Κυρίως συνέδριο Main Conference
Κυρίως συνέδριο
Main Conference
Πεμπτη 19.4, 9:30-‐11:00, Αίθουσα Τελετών, Παλαιό Κτίριο
Αφιέρωμα στον Μιχάλη Σετάτο Προσκεκλημένοι ομιλητές / invited speakers
Δήμητρα Θεοφανοπούλου-‐Κοντού Για τον Μιχάλη Σετάτο από καρδιάς
Γιάννης Βελούδης Μιχάλης Σετάτος: ένα υπόδειγμα ακαδημαϊκού ερευνητή
Μιχάλης Σετάτος (1929-‐2017) Ο Μιχάλης Σετάτος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1929 και σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1947-‐1951). Πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι από το 1959 ως το 1965, οπότε επέστρεψε στην Ελλάδα, και λίγο αργότερα εκλέχθηκε έκτακτος (1970) και στη συνέχεια τακτικός (1975) καθηγητής Γλωσσολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. Δίδαξε ως το 1995 ένα τεράστιο εύρος μαθημάτων, που ξεκινούν από τη Γενική Γλωσσολογία και τη Σημειολογία και φτάνουν ως την Ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία, τα Σανσκριτικά και τις Σημιτικές γλώσσες. Η ευρυμάθειά του αυτή συνετέλεσε ώστε γύρω του να αναπτυχθεί ένας εύρωστος Τομέας Γλωσσολογίας, που και σήμερα θεραπεύει πλήθος ειδικοτήτων και επιστημονικών αντικειμένων.
Δημοσίευσε πλήθος μελετών για την ελληνική γλώσσα: Τα ετυμολογικά σημασιολογικά ζεύγη λόγιων και δημοτικών λέξεων της Κοινής Νέας Ελληνικής (1969), Phonological problems of Modern Greek Koine (1969), Φαινομενολογία της καθαρεύουσας (1973), Φωνολογία της Κοινής Νεοελληνικής (1974), και δεκάδες άρθρα σε περιοδικά, πρακτικά συνεδρίων, συλλογικά έργα κτλ. Ειδικά οι Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα, η περιοδική έκδοση στην οποία δημοσιεύονται τα Πρακτικά των Ετήσιων Συναντήσεων του Τομέα Γλωσσολογίας του Α.Π.Θ., περιέχουν, σχεδόν σε όλα τα τεύχη τους, ένα άρθρο του κορυφαίου αυτού Έλληνα γλωσσολόγου.
Το 1973 ο Μιχάλης Σετάτος εκλέχθηκε μέλος του Δ.Σ. του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών, στη θέση του Νικόλαου Ανδριώτη, του οποίου υπήρξε ο κορυφαίος μαθητής και συνεχιστής. Υπηρέτησε το Ίδρυμα για σαράντα τέσσερα χρόνια, από τη θέση του Προέδρου, του Αντιπροέδρου και του απλού μέλους. Υπήρξε, επίσης, μέλος της Ελληνικής Σημειωτικής Εταιρείας, της Εταιρείας Σλαβικών Μελετών, της Συντακτικής Επιτροπής του Περιοδικού “Φιλόλογος” και άλλων φορέων με αντικείμενο την ελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό.
Michalis Setatos (1929-‐2017) Michalis Setatos was born in Thessaloniki in 1929 and studied at the Faculty of Philosophy, University of Thessaloniki (1947-‐1951). He attended postgraduate studies in Paris from 1959 to 1965, when he returned to Greece and, shortly afterwards, he was elected temporary (1970) and then ordinary (1975) professor of Linguistics at the Faculty of Philosophy, A.U.Th. Until 1995, he taught a wide range of courses, from General Linguistics and Semiotics to Indo-‐European Linguistics, Sanskrit and Semitic languages.
He published numerous studies on the Greek language: Τα ετυμολογικά σημασιολογικά ζεύγη λόγιων και δημοτικών λέξεων της Κοινής Νέας Ελληνικής (1969), Phonological problems of Modern Greek Koine (1969), Φαινομενολογία της καθαρεύουσας (1973), Φωνολογία της Κοινής Νεοελληνικής (1974), and dozens of articles in periodicals, conference proceedings, collective volumes, etc.
In 1973, Michalis Setatos was elected as a member of the Board of Directors of the Institute of Modern Greek Studies. He served the Institute for 44 years, until his death, as President, Vice-‐President, and plain Member.
Παρασκευή 28.4, 10:00-‐10:30, Αμφ. ΙΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Αγγελική Αλβανούδη Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Α.Π.Θ. [email protected]
Η επανάληψη ως μέσο διαπραγμάτευσης γνώσης σε απαντήσεις σε ερωτήσεις ολικής άγνοιας στη γλωσσική διεπίδραση
H ανακοίνωση εξετάζει τη στρατηγική της επανάληψης σε απαντήσεις σε ερωτήσεις ολικής άγνοιας στη διεπίδραση στην ελληνική από τη σκοπιά της Ανάλυσης Συνομιλίας. Ειδικότερα, εξετάζονται οι διεπιδραστικές λειτουργίες των τροποποιημένων ετεροεπαναλήψεων, δηλ. επαναλήψεων που αναπαράγουν μέρος της αρχικής συνεισφοράς με τροποποιήσεις και παράγονται από το άτομο στο οποίο απευθύνεται η αρχική συνεισφορά (Brown 2000, Couper-‐Kuhlen 1996). Η επανάληψη συνδέεται με πολλές και διαφορετικές λειτουργίες στη διεπίδραση (Johnstone 1994, Norrick 1987) και αποτελεί πρακτική που χρησιμοποιούν οι ομιλητές/τριες για να πραγματοποιήσουν διάφορες πράξεις, π.χ. να απαντήσουν σε ερωτήσεις και να διαπραγματευτούν τα επιστημικά τους δικαιώματα (Enfield & Sidnell 2017, Heritage & Raymond 2012, Lee 2012, Raymond 2003, Τhompson, Fox & Couper-‐Kuhlen 2015). Στην παρούσα μελέτη αναλύονται δεδομένα από ηχογραφημένες καθημερινές συνομιλίες μεταξύ φίλων και συγγενών του Corpus Προφορικού Λόγου του ΙΝΣ. Συγκρίνονται δύο στρατηγικές σε απαντήσεις σε ερωτήσεις ολικής άγνοιας στην ελληνική: τα μόρια (Απ. 1) και οι τροποποιημένες ετεροεπαναλήψεις (Απ. 2). Απόσπασμα 1 1 Γρηγόρης =.h Απ’ το σόι του μπαμπά σας ήταν?= 2 >> Γιώτα =Ναι.
Απόσπασμα 2 1 Χρυσή Ήταν-‐εφη[μέρευε το °Xατζηκώστα?] 2 >> Ουρανία [.h Εφημέρευε] το Χατζηκώστα.
Από την ανάλυση προκύπτει ότι οι δύο στρατηγικές συνδέονται με συγκεκριμένες διεπιδραστικές λειτουργίες: τα μόρια χρησιμοποιούνται σε απαντήσεις σε ερωτήσεις που επιζητούν απλή επιβεβαίωση ενώ οι τροποποιημένες ετεροεπαναλήψεις χρησιμοποιούνται σε απαντήσεις σε ερωτήσεις που μειώνουν την επιστημική αυθεντία (epistemic authority) του ερωτώμενου ατόμου σχετικά με την αιτούμενη πληροφορία. Στο συγκεκριμένο περιβάλλον αλληλουχίας η επανάληψη αποτελεί μέσο διαπραγμάτευσης των επιστημικών δικαιωμάτων των συνομιλούντων ατόμων. Η ανάλυση συμβάλλει στη μελέτη της λειτουργικής κατανομής των πρακτικών που χρησιμοποιούν οι ομιλητές/τριες της ελληνικής για να απαντήσουν σε ερωτήσεις ολικής άγνοιας και στην κατανόηση της σχέσης ανάμεσα στον σχεδιασμό της συνεισφοράς και στην πράξη που πραγματοποιεί η συνεισφορά.
Αναφορές Brown, P. 2000. Repetition. Journal of Linguistic Anthropology 9(1-‐2): 223-‐226. Couper-‐Kuhlen, E. 1996. The prosody of repetition: On quoting and mimicry. Στο E. Couper-‐Kuhlen & M.
Selting (επιμ.), Prosody in conversation, 366-‐405. Cambridge: Cambridge University Press. Enfield, Ν. & Sidnell, J. 2017. The concept of action. Cambridge: Cambridge University Press. Heritage, J. & Raymond, G. 2012. Navigating epistemic landscapes: Acquiescence, agency and resistance
in responses to polar questions. Στο J. P. de Ruiter (επιμ.), Questions: Formal, functional and interactional perspectives, 179-‐192. Cambridge: Cambridge University Press.
Johnstone, B. et al. 1994. Repetition in discourse: A dialogue. In B. Johnstone (επιμ.), Repetition in discourse: Interdisciplinary perspectives, 1-‐20. Norwood/New Jersey: Ablex Publishing Corporation.
Lee, S.-‐H. 2012. Response design in conversation. Στο J. Sidnell & T. Stivers (επιμ.), The handbook of conversation analysis, 415-‐432. Boston, MA: Wiley-‐Blackwell.
Norrick, N. R. 1987. Functions of repetition in conversation. Text 7(3): 245-‐264. Raymond, G. 2003. Grammar and social organization: Yes/No interrogatives and the structure of
responding. American Sociological Review 68(6): 939-‐967. Thompson, S. A., Fox, B. A. & Couper-‐Kuhlen, E. 2015. Grammar in everyday talk. Cambridge: Cambridge
University Press.
Παρασκευή 20.4, 9:30-‐10:00, Αμφ. ΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Νίκος Αμβράζης Α.Π.Θ. [email protected]
Τα μονοθέσια κατηγορήματα στην ελληνική ως Γ2
Η συγκεκριμένη έρευνα εστιάζει στις διαφορετικές εκδηλώσεις της σειράς των όρων, υποκείμενο – ρήμα (ΥΡ) και ρήμα – υποκείμενο (ΡΥ) υπό το πρίσμα της διάδρασης με (i) την λεξική τάξη (αναιτιατικά και ανεργαστικά ρήματα (Perlmutter 1978; Burzio, 1986)), (ii) τη δομή της πληροφορίας στο περικείμενο (π.χ. Εστίαση (Roussou & Tsimpli, 2006)) και τα σημασιολογικά χαρακτηριστικά του υποκειμένου (Οριστικότητα (Diesing, 1991)). Το πεδίο της έρευνας στρέφεται στην κατάκτηση της ανεστραμμένης δομής (XΦ-‐)Ρ-‐Υ) στη δεύτερη/ξένη γλώσσα (Γ2) και, πιο συγκεκριμένα, αφορά στον έλεγχο των μονοθέσιων κατηγορημάτων από αλλόγλωσσους ομιλητές της ελληνικής ως Γ2 με μητρική την αγγλική γλώσσα.
Σε σχέση με την αγγλική οι Levin & Rapapport-‐Hovav (1995) έχουν αναγνωρίσει δύο υποκατηγορίες της τάξης των αναιτιατικών ρημάτων στη βάση σημασιολογικών χαρακτηριστικών. Μία ομάδα αναιτιατικών αποδίδει το σημασιολογικό πεδίο της αλλαγής μιας κατάστασης (π.χ. to break) ενώ μία δεύτερη αποδίδει το πεδίο της ύπαρξης ή της εμφάνισης (π.χ. to exist, to appear, to arrive). Η παραπάνω σημασιολογική διάκριση δείχνει να διεπιδρά και με το συντακτικό περιβάλλον εμφάνισης των ορισμάτων και συγκεκριμένα με τις there-‐δομές, όπως αποτυπώνεται στο (1):
(1) α. There appeared a bizarre puppet. β. *There broke a window.
(προσαρμογή από Lozano & Mendikoetxea, 2010) Μία επιπλέον παρατήρηση έρχεται να προστεθεί από τον Diesing
(1991), o οποίος διαπιστώνει τις επιδράσεις της οριστικότητας στο (1α) καθώς το μεταρηματικό υποκείμενο δεν μπορεί να είναι οριστικό όταν το ρήμα είναι αναιτιατικό. Οι επιδράσεις της οριστικότητας καταγράφονται στο (2): (2) α. There exists an unspoiled /*the unspoiled reserve
Περνώντας στην ελληνική, τόσο το προ-‐ρηματικό (ΥΡ) όσο και το μετα-‐ρηματικό (ΡΥ) υποκείμενο είναι αποδεκτά ως προς τη γραμματικότητά τους, όπως θα δει κανείς στο (3):
(3) α. [ο Γιάννης] τηλεφώνησε [ο Γιάννης]. [ανεργαστικό] β. [κάποιοι φοιτητές] έφτασαν [κάποιοι φοιτητές]. [αναιτιατικό]
(προσαρμογή από Tsimpli et al. 2004) Η δυνατότητα της ‘ελεύθερης’ σειράς των όρων στην περίπτωση των
φυσικών ομιλητών έχει υποστηριχτεί πως συνδέεται με την κωδικοποίηση χαρακτηριστικών σε επίπεδο ερμηνείας (π.χ. εστίαση, μετακίνηση θέσης) (Warburton Phiippaki 1985˙ Tsimpli et al. 2004 μ.ά.). Το ερευνητικό ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο η μερική επικάλυψη μεταξύ των δύο γλωσσών όπως αποτυπώνεται στα (1, 3):
i. θα ενισχύσει τη δομή ΥΡ στη διαγλώσσα των αγγλόφωνων ομιλητών της ελληνικής,
ii. θα επιτρέψει την αξιοποίηση της οριστικότητας στην επιλογή δομής, iii. θα επιτρέψει την αξιοποίηση των ερμηνεύσιμων χαρακτηριστικών
που λανθάνουν της φαινομενικά ελεύθερης σειράς των όρων στην ελληνική.
Μέσω της τεχνικής της επανα-‐αφήγησης (Video retelling story) συγκεντρώσαμε στοιχεία που φωτίζουν τα παραπάνω ερωτήματα καταγράφοντας τη συμπεριφορά των αγγλόφωνων ομιλητών της ελληνικής και συγκρίνοντάς τη με αυτή των φυσικών ομιλητών.
Σάββατο 21.4, 12:00-‐12:30, Αμφ. ΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Γεωργία Ανδρέου, Ευγενία Μαγουλά & Κυριακή Ρόθου [email protected], [email protected], [email protected]
Διερεύνηση γλωσσικών ικανοτήτων προφορικού λόγου μαθητών δημοτικού διαπολιτισμικών σχολείων
Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η διερεύνηση του επιπέδου προσληπτικού λεξιλογίου στην ελληνική γλώσσα μαθητών προσφύγων και μεταναστών που φοιτούν στις Α’/Β’ τάξεις σε διαπολιτισμικά δημοτικά της Αθήνας. Στην έρευνα συμμετείχαν 20 παιδιά που φοιτούν στις 2 πρώτες τάξεις διαπολιτισμικού δημοτικού τα οποία μαθαίνουν την ελληνική ως δεύτερη γλώσσα και 20 παιδιά με μητρική γλώσσα την Ελληνική που φοιτούν σε γενικό δημοτικό σχολείο. Η ηλικία των συμμετεχόντων κυμαίνονταν από 6,6 έτη έως 7,7 έτη. Για την επιλογή του δείγματος χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της τυχαίας δειγματοληψίας. Οι συμμετέχοντες δεν είχαν διάγνωση εξελικτικής διαταραχής και η νοημοσύνη τους ήταν φυσιολογική, σύμφωνα με την αδρή εκτίμηση αυτής που παρέχουν οι Έγχρωμες Μήτρες της συστοιχίας δοκιμασιών Raven’s Educational (Raven, 2004). Για την εκτίμηση των γλωσσικών ικανοτήτων χρησιμοποιήθηκε η δοκιμασία Προσληπτικού Λεξιλογίου (PPVT) (Simos, Sideridis, Protopapas & Mouzaki, 2011). Από την σύγκριση των δύο ομάδων διαπιστώθηκε πως οι μαθητές των διαπολιτισμικών σχολείων έχουν περιορισμένο λεξιλόγιο σε σχέση με τους μαθητές των γενικών σχολείων. Λαμβάνοντας υπόψη τον σημαντικό ρόλο του προφορικού λεξιλογίου στην ανάπτυξη αναγνωστικών δεξιοτήτων, ανάγνωσης και κατανόησης λέξεων και κειμενικού λόγου, τα ευρήματα της παρούσας μελέτης μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον σχεδιασμό προγράμματος παρέμβασης το οποίο θα εφαρμοστεί σε μαθητές των διαπολιτισμικών σχολείων, με στόχο την βελτίωση των γλωσσικών ικανοτήτων του προφορικού τους λόγου και κατά συνέπεια της πρώτης ανάγνωσης στην Ελληνική ως δεύτερη γλώσσα.
Αναφορές Raven, J. C. (2004). Coloured Progressive Matrices. London: Pearson Simos, P., Sideridis, G.D., Protopapas, A. & Mouzaki, A. (2011). Psychometric Characteristics of a
Receptive Vocabulary Test for Greek Elementary Students. Assessment for Effective Intervention, 37, 34-‐50.
Σάββατο 21.4, 12:30-‐13:00, Αμφ. ΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Γιώργος Ανδρουλάκης Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας [email protected]
Πρακτικοποιημένη πολιτική για την κριτική γλωσσική εκπαίδευση των προσφύγων
Τα τρία τελευταία χρόνια, η γλωσσική εκπαίδευση των προσφύγων, καθώς και η λανθάνουσα γλωσσική εκπαιδευτική πολιτική που την καθορίζει, παρουσιάζουν πολλά από τα προβληματικά χαρακτηριστικά της mainstream γλωσσικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα: απουσία οποιουδήποτε ερείσματος σε ερευνητικά δεδομένα, γραφειοκρατική παραλυσία, μεθοδολογικοί αναχρονισμοί, συντεχνιακές εμμονές σε διακρίσεις γλωσσών και αντίστοιχων επιστημονικών αντικειμένων διδακτικής, ιδεολογικά αστήρικτες αλλά επηρεασμένες από ηγεμονικούς λόγους παγκοσμιοποίησης ή εθνικισμού ιεραρχήσεις των γλωσσών, έλλειψη ειδίκευσης και κινητοποίησης στο διδακτικό προσωπικό.
Είναι ενδιαφέρον πως, σε επίσημες επιστημονικές αναφορές για το ζήτημα της εκπαίδευσης των προσφύγων (βλ. Το έργο της εκπαίδευσης των προσφύγων της Επιστημονικής Επιτροπής για τη Στήριξη των Παιδιών των Προσφύγων, ΥΠΕΘ, 2017), αντιμετωπίζονται ως «παλίμψηστα» τα περιεχόμενα και οι αρχές των γλωσσικών εγχειριδίων που χρησιμοποιούνται για την εκμάθηση της ελληνικής και δεν περιλαμβάνονται στις πιθανές αιτίες της ασταθούς φοίτησης και της σχολικής διαρροής. Εξάλλου δεν προσεγγίζεται η καταλληλότητα των μεθόδων και των υλικών, καθώς άλλωστε παραμένει κενό γράμμα η διερεύνηση των αναγκών, προσδοκιών, επιθυμιών, περιορισμών του κοινού-‐στόχου.
Στηριζόμενοι στα αποτελέσματα δύο πρόσφατων ερευνητικών και εκπαιδευτικών έργων πανελλαδικής εμβέλειας, προτείνουμε στην ανακοίνωση αυτή το περίγραμμα και τους βασικούς άξονες μιας στηριγμένης στα ερευνητικά δεδομένα (evidence-‐based) και πρακτικοποιημένης (practiced) πολιτικής για τη γλωσσική εκπαίδευση των προσφύγων. Αποκεντρωμένη, ευέλικτη, μαθητοκεντρική, η πρακτικοποιημένη πολιτική (Spolsky & Shohamy 2000, Spolsky 2008, Johnson 2010, Bonacina-‐Pugh 2012) δεν είναι μόνο δημοκρατική, μπορεί να είναι και η μόνη αποτελεσματική. Υπό την προϋπόθεση, προφανώς, να έχει αναπτυχθεί η κατάλληλη κουλτούρα και να έχουν οικοδομηθεί οι απαραίτητες ικανότητες στους δράστες εντός και πέριξ των εκπαιδευτικών δομών.
Στην περίπτωση της γλωσσικής εκπαίδευσης των προσφύγων στην Ελλάδα, είναι αναγκαία η υπέρβαση επιστημολογικών κατασκευών όπως «διδακτική της ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας» και η μετάβαση προς ένα πλέγμα γλωσσικών, πολιτισμικών και κοινωνικών μαθησιακών στόχων και δραστηριοτήτων που θα σέβονται τη διαγλωσσικότητα (translanguaging) και την υπερποικιλότητα (superdiversity) στο γλωσσικό ρεπερτόριο του προσφυγικού πληθυσμού. Με προτεραιότητες τα εκτός σχολείου παιδιά, και κυρίως τα ασυνόδευτα και τους νέους ηλικιών 15-‐17 ετών, την απασχολησιμότητά τους και την κοινωνική συνοχή, την αξιοποίηση της τεχνολογίας και της εξ αποστάσεως μάθησης και τη διαμόρφωση μεικτών κοινοτήτων μάθησης, η πρότασή μας για μια πρακτικοποιημένη πολιτική συμβαδίζει με τις αρχές της ανάπτυξης της κριτικής γλωσσικής επίγνωσης και της πολιτισμικής επίγνωσης (Byram 2012), καθώς και μιας κριτικής γλωσσικής εκπαίδευσης (Norton & Toohey 2004).
Αναφορές Bonacina-‐Pugh, F. (2012). Researching ‘practiced language policies’: insights from conversation analysis.
Language Policy, 11, 213–234. Byram, M. (2012). Language awareness and (critical) cultural awareness – relationships, comparisons
and contrasts. Language Awareness, Vol. 21, -‐ Issue 1-‐2, 5-‐13.
Σάββατο 21.4, 16:00-‐16:30, Αμφ. ΙΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Savvi Antoniou Université de Bourgogne [email protected]
The psycholinguistic relations of the Cypriot Greek speaker with language(s)
Speaking another language is not about translating, neither it is about simply knowing another language or another culture. The reality is much more complicated. Speaking a language is about discovering a new linguistic and ontological identity. It is about finding a way to place oneself in the new reality, and being able to view the world through a new perspective. Samir Bajrić 2013 (2009), calls a confirmed speaker the one who can express himself in a specific language, that possesses a high level of language intuition and has also managed to form a new linguistic identity. To be able to do this, one must speak according to the language’s syntactical, morphological and semantical rules but also according to what the language permits; that is, to respect the boundaries set by the language itself.
If speaking a language means existing in that language (cognitively speaking) then the speaker who wants to speak another language that it is not his first, will have to find a way to exist in the new language. In biology, the word “neoteny” describes the retention of juvenile features in the adult organism. The theory of Linguistic Neoteny Bajrić Samir 2013 (2009) describes precisely that speaker who is not able to find his new linguistic and ontological identity and remains inevitably an unconfirmed speaker. If the language immersion is responsible to fill the gaps and help the speaker find his place in the new language, we wonder what happens in the case of multilingual speakers who are able to speak two or more languages without going through a language immersion.
In this paper we are going to study the interesting case of the Greek Cypriot speaker. Until the age of six he is speaking Cypriot Greek at home. At six he enters primary school and he is forced to speak Greek as the use of the Greek Cypriot dialect in the classroom was until recently forbidden. At the age of six the English language also enters the linguistic scene and at the age of twelve he takes classes in French too. The years of colonisations, the national character and (in)existence of proper Language Policy makers (Tsiplakou et al 2011) have influenced tremendously the relations that this speaker maintains with (his) language(s). For the reasons we will analyse in this paper, instead of the traditional terms mother tongue, interlanguage, foreign language, we use the latin terms in esse, in fieri, and in posse language; as these are more adequate from a psycholinguistic perspective. Synchronically speaking, what language is in esse language for the adult Greek Cypriot speaker? In which language(s) has the speaker found his psycholinguistic identity? In this paper we use a mixed method of qualitative and quantitative methodology to discover the psycholinguistic relations that the Greek Cypriot speaker maintains with the Cypriot dialect, the Greek, English, and French language.
Αναφορές BAJRIC, Samir. Linguistique, cognition, et didactique. Paris: PUPs, 2013 (2009). HADJIOANNOU, Xenia, Stavroula TSIPLAKOU and Matthias KAPPLER. “Language Policy and language
planning in Cyprus.” Currect issues in language planning (2011): 7-‐22
Παρασκευή 20.4, 10:30-‐11:00, Αμφ. ΙΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Amalia Arvaniti, Stella Gryllia, Mary Baltazani
University of Kent, University of Leiden, University of Oxford [email protected], [email protected], mary.baltazani@ling-‐phil.ox.ac.uk
The effects of politeness and pragmatics on intonation: Greek wh-‐questions
In the autosegmental-‐metrical (AM) model of intonational phonology there is a principled separation between intonation, the primary exponent of which is considered to be F0, and metrical structure, phonetically realized as changes in duration, amplitude and segment quality. Despite this separation, recent research has shown that the choice of tune can affect parameters other than F0 in systematic ways that cannot be accounted for by changes in metrical structure (e.g. Arvaniti, Żygis, Jaskula, 2016). Here we present results from a large study of Greek wh-‐question tunes produced under different pragmatic and politeness conditions. The results show exactly this kind of systematic variation.
Twenty speakers of Greek (10F, 10M) took part in a discourse completion task (DCT): they heard and saw on screen short scenarios ending in a wh-‐question. DCTs were controlled for politeness, with power (inferior, equal, or superior) and solidarity (solidary, non-‐solidary) independently manipulated. (Degree of imposition was not included due to the nature of wh-‐questions.) DCTs were also controlled for context: the scenarios used lead to the wh-‐questions being used either to request information or to indirectly make a statement; for the former, the preferred tune is L*+H L-‐ !H%; for the latter, L+H* L-‐L% (Arvaniti Baltazani, Gryllia, 2014). The data were statistically analyzed using linear mixed effects models with context, power, and solidarity as fixed effects, and speaker and items as random factors.
The results largely confirmed Arvaniti et al. (2014) regarding the role of context: the two context types led to the elicitation of distinct tunes, L*+H L-‐ !H% and L+H* L-‐L%, with lower scaling and later alignment of the accentual H in the former, and differences in final F0 consistent with a !H% and L% respectively. In addition, context affected duration: questions after information contexts were shorter overall, and the same applied to the accented vowel; the final vowel, however, was significantly longer in informational than non-‐informational contexts. Politeness affected duration as well, with conditions considered more polite (the addressee being non-‐solidary and either of lower or higher status than the speaker) leading to longer durations for the entire question, the accented vowel, and the final vowel. Scaling, on the other hand, was not affected by politeness.
The results indicate that tunes are associated with different durational profiles which are also influenced by level of politeness. The accentual H also exhibited a difference in scaling which is not directly related to its phonological representation. These results support recent studies showing that the study of intonation must include parameters beyond F0 (e.g. Arvaniti et al. 2016), and strongly argue against the view that phonological representations like those of AM can (or should) directly predict phonetic detail (cf. Arvaniti 2016).
Αναφορές Arvaniti, A. 2016. Analytical decisions in intonation research and the role of representations: Lessons
from Romani. Laboratory Phonology: Journal of the Association for Laboratory Phonology 7(1): 6. DOI: http://doi.org/10.5334/labphon.14
Arvaniti, A., M. Żygis & M. Jaskula. 2016. The phonetics and phonology of the Polish calling melodies. Phonetica 73 (3-‐4): 338-‐361.
Arvaniti, A., Mary Baltazani & Stella Gryllia. 2014. The pragmatic interpretation of intonation in Greek wh-‐questions. Proceedings of Speech Prosody 7, Dublin 20-‐23/05/2014.
Σάββατο 21.4, 13:30-‐14:00, Αμφ. ΙΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Βασίλης Αργυρόπουλος, Ελένη Μότσιου Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
[email protected], [email protected]
Διαστάσεις ποικιλότητας στο ειδικό λεξιλόγιο της μαγειρικής-‐ζαχαροπλαστικής
Τα ειδικά λεξιλόγια (ΕΛ) είναι υποσύνολα του λεξιλογίου μιας γλώσσας και χρησιμοποιούνται από ομιλητές που μοιράζονται κοινά χαρακτηριστικά. Η ανακοίνωση επιχειρεί να αναδείξει στοιχεία διαφοροποιήσεων σε μορφές και σημασίες στο ειδικό λεξιλόγιο της μαγειρικής-‐ζαχαροπλαστικής (ΕΛμζ), τα οποία απεικονίζουν την κοινωνική και γεωγραφική ποικιλότητα. Επειδή ο στόχος ενός ΕΛ είναι κυρίως αναφορικός και οι ανάλογες διαφοροποιήσεις στα ΕΛ υπάρχουν σε μικρότερη έκταση από ό,τι στη γενική γλώσσα, το μεγαλύτερο μέρος των σχετικών μελετών ασχολείται είτε με τα επίπεδα ταξινόμησης των λεξικών στοιχείων των ΕΛ (βλ. Ξυδόπουλος, 2016·∙ Cabré, 1999·∙ Robinson, 1991·∙ Sager, 1990) είτε με τις πηγές προέλευσης και τους τρόπους σχηματισμού τους (Χριστοφίδου (επιμ.), 2009·∙ Αναστασιάδη-‐Συμεωνίδη, 1986·∙1994 κ.ά.·∙ Hoffmannetal., 1999·∙ Cabré, 1999 κ.ά.). Η παρούσα μελέτη περιλαμβάνει τρία μέρη: Στο πρώτο, το πιο γενικό, αναπτύσσονται προβληματισμοί για την ανάγκη περιγραφής και ταξινόμησης των μονάδων του Ελμζ βάσει και της λειτουργικής τους ποικιλότητας, λαμβάνοντας υπόψη κοινωνικές και γεωγραφικές διαστάσεις, και συζητείται η χρησιμότητα της εξειδίκευσης των μεταβλητών (π.χ. ηλικία, περιβάλλον χρήσης, ειδικές γνώσεις ομιλητών κτλ.), δεδομένου ότι κάθε ΕΛ αποτελεί πεδίο τομής ενδιαφερόντων για διάφορες επιστημονικές περιοχές (λεξικογραφία, μετάφραση, διδασκαλία γλωσσών για ειδικούς σκοπούς κ.ά.). Στο δεύτερο μέρος επιχειρείται μια διαλεκτική κατανομή επιλεγμένων λεξικών στοιχείων από το Ελμζ. Πιο συγκεκριμένα, παρουσιάζονται τα ευρήματα στατιστικών ερευνών σχετικά με τη διαφοροποιημένη γεωγραφικά χρήση λέξεων που αφορούν τη μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική (για αντίστοιχες έρευνες βλ. Côté, Knooihuizen & Nerbonne, 2016·∙ Leemann, Kolly & Britain, 2018·∙ Martijn, Clive & Thompson,2014). Στο τρίτο μέρος κάνουμε λεξικογραφικές προεκτάσεις σχετικά με λέξεις-‐λήμματα λεξικών της νέας ελληνικής από τον χώρο της μαγειρικής και της ζαχαροπλαστικής: Ελέγχουμε αν οι συντάκτες των συγκεκριμένων λημμάτων περιγράφουν επαρκώς τη γλωσσική πραγματικότητα ως προς τη χρήση των εν λόγω λέξεων και διατυπώνουμε προτάσεις για τον εμπλουτισμό και τη βελτίωση των λημμάτων.
Αναφορές Αναστασιάδη-‐Συμεωνίδη, Α. (1994). Νεολογικός Δανεισμός της Νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη:
Κυριακίδης. Αναστασιάδη-‐Συμεωνίδη, Α. (1986). Η νεολογία στην Κοινή Νεοελληνική. Επιστ. Επετηρ. Φιλοσοφικής
Σχολής ΑΠΘ, Παράρτημα 65. Cabré, M.T. (1999). Terminology: theory, methods, and applications. Αmsterdam: Benjamins. Côté, M-‐H., Knooihuizen, R., &Nerbonne, J. (eds) (2016). The future of dialects: Selected papers from
Methods in Dialectology XV. Berlin: Language Science Press. Hoffmann, L., Kalverkamper, H., Wiegand, H-‐E, Galinski, Ch., Hullen, W. (2009). Fachsprachen /
Languages for Special Purposes,V.2. Berlin -‐N.Y.: de Gruyter. Leemann, A., Kolly, M.-‐J. & Britain, D. (2018).The English Dialects App: the creation of a crowdsourced
dialect corpus. In: Ampersand, Vol. 5, p. 1-‐17. Martijn, W., Clive U., Thompson, Α. (2014). Analyzing the BBC Voices data: Contemporary English dialect
areas and their characteristic lexical variants, Literary and Linguistic Computing, Vol. 29, Issue 1, p. 107-‐117.
Ξυδόπουλος, Γ. (2016). Λεξικολογία. Αθήνα: Πατάκης. Robinson, P.C. (1991). ESP Today: A Practitioner’s Guide.New York: Prentice Hall. Sager, J. C. (1990). A Practical Course In Terminology Processing. Amsterdam: Benjamins. Χριστοφίδου, Α. (επιμ.) (2009). Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών, τ. 9-‐10. Αθήνα:
Ακαδημία Αθηνών
Πέμπτη 19.4, 13:00-‐13:30, Αίθουσα Τελετών, Παλαιό Κτίριο
Σπύρος Αρμοστής, Μαριάννα Μαργαρίτη-‐Ρόγκα, Μαρία Τσολάκη Ευρωπαϊκό Πανεπισμήμιο Κύπρου, ΑΠΘ, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [email protected] [email protected] [email protected]
Το /l/ στο ιδίωμα της Σαμοθράκης
Στην εργασία μας εξετάζουμε την πλευρική φωνολογική μονάδα /l/ στο ιδίωμα της Σαμοθράκης ως προς (i) τη διαχρονική του αντιπροσώπευση, (ii) τα ακουστικά φωνητικά χαρακτηριστικά των διαφόρων πραγματώσεών του, και (iii) τη φωνολογική του υπόσταση στη σύγχρονη εποχή. Ειδικότερα:
Ως προς το (i) από τις πρώτες μαρτυρίες (Conze,1860) διαπιστώνεται ότι, παράλληλα με την γενικευμένη αποβολή του r, σημειώνεται αποβολή και του l ή τροπή του σε άλλο φθόγγο. Στον Heisenberg (1918, 1921, 1934), που παρέχει το πιο αξιόπιστο υλικό, διαπιστώνεται (α) αποβολή του l, με ή χωρίς έκταση του επόμενου φωνήεντος (uuí ‘λουρί’, áu ‘άλλο’), (β) τροπή του σε άλλο φθόγγο (avá ‘αλλά’), (γ) διατήρησή του (ládzaus ‘Λάζαρος’). Όπως μας πληροφορεί ο ίδιος, το l, σε ορισμένες περιοχές και κάτω από συγκεκριμένες φωνητικές προϋποθέσεις, χάνεται ή αντικαθίσταται, ενώ στη διάλεκτο των υπόλοιπων κατοίκων διατηρείται. Σύμφωνα με τον Ανδριώτη (1939-‐40) το σύμφωνο διατηρείται στη γλώσσα των κατοίκων της Χώρας·∙ από την περιγραφή του φθόγγου που μας δίνει, συνάγεται ότι πρόκειται για ανακεκαμμένο [ɻ].
Σήμερα στη γλώσσα των επαρκών ομιλητών το /l/ εμφανίζει τις εξής πραγματώσεις: (α) χαμηλωμένο [l]̞ πριν από /a/,/o/,/u/, (β) φατνιακό [l] όμοιο με της κοινής νεοελληνικής πριν από /e/ τονισμένο ή /i/ (</e/ ή /i/ σε δάνεια από την τουρκική ), (γ) [ʎ] πριν από /i/. Τις ποικιλίες πραγμάτωσης του /l/, ιδιαίτερα την (α) θα προσπαθήσουμε να πιστοποιήσουμε με τη βοήθεια εργαλείων της ακουστικής φωνητικής και θα την αντιπαραβάλουμε με πραγματώσεις του /l/ σε άλλες ΝΕ διαλέκτους, για τις οποίες διαθέτουμε φωνητικές περιγραφές.
Τέλος, θα συζητήσουμε τη λειτουργία των πραγματώσεων αυτών στο φωνολογικό σύστημα του ιδιώματος. Με βάση την επιφανειακή αντίθεση [l] -‐ [ʎ] πριν από /i/ (πβ. ελάχιστο ζεύγος: [lía] ‘λέρα’ -‐ [ʎía] ‘λίρα/λύρα’) θα εξετάσουμε την ενδεχόμενη ύπαρξη και φωνολογικής αντίθεσης μεταξύ των δύο πλευρικών πραγματώσεων.
Αναφορές Andriotis, N. 1939-‐1940. De quelques faits phonétiques du dialecte moderne de Samothrace. ΑΘΛΓΘ6,
Αθήνα: 153-‐208 Conze, A. 1860. Reise auf den Inseln des thrakischen Meeres. Hannover: Carl Rumpler Heisenberg, A. 1918. Dialekte und Umgangssprache im Neugriechischen. München: K.B. Akademie der
Wissenschaften. Heisenberg, A. 1921. Die liquida P im Dialekt von Samothrake, Αφιέρωμα εις Γ. Ν. Χατζιδάκιν. Αθήνα:
Σακελλαρίου, 89-‐99. Heisenberg, A. 1934. Neugriechische Dialekttexte. Leipsig, Otto Harrassowitz Kappa, I., N. Vergis. 2011. Delateralization and retroflexion in the Cretan dialect: a case study. Στο
Studies in Modern Greek dialects and linguistic theory. Proceedings of MGDLT3. M. Janse, et al.(eds.) Nicosia: Kykkos Research Centre, 47-‐57.
Lengeris, A., Ι. Kappa, Ν. Paracheraki, K. Sipitanos. 2014. On the phonetics and phonology of retroflexion in the (western) Cretan dialect. Στο Selected papers of the 11th ICGL. G. Kotzoglou et al. (eds.), Ρόδος: Πανεπιστήμιο Αιγαίου, 874-‐883.
Mαργαρίτη-‐Ρόγκα, Μ., Μ. Τσολάκη. 2013. Το φωνητικό και φωνολογικό προφίλ του ιδιώματος της Σαμοθράκης. Στο e Proceedings of MGDLT5. Ghent, Belgium, 287-‐310.
Nikolou, K., Α. Lengeris, Μ. Xefteri. 2016. Retroflexion of /l/ in Modern Greek dialects: the case of Aperathou (Naxos) dialect. Στο e Proceedings of MGDLT6, Patras, Greece, 126-‐133.
Πέμπτη 19.4, 17:00-‐17:30, Αίθουσα Τελετών, Παλαιό Κτίριο
Αργύρης Αρχάκης Πανεπιστήμιο Πατρών [email protected]
Υβριδικές ταυτότητες σε μαθητικά γραπτά μεταναστών μαθητών/τριών στην Ελλάδα: Η διαχείριση ρατσιστικών περιγραφών
Δεδομένης της καθολικής καθιέρωσης του έθνους-‐κράτους ως βασικού τρόπου θεσμικής συγκρότησης μιας χώρας, οι πολιτισμικές και γλωσσικές μείξεις αποφεύγονται και η διατήρηση της ομοιογένειας είναι το διαρκές και επίμονο ζητούμενο. Εκκινώντας από την παραδοχή αυτή, στο επίκεντρο της παρούσας μελέτης βρίσκεται ο ρατσισμός ως ένας από τους βασικούς τρόπους επίτευξης της εθνικής ομοιογένειας. Έχοντας στη διάθεσή μας μαθητικά γραπτά από μετανάστες μαθητές/τριες στην Ελλάδα, θα διερευνήσουμε τον τρόπο με τον οποίο οι μαθητές/τριες του υλικού μας διαχειρίζονται την περιγραφή των ρατσιστικών φαινομένων που υπέστησαν προκειμένου να οικοδομήσουν τις ταυτότητές τους. Το υλικό μας αποτελείται από 284 εκθέσεις από 6 δημοτικά, 4 γυμνάσια και 8 λύκεια της ευρύτερης περιοχής της Πελοποννήσου. Οι μαθητές/τριες που συνέγραψαν τις εκθέσεις αυτές ήταν δίγλωσσοι μετανάστες ποικίλης (κυρίως αλβανικής) καταγωγής.
Το ευρύτερο θεωρητικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η μελέτη μας είναι αυτό της Κριτικής Ανάλυσης του Λόγου η οποία διερευνά τον τρόπο (ανα)παραγωγής, μέσω του λόγου, κοινωνικών ανισοτήτων. Επιπλέον, αναδεικνύει τις μορφές αντίστασης προς τη φυσικοποιημένη διαιώνιση της κοινωνικής ανισότητας μέσω του λόγου. Ένα από τα σημαντικότερα ερευνητικά πεδία της Κριτικής Ανάλυσης του Λόγου είναι αυτό που διερευνά τη σχέση του μακρο-‐επιπέδου, το οποίο αφορά τους κυρίαρχους λόγους (discourses) μέσα από τους οποίους επιχειρείται η αναπαράσταση και η οργάνωση της κοινωνικής πραγματικότητας (βλ. Fairclough 2003), με το μικρο-‐επίπεδο, στο οποίο συγκαταλέγονται οι ποικίλες (γλωσσικές, επικοινωνιακές, σημειολογικές κλπ.) τοποθετήσεις των ατόμων προς τους λόγους του μακρο-‐επιπέδου (βλ. van Dijk 2008).
Στο πλαίσιο αυτό, βασική θέση της προσέγγισης που ακολουθούμε για την ανάλυση των μαθητικών κειμένων του υλικού μας, είναι ότι οι μετανάστες μαθητές/τριες, μέσα από τις ποικίλες γλωσσικές και επικοινωνιακές επιλογές στις οποίες προβαίνουν, διαμορφώνουν τις τοποθετήσεις τους σε σχέση με τις αφομοιωτικές ομογενοποιητικές επιδιώξεις του κυρίαρχου ξενοφοβικού εθνικού λόγου. Για την ανάλυση των τοποθετήσεων των μεταναστών μαθητών/τριών θα αξιοποιήσουμε το μοντέλο των τριών διλημματικών διακρίσεων του Bamberg (2011) σε συνδυασμό με την έννοια της απειλής του προσώπου από τη θεωρία της ευγένειας των Brown & Levinson (1987) και αυτής της μιμητικής διακωμώδησης (mimicry) όπως προτάθηκε από τον θεωρητικό των μετααποικιακών σπουδών H. Bhabha (1994/2004).
Θα υποστηρίξουμε ότι μέσω της περιγραφής των ρατσιστικών φαινομένων που εντοπίσαμε στα γραπτά τους, οι μετανάστες μαθητές/τριες τοποθετούνται ως προς τον λόγο της εθνικής ξενοφοβικής ομοιογένειας προβάλλοντας τους εαυτούς τους ως θύματα ρατσιστικών συμπεριφορών που παράγονται από τον λόγο αυτό. Ταυτοχρόνως, η επιλογή τους να αναφερθούν στα ‘πάθη’-‐τους τους αναδεικνύει σε θύτες. Με τη συνδυαστική αυτή προβολή του εαυτού τους ως θύμα και ως θύτη θεωρούμε ότι οι μετανάστες μαθητές/τριες του υλικού μας κατασκευάζουν υβριδικές ταυτότητες αντίστασης
Αναφορές Bamberg, Michael. 2011. Narrative Practice and Identity Navigation. Στο Varieties of Narrative Analysis,
επιμ. J. A. Holstein & J. F. Gubrium. London: Sage, 99–124. Bhabha, H. K. 1994/2004. The Location of Culture. London: Routledge. Brown, P. & Levinson S. C. 1987. Politeness: Some Universals in Language Usage. Cambridge: Cambridge
University Press. Fairclough, N. 2003. Analyzing Discourse: Textual Analysis for Social Research. London: Routledge. van Dijk, Teun A. 2008. Discourse and Power. New York: Palgrave Macmillan.
Πέμπτη 19.4, 11:00-‐11:30, Αίθουσα Τελετών, Παλαιό Κτίριο
P. Assenova, Χρ. Μάρκου Sofia University, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης [email protected], [email protected]
Διαγλωσσική παρουσίαση της τεκμηριωτικότητας στις βαλκανικές γλώσσες
Στην ανακοίνωση θα μας απασχολήσει η κατηγορία της τεκμηριωτικότητας (βλ. Τσαγγαλίδης 2013) στις γλώσσες που ανήκουν στη Βαλκανική Γλωσσική Ένωση (αλβανική, βουλγαρική, ελληνική και ρουμανική). Είναι γνωστό ότι η αλβανική και η βουλγαρική, παρόλο που παρουσιάζουν διαφοροποιήσεις ως προς τις βασικές αξίες τους (βλ. Tarpomanova 2015), διαθέτουν γραμματικοποιημένα συστήματα τεκμηρίωσης, βασισμένα στον παρακείμενο: γεγονός που αποτελεί απόρροια της αντίθεσης μεταξύ αορίστου και παρακειμένου στη βάση της αυτοπτικής και μη αυτοπτικής παρουσίασης της ενέργειας (Sadiku 1976, Christophorov 1982). Τη σημασιολογική και τη δομική σχέση της κατηγορίας της τεκμηριωτικότητας στις εν λόγω γλώσσες με τον παρακείμενο αποδεικνύει επιπλέον το γεγονός ότι η απώλεια της L-‐μετοχής σε κάποιες βουλγαρικές διαλέκτους συνοδεύεται και από την απώλεια της κατηγορίας. Στην εισήγηση θα ληφθούν υπόψη αποδεδειγμένα αποτελέσματα των γλωσσικών επαφών στη Βαλκανική χερσόνησο, οι οποίες έχουν οδηγήσει σε ‘απομιμήσεις’ των μοντέλων της αλβανικής (Friedman 2004) ή της βουλγαρικής (Voronina, Domosileckaja, Sharapova 1996).
Στην ελληνική και τη ρουμανική η έννοια της τεκμηριωτικότητας δεν εκφράζεται συστηματικά και με τρόπους γραμματικούς. H ανακοίνωση εξετάζει και αξιολογεί τα μέσα που οι γλώσσες αυτές διαθέτουν και τις στρατηγικές που χρησιμοποιούν. Η ελληνική αξιοποιεί διάφορους λεξικούς δείκτες τεκμηριωτικότητας, έχουν επισημανθεί σχετικά παραδείγματα λεξιλογικών στοιχείων που την εκφράζουν (βλ. Σετάτος 1994, Κωστίκας-‐Τσελεπής 2004, Τσαγγαλίδης 2013), υπάρχουν αναφορές και σε τεκμηριωτικές χρήσεις άλλων κατηγοριών (Giannakidou 2012). Η σύγχρονη ρουμανική επίσης χρησιμοποιεί μη γραμματικοποιημένες στρατηγικές, παράλληλα όμως παρουσιάζει μερική γραμματικοποίηση της τεκμηριωτικότητας ‘συμπερασματικού τύπου’ (inferential evidentiality) (Zafiu 2002). Να επισημάνουμε ότι οι λεξικοί δείκτες στην ελληνική και τη ρουμανική είναι παράλληλοι με τους δείκτες στην αλβανική και τη βουλγαρικοί. Η ανακοίνωση αποσκοπεί στη διερεύνηση των μέσων απόδοσης της κατηγορίας από τις γλώσσες που διαθέτουν γραμματικοποίηση στις γλώσσες όπου αυτή απουσιάζει.
Αναφορές Κωστίκας-‐Τσελέπης, Π. 2004. Τρόποι έκφρασης της Evidentiality στα Νέα Ελληνικά. Μελέτες για την
ελληνική γλώσσα. Θεσσαλονίκη: Κυριακίδη, 357-‐369. Σετάτος, Μ. 1994. Επιχειρηματολογικές χρήσεις πραγματολογικών μορίων στην κοινή νεοελληνική. In:
Γλωσσολογικές μελέτες. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 127-‐146. Τσαγγαλίδης Α. 2013. Η τεκμηριωτικότητα στην ελληνική: διαγλωσσική προσέγγιση. Παρουσίαση στο
11ο Διεθνές Συνέδριο Ελληνικής Γλωσσολογίας Ρόδος, 26-‐29 Σεπτεμβρίου 2013. Christophorov, N. 1982. Rapports entre aorist / parfait en bulgare. Cahiers balkaniques 3, 63-‐83. Friedman, V. 2004 Suprise ! Surprise ! Arumanian has had an Admirative !. In: Friedman, V. Studies on
Albanian and other Balkan languages. Peja: Dukagjini Publishing House. 2004, 303-‐319. Giannakidou, Α. 2012. The Greek future: epistemic modality and modal concord. In: Z. Gavriilidou, A.
Efthymiou, E. Thomadaki & P. Kambakis-‐Vougiouklis (eds) Selected papers of the 10th ICGL. Komotini: Democritus University of Thrace, 48-‐61.
Sadiku, Z. 1976. Rreth opozicionit perfekt / aorist në gjuhën shqipe. In: Gjurmime albanologjike. Seria e shqencave filologjike. Vol. 5 Prishtinë: Rilindja, 51-‐59.
Тarpomanova, Е. 2015. Евиденциалност в балканските езици: български и албански. София: Ни плюс.
Voronina, I., M. Domosileckaja, L. Sharapova 1996. E folmja e shqiptarëve të Ukrainës. Shkup: Shkupi. Zafiu, R. 2002. «Evidenţialitatea» în limba română actuală. In: Gabriela Pană Dindelegan (coord.),
Aspecte ale dinamicii limbii române actuale, Bucureşti: Editura Universităţii din Bucureşti, 127-‐144.
Παρασκευή 20.4, 09:30-‐10:00, Αμφ. ΙΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Αλέξανδρος-‐Νεκτάριος Βασιλείου-‐Δαμβέργης Πανεπιστήμιο Πατρών [email protected]
Η εξέλιξη της ιωνικής της Εύβοιας από το «Ποτήριον του Νέστορος» μέχρι τα ρωμαϊκά χρόνια μέσα από έμμετρες αναθηματικές και
επιτύμβιες επιγραφές
Το προς εξέταση θέμα γεννήθηκε μέσα από την έρευνα της διδακτορικής μου διατριβής και καλλιεργήθηκε μέσα από τη διδασκαλία μου στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Οι σωζόμενες επιγραφές καλύπτουν το διάστημα από τον 8ο έως τον 1ο αιώνα π.Χ. Τόσο οι αναθηματικές και αγωνιστικές, όσο και οι συμποτικές και οι επιτύμβιες επιγραφές από την Εύβοια και τις πρώιμες αποικίες της, παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον από πλευράς εξέλιξης της ιωνικής διαλέκτου, γραμματικής, σύνταξης, μετρικής σύνθεσης, επιλογής διαλεκτικών τύπων και πραγματολογίας.
Αναφορές Εὐστρατιάδης, Π., «Ἐπιγραφὴ Χαλκίδος», ΑΕ, τ. 8, 1869, σελ. 317-‐332 καὶ 404. Κουμμανούδης, Στ., «Ἀρχαῖες ἑλληνικὲς ἐπιγραφές», Ἀθήνα 1986. Κουρουνιώτης, Κ., «Ἐπιγραφαὶ Χαλκίδος καὶ Ἐρετρίας», ΑΕ, 1899, σελ. 133-‐148. Μάτσας, Ἰ., «Ἐπιγραφαὶ Εὐβοίας», Ἀθηνᾶ, τ. 11, 1899, σελ. 265-‐298. Νικολόπουλος, Β., «Μαντεῖο τοῦ Ἀπόλλωνος στὶς Ῥοβιὲς Εὐβοίας», ΑΕΜ, τ. 35, 2003-‐ 2004, σελ. 9-‐ 18. Πάλλης, Ε. Ν., «Συμβολὴ εἰς τὴν ἔρευναν τῶν κατὰ τὴν ἀρχαιότητα τελουμένων ἐν Εὐβοίᾳ ἀθλητικῶν
ἀγώνων», ΑΕΜ, τ. ΙΔ΄, 1968, σελ. 354-‐389. Παπαβασιλείου, Γ. Ἀ., «Ἐπιγραφαὶ ἐκ Χαλκίδος», Ἀθηνᾶ, 6, 1894, σελ. 174-‐176. Παπαβασιλείου, Γ. Ἀ., «Ἀγωνιστική ἐπιγραφή ἐκ Χαλκίδος», Ἀθηνᾶ, τ. 9, 1897, σελ. 449-‐461. Παπαβασιλείου, Γ. Ἀ., «Εὐβοικαὶ ἐπιγραφαί», ΑΕ 1902, σελ. 97-‐124. Πετράκος, Β.Χ., «Ἐπιγραφαὶ Ἐρετρίας», ΑΔ, τ. 23, 1968, Μελ., σελ. 100, πίν. 46. Πετράκος, Β. Χ., «Ἐπιγραφαὶ Εὐβοίας», ΑΔ, τ. 29, 1974, Μελ., σελ. 103-‐105. Πέτσαλης, Ν. Α., «Εὐβοϊκή νομισματολογία», ΑΕΜ Α΄, 1935, Ἀθῆναι 1936, σελ. 9-‐21. Chantraine, P., Ιστορική μορφολογία της ελληνικής γλώσσας, Kαρδαμίτσα, Αθήνα 2011. Dittenberger, G., Inscriptiones Graecae, VIII, Inscriptiones Megaridis et Boetiae, Βερολίνο 1892. Dondorff, H., «Die Ionier auf Euböa», Jahresbericht über das königl. Joachimsthalsche Gymnasium, Berlin
1860. Duerbach, F., Inscriptiones Graecae, XI, Inscriptiones Deti, τ.2, Βερολίνον 1912. Franzius, I., Corpus inscriptionum Graecarum III, Βερολίνο 1853. Gaertriungen, Hiller, von Inscriptiones Graecae I: Inscriptiones Atticae Euclidis anno vetustiores, ed.
Minor, Βερολίνο 1924. Huber, Sandrine, «Fouilles dans le sanctuaire d’ Athéna sur l’ acropole d’ Έretrie», AntK, 51, 2008, σελ.
314. Jeffery, L. H., The local scripts of archaic Greece, Ὀξφόρδη 1990. Joubin, A., Wilchem, A., Inscriptions de Chalkis, BCH XVI, 1892, σελ. 90-‐120. Knoephler, D., «Contributions à l’ epigraphie de Chalkis», BCH 101, 1977, σ. 297-‐312. Knoepfler, D., «Contributions à l’ epigrarhie de Chalkis», BCH 1979, σ. 165-‐188. Petrakos, B., «Dedicaces d` Ἀειναῦται d`Eretrie», BCH, τ. 87, 1963, σελ. 545-‐547. Richardson, R., «Inscriptions discovered at Eretria», AJA 1891, σελ. 246-‐253. Verdan, S., Τὸ ἱερὸ τοῦ Ἀπόλλωνος Δαφνηφόρου, Ἐρέτρια: ματιὲς σὲ μία ἀρχαία πόλη, Ἀθήνα 2010,
σελ. 238-‐247.
Παρασκευή 20.4, 17:30-‐18:00, Αμφ. ΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Christos Vlachos University of Patras [email protected]
False optionality: When the grammar does mind
Greek, among many other languages (Author 2012), may form a true information-‐seeking wh-‐question, with a single wh-‐element, either by fronting the wh-‐element, as in (1a), or by invoking an in-‐situ strategy, where the wh-‐element surfaces in its argument position, as in (cf., (1b)).
(1) a. Pjon idhes? who-‐acc saw-‐3sg b. Idhes pjon? saw-‐3sg who-‐acc “Who did you see?” The availability of both wh-‐questions within the same grammar raises
the issue of optionality in the syntax proper. In the context of the Minimalist program (Chomsky 1995), syntactically-‐driven optionality may be of two kinds: (i) interpretationally contentful, in that the relevant outcome has interpretational effects (Reinhart 1995; Chomsky 2000, 2004; Fox 2000); or (ii) interpretationally vacuous, in that the relevant outcome has no bearing on interpretation (Biberauer & Richards 2006).
In a recent paper on scope-‐assignment strategies (Tsoulas & Yeo 2017), which concentrates on the formation of wh-‐questions, the pursued analysis treats the optionality relevant to (1) as interpretationally vacuous, meaning that there is no semantic difference between a wh-‐fronting (cf. (1a)) and a wh-‐in situ (cf. (1b)) question. Abstracting away from the technical details of this approach, the core idea is that (1a) and (1b) reduce to the exact same wh-‐chain, differing only as to which copy of the wh-‐element is spelled-‐out at PF (hence, “Selective Spell-‐Out” (SSO) theory): in (1a), PF selectively spells out the copy that resides at the clausal left-‐periphery, yielding the “fronting” effect, whereas in (1b), PF selectively spells out the copy occupying the argument position; hence, the “in situ” effect (noteworthy, the SSO theory is reminiscent of the analysis put forward by Reglero & Ticio 2008).
In this paper, I will provide empirical evidence showing that the optionality in (1) is actually interpretationally contentful. (2) exemplify (which is enough to illustrate the point):
(2) a. Pos pas? how go-‐2sg b. *Pas pos? go-‐2sg how “How are you doing?” (2) says that a wh-‐fronting question may facilitate “out-‐of-‐the-‐blue”
readings (cf. (2a)), but its wh-‐in situ counterpart does not (cf. (2b)) (e.g. Sinopoulou 2009). Other properties that interpretationally distinguish wh-‐in situ orders revolve around discourse anchoring (unlike wh-‐fronting, wh-‐in situ obligatorily implicates the presence of ke (“and”) at the left-‐periphery of the clause) and quantification (like wh-‐fronting, wh-‐in situ takes matrix scope, but unlike wh-‐fronting, the wh-‐in situ quantifier must range over a restricted domain).
The facts from interpretation (corroborated with data from distribution and prosody) underpins a treatment of wh-‐in situ that is similar yet distinct enough from its wh-‐fronting counterpart. This analysis to be presented is proposed in Author (2017) and takes wh-‐in situ to be an instance of wh-‐scope marking (contra Vlachos 2012).
Παρασκευή 20.4, 10:00-‐10:30, Αμφ. ΙΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Ζωή Γαβριηλίδου, Ασημάκης Φλιάτουρας Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης [email protected], [email protected]
Επιτατικά μορφήματα της αρχαίας ελληνικής: μια διαχρονική προσέγγιση
Στόχος της εργασίας είναι να μελετήσει την επίταση στην Αρχαία Ελληνική και να αντιπαραβάλει το σύστημα επιτατικοποίησης ανάμεσα στην ΑΕ, ως πρώτη μαρτυρημένη, και στη Νέα Ελληνική, ως τελική φάση της ελληνικής γλώσσας, σε σχέση με τα ποσοτικά (παραγωγικότητα) και τα ποιοτικά (μορφοσημασιο-‐λογική λειτουργία και αξία) χαρακτηριστικά του, ώστε να αναδειχθούν οι διαχρονικές τάσεις εξέλιξής του. Ως μοντέλο ανάλυσης θα χρησιμοποιηθεί η κατασκευαστική αλλαγή στο πλαίσιο της Construction Grammar (Booij 2010).
Αρχικά, θα σκιαγραφήσουμε τον χάρτη των επιτατικών στοιχείων της ΑΕ με βάση το είδος (εγγενής επίταση έναντι επιτατικοποίησης), το επίπεδο γλωσσικής ανάλυσης (φωνολογία, μορφολογία, σύνταξη, λεξιλόγιο) και τις διαδικασίες (αναδίπλωση, διπλασιασμός, προσφυματοποίηση κ.λπ.). Τα στοιχεία θα αντληθούν για την AE από το TLG και σχετική βιβλιογραφία (λ.χ. Buck 1968, Schwyzer 1939, Chantraine 1990) και για τη ΝΕ από τα βασικά λεξικά της ΚΝΕ (Τριανταφυλλίδη, Μπαμπινιώτη, Ακαδημίας Αθηνών, Αντί-‐στροφο Αναστασιάδη-‐Συμεωνίδη) και την ανάλυση της Γαβριηλίδου (2013). Στη συνέχεια, θα επικεντρωθούμε στους μορφολογικούς επιτατικοποιητές που φαίνεται να αποτελούν τον βασικό πυρήνα της διαδικασίας διαχρονικά, όπως μεταξύ άλλων στα τεμάχια ἁ-‐/ἀ-‐, λ.χ. ἅπας ‘όλος’, ἀτενής ‘πολύ τεντω-‐μένος’, ἀρι-‐, λ.χ. ἀρίδηλος ‘πολύ φανερός΄, ἐρι-‐, λ.χ. ἐρίτιμος ‘πολύτιμος’, ζα-‐, λ.χ. ζάπλουτος ‘πολύ πλούσιος’, στα ονοματικά επιθήματα -‐ων, λ.χ. γάστρων ‘κοιλαράς’, και -‐ίας, λ.χ. μετωπίας ‘με μεγάλο μέτωπο’, στα θαμιστικά ρηματικά επιθήματα -‐ίζω, -‐άζω, -‐ύζω, λ.χ. στεν-‐άζω ‘στενάζω συχνά’, και στα πρώτα συνθετικά, λ.χ. παν-‐, κατα-‐, ὑπερ-‐, λ.χ. παμμίαρος, καταβλάπτω, ὑπέρλαμπρος, ὑπεραγάλλομαι κλπ. Με βάση τη θεωρία της Paradis (2000, 2008), θα δείξουμε ότι οι επιτατικές ερμηνείες των προθέσεων ως πρώτων συνθετικών προέκυψαν όταν αυτές συνδυάστηκαν με διαβαθμίσιμα κατηγορήματα. Στις περιπτώσεις αυτές η κυριολεκτική σημασία τέθηκε σε δεύτερο πλάνο, ενώ ταυτόχρονα αναδύθηκε μια ερμηνεία βαθμού με αξιολογική λειτουργία. Η ανάδυση της νέας γραμματικής σημασίας που δηλώνει βαθμό είναι προϊόν γραμματικοποίησης.
Τέλος, θα δείξουμε ότι: • υπάρχει τάση αποδυνάμωσης της συνθετικής υπέρ της παραγωγικής
επιτατικοποίησης, από τη στιγμή που οι αρχαίες προθέσεις έγιναν σταδιακά ως τη ΝΕ προθήματα (βλ. Ράλλη 2005, Γαβριηλίδου 2013, Gavriilidou 2014), • άλλα τεμάχια αποδυνάμωθηκαν ή παρέμειναν στη ΝΕ ως απολιθώματα
σε λεξικοποιημένα στοιχεία, λ.χ. ζάμπλουτος, άλλα διατηρήθηκαν ως τη ΝΕ, λ.χ. παν-‐, άλλα προστέθηκαν, λ.χ. καρα-‐, και άλλα άλλαξαν πλαίσιο λειτουργίας ή βαθμό παραγωγικότητας, λ.χ. κατα-‐.
Αναφορές Booij, G. 2010. Construction Morphology. Oxford: Oxford University Press. Buck, C.D. 1968. The Greek dialects. Chicago/London: The University of Chicago Press. Chantraine, P. 1990. Ιστορική μορφολογία της ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Καρδαμίτσα. Γαβριηλίδου, Ζ. 2013. Όψεις επίτασης στη Νέα Ελληνική. Θεσσαλονίκη, Κυριακίδης. Gavriilidou, Z. 2014. The system of intensifying prefixes in Greek. In Amiot, Dany, Delphine Tribout,
Natalia Grabar, Cédric Patin and Fayssal Tayalati (eds.), Morphology and its interfaces: Syntax, semantics and the lexicon. Special issue of Linguisticae Investigationes 37:2 (2014). 2014. iv, 168 pp. (pp. 240–255).
Paradis, Carita. 2000. Reinforcing adjectives: A cognitive semantic perspective on grammaticalization. In Ricardo Bermúdez-‐Otero, David Denison, Richard Hogg & Christopher McCully (eds.), Generative theory and corpus studies: A dialogue from 10 ICEHL, 233–58. Berlin: Mouton de Gruyter.
Paradis, Carita. 2008. Configurations, construals and change: Expressions of DEGREE. English Language and Linguistics 12, 317–43.
Ράλλη, Α. 2005. Μορφολογία. Αθήνα: Πατάκης. Schwyzer, E. 1939. Griechische Grammatik. München: Beck.
Σάββατο 21.4, 20:00-‐20:30, Αμφ. ΙΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Δήμητρα Γακοπούλου, Αθανάσιος Αϊδίνης Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης [email protected], [email protected]
Ικανότητα συναγωγής συμπερασμών αιτίας σε αφηγηματικά κείμενα: η επίδραση της προηγούμενης γνώσης και της έκτασης του
κειμένου
Για την δημιουργία μιας συνεκτικής νοητικής αναπαράστασης του νοήματος ενός κειμένου είναι σημαντική η ικανότητα συναγωγής συμπερασμών (inference generation). Η ικανότητα συναγωγής συμπερασμών δεν αποτελεί μια μονοπροσδιοριζόμενη έννοια αλλά στο εσωτερικό της εμπερικλείονται ποιοτικά διαφορετικές πτυχές, κάτι που αντικατοπτρίζεται στην πληθώρα ειδών-‐κατηγοριών που εμφανίζονται στις προτεινόμενες τυπολογίες συμπερασμών. Η πιο συχνά αναφερόμενη κατηγοριοποίηση των συμπερασμών είναι διμερής και σχετίζεται με την πηγή άντλησης των πληροφοριών για τη συναγωγή του συμπερασμού. Στη βάση αυτού του διαχωρισμού αναφέρονται οι συμπερασμοί γέφυρας (bridging inferences) που αφορούν στη σύνδεση πληροφοριών από το ίδιο το κείμενο, σε διαφορετικά, όμως, μέρη του, ώστε να συναχθεί ο συμπερασμός, και οι συμπερασμοί επεξεργασίας (elaborative inferences) που αφορούν στη σύνδεση πληροφοριών από το κείμενο με πληροφορίες, σχετικές με το θέμα, που κατέχει ο αναγνώστης, ώστε να συναχθεί ο συμπερασμός. Επιπλέον των δύο αυτών γενικών κατηγοριών συμπερασμών, ειδικές κατηγορίες συμπερασμών έχουν προταθεί, μία εκ των οποίων είναι και οι συμπερασμοί αιτίας. Η δημιουργία αιτιακών συνδέσεων έχει αναγνωριστεί ως ουσιώδους σημασίας για την οικοδόμηση μιας συνεκτικής αναπαράστασης του κειμένου στη μνήμη καθώς ένας από τους βασικούς παράγοντες που καθορίζουν τη συνεκτικότητα ενός κειμένου είναι οι σχέσεις αιτίας και αποτελέσματος που υπάρχουν μεταξύ των στοιχείων του. Ειδικότερα τα αφηγηματικού τύπου κείμενα στηρίζονται στην παράθεση ενεργειών, πράξεων και καταστάσεων αιτιακά συσχετιζόμενων, με του αιτιώδεις δεσμούς μεταξύ αυτών των στοιχείων είτε να δηλώνονται ρητά είτε να αφήνεται στον αναγνώστη η συμπλήρωση υπονοούμενων δεσμών μέσω της συναγωγής συμπερασμών. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι (α) να αναδειχθεί η ανάπτυξη της ικανότητας συναγωγής συμπερασμών αιτίας σε αφηγηματικά κείμενα από παιδιά του Δημοτικού Σχολείου, (β) να ελεγχθεί η διαφορά ανάμεσα στη συναγωγή συμπερασμών γέφυρας και επεξεργασίας και (γ) να εξεταστεί η σχέση ανάμεσα στην ικανότητα συναγωγής συμπερασμών, την εργαζόμενη μνήμη, την προηγούμενη γνώση και την έκταση του κειμένου. Στην έρευνα συμμετείχαν 90 μαθητές και μαθήτριες της ΣΤ΄ τάξης του Δημοτικού Σχολείου. Στα παιδιά δόθηκαν τρία έργα συναγωγής συμπερασμών, σε προτάσεις, παραγράφους και αυθεντικά κείμενα, ένα έργο μέτρησης της προηγούμενης γνώσης και ένα έργο μέτρησης της εργαζόμενης μνήμης. Τα αποτελέσματα έδειξαν σχετικά μέτριες έως και χαμηλές επιδόσεις των παιδιών στα τρία έργα συναγωγής συμπερασμών, με στατιστικά σημαντική επίδραση του μεγέθους του κειμένου. Οι συμπερασμοί γέφυρας φάνηκε ότι είναι ευκολότεροι από τους συμπερασμούς επεξεργασίας. Τέλος, στατιστικά σημαντική ήταν η σχέση της ικανότητας συναγωγής συμπερασμών με την προηγούμενη γνώση, όχι, όμως, και με την εργαζόμενη μνήμη. Τα αποτελέσματα αυτά δείχνουν την αδυναμία των παιδιών να προβούν στη συναγωγή συμπερασμών αιτίας σε αφηγηματικά κείμενα, όπου οι αιτιώδεις σχέσεις θεωρούνται θεμελιώδεις για την κατανόησή τους, και συζητούνται στη βάση αναπτυξιακών μοντέλων για την αναγνωστική κατανόηση και την ικανότητα συναγωγής συμπερασμών.
Σάββατο 21.4, 16:00-‐16:30, Αμφ. ΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Ιωάννης Γαλαντόμος Πανεπιστήμιο Αιγαίου [email protected]
Η θέση και ο ρόλος της εννοιολογικής ευχέρειας (conceptual fluency) στη διδασκαλία της ΝΕ ως Γ2/ΞΓ
Στόχος της εργασίας αυτής είναι η παρουσίαση, η ένταξη και η περιγραφή της έννοιας της εννοιολογικής ευχέρειας στη διδασκαλία της ΝΕ ως δεύτερης/ξένης γλώσσας (Γ2/ΞΓ). Η εννοιολογική ευχέρεια (conceptual fluency) αναφέρεται στη χρήση και την κατανόηση των εννοιών μιας Γ2/ΞΓ σε επίπεδο που να πλησιάζει την ικανότητα ενός φυσικού ομιλητή της εν λόγω γλώσσας (Kecskes, 2000). Ερευνητικά δεδομένα συνηγορούν υπέρ του σημαντικού ρόλου της εννοιολογικής ευχέρειας στην ανάπτυξη της επικοινωνιακής ικανότητας των διδασκομένων μια Γ2/ΞΓ (Danesi, 1995·∙ Danesi & Grieve, 2010). Παράλληλα, υποστηρίζεται ότι η εννοιολογική ευχέρεια δεν είναι μονάχα πιο σημαντική από τη γραμματική και την επικοινωνιακή ικανότητα, αλλά ότι στην πραγματικότητα αποτελεί τη βάση για την ανάπτυξη αυτών των δύο ικανοτήτων (Kecskes, 2000).
Η καλλιέργεια της εννοιολογικής ευχέρειας είναι εφικτή μέσω της σχηματικής ικανότητας (figurative competence), δηλ. την ικανότητα χρήσης της σχηματικής γλώσσας (π.χ. μεταφορά, ιδιωτισμοί, μετωνυμία κ.ο.κ.) (Levorato, 1993). Η σχηματική ικανότητα δεν συνιστά μια ενιαία δομή, αλλά αποτελείται από τρεις υπο-‐ικανότητες, τη μεταφορική (metaphorical competence), την ιδιωτισμική (idiomatic competence) και τη μετωνυμική (metonymic competence). Η ανάπτυξη και των τριών δεξιοτήτων συνδέεται με υψηλά επίπεδα επάρκειας στη Γ2/ΞΓ (Cieślicka, 2015). Ο πρωτεύων ρόλος της σχηματικής ικανότητας αναδεικνύεται από την παρατήρηση των Littlemore, Krennmayr, Turner, & Turner (2014), σύμφωνα με την οποία η ανάπτυξή της θα πρέπει να επιδιώκεται από τα αρχικά επίπεδα γλωσσομάθειας και ειδικότερα το Α2.
