ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ο ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ (205) Τον 4 ο αι. η χριστιανική εκκλησία θριαμβεύει καθώς γίνεται νόμιμη και επίσημη θρησκεία του ρωμαϊκού κράτους, ‘ωσπου προοδευτικά διαμορφωθεί μια νέα πραγματικότητα: την αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης-Κων/πολης. Μετά τον 7 ο αι. οι λέξεις «Ρωμαίος» και «Χριστιανός» γίνονται ταυτόσημες. Με την παρακμή της Ρώμης η βίωση της χριστιανικής πνευματικότητας συνδέει ένα μωσαϊκό εθνοτήτων και γίνεται υποστηρικτικός παράγοντας του ρωμαϊκού οικοδομήματος. Πρωτοβυζαντινή περίοδος: 324-650 (επιβολή αραβικής κυριαρχίας στην ανατολική Μεσόγειο): η εκκλησία παρά το θρίαμβό της, σπαράσσεται από διαφορετικές αντιλήψεις και δόγματα. Ο εκκλησιαστικός βίος διαμορφώθηκε μέσα από πολλές εξελίξεις και μεταβολές. Μεσοβυζαντινή περίοδος: 650-1204 (άλωση από τους Φράγκους): εμφανίζεται ο μεσαιωνικός τρόπος ζωής. Δημιουργούνται νέα χαρακτηριστικά που τα αναγνωρίζουμε στον κλειστό, ιδιωτικό τρόπο ζωής που επηρεάζει και τις θρησκευτικές εκδηλώσεις. Η Ανατολή με τη Δύση αποξενώνονται, έρχονται σε αντίθεση μέχρι το τελειωτικό σχίσμα. Υστεροβυζαντινή περίοδος: 1204-1453 (άλωση από τους Τούρκους): το σχίσμα είναι τελειωτικό και απασχολεί το λαό και την εξουσία. Μετά από τους σταυροφόρους και τους Βενετούς ο Βυζαντινός αναγνωρίζει τις πολιτισμικές του ιδιαιτερότητες μέσα από την εκκλησιαστική του ταυτότητα. 1
This document is posted to help you gain knowledge. Please leave a comment to let me know what you think about it! Share it to your friends and learn new things together.
Transcript
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Ο ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ (205)
Τον 4ο αι. η χριστιανική εκκλησία θριαμβεύει καθώς γίνεται νόμιμη και
επίσημη θρησκεία του ρωμαϊκού κράτους, ‘ωσπου προοδευτικά
διαμορφωθεί μια νέα πραγματικότητα: την αυτοκρατορία της Νέας
Ρώμης-Κων/πολης. Μετά τον 7ο αι. οι λέξεις «Ρωμαίος» και
«Χριστιανός» γίνονται ταυτόσημες.
Με την παρακμή της Ρώμης η βίωση της χριστιανικής πνευματικότητας
συνδέει ένα μωσαϊκό εθνοτήτων και γίνεται υποστηρικτικός παράγοντας
του ρωμαϊκού οικοδομήματος.
Πρωτοβυζαντινή περίοδος: 324-650 (επιβολή αραβικής κυριαρχίας στην
ανατολική Μεσόγειο):
η εκκλησία παρά το θρίαμβό της, σπαράσσεται από διαφορετικές
αντιλήψεις και δόγματα.
Ο εκκλησιαστικός βίος διαμορφώθηκε μέσα από πολλές εξελίξεις και
μεταβολές.
Μεσοβυζαντινή περίοδος: 650-1204 (άλωση από τους Φράγκους):
εμφανίζεται ο μεσαιωνικός τρόπος ζωής. Δημιουργούνται νέα
χαρακτηριστικά που τα αναγνωρίζουμε στον κλειστό, ιδιωτικό τρόπο
ζωής που επηρεάζει και τις θρησκευτικές εκδηλώσεις. Η Ανατολή με τη
Δύση αποξενώνονται, έρχονται σε αντίθεση μέχρι το τελειωτικό σχίσμα.
Υστεροβυζαντινή περίοδος: 1204-1453 (άλωση από τους Τούρκους):
το σχίσμα είναι τελειωτικό και απασχολεί το λαό και την εξουσία.
Μετά από τους σταυροφόρους και τους Βενετούς ο Βυζαντινός
αναγνωρίζει τις πολιτισμικές του ιδιαιτερότητες μέσα από την
εκκλησιαστική του ταυτότητα.
1
2.1. ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ
ΙΣΤΟΡΙΑΣ (208)
2.1.1. ΠΡΩΤΑ ΔΕΙΓΜΑΤΑ ΚΑΙΣΑΡΟΠΑΠΙΣΜΟΥ
Έτος εκκίνησης της εκκλησιαστικής ιστορίας θεωρείται το 325, όταν ο
Κωνσταντίνος συγκάλεσε την Α’ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια.
(209).
Πριν από αυτό όμως, είχε υπάρξει υποστήριξη των χριστιανών από τον
αυτοκράτορα, στοιχείο ιδιαίτερα σημαντικό. Υπήρξαν κι άλλοι
αυτοκράτορες – υπερασπιστές του χριστιανισμού, μέχρι την τσαρική
Ρωσία,υπήρξαν και άλλες Σύνοδοι.
Επίσης, τα έργα των Πατέρων της Εκκλησίας θα γίνουν ανεξάντλητες
πηγές έμπνευσης και σχολιασμού από τους μεταγενέστερους.
Η εθνική θρησκεία δέχεται καίρια πλήγματα από την εξουσία και
περνάει στο περιθώριο.
