Top Banner
1 Αρχιμ. Ευθύμιος - Θεόδωρος Θεοδωρόπουλος Η Συμβολή της Εκκλησίας στην Παιδεία κατά την Τουρκοκρατία: Σχολές και Νεοελληνικός Διαφωτισμός Μάρτιος 2012
18

Η Συμβολή της Εκκλησίας στην Παιδεία κατά την Τουρκοκρατία

May 17, 2023

Download

Documents

Welcome message from author
This document is posted to help you gain knowledge. Please leave a comment to let me know what you think about it! Share it to your friends and learn new things together.
Transcript
Page 1: Η Συμβολή της Εκκλησίας στην Παιδεία κατά την Τουρκοκρατία

1

Αρχιμ. Ευθύμιος - Θεόδωρος Θεοδωρόπουλος

Η Συμβολή της Εκκλησίας στην Παιδεία κατά την Τουρκοκρατία:

Σχολές και Νεοελληνικός Διαφωτισμός

Μάρτιος 2012

Page 2: Η Συμβολή της Εκκλησίας στην Παιδεία κατά την Τουρκοκρατία

2

Περιεχόμενα

Εισαγωγή…………….……………………………………………………………...…3

α) οι Σχολές ………………………………………………………………..………….5

β) ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός………………………………………………..…....11

Επίλογος………………………………………………………………….…….…….16

Βιβλιογραφία…………………………………………………………………………18

Page 3: Η Συμβολή της Εκκλησίας στην Παιδεία κατά την Τουρκοκρατία

3

Εισαγωγή

Ο Ελληνορθόδοξος κόσμος πολύ πριν την επικράτηση των Οθωμανών,

ιδιαίτερα στον Ελλαδικό χώρο, είχε αρχίσει να περνά σε μια μακρά περίοδο

πνευματικής εξουθένωσης, η οποία με την επικράτηση των Οθωμανών γενικεύθηκε

και επιδεινώθηκε. Τα αίτια ήσαν πολλά, όπως, οι συνεχείς πόλεμοι, οι οικονομικές

κρίσεις, οι αλλαγές στο γεωκτησιακό καθεστώς και οι συνεχείς αναταράξεις στις

κοινωνικές δομές. Όλα αυτά και πολλά άλλα αίτια ακόμα, έκαναν τις συνθήκες για

πνευματική ανανέωση και για τη συντήρηση παλαιότερων πνευματικών

δραστηριοτήτων, απαγορευτικές1.

Στην Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα μια από τις πρώτες και άμεσες συνέπειες της

Άλωσης ήταν η απώλεια της Παιδείας, καθώς οι φορείς της, βυζαντινοί λόγιοι και

δάσκαλοι, αποδήμησαν σε ξένους τόπους, κυρίως την Ιταλία και άλλες χώρες της

Δύσης. Αξιόλογοι λόγιοι του Βυζαντίου – από τόν Μανουήλ Χρυσολωρά (1350-

1414), τον Ανδρόνικο Κάλλιστο (1400-1480), τον Γεώργιο Τραπεζούντιο (1396-

1484), τον Αρσένιο Αποστόλιο (1470-1535), τον Ιωάννη Αργυρόπουλο (1416-1486)

και τον Δημήτριο Χαλκοκονδύλη (1424-1511) έως τον Ιάννο Λάσκαρη (1445-1535)

– απορφάνισαν τα μεγάλα αστικά κέντρα ( Κωνσταντινούπολη, Θεσσαλονίκη,

Μυστρά κ.ά.) από την πνευματική τους ηγεσία. Σε αυτούς πρέπει να προσθέσουμε

και δύο διαπρεπείς Έλληνες λόγιους του 15ου αι., τον Βησσαρίωνα (1400-1517),

πρώην Ορθόδοξο Μητροπολίτη, που έγινε Καθολικός Καρδινάλιος και τον

νεοπλατωνιστή φιλόσοφο του Μυστρά Γεώργιο Γεμιστό ή «Πλήθωνα» ( 1365-1452),

ο οποίος παρά το ότι δεν ήταν λόγιος της Διασποράς, ταξίδεψε στην Ιταλία και

μετείχε εκεί στο πνεύμα της Αναγεννήσεως2. Όλα αυτά σημειώθηκαν σε μία περίοδο

κατά την οποία ο υποδουλωμένος ελληνικός κόσμος είχε ανάγκη την πνευματική

στήριξη τέτοιων προσωπικοτήτων, οι οποίοι θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην

πνευματική αναγέννησή του, αλλά και στη διάσωση της ιστορικής του παράδοσης

και στη καλλιέργεια της προσδοκίας για την « αποκατάσταση του Γένους »3 .

Στη προσπάθεια της διαφωτίσεως των υποδουλωμένων Ελλήνων καθοριστικό

ρόλο διαδραμάτισε η Ορθόδοξη Εκκλησία όπως θα δούμε παρακάτω, και κυρίως το

1 Ι.Κ.Χασιώτης, Μεταξύ Οθωμανικής κυριαρχίας και Ευρωπαϊκής πρόκλησης, Θεσσαλονίκη 2001,

σ.86. 2 Αλέξιος Σαββίδης-Benjamin Hendrickx, Εισαγωγή στη Βυζαντινή Ιστορία, Αθήνα 2008, σ.142. 3 3 Ι.Κ.Χασιώτης, όπ., σ.86.

Page 4: Η Συμβολή της Εκκλησίας στην Παιδεία κατά την Τουρκοκρατία

4

Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο ανέλαβε τη μέριμνα των Χριστιανών μέσα σε

ένα τουρκοκρατούμενο κράτος. Η μέριμνα της Εκκλησίας για τη Παιδεία υπήρξε

καθοριστική του σκοπού της αφύπνισης των Ελλήνων και της διάσωσης της

ελληνορθόδοξης παράδοσης.

Το ενδιαφέρον πολλών απόδημων Ελλήνων να μεταλαμπαδεύσουν την

Ελληνική σοφία και γνώση μέσω της εκπαίδευσης, η δημιουργία νέων σχολών και η

διδασκαλία της κλασικής Παιδείας, η επιρροή του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και η

προσπάθεια για « μετακένωση » των « φώτων της Ευρώπης » που είχαν αναπτυχθεί

από το αρχαίο ελληνικό πνεύμα και τη σπουδή των κλασικών της αρχαιότητας, από

τους προγόνους των « ραγιάδων »4 δηλ., οδήγησαν σε αυτό που ονομάζουμε

« Νεοελληνικό Διαφωτισμό ».

4 Ι. Κ. Χασιώτης, ό.π.,σ.98.

Page 5: Η Συμβολή της Εκκλησίας στην Παιδεία κατά την Τουρκοκρατία

5

α) οι Σχολές.

