1 ΑΡΧΑΙΟΖΩΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΣΤΙΣ ΘΕΣΕΙΣ «ΤΖΑΜΑΛΑ» ΚΑΙ «ΚΟΜΒΟΣ ΛΑΓΥΝΩΝ» ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΓΝΑΤΙΑΣ ΟΔΟΥ, 2000-2002 Θ. Γ. Αντίκας*, Α. Κοτταρίδου** και Α. Τζαναβάρη*** Εισαγωγή Οι σωστικές ανασκαφές κατά μήκος της Εγνατίας Οδού έφεραν στο φώς πληθώρα αρχαιολογικών, ανθρωπολογικών και αρχαιοζωολογικών ευρημάτων ιδίως στη διετία 2000-2002. Ομως αντίθετα με τις έγκαιρες και περιστατωμένες ανακοινώσεις των ‘άν- αιμων’ ευρημάτων σε τοπικά ή/και διεθνή συνέδρια ως λ.χ το ετήσιο ΑΕΜΘ ή το VIII συνέδριο της Ευρωπ. Ενώσεως Αρχαιολόγων στη Θεσσαλονίκη, τα ‘έναιμα’ ανθρω- πολογικά και αρχαιοζωολογικά κατάλοιπα δεν τυχαίνουν συχνά της ίδιας προσοχής. Τούτο πιθανόν οφείλεται στην έλλειψη ειδικευμένων ανθρωπολόγων και αρχαιοζωο- λόγων που παρατηρείται στον τόπο μας, ή ακόμα στην απουσία εξειδίκευσης στα γνωστικά αυτά αντικείμενα, αφού τα πανεπιστήμια δεν οργάνωσαν τμήματα τέτοιων μεταπτυχιακών σπουδών την τελευταία εικοσαετία, περίοδο στην οποία η βιολογική αρχαιολογία, μοριακή βιολογία και αρχαιοζωολογία είχαν γιγαντιαία ανάπτυξη. Προς τιμή των αρχαιολόγων ‘νέας γενιάς’ τα ανθρωπολογικά και αρχαιοζωολογικά ευρήματα απο τη δεκαετία του ’70 και εντεύθεν έτυχαν ιδιαίτερης προσοχής με συνέ- πεια την αυξανόμενη δημοσίευση εργασιών ελλήνων επιστημόνων σε τοπικά ή/και διεθνή περιοδικά. Για τον ίδιο σκοπό, το Εργαστήριο Φυσιολογίας Αγροτικών Ζώων του Τμ. Γεωπονίας του ΑΠΘ δημιούργησε συλλογή σκελετών όλων των οικόσιτων θηλαστικών και οργανώνει ειδικά σεμινάρια συγκριτικής οστεολογίας ως και μεθόδων ταύτισης οστέϊνων καταλοίπων, δίνοντας ευκαιρίες μάθησης σε προ- και μετα- πτυχιακούς φοιτητές αρχαιολογίας. Η παρούσα προκαταρκτική μελέτη, καίτοι ατελής, αποτελεί ένα ‘μοντέλο’ καταγραφής, μελέτης και παρουσίασης αρχαιοζωολογικών ευρημάτων που ελπίζεται να φανεί χρήσιμο βοήθημα της αρχαιολογικής έρευνας. Η τελική μελέτη των ευρημάτων στα οποία αναφέρεται θα ολοκληρωθεί με την εξέταση των σωματομετρικών, ακτινολογικών, ιστολογικών, ραδιοϊσοτοπικών και μοριακών αναλύσεων που αναμένονται πριν την ολοκληρωμένη δημοσίευση της. Υλικό και Μέθοδοι Το αρχαιοσκελετικό υλικό που μελετήθηκε τη διετία 2000-2002 περιλαμβάνεται στους Πίνακες Ι που αφορά στη