Top Banner
67

Nea Synora, 110, 2011

Mar 22, 2016

Download

Documents

Οδυσσέας Ελύτης: 13 χρόνια από το θάνατό του. 2-11-1911 – 18-3-1998 Ποιήματα Καλαπανίδας, Λογοθέτη και Σερκεδάκης.
Welcome message from author
This document is posted to help you gain knowledge. Please leave a comment to let me know what you think about it! Share it to your friends and learn new things together.
Transcript
Page 1: Nea Synora, 110, 2011
Page 2: Nea Synora, 110, 2011

Εσείς κι εμείς:

Το έργο του εξώφυλλου είναι του ζωγράφου Αριστομένη Τσολάκη, λάδι, 12Χ17 cm. Είμαστε στο τεύχος 110, χρόνος 42ος, Απρίλης - Ιούνης 2011. Συνεχίζετε η επιθυμία μας να «ντύνουμε» τα νέα τεύχη μας με εξώφυλλα καλλιτεχνών, και βέβαια, όσοι ζωγράφοι επιθυμούν να δουν έργα τους στα εξώφυλλα του περιοδικού μας «Νέα Σύνορα», είναι καλοδεχούμενοι. Καλοδεχούμενοι κι όσοι από σας θέλουν να στείλουν συνεργασία τους. Γνωστό πως μετά το τυπωμένο τεύχος μας 101-102, με τα μνημεία κακοδικίας που καταχώρησε, τα τεύχη μας θα κυκλοφορούν ηλεκτρονικά δια μέσου του Ίντερνετ. Όσοι αναγνώστες μας θέλουν να λάβουν παλιά τυπωμένα τεύχη μας, ας μας τηλεφωνούν: 210-8815275 ή 6974868530. Η «επιβάρυνση» είναι δύο (2) ευρώ το τεύχος, εκτός τα ταχυδρομικά. Άδικο να μιλάμε για τυπωμένα τεύχη και ηλεκτρονικά τεύχη. Κάποιοι φιλόπονοι, προφανώς νέοι άνθρωποι, που πλαισιώνουν στο Ίντερνετ το «Google» Ελλάδα, μέσω των ηλεκτρονικών σελίδων τους, μας έχουν «αναβαθμίσει» τα εκατόν τόσα τυπωμένα τεύχη μας, και σε ηλεκτρονικά. Ευχαριστίες πολλές. Δ. Β.

&

Αριστομένη Τσολάκη, λάδι, 30Χ20 cm

Page 3: Nea Synora, 110, 2011

Στέγη Πολιτιστικών ΕκδηλώσεωνΕκδόσεις - Περιοδικό - Εφημερίδα

Τώρα και ηλεκτρονικό περιοδικόπου κάνει το γύρο του πλανήτη μας

«Νέα Σύνορα», τεύχος 110Χρόνος 42ος Απρίλης - Ιούνης 2011

Εκδότης - Διευθυντής: Δημ. ΒαλασκαντζήςΑγίων Αποστόλων 6, Κυψέλη, 113 62 Αθήνα

τηλ. 210-8815275 & 210-6435709, κιν. 6974-868530www.nea-synora.gr & www.neasynora.blogspot.com [email protected] & [email protected]

& www.neasynora.gr

&

Οδυσσέας Ελύτης: 13 χρόνια από το θάνατό του.

2-11-1911 – 18-3-1998

Οδυσσέας Ελύτης: Βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας,1978.

Page 4: Nea Synora, 110, 2011

Για τον Οδυσσέα Ελύτη έχουμε πραγματοποιήσει τρεις συνεχόμενες τιμητικές βραδιές στην παλιά Στέγη μας Πολιτιστικών Εκδηλώσεων «Νέα Σύνορα», Γαμβέτα 6, τις παρακάτω: 11-3-1980, 18-3-1980 και 15-4-1980. Μερικά δημοσιεύματα του Τύπου.

Page 5: Nea Synora, 110, 2011
Page 6: Nea Synora, 110, 2011

Τις ημέρες εκείνες επισκεφτήκαμε τον Οδυσσέα Ελύτη σπίτι του και του παραδώσαμε εκτός από βιβλία που μας είχαν στείλει θαυμαστές του και μια μεταξοτυπία, έργο του ζωγράφου Δημήτρη Ταλαγάνη, που ήταν εμπνευσμένο από την ποίησή του: Ελύτης 1979. Διαστάσεων 50Χ70.

Page 7: Nea Synora, 110, 2011

Οδυσσέας Ελύτης 2-11-1911 - 18-3-1998. Φωτ. Πουλίδη.

Οδυσσέας ΕλύτηςΑπό τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια:

Ο Οδυσσέας Ελύτης (2 Νοεμβρίου 1911 - 18 Μαρτίου 1996), φιλολογικό ψευδώνυμο του Οδυσσέα Αλεπουδέλλη του Παναγιώτη, ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, μέλος της λογοτεχνικής γενιάς του '30. Διακρίθηκε το 1960 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το 1979 με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, γνωστός για τα ποιητικά του έργα Άξιον Εστί, Ήλιος ο πρώτος, Προσανατολισμοί κ.α. Διαμόρφωσε ένα προσωπικό ποιητικό ιδίωμα και θεωρείται ένας από τους ανανεωτές της ελληνικής ποίησης. Πολλά ποιήματά του μελοποιήθηκαν ενώ συλλογές του έχουν μεταφραστεί μέχρι σήμερα σε πολλές ξένες γλώσσες. Το έργο του περιλάμβανε ακόμα μεταφράσεις ποιητικών και θεατρικών έργων. Υπήρξε μέλος της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών έργων Τέχνης και της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Κριτικής, Αντιπρόσωπος στις Rencontres Internationales της Γενεύης και Incontro Romano della Cultura της Ρώμης.

Ο Οδυσσέας Ελύτης με φίλους του, ακολουθεί ένα ποίημά του

Page 8: Nea Synora, 110, 2011

Η ΚΟΡΗ ΠΟΥ 'ΦΕΡΝΕ Ο ΒΟΡΙΑΣ

Σε μεγάλη απόσταση μέσα στην ευωδιά του δυόσμου αναλογίστηκαπου πάω     κι είπα     για να μη μ' έχει του χεριού της η ερημιά     ναβρω εκκλησάκι να 'χω να μιλήσω.

Η βοή απ' το πέλαγος μου 'τρωγε σαν την αίγα μαύρο σωθικό     καιμου άφηνε άνοιγμα ολοένα πιο καλεστικό στις Ευτυχίες     Όμως τι-ποτα κανείς

Μόνο πύρωνε τριγύρω της αγριελιάς η μαντοσύνη

Κι όλη    στο μάκρος της αφρόσκονης     έως ψηλά πάνω από το κε-φάλι μου η πλαγιά     χρησμολογούσε και σισύριζε     με τρεμίσματαμωβ μυριάδες και χερουβικά εντομάκια     Ναι ναι συμφωνούσα     οιθάλασσες αυτές θα εκδικηθούνε     Μια μέρα οι θάλασσες αυτές θαεκδικηθούνε

Όπου     απάνου κει     από τον ερειπιώνα της αποσπασμένη     φάνη-κε     να κερδίζει σε ύψος     κι όμορφη που δε γίνεται άλλο     μ' όλα ταχούγια των πουλιών στο σείσιμό της     η κόρη που 'φερνε ο Βοριάςκι εγώ περίμενα

Κάθε οργιά πιο μπρος     με το που απίθωνε στηθάκι να του αντιστα-θεί ο αέρας     κι από μια τρομοκρατημένη μέσα μου χαρά που ανέβαι-νε ως το βλέφαρο να πεταρίσει

Άϊ θυμοί κι άϊ τρέλες της πατρίδας!

Σπούσαν πίσω της αφάνες φως κι άφηναν μες στον ουρανό     κάτι σανάπιαστα του Παραδείσου σήματα

Πρόκανα μια στιγμή να δω     μεγαλωμένη τη διχάλα των ποδιών     κιόλο το μέσα μέρος     με το λίγο ακόμη σάλιο της θαλάσσης     Ύστε-ρα μου 'ρθε η μυρωδιά της     όλο φρέσκο ψωμί κι άγρια βουνίσιαγιάμπολη

Έσπρωξα τη μικρή ξύλινη πόρτα και άναψα κερί     Που μια ιδέα μουείχε γίνει αθάνατη.

&

Page 9: Nea Synora, 110, 2011

ΧΩΡΟΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

Σ’ αυτό το τεύχος παρουσιάζουμε μία ποιήτρια και δύο ποιητές: Τη Μαρία Λογοθέτη, τον Κώστα Καλαπανίδα και τον Γιώργη Σερκεδάκη. Από τη θέση αυτή θα παρουσιάζονται νέοι και παλιοί Έλληνες και ξένοι ποιητές. Ακόμα στο τέλος των ποιητικών κειμένων, καταχωρούμε ενημέρωση για τους υπεύθυνους βιβλιοθηκών, βιβλιοθηκάριους, βιβλιοθέτες, βιβλιοκόμους, τον τρόπο που μπορούν να λάβουν δωρεάν βιβλία των εκδόσεών μας και όλα τα τεύχη (102) που έχει εκδώσει το περιοδικό μας, με μόνη βέβαια επιβάρυνση τους τα ταχυδρομικά.

Ο ποιητής Κώστας Καλαπανίδας

Έργο του Χρήστου Ντάντα, μολύβι, 25Χ35.

Είναι κοινή η διαπίστωση ότι, υπάρχουν ποιήματα «ήσσονων ποιητών», που στέκουν με αξιώσεις ανάμεσα στα καλά ποιήματα «μείζονων ποιητών». Υπάρχουν και ποιήματα διακεκριμένων ποιητών, που δεν αντέχουν να βρίσκονται ανάμεσα στα καλά ποιήματα ποιητών ήσσονων. Απορρίπτουμε, ως εκ τούτου, την χωρίς λόγο και σκοπό παλιά κατηγοριοποίηση των ποιητών σε μικρούς και μεγάλους. Μας αρκεί η κοινή διαπίστωση και παραδοχή ότι, αν κάποιος έδωσε ποιήματα που πληρούν τις προϋποθέσεις και τα όρια που απαιτεί η Τέχνη της ποίησης, είναι ποιητής. Μετά την παραδοχή αυτή, το λόγο παίρνουν τα ποιήματα. Μια δεύτερη κοινή διαπίστωση, που σχετίζεται με την πρώτη, είναι ότι, επαρκή λειτουργικά και όμορφα ποιήματα που, λόγω βιώματος και ιδιοσυγκρασίας, έγραψε ένας «ήσσων» ποιητής, δεν ήταν δυνατό να τα είχε γράψει ένας «μείζων». Και φυσικά δεν τα έγραψε. Θα τα «υπέγραφε» όμως ως ποιήματα. Εδώ χρειάζονται (και δίνω) παραδείγματα: Δεν ήταν δυνατό να γράψει ο Ρίτσος την αγροτική ποίηση του Μ. Μέσκου. Ο Ελύτης την οργισμένη ποίηση του Θωμά Γκόρπα. Ο Σεφέρης τις εμφυλιακές «διηγήσεις» του Κ. Καλαπανίδα, ούτε τα τρυφερά παιδικά ποιήματά του ο Μ. Σαχτούρης. Και φυσικά κανένας (όντως) ποιητής δεν έχει τον τρόπο και τη γραφή του άλλου - αν αυτό συμβαίνει, πρόκειται για κακή μίμηση. Το μόνο, επομένως, στοιχείο, που διακρίνει ποιητές και ποιήσεις, είναι τα ποιήματά τους που λειτουργούν στους φίλους της ποίησης σαν λογότυποι: Ο Τάκης

Page 10: Nea Synora, 110, 2011

Πλούμας, Η φοινικιά, Η Πρέβεζα, Ο λαγός, Η προσευχή του ταπεινού, Ο Σταύρος ο μηχανικός της οδού Καλλιρόης, Η ιερά οδός, Η κίχλη, Χώμα ελληνικό, Η Παναγίτσα στο Πυργί, Ο Μπολιβάρ, ο Σταυραετός, Η μάνα του Χριστού, Η σονάτα του σεληνόφωτος κ.λ.π. Θα παρουσιάσουμε στη συνέχεια μερικά ποιήματα του (όντως) ποιητή Κώστα Καλαπανίδα, ανταποκρινόμενοι με αγάπη στην ειλικρινή φιλία του, που κρατάει δεκαετίες, κατά τις οποίες παρακολουθούμε την κατά ομόκεντρους κύκλους ανάπτυξη της πολύ ενδιαφέρουσας λυρικής ποίησής του. Την απαγγέλλουμε και σκεφτόμαστε πράγματα που δεν είχαμε σκεφτεί. Ανακαλύπτουμε δομές, και τρόπους γραφής και εκπληττόμαστε ευχάριστα. Σπουδάζουμε την απλή αλλά καίρια γλωσσική του έκφραση, μας συγκινεί. Δεν απορούμε μαζί με τον Ευτύχη Μπιτσάκη που, διαβάζοντας την ποιητική του συλλογή «ΔΙΗΓΩΝΤΑΣ», του είπε: «Απορώ πώς με τέτοια ποίηση, δεν έγινες και δεν είσαι γνωστός ως ποιητής». Και δεν απορούμε, που ο Κώστας Καλαπανίδας δεν ξέρει κι ούτε ξοδεύει για δημόσιες σχέσεις. Κάθεται στο σπίτι του και γράφει. «Το να γίνω γνωστός δεν είναι δουλειά δική μου», λέει. Γι’ αυτό πήραμε την πρωτοβουλία να δημοσιεύσουμε ποιήματά του από τις δυο τελευταίες, την 15η και 16η, ποιητικές συλλογές του:

«ΔΙΗΓΩΝΤΑΣ»