Από την πλευρά του κράτους δεν υπήρξε καμιά ενέργεια για την πλήρωση του

τεράστιου κενού, γιατί οι Οθωμανοί δεν είχαν κανένα απολύτως ενδιαφέρον για τις

ανθρωπιστικές σπουδές. Ο κατακτητής ούτε ενέκρινε, ούτε οικειοθελώς παραχώρησε

δικαιώματα στους υποδουλωμένους, τα οποία η Εκκλησία με πολύ κόπο απέκτησε

από αυτόν, όπως, διοικητική, δικαστική και διαχειριστική σε θέματα κληρονομικά,

υγείας και Παιδείας, εξουσίες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ως προς την Παιδεία, η

Εκκλησία είναι εκείνη που ανέλαβε τη διδασκαλία και τον πνευματικό καταρτισμό

των σκλαβωμένων Ελλήνων, σε συνδυασμό συνεργασίας με την αυτοδιοίκηση. Σε

πολλούς όμως υπόδουλους δεν έπαψε να υπάρχει η δίψα για τη μάθηση, που παρά τις

αντικειμενικές δυσκολίες, κατάφερνε να βρει διεξόδους5. Αυτό φαίνεται από τις λίγες

και σκόρπιες μνείες τις οποίες μας διασώζονται και οι όποιες μαρτυρούν για μια

χωρίς συνέχεια και οργάνωση εκπαιδευτική δραστηριότητα6. Κατά τα πρώτα χρόνια

της εθνικής συμφοράς δεν γίνεται λόγος περί πνευματικού βίου. Τα «Κρυφά

Σχολεία» καλύπτουν τις στοιχειώδεις ανάγκες Παιδείας μέχρι τα τέλει τού 16ου

αιώνος περίπου. Δεν πρόκειται για οργανωμένα Σχολεία οιουδήποτε τύπου. Ο όρος

παραδίδεται από το στόμα τού λαού, όπου σε ορισμένα μοναστήρια παρεχόταν

στοιχειώδης εκπαίδευση, τα οποία ο λαός ονόμασε «Κρυφά Σχολειά», όπως π.χ. την

Γορτυνιακή μονή του Φιλοσόφου7.

Όπως κατά την Αρχαιότητα, έτσι και κατά την Βυζαντινή περίοδο η παιδεία

δεν ήταν αντικείμενο κρατικής μέριμνας. Παιδευτικά κέντρα πάσης μορφής ήσαν τα

Μοναστήρια. Πολλά απ' αυτά τα βυζαντινά ιδρύματα επέζησαν μετά την Άλωση. Και

ήταν φυσικό να καταφύγουν εκεί κοντά σε λογίους μοναχούς, όσοι επιθυμούσαν να

μάθουν να διαβάζουν. Ως προς τον όρο «Κρυφά Σχολεία», και αυτό εξηγείται, διότι

αν θυμηθούμε το απαίσιο παιδομάζωμα και την κρατούσα δικαιολογημένη φοβία,

ήταν επόμενο οι συναθροίσεις ιδιαίτερα των νέων, να γίνονται μακριά από το

βλέμμα του κατακτητή . Δεν είναι ρομαντικό το πασίγνωστο τραγουδάκι « Φεγγαράκι

μου λαμπρό, φέγγε μου να περπατώ », αλλά αποτυπώνει την πραγματικότητα ακριβώς

αυτού του γεγονότος.. Δεν τόλμησαν οι διώκτες τού «Κρυφού Σχολειού» να το

5 Ε.Α.Π., Η Ορθοδοξία ως κληρονομιά, Τομ. Β’.,σ.196. 6 Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, Τουρκοκρατία, Οι Έλληνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία,

Αθήνα 1988. σ.133. 7 Τάσου Γριτσόπουλου, «Το κρυφό Σχολειό», Πελοποννησιακά, Τόμ. ΙΓ’, Αθήνα 1978, σσ. 18-23.

Page 6: Η Συμβολή της Εκκλησίας στην Παιδεία κατά την Τουρκοκρατία

6

κηρύξουν πλαστό, γιατί κατά πάσα πιθανότητα είναι προεπαναστατικό και το

οφείλομε στον γνωστό συλλογέα δημοτικών τραγουδιών Ρassow8.

Την ανάγκη για πνευματική αναγέννηση του λαού συνειδητοποίησε αμέσως

μετά την Άλωση η Εκκλησία με την άνοδο στον πατριαρχικό θρόνο της

Κωνσταντινούπολης του Πατριάρχη Γενναδίου, ο οποίος προσπάθησε να αναζητήσει

λύσεις για την Παιδεία και την εκπαίδευση με την επιστράτευση των ελάχιστων

μορφωμένων της εποχής, που ήσαν όλοι κληρικοί και μοναχοί. Στους ίδιους στόχους

απέβλεπαν και οι προσπάθειές του για την ίδρυση της Πατριαρχικής Σχολής στη

Κωνσταντινούπολη, η οποία μάλλον υπολειτούργησε και τελικά λειτούργησε

κανονικά μετά από έναν αιώνα9. Επίσης άλλη σημαντική ενέργεια της Εκκλησίας

ήταν η απόφαση συνόδου, υπό τον Πατριάρχη Ιερεμία Β’ τον Τρανό, ώστε οι κατά

τόπους Μητροπολίτες να φροντίσουν για την ίδρυση σχολείων και για την

υποστήριξη γενικά της Παιδείας10.

Στην Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα το εκπαιδευτικό έργο ασκούσαν λιγοστοί

περιοδεύοντες λόγιοι, οι όποιοι δίδασκαν ως οικοδιδάσκαλοι σε ένα μαθητή ή σε

μικρές ομάδες, σε ορισμένες περιπτώσεις ο αριθμός των μαθητών ή η διάρκεια του

εκπαιδευτικού έργου, θα μας επέτρεπε να κάνουμε λόγο για ύπαρξη εκπαιδευτηρίων.