Σύμφωνα με το Νέο Αναλυτικό Εξεταστικό Πρόγραμμα για την πιστοποίηση της ελληνομάθειας (Αντωνοπούλου, Βογιατζίδου & Τσαγγαλίδης, 2013) προτείνεται η εξοικείωση των διδασκομένων τη ΝΕ ως Γ2/ΞΓ με μεταφορικές σημασίες και ιδιωτισμούς να πραγματοποιείται από το επίπεδο Β2 κ.ε. Με δεδομένη την υψηλή συχνότητα ιδιωτισμών και μεταφορών, αλλά και το γεγονός ότι συνιστούν αναπόσπαστο τμήμα του καθημερινού λεξιλογίου της ΝΕ (Αναστασιάδη-‐Συμεωνίδη & Ευθυμίου, 2006·∙ Μήτσης, 2004), και κατ’ αναλογία των προτάσεων των Littlemore et al. (2014) προτείνεται η ένταξη (και συνεπακόλουθη περιγραφή για κάθε επίπεδο ξεχωριστά) της εννοιολογικής ευχέρειας και των συστατικών της στη διδασκαλία της ΝΕ από τα αρχικά επίπεδα ελληνομάθειας
Αναφορές Αναστασιάδη-‐Συμεωνίδη, Α., & Ευθυμίου, Α. (2006). Οι στερεότυπες εκφράσεις και η διδακτική της
νέας ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας. Αθήνα: Πατάκης. Αντωνοπούλου, Ν., Βογιατζίδου, Σ., & Τσαγγαλίδης, Α. (2013). Πιστοποίηση επάρκειας της
ελληνομάθειας. Νέο αναλυτικό εξεταστικό πρόγραμμα. Θεσσαλονίκη: ΥΠΑΙΘΠΑ & ΚΕΓ. Cieślicka, A.B. (2015). Idiom Acquisition and Processing by Second/Foreign Language Learners. In R.H.
Heredia & A.B. Cieślicka (Eds.), Bilingual Figurative Language Processing (pp. 208-‐244). Cambridge: CUP.
Danesi, M. (1995). Learning and teaching languages: the role of “conceptual fluency”. International Journal of Applied Linguistics, 5(1), 3-‐20.
Danesi, M, & Grieve, C. (2010). Conceptual Error theory and the Teaching of Italian. ITALICA, 87(1), 1-‐20. Kecskes, I. (2000). Conceptual fluency and the use of situation-‐bound utterances in L2. Links & Letters, 7,
145-‐161. Levorato, M.C. (1993). The acquisition of idioms and the development of figurative competence. In C.
Cacciari & P. Tabossi (Eds.), Idioms: Processing, Structure, and Interpretation (pp. 101-‐123). Hillsdale, NJ: Lawrence Erlbaum Associates.
Σάββατο 21.4, 09:30-‐10:00, Αμφ. ΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Μιχάλης Γεωργιαφέντης, Σύλα Κλειδή, Αγγελική Τσόκογλου
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αρσάκεια Σχολεία [email protected], [email protected], [email protected]
Η συμβολή της Θεωρητικής Γλωσσολογίας στη διδασκαλία του γλωσσικού μαθήματος
Στην ανακοίνωση, που αποτελεί μέρος έρευνας σε εξέλιξη, εστιάζουμε στη συμβολή της Θεωρητικής Γλωσσολογίας στη διδασκαλία του γλωσσικού μαθήματος και ειδικότερα της Γραμματικής στο σχολείο, θέτοντας ως στόχους: α) την εξασφάλιση της περιγραφικής επάρκειας του γλωσσικού συστήματος και β) την αντιμετώπιση του γλωσσικού μαθήματος (μητρικής και ξένης γλώσσας) ως ένα ενιαίο αντικείμενο διδασκαλίας.
Βασικό στοιχείο στη διδασκαλία του γλωσσικού μαθήματος συνιστά η περιγραφή του γλωσσικού συστήματος (φωνολογικό, μορφολογικό, συντακτικό και σημασιολογικό/πραγματολογικό επίπεδο). Η Διδακτική οφείλει να λαμβάνει υπόψη τόσο τις αναλύσεις που διατυπώνονται στο πλαίσιο σύγχρονων γλωσσολογικών θεωριών όσο και τα θεωρητικά και εμπειρικά δεδομένα της γλωσσικής κατάκτησης, τα πορίσματα των οποίων τροφοδοτούν τους εμπλεκόμενους στη διδακτική διαδικασία (συγγραφείς διδακτικού υλικού, διδάσκοντες) κατά τη διαμόρφωση της κατάλληλης διδακτικής μεθοδολογίας. Με γνώμονα αυτή την παραδοχή κρίνεται σημαντική η συνεισφορά γλωσσολογικών θεωριών, όπως η Γενετική Γραμματική, με δεδομένο ότι πρεσβεύουν την ύπαρξη αφενός καθολικών αρχών που διέπουν όλες τις φυσικές γλώσσες προτείνοντας ενιαία δομικά σχήματα και κοινές περιγραφές και αφετέρου παραμέτρων που τις διαφοροποιούν τονίζοντας τα ειδικά χαρακτηριστικά τους.
Στην έρευνα, με αφετηρία τη διδασκαλία της μητρικής, εξετάζουμε τον τρόπο περιγραφής διαφόρων γραμματικών φαινομένων στα σχολικά εγχειρίδια, με σκοπό να διερευνήσουμε την περιγραφική τους επάρκεια με βάση τα πορίσματα της σύγχρονης γλωσσολογικής θεωρίας, και στη συνέχεια επεκτείνουμε τη μελέτη μας στα εγχειρίδια της ξένης γλώσσας, ώστε να εντοπίσουμε ομοιότητες και διαφορές μεταξύ τους.
Από την έως τώρα έρευνα παρατηρούμε ότι α) οι περιγραφές δεν στηρίζονται πάντοτε σε θεωρητικά τεκμηριωμένες αναλύσεις και β) παρά την αναμενόμενη ομοιομορφία, εμφανίζεται σημαντική διαφοροποίηση στην περιγραφή του γλωσσικού συστήματος των επιμέρους γλωσσών.
Στην ανακοίνωση επιχειρούμε αφενός την ενσωμάτωση βασικών αρχών και εννοιών της Θεωρητικής Γλωσσολογίας στη διδασκαλία του γλωσσικού μαθήματος και αφετέρου τη σύνδεση των μαθημάτων μητρικής και ξένης γλώσσας. Με την αξιοποίηση των πορισμάτων της Γενετικής Γραμματικής ως συνδετικού κρίκου, το μάθημα της Γλώσσας αντιμετωπίζεται ως ένα αντικείμενο με κοινά χαρακτηριστικά που ανταποκρίνεται στο γλωσσικό ένστικτο του φυσικού ομιλητή. Η διαθεματική και διαγλωσσική αυτή προσέγγιση συμβάλλει στην ανάπτυξη τόσο της γλωσσικής και μεταγλωσσικής επίγνωσης των μαθητών όσο και του γραμματισμού και της πολυγλωσσίας.
Αναφορές Chomsky, N. (1986). Knowledge of Language: Its Nature, Origin, and Use. New York, Praeger. Chomsky, N. (1995). The Minimalist Program. Cambridge Mass., MIT Press. Γεωργιαφέντης, Μ., Κοτζόγλου, Γ. & Φιλιππάκη-‐Warburton, Ει. (2011). Η συμβολή της γλωσσολογικής
έρευνας στη σχολική γραμματική: Ζητήματα ανάλυσης της γλώσσας στη Γραμματική Ε΄ και Στ΄ Δημοτικού. Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα 31. 76-‐88.
Κατσιμαλή, Γ. (2007). Γλωσσολογία σε Εφαρμογή. Αθήνα, Καρδαμίτσα. Κλειδή, Σ. & Τσόκογλου, Α. (2014). Η σύγχρονη γλωσσολογία στη διδασκαλία της Γραμματικής στη
δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα 34. 231-‐243. Μήτσης, Ν. (1998). Διδακτική του Γλωσσικού Μαθήματος: Από τη Γλωσσική Θεωρία στη Διδακτική
Πράξη. Αθήνα, Gutenberg. Φιλιππάκη-‐Warburton, Ει. (1992). Εισαγωγή στη Θεωρητική Γλωσσολογία. Αθήνα, Νεφέλη. van Rijt, J. & Coppen, P-‐A. (2017). Bridging the gap between linguistic theory and L1 grammar education
– experts’ views on essential linguistic concepts. Language Awareness 26. 360-‐380.
Πέμπτη 19.4, 13:30-‐14:00, Αίθουσα Τελετών Παλαιό Κτίριο
Γεώργιος Κ. Γιαννάκης ΑΠΘ [email protected]
Απαγορευμένη γλώσσα: γλωσσικά ταμπού της αρχαίας ελληνικής και της ινδοευρωπαϊκής
Τα γλωσσικά ταμπού είναι μέρος της μεταφορικής χρήσης της γλώσσας και αποτελούν έναν μηχανισμό σύμφωνα με τον οποίο οι ομιλητές αποφεύγουν τη χρήση ορισμένων γλωσσικών στοιχείων και αναφορών από φόβο μήπως η αναφορά τους προκαλέσει βλάβη. Τα ταμπού μπορεί να προσδιορίζονται από πραγματολογικούς και κοινωνικούς παράγοντες, π.χ. φύλο, ηλικία, κοινωνική θέση των συνομιλητών και τις συγκεκριμένες συνθήκες χρήσης της γλώσσας. Τέτοιες γλωσσικές χρήσεις είναι έντονα χρωματισμένες από κοινωνικές πεποιθήσεις και συμπεριφορές οι οποίες επιβάλλουν την αποφυγή άμεσης αναφοράς σε συγκεκριμένα ζητήματα και τη χρήση μεταφορικών και άλλων γλωσσικών μέσων. Το ταμπού μπορεί να είναι μια λέξη, ένα όνομα, ένα ζώο, αντικείμενο, στοιχείο δίαιτας ή μια σκέψη, η αναφορά στα οποία συνδέεται στην πολιτιστική παράδοση του ομιλητή με βλάβη, θάνατο και καταστροφή.
Το θέμα των γλωσσικών ταμπού στην αρχαία ελληνική δεν έχει μελετηθεί συστηματικά, παρά μόνο περιπτωσιολογικά και στο πλαίσιο ευρύτερων μελετών για την ινδοευρωπαϊκή ή για τη θρησκεία και τον πολιτισμό (πρβ. Parker 1983, 328-‐31, Havers 1946, Meillet 1958, Bonfante 1939 και Watkins 1975). Στην ανακοίνωση θα εστιάσουμε σε δύο τέτοια ταμπού της αρχαίας ελληνικής: (α) τα σημεία του ορίζοντα και προσανατολισμού με τις ποικίλες υποδηλώσεις και τους συμβολισμούς τους (π.χ. ελλ. ἀνατολαί � δυσμαί, δεξιός ή δεξιτερός � σκαιός και λαι(ϝ)ός (→ ἀριστερός/εὐώνυμος), λατ. scaeuus, laeuus κ.ά., ή Ησιόδ. Έργα 727 μηδ’ ἄντ’ ἠελίου τετραμμένος ὀρθὸς ὀμιχεῖν ‘δεν πρέπει να ουρείς όρθιος και στραμμένος προς τον ήλιο’ κ.ά.)·∙ (β) την ιερή γλώσσα με τις διάφορες ποικιλίες και χρήσεις της (π.χ. ελλ. οὐ θέμις, χεττ. natta ara ‘δεν είναι σωστό’, όπως στο KUB XXX 10 Ro. 13, ši-‐ú-‐ni-‐mi-‐ma-‐mu ku-‐it šu-‐up-‐pí a-‐da-‐an-‐na na-‐at-‐ta a-‐ra na-‐at Ú-‐UL ku-‐uš-‐ša-‐an-‐ka e-‐du-‐un ‘αλλά αυτό που έχει προσφερθεί (šuppi) στον θεό μου <και> δεν μου επιτρέπεται (natta ara) να φάω, δεν έφαγα’; πρβ. ελλ. ὅσιος όπως στη φράση ὁσίη κρεάων ‘ιερά κομμάτια κρέατος·∙ θυσία’, ουμβρ. supa/sopa ‘id.’ κτλ.). Υποκατηγορία του δεύτερου σημασιολογικού χώρου είναι η γλώσσα της αράς, στην οποία θα γίνει ειδική αναφορά στην ανακοίνωση. Τα συγκεκριμένα ταμπού εξετάζονται στο συγκριτικό πλαίσιο της ινδοευρωπαϊκής με υλικό προερχόμενο, εκτός από την ελληνική, κατά κύριο λόγο από τη σανσκριτική, τη λατινική και τη χεττιτική.
Αναφορές Bonfante, G. 1939. “Études sur le tabou dans les langues indo-‐européennes”, Mélanges de linguistique
offerts à Charles Bally, 195-‐207. Γενεύη. Cohen, Y. 2002. Taboos and the prohibitions in Hittite society. A study of the Hittite expression natta āra
(‘not permitted’). Heidelberg. Havers, W. 1946. Neuere Literatur zum Sprachtabu. Βιέννη. Meillet, A. 1958 [1906]. “Quelques hypothèses sur des interdictions de vocabulaire dans les langues
indo-‐européennes”, Linguistique historique et linguistique générale, 280-‐91. Παρίσι. Parker, R. 1983. Miasma. Pollution and purification in early Greek religion. Οξφόρδη. Watkins, C. 1975. “La désignation indo-‐européenne du ‘tabou’”, Langues, discours, société. Pour Emile
Benveniste, 208-‐14. Παρίσι. Willi, A. (ed.). 2002. The language of Greek comedy. Οξφόρδη.
Παρασκευή 20.4, 16:00-‐16:30, Αμφ. ΙΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Θανάσης Γιάνναρης Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών [email protected]
Εναντιωματικοί δείκτες με το ‘καλά’ στη Μεσαιωνική και Πρώιμη Νέα Ελληνική: παράγοντες μεταβολής και γραμματικοποίησης
Στο ευρύτερο πλαίσιο της διαχρονικής θεώρησης των εναντιωματικών προτάσεων στη Μεσαιωνική και Πρώιμη Νέα Ελληνική η παρούσα ανακοίνωση θα επικεντρωθεί στη διερεύνηση της εμφάνισης και εξέλιξης των δεικτών με το επίρρημα ‘καλά’. Ειδικότερα, θα μας απασχολήσουν περιπτώσεις όπως:
α) ‘καλά και’ (καλά και αδέν εδύνετο, αντρεύτ’ όσ’ εμπόρει, Ριμάδα Απολλωνίου 1352, 26 – 14ος αι.)
β) ‘αν καλά και’ (αν καλά και με το κορμί ξεχωρίζεται από αυτούς, αμή με το πνεύμα θέλει είσθαι, Βαρλαάμ και Ιωάσαφ 150 – 16ος αι.)
γ) ‘αγ(<αν)καλά’ και (ζητοῦντες αὐτοὺς τὸ κατάστιχον …, ἀγκαλὰ καὶ νὰ μἠν εἶχον μετ’ αὐτῶν, Μπενιζέλου Ιστορία, σ.1790, 36 -‐17ος αι.)
Η διαχρονική έρευνα των εναντιωματικών δομών της Ελληνικής, με λιγοστές εξαιρέσεις (όπως οι επισημάνσεις του Jannaris 1897 ή η ανάλυση των Karantzola & Kalokerinos 2005), δεν έχει απασχολήσει συστηματικά μέχρι τώρα. Ο στόχος της προσέγγισής μας έχει δύο κατευθύνσεις: 1) με δεδομένη την απουσία μελετών, να παρουσιάσει μια πληρέστερη εικόνα της διαχρονικής πορείας των εναντιωματικών δομών με το ‘καλά’·∙ 2) να συμβάλει στην κατανόηση των μηχανισμών μεταβολής που λειτούργησαν προσδιορίζοντας τα διαχρονικά στάδια εξέλιξης.
Ως προς τον πρώτο στόχο, η εξέλιξη των σχετικών δεικτών θα ενταχθεί στο πλαίσιο της διαχρονικής τυπολογίας των εναντιωματικών δομών (βλ. König 1985, Haspelmath & König 1998). Ως προς τον δεύτερο στόχο, θα συζητηθεί το ενδεχόμενο μιας διαχρονικής ερμηνείας στη βάση της γλωσσικής επαφής με ρομανικές γλώσσες (Ιταλικά και Γαλλικά) και, σε σύνδεση με αυτό, η διαδικασία γραμματικοποίησης των σχετικών δεικτών. Αν και η εμφάνισή τους τεκμηριώνεται επαρκώς αναγόμενη σε επαφή (κατά τους Heine & Kuteva 2005, Markopoulos 2015), το γεγονός ότι τα στοιχεία ‘και’ και ‘αν’, που συναποτελούν τους δείκτες, είχαν ήδη εναντιωματική λειτουργία στην Ελληνική, επηρεάζει την περαιτέρω εξέλιξη των δεικτών, οδηγώντας τη μεταβολή σε μια δεύτερη φάση. Σε αυτή σταθεροποιείται η χρήση του δείκτη ‘αγκαλά και’, ενώ ο τρόπος που λαμβάνει χώρα η αλλαγή συνηγορεί υπέρ της ‘δομικής’ (constructional) προσέγγισης στη γραμματικοποίηση (Traugott & Trousdale 2013). Επομένως, η διαχρονική πορεία των υπό εξέταση δεικτών περιλαμβάνει περισσότερους παράγοντες (επαφή – μεταβολές εντός δομικών σχημάτων χρήσης) που δρουν σε περισσότερα από ένα στάδια.
Αναφορές Haspelmath, M. & E. König (1998): “Concessive conditionals in the languages of Europe”. Στο J. van der
Auwera (ed.), Adverbial Constructions in the Languages of Europe, σσ. 593-‐640. Berlin: Mouton de Gruyter.
Heine, B. & T. Kuteva (2005): Language Contact and Grammatical Change. Cambridge: CUP. Jannaris, A. (1897/1968): An Historical Greek Grammar. London: MacMillan. Karantzola, E. & A. Kalokerinos (2005): Discourse markers of opposition in Early Modern Greek. Στο Ε.
Jeffreys & Μ. Jeffreys (εκδ.), Neograeca Μedii Aevi , σσ. 179-‐196. Oxford: University of Oxford. König, E. (1985): “On the history of concessive connectives in English. Diachronic and synchronic
evidence”. Lingua 66, 1-‐19. Markopoulos, Th. (2015): “Contuct-‐induced Grammaticalization in older texts”. Στο A. Smith, G.
Trousdale & R. Waltereit (εκδ.), New Directions in Grammaticalization Research, σσ. 209-‐230. Amsterdam: John Benjamins Publishing Company.
Traugott, E. & G. Trousdale (2013): Constructionalization and Constructional Changes. Oxford: Oxford University Press.
Παρασκευή 20.4, 13:30-‐14:00, Αμφ. ΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Ρέα Δελβερούδη Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών [email protected]
Από τον Σοφιανό στον Τριανταφυλλίδη: Για μια ιστορία των γραμματικών της νέας ελληνικής
Μια αρκετά διαδεδομένη στους κύκλους των ελλήνων γλωσσολόγων δοξασία είναι ότι τουλάχιστον μέχρι το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα η περιγραφή της νέας ελληνικής (ΝΕ) δεν έγινε με τον συστηματικό και ενδελεχή τρόπο που παρατηρείται για άλλες γλώσσες, διότι οι πνευματικές δυνάμεις των μελετητών της σπαταλήθηκαν στις διενέξεις γύρω από το γλωσσικό ζήτημα. Η δοξασία αυτή ελέγχεται, ωστόσο, αφενός από το γεγονός ότι, όπως είναι γνωστό, οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές του γλωσσικού ζητήματος (π.χ. Κοραής, Ψυχάρης, Χατζιδάκις, Τριανταφυλλίδης) παρήγαγαν θεμελιώδη έργα της ελληνικής γραμματικογραφίας και αφετέρου από τα ποσοτικά δεδομένα που αφορούν την παραγωγή γραμματικών της ΝΕ, ελληνόγλωσσων και ξενόγλωσσων. Πράγματι, η καταλογογράφηση των γραμματικών της ΝΕ που συντάχθηκαν ή εκδόθηκαν από τα μέσα του 16ου έως τα μέσα του 20ού αιώνα έχει δώσει, μέχρι στιγμής, έναν αριθμό γραμματικών που υπερβαίνει τους 100 τίτλους.
Στην ανακοίνωση αυτή θα παρουσιάσουμε τις πηγές, τη μέθοδο που ακολουθείται και τα ερευνητικά προβλήματα που παρουσιάζονται κατά την καταγραφή και κριτική αποτίμηση των γραμματικών της ΝΕ, από τη γραμματική του Νικόλαου Σοφιανού (περ. 1550) έως τη γραμματική του Μανόλη Τριανταφυλλίδη (1941). Στόχος του ερευνητικού προγράμματος Oι γραμματικές της νέας ελληνικής. Από τον Σοφιανό στον Τριανταφυλλίδη, που χρηματοδοτήθηκε αρχικά (2016-‐2017) από τον ΕΛΚΕ του ΕΚΠΑ, και που βρίσκεται σε εξέλιξη, είναι η συγκεντρωτική παρουσίαση των γραμματικών της ΝΕ, μέσα από:
α. τη δημιουργία μιας βραχείας λίστας των σημαντικότερων γραμματικών της ΝΕ (έως τα μέσα του 20ού αιώνα) και τη συγγραφή περιγραφικών δελτίων γι’ αυτές, προς δημοσίευση στην ευρωπαϊκή βάση δεδομένων CTLF (βλ. http://ctlf.ens-‐lyon.fr)
β. την όσο το δυνατόν πληρέστερη καταλογογράφηση των γραμματικών της ΝΕ (ως τα μέσα του 20ού αι.) και τη δημιουργία μιας δυναμικής ιστοσελίδας συνδεδεμένης με το CTLF
γ. τη ψηφιοποίηση όσων γραμματικών δεν είναι ακόμα ψηφιοποιημένες και τη μετατροπή των γραμματικών της βραχείας λίστας σε μορφή κειμένου.
Μια βιβλιογραφία, όπως έχει τονίσει ο Φίλιππος Ηλιού (1997 και 2005) δεν είναι η απλή, στατική απεικόνιση μιας κατάστασης, αλλά πηγή ερωτημάτων, απαντήσεων και επιχειρημάτων. Ειδικότερα, μια βάση δεδομένων των γραμματικών της ΝΕ, σε ελεύθερη πρόσβαση για την ερευνητική κοινότητα, μπορεί να γίνει εργαλείο για την παραγωγή πρωτότυπης έρευνας στον χώρο της ιστορίας των γραμματικών και, γενικότερα, της ιστορίας των ιδεών για την ελληνική γλώσσα, γιατί πέρα από τις χρηστικές πληροφορίες που θα παρέχει, από τη μελέτη της μπορεί να αναδυθεί σειρά ερευνητικών ερωτημάτων όπως: Σε ποιες γλώσσες γράφτηκαν οι πρώτες γραμματικές της ΝΕ και σε ποιους απευθύνονταν; Σε ποιες περιόδους εμφανίζεται μεγαλύτερη πύκνωση των εκδόσεων; Σε ποιες και από ποιες γλώσσες μεταφράζονται οι γραμματικές; Οι μεταφράσεις είναι πιστές; Ποιοι είναι οι στόχοι των συγγραφέων και των μεταφραστών; Ποια η στάση τους ως προς το γλωσσικό ζήτημα; Ποιες οι τυπολογικές επιλογές τους; Υπάρχει διαφοροποίηση της προτεινόμενης τυποποίησης ανάλογα με την περίοδο έκδοσης ή τη γλώσσα συγγραφής; Ενδεχόμενη διαφοροποίηση αντιστοιχεί σε γλωσσική αλλαγή ή αποτελεί ιδεολογική επιλογή του συγγραφέα; Σε ποια επίπεδα γλωσσικής ανάλυσης επιμένουν οι συγγραφείς; κ.ο.κ.
Πέμπτη 19.4, 16:30-‐17:00, Αίθουσα Τελετών, Παλαιό Κτίριο
Ιφιγένεια Δόση, Μαρία Μαρτζούκου, Δέσποινα Παπαδοπούλου, Ίλια Παπαφιλίππου, Κατερίνα Πούλιου Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης [email protected]
Η συμβολή του λεξιλογίου στην ανάπτυξη της μορφοσύνταξης και του γραμματισμού
Τα τελευταία χρόνια η έρευνα στη γλωσσική κατάκτηση εστιάζει στην ανάδειξη της συσχέτισης ανάμεσα στην ανάπτυξη του λεξιλογίου και της γραμματικής. Κάποιες μελέτες υποστηρίζουν ότι η ανάπτυξη του λεξιλογίου και της γραμματικής υπόκειται σε διαφορετικούς μηχανισμούς μάθησης (Garraffa, 2017·∙ Paradis & Genesee, 1996). Από την άλλη πλευρά, άλλες έρευνες τόσο στη μονόγλωσση όσο και στη δίγλωσση ανάπτυξη καταδεικνύουν ότι το λεξιλόγιο και η γραμματική αναπτύσσονται παράλληλα και ότι η ανάπτυξη του λεξιλογίου οδηγεί σε ανάπτυξη της μορφοσύνταξης και του γραμματισμού (Swanson et al., 2008˙ Lee, 2011˙ Nassaji, 2006).
Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι να ελέγξει, μέσω πειραματικών δεδομένων και μιας ειδικά σχεδιασμένης γλωσσοδιδακτικής παρέμβασης, εάν το λεξιλόγιο, η γραμματική και ο γραμματισμός είναι τομείς αλληλένδετοι στη δίγλωσση ανάπτυξη και εάν η ενίσχυση του λεξιλογίου οδηγεί και στη βελτίωση της μορφοσύνταξης και του γραμματισμού.
Ειδικότερα, στην παρούσα έρευνα συμμετείχαν 20 πρόσφυγες, μη φυσικοί ομιλητές της ελληνικής, ηλικίας 15-‐18 ετών. Οι μισοί από αυτούς, εκτός από τα μαθήματα ελληνικών που παρακολουθούν, έλαβαν μέρος και σε ένα δίμηνο πρόγραμμα εκμάθησης βασικού λεξιλογίου (2 ώρες την εβδομάδα). Στη διδακτική παρέμβαση για το λεξιλόγιο αξιοποιήθηκαν ποικίλες τεχνικές διδασκαλίας, όπως οπτικο-‐κινητικές στρατηγικές, χρήση της μορφολογικής δομής των λέξεων, οικογενειών λέξεων, του συμφραστικού πλαισίου κ.ά. (Ekiaka Nzai & Reyna, 2014˙ Nation, 2001˙ Schmitt, 2007).
Προκειμένου να ελεγχθεί η αποτελεσματικότητα της διδακτικής παρέμβασης, εξετάστηκε μέσω ειδικά σχεδιασμένων πειραματικών έργων το εκφραστικό λεξιλόγιο, η μορφοσυντακτική ικανότητα, καθώς και η ικανότητα ανάγνωσης και γραφής όλων των συμμετεχόντων πριν (προ-‐δοκιμασίες) και μετά (μετα-‐δοκιμασίες) τη διδακτική παρέμβαση.
Τα πρώτα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι μαθητές που δέχτηκαν την παρέμβαση είχαν καλύτερες επιδόσεις στις μετα-‐δοκιμασίες τόσο σε σχέση με τις προ-‐δοκιμασίες όσο και συγκριτικά με τους μαθητές που δεν συμμετείχαν στο πρόγραμμα διδασκαλίας του λεξιλογίου. Συνεπώς, φαίνεται να επιβεβαιώνεται η διασύνδεση ανάμεσα στην ανάπτυξη του λεξιλογίου, της μορφοσύνταξης και του γραμματισμού, ενώ διαφαίνεται ότι η ενίσχυση της λεξιλογικής ανάπτυξης βελτιώνει τόσο τις λεξιλογικές όσο και τις μορφοσυντακτικές ικανότητες καθώς και το επίπεδο γραμματισμού των δίγλωσσων παιδιών.
Αναφορές Ekiaka Nzai V., & Reyna C. (2014). Teaching English Vocabulary to Elementary Mexican American
Students in South Texas: Some Responsive Modern Instructional Strategies, Journal of Latinos and Education, 13(1), 44-‐53.
Garraffa, M. (2017). Grammar as a Maturationally Controlled Behaviour: Minimality in Development and Impairment. Biolinguistics, 11.
Lee, J. (2011). Size matters: Early vocabulary as a predictor of language and literacy competence. Applied Psycholinguistics, 32(1), 69-‐92.
Nassaji, H. (2006). The relationship between depth of vocabulary knowledge and L2 learners' lexical inferencing strategy use and success. The Modern Language Journal, 90, 387-‐401.
Nation, P. (2001). Learning Vocabulary in Another Language. Cambridge: Cambridge University Press. Paradis J., & Genesee F. (1996). Syntactic acquisition in bilingual children: Autonomous or
interdependent? Studies in Second Language Acquisition, 18, 1-‐25. Schmitt, N. (2007). Current perspectives on vocabulary teaching and learning. Στο J. Cummins (Επιμ.),
Kluwer handbook of English language teaching (σελ. 827-‐841). Norwell, MA: Springer.
Σάββατο 21.4, 12:30-‐13:00, Αμφ. ΙΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Αγγελική Ευθυμίου Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης [email protected]
Ο ρόλος των προθημάτων στον σχηματισμό των ρημάτων στη νέα ελληνική γλώσσα
Στην ελληνική γλώσσα η προθηματοποίηση αποτελεί παραγωγική διαδικασία σχηματισμού λέξεων και πολλά έχουν γραφτεί κυρίως για το ζήτημα της σχέσης της με τη σύνθεση (βλ., μεταξύ άλλων, Αναστασιάδη-‐Συμεωνίδη 1986, Γιαννουλοπούλου 2000, Ράλλη 2005, Dimela & Melissaropoulou 2009). Τα νεοελληνικά παραγωγικά προθήματα εμφανίζουν ποικίλα χαρακτηριστικά (π.χ. πολυσημία, μειωμένη σημασιολογική διαφάνεια, κ.ά.), τα οποία δεν έχουν ακόμα μελετηθεί επαρκώς στο σύνολό τους, αν και τα τελευταία χρόνια έχει εκπονηθεί ικανός αριθμός μελετών για κάποια από αυτά (βλ. ενδεικτικά Χατζιδάκις 1914, Mendez-‐Dosuna 1997, Delveroudi & Vassilaki 1999, Καραντζόλα & Γιαννουλοπούλου 2000, Ευθυμίου 2002, Ralli 2004, Efthymiou, Fragaki & Markos 2015). Στο άρθρο αυτό εξετάζεται ο σχηματισμός ρημάτων με προθηματοποίηση στην κοινή νεοελληνική (π.χ. απο-‐συντονίζω, υπο-‐λειτουργώ, περι-‐κυκλώνω, κατα-‐ληστεύω, συν-‐υπογράφω). Η δομή του άρθρου έχει ως εξής: Στο πρώτο μέρος γίνεται συνοπτική αναφορά στις θεωρητικές προσεγγίσεις για την προθηματοποίηση. Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζονται τα προθήματα (π.χ. περι-‐κυκλώνω, κατα-‐ληστεύω) και τα προθηματοειδή στοιχεία (π.χ. κουτσο-‐τρώω, ψευτο-‐διαβάζω) που συμμετέχουν στην παραγωγή των νεοελληνικών ρημάτων και δίνονται στοιχειώδεις πληροφορίες για τα σημασιολογικά τους χαρακτηριστικά. Τέλος, στο τρίτο μέρος γίνεται σύγκριση της διαδικασίας της προθηματοποίησης με αυτή της επιθηματοποίησης. Διαπιστώνεται ότι στο πεδίο των παράγωγων ρημάτων τα προθήματα είναι περισσότερα από τα επιθήματα και ότι οι διαδικασίες της προθηματοποίησης και επιθηματοποίησης συνδέονται μεταξύ τους με σχέση συμπληρωματικότητας. Τα δεδομένα της έρευνας αντλούνται από λεξικά της νεοελληνικής (Λεξικό της Κοινής Νέας Ελληνικής 1998, Αντίστροφο Λεξικό της Νέας Ελληνικής 2002, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας 2002).
Αναφορές Αναστασιάδη-‐Συμεωνίδη, Α. 1986. Η νεολογία στην Κοινή Νεοελληνική. Θεσσαλονίκη. Γιαννουλοπούλου, Γ. 2000. Μορφοσημασιολογική σύγκριση παραθημάτων και συμφυμάτων στα Νέα
Ελληνικά και τα Ιταλικά. Διδ. Διατριβή. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Delveroudi, R. & S. Vassilaki 1999. Préfixes d’intensité en grec moderne : para-‐, kata-‐, poly-‐ et olo-‐. In A.
Deschamps & J. Guillemin-‐Fleischer (eds.), Les opérations de détermination. Actes du Colloque de Linguistique de l’ UFE. Paris: Ophrys: 149-‐167.
Dimela, E. & D. Melissaropoulou. 2009. On Prefix like Adverbs in Modern Greek. In A. Ralli (ed.), Patras Working Papers in Linguistics. Special Issue: Morphology 1: 72-‐94.
Ευθυμίου, Α. 2002. Σημασιολογικές παρατηρήσεις για τα νεοελληνικά προθήματα ξε-‐, εκ-‐, απο-‐, Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα 22: 199-‐209.
Efthymiou, A. Fragaki ,G. & Markos A. 2015. Exploring the meaning and productivity of a polysemous prefix. The case of the Modern Greek prepositional prefix para-‐. Acta Linguistica Hungarica 62.4: 447-‐476
Καραντζόλα, Ε. & Γ. Γιαννουλοπούλου. 2000. Σημασιολογία στην παραγωγή και τη σύνθεση στην πρώιμη νεοελληνική. Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα 20: 193-‐202.
Mendez-‐Dosuna, J. 1997. Fusion, Fission and Relevance in Language Change: De-‐univerbation in Greek Verb Morphology. Studies in Language 21(3): 577-‐612.
Ralli, A. 2004. Stem-‐based versus Word-‐based Morphological Configurations: The Case of Modern Greek Preverbs. Lingue e Linguaggio 2004 (2): 269-‐302.
Ράλλη, Α. 2005. Μορφολογία. Αθήνα: Πατάκης.
Σάββατο 21.4, 16:30-‐17:00, Αμφ. ΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Κωνσταντίνα Ηλιοπούλου, Θωμαΐς Ρουσουλιώτη Πειραματικό Σχολείο ΑΠΘ, Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας ΑΠΘ [email protected], [email protected]
Στάσεις και απόψεις εκπαιδευτικών για την εναλλακτική αξιολόγηση στη διδασκαλία της δεύτερης ή ξένης γλώσσας: πορίσματα έρευνας
Η συγκριτική οπτική ανάμεσα στον σκοπό, τους στόχους και τις διαδικασίες υλοποίησης των μαθησιακών στόχων της γλωσσικής διδασκαλίας και στη μορφή και τις τεχνικές της εναλλακτικής αξιολόγησης, κάνει προφανές το επιχείρημα ότι η εναλλακτική αξιολόγηση ανταποκρίνεται στην παιδαγωγική αντίληψη που προβάλλεται από το Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς για τις Γλώσσες (Council of Europe, 2017). Η υιοθέτηση τεχνικών εναλλακτικής αξιολόγησης δεν προϋποθέτει απόρριψη των παραδοσιακών τεχνικών. Αντίθετα, προτείνεται ως ένας τρόπος συλλογής ποιοτικών στοιχείων σχετικά με την επίδοση και την πρόοδο των μαθητών συνδεόντας την αξιολόγηση με τη μαθησιακή διαδικασία (Fulcher, 2013: 69). Λόγω, μάλιστα, των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της περιορίζει τον ανταγωνισμό και βοηθά να εξασφαλίζεται ισότητα στη μαθησιακή διαδικασία, εφόσον ο κάθε μαθητής αξιολογείται ως άτομο,στοιχείο ιδιαίτερα σημαντικό σε ένα πολυπολιτισμικό και πολυγλωσσικό σχολικό περιβάλλον.
Στο πλαίσιο αυτό η μελέτη των απόψεων και των στάσεων των εκπαιδευτικών σε σχέση με την εναλλακτική και όχι μόνο αξιολόγηση του μαθητή προβάλει αναγκαία, καθώς τα αποτελέσματα ερευνών καταδεικνύουν πως οι πεποιθήσεις των εκπαιδευτικών αναφορικά με τη διδασκαλία και τη μάθηση επηρεάζουν σημαντικά τόσο τη διδακτική διαδικασία όσο και την επίδοση των μαθητών (Calveric, 2010; Woyessa et al., 2005). Με έμφαση, μάλιστα, στους διδάσκοντες της γλώσσας, σύμφωνα με τους Richard και Rodgers (Richard & Rodgers, 2001), το ακαδημαϊκό προφίλ των εκπαιδευτικών σε θέματα αξιολόγησης ενέχει καθοριστικό ρόλο στις αξιολογικές πρακτικές που υιοθετούν. Συνακολούθως, ο εγγραμματισμός των εκπαιδευτικών σε θέματα αξιολόγησης επιτυγχάνεται μέσα από τη μελέτη της φύσης και της δομής των διαμορφωθέντων αντιλήψεών τους (Borko et al., 1997). Άρα, υπάρχει δυνατότητα αλλαγής και/ή βελτίωσης των αξιολογικών πρακτικών τους.
Η παρούσα εργασία έχει ως σκοπό τη βιβλιογραφική και ερευνητική διερεύνηση των στάσεων και αντιλήψεων των ελλήνων εκπαιδευτικών που διδάσκουν μαθήματα γλώσσας σε διαπολιτισμικά σχολεία σχετικά με την εναλλακτική αξιολόγηση. Αναλυτικότερα, ο παραπάνω σκοπός αποτυπώνεται στους εξής στόχους:
• Να αναδειχτούν οι αντιλήψεις των διδασκόντων μαθήματα γλώσσας σε διαπολιτισμικά σχολεία της επικράτειας εκπαιδευτικών σχετικά με την εναλλακτική αξιολόγηση.
• Να διερευνηθεί ο βαθμός ενημέρωσής τους σε θέματα εναλλακτικής αξιολόγησης.
• Να εξεταστεί η σχέση της ενημέρωσής τους με τις στάσεις τους απέναντι στην εναλλακτική αξιολόγηση.
• Να προσδιοριστούν παράγοντες που σχετίζονται με θετικές στάσεις απέναντι στην εναλλακτική αξιολόγηση.
Για τον σκοπό αυτό συντάχθηκε και διανεμήθηκε ερωτηματολόγιο ανίχνευσης στάσεων και απόψεων υποκειμένων.
Στο πλαίσιο αυτό: α) διερευνώνται οι γνώσεις και οι αντιλήψεις των συμμετεχόντων στην έρευνα εκπαιδευτικών σε σχέση με την αναγκαιότητα ή μη της εναλλακτικής αξιολόγησης καθώς και η γνωστική ή μη επάρκειά τους ως προς τις μορφές της, β) εξετάζονται οι τάσεις τους να ανταποκρίνονται ευμενώς ή δυσμενώς αναφορικά με την έννοια της εναλλακτικής αξιολόγησης και γ) ανιχνεύονται από τις απαντήσεις τους οι προσωπικές πρακτικές στις οποίες καταφεύγουν όσοι εφαρμόζουν την εναλλακτική αξιολόγηση στην τάξη τους.
Πέμπτη 19.4, 20:30-‐21:00, Αίθουσα Τελετών. Παλαιό Κτίριο
Μαρία Θεοδωροπούλου, Άγγελος Λουκάς, Γιώργος Πατεράκης ΑΠΘ [email protected], [email protected], [email protected]
ΤΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ: Μια μεταφορά και οι επιπτώσεις της
Στη διεθνή βιβλιογραφία η μεταφορά ΤΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ έχει μελετηθεί είτε αυτή καθεαυτή (π.χ. Bergh 2011) είτε στο πλαίσιο της υπερώνυμης μεταφοράς ΤΑ ΑΘΛΗΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ (π.χ. Rafaelli & Katunar 2016) με έμφαση στη συζήτηση που διεξάγεται στο πλαίσιο της γνωσιακής γλωσσολογίας για τη φύση της μεταφοράς και τις γλωσσικές πραγματώσεις της (π.χ. Lakoff & Johnson 1980·∙ Fauconnier & Turner 2002·∙ Kövecses 2010). Στην ανακοίνωση χρησιμοποιούμε δεδομένα από την αναμετάδοση κρίσιμων στιγμών της ποδοσφαιρικής διοργάνωσης EURO 2004, ανακοινώσεις αθλητικών συλλόγων, πρωτοσέλιδα εφημερίδων και σχόλια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, για να διερευνήσουμε τη λειτουργικότητα αυτής της μεταφοράς, την κινητοποίησή της καθώς και τις επιπτώσεις της.
Αναφορές Bergh, G. 2011. Football is war: A case study of minute-‐by-‐minute football commentary. Veredas 2:83-‐93.
Ειδικό τεύχος: Metáfora na linguagem e no Pensamento. Dancygier, Β. & Ε. Sweetser. 2014. Figurative Language. Cambridge: Cambridge University Press. Fauconnier, G. & M. Turner. 2002. The Way We Think. Νέα Υόρκη: Basic Books. Kellet, P. 2002. Football-‐as-‐War, Coach-‐as-‐General: Analogy, Metaphor and Management Implications.
Football Studies 5(1): 60-‐76. Kövecses, Ζ. 2010. Metaphor: A Practical Introduction. Οξφόρδη: Oxford University Press. Lakoff, G. & M. Johnson. 1980. Metaphors We Live By. Chicago: The University of Chicago Press. Lakoff, G. 1991. Metaphor and war: The metaphor system used to justify war in the Gulf. Peace Research
23: 25-‐32. Lavric, E., Pisek, G., Skinner A. & W. Stadler, επιμ. 2008. The Linguistics of Football. Tübungen: Gunter Narr. Ruiz de Mendoza Ibáñez, F. J. & A. G. Masegosa. 2014. Cognitive Modelling. Amsterdam/ Philadelphia:
John Benjamins. Raffaelli, I. & D. Katunar. 2017. A Discourse Approach to conceptual metaphors: A corpus-‐based analysis of
sports discourse In Croatian. Studia Linguistica Universitatis Iagellonicae Cracoviensis 133:125-‐147.
Σάββατο 21.4, 10:00-‐10:30, Αμφ. ΙΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α
Μαρία Ιακώβου, Αλεξάνδρα Ανδρούσου
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών [email protected], [email protected]
Τάξεις γλωσσικής υποστήριξης Μαμάδων (ΤαΜαμ): Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΩΣ ΔΕΥΤΕΡΗ ΓΛΩΣΣΑ ΣΕ ΕΙΔΙΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΗ
Πάνω από 46.000 άτομα, σύμφωνα με στοιχεία της Διεθνούς Αμνηστείας (Απρίλιος 2017), βρίσκονται υπό το καθεστώς του πρόσφυγα παγιδευμένα στην ηπειρωτική Ελλάδα, με το 1/3 από αυτούς να είναι ενήλικες με διαφορετικές δυνατότητες πρόσβασης στην εκπαίδευση των μητρικών τους γλωσσών (από αναλφάβητοι μέχρι απόφοιτοι ακαδημαϊκών τμημάτων) και ανάμεσά τους ένα σημαντικό ποσοστό να είναι γυναίκες με μηδενική έως ελάχιστη πρόσβαση σε οποιοδήποτε πρόγραμμα εκπαίδευσης είτε στη μητρική είτε στην Ελληνική ως δεύτερη γλώσσα.
Από τον Οκτώβριο του 2016 το ΥΠΠΕΘ έχει αρχίσει την εφαρμογή ενός προγράμματος εκπαίδευσης για τα παιδιά των προσφύγων στις δομές της τυπικής εκπαίδευσης. Από τον Δεκέμβριο του 2017 ιδρύθηκαν τυπικά νηπιαγωγεία εντός των δομών φιλοξενίας των προσφύγων. Σε αυτό το πλαίσιο προτάθηκε και υλοποιείται ένα πιλοτικό πρόγραμμα, το «ΤαΜαμ», για την εκμάθηση της Ελληνικής από μητέρες των οποίων τα παιδιά φοιτούν στο Νηπιαγωγείο, το οποίο λειτουργεί εντός της ανοικτής δομής υποδοχής του Ελαιώνα υπό την παιδαγωγική εποπτεία του ΤΕΑΠΗ. 15 γυναίκες παρακολουθούν καθημερινά επί 2 ώρες (10 ώρες εβδομαδιαίως) σε χώρο παρακείμενο του προγράμματος τυπικής εκπαίδευσης των παιδιών τους γλωσσικά μαθήματα με στόχο την ανάπτυξη ενός λειτουργικού γραμματισμού (functional literacy) στην Ελληνική που θα τους επιτρέψει μέσα από ένα ελάχιστο επίπεδο επάρκειας (Α1, σύμφωνα με το Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς για τις Γλώσσες (2001) και την Εργαλειοθήκη του Συμβουλίου της Ευρώπης για τους πρόσφυγες) στη γλώσσα-‐στόχο, να λειτουργήσουν και να επιβιώσουν κάτω από ιδιαίτερα πιεστικές συνθήκες.
Στην ανακοίνωση αυτή, θα παρουσιαστούν ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία του προγράμματος που βρίσκεται υπό εξέλιξη τόσο σε σχέση με τον σχεδιασμό και την ανάπτυξη του Αναλυτικού Προγράμματος που δημιουργήθηκε για να καλύψει τις ανάγκες των συγκεκριμένων προφίλ μαθητριών (γυναίκες με χαμηλό γραμματισμό στις Γ1, μητέρες με παιδιά ήδη ενταγμένα σε σύστημα τυπικής εκπαίδευσης για την Ελληνική ως Γ2), όσο και του διδακτικού υλικού που χρησιμοποιήθηκε και των πρώτων μαθησιακών αποτελεσμάτων στα οποία οδήγησε. Μέσα από την αξιολόγηση αυτών των στοιχείων, στόχος είναι να καταφανούν τα σημεία στα οποία το πρόγραμμα αυτό λειτουργεί ενισχυτικά στην κατεύθυνση της ενδυνάμωσης (empowering) των μαθητριών με την ένταξή τους σε ένα οργανωμένο πλαίσιο συστηματικής εκμάθησης της γλώσσας και των λειτουργιών της, αλλά και προσαρμογής των διδασκουσών στους ιδιαίτερους ρόλους που επιβάλλει η γλωσσική διδασκαλία στο συγκεκριμένο κοινό και περιβάλλον. Απώτερος στόχος είναι να εντοπιστούν καλές γλωσσικές πρακτικές (good language practices) οι οποίες θα βοηθήσουν το πεδίο της Ελληνικής ως Δεύτερης Γλώσσας κάτω από αυτές τις ειδικές συνθήκες υλοποίησής του να αποφέρει τα επιθυμητά για όλους τους επωφελούμενους (διδασκόμενους και διδάσκοντες) αποτελέσματα και να συμβάλει στη μελέτη της μαθησιακής ικανότητας ενός πληθυσμού για τον οποίο δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία στη βιβλιογραφία (Τarone et al. 2009).
Αναφορές Εργαλειοθήκη του Συμβουλίου της Ευρώπης για ενήλικες πρόσφυγες (διαθέσιμη στον ιστότοπο
www.coe.int/lang-‐refugees)
Παρασκευή 20.4, 20:30-‐21:00, Αμφ. ΙΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Ευάγγελος Ιντζίδης Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών [email protected]
Εκπαιδεύοντας στα κειμενικά είδη: Δομές της ισχύος και διαδικασίες παραγωγής και διαπραγμάτευσης νοήματος
Η παρούσα ανακοίνωση συζητά τη γλωσσική αγωγή στο δημοτικό σχολείο από την άποψη της ένταξης των κειμενικών ειδών στο πρόγραμμα σπουδών καθώς και στα εκπαιδευτικά υλικά. Οι Halliday και Ηasan (1989) διερευνώντας τις λεξικογραμματικές επιλογές του γλωσσικού χρήστη έθεσαν το ζήτημα της συσχέτισης των κειμενικών δομών με τις κοινωνικές δομές. Πρόκειται, στην προσέγγιση της παρούσας ανακοίνωσης, για έναν συσχετισμό που αφορά τη διερεύνηση όχι μόνον του κειμένου εντός κειμενικών και κοινωνικών δικτύων -‐ όπως τίθεται στην Κριτική Ανάλυση Λόγου (Fairclough 2000) κυρίως στην Ιστορική της Προσέγγιση (Wodak & Meyer 2002, Wodak 2006) -‐ αλλά και των κειμενικών δομών με τις δομές ισχύος. Ο Κress (1990, 2003) αναφέρεται στις δομές ισχύος ως δομές ενεργοποίησης των διαδικασιών παραγωγής και ανάγνωσης των κειμένων. Έτσι, από τη μια η κοινωνική στροφή στη γλώσσα συγκροτεί τη διερεύνηση τρόπων μέσω των οποίων η σκοπιμότητα των γλωσσικών χρήσεων δεν είναι άμοιρη της εκπαιδευτικής πολιτικής ενώ από την άλλη η γλωσσική στροφή στο κοινωνικό επιδιώκει να διερευνήσει την εκπαιδευτική γλωσσική πολιτική ως ένταξη της γλωσσικής χρήσης στην εργαλειακή της ιστορικότητα.
Αυτή η διπλοκατευθυντική στροφή μας προσφέρει ευρήματα για το πώς οι τρόποι ισχύος στη σχολική τάξη σχετίζονται με τη διδασκαλία των κειμενικών ειδών (Martin 1997) και ειδικότερα πώς οι παιδαγωγικοί βηματισμοί (Janks 2000) ρυθμίζουν τις επιλογές των μαθητών/τριών στην παραγωγή και διαπραγμάτευση του νοήματος μέσω των κειμενικών δομών. Στην ανακοίνωση θα παρουσιαστούν και θα αναλυθούν κείμενα που έχουν παραγάγει οι μαθητές/τριες της τρίτης και πέμπτης τάξης του δημοτικού σχολείου σε σχέση με τις δοσμένες ασκήσεις των εκπαιδευτικών υλικών και τις ρητές στοχεύσεις του προγράμματος σπουδών. Με την ανάλυση αυτή καθίστανται αναγνωρίσιμες ως κανονιστικές ρυθμίσεις που, ενώ φαίνεται ότι ενεργοποιούν στα παιδιά την επιλογή λεξικογραμματικών πόρων, κυρίως ενεργοποιούν την προσαρμογή τους στη δομή του κειμενικού είδους, όπως προκρίνεται από τη θεσμική κατανομή της ισχύος στο εκπαιδευτικό σύστημα δίχως να λαμβάνονται υπόψη οι κοινωνικές δομές των κειμενικών χρήσεων.
Αναφορές Fairclough, N. 2000. Multiliteracies and language: orders of discourse and intertextuality. Στο Cope, B. & M.Kalantzis (eds) . Multiliteracies, Literacy Learning and the Design of Social Futures. Λονδίνο:
Routledge, 162 – 182. Janks, H. 2000. «Domination, Access, Diversity and Design:a synthesis for critical literacy education ».
Educational Review, Vol. 52 (2): 175 – 186. Halliday, M. A. K., Hasan, R. 1989. Language, Context, and Text: Aspects of Language in a Social-‐semiotic
Perspective. Oξφόρδη: Oxford University Press. Kress, G. 1990. Critical discourse analysis. Annual review of applied linguistics [W.Grabe, Ed.], Vol. 11,
pp. 84–99. Kress, G. 2003. Γλωσσικές Διαδικασίες σε Κοινωνικοπολιτισμική Πρακτική. Μτφρ. Ε.Γεωργιάδη. Αθήνα:
Σαββάλας. Martin, J.R. 1997. Analyzing genre: functional parameters. Στο Christie, F.& J.R.Martin (eds).1997. Genre
and Institutions: Social Process in the Workplace and School. Λονδίνο: Cassell: Wodak, R. & Meyer, M. (eds.) 2002. Methods of Critical Discourse Analysis. Λονδίνο: Sage. Wodak, R. 2006. Mediation between discourse and society: Assessing cognitive approaches. Discourse
Studies, 8(1), 179-‐190.
Σάββατο 21.4, 17:30-‐18:00, Αμφ. ΙΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α
Άννα Ιορδανίδου, Γεώργιος Σέργης Πανεπιστήμιο Πατρών, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών [email protected], [email protected]
Νεοελληνική ορθογραφία: μελέτη λαθών και ζητήματα διδασκαλίας
Η εργασία μας στόχο έχει, μέσω της διερεύνησης των ορθογραφικών λαθών των φοιτητών υποψήφιων δασκάλων στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας, να αναδείξει τα προβλήματα στη διδασκαλία της ορθογραφίας στην υποχρεωτική εκπαίδευση. Το ορθογραφικό είναι μία από τις πτυχές του γλωσσικού ζητήματος που απασχόλησε τη χώρα μας για αρκετούς αιώνες, οπότε και τυπικά λύθηκε το 1976 με τη συνταγματική αναγνώριση της δημοτικής και την εισαγωγή της Γραμματικής Τριανταφυλλίδη στην εκπαίδευση, όπου περιέχεται ρύθμιση της νεοελληνικής ορθογραφίας με διατήρηση σε γενικές γραμμές της ιστορικής ορθογραφίας αλλά και με πρακτικές απλοποίησης («απλοποιημένη ιστορική ορθογραφία»), καθώς και απλογράφηση των δανείων από άλλες γλώσσες. Ωστόσο, οι αντιλογίες σε ορθογραφικά ζητήματα δεν έπαψαν ποτέ να υφίστανται και αποτυπώνονται ακόμα και σε σύγχρονες λεξικογραφικές περιγραφές (βλ. για αναλυτική παρουσίαση και σχολιασμό Κακριδή-‐Φερράρι, 2008).
Μια γενικά διαδεδομένη άποψη (βλ. Θεοδωροπούλου & Παπαναστασίου, 2001) είναι ότι η πλειονότητα των ορθογραφικών λαθών αφορά την ιστορική ορθογραφία. Το ερώτημα που τίθεται στην παρούσα εργασία είναι αν η άγνοια της ιστορικής γραφής (που συνήθως συνιστά αδυναμία συσχέτισης με το θέμα και τη σημασία της λέξης και αναγωγής στην κατάλληλη οικογένεια λέξεων) αποτελεί μεμονωμένο φαινόμενο και συνδέεται με ελλιπή διδασκαλία και πρακτική εξάσκηση ή αν αναδεικνύει γενικότερα το έλλειμμα γνώσης των κανόνων ρύθμισης της νεοελληνικής ορθογραφίας της Γραμματικής Τριανταφυλλίδη (που ισχύουν και στη σύγχρονη σχολική γραμματική).
Η καταγραφή των ορθογραφικών λαθών σε γραπτά φοιτητών που φοιτούν σε Παιδαγωγικά Τμήματα Δημοτικής Εκπαίδευσης και η κατηγοριοποίησή τους ανάλογα με το αν αφορούν την ιστορική γραφή (λάθη στα προθήματα και στα επιθήματα ή/και στο θέμα της λέξης) ή τη γραφή των δανείων (σε περιπτώσεις αναγνωρίσιμων ξένης προέλευσης λέξεων, όπως μπίρα, πάρτι, τρένο) αποσκοπεί στον έλεγχο της υπόθεσης για μη συστηματική διδασκαλία των κανόνων ρύθμισης της νεοελληνικής ορθογραφίας στην υποχρεωτική εκπαίδευση.
Αναφορές Θεοδωροπούλου, Μ. & Παπαναστασίου, Γ. (2001). Το γλωσσικό λάθος. Στο Α.-‐Φ. Χριστίδης (επιμ.) & Μ.
Θεοδωροπούλου (συνεργ.), Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα (σ. 199-‐205). Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κακριδή-‐Φερράρι, Μ. (2008). Ορθογραφικές μεταρρυθμίσεις: τάσεις και αντιστάσεις. Στο Μ. Θεοδωροπούλου (επιμ.), Θέρμη και φως. Αφιερωματικός τόμος στη μνήμη του Α.-‐Φ. Χριστίδη (σ. 365-‐383). Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Παπαναστασίου, Γ. (2008). Νεοελληνική ορθογραφία: Ιστορία, θεωρία, εφαρμογή. Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη].
Σετάτος, Μ. (1991). Τα γλωσσικά λάθη και η αντιμετώπισή τους. Φιλόλογος, 63, σ. 17-‐39. Τριανταφυλλίδης, Μ. (1965). Άπαντα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Γλωσσικό ζήτημα και
γλωσσοεκπαιδευτικά. Ορθογραφικά-‐παιδαγωγικά (7ος τόμος). Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη].
Πέμπτη 19.4, 20:00-‐20:30, Αίθουσα Τελετών, Παλαιό Κτίριο
Alexis Kalokerinos, Sandy Giannadaki University of Crete [email protected]
Charting the natural way to Grice’s non-‐natural meaning in several dimensions
If we put aside Grice’s rationalistic (anti-‐empiricist) philosophical credo, there is no compelling reason not to include his non-‐natural meaning (mnn) in the products of mechanisms rooted in animal (namely, human) biology for dealing with representational information processing in situations of communication among conspecifics (see e.g. Millikan 1984, 2004, 2005; Sperber 2000, Origgi & Sperber 2001, Sperber et al. 2010, Sperber & Wilson 2015; Kalokerinos 2008, in press).
Humans are granted (a) a fully-‐fledged Theory of Mind, (b) mnn handling, and (c) language. Though (b) is evidently made possible in the context of (a) – and indeed (b) is a resulting sub-‐case of (a) – the relationship between these species-‐specific (autapomorphic) capabilities ((a) and (b) on the one hand, and (c) on the other) is far from clear. Since both ToM and mnn processing require high-‐order (meta)representation and therefore, most probably, recursion, this is a property they share with language (cf. Hauser, Chomsky & Fitch 2002; Corballis 2011). But merely having a common property does not instantly lead to an explanation from an evolutionary or a developmental perspective.
Nevertheless, on the basis of comparative evidence from animal behavior, there are meaningful ways to narrow the gaps in a narrative of the evolutionary emergence of Grice’s meta-‐intentions that are constitutive of mnn. This would amount to tracing a possible evolutionary path from behavior tuning, to behavior prediction on the perceptual basis of behavior-‐readers, to behavior prediction on a conceptual basis (of goals/intention recognition and attribution) of elementary mind-‐readers, and on to behavior prediction through explanation of folk-‐psychology equipped humans, the latter having language as an indispensable tool (cf. Dennett 1995; Cheney & Seyfarth 2007; Tomasello 2008, 2014; Fitch 2010; Andrews 2012).
In this paper we shall restrict ourselves to charting the dimensions that are called up in order to trace such a possible path under various disciplinary perspectives, namely the dipoles propositional vs. non-‐propositional, representational vs. non-‐representational, rational vs. non-‐rational, conscious vs. non-‐conscious, conceptual vs. procedural, conceptual vs. perceptual (Giannadaki 2018). Though these dipoles largely appear to range in two columns, a general schematic bipolarization is somewhat futile and misleading. Elucidating some of these notions in their interrelationship may clear some of the ground needed to arrive at a more comprehensive account of mnn, and so gain a clearer idea of the expected workings of the mechanisms that interface with the stricto sensu language processor.
Admittedly, Grice’s mnn is at least one of the possible ways to form and retrieve meaning in linguistic communication, especially if we consider the possibility of dual extra-‐linguistic meaning-‐processing mechanisms, both of which interface with the language processing system (for dual ToM mechanisms, see Nichols & Stich 2003; Goldman 2006, 2012; for fast and frugal bounded-‐rationality mechanisms, see Gigerenzer & Selten 2001). This in turn might help us gain a more circumscribed idea of our theoretical expectations from the language processor, and thus of a substantial part of the architecture of human cognition (see e.g. Carruthers 2006; Reinhart 2006; Jackendoff 2002, 2007, 2010; Fodor 1983, 2008), though in this paper we will not venture quite that far.
Σάββατο 21.4, 16:30-‐17:00, Αμφ. ΙΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Μαρία Καμηλάκη Βιβλιοθήκη της Βουλής [email protected]
Λόγια στοιχεία και λεξικογραφικές πρακτικές: Συγκριτική ανάλυση τριών μονόγλωσσων λεξικών της νέας ελληνικής
Η διάκριση λόγιου/μη λόγιου επιπέδου ύφους, αν και αποτελεί διάχυτο και συστηματικό φαινόμενο της νέας ελληνικής που απορρέει από τη συγχώνευση σε αυτή δύο διακριτών γλωσσικών παραδόσεων, της λόγιας και της δημώδους, παραμένει ένα από τα πλέον υπο-‐ερευνημένα με χρηστικά κριτήρια πεδία γλωσσολογικής ανάλυσης. Ακόμη περισσότερο, η έλλειψη ευρέως αποδεκτού θεωρητικού πλαισίου αναφοράς, καθώς και σχετικών μελετών οι οποίες να στηρίζονται στις αρχές της γλωσσολογίας σωμάτων κειμένων δυσχεραίνει την τεκμηριωμένη και συνολική οριοθέτηση της συγχρονικής παρουσίας του χαρακτηριστικού [+/-‐λόγιο], γεγονός που έχει άμεσες επιπτώσεις στη λεξικογραφική πρακτική.
Με αφετηρία την ποικιλότητα με την οποία αντιμετωπίζονται τα λόγια στοιχεία σε τρία από τα πλέον έγκριτα μονόγλωσσα λεξικά της νέας ελληνικής (ΛΚΝ, ΛΝΕΓ, ΧΛΝΓ), στόχος της παρούσας ανακοίνωσης είναι να πραγματοποιήσει μια συγκριτική αποτίμηση της λεξικογράφησης των λόγιων τύπων α) σε επίπεδο μακροδομής (π.χ. λημματογράφηση -‐ αυτόνομη ή μη -‐ λεξημάτων, πολυλεκτικών σχηματισμών, ειδικών λεξιλογίων, νεολογισμών κ.ά., αποφάσεις του λεξικογράφου αναφορικά με την ένταξή τους (ή μη) στη standard γλώσσα κ.ά.), και β) σε επίπεδο μικροδομής: ορθογραφία, παράθεση ετυμολογικής ή/και μορφολογικής πληροφορίας, διαβάθμιση με λεξικογραφικούς χαρακτηρισμούς (usage labels) ανάλογα με το είδος κειμένου (π.χ. διοικητικό, επιστημονικό, λογοτεχνικό), τα χρηστικά και υφολογικά κριτήρια (π.χ. γραπτότητα, επισημότητα, απόσταση), τις στάσεις (π.χ. ειρωνικό, χιουμοριστικό) κ.ά., τοποθετήσεις περί «ορθότητας» (π.χ. αμφισβητούμενη χρήση) ή μαρκαρίσματος (markedness) κ.ο.κ.
Αναφορές Αναστασιάδη-‐Συμεωνίδη, Ά. 2008. Λεξικογραφία και χρηστικά σημάδια. Πρακτικά του 8ου Διεθνούς
Συνεδρίου Ελληνικής Γλωσσολογίας, 601-‐615. Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Τμήμα Φιλολογίας. Αναστασιάδη-‐Συμεωνίδη, Ά. & Α. Φλιάτουρας. 2004. Το χαρακτηριστικό [+/λόγιο] στη νέα ελληνική:
ορισμός και ταξινόμηση. Greek linguistics-‐Proceedings of the 6th International Conference on Greek Language, 110-‐120. Ρέθυμνο: Πανεπιστήμιο Κρήτης.
Hartman, R. R. K. 2001. Teaching and Researching Lexicography. Harlow: Longman. Jackson, H. 2002. Lexicography: An Introduction. London: Routledge. Καμηλάκη, Μ. 2009. Tα λόγια στοιχεία στη νεανική επικοινωνία: κοινωνιο-‐πραγματολογική διερεύνηση
της ποικιλίας [± λόγιο] στον γραπτό λόγο νεαρών ομιλητών της νέας ελληνικής. Αδημοσίευτη Διδακτορική Διατριβή, Ε.Κ.Π.Α.
Kiefer, F. & P. van Sterkenburg. 2003. Design and production of monolingual dictionaries. Στο P. van Sterkenburg (επιμ.), A Practical Guide to Lexicography, 350-‐365. Amsterdam: John Benjamins.
Landau, S. I. 1989. Dictionaries: The art and craft of lexicography. Cambridge: Cambridge University Press.
Ξυδόπουλος, Γ. 2008. Λεξικολογία. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη. Σετάτος, Μ. 2011. Γλωσσικό αίσθημα και κοινή νεοελληνική. ΜΕΓ 31: 432-‐454. Sinclair, J. 2003. Corpora for lexicography. Στο P. van Sterkenburg (επιμ.), A Practical Guide to
Lexicography, 167-‐178. Amsterdam: John Benjamins. Tseronis, A. & A. Iordanidou. 2009. Modern Greek Dictionaries and the Ideology of Standardisation. Στο
A. Georgakopoulou & M. Silk (επιμ.), Standard Languages and Language Standards: Greek, Past and Present, 167-‐185. London: Ashgate.
van Sterkenburg, P. 2003. ‘The’ dictionary: Definition and history. Στο P. van Sterkenburg (επιμ.), A Practical Guide to Lexicography, 3-‐17. Amsterdam: John Benjamins.
Παρασκευή 20.4, 16:30-‐17:00, Αμφ. ΙΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Πηνελόπη Καμπάκη Βουγιουκλή Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης [email protected]
Απόψεις και συμπεριφορές μελών λαογραφικών συλλόγων προς τις διαλέκτους και τα ιδιώματα της νέας ελληνικής: Μια εμπειρική μελέτη
Η αξιοποίηση της ντοπιολαλιάς στη γλωσσική διδασκαλία κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος τα τελευταία χρόνια στο εξωτερικό. Στην Ελλάδα υπάρχει κάποια αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος αλλά τα σχολικά εγχειρίδια φαίνεται να μην υποστηρίζουν τη διδασκαλία τέτοιων γλωσσικών μορφών, διαφορετικών από την ΚΝΕ. Ερευνητικά αποτελέσματα δείχνουν ότι οι καθηγητές της ΜΕ φαίνονται να είναι αρνητικοί σε τέτοιου είδους προσεγγίσεις και παρουσιάζουν υψηλό βαθμό προκατάληψης (Μαγαλιού, Λ. 2000). Αντίθετα, οι φοιτητές της φιλολογίας φαίνεται να έχουν μια θετικότερη άποψη (συγγραφέας και Α. Μάρκος 2014). Όμως, από όσο γνωρίζω, δεν υπάρχει μελέτη που να εξετάζει την άποψη των μέσων ανθρώπων, των μη άμεσα εμπλεκομένων στην διδασκαλία, η οποία είναι πολύ σημαντική κι αξίζει να ερευνηθεί. Πριν όμως προχωρήσουμε σε τυχαίο δείγμα, ενδιαφέρον θα ήταν να δούμε και το κατά πόσον η ενασχόληση με δημοτικούς χορούς και τραγούδια επηρεάζει τη συμπεριφορά απέναντι στα ιδιώματα και τις διαλέκτους. Έτσι στην παρούσα έρευνα συμμετείχαν 300 άνδρες και γυναίκες από διαφορετικές ηλικιακά και μορφωτικά ομάδες, όλοι/ες μέλη λαογραφικών και χορευτικών συλλόγων της βόρειας Ελλάδας -‐κυρίως Λύκεια Ελληνίδων, Μικρασιάτες και Εβρίτες-‐ από τους οποίους ζητούμε να μας πουν πόσες διαλέκτους/ιδιώματα της νέας ελληνικής καταλαβαίνουν ή/και μιλούν και σε ποιο βαθμό, καθώς κι αν θεωρούν ότι η ενασχόλησή τους με τους δημοτικούς χορούς και τα τραγούδια μέσα στο πλαίσιο των λαογραφικών-‐χορευτικών ομίλων, τους βοήθησε να εξοικειωθούν με αυτές τις μορφές της γλώσσας μας. Τα ερωτήματα της έρευνας αφορούν τους πιθανούς συσχετισμούς και αλληλεπιδράσεις ηλικίας, μορφωτικού επιπέδου και προηγούμενης γνώσης διαλεκτικών μορφών της γλώσσας σε σχέση με το βασικό ερώτημα που είναι προσωπική, υποκειμενική άποψη των συμμετεχόντων/συμμετεχουσών για το εάν και μέχρι ποίου σημείου η συμμετοχή τους στους συγκεκριμένους ομίλους συνεισέφερε ώστε να απενοχοποιήσουν μέσα τους διαλεκτικές μορφές της γλώσσας. Στην πιλοτική έρευνα με 80 ερωτηματολόγια από την περιοχή της Θράκης και με μόνο ερώτημα εάν θεωρούν ότι η συμμετοχή σε συλλόγους ενθαρρύνει τη χρήση των διαλέκτων στη συνείδησή τους, κατέδειξε μία συντριπτική πλειοψηφία υπέρ της άποψης αυτής. Όμως δεν είχαμε συμπεριλάβει ερωτήματα που αφορούν τη χρήση του ιδιώματος στην κατανόηση ή/και στην παραγωγή ούτε φυσικά τους συσχετισμούς και τις αλληλεπιδράσεις που εξετάζονται στην παρούσα έρευνα. Τα δεδομένα είναι ακόμη σε επεξεργασία.
Αναφορές Drettas G.2000. Η ποντιακή διάλεκτος και η χρησιμότητά της στην παιδαγωγική της σύγχρονης
ελληνικής. Στο Χριστίδης Α.Φ., Αραποπούλου Μ., Γιανουλοπούλου Γ.(επιμ.), Η Ελληνική Γλώσσα και οι Διάλεκτοί της, Αθήνα: Κέντρο Ελλ. Γλ., 35-‐42 ERIC-‐HE Digests–College Outcomes Assessment.
Μαγαλιού, Λ. 2000. Γλωσσικές προκαταλήψεις των εκπαιδευτικών: θεωρητική και εμπειρική έρευνα. Θεσσαλονίκη, Αφοι Κυριακίδη.
Καμπάκη Βουγιουκλή Πηνελόπη και Χρυσύλα Δούρου Χ.2015. Το γλωσσικό ιδίωμα του Σουφλίου: Γλωσσικές συμπεριφορές μαθητών Λυκείου σε εκπαιδευτικό περιβάλλον. Στο Μ. Τζακώστα (Επιμ.), Η διδασκαλία των νεοελληνικών γλωσσικών ποικιλιών και διαλέκτων στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση: Θεωρητικές προσεγγίσεις και διδακτικές εφαρμογές. Αθήνα: Gutenberg, 95-‐116.
Καμπάκη Βουγιουκλή Πηνελόπη και Μάρκος A. 2014. Aυτοαξιολόγηση της γνώσης διαλέκτων/ ιδιωμάτων από φοιτητές της φιλολογίας με τη χρήση της ράβδου. In G. Kotzoglou et al.(eds),2014, Selected Papers of the 11th Int. Conference on Greek Linguistics, Rhodes: University of the Aegean, 645-‐657.
Σάββατο 21.4, 19:30-‐20:00, Αμφ. ΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Άννα Καμπανάρου Πανεπιστήμιο Κρήτης [email protected]
Άναρθρες Ονοματικές Φράσεις της Ελληνικής: εξετάζοντας τη σχέση αριθμού και αναφοράς
Στην παρούσα ανακοίνωση επιχειρείται η συντακτική ανάλυση των Άναρθρων Ονοματικών Φράσεων, ΑΟΦ1 (Bare Noun Phrases) της Ελληνικής, ενδεικτικά παραδείγματα των οποίων είναι τα παρακάτω. Για τους σκοπούς της ανάλυσης αξιοποιούνται αφενός σύγχρονα μοντέλα που αφορούν την γενικότερη κατασκευή της Ονοματικής Φράσης (ΟΦ) (Borer 2005, Heycock & Zamparelli 2005) και αφετέρου στοιχεία από θεωρίες που εξετάζουν το θέμα των ΑΟΦ από σημασιολογική ή/και συντακτική σκοπιά (λ.χ. Longobardi 1994, Chierchia 1998, Espinal & McNally 2011, Dobrovie-‐Sorin & Beyssade 2012).
