Top Banner
ΕΛΕΝΗ Μ. ΚΑΤΣΙΑΟΥΝΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΑ ΜΥΣΤΡΙΩΤΗ Η νομολογία του Δ.Ε.Ε. ως συνδιαμορφωτικός παράγοντας στο Δίκαιο του Τουρισμού ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ: ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΑΠΟΔΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΟΧΩΝ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
33

Η νομολογία του ΔΕΕ ως συνδιαμορφωτικός παράγοντας στο Δίκαιο του Τουρισμού

Feb 26, 2023

Download

Documents

Welcome message from author
This document is posted to help you gain knowledge. Please leave a comment to let me know what you think about it! Share it to your friends and learn new things together.
Transcript
Page 1: Η νομολογία του ΔΕΕ ως συνδιαμορφωτικός παράγοντας στο Δίκαιο του Τουρισμού

1

ΕΛΕΝΗ Μ. ΚΑΤΣΙΑΟΥΝΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΑ ΜΥΣΤΡΙΩΤΗ

Η νομολογία του Δ.Ε.Ε. ως

συνδιαμορφωτικός παράγοντας στο Δίκαιο

του Τουρισμού

ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ:

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ

ΑΠΟΔΕΚΤΩΝ ΚΑΙ

ΠΑΡΟΧΩΝ

ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΩΝ

ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

Page 2: Η νομολογία του ΔΕΕ ως συνδιαμορφωτικός παράγοντας στο Δίκαιο του Τουρισμού

2

Eλένη Μ. Κατσιαούνη

Δικηγόρος, ΜΔΕ Δημοσίου Δικαίου, ΠΜΣ Ευρωπαϊκού και Διεθνούς Δικαίου

Κωνσταντίνα Κοκκίνου

Δικηγόρος, ΠΜΣ Ευρωπαϊκού και Διεθνούς Δικαίου

Γρηγορία Μυστριώτη

Δικηγόρος, ΠΜΣ Ευρωπαϊκού και Διεθνούς Δικαίου

Αθήνα, Σεπτέμβριος 2015

Page 3: Η νομολογία του ΔΕΕ ως συνδιαμορφωτικός παράγοντας στο Δίκαιο του Τουρισμού

3

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ....................................................................................................................................... Σελ.

Εισαγωγή ......................................................................................................................................................3

Η σημασία των τουριστικών υπηρεσιών στην Ε.Ε. και της νομολογίας του Δ.Ε.Ε. για την ρύθμισή

τους ...............................................................................................................................................................3

ΜΕΡΟΣ Α΄.......................................................................................................................................................4 Η δικαιοπαραγωγική λειτουργία του ΔΕΕ στο δίκαιο του τουρισμού της ΕΕ .......................................4 Α.1. Ο τουρίστας ως αποδέκτης υπηρεσιών στην Ευρωπαϊκή Ένωση ...............................................5 Α.2. Ο τουρίστας ως καταναλωτής στην Ευρωπαϊκή Ένωση .............................................................10 Α.2.Ι. Τα οργανωμένα ταξίδια - η οδηγία 90/314/ΕΟΚ .............................................................................10 Α.2.ΙΙ. Οι Αεροπορικές μεταφορές - Κανονισμός 261/2004 ....................................................................14 Α.3. Η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στο τομέα του τουρισμού ............................................................17 Α.3.Ι. Η απελευθέρωση της αγοράς των τουριστικών υπηρεσιών .......................................................18 A.3.ΙΙ. Η παροχή υπηρεσιών ξενάγησης ειδικότερα ..............................................................................20 ΜΕΡΟΣ Β΄ ....................................................................................................................................................22 Η λειτουργική συνεργασία ενωσιακού δικαστή και νομοθέτη ...............................................................22 Β.1. Η αποκαταστατική λειτουργία του Δικαστηρίου. Προσδιορισμοί και επεκτάσεις .......................23 Β.2. Οι αλληλεπιδράσεις δικαστή και νομοθέτη στην εξέλιξη του ενωσιακού δικαίου του τουρισμού ...................................................................................................................................................................... 25 ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ .........................................................................................................................27

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ........................................................................................................................28

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ ..................................................................................................................................... 29-30

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – AΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ ................................................................................. 30

Page 4: Η νομολογία του ΔΕΕ ως συνδιαμορφωτικός παράγοντας στο Δίκαιο του Τουρισμού

4

ΔIAΔΥΚΤΙΑΚΑ ΑΡΧΕΙΑ ΚΑΙ ΠΗΓΕΣ ........................................................................................................ 31

ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΧΟΛΙΑΖΟΜΕΝΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ...........................................................................................33

Εισαγωγή

Η σημασία των τουριστικών υπηρεσιών στην Ε.Ε. και της νομολογίας του Δ.Ε.Ε. για την ρύθμισή

τους

Η Ευρώπη αποτελεί έναν από τους προσφιλέστερους τουριστικούς προορισμούς και μάλιστα τον προσφιλέστερο τουριστικό προορισμό παγκοσμίως, διαδραματίζοντας πολύ σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη πολλών περιφερειών της και την επιβίωση αρκετών μικρομεσαίων επιχειρήσεων ( 10% Α.Ε.Π. και το 12% της συνολικής απασχόλησης), ενώ από τις τουριστικές υπηρεσίες προέρχονται οι κύριοι πόροι για τις νησιωτικές περιοχές1. Το διάστημα 2007-2013, τα κονδύλια της ΕΕ που προορίζονταν αποκλειστικά για τον τουρισμό στο πλαίσιο της πολιτικής για τη συνοχή υπερέβησαν τα 6 δισ. ευρώ ή το 1,8% του συνολικού προϋπολογισμού2. Ωστόσο οι αναφορές στις Συνθήκες ακόμη και μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ ήταν ελάχιστες. Η Συνθήκη δεν παρείχε καμία ρητή αρμοδιότητα στον τομέα του τουρισμού, ούτε κατατασσόταν στις κοινές πολιτικές της Κοινότητας. Μοναδική αναφορά στο άρθρο αρ.3.Ι.υ. ΣΕΚ όπου προβλεπόταν για τους σκοπούς του άρθρου 2 ΣΕΚ, ήτοι τη δημιουργία ενιαίας αγοράς, υψηλού βαθμού ανταγωνιστικότητα και την αειφόρο ανάπτυξη, ότι «…η δράση Κοινότητας περιλαμβάνει σύμφωνα με τους όρους και το χρονοδιάγραμμα που προβλέπει η παρούσα συνθήκη[…]μέτρα στους τομείς της ενέργειας, της πολιτικής άμυνας και του τουρισμού.» Η Πράσινη Βίβλος επίσης της Επιτροπής COM (95)97/4.4.1995 ενέτασσε τον τουρισμό στις απώτερες επιδιώξεις της Ένωσης προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι του άρθρου 2 ΣΕΚ. Οι διατάξεις των Συνθηκών δεν μπορούσαν να αποτελέσουν αυτοτελή νομική βάση για μία δραστική παρέμβαση από την πλευρά του νομοθέτη. Η προσφυγή στην εξαιρετική ρήτρα του 308 ΣΕΚ (νυν 352 ΣΛΕΕ), το οποίο απαιτεί πρόταση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και διαβουλεύσεις με την Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, προκειμένου να θεσπιστούν διατάξεις οι οποίες είναι αναγκαίες για την πραγματοποίηση των στόχων της ενιαίας αγοράς, δεν αποτελεί μία ευέλικτη νομική βάση, αφού προϋποθέτει την επίτευξη ομοφωνίας. Ωστόσο, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ήδη από την δεκαετία του ’80 κλήθηκε να αντιμετωπίσει ένα πλήθος έννομων σχέσεων και διαφορών, οι οποίες καταδείκνυαν ότι ο τουρισμός δεν είναι ένα σύνολο οικονομικών δραστηριοτήτων ανεξάρτητων από την εσωτερική αγορά που οικοδομούσαν οι Συνθήκες. Εντάσσεται στο πλέγμα του πρωτογενούς δικαίου που ρυθμίζει την εσωτερική αγορά, την κατάργηση των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας και την ελεύθερη κυκλοφορία εργαζομένων, υπηρεσιών και κεφαλαίων, διαφορετικά θα είχαμε οδηγηθεί στο αντιφατικό φαινόμενο να δημιουργηθούν χώροι αμιγούς εθνικής δικαιοδοσίας και συναλλαγών, που στην πραγματικότητα λόγω της συχνότητας, της πολυμορφίας τους και της έκτασής τους θα διασπούσαν το ευρωπαϊκό εγχείρημα της ενιαίας αγοράς. Εκτιμούμε πως αυτή η προσέγγιση από την πλευρά του Δικαστηρίου παρέμεινε ενεργή σε μεγάλο βαθμό και μετά την ανάπτυξη του δευτερογενούς δικαίου και την πρόβλεψη, μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας, στο άρθρο 195 ΣΛΕΕ του τουρισμού ως συμπληρωματικής αρμοδιότητας της Ένωσης3. Όπως θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε

1 Ανακοίνωση της Επιτροπής 30.6.2010, Η Ευρώπη ο πρώτος τουριστικός προορισμός στον κόσμο ένα νέο πλαίσιο για τον

ευρωπαϊκό τουρισμό, COM (2010) 352.τελικό. 2Ευρωπαϊκή Επιτροπή-Περιφερειακή πολιτική- Πεδία δραστηριότητας-Τουρισμό,

http://ec.europa.eu/regional_policy/activity/tourism/index_el.cfm 3 195 ΣΛΕΕ «1. Η Ένωση συμπληρώνει τη δράση των κρατών μελών στον τομέα του τουρισμού, ιδίως με την προαγωγή της

ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων της Ένωσης στον τομέα αυτό. Προς τούτο, η δράση της Ένωσης έχει ως στόχο: α) να ενθαρρύνει τη δημιουργία περιβάλλοντος ευνοϊκού για την ανάπτυξη των επιχειρήσεων στον εν λόγω τομέα, β) να ενθαρρύνει τη συνεργασία μεταξύ κρατών μελών, ιδίως με την ανταλλαγή ορθών πρακτικών.2. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, θεσπίζουν ειδικά μέτρα για τη συμπλήρωση των

Page 5: Η νομολογία του ΔΕΕ ως συνδιαμορφωτικός παράγοντας στο Δίκαιο του Τουρισμού

5

στη μελέτη μας, το Δικαστήριο σε αρκετές περιπτώσεις φαίνεται να διατηρεί μία πρόθεση περισσότερο ενοποιητική από τον νομοθέτη, ο οποίος, αρχικά τουλάχιστον, ήταν αρκετά φειδωλός και περισσότερο δωρικός σε ρυθμίσεις που επεδίωκαν να συντονίσουν και να προσεγγίσουν τις διαφορετικές εθνικές ρυθμίσεις. Πάντως η λειτουργική συνεργασία μεταξύ δικαστή και νομοθέτη έχει εξισορροπήσει σημαντικά στα ισχυρά αντικρουόμενα συμφέροντα που προσιδιάζουν στις σχέσεις παρόχων και αποδεκτών τουριστικών υπηρεσιών, αποκαθιστώντας την ομαλότητα και την παραγωγικότητα στην τουριστική βιομηχανία.

Μεθοδολογικά, η βαρύτητα που δίνεται στις αποφάσεις του Δικαστηρίου ως συνδιαμορφωτικού παράγοντα του ενωσιακού δικαίου του τουρισμού μπορεί να εντοπίζεται σε μία απόφαση σε τέσσερα επίπεδα: α) στην αντιμετώπιση δομικών κενών των Συνθηκών, στη διαμόρφωση και στη συγκεκριμενοποίηση των θεμελιωδών οικονομικών ελευθεριών και των κανόνων ανταγωνισμού στο Τουρισμό, β) στον προσδιορισμό και την οριοθέτηση του περιεχομένου των αόριστων εννοιών των Οδηγιών και των Κανονισμών προκειμένου να προστατεύονται αποτελεσματικά τα έννομα συμφέροντα 4 , γ) ότι διαπλάθει κανόνες που αποτελούν το νομολογιακό προηγούμενο, με το οποίο δικάζει μέχρι σήμερα το Δικαστήριο τις υποθέσεις του ή να συμπληρώνει και διευκρινίζει τέτοιους κανόνες και δ) την αλληλεπίδραση που έχει με τον ενωσιακό νομοθέτη στο πλαίσιο της συλλειτουργικής δικαιοπαραγωγής μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή αν ο νομοθέτης την αποδέχτηκε ή απέρριψε τη νομολογιακή λύση ρητά ή σιωπηρά5.

ΜΕΡΟΣ Α΄

Η δικαιοπαραγωγική λειτουργία του ΔΕΕ στο δίκαιο του τουρισμού της ΕΕ Στο πλαίσιο της δικαιοπαραγωγής του ενωσιακού δικαίου,το δίπολο που μας ενδιαφέρει είναι αυτό μεταξύ Νομοθέτη και Δικαστή, αφού ο πρώτος διατυπώνει κανόνα που χρειάζεται ερμηνεία από τον Δικαστή, ο οποίος επιλέγοντας μία εκ των δυνατών σημασιών του κανόνα,τον διαπλάθει, μετέχοντας έτσι στην παραγωγή του ενωσιακού δικαίου. Ανάλογα με την ένταση συμμετοχής του Δικαστή στη δικαιοπαραγωγή, διακρίνουμε: α) σε χαμηλής έντασης δικαιοπαραγωγή που συνίσταται στην εξειδίκευση του κανόνα και β) σε έντονη δικαιοπαραγωγική επέμβαση. Κατά πρώτον η εξειδίκευση του κανόνα μπορεί να γίνεται μέσω: ι) της υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών στον κανόνα, ιι) μέσω της ερμηνείας αόριστων εννοιών, ή ιιι) μέσω της ερμηνείας όρων που απαντούν στα δίκαια των κρατών μελών, αλλά απηχούν ενωσιακές έννοιες, εξ ου και χρειάζονται αυτόνομη ερμηνεία. Όσο για την έντονη δικαιοπαραγωγική επέμβαση του Δικαστή ,δύναμη που τον ωθεί σ’αυτή, είναι η ύπαρξη κενών στην ενωσιακή ρύθμιση, είτε λόγω δομής της Συνθήκης και του παραγώγου δικαίου, είτε λόγω υπολειτουργίας του Νομοθέτη. Πληρώνοντας τα κενά αυτά μέσω της νομολογίας του, ο Δικαστής ενισχύει και αποκαθιστά τη δικαιοπαραγωγή μέσα στην Ένωση, προωθώντας ακόμα περισσότερο την ενοποίηση δια του δικαίου, η οποία αποτελεί και την πεμπτουσία του ευρωπαϊκού οικοδομήματος6. Όπως θα δούμε και στη συνέχεια με την παράθεση της νομολογίας του Δικαστηρίου, η δικαιοπαραγωγή του στον τομέα του Τουρισμού είναι ιδιατέρως σημαντική.

δράσεων τις οποίες διεξάγουν τα κράτη μέλη προκειμένου να πραγματώσουν τους στόχους του παρόντος άρθρου, αποκλειόμενης οιασδήποτε εναρμόνισης των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων των κρατών μελών.» 4 για τη νομολογιακή κάλυψη κενών λόγω δομής της Συνθήκης και την αποκατάσταση χωλαίνουσας νομοθετικής λειτουργίας

βλ., Η δυναμική των σχέσεων νομοθέτη και δικαστή στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σελ. 68-84 και 120 - 134 5 Xριστιανός Β. οπ.π. σελ. 138 επ.

6 Η Δυναμική των σχέσεων Δικαστή και Νομοθέτη στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα,Β.Α.Χριστιανός,εκδόσεις Αντ.Ν.Σακκουλα Αθηνα-

Κομοτηνή 2005.

Page 6: Η νομολογία του ΔΕΕ ως συνδιαμορφωτικός παράγοντας στο Δίκαιο του Τουρισμού

6

Α.1. Ο τουρίστας ως αποδέκτης υπηρεσιών στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Ο τουρισμός, ο οποίος εκλαμβάνεται ως προσωρινή μετακίνηση προσώπων από τον τόπο συνήθους κατοικίας τους σε άλλο, με κύριο σκοπό την αναψυχή, τη διασκέδαση, την ξεκούραση, αλλά και τη συλλογή εμπειριών7, αποτελείται από ένα σύνολο οικονομικών δραστηριοτήτων, το οποίο εμπίπτει πλήρως στην έννοια της υπηρεσίας στο ενωσιακό δίκαιο (αρ. 57 ΣΛΕΕ), αφού συγκεντρώνει τα στοιχεία της διασυνοριακότητας, έχει προσωρινό χαρακτήρα και παρέχεται έναντι αμοιβής, η οποία συνιστά την οικονομική αντιπαροχή για τη λήψη των υπηρεσιών8. Επιπλέον δε, ο τουρισμός συνδέεται και αλληλεπιδρά ευρέως και οριζόντια και με άλλες κατηγορίες οικονομικών δραστηριοτήτων συνδεόμενες με αυτόν στο πεδίο της οδηγίας 2006/123/ΕΚ για τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά9.

Ήδη το 1984, όταν το δίκαιο του τουρισμού της ΕΕ ήταν σε πολύ πρώιμο στάδιο, σχεδόν μη υφιστάμενο, το Δικαστήριο, ως συνδιαμορφωτής του ενωσιακού δικαίου, απεφάνθη στις συνεκδικασθείσες αποφάσεις Luisi και Carbone, οι οποίες αφορούσαν εξαγωγή συναλλάγματος από την Ιταλία προς άλλα κράτη μέλη της τότε Ευρωπαϊκής Κοινότητας για ιατρικούς λόγους, ότι, δυνάμει της lex generalis10, ήτοι του αρ. 59 της Συνθήκης (νυν αρ. 56 ΣΛΕΕ) «οι περιορισμοί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών έχουν καταργηθεί όσον αφορά τους υπηκόους των κρατών μελών που είναι εγκατεστημένοι σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο του αποδέκτη της παροχής. Για να επιτραπεί η πραγματοποίηση της παροχής υπηρεσιών, είναι δυνατό να υπάρχει μετακίνηση είτε του παρέχοντος την υπηρεσία που μεταβαίνει στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένος ο αποδέκτης, είτε του αποδέκτη που μεταβαίνει στο κράτος εγκαταστάσεως του παρέχοντος την υπηρεσία. Η μετακίνηση αυτή του αποδέκτη αποτελεί αναγκαίο συμπλήρωμα της μετακίνησης του παρόχου»11. Ως εκ τούτου, συνέχισε το Δικαστήριο, «η ελευθερία παροχής υπηρεσιών περικλείει την ελευθερία των αποδεκτών των υπηρεσιών να μεταβαίνουν σε άλλο κράτος μέλος για να δέχονται υπηρεσία, χωρίς να παρεμποδίζονται από περιορισμούς, ακόμη και όσον αφορά πληρωμές, οι δε τουρίστες, οι υποβαλλόμενοι σε θεραπεία και εκείνοι που πραγματοποιούν ταξίδια για λόγους σπουδών ή επαγγελματικούς πρέπει να θεωρούνται ως αποδέκτες υπηρεσιών12,13. Συνεχίζοντας, το Δικαστήριο κατέληξε ότι οι μεταφορές συναλλάγματος για τουρισμό, για ταξίδια επαγγελματικά ή λόγω σπουδών και για ιατρική περίθαλψη, αποτελούν πληρωμές και όχι κινήσεις κεφαλαίων, ακόμη και όταν πραγματοποιούνται με την υλική μεταφορά τραπεζογραμματίων, καθώς και ότι οι περιορισμοί των εν λόγω πληρωμών έχουν καταργηθεί από το τέλος της μεταβατικής περιόδου14,15.