Ο Γαλέριος, το 311 λίγο πριν πεθάνει, παύει το Μεγάλο Διωγμό των
χριστιανών, με διάταγμα που τους αναγνωρίζει το δικαίωμα της
λατρείας.
Ο Κωνσταντίνος και ο Λικίνιος, Ρωμαίοι συγκύριοι, συναντώνται το
313 στα Μεδιολάνα και αποφασίζουν να συνεχίσουν τη βούληση του
Γαλέριου.
Πλέον, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας συνδέεται με τη χριστιανική θρησκεία,
που καθίσταται μια από τις επιτρεπόμενες θρησκείες των Ρωμαίων.
Λίγο αργότερα, η Εκκλησία αναλαμβάνει ρόλο στις πολιτικές
αποφάσεις και εξελίξεις.
Ο Κωνσταντίνος δείχνει εύνοια στο χριστιανισμό, χτίζει εκκλησίες,
αναμιγνύεται συχνότερα στα εκκλησιαστικά θέματα και συγκαλεί το
325 την Α’ Οικουμενική Σύνοδο.
2
Η εκατέρωθεν αυτή ανάμιξη (210) δημιουργεί προβλήματα στη
βυζαντινή κοινωνία. Η αίρεση έλαβε και πολιτικές διαστάσεις,
φτάνοντας σε σημείο να διώκονται άνθρωποι ακίνδυνοι πολιτικά από το
κράτος.
Καισαροπαπισμός : η ανάμιξη της κοσμικής εξουσίας στα
εκκλησιαστικά πράγματα. Υπήρξε μόνιμο πρόβλημα του Βυζαντίου.
2.1.2. ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΔΟΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΕΣ
ΣΥΝΟΔΟΙ
Το κεντρικό πρόβλημα που απασχολεί την εκκλησία και μαζί την
κεντρική εξουσία είναι οι έριδες γύρω από το δόγμα, η αλήθεια μιας
αντίληψης όσον αφορά τη φύση ενός από τα πρόσωπα της Τριάδας
(Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα) ή η σχέση μεταξύ τους.
Οι έριδες προϋπήρχαν, όμως ο Κωνσταντίνος ασχολείται με αυτές τον
4ο αι., κάτι που συνεχίζεται με όλους τους αυτοκράτορες.
Η ανώτατη κοσμική αρχή προσπαθεί να εξομαλύνει την κρίση, σπανίως
όμως το καταφέρνει.
Οι δογματικές έριδες έχουν δύο αφετηρίες.
1. την έννοια της μιας και καθολικής πίστης, η μοναδικότητα της
ορθοδοξίας. Ως εξ αποκαλύψεως αλήθεια, ο χριστιανισμός δεν επιτρέπει
πολυφωνίες.
2. την υιοθέτηση της ελληνικής παιδείας από τους χριστιανούς και την
καλλιέργεια της ρητορικής και της φιλοσοφίας, που δίνουν νέο
πρόσωπο στη χριστιανική σκέψη. Ο μορφωμένος της εποχής έπρεπε να
γνωρίζει την τέχνη του λέγειν και του διαλέγεσθαι. Οι θεολογικές
διαμάχες του Βυζαντίου ξεκινούσαν συχνά από προβλήματα ερμηνείας
λέξεων ή γλώσσας.
3
Για την εποχή εκείνη, η θεολογία ήταν χώρος συγκρούσεων με
συγκεκριμένη προβληματική και προεκτάσεις. Οι σπουδαιότερες
κοινωνικές συγκρούσεις είχαν να κάνουν με θρησκευτικά ζητήματα. Ο
Γρηγόριος Νύσσης αναφέρει πως στην αγορά της Κωνσταντινούπολης,
συζητιόνταν σοβαρά δογματικά ζητήματα.
ΟΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΕΣ ΣΥΝΟΔΟΙ
1. Οικουμενική Σύνοδος είναι ένα συνέδριο εκκλησιαστικών εκπροσώπων
από όλες τις επαρχίες της αυτοκρατορίας.
2. Συνέρχονται μετά από πρόταση του αυτοκράτορα και χρησιμοποιούν
κρατικά μεταφορικά μέσα.
3. Κινητοποιούνταν επίσης και το δημόσιο ταχυδρομείο, έτσι ώστε η
προσέλευση να είναι μεγάλη και αντιπροσωπευτική.
4. Η διάρκειά της μπορεί να φτάσει και το ένα έτος, με ενδιάμεσες
συνεδρίες για κάθε ζήτημα ξεχωριστά.
5. Η Σύνοδος λειτουργεί όπως ένα αστικό δικαστήριο. Κάθε
ενδιαφερόμενος προσκομίζει τις αποδείξεις του (συνήθως κείμενα της
Αγίας Γραφής ή των Πατέρων) ακολουθεί συζήτηση και στο τέλος η
Σύνοδος αποφασίζει σχετικά με το θέμα. Όλα δημοσιεύονται (212) στα
πρακτικά.
6. Συχνά η Σύνοδος θεσπίζει κανόνες για θέματα κανονικού, πειθαρχικού
δικαίου και κοινωνικής συμπεριφοράς. Οι αποφάσεις μιας Συνόδου
είναι συνήθως αναμενόμενες.
4
2.1.3. Α’ & Β’ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ
Ο Κωνσταντίνος θέλησε κάποια στιγμή να επισκεφθεί τους Αγίους
Τόπους και να βαπτισθεί στον Ιορδάνη, αλλά εγκατέλειψε την ιδέα,
καθώς η εκεί εκκλησία βρισκόταν σε αναταραχή.
Με κέντρο την Αλεξάνδρεια, η θεολογική διαμάχη του επισκόπου
Αλέξανδρου και του πρεσβύτερου Άρειου, είχε εξαπλωθεί.