Τζαμάλα και ΙΙ-ΙΙΙ που αφορούν στον κόμβο Λαγυνών. Η αφαίρεση των σκελετικών καταλοίπων έγινε επιτοπίως πλην ελάχιστων εξαιρέσεων, όπου τα ευρήματα αφαιρέθηκαν απο αρχαιολόγους της ανασκαφής και μελετήθηκαν εκ των υστέρων στο Εργαστήριο Φυσιολογίας της Γεωπονικής Σχολής ΑΠΘ. Ο καθα- ρισμός έγινε με απεσταγμένο νερό, οι συγκολλήσεις οστών ή οδόντων με υδατοδια- λυτή, ουδέτερη κόλλα, η ταύτιση μικροθραυσμάτων οστών με τη βοήθεια κοινού ή/και ηλεκτρονικού μικροσκοπίου, η διάγνωση παθολογικών καταστάσεων με ακτινογρά- φηση και οι μετρήσεις σύμφωνα με καθιερωμένες διεθνείς τεχνικές (Αντίκας 1999, von Den Driesch, 1976). *λέκτωρ Εργαστ. Φυσιολογίας Αναπαραγωγής Αγροτ. Ζώων Τμ. Γεωπονίας ΑΠΘ **αρχαιολόγος ΙΖ’ ΕΠΚΑ Έδεσσας, υπεύθυνη της σωστικής ανασκαφής Τζαμάλας ***αρχαιολόγος ΙΣΤ’ ΕΠΚΑ Θεσσαλονίκης, υπεύθυνη σωστικής ανασκαφής Λαγυνών
10
Embed
2000-2002. Αρχαιοζωολογικά Ευρήματα στις Θέσεις «Τζαμάλα» και «Κόμβος Λαγυνών» Νέας Εγνατίας
This document is posted to help you gain knowledge. Please leave a comment to let me know what you think about it! Share it to your friends and learn new things together.
Transcript
1
ΑΡΧΑΙΟΖΩΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΣΤΙΣ ΘΕΣΕΙΣ «ΤΖΑΜΑΛΑ» ΚΑΙ «ΚΟΜΒΟΣ ΛΑΓΥΝΩΝ» ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΓΝΑΤΙΑΣ ΟΔΟΥ, 2000-2002
Θ. Γ. Αντίκας*, Α. Κοτταρίδου** και Α. Τζαναβάρη***
Εισαγωγή Οι σωστικές ανασκαφές κατά μήκος της Εγνατίας Οδού έφεραν στο φώς πληθώρα αρχαιολογικών, ανθρωπολογικών και αρχαιοζωολογικών ευρημάτων ιδίως στη διετία 2000-2002. Ομως αντίθετα με τις έγκαιρες και περιστατωμένες ανακοινώσεις των ‘άν-αιμων’ ευρημάτων σε τοπικά ή/και διεθνή συνέδρια ως λ.χ το ετήσιο ΑΕΜΘ ή το VIII συνέδριο της Ευρωπ. Ενώσεως Αρχαιολόγων στη Θεσσαλονίκη, τα ‘έναιμα’ ανθρω-πολογικά και αρχαιοζωολογικά κατάλοιπα δεν τυχαίνουν συχνά της ίδιας προσοχής. Τούτο πιθανόν οφείλεται στην έλλειψη ειδικευμένων ανθρωπολόγων και αρχαιοζωο-λόγων που παρατηρείται στον τόπο μας, ή ακόμα στην απουσία εξειδίκευσης στα γνωστικά αυτά αντικείμενα, αφού τα πανεπιστήμια δεν οργάνωσαν τμήματα τέτοιων μεταπτυχιακών σπουδών την τελευταία εικοσαετία, περίοδο στην οποία η βιολογική αρχαιολογία, μοριακή βιολογία και αρχαιοζωολογία είχαν γιγαντιαία ανάπτυξη.