1. Ο Γιάννης είναι γιατρός. 2. Ο Γιάννης χτίζει σπίτι. 3. Τρώω αβγά/κρέας. Δεν είμαι vegan. 4. Ήρθαν φοιτητές στο γραφείο και συζητήσαμε για το πρόγραμμα που
μου είπες. Αρχικά γίνεται μία σύντομη παρουσίαση της κατανομής των ΑΟΦ κατά
την οποία περιγράφονται τόσο τα χαρακτηριστικά των ίδιων των φράσεων όσο και των κατηγορημάτων που τις νομιμοποιούν. Τα δεδομένα αυτά προκρίνουν την υιοθέτηση του μοντέλου των Heycock & Zamparelli (2005) με ορισμένες προσαρμογές. Έτσι προτείνεται μία δομή βασιζόμενη σε προβολές που σχετίζονται με τον Αριθμό (Number), καθεμία από τις οποίες συνεπάγεται διαφορετική δήλωση (denotation) ή, ορθότερα, ποσοτικοποίηση (quantification). Πιο συγκεκριμένα, για τις ΑΟΦ υποστηρίζεται ότι δεν πρόκειται για προβολές ενός και μόνο επιπέδου, όπως απαιτούσε η παλιότερη βιβλιογραφία (Longobardi 1994, Chierchia 1998). Αντίθετα, προτείνεται ότι η κατηγορηματική χρήση των ΑΟΦ (1) συνεπάγεται προβολή μέχρι το λεξικό επίπεδο και δήλωση ιδιότητας. Επιπλέον οι ΑΟΦ που ως αντικείμενα των ρημάτων φαίνονται να είναι σημασιολογικά ενσωματωμένα σε αυτά (2) θεωρούνται προβολές της Φράσης Πλήθους (Plurality Phrase). Επίσης η ασθενώς ποσοτικοποιημένη (κατά Milsark 1977) δήλωση των ΑΟΦ, που εμφανίζεται στην πλειονότητα των ορισματικών χρήσεων, είτε σε θέσεις αντικειμένου (3), είτε υποκειμένου (4), θεωρείται παραγόμενη στο ανώτερο επίπεδο της Φράσης Αριθμού (Number Phrase). Τέλος, υποστηρίζεται ότι στο ανώτατο επίπεδο της Φράσης Προσδιοριστικού Δείκτη (Determiner Phrase), όπου εξασφαλίζεται η ισχυρή ποσοτικοποίηση, δεν προβάλλονται κατά κανόνα οι ΑΟΦ, εκτός εάν ανεξάρτητοι λόγοι κινητοποιούν την προβολή της φράσης αυτής.
Συμπερασματικά, με αφορμή τις ΑΟΦ οδηγούμαστε στην υπόθεση ύπαρξης ενός φάσματος αναφορικότητας, το οποίο κυμαίνεται από τη δήλωση της ιδιότητας ως την οριστικότητα η οποία συναγάγεται από την ισχυρή ποσοτικοποίηση. Πάνω σε αυτό το φάσμα μπορούν να τοποθετηθούν όλα τα πιθανά ορίσματα των κατηγορημάτων, συμπεριλαμβανομένων και όσων συνοδεύονται από ρητό προσδιοριστή.
Αναφορές Borer, H. (2005). Structuring Sense, Vol. I: In Name Only. Oxford: Oxford University Press. Chierchia, G. (1998). Reference to kinds across languages. Natural Language Semantics 6: 339–405. Dobrovie-‐Sorin, C. & C. Beyssade (2012). Bare Noun Phrases. In C. Dobrovie-‐Sorin & C. Beyssade (eds.)
Redefining Indefinites. Dordrecht: Springer, 31-‐93. Espinal, M. T. & L. McNally (2011). Bare nominals and incorporating verbs in Spanish and Catalan.
Journal of Linguistics 47: 87-‐128.
1 Ο όρος συμπεριλαμβάνει όλες τις ΟΦ που δεν συνοδεύονται από κάποιον ρητό προσδιοριστή.
Παρασκευή 20.4, 13:30-‐14:00, Αμφ. ΙΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α
Ioanna Kappa University of Crete [email protected]
Factors determining the quality of epenthetic vowels in the Cretan dialect
Vowel epenthesis is attested cross-‐linguistically and it is one of the strategies employed in a given language for the repair of marked or language-‐specific unacceptable structures, e.g. onset clusters as in Temiar (Itô, 1989:252), or complex final coda as in Irish (Carnie, 1994:95). Vowel epenthesis is also common in loanword phonology, e.g. in cases of non-‐native clusters adaptation (Yun, 2016). The epenthetic vowel may be fixed (default), e.g. [i] as in Lebanese Arabic (Hall, 2011:1581), or its quality may be conditioned by the phonological context, e.g. in Winnebago an [Obstruent+Sonorant] cluster is simplified via the insertion of vowel which copies the quality of the following (post-‐Sonorant) vowel (Davis & Baertsch, 2012:10).
The aim of the present study is to explore the factors which determine the quality of the epenthetic vowel(s) in the native and non-‐native (borrowings from Turkish) words of the Cretan dialect. Our data are drawn from Pagalos (1955:183-‐5) as well as from informants. In the native words of Cretan dialect an epenthetic vowel is attested in Coda (1) or breaks up [Obstruent+Sonorant] clusters (2-‐4) resulting in unmarked CV-‐syllable structures.
Cretan dialect Gloss 1) /xér.sos/ [çéri.sos] ‘uncultivated 2) /xlimidró/ [çilimidró] ‘nicker’ 3) /áxna/ [áçina] ‘steam, breath’ 4) /δraxmí/ [δraxumí] ‘drachma’ In the loanwords from Turkish epenthesis of a high vowel [i] or [u]
occurs in order to repair ill-‐formed CC medial sequences (5), which are unsyllabifiable within the phonology of the dialect (Author, 2006).
5) Turkish Cretan dialect Gloss a) katmér [katiméri] a species of flower b) damlá damulás stroke/apoplexy We argue that, in both native and borrowed words, the epenthetic
vowel is underspecified as [+high]. In Coda position (1) is realized by default as a high, front [i]. In the cases of epenthesis in clusters, there is an asymmetry in the determination of the quality of epenthetic vowel. In the native words the [+high] vowel shares the PLACE specification of the Sonorant member of the cluster, i.e. it is realized as [i] before a CORONAL Sonorant (2, 3) or as [u] before a LABIAL one (4). In the borrowed words (5) the epenthetic vowel receives the [±back] value of the following stressed vowel (stress-‐dependent backness harmony, Author 2006). The dialectal data also show that insertion is favoured over deletion, resulting in preservation of underlying segmental material.
Αναφορές Author. 2006. Loanword Adaptations in the (west) Cretan Dialect. Proceedings of the 2nd International
Conference of Modern Greek Dialects and Linguistic Theory, (eds.) M. Janse, B. Joseph &Α. Ralli. Patras University Press: Patras. 142-‐155.
Carnie, Andrew. 1994. ‘Whence Sonority. Evidence from Sonority in Modern Irish’. MIT Working Papers in Linguisitics 21, Papers on Phonology and Morphology, 81-‐108.
Davis, Stuart and Karen Baertsch. 2012. Formal versus Functional Explanation for a Universal Theory of Syllable Structure: The Case of Vowel Epenthesis in Winnebago. Journal of Universal Language 13(2). 7-‐34.
Hall, Nancy. 2011. ‘Vowel Epenthesis’. In M. van Oostendorp, C.J. Ewen, E. Hume and K. Rice (eds.), The Blackwell Companion to Phonology, 1576-‐1596. Wiley-‐Blackwell
Itô, Junko.1989. ‘A Prosodic Theory of Epenthesis’. Natural Language and Linguistic Theory 7. 217-‐259. Πάγκαλος, Γεώργιος. 1955. Περί του γλωσσικού ιδιώματος της Κρήτης (τόμος Α΄). Αθήνα. Yun, Suyeon, 2016. A Theory of Consonant Cluster Perception and Vowel Epenthesis. Doctoral dissertation. MIT.
Πέμπτη 19.4, 18:30-‐19:00, Αίθουσα Τελετών, Παλαιό Κτίριο
Eleni Karantzola Konstantinos Sampanis University of the Aegean [email protected], [email protected]
On the έσ(τ)οντας syntactic constructions and semantic functions in Early Modern Greek
In texts of Early Modern Greek (EMG, i.e. from 15th c. -‐ 17th c.) we encounter the forms έστοντας or έσοντας (éstondas / ésondas, roughly meaning ‘being’). These forms belong to the verbal category that is either called “gerund” (Manolessou 2005) or “converb” (Moser 2006, cf. also Haspelmath 1995). In his Grammar of vernacular Greek of the 16th c., Sofianos designates this form as the sole “participle” of the verb είμαι ‘I am’ (Vernant 1990, 52).
From the Standard Modern Greek (SMG) point of view, the έσ(τ)οντας forms, which are obsolete in modern language, exhibit the following peculiarity: Although they could be used as “regular” converbs similarly to SMG όντας (óndas), they frequently occur along with a number of phrasal markers such as the coordinating conjunction και (in its function as a complementizer) or the mood particle να or both jointly. In this case the construction έσ(τ)οντας + adjoined marker function as a subordinator of temporal (ex. 1), causative or concessive clauses (2) (cf. Χαλβατζιδάκη 2013).
(1) Τώρα οι Ρωμάνοι, έστοντας και εφύγασιν οι στασιασταί εις την χώραν
μέσα και εκαίγουντα και όλοι οι τόποι τριγύρου του ιερού, εμπάσαν εις τον ναόν τες παντιέρες (Χαρτ. Πόλ. 224)
‟And now the Romans, once the insurgents started going to the land and all places around the sanctuary were burning, they placed their flags into the temple.”
(2) Τον εμέμφετον προς τούτοις πως, έστοντας και ήτον αδελφός της
μητρός του [...], τον επαίδευσεν έτσι σκληρά [...] (Χαρτ. Αρχ. 29v) “(He) blamed him with regard to the fact that, although he was a
brother of his mother,…he belabored him so hard…” The paper traces the attestations of έσ(τ)οντας in EMG and provides a
typology of its syntactic and semantic properties. Αναφορές Haspelmath, Martin (1995): “The converb as a cross-‐linguistically valid category”. In Haspelmath, M. &
Konig, E. (eds), Converbs in Cross-‐Linguistic Perspective. Berlin:Mouton de Gruyter, 1–55. Manolessou, Io. 2005: “From participles to gerunds”. In M. Stavrou and A. Terzi (eds.) Advances in Greek
Generative Syntax. Amsterdam and Philadelphia, 241 – 84. Moser, Amalia. 2006. “The Greek form in -‐ontas: a study in converbiality, temporality, aspectuality and
finiteness”. Glossologia 17: 43-‐67. Χαλβατζιδάκη, Μ. 2013. «Δημώδης απόδοση της Ιουδαϊκής Αρχαιολογίας και του Ιουδαϊκού Πολέμου
του Φλάβιου Ιώσηπου (1ος αι. μ.Χ.) από τον Μανουήλ Χαρτοφύλακα (16ος αι. μ.Χ.): Έκδοση του κειμένου – Φιλολογική και γλωσσική επιμέλεια». Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Αιγαίου.
Vernant, Μ. 1990. “La Grammaire de Nicolas Sophianos. Transcription diplomatique du manuscript gr. 2592 de la Bibliothèque nationale et établissement du texte”. Mεταπτ. εργ. INALCO.
Παρασκευή 20.4, 12:30-‐13:00, Αμφ. ΙΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α
Γεωργία Κατσούδα Ακαδημία Αθηνών katsouda@academyofath
ens.gr
Το ιδίωμα της Σκύρου σε αρχειακές πηγές (αρχές 16ου αι.-‐μέσα 19ου αι.)
Η μελέτη των αρχειακών πηγών είναι ιδιαίτερα σημαντική για την ιστορική γλωσσολογία και τη διαλεκτική ετυμολογία και λεξικογραφία. Τέτοιου είδους έγγραφα (π.χ. διαθήκες, συμβόλαια κτλ.), παρότι γράφτηκαν σε επίσημο ύφος, αποτελούν πρωτότυπα κείμενα συνταγμένα σε συγκεκριμένο χρόνο και συγκεκριμένο τόπο, τα οποία, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, προσφέρουν πολύτιμες πληροφορίες τόσο για τη διαχρονική μελέτη ενός συγκεκριμένου γλωσσικού ιδιώματος όσο και για τη διαχρονική μελέτη ποικίλων διαδιαλεκτικών γλωσσικών φαινομένων (βλ. Μανωλέσσου 2003: 66, 68-‐69, πβ. Παντελίδης 2010: 465, Κατσούδα 2017).
Στην παρούσα ανακοίνωση θα παρουσιάσουμε σημαντικά φαινόμενα της φωνητικής, της μορφολογίας, της σύνταξης και του λεξιλογίου τα οποία χαρακτηρίζουν μέχρι και σήμερα το ιδίωμα της Σκύρου (π.χ. τσιτακισμός, απουράνωση, σχηματισμός αρσενικών ονομάτων σε -‐ες αντί σε -‐ος κ.ά., βλ. Κατσούδα 2012 & Κατσούδα υπό έκδοση) και μαρτυρούνται σε εκδεδομένες αρχειακές πηγές του νησιού (αρχές 16ου αιώνα έως και μέσα του 19ου αιώνα) (βλ. ενδεικτικώς Αντωνιάδης 1981-‐1982, Αντωνιάδης 1985, Αντωνιάδης 1987, Αντωνιάδης 1990-‐2000, Αντωνιάδης 2001-‐2003, Αντωνιάδης & Χείλαρης 1977-‐1986, Ατέσης 1969).
Αναφορές Αντωνιάδης, Ξ. 1981-‐1982. Σελίδες ἀπὸ τὴ βενετοκρατούμενη Σκύρο: Ἔγγραφα αἰτήματα τοῦ 1515.
Ἑταιρεία Εὐβοϊκῶν Μελετῶν 24: 166-‐218. Ἀντωνιάδης, Ξ. 1985. Δικαιοπρακτικὰ ἔγγραφα Σκύρου 17ου αἰ. Ἐπετηρὶς τοῦ Κέντρου Ἐρεύνης τῆς
Ἱστορίας τοῦ Ἑλληνικοῦ Δικαίου τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, 299-‐361, ἐν Ἀθήναις, Ἀκαδημία Ἀθηνῶν. Αντωνιάδης, Ξ. 1987. Ανθρωπωνυμικό σχεδίασμα Σκύρου 16ου αιώνα. Ονόματα 11: 43-‐50. Αντωνιάδης, Ξ. 1990-‐2000 (ἐπιμ.). Αρχείο Εγγράφων Σκύρου. Παράρτημα εφημερίδας Σκυριανά Νέα,
τεύχη 4-‐23 (φύλλα 149-‐159, φύλλα 161-‐171, φύλλα 184-‐194, φύλλα 196-‐205, φύλλα 207-‐216, φύλλα 218-‐228, φύλλα 230-‐240, φύλλα 242-‐253, φύλλα 254-‐263, φύλλα 265-‐276, φύλλα 277-‐288).
Αντωνιάδης, Ξ. (επιμ.). 2002-‐2003. Αρχείο εγγράφων Σκύρου. Σκυριανά Νέα, φύλλα 290-‐305, 308-‐309, 311-‐313, 315-‐316, 318-‐321.
Ἀντωνιάδης, Ξ. & Ἰ. Χείλαρης 1977-‐1986 (ἐπιμ.). Ἀρχεῖο ἐγγράφων Σκύρου. Ἀθῆνα: χ.έ. Ἀτέσης, Β. 1969. Ἐκκλησιαστικὰ Ἱστορικὰ Σημειώματα τῆς Σκύρου. Ἀθῆναι. Κατσούδα, Γ. (υπό έκδοση). Περιγραφή του ιδιώματος της Σκύρου: συμπεράσματα γλωσσοσυλλεκτικής
αποστολής Κατσούδα, Γ. 2012. Γλωσσική αποστολή στη νήσο Σκύρο (Σεπτέμβριος 2011). Αρχείο χειρογράφων του
ΚΕΝΔΙ-‐ΙΛΝΕ. Ακαδημία Αθηνών. Κατσούδα, Γ. 2017. Το Κυθηραϊκό ιδίωμα σε μη λογοτεχνικές πηγές του 16ου-‐19ου αιώνα. Μελέτες για
την Ελληνική Γλώσσα 37: 375-‐386
Παρασκευή 20.4, 16:30-‐17:00, Αμφ. ΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Γιώργος Κοτζόγλου Πανεπιστήμιο Αιγαίου [email protected]
Για τη γεγονοτική νησίδα στα ελληνικά
Οι ιδιότητες των συμπληρωματικών γεγονοτικών προτάσεων (1) είναι γνωστές στη βιβλιογραφία, με αρχή τη μελέτη των Kiparsky & Kiparsky (1970). Στη μελέτη εκείνη παρατηρήθηκε για πρώτη φορά μία σημαντική συντακτική ιδιαιτερότητα των γεγονοτικών σε σχέση με τις υπόλοιπες συμπληρωματικές·∙ το γεγονός ότι αποτελούν νησίδες στην εξαγωγή προσαρτήματος. (2)
(1) Θυμάμαι που έφυγες. (2) α. *Πότε θυμάσαι [που έφυγα ι]; β. Πότε είπες [ότι έφυγα ι]; Στην ελληνική βιβλιογραφία οι ιδιότητες των που-‐συμπληρωματικών
(γεγονοτικών) και οι διαφορές τους από τις υπόλοιπες ειδικές προτάσεις μελετήθηκαν αρχικά από τον Χριστίδη (1982). Οι Roussou (1992) και Varlokosta (1994) παρατήρησαν ότι οι ελληνικές γεγονοτικές προτάσεις διαφέρουν από τις αντίστοιχες αγγλικές κατά το ότι αποτελούν ισχυρές νησίδες, δηλαδή απαγορεύουν και την εξαγωγή ορίσματος (3) πέρα από την εξαγωγή προσαρτήματος, σε ορισμένες περιπτώσεις τουλάχιστον, και πρόσφεραν διαφορετικές μεταξύ τους ερμηνείες για τη συντακτική συμπεριφορά αυτή.
(3) *Ποιον μετάνιωσες [που κάλεσε ο Νίκος ι]; Η μελέτη τόσο της δομής των γεγονοτικών προτάσεων όσο και των
αιτίων της αντιγραμματικότητας των εξαγωγών από αυτές έχει αποτελέσει ξανά αντικείμενο πρόσφατων μελετών (π.χ. Roussou 2010, Gkritziou 2015) τα τελευταία χρόνια.
Στην παρούσα εργασία εξετάζουμε και εκ νέου το ζήτημα της εξαγωγής ερωτηματικο-‐αναφορικού στοιχείου από τις γεγονοτικές προτάσεις της ελληνικής υπό το πρίσμα των νέων θεωρητικών εξελίξεων στο μινιμαλιστικό πρότυπο περιγραφής. Πιο συγκεκριμένα α) εξετάζουμε το κατά πόσον η φύση των εν λόγω δομών ως νησίδων μπορεί να λάβει αμιγώς συντακτική ερμηνεία (με άλλα λόγια, το κατά πόσον μπορεί να αποδοθεί στη διαγραμματική θέση των προτάσεων αυτών ή στην εσωτερική τους δομή), β) συζητάμε το γεγονός ότι νησίδες στην εξαγωγή φράσης αποτελούν και προτάσεις στις οποίες η γεγονοτικότητα δεν προκύπτει από τον ΣΔ που αλλά από τη διεπίδραση μεταξύ του κατηγορήματος της υπερκείμενης πρότασης και της υποτεταγμένης (βλ. και Roussou 2010), και γ) επιχειρούμε να ερμηνεύσουμε την αιτία για την οποία η εξαγωγή από γεγονοτικές που αποτελούν συμπληρώματα διαφορετικών ειδών κατηγορημάτων της υπερκείμενης πρότασης οδηγεί συχνά σε διαφορετικές κρίσεις γραμματικότητας από τους φυσικούς ομιλητές (βλ. Varlokosta 1994).
Αναφορές Gkritziou, Catherine (2015) The syntactic analysis of Modern Greek factive pu-‐clauses. In Proceedings of
the second Postgraduate and Academic Researchers in Linguistics at York (PARLAY 2014) Conference. 14-‐41.
Roussou, Anna (1992) Factive complements and wh-‐movement in Modern Greek. UCL Working Papers in Linguistics 4: 123-‐147.
Roussou, Anna (2010) Selecting complementizers. Lingua 120: 582-‐603. Varlokosta, Spyridoula (1994) On the properties of pu-‐complements in Modern Greek. In Philippaki-‐
Warburton et al. (eds) Themes in Greek linguistics. Amsterdam: John Benjamins Publishing Company. 61-‐68.
Χριστίδης, Αναστάσιος-‐Φοίβος (1982) Ότι/πως – που: επιλογή δεικτών συμπληρωμάτων στα νέα ελληνικά: Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα 2: 113-‐177.
Παρασκευή 20.4, 18:30-‐19:00, Αμφ. ΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α
Vasiliki Koukoulioti, Roelien Bastiaanse Aristotle University of Thessaloniki, University of Groningen [email protected], University of Groningen [email protected]
Time Reference in Aphasia: Evidence from Greek Several studies have shown that individuals with aphasia (henceforth IwA) face more difficulties in the production of verb forms which refer to the past in comparison to forms which refer to the present (see Bastiaanse, 2013 for a review). Similar findings have been reported for Modern Greek (e.g. Nanousi et al., 2006; Stavrakaki & Kouvava, 2003; Varlokosta et al., 2006), although there is evidence for lack of dissociation (Fyndanis et al., 2012). Bastiaanse (2013), among others, has suggested that the deficit in referring to the past is due to the discourse linking required when referring to the past. The present study aims to further test this hypothesis, addressing the following research questions: 1) is reference to the past selectively impaired in Greek-‐speaking IwA? 2) is this deficit restricted to production?
We used a picture description task and a picture-‐to-‐sentence matching task. The material consisted of 18 verbs. 3 pictures were constructed for each verb depicting the action a) in progress, b) as completed and c) as about to be initiated. We tested the following tenses: present, present perfect, past perfective, past imperfective and future. 8 IwA (5 anomic, 2 agrammatic and one with Wernicke’s aphasia IwA, 1 female, mean age=52, mean years of education= 14) and 5 healthy controls (1 male, mean age= 55, mean years of education=13) were tested. In the picture description task, participants had to describe a picture completing a sentence introduced by a phrase which cued a specific tense. In the picture-‐to-‐sentence matching task participants heard a sentence and had to match it to one of two presented pictures.
The control subjects performed at ceiling in both tasks. Patients performed at ceiling in present tense, present perfect was the most impaired than all other tenses, whereas past perfective, past imperfective and future did not differ from each other. Moreover, tenses referring to the past (present perfect, past perfective and past imperfective merged) were more impaired than present tense and equally impaired to future. In comprehension the aphasic group performed at ceiling. The data suggest that reference to the past is impaired in language production in aphasia (even if the reference is expressed by forms with present morphology, like present perfect). We discuss the findings and their implications for accounts regarding inflection deficits in aphasia.
Αναφορές Bastiaanse, R. (2013). Why reference to the past is difficult for agrammatic speakers. Clinical linguistics
& phonetics, 27(4), 244-‐263. Fyndanis, V., Varlokosta, S., & Tsapkini, K. (2012). Agrammatic production: Interpretable features and
selective impairment in verb inflection. Lingua, 122(10), 1134-‐1147. Nanousi, V., Masterson, J., Druks, J., & Atkinson, M. (2006). Interpretable vs. uninterpretable features:
Evidence from six Greek-‐speaking agrammatic patients. Journal of Neurolinguistics, 19(3), 209-‐238. Stavrakaki, S., & Kouvava, S. (2003). Functional categories in agrammatism: Evidence from Greek. Brain
and Language, 86(1), 129-‐141. Varlokosta, S., Valeonti, N., Kakavoulia, M., Lazaridou, M., Economou, A., & Protopapas, A. (2006). The
breakdown of functional categories in Greek aphasia: Evidence from agreement, tense, and aspect. Aphasiology, 20(8), 723-‐743.
Παρασκευή 20.4, 12:00-‐12:30, Αμφ. ΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Ευάγγελος Κουρδής ΑΠΘ [email protected]
Η σύγχρονη γλωσσολογική και σημειωτική σκέψη στην Ελλάδα. Μια παράλληλη πορεία
Η συνεισφορά του Μιχάλη Σετάτου στη διάδοση της σύγχρονης γλωσσολογίας στη χώρα μας είναι ιδιαίτερα γνωστή. Λιγότεροι, ίσως, γνωρίζουν ότι συνέβαλε καθοριστικά στην εδραίωση της σημειωτικής ή σημειολογίας, όπως είναι περισσότερο γνωστός ο ερευνητικός αυτός χώρος στην Ελλάδα. Ο Σετάτος δίδαξε το μάθημα της σημειολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας ΑΠΘ, αποτέλεσε ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Σημειωτικής Εταιρίας αναλαμβάνοντας πρώτος Πρόεδρός της, για να κηρυχθεί στη συνέχεια Επίτιμος Πρόεδρός της. Μάλιστα, συνέχισε να συγγράφει σημειολογικές μελέτες ακόμη και μετά την αφυπηρέτησή του από το ΑΠΘ, συνεχίζοντας έτσι να εμπλουτίζει την ελληνόφωνη βιβλιογραφία της σημειωτικής, παράλληλα με τις γλωσσολογικές του μελέτες.
Δύσκολα κανείς μπορεί να αμφισβητήσει ότι οι δύο ερευνητικοί χώροι, της σύγχρονης γλωσσολογίας και της σημειολογίας, ακολούθησαν μια παράλληλη πορεία στην Ελλάδα επηρεασμένοι από τον ευρωπαϊκό-‐γαλλικό στρουκτουραλισμό, ο οποίος στηρίχθηκε στις διδαχές του Ferdinand de Saussure και ο οποίος θεωρείται πατέρας τόσο της σύγχρονης γλωσσολογίας όσο και της σημειολογίας. Όπως ο ίδιος ο Σετάτος (1977) αναφέρει « η πρωτοτυπία [του Saussure] συνίσταται στο ότι αναγνώρισε τη βασική σημασία που έχει για τη γλωσσολογία η συγκριτική ανάλυση και ταξινόμηση των διαφόρων συστημάτων σημείων, που αποκαλύπτει ποιες ιδιότητες είναι κοινές στα γλωσσικά σημεία και σε μερικά ή σε όλα τα άλλα συστήματα σημείων. Έτσι διαπιστώνουμε ποια είναι τα ειδικά χαρακτηριστικά της γλώσσας και γενικά ποια είναι τα αναγκαία και ποια τα τυχαία χαρακτηριστικά των ποικίλων συστημάτων επικοινωνίας ».
Η ενασχόληση του Σετάτου με τη σχέση σημειωτικής και γλωσσολογίας (1983), τη συνύπαρξη και ανάμειξη των σημειωτικών συστημάτων (1986), τη μελέτη της σιωπής (2001), τις σημειωτικές ελλείψεις στη γλώσσα (1996), την αξιολόγηση των σημειωτικών συστημάτων (2004) αποτελούν μέρος της πολυσχιδούς δράσης του που υπερέβη τα όρια της γλωσσολογίας στη χώρα μας.
Σκοπός της ανακοίνωσης είναι να καταγραφεί η πορεία της σημειωτικής σκέψης στην Ελλάδα αναδεικνύοντας σε αυτήν τη συμβολή του Μιχάλη Σετάτου μέσα από την παρουσίαση του έργου του, την κριτική του προσέγγιση και την αποτύπωση της επιρροής του στην ελληνική σημειωτική σχολή, γνωστή σε διεθνές επίπεδο ως Ελληνική Σχολή ή Σχολή της Θεσσαλονίκης (Cobley & Anti Randviir 2009).
Αναφορές Cobley, P. & A. Randviir (2009). «Introduction: What is sociosemiotics». Semiotica 173 (1): 1-‐39. Σετάτος, Μ. (1997). Εισαγωγή στη σημειολογία και σημασιολογία. Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ Σετάτος Μ. (1983). «Σηµειωτική και Γλωσσολογία». ∆ιαβάζω 71: 26-‐29. Σετάτος, Μ. (1986). «Συνύπαρξη και ανάμειξη σημειωτικών συστημάτων». Στο Α.-‐Φ. Λαγόπουλος, Π.
Μαρτινίδης, Κ. Μπόκλουντ-‐Λαγοπούλου, Κ.-‐Β. Σπυριδωνίδης (επιμ.), Η δυναμική των σημείων. Παρατηρητής: Θεσσαλονίκη.
Σετάτος, Μ. (1996). «Σημειωτικές ελλείψεις στη γλώσσα». Στο Α.-‐Φ. Λαγόπουλος, Κ. Μπόκλουντ-‐Λαγοπουλου, Β. Τεντοκάλη, Κ. Τσουκαλά (επιμ.), Άνθρωπος ο Σημαίνων: Γλώσσα και ιδεολογία, τόμος Ι, IV Συνέδριο της Ελληνικής Σημειωτικής Εταιρείας, 167-‐180.
Σετάτος, Μ. (2001). «Άφωνος λόγος, αποσιώπηση και σιωπή». Στο Γ. Πασχαλίδης & Ε. Χοντολίδου (επιμ.), Σημειωτική και πολιτισμός: κουλτούρα, λογοτεχνία, επικοινωνία, τόμος Ι. Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής, 203-‐211.
Σετάτος, Μ. (2004). «Η αξιολογική διάσταση των σημειωτικών συστημάτων». Στο Κ. Τσουκαλά, Ε. Χοντολίδου, Α. Χριστοδούλου, Γ. Μιχαηλίδης (επιμ.), Σημειωτικά συστήματα και επικοινωνία: πράξη, διάδραση, περίσταση και αλλαγή. Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής, 36-‐47.
Παρασκευή 20.4, 20:00-‐20:30, Αμφ. ΙΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Τριανταφυλλιά Κωστούλη, Ζωή Καραχρήστου, Σταυρούλα Λίλια ΑΠΘ [email protected], [email protected], [email protected]
Συνδέοντας το σχολείο με την κοινωνία: η λειτουργικἠ γραμματική ως εργαλείο πρόσβασης και κατανόησης των διαδικασιών διαπραγμάτευσης και εδραίωσης λόγων στην κοινωνία
Η παρούσα μελέτη, ενστερνιζόμενη τη βασική αρχή που διέπει την παιδαγωγική του κριτικού γραμματισμού, και η οποία αφορά στη διαλεκτική σχέση γλώσσας και κοινωνίας (Fairclough, 1995), επιχειρεί να αντιπαρατεθεί στις κυρίαρχες, στο ελληνικό τουλάχιστον πλαίσιο, γλωσσοδιδακτικές προσεγγίσεις, που ευνοώντας τη στείρα εκμάθηση κανόνων και στατικών δομών, δυσχεραίνουν την ουσιαστική αλληλεπίδραση των παιδιών με τα κείμενα, και να προβάλει μια πιο δυναμική οπτική της κειμενικής επικοινωνίας. Η έμφαση επικεντρώνεται στην κατανόηση του τρόπου με τον οποίο οι γλωσσικές και κειμενικές επιλογές – ως μέρος των ευρύτερων σημειωτικών πόρων και των διαθέσιμων σχεδίων-‐ αξιοποιούνται από τα κοινωνικά υποκείμενα ως εργαλεία για τη δόμηση, αναπαραγωγή, ενίσχυση ή αμφισβήτηση σχέσεων εξουσίας και κοινωνικών ανισοτήτων,
Η μελέτη εκλαμβάνει την έννοια των Λόγων και της τοποθέτησης των υποκειμένων απέναντι σε διαθέσιμους Λόγους ως ένα χρήσιμο εργαλείο που βοηθά στο να δομηθεί μια νέα προσέγγιση της γραμματικής στη διδακτική πράξη, και η οποία, όπως θα καταδειχθεί, εισάγει και σημαντικά νέα ζητήματα προς διερεύνηση. Οι γλωσσικές επιλογές νοούνται ως ιδεολογικά φορτισμένα στοιχεία που δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο το κάθε κείμενο διαλέγεται με ευρύτερους Λόγους που κυριαρχούν στο κοινωνικό πλαίσιο.
Ωστόσο, αν οι Λόγοι δομούνται μέσα από τη συλλειτουργία πολλών στοιχείων, που επεκτείνονται από το λεξιλογικό και προτασιακό επίπεδο στο κειμενικό, που αναδύεται μέσα από ποικίλους πόρους και διατροπικές συνάψεις, πώς οι μαθητές/-‐τριες μπορούν να οδηγηθούν στο να κατανοήσουν το σύνθετο πλέγμα των πόρων που οι συγγραφείς χρησιμοποιούν για την υλοποίηση Λόγων; Πώς μπορούν να κατανοήσουν τον τρόπο με τον οποίο τα κείμενα συμμετέχουν στη διαπάλη για την εδραίωση κάποιων νοημάτων έναντι άλλων; Τα ζητήματα αυτά μελετήθηκαν μέσα από μια παρέμβαση σε μια τάξη Ε’ δημοτικού.
Η ανάλυση του υλικού, των διεπιδράσεων που έχουν απομαγνητοφωνηθεί, καταδεικνύει, πώς τα μέλη της σχολικής κοινότητας μέσα από την οικοδόμηση ενός θεματικού σύμπαντος με πυρήνα αναφοράς το προσφυγικό ζήτημα, επεξεργάστηκαν ποικίλα γλωσσικά στοιχεία. Εμβαθύνοντας σε ένα δείγμα δημοσιογραφικού λόγου, μια τηλεοπτική εκπομπή, και με άξονα τη μελέτη των στοιχείων αξιολόγησης (Martin & White, 2005), η ανάλυση καταδεικνύει πώς τα μέλη της σχολικής κοινότητας οδηγήθηκαν σταδιακά στην κατανόηση της σύνθετης και πολυφωνικής φύσης του εν λόγω κειμένου αλλά και στη σκιαγράφηση ενός υπόρρητου πυκνού σύμπαντος τοποθετήσεων, ευθυγραμμίσεων και αντιθέσεων που το υπό μελέτη κείμενο προέβαλε γύρω από το προσφυγικό ζήτημα.
Προτάσεις διατυπώνονται για τον τρόπο με τον οποίο η διευρυμένη αυτή έννοια της λειτουργικής γραμματικής μπορεί να αξιοποιηθεί στην παιδαγωγική πράξη με απώτερο στόχο την οικοδόμηση ενός ουσιαστικού διαλόγου ανάμεσα στο σχολείο και την κοινωνία.
Αναφορές Fairclough, N. (1995). Critical Discourse Analysis. London: Longman. Martin, J.R. & White, P.R.R. (2005). The Language of Evaluation: Appraisal of English. Basingstoke:
Palgrave Macmillan.
Σάββατο 21.4, 17:30-‐18:00, Αμφ. ΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Μάρθα Λαμπροπούλου, Βόικαν Στόγιτσιτς
Παν/μιο του Βελιγραδίου [email protected], [email protected]
Έκφραση της συντελεσμένης και ασυντέλεστης μορφής της ρηματικής όψης: διαχρονική μελέτη περίπτωσης σερβόφωνων
φοιτητών της Ελληνικής ως Ξένης
Η παρούσα μελέτη πραγματεύεται ένα από τα πιο συχνά λάθη κατά την εκμάθηση της ελληνικής ως Γ2 που έχει παρατηρηθεί σε σερβόφωνους φοιτητές του Τμήματος Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου, δηλαδή, την έκφραση της συντελεσμένης και ασυντέλεστης μορφής της ρηματικής όψης στο γραμματικό σύστημα της ελληνικής. Η εργασία χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος γίνεται μια θεωρητική τεκμηρίωση με αναφορά στην έκφραση της τροπικότητας, όπως αυτή θεμελιώνεται από τις πρωτογενείς σημασίες του συντελεσμένου και του ασυντέλεστου (συντελεσμένο = + βέβαιο, ασυντέλεστο = ± αβέβαιο). Καθώς όλες οι γλώσσες έχουν μέσα για να εκφράσουν τις χρονικές έννοιες στο ρήμα (Βελούδης 1989) ή τη χρονική υφή-‐ όψη (Μόζερ 1994, 2005), γίνεται σύγκριση των μέσων με τα οποία υπονοείται η επιλογή της ρηματικής όψης στις δύο γλώσσες, συγκεκριμένα στην υποτακτική και στον μέλλοντα (τέλειο και ατελή). Το δεύτερο μέρος της εργασίας παρουσιάζει πως αυτή η τροπικότητα γίνεται αντιληπτή από 15 σερβόφωνους φοιτητές του Τμήματος Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου σε κείμενα παραγωγής γραπτού λόγου. Η επίδοσή τους παρακολουθήθηκε σταδιακά ξεκινώντας από ένα επίπεδο Α2 και φτάνοντας μέχρι το Γ1, σύμφωνα με το Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς, σε σώματα γραπτών κειμένων που παρήγαγαν ανά τα τέσσερα έτη φοίτησής τους. Τα δεδομένα που συλλέχθηκαν δίνουν μια σαφή εικόνα της προσπάθειάς τους κατάκτησης της ρηματικής όψης από το επίπεδο αρχαρίων μέχρι και εκείνου του ικανού χρήστη με αποτελεσματική λειτουργική ικανότητα. Το κειμενικό είδος της κάθε γραπτής δοκιμασίας αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα της μελέτης, ιδιαίτερα σε δοκιμασίες με κυρίαρχο τον κατευθυντικό λόγο και τη γλώσσα των οδηγιών και των συμβουλών που ευνοούν τη χρήση της υποτακτικής και του μέλλοντα. Τα αποτελέσματα υποδεικνύουν παρεμβολή από τη μητρική και συμφωνούν με άλλες έρευνες για την επιλογή της ρηματικής όψης από μη φυσικούς ομιλητές (Ματθαιουδάκη, Κίτσου και Τζιμώκας 2011, Παπαδοπούλου 2005 και Drettas 1987). Τέλος, η διαχρονική αυτή έρευνα προτείνει τρόπους αντιμετώπισης αυτών των λαθών με στόχο τη βελτίωση της διδασκαλίας της ελληνικής ως δεύτερης/ ξένης γλώσσας.
Αναφορές Βελούδης, Γ. 1989. O μεταγλωσσικός χαρακτήρας του Παρακείμενου: Παρακείμενος A'. Mελέτες για
την ελληνική γλώσσα, 10:359-‐378. Ματθαιουδάκη, Μ., Ι. Κίτσου& Δ. Τζιμώκας. (2011). “Η χρήση της ρηματικής όψης στη νέα ελληνική
ως δεύτερη/ξένη γλώσσας: πορίσματα εμπειρικής έρευνας από τις εξετάσεις πιστοποίησης ελληνομάθειας”, στο Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά της 31ης Ετήσιας Συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας. 16-‐18 Απριλίου 2010. Φιλοσοφική Σχολή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης,Θεσσαλονίκη: ΙΝΣ,317-‐328.
Μόζερ, Α. (1994). Ποιόν και απόψεις του ρήματος. Aθήνα: Παρουσία. Μόζερ, Α. (2005). Άποψη και χρόνος στην ιστορία της ελληνικής. Aθήνα: Παρουσία. Παπαδοπούλου, Δ. (2005). «Η παραγωγή της ρηματικής όψης από σπουδαστές της ελληνικής ως
δεύτερης/ξένης γλώσσας», Journal of Applied Linguistics 21,39-‐54 Drettas, G. (1987). Problèmes de linguistique balkanique. Bulletin de la Société de Linguistique de Paris
(BSL), LXXXII (1): 257-‐281.
Σάββατο 21.4, 12:00-‐12:30, Αμφ. ΙΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Νίκος Λιόσης Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών Α.Π.Θ. & Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο [email protected]
Πόσο αρβανίτικα είναι τα “αρβανίτικα” της Θράκης; Μεταξύ γλωσσικής επαφής και συγγένειας
Η αλβανική διάλεκτος που μιλιέται σήμερα στο νομό Έβρου περιγράφεται ως “αρβανίτικα” τόσο σε ιστορικές και λαογραφικές αναφορές (π.χ. Δαλάτσης 2016) όσο και από μεγάλο μέρος των ομιλητών της, αν και απουσιάζουν εντελώς σχετικές γλωσσολογικές μελέτες. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια σχετικά πρόσφατη γεωγραφική ονομασία-‐ομπρέλα: καλύπτει γενικευτικά όλες τις αλβανογενείς ποικιλίες που μιλιούνται στον Ελλαδικό χώρο, συμπεριλαμβάνει δηλαδή όχι μόνο τα κατεξοχήν αρβανίτικα ιδιώματα της νότιας Ελλάδας (κυρίως ανατολική Στερεά και Εύβοια, Πελοπόννησος, νησιά του Αργοσαρωνικού) αλλά και τα τσάμικα της Θεσπρωτίας και τις διαλέκτους της Φλώρινας και της Θράκης. Η ανάλυση του υλικού, το οποίο συλλέχθηκε σε επιτόπια έρευνα σε αλβανόφωνα χωριά του Έβρου, δείχνει πράγματι ότι η ποικιλίες που μιλιούνται εκεί έχουν πολλά νότια και ανατολικά τοσκικά χαρακτηριστικά αλλά διαφοροποιούνται σε σημαντικό βαθμό από τα αρβανίτικα της νότιας Ελλάδας. Παράλληλα, η ύπαρξη φωνητικών και μορφολογικών ισογλώσσων επιτρέπει τη διάκριση των “αρβανίτικων” της Θράκης σε τρεις διαλεκτικές ζώνες, μία βόρεια με επίκεντρο το Χειμώνιο, μία νότια με επίκεντρο το Τυχερό και μία δυτική στα χωριά Μαυροκλήσσι και Πρωτοκλήσσι. Κάθε μια από αυτές έχει υποστεί σε διαφορετικό βαθμό την επίδραση της τουρκικής, της βουλγαρικής και των ντόπιων νεοελληνικών ιδιωμάτων, επίδραση κρίσιμη για την αυτόνομη εξέτασή τους.
Αναφορές Hamp, E. 1965. The Albanian dialect of Mandres, Die Sprache 11: 137-‐154. Δαλάτσης, Δ. 2016. Οι Αρβανίτες της Ανατολικής Θράκης. 2 τόμ. Αθήνα: Νοών. Gjinari, J. 1989. Dialektet e gjuhës shqipe. Tiranë: Akademia e Shkencave e RPS të Shqipërisë. Instituti i
Gjuhësisë dhe i Letërisë. Λιόσης, Ν. 2015. Συγκριτικές παρατηρήσεις στις αρβανίτικες διαλέκτους: φωνολογικά, μορφολογικά και
συντακτικά χαρακτηριστικά, ανακοίνωση στο Second International Conference of Albanian-‐Greek Studies. Albanian – Greek Linguistic Cultural Studies: Achievements and Perspectives (Tirana, 27–28 March 2015)
Sasse, H.J. 1991. Arvanitika. Die albanischen Sprachreste in Griechenland, Teil 1. Wiesbaden, Otto Harrassowitz.
Παρασκευή 20.4, 18:30-‐19:00, Αμφ. ΙΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Ειρήνη Μανιού, Δημήτρης Σεραφής, Μαριάννα Κονδύλη Πανεπιστήμιο Πατρών, Πάντειο Πανεπιστήμιο/University of Neuchâtel, Πανεπιστήμιο Πατρών [email protected], [email protected], [email protected]
Γραμματική μεταφορά και μηντιακές αναπαραστάσεις στη διάρκεια της ελληνικής κρίσης: Μια κριτική μελέτη τίτλων
εφημερίδων
Στην εισήγηση προτείνεται η (κριτική) κοινωνιοσημειωτική μελέτη των αναπαραστάσεων της κοινωνικής δράσης σε τίτλους ελληνικών εφημερίδων κατά τη διάρκεια καίριων στιγμών της ελληνικής κρίσης. Η μελέτη εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο των προσεγγίσεων της Κριτικής Γλωσσολογίας (ΚΓ) (βλ. ενδ. Fowler et al. 1979, Matthiessen 2012) αξιοποιώντας τα εργαλεία της Συστημικής Λειτουργικής Γλωσσολογίας (ΣΛΓ) (Halliday 1973, 1978, Halliday and Hasan 1985, Halliday and Matthiessen 2004). Τα κοινωνικοσημειωτικά εργαλεία μάς επιτρέπουν να εστιάσουμε στις εκάστοτε γλωσσικές νοηματοδοτήσεις του εξωκειμενικού πλαισίου).
Πιο συγκεκριμένα, εστιάζουμε στη μελέτη της αναπαραστατικής μεταλειτουργίας της γλώσσας, που πραγματώνεται στο σύστημα μεταβιβαστικότητας (transitivity, βλ. ενδ. Halliday and Matthiessen 1999, Halliday and Matthiessen 2004: κεφ. 5) και, ειδικότερα, στο μηχανισμό της γραμματικής μεταφοράς (grammatical metaphor, βλ. ενδ. Halliday and Matthiessen 1999, Taverniers 2003) προκειμένου να μελετηθούν οι μηχανισμοί που καθιστούν τα νοήματα των ΟΣ των τίτλων ταυτόχρονα αφαιρετικά και μεταφορικά.
Όπως διαφαίνεται στην ανάλυσή μας, αφενός, οι δράσεις και τα γεγονότα του κοινωνικού πλαισίου συμπυκνώνονται σε ονοματικά σύνολα·∙ αφετέρου, οι ονοματοποιήσεις (γραμματικές μεταφορές) εντείνουν σε πολλές περιπτώσεις την ασάφεια, π.χ. ασάφεια αναφορικά με τις συνέπειες της κρίσης (λιτότητα, μειώσεις μισθών), με τις κοινωνικές ομάδες που θα υποστούν τις συνέπειες. Κατά συνέπεια, η συνολική συζήτηση των αποτελεσμάτων συμβάλλει στην κριτική ανάγνωση και αποκάλυψη κειμενικών στρατηγικών μέσω των οποίων οι εφημερίδες προβάλλουν αναπαραστάσεις των γεγονότων οι οποίες συνδέονται με τα οικονομικά και πολιτικά που επιδιώκουν να εξυπηρετήσουν (βλ. Fowler 1991).
Αναφορές Fowler, R. 1991. Language in the News: Discourse and Ideology in the Press. London: Routledge. Fowler, R., Hodge, B., Kress, G., and Trew, T. 1979. Language and Control. London: Routledge & Kegan
Paul. Halliday, M.A.K. (1973). Explorations in the Functions of Language. London: Edward Arnold. Halliday, M.A.K. (1978). Language as Social Semiotic. London: Edward Arnold. Halliday, M.A.K., and Hasan, R. (1985). Language, Context and Text: Aspect of Language in a Social
Semiotic Perspective. Oxford: Oxford University Press. Halliday, M.A.K. and Matthiessen, Ch.M.I.M. (1999). Construing Experience through Meaning. London,
New York: Continuum. Halliday, M.A.K., and Matthiessen, Ch.M.I.M. (2004). An Introduction to Functional Grammar. London:
Arnold, 3rd ed. Matthiessen, Ch.M.I.M. (2012) Systemic Functional Linguistics as appliable linguistics: social
accountability and critical approaches. DELTA -‐ Documentação de Estudos em Lingüística Teórica e Aplicada 28 (Especial), 435-‐471.
Taverniers, M. (2003). Grammatical metaphor in SFL: A historiography of the introduction and initial study of the concept. In A.-‐M. Simon-‐Vandenbergen, M. Taverniers, and L. Ravelli (eds.), Grammatical metaphor: Views from Systemic Functional Linguistics. Amsterdam, Philadelphia: John Benjamins, 5-‐33.
Πέμπτη 19.4, 19:00-‐19:30, Αίθουσα Τελετών, Παλαιό Κτίριο
Ιώ Μανωλέσσου, Νικόλαος Παντελίδης Ακαδημία Αθηνών, ΕΚΠΑ [email protected], [email protected]
Συμβολή στη γλωσσική ιστορία της νότιας Ελλάδας: νέα δεδομένα από την Εύβοια
Η προτεινόμενη μελέτη αφορμάται από την πρόσφατη ανακάλυψη νέων δεδομένων για την μεσαιωνική διάλεκτο της Εύβοιας, στα πλαίσια μιας ευρύτερης απόπειρας ανασύνθεσης της γλωσσικής ιστορίας της νότιας ηπειρωτικής Ελλάδας (βλ. σχετικά Παντελίδης 2016). Συγκεκριμένα, παρουσιάζονται στο επιστημονικό κοινό για πρώτη φορά άγνωστα δεδομένα τόσο από λόγιες και δημώδεις μεσαιωνικές πηγές (χειρόγραφες και επιγραφικές, καθώς και οθωμανικά κατάστιχα) όσο και από πρόσφατες ηχητικές καταγραφές, τα οποία τεκμηριώνουν την κατανομή βασικών φωνητικών/φωνολογικών ισογλώσσων της περιοχής, όπως π.χ. τα διπλά σύμφωνα και ο τσιτακισμός, συμβάλλοντας έτσι στην ακριβέστερη χρονολόγηση και γεωγραφική τοποθέτησή τους, και συμπληρώνοντας την εικόνα της ευβοϊκής γλωσσικής ιστορίας 8 δεκαετίες περίπου μετά την μοναδική σχετική συγκεντρωτική μελέτη (Καρατζάς 1940).
Αναφορές Καρατζάς, Σ. 1940. Συμβολή εις την ευβοϊκήν διαλεκτολογίαν. Στο Αφιέρωμα εις Κ. Ι. Άμαντον-‐εξεδόθη
από τους μαθητάς του, Αθήναι, 253-‐286. Παντελίδης, N. 2016. Μια νοτιοελλαδική διαλεκτική ζώνη; Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα 36, 303-‐
313.
Παρασκευή 20.4, 19:30-‐20:00, Αμφ. ΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Στέλλα Μαρκαντωνάτου, Παναγιώτης Κουρής, Κατερίνα Σελίμη, Δήμητρα Στασινού, Γιάνης Μαΐστρος ΙΕΛ/Ε.Κ. Αθηνά, Ε.Μ.Π., Ε.Κ.Π.Α. [email protected], [email protected], [email protected], [email protected], [email protected]
ψυχή λευκή σαν το χιόνι αλλά ποτέ *ψυχή άσπρη σαν το γάλα: σημασιο-‐συντακτικές παρατηρήσεις για τις παγιωμένες παρομοιώσεις της Νέας
Ελληνικής
Οι παγιωμένες παρομοιώσεις (ΠΠ) π.χ. άσπρος σαν το πανί, τονίζουν κάποια συγκεκριμένη ιδιότητα μιας οντότητας [1], [2], [4], [5].
Η παρούσα μελέτη διαφοροποιείται από προηγούμενες [1], [2], [4] ως προς το ότι αναφέρεται στη στατιστική μελέτη πολλών δεδομένων από το διαδίκτυο και από σώματα κειμένων για να εντοπίσει, άγνωστες μέχρις στιγμής, συνιστώσες της ιδιωματικής σημασίας των ΠΠ και αλληλεπιδράσεις της με τη συντακτική τους λειτουργία.
Από ένα σύνολο 85 ΠΠ που συγκεντρώθηκαν με πληθοπορισμό, επιλέχθηκαν 20, αντιπροσωπευτικές των ταξινομήσεων [1] και [4]. Η μηχανή αναζήτησης Google τροφοδοτήθηκε με κανονικές εκφράσεις που εξαντλούσαν το μορφολογικό παράδειγμα του επιθέτου και αποτύπωναν συντακτική ευελιξία για τις δομές (1)-‐(3):
1. επίθετο + σαν + (άρθρο) + ουσιαστικό 2. πιο+επίθετο+(και)+από+(άρθρο)+ουσιαστικό 3. επίθετο+σημείο στίξης+σαν+(άρθρο)+ουσιαστικό Έγινε συντακτική και σημασιολογική επισημείωση 6000
παραδειγμάτων χρήσης (μετά τη διαγραφή των πολλαπλών εμφανίσεων του ίδιου παραδείγματος και των μεταφρασμάτων από αυτόματα συστήματα). Οι συντακτικές λειτουργίες περιγράφηκαν με 6 ετικέτες:
• SCOMP (κατηγορούμενο) • SCON (φραστικός προσδιορισμός με υποκείμενο ελεγχόμενο
από αυτό του κυρίου ρήματος): Ελαφρύς σαν πούπουλο, πήδηξε στο μαξιλάρι.
• AJSIM (επιθετικός προσδιορισμός) • SS (περίοδος χωρίς ρήμα): Ύπνος γλυκός σαν μέλι. • DIR (υποκείμενο, αντικείμενο) • INDIR (συμπλήρωμα πρόθεσης)
Χρησιμοποιήθηκαν οι «υπερσημασίες» του WordNet [6] για να επισημειωθεί σημασιολογικά η οντότητα την οποία προσδιορίζει η ΠΠ (tenor), π.χ. [PRO] νοιώθετε ελαφροί σαν πούπουλα: η προσδιοριζόμενη οντότητα δηλώνεται με το [PRO] και επισημειώνεται με την υπερσημασία PERSON.
Από τη στατιστική μελέτη προκύπτουν: 1. Συστατικά της ιδιωματικής σημασίας των ΠΠ: α) Δηλώνουν κυρίως ανθρώπινες ιδιότητες (επιλέγουν PERSON: 10 ΠΠ >
50% , 14 ΠΠ > 20%, 18 ΠΠ > 10%, Εικόνα 1). β) Αρκετές ΠΠ δηλώνουν απρόβλεπτες ιδιότητες του tenor. Ενδεικτικά
αναφέρουμε τη διαφοροποίηση στο γένος (13 και 4 ΠΠ επιλέγουν το αρσενικό και θηλυκό γένος αντίστοιχα σε ποσοστό > 50%), παρατηρήθηκαν όμως επιπλέον ιδιωματικές σημασιολογικές συμπεριφορές.
2. Για 18 ΠΠ, η σημασία των tenors και η συντακτική λειτουργία των ΠΠ είναι εξαρτημένες μεταβλητές (δοκιμασία χ2), δηλαδή η σημασία της ΠΠ τείνει να καθορίζει τη συντακτική της λειτουργία, π.χ. 70% των SCON, σε αντίθεση με το 18,3 % των AJSIM, προσδιορίζουν PERSON, σε συμφωνία με την τάση των γλωσσών να επιλέγουν έμψυχα υποκείμενα [3].
Αναφορές [1] Μπόλλα-‐Μαυρίδου, Β. 1996. Αντιπαραθετική εξέταση των στερεοτύπων παρομοιώσεων της
Ελληνικής και Αγγλικής Γλώσσας. Διδακτορική Διατριβή. ΑΠΘ. [2] Χιώτη Αλεξάνδρα. 2010. Οι παγιωμένες εκφράσεις της Νέας Ελληνικής: Ιστορική διάσταση,
Ταξινόμηση και Στεροτυπία. Διδακτορική Διατριβή. ΑΠΘ. [3] Βranigan, H.P. and Feleki, E. 1999. Conceptual accessibility and serial order in Greek language
production. In Proceedings of the 21st Conference of the Cognitive Science Society, Vancouver.
Παρασκευή 20.4, 19:30-‐20:00, Αμφ. ΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
[4] Hanks, P. 2005. Similes and sets: the English preposition like. In Languages and Linguistics: Festschrift for Professor Fr. Čermák, Prague: Philosophy Faculty of the Charles University.
[5] Mpouli, S. and Ganascia, J.-‐G. 2015. “Pale as death" or "pâle come le mort": Frozen similes used as literary clichés. EUROPRHAS 2015: Computerised and Corpus-‐Based Approaches to Phraseology: Monolingual and Multilingual Perspectives.
[6] Schneider, N., Mohit, B., Oflazer, K. and Smith, N. A. 2013. Coarse lexical semantic annotation with supersenses: an Arabic case study. In Proceedings of NAACL-‐HLT 2013, Atlanta, Georgia, 661–667.
Παρασκευή 20.4, 9:30-‐10:00, Αμφ. ΙΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Δήμητρα Μελισσαροπουλου Α.Π.Θ. [email protected]
Γλωσσική ποικιλία και αλλαγή στο σχηματισμό συγκριτικών παραθετικών δομών: δεδομένα από την Καππαδοκική
Στόχος της συγκεκριμένης συμβολής είναι να συμβάλει στην μελέτη της γλωσσικής ποικιλότητας την οποία εμφανίζουν οι παραθετικές δομές (βλ. και Markopoulos 2012, 2015), διευρευνώντας σε ποιο βαθμό η παρατηρούμενη ποικιλότητα στην Καππαδοκική διάλεκτο μπορεί να ερμηνευθεί ως αποτέλεσμα ενδογλωσσικών ή/και εξωγλωσσικών παραγόντων και πώς η παρατηρούμενη ποικιλότητα μπορεί να συμβάλει στην έρευνα σχετικά με τη γλωσσική ποικιλία και την αλλαγή λόγω επαφής.
Οι νεοελληνικές διάλεκτοι εμφανίζουν ποικιλία στο σχηματισμό των παραθετικών δομών. Συγκεκριμένα, σε αρκετές νεοελληνικές διαλέκτους τα συγκριτικά παραθετικά σχηματίζονται κυρίως περιφραστικά, ενώ σε άλλες, θεωρούμενες και πιο συντηρητικές, ο συνθετικός / μορφολογικός σχηματισμός παραθετικών θεωρείται το κυρίαρχο σχήμα χωρίς όμως να απουσιάζουν και οι ανταγωνιστικές αναλυτικές δομές1. Κοινό χαρακτηριστικό σε όλες τις παρατηρούμενες πραγματώσεις των παραθετικών της Νέας Ελληνικής, είτε συνθετικές είτε αναλυτικές, είναι το γεγονός ότι όλα τα συστατικά της παραθετικής δομής (βλ. Stolz 2013) είναι λεξικά εκπεφρασμένα. Παρολαυτά, στη μικρασιατική διάλεκτο της Καππαδοκίας ένα ιδιαίτερα ασυνήθιστο σχήμα σημειώνεται σε χρήση: ἰτὸ ἀπ ἐκεινὸ ........... μέα 'ναι Αντικείμενο σύγκρισης (comparee)
δεσμός (tie)
Βάση σύγκρισης
Δείκτης (degree)
Όρισμα (Quality)
Ρήμα
'Αυτό είναι μεγαλύτερο από το άλλο' (Oυλαγάτς, Κεσίσογλου 1951: 54) Η συγκεκριμένη δομή της Καππαδοκικής διαφοροποιείται σημαντικά
καθώς, αντιστοιχίζοντας τα επιμέρους συστατικά διαφαίνεται ότι απουσιάζει ο δείκτης σύγκρισης (degree marker). Αξίζει να σημειωθεί ότι στις διαθέσιμες γραμματικές περιγραφές των μικρασιατικών καππαδοκικών διαλέκτων οι απόψεις σχετικά με την προέλευση του φαινομένου διίστανται (Dawkins (1916) Παπαδόπουλος (1955) Dawkins (1921) και Aνδριώτης (1948)).
Τα δεδομένα μας δείχνουν οτι οι διαφορετικές ποικιλίες της Καππαδοκικής αποτυπώνουν διαφορετικά στάδια ενός φαινομένου γλωσσικής αλλαγής λόγω επαφής. Στη βόρεια Καππαδοκική ζώνη το κυρίαρχο σχήμα για το σχηματισμό των παραθετικών δομών είναι μια αναλυτική δομή με όλα τα επιμέρους συστατικά εκπεφρασμένα. Στη κεντρική ζώνη παρατηρείται εναλλαγή ανάμεσα στην αναλυτική δομή με και χωρίς παρουσία δείκτη σύγκρισης, ενώ στη νότια ζώνη της Καππαδοκίας, εκεί όπου σύμφωνα με τον Dawkins (1916:209) το τουρκικό στοιχείο έχει την πιο ισχυρή παρουσία, εμφανίζεται είτε μόνο το σχήμα χωρίς την παρουσία δείκτη σύγκρισης είτε η παρουσία του τουρκικού δείκτη dαά η λειτουργία του οποίου είναι προαιρετική και στην Τουρκική που είναι η γλώσσα πηγή. Πολύ σημαντικό ρόλο για την ερμηνεία των συγκεκριμένων παραθετικών δομών όχι ως αποτέλεσμα ενδογλωσσικών μηχανισμών, ως διατήρηση δηλαδή μεσαιωνικών δομών, αλλά ως απόρροια έντονης γλωσσικής επαφής θεωρούμε ότι διαδραματίζει και η σειρά με την όποια εμφανίζονται τα συστατικά στις παραθετικές δομές.
1 Σύμφωνα με τον Τζιτζιλή (προσεχώς), όπως παρατίθεται στον Λιόση (2007: 546), οι νεοελληνικές διάλεκτοι διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες όσον αφορά τον σχηματισμό των παραθετικών οι οποίες είναι οι εξής: α. ποικιλίες με συνθετικό σχηματισμό παραθετικών β. ποικιλίες με αναλυτικό σχηματισμό παραθετικών και γ. ποικιλίες με μεικτό σχηματισμό παραθετικών, αναγνωρίζοντας όμως περαιτέρω εσωτερικές διαβαθμίσεις.
Παρασκευή 20.4, 9:30-‐10:00, Αμφ. ΙΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Γενικεύοντας, υποστηρίζουμε ότι η συνεμφανιζόμενη μεταφορά δομικού σχήματος (pattern replication) μπορεί να αποτελέσει ένα εξαιρετικά σημαντικό διαγνωστικό για την ερμηνεία ενός γλωσσικού φαινομένου ως αποτέλεσμα γλωσσικής επαφής και όχι ως προϊόν ενδογλωσσικών μηχανισμών ακριβώς λόγω του γεγονότος ότι στερείται γλωσσικής μορφής και άρα δεν είναι (απαραίτητα) συνειδητός στον ομιλητή, ειδικά σε περιβάλλοντα έντονης διγλωσσίας
Αναφορές Aνδριώτης, N. Π. 1948. Το γλωσσικό ιδίωμα των Φαράσων. Αθήνα: Ίκαρος. Dawkins, R. 1916. Modern Greek in Asia Minor: A Study of the Dialects of Silli, Cappadocia and Pharasa
with Grammar, Texts, Translations and Glossary. Cambridge: Cambridge University Press. Dawkins, R. 1921. Cyprus and the Asia Minor dialects of Asia Minor. Αφιέρωμα εις Γ. Ν. Χατζιδάκιν.
Αθήναι, 42-‐59. Λιόσης, Ν. 2007. Γλωσσικές επαφές στην Νοτιο-‐ανατολική Πελοπόννησο. Αδημοσίευτη Διδακτορική
Διατριβή. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Markopoulos, Th. 2012. Language contact in the Middle Ages: Rhodes under the Hospitallers. Στο Z.
Gavriilidou, A. Efthymiou, E. Thomadaki & P. Kambakis-‐Vougiouklis (επιμ.), Selected Papers of the 10th International Conference of Greek Linguistics, 425–31. Κομοτηνή: Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.
Markopoulos, Th. 2015. Contact-‐induced grammaticalization in older texts. The Medieval Greek analytic comparatives. Στο A. D.M. Smith, G. Trousdale & R. Waltereit (επιμ.), New Directions in Grammaticalization Research, 209-‐229.
Παπαδόπουλος, Α. 1955. Ἱστορικὴ Γραμματικὴ τῆς Ποντικῆς Διαλέκτου. Αθήνα: Επιτροπή Ποντιακών Μελετών.
Stolz, Th. 2013. Competing Comparative Constructions in Europe. Studia Typologica. Academie Verlag. Τζιτζιλής, Χ. προσεχώς. Η τσακωνική διάλεκτος. Στο Χ. Τζιτζιλής (επιμ.), Νεοελληνικές Διάλεκτοι.
Θεσσαλονίκη: ΙΝΣ.
Παρασκευή 20.4, 20:00-‐20:30, Αμφ. ΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Vasiliki Memtsa, Ann Artemova, Nektaria Stathopoulou, Stavroula Stavrakaki, Olga Dragoy Aristotle University of Thessaloniki & National Research University Higher School of Economics (Russia) [email protected], [email protected], [email protected], [email protected], [email protected]
Greek and Russian go together: Evidence from on-‐line tense and aspect processing
While many studies of tense marking have been performed cross-‐linguistically with healthy and impaired population (e.g. Bastiaanse, 2011), only a few studies investigated the tense-‐aspect interaction as this interaction is attested in a few languages (Dragoy & Bastiaanse 2013; Konstantzou 2014). These studies report data obtained by off-‐line methodologies and indicate contradictory results
The purpose of the present cross-‐linguistic study was to bring light in the effect of tense-‐aspect interaction in adult performance from an innovative perspective. We investigated Greek and Russian, languages in which tense (+/-‐ past) interacts with morphological aspect (perfective vs. imperfective), in an on-‐line experimental paradigm. We set our study up to examine whether the +/-‐past tense value was prototypically combined with perfective/imperfective aspect value. Forty adults, native speakers of Greek and 40 adults, native speakers of Russian were tested in Thessaloniki and Moscow respectively. The experimental material included 24 sentences, each in 4 conditions (-‐past/imperfective, +past/imperfective, -‐past/perfective, +past/perfective), distributed across 2 experimental lists, so that a participant never encountered the same aspectual form of a verb twice. In each trial, a participant was presented with two pictures on a computer screen, both depicting the same actions but referring to different time frames, and heard a grammatical sentence referring to one of them. The participant had to match the sentence to a picture by pressing one of the two prescribed buttons. The paradigm was programed in E-‐prime 2.0 (Psychology Software Tools, Pittsburgh, PA, 2012); accuracy and reaction time data were collected automatically. Statistical analysis was performed using mixed-‐effect linear regression in R (R Development Core Team, 2013).
Both accuracy and reaction time analyses revealed the same effects: Russian and Greek participants showed significantly better performance in the -‐past/imperfective condition than in the +past/imperfective condition. Russian participants also performed significantly better in the +past/perfective than in the -‐past/perfective. In contrast, Greek participants performed equally well in the +past/perfective and in the -‐past/perfective conditions. We suggest that in both Greek and Russian in which temporal and aspectual properties are interwoven in the same forms, the perfective aspect is prototypically combined with +past tense while the imperfective aspect with -‐past tense. Furthermore, the preference for perfective marking is extended in Greek for the -‐past forms (the case of simple future) but not in Russian indicating stronger preference for perfective aspect marking in future contexts in Greek than in Russian.
References Bastiaanse, R. (2011). The retrieval and inflection of verbs in the spontaneous speech of fluent aphasic
speakers. Journal of Neurolinguistics, 24 (2), 163-‐172. Dragoy, O. & Bastiaanse, R. (2013). Aspects of time: Time reference and aspect production in Russian
aphasic speakers. Journal of Neurolinguistics, 26, 113-‐128. Konstantzou, K. (2014). Acquisition of tense and aspect: Evidence from productionand comprehension
tasks (PhD Thesis). University of Athens. Psychology Software Tools, Inc. [E-‐Prime 2.0]. (2012). Retrieved from http://www.pstnet.com. R Core Team (2013). R: A language and environment for statistical computing. RFoundation for
Statistical Computing, Vienna, Austria. URL http://www.R-‐project.org/.
Πέμπτη 28.4, 14:30-‐15:00, Αίθουσα Τελετών, Παλαιό Κτίριο
Μαρία Μητσιάκη, Άννα Αναστασιάδη-‐Συμεωνίδη Δ.Π.Θ., Α.Π.Θ. [email protected]@lit.auth.gr
Υπερδιορθώνοντας τη γενική πληθυντικού: Μια περίπτωση γλωσσικής ανασφάλειας
Η γλωσσική ανασφάλεια είναι έννοια που προέρχεται από την κοινωνιογλωσσολογία (Labov 1972) και, ενώ αναγνωρίζεται ως σημαντική τόσο κατά τη διαδικασία της γλωσσικής κατάκτησης όσο και της γλωσσικής επαφής, δεν αποτέλεσε αντικείμενο ιδιαίτερα ευρύτερης ερευνητικής ενασχόλησης κυρίως στην ελληνική αλλά και στη διεθνή βιβλιογραφία.
Ειδικότερα κατά τη διαδικασία της γλωσσικής κατάκτησης η έννοια της γλωσσικής ανασφάλειας αφορά κυρίως δίγλωσσα περιβάλλοντα, δηλ. εντοπίζεται είτε στον ομιλητή της δεύτερης ή ξένης γλώσσας (Roussi 2009) είτε στον ομιλητή γεωγραφικής ή κοινωνικής ποικιλίας. Πρόκειται για ένα αίσθημα δυσφορίας μπροστά σε έναν γλωσσικό τύπο που ο ομιλητής θεωρεί ότι δεν κατέχει με βεβαιότητα, με αποτέλεσμα να διακινδυνεύει τη λαθεμένη χρήση του ή να επιλέγει τη στρατηγική της αποφυγής ή ακόμη και τη σιωπή.
Ωστόσο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η περίπτωση γλωσσικής ανασφάλειας σε μονόγλωσσο περιβάλλον, όπου φυσικοί ομιλητές που εντάσσονται στο ευρύτερα μορφωμένο κοινό, πολλές φορές με σπουδές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, διακατέχονται από αίσθημα ανασφάλειας μπροστά σε ορισμένες κατηγορίες δομών. Τέτοια περίπτωση είναι ο αποκλίνων σχηματισμός γεν. πληθ. των ονομάτων (GENPL), π.χ. «οι επίτοκες υποβάλλονται σε απλό σωματικό έλεγχο για να αποφεύγεται ο έλεγχος μέσω των ακτινών» (Καθημερινή, 10-‐7-‐2017). Η γλωσσική ανασφάλεια σε σχέση με την τοποθέτηση του τόνου οδηγεί σε άμεση υπερδιόρθωση, καθώς οι ανασφαλείς χρήστες δεν έχουν εσωτερικεύσει τον κανόνα που θα τους επιτρέψει να γνωρίζουν σε ποιο σημείο σταματά η διόρθωση.
Σκοπός της εργασίας αυτής είναι να γίνουν κατανοητά τα γλωσσικά αίτια του προβλήματος, ώστε το φαινόμενο αυτό, που δυσχεραίνει τους ομιλητές στην κατάκτησή του, να γίνει περισσότερο κατανοητό και προσιτό. Προκειμένου να εντοπιστεί η έκταση αλλά και η ένταση του αποκλίνοντος σχηματισμού, αντλούνται ποσοτικά δεδομένα από Σώματα Κειμένων του Παγκόσμιου Ιστού, με το σκεπτικό ότι τα κείμενα που εμπεριέχονται στον παγκόσμιο ιστό είναι υβριδικά (βλ. Anastassiadis-‐Symeonidis & Mitsiaki 2012). Στην αιτιολόγηση του φαινομένου λαμβάνονται υπόψη πρόσφατα ποσοτικά δεδομένα σε σχέση με τη χαμηλή συχνότητα της GENPL στη ΝΕ (Αναστασιάδη-‐Συμεωνίδη 2003), ο λεξικά μαρκαρισμένος τόνος των μορφημάτων της ΝΕ (Revithiadou 1999), το συχνότερο τονικό σχήμα στην πλειονότητα των κλιτικών τάξεων (Nikolou et al. 2012), το συλλαβικό σχήμα των ουσιαστικών, κ.ά. Τέλος η ανάλυση παρέχει ενδείξεις για το μορφωτικό status των χρηστών που χαρακτηρίζονται από γλωσσική ανασφάλεια.
Αναφορές Anastassiadis-‐Symeonidis Anna & Maria Mitsiaki. 2012. Linguistic self-‐regulation: Τhe case of Greek
gender change in progress. Στο Kiefer Ferenc, Mária Ladányi & Péter Siptár (επιμ.), Current Issues in Morphological Theory: (Ir)regularity, Analogy and Frequency. Amsterdam: John Benjamins, 191−215.
