Top Banner
1η ΤΑΞΗ: ............... Οι κατιόντες 2η ΤΑΞΗ: ............... Οι γονείς, τα αδέλφια, τα ανήψια και τα μικρανήψια 3η ΤΑΞΗ: ............... Οι παππούδες, οι γιαγιάδες, οι θείοι και οι εξάδελφοι 4η ΤΑΞΗ: ............... Οι προπαππούδες και οι προγιαγιάδες 5η ΤΑΞΗ: ............... Ο επιζών σύζυγος 6η ΤΑΞΗ: ............... Το Δημόσιο Η ΕΞ ΑΔΙΑΘΕΤΟΥ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΔΟΧΗ επέρχεται: Όταν δεν υπάρχει διαθήκη (1710 παρ. 2 Α.Κ.) ή είναι άκυρη (180 Α.Κ.) ή έχει ανακληθεί (1763 Α.Κ.) ή έχει ακυρωθεί (184 Α.Κ.). Όταν με την διαθήκη έχει διατεθή περιοριστικά ένα μέρος από την κληρονομία (οπότε επέρχεται η εξ αδιαθέτου διαδοχή για το υπόλοιπο μέρος της). Όταν η διαδοχή εκ διαθήκης ματαιωθή ολικά ή μερικά (λ.χ. έκπτωση χωρίς προσαύξηση). Το άρθρο 1710 Α.Κ. ορίζει: α/ Ποιοι είναι οι λόγοι της κληρονομικής επαγωγής, ήτοι η διαθήκη, ο νόμος (εξ αδιαθέτου 1813 επ. Α.Κ. και αναγκαστική- νόμιμη-διαδοχή 1825 επ. Α.Κ.). β/ Ποιος είναι ο κληρονόμος. γ/ Ποια είναι και τι περιλαμβάνει η κληρονομία. ΔΙΑΘΗΚΗ είναι η μοναδική μονομερής δικαιοπραξία αιτία θανάτου, αυστηρά τυπική. Τα είδη των διαθηκών είναι: 1. Ιδιόγραφος διαθήκη 2. Δημοσία διαθήκη 3. Μυστική διαθήκη 4. Εκτακτες διαθήκες, ήτοι οι εν πλώ, εν εκστρατεία και εν αποκλεισμώ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ της διαθήκης μπορεί να είναι: Óåëßäá 1
101

ASTIKO

Oct 23, 2014

Download

Documents

gousanis
Welcome message from author
This document is posted to help you gain knowledge. Please leave a comment to let me know what you think about it! Share it to your friends and learn new things together.
Transcript
Page 1: ASTIKO

1η ΤΑΞΗ: ............... Οι κατιόντες2η ΤΑΞΗ: ............... Οι γονείς, τα αδέλφια, τα ανήψια και τα μικρανήψια3η ΤΑΞΗ: ............... Οι παππούδες, οι γιαγιάδες, οι θείοι και οι εξάδελφοι4η ΤΑΞΗ: ............... Οι προπαππούδες και οι προγιαγιάδες5η ΤΑΞΗ: ............... Ο επιζών σύζυγος6η ΤΑΞΗ: ............... Το Δημόσιο

Η ΕΞ ΑΔΙΑΘΕΤΟΥ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΔΟΧΗ επέρχεται:

Όταν δεν υπάρχει διαθήκη (1710 παρ. 2 Α.Κ.) ή είναι άκυρη (180 Α.Κ.) ή έχει ανακληθεί (1763 Α.Κ.) ή έχει ακυρωθεί (184 Α.Κ.). Όταν με την διαθήκη έχει διατεθή περιοριστικά ένα μέρος από την κληρονομία (οπότε επέρχεται η εξ αδιαθέτου διαδοχή για το υπόλοιπο μέρος της). Όταν η διαδοχή εκ διαθήκης ματαιωθή ολικά ή μερικά (λ.χ. έκπτωση χωρίς προσαύξηση).

Το άρθρο 1710 Α.Κ. ορίζει:α/ Ποιοι είναι οι λόγοι της κληρονομικής επαγωγής, ήτοι η διαθήκη, ο νόμος (εξ αδιαθέτου 1813 επ. Α.Κ. και αναγκαστική-νόμιμη-διαδοχή 1825 επ. Α.Κ.).β/ Ποιος είναι ο κληρονόμος.γ/ Ποια είναι και τι περιλαμβάνει η κληρονομία.

ΔΙΑΘΗΚΗ είναι η μοναδική μονομερής δικαιοπραξία αιτία θανάτου, αυστηρά τυπική. Τα είδη των διαθηκών είναι:

1. Ιδιόγραφος διαθήκη2. Δημοσία διαθήκη3. Μυστική διαθήκη4. Εκτακτες διαθήκες, ήτοι οι εν πλώ, εν εκστρατεία και εν αποκλεισμώ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ της διαθήκης μπορεί να είναι:1. Απλές συμβουλές (οπότε θα αποτελεί τον λεγόμενο Κωδίκελλο)2. Εγκατάσταση κληρονόμου3. Ορισμό τετιμημένων (κληροδόχου ή καταπιστευματοδόχου)4. Τρόπο5. Αποκλήρωση6. Αναγνώριση τέκνου

ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΣ είναι ο υπεισερχόμενος στο σύνολο ή στο μεγαλύτερο μέρος στις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα του κληρονομουμένου. Κληρονόμος μπορεί να είναι φυσικό ή και νομικό πρόσωπο. Αναφορικά με το αν θα πρέπει

Ó å ë ß ä á 1

Page 2: ASTIKO

να ζει, όρα τα σχετικά άρθρα. Κληρονόμος μπορεί να είναι και κάποιο ίδρυμα που συνίσταται μετά τον θάνατο του ιδρυτή, εφόσον αυτός με την διαθήκη του τάσσει περιουσία υπέρ του υπό ίδρυσιν ιδρύματος.

ΚΑΤΑΠΙΣΤΕΥΜΑΤΟΔΟΧΟΣ είναι εκείνος, ο οποίος προσπορίζεται από τον διαθέτη περιουσιακό όφελος χωρίς να εγκαθίσταται κληρονόμος. Ο κληροδόχος μπορεί να είναι:

-Άμεσος ειδικός διάδοχος - per vindicationem (1996 Α.Κ.)-Έμμεσος ειδικός διάδοχος - per donationem (1995 Α.Κ.)

XΡΟΝΟΣ ΕΠΑΓΩΓΗΣ της κληρονομίας είναι ο χρόνος θανάτου του κληρονομουμένου (1997 Α.Κ.)

ΤΡΟΠΟΣ (1715 Α.Κ.) είναι διάταξη, με την οποία ο κληρονομούμενος υποχρεώνει κάποιον σε πράξη ή παράλειψη, χωρίς όμως να προσπορίζεται συνάμα σε άλλον δικαίωμα να απαιτήση την παροχή αυτή.1

ΠΡΑΚΤΙΚΟ: 1. Ο Κ πεθαίνει την 1-1-1991. Λίγο πριν πεθάνει συνέταξε ιδιόγραφη διαθήκη, η οποία έχει ως εξής: "Όλη μου την περιουσία την καταλείπω στον γιό μου Α. Για τη σύζυγό μου Σ ορίζω εφ' όρου ζωής να χρησιμοποιεί ως κατοικία το διαμέρισμά μου στον Δ όροφο της εις οδό Ιπποκράτους αρ. 155 πολυκατοικίας. Στον ανηψιό μου Β καταλείπω την νομική μου βιβλιοθήκη". Τι εμπράγματα δικαιώματα αποκτούν οι Α, Β; Τι φυσικές εξουσίες αποκτούν οι Α, Β; Από πότε;

ΛΥΣΗ: Ο Α είναι κληρονόμος (1800) από τον θάνατο του Κ (1711). Η Σ είναι κληροδόχος (1714, συνδ. 1967 επ.) από τον θάνατο του Κ (1997). Ο Β είναι ομοίως κληροδόχος (1714 συνδ. 1967 επ.) από τον θάνατο του Κ (1997). Ο Α από τον θάνατο του Κ έγινε αυτοδίκαια κύριος των κινητών κληρονομιαίων (1996), και όταν μεταγράψη την αποδοχή του της κληρονομίας, θα γίνη κύριος και των ακινήτων (1198). Ομοίως η Σ θα πρέπει να μεταγράψη την αποδοχή της για να μπορέσει να ασκήση την επικαρπία της. Οι Α και Β έχουν επί των αντικειμένων νομή, η Σ ως επικαρπούχος οιωνεί νομή.

2. ΟΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 1807 Α.Κ.

1. Εγκατάσταση κληρονόμων περισσοτέρων του ενός2. Έκπτωση κάποιου από τους κληρονόμους λόγω προαποβίωσης, αποποίησης, αποκλήρωσης, αναξιότητας3. Να έχει αποκλεισθή η εξ αδιαθέτου διαδοχή

3. ΟΙ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 1996 Α.Κ.

Ó å ë ß ä á 2

Page 3: ASTIKO

1. Βεβαρημένος με την κληροδοσία να είναι ο κληρονόμος2. Η περιουσιακή ωφέλεια να συνίσταται σε πράγμα ή δικαίωμα3. Το πράγμα ή το δικαίωμα να ανήκε κατά τον χρόνο θανάτου του στον κληρονομούμενο4. Να μην διέταξε διαφορετικά ο κληρονομούμενος

Εφ' όσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, εφαρμόζεται το άρθρο 1996 Α.Κ., και ο κληροδόχος άμεσα και αυτοδίκαια θα αποκτήση την κυριότητα επί των κληροδοτηθέντων.

Όποτε σε πρακτικό σύνθεσης συναντούμε κληροδόχο, πρέπει οπωσδήποτε να τον χαρακτηρίσουμε. Είναι άμεσος ή έμμεσος κληροδόχος; Δηλαδή θα εφαρμόσουμε το 1995 ή το 1996 Α.Κ.; Παρατηρητέο πάντως, ότι τα όρια έμμεσης κληροδοσίας και τρόπου πολλάκις είναι δυσδιάκριτα...

4. ΟΙ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 1823 Α.Κ.

1. Να εξέπεσε ένας από τους περισσότερους κληρονόμους της αυτής τάξεως, είτε λόγω προαποβιώσεως, είτε λόγω αποποιήσεως, είτε λόγω αναξιότητος2. Εφ' όσον ο εκπεσών είναι κληρονόμος των τριών πρώτων τάξεων, να μην έχει δικούς του κατιόντες (αλλοιώς ακολουθή διαδοχή κατά ρίζες)3. Ο ωφελούμενος να έχει άμεσο και αυτοτελές δικαίωμα έναντι του κληρονομουμένου

-Η μερίδα του εκπεσόντος προσαυξάνει τις μερίδες των υπολοίπων στην αυτή τάξη.-Ο σύζυγος δεν ωφελείται από την προσαύξηση.

ΕΝΑ ΥΠΟΥΛΟ ΠΡΑΚΤΙΚΟ: 2. Ο Κ πεθαίνει την 1-1-1991. Λίγο πριν πεθάνει συνέταξε διαθήκη, η οποία έχει ως εξής: "Μόνους μου κληρονόμους θέλω τον γιο μου Α και την σύζυγό μου Σ". Δεδομένου ότι ο Α προαποβίωσε, έχοντας όμως καταλείψει εν ζωή το τέκνο του Α1. Ποιοι κληρονομούν; Ποια θα ήταν η απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα εάν ο Α ήταν αδελφός του Κ;

ΛΥΣΗ: Όπως από την διαθήκη του συνάγεται, ο Κ θέλησε να γίνουν αποκλειστικά κληρονόμοι του οι Α και Σ, και δη κατά το ήμισυ έκαστος, κατά τον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 1804 Α.Κ. Ο Α εκπίπτει κατά 1791 Α.Κ., αλλά υποκαθίσταται από την ρίζα. Ετσι, θα πάρουν το 1/2 η Σ και το 1/2 ο Α1. Εάν ο Α αντίθετα ήταν αδελφός του Κ, θα ετύγχανε εφαρμογής το άρθρο 1807 Α.Κ. και η Σ θα κληρονομούσε το σύνολο της περιουσίας του Κ.

5. Η ΝΟΜΙΜΟΣ ΜΟΙΡΑ

Ó å ë ß ä á 3

Page 4: ASTIKO

Σύμφωνα με το άρθρο 1825 του Α.Κ., νόμιμοι μεριδούχοι είναι οι γονείς, οι κατιόντες και ο επιζών σύζυγος του κληρονομουμένου. Αυτοί θα δικαιούνται νόμιμο μοίρα εφ' όσον:

- Επέρχεται εκ διαθήκης διαδοχή. Οι άνω μεριδούχοι δικαιούνται νόμιμη μοίρα εφ' όσον θα είχαν κληθεί ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι εάν δεν υπήρχε η διαθήκη.

- Επέρχεται εξ αδιαθέτου διαδοχή. Οι άνω μεριδούχοι καλούμενοι εξ αδιαθέτου, δικαιούνται νόμιμη μοίρα εφ' όσον αυτή προσβλήθηκε από παροχές εν ζωή του κληρονομουμένου.

Πάντως, μπορεί να εκπέσουν από τη νόμιμη μοίρα κάποιοι από τους νόμιμους μεριδούχους. Οι λόγοι έκπτωσης από την εξ αδιαθέτου διαδοχή (προαποβίωση, αποποίηση κ.λ. εκτός από την αποκλήρωση εν ευρεία έννοια) είναι ταυτόχρονα και λόγοι έκπτωσης από την νόμιμη μοίρα. Τα αυτά και για την εκ διαθήκης διαδοχή.

ΟΙ ΤΑΞΕΙΣ ΣΤΗ ΝΟΜΙΜΗ ΜΟΙΡΑ 1. Οι γονείς δεν δικαιούνται νόμιμη μοίρα εφ' όσον υπάρχουν κατιόντες εν ζωή, αλλά αν οι κατιόντες εκπέσουν, τότε οι γονείς καλούνται στη θέση εκείνων.2. Ο επιζών σύζυγος, όταν καλείται στην β' τάξη μετά από έκπτωση των κατιόντων, έχει νόμιμη μοίρα πρώτης τάξεως, επειδή οι εκπεσόντες κατιόντες συναριθμούνται για την εξαγωγή της νόμιμης μοίρας, και άρα αν και έκπτωτοι, το μερίδιό τους θα υπολογιστεί.

ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΣΤΗ ΝΟΜΙΜΗ ΜΟΙΡΑ

Τα τέκνα δικαιούνται νόμιμη μοίρα κατ' ισομοιρίαν και αποκλείουν την νόμιμη μοίρα των ομορρίζων κατιόντων τους.ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στο άρθρο 1826 Α.Κ., ο παράτιτλος είναι εσφαλμένος. Και αυτό, επειδή συναριθμούνται οι με διαθήκη αποκληρωθέντες,

6. EMΠΡΑΓΜΑΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ

Εμπράγματο είναι το δικαίωμα που παρέχει στον δικαιούχο άμεση και απόλυτη εξουσία επί πράγματος ή δικαιώματος, και αυτό σημαίνει ότι α) μεταξύ δικαιούχου και πράγματος δεν παρεμβάλλεται τρίτος και β) οι τρίτοι έχουν υποχρέωση να απέχουν από την προσβολή της εξουσίας του δικαιούχου.

Στα εμπράγματα δικαιώματα υφίσταται η αρχή του περιωρισμένου αριθμού (numerus clausus). Αυτό ειδικώτερα σημαίνει πως μόνον τόσα

Ó å ë ß ä á 4

Page 5: ASTIKO

εμπράγματα δικαιώματα υπάρχουν, όσα ο νόμος στα συγκεκριμένα άρθρα του αριθμεί. Εκδηλώσεις αυτής της αρχής είναι ότι:

1. Ο νόμος ορίζει περιοριστικά τα εμπράγματα δικαιώματα.2. Ο νόμος καθορίζει περιοριστικά το περιεχόμενο των εμπραγμάτων δικαιαμάτων.

ΤΑ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΕΙΔΙΚΩΤΕΡΑ ΕΙΝΑΙ:

Ι. Η ΚΥΡΙΟΤΗΤΑ Η κυριότητα διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 979 έως και 1112 Α.Κ., και χαρακτηριστικό της είναι ότι εκτός από την άμεση και απόλυτη, παρέχεται στον φορέα του δικαιώματος της κυριότητας και καθολική εξουσία επί του πράγματος. Γι' αυτό το λόγο και τα υπόλοιπα εμπράγματα δικαιώματα καλούνται περιωρισμένα..

Παρατηρήσεις:1. Η κυριότητα μπορεί να συσταθή επί κινητού ή ακινήτου (999 Α.Κ.).2. Οι πραγματικές δουλείες μπορεί να συσταθούν μόνον επί ακινήτου.

ΙΙ. ΟΙ ΔΟΥΛΕΙΕΣΟι δουλείες διέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 1118 έως και 1191 Α.Κ. Διακρίνονται σε πραγματικές (1118-1141) και σε προσωπικές, επικαρπία (1142-1182), οίκηση (1183-1187), περιωρισμένες προσωπικές δουλείες (11881191). Κριτήριο της διακρίσεως των δουλειών είναι ο προσδιορισμός του δικαιούχου της δουλείας. Άν η δουλεία συνεστάθη υπέρ ατομικά ορισμένου προσώπου, πρόκειται περί προσωπικής δουλείας, ενώ άν η δουλεία συνεστάθη υπέρ κάποιου (δεσπόζοντος) ακινήτου ή του εκάστοτε κυρίου του δεσπόζοντος ακινήτου, πρόκειται περί πραγματικής δουλείας.

ΙΙΙ. ΤΟ ΕΝΕΧΥΡΟ(1209-1256)

IV. Η ΥΠΟΘΗΚΗ(1257-1345)

Υπ΄ όψιν ορισμένες γενικές παρατηρήσεις επί των εμπραγμάτων δικαιωμάτων:

- Η κυριότητα μπορεί να συσταθή επί κινητού ή ακινήτου (999 Α.Κ.).- Οι πραγματικές δουλείες μπορεί να συσταθούν μόνον επί ακινήτου.- Η επικαρπία μπορεί να συσταθή σε κινητό, ακίνητο ή δικαίωμα (Α.Κ. 1142,1143,1178).- Η οίκηση μπορεί να συσταθή μόνον σε ακίνητο.- Οι περιωρισμένες προσωπικές δουλείες μπορεί να συσταθούν μόνον σε ακίνητο.- Το ενέχυρο μπορεί να συσταθή μόνον επί κινητού πράγματος.- Αντικείμενο της υποθήκης μπορεί να είναι ακίνητο και δικαίωμα (ειδικώτερα η επικαρπία κατ' Α.Κ. 1259).

Ó å ë ß ä á 5

Page 6: ASTIKO

Το εμπράγματο δικαίωμα παρέχει στον δικαιούχο του άμεση και απόλυτη εξουσία επί του πράγματος.

Ειδικώτερα χαρακτηριστικά του εμπραγμάτου δικαιώματος είναι:

Χρονική προτεραιότητα: Ο κανόνας αυτός αφορά μόνο τα περιωρισμένα εμπράγματα δικαιώματα (ενέχυρο-δουλεία-υποθήκη), και σημαίνει ότι σε περιπτωση συρροής περισσοτέρων δικαιωμάταν επί του αυτού πράγματος, προτιμάται το χρονικά προτέρως συσταθέν. PRIOR IN TEMPORE, POTIOR IN IURE

Προτίμησις: Όταν συρρέουν κατά υπερχρέου οφειλέτη αξιώσεις που στηρίζονται άλλες σε εμπράγματα και άλλες σε ενοχικά δικαιώματα, οι εμπράγματες θα προτιμηθούν έστω κι άν μετά την ικανοποίησή τους δεν μείνει τίποτε από την περιουσία του οφειλέτη για να ικανοποιηθούν οι ενοχικές.

Δύναμις της παρακολουθήσεως: Χαρακτηρίζει τα περιωρισμένα εμπράγματα δικαιώματα και σημαίνει ότι τα δικαιώματα αυτά παρακολουθούν το πράγμα ή το δικαίωμα σε οποιονδήποτε κι αν περιέλθουν αυτά, είτε κατόπιν καθολικής, είτε κατόπιν ειδικής διαδοχής.

Ο κανόνας στα εμπράγματα δικαιώματα είναι η αρχή της προλήψεας. Εξαιρετικά μόνον καθιερώνεται η αρχή της σύμμετρης ικανοποιήσεως όταν αναγγέλονται στον πλειστηριασμό οι εγχειρόγραφοι δανειστές.

7. ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΗΣ ΝΟΜΗΣ

Νομή είναι ο καθολικός, φυσικός εξουσιασμός του πράγματος, όταν αυτός ασκείται με την διάνοια κυρίου.

Οιωνεί νομή κατ' Α.Κ. 995 είναι ο μερικός, φυσικός εξουσιασμός του πράγματος, όταν αυτός ασκείται με την διάνοια περιωρισμένου εμπραγμάτου δικαιώματος. Ο ενυπόθηκος δανειστής δεν έχει πάντως κανενός είδους φυσικό εξουσιασμό.

Συννομή είναι η κατάτμηση του φυσικού εξουσιασμού του πράγματος σε περισσότερα πρόσαπα κατ' ιδανικά μέρη.

Κατοχή είναι ο ενσυνείδητος, φυσικός εξουσιασμός του πράγματος.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ :

1. Οι Α και Β αγοράζουν από κοινού ένα αγρόκτημα το 1980. Θα είναι από το 1980 συγκύριοι και συννομείς του αγροκτήματος αυτού.2. Ο Α παραχωρεί νομότυπα στον Ε επικαρπία επί του αγροκτήματός του. Ο Α θα έχει την νομή και την ψιλή κυριότητα. Ο Ε θα έχει την επικαρπία.3. Ο Α παραχωρεί στην Τ, τράπεζα, υποθήκη επί του αγροκτήματός του για να εξασφαλίσει απαίτηση της Τ κατ' αυτού στρεφόμενη. Ο Α είναι κύριος και νομέας του αγροκτήματος, η Τ θα είναι ο ενυπόθηκος δανειστής. Κατ' Α.Κ. 975, η Τ δεν θα αποκτήσει βάσει της υποθήκης φυσικό εξουσιασμό επί του αγροκτήματος.

Ó å ë ß ä á 6

Page 7: ASTIKO

4. Ο Α παραχωρεί στους Ε και Ζ επικαρπία επί του αγροκτήματός του νομότυπα. Ο Α θα έχει την νομή και την ψιλή κυριότητα. Οι Ε και Ζ θα έχουν την επικαρπία από κοινού, και θα είναι οιωνεί συννομείς.5. Ο Α εκμισθώνει στον Β ένα αγρόκτημα. Ο Α θα είναι κύριος και νομέας, ενώ ο Β κάτοχος του αγροκτήματος.6. Ο Α εκμισθώνει στους Β και Γ ένα αεροσυμπιεστή (κομπρεσσέρ). Ο Α θα είναι κύριος και νομέας, ενώ οι Β και Γ θα είναι συγκάτοχοι.

Η διάταξη του άρθρου 1040 Α.Κ. απαντά στο ερώτημα ποια θα είναι η τύχη των τυχόν περιωρισμένων εμπραγμάτων δικαιωμάτων (ενεχύρου και επικαρπίας) σε περίπτωση μεταβιβάσεως (κατ' άρ. 1034 και 1036) της κυριότητας του πράγματος, επί του οποίου αυτά έχουν συσταθή.

Ó å ë ß ä á 7

Page 8: ASTIKO

8. Η ΠΩΛΗΣΗ (Α.Κ. 513 επ.)

Η πώληση είναι σύμβαση ενοχική, επαχθής, αμφοτεροβαρής, συναινετική, άτυπη, μεταξύ συνήθως δύο ή, σπανιώτερα, και περισσοτέρων προσώπων, με τις ιδιότητες του αγοραστή και του πωλητή, και ο πωλητής αναλαμβάνει με αυτήν δύο κύριες υποχρεώσεις:

* Να μεταβιβάσει ελεύθερη (χωρίς νομικά ελαττώματα) την κυριότητα του πωλουμένου πράγματος.* Να παραδώση το πωλούμενο πράγμα στον αγοραστή,

ενώ ο αγοραστής αναλαμβάνει την κύρια υποχρέωση:

* Να καταβάλη το τίμημα της πωλήσεας στον αγοραστή.

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΠΩΛΗΣΕΩΣ ΕΙΝΑΙ :

1. ΠΡΑΓΜΑ (κινητό ή ακίνητο, ίδιο ή αλλότριο, παροντικό ή μελλοντικό)2. ΤΙΜΗΜΑ3. ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΩΝ ΜΕΡΩΝ

Όταν συντελεστεί η σύμβαση της πώλησης, η μεταβίβαση της κυριότητας του πωληθέντος πράγματος επέρχεται σύμφωνα με το άρθρο 1033 Α.Κ., εάν πρόκειται περί ακινήτου, ή με τα 1034 επ. Α.Κ., εάν πρόκειται περί κινητού.

9. ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 1033 Α.Κ. (μεταβίβασης ακινήτων)

1. Κυριότης του μεταβιβάζοντος2. Συμφωνία μεταξύ μεταβιβάζοντος και αποκτώντος3. Συμβολαιογραφικός τύπος4. Νόμιμη αιτία5. Μεταγραφή

Η δικαιοπραξία της 1033 Α.Κ. είναι αιτιώδης. Ως αιτία, εδώ νοείται η ενοχική υποσχετική σύμβαση, λ.χ. πώληση, δωρεά κ.λπ., η οποία καταρτίζεται πριν ή ταυτόχρονα με την εμπράγματη δικαιοπραξία. Η μεταγραφή αποτελεί πράξη δημόσιας Αρχής, και ειδικώτερα για τις δικαιοπραξίες που χρήζουν μεταγραφής, αποτελεί όρο του ενεργού της δικαιοπραξίας. Τονίζεται ότι η μεταγραφή επιφέρει τα αποτελέσματά της ex tunc (από τώρα και για το μέλλον) και μόνο σε μία περίπτωση, την μεταγραφή αποδοχής κληρονομίας, ενεργεί και αναδρομικά.

ΠΡΑΚΤΙΚΟ: 3. Ο Α πωλεί και μεταβιβάζει νομότυπα στον Β ένα αγρόκτημα το 1980. Το αγρόκτημα αυτό πώλησε και μεταβίβασε νομότυπα και στον Γ το 1981 και ο Γ προβαίνει σε μεταγραφή την 15-2-1982. Δεδομένoυ ότι ο Β δεν μετέγραψε το δικό του αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, ποιος έγινε κύριος του αγροκτήματος;

Ó å ë ß ä á 8

Page 9: ASTIKO

ΛΥΣΗ: 3. Φυσικά εκείνος που μετέγραψε, ο Γ. Και θα γίνη κύριος του αγροκτήματος από την ημέρα που μετέγραψε, δηλαδή από την 15-2-1982 και όχι από τότε που συνήφθη μεταξύ του Γ και του Α η αγοραπωλητήρια σύμβαση.Αν πάντως τύχαινε να μεταγράψουν και οι δύο την ίδια ημέρα, θα προηγούνταν και θα αποκτούσε κυριότητα εκείνος που είχε αποκτήσει και νωρίτερα το νόμιμο προς μεταγραφήν τίτλο, δηλαδή ο Β (1206 Α.Κ.).

10. ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 1034 Α.Κ.

1. Κυριότης του μεταβιβάζοντος2. Συμφωνία μεταξύ μεταβιβάζοντος και αποκτώντος3. Παράδοσις της νομής

Σημείωση:Α. Κατ' άρθρο 976 εδ. α' Α.Κ., η νομή μεταβιβάζεται με υλική παράδοση.Β. Κατ' άρθρο 976 εδ. β' Α.Κ., η νομή μεταβιβάζεται και μακρά χειρί καιΓ. Εξ αντιδιαστολής εφαρμοζομένου του άρθρου 976 εδ. β' Α.Κ., η νομή μεταβιβάζεται και βραχεία χειρίΔ. Κατ' άρθρο 977 Α.Κ., η νομή μεταβιβάζεται και με αντιφώνηση ή έκταξη.

1. ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 1036 Α.Κ.

1. Έλλειψη κυριότητος του μεταβιβάζοντος2. Συμφωνία μεταξύ μεταβιβάζοντος και αποκτώντος3. Υλική παράδοση της νομής ή τρόπος εξομοιούμενος με υλική παράδοση (παράδοση μακρά - βραχεία χειρί)4. Καλή πίστη του αποκτώντος (δηλ. ούτε να γνώριζε, ούτε να ώφειλε να γνώρίζη) ως προς το αν ο μεταβιβάζων είναι κύριος ή όχι5. Να μην είναι το πράγμα κλοπιμαίο ή απολωλός (1038 Α.Κ., 372 Π.Κ.)

Σημείωση: Απώλεια της νομής έχουμε σε τρεις περιπτώσεις. Έτσια) ο κύριος χωρίς την θέλησή του θα έχει χάσει τον επί του πράγματος φυσικό εξουσιασμό,β) το πράγμα θα έχει εγκαταλειφθή ή εκποιηθή από τον βοηθό νομέα,γ) το πράγμα θα παρακρατείται από τρίτο έναντι του αληθινού κληρονόμου.

Η 1036 Α.Κ. πεδίο εφαρμογής έχει στην περίπτωση υπεξαίρεσης, δηλ. όταν κάποιος ιδιοποιείται παράνομα πράγμα που είχε ήδη στην κατοχή του.

12. ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΑΡΧΕΣ ΠΟΥ ΚΑΘΙΕΡΩΝΕΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1034 Α.Κ.

Ó å ë ß ä á 9

Page 10: ASTIKO

Ι. Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΥ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΥΠΟΣΧΕΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΚΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑΣ

Η πώληση στην πραγματικότητα αποτελείται από τρεις αυτοτελείς, σχετικά ανεξάρτητες μεταξύ τους συμβάσεις. Η πρώτη είναι η ενοχική υποσχετική, την οποία ρυθμίζει το άρθρο 513 Α.Κ., η εμπράγματη περί μεταβιβάσεως της κυριότητος, την οποία ρυθμίζει το άρθρο 1034 Α.Κ., και η εμπράγματη περί μεταβιβάσεως της κυριότητας του τιμήματος, την οποία ρυθμίζει επίσης το άρθρο 1034 Α.Κ.

ΙΙ. Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΝΑΙΤΙΩΔΟΥΣ ΤΗΣ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑΣ ΤΗΣ ΠΩΛΗΣΕΩΣ

Καθώς, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, οι τρεις συμβάσεις της πώλησης είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους, το κύρος της εμπράγματης δικαιοπραξίας περί μεταβιβάσεως της κυριότητας δεν εξαρτάται από την ενοχική σύμβαση. Ετσι, άν ένας ανήλικος ηλικίας 17 ετών αγοράση ένα μοτοποδήλατο, η μεν ενοχική σύμβαση της πώλησης θα είναι άκυρη, όμως, κατ' Α.Κ. 134, η σχετική εμπράγματη περί παραδόσεως της κυριότητος σύμβαση θα είναι ισχυρή, ώστε εάν του παραδόθηκε το μοτοποδήλατο, ο ανήλικος να έχει αποκτήση κυριότητα επ\ αυτού. Σχετικά, το άρθρο 134 Α.Κ. αναφέρει ότι ο ανήλικος ηλικίας πάνω των 10 ετών έγκυρα καταρτίζει δικαιοπραξίες, όταν αυτές αφορούν το έννομο όφελός του. Φυσικά, πάντοτε θα αντίκειται στο "έννομο όφελος" της 134 η εκ μέρους του ανηλίκου ανάληψη μιας νομικής υποχρεώσεως, όπως αυτή απορρέει από την σύμβαση της πωλήσεως. Επίσης, δεν θα πρέπει να συγχέεται το "έννομο όφελος" με το περιουσιακό (οικονομικό) όφελος, επειδή μερικές φορές το ένα δεν συμπίπτει με το άλλο, λ. χ. ο 12ετής Α αγόρασε από τον Ε επί πιστώσει ένα στερεοφωνικό συγκρότημα αξίας δρχ. 500.000 με συμφωνηθέν τίμημα δρχ. 50.000. Βέβαια αυτή η σύμβαση είναι προς το περιουσιακό συμφέρον του ανηλίκου, αφού αγοράζει σε πολύ καλή τιμή, όμως η ενοχική σύμβαση παρά ταύτα θα είναι άκυρη επειδή αναλαμβάνει ο Α ενοχική υποχρέωση έναντι του Ε. Τέλος, ο άνω των 10 ετών ανήλικος μπορεί και να καταρτίζη τέτοιες νομικά ωφέλιμες γι' αυτόν συμβάσεις, όπως αποδοχή δωρεάς, αποδοχή εκχωρήσεως κ.λπ.

ΙΙΙ. Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ ΤΗΣ ΝΟΜΗΣ

ΠΡΑΚΤΙΚΟ: 4. Ο Κ πεθαίνει την 1-1-1991. Ο Α, αδελφός του, πιστεύοντας πως είναι ο μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος του Κ, αποδέχεται την κληρονομία νομότυπα και μεταγράφει την αποδοχή τον Φεβρουάριο του 1991. Την 1-3-1991 πωλεί, μεταβιβάζει και μεταγράφει ένα κληρονομιαίο ακίνητο στον Ζ. Ενα χρόνο αργότερα, ανακαλύπτεται ιδιόγραφη χειρόγραφη διαθήκη του Κ, στην οποία αυτός ορίζει την φίλη του Φ "ως μοναδικό κληρονόμο". α) Ποιες ενέργειες πρέπει να κάνει η Φ; β) Θα διέφεραν αυτές, άν ο Α πριν μεταβιβάση το κληρονομιαίο είχε επιτύχη την έκδοση κληρονομητηρίου; γ) Ποια θα ήταν η λύση, εάν το κληρονομιαίο δεν ανήκε κατά κυριότητα στον Κ, αλλά στον Δ;

Ó å ë ß ä á 1 0

Page 11: ASTIKO

ΛΥΣΗ: α) Εφαρμόζοντας την διάταξη του άρθρου 1033 Α.Κ. στην πωλητήρια σύμβαση που συνήφθη μεταξύ των Α και Ζ, παρατηρούμε ότι ελλείπει μία από τις προϋποθέσεις εφαρμογής της, και συγκεκριμένα η κυριότητα του εκποιούντος Α. Επομένως, η πώληση αυτή θα είναι άκυρη και η Φ θα μπορεί να διεκδικήση το κληρονομιαίο με διεκδικητική αγωγή. β) Το κληρονομητήριο σκοπό έχει να παρέχει πίστη στους τρίτους, ότι συναλλάσσονται με τον αληθινό κληρονόμο. Αντίστοιχα, ο νόμος προστατεύει όσους τρίτους καλόπιστα συναλλάχθηκαν με τον φέροντα το κληρονομητήριο, ώστε η Φ να μην μπορεί πλέον να διεκδικήση το ακίνητο από τον Ζ. Μπορεί όμως να στραφή κατά του Α, και να του ζητήση να της καταβάλη το κατά τα άρθρα 1962, 1963 Α.Κ. αντικατάλλαγμα, δηλαδή τα χρήματα που εισέπραξε από την πώληση του κληρονομιαίου. γ) Ο Δ θα παραμείνει ο αληθής και μόνος κύριος του ακινήτου, επειδή ο Κ δεν ήταν κύριος, και μη μπορώντας να μετάσχει πλέον του ό έχει δικαίωμα δεν μεταβίβασε κυριότητα στον Α ή την Φ. Αλλά ούτε και ο Ζ απέκτησε, επειδή ναι μεν ήταν καλόπιστος και προστατεύεται από το κληρονομητήριο, το οποίο του παρέχει πίστη, αλλά ελλείπει μία προϋπόθεση του άρθρου 1033, και συγκεκριμένα η κυριότητα του πωλητή. Αυτή την έλλειψη ούτε το κληρονομητήριο δεν μπορεί να θεραπεύσει.

13. ΤΟ ΣΥΜΦΩΝΟ ΕΠΙΦΥΛΑΞΕΩΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΟΤΗΤΟΣ

Όταν το πράγμα πωλείται επί πιστώσει, ο πωλητής πρέπει να εξασφαλιστεί (αφού αβέβαια παραδίδει πράγμα αξίας στον αγοραστή) για το ότι τελικά θα εισπράξη το τίμημα. Αυτό επιδιώκεται με το σύμφωνο επιφυλάξεως της κυριότητος, όρο που ρυθμίζεται στο άρθρο 532 Α.Κ. Αυτός ο όρος τίθεται τόσο στην ενοχική, όσο και στην εμπράγματη σύμβαση, και σε περίπτωση αμφιβολίας, δηλαδή εάν τα μέρη δεν ώρισαν διαφορετικά, λειτουργεί ως αναβλητική αίρεση. Το μέλλοντικό και αντικειμενικά αβέβαιο γεγονός της αίρεσης αυτής είναι η εξόφληση του τιμήματος από τον αγοραστή. Μέχρι τότε, ο πωλητής θα διατηρήσει την κυριότητα και την νομή του πράγματος, ενώ ο αγοραστής θα έχει την κατοχή και το δικαίωμα προσδοκίας.

14. ΟΙ ΑΙΡΕΣΕΙΣ

Αίρεση είναι ένας όρος που τίθεται στην δικαιοπραξία, και εξαρτά τα αποτελέσματά της από ένα γεγονός μελλοντικό και αντικειμενικά αβέβαιο. Τις αιρέσεις διακρίνουμε σε:

ΓΝΗΣΙΕΣ και ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΕΣΓνήσιες αιρέσεις είναι οι όροι που τίθενται στην δικαιοπραξία και εξαρτούν τα αποτελέσματά της από ένα γεγονός μέλλον και αντικειμενικά αβέβαιο

Καταχρηστικές αιρέσεις είναι οι όροι που τίθενται στην δικαιοπραξία και εξαρτούν τα αποτελέσματά της από ένα γεγονός παρελθόν ή τωρινό, με υποκειμενική αβεβαιότητα.

ΑΝΑΒΛΗΤΙΚΕΣ και ΔΙΑΛΥΤΙΚΕΣΑναβλητικές αιρέσεις είναι εκείνες, στις οποίες τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας θα επέλθουν όταν και εφ' όσον πληρωθή η αίρεση.

Ó å ë ß ä á 1 1

Page 12: ASTIKO

Διαλυτικές αιρέσεις είναι εκείνες, στις οποίες τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας επέρχονται αμέσως με την κατάρτισή τους (άμα τη καταρτίσει), αλλά ανατρέπονται εάν συμβή το γεγονός της αίρεσης.

Διακρίνουμε επίσης δύο στάδια στην αίρεση: το στάδιο "ηρτημένης της αιρέσεως" (δηλαδή όσο διαρκεί η αβεβαιότητα) και το στάδιο "πληρωθείσης ή ματαιωθείσης της αιρέσεως". Όταν μία δικαιοπραξία τελεί υπό αναβλητική αίρεση, τονίζεται ότι εφ' όσον συμβή το γεγονός, η αίρεση πληρούται και τότε επέρχονται τα νόμιμα αποτελέσματα.

Όταν μία δικαιοπραξία τελεί υπό αίρεσιν, διακρίνουμε δύο πρόσωπα που εμπλέκονται, τον υπό αίρεσιν υπόχρεο και τον υπό αίρεσιν δικαιούχο. Ο υπό αίρεσιν δικαιούχος είναι το πρόσωπο στο οποίο θα επέλθουν τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας. Όταν η δικαιοπραξία τελεί υπό διαλυτική αίρεση, υπόχρεως είναι το πρόσωπο στο οποίο ενεργεί το αποτέλεσμα με την κατάρτιση της δικαιοπραξίας.

15. ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 206 Α.Κ.