Προς τιμή των αρχαιολόγων ‘νέας γενιάς’ τα ανθρωπολογικά και αρχαιοζωολογικά ευρήματα απο τη δεκαετία του ’70 και εντεύθεν έτυχαν ιδιαίτερης προσοχής με συνέ- πεια την αυξανόμενη δημοσίευση εργασιών ελλήνων επιστημόνων σε τοπικά ή/και διεθνή περιοδικά. Για τον ίδιο σκοπό, το Εργαστήριο Φυσιολογίας Αγροτικών Ζώων του Τμ. Γεωπονίας του ΑΠΘ δημιούργησε συλλογή σκελετών όλων των οικόσιτων θηλαστικών και οργανώνει ειδικά σεμινάρια συγκριτικής οστεολογίας ως και μεθόδων ταύτισης οστέϊνων καταλοίπων, δίνοντας ευκαιρίες μάθησης σε προ- και μετα-πτυχιακούς φοιτητές αρχαιολογίας. Η παρούσα προκαταρκτική μελέτη, καίτοι ατελής, αποτελεί ένα ‘μοντέλο’ καταγραφής, μελέτης και παρουσίασης αρχαιοζωολογικών ευρημάτων που ελπίζεται να φανεί χρήσιμο βοήθημα της αρχαιολογικής έρευνας. Η τελική μελέτη των ευρημάτων στα οποία αναφέρεται θα ολοκληρωθεί με την εξέταση των σωματομετρικών, ακτινολογικών, ιστολογικών, ραδιοϊσοτοπικών και μοριακών αναλύσεων που αναμένονται πριν την ολοκληρωμένη δημοσίευση της.
Υλικό και Μέθοδοι
Το αρχαιοσκελετικό υλικό που μελετήθηκε τη διετία 2000-2002 περιλαμβάνεται στους Πίνακες Ι που αφορά στη Τζαμάλα και ΙΙ-ΙΙΙ που αφορούν στον κόμβο Λαγυνών. Η αφαίρεση των σκελετικών καταλοίπων έγινε επιτοπίως πλην ελάχιστων εξαιρέσεων, όπου τα ευρήματα αφαιρέθηκαν απο αρχαιολόγους της ανασκαφής και μελετήθηκαν εκ των υστέρων στο Εργαστήριο Φυσιολογίας της Γεωπονικής Σχολής ΑΠΘ. Ο καθα-ρισμός έγινε με απεσταγμένο νερό, οι συγκολλήσεις οστών ή οδόντων με υδατοδια-λυτή, ουδέτερη κόλλα, η ταύτιση μικροθραυσμάτων οστών με τη βοήθεια κοινού ή/και ηλεκτρονικού μικροσκοπίου, η διάγνωση παθολογικών καταστάσεων με ακτινογρά-φηση και οι μετρήσεις σύμφωνα με καθιερωμένες διεθνείς τεχνικές (Αντίκας 1999, von Den Driesch, 1976).
Η εγγύτητα των ζωικών καταλοίπων με στοιχεία τοίχου αγροικίας(?) με τετράγωνη κατασκευή, ως και η συνολική προέλευση τους απο μεγάλα και μικρά βοοειδή (Bos και Capra/Ovis) ή θηράματα (Cervus, Sus), δηλώνουν ότι πιθανόν πρόκειται για υπολείμματα τροφής. Τούτο παρατηρείται στις τρεις θέσεις ανασκαφής (ΙΙΙ-IV-V) με την ίδια περίπου συχνότητα, και επιβεβαιώνεται με την ανεύρεση χύτρας, της οποίας το περιεχόμενο ήταν οστά κατσίκας (γίδα βραστή?). Τυχόν στατιστικές διακυμάνσεις μελετώνται, ώστε να βρεθούν όποιες σημαντικές διαφορές ή/και εναποθέσεις τροφής σε ταφικούς χώρους, καθως και η πληθυσμιακή σύνθεση των εν λόγω οικόσιτων ζώων. Οι αναλύσεις σταθερών ισοτόπων δ13C και δ18Ο απο οστά και δόντια αιγο-προβάτων αλλά και ανθρώπων (L.K. Wynn-Antikas & Θ.Γ.Αντίκας, 2002) έδειξαν ότι η κύρια διατροφή τους ήταν τύπου C4. Είναι απορίας άξιον ότι στο σύνολο της ανασκαφής, που δείχνει πως η πλειονότητα των νεκρών ήταν μάλλον νομάδες-βοσκοί ή/και γεωργοκτηνοτρόφοι σπανίζουν ευρή-ματα απο σκελετούς ιπποειδών. Τούτο γιατί τα τελευταία αποτελούν αναπόσπαστο ‘εργαλείο’ στις μετακινήσεις (λ.