Αναστασιάδη-‐Συμεωνίδη Άννα. 2003. Η μορφολογική δομή της Νέας Ελληνικής και η διδακτική της. Γλωσσολογία 15, 25−34.
Labov William. 1972. Sociolinguistic Patterns. Philadelphia: University of Pennsylvania Press. Nikolou Κalomoira, Αnthi Revithiadou & Despoina Papadopoulou. 2012. Exceptional stress patterns in
the absence of morphological conditioning. Στο Gavriilidou Zoe, Angeliki Efthymiou, Evangelia Thomadaki & Penelope Kambakis-‐Vougiouklis (επιμ.), Selected Papers of the 10th International Conference of Greek Linguistics, Komotini, DUTH, 472−479.
Revithiadou Anthi. 1999. Headmost Accent Wins. Head Dominance and Ideal Prosodic Form in Lexical Accent Systems. Holland Academic Graphics: The Hague.
Roussi Maria. 2009. L'insécurité linguistique des professeurs de langues étrangères non natifs: le cas des professeurs grecs de français. Linguistique, Thèse de Doctorat, Sorbonne nouvelle -‐ Paris III.
Σάββατο 21.4, 10:00-‐10:30, Αμφ. ΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Αθανάσιος Μιχάλης ΕΚΠΑ [email protected]
Γραμματική της παραγράφου: άξονας της κειμενικής γραμματικής ή κενή περιεχομένου έννοια της παραδοσιακής διδασκαλίας;
Στο πλαίσιο της διδασκαλίας της νέας ελληνικής ως πρότυπης γλώσσας, διδάσκεται τις τελευταίες τρεις δεκαετίες η γραμματική της παραγράφου (η τριμερής δομή και οι τρόποι ανάπτυξης της παραγράφου). Η διδασκαλία των θεωρητικών αρχών της γραμματικής της παραγράφου συνιστά αναπλαισίωση στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα της ανάλυσης της παραγράφου βάσει του διδακτικού προτύπου της παραγωγής κειμένου ως προϊόντος, το οποίο κυριαρχούσε στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες σε διεθνές επίπεδο. Την τελευταία τριακονταετία στη θεωρία και την πράξη της γλωσσικής εκπαίδευσης σε διεθνές επίπεδο παρατηρούνται τα ακόλουθα: (α) Η εγκυρότητα των θεωρητικών αρχών της γραμματικής της παραγράφου σε επίπεδο δομής και σε επίπεδο τρόπων ανάπτυξης αμφισβητείται. (β) Ένας από τους βασικούς άξονες της διδασκαλίας της παραγωγής και της πρόσληψης λόγου είναι η γραμματική των κειμενικών ειδών. Η σύνδεση της διδασκαλίας της παραγράφου με τη γραμματική των κειμενικών ειδών δεν είναι προφανής ούτε τεκμηριωμένη.
Πρώτος στόχος της εισήγησης είναι η παρουσίαση των αποτελεσμάτων που προέκυψαν από τη διερεύνηση του βαθμού εγκυρότητας της ανάλυσης της δομής και των τρόπων ανάπτυξης της παραγράφου, όπως διδάσκονται στην ελληνική γλωσσική εκπαίδευση. Δεύτερος είναι η ανάδειξη ενός πιο αποτελεσματικού προτύπου διδασκαλίας των ενοτήτων των κειμένων με βάση τη γραμματική των κειμενικών ειδών. Ο βαθμός ισχύος του θεωρητικού προτύπου της γραμματικής της παραγράφου πραγματοποιείται μέσω της ακόλουθης μεθόδου: αφενός αναλύεται η δομή των παραγράφων των κειμένων που δόθηκαν στους μαθητές για πύκνωση στις εισαγωγικές εξετάσεις στα AEI τα έτη 2001-‐2017 και αφετέρου συγκρίνονται τα αποτελέσματα της ανάλυσης αυτής με το περιεχόμενο της διδασκαλίας της παραγράφου. Πρότυπα ανάλυσης της δομής των παραγράφων που εφαρμόζονται είναι η γραμματική – ρητορική ανάλυση, η ανάλυση της επιφανειακής κειμενικής δομής και η θεματική ανάλυση της παραγράφου. Από την ανάλυση προκύπτει ότι σε μεγάλο ποσοστό των παραγράφων δεν υφίσταται η διδασκόμενη τριμερής δομή και ότι υψηλό είναι το ποσοστό παραγράφων που δεν διέπονται από νοηματική αυτοτέλεια. Επίσης, μέσω της δομικής και νοηματικής ανάλυσης των παραγράφων αναδεικνύεται η ασυνέπεια που χαρακτηρίζει τη διδασκαλία των τρόπων ανάπτυξης παραγράφου, καθώς κάποιοι από αυτούς συνιστούν ρητορικές λειτουργίες και άλλοι ρητορικές τεχνικές.
Στην εισήγηση προτείνεται ένα νέο μοντέλο διδασκαλίας της δομής των ρητορικών ενοτήτων των κειμένων. Σε νοηματικό επίπεδο διαπιστώνεται ότι ουσιώδη ρόλο στην κατανόηση του θεματικού άξονα των κειμενικών ενοτήτων παίζουν οι λέξεις κειμενικής οργάνωσης (text organizing words), ενώ παρατηρείται σε κάποιες περιπτώσεις αντιστοιχία μεταξύ των μορφών θεματικής δομής της πρότασης και της δομής των κειμενικών ενοτήτων.
Σε δομικό επίπεδο, η προτεινόμενη διδασκαλία των ρητορικών ενοτήτων πραγματοποιείται με βάση τους ακόλουθους άξονες: (i) Ρητορικές τεχνικές των ενοτήτων (σύγκριση, αντίθεση, παράδειγμα, ταξινόμηση, επιχείρημα – αντεπιχείρημα, γενικό – ειδικό, ερωταπόκριση, χρονικός / τοπικός άξονας). (ii) Ειδικές ρητορικές λειτουργίες της κειμενικής ενότητας (αιτιολόγηση, επίλυση προβλήματος, παρουσίαση συνεπειών, περιγραφή, πληροφόρηση, ορισμός). (iii) Σύνδεση των ειδικών λειτουργιών της ενότητας με το στάδιο της κειμενικής υπερδομής στο οποίο ανήκει με βάση το κειμενικό είδος (πλοκή, επιχειρηματολογία, ανασκευή).
Η εισήγηση ολοκληρώνεται με συζήτηση για την αποτελεσματικότητα του προτεινόμενου μοντέλου σε σχέση με τη διδασκαλία της γραμματικής των κειμενικών ειδών.
Σάββατο 28.4, 18:30-‐19:00, Αμφ. ΙΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Σταματία Μιχαλοπούλου Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο [email protected]
Η επίδραση της συντακτικής πολυπλοκότητας στην προτασιακή επεξεργασία
Στη συζήτηση σχετικά με την Κατάκτηση της Τρίτης Γλώσσας (Γ3), καθώς και των περαιτέρω γλωσσών, εξέχουσα θέση έχει ο ρόλος που διαδραματίζουν σε αυτήν οι διάφοροι παράγοντες που επηρεάζουν τη διαγλωσσική μεταφορά. Οι παράγοντες αυτοί διακρίνονται: (α) στους γλωσσικούς, που σχετίζονται με τα χαρακτηριστικά των γλωσσών οι οποίες εμπλέκονται, και (β) στους ατομικούς, που σχετίζονται με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ατόμων που κατακτούν τη Γ3 (πρβ. Falk 2010).
Οι γλωσσικοί παράγοντες περιλαμβάνουν: τη γλωσσική τυπολογία, τη συχνότητα εμφάνισης συγκεκριμένων χαρακτηριστικών και τη μορφολογική ομοιότητα.
Στους ατομικούς παράγοντες συγκαταλέγονται το επίπεδο επάρκειας των μη φυσικών ομιλητών στην κάθε γλώσσα, η ψυχοτυπολογία, η χρονική απόσταση από την «τελευταία» χρήση της γλώσσας, η γλωσσική επίγνωση, η ηλικία, το μέγεθος της έκθεσης στη γλώσσα–στόχο, το εκπαιδευτικό υπόβαθρο σε συνδυασμό με τον εγγραμματισμό σε κάθε γλώσσα και το επικοινωνιακό πλαίσιο.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι περιπτώσεις, κατά τις όποιες οι παραπάνω παράγοντες κάνουν διαφορετική πρόβλεψη για το τι και από ποια γλώσσα θα μεταφερθεί τελικά στη Γ3 (βλ. Cenoz & Cenoz 2001, De Angelis 2005, De Angelis & Selinker 2001, Williams & Hammarberg 1998). Αξιοσημείωτες είναι επίσης και οι επιστημονικές έρευνες, οι οποίες αποδεικνύουν πειραματικά ότι η επίδραση ενός παράγοντα μπορεί να είναι είτε θετική είτε αρνητική κατά την κατάκτηση της Γ3 (ΚΓ3) (πρβ. De Angelis 2007, Safont Jordà 2005).
Στην παρούσα παρουσίαση εξετάζονται οι βασικότεροι από τους παράγοντες αυτούς με βάση συγκεκριμένα αποτελέσματα πειραματικών μελετών που διεξάγονται σχετικά με την ΚΓ3 (πρβ. Μιχαλοπούλου 2015, 2017).
Αναφορές Cenoz, J. & Cenoz, J. 2001. «The effect of linguistic distance, L2 status and age on cross-‐linguistic
influence in Third Language Acquisition». Cross-‐linguistic influence in third language acquisition: Psycholinguistic perspectives, 111(45), 8-‐20.
De Angelis, G. 2005. «The acquisition of languages beyond the L2: psycholinguistic perspectives». Rassegna Italiana di Linguistica Applicata 2–3, 397–409.
De Angelis, G. 2007. Third or Additional Language Acquisition. Clevedon, Μultilingual Matters. De Angelis, G. & Selinker, L. 2001. «Interlanguage transfer and competing linguistic systems in the
multilingual mind». Στο J. Cenoz, Β. Hufeisen & U. Jessner (επιμ.), Cross-‐linguistic Influence in third Language Acquisition: Psycholinguistic Perspectives. Clevedon, Multilingual Matters, 8-‐20.
Falk, Y. 2010. Gingerly studied transfer phenomena in L3 Germanic syntax: The role of the second language in third language acquisition. Utrecht, LOT Publications.
Michalopoulou S. 2017. «Third Language Acquisition. The Pro-‐Drop-‐Parameter in the Interlanguage of Greek students of German». Στο T. Georgakopoulos, T.-‐S. Pavlidou, M. Pechlivanos, A. Alexiadou, J. Androutsopoulos, A. Kalokairinos, S. Skopeteas & K. Stathi (επιμ.), Proceedings of the ICGL12, Edition Romiosini/CeMoG, 759-‐772.
Michalopoulou S. 2015. «Third language acquisition: An experimental study of the Pro-‐Drop parameter». Στο E. Babatsouli & D. Ingram (επιμ.), Proceedings of the International Symposium on Monolingual and Bilingual Speech 2015, 214-‐223.
Safont Jordà M. P. 2005. Third Language Learners. Pragmatic Production and Awareness. Clevedon, Multilingual Matters.
Williams, S. & Hammarberg, B. 1998. «Language switches in L3 production: implications of a polyglot speaking model». Applied Linguistics 19, 295-‐333.
Σάββατο 21.4, 17:00-‐17:30, Αμφ. ΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
D. Michelioudakis, A. Alexiadou, G. Tsoulas University of York, Humboldt Universitat [email protected]
Κοίτα να δεις: how verbs become particles and what they can mean on their way there
Visual perception verbs in Greek (kitao ‘watch/look’, vlepo ‘see’) have provided the basis for the development of semantically bleached forms with more modal and/or discourse-‐related functions. Kitao can also be used as an attemptive modal when taking na-‐complements (1), while it has a purely non-‐literal mirative use when taking factive pu-‐complements (2). In the former case, it can still fully inflect for tense and person, while in the latter it can only be an imperative (either perfective or non-‐perfective, singular or plural). This pattern partly fits van Craenenbroeck & van Koppen’s (2016) grammaticalisation cline of such elements: “lexical verbs in lexical positions > lexical verbs in functional positions > functional elements/discourse markers”.
(1) Κοιτάω/κοίταζα/Κοιτάς να ξεφύγω/ξεφύγεις. (2) Κοίτα/*Κοιτάω/*Κοίταζες που το πίστεψε! (see also Roussou 2017) Examples (1) and (2) arguably both represent the intermediate stage,
with the semi-‐functional/reduced lexical content of each corresponding to a different complementation pattern. (2) in particular allows for objects thematically associated with the complement clause (ECM):
(3) Κοίτα τον που δεν τον κατάλαβε/είδε κανείς! / Κοίτα τον που δεν έγινε αντιληπτός!
The final point on the grammaticalisation cline is represented by exclusively imperative-‐like forms, which should rather be analysed as verb-‐based evidentiality particles:
(4) –Θα βρέξει? –Κοίτα, στις ειδήσεις είπαν για κατακλυσμό (‘inferential’ evidentiality or Haegeman & Hill’s (2013) ‘epistemic vigilance’)
In most cases, these remain inflected imperatives (allowing for plural addressees or politeness plural), but there are even fixed expressions where they are uninflected:
(5) –Κοίτα να δεις/για δες, δεν έχετε αλλάξει καθόλου, κύριε καθηγητά! Non-‐imperative non-‐lexical vlepo is incompatible with the attemptive
modal reading (hence also its incompatibility with complement clauses), so only an evidential use is possible:
(6) Βλέπεις, η Μαρία δεν είχε συγγενείς. Both ‘kita’ in (4) and ‘vlepis’ in (6) are cases of ‘inferential evidentiality’;
crucially, ‘kita’ introduces a new proposition to the common ground, on the basis of which a relevant conclusion is to be drawn, while ‘vlepis’ is a low-‐informativeness marker, highlighting propositions (presented as) already in the common ground. This contrast parallels the contrast between e and dha, both of which can be used as triggers for inferences from the sentences they introduce, but the latter also asks the hearer to reverse their expectations and requires that the content of the sentence should be previously known to him/her:
(7) a. –Γιατί νοίκιασε τόσο μικρό δωμάτιο για το πάρτι? –ε, δεν έχει και τόσους φίλους.
b. –Γιατί νοίκιασε τόσο μεγάλο δωμάτιο για το πάρτι? Δεν έχει δα και τόσους φίλους.
Interestingly, the two pairs, (4,6) and (7a,b) have striking similarities also in terms of their ordering possibilities. The latter members of each pair, but not the former, can occur in non-‐initial positions:
(8) {Κοίτα/ε}, δεν έχει, {βλέπεις/δα/*κοίτα/*ε}, sygenis, {βλέπεις / ?δα / *κοίτα / *ε}.
We tentatively adopt Haegeman & Hill’s (2013) two-‐layered Speech Act Phrase, which can be mapped ontot degrees of informativeness. Crucially, elements in the higher layer necessarily precede vocatives and in fact all the rest of the utterance; on the contrary, particles apparently sandwiched
Σάββατο 21.4, 17:00-‐17:30, Αμφ. ΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
in the middle of utterances, are in sa2, allowing for (remnant or full) fronting of ForceP into their Spec.
(9) [saP1 [sa1 κοίτα/ε/για δες/κοίτα να δεις][SAP1 Vocative [SA1 <κοίτα/ε…>] [saP2 [sa2 βλέπεις/δα] [SAP2 [SA2 <βλέπεις/δα>] [ForceP]]]]]
Crucially, both within the Speech Act layer, as well as more broadly along the grammaticalisation spine discussed above, rigidity in the form of the element correlates with the height of its designated structural position.
Σάββατο 20.4, 13:00-‐13:30, Αμφ. ΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Ε. Μπαρμπουδάκη, Μ. Βίτσου, Α. Γκαϊνταρτζή Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας [email protected], [email protected], [email protected]
Χτίζοντας γέφυρες ανάμεσα σε σχολείο και γονείς-‐πρόσφυγες: Η περίπτωση της ΔΥΕΠ Μαγνησίας
Η γονεϊκή εμπλοκή στην εκπαιδευτική διαδικασία θεωρείται μια πολύ σημαντική παράμετρος που εξασφαλίζει την ακαδημαϊκή επιτυχία αλλά και την ομαλότερη ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των παιδιών. Ενώ πλήθος ερευνών επιβεβαιώνουν τα πολλαπλά οφέλη που απορρέουν από την καλή συνεργασία σχολείου της οικογένειας, στην πράξη συναντώνται δυσκολίες καθώς υπάρχουν παράγοντες που λειτουργούν ανασταλτικά. Ένας απ’ αυτούς είναι οι μετανάστες γονείς που χρήζουν ιδιαίτερης αντιμετώπισης και προσέγγισης καθώς αντιμετωπίζουν πολλαπλές δυσκολίες στη χώρα υποδοχής. Έτσι, η επικοινωνία ανάμεσα σε σχολείο και μετανάστες γονείς εμπλέκει ζητήματα εξουσίας και «νομιμότητας» συγκεκριμένου γλωσσικού και πολιτισμικού κεφαλαίου για το δικαίωμα και τη δυνατότητα πρόσβασης στην εκπαίδευση των παιδιών. Στόχος της εισήγησης είναι να παρουσιάσει τις πρακτικές εμπλοκής των γονέων μαθητών (προσφύγων) που εφαρμόστηκαν στη Μαγνησία το σχολικό έτος 2016-‐17, έτος που οι πρόσφυγες-‐μαθητές εντάχθηκαν στο εκπαιδευτικό σύστημα, με απώτερο σκοπό να αναδειχτούν οι παράγοντες εκείνοι που διευκολύνουν την εμπλοκή των προσφύγων γονέων αλλά και τα εμπόδια που περιλαμβάνονται σε αυτή. Επίσης θα αναδειχθούν οι κοινωνικές και εκπαιδευτικές διαστάσεις της γλώσσας επικοινωνίας και οι ιδεολογικές προεκτάσεις τους.
Στην έρευνα εφαρμόστηκαν από τη Συντονίστρια εκπαίδευσης προσφύγων Μαγνησίας και την εκπαιδευτικό της τάξης υποδοχής προσφύγων (ΔΥΕΠ) ποικίλες πρακτικές ενθάρρυνσης της εμπλοκής των προσφυγών-‐γονέων και σύνδεσης σχολείου-‐οικογένειας. Συγκεκριμένα, η συνεργασία με τις οικογένειες των μαθητών/τριών ενθαρρύνθηκε πριν ακόμη ξεκινήσει η φοίτηση τους στο σχολείο, με συναντήσεις γνωριμίας, οι οποίες συνεχίστηκαν σε μηνιαία βάση το υπόλοιπο διάστημα και αφορούσαν στο περιεχόμενο των μαθημάτων, τις προτεραιότητες και τους στόχους, και την προστιθέμενη αξία που είχε η φοίτηση των παιδιών στο σχολείο. Παράλληλα, γινόταν ξεχωριστή ενημέρωση για κάθε παιδί, σε κατ’ ιδίαν συναντήσεις. Η συνεργασία αφορούσε εκδηλώσεις όπου οι μαθητές/τριες συμμετείχαν με την οικογένειά τους, και τη συμμετοχή της οικογένειας στην προετοιμασία δραστηριοτήτων που αφορούσαν το σχολείο. Αυτές οι πρακτικές αναδείχτηκε ότι συνέβαλαν στην ομαλότερη και πιο αποτελεσματική ένταξή τους στη σχολική διαδικασία. Τέλος, με όσους γονείς θέλησαν, διεξήχθησαν ημι-‐δομημένες συνεντεύξεις με την παρουσία μεταφραστή ή με τη βοήθεια μεσολαβήτριας, η οποία ήταν και η ίδια μητέρα παιδιών και γνώριζε καλά την Αγγλική. Οι συνεντεύξεις στόχευαν στην καλύτερη κατανόηση από μέρους της εκπαιδευτικού του οικογενειακού περιβάλλοντος κάθε παιδιού και των ιδιαίτερων συνθηκών που αντιμετώπισε ως εκείνη τη στιγμή. Τα δεδομένα τους αξιοποιήθηκαν, ώστε να σκιαγραφηθεί το προφίλ των παιδιών και των οικογενειών τους και να μειωθεί η απόσταση ανάμεσα σε σχολείο και οικογένεια. Αναδεικνύεται η σημασία της σύνθετης και πολυδιάστατης διαδικασίας της γονικής εμπλοκής, η οποία στην περίπτωση των προσφύγων φαίνεται να παίζει καθοριστικό ρόλο στη γλωσσική / σχολική ένταξη των παιδιών.
Αναφορές Androulakis, G., et al. (2016). Parents-‐Schools’ Communication and Albanian as a Heritage Language in
Greece. In P. P. Trifonas, T. Aravossitas (eds.), Handbook of Research and Practice in Heritage Language Education, Springer International Handbooks of Education.
Block, K., Cross, S., Riggs, E. and Gibbs, L. (2014). Supporting schools to create an inclusive environment for refugee students. International Journal of Inclusive Education, 18(12), 1337-‐1355.
Isik-‐Ercan, Z. (2012). In pursuit of a new perspective in the education of children of the refugees: Advocacy for the “family”. Educational Sciences: Theory & Practice, 12(4), 3025-‐3038.
S;abbato 21.4, 18:30-‐19:00, Αμφ. ΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Kliti (Thodoris) Bardhollari, Lia Efstathiadi A.U.Th. [email protected], [email protected]
The notions of epistemic modality, hedging, boosting and the preservation of people’s ‘face’: A corpus-‐based study on informal letter-‐
writing by L2 speakers of Greek
The present paper explores the interface between the semantic area of Epistemic Modality (Nuyts 2006; Palmer 2001; Tsangalidis 2004; Φιλιππάκη-‐Warburton & Σπυρόπουλος 2006), Pragmatics and Politeness Theory (Brown & Levinson 1987), by means of a corpus-‐based research. In particular, it focuses on the grammatical and lexical markers of epistemic modality (Efstathiadi 2011) and evaluates their pragmatic function as hedges, boosters (Biber & Finegan 1989; Holmes 1984; Hyland 2000) or face-‐protection devices (Thomas 1995). For the purposes of this paper, a quantitative and a qualitative study were performed in the written corpus of speakers of L2 Greek, with various language and cultural backgrounds. For its compilation, 30 students (B1/B2 level) attending the School of Modern Greek (Aristotle University of Thessaloniki) were asked to write two informal letters as an in-‐class timed assignment. The topics of the two letters raise sensitive issues (i.e. asking for money for charitable purposes and giving advice on a delicate matter) and thus foreground subjectivity and speaker attitude. The findings suggest that the rhetorical preferences of the participants tend to manifest themselves consistently in their letter-‐writings. More specifically, the participants employ the epistemic markers as mediums that allow them to perform face-‐threatening acts. Depending on the topic, they use them primarily as hedging or boosting devices, to downtone a judgment or accentuate the persuasiveness of an argument accordingly, while they simultaneously attend to the face needs of both parties.
Αναφορές Biber, D., & Finegan, E. (1989). Styles of stance in English: Lexical and grammatical marking of
evidentiality and affect. Text, 9(1), 93-‐124. Brown, P., & Levinson, S. (1987). Politeness: Some universals in language usage. Cambridge: Cambridge
University Press. Ευσταθιάδη, Λ. (2011). Epistemic modality markers in the discourse of L1 and L2 speakers of Modern
Greek: A corpus-‐based study. Studies for the Greek Language, 31, (pp. 138-‐156). Aristotle University of Thessaloniki: Ζiti Publications.
Holmes, J. (1984). Modifying illocutionary force. Journal of Pragmatics, 8, 345-‐365. Hyland, K. (2000). Hedges, boosters and lexical invisibility: Noticing modifiers in academic texts.
Language Awareness, 9(4), 179-‐197. Nuyts, J. (2006). Modality: Overview and linguistic issues. In W. Frawley (Ed.), The expression of modality
(pp. 1-‐26). Berlin and New York: Mouton de Gruyter. Palmer, F.R. (2001). Mood and Modality (2nd ed.). Cambridge and New York: Cambridge University Press. Thomas, J. (1995). Meaning in interaction: An introduction to pragmatics. London, New York, etc.:
Longman. Tsangalidis, A. (2004). Disambiguating modals in English and Greek. In R. Facchinetti & F. Palmer (Eds.),
English modality in perspective. Genre Analysis and Contrastive Studies (pp. 231-‐268). Frankfurt am Main: Peter Lang.
Φιλιππάκη-‐Warburton, E., & Σπυρόπουλος, B. (2006). Το εγκλιτικό σύστημα της Ελληνικής: Συγκριτική θεώρηση με την Τουρκική και διδακτικές προτάσεις. Στο Σ. Μοσχονάς (Επιμ.), Η Σύνταξη στη Μάθηση και στη Διδασκαλία της Ελληνικής ως Ξένης Γλώσσας (σσ. 117-‐170). Αθήνα: Eκδόσεις Πατάκη.
Σάββατο 21.4, 20:30-‐21:00, Αμφ. ΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Maria Barouni University of Crete [email protected]
Evidence from Greek in support of a scope theory of even
The particle even in episodic sentences Greek employs two particles for even in episodic sentences. The particle akomi ke/ mehri ke in positive episodic sentences whose associate is considered as the least likely alternative (1), and the particle oute kan/ kan in negative sentences (2) whose associate is interpreted as the most likely alternative (Giannakidou 2007). (1) Akomi ke / mehri ke i Anna elise tis askisi akomi ke / mehri ke the Anna solved the exercise ‘Even Anna solved the exercise’ (2) Dhen elise tin askisi oute kan / kan i Anna NM solved the exercise oute kan the Anna ‘Even Anna did not solve the exercise’ Background Two approaches have been proposed to account for the fact that even reverses the likelihood in (1) and (2), a lexical and a scope theory. The lexical approach suggests that there are two lexical entries for even. The PPI version in (1) and the NPI version in (2). NPIeven reverses the scale of likelihood in (2) this is why the associate is interpreted as the most likely alternative. On the other hand, proponents of the scope analysis (Horn 1971; Karttunen and Peters 1979; Wilkinson 1996) argue that there is a single lexical item even which always associates with the least likely alternative in a likelihood scale (there is no reversal of the scale as in the lexical theory). Facts from Greek If the lexical theory is on the right track, a language which lexically distinguishes NPIeven from PPIeven should trigger different manifestations of EVEN depending on context. However this prediction is not always fulfilled. More precisely, the Greek counterpart of Wilkinson's example in (3) can appear with the particle kan, but importantly it can also appear with the particle akomi ke, as shown in (4) (Giannakidou ibid.). (3) I am sorry I even opened the book! (4) Metaniosa (akomi ke) pu aniksa (kan) to vivlio! regretted akomi ke that opened kan the book ‘I am sorry I even opened the book!’ Proposal It is unexpected under the lexical approach that the associate of kan in (4) is interpreted as the least likely alternative (cf. (2)). The fact that speakers can freely interchange between kan and akomi ke posits a mysterious flare to the claim that kan in (4) can be a homophonous element. On the other hand, the scope analysis faces no problems as the likelihood scale with either particle would be the one in (5); this means that different manifestations of EVEN, akomi ke and kan, associate with the least expected element. Scale of likelihood for the scope analysis (5) {I am sorry I wrote a critique for the book > I am sorry I read the book> I am sorry I opened the book } I will present two more cases where Greek particles appear in unexpected contexts in and may receive a straightforward account under a scope analysis. Additional arguments will be provided from the syntactic distribution of these elements.
Παρασκευή 20.4, 17:30-‐18:00, Αμφ. ΙΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Θανάσης Νάκας Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών [email protected]
Σχετικά με τo λεγόμενο ‘ετυμολογικό’ σχήμα λόγου
Το αποκαλούμενο ‘ετυμολογικό’ σχήμα λόγου ανήκει στα σχήματα (μορφο)λεξικής επανάληψης (Νάκας, 22007), τα οποία έχουν μεγάλη συ-‐χνότητα εμφάνισης σε κείμενα λογοτεχνικά ή ρητορικά, τόσο της αρχαι-‐ότητας όσο και νεότερα. Μερικά από τα σχήματα αυτά συστεγάζονται / συνωστίζονται, συνήθως, υπό ένα κοινό σχήμα με το όνομα ‘το παρηγμένον’ ή ‘η παρονομασία’.
Είναι χαρακτηριστικό, όσον αφορά λ.χ. τη Νέα Ελληνική, ότι ο Τζάρτζα-‐νος θεωρεί (Νεοελληνική Συνταξις, § 284.Ε΄) πως η ‘παρονομασία’ ή η ‘παρήχηση’ ή το ‘ετυμολογικό σχήμα’ είναι ένα και το ίδιο σχήμα που το ορίζει ως εξής: «Τέτοιο σχήμα είναι, όταν παραθέτωνται η μια πλάι στην άλλη λέξεις ομόηχες, συνήθως συγγενείς ετυμολογικώς». Από τα δώδεκα (12) παραδείγματα που παραθέτει, ένα και μόνον συνιστά ετυμολογικό σχήμα (τραγούδι τραγουδήστε μου, χιλιοτραγουδημένο…) πρόκειται, μάλιστα, για ετυμολογικό τριών ‘σύστοιχων’ όρων, ενώ στα παραδοσιακά συντακτικά είναι γνωστό το λεγόμενο ‘εσωτερικό / σύστοιχο αντικείμενο’, και λιγότερο ή καθόλου γνωστό το λεγόμενο ‘σύστοιχο υποκείμενο’ (Ανδριώτης, 1939), και στις δύο περιπτώσεις δηλαδή ένα ετυμολογικό σχήμα δύο σύστοιχων όρων (λ.χ. έζησε τη ζωή του, τα παιδία παίζει). Από τα υπόλοιπα παραδείγματα του Τζάρτζανου, εφτά αποτελούν εφαρμογές του πολύπτωτου (πολυμορφικού) σχήματος (Νάκας, 2017), ένα συνιστά ‘παραγωγική επαναφορά’ (Νάκας, 2015), ενώ τρία άλλα ανήκουν σε διαφορετική ομάδα σχημάτων, δηλαδή στα σχήματα ομοηχίας (Νάκας et al., 2010). Ας σημειωθεί, επίσης, ότι ο Τζάρτζανος δεν πραγματεύεται πουθενά το πολυσημικό (‘ανακλαστικό’) σχήμα (Nάκας, 22007). Σε παρόμοια σύγχυση οδηγούν οι ορισμοί, μαζί με τα παραδείγματα, και των Παπανικολάου (41989), Μαρκαντωνάτου & Σακελλαριάδη (1979) κ.ά.
Ανάλογη σύγχυση δημιουργείται, προκειμένου για τη Γαλλική, και με βάση τους ορισμούς λ.χ. του Fontanier (1977), αν και η ρίζα του κακού θα πρέπει, για μιαν ακόμη φορά, ν’ αναζητηθεί στους ορισμούς των αρχαίων τεχνογράφων.
Στην παρούσα εισήγηση, γίνεται προσπάθεια σαφέστερης οριοθέ-‐τησης, με κριτήρια γλωσσολογικά και πραγματολογικά, του ‘ετυμολογικού’ σχήματος, σε αντιδιαστολή προς άλλα διαφορετικά σχήματα λόγου με τα οποία συνήθως συγχέεται.
Αναφορές Bacry, P. 1992: Les Figures de Style. Fontanier, 1977 [1830]: Les Figures du Discours. Lausberg, H. 1998: Hanbook of Literary Rhetoric: a Foundation for Literary Study. Morier, H. 41989 : Dictionnaire de Poétique et de Rhétorique. Preminger, A. & T. V. F. Brogan (επιμ.), The New Princeton Encyclopedia of Poetry and Poetics. Ανδριώτης Ν. (1939): “Το σύστοιχον υποκείμενον εις την Νέαν Ελληνικήν”, Αθηνά 49: 144-‐176. Μαρκαντωνάτος, Γερ. & Γ. Σακαλλαριάδης 1979: Λεξικό Λογοτεχνικών Όρων. Νάκας, Θαν. 22007: Σχήματα (Μορφο)λεξικής και Φραστικής Επανάληψης, α΄. Νάκας Θαν. & Ευγ. Μαγουλά & Αφρ. Καποθανάση 2010: “Η ομοηχία στη Νέα Ελληνική (ορολογία και
τυπολογία)”, ΜΕΓ 30, 436-‐449. Νάκας, Θαν. 2015: “Συνθετικοπαραγωγική επαναφορά σε αρχαιοελληνικά και νεοελληνικά κείμενα
(πεζά και ποιητικά)”, Γλωσσική Παιδεία (35 Μελέτες Αφιερωμένες στον Καθηγητή Ναπολέοντα Μή-‐τση), Εκδόσεις Gutenberg, 84-‐100.
Νάκας, Θαν. 2017: “Σχετικά με το λεγόμενο πολύπτωτο (πολυμορφικό) σχήμα λόγου”, ΜΕΓ 37, 489-‐509.
Παπανικολάου, Κ. 41989: Νεοελληνική Καλολογία (Αισθητική του Λόγου).
Παρασκευή 20.4, 16:00-‐16:30, Αμφ. ΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Μ. Νεραντζίνη, Θ. Χρίστου, Μ. Μαστροπαύλου & Μ. Λεκάκου Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων [email protected], [email protected], [email protected], [email protected]
Η επίδραση της συντακτικής πολυπλοκότητας στην προτασιακή επεξεργασία
Διαγλωσσικές έρευνες έχουν δείξει ότι η αύξηση της συντακτικής πολυπλοκότητας επηρεάζει άμεσα την προτασιακή κατανόηση (Hawkins 1994), ενώ η αυξημένη πολυπλοκότητα οδηγεί και σε αύξηση του χρόνου ανάγνωσης (Gibson et al. 1998, Ferreira 1991). Ωστόσο, δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο ποιοι παράγοντες επηρεάζουν τη συντακτική πολυπλοκότητα μιας πρότασης. Σχετικές έρευνες έχουν καταδείξει ότι φαινόμενα όπως ο εγκιβωτισμός προκαλούν δυσκολίες στην επεξεργασία (Παπαδοπούλου 2015). Ειδικότερα, οι αναφορικές προτάσεις προκαλούν περισσότερη δυσκολία ως προς την επεξεργασία σε σχέση με τις υπόλοιπες δευτερεύουσες (Givón, 2009), ενώ το ίδιο συμβαίνει και με τις παθητικές δομές και δομές με αναιτιατικά ρήματα σε σχέση με τις δομές με ενεργητική σύνταξη (Borer & Wexler, 1987), λόγω της θεματικής επανανάλυσης (thematic reanalysis) (Mack et al. 2013) και της μετακίνησης της ΟΦ (Koring et al. 2003).
Στόχος της παρούσας μελέτης είναι να διερευνήσει την επίδραση στην προτασιακή επεξεργασία συντακτικών παραγόντων όπως η μετακίνηση, η τοπικότητα (locality) και η δομική αμφισημία. Για τη διερεύνηση των παραγόντων αυτών εξετάστηκαν φαινόμενα όπως οι εναλλαγές φωνής σε ενεργητικές και μεσοπαθητικές δομές, οι διαφορετικές μορφές υποτακτικής σύνδεσης (συμπληρωματικές, επιρρηματικές και αναφορικές προτάσεις) καθώς και η ερμηνεία της αναφοράς σε συνδυασμό με εναλλαγές στη σειρά των όρων. Για τους σκοπούς της έρευνας διεξήχθησαν χρονομετρικά πειράματα ανάγνωσης ατομικού ρυθμού (self-‐paced reading) σε ενήλικες φυσικούς ομιλητές της ελληνικής. Τα αποτελέσματα κατέδειξαν ότι το είδος της υπόταξης, η σειρά των όρων καθώς και οι διαθέσιμες μορφοσυντακτικές ενδείξεις (cues) (π.χ. η μορφολογική πραγμάτωση των χαρακτηριστικών) αποτελούν παράγοντες που επηρεάζουν την επεξεργασία. Τα ευρήματα που προκύπτουν από τα πειράματα θα συζητηθούν στο πλαίσιο θεωριών για τη συντακτική πολυπλοκότητα.
Αναφορές Borer, H., and K. Wexler. 1987. The maturation of syntax. In T. Roeper and E. Williams (eds) Parameter
setting. Dordrecht: Reidel Ferreira, F. 1991. Effects of length and syntactic complexity on initiation times for prepared utterances.
Journal of Memory and Language. 30:210–233. Gibson, E., Warren, T., 1998. Discourse reference and syntactic complexity. Manuscript, MIT, Cambridge,
MA Givón, T. 2009. The genesis of syntactic complexity. Amsterdam/Philadelphia: John Benjamins. Hawkins, J. 1994. A Performance Theory of Order and Constituency. Cambridge, Massachusetts:
Cambridge University Press. Koring, L., Mak, P. & Reuland, E. 2012. The time course of argument reactivation revealed: Using the
visual world paradigm. Cognition 123: 361–379. Mack, J.E., Meltzer-‐Asscher, A., Barbieri, E. & Thompson, C.K. 2013. Neural correlates of processing
passive sentences. Brain Science 3: 1198–214. Παπαδοπούλου, Δ. 2015. Ανιχνεύοντας την προτασιακή επεξεργασία: Η περίπτωση της ελληνικής.
Θεσσαλονίκη: Ostracon Publishing.
Σάββατο 21.4, 19:30-‐20:00, Αμφ. ΙΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Θ. Ξιούφης Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης [email protected]
Οι μετωνυμίες του έρωτα στη νέα ελληνική γλώσσα
Η ανακοίνωση έχει ως στόχο την διερεύνηση των μετωνυμικών εκφράσεων του έρωτα στη νέα ελληνική γλώσσα στη συνέχεια αντίστοιχων μελετών στο πλαίσιο της γνωσιακής γλωσσολογίας (Kövecses 2010, Theodoropoulou 2012α). Παρά το βάρος που δόθηκε στη μελέτη της (εννοιακής) μεταφοράς, αρχής γενομένης από τους Lakoff και Johnson (1980), η μετωνυμία αποτελεί έναν σημαντικό γνωσιακό μηχανισμό, η δράση του οποίου στο πεδίο των συναισθημάτων είναι εξίσου σημαντική με αυτή της μεταφοράς: οι μετωνυμίες συμβάλλουν στην ανάδειξη ενσώματων όψεων των συναισθηματικών εννοιών (Kövecses 1990), ενώ η χρήση τους θεωρείται ότι αποτελεί άμεση έκφραση του συναισθήματος με αναφορά στη σωματική βάση της εμπειρίας (Theodoropoulou 2012β). Η έρευνα εντάσσεται σε αυτές που μελετούν τα συναισθήματα με βάση τη γλωσσική χρήση, καθώς το υπό εξέταση υλικό αποτελείται από ελεύθερο γραπτό λόγο, αντρών και γυναικών, και είναι προϊόν απαντήσεων σε στοχευμένες ερωτήσεις σχετικά με τον έρωτα. Αυτό που επιχειρείται στην ανακοίνωση είναι μια κατάταξη των δεδομένων γύρω από τις δύο βασικές μετωνυμικές σχέσεις ΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΤΙ ΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ (Kövecses 1990, Theodoropoulou 2012α) και ΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΤΙ ΤΟΥ ΟΛΟΥ (Kövecses 2010).
Αναφορές Kövecses, Z. 1990. Emotion Concepts. Nέα Υόρκη, Βερολίνο, Χαϊδελβέργη, Λονδίνο, Παρίσι, Τόκιο, Hong
Kong: Springer & Verlag. Kövecses, Z. 2010. Metaphor: A Practical Introduction. Οξφόρδη & Νέα Υόρκη: Oxford University Press. Lakoff, G. & M. Johnson. 1980. Metaphors We Live by. Σικάγο & Λονδίνο: The University of Chicago
Press. Theodoropoulou, M. 2012α. «Metaphor-‐metonymies of joy and happiness in Greek: Towards an
interdisciplinary perspective». Review of Cognitive Linguistics 10(1), 156-‐183. Theodoropoulou, Μ. 2012β. «The emotion seeks to be expressed: Thoughts from a linguist’s point of
view». Στο A. Chaniotis (επιμ.), Unveiling Emotions: Sources and Methods for the Study of Emotions in the Greek World. Στουτγάρδη: Steiner, 433-‐468
Σάββατο 21.4, 9:30-‐10:00, Αμφ. ΙΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Λ. Παντελόγλου Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών [email protected]
Η ελληνική ως δεύτερη γλώσσα στην ιστορική της διάσταση: Οι απαρχές
Eπικρατεί η άποψη ότι η διδασκαλία της νέας ελληνικής ως δεύτερης/ ξένης γλώσσας (Ε2) συνιστά ένα πεδίο πρόσφατα διαμορφωμένο, με παρελθόν λίγων δεκαετιών (βλ. Moschonas 2017). Στην ανακοίνωση αυτή υποστηρίζεται, αντίθετα, ότι οι απαρχές της διδασκαλίας της Ε2 θα πρέπει να αναζητηθούν πολύ νωρίτερα. Η υπόθεση αυτή τεκμηριώνεται από τον εντοπισμό εγχειριδίων του 19ου αιώνα, από το 1808 ως το 1895, των οποίων οι συγγραφείς θέτουν ρητά ως στόχο τη διδασκαλία της ελληνικής με τη διαμεσολάβηση συνήθως μιας άλλης γλώσσας (της γερμανικής, της γαλλικής, της αγγλικής κ.ά.), επιλέγουν συγκεκριμένες διδακτικές μεθόδους και ενίοτε απευθύνονται σε ειδικό κοινό. Ο διδακτικός χαρακτήρας εγχειριδίων που έχουν θεωρηθεί γραμματικές (π.χ. Schmidt 1808, David 1821, Mitsotakis 1891, Thumb 1895) ενισχύει την υπόθεση αυτή, καθώς οι γραμματικές αυτές είχαν συνταχθεί ως μέθοδοι διδασκαλίας. Οι γλωσσικές επιλογές των συγγραφέων των διδακτικών εγχειριδίων με τα οποία θα ασχοληθούμε, αποτελούν επίσης και τοποθέτηση σχετικά με το γλωσσικό ζήτημα, καθώς η διδασκαλία, ιδιαίτερα σε αλλόγλωσσους, προϋποθέτει επιλογή μιας χρηστικής ποικιλίας. Η παρούσα εισήγηση επιδιώκει να συμβάλει στη χαρτογράφηση της ιστορίας της διδακτικής της Ε2 (Janse & Joseph 2014·∙ Delveroudi, 2016, υπό δημ.·∙ Παντελόγλου υπό δημ.), και να διερευνήσει πιθανές διεπιδράσεις με την περιγραφή της ελληνικής ως μητρικής.
Αναφορές David, J. 1821. Méthode pour apprendre la langue grecque moderne. Paris: Lequien. Delveroudi, R. 2016. “Méthode pour apprendre la langue grecque moderne”. Βιβλιογραφική
καταχώρηση στο Corpus de Textes Linguistiques Fondamentaux / CID ENS de Lyon, 2016/7, http://ctlf.ens-‐lyon.fr/n_fiche. asp?num=1126.
Delveroudi, R. (υπό δημ.). “Modern Greek grammars written by or for foreigners around the Greek revolution (1818-‐1829)”. Στο Ε. Αναγνωστοπούλου et al. (επιμ.) Language Choices: Greek and Parallel Cases (Workshop), ICGL 12, Frei Universität Berlin: CeMoG, Edition Romiosini.
Janse, M. & Joseph, Brian D. 2014. “A New Historical Grammar of Demotic Greek Reflections on the Κοινή Ελληνική in the 19th and 20th Centuries as Seen through Thumb’s Handbook of the Modern Greek Vernacular”. CHS Research Bulletin, Center for Hellenic Studies 2:2.
Mackridge, P. 2009. Language and National Identity in Greece, 1766-‐1976. Oxford: Oxford University Press.
Mitsotakis, J. K. 1891. Praktische Grammatik der neugriechischen Shrift-‐ und Umgangssprache: mit Ubungsstucken und Gesprachen. Στο “Lehrbucher des Seminars fur orientalische Sprachen zu Berlin”, band V. Stuttgart & Berlin: W. Spemann.
Moschonas, S. A. 2017. “The discovery of Modern Greek as a second language (v. 2)”. Στο: Selected papers on theoretical and applied linguistics V. 22 (2017), 27-‐50.
Παντελόγλου, Λ. (υπό δημ.). «Διδάσκοντας την ελληνική ως δεύτερη ή ξένη γλώσσα στη Μικρασία του 19ου και του 20ού αιώνα». Στο Χρ. Τζιτζιλής & Γ. Παπαναστασίου: Γλωσσικές Επαφές στα Βαλκάνια και στη Μικρά Ασία / Language Contact in the Balkans and Asia Minor.
Schmidt, J. A. E. 1808. Neugriechische Sprachlehre. Leipsig: Joachim’s.
Σάββατο 21.4, 13:30-‐14:00, Αμφ. ΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Μ. Παπαγεωργίου Πανεπιστήμιο Αιγαίου [email protected]
Γλωσσική πολιτική και διδακτική της τουρκικής γλώσσας στην Αλβανία
Η Αλβανία αποτελεί μια χώρα της Νοτιοανατολικής Μεσογείου που κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς απο τον 15ο–19ο αιώνα, οι οποίοι απαγόρευσαν τη διδασκαλία της αλβανικής γλώσσας και επέτρεπαν μόνο τα ελληνικά και τα τουρκικά. Το 1944 έγινε Λαϊκή Σοσιαλιστική Δημοκρατία υπό τον Ενβέρ Χότζα ο οποίος καθιέρωσε ως επίσημη την τοσκική διάλεκτο. Στην εκπαίδευση η διδασκαλία πραγματοποιείται στην αλβανική γλώσσα και από το 1995-‐1996 προστέθηκε το μάθημα ελληνικής γλώσσας για τους Έλληνες μειονοτικούς μαθητές – ωστόσο ο αριθμός αυτών των μαθητών φθίνει αισθητά (Καραντζόλα 2016, 87-‐89).
Αξιοσημείωτο είναι το οτι η Αλβανία έζησε υπό την Τουρκοκρατία, με αποτέλεσμα η τουρκική να επηρεάσει την αλβανική καθώς επίσης και να οδηγήσει αρκετούς Αλβανούς να ασπαστούν το Ισλάμ. Τα τουρκικά διδάσκονταν ως ξένη γλώσσα στην Αλβανία ήδη στην οθωμανική περίοδο. Συγκεκριμένα, η διδασκαλία της τουρκικής γλώσσας στην Αλβανία μπορεί να χωριστεί σε 4 περιόδους (Balaban 2013): Οθωμανική περίοδο (1389-‐1912), τα χρόνια της ανεξαρτησίας (1912-‐1945), κομμουνιστικά (1945-‐1969) και μετα-‐κομμουνιστικά χρόνια. Επιπλέον, στη σημερινή εποχή έκδηλο είναι το ενδιαφέρον των Αλβανών για την εκμάθηση της τουρκικής που διδάσκεται ως ξένη γλώσσα σε πολλά ινστιτούτα και πανεπιστημιακά τμήματα (Balaban 2013, 628). Αξίζει να σημειωθεί οτι σύμφωνα με μια έρευνα που έγινε σε 53 ενήλικες Αλβανούς που μαθαίνουν τουρκικά στο Ινστιτούτο Yunus Emre των Τιράνων, οι παράγοντες που τους οδήγησαν στην εκμάθηση των τουρκικών είναι οι εξής :
i. Δυνατότητες εργασίας ii. Εμπόριο iii. Εκπαίδευση iv. Ζωή/Μετανάστευση στην Τουρκία v. Αγάπη για τη γλώσσα vi. Διάφοροι άλλοι λόγοι Σημαντικό είναι το γεγονός ότι δραστηριοποιούνται αρκετές τουρκικές
εταιρείες στην Αλβανία όπου υπάρχει ανεργία και αρκετοί νέοι αναγκάζονται να μεταστανεύσουν, μόνο όσοι γνωρίζουν τουρκικά μπορούν να εργαστούν σε μία τουρκική εταιρεία. Χαρακτηριστική είναι η φράση ενός δασκάλου τουρκικής γλώσσας «Μία μέρα αυτή η γλώσσα θα σας εξασφαλίσει την εργασία σας» (Balaban 2013, 629).
Πολύ σημαντικό τέλος είναι το γεγονός οτι από το 2008 άρχισαν να προβάλλονται τουρκικές σειρές στα αλβανικά κανάλια με πολύ υψηλό μέσο όρο τηλεθέασης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα σημαντικά τμήματα του αλβανικού πληθυσμού να αγαπήσουν τον τουρκικό πολιτισμό. Επίσης άρχισαν να γίνονται και γάμοι μεταξύ Αλβανών και Τούρκων. Κατά συνέπεια, όπως επισημαίνει και ο Balaban (2013, 630), αυτοί οι άνθρωποι και τα παιδιά τους άρχισαν να μαθαίνουν την τουρκική γλώσσα.
Αναφορές Καραντζόλα, Ε. 2016. Γλωσσικές πολιτικές στις χώρες της Μεσογείου. Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο. Balaban, A. 2013. “Arnavutluk’ta Türkçe Öğretimi ve Arnavutların Türkçe Öğrenme Sebepleri. ”
Uluslararası Sosyal Araştırmalar Dergisi. 7 (33): 625-‐634. Çağlayan, B. 2013. «Arnavutluk’ta Türkçe Öğretimi». Στο Πρακτικά συνεδρίου VIII. Uluslararası Büyük
Türk Dili Kurultayı (Τίρανα, 25-‐27/10/2013), 322-‐334. Tiran Bilkent Üniversitesi ve Tiran Üniversitesi. Cooper, R. L. 1989. Language planning and social change. Cambridge: Cambridge University Press Parlakpınar, M. & O. Akyuz. 2014. «Yunus Emre Enstitüsü’nün Türkoloji Alanındaki Faaliyetleri». Στο
Proceedings of the 3rd International Conference on Language and Literature “Turkish in Europa” (Τίρανα 30/10-‐1/11/2014). 2: 274-‐287. Αλβανία
Yurt, G. 2013. «Arnavutluk’ta Türkçeden Arnavutçaya Çevrilen Eserler». Στο Uluslararası Dil ve Edebiyat Çalışmaları Konferansı “Balkanlarda Türkçe” Bildiri Kitabı (Τίρανα 14/11-‐16/11/2013), 151-‐161. Hëna e Plotë "Beder" Üniversitesi Yayınları.
Παρασκευή 20.4, 17:00-‐17:30, Αμφ. ΙΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Χρ. Παπαναγιώτου Πανεπιστήμιο Πατρών [email protected]
Η περίπτωση του μορφήματος αλλο-‐ στο σχηματισμό των παραθετικών των επιθέτων και των επιρρημάτων:
Περιπτώσεις από τη χρήση του σε Βόρεια ιδιώματα
Στην παρούσα εργασία θα ασχοληθώ με προθηματικούς σχηματισμούς για την πραγμάτωση του υπερθετικού βαθμού (Szabolcsi 1986, Silke 2008, Stassen 2008) επιθέτων και επιρρημάτων στα Βόρεια ιδιώματα οι οποίοι δεν απαντώνται στην Κοινή Νέα Ελληνική (Mackridge 1985, Τριανταφυλλίδης 2000, Holton et al. 2002).
Πιο συγκεκριμένα, θα ασχοληθώ με τη χρήση του μορφήματος αλλο-‐ για τον σχηματισμό του υπερθετικού βαθμού επιθέτων (π.χ. αλλοκαλύτερος ‘ο καλύτερος όλων’) και επιρρημάτων (αλλομπροστά ‘πιο μπροστά από κάθε τι’) μελετώντας τη διαδικασία μορφολογοποίησή του (Ράλλη 2005, Joseph 2003) αλλά και τη σημασιολογική σχέση με την αντωνυμία ‘άλλο’ από την οποία προέρχεται. Στην παρούσα εργασία θα χρησιμοποιηθεί γραπτό και προφορικό υλικά από διαφορετικές διαλεκτικές ποικιλίες των Βορείων ιδιωμάτων όπου εντοπίζεται το φαινόμενο (π.χ. ηπειρώτικα, ρουμελιώτικα) αλλά και υλικό όπου ανιχνεύεται η χρήση του για τον σχηματισμό του συγκριτικού βαθμού (π.χ. Ποντιακά, άλλο καλλίων ‘καλύτερος (Παπαδόπουλος 1961)).
Στόχος της παρούσας εργασίας είναι η σύγκριση του τρόπου σχηματισμού των παραθετικών βάσει της διάκρισης συνθετικών-‐αναλυτικών/περιφραστικών δομών (π.χ. ψηλότατος – ο ψηλότερος – ο πιο ψηλός) στην ΚΝΕ (Jannaris 1897, Bakker 2010, Markopoulos 2015) και σε κάποια Βόρεια ιδιώματα αλλά και η ανάδειξη ενός διαφορετικού τρόπου σχηματισμού σχετικών υπερθετικών ο οποίος απαντάται σε διαλεκτικές γλωσσικές ποικιλίες αλλά όχι στην ΚΝΕ.
Αναφορές Bakker, E. J. (ed.) 2010. A Companion to the Ancient Greek Language. Blackwell Companions to the Ancient World. Literature and Culture. Chichester/Malden, MA: Wiley-‐Blackwell.
Holton, D., Mackridge, P., & E., Φιλιππάκη-‐Warburton. 2002. Γραμματική της Ελληνικής Γλώσσας. Αθήνα: Πατάκης.
Iστορικόν Λεξικόν της Νέας Eλληνικής της τε Kοινής Oμιλουμένης και των Iδιωμάτων, τομ. Aʹ′-‐Eʹ′. 1933-‐1989. Aθήνα: Ακαδημία Αθηνών.
Jannaris, A. 1897[1968]. An Historical Greek Grammar. London: MacMillan. Josheph, B. 2003. Morphologization from Syntax. In B. Joseph & R. Janda (eds.) Handbook of Historical Linguistics. Oxford: Blackwell Publishers, pp. 472-‐492.
Mackridge, P.1985.The Modern Greek language. Oxford: Oxford University Press. Markopoulos, Th. 2015. Contact-‐induced grammaticalization in older texts. The Medieval Greek analytic comparatives. Στο A. D.M. Smith, G. Trousdale & R. Waltereit (επιμ.), New Directions in Grammaticalization Research, 209-‐229.
Παπαδόπουλος, Άνθιμος Α. 1958. Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντιακής Διαλέκτου, Τόμος Πρώτος Α-‐Λ. Αθήνα: Επιτροπή Ποντιακών Μελετών [Παράρτημα 3 Περιοδικού Αρχείον Πόντου].
Ράλλη, Α. 2005. Μορφολογία. Αθήνα: Πατάκης. Silke, S. 2008. Annotating Superlatives. In Proceedings of the Sixth International Language Resources and Evaluation Conference (LREC’08). Morocco: Marrakech. 923-‐928.
Stassen, L. 2008. Comparative constructions. Στο Μ. Haspelmath, E. König, W. Oesterreicher, & W. Raible (επιμ.), Language Typology and Language Universals, An International Handbook, vol. 2. Berlin: de Gruyter, 993-‐997.
Szabolcsi, A. 1986. Comparative superlatives. In N. Fukui, T. R. Rapoport and E. Sagey (Eds.), MIT Working Papers in Linguistics (8).
Τριανταφυλλίδης, Μ. 2000/1941. Νεοελληνική Γραμματική. Αθήνα: ΟΕΣΒ. Ανατύπωση: Θεσσαλονίκη, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης -‐ Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
Πέμπτη 19.4, 14:00-‐14:30, Αίθουσα Τελετών, Παλαιό Κτίριο
Θ.-‐Σ. Παυλίδου Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Α.Π.Θ. [email protected]
Μεταγλωσσικός σχολιασμός: Η περίπτωση του (δεν) κατάλαβα
Αντικείμενο της ανακοίνωσής μου είναι ο μεταγλωσσικός σχολιασμός – ένα από τα πολλά θέματα που απασχόλησαν τον Μιχάλη Σετάτο (2008) – μέσω του ρήματος ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΩ. Η κοινή κατανόηση των όσων συμβαίνουν κατά τη διεπίδραση (π.χ. τι είδους πράξεις πραγματοποιούνται) είναι πρωταρχικής σημασίας για την εξέλιξη της επικοινωνίας (Moerman & Sacks 1988, Mondada 2011), και οι συνομιλητές/τριες έχουν διάφορες δυνατότητες για να ελέγξουν ή να επιβεβαιώσουν τον βαθμό της διυποκειμενικότητας που έχει επιτευχθεί (βλ. π.χ. Heritage 1984). Σε αυτές συγκαταλέγεται η επίκληση της γνωσιακής κατάστασης με τη βοήθεια διαφόρων μορφών του ρήματος ‘καταλαβαίνω’, π.χ. σε μαθησιακά περιβάλλοντα (Lindwall & Lymer 2011). Ωστόσο, στην καθημερινή συνομιλία η χρήση του συγκεκριμένου ρήματος δεν συναρτάται πάντα με την επιδίωξη μιας επιστημικής σύγκλισης (Sidnell 2011, Παυλίδου 2015).
Η παρούσα ανακοίνωση αποτελεί συνέχεια προηγούμενης δουλειάς μου πάνω στο κατάλαβες; (Παυλίδου 2017), επικεντρώνεται όμως στις πρωτοπρόσωπες εκφάνσεις του ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΩ. Η ποσοτική ανάλυση δεδομένων από το Corpus Προφορικού Λόγου του ΙΝΣ δείχνει ότι το ρήμα χρησιμοποιείται πολύ πιο συχνά στο α΄ πρόσωπο, και μάλιστα στον ενικό αριθμό. Το γεγονός αυτό συμπίπτει με τα ευρήματα για τη γερμανική (Deppermann 2011) και την εβραϊκή (Polak-‐Yitzhak & Maschler 2016). Σε αντίθεση όμως με τις δύο αυτές γλώσσες, όπου το ‘καταλαβαίνω’ απαντά συχνότερα στον ενεστώτα (και σε αποφατική μορφή), στην ελληνική υπερτερεί σαφώς η μορφή κατάλαβα. Στόχος μου είναι να εξετάσω από τη σκοπιά της Ανάλυσης Συνομιλίας σε ποιο βαθμό η δομή (δεν) κατάλαβα συνιστά όντως μεταγλωσσικό σχολιασμό του/της ομιλητή/τριας – στη βάση της (γνωσιακής) σημασίας του ρήματος – ή επιτελεί άλλες λειτουργίες που απορρέουν από τη γραμματικοποίηση της συγκεκριμένης ρηματικής μορφής.
Αναφορές Deppermann, A. 2011. Constructions vs. lexical items as sources of complex meanings: A comparative
study of constructions with German verstehen. In P. Auer & S. Pfänder (eds), Constructions: Emerging and Emergent, 88-‐126. Berlin: De Gruyter.
Heritage, J. 1984. A change-‐of-‐state token and aspects of its sequential placement. In Structures of Social Action: Studies in Conversational Analysis, 299-‐345. Cambridge: CUP.
Lindwall, O. & G. Lymer. 2011. Uses of ‘understand’ in science education. Journal of Pragmatics 43(2): 452-‐474.
Moerman, M. & H. Sacks. 1988 [1971]. On ‘understanding’ in the analysis of natural conversation. In Talking Culture, M. Moerman (ed.), 180-‐186. Philadelphia, PA: University of Pennsylvania Press.
Mondada, L. 2011. Understanding as an embodied, situated and sequential achievement in interaction. Journal of Pragmatics 43(2): 542-‐552.
Polak-‐Yitzhak & Maschler 2016. Disclaiming understanding? Hebrew ‘ani lo mevin/a (‘I don’t understand’) in everyday conversation. Journal of Pragmatics 106: 163-‐183.
Σετάτος, Μ. 2008. Μεταγλωσσικές χρήσεις της γλώσσας: Μεταγλωσσικός σχολιασμός, αυτοσχολιασμός και αυτοαναφορικότητα στην κοινή νεοελληνική. Στο Μ. Θεοδορωπούλου (επιμ.), Θέρμη και Φως: Αφιερωματικός Τόμος στη μνήμη του Α.-‐Φ. Χριστίδη, 195-‐204. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Sidnell, J. ‘D’you understand that honey?’ Gender and participation in conversation. In S. A. Speer & E. H. Stokoe (eds), Conversation and Gender, 183-‐209. Cambridge: Cambridge University Press.
Παυλίδου, Θ.-‐Σ. 2015. Gendering selves, gendering others – in (Greek) interaction. Gender and Language 9(1): 105–131 (Special Issue: Gender and the Greek Language).
Παυλίδου, Θ.-‐Σ. 2017. Παρατηρήσεις στο ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΩ στη γλωσσική διεπίδραση. Ανακοίνωση στο 13ο Διεθνές Συνέδριο Ελληνικής Γλωσσολογίας (Λονδίνο, 7-‐9 Σεπτ. 2017).
Πέμπτη 19.4, 16:00-‐16:30, Αίθουσα Τελετών, Παλαιό Κτίριο
Α. Ράλλη, Π. Παππάς, Σ. Τσολακίδης Πανεπιστήμιο Πατρών, Simon Fraser University, Πανεπιστήμιο Πατρών [email protected]
Όψεις του Παρατατικού στη Νέα Ελληνική των Ελλήνων Μεταναστών του Καναδά
Η ανακοίνωση αποτελεί συμβολή στη διερεύνηση της μορφολογίας του παρατατικού έτσι όπως αυτός πραγματώνεται στη γλώσσα των Ελλήνων μεταναστών πρώτης γενιάς του Καναδά, των οποίων τα γλωσσικά χαρακτηριστικά μελετώνται με βάση ένα υλικό προφορικού λόγου, 200 περίπου ωρών συνεντεύξεων, που συνελέγη το 2017 στο πλαίσιο του προγράμματος «Immigration and Language in Canada: Greeks and Greek Canadians». Τα δεδομένα περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τη συνύπαρξη μορφολογικών στοιχείων που ανήκουν σε διαφορετικά επίπεδα ύφους της Νέας Ελληνικής (Μητσικοπούλου 2006), π.χ. +/-‐ προφορικό, +/-‐διαλεκτικό. Όσον αφορά τον παρατατικό, ο λόγος των ομιλητών χαρακτηρίζεται από τη συνύπαρξη μορφημάτων σημασιολογικά αλλά όχι και υφολογικά ή κοινωνιογλωσσικά ισοδύναμων. Για παράδειγμα, στην ενεργητική φωνή της 2ης κλιτικής τάξης (Ράλλη 2005) πέρα από την κατάληξη -‐ουσα (1) παρατηρείται εκτεταμένη χρήση του -‐αγα (2) (Browning 2002), ακόμα και σε διαλεκτικές ομάδες (π.χ. Λεσβιακά) στις οποίες το -‐αγα δεν χρησιμοποιείται.
(1) Δούλεψα σε λίγες οικοδομικές πρόχειρες εργασίες που μπορούσα να κάνω.
(2) Τουν ρουτάγαν πολλές φορές ‘Πώς θα κάνω τούτο;’ Το ίδιο συμβαίνει σε όλες τις διαλεκτικές ομάδες και για το γ’ πληθ. της
παθητικής, όπου χρησιμοποιείται το -‐ονταν της τυποποιημένης KNE (3) και το -‐όντουσαν (Kretschmer 1905, Χόρροκς 2006 Τριανταφυλλίδη κ.ά. 1941). Παράλληλα, παρατηρείται το διαλεκτικό -‐όσαν(ε), αλλά σε άτομα από συγκεκριμένες περιοχές (π.χ. Πελοπόννησο, πβ. Παντελίδης 2010).
(3) Όλοι οι Έλληνες ερχόνταν εκεί. (4) Ετοιμαζόντουσαν τότε να φύγουν. (5) Οι Γερμανοί ερχόσανε για περιοδεία για μια φορά, δυο φορές το
χρόνο. Με βάση τα παραπάνω, τίθενται διάφορα ερωτήματα αναφορικά με
τοποια μπορεί να είναι η κατανομή των μορφημάτων του παρατατικού σε σχέση με διάφορες παραμέτρους: καταγωγή και γλωσσική ταυτότητα ομιλητών, μορφωτικό επίπεδο, περίσταση επικοινωνίας, επίδραση της Κοινής Νεοελληνικής στοκοινωνικό και εργασιακό περιβάλλον, κ.λπ.
Για να απαντηθούν τα συγκεκριμένα ερωτήματα, τα δεδομένα μας συγκρίνονται με αυτά που προέρχονται από μελέτες σχετικά με την κατανομή και τη χρήση των διαφορετικών μορφημάτων του παρατατικού της ΚΝΕ που ομιλείται στην Ελλάδα, καθώς και αυτών των διαφόρων διαλέκτων(π.χ. Pantelidis 2003), έτσι ώστε να καταλήξουμε σε συμπεράσματα σχετικά με το αν τελικά η μετανάστευση στον Καναδά και η γλωσσική επαφή μεταξύ ελληνόφωνων που προέρχονται από διαφορετικές περιοχές του ελλαδικού χώρου οδήγησε ή όχι σε μια ανακατανομή της χρήσης των υπό διερεύνηση στοιχείων.
Αναφορές Browning,R. 2002. Η ελληνική γλώσσα: μεσαιωνική και νέα (3η έκδ.). Αθήνα: Παπαδήμας. Kretschmer, P. 1905. Der heutige lesbische Dialekt verglichen mit den übrigen nordgriechischen
Mundarten. Wien: Hölder (http://anna.adaktylos.com/kretschmer.html) Μητσικοπούλου, Β. 2006. Επίπεδο ύφους. Θεσσαλονική: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. Pantelidis, N. 2003. The active imperfect of the 2nd conjugation in the Peloponnesian varieties of
Modern Greek. Journal of Greek Linguistics 4: 3-‐44. Παντελίδης, Ν. 2010. «Μαρτυρίες για τη διαχρονία των νεοελληνικών διαλέκτων: η περίπτωση της
Πελοποννήσου». Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα 30, 464-‐476. Ράλλη, Α. 2005. Μορφολογία. Αθήνα: Πατάκης. Τριανταφυλλίδης, Μ. κ.α. 1941. Νεοελληνική γραμματική (της δημοτικής). Αθήνα: ΟΕΣΒ. Χόρροκς Τ. 2006. Ελληνικά. Αθήνα: Βιβλιοπωλείο της Εστίας.
Παρασκευή 20.4, 19:00-‐19:30, Αμφ. ΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Vassiliki Rentoumi, George Paliouras, Dimitra Arfani, Katerina Fragkopoulou, Spyridoula Varlokosta
NCSR Demokritos, National and Kapodistrian University of Athens [email protected], [email protected], [email protected], [email protected], [email protected]
Automatic detection of linguistic indicators of Alzheimer’s disease: A cross-‐linguistic study in Greek and English
Background: Alzheimer’s Disease (AD) and other types of dementia are associated with changes in spoken language, but the impact of these changes on different languages has not been extensively examined or compared. In the present study, which is performed within the context of iASiS, we analysed samples obtained from native speakers of Greek and English who were at mild and moderate stages of probable Alzheimer’s disease.
Methods: We evaluated differences in spoken language between AD patients and normal controls (NCs) using novel quantitative methods. We searched for the most important sources of variation between the groups in the two languages. Most importantly, we tried to identify AD-‐induced language characteristics that are either cross-‐linguistic or language-‐specific. We adopted a computational approach for the comparison of morpho-‐syntactic complexity and lexical variety in digitised transcripts of speech produced by AD patients at various stages and by age-‐matched NCs. We used text classification approaches to assign the samples to one of the two groups. The classifiers were tested using various features: morpho-‐syntactic, lexical as well as complex statistical characteristics.
Results: Preliminary findings indicate that syntactic and lexical complexity can be markers of linguistic change in both languages. The method succeeded in finding linguistic characteristics which differentiated AD patients from NCs in mild stages in both languages.
Conclusions: The cross-‐linguistic comparison can contribute to a deeper understanding of language deficits in Alzheimer’s disease, potentially leading to the development of a cross-‐linguistic diagnostic tool.
Παρασκευή 20.4, 11:00-‐11:30, Αμφ. ΙΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Antonio R. Revuelta Puigdollers Universidad Autónoma de Madrid [email protected]
The uses of ὑπερ-‐ as a preverb
Although ὑπερ-‐ is one the least frequent preverbs (prepositions used as verbal prefixes), it covers a non-‐negligible 0,33% of all words in the Liddell-‐Scott-‐Jones (LSJ) Dictionary (391 out of 118.102 lemmata). This proportion decreases in Modern Greek where only 0,07% of verbs (35) are prefixed by υπερ-‐ (ΛΚΝ, 49.626 lemmata). The purpose of this paper is to give a full account of the verbs prefixed by ὑπερ-‐ in Ancient Greek and their diachronic evolution. The main issues discussed will be the following:
a) These verbs exhibit a rather restricted and regular number of predicate frames (quantitative and qualitative valency). My purpose in this paper is to formalize those regular predicate frames and to establish the syntactic and semantic connections and derivations among them from a constructionist and cognitive point of view (Goldberg 1995, Talmy 1985): from the most basic spatial ones (‘to be/put over’) to the more abstract ones (‘to be superior/better than’, ‘to do X in excess’ and so on).
b) The paper researches the connections between the preverb ὑπερ-‐ and the preposition ὑπέρ (see Luraghi 2003 and Zanchi 2016).
c) The diachronic development from Ancient Greek (satellite-‐framed) to Modern Greek (mainly verb-‐framed) constitutes an important factor taken into account and exhibits parallels in other languages (Mateu & Acedo-‐Matellán 2013, Talmy 1985).
d) The description of the Greek data is parallel to that provided for other languages. There are clear similarities between the Greek system and those of other languages like German (see the analysis of über(-‐) in Dewell 2011).
The data are mainly taken from a corpus made up by the following authors (complete works, more than 2 million words): Aeschylus, Aristophanes, Demosthenes, Euripides, Herodotus, Lysias, Plato, Sophocles, Thucydides and Xenophon. Additional information has been taken from other authors and periods and from the data available in dictionaries and lexical works (e.g. LSJ).
The final purpose of this paper is to collect and formalize all the information available about ὑπερ-‐ scattered in dictionaries and lexical works and to transfer it from its present place in lexicography to the grammatical component of the linguistic description of Greek. The preverb has to be understood as a regular means of word formation..
Αναφορές Dewell, Robert B. (2011): The Meaning of Particle/Prefix Constructions in German. Benjamins. Goldberg, Adele E. (1995): Constructions. A Construction Grammar Approach to Argument Structure.
University of Chicago Press. ΛΚΝ = Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1998. Luraghi, Silvia (2003): On the Meaning of Prepositions and Cases. Benjamins. Mateu, Jaume & Víctor Acedo-‐Matellán (2013): “Satellite-‐framed Latin vs. verb-‐framed Romance: A
syntactic approach”. Probus (25) 227-‐265. Talmy, Leonard (1985): “Lexicalization patterns: Semantic structure in lexical forms”. In Timothy Shopen
(ed.), Language typology and syntactic description (3), 57-‐149. CUP. Zanchi, Chiara (2016): “La semantica della preposizione ὑπέρ nel greco omerico”. Emerita, Revista de
Lingüística y Filología Clásica LXXXIV (1) 1-‐30. Zanchi, Chiara (2014): Multiple preverbation in Homeric Greek. MA dissertation, University of Pavia.