Τότε ο αυτοκράτορας αποφάσισε να συγκαλέσει την Α’ Οικουμενική
Σύνοδο στη Νίκαια της Βιθυνίας, που θα έλυνε αυτά τα προβλήματα.
Η έναρξη έγινε στις 20 Μαΐου 325 με πρόεδρο τον ίδιο και την
παρουσία 318 επισκόπων.
Ο Άρειος κήρυττε πως ο Υιός του Θεού δεν είναι ίσος του, αλλά
δημιούργημά του. Η Σύνοδος καταδίκασε τη διδασκαλία αυτή και
διακήρυξε το ομοούσιο μεταξύ Πατρός και Υιού. Στη Νίκαια εκδόθηκε
το Σύμβολο της Πίστεως το οποίο συμπληρώθηκε στην Β’
Οικουμενική Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 381, όπου
καθιερώθηκε η επίσημη ομολογία πίστης της εκκλησίας.
Ο Αρειανισμός πάντως συνεχίστηκε (213) οπαδοί του μάλιστα ήταν οι
αυτοκράτορες Κωνστάντιος και Ουάλης. Ήταν η πρώτη τριαδολογική
αίρεση που ονομάστηκε έτσι γιατί αναφέρεται στη σχέση μεταξύ των
προσώπων της Αγίας Τριάδας.
Αντίστοιχο πρόβλημα, αν και μικρότερο, δημιούργησε ο επίσκοπος
Κων/λεως Μακεδόνιος που κήρυττε πως και το Άγιο Πνεύμα ήταν
δημιούργημα του Πατρός. Και αυτός καταδικάστηκε -όπως και άλλες
συναφείς αιρέσεις- από τη Β’ Οικουμενική Σύνοδο, που συγκάλεσε ο
Θεοδόσιος Α’ στην Κωνσταντινούπολη το 381.
Επί βασιλείας του Θεοδόσιου Α’ ο χριστιανισμός γίνεται η επίσημη
κρατική θρησκεία, το 392, και οι οπαδοί των αιρέσεων μπαίνουν στο
περιθώριο. Πολλοί, εξακολουθούν να επιβιώνουν ανά τους αιώνες.
5
2.1.4. ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΥ
Ο μοναχισμός ήταν ένα κίνημα που επηρέασε σημαντικά τις αντιλήψεις
των Βυζαντινών και επέζησε ως τις μέρες μας. Άνθησε τον 4ο αι. είχε
όμως αρχαιότερες καταβολές. Η κοινή, αυστηρή ζωή των χριστιανών
και η αναχώρηση από τον κόσμο των ανθρώπων ήταν γνωστά
φαινόμενα, ιδιαίτερα στην Αίγυπτο που θεωρείται κοιτίδα του
μοναχισμού.
Ο μοναχισμός ήταν κίνημα λαϊκών, κι όχι μοναχών, που αποζητούσαν
τη χαμένη αθωότητα των αποστολικών χρόνων. Άνθρωποι από διάφορα
κοινωνικά στρώματα άφησαν τη ζωή τους για να αποσυρθούν στην
έρημο. Αργότερα, κάποιοι αυτοκράτορες τελείωσαν τη ζωή τους ως
μοναχοί (Μιχαήλ Α’ Ραγκαβές, Ιωάννης ΣΤ’ Κατακουζηνός).
Ερημίτες μαρτυρούνται στην Αίγυπτο από τα μέσα του 3ου αι.
Αντώνιος : (214) θεωρείται πατέρας του μοναχισμού. Έζησε το
μεγαλύτερο μέρος της ζωής του απομονωμένος, με νηστεία και
προσευχή. Ο αντί Αρειανιστής πατριάρχης Αλεξάνδρειας Αθανάσιος,
έγραψε τη βιογραφία του.
Παχώμιος : θεωρείται ο ιδρυτής του κοινοβιακού μοναχισμού. Υπήρξε
κατώτερος αξιωματικός, που μαθήτευσε σε ασκητή και οργάνωσε με
στρατιωτικό σχεδόν τρόπο το πρώτο μοναστικό κοινόβιο, στην Αίγυπτο.
Η προσευχή και το τραπέζι είχαν υποχρεωτική συμμετοχή, ενώ κάθε
μοναχός είχε ένα συγκεκριμένο -συνήθως χειρονακτικό- διακόνημα. Ο
άξονας ήταν η υπακοή στον ηγούμενο.
Ο αναχωρητισμός και ο κοινοβιακός μοναχισμός επεκτάθηκαν στην
Παλαιστίνη, τη Συρία και τη Μικρά Ασία. Ιδρύθηκαν οι λαύρες,
μοναστήρια με χαλαρότερη ζωή. Στη Συρία, από τον 5ο αι.,
εμφανίστηκαν οι στυλίτες, ακραία μορφή μοναχισμού όπου ο μοναχός
περνούσε τη ζωή του πάνω σε στύλο.
6
Ο Μέγας Βασίλειος, υποστηρικτής του μοναχικού βίου, θέσπισε
κανόνες που απέρριπταν τον αναχωρητισμό, μείωνε τον αριθμό των
μοναχών για τα κοινόβια και συμφιλίωνε το μοναχισμό με τις πόλεις.
2.1.5.ΟΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΈΡΙΔΕΣ ΤΟΥ 5 ου αι.
Τον 5 ο αι. τα προβλήματα της Εκκλησίας αφορούν τη σχέση θείας και
ανθρώπινης φύσης του Χριστού.
