Η μιμητική ανταπόκριση ενός παιδιού με αυτισμό στις δομημένες δραστηριότητες ενός ενήλικα (μελέτη περίπτωσης) Ταβουλάρη Αικατερίνη 1 και Παπούδη Δέσποινα 2 1 Master Ειδικής Αγωγής Τ.Ε.Α.Π.Η., Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, [email protected]2 Λέκτορας Τ.Ε.Α.Π.Η., Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, [email protected]ΠΕΡΙΛΗΨΗ Στόχος της έρευνας είναι να διερευνήσει τη μιμητική ικανότητα ανταπόκρισης ενός δεκάχρονου αγοριού με αυτισμό σε δομημένες δραστηριότητες πριν και μετά την παρέμβαση ενός ενήλικα. Η συλλογή των δεδομένων έγινε μέσω καταγραφής ημερολογίου και βιντεοσκόπησης και χρησιμοποιήθηκε η περιγραφική ανάλυση για την διεξαγωγή των αποτελεσμάτων. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, το παιδί φαίνεται ικανό να ανταποκριθεί στις δραστηριότητες προς μίμηση χωρίς παρέμβαση, αλλά η αύξηση της ανταπόκρισής του μετά την παρέμβαση είναι σημαντική. Επίσης παρουσιάζει αυξημένη μιμητική ικανότητα ανταπόκρισης χωρίς βλεμματική επαφή και προτιμά δραστηριότητες που κάνουν χρήση του λόγου, εν αντιθέσει με δραστηριότητες που κάνουν χρήση αντικειμένων ή του σώματος. Επιπλέον, δείχνει μεγαλύτερη δεκτικότητα στη λεκτική απ’ ό ,τι στη βλεμματική ή στη σωματική παρακίνηση. Τα ευρήματα της παρούσας μελέτης δείχνουν ότι ένα αγόρι με αυτισμό είναι ικανό να μιμηθεί δομημένες δραστηριότητες, παρά το γεγονός ότι η σχετική βιβλιογραφία υποστηρίζει πως παιδιά με την ίδια διαταραχή δεν διαθέτουν ή διαθέτουν ελάχιστα την ικανότητα αυτή. Τα αποτελέσματα της μελέτης δίνουν χρήσιμα συμπεράσματα για περαιτέρω έρευνα και ανάπτυξη ψυχοπαιδαγωγικών προγραμμάτων για παιδιά με αυτισμό. ΛΕΞΕΙΣ ΚΛΕΙΔΙΑ: Αυτισμός, μιμητική ανταπόκριση, δομημένες δραστηριότητες. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η σημασία και σπουδαιότητα της μιμητικής ικανότητας ανταπόκρισης ενός παιδιού είναι μεγάλη, με βάση την παραδοχή ότι είναι ουσιαστική και κρίσιμη στα πλαίσια της σχολικής ηλικίας για την ανάπτυξη του παιχνιδιού, της επικοινωνίας, της κοινωνικής αλληλεπίδρασης και της δημιουργίας σχέσεων με συνομηλίκους του (Hobson, 2006˙ Meltzoff & Gopnik, 1993) καθώς «σφυρηλατεί» τις πρώιμες σχέσεις του με τους
19
Embed
Η μιμητική ανταπόκριση ενός παιδιού με αυτισμό στις δομημένες δραστηριότητες ενήλικα (μελέτη περίπτωσης)
This document is posted to help you gain knowledge. Please leave a comment to let me know what you think about it! Share it to your friends and learn new things together.
Transcript
Η μιμητική ανταπόκριση ενός παιδιού με αυτισμό
στις δομημένες δραστηριότητες ενός ενήλικα
(μελέτη περίπτωσης)
Ταβουλάρη Αικατερίνη1
και Παπούδη Δέσποινα2
1 Master Ειδικής Αγωγής Τ.Ε.Α.Π.Η., Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών,
[email protected] 2 Λέκτορας Τ.Ε.Α.Π.Η., Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών,
Ο συνοπτικός Πίνακας 1 που ακολουθεί, επιδιώκει τη σκιαγράφηση μίας
συνολικής εικόνας των κατηγοριών που παραπάνω αναφέρθηκαν.