Οριζοντίως και καθέτως

Μετά την καλοσύνη αρχίζ' η ενοχή τού δίχως καλοσύνη. Διαφέρει μόνο αν τη μετράς οριζόντια, ή αν τη βλέπεις καθέτως. Ο Βρεττάκος, για παράδειγμα, πέρα ως πέρα καλός, νιώθει ενοχή που δεν κράτησε τον πόνο του γείτονα όμορφα πάνω στον ώμο του. Κι είναι σαν λίμνη στρωτή· ρίχνεις το βότσαλο και οι ένοχοι κύκλοι δεν βρίσκουν ακτή. Η δική μου ενοχή μετριέται καθέτως.Σαν το πηγάδι, για παράδειγμα, που του εξαντλήσαν το νερό, κι ο κουβάς, στεγνός, χτυπάει στου βυθού τις πέτρες και δοκιμάζει τη συνείδηση. Όμως το ύψος έχει το βάθος του· το σχοινί του κουβά άκρες· και το άφες αυτοίς ακουμπά στο φραγγέλιο. Για τούτο λέγαν οι παλιοί: « Όταν μαζεύετε τα μήλα, αφήστε κι ένα δύο στη μηλιά». 1986

Page 11: Nea Synora, 110, 2011

Τρισάγια

δεν έχω γράψει ποιήματα μόνο σταυρούς σε μνήματα καρφώνω

Μίλτος Σαχτούρης1Κι εκεί που η γυναίκα ζύμωνε ψωμί απ' το καινούργιο αλεύρι,και τα παιδιά κάνανε κούνιες στα κλαδιά των δέντρωνκαι τα πουλιά σταχομαζώνανε και τα μυρμήγκια,όρμισε φοβερό το ανεπιθύμητο,σαν ποτάμι που αναθυμάται την παλιά του κοίτη στα σπαρμένα.Κρατήθηκε από την άσπρη ποδιά - τα χέρια της γεμάτα ζυμάρι -τα παιδιά πήδησαν απ' τα δέντρα,ενώ τα πουλιά, που ακόμα σταχομάζωναν,σηκώθηκαν αναμαλλιασμένο γνεφάκι στην πρώτη ντουφέκια.Ο πρώτος νεκρός!Κείνο το ψωμί δεν έσκασε, δε ρόδισε, δε μοσχομύρισε ποτέν’ αλείψουν φέτες τα παιδιά, να πέσουν ψίχουλα για τα πουλιά,να πάρει το δίκιο του κι ο ζητιάνος. Μόνε ξεχείλισεαπ' την πινακωτή και σκέπασε το νυφιάτικο, υφαντό μεσάλι.

2Ο άντρας γύρισε χωρίς την άσπρη φοράδα του, που την έλεγε «νύ-φη μου!» Την ξεκοιλιάσανε τ' αεροπλάνα,που πολυβολούσαν χτένι το δάσος.«Κάλλιο εσύ, νύφη μου, γιατί έχω παιδιά να μεγαλώσω, ο έρμος...»Την έκλαψε εκεί στην ερημιά σαν παιδί,φορτωμένη κασόνια με σφαίρες.«Καταραμένοι, που κάνετε τον πόλεμο!»Τη χάιδευε κι εκείνη χτυπιόταν στο χώμα, ζεστή.Γύρισε μόνος, κρατώντας το χαλινάρι με τ' ασημόκαρφα.Τα ξανάλεγε κι έκλαιγε.Οι άλλοι φόρτωναν κι έφευγαν – ο κόσμος αγριεύτηκε κι αγρίεψε.«Εγώ δε φεύγω. Εδώ είν' ο τόπος μου.»Έμειν' εκεί. Στον τόπο του. Για πάντα.

3Ο Πανάγος, ο Βάιος, ο Κωσταντής έφυγαν εξόριστοι στη Ρουμανία, θυρωροί στην Αθήνα, συνδικαλιστές στη Δυτική Γερμανία, να ζυμώνουν τη νέα εργατική συνείδηση στο όραμα της ειρήνης. Και η ειρήνη να διαβρώνεται ύποπτα από ανώνυμα οξέα με το «Δε γίνεται τίποτα!»

Δεν είν' αυτά ποιήματα τρισάγια είναι σε μνήματα θυμάμαι και θυμώνω.

1978

Page 12: Nea Synora, 110, 2011

Η. Κ. (1907 - 1947)

Η υπογραφή

Ο αδερφός μου ήρθε στη ζωή για να πεθάνει.Είδε το φως, ανέπνευσε, δεν μπόρεσε όμως να πιει γάλα ζωής.Ο πατέρας μου τον πήρε τρυφερά από τον κόρφο της λεχώνας,που ανασηκώθηκε κλαίγοντας κι έκανε το σταυρό της,τον σήκωσε, γυμνούλι, πιο ψηλά απ' τα μάτια του, είπε:«Στ' όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος,σε βαφτίζω χριστιανό και σ' ονομάζω Γεώργιο».Σε λίγο ο αδερφός μου έπαψε ν’ αναπνέει.Απόκτησε όμως το δικαίωμα επώνυμου σταυρού,πλάι στους τάφους των προγόνων.Τα λουλούδια μεγαλύτερ' απ' το μικρό σώμα του.Την επομένη, 21-1-1946, ο πατέρας μου δήλωσε στο ληξιαρχείοτη γέννηση, τη βάφτιση και το θάνατο του αδερφού μουκι έβαλε την υπογραφή του,τεκμήριο ότι υπήρξαν και οι δυο σε μια εποχή θανάτων.

Το σφοντύλι

Στον απάνω κόσμο άφησε μόνο ένα σφοντύλι,βαρύ και σκληρό από ξύλο βελανιδιάς.Στη μεγάλη φούρλα, γύρω απ' το κενό κέντρο,χάραξε βαθιά με το μαχαίρι του ένα όνομα: ΑΛΕΞΩ(Το ο μια ανορθόγραφη, επικίνδυνη γούβα).Έγνεθε η μάνα μου και μοιρολογούσε, πενήνταχρόνια ακόμη, μετά τον εμφύλιο που τον αφάνισε.Τούτ' το σφοντύλι, κειμήλιο βαρύ στο γραφείο μου,όπου, στο άδειο του κέντρο, τοποθετώ την πένα που γράφω.Πάω να το σηκώσω και μετατοπίζομαι,άλλοτε στο άνω κι άλλοτε στο κάτω μέγα κενό,ενώ στη ρίζα της γλώσσας μου κινούνται λέξεις,κόκκινες από το τελευταίο αίμα της Ιστορίας. 1972

«Η ισότητα»

Σαν άστρο μην καεί απ' το φως του,ο ύπνος σβήνει το μυαλό κι ελευθερώνει τα όνειρα:

Και κατέβηκε ο πατέρας μου που πήγε από μαχαίρι,– δώδεκα χρονώ – και με συμβουλεύει. «Εσύ θα ετοιμάσεις φέτος της πασχαλιάς το αρνί. Θα του χαϊδεύεις το λαιμό, θα του σιγοσφυρίζεις, κι εκεί, θα βάλεις μαχαίρι».

Page 13: Nea Synora, 110, 2011

Κρατούσε από πυξάρι γκλίτσα σκαλιστή (η λαβή,άκακο φίδι με φολίδες και γαλανά μάτιααπό δόντια τσατσάρας), στους κροτάφους ελάχιστο γκρίζο,και βαδίζαμε αργά, πλάι στα πρόβατα,που ρύθμιζαν με τη βοσκή τ' ασημοκουδουνάκια τους.Ήξερε καθεμιανού τη γενιάκαι τ' αγαπούσε, και τα νοιάζονταν. Καθένα και τ' όνομα του.Πώς να 'τανε με την «ισότητα»;

Εκείνη η Μεγάλη Παρασκευή συνεχίστηκε για χρόνια. 2000

Ενέδρες

Τι συνθήκες κι εκείνες! Και τι λέξεις γεννήσανε!Λέγαμε: «μια ντουφεκιά δρόμος», «πολυβόλο το στόμα του»,κι ο λόγος μας δεν παραξένευε κανένα.

Τις μέρες κοιμόμαστε ως αργά.Τις νύχτες στήναμε ενέδρες.Γνοιαζόμαστε μόνο να τις στήνουμε σωστάχωρίς τσιγάρο, ψιθύρους και κίνησηκαι μ' αξούριστο πρόσωπο, μην καθρεφτίζει άστρα.

Είχαμε μάθει πια καλά: Ενέδρα ίσον δρόμος.Ο δρόμος πάει τον εχθρό· δεν τον διαλέγει εκείνος.Ο εχθρός, συνεπαρμένος από τις αναμνήσεις του,την αριθμητική των σχεδίων, των ονείρων τη γλύκα,αφήνει τα βήματά του στη σοφία του δρόμου·κι αυτός, όπως ο κυνηγάρης σκύλος φέρνει το λαγό,τον οδηγεί στο πέταλο της ενέδρας,μπροστά στ' αμείλικτα στόχαστρα.Πολλοί οι εχθροί, πολλοί οι νεκροί, στην τύχη ζήσαμε.

Πηλός είναι ο άνθρωπος. Κι ο φόβος τουσαν τον αμείλικτο ήλιο· βρίσκει το απρονόητοσκουλήκι στην πέτρα και το στεγνώνει.Πώς να μιλήσουμε για τη συνείδησημπροστά στην ένοχη ιδιοτέλεια της ύπαρξης;Γι’ αυτό αλλάζουμε νοήματα, πλάθουμε νέες λέξεις,ή σιωπούμε, κάνοντας πως δεν ξέρουμε.Κάποια που κατακάθισαν στις μέσα μας χαράδρεςσκοτάδια μίσους, κατ' εντολήν, πια δεν «τ' αναμοχλεύουμε».Κι έρχεται και μας βρίσκει της κούρασης ο αθώοςύπνος και μας γιατρεύει.

Page 14: Nea Synora, 110, 2011

Τα πρωινά τις Κυριακές, μετά τη θεία λειτουργία,με τους παλιούς εχθρούς μαζί, στα τραπεζάκια της πλατείας– Πώς είστε; – Δόξα τω Θεώ! Πίνουμε το βαρύ γλυκόκαι λέμε του άλλου κόσμου νέα, ενώ, με συνετή προβλεπτικότητα,αφήνουμε ρωγμές στης κουβέντας το πέταλο,με το «βεβαίως!», με το «μάλιστα!», με το μονόφωνο το «ναι!»,χωρίς το φόβο οι σκέψεις να περνούν κι ελεύθερες να πάνε(οι σκέψεις, σαν τον άνθρωπο, λόγια κι αέρας είναι),γιατί τώρα το ξέρουμε:Εχθροί κι εμείς υπήρξαμε. Κι οι εχθροί άνθρωποι είναι.

1975

Η«Αγιατράπεζα»

Πέρασε το δίαυλο «αδήλωτος κι ανυπόγραφος». Δούλεψε στα ξένα σπίτια, σήκωσε κι αυτός το δικό του, στην παραλία, απέναντι απ' το Μακρονήσι: Εδώ η ελιά, εκεί δυο φιστικιές, η αυλόθυρα, τ' όρθιο κυπαρίσσι στην άκρη – μνημόσυνο για τους συντρόφους που έμειναν εκεί για πάντα κήρυκες και σηματωροί – και παραδώ, στον ιθαγενή σκίνο, που τον γιγάντωσε η μοναχοσύνη του, η βάση για την «αγιατράπεζα».

Έτσ' ήταν γνωστή στους Μακρονησιώτες η πλάκαπου χρησιμοποιούσε ο Μίλτος για τραπέζι.Τη μετέφερε μ' ένα καΐκι, την κουβάλησε με τους φίλους– πιο βαριά κι απ' την ονειρεμένη ιδεολογία τους –την έστησε στην άκρη, ώσπου να φτιάξει τ' άλλα και τη βάση.Να πίνουν εκεί τον καφέ τους και να θυμούνται.«Μην τα συνταρχάς, οι πληγές στάζουν ακόμα.Το μέλλον αργεί», του 'λεγαν σκεπτικοί οι φίλοι.Έκανε να τους μαλώσει για την ολιγοπιστία τους,αλλά τον προλάβαινε εκείνο το τρέμισμα πλάι στοστόμα· και σώπαινε. Τους κοίταζε μόνο,καταπίνοντας το παράπονο.

Έφυγε ο Μιλτιάδης πρόωρα. Σκόρπησαν κι οι φίλοι και χάθηκαν. Την «αγιατράπεζα» την τοποθέτησε αργότερα ο γιος του. Κι εκεί τώρα τα εγγόνια του ακουμπούν τα walkman, τα english books, την παγωμένη, απολαυστική coca cola τους. Το μέλλον αργεί. 2002

&

Page 15: Nea Synora, 110, 2011

Στο κάστρο του Δομοκού

μνήμη Ελενίτσας Κόκκινου

Στο ανερμήνευτο κάστρο του Δομοκού,λαβωμένο απ' τη σύγχρονη θλίψη,παρηγορητικό με πήρε το απόβραδοαγναντεύοντα κι αναπολώντα.Κι αναδεύτηκαν με τις νυχτερίδες,σαν αντίφωνα του Ύπνου, οι σκιές των προγόνων,ζητώντας τη φωνή και το αίμα μου,ν’ αναδυθούν από τα φαράγγια του χρόνου.

Κόκκινα, δειλινά δάκρυα ανάβλυσαν από τις γιγάντιες, φιλιωμένες πέτρες, ενώ μια αδυσώπητη, θηριώδης συκιά ερείπωνε με τις φονικές ρίζες της τα εχέμυθα κι απαραμύθητα αρχαία τείχη.

Ένας γκιόνης, άχρονος κι ανετόπιστος,ταλάντωνε με το θρήνο του το ελάχιστο φως,που σαν πουλάκι ματωμένο, πεσμένο απ' τη φωλιά,ανάσαινε ακόμη, πάνω από τις πρώτες χαραδρώσεις της νύχτας.