Ο πατριάρχης Νεστόριος θεωρεί πως η θεότητα έχει επιλέξει ως δοχείο
της τον άνθρωπο Χριστό. Η Μαρία δεν είναι Θεοτόκος αλλά
Χριστοτόκος. Αντίθετος με αυτό είναι ο επίσκοπος Αλεξανδρείας
Κύριλλος. Ο Νεστόριος ηττήθηκε στην Γ’ Οικουμενική Σύνοδο της
Εφέσου, το 431, που ήταν η αφετηρία για τη λατρεία της Παναγίας στην
ανατολική Μεσόγειο. Κέντρο των Νεστοριανών έγινε η Έδεσσα της
Συρίας.
Οι Αλεξανδρινοί έφεραν μια νέα διδασκαλία. Θεωρούσαν πως οι δύο
φύσεις του Χριστού συνενώθηκαν σε μια, τη θεία. Οι μονοφυσίτες
υπερτιμούσαν το θείο παράγοντα στο Χριστό. Η Ρώμη και η Κων/λη
αντιτάθηκαν. Στη Δ’ Οικουμενική Σύνοδο που συγκάλεσε ο
Μαρκιανός, διατυπώθηκε το δόγμα των δύο τέλειων, αδιαίρετων και
ασυγχύτων φύσεων του Χριστού, ενώ καταδικάστηκαν ο
μονοφυσιτισμός και ο νεστοριανισμός.
Η Δ’ Οικουμενική Σύνοδος, ήταν η πολυπληθέστερη, οι αποφάσεις της
όμως, διεύρυναν το χάσμα ανάμεσα στο βυζαντινό κέντρο και τις
ανατολικές επαρχίες. Η Συρία προχώρησε στο μονοφυσιτισμό. Έτσι, η
βυζαντινή θεολογία ξέφυγε από την ανατολική πνευματικότητα κι έκανε
κέντρο της την πρωτεύουσα.
Επειδή κι άλλες περιφέρειες έδειξαν διάθεση αποσκίρτησης, η κεντρική
βυζαντινή εξουσία προσπάθησε να αποκαταστήσει τη θρησκευτική 7
ενότητα, με τα αντίθετα όμως αποτελέσματα. Ο αυτοκράτορας Ζήνων
δημοσιεύει το Ενωτικόν, που προσπαθεί να ικανοποιήσει τις δύο
πλευρές, δημιουργεί όμως τρεις τάσεις:
1. τους διφυσίτες,
2. τους μονοφυσίτες και
3. τους ενωτικούς.
Πολέμιος του ενωτικού ήταν ο πάπας Φήλιξ, που αντιπαρατέθηκε τόσο
ώστε να προκύψει το πρώτο σχίσμα, διάρκειας 30 ετών, 484-518.
Τέλος, ο 28 ος κανόνας της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου αναγνώριζε
πλήρη ισοτιμία ανάμεσα στους επισκόπους της Νέας και Πρεσβύτερης
Ρώμης και στάθηκε η αφετηρία του ανταγωνισμού μεταξύ των δύο
αυτών κέντρων.
2.1.6.Ο ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η Ε’ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ.
Ο Ιουστινιανός υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής της ορθοδοξίας.
Επιδόθηκε σε αγώνα κατά των ετερόδοξων και προσπάθησε να επιβάλει
θρησκευτική ομοιομορφία.
Στον Ιουστινιάνειο (216) Κώδικα ορίζεται πως όσοι δεν ακολουθούν
την καθολική και αποστολική εκκλησία, δε μπορούν να γίνουν κρατικοί
υπάλληλοι, να λάβουν οποιοδήποτε αξίωμα ή να προσηλυτίσουν. Εκτός
από την αφαίρεση του δικαιώματος να διδάσκουν οι εθνικοί, ο
αυτοκράτορας έκλεισε και την Πλατωνική Ακαδημία των Αθηνών.
Οι μονοφυσίτες όμως κυριαρχούσαν στις ανατολικές επαρχίες και αφού
δεν κατάφερε να συμβιβάσει τα πράγματα, ο Ιουστινιανός ενίσχυσε την
ορθόδοξη Ρώμη.
Στην Ε’ Οικουμενική Σύνοδο που έγινε το 553 στην
Κωνσταντινούπολη, καταδικάστηκαν τα Τρία Κεφάλαια, δηλαδή τα
κείμενα του Θεόδωρου Μοψουεστίας ως ύποπτα για νεστοριανισμό,
8
και τα κείμενα του επισκόπου Κύρου, και του Ίβα Εδέσσης που
στρέφονταν κατά του Κυρίλλου Αλεξανδρείας. Έτσι το χάσμα
διευρύνθηκε ακόμη περισσότερο.
2.1.7. Η ΜΟΝΟΘΕΛΗΤΙΚΗ ΈΡΙΔΑ
Η αντίθεση μεταξύ Κωνσταντινούπολης και ανατολικών επαρχιών, που
έλαβε τεράστιες διαστάσεις μετά την Δ’ Οικουμενική Σύνοδο, το 451,
στην Χαλκηδόνα, θα συνεχιστεί και τον 7ο αι.
Μονοθελητισμός : η νέα διδασκαλία που προσπάθησε να συγκεράσει
τις διαφορές ανάμεσα στους μονοφυσίτες και στους Χαλκηδόνιους,
λέγοντας πως υπάρχει ένα μόνο θέλημα του Χριστού. Έδωσε αφορμή
για νέα αντιπαράθεση.
Ο πάπας Μαρτίνος συγκαλεί το 649 στη Ρώμη τη Σύνοδο του
Λατερανού, που καταδικάζει τα διατάγματα των Βυζαντινών
αυτοκρατόρων που υποστήριζαν τα νέα δόγματα.
