Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΓΛΩΣΣΙΚΑ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ: ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ Ασπασία Παπαδήμα & Στέλιος Κυριάκου Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου [email protected] & [email protected]Abstract The aim of this study is to register and analyze the writing conventions used for the Cypriot dialect (GCD), as set out in educational manuals –Cypriot Anthologies and Anthologies of Cypriot Literature– across various levels of education. At the same time, findings are discussed from the point of view of Typography, that is in terms of the organization of letters, their arrangement and typesetting in a given space, during the design phase of a page intended to be printed. The brief introduction outlines the criteria that need to be met by a writing system in order to be functional. This is followed by the description of the sociolinguistic situation in Cyprus and the presentation of orthographical conventions that were used or are being used today for the reproduction of the GCD in printed form or on screen. The various systems used to write the dialect, they appear in school textbooks across all levels of education, are then presented and analyzed. Finally, in our conclusive discussion, some suggestions are formulated as regards this particular topic. 1. Η Κοινωνιογλωσσική κατάσταση στην Κύπρο Η ελληνική κυπριακή κοινότητα χαρακτηρίζεται από το φαινόμενο της κοινωνικής διμορφίας/διφυΐας(Paolilo 2002). Δυο συγγενείς ποικιλίες συνυπάρχουν, η ελληνική κυπριακή διάλεκτος (ΕΚΔ) και η κοινή νεοελληνική (ΚΝ) σε ένα συνεχές (Goutsos & Karyolemou 2004), εξυπηρετώντας η κάθε μία διαφορετικές επικοινωνιακές λειτουργίες και προβάλλοντας διαφορετικό κύρος (Κοντοσόπουλος 2001). Η ΚΝ, είναι η επίσημη γλώσσα του κράτους και χρησιμοποιείται σε επίσημες περιστάσεις επικοινωνίας όπως στα ΜΜΕ, στην εκπαίδευση και στο γραπτό λόγο. Αντίθετα, η ΕΚΔ είναι η μητρική γλώσσα των Κυπρίων, χρησιμοποιείται στην καθημερινή προφορική επικοινωνία και θεωρείται ότι έχει χαμηλότερο κύρος από την ΚΝ. Η γραφηματική απόδοση των νεοελληνικών διαλέκτων βασίστηκε κυρίως στην ελληνική ιστορική ορθογραφία (Arvaniti 2010) και στα σύμβολα του ελληνικού αλφαβήτου. Ωστόσο, οι μεγάλες διαφοροποιήσεις που εμφανίζονται ανάμεσα στα φωνολογικά συστήματα της ΕΚΔ και της ΚΝ (Pavlou and Papapavlou 2004̇) καθιστούν τα ελληνικά γραφήματα ανεπαρκή να αποδώσουν με ακρίβεια τους διακριτούς διαλεκτικούς ήχους. Η διάλεκτος περιλαμβάνει σύμφωνα που άλλοτε λειτουργούν ως αλλόφωνα και άλλοτε ως ανεξάρτητα φωνήματα και δεν αποτελούν μέρος του φωνολογικού συστήματος της ΚΝ ( Coutsougera & Georgiou 2006), όπως για παράδειγμα φατνοουρανικούς φθόγγους, ουρανικά και παλλόμενα σύμφωνα (Arvaniti 2010 ̇Μαγουλά και Μπέης 2006). Η παρούσα μελέτη επικεντρώνεται στους ακόλουθους φατνοουρανικούς φθόγγους της ΕΚΔ, οι οποίοι αποτελούν και την πιο διακριτή διαφορά 1 της από την ΚΝ (Μαγουλά και Μπέης 2006): 1 Για παράδειγμα στη λέξη χέρι, το <χ> στα κυπριακά προφέρεται [ʃ], εξαιτίας του ότι μετά το σύμφωνο <χ> έπεται το φωνήεν <ε>
11
Embed
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΓΛΩΣΣΙΚΑ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ: ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΚΕΣ
This document is posted to help you gain knowledge. Please leave a comment to let me know what you think about it! Share it to your friends and learn new things together.
Transcript
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΓΛΩΣΣΙΚΑ
The aim of this study is to register and analyze the writing conventions used for the
Cypriot dialect (GCD), as set out in educational manuals –Cypriot Anthologies and
Anthologies of Cypriot Literature– across various levels of education. At the same
time, findings are discussed from the point of view of Typography, that is in terms of
the organization of letters, their arrangement and typesetting in a given space, during
the design phase of a page intended to be printed. The brief introduction outlines the
criteria that need to be met by a writing system in order to be functional. This is
followed by the description of the sociolinguistic situation in Cyprus and the
presentation of orthographical conventions that were used or are being used today for
the reproduction of the GCD in printed form or on screen. The various systems used
to write the dialect, they appear in school textbooks across all levels of education, are
then presented and analyzed. Finally, in our conclusive discussion, some suggestions
are formulated as regards this particular topic.
