- 6 (2004), 43-64 Abstract The object of this study is the theoretical and methodologica\ investigation of the economic rationality concept as well as its meaning. Particular emphasis is given to the origin of this concept from the neoclassic theory and the position that it holds within this theory as wel\ as within other theoretical approaches. More specifically, the limits of the economic rationality are defined and the concepts and methods are examined, which allow the determination of its relationship with the broader economic and social procedures. Within this framework, a distinction is maken between the intentional behavior of the agents and the potential that it has, the one hand, and the unintentional function of the economic system and its impact the agents, the other hand. this very basis, the economic rationality is analyzed as an essential aspect of a broader rationality, which has social dimensions. JEL Classification: Economic theory and methodology. Ke words: Rationality, political economy, purpose, objectives, mean s, system, structure, function, behavior. • & 43
22
Embed
Η ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑcris.teiep.gr/jspui/bitstream/123456789/1120/1/epiteyxos6_003.pdf · ilias nikolakopoulos -review of economic sciences -Νο
This document is posted to help you gain knowledge. Please leave a comment to let me know what you think about it! Share it to your friends and learn new things together.
Αντικείμενο της μελέτης αυτής είναι η θεωρητική, επιστημολογική
και μεθοδολογική διερεύνηση της έννοιας της οικονομικής ορθολογι
κότητας καθώς και της σημασίας της. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στηv
κατασκευή της έννοιας αυτής από τη νεοκλασική θεωρία και στη θέση
που αυτή κατέχει στους κόλπους τόσο της ίδιας όσο και άλλων θεωρη
τικών προσεγγίσεων. Ειδικότερα, προσδιορίζονται τα όρια της οικο
νομικής ορθολογικότητας και εξετάζονται οι έννοιες και οι μέθοδοι
που επιτρέπουν να καθορίζεται η σχέση της με τις ευρύτερες οικονο
μικές και κοινωνικές διαδικασίες. Στα πλαίσια αυτά γίνεται η διάκρι
ση ανάμεσα, αφενός, στη σκόπιμη συμπεριφορά των δρώντων και στις
δυνατότητες που αυτή έχει και, αφετέρου, στη μη σκόπιμη λειτουργία
του οικονομικού συστήματος και στις επιπτώσεις της στους δρώντες.
Στη βάση ακριβώς αυτή αναλύεται η οικονομική ορθολογικότητα ως
ουσιώδης πλευρά μιας ευρύτερης ορθολογικότητας η οποία έχει κοι
νωνική διάσταση.
Abstract
The object of this study is the theoretical and methodologica\ investigation of the economic rationality concept as well as its meaning. Particular emphasis is given to the origin of this concept from the neoclassic theory and the position that it holds within this theory as wel\ as within other theoretical approaches. More specifically, the limits of the economic rationality are defined and the concepts and methods are examined, which allow the determination of its relationship with the broader economic and social procedures. Within this framework, a distinction is maken between the intentional behavior of the agents and the potential that it has, οη the one hand, and the unintentional function of the economic system and its impact οη the agents, οη the other hand. Οη this very basis, the economic rationality is analyzed as an essential aspect of a broader rationality, which has social dimensions.
JEL Classification: Economic theory and methodology. Ke words: Rationality, political economy, purpose, objectives, means, system, structure, function, behavior.
• Το άρθρο αυτό αποτελεί ανεπτυγμένη μορφή εισήγησης του συγγραφέα στο Διαρκές
Σεμινάριο Θεωρίας και Επιστημολογίας των Κοινωνικών Επιστημών, που διεξάγεται
στο Οικονομικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών με διευθύνοντα τον καθηγητή
Κοσμά Ψυχοπαίδη στον οποίο εκφράζουμε τις ευχαριστίες μας για τις παρατηρήσεις
και επισημάνσεις του όπως και στα άλλα μέλη του Διαρκούς Σεμιναρίου.
σύγχρονων προσεγγίσεων των οικονομικών και κοινωνικών φαινομένων
διότι αυτές στηρίζονται στο ρόλο του ορθολογικού ατόμου και του μηχανι
σμού της αγοράς. Η ροπή δε προς τη μαθηματική μοντελοποίηση, με τις με
γάλης έκτασης απλοποιήσεις που αυτή συνεπάγεται σε ότι αφορά τη συμπε
ριφορά των δρώντων και τους παράγοντες που την προσδιορίζουν, οδηγεί σε
αμφισβητούμενα, από επιστημολογική και μεθοδολογική άποψη, αποτελέ
σματα διότι αυτά συνήθως δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με την πραγμα
τικότητα παρά τις εξεζητημένες τεχνικές που χρησιμοποιούνται< 1 ). Στα θέματα, όμως, αυτά θα μας δοθεί η δυνατότητα να επανέλθουμε όταν
θα αναφερθούμε στο επόμενο κεφάλαιο στο αντικείμενο της πολιτικής οικο
νομίας και στην επιστημονική συγκρότηση της έννοιας της οικονομικής ορ
θολογικότητας.
6.2. Η δεύτερη προσέγγιση δεν παρουσιάζει την ορθολογικότητα ως αμετάβλητο στοιχείο της ανθρώπινης δραστηριότητας και φύσης αλλά ως προϊόν
της ιστορίας.
