Φίλιππος Βασιλόγιαννης Πολιτική φιλοσοφία μετά τον Rawls «Ενστάσεις… πρέπει να διατυπώνονται με προσοχή, γιατί ενδεχομένως μας λένε μονάχα κάτι που ήδη ξέρουμε, ότι δηλαδή η θεωρία μας κάπου σφάλλει… Όλες οι θεωρίες σφάλλουν κάπου» John Rawls Ας ξεκινήσουμε με ορισμένα βιογραφικά: ο John Rawls κάποτε γεννήθηκε (την 21.2.1921), εργάστηκε και μετά πέθανε (την 24.11.2002). Και ας συνεχίσουμε με ορισμένα αυτοβιογραφικά: Ανήκουμε σε μια μεταγενέστερη μεν γενιά από εκείνη του Rawls, αλλά γενεαλογικά τυχερή: διότι ζήσαμε (οφείλαμε να ζήσουμε) οι περισσότεροι από μας – όσοι, εν πάση περιπτώσει, έχουμε συνυφάνει πτυχές του βίου μας, έστω χαλαρά, με την καλλιέργεια της ηθικής και της πολιτικής φιλοσοφίας – αν όχι τα προ, πάντως τα μετά τής Theory of Justice (1971)∙ της σημαντικότερης ασφαλώς φιλοσοφικής πραγματείας για τα ζητήματα της δικαιοσύνης που γράφτηκε μέχρι σήμερα (2019). Κάποιοι παρακολουθήσαμε (εν μέρει) τη διανοητική πορεία ενός χαρισματικού φιλοσόφου· φιλοσοφικά χαρισματικού, διότι στα προφορικά, π. χ., δεν τα πήγε καθόλου καλά, όπως ίσως και ο Μωυσής. Ούτε όμως δημόσιος διανοούμενος (ή ένας από τους επωνύμους του συρμού) θέλησε ποτέ να γίνει· θεωρώντας (ορθά) ότι η πολιτική φιλοσοφία μόνον έμμεσα πρέπει να επηρεάζει τα δημόσια πράγματα (και πάντως όχι από καθέδρας, όπως ίσως θα το επεδίωκε ο Πλάτων)∙ μη αντικρίζοντας, δηλαδή, απ’ ευθείας το ευρύτερο καλλιεργημένο ή μη κοινό (όπως η υψηλή τέχνη, που δεν είναι μεν καθόλου δημοφιλής, είναι όμως ζωτική πηγή έμπνευσης για τις δημοφιλείς απλές μορφές της). Για την πολιτική φιλοσοφία – θα λέγαμε, καντιανά μιλώντας – αρκεί η θεσμικά προνομιακή θέση της εντός του Πανεπιστημίου στον σύγχρονο καταμερισμό πνευματικής εργασίας: δηλαδή, η ακαδημαϊκή καλλιέργειά της. Εξ άλλου, η πολιτική δεν θέλει μόνο γνώση, αλλά και κρίση. Για πολλούς από μας, ο Rawls δικαιολογημένα υπήρξε λαμπρό παράδειγμα πνευματικής
41
Embed
Πολιτική φιλοσοφία μετά τον Rawlsusers.uoa.gr/~pvassil/Rawls.pdfΌλες οι θεωρίες σφάλλουν κάπου» John Rawls Ας ξεκινήσουμε
This document is posted to help you gain knowledge. Please leave a comment to let me know what you think about it! Share it to your friends and learn new things together.