7 B.J PINE, J.H. GILMORE, Welcome to the Experience Economy, Harvard Business Review 1998, σελ. 96-105, T.D. ANDERSSON,

The Tourist in The Experience Economy, Scandinavian Journal of Hospitality and Tourism, 2007 σε Κουσκουνά Μ., Η Οδηγία 2006/123/ΕΚ για τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά και η σημασία τους για την τουριστική βιομηχανία in Η διεθνής και ευρωπαϊκή νομική διάσταση του τουρισμού: πρακτικά 2ου Συνεδρίου Δικαίου του Τουρισμού Καρπενήσι, 3-5 Νοεμβρίου 2011, Κουτσουράδης Α. (επιμ.), Νομική Βιβλιοθήκη 2012, σελ.91 8 ibid, σελ. 92

9 ibid, σελ. 91-92

10 Χριστιανός Β., Η προστασία του τουρίστα στη νομολογία του Δ.Ε.Ε., Η διεθνής και ευρωπαϊκή νομική διάσταση του

τουρισμού: πρακτικά 2ου Συνεδρίου Δικαίου του Τουρισμού Καρπενήσι, 3-5 Νοεμβρίου 2011, Νομική Βιβλιοθήκη 2012, Κουτσουράδης Α. (επιμ.), σελ.350 11

σκ. 10, ΔΕΚ, Luisi και Carbone/Υπουργού Θησαυροφυλακίου, 286/82 & 26/83 12

ibid, σκ. 16 13

Χριστιανός Β., Η προστασία του τουρίστα στη νομολογία του Δ.Ε.Ε., Η διεθνής και ευρωπαϊκή νομική διάσταση του τουρισμού: πρακτικά 2ου Συνεδρίου Δικαίου του Τουρισμού Καρπενήσι, 3-5 Νοεμβρίου 2011, Νομική Βιβλιοθήκη 2012, Κουτσουράδης Α. (επιμ.), σελ.350 14

σκ. 37 της αποφάσεως

Page 7: Η νομολογία του ΔΕΕ ως συνδιαμορφωτικός παράγοντας στο Δίκαιο του Τουρισμού

7

Εν συνεχεία, στηριζόμενο στην αναγνώριση του τουρίστα ως αποδέκτη υπηρεσιών στην ανωτέρω σημαίνουσα υπόθεση Luisi και Carbone, το Δικαστήριο επεξέτεινε το πεδίο εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης και στους τουρίστες, όταν ήχθη ενώπιόν του η υπόθεση Cowan. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο εκλήθη να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε η επιτροπή αποζημιώσεως θυμάτων εγκλήματος του Tribunal de grande instance του Παρισιού σχετικά με την ερμηνεία της απαγορεύσεως των διακρίσεων που περιεχόταν κυρίως στο τότε άρθρο 7 της Συνθήκης (νυν άρθρο 18 ΣΛΕΕ), προκειμένου να κρίνει αν μία διάταξη του γαλλικού κώδικα ποινικής δικονομίας συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο16. Το ερώτημα αυτό ανέκυψε κατόπιν αιτήσεως του Cowan, βρετανού υπηκόου, ο οποίος είχε επισκεφθεί ως τουρίστας το Παρίσι και δέχθηκε βίαιη επίθεση στην έξοδο ενός σταθμού του μετρό στις 11 Ιουνίου 1982. Ειδικότερα, επειδή η ταυτότητα των δραστών της επιθέσεως δεν εξακριβώθηκε, ο Cowan, ως θύμα της βίαιης επίθεσης που υπέστη, ζήτησε από την επιτροπή αποζημιώσεως θυμάτων εγκλήματος του Tribunal de grande instance του Παρισιού την προβλεπόμενη από το άρθρο 706-3 του γαλλικού κώδικα ποινικής δικονομίας αποζημίωση. Η διάταξη αυτή παρείχε τη δυνατότητα καταβολής αποζημιώσεως από το κράτος, ιδίως όταν το θύμα επιθέσεως, η οποία προκάλεσε σωματική βλάβη με ορισμένα σοβαρά επακόλουθα, δεν μπορούσε να λάβει, από οποιαδήποτε άλλη αιτία, πραγματική και ικανοποιητική αποζημίωση, υπό συγκεκριμένες όμως προϋποθέσεις. Οι προϋποθέσεις που έθετε ο γαλλικός ΚΠΔ για τους δικαιούχους του ευεργετήματος αυτού συνίσταντο στο ότι τα πρόσωπα αυτά έπρεπε να είναι γάλλοι υπήκοοι ή αλλοδαποί συγκεκριμένων χαρακτηριστικών, ήτοι: είτε να είναι υπήκοοι κράτους που είχε συνάψει με τη Γαλλία σύμβαση αμοιβαιότητας για την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων και πληρούσαν τις προϋποθέσεις που όριζε η σύμβαση αυτή, είτε να είναι κάτοχοι του αποκαλούμενου δελτίου μονίμου κατοίκου17. Το δικαστήριο ερμηνεύοντας το άρθρο 7 της Συνθήκης ΕΟΚ (νυν άρθρο 18 ΣΛΕΕ) έκρινε ότι «στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, που περιέχεται κυρίως στο άρθρο 7 της Συνθήκης, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπει σε ένα κράτος μέλος, όσον αφορά τα πρόσωπα στα οποία το κοινοτικό δίκαιο διασφαλίζει την ελευθερία να μεταβαίνουν στο κράτος αυτό, ειδικότερα ως αποδέκτες υπηρεσιών, να εξαρτά τη χορήγηση κρατικής αποζημιώσεως, που έχει ως σκοπό την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε στο κράτος αυτό σε θύμα εγκλήματος η οποία είχε ως συνέπεια σωματική βλάβη, από την προϋπόθεση ότι ο ενδιαφερόμενος έχει δελτίο μονίμου κατοίκου ή είναι υπήκοος χώρας που έχει συνάψει σύμβαση αμοιβαιότητας με αυτό το κράτος μέλος»18. Θα πρέπει δηλαδή, εφαρμόζοντας την αρχή της ίσης μεταχείρισης στους τουρίστες, οι οποίοι έχουν ήδη αναγνωρισθεί πλέον ως αποδέκτες υπηρεσιών, η εν λόγω ρύθμιση του γαλλικού ΚΠΔ να έχει ως αποδέκτες της προβλεπόμενης ευεργετικής ρύθμισης αποζημίωσης και τους αλλοδαπούς – υπηκόους κρατών-μελών, καθώς «Όταν το κοινοτικό δίκαιο διασφαλίζει σε ένα φυσικό πρόσωπο την ελευθερία μεταβάσεως σε ένα άλλο κράτος μέλος, η προστασία της ακεραιότητας του προσώπου αυτού στο εν λόγω κράτος μέλος, με τις ίδιες προϋποθέσεις που ισχύουν για τους ημεδαπούς και τα πρόσωπα που κατοικούν μόνιμα σ' αυτό, συνιστά το επακόλουθο αυτής της ελεύθερης κυκλοφορίας. Επομένως, η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων ισχύει για τους αποδέκτες υπηρεσιών κατά την έννοια της Συνθήκης, όσον αφορά την προστασία κατά των κινδύνων επιθέσεως και το δικαίωμα να λαμβάνουν τη χρηματική αποζημίωση που προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο όταν ο κίνδυνος αυτός υλοποιείται. Το γεγονός ότι η επίδικη αποζημίωση καταβάλλεται από το δημόσιο δεν μπορεί να μεταβάλει το σύστημα προστασίαςτων δικαιωμάτων που διασφαλίζει η Συνθήκη»19,20. Το

15

Κουσκουνά Μ., Η Οδηγία 2006/123/ΕΚ για τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά και η σημασία τους για την τουριστική βιομηχανία in Η διεθνής και ευρωπαϊκή νομική διάσταση του τουρισμού: πρακτικά 2ου Συνεδρίου Δικαίου του Τουρισμού Καρπενήσι, 3-5 Νοεμβρίου 2011, Κουτσουράδης Α. (επιμ.), Νομική Βιβλιοθήκη 2012, σελ.102 16

σκ. 1, Cowan/Trésor public, 186/87

17 ibid, σκ. 4

18 ibid, σκ. 20

19 ibid, σκ. 17

Page 8: Η νομολογία του ΔΕΕ ως συνδιαμορφωτικός παράγοντας στο Δίκαιο του Τουρισμού

8

Δικαστήριο επιβεβαίωσε εκ νέου την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης το 1996, αυτή τη φορά και στην περίπτωση του θύτη. Συγκεκριμένα, στην υπόθεση της ιταλίδας υπηκόου Donatella Calfa, η οποία κατά την επίσκεψή της στην Ελλάδα για τουριστικούς λόγους, καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης τριών μηνών καθώς και ισόβια απέλαση (ως παρεπόμενη ποινή) για κατοχή και χρήση ναρκωτικών ουσιών, το δικαστήριο εκλήθη να απαντήσει στα δύο προδικαστικά ερωτήματα που του υπέβαλε ο Άρειος Πάγος «.......ως προς την ερμηνεία των άρθρων 7, 8, παράγραφοι 1 και 2, 8 Α, παράγραφος 1, 48, 52 και 59 της Συνθήκης ΕΚ, καθώς και κάθε κοινοτικής οδηγίας που αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, προκειμένου να κρίνει κατά πόσον συμβιβάζεται με τις διατάξεις αυτές ο ελληνικός νόμος που προβλέπει την ισόβια απέλαση υπηκόων των άλλων κρατών μελών που έχουν καταδικαστεί εντός της επικράτειας αυτής για ορισμένες παραβάσεις του νόμου περί ναρκωτικών.»21, καθώς και, σε περίπτωση συμβατότητας του ελληνικού νόμου με το κοινοτικό δίκαιο, αν το μέτρο της ισόβιας απελάσεως μπορεί να θεωρηθεί ότι προσκρούει στην κοινοτική αρχή της αναλογικότητας.

Η τότε ισχύουσα κοινοτική νομοθεσία αφορώσα την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, που αποτελούσε η οδηγία 64/221/ΕΟΚ «περί του συντονισμού των ειδικών μέτρων για τη διακίνηση και τη διαμονή αλλοδαπών, τα οποία δικαιολογούνται για λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας»22, η οποία στο άρθρο 1, παράγραφος 1 όριζε ότι: «Οι διατάξεις της παρούσης οδηγίας ισχύουν για τους υπηκόους ενός κράτους μέλους, οι οποίοι διαμένουν ή μεταβαίνουν σε άλλο κράτος μέλος της Κοινότητος, είτε προκειμένου να ασκήσουν μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα είτε προκειμένου να αποδεχθούν υπηρεσίες.» Επιπλέον, το άρθρο 3 της ίδιας οδηγίας όριζε ότι «1. Τα μέτρα δημοσίας τάξεως ή δημοσίας ασφαλείας πρέπει να βασίζονται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του ατόμου που αφορούν. 2. Προηγούμενες ποινικές καταδίκες δεν δύνανται καθ' εαυτές να αιτιολογήσουν την λήψη παρόμοιων μέτρων.» Ο ελληνικός νόμος περί ναρκωτικών που τα ελληνικά δικαστήρια είχαν ήδη εφαρμόσει στην υπόθεση της Donatella Calfa, προέβλεπε, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 17, παρ. 1 & 2, και 74 του νόμου 1729/1987 περί ναρκωτικών, ότι «αν αλλοδαπός καταδικασθεί για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών και δεν συντρέχουν σπουδαίοι λόγοι, ιδίως οικογενειακοί, για την παραμονή του στη χώρα, το δικαστήριο που τον καταδίκασε οφείλει να διατάξει την ισόβια απέλαση του, οπότε δεν θα μπορεί να επιστρέψει στη χώρα παρά μόνο μετά την πάροδο τριετίας και κατόπιν αποφάσεως εμπίπτουσας στη διακριτική ευχέρεια του Υπουργού Δικαιοσύνης. Αντιθέτως, για τους Έλληνες υπηκόους, οι οποίοι δεν υπόκεινται σε απέλαση, προβλέπεται απαγόρευση διαμονής σε ορισμένους τόπους της επικράτειας, εφόσον έχουν καταδικαστεί, βάσει του νόμου 1729/1987, σε ποινή καθείρξεως, που επιβάλλεται κυρίως σε περίπτωση εμπορίας ναρκωτικών. Η απαγόρευση αυτή είναι πάντως δυνητική και δεν μπορεί να επιβληθεί για περισσότερο από πέντε χρόνια.»23. Απαντώντας στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα του Αρείου Πάγου, το Δικαστήριο απεφάνθη ότι «...... αντιβαίνει προς τα άρθρα 48, 52 και 59 της Συνθήκης και προς το άρθρο 3 της οδηγίας 64/221 η νομοθεσία που επιβάλλει στο εθνικό δικαστήριο, προβλέποντας ορισμένες μόνον εξαιρέσεις για οικογενειακούς ιδίως λόγους, την υποχρέωση να διατάσσει την ισόβια απέλαση από την εθνική επικράτεια των υπηκόων των άλλων κρατών μελών που έχουν καταδικαστεί για τα πλημμελήματα της προμήθειας ή της κατοχής ναρκωτικών ουσιών για προσωπική χρήση». Κατ’αυτόν τον τρόπο, το Δικαστήριο τόνισε ότι η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν επιτρέπει την ευνοϊκή μεταχείριση των ημεδαπών σε βάρος των αλλοδαπών, οι οποίοι σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, επιβαρύνονταν για την ίδια παράνομη πράξη και με απέλαση, ως παρεπόμενη ποινή, το οποίο

20

Κουσκουνά Μ., Η Οδηγία 2006/123/ΕΚ για τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά και η σημασία τους για την τουριστική

βιομηχανία in Η διεθνής και ευρωπαϊκή νομική διάσταση του τουρισμού: πρακτικά 2ου Συνεδρίου Δικαίου του Τουρισμού Καρπενήσι, 3-5 Νοεμβρίου 2011, Κουτσουράδης Α. (επιμ.), Νομική Βιβλιοθήκη 2012, σελ.103 21

σκ. 1, Donatella Calfa, C-348/96 22

ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 16 23

σκ. 9,10 της αποφάσεως

Page 9: Η νομολογία του ΔΕΕ ως συνδιαμορφωτικός παράγοντας στο Δίκαιο του Τουρισμού

9

δεν προβλεπόταν για τους έλληνες υπηκόους24. Σχετικά με την «παρέμβαση» του Δικαστηρίου στην ποινική νομοθεσία κράτους-μέλους, υπενθυμίζοντας βεβαίως και την ανωτέρω υπόθεση Cowan, το Δικαστήριο ουσιαστικά ξεκαθάρισε ότι: «Πρέπει επίσης να υπενθυμιστεί ότι, ναι μεν η ποινική νομοθεσία εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, η νομολογία όμως δέχεται παγίως ότι το κοινοτικό δίκαιο επιβάλλει περιορισμούς στην αρμοδιότητα αυτή, καθόσον η νομοθεσία αυτή δεν μπορεί να περιορίζει τις θεμελιώδεις ελευθερίες που διασφαλίζει το κοινοτικό δίκαιο (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Cowan, σκέψη 19)», επομένως η ποινή της ισοβίου απελάσεως συνιστά προφανώς εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή παροχή υπηρεσιών του άρθρου 59 της Συνθήκης ΕΚ, αφού αποτελεί άρνηση ακριβώς της ελευθερίας αυτής25.

Στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ισπανίας, το Δικαστήριο κλήθηκε να αναγνωρίσει την παράβαση των υποχρεώσεων του Βασιλείου της Ισπανίας απορρεόντων εκ των άρθρων 7 και 59 της Συνθήκης ΕΟΚ (άρθρα 18 και 56 ΣΛΕΕ), κατόπιν προσφυγής που άσκησε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δυνάμει του άρθρου 169 Συνθήκης ΕΟΚ (άρθρο 258 ΣΛΕΕ). Η παράβαση που η Επιτροπή ζητούσε να αναγνωρίσει το Δικαστήριο συνίστατο στην πρόβλεψη της ισπανικής νομοθεσίας, ήτοι του άρθρου 22 του βασιλικού διατάγματος 620/1987 της 10ης Απριλίου 1987 καθώς και δύο αποφάσεων του υπουργικού συμβουλίου της 7ης Δεκεμβρίου 1982 και της 21ης Φεβρουαρίου 1986, της δωρεάν εισόδου στα μουσεία των Ισπανών υπηκόων, των αλλοδαπών που κατοικούσαν στην Ισπανία καθώς και των νέων έως ηλικίας 21 ετών. Η Επιτροπή υποστήριξε ότι η ρύθμιση αυτή συνιστούσε παράβαση των άρθρων 7 και 59 της Συνθήκης (νυν άρθρα 18 και 56 ΣΛΕΕ), καθόσον εισήγαγε διάκριση μεταξύ των Ισπανών υπηκόων και των υπηκόων των άλλων κρατών μελών που δεν κατοικούν στην Ισπανία και είχαν υπερβεί το 21ο έτος της ηλικίας τους26, και, επικαλούμενη μάλιστα και την προαναφερθείσα υπόθεση Cowan (βλ. ανωτέρω), η Επιτροπή υπενθύμισε ότι η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, η οποία αναγνωρίζεται με το άρθρο 59 της Συνθήκης, συνεπάγεται την ελευθερία των αποδεκτών των υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων των τουριστών, να μεταβαίνουν σε άλλο κράτος μέλος προκειμένου να τους παρασχεθούν υπηρεσίες υπό τους αυτούς όρους που ισχύουν για τους ημεδαπούς. Κατά την Επιτροπή, το δικαίωμα αυτό δεν αφορά μόνο την πρόσβαση στις παρεχόμενες υπηρεσίες που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης ΕΟΚ, αλλά και όλα τα συναφή πλεονεκτήματα που έχουν επιπτώσεις στους όρους παροχής ή λήψεως των υπηρεσιών αυτών27. Επιπλέον, η Επιτροπή επεσήμανε ότι «επειδή η επίσκεψη στα μουσεία αποτελεί έναν από τους αποφασιστικούς λόγους για τους οποίους οι τουρίστες, ως αποδέκτες των υπηρεσιών, αποφασίζουν να μεταβούν σε άλλο κράτος μέλος, υπάρχει στενή σχέση μεταξύ της ελεύθερης κυκλοφορίας που απορρέει υπέρ αυτών από τη Συνθήκη και των όρων εισόδου στα μουσεία» καθώς και ότι «η δυσμενής διάκριση που εισάγεται όσον αφορά την είσοδο στα μουσεία μπορεί να έχει αντίκτυπο στους όρους παροχής των υπηρεσιών, καθώς και στις τιμές τους, και επομένως μπορεί να επηρεάσει την απόφαση ορισμένων ατόμων να επισκεφθούν τη χώρα.»28. Τελικώς, το Δικαστήριο αναγνώρισε την παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης του Βασιλείου της Ισπανίας εις βάρος των αποδεκτών τυριστικών υπηρεσιών29 και απεφάνθη ότι «το ισπανικό καθεστώς εισόδου στα μουσεία του κράτους εισάγει διάκριση εις βάρος μόνον των αλλοδαπών τουριστών ηλικίας άνω των 21 ετών, η οποία απαγορεύεται, όσον αφορά τους κοινοτικούς υπηκόους, από τα άρθρα 7 και 59 της Συνθήκης ΕΟΚ και, ως

24

Κουσκουνά Μ., Η Οδηγία 2006/123/ΕΚ για τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά και η σημασία τους για την τουριστική

βιομηχανία in Η διεθνής και ευρωπαϊκή νομική διάσταση του τουρισμού: πρακτικά 2ου Συνεδρίου Δικαίου του Τουρισμού Καρπενήσι, 3-5 Νοεμβρίου 2011, Κουτσουράδης Α. (επιμ.), Νομική Βιβλιοθήκη 2012, σελ.103 25

ibid & σκ. 18 της αποφάσεως 26

σκ. 4, Επιτροπή/Ισπανίας, C-45/93 27

ibid, σκ. 5 28

ibid, σκ. 6,7 29

Κουσκουνά Μ., Η Οδηγία 2006/123/ΕΚ για τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά και η σημασία τους για την τουριστική

βιομηχανία in Η διεθνής και ευρωπαϊκή νομική διάσταση του τουρισμού : πρακτικά 2ου Συνεδρίου Δικαίου του Τουρισμού Καρπενήσι, 3-5 Νοεμβρίου 2011, Κουτσουράδης Α. (επιμ.), Νομική Βιβλιοθήκη 2012, σελ.103

Page 10: Η νομολογία του ΔΕΕ ως συνδιαμορφωτικός παράγοντας στο Δίκαιο του Τουρισμού

10

εκ τούτου, το Βασίλειο της Ισπανίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα προμνησθέντα άρθρα.»30.

Στην υπόθεση Alpine Investments, το Δικαστήριο εκλήθη να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που του υποβλήθηκαν από δικαστήριο της Ολλανδίας, το College van Beroep voor het Bedrijfsleven. Συγκεκριμένα, η εταιρεία Alpine Investments BV, εταιρία ολλανδικού δικαίου με έδρα τις Κάτω Χώρες, ειδικευόταν στις συμβάσεις πωλήσεως εμπορευμάτων επί προθεσμία, κατά τις οποίες τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να αγοράσουν ή να πωλήσουν ορισμένη ποσότητα εμπορευμάτων καθορισμένης ποιότητας σε τιμή και σε ημερομηνία που καθορίζονται κατά τη σύναψη της, όχι με σκοπό να προμηθευθούν ή να παραδώσουν στην πραγματικότητα τα εμπορεύματα, αλλά με την ελπίδα να επωφεληθούν από τις διακυμάνσεις των τιμών μεταξύ του χρόνου συνάψεως της συμβάσεως και του μήνα παραδόσεως. Για την άσκηση της δραστηριότητας του μεσίτη στις συναλλαγές κινητών αξιών, ο ολλανδικός νόμος προέβλεπε μία γενική απαγόρευση σε κάθε πρόσωπο, εκτός αν είχε χορηγηθεί άδεια από τον Υπουργό Οικονομικών κατά παρέκκλιση της απαγόρευσης σε ειδικές περιπτώσεις, ενώ η εν λόγω παρέκκλιση μπορούσε να συνοδεύεται από περιορισμούς και από επιβολή υποχρεώσεων, με σκοπό τον περιορισμό των ανεπιθύμητων εξελίξεων στο εμπόριο κινητών αξιών. Λίγους μήνες μετά την χορήγηση σχετικής άδειας στην εταιρεία Alpine Investments, ο Υπουργός Οικονομικών της απαγόρευσε να έρχεται σε επαφή με ενδεχόμενους πελάτες τηλεφωνικώς ή προσωπικώς, εκτός των περιπτώσεων στις οποίες αυτοί της είχαν γνωρίσει προηγουμένως, ρητώς και εγγράφως, ότι δέχονται να έλθει σε επαφή μαζί τους με αυτόν τον τρόπο. Η εταιρεία υπέβαλε αρχικώς ένσταση, η οποία απερρίφθη και, εν συνεχεία, προσφυγή ενώπιον του ολλανδικού δικαστηρίου, επικαλούμενη μεταξύ άλλων ότι «η απαγόρευση του cold calling είναι ασυμβίβαστη προς το άρθρο 59 της Συνθήκης, καθόσον αφορά ενδεχόμενους πελάτες εγκατεστημένους σε άλλα εκτός των Κάτω Χωρών κράτη μέλη»31. Το ολλανδικό δικαστήριο υπέβαλε προδικαστικά ερωτήματα, στα οποία το Δικαστήριο απεφάνθη, χρησιμοποιώντας, εν τη ελλείψει ειδικοτέρων διατάξεων τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο προκειμένου να καλύψει το υπάρχον νομοθετικό κενό, αποκλειστικά τη lex generalis, ήτοι τις ισχύουσες διατάξεις της Συνθήκης περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, ότι το άρθρο 59 της Συνθήκης ΕΟΚ έχει την έννοια ότι αφορά υπηρεσίες παρεχόμενες τηλεφωνικώς σε ενδεχόμενους αποδέκτες εγκατεστημένους σε άλλα κράτη μέλη, χωρίς ο παρέχων τις υπηρεσίες να μετακινείται από το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένος, προβαίνοντας επί της ουσίας σε μια διασταλτική ερμηνεία της ελευθερης διακίνησης των αποδεκτών υπηρεσιών. Η διασταλτική αυτή ερμηνεία συνεχίσθηκε και στην υπόθεση Omega32, καθώς το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η ελεύθερη διακίνηση των αποδεκτών υπηρεσιών του άρθρου 49 ΣΕΚ (νυν άρθρο 56 ΣΛΕΕ) περιλαμβάνει ακόμη και περιπτώσεις μελλοντικής σύναψης συμβάσεων παροχής διασυνοριακών υπηρεσιών33.