Χωρίς φτερά, χωρίς ηχώ βυθίστηκε το δειλινόπίσω απ' τα περήφανα Άγραφα, τα λυπημένα Τζουμέρκα.Κι ενώ στην πόλη άρχισαν να κυλούνοι βραδινές εκβολές των ανθρώπων,πάνω απ' την Όθρη άναψαν τα πρώτα έκπληκτ' αστέρια.

2002

Σχέδιο νυχτερινής απόδρασης

Ο πυρομάχος δοξάζει με κόκκινο τα ξερά ξύλα. Τα καρφιά όμως μένουν εκεί, στη στάχτη. Τρυπούν, χωρίς τίποτα πια να συνδέουν.

Κοιτάζει τα χέρια του, λοτόμοι απόμαχοι μπροστά στο δάσος, που αέναα ξαναγεννιέται με τ' αγριμάκια του, με τα πουλιά.

Πάψε! Δεν μας σώζουνε πια προσπάθειες μάταιες: Φαντασιώσεις: Η νεάνις με το πουλί και τον καθρέφτη. Σκηνοθεσίες: Κόρη νέα με τον ηλίανθο στο χέρι.Ιδανικεύσεις, λυρισμοί, ακόμη κι αποκλίσεις.

Page 16: Nea Synora, 110, 2011

Παρά ταύτα, αποφάσισε την απόδραση.Το σκοτάδι είναι ύπουλα φιλικό:Καλύπτει, μεγεθύνει και παρακινεί.Όταν όμως άρχισε να καταστρώνει το σχέδιο(θα φορέσει στενά να δείχνουν τα σκέλη,θα ρίξει κολλύριο να λάμπουν στο σκοτάδι τα μάτια,θα αιφνιδιάσει και θα φιμώσει το φύλακα...),διαπίστωσε πως φύλακας και φυλακή ήταν ο εαυτός του.Και η ποινή του ισόβια. 1987

Η Ευρυδίκη

Γεμάτ' οι δρόμοι χαρτομάντιλα. Πώς να μιλήσεις για μαντίλια.

Οι τελευταίοι εμφύλιοι Στεναγμοίένας ένας σα μαντίλια διπλώνονταικαι μπαίνουν, με τη λεβάντα, στη βαθιά κασέλα της λήθης.

Στερημένη κι αβοήθητη η Ευρυδίκη, ανήλιαγη παραφυάδα μιας στεγνής εποχής, δίπλωσε τη λυπημένη της ύπαρξη, κι αγράμματη, αθώα καλοσύνη, μπήκε στον ανόνειρο ύπνο, ένθα ουκ έστι πόνος...

Κι έτσι θα βγαίνει, λυπημένη, στο λίγο χρόνο που μας μένει, σαν να θυμάτ' εμάς Εκείνη κι όχι δική μας να' ναι μνήμη. 2007

Πατρίδα

Το παρελθόν σε σώνει ή σε σκοτώνει. Το μέλλον σε κάνει φονιά.

Παραιτούνται τα σπίτια όταν τ' αφήνουμε. Και γιατί δεν αντέχουν στη σιωπή να θυμούνται, βυθίζουν στη σκόνη πορτρέτα και έπιπλα.Ανεβαίν' ο κισσός στο κεραμίδι,γραπώνει και διαβρώνει το κρυμμένο κλειδί,ο αέρας σωρεύει λίγο λίγο το χώμα στο θυροστόμι,ενώ ο σέρσεγκας ζυμώνει πηλό με το σάλιο τουκαι χτίζει φωλιά στην κλειδότρυπα.

Page 17: Nea Synora, 110, 2011

Αργότερα, κόβ' η σκουριά το μεντεσέ,το παντζούρι κρεμάει, σπάζοντας το τζάμι,κι η αράχνη στήνει ιστούς θανατηφόρας ομορφιάς,στη θέση που προορίζονταν για τους καλούς επισκέπτες.

Όταν κάποτε επιστρέφεις, βρίσκεις το σπίτι στον τόπο του,πριονίζεις το κλαδί, που απ' το σπασμένο τζάμι έριξεφρούτα στο σαλόνι, και, σαν διαρρήκτης,παραβιάζει τα πορτοπαράθυρα.Εισβάλλει τότε ο αέρας απ' τ' άσπαρτα χωράφια,οι καινούργιοι ένοικοι αναστατώνονται,απ' τα θολά έπιπλα ανασταίνονται μνήμες και παλιάτραγούδια. Το ρολόι αρχίζει πάλι να μετρά το χρόνο.Τα γνωρίζω καλά όλ' αυτά, γιατί άθελά μου υπήρξα δραπέτης και νοσταλγός. Οι ξένοι τόποι γίνονται κάποτε και δικοί μας, ωστόσο, μόνο μια γωνιά μ' ένα κρεβάτι και πέντε πράγματα, μια καρέκλα κι ένα παραθύρι μπορούμε δικαίως να ονομάσουμε πατρίδα.

Οι ιστορίες των ποιητών

Θηρεύουμε ερωτήματα για να σκαρώνουμε απαντήσειςπου δεν θ' ακυρωθούν ποτέ, αφού η μόνη αληθινή απάντησηπαράπεσε και χάθηκε στα παιδικά μας παιχνίδια·κι εκείνη, που γοήτεψε τους αυτόχειρες,βυθίστηκε μαζί τους στη σιωπή των τάφων.Να, γιατί οι χωρίς τέλος κι αρχή, και γι' αυτό αδιάψευστες,ιστορίες των ποιητών θα γοητεύουνε πάντα τους ανθρώπους.

Λιανό παιδάκι σκάλιζε στο καπνισμένο ριζοσπήλικι ήβρε ασπρογάλανα λιλιά από παλιό, σπασμένο πιάτο.Τα χνότισε, τα γυάλισε, τα φανταζόταν ολόκληρα,τα σκεφτόταν καινούργια. «Θα 'τανε του προπάππου σου»,είπε ο πατέρας του, «είχε τα στήθια τριχωτά κι απροκάλυπτακι ότανε σφύριζε ο χιονιάς και σκέπαζε τον τόπο ως κάτω,κατέβαινε στην ποταμιά κι έπιανε με τα χέρια του τα ελάφια».

Το παιδί, που δεν είχε γίνει ακόμα το λαδάκι του αίμα κι έφεγγε η φαντασία του (αφού η μόνη εμπειρία που το κρατούσε απροσπέλαστο ήταν αυτή η εύνοια, που οι ενήλικες ονομάζουνε τρυφερότητα κι αθωοσύνη),έβλεπε πάνω στα λιλιά το θεόρατο πρόγονο,ξεστήθωτο, ξεσκάλτσωτο, να κρατάει στα σιδερένιαμπράτσα του όμορφο, άγριο ελάφι.Γιατί αν θυμηθούμε πώς είμαστε παιδιά, τα μυστήριαλύνονται· το πράγμα αποκαλύπτει την αύρα του·κι από το θραύσμα αναδύεται το θαύμα του ολόκληρου.

Page 18: Nea Synora, 110, 2011

Να, γιατί οι ποιητές αρμολογούν θραύσματακαι συνθέτουν έτσι τις γοητευτικές ιστορίες τους.

2000

Η θάλασσα(θέμα για διήγημα)

Οι επαναστάσεις ανεβάζουν ενοχές.Κι η ποίηση, που επανάσταση πολλοί τη λένε,ενέχεται που κάνει ενδιαφέρον το φανταστικό,απογειώνει το πραγματικό,και ντύνει την αλήθειαάλλοτε με ένδυμα γάμουκι άλλοτε με κουρέλια διακονιάρη.

Εγώ τη μόνη επανάσταση που έκαναήταν όταν άρπαξα και πούλησα τον κόκορατου σπιτιού, να πάω στην κατασκήνωση.Το μόνο που είχα τότε στο μυαλό– ας όψονται τα Λόγια της Πλώρης – ήταν να ιδώ την παινεμένη, την κυματούσα τη θάλασσα.

Όταν επέστρεψα, κολυμβητής!, με το απέραντο,αεικίνητο γαλάζιο να κατακλύζει το είναι μου,η ηττημένη μάνα μου έκλαψε γοερά,όχι για τον κόκορα, αλλ' από μετανόηση,γιατί μ' ανάγκασε να αρνηθώ τη λογική άρνησή της.

Βάζω αυτή την ένοχη, απλή αφήγησηανάμεσα στα ποιήματα,δίχως μεταστοιχειώσεις και συμβολισμούςκαι λαμπερές επινοήσεις υπονοήσεων,και χωρίς να επιδιώκω ιλίγγους μετεωρισμών,άλγη πνευματικά, συνειρμικά παράλογα,συγχύσεις σκοπιμότητας κι εκφραστικές αλχημείες.

Όλ' αυτά, συν τους ποικίλους οργασμούςτης γλωσσικής διαχρονίας,τ' αφήνω στους πιο από μένα λιπαρούς ποιητές,που, σίγουροι, επαρκείς, βραβευμένοικι επωνυμότατοι, δοξάζουν την ποίηση.

Εγώ, με μόνη έγνοια την πράξη της ανάγνωσης,αρκούμαι να διηγηθώ,πώς, δεκαπενταετής, πήγα κι είδα τη θάλασσα.

1997

Page 19: Nea Synora, 110, 2011

Η καλομοίρα (θέμα για διήγημα)

Το 'λέγε ο κούκος κι άνθιζε ο τόπος.Κι ο δάσκαλος, είκοσι πέντε χρόνων όμορφος,ανάσταινα τους ωραίους ήρωες της Ελλάδας,ενώ απ' τ' ανοιχτά πορτοπαράθυραέμπαιναν οι διδαχές των πουλιών.Τα δωδεκάχρονα παιδιάανέβαζαν το λόγο μου στις παρθενικές τους ψυχές,στην ακοίμητη, αεικίνητη φαντασία τους.

Μια Καλομοίρα,μιας καλομάνας άγριο αγγελούδι,ξέκοψε απ' τους συμμαθητές,μόνη, στο μοναχό, τελευταίο θρανίοκαι τόξευε με τη ματιά βαθιά στη φαντασία μου.Οι ήρωες ανησύχησαν.Η Ελλάδα κυμάτισε στο γαλανό του χάρτη.Μόνο ο Ιησούς μου παραστέκονταν,νέος, ωραίος και γνωρίζοντας.

Κάλεσα την Καλομοίρα στην έδρα·κι ήρθε με το χαμόγελο. Ήταν μια μέθηαπό άνοιξη. Τα δυο της χείλη βυσσινάκια.Της παραμέρισα τα μαλλιάκι έδωσα ράπισμα στο φόβο μου.Ο Ιησούς τίναξε έξω απ' το κάδροτο χέρι δεν πρόλαβε.Η Ελλάδα βούλιαξε στ' ακρογιάλια της.Οι ωραίοι ήρωες έγιναν πάλι αγάλματα.Ένα παράπονο αμίλητο κέντησε τις καρδιές μας.Μια γλυκύτατη δίκασε και τους δυο μας ένοχη λύπη.

Το ξέρω, δεν το' πες πουθενά.Το ξέρεις κι εσύ πως το κρατώ στ' αμίλητα.Τριάντα χρόνια! Φτάνει πια!Η ελπίδα ν’ ανταμώσουμε, έτσι τυχαία,σ' ένα δρόμο, δεν έχει πια νόημα.Ούτε καν θα θύμιζε τι είχαμε κάποτε υπάρξει.Τώρα δεν έχουμε καμιά αμφιβολία τι ένιωσεςτότ' εσύ, και τι τρομοκράτησε εμένα.Ούτε φόβο έχουμε σήμερα. Γι' αυτόαποδίδω το περιστατικό στην κοινή ανάγνωση– ίσως φτάσει και στα δικά σου χείλη – κι άσε τους ηθικολόγους, τους παιδαγωγούςκαι τους ψυχολόγους να ονειρεύονταικαι να διαφωνούν, άλλοι πως πράξαμεσωστά κι άλλοι πως ήταν λάθος.Τι έγινε τότε, γνωρίζουμ' εμείς. Κι αρκεί. 1988

Page 20: Nea Synora, 110, 2011

Το κορίτσι με το ξύλινο πόδι

Κορίτσι αγίνωτο των δεκάξι.Κρίνος ακράτητος στην τελετουργία της άνοιξης.Άνθιζε η μέρα κι έλαμπες ήλιος.Ανέβαινε το φεγγάρι και ξυπνούσες τ' αηδόνια.Άνοιγες τα βιβλία σου κι έμπαινε πάλιη μάνα σου στον αργαλειό των ονείρων.

Το μηχανάκι δεν είδε το φορτηγό που έστριβε. Ήταν η μέρα βροχερή κι η άσφαλτος γλιστρούσε.

Θα γυρίσει πάλι το σφοντύλι του ήλιου,θα στεγνώσει ο αέρας τις κλωστές της βροχής,κι οι φίλες σου θα βγουν στην αγορά.Ανάμεσα τους θα κροτεί ένα ξύλινο πόδι,Που όλο και θα ξεμένει πίσω,ώσπου ο απόηχος θα σβήσει τελείως.

Πες μου, Φανούλα, το χαμόγελο πώς μπορεί και στέκεται πάλι σ' ένα ξύλινο πόδι;

1999

Ξέμπαρκός

Σαν καράβι στ' ανοιχτά πέρασε η ζωή μου· με σκουριές, σκορβούτο και μαύρους καπνούς. Πέρασε και δεν άφησε κόλπους με χρυσές αμμουδιές, φτερωμένα ιστία, νησιά μαγευτικά. Μόνο μια κραυγή από μαύρη μπουρού κι αλλεπάλληλα κύματα φόβου.