χ των σημ. Σαρακατσάνων-Βλάχων). Το μόνο εύρημα είναι αυτό ενός γομφίου κάτω γνάθου ίππου στο μάρτυρα ΙΖ19-1Ζ20, που πιθανό να είναι μεταγενέστερος της εποχής του νεκροταφείου. Αναμένεται ραδιοχρονολόγηση του με C14 προς εξαγωγή τελικών συμπερασμάτων. Εξ άλλου σχεδόν κανένα απο τα ανευρεθέντα θραύσματα οστών και οδόντων δεν φέρει ίχνη καύσεως, πράγμα σχετικώς ανεξήγητο. Η απουσία όμως πλήρων σκελετών (ή έστω μεγάλων τμημάτων τους) δηλώνει ότι δεν πρόκειται για θυσιαστικά ζώα ταφής, αλλά μάλλον για ζώα βόσκησης και διατροφής. Τέλος, ανάλογα ευρήματα άλλων ανασκαφών αργότερων περιόδων είναι τοπογρα-φικώς σχετιζόμενα με το πάτωμα ή/και τοίχους οικιών, εργαστηρίων και αγροικιών, με ελαφρώς συχνότερη εμφάνιση στο βάθος πίθων ή πηγαδιών. Στην εν λόγω ανα-σκαφή Τζαμάλα ΙV και V μάλλον πρόκειται για υπολείμματα τροφής βοσκών ή/και κυνηγών της περιοχής (hunters-gatherers) που μετακινούνταν μάλλον νομαδικώς.
(β) Ευρήματα στη θέση ‘Κόμβος Λαγυνών’
Ιππος ‘Α’
1 Η παράλληλη θέση με τον Ιππο Δ’ σε αριστ. κατάκλιση, η φαινοτυπική μικροσωμία αμφοτέρων και η ταφή εντός(?) ή πέριξ αγροικίας δείχνει ότι [α] πρόκειται για ζεύγος ίππων φόρτου μάλλον παρά πολεμικών (ή συνωρίδος) και [β] η ηλικία του Ιππου Α’ που υπολογίσθηκε απο λίγα σωζόμενα οδοντικά στοιχεία είναι άνω των 15 ετών.
2 Η εγγύτητα της ταφής με την αγροικία δείχνει πως μάλλον πρόκειται για ενταφια-σμό εντός ιπποστασίου ή σταύλου, συμπέρασμα στο οποίο συνηγορεί και η ύπαρξη σκελετικών στοιχείων κι άλλων ζώων, ως και τρίτου ιπποειδούς (Ιππος Ε’). Τέλος, η σύγχρονη ταφή των Ιππων Α’ και Δ’, ως και η παρουσία συντριπτικών κακώσεων στο κρανίο αμφοτέρων προθανατίως, αποκλείουν τον ατυχηματικό θάνατο (λ.χ απο πνιγμό, κ.α.) και συνηγορούν με την υπόθεση θυσιαστικής ταφής αμφοτέρων.
3 Η ακριβής χρονολόγηση του ευρήματος, ως και στοιχείων διατροφής/παθολογίας αναμένεται απο την ραδιοϊσοτοπική ανάλυση άνθρακος και οξυγόνου των δειγμάτων (Prof. K.M. Dobney, York U, Great Britain και Prof. Tykot, U of S. Florida, USA-δες σελίδα 7).
8
Ιππος ‘Δ’
1 Παράλληλη ταφή με τον Ιππο Α’ και ίδια κατάκλιση, άρα πρόκειται για ζεύγος. Τα σχεδόν πλήρη ανατομικά στοιχεία του ευρήματος επέτρεψαν τον προσδιοριασμό του φύλου (άρρεν), της ηλικίας (>16 ετών) και της χρήσης (ίππος φόρτου ή άρματος). Τα έντονα παθολογικά στοιχεία και οι εξοστώσεις των μετακαρπίων (Εικ. 1) και μειζόνων σησαμοειδών (Εικ. 2) (ιδίως του αριστερού προσθίου άκρου) υποδηλώνουν την χρήση του ζώου κυρίως για φόρτο και δευτερευόντως για δεξιότροπο τριποδισμό (συνωρίς?). Τέλος, τα σωματομετρικά στοιχεία του Ιππου Δ’ δείχνουν ελληνική καταγωγή (φυλή Πίνδου ή Θράκης) με ύψος ακρωμίου 130-140 εκατοστά.