Επίσης κάτοχοι στοιχειώδους παιδείας, κυρίως μοναχοί και κληρικοί, προσπάθησαν

να καλύψουν το κενό αυτό και να κρατήσουν κάποιες σπίθες Παιδείας

( θρησκευτικής κυρίως) με υποτυπώδη σχολεία, τα περισσότερα σε μοναστηριακά

συγκροτήματα11. Ύπαρξη τέτοιου είδους διδασκάλων, πού περιοδεύουν,

μνημονεύεται στα μέσα του 15ου αι. στην Αδριανούπολη συχνότερα, στην Αλβανία

επίσης, στην Πελοπόννησο, στην Κωνσταντινούπολη. Η λαμπρότερη μορφή που

προβάλλει την περίοδο αυτή είναι εκείνη του Μανουήλ Κορίνθιου, οφικιάλιου και

μεγάλου ρήτορα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ο όποιος δρα στο διάστημα 1482-

1530 και είναι άμεσος επίγονος του Βυζαντίου και πνευματικός σύμβουλος του

ηγεμόνα της Βλαχίας. Επίσης, περιορισμένης κλίμακας διδακτική δραστηριότητα

σημειώνεται στα τέλη του 16ου αιώνα και στην Θεσσαλονίκη, την Πάτμο, στην Άρτα

και τα Ιωάννινα. Λαμπρή εξαίρεση στο θέμα αυτό αποτελεί στον τουρκοκρατούμενο

χώρο η πόλη της Αθήνας, όπου στα 1586 λειτουργούσαν πολλά διδασκαλεία, τα

8 Arn. Passow, «Τραγούδια Ρωμαίικα», Popularia Carmina Graeciae Recentioris, Αθήνα 1860, σ. 211. 9 Ι.Κ.Χασιώτης, ό.π. σ. 86-87. 10 Ε.Α.Π., Η Ορθοδοξία ως κληρονομιά, Τομ. Β’.,σ.197. 11 Ι.Κ.Χασιώτης, ό.π., σ.87.

Page 7: Η Συμβολή της Εκκλησίας στην Παιδεία κατά την Τουρκοκρατία

7

όποια προετοίμαζαν τους κατοπινούς Αθηναίους σπουδαστές των ιταλικών

πανεπιστημίων. Άμεσα σχετιζόμενο με την πραγματικότητα αυτή πρέπει να

θεωρήσουμε το γεγονός ότι η Αθήνα διατηρούσε στενές εμπορικές σχέσεις με χώρες

της Δύσης και κυρίως τη Βενετία12. Σε ότι αφορά αντίθετα την Κωνσταντινούπολη

δεν γνωρίζουμε τίποτα σχεδόν για τις τύχες της εκεί περίφημης Πατριαρχικής

Σχολής, μέχρι τα μέσα του 16ου αιώνα. Πιθανόν να λειτούργησε υποτυπωδώς και

κατά περιόδους ήδη από την εποχή του Γενναδίου, κατά καιρούς μεγάλοι ρήτορες

δίδασκαν ίσως σε λίγους μαθητές. Μία πρώτη περίοδος συνεχούς λειτουργίας της

εγκαινιάσθηκε στα 1556, όταν πατριάρχης εξελέγη ο Ιωάσαφ Β΄ (1556-1565). Ο

τελευταίος έφερε μαζί του τον Ιωάννη Ζυγομαλά, διευθυντή σχολείου στην

Αδριανούπολη, για να θέσουν σε λειτουργία μια σχολή συνδεδεμένη με το

Πατριαρχείο. Στην νέα αυτή Πατριαρχική Σχολή δίδαξαν από τότε αξιόλογοι λόγιοι

έως τα 1558. Τουρκική επίθεση τη χρονιά αυτή προκάλεσε το κλείσιμο του

ιδρύματος, το όποιο δεν στάθηκε δυνατό να επαναλειτουργήσει ,παρά μόνο στα 1625

με δάσκαλο τον Θεόφιλο Κορυδαλλέα (1570-1646)13.

Στα τέλη του 15ου αιώνα μνημονεύονται σχολεία στην Κορώνη, τη Μεθώνη,

την Κέρκυρα, το Ναύπλιο, τη Σκύρο, τη Ζάκυνθο. Στην τελευταία στα 1556

μαρτυρείται ή ύπαρξη σχολείου με εκατοντάδες μαθητές. Φαίνεται πράγματι πώς το

νησί αυτό διέθετε κάποια παράδοση πού πρόσφερε άξιους δασκάλους και λόγιους

όπως ήταν ο Παχώμιος Ρουσάνος, ο Ερμόδωρος Λήσταρχος, οι οποίοι με την

προτροπή των Πατριαρχών Διονυσίου Β’ (1546-1556) και Ιερεμία Β’ (1572-1579)

ανέπτυξαν σημαντική εκπαιδευτική δράση στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα14.

Εκπαιδευτική δραστηριότητα παρατηρήθηκε εξ άλλου στις αρχές του 16ου

αιώνα στη Μονεμβασία, όπου δίδαξε και άφησε αξιόλογους μαθητές ο Αρσένιος

Αποστόλης, και στο Ναύπλιο, όπου έδρασαν ο Ιωάννης Ζυγομαλάς και ο Νικόλαος

Μαλαξός. Από τα μέσα του 16ου αιώνα μαρτυρείται ή ύπαρξη δύο σχολείων στη

Μυτιλήνη και αξιόλογη εκπαιδευτική κίνηση στη Χίο, όπου το 1546 οι πρόκριτοι

σκέπτονταν να ιδρύσουν Πανεπιστήμια, σχέδιο το όποιο απέτρεψε ή τουρκική

κατάκτηση του 1566. Η αγάπη των Χιωτών για τα γράμματα ήταν τόση, ώστε το

σχολείο πού ίδρυσαν αργότερα στα 1590 εκεί οι Ιησουίτες βρήκε πολλή απήχηση.

Και φυσικά τις καλύτερες εκπαιδευτικές συνθήκες συναντούμε στα δυο μεγαλύτερα

12 Απόστ. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Τόμ.Β’, Αθήνα 2005, σ.312 κ.ε. 13 Ι.Κ.Χασιώτης,ό.π. σ. 87 κ.ε. 14 Ι.Κ.Χασιώτης, ό.π. σ.90.

Page 8: Η Συμβολή της Εκκλησίας στην Παιδεία κατά την Τουρκοκρατία

8

βενετοκρατούμενα νησιά, την Κύπρο και την Κρήτη, όπου η ανάπτυξη των αστικών

κέντρων σε συνδυασμό και με την προϋπάρχουσα παράδοση και την επίδραση των

ξένων άποικων δημιουργούσε καλλιτεχνικές και πνευματικές ανάγκες15. Στην Κρήτη

λειτουργούσαν κατά καιρούς ιδιωτικά σχολεία και στα τρία μεγάλα αστικά κέντρα

Ρέθυμνο, Χανιά και Χάνδακα. Στον Χάνδακα αναφέρονται ξένοι οικοδιδάσκαλοι σε

σπίτια ευγενών. Το πνευματικό κλίμα σ’ αυτήν και στις άλλες μεγάλες πόλεις της

Κρήτης ήταν ιδιαίτερα έντονο και εκδηλωνόταν με τη συγκρότηση πνευματικών

εταιριών και την εμφάνιση μιας λογοτεχνίας με ξεχωριστή ποιότητα και ομορφιά.

Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι το γεγονός ότι το «υπόδουλο γένος» αρχίζει να

αφυπνίζεται, έτσι κατά τα τέλει του 16ου αι. και αρχές του 17ου αι. τα ελληνικά

σχολεία πολλαπλασιάζονται τόσο στην ηπειρωτική Ελλάδα, όσο και στα νησιά. Η

παρουσία του Ευγένιου Αιτωλού, μαθητού του Κορυδαλλέα, είναι πολύτιμη για την

περιοχή της Στερεάς Ελλάδας. Ιδρύει αρκετά σχολεία στην περιοχή της Άρτας, του

Μεσολογγίου και τέλος μέχρι το θάνατό του (1682) στην περιοχή των Αγράφων. Ο

Ευγένιος μπορεί να θεωρηθεί ο παιδαγωγός των συμπατριωτών του και γενικότερα

των κατοίκων της καθυστερημένης πολιτιστικά Δυτικής Στερεάς Ελλάδας16 .

Στη Πελοπόννησο κατά τον 17ο αι. λειτούργησαν ονομαστές Σχολές, όπως

αυτή της Δημητσάνας, αλλά και άλλα λιγότερο ξακουστά Επαρχιακά Σχολεία και για

τα οποία δεν έχουμε αρκετές πληροφορίες, όπως της Ανδρίτσαινας στο οποίο δίδαξε

ο Καλ. Καστόρχης, της Κορώνης όπου δίδαξε ο Επίσκοπος Ιωσήφ Ανδρούσης. Στη

Καλαμάτα για πρώτη φορά συναντάμε σχολείο το 1686, στο οποίο δίδαξε ο

Διονύσιος Ποδάρος, καλαματιανός δάσκαλος, για τον οποίο η μόνη πληροφορία την

οποία έχουμε, είναι ότι διέσωσε τη διήγηση του μαρτυρίου του συγγενούς του

νεομάρτυρος Ηλία Αρδούνη17. Άλλο σχολείο το οποίο λειτούργησε στη Καλαμάτα

μετά το 1693 και για το οποίο έχουμε έμμεσες πληροφορίες, είναι εκείνο στο οποίο

φοίτησε ο λόγιος μοναχός Ιερόθεος, γνωστός ως «Ιβηρίτης» και το οποίο δεν ήταν

από τα κατώτερα, τα «κοινά», αλλά ανώτερο, αφού σε αυτό διδάσκονταν αρχαία

Ελληνική φιλολογία και Λατινική18.

Σε ότι αφορά τον χαρακτήρα της Εκπαίδευσης των Ελλήνων και των

πνευματικών τους κατευθύνσεων, σημειώθηκαν κατά τόπους παραλλαγές ή και

15 Απόστ. Βακαλόπουλος, ό.π., σ.316 κ.ε. 16 Απόστ. Βακαλόπουλος, ό.π., σ.323 17 Μίμη Φερέτου, «Η Παιδεία στη Καλαμάτα στην Τουρκοκρατία μέχρι το 1835»,

Μεσσηνιακά Γράμματα, Τόμ. Α’, Καλαμάτα 1956, σ.466. 18 Μίμη Φερέτου, ό.π., σ.467.

Page 9: Η Συμβολή της Εκκλησίας στην Παιδεία κατά την Τουρκοκρατία

9

διαφορές και αυτό απαιτεί ειδική συζήτηση και έρευνα για να επισημανθούν τα αίτια,

θα μπορούσαμε ωστόσο να προβούμε σε ορισμένες γενικές διαπιστώσεις. Όλα τα

εκπαιδευτικά ιδρύματα για τα όποια μιλήσαμε παραπάνω εξυπηρέτησαν την

λειτουργία και τον πολλαπλασιασμό των σχολείων στην Ελλάδα, αφού πολλοί από

τους απόφοιτους διοχέτευσαν εκεί την εκπαιδευτική τους δραστηριότητα. Η σημασία

της Κατώτερης Εκπαίδευσης συνίστατο στο ότι προσέφερε σε πάμπολλους Έλληνες

την πρώτη αναγκαία πρόσβαση στην γνώση, η οποία θα αποτελούσε έναν παράγοντα

βασικής σημασίας για την διαμόρφωση των ιδιαιτεροτήτων του Ελληνισμού έναντι

του τούρκου δυνάστη.

Στα περισσότερα «κοινά σχολεία» η διδασκαλία περιοριζόταν στα στοιχειώδη

«κολυβογράμματα», τη διδασκαλία δηλαδή της γλώσσας, η οποία ήταν η γλώσσα

των εκκλησιαστικών λειτουργικών βιβλίων. Όσο προχωρούσαν στην δευτεροβάθμια

εκπαίδευση είχαν τη δυνατότητα να εντρυφήσουν στη γλώσσα των αρχαίων

ελληνικών κειμένων. Στα λιγοστά σχολεία των «εγκυκλίων γραμμάτων» το

πρόγραμμα περιελάμβανε την ανάγνωση και τη γλωσσική ανάλυση κειμένων των

αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων και πατέρων της Εκκλησίας και ασκήσεις

αντίστροφης μετάφρασης νεοελληνικών φράσεων στην αρχαία. Σε κάποια σχολεία

χρησιμοποιούσαν και εγχειρίδια, όπως τις αξιόλογες γραμματικές του Κωνσταντίνου

Λάσκαρη ( 1434-1493/1501) και του Θεόδωρου Γαζή ( 1370-1475), έργα τα οποία

είχαν εκδοθεί στη Βενετία. Η γραμματική μάλιστα του Λάσκαρη η οποία τυπώθηκε

στο Μιλάνο το 1476 από τον Κρητικό Δημήτριο Δαμιλά, με τίτλο « Ερωτήματα »,

θεωρείται το πρώτο Ελληνικό βιβλίο το οποίο κυκλοφόρησε στην Ευρώπη19

Η σημασία της ανώτερης και της πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης για τις τύχες

των Ελλήνων ήταν ιδιαίτερα μεγάλη, και όχι μόνο αναφορικά με την πνευματική

τους ανύψωση από όσους ανέλαβαν δράση, για οποιασδήποτε μορφής ανατροπή των

δυσμενών ιστορικών δεδομένων, αλλά και για το ότι οι περισσότεροι ήσαν φορείς

παραστάσεων και ιδεών τις οποίες είχαν αποκτήσει στη διάρκεια της φοίτησης τους

σε πανεπιστήμια της Δύσης και αυτά θα μεταλαμπάδευαν κατά την εκπαιδευτική

τους δραστηριότητα στον Ελλαδικό πλέον χώρο. Σε ότι αφορά όμως τα

μακροπρόθεσμα αποτελέσματα και μάλιστα σε μεγαλύτερη πληθυσμιακή ακτίνα, η

τυπογραφία διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο, διότι σε πρώτο πλάνο εξυπηρετώντας

την λειτουργία των σχολείων της Ελλάδας με την τροφοδότηση των απαραίτητων

19 Ι.Κ.Χασιώτης, ό.π., σ.88

Page 10: Η Συμβολή της Εκκλησίας στην Παιδεία κατά την Τουρκοκρατία

10

εγχειριδίων και ακόμα, καθώς παρήγαγε και κατηύθυνε την λαϊκή νοοτροπία με

έντυπο υλικό, διαμόρφωσε ιδεολογίες και προσέφερε πρότυπα και ινδάλματα, όπως

εκείνο του παλικαριού - σωτήρα Μεγαλέξανδρου. Τα τελευταία αυτά, στα όποια ο

λαός είχε επενδύσει τις προσδοκίες και επιθυμίες του, δυνάμωσαν την αντίσταση

απέναντι στη φθορά του «ΓΕΝΟΥΣ».