Η θρησκευτική κρίση του 7ου αι.. θα κλείσει με την ΣΤ’ Οικουμενική
Σύνοδος γίνεται στην Κων/λη το 680-681 η, που κηρύττει ως ορθόδοξο
το δόγμα των δυο θελήσεων και ενεργειών του Χριστού.
Ο Ιουστινιανός Β’, συγκαλεί νέα Σύνοδο, την Πενθέκτη (ή η εν
Τρούλλω σύνοδος). Εκεί συμπληρώθηκαν τα δόγματα (217) της Ε’ και
ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου. Ρυθμίζονται διάφορα εκκλησιαστικά
ζητήματα, καταδικάζονται κάποια ειδωλολατρικά έθιμα που είχαν
επιβιώσει μέχρι τότε και διατυπώνονται πολλές από τις αντίθετες
αντιλήψεις δυτικής και ανατολικής Εκκλησίας.
9
2.1.8. Η ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΚΗ ΚΡΙΣΗ
Θεωρείται πως οι διαμάχες του δόγματος τελειώνουν τον 7ο αι.
Προκύπτει όμως νέο πρόβλημα: η εικόνα.
Από τον 6ο αι. η εικόνα αρχίζει να αποκτά ιδιαίτερο ρόλο στη λατρεία
της Ανατολής και για αρκετά χρόνια η εικονομαχία ήταν το κύριο
δόγμα της βυζαντινής εξουσίας. Η εικονομαχία είχε σημιτικές
καταβολές.
Η υιοθέτησή της από τον Λέοντα Γ’, σχετιζόταν με τα δεινά που
έπλητταν την αυτοκρατορία και θεωρήθηκαν θεϊκή τιμωρία για την
εικονολατρία – ειδωλολατρία των πιστών. Για να κατευνάσει τη θεία
οργή ο Λέων απέσυρε από την πύλη Χαλκή των ανακτόρων την εικόνα
του Χριστού και η εικονομαχία γίνεται η πολιτική της αυλής.
Αντίπαλος των εικονομάχων στάθηκε ο μοναχός Ιωάννης
Δαμασκηνός. Συνέγραψε τρεις λόγους Υπέρ των Εικόνων, όπου η
απεικόνιση του Χριστού συνδεόταν με το δόγμα της ενσάρκωσης.
Ο Κωνσταντίνος Ε’, γιός του Λέοντα, έγινε φανατικός διώκτης των
εικονολατρών. Συγκάλεσε Σύνοδο στην Ιερεία του Βοσπόρου και
επικύρωσε τις απόψεις του (218). Εκεί έλαβαν μέρος 388 επίσκοποι που
καταδίκασαν τους απολογητές της εικόνας και απαγόρευσαν τη λατρεία
τους.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την καλλιέργεια μιας ανεικονικής τέχνης, με
βασικό σύμβολο το σταυρό, καθώς και το διωγμό των εικονόφιλων.
Ο διωγμός αυτός κορυφώθηκε το 760 και είχε ως θύματα τους
μοναχούς. Πολλά μοναστήρια έκλεισαν, μοναχοί απέταξαν το σχήμα
τους δια της βίας, ενώ ο άγιος Στέφανος ο Νέος βρήκε βίαιο θάνατο. Η
πρώτη φάση της εικονομαχίας ήταν βασικά μοναχομαχία.
10
2.1.9. Η ΠΡΩΤΗ ΑΝΑΣΤΗΛΩΣΗ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΚΑΙ Η ΔΕΥΤΕΡΗ
ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑ
Ο Λέων Δ’ και κατόπιν η γυναίκα του, Ειρήνη η Αθηναία έδωσαν τέλος
στο θέμα, απορρίπτοντας την εικονομαχία, με την Ζ’ Οικουμενική
Σύνοδο στη Νίκαια το 787.
Πρόεδρος ήταν ο πατριάρχης Κων/λεως Ταράσιος και συμμετείχαν 350
επίσκοποι και μεγάλος αριθμός μοναχών. Η Σύνοδος υπογράμμισε πως
η προσκύνηση δεν αναφέρεται στην εικόνα αυτή καθαυτή, αλλά στο
εικονιζόμενο ιερό πρόσωπο. Επίσης, δε σχετίζεται με τη λατρεία που
αποδίδεται αποκλειστικά στο Θεό. Η Σύνοδος αυτή, είναι η τελευταία
που αναγνωρίζει η ανατολική εκκλησία.
Στη Νίκαια επίσης, θριαμβεύει ο μοναχισμός, ιδιαίτερα ο κοινοβιακός.
Αρκετοί αριστοκράτες γίνονται ηγούμενοι, έτσι ο μοναχισμός ανακτά
την αίγλη και τη δύναμή του, μέχρι την ίδρυση του Αγίου Όρους το 963.
Η εικονομαχία επανέρχεται 30 χρόνια αργότερα από τον Λέοντα Ε’ τον
Αρμένιο. Ακολουθεί η Σύνοδος της Αγίας Σοφίας το 815 που
επαναφέρει σε ισχύ τη Σύνοδο της Ιερείας, τις διώξεις και τις εξορίες
πολλών εικονόφιλων. (219) Ουσιαστικά λήγει με το θάνατο του
εικονομάχου αυτοκράτορα Θεόφιλου το 842.
Η αυτοκράτειρα Θεοδώρα και ο πατριάρχης Μεθόδιος
αναλαμβάνουν να αποκαταστήσουν τις εικόνες, η πολιτεία υποτάσσει
την εκκλησία στην εξουσία της και η ελληνορωμαϊκή παράδοση δεν
υποκύπτει στην ασιατική ανεικονική αντίληψη.
