αντίτιµο της προσφοράς των υπηρεσιών τους δεν
θεωρείται ότι πρέπει να βαραίνει εξ ολοκλήρου τον ίδιο τον πολίτη, ακόµα και αν οι
υπηρεσίες αυτές τον αφορούν στο σύνολό τους άµεσα ή έµµεσα.
Πίνακας 13. Κοινωνικές οµάδες στις οποίες πρέπει να προσφέρονται οι παραπάνω υπηρεσίες (ποσοστά %) Κοινωνικές οµάδες Ποσοστό % Ηλικιωµένοι 72,8 Άτοµα µε ειδικές ανάγκες 72,2 Ασθενείς 35,0 Μονογονεϊκές οικογένειες 30,6 Σε όλες τις κοινωνικές οµάδες 24,4 Νεαρά άτοµα µε οικογενειακά προβλήµατα 20,6 Φοιτητές 13,3 Αλλοδαποί 2,8 Άλλο 0,6
σελίδα 40
Τ001
Ο Πίνακας 13 παρουσιάζει σε φθίνουσα σειρά τις κοινωνικές οµάδες στις οποίες
πρέπει κατά προτεραιότητα να προσφέρονται οι παραπάνω υπηρεσίες, σύµφωνα πάντα
µε την άποψη του δείγµατος. Στις δύο πρώτες θέσεις έχουµε την κατηγορία των
‘‘Ηλικιωµένων’’ µε 72,8% και τα ‘‘Άτοµα µε ειδικές ανάγκες’’ µε ποσοστό 72,2%. Με
υποδιπλάσια ποσοστά από τα προηγούµενα ακολουθούν οι κατηγορίες των ‘‘Ασθενών’’
(35,0%), οι ‘‘Μονογονεϊκές οικογένειες’’ (30,6%), τα ‘’Νεαρά άτοµα µε οικογενειακά
προβλήµατα’’ (20,6%), οι ‘‘Φοιτητές’’ (13,3%) και οι ‘‘Αλλοδαποί’’ µε 2,8%. Η
κατηγορία ‘‘Σε όλες τις κοινωνικές οµάδες’’ εµφανίζεται µε ποσοστό 24,4%.
∆ιαπιστώνεται ότι στις υψηλότερες θέσεις βρίσκονται οι πιο ευπαθείς κοινωνικές
οµάδες, καταδεικνύοντας έτσι µια κοινωνική ευαισθησία του δείγµατος. Μικρή
προτεραιότητα δίνεται από την πλευρά του δείγµατος σε κατηγορίες που επιδιώκουν
ένα συµπληρωµατικό εισόδηµα, όπως οι ‘Φοιτητές’, γεγονός που εντοπίζει τη
σοβαρότητα του προβλήµατος της ανεργίας, µιας και θεωρείται ότι προηγούνται αυτοί
που είναι έτοιµοι να ενταχθούν στις παραγωγικές διαδικασίες. Εντύπωση προκαλεί το
πολύ µικρό ποσοστό της κατηγορίας των ‘Αλλοδαπών’. Το τελευταίο ίσως να αποτελεί
µια ένδειξη του µικρού βαθµού ενσωµάτωσης των οικονοµικών µεταναστών, όχι τόσο
στην ελληνική οικονοµία, αλλά στην συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας. Η είσοδος
τους στη χώρα φαίνεται να ανατιµετωπίζεται περισσότερο ως ένα αναγκαίο κακό, ενώ
ως κοινωνική οµάδα δεν θεωρείται ότι χρήζει υποστήριξης. Το σκεπτικό αυτό ενισχύεται
και από τα αποτελέσµατα του επόµενου πίνακα.
Πίνακας 14. Κοινωνικές οµάδες, οι οποίες έχουν προτεραιότητα να εργαστούν στις παραπάνω υπηρεσίες Κοινωνικές οµάδες Ποσοστό % Νέοι άνεργοι 70,0 Γυναίκες χωρισµένες µε παιδί 50,6 Άτοµα µε ειδικές ανάγκες 32,2 Άτοµα µεγάλης ηλικίας 17,8 Άτοµα που επιζητούν µερική απασχόληση 7,2 Φοιτητές 5,6 Άλλο 3,3 Μετανάστες 3,3
Ο Πίνακας 14 δίνει τα ποσοστά των απαντήσεων του δείγµατος αναφορικά µε το
ποιες κοινωνικές οµάδες έχουν προτεραιότητα να εργαστούν στις υπηρεσίες του Πίνακα
11. Η κατάταξη ακολουθεί µια ιεραρχική σειρά όπως παρουσιάζεται στον πίνακα.