ΠΙΝΑΚΑΣ 1: Συνοπτικός πίνακας των κατηγοριών ανάλυσης
Δραστηριότητες Μίμησης
Είδη Ανταπόκρισης
Τρόποι Παρέμβασης
Δράση με αντικείμενα:
♣ Χτύπημα κουδουνιού με μία
μπαγκέτα. ♣ Δημιουργία φούσκας
με σαπουνόνερο. ♣ Παίξιμο
μαράκας. ♣ Παίξιμο – τσούλημα
ενός αυτοκινήτου πάνω σε έναν
αυτοκινητόδρομο. ♣ Ζωγραφική
δομημένου προτύπου με
μαρκαδόρους.
Εμπλοκή σώματος
♣ Παλαμάκια. ♣ Στεφάνι ενόργανης
γυμναστικής: Περιστροφή γύρω
από τη μέση.
♣ Χτένισμα μαλλιών με μία
βούρτσα. ♣ Βούρτσισμα δοντιών. ♣
Άσκηση – Κίνηση ποδηλάτου με τα
πόδια.
Προφορικός λόγος:
♣ Εκφώνηση 2 συλλαβών από 2
αντίστοιχες καρτέλες.
♣ Εκφώνηση 2 λέξεων από 2 αντί-
στοιχες καρτέλες.
♣ Εκφώνηση 1 ολοκληρωμένης
πρότασης από 1 αντίστοιχη
καρτέλα. ♣ Τραγούδισμα
(τραγούδι) μίας στροφής του
αγαπημένου παιδικού τραγουδιού
του παιδιού.
♣ Τραγούδισμα (τραγούδι) μίας
στροφής ενός άγνωστου για το παιδί
παιδικού τραγουδιού.
♣ Μίμηση με
βλεμματική επαφή.
♣ Μίμηση χωρίς
βλεμματική επαφή.
♣ Μίμηση με γέλιο.
♣ Μίμηση και θετική
αντίδραση.
♣ Μίμηση και αρνητική
αντίδραση.
♣ Μίμηση και
στερεοτυπία.
♣ Μίμηση και
ηχολαλία.
♣ Βλεμματική
παρακίνηση.
♣ Λεκτική παρακίνηση.
♣ Σωματική παρακίνηση.
Η συλλογή των δεδομένων Για τη συλλογή δεδομένων έγιναν 12 βιντεοσκοπήσεις και 1 πιλοτική, καθεμιά
από τις οποίες είχε διάρκεια 9 – 20 λεπτά και συνολικά είχαν διάρκεια περίπου 2 ώρες.
Οι δραστηριότητες πραγματοποιήθηκαν με τη σειρά και σε συγκεκριμένα χρονικά όρια
καθώς ο χρόνος μιμητικής ανταπόκρισης του παιδιού στις δραστηριότητες του ενήλικα
είναι κρίσιμος για την εδραίωση της αμοιβαιότητας μεταξύ τους (Nadel et al στο Rogers
et al, 2003). Δηλαδή, κάθε δραστηριότητα παρουσιάστηκε μόνο μία φορά από την
ερευνήτρια ως επίδειξη μίμησης και αναμενόταν ανταπόκριση από το παιδί μεταξύ των
επόμενων 20 δευτερολέπτων. Επίσης 20 δευτερόλεπτα μεσολάβησαν και μεταξύ της μη
ανταπόκρισης του παιδιού και της πιθανής παρέμβασης του ενήλικα. Το συγκεκριμένο
χρονικό όριο προέκυψε με γνώμονα παλαιότερες έρευνες παρόμοιας θεματολογίας, ο
μέσος όρος του χρονικού ορίου των οποίων είναι 20 δευτερόλεπτα (βλ. Brown &
Whiten, 2000˙ Hobson & Lee, 1999˙ Ingersoll et al, 2007˙ Rogers et al, 2003˙ Rogers et
al, 2008).
Το σύνολο των δραστηριοτήτων πραγματοποιήθηκε 12 φορές σε 12
διαφορετικές ημέρες και ολοκληρώθηκε σε 2 φάσεις: 1) «φάση πριν την παρέμβαση»
της ερευνήτριας και 2) «φάση μετά την παρέμβαση», κατά την οποία η ερευνήτρια
παρεμβαίνει σε περίπτωση που το παιδί δεν ανταποκρίνεται. Μεταξύ της πρώτης και της
δεύτερης φάσης, οι βιντεοσκοπήσεις διακόπηκαν για διάστημα ενός μήνα.