Η εκκλησία διατυπώνει το Συνοδικόν της Ορθοδοξίας, που
μνημονεύει τους νικητές της πίστης, καταδικάζει τους αιρετικούς και
δηλώνει πως έφτασε ο καιρός για σταθερότητα.
11
2.1.10.ΑΠΟ ΤΟ ΦΩΤΙΟ ΕΩΣ ΤΟ ΟΡΙΣΤΙΚΟ ΣΧΙΣΜΑ (1054)
Η γλώσσα, οι πολιτικές προστριβές και οι λειτουργικές διαφορές,
αποξένωσαν την ελληνική Ανατολή από τη λατινική Δύση κι έγιναν το
πρώτο σχίσμα μετά την εικονομαχία.
Φώτιος: ένθερμος υποστηρικτής της ανατολικής Εκκλησίας και
παράδοσης και εμπνευστής της πολιτιστικής της εξάπλωσης στους
Σλάβους.
Η ανάληψη του πατριαρχικού θρόνου από το Φώτιο, δημιούργησε
αντιπαλότητα μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Ρώμης. Όταν ο πάπας
διεκδίκησε τη βουλγάρικη εκκλησία, η κρίση μεγάλωσε. Λίγο πριν
καθαιρεθεί, ο Φώτιος συγκάλεσε Σύνοδο όπου καταδικάστηκε η
διδασκαλία για την «και εκ του υιού» εκπόρευση του Αγ. Πνεύματος,
το γνωστό filioque. Αυτή η καταδίκη της Ρώμης ονομάστηκε Φώτιο
Σχίσμα.
Ο Φώτιος, ιδιαίτερα μορφωμένος εξέφρασε το βυζαντινό ουμανισμό,
το ενδιαφέρον δηλαδή των βυζαντινών λόγιων για τα έργα της
κλασσικής και ελληνιστικής αρχαιότητας. Κορυφώνεται την εποχή των
Μακεδόνων που είναι μια εποχή όπου υπάρχουν καλές και
διπλωματικές σχέσεις με τη Ρώμη. Οι σχέσεις αυτές διαταράσσονται
οριστικά το 1056.
Οι λόγοι του σχίσματος ήταν (220)
1. το filioque και
2. η διαφορετική αντιμετώπιση θεμάτων όπως η νηστεία, ο γάμος
των ιερέων κ.α.
Η ένταση ήρθε όταν ο πάπας Λέων Θ’ αφορίζει τον πατριάρχη
Μιχαήλ Κηρουλλάριο. Ο αφορισμός ανταποδίδεται σε Σύνοδο της
Κωνσταντινούπολης. Από εκεί και πέρα, η συνεχής παρουσία Βενετών
ή Σταυροφόρων στο βυζαντινό χώρο θα διευρύνει το ρήγμα.
12
2.1.11.ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΟΥ ΗΣΥΧΑΣΜΟΥ
Η μόνιμη διαμάχη που συνταράσσει το Βυζάντιο κατά την ύστερη
περίοδο (1204-1453) είναι η επανένωση ή όχι με τη λατινική Εκκλησία.
Οι αυτοκράτορες και αρκετοί λόγιοι είναι φιλενωτικοί, η πλειοψηφία
του λαού και του κλήρου, ανθενωτικοί.
Οι Παλαιολόγοι με δύο προσπάθειες, τις Συνόδου της Λυών, το 1274,
και της Φεράρας – Φλωρεντίας, το 1438/9, δεν κατάφεραν κάτι.
Ησυχαστική θεωρία : η παράδοση των μοναχών της Ανατολής, που
αποσείοντας κάθε κοσμική φροντίδα αποβλέπουν μονάχα στην ένωση
και θέα του θεού. Με την επίκληση του Ιησού στην προσευχή, ο
προσευχόμενος έφτανε στην πλήρη συγχρονισμό αναπνοής και
προσευχής, και από κει στη θέα του ακτίστου φωτός, που εμφανίστηκε
στο όρος Θαβώρ κατά τη μεταμόρφωση του Χριστού.
Ο δυτικός λόγιος μοναχός Βαρλαάμ ο Καλαβρός ήταν βασικός
πολέμιος αυτού του κινήματος (221) και κατήγγειλε το μυστικισμό των
αγιορειτών ως σκοτεινή δεισιδαιμονία.
Εναντίον του κινήθηκε ο Γρηγόριος Παλαμάς που κήρυττε την
ανθρώπινη δυνατότητα να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ υπερβατικού και
εγκόσμιου.
Μετά από διάφορες μάχες, ο ησυχασμός αναγνωρίζεται, το Βυζάντιο
επιστρέφει στις εκκλησιαστικές του ρίζες και ο μοναχισμός νικά για μια
ακόμη φορά.
13
ΣΥΝΟΨΗ ΕΝΟΤΗΤΑΣ
Η πρώιμη βυζαντινή περίοδος χαρακτηρίζεται από έριδες και αιρέσεις, με την
ενεργή ανάμιξη της αυτοκρατορικής εξουσίας. Η τελευταία μεγάλη
ενδοβυζνατινή θρησκευτική σύγκρουση είναι αυτή της εικονομαχίας. Κατόπιν,
με την αντίθεση πατριάρχη και πάπα, οδηγούμαστε στο σχίσμα του 1054 που
6. Εσπερινό ή λυχνικόν, μετά ή πριν από το 2ο και τελευταίο γεύμα
7. Απόδειπνο, μετά τη δύση του ήλιου
Για μερικούς, αυτή η ζωή ήταν μια γέφυρα για τον αναχωρητικό βίο που
θεωρούνταν το αποκορύφωμα μιας πνευματικής πορείας.