Ιδού, επιστρέφω απ' τις πλάνες μου.Ταπεινώνω τα κύματα,δένω τα παλαμάρια των ανέμων,ρίχνω τ' αστέρια μου κι αγκυροβολώ.Κι ενδεδυμένος τον εαυτό μου, αφήνομαιστον ελάχιστο φλοίσβο των έσχατων λόγων μου.

Όταν πλανήτες άλλοιθα βρίσκουνε αύριο κομμάτια των ξύλων μου,να σκέφτονται μόνο τη φωτιά.

Βάρυνε κι άλλο, Ουρανέ, το βήμα μου. Βάθυνε κι άλλο τον ύπνο μου, Νύχτα. 2001

«ΔΙΗΓΩΝΤΑΣ» (αυτοέκδοση, 2008, σελίδες 80, αντίτυπα 400).

Page 21: Nea Synora, 110, 2011

«ΑΠΕΛΑΣΕΙΣ ΟΝΕΙΡΩΝ»

Όσοι λυπημένοι…

Ανήκουμε στις λέξεις. Είμαστε ο λόγος μας.

Στης λύπης μας τον ουρανό μαύρο σταφύλ' η ποίηση.

Την αποστάζω και πείθομαι. Τη «διηγούμαι» και συμπονεί. Ρυθμό της δίνω και συντρέχει.

Όσοι λυπημένοι, προσέλθετε.Τα ποιήματά μου έχουν λύπη για όλους.

Α , ζωή

Απ' το παράθυρό μου βλέπω δέντρα να κινούνται, νερά να κυλούν, πουλιά κι ανθρώπους να περνούν και να πάνε...

Α, ζωή, πώς τρέχεις έτσι; Ούτε τα λάθη μας δεν προλαβαίνουμε να διορθώσουμε.

Ο άνθρωπος

Μέσα στον άγλωσσο κι αδάκρυτο κόσμο,ο άνθρωπος μια χρυσή βροχή από λέξεις, μια αστείρευτη πηγή δακρύων συμπάθειας, ένα πεντάγραμμο ατέλειωτο, γεμάτο τραγούδια. Περπατάει κι ανθίζουν χαρές αγριολούλουδες. Κατεβάζει τα φρύδια κι αρχίζ' η βροχή. Γίνεται λίμνη στρωτή και σε πάει βαρκούλα.

Page 22: Nea Synora, 110, 2011

Πρωινό στην Κορακιά

Φυσάει δροσιά απ' το Μακρονήσι. Θα σηκώσει ήλιο. Ο κορυδαλλός αναλήφτηκε ν' αποπλύνει τη νύχτα. Ο κόκορας έσβησε τη φρυκτωρία του φράχτη και κατέβηκε στο σκουλήκι. Ο κοκκινολαίμηςδεν λέει ν' αφήσει ακόμη το απονύχτι του σκίνου.

Στον ακρόβραχο ο γέροντας αγκιστρώνει αργά και ρίχνει δόλωμα στην αιωνιότητα. Ενώτης Αφροδίτης ο φτερωτός τρελογιός τοξεύειστ' αγριλίδια, όπου αστράφτει κρυμμένο ποδήλατο.

Στην Κορακιά το πρωί δικαιώνονται τ' άδικα. Καλημέρα, ανίκητε θάνατε! Καλημέρα, νικήτρα ζωή!

1995

Αύριο

Αύριο θα καλυτερέψει ο καιρός.Θα βγουν παππούδες με τα εγγόνια τουςστις παιδικές χαρές,κι άλλοι, με πρόσχημα το σκύλο τους,θα βγουν να περπατήσουνε για την υγεία.Και μανούλες γλυκιές, αφού με το χαμόγελοστείλουν τα παιδιά τους στο δάσκαλο(που μπορεί να τα βγάλει περίπατοστο λόφο με τις πρώιμες ανεμώνες),θ' ανοίξουν τα παράθυρα,θ' απλώσουνε στον ήλιο τα ζεστά σεντόνια,θα φτιάξουν το γλυκό φαΐ,θα βάλουνε λουλούδια σε ωραία βάζα.Ως και οι υπομονετικοί νεκροίθα δεχτούνε αύριο ανθρώπους, ζωντανούς ακόμη,που, με λουλούδια, λαδάκι και κεριά,θα συρρεύσουν στα σκιερά νεκροταφεία.

Ένας άνθρωπος

Ζώντας το τρυφερό έλεος κάποιας αδικίας,περιμένει κάτι ωραίο, που αργεί,ενώ τον ωθούν εμπρός τα πίσω χρόνια.Οι άνθρωποι, που σα φίδι τους δαγκών' η αλήθεια,τον χαιρετούνε, περνούν. Κανένας δε ρωτά.Αλλά κι ο ίδιος τι θα 'χε να τους απαντήσει;

Page 23: Nea Synora, 110, 2011

Αν τους έλεγε πως περιμένει κάτι που δικαιούται,«Και ποιος δεν δικαιούται», θα του απαντούσαν.Γιατί ο καθένας κουβαλά τη δική του αδικία,που σιγά σιγά χωνεύει όλες τις αδικίες.Τους χαμογελά λοιπόνκαι κρυφά τους ευχαριστεί που υπάρχουν.

Η σκιά

Περνούσα, την ώρα που άναψε στην απέναντι κολόνα το φως. Τον ίδιο δεν τον είδα. Είδα όμως τη σκιά του στο λευκό τοίχο.Σαν να παράσταινε κάποιο ζώο. Ή σαν να ζητούσε ελεημοσύνη.

Όχι, δεν τον είδα. Δεν είδα το πρόσωπο του.Ο ίσκιος του, πάντως, ήταν τόσο πραγματικός,όσο αβέβαιος, φασματικός και αόριστοςήταν ο ίδιος, ανάμεσα στις άλλες σκιές του βραδιού.

Τα ζάρια

...κι εκεί που ο Θεός έριχνε ζαριές,διερευνώντας, σα μαθηματικός, την υπέρλογη εξίσωση του κυκλικού, άπειρου χρόνου του, προς την απρόβλεπτη αταξία των πιθανοτήτων, του γλίστρησαν τα ζάρια και, περνώντας μέσ' απ' τα σύννεφα, έπεσαν, αστραφτερά, μπρος σ' έναν κουρελή, που είχε γείρει ακουμπώντας στον μπόγο του. Έλαμψαν το πρόσωπο και τα χέρια του.

«Τα ρίχνουμε;» είπε σε κάποιον που περνούσε με ρεμπούμπλικα, μαύρο κοστούμι και λάπτοπ. Κι όπως ο Θεός δεν προσδοκούσε να κερδίσει κάτι, κι ο ίδιος δεν είχε να διακινδυνέψει άλλο τίποτα, τα 'παίξε και τα 'χάσε. Και άφροντις κοιμήθηκε στα κουρέλια του.

Ο καφές

Τις νύχτες, αιμάτινες κατεβασιές(τα ερυθρά, φεγγαράκια στη χάση τους)αποσπούν και συμπαρασύρουν τις λέξεις.

Page 24: Nea Synora, 110, 2011

Το πρωί ξεβράζονται, σαν παιδεμένα ποταμόξυλα, με μορφές άγνωστων, φοβερών ζώων. Μοιάζει με τούτο, λες, μοιάζει μ' εκείνο...Αλλά ποια λέξη ήταν χθες,που δαχτυλίδι εφάρμοζε (σε ποιο δάχτυλο;)δεν θυμάσαι να πεις.

Λοιπόν,με ποιες λέξεις, φίλε, αδερφέ, αγαπητέ,βαρύν εσύ, πικρόν εγώ, να πιούμε τον καφέ μας;

Σιωπή

Ύστερ' από τόσα χρόνια έμαθα να σου γράφω ποιήματα. (Κώστας Χελμός)

Τόσος χρόνος! Τόσος δρόμος! Τόσο μαζί! Τόσα λόγια και αισθήματα! Κι απομείναμε τόσο σιωπηλοί! Τόσο λίγοι και μόνοι! Σαν εξωκλήσιδισυπόστατο που του 'κλεψαν το σήμαντρο.Σαν κυπαρίσσι δειλινό χωρίς πουλιάμόνο στυφά κυπαρισσόμηλαπου κάπου κάπου πέφτοντας τρυπούνε τη σιωπήκι ανοίγουν λακκουβίτσες, σα μικρά «αχ!»στης σκιάς το σάπιο φυλλόχωμα.

Στίχοι

Της άγνοιας η αυτάρκεια.Της μοίρας η παραδοχή.Οι θεοί που ανύπαρκτοι,μας τρομάζουν εδώ, μας σώζουν μετά.

Η χαρά του ελάχιστου.Του συντρόφου η απόλαυση.Το συναίσθημα που ανάβει το πνεύμα.

Τ' αναλώσιμα όνειρα.Ο φοβερός φόβος του πόνου.Ο ύπνος κι ο χρόνος που χωνεύουν τα πάντα.

Του λυρισμού ο λυγμός.Τ' αβαθή των παιδιών δάκρυα.Η ξεροκέφαλη θέληση,

Page 25: Nea Synora, 110, 2011

που αφήνει μαύρο ίχνος στην πέτρα, το αίμα.

Η μικρή μας πόλη

Η μικρή μας πόλημεγαλωμένη με καλούς τρόπους και παλιές αρχές, προπάντων με ηθική: Χαμηλωμένο βλέμμα, λευκό γιακαδάκι με κόπιτσα, χτένισμα με αφέλειες, οικογενειακός εκκλησιασμός κι απογευματινός περίπατος, με κατάληξη το ζαχαροπλαστείο της πλατείας. Προσεκτικό, σαν με καλή αγωγή, και το αεράκι, δεν φυσάει άτσαλα, δεν ξεσκεπάζει τα κρυμμένα. Στο μπαλκονάκι του απογεύματος, κότσος καλοζυγισμένος, σιδερωμένες ριγέ πιτζάμες, βαρύ γλυκός και ρεμβασμός. Όλα στο μέτρο. Ολιγοσύνη, γαλήνη, ευπρέπεια.

Η μικρή μας πόληθυμάται, νοσταλγεί και ταξιδεύει.

Οι γέφυρες του Δούναβη

... κι όταν σιγήσουνε οι έξυπνες βόμβες κι ηρεμήσουνε πάλι τα σκιαγμένα πουλιά, θα σκαλώνουν ακόμα στις κομμένες γέφυρεςμέλη που αναζητούν το αίμα τους, αίμα που γυρεύει τις παλιές του φλέβες.

Οι ζωντανοί θα παίρνουνε τη φωνή τους σφυρίγματα του αέρα, παιχνίδια του νερού, κι απορώντας πώς γκρεμίζονται γέφυρες, που με του πρωτομάστορα στοιχειώσανε την όμορφη γυναίκα,θα σκάβουνε στα ερείπια θεμέλια πιο βαθιά, να στεγάσουνε πάλι εστίες και διπλά κρεβάτια.

1999

&

Page 26: Nea Synora, 110, 2011

Oι δίδυμες

Είναι δυο δίδυμες λεξούλες,που ούτ' ένα σημαδάκι, να τις διακρίνεις.Όταν η μια βγαίνει στο φως,η άλλη καιροφυλακτεί στη σκιά της.Άλλες φορές αλλάζουνε φορέματα και μαςπαραπλανούν: «Δεν είμ' εγώ. Η άλλη είμαι».Μαζί τους έμαθα κι εγώ να μπλοφάρω.«Με σένα είμαι», λέω πειστικά. Κι εκεί που λέω:«Η ψυχή μου γώνιασε μ' ετούτη», βγαίνειη άλλη απ' τη σκιά, σπάζει το αλφάδι,κόβει το νήμα της στάθμης και καταστρέφειτην ισορροπία. Και το παιχνίδι συνεχίζεται.

Παιδικές απορίες

Λένε, πως το αθώο, μικρό παιδί είναι ένα τίποτα με προοπτική.

Λένε, πως ο μεγάλος με παιδιά ή παιδί κάνει στο συμβολαιογράφο γονική παροχή.

Λένε, πως ο συνταξιούχος, σεβάσμιος γέρων είναι πάλι ένα τίποτα με δίχως μέλλον.

Μαμά, ποιο είναι το καλύτερο;

Ένοχη λειτουργία

Εγώ μικρό ψαλτάκι, ισοκράτης,να ψάλλω το «ελέησον» και το «παράσχου»και η λοξή ματιά μου, «κεχαριτωμένη»,να σου καίει ως τη ρίζα τη μνήμη.

(Το βλέμμα του Ιησού στη συγκατάβαση.Ο Αϊγιώργης πισωκάπουλα να παίρνει το κορίτσι,άσπρο νερό να πέφτει από ψηλάκαι του δράκοντα να ξεπλένει το αίμα.)

Κι εσύ, παπαρουνίτσα του Απριλιού,κάτω απ' τα στήθη να κρατάς τα χέριασταυρωμένα, την ένοχή σου άνθιση να κρύβεις,και να ζητάς συγχώρεση από την Παναγιάγια την εν διανοία συντελεσμένη αμαρτία σου.

Page 27: Nea Synora, 110, 2011

Ενώ έξω από την εκκλησιάν' ανθίζει, να φτεροκοπά και να οργιάζ' η φύση.Τροχαίο

Λίγα πράγματα στην κρεβατοκάμαρη,να μη σκουντά η ανάμνηση,να μη βρίσκει να κρυφτεί στο κουνούπι.Όταν με ξυπνούσε παράωρα,κουνούσα στο σκοτάδι σιγανά το χέρι μου,μην καθίσει στο πρόσωπο σου.Πώς ν' άναβα το φως, που κοιμόσουν χορτάτος;

Τώρα, με το παραμικρό, αμέσως ξυπνώ,ανάβω το φως, το εντοπίζω, το αφανίζω.Αλλά πώς να κοιμηθώ ξανά,που πλάι μου δεν είσαι;Πού αμάρτησα, Θεέ μου, και μ' άφησες μόνη,σε τοίχους λευκούς ν' αφανίζω κουνούπια;

Στο σαραντάημερο της Β .