1. Η Κοινωνιογλωσσική κατάσταση στην Κύπρο
Η ελληνική κυπριακή κοινότητα χαρακτηρίζεται από το φαινόμενο της κοινωνικής
διμορφίας/διφυΐας(Paolilo 2002). Δυο συγγενείς ποικιλίες συνυπάρχουν, η ελληνική
κυπριακή διάλεκτος (ΕΚΔ) και η κοινή νεοελληνική (ΚΝ) σε ένα συνεχές (Goutsos &
Karyolemou 2004), εξυπηρετώντας η κάθε μία διαφορετικές επικοινωνιακές
λειτουργίες και προβάλλοντας διαφορετικό κύρος (Κοντοσόπουλος 2001). Η ΚΝ,
είναι η επίσημη γλώσσα του κράτους και χρησιμοποιείται σε επίσημες περιστάσεις
επικοινωνίας όπως στα ΜΜΕ, στην εκπαίδευση και στο γραπτό λόγο. Αντίθετα, η
ΕΚΔ είναι η μητρική γλώσσα των Κυπρίων, χρησιμοποιείται στην καθημερινή
προφορική επικοινωνία και θεωρείται ότι έχει χαμηλότερο κύρος από την ΚΝ.
Η γραφηματική απόδοση των νεοελληνικών διαλέκτων βασίστηκε κυρίως στην
ελληνική ιστορική ορθογραφία (Arvaniti 2010) και στα σύμβολα του ελληνικού
αλφαβήτου. Ωστόσο, οι μεγάλες διαφοροποιήσεις που εμφανίζονται ανάμεσα στα
φωνολογικά συστήματα της ΕΚΔ και της ΚΝ (Pavlou and Papapavlou 2004 ̇) καθιστούν τα ελληνικά γραφήματα ανεπαρκή να αποδώσουν με ακρίβεια τους
διακριτούς διαλεκτικούς ήχους. Η διάλεκτος περιλαμβάνει σύμφωνα που άλλοτε
λειτουργούν ως αλλόφωνα και άλλοτε ως ανεξάρτητα φωνήματα και δεν αποτελούν
μέρος του φωνολογικού συστήματος της ΚΝ (Coutsougera & Georgiou 2006), όπως
για παράδειγμα φατνοουρανικούς φθόγγους, ουρανικά και παλλόμενα σύμφωνα
(Arvaniti 2010 ̇Μαγουλά και Μπέης 2006).
Η παρούσα μελέτη επικεντρώνεται στους ακόλουθους φατνοουρανικούς φθόγγους
της ΕΚΔ, οι οποίοι αποτελούν και την πιο διακριτή διαφορά1 της από την ΚΝ
(Μαγουλά και Μπέης 2006):
1 Για παράδειγμα στη λέξη χέρι, το <χ> στα κυπριακά προφέρεται [ʃ], εξαιτίας του ότι μετά το
σύμφωνο <χ> έπεται το φωνήεν <ε>
[ʃ], συριστικό, φατνοουρανικό, άηχο. Η φωνητική πραγμάτωση του /x/ <χ> πριν από
τα πρόσθια φωνήεντα /e, i/ και του /s/ πριν το ημίφωνο /j/ όταν ακολουθείται από
άλλο φωνήεν.
[ʃ:], συριστικό, φατνοουρανικό, άηχο, μακρό. Το σύμπλεγμα /sk/ <σκ> γίνεται [ʃ:] πριν τα /e, i/.
[ʒ]/[ʒ:], συριστικό, φατνοουρανικό, ηχηρό /μακρό. Η φωνητική πραγμάτωση του /z/
πριν από το ημίφωνο /j/ που ακολουθείται από άλλο φωνήεν.
[ʧ], προστριβόμενο, φατνοουρανικό, άηχο. Ο φθόγγος /k/ <κ> γίνεται [ʧ] πριν από
τα πρόσθια φωνήεντα /e, i/.
[ʧ:], προστριβόμενο, φατνοουρανικό, άηχο, μακρό. Ο φθόγγος /ts/ γίνεται [ʧ:] πριν
από το ημίφωνο /j/ που ακολουθείται από άλλο φωνήεν.