Η κωδικοποίηση και η ανάλυση των δεδομένων
Η κωδικοποίηση των πληροφοριών που αντλούνται από κάθε βιντεοσκόπηση
πραγματοποιήθηκε τρεις φορές. Η πρώτη μετά το πέρας κάθε βιντεοσκόπησης, οπότε οι
λεπτομέρειες της διαδικασίας εύκολα μπορούν να αντληθούν και να καταγραφούν για
να βοηθήσουν την ανάλυση που θα ακολουθήσει. Η δεύτερη κωδικοποίηση έγινε
συνολικά και για τις 12 βιντεοσκοπήσεις, με σκοπό μία πρώτη επιβεβαίωση όσων είχαν
ήδη κωδικοποιηθεί. Όσον αφορά στην τρίτη και τελευταία κωδικοποίηση ενός μέρους
των δεδομένων, πρόκειται για τη διεκτιμητική αξιοπιστία κωδικοποίησης (interrater
reliability), η οποία αφορά στη μέθοδο που καταγράφει το βαθμό συμφωνίας δύο ή
περισσότερων ερευνητών – παρατηρητών (Mertens, 1998˙ Robson, 2002), με σκοπό την
όσο το δυνατόν μεγαλύτερη εξασφάλιση της αντικειμενικότητας, του ελέγχου και της
αξιοπιστίας ανάλυσης των δεδομένων μίας έρευνας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση
πραγματοποιήθηκε με τη βοήθεια του στατιστικού προγράμματος SPSS (Statistical
Package for the Social Sciences) και ειδικότερα του στατιστικού μέτρου Cohen’s Kappa,
το οποίο εξετάζει τη «συνέπεια» μεταξύ δύο «αξιολογητών» (King, 2004), που εν
προκειμένω ήταν δύο ερευνήτριες με την ίδια επιστημονική – επαγγελματική ιδιότητα
(ειδικοί παιδαγωγοί προσχολικής ηλικίας). Τα αποτελέσματα της διεκτιμητικής
αξιοπιστίας ήταν Kappa = 1, που σύμφωνα με τους Viera & Garrett (2005: 362) όταν το
Kappa > 0,81 τότε η διεκτιμητική αξιοπιστία μπορεί να χαρακτηριστεί «σχεδόν
απόλυτη»2.
Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί ότι κάθε κατηγορία ανταπόκρισης
ορίστηκε με βάση τον χρόνο εμφάνισής της. Δηλαδή, αν για παράδειγμα το παιδί
ανταποκρίνεται σε μία δραστηριότητα προς μίμηση με θετική αντίδραση και εν συνεχεία
με ηχολαλία, τότε καταγράφεται μόνο η πρώτη ανταπόκριση του παιδιού. Επίσης,
σχετικά με τη μιμητική ανταπόκριση του αγοριού πρέπει να διευκρινιστεί ότι
υπολογίζεται η από μέρους του ολοκληρωμένη πραγματοποίηση της εκάστοτε
δραστηριότητας που αρχικά διενεργείται από την ερευνήτρια, στα 20 δευτερόλεπτα που
έχουν οριστεί. Εάν μία δραστηριότητα στα πλαίσια μίμησης διακοπεί και δεν
ολοκληρωθεί, τότε σαφώς και δεν καταγράφεται.
Η λογική στην οποία βασίζεται η ανάλυση των δεδομένων είναι η περιγραφική
ανάλυση, που σκοπό έχει την περιγραφή αριθμητικών δεδομένων με συνοπτικό και
εμπεριστατωμένο τρόπο, ώστε να επιτευχθεί η απλή και εύκολη κατανόησή τους
(Γναρδέλλης, 2003˙ Παπαδημητρίου, 2005˙ Τραχανάς & Τσεβάς, 1998). Στην
περίπτωση που τα δεδομένα προέρχονται από ένα περιορισμένο δείγμα του πληθυσμού,
η εγκυρότητα των συμπερασμάτων της περιγραφικής ανάλυσης αφορά μόνο στο εν
λόγω δείγμα και εκκρεμεί το ενδεχόμενο διερεύνησης της πιθανότητας να ισχύουν τα
ίδια συμπεράσματα για το σύνολο του πληθυσμού (Γναρδέλλης, 2003).