Ποιον τραγουδάς να κοιμηθείς; Ποιον κλαις που δεν θυμάται;

Δεν ψάχνω κάποια λέξη να κλείσω αυτό το ποίημα.Από χρησμό, ή προσευχή, ή έστω από ξόρκι, τη λέξη - ρόπτρο αναζητώ ν' ανοίξω το παλιό το σπίτι, να πάρει ο αέρας απ' τα έπιπλα τη σκόνη του καιρού, να μπουν της μνήμης τα πουλιά, τα πετροβολημένα.

Γιατί άλλο είν' ο θάνατος, άλλο το ποίημα του θανάτου, κι άλλο εσύ, πολυαγαπημένη, τότε συμμαθήτρια με το αβασίλευτο χαμόγελο και το στραβό δοντάκι,που προσπαθείς μετά το πριν,να κρατηθείς από το σπίτι, απ' τη ζωήκι απ' τη λειψή μας αντοχή να σε πενθούμε.

Το κόκκινο φόρεμα

Με αμίλητη λύπη πήρε απ' το καθαριστήριο, φρεσκαρισμένα, σε σακούλες - κρεμάστρες, τα όμορφα φορέματα της γυναίκας του. Περπατήσανε μ' αυτά μεγάλες, μαγιάτικες μέρες ευτυχίας.

Τα τοποθέτησε με τρυφερότητα στο VW του,

Page 28: Nea Synora, 110, 2011

και, στη μακριά οδό Αριστοτέλους, κρεμούσε κι από ένα στα χερούλια των κάδων απορριμμάτων.Δεν άντεχε να νιώθει στο κενό τουςτη σκιά της αγαπημένης του.Κέρδιζε διαφορετικά αυτόςτη θεραπευτική λύπη της μνήμης της.« Ας τα γεμίσουν με τα σφριγηλά, ερωτικάσώματα τους κάποιες άλλες γυναίκες», είπε.

Βγήκε απ' την Αριστοτέλους,βγήκε από την Αθήνα,να τη σκεφτεί μέσα στη φύση.Όταν επέστρεφε, είδε μόνο μια κρεμάστρα,να την εμψυχώνει το δειλινό αεράκι.Έσβησε τη μηχανή. Άναψε τσιγάρο.Μια κυρία, μια κερδισμένη, ευφρόσυνη έκπληξη,(Θεέ μου, σαν τη Μαρούλα μου!)έβγαλε απ' τη σακούλα το κόκκινο φόρεμα,το ξεμέτρησε, στήθος, μπόι, το πήρε...

Κοίταζε τα θεσπέσια πόδια της, που πήγαινε... Ο καπνός του τσιγάρου ανέβηκε όλος στα μάτια του.

Παναγία της μνήμης

Μεγάλο ψυχοσάββατο.Δέχονται κόσμο σήμερα οι νεκροί.Κι ήρθα να σε συλλογιστώ μ' ένα κεράκι.

Μου 'δίνες να κρατώ τεντωμένο κι όρθιο το μπαμπακένιο φιτίλι.Κι εσύ, παλινδρομώντας τις ζεστές παλάμες σου, σάρκωνες την κλωνιά λιανό μελισσοκέρι.

Μυρίζανε τα χέρια σου κερί και τα φιλιά σου μέλι.

Υπάρχουν πράγματα μεγάλα, μάνα,που μάτωσα να τ' αρνηθώ και να τα εγκαταλείψω.Της έλλειψής σου είμαι η μόνη βεβαιότητα.Δεν προσεύχομαι πια. Σε ένα μόνοπιστεύω, στο θαύμα της μνήμης.

Τουτ' η φλογίτσα, τούτο το πικραμύγδαλο φως, είσ' εσύ, τρέμουσα, δακρυσμένη κι αβοήθητη. Θεοί πολλοί χάραξαν την καρδιά μου, την προσευχή μου, σταθερή κι ανέλπιδη,

Page 29: Nea Synora, 110, 2011

μόνο σε σένα, Παναγία της μνήμης μου.

Η πεταλούδα

Γύρισε από το Νοσοκομείο.Τα τζάμια κόκκινα απ' το δειλινό.«Τώρα μόνο ο Θεός», είπε μυστικά ο γιατρός.Με το λευκό του πρόσωπο μίλησε και σ' εκείνη.«Όλα θα πάνε καλά. Να παίρνεις τα φάρμακά σου.»

Κοίταξε γύρω. Τα πράγματά της, όλα στη θέση τους,ανάσαιναν ένα ζωογόνο, πλούσιο παρελθόν.Πήρε θάρρος. Χαμογέλασε σε όλα, σε όλους.Στο κομοδίνο τα φάρμακα, τα γυαλιά της,ένα βιβλίο με το σελιδοδείκτη στη σελίδα 87.Οι δικοί της πατούν ελαφρά, κρατούν το χαμόγελο.Το παράθυρο μισάνοιχτο - 13 Ιουλίου - σαν για να βγειμια πεταλούδα, που είχε μπει στο δωμάτιο κατά λάθος.

Η φωτογραφία

Στο Νίκο Χαρόγιαννη

Αναγνωρίζω την ελιάαριστερά στο μέτωπό σου.Τη βλέπω, όταν χτενίζομαικάθε πρωί, να φύγω.Την παίρνω μαζί μουως τη στάση του λεωφορείου,κι εκεί τη βυθίζουντα θλιβερά νέα της εφημερίδας.

Πατέρα,με κοιτάζεις με την ίδια προσήλωση – λήθη εσύ, α-λήθεια εγώ – αλλά σου είμαι άγνωστος. Εξήντα χρόνια πια απ' τον εμφύλιο. Τριάντα πέντε μεγαλύτερος σου. Τώρα ποιος πρέπει να 'ναι ένοχος που δε βοήθησε τον άλλο;

Δυο παιδιά

ΘΑΝΑΣΑΚΗΣΡυάκι που ξεκίνησενα γίνει ποταμός,

Page 30: Nea Synora, 110, 2011

και τό 'πιαν ρίζες σκοτεινές,αγρίμια κι ήμερα γελάδια,κι οι γεωργοί το καταξέσχισανγια τα ποτίσματα αυλάκια.Αχ, ήταν η θάλασσα μακρυάκαι το νερό ήταν λίγο.

ΓΙΩΡΓΑΚΗΣΤι λες, παπά, πως ήταν χους στ' αδέρφια του και στους γονιούς; Τι λες και ψάλλεις ήταν γη ένα αγίνωτο παιδί; Και τι θα χάσει η Αγία Γραφήαν πεις: Χρυσό ητανε πουλί ήτανε φως, ανθός και νους και ντύθηκε τους ουρανούς; Ν' ακούσ' η μάνα η πικρή, φτερά στο φως να ονειρευτεί;

Στον τόπο

... κι όταν απομακρύνθηκαν οι σκαλωσιέςκαι φάνηκε αυστηρός ο Παντοκράτοραςκαι γλυκύτατη η Πλατυτέρα, ο αγιογράφοςτα μάτια τους ώρα πολλή ατένισε, και δάκρυσεκι είπε, ακουστά, «ευχαριστώ!» κι έκανε το σταυρό του.

Κι εκεί, στο κέντρο της Παντάνασσας,πριν απ' τα θυρανοίξια,στον κύκλο με τον μαρμάρινο δικέφαλο,χόρεψε τη «νεκρώσιμη», στον τόπο,μόνο μ' ένα βιολάκι... Ώσπουτο μαντιλάκι κόπηκε.Και οι άγιοί του κινηθήκανε στους ακίνητους τοίχους.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Μέσα στο αθάνατο παλτό του, με διαβασμένο πρόσφορο, λειψή φετούλα στο χαρτί κασέρι και με κρασί, που το 'λέγε παρηγοριά.

Τούτος ο ταπεινός ψάλτης του αγίου Ελισαίουέβγαλε τόση ποίηση από μια παλάμη νησί,που έκανε το νησάκι ήπειρο·και τους απλούστατους ανθρώπους τουστασίδια πανανθρώπινα, ν' ακουμπούνε

Page 31: Nea Synora, 110, 2011

«τα πάθια τους και τους καημούς»οι λυπημένοι του κόσμου.Ο Αρχίλοχος

Εγώ, ο ποιητής Αρχίλοχος από την Πάρο,δεν έγινα στρατιώτηςγια να γράψω το έπος των στρατηγών.Όλους αυτούς, τους τάχα ήρωες,θα τους περάσει ο λόγος μου από σαράντα κύματα.Κι άμποτε τα βρω σκούρα,ανένοχα θα πετάξω την ασπίδα μουκαι θα τρέξω να κρυφτώ στα σχίνα.Γιατί το μόνο που λογαριάζωδεν είναι να πεθάνω για την πατρίδα,αλλά να ζήσω με την Νεοβούλη μου.Και δεκάρα δεν δίνω αν με πουν ρίψασπι,ή αν οι Παριανοί με στήσουν άγαλμακαι με χαρακτηρίσουν Όμηρο, τάχα, των Κυκλάδων.Εγώ το μόνο που δοξάζω είναι ο έρωτας της ζωής.Αν, παρά ταύτα, κάποιος ανάξιος Ναξιώτης με σκοτώσει,μαζί μου θα τον μνημονεύουν οι αιώνες:Ο άξεστος Κόρακας σκότωσε τον ποιητή Αρχίλοχο.

Ο στρατιώτης της Πίνδου

«Για του Χριστού την πίστη την αγία...»ίσως και να 'μαι ήρωας. Στις μάχεςπού να ξέρεις πόσους βρίσκουν οι σφαίρες σου.Ωστόσο, εγώ σκοτώθηκα το 1940 στην Πίνδο,από σφαίρα ήρωα, καθολικού, χριστιανού,ενώ μας οδηγούσε, άτρωτη,η Παναγία των Ορθοδόξων.

Αυτά, με ματωμένο στόμα, είπε ο εικοσάχρονοςέλλην στρατιώτης από την Άνω Βρονταριά,μπροστά στη μπάρα της θύρας εφτά τ' ουρανού,στους ιερούς δικαστές του Υψίστου,πριν τον καταχωρήσουνστους λαϊκούς ήρωες του σοσιαλισμού,ή στους πιστούς της βασιλευομένης δημοκρατίας.Ενώ καθισμένος σε μια πέτρα, κουρελής και χωρίςαιγίδα, χαμηλόβλεπε λοξά κι έσπαζε πλάκαο άλλοτε κατάλληλος και νυν ανυπόληπτοςκι έκπτωτος, νεφεληγερέτης Δίας.

Page 32: Nea Synora, 110, 2011

«ΑΠΕΛΑΣΕΙΣ ΟΝΕΙΡΩΝ» (Σχήμα 14Χ21, σελ.: 96, αντίτυπα 400, Εκδ.: Πάσσαρη 2010). Ο Κώστας Καλαπανίδας γεννήθηκε στην Παλαιοκαρυά Τρικάλων το 1935. Υπηρέτησε στη Δημόσια Εκπαίδευση ως δάσκαλος, σχολικός σύμβουλος και σε ομάδες συγγραφής γλωσσικών βιβλίων στο πλαίσιο του Παιδ. Ινστιτούτου και του Πανεπιστημίου Αθηνών. Βραβεύτηκε δύο φορές από το Υπ. Παιδείας, δυο φορές από «Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά» και με το Α' βραβείο από τη «Μακεδόνικη Καλλιτεχνική Εταιρία». Από τις Εκδόσεις «Άγκυρα» κυκλοφορεί το μυθιστόρημά του «Πιστόλι στο μέλι». Από τις Εκδόσεις: «Πάσσαρη», (Θήρας 102 & Τραπεζούντος, Αργυρούπολη, Τ.Κ. 164 51, Τηλ.: 210-9965656, fax: 210-9958328, www . ekdoseispassari . gr , e-mail: info @ ekdoseispassari . gr ) κυκλοφόρησαν το 2010 τα «Χελιδόνια» του Ζαχαρία Παπαντωνίου (με δική του επιμέλεια επανέκδοσης), το μυθιστόρημά του «Η αγάπη γράφεται με κιμωλία» και η 16η ποιητική συλλογή του «Απελάσεις ονείρων».

&

H ποιήτρια Μαρία Λογοθέτη

1950 – 2009

Γεννήθηκε το 1950 στον Πειραιά. Γιατρός, παθολόγος, διδάκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Υπηρέτησε στα κεντρικά του ΙΚΑ, σε όλες τις θέσεις. Επί σειρά ετών εργάστηκε ως ελεγκτής γιατρός και πρόεδρος των δευτεροβαθμίων επιτροπών εξωτερικού. Υπηρέτησε την Ιατρική σαν πραγματική λειτουργός και συνειδητή Χριστιανή. Το 1973 πρωτοστάτησε στην ομαδική έκδοση «ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΣΧΗΜΑΤΑ» με Ποίηση, Πεζό Λόγο και Ζωγραφική. Μαθήτρια του Γ΄ Θηλαίων Πειραιά είχε κερδίσει κατ’ επανάληψη το 1ο πανελλήνιο βραβείο έκθεσης. Έχει κερδίσει το 1ο βραβείο Ποίησης της Εταιρείας Ελλήνων Ιατρών Λογοτεχνών και επαίνους. Εξέδωσε 5 ποιητικές συλλογές, όλες εκτός εμπορίου, αναρτημένες στην ιστοσελίδα www.perialla.gr. Ποιήματά της φιλοξενούνται σε λογοτεχνικά περιοδικά,

Page 33: Nea Synora, 110, 2011

ανθολογίες και έχουν μελοποιηθεί από την Αθηνά Λάμπρου. Για 31 χρόνια ήταν ή σύντροφος και γυναίκα του Γιώργου Σερκεδάκη. Έφυγε Μάρτη του 2009, 58μισυ χρόνων από ανακοπή, έχοντας αντιμετωπίσει με αξιοπρέπεια, αυτοπειθαρχία και αληθινό ηρωισμό, ένα λέμφωμα το 1993 και σκλήρυνση κατά πλάκας από το 2000. Μέχρι τελευταίας στιγμής λειτουργούσε στο ιατρείο της εισπράττοντας αγάπη και εκτίμηση από ασθενείς και συναδέλφους. Συχνά έλεγε: – Μ' αρέσει που με αγαπάνε... – Μου καίνε τα χέρια αυτά τα 50 ευρώ της γιαγιάς… Ποιήματά της παρουσιάστηκαν στα Αγγλικά από τα GREEK LETTERS, ετήσια και εκτός εμπορίου έκδοση, τόμος 2009 – 2010 της Εταιρείας Ελλήνων Μεταφραστών.