2 Η διαφορική διάγνωση ίππου-ημιόνου-όνου αποκλείει τoυς ημίονο-όνο [E. asinus, E. hemionus). Πρόκειται σαφώς για Equus caballus (ως ο Ιππος Α’). Κατά τα άλλα, δηλ. τα έθιμα θυσιαστικής ταφής, ισχύει ότι και για τον Ιππο Α’. Η ταφή ζεύγους ίππων όμως διαφέρει εκείνης του Μυκηναϊκού Τύμβου του Μαραθώνα, αφ’ ενός ως προς το μέγεθος των δυο ίππων και αφ’ ετέρου ως προς την τοποθεσία. Εδώ δεν πρόκειται για ταφή σε δρόμο ή είσοδο τάφου με τον συμβολισμό του φύλακα, αλλά για ταφή ‘αγαπημένων’ υποζυγίων εγγύς της αγροικίας και εντός του ιπποστασίου.
3 Η ακριβής χρονολόγηση ή/και διατροφικά στοιχεία αναμένονται απο την ισοτοπική ανάλυση (δες συμπέρασμα-3 Ιππου Α’ ως και σελίδα 7).
Ιππος ‘Ε’
1 Λόγω έλλειψης τοπογραφικού διαγράμματος και ασαφούς αρίθμησης των σκελε- τικών καταλοίπων είναι δύσκολη η εξαγωγή όποιων συμπερασμάτων ως προς την προ-, μετα-, ή σύγχρονη ταφή του Ιππου Ε’ με τους Α’ και Δ’. Η σωματομετρία, ηλικία και το φύλον του είναι σχεδόν πανομοιότυπα με τον Ιππο Δ’, αλλ’ απουσιάζουν τα παθολογικά στοιχεία. Μάλλον πρόκειται για ίππο πολεμικό και όχι για ίππο έλξεως.
2 Αξιοσημείωτα στοιχεία είναι η δεξιά κατάκλιση (συνήθως οι ταφές ίππων είναι σε αριστερή κατάκλιση), ως και η κάμψη του αυχένα αριστερά επι του θώρακος, πράγμα όμως που παρατηρείται σε άλλα ευρήματα, ως αυτά της Ακάνθου, κ.α. Ο εν λόγω τύπος ταφής ‘εν κάμψει’ οφείλεται κατά κανόνα στην έλλειψη επαρκούς χώρου.
3 Προς εξαγωγή πρόσθετων συμπερασμάτων είναι αναγακαία η γνώση (α) του προσανατολισμού της ταφής του ίππου [προς ανατολάς?, δυσμάς?] και (β) η αρίθ-μηση των οστών επι του σχεδιαγράμματος που ενδεχομένως προηγήθηκε της ανα-σκαφής, καθώς και (γ) η τοπογραφία διευθέτησης του αγροκτήματος εν γένει.
Σημείωση: σε σχετικά πρόσφατο εύρημα του Δίου (Καθημερινή. 10.02.01, σελ. 15)
εικονίζονται σε ‘πολυτελές ξενοδοχείο’ (πανδοχείο?) και εντός της κεντρικής αυλής ζεύγος ίππων έλξεως (με σχέδιο άμαξας πλησίον τους) στο βόρειο τμήμα του γραφή-ματος, ως και ίπποι έλξεως στο ΝΑ άκρον του. Ενδεχομένως υπάρχουν στοιχεία ότι πρόκειται για παρόμοια αγροικία ή πανδοχείο. Τούτο, διότι το εύρημα του Δίου χρο-νολογείται στον 2ο αι. μΧ, ήτοι κατά την ίδια περίπου (Ρωμαϊκή?) εποχή με το εύρημα του ζεύγους ίππων των Λαγυνών. Ατυχώς παρά τα έγγραφα και προφορικά αιτήματα μας (Εργ. Φυσιολογίας Αγροτ. Ζώων, Τμ. Γεωπονίας Ζωικής Παραγωγής ΑΠΘ), δεν απήντησαν οι αρμόδιοι της ανασκαφής με περισσότερα στοιχεία γι’ αυτήν.