Στα μέσα του 17ου αι. η ανάπτυξη του εμπορίου, η βελτίωση του κοινωνικού

επιπέδου και η διάδοση των βιβλίων μέσω της τυπογραφίας, θα κάνουν τα πράγματα

ευνοϊκά για τη Παιδεία. Στις αρχές του 18ου αι. σημαντικές σχολές ιδρύονται στα

Γιάννενα, στη Θεσσαλονίκη, στο Άγιο Όρος, στη Πάτμο, στο Μεσολόγγι, στην

Αθήνα, στη Δημητσάνα, στη Σμύρνη κ.α. και τα ονόματα Ακαδημία, Μουσείον,

Ελληνομουσείον, Σχολείον, Σχολή θα γίνουν πλέον γνωστά στον ευρύτερο ελληνικό

χώρο20.

20 Ε.Α.Π., Η Ορθοδοξία ως κληρονομιά, Τομ. Β’., σ.197

Page 11: Η Συμβολή της Εκκλησίας στην Παιδεία κατά την Τουρκοκρατία

11

β) ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός

Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός είναι ένα πολυσύνθετο φαινόμενο πέρα του

καθαρού ιδεολογήματος. Ο Ελληνικός Διαφωτισμός αποτελεί κλάδο και συνέχεια

του μεγάλου κορμού του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού21. Ένα φαινόμενο το οποίο

οδήγησε τους Ρωμιούς Έλληνες στην πολιτική , παιδαγωγική, εθνική και γενικά,

πολιτισμική τους ανασύνθεση και αναμόρφωση και προέκυψε ιδίως λόγω της

παρακμής και της τελικής απουσίας της Βυζαντινής αυτοκρατορίας ως πολιτικού και

παιδαγωγικού υπόβαθρου. Ως πνευματικό κίνημα ο Διαφωτισμός δεν κινήθηκε

ενάντια των κατακτητών Οθωμανών, αλλά αντιθέτως κινούνταν ενάντια της

Δεσποτείας – Βασιλείας, ως ένα «κατεξοχήν πολιτικό φαινόμενο»22, προετοίμασε

όμως την ιδέα στους σκλαβωμένους Έλληνες ότι μέσω της Παιδείας και της γνώσης

του παρελθόντος, θα επιτυγχάνετο η εθνική τους αυτοσυνειδησία και η ανάγκη για

ελευθερία, σύμφωνα με τον διδάσκαλο – κήρυκα της Ελευθερίας και της Παιδείας,

Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, ο οποίος στη μάθηση και την πρόοδο στήριζε το λυτρωμό

του Γένους. Πριν από το Ρήγα, τον Κοραή και τον Καποδίστρια πρώτος ο Κοσμάς ο

Αιτωλός είδε αυτή την ανάγκη23. Άλλωστε, κατά τη διάρκεια της οθωμανικής

κατάκτησης, λόγω της μεγάλης ύφεσης που παρουσίασε η Παιδεία και συνακόλουθα

η εκπαίδευση, ο διανοητικός βίος περιοριζόταν στην αποδοχή της επίσημης

θρησκευτικής ιδεολογίας, που εξέφραζε μεταξύ των άλλων και την μοιρολατρική

στάση απέναντι στον κατακτητή, της θεόθεν τιμωρίας των Χριστιανών. Παράλληλα

συντηρούσε ακόμη και στα κατώτερα στρώματα του λαού την καχυποψία, αν όχι την

εχθρότητα προς τη Δύση και σε κάθε τι δυτικότροπο. Σ΄ αυτό είχαν συμβάλλει

ασφαλώς σε μεγάλο βαθμό τα ιστορικά προηγούμενα της Άλωσης της Πόλης, αλλά

και η σύγχρονη καθολική προπαγάνδα, η οποία προσπαθούσε να προσελκύσει στο

καθολικό δόγμα τους ελληνικούς πληθυσμούς, προκαλώντας τη δικαιολογημένη

αντίδραση της επίσημης Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Επίσης οι «συντηρητικές» επίσημες ενέργειες της Εκκλησίας, ακόμη και με την

μορφή ελαχίστων αφορισμών, έχουν να κάνουν με τον φόβο της

εισόδου αιρετικών απόψεων στο δόγμα της και όχι με όλες τις εκφάνσεις του

Διαφωτισμού ή με την επιστήμη, η οποία τελευταία δεν έχει σχέση με τον

21 Κ.Θ.Δημαράς, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Νεοελληνικά Μελετήματα, Αθήνα 1989, σ.1. 22 Πασχάλης Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Αθήνα 2000, σ.9. 23 Κ. Σ. Κώνστα, Ό Άγιος Κοσμάς ό Αιτωλός, Αθήνα 1976, σ. 124.

Page 12: Η Συμβολή της Εκκλησίας στην Παιδεία κατά την Τουρκοκρατία

12

διαφωτισμό όπως γενικώς προβάλλεται. Εξαιρέσεις επιθετικών ενεργειών

Ορθοδόξων κατά της επιστήμης υπήρξαν βεβαίως, όπως σε κάθε εποχή τα νέα

επιστημονικά επιτεύγματα αναμοχλεύουν διαφωνίες μεταξύ των μελετητών. Η «νέα

επιστήμη» θα υπήρχε ως «νέες ανακαλύψεις» στο πεδίο της γνώσης ούτως ή άλλως,

είτε ο Διαφωτισμός γεννιόνταν είτε όχι. Όμως άλλο Διαφωτισμός κι άλλο επιστήμη24.

Δυστυχώς ο Διαφωτισμός, όπως όλα τα πολιτικά φαινόμενα συνοδεύθηκε

από δογματικές ακρότητες κατά της Χριστιανικής Πίστεως, τις οποίες οι Έλληνες

διαφωτιστές μετέφεραν, άλλοτε με τη θέλησή τους και άλλοτε άθελά τους στην

Ανατολή, μη αναλογιζόμενοι τις άμεσες, πόσο μάλλον μακροπρόθεσμες, συνέπειες

μια τέτοιας πολεμικής. Η θέση του Leibniz είναι χαρακτηριστική της άγνοιας

ορισμένων περί των θεολογικών πραγμάτων: «είχε τονίσει ότι ο Διαφωτισμός ήταν

θέλημα Θεού και μέσο για την τελείωση του ανθρωπίνου γένους και την προαγωγή

του γενικού καλού 25».