Στη δεύτερη αυτή προσέγγιση η πιο συγκροτημένη απόπειρα είναι του
Oscar Lange, ο οποίος στο ζήτημα αυτό προεκτείνει σε ορισμένα σημεία τις θέσεις του Max Weber. Σύμφωνα με τον Ο. Lange η αρχή της οικονομικής ορθολογικότητας εμφανίζεται στα πλαίσια της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας και
αποτελεί ιστορικό προϊόν του κεφαλαιοκρατικού τρόπου οργάνωσης της οι
κονομίας. Αντίθετα, η προκεφαλαιοκρατική οικονομική δραστηριότητα
πραγματοποιεί τους καθιερωμένους από την παράδοση σκοπούς με τη βοή
θεια καθιερωμένων από τη παράδοση μέσων δίχως να προχωράει σε λογική
ανάλυσή τους. Έτσι, τα ζητήματα αυτά τέθηκαν για πρώτη φορά με την εμφά
νιση και ανάπτυξη του καπιταλισμού (Ο. Lange, 1962, τομ. 1, σ. 173και191-194). Με ποιο συγκεκριμένο, όμως, τρόπο η αρχή της ορθολογικότητας εμφανί
σrηκε στο κεφαλαιοκρατικό γίγνεσθαι;
Στην προκειμένη περίπτωση υποστηρίζεται ότι η ανάπτυξη των εμπορευ
ματικών και χρηματικών σχέσεων κατέστησε απαραίτητη την επιδίωξη της
μεγιστοποίησης των κερδών και κατά προέκταση την πρακτική της λογιστικής
και του οικονομικού λογισμού. Έτσι, η «κερδοφόρα δραστηριότητα γίνεται
μια δραστηριότητα η οποία θεμελιώνεται στο λογισμό ή με άλλα λόγια μια
ορθολογική δραστηριότητα» (Ο. Lange, 1962, τομ. 1, σ. 173). Διαπιστώνεται, δηλαδή, ότι η εμφάνιση της ορθολογικότητας συγχέεται
με τη γένεση της εμπορευματικής κεφαλαιοκρατικής παραγωγής οπότε οι
πρώτοι ορθολογικά δρώντες ήταν οι έμποροι, οι τραπεζίτες και γενικότερα,
(1) Ενδεικτικά ναφέρεται ότι η βασική υπόθεση της κυρίαρχης οικονομικής, σύμφωνα με την οποία το άτομο είναι ορθολογικό, απασχολεί συχνά τους ερεθνητές στα επιστημονικά πε
ριοδικά. Έτσι, πρόσφατα δύο άρθρα εξετάζουν την ορθολογικότητα των παικτών του ... τένις και των ποδοσφαιριστών όταν κτυπούν ... πέναλτι και ένα άλλο την ορθολογικότητα των παιδιών. Το άρθρο μάλιστα, αυτό διαπιστώνει ότι τα παιδιά είναι ορθολογικά από την ηλι
κία των ... επτά ετών και πάνω (Ar. Parienty. 2003, σ. 49 και S. Moatti, 2003, σ. 44). 49
οι επιχειρηματίες. Με τον τρόπο, όμως, αυτό προσέγγισης του θέματος της
οικονομικής ορθολογικότητας καταλήγουμε σε μία, μερική, απολογητική του
κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Αλλά η φιλοδοξία του Ο. Lange, όπως τονίζει ο Maurice Godelier, πηγαίνει μακρύτερα διότι θέλει να καταδείξει ότι η αρχή της ορθολογικότητας, η οποία προέκυψε από την οικονομική κεφαλαι
οκρατική πρακτική, διαδίδεται βαθμιαία σε όλους τους τομείς της κοινωνι
κής ζωής, αν και ο τομέας της οικονομίας παραμένει το προνομιακό πεδίο
εφαρμογής της αρχής της ορθολογικότητας (Μ. Godelier, 1974, τομ. 1, σ. 25-26 και Ο. Lange, 1962, τομ. 1, σ. 214).
Με βάση την τοποθέτηση αυτή η οικονομική πρακτική θεωρείται από τον
Ο. Lange ως η μήτρα κάθε ορθολογικότητας, η οποία βαθμιαία κερδίζει όλες τις άλλες πλευρές της κοινωνικής πρακτικής. Το τέρμα της βαθμιαίας αυτής
ορθολογικής συγκρότησης της πραγματικότητας είναι η εγκαθίδρυση του
σοσιαλιστικού τρόπου παραγωγής. Και αυτό γιατί αν και η αρχή της ορθολο
γικότητας βρίσκει τον πρώτο της ιστορικό θρίαμβο στα πλαίσια της κεφαλαι
οκρατικής επιχείρησης πρόκειται, όπως υπογραμμίζεται από τον Ο.
Lange, για ένα θρίαμβο, αφενός, περιορισμένο διότι περιχαρακώνεται στα πλαίσια της επιχείρησης, η οποία αποτελεί ιδιοκτησία των κεφαλαιοκρατών
και μέσο μεγιστοποίησης των κερδών τους και, αφετέρου, παραμορφωμένο
διότι ο ανταγωνιστικός χαρακτήρας των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παρα
γωγής οδηγεί στην αναζήτηση του μεγαλύτερου δυνατού κέρδους γεγονός
που κάνει αναπόφευκτη την εκμετάλλευση των εργαζομένων και την κατα
σπατάληση και καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων και της φύσης. Ο
περιορισμός και η παραμόρφωση αυτή της οικονομικής ορθολογικότητας
καθιστά αναγκαία την καθιέρωση της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα πα
ραγωγής και την εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού (Ο. Lange, 1962, τομ. 1, σ.