Παρασκευή 20.4, 10:30-‐11:00, Αμφ. ΙΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Αν. Ρούσου Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης [email protected]
Γλώσσα και διάλεκτος των αρχαίων μακεδόνων: διαλεγόμενοι μέσω επιγραφών και νομισμάτων
Τι εννοούμε με τον όρο γλώσσα; Ποια η διάκριση της από αυτήν των τοπικών διαλέκτων στην περίπτωση της Αρχαίας Μακεδονίας; Πως είναι δυνατόν να διαμορφωθεί η γλωσσολογική ιστορία της εν λόγω περιοχής με δεδομένη την απουσία επιγραφικών καταλοίπων, χρονολογημένων πριν τον 4ο αι. π.Χ.;
Αναμφίλεκτα, η παγίωση δύο διαμετρικά αντίθετων θέσεων αναφορικά όχι μόνο με την καταγωγή, αλλά και τη διάλεκτο των Αρχαίων Μακεδόνων, με την πρώτη να την κατατάσσει στις βορειοδυτικές ελληνικές διαλέκτους, άρα και το μακεδονικό φύλο σε αυτό των Δωριέων, ενώ την άλλη να προβάλλει την έντονη συσχέτιση της με τη Βόρεια Θεσσαλία και τις διαλέκτους της, δείχνει να έχει ασκήσει έντονη επιρροή στα πλαίσια της εξαγωγής συμπερασμάτων σε σχέση με τη γλωσσολογική εξέλιξη του εν λόγω φύλου.
Η παρουσία των Μακεδόνων στο προσκήνιο της ιστορίας κατά τη διάρκεια του 7ου-‐6ου αι. π.Χ. δείχνει να σχετίζεται άμεσα με την ύπαρξη του μύθου που αναφέρει τον Μακεδόνα ως αδερφό του Μάγνητα, αλλά και της ίδρυσης των Αιγών, ως πρώτης πρωτεύουσας του μέσα από τις αναφορές του Ηροδότου. Ενδεικτικό είναι ότι η προοδευτική επέκταση των Μακεδόνων τόσο στην αρχαϊκή όσο και στην κλασική εποχή, αλλά και η παρουσία συγκεκριμένων κοινωνικών δομών, δεν κατάστησαν δυνατή την εξέλιξη της γραφής, παρά μόνο μετά την εμφάνιση αστικών κέντρων με αξιοσημείωτη ανάπτυξη, όπως αυτά των Αιγών, της Πέλλας ή της Μίεζας. Στοιχείο που χωρίς αμφιβολία προβάλλει άρρηκτη την σχέση μεταξύ πολιτισμού και διάδοσης της γλώσσας, σε μία περιοχή, όπου η πολιτισμική ομοιογένεια αποδεικνύεται αξιομνημόνευτη.
Μέσα στα πλαίσια αυτά, τα ανθρωπωνύμια, έτσι όπως αυτά αποκαλύπτονται εμφανέστατα μέσα από τον εντοπισμό αναθηματικών και επιτύμβιων στηλών, μαζί με πλήθος νομισμάτων, όπως και αναγλύφων, καταδεικνύουν συστηματικά όχι μόνο μορφολογικά, αλλά και φωνολογικά χαρακτηριστικά μιας διαλέκτου, που φαίνεται να διαθέτει όρια τοπικά, ως αποκύημα των ιδιαίτερων πολιτικών και ιστορικών συγκυριών που χαρακτήριζαν την κάθε πόλη.
Αντικείμενο της παρούσας ανακοίνωσης είναι η κατάδειξη της ελληνικότητας των εντοπιζόμενων μέσα από αρχαιολογικά κατάλοιπα ανθρωπωνυμίων, που πιστοποιούν την ύπαρξη των χαρακτηριστικών της βορειοδυτικής διαλέκτου σε αυτά.
Αναφορές Hammond N., Το θαύμα που δημιούργησε η Μακεδονία, μετ. Φ. Κ. Βώρος, Αθήνα 1995. Kalléris, J. N., Les anciens Macédoniens: étude linguistique et historique, Athénes 1988. Νίγδελης, Π. Μ., «Μακεδονικά Επιγραφικά ΙΙΙ (Θεσσαλονίκη)», Τεκμήρια 10, 2011, 121-‐184. Panayotou, A., «Langue et écriture», στο: Descamps-‐Lequime, S. (επιμ.), Au royaume d' Alexandre le Grand: La Macédoine antique, Paris 2011. Παναγιώτου-‐Τριανταφυλλοπούλου, Ά., Η ανθρωπωνυμία των Μακεδόνων κατά την αρχαϊκή, κλασική και πρώιμη ελληνιστική περίοδο, στο Θρεπτήρια, Μελέτες για την Μακεδονία, Θεσσαλονίκη 2012.
Πέμπτη 19.4, 19:30-‐20:00, Αίθουσα Τεετών, Παλαιό Κτίριο
Anna Roussou University of Patras [email protected]
The ‘particles’ α and ε in the clause structure
1. The morphemes α [a] and ε [e] seem to fall outside grammar, serving as discourse markers that express the speaker’s attitude towards the utterance, as below:
(1α) ε, πού πας; (1β) α, ήρθες; ‘hey, where are you going?’ ‘oh, you came?’ If these elements are not part of grammar, then they are not part of the
phrase structure and should not be expected to obey syntactic restrictions, contrary to fact, as the following examples show:
(2α) πού πας, ε; (2β) *ήρθες, α; ‘where are you going, huh?’ ‘*you came, oh?’ (3α) ε, μην τρέχεις! (3β) *μην τρέχεις, ε! ‘hey, don’t run!’ ‘*don’t run, hey!’ According to the above, ε can occur in either clause initial or final
position, while α is restricted to clause initial position only. Furthermore, clause final ε is restricted by clause-‐typing, so while it is grammatical in questions, it is ungrammatical in imperatives. This kind of distribution shows that these two morphemes are part of the phrase structure and as such have syntactic properties.
2. In this paper I provide a syntactic approach to these elements which takes into consideration their discourse marking properties as well. Following recent literature (Hill 2008, Haegeman & Hill 2013, Heim et al. 2016, Wiltschko & Heim 2016, Miyagawa 2017), I assume that there is a Speech Act layer on the upper part of the left periphery. The Speech Act head partly revives Ross’ (1970) proposal that declaratives are hidden performatives that contain a covert performative verb and the arguments ‘I’ (the speaker) and ‘you’ (the hearer). I will assume, along with Speas & Tenny (2003) that the Speech Act head is predicative and takes three arguments as its coordinates: the speaker, the hearer and the utterance. In this context, it will be argued that ε and a are associated with one of the two participants. More precisely, ε is anchored to the hearer, while α is anchored to the speaker (see also Tsoulas 2017). This defining property will be shown to account for the interaction each particle has with clause-‐typing, its restriction to root clauses, and its potential interaction with other particles, such as the modals να/θα. For example, if ε is anchored to the addressee, we have a way to account for the role it plays in interrogatives and imperatives which involve the addressee. Similar considerations will extend to α in relation to the speaker. Since they relate to different discourse arguments, they may also co-‐occur, as in:
(4) Α, έφυγες, ε; ‘So, you left, huh?’ Treating these elements as part of syntax further requires attributing
them categorial content, which is formal and not functional. As will be shown, a formal approach to these elements raises interesting questions about the syntax-‐discourse and the syntax-‐lexicon interface.
Πέμπτη 19.4, 17:30-‐18:00, Αίθουσα Τελετών, Παλαιό Κτίριο
Α. Σακελλαρίου, Κ. Ντίνας Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας [email protected], [email protected]
Το κειμενικό είδος της επιστολής και η διδασκαλία του μέσα από τα εγχειρίδια της γλώσσας στην ελληνική εκπαίδευση
Στην εργασία αυτή παρουσιάζονται πρώτα οι συμβάσεις του κειμενικού είδους της επιστολής, με βάση τη βιβλιογραφία. Οι συμβάσεις αυτές αφορούν τόσο στοιχεία μορφής (τόπος, χρόνος, προσφώνηση, αποφώνηση) όσο και στοιχεία περιεχομένου (σχέση πομπού – αποδέκτη, κεντρική θέση του παρόντος γύρω από το οποίο αρθρώνεται ο λόγος για το παρελθόν και το μέλλον, χρήση γλωσσικών πράξεων, όπως ευχές, απειλές, υποσχέσεις κ.ά.). Διαφοροποιείται επίσης η επιστολή από τα συγγενικά της κειμενικά είδη, το ημερολόγιο και την αυτοβιογραφία.
Έπειτα ερευνάται ο τρόπος που η επιστολή παρουσιάζεται στα σύγχρονα σχολικά εγχειρίδια της γλώσσας σε όλες τις σχολικές βαθμίδες. Πώς η επιστολή χρησιμοποιείται για να παρουσιαστεί μια περίσταση επικοινωνίας και να παραχθεί λόγος μέσα στο πλαίσιο αυτής της περίστασης. Πώς λειτουργεί ως μέσο για να διακρίνουν τα παιδιά τα επίπεδα ύφους (διάκριση ανάμεσα σε επιστολές οικείες και επίσημες), να κατανοήσουν ή να παραγάγουν λόγο για ποικίλα θέματα που μελετώνται κάθε φορά, ως ένα κειμενικό είδος επιδεκτικό να εκφράσει οτιδήποτε. Ιδιαίτερα μελετάται η χρησιμοποίηση της επιστολής για να διδαχτεί η επιχειρηματολογία. Επισημαίνεται η «σχολειοποίηση» κάποιων επιστολών, από τις οποίες έχουν επιλεγεί συγκεκριμένα αποσπάσματα προκειμένου να προσεγγιστεί ένα θέμα, με αποτέλεσμα τα κείμενα που προκύπτουν να μην αναγνωρίζονται ως επιστολές, γιατί απουσιάζουν βασικά χαρακτηριστικά του είδους.
Επιχειρείται επίσης να διαπιστωθούν οι ομοιότητες και οι διαφορές που παρουσιάζονται στα σχολικά εγχειρίδια ως προς τα είδη των επιστολών, την παρουσίαση και τη διδακτική χρήση τους (τι είδους ασκήσεις ή δραστηριότητες βασίζονται σε αυτές, τι οδηγίες δίνονται στους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές) ανάλογα με τη βαθμίδα εκπαίδευσης και την τάξη και να συνδυαστούν με τους στόχους της γλωσσικής διδασκαλίας που τίθενται κάθε φορά.
Αναφορές Altman, J.G. 1982. Epistolarity: Approaches to a Form. Ohio State University Press: Colombus. Bishop, M.-‐F. (υπό δημοσίευση) «Les lettres à l’école élémentaire française, de 1960 à 1980: la plasticité
d’un exercice scolaire». Violi, Patricia. 1985. «Letters». Dans T. van Dijk (éd.) Discourse and Literature. Amsterdam/ Philadelpia:
John Benjamins.
Παρασκευή 20.4, 19:00-‐19:30, Αμφ. ΙΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Θ. Π. Σαλτίδου & Α. Γ. Στάμου Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης [email protected], [email protected]
Κοινωνιογλωσσικές αναπαραστάσεις της ηλικίας και του φύλου στον τηλεοπτικό μυθοπλαστικό λόγο: Η περίπτωση της κωμικής σειράς
S1ngles 2
Διακριτές μορφές λόγου γίνονται κοινωνικά αναγνωρίσιμες ως δεικτικές των χαρακτηριστικών ενός ομιλητή ή μιας ομάδας ομιλητών (π.χ. δεικτικές της ηλικίας, της κοινωνικής τάξης, του φύλου) από ένα σύνολο ομιλητών της ίδιας γλώσσας, μέσω θεσμοθετημένων μεταπραγματολογικών πρακτικών τυποποίησης της ομιλίας, όπως τα ΜΜΕ (Agha 2004, 2005). Μέσω αυτών των πρακτικών κατηγοριοποίησης, κάποιες ποικιλίες, όπως η πρότυπη, αντιμετωπίζονται ως εγνωσμένου κοινωνικού κύρους. Παρ’ όλα αυτά, ορισμένα κειμενικά είδη της μαζικής κουλτούρας, κυρίως ψυχαγωγικού χαρακτήρα, όπως οι τηλεοπτικές σειρές, αξιοποιούν το «αφανές» κύρος δημοφιλών κοινωνικών ποικιλιών, όπως τα νεανικά ιδιώματα, για την προσέλκυση των αντίστοιχων ομάδων ομιλητών. Ωστόσο, η τηλεοπτική μυθοπλαστική αναπαράσταση της νεανικής ταυτότητας και των νεανικών ιδιωμάτων δεν καταφέρνει εξ ολοκλήρου να ξεφύγει από τα κυρίαρχα αρνητικά στερεότυπα για τη νεότητα ως ατελή ενηλικίωση, με αποτέλεσμα να δεσπόζει στις αναπαραστάσεις αυτές ο «λόγος της εφηβείας» (Bucholtz 2002) και η «ενήλικη εκδοχή» για το πώς πρέπει να είναι και να μιλούν οι νέοι (Stamou & Saltidou 2015). Παράλληλα, η μυθοπλαστική αναπαράσταση της νεανικής ταυτότητας διαπλέκεται συχνά με την κοινωνική κατηγορία του φύλου, με αποτέλεσμα να αξιοποιούνται τα νεανικά ιδιώματα για την κατασκευή προοδευτικών έμφυλων ταυτοτήτων.
Στο πλαίσιο αυτό, σκοπός της έρευνάς μας ήταν η διερεύνηση των κοινωνιογλωσσικών αναπαραστάσεων της ηλικίας και του φύλου στην τηλεοπτική σειρά S1ngles 2. Εστιάζοντας στο μικρο-‐επίπεδο της ανάλυσης σκηνών (Androutsopoulos 2012) και αντλώντας από το κοινωνικοπολιτισμικό γλωσσολογικό μοντέλο «της κατασκευής ταυτοτήτων κατά την αλληλεπίδραση» των Bucholtz & Hall (2005) και το εθνομεθοδολογικό εργαλείο της «Ανάλυσης Κατηγοριοποίησης Μέλους» του Sacks (1992), διερευνήσαμε τις νεανικές ταυτότητες που κατασκευάζονται στις αλληλεπιδράσεις ανδρικών και γυναικείων πρωταγωνιστικών χαρακτήρων (25-‐35 ετών). Διαπιστώθηκε πως, μολονότι επιδιώκεται η ρήξη με τα κυρίαρχα στερεότυπα για τη νεότητα κατά την κατασκευή της νεανικής ταυτότητας, μέσω της άντλησης στοιχείων και από τον «λόγο της νεότητας» (Bucholtz 2002), σε τελική ανάλυση οι μυθοπλαστικοί χαρακτήρες αναπαρίστανται ως ένα κράμα «τέλειων» και «ατελών» στοιχείων. Τέλος, ενδιαφέρον παρουσιάζει η μερική αντιστροφή των έμφυλων στερεοτύπων και η δόμηση της ‘αρσενικότητας’ των γυναικείων χαρακτήρων με την άντληση γλωσσικών πόρων από τα νεανικά ιδιώματα.
Αναφορές Agha, A. (2004). Registers of language. In A. Duranti (Ed.), A Companion to Linguistic Anthropology.
Oxford: Blackwell, 23-‐45. Agha, A. (2005). Voice, footing, enregisterment. Journal of Linguistic Anthropology, 15(1), 38-‐59. Androutsopoulos, J. (2012). Repertoires, characters and scenes: Sociolinguistic difference in Turkish-‐
German comedy. Multilingua, 31, 301-‐326. Bucholtz, M. (2002). Youth and cultural practice. Annual Review of Anthropology, 31, 525-‐552. Bucholtz, M. & Hall, K. (2005). Identity and interaction: A sociocultural linguistic approach. Discourse
Studies, 7(4-‐5), 584-‐614. Sacks, H. (1992). Lectures on Conversation I, II (Ed. by Gail Jefferson). Oxford: Blackwell. Stamou, A.G. & Saltidou, T.P. (2015). ‘Right you are (if you think so)’: The sociolinguistic construction of
youth identity in a Greek family sitcom. Journal of Greek Media & Culture, 1(1), 93-‐112.
Σάββατο 21.4, 20:00-‐20:30, Αμφ. ΙΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Ει. Σεχίδου, Μ. Κοκκινίδου, Σ. Μικρούλη, Χρ. Τακούδα, Λ. Τριανταφυλλίδου Σχολείο Νέας ελληνικής Γλώσσας, Α.Π.Θ. [email protected], [email protected], [email protected], [email protected], [email protected]
Το Διαδικτυακό Πρόγραμμα Εκμάθησης της Ελληνικής ως δεύτερης/ξένης του Σχολείου Νέας Ελληνικής Γλώσσας – ΑΠΘ
Στο πλαίσιο της ευρύτατης χρήσης των Ψηφιακών Τεχνολογιών στην εκμάθηση γλωσσών, το Σχολείο Νέας Ελληνικής Γλώσσας (στο εξής ΣΝΕΓ) τοο ΑΠΘ σχεδίασε και ανέπτυξε το Διαδικτυακό Πρόγραμμα Εκμάθησης της Ελληνικής (στο εξής ΔΠΕ). Το ΔΠΕ αποτελεί ένα ηλεκτρονικό μαθησιακό περιβάλλον για την ελληνικής ως Γ2 σε ενήλικες. Στόχος της παρούσας ανακοίνωσης είναι να παρουσιαστούν το θεωρητικό πλαίσιο, ο εκπαιδευτικός σχεδιασμός και τα αποτελέσματα του προγράμματος, το οποίο προσφέρει επιτυχώς το ΣΝΕΓ από το 2014. Περιλαμβάνει δύο ξεχωριστά επίπεδα Α1 και Α2 και φιλοξενείται στην πλατφόρμα e-‐learning του ΑΠΘ. Ο σχεδιασμός και η παραγωγή του ψηφιακού υλικού καθώς και η διεξαγωγή των μαθημάτων σε δύο κύκλους ετησίως αποτελεί έργο του μόνιμου διδακτικού προσωπικού του ΣΝΕΓ με την υποστήριξη του Τμήματος Ευρωπαϊκών Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων του ΑΠΘ.
Η θεωρητική προσέγγιση για τη διδασκαλία της ελληνικής είναι δραστηριοκεντρική (task-‐based) και επομένως επικοινωνιακή, πρβλ. Willis 1996, Ellis 2003. Ο σχεδιασμός του ψηφιακού υλικού υποστηρίζει τη διδακτική προσέγγιση, καθώς ακολουθεί επίσης ένα δραστηριοκεντρικό μοντέλο οργάνωσης μαθησιακών μονάδων, πρβλ. Κώστας & Σοφός 2011. Κάθε ενότητα περιλαμβάνει προτυποποιημένο πολυμεσικό υλικό το οποίο παρέχει γλωσσικό εισερχόμενο στους σπουδαστές. Η κεντρική δραστηριότητα ανακυκλώνει και εμπεδώνει τις έννοιες και τις λειτουργίες της ενότητας και υλοποιείται ομαδικά στο forum ή ατομικά. Παράλληλα, σε κάθε ενότητα αντιστοιχεί και μια σύγχρονη συνεδρία του/της διδάσκοντα/-‐ουσας με ομάδα σπουδαστών, με σκοπό την παραγωγή προφορικού λόγου μέσα από παιχνίδια ρόλων ή μια δραστηριότητα.
Η πλατφόρμα Moodle του ΑΠΘ, όπως κάθε σύστημα διαχείρισης της γνώσης, εκτελεί πολλαπλές λειτουργίες σε επίπεδο διαχείρισης, π.χ. παρακολούθηση της κίνησης των χρηστών, καταχώρηση των βαθμολογιών, και σε εκπαιδευτικό επίπεδο, π.χ. διαμοιρασμός του υλικού, εργαλεία άμεσης επικοινωνίας, κτλ. Ο κατάλληλος σχεδιασμός του μαθησιακού περιβάλλοντος αξιοποιεί τα υπάρχοντα εργαλεία για να προωθήσει την αίσθηση της συμμετοχής των σπουδαστών σε μια κοινότητα μάθησης, μέσα από δικές τους ενέργειες με διαφορετικούς βαθμούς διαδραστικότητας, πρβλ. Κουτσογιάννης & Μάτος (2015: 37-‐42).
Μέχρι τώρα έχουν πραγματοποιηθεί επτά κύκλοι του προγράμματος και το έχουν ολοκληρώσει επιτυχώς περίπου 140 σπουδαστές και στα δύο επίπεδα. Κάθε κύκλος αξιολογείται από τους σπουδαστές θετικά έως πολύ θετικά. Τέλος, σπουδαστές Erasmus+ που ολοκλήρωσαν επιτυχώς το ΔΠΕ και ενεγράφησαν στα δια ζώσης προγράμματα του ΣΝΕΓ ανταποκρίθηκαν με επιτυχία σε ανεξάρτητα διαγνωστικά τεστ και στις απαιτήσεις της συμβατικής τάξης.
Αναφορές Ellis, R. 2003. Task-‐based Language Learning and Teaching. Oxford: Oxford University Press. Κουτσογιάννης, Δ., Μάτος, Α. (Επιμ.) 2015. Διαδικτυακές κοινότητες εκπαιδευτικών για τα γλωσσικά
μαθήματα: σχεδιασμός και εμπειρία. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. Κώστας, Α., Σοφός, Α. 2011. Το Λογισμικό CourseLab για την Ανάπτυξη Προτυποποιημένων
Ηλεκτρονικών Μαθημάτων. Στο: Πόρποδα, Α. & Σαλταμπάσης, Ν. (Επιμ.), Αξιοποίηση των Τεχνολογιών της Πληροφορίας και της Επικοινωνίας στη Διδακτική Πράξη, Σύρος 7, 8, 9 Μαΐου 2011. Πρακτικά 6ου Πανελλήνιου Συνέδριου των Εκπαιδευτικών για τις ΤΠΕ (961-‐970)
Willis, J. 1996. A framework for Task-‐Based Learning. Harlow: Longman.
Παρασκευή 20.4, 19:30-‐20:00, Αμφ. ΙΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Κ. Σιπητάνος Γυμνάσιο Περάματος Μυλοποτάμου (Κρήτη) [email protected]
Οι μαθητές ως συν-‐ερευνητές σε ένα πρόγραμμα κριτικής γλωσσικής εκπαίδευσης
Κεντρικός στόχος αυτής της παρουσίασης είναι να διαχυθεί η έρευνα που διεξήχθη κατά τα σχολικά έτη 2016 – 2017 και 2017 -‐2018 στο Γυμνάσιο Περάματος. Η έρευνα αυτή αφορά το συνδυασμό ενός προγράμματος κριτικής γλωσσικής εκπαίδευσης και συμμετοχικής έρευνας δράσης.
Ως προς το πρόγραμμα κριτικής γλωσσικής εκπαίδευσης έμφαση δόθηκε στις μεταβάσεις και τις ροές νοημάτων, όπως διαμορφώνονται στο πλαίσιο της πολυποικιλότητας που χαρακτηρίζει τις σύγχρονες κοινωνίες (Coupland, 2010). Ακολουθώντας τους Kostouli & Stylianou, 2012 που ανέδειξαν την πολυφωνία του Bakhtin και τη διακειμενική ανάγνωση ως κεντρικά στοιχεία των εφαρμογών τους, οι μαθητές επέλεξαν το θέμα που θέλουν να ασχοληθούν και έθεσαν τα ερωτήματα που ήθελαν να απαντήσουν. Η έννοια της πολυφωνίας εισήχθη από τον εκπαιδευτικό και οι μαθητές έφεραν κείμενα από ποικίλες πηγές που αναπαράγουν κυρίαρχες και μη ταυτότητες, οικοδομώντας ένα ετερογλωσσικό σύμπαν. Η διακειμενική ανάγνωση έδωσε τη δυνατότητα στους μαθητές να συνειδητοποιήσουν πως συγκεκριμένοι λόγοι προωθούνται και συγκεκριμένες φωνές αποσιωπούνται. Στο στάδιο της παραγωγής οι μαθητές κλήθηκαν να επανατοποθετηθούν και να αναζητήσουν την παραγωγή δημοκρατικότερων κειμένων.
Οι μαθητές συμμετείχαν ως συν-‐ερευνητές στη Συμμετοχική Έρευνα Δράσης (ΣΕΔ). Συγκεκριμένα, οι μαθητές ως συν-‐ερευνητές συνέλεγαν δεδομένα μέσα από τα προσωπικά τους ερευνητικά ημερολόγια, από ζωγραφιές, ηχογραφημένους και βιντεοσκοπημένους διαλόγους και ερωτηματολόγια που συν-‐κατασκεύαζαν με τον εκπαιδευτικό (Κατσαρού, 2016). Οι συν-‐ερευνητές ανέλυσαν τα δεδομένα και ανέδειξαν θέματα όπως: οι σχέσεις των μαθητών, ο ρόλος τους εκπαιδευτικού, το αναλυτικό πρόγραμμα, οι εξετάσεις, ο χώρος και ο χρόνος της σχολικής μάθησης. Στις αναστοχαστικές συνεδρίες επεξεργάστηκαν τα δεδομένα και εξήγαγαν συμπεράσματα, αναφορικά με τα θέματα που ανέδειξαν.
Κεντρικό στοιχείο τόσο της κριτικής γλωσσικής εκπαίδευσης, όσο και της συμμετοχικής έρευνας δράσης είναι η ενδυνάμωση των μαθητών (Katsarou, 2014), μέσα από την ανάληψη κοινωνικής δράσης. Στο πλαίσιο αυτό ο εκπαιδευτικός – ερευνητής και οι μαθητές σε ρόλο συν-‐ερευνητών θα παρουσιάσουν αντιπροσωπευτικά παραδείγματα από τις πρακτικές γραμματισμού και συμπεράσματα που εξήγαγαν από τη συμμετοχική έρευνα-‐δράσης.
Αναφορές Κατσαρού, Ε. (2016). Εκπαιδευτική Έρευνα -‐ Δράση. Αθήνα: Κριτική. Coupland, N. (2010). Introduction: Sociolinguistics in the global era. In N. Coupland, The Handbook of
Language and Globalization (pp. 1-‐27). Chichester: Wiley-‐Blackwell. Fielding, M. (2007). Jean Ruddock (1937-‐2007) 'Carving a new order of experience'. Educational Action
Research , 3 (15), 323-‐336. Flutter, J., & Rudduck, J. (2004). Consulting pupils. What's in it for schools? London: Routledge. Katsarou, E. (2014). Critical action research and the challenge of postpodernism. In A. Thomas Stern, F.
R. Townsend & A. Schluster, Action Research, Innovation and Change (191-‐201). London: Routledge. Katsarou, E. (2008). Students research and modify teaching and their perceptions of a subject: a students
as co-‐researchers approach. Πανεπιστήμιο Κρήτης, Τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών. Kostouli, T., & Stylianou, M. (2012). Creating new classroom communities through a cross-‐curricular
perspective: An exploration into pedagogical change in Cyprus. 15ο Διεθνές Συνέδριο Εφαρμοσμένης Γλωσσολογίας, Greek Appied Linguistics Assosiation (GALA). Θεσσαλονίκη, 23-‐35 Νοεμβρίου 2012.
Rodriguez, L. & Brown, T. (2009). From voice to agency: Guiding principles for participatory action research with youth. In T. Brown, & L. Rodriquez, New Directions for Youth Development (19-‐34). San Francisco: Jossey-‐Bass.
Σάββατο 21.4, 20:30-‐21:00, Αμφ. ΙΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Angelina Sophiadi Aristotle University of Thessaloniki [email protected]
The language of im-‐politicians: aspects of politeness in Greek parliamentary minutes
Parliamentary sessions are usually not private, but rather, readily available to the public; therefore, members of the parliament speak –and subsequently present a linguistic image of themselves, not only to their fellows, but also to any member of the public willing to listen. Political discourse constitutes the quintessence of a language in use firstly because members of the parliament are thought to represent the –majority of-‐the people in a country, and therefore the way they use language should concur somehow with these people and their own language. Secondly, because it is a type of discourse that inevitably encompasses -‐if not all-‐ most reasons why we use language. Pragmatic practices such as euphemizing, evasion, persuasion, expressing solidarity and exclusion (Chilton 2004: 40) are prevalent in political speech along with various politeness strategies; more particularly, negative politeness strategies should inevitably be present in a formal setting such as a formal discussion between members of the Parliament (Brown & Levinson 1987: 62) but also linguistic instances of positive politeness are anticipated due to either the Greek “socio-‐cultural milieu” (Sifianou 2010: 42) that doesn’t opt for formalities especially in symmetrical communicative settings (Lees 2014: 167), or even populism on behalf of the politicians. In this context, it seems intriguing to investigate certain aspects of politeness especially within the Greek context and even more so in times of recession and socio-‐political turbulence; the use of personal pronouns, the use of questions, the imperative as well as the presence of conventional politeness markers such as efcharisto (thank you) and parakalo (you’re welcome) are examined. This investigation expands diachronically, as it aims to show how the frequency of use of the aforementioned elements varies throughout the years 1986-‐2016. These shifts in the frequency of appearance, albeit subtle, do offer food for linguistic thought, exactly because of the reasons pertaining to the characteristics of political discourse. For the purpose of this study, three sample corpora of parliamentary minutes were compiled -‐consisting of about one million words each-‐ and processed with the AntConc software.
Αναφορές Brown, P. & Levinson, S. 1987. Politeness: Some Universals in Language Usage. Cambridge: Cambridge
University Press Chilton, P. (2004). Analysing Political Discourse: Theory and Practice. Routlege Lees, C. (2014). "Η ευγένεια στον προφορικό λόγο της Νέας Ελληνικής: η περίπτωση των
στοιχείων παρακαλώ και συγγνώμη". Στον Γούτσο, Δ. (επιμ.) Ο προφορικός λόγος στα Ελληνικά. Καβάλα: Εκδόσεις Σαΐτα. 163-‐182.
Sifianou, M (2010) The announcements in the Athens Metro stations: An example of glocalization? Intercultural Pragmatics. 7(1):25-‐46.
Σάββατο 21.4, 10:30-‐11:00, Αμφ. ΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Σπύρος Σοφοκλέους, Σταυρούλα Κοντοβούρκη Πανεπιστήμιο Κύπρου [email protected], [email protected]
Γραμματισμοί και επαναεννοιολόγηση κειμένων στα μαθηματικά σε Στꞌ τάξεις δημοτικής εκπαίδευσης της Κύπρου
Την τελευταία πενταετία αναδεικνύεται ως σημείο εστίασης των σπουδών γραμματισμού ο γραμματισμός σε γνωστικά αντικείμενα των σχολικών προγραμμάτων (Content Area / Disciplinary Literacy). Στο πλαίσιο αυτό, επιχειρείται ο εντοπισμός ιδιαιτεροτήτων και συγκλίσεων στο πώς ορίζονται κείμενα, πρακτικές και ρόλοι σε καθένα από αυτά και στο σύνολο αυτών (International Literacy Association, 2017). Η διεθνής εκπαιδευτική έρευνα και πρακτική, διαχρονικά και συγχρονικά, ανέδειξε διαφορετικές εκπαιδευτικές προσεγγίσεις του γραμματισμού στα διάφορα γνωστικά αντικείμενα: τη γνωστική, τη γλωσσική, την κοινωνιοπολιτισμική-‐κριτική και την επιστημολογική (Fang, 2012).
Αντλώντας από τις εν λόγω προσεγγίσεις και αξιοποιώντας αρχές της Διερευνητικής Μάθησης, σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε, για οκτώ μήνες, ερευνητικό πρόγραμμα, με εστίαση στους γραμματισμούς στα Μαθηματικά, σε τρία τμήματα Στ´ τάξης δημοτικού σχολείου της Κύπρου. Η παρούσα εισήγηση αφορά στην εξέταση των κειμένων που αξιοποιήθηκαν και αναπτύχθηκαν στα Μαθηματικά, στα τμήματα αυτά. Σκοπός της εισήγησης είναι να συζητήσει την έννοια του κειμένου και την προοπτική επαναεννοιολόγησής της από εκπαιδευτικούς και μαθητές/μαθήτριες στα Μαθηματικά.
Τα δεδομένα της έρευνας έχουν συλλεχθεί, κατά τη σχολική χρονιά 2015-‐2016, με παρατηρήσεις διδασκαλιών, αναστοχαστικές συνεντεύξεις με εκπαιδευτικούς και μαθητές/μαθήτριες και κείμενα-‐τεκμήρια. Η εισήγηση θα εστιάσει στην ανάλυση κειμένων, που αξιοποιήθηκαν και αναπτύχθηκαν πριν και κατά τη διάρκεια της έρευνας, σε συνδυασμό με δεδομένα από συνεντεύξεις εκπαιδευτικών και μαθητών/μαθητριών. Η ανάλυση των δεδομένων θα βασιστεί σε θεωρητικά εργαλεία που αντλήθηκαν από τη γλωσσική μελέτη των γραμματισμών στα Μαθηματικά (O’Halloran, 2011; Wilson & Chavez, 2014).
Η σύγκριση του πώς εκπαιδευτικοί και μαθητές/μαθήτριες εννοιολογούσαν το κείμενο στα Μαθηματικά, πριν και μετά τη συμμετοχή τους στη διδακτική παρέμβαση, κατέδειξε επαναεννοιολόγηση των κειμένων στα Μαθηματικά. Εκτός από τα κείμενα που αξιοποιούνται παραδοσιακά στα Μαθηματικά (π.χ. μαθηματικά προβλήματα), εκπαιδευτικοί και μαθητές/μαθήτριες επέκτειναν τις αναφορές τους σε κείμενα διαφορετικών τύπων και ειδών, συμπεριλαμβανομένων και ψηφιακών/πολυτροπικών (π.χ. άρθρα, βίντεο). Επίσης, για σκοπούς κατανόησης και παραγωγής λόγου στα Μαθηματικά, εντοπίστηκε μετατόπιση και προς την αξιοποίηση κειμένων του κοινωνικού χώρου, γεγονός που δηλώνει μετατόπιση από τη μονολιθική χρήση κειμένων από τα μαθηματικά σχολικά εγχειρίδια. Επιπρόσθετα, η επαναεννοιολόγηση των κειμένων στα Μαθηματικά συνεισέφερε στην αναθεώρηση παραδοσιακών πρακτικών γραμματισμού, στην αναπλαισίωση της αξιόλογης γνώσης, στην αποδόμηση ισχυόντων παιδαγωγικών ρόλων, ενεργοποιώντας προοδευτικού τύπου ταυτοτικές πραγματώσεις εκπαιδευτικών και μαθητών/μαθητριών.
Ως εκ τούτου, η σύστοιχη με την εισήγηση ερευνητική εργασία μπορεί να συμβάλει σημαντικά στη μελέτη όχι μόνο των γραμματισμών στα γνωστικά αντικείμενα, που είναι περιορισμένη στον ευρύτερο ελληνόφωνο χώρο, αλλά και στην ευρύτερη μελέτη της συγκρότησης του εγγράμματου υποκειμένου στο σχολείο, ενισχύοντας έτσι την πρόκληση για εστιασμένη μελέτη του θέματος από ειδικούς στη διδακτική και τη διδασκαλία της γλώσσας και των μαθηματικών
Αναφορές Fang, Z. (2012). Approaches to developing content area literacies: A synthesis and a critique. Journal of
Adolescent & Adult Literacy, 56(2), 103-‐108.
Σάββατο 21.4, 10:30-‐11:00, Αμφ. ΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
International Literacy Association. (2017). Content area and disciplinary literacy: Strategies and frameworks [Literacy leadership brief]. Newark, DE: Author
O’Halloran, K. (2011). The semantic hyperspace: Accumulating mathematical knowledge across semiotic resources and modalities. Disciplinarity: Functional linguistic and sociological perspectives, 217-‐236.
Shanahan, C., & Shanahan, T. (2014). Does disciplinary literacy have a place in elementary school?. The Reading Teacher, 67(8), 636-‐639.
Wilson, A. A., & Chavez, K. J. (2014). Reading and representing across the content areas: a classroom guide. Teachers College Press.
Σάββατο 21.4, 19:00-‐19:30, Αμφ. ΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Irina Strikova Πανεπιστήμιο Σόφιας [email protected]
Οριστικές και δεικτικές ονοματικές φράσεις σε αναφορική λειτουργία σε σώμα δημοσιογραφικών κειμένων
Ο στόχος της ανακοίνωσης είναι να παρουσιαστούν τα αποτελέσματα έρευνας για τη χρήση ονοματικών φράσεων (ΟΦ) σε αναφορική λειτουργία (anaphoric function) με προσδιοριστικά το οριστικό άρθρο ή δεικτικό (κυρίως αυτός, -‐ή, -‐ό) σε σώμα δημοσιογραφικών κειμένων στη Νέα Ελληνική (~ 78 000 λέξεις). Το οριστικό άρθρο και το δεικτικό διαθέτουν κάποια κοινά σημασιολογικά γνωρίσματα, στα οποία οφείλεται η δυνατότητα ανταγωνισμού μεταξύ τους ως προσδιοριστικών ονοματικής φράσης σε αναφορική λειτουργία.
Η αναφορά (reference) με το οριστικό άρθρο είναι εγκλειστική (inclusive), ήτοι η ΟΦ στον ενικό σημαίνει το μοναδικό μέλος του συνόλου στο περικείμενο του εκφωνήματος, ενώ η ΟΦ στον πληθυντικό σημαίνει όλα τα μέλη του συνόλου στο περικείμενο του εκφωνήματος (Hawkins 1978: 167–168). Το οριστικό άρθρο αποτελεί μόνο οδηγία για τον αποδέκτη για το ότι είναι σε θέση να εντοπίσει το αντικείμενο αναφοράς (referent) σε συγκεκριμένο σύνολο, ενώ ο εντοπισμός γίνεται κυρίως βάσει του περιγραφικού περιεχομένου της ΟΦ (Hawkins 1978: 154).
Η αναφορά με δεικτική ΟΦ είναι ουδέτερη ως προς την εγκλειστικότητα ή την αποκλειστικότητα – η δεικτική ΟΦ δηλώνει είτε όλα, είτε μόνο ένα ή μερικά από τα αντικείμενα στο περικείμενο που ανήκουν στο ίδιο σύνολο (Hawkins 1978: 152–153, 268). Το δεικτικό αποτελεί οδηγία για τον αποδέκτη να αντιστοιχήσει την ΟΦ με συγκεκριμένο αντικείμενο αναφοράς. Η οδηγία αυτή σχετίζεται με τον δεικτικό χαρακτήρα του συγκεκριμένου προσδιοριστικού. Το δεικτικό «δείχνει» το στοιχείο στο προηγούμενο περικείμενο (το ηγούμενο, antecedent) με το οποίο η αναφορική ΟΦ βρίσκεται σε συναναφορική σχέση. Βάσει αυτών των χαρακτηριστικών των δύο προσδιοριστικών αναλύουμε τις αναφορικές ΟΦ στο σώμα με τα εξής κριτήρια, που εφαρμόζονται ξεχωριστά και σε συνδυασμό: τον γραμματικό αριθμό της ΟΦ (ενικό ή πληθυντικό), τον τύπο του ηγούμενου στοιχείου (ονοματικό ή μη ονοματικό), τις εννοιακές σχέσεις ανάμεσα στην ΟΦ-‐ηγούμενο και την αναφορική ΟΦ (επανάληψη του ουσιαστικού-‐κεφαλής, υπερωνυμία, συνωνυμία, υπωνυμία, κλπ.), καθώς και το είδος της πληροφορίας που η αναφορική ΟΦ φέρει για το αντικείμενο (γνωστή ή νέα).
Το κριτήριο του γραμματικού αριθμού σχετίζεται με την εγκλειστικότητα ή μη της αναφοράς. Λόγω της εγκλειστικής αναφοράς με την οριστική ΟΦ σε ορισμένες περιπτώσεις, ιδίως στον πληθυντικό, είναι δυνατό η ΟΦ να ερμηνευθεί λαθεμένα για μεγαλύτερο σύνολο αντικειμένων ή με γενικευτική σημασία. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η δεικτική ΟΦ χρησιμοποιείται και στους δύο αριθμούς, ενώ οι οριστικές ΟΦ – κυρίως στον ενικό.
Τα κριτήρια τύπος του ηγουμένου και εννοιακή σχέση ανάμεσα στις συναναφορικές ΟΦ αφορούν στη διαδικασία καθορισμού της συναναφορικής σχέσης και του εντοπισμού του αντικειμένου αναφοράς. Στην περίπτωση μη ονοματικού ηγουμένου (ρηματικής φράσης, μίας ή περισσότερων προτάσεων, κλπ.) και με την απομάκρυνση από το λεξικό περιεχόμενο του ηγουμένου υποθέτουμε ότι οι διαδικασίες αυτές δυσκολεύουν και επομένως αυξάνεται η πιθανότητα επιλογής δεικτικής ΟΦ. Τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν την υπόθεση, καθώς οι δεικτικές ΟΦ υπερτερούν με μη ονοματικό ηγούμενο, όταν έχουν διαφορετικό λεξικό περιεχόμενο από το ηγούμενο και ιδιαίτερα όταν φέρουν νέα πληροφορία για το αντικείμενο αναφοράς.
Αναφορές Hawkins 1978: Hawkins, J. Definiteness and indefiniteness: a study in reference and grammaticality
prediction. London: Groom Helm, 1978.
Παρασκευή 20.4, 11:00-‐11:30, Αμφ. ΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Natassa Stylianou-‐Panayi Frederick University [email protected]
Seventh and tenth grade students’ motivation and attitudes towards English as a Foreign Language
Motivation; intrinsic or extrinsic; integrative or instrumental is an important factor for a learner’s success. How motivation is being seen and understood varies according to certain views and theories (Brown, 1994; Gardner, 1985; Oxford & Shearing, 1994). Many different types of motivation have also been proposed depending on the context of language learning.
It seems quite clear, based on the research studies (Dörnyei, 1990; Gardner, Day &MacIntryre, 1992; Liu & Cheng, 2014), that when choosing to measure variables such as effects of motivation, language anxiety, intercultural learning or students’ attitudes towards a second language, one should not forget that results are also influenced by other variables such as age, gender, origin.
The current study focused on examining seventh and tenth grade students from state and private schools as far as motivation and attitudes towards learning English as a foreign language. The reasons behind the purpose of this study were the results from previous studies which either showed that achievement was influenced by motivation (Dornyei, 1990) or that learners had positive attitudes towards the learning of the English language and were highly motivated at the same time (Che Mat and Yunus, 2014). These results among others raised the inner need of the researcher to examine, whether the results of a similar research that focuses on motivation and attitudes towards learning a foreign language such as English, might have on Cypriot students.
Αναφορές Brown, H. D., (2000). Principles of Language Learning and Teaching. Englewood Cliffs. Che Mat, S. S., & Yunus, M. (2014). Attitudes and motivation towards learning English among FELDA
school students. Australian Journal of Basic and Applied Sciences, 8 (5), 1-‐8. Dörnyei, Z. (1990). Conceptualizing motivation in foreign language learning, Language Learning, 40, (1),
45-‐78 Gardner, R. C. (1985). Social psychology and second language learning: The role of attitudes and
motivation, London, UK: Edward Arnold. Gardner, R.C., Day, J.B., MacIntyre, P.D. ( 1992). Integrative motivation, induced anxiety, and language
learning in a controlled environment. SSLA, 14, 197-‐214. Gardner, R.C., & Lambert, W.E. (1959). Motivational variables in second language acquisition. Canadian
Journal of Psychology, 13 (4) 266-‐272.
Σάββατο 21.4, 17:00-‐17:30, Αμφ. ΙΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Βασίλης Συμεωνίδης 1ο Γενικό Λύκειο Δράμας [email protected]
Οι λεξιλογικές ασκήσεις στις πανελλαδικές εξετάσεις των αρχαίων ελληνικών και η ιδεολογική λειτουργία τους
Η εργασία έχει θέμα τη λεξιλογική ερώτηση στο μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών όπως εξετάζεται πανελλαδικά για την εισαγωγή υποψηφίων στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Το βασικό υλικό αντλείται από διακόσια εξήντα μαθητικά γραπτά του 2016 προερχόμενα από είκοσι έξι Βαθμολογικά Κέντρα και βαθμολογημένα πάνω από δεκαέξι εικοστά. Θεωρητικά αξιοποιούμε κυρίως τα διδάγματα της Κριτικής Ανάλυσης Λόγου, θεωρούμε τις απαντήσεις των μαθητών επικοινωνιακά συμβάντα που σχετίζονται με συγκεκριμένη ρηματική πρακτική μέσω της οποίας γίνονται αντιληπτά και ως πρακτική τοποθετημένη κοινωνικά και πολιτισμικά. Επιπλέον, για να μελετήσουμε την τάξη του λόγου που διέπει τις συγκεκριμένες ασκήσεις, διερευνούμε και τη μορφή με την οποία διατυπώνονται από το 2000 και εξής και διαπιστώνουμε ότι είναι μέρος μιας διακειμενικής αλυσίδας που χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένη δομή συστήματος και καθορίζει τόσο την ερώτηση όσο και την απάντηση. Έτσι, η απαιτούμενη μονολεκτική απάντηση ενισχύει την αίσθηση της αντικειμενικότητας, φυσικοποιεί το σωστό και το λάθος των απαντήσεων και αποκλείει την έκφραση προσωπικών νοηματοδοτήσεων. Παρατηρείται ότι μέσω των λέξεων τονίζεται η σύνδεση της αρχαίας με την νεοελληνική γλώσσα, τόσο με τρόπο ρητό όσο και άρρητο με την επιλογή συγκεκριμένου λεξιλογίου. Επιπλέον, αν λάβουμε υπόψη ότι από την σχολική ορολογία απουσιάζουν οι έννοιες όπως μεταφραστικό και σημασιολογικό δάνειο, τότε μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι ερωτήσεις λειτουργούν ιδεολογικά με συγκεκριμένο τρόπο που συντείνει στην εμπέδωση της αντίληψης ότι η ελληνική γλώσσα χαρακτηρίζεται από αδιάσπαστη συνέχεια και αποτελεί ενιαίο σύστημα αρχαίας και νέας ελληνικής.
Αναφορές Γεωργαλίδου, Μ., Σηφιανού, Μ., Τσάκωνα, Β., (επιμ.) 2014. Ανάλυση λόγου, θεωρία και εφαρμογές,
Αθήνα, Νήσος Fairclough, N., 1992. Discourse and Social Change, Cambridge, Polity Press Fairclough, N., 1995. Critical discourse analysis: the critical study of language, London and New York,
Longman Καϊάφα, Ου., (επιμ.) 2005. Χρήσεις της γλώσσας, Αθήνα, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού
και Γενικής Παιδείας (Σχολή Μωραΐτη) Κιουπκιολής, Α., Κοσμά, Υ., Γιάννης Πεχτελίδης, Γ., (επιμ.) (2015). Θεωρία του λόγου, δημιουργικές
εφαρμογές, Αθήνα, Gutenberg Λιάκος, Α., 2007. Γλώσσα και Έθνος στη Νεότερη Ελλάδα, http://www.greek-‐
language.gr/greekLang/studies/history/thema_18/ Mackridge, P., 2009. Γλώσσα και εθνική ταυτότητα στην Ελλάδα, 1766-‐1976, Αθήνα, Πατάκης Παπαναστασίου, Γ., 2008. Νεοελληνική ορθογραφία: ιστορία, θεωρία, εφαρμογή, Θεσσαλονίκη, ΙΝΣ Παπαναστασίου, Γ., 2011. Η ελληνική γλώσσα στη διαχρονία της: εκπαιδευτικοί προβληματισμοί.
Φιλόλογος τχ. 146/2011, σ. 575-‐583 Τσάφος, Β., 2004. Η διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και γλώσσας, Αθήνα, Μεταίχμιο Φουκώ, Μ., 1987. Η αρχαιολογία της γνώσης, μτφρ Κ. Παπαγιώργης, Αθήνα, Εξάντας Φουκώ, Μ., 1990. Η τάξη του λόγου, μτφρ Μ. Χριστίδης, Αθήνα, Ηριδανός Φραγκουδάκη, Α. 2001. Η γλώσσα και το έθνος 1880-‐1980, Αθήνα, Αλεξάνδρεια Χριστίδης, Α.-‐Φ., (επιμ.) 2001. Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα, Θεσσαλονίκη, ΚΕΓ Χριστίδης, Α-‐Φ., 2002. Όψεις της γλώσσας, Αθήνα, Νήσος
Πέμπτη 19.4, 12:30-‐13:00, Αίθουσα Τελετών, Παλαιό Κτίριο
Χρ. Τζιτζιλής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Α.Π.Θ. [email protected]
Διαχρονική εξέταση της αρθρικής επανανάλυσης στην ελληνική (νεοελληνικές λύσεις σε αρχαιοελληνικά προβλήματα)
Η αρθρική επανανάλυση είναι μια μορφή επανανάλυσης σε συμπροφορά (‘juncture metanalysis’), με την ιδιαιτερότητα ότι ένα από τα συμπροφερόμενα μέλη είναι άρθρο (οριστικό ή αόριστο). Οι βασικοί λόγοι που επιβάλλουν την ξεχωριστή εξέταση του φαινομένου είναι 1) η αυξημένη συχνότητά του σε σύγκριση με άλλες περιπτώσεις επανανάλυσης σε συμπροφορά, 2) η σημασία του για την κατανόηση της εξέλιξης της αρθρικής λειτουργίας.
Mε κριτήριο τις μορφές επανεκτίμησης του αρθρικού ρόλου, που οδηγούν σε ενεργοποίηση της επανανάλυσης του έναρθρου τύπου και σε επανάτμηση (resegmentation), διακρίνονται τέσσερις τύποι αρθρικής επανανάλυσης. Στο πλαίσιο της προτεινόμενης τυπολογίας επιχειρείται η επαναπροσέγγιση του εξεταζόμενου φαινομένου στη νέα ελληνική, στην αρχαία ελληνική και διαγλωσσικά.
Αναφορές Εdgerton, Fr. 1958. “Indo-‐European ‘s Movable’”, Language 34, 445-‐453 Himmelmann,N. 1997. Deiktikon, Artikel, Nominalphrase. Zur Emergenz syntaktischer Struktur.
Tübingen: Max Niemeyer Verlag. Leumann, M. 1950. Homerische Wörter. Basel. Reece, St. 2009. Homer’s Winged Words: The Evolution of Early Greek Epic Diction in the Light of Oral
Theory. Leiden & Boston: Brill. Timberlake, Alan. 1977. “Reanalysis and actualization in syntactic change”. Στο Ch. Li (ed.), Mechanisms
of syntactic change, 141–177. Austin, Texas: University of Texas Press.
Παρασκευή 20.4, 12:00-‐12:30, Αμφ. ΙΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Κ. Τικτοπούλου Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσαλονίκης [email protected]
Όψεις αφηγηματικού λόγου σε δημώδη πεζά κείμενα του 16ου αιώνα
Κατά τον 16ο αιώνα πυκνώνουν τα γραπτά τεκμήρια για τη χρήση της δημώδους ελληνικής γλώσσας στον πεζό λόγο. Κείμενα λογοτεχνικά καθώς και κείμενα μη λογοτεχνικά (χρηστικά), που ανήκουν σε διάφορα κειμενικά είδη, κυκλοφορούν ευρύτατα σε χειρόγραφα και σε έντυπες εκδόσεις.
Μολονότι η διάκριση των κειμένων αυτών σε αφηγηματικά-‐μη αφηγηματικά (και συνακόλουθα σε λογοτεχνικά-‐μη λογοτεχνικά) έχει απασχολήσει τους μελετητές της δημώδους υστεροβυζαντινής και νεοελληνικής λογοτεχνίας, περιορισμένες είναι οι αναλύσεις που έγιναν προς την κατεύθυνση αυτή. Η διάκριση σε αφηγηματικό και μη αφηγηματικό λόγο αναγνωρίζεται, βέβαια, ως θεμελιώδης για την αναγνώριση και ταξινόμηση των κειμενικών ειδών, τα οποία, κατά την περίοδο που εξετάζουμε, βρίσκονται συχνά σε δραστικό επαναπροσδιορισμό.
Σε διάλογο με τη βιβλιογραφία και συνδυάζοντας μεθοδολογικά εργαλεία από τη θεωρία της λογοτεχνίας, την κειμενογλωσσολογία και την ανάλυση σωμάτων κειμένων η παρούσα ανακοίνωση επιλέγει να επισημάνει και να συζητήσει εμφανίσεις και όψεις αφηγηματικού λόγου σε μια σειρά δημωδών κειμένων του 16ου που παραδοσιακά χαρακτηρίζονται ως μη-‐αφηγηματικά (μη-‐λογοτεχνικά), όπως π.χ. τα ηθικοδιδακτικά, τα θρησκευτικά και τα νοταριακά κείμενα. Στόχος είναι η ανάδειξη των εν λόγω κειμένων ως αφηγηματικών πόρων που μπορούν να τροφοδοτήσουν την κατανόηση της διαμόρφωσης των κειμενικών ειδών της περιόδου καθώς και της «αφηγηματικής κοινής», δηλαδή της γλώσσας που χρησιμοποιείται στα λογοτεχνικά κείμενα της περιόδου.
Αναφορές Bhatia, V. K. 2004. Worlds of Written Discourse. Λονδίνο & Νέα Υόρκη: Continuum. Γεωργακοπούλου, Α. & Γούτσος, Δ. 2015. Κείμενο και Επικοινωνία. Αθήνα: Πατάκης. Γούτσος, Δ., Σ., Κουτσουλέλου, Α. Μπακάκου-‐Ορφανού & Ε. Παναρέτου. 2006. «Εισα-‐γωγή. Ο κόσμος
των κειμένων», στο Δ. Γούτσος, Σ. Κουτσουλέλου, Α. Μπακάκου-‐Ορφανού & Ε. Παναρέτου (επιμ.), Ο κόσμος των κειμένων. Μελέτες αφιερωμένες στον Γεώργιο Μπαμπινιώτη, 11–20. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Καραφώτη, Π. (2003). «Θέση και λειτουργία των κειμενικών δεικτών σε αφηγηματικά και μη αφηγηματικά κείμενα». Μελέτες για την ελληνική γλώσσα 23, 31-‐42.
Κεχαγιόγλου, Γ. Η παλαιότερη πεζογραφία μας από τις αρχές ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Τόμ. Β1 & Β2 (15ος αι. -‐ 1830). Αθήνα: Σοκόλης,1999.
Λασιθιωτάκης, Μ. 2004. «Οι τίτλοι των δημωδών αφηγηματικών έργων, από τις απαρχές ως τον 17ο αιώνα : τυπολογία και λειτουργία», στο Moschos Morfakidis (επιμ.), Φιλόπατρις. Αφιέρωμα στον Αλέξη-‐Eudald Sola. Τomo en honor a Alexis-‐Eudald Sola, 59-‐82. Granada: Centro de Estudios Bizantinos, Neogriegos y Chipriotas, Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νελληνικών Σπουδών.
Πολίτης, Π. 2001. “Γένη και είδη του λόγου”, στο Α.-‐Φ. Χριστίδης (επιμ.), Λόγος και κείμενο. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. [http://www.greek-‐language.gr/greekLang/studies/ discourse/contents.html].
Ricoeur, P. 1990. Η αφηγηματική λειτουργία. Αθήνα: Καρδαμίτσα. Swales, J. M. 1990. Genre Analysis. English in Academic and Research Settings. Κέμπριτζ: Cambridge
University Press.
Σάββατο 21.4, 13:00-‐13:30, Αμφ. ΙΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Irina Tresorukova Moscow State University of M. V. Lomonosov [email protected]
Διεργασία επιθηματοποίησης στην κατασκευή των λημμάτων της ΝΕ: περίπτωση του επιθήματος -‐ίλα
Οι διεργασίες της προσφυματοποίησης είναι πολύ παραγωγικές για το σχηματισμό των νεολογισμών του προφορικού λόγου. Ανάμεσα στα προσφύματα και, ιδιαίτερα στα επιθήματα όλο και μεγαλύτερο ρόλο παίζει το νεοελληνικό επίθημα -‐ίλα, με το οποίο έχει ασχοληθεί το 1995 στο άρθρο του ο Χ. Συμεωνίδης.
Κατά την ανάλυση των λημμάτων με το επίθημα -‐ίλα μετά το πέρας των 20 χρόνων από τη σχετική ανακοίνωση του Χ. Συμεωνίδη, εμφαίνονται τα εξής: στο Αντίστροφο λεξικό της ΝΕ καταγράφονται μόλις 147 λήμματα σε -‐ίλα, πολλά από τα οποία είναι είτε μιας χρήσης λήμματα τύπου γριίλα, πετρίλα, καθαρευουσίλα είτε είναι λήμματα διαλεκτολογικού λεξιλογίου, πρβλ. ζερβίλα, ζεμπίλα, μακρίλα κ.ά., τα οποία απαντώνται ελάχιστες φορές είτε στα σώματα κειμένων, είτε στη μηχανή αναζήτησης Google (πρβλ. το λήμμα ζεμπίλα δεν υπάρχει στα σώματα κειμένων, ενώ στη μηχανή αναζήτησης εμφανίζεται ως επώνυμο και όχι ως ένα κοινό όνομα). Ταυτόχρονα κατά την διερεύνηση των σωμάτων κειμένων και τη σχετική διασταύρωση στο Google εντοπίζουμε λήμματα -‐ νεολογισμούς, τα οποία δεν καταγράφονται καν στα υπάρχοντα ερμηνευτικά λεξικά της ΝΕ, ενώ ευρέως χρησιμοποιούνται στο λόγο (το προφορικό και εκείνο του διαδικτύου), πρβλ. αλβανίλα (554 περιπτώσεις), μωρουδίλα (4810), κυριακίλα (6070), μουντίλα (12000) κ.ά.
Στη Νεοελληνική Γραμματική στην παρ. 68 αναφέρεται μόνο η περίπτωση παραγωγής ουσιαστικών με το επίθημα -‐ίλα από τα επίθετα, ενώ στη Γραμματική της Νέας Ελληνικής – Δομολειτουργική-‐Επικοινωνιακή στις παρ. 84-‐85 αναφέρεται ότι με τη χρήση του επιθήματος -‐ίλα παράγονται ονόματα που ενέργεια ή αποτέλεσμα ενέργειας (σκασίλα, καΐλα) και κατάσταση ή ιδιότητα (ξεραΐλα, ξινίλα). Κατά την ανάλυση των σωμάτων κειμένων και με χρήση της μηχανής αναζήτησης Google άλλες έννοιες παράγωγων ουσιαστικών που σχηματίστηκαν με το επίθημα -‐ίλα με χρήση διάφορων μερών που λόγου (πρβλ. δηθενίλα), αρκτικόλεξων (πρβλ. συριζίλα), εκφράσεων (πρβλ. σφιχτοχείλα) κ.α., ενώ αρκετά από τα παράγωγα αυτά είναι νεολογισμοί και απαντώνται μόνο στο προφορικό λόγο ή και στις σελίδες των κοινωνικών δικτυώσεων (πρβλ. τουματσίλα, χαρντκορίλα). Ο τρόπος σχηματισμού, η σημασιολογική φόρτιση, η χρήση στο λόγο θα γίνουν αντικείμενο της παρούσας ανακοίνωσης.
Αναφορές Αναστασιάδη-‐Συμεωνίδη Ά. Αντίστροφο Λεξικό της Νέας Ελληνικής. 2002 Κλαίρης Χρ. – Μπαμπινιώτης Γ. Γραμματική της Νέας Ελληνικής – Δομολειτουργική – Επικοινωνιακή. Γ´
έκδοση. Αθήνα, Ελληνικά γράμματα. 2005. Νεοελληνική Γραμματική. Αθήνα, ΟΕΔΒ. Συμεωνίδης Χ. Το νεοελληνικό επίθημα -‐ίλα, Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά της 15ης
Ετήσιας Συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, 11 – 14 Μαΐου 1994, 147-‐155.
Παρασκευή 20.4, 19:00-‐19:30, Αμφ. ΙΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Κική Τσαπακίδου Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης [email protected]
Η είσοδος στην οπτική του Άλλου: παραδείγματα ενσυναίσθησης από το συναισθηματικό λόγο
Με βάση την παραδοχή ότι η ενσυναίσθηση (empathy) αποτελεί δυναμικό φαινόμενο που (μπορεί να) επιτελείται στο πλαίσιο της λεκτικής διεπίδρασης, η ανακοίνωση διερευνά ένα σώμα κειμένων συνεχούς συναισθηματικού λόγου, με στόχο να αναδείξει τα γλωσσικά μέσα που τα υποκείμενα υιοθετούν προκειμένου να προκαλέσουν μια ενσυναίσθητη αντίδραση καθώς και τις “κινήσεις ενσυναίσθησης” των αποδεκτριών, που αντανακλούν αυτή την αντίδραση.
Στο ερευνητικό πλαίσιο μελέτης της σχέσης Γλώσσας και Συναισθήματος έχει εν πολλοίς υπογραμμιστεί ο πρωταρχικός ρόλος της μεταφοράς στο συναισθηματικό λόγο ως προς την έκφραση του συναισθήματος, λειτουργία συνυφασμένη με την εγγενή ικανότητα της μεταφοράς να ανακαλεί στοιχεία του βιώματος. Σε συνάρτηση με την άποψη αυτή, θα εξεταστεί η χρήση της μεταφορικής γλώσσας τόσο στη μετάδοση βιωμάτων όσο και στην διαφοροποίηση του βαθμού εκδήλωσης ενσυναίσθησης. Επιπλέον, με βάση τις από-‐κάτω-‐προς-‐τα-‐πάνω μεθοδολογικές αρχές της Ανάλυσης Σωμάτων Κειμένων, η αναγνώριση της γλωσσικής μεταφοράς πραγματοποιείται με βάση μια λεξικοσημασιακή μέθοδο αντιπαραβολής συμφραστικής και βασικής σημασίας των λέξεων. Οι γλωσσικές “κινήσεις ενσυναίσθησης” ταξινομούνται με βάση τη διάκρισή τους σε 1) κινήσεις διευκόλυνσης της σύνδεσης με τον Άλλο και 2) κινήσεις που σηματοδοτούν την είσοδο στην οπτική του Άλλου. Η παραπάνω μεθοδολογική διαφοροποίση θεωρείται ότι αντανακλά τη διάκριση μεταξύ 1) “συναισθηματικής” ενσυναίσθησης, μιας αυτόματης διαδικασίας όπου το υποκείμενο φαντάζεται τον Εαυτό στη θέση του Άλλου και 2) γνωσιακής ενσυναίσθησης, μιας πιο απαιτητικής διαδικασίας, όπου το υποκείμενο φαντάζεται πώς αισθάνονται οι Άλλοι σε μια δεδομένη κατάσταση.
Η παρούσα ανακοίνωση επικεντρώνεται στη δεύτερη αυτή διεργασία, που προϋποθέτει ότι το υποκείμενο καταλαβαίνει τα βιώματά του Άλλου και διατίθεται να αναστείλει τις προσωπικές του συναισθηματικές αντιδράσεις προκειμένου να αντιληφθεί αυτές ενός άλλου ατόμου. Το ζήτημα που τίθεται είναι: με ποια γλωσσικά μέσα επιτυγχάνεται “η είσοδος στην οπτική του Άλλου”, με βάση την οποία είναι δυνατή η ανάδυση μιας σταθερής διαπροσωπικής ενσυναίσθησης;
Αναφορές Bednarek, M. 2008. Emotion Talk across Corpora. Houndmills: Palgrave McMillan. Cameron, L. 2012. Landscapes of empathy: spatial scenarios, metaphors and metonymies in responses
to distant suffering. Text and Talk 32(3), 281-‐305. Cameron, L. 2011. Metaphor and Reconciliation. New York: Routledge. Deignan, A., Littlemore, J. & E. Semino. 2013. Figurative Language, Genre, and Register. Cambridge:
Cambridge University Press. Foolen, A. 2012. The relevance of emotion for language and linguistics. Στο Foolen A., M. Ludtke, P.
Racine & Zlatev, J. (επιμ.), Moving Ourselves, Moving Others: Motion and Emotion in Intersubjectivity, Consciousness and Language. Άμστερνταμ & Φιλαδέλφεια: John Benjamins, 347-‐368.
Gallese, V. 2003 The roots of empathy: The shared manifold hypothesis and the neural bases of intersubjectivity. Psychopathology 36, 171-‐180.
Θεοδωροπούλου, Μ. 2004. Στα γλωσσικά μονοπάτια του φόβου: Ψυχισμός και γλώσσα. Αθήνα: Νήσος. Ritchie, L. 2010. “Everybody goes down”: Metaphors, Stories, and Simulations in Conversations.
Metaphor and Symbol, 25(3), 123-‐143. Semino, E. 2010. Descriptions of pain, metaphor, and embodied simulation. Metaphor and Symbol
25(4), 205-‐226. Steen, G. J., Dorst, A. G., Herrmann, J. B., Kaal, A., Krennmayr, T., & P. Trijntje. 2010. A method for
linguistic metaphor identification: From MIP to MIPVU. Amsterdam/ Philadelphia: John Benjamins.
Παρασκευή 20.4, 20:30-‐21:00, Αμφ. ΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Stavroula Tsiplakou Open University of Cyprus [email protected]
Clefts, clitics and dangerous things: what they reveal about (gradient) bilectalism
This paper explores the concept of gradient bilectalism by capitalizing on insights from recent developments in Second Language Acquisition, particularly the suggestion that aspects of the syntax-‐discourse interface that are not accessible to the learner may lead to fossilization, even at end state. I explore the implications of this suggestion for bilectal grammar(s) by examining two different (sets of) phenomena, namely syntactic focusing and clitic placement, which are structurally different in Standard and Cypriot Greek. As regards focusing, clefting is the Cypriot syntactic focusing strategy par excellence (Grohmann et al. 2006, Tsiplakou et al. 2007) while focus movement, the Standard Greek syntactic strategy for focusing, is largely unattested in the acrolectal production of bilectal speakers. As regards pronominal object clitics, ‘clitic-‐second’ effects are generally pervasive in the dialect, while Standard Greek displays preverbal clitics with finite verb forms. Of particular interest therefore are cases of unexpected proclisis or exceptional clitic placement in the immediately preverbal position in Cypriot Greek acrolectal/Standard-‐like production in matrix clauses (Leivada et al 2017, Pappas 2014, Tsiplakou et al. 2016), especially when compared to ‘residual clefting’ data, also in acrolectal/standard-‐like production (Tsiplakou 2014, 2017). The two sets of data invite an approach whereby aspects of the syntax of the target variety which relate to the syntax-‐discourse interface have strong effects on its acquisition, while structural aspects of the target variety which arguably pertain to narrow syntax, e.g. clitic placement, are fully acquired and even seep into the syntax of the first variety.
Αναφορές Grohmann, K.K., Panagiotidis, P. & Tsiplakou, S. 2006. Properties of wh-‐question formation in Cypriot
Greek. In M. Janse, B. D. Joseph & A. Ralli (eds), Proceedings of the 2nd International Conference on Modern Greek Dialects and Linguistic Theory (Mytilene, Greece: 30 September-‐3 October 2004), 83-‐98. Patras: University of Patras.
Leivada, E., Papadopoulou, E. & Pavlou, N. 2017. Grammatical hybridity in a non-‐standard variety and its implications for Universal Grammar. A spontaneous speech corpus study. Frontiers in Psychology 8: 1260.
Pappas, P.A. 2014. Exceptional clitic placement in Cypriot Greek: Results from an MET Study. Journal of Greek Linguistics 14: 190-‐211.
Tsiplakou, S. 2017. Imperfect acquisition of a related variety? Residual clefting and what it reveals about (gradient) bilectalism. Frontiers in Communication 2. 10.3389/fcomm.2017.00017.
Παρασκευή 20.4, 17:00-‐17:30, Αμφ. ΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Ν. Τσιτσανούδη-‐Μαλλίδη, Μ. Χειλίτση Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων [email protected], [email protected]
Η διδασκαλία των νέων ελληνικών στα πανεπιστήμια των Η.Π.Α.: Πού ανήκουν τα προγράμματα των Νέων Ελληνικών;
Σε αντίθεση με τις κλασικές σπουδές και τα αρχαία ελληνικά, το ενδιαφέρον για τα νέα ελληνικά και τη διδασκαλία τους στα πανεπιστήμια των Η.Π.Α. είναι πιο πρόσφατο, και πηγάζει κυρίως από την άνθηση της νεοελληνικής λογοτεχνίας στις αρχές του 20ου αιώνα (Leontis, 2011). Ο Καζαντζάκης, ο Καβάφης, ο Παλαμάς κι αργότερα ο Σεφέρης και ο Ελύτης κεντρίζουν το ενδιαφέρον των ερευνητών στις Η.Π.Α. και δίνουν μία πολύ καλή αφορμή για τη μελέτη των νέων ελληνικών (Jusdanis, 1997). Έτσι, δημιουργούνται προγράμματα νέων ελληνικών, τα οποία ερευνητικά δεν εξαρτώνται από την αίγλη της αρχαίας Ελλάδας, προκειμένου να προσελκύσουν φοιτητές. Αυτό στο οποίο εστιάζουν είναι η λογοτεχνία και άλλες μορφές τέχνης, πέραν της γλώσσας, και μέσω όλων αυτών η σύγχρονη ιστορία.
Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας των αμερικανικών πανεπιστημίων (‘colleges vs. universities’, «δημόσια ή ιδιωτικά ιδρύματα»), επηρεάζει άμεσα σε οργανωτικό επίπεδο τα προγράμματα αυτά. Με ελλιπή χρηματοδότηση, παρά το υψηλό ερευνητικό ενδιαφέρον, τα προγράμματα των νέων ελληνικών δεν κατέστη δυνατό να αναχθούν σε ανεξάρτητα τμήματα. Συνήθως ανήκουν σε τμήματα κλασικών σπουδών (Harvard, Georgetown), ενώ πιο σπάνια, ανήκουν σε τμήματα Ιστορίας (Rutgers), ή Περιοχικών Σπουδών (Indiana University Bloomington), δίνοντας έμφαση στον σύγχρονο χαρακτήρα του αντικειμένου. Ορισμένα προγράμματα χαίρουν μεγαλύτερης αυτονομίας (Princeton), καθώς συνεργάζονται με πολλά τμήματα, και διοικητικά υπάγονται απ’ ευθείας στις σχολές ανθρωπιστικών σπουδών των πανεπιστημίων τους.
Το πού ανήκει το κάθε πρόγραμμα επιδρά άμεσα στη διδασκαλία της γλώσσας, τόσο στην ουσία, όσο και στον τρόπο και την ευρύτερη αντιμετώπιση του αντικειμένου (Klironomos, 2006). Μία άλλη παράμετρος είναι η σύνθεση των ακροατηρίων των φοιτητών, οι οποίοι κατά κανόνα έχουν μία μη συστηματική αρχικά επαφή με τη νεοελληνική λογοτεχνία του Καζαντζάκη και των συγχρόνων του. Οι φοιτητές και κυρίως όσοι δεν έχουν πρότερη σχέση με τη γλώσσα (‘heritage students’), γνωρίζουν τη σύγχρονη Ελλάδα για λόγους, μεταξύ άλλων, οικονομίας και πολιτικής, κάτι που επίσης επηρεάζει το τι διδάσκεται. Ένας επιπλέον σημαντικός παράγοντας που κατευθύνει το πού ανήκει το κάθε πρόγραμμα, είναι οι πηγές χρηματοδότησής του, ειδικά όταν αυτές προέρχονται από εξωπανεπιστημιακούς πόρους.
Καταληκτικά, η διερεύνηση αυτού του πεδίου θεωρείται σημαντική, στον βαθμό που αφορά τόσο την προσέλκυση ξένων φοιτητών σε προγράμματα διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας, όσο και αυτό καθαυτό το περιεχόμενο των προσφερόμενων μαθημάτων.
Αναφορές Emmerich, K. (2015). The Academy in Crisis and Scholarship in the Public Sphere. Journal of Modern
Greek Studies, 33(1), pp.25-‐35. Jusdanis, G. (1997). Introduction: Modern Greek! Why?. Journal of Modern Greek Studies, 15(2), pp.167-‐
173. Klironomos M. (2006). The Status of Modern Greek Studies in Higher Education: A Case Study on the
West Coast of the United States. Journal of Modern Greek Studies, 24(1), pp.153-‐169. Leontis, A. (2011). Modern Greek: A Small, Agile Team Player?. Journal of Modern Greek Studies, 29(1),
pp.127-‐131. Μήτσης Ν. (2004). Διδακτική του γλωσσικού μαθήματος. Gutenberg: Αθήνα. Mgsa.org. (2018). Modern Greek Studies Association. [online] Available at: http://www.mgsa.org
[Accessed 28 Jan. 2018].