1. Εμπράγματη, εκποιητική δικαιοπραξία2. Η δικαιοπραξία να έγινε από τον υπό αίρεσιν υπόχρεο3. Η δικαιοπραξία να βλάπτει το αποτέλεσμα4. Να πληρωθή η αίρεση

Όταν συντρέξουν οι τέσσερις αυτές προϋποθέσεις, η εκποιητική δικαιοπραξία θα είναι αυτοδίκαια και χωρίς καμμιά άλλη ενέργεια άκυρη κατ' Α.Κ. 180.

ΠΡΑΚΤΙΚΟ: 5. Ο Α πώλησε και μεταβίβασε με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή την 1-2-1990 ένα αγρόκτημά του στον Β. Συνεφωνήθη το τίμημα, δρχ. 10.000.000, να εξοφληθή μέχρι την 1-2-1991. Την 1-4-1990, ο Β πώλησε και μεταβίβασε το ίδιο αγρόκτημα στον Γ. Δεδομένου ότι μέχρι την 2-1-1991 ο Α δεν εξωφλήθη, τι μπορεί να κάνει ως προς τον αγρό; Τι θα έπρεπε να είχε συμφωνηθή μεταξύ των Α και Β και πότε για να διεκδικήση ο Α σήμερα τον αγρό από τον Γ;

ΛΥΣΗ: Η λύση του πρακτικού αυτου ερείδεται στις διατάξεις 130, 206 και 1033 του Α.Κ.

16. Η ΥΠΑΝΑΧΩΡΗΣΗ

Η υπαναχώρηση είναι ένα διαπλαστικό δικαίωμα, που ασκείται από τον δικαιούχο με μονομερή δήλωσή του. Είναι είτε συμβατική, ρυθμιζόμενη από τα άρθρα 389 επ. του Α.Κ., είτε νόμιμη, ρυθμιζόμενη από τα άρθρα 382, 383 και 386 Α.Κ. Ο Αστικός Κώδικας, στις διατάξεις Α.Κ. 389 έως και 401 ρυθμίζει την συμβατική υπαναχώρηση, αλλά μερικές από τις διατάξεις

Ó å ë ß ä á 1 2

Page 13: ASTIKO

αυτές εφαρμόζονται και στη νόμιμη υπαναχώρηση, και αυτές είναι οι διατάξεις για το πώς ασκείται και τι αποτελέσματα επιφέρει.

Η υπαναχώρηση ενεργεί για το μέλλον (ex nunc). Όταν ασκηθή, παύουν οι υποχρεώσεις των μερών που είχαν για να εκπληρώσουν τις κύριες παροχές, ενώ για το παρελθόν η υπαναχώρηση έχει ενοχική ενέργεια, πράγμα που σημαίνει ότι οι ήδη καταβληθείσες παροχές μπορεί ενοχικά να αναζητηθούν (389 Α.Κ.).

ΠΡΑΚΤΙΚΟ: 6. Ο Α, την 1-2-1991 πωλεί, μεταβιβάζει και παραδίδει στον Β ένα ζωγραφικό πίνακα αντί τιμήματος δρχ. 500.000, τον οποίο και του παραδίδει. Ο Β προκαταβάλλει ποσόν δρχ. 100.000, το υπόλοιπο όμως θα καταβάλη στον Α σε ισόποσες μηνιαίες δόσεις, μέχρι την εξόφληση των οποίων συνεφωνήθη ο Α να παρακρατήση την κυριότητα επί του πίνακά του. Την 1-3-1991, ο Α πωλεί και μεταβιβάζει τον ζωγραφικό πίνακα στον Ζ. Την 1-6-1991, ο Β καταβάλλει και την τελευταία δόση. Είναι δυνατή η μεταβίβαση της κυριότητας του πίνακα από τον Α στον Ζ την 1-3-1991; Πώς; Οταν ο Β εξαφλήση, ποιος θα είναι πλέον ο κύριος του πίνακα; Ποια θα ήταν η λύση στα παραπάνω θέματα εάν ο Β είχε φέρει στις 15-2-1991 τον πίνακα στο εργαστήριο του Α για επιδιόρθωση;

ΛΥΣΗ: Είναι δυνατή, και κατ' εφαρμογή της διάταξης Α.Κ. 1034, της οποίας πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις, δηλαδή α) κυριότης του μεταβιβάζοντος, έστω και υπό αίρεσιν, β) συμφωνία μεταξύ μεταβιβάζοντος και αποκτώντος, και γ) παράδοση της νομής. Εδώ η νομή θα παραδοθή όχι αυτούσια, αλλά με έκταξη (Α.Κ. 977). Οσον αφορά στο τρίτο ερώτημα, παρατηρούμε ότι ενεργήθηκε διάθεση του πωληθέντος αντικειμένου ηρτημένης της αιρέσεως, η οποία εμπίπτει κατά το πραγματικό της μέρος στις προϋποθέσεις της διάταξης Α.Κ. 180, η οποία και εφαρμόζεται, επιφέροντας ως έννομη συνέπεια την αυτοδίκαιη ακυρότητα της συγκεκριμένης διάθεσης.

ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΟΣ: Εφ' όσον ο αγοραστής τρίτος είναι καλόπιστος ως προς την ύπαρξη της αιρέσεως, συγκρούονται οι διατάξεις Α.Κ. 206 και 1036. Υποστηρίζονται δύο τρόποι ερμηνευτικής άρσης της σύγκρουσης αυτής:Είτε Ι) Η Α.Κ. 206 κατισχύει της Α.Κ. 1036, και ο Β εγείρει κατά του Ζ την διεκδικητική της κυριότητος αγωγή,είτε ΙΙ) Η Α.Κ. 1036 κατισχύει της Α.Κ. 206, και ο Ζ αποκτά κυριότητα. Αυτή την λύση ακολουθεί και η απόφαση του ΕφΑθ το 1982, με σχόλιο του Γεωργιάδη.

Αυτά πάντως, θα ισχύουν μόνον όταν ο υπό αίρεσιν υπόχρεως προέβη σε εκποιητική του πράγματος δικαιοπραξία έχοντας ταυτόχρονα και τον φυσικό εξουσιασμό επί του πράγματος, ώστε την βάση της καλής πίστης του Ζ να αποτελέσει το νόμιμο μαχητό τεκμήριο της Α.Κ. 9__, κατά το οποίο σε περίπτωση αμφιβολίας, ο νομέας θεωρείται ότι είναι ο κύριος του πράγματος.

ΑΣΚΗΣΗ: 7. Ο Α πωλεί, μεταβιβάζει και παραδίδει στον Β την 1-7-1991 ένα στερεοφωνικό συγκρότημα με δόσεις, παρακρατώντας συνάμα και την κυριότητα επί αυτού μέχρι την πλήρη εξόφλησή του. Την 1-8-1991 ο Β πωλεί, μεταβιβάζει και παραδίδει το στερεοφωνικό στον καλόπιστο Θ. Ο Β δεν συνέχισε να πληρώνει τις δόσεις. Μπορεί ο Α να διεκδικήση το στερεοφωνικό από τον Θ; Αναπτύξτε τους συλλογισμούς σας.Λύση: Όχι, 206, επειδή ο Β δεν είναι ο υπό αίρεσιν υπόχρεως).

Όπως ειπώθηκε πιο πριν, όσο διαρκούν οι δόσεις, ο πωλητής διατηρεί - εφ' όσον έχει συμφωνηθεί παρακράτηση της κυριότητας - την νομή και την

Ó å ë ß ä á 1 3

Page 14: ASTIKO

κυριότητα. Η κυριότητα όμως είναι μετακλητή, αφού αυτοδίκαια θα μεταβή στον αγοραστή, μόλις αυτός εξοφλήση το τίμημα. Καθαρή θα γίνη η κυριότητα του πωλητή πάλι άν ο αγοραστής αθετήση τις υποχρεώσεις του. Έτσι ο πωλητής, όντας κύριος, δεν εμποδίζεται να μεταβιβάση την μετακλητή αλλά μεταβιβαστή αυτή κυριότητα. Σε αυτή την περίπτωση, και εφ' όσον ο αγοραστής στην συνέχεια εξοφλήση, τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη 206 Α.Κ. Ο πωλητής ως κύριος του πράγματος μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, προστατεύεται με τις διατάξεις Α.Κ. 1094-1108 και ως νομέας με τις Α.Κ. 987-989. Όταν ο αγοραστής καταστή υπερήμερος, ο πωλητής είτε απαιτεί το τίμημα είτε υπαναχωρεί, ασκώντας τα δικαιώματά του από την κυριότητα.

Ο αγοραστής στην πώληση υπό την αίρεση της παρακρατήσεως της κυριότητας, είναι κάτοχος και φορέας δικαιώματος προσδοκίας. Η προσδοκία κατά την ορθώτερη άποψη αποτελεί περιουσιακό, ιδιόμορφο δικαίωμα μικτής φύσεως. Είναι και κληρονομητή, και απαλλοτριωτή (Α.Κ. 1034). Εάν, ηρτημένης της προσδοκίας, διατεθή η κυριότητα, ο αγοραστής συνεχίζει ν' αποπληρώνει τις δόσεις, και όταν εξοφλήση, τότε ο τρίτος θα αποκτήση κυριότητα. Ο αγοραστής ως κάτοχος απολαμβάνει την προστασία που παρέχεται στον νομέα, και ως προσδοκών δικαίωμα την προστασία κατά 69 ΚΠολΔικ.

Ζήτημα υπάρχει εάν τρίτος παράνομα και υπαίτια προσβάλει την προσδοκία καταστρέφοντας ή βλάπτοντας το πράγμα. Τότε ο αγοραστής θα έχει την αξίωση των διατάξεων Α.Κ. 914 επ. Αμφισβητείται εάν την αξίωση αυτή θα την έχει ο πωλητής του πράγματος. Η κρατούσα άποψη είναι αρνητική. Ο Γεωργιάδης υποστηρίζει ότι εκάτερος δικαιούται, αλλά από κοινού (οπότε θα πρέπει να γίνη δημόσια κατάθεση του ποσού της αποζημίωσης στο όνομα και των δύο).

17. ΤΟ ΕΝΕΧΥΡΟ

ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΟΥ ΕΝΕΧΥΡΟΥ

Ενέχυρο κοινό ή συμβατικό

Α.Κ. 1221 επ. Α.Κ. 1215

Ενέχυρο πλασματικό Α.Κ. 1214Γορδιανό ενέχυρο1 Α.Κ. 1233Νόμιμο ενέχυρο Α.Κ. 1246

ΟΙ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΑΤΙΚΟΥ ΕΝΕΧΥΡΟΥ:1. Κυριότητα του παραχωρούντος το ενέχυρο επί του ενεχυραζομένου

1ÃïñäéáíÞ åðßó÷åóçÓ å ë ß ä á 1 4

Page 15: ASTIKO

2. Συμφωνία μεταξύ του παραχωρούντος και του αποκτώντος περί ενεχύρου3. Παράδοση του πράγματος με κάθε τρόπο εκτός από την αντιφώνηση4. Τύπος: Συμβολαιογραφικό έγγραφο ή ιδιωτικό βεβαίας χρονολογίας

Εξαίρεση των άρθρων Α.Κ. 1211 και 1215: Είναι δυνατή η σύσταση ενεχύρου και από μη κύριο, με τις προϋποθέσεις των άρθρων 1036 μέχρι και 1039 Α.Κ.

Πλασματικό είναι το ενέχυρο που καταρτίζεται με συμφωνία χωρίς να παραδοθή το πράγμα. Ομως, η σχετική συμφωνία θα πρέπει να καταχωρηθή σε ειδικό βιβλίο κατά τα άρθρα 1214 Α.Κ. και 71 ΕισΝΑΚ. Μέχρι σήμερα δεν έχει συσταθή τέτοιο βιβλίο στην ελληνική Επικράτεια, αν και υπάρχουν τέτοια βιβλία για ορισμένες κατηγορίες ιδιαίτερων πλασματικών ενεχύρων, όπως λ.χ. βιομηχανικού εξοπλισμού, καπνού, γεωργικό ενέχυρο.

ΓΟΡΔΙΑΝΟ ΕΝΕΧΥΡΟ

ΠΡΑΚΤΙΚΑ: 7. Ο Α, την 1-2-1991 δανείζεται από τον Δ δρχ. 100.000, παραχωρώντας του ως ενέχυρο ένα κόσμημά του. Ημερομηνία απόδοσης του δανείου ορίζεται η 1-2-1991. Την 1-3-1991 ο Α δανείζεται από τον Δ δρχ. 50.000, και ορίζεται ημερομηνία απόδοσης του δανείου αυτού η 1-9-1991. Εάν υποτεθή ότι ο Α δεν εξοφλεί στον Δ το ποσόν του δευτέρου δανείου, ο Δ δικαιούται όταν το δάνειο καταστή ληξιπρόθεσμο και το εξοφλήση ο Α, να ζητήση να παραμείνη το κόσμημα έως ότου εξοφληθή και το άλλο, μη ενεχυρασμένο δάνειο;8. Ο Α χρησιδάνεισε στον Β ένα γεωτρύπανο. Το γεωτρύπανο αυτό, κατά τη διάρκεια του χρησιδανείου παρουσίασε μία μηχανική βλάβη. Ο Β το εισκόμισε στο συνεργείο του Μ για να επισκευασθή, αλλά αρνείται να πληρώση τον λογαριασμό της επισκευής, ο οποίος ανέρχεται στο ποσό των δρχ. 100.000 Η αξίωση του Μ για την αμοιβή του, ασφαλίζεται με νόμιμο ενέχυρο ναι ή όχι;9. Ο Κώστας πεθαίνει την 1-1-1991. Ο Αντώνης, αδελφός του, πιστεύοντας ότι είναι ο μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος του, πωλεί, μεταβιβάζει και παραδίδει την 1-1-1992 έναν ζωγραφικό πίνακα που περιλαμβανόταν στην κληρονομιαία περιουσία στον καλόπιστο Φιλοτεχνίδη. Επίσης, δανείζεται από τον Τοκογλυφίδη ποσόν δρχ. 1.000.000 ενεχυράζοντας χίλιες ανώνυμες μετοχές, οι οποίες επίσης ανήκαν στην κληρονομιαία περιουσία. Την 1-2-1991 βρέθηκε διαθήκη του Κ, με την οποία αυτός εγκαθιστά μοναδική του κληρονόμο την φίλη του Ζωηροπούλου. Απέκτησε ο Φιλοτεχνίδης κυριότητα επί του πίνακα; Είναι έγκυρη η σύσταση του ενεχύρου;

ΛΥΣΕΙΣ: 7.8.9.

18. Η ΚΑΤΑΠΙΣΤΕΥΤΙΚΗ Η ΑΙΣΧΡΟΚΕΡΔΗΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑ

Καταπιστευτική (fiducia) είναι η δικαιοπραξία, της οποίας τα αποτελέσματα υπερακοντίζουν = ξεπερνούν τον σκοπό της. Εμφανίζεται με μία από τις εξής μορφές:

Ó å ë ß ä á 1 5

Page 16: ASTIKO

1. Καταπιστευτική μεταβίβαση κυριότητος κινητού προς εξασφάλιση απαιτήσεως2. Καταπιστευτική μεταβίβαση απαιτήσεως προς εξασφάλιση (άλλης) απαιτήσεως. Και εδώ θα εφαρμοσθούν αναλογικά τα άρθρα 1237 και 1239 Α.Κ.3. Καταπιστευτική μεταβίβαση κυριότητος ακινήτου προς εξασφάλισιν απαιτήσεως. Αυτή δεν είναι εφικτή, επειδή κατά το άρθρο 1033 Α.Κ. η μεταβίβαση κυριότητας ακινήτου απαιτεί και νόμιμη αιτία, ενώ γίνεται δεκτό ότι δεν μπορεί αυτή να συνίσταται σε μία απλή θέληση εμπράγματης εξασφάλισης κάποιου δανειστή.

Έγκυρες δικαιοπραξίες θα είναι μόνον τα δύο πρώτα είδη.

ΠΡΑΚΤΙΚΟ: 10. Ο Τ, ταβερνιάρης, δανείζεται από τον Δ ποσόν δρχ. 1.000.000 Ο Δ ζητά από τον Τ εξασφάλιση, αλλά ο Τ μόνα περιουσιακά στοιχεία έχει τα φορητά επαγγελματικά ψυγεία του. Ερωτάται α) Είναι δυνατόν να συσταθή ενέχυρο επί των ψυγείων αυτών, ενώσο θα παραμένουν στην ταβέρνα; β) Ποια θα ήταν η απάντηση στο πρώτο ερώτημα αν ο Τ έπαιρνε το δάνειο από την Τράπεζα Τ; γ) Πώς είναι δυνατή η εξασφάλιση του Δ, δεδομένου ότι τα ψυγεία πρέπει να μένουν στην ταβέρνα για να εξυπηρετείται η επαγγελματική-βιοποριστική δραστηριότητα του Τ; δ) Αν ο Τ συμφωνούσε να παραμείνη στην κατοχή των επαγγελματικών ψυγείων κατόπιν καταπιστευτικής πωλήσεώς τους προς τον Δ και όταν το χρέος καταστή ληξιπρόθεσμο και ο Τ εξοφλήση τον Δ, θα επέρχεται η κυριότητα επί των ψυγείων πίσω στον Τ;11. Ο εργοστασιάρχης Ο δανείστηκε από τον Δ το ποσόν των δρχ. 1.000.000 Συμφωνεί δε με τον Δ ότι του μεταβιβάζει την κυριότητα ενός τόρνου του εργοστασίου του αξίας δρχ. 1.000.000, μένοντας ο Ο κάτοχος. Μετά έναν μήνα, ο Δ πωλεί και μεταβιβάζει τον τόρνο στον τρίτο Ζ. Είναι δυνατή η μεταβίβαση στον Ζ; Πώς; Αν ο Ο εξοφλήση το χρέος του, ποιος θα είναι ο κύριος του μηχανήματος;12. Ο Ο, μόνη περιουσία έχει μία απαίτηση κατά του Ζ. Ο Ο δανείζεται από τον Δ το ποσόν των δρχ. 500.000 Ο Δ απαιτεί να τον εξασφαλίση ο Ο για το δάνειό του. Δεδομένου ότι ο Ο δεν έχει περιουσία, πώς μπορεί να εξασφαλίση τον Δ εμπραγμάτως;

ΛΥΣΕΙΣ: 10. α) Δεν είναι δυνατή η σύσταση ενεχύρου ενώσο τα ψυγεία παραμένουν στην διάθεση του οφειλέτη Τ επειδή, κατά τα προεκτεθέντα για τον προκείμενο τύπο (συμβατικό) ενεχύρου, ελλείπει η μία από τις τέσσαρες προϋποθέσεις. Έτσι, ναι μεν είναι ο Τ κύριος των ψυγείων του, συμφωνούν αυτός και ο δανειστής του Δ να ιδρυθή επί αυτών ενέχυρο και οπωσδήποτε θα προχωρήσουν όπως κάθε μέσος συνετός άνθρωπος στην κατάρτιση ενός συμβολαιογραφικού εγγράφου ή έστω ενός ιδιωτικού βεβαίας χρονολογίας σχετικά, αλλά η παράδοση της νομής στο ενέχυρο δεν μπορεί να γίνει με αντιφώνηση. β) Τα αυτά παρατηρητέα και επί του δευτέρου ερωτήματος του πρακτικού. γ) Μπορεί ο Δ να εξασφαλίση την απαίτησή του με μία καταπιστευτική δικαιοπραξία: Ο Δ του μεταβιβάζει την κυριότητα επί των ψυγείων δι' αντιφωνήσεως. Πάντως, η καταπιστευτική

Ó å ë ß ä á 1 6

Page 17: ASTIKO

αυτή δικαιοπραξία δεν θα ισχύει έναντι τρίτων. δ) Ναι, και μάλιστα αυτοδίκαια.11. Εισαγωγικά παρατηρητέο ότι εδώ δεν υφίσταται διαλυτική αίρεση, και άρα ο Δ ενοχική μόνον υποχρέωση θα έχει έναντι του Ο για αναμεταβίβαση της κυριότητας του τόρνου. Η μεταβίβαση στον Ζ, τρίτο, θα γίνη κανονικώτατα και κατά τις προϋποθέσεις του άρθρου 1034 Α.Κ., οι οποίες κατά τα πραγματικά περιστατικά του πρακτικού φαίνονται να συντρέχουν, και συγκεκριμένα η κυριότητα του πωλούντος Δ, η συμφωνία μεταξύ Δ και Ζ και η παράδοση της νομής του τόρνου από τον Δ στον Ζ με έκταξη. Πάντως, ο Δ θα υποχρεούται σε αποζημίωση έναντι του Ο, εφ' όσον παραβή την ενοχική του υποχρέωση για αναμεταβίβαση της κυριότητος του τόρνου.12. Μπορεί να εκχωρήση την κατά του Ζ απαίτησή του καταπιστευτικά στον Δ, όπως πιο πάνω εξετέθη, εκτός της διαλυτικής αίρεσης. (1247-1248)

19. Η ΔΟΥΛΕΙΑ

Η δουλεία είναι το περιωρισμένο εμπράγματο δικαίωμα που συνίσταται επί κάποιου πράγματος και παρέχει στον δικαιούχο του κάποια ωφέλεια.

ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΗΝ ΔΟΥΛΕΙΑ

1. Οι δουλείες συστήνονται επί ακινήτου (ΕΞΑΙΡΕΣΗ: επικαρπία επί κινητού)

2. Δουλεία συστήνεται έγκυρα και επί ξένου πράγματος (ΕΞΑΙΡΕΣΗ: το άρθρο 1114 Α.Κ.)

3. Δουλεία συστήνεται μόνον επί πράγματος (ΕΞΑΙΡΕΣΗ: επικαρπία δικαιώματος - άρθρο 1178 Α.Κ.)

4. Δουλεία επί δουλείας δεν μπορεί να συσταθή

5. Αρχή της ωφελείας

6. Το περιεχόμενο των δουλειών μπορεί να συνίσταται είτε στο ότι ο δουλειούχος θα παραλείπη κάποιες ενέργειες, είτε στο ότι ο δουλειούχος θα ανέχεται κάποιες ενέργειες

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Δε μπορεί να αποτελέση περιεχόμενο δουλείας η υποχρέωση του δουλειούχου να προβή σε θετική πράξη. (ΕΞΑΙΡΕΣΗ: άρθρα 1126-1127 Α.Κ.)

Οι δουλείες διακρίνονται σε ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ και ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ

Κριτήριο της διακρίσεως των δουλειών σε πραγματικές και προσωπικές είναι ο προσδιορισμός του φορέα του δικαιώματος της δουλείας.

Ó å ë ß ä á 1 7

Page 18: ASTIKO

Ειδικώτερα: Αν η δουλεία έχει συσταθή υπέρ ατομικά αρισμένου προσώπου είναι προσωπική, ενώ αν αντίθετα συνεστάθη υπέρ του "δεσπόζοντος" ακινήτου ή του εκάστοτε κυρίου του δεσπόζοντος, είναι πραγματική. Οι πραγματικές δουλείες διέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 1118-1141 Α.Κ. Από τις προσωπικές, η επικαρπία διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 1142-1182 Α.Κ., η οίκηση ομοίως 1183 -1187 Α.Κ., οι περιωρισμένες προσωπικές δουλείες ομοίως 1188-1191 Α.Κ.

20. Η ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑ

Η χρησικτησία αποτελεί θεσμό πρωτότυπης κτήσης κυριότητος. Ο Α.Κ. γνωρίζει δύο μορφές χρησικτησίας, την τακτική (1041 επ. Α.Κ.) και την έκτακτη (1045 Α.Κ.)

ΟΙ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΤΑΚΤΙΚΗΣ ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑΣ

1. Το πράγμα να είναι δεκτικό χρησικτησίας, ήτοι να μην εμπίπτει στα περιγραφόμενα από τα άρθρα 1054 και 1055 Α.Κ.2. Νομή του πράγματος. Παρατηρητέο ότι όταν πρόκειται για τακτική χρησικτησία ακινήτου, για να αρχίση ο χρόνος χρησικτησίας δεν αρκεί μόνον η νομή του ακινήτου, αλλά απαιτείται και μεταγραφή του τίτλου, νόμιμου ή νομιζομένου.3. Νόμιμος τίτλος εν ευρεία εννοία, δηλαδή κάθε νομικό γεγονός που σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση θα προσεπόριζε κυριότητα, αλλά ιn concreto λόγω ελαττώματος δεν την προσπορίζει. Αν το ελάττωμα θα είναι η έλλειψη κυριότητας του μεταβιβάζοντος, θα πρόκειται για νόμιμο τίτλο, ενώ άν το ελάττωμα είναι οποιοδήποτε άλλο, λ.χ. δικαιοπρακτική ανικανότης, θα πρόκειται για νομιζόμενο τίτλο.4. Καλή πίστη του χρησιδεσπόζοντος. Ο χρησιδεσπόζων τελεί σε καλή πίστη όταν κατά την κτήση της νομής είχε την πεποίθηση ότι απέκτησε την κυριότητα.5. Πάροδος ορισμένου χρόνου, τριετίας για τα κινητά, δεκαετίας για τα ακίνητα.

ΟΙ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΚΤΑΚΤΗΣ ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑΣ (1045 Α.Κ.)

1. Το πράγμα να είναι δεκτικό χρησικτησίας, ήτοι να μην εμπίπτει στα περιγραφόμενα από τα άρθρα 1054 και 1055 Α.Κ.2. Νομή του πράγματος3. Πάροδος εικοσαετίας

ΠΡΑΚΤΙΚΑ: 13. Ο Κλεφτόπουλος κλέβει από τον Αγαθιάδη την 1-1-1980 έναν ζωγραφικό πίνακα.Την επομένη πωλεί, μεταβιβάζει και παραδίδει τον πίνακα στον καλόπιστο Φιλοτεχνίδη. Θα γίνη δεκτή η διεκδικητική αγωγή που

Ó å ë ß ä á 1 8

Page 19: ASTIKO

εγείρει ο Αγαθιάδης κατά του Φιλοτεχνίδη την 1-1-1982; Ποια θα ήταν η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα εάν ο Α εγείρη την αγωγή του το 1984;14. Ο Α το 1980 πωλεί και μεταβιβάζει με συμβολαιογραφικό έγγραφο μεταγεγραμμένο προς τον Β ένα ακίνητο, ανήκον κατά κυριότητα στον Δ. Ποιες δικαιοπραξίες κατηρτίσθησαν μεταξύ των Α και Β το 1980 και ποίο το κύρος τους; Θα γίνη δεκτή η διεκδικητική αγωγή που εγείρη ο Δ κατά του Β την 1-1-1985; Ποια θα είναι η απάντηση εάν την είχε εγείρη το 1984;

ΛΥΣΕΙΣ: 13. Ο Αγαθιάδης παραμένει κύριος του πίνακα, κατ' εφαρμογήν των άρθρων 1036 επ. Α.Κ. Ο κλέφτης δεν είναι κύριος κατά 1034, οπότε εξετάζεται εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1036. Και αυτές συντρέχουν όλες εκτός από μία, επειδή η νομή του κλέφτη επί του πίνακα είναι επιλήψιμη, και δεν μπορεί αυτός να μεταβιβάση πλέον του ό έχει δικαίωμα. Όμως, στο πρόσωπο του Φιλοτεχνίδη συντρέχουν οι προϋποθέσεις της τακτικής χρησικτησίας επί κινητού, της οποίας η τριετής προθεσμία λήγει την 1-1-1983. Ετσι, εάν ο Αγαθιάδης εγείρη διεκδικητική αγωγή, αυτή θα είναι παραδεκτή μόνον εάν ασκήθηκε πριν την ημερομηνία αυτή.14. Η πώληση συνίσταται από δύο αυτοτελείς δικαιοπραξίες, μη σχετιζόμενες ή εξαρτώμενες η μία από την άλλη, την ενοχική περί πωλήσεας και την εμπράγματη περί μεταβιβάσεως της κυριότητος. Η ενοχική σύμβαση θα είναι εγκυρότατη, ακόμη και στην προκείμενη περίπτωση, όπου η εμπράγματη δικαιοπραξία δεν είναι, ελλειπούσης της πρώτης προϋποθέσεας του άρθρου 1033 Α.Κ. Όμως, ο Β θα μπορεί να επικαλεσθή για τον εαυτό του τακτική χρησικτησία επί ακινήτου κατά τα προεκτεθέντα, οπότε θα αποκτήση το 1990 την πλήρη κυριότητα επί του ακινήτου.

21. Η ΚΟΙΝΟΚΤΗΜΟΣΥΝΗ

Η κοινοκτημοσύνη είναι το συμβατικό σύστημα ρύθμισης των συζυγικών περιουσιακών σχέσεων, που συνίσταται στην εγκαθίδρυση κοινωνίας καθ' ισομοιρίαν στα περιουσιακά τους στοιχεία των δύο συζύγων, χωρίς δικαίωμα διάθεσης από κάθε σύζυγο της ιδανικής του μερίδας. Επομένως, εννοιολογικά στοιχεία της κοινοκτημοσύνης είναι:

1. Η κοινοκτημοσύνη αποτελεί συμβατικό σύστημα για τη ρύθμιση των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων, αντίθετα με την περιουσιακή αυτοτέλεια συνδυαζόμενη με την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα του άρθρου 1400 Α.Κ., που είναι και το εν αμφιβολία (εάν άλλως δεν ωρίσθη) νόμιμο σύστημα.2. Η κοινοκτημοσύνη συνεπάγεται κοινωνία κατ' ίσα, ιδανικά μέρη στα περιουσιακά στοιχεία τους των δύο συζύγων.3. Στην κοινοκτημοσύνη αποκλείεται η διάθεση του ιδανικού μέρους εκάστου συζύγου.

Ó å ë ß ä á 1 9

Page 20: ASTIKO

4. Η σύμβαση της κοινοκτημοσύνης καταρτίζεται είτε πριν, είτε μετά το γάμο, τυπικά μεταξύ των συζύγων. Δεν αποκλείεται όμως και η σύμπραξη τρίτου προσώπου.

Η σύμβαση της κοινοκτημοσύνης είναι υποσχετική, αφού οι δύο σύζυγοι αναλαμβάνουν την υποχρέωση να μεταβιβάσουν το 1/2 εξ αδιαιρέτου των περιουσιακών στοιχείων που υπάγονται σε αυτούς. Ο υποσχετικός χαρακτήρας της κοινοκτημοσύνης σημαίνει ότι με αυτήν δεν δημιουργείται η κοινωνία στα περιουσιακά στοιχεία που θα αποτελέσουν την κοινή περιουσία των συζύγων, αλλά την αιτία για την δημιουργία της κοινωνίας αυτής, που επέρχεται μόνον εφ' όσον συντελεσθούν οι οικείες κατά περίπτωσιν μεταβιβαστικές πράξεις (μεταβίβαση κυριότητος, εκχώρησις).

22. ΤΟ ΠΡΟΣΥΜΦΩΝΟ

Με το προσύμφωνο γεννάται ενοχή, ειδικώτερα εάν αναληφθή υποχρέωση από τα μέρη να καταρτίσουν αμφοτεροβαρή σύμβαση, τότε και το προσύμφωνο αποτελεί αμφοτεροβαρή σύμβαση και εφαρμόζονται αναλογικά οι σχετικές διατάξεις. Διακρίνουμε δύο στάδια:

ΣΤΑΔΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΟΙ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ

Κατά τα άρθρα Α.Κ. 166, 513 και 369 η πώληση ακινήτου είναι τυπική, οπότε και το προσύμφωνο περί πωλήσεως ακινήτου θα απαιτεί τύπο. Πάντως, το προσύμφωνο δεν θα απαιτεί μεταγραφή, επειδή είναι ενοχική σύμβαση, και οι ενοχικές συμβάσεις με μόνη εξαίρεση την του άρθρου 618 (μίσθωση κατοικίας άνω 9 ετών) δεν υπόκεινται σε μεταγραφή, και δεν περιλαμβάνεται άλλως τε το προσύμφωνο στις περιοριστικά αναφερόμενες αιτίες μεταγραφής του άρθρου 1192 και 1193 Α.Κ. γ) Κλασσική απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι η εξής:

Στην περίπτωση που κάποιος, όπως εδώ ο Α, αρνείται, πωλητής ών, να εκπληρώση την υποχρέωσή του, το άλλο μέρος έχει εναντίον του αγώγιμη αξίωση αυτούσιας εκπλήρασης, εφ' όσον αυτό βέβαια είναι δυνατό. Ήτοι, μπορεί στο συγκεκριμένο πρακτικό ο αγοραστής κατά 949 Κ.Πολ.Δικ. να ζητήση δικαστικά την καταδίκη του ετέρου μέρους σε δήλωση της δικαιοπρακτικής του βουλήσεως. Η εκδιδόμενη απόφαση, κατά την ορθώτερη άποψη, θα είναι καταψηφιστική. Σύμφωνα με την πάγια θέση θεωρίας και νομολογίας, η σαφής έννοια της διάταξης του άρθρου 949 Κ.Πολ.Δικ. είναι ότι σε περίπτωση τελεσίδικης καταδίκης σε δήλωση βουλήσεως, θεωρείται κατά πλάσμα του νόμου ότι έγινε όχι η δικαιοπραξία στο σύνολό της, αλλά μόνον η συγκεκριμένη δήλωση βουλήσεως, και αυτό σημαίνει ότι άν λ.χ. πρόκειται για σύμβαση θα χρειάζεται επί πλέον και η αποδοχή της από το άλλο μέρος, καθώς επίσης και η τήρηση του τυχόν

Ó å ë ß ä á 2 0

Page 21: ASTIKO

προβλεπομένου τύπου. Τέλος, στην περίπτωση όπου η σύμβαση πoυ προσυμφωνήθηκε να καταρτισθή αφορά εμπράγματο δικαίωμα, και πιο συγκεκριμένα την μεταβίβαση κυριότητας ακινήτου, το σχετικό νομικό πλάσμα του άρθρου 949 Κ.Πολ.Δικ. περιλαμβάνει κατά την κρατούσα άποψη τόσο την δήλωση βουλήσεως που αποτελεί την πρόταση της σχετικής ενοχικής συμβάσεως, όσο κι εκείνη που αποτελεί το ένα από τα δύο σκέλη της εμπράγματης, και από την άλλη μεριά, η αποδοχή και των δύο αυτών κατά πλάσμα δηλώσεων βουλήσεως πρέπει να περιβληθή τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, το οποίο πρέπει να μεταγραφή κατά τη ρητή επιταγή του άρθρου 1192 περ. 4 Α.Κ. Όλα αυτά βέβαια εφ' όσον είναι ακόμα δυνατή η παροχή, και το προσύμφωνο έγκυρο.δ) Το προσύμφωνο δεν αποτελεί κατά το άρθρο 1043 Α.Κ. μεταγραφόμενο (ήτοι νομιζόμενο ή νόμιμο) τίτλο, άρα και δεν μπορεί να αποτελέση προϋπόθεση για να στοιχειοθετηθή η τυχόν τακτική χρησικτησία.

23. Ο ΑΡΡΑΒΩΝΑΣ

Ο αρραβώνας είναι η παρεπόμενη σύμβαση, με την οποία ο ένας συμβαλλόμενος δίνει στον άλλο αντικείμενο, συνήθως χρηματικό ποσό, με την έννοια ότι αν δεν εκπληρώση την παροχή του, θα παραμείνη το αντικείμενο αυτό στον λήπτη του αρραβώνα, και ο δότης θα το χάσει οριστικά. Αν ο λήπτης δεν εκπληρώση την αντιπαροχή, υποχρεούται αντίστοιχα να επιστρέψη τον αρραβώνα διπλάσιο. Εννοιολογικά στοιχεία του αρραβώνα είναι τα εξής:

1. Η αρραβωνική σύμβαση, ήτοι η συμφωνία που δεν περιορίζεται στην αρραβωνική υπόσχεση, αλλά εκτείνεται και στην δόση του περιουσιακού αντικειμένου το οποίο συνιστά τον αρραβώνα. Ο αρραβώνας ανήκει στις παραδοτικές (re καταρτιζόμενες) συμβάσεις.2. Ύπαρξη κυρίας συμβάσεως. Όπως προκύπτει από το άρθρο 402 Α.Κ., ο αρραβώνας που ρυθμίζει ο Α.Κ. είναι αυτός που δίνεται κατά την κατάρτιση της κυρίας συμβάσεως ή μετά την κατάρτισή της. Ο Α.Κ. δεν ρυθμίζει τον αρραβώνα που δίδεται προ καταρτίσεως της κυρίας συμβάσεως. Παρατηρητέο ότι το είδος της κυρίας συμβάσεως είναι αδιάφορο (μπορεί αυτή να είναι αμφοτεροβαρής ή και ετεροβαρής). Ακόμη και επί προσυμφώνου μπορεί να καταρτισθή αρραβώνας.3. Ο σκοπός του αρραβώνα είναι η ενίσχυση της κυρίας συμβάσεως με την μορφή συμπεφωνημένης εκ των προτέρων κύρωσης, κύρωσης που το άρθρο 402 Α.Κ. εξειδικεύει: Ενόσω δεν ωρίσθη αλλοιώς, ο αρραβώνας δίδεται για την κάλυψη της ζημίας που επέρχεται στον λήπτη από τη μη εκτέλεση της κυρίας συμβάσεως. Τέλος, από το σκοπό του αρραβώνα προκύπτει ότι4. Ο αρραβώνας έχει παρεπόμενο χαρακτήρα. Προϋποθέτει την ύπαρξη μιας κυρίας συμβάσεως, υπόκειται στον τύπο της κυρίας συμβάσεως και συναποσβέννυται με αυτήν.