Στην υπόθεση Oulane, το δικαστήριο κλήθηκε να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 4, παρ. 2, της οδηγίας 73/148/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1973, «περί καταργήσεως των περιορισμών στη διακίνηση και στη διαμονή των υπηκόων των κρατών μελών στο εσωτερικό της Κοινότητας στον τομέα της εγκαταστάσεως και της παροχής υπηρεσιών34. Ειδικότερα, ο Salah Oulane, γάλλος υπήκοος, ο οποίος είχε επισκεφθεί την Ολλανδία ως τουρίστας, συνελήφθη στις 3 Δεκεμβρίου 2001 από τις ολλανδικές αρχές ως ύποπτος απόπειρας κλοπής και, εν συνεχεία ετέθη υπό κράτηση ενόψει της απελάσεώς του, διότι δεν διέθετε κανένα έγγραφο αποδεικνύον την ταυτότητά του και υπήρχε η υπόνοια ότι θα επιχειρούσε να αποφύγει την απέλαση. Στις 7 Δεκεμβρίου 2001, ο S. Oulane προσκόμισε στις αρχές γαλλικό δελτίο ταυτότητας και κατόπιν αφέθη ελεύθερος, καθώς οι αρχές αναγνώρισαν ότι είχε την ιδιότητα του κοινοτικού υπηκόου, επιπλέον δε, δεν αμφισβητούσαν πλέον την

30

σκ.10 της αποφάσεως 31

σκ. 13, Alpine Investments/ Minister van Financiën, C-384/93 32

Omega Spielhallen- und Automatenaufstellungs-GmbH/Oberbürgermeisterin der Bundesstadt Bonn, C-36/02 33

Κουσκουνά Μ., Η Οδηγία 2006/123/ΕΚ για τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά και η σημασία τους για την τουριστική βιομηχανία in Η διεθνής και ευρωπαϊκή νομική διάσταση του τουρισμού: πρακτικά 2ου Συνεδρίου Δικαίου του Τουρισμού Καρπενήσι, 3-5 Νοεμβρίου 2011, Κουτσουράδης Α. (επιμ.), Νομική Βιβλιοθήκη 2012, σελ.103 34

ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 144

Page 11: Η νομολογία του ΔΕΕ ως συνδιαμορφωτικός παράγοντας στο Δίκαιο του Τουρισμού

11

ιδιότητα του τουρίστα στο πρόσωπό του35. Στις 27 Ιουλίου 2002, ο S. Oulane συνελήφθη και πάλι, αυτή τη φορά από την αστυνομία σιδηροδρόμων στον σταθμό του Rotterdam-Centraal, σε σήραγγα εμπορικών συρμών, όπου δεν επιτρεπόταν η πρόσβαση στο κοινό. Δεδομένου ότι δεν είχε στην κατοχή του κανένα έγγραφο που να αποδεικνύει την ταυτότητά του, υποβλήθηκε σε ακρόαση και τέθηκε και πάλι υπό κράτηση ενόψει απελάσεως του. Κατά την ακρόαση του, ο S. Oulane δήλωσε ότι είχε επισκεφθεί την Ολλανδία μόλις 18 ημέρες νωρίτερα και ότι επιθυμούσε να επιστρέψει στη Γαλλία. Οι ολλανδικές αρχές, προς δικαιολόγηση της κρατήσεως αυτής, επικαλέστηκαν λόγους προστασίας της δημοσίας τάξεως, εξαιτίας της υπόνοιας ότι ο ενδιαφερόμενος θα επιχειρούσε να αποφύγει την απέλαση, η οποία τελικώς πραγματοποιήθηκε στις 2 Αυγούστου 2002. Ο S. Oulane όμως αμφισβήτησε τη νομιμότητα της κρατήσεώς του ενώπιον του Rechtbank te's-Gravenhage, ζητώντας να του επιδικασθεί αποζημίωση. Το Δικαστήριο, απαντώντας στα προδικαστικά ερωτήματα που του υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, ερμήνευσε το ως άνω αρ. 4, παρ. 2, εδ. 3 της οδηγίας 73/148/ΕΟΚ, τονίζοντας καταρχάς ότι «η αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων αποτελεί ένα από τα θεμέλια της Κοινότητας. Συνεπώς, οι διατάξεις που την καθιερώνουν πρέπει να ερμηνεύονται ευρέως (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2000, C-357/98, Yiadom, Συλλογή 2000, σ. Ι-9265, σκέψη 24)»36, συμπληρώνοντας ότι «Κατά πάγια νομολογία, το δικαίωμα των υπηκόων ενός κράτους μέλους να εισέρχονται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους και να διαμένουν σ' αυτό, για τους σκοπούς που προβλέπει η Συνθήκη, αποτελεί δικαίωμα αναγνωριζόμενο ευθέως από τη Συνθήκη ή, κατά περίπτωση, από τις διατάξεις που θεσπίστηκαν προς εκτέλεση της.»37. Τελικώς, το Δικαστήριο απεφάνθη ότι οι υπήκοοι κράτους μέλους που διαμένουν σε άλλο κράτος ως αποδέκτες υπηρεσιών φέρουν το βάρος απόδειξης της νομιμότητος της διαμονής τους. Ελλείψει δε τέτοιων αποδείξεων, το κράτος μέλος υποδοχής μπορεί να λάβει μέτρο απομακρύνσεώς τους από τη χώρα, τηρουμένων των ορίων που επιβάλλει το κοινοτικό δίκαιο. Παρατηρείται λοιπόν, ότι το Δικαστήριο, παρά την αρχική του επισήμανση περί ευρείας ερμηνείας των διατάξεων που καθιερώνουν την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων, η οποία αποτελεί ένα από τα θεμέλια της Κοινότητας, λαμβάνοντας υπ’οψιν του και το ως άνω άρθρο της οδηγίας αλλά και τα πραγματικά περιστατικά της εν λόγω υποθέσεως, δεν έφτασε τελικώς στο σημείο να ερμηνεύσει τόσο ευρέως την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων με το σκεπτικό της «υποθετικής ιδιότητος του αποδέκτη υπηρεσιών, με την επίκληση και μόνο της ιδιότητος του τουρίστα»38.

Α.2. Ο τουρίστας ως καταναλωτής στην Ευρωπαϊκή Ένωση Α.2.Ι. Τα οργανωμένα ταξίδια - η οδηγία 90/314/ΕΟΚ

Ένας από τους βασικούς σκοπούς της Κοινότητας υπήρξε η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς δηλαδή η δημιουργία μίας ενιαίας αγοράς χωρίς εσωτερικά σύνορα όπου οι οικονομικές ελευθερίες όπως αυτής της εγκατάστασης ή της παροχής υπηρεσιών δεν θα συναντούσαν εμπόδια και περιορισμούς από τα κράτη μέλη.Η Ευρωπαϊκή Ένωση διαπιστώνοντας ότι ο τουρισμός και ιδίως το κομμάτι του που αφορά τα οργανωμένα ταξίδια και περιηγήσεις αποτελεί σημαντικό τμήμα αυτής της αγοράς, που όμως ρυθμιζόταν αρκετά διαφορετικά σε κάθε κράτος μέλος, με αποτέλεσμα τη δημιουργία εμποδίων στην

35

σκ. 9, 10, Oulane/Minister voor Vreemdelingenzaken en Integratie, C-215/03 36

ibid, σκ. 16 37

ibid, σκ. 17 38

Κουσκουνά Μ., Η Οδηγία 2006/123/ΕΚ για τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά και η σημασία τους για την τουριστική

βιομηχανία in Η διεθνής και ευρωπαϊκή νομική διάσταση του τουρισμού: πρακτικά 2ου Συνεδρίου Δικαίου του Τουρισμού Καρπενήσι, 3-5 Νοεμβρίου 2011, Κουτσουράδης Α. (επιμ.), Νομική Βιβλιοθήκη 2012, σελ. 104

Page 12: Η νομολογία του ΔΕΕ ως συνδιαμορφωτικός παράγοντας στο Δίκαιο του Τουρισμού

12

ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και στρεβλώσεων στον ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρηματιών, προέβη στην έκδοση της Οδηγίας 90/314/ΕΟΚ του Συμβουλίου (της 13ης Ιουνίου 1990) «για τα οργανωμένα ταξίδια και τις οργανωμένες διακοπές και περιηγήσεις»39, με σκοπό να θέσει κοινούς κανόνες και να προσεγγίσει τις νομοθεσίες των κρατών μελών στον τομέα αυτό. Η Οδηγία αυτή ρυθμίζει τα σχετικά ζητήματα στο πλαίσιο της συμβατικής σχέσης που αναπτύσσεται μεταξύ του διοργανωτή ή πωλητή και του καταναλωτή με αντικείμενο το οργανωμένο ταξίδι.Η νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ σχετικά με την Οδηγία αυτή είναι πλούσια και η συμβολή της στην ερμηνεία του περιεχομένου της πολύ σημαντική.Η ίδια η Οδηγία με τις πρώτες κιόλας διατάξεις της ορίζει τις έννοιες τόσο των συμβαλλόμενων μερών(διοργανωτής,πωλητής40,καταναλωτής) όσο και του οργανωμένου ταξιδιού. Συγκεκριμένα, ως διοργανωτής41 ορίζεται το πρόσωπο που κατά τρόπο μη ευκαιριακό διοργανώνει ταξίδια και τα πωλεί ή τα προσφέρει για πώληση απ’ευθείας μέσω του πωλητή.Σχετικά με την έννοια του διοργανωτή, αρκετά διαφωτιστική ήταν η απόφαση Rechberger42 του Δικαστηρίου, το οποίο δεχόμενο, με συλλογιστική που θα δούμε εν συνεχεία, ότι ταξίδι προσφερόμενο ως δώρο από ημερήσια εφημερίδα αποκλειστικά και μόνο στους συνδρομητές της ως μέρος διαφημιστικής της καμπάνιας για το οποίο ο κύριος συμβαλλόμενος(-καταναλωτής) έπρεπε να πληρώσει ένα μικρό ποσό των εξόδων του ως μέρος της αντιπαροχής εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας ως «οργανωμένο ταξίδι»43, ουσιαστικά ερμήνευσε διασταλτικά και την έννοια του διοργανωτή ως κάποιον που λειτουργεί όχι απαραίτητα στο πλαίσιο επαγγελματικής και αποκλειστικής δραστηριότητας διοργανωσης ταξιδιών όπως π.χ μία εφημερίδα που προσφέρει τα ταξίδια ως δωρεάν διαφημιστικό προϊόν στους συνδρομητές της44.Ακολούθως,αναφορικά με το περιεχόμενο της σύμβασης, η Οδηγία ορίζει ότι ως οργανωμένο ταξίδι νοείται ο προκαθορισμένος συνδυασμός τουλάχιστον δύο εκ των ακόλουθων τριών στοιχείων εφόσον πωλείται σε μία συνολική τιμή:μεταφορά,διαμονή (τουλάχιστον 24ωρη) και άλλες τουριστικές υπηρεσίες που δεν συμπληρώνουν τη μεταφορά ή διαμονή και αντιπροσωπεύουν σημαντικό τμήμα του ταξιδιού45.Σημαντική είναι η προσφορά της νομολογίας και στην ερμηνεία της έννοιας αυτής, όπου κατά κανόνα το Δικαστήριο την ερμηνεύει διασταλτικά ώστε να υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας και άρα στην αυξημένη προστασία που αυτή προσφέρει υπέρ του καταναλωτή, διάφορες μορφές οργανωμένων ταξιδιών.Μόνο σε μία απόφαση του,στην ΑFS Intercultural Programs Finland46,συναντάμε μία παρέκκλιση από τη συστηματικά υπέρ των δικαιωμάτων των καταναλωτών-τουριστών ερμηνεία των διατάξεων, όπου εκεί εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας μία κατηγορία οργανωμένων ταξιδιών όπως θα δούμε κατωτέρω.Αρχικά στην απόφαση Club-Tour/Garrido47,το Δικαστήριο στο προδικαστικό ερώτημα που του τέθηκε, αν ταξίδια που διοργανώνονται από πρακτορείο κατόπιν αιτήσεως(πρωτοβουλίας) και σύμφωνα με τις επιθυμίες του καταναλωτή(ή ομάδας αυτών) εμπίπτουν στην έννοια «του οργανωμένου ταξιδιού»,απάντησε θετικά48.Παρατηρώντας ότι βασικός σκοπός της Οδηγίας είναι η προστασία του καταναλωτή και οδηγούμενος από το γράμμα της διάταξης του άρθρου 2 παρ.1,το Δικαστήριο παρατήρησε ότι κανένα στοιχείο δεν υπάρχει σ’ αυτήν που να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτά τα ταξίδια δεν περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής της,γεγονός που επιρρωνύεται από μία διάταξη του παραρτήματος της49, συμφωνα με την οποία στη σύμβαση περικλείονται οι ιδιαίτερες επιθυμίες του καταναλωτή που γνωστοποιούνται στο διοργανωτή τη στιγμή της κράτησης και τις οποίες

39

ΕΕ,L 158 της 23.6.1990,σελ.59 επ. 40

Άρθρο 2 παρ.3 της Οδηγίας. 41

Άρθρο 2 παρ.2 της Οδηγίας 42

ΔΕΚ, Rechberger ,C-140/97. 43

Σκέψεις 29-31 και 33 της απόφασης Rechberger. 44

Άρθρο Β.Α.Χριστιανού «Η προστασία του τουρίστα στη νομολογία του ΔΕΕ» Σελ.352 από τα Πρακτικά του 2ου

Συνεδρίου Δικαιου του Τουρισμού,Καρπενήσι 3-5 Νοεμβρίου 2011,επιμέλεια Α.Κουτσουράδης,εκδ.Νομική Βιβλιοθήκη. 45

Άρθρο 2 παρ.1 της Οδηγίας. 46

ΔΕΚ, AFS Intercultural Programs Finland,C-237/97, 47

ΔΕΚ,Club-Tour/Garrido,C-400/00 48

Σκέψη 14 της ως άνω απόφασης. 49

Στοιχείο ι) του παραρτήματος.

Page 13: Η νομολογία του ΔΕΕ ως συνδιαμορφωτικός παράγοντας στο Δίκαιο του Τουρισμού

13

αμφότεροι έχουν αποδεχτεί50.Επιπρόσθετα στην απόφαση Rechberger που προαναφέραμε,το Δικαστήριο κινούμενο από παρόμοιο σκεπτικό και αναγνωρίζοντας ότι σκοπός του άρθρου 7 της Οδηγίας(το οποίο επικαλούνταν οι διάδικοι προς υπεράσπιση τους) είναι η προστασία του καταναλωτή από τους οικονομικούς κινδύνους της πτώχευσης ή της αφερεγγυότητας του διοργανωτή στους οποίους εκτίθεται με τη σύναψη της σύμβασης και την προπληρωμή του κατά αποκοπή ποσού,ερμήνευσε την έννοια «του οργανωμένου ταξιδιού» ως περικλείουσα και τις περιπτώσεις όπου το ταξίδι είναι δώρο από εφημερίδα στους συνδρομητές της και για το οποίο ο καταναλωτής οφείλει αντιπροχή που δεν αντιστοιχεί στη συνολική αξία του ταξιδιού ή αντιστοιχεί σ’ένα μόνο στοιχείο της51 όπως εν προκειμένω στην πληρωμή των φόρων του αεροδρομίου και τη διαμονή του σ’ ένα δωμάτιο.Όμως στην απόφαση του AFS Intercultural Progrmas Finland(στο εξής AFS) παρατηρείται μία απόκλιση από το γενικής εφαρμογής κριτήριο που φαίνεται να τηρεί σε όλες τις προηγούμενες αλλά και επόμενες αποφάσεις του( όπως θα δούμε και κατωτέρω) που συνίσταται στο ότι εν αμφιβολία οι διατάξεις της Οδηγίας πρέπει να ερμηνεύονται κατά τον ευνοϊκότερο δυνατό τρόπο για τον αποδέκτη της προστασίας δηλαδή τον καταναλωτή των οργανωμένων ταξιδιών.Στην ενλόγω υπόθεση, τα ερωτήματα προέκυψαν στο πλαίσιο δίκης μεταξύ της Ένωσης Καταναλωτών της Φινλανδίας και της AFS μίας μη-κερδοσκοπικής οργάνωσης με έδρα στη Φινλανδία που διοργάνωνε ανταλλαγές σπουδαστών σε διεθνές επίπεδο με σκοπό την προώθηση της πολιτιστικής συνεργασίας.Το ερώτημα του εθνικού δικαστηρίου ήταν αν εμπίπτουν στην έννοια των οργανωμένων ταξιδιών της Οδηγίας τέτοιου είδους ταξίδια που έχουν διάρκεια μεγάλη(από 6 μήνες έως 1χρόνο),σκοπό την φοίτηση σε εκπαιδευτικό ίδρυμα της χώρας υποδοχής και διαμονή δωρεάν σε οικογένεια άλλου σπουδαστή σαν να ήταν μέλος της.Το Δικαστήριο για ν’απαντήσει ανέλυσε ένα προς ένα τα συστικά στοιχεία της έννοιας κατά το γράμμα της Οδηγίας.Έκρινε ότι το στοιχείο της «μεταφοράς» πληρούται εφόσον η AFS οργανώνει τις αεροπορικές πτήσεις όμως το στοιχείο της «διαμονής» αν συνεκτιμηθούν τα επιμέρους στοιχεία(μεγάλη διάρκεια,δωρεάν διαμονή στο σπίτι της οικογένειας) δεν πληρούται,ούτε οι υπολοιπόμενες υπηρεσίες που προσφέρει η AFS(π.χ επιλογή εκπαιδευτικού ιδρύματος) αποτελούν συμπληρωματικές τουριστικές υπηρεσίες που αποτελούν σημαντκό κομμάτι του ταξιδιού52. Οπότε δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας αυτά τα ταξίδια κατά το Δικαστήριο και παρά την αντίθετη γνώμη του γενικού εισαγγελέα στην υπόθεση53. Όσον αφορά την προστασία που παρέχει η Οδηγία στον καταναλωτή-τουρίστα,σημαντικό είναι το άρθρο 5 αυτής που αφορά το δικαίωμα αποζημίωσης του σε περίπτωση μη εκτέλεσης ή πλημμελούς εκτέλεσης της σύμβασης και ακόμα πιο σημαντική η νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ σχετικά με το άρθρο αυτό όπου για πρώτη φορά στην υπόθεση Leitner54 ερμηνεύτηκε το άρθρο 5 ώστε να περιλαμβάνει και το δικαίωμα ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης του καταναλωτή που προκύπτει από την μη εκτέλεση ή την πλημμελή εκτέλεση των παροχών του ταξιδιού55.Η υπόθεση αφορούσε την οικογένεια Leitner που αγόρασε ένα οργανωμένο ταξίδι δύο εβδομάδων με πλήρη κάλυψη των εξόδων διαμονής σ’ ένα θέρετρο της Τουρκίας.Όμως κατά τα μέσα της διαμονής εκεί, η κόρη του ζευγαριού έπαθε σαλμονέλωση που οφειλόταν στις τροφές του ξενοδοχείου με αποτέλεσμα όλες τις υπόλοιπες διακοπές η οικογένεια να τις περάσει ασχολούμενη με την ασθένεια της μικρής γι’αυτό και όταν επέστρεψαν ζήτησαν αποζημίωση τόσο για τις σωματικές ζημίες όσο και για την ηθική βλάβη.Το αυστριακό δικαστήριο που δεν μπορούσε να θεμελιώσει την αποκατάσταση της ηθική βλάβης σε κάποια διάταξη του εθνικού δικαίου ρώτησε αν αυτή περιλαμβάνεται στο άρθρο 5 της Οδηγίας. Το δικαστήριο εμπνεόμενο από το σκοπό του άρθρου 5 που έγκειται στην προστασία του καταναλωτή,παρατήρησε «ότι στον τομέα των ταξιδιών η

50

Σκέψεις 13-15 της ως άνω απόφασης. 51

Σκέψεις 27-31 της απόφασης Rechberger. 52

Σκέψεις 24-33 της απόφασης AFS. 53

Σκέψεις 19-20 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Saggio της 16/7/1998. 54

ΔΕΚ,Simone Leitner,C-168/00,Συλλογή, 55

Βλέπε σελ 209 του άρθρου Review of European Union Case Law in the field of Tourism by Cedric Guyot and Helen Dyson,2004 international Travel Law Journal.

Page 14: Η νομολογία του ΔΕΕ ως συνδιαμορφωτικός παράγοντας στο Δίκαιο του Τουρισμού

14

αποκατάσταση της ζημίας τους που προκλήθηκε από το ότι δεν ευχαριστήθηκαν τις διακοπές τους έχει ιδιαίτερη σημασία γι’αυτούς»56 και συνεχίζοντας στην γραμματική ερμηνεία του άρθρου, συνήγαγε ότι εφόσον το άρθρο 5 παρ.2 εδ.4ο αναγνωρίζει την ευχέρεια των κρατών να περιορίζουν συμβατικά την αποζημίωση για ζημίες εκτός των σωματικών,αναγνωρίζεται έμμεσα (σιωπηλά) από την Οδηγία και το δικαίωμα για αποκατάσταση των λοιπών ζημιών πλήν των σωματικών άρα και της ηθικής βλάβης που περιλαμβάνεται εννοιολογικά σ’αυτές.