Οι κοινοβιακή ζωή στα Τυπικά του Παχώμιου και του Μεγάλου
Βασίλειου, θεωρείται δια βίου κλήση, υπερκεράστηκε (240) όμως από
το μεταγενέστερο σχήμα κοινοβίτης-αναχωρητής- ιδρυτής κοινοβίου.
Κατά την Εικονομαχία, πολλοί πλούσιοι γαιοκτήμονες ίδρυσαν
κοινόβια στα κτήματά τους, όμως πολλά διαλύθηκαν όταν ο ιδρυτής
τους πέθαινε.
Η πράξη ίδρυσης μιας νέας μονής καθοριζόταν από την αφιέρωση της
εκκλησίας της σε έναν άγιο. Η εκκλησία αυτή ονομαζόταν καθολικόν ή
κυριακός ναός και είχε την κεντρική θέση στο μοναστήρι.
25
Λίγες μονές ιδρύονταν σε κέντρα προσκυνήματος από τον αυτοκράτορα
ή εκπροσώπους του.
Από τη μέση περίοδο, μοναστήρια ιδρύονται και στελεχώνονται με μέλη
μιας πλούσιας οικογένειας.
Η λειτουργία του κοινοβίου βασιζόταν στην ιεραρχία και την υπακοή
στον ηγούμενο ή αβά (πατέρας). Η εξουσία του ήταν ισόβια κι
εκτελούσε καθήκοντα πνευματικού πατέρα για τους μοναχούς.
Δεύτερος στην ιεραρχία ήταν ο δευτεράριος, βοηθός και υπεύθυνος για
οικονομικά και διοικητικά ζητήματα. Λόγο είχαν επίσης πάντοτε οι
γέροντες μοναχοί.
Υπάρχουν δύο τύποι κοινοβίων :
1. τα κοινόβια : οι μοναχοί ζουν και προσεύχονται από κοινού, σε
οικήματα που περιβάλλονται από τείχος. Η τράπεζα ήταν ίδια για όλους,
που έτρωγαν σιωπηλοί, ενώ ένας μοναχός διάβαζε περικοπές από ιερά
κείμενα. Οι εργασίες ήταν κατανεμημένες σε διακονήματα.
2. τις λαύρες: η ζωή εκεί είναι πιο χαλαρή. Οι μοναχοί ζουν μόνοι τους ή
με έναν ή δύο μαθητές, σε κελιά ή σπηλιές. Το Σάββατο ή την Κυριακή
συγκεντρώνονται για τη θεία ευχαριστία. Το είδος αυτό εμφανίζεται τον
5ο αι. και διαδίδεται στο Βυζάντιο.
Όλες οι εκκλησίες εκτός της Ρώμης και της Αλεξάνδρειας τελούν τη
θεία λειτουργία και το Σάββατο. Α
Ακολουθεί η αγάπη, δηλαδή το κοινό γεύμα, πλουσιότερο των
καθημερινών.
Μεγάλο μέρος (241) του χρόνου, αφιερωνόταν στις λειτουργίες και τις
προσευχές. Οι υποχρεώσεις κάθε μοναχού ήταν καθορισμένες. Τέλος,
απαραίτητη προϋπόθεση για ένα μοναχό ήταν η σταθερή παραμονή του
26
στο μοναστήρι (stabilitas loci). Υπάρχουν όμως πάμπολλα
παραδείγματα περιπλανώμενων μοναχών.
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ 15 η :
ΔΙΑΚΟΝΗΜΑ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΓΙΑ
Μάγκιψ ή αριστητήριος Μαγκιπείον ή αρτοκοπείονΚτηνίτης ή βορδονάριος Για τα ζώαΤραπεζάριος Για την τράπεζαΟρειάρειος ή κελαρίτης Για τις προμήθειες σε φαγητόΕκκλησιάρχης Για τον ευπρεπισμό της εκκλησίαςΕπιστημονάρχης Για τις λειτουργείεςΣκευοφύλαξ Για τα σκεύη της λατρείαςΧαρτοφύλαξ Για τα επίσημα έγγραφα της μονήςΞενοδόχος Για περιποίηση των επισκεπτών
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ 16 η : Ποινές σε μοναχούς.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Συνήθη επιτίμια για ποικίλα παραπτώματα ήταν η ξεροφαγία,
οι πολλές μετάνοιες, η ορθοστασία κατά την ώρα της τράπεζας, ο αφορισμός
για μερικές ημέρες, ο αποκλεισμός για κάποιο χρονικό διάστημα από τη θεία
κοινωνία.
2.4.2. Ιδιόρρυθμα Μοναστήρια
Στα ιδιόρρυθμα μοναστήρια ο κάθε μοναχός ακολουθούσε το δικό του
πρόγραμμα. Φρόντιζε για την συντήρησή του, (242) μπορούσε να
διατηρεί μια ορισμένα περιουσιακά στοιχεία, ή να εργάζεται για την
τροφή και την ένδυσή του. Έτρωγε μόνος του και η κοινή τράπεζα
λειτουργούσε μόνον τις μεγάλες εορτές.
Ο ηγούμενος, αν υπήρχε, μπορούσε να έχει περιορισμένη και όχι ισόβια
θητεία, ενώ πλαισιωνόταν από μια ολιγαρχική σύναξη.
Ο τύπος αυτός, αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία και ορισμένα Τυπικά τον
καταδίκασαν ως παρέκκλιση από τις παραδοσιακές αξίες του κοινοβίου.