Ó å ë ß ä á 2 1

Page 22: ASTIKO

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΠΙ ΠΡΟΣΥΜΦΩΝΟΥ

1. Μπορεί να καταρτισθή προσύμφωνο και υπέρ τρίτου (ΑΠ 475/79)2. Μπορεί να καταρτισθή προσύμφωνο με αναβλητική αίρεση (ΑΠ 481/60)3. Το προσύμφωνο δεν παρέχει κατοχή (δικαίωμα προσδοκίας) του πράγματος (ΕφΘεσ _32/59)� �4. Είναι δυνατό και εικονικό προσύμφωνο (ΜονΠρΑθ 287/74)5. Το προσύμφωνο δεν υπόκειται σε μεταγραφή (ΕφΑθ 1865/76) 6. Οι αξιώσεις που απορρέουν από το προσύμφωνο είναι κληρονομητές (ΕφΘεσ _103/70)� �7. Μπορεί να δοθή αρραβώνας στην κατάρτιση προσυμφώνου (ΑΠ 104/71)8. Μπορεί να συμφωνηθή και ποινική ρήτρα στην κατάρτιση προσυμφώνου (ΑΠ _548/60)� �9. Το προσύμφωνο, ως υποσχετική δικαιοπραξία, δεν αποτελεί απαλλοτρίωση κατά το άρθρο 939 Α.Κ., δεν υπόκειται επομένως σε διάρρηξη από τους δανειστές _(ΕφΘεσ 1689/79)� �10. Επί προσυμφώνου εφαρμόζεται το άρθρο 388 Α.Κ. (ΕφΑθ 1669/75)11. Φύση της αγωγής κατά 949 Κ.Πολ.Δικ. Είναι ενοχική, καταψηφιστική (ΑΠ _33/74)� �12. Οι αξιώσεις από το προσύμφωνο υπόκεινται στον συνήθη (εικοσαετή) χρόνο παραγραφής (ΑΠ 356/76)13. Είναι έγκυρο το προσύμφωνο της πωλήσεας και αν ακόμα ο πωλητής δεν είναι κύριος (ΑΠ 1337/86)14. Προσύμφωνο πωλήσεως ακινήτου συνταγέν προς εξασφάλιση απαίτησης από δάνειο είναι άκυρο, επειδή αποτελεί καταπιστευτική (αισχροκερδή) δικαιοπραξία (ΑΠ _1154/80)� �15. Οι διατάξεις περί αδυναμίας παροχής των άρθρων 380 επ. Α.Κ. εφαρμόζονται και επί του προσυμφώνου (ΕφΑθ 7073/76)16. Ο πωλητής έχει από το προσύμφωνο όλα τα δικαιώματα από τις γενικές διατάξεις περί αμφοτεροβαρών συμβάσεων (ΕφΑθ 3108/78)17. Το προσύμφωνο πρέπει να περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία της κυρίας συμβάσεως, ειδικώτερα επί πωλήσεως το πράγμα ή το τίμημα (ΑΠ 826/74)18. Το προσύμφωνο ως σύμβαση που είναι, δημιουργεί τέλεια ενοχή (ΕφΑθ 1960/80)19. Πηγή της ενοχικής και υποσχετικής συμβάσεως του προσυμφώνου είναι η δικαιοπρακτική βούληση των μερών και όχι ο νόμος, δηλαδή δεν υπάρχει προσύμφωνο εκ του νόμου (ΕφΑθ 527/67)

ΕΝΑ ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΜΕ ΠΡΟΣΥΜΦΩΝΟ:

15. Την 15-3-1978 υπογράφεται μεταξύ των Αριστείδη και Βασίλη συμβολαιογραφικό προσύμφωνο, με το οποίο ο πρώτος υπόσχεται να πωλήση στον δεύτερο ένα οικόπεδό του στην Θεσσαλονίκη αντί τιμήματος δρχ. 1.000.000., όση και η αξία του. Στο προσύμφωνο ορίζεται η ημέρα υπογραφής του οριστικού συμβολαίου και ότι ο Βασίλης καταβάλλει στον Αριστείδη κατά την υπογραφή του προσυμφώνου ως αρραβώνα το ποσόν

Ó å ë ß ä á 2 2

Page 23: ASTIKO

των δρχ. 200.000 Αργότερα όμως, ο Αριστείδης μεταμελείται - γιατί, από μεταγενέστερες πληροφορίες του έκρινε ότι μπορούσε να επιτύχη καλλίτερο τίμημα - και αρνείται να προσέλθη στο συμβολαιογράφο την ημέρα που είχε οριστεί για την κατάρτιση του οριστικού συμβολαίου της πώλησης. Ο Βασίλης προσφεύγει τότε, κατά συμβουλή του δικηγόρου του, στο αρμόδιο δικαστήριο και επιτυγχάνει να εκδοθή δικαστική απόφαση που καταδίκαζε τον Αριστείδη σε δήλωση της βούλησής του 1) να πουλήση και 2) να μεταβιβάση την κυριότητα του οικοπέδου. Η δικαστική αυτή απόφαση γίνεται τελεσίδικη. Ττο μεταξύ όμως, ο Βασίλης πεθαίνει και κληρονομείται από τον αδελφό του Παυσανία, ο οποίος, αγνοώντας την χωρίς υπαιτιότητά του, αργεί να εκτελέση την παραπάνω δικαστική απόφαση, την οποία δεν είχε καμμία διάθεση να εκτελέση ο Αριστείδης. Τελικά, ύστερα από συμβουλή του ίδιου πάντοτε δικηγόρου του αδελφού του, ασκεί την 25-2-1986 διεκδικητική αγωγή κατά του Αριστείδη. Κατά την εκδίκασή της, αμυνόμενος ο Αριστείδης ζητεί την απόρριψή της για το λόγο ότι 1) ο Βασίλης δεν είχε γίνη ποτέ κύριος του ακινήτου και εν πάσει περιπτώσει 2) γιατί δεν είχε πια αυτός (δηλ. ο Α.) την κατοχή και την νομή του, επειδή το είχε πουλήση νομότυπα στον Χάρη, ο οποίος και είχε μεταγράψει το σχετικό συμβόλαιο.Ερωτάται:1. Θα γίνη δεκτή η διεκδικητική αγωγή του Παυσανία, γιατί ναι, γιατί όχι; 2. Ποια επίδραση έχει στα δικαιώματα του Παυσανία από το προσύμφωνο και από την τελεσίδικη δικαστική απόφαση, που καταδίκασε τον Αριστείδη σε δήλωση της βούλησής του, το γεγονός ότι είχε μεσολαβήση η πώληση και η μεταβίβαση της κυριότητας του οικοπέδου στον Χάρη; Θα μπορέσει ο Παυσανίας να μεθοδεύση, στηριζόμενος στην τελεσίδικη δικαστική απόφαση, τη διεκδίκησή του οικοπέδου από τον τελευταίο;

3. Δικαιούται ο Παυσανίας να στραφή δικαστικώς κατά του Αριστείδη και να ζητήση αποζημίωση για το λόγο ότι σήμερα αυξήθηκε η αξία του οικοπέδου στο ποσό των 2.000.000 δρχ.; Ποια είναι η έκταση της αποζημίωσης που μπορεί να ζητήση ενόψει και του αρραβώνα που είχε καταβάλη ο Βασίλης;

ΘΕΜΑΤΑ:1. Προσύμφωνο πώλησης ακινήτου2. Αρραβώνας3. Καταδίκη σε δήλωση δικαιοπρακτικής βουλήσεως (άρθρο 949 Κ.Πολ.Δικ.)4. Διεκδικητική αγωγή5. Ευθύνη λόγω αθετήσεως του προσυμφώνου - περιεχόμενο αποζημιώσεως - τύχη _αρραβώνα� �

ΛΥΣΗ: 1. Η διεκδικητική αγωγή ασκείται από τον κύριο κάποιου πράγματος κατά του νομέα ή κατόχου του πράγματος, με αίτημα αναγνωριστικό ή καταψηφιστικό. Επομένως δεν θα γίνη δεκτή η διεκδικητική αγωγή του Παυσανία, επειδή ούτε κύριος είναι, ώστε να νομιμοποιείται ενεργητικά να ασκήση την αγωγή αυτή, ούτε έχει ο Αριστείδης την νομή και κατοχή του ακινήτου, ώστε να νομιμοποιείται παθητικά ως εναγόμενος, και μπορεί έτσι να προβάλει την σχετική ανατρεπτική ένσταση.

Ó å ë ß ä á 2 3

Page 24: ASTIKO

2. Εχει επίδραση σπουδαιότατη, επειδή πλέον ο Παυσανίας δεν μπορεί να εκτελέση την κατά του Αριστείδη απόφαση προβαίνοντας στην αποδοχή της πλασματικής δήλωσης βουλήσεως του Αριστείδη. Ούτε να μεθοδεύση μπορεί πλέον την διεκδίκησή του από τον Χάρη, επειδή η τελεσίδικη απόφαση που εκδόθηκε δεν του παρέχει τέτοιο δικαίωμα.3. Όρα το παράρτημα στο τέλος του βιβλίου.

24. ΟΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΑΚ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΜΦΟΤΕΡΟΒΑΡΕΙΣ ΣΥΜΒΑΤΕΙΣ (374-388)

Τα άρθρα 374-388 Α.Κ. για την εφαρμογή τους προϋποθέτουν την ύπαρξη αμφοτεροβαρούς συμβάσεως. Ειδικώτερα, αμφοτεροβαρής σύμβαση είναι η σύμβαση στην οποία υπάρχει πλοκή και αλληλεξάρτηση παροχής και αντιπαροχής κατά τρόπο ώστε ο δανειστής της μίας να είναι και ο οφειλέτης της άλλης. Τέτοιες συμβάσεις είναι η πώληση (513 επ. Α.Κ.), η μίσθωση πράγματος (574 επ. Α.Κ.), η ανταλλαγή (573 Α.Κ.), η μίσθωση έργου (681 επ. Α.Κ.) κ.λπ.

Οι διατάξεις αυτές ρυθμίζουν για τις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις τα εξής θέματα:1. Την ένσταση του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος (374-378 Α.Κ.)2. Την άοριστία της οφειλόμενης αντιπαροχής (379 Α.Κ.)3. Την παθολογική εξέλιξη της παροχής στην αμφοτεροβαρή σύμβαση (380-387 Α.Κ.)4. Την απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών στην αμφοτεροβαρή σύμβαση (388 Α.Κ.)

ΠΡΑΚΤΙΚΑ: 16. Ο Α υπόσχεται στον Β να του παραδώση μέχρι τις 30-11-1991 έναν ζωγραφικό πίνακα αξίας δρχ. 1.000.000 Την 29-11-1991 όμως, από απροσεξία του Α ο πίνακας καταστρέφεται. Ποια δικαιώματα θα έχει ο Β κατά του Α;17. Ποια θα είναι τα δικαιώματα του Β κατά του Α στο προηγούμενο πρακτικό αν ο πίνακας καταστρεφόταν από τυχαία πυρκαγιά που ξέσπασε στο σπίτι του Α την 29-11-1991;18. Ο Α υπόσχεται στον Β την παράδοση σε αυτόν μίας έγχρωμης τηλεοράσεως την 30-11-1991. Μέχρι όμως την ημερα αυτή ο Α δεν έχει ακόμη παραδώσει την τηλεόραση στον Β. Ποια δικαιώματα θα έχει ο Β κατά του Α;19. Ο Α πωλεί στον Β την 10-11-1991 μία έγχρωμη τηλεόραση αντί ποσού δρχ. 200.000 Η παράδοση συμφωνείται να γίνη την 30-11-1991, ημέρα που θα καταβαλλόταν και το τίμημα. Έχει δίκιο ο Α αρνούμενος την 30-11-1991 να παραδώση την τηλεόραση, επειδή ο Β δεν του καταβάλλει το τίμημα;20. Ο Α πωλεί την 15-11-1991 έναν ζωγραφικό πίνακα στον Β αντί ποσού δρχ. 1.000.000 Ημερομηνία παράδοσης του πίνακα και καταβολής του τιμήματος συνεφωνήθη η 30-11-1991. Την 29-11-1991, από τυχαία πυρκαγιά

Ó å ë ß ä á 2 4

Page 25: ASTIKO

που ξέσπασε στο σπίτι του Α, ο πίνακας καταστράφηκε. Ποια δικαιώματα έχει ο Β κατά του Α; Ποια θα ήταν η απάντηση αν η καταστροφή του πίνακα οφειλόταν σε απροσεξία του Α; Ποια δικαιώματα θα έχει ο Β κατά του Α εάν ο Α στις 30-11-1991 δεν είχε παραδώση ακόμη τον πίνακα, και αυτός είχε καταστραφή την 1-12-1991;

25. ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΠΟΥ ΘΕΣΠΙΖΕΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 330 Α.Κ.

ΠΡΩΤΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ: Για κάθε αθέτηση ενοχικής υποχρεώσεως απαιτείται υπαιτιότητα

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ: Οι βαθμοί του πταίσματος είναι δύο: ο δόλος και η αμέλεια

ΤΡΙΤΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ: Ορισμός της αμέλειας

26. ΟΙ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 340

1. Δυνατή παροχή2. Όχληση3. Υπαιτιότης4. Ληξιπρόθεσμη παροχή5. Εγκυρη ενοχή(Ακροστιχίδα ΔΟΥΛΕ)

27. ΤΟ ΑΡΘΡΟ 358 Α.Κ.

Εδώ ορίζονται οι δυσμενείς συνέπειες εις βάρος του υπερημέρου δανειστή. Η ενοχή, απ' οποιονδήποτε λόγο και αν πηγάζει, έχει ως σκοπό της την απόσβεσή της (είναι θνησιγενής) και δύο τινά μπορεί να συμβούν: Είτε η ενοχή εξελίσσεται φυσιολογικά, δηλαδή ο οφειλέτης στον κατάλληλο τόπο, χρόνο και όπως απαιτούν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη να εκπληρώση την παροχή στον δανειστή, είτε η ενοχή εξελίσσεται μη φυσιολογικά (παθολογικά). Αυτό συμβαίνει όταν υπάρχει:α) Αδυναμία παροχής (335,336,362,363,380-382 Α.Κ.)β) Υπερημερία οφειλέτου (340-348, 383-385 Α.Κ.) γ) Πλημμελής εκπλήρωση της παροχής. Αυτή δεν ρυθμίζεται στον Α.Κ. Υπάρχει κενό νόμου, που καλύπτεται με αναλογία δικαίου, και εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις είτε της περ. α) είτε της περ. β)

Ó å ë ß ä á 2 5

Page 26: ASTIKO

28. Η ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ

Όταν αξίωση δεν ασκηθή εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος που ο νόμος ορίζει, η αξίωση αυτή αποδυναμώνεται, δηλαδή χάνεται ο νομικός εξαναγκασμός της και ο υπόχρεως από την αξίωση αυτή μπορεί να προτείνη την ένσταση της παραγραφής και να απαλλαγή έτσι από την υποχρέωσή του έναντι του δικαιούχου. Θα λέγαμε ότι ο θεσμός της παραγραφής αφορά τις αξιώσεις και σε παραγραφή υπόκεινται οι αξιώσεις. Η έννοια της αξιώσεως δίνεται με το άρθρο 247 Α.Κ. Αξίωση είναι το ειδικώτερο δικαίωμα να απαιτήση κάποιος από κάποιον άλλο (ο δικαιούχος από τον υπόχρεω) να προβή σε κάποια πράξη ή παράλειψη. Οι αξιώσεις είναι ενοχικές, εμπράγματες κ.λπ. Η κυριώτερη διάκριση των αξιώσεων είναι η διάκρισή τους σε ενοχικές (σχετικές) που απορρέουν από ενοχικό δικαίωμα (in personam), και απόλυτες (in rem) που απορρέουν από απόλυτα δικαιώματα ως λ.χ. τα εμπράγματα. Αντίθετα με τις αξιώσεις που υπόκεινται σε παραγραφή, τα δικαιώματα κατά το άρθρο 249 Α.Κ. υπόκεινται σε αποσβεστική προθεσμία. Η αποσβεστική προθεσμία είναι κι αυτή ένα χρονικό διάστημα, εντός του οποίου ο φορεύς του δικαιώματος πρέπει να προβή σε άσκησή του, αλλοιώς αυτό αποσβέννυται.

ΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΣΒΕΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΣ:

ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΑΠΟΣΒΕΣΤΙΚΗ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ

ΠΩΣ ΣΚΕΠΤΟΜΑΙ ΟΤΑΝ ΕΧΩ ΝΑ ΛΥΣΩ ΕΝΑ ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΜΕ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ;

ΠΡΑΚΤΙΚΟ: 21. Ο Ο οφείλει ως δικηγορική αμοιβή στον Δ το ποσόν των δρχ. 1.000.000 Ημερομηνία καταβολής του ποσού αυτου ήταν η 27-11-1985. Ο Δ ασκεί αγωγή κατά του Ο την 15-3-1991. Θα γίνη δεκτή η αγωγή του; Ποια η λύση αν η αξίωση υπόκειτο σε ενιαύσιο παραγραφή;

Εξετάζουμε πρώτα αν υπάρχει αξίωση. ...................... ΥΠΑΡΧΕΙΗ αξίωση αυτή, σε τι χρόνο παραγραφής υπόκειται; ...... ΣΤΟΝ 5-ΕΤΗΠότε ξεκινά ο χρόνος παραγραφής; ................... ΚΑΤΑ 251 Α.Κ.Πότε λήγει ο χρόνος παραγραφής υπό κανονικές συνθήκες; ...1-1-1991

29. ΕΙΔΙΚΩΤΕΡΑ ΟΙ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 251 Α.Κ.

Ó å ë ß ä á 2 6

Page 27: ASTIKO

1. Η αξίωση να έχει γεννηθή.* Οι αξιώσεις που απορρέουν από τα απόλυτα δικαιώματα γεννώνται αμέσας με την προσβολή του δικαιώματος.* Οι ενοχικές αξιώσεις γεννώνται με τη σύσταση της ενοχικής απαιτήσεως, αφότου _ο δικαιούχος μπορεί να αξιώση την παροχή.� �

2. Η αξίωση να είναι δικαστικά επιδιώξιμη.

Εάν και εφ' όσον συντρέχουν αυτές οι δύο προϋποθέσεις, αρχίζει ο χρόνος παραγραφής. Αξίωση παραγεγραμμένη δεν είναι δικαστικά επιδιώξιμη, αποτελώντας εφεξής ατελή ή φυσική ενοχή, σχέση στην οποία υπάρχει μεν το στοιχείο της υποχρεωτικότητας, αλλά ελλείπει ο νομικός εξαναγκασμός. Τέτοιες ατελείς ενοχές είναι λ.χ. και οι αξιώσεις από τη μνηστεία, οι υποχρεώσεις από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή λόγους ευπρέπειας (906 Α.Κ.), οι ενοχές από παίγνιο ή στοίχημα (844) και, φυσικά, οι παραγεγραμμένες αξιώσεις.

ΕΞΑΙΡΕσΗ ΤΟΥ 251: Τα άρθρα 252 και 253 Α.Κ.

ΛΥΣΗ: 21. Η παραγραφή έπρεπε να αρχίσει 27, αλλά αρχίζει την 28-12-85. Αλλά, εφαρμόζεται το άρθρο 253 Α.Κ. Το άρθρο 253 Α.Κ. εισάγει εξαίρεση από τον κανόνα του 251 Α.Κ., με την έννοια ότι στις περιπτώσεις που αναφέρει το άρθρο 250 Α.Κ. η παραγραφή της γεγεννημένης ή δικαστικά επιδιώξιμης αξίωσης μετατίθεται χρονικά στην λήξη του έτους, κατά την διάρκεια του οποίου γεννήθηκε.Ετσι, η παραγραφή στο συγκεκριμένο πρακτικό θα αρχίσει από 1-1-1986, και, αφού είναι πενταετής η σχετική προθεσμία, θα εκτείνεται μέχρι την 1-1-1991. Η αγωγή όμως θα είναι νόμα βάσιμη, επειδή η παραγραφή δεν λαμβάνεται υπ' όψιν αυτεπαγγέλτως, και δεν προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά του πρακτικού, ότι ο Ο προέβαλε την ένσταση της παραγραφής (277 Α.Κ.). Η ένσταση της παραγραφής είναι ένσταση ανατρεπτική, δηλαδή όταν προβληθή και εφ' όσον είναι βάσιμη, ανατρέπει την αγωγή και οδηγεί στην απόρριψή της.

ΔΕΝ ΥΠΟΚΕΙΝΤΑΙ ΣΕ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ:

1. Τα διαπλαστικά δικαιώματα2. Τα απόλυτα δικαιώματα3. Οι οικογενειακές αξιώσεις του άρθρου 248 Α.Κ. (ΕΞΑΙΡΕΤΗ: 1401 Α.Κ.)4. Η αξίωση για την λύση κοινωνίας (805 Α.Κ.)5. Μερικές αξιώσεις που απορρέουν από το γειτονικό δίκαιο (1032 Α.Κ.)6. Η αναγνωριστική αγωγή του Κ.Πολ.Δικ.7. Οι ενστάσεις, αν στο νόμο δεν ορίζεται διαφορετικά (273 Α.Κ.)

ΠΡΑΚΤΙΚΟ: 22. Ο Δ έχει αξίωση κατά του Ο, η οποία υπόκειται σε ενιαύσια παραγραφή, και ο χρόνος παραγραφής άρχισε από την 2-2-1990. Την 5-1-

Ó å ë ß ä á 2 7

Page 28: ASTIKO

1991 ο Δ, διαμέσου του πληρεξουσίου δικηγόρου του, ήλθε να καταθέση αγωγή κατά του Ο. Την ημέρα όμως αυτή, λόγω σεισμού που συνέβη το προηγούμενο βράδυ, τα δικαστήρια είναι κλειστά λόγω επισκευών, και παραμένουν κλειστά για 3 μήνες συνέχεια, έτσι ώστε ο Δ να μην μπορεί να καταθέση την αγωγή του κατά του Ο. Πότε θα συμπληρωθή ο χρόνος παραγραφής της αξίωσης του Δ κατά του Ο;

ΛΥΣΗ: Μέσα στο τελευταίο εξάμηνο προκύπτει λόγος εφαρμογής του Α.Κ. 255, ώστε να ανασταλή η συμπλήρωση της παραγραφής. Έτσι από την 5-1-1991 μέχρι την 5-4-1991 δεν θα τρέχει η παραγραφή. Όμως, οι τρεις αυτοί μήνες που θα τρέξουν από την χρονική στιγμή που θα λήξη ο λόγος αναστολής συμπληρώσεως της παραγραφής, θα πρέπει να γίνουν έξη αφού αυτό είναι το ελάχιστο όριο που θέτει ο Α.Κ.

30. Η ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ

Αναστολή παραγραφής είναι ο για κάποιο - ανασταλτικό - λόγο, μη υπολογισμός ορισμένου χρονικού διαστήματος στο χρόνο της παραγραφής, ο οποίος μετά την παύση του λόγου της αναστολής συνεχίζεται, χωρίς όμως να μπορεί να συμπληρωθή νωρίτερα από 6 μήνες από την στιγμή που σταμάτησε η αναστολή της παραγραφής. Η αναστολή είναι μια παρένθεση και μόνο, και δεν επιφέρει άλλο έννομο αποτέλεσμα εκτός από αυτό.

ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 257 Α.Κ.

1. Το χρονικό διάστημα της αναστολής δεν υπολογίζεται στο χρόνο της παραγραφής και μετά την παύση του λόγου της αναστολής η παραγραφή συνεχίζεται αφού συνυπολογιστή και ο προδιαδραμών χρόνος.2. Η παραγραφή δεν μπορεί να συμπληραθή πριν παρέλθουν έξη μήνες από την παύση _του ανασταλτικού γεγονότος.� �

Τα δύο είδη της αναστολής είναι τα εξής :

Ι. ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΕΩΣ, όταν το ανασταλτικό γεγονός συμβαίνει κατά το τελευταίο εξάμηνο του χρόνου παραγραφής (255 Α.Κ.)ΙΙ. ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΝΑΣΤΟΛΗ, στην οποία το ανασταλτικό γεγονός μπορεί να συμβή οποτεδήποτε (256 Α.Κ.)

-Ειδικώτερα για την 255 που εισάγει αναστολή συμπληρώσεως, τα ανασταλτικά γεγονότα που μπορεί να συμβούν κατά το τελευταίο εξάμηνο του χρόνου παραγραφής είναι:

Ó å ë ß ä á 2 8

Page 29: ASTIKO

1. Δικαιοστάσιο (ήτοι λόγω εξαιρέτου και απροβλέπτου λόγου διακοπή της λειτουργίας των δικαστηρίων)2. Ανώτερη βία. Σύμφωνα με πάγια γνώμη της νομολογίας, ανωτέρα βία αποτελεί πάν γεγονός απρόβλεπτο, το οποίο στην συγκεκριμένη περίπτωση δε μπορούσε να αποτραπή, όση επιμέλεια και σύνεση να επεδείκνυε ο δικαιούχος της αξιώσεως, και συνεπεία του οποίου καθίσταται ανέφικτο στον δικαιούχο να προβή σε άσκηση της αξιώσεώς του. Ανωτέρα βία συνιστά λ.χ. η αιφνίδια ασθένεια του μοναδικού πληρεξουσίου δικηγόρου.3. Η δολία συμπεριφορά του υποχρέου. Τέτοια είναι δυνατόν να υπάρξη όταν ο υπόχρεως προκάλεσε διαπραγματεύσεις που έγιναν φαινομενικά για συμβιβαστική λύση.

31. ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΠΩΛΗΣΗ (Α.Κ. 513)

Στην πώληση ο πωλητής αναλαμβάνει δύο κύριες υποχρεώσεις. Η πρώτη είναι η υποχρέωση να μεταβιβάση την κυριότητα του πωλουμένου πράγματος ελεύθερη, και η δεύτερη είναι η υποχρέωση να παραδώση το πράγμα. Ειδικώτερα, δεν υφίσταται κύρια υποχρέωση του πωλητή να παραδώση το πράγμα χωρίς πραγματικές ελλείψεις. Και λέγοντας πράγμα χωρίς πραγματικές ελλείψεις, εννοούμε ότι το πωλούμενο πρέπει να μην έχει ελαττώματα αφ' ενός, και να έχει όλες τις συμφωνημένες ιδιότητες αφ' ετέρου.

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΕΛΛΕΙΨΗ στην πώληση αποτελεί η ιδιότητα του πράγματος που αναιρεί ουσιαδες την αξία ή την χρησιμότητα του πωλουμένου. ΣΥΝΟΜΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΙΔΙΟΤΗΤΑ στην πώληση αποτελεί η ιδιότητα του πράγματος που αποτέλεσε αντικείμενο συμφωνίας των μερών, εφ' όσον όμως ο πωλητής εγγυήθηκε την ύπαρξή της κατά την σύναψη της πωλήσεως, ήτοι ανέλαβε την ευθύνη για όλες τις συνέπειες της ελλείψεως της και ασχέτως τυχόν πταίσματός του.

Επομένως, αφού δεν αποτελεί κυρία υποχρέωση του πωλητή να παραδώση το πράγμα χωρίς πραγματικές ελλείψεις, σε περίπτωση που αυτές υπάρχουν κατά το χρόνο μεταθέσεως του κινδύνου στην πώληση κατά τα άρθρα 534 επ. Α.Κ., ιδρύεται η λεγόμενη αγορανομική ή εγγυητική ευθύνη του πωλητού για την ύπαρξη των πραγματικών αυτών ελλείψεων - ελαττωμάτων.Ειδικώτερα, οι σκέψεις πού θα κάνουμε αντιμετωπίζοντας περίπτωση πώλησης με πραγματικά ελαττώματα είναι οι εξής:

1. ΤΙ ΠΩΛΗΣΗ ΕΧΟΥΜΕ; ........... ΓΕΝΟΥΣ (559 επ.)/ΕΙΔΟΥΣ (534 επ.)

2. ΣΤΗΝ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΩΛΗΣΗ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΕΛΑΤΤΩΜΑ Η ΕΛΛΕΙΨΗ ΣΥΜΦΩΝΗΘΕΙΣΗΣ ΙΔΙΟΤΗΤΟΣ;........

Ó å ë ß ä á 2 9

Page 30: ASTIKO

Για τον υπολογισμό του χρόνου παραγραφής, θα πρέπει να τονισθή ότι αυτός γίνεται κατ' εφαρμογήν των γενικών διατάξεων των άρθρων 241 επ. Α.Κ. περί υπολογισμού προθεσμίας, με αφετηρία το χρονικό σημείο ενάρξεως της παραγραφής. Εάν στο πρόσωπο του δικαιούχου ή του υποχρέου σημειωθή μεταβολή, αυτό είναι αδιάφορο, γιατί κατά τον υπολογισμό του χρόνου παραγραφής θα προσμετρηθή και ο χρόνος εκείνος που διανύθηκε σε όφελος ή σε βάρος του δικαιοπαρόχου.

Ειδική διάταξη, η οποία αφορά μόνο τις εμπράγματες αξιώσεις, αποτελεί για το ζήτημα τούτο το άρθρο 271 Α.Κ. Σύμφωνα με αυτό, οι εμπράγματες αξιώσεις όπως λ.χ. η διεκδικητική αγωγή γεννώνται αυτοτελώς κατά του εκάστοτε νομέως, εάν λοιπόν όσο διαρκεί διαδράμων ο χρόνος της παραγραφής, περιέλθη το πράγμα σ' ένα νέο νομέα, θα έπρεπε να αρχίζει νέα παραγραφή, αφού γεννάται σε κάθε περίπτωση νέα αξίωση. Το άρθρο 271 Α.Κ. ορίζει σχετικά ότι επί παραγραφής εμπραγμάτων αξιώσεων, ο διάδοχος σύμφωνα με την αρχή περί διαδοχής δικαιούται να προσμετρήση υπέρ αυτού και τον χρόνο, κατά τον οποίο οι δικαιοπάροχοί του ευρίσκοντο στη νομή του πράγματος. Τούτο όμως, υπό την προϋπόθεση ότι η περιέλευση στο σημερινό νομέα της νομής συνετελέσθη διά κληρονομίας ή ειδικής διαδοχής μόνον, και όχι λ.χ. λόγω κλοπής. Στην κλοπή αρχίζει στο πρόσωπο του νομέα νέος χρόνος παραγραφής. Έτσι, αν ο κλέφτης δεκαπέντε χρόνια μετά την κλοπή πωλήση το πράγμα σε καλόπιστο τρίτο, μετά από πέντε χρόνια η διεκδικητική αγωγή θα παραγραφή. Άν τώρα, αντί να μεσολαβήση η πώληση, ο αρχικός κλέφτης διατηρήση στη νομή του το πράγμα και μετά από εικοσιτρία χρόνια ένας άλλος κλέφτης το πάρει από τον πρώτο, αρχίζει ως προς τον δεύτερο κλέφτη νέος εικοσαετής χρόνος παραγραφής υπέρ του πρώτου κυρίου.

Η παραγραφή αποκαλείται και αποσβεστική παραγραφή, για να διακρίνεται από την χρησικτησία, η οποία αποτελεί την λεγόμενη κτητική παραγραφή.

ΠΡΑΚΤΙΚΟ: 23. Ο Α έχει αξίωση κατά του Β, υποκείμενη σε πενταετή παραγραφή. Η παραγραφή της αξίωσης αυτής άρχισε την 10-1-1962. Από 10-1-1965 όμως πιστοποιείται ιατρικά ότι ο Α πάσχει από σοβαρή πνευματική ασθένεια, και έχει εγκλειστή σε ψυχιατρείο. Από τις 10-1-1979 ο Α τέθηκε υπό δικαστική απαγόρευση, και ο Ε ορίστηκε επίτροπος του Α. Την 10-1-1980 ο Ε άσκησε αγωγή κατά του Β, ερειδόμενη στην παλιά αξίωση του Α. Ο Β προσέρχεται στο δικαστήριο και αποκρούει την αγωγή προτείνοντας την ένσταση της παραγραφής. Τι θα κρίνη το δικαστήριο;

ΛΥΣΗ: 23. Κανονικά, η αξίωση του Α κατά του Β θα παρεγράφετο την 10-1-1967. Όσο όμως ο Α βρίσκεται έγκλειστος στο ψυχιατρείο, κατά το άρθρο 255 Α.Κ. αναστέλλεται η παραγραφή της αξίωσής του λόγω ανωτέρας βίας. Και αυτό μέχρι την 10-1-1979, ότε και ο διορισμός επιτρόπου (258 Α.Κ.). Οπότε, εφ' όσον την 10-1-1979 απομένουν ακόμη τρία εξάμηνα για να συμπληρωθή η παραγραφή (ο χρόνος που υπολειπόταν την 10-1-1965),

Ó å ë ß ä á 3 0

Page 31: ASTIKO

παραδεκτά εισάγεται η αγωγή του Ε κατά του Β την 10-1-1980, και η σχετική ένσταση του Β θα πρέπει να απορριφθή ως ουσία αβάσιμη.

Το άρθρο 258 Α.Κ. καθιερώνει περίπτωση αναστολής συμπληρώσεως της παραγραφής. Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου, η παραγραφή αρχίζει και τρέχει και κατά προσώπων που είναι ανίκανα ή περιωρισμένα ικανά. Ως προς την έναρξη της παραγραφής λοιπόν, αυτά τα πρόσωπα εξομοιούνται προς τους πλήρως ικανούς.

ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 258 Α.Κ.1. Δικαιούχος της αξιώσεως να είναι φυσικό πρόσωπο2. Δικαιούχος της αξιώσεως να είναι πρόσωπο ανίκανο ή περιωρισμένα ικανό3. Κατά το τελευταίο εξάμηνο του χρόνου παραγραφής να στερείται επιτρόπου ή αντιλήπτορα

Εφ' όσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, η παραγραφή αναστέλλεται και ευθύς μόλις παύση ο λόγος αναστολής, συνεχίζεται, χωρίς όμως να μπορεί να συμπληρωθή πριν παρέλθη εξάμηνο.

32. Η ΜΙΣΘΩΣΗ ΕΡΓΟΥ

Μίσθωση έργου είναι η ενοχική σύμβαση μεταξύ δύο προσώπων, του εργοδότη και του εργολάβου, με την οποία ο εργολάβος αναλαμβάνει έναντι του εργοδότη την υποχρέωση να εκτελέση ένα έργο, υλικό ή άϋλο, ο δε εργοδότης αναλαμβάνει την υποχρέωση έναντι του εργολάβου να καταβάλη την αμοιβή του. Στοιχεία της συμβάσεως έργου είναι:

1. Το έργο2. Η αμοιβή3. Η συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εργολάβου

Η σύμβαση έργου είναι σύμβαση ενοχική, αμφοτεροβαρής, στιγμιαία, υποσχετική, επαχθής, συναινετική και άτυπη.Η αμοιβή του εργολάβου μπορεί να συνίσταται είτε σε χρήματα, είτε σε άλλο είδος παροχής, λ.χ. διαμερίσματα επί αντιπαροχής.

Κύριες υποχρεώσεις του εργολάβου είναι Ι) να εκτελέση το έργο, ΙΙ) να χρησιμοποιήση με επιμέλεια την ύλη που του παραδόθηκε και ΙΙΙ) να παραδώση το έργο.Η κύρια υποχρέωση του εργοδότη είναι να καταβάλη την αμοιβή.

Όπως και στην πώληση, έτσι και στην μίσθωση έργου γίνεται λόγος για πραγματικές ελλείψεις (πραγματικά ελαττώματα) και έλλειψη

Ó å ë ß ä á 3 1

Page 32: ASTIKO

συνομολογηθεισών ιδιοτήτων, όμως στην μίσθωση έργου τα πραγματικά ελαττώματα διακρίνονται σε ουσιώδη και σε επουσιώδη.

ΟΥΣΙΩΔΕΣ ΕΛΑΤΤΩΜΑ στη μίσθωση έργου είναι το ελάττωμα που καθιστά το έργο άχρηστο.ΕΠΟΥΣΙΩΔΕΣ ΕΛΑΤΤΩΜΑ στη μίσθωση έργου είναι το ελάττωμα που απλώς μειώνει την χρησιμότητα του έργου.

Ιδιαίτερη μορφή μίσθωσης έργου είναι η ανέγερση οικοδομής με το σύστημα της αντιπαροχής, ή εργολαβία με αντιπαροχή. Σε αυτήν, ο μεν εργολάβος αναλαμβάνει την ενοχική υποχρέωση έναντι του οικοπεδούχου-εργοδότη να αναγείρη οικοδομή σε οικόπεδο του τελευταίου, ο δε οικοπεδούχος αναλαμβάνει έναντι του εργολάβου την υποχρέωση να μεταβιβάση είτε σ' αυτόν, είτε σε τρίτα από αυτόν υποδειχθησόμενα πρόσωπα ποσοστό επί του οικοπέδου μαζί με τις αντίστοιχες οριζόντιες ιδιοκτησίες. Ιδιομορφία της σύμβασης αυτής είναι ότι η αμοιβή του εργολάβου είναι μη χρηματική. Το ερώτημα που προκύπτει, είναι αν αυτή η ιδιόρρυθμη σύμβαση θέλει τύπο. Ως μίσθωση έργου βέβαια θα είναι άτυπη. Αλλά επειδή ταυτόχρονα καταρτίζεται μεταξύ του οικοπεδούχου και του εργολάβου και προσύμφωνο μεταβιβάσεως στον εργολάβο ή στα τρίτα πρόσωπα που αυτός θα υποδείξη, ποσοστου επί του οικοπέδου μαζί με τις αντίστοιχες οριζόντιες ιδιοκτησίες, υπόκειται στον τύπο συμβολαιογραφικού εγγράφου.

Το άν ο τρίτος, τον οποίο υποδεικνύει ο εργολάβος προς τον οικοπεδούχο, έχει δικαίωμα να απαιτήση απ' ευθείας από τον οικοπεδούχο την παροχή, θα εξαρτηθή από το αν η μεταξύ οικοπεδούχου και εργολάβου σύμβαση αποτελεί γνησία ή μη γνησία υπέρ τρίτου σύμβαση. Διακύμανση στη νομολογία σχετικά. Αλλοτε γίνεται δεκτό ότι είναι μη γνησία και άλλοτε ότι είναι γνησία.

Ó å ë ß ä á 3 2

Page 33: ASTIKO

33. Η ΣΥΜΒΑΣΗ ΥΠΕΡ ΤΡΙΤΟΥ

Σύμβαση υπέρ τρίτου είναι η σύμβαση μεταξύ δύο προσώπων (υποσχεθέντος - δέκτη της υποσχέσεως), σύμφωνα με την οποία τα αποτελέσματα κάποιας δικαιοπραξίας επέρχονται στο πρόσωπο ενός τρίτου, που δεν μετείχε στην κατάρτιση της δικαιοπραξίας. Διακρίνουμε δύο είδη σύμβασης υπέρ τρίτου. Την γνησία και την μη γνησία.

ΓΝΗΣΙΑ υπέρ τρίτου σύμβαση είναι εκείνη, στην οποία ο τρίτος αποκτά άμεσο και αυτοτελές ενοχικό δικαίωμα να απαιτήση απευθείας από τον υποσχεθέντα την εκπλήρωση της παροχής. Στην γνησία υπέρ τρίτου σύμβαση, ο τρίτος έχει το δικαίωμα αυτό παράλληλα με τον δέκτη της υποσχέσεως, ο οποίος όμως το ασκεί για λογαριασμό του τρίτου.

ΜΗ ΓΝΗΣΙΑ υπέρ τρίτου σύμβαση. Στον τύπο αυτό, μόνο ο δέκτης της υποσχέσεως έχει το δικαίωμα να απαιτήση την εκπλήρωση της παροχής από τον υποσχεθέντα προς τον τρίτο. Σε περίπτωση αμφιβολίας, δηλαδή εάν δεν έχει ορισθή διαφορετικά, η υπέρ τρίτου σύμβαση θα είναι μη γνησία (411 Α.Κ.). Ο Α.Κ. ρυθμίζει την γνησία σύμβαση υπέρ τρίτου.

Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΛΑΒΟΥ ΓΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΕΛΛΕΙΨΕΙΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ

Αυτή, αντίθετα με ότι συμβαίνει με την ευθύνη του πωλητή για την ύπαρξη πραγματικών ελαττωμάτων (εκεί, όπως ειπώθηκε πιο πάνω, η ευθύνη είναι εγγυητική ή αγορανομική), στην μίσθωση έργου η ευθύνη του εργολάβου αποτελεί ειδική ευθύνη για μη εκπλήρωση. Και τούτο, γιατί αποτελεί κυρία υποχρέωση του εργολάβου η παράδοση του έργου χωρίς ελαττώματα. Ειδικά διακρίνουμε:

Εάν υπάρχει μίσθωση έργου στην οποία υπάρχει πραγματικό ελάττωμα επουσιώδες, ο δικαιούχος έχει έναντι του εργολάβου τα δικαιώματα είτε της διόρθωσης, είτε της μείωσης της αμοιβής, είτε της αποζημίωσης.

Εάν υπάρχει μίσθωση έργου στην οποία υπάρχει πραγματικό ελάττωμα ουσιώδες ή έλλειψη κάποιας συμφωνηθείσης ιδιότητος, ο δικαιούχος έχει δικαίωμα να ζητήση είτε διόρθωση του έργου, είτε μείωση της αμοιβής, είτε αποζημίωση, είτε αναστροφή.