Αναλυτικότερα, όσο αποµακρυνόµαστε από την κορυφή το ποσοστό φθίνει περίπου
κατά 15-20% ανά θέση, τουλάχιστον µέχρι και την πέµπτη κοινωνική οµάδα, έπειτα
από την οποία τα ποσοστά είναι της ίδιας τάξης.
σελίδα 41
Τ001
Οι ‘‘Νέοι άνεργοι’’ εµφανίζονται µακράν στην πρώτη θέση µε ποσοστό 70,0% και
ακολουθούν οι ‘‘Γυναίκες χωρισµένες µε παιδί’’ (50,6%). Έπειτα έχουµε τα ‘‘Άτοµα µε
αναπηρία’’ (32,2%) και τα ‘‘Άτοµα µεγάλης ηλικίας’’ (17,8%). Με αρκετά µικρότερα
ποσοστά στις επόµενες θέσεις είναι ‘‘Τα άτοµα που επιζητούν µερική απασχόληση’’
(7,2%), οι ‘‘Φοιτητές’’(5,6%) και οι ‘‘Μετανάστες’’ (3,3%).
Η πλειοψηφία του δείγµατος είναι νεαρής ηλικίας, οπότε και το ποσοστό της
κατηγορίας ‘‘Νέοι άνεργοι’’ στον Πίνακα 14 κρίνεται αναµενόµενο. Οι υπόλοιπες τρεις
οµάδες που παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά επιβεβαιώνουν το κοινωνικό ενδιαφέρον
προς αυτές, το οποίο εντοπίστηκε και στον Πίνακα 13. Σε γενικές γραµµές,
επιβεβαιώνεται και πάλι η συµπάθεια και η προτεραιότητα που εκδηλώνει το δείγµα
προς τα περισσότερο ευάλωτα κοινωνικά σύνολα. Παράλληλα, και σε αυτήν την
περίπτωση, δίνεται µικρή προτεραιότητα σε κοινωνικά σύνολα που έχουν ανάγκη
συµπληρωµατικό εισόδηµα όπως ‘‘Τα άτοµα που επιζητούν µερική απασχόληση’’ και οι
‘‘Φοιτητές’’, ενώ δεν φαίνεται να υπάρχει διάθεση ενίσχυσης των ευκαιριών
απασχόλησης των αλλοδαπών.
Πίνακας 15. Χαρακτηριστικά τα οποία πρέπει να διακρίνουν κάποιον, ώστε να µπορεί να ανταποκριθεί σε µία από τις παραπάνω ευκαιρίες απασχόλησης (ποσοστά %) Χαρακτηριστικά Ποσοστό % Προθυµία για εργασία 61,1 Γνώση του αντικειµένου 52,2 ∆ιάθεση κοινωνικής συνεισφοράς 42,8 Πτυχίο ΑΕΙ/ΤΕΙ 35,0 Οργάνωση και δηµιουργικότητα 31,7 Τιµιότητα 29,4 Οµαδικότητα 13,9 Άλλο 1,1
Στον Πίνακα 15 παρατίθενται τα χαρακτηριστικά τα οποία πρέπει να διακρίνουν
κάποιον, ώστε να µπορεί να ανταποκριθεί, σε µία από τις παραπάνω ευκαιρίες
απασχόλησης. Το κύριο χαρακτηριστικό το οποίο απαιτείται είναι η ‘‘Προθυµία για
εργασία’’ η οποία εκφράζεται µε ποσοστό ύψους 61,1%. ∆εύτερο στην κατάταξη
έρχεται η ‘‘Γνώση του αντικειµένου’’ (52,2%) και τρίτο η ‘‘∆ιάθεση κοινωνικής
συνεισφοράς’’ (42,2%). Ακολουθεί η προϋπόθεση της κατοχής ‘‘πτυχίου ΑΕΙ/ΤΕΙ’’
(35,0%), η ‘‘Οργάνωση και δηµιουργικότητα’’ (31,7%), η ‘‘Τιµιότητα’’ (29,4%) και
τέλος η ‘‘Οµαδικότητα’’ (13,9%). Η κατάταξη της ‘‘Προθυµίας για εργασία’’ στην πρώτη
θέση συµφωνεί µε τον προηγούµενο πίνακα, αφού αποτελεί κύριο γνώρισµα των νέων
ανέργων. Επίσης, υψηλό ποσοστό διαθέτει η ‘‘Γνώση του αντικειµένου’’, η οποία
απαίτηση περιορίζει τους µη ειδικευµένους και καταρτισµένους άνεργους. Στην
τελευταία θέση βρίσκεται η ‘‘Οµαδικότητα’’ µε αρκετά µικρό ποσοστό. Το ποσοστό αυτό
σελίδα 42
Τ001
µπορεί να δικαιολογηθεί από το γεγονός ότι τα επαγγέλµατα, τα οποία στον Πίνακα 11
παρουσίασαν την υψηλότερη ελκτικότητα, δεν απαιτούν ιδιαίτερη συνεργασία για να
διεκπεραιωθούν τα καθήκοντα που αυτά συνεπάγονται.