[nʤ], προστριβόμενο, φατνοουρανικό, ηχηρό, προέρρινο . Η φωνητική πραγμάτωση
του /g/ <γκ/γγ> πριν από τα πρόσθια φωνήεντα /e, i/.
Η απουσία ενός ολοκληρωμένου, συστηματικού και κοινώς αποδεκτού ορθογραφικού
συστήματος είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία διαφόρων τυπογραφικών συμβάσεων,
στο πέρασμα των χρόνων που χρησιμοποιήθηκαν, για τη δημοσίευση κειμένων της
διαλέκτου σε έντυπη μορφή, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο ασυνέπεια στον
τρόπο γραφηματικής αναπαράστασής της.
2. Συνοπτική καταγραφή των ορθογραφικών συμβάσεων για την ΕΚΔ
Τα πρώτα γραπτά μνημεία της σύγχρονης ΕΚΔ ανιχνεύονται κατά τον 13ο-14
ο αιώνα:
Πρόκειται για τις Ασσίζες, ένα φράγκικο κώδικα νόμων που μεταφράστηκε στη
διάλεκτο. Μεταγενέστερα κείμενα είναι το Χρονικό του Λεόντιου Μαχαιρά τον 15ο
αιώνα και τον 16ο
αιώνα το Χρονικό του Γ. Βουστρώνιου μαζί με μια συλλογή
λυρικών ποιημάτων επηρεασμένων από τον Πετράρχη.
Συνοπτικά οι ορθογραφικές συμβάσεις που ακολουθήθηκαν είναι οι εξής:
Α. Ελληνικοί χαρακτήρες με έντονο (bold) χρώμα: Προτάθηκε το 1900 από το Σ.
Μενάρδο και ήταν ο πρώτος συστηματικός τρόπος απόδοσης της διαλέκτου. Στη
σύμβαση αυτή χρησιμοποιείται η ιστορική ορθογραφία της ΚΝ και τα γράμματα του
ελληνικού αλφαβήτου. Στην περίπτωση όμως που επιθυμεί κανείς να αποδώσει τη
διαλεκτική προφορά, το γράφημα του οποίου η προφορά επηρεάζεται αποτυπώνεται
με έντονο μαύρο για να φανεί η διαφορά στην προφορά, ήτοι <έχεις>=/eʃis/. Σήμερα
δεν χρησιμοποιείται πια.
Β. Ελληνικά γράφήματα + διακριτικά (΄, ˇ, ̆, ̄, ̄̇): Σύμφωνα με τη σύμβαση αυτή
ρησιμοποιούνται ελληνικά γραφήματα + διακριτικά ή συνδυασμοί ελληνικών
γραμμάτων + διακριτικά, πάνω ή κάτω από το ελληνικό γράμμα για να αποδοθεί ο
διαφορετικός διαλεκτικός ήχος, π.χ. «έχεις»=<έσ΄εις>=/eʃis/. Κυριαρχεί στην
λεξικογραφία, στις γραμματικές, στα σχολικά βιβλία και σε λογοτεχνικά κείμενα.
Ωστόσο αυτό το σύστημα ποικίλλει ανάλογα με το συγγραφέα, ακολουθώντας είτε
πιο ετυμολογική είτε πιο φωνητική αναπαράσταση και χρησιμοποιώντας διαφορετικά
διακριτικά. Παραλλαγές του συστήματος αυτού εισήγαγαν οι Παντελίδης το 1929,
Χατζηιωάννου το 1936 και Χριστοδούλου το 1986 και 1987. Το 1962 κατά την
ίδρυση του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών Κύπρου, όταν τέθηκε το θέμα
σύνταξης ιστορικού λεξικού της διαλέκτου, διατυπώθηκαν κανόνες ορθογραφίας της
διαλέκτου με βάση αυτό το σύστημα (Γιαγκουλλής 2009). Παρόμοιο σύστημα
ακολουθείται και στο Ιστορικόν Λεξικόν της Νέας Ελληνικής, της τε κοινώς
ομιλουμένης και των ιδιωμάτων της, της ακαδημίας των Αθηνών. Οι Γεωργίου και
Κουτσούγερα (2006) πρότειναν επίσης μια νέα παραλλαγή για πιο πιστή απόδοση
των διαλεκτικών ήχων.