ΕΝΑ ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ

ΠΡΑΚΤΙΚΟ: 24. Ο Δ έχει απαίτηση δρχ. 4.000.000 κατά του Ο. Ο Ο όμως, αρνείται να του παράσχη εμπράγματη ασφάλεια, παρότι έχει στην κυριότητά του ένα αγρόκτημα με έκταση πέντε στρεμμάτων. Μπορεί ο Δ να εξασφαλίση εμπράγματα την απαίτησή του πριν την λήξη της, αν υποτεθή ότι αυτός ο αγρός είναι το μόνο περιουσιακό στοιχείο του Ο, και κινδυνεύει η ικανοποίηση της απαιτήσεως του Δ; Άν υποτεθή ότι ο Ο δέχεται,

Ó å ë ß ä á 3 3

Page 34: ASTIKO

παραχωρεί και εγγράφει υποθήκη υπέρ του Δ, πεθαίνει όμως μετά από δύο εβδομάδες, αφήνοντας ως κληρονόμους εξ αδιαθέτου κατ' ισομοιρίαν τα δύο τέκνα του Α και Β, α) όταν το χρέος καταστή ληξιπρόθεσμο και ο Δ στραφή κατά του Α, τι ποσό δικαιούται να απαιτήση; β) Έχει ο Δ το δικαίωμα που απορρέει από το άρθρο 1294 Α.Κ., ώστε να μπορεί να ζητήση από τον Α και το ποσόν των δρχ. 2.000.000 που δεν εξόφλησε ο Β; γ) Ποιο θα είναι το αντικείμενο του πλειστηριασμού, αν υποτεθή ότι ο Α αρνείται να καταβάλη το μερίδιο του Β και ο Δ κινεί την διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης;

ΛΥΣΗ: Πρέπει πρώτιστα να εξετασθή αν ο Δ μπορεί να ζητήση την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης με βάση τήν απαίτησή του αυτή. Για να εγγραφή προσημείωση υποθήκης, απαιτείται 1) τίτλος, και 2) εγγραφή στα βιβλία υποθηκών. Όμως ο τίτλος στην προσημείωση μπορεί να είναι μόνον δικαστική απόφαση, η οποία λαμβάνεται από το κατά τόπον αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Ώστε μπορεί ο Δ να εξασφαλίση εμπράγματα την απαίτησή του με τον τρόπο αυτό. β) Ο Ο τότε θα είναι τόσο προσωπικός, όσο και υποθηκικός οφειλέτης του Δ. Ο Α είναι καθολικός διάδοχος του Ο, και κατά το άρθρο 1885 Α.Κ. μπορεί ο Δ ενοχικά να απαιτήση απ' αυτόν, όπως άλλως τε και από τον Β, το ποσόν των δρχ. 2.000.000 που αντιστοιχεί στην κληρονομική του μερίδα. Ο Α δεν είναι ούτε τρίτος κύριος, ούτε τρίτος νομέας, ώστε να μην μπορεί να ζητήσει τίποτε ο Δ στηριζόμενος στο άρθρο 1294 Α.Κ. γ) Αντικείμενο του πλειστηριασμού και κατ' εφαρμογήν της αρχής του αδιαιρέτου της ευθύνης θα είναι το αγρόκτημα του Ο (1281 Α. Κ.). Αν ο Α καταβάλη τελικά και τα 4.000.000 στον Δ, θα μπορούσε αναγωγικά να τα ζητήση από τον Β κατ' άρθρο 319 Α.Κ.

ΠΡΑΚΤΙΚΟ: 25. Ο έμπορος Θεσσαλονίκης Ε στέλνει στον προμηθευτή του Π στην Αθήνα μία παραγγελία αγοράς υαλικών ορισμένης, γνωστής εταιρίας και τύπου για να τα μεταπωλήση στο αγοραστικό κοινό στο κατάστημά του στην Θεσσαλονίκη. Τόπος εκπλήρωσης της παροχής συμφωνήθηκε με τη σύμβαση το κατάστημα του Ε στην Θεσσαλονίκη. Ο Π αναθέτει στον μεταφορέα Μ, ανεξάρτητο επιχειρηματία, την μεταφορά του εμπορεύματος από την Αθήνα στην Θεσσαλονίκη. Στο δρόμο, ο Μ εκφεύγει από την πορεία του από απροσεξία του και προσκρούει σε δέντρο, με αποτέλεσμα να καταστραφή ολοσχερώς το εμπόρεύμα. Ερωτάται α) Έχει επίπτωση η καταστροφή του εμπορεύματος στην απαίτηση του Ε έναντι του Π από την μεταξύ τους σύμβαση πωλήσεως; β) Ευθύνεται ο Μ έναντι του Π ή του Ε και πάνω σε ποια ή ποιες νομικές βάσεις; γ) Άν υποτεθή ότι τα μεταφερόμενα εμπορεύματα που καταστράφηκαν ήταν αντίκες που είχε διαλέξει ο Ε στην Αθήνα, θα μπορούσε να επικαλεσθή ο Π έναντι του Ε ανυπαίτια αδυναμία εκπλήρωσης της παροχής επειδή δεν βαρύνει αυτόν πταίσμα αλλά μόνον τον Μ;

ΛΥΣΗ: H ενοχή που απορρέει από την μεταξύ των Ε και Π σύμβαση, είναι κατά γένος αρισμένη και αφορά υαλικά ωρισμένης ποσότητας, προέλευσης και τύπου. Ως τόπος εκπλήρωσης της σύμβασης αυτής ορίστηκε η

Ó å ë ß ä á 3 4

Page 35: ASTIKO

Θεσσαλονίκη, τόπος κατοικίας του δανειστή (ως προς την ενοχή προς παράδοση των υαλικών) και το χρέος είναι κομίσιμο. β) Οταν παρέλαβε ο Μ το εμπόρευμα προς μεταφορά, η παροχή ήταν κομίσιμη και άρα δεν είχε εξειδικευθή ακόμη, αφού αυτό θα γινόταν άμα τη παραδόσει στον Ε. Επομένως, ο Μ θα ευθύνεται έναντι του Π για την καταστροφή του εμπορεύματος, με εντολή του οποίου τον βοηθούσε στην εκπλήρωση της παροχής του. Φανερό βέβαια ότι αφού η παροχή δεν εξειδικεύθηκε, δεν συντρέχει αδυναμία παροχής στο πρόσωπο του Π. γ) Ναι, θα μπορούσε, επειδή η προσωπική επιλογή και ο αποχωρισμός πραγμάτων μεταχειρισμένων από τον ίδιο τον δανειστή είναι πράξη συγκεκριμενοποιούσα την παροχή, και πλέον το εμπόρευμα θα ταξίδευε με κίνδυνο και για λογαριασμό του Ε.

34. ΟΙ ΕΝΟΧΕΣ ΓΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΕΙΔΟΥΣ - Ο ΤΟΠΟΣ ΕΚΠΛΗΡΩΣΗΣΟ ΤΟΠΟΣ ΕΚΠΛΗΡΩΣΗΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΧΗΣ

Σε κάθε δικαιοπραξία πρέπει να διακρίνεται ο τόπος γενέσεως της ενοχής, ο τόπος εκπληρώσεως της παροχής και ο τόπος εκπληρώσεως της ενοχής. Αναφορικά δε με τον τόπο εκπληρώσεως της παροχής, παρατηρητέα τα εξής:Τόπος εκπληρώσεως της παροχής είναι ο τόπος όπου ο οφειλέτης υποχρεώνεται να εκπληρώση την παροχή, και αντίστοιχα ο δανειστής δικαιούται να απαιτήση από τον οφειλέτη την εκπλήρωσή της. Αναφορικά με τον τόπο εκπληρώσεως της παροχής, σύμφωνα με το άρθρο 320 Α.Κ., εάν αυτός δεν προσδιορίζεται από την δικαιοπραξία ή την φύση της ενοχικής σχέσεως, τότε τόπος εκπληρώσεως της παροχής θα είναι ο τόπος που κατοικεί ο οφειλέτης. Ειδική ρύθμιση υπάρχει για τα χρηματικά χρέη, ήτοι όταν η παροχή συνίσταται σε χρήμα. Τότε ισχύει το άρθρο 321 Α.Κ. και σε περίπτωση αμφιβολίας (εφ' όσον δεν ορίσθηκε διαφορετικά με την σύμβαση) τόπος εκπληρώσεως της χρηματικής παροχής θα είναι η κατοικία του δανειστή.Τέλος, τόπος εκπληρώσεως της ενοχής είναι ο τόπος όπου θα αποσβεσθή η ενοχή. Σύμφωνα με τα παραπάνω, οι παροχές διακρίνονται ανάλογα με τον τόπο όπου εκπληρώνονται σε:

1. ΑΡΣΙΜΕΣ ΠΑΡΟΧΕΣ (ορθώτερα ΑΡΤΕΕΣ)Άρσιμη είναι η παροχή όταν ο τόπος εκπλήρωσης της παροχής και ο τόπος εκπλήρωσης της ενοχής συμπίπτουν στην κατοικία του οφειλέτη.

2. ΚΟΜΙΣΙΜΕΣ ΠΑΡΟΧΕΣΚομίσιμη είναι η παροχή όταν ο τόπος εκπλήρωσης της παροχής και ο τόπος εκπλήρωσης της παροχής συμπίπτουν στην κατοικία του δανειστή, δηλαδή ο οφειλέτης πρέπει να έρθη στον τόπο κατοικίας του δανειστή για να του καταβάλη.

3. ΠΕΜΨΙΜΕΣ ΠΑΡΟΧΕΣ (ορθώτερα ΠΕΜΠΤΕΕΣ)

Ó å ë ß ä á 3 5

Page 36: ASTIKO

Πέμψιμη είναι η παροχή όταν ο τόπος εκπλήρωσης της παροχής και ο τόπος εκπλήρωσης της ενοχής συμπίπτουν στην κατοικία του οφειλέτη, αλλά με αίτηση του δανειστή αλλάζει ο τόπος εκπληρώσεως της ενοχής.

ΠΡΑΚΤΙΚΑ: 26. O Α, κάτοικος Αθηνών, υπόσχεται στον Β, κάτοικο Κορίνθου, να του παραδώση την 30-11-1991 έναν ζωγραφικό πίνακα.27. Ο Α, κάτοικος Αθηνών, υπόσχεται στον Β, κάτοικο Κορίνθου, να του παραδώση την 30-11-1991 την τηλεόρασή του στην Κόρινθο.28. Ο Α, κάτοικος Αθηνών, υπόσχεται στον Β, κάτοικο Κορίνθου, να του παραδώση έναν ζωγραφικό πίνακα στην Αθήνα την 30-11-1991.29. Ο Α, κάτοικος Αθηνών, υπόσχεται στον Β, κάτοικο Κορίνθου, να του παραδώση ένα στερεοφωνικό συγκρότημα την 30-11-1991. Την 25-11-1991, ο Β επικοινωνεί τηλεφωνικά με τον Α, και τον παρακαλεί να του αποστείλη στην Κόρινθο το στερεοφωνικό, επειδή αυτός δε μπορεί να είναι την 30-11-1991 στην Αθήνα.30. Ο Α επεσκέφθη την 10-11-1991 το πολυκατάστημα Αθηνών Χ, και αγόρασε μία έγχρωμη τηλεόραση τύπου Φίλιπς. Ημερομηνία παραδόσεως συνεφωνήθη η 30-11-1991.

Σε όλες τις άνω περιπτώσεις, οι παροχές που οφείλονται είναι άρσιμες, κομίσιμες ή πέμψιμες;

26. Κατά το άρθρο 320 Α.Κ., τόπος εκπλήρωσης της παροχής είναι η Αθήνα, κατοικία του οφειλέτη Α. Επομένως, η παροχή θα είναι άρσιμη.27. Κατά το άρθρο 320 Α.Κ., τόπος εκπλήρωσης της παροχής είναι η Αθήνα, _κατοικία του Α οφειλέτη. Επομένως, η παροχή θα είναι άρσιμη. Αλλά� � ωρίσθη άλλως εδώ, ήτοι τόπος εκπλήρωσης της παροχής ορίστηκε η Κόρινθος. Επομένως, σε αυτό το πρακτικό η παροχή θα είναι κομίσιμη.28. Η παροχή θα είναι αρτέα.29. Η παροχή είναι κατ' αρχήν *****, αλλά συμφωνία των μερών μετατρέπεται σε πεμπτέα, αφού ορίζεται νέος τόπος εκπλήρωσης της παροχής, η Κόρινθος. 30. Κατά τις συνήθειες των συναλλαγών, οι οποίες θέλουν τα πολυκαταστήματα να αποστέλλουν κατ' οίκον τα αγορασθέντα, το Χ θα έχει την υποχρέωση να παραδώση την έγχρωμη τηλεόραση στην κατοικία του Α, οπότε η παροχή θα είναι κομίσιμη.

35. ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΤΙΚΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Καλείσθε να λύσετε εντός δώδεκα ωρών το πολύ τα κάτωθι πρακτικά θέματα: ΘΕΜΑ 31: Ο Κ με διαθήκη εγκατέστησε ως κληρονόμο του τον αδελφό του Α και ώρισε ως υποκατάστατο του Α τον Β, και ως υποκατάστατο του Β τον Γ. Ο Α, που είχε ένα παιδί, τον Χ, αποποιήθηκε την κληρονομία του Κ, ενώ ο Β είχε πεθάνει πριν από τον Κ. Σε ποιον και γιατί θα περιέλθη η περιουσία του Κ; (ΠΟΛΥΒΑΘΜΟΣ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΙΣ)

Ó å ë ß ä á 3 6

Page 37: ASTIKO

ΛΥΣΗ: Ο Κ όρισε δύο υποκατάστατους, τους λεγόμενους "εφεδρικούς κληρονόμους". Ο υποκατάστατος κληρονόμος ενεργοποιείται και κληρονομεί όταν εκπέσει από οποιοδήποτε λόγο ο πρότερος τιμηθείς. Η υποκατάσταση ρυθμίζεται από τα άρθρα 1809 επ. Α.Κ. Πρόκειται διαθήκη, η οποία αποκλείει την εξ αδιαθέτου διαδοχή. Η κληρονομία περιήλθε αρχικά στον Α, ο οποίος όμως την αποποιήθηκε (εξέπεσε δηλαδή του κληρονομικού του δικαιώματος). Ο απώτερος κατιών του Α από την ίδια ρίζα, γιός του Χ, δεν κληρονομεί ως υποκατάστατος. Ο Β ως προαποβιώσας εκπίπτει ομοίως, και έτσι η κληρονομία θα περιέλθη εκ διαθήκης στον Γ.

ΘΕΜΑ 32: Ο Κ, του οποίου τα περιουσιακά στοιχεία συνολικά είχαν αξία δρχ. 400.000, εγκατέστησε κληρονόμο του τον ανηψιό του Χ, στον οποίο χρώσταγε δρχ. 200.000, ενώ είχε και άλλη οφειλή ύψους δρχ. 500.000 προς τον Υ. Οταν πέθανε ο Κ ο Υ ζήτησε την οφειλή του Κ από τον Χ, ο οποίος του αντέταξε ότι ο ίδιος δεν έχει περιουσία, ότι ο Κ χρωστά και στον ίδιο δρχ. 200.000 και ότι επομένως ο Υ δικαιούται μόνον τις υπόλοιπες 200.000 δρχ. Είναι βάσιμοι οι ισχυρισμοί του Χ ή όχι και γιατί; (ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΗΣ ΔΙΑΔΟΧΗΣ)

ΛΥΣΗ: α) Κατά το άρθρο 1710 Α.Κ. έχει περιουσία.β) Κατά τα άρθρα 1948 σε συνδυασμό 453, επέρχεται σύγχυση και δεν χρωστά πλέον ο Κ (ή πληρέστερα η περιουσία του) προς τον Χ.γ) Ο Υ θα δικαιούται να απαιτήση το σύνολο του ποσού. Ο ισχυρισμός του Χ δεν είναι βάσιμος επειδή ο Χ είναι απλός κληρονόμος και όχι κληρονόμος με το ευεργέτημα της απογραφής.

ΘΕΜΑ 33: Ο Κ, που ήταν συν τοις άλλοις ιδιοκτήτης ενός σημαντικής αξίας ακινήτου, εγκαθιστά ως κληρονόμο του τον Α, αλλά επειδή με την διαθήκη του όριζε και κληροδοσίες και τρόπο, όρισε ως εκτελεστή της διαθήκης του τον Δ, με διαχειριστική εξουσία. Οταν πέθανε ο Κ, ο Δ πήρε στην κατοχή του τα στοιχεία της κληρονομίας, ενώ ο Α που αποδέχθηκε την κληρονομία και μετέγραψε το συμβόλαιο της αγοράς, ζήτησε από τον Δ να του παραδώσει το ακίνητο, αλλά ο Δ αρνείται, ισχυριζόμενος ότι η αγορά από τον Α ήταν άκυρη και ότι ο ίδιος μόλις τώρα ακούει για την πώληση αυτή. Είναι βάσιμοι οι ισχυρισμοί του Δ ή όχι και γιατί; (ΕΚΤΕΛΕΣΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ)

ΘΕΜΑ 34: Ο Κ, ο οποίος ως μόνο περιουσιακό του στοιχείο είχε ένα διαμέρισμα μεγάλης αξίας, γράφει στην διαθήκη του: "Κληροδοτώ στον Α το διαμέρισμά μου και στον Β τα λίγα βιβλία μου". Ο Δ, δανειστής του Κ για οφειλή ύψους δρχ. 1.000.000, στρέφεται κατά των Α και Β, οι οποίοι όμως ισχυρίζονται ότι σύμφωνα με την διαθήκη, είναι αμφότεροι κληροδόχοι και

Ó å ë ß ä á 3 7

Page 38: ASTIKO

επομένως δεν ευθύνονται για τα χρέη του Κ. Είναι βάσιμοι οι ισχυρισμοί των Α και Β ή όχι και γιατί; (ΕΥΘΥΝΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΥ - ΚΛΗΡΟΔΟΧΟΥ)

ΛΥΣΗ: Κατά το άρθρο 1800 παρ. 2 Α.Κ., το διαμέρισμα, το οποίο είναι αντικείμενο μεγάλης αξίας, θα θεωρηθή ποσοστό της κληρονομίας και άρα ο Α ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό που του δόθηκε από τον διαθέτη, θα θεωρείται κληρονόμος, ενώ ομοίως ο Β θα πρέπει να θεωρηθή κληροδόχος. Επομένως, μόνον του Β ο ισχυρισμός είναι βάσιμος, ενώ ο Α ως απλός κληρονόμος θα ευθύνεται για τα χρέη του Κ.

ΘΕΜΑ 35: Η χήρα Χ, όταν πέθανε χωρίς διαθήκη άφησε δύο παιδιά, τους Α και Β, η δε κληρονομία της ήταν ένα διαμέρισμα αξίας δρχ. 4.000.000 Μετά το θάνατο του συζύγου της, η Χ είχε δώσει χωρίς αντάλλαγμα στον Α ποσόν δρχ. 2.000.000 για να ανοίξει το ιατρείο του. Τι ποσοστό επί της κληρονομίας αναλογεί στους Α και Β και γιατί; (ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΕΞ ΑΔΙΑΘΕΤΟΥ ΔΙΑΔΟΧΗ)

ΘΕΜΑ 36: Ο Κ είχε δύο παιδιά, τους Α και Β, και την σύζυγό του Σ ως εγγύτερους συγγενείς του. Ο Κ πεθαίνει μη έχοντας αφήσει διαθήκη. Από τα παιδιά του, ο Α είχε πεθάνει πριν από τον Κ αφήνοντας δύο παιδιά, τους Γ και Δ. Ο Γ αποποιήθηκε την κληρονομία του Κ. Από ποιους θα κληρονομηθή ο Κ, κατά ποία ποσοστά και γιατί; (ΕΚΠΤΩΣΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΞ ΑΔΙΑΘΕΤΟΥ ΔΙΑΔΟΧΗ)ΛΥΣΗ: (1851 Α.Κ.)

ΘΕΜΑ 37: Ο Κ με διαθήκη του είχε εγκαταστήσει ως κληρονόμο του τον Γ στο 1/3 της περιουσίας του, τους Δ και Ε μαζί στο άλλο 1/3 και για το υπόλοιπο 1/3, μετά το θάνατο του Κ, επήλθε η εξ αδιαθέτου διαδοχή. Από τους κληρονόμους, ο Ε εμπρόθεσμα και νομότυπα αποποιείται την κληρονομική του μερίδα. Τι θα συμβή με την μερίδα του Ε και γιατί; (ΕΚΠΤΩΣΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΚ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΔΙΑΔΟΧΗ)

ΛΥΣΗ: Θα προσαυξήση την μερίδα του Δ, επειδή οι Δ και Ε είναι εγκατάστατοι σε κοινή μερίδα, και η διαθήκη έχει αποκλείση την εξ αδιαθέτου διαδοχή κατά το άρθρο 1807 παρ. 2 Α.Κ.

ΘΕΜΑ 38: Ο Κ που πέθανε αφήνοντας εγγύτερους συγγενείς του την μητέρα του Μ και τον αδελφό του Α, είχε εγκαταστήσει με διαθήκη του την φίλη του Φ ως μοναδική του κληρονόμο, ενώ οι Μ και Α ισχυρίζονται ότι έχουν και

Ó å ë ß ä á 3 8

Page 39: ASTIKO

αυτοί κληρονομικό δικαίωμα. Από ποιους και κατά ποια ποσοστά θα κληρονομηθή ο Κ και γιατί; (ΝΟΜΙΜΟΣ ΜΟΙΡΑ)

ΛΥΣΗ: Κατ' αρχήν, ο Κ θα κληρονομηθή από την Φ κατά το σύνολο της περιουσίας του με διαθήκη. Όμως, τίθεται και θέμα νομίμου μοίρας, καθώς υπάρχει ένας αφηρημένος και συγκεκριμένος νόμιμος μεριδούχος, η Μ. Κατά τα άρθρα 1825 επ. η νόμιμος μοίρα της Μ θα είναι το ήμισυ της μερίδας που θα ελάμβανε εάν εκαλείτο ως κληρονόμος στην εξ αδιαθέτου διαδοχή. Σε αυτήν την υποθετική διαδοχή, οι Μ και Α θα έπαιρναν καθένας το 1/2 της κληρονομίας. Επομένως, η Μ δικαιούται το 1/4 της κληρονομίας κατά τα άρθρα 1825 και 1814 Α.Κ.

ΘΕΜΑ 39: Ο Κ εκτός από τους κληρονόμους του που εγκαθιστά στη μεγάλη του περιουσία, κληροδοτεί στον Ζ ένα μικρό χωράφι στη γενέτειρά του. Το χωράφι όμως αυτό έχει καταλάβει ήδη πέντε χρόνια πριν από το θάνατο του Κ ο Φ και αρνείται να το παραδώση στον Ζ. Τι θα μπορούσε ο Ζ, ως κληροδόχος, να κάνει για να πάρει το χωράφι και γιατί; (ΚΛΗΡΟΔΟΣΙΑ - ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΛΗΡΟΔΟΧΟΥ)

ΛΥΣΗ: Ο Ζ είναι νομέας και κύριος, και ενάγει με την διεκδικητική αγωγή (1094 Α.Κ.)

ΘΕΜΑ 40: Ο Κ είχε δωρίσει εν ζωή το 1980, όταν είχε μεγάλη περιουσία, στη φίλη του Ρ ένα διαμέρισμα αξίας τότε όπως και σήμερα δρχ. 10.000.000 Το Μάϊο του 1988 που πέθανε ο Κ, αφού είχε χάσει όλη την περιουσία του, άφησε ως πλησιέστερο συγγενή του τον γιό του Γ. Έχει ο Γ δικαιώματα κατά της Ρ, και αν ναι γιατί και ποια είναι αυτά;

ΛΥΣΗ: Ναι. Είναι νόμιμος μεριδούχος, και θα ασκήση κατά της Ρ την μέμψη αστόργου δωρεάς κατά το άρθρο 1835 Α.Κ., για το ποσόν των δρχ. 5.000.000

ΘΕΜΑ 41: Ο Κ αφήνει με διαθήκη όλη του την περιουσία στον ανηψιό του Α. Εκτός από τον Α, όταν πέθανε ο Κ ζούσαν μόνον η μητέρα του Μ, ο δισέγγονός του Ε και ο αδελφός του Β, πατέρας του Α. Ποια θα είναι η τύχη της περιουσίας του Κ; (ΝΟΜΙΜΟΣ ΜΟΙΡΑ)

ΘΕΜΑ 42: Ο συγγραφέας Σ συντάσσει διαθήκη με το ακόλουθο περιεχόμενο: "Όλη η ακίνητη περιουσία μου να περιέλθει στον γιό μου Α, όλη δε η κινητή περιουσία μου να περιέλθει στον γιο μου Β. Η βιβλιοθήκη μου όμως να περιέλθει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών". Άν υποτεθή ότι η αξία της ακίνητης περιουσίας ανέρχεται σε δρχ. 6.000.000, η αξία της κινητής περιουσίας σε

Ó å ë ß ä á 3 9

Page 40: ASTIKO

δρχ. 4.000.000 και της βιβλιοθήκης σε δρχ. 500.000, ποιος θα πληρώση τα χρέη του Σ προς τρίτους που ανέρχονται σε δρχ. 1.000.000 και τι θα πληρώση; Η διαθήκη του Σ θα ήταν έγκυρη _ή άκυρη, αν ο Σ κατά το χρόνο� � σύνταξης της διαθήκης είχε τεθή υπό δικαστική αντίληψη λόγω καθ' έξιν μέθης; (ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΙΣ ΕΠΙ ΔΗΛΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΟΔΟΣΙΕΣ, ΙΚΑΝΟΤΗΣ ΠΡΟΣ ΣΥΝΤΑΞΙΝ ΔΙΑΘΗΚΗΣ)

ΘΕΜΑ 43: Ο συγγραφέας Σ συντάσσει διαθήκη με το ακόλουθο περιεχόμενο: "Ολη η ακίνητη περιουσία μου να περιέλθει στον γιό μου Α, όλη δε η κινητή περιουσία μου να περιέλθει στον γιο μου Β. Η βιβλιοθήκη μου όμως να περιέλθει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών". Εάν ο κλέφτης Γ κλέψει αμέσως μετά το θάνατο του Σ ορισμένους τόμους από την βιβλιοθήκη του Σ, ποιος θα δικαιούται να στραφή κατά του κλέφτη και με ποια αγωγή; (ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΙΩΝ ΑΠΟ ΕΠΙΛΗΨΙΜΟ ΝΟΜΕΑ)

ΘΕΜΑ 44: Ο Κ συντάσσει δημόσια διαθήκη, με την οποία ορίζει ότι διαθέτει όλη του την περιουσία για να συσταθή το ίδρυμα Ι. Ο Κ, αλλά και ο φίλος του Χ, που προσλήφθηκε ως μάρτυρας, δήλωσαν ότι λόγω ηλικίας έτρεμαν τα χέρια τους και έτσι δεν μπορούσαν να υπογράψουν και η δήλωσή τους αυτή βεβαιώθηκε στην πράξη. Η Α, αδελφή του Κ, ισχυρίζεται ότι η διαθήκη είναι άκυρη τόσο γιατί δεν υπέγραψαν οι Κ και Χ, αλλά και επειδή ο Κ ήταν κουφός και το απέκρυψε από τον συμβολαιογράφο. Είναι έγκυρη ή άκυρη η διαθήκη και γιατί; (ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ - ΠΡΟYΠΟΘΕΣΕΙΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΤΗΣ)

ΘΕΜΑ 45: Ο Κ πέθανε χωρίς να αφήσει διαθήκη και εκτός από την σύζυγό του Σ, καταλείπει ως πλησιέστερους συγγενείς του κατά τον χρόνο του θανάτου του τον Π, παππού του από τη μητρική γραμμή, τον Ρ, αδελφό της γιαγιάς του από την πατρική γραμμή και τον αδελφό της συζύγου του Χ. Από ποιους θα κληρονομηθή ο Κ και κατά ποία ποσοστά; (Η ΤΡΙΤΗ ΕΞ ΑΔΙΑΘΕΤΟΥ ΤΑΞΙΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΗΣ ΔΙΑΔΟΧΗΣ)

ΘΕΜΑ 46: Ο Α, που είναι ο μόνος εξ αδιαθέτου κληρονόμος του Κ, ως ανηψιός του, ζήτησε την έκδοση κληρονομητηρίου, που βεβαίωνε ότι είναι ο μόνος κληρονόμος του Κ. Μετά την έκδοση του κληρονομητηρίου, ο Α πωλεί και μεταβιβάζει νομότυπα προς τον Ε ένα οικόπεδο από την κληρονομία.

Ó å ë ß ä á 4 0

Page 41: ASTIKO

Μετά από δύο χρόνια ανακαλύπτεται διαθήκη του Κ, με την οποία εγκαθιστούσε μόνο κληρονόμο τη φίλη του Φ, η οποία ήδη ζητά από τον Α όλα τα κληρονομιαία και από τον Ε το οικόπεδο που αυτός αγόρασε από τον Α. Είναι βάσιμοι οι ισχυρισμοί και οι απαιτήσεις της Φ ως προς τους Α και Ε και γιατί; (ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΤΗΡΙΟ)

ΘΕΜΑ 47: Ο Κ πήγε στο συμβολαιογράφο του για να συντάξη δημόσια διαθήκη. Με μία από τις πολλές διατάξεις της διαθήκης του, ο Κ όρισε ως κληροδόχο του και τον Γ, ενώ ο Δ, ένας από τους τρεις μάρτυρες, ήταν ανηψιός του Γ, παιδί αδελφού του. Ο Χ, εξ αδιαθέτου κληρονόμος του Κ, στον οποίο αυτός δεν άφησε τίποτε με την διαθήκη του, ισχυρίζεται ότι η συγγένεια του Γ με τον Δ καθιστά άκυρη την διαθήκη και ότι επομενας αυτός, ο Χ, κληρονομεί εξ αδιαθέτου τον Κ. Είναι βάσιμος ο ισχυρισμός του Χ ή όχι, και γιατί; (ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΣΥΝΤΑΞΕΩΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΑΘΗΚΗΣ)

ΘΕΜΑ 48: Ο Κ, που ως πλησιέστερο συγγενή του είχε τον γιό του Α, συνέταξε τυπικά έγκυρη διαθήκη, στην οποία όριζε ότι στο γιο του Α αφήνει ένα συγκεκριμένο αγρό και στην πρώτη του εξαδέλφη Ε ένα διαμέρισμα που είχε στην Αθήνα. Οταν πέθανε ο Κ, τα δύο αυτά περιουσιακά στοιχεία αποτελούσαν όλη την κληρονομία του. Ο αγρός είχε αξία δρχ. 2.000.000, ενώ το διαμέρισμα είχε αξία δρχ. 6.000.000 Λίγο μετά το θάνατο του Κ, ο Α σας ρωτάει μήπως έχει κανένα δικαίωμα κατά της Ε, και αν ναι, τι δικαίωμα και πώς θα μπορούσε να το ασκήση; (ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΙΣ ΕΠΙ ΔΗΛΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΟΣ - ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΥ ΜΟΙΡΑΣ)

ΛΥΣΗ: Όπως παρατηρούμε, η διαθήκη εγκαθιστά κληρονόμους επί δήλου πράγματος τους Α και Ε. Ερμηνευομένης της διαθήκης του Κ κατά την αληθή βούλησή του, πρέπει να γίνη δεκτό ότι αυτή εμπεριέχει διανεμητική διάταξη. Εκ διαθήκης έχουν λαμβάνειν ο Α το 1/4 της συνολικής περιουσίας του Κ, και η Ε τα 3/4 της συνολικής περιουσίας του Κ. Η εγκατάσταση είναι κατ' αρχήν νόμιμη, και οι Α και Ε θα είναι κληρονόμοι του Κ εκ διαθήκης (1710, 1846 Α. Κ.). Το άρθρο 1800 παρ. 2 Α.Κ. δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω. Όμως, η διανομή αυτή προσβάλλει την νόμιμη μοίρα του Α, ο οποίος είναι αφηρημένος αλλά και συγκεκριμένος νόμιμος μεριδούχος, ως κατιών του Κ. Κατά τα άρθρα 1825, 1827, 1829 1830, 1831 και 1262 περ. 6 Α.Κ. ο Α μπορεί να ασκήση τα δικαιώματά του από τη νόμιμη μοίρα, ήτοι να ανατρέψει την διαθήκη ως προς το μέρος που του την προσβάλλει. Η αξία του συνόλου της κληρονομιαίας περιουσίας του Κ είναι δρχ. 8.000.000, ήτοι εξ αδιαθέτου κληρονομών θα έπαιρνε το 1/1 (1813 Α.Κ.), ώστε να δικαιούται ως νόμιμος μεριδούχος το 1/2 της περιουσίας, ήτοι ποσόν δρχ. 4.000.000 Αφαιρουμένων των 2.000.000 που ήδη έλαβε, θα έχει αξίωση

Ó å ë ß ä á 4 1

Page 42: ASTIKO

κατά της Ε για ποσόν δρχ. 2.000.000, τα οποία διεκδικεί με την περί κλήρου αγωγή (1875 Α.Κ.).

ΘΕΜΑ 49: Ο Κ, που δεν είχε πλησιέστερους συγγενείς, εγκατέστησε με τη διαθήκη του ως μόνο κληρονόμο του τον αδελφό του Α, στον οποίο άφησε όλη τη μεγάλη του περιουσία, ενώ στον πρώτο του εξάδελφο Β που έμενε στο χωριό του, του κληροδότησε ένα μικρό χωράφι και όρισε μετά το θάνατο του Β, το χωράφι να περιέλθη στο παιδί του Β, τον Γ. Είναι έγκυρη η κληροδοσία προς τον Β και προς τον Γ; (ΚΛΗΡΟΔΟΣΙΩΝ ΕΙΔΗ - Α.Κ. 1967 επ.)

ΛΥΣΗ: Οι Β και Γ ορίστηκαν κληροδόχοι με διαθήκη (1710, 1967 παρ 2, 2009, 1800 παρ. 2 Α.Κ.), όμως ο Γ κατά την ερμηνευτική διάταξη του νόμου (1927 Α.Κ.) ετέθη ως καταπιστευματοδόχος. Όμως κληροδοτική καταπιστευτική υποκατάσταση απαγορεύεται στο πρόσωπο του Γ, κατά την ρητή απαγόρευση του άρθρου 2009 Α. Κ. Άρα ο Β έγκυρα θα είναι κληροδόχος, ενώ ο Γ δεν είναι κληροδόχος.

ΘΕΜΑ 50: Ο Κ, που πέθανε το 1988, συνέταξε το 1970 διαθήκη, με την οποία εγκατέστησε ως κληρονόμους του τον αδελφό του Α και την Β, με την οποία τότε συζούσε, και άφησε στον αδελφό του τα 3/4 της περιουσίας του και στην Β το 1/4. Το 1985 παντρεύτηκε με την Β, χωρίς να σκεφτεί να αλλάξει την διαθήκη του. Έχει κανένα δικαίωμα η Β να επιτύχη ευνοϊκώτερη γι' αυτήν, απ' ότι με την διαθήκη, συμμετοχή στην κληρονομία του Κ; (Α.Κ. 1782-1787)

ΛΥΣΗ: (178, 180, 1710, 1820, 1786, 1787 Α.Κ.) Κατά τα πραγματικά περιστατικά του πρακτικού, η διαθήκη του Κ είναι άκυρη ως αντικείμενη στα χρηστά ήθη του έτους 1970, ως εγκαθιστούσα κληρονόμο άτομο συμβιούν αλλά μη ύπανδρο με τον Κ., αυτοδίκαια από τότε. Κατά δε τα άρθρα 1782 και 1787 Α.Κ. η Β νομιμοποιείται να την προσβάλη, για να επέλθη εν συνεχεία η εξ αδιαθέτου διαδοχή κατά τα άρθρα 1813 επ. Α.Κ., οπότε θα λάβη η Β το 1/2 και ο Α το άλλο 1/2. Το αυτό αποτέλεσμα πάντως κι αν επικαλεσθή το 1786 Α.Κ.

ΘΕΜΑ 51: Ο Κ, που πέθανε το 1989 χωρίς να αφήσει διαθήκη, άφησε περιουσία ύψους δρχ. 1.200.000, που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του, και είχε ως πλησιέστερους συγγενείς του, εκτός από την σύζυγό του Σ, τα τρία του παιδιά Α, Β και Γ. Λίγο πριν πεθάνει ο Κ είχε δωρίσει στον Α δρχ. 200.000 για να οργανώση το δικηγορικό του γραφείο, ενώ στην Β, όταν παντρεύτηκε, δώρισε δρχ. 400.000 για να αγοράση την οικοσκευή της. Τι δικαιούνται οι κληρονόμοι του Κ από την κληρονομία του και γιατί; (ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ)

Ó å ë ß ä á 4 2

Page 43: ASTIKO

ΛΥΣΗ: (1895, 1899, 1900, 1813 επ. Α.Κ.) Και για τους δύο, Α και Β, συντρέχει περίπτωση συνεισφοράς. Έτσι, η μερίδα εκάστου θα διαμορφωθή ως εξής: Η Σ θα λάβη μερίδα 1/4 της κληρονομιαίας περιουσίας, ο Α θα λάβη το 1/4 της κληρονομιαίας περιουσίας, η Β θα λάβη το 1/4 της κληρονομιαίας περιουσίας και η Γ θα λάβη το 1/4 της κληρονομιαίας περιουσίας. Και έχουν λαμβάνειν δρχ. 450.000 έκαστος. Αφαιρούνται όμως από την μερίδα των Α και Β, για τον μεν Α το ποσόν των δρχ. 200.000, για δε την Β το ποσόν των δρχ. 400.000, ώστε τελικά να λάβουν:Η Σ δρχ. 450.000 συν το εξαίρετο, ο Α δρχ. 250.000, η Β δρχ. 50.000, ο Γ δρχ. 450.000.

ΘΕΜΑ 52: Ο Κ, που είχε ως πλησιέστερους συγγενείς δύο ανηψιούς του, εγκαθιστά ως κληρονόμο του τον φίλο του Χ, στον οποίο επιβάλλει την υποχρέωση να του κατασκευάσει πολυτελή μαρμάρινο τάφο. Ο Χ πιστεύει ότι η απαίτηση να κατασκευαστή τόσο ακριβός τάφος είναι ματαιοδοξία, που δεν τον δεσμεύει. Μπορεί να υποχρεωθή από κάποιον ο Χ στην κατασκευή του τάφου; (Ο ΤΡΟΠΟΣ ΣΤΗΝ ΔΙΑΘΗΚΗ)

ΛΥΣΗ: (2011, 2014 Α.Κ.) Ναι, ενοχικά από τους δύο ανηψιούς του Κ, επειδή εάν δεν πράξη τούτο θα εκπέση του κληρονομικού του δικαιώματος, θα επέλθη η εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή και αυτοί θα είναι τότε οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του Κ.

ΘΕΜΑ 53: Ο Κ, με διαθήκη του εγκατέστησε ως κληρονόμους του τους φίλους του Γ και Δ. Μία μέρα που ο Κ είχε παρακαλέσει μία φίλη του να του τακτοποιήση το γραφείο του, αυτή μαζί με άλλα άχρηστα χαρτιά, έσκισε και πέταξε, χωρίς να το καταλάβη, και τη διαθήκη του Κ, την οποία περιμάζεψαν οι Γ και Δ, χωρίς ο Κ να γνωρίζει αυτά τα συμβάντα. Ο αδελφός του Κ, Α, που είναι ο πλησιέστερος συγγενής του, έχει τη γνώμη ότι η διαθήκη ανακλήθηκε με την καταστροφή της, ενώ οι Γ και Δ έχουν αντίθετη άποψη. Είναι βάσιμοι οι ισχυρισμοί του Α ή όχι και γιατί; (ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΓΕΝΙΚΑ)

ΛΥΣΗ: (1765 παρ. 2 Α.Κ., Φίλιος ΕιδΚληρ σελ. 113-114) Η ανάκληση διαθήκης ως απαραίτητη προϋπόθεση έχει την ανακλητική βούληση του συντάκτη της. Ενώ η καταστροφή ή η απώλεια απλώς της διαθήκης δεν επιφέρουν την ανάκλησή της.