Transcript
Φίλιππος Βασιλόγιαννης
Πολιτική φιλοσοφία μετά τον Rawls
«Ενστάσεις… πρέπει να διατυπώνονται με προσοχή,
γιατί ενδεχομένως μας λένε μονάχα κάτι που ήδη ξέρουμε,
ότι δηλαδή η θεωρία μας κάπου σφάλλει…
Όλες οι θεωρίες σφάλλουν κάπου»
John Rawls
Ας ξεκινήσουμε με ορισμένα βιογραφικά: ο John Rawls κάποτε
γεννήθηκε (την 21.2.1921), εργάστηκε και μετά πέθανε (την
24.11.2002). Και ας συνεχίσουμε με ορισμένα αυτοβιογραφικά:
Ανήκουμε σε μια μεταγενέστερη μεν γενιά από εκείνη του
Rawls, αλλά γενεαλογικά τυχερή: διότι ζήσαμε (οφείλαμε να
ζήσουμε) οι περισσότεροι από μας – όσοι, εν πάση περιπτώσει,
έχουμε συνυφάνει πτυχές του βίου μας, έστω χαλαρά, με την
καλλιέργεια της ηθικής και της πολιτικής φιλοσοφίας – αν όχι τα
προ, πάντως τα μετά τής Theory of Justice (1971)∙ της σημαντικότερης
ασφαλώς φιλοσοφικής πραγματείας για τα ζητήματα της
δικαιοσύνης που γράφτηκε μέχρι σήμερα (2019). Κάποιοι
παρακολουθήσαμε (εν μέρει) τη διανοητική πορεία ενός
χαρισματικού φιλοσόφου· φιλοσοφικά χαρισματικού, διότι στα
προφορικά, π. χ., δεν τα πήγε καθόλου καλά, όπως ίσως και ο
Μωυσής. Ούτε όμως δημόσιος διανοούμενος (ή ένας από τους
επωνύμους του συρμού) θέλησε ποτέ να γίνει· θεωρώντας (ορθά) ότι
η πολιτική φιλοσοφία μόνον έμμεσα πρέπει να επηρεάζει τα
δημόσια πράγματα (και πάντως όχι από καθέδρας, όπως ίσως θα το
επεδίωκε ο Πλάτων)∙ μη αντικρίζοντας, δηλαδή, απ’ ευθείας το
ευρύτερο καλλιεργημένο ή μη κοινό (όπως η υψηλή τέχνη, που δεν
είναι μεν καθόλου δημοφιλής, είναι όμως ζωτική πηγή έμπνευσης
για τις δημοφιλείς απλές μορφές της).
Για την πολιτική φιλοσοφία – θα λέγαμε, καντιανά μιλώντας
– αρκεί η θεσμικά προνομιακή θέση της εντός του Πανεπιστημίου
στον σύγχρονο καταμερισμό πνευματικής εργασίας: δηλαδή, η
ακαδημαϊκή καλλιέργειά της. Εξ άλλου, η πολιτική δεν θέλει μόνο
γνώση, αλλά και κρίση. Για πολλούς από μας, ο Rawls
δικαιολογημένα υπήρξε λαμπρό παράδειγμα πνευματικής
Φίλιππος. Βασιλόγιαννης Πολιτική φιλοσοφία μετά τον Rawls
2
εντιμότητας, σοφίας και σύνεσης, πανεπιστημιακής διδασκαλίας
και φιλοσοφικής αφοσίωσης.