Γ. Συνδυασμός ελληνικών γραφημάτων με το ελληνικό γράμμα <ι>: Οι Κύπριοι
ομιλητές αντιλαμβάνονται ότι το <ι> αποδίδει την προφορά των φατνοουρανικών
(Arvaniti 2010), δηλαδή η γραφηματική απόδοσης της λέξης «χέρι» είναι
<σιέριν>=/ʃeri/. Αυτή η απόδοση είναι πιο εύχρηστη και πιο διαδεδομένο (σε
σενάρια, επιγραφές, ανεπίσημες γραπτές συζητήσεις). Συχνά όμως, στην προσπάθεια
να αποδοθεί σωστά ο ήχος γίνονται λάθη στην ορθογραφία π.χ. <πασιής> αντί
<πασιύς>= «παχύς».
Δ. Λατινικοί χαρακτήρες: Χρησιμοποιούνται τρεις συμβάσεις που αξιοποιούν τους
λατινικούς χαρακτήρες. Στην πρώτη σύμβαση η λέξη είναι γραμμένη σύμφωνα με
τους κανόνες της ορθογραφίας της κοινής νεοελληνικής με εμβόλιμα λατινικά
γράμματα για απόδοση του διαλεκτικού ήχου π.χ. «έχεις» <έσhεις>=/eʃis/.
Χρησιμοποιήθηκε σε παλιά γλωσσάρια και λογοτεχνικά κείμενα, αλλά δεν
χρησιμοποιείται πια. Η δεύτερη σύμβαση είναι τα greeklish. Χρησιμοποιείται στη
διαμεσολαβούμενη από τον υπολογιστή επικοινωνία και στα τηλεφωνικά γραπτά
μηνύματα π.χ. "έχεις" <esheis>=/eʃis/ (Themistocleous 2005, 2009). Η τρίτη
σύμβαση είναι το ΔΦΑ, το διεθνές φωνητικό αλφάβητο, το οποίο χρησιμοποιείται
στις επιστημονικές εργασίες. Μια πρόταση μεταγραφής της διαλέκτου στο ΔΦΑ είναι
των Μαγουλά και Μπέη (2006), η οποία έγινε στα πλαίσια μιας σειράς μελετών με
σκοπό την καταγραφή με συστηματικό και ενιαίο τρόπο της προφοράς και των
φωνητικών φαινομένων των ποικιλιών της νέας ελληνικής.
3. Γραπτά συστήματα και Τυπογραφικός Σχεδιασμός
Μελετητές όπως οι Williamson (1984) και Barnwell (1998) έχουν διατυπώσει τις
βασικές αρχές που πρέπει να ισχύουν για κάθε ορθογραφικό σχεδιασμό. Η
πλειοψηφία αυτών των αρχών επικεντρώνεται στους γλωσσολογικούς παράγοντες
όπως η σχέση μεταξύ σημασίας και ήχου. Ως παράδειγμα αναφέρεται η φωνολογική
ακρίβεια, το κριτήριο δηλαδή που ανιχνεύει αν η σχέση μεταξύ των φωνημάτων και
των συμβόλων αναπαριστά συμμετρικά το φωνολογικό σύστημα μιας γλώσσας
(Priestly 1992; Sebba 2007, 17). Επίσης το κριτήριο της συνέπειας (Stark 2010)
αναφέρεται στη συνέπεια αντιστοίχισης φωνήματος - γραφήματος.
Ωστόσο, πέρα από αυτά τα κριτήρια, ένα αποδεκτό σύστημα γραπτής απόδοσης
για μια συγκεκριμένη γλωσσική κοινότητα είναι κυρίως κοινωνικό και ιδεολογικό
θέμα και όχι μόνο γλωσσολογικό (Garvin 1954), αφού οι χαρακτήρες ενός γραπτού
συστήματος είναι σύμβολα που έχουν πολιτισμική σημασία και αξία για τους χρήστες
του (Sebba 1998). Το ίδιο συμβαίνει και με την ΕΚΔ, για την οποία ένα γραπτό
σύστημα θα πρέπει να λάβει υπόψη τα πολιτικά, εθνικά, θρησκευτικά, ιδεολογικά και
πολιτιστικά ζητήματα που απασχολούν την κοινότητα (Georgiou 2010). Οι κύπριοι
δεν είναι ανεκτικοί στο να απομακρυνθούν από την ορθογραφία της ΚΝ (Papadima,
Ayiomamitou & Kyriacou 2012). Έτσι, για τη δημιουργία µιας ολοκληρωµένης και
συστηµατοποιηµένης γραφής για την ΕΚΔ τα κριτήρια δεν πρέπει να είναι µόνο
γλωσσολογικά.