ΘΕΜΑ 54: Ο Κ, που πέθανε το 1989, έχοντας την σύζυγό του Σ και την κόρη του Χ ως μόνους πλησιέστερους συγγενείς του, είχε χαρίσει το 1984, όταν ακόμη είχε μεγάλη περιουσία, στον φίλο του Φ δρχ. 1.600.000 Οταν πέθανε ο Κ, είχε χάσει σε μία επιχείρηση την περιουσία του και η κληρονομία ανερχόταν μόλις σε δρχ. 400.000 Τι δικαιώματα έχουν οι Σ και Χ κατά του Φ και ποια είναι αυτά και ποια η έκτασή τους; (ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΝΟΜΙΜΟΥ ΜΟΙΡΑΣ)

Ó å ë ß ä á 4 3

Page 44: ASTIKO

ΛΥΣΗ: (1825, 1830, 1831 παρ. 2, 1835, 1836 Α.Κ.) Ο Φ προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα των Σ και Χ κατά το ποσόν το ελλείπον προς συμπλήρωσιν του ημίσεως της εξ αδιαθέτου μερίδος, ήτοι 1.600.000 + 400.000 = 2.000.000/2 = δρχ. 1.000.000 - 400.000 (που έχουν ήδη) = δρχ. 600.000 Μπορούν λοιπόν οι Σ και Χ να ανατρέψουν την δωρεά (μέμψις αστόργου δωρεάς). Ο Φ μπορεί, αν δε θέλει να γίνη αυτό, να καταβάλη δρχ. 300.000 στην Σ και 300.000 στην Χ.

ΘΕΜΑ 55: Ο Κ πήγε στο συμβολαιογράφο του για να συντάξη μυστική διαθήκη. Κατά το χρόνο που ο συμβολαιογράφος συνέτασσε τη σημείωση στο έγγραφο που εγχειρίσθηκε, τηλεφώνησαν σε έναν από τους τρεις μάρτυρες, τον Α, ο οποίος είπε ότι φεύγει για λίγο, αλλά επέστρεψε όταν είχε τελειώσει όλη η διαδικασία, οπότε υπέγραψε και αυτός. Κατά την διάρκεια της διαδικασίας μπήκε στο γραφείο του συμβολαιογράφου και ο πελάτης του Β, ο οποίος κάθησε πλάϊ στο διαθέτη και περίμενε να τελειώσει η διαδικασία για την κατάρτιση της μυστικής διαθήκης. Μετά το θάνατο του Κ, ο αδελφός του Χ που θα κληρονομούσε εξ αδιαθέτου, ισχυρίζεται ότι η διαθήκη του Κ είναι άκυρη επειδή ο Α δεν ήταν διαρκώς παρών αλλά και επειδή ήταν παρών ο Β. Είναι βάσιμοι οι ισχυρισμοί του Χ ή όχι και γιατί; (ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΣΥΝΤΑΞΕΩΣ ΜΥΣΤΙΚΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ)

ΛΥΣΗ: (1730, 1718, 1742 παρ. 2, 1743 παρ. 2 επ. 2, 1730 παρ. 2 Α.Κ.) Κατά την ορθή ερμηνεία του νόμου (Φίλιος, ΕιδΚληρ σελ. 102), οι δύο ισχυρισμοί του Χ θα πρέπει να θεωρηθούν ως νόμω αβάσιμοι.

ΘΕΜΑ 56: Ο Κ, γράφοντας την διαθήκη του, ενώ ήθελε να εγκαταστήση ως κληρονόμο του τον ανεψιό του Τάκη, από παραδρομή γράφει Μάκη, το όνομα άλλου ανεψιού του, αδελφού του Τάκη. Μετά το θάνατο του Κ ο Τάκης, που μπορεί να αποδείξει ότι ο Κ ήθελε να εγκαταστήση αυτόν ως κληρονόμο, ζητά να ακυρωθή η εγκατάσταση του Μάκη λόγω πλάνης του Κ και να αναγνωριστή αυτός ως κληρονόμος. Αν το δικαστήριο δεχθή την πλάνη του Κ, μπορούν ή όχι να επέλθουν οι νόμιμες συνέπειες που ζητά ο Τάκης και γιατί; (Α.Κ. 1782-1786)

ΛΥΣΗ: (1783, 181, 173 Α.Κ. Διάφορο το 141 Α.Κ. Ειδικώτερη διάταξη του 143 Α.Κ. Σχετικό και το 1793 Α.Κ.) Ρητά κατά το εδάφιο 2 του άρθρου 1783 Α.Κ. θα θεωρηθή ο Τάκης ως ο αληθής κληρονόμος, και νομιμοποιείται άρα να ασκήση την περί κλήρου αγωγή κατά τα άρθρα 1871 επ. Α.Κ.

ΘΕΜΑ 57: Ο Κ κατάρτισε νομότυπα υπέρ του Α για ένα οικόπεδο, δωρεά αιτία θανάτου, η οποία δεν συμφωνήθηκε αμετάκλητη. Μετά από μερικά χρόνια ο Κ με έγκυρη ιδιόγραφη διαθήκη του, άφησε το οικόπεδο αυτό στον Β. Μετά το θάνατο του Κ, καθένας από τους Α και Β ισχυρίζεται ότι το οικόπεδο είναι δικό του. Ποιου οι ισχυρισμοί είναι βάσιμοι και γιατί; (ΔΩΡΕΑ ΑΙΤΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ)

Ó å ë ß ä á 4 4

Page 45: ASTIKO

ΛΥΣΗ: (2033 παρ. 1 Α.Κ.) Το οικόπεδο στον Β. Ο Α πάντως, θα είναι δανειστής της κληρονομίας.

ΘΕΜΑ 58: Ο Α, ανηψιός του Κ και πλησιέστερος συγγενής του, όταν ο Κ πέθανε την 1-2-1987, αποδέχεται την κληρονομία του Κ την 1-3-1987 ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος του. Τον Ιούλιο του 1987 βρίσκεται διαθήκη του Κ, η οποία και δημοσιεύεται τον Σεπτέμβριο του 1987, με την οποία ο Κ εγκαθιστούσε μοναδικό κληρονόμο του τον Α, αλλά όριζε και σειρά από κληροδοσίες. Τον Οκτώβριο του 1987 ο Α θέλει να αποποιηθή την κληρονομία του Κ και ισχυρίζεται ότι η αρχική αποδοχή του είναι άκυρη, αφού τότε είχε αποδεχθή ως κληρονόμος εξ αδιαθέτου. Ο δανειστής όμως της κληρονομίας Δ ισχυρίζεται ότι οκτώ μήνες μετά την αποδοχή και τέσσερις μήνες μετά την ανακάλυψη της διαθήκης δεν έχει πλέον ο Α δικαίωμα αποποίησης. Ποιος έχει δίκιο και γιατί; (ΑΠΟΔΟΧΗ ΚΑΙ ΑΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ)

ΛΥΣΗ: (1847, 1848, 1852 Α.Κ.) Η αποποίηση είναι εγκυρότατη, επειδή η αποδοχή (επιχείρημα από το άρθρο 1852 Α.Κ.- αφού μπορεί να αποποιηθεί για να αποδεχθεί μετά από άλλο λόγο) είναι ανεξάρτητη από την επαγωγή, και μπορεί να γίνη χωριστά για κάθε είδος επαγωγής.

ΘΕΜΑ 59: Ο Κ, που είχε ως πλησιέστερο συγγενή του τον αδελφό του Χ, με δημόσια διαθήκη του του έτους 1980 εγκατέστησε ως μόνο κληρονόμο του την φίλη του Α και με ιδιόγραφη διαθήκη του του έτους 1984 όριζε κληροδοσία υπέρ του Β. Μετά το θάνατο του Κ, ο αδελφός του o ισχυρίζεται ότι με τη σύνταξη της δεύτερης διαθήκης ανακλήθηκε η πρώτη και άρα κληρονομεί αυτός αποκλειστικά. Είναι βάσιμος ο ισχυρισμός του Β ή όχι και γιατί; (ΑΝΑΚΛΗΣΙΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ)

ΛΥΣΗ: Η διαθήκη του Κ δεν ανακλήθηκε, και αυτό επειδή δεν πληρώθηκαν οι προϋποθέσεις της ανάκλησης.

ΘΕΜΑ 60: Ο Κ με διαθήκη του εγκατέστησε ως μόνο κληρονόμο του τον αδελφό του Ε, ο οποίος είχε δύο παιδιά, αλλά όρισε με την διαθήκη ότι απαγορεύεται στον Ε να εκποιήση το ακίνητο, που αποτελούσε και το μόνο περιουσιακό στοιχείο του Κ. Ισχύει η απαγόρευση αυτή, και, αν υποτεθή ότι ισχύει, τι νόημα έχει; (ΚΑΤΑΠΙΣΤΕΥΜΑ, ΙΔΙΩΣ ΕΚ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ)

ΛΥΣΗ: (1927, 1923 Α.Κ.) Ισχύει, ως καταπίστευμα υπέρ των εξ αδιαθέτου κληρονόμων του Ε κατά τα άρθρα 1923 και 1927 Α.Κ.

ΘΕΜΑ 61: Ο Κ, που είχε ως πλησιέστερο συγγενή του τον αδελφό του Α, εγκατέστησε με διαθήκη του ως μόνο κληρονόμο του τον Φ. Ο Α και ο Φ είχαν από ένα παιδί, ο Α τον Β και ο Φ την Γ. Ένα μήνα μετά το θάνατο του

Ó å ë ß ä á 4 5

Page 46: ASTIKO

Κ κι ενώ είχε δημοσιευθή η διαθήκη του, πέθανε ο Α και ένα μήνα αργότερα ο Φ αποποιήθηκε την κληρονομία του Κ. Οι Β και Γ ισχυρίζονται ότι ο καθένας τους παίρνει μόνος του την κληρονομία του Κ. Σε ποιον ή ποιους επάγεται η κληρονομία του Κ, κατά ποιο ποσοστό και γιατί; (ΕΚΠΤΩΣΙΣ ΣΤΗΝ ΕΚ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΔΙΑΔΟΧΗ)

ΘΕΜΑ 62: Ο Κ, χήρος, που είχε δύο παιδιά, τους Χ και Ψ, εγκατέστησε με διαθήκη ως κληρονόμο του ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα και περιώρισε τα παιδιά του στη νόμιμη μοίρα. Η αξία της κληρονομίας του ήταν δρχ. 2.000.000 και ο Κ είχε κάνει προς τρίτους, τους Ζ και Η δωρεές και συγκεκριμένα στον Ζ, δώδεκα χρόνια πριν πεθάνει αξίας δρχ. 300.000 και στον Η, πέντε χρόνια πριν πεθάνει αξίας δρχ. 400.000 Τι δικαιώματα έχουν οι Χ και Ψ στην κληρονομία του πατέρα τους και τι θα πάρει το φιλανθρωπικό ίδρυμα; (ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΝΟΜΙΜΟΥ ΜΟΙΡΑΣ)

ΘΕΜΑ 63: Ο Κ έχει ως σύζυγό του την Τ και ως πλησιέστερους συγγενείς του τα τέκνα του Α, Β και Γ, άγαμα και άτεκνα και τη μητέρα του Μ, και εγκαθιστά ως μοναδικό κληρονόμο του ένα από τα παιδιά του, τον Γ. Μετά το θάνατο του Κ, αποποιείται την κληρονομία του ο Β. Από ποιους και κατά ποια ποσοστά θα κληρονομηθή ο Κ και γιατί; (ΔΙΑΔΟΧΗ - ΠΡΟΣΑΥΞΗΣΗ ΣΤΗΝ ΝΟΜΙΜΗ ΜΟΙΡΑ)

ΘΕΜΑ 64: Ο Κ έχει ως σύζυγό του την Σ και πλησιέστερους συγγενείς τον πατέρα του Π και τα παιδιά του Γ και Δ από το γάμο του με την Σ, εκ των οποίων ο Γ, παντρεμένος με την Τ, είχε επίσης δύο παιδιά, τους Χ και Ψ. Με διαθήκη του ο Κ εγκατέστησε ως μοναδική του κληρονόμο την Σ και αποκλήρωσε ρητά τον Γ, γιατί τον τραυμάτισε από πρόθεση σοβαρά. Από ποιους και κατά ποια ποσοστά θα κληρονομηθή ο Κ; (ΑΠΟΚΛΗΡΩΣΙΣ ΓΕΝΙΚΑ)

ΘΕΜΑ 65: Ο Κ, που μετά το θάνατο της συζύγου του Σ, το 1986, δεν τέλεσε νέο γάμο, πέθανε την 5-2-1989 στο νοσοκομείο, όπου είχε εισαχθή την 3-2-1989, χωρίς να αφήση διαθήκη. Μοναδικό τέκνο του Κ από το γάμο του με την Σ ήταν ο 25χρονος ανύπαντρος και άτεκνος γιός του Γ, στον οποίο ο Κ χρωστούσε λόγω δανείου το ποσόν των δρχ. 250.000, το οποίο έπρεπε να επιστραφή την 4-2-1989 στον Γ. Ο Γ, έχοντας άμεση ανάγκη των χρημάταν που του χρωστούσε ο Κ, πήρε από την πατρική κατοικία, την οποία άνοιξε

Ó å ë ß ä á 4 6

Page 47: ASTIKO

την 10-2-1989 με τα κλειδιά του Κ, που παρέλαβε από το νοσοκομείο, ένα βάζο-αντίκα αξίας δρχ. 250.000 Το βάζο αυτό πούλησε και παρέδωσε στη συνέχεια ο Γ στο συλλέκτη Δ αντί του ποσού των δρχ. 280.000 Ο Γ προέβη στις παραπάνω πράξεις με κάθε επιφύλαξη, δεδομένου ότι ήθελε, προτού αποφασίσει οριστικά για την τυχόν αποδοχή ή αποποίηση της κληρονομίας, να διαπιστώσει το μέγεθος των χρεών του Κ.Την 14-3-1989 εμφανίσθηκε ο 20χρονος Ε, νομότυπα αναγνωρισμένος γιος του Κ από μία εξώγαμη σχέση που είχε ο Κ με τη Μ, ενώ ήταν παντρεμένος με την Σ. Ο Ε εδήλωσε στον Γ ότι απαιτεί το μερίδιό του. Ο Γ, που αγνοούσε την ύπαρξη του Ε, φανερά απογοητευμένος από την κρυφή ζωή του Κ, αποποιήθηκε νομότυπα την κληρονομία του Κ την 20-3-1989. α) Είναι ο Ε κληρονόμος του Κ, και εάν ναι, μπορεί να ζητήση από τον Δ την απόδοση του βάζου; β) Έχει ο Ε καμμία απαίτηση κατά του Γ για το τίμημα που έλαβε από την πώληση του βάζου; Τι μπορεί να αντιτάξη ο Γ προς τον Ε ως προς τις 250.000 δρχ.;

ΛΥΣΗ: Τα πραγματικά περιστατικά του πρακτικού κατατάσσονται χρονικά ως εξής.Την 5-2-1989 αποβιώνει ο Κ χωρίς να έχει συντάξει διαθήκη, και με εξ αδιαθέτου κληρονόμο όπως φαίνεται μόνον τον Γ. Ο Γ χωρίς άλλη πράξη αποκτά την νομή και την κυριότητα στα κινητά πράγματα της κληρονομίας κατά το άρθρο 1846 Α.Κ., ενώ φυσικά θα πρέπει να μεταγράψει την τυχόν αποδοχή του για να αποκτήση την κυριότητα και στα ακίνητα κληρονομιαία, σύμφωνα με την εκ του νόμου αίρεση που καθιερώνουν τα άρθρα 1193, 1198 και 1199 Α.Κ. Παρατηρούμε όμως μία εκπεφρασμένη επιφύλαξη του Γ ως προς την αποδοχή καθ' οιονδήποτε τρόπο, επιφύλαξη που τον αποτρέπει άλλως τε και από την ρητή αποδοχή της. Δεν αποποιείται όμως ακόμη σε αυτό το χρονικό σημείο, και καθίσταται έτσι προσωρινός κληρονόμος, δυνάμενος να αποποιηθή εντός τετραμήνου από την 5-2-1989 την κληρονομία με δήλωση στον γραμματέα του κατά τόπον αρμοδίου Μονομελούς Πρωτοδικείου (1847, 1848, ΕισΝΑΚ 120). Αυτή του τη δήλωση μπορεί να την κάνει αυτοπροσώπως ή με αντιπρόσωπο.

Την 10-2-1989 ο Γ εκποιεί ένα κληρονομιαίο κινητό, βάζο, στον Δ. Οι προϋποθέσεις της εκποίησης κινητού κατά τα άρθρα 513 και 1034 Α.Κ. πληρούνται επειδή επωλήθη πράγμα, το βάζο, έναντι τιμήματος χρηματικού, βάσει συμφωνίας των μερών, το οποίο κατά κυριότητα ανήκε στον μεταβιβάζοντα Γ, και η νομή του παραδόθηκε με υλική παράδοση στον Δ (976 εδ. 1 Α.Κ.). Ο Δ είναι πλέον κύριος του βάζου.

Την 14-3-1989 ο Ε διεκδικεί την κληρονομική του μερίδα. Είναι τέκνο εκτός γάμου του Κ, αναγνωρισμένο εκούσια, και ως εκ τούτου πλην δύο εξαιρέσεων κατέχει (δεν γίνεται) θέση τέκνου γεννημένου σε γάμο, και είναι συγγενής του Κ πρώτου βαθμού -κατιών (1463, 1475 και 1484 Α.Κ.) Όπως και ο Γ, ο Ε θα έχει κληρονομικό δικαίωμα ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος στην κληρονομία του Κ, κατά το άρθρο 1813 Α.Κ. Η ιδιότητά του αυτή, όπως άλλως τε και του Γ, ανατρέχει στο χρονικό σημείο του θανάτου του Κ.

Ó å ë ß ä á 4 7

Page 48: ASTIKO

Την 20-3-1989 ο Γ αποποιείται την αυτοδικαίως επαγείσα σε αυτόν κληρονομία. Έτσι, κατά το άρθρο 1856 Α.Κ., η επαγωγή της κληρονομίας του Κ προς τον Γ θεωρείται ότι ποτέ δεν έγινε, και ταυτόχρονα καλείται ο Ε κατά τα άρθρα 1813 και 1823 Α.Κ. ως κληρονόμος στο σύνολο της περιουσίας του Κ.

Το επίκεντρο του προβληματισμού σε αυτό το πρακτικό είναι η νομιμότης και η σημασία της εκποίησης ενός κληρονομιαίου κινητού από τον Γ, προσωρινό κληρονόμο που εν συνεχεία αποποιείται. Παρατηρητέο ότι δεν μπορεί κατά Φίλιο να θεωρηθή αυτή η πράξη του Γ έμπρακτη αποδοχή της επαχθείσης κληρονομίας, επειδή και η πράξη αυτή ετελέσθη με όλες τις επιφυλάξεις ως προς την αποδοχή και τα αποτελέσματά της, και οπωσδήποτε χωρίς διάνοια κυρίου, αλλά και επειδή εμπίπτει στις πράξεις διοικήσεως της κληρονομίας, αφού ο Γ ανάλωσε το αντικατάλλαγμα του κληρονομιαίου στην εξόφληση του - κατά τα πραγματικά περιστατικά - μοναδικού γνωστού χρέους της κληρονομίας. Ετσι, η πράξη αυτή του Α πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 1859 Α. Κ. Η παραπομπή στις περί διοίκησης αλλοτρίαν διατάξεις είναι ανενεργή, επειδή ο Γ νόμιζε πας η υπόθεση ήταν δική του (740 Α.Κ.). Παραμένει οπωσδήποτε ισχυρή η πώληση προς τον Δ, ακόμη και αν υποτεθή ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής η παρ. 2 του άρθρου 1859, επειδή ο Δ απέκτησε από κύριο νομότυπα. Επομένως, κατά τα ανωτέρω:α) Ο Ε είναι κληρονόμος του Α, μοναδικός εξ αδιαθέτου, αλλά δε μπορεί να διεκδικήση το βάζο από τον Δ. β) Ο Ε όμως, μπορεί να διεκδικήση από τον Γ κατά τα άρθρα 1871 και 1872 Α.Κ. το αντικατάλλαγμα, δηλαδή το χρηματικό ποσό που έλαβε αυτός ως τίμημα από την πώληση του κληρονομιαίου. Πάντως, ο Γ θα αντιτάξη κατ' ένσταση ότι κατά τα άρθρα 1873 σε συνδ. 903, 908 και 909 Α.Κ. ότι από τις 280.000 δρχ., οι 250.000 δεν ευρίσκονται στην κατοχή του υπό την ιδιότητα του ως νομέα κληρονόμου, αλλά υπό την ιδιότητα του ως δανειστή της κληρονομίας. Επομένως, ο Ε μόνον τις δρχ. 30.000 θα μπορέσει να ανακτήση.

36. Η ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΚΑΤΑΘΕΣΗ

Η τραπεζική κατάθεση ως αντικείμενο της κληρονομιαίας περιουσίας, σημαίνει την ύπαρξη σ΄ αυτήν απαίτησης του κληρονομουμένου κατά της τράπεζας για την καταβολή ποσού ίσου προς το κατατεθέν και τους τόκους που προκύπτουν ανάλογα με το είδος της καταθέσεως.Ως προς την φύση της τραπεζικής καταθέσεως έχει υποστηριχθεί α) ότι αυτή αποτελεί δάνειο, β) ότι αυτή αποτελεί ανώμαλη παρακαταθήκη, γ) ότι αυτή αποτελεί ιδιόρρυθμη μικτή σύμβαση. Ανεξάρτητα πάντως από την φύση της τραπεζικής καταθέσεως, η τράπεζα γίνεται κυρία των χρημάτων που της έχουν κατατεθή, και ο καταθέτης έχει την αξίωση να αναζητήσει την ονομαστική τους αξία. Τέλος, τα αντικείμενα της απαιτήσεως (τα

Ó å ë ß ä á 4 8

Page 49: ASTIKO

χρήματα ως πράγματα) δεν ανήκουν στον καταθέτη κατά το χρόνο θανάτου του. Η κυριότητα των χρημάταν ως πραγμάτων ανήκει στην τράπεζα, η οποία υποχρεούται και αντίστοιχα ο κληρονόμος ενοχικά δικαιούται να απαιτήση την απόδοσή της κατά τους όρους της μεταξύ καταθέτη και τράπεζας σύμβασης. Με τη σύσταση της κληροδοσίας, στον κληροδόχο επάγεται η απαίτηση αυτή κατά το άρθρο 1984 παρ. 3 εδ. α' Α.Κ. Επομένως, η κληροδοσία αυτή είναι έγκυρη.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Κατά το άρθρο 1995 Α.Κ., ο κληροδόχος αποκτά δικαίωμα ενοχικής φύσεως να απαιτήση από τον βεβαρημένο με την κληρονομία την κληροδοθείσα παροχή, ενώ στο 1996 ο κληροδόχος αποκτά εμπράγματο, δηλ. άμεσο δικαίωμα στο κληροδοτηθέν. Η φύση όμως του δικαιώματος του κληροδόχου στην κληροδοσία δεν πρέπει να συγχέεται με την φύση του δικαιώματος που αυτός αποκτά στο κληρονομιαίο. Αν λ.χ. καταλείπεται κατά 1996 Α.Κ. ενοχική αξίωση, την αποκτά μεν αμέσας, αλλά το δικαίωμά του δεν παύει να είναι ενοχικό.

ΠΡΑΚΤΙΚΑ: 66. Η Κ, χήρα Αγγέλου Αγγελίδη, πεθαίνει άτεκνη την 15-11-1985 και καταλείπει ως πλησιέστερους συγγενείς κατά τον χρόνο του θανάτου της τον αδελφό της Ζ και τα παιδιά της αδελφής της Α, τους Π και Ρ, με τους οποίους όμως από χρόνια είχε διακόψει κάθε σχέση γιατί αυτοί την περιφρονούσαν. Κατά το χρόνο του θανάτου της, η Κ είχε ένα οικόπεδο και χωράφια 20 στρεμμάτων. Μετά τον θάνατο της Κ, οι Π και Ρ ζητούν την 4-4-1986 την έκδοση κληρονομητηρίου πιστοποιούντος το κληρονομικό τους δικαίωμα, το οποίο και εκδίδεται την 10-10-1986.Ο Ζ από την άλλη μεριά, γνωρίζοντας ότι η Κ είχε συντάξει διαθήκη ενώπιον του συμβολαιογράφου Σ, ειδοποιεί τον Σ και την 30-11-1986 δημοσιεύεται στο Πρωτοδικείο η δημοσία διαθήκη της Κ, με την οποία αυτή εγκαθιστά μοναδικό της κληρονόμο τον αδελφό της Ζ.Τόσο ο Ζ, όσο και οι Π και Ρ πηγαίνουν στους δικηγόρους τους για να μάθουν τι δικαιώματα έχουν.Το ίδιο ενδιαφέρον έχει και ο Φ, που είχε στο μεταξύ καταρτίσει προσύμφωνο με τους Π και Ρ για την αγορά στοιχείων της κληρονομίας που αναλογούσαν στο μερίδιό τους.α) Τι θα συμβουλεύατε τους τους Ζ, Π, Ρ και Φ; β) Τι θα συμβουλεύατε τον Φ, εάν είχε προβή στην αγορά ενός αγρού από τα 20 στρέμματα;

67. Ο Κ συντάσσει διαθήκη, η οποία έχει ως εξής "Την ακίνητή μου περιουσία την αφήνω στον γιό μου Α. Την κινητή μου περιουσία την αφήνω στην σύζυγό μου Σ. Για δε την κόρη μου Δ, ορίζω όσο ζει να χρησιμοποιεί και να εκμεταλλεύεται το ακίνητό μου στην πλατεία Συντάγματος." Τι είδους κληρονομικά δικαιώματα αποκτούν οι Α, Δ, Σ; Από πότε; Τι είδους εμπράγματα δικαιώματα αποκτούν οι Α, Δ, Σ; Τι είδους φυσικές εξουσίες αποκτούν οι Α, Δ, Σ; Τι θα απαντούσατε στην Δ, αν σας ερωτούσε τι δικαιώματα θα μπορούσαν να απορρέουν προς όφελός της από την διανομή αυτή;

Ó å ë ß ä á 4 9

Page 50: ASTIKO

68. Ο Αρχέλαος, που είναι άγαμος και άτεκνος, πεθαίνει σε μεγάλη ηλικία αφήνοντας διαθήκη, όπου ορίζει ότι εγκαθιστά μοναδικούς κληρονόμους του στη μεγάλη του περιουσία κατά τα 3/4 εξ αδιαιρέτου την ωραιότατη μικρανηψιά του Διδώ, κόρη πρωτεξαδέλφου του, με την αναβλητική αίρεση της νομιμοποίησης των σχέσεών της με τον καλλιτέχνη του ελαφρού θεάτρου Οράτιο και κατά το υπόλοιπο 1/4 εξ αδιαιρέτου το βρέφος που είχε συλλάβει και ανέμενε να αποκτήση η Διδώ από τις παραπάνω σχέσεις της. Λίγες ημέρες όμως μετά το θάνατο του θείου της, η Διδώ καταλαμβάνεται πρόωρα, υπό το κράτος της θλίψης που της προκάλεσε το γεγονός αυτό, από τις ωδίνες του τοκετού και το βρέφος εξέρχεται νεκρό. Ύστερα απ' αυτό, ο μοναδικός αδελφός του Αρχελάου, Τίτος, θεωρώντας τον εαυτό του αποκλειστικό κληρονόμο του τελευταίου, καταλαμβάνει ολόκληρη την κληρονομία του και, αφού προβαίνει στην κατά το νόμο συμβολαιογραφική δήλωση της αποδοχής της (ως προς τα ακίνητα), την οποία και μεταγράφει, επιχειρεί χωρίς καμμία άλλη προδικασία τις ακόλουθες πράξεις: α) εκποιεί στον μεν πλούσιο γαιοκτήμονα Φιλοκτήτη ένα μεγάλο αγρόκτημα της κληρονομίας που έμενε μετά τον θάνατο του Αρχελάου ανεκμετάλλευτο, γιατί βρισκόταν στην απομακρυσμένη γενέτειρά του, και στον κοσμηματοπώλη Χρυσόστομο την μεγάλης αξίας, επίσης απρόσοδη, συλλογή κοσμημάτων και νομισμάτων του Αρχελάου και β) ανεγείρει, με τα χρήματα των παραπάνω εκποιήσεων, σε οικόπεδο της ίδιας κληρονομίας, οικοδομή, την οποία εκμισθώνει με συμβολαιογραφική πράξη για μία εξαετία στον μεγάλο επιχειρηματία Ευλάμπιο. Αντιδρώντας εναντίον των ενεργειών αυτεν του Τίτου η Διδώ, που είχε στο μεταξύ τελέσει κατά συμβουλή του δικηγόρου της έγκυρο γάμο με τον Οράτιο, στρέφεται δικαστικώς εναντίον των Τίτου, Φιλοκτήτη και Χρυσοστόμου, ζητώντας να καταδικαστούν αυτοί να της αποδώσουν εξ ολοκλήρου τα περιουσιακά στοιχεία της κληρονομίας του Αρχελάου που ο καθένας τους είχε στη νομή του, ισχυριζόμενη ότι, ύστερα και από τη γέννηση νεκρού του βρέφους που κυοφορούσε, μοναδική κληρονόμος στο σύνολο της περιουσίας του θείου της είχε γίνη αυτή.Ζητούμε να μας πείτε: α) αν είναι νόμιμες και αν θα γίνουν τελικά δεκτές οι αγωγές της Διδώς κατά των Τίτου, Φιλοκτήτη και Χρυσοστόμου (ως προς τον οποίον, ειδικώτερα, θα πρέπει να σημειωθή ότι αγνοούσε καλόπιστα την προέλευση των κοσμημάτων και νομισμάτων) και β) αν σε περίπτωση που θα γινόταν δεκτή η αγωγή της Διδώς κατά του Τίτου, θα δεσμευόταν ή όχι αυτή από τη μίσθωση που ο τελευταίος συνήψε με τον Ε, εφ' όσον δεν θα έχει λήξη ο χρόνος διαρκείας της;

ΛΥΣΕΙΣ: 66. Η Κ πεθαίνει άτεκνη, και κατ' αρχήν επέρχεται η εξ αδιαθέτου διαδοχή κατά τα άρθρα 1710, 1813 επ. Α.Κ. Κατ' αυτήν, κληρονόμοι της Κ είναι κατά τα 2/4 ο Ζ και κατά το 1/4 έκαστος των Π και Ρ εξ αδιαθέτου. Και οι μεν, και ο δε την έχουν αποδεχθή ήδη διά μόνης της παρόδου απράκτου του χρόνου προθεσμίας αποποιήσεως (1846, 1847, 1850 Α.Κ.). Την 30-11-1986 δημοσιεύεται η δημοσία διαθήκη (1711-2 Α.Κ.) της Κ, η οποία ex tunc εγκαθιστά μόνο κληρονόμο της Κ τον Ζ. Ο Ζ θα δικαιούται να ασκήση κατά των Π και Ρ την περί κλήρου αγωγή των άρθρων 1871 επ. Α.Κ., επειδή αυτοί

Ó å ë ß ä á 5 0

Page 51: ASTIKO

παρακρατούν κληρονομιαία πράγματα, αντιποιούμενοι κληρονομικό δικαίωμα. Ο Φ πάλι, είχε καταρτίσει προσύμφωνο πώλησης με τους Π και Ρ. Αυτό, ως ενοχική δικαιοπραξία, θα είναι εγκυρότατο και θα δεσμεύει τους Π και Ρ. Όμως δεν είναι κληρονόμοι.Η σύναψη προσυμφώνου πωλήσεως ακινήτου εμπίπτει στην διάταξη των άρθρων 1962 και 1963 Α.Κ., γιατί είναι άτυπη υποσχετική αμφοτεροβαρής σύμβαση κ.λ. και άρα δεν υπόκειται σε μεταγραφή, επομένως μπορεί να ασκήση ο Φ τα δικαιωματά του του από την μη εκτέλεση της συμβάσεως. Το άρθρο 363 Α.Κ. μάλλον δεν εφαρμόζεται εδώ, επειδή οι Π και Ρ είχαν λόγους να πιστεύουν πως δεν θα τιμηθούν με την διαθήκη της Κ.Σημειωτέο πάντως ότι ο Φ δε θα μπορεί να καταδικάση τους Π και Ρ σε δήλωση βουλήσεως, αφού δεν είναι κύριοι των κληρονομιαίων.

67. Οι Α και Τ είναι κληρονόμοι του Κ. Κατά τα άρθρα 1996 και 1997 Α.Κ., αποκτούν αυτοδικαίως. Ο Α πρέπει και να μεταγράψη την αποδοχή για να αποκτήση την κυριότητα στα κληρονομιαία ακίνητα. Οι Α και Τ είναι νομείς, ενώ η Δ οιωνεί νομέας. Η Δ θα πρέπει να μεταγράψη αποδοχή της κληρονομίας για να μπορέση να ασκήση το εμπράγματό της δικαίωμα. Όμως η Δ είναι και νόμιμος μεριδούχος κατά το άρθρο 1828 Α.Κ., και σε ποσοστό 3/16 επί της κληρονομιαίας περιουσίας. Η διαθήκη θα είναι αυτοδικαίως άκυρη κατά το μέρος που προσβάλλει την νόμιμη μοίρα, και θα νομιμοποιείται να ασκήση κατά των Α και Τ την περί κλήρου αγωγή των άρθρων 1871 επ. Α.Κ.

68. Οταν ο Αρχέλαος πέθανε, κληρονομήθηκε με εκ διαθήκης διαδοχή. Σύμφωνα με αυτήν, εγκαθίσταται κληρονόμος υπό αναβλητική αίρεση η Διδώ. Κατά το άρθρο 1925 Α.Κ., η αίρεση θα πληρούτο αν είχε τελέση τον γάμο της με τον Οράτιο πριν τον θάνατο του Αρχελάου. Εάν είχε γίνη έτσι, η Διδώ θα ήταν κληρονόμος ως προς τα 3/4 της κληρονομιαίας περιουσίας. Εφ' όσον όμως η Διδώ δεν παντρεύτηκε, δεν θα κληρονομή αυτή, αλλά η μερίδα αυτή (τα 3/4) θα διανεμηθή ως εξ αδιαθέτου και ο κληρονόμος, στην συγκεκριμένη περίπτωση ο Τίτος, θα είναι βεβαρημένος με καταπίστευμα υπέρ της Διδώς. Το βρέφος μπορούσε, κατά 36 Α.Κ., να γίνη κληρονόμος, εφ' όσον γεννηθή ζωντανό. Γεννήθηκε όμως νεκρό, οπότε ως προς αυτό ματαιούται η διαθήκη, και κατά προσαύξησιν λαμβάνει ο Τίτος ως κληρονόμος. Η Διδώ θα είναι καταπιστευματοδόχος κατά το 1/4, μερίδιο του βρέφους, κατά το άρθρο 1934 Α.Κ. Σύμφωνα με την διαθήκη του Αρχελάου, η Διδώ εγκαθίσταται ως κληρονόμος στα 3/4 της κληρονομίας υπό την αναβλητική αίρεση της νομιμοποιήσεως των σχέσεων της με τον Οράτιο, ενώ κατά το υπόλοιπο 1/4 έχει εγκατασταθή το βρέφος, το οποίο όμως δεν έχει γεννηθή ακόμη κατά τον χρόνο θανάτου του Αρχελάου. Αναφορικά με την Διδώ, κατά το άρθρο 1925 Α.Κ., εφ' όσον δεν έχει πληρωθή η αναβλητική αίρεση μέχρι το θάνατο του Α, η Διδώ θα θεωρηθή καταπιστευματοδόχος εκ του νόμου. Αυτό σημαίνει ότι η κληρονομία θα περιερχόταν στην Διδώ με τον θάνατο του Αρχελάου μόνον εάν είχε ήδη τελέση το γάμο της με τον Οράτιο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως, εφαρμόζεται το άρθρο 1931 Α.Κ., με τα ως άνω αποτελέσματα. Αναφορικά με το βρέφος, σύμφωνα με τα άρθρα 1711 σε συνδυασμό προς το 36 Α.Κ.,

Ó å ë ß ä á 5 1

Page 52: ASTIKO

κληρονόμος μπορεί να είναι εκείνος που κατά τον χρόνο επαγωγής της κληρονομίας ζει ή τουλάχιστον είναι συνειλημμένος, (αλλά μόνον αν γεννηθή ζωντανός). Όμως, σύμφωνα με τα δοθέντα πραγματικά περιστατικά, το βρέφος γεννήθηκε νεκρό και άρα ποτέ δεν κληρονόμησε τον Αρχέλαο. Επομένως, με την έκπτωσή του, η μερίδα του περιήλθε στον εξ αδιαθέτου κληρονόμο του Αρχελάου, τον Τίτο, του οποίου η μερίδα έτσι μεγεθύνθηκε με προσαύξηση. Το πρόσθετο όμως αυτό μερίδιο ο Τίτος το απέκτησε όχι ως οριστικός κληρονόμος, αλλά επιβαρυμένο και αυτό όπως και τα 3/4 με το καταπίστευμα υπέρ της Δ (1934 εδ. α Α.Κ.). Δηλαδή, όταν η Διδώ παντρευτή τον Οράτιο, θα πάρει ολόκληρη την περιουσία του Αρχελάου ως καταπιστευματοδόχος.Ως προς τον Τίτο, η Διδώ θα ασκήση την περί κλήρου αγωγή του άρθρου 1871 Α.Κ., η οποία και θα γίνη δεκτή ως παραδεκτή, νόμω και ουσία βάσιμη, αφού ενάγων είναι η καταπιστευματοδόχος Διδώ, εναγόμενος ο Τίτος, αντιποιούμενος κληρονομικό δικαίωμα, και αποδεικνύεται από τα υπό κρίσιν πραγματικά περιστατικά ότι πράγματι παρακρατεί αντικείμενα της κληρονομίας. Ως προς τον Φιλοκτήτη, παρατηρούμε ότι απέκτησε από μη κύριο (1033 Α.Κ.), και η Διδώ θα ασκήση εναντίον του την διεκδικητική αγωγή του άρθρου 1937 παρ. 2. Δεν ασκείται φυσικά η περί κλήρου αγωγή, επειδή ο Φιλοκτήτης δεν αντιποιείται κληρονομικό δικαίωμα.Ως προς τον Χρυσόστομο, η διεκδικητική αγωγή που θα ασκήση εναντίον του η Διδώ (ομοίως όχι περί κλήρου, επειδή ούτε αυτός αντιποιείται κληρονομικό δικαίωμα) θα γίνη τυπικά δεκτή, αλλά θα απορριφθή ουσία, επειδή αυτός ήταν καλόπιστος.β) Κατά το άρθρο 818 Α.Κ. δικαιούται η Διδώ να εξώση τον Ευλάμπιο.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το άρθρο 1937 παρ. 2 είναι ειδικός κανόνας δικαίου προς τον του άρθρου 206 Α.Κ., και προκύπτει αναλογική σύγκρουσις.

0701-1992

ΠΡΑΚΤΙΚΟ:1.

37. Η ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΙΣ ΒΑΡΟΣ ΤΡΙΤΟΥ (415 Α.Κ.)

Το παράτιτλο του άρθρου 415 Α.Κ. είναι παραπλανητικό, διότι γεννά την εντύπωση ότι με την διάταξη ρυθμίζεται η σύμβαση με την οποία επιβάλλονται υποχρεώσεις σε κάποιον τρίτο, που δεν μετείχε στην κατάρτισή της. Τέτοια σύμβαση όμως δεν είναι δυνατή και θα είναι ΑΚΥΡΗ διότι αντίκειται στην αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων. Μόνη εξαίρεση στον Κώδικα είναι η συλλογική σύμβαση εργασίας του άρθρου 680 Α.Κ.