Ποια υπήρξε η κληρονομιά του (ασφαλώς χωρίς διαθήκη); Ο
ίδιος βρέθηκε μεν στη χρονολογική θέση να δημιουργήσει έπειτα
από κάποιους άλλους, τους σπουδαιότερους πριν από αυτόν ηθικούς
και πολιτικούς φιλοσόφους της ιστορίας της ανθρωπότητας (από
τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη ώς τον John Stuart Mill και τον
Henry Sidgwick), αλλά αξιοποίησε πράγματι τα επιτεύγματά τους
κατά τρόπο υποδειγματικό. Εμείς, τώρα, πώς θα μπορούσαμε να
εκμεταλλευτούμε την εξ αντικειμένου πλεονεκτική μας θέση έναντι
του ιδίου; Δεν καλούμαστε να τον αντιγράψουμε ως αυθεντία, ή να
τον μιμηθούμε, επαναλαμβάνοντάς τον, ή να περιφρουρήσουμε
δήθεν το έργο του ως ιερό και απαραβίαστο, αποκλείοντας μάλιστα
κάποιους άλλους, ως να ανήκει – υποτίθεται – μόνο στη φιλοσοφική
φατρία των ρωλσιανών κ. τ. τ.∙ αλλά να τον μελετήσουμε μεν, κατ’
αρχάς, κατά τον τρόπο που αυτός μελέτησε τους φιλοσόφους του
παρελθόντος, χωρίς όμως, κατά τη γνώμη μου, με την παροιμιώδη
μετριοπάθεια, ταπεινότητα και αυτοσυγκράτηση του ιδίου στην
κριτική τους ανάγνωση. Η πολιτική φιλοσοφία της εποχής μας, σε
ένα πνευματικό περιβάλλον πολύ πιο συντηρητικό, συγκεχυμένο
και αποπροσανατολιστικό από εκείνο, π. χ., των δεκαετιών του 1960
ή του 1990, πρέπει ίσως να συμμεριστεί με μεγαλύτερη
αποφασιστικότητα και αυτοπεποίθηση το ζωηρό πνεύμα της
φιλελεύθερης δημοκρατίας.
*
Ο ίδιος ο Rawls, σε μια θαυμάσια σχετική περιγραφή του,
εκθέτει τους γνώμονες που ακολουθούσε στις πανεπιστημιακές του
παραδόσεις για το έργο των ηθικών και πολιτικών φιλοσόφων του
παρελθόντος:
Κατά τις παραδόσεις μου, π. χ., στον Locke, τον Rousseau, τον Kant ή τον J.
S. Mill πάντοτε προσπαθούσα να κάνω δύο πράγματα ακριβώς. Το πρώτο
ήταν να εκθέσω τα προβλήματά τους όπως τα έβλεπαν οι ίδιοι… στη δική
τους εποχή… Το δεύτερο… ήταν να παρουσιάσω τη σκέψη κάθε
συγγραφέα στην κατά τη γνώμη μου ισχυρότερή της μορφή... Το κείμενο
έπρεπε να γίνει σαφές και σεβαστό και το περιεχόμενό του να
παρουσιαστεί στην καλύτερή του εκδοχή… Όταν απομακρυνόμουν από
το κείμενο… έπρεπε να το επισημαίνω… Είχα πάντοτε ως δεδομένο ότι οι
συγγραφείς που μελετούσαμε ήταν πολύ ευφυέστεροι από ό,τι εγώ…. Αν
Φίλιππος. Βασιλόγιαννης Πολιτική φιλοσοφία μετά τον Rawls
3
δεν ήταν, γιατί να σπαταλώ τον χρόνο μου και τον χρόνο των φοιτητών
στη μελέτη τους; Αν έβλεπα ένα σφάλμα στην επιχειρηματολογία τους,
υπέθετα ότι και αυτοί το είχαν δει και αντιμετωπίσει. Πού όμως;…
Δεχόμουν ότι δεν υπήρχαν ποτέ έκδηλα σφάλματα, οπωσδήποτε δε
κανένα σημαντικό… Πράττοντας έτσι ακολουθούσα τα λεγόμενα του
Kant στην Κριτική του καθαρού λόγου…, δηλαδή ότι «δεν μπορούμε να
μάθουμε φιλοσοφία: καθότι, πού αυτή βρίσκεται, ποιος την κατέχει και
πώς θα την αναγνωρίζαμε; Μπορούμε μόνο να μάθουμε να
φιλοσοφούμε».