Ο Sebba (2007) σημειώνει ότι ένα επιτυχημένο γραπτό σύστημα πρέπει να
ανταποκρίνεται στα κριτήρια της (φωνολογικής) ακρίβειας, της γλωσσολογικής
ερμηνείας, της απλότητας και της αναγνωσιμότητας. Σε αυτά τα κριτήρια
συμπεριλαμβάνονται η συστηματική συνέπεια, η αρμονία, η ακριβής μεταγραφή, η
λειτουργικότητα, η οικονομία στην προσπάθεια αλλά και η ιδεολογική ουδετερότητα.
Επίσης, οι χρήστες πρέπει να νιώθουν άνετα, το σύστημα να είναι κοινά αποδεκτό και
οικείο στου χρήστες, απαλλαγμένο από πολύπλοκες ρυθμίσεις, να ερμηνεύεται
ιστορικά και να έχει απλούς κανόνες για να μπορεί να εφαρμοστεί εύκολα στη γραφή
(έντυπη και ηλεκτρονική). Τέλος, η καλή οπτική αντίληψη από τους χρήστες και η
γραφική τυποποίηση είναι σημαντικές για να μπορέσει να διαδοθεί εύκολα.
Στην παρούσα μελέτη, εξετάζονται τα τυπογραφικά κριτήρια της οπτικής
αντίληψης, της γραφικής τυποποίησης καθώς και κατά πόσον μπορεί το προτεινόμενο
σύστημα να μεταφερθεί στο έντυπο και ηλεκτρονικό μέσο αφού αυτά συσχετίζονται
άμεσα με τα κριτήρια της ακρίβειας της απλότητας και της αναγνωσιμότητας όπως θα
δούμε στη συνέχεια.
Η τυπογραφία διέπεται από κανόνες που προϋποθέτουν ιστορικές, επιστημονικές
και δημιουργικές γνώσεις σε θέματα σχεδιασμού. Όπως αναφέρει ο Kunz (2000):
«…Αυτό το περιορισμένο σύνολο βασικών στοιχείων – τα γράμματα, οι
αριθμοί και τα σημεία στίξης – καθιστούν τη τυπογραφία έναν ιδιαίτερα
προκλητικό τομέα για το σχεδιασμό. Ο σύγχρονος σχεδιαστής πρέπει να ψάχνει
συνεχώς για δημιουργικές λύσεις σε προβλήματα επικοινωνίας γεγονότων,
σκέψεων και συναισθημάτων, χρησιμοποιώντας μόνο αυτά τα λίγα γόνιμα
στοιχεία.»2
Στη συγκεκριμένη μελέτη μας απασχολεί ιδιαίτερα η οργάνωση των γραμμάτων σε
επίπεδο μικροτυπογραφίας3, έτσι ώστε να μπορέσουμε να εντοπίσουμε τα
προβλήματα που προκύπτουν από τη χρήση των διακριτικών κατά την απόδοση του
κυπριακού ιδιώματος στο γραπτό λόγο.
4. Γραπτά συστήματα απόδοσης της κυπριακής στην εκπαίδευση - Τυπογραφικά
προβλήματα
Για τη μελέτη της γραπτής μορφής της ΚΔ, συγκεντρώθηκαν σε σώμα κειμένων,
κείμενα με όλα τα γραφικά συστήματα και τις ορθογραφικές συμβάσεις απόδοσης της
ΚΔ, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν σε σχολικά διδακτικά εγχειρίδια όλων των βαθμίδων
της εκπαίδευσης. Ακολούθως, έγινε η τυπογραφική κατηγοριοποίηση, και η ανάλυση
των κειμένων που συλλέχθηκαν για να διαπιστωθούν οι τυπογραφικές πρακτικές που
χρησιμοποιήθηκαν. Στην παρούσα μελέτη, παρουσιάζονται και αναλύονται τα
Κυπριακά Ανθολόγια όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης, που εκδόθηκαν από το
1986 έως το 2012.
Στο «Κυπριακό Ανθολόγιο» για την πρώτη και τη δευτέρα δημοτικού που
εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1998 και ανατυπώθηκε το 2010, ακολουθείται ένα
φωνητικό σύστημα γραφής καθώς, προφανώς, θεωρείται απλούστερο και πιο
κατάλληλο για απόδοση και σωστή ανάγνωση των ήχων της διαλέκτου από παιδιά
2 Η απόδοση του αποσπάσματος στην ελληνική γλώσσα είναι δική μας.