Ó å ë ß ä á 5 2

Page 53: ASTIKO

Το άρθρο 415 Α.Κ. ρυθμίζει τις συμβάσεις περί παροχής τρίτου. Στην σύμβαση αυτή, ο υποσχόμενος δεν υπόσχεται να καταβάλη ο ίδιος, αλλά κάποιος τρίτος, ορισμένη παροχή. Και αν ο τρίτος δεν καταβάλη την παροχή, οφείλει ο υποσχεθείς να αποζημιώση τον αντισυμβαλλόμενο, εφ' όσον ο τρίτος αρνείται να εκπληρώση την παροχή. Πρόκειται για μια μορφή εγγυοδοτικής συμβάσεως, ευρύτερης όμως και διαφορετικής από την σύμβαση της εγγυήσεως του ειδικού ενοχικού. Σύμφωνα με τα παραπάνω, στην σύμβαση περί παροχής τρίτου, όπως ορθά πρέπει να ονομάζεται, ο ένας συμβαλλόμενος "εγγυάται" στον άλλο είτε ότι ο τρίτος θα εγκρίνη την συναφθείσα σύμβαση, είτε ότι ο τρίτος θα εκπληρώση ορισμένη παροχή.

Τέλος, η σύμβαση περί παροχής τρίτου προστίθεται συνήθως σε άλλη, κυρία, σύμβαση. Πρέπει δε να διακρίνεται τόσο από την αντιπροσώπευση, όσο και από την εγγύηση του ειδικού ενοχικού ή την σύμβαση υποσχέσεως προσπαθειών (όπου ο υποσχόμενος απλώς υπόσχεται ότι θα προσπαθήση και εκπληρώνει την υποχρέωσή του απλά με προσπάθειες πειστικές προς τον τρίτο προς έγκρισιν της συμβάσεως - στην υπόσχεση προσπαθειών, ο υποσχεθείς δεν θα ευθύνεται για την τελεσφόρηση ή μη των προσπαθειών του).

ΟΙ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 415 Α.Κ.1. Υπόσχεση του ενός συμβαλλομένου προς τον άλλο2. Υπόσχεση για παροχή από τρίτον3. Τήρηση τύπου δεν απαιτείται

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ ΠΕΡΙ ΠΑΡΟΧΗΣ ΤΡΙΤΟΥΗ σύμβαση περί παροχής τρίτου γεννά αποτελέσματα μόνον μεταξύ υποσχεθέντος και δέκτου της υποσχέσεως. Ειδικώτερα, εάν ο τρίτος αρνηθή να εκπληρώση την παροχή, υποχρεούται να αποζημιώση τον δέκτη της υποσχέσεως. Ως ζημία εννοείται το θετικό διαφέρον, ήτοι ό,τι θα είχε ο δέκτης της υποσχέσεως αν ο τρίτος προέβαινε σε εκπλήρωση της παροχής.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Για να γεννηθή η υποχρέωση προς αποζημίωση του υποσχεθέντος, δεν απαιτείται πταίσμα του.

38. Η ΕΝΣΤΑΣΗ ΝΟΜΗΣ Η ΚΑΤΟΧΗΣ ΕΚ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ (1095 Α.Κ.)

Ο εναγόμενος στην διεκδικητική αγωγή μπορεί να αρνηθή την απόδοση του πράγματος, αν δικαιούται έναντι του ενάγοντος κυρίου να νέμεται ή να κατέχη το πράγμα, ασκώντας την αναβλητική ένσταση της νομής ή κατοχής δυνάμει δικαιώματος. Για το άρθρο 1095 Α.Κ. είναι αδιάφορο αν η νομή ή κατοχή στηρίζεται σε εμπράγματο δικαίωμα (λ.χ. επικαρπία) ή σε

Ó å ë ß ä á 5 3

Page 54: ASTIKO

ενοχικό δικαίωμα (λ.χ. μίσθωση). Αν αποδειχθούν τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ένσταση, η διεκδικητική αγωγή θα γίνη δεκτή ως προς το αναγνωριστικό, αλλά θα απορριφθή ως προς το καταψηφιστικό αίτημα.

Τέλος, το δικαίωμα του εναγομένου για νομή ή κατοχή του επιδίκου μπορεί να στηρίζεται σε οποιαδήποτε σχέση. Πρέπει όμως να ισχύει έναντι του ενάγοντος κυρίου. Και άν στηρίζεται σε περιωρισμένο εμπράγματο δικαίωμα, δεν γεννάται πρόβλημα. Αν όμως η εξουσία του επιδίκου στηρίζεται σε ενοχικό δικαίωμα, πρέπει αυτό να δεσμεύει τον ενάγοντα κύριο είτε γιατί αυτός το παραχώρησε, είτε γιατί αυτός συναίνεσε στην παραχώρησή του, είτε γιατί αναδέχθηκε την δέσμευση, είτε ορίζεται αυτό από το νόμο (614, 615 Α.Κ.).

Τέλος, αυτονόητο ότι η ενοχική σχέση, από την οποία απορρέει το δικαίωμα του εναγομένου για νομή ή κατοχή πρέπει να ισχύει και να είναι ΕΓΚΥΡΗ.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το απλό προσύμφωνο πωλήσεως ή μισθώσεως πράγματος, δεν παρέχει κατΤ αρχήν το δικαίωμα νομής ή κατοχής που θα μπορούσε να αντιταχθή στον ενάγοντα με διεκδικητική αγωγή πωλητή ή εκμισθατή.

Όμως ΠΡΑΚΤΙΚΟ: 69. Ο Α προσυμφωνεί με τον Β νομότυπα την πώληση ενός ακινήτου, η οποία θα γινόταν το 1981. Παραδίδοντας συνάμα και την νομή του ακινήτου στον Β. Το 1981 ούτε ο Α ούτε ο Β ενδιαφέρθηκαν για να καταρτίσουν την σχετική σύμβαση. Το 1991 ο Α εγείρει διεκδικητική αγωγή κατά του Β. Θα γίνη δεκτή; Είναι βάσιμος ο ισχυρισμός του Β ότι απέκτησε κυριότητα με τακτική χρησικτησία; Βάσιμα ο Β ενίσταται με την ένσταση του άρθρου 1095 Α.Κ.; Αν ο Β ήταν πελάτης σας, τι νομική κατασκευή θα κάνατε για να γίνη δεκτή η ένστασις του άρθρου 1095 Α.Κ.;

SOS ΛΥΣΗ: Ναι, θα γίνη δεκτή. Ο ισχυρισμός του Β περί χρησικτησίας είναι αβάσιμος, επειδή για να γίνη κύριος του ακινήτου με τακτική χρησικτησία απαιτείται νόμιμος ή νομιζόμενος τίτλος, ενώ το προσύμφωνο πωλήσεως ακινήτου δεν αποτελεί τίτλο επειδή δεν υπόκειται σε μεταγραφή. Η δε κατά 1095 Α.Κ. ένσταση του Β θα απορριφθή, επειδή δεν προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά κανένα δικαίωμά του έναντι του κυρίου νομής ή κατοχής. Όμως, θα μπορούσε να ισχυρισθή ότι συνήφθη άτυπη, προφορική σύμβαση χρησιδανείου επί του ακινήτου.

0801-1992

ΠΡΑΚΤΙΚΟ: 70. Ο Κ το 1985 ίδρυσε το ίδρυμα Ι, στο οποίο αφιέρωσε το μοναδικό του περιουσιακό στοιχείο, έναν αγρό αξίας δρχ. 12.000.000 Το 1987, ο Κ πεθαίνει χωρίς διαθήκη και καταλίπει ως μόνους εγγύτερους συγγενείς του την σύζυγό του Σ, τον γιό του Α και τον αδελφό του Φ. Τι δικαιώματα έχουν οι Σ, Α, Φ; Πώς ασκούνται; Άν το 1985 ο Κ ώφειλε στην

Ó å ë ß ä á 5 4

Page 55: ASTIKO

τράπεζα Ττο ποσόν των δρχ. 20.000.000, ποια θα ήταν τα δικαιώματα της Τ;

ΛΥΣΗ: Οι Α και Σ είναι αφηρημένοι και συγκεκριμένοι νόμιμοι μεριδούχοι, και έχουν δικαίωμα νόμιμης μοίρας στο 1/2 της εξ αδιαθέτου μερίδας τους.

Θα τα ασκήσουν με την μέμψη αστόργου δωρεάς κατά το άρθρο 1835 Α.Κ., και όχι με την περί κλήρου αγωγή, αφού το ίδρυμα Ι δεν αντιποιείται κληρονομικό δικαίωμα. Η τράπεζα Τ θα ασκήση την Παυλιανή αγωγή για να διαρρήξη την απαλλοτρίωση του περιουσιακού στοιχείου, κατά τα άρθρα 939 επ. Α.Κ.

39. ΤΑ ΝΟΜΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

Νομικά πρόσωπα αποτελούν ενώσεις προσώπων ή σύνολα περιουσιών που επιδιώκουν ή εξυπηρετούν κάποιο σκοπό και έχουν νομική προσωπικότητα, είναι δηλαδή υποκείμενα δικαιωμάταν και υποχρεώσεων. Οι θεωρίες για την φύση του νομικού προσώπου είναι:α) Η πλασματική θεωρία. Αυτή δέχεται ότι τα νομικά πρόσωπα αποτελούν πλάσμα δικαίου, ήτοι δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα, δεν έχουν βούληση και τα όργανά τους είναι αντιπρόσωποί τους.β) Η οργανική θεωρία είναι η κρατούσα. Αυτή δέχεται ότι τα νομικά πρόσωπα αποτελούν μία κοινωνική πραγματικότητα, έχουν ιδία βούληση και την εκφράζουν διαμέσου των οργάνων τους.

Οι διατάξεις των άρθρων 61 μέχρι 67 του Α.Κ. αποτελούν γενικές διατάξεις και εφαρμόζονται σε όλα τα νομικά πρόσωπα.Οι διατάξεις των άρθρων 78 μέχρι 107 του Α.Κ. αποτελούν ειδικές διατάξεις εφαρμοζόμενες μόνον στα σωματεία.Οι διατάξεις των άρθρων 108 μέχρι 121 του Α.Κ. αποτελούν ειδικές διατάξεις εφαρμοζόμενες μόνον στα ιδρύματα.Οι διατάξεις των άρθρων 122 μέχρι 126 του Α.Κ. αποτελούν ειδικές διατάξεις, εφαρμοζόμενες μόνον στις ερανικές επιτροπές.

Οι σχέσεις του νομικού προσώπου με τα όργανά του διέπονται από τις διατάξεις περί εντολής, ενώ οι σχέσεις με τρίτους διέπονται από τις διατάξεις περί αντιπροσώπευσης. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τα όργανα θα είναι αντιπρόσωποι, αφού αυτό δέχεται η πλασματική και όχι η οργανική θεωρία.

Το σωματείο αποκτά την νομική του προσωπικότητα με κάποιο από τα προτεινόμενα από την θεωρία συστήματα:1. Ελεύθερη σωματειακή ένωσις2. Παραχώρησις

Ó å ë ß ä á 5 5

Page 56: ASTIKO

3. Συνδρομή νομίμων προϋποθέσεων, που είναι και το κρατούν

ΠΡΑΚΤΙΚΟ: 71. Ο οκταετής Αλέκος κατά την διάρκεια του σχολικού διαλείμματος, πέταξε μία πέτρα και τραυμάτισε τον Δήμο, περαστικό. Ο Δήμος κατά τίνος μπορεί να στραφή; Πώς; Ποια θα ήταν η απάντηση στα παραπάνω αν ο Αλέκος ήταν δωδεκαετής;

ΛΥΣΗ: Ο Δήμος δεν μπορεί να στραφή κατά του Αλέκου, επειδή αυτός λόγω ηλικίας έχει το ακαταλόγιστο. Θα πρέπει να στραφή κατά του διευθυντή του σχολείου. Άν δε το σχολείο είναι ιδιωτικό, θα τύχη εφαρμογής το άρθρο 923 Α.Κ., ενώ αν το σχολείο είναι δημόσιο, θα τύχουν εφαρμογής τα άρθρα 104 επ. ΕισΝΑΚ.

Η διοίκηση του νομικού προσώπου είναι το απαραίτητο όργανο που διαχειρίζεται τις υποθέσεις του και το εκπροσωπεί δικαστικά και εξώδικα έναντι τρίτων. Η εξουσία της διοικήσεως περιλαμβάνει την επιμέλεια των υποθέσεων του νομικού προσώπου και την εκπροσώπησή του. Η άσκηση δε της εξουσίας της διοικήσεως γίνεται από το φορέα της διοίκησης, κατ' αρχήν αυτοπροσώπως, και αν είναι πολυμελής από όλα τα μέλη της διοίκησης μαζί (συλλογικά).Είναι δυνατόν όμως, το καταστατικό του νομικού προσώπου να προβλέπη υποκατάσταση άλλου στα έργα της διοίκησης (υποκαταστάτης).

1501-1992

ΠΡΑΚΤΙΚΟ: 72. Ο Α, που είναι άγαμος και άτεκνος, δωρίζει νομότυπα στον ανηψιό του Β δύο διαμερίσματα σε πολυκατοικία της Θεσσαλονίκης. Στο δωρητήριο συμβόλαιο, που μεταγράφεται κανονικά την επομένη της υπογραφής του, περιέχεται όρος ότι, όταν ο Α πεθάνει και εφ' όσον ζει κατά το χρόνο του θανάτου του η φίλη του Γ, θα έχει την υποχρέωση ο Β να μεταβιβάσει σ' αυτήν το ένα από τα δύο διαμερίσματα, το οποίο και προσδιορίζεται επακριβώς. Λίγο πριν πεθάνει όμως ο Α και ενώ ήταν ήδη βαρειά άρρωστος, ο Β πωλεί και μεταβιβάζει στον χειρούργο Χ (που ήταν ο γιατρός του Α κατά την διάρκεια της ασθένειάς του) και τα δύο διαμερίσματα. Η Γ, που γνωρίζει τον όρο του δωρητηρίου και πληροφορείται την πιο πάνω ενέργεια του Β, διαμαρτύρεται έντονα προς αυτόν, και του δηλώνει πως θα ασκήσει όλα τα δικαιώματα που της δίνει ο νόμος. Στη συνέχεια, η Γ απευθύνεται προς εσάς και ζητάει να μάθη:1. Αν μπορεί να διεκδικήσει το διαμέρισμα που προοριζόταν γι' αυτήν από τον Χ, στον οποίο ήδη ο Β έχει παραδώσει τη νομή του, είτε αμέσως είτε, έστω, μετά τον επικείμενο θάνατο του Α.2. Άν έχει άλλες αξιώσεις και ποιες εναντίον των Β και Χ.

Ó å ë ß ä á 5 6

Page 57: ASTIKO

ΛΥΣΗ: Πρόκειται δωρεά υπό τρόπο. Ο τρόπος συνίσταται εδώ σε παροχή του δωρεοδόχου προς τρίτο πρόσωπο (την Γ). Ο χαρακτήρας της σύμβασης ως δωρεάς δεν αλλοιώνεται στην συγκεκριμένη περίπτωση από την ύπαρξη τρόπου με το πιο πάνω περιεχόμενο, εφόσον υπάρχει οπωσδήποτε επαύξηση της περιουσίας του δωρεοδόχου και μετά την εκπλήρωση του τρόπου, επαύξηση η οποία συνίσταται στην οριστική κτήση του άλλου διαμερίσματος. Ο τρόπος σε μία σύμβαση δωρεάς δημιουργεί βέβαια καταρχήν υποχρέωση του δωρεοδόχου να τον εκπληρώσει αποκλειστικά απέναντι στον δωρητή. Αν όμως ο τρόπος αφορά και το συμφέρον τρίτου προσώπου και ιδίως όταν συνίσταται σε παροχή προς τρίτον, όπως στην υπό κρίση περίπτωση, πρόκειται ταυτόχρονα για "σύμβαση υπέρ τρίτου" που συνδυάζεται με την δωρεά. Στην περίπτωση αυτή, τόσο αναφορικά με τις σχέσεις του δέκτη της υπόσχεσης (εδώ του δωρητή Α) και εκείνου που την έδωσε (εδώ του δωρεοδόχου Β) όσο και αναφορικά με τις σχέσεις του τελευταίου και του τρίτου (εδώ του Γ), έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 410 επ. Α.Κ.α) Η σύμβαση υπέρ τρίτου φέρει βασικά υποσχετικό χαρακτήρα και έχει, επομένως, ενοχική ενέργεια, είτε υπό την μορφή της παραγωγής ενοχικής υποχρεώσεως του υποσχομένου (να προβεί στην παροχή προς τον τρίτο) αποκλειστικά έναντι του δέκτη της υπόσχεσης (μη γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου), είτε υπό την μορφή της παράλληλης δημιουργίας ενοχικής υποχρεώσεως του ίδιου προσώπου και απευθείας έναντι του τρίτου (γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου). Η σύμβαση υπέρ τρίτου, ακόμα και όταν συνάπτεται ως γνήσια, δεν έχει κατ' αρχήν εμπράγματη ενέργεια απέναντι στον τρίτο. Μπορεί βέβαια, κατά την ορθώτερη άποψη, να συναφθεί και ως εκποιητική με απ' ευθείας εμπράγματα αποτελέσματα υπέρ του τρίτου, εφ' όσον το θέλησαν τα μέρη, υπό την προϋπόθεση όμως ότι κάτι τέτοιο δεν προσκρούει στο πνεύμα του νόμου ή σε αντίθετη ειδική ρύθμιση.Στην υπό κρίσιν περίπτωση είναι φανερό ότι τα μέρη (δωρητής-δωρεοδόχος) δεν θέλησαν να προσδώσουν στον όρο υπέρ του τρίτου εμπράγματη ενέργεια (κατά τη ρητή διατύπωση του ιστορικού, ο Β απλώς "..θα έχει την υποχρέωση να μεταβιβάση" στην Γ το διαμέρισμα). Έτσι, με την κατάρτιση της δωρεάς και τον τρόπο που περιλήφθηκε σ' αυτήν, η Γ ούτε απέκτησε ούτε πρόκειται ποτέ να αποκτήσει αυτοδίκαια την κυριότητα του διαμερίσματος. β) Σύμφωνα με το άρθρο 411 Α.Κ., εξάλλου, δημιουργείται (ενοχικό) δικαίωμα του τρίτου να απαιτήσει την παροχή από τον υποσχεθέντα απευθείας προς αυτόν μόνο "εάν προκύπτει τοιαύτη θέλησις των συμβληθέντων μερών ή συνάγεται τούτο εκ της φύσεως ή του σκοπού της συμβάσεως". Αλλοιώς, λειτουργεί ως μη γνήσια.

Στην υπό κρίση περίπτωση το ότι τα μέρη (δωρητής-δωρεοδόχος) θέλησαν την δημιουργία αυτοτελούς δικαιώματος της Γ να αξιώσει απευθείας αυτή από τον δωρεοδόχο τη μεταβίβαση του ακινήτου προς αυτήν μπορεί να συναχθεί άνετα από την εξάρτηση της εκπλήρωσης της υποσχέσεως αυτού που έδωσε την υπόσχεση (δωρεοδόχου) από τον θάνατο του δέκτη της υπόσχεσης (δωρητή) κατ' ανάλογη εφαρμογή των όσων ισχύουν και για την ασφάλιση ζωής. Σε μια τέτοια περίπτωση είναι μάλλον απίθανο να θέλησε ο

Ó å ë ß ä á 5 7

Page 58: ASTIKO

δέκτης της υπόσχεσης, την αξίωση έναντι του υποσχομένου για παροχή προς τον τρίτο να την έχουν αποκλειστικά οι κληρονόμοι του και όχι ο τρίτος.Γ) Κατά την κρατούσα διδασκαλία για τη σύμβαση υπέρ τρίτου, αν δεν συνάγεται τίποτε από τη σύμβαση σχετικά με το χρόνο γέννησης του δικαιώματος του τρίτου, ως τέτοιος θα πρέπει να γίνεται δεκτός ο χρόνος της κατάρτισης της σύμβασης (πρβλ. 323 Α.Κ.). Είναι δυνατή όμως η εξάρτηση του δικαιώματος του τρίτου από (αναβλητική) αίρεση ή προθεσμία, όπως και εάν έχει λ.χ. συμφωνηθεί ότι θα αποκτηθεί κατά το θάνατο του δέκτη της υπόσχεσης (προθεσμία) ή ακόμη και ότι η γέννησή του τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της προαποβιώσεως του δέκτη της υπόσχεσης σε σχέση με τον τρίτο. Πάντως, μόλις το δικαίωμα γεννηθεί, αποκτάται αυτομάτως από τον τρίτο, χωρίς να απαιτείται δήλωση της σχετικής βούλησής του αλλά ούτε κάν γνώση ή σύμφωνη βούλησή του.

Στην υπό κρίση περίπτωση παρόμοια αναβλητική αίρεση (της προαποβίωσης του δέκτη της υπόσχεσης σε σχέση με τον τρίτο) έχει συμφωνηθεί ρητά. Έτσι, το δικαίωμα της Γ να αξιώσει από τον Β να της μεταβιβάσει το διαμέρισμα δεν είχε ακόμα γεννηθεί κατά το χρόνο που ο Β πώλησε και μεταβίβασε αυτό το διαμέρισμα στον Χ. Του δικαιώματος αυτού η απόκτηση από την Γ, συνδέεται χρονικώς αποκλειστικά με τον θάνατο του Α.δ) Η ύπαρξη, στη συγκεκριμένη σύμβαση δωρεάς, τρόπου με τον οποίο υποχρεώνεται ο δωρεοδόχος να μεταβιβάσει το ένα από τα δύο διαμερίσματα που του δωρήθηκαν σε τρίτον (τη Γ), καθώς και η εξάρτηση της γέννησης αυτού του δικαιώματος της Γ από την αναβλητική αίρεση της προαποβίωσης του δωρητή (Α) σε σχέση με αυτήν θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι έχουν το νόημα της (έμμεσης) απαγόρευσης με την ίδια αυτή σύμβαση στο δωρεοδόχο, για χάρη της Γ, να επιχειρήσει οποιαδήποτε ενέργεια που θα κινδύνευε να αποτρέψει την πραγμάτωση του δικαιώματος προσδοκίας που αυτή είχε από την αίρεση, άρα και να εκποιήσει το διαμέρισμα που προορίζεται γι' αυτή σε άλλο πρόσωπο όσο διάστημα εκκρεμεί η αίρεση και ωσότου εκπληρωθεί ο τρόπος. Σύμφωνα με το ιστορικό της άσκησης όμως, ο Β παραβίασε αυτή την απαγόρευση και μεταβίβασε το διαμέρισμα στον Χ. Ανακύπτει, επομένως, το ζήτημα των εννόμων συνεπειών αυτής της παραβίασης.Κατά το άρθρο 177 Α.Κ., όταν η εξουσία προς διάθεση απαλλοτριωτού δικαιώματος περιορίζεται με δικαιοπραξία, αυτή έχει μόνο ενοχική ενέργεια και καθόλου δεν επιδρά στο κύρος της εκποίησης που γίνεται κατά παράβασή της, εφ' όσον δεν ορίζεται διαφορετικά στον νόμο. Και είναι βέβαια αλήθεια, ότι από το άρθρο 206 Α.Κ. ορίζεται, για χάρη της προστασίας του δικαιεματος προσδοκίας που γεννάται από την αίρεση ότι, "πληρωθείσης της αιρέσεως είναι αυτοδικαίως άκυρος πάσα διάθεσις του αντικειμένου της δικαιοπραξίας επιχειρηθείσα ηρτημένης της αιρέσεως, εφ' όσον ματαιοί ή βλάπτει το εκ της αιρέσεως εξαρτώμενον αποτέλεσμα". Κατά την άποψη όμως που πάγια γίνεται δεκτή σχετικά με την ερμηνεία της διάταξης αυτής, αυτή αναφέρεται αποκλειστικά σε δικαιοπραξία με αίρεση που περιέχει και η ίδια διάθεση. Το τελευταίο αυτό όμως δεν συμβαίνει στην υπό κρίση περίπτωση. Γι' αυτό ο όρος της μεταβίβασης προς τον τρίτο (την

Ó å ë ß ä á 5 8

Page 59: ASTIKO

Γ), που τελεί υπό αναβλητική αίρεση έχει, όπως λέχθηκε, εδώ μόνο ενοχική και καμμία εμπράγματη ενέργεια. Ετσι η παραβίαση, από τον Β, της απαγόρευσης που του έχει τεθεί, να διαθέσει το ακίνητο σε άλλο πρόσωπο και να ματαιεσει, με αυτόν τον τρόπο, τα δικαιώματα της Γ, κατά το διάστημα μεν της εκκρεμότητας της αίρεσης δεν ασκεί βέβαια οπωσδήποτε καμμία επίδραση στο κύρος της διάθεσης που επιχειρήθηκε κατά του Β προς τον Χ. Αλλ' ούτε και με την πλήρωση της αίρεσης είναι ικανή να επιφέρει την ακυρότητα αυτής της διάθεσης αφού, όπως λέχθηκε, δεν έχει εφαρμογή εδώ ο κανόνας του άρθρου 206 Α.Κ., αλλ' εφαρμόζεται ο κανόνας του άρθρου 177 Α.Κ.

Εν όψει όλων αυτών, επομένως, αλλά και όσων λέγονται παραπάνω, η Γ ούτε έχει αποκτήσει κατά τη μεταβίβαση του επιμάχου διαμερίσματος από τον Β στον Χ, αλλ' ούτε και πρόκειται να αποκτήσει με την πλήρωση της αίρεσης, την κυριότητα αυτού του διαμερίσματος. Δεν μπορεί, άρα, και να το διεκδικήσει από τον Χ, ούτε αμέσως αλλ' ούτε και μετά τον επικείμενο θάνατο του Α.Λόγω της ματαίωσης, ύστερα από την ενέργεια του Β, του δικαιώματος προσδοκίας της Γ να της γίνει η μεταβίβαση του διαμερίσματος ως εκπλήρωση του τρόπου της δωρεάς και της (υπαίτιας) αδυναμίας, εν πάσει περιπτώσει, του Β να εκπληρώσει την υποχρέωσή του από αυτόν, η Γ μόνο ενοχική αξίωση αποζημίωσης θα έχει πια, όταν θα πληρωθεί η αίρεση, εναντίον του Β, σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες της μη εκπλήρωσης των ενοχών (330, 335, 336) σε συνδυασμό και με το άρθρο 204 Α.Κ.Επί πλέον όμως η Γ θα έχει ενδεχομένως και κατά του Χ αξίωση αποζημιώσεως εφ' όσον συντρέχουν οι όροι της αδικοπρακτικής ευθύνης (919 Α.Κ.).

ΠΡΑΚΤΙΚΟ: 73. Ο επιχειρηματίας Β είναι κύριος παραθαλάσσιου κτήματος στην _oαλκιδική, το οποίο αποφάσισε να πουλήσει.� �ΛΥΣΗ:

ΠΡΑΚΤΙΚΑ: 74. Ο Π πούλησε και μεταβίβασε στον Α ένα αγροτικό ακίνητο αποκρύπτοντάς του ότι επί χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των είκοσι ετών ο γείτονας Γ, με την πεποίθηση ότι έχει σχετικό (εμπράγματο) δικαίωμα, διέρχεται μέσα από το ακίνητο αυτό για να φτάνει συντομώτερα στο κοινοτικό δρόμο, χωρίς ποτέ να εμποδιστεί από τον Π. Ο Γ εξακολουθεί να διέρχεται από το ακίνητο αυτό και μετά την αγορά του από τον Α. Ο Α, ο οποίος αμέσως μετά την αγορά του ακινήτου πήρε δάνειο από την τράπεζα Τ και υποθήκευσε το ακίνητο για την εξασφάλιση των απαιτήσεων της Τ από το δάνειο, περιφράσσει το ακίνητό του και αποκλείει έτσι την δίοδο του Γ. Μερικές ημέρες αργότερα πεθαίνει ο Α και κληρονομείται αποκλειστικά από τα παιδιά του Δ και Ε. Ο Γ ρωτάει τον δικηγόρο του αν μπορεί να προστατευτεί δικαστικά έναντι των κληρονόμων του Α (Δ και Ε) από την ενέργεια (περίφραξη) που απέκλεισε τον Γ από την δυνατότητα διόδου από _το παραπάνω ακίνητο.� �α) Τι θα συμβουλεύατε τον Γ αν ήσαστε στη θέση του δικηγόρου του;

Ó å ë ß ä á 5 9

Page 60: ASTIKO

β) Αν υποτεθεί ότι ο Γ προέβαινε σε δικαστικό αγώνα κατά των Δ και Ε με ευνοϊκή γι' αυτόν έκβαση, θα είχε αυτό επίπτωση στις σχέσεις των Δ και Ε με τον Π και με ποια πρακτική συνέπεια;γ) Αν υποτεθεί ότι κατά την αμέσως επόμενη ύστερα από το θάνατο του Α δόση του δανείου ο Δ προβαίνει στην καταβολή του μισού της δόσης, όχι όμως και ο Ε, ο οποίος βρίσκεται σε οικονομική αδυναμία, έχει δικαίωμα η Τ να απαιτήσει καταβολη και του άλλου μισού της ληξιπρόθεσμης δόσης από τον Δ;δ) Αν υποτεθή ότι οι Δ και Ε διανέμουν το κληρονομιαίο ακίνητο, έχει η Τ, σε περίπτωση μη ικανοποίησης των απαιτήσεών της από τον Ε, δικαίωμα να εκπλειστηριάση και το ακίνητο που περιήλθε με την διανομή στον Δ;

ΛΥΣΗ: Η διάνοια του Γ με την οποία ασκούσε το υποτιθέμενο εμπράγματο δικαίωμα διακρίνει για το αν συνεστήθη προσωπική ή πραγματική δουλεία. Δηλαδή είχε την εντύπωση ότι ο κύριος του ακινήτου είχε παραχωρήσει σε αυτόν, τον Γ, το δικαίωμα προσωπικά να διέρχεται από το οικόπεδο, ή ότι όποιος ήταν κύριος του οικοπέδου που τώρα είχε ο Γ, είχε δικαίωμα να διέρχεται; Ως προς το περιεχόμενο δεν διαφέρουν.α) Πάντως, ο Γ ασκούσε την οιωνεί νομή τόσα χρόνια. Αν ο Γ ασκούσε την οιωνεί νομή του διανοία πραγματικού δουλειούχου, κατά Α.Κ. 1121-1145, τότε θα έχει συσταθή πραγματική δουλεία εις βάρος του ακινήτου του Α. Αν ο Γ ασκούσε την οιωνεί νομή του διανοία περιωρισμένου προσωπικού δουλειούχου, τότε θα έχει συσταθή περιωρισμένη προσωπική δουλεία οδού (διελεύσεως). Όπως όμως και αν την απέκτησε, όταν ο Α αγόρασε το ακίνητο, αυτό ήταν ήδη (αρχή της παρακολούθησης) βεβαρυμένο.β) Πρόκειται επί της σχετικής πωλήσεως ένα νομικό ελάττωμα. Ο αγοραστής δεν το γνώριζε. Εφαρμόζονται οι ΑΚ 513, 515, 516, 382.γ) Ο Α είναι έναντι της Τ προσωπικός και υποθηκικός οφειλέτης. Οταν ο Α πέθανε, από τον θάνατό του και εφεξής κατά 983 Α.Κ. αποκτούν οι Δ και Ε συννομή και συγκυριότητα επί του ακινήτου άμα τη επαγωγεί.δ) Δεν είναι εις ολόκληρον οφειλέτες. Πρακτική εκδήλωση του αδιαιρέτου της υποθηκικής ευθύνης.

75. Ο Ο δανείστηκε από τον Δ το ποσόν των 1.000.000 δρχ. Προς εξασφάλιση του _Ο παραχωρεί υποθήκη σε ακίνητο του ο Φ, φίλος του Ο.� � Ένα μήνα αργότερα όμως, ο Φ πεθαίνει και τον κληρονομούν κατ' ισομοιρίαν οι Φ1 και Φ2. Οταν το χρέος καταστή ληξιπρόθεσμο, ποια και κατα ποίων θα είναι τα δικαιώματα του Δ;

ΛΥΣΗ: Παρατηρητέο σε αυτό το πρακτικό ότι προσωπικός και υποθηκικός οφειλέτης είναι δύο διαφορετικά πρόσωπα. Τα τέκνα του Φ, οι Φ1 και Φ2, γίνονται τρίτοι νομείς κατά 1294 Α.Κ. Η διάταξη 1885 Α.Κ. δεν εφαρμόζεται, επειδή οι Φ1 και Φ2 δεν είναι κληρονόμοι του προσωπικού οφειλέτη.

76. Ο Ο δανείζεται από την Τ το ποσόν των δρχ. 10.000.000 και την εξασφαλίζει παραχωρόντας υποθήκη σε ένα αγρόκτημά του. Ένα μήνα

Ó å ë ß ä á 6 0

Page 61: ASTIKO

αργότερα, ο Ο πεθαίνει και τον κληρονομούν οι Ο1 και Ο2. Οταν το χρέος καταστή ληξιπρόθεσμο, ποια θα είναι τα δικαιώματα της Τ και κατά ποίων;

ΛΥΣΗ: 1291, 1884-5 Α.Κ. Η Τ απαιτεί από τον καθένα το 1/2.

40. ΤΟ ΑΔΙΑΙΡΕΤΟ ΤΗΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1281 ΑΚ

Οταν ο νόμος αναφέρεται στο "αδιαίρετο", εννοεί το αδιαίρετο της υποθηκικής ευθύνης. Το αδιαίτερο έχει την έννοια ότι η υποθήκη επιβαρύνει ολόκληρο το υποθηκευμένο ακίνητο μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως της απαιτήσεως του δανειστού. Πρακτικές εκδηλώσεις είναι:

1. Ακόμη και αν ο οφειλέτης προβή σε μερική εξόφληση του χρέους του, το ακίνητο συνεχίζει ολόκληρο να βαρύνεται.2. Αν το ενυπόθηκο διαιρεθεί σε πλείονα αυτοτελή μέρη, έκαστο είναι υπέγγυο ως προς το σύνολο της ασφαλιζομένης απαιτήσεως.3. Όταν η απαίτηση διαιρεθεί σε πλείονες απαιτήσεις, λ.χ. κληρονομία, το βεβαρημένο είναι υπέγγυο για κάθε επί μέρους απαίτηση.4. Άν για την εξασφάλιση της απαίτησης δόθηκε υποθήκη επί πλειόνων ακινήτων (πολλαπλή υποθήκη), έκαστο είναι υπέγγυο μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως του δανειστού.

41. Η ΜΕΜΨΙΣ ΑΣΤΟΡΓΟΥ ΔΩΡΕΑΣ

ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΣ είναι ο δωρεοδόχος και οι καθολικοί διάδοχοί του.

ΑΙΤΗΜΑ είναι η ανατροπή της δωρεάς κατά το μέρος που προσβάλλει την νόμιμη μοίρα.

Για να εφαρμοσθή η διάταξη 1835 Α.Κ., πρέπει:

1. Η υπάρχουσα κατά το θάνατο του κληρονομουμένου κληρονομιαία περιουσία να μην επαρκεί για την ικανοποίηση της νομίμου μοίρας.2. Οι γενομένες δωρεές να ανήκουν στην κατηγορία εκείνων που προστίθενται στην 1831 Α.Κ.

42. Η ΔΩΡΕΑ ΑΙΤΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ

Ó å ë ß ä á 6 1

Page 62: ASTIKO

Η δωρεά αιτία θανάτου τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της προαποβίωσης του δωρητή. Η δωρεά αιτία θανάτου σε γενικές γραμμές αντιμεταπίζεται από το νόμο όπως η δωρεά του ειδικού ενοχικού, περί της οποίας ρυθμίζουν οι διατάξεις 496 επ. Α.Κ., από εκείνην διαφέρει όμως:

* Στην ανάκληση: Ενώ η δωρεά (496 Α.Κ.) ανακαλείται μόνον για ορισμένους λόγους, η δωρεά αιτία θανάτου, εφ' όσον δεν ορίσθηκε άλλως, ανακαλείται ελεύθερα.

* Αν με την δωρεά αιτία θανάτου ο δωρητής προσβάλη την νόμιμη μοίρα, η δωρεά αιτία θανάτου δεν αντιμετωπίζεται ως δωρεά, οπότε θα τύγχανε εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 1830 Α.Κ., αλλά εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 2035 Α.Κ., συνεπώς κατά το μέρος που προσβάλλει την νόμιμο μοίρα, η δωρεά αιτία θανάτου είναι αυτοδικαίως άκυρη. Ομοίως, εάν η δωρεά αιτία θανάτου προσβάλη τους δανειστές του κληρονομουμένου, οι δανειστές δεν έχουν την Παυλιανή αγωγή των άρθρων 939 επ. Α.Κ. αλλά πάλι κατά 2035 η διάθεση θα είναι αυτοδικαίως άκυρη.

43. Η ΠΕΡΙ ΚΛΗΡΟΥ ΑΓΩΓΗ

ΕΝΑΓΩΝ είναι ο κληρονόμος, ο καταπιστευματοδόχος, ο νομιμος μεριδούχος.

ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΣ είναι ο νομέας της κληρονομίας, ήτοι το πρόσωπο που αφ' ενός κατακρατεί κληρονομιαία, αφ' ετέρου αντιποιείται κληρονομικό δικαίωμα ανήκον στον ενάγοντα.

ΑΙΤΗΜΑ είναι 1. Αναγνώριση του κληρονομικού δικαιώματος, 2. Απόδοση των κληρονομιαίων

ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ είναι 1. Επίσχεσης λόγω γενομένων δαπανών, 2. Παραγραφής (20ετής - 249 Α.Κ.), 3. Χρησικτησίας (1879 Α.Κ.) αλλά μετά την παραγραφή.

44.