Τα σπίτια μας

Θα κτίσουμε τα σπίτια μαςχωρίς παράθυρα και αυλές,να μη μας παρασύρει η βροχήκαι κοιτάμε,να μη μας παρασύρει η άνοιξηκι αναρωτιόμαστε.

Εκ των προτέρων

Μια Κυριακή πρωίτην ώρα που θ' απλώνεις στον ήλιοτα μουσκεμένα σου όνειρα,μια Κυριακή πρωί –να το θυμηθείς –ένα άγγισμα φύλου που έπεσε,ξαφνικά, θα βαρύνειστον ώμο σου.

Προειδοποίηση

Αν εννοείςτη σκεβρωμένη πόρταπου οδηγεί στη νύχτα μου,απ’ αυτήν μακριά τα χέρια,μην τολμήσειςν’ αγγίξεις το πόμολο,μην αποπειραθείςνα γυρίσεις το κλειδί,μια καταιγίδα αιμάτινων αποκαλύψεωνθα σε γεμίσει ρυτίδες.

Page 34: Nea Synora, 110, 2011

Κατά τύχην

Συμπτωματικές οι αντιφάσεις της ζωής μας,δεν μπορούν να σου διασαφηνίσουνκαμιά επεξεργασίααπ’ όσες παρανεβλήθησανκαι καθόρισαν.Και οι ελπίδες και οι απελπισίες μαςέτσι, κατά τύχην, ενέσκηπταν πάντοτεσ’ όλες τις δυνατές παραλλαγές τουςκαι μετατόπιζαν συμπτωματικάτις συναρτήσεις μας,ως το περίγραμμα του κενούπου ανέμιζε – σημαίες – τις κραυγές μας.

Χάσαμε

Πίσω από αυτό το παράθυροδεν έχουμε ούτε ένα κομμάτι σύννεφοεμείςπου παίξαμε κορώνα – γράμματακαι χάσαμε τον ουρανόπου ‘ταν δικός μας.

Σιωπή

Δεν έχουμε εμείς τα κλειδιά,δε μπορούμε να σας ανοίξουμεαυτή τη σιωπή,δεν ξέρουμε καν τι περιέχει.

Κάπως αλλιώς

Αν καταργούσες, λέω, Θεέ μουτις νύχτες,αν απέσυρες τους τρομαγμένους ίσκιουςτων δρόμωνκαι τους στίχους που ζητάνεσώνει και καλά να καταγραφούν,αν τα διαμόρφωνεςκάπως αλλιώς τέλος πάντων.....

Page 35: Nea Synora, 110, 2011

Η άλλη πλευρά της ζωής

Στη θέση μου κάθισανβασιλιάδες έκπτωτοικαι στρατηγοί πεσόντεςσε καιρό ειρήνης.Τον όρκο μου τον απήγγειλανπαρενθέσεις και παρατατικοί,σημεία στίξεωςχωρίς κανένα αντίκρισμα,τη φωνή μου τη ντύθηκανδηλώσεις ανυπόγραφες,δεν έχω που να κλείσω το γόνυ.Στις τσέπες μου κρατώ τον ούριο άνεμο,δεν θα φυσήξει ποτέ,στα μαλλιά μου φυτρώσανε φύκια.Κάποτε ήθελα να σου μιλήσω για μένα,με πρόλαβε η άλλη πλευρά της ζωής,μην κοιτάς που δεν έχει νόημα πια.Εσύ να θυμάσαιπως η τελευταία πανσέληνοςτου περσινού καλοκαιριού,έσταξε το υστέρημά τηςστο φιλί που σου είχα ζητήσεικαι το στοίχειωσε.

Το πλήρωμα του χρόνου

Κι ακόμα πιο ύστεραήρθε το πλήρωμα του χρόνουκάτι σαν μια νέα ευκαιρίαεμπειρία διάδοχηπαυσίπονησε χορήγηση υπογλώσσιατου ενός μιλιγκράμ.Και δεν παραλείπω βέβαια να σου πωότι τα ενδιάμεσα στάδιαείχαν εξελιχθεί ερήμην,θα ‘λεγα είκη και ως έτυχεαν εξαιρέσεις κάποιες ασήμαντεςανυπόγραφες αναιμικές στιγμές.Και τώρα που πέρασαν όλακαι τώρα που πέρασες

Page 36: Nea Synora, 110, 2011

μια υποψία υπόλοιπουχωρίς καμιά αποσκευήισχυρίζεται,σου χρεώνω όσα κατά λάθοςμείναν πίσω,μ’ έχουν ζαλίσει αυτάαυτά που κατά λάθος μείναν πίσω,ο μάντης Κάλχας σουέχει φυγαδεύσει τον ούριο άνεμο,ούτως ή άλλως δεν θα μπορούσανα πλεύσω.Θα συναντηθούμε πάλιστην άκρη της μεσίστιας εποχήςεσύ ν’ αραδιάζεις όψιμους προβληματισμούςκι εγώ να σκύβω το κεφάλι.

Άτιτλα

-1.

Μην ξεχνάς την πόρτα ανοιχτή,φαίνονται τα δάκρυα μαςαπό το δρόμοόποιος περνάεισκύβει και κοιτά.

-2.

Σε στοιχειοθετούντούτοι οι ανέμελοι γλάροι,φορτώνονται τ’ όνομά σουκαι γράφουν κύκλουςστο πέλαγο.

-3.

Τώρα που τα χαμόγελα σουκρεμάστηκαν ακρωτηριασμέναστα γερασμένα χειμωνιάτικα κλαριά,Τώρα που σκόρπησες την έννοια σουστο θυμωμένο ορίζοντα,τα λιμάνια μου όλαφορτώθηκαν τα καράβια

Page 37: Nea Synora, 110, 2011

και τους φάρους τουςκαι τις απανεμιέςκι έφυγαν.

-4.

Κι αν θέλεις να ξέρειςεγώ έσβησα το φεγγάρι,εγώ το παραμόνεψα χτες βράδυστη γωνιάκαι το ‘σβησα.

-5.

Όταν η βροχήξεκινά απ’ την ομπρέλα μας,ακριβώς κάτω απ’ την ομπρέλα μας,τι θέτε να κάνουμε;

-6.

Εγώ λέωαυτή την παρατεταμένη σιωπήσου την οφείλω,αυτό το λιωμένο φεγγάρισου το 'χω δανειστείκαρφωμένο έτσι πάνω απ’ το παράθυροπου μου άνοιξεςστο γκρεμόνα σκύβω που και πουνα κοιτάζω.

Εναπομείναντες

Πλέομε τώρα, λοιπόν,προς μια σιωπή δίσεχτηκαι οι οιωνοί μαςπαγίδες και τράφοικαι δισταγμοί και αινίγματατώρα που η ζωή σου ξέμπαρκηδανείζει τα ναύλα τηςσε ναυαγούς κι αγύρτες.

Page 38: Nea Synora, 110, 2011

Στα μάτια σου

Στα μάτια σου άνοιξα δυο μεγάλες τρύπες σε πανσέληνη ώρακαι κοίταξα μέσα απ’ αυτέςένα ένα τους χωρισμούς μουνα διεκδικούν αφιλοκερδώςμια ευκαιρία εκτός τόπου και χρόνου.Γιατί επέλεξα εσένασαν ενδιάμεσο,γιατί πίσω απ’ τις ρυτίδες σου όλο το παιχνίδι,γιατί ο ζωδιακός ενέδωσε.Παραπυλαίος δειγματισμόςεκτός συναγωνισμού,ανεμπόδιστος.Όμως, φαίνεταιη απόπειρα ήταν δόκιμη,σταλακτίτες και ιριδίζοντα στοιχείαβρήκαν διέξοδο προς την πληγή,η πληγή επουλώθηκε.Το κλειδί της διεργασίαςέπεσε σ’ ένα στρόβιλο σε μια αναίτια ώρα κι ούτε πια.Δεν δέχομαι την ευθύνη που μου προσάπτεις,εγώ απλώς είχα βγειανάμεσα σε ληγμένες συσκευασίες εξοπλισμώνκαι μάζευα ανέμους ένα για κάθε μέρα,ένα για κάθε εποχή,έτσι για να μη μου λείψουνέτσι για να γράψω κι απόψεπριν κοιμηθώ,ένα στίχο.

Κι εμείς μείναμε

Δεν ακούσαμε τις καμπάνεςδεν τις περιμέναμε τόσο νωρίς.Κι εσύ αναστήθηκες, Κύριε,κι εμείς μείναμε στον παγωμένο δρόμομε σβηστό το κερί μας,με σβηστή τη χαρά μας,

Page 39: Nea Synora, 110, 2011

με Μεγάλη Παρασκευή.

Ο ποιητής Γιώργης Σερκεδάκης

Ο Γιώργος (Γιώργης) Σερκεδάκης γεννήθηκε το 1951 στο χωριό Σίβα Ηρακλείου. Σπούδασε υπολογιστές. Δούλεψε, περίπου δυο χρόνια, σε σκληρές οικοδομικές δουλειές, σε μεταφορική και διαφημιστική εταιρεία. Από το 1975 – όλως τυχαία – μέχρι και το 2008 σταδιοδρόμησε και ξεχώρισε χωρίς να αφομοιωθεί, στο ανταγωνιστικό περιβάλλον των Δημοσίων Σχέσεων και του Μηχανολογικού Μάρκετιγκ, σε δύο Πολυεθνικές, κατασκευής ηλεκτρομηχανολογικών εξοπλισμών και συστημάτων παραγωγής, για τη μεσαία και βαριά βιομηχανία. Γράφει ποίηση από το 1970 και από το 1980 και δοκιμιακά κείμενα. Βασικός συντελεστής στην εβδομαδιαία εκπομπή «Τέχνη και Λόγος» στο ραδιόφωνο της ΥΕΝΕΔ στη Θεσσαλονίκη – αρχές της δεκαετίας του 1980 – όπου παρουσίασε με τον φιλόλογο και συγγραφέα Στέργιο Βαγγλή, σημαντικούς εκπροσώπους της Ελληνικής Λογοτεχνίας. Έχει συνεργαστεί με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά, καθώς και με επαρχιακές και αθηναϊκές εφημερίδες. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές – οι δύο εκτός εμπορίου. Ποιήματα του έχουν μεταφραστεί στα Γερμανικά και Αγγλικά και έχουν μελοποιηθεί από τον Γιάννη Σερκεδάκη. Τα πρώτα του ποιήματα παρουσιάστηκαν στα «Θρακικά Χρονικά» το 1974 και τα τελευταία στην εκτός εμπορίου πολύγλωσση ετήσια έκδοση 2009 – 2010 των GREEK LETTERS – Σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία της Ένωσης Ελλήνων Μεταφραστών. Είχε την τύχη να γνωρίσει και να διδαχτεί από σημαντικούς ανθρώπους – πνευματικούς και μη – που τον τίμησαν με εμπιστοσύνη και φιλία ανεξαργύρωτη.Σημαντικότερος άνθρωπος στη ζωή του ήταν η γιατρός και ποιήτρια ΜΑΡΙΑ ΛΟΓΟΘΕΤΗ, ανεκτίμητη σύντροφος και γυναίκα του επί 31 χρόνια, που έχασε το Μάρτη του 2009, ύστερα από πολύχρονη ταλαιπωρία της. Παρουσιάστηκαν στα Αγγλικά από τα GREEK LETTERS, ετήσια και εκτός εμπορίου έκδοση – τόμος 2009 – 2010 της Εταιρείας Ελλήνων Μεταφραστών.

Page 40: Nea Synora, 110, 2011

&Μη μου μιλάς

Για τους δρόμους,για τους δρόμουςγια τ' άσπρα τα περιστέριακαι των αγγέλων τα φτεράμη μου λεςκουρνιάσανε στη στέγη μουκαι σωπαίνουνφορώντας το κλάμα μου,ισκιώσανε τον ουρανό και δε βλέπωκλείσαν τους δρόμους και δεν καρτερώ.Μη μου μιλάςγια την ελπίδα που χτίζει ο φόβοςόταν με πνίγουν, οι τοίχοι μου.

Γιατί

Φοβάμαι το κενό και τους άδειους δρόμουςτη μοναξιά που αγαπώφοβάμαι, τα χαμόγελαπου μάθαν να χλομιάζουνε στο φως της λάμπαςφοβάμαι, διαρκώς φοβάμαικάποτε εμένα, κάποτε εσέναπίστεψέ μεδεν έχω να σου κρύψω τίποταδε θέλω να σου κρύψω κάτιδεν έχω– κι αν είχα, δε θα μπορούσα άλλωστε και το ξέρεις – είμαι ένας άνθρωπος που διαμαρτύρεται και το ξέρειςπου απεχθάνεται το φόβο τουτα ενδεχόμενά τουπου απεχθάνεται τα κάθε ενδεχόμεναφοβάμαι,πίστεψέ μεκι αυτό το χέρι σου έγινε κρύοκαι κείνα τα παράπονα τα ανελέητακι εκείνες οι ανθρώπινες ευαισθησίεςπου δεν έχουν συναίσθημα και αγάπη είναι σκληρέςφοβάμαι και χάνομαικι όταν ρωτάω γιατί, καταλαβαίνωκαταλαβαίνω εμένα, εσένακαταλαβαίνω το φόβο σουκι όμως ρωτάω, ρωτάωπάντα σε ρωτάω

Page 41: Nea Synora, 110, 2011

γιατί.