Ακολούθως, με άξονα την παρεχόμενη από την Οδηγία προστασία υπέρ του καταναλωτή, πολύ σημαντικό είναι το άρθρο 7 που σκοπεί στην προστασία του από τους κινδύνους της πτωχεύσεως ή της αφερεγγυότητας του διοργανωτή (ή και πωλητή)57, πάνω στο οποίο έχει στηριχτεί μεγάλο κομμάτι της νομολογίας (ήδη από τα πρώτα χρόνια εφαρμογής της Οδηγίας), που το ερμήνευσε και το εμπλούτισε πάντα προς την κατεύθυνση της ευνοϊκότερης δυνατής προστασίας υπέρ του καταναλωτή. Αρχής γενομένης με την απόφαση Dillenkofer58, στην οποία οι ενάγοντες της κύριας δίκης, αγοραστές οργανωμένων ταξιδιών λόγω της πτώχευσης των επιχειρήσεων απ’ όπου τ’αγόρασαν, δεν αναχώρησαν ή αναγκάστηκαν να επανακάμψουν από τον τόπο διακοπών τους με δικά τους έξοδα, χωρίς να μπορέσουν να επιτύχουν την επιστροφή των εξόδων τους. Γι’αυτό άσκησαν αγωγές κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας για ζημιές που υπέστησαν, λόγω παραλείψεως μεταφοράς της Οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο εντός της ταχθείσας προθεσμίας, αφού αν είχε μεταφερθεί θα μπορούσαν να τύχουν της προστασίας του άρθρου 7. Το ζήτημα που απασχόλησε το Δικαστήριο αφορούσε τις προυποθέσεις στοιχειοθέτησης της ευθύνης κράτους μέλους για ζημίες ιδιωτών από παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου. Υπενθυμίζοντας την προηγούμενη σχετική νομολογία του πάνω στο θέμα αυτό (αποφάσεις Francovich, Brasserie du pecheur, Factortame κ.α), επανέλαβε για άλλη μία φορά τις τρεις βασικές προυποθέσεις και επιβέβαιωσε πως αυτές πληρούνται εν προκειμένω. Συγκεκριμένα έκρινε ότι το επιδιωκόμενο από το άρθρο 7 αποτέλεσμα συνίσταται στη χορήγηση δικαιωμάτων στους αγοραστές οργανωμένων ταξιδιών να εξασφαλίζουν την επιστροφή των καταβληθέντων και τον επαναπατρισμό τους, το περιεχόμενο των οποίων μπορεί να προσδιοριστεί βάσει της Οδηγίας59. Προσεγγίζοντας τελολογικά την Οδηγία και το άρθρο 7, διαπίστωσε ότι η σκοπούμενη προστασία του καταναλωτή έχει νόημα μόνο αν πράγματι του χορηγείται δικαίωμα επιστροφής των καταβληθέντων και εξασφάλισης του επαναπατρισμού του, άρα το άρθρο 7 περιλαμβάνει μία υποχρέωση αποτελέσματος, ήτοι όχι μόνο υποχρεούνται οι διοργανωτές/πωλητές να αποδεικνύουν ότι έχουν επαρκείς εγγυήσεις, αλλά ταυτόχρονα χορηγείται δικαίωμα στους αγοραστές να τις αξιώσουν60. Πάνω ακριβώς στην ίδια θεματική συνέχισε το Δικαστήριο τη νομολογία του και με την απόφαση Rechberger61, όπου έκρινε ότι η Αυστρία, λόγω πλημμελούς αυτή τη φορά μεταφοράς της Οδηγίας, ήταν υποχρεωμένη να αποκαταστήσει τη ζημία των ταξιδιωτών. Για πρώτη φορά όμως το Δικαστήριο έκρινε ότι η Οδηγία δεν είχε μεταφερθεί σωστά, διότι ο εθνικός νόμος που την μετέφερε στο εσωτερικό δίκαιο απαιτούσε για την κάλυψη του κινδύνου περιορισμένη εγγύηση τόσο στους όρους του ποσού της κάλυψης όσο και στη βάση στην οποία υπολογίζεται με αποτέλεσμα να μην χορηγείται πλήρη προστασία στους ταξιδιώτες62. Άρα, συνάγεται ότι δεν καταλείπεται καμία διακριτική ευχέρεια στο κράτος μέλος, κατά τη μεταφορά της Οδηγίας, να προσδιορίσει το ίδιο την έκταση της παρεχόμενης εγγύησης, αλλά δεσμεύεται από το γράμμα και το σκοπό της, που έγκειται στην πλήρη προστασία του αγοραστή από τους οικονομικούς κινδύνους της πτώχευσης και της αφερεγγυότητας,να

56

Σκέψη 22 της απόφασης Leitner. 57

Άρθρο 7 : ο διοργανωτής ή και ο πωλητής,που είναι συμβαλλόμενα μέρη της σύμβασης,αποδεικνύουν ότι έχουν επαρκείς εγγυήσεις,κατάλληλες να εξασφαλίσουν σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή πτωχεύσεως την επιστροφή των καταβληθέντων και τον επαναπατρισμό του καταναλωτή. 58

ΔΕΚ, Dillenkofer,C-178/94,C-179/94,C-188/94,C-189/94 ,C-190/94. 59

Σκέψεις 34-39, 41-46 της αποφάσεως Dillenkofer. 60

Βλέπε σελ 206-207 του άρθρου Review of European Union Case Law in the field of Tourism by Cedric Guyot and Helen Dyson,2004 international Travel Law Journal 61

Βλέπε παραπάνω. 62

Σκέψεις 59-66 της απόφασης Rechberger.

Page 15: Η νομολογία του ΔΕΕ ως συνδιαμορφωτικός παράγοντας στο Δίκαιο του Τουρισμού

15

παρέχει μέσω του εθνικού συστήματος την πλήρη εγγύηση των απαιτήσεων του ταξιδιώτη για την επιστροφή των καταβληθέντων και τον επαναπατρισμό του. Τα συμπεράσματα αυτά του Δικαστηρίου επαναλαμβάνονται και στην πιο πρόσφατη απόφαση του, Baradicsea/QBE Insurance63, στην οποία αφού υπενθυμίζονται οι προηγούμενες αποφάσεις του Dillenkofer και Rechberger, καταλήγει και πάλι ότι από το γράμμα της Οδηγίας ή το σκοπό της κανένα στοιχείο δεν υποδεικνύει ότι μπορεί να περιοριστεί η προσφερόμενη εγγύηση και ότι ένα κράτος μεταφέρει ορθά την Οδηγία όταν εξασφαλίζει ότι η εγγύηση καλύπτει την επιστροφή όλων των καταβληθέντων ποσών και τον επαναπατρισμό του64. Μία άλλη εξίσου σημαντική απόφαση του Δικαστηρίου που αφορά την προστασία του καταναλωτή μέσω του άρθρου 7, είναι η υπόθεση Verein fur Konsumenteninformation65, στην οποία το βασικό ερώτημα που τέθηκε από το εθνικό δικαστήριο ήταν αν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 7 και ιδίως «για την εξασφάλιση του επαναπατρισμού» ενέπιπτε η περίπτωση κατά την οποία ο καταναλωτής που έχει ήδη καταβάλλει τα έξοδα διαμονής του στον διοργανωτή πριν την έναρξη του ταξιδιού, αναγκάζεται να τα καταβάλλει για δεύτερη φορά στον ξενοδόχο, συνεπεία της επελθούσας αφερεγγυότητας του διοργανωτή, προκειμένου να τον αφήσει να αναχωρήσει από τον τόπο των διακοπών και να επαναπατριστεί. Αρχικά το δικαστήριο, υπενθυμίζοντας την απόφαση του στην υπόθεση Dillenkofer, επαναλαμβάνει ότι το άρθρο 7 σκοπεί στην προστασία από τους οικονομικούς κινδύνους της αφερεγγυότητας ή της πρώχευσης του διοργανωτή που είναι εγγενείς στη σύμβαση και απορρέουν από την προπληρωμή του κατ’ αποκοπή ποσού και την διάχυση των ευθυνών ανάμεσα στο διοργανωτή και τους λοιπούς παρόχους των υπηρεσιών που συναποτελούν το ταξίδι. Γι’ αυτό το άρθρο 7 χορηγεί δικαίωμα στον καταναλωτή, όταν εκτίθεται σ’ αυτούς τους κινδύνους, ν’ αξιώσει την επιστροφή των ήδη καταβληθέντων ποσών που αντιστοιχούν σε μη παρασχεθείσες υπηρεσίες και τον επαναπατρισμό του προκειμένου να μην ακινητοποιηθεί στο μέρος διακοπών λόγω αρνήσεως του μεταφορέα να εκπληρώσει τις υπηρεσίες του66. Στην εν λόγω περίπτωση όπου ο καταναλωτής έχει πληρώσει ήδη τη διαμονή του στον ξενοδόχο, «η επιστροφή των καταβληθέντων» περιλαμβάνει το ποσό της διαμονής που πλήρωσε στο διοργανωτή, ο οποίος, λόγω της αφερεγγυότητας του, δεν εκπλήρωσε τις συμφωνηθείσες υπηρεσίες. Άρα και σ’ αυτήν την υπόθεση το Δικαστήριο προέβη σε ερμηνεία των διατάξεων της Οδηγίας υπέρ των δικαιωμάτων του καταναλωτή εξασφαλίζοντας του έτσι υψηλό επίπεδο προστασίας. Το ίδιο υψηλό επίπεδο προστασίας συνεχίζει να παρέχει το Δικαστήριο και με νεότερες αποφάσεις του όπως η απόφαση στην υπόθεση Blodel-Pawlik/HanseMerkur67, με την οποία αποφαίνεται ότι καθώς ο σκοπός του άρθρου 7 συνίσταται στη χορήγηση δικαιώματος στους καταναλωτές για την επιστροφή των καταβληθέντων ποσών και τη διασφάλιση του επαναπατρισμό τους και το γράμμα της διάταξης δεν εξαρτά από καμία προυπόθεση τις αιτίες της πτωχεύσεως ή αφερεγγυότητας του διοργανωτή, κανένα απρόβλεπτο γεγονός ή απερίσκεπτη ενέργεια ή ακόμα και η δόλια συμπεριφορά του διοργανωτή να περιέλθει σε αφερεγγυότητα μπορούν να άρουν την υποχρέωση του διοργανωτή να προσφέρει τις κατάλληλες εγγυήσεις68. Α.2.ΙΙ. Οι Αεροπορικές μεταφορές - Κανονισμός 261/2004 Οι αεροπορικές μεταφορές αποτελούν σημαντικό κομμάτι του τουριστικού τομέα, αφού αποτελούν το πιο συχνό μέσο μεταφοράς τουριστών, η ομαλή εκτέλεση των οποίων συμβάλλει στην απόλαυση του συνόλου της τουριστικής εμπειρίας. Όμως πολύ συχνά προκύπτουν μεγάλες καθυστερήσεις ή ματαιώσεις πτήσεων, ακόμα και άρνηση επιβίβασης, που δημιουργούν μεγάλη αναστάτωση και ταλαιπωρία στους επιβάτες. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, θέλοντας να προσφέρει υψηλό επίπεδο προστασίας στους επιβάτες των

63

ΔΕΕ,Baradicsea/QBE Insurance,C-430/13. 64

Σκέψεις 36-38 απόφασης Baradics. 65

ΔΕΚ,C-364/96. 66

Σκέψεις 18-22 της ως άνω απόφασης. 67

ΔΕΕ,Blodel-Pawlik/HanseMerkur, C-134/11 68

Σκέψεις 21-23 και 25 της ως άνω απόφασης .

Page 16: Η νομολογία του ΔΕΕ ως συνδιαμορφωτικός παράγοντας στο Δίκαιο του Τουρισμού

16

αερομεταφορών, προχώρησε ήδη από το 1991 στην έκδοση του πρώτου κανονισμού (ΕΟΚ) 295/91 του Συμβουλίου69, αλλά κρίνοντας πως το παρεχόμενο επίπεδο προστασίας των επιβατών ήταν ανεπαρκές καθώς τα περιστατικά των καθυστερήσεων, ματαιώσεων και αρνήσεων επιβίβασης μάλλον αυξάνονταν παρά μειώνονταν, τον αντικατέστησε το έτος 2004 με τον Κανονισμό (ΕΚ) 261/2004 σχετικά «με τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης και για την κατάργηση του Κανονισμού 295/91»70, 71. Ο Κανονισμός 261/2004 (στο εξής ο Κανονισμός) ρυθμίζει τις τρεις σημαντικότερες πηγές αναστάτωσης για τους επιβάτες (ματαίωση πτήσης, άρνηση επιβίβασης, καθυστέρηση), προβλέποντας τα κατάλληλα μέτρα αποκατάστασης της ταλαιπωρίας τους. Όσον αφορά την άρνηση επιβίβασης, αυτή ορίζεται σαν έννοια από τον ίδιο τον Κανονισμό72, ο οποίος προβλέπει και τι ακριβώς υποχρεώσεις υπέχουν οι αερομεταφορείς σε περίπτωση που προβούν σε αυτή73. Μία σημαντική απόφαση του Δικαστηρίου που καταδεικνύει την τάση του να διασφαλίζει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο επίπεδο προστασίας στους καταναλωτές, ερμηνεύοντας διασταλτικά τις διατάξεις που τους παρέχουν δικαιώματα και παράλληλα όσο πιο στενά γίνεται τις εξαιρέσεις από την προστασία που τους παρέχεται από τον Κανονισμό είναι η υπόθεση Finnair/Lassooy. Στην συγκεκριμένη υπόθεση, ο ενάγων άσκησε αγωγή κατά της Finnair ζητώντας να αποζημιωθεί σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 7 του Κανονισμού, επειδή του αρνήθηκαν την επιβίβαση σε πτήση για την οποία είχε κάνει κράτηση, χωρίς κατά τον ίδιο να συντρέχει σοβαρός λόγος (η αιτία της αρνήσεως εν προκειμένω έγκειται σε αναδιοργάνωση των πτήσεων από την εταιρία λόγω προηγούμενης απεργίας του προσωπικού του αεροδρομίου). Σχετικά με το ερώτημα που αφορούσε το περιεχόμενο της έννοιας «αρνήσεως επιβίβασης» και άρα ποια περιστατικά υπάγονται σε αυτή, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το γράμμα της διάταξης δεν εξαρτά την άρνηση του αερομεταφορέα από καμία αιτία που να συνδέεται μ’αυτή74. Εξετάζοντας το πλαίσιο της διάταξης καθώς και τους σκοπούς της Οδηγίας, που συνίστανται στη μείωση του αριθμού των αρνήσεων ανεξαρτήτως της αιτίας τους καθώς και στην παροχή υψηλού επιπέδου προστασίας στους καταναλωτές επιβάτες75, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αιτία της άρνησης δεν είναι καθοριστικό στοιχείο του περιεχομένου της και άρα τόσο η άρνηση που οφείλεται σε υπεράριθμες κρατήσεις όσο και στη λειτουργία του αερομεταφορέα εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού. Στη συνέχεια το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η αναδιοργάνωση των πτήσεων από την εταιρία λόγω «εξαιρετικών περιστάσεων» δεν εμπίπτει στους λόγους του άρθρου 2 στ.ι) που μπορούν να αποκλείσουν την υπαγωγή μίας κατάστασης στην έννοια της άρνησης επιβίβασης. Κι αυτό γιατί ο λόγος αυτός που ανάγεται στη λειτουργία της επιχείρησης δεν μοιάζει με την ομάδα λόγων που παρατίθενται στο άρθρο, οι οποίοι λόγοι συνδέονται κυρίως μ’ ευθύνη του επιβάτη. Μάλιστα παρ’ όλο που η απαρίθμηση των λόγων αυτών είναι ενδεικτική, το Δικαστήριο, ορμώμενο από το σκοπό της Οδηγίας και με γνώμονα την ευρύτερη δυνατή προστασία του επιβάτη, ερμηνεύει συσταλτικά την εν λόγω διάταξη που θα μπορούσε να απαλλάξει τον αερομεταφορέα από την υποχρέωση αποζημίωσης των επιβατών, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «ο αερομεταφορέας δεν μπορεί να διευρύνει αισθητά τις περιπτώσεις στις οποίες ο ίδιος δικαιούται ν’ αρνείται δικαιολογημένα την επιβίβαση επιβατών, καθώς κάτι τέτοιο θα στερούσε τους επιβάτες αυτούς από κάθε προστασία, γεγονός που θα αντέβαινε στο σκοπό του Κανονισμού»76. Με την ίδια ακριβώς λογική δηλαδή να παρέχει την ευρύτερη δυνατή προστασία στον

69

Κανονισμός (ΕΟΚ) 295/91 του Συμβουλίου της 4/2/1991 για τη θέσπιση κοινών κανόνων σχετικών με ένα σύστημα αντισταθμιστικών παροχών σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης κατά τις τακτικές αεροπορικές μεταφορές.Eπίσημη Εεφημερίδα EE L 36 της 8/2/1991,σελ 5-7. 70

Επίσημη Εφημερίδα L 046 της 17/2/2004 σελ.0001-0008 71

Σελ 248,Ευρωπαϊκή Ένωση και Τουρισμός,Δημ.Μυλωνόπουλος –Πολυξένη Μοίρα,εκδόσεις Ανοικτή Βιβλιοθήκη. 72

Άρθρο 2 στοιχείο ι) του Κανονισμού 73

Άρθρο 4 του Κανονισμού. 74

Σκέψεις 19 και 21 της αποφάσεως. 75

Σκέψεις 20,23,24 της αποφάσεως. 76

Σκέψεις 30-34 της αποφάσεως.

Page 17: Η νομολογία του ΔΕΕ ως συνδιαμορφωτικός παράγοντας στο Δίκαιο του Τουρισμού

17

επιβάτη, περιορίζοντας σημαντικά τις περιπτώσεις κατά τις οποίες θα μπορούσε ο αερομεταφορέας να απαλλαγεί από τις υποχρεώσεις του προς αυτόν, το Δικαστήριο συνεχίζει τη νομολογία του και στις υποθέσεις του που αφορούν τις ματαιώσεις πτήσεων. Ενδεικτικά στην υπόθεση Wallentin-Hermann/Alitalia77, οι ενάγοντες ζήτησαν από την Αlitalia αποζημίωση σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ.1 στ.γ) του Κανονισμού, επειδή η πτήση τους ματαιώθηκε λίγα λεπτά πριν την αναχώρηση της, γεγονός που οφειλόταν σε βλάβη του κινητήρα του αεροσκάφους. Το βασικό ερώτημα που απασχόλησε το Δικαστήριο ήταν αν ένα τέτοιο τεχνικό πρόβλημα εμπίπτει στην έννοια «των έκτακτων περιστάσεων», που σύμφωνα με το γράμμα της διάταξης απαλλάσσουν τον αερομεταφορέα από την υποχρέωση αποζημιώσεως των επιβατών. Αρχικά διαπίστωσε ότι εφόσον το γράμμα του Κανονισμού δεν περιλαμβάνει πουθενά τον ορισμό της έννοιας, θα πρέπει να στηριχτεί στο σύνηθες νόημα της εντός του πλαισίου και του σκοπού της ρύθμισης στην οποία εντάσσεται. Και συνεχίζοντας το συλλογισμό του, διατυπώνει με καθαρότητα και σαφήνεια την ερμηνευτική αρχή που ακολουθεί πάγια στη νομολογία του και η οποία προωθεί τον παρεμβατικό του ρόλο υπέρ της προστασίας του καταναλωτή και που συνοψίζεται στο εξής: «όταν μία έκφραση δεν ορίζεται από το κοινοτικό δίκαιο και εφόσον περιλαμβάνεται σε διάταξη που αποτελεί παρέκκλιση από κοινοτικό κανόνα που αποσκοπεί στην προστασία των καταναλωτών,όπως συμβαίνει εν προκειμένω, πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς»78. Καθοδηγούμενο από το σκοπό του Κανονισμού79, συμπέρανε ότι «έκτακτες περιστάσεις» μπορούν να θεωρηθούν μόνο όσες δεν συνδέονται με την κανονική άσκηση της δραστηριότητας του αερομεταφορέα και εκφεύγουν από τον αποτελεσματικό έλεγχο του λόγω της φύσεως και των αιτίων τους80. Έτσι τεχνικά προβλήματα ασφάλειας του αεροσκάφους που οφείλονται σε έλλειψη συντήρησης του δεν αποτελούν «έκτακτες περιστάσεις» εφόσον είναι σύνηθες φαινόμενο της κανονικής λειτουργίας του αεροσκάφους, εκτός αν οφείλονται π.χ σε τρομοκρατικές ενέργειες ή δολιοφθορά. Σχετικά με την προστασία του επιβάτη σε περίπτωση ματαιώσεως της πτήσεως, ενδεικτική είναι και η απόφαση του στην υπόθεση McDonagh/Ryanair81, που αφορούσε τη ματαίωση πτήσης λόγω της ηφαιστιακής δραστηριότητας του ισλανδικού ηφαιστείου που οδήγησε στην απαγόρευση της εναέριας κυκλοφορίας για πολλές μέρες. Η ενάγουσα της οποίας η πτήση ματαιώθηκε και ανέμενε μία εβδομάδα για την επόμενη πτήση, άσκησε αγωγή αποζημίωσης κατά της Ryanair επειδή δεν της πρόσφερε την οφειλόμενη κατά το άρθρο 5 παρ.1 στ.β) του Κανονισμού «φροντίδα» που έγκειται στην κάλυψη της αναγκαίας διαμονής και πρώτων αναγκών. Το Δικαστήριο ενέταξε την ηφαιστική έκρηξη στην έννοια των «έκτακτων περιστατικών» και βασιζόμενο στο σκοπό αλλά και στο γράμμα του Κανονισμού, όπου πουθενά δεν προβλέπει ότι ο αερομεταφορέας απαλλάσσεται από την υποχρέωση φροντίδας αν συντρέχουν «έκτακτες περιστάσεις» (σε αντίθεση με τη ρητή απαλλαγή του από την υποχρέωση αποζημιώσεως), ερμήνευσε τη σιωπή του Νομοθέτη ως άρνηση να υπαγάγει στη ρύθμιση περί απαλλαγής και την υποχρέωση φροντίδας, διασφαλίζοντας για ακόμα μια φορά την προστασία του αθενέστερου συμβαλλόμενου μέρους δηλαδή του καταναλωτή82. Μάλιστα αυτή η υποχρέωση διαρκεί καθ’όλη τη διάρκεια των έκτακτων περιστάσεων, ακόμα κι αν αυτά διαρκούν πολύ, όπως εν προκειμένω, χωρίς η διάταξη να αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας, γιατί οι δυσμενείς οικονομικές συνέπειες σε βάρος των αερομεταφορέων δεν είναι υπέρμετρες και δικαιολογούνται από το σκοπό της υψηλής προστασίας του επιβάτη, εξάλλου ως επιχειρηματίες μπορούν προβλέψουν τέτοιες δαπάνες και να τις μετακυλήσουν στους επιβάτες μέσω της τιμής του εισιτηρίου83. To Δικαστήριο όμως δεν περιορίστηκε μόνο σε χαμηλής έντασης δικαιοπαραγωγή, δηλαδή στην εξειδίκευση των διατάξεων του Κανονισμού μέσω της υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών στον κανόνα και την ερμηνεία των αυτόνομων εννοιών του ενωσιακού δικαίου αλλά, όταν διαπίστωσε αληθές

77

ΔΕK,Wallentin-Hermann/Alitalia,C-549/07 78

Σκέψη 17 της ως άνω αποφάσεως. 79

Όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 1,2,12 και 14 του Κανονισμού. 80

Σκέψη 23 της ως άνω αποφάσεως. 81

ΔΕΕ,McDonagh/Ryanair,C-12/11 82

Σκέψεις 30-34 της ως άνω αποφάσεως. 83

Σκέψεις 45-50 της ως άνω αποφάσεως.