197-198).
Συνεπώς, στο σοσιαλισμό προσφέρονται οι δυνατότητες στους δρώντες
να αναπτύξουν σε όλους τους τομείς ορθολογικές συμπεριφορές. Σύμφωνα
δε με τον Ο. Lange ο σχεδιασμός σε κοινωνική κλίμακα «ενδυναμώνει, σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δράσης, την τάση εξορθολογισμού της συ
μπεριφοράς των δρώντων». Η σοσιαλιστική κοινωνία απαλλαγμένη στη δο
μή της από την οικιακή οικονομία, τελευταία νησίδα αντίστασης της παρά
δοσης, και στην υπερδομή της από το κράτος και τη θρησκεία «στο ιχεία
ανορθολογικά ή ακόμη και αντιορθολογικά» λόγω της εξαφάνισης των εκμε
ταλλευτριών τάξεων θα πραγματοποιήσει τον οριστικό θρίαμβο της λογικής,
της ελευθερίας και της αλήθειας (Ο. Lange, 1962, τομ. 1, σ. 215).
Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι η κατασκευή αυτή του Ο. Lange έχει διπλά απολογητικό χαρακτήρα διότι αποτελεί, αφενός, περιορισμένη δικαι
ολόγηση της λογικής του καπιταλισμού και, αφετέρου, πλήρη δικαιολόγηση
της λογικής του σοσιαλισμού. Βρισκόμαστε, δηλαδή, αντιμέτωποι με μια ευ
ρεία ιδεολογική κατασκευή προορισμένη να επιβεβαιώνει την ανωτερότητα
ενός οικονομικού συστήματος έναντι των προηγηθέντων του ή σε σχέση με
τα ανταγωνιστικά του (Μ. Godelier, 1974, τομ. 1, σ. 27).
τον πυρήνα του θεωρητικού οικοδομήματος της νεοκλασικής θεωρίας.
Βασικό μειονέκτημα του φορμαλιστικού ορισμού της πολιτικής οικονο
μίας είναι ότι, αφενός, αποφεύγει να λάβει υπόψη της το περιεχόμενο των
σχέσεων παραγωγής και, αφετέρου, αδυνατεί να ερμηνεύσει και να χρησιμο
ποιήσει την ιστορία τους. Έτσι, η φορμαλιστική προσέγγιση θεωρώντας ότι η
οικονομική επιστήμη μελετά την ανθρώπινη συμπεριφορά σε σχέση με την
προσπάθεια της να συνδυάζει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο δεδομένα και
περιορισμένα μέσα για την πραγματοποίηση συγκεκριμένων σκοπών παύει
να έχει αντικείμενο αφού, τελικά, αναφέρεται σε όλες τις σκόπιμες ανθρώπι
νες δραστηριότητες. Αποτέλεσμα της προσέγγισης αυτής είναι ότι η οικονομι
κή επιστήμη χάνει την ενότητα της και ταυτίζεται με την πραξεολογία, η
οποία ασχολείται με τη σκόπιμη συμπεριφορά του ατόμου. Επισημαίνεται
σχετικά ότι η ανάλυση της ορθόδοξης οικονομικής επιστήμης ξεκινάει από
ορισμένους σκοπούς και αξιακά συστήματα των οποίων αδυνατεί να εξηγή
σει την προέλευση όπως και να προχωρήσει σε θεμελίωση τους. Για το λόγον,
άλλωστε, αυτόν περιορίζεται στο να θεωρεί τους επιδιωκόμενους σκοπούς
καθώς και τα αξιακά συστήματα, που τους καθορίζουν , ως κάτι το δεδομένο
που δεν χρήζει περαιτέρω διερεύνησης. Διαπιστώνεται, δηλαδή , ότι ο ορι
σμός της παραδοσιακής οικονομικής είναι διαποτισμένος με όλη τη μυθολο
γία του homo oeconomicus που εκφράζει και νομιμοποιεί την αστική αντίληψη της κοινωνίας και της οικονομικής ορθολογικότητας, η οποία νοείται ως
μεγιστοποίηση του κέρδους των δρώντων σε συνθήκες ανταγωνισμού στα
πλαίσια μιας κοινωνίας που έχει αναχθεί σε αγορά αγαθών, αξιών, εξουσίας
κ.λπ. (Μ. Godelier, 1988, τομ. Α', σ. 60-61). Υπενθυμίζεται σχετικά ότι το σύνολο σχεδόν της καθιερωμένης σήμερα
θεωρίας μεγιστοποίησης του κέρδους των επιχειρήσεων προέρχεται από τα
νεοκλασικά υποδείγματα που αναπτύχθηκαν κατά τις αρχές του εικοστού αι
ώνα. Οι αναλύσεις του Alfred Marshall, της Joan Robinson και του Edward Chamberlin αποτελούν θεμελιώδη στοιχεία της σημερινής κυρίαρχης οικονομικής θεωρίας. Ήδη, ο Augustin Cournot από το 1838 έκανε χρήση του διαφορικού λογισμού για να προσδιορίσει το οριακό κόστος και το οριακό έσο
δο και να υποστηρίξει ότι προκειμένου να μεγιστοποιηθεί το κέρδος πρέπει
να εξισώνονται τα μεγέθη αυτά. Την οριακή αυτή προσέγγιση χρησιμοποίη
σαν στα υποδείγματα τους ο Chamberlin και η Robinson για να διατυπώσουν το γνωστό νόμο σύμφωνα με τον οποίο για να έχουμε μεγιστοποίηση του κέρ
δους το οριακό έσοδο πρέπει να ισούται με το οριακό κόστος ανεξαρτήτως
των συνθηκών ανταγωνισμού εντός των οποίων δρα η επιχείρηση. Είναι χα
ρακτηριστικό, πάντως, ότι ο Marshall στην ανάλυση του των επιχειρήσεων, αν
και ήταν ένας από τους λίγους που είχαν διαβάσει τον Cournot, δεν χρησιμοποιεί τις έννοιες αυτές (C. Hawkins, 1973, σ. 19 και 25-26).
