ΜΑΡΤΙΝ ΧΑΪΝΤΕΓΓΕΡ ΚΑΙ ΆΡΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙ∆ΗΣ: ΓΙΑ ΤΟ ΜΟΝΤΕΡΝΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗΣ ΟΙΚΕΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΤΟΠΙΟΥ ΖΗΣΗΣ ΚΟΤΙΩΝΗΣ ∆ρ Αρχιτέκτων Μηχανικός Ε.Μ.Π. Εντ. Επίκ. Καθηγητής Τμ. Αρχιτεκτονικής, Παν/μίου Θεσσαλίας Το άρθρο επιχειρεί ν’ αναλύσει και να παρέχει υποστηρικτική μαρτυρία των δύο, διαφορετικών προσεγγίσεων για το ελληνικό τοπίο: του Γερμανού φιλόσοφου Martin Heidegger και του Έλληνα Αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη. Το σημείο εκκίνησης για αυτή τη διαπίστωση των διϊσταμένων απόψεων τοποθετείται τη δεκαετία του ’60, με τη σκληρή κριτική του Heidegger για το Ξενοδοχείο ‘‘Ξενία’’ στην Ολυμπία, δημιούργημα του Κωνσταντινίδη, το οποίο θεωρούσε μη, ουσιαστικά, αποδεκτό και όχι σ’ εναρμόνιση με το φυσικό τοπίο. Ο Χάιντεγγερ και ο Κωνσταντινίδης θεωρούνται δύο αποκλίνοντες, δύο εχθροί, μετά από την καταρχήν υποτιμητική παρατήρηση του πρώτου για το δημιούργημα του δεύτερου, που στη συνέχεια θέτει προσφιλή ερωτήματα: Ο Χάιντεγγερ είναι ο Γερμανός φιλόσοφος, που το φιλοσοφικό του ταξίδι είναι ταξίδι επιστροφής και απόπειρας αποκάλυψης της Ελλάδας, μέσα από την αρχαία της σκέψη, ενώ ο Κωνσταντινίδης είναι ο Έλληνας αρχιτέκτονας, που έχοντας επιστρέψει από το σπουδαστικό του ταξίδι στη Γερμανία, και κουβαλώντας μαζί του την μεταρομαντική φιλοσοφική και ηθική αποσκευή, έρχεται στην Ελλάδα για να κτίσει στο τοπίο της ως Έλληνας. Όταν μιλάμε για τον Γερμανό φιλόσοφο και το μεταπολεμικό του ταξίδι στην Ελλάδα και όταν μιλάμε για τον Έλληνα αρχιτέκτονα και το μεταπολεμικό του έργο μέσα στην ελληνική ύπαιθρο, πρέπει να τους θεωρούμε παραδειγματικά, μέσα από την αντιμετώπισή τους του τοπίου, ως φορείς μιας ιδεολογίας που σημάδεψε τον μοντερνισμό και εγκαθίδρυσε τον μαζικό τουρισμό, ως αναπόσπαστο κομμάτι της σύγχρονης ζωής. Ο φιλόσοφος αναζητούσε αυτό που προσδοκούσε ως ίδιον του ελληνικού, χωρίς τις περισσότερες φορές να το βρίσκει καθώς η προσδοκία του δεν συνέπιπτε με εκείνο που αντιμετώπιζε, κυρίως μέσα στην εικόνα του τοπίου. Πάντως, η επιλογή του τόπου είναι ένα εγγενές στοιχείο της τουριστικής κίνησης, ενώ παράλληλα έχει την διάσταση της οικοδομικής ανάπτυξης και εξάπλωσης στην ύπαιθρο. Αν ο Χάιντεγγερ είναι ο παραδειγματικός μεταφερόμενος ‘‘τουρίστας’’, που επιλέγει απορρίπτοντας τον τόπο της διαμονής του, ο Κωνσταντινίδης είναι ο παραδειγματικός ‘‘οικοδόμος’’ της τουριστικής ανάπτυξης, που την ίδια εποχή, τη δεκαετία του ’60, επιλέγει απορρίπτοντας τα μέρη για την εγκατάσταση των νέων τουριστικών μονάδων του Ε.Ο.Τ. Ο Κωνσταντινίδης, κατά τη δεκαετία του ’60 από την υπεύθυνη θέση του στο Ε.Ο.Τ. κατάφερε όχι μόνο να κτίζει κτίρια - σκελετούς - μέσα στο ελληνικό τοπίο αλλά και να επιλέγει την τοποθεσία που τα κτίρια αυτά θα οικοδομηθούν. Η επιλογή της τοποθεσίας, είναι μια άκρως αρχιτεκτονική χειρονομία. Με την επιλογή τόσο του οικοπέδου όσο και της μορφής του κτιρίου δημιουργείται ένα ολόκληρο ερμηνευτικό πλαίσιο για τον υπαίθριο χώρο, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Έχοντας ο ίδιος την ευκαιρία μιας τέτοιας συνολικής χωροθεσίας της αρχιτεκτονικής του, ουσιαστικά με ένα τρόπο άκρως πνευματικό επαναλάμβανε το κυρίαρχο πρότυπο της εποχής για την οικιστική ανάπτυξη πέρα από τα στενά όρια των οικισμών και των πόλεων. Η απόσταση, η αποξένωση, ως προϊόν της μοντέρνας επιλεκτικότητας, είναι μια απόσταση που αντιμετωπίζουμε, πρώτα από όλα, ανάμεσα στον φιλόσοφο και τον αρχιτέκτονα. Η νεωτερική επιλεκτικότητα του φιλόσοφου τον εμποδίζει να αναγνωρίσει στις σύγχρονές του κατασκευές, όπως ο σκελετός του ξενοδοχείου του Κωνσταντινίδη, μια αισθητικώς αποδεκτή εκδοχή της συγχρονικότητάς του, με τον ίδιο τρόπο που και ο