Page 18: Η νομολογία του ΔΕΕ ως συνδιαμορφωτικός παράγοντας στο Δίκαιο του Τουρισμού

18

κενό στη ρύθμιση του παραγώγου δικαίου, προχώρησε σε έντονη δικαιοπαραγωγική επέμβαση καλύπτοντας το κενό αυτό με εργαλείο τις γενικές αρχές του ενωσιακού δικαίου, επιδιώκοντας, εν τέλει, να διασφαλίσει την ευρύτερη δυνατή προστασία του καταναλωτή-επιβάτη. Η απόφαση με την οποία κάλυψε την έλλειψη ρύθμισης του Κανονισμού και με την οποία αποφάνθηκε ότι χορηγείται δικαίωμα αποζημιώσεως σε επιβάτες πτήσεων που είχαν μεγάλη καθυστέρηση (παρά την έλλειψη ρητής ρύθμισης από τον Κανονισμό), είναι στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις Sturgeon/Condor και Bock und Lepuschitz/AirFrance (στο εξής απόφαση Sturgeon)84. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου επαναλήφθηκε και σε μεταγενέστερες αποφάσεις του, όπου ρητώς κάνουν λόγο και στηρίζονται στα συμπεράσματα της αποφάσεως Sturgeon85. Aρχικά διαμόρφωσε την έννοια της «καθυστέρησης πτήσεως», η οποία δεν ορίζεται από τον ίδιο τον Κανονισμό. Συγκεκριμένα, προσδιόρισε ότι «καθυστέρηση πτήσεως» υπάρχει ανεξαρτήτως της μεγάλης διάρκειας της καθυστέρησης, όταν η πτήση αναχωρεί σύμφωνα με τον αρχικό προγραμματισμό του αερομεταφορέα, ενώ σε αντίθετη περίπτωση λογίζεται ως «ματαίωση»86. Στη συνέχεια διαπίστωσε ότι από το γράμμα των διατάξεων του Κανονισμού πουθενά δεν προκύπτει ρητώς ότι χορηγείται δικαίωμα αποζημιώσεως στους επιβάτες πτήσεων με καθυστέρηση, όμως αυτό δεν εμποδίζει την ερμηνεία των διατάξεων σύμφωνα με το πλαίσιο (συμφραζόμενα) και το σκοπό των ρυθμίσεων που υπηρετούν όπως προκύπτουν από τις αιτιολογικές σκέψεις της νομικής αυτής πράξης. Μάλιστα υπενθύμισε ότι διατάξεις που αναγνωρίζουν δικαιώματα υπέρ των επιβατών όπως αυτό της αποζημίωσης πρέπει να ερμηνεύονται διασταλτικώς87. Λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη και το σκοπό υψηλού επιπέδου προστασίας όλων των επιβατών, ανεξαρτήτως αν αντιμετωπίζουν καθυστέρηση, ματαίωση ή άρνηση επιβίβασης, καθώς όλοι υφίστανται σημαντική ταλαιπωρία88, καθώς και ότι στις αιτιολογικές σκέψεις ο Νομοθέτης συνέδεσε τη μεγάλη καθυστέρηση με τις «έκτακτες περιστάσεις» και άρα εμμέσως και με το δικαίωμα αποζημίωσης, το Δικαστήριο κατέληξε, συνεκτιμώντας όλα αυτά τα στοιχεία, ότι δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι οι επιβάτες πτήσεων με καθυστέρηση απολαύουν αυτού του δικαιώματος. Εν συνεχεία όμως, υπενθύμισε την εξής σημαντική ερμηνευτική αρχή ότι κάθε κοινοτική πράξη θα πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με το σύνολο του πρωτογενούς δικαίου και άρα των γενικών αρχών του, συμπεριλαμβανομένης της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως89. Με εργαλείο τη θεμελιώδη αυτή αρχή που επιβάλλει οι όμοιες καταστάσεις να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικά και οι διαφορετικές ομοίως, εκτός αν η ρύθμιση δικαιολογείται αντικειμενικά, το Δικαστήριο κατόρθωσε να πληρώσει την έλλειψη ρυθμίσεως, διαπιστώνοντας ότι οι καταστάσεις σε περίπτωση ματαιώσεως πτήσεως είναι συγκρίσιμες με αυτές της καθυστέρησης, καθώς και στις δύο οι επιβάτες υφίστανται ανάλογη ζημία που έγκειται στην απώλεια χρόνου, η οποία λόγω του μη αναστρέψιμου χαρακτήρα της, μπορεί να αποκατασταθεί μόνο μέσω αποζημιώσεως. Άρα δικαιίωμα αποζημίωσης πρέπει να χορηγείται και στους επιβάτες πτήσεων με μεγάλη καθυστέρηση (ίση ή μεγαλύτερη των τριών ωρών), καθώς αντίθετο συμπέρασμα θα οδηγούσε σε δυσμενέστερη τους μεταχείριση, χωρίς αυτή να δικαιολογείται αντικειμενικά90,91. Α.3. Η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στο τομέα του τουρισμού

84

ΔΕΚ,συνεκδικαζόμενες υποθέσεις Sturgeon/Condor & Bockund Lepuschitz/AirFrance,C-402/07 και C-432/07. 85

ΔΕΕ,συνεκδικαζόμενες υποθέσεις Nelson/Lufthansa και TUIea/CAA,C-581/10 & C-629/10 καθώς και η υπόθεση Αir France/Folkerts,C-11/11. 86

Σκέψη 39 απόφασης Sturgeon. 87

Σκέψη 45 της αποφάσεως Sturgeon. 88

Όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 1-4 του Κανονισμού. 89

Σκέψη 48 της αποφάσεως Sturgeon. 90

Σκέψεις 48-59 της αποφάσεως Sturgeon. 91

Βλέπε σελ.12-14 του άρθρου La jurisprudence de la Cour de Justice del’ Union Europeenne dans les affairs de consummation,Evelyne Tichadou.

Page 19: Η νομολογία του ΔΕΕ ως συνδιαμορφωτικός παράγοντας στο Δίκαιο του Τουρισμού

19

Παρατηρήσαμε ήδη στην περίπτωση των οργανωμένων ταξιδίων, πως το Δικαστήριο γενικά να προκρίνει την ευρύτατη δυνατή προστασία στο χώρο του τουρισμού και ειδικά για την προστασία καταναλωτή-τουρίστα, με έναν τρόπο που επηρεάζει επίσης και τα δικαιώματα και το εύρος της ευθύνης του παρόχου. Στην υπόθεση Rechberger92, η έννοια του παρόχου τουριστικών υπηρεσιών, όπως ορίζεται με στο αρ. 2 της Οδηγίας 90/314 ΕΟΚ, καταλαμβάνει και όσους περιστασιακά οργανώνουν ταξίδια έναντι αμοιβής και εμπίπτουν στην έννοια των ταξιδιών και αυτά που οργανώνονται ως μία ειδική προσφορά ως δώρο για τους συνδρομητές ενός περιοδικού, προκειμένου να ενεργοποιηθεί το άρθρο 7 της Οδηγίας 90/314/ΕΟΚ93, ενώ στην απόφαση Αndré Ambry94, το Δικαστήριο ασχολείται ιδιαίτερα με το ζήτημα της ελεύθερης κυκλοφορίας υπηρεσιών προς παροχή χρηματικών εγγυήσεων από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ή ασφαλιστικές επιχειρήσεις για την εφαρμογή του άρθρου αυτού και καταλήγει πως το πλέον σημαντικό κριτήριο που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι η άμεση πρόσβαση στις χρηματικές εγγυήσεις, η άμεση διαθεσιμότητα σε αυτές με την εύλογη χρονικά τραπεζική μεταφορά των αναγκαίων ποσών, ακόμα κι αν ο εγγυητής είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος. Η τουριστική βιομηχανία στην Ευρωπαϊκή Ένωση κινείται από ένα σύνολο οικονομικών δραστηριοτήτων όπως τα ταξιδιωτικά γραφεία, οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, οι υπηρεσίες ξενάγησης, η εκμετάλλευση των αξιοθέατων και των χώρων αναψυχής στο οποίο μπορεί να εργάζονται ακόμα και άτομα με διαφορετική κύρια επαγγελματική δραστηριότητα ή περιστασιακά. Όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των μισθωτών εργαζομένων στον τομέα του τουρισμού, αυτή καλύπτεται από το άρθρο 45 ΣΛΕΕ και τον Κανονισμό 492/2011 για την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στην Ένωση, ο οποίος προβλέπει το δικαίωμα όλων των εργαζομένων γενικά να αναλάβουν μισθωτή εργασία μέσα στην Ένωση και την εξασφάλιση της ίσης μεταχείρισης, ανεξαρτήτως της ιθαγένειάς τους. Δεν παρατηρούνται υποθέσεις του Δικαστηρίου όπου εθνική νομοθεσία παρεμπόδισε τη μισθωτή εργασία στην τουριστική βιομηχανία ή περιπτώσεις που απαιτούσαν διαφορετική ή περισσότερη προστασία οι εργαζόμενοι στον τουρισμό. Το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο και η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου για το άρθρο 45 ΣΛΕΕ θα λέγαμε πως αποτελούν επαρκείς βάσεις προστασίας και για τις ιδιαιτερότητες αυτής της απασχόλησης. Διαφοροποίηση υπάρχει σε δύο περιπτώσεις: α) όταν υφίστανται περιορισμοί που εμποδίζουν την ελεύθερη εγκατάσταση των παροχών υπηρεσιών ή παρατηρούνται εμπόδια στον ελεύθερο ανταγωνισμό και στρεβλώσεις του, όπως στην περίπτωση των ταξιδιωτικών πρακτόρων και των αερομεταφορικών εταιρειών, β) όταν απαιτούνται ειδικά επαγγελματικά προσόντα από τους εργαζόμενους στον χώρο του τουρισμού, όπως συνέβη κυρίως με τους ξεναγούς. Το Δικαστήριο εκκινώντας από τις ελευθερίες εγκατάστασης και υπηρεσιών (νυν 56 ΣΛΕΕ επ.) και τις αρχές του ανταγωνισμού (νυν ΣΛΕΕ 101 επ.), θέτει ένα συγκεκριμένο δεσμευτικό πλαίσιο για τις εθνικές νομοθεσίες και τις οικονομικές δραστηριότητες στον τουρισμό. Α.3.Ι. Η απελευθέρωση της αγοράς των τουριστικών υπηρεσιών Το 1985 το Δικαστήριο95 κλήθηκε να κρίνει κατά πόσον ήταν συμβατή με το ενωσιακό δίκαιο του ανταγωνισμού και κυρίως με το άρθρα 85 και ΣΕΟΚ (νυν 101 ΣΛΕΕ) για τον ελεύθερο ανταγωνισμό εθνικές ρυθμίσεις που υποχρεώνουν του τουριστικούς πράκτορες να τηρούν τις τιμές και τα κόμιστρα των γραφείων διοργανώσεων ταξιδιών. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι οι εθνικές αυτές ρυθμίσεις επιβάλλουν ή ευνοούν τις συμπράξεις μεταξύ των επιχειρήσεων και κατά τούτο πλήττουν το άρθρο 85 ΣΕΟΚ καθ’ όσον απαγορεύουν στους τουριστικούς πράκτορες να μοιράζονται με τους πελάτες τους τις προμήθειες που εισπράττουν ή να παρέχουν εκπτώσεις τους πελάτες. Οι κανόνες περί ανταγωνισμού των άρθρων 85 και 86ΣΕΚ αφορούν (νυν 101 και 102 ΣΛΕΕ) ενέργειες επιχειρήσεων και όχι μέτρα των αρχών των κρατών

92

ΔΕΚ Walter Reehberger και Renate Greindl, Hermann Hofmeister κλπ/Republik Österreich, C-364/96 (σκ.32-33) 93

Χριστιανός Β., Η προστασία του τουρίστα στη νομολογία του Δ.Ε.Ε., in Η διεθνής και ευρωπαϊκή νομική διάσταση του τουρισμού: πρακτικά 2ου Συνεδρίου Δικαίου του Τουρισμού Καρπενήσι, 3-5 Νοεμβρίου 2011, Νομική Βιβλιοθήκη 2012, Κουτσουράδης Α. (επιμ.), σελ.354 94

ΔΕΚ Andrè Ambry C-410/96 ( σκ.36,37,38) 95

ΔΕΚ VZW Vereniging van Vlaamse Reisbureaus 311/85

Page 20: Η νομολογία του ΔΕΕ ως συνδιαμορφωτικός παράγοντας στο Δίκαιο του Τουρισμού

20

μελών, ωστόσο, το άρθρο 5ΣΕΚ επιβάλλει στις εν λόγω αρχές την υποχρέωση να μη λαμβάνουν ή διατηρούν σε ισχύ μέτρα δυνάμενα να μειώσουν την πρακτική αποτελεσματικότητα των εν λόγω κανόνων περί ανταγωνισμού. Αναφορικά με τους συμβούλους στον τομέα των μεταφορών, το Δικαστήριο με την απόφαση του Επιτροπή/Ιταλίας96 μεταφέρει καταρχάς στους συλλογισμούς του προηγούμενες νομολογιακές παραδοχές97 κατά τις οποίες μια εθνική ρύθμιση που εξαρτά τη χορήγηση διοικητικής αδείας από την παροχή ορισμένων υπηρεσιών επί του εθνικού εδάφους από επιχείρηση εγκατεστημένη εντός άλλου κράτους μέλους ή από την καταβολή χρηματικής εγγύησης συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών κατά το άρθρο 59 ΣΕΚ (νυν 56 ΣΛΕΕ) και η πρόβλεψη από την ιταλική νομοθεσία ότι η χορήγηση διοικητικής άδειας άσκησης των υπηρεσιών συμβούλου, υπό την προϋπόθεση της κατοικίας σε ιταλικό έδαφος ή την πληρωμή χρηματικής εγγύησης είναι αντίθετες με την ελευθερία εγκατάστασης και την ελευθερία παροχής υπηρεσιών κατά τα άρθρα 52 και 59 ΣΕΚ (νυν 49 και 56 ΣΛΕΕ) οι οποίοι θα ήταν δυνατό να δικαιολογηθούν μόνο δυνάμει του άρθρου 46 ΣΕΚ (νυν 52 ΣΛΕΕ) για λόγους δημόσιας τάξης και υγείας και χωρίς να βαίνουν πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επιδίωξη των σκοπών αυτών. Στον τομέα των αερομεταφορών εφαρμόστηκαν πρώτη φορά οι κανόνες ανταγωνισμού στην υπόθεση Nouvelles Frontières98, που αφορούσε την παραβίαση εκ μέρους αεροπορικών εταιρειών και μεμονωμένων ταξιδιωτικών πρακτορείων των εγκεκριμένων τιμών εισιτηρίων που είχαν καθοριστεί με βάση της εκ του νόμου προβλεπόμενες διαπραγματεύσεις που προέβλεπε η γαλλική νομοθεσία. Καταρχάς το Δικαστήριο εστιάζει στη συνδυασμένη εφαρμογή των άρθρων 74 και 85 ΣΕΚ (νυν 90 και 101ΣΛΕΕ), καθ’ όσον το Δικαστήριο αποφαίνεται καταρχάς ότι οι κανόνες ανταγωνισμού έχουν εφαρμογή και στην κοινή πολιτική για τις μεταφορές όπου για την απελευθέρωση των υπηρεσιών αυτών τύγχανε εφαρμογής η ειδικότερη διάταξη του άρθρου 61(νυν 51 ΣΛΕΕ) με κύρια επιχειρήματα, αφ’ ενός το γράμμα του άρθρου 74ΣΕΚ σε αρμό με το άρθρο 3 περ. στ΄ ΣΕΚ για την εξασφάλιση του ανόθευτου ανταγωνισμού στην ενιαία αγορά και αφ’ ετέρου την απουσία ειδικής διάταξεις που να εισάγει παρεκκλίσεις από το άρθρα 85 και 86 ΣΕΚ οδηγούν. Στη συνέχεια διερευνά το ενδεχόμενο συνδρομής των προϋποθέσεων εξαίρεσης του άρθρου 84.2 ΣΕΚ (νυν 100.2 ΣΛΕΕ) και επισημαίνει πως το αντικείμενο του 84.2 Σ.Ε.Κ. ήταν να εξαιρέσει από την κοινή πολιτική μεταφορών, τις εναέριες και θαλάσσιες μεταφορές κι όχι αυτές να μείνουν εκτός του ρυθμιστικού πεδίου των γενικών διατάξεων των Συνθηκών στις οποίες ανήκουν και οι κανόνες ανταγωνισμού. Επιπλέον όμως, διευκρινίζει το Δικαστήριο, θα πρέπει αυτή την υπαγωγή του τομέα των αερομεταφορών στους κανόνες ανταγωνισμού να γίνεται αντιληπτή σε αρμό με τον έλεγχο και την εποπτεία των αρμόδιων εθνικών αρχών και της Επιτροπής. Πρακτική συνέπεια αυτής της οδού που ακολούθησε είναι να τίθεται ως προϋπόθεση η διαπίστωση των παραβάσεων των κανόνων ανταγωνισμού από τα προαναφερθέντα όργανα, προσπαθώντας με αυτόν τον τρόπο να μετριάσει αυτή την προωθημένη ερμηνεία των διατάξεων της Συνθήκης. Με αυτήν την ερμηνευτική ανάπτυξη το Δικαστήριο επιχειρεί να αμβλύνει τις συμφωνίες ενώσεων και τις εναρμονισμένες πρακτικές που καθόριζαν τις τιμές των εισιτηρίων. Αξιοποιώντας το σκεπτικό της απόφασης Nouvelle Frontieres, το Δικαστήριο στην υπόθεση Αhmed Shaeed Flugreisen99 εξακολουθεί τη συμβολή του στο άρθρο 85 ΣΕΚ και προχωράει και στην εφαρμογή του 86 ΣΕΚ, ελέγχοντας σημαντικά των κύκλο των συμφωνιών και τον καθορισμό των τιμών από τις αεροπορικές εταιρείες με δεσπόζουσα θέση στη σχετική αγορά. Η εφαρμογή ναύλων για τακτικές πτήσεις που απορρέουν από διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες μπορεί να συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης στη σχετική αγορά, ιδίως όταν η κατέχουσα τη δεσπόζουσα θέση επιχείρηση μπόρεσε να επιβάλει σε άλλες μεταφορικές επιχειρήσεις υπερβολικά υψηλούς ή χαμηλούς ναύλους, ή ακόμα την αποκλειστική

96 ΔΕΚ Επιτροπή/Ιταλίας, C-263/99, σκ.20-24 97

ΔΕΚ Επιτροπή κατά Βελγίου C-355/98, σκ.27, 35,37 και βλ. Προτάσεις Γενικού Εισαγγελέα Siegbert Albert για ΔΕΚ Επιτροπή/Ιταλίας C-263/99 σκ. 30-35 όπου αναφέρεται στις αποφάσεις Säger C-76/90 σκ.13,14, Parodi C-222/95 σκέψη 31,32), Vander Elsi C-43/93, σκέψη 15), 98

ΔΕΚ Nouvelles Frontières case Ministre Public v Asjes, Cases 209-13/84, σκ. 35-38, 43-44 99

ΔΕΚ Αhmed Shaeed Flugreisen Ahmed Saeed Flugreisen Silver Line Reisebüro GmbH/Zentrale zur Bekämpfung unlauteren Wettbewerbs, 66/86

Page 21: Η νομολογία του ΔΕΕ ως συνδιαμορφωτικός παράγοντας στο Δίκαιο του Τουρισμού