Σάββατο 21.4, 11:00-‐11:30, Αμφ. ΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Ρ. Τσοκαλίδου Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης [email protected]
Διαγλωσσικότητα και διδασκαλία της γλώσσας
Τι είναι η Alice Kopelis Theory αλλά και πώς η τύχη μπορεί να είναι πολλές;
Στην παρούσα ανακοίνωση γίνεται αναφορά στα όρια των ‘ονοματισμένων γλωσσών’ (García & Kleyn, 2016: 14), στην αμετάκλητη πλέον πορεία της κάθε γλώσσας στη συνάντησή της με τις άλλες που συνυπάρχουν στο ευρύτερο κοινωνικό και εκπαιδευτικό πλαίσιο, για να αναφερθούμε σε θέματα γλωσσικής διδασκαλίας. Συγκεκριμένα προτείνεται η διδασκαλία της γλώσσας μέσα από το πρίσμα της διαγλωσσικότητας και της Πολιτισμικά Ενδυναμωτικής Παιδαγωγικής (ΠΕΠ, Paris & Alim, 2017) που συνάδει με την ανάλυση της διαγλωσσικότητας που επιχειρούμε.
Θεωρούμε ότι η σύγχρονη γλωσσική διδασκαλία δε μπορεί παρά να συμπεριλάβει στους στόχους και στο περιεχόμενό της τις πραγματικές γλωσσικές και επικοινωνιακές αναζητήσεις των ατόμων που βιώνουν τη συνάντηση των γλωσσών και των πολιτισμών. Μια τέτοια προσέγγιση μπορεί να γίνει σημαντικό μέσο ενδυνάμωσης του γλωσσικού πλούτου του/της κάθε μαθητή/ριας που βιώνει είτε άμεσα είτε έμμεσα τη σύγχρονη πολυγλωσσική πραγματικότητα. Η διαγλωσσικότητα (translanguaging, García, 2009, συγγραφέας, 2017), αφενός, αποτελεί ισχυρό μέσο προσέγγισης της δυναμικής επικοινωνιακής πραγματικότητας και, αφετέρου, συνάδει με μια Πολιτισμικά Ενδυναμωτική Παιδαγωγική πρόταση (ΠΕΠ) (ή ‘Culturally Sustaining Pedagogies’) (Paris & Alim, 2017), μέσω της οποίας δίνεται θέση σε ‘στιγματισμένες’ γλώσσες, των οποίων η αξία συχνά αμφισβητείται.
Σύμφωνα με τους/τις εμπνευστές/ριές της, η ΠΕΠ (CSP) (Paris & Alim, 2017) βασίζεται στις θεωρίες των πηγών γνώσης (funds of knowledge), του τρίτου χώρου (third space) και της πολιτισμικά σχετικής παιδαγωγικής (culturally relevant pedagogy) (ΠΣΠ). Οι πηγές γνώσης αναφέρονται στις γνώσεις των μαθητών/ριών που φέρουν μαζί τους από τα σπίτια και τις κοινότητές τους και οι οποίες χρειάζεται να χρησιμοποιηθούν για τη γνωστική και γενικότερη ανάπτυξή τους (González, Moll & Amanti, 2005). Η θεωρία του τρίτου χώρου εστιάζει στη μοναδικότητα του κάθε ατόμου ως ένα υβριδικό σύνολο (Gutierrez, 2008) και χρησιμοποιείται για την κατανόηση και την ανάδειξη των χώρων ‘ανάμεσα’ σε δύο ή περισσότερους λόγους ή δυαδικότητες (Bhabha, 1994). Θέση μας είναι ότι οι παραπάνω συνιστώσες της ΠΕΠ εκφράζονται με αποτελεσματικό τρόπο μέσα από τη διαγλωσσικότητα στην επικοινωνία και την εκπαίδευση..
Αναφορές Bhabha, H. (1994). The location of culture. London: Routledge. García, O. (2009). Education, multilingualism and translanguaging in the 21st century. In A.K. Mohanty,
M. Panda, R. Phillipson and T. Skutnabb-‐Kangas (Eds) Multilingual education for social justice: globalising the local. New Delhi: Orient Black Swan,128-‐145.
García, O. & Kleyn, Τ. (eds) (2016). Translanguaging with multilingual students. Learning from Classroom Moments. New York: Routledge.
González, N., Moll, L., & Amanti, C. (Eds). (2005). Funds of knowledge: Theorizing practices in households, communities and classrooms. Mahwah, NJ: Erlbaum.
Gutierrez, K. (2008). Developing a sociocritical literacy in the Third Space. Reading Research Quarterly, 43, 148–164.
Paris, D. & Alim, H.S. (eds) (2017). Culturally Sustaining Pedagogies.Teaching and Learning for Justice in a Changing World. Columbia University: Teachers College.
Σάββατο 28.4, 10:30-‐11:00, Αμφ. ΙΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Νιόβη-‐Άννα Φαραγγιτάκη & Μαρίνα Τζακώστα Πανεπιστήμιο Κρήτης [email protected], [email protected]
Ταυτοσυλλαβικά συμφωνικά συμπλέγματα ή ετεροσυλλαβικές συμφωνικές ακολουθίες. Αντιληπτικά δεδομένα παιδιών και ενηλίκων
φυσικών ομιλητών της ελληνικής
Εισαγωγή. Διάφορες μελέτες οι οποίες έχουν διερευνήσει τη φωνολογική ανάπτυξη της συλλαβής της ελληνικής ως μητρικής και ως β´ γλώσσας έδωσαν έμφαση στους μηχανισμούς οι οποίοι ενεργοποιούνται κατά την κατάκτηση της συλλαβικής δομής, καθώς και τις διορθωτικές διαδικασίες και τα φωνολογικά λάθη που απαντώνται στο λόγο του παιδιού (Kappa 1999, 2002, Sanoudaki 2007, 2010, Kappa & Tzakosta 2008, Koufou & Tzakosta 2011, Tzakosta 2006, 2007). Επομένως, τα πορίσματα των μελετών περιορίζονται στην ποσόστωση των διορθωτικών διαδικασιών που εμφανίζονται στις παραγόμενες συλλαβές, στην εσωτερική/δομική σύνθεση των παραγόμενων συμφωνικών συμπλεγμάτων και στη σειρά κατάκτησης διαφορετικών συλλαβικών σχημάτων.
Στόχοι της παρούσας έρευνας. Στόχος μας είναι να εξετάσουμε την αντιληπτικότητα συμφωνικών ακολουθιών της ελληνικής ως ταυτοσυλλαβικών ή ετεροσυλλαβικών. Συγκεκριμένα, θα διερευνήσουμε αφενός τους παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν την συλλαβική κατανομή γειτνιαζόντων συμφωνικών τεμαχίων ως ταυτοσυλλαβικών ή ετεροσυλλαβικών ακολουθιών και, αφετέρου, τον βαθμό στον οποίο οι τάσεις των φυσικών ομιλητών, παιδιών και ενηλίκων, συμβαδίζουν με τις ρυθμιστικές γραμματικές της ελληνικής αναφορικά με την ‘ορθή’ συλλαβοποίηση της γλώσσας.
Μεθοδολογία. Το δείγμα της έρευνας συνίσταται από μία ομάδα 20 νηπίων και μία ομάδα 10 ενηλίκων. Η δεύτερη ομάδα λειτούργησε ως ομάδα ελέγχου. Οι δύο ομάδες συμμετείχαν σε μια δραστηριότητα συλλαβοποίησης 20 λέξεων οι οποίες αντιστοιχούσαν σε εικόνες. Στις λέξεις εμπεριέχονταν διμελείς και τριμελείς συμφωνικές ακολουθίες, σε αρχικές και ενδιάμεσες θέσεις, σε τονισμένες και άτονες συλλαβές.
Αποτελέσματα. Τα αποτελέσματα της έρευνας υπογράμμισαν το γεγονός ότι τα παιδιά προτιμούν σε μεγαλύτερο ποσοστό από τους ενήλικες να ενσωματώνουν συμφωνικά τεμάχια μιας ακολουθίας στην έμβαση της συλλαβής παρά να τα κατανέμουν στην έξοδο και την έμβαση δύο γειτνιαζόντων συλλαβών (Ετεροσυλλαβικές ακολουθίες: Παιδιά = 27,5%, Ενήλικες = 63,3%). Αυτό ισχύει τόσο για διμελείς όσο και για τριμελείς συμφωνικές ακολουθίες. Συνεπώς, στον παιδικό λόγο η Αρχή της Μέγιστης Έμβασης (Selkirk 1981) αποτελεί τον θεμελιώδη κανόνα σχηματισμού ταυτοσυλλαβικών συμφωνικών συμπλεγμάτων, σε αντίθεση προς το λόγο του ενήλικα όπου ο μείζων κανόνας σχηματισμού ταυτοσυλλαβικών συμφωνικών συμπλεγμάτων είναι η Κλίμακα Ηχητικότητας (Selkirk 1984, Clements 1990). Όλα τα δεδομένα θα ερμηνευθούν υπό το πρίσμα του Μοντέλου των Τριών Κλιμάκων (Τζακώστα, υπό δημ.) το οποίο επιτρέπει μεγαλύτερη ευελιξία στη συνδυαστικότητα ταυτοσυλλαβικών τεμαχίων, κατά συνέπεια, ερμηνεύει τη γλωσσική συμπεριφορά και τις επιλογές των παιδιών.
Αναφορές Kappa, I. 1999. Developmental Patterns in the Acquisition of Onsets in Modern Greek. Greek
Linguistics ’97, ed. by Amalia Moser, 799-‐807. Athens: Εllinika Grammata. Kappa I. 2002. On the Acquisition of Syllabic Structure in Greek. Journal of Greek Linguistics 3. 1-‐52. Tzakosta, M. & I. Kappa. 2008. Syllable types in child Greek: a developmental account. Στο Gavarró, A.
M.J. Freitas (επιμ.). 2008. Language Acquisition and Development. Proceedings of GALA 2007. Cambridge: Cambridge Scholars Press. 467-‐471.
Sanoudaki, I. 2007. A CVCV model of consonant cluster acquisition: evidence from Greek. Ph.D. Dissertation. UCL.
Sanoudaki, E. 2010. Towards a typology of word-‐initial consonant clusters: evidence from the acquisition of Gree. JGL 10.1. 74-‐114.
Πέμπτη 19.4, 11:30-‐12:00, Αίθουσα Τελετών, Παλαιό Κτίριο
Ch. Charitonidis Independent scholar [email protected]
Reconstructing human-‐agent appraisal in discourse One of the greatest challenges toward a theory of lexical innovation is to unify both lexical and discourse properties of lexemes (Weiskopf 2007). By referring to the domain of attitudinal compounding, this paper attempts to address this issue. The object of investigation are 57 Modern Greek compounds expressing human-‐agent appraisal, e.g. gheroparáksen(os) 'old geezer', meghaloghiatr(ós) 'famous doctor', dhiavologhinék(a) 'hellcat', xasoméri(s) 'loafer', anixtókardh(os) 'open-‐hearted', etc.
The proposed model has four components, i.e. A. Utterance, B. Appraisal, C. Face, and D. Solidarity.
A. Utterance specifies whether the appraisal term is a metaphor and/or categorical. I argue that attitudinal compounds incorporate by default the discourse function 'contract:proclaim:concur:affirm', standardly assigned to adverbials such as naturally, of course, obviously, etc. (Martin & White 2005: 134).
B. Appraisal mainly refers to the affect and judgement features in Martin & White (2005), i.e. ±inclination, ±happiness, ±security, and ±satisfaction for affect, and ±normality, ±capacity, ±tenacity, ±veracity, and ±propriety for judgement. To reduce arbitrariness in the assessment of these features, the valence, arousal, and dominance ratings from Warriner et al. (2013) are considered.
C. The notion of face (Brown & Levinson 1978) is split into two parts: lexical face and discourse face. Whereas lexical face refers to the positivity of the concepts (positive face) and the strength of autonomy they express (negative face), discourse face consists of a bundle of face-‐threat features. The face-‐threat features are positive when at least one of the faces is low. For instance, kutopónir(os) 'sly' has a low positive and a high negative face. Because positive face is low, threats to both positive and negative faces are activated.
D. Discourse-‐face introduces the final level of solidarity (Brown & Gilman 1960). It depends on the addressee to ignore face threats and follow a standard solidarity strategy, or consider face threats and violate solidarity conventions. For instance, for showing solidarity with an employee who is kutopónir(os) 'sly', an employer may ignore face threats and use singular pronouns of address. However, plural pronouns of address may also be used by the employer in cases where the same face threats are considered.
During the lecture, descriptive statistics for the affect and judgement values of all 57 compounds will be presented.
Αναφορές Brown, Penelope & Stephen C. Levinson 1978. Universals in language usage: politeness phenomena. In
Esther N. Goody (ed.), Questions and Politeness: Strategies in Social Interaction. Cambridge: Cambridge University Press. 56-‐310.
Brown, Roger & Albert Gilman. 1960. The pronouns of power and solidarity. In Sebeok, Thomas A. (ed.), Style in language. Cambridge, MA: MIT Press. 253-‐76.
Martin, James & Peter White. 2005. The language of evaluation: Appraisal in English. Basingstoke & New York: Palgrave Macmillan.
Warriner, Amy B., Victor Kuperman & Marc Brysbaert. 2013. Norms of valence, arousal, and dominance for 13,915 English lemmas. Behavior Research Methods 45(4): 1191-‐1207.
Weiskopf, Daniel A. 2007. Compound nominals, context, and compositionality. Synthese 156: 161-‐204.
Παρασκευή 20.4, 12:30-‐13:00, Αμφ. ΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Κ. Δ. Χατζοπούλου Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης [email protected]
Η μη αληθειακή προβολή και η έννοια της σήμανσης (markedness) Η έννοια της σήμανσης εμφανίζεται στη γλωσσολογική κοινότητα από τη Σχολή της Πράγας (Trubetzkoy 1931, Jakobson 1932), πρώτα στη Φωνολογία και ακολούθως επεκτείνεται. Διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στους Greenberg (1966), Chosmky & Halle (1968), Kean (1975) και λαμβάνει περισσότερο εστιασμένη προσοχή στους Andrews (1990) και Battistella (1990), ενώ τη συνάφεια της με την κατάκτηση της γλώσσας υποστηρίζουν και οι Bardovi-‐Harlig (1987), Gass & Selinker (2008). Η παρούσα ανακοίνωση εξετάζει τη σήμανση σε σύνδεση με τη μη αληθειακότητα (non veridicality) με την έννοια της Giannakidou (1998, Giannakidou & Mari 2017). Προτείνουμε συγκεκριμένα προσέγγιση για τη σήμανση με τρόπο που περιλαμβάνει το ιεραρχικό ζεύγος αληθειακό – μη αληθειακό θεωρώντας το δεύτερο διαχρονικά και διαγλωσσικά σημαδεμένο, ακολουθώντας τη Chatzopoulou (2012), με δεδομένα από τη διαχρονία της ελληνικής και άλλων γλωσσών. Όπως έχει υποστηριχτεί για την προτασιακή άρνηση στους Horn (1989), Speranza & Horn (2012) ότι είναι διαγλωσσικά σημαδεμένη, ομοίως η μη αληθειακότητα, ως ιδιότητα περιβαλλόντων που επιτρέπουν την εμφάνιση πολιτικών τεμαχίων (τεμάχια με περιορισμένη κατανομή), είναι διαγλωσσικά σημαδεμένη. Ως πραγματολογική υποστήριξη επικαλούμαστε το περιγραφικό κριτήριο ποιότητας/φιλαλήθειας του Grice (1975): ‘μη λες αυτό για το οποίο δεν έχεις επαρκείς αποδείξεις.’ Τα μη αληθειακά περιβάλλοντα (όπου δεν υπάρχει δέσμευση του ομιλητή στην αλήθεια της πρότασης, μη αληθειακά εκτιμήσιμα, π.χ. τροπικά περιβάλλοντα, modal, μπορεί, ίσως, βλ. Βελούδης 2010) υποστηρίζουμε ότι αποτελούν μορφή γραμματικοποίησης του κριτηρίου ποιότητας του Grice (1975). Η παρουσίαση εντοπίζει περαιτέρω ερμηνευτικά πλεονεκτήματα στη αναπαράσταση της μη αληθειακότητας ως συντακτικής προβολής, όπως υποστηρίζει η Chatzopoulou (2012, βλ. Haegeman 1995) και προτείνει ανάλυση για τα φαινόμενα πολικότητας με βάση τη συντακτική συμφωνία (syntactic agreement) με την έννοια του Chomsky (2001).
Αναφορές Andrews, E. 1990. Markedness theory. Durham: Duke. Bardovi-‐Harlig, K. 1987. Markedness&salience in second-‐language acquisition. Language Learning
37.385-‐407 Battistella, E. 1990. Markedness. Albany, NY: SUNY. Βελούδης, Γ. 2010. Από τη σημασιολογία της Ελληνικής Γλώσσας. Θεσσαλονίκη: ΙΜΤ. Chatzopoulou, K. 2012. Negation & Nonveridicality in the history of Greek. PhD. dissertation, UofC. Chomsky, N. & M. Halle. 1968. The sound pattern of English. NY: Harper & Row. Chomsky, N. 2001. Derivation by Phase. Ken Hale, ed. by M. Kenstowitz, Cambridge: MIT Press. Gass, S. & L. Selinker. 2008. Second language acquisition. NY: Routledge. Giannakidou, A. 1998. Polarity sensitivity as (non)veridical dependency. Amsterdam: JB. Giannakidou, A. & A. Mari. 2017. A unified analysis of the future as epistemic modality. Natural
Language & Linguistic Theory 17.1–45. Greenberg, J. 1966. Language universals. Hague: Mouton. Grice, P. 1975. Logic and conversation. Syntax & Semantics 3: Speech Acts, ed. P. Cole & J. Morgan. NY:
Academic Press. Haegeman, L. 1995. The Syntax of Negation. Cambridge: CUP. Horn, L. R. 1989. A Natural History of Negation. Stanford: CSLI Publications. Jakobson, R. 1932. The structure of the Russian verb. Reprint, L. R. Waugh & M. Halle (eds), Russian &
Slavic Grammar Studies, 1931-‐1981. Berlin, Mouton. 1984, 1-‐14. Kean, M.-‐L. 1975. The theory of markedness in generative grammar. PhD dissertation. MIT. Speranza, J. L. & Lawrence Horn. 2012. A brief history of negation. Logic: a history of its central
concepts., Handbook of the history of logic, 127–174. Amsterdam: Elsevier. Trubetzkoy, N. 1931. Phonologie & géographie linguistique. Travaux du Cercle Linguistique de
Prague 4.228–234.
Σάββατο 21.4, 11:00-‐11:30, Αμφ. ΙΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
I. Hovhannisyan, A.-‐M. Sougari Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης [email protected], [email protected]
Outlining the multilingual profile of undergraduate students: the role of English within their multilingual practices
The aim of the present research1 is to outline the multilingual profile of the students who pursue undergraduate studies in the fields of Theology, Philosophy, Civil Engineering, Foreign Languages, Informatics, Law and Mathematics at Aristotle University of Thessaloniki. In the modern era of globalization, due to ongoing intellectual migration, student exchange and international communication, the linguistic map is gradually becoming blurred and multilingual interactions create spontaneous and unique discourse specific for the given situation at the given time between the given interlocutors. In sociolinguistic research, this diversity (Vertovec, 2007) has brought forward terms such as “languaging”, “translanguaging” and “crossing” (Cogo, 2012), practices performed by multilinguals to access different linguistic resources and to enhance their communicative potential. In this context, it is considered vital to outline the multilingual profile of the students and to define the most popular foreign languages among the students as well as the impact of various factors on their attitudes and motivation. In the present paper, we will particularly focus on the impact of the current economic state of Greece on the students’ language attitudes and language choices. Through this prism, we would like to define the role and the importance of English as perceived by the students and, thus, to probe one more time whether English still holds its position as an international lingua franca.
Αναφορές Cogo, A. (2012). ELF and super-‐diversity: a case study of ELF multilingual practices from a business
context. Journal of English as a Lingua Franca, 1(2), 287-‐313. Vertovec, S. (2007). Super-‐diversity and it implications. Ethnic and Racial Studies, 30(6), 1024-‐1054.
1 The present research has been funded by the Research Committee of the Aristotle University of Thessaloniki within the framework of the Postdoc Research Excellence Scholarship programme.
Παρασκευή 20.4, 13:00-‐13:30, Αμφ. ΙΙ, ΚΕ.Δ.Ε.Α.
Μ. Χρίτη Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας [email protected], [email protected]
Ο Αριστοτέλης και το 1ο «τρίγωνο της σημασίας»: σύμβαση, συμφωνία και οικειότητα
Ο Αριστοτέλης είναι ο πρώτος διανοητής ο οποίος ασχολείται ρητά με τους βασικούς παράγοντες αυτού που ονομάστηκε τον 20ό αι. «τρίγωνο της σημασίας»: τα πράγματα, τα αποτελέσματα της ανθρώπινης νοητικής δραστηριότητας (παθήματα τῆς ψυχῆς) και η γλωσσική έκφραση (τὰ ἐν τῇ φωνῇ / φωναί) διαπλέκονται στις αριστοτελικές διατυπώσεις του Περὶ ἑρμηνείας όσον αφορά την παραγωγή και την πρόσληψη της γλώσσας. Εκτός από την περίφημη «σημασιολογική ενότητα» της συγκεκριμένης πραγματείας, η οποία δικαιολογημένα έχει μονοπωλήσει το ενδιαφέρον των ιστορικών της γλωσσολογίας, οι απόψεις του Αριστοτέλη για τη σύνδεση γλώσσας, σκέψης και πραγματικότητας εντοπίζονται, επίσης, σε άλλα χωρία του Περὶ ἑρμηνείας, αλλά και στο Περὶ ψυχῆς και στις Κατηγορίες, ενώ διασταυρώνονται και από λεγόμενα του φιλοσόφου σε ποικίλα κείμενα. Έτσι, οι αριστοτελικές θέσεις όσον αφορά την προσέγγιση των τριών βασικών παραγόντων σήμανσης θα μπορούσαν να συνοψιστούν ως εξής:
-‐ Τα αποτελέσματα των νοητικών μας διεργασιών συνδέονται με τα δεδομένα της πραγματικότητας με φυσικό και αντανακλαστικό τρόπο, ενώ η σύνδεση της σκέψης με τη γλώσσα δεν είναι φυσική, αλλά συμβατική·∙
-‐ παρόλο που η γλώσσα είναι συμβατική, δεν είναι απολύτως αυθαίρετη: η χρήση των λέξεων καθιερώνεται μέσω της συμφωνίας μεταξύ των μελών μιας γλωσσικής κοινότητας·∙
-‐ τόσο η παραγωγή της γλώσσας από έναν ομιλητή, όσο και η πρόσληψή της από έναν ακροατή βασίζονται στο «νοητικό περιεχόμενο» το οποίο πρέπει να εκφραστεί και να προσληφθεί: η ανθρώπινη γλωσσική επικοινωνία βασίζεται σε «κοινά περιεχόμενα» τα οποία αποτυπώνονται με κοινές για τα μέλη μιας γλωσσικής κοινότητας λέξεις ·∙
-‐ για τον συγκεκριμένο λόγο, απαραίτητη προϋπόθεση της γλωσσικής επικοινωνίας είναι η οικειότητα στη γλωσσική χρήση, με την έννοια της ‘μη-‐απομάκρυνσης από το τρέχον γλωσσικό υλικό, μέσω του οποίου εκφράζονται κοινές για τους ομιλητές έννοιες’, γλωσσικό υλικό με το οποίο είναι εξοικειωμένοι οι ομιλητές.
Ο ίδιος ο Αριστοτέλης ακολουθεί στην πράξη όσα υποστηρίζει στη θεωρία, όπως φαίνεται από τις γλωσσικές του προτάσεις, οι οποίες ποτέ δεν απομακρύνονται από τη σύγχρονή του γλωσσική χρήση
Αναφορές Ax, W. 2000. Aristoteles (384‒322). In Ax & Grewing 2000, 48‒72. Ax, W. & F. Grewing. 2000. Lexis und Logos. Studien zur antiken Grammatik und Rhetorik. Stuttgard. Βασιλειάδης, Α. 2010. Από την φιλίαν στην φίλησιν. Τα ουσιαστικά σε -‐σις στο αριστοτελικό corpus.
Συμβολή στη μελέτη των μηχανισμών δημιουργίας φιλοσοφικών τεχνικών όρων. Αριστοτελικά Μελετήματα 1. Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ.
Christidis, A.-‐F., M. Arapopoulou & M. Chriti. (eds). 2007. A History of Ancient Greek: From the Beginnings to Late Antiquity. Cambridge : Cambridge University Press.
De Rijk, L. M. 2002. Aristotle. Semantics and Ontology. Vol. I: General Introduction. The Works of Logic. Leiden, Boston, Köln: Brill.
Giannakis, G., V. Bubenik, E. Crespo et al. 2014. Encyclopedia of Ancient Greek Language and Linguistics. Vols. I-‐II. Leiden: Brill.
Kotzia, P. 2007. Philosophical Vocabulary. In Christidis, Arapopoulou & Chriti 2007, 1089‒1103. Kotzia, P. & M. Chriti. 2014. Ancient Philosophers on Language. In Giannakis, Bubenik, Crespo et al. Vol.
I, 124-‐133. Weidemann, H. 1991. Gründzüge der aristotelischen Sprachtheorie. In P. Schmitter (ed.), Sprachtheorien
der abendlδndischen Antike. Tübingen, 170‒192.
Αναρτημένες
ανακοινώσεις
Posters
Σάββατο 21.4, 14:00-‐15:00, ΚΕ.Δ.Ε.Α. (αναρτημένη ανακοίνωση)
Κ. Αλεξανδρή, Μ. Πανταζάρα, Α. Μουστάκη, Π. Μίνος Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Πειραιά Τεχνολογικού Τομέα [email protected], [email protected], [email protected], [email protected]
POLΥCHROMO: Ένα πολύγλωσσο ηλεκτρονικό λεξικό χρωματικών εκφράσεων
Η κωδικοποίηση και κατηγοριοποίηση των χρωμάτων στη γλώσσα αλλά και οι εννοιολογικές προεκτάσεις τους (μεταφορικές χρήσεις, συνδηλώσεις) βρίσκονται στο επίκεντρο του ερευνητικού ενδιαφέροντος όλων σχεδόν των επιμέρους γλωσσολογικών κλάδων και προσεγγίσεων. Οι σύγχρονες θεωρητικές αναζητήσεις στο πεδίο της φρασεολογίας προσανατολίζονται όλο και περισσότερο στην αλληλεπίδραση μεταξύ γνωσιακών, γλωσσολογικών και πολιτισμικών προσεγγίσεων. Στο πλαίσιο αυτό, το χρώμα εξετάζεται ως στοιχείο που αποκαλύπτει πολιτισμικά εξαρτώμενα στοιχεία γνώσης.
Αντικείμενο της παρούσας έρευνας είναι η καταγραφή και η περιγραφή των παγιωμένων, μεταφορικών και μετωνυμικών χρήσεων οκτώ βασικών χρωματικών όρων (μαύρο, άσπρο, κόκκινο, πράσινο, κίτρινο, μπλε, γκρι και ροζ) στη νέα ελληνική και η συσχέτισή τους με αντίστοιχες εκφράσεις σε πέντε άλλες γλώσσες: αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, πορτογαλικά και ισπανικά. Μελετώνται παγιωμένες λεξικές συνάψεις της δομής «επίθετο + ουσιαστικό» (π.χ. μαύρη επέτειος), ιδιωματικές εκφράσεις (π.χ. δίνω το πράσινο φως), μετωνυμικές χρήσεις (π.χ. οικολόγοι – πράσινοι). Τα ευρήματα δείχνουν ότι διαφορετικές γλώσσες εμφανίζουν πολλές ομοιότητες, υπάρχουν όμως και σημαντικές διαγλωσσικές διαφορές.
Στόχος της ανακοίνωσης είναι να παρουσιάσουμε τον σχεδιασμό και την ανάπτυξη ενός ηλεκτρονικού λεξικού που θα περιλαμβάνει τις χρωματικές εκφράσεις σε καθεμία γλώσσα χωριστά αλλά και θα δημιουργεί συνδέσεις, όπου υπάρχουν, μεταξύ διαγλωσσικά ισοδύναμων εκφράσεων. Θα ορίσουμε συγκεκριμένες προδιαγραφές που θα αφορούν:
- τη συλλογή των δεδομένων (αποδελτίωση λεξικών, πληροφορίες φυσικών ομιλητών και επεξεργασία τους βάσει σωμάτων κειμένων),
- την περιγραφή των πληροφοριών, δηλαδή κατάρτιση της μακροδομής, καθορισμό των βασικών οντοτήτων (εισόδιο λήμμα και σημασία), κωδικοποίηση των πληροφοριών της μικροδομής (περιγραφή της σημασίας, εναλλακτικοί τύποι, πραγματολογική πληροφορία, παραδείγματα χρήσης, μεταφραστικά ισοδύναμα, συνώνυμα, σχόλια),
- και την τελική παρουσίαση (ηλεκτρονική έκδοση του λεξικού και διεπαφή χρήστη).
Απώτερος στόχος είναι να αναπτυχθεί ένα δυναμικό, ανοιχτό, συνεργατικό λεξικό που θα μπορούσε να συμβάλει στον σχεδιασμό και την ανάπτυξη ανάλογων πολύγλωσσων ηλεκτρονικών λεξικών.
Αναφορές Barcelona, A. (2001). On the systematic contrastive analysis of conceptual metaphors: case studies and
proposed methodology. In Applied Cognitive Linguistics II: Language pedagogy (pp. 117–146), Berlin: De Gruyter Mouton.
Biggam C., Hough C., Kay C. & Simmons D. (eds) (2011). New Directions in Colour Studies. Amsterdam: John Benjamins Publishing. Ionică, L. (2012). ‘Contrastive Remarks on the Colour Idioms in English and Romanian’. Studies in
Contrastive Grammar 18: 47-‐53. University of Pitesti, Romania. Kövecses, Z. (2002). Metaphor. A Practical Introduction. Oxford: Oxford University Press. Lakoff, G. & Johnson, M. (1980). Metaphors we live by. Chicago: University of Chicago Press. Mollard-‐Desfour, A. (2009). ‘Le lexique des couleurs français. Observation et problèmes de traduction’.
Revue roumaine, Analele Universitătii “Stefan cel Mare”. Seria Filologie, A Lingvistică. Wierzbicka, A. (1990). Semantics of color terms: cultural and cognitive aspects. Cognitive linguistics, Vol.
1, Νο 1, 99-‐150, Berlin: De Gruyter Mouton.
Σάββατο 21.4, 14:00-‐15:00, ΚΕ.Δ.Ε.Α. (αναρτημένη ανακοίνωση)
Ε. Αννοπούλου [email protected]
Επιρρηματικά της διαδικασίας -‐ Μερικές επισημάνσεις σχετικά με τα γλωσσικά εγχειρίδια
Η σημασιολογική κατηγορία του τρόπου είναι μία εκτενής και ετερόκλητη κατηγορία στην οποία πολλές φορές εντάσσουμε και γλωσσικά μέσα τα οποία δεν ανήκουν σ’ αυτήν. Σ’ αυτό συντελεί η χρήση του ερωτηματικού πώς;, του κατεξοχήν κριτηρίου με το οποίο αναγνωρίζουμε τη σημασία αυτή, το οποίο καλύπτει σημασίες αφενός συγγενικές με τον τρόπο, όπως ‘μέσον’, ‘όργανο’, ‘συνοδεία’, ‘ομοιότητα’ και αφετέρου διαφορετικές απ’ αυτόν όπως ‘αιτία, ‘ποιητικό αίτιο’ κ.ά. Η οριοθέτηση και κατά συνέπεια η ενσωμάτωση στην ευρεία κατηγορία του τρόπου των διαφόρων σημασιών / διαστάσεων που τον απαρτίζουν καθίσταται πολλές φορές προβληματική κι αυτό έχει αντίκτυπο και στη διδασκαλία.
Για την αποφυγή σύγχυσης και την αποτελεσματική και ολοκληρωμένη μελέτη αυτών των επιρρηματικών έχουμε προβεί στην υιοθέτηση του όρου ‘διαδικασία’, κατ’ αντιστοιχία με τους Quirk και Greenbaum (1973) και Biber κ.ά. (1999). Πρόκειται για την ευρεία εκείνη σημασιολογική κατηγορία που περιλαμβάνει επιρρηματικά που προσδιορίζουν τη ρηματική διαδικασία και που συναπαρτίζουν τις διάφορες διαστάσεις του τρόπου. Ακολουθώντας, σε γενικές γραμμές, τους τελευταίους γλωσσολόγους προτείνουμε τη διάκριση των ‘επιρρηματικών της διαδικασίας’ στις ακόλουθες υποκατηγορίες: τον ‘τρόπο’, το ‘μέσον’ και το ‘όργανο’. Ο ‘τρόπος’ υποδιαιρείται στον ‘‘κυρίως’ τρόπο’, στη ‘σύγκριση -‐ ομοιότητα’ και στη ‘συνοδεία’, η οποία διακρίνεται σε [± συγκεκριμένη].
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα γλωσσικά εγχειρίδια αναφορικά με το πώς πραγματεύονται τις παραπάνω σημασίες. Έτσι, με εξαίρεση την ‘ομοιότητα’ (παρομοίωση), όλες οι προαναφερόμενες σημασίες αν και απαντώνται στα σχολικά βιβλία, εντούτοις αντιμετωπίζονται ενιαία, χωρίς σαφή διάκριση μεταξύ τους.
Αναφορές Biber, D., Johansson, S., Leech, G., Conrad, S. & Finegan, E. (1999). Longman grammar of spoken and
written English. Harlow: Longman. Ernst, T. (2002). The Syntax of Adjuncts. Cambridge: Cambridge University Press. Geuder, W. (2000). Oriented Adverbs: Issues in the Lexical Semantics of Event Adverbs. Phil. Dissertation.
Universität Tübingen. Quirk, R. & Greenbaum, S. (1973). A Concise Grammar of Contemporary English. New York: Harcourt
Brace Jovanovich. Stassen, L. (2014). Black and white Languages. In D. Gerland, C. Horn, A. Latrouite and A. Ortmann (Eds.)
Meaning and Grammar of Nouns and Verbs. Düsseldorf: düsseldorf university press, 315-‐337. Αννοπούλου, Ε. (2016). Η έκφραση του τρόπου στη Νέα Ελληνική (Γλωσσοδιδακτική προσέγγιση με
έμφαση στα σχολικά εγχειρίδια της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης). Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, Τομέας Ανθρωπιστικών Σπουδών.
Παρασκευή 20.4, 14:00-‐15:00, ΚΕ.Δ.Ε.Α. (αναρτημένη ανακοίνωση)
Χρ. Βαλαβάνη Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών [email protected]
Ανάλυση Απόδοσης Μηχανικής Μετάφρασης Πολυσύνθετων Οικονομικών Ορολογικών Δομών
Οι (πολυ)σύνθετες λέξεις της οικονομικοπολιτικής υπογλώσσας απαντώνται συχνά σε δημοσιογραφικά κείμενα·∙ όμως η ορθή απόδοση τους στην Μηχανική Μετάφραση (ΜΜ) είναι αρκετές φορές προβληματική και οδηγεί σε λάθη σε ό,τι αφορά τη μετάδοση του σημασιολογικού περιεχομένου. Στόχος είναι η παρουσίαση ενός Αυτοματοποιημένου Συστήματος Μετάφρασης συγκεκριμένων πολυσύνθετων οικονομικών δομών από τη γερμανική στην ελληνική γλώσσα. Γι’ αυτόν το σκοπό κατασκευάστηκε ένα παραλληλοποιημένο Ηλεκτρονικό Σώμα Κειμένων 150 σελίδων, το οποίο θεωρείται ικανοποιητικά αντιπροσωπευτικό για τον εντοπισμό ενός ευρέος φάσματος πολυλεκτικών δομών. Θεωρητικό πλαίσιο των (πολυ)σύνθετων λέξεων τόσο στα Γερμανικά όσο και στα Ελληνικά αποτέλεσαν οι αναλύσεις των: Elsen (2011), Sternefeld (2006) και Ράλλη (2007). Οι Πολυλεκτικοί Οικονομικοί Όροι, οι οποίοι συλλέχθηκαν από το εν λόγω Ηλεκτρονικό Σώμα Κειμένων (ΗΣΚ), αποτελούνται από σύνθετες μονολεκτικές μονάδες, καθώς επίσης και σύνθετες μη (πολυ) λεκτικές φράσεις. Οι όροι μπορεί να αποτελούνται από ουσιαστικά (και αρκτικόλεξα), όπως κι από επίθετα ή επιρρήματα, δηλαδή από Ονοματικές Φράσεις. Στη μετάφραση των προαναφερόμενων οικονομικών δομών παρουσιάζονται παραδείγματα μοντέλων ευθυγράμμισης. Τα κυριότερα μοντέλα ευθυγράμμισης είναι τα χιαστί και τα κάθετα, ενώ, περιγραφικά, παρουσιάζονται και άλλα μικτά μοντέλα, τα οποία συνδυάζουν με ποικίλους τρόπους τα χιαστί και τα κάθετα μοντέλα σε μία Δομική Αντιστοιχία. Παρατηρείται ότι όσο πιο σύνθετη είναι η αυθεντική δομή, τόσο πιο σύνθετη είναι και η Δομική της Αντιστοιχία, στην οποία, ενδεχομένως, να αντιστοιχεί πάνω από ένας τύπος ορθής ελληνικής μετάφρασης, ο οποίος ως συστατικά του να έχει τα μέρη του λόγου. Συγκεκριμένα, μια δομή οικονομικού περιεχομένου στα Γερμανικά από δύο ουσιαστικά {ΟΟ} μπορεί να αποδοθεί στα ελληνικά με τρεις εκδοχές: ΕΟ, ΟΟγεν και ΟΑρθγενΟγεν. Πραγματοποιείται κατηγοριοποίηση των δομών, ξεκινώντας από τις απλούστερες και καταλήγοντας σε πολυλεκτικές φράσεις με ενωτικό. Η καταγραφή, η ανάλυση και η ταξινόμηση γίνεται μέσω ευθυγράμμισης των φράσεων του ζεύγους-‐γλωσσών, όπως αυτές ονομάστηκαν βάσει των δομικών τους χαρακτηριστικών. Οι ορολογικές δομές ερευνήθηκαν συγκριτικά σε διάφορα επίπεδα. Για παράδειγμα, για τις 12 δομές υπάρχουν 8 διαφορετικές αντιστοιχίες αναφορικά με τον αριθμό και τη σειρά των λέξεων, ενώ οι 14 δομές που μελετήθηκαν σχετικά με τις γραμματικές κατηγορίες δίνουν 10 διαφορετικές εκδοχές, στις οποίες τροποποιούνται τα μέρη του λόγου των συστατικών. Κατηγοριοποιούνται τα βασικά είδη λαθών κατά την ΜΜ. Τα αποτελέσματα της καταγραφής ήταν η βάση κατηγοριοποίησης αυτών των λαθών με στόχο την επίλυσή τους. Υπάρχει τρόπος να αποφευχθούν τα συγκεκριμένα λάθη, με στόχο να βελτιωθεί η απόδοση των Συστημάτων ΜΜ, μαζί με τα Συστήματα Στατιστικής ΜΜ;
Αναφορές Αναστασιάδη-‐Συμεωνίδη Α. (1996) : Η νεοελληνική σύνθεση, Ζητήματα νεοελληνικής γλώσσας-‐Διδακτική προσέγγιση, (εκδ.) Γ. Κατσιμαλή & Φ. Καβουκόπουλος, Τομέας Γλωσσολογίας Τμήματος Φιλολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης, Ρέθυμνο. Ράλλη, Α. (1997) : Περιγραφή και ανάλυση της σύνθεσης στη Νέα Ελληνική, Παράρτημα ΙΑ-‐ΙΒ. Elsen, H., (2011): Grundzüge der Morphologie des Deutschen. Berlin/Boston: De Gruyter. Ralli, A. (1989): Compounds in a Transfer-‐based Machine Translation System, Γλωσσολογία 7-‐8, 117-‐130. Sternefeld, J. (2006): Syntax, Eine morphologisch motivierte generative Beschreibung des Deutschen,
Band I, Tübingen: Stauffenburg Verlag, Brigitte Narr.
Σάββατο 21.4, 14:00-‐15:00, ΚΕ.Δ.Ε.Α. (αναρτημένη ανακοίνωση)
Μ. Γεωργαλίδου, Κ. Θ. Φραντζή, Γ. Γιακουμάκης Πανεπιστήμιο Αιγαίου [email protected], [email protected], [email protected]
Κοινοβουλευτικός λόγος, ευγένεια και επιθετικότητα στο ελληνικό κοινοβούλιο
Σύμφωνα με αρκετές μελέτες που αφορούν την οργάνωση του πολιτικού και κοινοβουλευτικού λόγου και κυρίως τη ρητορική της πολιτικής αντιπαράθεσης (Ilie 2001), οι λεκτικές επιθέσεις και οι προσβλητικές για την προσωπικότητα ομιλητριών και ομιλητών επιλογές αποτελούν συνηθισμένη επιλογή στο περικείμενο που δημιουργούν εξαιρετικά ανταγωνιστικά κοινοβουλευτικά συστήματα, όπως το ελληνικό (Tsakona & Popa 2011). Στο πλαίσιο της ανάλυσης του πολιτικού λόγου και των σύγχρονων προσεγγίσεων για την ευγένεια (Brown & Levinson 1987, Watts 1992, Eelen 2001, Harris 2000, Christie 2005, Garcés-‐Conejos Blitvich 2013), εξετάζουμε πτυχές της πολιτικής αντιπαράθεσης στον ελληνικό κοινοβουλευτικό λόγο. Επικεντρωνόμαστε στην ανάλυση αποσπασμάτων κατά τα οποία οι επικοινωνιακές στρατηγικές αντίπαλων κοινοβουλευτικών ομάδων υπερβαίνουν τις προτιμητέες επιλογές για την πολιτική αντιπαράθεση. Σε αυτά κυριαρχούν επιθετικές και τραυματικές για την εικόνα της/του αντιπάλου επιθετικές εκφορές, οι οποίες ενίοτε περιλαμβάνουν άμεσους και έμμεσους προσωπικούς χαρακτηρισμούς, ή ακόμα και ύβρεις (Georgalidou 2016). Αναλύουμε, ποσοτικά και ποιοτικά, δεδομένα τα οποία προέρχονται από Πρακτικά Συνεδριάσεων της Ολομέλειας του Ελληνικού Κοινοβουλίου. Η ανάλυση επικεντρώνεται στη συνομιλιακή διαπραγμάτευση ταυτοτικών κατασκευών στο φάσμα της ευγένειας-‐πολιτικών επιλογών-‐αγένειας και στηρίζεται στη μεθοδολογία της επεξεργασίας σωμάτων κειμένων (Ädel 2010). Το Σώμα Κειμένων των Πρακτικών των Συνεδριάσεων της Ολομέλειας του Ελληνικού Κοινοβουλίου έχει αναπτυχθεί στο Εργαστήριο Πληροφορικής του Τμήματος Μεσογειακών Σπουδών του Παν. Αιγαίου ενώ για τη συγκεκριμένη μελέτη μελετώνται 182 Πρακτικά Συνεδριάσεων του έτους 2014 (7.395.673 λέξεις), 144 του έτους 2015 (5.435.784 λέξεις) και 202 του έτους 2016 (7.634.719 λέξεις).
Αναφορές Ädel, A, 2010. “How to use corpus linguistics in the study of political discourse”. A. O’Keeffe & M.
McCarthy (eds.) The Routledge Handbook of Corpus Linguistics, 591-‐604. London: Routledge. Arundale, R. B. 2010. “Constituting Face in Conversation: Face, Facework and Interactional
Achievement.” Journal of Pragmatics 42: 2078-‐2105. Brown, P. & St. Levinson. [1978] 1987. Politeness: Some Universals in Language Usage. Cambridge:
Cambridge University Press. Christie, Ch. 2005. “Politeness and the Linguistic Construction of Gender in Parliament: An Analysis of
Transgressions and Apology Bebaviour”. Working Papers in the Web 3. http://extra.shu.ac.uk/wpw/politeness/christie.htm Eelen, G. 2001. A Critique of Politeness Theories. Manchester: St Jerome. Garcés-‐Conejos Blitvich, P. 2013. “Introduction: Face, Identity and Im/politeness. Looking Backward,
Moving Forward: From Goffman to Practice Theory.” Journal of Politeness Research 9(1): 1-‐33. Georgalidou, M. 2016. “Addressing Women in the Greek Parliament: Institutionalized Confrontation or
Sexist Aggression?”. In P. Bou-‐Franch (ed.) Exploring Language Aggression Against Women. Benjamins, 127-‐154.
Harris, S. 2000. “Being Politically Impolite: Extending Politeness Theory to Adversarial Political Discourse.” Discourse and Society 12(4): 451-‐472.
Ilie, C. 2001. “Unparliamentary Language: Insults as Cognitive Forms of Ideological Confrontation.” In Language and Ideology. Volume II: Descriptive Cognitive Approaches, ed. by R. Dirven, R. M. Frank & C. Ilie, 235-‐263. Amsterdam: Benjamins.
Tsakona, V. and D. Popa. (eds). 2011. Studies in Political Humor. Amsterdam: Benjamins. Watts, R. J. 1992. “Linguistic Politeness and Politic Verbal Behavior: Reconsidering Claims for
Universality.” In Politeness in Language: Studies in its History, Theory and Practice, ed. by Richard J. Watts, Ide Sachiko and Konrad Ehlich, 43-‐70. Berlin: Mouton de Gruyter.
Παρασκευή 20.4, 14:00-‐15:00, ΚΕ.Δ.Ε.Α. (αναρτημένη ανακοίνωση)
Β. Δημοπούλου Πρότυπο Λύκειο Αναβρύτων [email protected]
Στοιχεία σύνδεσης εικονικότητας και εννοιολογικής μεταφοράς στη λογοτεχνική γλώσσα. Γνωστική ανάλυση δειγμάτων του
νεοελληνικού ποιητικού λόγου
Η ανακοίνωση εκκινεί από τη θέση πως τα ποιητικά λογοτεχνικά κείμενα αποτελούν προϊόντα της γνωστικής λειτουργίας του ανθρώπινου εγκεφάλου, εφόσον διαμορφώνονται επί τη βάσει της θεμελιώδους διαδικασίας της αναλογικής αντιστοίχισης ιδιοτήτων για την απόδοση των σημασιών. Στο πλαίσιο αυτό, και με δεδομένο ότι οι βασικές γνωστικές δυνάμεις της εικονικότητας (iconicity) και της εννοιολογικής μεταφοράς (conceptual metaphor) επιστρατεύονται τόσο κατά την παραγωγή των κειμένων όσο και κατά την ερμηνεία τους, στην ανακοίνωση ανιχνεύονται στοιχεία και τρόποι σύνδεσης εικονιστικών και μεταφορικών δομών στη γλωσσική απόδοση τυπικών δειγμάτων του νεοελληνικού ποιητικού λόγου. Συγκεκριμένα, με βάση κείμενα του Κ.Π. Καβάφη και του Γ. Σεφέρη εντοπίζονται οι αναπαραστατικές δομές και τα συμβατικά εννοιολογικά μεταφορικά σχήματα που αποτελούν το κοινό υπόστρωμα και τον δομικό συνεκτικό ιστό του ποιητικού προϊόντος και μελετώνται οι τρόποι συνδυασμού, προέκτασης και επεξεργασίας αυτού του υποστρώματος για τον σχηματισμό σύνθετων εννοιολογικών μεταφορικών σχημάτων και τη διαμόρφωση της πρωτότυπης ή “αντισυμβατικής” ποιητικής σημασίας. Περαιτέρω, χρησιμοποιείται το γνωστικό πρότυπο ανάλυσης της εννοιολογικής συγχώνευσης (conceptual integration), προκειμένου να σκιαγραφηθούν οι επιμέρους δι-‐εννοιολογικές αντιστοιχίσεις κατά τη γενετική διαδικασία της παραγωγής της καινούργιας γλωσσικής / εννοιολογικής πρότασης, την οποία συνιστά το ποιητικό κείμενο. Με τον τρόπο αυτό επιβεβαιώνεται η τοποθέτηση του νεοελληνικού ποιητικού λόγου στον δημιουργικό χώρο του γνωστικού και γλωσσικού συνεχούς, με το οποίο ο φυσικός ομιλητής της Ελληνικής προσανατολίζεται στο περιβάλλον και αντιλαμβάνεται τον εαυτό του και τον κόσμο.
Αναφορές Dancygier Barbara. 2006. “What can blending do for you?” In Language and Literature 15(1): 5–15.
London: SAGE Publications. Fauconnier, G. & Turner, M. (1996). “Blending as a Central Process of Grammar”. In A. E. Goldberg ed.
Conceptual Structure, Discourse and Language, 113-‐130. California Publications:Center for the Study of Language and Information Stanford.
Freeman Margaret H. 2002. The Body in the Word. A Cognitive Approach to the Shape of a Poetic Text. papers.ssrn.com, 23-‐47. Ανάκτηση από [PDF] academia.edu, 05/01/2018.
Freeman Margaret H. 2006. “The fall of the wall between literary studies and linguistics: Cognitive poetics.” In Gitte Kristiansen, Michel Achard, René Dirven & Francisco J. Ruiz de Mendoza Ibáñez eds. Cognitive Linguistics: Current Applications and Future Perspectives, 403-‐428. <Applications of Cognitive Linguistics,1> Berlin: Mouton de Gruyter.
Hiraga, Masako K. 1998. “Metaphor-‐Icon Link in Poetic Texts: A Cognitive Approach to Iconicity.” in The Journal of the University of the Air, 16: 95-‐123.
Hiraga, Masako K. 2005. Metaphor and Iconicity. A cognitive approach to Analysing Texts. Palgrave:Macmillan.
LaKoff, G. & Turner, M. (1989). More than Cool Reason: A Field Guide to Poetic Metaphor. Chicago: The University of Chicago press.
Pemiss Pamela & Vigliocco Gabriella. 2014. “The bridge of iconicity: from a world of experience to the experience of language.” Ανάκτηση από: http://creativecommons.org./licences/by/3.0 -‐ 06/01/2018
Vandaele Jeroen & Brône Geert. 2009. “Cognitive poetics. A critical introduction.” In Geert Brône and Jeroen Vandaele eds. Cognitive Poetics. Goals, Gains and Gaps, 1-‐29 <Applications of Cognitive linguistics,10> Berlin: Mouton de Gruyter.
Σάββατο 21.4, 14:00-‐15:00, ΚΕ.Δ.Ε.Α. (αναρτημένη ανακοίνωση)
Χρ. Δούρου Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης [email protected]
Η ικανότητα ορισμού των λέξεων μαθητών Γυμνασίου και Λυκείου
Η παρούσα εργασία έχει ως αντικείμενο μελέτης την ικανότητα ορισμού λέξεων μαθητών Γυμνασίου και Λυκείου. Πιο συγκεκριμένα, μελετάται το προτιμώμενο είδος ορισμού ανά βαθμίδα καθώς και η επίδραση μεταβλητών όπως το μέρος του λόγου (ουσιαστικό, επίθετο, ρήμα) (Johnson &Anglin 1995), ο τρόπος μορφολογικής δόμησης των λέξεων (απλές, σύνθετες λέξεις), η σημασιολογική δομή (συγκεκριμένες, αφηρημένες λέξεις) (Gavriilidou 2015 ˙Markowitz and Franz 1988˙ McGhee-‐Bidlack 1991˙ Nippold et al.1999), το φύλο (Norrelgen et al. 2001˙Wardhaugh 1998) και η ηλικία (Benelli 1988 ˙Storck & Looft 1973). Το δείγμα αποτέλεσαν ογδόντα – πέντε (85) μαθητές, οι οποίοι κλήθηκαν να ορίσουν προφορικά 16 λέξεις. Για την κωδικοποίηση και βαθμολόγηση των απαντήσεων υιοθετήθηκε το πρωτόκολλο των Marinellie & Johnson (2002, 2004). Οι ορισμοί αξιολογήθηκαν και βαθμολογήθηκαν σε μια πενταβάθμια κλίμακα στη βάση ενός συνεχούς που αποτυπώνει την αναπτυξιακή πορεία των ορισμών. Τα αποτελέσματα της έρευνας αναδεικνύουν τις σύνθετες παραμέτρους που καθορίζουν την ικανότητα ορισμού των λέξεων. Τα ευρήματα που προέκυψαν μπορούν να αξιοποιηθούν στη διδακτική πράξη (διδασκαλία του λεξιλογίου, σχεδιασμός παρεμβατικών προγραμμάτων για τη βελτίωση της ικανότητας ορισμού λέξεων, συμπερίληψη συγκεκριμένων κατηγοριών λέξεων στα σχολικά εγχειρίδια ανάλογα με την ηλικία ή άλλες μεταβλητές) ή στη λεξικογραφία (βελτίωση των ορισμών των λέξεων στα ερμηνεύματα των λημμάτων ώστε τα λεξικά να γίνουν πιο χρηστικά).
Αναφορές Benelli, B. (1988). If it is a dog, can it be an animal? The role of metalinguistic knowledge in the
acquisition of linguistic superordination. Journal of Psycholinguistic Research 17(3), 227–43. Gavriilidou, Z. (2015). The development of noun, verb and adjective definitional awareness in Greek
preschoolers, Journal of Applied Linguistics, 30, 44-‐58. Johnson, C. J. & Anglin, J. M. (1995). Qualitative developments in the content and form of children’s
definitions. Journal of Speech and Hearing Research, 38, 612-‐629. Marinellie, S. A. & Johnson C. (2002). Definitional skill in school-‐age children with specific language
impairment. Journal of Communication Disorders, 35/3: 241-‐259. Marinellie, S. A. & Johnson C. (2004). Nouns and Verbs: a comparison of definitional style. Journal of
Psycholinguistic Research, 33/3: 217-‐235. Markowitz, J., & Franz, S. (1988). The development of defining style. International Journal of
Lexicography, 1, 253-‐267. Nippold, M. A., Hegel, S. L., Sohlberg, M.M. and Schwarz, I.E. 1999: Defining abstract entities:
development in pre-‐adolescents, adolescents, and young adults. Journal of Speech, Language, and Hearing Research 42, 473–81.
Norrelgen, F., Lacerda, F., & Forssberg, H. (2001). Temporal resolution of auditory perception in relation to perception, memory, and language skills in typical children. Journal of Learning Disabilties, 34, 359–369.
ΜcGhee-‐Bidlack, B. (1991). The development of noun definitions: A metalinguistic analysis. Journal of Child Language, 18, 417-‐434.
Storck, P. A., & Looft, W. R. (1973). Qualitative analysis of vocabulary responses from persons aged six to sixty-‐six plus. Journal of Educational Psychology, 65, 192-‐197.
Wardhaugh, R. (1998). An Introduction to Sociolinguistics (3rd edition). Oxford: Blackwell.
Παρασκευή 20.4, 14:00-‐15:00, ΚΕ.Δ.Ε.Α. (αναρτημένη ανακοίνωση)
Δ. Ιωάννου Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης [email protected]
Γειωτικές δομές της ελληνικής: από τα “κύρια” στα “βοηθητικά” έχω και είμαι
Μια από τις βασικότερες επιδιώξεις τόσο της παλαιότερης όσο και της σύγχρονης βιβλιογραφίας παραμένει ο προσδιορισμός των γραμματικών κατηγοριών. Ωστόσο, παρά την εκτεταμένη έρευνα, όπως επισημαίνει ο Heine (1993: 3), οι μέχρι τώρα προσεγγίσεις του θέματος με την αριστοτελική λογική των αναγκαίων και ικανών συνθηκών για τον προσδιορισμό και τη σύσταση των κατηγοριών αποδείχθηκαν ατελέσφορες, καθώς ήταν σε θέση να καλύψουν ένα μικρό μόνο αριθμό περιπτώσεων.
Χρησιμοποιώντας την οπτική της γνωσιακής γλωσσολογίας για τη γραμματική, και πιο συγκεκριμένα τη Γνωσιακή Γραμματική (Cognitive Grammar) του Ronald Langacker (1987, 1991 & 2008), η παρούσα ανακοίνωση επιχειρεί μια διαφορετική προσέγγιση των βοηθητικών ρημάτων της ελληνικής, επαναφέροντας στο γλωσσολογικό μας φακό το ζήτημα της διάκρισης μεταξύ κύριων και βοηθητικών ρημάτων με ειδικότερη αναφορά στα ρήματα έχω και είμαι.
Σημείο εκκίνησης της μελέτης μας αποτελούν τα περιβάλλοντα όπου τα υπό εξέταση ρήματα έχουν τις λεξικές τους σημασίες. Στη συνέχεια, θα περάσουμε στις ρηματικές περιφράσεις έχω να και είναι να, οι οποίες βρίσκονται στο μεταίχμιο της γραμματικοποίησης, καθώς κατά την παραδοσιακή ανάλυση εμπίπτουν στις γλωσσικές εκφράσεις που χρησιμοποιούνται για το μέλλον, δεν αποτελούν όμως ‘γραμματικούς δείκτες για τον μέλλοντα’ (grammatical future markers) (Tsangalidis 1997: 140). Ολοκληρώνοντας την ανάλυσή μας, θα περάσουμε στις δομές του παρακειμένου β’ (έχω -‐μένο/ είναι -‐μένο) και του παρακειμένου α’ (έχει -‐ει/ έχει -‐εί), τη ρηματική κατηγορία που, σύμφωνα και με τη Moser (1988), αποτελεί την περισσότερο γραμματικοποιημένη από όλες τις ρηματικές περιφράσεις που σχηματίζονται με τη βοήθεια των έχω και είμαι.
Μέσα από τη διάτρεξη περιπτώσεων που εμπίπτουν σε όλο το φάσμα της γραμματικοποίησης το βασικό ερώτημα που θα μας απασχολήσει είναι ο ρόλος της γείωσης στην προοδεύουσα γραμματικοποίηση, ενώ απώτερος στόχος μας είναι η ανάδειξη της υποκειμενικότητας ως βασικού μοχλού οργάνωσης του γλωσσικού μας υλικού, καθώς μας δίνει τη δυνατότητα να δούμε τις διασυνδέσεις μεταξύ γλωσσικών εκφράσεων, που εκ πρώτης όψης, φαίνονται ασύνδετες και μεταξύ τους και ασυνεπείς στην κατά μόνας συμπεριφορά τους.
Αναφορές Heine, B. 1993. Auxiliaries. Cognitive Forces and Grammaticalization. New York & Oxford: Oxford
University Press. Langacker, R.W. 2008. Cognitive Grammar: A Basic Introduction. Oxford: Oxford University Press. Langacker, R. W. 1991. Foundations of cognitive grammar, vol. 2: Descriptive application. Stanford, CA:
Stanford University Press. Langacker, R. W. 1987. Foundations of cognitive grammar, vol. 1: Theoretical prerequisites. Stanford, CA:
Stanford University Press. Moser, A. 1988. The history of the perfect periphrases in Greek. Doctoral dissertation. University of
Cambridge. Tsangalidis, A. 1997. Will and Tha: A Comparative Study of the category of future. Doctoral dissertation.
Aristotle University of Thessaloniki.
Παρασκευή 20.4, 14:00-‐15:00, ΚΕ.Δ.Ε.Α. (αναρτημένη ανακοίνωση)
Ευθ. Καλτσούνας [email protected]
Τι ‘ναι η Εκάβη γι’ αυτούς; Όροι και ζητήματα μετάφρασης της αρχαίας τραγωδίας τον 19ο αιώνα
Ο τίτλος της παρούσας εργασίας δανείζεται μία από τις διάσημες απορίες του σαιξπηρικού Άμλετ και καταχρηστικά την εφαρμόζει παραφρασμένη στην περίπτωση των Ελλήνων μεταφραστών της αρχαίας τραγωδίας, οι οποίοι, όπως ο θεατρίνος στη βασιλική αυλή της Δανίας, πρέπει να διανύσουν μια τεράστια χρονική-‐πολιτισμική απόσταση για να καταφέρουν να ‘ερμηνεύσουν’, όχι επί σκηνής, αλλά με τα δικά τους μεταφραστικά εργαλεία, τη μυθική βασίλισσα της Τροίας. Και ασφαλώς, όχι μόνο αυτή, αλλά και το πλήθος των άλλων ηρώων και ηρωίδων της αρχαίας τραγικής ποίησης. Έμμετρη, πεζή, πιστή, ελεύθερη, σχολική, λογοτεχνική, θεατρική, η μετάφραση της αρχαίας τραγωδίας τον 19ο αιώνα παρουσιάζει σημαντικό αριθμητικό όγκο και αξιόλογη ποιοτική ποικιλία. Πέρα από τις όποιες ιδεολογικές αγκυλώσεις περί ιερότητας της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, η μετάφραση αποδείχτηκε τελικά μονόδρομος στην επαφή των Νεοελλήνων γενικότερα με την Αρχαιότητα και ειδικότερα με τον ‘ξένο’ και ‘ανοίκειο’ κόσμο της τραγωδίας. Εκτενή –ενίοτε– εισαγωγικά σημειώματα και συχνά υποσελίδιες σημειώσεις πλαισιώνουν τις μεταφράσεις των τραγικών κειμένων, για να προετοιμάσουν τον αναγνώστη, να προλάβουν τις αντιρρήσεις του, να αναχαιτίσουν τις αναμενόμενες ενστάσεις του, να εξηγήσουν και να γεφυρώσουν το πολιτισμικό χάσμα και εντέλει να επιβεβαιώσουν τους πολυπόθητους δεσμούς με την Αρχαιότητα. Σταθερή αποδεικνύεται η έγνοια να δικαιωθεί ο στόχος του εκάστοτε μεταφραστικού εγχειρήματος, που δεν εξαντλείται απαραίτητα στην επαφή με τα τραγικά κείμενα, τα οποία εμφανίζονται ως πολύτιμα αλλά άγνωστα κειμήλια πολιτισμικής κληρονομιάς. Στην πορεία και όσο εξελίσσεται και αναθεωρείται η σχέση με την Αρχαιότητα, η μετάφραση των τραγικών κειμένων καλείται να εξυπηρετήσει ειδικότερες διαδρομές πρόσληψης του αρχαιοελληνικού πολιτισμού πάνω στη σκηνή του νεοελληνικού θεάτρου, όπου αυτόματα τίθενται νέα ζητήματα προσέγγισης της τραγωδίας και κλονίζονται πάγιες αντιλήψεις περί πιστής απόδοσης ακέραιου και αναλλοίωτου του αρχαίου κειμένου. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι μεταφράσεις εκείνες που επιχειρούν να ενισχύσουν την –παραμελημένη για καιρό– θεατρικότητα των τραγικών κειμένων, με την προσθήκη σκηνικών οδηγιών, τον χωρισμό σε πράξεις και σκηνές και γενικότερα με τη ‘θεατρικοποίηση’ της μορφής του κειμένου. Σε μία από τις πιο ριζοσπαστικές εκδοχές εκσυγχρονισμού του αρχαίου κειμένου επιβεβλημένη θεωρήθηκε ακόμη και η διασκευή του, με αρκετές προσαρμογές και γενναίες αφαιρέσεις, σύμφωνα με τους τρέχοντες όρους και τις συγκεκριμένες ανάγκες της σύγχρονης θεατρικής σκηνής. Η παρούσα εργασία στηρίζεται σε μια εξαντλητική έρευνα της σχετικής μεταφραστικής παραγωγής του 19ου αιώνα και έχει ως στόχο να παρουσιάσει το ερμηνευτικό, ιδεολογικό και αισθητικό τοπίο μέσα στο οποίο αναπτύσσονται οι ειδικοί όροι διαχείρισης του ζητήματος της μετάφρασης της αρχαίας τραγωδίας, δίνοντας έμφαση στη θεατρική μετάφραση και στον μεταφραστικό λόγο που κατάφερε να αποκτήσει σκηνική ζωή.
Σάββατο 21.4, 14:00-‐15:00, ΚΕ.Δ.Ε.Α. (αναρτημένη ανακοίνωση)
Ελ. Καράκη Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου [email protected]
Χιουμοριστικές διαφημίσεις, κειμενική ισχύς και συνάφεια
Η παρούσα εργασία εξετάζει τις πολυδιάστατες πραγματολογικές πτυχές των χιουμοριστικών διαφημίσεων (tickle advertisements) και την πρόκληση που θέτουν αυτές για την πραγματολογική θεωρία. Οι χιουμοριστικές διαφημίσεις ακολουθούν την εξής τριμερή δομή: α) πρόταση (proposal) που αποτελείται από ένα ξένο στοιχείο, β) πλέγμα (nexus), το οποίο συνίσταται σε μία χιουμοριστική αφήγηση, που συχνά δεν έχει καμία σχέση με το προωθούμενο προϊόν, γ) κατάληξη (ending), που περιλαμβάνει την παρουσίαση του προωθούμενου προϊόντος (Martinez-‐Camino & Perez-‐Saiz 2012). Ο κατεξοχήν χώρος που προσφέρεται για την ανάπτυξη των χιουμοριστικών διαφημίσεων είναι ο τηλεοπτικός, καθώς ο αφηγηματικός χαρακτήρας τους εξαρτάται άμεσα από τον παράγοντα του χρόνου.
Με όρους της θεωρίας της Συνάφειας (Sperber & Wilson 1995), η χιουμοριστική αφήγηση είναι το δεικτικό ερέθισμα. Οι δέκτες, προκειμένου να βελτιστοποιήσουν τη συνάφεια του ερεθίσματος, καταβάλλουν μεγάλη προσπάθεια επεξεργασίας, παράγοντας πλήθος αδύναμων υπονοημάτων. Αναμφισβήτητα, ενώ μια τέτοια προσπάθεια επεξεργασίας αντισταθμίζεται από τα πλούσια περικειμενικά αποτελέσματα που προκύπτουν, επιτυγχάνεται τελικά η μέγιστη αλλά όχι η βέλτιστη συνάφεια και η πραγματολογική διαδικασία δεν είναι οικονομική, σύμφωνα με τον ορισμό της βέλτιστης συνάφειας. Διαπιστώνεται, μάλιστα, ότι στις χιουμοριστικές διαφημίσεις αυτό που επιδιώκεται μέσω του δεικτικού ερεθίσματος είναι κυρίως η προσέλκυση του κοινού και όχι η εύκολη πρόσβαση σε πληροφορίες. Αυτό το συμπέρασμα ενισχύεται από την εξέταση των χιουμοριστικών διαφημίσεων υπό το πρίσμα του θεωρητικού πλαισίου της κειμενικής ισχύος (Tsiplakou & Floros 2013), δηλαδή της προσλεκτικής ισχύος ενός κειμένου, που συνάγεται μέσω μιας επαγωγικής διαδικασίας στην οποία η γνώση του κειμενικού είδους και του κειμενικού τύπου ή του τρόπου οργάνωσης του κειμένου (στην περίπτωση αυτή, της χιουμοριστικής αφήγησης) λειτουργεί ως προκείμενη. Βάσει της συγκεκριμένης προσέγγισης, αν και η κειμενική ισχύς του κειμενικού είδους της διαφήμισης είναι η πειθώ, φαίνεται πως η χιουμοριστική αφήγηση διαθέτει τη δική της κειμενική ισχύ, που είναι η ψυχαγωγία, και η οποία κυριαρχεί, καθορίζοντας και την κειμενική ισχύ του συγκεκριμένου τύπου διαφήμισης. Έτσι, το κοινό, προκειμένου να καθορίσει την επιδιωκόμενη ισχύ των χιουμοριστικών διαφημίσεων, πρέπει να εκτελέσει περαιτέρω βήματα επαγωγικής επεξεργασίας. Εν ολίγοις, η προσέγγιση με βάση της θεωρία της συνάφειας που υιοθετείται σε αυτή την εργασία μπορεί να εξηγήσει την αδιαμφισβήτητα μειωμένη αποτελεσματικότητα των χιουμοριστικών διαφημίσεων, εξαιτίας της αδυναμίας πραγμάτωσης της βέλτιστης συνάφειας.
Αναφορές Martinez-‐Camino, G. & Perez-‐Saiz M. 2012. ‘A pragmatic theory on television advertising’, Journal of
Pragmatics 44: 453-‐473. Sperber, D. & Wilson, D. 1995. Relevance: Communication and Cognition. Oxford and Cambridge:
Blackwell. Tsiplakou, S. & Floros, G. 2013. ‘Never mind the text types, here’s textual force: Towards a pragmatic
reconceptualization of text type’, Journal of Pragmatics 45: 119-‐130.
Παρασκευή 20.4, 14:00-‐15:00, ΚΕ.Δ.Ε.Α. (αναρτημένη ανακοίνωση)
Ι. Κίτσου 6o Διαπολιτισμικό Σχολείο Ευόσμου [email protected]
Ψηλόλιγνος και πεζόδρομος: μια ειδική κατηγορία των συνθέτων θέμα+λέξη της ν.ε και η αντιμετώπισή τους από φοιτητές της ν.ε ως
ξένης
Τα μονολεκτικά σύνθετα της νέας ελληνικής έχουν τη μορφή: Α) θέμα + θέμα + κλιτικό επίθημα (π.χ καρεκλοπόδαρο -‐> καρεκλ-‐ -‐ο-‐ ποδαρ -‐ο) ή Β) θέμα + λέξη (π.χ γυναικοκατακτητής -‐> γυναικ-‐ -‐ο-‐ κατακτητής). Βασικό κριτήριο για το αν θα έχουμε στη σύνθεση τη μορφή θέμα + θέμα + κλιτικό επίθημα ή θέμα + λέξη, είναι η μορφολογία.Όταν η σύνθετη λέξη φέρει την ίδια κλίση με το δεύτερο συνθετικό, τότε κατά πάσα πιθανότητα προέκυψε με ένωση θέματος με λέξη. Όταν η σύνθετη λέξη έχει τη δική της παραγωγική κατάληξη που δεν ταυτίζεται με αυτή του β συνθετικού, τότε υποθέτουμε ότι μάλλον προέκυψε με την ένωση δύο θεμάτων. Άλλη ένδειξη αποτελεί και η θέση του τόνου αφού στα σύνθετα της μορφής θέμα + θέμα + κλιτικό επίθημα, ο τόνος μπορεί να είναι σε διαφορετική θέση από αυτήν που έχει το β συνθετικό όταν είναι ανεξάρτητη λέξη (Ράλλη, 2005). Από 26 φοιτητές της νέας ελληνικής μέσου ή προχωρημένου επιπέδου ζητήθηκε να σχηματιστούν σύνθετα και των δύο μορφών. Από τις λέξεις του ερωτηματολογίου επιλέχθηκαν οι λέξεις εκείνες που θα μπορούσαν να ανήκουν στην κατηγορία θέμα+λέξη, εφόσον το β συνθετικό μοιάζει με τη λέξη όταν αυτή εμφανίζεται ελεύθερη. Η διαφορετική όμως αντιμετώπισή τους από τους συμμετέχοντες και τα λάθη που εμφανίζονται στο σχηματισμό τους εγείρουν μια σειρά από ερωτήματα για την κατηγορία αυτή. Μαζί με τα συμπεράσματα για τα συχνότερα από τα λάθη των φοιτητών της ν.ε ως ξένης (κλίση στο εσωτερικό της λέξης, διπλοί τόνοι, λάθη στο συνδετικό φωνήεν, στη σειρά των συνθετικών και στην κεφαλή, βλ. Κίτσου, 2017), εξετάζεται αν οι σύνθετες αυτές θα πρέπει να ανήκουν στην Α ή στη Β κατηγορία σύνθετων, όπως αυτές περιγράφονται από τη Ράλλη (2005).