Κατά τη διετία 2000-2002 στην οποία μελετήθηκαν σημαντικά σκελετικά κατάλοιπα ίππων, απο την εποχή του Χαλκού (Antikas, 2002a) ως την ελληνιστική (Antikas 2002b),έγινε πιλοτική μελέτη ισοτόπων οξυγόνου στην αδαμαντίνη ίππων για την ανεύρεση της κατανομής τους στην Ευρώπη και Β. Αφρική. Δείγματα δοντιών και οστών μελετήθηκαν απο μεγάλη γεωγραφική περιοχή που εκτείνεται απο την Ισλανδία ως το Σουδάν, κατόπιν διαπανεπιστημιακής συνεργασίας. Απο την Ελλάδα μελετήθηκαν τρία δείγματα δοντιών και οστών ορεινών αυτόχθονων ίππων φυλής Πίνδου (Β. Ελλάδος) και δύο δείγματα οδόντων και οστών ίππου εποχής Χαλκού που βρέθηκε το 1979 στο Μυκηναϊκό νεκροταφείο των Αηδονιών (Ν. Ελλάδος). Αντικειμενικός σκοπός της μελέτης ήταν να απαντηθεί το ερώτημα αν οι γεωγραφικές παρεκκλίσεις κατανομής ισοτόπων οξυγόνου αντανακλώνται στα δόντια και άλλους ιστούς. Η δεύτερη φάση της ίδιας έρευνας περιείχε την τυποποίηση της κατανομής ισοτόπων οξυγόνου στο σκελετό ιπποειδών και την εν συνεχεία χρησιμοποίηση της ως δείκτη ζωογεωγραφικής μετακίνησης, κατανομής ή/και προέλευσης των ιπποειδών της Ευρώπης. Τα αναλυτικά αποτελέσματα των δειγμάτων απο σύγχρονους ίππους Πίνδου επιβεβαίωσαν την υπόθεση κοινής καταγωγής των αυτόχθονων
φυλών ίππων με κείνες των ευρωπαϊκών, δεδομένου ότι οι τιμές 18O κυμαίνονταν απο -3,9 και -5,5 ως -6,1 PDP. Οι τιμές των δειγμάτων από ίππο εποχής Χαλκού των Αηδονιών, αν και εντός των ίδιων ορίων χρήζουν περαιτέρω ανάλυσης γιατί πρόκειται για οικόσιτο ζώο ‘χαμηλών ζωνών’ σε αντίθεση με κείνα ‘υψηλών ζωνών’ της Πίνδου. Απαιτούνται αναλύσεις πολλών δειγμάτων ίππων χαμηλών ζωνών (λ.χ. Θεσσαλίας, πεδινής Ηλείας, κ.α) προς εξαγωγή συμπερασμάτων. Τούτο διότι υπεισέρχεται ο παράγων ‘τοπικής’ μικροπεριβαλλοντικής βροχόπτωσης, άρα κατανομής οξυγόνου στους ιστούς, που οδηγεί σε περαιτέρω ‘αρνητικότητα’ των ισοτοπικών τιμών έστω και στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος. Η παρούσα μελέτη συνεχίζει δειγματοληψίες απο αρχαιοσκελετικά ευρήματα θηλαστικών (ίππων, βοοειδών, αιγοπροβάτων, χοίρων) διαφόρων περιόδων που βρέθηκαν σε ανασκαφές της Ακάνθου (Antikas TG-Wynn-Antikas L 1999) και άλλων πεδινών περιοχών της Β. Ελλάδος. Τούτο σε συνδυασμό με παράλληλες αναλύσεις αρχαιοDNA αλλά και DNA σύγχρονων φυλών ίππων της Ελλάδος (Apostolides et al 2001) ελπίζεται ότι θα συντελέσει σημαντικά στον καθορισμό της προέλευσης, φυλογενετικής εξέλιξης και ζωογεωγραφικής κατανομής του ίππου στον τόπο μας απο την εποχή του Χαλκού μέχρι σήμερα.