21

εφαρμογή ενός μόνο ναύλου σε μία αεροπορική γραμμή και ως εκ τούτου η εύνοια κι έγκριση τέτοιων συμφωνιών είναι ασύμβατη με τις διατάξεις των Συνθηκών με την επιφύλαξη οι πτήσεις να μην εντάσσονται στην κατηγορία των υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος, δηλαδή να πρόκειται για εταιρίες αεροπορικών μεταφορών τις οποίες οι αρμόδιες κρατικές αρχές υποχρέωσαν να εκμεταλλεύονται γραμμές οι οποίες δεν είναι εμπορικώς αποδοτικές, η εκμετάλλευση τους, όμως, επιβάλλεται για λόγους γενικού συμφέροντος. Σε νεώτερη υπόθεσή του100, το Δικαστήριο έκρινε με νομική βάση του άρθρο 12 ΣΕΚ (νυν άρθρο 18 Σ.Λ.Ε.Ε.) και την απαγόρευση διακρίσεων λόγω ιθαγένειας μέσα στην Ένωση τις εκ της εθνικής νομοθεσίας προϋποθέσεις ιθαγένειας και έδρας για τη χορήγηση αδειών πτήσεων με αερόστατο. Επισκοπώντας την προηγούμενη νομολογία του, αποφαίνεται ότι οι κανόνες περί ίσης μεταχειρίσεως των ημεδαπών και των μη ημεδαπών απαγορεύουν τις διακρίσεις, είτε λόγω ιθαγενείας στα φυσικά πρόσωπα, είτε λόγω έδρας για τα νομικά πρόσωπα. Εθνικές ρυθμίσεις που επιβάλλουν να υπάρχει κατοικία ή έδρα στο ίδιο κράτος μέλος για να καταστεί δυνατό να οργανωθούν εκεί εμπορικές πτήσεις με αερόστατο, εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις μεταξύ των υπηκόων και των επιχειρήσεων μέσα στην εσωτερική αγορά. Το κριτήριο διαφοροποιήσεως που στηρίζεται στην κατοικία καταλήγει στην πράξη στο ίδιο αποτέλεσμα με τις διακρίσεις λόγω ιθαγενείας, εφόσον δημιουργεί τον κίνδυνο να αποβεί εις βάρος κυρίως των εταιρειών που είναι εγκατεστημένες σε άλλο κράτος μέλος101. Μια τέτοια διαφορετική μεταχείριση δύναται να δικαιολογηθεί μόνον αν στηρίζεται σε αντικειμενικές σκέψεις, ανεξάρτητες από την ιθαγένεια των σχετικών προσώπων και αναλογικές με τον σκοπό που θεμιτά επιδιώκεται από το εθνικό δίκαιο102. Σημειώνουμε ότι το Δικαστήριο είχε απομακρυνθεί από την ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 51 και 49 ΣΕΚ, δηλαδή την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών κι εγκατάσταση, αναφερόμενο στο προηγούμενο νομολογιακό προηγούμενο, κατά το οποίο οι οικονομικές αυτές ελευθερίες δεν έχουν εφαρμογή στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών103 κι επεδίωξε την αποτελεσματική προστασία με την ερμηνευτική ανάλυση του άρθρου 12 ΣΕΚ. Τέλος ας σημειωθεί ότι το Δικαστήριο μπροστά σε μία απελευθερωμένη τουριστική αγορά δεν παραλείπει τις αξιολογήσεις με τη δημόσια τάξη και τους σχετικούς περιορισμούς για παρόχους και αποδέκτες. Χαρακτηριστική η υπόθεση Josemans104 στην οποία το Δικαστήριο αποκλείει από τις διατάξεις τις Συνθήκης και την απελευθέρωση της αγοράς τον ναρκοτουρισμό. Ο ιδιοκτήτης ενός coffee- shop στην Ολλανδία, όπως ήταν ο Josemans, δεν μπορεί να επικαλεστεί την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών ή την αρχή της απαγόρευσης των δυσμενών διακρίσεων όσον αφορά τη δραστηριότητα, η οποία συνίσταται στην εμπορία ινδικής κάνναβης, για να εναντιωθεί σε περιοριστικές εθνικές ρυθμίσεις πώλησης σε αλλοδαπούς υπηκόους. Το εμπόριο ναρκωτικών ουσιών τελεί υπό την αυστηρή επιτήρηση των κρατών μελών, ώστε να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για ιατρικούς και επιστημονικούς σκοπούς και, ως εκ τούτου, εξαιρείται από το πεδίο των θεμελιωδών οικονομικών ελευθεριών της Ένωσης. Επίσης δεν θα μπορούσαν κατά την άποψη του δικαστηρίου να ληφθούν μέτρα που να περιορίζουν λιγότερο την ελεύθερη κυκλοφορία και να αντιμετωπίζουν το ίδιο αποτελεσματικά τη διακίνηση ναρκωτικών105. A.3.ΙΙ. Η παροχή υπηρεσιών ξενάγησης ειδικότερα Η Επιτροπή προσέφυγε ήδη το 1989 κατά της Ελλάδας, της Ιταλίας και της Γαλλίας, επειδή τα κράτη αυτά απαιτούσαν για την άσκηση του επαγγέλματος του ξεναγού συγκεκριμένη κατάρτιση που πιστοποιείται με

100

ΔΕΚ Michael Neukirchinge /Bezirkshauptmannschaft Grieskirchen C-383/08, σκ.22,32,33,34 101

ΔΕΚ Ciola, C‑224/97, σκ.14 C‑388/01, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκ.14, , C‑209/03, Bidar, σκ. 53 102

ΔΕΚ Bidar C‑ 209/03, σκ. 53 103

Ενδεικτικά ΔΕΚ Corsica Ferries (France), C-49/89 , σ. 10, Επιτροπή κατά Δανίας, C‑467/98 σκ. 123 104

ΔΕΚ Josemans C-137/09, σκ. 42, 36,38,41,43,82 105

Στάγκος Π.,Ο Τουρισμός είναι δικαίωμα του ανθρώπου, Σκέψεις με αφορμή πρόσφατες εξελίξεις στο πλαίσιο της έννομης τάξης της Ε.Ε. in Η διεθνής και ευρωπαϊκή νομική διάσταση του τουρισμού : πρακτικά 2ου Συνεδρίου Δικαίου του Τουρισμού Καρπενήσι, 3-5 Νοεμβρίου 2011, Νομική Βιβλιοθήκη 2012, Κουτσουράδης Α. (επιμ.), σελ.295-300

Page 22: Η νομολογία του ΔΕΕ ως συνδιαμορφωτικός παράγοντας στο Δίκαιο του Τουρισμού

22

δίπλωμα κατά παράβαση του άρθρου 59 Συνθ. ΕΟΚ106. Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών που καταλαμβάνει και το επάγγελμα των ξεναγών, είτε ως μισθωτών είτε ως ελεύθερων επαγγελματιών107, μπορεί να περιοριστεί μόνον από ρυθμίσεις που δικαιολογούνται για λόγους γενικού συμφέροντος και εφαρμόζονται σε όλα τα πρόσωπα και τις επιχειρήσεις που λειτουργούν στο έδαφος του κράτους όπου παρέχεται η υπηρεσία, παραδοχή ήδη της πάγιας νομολογίας του Δικαστηρίου για το άρθρο 59 ΣΕΚ108. Το γενικό συμφέρον και η δημόσια τάξη για την ορθή εκτίμηση των θέσεων και των πραγμάτων ιστορικού ενδιαφέροντος και την ευρύτερη δυνατή διάδοση της γνώσης της καλλιτεχνικής και πολιτισμικής κληρονομιάς μιας χώρας μπορεί να συνιστά επιτακτικό λόγο που δικαιολογεί περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Ωστόσο, ένα κράτος-μέλος όταν εξαρτά την παροχή υπηρεσιών ξεναγού που ταξιδεύει με ομάδα τουριστών προερχόμενη από άλλο κράτος μέλος, που οι υπηρεσίες του συνίστανται στην καθοδήγηση των τουριστών σε χώρους πλην μουσείων και ιστορικών μνημείων που μπορούν να επισκεφθούν μόνο με εξειδικευμένο οδηγό, από την κατοχή άδειας που απαιτεί την απόκτηση συγκεκριμένων επαγγελματικών προσόντων που συνήθως λαμβάνεται με επιτυχία σε εξετάσεις, το Δικαστήριο κρίνει ότι το κράτος μέλος επιβάλλει περιορισμούς δυσανάλογους, αφού υπερβαίνουν ό,τι είναι αναγκαίο για την προστασία του συμφέροντος αυτού109. Το πλαίσιο της επαγγελματικής ελευθερίας των ξεναγών συμπληρώθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου Επιτροπή κατά Ισπανίας110, με την οποία κρίθηκαν ασύμβατες με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών εθνικές ρυθμίσεις οι οποίες προβλέπουν αυξημένων απαιτήσεων εξετάσεις ή κατοχής ορισμένου τύπου επαγγελματικής ταυτότητας που αποδεικνύεται με εξετάσεις και δεν προβλέπουν διαδικασία εξετάσεως και συγκρίσεως των γνώσεων υπηκόου της Κοινότητας, που είναι κάτοχος διπλώματος ξεναγού ή ξεναγού-διερμηνέα χορηγηθέντος εντός άλλου κράτους μέλους ή διαδικασία που να επιτρέπει είτε να αναγνωριστεί το δίπλωμα που χορηγήθηκε στο εν λόγω άλλο κράτος μέλος είτε να υποβληθεί ο κάτοχος του διπλώματος σε εξετάσεις περιοριζόμενες στα μαθήματα που δεν διδάχθηκε, είναι μία νομοθεσία που εισάγει ένα δαιδαλώδες και διακριτικό σύστημα αδειοδότησης που δεν δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος. Το Δικαστήριο, αργότερα, στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ελλάδας111, βασιζόμενο στις νομολογιακές του θέσεις στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ελλάδος (C-198/89)112 όπου είχε γίνει παραδεκτή η παροχή υπηρεσιών ξενάγησης υπό δύο διαφορετικά εργασιακά καθεστώτα και αυτό της μισθωτής εργασίας και του ελεύθερου επαγγελματία έκρινε πως δεν είναι σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ΣΕΟΚ εθνική νομοθεσία που επιβάλλει στα ταξιδιωτικά γραφεία ανεξαρτήτως του τόπου εγκαταστάσεως τους να συνάπτουν σύμβαση εργασίας. Επαναλαμβάνει ότι ”το άρθρο 59 επιβάλλει όχι μόνο την εξάλειψη κάθε διακρίσεως σε βάρος του παρέχοντος υπηρεσίες λόγω της ιθαγένειάς του, αλλά και την κατάργηση κάθε περιορισμού, έστω κι αν αυτός εφαρμόζεται αδιακρίτως στους ημεδαπούς παρέχοντες υπηρεσίες και σε αυτούς των άλλων κρατών μελών , οσάκις αυτός μπορεί να διακόψει ή να παρεμποδίσει κατ’ άλλον τρόπο τις δραστηριότητες του παρέχοντος υπηρεσίες που είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος και νομίμως παρέχει ανάλογες υπηρεσίες»113. Όπως προηγουμένως το Δικαστήριο είχε κάνει δεκτό θα

106

ΔΕΚ Επιτροπή/ Γαλλίας C-154/89, ΔΕΚ Επιτροπή/Ιταλίας C-180/89, ΔΕΚ Επιτροπή/ Ελλάδας C-198/89, βλ. σχολιασμό Κτενίδης Ι., Η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στην τουριστική βιομηχανία, in Η διεθνής και ευρωπαϊκή νομική διάσταση του τουρισμού : πρακτικά 2ου Συνεδρίου Δικαίου του Τουρισμού Καρπενήσι, 3-5 Νοεμβρίου 2011, Κουτσουράδης Α. (επιμ.), Νομική Βιβλιοθήκη 2012, σελ. 107-116 107

ΔΕΚ Επιτροπή/ Ελλάδος C-198/89 (σκ. 5) 108

Ενδεικτικά ΔΕΚ Sager C-76/90 σκ.15, Gouda C-288/89 σκ.13-15, Κraus C-19/92 σκ.19/92, σκ.32, Gebhard C-55/94 σκ.37 109

Μυλωνόπουλος Δ., Η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στον τομέα της ξενάγησης, Θεωρία και Πράξη Διοικητικού Δικαίου, τ. 4-5/2012,σελ.410-415, Νομική Βιβλιοθήκη και διαδικτυακά https://www.academia.edu/3612343/ 110

ΔΕΚ Επιτροπή/Ισπανίας C-375/92 σκ.9,18,21 111

ΔΕΚ Επιτροπή κατά Ελλάδας, C-398/95 112

Βλ. Προτάσεις Εισαγγελέα Carl Otto Lenz για την υπόθεση C-398/95 σκ.14-15 113

ΔΕΚ Επιτροπή/ Ελλάδας C-398/95 σκ.16

Page 23: Η νομολογία του ΔΕΕ ως συνδιαμορφωτικός παράγοντας στο Δίκαιο του Τουρισμού

23

πρέπει να συντρέχουν λόγοι επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος των περιορισμών ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και καταλήγει ότι σε καμμία περίπτωση ο σκοπός της διατήρησης της εργασιακής ειρήνης δεν μπορεί να επιβάλλει συγκεκριμένο τύπο εργασιακής σχέσης προκειμένου να τερματίζονται ευκολότερα εργασιακές διενέξεις και αποφυγής των αρνητικών επιπτώσεων για ορισμένο τομέα της οικονομίας όπως ο τουρισμός.

ΜΕΡΟΣ Β΄

Η λειτουργική συνεργασία ενωσιακού δικαστή και νομοθέτη Όπως ήδη έχουμε αναφέρει παραπάνω, ο Δικαστής της Ευρωπαϊκής Ένωσης ερμήνευσε και εφάρμοσε το δίκαιο των συνθηκών στον τομέα του τουρισμoύ, χωρίς οι Συνθήκες μέχρι και τη Συνθήκη της Λισαβόνα να προβλέπουν ειδικές νομικές βάσεις. Η αποκαταστατική επέμβαση του Δικαστηρίου εντοπίζεται τόσο όταν στη Συνθήκη καταλείπονται δομικά κενά αναφορικά με την αρμοδιότητα της Ένωσης στον τουρισμό και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των παρόχων και αποδεκτών αυτών των υπηρεσιών αλλά και όταν κρίνεται αναγκαία η επέκταση του υποκειμενικού και αντικειμενικού πεδίου των οδηγιών ώστε να προστατευτεί πλήρως και αποτελεσματικά ο τουρίστας ως καταναλωτής. Επιπλέον, θα πρέπει να παρατηρήσουμε πως, ακόμη και σήμερα, το άρθρο 195 ΣΛΕΕ προβλέπει τον τουρισμό ως μία συμπληρωματική αρμοδιότητα και μία πολιτική ενθάρρυνσης με μία διαφαινόμενη επιφύλαξη υπέρ της αυτονομίας των κρατών μελών. Η συμβολή λοιπόν του Δικαστηρίου είναι καταρχάς η αντίληψη ακριβώς του διατομεακού χαρακτήρα του τουρισμού, του ρόλου του μέσα στην ενιαία αγορά και της ένταξής του μέσα στην πολύμορφη οικονομική ενοποίηση της Ένωσης, σε βαθμό εντονότερο από τον νομοθέτη και επηρεάζοντας τον στην κατεύθυνση του ολόενα αυξανόμενου συντονισμού που εκφράζεται κυρίως με τις οδηγίες όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τα οργανωμένα ταξίδια (Οδηγία 90/314/ ΕΟΚ) και την προώθηση της παροχής υπηρεσιών και στον τομέα του τουρισμού (Οδηγία 2006/123/ΕΚ) και της άμεσης ρύθμισης με κανονισμούς όπως συμβαίνει κυρίως με τις αερομεταφορές. Η σύνδεση ήδη από τη δεκαετία του 1980 των τουριστικών υπηρεσιών με την έννοια του όρου υπηρεσία του τότε κοινοτικού δικαίου, όπου δεν είχαμε καμμία συγκεκριμένη πρόβλεψη στο σώμα των Συνθηκών, η ερμηνεία και η εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας με σταθερούς προσανατολισμούς αφ’ ενός την απελευθέρωση του τουριστικών υπηρεσιών και αφ’ ετέρου την ευρύτατη δυνατή προστασία του τουρίστα ως καταναλωτή, αποκαλύπτει την έμμεση εισδοχή του τουρισμού στις αποκλειστικές αρμοδιότητες της Ένωσης και τον σθεναρό περιορισμό της αυτονομίας των κρατών μελών για τα οποία φαίνεται πως ενθαρρύνεται η ευρύτερη δυνατή προστασία του καταναλωτή. Παρατηρούμε πως ο Δικαστής της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε αρκετές περιπτώσεις είναι ένα βήμα μπροστά στην ενωσιακή δικαιϊκή εξέλιξη για αρκετές δραστηριότητες της τουριστικής βιομηχανίας και έχει τη συγκατάθεση των νομοθετικών οργάνων που, είτε με Κανονισμούς και Οδηγίες που συνάπτονται με τον τουρισμό114, είτε με

114

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2111/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 2005, για τη σύσταση κοινοτικού καταλόγου αερομεταφορέων των οποίων απαγορεύεται η λειτουργία στην Κοινότητα και για την ενημέρωση των επιβατών αεροπορικών μεταφορών σχετικά με την ταυτότητα του πραγματικού αερομεταφορέα, καθώς και για την κατάργηση του άρθρου 9 της οδηγίας 2004/36/ΕΚ, Οδηγία 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων (έχει ήδη τροπ. Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1137/2008), Οδηγία 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά [Επίσημη Εφημερίδα L 376 της 27.12.2006, Οδηγία 2011/93/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαίσιο 2004/68/ΔΕΥ του Συμβουλίου.

Page 24: Η νομολογία του ΔΕΕ ως συνδιαμορφωτικός παράγοντας στο Δίκαιο του Τουρισμού

24

soft law115 δεν εκφεύγουν της τροχιάς του Δικαστηρίου, αλλά αντίθετα είναι υποστηρικτικά της συμβολής του. Β.1. Η αποκαταστατική λειτουργία του Δικαστηρίου Προσδιορισμοί και επεκτάσεις

Αν και ο κοινοτικός νομοθέτης είχε «παραμελήσει» το θέμα της ουσιαστικής προστασίας που θα έπρεπε να παρασχεθεί στους τουρίστες της τότε Κοινότητας, το οποίο καταδεικνύεται από την τότε ανυπαρξία των σχετικών διατάξεων, πλην ελαχίστων περιστασιακών ρυθμίσεων του Συμβουλίου και της απλής εξαγγελίας των στόχων της Επιτροπής στην Ανακοίνωση της το 1982, ο κοινοτικός δικαστής αντιμετώπισε το ιδιαιτέρως σημαντικό θέμα της προστασίας των τουριστών με τελείως διαφορετικό και αντίθετο τρόπο απ’ότι ο νομοθέτης. Την πεποίθηση του νομοθέτη ότι επρόκειτο για μία κατηγορία διακινουμένων προσώπων, η οποία δεν μπορούσε να καλυφθεί από τις διατάξεις της Συνθήκης ΕΟΚ, αφού ο σκοπός της διακίνησής τους δεν παρουσίαζε απαραίτητο σύνδεσμο υπαγωγής, ήτοι την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας απέρριψε κατηγορηματικά το ΔΕΚ με την απόφασή του Luisi και Carbone, στην οποία εξομοίωσε τους τουρίστες με τους αποδέκτες υπηρεσιών, επιβεβαιώνοντας την επέκταση της έννοιας παροχής υπηρεσιών στον απαραίτητο αντίποδά της, την αποδοχή των υπηρεσιών, προβαίνοντας κατ’αυτόν τον τρόπο σε τελολογική ερμηνεία του άρθρου 59 της Συνθήκης ΕΟΚ116. Έως τότε η υπαγωγή των αποδεκτών υπηρεσιών στις διατάξεις της Συνθήκης ΕΟΚ τελούσε υπό αμφισβήτηση αφού αφ’ενός οι διατάξεις της δεν την προέβλεπαν ως προστατευόμενη κατηγορία, αφετέρου τελούσε υπό κάποιου είδους προστασίας εκ του παραγώγου δικαίου, ήτοι της προαναφερθείσας Οδηγίας 73/148 και της οδηγίας 64/221117. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η υπαγωγή των τουριστών εκ μέρους του Δικαστηρίου στην κοινοτική νομοθεσία για την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών ισοδυναμεί με την εγγύηση ορισμένων δικαιωμάτων τους σχετικά με την ελευθερη κυκλοφορία και διαμονή στη χώρα τουρισμού τους118. Η προστατευτική αυτή διάθεση του Δικαστηρίου υπέρ των τουριστών διεφάνη και αργότερα στις θεμελιώδους σημασίας προαναφερθείσες υποθέσεις Cowan και Donatella Calfa, στις οποίες το Δικαστήριο, εφαρμόζοντας την αρχή της ίσης μεταχείσης και στην περίπτωση του τουρίστα- θύματος που ζητούσε αποζημίωση από το γαλλικό κράτος λόγω της βίαιης επίθεσης που υπέστη κατά τη διάρκεια των διακοπών του, αλλά και στην περίπτωση της τουρίστριας-θύτη, η οποία καταδικάσθηκε για κατοχή και χρήση ναρκωτικών, απαντώντας στα εθνικά δικαστήρια ότι έπρεπε οι διατάξεις του ποινικού τους δικαίου να εφαρμοσθούν ακριβώς όπως αν επρόκειτο για υπηκόους της χώρας του αιτούντος δικαστηρίου, με αποτέλεσμα να υπάρχει ίση μεταχείριση μεταξύ ημεδαπών και κοινοτικών υπηκόων. Εν προκειμένω, το δικαστήριο έκρινε ότι θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει το μοναδικό όπλο που είχε στη νομική του φαρέτρα, ήτοι τη Συνθήκη ΕΟΚ, καθώς αυτή θα πρέπει να ερμηνεύεται υπό το φως της εξελισσόμενης πραγματικότητας119. 115