ΠΡΑΚΤΙΚΟ: 77. Ο μεγάλης ηλικίας Γεώργιος Γεροντίδης γράφει στην μακρινή του εξαδέλφη Μαρία την εξής επιστολή:"Αγαπητή μου Μαρία, δεν θέλω να στεναχωρήσαι διά την οικονομική σου κατάστασιν. Ξέρεις ότι είμαι γέρος, ότι δεν θα ζήσω πια πολύ και ότι έχω σκοπό να σε εγκαταστήσω γενική μου κληρονόμο με την διαθήκη μου, την οποίαν θα γράψω αυτές τις ημέρες. Πάντως από σήμερα σου χαρίζω τις ομολογίες μου, αξίας 100.000 δραχμών, οι οποίες ευρίσκονται εις το

Ó å ë ß ä á 6 2

Page 63: ASTIKO

χρηματοκιβώτιον μου. Τις ομολογίες σου τις αφήνω από τώρα, ώστε να μπορής να τις πάρης όποτε θέλεις, είτε ζω είτε έχω πεθάνει. Θεσσαλονίκη 13 Φεβρουαρίου 1972, Γεώργιος Γεροντίδης."Η Μαρία απάντησε ότι αποδέχεται με ευγνωμοσύνη την δωρεά, όταν όμως ήρθε στην Αθήνα για να παραλάβη τις ομολογίες ο Γεροντίδης είχε πεθάνει και η Μαρία πληροφορήθηκε από τον υπηρέτη του ότι στο χρηματοκιβώτιό του βρέθηκε, εκτός από τις ομολογίες, και ένας άδειος φάκελλος με την ανυπόγραφη σημείωση: "εδώ ευρίσκεται η διαθήκη μου, διά της οποίας εγκαθιστώ γενικήν κληρονόμον μου την εξαδέλφην μου Μαρίαν".Η Μαρία απευθύνθηκε στον Δημήτρη Γεροντίδη, αδελφό του Γεωργίου και μοναδικό εξ αδιαθέτου κληρονόμο του, και του ζήτησε να της παραδώση όλη την κληρονομία εκείνου, επειδή αυτή ήταν η μοναδική κληρονόμος από την διαθήκη του Γεροντίδη, επικουρικά δε τουλάχιστο να της παραδώση ως δωρεοδόχου τις ομολογίες που της είχε χαρίσει ο Γεροντίδης. Είναι βάσιμοι οι ισχυρισμοί της Μαρίας; Τι δικαίωμα έχει αυτή;

ΛΥΣΗ: Κατά τα πραγματικά περιστατικά του προκειμένου πρακτικού, η Μαρία φέρεται να ισχυρίζεται ότι είναι εκ διαθήκης κληρονόμος του Γεωργίου Γεροντίδη, επιπλέον δε και δωρεοδόχος αυτού ως προς μία ομάδα ομολογιών αξίας δρχ. 100.000 Για να διακριβωθούν τα δικαιώματα της Μαρίας, πρέπει να κριθή η εγκυρότητα ή μη των λόγων εφ' ών ερείδονται τα δικαιώματά της.Όσον αφορά την εγκατάστασή της ως εκ διαθήκης κληρονόμου, παρατηρούμε κατά τα προεκτεθέντα περί προεποθέσεων εκ διαθήκης διαδοχής, ότι εκ διαθήκης κληρονόμος μπορεί να καταστή μόνον βάσει εγκύρου διαθήκης. Έγκυρος διαθήκη είναι η ιδιόγραφη, η δημοσία ή η έκτακτη. Από τα δεδομένα του πρακτικού προκύπτει πως είτε το γράμμα προς την Μαρία, είτε ο φάκελλος ή το τυχόν περιεχόμενό του αν αποτελούσαν διαθήκη, αυτή μόνον ιδιόγραφη θα μπορούσε να είναι. Οι προϋποθέσεις της ιδιόγραφης διαθήκης είναι ορισμένες από το νόμο στο άρθρο Α.Κ. 1721 Επομένως, δεν πρόκειται εδώ ιδιόγραφη διαθήκη, αλλά ούτε και λόγος δικαιολογητικός της εφαρμογής των διατάξεων του Κ.Πολ.Δικ. περί ανασύστασης διαθήκης, εφ' όσον μόνον πρόθεση του Γεροντίδη να συντάξη την υπέρ της Μαρίας διαθήκη προκύπτει. Εξεταστέο λοιπόν περαιτέρω, εάν επικουρικά μπορεί να απέκτησε η Μαρία δικαιώματα επί των ομολογιών ως δωρεοδόχος. Εδώ παρατηρητέοι οι τρόποι με τους οποίους συνίσταται η δωρεά. Εδώ πρόκειται δωρεά είδους. Επομένως, ούτε δωρεοδόχος θα μπορούσε να θεωρηθή η Μαρία και δεν έχει κανένα απολύτως δικαίωμα κατά του Δημήτρη Γεροντίδη.

78. Ο φτωχός ιδιωτικός υπάλληλος Ανάργυρος, θέλοντας από ματαιοδοξία να συναγωνιστεί τους ευπορώτερους φίλους του, αγοράζει από τον έμπορο αυτοκινήτων Ευλάμπιο ένα αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσης αντί τιμήματος 3.000.000 δρχ. Μη έχοντας όμως χρήματα για να καταβάλει το τίμημα τοις μετρητοίς, συμφωνεί με τον Ευλάμπιο να του μεταβιβάσει μεν αυτός την κυριότητα και να του παραδώσει τη νομή του αυτοκινήτου αμέσως, να του πιστώσει όμως το τίμημα, που θα έπρεπε να καταβληθεί σε 24 μηνιαίες

Ó å ë ß ä á 6 3

Page 64: ASTIKO

δόσεις των 125.000 δρχ. η κάθε μία. Για την εξασφάλιση, εξάλλου, του Ευλαμπίου συνεφωνήθη επιπροσθέτως ότι, σε περίπτωση όπου ο Ανάργυρος θα καθυστερούσε την καταβολή οποιασδήποτε από τις δόσεις, η πώληση θα διαλυόταν και η κυριότητα και η νομή του αυτοκινήτου θα επέστρεφαν αυτοδικαίως στον Ευλάμπιο.Μόλις παρέλαβε όμως ο Ανάργυρος το αυτοκίνητο που αγόρασε, το έρριξε από αδεξιότητά του, καθώς το επεδείκνυε στους φίλους του, οδηγώντας το με μεγάλη ταχύτητα και κάνοντας επικίνδυνους ελιγμούς σε έναν τοίχο, με αποτέλεσμα να του προκαλέσει μεγάλες ζημίες, χωρίς ωστόσο να πάθει ο ίδιος τίποτε. Χρειάστηκε, έτσι, να το παραδώσει για επισκευή στο συνεργείο αυτοκινήτων του μηχανικού Σφυρίδα. Μην έχοντας όμως χρήματα, αδυνατεί να εξοφλήσει την ανερχόμενη σε 500.000 δρχ. αμοιβή του Σφυρίδα, ενώ παράλληλα βρίσκεται για τον ίδιο λόγο σε αδυναμία να πληρώσει και στον Ευλάμπιο, ήδη από την αρχή, τις δόσεις του τιμήματος του αυτοκινήτου. Ύστερα από αυτά ο Σφυρίδας ασκεί, για την ικανοποίησή του, το δικαίωμα που του δίνει το άρθρο 695 Α.Κ. και κινεί την σχετική διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του αυτοκινήτου, που βρισκόταν ακόμα στα χέρια του. Τούτο όμως τον φέρει σε αντίθεση με τον Ευλάμπιο, ο οποιος αμφισβητεί το δικαίωμα του Σφυρίδα να προβεί στην αναγκαστική εκτέλεση, επικαλούμενος ότι κύριος του αυτοκινήτου είναι αυτός και όχι ο Ανάργυρος.Ποιος έχει δίκηο, ο Σφυρίδας ή ο Ευλάμπιος και γιατί; Εχει ο Σφυρίδας (σε περίπτωση που θα δικαιωνόταν τελικά ο Ευλάμπιος) τη δυνατοτητα να παρακρατήσει το αυτοκίνητο ωσότου του εξοφληθούν οι δαπάνες και η αμοιβή της εργασίας που χρειάστηκε να καταβάλει για την επιδιόρθωσή του, και με βάση ποια ή ποιες διατάξεις του Α.Κ.;

ΛΥΣΗ: Παρατηρούμε ότι μεταξύ των διαφόρων προσώπων του πρακτικού υφίσταται πλέγμα αποτελούμενο από τις κάτωθι εννόμους σχέσεις.

3101-1992

ΠΡΑΚΤΙΚΟ: 79. Ο Α πώλησε και μεταβίβασε στον Β ένα διαμέρισμά του, αξίας δρχ. 10.000.000, αντί τιμήματος δρχ. 13.000.000 Αργότερα η πώληση ακυρώνεται λόγω ουσιώδους πλάνης του Β, την οποία ο Α αγνοούσε. Κατά τις διαπραγματεύσεις προς κατάρτιση της σύμβασης μεταξύ Α και Β, ο Α είχε αποκρούσει την πρόταση του Γ να αγοράση αυτός το διαμέρισμα αντί δρχ. 12.000.000 Δικαιούται ο Α να ζητήση αποζημίωση λόγω ακυρώσεως της παλήσεως; Αν ναι, ποιο το είδος και η έκτασή της; Να ληφθή υπ' όψιν η Α.Κ. 145!

ΛΥΣΗ: Πρόκειται πρωτογενής λόγος ευθύνης, και οφείλεται αρνητικό διαφέρον. Αυτό συνίσταται στο "κατά τι θα ήτο καλύτερη η περιουσιακή κατάσταση του Α αν δεν έδειχνε εμπιστοσύνη στην έγκυρη κατάρτιση της συμβάσεως". Το οφειλόμενο ποσόν θα είναι δρχ. 2.000.000

Ó å ë ß ä á 6 4

Page 65: ASTIKO

80. Στο ακίνητο του Ο ενεγράφη υποθήκη του Δ για ποσόν δρχ. 2.000.000 Ο Ο έχει και εγχειρόγραφους δανειστές, τους Α για ποσόν δρχ. 1.000.000, Β για ποσόν δρχ. 400.000 και Γ για ποσόν δρχ. 600.000, οι οποίοι αναγγέλθηκαν στον πλειστηριασμό του ενυποθήκου. Πώς θα γίνη η διανομή του εκπλειστηριάσματος που ανέρχεται μετά την αφαίρεση εξόδων και ποσού προνομιακών απαιτήσεων σε δρχ. 3.000.000;

ΛΥΣΗ: Πρώτος λαμβάνει ο ενυπόθηκος δανειστής. Αφού λάβει αυτός, το ποσόν δρχ. 2.000.000, το υπόλοιπο 1.000.0000 μοιράζεται ως εξής: Α 500.000, Β 200.000 και Γ 300.000

Για να υπολογίσουμε όπως στο παραπάνω πρακτικό τι έχει λαμβάνειν ο κάθε δανειστής, χρησιμοποιούμε τον εξής τύπο:

Απαίτηση * διανεμητέον ποσόν Α = --------------------------------

Άθροισμα απαιτήσεων εγχ. δαν.

ΠΡΑΚΤΙΚΟ: 81. Ο Κ πεθαίνει την 1-1-1985. Ο αδελφός του Α, πιστεύοντας πως είναι μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος του, συνιστά την 2-1-1985 υπέρ της φίλης του Φ επικαρπία σε αγρόκτημα της κληρονομίας, και έχει ήδη προβή στην από το νόμο απαιτούμενη μεταγραφή της αποδοχής. Την 1-1-1986 πωλεί και μεταβιβάζει στον Δ ένα κόσμημα της κληρονομίας. Το 1988 ανακαλύπτεται όμως διαθήκη του Κ, που όριζε μόνο κληρονόμο του τον Χ, ανηψιό του. Δεδομένου ότι τόσο ο Α όσο και η Φ, όσο και ο Δ είναι καλόπιστοι, δικαιούται ο Χ να διεκδικήση τόσο το αγρόκτημα από την Φ όσο και το κόσμημα από τον Δ το 1988;

ΛΥΣΗ: Μέχρι την ανακάλυψη της διαθήκης, ο Α προέβη σε δύο ενέργειες. Η Φ εγκύρως απέκτησε το 1985 επικαρπία, κατά τα άρθρα Α.Κ. 1143, 1033. Το κόσμημα όμως; Εξετάζουμε εάν η χωρείσα πώληση είναι έγκυρη. Δεν εφαρμόζεται η 1034, ούτε η 1036 γιατί ελλείπουν οι προϋποθέσεις, και συγκεκριμένα το πωλούμενο πράγμα είναι κληρονομιαίο, και ως τέτοιο είναι απολωλός έναντι του αληθινού κληρονόμου. Αλλά ούτε και τακτική ρησικτησία εχώρησε. Άρα θα δικαιούται ο o να ασκήση κατά του Δ την διεκδικητική αγωγή κατά Α.Κ. 1094. Περί κλήρου αγωγή δεν μπορεί να ασκήση, επειδή ο Δ δεν αντιποιείται κληρονομικό δικαίωμα.

1202-1992

ΠΡΑΚΤΙΚΟ: 82. Ο αγρότης Α, ενόψει προσεχούς αναχώρησής του στο εξατερικό, πωλεί και μεταβιβάζει νομότυπα στον Β το μοναδικό περιουσιακό του στοιχείο, έναν αγρό εκτάσεως 30 στρεμμάτων, αντί δρχ. 15.000.000 Τον αγρό είχε κληρονομήσει ο Α από τον πατέρα του Π, που πέθανε πριν από τρία χρόνια. Στον αγρό που πώλησε ο Α βρισκόταν μικρή αποθήκη, μέσα στην οποία φυλάγονταν μία αρδευτική αντλία και ένα μηχανικό άροτρο. Το

Ó å ë ß ä á 6 5

Page 66: ASTIKO

άροτρο είχε αγοράσει ο Α από τον Γ, ο οποίος είχε παρακρατήσει την κυριότητα αυτού. Κατά την πώληση του αγρού, το τίμημα δεν είχε εξαφληθεί.Μετά την πώληση και μεταβίβαση του αγρού στον Β και την μεταγραφή του συμβολαίου, ο Α πωλεί, μεταβιβάζει και παραδίδει στον Δ την αντλία και το άροτρο. Τόσο ο Β, όσο και ο Δ αγνοούσαν την παρακράτηση της κυριότητας στο άροτρο. Επίσης, στον Β εμφανίζεται ο Κ διεκδικώντας τον αγρό απ' αυτόν, διότι, όπως ισχυρίζεται, ο Π, πατέρας του Α, είχε αγοράσει τον αγρό οκτώ χρόνια προτού πεθάνει όχι από τον πραγματικό κύριο αυτού, που είναι ο ίδιος ο Κ, αλλά από τον Ε, ο οποίος είχε καταπατήσει τον αγρό. Τέλος, στο προσκήνιο εμφανίζεται η Αγροτική Τράπεζα, από την οποία ο Α είχε λάβει δάνειο δρχ. 20.000.000 και το οποίο έγινε ήδη ληξιπρόθεσμο. Ερωτάται: α) Ποιος απέκτησε την κυριότητα της αντλίας και του αρότρου; β) Εάν υποτεθεί πως οι ισχυρισμοί του Ε είναι αληθινοί, απέκτησε ή όχι ο Β την κυριότητα του αγρού; γ) Έχει καμμιά σημασία για την απάντηση στο β ερετημα, το ότι ο Β κατά την αγορά του αγρού στηρίχθηκε σε κληρονομητήριο, στο οποίο αναφερόταν ότι ο Α είναι μοναδικός κληρονόμος του Π, εγκατεστημένος στον πιο πάνω αγρό; δ) Κατά ποίου μπορεί να στραφεί η Τράπεζα και τι μπορεί να ζητήσει;

ΛΥΣΗ: Παρατηρούμε αρχικά ότι ο αγρός είναι και το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο του Α. Εκ του νόμου συστατικό του αγρού (Α.Κ. 954) ήταν μία αποθήκη όπου φυλάσσονταν εργαλεία. Το άροτρο είχε αγοράσει ο Α από τον Γ κατά τα άρθρα 513, 1034 αλλά με την αναβλητική αίρεση παρακράτησης της κυριότητας από τον πωλητή μέχρις εξωφλήσεως, όπως αυτή ορίζεται από τον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 532 Α.Κ., και άρα ο μεν πωλητής διατηρούσε την κυριότητα και την νομή, ενώ ο Α είχε κατοχή και δικαίωμα προσδοκίας επί του αρότρου. Αφ' ότου παρεδόθη η νομή προς τον Β, ο Β ήταν πλέον κύριος στο αγρόκτημα και την αποθήκη. Επί των τεθέντων δε ερωτημάτων, παρατηρητέα τα εξής: α) Ο Δ αποκτά κινητό από μη κύριο, και κατά μεν 1034 δεν αποκτά κυριότητα, επειδή ελλείπουν οι σε αυτό προϋποθέσεις, ενώ κατά 1036 αποκτά αφού συντρέχουν οι όροι, ήτοι ο Α είναι μη κύριος, συνεφώνησαν τα μέρη, παρεδόθη η νομή των πραγμάτων, ο Δ είναι καλόπιστος κ.λπ. β) Ο Β οπωσδήποτε αποκτά κυριότητα, επειδή ναι μεν μπορεί ο Π μπορεί να είχε αγοράσει τον αγρό από μη κύριο, αλλά τον νεμόταν με τα προσόντα τακτικής χρησικτησίας ήδη για οκτώ χρόνια, και όταν κληρονομήθηκε από τον Α, προσαυξήθηκε ο υπέρ του Α χρόνος με τον υπέρ του Π διανυθέντα κατά το άρθρο Α.Κ. 1051, γ) Φυσικά και όχι, δ) Μπορεί να στραφεί κατά του Β με την Παυλιανή αγωγή κατά Α.Κ. 939, αφού ο οφειλέτης της Α δεν είχε άλλο περιουσιακό στοιχείο. Μπορεί επικουρικά να επικαλεσθή και εικονικότητα της πωλητηρίας συμβάσεως.

45. Η ΝΟΜΙΚΗ ΤΥΧΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΩΝ

Ó å ë ß ä á 6 6

Page 67: ASTIKO

Εκτός από αντίθετη συμφωνία, η εμπράγματη δικαιοπραξία για το κύριο πράγμα περιλαμβάνει και το παράρτημα (Α.Κ. 958). Ο νόμος, λαμβάνοντας υπ' όψιν ότι το κύριο πράγμα και το παράρτημα - παρά τη φυσική αυθυπαρξία τους - αποτελούν οικονομική ενότητα, διατυπώνει στην Α.Κ. 958 τον ερμηνευτικό κανόνα ότι αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο, η εμπράγματη δικαιοπραξία για το κύριο πράγμα περιλαμβάνει και το παράρτημα.Ετσι, με τη μεταβίβαση της κυριότητος του κυρίου πράγματος μεταβιβάζεται χωρίς άλλο και η κυριότητα του παραρτήματος, ανεξάρτητα από το αν τηρήθηκαν οι διατυπώσεις που είναι αναγκαίες για την μεταβίβασή του. Αν λ.χ. μεταβιβάσθηκε λόγω πώλησης η κυριότητα αγροκτήματος κατά Α.Κ. 1033, μεταβιβάζεται και η κυριότητα της εις αυτό ευρισκομένης αντλίας νερού, έστω και αν δεν τηρήθηκαν οι διατυπώσεις της Α.Κ. 1034. Αν ο ιδιοκτήτης του κυρίου πράγματος δεν είναι κύριος του παραρτήματος, κατά μία ορθώτερη άποψη ουδεμία διάκριση γίνεται, κατά την γερμανική θεωρία όμως θα πρέπει να χωρήση κατ' ιδίαν παράδοση του παραρτήματος. Η εμπράγματη δικαιοπραξία μπορεί να έχει αντικείμενο όχι μόνον πώληση, αλλά και σύσταση περιωρισμένου εμπραγμάτου δικαιώματος λ.χ. επικαρπίας, πραγματικής δουλείας. Και στην περίπτωση αυτή το περιωρισμένο εμπράγματο δικαίωμα επί του κυρίου πράγματος, αν δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, εκτείνεται και στο παράρτημα. Ειδικά για την υποθήκη ο νόμος επαναλαμβάνει αυτόν τον κανόνα (Α.Κ. 1281), για να καλύψει και τις περιπτώσεις υποθήκης δυνάμει τίτλου από το νόμο (Α.Κ. 1262) ή από δικαστική απόφαση (Α.Κ. 1263).

ΠΡΑΚΤΙΚΟ: 83

"Στην Αθήνα σήμερα την 15η Νοεμβρίου 1993, οι πιο κάτω υπογράφοντες Γιώργος Ανδρής και Κατερίνα Παυλάκη συμφωνούν τα εξής:

1/ Η Κ. Παυλάκη ("πωλητής") πωλεί και μεταβιβάζει στον Γ. Ανδρή ("αγοραστής") ένα διαμέρισμα (...περιγραφή διαμερίσματος...) αντί τιμήματος δρχ. 6.000.000.

2/ Από το ποσό του τιμήματος, το μισό (δρχ. 3.000.000) καταβάλλεται τώρα, κατά την υπογραφή του παρόντος πωλητηρίου συμβολαίου. Το υπόλοιπο του τιμήματος αναλαμβάνει ο αγοραστής την υποχρέωση να το εξοφλήσει σε 10 (δέκα) ίσες διμηνιαίες δόσεις.

3/ Για την εξασφάλιση του πωλητή συμφωνήται ότι σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης καταβολής έστω και μίας δόσης, η κυριότητα του διαμερίσματος επιστρέφει αυτοδίκαια στον πωλητή, ο οποίος θα έχει σ' αυτή την περίπτωση δικαίωμα να μην επιστρέψει στον αγοραστή το μέρος του τιμήματος που θα του έχει ως τότε καταβληθεί, το οποίο και θα κρατά πλέον ο πωλητής αφενός ως αντάλλαγμα για την χρήση του διαμερίσματος από τον αγοραστή (κατά το μέτρο που ανταποκρίνεται στο αγοραίο μίσθωμα) και αφετέρου (κατά το υπόλοιπο μέρος) ως καταπίπτουσα ποινή για την αθέτηση των υποχρεώσεων του αγοραστή.

Ó å ë ß ä á 6 7

Page 68: ASTIKO

4/ Το παρόν υπογράφεται σήμερα ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών Δ. Γραφοπούλου."

Ο Α, ύστερα από την καταβολή των δύο πρώτων δόσεων αρχίζει να έχει οικονομικές δυσκολίες, γι' αυτό και δανείζεται εντόκως χρήματα από τον Δ, ο οποίος επιχειρεί να εξασφαλίσει τις απαιτήσεις του με προσημείωση υποθήκης στο διαμέρισμα που αγόρασε ο Α από τον Π. Λίγο αργότερα πεθαίνει ο Α και κληρονομείται από τον ανήλικο (15 ετών) γιό του Γ, μοναδικό εξ αδιαθέτου κληρονόμο του, ορφανό ήδη από μητέρα, η οποία είχε προαποβιώσει. Μετά το θάνατο και του Α τον ανήλικο Γ φροντίζει πλέον η γιαγιά του Β, η οποία είναι και η πλησιέστερη συγγενής του Γ. Ερωτάται: α) Ευθύνεται ο Γ για τα χρέη του Α; β) Είναι η Β νόμιμη αντιπρόσωπος του Γ μετά το θάνατο του Α; γ) Δεσμεύει τον Γ ο όρος του πωλητηρίου συμβολαίου με τον οποίο παρέχεται στον Π το δικαίωμα, σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης εξόφλησης έστω και μίας δόσης του τιμήματος, να κρατήσει το μέρος του τιμήματος που θα του έχει έως τότε καταβληθεί, αφενός ως αντάλλαγμα για τη χρήση του διαμερίσματος και αφετέρου ως καταπίπτουσα ποινή λόγω της καθυστέρησης; δ) Αν υποτεθεί ότι μετά το θάνατο του Α καθίστανται ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις τόσο του Π για το τίμημα της πώλησης, όσο και του Δ από το δάνειο, έχει δικαίωμα ο Δ, ως προσημειούχος δανειστής, να επιδιώξει την αναγκαστική εκποίηση του διαμερίσματος προκειμένου να ικανοποιηθεί προνομιακά από το εκπλειστηρίασμα;

ΛΥΣΗ: Ο Α αγόρασε ένα διαμέρισμα από τον Π κατά τα άρθρα 513, 369 Α.Κ. Η σύμβαση αυτή, αγοραπωλησίας ακινήτου, είναι τυπική κατά τα άνω άρθρα. Μεταβιβάσθηκε η κυριότητα εν συνέχεια εις συμπλήρωση της ενοχικής σύμβασης της πωλήσεως με εμπράγματη δικαιοπραξία κατά 1033, αλλά ετέθη και μία διαλυτική αίρεση, η οποία καθιστά την κυριότητα του Α μετακλητή. Υπό αίρεσιν υπόχρεως είναι ο Α, και υπό αίρεσιν δικαιούχος είναι ο Π. Η προσημείωση που ενήργησε λοιπόν ο Δ μεταγενέστερα επί του διαμερίσματος του Α είναι κατ' αρχήν νόμιμη, αλλά αφού συνεστάθη επί μετακλητής κυριότητος, θα είναι και αυτή μετακλητή. Όσον αφορά τα ερωτούμενα, παρατηρητέο ότι α) Και βέβαια θα ευθύνεται για τα χρέη του Α, αφού είναι ο εξ αδιαθέτου μοναδικός κληρονόμος του (Α.Κ. 11710, 1711, 1813). Βέβαια ανήκει σε μία από τις κατηγορίες προσώπων που κληρονομούν με το ευεργέτημα της απογραφής, κατά Α.Κ. 1902 ως ανίκανος. Επομένως, θα ευθύνεται μέχρι του ενεργητικού της περιουσίας, όσο αυτό ήθελε καταστή, β) Η γιαγιά δεν είναι νόμιμος αντιπρόσωπος του Γ. Μπορεί πάντως να διορισθή δικαστικά ως επίτροπος του ανηλίκου, αφού συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις των άρθρ. 1589, 1602 επ. γ) Βεβαίως και δεσμεύεται αφού υπεισήλθε στην νομική θέση που κατείχε ο κληρονομούμενος, δ) Όχι, επειδή η μετακλητή κυριότητα ανατράπηκε αφού επήλθε η διαλυτική αίρεση και έγινε ο Π αυτοδίκαια κύριος του διαμερίσματος. Επομένως, αποσβέστηκε η προσημείωση του Δ κατά Α.Κ. 206.

Ó å ë ß ä á 6 8

Page 69: ASTIKO

45. ΤΟ ΑΡΘΡΟ 463 Α.Κ.

ΠΡΑΚΤΙΚΟ: 84.

ΛΥΣΗ: Σύμφωνα με την διάταξη Α.Κ. 463 και κατά τη ρητή διατύπωση της, ο οφειλέτης μπορεί να αντιτάξη κατά του εκδοχέα όλες τις ενστάσεις που είχε κατά του εκχωρητή πριν την αναγγελία. Αλλά κατά την ορθή, κρατούσα άποψη, αρκεί να είχε απλώς γεννηθή πριν την αναγγελία ο νομικός λόγος της προβαλλομένης ενστάσεως. Δεν είναι απαραίτητο δηλαδή, να μπορούσε και πράγματι ο οφειλέτης να τις ασκήση κατά του εκχωρητή κατά το χρόνο της αναγγελίας. Σύμφωνα με το ιστορικό, ο Β προέβαλε κατά του Χ την ένσταση ότι είχε πάυσει πλέον να οφείλει στον Α το ποσόν των δρχ. 1.000.000, διότι νομότυπα είχε ασκήσει το δικαίωμα της αναστροφής. Επρόκειτο για ένσταση από την σχέχη του με τον εκχωρητή, από την οποία απέρρεε η εκχωρηθείσα απαίτηση του τελευταίου. Κατά 463 ο Β δικαιούται να προτείνη κατά του Χ την ένσταση, εφ' όσον την είχε πριν την αγωγή. Και είναι μεν αλήθεια ότι τα πραγματικά ελαττώματα που έδωσαν στον Β το δικαίωμα της αναστροφής εμφανίσθηκαν και το σχετικό δικαίωμα ασκήθηκε μετα την αναγγελία. Ο νομικός όμως λόγος της ενστάσεως αυτής προϋπήρχε ήδη της αναγγελίας, αφού τα ελαττώματα προϋπήρχαν και απλά δεν είχαν ακόμη ανακαλυφθή. Επομενως, εσφαλμένα το δικαστήριο απέρριψε την ένσταση αυτή.

ΠΡΑΚΤΙΚΟ: 85. Ο Ο οφείλει στον δικηγόρο του Δ λόγω δικηγορικής αμοιβής το ποσόν των δρχ. 1.000.000, το οποίο έπρεπε να καταβάλει το αργοτερο την 1-12-1990. Ο Δ εκχωρεί την απαίτησή του αυτή στον Ε την 15-3-1995. Ο Ε αναγγέλει αυθημερόν. Ο Ο όμως, στην αγωγή που του άσκησε κατόπιν ο Ε, πρότεινε ένσταση παραγραφής. Τι θα αποφασίσει το δικαστήριο;

ΛΥΣΗ: Χώρησε καταπιστευτική εκχώρηση. Θα εφαρμοσθεί είτε το 904, είτε λόγω της καταπιστεύσεως.

86. Ο Α, που είναι επιχειρηματίας κατασκευαστής οικοδομών και έχει αναλάβει, με εργολαβικό συμβόλαιο, να κτίσει πολυόρωφη οικοδομή σε οικόπεδο του Β με το λεγόμενο "σύστημα της αντιπαροχής" και σύμφωνα με την γενική συγγραφή υποχρεώσεων που είναι συνημμένη στο εν λόγω εργολαβικό συμβόλαιο, πουλάει, ενώ ακόμα οι οικοδομικές εργασίες βρισκόταν σε εξέλιξη (μόλις είχε τελειώσει η κατασκευή του σκελετού) στον Γ με οριστικό συμβόλαιο και αντί τιμήματος δρχ. 15.000.000 ένα από τα διαμερίσματα της οικοδομής που, κατά το εργολαβικό συμβόλαιο, είχε προσυμφωνήσει ότι θα περιερχόταν σ' αυτόν ως αντάλλαγμα (αντιπαροχή) για την κατασκευή της, και πιο συγκεκριμένα το ρετιρέ. Στο συμβόλαιο της πώλησης (στο οποίο συνέπραξε βέβαια και ο Β για τη μεταβίβαση στον αγοραστή της κυριότητας του ιδανικού μεριδίου στο οικόπεδο που αναλογούσε στο συγκεκριμένο διαμέρισμα) επισυνάφθηκε και ειδική συγγραφή υποχρεεσεων του πωλητή - εργολάβου για την κατασκευή του διαμερίσματος σύμφωνα με τις επιθυμίες του αγοραστή. Το τίμημα συμφωνήθηκε ότι θα καταβαλλόταν σε δόσεις και

Ó å ë ß ä á 6 9

Page 70: ASTIKO

θα εξωφλείτο με ην αποπεράτωση και την παράδοση του διαμερίσματος. Οταν τελείωσε η κατασκευή της οικοδομής και, ειδικώτερα, του διαμερίσματος που πουλήθηκε στον Γ, ακολούθησε η παράδοσή του σ' αυτόν από τον Α, την 15-5-1985. Ηδη όμως κατά την παράδοση ο Γ διατύπωσε επιφύλαξη των δικαιωμάτων του, γιατί διαπίστωσε ότι ορισμένοι όροι τόσο της γενικής όσο και της ειδικής συγγραφής υποχρεεσεων δεν είχαν εκτελεστεί. Αλλά και μετά την παράδοση και αφού εγκαταστάθηκε στο διαμέρισμα ο ίδιος ο Γ, διαπίστωσε σταδιακά μία σειρά από σοβαρές κακοτεχνίες και ελλείψεις: Η κεντρική θέρμανση δαπέδου λ.χ., που είχε συμφωνήσει την εγκατάστασή της με την ειδική συγγραφή υποχρεεσεων, αποδείχτηκε, ήδη από τον πρετο χειμενα μετά την εγκατάσταση στο διαμέρισμα, ελαττωματική (οι κάτα από το δάπεδο σωληνεσεις θερμού ύδατος έφραξαν, εστε να μην μπορεί να κυκλοφορήσει το θερμό νερό), με αποτέλεσμε να χρειαστή τόσο ο Γ όσο και τα μέλη της οικογενείας του να κυκλοφορούν στο διαμέρισμα με τα επανωφόρια τους (η σύζυγος του Γ, ειδικώτερα, με την γούνα της), ενώ κατά τον δεύτερο χειμενα της διαμονής στο διαμέρισμα, διαπιστεθηκε, με αφορμή μια καταρρακτεδη βροχή μεγάλης διαρκείας, ότι η στεγανοποίηση του δεματος ήταν πολύ κακή, με αποτέλεσμα τα νερά της βροχής να εισβάλουν στο διαμέρισμα και να αναγκάσουν τους ενοίκους του να κυκλοφορούν σ' αυτό με πρόχειρες σχεδίες και με ομπρέλλες, ενώ παράλληλα καταστράφηκαν έπιπλα, πίνακες ζωγραφικής και βιβλία του Γ συνολικής αξίας δρχ. 500.000Ύστερα από αυτά και αφού ο Γ μάταια ζήτησε από τον Α να διορθεση τα ελαττεματα που είχαν εμφανιστή, προέβη ο ίδιος στην διόρθωση, που του στοίχισε δρχ. 1.000.000 και άσκησε, στη συνέχεια, στις 15-11-1987 αγωγή κατά του Α ζητεντας την καταδίκη του σε αποζημίωση για ποσό δρχ. 1.500.000, ήτοι 1 εκ. για τα έξοδα διόρθωσης των ελαττωμάτων και 500.000 για τις ζημιές. Ττην αγωγή περιελήφθη και επικουρική βάση (με αντίστοιχο επικουρικό αίτημα) για νααστροφή της πώλησης και ταυτόχρονη καταδίκη του Α σε αποζημίωση δρχ. 500.000 για την καταστροφή των επίπλων και άλλων πραγμάτων από την βροχή.Αποκρούοντας την αγωγή, ο Α αντέτεινε α) ότι η αξίωση αποζημίωσης του Γ είχε παραγραφή, β) ότι ο ίδιος δεν υπείχε καμμία ευθύνη για τα ελαττεματα, γιατί δεν βαρυνόταν με καμμία υπαιτιότητα ως προς αυτά, γι' αυτό και πίστευε ότι δεν θα κατόρθωνε ο Γ, ο οποιος βαρυνόταν κατά το νόμο με το σχετικό θέμα, να αποδείξει τέτοια υπαιτιότητα και γ) ότι εν πάσει περιπτεσει το αίτημα της αποζημίωσης για δρχ. 500.000 δεν ήταν νόμιμο, γιατί η σχετική ζημία δεν συνδέεται άμεσα με την τυχόν (μη) εκπλήρωση της παροχής του. Οσον αφορά την επικουρική βάση της αγωγής, ο Α επανέλαβε τους παραπάνω α) και β) ισχυρισμούς του, και επιπλέον ισχυρίσθηκε ότι γ) ο Γ δεν δικαιούνταν να ασκήση το δικαίωμα της αναστροφής, αφού είχε ήδη ασκήση το δικαίωμα της αποζημίωσης, με αποτέλεσμα να αναλωθεί έτσι το δικαίωμά του επιλογής ανάμεσα στα διάφορα δικαιώματα που του παρείχε σχετικα ο νόμος και δ) ότι εν πάσει περιπτεσει δεν δικαιούνταν να σωρεύσει μαζί με το αίτημα της αναστροφής και άιτημα αποζημίωσης, αφού τα δικαιώματα αυτά ασκούνται κατά το νόμο εκλεκτικά.Ποια θα είναι, ενόψει όλων αυτεν, η απόφαση του δικαστηρίου;

ΛΥΣΗ: Ι. Πρόκειται στη συγκεκριμένη περίπτωση για αμφοτεροβαρή ενοχική σύμβαση, που έχει τα χαρακτηριστικά αφενός της πώλησης και αφετέρου της σύμβασης έργου. Από τη μία μεριά υποχρέωση μεταβίβασης της κυριότητας του μέλλοντος να κατασκευαστεί διαμερίσματος κατά την οριζόντια ιδιοκτησία, με το ιδανικό μερίδιο που του αναλογεί στο οικόπεδο, άρα και της κυριότητας των υλικεν που θα χρειαστεί να χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή του και που θα ενωθούν με το ακίνητο ως συστατικά του και, από την άλλη μεριά, υποχρέωση προσπόρισης, ως του αποτελέσματος της δραστηριότητας του εργολάβου, μιας νέας σε σχέση με εκείνη που υπήρχε κατά την κατάρτιση της συμβάσεως κατάστασης, η οποία συνίσταται στο να υπάρξει κατά το τέρμα αυτής της δραστηριότητας ένα έτοιμο διαμέρισμα, κατασκευασμένο σύμφωνα με τις ειδικές επιθυμίες του

Ó å ë ß ä á 7 0

Page 71: ASTIKO

εργοδότη, ενώ κατά την κατάρτιση της σύμβασης τέτοιο διαμέρισμα δεν υπήρχε. Πρόκειται άρα για μικτή σύμβαση. Από το ιστορικό της άσκησης προκύπτει ότι τις δύο παραπάνω παροχές, που συγχωνεύονται στην ενιαία αυτή μικτή σύμβαση από την πλευρά του ίδιου του συμβαλλομένου (του Α), την τυπική της πώλησης και την τυπική της εργολαβίας, τις θέλησαν τα μέρη μάλλον ως οικονομικά ισότιμες (δίδυμη μικτή σύμβαση). Δύσκολα θα μπορούσε να υποστηριχθή ότι από τις δύο παροχές τα μέρη θέλησαν την παροχή της πώλησης ως (οικονομικες) κυρία, ενώ την παροχή της κατασκευής έργου την θέλησαν ως παρεπόμενη. Ο σκοπός της σύμβασης πραγματοποιείται εδώ με την οικονομικά ισοδύναμη σύγκλιση προς αυτόν και των δύο παροχών. Η απουσία οποιασδήποτε από τις παροχές αυτές θα ματαίωνε τον σκοπό αυτό, που οπωσδήποτε δεν είναι κατά κυριο λόγο η απόκτηση της κυριότητας του διαμερίσματος - έτσι εστε να ήταν δυνατή η επίτευξή του και χωρίς την άλλη παροχή - αλλά είναι η απόκτηση της κυριότητας του ειδικά κατασκευαστέου για τον αντισυμβαλλόμενο, εδώ τον Γ, διαμερίσματος. Κατά την γενική διδασκαλία περί των μικτών συμβάσεων, όταν ο ένας από τους συμβαλλομένους σε μία μικτή (αμφοτεροβαρή) σύμβαση οφείλει περισσότερες ισοδύναμες μεταξύ τους παροχές διαφορετικού "τύπου", εφαρμόζεται κατ' αρχήν η λεγόμενη "θεωρία του συνδυασμού" (Kombιnαtιonsthεoάιε), σύμφωνα με την οποία η καθεμιά από τις παροχές αυτές κρίνεται με βάση τις διατάξεις του τύπου στον οποίο ανήκει, χωρίς όμως να παραγνωρίζεται και η ενότητα της μικτής σύμβασης, ιδίως όταν μία ανωμαλία σε μία παροχή δημιουργεί έναν καταργητικό λόγο, όπως είναι λ.χ. το δικαίωμα της αναστροφής. Στην περίπτωση της άσκησης, τα ελαττεματα και οι ελλείψεις του διαμερίσματος που περιγράφονται στο ιστορικό της δεν αφορούν τα πράγματα (οικόπεδο, υλικά) που αποτελούσαν το αντικείμενο της παροχής του Α, η οποία ήταν τυπική της πώλησης. Αφορούν την κατασκευή που ήταν αντικείμενο της παροχής του ιδίου, η οποία έφερε τα χαρακτηριστικά της εργολαβίας. Έτσι, εφαρμογή θα έχουν κατ' αρχήν εδώ, σύμφωνα με όσα λέχθηκαν παραπάνω, οι σχετικοί κανόνες του Α.Κ. που ρυθμίζουν την σύμβαση έργου.ΙΙ. Η ευθύνη του εργολάβου για τις ελλείψεις του έργου (πραγματικά ελαττώματα, ελλείψεις συμφωνημένων ιδιοτήτων) ρυθμίζεται στον Α.Κ. από τα άρθρα 687-693. Από αυτά, το άρθρο 687 αφορά την περίπτωση όπου η ελαττωματικότητα ή ο αντίθετος στην σύμβαση χαρακτήρας της κατασκευής προβλέπονται ήδη κατά την διάρκεια της εκτέλεσης του έργου. Το άρθρο 688 αναφέρεται στην ευθύνη του εργολάβου μετά την εκτέλεση του έργου για επουσιεδη, όμως, ελαττεματα (υποχρέωση διόρθωσης, μείωση της αμοιβής), ενώ το άρθρο 689 αφορά την μετά την εκτέλεση του έργου, και πάλι, ευθύνη του εργολάβου για ουσιεδη ελαττεματα ή έλλειψη συμφωνημένων ιδιοτήτων (κατ' επιλογήν του εργοδότη, αντί για την διόρθωση ή την μείωση της αμοιβής ή αναστροφή). Το άρθρο 690, τέλος καθιερώνει αυξημένη ευθύνη του εργολάβου, σε περίπτωση υπαιτιότητάς του, που συνίσταται στην υποχρέωσή του να καταβάλει - εφόσον ο εργοδότης το πορτιμά αντί των δικαιωμάτων των προηγουμένων άρθρων - "αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης".