ΕΥΡΗΜΑΤΑ Μπορεί ένα παιδί με αυτισμό να ανταποκριθεί σε δραστηριότητες μίμησης ενός ενήλικα,
χωρίς ο τελευταίος να παρέμβει;
Με αφετηρία το γεγονός ότι χωρίς την παρέμβαση της ερευνήτριας
παρατηρήθηκε μιμητική ανταπόκριση του υποκειμένου κατά 50% (δηλαδή στις μισές
από τις δραστηριότητες που πραγματοποιήθηκαν), διαπιστώνεται το εξής: Ότι το παιδί
είναι ικανό να ανταποκριθεί στις δραστηριότητες μίμησης ενός ενήλικα χωρίς την
παρέμβαση του τελευταίου, γεγονός που επιβεβαιώνεται από έρευνες των Rogers et al
(2003), που μιλάνε για μιμητική ικανότητα των παιδιών με αυτισμό από τη βρεφική
κιόλας ηλικία. Όμως, η παραπάνω μιμητική συμπεριφορά δεν παρουσιάζει αυξημένη
συχνότητα, γεγονός που δείχνει την αναγκαιότητα παρέμβασης ενός προσώπου για να
βοηθήσει το παιδί.
Μπορεί ένα παιδί με αυτισμό να ανταποκριθεί σε δραστηριότητες μίμησης, μετά από την
παρέμβαση ενός ενήλικα;
Στο Διάγραμμα 1 που ακολουθεί, επισημαίνονται με κουκκίδες οι 12
παρατηρήσεις, από τις οποίες οι 6 πρώτες παραπέμπουν σε αυτές όπου η ερευνήτρια δεν
παρεμβαίνει σε περίπτωση μη ανταπόκρισης του παιδιού, ενώ στις 6 επόμενες
παρεμβαίνει. Γίνεται εμφανές λοιπόν, ότι η παρέμβαση του ενήλικα βοήθησε σημαντικά
2 Πρόκειται για μετάφραση της έκφρασης “almost perfect agreement”, αναφορά της οποίας γίνεται από τους
Viera & Garrett (2005).
το παιδί να ανταποκριθεί σε περισσότερες δραστηριότητες και σε δραστηριότητες στις
οποίες δεν υπήρχε προηγουμένως ανταπόκριση. Κάτι τέτοιο επιβεβαιώνεται, καθώς η
συχνότητα μιμητικής ανταπόκρισης κυμαίνεται μεταξύ 33% – 67% πριν την παρέμβαση
και μεταξύ 73% – 100% μετά την παρέμβαση. Τα στοιχεία αυτά συμφωνούν με τα
ευρήματα των Sherratt (2002) και Snell (1983) και δείχνουν ότι η παρέμβαση ενός
ενήλικα με διαφορετικό τρόπο την κάθε φορά, βοηθάει παιδιά με αυτισμό και αναπηρία
γενικότερα, να ανταποκριθούν σε διάφορες ενέργειες ή δραστηριότητες.
Μία παράμετρος που πρέπει να συνυπολογιστεί είναι το κατά πόσο το παιδί
ανταποκρίνεται ως αποτέλεσμα της ικανότητας να αναπαράγει μιμητικά κάποιες
ενέργειες ή ως αποτέλεσμα μάθησης καθώς οι ίδιες δραστηριότητες επαναλαμβάνονται
σε τακτά χρονικά διαστήματα τριών περίπου μηνών. Μπορεί να γίνει η υπόθεση ότι
πιθανόν υπάρχει γρήγορη μάθηση από μέρους του καθώς παρατηρείται αύξηση της
ανταπόκρισης παρά τη μεσολάβηση ενός μηνός που δεν πραγματοποιούνται
βιντεοσκοπήσεις μεταξύ της «φάσης πριν» και «μετά την παρέμβαση». Ωστόσο, κάτι
τέτοιο δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί, γιατί εάν ίσχυε, τότε η μιμητική ικανότητα
ανταπόκρισης του παιδιού θα ήταν συνεχής, με την έννοια ότι το ποσοστό ανταπόκρισης
διαρκώς θα αυξανόταν, ενώ κάτι τέτοιο δεν επιβεβαιώνεται από τα ευρήματα, μέσω των
οποίων παρατηρείται μία αυξομείωση (βλ. 8η, 9
η και 12
η παρατήρηση) της μιμητικής
ανταπόκρισης του αγοριού.