Έλληνες λόγιοι της Διασποράς κατά την περίοδο του Διαφωτισμού ανέλαβαν

το βάρος του εκσυγχρονισμού της εκπαίδευσης και του πνευματικού αφυπνισμού,

μέσω κυρίως της στροφής προς την κλασσική αρχαιότητα αλλά και της επαφής με

τον στοχασμό, τις ανακαλύψεις και τα επιστημονικά επιτεύγματα της δυτικής

Ευρώπης. 'Έτσι, η στροφή της νεοελληνικής σκέψης προς τα αρχαία κείμενα υπήρξε

το μέσο για την εθνική αυτοσυνειδησία, ενώ η "μετακένωση", κατά την έκφραση του

Αδαμάντιου Κοραή των επιτευγμάτων της ευρωπαϊκής σκέψης και επιστήμης στην

Ελληνική Ανατολή, επαναπροσδιόρισε το περιεχόμενο και τους στόχους της

Ελληνική εκπαίδευσης26. Η κατάσταση λοιπόν άρχισε να μεταβάλλεται κυρίως από

τα μέσα του 17ου και τις αρχές του 18ου αι., με τον πολλαπλασιασμό των σχολείων.

Σ' αυτό συνέβαλαν: η κατάργηση του παιδομαζώματος, η σύσταση κοινοτήτων, η

ανάπτυξη του εμπορίου και η γενικότερη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών του

λαού, η ευρεία διάδοση των εκτυπουμένων στη Βενετία, τη Βιέννη και αλλού

Ελληνικών βιβλίων, η επαφή με τις χώρες της κεντρικής Ευρώπης και άλλοι

παράγοντες. Διάφορα εκπαιδευτικά ιδρύματα (Ακαδημία, Μουσείο, Ελληνομουσείο,

σχολείο, σχολή) κάλυψαν τον ελλαδικό χώρο, τη Μικρά Ασία και τις άλλες περιοχές

24 Κ.Θ.Δημαράς, ό.π., σ.6.

25 Memoir for Enlightened Persons of Good Intention, The Political Writings of Leibniz,

επιμ.Patrick Riley, Cambridge 1972, σσ. 103-110. 26 Ι.Κ.Χασιώτης, ό.π., σ.90.

Page 13: Η Συμβολή της Εκκλησίας στην Παιδεία κατά την Τουρκοκρατία

13

όπου άκμαζε το Ελληνικό στοιχείο27. Αυτός ο εκπαιδευτικός οργασμός, ο οποίος

σημειώθηκε κατά τον 18ο αι., συνεχίστηκε εντονότερος και κατά τις δύο δεκαετίες

του 19ου αι., όταν άρχισε η Ελληνική επανάσταση. Τότε, σε μυριάδες αριθμούνται οι

εγγράμματοι και σε εκατοντάδες οι λόγιοι και οι συγγραφείς28. Βέβαια η κατάσταση

στην ύπαιθρο στα μέσα του 17ου αι. ήταν πολύ χειρότερη απ’ ότι στις πόλεις,

ιδιαίτερα οι απομονωμένες περιοχές της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Δυτικής

Μακεδονίας είχαν πολλά και σοβαρά προβλήματα. Οι εξισλαμισμοί, οι ληστείες, οι

βαριές και άγριες φορολογίες, είχαν επιφέρει μια συνεχή αιμορραγία σε έμψυχες και

υλικές δυνάμεις απαιδευσία και η ηθική εξαθλίωση συντηρούσαν ένα πολύ χαμηλό

πολιτιστικό επίπεδο στο λαό29.

Η μεγάλη συμβολή των Ελλήνων λογίων στην εκπαίδευση εντοπίζεται κατά

την περίοδο της πεντηκονταετίας 1774-182130, περίοδος ακμής του Νεοελληνικού

Διαφωτισμού, όπου ανέλαβαν το βάρος του εκσυγχρονισμού της εκπαίδευσης και του

διανοητικού βίου των σκλαβωμένων, κυρίως μέσω της στροφής στην κλασική

αρχαιότητα και την σπουδή της, αλλά και της επαφής με το στοχασμό και τα

επιστημονικά επιτεύγματα της Δύσης. Δεν έλειψαν φυσικά και οι αντιδράσεις από

την πλευρά συντηρητικών διδασκάλων της Εκκλησίας, κυρίως λόγω του φόβου

εισροής αλλοιώσεων του ορθόδοξου δόγματος από την μελέτη της δυτικής σκέψης,

ενδεικτική για το θέμα αυτό είναι η περίπτωση του ιερομόναχου Αθανάσιου Πάριου

(1721-1813), ο οποίος οπαδός της κινήσεως των Κολλυβάδων, με τις πραγματείες του

«Αντιφώνισις» και «Ανεξίκακον πνευματικόν» επεσήμανε τον κίνδυνο της

νοθεύσεως του γνησίου περιεχομένου της Πίστεως από τις νέες ιδέες των Ελλήνων

λογίων οι οποίοι σπούδασαν στη Δύση31. Οι εκδηλώσεις αυτές του φόβου από την

πλευρά των συντηρητικών τροφοδότησε μεγαλύτερες αντιδράσεις εναντίων των

« νεωτεριστών» και μάλιστα με ακραίες ενέργειες από την πλευρά της ηγεσίας της

Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπως η περίπτωση των Μεθοδίου Ανθρακίτη (1660-1736) και

Ιώσηπου Μοισιόδακα, όπου ο μεν Ανθρακίτης υποχρεώθηκε το 1723 να αποκηρύξει

εγγράφως τις «ετερόδοξες» διδασκαλίες του και καθαιρέθηκε από το αξίωμα της

ιεροσύνης και επίσης αναγκάστηκε να παρευρεθεί – κατόπιν εντολής της Συνόδου

27 Βασ. Βλ. Σφυρόερα, Οι Έλληνες επί Τουρκοκρατίας, Αθήνα 1975, σ. 94. 28 Βασ. Σφυρόερα, ό.π., σ.95. 29 Γεωργ. Δ. Μεταλληνού, Ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός απόστολος της ενότητας του Έθνους,

Αθήνα 1980, σ. 10. 30 Κ.Θ.Δημαράς, ό.π., σ.1. 31Παναγιώτου Κ. Χρήστου, Εκκλησιαστική Γραμματολογία,Τόμ.Β’,Θεσσαλονίκη1991,σ.321.