Μετά την αναφορά μας στη νεοκλασική θεωρία της μεγιστοποίησης του
κέρδους των δρώντων θα θέλαμε να υπογραμμίσουμε ότι η φορμαλιστική θε
ωρία της οικονομικής στην πραγματικότητα δεν ορίζει την οικονομία αλλά τη
μορφή οποιασδήποτε σκόπιμης συμπεριφοράς. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο
ότι αρκετοί παραδοσιακοί οικονομολόγοι οι οποίοι δέχονται το φορμαλιστι-
προς ένα σκοπό, έλεγε ο γερο-δάσκαλος του Marx. Η συμφωνία λοιπόν της πράξης με το σκοπό της αποτελεί το κριτήριο της ορθολογικότητος. Όμως αυ
τό σε τίποτα δεν μας εμποδίζει να αναρωτηθούμε για την ορθολογικότητα του
ίδιου του σκοπού. Αυτή η ορθολογικότητα που περιορίζεται στα μέσα, και
που ο Max Weber αποκαλούσε περιέργως Zweckrationalitii.t, δηλαδή ορθολογικότητα σε σχέση με έναν υποτιθέμενο αποδεκτό σκοπό, ορθολογικότητα ερ
γαλειακή, δεν έχει προφανώς καμία αξία καθ' εαυτήν( ... ). Η καπιταλιστική ιδεολογία, στις πιο φιλάνθρωπες στιγμές της, προβάλλει εν τούτοις τον ισχυ
ρισμό, ότι σκοπός της "ορθολογικότητος" είναι η "ευημερία". Η ιδιαιτερότητα
της όμως προέρχεται από το ότι ταυτίζει την ευημερία με ένα οικονομικό μέ
γιστο-ή άριστο ( ... ). Έτσι, άμεσα ή έμμεσα, η ορθολογικότητα συρρικνούται στην "οικονομική" ορθολογικότητα, η οποία και ορίζεται με τρόπο καθαρά
ποσοτικό ως μεγιστοποίηση / ελαχιστοποίηση - μεγιστοποίηση ενός "προϊό
ντος" και ελαχιστοποίηση του "κόστους"'. Προφανώς το ίδιο το καθεστώς
αποφασίζει για το τι είναι ένα προϊόν - και πως αυτό το προϊόν θα εκτιμηθεί
- όπως αποφασίζει για το ποια θα είναι τα διάφορα "κόστη" και ποιο το ύψος
τους» (Κ. Καστοριάδης, 1998, σ. 12-14).
7 .2. Η ουσιοκρατική προσέγγιση
Η ουσιοκρατική προσέγγιση θεωρεί ως οικονομία μιας κοινωνίας τις κοι
νωνικές μορφές και δομές της παραγωγής, διανομής και κυκλοφορίας των
αγαθών, οι οποίες χαρακτηρίζουν μία κοινωνία σε ορισμένο στάδιο της εξέ
λιξης της. Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι πρόκειται, ουσιαστικά, για τον ορι
σμό της κλασικής σχολής της πολιτικής οικονομίας στον οποίο αναφέρονται
και άλλοι οικονομολόγοι, όπως λ.χ. ο Πιέρο Σράφφα (Ρ. Sraffa, 1970, σ. VIIIX και 116-119), οι οποίοι βρίσκονται σε αντιπαράθεση με τη σχολή της οριακής χρησιμότητας.
Η ουσιοκρατική προσέγγιση του αντικειμένου της πολιτικής οικονομίας
δεν μπορεί να θεωρηθεί εσφαλμένη αλλά είναι, όπως θα δούμε στην επόμενη
ενότητα, ανεπαρκής. Αξίζει, πάντως, να επισημανθεί ότι μόλις ασχοληθούμε
με την ανάλυση των προκαπιταλιστικών και καπιταλιστικών εμπορευματικών
σχέσεων αναδεικνύονται οι συμπτώσεις ανάμεσα στη φορμαλιστική και την
ουσίοκρατική προσέγγιση.
Πιο συγκεκριμένα, οι φορμαλιστές και οι ουσιοκράτες αποδέχονται την
άποψη ότι οι οικονομικές σχέσεις, και γενικότερα τα πράγματα, είναι όπως
ακριβώς φαίνονται και δεν αποτελούνται από περιεχόμενα τα οποία πρέπει
να εντοπίζονται, να αναλύονται και να ερμηνεύονται. Έτσι, οι δύο αυτές
προσεγγίσεις και τάσεις στο χώρο της οικονομικής επιστήμης συμπίπτουν σε
αρκετές θέσεις οι οποίες συγκροτούν το αντικείμενο της μη μαρξιστικής πο
λιτικής οικονομίας και κυρίως στους εμπειρικούς ορισμούς κατηγοριών της
οικονομικής επιστήμης, όπως π.χ. της αξίας, της τιμής, του μισθού, του κέρ
δους, της γαιοπροσόδου, του τόκου, της συσσώρευσης του κεφαλαίου κ.α.