3 Η μικροτυπογραφία αναφέρεται στα γράμματα και στα κενά τους —τη διαστοιχείωση και το
βηματισμό— τα κενά ανάμεσα στις λέξεις, ανάμεσα στις αράδες του κειμένου και στη στίξη κ.λπ.. Οι
αντιφόρμες που δημιουργούνται ανάμεσα στα γράμματα στην οριζόντια διάταξη, αλλά και ανάμεσα
στις αράδες του κειμένου στην κάθετη διάταξη, καθορίζονται από τα σχεδιαστικά χαρακτηριστικά
κάθε χαρακτήρα, τη φόρμα του, τις οριζόντιες, καμπύλες ή πλάγιες κοντυλιές του, τα ανωφερή και
κατωφερή του τμήματα, τα σημεία στίξης που τα συνοδεύουν. Όλα αυτά τα στοιχεία μαζί διαμορφώνουν οπτικές σχέσεις που συντελούν στην αισθητική, την οπτική συνοχή των λέξεων και τη
σχεδιαστική ομοιογένεια του κειμένου.
μικρότερης ηλικίας. Για παράδειγμα, στις περιπτώσεις όπου ο ήχος πρέπει ν’
αποδοθεί με παχιά προφορά χρησιμοποιείται η προσθήκη ενός <ι> μετά από το
αντίστοιχο γράμμα. Αυτό βέβαια δημιουργεί περίεργες οπτικές εντυπώσεις σε
περιπτώσεις όπου ήδη υπάρχει άλλο <ι> ή <υ>, όπως για παράδειγμα στις λέξεις
«σφοντζιιστεί», «τζιυρά»» καθώς δεν υπάρχουν αντίστοιχες περιπτώσεις διπλού <ιι>
ή <ιυ> στη συγκεκριμένη διάταξη στην ΚΝ (Εικ.1). Παράλληλα χρησιμοποιούνται
διπλά σύμφωνα όπου αυτά ακούγονται.
Το συγκεκριμένο σύστημα δεν δημιουργεί κανένα ιδιαίτερο πρόβλημα στην
τυπογραφική διευθέτηση του κειμένου, είτε αυτή γίνεται με την παραδοσιακή
στοιχειοθεσία στο χέρι, είτε με ηλεκτρονικά εργαλεία, καθώς χρησιμοποιούνται
αποκλειστικά οι υπάρχοντες χαρακτήρες του ελληνικού αλφαβήτου.
Εικόνα 1. «Kυπριακό Ανθολόγιο» για την πρώτη και τη δευτέρα δημοτικού, εκδόθηκε για πρώτη φορά
το 1998 και ανατυπώθηκε το 2010.
Στο «Κυπριακό Ανθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού», μέρη Α και Β, με πρώτη
έκδοση το 1989-1990 και ανατύπωση το 2010, συναντάμε ένα άλλο σύστημα γραφής,
βασισμένο στο Ιστορικό Λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών. Πρόκειται για μια
παραλλαγή του δεύτερου συστήματος γραφής της διαλέκτου που παρουσιάσαμε πιο
πάνω, που εισηγήθηκε ο κύπριος γλωσσολόγος Μενέλαος Χριστοδούλου, το οποίο
χρησιμοποιεί διακριτικά πάνω από τα σύμφωνα «κ», «χ», «κκ», «χχ», «ζ», «ξ» και
«ψ» για να διαφοροποιηθεί η προφορά τους (Εικ.2). Στο συγκεκριμένο σύστημα ο
ίδιος εισηγείται τη χρήση του διακριτικού υφέν κάτω από τα φωνήεντα «ι» και «υ»
για να δηλωθεί η συνίζηση των φθόγγων, σύμβαση η οποία όμως δεν εφαρμόζεται
στις συγκεκριμένες εκδόσεις. Ο ίδιος, θεωρεί τη χρήση του διακριτικού υφέν
ορθότερη καθότι, όπως υποστηρίζει, οι παραλλαγές4 στη γλωσσολογία «αποδίδονται
στη συνήθη γραφή, με το κοινό αλφάβητο» (Παπαδήμα & Καφαρίδου 2008).
Το διακριτικό που χρησιμοποιείται για τη διαφοροποίηση της προφοράς είναι μια
κοίλη καμπύλη «˘» (brève), σημείο που δεν συναντάται στο ελληνικό αλφάβητο.
Αυτό δημιουργεί ιδιαίτερα προβλήματα στον τυπογραφικό σχεδιασμό, καθώς η
εισαγωγή του στο κείμενο απαιτεί ειδικούς χειρισμούς. Έτσι, παρατηρούμε ότι το
διακριτικό δεν έχει σταθερή θέση όταν εμφανίζεται πάνω από το ίδιο γράμμα.