Κληρονομήσαμε, λοιπόν, από τον Rawls και μια μέθοδο για να
μελετήσουμε σε βάθος και τον ίδιο (δεν πρόκειται, βέβαια, να το
πράξω εδώ)∙ υπό την εύλογη επιφύλαξη του Derek Parfit, ωστόσο,
ότι «[ε]φ’ όσον η φιλοσοφία προοδεύει, μπορούμε τώρα να δούμε τα
έκδηλα σφάλματα που διέπραξαν πολύ ευφυέστεροι από μας». Αν,
επομένως, εκ προοιμίου δεν έχει διαπράξει ο Rawls σφάλματα (έστω
ήσσονος σημασίας), γιατί να σπαταλήσουμε τον χρόνο μας,
ελέγχοντας οι ίδιοι την επιχειρηματολογία του, και να μη
εμπιστευτούμε τα πορίσματά του; Και πάλι, όπως επισημαίνει ο
Jonathan Wolff (που το μαθαίνουν με τρόπο μάλλον οδυνηρό στην
πράξη όλοι οι φιλόδοξοι – και όχι οι φιλόσοφοι… – αναγνώστες της
ρωλσιανής πραγματείας), επιστρέφοντας κανείς μετά από χρόνια
στο ίδιο το κείμενο της Θεωρίας, ανακαλύπτει ότι σε μια εκ πρώτης
όψεως βαρετή παράγραφο κρύβεται, όχι μόνον η εντόπιση, αλλά και
η επιτυχής πραγμάτευση του κρίσιμου ζητήματος που τόσο τον
παίδεψε.
Με ποια όμως μέθοδο έθεσε ο Rawls τα φιλοσοφικά
προβλήματα που τον απασχόλησαν (διακριτά από τις απαντήσεις
και το έργο καθ’ εαυτό των άλλων φιλοσόφων); Αντί να ακολουθήσει
μια καντιανή στο γράμμα της υπόδειξη – υποθέτοντας – ότι πριν
από τη Θεωρία δεν υπήρξε απολύτως καμία άλλη, ενήργησε όπως ο
Όμηρος στα έπη του: η θεωρία του ήρθε στο μέσον των πραγμάτων
(in mediis rebus), προϋποθέτοντας μεν αρκετά (τα διανοητικά
επιτεύγματα των φιλοσόφων του παρελθόντος), αλλά και
αφήνοντας πολλά ανοικτά (όχι πάντως στους ιστορικούς της
φιλοσοφίας του μέλλοντος). Κάποια μάλιστα από τα ανοικτά
ζητήματα τα αντιμετώπισε, όπως θα δούμε, ο ίδιος στη συνέχεια του
έργου του, μετασχηματίζοντας έτσι τη Θεωρία του (προς το
καλύτερο, όχι μόνο για τους σχετικιστές, ή προς το χειρότερο, για
τους ορθολογιστές).
Φίλιππος. Βασιλόγιαννης Πολιτική φιλοσοφία μετά τον Rawls
4
Δύο πολύ σημαντικές και καίριες, κατά τη γνώμη μου,
μεθοδολογικές δεσμεύσεις του Rawls, ως πρακτικού φιλοσόφου,
πρέπει εκ προοιμίου να εξαρθούν: πρώτον, η προτεραιότητα του
πρακτικού προβλήματος, ως προς την ερμηνευτική μας αφετηρία∙
και δεύτερον, ο σεβασμός του προβλήματος στην ονομαστική του αξία,
κατά τη διαδικασία της πραγμάτευσής του∙ η μη αναγωγή του,
δηλαδή, σε ζητήματα ξένα ή πάντως άλλης (και συνήθως πολύ
λιγότερο απαιτητικής) τάξεως. Το πρόβλημα του Rawls υπήρξε το
ζήτημα της δικαιοσύνης, που «αποτελεί την πρώτιστη αρετή των
κοινωνικών θεσμών, όπως ακριβώς και η αλήθεια αυτήν των
συστημάτων σκέψης» (πρώτες γραμμές της Θεωρίας), χάριν του
οποίου, ίσως λόγω και της «μονομανίας» του, όπως παραδέχτηκε ο