(M.Godelier, 1988, τομ. Α', σ. 59, 64 και 65). Ανάμεσα, όμως, στους ουσιοκράτες και τους φορμαλιστές υφίσταται μία
ουσιώδης διαφορά η οποία πρέπει να επισημανθεί. Οι ουσιοκράτες περιορί
ζουν τη χρήση των εμπειρικών θεωρητικών κατηγοριών στη μελέτη και ανά
λυση μόνο της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας σε αντίθεση με τους φορμαλι
στές οι οποίοι τις εφαρμόζουν σε όλα τα οικονομικά συστήματα.
Στα πλαίσια αυτά ο Κάρλ Πολάνηι, κυριότερος εκπρόσωπος της ουσιο
κρατικής σχολής, στηριζόμενος σε ορισμένα από τα έργα του Marx, διαφοροποιείται με ισχυρά επιχειρήματα και επικρίνει τους οικονομολόγους και τους
άλλους κοινωνικούς επιστήμονες οι οποίοι προβάλουν σε όλους τους κοινω
νικοοικονομικούς σχηματισμούς μία εμπορευματική θεώρηση της κοινωνικο
οικονομικής διαδικασίας (Κ. Polanyi, 1983). Ειδικότερα ο Πολάνηι διαμορφώνει μία γενική τυπολογία με βάση την
οποία ερμηνεύει την ποικιλία των οικονομικών μορφών και συστημάτων. Στη
γενική αυτή τυπολογία τα οικονομικά συστήματα κατατάσσονται σε τρία εί
δη. Τα τρία αυτά είδη, διευκρινίζει ο Πολάνηι, μπορούν να συνυπάρχουν σε
διάφορες αναλογίες και δεν συνιστούν στάδια μιας γραμμικής εξέλιξης. Τα
είδη αυτά αφορούν σε οικονομίες οι οποίες θεμελιώνονται:
- Σε μηχανισμούς και λειτουργίες αμοιβαιότητας που χαρακτηρίζουν
αταξικές κοινωνίες.
- Σε μηχανισμούς και λειτουργίες ανακατανομής του συγκεντρωνόμενου
πλεονάσματος ή των συγκεντρωνόμενων αγαθών από ένα εξουσιαστικό
κέντρο.
- Στο μηχανισμό και λειτουργία της αγοράς.
Η περιγραφή, μάλιστα, της αγοράς και της λειτουργίας της που γίνεται από
τον Πολάνηι θεωρείται από τις πιο πετυχημένες και διεισδυτικές(2}_ Η τυπολογία, όμως, αυτή συνολικά κρινόμενη έχει το μειονέκτημα ότι περιορίζεται στην
καταγραφή και κατάταξη των ορατών πλευρών της λειτουργίας των διαφόρων
κοινωνικοοικονομικών συστημάτων σε κατηγορίες όχι μόνον εμπειρικών αλ
Η μαρξιστική προσέγγιση επιδιώκει να αναλύσει και να ερμηνεύσει τις
μορφές, δομές και λειτουργίες μιας οικονομίας και κοινωνίας με βάση τις έν
νοιες του τρόπου παραγωγής και του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού.
Με τον όρο τρόπος παραγωγής υποδηλώνεται ο συνδυασμός παραγωγι
κών δυνάμεων και ειδικών σχέσεων παραγωγής ο οποίος καθορίζει τη μορφή,
τη δομή και τη λειτουργία της διαδικασίας παραγωγής, ανταλλαγής και δια
νομής των αγαθών στα πλαίσια μιας ιστορικά καθορισμένης κοινωνίας.
(2) Όπως τονίζει ο Πολάνηι η ιστορία και η εθνογραφία γνωρίζουν την ύπαρξη διαφόρων τύπων οικονομίας οι περισσότεροι των οποίων περιλαμβάνουν το θεσμό της αγοράς αλλά
δεν γνωρίζουν κανέναν άλλο τύπο, πλην του κεφαλαιοκρατικού, ο οποίος να διευθύνεται
και να ρυθμίζεται από την αγορά. Το σύστημα δε της αγοράς, από τη στιγμή που επικρά
τησε , παραμόρφωσε βίαια τον τρόπο θεώρησης του ανθρώπου και της φύσης (Κ. Palanyi, 1983, σ. 13, 72-73 και 86).