Ó å ë ß ä á 7 1

Page 72: ASTIKO

Κατά την κρατούσα ορθή άποψη, η ευθύνη αυτή του εργολάβου για τις ελλείψεις του έργου έχει βασικά συμβατικό χαρακτήρα. Σε αντίθεση με ό,τι ισχύει για την ευθύνη του πωλητή για πραγματικά ελαττώματα στην περίπτωση της πώλησης είδους (που θεμέλιό της έχει το νόμο, στηριζόμενη ειδικώτερα στην ιδέα της "εγγυοδοσίας"), η ευθύνη του εργολάβου για τις ελλείψεις του έργου είναι ευθύνη λόγω μη (προσήκουσας) εκπλήρωσης της σύμβασης, η οποία απλες διαρθρενεται στο νόμο κατά το πρότυπο της "εγγυητικής" ευθύνης του πωλητή. Κάτα από το φως ακριβες αυτού του χαρακτήρα και του δικαιολογητικού λόγου της ευθύνης του εργολάβου για ελλείψεις του έργου, θα πρέπει να ερμηνεύονται, στις λεπτομέρειες της εφαρμογής τους, και οι σχετικές διατάξεις του Α.Κ. Η αγωγή του Γ κατά του Α είχε ως κύριο αίτημά της την καταδίκη του Α σε αποζημίωσή του για ποσόν δρχ. 1.500.000, από το οποίο 1 εκ. αφορούσε την δαπάνη που είχε υποστεί ο Γ για την διόρθωση των ελαττωμάτων, την οποία είχε αρνηθεί να επιχειρήσει ο Α, και οι 500.000 δρχ. αφορούσαν τη ζημία από την καταστροφή των επίπλων κ.λπ. εξαιτίας της βροχής. Από τον τρόπο της διατύπωσης του αιτήματος προκύπτει, ότι ο Γ δεν ζητάει το πλήρες διαφέρον λόγω μη εκπλήρωσης, όπως αυτό θα προέκυπτε αν προτιμούσε να μην κρατήσει το (ελαττωματικό) έργο αλλά να το επιστρέψει, με αποτέλεσμα να ανατραπεί η σύμβαση στο σύνολό της (αφού η ανατροπή της κατά το μέρος που αφορά την παροχή έργου θα συμπαρέσυρε και το μέρος της που αφορά την παροχή της μεταβίβασης της κυριότητας του διαμερίσματος, Α.Κ. 181). Ο Γ αρκείται στο νε περιέλθη οικονομικες, κρατεντας το έργο, στη θέση που θα βρισκόταν αν αυτό δεν ήταν ελαττωματικό. Έτσι περιορίζεται στο να αξιώσει να του αποκατασταθούν απλες οι ζημίες του. Σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία της Α.Κ. 690, ο εργοδότης, εφ' όσον προτιμά να κρατήση το (ελαττωματικό) έργο, δικαιούται να ζητήση να του αποκατασταθούν α) κάθε ζημία (θετική ή διαφυγόν κέρδος) που συνδέεται αμέσως και αιτιώδες με την ύπαρξη του ελαττεματος (ή την έλλειψη της ιδιότητας). Ττην κατηγορία αυτή κρίθηκε ότι ανήκει και η ζημία από τις δαπάνες που έκανε ο εργοδότης, εκτελεντας ο ίδιος τις διορθεσεις κατΤ ανάλογη εφαρμογη της Α.Κ. 687, σε περίπτωση όπου αρνείται ο εργολάβος να προβεί σ' αυτές και περιέρχεται, έτσι, σε υπερημερία, και β) οι λεγόμενες "περαιτέρω ζημίες" (Mαnήεlfolήεsύhαεdεn") δηλαδή οι, πέρα από τις οφειλόμενες ευθέως στην ελαττωματικότητα του έργου, ζημίες σε άλλα περιουσιακά στοιχεία (ή το πρόσωπο) του εργοδότη οι οποίες, αν και έμμεσα οφείλονται και αυτές αιτιωδες στην ελαττωματικότητα του έργου, δεν συνδέονται εν τούτοις άμεσα με την μη εκπλήρωση της κυρίας παροχής του εργολάβου, αλλά έχουν αυτοτελή αιτία: την παράβαση από αυτόν της παρεπόμενης υποχρέωσής του προστασίας, που πηγάζει από την Α.Κ. 288 ή, ακόμα, την απαγορευόμενη από την Α.Κ. 281 κατάχρηση της φυσικής του ελευθερίας για δράση, έτσι εστε και η ευθύνη για αποκατάσταση των εν λόγω ζημιών να αποτελεί αυτοτελή, σε σχέση με τη μη (προσήκουσα) εκπλήρωση της σύμβασης, γενεσιουργό λόγο (Α.Κ. 330 ή 914 αντίστοιχα). Κατ' ανάλογη εφαρμογή, εξάλλου, των γενομένων δεκτεν για την πώληση είδους, εξ αφορμής της ερμηνείας της Α.Κ. 543, θα πρέπει να γίνη και εδώ δεκτό ότι όταν ο εργοδότης ασκεί το δικαίωμα αποζημίωσης του άρθρου

Ó å ë ß ä á 7 2

Page 73: ASTIKO

690, τότε στην αποζημίωση που οφείλεται για τη μη προσήκουσα εκπλήρωση συγχωνεύεται σε ενιαία αξίωση και η αποζημίωση για την "περαιτέρω" ζημία.. Ενόψει των παραπάνω καταλήγουμε, άρα, στο συμπέρασμα ότι η αγωγή του Γ για αποζημίωσή του ήταν και για τα δύο κονδύλια του 1 εκ. και των 500.000 νόμιμη, και συνεπες ο σχετικός ισχυρισμός του Α ήταν απορριπτέος.Για την γέννηση του δικαιεματος του εργοδότη να απαιτήση από τον εργολάβο αποζημίωση για τις ελλείψεις του έργου, η Α.Κ. 690 απαιτεί οι ελλείψεις του έργου να οφείλονται σε υπαιτιότητα του εργολάβου. Ζήτημα γεννήθηκε στην θεωρία και την νομολογία για το ποιος από τους συμβαλλομένους (ο εργοδότης ή ο εργολάβος) φέρει το βάρος της επίκλησης και της απόδειξης του στοιχείου τούτου της υπαιτιότητας. Κατά μία άποψη που φάνηκε αρχικά να επικρατεί στη νομολογία,, το βάρος της απόδειξης το φέρει ο εργοδότης (ούτω και Φίλιος). Η άποψη αυτή στηρίζεται βασικά στο γράμμα της σχετικής διάταξης σε συνδυασμό με την Κ.Πολ.Δικ. 338 παρ. 1: εφόσον η Α.Κ. 690 περιλαμβάνει μεταξύ των στοιχείων του "πραγματικού" της και την υπαιτιότητα του εργολάβου, είναι επόμενο, κατά την άποψη αυτή, το βάρος της απόδειξης του στοιχείου τούτου να βαρύνει, σύμφωνα με την Κ.Πολ.Δικ. 338 παρ. 1 τον εργοδότη, ο οποίος ενάγει με βάση την παραπάνω διάταξη. Θα πρέπει εξάλλου να σημειωθή ότι η άποψη αυτή ευθυγραμμίζεται και με την λύση που δίνεται για το ίδιο θέμα του βάρους της απόδειξης, στην πώληση είδους, προκειμένου να γίνη εφαρμογή της Α.Κ. 543. Η παραπάνω άποψη όμως δεν είναι ορθή και εν πάσει περιπτώσει δεν είναι πια σήμερα η κρατούσα. Κρατούσα τόσο στη θεωρία όσο και στη νομολογία είναι σήμερα η άποψη ότι το βάρος της επίκλησης και της απόδειξης της υπαιτιότητας το φέρει εδώ ο εργολάβος με την έννοια ότι ο εργοδποτης, που ενάγει με βάση την Α.Κ. 690, αρκεί να αποδείξει την ύπαρξη του ελαττεματος ή της έλλειψης, τη ζημία του και την αιτιεδη συνάφεια μεταξύ ελαττεματος (ή έλλειψης) και ζημίας, ενώ ο εργολάβος, άν θέλει να απαλλαγή από την ευθύνη, οφείλει αυτός να επικαλεστή και ν' αποδείξη τυχόν έλλειψη υπαιτιότητάς του. Η άποψη αυτή στηρίζεται σε σοβαρά συστηματικά και τελολογικά επιχειρήματα. Το γράμμα της Α.Κ. 690 δεν είναι αποφασιστικό. Και σε άλλες περιπτεσεις, με όμοια διατύπωση (λ.χ. Α.Κ. 405 παρ. 1) γίνεται εν τούτοις δεκτό ότι το βάρος της απόδειξης της υπαιτιότητας το φέρει ο οφειλέτης. Αλλ' ούτε και η λύση που δίνεται στην περίπτωση εφαρμογής της Α.Κ. 543 θα πρέπει να επηρεάση την λύση που αρμόζει εδώ. Δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι η ευθύνη του πωλητή στην περίπτωση πώλησης πράγματος για πραγματικά ελαττεματα δεν είναι συμβατική, αλλά στηρίζεται στο νόμο (εγγυητική ευθύνη), σε αντίθεση με ό,τι γίνεται δεκτό για την ευθύνη του εργολάβου για ελλείψεις του έργου, που θεωρείται ότι έχει θεμέλιό της την σύμβαση. Θα πρέπει, άρα, για την τελευταία αυτή ευθύνη να ισχύσουν, ως προς το βάρος της απόδειξης της υπαιτιότητας, τα γενικώς διδασκόμενα για τις περιπτώσεις πλημμελούς εκπλήρωσης της παροχής, σύμφωνα με τα οποία, κατ' επέκτασιν των θεσπιζομένων για τις περιπτώσεις της αδυναμίας παροχής και της υπερημερίας του οφειλέτη (Α.Κ. 335,336, 342), θα πρέπει και εδώ να γίνεται

Ó å ë ß ä á 7 3

Page 74: ASTIKO

δεκτό ότι το βάρος της απόδειξης της υπαιτιότητος, αντιστρεφόμενο, πέφτει στους εμους του εργολάβου. Το ότι πρόκειται εδώ για ειδική ρύθμιση - σε σχέση με τα γενικες διδασκόμενα για τις περιπτεσεις πλημμελούς εκπλήρωσης - ξεπερνιέται με επιτυχείς τελολογικές σταθμίσεις και αξιολογικές εκτιμήσεις καθες και με την αναφορά στη "φύση του πράγματος", που αποτελεί το βαθύτερο θεμέλιο της ρύθμισης του βάρους της απόδειξης της υπαιτιότητας στο σύστημα της ενδοσυμβατικής ευθύνης.Εν όψει όλων αυτών, λοιπόν, το βάρος της απόδειξης της υπαιτιότητας, τόσο για τα ελαττεματα και τις ελλείψεις του συγκεκριμένου έργου όσο και την πρόκληση της "περαιτέρω" ζημίας του εργοδότη, θα το φέρει και εδώ ο εναγόμενος εργολάβος Α, ο οποίος εσφαλμένα ισχυρίζεται το αντίθετο.Ενε κατά τις Α.Κ. 554 και 555 παρ. 1, στην περίπτωση της πώλησης οι αγωγές για αναστροφή ή μείωση του τιμήματος ή για αποζημίωση λόγω ελαττεματος ή ελλείψεως συμφωνημένης ιδιότητος παραγράφονται με την πάροδο δύο ετεν από την παράδοση του πράγματος για τα ακίνητα και έξη μηνεν από την εγχείρησή του για τα κινητά, στην περίπτωση της σύμβασης έργου οι αξιεσεις του εργοδότη εξ αιτίας ελλείψεων του έργου παραγράφονται, κατά την Α.Κ. 693, όταν περάσουν δέκα _χρόνια από τότε� � που έγινε η παραλαβή του, αν πρόκειται για οικοδομήματα ή για _άλλες� � ακίνητες εγκαταστάσεις, αλλοιες παραγράφονται σε έξη μήνες.Ττην υπό κρίση περίπτωση μικτής σύμβασης με ισότιμο, όπως λέχθηκε, αν όχι κύριο τον χαρακτήρα της σύμβασης έργου, τα ελαττεματα και οι ελλείψεις αφορούσαν, κατά το ιστορικό της άσκησης, κατεξοχήν την κατασκευή. Εχει, επομένως, εφαρμογή εδώ και ως προς την παραγραφή των σχετικεν αξιεσεων του εργοδότη ο κανόνας της Α.Κ. 693, ο οποίος σωρευτικά παρασύρει στην δεκαετή παραγραφή και την αξίωση για αποκατάσταση της "περαιτέρω ζημίας". Επομένως, δεν έχουν παραγραφή ακόμη οι σχετικές αξιεσεις του Γ.IV. Οπως στην πώληση, προκειμένου για τα δικαιώματα του αγοραστή σε περίπτωση ελαττεματος κ.λπ. του πράγματος, έτσι και στην σύμβαση έργου τα δικαιώματα του εργολάβου για διόρθαση των ελλείψεων, αναστροφή της πώλησης, μείωση του τιμήματος και αποζημίωση συρρρέουν εκλεκτικά υπέρ του εργολάβου με εξαίρεση την περίπτωση των "περαιτέρω ζημιών" όπου η σχετική αξίωση αποζημίωσης, έχοντας αυτοτελή δικαιολογητικό λόγο, μπορεί να ακηθεί και παράλληλα με τα άλλα δικαιώματα του εργοδότη. To δικαίωμα επιλογής αναλίσκεται, στην περίπτωση της αξίωσης για αποζημίωση, με την τελεσιδικία της απόφασης που δέχεται την σχετική αγωγή και μόνο στην περίπτωση των διαπλαστικών δικαιωμάτων της αναστροφής ή της μείωσης της αμοιβής η ανάλωση του σχετικού δικαιώματος επέρχεται, κατ' ανάλογη εφαρμογή και στην περίπτωση αυτή της διαζευκτικής συρροής δικαιωμάτων της Α.Κ. 306, με τη δικαστική ή εξεδικη άσκηση του ενός από τα δικαιώματα αυτά. Ετσι είχε μεν ασκήση ο Γ το δικαίωμα αποζημίωσης, δεν υπήρχε όμως ακόμα τελεσίδικη δικαστική απόφαση που να την κάνει δεκτή. Επομένως, το δικαίωμα επιλογής του Γ, ως προς την άσκηση του δικαιώματος της αναστροφής, δεν είχε ακόμα αναλωθεί. Αλλά και ανεξάρτητα από αυτό, γίνεται και εδώ δεκτό - όπως και στην πώληση - ότι είναι εν πάσει περιπτώσει δυνατή η επικουρική σώρευση

Ó å ë ß ä á 7 4

Page 75: ASTIKO

(Κ.Πολ.Δικ. 219) των δικαιωμάτων του εργοδότη, ακόμα και όταν το δικαίωμα επιλογής τους αναλίσκεται με την άσκηση του καθενός από αυτά.Συμπεραίνεται, άρα, ότι ο ισχυρισμός του Α πως με την άσκηση από τον Γ του δικαιώματός του για αποζημίωση είχε ήδη αναλωθή το δικαίωμά του να επιλέξη και να ασκήση παράλληλα, έστω και μόνο επικουρικά, το δικαίωμα της αναστροφής, δεν είναι νόμιμος.

Η αξίωση αποζημίωσης του εργοδότη για αποκατάσταση της "περαιτέρω ζημίας" του μπορεί, όπως λέχθηκε, λόγω της αυτοτέλειάς της αφού προέρχεται από άλλη γενεσιουργό λόγο, να ασκείται και σωρευτικά μαζί με το δικαίωμα της αναστροφής. Επομένως, και ο ισχυρισμός του Α ότι ο Γ δεν δικαιούνταν να σωρεύσει μαζί με το αίτημα της αναστροφής και αίτημα αποζημιώσεως για τις "περαιτέρω ζημίες" είναι επίσης απορριπτέος ως μη νόμιμος.

Η ευθύνη του εργολάβου για ελλείψεις του έργου είναι καταρχήν αντικειμενική. Μόνον για την περίπτωση της αυξημένης ευθύνης για αποζημίωση (Α.Κ. 690) - και την περίπτωση της υποχρέωσης διόρθωσης των ελλείψεων που αναφαίνονται κατά την διάρκεια της εκτελέσεως του έργου (Α.Κ. 687) - απαιτείται υπαιτιότητα. Επομένης ο ισχυρισμός του Α ότι δεν υπείχε καμμία ευθύνη για τα ελαττώματα, επειδή δεν βαρυνόταν με καμμία υπαιτιότητα, προβαλλόμενος κατά του δικαιώματος αναστροφής που είχε ασκήσει ο Γ επικουρικώς, είναι και αυτός απορριπτέος ως μη νόμιμος.

Διαφορετικά έχει το ζήτημα όμως όσον αφορά το δικαίωμα αποκατάστασης της "περαιτέρω ζημίας" σωρευτικά με το δικαίωμα της αναστροφής Προϋπόθεση για την γέννηση του δικαιώματος τούτου είναι η ύπαρξη υπαιτιότητας του εργολάβου (Α.Κ. 288 συνδ. 330). Και την υπαιτιότητα αυτή οφείλει εδώ - αφού η σχετική αξίωση, ασκούμενη σωρευτικά με το δικαίωμα της αναστροφής, διατηρεί την αυτοτέλειά της - να την αποδείξει, όπως λέχθηκε ήδη, ο εργοδότης. Ο σχετικός ισχυρισμός του Α είναι ως προς την αξίωση αποζημίωσης για την "περαιτέρω ζημία", ειδικώτερα, που σωρεύεται με την άσκηση του δικαιώματος αναστροφής, νόμω βάσιμη.

Οσwν aφwρr, τuλwς, τwν iσχυρiσμq τwυ Α πeρj πaρaγρaφgς, κai eδώ, των _δiκaiωμrτων πwυ rσκησe eπiκwυρiκr w Γ, η aπrντηση ejνai κai πrλi aρνητiκg.� � Γia _μeν τw δiκajωμa aνaστρwφgς, γia τw λqγw qτi aυτq υπqκeiτai, eφ'� � qσwν πρqκeiτai _σύμβaση uργwυ, στην δeκaeτg πaρaγρaφg τwυ rσρθρwυ� � 693 Α.Κ. Γia δe τw δiκajωμa _aπwζημjωσης γia την "πeρaiτuρω ζημja", γiaτj� � η πaρaγρaφg τwυ ejνai, eφ' qσwν _aσκejτai aυτwτeλώς, eiκwσaeτgς κai� � eπwμuνως δeν uχei συμπληρωθg w χρqνwς της, _aκqμη κi aν γiνqτaν δeκτg� � η rπwψη της eφaρμwγgς γia την aνaστρwφg των κaνqνων _της πώλησης� � (Α.Κ. 554, 555). Κai aυτqς w iσχυρiσμqς τwυ Α θa aπwρρiφθg _eπwμuνως ως� � νqμω aβrσiμwς.

Ó å ë ß ä á 7 5

Page 76: ASTIKO

46. ENOXEΣ ΓΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΕΝΟΧΕΣ ΕΙΔΟΥΣ

ΕΝΟΧΕΣ ΓΕΝΟΥΣ είναι οι ενοχές, των οποίων η παροχή δεν προσδιορίζεται επακριβώς με τα ειδικώτερα χαρακτηριστικά της, αλλά περιγράφεται με τα γενικώτερα χαρακτηριστικά μιας μεγάλης κατηγορίας (γένους) στην οποία ανήκει. Αντίθετα, στις ενοχές είδους, η παροχή προσδιορίζεται με τα ειδικώτερα χαρακτηριστικά της. Τέλος, στις ενοχές γένους υπάρχει θα λέγαμε κάποια αοριστία της παροχής, η οποία αίρεται αφού προηγηθεί το προπαρασκευαστικό στάδιο της ΕΠΙΛΟΓΗΣ (Α.Κ. 289) που δεν είναι παρά μια εσωτερική απόφαση και, εφ΄ όσον δεν έχει ορισθεί διαφορετικά, την έχει ο οφειλέτης της παροχής, που υποχρεούται να παραδώσει (επιλέξει) μέσης ποιότητας πράγματα. Τέλος, η ενοχής γένους εξειδικεύεται ή συγκεντρώνεται σε ενοχή είδους με έναν από τους εξής τρόπους:

1. Μwνwμeρgς aπwχωρiσμqς της πaρwχgς κai υπeρημeρja τwυ δaνeiστg2. Κaτaβwλg της πaρwχgς3. 'υμφωνja των μeρών4. 'την πeρjπτωση πwυ κaτqπiν aiτgσeως τwυ δaνeiστg aλλrξη w τqπwς eκπλgρωσης _της πaρwχgς, aπq την πaρrδwση της πaρwχgς στw� � μeτaφwρua γia μeτaφwρr.

Η eξeiδjκeυση aυτg σημaσja uχei στwν κjνδυνw, δηλaδg στw πwiwς θa φuρη τw _risiko της τυχajaς κaτaστρwφgς. Πρiν την eξeiδjκeυση, τwν κjνδυνw� � aυτq τwν _φuρei w wφeiλuτης, w wπwjwς δeν μπwρej νa πeρiuλθη σe� � aδυνaμja πaρwχgς aφwύ τw _γuνwς eξ wρiσμwύ δeν κaτaστρuφeτai.� � Αντjθeτa, μeτr την eξeiδjκeυση τwν κjνδυνw _φuρei w δaνeiστgς της� � πaρwχgς.

Οi eνwχuς γuνwυς κai wi eνwχuς ejδwυς uχwυν σημaσja κai aνaφwρiκr μe την _eυθύνη τwυ πωλητg γia τυχqν ύπaρξη πρaγμaτiκών eλaττωμrτων (Α.Κ.� � 559 eπ. g 534 _eπ.). 'uλwς, η δirκρiση των κiνητών σe aντiκaτaστaτr κai� � aνaντiκaτrστaτa _πajζei ρqλw στiς eνwχuς γuνwυς κai ejδwυς. Εiδiκώτeρa:� �

ΑΝ'ΙΚΑ'Α''Α'Α ejνai τa κiνητr πwυ μπwρej στiς συνaλλaγuς νa aντiκaτaστaθwύν μe _rλλa qμwiaς πwiqτητaς κai πwσqτητaς, λ.χ.� � τυπwπwiημuνa g γeωργiκr πρwϊqντa.

ΑΝΑΝ'ΙΚΑ'Α''Α'Α ejνai τa κiνητr πwυ δeν μπwρwύν νa aντiκaτaστaθwύν στiς _συνaλλaγuς μe rλλa qμwiaς πwiqτητaς κai πwσqτητaς, λ.χ. uργa τuχνης g� � _μeτaχeiρiσμuνa aντiκejμeνa.� �

ΚΡΙ'ΗΡΙΟ της δiaκρjσeως ejνai η aντjληψη των συνaλλaγών. 'υνgθως wi eνwχuς _γuνwυς uχwυν ως aντiκejμeνa aντiκaτaστaτr, eνώ wi eνwχuς� � ejδwυς _aνaντiκaτrστaτa πρrγμaτa, aλλr μπwρej νa συμβg κai τw aντjθeτw,� � eπeiδg τw rν _uνa πρrγμa ejνai aντiκaτaστaτq g aνaντiκaτrστaτw τw wρjζei� � η aντjληψη των _συνaλλaγών.� �

Ó å ë ß ä á 7 6

Page 77: ASTIKO

ΠΡΑΚ'ΙΚΟ: 86. Ο uμπwρwς Αθηνών Ε aγqρaσe aπq τwν χwνδρuμπwρw Π eκaτq _τηλewρrσeiς τύπwυ CHV-T 100, πaρaδwτueς την 30-11-1991 στw� � κaτrστημa τwυ Π. _'ην 28-11-1991 w Π aπwχωρjζei eκaτq τηλewρrσeiς γia� � τwν Ε, qμως τw βρrδυ της _29-11-1991 aπq τυχaja πυρκaϊr aυτuς� � κaτeστρrφησaν. Εχei δjκiw w Ε, qτaν την _30-11-1991 aπaiτej νa τwυ δώση� � w Π rλλeς τηλewρrσeiς;

Λ"'Η: Νai, uχei δjκiw. Η πaρwχg gτaν rρσiμη κai wφeiλqτaν πρrγμa _aντiκaτaστaτq. Η eνwχg gτaν eνwχg γuνwυς.� �

87. Ο uμπwρwς Αθηνών Ε aγqρaσe aπq τwν πaρaγωγq Λaυρjwυ Π uνaν τqννw σiτrρi _aντj τiμgμaτwς δρχ. 500.000 Πaρrδwση συνeφωνgθη η 30-11-� �1991 aπq τiς aπwθgκeς _τwυ Π. 'ην 27-11-1991 τηλeφώνησe w Ε κai� � πaρaκrλeσe τwν Π νa τwυ aπwστejλη τw _H 57 672 672 0 0 0 0 1� �� 1 0 0 0 0 0 0 0Hσiτrρi στην Αθgνa. Ο Π aπwχώρiσe τw� σiτrρi κai την 29-11-1991 τw πaρuδωσe στwν _μeτaφwρua Μ γia νa τw� � μeτaφuρη. Ομως aπq aνaτρwπg τwυ φwρτηγwύ χωρjς νa φτajei _w Μ� � κaaστρrφηκe τw σiτrρi. Εχei δjκiw w Ε πwυ aπaiτej νa τwυ δώση w Π rλλw _σiτrρi, g w Π πwυ aπaiτej νa κaτaβrλη w Ε τw τjμημa; Πwia η λύση aν ως� � τqπwς _πaρrδwσης ejχe συμφωνηθg η Αθgνa;� �

Λ"'Η: Οχi, w Ε δeν uχei δjκiw. Η πaρwχg gτaν rρσiμη aλλr μe συμφωνja των μeρών _eτρrπη σe κwμjσiμη, ώστe η eνwχg γuνwυς νa τρaπg τqτe σe eνwχg� � ejδwυς.

ΕΝΟoΕ' ΚΑ'ΑoΡΗ''ΙΚΟ" ΓΕΝΟ"' ejνai wi eνwχuς qπwυ τa συμβaλλqμeνa μuρη _πρwσδiwρjζwυν την πaρwχg μe τa γeνiκr χaρaκτηρiστiκr της κaτηγwρjaς� � στην wπwja _aνgκei aυτg, qμως γia κrπwiwυς λqγwυς η κaτηγwρja aυτg� � ejνai πeρiωρiσμuνη _(πeπeρaσμuνη), δηλ. τw γuνwς δeν ejνai κaθaρq. 'τiς� � eνwχuς κaτaχρηστiκwύ _γuνwυς eφaρμqζwντai qσa eπiώθηκaν κai γia τiς� � eνwχuς γuνwυς. Η iδiwμwρφja qμως _της eνwχgς κaτaχρηστiκwύ γuνwυς� � ejνai qτi eνώ τw κaθaρq γuνwς δeν χrνeτai, τw _κaτaχρηστiκq γuνwς� � δυνaτqν νa aπωλeσθg, wπwqτe κai eφ' qσwν γjνη aυτq χωρej _στiς eνwχuς� � κaτaχρηστiκwύ γuνwυς aδυνaμja πaρwχgς. Αν η κaτaστρwφg τwυ κaτaχρ. _γuνwυς wφejλeτai σe πτajσμa τwυ wφeiλuτη, τqτe θa eφaρμwσθwύν wi� � Α.Κ. 335, 382 _πeρj υπ. aδυν. πaρ. Αν δeν πρwκύπτei πτajσμa τwυ wφeiλuτη,� � τqτe θa eφaρμwσθwύν _wi Α.Κ. 336, 380 πeρj aνυπ. aδυν. πaρ.� �

ΠΡΑΚ'ΙΚΟ: 88. Ο Κ πεθαίνει την 1-1-1991. Ο αδελφός του Α, πιστεύει πως είναι ο μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος του. Δύο μήνες αργότερα, πωλej, μeτaβiβrζei _κai πaρaδjδei uνaν ζωγρaφiκq πjνaκa aπq την� � κληρwνwμja στwν Δ. Λjγw aργqτeρa _aνaκaλύπτeτai δiaθgκη τwυ Κ, qπwυ w� � Κ wρjζei ως μqνw τwυ κληρwνqμw την φjλη _τwυ ". Μπwρej η " νa eγejρη� � δieκδiκητiκg aγωγg κaτr τwυ Δ; Πwia θa gτaν η λύση _aν w Α, πwυ gτaν� �

Ó å ë ß ä á 7 7

Page 78: ASTIKO

κaλqπiστwς, πρiν την πώλησση ejχe πρwβg στην uκδwση _κληρwνwμητηρjwυ qπwυ aνaγρaφqτaν ως μqνwς κληρwνqμwς τwυ Κ; Πwia� � θa gτaν η _λύση aν w Α eκπwiwύσe, aφwύ πρwηγwυμuνως ejχe μeτaγρrψei� � aπwδwχg, uνa aκjνητw _της κληρwνwμjaς;� �

Λ"'Η: Ο Δ κaτaκρaτej aντiκejμeνw της κληρwνwμjaς, aλλr δeν aντiπwiejτai _κληρwνwμiκq δiκajωμa. Πaρaτηρwύμe qτi κυρiqτητa δeν aπuκτησa κaτr� � 1034, wύτe _κaτr 1036, eπeiδg w πjνaκaς gτaν πρrγμa aπwλωλqς ως πρwς� � τwν aληθiνq _κληρwνqμw. Μπwρej η " νa aσκgση λwiπqν δieκδiκητiκg aγωγg� � κaτr Α.Κ. 1094. 'w _κληρwνwμητgρiw πaρuχei δημqσia πjστη, κai aφwύ w� � τρjτwς Δ ejνai κaλqπiστwς, _wύτe πeρj κλgρwυ, wύτe δieκδiκητiκg aγωγg� � μπwρej νa aσκgση κaτ' aυτwύ η ". Θa _στρaφg κaτr τwυ Α μe την πeρj� � κλgρwυ aγωγg, κai θa τwυ ζητgση τw _aντiκaτrλλaγμa, gτwi q,τi aυτqς� � κuρδiσe aπq την eκπwjηση τwυ κληρwνwμiajwυ.

89. Ο Κ πeθajνei την 1-1-1991. Μeτaξύ των κληρwνwμiajων υπrρχei κai uνaς aγρqς _πwυ w Κ ejχe κaτaπaτgσei 5 χρqνia πρiν τwν θrνaτq τwυ, κai aνgκe� � στwν Δ. Ο Α, _πiστeύwντaς πως ejνai μqνwς eξ aδiaθuτwυ κληρwνqμwς τwυ� � Κ, μeτaγρrφei την _aπwδwχg τwυ κai, μη γνωρjζwντaς qτi τw aκjνητw δeν� � aνgκe στwν Κ, τw πωλej κai _μeτaβiβrζei νwμqτυπa κai μe μeτaγρaφg πρwς� � τwν ". Λjγw aργqτeρa aνaκaλύπτeτai _δiaθgκη τwυ Κ, qπwυ w Κ wρjζei ως� � μqνw τwυ κληρwνqμw τwν aνηψiq τwυ o. _Απuκτησe την κυρiqτητa τwυ� � aγρwύ w "; Πwia η λύση, aν w Α πρiν την πώληση τwυ _aγρwύ ejχe πρwβg� � στην uκδwση κληρwνwμητηρjwυ;

Λ"'Η: 'w κληρwνwμητgρiw δeν θeρaπeύei την uλλeiψη κυρiqτητwς. 'e qλeς τiς _πeρiπτώσeiς, w Δ πaρaμuνei w μqνwς κai aληθgς κύρiwς τwυ aγρwύ, κai� � μπwρej νa _aσκgση κaτr τwυ " δieκδiκητiκg aγωγg κaτr Α.Κ. 1094.� �

H 57 672 672 0 0 0 0 1 1 0 0 0 0 0 0 0H� �90. Μe δiaθgκη τwυ eγκaθiστr w Α κληρwνqμw τwυ τwν Β σe qλη τwυ την πeρiwυσja, _eκτqς aπq uνa aκjνητw aξjaς δρχ. 3.000.000, τw wπwjw� � κληρwδwτej στwν Γ. Μeτr _τwν θrνaτw τwυ Α w Β aπwδuχeτia ητν� � κληρwνwμja, μeτaγρrφei την aπwδwχg τwυ, _πωλej δe κai μeτaβiβrσei τw� � aκjνητw στwν κaλqπiστw Δ. Αυτqς μeτaγρrφei την _μeτaβjβaση κai� � πaρaλaμβrνei τa κλeiδir τwυ aκiνgτwυ. Εν συνeχeja, w Γ _πληρwφwρejτai qτi� � ejνai τiμώμeνwς aπq τwν Α, κai σπeύδei νa aξiwπwigση τw _γeγwνqς aυτq� � μe την λgψη δaνejwυ aπq την τρrπeζa ', πρwς την wπwja γia νa την _eξaσφaλjση πaρaχωρej υπwθgκη eπj τwυ aκiνgτwυ μe συμβwλaiwγρaφiκq� � uγγρaφw. _Ετσi, wi Γ κai ' φρwντjζwυν γia την συμπλgρωση των� � aπaiτwυμuνων δiaτυπώσeων, _δηλ. η ' eγγρrφei την υπwθgκη, w δe Γ� � πρwβajνei σe aπwδwχg της κληρwδwσjaς κai _μeτaγρaφg της aπwδwχgς� � τwυ. a) Πwiwς ejνai w κύρiwς τwυ aκiνgτwυ; β) Απuκτησe _η ' υπwθgκη στw� � aκjνητw; γ) Εχwυν wi Γ, Δ δiκaiώμaτa κai πwia κaτr τwυ Β;

Λ"'Η: Απq θaνrτwυ τwυ Α, w Β γjνeτai κaτr 1711 κληρwνqμwς κai w Γ γjνeτai κaτr _1714 κληρwδqχwς. Βeβaρημuνwς μe την κληρwδwσja ejνai κaτr 1967� �

Ó å ë ß ä á 7 8

Page 79: ASTIKO

w κληρwνqμwς. _Κaτr δe 1996 w κληρwνqμwς ejνai per vindicationem κai� � rμeσwς eiδiκqς δirδwχwς, _aπwκτr δe rμeσa κai aυτwδjκaia την νwμg eπj� � τwυ aκiνgτwυ. Ο Β κaτr τw 983 _aπwκτr νwμg. Γia τa κiνητr aπwκτr� � κυρiqτητa, γia τa aκjνητa κaτr 1219. Ο Γ _κaτr 1997 γjνeτai κληρwδqχwς� � aπq θaνrτwυ τwυ Α κai aπwκτr νwμg. Μeτaγρrφwντaς, _ex tunc aπwκτr κai� � κυρiqτητa. Ο Δ δeν aπwκτr, eπeiδg γia την 1033 eλλejπei η _κυρiqτης τwυ� � μeτaβiβrζwντwς. Η eνwχiκg qμως σύμβaση της πωλgσeως κaτr 513 eπ. _θa� � ejνai eγκυρqτaτη. Ο Γ πaρaχωρej (1265-1271) τjτλw πρwς υπwθgκη aπq iδiωτiκg _βwύληση. Η eγγρaφg ejνai uγκυρη, aφwύ η μeτaγρaφg πwυ uκaνe� � w Γ aνaτρuχei κaτr _1199 στw χρwνiκq σημejw θaνrτwυ τwυ Α κai rρa δeκτq� � τw 1265 Α.Κ. Κύρiwς τwυ _aκiνgτwυ θa ejνai w Γ. Κaτr 1199 σe συνδυaσμq� � μe 206 w Β eκ τwυ νqμwυ ρητr _κaθjστaτai υπq ajρeσiν υπqχρeως, μe� � μeλλwντiκq κai aντiκeiμeνiκr aβuβaiw _γeγwνqς την μeτaγρaφg της� � aπwδwχgς της κληρwνwμjaς. 203-204 eiδ->1033. Ο Γ θa _στρaφg κaτr τwυ� � Δ μe δieκδiκητiκg aγωγg. Ο Δ θa στρaφg κaτr τwυ Β γia νwμiκq _eλrττωμa� � στην πώληση.

_47. Η Α.Κ. 1199_� � � �

'ύμφωνa μe aυτgν, wπwτeδgπwτe κai aν γjνη η μeτaγρaφg της aπwδwχgς κληρwνwμjaς _g κληρwδwσjaς, τa aπwτeλuσμaτr της aνaτρuχwυν στw� � χρwνiκq σημejw θaνrτwυ τwυ _κληρwνwμwυμuνwυ. Επjσης, σύμφωνa μe την� � δirτaξη aυτg, wρjζeτai ρητr qτi η _aνaδρwμiκg iσχύς των συνeπeiών της� � μeτaγρaφgς χωρej μe την eπiφύλaξη των _δiaτrξeων σχeτiκr μe τiς� � aνaβλητiκuς aiρuσeiς g πρwθeσμjeς. Αν aυτg δeν _wρiζqτaν, δeν θa ejχaν� � eφaρμwγg κaτ' aρχgν wi κaνqνeς γia τiς aiρuσeiς, eπeiδg _η μeτaγρaφg� � ejνai ajρeση νwμiκg κai qχi γνgσia. Ετσi:

1. 'e συνδυaσμq μe τw 203 aνγjνη μeτaγρaφg της aπwδwχgς κληρwνwμjaς g _κληρwδwσjaς, w κληρwνqμwς g w κληρwδqχwς δiκaiwύτai νa aπaiτgση aπq� � τwν νwμua _g κrτwχw τwυ κληρwνwμiajwυ κrθe τi πwυ θa μπwρwύσe aυτqς� � νa λrβη ως κύρiwς aν _η μeτaγρaφg γiνqτaν eυθύς rμa τω θaνrτω τwυ� � κληρwνwμwυμuνwυ, λ.χ. τwυς _κaρπwύς.� �

2. 'e συνδυaσμq μe τw 204 πwυ wρjζei qτi qπwiwς uχei δiκajωμa eξaρτώμeνw aπq _ajρeση μπwρej, rν πληρώθηκe η ajρeση, νa ζητgση� � aπwζημjωση aπq τwν rλλw eφ' _qσwν δiaρκwύσης της aβeβaiqτητaς� � μaτajωσe g uβλaψe τw δiκajωμa τw eξaρτώμeνw _aπq την ajρeση, λ.χ. aν w� � κληρwνqμwς aπwδeχθg, μeτaγρrψη την aπwδwχg κai _H 56 660 672 0 0� �� 0 0 1 1 0 0 0 0 0 0 0Hνwμqτυπa πωλgση σe τρjτw uνa� κληρwνwμiajw aκjνητw, w wπwjwς κai μeτaγρrφη την _πώληση πρωτwύ� � μeτaγρaφg η aπwδwχg aπq τwν κληρwδqχw, ώστe νa βλaβg τw δiκajωμa _τwυ κληρwδqχwυ.� �

Ó å ë ß ä á 7 9

Page 80: ASTIKO

3. 'e συνδυaσμq μe τw 206 πwυ wρjζei qτi μeτr την πλgρωση της aiρuσeως κrθe _δirθeση τwυ aντiκeiμuνwυ της δiκaiwπρaξjaς πwυ eπiχeiρgθηκe qσw� � eκκρeμwύσe η _ajρeση ejνai aυτwδiκajως rκυρη eφ' qσwν μaτaiώνei g� � βλrπτei τw eξaρτώμeνw _aπwτuλeσμa.� �

_48. _� � � �ζ1ON,P

Ó å ë ß ä á 8 0