Παραλήρημα

Λες δεν πειράζει μια φοράλες δεν πειράζει δυο φορέςκάποτε συνηθίζεις να λεςδεν πειράζειείσαι ένας λυπημένος άνθρωποςπου δεν μιλάκαι η ζωή σκυφτή μπρος στο μπαλκόνι σουκαι η σημαία σου γερμένη στο κοντάρι τηςαντίκρυ στο Βοριά οπού φυσάαποκομμένη και απρόθυμη– πέρα από την όποια της συνθηκολόγηση –αδύναμη και μόνηκαθώς κοιτάς στον ουρανότο δρόμο της βροχής και του σύννεφουλες, δεν πειράζειτην άλλη φορά θα γίνει άνοιξηκαι σκέφτεσαι αν θα προφτάσεις να τη δειςέτσιμέσα στην πρόφαση και μες στο δισταγμόδίνοντας ολοένα παρατάσεις– μπορεί και παραστάσεις κωμικές –ωστόσο,για σένα ήταν μια υπόθεση δύσκοληδεν ήταν πρόφασησαν έμαθες,πως τίποτα πια δεν πειράζει...................................................κι ακούς τους άλλους να σου λένε διάφορακαι ύστερα και άλλους να τους λενπως πάει ξεχάστηκε, τον πήρε ο καιρόςκαι δεν πειράζει...

Αλλοίμονο

Σπασμένες πόρτες, ραγισμένοι καθρέφτες.Είναι η απώλεια της φωνήςτου φόβου και του υπολογισμούείναι εκείνα τα χιλιόμετρα της εθνικήςμε τους νεκρούς στα ρείθρανα περιμένουν το γιατρό, ν’ αναγνωρίσειτον επιτέλους θάνατο.Με χειροπέδες τα απογέματα τελειώνουνκαι το πρωί

Page 42: Nea Synora, 110, 2011

πλένονται μ’ εφιάλτες και με δάκρυαξανά.Αλλοίμονο για αυτούςπου ακόμη κρύβονται στα παραμύθιακαι ξεδιπλώνουν τη ζωή στις αποστάσειςκαι στα συντρίμμια τους.

Κοιμήσου

Κουβαλώνταςμια παρεξήγηση ο καθέναςκατάσαρκα ντυμένοςτη μοναξιά και τη μοίρα τουγίναμε λογαριασμοί και ονόματα άδειαμαντάτα που δεν ταξιδεύουνε πια.Κοιμήσουκι αν το παράπονο που έχεις αγκαλιάξυπνήσει, τίποτα μην του πεις.Κι αν πάλι πέθανεμην κλάψεις.Είναι τα χίλια πρόσωπα που έχειςείναι τα χίλια λόγια που μιλώκαθώς ο θάνατος είναι μια άμυναμες στα σπασμένα λόγιακαι τα αμίλητα πράγματα.Κοιμήσουκι εγώ, θα φυλάξω τον ύπνο σου.

Κάποτε

Κάποτεμε δυο κουβέντες κάλπικεςτελειώνεις τη ζωή σουκαι τη χάνεις.Ύστερα μαθαίνεις να μιλάςγι' αγαπημένα αστέριαπου γίνανε στάχτη στις χούφτες σου.Στο τέλος εκεί που ψάχνεις για το γέλιο σου,χρωματισμένο στις φιγούρες του δρόμουσυνηθίζεις να δέχεσαιτο παιχνίδι των κρεμασμένωνκαι συ.

Page 43: Nea Synora, 110, 2011

&

Στην ίδια σειρά

Στην ίδια σειράαυτός που ακονίζει μαχαίριακι αυτός που μετράει τ' αστέριαστην ίδια σειράαυτός που σκοτώνεικι αυτός που πληρώνει,στην ίδια σειράένας σταυροκοπιέταιο άλλος καταριέται,ο ένας σε φιμώνεικι ο άλλος σε σταυρώνεικαι σου γελά.Ανάβουν οι σηματοδότεςπειθαρχημένοι στρατιώτεςμες στη σειρά,μέσα στ' αγιάζικάποιος τρομάζειο άλλος σαρκάζει ,λες, δεν πειράζειστη ίδια σειρά,ένας παραπονιέταιο άλλος δε μιλιέταιο ένας είναι προδότηςκι ο άλλος Δον Κιχώτηςο ένας με μαχαίριακι ο άλλος με τ' αστέριανα τα μετρά.

Δεν είναι

Δεν είναιη ζωή που μου έδωσεςαλλά ο τρόποςνα μετρώ τους ανθρώπουςκατά τον τρόπο που τη μετρούν.

Όταν ένα παιδί

Όταν ένα παιδίσου ζωγραφίζει ένα παράθυροδεν ξέρεις προς τα πού

Page 44: Nea Synora, 110, 2011

βρίσκεται οι κόσμος. ...Και αν αυτό είναι η ζωή,που να του πεις να κοιτάξει;Και αν αυτό δεν είναι η ζωήτι να του πεις;

Ξανά

Να ξαναχτίσουμε τα ποιήματα είπαμενα ξαναγράψουμε τις εμπνεύσεις μαςνα καταγράψουμεξανά τις περισυλλογές μας,για να συμπεριλάβουμε τις οπισθοβασίεςκαι τις αναθεωρήσεις μαςτις κλειδαμπαρωμένες μας δικαιολογίεςτις αξιοπρεπείς ενοχές,την υποχρεωμένη μας ευπρέπεια.Να ξαναγράψουμε τα ποιήματα είπαμεκαι κατά που επιβάλλεταιπλέον,να ενταφιαστούμεμε αρετή και με σύνεση.

Σ’ ένα πακέτο τσιγάρα

Στίχοι που γράφονταισ’ ένα πακέτο τσιγάραλέξεις σπασμένες και σκληρέςπου δε σ’ αγγίζουνούτε σε εμπιστεύονται σήμερα.Στίχοι που γράφονταιμέσα σε κύβους σιωπηλούςσ’ επαναλήψεις και ακαθόριστα σχήματαστίχοι που χάθηκαν σαν τα καράβιαόταν ταξίδευαν τη νοσταλγίακαι την εγκατάλειψή σου στη νύχτακαι τώρα προχωρούν χωρίς πυξίδαούτε λιμάνι κοντινόμε τις συντεταγμένες της θλίψης σου.Στίχοι που γράφονταισ’ ένα πακέτο τσιγάραοι στίχοι μου σήμερα.

Τόσες αθροίσεις

Page 45: Nea Synora, 110, 2011

Τόσες αθροίσειςκαι ρημάξαν οι ελπίδες μαςτόσες αθροίσειςκι έγινε ενδεχόμενο η ζωή μαςτόσες αθροίσειςκαι σβήσαν οι προοπτικέςπου συντηρούσαν τα προσχήματακαι τις προθέσεις μαςτόσες αθροίσειςκαι τώρα στο μηδέν.Θε μου πώς να πιστέψουμεότι η ζωή δεν είν’ αυτή που εχθρευόμαστεπαρά εκείνη που εμείς καταντούμεΘε μου, πώς να πιστέψουμεότι από το θάνατο που κουβαλούμε μέσα μαςζητούμε δανεικά.

Προσωπογραφία Δεν είμαι εγώείναι ένας άλλος που περπατάει στο δρόμο μουμε ίδια βήματα βέβαιαχειρονομίες, κινήσειςμε ίδιες συνήθειες, αν θες.Ωστόσοείναι ένας άλλος αυτόςμια άσκημη σύμπτωσηπου έρχεται από το χρόνο και τις πιθανότητεςαπρόσκληταμ’ ένα μαχαίρι κοφτερόμε ένα καθρέφτην ' αποτυπώσει πάνω τουτη διάψευση και την αλήθεια μουή την αλήθεια τ' αλλουνού που είναι ψέμαόσο κι αν την ακούςή αν την ακουμπάς,και κείνη στέκει ακλόνητηκαι τραγικήμοιραίαμε ανεξακρίβωτη ταυτότηταψυχρήσ’ αυτό το πέρασμα των αντιθέσεωνπου πάλεψα να καταργήσω μια ζωήπεριφρονώντας τα περίτεχνα χαμόγελακαι τις κουβέντες της αγοράς .Δεν είμαι εγώ, είναι ένας άλλος.Αν τον προσέξεις

Page 46: Nea Synora, 110, 2011

θα δειςπερπατάει σκυφτόςμιλάει κι ακροβατεί στα όνειρα σουεμπορεύεται το συναίσθημα και τον τρόμο σουπρόσεξέ τονεκείνος λέει ψέματακατασκευάζει θανάτους κι αντιπαρέρχεταιπρόσεξέ τονόταν επισημαίνεις αδιέξοδαόταν γυρεύεις ελπίδεςεκείνος εισηγείται τη ζωή σουσε ελιγμούς.Μ' ένα πουκάμισο λεπτόέχει σκεπάσει την καρδιά τουμην και χτυπήσει γιατί ντρέπεταιμην ακουστεί και τρομάξεις– όσο κι αν είναι σίγουροςότι δε χτύπησε ποτέ –πάντως φοβάταιπρόσεξέ τονείναι αυτός που χάραξε το δρόμο τουσε μια κλωστή που όλο κόβεταικαι όλο αρχίζει.Δεν είμαι εγώείναι ένας άλλος αυτόςπου περπατάει στο δρόμο μου.Εγώ,έμαθα να μιλώ τη γλώσσαεκείνων που ορίζουν τη ζωή μέσα στο κλάμακαι στο θάνατοκαι δεν πιστεύουνε ούτε ελπίζουν.Μην του φωνάξεις τ' όνομα μου και σ' ακούσειδε θέλω, μ' ακούς;Εκείνος που φωνάζει με κραυγέςπου σε τρελαίνουνντυμένος το φονιά και τον επαίτη μαζίαυτός, ο δύστυχοςο καιροσκόπος, δεν είναι δυνατόννα είμαι εγώ.Είναι ένας άλλοςαυτόςπου περπατάει στο δρόμο μου.Είναι ένα άλλοςδεν είμαι εγώ.

Οι παλιάτσοι Παλιάτσοι που γυρνούμε και ξεχνούμε

Page 47: Nea Synora, 110, 2011

και λόγια δανεικά αναμασούμεσε ένα θέατρο σκιώνσκιές κι εμείς που δεν τις προσπερνούμε. Τη μοίρα μας ποτέ δεν κυβερνούμεστη λάσπη τη ζωή μας οδηγούμεπαζάρι των ποικιλιώνόπου τα όνειρά μας εκποιούμε. Χειροκροτούν κι εμείς χειροκροτούμεκι ανάλογα χαμόγελα φορούμεστο νόμο των συναλλαγώνόπου ρημάζομε ξαναγυρνούμε.

Τσάκισαν τα φτερά μας, δεν πετούμενεκροί που για το θάνατο γερνούμε σε δήθεν λόγια αξιώναυτοσαρκάζομε κι ακροβατούμε.

Παλιάτσοι που διψούμε που πεινούμε σε δρόμους μοναχούς σαν τριγυρνούμε αποκαΐδια των στιγμώνπου καίμε μέσα μας να ζεσταθούμε.

Ξόδεψα τη ζωή μου Ξόδεψα τη ζωή μου ακροβατώντας σ’ επάλληλα όνειρασε προσμονές ακαθόριστες και μεταθέσεις διαρκείς ανοίγοντας παράθυρα διαρκώς μια προς το θάνατο και μια προς τον κόσμο.Ξόδεψα τη ζωή μουκατά τον τρόπο των ανθρώπων που διαμαρτύρονται κατά τον τρόπο των ανθρώπων που επιμένουν να περπατούν ζωντανοί,ιχνηλατώντας το καιρό με το αίμα τους μέσα από στίχους μοναχικούς και ιστορίες παγιδευμένες δίχως προοπτικές,συσχετισμούς και ανταλλάγματα,χωρίς κανόνες ακολουθώντας τους δρόμους της καρδιάς και της μοίρας τους.Ξόδεψα τη ζωή μου διαγράφοντας κύκλους

Page 48: Nea Synora, 110, 2011

που θα χωρούσανε τα παραμύθια μουμαζί τους για να ταξιδέψω και να κρυφτώ.Δε βρέχει Δε βρέχεικι είναι παρατημένες οι σημαίες μας σε σκονισμένους δρόμουςσε ξεβαμμένους ιστούςφορώντας τρομαγμένα όνειρα και άγονες διαμαρτυρίες εκτεθειμένες στην κούραση και στη θλίψη μας.Έξω από το παράθυρο πηγαινοέρχεται ο καιρόςκρατώντας σ’ ένα κοντάρι τα ρούχα μαςθρυμματισμένη εικόνα που μας βαραίνει τα μάτια.Δε βρέχειτο νέφος γαντζωμένο στα παράθυρα και σ’ ένα αίσθημα πνιγμού που αργοσαλεύειστην πόλη αυτή που διαρκώς καταθέτουμετη σιωπή και το θάνατο.Δε βρέχει και πως να ξεπλυθούν τα όνειρα που περιμένουνε,να ζωντανέψουν οι σημαίες μας,που περιμένουνενα ξαναγεννηθούν. Ανασαιμιές Όταν σε βρήκα, μετρούσες του λιόσπορου τα φύλλα. Μην τις μαδάς τις μαργαρίτες που αργοστάξαμε τις παιδικές στιγμές.