Ανακοίνωση της Επιτροπής, της 1ης Ιουλίου 1999, με τίτλο «Τα Διαρθρωτικά Ταμεία και ο συντονισμός τους με το Ταμείο Συνοχής: Γενικές κατευθύνσεις για τα προγράμματα της περιόδου 2000-2006» [COM(1999) 344, Απόφαση 2006/144/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Φεβρουαρίου 2006, σχετικά με τις στρατηγικές κατευθυντήριες γραμμές της Κοινότητας για την αγροτική ανάπτυξη (περίοδος προγραμματισμού 2007-2013,Ανακοίνωση της Επιτροπής, της 17ης Μαρτίου 2006, με τίτλο «Η ανανεωμένη πολιτική της ΕΕ για τον τουρισμό: για μια ισχυρότερη σύμπραξη υπέρ του ευρωπαϊκού τουρισμού» [COM(2006) 134 τελικό, Ανακοίνωση της Επιτροπής της 19ης Οκτωβρίου 2007 με τίτλο «Ατζέντα για έναν αειφόρο και ανταγωνιστικό ευρωπαϊκό τουρισμό» [COM(2007) 621 τελικό Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών - Η Ευρώπη, ο πρώτος τουριστικός προορισμός στον κόσμο – ένα νέο πλαίσιο πολιτικής για τον ευρωπαϊκό τουρισμό COM/2010/0352, Πράσινη Βίβλος των τουριστικών υπηρεσιών ξενοδοχειακών 2014, 116

Γ. Μουτσίου-Ευαγγελινού και Δ. Αναγνωστοπούλου, Το Οργανωτικό πλαίσιο του τουρισμού, Κοινοτική Διάσταση και Ελληνική Νομοθεσία, Κείμενα Έρευνας, Κέντρο Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Οικονομικού Δικαίου, 1990, σελ. 17-18 117

ibid, σελ. 18-19 118

ibid, σελ. 20 119

Xριστιανός Β, Η δυναμική των σχέσεων νομοθέτη και δικαστή στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Νομική Βιβλιοθήκη, 2005, σελ. 106

Page 25: Η νομολογία του ΔΕΕ ως συνδιαμορφωτικός παράγοντας στο Δίκαιο του Τουρισμού

25

Εν συνεχεία, η μεθοδολογική ανάπτυξη του δικαστηρίου στις υποθέσεις για τα οργανωμένα ταξίδια και τις αερομεταφορές και η ερμηνεία στην οποία προβαίνει, επικεντρώνεται γύρω από την ευρύτερη δυνατή προστασία χάριν του καταναλωτή ως μίας οιονεί ερμηνευτικής αρχής (“in dubio pro consumente approach”120), προκειμένου να κριθεί η συμβατότητα της εθνικής ρύθμισης με την ενωσιακή νομοθεσία. Μέσα από αυτό το πρίσμα, ερμηνεύει κυρίως διασταλτικά τις διάφορες έννοιες ώστε να διευρύνει το υποκειμενικό αλλά και αντικειμενικό πεδίο των κοινοτικών ρυθμίσεων. Στην απόφαση Rechberger (ΔΕΚ,C-140/97) η έννοια του «διοργανωτή οργανωμένων ταξιδιών» διαστέλλεται ώστε να περιλαμβάνει και αυτούς που ασχολούνται κατά τρόπο μη επαγγελματικό και αποκλειστικό με την εν λόγω δραστηριότητα. Έννοιες όπως αυτή του «οργανωμένου ταξιδιού» έχουν επίσης προσδιοριστεί από το Δικαστήριο με ευρύτητα σε αποφάσεις όπως η Club Tour C-400/00 που έχει σχολιαστεί ποικιλοτρόπως, επειδή ερμηνεύτηκε ώστε να περικλείει και ταξίδια τα οποία προτείνει στον τουριστικό πράκτορα ο ίδιος ο τουρίστας και κυρίως με τη δική του πρωτοβουλία διαμορφώνει το περιεχόμενο και τις συνθήκες121. Πάντως θα πρέπει να θυμηθούμε πως το Δικαστήριο είναι πιο φειδωλό στις μετακινήσεις και τη διαμονή που οργανώνονται από μη κερδοσκοπικές ενώσεις και λαμβάνουν χώρα για ακαδημαϊκούς σκοπούς. Χαρακτηριστική είναι η απόφαση AFS Intercultural Program Finlan ry κατά Κullutajavirasto (C-237/97) που είδαμε παραπάνω. Ο Γενικός Εισαγγελέας μάλιστα Saggio με τις προτάσεις του είχε επιμένει στην ευμενέστερη για τον καταναλωτή ερμηνεία των διατάξεων της Οδηγίας και την μη οριοθέτηση του περιεχομένου των όρων του άρθρου 2 ανάλογα με το σκοπό του ταξιδιού (σκ. 20-22). Ερμηνεία που συνάδει με το πλέγμα της σειράς υποθέσεων Dillenkoffer (C-178/94), Verein for Konsumeten Informationen (C-364/96) και Rechberger C-140/97122. Με την ίδια λογική πολή σημαντική είναι και η απόφαση Leitner (C-168/00) καθώς εκεί στη σιωπή του γράμματος της Οδηγίας και την απουσία ρητής ρύθμισης ο Δικαστής συμπέρανε ότι πρέπει να παρέχεται στον καταναλωτή-τουρίστα το δικαίωμα για αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης που προήλθε από μη απόλαυση των διακοπών του. Η απόφαση αυτή είναι πολύ σημαντική , όχι μόνο διότι διευρύνει σημαντικά το πεδίο προστασίας του καταναλωτή, αλλά επειδή κάνει μια πρώτη απόπειρα να εναρμονίσει το ζήτημα της ευθύνης για αποκατάσταση της ηθικής βλάβης όταν ακόμα το δίκαιο των συμβάσεων στην Κοινότητα παραμένει βασικά αντικείμενο της εθνικής δραστηριότητας και μόνο πολύ αποσπασματικά έχει εναρμονιστεί από το κοινοτικό δίκαιο. Και στο πεδίο των αερομεταφορών το Δικαστήριο προχωρεί με γνώμονα την ευρέτερη δυνατή προστασία του καταναλωτή –επιβάτη και ερμηνεύει διασταλτικά τις διατάξεις που απονέμουν δικαιώματα σ’ αυτούς και αντίθετα συσταλτικά τις διατάξεις τις περιοριστικές των δικαιωμάτων τους (π.χ απόφαση Wallentin-Hermann/Alitalia C-549/07). Όμως ακόμα πιο παρεμβατική υπέρ της προστασίας του καταναλωτή είναι η απόφαση Sturgeon (C-402/07 &C-432/07), όπου το Δικατήριο, ερμηνεύοντας τελολογικά και με βασικό εργαλείο την γενική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, έκανε ένα βήμα περαιτέρω και κάλυψε το κενό του Κανονισμού ο οποίος δεν παρείχε δικαίωμα αποζημίωσης στους επιβάτες πτήσεων με καθυστέρηση, κρίνοντας ότι πρέπει να τους χορηγείται, διευρύνοντας ακόμα πιο πολύ την παρεχόμενη προστασία.

120 Ενδεικτικά για την προσέγγιση αυτή που αντανακλά την τάση στη γερμανική θεωρία, Trstenjak Verika, Beysen Erwin,

European Consumer protection law: Curia semper dabit remedium?,Common Market Law Review, 48/2011, pp.95-124, Unberath H., Johnston A., The double headed approach of the ECJ concerning consumer protection, Common Market Law Review, 44/2007, pp. 1237-1285 οι οποίοι σχολιάζουν ότι δίνεται στις οδηγίες τόσο ευρεία ερμηνεία που δίνεται στις προβλέψεις ένας περισσότερο παρεμβατικός χαρακτήρας από την πλευρά του ενωσιακού νομοθέτη («τhe mostinterventionist reading”), Tichadou E., La jurisprudence récente de la CJCE dans les affaires concernant les consommateurs in ERA-Forum : scripta iuris europaei, 10/2009, pp.71-86 http://www.uclm.es/Actividades/repositorio/pdf/doc_3087_3836.pdf 121

Eckert H.W., Expert opinion on the consequences of the judgement of the Court of Justice of the Εuropean Communities ( CJEC) of 30.4.2002- C-400/00 , ECTAA ( Ref.CR03-94/4400-13.03.03) 122

Χατζηαντώνης Α., Το Δίκαιο προστασίας του Καταναλωτή – Τουρίστα in Τουρισμός και δίκαιο : προβλήματα και προοπτικές : πρακτικά Συνεδρίου (Μάλια Ηρακλείου Κρήτης, 30 Σεπτεμβρίου - 1 Οκτωβρίου 2000), Κουτσουράδης Α. (επιμ.), Σάκκουλας Αθήνα- Θεσσαλονίκη, 2002, σελ.75-105

Page 26: Η νομολογία του ΔΕΕ ως συνδιαμορφωτικός παράγοντας στο Δίκαιο του Τουρισμού

26

Παρακολουθούμε επίσης σε μεγάλο βαθμό την ένταξη της τουριστικής βιομηχανίας στο δίκαιο του ανταγωνισμού (νυν άρθρα 101, 102 και 106 ΣΛΕΕ)123 και τη μετουσίωση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, της ελευθερης εγκατάστασης (49επ. 56επ. ΣΛΕΕ)124 και της απαγόρευσης διακρίσεων λόγω ιθαγένειας ή έδρας στον τομέα του τουρισμού125, προκειμένου να προσδιοριστούν τα δικαιώματα και η ευθύνη των παρόχων τουριστικών υπηρεσιών, γεγονός που καταδεικνύει την έντονη διασύνδεση του με την ενιαία αγορά126. Γενικώς το Δικαστήριο αξιοποιεί και ερμηνεύει θα λέγαμε όλο το φάσμα αυτών των διατάξεων των συνθηκών με δύο εν γένει σκοπούς που επιχειρεί να συνδυάσει: α) την απελευθέρωση των τουριστικών υπηρεσιών και β) την προστασία των τουριστών ως καταναλωτών. Νομίζουμε ότι η ιδιαίτερα προωθημένη τελολογική και συστηματική ερμηνεία του κειμένου των Συνθηκών στην υπόθεση Nouvelles Frontieres για την επέκταση του άρθρου 85ΣΕΚ (νυν 101 ΣΛΕΕ) στις αεροπορικές μεταφορές, εισάγοντας μας στη λογική του γενικού κανόνα αναγκαστικού δικαίου που θα έδει μόνο ρητός αποκλεισμός της εφαρμογής του που θα προέκυπτε από το γράμμα των Συνθηκών. Επιπλέον παρατηρούμε, αναφορικά με την επαγγελματική ελευθερία των ξεναγών το Δικαστήριο, όταν έκρινε τις προσφυγές της Επιτροπής κατά των κρατών μελών δεν είχαν εισαχθεί κοινοτικοί κανόνες που να ενοποιούν τις προϋποθέσεις άσκησης επαγγελμάτων127. Οι αφετηρίες του δικαστηρίου για να ρυθμίσει τις τουριστικές υπηρεσίες ήταν οι ελευθερίες εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών στην εσωτερική αγορά, στην οποία ο τουρισμός, παρά τη μη ρητή πρόβλεψη των Συνθηκών, αποτελούσε ένα σημαντικό κλάδο οικονομικής δραστηριότητας, οπότε και η επέκταση τους και η ανάλογη διάπλαση πλαισίου αρχών στους παρόχους τουριστικών υπηρεσιών ήταν αναγκαία. Το Δικαστήριο αναφέρεται στους λόγους εκείνους οι οποίοι συνιστούν δημόσιο συμφέρον, όπως η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, η καλύτερη αξιοποίηση και εκμετάλλευση των αρχαιολογικών χώρων και μουσείων, η προστασία των καταναλωτών κι επιτρέπουν παρεκκλίσεις από την ελευθερία παροχής υπηρεσιών, ωστόσο με δείκτη την αρχή της αναλογικότητας, οι ρυθμίσεις ήταν δυσανάλογες με τον επιδιωκόμενο σκοπό, καθ’ όσον η δραστική μείωση του αριθμού των ξεναγών με όλους αυτούς τους περιορισμούς θα εξανάγκαζε τα τουριστικά γραφεία να προτιμούν τοπικούς ξεναγούς με ορισμένου τύπου σύμβαση και την ίδια στιγμή η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών θα ήταν αμφίβολη, αφού κάποιοι τουρίστες δεν θα απολάμβαναν ξενάγηση στη γλώσσα τους ή κοντά στα ιδιαίτερα ενδιαφέροντά τους. Επιπλέον διεγνώσθησαν έγκαιρα τα προβλήματα στρεβλώσεων του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά μεταξύ των ταξιδιωτικών γραφείων που εξαναγκάζονταν σε ορισμένες επιλογές. Στην απόφαση ειδικά Επιτροπής/Ισπανίας του 1992 επιχειρείται να αποσοβηθεί ο κίνδυνος γενικής απορρύθμισης των οικονομικών ελευθεριών της εγκατάστασης και της παροχής υπηρεσιών στον τομέα του τουρισμού μπροστά σε διακριτικά συστήματα αδειοδότησης των κρατών μελών υπέρ των πολιτών τους. Β.2. Οι αλληλεπιδράσεις δικαστή και νομοθέτη στην εξέλιξη του ενωσιακού δικαίου του τουρισμού Οι νομολογιακές κατευθύνσεις που τέθηκαν στο δίκαιο του τουρισμό από την Dillenkoffer C-178/94 και τις μεταγενέστερες αποφάσεις που την συμπλήρωσαν (Verein fur Konsumeteninformationen C- 140/97, Rechberger C-364/96, Ambry C-410/96 κ.α.) περιλήφθησαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο COM(94)74τελικό 06.04.1994 έγγραφό της στο οποίο πραγματεύεται τον βαθμό και τον τρόπο που

123

Βλ. ανωτέρω Α.3.Ι. για ΔΕΚ VZW Vereniging van Vlaamse Reisbureaus 311/85 , ΔΕΚ Αhmed Shaeed Flugreisen Ahmed Saeed Flugreisen Silver Line Reisebüro GmbH/Zentrale zur Bekämpfung unlauteren Wettbewerbs, 66/86, ΔΕΚ Nouvelles Frontières case Ministre Public v Asjes, Cases 209-13/84, σκ. 35-38, 43-44 124

Βλ. ανωτέρω Α.3.Ι.για ΔΕΚ Επιτροπή/Ιταλίας, C-263/99 125

Βλ. ανωτέρω για ΔΕΚ Michael Neukirchinge /Bezirkshauptmannschaft Grieskirchen C-383/08 126

Notarstefano C., La Jurisprudence de la Cours de la Justice de l’Union Europeene en matiere de protection dess touristes, Economia e diritto del terziario, v.3/1996, pp.1215-1224, http://www.cosimonotarstefano.it/files/95_Jurisprudence_UE.pdf 127

Βλ.ανωτέρω Α.3.2. ΔΕΚ Επιτροπή/ Γαλλίας C-154/89, ΔΕΚ Επιτροπή/Ιταλίας C-180/89, ΔΕΚ Επιτροπή/Ισπανίας C-375/92 ΔΕΚ Επιτροπή/ Ελλάδας C-198/89, ΔΕΚ Επιτροπή/ Ελλάδας C-398/95 και Guyot C, Dyson H., Review of European Union Case Law in the field of Tourism, International Travel Law Journal, 2004, pp. 199-209 http://www.tourismlaw.eu/docs/publishedbycegu/Review%20of%20European%20union%20.pdf

Page 27: Η νομολογία του ΔΕΕ ως συνδιαμορφωτικός παράγοντας στο Δίκαιο του Τουρισμού

27

ενσωματώνεται η Οδηγία 90/314/ΕΟΚ ως συμβολή στην ερμηνεία του άρθρου 7 αυτής. Οπότε μεταξύ άλλων βλέπουμε στο κείμενο τις Επιτροπής να επισημαίνονται: α) Η ασφάλιση να καλύπτει το σύνολο του καταβλητέου ποσού και θα πρέπει η διοίκηση να εξασφαλίζει ότι κανένας διοργανωτής πωλήτης δεν προσφέρει πακέτα χωρίς να έχει αποδεικτικά της ασφάλισής του, β) Ο εγγυητής να ευθύνεται απεριόριστα για την καταβολή με επιφύλαξεις που συνδέονται με την αποφυγή της πτώχευσης, γ) Άρση των διαδικαστικών και δικονομικών δυσχερειών προς καταβολή της εγγύησης και την προστασία των τουριστών ως καταναλωτών. Είναι αξιοσημείωτη επίσης η δυναμική που ανέπτυξε το Δικαστήριο με την Επιτροπή, ώστε να ασκηθούν προς το Συμβούλιο πιέσεις για την νομοθετική ενεργοποίησή του στον τομέα των αερομεταφορών μετά την απόφαση Nouvelles Frontières128 και φαίνεται ότι η προσέγγιση των κανόνων ανταγωνισμού ως καθολικών αναγκαστικών κανόνων έγινε απόλυτα αποδεκτή από τον ενωσιακό νομοθέτη. Η απόφαση ήταν ο πρόδρομος της απελευθέρωσης του τομέα των αερομεταφορών129. Ήδη το 1987 το Συμβούλιο έλαβε την πρώτη δέσμη μέτρων για την απελευθέρωση των αερομεταφορών με τους Κανονισμούς 3976/87 (ήδη 411/2004) και τις Οδηγίες 87/601/Ε.Ο.Κ. και 87/602/ΕΟΚ, ενώ σε παράλληλη τροχιά, το ΔΕΚ επεξέτεινε την ερμηνευτική προσέγγισή του στην Αhmed Shaeed Flugreisen με την εφαρμογή και του άρθρου 186 ΣΕΚ (νυν 102 Σ.Λ.Ε.Ε.) και την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης130. Αναφορικά με την περίπτωση των ξεναγών που απασχόλησε ιδιαίτερα τη νομολογία του Δικαστηρίου σήμερα ισχύει για τη σύνδεση της άσκησης ορισμένων επαγγελμάτων με ειδικά προσόντα η Οδηγία 2005/36/ΕΟΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων και καταλαμβάνει και τους ξεναγούς κεφαλαιοποίησε εν γένει τα πορίσματα του δικαστηρίου για την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, την ελεύθερη εγκατάσταση και παροχή υπηρεσιών , ενώ το εξειδικευμένο ρυθμιστικό τους πεδίο για τον τομέα του τουρισμού που εισήγαγε το Δικαστήριο λειτουργεί ακόμα καθοδηγητικά για το οικείες νομοθετικές ρυθμίσεις των κρατών μελών αναφορικά με το επάγγελμα του ξεναγού. Η νομολογία του Δικαστηρίου λειτουργεί ρυθμιστικά χωρίς την αντίθετη παρέμβαση του ενωσιακού νομοθέτη. Επιπλέον αξίζει να σταθούμε στην Οδηγία 2006/123/ ΕΚ η οποία από τη μία πλευρά μετουσίωσε μεγάλο μέρος της νομολογίας του Δικαστηρίου για την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και την ελευθερία εγκατάστασης και τη σημασία της για την τουριστική βιομηχανία με το σκεπτικό ότι οι πάροχοι θα μπορούν να επιλέγουν μεταξύ αυτών των δύο ελευθεριών βάσει της αναπτυξιακής στρατηγικής και με την ενσωμάτωση του νομολογιακού κεκτημένου οργανώνεται ένα σύστημα προκειμένου τα κράτη μέλη να άρουν τους περιορισμούς οι οποίοι έχουν τυχόν απομείνει κι αφορούν κατά κύριο λόγο τα εθνικά συστήματα αδειοδοτήσεων. Από τη μία πλευρά, λοιπόν ρυθμίζεται τα εθνικά συστήματα αδειοδοτήσεων (αρ.4 παρ.6) και απλουστεύονται με την υποχρεωτική διοικητική συνεργασία των εθνικών αρχών (Κεφ. ΙΙ αρ.5-8 και κεφ. V αρ.22-27) και από την άλλη, επιχειρείται η αποτελεσματικότερη προστασία του τουρίστα ως καταναλωτή με τις διατάξεις που προβλέπουν βοήθεια για τους αποδέκτες και παροχή πληροφοριών σχετικά με τους παρόχους και τις υπηρεσίες τους έχουν άμεση επίπτωση στο τουριστικό καταναλωτικό κοινό και συμπληρώνουν τις διατάξεις των για τα οργανωμένα ταξίδια (Οδηγία 90/314/ΕΟΚ) και το ηλεκτρονικό εμπόριο (Οδηγία 2000/31/ΕΚ)131.

128

Βλ. ανωτέρω Α.3.Ι. για ΔΕΚ Nouvelles Frontières case Ministre Public /Asjes, Cases 209-13/84 129

Μουτσίου-Ευαγγελινού Γαβριέλλα, Αναγνωστοπούλου Δέσποινα - Το οργανωτικό πλαίσιο του τουρισμού: κοινοτική διάσταση και ελληνική νομοθεσία, Κέντρο Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Οικονομικού Δικαίου,1990, σελ. 48-50 130

Μουαμελετζής Ε.Κ., “Παρατηρήσεις στην απόφαση Αhmed Saeed”, EEEυρΔ 1.1989, σ.109 131

Κουσκουνά Μ., Η Οδηγία 2006 /123/ ΕΚ για τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά και η σημασία τους για την τουριστική βιομηχανία in Η διεθνής και ευρωπαϊκή νομική διάσταση του τουρισμού : πρακτικά 2ου Συνεδρίου Δικαίου του Τουρισμού Καρπενήσι, 3-5 Νοεμβρίου 2011, Κουτσουράδης Α. (επιμ.), Νομική Βιβλιοθήκη 2012, σελ.232-240

Page 28: Η νομολογία του ΔΕΕ ως συνδιαμορφωτικός παράγοντας στο Δίκαιο του Τουρισμού

28

ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Διακρίνονται θα λέγαμε δύο φάσεις της νομολογίας του Δικαστηρίου για την προστασία του τουρίστα, με την πρώτη να οριοθετείται έως και τη δεκαετία του 1990, κατά την οποία ο τουρίστας προστατεύεται ως αποδέκτης υπηρεσιών μέσα στην Κοινότητα, δυνάμει της lex generalis132, και την δεύτερη, από τη στιγμή που ο νομοθέτης ξεκινά να ενεργοποιείται, αρχής γενομένης με την Οδηγία 90/314/ΕΟΚ για τα οργανωμένα ταξίδια, οπότε από εκείνο το σημείο επενδύεται με το αυξημένο πλαίσιο προστασίας ως καταναλωτής και γενικώς έλκει υπέρ του την ευμενέστερη ερμηνευτική εκδοχή της νομοθεσίας. Το Δικαστήριο επέμεινε στην απελευθέρωση των υπηρεσιών στο χώρου του τουρισμού, με κέντρο βάρους την απελευθέρωση των μεταφορών, έναν τομέα νευραλγικό για την αύξηση του τουρισμού και την κίνηση της τουριστικής βιομηχανίας.