Συνοπτικά, οι τάσεις οι οποίες εντοπίστηκαν από την ανάλυση των πινάκων για
τα νοικοκυριά, δείχνουν µια ξεκάθαρη τοποθέτηση, ότι οι πιο ευπαθείς κοινωνικές
οµάδες πρέπει να αποτελούν κύριο στόχο για τη δηµιουργία θέσεων εργασίας, προς
εξυπηρέτηση των αναγκών τους. Οι υπηρεσίες για τις οποίες εµφανίζεται µεγαλύτερη
προθυµία από το δείγµα για συνεισφορά στο κόστος, είναι αυτές που προσφέρουν
θέσεις εργασίας που παρέχουν προσωποκεντρική εξυπηρέτηση. Το αντίστροφο ισχύει
για αυτές που αναφέρονται σε εξυπηρέτηση του γενικότερου κοινωνικού συνόλου.
Στον κανόνα των περιπτώσεων φαίνεται πως η συγχρηµατοδότηση, από το κράτος κατά
κύριο λόγο, θεωρείται επιβεβληµένη ανεξαρτήτως του είδους της υπηρεσίας που
προσφέρεται.
Σε τελική ανάλυση, τη µεγαλύτερη προτεραιότητα για εργασία φαίνεται να
έχουν οι νέοι άνεργοι και ορισµένες ευπαθείς κοινωνικές οµάδες, όπως οι χωρισµένες
γυναίκες µε παιδί και τα άτοµα µε ειδικές ανάγκες, κάτι το οποίο αναµενόταν µιας και
αποτελούν κοινωνικά σύνολα που χρήζουν της µεγαλύτερης δυνατής στήριξης. Τα
ουσιαστικά προσόντα που απαιτούνται από το κοινωνικό σύνολο είναι, κατά κύριο
λόγο, η προθυµία για εργασία και η σωστή κατάρτιση σε κάθε θέση εργασίας, κάτι το
οποίο θα µπορούσε να θεωρηθεί ως ένας συνδυασµός της αξίας για διάθεση για
προσφορά και της αναγκαιότητας της γνώσης και της εκπαίδευσης στην κάλυψη
οποιασδήποτε θέσης εργασίας.
12. ∆ιεύρυνση της προσφοράς εργασίας στα πλαίσια της
κοινωνικής οικονοµίας
Στο Κεφάλαιο 12 αναλύονται τα δεδοµένα του δεύτερου ερωτηµατολογίου της
µελέτης, το οποίο αφορά τις τάσεις των ανέργων απέναντι στις προτεινόµενες θέσεις
εργασίας στην αγορά στόχου. Σε αυτό το ερωτηµατολόγιο, όπως έχει ήδη αναφερθεί,
το δείγµα αποτελείται από 85 ανέργους, οι οποίοι επιλέχθηκαν τυχαία, χωρίς ορισµένες
προϋποθέσεις, και προέρχονται από τµήµατα κατάρτισης του Κέντρου Κατάρτισης
Νοµαρχιακής Αυτοδιοίκησης Μαγνησίας (ΚΕΚΑΝΑΜ), από εγγεγραµµένους ανέργους
στις υπηρεσίες του ΟΑΕ∆ της πόλης του Βόλου και από τους σηµαντικότερους οικισµούς
του Νοµού Μαγνησίας.
Στην οµάδα των Πινάκων 16-22 παρουσιάζονται στατιστικά στοιχεία των
ανέργων. Αυτά αφορούν ηλικιακά δεδοµένα, τον τόπο κατοικίας, την οικογενειακή
κατάσταση, αλλά και πληροφορίες σχετικά µε την εκπαίδευση και πιθανή προηγούµενη
απασχόληση τους.