Αναφορές Αναστασιάδη-‐Συμεωνίδη, Ά. (1996). Η νεοελληνική σύνθεση. Στο Γ.Κατσιμαλή & Φ. Καβουκόπουλος
(επίμ), Ζητήματα Νεοελληνικής Γλώσσας. Διδακτική προσέγγιση. Ρέθυμνο: Πανεπιστήμιο Κρήτης, 97-‐120.
Κίτσου, Ι. (2017). Η σύνθεση στη Νέα Ελληνική: Μια πρώτη ερευνητική προσέγγιση σε φοιτητές που διδάσκονται τη Ν.Ε. ως ξένη γλώσσα. ISTAL 22. Θεσσαλονίκη
Ράλλη, Α. (2007). Η σύνθεση λέξεων: Διαγλωσσική μορφολογική προσέγγιση. Αθήνα: Πατάκης Tzakosta, M. (2011b). L1 transfer in L2 word formation. In E-‐Proceedings of the 19th International
Conference of Greek Linguistics (9ICGL). Chicago: University of Chicago, 416-‐427. Available http://www.ling.ohio-‐state.edu/ICGL/proceedings/ [31/1/2018]
Παρασκευή 20.4, 14:00-‐15:00, ΚΕ.Δ.Ε.Α. (αναρτημένη ανακοίνωση)
Γ. Νικολάου ΣΝΕΓ Α.Π.Θ. / ΠΤΔΕ Δ.Π.Θ. [email protected]
Ο ρόλος του αντι-‐ στην κατασκευή νέων επιθέτων Έχουμε υποστηρίξει σε προηγούμενη εργασία μας (Νικολάου, 2016) ότι το κατασκευαστικό στοιχείο αντι-‐ αποτελεί ένα ιδιαίτερα παραγωγικό τεμάχιο της σύγχρονης κοινής, εφόσον συμμετέχει στην κατασκευή πολλών καινούργιων λεξικών μονάδων, που κατά κύριο λόγο ανήκουν στη γραμματική κατηγορία των επιθέτων. Το τεμάχιο αυτό (με την αλλομορφική του ποικιλία ανθ-‐), που η Αναστασιάδη-‐Συμεωνίδη χαρακτηρίζει ως πρόθημα (1986: 156), παρουσιάζει κάποιες ενδιαφέρουσες ιδιαιτερότητες, που έχουν ήδη επισημανθεί από την Ευθυμίου (2014): χαρακτηρίζεται από πολυσημία (ibid: 34), εμφανίζεται σχεδόν υποχρεωτικά με κάποιο παραγωγικό επίθημα, το οποίο δεν φαίνεται να συμμετέχει στη δόμηση της σημασίας της κατασκευασμένης λέξης, και δείχνει να συνδέεται με έναν συγκεκριμένο τύπο βάσης: (+ λόγια) (ibid: 42). Η απουσία αντιστοιχίας ανάμεσα στη σημασιολογική ερμηνεία και την εσωτερική δομή των κατασκευασμένων με το αντι-‐ λεξικών μονάδων κατατάσσει τους σχηματισμούς αυτούς στην κατηγορία των δομικών παραδόξων (bracketing paradoxes, βλ. και Ράλλη: 2008: 89). Με την εργασία αυτή επιχειρούμε να συμβάλουμε στην ερμηνεία αυτής της περίπλοκης παραγωγικής διαδικασίας, μελετώντας περίπου 50 νεολογικά επίθετα που έχουμε αντλήσει από έντυπες και ηλεκτρονικές ειδησεογραφικές πηγές πανελλαδικής εμβέλειας (για τα κριτήρια συλλογής των δεδομένων, βλ. Νικολάου, 2015). Τα ερωτήματα που θα μας απασχολήσουν είναι τα ακόλουθα: 1. Τι ποσοστό των προθηματοποιημένων επιθέτων καταλαμβάνουν οι μονάδες με το αντι-‐; 2. Ποια είναι η σημασιολογική οδηγία του προθήματος; 3. Υπάρχει ποικιλία στο είδος των βάσεων στις οποίες αυτό προσφύεται; 4. Ποια λύση προτείνουμε για την ερμηνεία του ληκτικού τεμαχίου που φαίνεται να μην έχει σημασιολογική συνεισφορά στην κατασκευασμένη λέξη; Η μελέτη μας θα κλείσει με την αναφορά συγκεκριμένων παραδειγμάτων και με προτάσεις για τη λεξικογράφησή τους.
Αναφορές Αναστασιάδη-‐Συμεωνίδη, Α. 1986. Η νεολογία στην κοινή νεοελληνική. Θεσσαλονίκη: Επιστημονική
Επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ., Παράρτημα αρ. 65. Αναστασιάδη-‐Συμεωνίδη, Α. 1992. Η νεοελληνική παραγωγή κατά το μοντέλο της D. Corbin. ΜΕΓ 13,
505-‐526. Anastassiadis-‐Symεonidis, A. & E. Masoura. 2012. Word ending-‐part and phonological memory: a
theoretical approach. Irregularity in Morphology (and beyond), (eds.) Th. Stolz/H. Otsuka/A. Urdze/J. van der Auwera. Berlin: Akademie Verlag, 127-‐140.
Booij, G. 2010. Construction Morphology. Language and Linguistics Compass 3/1. Blackwell Publishing, 1-‐13.
Ευθυμίου, Α. 2014. Λέξεις με αναντιστοιχία μορφολογικής δομής και σημασίας: H περίπτωση των ελληνικών παρασυνθετικών επιθέτων με αντι-‐. Μελέτες αφιερωμένες στην Ομότιμη Καθηγήτρια Α.Π.Θ. Άννα Αναστασιάδη-‐Συμεωνίδη, (επιμ.) Α. Ρεβυθιάδου/Ζ. Γαβριηλίδου. Καβάλα: Σαΐτα, 34-‐50.
Hathout, N. & F. Namer. 2014. Discrepancy between form and meaning in word formation: The case of over-‐ and under-‐marking in French. Current issues in morphological theory. Morphology and Meaning. Benjamins, 177-‐190.
Κλαίρης, Χ. & Γ. Μπαμπινιώτης. 2005. Γραμματική της Νέας Ελληνικής. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. 1998. Θεσσαλονίκη: ΙΝΣ Νικολάου, Γ. 2015. Τα νεολογικά επίθετα της νέας ελληνικής: συνθήκες κατασκευής και ενσωμάτωσης
στην κοινή, προτάσεις για ένταξή τους στη διδασκαλία. ΜΕΓ 35, 421-‐433. Νικολάου, Γ. 2016. Τα νεολογικά επίθετα της κοινής νεοελληνικής. Ηλεκτρονικά δημοσιευμένη
διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη: Α.Π.Θ. Ράλλη, Α.2008. Μορφολογία. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη. Τριανταφυλλίδης, Μ. 1996 [1941]. Νεοελληνική Γραμματική της Δημοτικής. Θεσσαλονίκη: ΙΝΣ
Παρασκευή 20.4, 15:00-‐16:00, ΚΕ.Δ.Ε.Α. (αναρτημένη ανακοίνωση)
D. Oikonomou Humboldt-‐Universität zu Berlin despina.oikonomou@hu-‐berlin.de
Subjunctive interrogatives in Greek: Prosody & meaning
Iatridou (2010) notices that Root Subjunctive Interrogatives (RSI) as in (1) vary in their interpretation depending on their intonation. When the Nuclear Pitch Accent (NPA) (indicated with small caps) falls on the verb we get a permission-‐asking question (1a) whereas when it falls on the right edge we get a requirement-‐asking question (1b). (1) a. Na TILEFONISO ston Petro? SUBJ call.1SG to-‐the Peter ‘Can I call Peter?’ b. Na tilefoniso ston PETRO? SUBJ call.1SG to-‐the Peter ‘Should I call Peter?’
In this talk I account for the interpretation of RSIs and the relevance of their prosodic pattern. I argue that RSIs involve a covert possibility modal (which is always part of the meaning of root subjunctives) (cf. Giannakidou 2015), accounting for the permission reading (1a) which arises when the polar question has the default prosody (NPA on the verb followed by a rise-‐fall boundary (L* H-‐L%), see Baltazani and Jun 1999; Baltazani 2002, 2007; Arvaniti et al. 2006). The should-‐interpretation in (1b) is explained as the result of interaction between focus alternatives and the meaning of the modal question (Hamblin 1973). The key for the should-‐interpretation is a subquestion which arises in the presence of focus alternatives (Rooth 1992, 1996). In particular, in (1b) assuming that Peter is narrowly focused we get a wh-‐subquestion, for which of the alternative individuals x is it consistent with the addressee’s desires to call x? This question also involves a presupposition (or a weaker existential inference) that there is an individual x such that it consistent with the addressee’s desires to call x (Abrusan 2016). In this way, the question is shifted from a pure permission-‐asking question to a question about which alternatives are permissible and which alternatives are prohibited. Further evidence for the critical mapping between prosody and interpretation is provided by polar questions involving the question particle mipos. Baltazani (2007) shows that mipos-‐questions have a distinct prosodic pattern (i.e. the NPA aligns with the right-‐edge). Critically, mipos-‐RSIs cannot get a permission reading. As shown in (2a), a mipos-‐RSI is infelicitous in a context where we ask permission to make a phone-‐call; Either we have to omit mipos or use an overt possibility modal (2b): (2) a. #mipos na paro ena tilefono? Q-‐PART SUBJ take.1SG a call ↝ Roughly: ‘Do you think I should make a phone call?’ b. mipos boro na paro ena tilefono? Q-‐PART can.1SG SUBJ take.1SG a call ‘Can I make a phone call?’ As I discuss, only verum focus (NPA on the verb) allows a permission reading. Since as explained in Baltazani 2007, mipos is incompatible with NPA on the verb, it is expected that the permission-‐asking interpretation will not be available in mipos-‐RSIs.
Αναφορές Baltazani, M. (2007). Intonation of polar questions and the location of nuclear stress in greek. Tones and tunes, 2:387–405 Iatridou, S. (2010). What is in a mediterranean imperative. Talk delivered at the 2nd Mediterranean Syntax Meeting, Athens Greece. Rooth, M. (1992). A theory of focus interpretation. Natural language semantics, 1(1):75–116.
Σάββατο 21.4, 14:00-‐15:00, ΚΕ.Δ.Ε.Α. (αναρτημένη ανακοίνωση)
Ελ. Παπαδάμου Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Α.Π.Θ. [email protected]
Τα βόρεια ελληνικά ιδιώματα της Καστοριάς ως γλωσσικές ποικιλίες στον πυρήνα της Βαλκανικής Γλωσσικής Ένωσης
Στην ανακοίνωση αυτή εξετάζεται η σπουδαιότητα του βαλκανικού πλαισίου για την κατανόηση των μορφοσυντακτικών ιδιαιτεροτήτων των βορείων ιδιωμάτων (ΒΙ) της Καστοριάς αλλά και η σπουδαιότητα των ιδιωμάτων αυτών για τον καθορισμό του πυρήνα της Βαλκανικής Γλωσσικής Ένωσης (ΒΓΕ). Με εξαίρεση τις μικρασιατικές και σε μικρότερο βαθμό τις κατωιταλικές διαλέκτους η ελληνική διαλεκτολογία σπάνια ασχολήθηκε με τις διαλέκτους κάτω από το πρίσμα των γλωσσικών επαφών (Tzitzilis 2017). Η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη αν ως πλαίσιο γλωσσικών επαφών δεχτούμε τις γλωσσικές ενώσεις (Sprachbund), που συχνά εξετάζονται ως κλάδος της επαφικής γλωσσολογίας (contact linguistics·∙ Thomason 1999), και ιδιαίτερα τον πυρήνα των γλωσσικών ενώσεων. Τα βαλκανικά στοιχεία των βορείων ιδιωμάτων (ΒΙ) της Καστοριάς μπορούμε να τα κατατάξουμε σε τρεις κατηγορίες: 1) τους βασικούς βαλκανισμούς, που ταυτίζονται με τα βαλκανικά στοιχεία της ΚΝΕ και των περισσότερων νεοελληνικών ιδιωμάτων, 2) τους βαλκανισμούς που απαντούν στα ΒΙ του βορειοελλαδικού χώρου με επίκεντρο τη Δ Μακεδονία και 3) τους τοπικούς βαλκανισμούς, που επικεντρώνονται κυρίως στην περιοχή των Γραμμοχωρίων. Για την κατάταξη των ΒΙ της Καστοριάς στον πυρήνα της ΒΓΕ σημαντικές είναι οι δυο τελευταίες κατηγορίες βαλκανισμών. Τη βαλκανική διάσταση των στοιχείων που ανήκουν στις κατηγορίες αυτές επιβεβαιώνει η συγκριτική εξέταση με τα δεδομένα των τοπικών σλαβικών ιδιωμάτων και σε μικρότερο βαθμό με δεδομένα της αρωμουνικής και αλβανικής.
Αναφορές Dahl, O. 2001. Principles of areal typology. Στο Μ. Haspelmath, E. König, W. Oesterreicher (επιμ.),
Language Typology and Language Universals. Βερολίνο – Νέα Υόρκη: De Gruyter Mouton, 1456-‐1466.
Joseph, Br. 2007. Broad vs. Localistic Dialectology, Standard vs. Dialect: The Case of the Balkans and the Drawing of Linguistic Boundaries. Στο Papers from INCLAVE 4 (International Conference on Language Variation in Europe), Λευκωσία, 119-‐134.
Thomason, G. S. 2005. Language Contact. An Introduction. Εδιμβούργο: Edinburg University Press. Sobolev, A. 2004. On the areal distribution of syntactic properties in the languages of the Balkans. Στο
M. Tomić (επιμ.), Balkan Syntax and Semantics. Άμστερνταμ – Φιλαδέλφεια: John Benjamins Publishing Company, 59-‐100.
Tzitzilis, Chr. 2017. Balkan and Anatolian Sprachbund. Ανακοίνωση στο «1ο Διεθνές Συνέδριο για τις Γλωσσικές επαφές στα Βαλκάνια και στη Μ. Ασία”. Θεσσαλονίκη Νοέμβριος 2019.
Παρασκευή 20.4, 15:00-‐16:00, ΚΕ.Δ.Ε.Α. (αναρτημένη ανακοίνωση)
Π. Σαββίδου Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών [email protected]
Το επίθημα -‐(ι)άρ(ης) στη νέα ελληνική: μελέτη με τη χρήση σωμάτων κειμένων
Επιχειρείται η ανάλυση του επιθήματος -‐(ι)άρ(ης) και των κανόνων σχηματισμού λέξεων στους οποίους εμπλέκεται, προσθέτοντας την οπτική των σωμάτων κειμένων στις υπάρχουσες περιγραφές του (βλ. Αναστασιάδη-‐Συμεωνίδη 1999, Efthymiou 2013). Εξετάζονται επίσης ζητήματα σχετικά με τη μελέτη της αξιολογικής μορφολογίας και τη συμβολή των σωμάτων κειμένων σε αυτή. Η έρευνα βασίζεται στο σύνολο των δεδομένων του Σώματος Ελληνικών Κειμένων, ενός συγχρονικού σώματος κειμένων της νέας ελληνικής, που περιλαμβάνει κείμενα προφορικού και γραπτού λόγου ποικίλων κειμενικών ειδών. Η ανάλυση ξεκινά από τη διερεύνηση των σημασιών-‐χρήσεων του επιθήματος. Υιοθετείται η άποψη της Αναστασιάδη-‐Συμεωνίδη (1999) πως το ίδιο επίθημα απαντά στις λέξεις που δηλώνουν αρνητική ιδιότητα (π.χ. βρομιάρης) και στις επαγγελματικές (π.χ. βαρκάρης). Αναλύονται οι λέξεις και των δύο αυτών κατηγοριών και περιλαμβάνονται οι σχηματισμοί που δηλώνουν ηλικία (π.χ. σαραντάρης). Επιχειρείται η σύνδεση αυτής της χρήσης με τις άλλες με την ανάδειξη του αξιολογικού χαρακτήρα της σημασιολογικής συνεισφοράς του επιθήματος και σε αυτές τις λέξεις. Για τον προσδιορισμό της σημασιολογικής συνεισφοράς του επιθήματος και τον διαχωρισμό των επιμέρους χρήσεων, αναλύονται τα σημασιολογικά χαρακτηριστικά των βάσεων και οι συνάψεις και το συγκείμενο των κατασκευασμένων λέξεων. Μελετώνται για κάθε επιμέρους χρήση οι βάσεις με τις οποίες τείνει να συνδυάζεται το επίθημα ως προς τις γραμματικές κατηγορίες, τα σημασιολογικά χαρακτηριστικά (συμπεριλαμβανομένων των συνυποδηλώσεων και της σημασιολογικής προσωδίας) και το επίπεδο ύφους. Εξετάζονται, επιπλέον, η συχνότητα εμφάνισης συνολικά και ανά κειμενικό είδος και η παραγωγικότητα. Τα ευρήματα περιλαμβάνουν την περιγραφή του -‐(ι)άρ(ης) ως προς τις παραπάνω πλευρές της συμπεριφοράς του. Ο συνδυασμός της ποσοτικής και της ποιοτικής ανάλυσης τόσο στο επίπεδο του εσωτερικού των λεξικών μονάδων (χαρακτηριστικά βάσεων με τις οποίες συνδυάζεται το επίθημα) όσο και σε επίπεδο συγκειμένου αναδεικνύει την αλληλεπίδραση των επιπέδων σχηματισμού και χρήσης, που φαίνεται να χαρακτηρίζει την αξιολογική μορφολογία. Διερευνώνται ζητήματα που αφορούν τον χαρακτήρα της αξιολογικής μορφολογίας (βλ. Körtvélyessy 2015), όπως αναδεικνύονται από την ανάλυση των μη πρωτοτυπικών αξιολογικών σχηματισμών σε -‐(ι)άρ(ης). Δικαιολογείται, επίσης, η επιλογή της διερεύνησης των επιμέρους σημασιών-‐χρήσεων ξεχωριστά, καθώς παρά την κοινή σημασιολογική εντολή (βλ. Αναστασιάδη-‐Συμεωνίδη 1999), ο διαχωρισμός επιτρέπει τον εντοπισμό διαφορών ανάλογα με τον ειδικότερο χαρακτήρα της λειτουργίας (λ.χ. υβριστική), που δεν είναι κοινός παντού. Συγκρίνοντας τις κανονικότητες στη συμπεριφορά του -‐(ι)άρ(ης) (λ.χ. παραγωγικότητα, ελευθερία στα χαρακτηριστικά των βάσεων) με άλλα αξιολογικά μορφήματα (λ.χ. ψιλο-‐ και θεο-‐) εξάγονται αρχικά συμπεράσματα για τα χαρακτηριστικά που συνδέονται με την αξιολογική λειτουργία ή ερμηνεύονται λ.χ. από τις διαφορές προθηματοποίησης και επιθηματοποίησης.
Αναφορές Αναστασιάδη-‐Συμεωνίδη, Ά. (1999). Το επίθημα -‐(ι)άρ(ης) στη νεοελληνική. Μελέτες για την ελληνική
γλώσσα 20, 65–74. Efthymiou, A. (2013). On the interaction between semantics and phonetic iconicity in evaluative
morphology. SKASE Journal of Theoretical Linguistics 10(1), 152-‐166. Körtvélyessy, L. (2015). Evaluative morphology from a cross-‐linguistic perspective. Newcastle: Cambridge
Scholars Publishing.
Σάββατο 21.4, 14:00-‐15:00, ΚΕ.Δ.Ε.Α. (αναρτημένη ανακοίνωση)
Γ. Σαπουντζάκη, Αι. Χαλευτήρα Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Παιδαγωγικό Τμήμα Ειδικής Αγωγής [email protected], [email protected]
Ελληνική Νοηματική Γλώσσα: γραμματικά και κοινωνιογλωσσικά χαρακτηριστικά εξειδικευμένου θεματικού λεξιλογίου
Τα υπάρχοντα λεξιλόγια της Ελληνικής Νοηματικής Γλώσσας περιορίζονται σε δίγλωσση παρουσίαση και όχι γλωσσολογική ανάλυση λημμάτων, καταγρά-‐φοντας λήμματα για απτά αντικείμενα και μονοσήμαντα δοσμένες έννοιες βάσει ελληνικών λέξεων, ως επί το πλείστον σχολικού λεξιλογίου. Με το παρόν έργο καταγραφής και ανάλυσης λεξιλογίου και αφηγήσεων σε συγκεκριμένο πεδίο (εργασιακός τομέας) το οποίο αφορά ουσιαστικά κάθε ενήλικο χρήστη καταδεικνύονται γραμματικά και κοινωνιογλωσσικά χαρακτηριστικά της ΕΝΓ. Γίνεται προσπάθεια αποφυγής δύο τρωτών στοιχείων: α) αντιστοίχιση λεξημάτων σε σχέση 1:1 ανάμεσα στις δύο γλώσσες, εξ ορισμού αδόκιμη στην αντιπαραβολή μιας γραμμικής γλώσσας, όπως η Ελληνική, με μια βαριά τρισδιάστατη συγκολλητική γλώσσα όπως η ΕΝΓ, β) πληρέστερη σημασιολογική αντιστοίχιση, με την αποφυγή καταγραφής μόνον του μέρους της λεκτικής σημασίας ή του τύπου της ΕΝΓ που δύναται να προσαρμοστεί στο εκάστοτε λεξιλογικό και μορφο-‐συντακτικό ‘καλούπι’ της ομιλούμενης Ελληνικής.
Οι λέξεις και όροι που συλλέχθηκαν (συνολικά περίπου 1.000 λήμματα) κατατάχθηκαν σε υποκατηγορίες (γενικό εργασιακό λεξιλόγιο, επαγγέλματα, εκπαίδευση-‐απασχόληση, συνδικαλισμός, φορείς-‐διοικητικό λεξιλόγιο) και εξετάσθηκαν συνολικά και ανά υποκατηγορία ως προς τα εξής χαρακτηριστικά:
1. Γεωγραφικές ποικιλίες (λεξιλογικές διακυμάνσεις < 3% του σώματος λημμάτων) μεταξύ βόρειας και νότιας παραλλαγής δε στηρίζουν το χαρακτηρισμό τους ως διαλέκτους. Οι παραλλαγές δε σημειώνονται στο συντακτικό τομέα, στις περιφραστικές αποδόσεις ή αφηγήσεις.
2. Λήμματα με επίδραση της Νέας Ελληνικής (4% του σώματος του Εργασιακού λεξιλογίου) στη μορφολογία ή ετυμολογία. Ως τέτοιες ορίστηκαν: αυτολεξεί μεταφράσεις όρων κυρίως μέσω συνεκφορών, μη-‐αφομοιωμένες μεταφορές της ΝΕ στην ΕΝΓ και μερικώς ενσωματωμένα δάνεια γραμμάτων του δακτυλικού αλφαβήτου στη μορφολογία της ΕΝΓ.
3. Περιφραστική απόδοση όρων που δεν ανήκουν στα περιβάλλοντα συχνής χρήσης της ΕΝΓ (συνολικά 18% επί του συνόλου, με υψηλότερα ποσοστά στο διοικητικό & συνδικαλιστικό λεξιλόγιο).
4. Παλαιότεροι λεκτικοί τύποι (με φθίνουσα χρήση) & νεώτεροι μη-‐εδραιωμένοι τύποι, καθώς και
5. Αμιγώς ανεπίσημοι ή επίσημοι τύποι με έντονο υφολογικό βάρος (ποσοστό < 0,5%). Στο εν λόγω έργο δεκαεπτά κωφοί ενήλικοι συμμετείχαν στην κατάρτιση της συλλογής γλωσσικών πόρων, όλοι μέλη της κοινότητας Κωφών με ισχυρές μεταγνωστικές ικανότητες στην ΕΝΓ. Μεταφράσεις και περιφραστικές αποδό-‐σεις όρων συγκεντρώθηκαν και προωθήθηκαν προς επικύρωση ή συζήτηση ολομελώς, χωρίς παρεμβολή μη φυσικών χρηστών ώστε να αποφευχθούν ανι-‐σομερείς δυναμικές μεταξύ των δύο γλωσσών. Στην καταγραφή και απόδοση αφηγήσεων η μεθοδολογία στόχευσε στην καταγραφή δομικά και εννοιολογικά αυθόρμητου λόγου. Διαπιστώθηκε ότι η πλειονότητά των αφηγήσεων εντάσ-‐σεται σε δομές του προφορικού επικοινωνιακού λόγου ενώ πραγματολογικά παρουσιάζει εμπειρίες που αντικατοπτρίζουν την κοσμοεικόνα των Κωφών.
Αναφορές Fenlon, J., Schembri, A., Johnston, T. A., & Cormier, K. (2015). Documentary and corpus approaches to
sign language research. In E. Orfanidou, B. Woll, & G. Morgan (Eds.), Research methods in sign language studies: A practical guide. London: Wiley Blackwell.
Duval, A. (2008). Equivalence in bilingual dictionaries. In T. Fontenelle (Ed.), Practical lexicography: A reader (pp. 273–282). Oxford: Oxford University Press.
Kristoffersen, J. H., Troelsgård, T., & Zwitserlood, I. (2013). Issues in sign language lexicography. In H. Jackson (Ed.), The Bloomsbury companion to lexicography (pp. 259–283). London: Bloomsbury.
Johnston, T. (2003). Language standardisation and signed language dictionaries. Sign Language Studies, 3(4), 431–468.
Παρασκευή 20.4, 15:00-‐16:00, ΚΕ.Δ.Ε.Α. (αναρτημένη ανακοίνωση)
Ντενίζ Σαρρή-‐Χασάν Πανεπιστήμιο Αιγαίου [email protected]
Η διαχρονική μορφολογία ως ερευνητικό εργαλείο εξέτασης των ‘διτυπίων’ των ‘θηλυκών επαγγελματικών ουσιαστικών’
Η ανακοίνωση εξετάζει τη διαχρονική εξέλιξη των επιθημάτων (κλιτικών και παραγωγικών) που χρησιμοποιήθηκαν κατά την πορεία της ελληνικής στον σχηματισμό των θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν τη γυναίκα που ενεργεί, ασκεί κάποιο επάγγελμα ή χαρακτηρίζεται από κάποια ιδιότητα. Από τη δεκαετία του ’50 έως σήμερα το ζήτημα των θηλυκών επαγγελματικών εξετάστηκε ως προς τη ρύθμιση του μορφολογικού σχηματισμού τους (Τριανταφυλλίδης [1953] 1963), την περιγραφή τους με κοινωνιογλωσσολογικά κριτήρια (Παυλίδου 1985, Παυλίδου 2002) και την εξέτασή τους υπό το πρίσμα του γλωσσικού σεξισμού και της φεμινιστικής γλωσσολογίας (Τσοκαλίδου 1996, Γκασούκα κ.α. 2014). Κοινός πυρήνας αυτών των προσεγγίσεων υπήρξαν οι διαφορετικές επιλογές επιθημάτων κατά τον μορφολογικό σχηματισμό τους.
Με αφετηρία το μορφολογικό και κλιτικό σύστημα της αρχαίας ελληνικής, αναζητήθηκαν και κατηγοριοποιήθηκαν τα επιθήματα που χρησιμοποιούνταν στον σχηματισμό των θηλυκών ‘nomina agentis’. Καθώς, όμως, η ‘παραγωγικότητα’ κάθε επιθήματος μεταβάλλεται στις διάφορες περιόδους εξέλιξης της γλώσσας (+/-‐παραγωγικό) και επομένως είναι απαραίτητο η αλλαγή της παραγωγικότητάς τους να εξετάζεται σε διαχρονικό επίπεδο (Ράλλη [2005]2012, 93), κατά τις επόμενες περιόδους (ελληνιστική κοινή, μεσαιωνική) ερευνήθηκαν τόσο οι ενδογλωσσικοί παράγοντες, που επηρέασαν την εξέλιξη και παραγωγικότητα αυτών των επιθημάτων, όσο και οι εξωγλωσσικοί, που συνετέλεσαν στην εισαγωγή νέων επιθημάτων για τη δήλωση του ατόμου που ασκεί κάποιο επάγγελμα. Σε αυτό το πλαίσιο αλλαγών και εξελίξεων διαπιστώνεται η τάση της ελληνικής να χρησιμοποιεί διακριτά επιθήματα για τον σχηματισμό των γενών με την εξάλειψη κοινών επιθημάτων μεταξύ αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών. Ο έντονος, όμως, γλωσσικός συντηρητισμός της καθαρεύουσας και η ‘κοινωνική διγλωσσία’ φαίνεται να ανέστειλαν αυτή την τάση, με αποτέλεσμα την εμφάνιση παράλληλων τύπων σε συμπληρωματική κατανομή στα ουσιαστικά που εξετάζονται.
Η παρούσα μελέτη προσπαθεί να αναδείξει κριτικά τον σημαντικό ρόλο της συνύπαρξης αυτών των συγκρουόμενων τάσεων στην εμφάνιση παράλληλων τύπων, διτυπιών, στα ‘θηλυκά επαγγελματικά ουσιαστικά’ της κοινής νέας ελληνικής (η δικηγόρος/δικηγορίνα). Τα ουσιαστικά αυτά φαίνεται να σχετίζονται κυρίως με επαγγέλματα υψηλού κοινωνικού κύρους και να βρίσκονται σε συμπληρωματική κατανομή με βάση τo κοινωνιογλωσσολογικό κριτήριο της +/-‐επισημότητας. Οι τύποι με αρσενικό επίθημα (η δικηγόρος, η βουλευτής) φαίνεται να χαρακτηρίζονται από +επισημότητα, +λογιότητα, -‐προφορικότητα και να συνδέονται με την εικόνα κύρους που η κοινωνία έχει ταυτίσει με την καθαρεύουσα, ενώ οι τύποι με θηλυκό επίθημα (δικηγορίνα, βουλευτίνα) φέρουν τα αντίθετα χαρακτηριστικά (-‐επισημότητα, -‐λογιότητα, +προφορικότητα), γεγονός που ενισχύει την επικράτηση των πρώτων έναντι των δεύτερων..
Αναφορές Γκασούκα, Μ. κ.α. 2014. Οδηγός Χρήσης μη-‐Σεξιστικής Γλώσσας στα Διοικητικά Έγγραφα. Αθήνα: Γενική
Γραμματεία Ισότητας των Φύλων, Υπουργείο Εσωτερικών. Παυλίδου, Θ.-‐Σ. 1985. Παρατηρήσεις στα θηλυκά επαγγελματικά. ΜΕΓ 5, 201-‐217. Παυλίδου, Θ.-‐Σ. (επιμ.) 2002. Γλώσσα-‐Γένος-‐Φύλο. Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής. Ράλλη, Α. [2005] 2012. Μορφολογία. 5η έκδ. Αθήνα: Πατάκης. Τριανταφυλλίδης, Μ. [1953]1963. “Η ‘βουλευτίνα’ και ο σχηματισμός των θηλυκών επαγγελματικών
ουσιαστικών”. Στο Άπαντα, τόμος β -, Ερευνητικά Β #. Θεσσαλονίκη: ΙΝΣ, 326-‐334. Τσοκαλίδου, Π. 1996. Το Φύλο της Γλώσσας: Οδηγός μη Σεξιστικής Γλώσσας για τον Δημόσιο Ελληνικό
Λόγο. Αθήνα: Σύνδεσμος Ελληνίδων Επιστημόνων.
Παρασκευή 20.4, 15:00-‐16:00, ΚΕ.Δ.Ε.Α. (αναρτημένη ανακοίνωση)
N. Sotirova South-‐West University “Neophit Rilski” – Blagoevgrad, Bulgaria [email protected]
Σχηματισμός υβριδικών θηλυκών ονομάτων με βάση ελληνικής προέλευσης και βουλγαρική κατάληξη
Η είσοδος των δάνειων λέξεων από τα ελληνικά οδήγησε στον εμπλουτισμό της βουλγαρικής γλώσσας, καθώς τα πλήρως ενσωματωμένα και αφομοιωμένα δάνεια λειτουργώντας πια ως βάσεις για τη δημιουργία παραγώγων έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις διαδικασίες διεύρυνσης των εκφραστικών δυνατοτήτων της προσθέτοντας γλωσσική ποικιλία. Και παρόλο που πολλές έρευνες μελετούν διάφορες πλευρές των ελληνικών δάνειων στοιχείων της βουλγαρικής γλώσσας, δείχνουν τα σημασιολογικά χαρακτηριστικά τους και τις φωνητικές και τις μορφολογικές τους αλλαγές, τα γλωσσικά υβρίδια ως δείκτες του βαθμού αφομοίωσης των δανείων δεν αποτελούν αντικείμενο ξεχωριστής έρευνας. Το ενδιαφέρον στην παρούσα ανακοίνωση ως μέρος μιας ευρύτερης εργασίας επικεντρώνεται στα θηλυκά ουσιαστικά που δείχνουν πρόσωπα με α` συστατικό ελληνικής προέλευσης και β` συστατικό βουλγαρικό παραγωγικό επίθημα. Οι υβριδικοί σχηματισμοί εξετάζονται συγχρονικά ως αποτέλεσμα της προσαρμογής και της αφομοίωσης των ελληνικών δάνειων λέξεων στη βουλγαρική γλώσσα και όσον αφορά τη βάση ελληνικής προέλευσης, η οποία δεν είναι συγχρονικά διαφανής, χρησιμοποιείται η διαχρονική ανάλυση. Στην ανάλυση των παράγωγων λέξεων χρησιμοποιείται σημασιολογική παράφραση στην οποία συμμετέχει η ίδια η ενσωματωμένη δάνεια λέξη.Το υλικό αντλήθηκε από τα Ετυμολογικά λεξικά της βουλγαρικής γλώσσας, καθώς και από μελέτες που επικεντρώνονται στο θέμα των ελληνικών δανείων στη βουλγαρική γλώσσα. Τα θηλυκά ουσιαστικά, αντικείμενο της παρούσας εργασίας, σχηματίζονται με δύο τρόπους: 1/ με την προσθήκη θηλυκού επιθήματος άμεσα στα αρσενικά, τα οποία αποτελούν ελληνικά δάνεια, ενσωματωμένα στη βουλγαρική γλώσσα. Εδώ τα θηλυκά ονόματα χωρίζονται σε κατηγορίες ανάλογα με τα επιθήματά τους: α) -‐ка (-‐ka): да̀скалка (dàskalka) < да̀скал (dàskal) < δάσκαλος. β) -‐иня (inya): монахѝня (monahìnya) < монах (monàh) < μονάχος. 2/ με άμεση επιθηματοποίηση στη ρηματική ή ονοματική βάση ελληνικής προέλευσης χωρίς τον ενδιάμεσο σχηματισμό του αρσενικού. Εδώ τα παράγωγα θηλυκά ονόματα χωρίζονται σε κατηγορίες ανάλογα με τις βάσεις τους και σε υποκατηγορίες ανάλογα με τα επιθήματά τους: α) με ρηματικές βάσεις: -‐ица (-‐itsa): калѐсница (kalèsnitsa) ’αυτή που «kalèsva» (καλεί) σε γάμο’ < калѐсвам (kalèsvam) ’καλώ’ < ΘΑ καλέσ-‐ του ρήματος καλώ. β) με ονοματικές βάσεις: -‐ица (itsa): дру̀мница (drùmnitsa)’αυτή που πηγαίνει στους «drùmove» (δρόμους), οδοιπόρος’ < друм (drum) ’δρόμος’ < δρόμος. γ) με βάσεις επιθέτου: -‐ница (nitsa): па̀лавница (pàlavnitsa) ’αυτή που είναι «pàlava» (παλαβιάρα)’ < па̀лав (pàlav) ’άτακτος, ζωηρός, παλαβιάρης’ < παλαβός.
Αναφορές Ανδριώτης 1952: Ν.Π. Ανδριώτης. «Τα ελληνικά στοιχεία της βουλγαρικής γλώσσης». Αρχείον του
Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού 17:34-‐100, Αθήνα, 1952. Dokulil 1962: M. Dokulil. Tvoření slov v češtinĕ. T.I. T.2, Praha, 1962, 1967. Kochev 1972: Ив. Кочев. Диалектни категории и типове при словообразуването на
съществителното име. – В: Изв. на Института за бълг. език, кн. 20, 1972, с. 107-‐185. Philipova-‐Bairova 1969: М. Филипова-‐Байрова. Гръцки заемки в съвременния български език., С., Mladenov 1941: Ст. Младенов. Етимологически и правописен речник на българския книжовен
език (Ετυμολογικό και ορθογραφικό λεξικό της βουλγαρικής γλώσσας). С., 1941. Τζιτζιλής 1990: Хр. Дзидзилис. Фонетични проблеми при етимологизуване на гръцките заемки в
българския език., С., 1990. БЕР (1971–2017): Български етимологичен речник (Βουλγαρικό ετυμολογικό λεξικό). Том 1–8. С., АИ
„Проф. Марин Дринов“.
Σάββατο 21.4, 15:00-‐16:00, ΚΕ.Δ.Ε.Α. (αναρτημένη ανακοίνωση)
Κ. Τζώρτζη, Α. Φιωτάκη Πανεπιστήμιο Κρήτης, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων [email protected], [email protected]
Μελέτη του Υποχρεωτικού Ελέγχου του Αντικειμένου βασισμένη σε Σώμα Κειμένου
Στην παρούσα ανακοίνωση περιγράφουμε το φαινομένου του Υποχρεωτικού Ελέγχου του Αντικειμένου (ΥΕΑ) στα Ελληνικά με ειδικό πεδίο μελέτης την ακολουθία κύρια πρόταση -‐ εξαρτημένη να πρόταση. Το φαινόμενο του ελέγχου ορίζεται ως μια εξάρτηση ανάμεσα σε ένα εννοούμενο υποκείμενο (το στοιχείο που ελέγχεται) και σε ένα εκπεφρασμένο ή μη συστατικό (το στοιχείο που ελέγχει; Bresnan 1982, Dalrymple 2001, Falk 2001). Στα Ελληνικά, το συστατικό που ελέγχει το αντικείμενο μπορεί να είναι μια ονοματική φράση (ΟΦ) σε αιτιατική (1) ή γενική (2) πτώση ή μια προθετική φράση (ΠΦ; 3).
(1) Ο Γιάννης έμαθε τη Μαρία (ΟΦ-‐αιτ) να παίζει πιάνο. (2) Ο Γιάννης έμαθε της Μαρίας (ΟΦ-‐γεν) να παίζει πιάνο. (3) Ο Γιάννης έμαθε στη Μαρία (ΠΦ) να παίζει πιάνο.
Η μελέτη αυτή στηρίζεται σε Σώμα Κειμένου που αντλήθηκε από τον
Εθνικό Θησαυρό Ελληνικής Γλώσσας (ΕΘΕΓ, http://hnc.ilsp.gr/) και επισημειώθηκε στο πλαίσιο δημιουργίας ενός γλωσσικού πόρου που έχει σαν στόχο να αποτελέσει εργαλείο έρευνας και μελέτης γλωσσολογικών φαινομένων και εντάσσεται σε μια ευρύτερη προσπάθεια ανάπτυξης υπολογιστικής γραμματικής LFG/XLE για τα Ελληνικά.
Μελετήσαμε περίπου 20 ρήματα που στις βιβλιογραφικές αναφορές σχετίζονται με το φαινόμενο του ελέγχου (Iatridou 1993, Varlokosta 1994, Philippaki-‐Warburton and Catsimali 1999, Alexiadou and Anagnostopoulou 1999). Από αυτά, διαπιστώθηκε ότι 9 επιτρέπουν ΥΕΑ. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται τα ρήματα πείθω, μαθαίνω, βοηθώ, εμποδίζω, προτρέπω, επιτρέπω, απαγορεύω, που σε προηγούμενη μελέτη μας είχαμε υποστηρίξει ότι επιτρέπουν ΥΕΑ, ενώ προστίθενται και τα ρήματα αφήνω και παρακαλώ. Για να έχουμε μια πιο αναλυτική εικόνα του φαινομένου σε δεύτερο στάδιο επισημειώσαμε περίπου 700 προτάσεις για κάθε ένα από τα παραπάνω ρήματα. Η επισημείωση των περίπου 6000 προτάσεων έγινε στο υπολoγιστικό εργαλείο BRAT Rapid Annotation Tool (http://brat.nlplab.org/) και το σχήμα επισημείωσης που χρησιμοποιήθηκε βασίζεται στο ILSP PAROLE Tagset (http://nlp.ilsp.gr/nlp/tagset_examples/tagset_en/).
Τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης υλοποιήθηκαν υπολογιστικά στην LFG/XLE γραμματική που αναπτύσσεται για τα Ελληνικά. Εκτός από τη χρήση του χαρακτηριστικού ANAPH_C_BY για τη μοντελοποίηση του ΥΕΑ που είχε προταθεί σε προηγούμενη μελέτη, σχεδιάστηκαν υπολογιστικά πρότυπα (templates) που βασίζονται στα σημασιολογικά και συντακτικά χαρακτηριστικά των ρημάτων όπως αυτά προέκυψαν από την επισημείωση.
Αναφορές Alexiadou, A., and Anagnostopoulou, E. 1999. Raising without infinitives and the nature of agreement. In
Proceedings of the 18th WCCFL. Bresnan, J. 1982. Control and complementation. In the mental representation of grammatical relations,
ed. Joan Bresnan, 282–390. Cambridge, MA: MIT Press. Dalrymple, M. 2001. Lexical Functional Grammar. Volume 34 of Syntax and Semantics. New York:
Academic Press. Falk, Y. 2001. Lexical-‐Functional Grammar. Stanford: CSLI Publications. Iatridou, S.1993. On nominative case assignment and few related things. MITWPL 19. Philippaki-‐Warburton, I., and Catsimali, G. 1999. On control in Greek. Studies in Greek Syntax, ed.
Artemis Alexiadou, Geoffrey Horrocks & Melita Stavrou, 153-‐168. Dordrecht: Kluwer. Varlokosta, S. 1994. Issues on Modern Greek Sentential Complementation. PhD, University of Maryland.
Σάββατο 21.4, 15:00-‐16:00, ΚΕ.Δ.Ε.Α. (αναρτημένη ανακοίνωση)
Φ. Χασιώτη Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης [email protected]
Μελετώντας την τριλογία MaddAddam ως δυστοπικό Ηλεκτρονικό Σώμα Κειμένων: κριτήρια σχεδιασμού και πρωταρχική ανάλυση
Η παρούσα μελέτη ασχολείται με τη διαδικασία σχεδιασμού ενός δυστοπικού λογοτεχνικού ηλεκτρονικού σώματος κειμένων (ΗΣΚ) το οποίο περιλαμβάνει την τριλογία MaddAddam της Μάργκαρετ Άτγουντ [Oryx and Crake (2003), The Year of the Flood (2009), MaddAddam (2013)].
Στόχος είναι ο επαναπροσδιορισμός των κριτηρίων δημιουργίας ενός ΗΣΚ, ενσωματώνοντας λογοτεχνικά/αφηγηματολογικά κριτήρια. Έχει επισημανθεί ότι λογοτεχνικά στοιχεία, όπως η διάταξη ενός βιβλίου, το λογοτεχνικό είδος στο οποίο εμπίπτει, επιγράμματα, και διακείμενα, πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν κατά τη δημιουργία λογοτεχνικών ΗΣΚ (Evans, Compiling a corpus; Herring, Literary Corpora, μεταξύ άλλων). Δεδομένου ότι εδώ πρόκειται για ένα δυστοπικό ΗΣΚ, η ξεχωριστή πλοκή των έργων, το λογοτεχνικό είδος της δυστοπίας (Moylan, 2000), καθώς κι η ιδιαίτερη γραφή της Άτγουντ, αποτελούν βασικούς παράγοντες που επηρεάζουν ή/και καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο δομείται (και κατόπιν αναλύεται) το εν λόγω ΗΣΚ.
Τα στάδια δημιουργίας του συγκεκριμένου ΗΣΚ διαμορφώνονται βάσει γλωσσολογικών αλλά και λογοτεχνικών κριτηρίων·∙ προτείνεται δε μία συνδυαστική προσέγγιση, η οποία αποσκοπεί σε μία ανάλυση όχι στυλιστική αλλά αφηγηματολογική. Λαμβάνονται υπόψιν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των έργων, όπως τα διακείμενα (intertexts) που συναντώνται στην τριλογία, οι διαφορετικοί εστιαστές (focalizers) (Rimmon-‐Kenan, 2002), αλλά και η διαδικασία της ανάμνησης ως αφηγηματικό μέσο.
Για τους σκοπούς της παρουσίασης αυτής, η ανάλυση θα επικεντρωθεί στο δεύτερο βιβλίο της τριλογίας, The Year of the Flood (2009). Θα διερευνηθούν οι διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους οι εστιαστές συμβάλλουν και προσδιορίζουν γλωσσικά τη δομή της ιδιαίτερης δυστοπικής κειμενικής πραγματικότητας της Άτγουντ, σε επίπεδο συνεχούς λόγου (discourse). Ένας επιμέρους στόχος είναι ο εντοπισμός τυχόν προβλημάτων κατά τον σχεδιασμό του ΗΣΚ·∙ για παράδειγμα, αν, και σύμφωνα με ποια κριτήρια, θα μπορούσε να διαχωριστεί το κάθε έργο σε επιμέρους υποσώματα (subcorpora). Για την ανάλυση θα χρησιμοποιηθεί το πρόγραμμα ανάλυσης ΗΣΚ Sketch Engine (Kilgariff et al., 2003).
Αναφορές Atwood, M. (2003). Oryx and crake. New York: Anchor Books. Atwood, M. (2009). The year of the flood. New York: Doubleday. Atwood, M. (2013). MaddAddam. New York: Anchor Books. Evans, D. (n.d.). Compiling a corpus. In Introduction to Corpus investigative techniques: An on-‐line
information pack about corpus investigation techniques for the Humanities. University of Birmingham, Centre for Corpus Research. Retrieved from http://www.birmingham.ac.uk/research/ activity/corpus/publications/introduction-‐corpus-‐investigative-‐techniques.aspx
Herring, J. (n.d.). Compiling literary corpora. In Introduction to Corpus investigative techniques: An on-‐line information pack about corpus investigation techniques for the Humanities. University of Birmingham, Centre for Corpus Research. Retrieved from http://www.birmingham.ac.uk/ Documents/college-‐artslaw/corpus/Intro/Unit51CompilingLitCorpora.pdf
Kilgarriff, A., P. Rychly, P. Smrz & D. Tugwell (2003). The Sketch Engine. Retrieved from https://www. sketchengine.co.uk
Moylan, T. (2000). Scraps of the untainted sky: science fiction, utopia, dystopia. Boulder: Westview Press.
Rimmon-‐Kenan, S. (2002). Narrative fiction: contemporary poetics. London: Routledge.
Μεταπτυχιακή
Ημερίδα
Post-‐Graduate
Workshop
Πέμπτη 19.4, 15:00-‐15:30, Αίθουσα 112, Παλαιό Κτίριο
Εμμανουήλ Αθανάσιος Αδαμίδης Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης [email protected]
Πληθυντικός ευγενείας: Δημιουργία του σχήματος. Εμφάνιση στη Νέα Ελληνική
Σκοπός της ανακοίνωσης είναι η ιστορική εξέταση του πληθυντικού της ευγενείας ως κοινωνιογλωσσικού χαρακτηριστικού.
Η εργασία θέτει και απαντά τα ερωτήματα: Ποια είναι η προέλευση του πληθυντικού ευγενείας ειδικότερα στη Νέα Ελληνική και γενικότερα στις γλώσσες του κόσμου; Γιατί οι γλώσσες επιλέγουν τη γλωσσική κατηγορία του πληθυντικού για να δηλώσουν την κοινωνιογλωσσική παράμετρο της ευγένειας;
Η ευγένεια είναι κοινωνική κατευθυντήρια παράμετρος της γλωσσικής συμπεριφοράς, η έννοια του προσώπου κατέχει κεντρική θέση στις θεωρίες ευγένειας (Brown & Levinson, 1987) και διαπιστώνεται ότι διαγλωσσικά η έκφραση των δεικτι-‐κών κατηγοριών ομιλούντος, συνομιλούντος και η αναφορά σε τρίτους μπορεί να κα-‐θορίζεται και από εξωγλωσσικές διαστάσεις κοινωνικού κύρους και απόστασης. Η χρήση διαφορετικών γλωσσικών τύπων ανάλογα με το αν ο ομιλητής απευθύνεται σε κοινωνικά οικείο ή μη πρόσωπο είναι μια από τις πιο γνωστές περιπτώσεις. Εδώ ανήκει ο πληθυντικός ευγενείας, η υιοθέτηση αντωνυμιών β΄ πληθυντικού προσώπου αντί ενικού – με ενδεχόμενη αντανάκλαση στη ρηματική μορφολογία – ως έκφραση τιμής.
Η μελέτη του υλικού, λατινικά και ελληνικά κείμενα από τον 3ο αιώνα μ.Χ. – 19ο αιώνα μ.Χ., έδειξε ότι:
η χρήση του πληθυντικού ξεκίνησε από ένα εξωγλωσσικό, ιστορικό γεγονός (Brown & Gilman, 1960). Η κυριολεκτική χρήση του πληθυντικού ως προσφώνηση και αναφορά στους δύο συναυτοκράτορες της Ρωμαϊκής επικράτειας κατέληξε μέσω εκκλησια-‐στικής χρήσης στον παπικό κύκλο να γίνει κοινωνιογλωσσικός δείκτης έκφρασης κοινωνικής απόστασης (Chatelain, 1971 [1880]).
Επιπλέον, η επιλογή του πληθυντικού ως συμβολική έκφραση ισχύος καθιερώνεται, επειδή ενισχύθηκε από μια γνωστική διεργασία: ο πληθυντικός από την πρωτοτυπική του λειτουργία της έκφρασης πλήθους ‘μετακινείται’ και σε έκφραση ισχύος (Simon, 2003: 94).
Στη Νέα Ελληνική το σχήμα αρχικά αποτελεί εισαγωγή, μετάφραση ή επιρροή, από γαλλικά κείμενα και αργότερα επεκτείνεται και ως αυτόνομη δημιουργία.
Γενικότερα, προς μια θεωρία γλωσσικής αλλαγής και χρήσης, διαπιστώνουμε ότι η γλωσσική έκφραση μιας κοινωνικής έννοιας, της απόστασης, εκκινεί από εξωγλωσσικούς παράγοντες, αλλά υποβοηθείται και από την εσωτερικευμένη αντίληψη των ομιλητών για τη γλώσσα τους.
Αναφορές Brown, R. & Gilman A. 1960. “The Pronouns of Power and Solidarity”, in Sebeik, T. A. (ed.), Style in
Language. Cambridge, MA: MIT Press, pp. 253-‐276. Brown, P. & Levinson, St. 1987. Politeness: Some Universals in Language Usage (reissued ed.). Studies in
Interactional Sociolinguistics 4. Cambridge / New York / New Rochelle / Melbourne / Sydney: Cambridge University Press.
Chatelain, E. 1971 [1880]. “Du pluriel de respect en latin”, in Revue de Philologie de Littérature et d’Histoire Anciennes, tome IV (April 1880). Amsterdam: John Benjamins. pp. 129–139.
Simon, H. 2003. “From Pragmatics to Grammar: Tracing the development of “respect” in the history of the German pronouns of address”, in Diachronic Perspectives on Address Term Systems (eds. Taavitsainen, I. & Jucker, A. H.). Amsterdam / Philadelphia: John Benjamins Publishing Company, pp. 85-‐123.
Πέμπτη 19.4, 19:30-‐20:00, Αίθουσα 113, Παλαιό Κτίριο
Symeon Argyropoulos Aristotle University of Thessaloniki [email protected]
Clitic doubling in modern Greek and its correlation with DOM in Romanian
The main goal of this paper is to comparatively investigate Clitic Doubling (CD) with direct objects in Modern Greek (MG) and Romanian and to examine its correlation with Differential Object Marking (DOM) in the latter language.
CD, which is the co-‐occurrence of a clitic pronoun with its co-‐referential DP-‐Double in the same structure -‐ these elements agreeing in φ-‐features and case -‐ has been in the centre of linguistic interest for many years. This phenomenon, whose existence cannot be attributed to specific language families, can also be found in MG, in which it is considered to signal topicality and familiarity (cf. among others, Anagnostopoulou 1999), or it has been connected to the existence/absence of participial agreement (Tsakali & Anagnostopoulou 2008). Generally speaking, in MG CD is an optional phenomenon carrying different interpretational effects according to its appearance/absence in a given structure and it is restricted by definiteness.
On the other hand, in Romanian, CD is more grammaticalised and it is restricted for the most part by semantic features, such as animacy and specificity (cf. among many others, Hill & Tasmowski 2008). Moreover, it is correlated with the phenomenon of DOM (marking of a direct object with the marker pe, cf. Aissen 2003). The two mechanisms occur in almost the same environments, although they have different diachronic developments. CD and DOM in Romanian have been argued to signal many different features, upon which there is no consensus among the researchers (including d-‐linking, topicality, object accessibility, referential stability etc). Because of their complex distribution, in contemporary Romanian there may be three different alternatives available for a given structure: one with CD-‐DOM, one with DOM and one with neither CD nor DOM. We examine the native speakers’ preferences according to a small survey we conducted using a questionnaire and according to relevant literature (cf. Von Heusinger & Onea 2008 among others) in order to find the interpretative differences among them and the semantic import that each of the two mechanisms brings to the sentence.
References Aissen, J. (2003). Differential Object Marking: Iconicity vs Economy. Natural Language and Linguistic
Theory , 21, pp. 435-‐483. Anagnostopoulou, E. (1999). Conditions on clitic doubling in Greek. In H. v. Riemsdijk, Clitics in the
languages of Europe (pp. 761-‐798). Berlin, New York: Mouton de Gruyter. Hill, V., & Tasmowski, L. (2008). Romanian clitic doubling: a view from semantics-‐pragmatics and
diachrony. In D. Kallulli, & L. Tasmowski, Clitic Doubling in the Balkan Languages (pp. 135-‐163). Amsterdam/Philadelphia: John Benjamins Publishing Company.
Tsakali, V., & Anagnostopoulou, E. (2008). Rethinking the clitic doubling parameter: the inverse correlation between clitic doubling and participle agreement. In D. Kallulli, & L. Tasmowski, Clitic doubling in the Balkan Languages (pp. 321-‐357). Amsterdam/Philadelphia: John Benjamins Publishing Company.
Von Heusinger, K., & Onea, E. G. (2008). Triggering and blocking effects in the diachronic development of DOM in Romanian. Probus , 20, pp. 67-‐110.
Πέμπτη 19.4, 17:30-‐18:00, Αίθουσα 113, Παλαιό Κτίριο
Ροδή Γεωργιάδου Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης [email protected]
Τα απόλυτα παραθετικά των επιθέτων στις επιστολές του αποστόλου Παύλου
Η παρούσα εργασία έχει ως στόχο τη μελέτη της χρήσης των λεγόμενων, σύμφωνα με την ξενόγλωσση βιβλιογραφία, ‘elative’ επιθέτων στις επιστολές του αποστόλου Παύλου της Καινής Διαθήκης. O όρος χρησιμοποιείται για τη δήλωση της σημασιολογικής διαφοροποίησης του συγκριτικού και υπερθετικού τύπου ως προς την κανονική έκφραση του δηλουμένου βαθμού της ποιότητας ή ιδιότητάς τους, ενώ στα νέα ελληνικά υπάρχει αντίστοιχα ο όρος ‘απόλυτος υπερθετικός’. Πιο συγκεκριμένα, αντικείμενό της αποτελεί η εξέταση των παραθετικών των επιθέτων τόσου του συγκριτικού, όσο και του υπερθετικού βαθμού, στα οποία η εκπεφρασμένη ποιότητά τους ενισχύεται σημασιολογικά, χωρίς να γίνεται ρητή ή άμεση σύγκριση.
Αρχικά, θα μελετήσουμε την ελληνική και ξένη ορολογία του φαινομένου και θα επιχειρήσουμε μία σαφή περιγραφή του παραθέτοντας βιβλιογραφική ανασκόπηση επί του θέματος. Στη συνέχεια θα εξετάσουμε τα εν λόγω επίθετα γενικά ως προς τη μορφολογία τους, τη σημασιολογία τους και τη σύνταξή τους. Απαραίτητη θεωρούμε, σε αυτό το πλαίσιο, τη συνεξέταση της χρήσης των συγκεκριμένων επιθέτων στον προφορικό και γραπτό λόγο της περιόδου της Ελληνιστικής Κοινής. Έπειτα, θα αναλυθούν ποσοτικά τα δεδομένα συγκεκριμένων παραθετικών, που εντοπίζονται στις επιστολές, σε σύγκριση με όλους τους τύπους παραθετικών, με στόχο την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με τη χρήση τους μέσα στα συγκεκριμένα Παύλεια κείμενα.
Με δεδομένο ότι η σημασία αποτελεί το κριτήριο για τον χαρακτηρισμό ενός παραθετικού ως ‘elative’, θα επιχειρηθεί, τέλος, ειδικά η σημασιολογική εξέταση των Παύλειων αυτών επιθέτων, με βάση τη μελέτη των συντακτικών και σημασιολογικών τους σχέσεων, έτσι ώστε να επιτευχθεί ο τελικός στόχος της εργασίας μας, δηλαδή η κατανόησή τους μέσα στο βιβλικό κείμενο. Καθοριστική θα είναι στο σημείο αυτό η βοήθεια της Βιβλικής Ερμηνευτικής, η οποία θα παράσχει την ιδιάζουσα ερμηνευτική προσέγγισή τους.
Αναφορές Βlass F., Debrunner A., Funk W., Α Greek Grammar of the New Testament and other early Christian
Literature, Chicago-‐U.S.A. 1961. Bussmann H., Routledge Dictionary of Language and Linguistics, translated and edited by Gregory
Trauth and Kerstin Kazzazi, Rutledge, London, 1966. Coppock E.,Engdahl E., ‘Quasi-‐definites in Swedish: Elative superlatives and emphatic assertion’, Natural
Language & Linguistic Theory, November 2016, Volume 34, Issue 4, 1181–1243 Ewan K. ‘A semantics for positive and comparative adjectives’, Linguistics and Philosophy 1980, 4(1), 1-‐
45. Moulton J. H. -‐Milligan, G., The Vocabulary of the Greek Testament Illustrated from the Papyri and Other
Non-‐literary Sources, Michigan, Grand Rapids: W. B. Eerdmans, 1957. Wallace D. B, Greek Grammar beyond the Βasics: an Εxegetical Syntax of the New Testament,
ZONDERVAN, Michigan, 1997. Παπαδοπούλου, Δ. 2015. Ανιχνεύοντας την προτασιακή επεξεργασία: Η περίπτωση της ελληνικής.
Θεσσαλονίκη: Ostracon Publishing.
Πέμπτη 19.4, 15:30-‐16:00, Αίθουσα 113, Παλαιό Κτίριο
Χρυσάνθη Δεβελάσκα Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης [email protected]
Το επίθημα -‐όνι στη Νεοελληνική
Στην παρούσα ανακοίνωση εξετάζεται το επίθημα της νέας ελληνικής –όνι και η λειτουργία του. Αρχικά, παρουσιάζεται το θεωρητικό πλαίσιο πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η μελέτη. Συγκεκριμένα, υιοθετείται το μοντέλο της Corbin για την νεοελληνική παραγωγή, όπως αυτό δίνεται μέσα από το έργο της Αναστασιάδη-‐Συμεωνίδη. Το μοντέλο αυτό έχει γενετικό προσανατολισμό και περιγράφει με συστηματικό και οικονομικό τρόπο τη διαδικασία, τους κανόνες και τις αρχές που διέπουν το κατασκευασμένο λεξιλόγιο στο επίπεδο της συγχρονίας. Όσον αφορά το υλικό, αυτό έχει αντληθεί ως επί το πλείστον από το ΑΛΝΕ. Από το υλικό αυτό αξιοποιούνται πενήντα δύο (52) λήμματα που κατασκευάζονται με το επίθημα –όνι, πρόκειται, δηλαδή, για παράγωγα που προκύπτουν με τη διαδικασία της επιθηματοποίησης. Εν συνεχεία, μελετώνται οι μορφές με τις οποίες εμφανίζεται το επίθημα και παρουσιάζεται το είδος των λεξικών μονάδων από τις οποίες προέρχεται η βάση. Επιπροσθέτως, αναλύονται περαιτέρω τα μορφοσυντακτικά και σημασιολογικά χαρακτηριστικά του επιθήματος. Τέλος, τα συμπεράσματα συνοψίζονται σε έναν κανόνα κατασκευής ΛΜ (ΚΚΛΜ).
Αναφορές Αναστασιάδη-‐Συμεωνίδη, Ά. 1986. Η νεολογία στην κοινή νεοελληνική. Θεσσαλονίκη: ΕΕΦΣΑΠΘ-‐
Παράρτημα αρ. 65. Αναστασιάδη-‐Συμεωνίδη, Ά. 1992. «Η νεοελληνική παραγωγή κατά το μοντέλο της D. Corbin.» Μελέτες
για την Ελληνική Γλώσσα 13: 505-‐26. Αναστασιάδη-‐Συμεωνίδη, Ά. 2002. Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής (ΑΛΝΕ). Θεσσαλονίκη:
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Αναστασιάδη-‐Συμεωνίδη, Ά., Α. Φλιάτουρας. 2003. «Η διάκριση [λόγιο] και [λαϊκό] στην ελληνική
γλώσσα: ορισμός και ταξινόμηση.» Στο: Πρακτικά 6ου διεθνούς συνεδρίου ελληνικής γλωσσολογίας, 1-‐16. Ρέθυμνο: Πανεπιστήμιο Κρήτης.
Αναστασιάδη-‐Συμεωνίδη, Ά., Δ. Χειλά-‐Μαρκοπούλου. 2003. «Συγχρονικές και διαχρονικές τάσεις στο γένος της ελληνικής-‐μια θεωρητική πρόταση.» Στο: Ά. Αναστασιάδη-‐Συμεωνίδη, Α. Ράλλη και Δ. Χειλά-‐Μαρκοπούλου (επιμ.). Θέματα νεοελληνικής γραμματικής.Το γένος, 13-‐56. Αθήνα: Πατάκης.
Ανδριώτης, Ν. 2001. Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: ΙΝΣ. Ανδρουτσόπουλος, Γ., 2001. Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός. Η γλώσσα των νέων. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ. Βελούδης, Ι. 2001. «Άνισες εξισώσεις: η γλώσσα των νέων». Στο: Γ. Χάρης (επιμ.). Δέκα μύθοι για την
ελληνική γλώσσα, 73-‐82. Αθήνα: Πατάκης. Corbin, D. 1987. Morphologie dérivationnelle et structuration du lexique. 2 vols. Tübingen: Niemeye. ΕΘΕΓ (Εθνικός Θησαυρός Ελληνικής Γλώσσας). 2016. http://hnc.ilsp.gr [20/05/2016] Καβαρνού, Θ., Σ. Μπέλλα. 2012. «Κοινωνιοπραγματολογική ικανότητα και διδασκαλία της Ελληνικής: Η
περίπτωση των υποκοριστικών». Γλωσσολογία 2: 65-‐88. Καρρά, Α., 2006. Προβλήματα κλίσης και υποκορισμού στην ελληνική και στα ευρωπαϊκά συστήματα.
Μεταπτ. Διατριβή. Πανεπιστήμιο Πατρών. Κλαίρης, Χρ., Γ. Μπαμπινιώτης. 2005. Γραμματική της νέας ελληνικής. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Lexislang 2016. www.lexislang.neurolingo.gr [20/05/2016] ΛΚΝ. 1998. Λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: ΙΝΣ. Mackridge, P. 1989. The Modern Greek Language. Oxford: Clarendon Press. Μπαμπινιώτης, Γ.. 2006. Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. Ντάγκας, Ν., 2012. «Το επίθημα -‐(ι)λίκι στην Κοινή Νεοελληνική». Στο: 10th ICGL: Congress Proceedings:
1021-‐1029. Slang 2016. www.slang.gr [20/05/2016] Σταματάκος, Ι. 1952. Λεξικόν της νέας ελληνικής γλώσσης. Αθήνα: Αθήναιον. Τριανταφυλλίδης, Μ. (1941) 2005. Νεοελληνική γραμματική της δημοτικής. Θεσσαλονίκη: ΙΝΣ. Χριστοπούλου, Κ. 2010. Το άσεμνο λεξιλόγιο της νέας ελληνικής: μια μελέτη των μορφολογικών,
σημασιολογικών και πραγματολογικών χαρακτηριστικών του. Μεταπτ. Διατρ. Πανεπιστήμιο Πατρών.
Πέμπτη 19.4, 16:00-‐16:30, Αίθουσα 112, Παλαιό Κτίριο
Ειρήνη Δημητρίου [email protected]
Στρατηγικές επικοινωνίας δίγλωσσων ομιλητών
Η εναλλαγή που, συχνά, πραγματοποιούν δίγλωσσοι ομιλητές ανάμεσα σε γλωσσικές ποικιλίες, διαλέκτους, στιλ ή γλώσσες, ανάλογα με την περίσταση επικοινωνίας στην οποία βρίσκονται και με τον στόχο που επιδιώκουν ορίζεται ως ανακάτωμα κωδικών (code – mixing) από τον Holmes (2001) και αποτελεί ενδιαφέρον θέμα και πολύ συχνό φαινόμενο (Wardhaugh 1998). Παρόμοια, η εναλλαγή γλωσσικών κωδικών (code-‐ switching) ορίζεται ως η χρήση και εναλλαγή δυο ή περισσότερων γλωσσών μέσα σε μια συνομιλία (Παυλίδου 1998).
Στη συγκεκριμένη εργασία, παρουσιάζονται, μέσα από την αντιπαραβολή δυο μελετών περίπτωσης, οι συνθήκες που ευνοούν την έκφραση του φαινομένου. Παρουσιάζεται η έρευνα του Haesook Han Chung (2006) και οι προσεγγίσεις ανάλυσης του για την εναλλαγής κωδίκων ως στρατηγικής επικοινωνίας σε μια δίγλωσση οικογένεια που συναλλάζει τις γλώσσες Κορεάτικα και Αγγλικά. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα, η εναλλαγή γλωσσικών κωδίκων επηρεάζεται από συμβολικά και κοινωνικά μηνύματα που έχουν να κάνουν με το σύστημα αξιών της δυναμικής των δύο γλωσσών στο συγκεκριμένο διαπολιτισμικό πλαίσιο. Ο Haesook (2006) σημειώνει, πως σε μια συζήτηση, χρησιμοποιείται στρατηγικά η εναλλαγή κωδίκων, για να εδραιώσει ή να καταστρέψει σύνορα κοινωνικών ομάδων ή να αλλάξει διαπροσωπικές σχέσεις που αφορούν δικαιώματα και υποχρεώσεις.
Παράλληλα, παρουσιάζονται και αναλύονται τα δεδομένα μιας τηλεφωνικής συνομιλίας, μιας δίγλωσσης οικογένειας, με γλώσσες εναλλαγής Ελληνικά και Αγγλικά. Εξετάζεται, κατά πόσο τα μέλη προβαίνουν σε εναλλαγή των δυο γλωσσών με στόχο να εκφράσουν τις σκέψεις, συναισθήματα, επιθυμίες τους και να επικοινωνήσουν αποτελεσματικότερα μεταξύ τους, γίνεται ανάλυσης λόγου (discourse analysis) και μελετάται κατά πόσο αυξάνεται η ευαισθητοποίηση των πολιτισμικών υποθέσεων (cultural-‐bound) στην εναλλαγή των γλωσσικών κωδίκων (Auer 2002). Η παρούσα έρευνα, εξετάζει τη πτυχή του πολιτισμού ως παράγοντα που επηρεάζει τους δίγλωσσους ομιλητές στην εναλλαγή γλωσσικών κωδίκων έτσι ώστε να επιτευχθεί πιο αποτελεσματικά ο επικοινωνιακός στόχος της συνομιλίας, όπως και κατά πόσο η εναλλαγή στη χρήση των γλωσσών καθορίζεται κυρίως από εξωγλωσσικούς παράγοντες (Milroy et al. 1995). Οι ομιλητές στρατηγικά, μέσα από την εναλλαγή γλωσσών, μεγιστοποιούν και ελαχιστοποιούν την αξία της πληροφόρησης ή επηρεάζουν τα συναισθημάτων των συνομιλητών τους και άλλοτε μέσα από επαναλαμβανόμενα και προβλεπόμενα μοτίβα (marked) εναλλαγής των γλωσσών πετυχαίνουν τους επικοινωνιακούς τους στόχους.
Αναφορές Παυλίδου, Θ.-‐Σ. 1998. Κοινωνιογλωσσολογία. Παραδοτέο του υποχρεωτικού μεταπτυχιακού
μαθήματος. Τομέας Γλωσσολογίας, Α.Π.Θ. Auer P. 2002. Code-‐Switching in Conversation Language, ineraction and identity. Routledge: London &
New York, pp. 156-‐176. Haesook Han Chung 2006. Code Switching as a Communicative Strategy: A Case Study of Korean-‐English
Bilinguals. Bilinguals Research Journal: 293-‐307. Holmes, J. 1992. An introduction to Sociolinguistics. 2nd edn. London: Longman. Milroy, L. & Muysken, P. 1995. One Speaker Two Languages Cross Disciplinary Perspectives on Code-‐
switching. Cambridge University Press. Pavlenko, A. 2014. The Biligual Mind and what it tell us about language and thought. Cambridge
University Press. Wardaugh, R. 2001. An Introduction to Sociolinguistics. 4η έκδ. Οξφόρδη: Blackwell.