Άνθησε κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο αλλά και στη
27
μεταβυζαντινή περίοδο, όταν σε τόπους όπως το Άγιο Όρος θριάμβευσε
το πνευματικό κίνημα του ησυχασμού.
ΣΥΝΟΨΗ ΕΝΟΤΗΤΑΣ
Ο κοινοβιακός μοναχισμός, όπως και ο ασκητισμός, εμφανίστηκε στην
Αίγυπτο, αλλά διαδόθηκαν σε όλη τη Μεσόγειο. Κάθε κοινότητα είχε ως
κέντρο της τον ηγούμενο στον οποίον όφειλαν όλοι υπακοή. Κάθε μοναχός
είχε συγκεκριμένα καθήκοντα και η καθημερινότητα στο μοναστήρι
καθοριζόταν με βάση τις ακολουθίες, τις τράπεζες και τις διάφορες ασχολίες.
Χαλαρότερες μορφές ήταν οι λαύρες, που πρωτοεμφανίστηκαν στην
Παλαιστίνη και οι ιδιόρρυθμες μονές, όπου οι μοναχοί ήταν λιγότερο
εξαρτημένοι από τον ηγούμενο.
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ 27 η : σύγκριση των δύο μορφών μοναχισμού. Ποια τα
κοινά και ποια τα διαφορετικά χαρακτηριστικά της ζωής των ασκητών και της
ζωής των κοινοβιατών;
Τόπος διαμονής:
Ασκητές: επιζητούν τόπους που προσφέρονται για απομόνωση
Κοινοβιάτες: το κοινόβιο πλησιέστερα προς τον κόσμο του
χωριού ή της πόλης, ακόμα και μέσα σ’ αυτά
Καθημερινότητα :
Ασκητές : η ζωή τους είναι θέμα εσωτερικής πειθαρχίας, χωρίς
απαραίτητα να ρυθμίζεται από κάποιο πρόγραμμα πέραν της
ανάγκης για συνεχή προσευχή. Η εργασία είναι παρούσα (π.χ.
καλάθια) και ως μέσο βιοπορισμού .28
Κοινοβιάτες: τα πάντα είναι προκαθορισμένα, ο ένας μοναχός ζει
για τον άλλο, αφού όλοι είναι επιφορτισμένοι με ένα διακόνημα.
Τα πάντα διέπει η υπακοή στον ηγούμενο.
Σχέσεις με τον κόσμο:
Ασκητές: περιορίζονται στο ελάχιστο
Κοινοβιάτες: κανονικά έπρεπε να περιορίζονται στο ελάχιστο
αλλά κυρίως κατά τη μεσαιωνική περίοδο και μετά, τα κοινόβια
απέκτησαν έντονη κοινωνική και φιλανθρωπική δραστηριότητα.
2.5. Ο ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΚΛΗΡΟΣ (243)
2.5.1. ΟΙ ΕΠΙΣΚΟΠΟΙ
♦ Κλήρος : ο όρος αρχικά περιλάμβανε όλη τη χριστιανική κοινότητα.
Αργότερα έως και σήμερα, δηλώνει τους χειροτονημένους.
♦ Ιερωμένοι : όσοι τελούν μυστήρια
♦ Κληρικοί : οι βοηθοί των ιερωμένων.
♦ Επίσκοπος : ο επιβλέπων, επιφορτισμένος με την πνευματική και υλική
επιστασία μιας κοινότητας. Επίλυε διαφορές μεταξύ των μελών της
29
κοινότητας, καλλιεργούσε σχέσεις με άλλες, και την υπερασπιζόταν
ενώπιον της εξουσίας.
Οι επίσκοποι ήταν οι πρώτοι που διώκονταν. Μετά την επικράτηση της
νέας (244) θρησκείας, τον 4ο αι., οι αρμοδιότητές τους ταυτίζονται με
μια πόλη. Εκλέγονται συνήθως από τον κατώτερο κλήρο και την
αριστοκρατία της πόλης. Αρκετοί λαϊκοί έγιναν επίσκοποι χωρίς να
περάσουν από άλλα στάδια ιεροσύνης.
Ο Ρόλος του Επισκόπου: είναι ο πνευματικός καθοδηγητής του
ποιμνίου και των προϊσταμένων των εκκλησιαστικών ιδρυμάτων.
Προστατεύει κάθε αδικημένο και είναι αρμόδιος για κάθε ζήτημα που
αφορά την περιοχή του.
Audentia episcopalis : επισκοπικό δικαστήριο, το δικαίωμα εκδίκασης
ιδιωτικού δικαίου, που δόθηκε από το Μ.Κ. Ο κόσμος εμπιστευόταν
περισσότερο τους επισκόπους από τους δικαστές. Με τα χρόνια και
καθώς ο θεσμός του βουλευτή παρακμάζει, ο επίσκοπος αναλαμβάνει
πολιτικές και οικονομικές αρμοδιότητες, καταλήγοντας ο φυσικός
ηγέτης της πόλης (κάτι σαν το σημερινό δήμαρχο).
Ο επίσκοπος κανονικά είναι άγαμος, αλλά υπάρχουν και παραδείγματα
εγγάμων μέχρι τον 8ο αι.. Συνήθως ο πιο μορφωμένος άνθρωπος της
περιοχής που μπορεί να αντιπαρατεθεί σε πνευματικούς αντιπάλους.
Κατά την (245) πρώιμη περίοδο, ο επίσκοπος είναι πανίσχυρος και
καταξιωμένος. Αργότερα όμως, παύει να προσελκύει πόρους και
προσοχή από την εξουσία και τα προνόμιά του μειώνονται.