σελίδα 43
Τ001
Πίνακας 16. Ηλικία Ηλικία (έτη) Ποσοστό % 18-35 71,8 36-55 23,5 56< 4,7 Σύνολο 100,0
Στον Πίνακα 16 παρουσιάζονται τα ηλικιακά δεδοµένα του δείγµατος. Το κύριο µέρος
του είναι νεαρής ηλικίας όπως φαίνεται από το ποσοστό της ηλικιακής οµάδας ‘‘18-35’’
το οποίο είναι 71,8%. Η οµάδα ‘‘36-55’’ έχει ποσοστό 23,5%, ενώ αυτή των ‘‘56 και
International Journal of Social Economics, vol.30, no 11
ZAFIROVSKI M. (2000), ‘Ontological (empirical) foundations of sociological
economics’, International Journal of Economics, vol. 27, no 11
σελίδα 59
Τ001
15. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Πίνακες παραρτήµατος Πίνακας 25. Αναλυτικός πίνακας αξιολόγησης των δραστηριοτήτων των κοινωνικών οργανώσεων στο Νοµό Μαγνησίας σε ποσοστά % (5 είναι η πιο θετική γνώµη)
Πίνακας 28. Αναλυτικός πίνακας των επιµέρους µέσων τιµών της αξιολόγηση σε ποιο βαθµό θα ήσασταν διατεθειµένοι να πληρώσετε κάποιο µέρος του κόστους για τη χρήση των παρακάτω υπηρεσιών
Πίνακας 32. Αναλυτικός πίνακας των χαρακτηριστικών τα οποία πρέπει να διακρίνουν κάποιον, ώστε να ανταποκριθεί σε µία από τις παραπάνω ευκαιρίες απασχόλησης, σε ποσοστά %
Πίνακας 33. Αναλυτικός πίνακας των χαρακτηριστικών του τµήµατος του δείγµατος, το οποίο ενδιαφέρεται για το επάγγελµα του κοινωνικού διαµεσολαβητή σε ποσοστά %
Πίνακας 34. Αναλυτικός πίνακας των χαρακτηριστικών του τµήµατος του δείγµατος, το οποίο ενδιαφέρεται για το επάγγελµα του σχολικού τροχονόµου σε ποσοστά %
Πίνακας 35. Αναλυτικός πίνακας των χαρακτηριστικών του τµήµατος του δείγµατος, το οποίο ενδιαφέρεται για το επάγγελµα της υποστήριξης σε νέους γονείς, σε ποσοστά %
Πίνακας 36. Αναλυτικός πίνακας των χαρακτηριστικών του τµήµατος του δείγµατος, το οποίο ενδιαφέρεται για το επάγγελµα της προσφοράς υπηρεσιών καθαριότητας στο σπίτι, σε ποσοστά %
Πίνακας 37. Αναλυτικός πίνακας των χαρακτηριστικών του τµήµατος του δείγµατος, το οποίο ενδιαφέρεται για το επάγγελµα της φύλαξης παιδιών, σε ποσοστά %
Πίνακας 38. Αναλυτικός πίνακας των χαρακτηριστικών του τµήµατος του δείγµατος, το οποίο ενδιαφέρεται για το επάγγελµα της προσφοράς ιατρικών υπηρεσιών στο σπίτι, σε ποσοστά %
Πίνακας 39. Αναλυτικός πίνακας των χαρακτηριστικών του τµήµατος του δείγµατος, το οποίο ενδιαφέρεται για το επάγγελµα του καθαρισµού ακτών και του οδικού δικτύου, σε ποσοστά %
Πίνακας 40. Αναλυτικός πίνακας των χαρακτηριστικών του τµήµατος του δείγµατος, το οποίο ενδιαφέρεται για το επάγγελµα της προσφοράς υπηρεσιών σε ηλικιωµένους, σε ποσοστά %
Πίνακας 41. Αναλυτικός πίνακας των χαρακτηριστικών του τµήµατος του δείγµατος, το οποίο ενδιαφέρεται για το επάγγελµα του συµβούλου εργασίας, σε ποσοστά %
Πίνακας 42. Αναλυτικός πίνακας των χαρακτηριστικών του τµήµατος του δείγµατος, το οποίο ενδιαφέρεται για το επάγγελµα της προσφοράς γενικών εργασιών στο σπίτι, σε ποσοστά %
Το πρόγραµµα της Κ. Π. EQUAL συγχρηµατοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταµείο σε ποσοστό 75% και από το Υπουργείο Απασχόλησης και Κοινωνικής