Πέμπτη 19.4, 19:30-‐20:00, Αίθουσα 112, Παλαιό Κτίριο
Σοφία Ιωάννου Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών [email protected]
Η επιρροή της διεπιδραστικής διορθωτικής ανατροφοδότησης στην κατάκτηση του Αορίστου κατά τη διδασκαλία της ελληνικής ως δεύτερης
γλώσσας
Η παρούσα έρευνα εντάσσεται στο πλαίσιο της διερεύνησης της επιρροής της διορθωτικής ανατροφοδότησης στην κατάκτηση της νέας ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας. Τα αποτελέσματα εκτεταμένων εμπειρικών ερευνών στο πεδίο της διδασκαλίας της αγγλικής ως ξένης γλώσσας καταδεικνύουν αφενός ότι η διαδικασία διόρθωσης στο πλαίσιο της διεπίδρασης διευκολύνει τη γλωσσική κατάκτηση (Mackey 2007), αφετέρου συμπεραίνουν ότι η αποτελεσματικότητά της εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως τα ατομικά μαθησιακά χαρακτηριστικά, τον στόχο της διόρθωσης, τα χαρακτηριστικά των στρατηγικών διόρθωσης (Loewen & Philp 2006, Li 2013, Lyster κ.α. 2012, Nassaji 2016) κ.α. Για τον λόγο αυτό, σχεδιάστηκε ένα πείραμα με στόχο να διερευνηθεί: α) η πιθανή συμβολή της ανατροφοδότησης στη διαδικασία κατάκτησης της μορφολογίας του Αορίστου, β) η επιρροή δύο διαφορετικών στρατηγικών ανατροφοδότησης, της διορθωτικής αναδιατύπωσης και της μεταγλωσσικής ανατροφοδότησης, στην ανάπτυξη της ρητής γνώσης των μαθητών ως προς το φαινόμενο στόχο. Το πείραμα έλαβε χώρα σε τμήματα αρχαρίων του Διδασκαλείου Νέας Ελληνικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Έλαβαν μέρος συνολικά 90 μαθητές, οι οποίοι κλήθηκαν να λάβουν μέρος σε δύο διεπιδραστικές δραστηριότητες και έλαβαν ανατροφοδοτήσεις από την ερευνήτρια. Διαμορφώθηκαν τρεις διαφορετικές ομάδες 30 ατόμων. Στην πρώτη ομάδα δόθηκαν διορθωτικές αναδιατυπώσεις στο φαινόμενο στόχο, στη δεύτερη ομάδα δόθηκαν μόνο μεταγλωσσικές ανατροφοδοτήσεις, ενώ η τρίτη ομάδα, η ομάδα ελέγχου, δεν έλαβε ανατροφοδοτήσεις στο φαινόμενο στόχο. Σε κάθε ομάδα υπήρχαν 15 μαθητές υψηλής επίδοσης και 15 μαθητές χαμηλής επίδοσης. Οι μαθητές κατηγοριοποιήθηκαν ως προς την επίδοσή τους βάσει διαγνωστικού τεστ που διενεργήθηκε πριν από την πειραματική διαδικασία. Η πειραματική διαδικασία επαναλήφθηκε αρκετές φορές με διαφορετικούς συμμετέχοντες κάθε φορά, μέχρι να συμπληρωθεί η βάση δεδομένων, η οποία σχεδιάστηκε από την ερευνήτρια για τις ανάγκες της στατιστικής ανάλυσης. Η αποτελεσματικότητα των ανατροφοδοτήσεων διερευνήθηκε μέσω ενός τεστ γραμματικής αποδεκτότητας, το οποίο μοιράστηκε στους μαθητές πριν από την πειραματική διαδικασία, καθώς και στο πέρας αυτής. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι δύο ομάδες στις οποίες δόθηκε ανατροφοδότηση είχαν υψηλότερες επιδόσεις στο μεταγενέστερο τεστ σε σχέση με την ομάδα ελέγχου. Οι επιδόσεις της ομάδας που δέχθηκαν μεταγλωσσική ανατροφοδότηση παρουσίασαν στατιστικά σημαντική διαφορά σε σχέση με την ομάδα ελέγχου. Αντίθετα, η ομάδα που δέχτηκε διορθωτική αναδιατύπωση δεν εμφάνισε στατιστικά σημαντική διαφορά στην επίδοση των μαθητών κατά τη σύγκρισή της με την ομάδα ελέγχου.
Αναφορές Li, S. (2013) The interface between feedback type, L2 proficiency, and the nature of the linguistic target.
Language Teaching Research (18), 373-‐396. Loewen, S. & J. Philp. (2006) Recasts in the Adult English L2 Classroom: Characteristics, Explicitness, and
Effectiveness. The Modern Language Journal (90):536-‐556. Lyster, R., Saito, K. & Sato, M. (2012) Oral corrective feedback in second language classrooms. Language
Teaching (46): 1-‐40. Mackey, A. (2007) Introduction: The role of conversational interaction in second language acquisition.
Στο A. Mackey (επιμ.), Conversational interaction in second language acquisition: A collection of empirical studies. Oxford, Oxford University Press, 1-‐26.
Nassaji, H. (2016) The Interactional Feedback Dimension in Instructed Language Learning. ΝY: Bloomsbury.
Πέμπτη 19.4, 16:30-‐17:00, Αίθουσα 112, Παλαιό Κτίριο
Χρυστάλλα Καρμέλλου Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου [email protected]
Μια Κοινωνιογλωσσική Προσέγγιση των Διαδικασιών Ισοπέδωσης της Κυπριακής Ελληνικής στην περιοχή των Κοκκινοχωρίων
Η περιγραφή των περιφερειακών κοινών (koines, βλ. Siegel 1985), καθώς και η διερεύνηση των διεργασιών που συμβάλλουν στην ανάδυσή τους (βλ. Kerswil & Trudgil 2005), παρέχει το θεωρητικό πλαίσιο για την προσέγγιση της ισοπέδωσης των υποποικιλιών της κυπριακής ελληνικής (ΚΕ). Η κυρίαρχη αντίληψη της ισοπέδωσης των υποποικιλιών της ΚΕ που αντικρίζεται ως αποτέλεσμα ισοπέδωσης και διάχυσης της υποποικιλίας της Μεσαορίας (βλ. Newton 1972), επαναπροσδιορίζεται μέσα από την εξέταση της ισοπέδωσης της υποποικιλίας των Κοκκινοχωρίων της Κύπρου σε δυο κοινότητες, της Δερύνειας και του Λιοπετρίου. Η εξέταση της ισοπέδωσης στη γλωσσική κοινότητα του Λιοπετρίου, γνωστή για τις φωνητικές πραγματώσεις του /θ/ ως [x] στην αρχή της λέξης πριν από οπίσθιο φωνήεν αλλά και ενδολεκτικά στο φαινόμενο τροπής /θ/ σε /x/, επαναπλαισίωσε την έρευνα στη φύση του φαινομένου της ισοπέδωσης στα πλαίσια του γενικότερου παραδείγματος της γλωσσικής αλλαγής ως μετάδοσης και ως διάχυσης (βλ. Labov 2011) αλλά και ειδικότερα ως φαινομένου στο οποίο η φυσική επαφή με την έννοια της κατά πρόσωπο αλληλεπίδρασης δεν είναι απαραίτητη (βλ. Kerswil 2003). Η ισοπέδωση εξετάστηκε με χρήση ανταγωνιστικών μεταβλητών, δηλαδή τοπικών πραγματώσεων και πραγματώσεων της κοινής ΚΕ στα ακόλουθα: α. πραγματώσεις συμπλεγμάτων [θc] [pc] [fc] ως [cː]·∙ β. πλήρης αφομοίωση του /s/στο εξακολουθητικό /m/ που ακολουθεί, με αποτέλεσμα το διπλό [mː]·∙ γ. τροπή του /θ/και /f/ σε /x/ (το οποίο πραγματώνεται ενίοτε ως [h]) πριν από φωνήεν·∙ δ. ηχηροποίηση του /x/ με αποτέλεσμα το [ɣ] πριν από /ɾ/·∙ ε. τροπή του/ð/ σε /ɣ/ (το οποίο πραγματώνεται ως [ɣ] ή [ʝ]) πριν από οπίσθιο (/o/) και πρόσθιο φωνήεν (/e/ /i/). Χρησιμοποιήθηκαν στοχευμένες συνεντέυξεις σε δείγμα 89 ατόμων από 5 κοινότητες της χερσονήσου των Κοκκινοχωρίων της Κύπρου. Χρησιμοποιήθηκαν τεχνικές ελέγχου, διαχωρισμός δείγματος για σκοπούς κοινωνιογλωσσικής ανάλυσης και αξιοποιήθηκαν ποιοτικά δεδομένα που προέκυψαν. Η έρευνα έδειξε ότι οι φωνητικές πραγματώσεις του /θ/ και /f/ ως [x] στην κοινότητα του Λιοπετρίου ανατρέπουν τη λαϊκή αντίληψη που παρουσιάζει τους κατοίκους – ομιλητές/τριες της κοινότητας ως τους αποκλειστικούς χρήστες του συγκεκριμένου χαρακτηριστικού. Η έρευνα ανέδειξε ανομοιογένεια στην υποποικιλία των Κοκκινοχωρίων, καθώς και διαφορές στο ρυθμό της ισοπέδωσης στις υπό εξέταση κοινότητες οι οποίες έτυχαν ερμηνείας στη βάση προϋπάρχουσας έρευνας στα «κοινωνικά δίκτυα» (βλ. Milroy 2002). Η έρευνα έδειξε ανακατανομή της υποποικιλίας σε επίπεδα ύφους, ιδιαίτερα στην ηλικιακή ομάδα των νεαρών ανδρών. Αναδείχθηκαν ζητήματα ανακατανομής που σχετίζονται με την πραγμάτωση τοπικών ταυτοτήτων και ταυτοτήτων φύλου.
Αναφορές Kerswil, P. (2003). Dialect levelling and geographical diffusion in British English. In D. Britain, & J.
Cheshire, Social Dialectology (pp. 223-‐243 ). Amsterdam: Benjamins. Kerswil, A., & Trudgil, P. (2005). The birth of new dialects. Στο P. Auer, F. Hinskens, & P. Kerswil, Dialect
Change: Convergence and Divergence in European Languages. Cambridge: Cambridge University Press.
Labov, W. (2011). Principles of Linguistic Change, Volume 3: Cognitive and Cultural Factorsl. West Sussex: Wiley Blacwell.
Milroy, L. (2002). Social Networks. Στο J. K. Chambers, P. Trudgil, & N. Schilling-‐Estes, The handbook of language variation and change. Oxford: Blackwell.
Newton, Β. (1972). The Generative Interpretation of Dialect. A Study of Modern Greek Phonology. Cambridge: Cambridge University Press.
Siege, J. (1985). Koines and koineization Language in Society. Language in Society, 14(3), 357–378.
Πέμπτη 19.4, 16:30-‐17:00, Αίθουσα 113, Παλαιό Κτίριο
Georgios Magionos University of Patras [email protected]
Modern Greek Imperative Subjects: Constraints and Mismatches
§1. Background. In Modern Greek (MG), imperatives manifest in two ways: there are true morphologically marked imperatives and surrogate or suppletive ‘na-‐’imperatives. When the imperative bears the feature 2nd singular, the subject of MG true imperatives is optional and usually restricted to 2nd person (singular or plural), as in (2), while 3rd person subjects (i.e. quantified expressions, free relatives and definite DPs) are possible with the surrogate ‘na’-‐imperative forms, as in (3):
(1) Εσύ / *κάποιος / *κάποιο αγόρι / *όποιος θέλει / *το αγόρι κλείσε την πόρτα!
‘You / somebody / some boy / whoever wants / the boy close the door!’ (2) Κάποιος / όποιος θέλει / κάποιο αγόρι / το αγόρι να κλείσει την
πόρτα! ‘Somebody / whoever wants / some boy / the boy to close the door!’ §2. Facts. Yet, when the true imperative is in 2nd plural, 3rd person
singular quantified expressions and free relative clauses can occur postverbally, as in (3):
(3) (* Όποιος θέλει / *κάποιος) κλείστε (όποιος θέλει / κάποιος) την πόρτα (όποιος θέλει / κάποιος)!
‘(Whoever wants / somebody) close (whoever wants / somebody) the door (whoever wants / somebody)!’
Moreover, plural definite DPs are allowed with 2nd person plural true imperatives without any positional restrictions, even though they are 3rd person, as in (4):
(4) (Τα αγόρια) λύστε (τα αγόρια) την άσκηση (τα αγόρια) ‘(The boys) solve (the boys) the exercise (the boys)!’ §3 Proposal. In order to account for the deviations in (3) and (4) from
the pattern in (1) and (2), I maintain and further build on the following two assumptions: (i) in true imperatives, the verb in MG occupies a position above I/T (Rivero & Terzi 1995, Roussou 2000), and more precisely a C head in the articulated left periphery as in Rizzi (1997); and (ii) imperative subjects are licensed by some modal operator (Zanuttini et al. 2012 and references therein). On this basis, I argue that (3) and (4) involve topicalization in a high C position; this option is available to DPs but not to quantified expressions for reasons that have to do with quantification. Furthermore, the (anti)agreement patterns in (3) and (4) are attributed to the restriction of the verbal inflection to 2nd persons; this option does not hold for na-‐imperatives, which permit antiagreement.
Αναφορές Rivero, M. L. & A. Terzi. (1995). Imperatives, V-‐movement and Logical Mood. Journal of Linguistics 31:
301-‐332 Rizzi, L. (1997). The Fine Structure of the Left Periphery. In L. Haegeman (Ed.) Elements of Grammar:
Handbook of Generative Syntax, p.p. 281-‐337. Dordrecht: Kluwer Academic Publishers • Roussou, A. (2000). On the Left Periphery: Modal Particles and Complementisers. Journal of Greek Linguistics 1: 65-‐94
Zanuttini, R., M. Pak & P. Portner (2012). A Syntactic Analysis of Interpretive Restrictions on Imperative, Promissive, and Exhortative Subjects. Natural Language & Linguistic Theory 30 (4): 1231-‐1274
Πέμπτη 19.4, 19:00-‐19:30, Αίθουσα 113, Παλαιό Κτίριο
Maria Margarita Makri University of York [email protected]
On the semantics of Greek free relatives
Free Relative wh-‐items in English and Greek are well known to present properties both of Universal Quantifiers and definite descriptions. Thus, free relative wh-‐items and the sentences they introduce have been analysed either way: either as universal quantifiers that can have definite readings (Iatridou & Varlokosta 1998; Alexiadou & Varlokosta 1996, 2007) or as definites that allow universal readings (Jacobson 1995; Vlachou 2003, 2004, 2005). In any of the analyses definite and universal readings are assumed to be always available.
In this paper, I use several semantic and syntactic tests (apposition (1), modification by UQs (2), modification by almost, practically, nearly, absolutely (3), licensing of donkey anaphora, exceptive phrases, licensing in ‘once-‐only predicates’, licensing of negative polarity items and inverse scope) to show that Greek free relative wh-‐items are uniformly definites. I also demonstrate that the environments that they allow free choice/universal readings are restricted in a way similar to their English complex (wh-‐ever) counterparts (Treddinnick 2005). In other words, universal/free choice readings are available only if two conditions are met (i) if there is indifference for the identity of the entity denoted by the free relative and (ii) if the context is generic.
(1) Opote thelis, opiadhipote stigmi, ela na me vris. whenever want whichever moment come SBJ me find. “Whenever you wish, anytime, come and meet me.” (2) Pigha pantu opu mu ipes. went everywhere where me told “I went everywhere that you told me.” (3) *opios apolitos / *apolitos opios who absolutely/ absolutely who
These findings corroborate that the morpheme differentiating free relative wh-‐items from question wh-‐item is a definite marker (Cheila Markopoulou 1991; p 30-‐33) and show how the Greek data conform to Izvorski’s (2000) generalisation regarding the formation of adjunct free relatives.
Αναφορές Alexiadou, A. & Varlokosta, S. 2007. The syntactic and semantic properties of free relatives in modern
Greek. In: Artemis, A. Studies in Morphosyntax of Modern Greek. Cambridge Scholars Publishing. Iatridou, S. & S. Varlokosta. 1996. 'A crosslinguistic perspective on pseudoclefts. Proceedings of NELS 26:
117-‐131. Iatridou, S. & Varlokosta, S. 1998. Pseudoclefts Crosslinguistically. Natural Language Semantics 6. pp. 3-‐
28. Jacobson, P. 1995. On the Quantificational Force of English Free Relatives. In Bach, A. K., E., Jelinek, E. &
Partee, B. (eds.) Quantification in Natural Languages. Kluwer Academic Publishers: Dordrecht, 451–486.
Tredinnick, V. A. 2005. On the Semantics of Free Relatives with –ever. Dissertations available from ProQuest. Paper AAI3179822. http://repository.upenn.edu/dissertations/AAI3179822
Vlachou, E. 2003. Greek Universal Concessive Conditionals. Proceedings of the 6th International Conference on Greek Linguistcs.
Vlachou, E. 2004. Greek bare Wh-‐items: Evidence from Otan and Opote. Studies in Greek Linguistics 24: Proceedings of the 24th Annual Meeting of the Department of Linguistics, University of Thessaloniki, 728-‐738.
Vlachou, E. 2005. The semantic properties of a definite maximal item in Modern Greek. Proceedings of the 16th International Conference on applied and theoretical linguistics, M. Mattheoudakis & A. Psaltou-‐Joycey, 203-‐220.
Πέμπτη 19.4, 20:00-‐20:30, Αίθουσα 113, Παλαιό Κτίριο
Κωνσταντίνα Μπαλάση Πανεπιστήμιο Πατρών [email protected]
(Μη-‐) Ευεργετούμενες vs. Δομές διπλού αντικειμένου
Στόχος: Η παρούσα εργασία διερευνά τις εφαρμοστικές δομές (applicative constructions) της ελληνικής και πιο συγκεκριμένα τις (μη-‐) ευεργετούμενες δομές (malefactives, benefactives) σε σχέση με τις δομές διπλού αντικειμένου (ΔΔΑ) (double object constructions).
(1) Της έδωσα το βιβλίο (ΔΔΑ) (2) α. Του έπλυνε το παντελόνι (ευεργετούμενη δομή-‐μεταβατικό
ρήμα) β. Της τραγούδησε (ευεργετούμενη δομή-‐αμετάβατο ρήμα) (3) Του έκλεψαν το πορτοφόλι (μη-‐ευεργετούμενη-‐αμετάβατο ρήμα) Οι δομές αυτές αν και φαινομενικά ομοιάζουν, στην πραγματικότητα
διαφέρουν συντακτικά και σημασιολογικά. Στόχος της ανακοίνωσης είναι να δείξει πώς σχετίζονται τα κλιτικά έμμεσα αντικείμενα με τη δομή ορισμάτων, τον τρόπο με τον οποίο αυτά εισάγονται στη συντακτική επεξεργασία καθώς και τη θέση που καλύπτουν τόσο στις (μη-‐) ευεργετούμενες όσο και στις ΔΔΑ.
Θεωρητικό υπόβαθρο και υπόθεση εργασίας: Η ανάλυση που έχει προταθεί για την προσέγγιση των παραπάνω δομών είναι η εφαρμοστική, η οποία υποστηρίζει ότι υπάρχει μια εφαρμοστική κεφαλή η οποία εισάγει το έμμεσο αντικείμενο στη δομή (βλ. ενδεικτικά Pylkkänen 2002, Boneh & Nash 2010). Στις ΔΔΑ το έμμεσο αντικείμενο είναι βασικός συμμετέχοντας στο ρηματικό γεγονός και προβλέπεται από την ορισματική δομή. Αντίθετα, στις (μη-‐) ευεργετούμενες το έμμεσο αντικείμενο είναι επιπλέον θ-‐ρόλος ο οποίος δεν είναι σαφώς προσδιορισμένος από το ρήμα (Grashchenkov & Markman 2008).
Ανάλυση: Με βάση το παραπάνω πλαίσιο, στην παρούσα ανακοίνωση υποστηρίζεται ότι και δύο περιπτώσεις υπάρχει μια κοινή δομή όπου η εφαρμοστική κεφαλή βρίσκεται πάνω ακριβώς από την ρηματική φράση, όπως παρακάτω (α =κλιτικό έμμεσο αντικείμενο, Υ =υποκείμενο, ΑΑ = άμεσο αντικείμενο).
(4) α. ΔΔΑ [ΦρΧρ … [ΦρΡΜτβ α Ρμτβ [ΦρΕφαρμ α Εφαρμ [ρφ Υ ρ [ΡΦ α Ρ ΑΑ]]]]] β. Ευεργετούμενη δομή [ΦρΧρ … [ΦρΡΜτβ α Ρμτβ [ΦρΕφαρμ α Εφαρμ [ρφ Υ ρ [ΡΦ Ρ ΑΑ]]]]] (5) α. Ευεργετούμενη δομή (με ανεργαστικά ρήματα) [ΦρΧρ … [ΦρΕφαρμ α [ρφ (Υ) ρ [ΡΦ Ρ (ΑΑ)]]]] β. Μη-‐ευεργετούμενη δομή (με αναιτιατικά ρήματα) [ΦρΧρ … [ΦρΕφαρμ α [ΡΦ Ρ ΑΑ]]]
Οι παραπάνω δομές αναλύονται ως εξής: α) Στις ΔΔΑ το α συγχωνεύεται με το Ρ και στη συνέχεια μετακινείται στην εφαρμοστική κεφαλή, η οποία λειτουργεί σαν αδειοδότης του α, έλκοντας το από την θεματική του θέση εντός της ρηματικής φράσης όπου έχει λάβει τον θ-‐ρόλο του στόχου, στη θέση του χαρακτηριστή της εφαρμοστικής κεφαλής. Το α λαμβάνει πτώση από την μεταβατική ρηματική κεφαλή (transitivity). β) Στις ευεργετούμενες μεταβατικές δομές έχουμε (εξωτερική) συγχώνευση στην θέση του χαρακτηριστή της εφαρμοστικής κεφαλής. Ο θεματικός ρόλος του ευεργετούμενου αποδίδεται από την ίδια την εφαρμοστική κεφαλή στο α, το οποίο σχετίζεται εννοιολογικά με το ΑΑ που βρίσκεται χαμηλότερα, αυξάνοντας έτσι τις θεματικές πληροφορίες του ρήματος. γ) Στις (μη-‐) ευεργετούμενες αμετάβατες δομές έχουμε (εξωτερική) συγχώνευση στην εφαρμοστική κεφαλή, η οποία όχι μόνο εισάγει το α αποδίδοντάς του θ-‐ρόλο αλλά λειτουργεί και σαν συντακτικός αδειοδότης αυτού. Οι αμετάβατες μη-‐ευεργετούμενες εμφανίζουν ένα πλήθος σημασιών (κάτοχος, ακούσια συμμετοχή στο γεγονός, μη-‐ευεργετούμενος) που κωδικοποιούνται συντακτικά και οι οποίες μπορούν να πραγματωθούν συνδυαστικά στο α.
Πέμπτη 19.4, 17:00-‐17:30, Αίθουσα 113, Παλαιό Κτίριο
Νικόλαος Ντάγκας Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης [email protected]
Σχεδιάζοντας μια πειραματική δοκιμασία μορφολογικής προτεραιοποίησης
Στην ανακοίνωση αυτή παρουσιάζουμε τον πειραματικό σχεδιασμό για μια χρονομετρική δοκιμασία μορφολογικής προτεραιοποίησης. Το φαινόμενο της μορφολογικής προτεραιοποίησης αναφέρεται στη διευκολυντική επίδραση ενός γλωσσικού ερεθίσματος που προηγείται («προτεραιοποιητής») κατά την επεξεργασία ενός γλωσσικού ερεθίσματος που έπεται («στόχος»), εφόσον προτεραιοποιητής και στόχος συνδέονται με κάποιου είδους μορφολογική σχέση (Diependaele et al. 2012). Μας αφορούν τα επιθηματοποιημένα μετονοματικά ρήματα και επίθετα της KNE, π.χ. καρφώνω / καρφί, ψάθινος / ψάθα. Yπό εξέταση παράμετρος (ανεξάρτητη μεταβλητή) είναι η σημασιολο-‐γική διαφάνεια (Rainer et al., 2014). Για τη μέτρηση πραγματοποιήθηκαν τρεις μη χρονομετρικές δοκιμασίες, στις οποίες συμμετείχαν συνολικά 240 φοιτητές του ΑΠΘ και χρησιμοποιήθηκαν 566 ζεύγη λέξεων, καθένα από τα οποία αποτελείται από ένα (ψευδο)-‐επιθηματοποιημένο παράγωγο και το (υποτιθέμενο) ουσιαστικό-‐βάση. Οι συμμετέχοντες βαθμολόγησαν τη σημασιολογική σχέση μεταξύ των μελών κάθε ζεύγους, σε μια επτάβαθμη κλίμακα διαβάθμισης (Gonnerman et al., 2007). Με κριτήριο τη μέση τιμή βαθμολόγησης, τα ζεύγη εντάχθηκαν σε τρεις κατηγορίες, που αντιστοιχούν σε τρεις πειραματικές συνθήκες: σημασιολογικά αδιαφανή ζεύγη π.χ. σκαλίζω / σκαλί, σημασιολογικά ημιδιαφανή ζεύγη π.χ. ψειρίζω / ψείρα, σημασιο-‐λογικά διαφανή ζεύγη π.χ. χτενίζω / χτένα. Η επιλογή των κατάλληλων λέξεων για τη διαμόρφωση των τριών πειραματικών συνθηκών έγινε μετά από έλεγχο πολλών εξωγενών μεταβλητών όπως: εξοικείωση των συμμετεχόντων με τα ζεύγη λέξεων·∙ συχνότητα λήμματος και λέξης (ΕΘΕΓ, 2018)·∙ μήκος λέξης·∙ μέγεθος μορφολογικής οικογένειας (Schreuder & Baayen, 1997)·∙ μορφική επικάλυψη μεταξύ προτεραιοποιητή και στόχου (Orfanidou et al., 2011)·∙ ποικίλες παράμετροι που σχετίζονται με την ορθογραφική και φωνολογική μορφή των λέξεων (IPLR, 2018). Για κάθε συνθήκη προτεραιοποίησης διαμορφώνεται μια συνθήκη ελέγχου, όπου ο στόχος έπεται ενός άσχετου μορφικά και σημασιολογικά προτεραιοποιητή (π.χ. βαφτίζω / χτένα), αντίστοιχου με τον προτεραιοποιητή στη συνθήκη προτεραιοποίησης (π.χ. χτενίζω / χτένα). Το μέγεθος της προτεραιοποίησης αποτυπώνεται στη διαφορά του μέσου χρόνου αντίδρασης ανάμεσα στη συνθήκη προτεραιοποίησης και στη συνθήκη ελέγχου. Έτσι, μπορεί να διερευνηθεί κατά πόσο η παράμετρος της σημασιολογικής διαφάνειας είναι διχοτομική (Marslen-‐Wilson et al., 1994) ή διαβαθμισμένη (Gonnerman et al., 2007).
Αναφορές Diependaele, Kevin, Jonathan Grainger, & Dominiek Sandra. 2012. Derivational Morphology and Skilled
Reading: An Empirical Overview. Στο Michael Spivey, Ken McRae, & Marc Joanisse (επιμ.), The Cambridge Handbook of Psycholinguistics, 311-‐332. Cambridge: Cambridge University Press.
ΕΘΕΓ. 2018. http://hnc.ilsp.gr/ (προσπελάστηκε 21/1/2018). Gonnerman, Laura, Mark Seidenberg, & Elaine Andersen. 2007. Graded Semantic and Phonological
Similarity Effects in Priming: Evidence for a Distributed Connectionist Approach to Morphology. Journal of Experimental Psychology: General 136(2): 323-‐345.
IPLR. 2018. http://speech.ilsp.gr/iplr/index.htm (προσπελάστηκε 21/1/2018). Marslen-‐Wilson, William, Lorraine Komisarjevsky Tyler, Rachelle Waksler, & Lianne Older. 1994.
Morphology and Meaning in the English Mental Lexicon. Psychological Review 101(1): 3-‐33. Orfanidou, Eleni, Matthew Davis, & William Marslen-‐Wilson. 2011. Orthographic and Semantic Opacity
in Masked and Delayed Priming: Evidence from Greek. Language and Cognitive Processes 26(4/5/6): 530-‐557.
Rainer, Franz, Wolfgang Dressler, Francesco Gardani, & Hans Christian Luschützky. 2014. Morphology and Meaning: An Overview. Στο Franz Rainer, Francesco Gardani, Hans Christian Luschützky, & Wolfgang Dressler (επιμ.), Morphology and Meaning, 3-‐46. Amsterdam: John Benjamins.
Schreuder, Robert, & Harald Baayen. 1997. How Complex Simplex Words Can Be. Journal of Memory and Language 37: 118-‐139.
Πέμπτη 19.4, 17:30-‐18:00, Αίθουσα 112, Παλαιό Κτίριο
Elizaveta Onufrieva Κρατικό Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ Μόσχας [email protected]
Συντακτικές δομές με σημασία άρνησης στην νέα ελληνική γλώσσα
Παραθέτοντας ως παράδειγμα το συντακτικό σύστημα της ρωσικής γλώσσας ο Iomdin [Iomdin 2006] διακρίνει «δύο συντάξεις»: τη μεγάλη σύνταξη η οποία περιλαμβάνει βασικές συντακτικές δομές που σχηματίζονται με σωστό τρόπο σύμφωνα με τους γενικούς γραμματικούς κανόνες, και τη λεγόμενη «μικρή σύνταξη» (ή «μικροσύνταξη») η οποία περιλαμβάνει συντακτικές δομές που δεν ακολουθούν τυπικούς γραμματικούς κανόνες της γλώσσας. Οι δομές που δεν ερμηνεύονται από τους συντακτικούς κανόνες μιας γλώσσας θεωρούνται φρασεολογικές και γίνονται αντιληπτές από τους φυσικούς ομιλητές της διαισθητικά, αποτελούν όμως μεγάλη δυσκολία για εκείνους που διδάσκονται τη γλώσσα ως ξένη. Κάθε δομή της μικρής σύνταξης είναι μοναδική και απαιτεί ξεχωριστή ανάλυση. Με τη μελέτη ανώμαλης σύνταξης ασχολήθηκαν πολλοί Ρώσοι γλωσσολόγοι (N. Shvedova, D. Shmelyov, I. Melchuk, L. Iomdin, V, Apresyan, M. Kopotev, A. Velichko, A. Baranov, D. Dobrovolsky).
Το αντικείμενο της παρούσας ανακοίνωσης αποτελούν φρασεολογικές συντακτικές δομές της νέας ελληνικής γλώσσας με σημασία άρνησης: 1. Πολύ που [X], 2. Πού [X] για [Y], 3. Πού να [X].
Οι δομές αυτού του τύπου αποτελούνται από ένα σταθερό συστατικό και ένα μεταβλητό (X, Y). Το σταθερό συστατικό χρησιμοποιείται από τον ομιλητή ως έτοιμος ιδιωτισμός, ενώ το μεταβλητό εισάγεται στη δομή ανάλογα με το περιβάλλον/περικείμενο. Το σταθερό συστατικό της δομής καθορίζει την τυπική της σημασία, ίδια για όλες τις περιπτώσεις χρήσης αυτής της δομής. Υπάρχουν σημασιολογικοί περιορισμοί επιλογής του μεταβλητού συστατικού. Οι περιορισμοί αυτοί είναι οι πιο αυστηροί στους συντακτικούς ιδιωτισμούς, γι’ αυτό οι τελευταίοι μπορούν να καταταχθούν στην ίδια κατηγορία με λεξικούς ιδιωτισμούς και να ενταχθούν στα λεξικά.
Για την ανάλυση των επιλεχθέντων δομών της ελληνικής γλώσσας χρησιμοποιήθηκε το σώμα κειμένων elTenTen14, με την βοήθεια του οποίου εξετάστηκε ποσοτικά η συχνότητα εμφάνισης των λεξημάτων που χρησιμοποιούνται ως μεταβλητά συστατικά και καταδείχθηκαν τα πιο συχνά λεξήματα για κάθε συντακτική δομή. Η σημασία των επιλεχθέντων δομών αναλύθηκε βάσει υπαρχουσών παράλληλων μεταφράσεων στην ρωσική και την αγγλική γλώσσα. Το αποτέλεσμα που συνάγεται, δείχνει ότι παρόλο που όλες οι εν λόγω δομές της ελληνικής γλώσσας έχουν σημασία άρνησης και κατά κανόνα μεταφράζονται σε άλλες γλώσσες με αντίστοιχες αρνητικές εκφράσεις, όμως αυτές οι δομές διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους ως προς τη σημασία και έχουν διαφορές στη χρήση τους στη νεοελληνική γλώσσα.
Αναφορές Iomdin L. Иомдин Л.Л. Многозначные синтаксические фраземы: между лексикой и синтаксисом//
Труды международной конференции "Диалог 2006". Электронный ресурс. Baranov A., Dobrovolskiy D. Баранов А.Н., Добровольский Д.О. Основы фразеологии. М., 2016. Apresyan V. Апресян В.Ю. Уступительность: механизмы образования и взаимодействия сложных
значений в языке. М., 2015. Kopotev M., Stexova T. Копотев М.В., Стексова Т.И. Исключение как правило. Переходные единицы
в грамматике и словаре. М., 2016. Velichko A. Величко А.В. Предложения фразеологизированной структуры в русском языке.
Структурно-‐семантическое и функционально-‐коммуникативное исследование. М., 2016.
Πέμπτη 19.4, 18:30-‐19:00, Αίθουσα 112, Παλαιό Κτίριο
Αναστασία Παπαποστόλου Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο [email protected]
Η συμβολή των κειμένων ταυτότητας και των γλωσσικά κατάλληλων δραστηριοτήτων (LAP) στη διδακτική πράξη: H μελέτη περιπτώσης μιας
εφηβης μετανάστριας στο Δημοσιο Ελληνικό σχολείο
Πάνω από 800.000 μετανάστες και πρόσφυγες κατέφθασαν στην Ελλάδα το 2015. Η εκπαίδευση, καθώς το σχολείο δεν περιορίζεται πλέον μόνο σε ελληνόπουλα αλλά επεκτείνεται και σε παιδιά άλλων εθνικοτήτων που υπό αντίξοες συνθήκες βρέθηκαν στην χώρα μας, καθίσταται διαπολιτισμική (Πελεγρίνης, 2016).Αυτό υποδεικνύει την ανάγκη αναζήτησης καινοτόμων εκπαιδευτικων προσεγγισεων που θα ενσωματώσουν ομαλά αυτά τα παιδιά στη νέα σχολική και κοινωνική πραγματικότητα.
Η παρούσα ανακοίνωση σκοπό έχει να αναδείξει τη συμβολή της βιωματικής μάθησης, της διαφοροποιημένης διδασκαλίας και της εφαρμογή καινοτόμων διδακτικών μεθόδων στην ενδυνάμωση των ‘πολιτισμικά διαφερόντων’ μαθητών και στην επίτευξη των στόχων της Διαπολιτισμικής Παιδαγωγικής. Πιο συγκεκριμένα, θα παρουσιάσει μια εκπαιδευτική παρέμβαση μιας διαδακτικής ώρας ( φύλλο εργασίας) που φιλοδοξεί να ενθαρρύνει μια έφηβη μετανάστρια μαθήτρια από την Αλβανία να ανταποκριθει στους γενικούς και τους ειδικούς εκπαιδευτικούς στόχους μιας συγκεκριμένης ενότητας ενός γλωσσικού μαθηματος. Επιπλέον, θα αναδείξει τη χρησιμότητα των κειμένων ταυτότητας στο σχεδιασμό εκπαιδευτικών παρεμβάσεων και στην ενδυνάμωση των μαθητών (Cummins, & Early, 2011; Κομπιάδου, &Τσοκαλίδου, 2014) και τη συμβολή των γλωσσικά κατάλληλων δραστηριοτήτων (LAP) στη διδακτική διαδικασία και στην υλοποίηση διδακτικών και επικοινωνιακών στόχων (Chumak-‐Horbatsch, 2012) σε ενα δημόσιο σχολείο με παιδιά μεταναστών.
Η εκπαιδευτική αυτή παρέμβαση, η οποία στηρίζεται στα αποτελέσματα μιας ποιοτικής έρευνας, σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε έπειτα ερμηνευτική ανάλυση και αξιοποίηση των δεδομένων δύο ημιδομημένων συνεντεύξεων ( της μαθήτριας και τον κηδεμόνων της) και των κειμένων ταυτότητας της μαθήτριας που συνέθεσαν το κοινωνιογλωσσικό της προφίλ. Η συγκεκριμένη προσέγγιση ανέδειξε τις αδυναμίες, τις δυνατότητες και, τελικά, τις κοινωνιογλωσσικές ανάγκες της έφηβης μαθήτριας αλλά και την αναγκαιότητα της γονεϊκής παρεμβασης και στήριξης της απαιτητικής αυτής προσπάθειας.
Η εφαρμογή της διαφοροποιημένης διδασκαλίας σε πολυπολιτισμικά εκπαιδευτικά περιβάλλοντα και η συμμετοχή όλων στην εκπαιδευτική διαδικασία συμβάλλουν σημαντικά στην ενδυνάμωση των παιδιων με μεταναστευτικό υποβαθρο και στην ομαλη γλωσσική και κοινωνική τους ένταξη.
Αναφορές Chumak-‐Horbatsch, R. (2012). Linguistically appropriate practice. A guide for working with young
immigrant children. New York, USA: University of Toronto Press. Cummins, J., & Early, M. (2011). Identity texts: The collaborative creation of power in multilingual
schools. London: Trentham Books. Κομπιάδου,E &Τσοκαλίδου, P. (2014) Kείμενα ταυτότητας: η σημασία τους για τους/ τις συγγραφείς και
τους/ τις αναγνώστες/ τριές τους/ Identity texts: their meaning for their writers and readers -‐ Πολύδρομο, Τεύχος 7ο.
Πελεγρίνης, Θ. (2016). Διαπολιτισμική εκπαίδευση. (http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=777591)
Πέμπτη 19.4, 17:00-‐17:30, Αίθουσα 112, Παλαιό Κτίριο
Στυλιανός Πατεράκης Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών [email protected]
Η ανάδειξη του ιδεολογικού υπόβαθρου ως αντικείμενο της γλωσσολογικής έρευνας. Η εξέταση της περίπτωσης των ψευδο-‐επιστημονικών απόψεων για το ελληνικό γλωσσικό παρελθόν
Αναφορές στην «ιδεολογία» και στις εκάστοτε ιδεολογίες που επικρατούν στην κοινωνία γίνονται διαρκώς στα Μέσα Ενημέρωσης Πολιτών. Επίσης, η ιδεολογία αποτελεί αντικείμενο σπουδής ποικίλων ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών. Στη σύγχρονη πολιτική επιστήμη, για παράδειγμα, η ιδεολογία χρησιμοποιείται για να δηλώσει ένα σύστημα αξιών και πεποιθήσεων (Freeden 1996), χωρίς να έχει αρνητικές συνδηλώσεις. Ωστόσο, δεν είναι λίγες οι φορές που, στο πλαίσιο μιας διαφωνίας, ο ένας συνομιλητής κατηγορεί τον αντίπαλό του ότι υπηρετεί συγκεκριμένες ιδεολογικές σκοπιμότητες, οι οποίες δεν του επιτρέπουν να αντιμετωπίσει ρεαλιστικά την πραγματικότητα. Η αρνητική αυτή σημασία της έννοιας της ιδεολογίας ανάγεται ιστορικά στον Καρλ Μαρξ και στον Φρίντριχ Ένγκελς, οι οποίοι έγραψαν την Κριτική της γερμανικής ιδεολογίας. Για τους στοχαστές αυτούς, η ιδεολογία δεν αναπαριστά σωστά και αληθινά τον κόσμο·∙ είναι ένα ατελές απείκασμα της πραγματικότητας. Στη διάρκεια του 20ου αιώνα, η ιδεολογία εξακολούθησε να έχει την αρνητική σημασία που της προσέδωσαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς και, έτσι, τόσο οι πολιτικές όσο και οι κοινωνικές επιστήμες τη διαχώριζαν από την «αντικειμενική» γνώση (βλ. Eagleton 1991).
Η άποψη ορισμένων γλωσσολόγων ότι η ανάδειξη του ιδεολογικού υπόβαθρου σε τοποθετήσεις γύρω από τα γλωσσικά θέματα είναι ενασχόληση δευτερεύουσας σημασίας σε σχέση με τη μελέτη της γλώσσας ως αφηρημένου συστήματος που κείται πέρα από τον ομιλητή, ο οποίος απλώς τη «φέρει», θεωρούμε ότι δεν λαμβάνει υπόψη το γλωσσολογικό έργο που έχει παραχθεί ως τώρα από έλληνες και ξένους ερευνητές, το οποίο εξετάζει τις ιδεολογικές συνδηλώσεις που εδράζονται σε επιστημονικοφανείς τοποθετήσεις γύρω από τα γλωσσικά ζητήματα. Πιστεύουμε μάλιστα ότι και η άποψη αυτή, που απορρέει από εκπροσώπους του ευρωπαϊκού δομισμού ή της γενετικής-‐μετασχηματιστικής γραμματικής, δεν είναι ιδεολογικά αθώα ούτε καινούργια στην ιστορία της γλωσσολογίας, αφού εκκινεί από τοποθετήσεις ιστορικοσυγκριτικών γλωσσολόγων του 19ου και δομιστών, οι οποίοι, στην προσπάθειά τους να αναγάγουν τη γλωσσολογία σε αυτόνομη επιστήμη, αδιαφόρησαν για τη σχέση της γλώσσας με την ιδεολογία.
Επιλέξαμε να μελετήσουμε το υλικό που προκύπτει από τις ραδιοφωνικές εκπομπές του σταθμού Παραπολιτικά FM, τις οποίες συντόνιζε ο Ανδρέας Μαζαράκης και στις οποίες ήταν καλεσμένοι άνθρωποι από τον χώρο της φιλολογίας, της λαογραφίας, της φυσικής, της μουσικολογίας και της πληροφορικής. Στόχος μας είναι η ανάδειξη του ιδεολογικού υπόβαθρου στις συζητήσεις που αφορούσαν την υποτιθέμενη πανάρχαια παρουσία των Ελλήνων και της γλώσσας τους σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, την κατάρριψη της ινδοευρωπαϊκής θεωρίας, τη γονιμοποίηση του ευρωπαϊκού λόγου αποκλειστικά από την ελληνική γλώσσα, την απόρριψη του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος, την παρούσα μέχρι σήμερα και «εννοιολογική» αρχαία ελληνική γλώσσα και την ελληνική (όχι φοινικική) καταγωγή του αλφαβητικού συστήματος. Η ανάγκη πρόταξης αντιλόγου που βασίζεται σε κεκτημένα-‐διδάγματα της σύγχρονης γλωσσολογίας καθίσταται επιτακτική, καθώς, μέσα από τους ραδιοφωνικούς δέκτες, το ιδεολογικό-‐εθνοκεντρικό παραλήρημα των συντονιστών και των καλεσμένων σε αυτές τις εκπομπές είναι δυνατόν να βρει -‐μέσω της ραδιοφωνικής διόδου αυτή τη φορά-‐ ευήκοα ώτα στη δημόσια σφαίρα. Ήδη μεγάλο
Πέμπτη 19.4, 17:00-‐17:30, Αίθουσα 112, Παλαιό Κτίριο
μέρος των απόψεων αυτών κυκλοφορεί στην κοινωνία και οι εκφραστές τους τις συγκροτούν σε επιστημονικοφανή «θεωρία».
Αναφορές Αργυρόπουλος, Β. 2009: Αρχαιολατρία και γλώσσα. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος Eagleton, T. 1991: Ideology. An introduction. London: Verso Eds. Freeden, M. 1996: Ideologies and political theory. A conceptual approach. Oxford: Clarendon Press. Κακριδή-‐Φερράρι, Μ. 2007: «Μύθοι για τη γλώσσα στην ελληνική εκδοχή τους: ιδιαιτερότητες,
αντοχές, επανερμηνείες». Στο: Μύθοι και ιδεολογήματα στη σύγχρονη Ελλάδα. Επιστημονικό Συμπόσιο (23 & 24 Νοεμβρίου 2005). Αθήνα: Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, σ. 199-‐223.
Κιοσσέ, Χ. 1999: «Τα μυστικά της λίμνης. Οι αρχαιολογικές ανασκαφές στον λιμναίο οικισμό του Δισπηλιού Καστοριάς». Το Βήμα, 1 Αυγούστου.
Milroy, J. 2012: “Sociolinguistics and ideologies in language history”. In: J. M. Hernández-‐Campoy & J. C. Conde-‐Silvestre, The Handbook of Historical Sociolinguistics. Blackwell Publishing, σ. 571-‐584.
Παπαναστασίου, Γ. 2007: «Απ’ τα χώματα βγαλμένοι: ένας αρχαίος σύγχρονος μύθος». Στο: Μύθοι και ιδεολογήματα στη σύγχρονη Ελλάδα. Επιστημονικό Συμπόσιο (23 & 24 Νοεμβρίου 2005). Αθήνα: Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, σ. 89-‐100.
Φραγκουδάκη, Α. 2001: «Η γλωσσική φθορά και οι «μεγαλομανείς» γλώσσες». Στο: Γ. Η. Χάρης (επιμ.), Δέκα μύθοι για την ελληνική γλώσσα. Αθήνα: Πατάκης, σ. 45-‐52.
Πέμπτη 19.4, 20:30-‐21:00, Αίθουσα 112, Παλαιό Κτίριο
Ναταλία Σατόχινα Κρατικό Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ της Μόσχας [email protected]
Λειτουργία των ρημάτων «παίρνω» και «λαμβάνω» ως απολεξικοποιημένων
Στο θέμα των απολεξικοποιημένων ρημάτων έχει δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στη γλωσσολογία και, ιδιαίτερα, στη θεωρία της λειτουργικής γραμματικής. Μέχρι και σήμερα παραμένει επίκαιρο το ζήτημα, αν τα απολεξικοποιημένα ρήματα πρέπει να θεωρούνται ανεξάρτητο μέρος του λόγου, γιατί αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει η συστηματική περιγραφή του φαινομένου αυτού και στην ελληνική γλώσσα οι ερευνητές δεν κατέληξαν ακόμη στην τελική συμφωνία για την ονομασία αυτής της κατηγοριακής τάξης.
Παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η μελέτη της λειτουργίας των ρημάτων «παίρνω» και «λαμβάνω», τα οποία ανήκουν στην τάξη των πιο συχνά χρησιμοποιούμενων ρημάτων της Νεας Ελληνικής γλώσσας. Αυτά τα ρήματα, μεταξύ άλλων, έχουν αρκετά έντονη απολεξικοποιημένη χρήση και έχουν μια σειρά από λειτουργίες στην πρόταση που διαφαίνονται κατά την ανάλυση των σωμάτων κειμένων. Η εφαρμογή της αρχής του σημασιολογικού πεδίου στην ανάλυση σημασιολογικών στοιχείων των ρημάτων αυτών μας οδηγεί σε μια ολοκληρωμένη έρευνα αυτών των ρημάτων και στην αποκάλυψη των βασικών παραμέτρων της λειτουργίας τους στη Νέα Ελληνική γλώσσα της σύγχρονης εποχής.
Πέμπτη 19.4, 15:30-‐16:00, Αίθουσα 112, Παλαιό Κτίριο
Elpida Sklika University of Strasbourg [email protected]
The influence of English as a global language on Modern Greek through articles' headlines in the Greek online press
This study examines how English as a global language affects the Modern Greek through the online press. Our data consist of 185 headlines and sub-‐headlines of articles retrieved from Greek newspapers and magazines on the Internet from three journalistic genres: news articles, opinion articles and interviews, and five semantic fields: art/fashion, environment/ecology, health/sports, science/technology and finance/politics. Our purpose is to identify the contact between global English and Modern Greek realized through borrowing. In fact, a “global language” is used for international communication between people who do not share a common mother tongue (Mauranen 2012). English is nowadays broadly used in international communication, academic research and publishing, the film and music industry and the Internet (Crystal 2003). Moreover, we examine how this change introduces a social variation of the perception of the Greek society since headlines influence what people read and often remain the only information memorized from an entire newspaper.
Our method requires a double analysis at the microstructure level searching the occurrences of global English with the theory of borrowing (Deroy 1956, Winford 2010) and at the macrostructure level interpreting the specific choices of journalists in terms of a social representations change (Jodelet 1989). We adopt a combination of the four-‐dimensional model of “communication on the Media” of Charaudeau (2011), with the “presupposition” theory of Ducrot (1993).
According to our results the main role of headlines is introducing the subject with bold and attractive fonts to catch the reader’s eye. They are mostly short sentences plenty of nominalizations like truncated discourse with the new information compressed in a very limited space. We found 140 headlines out of 185 with different types of borrowing (65.7%) and only 45 without any influence of the English (24,3%). Finally, we observed headlines with portmanteaux words, calques, citations, metaphors and idioms that may create a further sociolinguistic change. This points out the traces of global English not only on the language and the accommodation of those English idioms and patterns in the Greek, but on the representation of the world of each journalist and their perception of the Greek audience as they seem quite familiar to them.
Αναφορές Charaudeau. P. (2011). Les médias et l’information, l’impossible transparence du discours. Belgium:
Editions De Boeck Université. Crystal, D. (2003). English as a Global Language. Cambridge: Cambridge University Press. Deroy, L. (1956). L’emprunt linguistique. Paris: 1980. Ducrot. O. (1993). Dire et ne pas dire. Principes de sémantique linguistique. Collection: Savoir. Hermann:
Paris. Jodelet, D. (1989), Les représentations sociales, Paris: PUF. Mauranen, A. (2012). Exploring ELF: academic English shaped by non-‐native speakers. Cambridge:
Cambridge University Press. Winford, D. (2010). Contact and Borrowing. In “The Handbook of Language Contact”. Oxford: Blackwell
Publishing Ltd., John Wiley & Sons, Ltd.
Πέμπτη 19.4, 18:30-‐19:00, Αίθουσα 113, Παλαιό Κτίριο
Alena Soloveva Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ της Μόσχας [email protected]
Πρακτική εφαρμογή της τυπολογικής προσέγγισης: ανάπτυξη του ρωσο-‐ελληνικού συντακτικού καταλόγου
Η τυπολογική σύγκριση των γλωσσών υπήρξε πάντα ένα σημαντικό μέρος της γλωσσολογίας. Οι συντακτικές ιδιομορφίες της νέας ελληνικής γλώσσας, όπως η απουσία του συνθετικού απαρεμφάτου, είναι ένα ευρύ πεδίο έρευνας. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η σύγκρισή της με τις γλώσσες όπου υπάρχει ένα τέτοιο απαρέμφατο, για παράδειγμα, με τη ρωσική. Η συγκριτική ανάλυση θα βοηθήσει να καταλάβουμε ποιες ακριβώς δομές λειτουργούν ως απαρέμφατο στη σύγχρονη ελληνική γλώσσα και πώς ποικίλλουν.
Για τη διεξαγωγή αυτής της μελέτης πρέπει να προσδιορίσουμε με σαφήνεια όλες τις λειτουργίες του απαρεμφάτου στη ρωσική γλώσσα. Η ανάλυση δείχνει ότι σύμφωνα με το ρόλο τους στην πρόταση μπορούν να χωριστούν σε τέσσερις ομάδες. Εν προκειμένω, παρουσιάζει ενδιαφέρον να κάνουμε μια ανάλυση των ελληνικών αντιστοιχιών αυτών των απαρεμφάτων, χρησιμοποιώντας ως υλικό διάφορες μεταφράσεις των κειμένων της κλασικής ρωσικής λογοτεχνίας στη νέα ελληνική γλώσσα, που έγιναν στα τέλη του 20ου αιώνα και σώματα κειμένων. Αναμφίβολα, μία από τις πιο χαρακτηριστικές δομές που στη σημερινή ελληνική γλώσσα αντιστοιχεί το απαρέμφατο είναι υποτακτική που εισάγεται με το μόριο «να». Η πιο επιφανειακή ανάλυση των σωμάτων κειμένων της νεοελληνικής γλώσσας και διαφόρων υπαρχουσών γραμματικών μας επιτρέπει να διακρίνουμε 13 σημασιολογικές λειτουργίες, τις οποίες έχει η συντακτική δομή με το μόριο αυτό. Δεν σημαίνει όμως ότι είναι ο μοναδικός τρόπος μετασχηματισμού.
Αντικείμενο μελέτης στην ανακοίνωσή μου θα γίνει η πρακτική εφαρμογή των πληροφοριών που έχουν συγκεντρωθεί. Η δημιουργία ενός δίγλωσσου καταλόγου, ο οποίος θα περιλαμβάνει πολύπλοκες περιπτώσεις συντακτικών μετασχηματισμών, θα βοηθήσει μεταφραστές, καθώς και θα απαντήσει σε μια σειρά ερωτήσεων των γλωσσολόγων σχετικά με την ανάπτυξη της γλώσσας.
Τι σημαίνει για τη γλώσσα η τάση προς τον αναλυτισμό; Διατηρούνται άραγε στη νέα ελληνική γλώσσα όλες οι σημασιολογικές λειτουργίες που σε άλλες γλώσσες κατέχει το απαρέμφατο; Είναι δυνατή άραγε η ακριβής μετάφραση στα ελληνικά του απαρεμφάτου και, αν ναι, ποια επιλογή είναι προτιμότερη;
Αναφορές Zolotova G. A., Onipenko N. K., Sidorova M. Y. Kommunikativnaya grammatika russkogo yazyka. —
Moscow, 2004. — 544 P. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας: http://www.greek-‐language.gr/ Τζάρτζανος Α. Α. Νεοελληνική Σύνταξις. — Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη α. ε., 2002. Τ.
Β’. — 326 Σ.
Πέμπτη 19.4, 19:00-‐19:30, Αίθουσα 112, Παλαιό Κτίριο
Ευαγγελία Στυλιανού Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης [email protected]
Η διδασκαλία της Φωνής στην Ελληνική ως Γ2: Σχεδιασμός μιας γλωσσοδιδακτικής παρέμβασης
Η παρούσα ανακοίνωση πραγματεύεται το ζήτημα του σχεδιασμού μιας γλωσσοδιδακτικής παρέμβασης για τη διδασκαλία της Λειτουργικής κατηγορίας της Φωνής σε αλλόγλωσσους σπουδαστές της ελληνικής επιπέδου Β2. Με δεδομένα α) την πολυσημία του ενεργητικού και μεσο-‐παθητικού μορφήματος της Φωνής, β) την ύπαρξη των έντονων αμφισημιών που αναπόφευκτα προκύπτουν σε επίπεδο ερμηνείας ακόμα και για τους φυσικούς ομιλητές (π.χ.: Fotiadou 2010, Ρούσσου 2008, Τσιμπλή 2006, Σιούπη 1998), γ) την ύπαρξη σημαντικών ερευνών από το χώρο της ψυχογλωσσολογίας (π.χ.: Τσιμπλή 2006) που δείχνουν ότι το πέρασμα των σπουδαστών από τα διάφορα στάδια κατάκτησης της συγκεκριμένης γραμματικο-‐συντακτικής κατηγορίας είναι εξαιρετικά χρονοβόρο και με σοβαρές ελλείψεις-‐ ιδίως όταν λαμβάνεται υπόψη η κατάκτηση μη πρωτοτυπικών συντακτικών δομών που συνδέονται με το ενεργητικό και μεσο-‐παθητικό μόρφημα-‐ προσανατολιζόμαστε στη δημιουργία και ταξινόμηση κατάλληλα δομημένου γλωσσοδιδακτικού υλικού βάσει (καθ)ορισμένων κριτηρίων. Πιο συγκεκριμένα, ως καταλληλότερο σημείο εκκίνησης της διδασκαλίας της Φωνής θεωρούμε τις συντακτικές δομές (μεταβατικές και αμετάβατες), ώστε η ρηματική μορφολογία να διδάσκεται πάντα σε σχέση με την ερμηνεία που προσλαμβάνει στις διάφορες συντακτικές δομές και ως εκ τούτου να φανερώνονται καλύτερα και οι υποκατηγορίες των ρημάτων. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, όμως, είναι πολύ σημαντική η σύνδεση της κάθε μορφής/δομής με την αντίστοιχή της σημασία/χρήση (πρωτοτυπική ή μη) εκ μέρους των σπουδαστών. Στα πλαίσια, λοιπόν, της παρούσας ανακοίνωσης θα εστιάσουμε, κυρίως, στην ανάδειξη σύγχρονων γλωσσοδιδακτικών μοντέλων τα οποία επικεντρώνονται στη διδασκαλία της γραμματικής στην ξένη γλώσσα και μπορούν να συνεισφέρουν σημαντικά προς αυτό τον σκοπό. Ειδικότερα, θα συζητηθούν και παρουσιαστούν, μέσα από συγκεκριμένα παραδείγματα δομημένων δραστηριοτήτων που σχεδιάσαμε, τα χαρακτηριστικά και οι αρχές του μοντέλου της επεξεργασίας εισαγόμενων γλωσσικών δεδομένων (π.χ.: VanPatten 1996, 2004), του μοντέλου της εστίασης στον τύπο (π.χ.: VanPatten et.al. 2004) και η τεχνική της διδασκαλίας μέσω επικοινωνιακής προσέγγισης. Θα υποστηρίξουμε ότι τα εν λόγω μοντέλα, λόγω του ότι βρίσκουν πολλά από τα θεωρητικά τους ερείσματα στις σύγχρονες θεωρίες μάθησης (π.χ. θεωρία γνωστικής επεξεργασίας πληροφοριών, κοινωνικογνωστική θεωρία και εποικοδομητισμός), μπορούν να επηρεάσουν τις επεξεργαστικές στρατηγικές των σπουδαστών μέσω της εστίασης της προσοχής, να ενθαρρύνουν την αυτορρυθμιζόμενη μάθηση (π.χ. Schunk 2010) και ακολούθως να επισπεύσουν τα στάδια αναδόμησης της διαγλώσσας των σπουδαστών προς μια πορεία επιτυχούς κατάκτησης του φαινομένου.
Αναφορές Adger, D. 2003. Core Syntax. A Minimalist Approach. Oxford: Oxford University Press. Fotiadou, G. 2010. Voice Morphology and Transitivity Alternations in Greek: Evidence from Corpora and
Psycholinguistic Experiments. PhD diss.. Aristotle University of Thessaloniki. Roussou, A. 2008. “Voice Morphology and Ergativity in Modern Greek.” Στο M. Baltazani, G. Giannakis,
T. Tsangalidis, G. Xydopoulos (επιμ.) Proceedings of the 8th International Conference on Greek Linguistics (ICGL8). Ioannina: University of Ioannina 406-‐418.
Tsimpli, I.M. 2006. “The acquitition of Voice and transitivity alternations in Greek as native and second language.” Στο S. Unsworth, T. Parodi, A. Sorace and M. Young-‐Scholten (επιμ.) Paths of Development in L1 and L2 Αcquitition. Amsterdam: John Benjamins 15-‐55.
VanPatten, B., (επιμ.) 2004. Processing Instruction:Theory, Research, and Commentary. Mahwah, New Jersey: Erlbaum.
Πέμπτη 19.4, 20:00-‐20:30, Αίθουσα 112, Παλαιό Κτίριο
Ελπίδα Τηλικίδου Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης [email protected], [email protected]
Ιδιωτισμοι: η γνωσιακη προελευση τους
Οι ιδιωτισμοί αποτελούν μια άκρως ενδιαφέρουσα σημασιολογική περιοχή λόγω των ιδιόρρυθμων χαρακτηριστικών τους όπως είναι η απρόβλεπτη σημασία τους, η απουσία γλωσσικής αλλαγής και το ότι δεν μπορούν να ερμηνευθούν πάντοτε με βάση τις τυπικές ετυμολογικές διαδικασίες.
Οι περισσότεροι είναι προϊόντα γνωσιακών μηχανισμών, μεταφορές (παράδειγμα: Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΤΑΞΙΔΙ: νέα ελληνικά: «παραθερίζει στα πευκάκια», γαλλικά: «graisser ses botter» (‘λερώνει τις μπότες του’ = είναι ετοιμοθάνατος), ιταλικά: «andare a Patrasso» (‘πηγαίνω στην Πάτρα’, = πεθαίνω, πάω στο διάβολο), ολλανδικά: «het hoekje omgaan» (‘έστριψε στη γωνία’ = πέθανε), «φιλανδικά: «vaihtaa hiippakuntaa» (‘προχωρώ σε μια διαφορετική μητρόπολη’)) και μετωνυμίες (παράδειγμα: ΘΕΣΗ ΑΝΤΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ: νέα ελληνικά: «βλέπω τα ραδίκια ανάποδα», γαλλικά: «manger les pissenlits par la racine» (‘τρώω τις πικραλίδες από τη ρίζα’), πορτογαλικά (‘τρώω το γρασίδι από τις ρίζες’)). Η βιβλιογραφία χαρακτηρίζει τους ιδιωτισμούς ως νεκρές μεταφορές. Υπάρχει όμως και η αντίθετη άποψη σύμφωνα με την οποία οι ιδιωτισμοί δεν είναι εκφράσεις που κάποτε ήταν μεταφορές και λόγω χρήσης κατέληξαν νεκρές ή ετοιμοθάνατες αλλά εκφράσεις που έχουν συμβατικοποιηθεί (R.W.Gibbs, 1993:57-‐78).
Το κεντρικό μου ερώτημα είναι η προέλευση των ιδιωτισμών και η απάντησή του στηρίζεται στην απάντηση των ακόλουθων επιμέρους ερωτημάτων: Είναι όλες οι ιδιωτισμικές εκφράσεις προϊόντα γνωσιακών μηχανισμών; Οι ιδιωτισμοί είναι ‘ζωντανές’ ή νεκρές μεταφορές/μετωνυμίες; Ποια είναι η διαφορά μεταξύ ιδιωτισμού και μεταφοράς/μετωνυμίας; Ποιες εννοιακές μεταφορές/μετωνυμίες πραγματώνουν γλωσσικά οι ιδιωτισμοί σε κάποια σημασιολογικά πεδία όπως του ΘΑΝΑΤΟΥ, της ΑΓΑΠΗΣ, της ΜΑΤΑΙΟΠΟΝΙΑΣ, της ΛΥΠΗΣ, κ.ά.; Σε ποιο βαθμό επηρεάζει η εξωτερική πραγματικότητα και η γλωσσική δομή τη δημιουργία τους;
Αναφορές Βελούδης Γ. (2005) Η σημασία πριν, κατά και μετά τη γλώσσα, εκδόσεις Κριτική, Αθήνα Cacciari C., Tabossi P. (1993) Idioms: processing, structure and interpretation, Lawrence Erlbaum
Associates Publishers, Hillsdale, New Jersey, Hove and London Croft William & Cruse D.Alan (2004) Cognitive Linguistics, Cambridge Textbooks in Linguistics Cruse, D.A. (1986) Lexical Semantics, Cambridge University Press Dancygier B., Sweetser E. (2014) Figurative Language, Cambridge Textbooks in Linguistics, Cambridge
University Press Geeraerts Dirk (2006), Cognitive linguistics: Basic Readings, Editor Mouton de Gruyter, Berlin, New York Glucksberg S., McGlone M. (2001) Understanding figurative language: from metaphor to idioms, Oxford
University Press Lakoff G. & Johnson M. (1980) Metaphors We Live By, The University of Chicago Press, Chicago and
London Σγουρούδη Δ. (2003) Η μεταφορά και η συμβολή της στη γλώσσα, εκδόσεις Κριτική, Αθήνα
Πέμπτη 19.4, 15:00-‐15:30, Αίθουσα 113, Παλαιό Κτίριο
Όλγα Τσόκα Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών [email protected]
Ο σχηματισμός της γενικής πληθυντικού των θηλυκών ουσιαστικών: Η περίπτωση των θηλυκών σε –ίνα.
Η χρήση παραγωγικών επιθημάτων στον σχηματισμό λέξεων είναι εκτεταμένη στην Ελληνική Γλώσσα. Ιδιαίτερα τα επιθήματα ουσιαστικών εμφανίζουν μεγάλη ποικιλία και ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά. Κατά την χρήση τους, τόσο στον προφορικό, όσο και τον γραπτό λόγο, παρατηρούνται μορφολογικές διαφοροποιήσεις που εστιάζονται στη θέση του τόνου στη γενική του πληθυντικού αριθμού.
Η παρούσα μελέτη εξετάζει το πρόβλημα του σχηματισμού της γενικής πληθυντικού των θηλυκών ουσιαστικών με το παραγωγικό επίθημα -‐ίνα. Ιδιαίτερα επισημαίνεται ο ρόλος που παίζουν στον τονισμό α) τα όρια του θέματος και β) του παραγωγικού επιθήματος. Στόχος είναι, αφενός, να δημιουργηθεί ένα corpus λέξεων και, αφετέρου, να γίνει μια διερεύνηση τυχόν διτυπιών στη γενική πληθυντικού των θηλυκών ουσιαστικών με την παραγωγική καταλήξη –ίνα, π.χ. ακτίνων / ακτινών κ.λπ. Eργαλείο για τη συχνότητα εμφάνισης συγκεκριμένων γλωσσικών τύπων αποτελούν α) τα Σώματα Νέων Ελληνικών Κειμένων της Πύλης για την Ελληνική Γλώσσα (ΣΝΕΚ), β) τα Σώματα Ελληνικών Κειμένων (ΣΕΚ) και γ) το Διαδίκτυο (www.google.gr) και δ) τα δεδομένα των Νεοελληνικών γραμματικών και λεξικών.
Αναφορές Ακαδημία Αθηνών (2014). Το Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας. Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο Holton, D., Mackridge, P., Φιλιππάκη-‐Warburton, E. (1999). Γραμματική της Ελληνικής Γλώσσας
(μετάφρ. Β. Σπυρόπουλος). Αθήνα:Πατάκης [Greek: A Comprehensive Grammar of the Modern Language. London & New York: Routledge, 1997].
Κατσούδα, Γ. (2009). Ο σχηματισμός του πληθυντικού εφαπτομένη, ηγουμένη, προϊσταμένη, συνισταμένη, υφισταμένη: συμπεράσματα και εφαρμογές. Στο Anastasios
Tsangalidis (εκδ.) Selected Papers from the 18th International Symposium on Theoretical and Applied Linguistics (Thessaloniki, 4-‐6 May 2007), 457-‐465.
Κατσούδα, Γ. (2013). Σύγχρονη Πρακτική Γραμματική Τσέπης. (11η έκδοση). Αθήνα: Άγκυρα. Κλαίρης Xρ., Mπαμπινιώτης Γ. (2004). Γραμματική της Nέας Eλληνικής, Δομολειτουργική-‐Eπικοινωνιακή.
(Δ΄ έκδοση) Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα Α.Ε. Κριαράς, Εμμ. (1995). Νέο Ελληνικό Λεξικό της σύγχρονης Δημοτικής Γλώσσας γραπτής και προφορικής.
Αθήνα:Eκδοτική Αθηνών Α.Ε. Μπαμπινιώτης, Γ. (1998). Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. (Α΄ έκδοση) Αθήνα:Κέντρο Λεξικολογίας.
Πέμπτη 19.4, 20:30-‐21:00, Αίθουσα 113, Παλαιό Κτίριο
Sofia Chueva Κρατικό Πανεπιστήμιο "Λομονόσοφ" της Μόσχας [email protected]
Σύνθεση και δομή του σημασιολογικού πεδίου «θυμός» στη Νέα Ελληνική γλώσσα
Ανάμεσα στις φρασειολογικές μονάδες (ΦΜ) της Νέας Ελληνικής γλώσσας, οι οποίες εκφράζουν συναισθηματική κατάσταση ενός ανθρώπου, μεγάλο μέρος ανήκει στις ΦΜ που εκφράζουν αρνητικά συναισθήματα, και ιδιαίτερα την κατάσταση του θυμού ή του ερεθισμού. Κατά την εξέταση λεξικών, συλλογών παροιμίων και σωμάτων κειμένων ξεχωρίζονται 151 ΦΜ (χωρίς να λαμβάνονται υπόψη εκδοχές των ίδιων ΦΜ) που εκφράζουν τέτοιου είδους συναισθηματικές καταστάσεις. Πρέπει να τονίσουμε ότι, παρά την ενίσχυση του συναισθηματικού φορτίου στο περιβάλλον των φυσικών ομιλητών λόγω των εξωτερικών συνθηκών (κρίση και αρνητικά συναισθήματα ως επίπτωσή της), η εξέταση σωμάτων κειμένων με κείμενα των τελευταίων είκοσι χρόνων δεν δείχνει τη εμφάνηση νέων φρασεολογισμών, οι οποίοι θα περιέγραφαν τα συναισθήματα πιο έντονα.
Λόγω της πρωτοτυπίας του σχηματισμού του λεξικού-‐φρασεολογικού πεδίου των φρασεολογισμών με σημασία του θυμού ή όμοιων καταστάσεων παρουσιάζει ενδιαφέρον η μελέτη της δομής του πεδίου (frame). Έτσι στον πυρήνα του πεδίου (core of frame) ανήκουν οι ΦΜ με λέξημα «ο θυμός» (π. χ. βράζω από θυμό), στην κοντινή περιφέρεια ανήκουν οι ΦΜ με τα συστατικά «η οργή» (είμαι έξαλλος από οργή), «η μανία» (είμαι πυρ και μανία), «η λύσσα» (αφρίζω απ’ τη λύσσα μου), «το κακό» (σκάω από το κακό μου), «τα νεύρα» (βγάζω καπνούς από τα νεύρα μου) και «τα μπουρίνια» (είμαι στα/ έχω τα μπουρίνια μου.). Σε μακρινή περιφέρεια ανήκουν οι ΦΜ στους οποίους δεν υπάρχουν συστατικά στοιχεία που εκφράζουν συναισθήματα (π. χ. με τσίμπησε μύγα (τσε-‐τσε), είμαι/ γίνομαι/ με κάνει θηρίο κ.α).
Η συγκεντρωμένη ύλη παρέχει δυνατότητα για εξέταση του λεξικό-‐φρασεολογικού πεδίου αυτών των ΦΜ με σκοπό να διακρίνουμε διάφορα μεταφορικά συστατικά-‐εικόνες με τα οποία εκφράζεται οποιαδήποτε συναισθηματική κατάσταση ενός ανθρώπου (πρβλ. τον κοχλασμό, τον βρασμό, την έκρηξη, τον βρόντο, τα φυσικά φαινόμενα, τη χρήση των σωματωνυμίων, ζωωνυμίων ή εθνωνυμίων κ. α). Συνεπώς μπορούμε να αναλύσουμε και να συμπεράνουμε σχετικά με διάφορους σημασιολογικούς τομείς διαμόρφωσης των ΦΜ οι οποίες εκφράζουν την κατάσταση του θυμού. Κάτι τέτοιο με τη σειρά του δημιουργεί την πρωτοτυπία της σύγχρονης γλωσσικής εικόνας του κόσμου ενός φυσικού ομιλητή της ΝΕ.
Πέμπτη 19.4, 16:00-‐16:30, Αίθουσα 113, Παλαιό Κτίριο
Πολυχρονία Χριστοδουλίδου Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης [email protected]
Το Επίθημα -‐ίδ(ι) στην Κοινή Νεοελληνική
Η επιθηματοποίηση είναι ένα πολυσύχναστο φαινόμενο σε πολλές γλώσσες. Δεδομένου ότι και η ελληνική εντάσσεται σε αυτές, καθώς σε μεγάλη έκταση οδηγείται στην επιθηματοποίηση για την κατασκευή νέων λέξεων, το παρόν εγχείρημα επιδιώκει, χρησιμοποιώντας το μοντέλο της Danielle Corbin (1987·∙ 1991), που ασχολείται με την κατασκευή των λέξεων, βασιζόμενο στη συζευτικότητα και τη διαστρωματικότητα, να μελετήσει το επίθημα -‐ίδ(ι). Πιο συγκεκριμένα, η έρευνα, μετά την οριοθέτηση του υλικού που συλλέχθηκε κυρίως από το Αντίστροφο Λεξικό της Νέας Ελληνικής ή αλλιώς ΑΛΝΕ (Αναστασιάδη-‐Συμεωνίδη, 2002), πραγματεύεται θέματα σχετικά με την προέλευση του επιθήματος, τη γραμματική κατηγορία της βάσης στην οποία εφαρμόζεται, τη σημασιολογική του οδηγία και τη σχέση του με το [+/-‐ λόγιο] χαρακτηριστικό.
Μάλιστα, βάσει της ανάλυσης που πραγματώθηκε στις λέξεις όπου εμφανίζεται, προκύπτει πως το δεδομένο επίθημα παρουσιάζει ενδιαφέρουσα συμπεριφορά. Πρώτα από όλα, όσον αφορά τις γραμματικές κατηγορίες, δεν αρκείται μόνο σε μία, αλλά επιλέγει δύο. Επίσης, όταν εφαρμόζεται σε κάποια βάση, μερικές φορές είναι υποχρεωτική η αποβολή τμήματός της και, τέλος, αναφορικά με το επίθημα από το οποίο προέρχεται, σημειώνει ριζική αλλαγή τόσο στη σημασία, όσο και στο χαρακτηριστικό [+/-‐ λόγιο].
Αναφορές Αναστασιάδη-‐Συμεωνίδη, Α. (2002). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής (ΑΛΝΕ). Θεσσαλονίκη,
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ανακτήθηκε το 2017 από www.greek-‐language.gr. Corbin, D. (1987). Morphologie dérivationnelle et structuration du lexique. Villeneuve d’Ascq: Presses
Universitaires de Lille 1991. Corbin, D. (1991). Introduction -‐ La formation des mots: Structures et interprétations. Lexique 10, 7-‐30.