Ειδικότερα, η έννοια του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού αποσκοπεί,
κατά κύριο λόγο, στην ανάλυση μιας συγκεκριμένης ιστορικής πραγματικότη
τας σε μία καθορισμένη περίοδο της ιστορίας. Πιο συγκεκριμένα, η έννοια
αυτή μπορεί να συμβάλλει με καθοριστικό τρόπο στη μελέτη και ανάλυση του
ιδιαίτερου χαρακτήρα των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων και θεσμών που
προσδιορίζουν τη φυσιογνωμία μίας κοινωνίας σε μία καθορισμένη εποχή
(Μ. Godelier, τομ. Α', σ. 178-179 και Ηλ. Νικολόπουλος, 1988, σ. 17 επόμ.). Σε ότι αφορά, τώρα, το αντικείμενο της πολιτικής οικονομίας, αυτό στην
ευρύτερη του έννοια, ορίζεται ως εξής: Πολιτική οικονομία είναι η επιστήμη
η οποία μελετά τους όρους και τις μορφές με τις οποίες οι διάφορες ανθρώ
πινες κοινωνίες παράγουν, ανταλλάσσουν και κατανέμουν τα αγαθά τους (Fr. Engels, 1963, σ. 219-226). Από στενότερη άποψη αντικείμενο της πολιτικής οικονομίας είναι η ανάλυση της δομής και λειτουργίας ενός συγκεκριμένου
Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω, όπως και την κριτική ανάλυση των φορμαλι
στικών και ουσιοκρατικών προσεγγίσεων, μπορούμε να προχωρήσουμε στη
διατύπωση των μεθοδολογικών προϋποθέσεων και αρχών που απαιτούνται
ώστε να γνωρίζουμε και να κατανοούμε την πραγματική φύση και λειτουργία
των οικονομικών συστημάτων (Μ. Godelier, 1988, τομ. Α', σ. 66-68). Οι απαραίτητες αυτές μεθοδολογικές προϋποθέσεις και αρχές συνοψίζο
νται στα ακόλουθα:
α) Η ανάλυση ενός οικονομικού συστήματος πρέπει να αρχίζει από την
ανάλυση της παραγωγής και όχι της κυκλοφορίας των αγαθών.
β) Η ανάλυση ενός οικονομικού συστήματος δεν πρέπει να συγχέεται με
την παρατήρηση των εξωτερικών πλευρών του.
γ) Η ανάλυση ενός οικονομικού συστήματος δεν πρέπει να περιορίζεται
στην ερμηνεία των αυθόρμητων εκδηλώσεων, παραστάσεων και
αναπαραστάσεων που διαμορφώνουν τα οικονομικά υποκείμενα τα
οποία με τη δραστηριότητα τους το αναπαράγουν.
Διευκρινίζεται, ειδικότερα, ότι επειδή ένας τρόπος παραγωγής αποτελεί
μία σύνθετη πραγματικότητα η οποία πρέπει να ανακατασκευάζεται και να
αναπαράγεται στη σκέψη με επιστημονικό τρόπο<3) η ανάλυση των διαφόρων τρόπων παραγωγής και κυκλοφορίας των αγαθών πρέπει να γίνεται, έτσι,
ώστε να εξασφαλίζεται, αφενός, η ανάδειξη της εσωτερικής λογικής τους η
οποία δεν συμπίπτει συνήθως με τη φαινόμενη λογική τους και, αφετέρου, η
αποκάλυψη της δομής και λειτουργίας τους στη διαδικασία εμφάνισης, ανα
παραγωγής και εξάλειψης τους στο ιστορικό γίγνεσθαι.
Ας έρθουμε, όμως, τώρα στο κρίσιμο ζήτημα της μορφής που μπορούν να
προσλάβουν οι σχέσεις παραγωγής. Οι σχέσεις αυτές ανάλογα με τη δομή και
τη λειτουργία ενός τρόπου παραγωγής μπορούν να προσλάβουν τη μορφή
σχέσεων συγγένειας, πολιτικών, διοικητικών ή θρησκευτικών σχέσεων οπότε
η αναπαραγωγή των σχέσεων παραγωγής διέρχεται ή διαμεσολαβείται από
τις σχέσεις αυτές.
Συνεπώς, δύσκολα μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι οικονομικές σχέσεις απο
τελούν ένα τομέα ανεξάρτητο ή αυτόνομο από την κοινωνική οργάνωση όπως
υποστηρίζουν, κυρίως, οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι.
Σε περίπτωση δε που η πολιτική οικονομία περιορίζεται σε περιγραφή
και ανάλυση των φαινομενικών όψεων των οικονομικών σχέσεων και δεν
υπεισέρχεται σε ανάλυση του περιεχομένου τους, όπως και στην διερεύνηση
της δομής και λειτουργίας του οικονομικού συστήματος, τότε μετατρέπεται σε
ένα εκφετιχισμένο γνωστικό τομέα ο οποίος αδυνατεί να συλλάβει την πραγ
ματική κίνηση και λειτουργία της πραγματικότητας την οποία αποσκοπεί να
ερμηνεύσει επιστημονικά.
(3) «Μία πραγματικότητα δεν υπάρχει σαν "επιστημονικό γεγονός", παρά μόνο όταν αναπλάθεται στα πλαίσια μιας επιστημονικής θεωρίας και της πρακτικής που αυτή
Backhaus Georg-Hans (1993), «Το μαρξικό σχέδιο για μια "διαλεκτική μέθοδο ανάπτυξης" ως θεματοποίηση του εσωτερικού στοιχείου της πολιτικής οικονομίας»,
π. Αξιολογικά, τχ. 5, σ. 7-35.
Balandier Georges (1990), Πολιτική ανθρωπολογία, Αθήνα, Παπαζήσης.
Benetti Carlo (1974), Valeur et repartitίon , Grenoble, P.U. G.
Beraud Alain, Faccarello Gilbert (2000), επιμ., Nouνelle hίstoire de la pensee economique, τομ. 1-2-3, Paris, La Decouνerte.
Bettelheim Charles (1971), Calcul economίque et formes de propriete, Paris, Fr. Maspero.
Bettelheim Charles (1974), Problemes theoriques et pratίques de la planification, Paris, Fr. Maspero.
Bettelheim Charles, Linhart Robert (1980), Ιστορικότητα και επικαιρότητα του μαρξισμού,
Αθήνα, Ρηξίπυλον.