Όταν με βρήκες στ’ απαλοκοίμισμα της κληματιάς ήμουν ανάγερτος στη φωτεινή τη δέσμη των ποικιλιών. Μην τους μαδάς τους κυματόφερτους αφρούς στα γλαρόπουλα.

...Σήμερα μας βρήκε ο ήλιος να συναρμολογούμε τα σπυριά του ροδιού που απόμεινε άντυτο, αγίνωτο.

Δεν είπαμε τίποτα. Ο δρόμος σου πια, χωρίς μαργαρίτες ο δικός μου, δίχως αλόγατα. ...Μια χουφτιά ιδρώτας

Page 49: Nea Synora, 110, 2011

τι να προλάβει να σου πει, τι να προλάβει...

Σε δυο όψεις α.

Αητέ που ξέχασες στο λιόγερμα τις φτερούγεςπότε ο χρόνος της επιστροφής; β.

Θαρθούνε μέρες που θα διαμαρτυρηθεί η σιωπή μαςκαι θα νοιώσουμε ότι δεν είμαστε μονάχοι σε τούτο τον κόσμο. Περίμενε!

Της Μ α ρ ί α ς

Νύχτα που σκεπάζεις τα πέλαγα που κουμαντάρεις και οδηγείς την αστραπή στη θάλασσα και στο τιμόνι του καραβοκύρη εκείνου οπού έμαθε να ζει τη μοίρα του πάνω στα κύματα και στον τρόμο νύχτα που νανουρίζεις προσδοκίες και καημούς ντυμένη με πεφτάστερα και με φεγγάρια νύχτα της αλύτρωτης λύπης,του φόβου και της εγκατάλειψης νύχτα δική μου και νύχτα της Μαρίας μου που έφυγε για σένα και τώρα αναπαύεται στα πόδια σου στη σκέψη μου και στην ψυχή μου μην την τρομάζεις, μην τη φοβίζεις σε παρακαλώ, προστάτεψε το κοριτσάκι μου από το ξεροβόρι κι από τη βροχή φώναξε τους αγγέλους σου,φώναξε την πανσέληνο και τα αστέρια γιατί τους είχαμε εμπιστευτεί όνειρα και ευχέςκαι τώρα οφείλουν να γλυκάνουνε, τον πόνο και την πίκρα τηςγια τόσα πράγματα που άδικα της στέρησαν ο ουρανός σου κι ο Θεός.Νύχτα των ανθρώπων οπού κοιμούνται ξάγρυπνοι για πάντα, χωρίς το φως τούτου του ήλιου

Page 50: Nea Synora, 110, 2011

κρατώντας συντροφιάσε ατελείωτα ποιήματα και αποσιωπητικάνύχτα των υποσχεμένων ονείρων,νύχτα της Παναγίας μας και του Χριστού τούτου του κόσμου,του ψεύτη και του άδικου, που ασελγεί στη μοίρα της καρδιάς και της τύχης,ελέησον τη Μαρία μου που τώρα κείτεται στον ουρανό και στο χώμαπαραδομένη στου Θεού τον καιρό. Δεκέμβρης 2009 στις 7

&

Τα «Νέα Σύνορα» και οι βιβλιοθήκες της χώρας μας:

Τον Καλοκαίρι του 1985, τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο, γυρίσαμε με δικό μας μέσο με τον ζωγράφο Χρήστο Ντάντα, πολλές πόλεις της χώρας μας και χαρίζαμε στις βιβλιοθήκες τους μια σειρά του περιοδικού μας – όσα μέχρι τότε είχαμε εκδώσει – από το 1ο τεύχος έως 79ο του περιοδικού μας και βιβλία δικά μας και φίλων μας. Οι βιβλιοθήκες που περάσαμε και οι πόλεις αναφέρονται στη συνέχεια. Τώρα παρακαλούμε τους βιβλιοθηκάριους των πόλεων που επισκεφτήκαμε να μας γράψουν («Νέα Σύνορα», Αγ. Αποστόλων 6. 113 62 Αθήνα), ή να μας τηλεφωνήσουν (210- 6435709, 210-8815275 και κιν.: 6974-868530), ποια ακριβώς περιοδικά μας και βιβλία μας έχουν, για να τους στείλουμε δωρεάν όσα τους λείπουν. Εμείς έως σήμερα έχουμε εκδώσει 102 τεύχη του περιοδικού μας και πολλά βιβλία. Αν υπάρχει φίλος σας ή αντιπρόσωπός σας στην Αθήνα, ας μας επισκεφτεί ενημερωμένος βέβαια και με κάποια εξουσιοδότηση, για να του παραδώσουμε όσα περιοδικά μας και βιβλία που σας λείπουν. Αν οι υπεύθυνοι των βιβλιοθηκών σας δεν διαβάσουν αυτό το δημοσίευμα, όποιος το διάβασε ας ειδοποιήσει τον βιβλιοθηκάριο της πόλης του ή οποιοδήποτε υπεύθυνο, Δήμαρχο, Αντιδήμαρχο ή όποιο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Δήμου σας. Καλό θα κάνει στον τόπο του. Από τον παρακάτω κατάλογο βιβλιοθηκών ενώ βλέπουμε πως έχουμε καταθέσει βιβλία μας και σε χώρες του εξωτερικού, δεν έχουμε καταθέσει βιβλία μας και περιοδικά μας στα νησιά μας παρά σε δύο τρία: Στη Σάμο και στο Καρλόβασι Σάμου, που έχουν πλήρη σειρά του περιοδικού μας και των βιβλίων μας, στην Τήλο Δωδεκανήσου δύο τρία βιβλία μας και στο Ηράκλειο Κρήτης, τα δύο αφιερώματα που έχουμε τυπώσει για τον Νίκο Καζαντζάκη. Ευκαιρία λοιπόν να αποκτήσουν και όλα τα νησιά μας δωρεάν βιβλία μας και περιοδικά μας, Γράφτε μας ή τηλεφωνήστε μας. Αποφεύγουμε τα E-mall για τους γνωστούς λόγους. Να τα αποφεύγεται και σεις, γιατί δεν τα ανοίγουμε, δεν τα διαβάζουμε.

Page 51: Nea Synora, 110, 2011

Σε ποιες πόλεις μπορούν οι φίλοι μας να βρούνε το περιοδικό μας «Νέα Σύνορα» και βιβλία των εκδόσεών μας:

Δημοτική βιβλιοθήκη ΑγρινίουΕθνική βιβλιοθήκη ΑθήναΔημόσια βιβλιοθήκη Βουλής των Ελλήνων, ΑθήναΔημοτική βιβλιοθήκη Δήμου ΑθηναίωνΔημοτική βιβλιοθήκη ΑιγίουΑγροτική βιβλιοθήκη Αλεξάνδρειας Δημοτική βιβλιοθήκη ΑλεξάνδρειαςΔημοτική βιβλιοθήκη ΑλεξανδρούποληςΒιβλιοθήκη ΑμαλιάδαςΔημοτική βιβλιοθήκη ΑμυνταίουΔημοτική βιβλιοθήκη ΑντιρίουΒιβλιοθήκη ΑράχοβαςΔημοτική βιβλιοθήκη Λυγουριό ΑργολίδοςΒιβλιοθήκη «Ο Δαναός», ΆργοςΔημόσια βιβλιοθήκη ΑρεοπόλεωςΒιβλιοθήκη ΆρταςΔημοτική βιβλιοθήκη ΑσπροπύργουΠνευματικό Κέντρο Άστρους

Δημόσια βιβλιοθήκη Βαθύ ΣάμουΔημόσια βιβλιοθήκη ΒέροιαςΛαϊκή βιβλιοθήκη «Οι Τρεις Ιεράρχες», ΒόλοςΔημοτική βιβλιοθήκη ΒόλουΕκκλησιαστική βιβλιοθήκη ΒόλουΒιβλιοθήκη Γυμνασίου Καμ. ΒούρλωνΔημοτική βιβλιοθήκη Βραχατίου

Δημόσια βιβλιοθήκη Δήμου ΓιαννιτσώνΒιβλιοθήκη Μαγουλιανά ΓορτυνίαςΒιβλιοθήκη Δεσκάτης - ΓρεβενάΔημοτική βιβλιοθήκη Γυθείου Δημοτική βιβλιοθήκη ΔιστόμουΔημόσια βιβλιοθήκη Δράμας

Σύλλογος «Μέγας Αλέξανδρος», ΈδεσσαΔημοτική βιβλιοθήκη ΕλασσόναςΔημοτική βιβλιοθήκη ΕλευσίναςΒιβλιοθήκη Ερμιόνης

Παιδική βιβλιοθήκη Αλεξάνδρου, Ημαθία

Δημοτική βιβλιοθήκη Θεσπιέων

Page 52: Nea Synora, 110, 2011

Δημοτική βιβλιοθήκη Νέας Αβόρανης ΘεσπιέωνΔημοτική βιβλιοθήκη ΘεσσαλονίκηςΠνευματικό Κέντρο Δήμου Θήβας.

Βιβλιοθήκη Ποντιακού Συλλόγου ΊασμουΖωσιμαία εν Ηπείρω βιβλιοθήκη Ιωάννινα Δημοτική βιβλιοθήκη ΚαβάλαςΔημόσια βιβλιοθήκη Ελευθερούπολης ΚαβάλαςΛαϊκή βιβλιοθήκη ΚαλαμάταςΔημοτική βιβλιοθήκη ΚαλαμπάκαςΒιβλιοθήκη Πανεπιστημίου Αιγαίου, ΚαρλόβασιΔημοτική βιβλιοθήκη ΚαρλοβασίουΔημοτική βιβλιοθήκη ΚαστοριάςΔημοτική βιβλιοθήκη ΚατερίνηςΒιβλιοθήκη Δήμου Σικυώνος ΚιάτουΔημοτική βιβλιοθήκη ΚοζάνηςΒιβλιοθήκη Κοινότητας Πεντάλοφος ΚοζάνηςΔημοτική βιβλιοθήκη ΚομοτηνήςΔημόσια βιβλιοθήκη ΚόνιτσαςΔημοτική βιβλιοθήκη ΚορίνθουΒιβλιοθήκη Μητρόπολης ΚορίνθουΔημοτική βιβλιοθήκη ΚορώνηςΔημοτική βιβλιοθήκη Ηρακλείου ΚρήτηςΔημοτική βιβλιοθήκη Κύμης

Δημόσια βιβλιοθήκη ΛαμίαςΔημόσια βιβλιοθήκη ΛαρίσηςΔημόσια βιβλιοθήκη ΛειβαδιάςΛαϊκή βιβλιοθήκη ΛεωνίδιοΔημοτική βιβλιοθήκη ΛεωνιδίουΔημόσια βιβλιοθήκη Λουτρακίου

Δημοτική βιβλιοθήκη ΜεγαλόποληςΔημοτική βιβλιοθήκη ΜεγάρωνΔημοτική βιβλιοθήκη Μεσολογγίου Δημοτική βιβλιοθήκη Μεσσήνης Δημοτική βιβλιοθήκη Μεθώνης Μεσσηνία Δημοτική βιβλιοθήκη Μολάοι

Δημοτική βιβλιοθήκη Νάουσα Δημόσια βιβλιοθήκη ΝαυπάκτουΔημόσια βιβλιοθήκη ΝαυπλίουΔημοτική βιβλιοθήκη Νέας ΧαλκηδόνοςΔημοτική βιβλιοθήκη Νεοχωρίου

Δημόσια βιβλιοθήκη Ξάνθης

Δημοτική βιβλιοθήκη Ορεστιάδας

Page 53: Nea Synora, 110, 2011

Δημοτική βιβλιοθήκη ΠατρώνΔημοτική βιβλιοθήκη ΠεταλίδιΒιβλιοθήκη Πρέβεζας Δημόσια βιβλιοθήκη Πύργου Ηλίας

Δημόσια βιβλιοθήκη ΣέρρεςΔημοτική βιβλιοθήκη ΣιάτισταΔημοτική βιβλιοθήκη ΣουφλίουΔημόσια βιβλιοθήκη Σπάρτης

Δημοτική βιβλιοθήκη Τρικκαίων Δημόσια βιβλιοθήκη Τριπόλεως

Βιβλιοθήκη ΔΕΠΑΦ ΦέρρεςΔημοτική βιβλιοθήκη ΦιλιατράΣύλλογος (βιβλιοθήκη) ΦοινικούνταςΔημόσια βιβλιοθήκη Χαλκίδας

Biblioteca Nazionale Marciana, VeneziaBiblioteka Kombetare, TiraneStadt-Und Universitats-Bibliothek, BernTicino, Liceo cantonale Lugano 1Stadtbucherei KonstanzGemeinde Vaduz Verkehrspolizei

&

«Νέα Σύνορα»Τώρα και ηλεκτρονικό περιοδικό

που κάνει το γύρο του πλανήτη μας«Νέα Σύνορα», τεύχος 110

Χρόνος 42ος Απρίλης - Ιούνης 2011Εκδότης - Διευθυντής: Δημήτρης Βαλασκαντζής

Αγίων Αποστόλων 6, Κυψέλη, 113 62 Αθήνατηλ. 210-8815275 & 210-6435709, κιν. 6974-868530

www.nea-synora.gr & www.neasynora.blogspot.com [email protected] & [email protected]

& www.neasynora.gr

Δημήτρης Μπαμπινιώτης, δικηγόρος: Προς: «Valaskantzis Dimitrios» ([email protected]). Αξιότιμε κ. Βαλασκαντζή, Εφόσον έχετε τα

περιεχόμενα των περιοδικών στο διαδίκτυο, και αυτή θεωρείται έκδοση περιοδικού από το νόμο, όμοια όπως αν πραγματοποιούσατε

και μία γραπτή έκδοση. Τρίτη 15-2-2005. «Babiniotis Dimitris» ([email protected])

Page 54: Nea Synora, 110, 2011