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 1: Η συνολική μιμητική ανταπόκριση του παιδιού πριν και μετά την
παρέμβαση του ενήλικα (οι 6 πρώτες κουκίδες παραπέμπουν σε αυτές όπου η
ερευνήτρια δεν παρεμβαίνει σε περίπτωση μη ανταπόκρισης του παιδιού, ενώ στις
επόμενες 6 παρεμβαίνει)
Στην περίπτωση ανταπόκρισης του παιδιού, ποιο είναι το είδος των ανταποκρίσεών του;
Στη διάρκεια όλων των παρατηρήσεων φαίνεται πως το παιδί ανταποκρίνεται
με διαφορετική συχνότητα σε καθένα από τα είδη ανταποκρίσεων. Για να γίνει πιο
ευδιάκριτη η παραπάνω θέση, παρατίθεται ο Πίνακας 2, όπου καταγράφονται με
φθίνουσα σειρά (από εκείνο που παρουσιάζεται περισσότερες φορές προς εκείνο που
καταγράφεται λιγότερες), τα επτά είδη ανταποκρίσεων του παιδιού.
ΠΙΝΑΚΑΣ 2: Η συχνότητα (επί τις %) μιμητικής ανταπόκρισης του παιδιού, στα
διαφορετικά είδη ανταπόκρισης
Είδη Ανταπόκρισης
%
Μίμηση χωρίς βλεμματική επαφή.
Μίμηση με βλεμματική επαφή.
Μίμηση με θετική αντίδραση.
Μίμηση με στερεοτυπία.
Μίμηση με γέλιο.
Μίμηση με αρνητική αντίδραση.
Μίμηση με ηχολαλία.
66,67
9,52
7,14
6,35
3,97
3,17
3,17
Όπως είναι πρόδηλο, η μίμηση χωρίς την βλεμματική επαφή του αγοριού με
τον ενήλικα παρουσιάζεται στην πλειοψηφία των παρατηρήσεων και απέχει σε
σημαντικό ποσοστό από το δεύτερο είδος ανταπόκρισης, που είναι η μίμηση με
βλεμματική επαφή μεταξύ των δύο προσώπων. Το συμπέρασμα λοιπόν από την
παρατήρηση αυτή, είναι ότι το παιδί με αυτισμό μπορεί να μην επιχειρεί βλεμματική
επαφή με τον ενήλικα (Rutter, 1986˙ Τσιάντης & Μανωλόπουλος, 2001), όμως αυτό δε
σημαίνει ότι δεν είναι ικανό να ανταποκριθεί σε οποιαδήποτε επιδίωξη επικοινωνίας από
το άτομο που βρίσκεται μαζί του.
Στην περίπτωση ανταπόκρισης του παιδιού, ποια είδη κατηγοριών μίμησης προτιμά
περισσότερο και ποια λιγότερο;
Το αγόρι φαίνεται να προτιμάει περισσότερο τις δραστηριότητες που
εμπεριέχουν τη χρήση του προφορικού λόγου (81,67%)3, εν συνεχεία αυτές που κάνουν
χρήση αντικειμένων (70%) και τέλος εκείνων που χρησιμοποιούν μέλη του σώματος
(58,33%). Η αυξημένη ανταπόκριση του παιδιού σε δραστηριότητες που κάνουν χρήση
του λόγου, δεν ήταν αναμενόμενη, αφού η μειωμένη γλωσσική ικανότητα των παιδιών
με αυτισμό είναι συνήθης και εκδηλώνεται στο παιχνίδι, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται
και το παιχνίδι μίμησης (Trevarthen et al, 1998). Επιπλέον, αναφορικά με τη πιθανή
σχέση ανάμεσα στο παιχνίδι παιδιών με αυτισμό και της ανάπτυξης του λόγου,
υποστηρίζεται πως οι παράμετροι αυτές συνδέονται λόγω του ότι και στις δύο
περιπτώσεις απαιτείται η ικανότητα σκέψης και η αυξημένη οργάνωση και ικανότητα
παρακολούθησης των ενεργειών ή του λόγου ενός άλλου ατόμου (Lewis, 2003).