Υφίσταται παρόλα αυτά ακόμη και σήμερα μια ατελής προσέγγιση των εθνικών νομοθεσιών και των διοικητικών ελεγκτικών μηχανισμών, σε συνδυασμό βέβαια με όλες τις δυσχέρειες που ούτως ή άλλως συναρτώνται από την απελευθέρωση των υπηρεσιών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μπορεί να πει κανείς, επίσης, ότι λείπει το εξειδικευμένο κι ολοκληρωμένο ρυθμιστικό πλαίσιο προκειμένου να ρυθμιστούν οι σχέσεις και τα προβλήματα που συναντώνται συχνά στην πράξη μεταξύ των διοργανωτών τουριστικών ταξιδιών, των ξενοδόχων και των τουριστών, μεταξύ των των σχέσεων των μεταφορικών εταιρειών και τουριστών. Εκτιμούμε ότι το πεδίο ρυθμιστικής αυτονομίας που έχει αφεθεί στα κράτη μέλη σε συνδυασμό με τον σε άλλα κράτη αποτελεσματικό και σε άλλα αποσπασματικό έλεγχο της Διοίκησης στην τουριστική βιομηχανία, οδηγεί σε διασπάσεις της ενιαίας αγοράς, οι οποίες εν τέλει αποβαίνουν επιζήμιες και για την Ένωση, αλλά και για την εθνική οικονομία αρκετών κρατών μελών. Είδαμε ότι το Δικαστήριο, ήδη από πολύ νωρίς κατέστρωσε το βασικό νομικό πλαίσιο, δυνάμει των Συνθηκών, ώστε να επιλύονται οι διαφορές στον τομέα του τουρισμού, επεμβαίνοντας ακόμη και στην ποινική μεταχείριση υπηκόων κρατών μελών εκ μέρους του ποινικής εθνικής νομοθεσίας λόγω της επιταγής της Συνθήκης περί απαγόρευσης των διακρίσεων κοινοτικών υπηκόων, ενώ αργότερα η επίλυση των διαφορών ενισχύθηκε με ειδικότερες διατάξεις με τη συνδρομή του ενωσιακού νομοθέτη, που, έστω και καθυστερημένα, συνειδητοποίησε και επί της ουσίας πιέσθηκε μέσω των αποφάσεων του Δικαστηρίου, αλλά και μέσω της οικονομικής σημασίας του τουρισμού και της ευρύτατης οριζόντιας διαπλοκής του με άλλους τομείς οικονομικής δραστηριότητας, η οποία τελικώς αποτέλεσε το λόγο ένταξης των συνδεομένων με αυτόν δραστηριοτήτων στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2006/123/ΕΚ για τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά133. Ωστόσο, η ορθολογική ανάπτυξη της τουριστικής βιομηχανίας, η κατανομή της ευθύνης και η έγκαιρη αποσόβηση των κινδύνων, ούτως ώστε να καταστούν λειτουργικές οι έννομες σχέσεις όλων των εμπλεκομένων προσώπων σε αυτή, είναι ένα έργο για το οποίο χρειάζεται μεγαλύτερη ενεργοποίηση και των άλλων θεσμικών οργάνων της Ένωσης σε μία σειρά ειδικότερων ζητημάτων, αλλά και τη παράλληλη δραστηριοποίηση και πρωτοβουλία των εθνικών κρατών, καθώς και των διοικήσεών τους, ώστε πράγματι να διαφαίνεται ευοίωνη και αποτελεσματική η εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας.

132

Χριστιανός Β., Η προστασία του τουρίστα στη νομολογία του Δ.Ε.Ε., in Η διεθνής και ευρωπαϊκή νομική διάσταση του

τουρισμού: πρακτικά 2ου Συνεδρίου Δικαίου του Τουρισμού Καρπενήσι, 3-5 Νοεμβρίου 2011, Νομική Βιβλιοθήκη 2012, Κουτσουράδης Α. (επιμ.), σελ.350 133

Κουσκουνά Μ., Η Οδηγία 2006 /123/ ΕΚ για τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά και η σημασία τους για την τουριστική

βιομηχανία in Η διεθνής και ευρωπαϊκή νομική διάσταση του τουρισμού : πρακτικά 2ου Συνεδρίου Δικαίου του Τουρισμού Καρπενήσι, 3-5 Νοεμβρίου 2011, Κουτσουράδης Α. (επιμ.), Νομική Βιβλιοθήκη 2012, σελ. 92

Page 29: Η νομολογία του ΔΕΕ ως συνδιαμορφωτικός παράγοντας στο Δίκαιο του Τουρισμού

29

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ευθυμιάτου-Πουλάκου Α., Τουριστικό δίκαιο, Α.Σάκκουλας 2005

Κουτσουράδης Α., Βασική τουριστική νομοθεσία, Α.Σάκκουλας 2000

Κουτσουράδης A., Χριστίδου Α.(επιμ.),Δίκαιο και τουριστική πολιτική, Κέντρο Ευρωπαϊκού και Συνταγματικού Δικαίου, Σειρά: Δίκαιο και δημόσιες πολιτικές, Α.Σάκκουλας, 2005, σελ. 81-86

Κουτσουράδης Α. (επιμ.), Τουρισμός και δίκαιο: προβλήματα και προοπτικές: πρακτικά Συνεδρίου (Μάλια Ηρακλείου Κρήτης, 30 Σεπτεμβρίου - 1 Οκτωβρίου 2000), Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Νομικής, Σάκκουλας Αθήνα- Θεσσαλονίκη, 2002

Κουτσουράδης Α. (επιμ.), Η διεθνής και ευρωπαϊκή νομική διάσταση του τουρισμού: πρακτικά 2ου Συνεδρίου Δικαίου του Τουρισμού Καρπενήσι, 3-5 Νοεμβρίου 2011 / Τμήματα Νομικής Πανεπιστημίων Αθηνών και Θεσσαλονίκης, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο Ελλάδος, Νομική Βιβλιοθήκη 2012

Κουτσουράδης Α. (επιμ.), Σύγχρονα νομικά κι αναπτυξιακά προβλήματα του ελληνικού τουρισμού: πρακτικά 3ου Συνεδρίου Δικαίου του Τουρισμού Χαλκιδική, 27-30 Σεπτεμβρίου 2012 / Τμήμα Νομικής ΕΚΠΑ, Τμήμα Νομικής ΑΠΘ, Δικηγορικός Σύλλογος Χαλκιδικής, Ένωση Ξενοδοχείων Χαλκιδικής, συμμ.Πανεπιστημίου Αιγαίου, Ένωση Ξενοδοχείων Χαλικιδικής, 2013

Λογοθέτης Μ., Δίκαιο Τουριστικής Βιομηχανίας, Σάκκουλας Αθήνα-Θεσσαλονίκη, Δεδεμάδης, 2001

Μοσχόπουλος Α., Κώτσιος Γ., Πολίτη-Λυμπεροπούλου Ο.,Νομοθεσία Τουριστικών & Ξενοδοχειακών Επιχειρήσεων: Τουριστικές Επενδύσεις – Τουριστικά Επαγγέλματα, 2009

Μουτσίου-Ευαγγελινού Γαβριέλλα, Αναγνωστοπούλου Δέσποινα, Το οργανωτικό πλαίσιο του τουρισμού: κοινοτική διάσταση και ελληνική νομοθεσία, Κέντρο Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Οικονομικού Δικαίου,1990, σελ. 17-24, 40-42,48-50,72-82

Μυλωνόπουλος Δ.,Πολυξένη Μ., Ευρωπαϊκή Ένωση και Τουρισμός, Ανοικτή Βιβλιοθήκη, 2011, σελ.126-140, 187-201

Μυλωνόπουλος Δ., Τουριστικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη, 2011

Χριστιανός Β., Ερμηνεία κατ’ άρθρο ΣΕΕ και ΣΛΕΕ, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ.202-203, 896-898

Xριστιανός Β.,Κοινοτικό Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή, Α.Σάκκουλας, 1997

Xριστιανός Β, Η δυναμική των σχέσεων νομοθέτη και δικαστή στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Νομική Βιβλιοθήκη, 2005

Page 30: Η νομολογία του ΔΕΕ ως συνδιαμορφωτικός παράγοντας στο Δίκαιο του Τουρισμού

30

Ψυχομάνης Σ., Τουριστικό Δίκαιο: Ερμηνευτικά και νομοθετικά ζητήματα και προτάσεις, Σάκκουλας Αθήνα- Θεσσαλονίκη, 2003

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ:

Κουσκουνά Μ., Η Οδηγία 2006/123/ΕΚ για τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά και η σημασία τους για την τουριστική βιομηχανία in Η διεθνής και ευρωπαϊκή νομική διάσταση του τουρισμού: πρακτικά 2ου Συνεδρίου Δικαίου του Τουρισμού Καρπενήσι, 3-5 Νοεμβρίου 2011, Κουτσουράδης Α. (επιμ.), Νομική Βιβλιοθήκη 2012, σελ.91-105

Κτενίδης Ι., Η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στην τουριστική βιομηχανία, in Η διεθνής και ευρωπαϊκή νομική διάσταση του τουρισμού: πρακτικά 2ου Συνεδρίου Δικαίου του Τουρισμού Καρπενήσι, 3-5 Νοεμβρίου 2011, Κουτσουράδης Α. (επιμ.), Νομική Βιβλιοθήκη 2012, σελ. 107-116

Μιχαλόπουλος Σ., Η συμβολή της νομολογίας του Δικαστηρίου στην ερμηνεία του άρθρου 7 της Οδηγίας 90/314/ΕΚ in Τουρισμός και δίκαιο: προβλήματα και προοπτικές: πρακτικά Συνεδρίου (Μάλια Ηρακλείου Κρήτης, 30 Σεπτεμβρίου - 1 Οκτωβρίου 2000), Κουτσουράδης Α. (επιμ.), Σάκκουλας Αθήνα- Θεσσαλονίκη, 2002, σελ. 377-407

Μουαμελετζής Ε.Κ., “Παρατηρήσεις στην απόφαση Αhmed Saeed”, EEEυρΔ 1.1989, σ.109 επ.

Μουσταϊρα Ε., Προστασία Πολιτιστικής Κληρονομιάς και Τουρισμός, in Η διεθνής και ευρωπαϊκή νομική διάσταση του τουρισμού: πρακτικά 2ου Συνεδρίου Δικαίου του Τουρισμού Καρπενήσι, 3-5 Νοεμβρίου 2011, Νομική Βιβλιοθήκη 2012, Κουτσουράδης Α. (επιμ.), σελ.160-166

Μυλωνόπουλος Δ., Η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στον τομέα της ξενάγησης, Θεωρία και Πράξη Διοικητικού Δικαίου, τ. 4-5/2012,σελ.410-415, Νομική Βιβλιοθήκη και διαδικτυακά https://www.academia.edu/3612343/

Παπαδοπούλου Α.,Το ζήτημα δημόσιας εκτέλεσης έργων σε δωμάτια ξενοδοχείων - Σκέψεις μετά τις αποφάσεις Δ.Ε.Ε., in Σύγχρονα νομικά κι αναπτυξιακά προβλήματα του ελληνικού τουρισμού: πρακτικά 3ου Συνεδρίου Δικαίου του Τουρισμού Χαλκιδική, 27-30 Σεπτεμβρίου 2012, Κουτσουράδης Α. (επιμ.), Ένωση Ξενοδοχείων Χαλικιδικής, 2013, σελ.283-296

Ρίζος Ε., Η ανωτέρα βία στην τουριστική σύμβαση, in Η διεθνής και ευρωπαϊκή νομική διάσταση του

τουρισμού: πρακτικά 2ου Συνεδρίου Δικαίου του Τουρισμού Καρπενήσι, 3-5 Νοεμβρίου 2011, Νομική

Βιβλιοθήκη 2012, Κουτσουράδης Α.(επιμ.), σελ.248-264

Σταυρίδου Σ., Νεότερες εξελίξεις σχετικά με τα πνευματικά δικαιώματα στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, in Σύγχρονα νομικά κι αναπτυξιακά προβλήματα του ελληνικού τουρισμού: πρακτικά 3ου Συνεδρίου Δικαίου του Τουρισμού Χαλκιδική, 27-30 Σεπτεμβρίου 2012, Κουτσουράδης Α. (επιμ.), Ένωση Ξενοδοχείων Χαλικιδικής, 2013, σελ.393-402

Στάγκος Π.,Ο Τουρισμός είναι δικαίωμα του ανθρώπου, Σκέψεις με αφορμή πρόσφατες εξελίξεις στο πλαίσιο της έννομης τάξης της Ε.Ε. in Η διεθνής και ευρωπαϊκή νομική διάσταση του τουρισμού: πρακτικά 2ου Συνεδρίου Δικαίου του Τουρισμού Καρπενήσι, 3-5 Νοεμβρίου 2011, Νομική Βιβλιοθήκη 2012, Κουτσουράδης Α. (επιμ.), σελ.295-300

Page 31: Η νομολογία του ΔΕΕ ως συνδιαμορφωτικός παράγοντας στο Δίκαιο του Τουρισμού

31

Τζίβα Ε., Το σύστημα all inclusive και η σχέση του με Δίκαιο του Ανταγωνισμού και το Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή in Σύγχρονα νομικά κι αναπτυξιακά προβλήματα του ελληνικού τουρισμού: πρακτικά 3ου Συνεδρίου Δικαίου του Τουρισμού Χαλκιδική, 27-30 Σεπτεμβρίου 2012, Κουτσουράδης Α. (επιμ.), Ένωση Ξενοδοχείων Χαλικιδικής, 2013, σελ.438

Χατζηαντώνης Α., Το Δίκαιο προστασίας του Καταναλωτή – Τουρίστα in Τουρισμός και δίκαιο: προβλήματα και προοπτικές: πρακτικά Συνεδρίου (Μάλια Ηρακλείου Κρήτης, 30 Σεπτεμβρίου - 1 Οκτωβρίου 2000), Κουτσουράδης Α. (επιμ.), Σάκκουλας Αθήνα- Θεσσαλονίκη, 2002, σελ.75-105

Xριστιανός Β. Η προστασία του καταναλωτή στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα - Μία κοινωνική πολιτική με «παράπλευρες απώλειες» in Kοινοτικό και Ευρωπαϊκό Δίκαιο, 16ο Πανελλήνιο Συνέδριο Συνδέσμου Ελλήνων Εμπορικολόγων Αθήνα, 2007, σελ.181-191

Χριστιανός Β., Η προστασία του τουρίστα στη νομολογία του Δ.Ε.Ε., in Η διεθνής και ευρωπαϊκή νομική διάσταση του τουρισμού: πρακτικά 2ου Συνεδρίου Δικαίου του Τουρισμού Καρπενήσι, 3-5 Νοεμβρίου 2011, Νομική Βιβλιοθήκη 2012, Κουτσουράδης Α. (επιμ.), σελ.350-358

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - AΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Cseres K.J., Competition Law and Consumer Protection, Kluwer Law International 2005, p.p. 81-150, 307-344. Διαθέσιμο και στο google.books

Eckert H.W., Expert opinion on the consequences of the judgement of the Court of Justice of the Εuropean Communities (CJEC) of 30.4.2002- C-400/00, ECTAA ( Ref.CR03-94/4400-13.03.03)

Guyot C, Dyson H., Review of European Union Case Law in the field of Tourism, International Travel Law Journal,2004, pp. 199-209, http://www.tourismlaw.eu/docs/publishedbycegu/Review%20of%20European%20union%20.pdf

Guyot C., Le droit du tourisme - Régime actuel et développements en droits belge et européen, Bruxelles, Larcier, 2004

Guyot C., Lanotte A., Le droit du tourisme, Journal du droit europeéne, 148/2008, pp.101-112

Micklitz Hans-W., judicial activism of the european court of justice and the development of the european social mode in anti-discrimination and consumer law, European University Institute,Working Papers Notarstefano C., La Jurisprudence de la Cours de la Justice de l’Union Europeene en matiere de protection dess touristes, Economia e diritto del terziario, v.3/1996, pp.1215-1224, http://www.cosimonotarstefano.it/files/95_Jurisprudence_UE.pdf

Reich N., Horizontal liability in EC Law: Hybridization of remedies for compensation in case of breaches of EC Rights, Common Market Law Review, 44/2007 pp.708

Tichadou E., La jurisprudence récente de la CJCE dans les affaires concernant les consommateurs in ERA-Forum: scripta iuris europaei, 10/2009, pp.71-86 http://www.uclm.es/Actividades/repositorio/pdf/doc_3087_3836.pdf

Trstenjak Verika, Beysen Erwin, European Consumer protection law: Curia semper dabit remedium?,Common Market Law Review, 48/2011, pp.95-124

Page 32: Η νομολογία του ΔΕΕ ως συνδιαμορφωτικός παράγοντας στο Δίκαιο του Τουρισμού

32

Unberath H., Johnston A., The double headed approach of the ECJ concerning consumer protection, Common Market Law Review, 44/2007, pp. 1237-1285

Wouters J., La libre circulation des touristes dans la jurisprudence de la Cour de Justice C.E. in Journal des tribunaux Droit Européen, 10/1994 pp.105-110

ΔIAΔΥΚΤΙΑΚΑ ΑΡΧΕΙΑ ΚΑΙ ΠΗΓΕΣ

Trstenjak Verika, La Cour de Justice de l’UE est un vecteur d’idée pour le droit de la consommation dans l’Union, 4e conférence du CEC,

http://www.europaforum.public.lu/fr/actualites/2011/10/cec-verica-trstenjak/index.html

Van Gerven W., Consumer Case Book, Chapter 1: Setting the Scene http://www.casebooks.eu/consumerLaw/chapter1/

Δ.Ε.Ε. www.curia.europa.eu

Eυρωπαϊκή Επιτροπή και Καταναλωτής http://ec.europa.eu/consumers/index_en.htm

Ευρωπαϊκή Επιτροπή και Περιφερειακή Πολιτική στον Τουρισμό

http://ec.europa.eu/regional_policy/activity/tourism/index_el.cfm

Representation Permanent de la France aupres de l’Union Européene, La protection des consommateurs

http://www.rpfrance.eu/La-protection-des-consommateurs,2072.html

Page 33: Η νομολογία του ΔΕΕ ως συνδιαμορφωτικός παράγοντας στο Δίκαιο του Τουρισμού

33

ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΧΟΛΙΑΖΟΜΕΝΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ

ΔΙΑΔΙΚΟΙ ΑΡ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ

ΔΕΚ, Luisi και Carbone/Υπουργού Θησαυροφυλακίου 286/82 & 26/83

ΔΕΚ, Cowan/Trésor public 186/87

ΔΕΚ, Donatella Calfa, C-348/96

ΔΕΚ, Επιτροπή/Ισπανίας C-45/93

ΔΕΚ, Alpine Investments/ Minister van Financiën, C-384/93

ΔΕΚ, Omega Spielhallen- und Automatenaufstellungs-GmbH/Oberbürgermeisterin der Bundesstadt Bonn

C-36/02

ΔΕΚ, Oulane/ Minister voor Vreemdelingenzaken en Integratie

C-215/03

ΔΕΚ,Rechberger C-140-97

ΔΕΚ,Club-Tour/Garrido C-400/00

ΔΕΚ,AFS Intercultural Programs Finland C-237/97

ΔΕΚ,Simone Leitner C-168/00

ΔΕΚ,Dillenkofer C-178/94,C-179/94,C-188/94,C-189/94 ,C-190/94

ΔΕΕ,Baradicsea/QBE Insurance C-430/13

ΔΕΚ,Verein fur Konsumenteninformation C-364/96

ΔΕΕ,Blodel-Pawlik/HanseMerkur C-134/11

ΔΕΕ,Finnair/Lassooy C-22/11

ΔΕΚ,Wallentin-Hermann/Alitalia C-549/07

ΔΕΕ,McDonagh/Ryanair C-12/11

ΔΕΚ,Sturgeon/Condor & Bock und Lepuschitz/AirFrance

C-402/07&C-432/07

ΔΕΕ,Nelson/Lufthansa &TUIea/CAA C-581/10 & C-629/10

ΔΕΕ,AirFrance/Folkerts C-11/11

ΔΕΚ, Επιτροπή/Ισπανίας C-375/92

ΔΕΚ, Nouvelles Frontières case, Ministre Public v Asjes, Cases

209-13/84

ΔΕΚ, VZW Vereniging van Vlaamse Reisbureaus 311/85

ΔΕΚ, Αhmed Shaeed Flugreisen Ahmed Saeed Flugreisen Silver Line Reisebüro GmbH/Zentrale zur Bekämpfung unlauteren Wettbewerbs

66/86

ΔΕΚ, Επιτροπή/Ελλάδας C-198/89

ΔΕΚ, Επιτροπή/Ιταλίας C-180/89

ΔΕΚ, Επιτροπή/Ελλάδος C-398/95

ΔΕΚ, Επιτροπή/Ιταλίας C-263/99

ΔΕΚ, Michael Neukirchinge /Bezirkshauptmannschaft Grieskirchen

C-383/08