ίδιος, άφησε στην άκρη τα ζητήματα της ηθικής ψυχολογίας, στα
οποία ήθελε να αφοσιωθεί μετά την έκδοση της εν λόγω
μνημειώδους πραγματείας του (στο τρίτο μέρος της οποίας, βέβαια,
και τα ζητήματα αυτά αποτελούν αντικείμενο εκτενούς και
σπουδαίας πραγμάτευσης). Γιατί η πραγματεία του υπήρξε
μνημειώδης;
Πρώτον, διακόπτοντας μια πολύ αρνητική παράδοση στην
ηθική και πολιτική (αναλυτική) φιλοσοφία, πρωτότυπη στο να είναι
ιδιαζόντως βαρετή, ακριβώς μη εξετάζοντας κανένα ηθικό και
πολιτικό ζήτημα (όπως είχε προσφυώς αποφανθεί ο Bernard
Williams), πραγματεύτηκε το ζήτημα των αρχών της δικαιοσύνης
επί της ουσίας, αλλάζοντας ριζικά το θεωρητικό τοπίο∙ αρκεί να
συγκρίνει κανείς τα προ με τα μετά της Θεωρίας του. Όπως
παρατήρησε ένας από τους πλέον επιφανείς, αν όχι ο
επιφανέστερος από τους κριτικούς μελετητές της Θεωρίας, ο Robert
Nozick,
[η] Θεωρία της δικαιοσύνης αποτελεί έργο στιβαρό, βαθύ, εκλεπτυσμένο,
ευρύ και συστηματικό…, χωρίς όμοιό του μετά τον John Stuart Mill, αν όχι
και προηγουμένως… Οι πολιτικοί φιλόσοφοι πρέπει, τώρα, να την
ακολουθήσουν, και αν όχι, να δικαιολογήσουν γιατί... Είναι αδύνατη η
ανάγνωσή της, χωρίς να ενσωματώσουμε πολλά, ίσως με τη
μεταστοιχείωσή τους, στη δική μας εμπλουτισμένη άποψη. Και είναι
αδύνατη η ολοκλήρωση της μελέτης του, χωρίς ένα νέο και συναρπαστικό
όραμα ως προς το τι μπορεί μια ηθική θεωρία να επιδιώξει και να
συνενώσει∙ του πόσο ωραία μπορεί να γίνει.
Δεύτερον, επιχειρηματολογώντας πολύ προσεκτικά και σε ένα
επίπεδο λόγου πολύ υψηλότερο από όλους μεν τους φιλοσόφους του
Φίλιππος. Βασιλόγιαννης Πολιτική φιλοσοφία μετά τον Rawls
5
παρελθόντος που πραγματεύτηκαν τη δικαιοσύνη ως ζήτημα αρχής,
αλλά και με την πνευματικά έντιμη αξιοποίηση των διανοητικών
τους επιτευγμάτων, θεμελίωσε τις αρχές δικαιοσύνης, ακριβώς
χωρίς να τις αποδείξει:
Μια απόδειξη απλώς επιδεικνύει λογικές σχέσεις μεταξύ προτάσεων…
[Τ]ο επιχείρημα για τις αρχές της δικαιοσύνης… ξεκινάει από κάποια
συναίνεση. Αυτή είναι η φύση της θεμελίωσης… Ένας κατάλογος που
περιλαμβάνει τις επικρατέστερεςς παραδοσιακές θεωρίες είναι σίγουρα
λιγότερο αυθαίρετος.
Τρίτον, οι αρχές δικαιοσύνης που θεμελίωσε δεν είναι μεν
κατά το κύριο περιεχόμενό τους εξεζητημένες (εδώ η πρωτοτυπία
μάλλον θα αποτελούσε φιλοσοφική ύβρη), ο ωφελιμισμός όμως δεν
θα τις προσυπέγραφε αβίαστα∙ το δε πολυτραγουδισμένο κοινωνικό
κράτος (πρόνοιας), ακόμη και στις πλέον εύρωστες εκδοχές του (εν
πολλοίς παρελθούσες), τις ακολουθεί μάλλον ασθμαίνοντας.