Page 14: Η Συμβολή της Εκκλησίας στην Παιδεία κατά την Τουρκοκρατία

14

του Οικουμενικού Πατριαρχείου – σε δημόσια πυρπόληση των βιβλίων του και

τετραδίων του32, ο δε Μοισιόδακας το 1777 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το

εκπαιδευτικό του έργο στην Ακαδημία του Ιασίου επειδή οι συνάδελφοί του τον

διέβαλαν ως πλάνο και λατινόφρονα. Για το ίδιο λόγο είχε φύγει δια νυκτός και ο

προκάτοχός του στην ίδια σχολή Νικηφόρος Θεοτόκης (1731-1800)33.

Ένα ακόμη πρόβλημα που ανέκυψε την περίοδο αυτή, είναι το λεγόμενο

«γλωσσικό πρόβλημα», δηλ. αν θα έπρεπε να καθιερωθεί στο γραπτό λόγο η απλή

δημώδης γλώσσα ή η αρχαΐζουσα Ελληνική, που επηρέασε τελικά τη διαμόρφωση

της γλωσσικής πραγματικότητας στη σύγχρονη Ελλάδα34. Μεγάλα ονόματα της

περιόδου αυτής, περιόδου κορύφωσης του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, είναι του

Αδαμάντιου Κοραή ( 1748-1833), του Νεόφυτου Δούκα (1760-1845), του Άνθιμου

Γαζή (1764-1837), του Κωνσταντίνου Οικονόμου (1780-1857), του Θεόφιλου Καΐρη

(1784-1853). Στη διαμάχη αυτή τα διάφορα μέρη αναζητούσαν την καθιέρωση ενός

ενιαίου γλωσσικού οργάνου, προκειμένου να συγκροτηθεί η εθνική Παιδεία των

Ελλήνων, η οποία θα ήταν η κινητήρια δύναμη για την αφύπνιση των σκλαβωμένων

στην ανάκτηση της ελευθερίας τους. Το αποτέλεσμα ήταν να ακολουθήσουν

πάμπολλες πνευματικές διαμάχες οι οποίες πήραν διαστάσεις. Έτσι οι οπαδοί της

αρχαΐζουσας, οι οποίοι προέρχονταν από τον κύκλο του Πατριαρχείου και την τάξη

των αρχόντων των παραδουνάβιων περιοχών, ο λεγόμενος κύκλος των Φαναριωτών,

θεωρούσαν ότι η διατήρηση της αρχαίας Ελληνικής ήταν εθνική κληρονομιά η οποία

έπρεπε να διατηρηθεί και επιπλέον συνδεδεμένη και με την θρησκεία, στην οποία

γλώσσα είχαν γραφτεί τα ιερά κείμενα της Εκκλησίας και κυρίως διότι μέσα από την

αρχαία γλώσσα θα αναστηθεί το δοξασμένο αρχαίο γένος35. Οι αρχαϊστές την

ομιλούμενη δημώδη γλώσσα τη θεωρούσαν βάρβαρη και ανομοιογενή γραμματικά,

η οποία δεν μπορούσε να εκφράσει την επιστήμη και την τέχνη.

Από την άλλη πλευρά οι οπαδοί της λαϊκής καθομιλουμένης γλώσσας,

θεωρούσαν ότι αυτήν έπρεπε να χρησιμοποιούν οι λόγιοι, προκειμένου να φωτισθεί

και καλλιεργηθεί πνευματικά ο απλός λαός ο οποίος είχε παραμείνει απαίδευτος λόγω

της σκλαβιάς36. Επίσης η πρόταση του Φαναριώτη Δημητρίου Καταρτζή (1730-1807)

να καθιερωθεί ως αποκλειστικό γλωσσικό όργανο η φυσική γλώσσα, όπως συμβαίνει

32 Ι.Κ. Χασιώτης, ό. π., σ.100. 33 Ι.Κ. Χασιώτης, ό.π., σ.101. 34 Ι.Κ. Χασιώτης, ό.π., σ. 98. 35 Κ.Θ.Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα 1967, σ.204-206. 36 Κ.Θ.Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα 1967, σ.204-206.

Page 15: Η Συμβολή της Εκκλησίας στην Παιδεία κατά την Τουρκοκρατία

15

σε άλλα έθνη της Ευρώπης δεν ευοδώθηκε, καθώς και μια ακόμα ακραία τάση άλλων

όπως του Ιωάννη Βηλαρά (1771-1823), να καταργηθεί η ορθογραφία και να ισχύσει η

φωνογραφική κοινολεξία. Άλλοι οπαδοί του δημοτικισμού ήσαν ο Ρήγας Φεραίος

(1757-1789), ο οποίος έγραφε και στην απλή καθαρεύουσα, ο Γρηγόριος Κωνσταντάς

(1758-1844), ο Αθανάσιος Χριστόπουλος (1772-1847).

Η μέση οδός στη διαμάχη αυτή ήταν του Αδαμάντιου Κοραή, η οποία

βρισκόταν πιο κοντά στη θέση των οπαδών της δημοτικής, αλλά η κλασική του

Παιδεία δεν του επέτρεπε να φθάσει στα άκρα και ο οποίος πίστευε ότι η γλώσσα

των Λογίων έπρεπε να είναι διορθωμένη και εμπλουτισμένη37. Η λύση του Κοραή

δεν ήταν απλά γλωσσική πρόταση, αλλά και ένας τρόπος να έλθει η απλή κοινή

γλώσσα πιο κοντά στην αρχαία. Πρόταση, την οποία ακολούθησαν πολλοί εκ των

λογίων της εποχής, αλλά και η οποία δημιούργησε μεγάλη οξύτητα στη διαμάχη

μεταξύ των Κοραϊστών και των οπαδών της αρχαίας.

Η διαμάχη αυτή τελικά σταμάτησε λόγω της έναρξης της Ελληνικής

Επανάστασης, κατά την οποία έπαψαν τα προσωπικά πάθη και οι Έλληνες ενώθηκαν

στον κοινό σκοπό της απελευθερώσεως του Έθνους. Πάντως η διαμάχη της γλώσσας

κατέληξε στο να προτιμηθεί από τον Ελληνικό λαό η απλή καθαρεύουσα, την οποία

εισήγαγε ο Νικηφόρος Θεοτόκης (1731-1801), το δε σε τέσσερις τόμους υπό τον

τίτλο « Κυριακοδρόμιον » έργο του, αποτέλεσε εντρύφημα των Χριστιανών επί δύο

αιώνες38. Την απλή καθαρεύουσα ακολούθησαν έπειτα ο Κωνσταντίνος Οικονόμος,

ο Παναγιώτης Κοδρικάς (1762-1827), οι οποίοι « ούτε θόρυβον εδημιούργησαν περί

εαυτούς, ούτε συγγράμματα πολλά εξέδωκαν, επεκράτησεν όμως η γλώσσα της

οποίας αυτοί έκαμον χρήσιν, διότι αυτή ανταπεκρίνετο προς το κοινόν περί γλώσσης

συναίσθημα »39.