3 Τα εν λόγω ποσοστά παραπέμπουν στη συχνότητα ανταπόκρισης του αγοριού στο σύνολο της συγκεκριμένης
ομάδας δραστηριοτήτων (π.χ. μίμησης προφορικού λόγου, όπου το παιδί μιμείται κατά 81,67% ενώ κατά 18,33% όχι). Για τον λόγο αυτό και στο σύνολό τους τα τρία αναφερόμενα ποσοστά συχνοτήτων δεν έχουν
άθροισμα 100%.
Μάλιστα, οι Rogers et al (2003) σε μία μελέτη τους κάνουν σύνδεση της μειωμένης
γλωσσικής ικανότητας με τη συγκρατημένη διαπροσωπική επικοινωνία και την
περιορισμένη μίμηση εκφράσεων και ήχων.
Όσο για την φανερά χαμηλή (σε σχέση πάντα με τις άλλες δύο κατηγορίες)
προτίμηση του παιδιού σε δραστηριότητες που εμπλέκουν το σώμα του, αιτιολογείται
βάσει της δυσκολίας που συχνά παρουσιάζουν παιδιά με αυτισμό στην ανταπόκριση
δραστηριοτήτων που εμπλέκουν το σώμα τους, συγκριτικά πάντα με αντίστοιχες που
κάνουν χρήση προφορικού λόγου ή αντικειμένων (Stone, Ousley & Littleford, 1997).
Αυτό συμβαίνει γιατί η απουσία απτών αντικειμένων δεν βοηθάει το παιδί να
σχηματοποιήσει στο μυαλό του την εξελισσόμενη ενέργεια προκειμένου να την
αναπαράγει στη συνέχεια (Μισαηλίδη & Παπούδη, 2009).
Σε ποια είδη παρέμβασης ανταποκρίνεται πιο πολύ ένα παιδί με αυτισμό και γιατί;
Παράλληλα με τα παραπάνω στοιχεία, διερευνήθηκε και το είδος εκείνο
παρέμβασης στο οποίο το παιδί έδειξε τη μεγαλύτερη δεκτικότητα. Το παιδί
ανταποκρίθηκε πιο συχνά στη λεκτική παρακίνηση (66,7%) σε σύγκριση με τη
βλεμματική (23,8%) και τη σωματική (9,5%) παρακίνηση. Ας σημειωθεί εδώ ότι τα είδη
παρέμβασης χρησιμοποιούνταν με συγκεκριμένη σειρά από το λιγότερο στο
περισσότερο παρεμβατικό, δηλαδή ως εξής: Βλεμματική παρακίνηση → Λεκτική
παρακίνηση → Σωματική παρακίνηση.
Όπως φαίνεται, η βλεμματική επαφή δε μπορεί να λειτουργήσει παρωθητικά
στο αγόρι, εύρημα που και πάλι φέρνει στην επιφάνεια τη δυσχέρεια εστίασης,
συγκέντρωσης και προσοχής του παιδιού στα μάτια του άλλου. Μία τέτοια συμπεριφορά
οφείλεται στη δυσκολία του παιδιού να ερμηνεύσει την εν λόγω έκφραση στο πρόσωπο
του ατόμου που προσπαθεί να συναντήσει το βλέμμα του (Trevarthen et al, 1998).
Ωστόσο, η σωματική παρέμβαση από την ερευνήτρια προς το παιδί και η ως επί το
πλείστον χαμηλή συχνότητα ανταπόκρισής του σε αυτή, δηλώνει τη μη ευχαρίστηση του
αγοριού στο σωματικό άγγιγμα, που ως εκ τούτου δε μπορεί να δράσει ενθαρρυντικά
στο ίδιο (Field et al, 1997), ώστε να ανταποκριθεί μιμητικά στην οποιαδήποτε
δραστηριότητα.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Η μίμηση είναι ένα σημαντικό εργαλείο – μέσον της γενικής και ειδικής αγωγής και
εκπαίδευσης για τη μάθηση και την ανάπτυξη της επικοινωνίας, της ομιλίας, του λόγου
και του παιχνιδιού και για τον λόγο αυτό πρέπει να ενθαρρύνεται, στην περίπτωση
πάντα που το παιδί είναι δεκτικό σε μία τέτοια διαδικασία (Hobson, 2006˙ Lovaas,