Κάποιες φορές ξεφεύγει προς τ’ αριστερά, κάποιες άλλες προς τα δεξιά και κάποιες
φορές ευθυγραμμίζεται στο κέντρο του γράμματος. Επίσης, το ύψος της τοποθέτησής
του σε σχέση με το χαρακτήρα ποικίλλει. Κάποιες φορές το βλέπουμε να κολλάει
σχεδόν πάνω στο χαρακτήρα, ενώ κάποιες άλλες να ευθυγραμμίζεται στη γραμμή των
4 Σε συνέντευξη που μας παραχώρησε ο Μενέλαος Χριστοδούλου το 2008, με τον όρο «παραλλαγές»
αναφέρεται στα αλλόφωνα: “[…] Και το «τζαι» είναι αλλόφωνο του «και». Δηλαδή είναι παραλλαγή.
Και οι παραλλαγές, λέει η γλωσσολογία, αποδίδονται στη συνήθη γραφή, στα αλφάβητα.”
ανωφερών τμημάτων του γράμματος. Επιπλέον, πρόβλημα δημιουργείται όταν το
διακριτικό μπαίνει πάνω από κεφαλαίο γράμμα καθώς διαταράσσεται η ισορροπία
του διάστιχου ανάμεσα στις αράδες του κειμένου, διασπώντας έτσι την οπτική
ομοιογένεια του κειμένου.
Εικόνα 2. «Κυπριακό Ανθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού», μέρη Α και Β, με πρώτη έκδοση το
1989-1990 και ανατύπωση το 2010.
Στην «Ανθολογία Κυπριακής Λογοτεχνίας για το Γυμνάσιο», με πρώτη έκδοση το
1990 και ανατύπωση το 2010, το σύστημα γραφής που χρησιμοποιείται για να
δηλωθεί οπτικά ο διακριτός ήχος της διαλέκτου είναι μια παραλλαγή του συστήματος
γραφής με διακριτικά σύμβολα πάνω από τα σύμφωνα.
Για την καλύτερη κατανόηση των συμβόλων και τη σωστή ανάγνωση των
κειμένων, στην αρχή του ανθολογίου παρατίθεται ένας επεξηγηματικός «Πίνακας
προφοράς του κυπριακού ιδιώματος» (Εικ.3).
Εικόνα 3. Πίνακας Προφοράς. «Ανθολογία Κυπριακής Λογοτεχνίας για το Γυμνάσιο» με πρώτη
έκδοση το 1990 και ανατύπωση το 2010.
Κατά το σύστημα λοιπόν αυτό, η τραχύτητα των δύο φθόγγων της διαλέκτου <σ> και
«ζ» δηλώνεται με την προσθήκη ενός συμβόλου πάνω από το γράμμα. Το ίδιο ισχύει
και για τα συμπλέγματα φθόγγων όπως το <ξ> και το <ψ> και για τα συμπλέγματα
συμφώνων όπως τα <τσ> και <τζ> (π.χ. κουτσ̌ιά, χότζ̌ας). Στη συγκεκριμένη έκδοση
χρησιμοποιείται το σλάβικο διακριτικό σύμβολο haček (ή caron κατά το σύστημα
Unicode) πάνω από το γράμμα. Το ίδιο σύμβολο χρησιμοποιείται κάτω από, ή κάτω
και ανάμεσα σε δύο γράμματα, αντικαθιστώντας το υφέν, για να δηλωθεί η συνίζηση
των φθόγγων, εκεί όπου το φωνήεν συμπροφέρεται (Εικ.4).
Εικόνα 4. «Ανθολογία Κυπριακής Λογοτεχνίας για το Γυμνάσιο» με πρώτη έκδοση το 1990 και
ανατύπωση το 2010.
Είναι φανερά τα τυπογραφικά προβλήματα που παρουσιάζονται κατά τη
στοιχειοθεσία του κειμένου. Τα σύμβολα δεν έχουν σταθερή, συγκεκριμένη θέση
πάνω ή κάτω από τους χαρακτήρες. Το μειονέκτημα αυτό, έχει ως αποτέλεσμα όχι
μόνο τη διάσπαση της οπτικής ροής κατά την ανάγνωση, αλλά και της ομαδοποίησης
του χαρακτήρα με το διακριτικό του. Το διακριτικό κάποιες φορές κολλάει στο
ανωφερές τμήμα του γράμματος —προφανώς για να μην κολλήσει στο κατωφερές
τμήμα του χαρακτήρα της προηγούμενης αράδας—, ενώ κάποιες άλλες
απομακρύνεται τόσο πολύ από αυτόν που αιωρείται στο διάστιχο ανάμεσα στις δύο
αράδες. Παράλληλα, το συγκεκριμένο διακριτικό παραπέμπει στο ελληνικό γράμμα
<ν> δυσχεραίνοντας ακόμα περισσότερο την ευαναγνωσιμότητα του κειμένου.