37 Κ.Θ.Δημαράς, ό.π., σ. 204-206. 38 Παναγιώτου Κ. Χρήστου, Εκκλησιαστική Γραμματολογία,Τόμ.Β’,Θεσσαλονίκη1991,σ.310. 39 Χ. Λέφα, Ιστορία της Εκπαιδεύσεως, Αθήνα 1942, σ.378.

Page 16: Η Συμβολή της Εκκλησίας στην Παιδεία κατά την Τουρκοκρατία

16

Επίλογος

Από τα περιορισμένα πλαίσια της παρούσης εργασίας για ένα τόσο μεγάλο

θέμα το οποίο είναι η Παιδεία κατά την Τουρκοκρατία και ο Νεοελληνικός

Διαφωτισμός ο οποίος απορρέει από αυτήν, θέματα τα οποία καλύπτουν τα χρονικά

όρια τριών και πλέον αιώνων, καταδείχθηκε η μεγάλη συμβολή της Ορθόδοξης

Εκκλησίας και ειδικότερα του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην παροχή της προς του

υπόδουλους Έλληνες. Απώτερος σκοπός της διαπαιδαγωγήσεως των Ελλήνων εκτός

από την πνευματική τους εξέλιξη και διατήρηση της πολιτιστικής και πολιτισμικής

τους κληρονομιάς, ως απογόνων των αρχαίων Ελλήνων διανοητών, επιστημόνων και

φιλοσόφων, ήταν και η πεποίθηση ότι θα ελευθερωθούν με τις δικές τους δυνάμεις,

μέσω της Παιδείας. Παιδεία, την οποία χορηγούσε η Εκκλησία με πρώτο

εκπαιδευτικό ίδρυμα την Πατριαρχική Μεγάλη του Γένους Σχολή στην

Κωνσταντινούπολη, και με τις δυσκολίες που αντιμετώπισε κάτω από την απειλή του

κατακτητή, ο οποίος παρακολουθούσε την κάθε της κίνηση, κατάφερε δε να

δημιουργήσει στη συνέχεια και άλλα σημαντικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, ακαδημίες

και επαρχιακά σχολεία, στα οποία δίδαξαν μεγάλες μορφές και διδάσκαλοι των

ελληνικών γραμμάτων, οι περισσότεροι Κληρικοί, οι οποίοι κράτησαν άσβεστη την

εθνική κληρονομιά των Ελλήνων και την ελπίδα για αναγέννηση του Έθνους.

Οι Έλληνες Λόγιοι της Διασποράς, οι οποίοι μετέφεραν τα φώτα του αρχαίου

ελληνικού πολιτισμού στη Δύση και ενεργοποίησαν τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό

προς μία χειραφέτηση του ευρωπαϊκού πνεύματος για μελλοντικές κοινωνικές και

πολιτικές μεταβολές, επιστρέφοντες στην πατρίδα τους κατάφεραν να

ενεργοποιήσουν την συνείδηση των Ελλήνων μέσω της Παιδείας και να διοχετεύσουν

τις ιδέες και τις αρχές του Διαφωτισμού στον υπόδουλο ελληνικό χώρο. Ο

Νεοελληνικός Διαφωτισμός ο οποίος ορίζεται από τα μέσα του 18ου μέχρι τις δύο

πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. θεραπεύτηκε από σημαντικές προσωπικότητες του

πνεύματος και των γραμμάτων, ανέλαβε το βάρος του εκσυγχρονισμού της

εκπαίδευσης και του διανοητικού βίου μέσω της στροφής στην κλασική αρχαιότητα

αλλά και της επαφής με το στοχασμό, τις ανακαλύψεις και τα επιτεύγματα της

Δύσης. Όμως οι αλλαγές αυτές δεν έγιναν εύκολα και δημιουργήθηκαν συγκρούσεις

από τον φόβο κυρίως της αλλοίωσης του ορθοδόξου χριστιανικού δόγματος, οι οποίες

έφτασαν ακόμη και σε ακρότητες, αλλά και σε επιμέρους διαμάχες, όπως αυτές που

Page 17: Η Συμβολή της Εκκλησίας στην Παιδεία κατά την Τουρκοκρατία

17

σχετίσθηκαν με τη γλώσσα, και επηρέασαν στο τέλος την γλωσσική ομοιομορφία των

Ελλήνων σε όλους τους τομείς.

Page 18: Η Συμβολή της Εκκλησίας στην Παιδεία κατά την Τουρκοκρατία

18

Βιβλιογραφία

Arn. Passow, «Τραγούδια Ρωμαίικα», Popularia Carmina Graeciae Recentioris,

Αθήνα 1860.

Memoir for Enlightened Persons of Good Intention, The Political Writings of Leibniz,

επιμ. Patrick Riley, Cambridge 1972.

Απόστ. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Τόμ.Β΄, Αθήνα 2005.

Τάσου Γριτσόπουλου, «Το κρυφό Σχολειό», Πελοποννησιακά, Τόμ. ΙΓ΄, Αθήνα 1978.

Κ.Θ.Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα 1967.

Κ.Θ.Δημαράς, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Νεοελληνικά Μελετήματα,Αθήνα 1989.

Ε.Α.Π., Η Ορθοδοξία ως κληρονομιά, Τομ. Β΄, Πάτρα 2001.

Πασχάλης Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής

Τράπεζας, Αθήνα 2000.

Κ. Σ. Κώνστα, Ό Άγιος Κοσμάς ό Αιτωλός, Αθήνα 1976.

Χ. Λέφα, Ιστορία της Εκπαιδεύσεως, Αθήνα 1942.

Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, Τουρκοκρατία — Οι Έλληνες στην Οθωμανική

Αυτοκρατορία, Αθήνα 1988.

Γεωργ. Δ. Μεταλληνού, Ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός απόστολος της ενότητας του

Έθνους, Αθήναι, 1980.

Αλέξιος Σαββίδης-Benjamin Hendrickx, Εισαγωγή στη Βυζαντινή Ιστορία,

Αθήνα 2008.

Βασ. Βλ. Σφυρόερα, Οι Έλληνες επί Τουρκοκρατίας, Αθήνα 1975.

Μίμη Φερέτου, «Η Παιδεία στη Καλαμάτα στην Τουρκοκρατία μέχρι το 1835»,

Μεσσηνιακά Γράμματα, Τόμ. Α΄, Καλαμάτα 1956.

I.Κ.Χασιώτης, Μεταξύ Οθωμανικής κυριαρχίας και Ευρωπαϊκής πρόκλησης,

Θεσσαλονίκη 2001.

Παναγιώτου Κ. Χρήστου, Εκκλησιαστική Γραμματολογία, Τόμ. Β΄, Θεσσαλονίκη

1991.