**
Ο Rawls διέκρινε, συναφώς, τέσσερις παραπληρωματικές όψεις
της συμβολής της πολιτικής φιλοσοφίας, ως αυτοτελούς γνωστικού
κλάδου, στη δημόσια σφαίρα, τη σφαίρα της φιλελεύθερης
δημοκρατίας∙ κατ’ αρχάς, την πρακτική και, εν συνεχεία, εκείνες του
προσανατολισμού, της συμφιλίωσης και της αναζήτησης μιας
ρεαλιστικής ουτοπίας. Η πρακτική όψη έγκειται στην αποστολή της
πολιτικής φιλοσοφίας να ανακαλύψει μια κοινή βάση συνεννόησης
των εύλογα διαφωνούντων στα ζητήματα που διχάζουν την
κοινωνία, όπως, π. χ., το ζήτημα των αμβλώσεων (που θα
αποτελέσει, αργότερα, ένα παράδειγμά μας). Μια δεύτερη όψη της
συμβολής της (εκείνη του προσανατολισμού) έγκειται στην επιδίωξή
της να παράσχει το κατάλληλο εννοιολογικό και
επιχειρηματολογικό πλαίσιο ως προς το να συλληφθούν και να
εναρμονιστούν οι διάφοροι θεμιτά ανταγωνιστικοί σκοποί (είτε
ατομικοί είτε συλλογικοί ή κρατικοί) σε μια απολύτως εύλογη
αντίληψη φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Η τρίτη όψη της συμβολής της πολιτικής φιλοσοφίας έχει
τονιστεί ιδιαίτερα από τον Έγελο (στη φιλοσοφία του του δικαίου) και
αφορά την προσπάθειά της να αναδείξει, προ των νοητών
οφθαλμών όλων των πολιτών, αποτελώντας όμως τον ίδιο τον λόγο
Φίλιππος. Βασιλόγιαννης Πολιτική φιλοσοφία μετά τον Rawls
6
τους, τον έλλογο και εύλογο (reasonable) και, συγχρόνως, ορθολογικό
(rational) χαρακτήρα των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών, χωρίς,
βέβαια, να καταντά απολογητική ιδεολογία∙ αλλά συνηγορώντας,
με τρόπο κριτικά αναστοχαστικό, στο να συμβιώσουμε με
αυτοπεποίθηση, ως ελεύθερα και ισότιμα πρόσωπα, εντός αυτών των
θεσμών, όντες η μόνη κανονιστική πηγή της αυθεντίας του δημόσιου
εξαναγκασμού. Στη συναφή τέταρτη όψη της συμβολής της, η
πολιτική φιλοσοφία διερευνά αέναα τα όρια των πολιτικών
δυνατοτήτων της ιστορικής εποχής και της οργανωμένης σε κράτος
κοινωνίας προς την κατεύθυνση του να δημιουργηθεί μια εσωτερική
και διεθνής τάξη πραγμάτων, βασισμένη πράγματι σε αρχές
δικαιοσύνης.