Αξιοσημείωτο στοιχείο στην παρούσα έκδοση είναι ότι το συγκεκριμένο σύστημα
εμφανίζεται μόνο σε δύο περιπτώσεις, σε δύο ποιήματα που καταλαμβάνουν μόλις
επτά από τις 174 σελίδες του ανθολογίου. Όλα τα υπόλοιπα κείμενα είναι γραμμένα
στην ΚΝ.
Στην «Ανθολογία Κυπριακής Λογοτεχνίας για το Λύκειο» μέρος Α, με πρώτη
έκδοση το 1986 και ανατύπωση το 2010, συναντάμε το ίδιο σύστημα γραφής με το
Ανθολόγιο του Γυμνασίου, με ποικιλία μορφοποίησης σε διαφορετικά κείμενα του
ίδιου βιβλίου. Στη συγκεκριμένη έκδοση, ανάμεσα στα διακριτικά σημεία που
χρησιμοποιούνται, εκτός από το haček που συναντήσαμε και στην προηγούμενη
έκδοση, είναι και οι κοίλες καμπύλες (brève) πάνω και κάτω από τους χαρακτήρες.
Στο κάτω μέρος της σελίδας του κειμένου παρατίθεται επεξηγηματικό σημείωμα για
την προφορά της διαλέκτου και, στη συγκεκριμένη σελίδα τουλάχιστον, φαίνεται να
έχει δοθεί περισσότερη προσοχή στην τοποθέτηση των διακριτικών, εξασφαλίζοντας
έτσι μεγαλύτερη ομοιογένεια στην τελική μορφή του κειμένου (Εικ.5). Παρόλα αυτά,
έχει χρησιμοποιηθεί εμφανώς αραιό διάστιχο σε μια προσπάθεια ν’ αποφευχθεί η
συμφόρηση χαρακτήρων και διακριτικών ανάμεσα στις αράδες του κειμένου.
Σε άλλες σελίδες του ίδιου εγχειριδίου, συναντάμε παραλλαγή του ίδιου
συστήματος γραφής σε κείμενα με το διακριτικό haček και χωρίς τη χρήση του υφέν.
Το παράδειγμα που ακολουθεί βρίσκεται στη σελίδα 79, στο ποίημα «Η 9η Ιουλίου
1821 εν Λευκωσία Κύπρου» του Βασίλη Μιχαηλίδη. Ένα βασικό τυπογραφικό
πρόβλημα στο συγκεκριμένο παράδειγμα είναι η ένωση του διακριτικού, όταν
βρίσκεται πάνω από κεφαλαίο γράμμα, με το κατωφερές τμήμα του χαρακτήρα της
προηγούμενης αράδας, καθώς και η μεγάλη αραίωση ανάμεσα στις λέξεις λόγω της
ύπαρξης αποστρόφων στην αρχή και στο τέλος των λέξεων.
Εικόνα 5. «Ανθολογία Κυπριακής Λογοτεχνίας για το Λύκειο» μέρος Α, με πρώτη έκδοση το 1986 και
ανατύπωση το 2010.
Στη σημερινή ηλεκτρονική εποχή θα περίμενε κανείς ότι τα πρακτικά αυτά θέματα θα
είχαν λυθεί ή τουλάχιστον θα είχαν απλοποιηθεί. Παρόλα αυτά, λόγω της έλλειψης
μιας σωστά σχεδιασμένης γραμματοσειράς, η εισαγωγή των διακριτικών εξακολουθεί
να γίνεται «χειρονακτικά» στα λογισμικά σελιδοποίησης και σχεδιασμού,
τοποθετώντας τα ένα-ένα πάνω από κάθε γράμμα ξεχωριστά και «κλειδώνοντας»
τους μεμονωμένους χαρακτήρες στο μπλοκ κειμένου και στη σελίδα έτσι ώστε ν’
αποφευχθεί ενδεχόμενη μετακίνησή τους, διαδικασία που εφαρμόζεται και στο
εγχειρίδιο Κείµενα Κυπριακής Λογοτεχνίας, τόµος Β΄ για το Λύκειο, της Υπηρεσίας
Ανάπτυξης Προγραμμάτων του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου Κύπρου, με πρώτη