Αντίκας ΘΓ 1999: Συγκριτική Οστεολογία και Μέθοδοι Ταυτοποίησης Οικόσιτων Θηλαστικών σε Αρχαιολογικές Ερευνες. Εργ. Φυσιολογίας Αγροτικών Ζώων, Τμ. Γεωπονίας ΑΠΘ Antikas TG 2002: Was Bucephalas’ burial for real? Recent finds of horse burials in Κing Philip’s tomb at the great tumulus of Aigai, Greece. In Bones and The Man, K Dobney and T O’Connor (eds), Oxbow Books, Oxford, England Antikas TG 2002: Cultural Heritage-The Real ‘Aidonia Treasure’ was a Sacrificial Horse. Abstracts of the 8
th EAA Annual Meeting, Thessalonike, p. 225
Antikas TG, Wynn-Antikas L 1999: The coastal necropolis at Akanthos. Minerva 10(5): 40 Αντίκας ΛΓ, Αντίκας ΘΓ 2002: Τζαμάλα 4 – Περιστατικά τραυματισμών. ΑΕΜΘ 2002 Apostolides AP, Mamuris Z, Karkavelia E, Alifakiotis T [2001]: Comparison of Greek breeds of horses using RAPD markers. J. Animal Breed. Genetics 118: 47-56 Bass WM 1995: Human Osteology: A Laboratory and Field Manual. Missouri Archaeological Society, Special Publication no. 2, 4
th edition. Columbia, Missuri
Binford LR, Bertram JB 1977: Bone frequencies & attritional processes. In: For Theory Building in Archaeology, Binford LR (ed), Academic Press, New York,pp. 77-153 Corbet GB, Hill JE 1986: A World List of Mammalian Species. 2
nd edition, Brit. Museum
Cornwall IW 1956: Bones for the Archaeologist. Phoenix House, London Getty R 1975: Sisson & Grossman’s Anatomy of the Domestic Animals. 5
th edition, WB
Saunders Co., Philadelphia, London & Toronto Hesse B, Wapnish P 1997: Animal Bone Archaeology: from Objectives to Analysis. Manuals on Archaeology no. 5. 2
nd edition, Taraxacum Inc., Washington DC.
Hillson SW 1995: Mammal Bones and Teeth: an Introductory Guide to Methods of Identification. 2
nd edition, Dorset Press, Dorchester.
Jayne H [1898]: Mammalian Anatomy: a Preparation for Human and Comparative Anatomy. Part I: The Skeleton of the Cat. Lippincott, London. Kapandji IA 1974: The Physiology of the Joints, vol, III: The Trunk and the Vertevral Column. 2
nd edition, Churchill Livingstone, London.
Meadow RH 1980: Animal Bones: Problems for the Archaeologist Together With Some Possible Solutions. Paleorient, volume 6, pp.65-77. Pales L, Garcia MA 1981: Atlas Osteologique….des Mammiferes. Editions CNRS, Paris. Payne S 1969: A metrical distinction between sheep and goat. In Ucko PJ & Dimbleby GW, The Domestication and Exploitation of Plants and Animals. Duckworth, London. Pickering Pick T, Howden R [1995]: Gray’s Anatomy. 15
th edition, Barnes & Noble, N. York
Rackham J 1994: Animal Bones. British Museum Press, London Reitz EJ, Wing ES 1999: Zooarchaeology. Cambridge U Press, Cambridge. Reynolds S 1939: A Monograph on the British Pleistocene Mammalia, vol. III, part VI. The Bovidae. Palaeontographical Society, London. Schmid E 1972: Atlas of Animal Bones. Elsevier, Amsterdam, London and New York. Searfoss G 1995: Skulls and Bones. Stackpole Books, Mechanicsburg, Pa. Stokoe WM 1967: A Guide to Comparative Veterinary Anatomy. Baillere Tindall & Cassell, London Von Der Driesch A 1976: A Guide to the Measurement of Animal Bones from Archaeo-logical Sites. Peabody Museum Bulletins, Harvard U, Bulletin 1, p. 3.