Bidet Jacques, Texier Jacques (1990), επιμ. , Le marxisme analytique anglo-saxon , Actuel Marx, Paris, P.U.F.
Boyer Robert (1988), Η θεωρία της ρύθμισης : Κριτική ανάλυση, Αθήνα, Εξάντας.
Bremond Janine (1989), Les economistes neo-classίques , Paris, Hatier.
Γεωργακόπουλος Θ., Λιανός Θ., Μπένος Θ . , κ .α.(1988) , Εισαγωγή στην πολιτική οικονομία ,
Αθήνα, Ευγ. Μπένου .
Γράβαρης Διονύσης (1991), «Θεμελίωση των κατηγοριών στον αναλυτικό μαρξισμό»,
Fine Ben (1985), Οικονομική θεωρία και ιδεολογία, Αθήνα, Κάλβος.
Fine Ben, Harris Laurence (1986), Ξαναδιαβάζοντας το Κεφάλαιο, Αθήνα, Gutenberg.
Fossaert Robert (1977), La socίete. Les structures economiques, τομ. 2, Paris, Seuil.
Fourgeaud Andre (1929), La Ratίonalίsatίon, Paris, Payot.
Friedman Milton (1976), lnjlatίon et systemes monetaίres, Paris, Calmann-Uvy.
Genereux Jacques (2001), Les Vraίes loίs de /' economίe, Paris, Seuil.
Godelier Maurice (1974), Ratίonalίte et ίratίonalίte en economίe, τομ. 1-ΙΙ, Paris, Fr. Maspero.
Godelier Maurice (1984), L ' ίdeel et /e materίel. Pensee, economίes, socίetes, Paris, Fayard.
Godelier Maurice (1987), Η θεωρία της μετάβασης στον Μάρξ, Αθήνα, Gutenberg.
Godelier Maurice (1998), Μαρξιστικοί οριΊ;οντες στην κοινωνική ανθρωπολογία ,
τομ . Α' , Αθήνα, Gutenberg.
Green Francis (1980), «0 μύθος της αντικειμενικότητας στη θετική οικονομική» στο Green Francis, Nore Petter, Τα οικονομικά χωρίς προσωπείο. Η ριζοσπαστική κριτική των δογμάτων της κλασικής και νεοκλασικής θεωρίας, Αθήνα, Κάλβος.
Grossman Henryk (1975), Marx, l' economίe polίtίque classique et le probleme de la dynamίque,
Paris, Champ libre.
Guerrien Bernard (1996), Dίctίonnaίre d' analyse economίque, Paris, La De -couνerte.
Guerrien Bernard (1999), La Theorίe economίque neoclassίque. Mίcroeconomίe, Paris, La Decouνerte.
Hammouda Ben Hakim (1997), Les Pensees unίques en economίe, Paris, L' Harmattan.
Hawkins J.C. (1973), Θεωρία της επιχείρησης , Αθήνα, Αντ. Ν. Σάκουλας.
Hayek Friedrich (1953), Scίentίsme et scίences sociales, Paris, Plon.
Heller Agnes (χ.χ.), Η θεωρία των αναγκών στον Μάρξ, Αθήνα, Εξάντας .
Hobsbawm Eric (1983), «Εισαγωγή» στο Marx Karl, Προκαπιταλιστικοί οικονομικοί σχηματισμοί, Αθήνα, Κάλβος.
Horkheimer Max (1984), Φιλοσοφία και κοινωνική κριτική, Αθήνα, Ύψιλον.
Ιωαννίδης Σταύρος (1993) , Ανταγωνισμός, αγορά και Δημοκρατία, Αθήνα, Ίδρυμα
Σάκη Καράγιωργα.
Τ ωαννίδης Σταύρος ( 1995), Σύγχρονες θεωρίες για την επιχείρηση, Αθήνα, Παπαζήσης.
Καστοριάδης Κορνήλιος (1998), Η «ορθολογικότητα>> τον καπιταλισμού, Αθήνα, Ύψιλον.
Κορς Κάρλ (1981), Μαρξισμός και φιλοσοφία, Αθήνα, Ύψιλον .
Κουζέλης Γεράσιμος, Ψυχοπαίδης Κοσμάς (1996), επιμ., Επιστημολογία των κοινωνικών
επιστημών, Αθήνα, Νήσος.
Λιάκος Αντώνης (2003), «Γνωστική ή δεοντολογική ιστοριογραφία», π. Τα Ιστορικά,
Lukacs Georg (1960), Histoire et conscience de classe, Paris, Minuit.
Μαρκής Δημήτρης (1995), «Περί αξίας. Η μεγάλη καριέρα μιας μοντέρνας έννοιας» π. Αξιολογικά, τχ . 8, σ. 7-47.
Μπαλιμπάρ Ετιέν (1996), Η φιλοσοφία τον Μάρξ, Αθήνα, Νήσος.
Μπουχάριν Νικολάϊ (1988), Η πολιτική οικονομία τον εισοδηματία, Αθήνα, Κριτική.
Machlup Fritz (1971), «Theories micro-economiques et macro-economiques. Leurs frontieres et leur place respectiνe» στο Miller Η. Merton, επιμ., Essais de semantique economique, Paris, Calmann-Levy.
Marchal J. (1951), Le Mecanisme des prix, Paris.
Marechal Jean-Paul (1997), Le rationnel et le raisonnable, Rennes, P.U.R.
Montousse Marc (2002), Nouvelles theories economίques, Paris, Breal.
Marx Karl, Engels Friedrich (1974), Textes sur la methode de la science economique, Paris, Editions sociales.
Marx Karl (1975), Οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα, Αθήνα, Γλάρος .
Marx Karl (χ.χ.) , Η αθλιότητα της φιλοσοφίας, Αθήνα, Γερ. Αναγνωστίδης.
Marx Karl (1978), Κριτική της πολιτικής οικονομίας, Αθήνα, Θεμέλιο.
Marx Karl (1954,1956), Το Κεφάλαιο, τομ. 1-11, Εκδοτικό Κ.Ε. του Κ.Κ.Ε.
Marx Karl (1978), Το Κεφάλαιο, τομ. 111, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή.
Marx Karl (1978), Le Capital, livre premier, Paris, Editions sociales.
Marx Karl (χ.χ.) , Αποτελέσματα της άμεσης διαδικασίας παραγωγής, Αθήνα, Νσυνέχεια.
Marx Karl (1983), Προκαπιταλιστικοί οικονομικοί σχηματισμοί, Αθήνα, Κάλβος.
Marx Karl (1984), Θεωρίες για την υπεραξία , Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή.
Marx Karl (1989), Βασικές γραμμές της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, Αθήνα, Στοχαστής.
Marx Karl (1998), Τρία κείμενα για τη θεωρία της αξίας, Αθήνα, Κριτική.
Mattick Paul (1978), Μάρξ και Κέννς, Αθήνα, Οδυσσέας.
Meikle Scott (2000), Η οικονομική σκέψη τον Αριστοτέλη, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.
Moatti Sandra (2003), «Humaniser !' homo oeconomicus» στο La Science economique, Ν0 57 (Hors-serie), σ. 44-45.
Mouchot Claude (2003), Methodologie economique, Paris, Seuil.
Νικολόπουλος Ηλίας (1988), Δομές και θεσμοί στην τουρκοκρατία, Αθήνα, Κάλβος.
Νικολόπουλος Ηλίας (1989), «Μεθοδολογικά προβλήματα προσέγγισης της έννοιας του "ασιατικού" τρόπου παραγωγής», π. Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, τχ. 75, σ. 29-45.
Ντόμπ Μωρίς (1977), Θεωρίες της αξίας και της διανομής, Αθήνα, Gutenberg.
Ντόμπ Μ. , Σουήζυ Π. (1982), Η μετάβαση από τον φεουδαλισμό στον καπιταλισμό, Αθήνα, Θεμέλιο.
Ντυρκαϊμ Εμιλ (1994), Οι κανόνες της κοινωνιολογικής μεθόδου, Αθήνα, Gutenberg.
Πετραλιάς Νίκος (1981 ), Εισαγωγή στη θεωρητική οικονομική, Αθήνα.
Parienty Armand (2003), «L' economie a la conquete des sciences sociales» στο La Science economique aujourd' hui, π. Alternatiνes Economίques, Νο 57 (Hors-serie), σ. 48-49.
Polanyi Karl (1983), La Grande transfonnatίon, Paris, Gallimard.
Ricardo Daνid (2002), Αρχές πολιτικής οικονομίας και φορολογίας, Αθήνα, Παπαζήσης.
Rubin Ilych Isaak (1994), Ιστορία οικονομικών θεωριών, Αθήνα, Κριτική.
Σταμάτης Κώστας (1995),Αστική Κοινωνία, δικαιοσύνη και κοινωνική κριτική, Αθήνα,
Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα.
Sadigh Elie (1998), La Theorίe economique dominante, Paris, L' Harmattan.
Sahlins Marshall (1976),Age de pieπe, ίige d' abodance. L' economίe des socίetes prίmίtίνes, Paris, Gallimard.
Salama Pierre, Hac Hai Tran (1992), Introductίon iι l' economίe de Marx, Paris, La Decouνerte.
Salort Marie-Martine, Katan Yνette (1988), Les economίstes classίques, Paris, Hatier.
Samir Amin (1978), Ο νόμος της αξίας και ο ιστορικός υλισμός, Αθήνα, Καρανάσης.
Seνe Lucien (1974), «lntroduction» στο Marx Κ., Engels Fr., Textes sur la methode de la scίence economίque, Paris, έditions sociales.
Seνe Lucien (1980), Εισαγωγή στη μαρξιστική φιλοσοφία, Αθήνα, 1. Ζαχαρόπουλος.
Smith Adam (2000), Έρευνα για τη φύση και τις αιτίες του πλούτου των εθνών, Αθήνα,
Ελληνικά Γράμματα.
Sraffa Piero (1970), Productίon de marchandίses par des marchandίses. Prelude iι une crίtίque de la theorίe economique, Paris, Dunod.
Sweezy Paul (χ.χ.), Η θεωρία της καπιταλιστικής ανάπτυξης, Αθήνα, Gutenberg.
Teboul Rene (1996), Introduction iι l' ceuνre de Marx, Paris, Ellipses.
Tipton Frank (1992), Hίstoίre economique, Paris, Mentha.
Ψυχοπαίδης Κοσμάς (1990), «0 Adam Smith και η κριτική μέθοδος της πολιτικής οικονομίας» π. Αξιολογικά, τχ. 1, σ. 7-91.
Ψυχοπαίδης Κοσμάς, Αγγελίδης Μανώλης (1992), επιμ., Κείμενα πολιτικής οικονομίας και θεωρίας της πολιτικής, Αθήνα, Εξάντας.