Με τις εν λόγω λειτουργίες της πολιτικής φιλοσοφίας
συνυφαίνεται, περαιτέρω, κατά τον Rawls, η επιστημολογική της
αυτοτέλεια και κάποιες συνεχόμενες μεταξύ τους πρακτικές ιδέες,
ή, καλύτερα, ιδέες του πρακτικού λόγου, των ίδιων των λόγων
ιδρύσεως, δηλαδή, και των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών, που
θα συναντήσουμε και στην ανά χείρας συμβολή∙ όπως της κοινωνίας
ως ακριβοδίκαιου συστήματος συνεργασίας, της δίκαιης βασικής δομής
της, των ελεύθερων και ισότιμων προσώπων, της επάλληλης
συναίνεσης (overlapping consensus), του δημοσίου λόγου κ. λπ., ή,
συνοπτικά, της θεμελίωσης αρχών της δικαιοσύνης. Tο ουσιαστικό
ακριβώς ζήτημα: ποιοι είναι οι ακριβοδίκαιοι όροι της κοινωνικής
συνεργασίας ελεύθερων και ισότιμων προσώπων; αναδιατυπώνεται,
χάριν της πλήρους ή δημοκρατικής νομιμοποιήσεώς του, στο
διαδικαστικό ερώτημα: ποιους όρους συνεργασίας θα συμφωνούσαν
ελεύθερα και ισότιμα πρόσωπα υπό ακριβοδίκαιες συνθήκες;
Η δικαιοσύνη ως ακριβοδικία αποτελεί, κατά τον Rawls, μια
αντίληψη της δικαιοσύνης κατάλληλη για τη συνταγματική ή
φιλελεύθερη δημοκρατία. Κατά τον ύστερο δε Rawls, δεν πρόκειται
παρά για έναν αυτοπεριορισμό της πολιτικής φιλοσοφίας, που
καλείται να εκφράσει μόνο τον λόγο των ελεύθερων και ισότιμων
πολιτών, καθιστώντας ρητά τα σιωπηρά, μολονότι θα μπορούσε να
εκληφθεί – ίσως ορθότερα – απλώς ως ένας επιτυχής καθορισμός
του ίδιου του αντικειμένου της: μια πολιτική φιλοσοφία για
δικτατορικά ή ολοκληρωτικά καθεστώτα και τους ποικίλους
συνοδοιπόρους τους είναι άραγε – τουλάχιστον στις μέρες μας, με
την εμπειρία και του σκοτεινού 20ού αιώνα – φιλοσοφικά θεμιτή, αν
όχι νοητή, και άξια λόγου και αντίκρουσης;
Φίλιππος. Βασιλόγιαννης Πολιτική φιλοσοφία μετά τον Rawls
7
Ως προς την αυτοτέλεια της (ηθικής και της) πολιτικής
φιλοσοφίας, ο Rawls, αμέσως μετά την έκδοση της Θεωρίας της
δικαιοσύνης, συνεχίζοντας τον λιτό μεν, αλλά εξ ίσου σημαντικό με
τον πρωτοβάθμιο, μεταηθικό ή δευτεροβάθμιο προβληματισμό της,
υποστηρίζει (ορθά), με ιδιαίτερη έμφαση, την ανεξαρτησία της από
την επιστημολογία, τη φιλοσοφία της γλώσσας ή του νου, τις
διάφορες οντολογίες κ. λπ. Η αντίθετη κατεύθυνση θα παραβίαζε
μια θεμελιώδη, κατά τη γνώμη μου, σωκρατικής υφής αρχή:
σύμφωνα με την, ούτως ειπείν, λεπίδα του Σωκράτους, ουδεμία
μεθοδολογική πρόοδος είναι νομιμοποιημένη στο πεδίο της ηθικής
και της πολιτικής φιλοσοφίας, αν δεν επιλύει, συγχρόνως, με τον
καλύτερο τρόπο, άμεσα ή έμμεσα, ουσιώδη ηθικά και πολιτικά
ζητήματα. (Η σωκρατική αρνησιγνωσία είναι πάντως μεθοδολογικά
ευτράπελη.) Διαφορετικά, γιατί, εκτός του να αποτελεί πράγματι
πρόοδο, να προκαλεί το δικαιολογημένο ενδιαφέρον μας; (Για τους
άλλους φιλοσοφικούς κλάδους ίσως αρκεί η εκτός αυτών πρόοδος
των επιστημών, φυσικών και μη.)
Στα πρακτικά (με τη φιλοσοφική έννοια) ζητήματα η
φιλοσοφική παράδοση, π. χ., του ελληνορωμαϊκού και χριστιανικού
κόσμου (με τη λαμπρή εξαίρεση κάποιων στωικών συμβολών) έχει
προ πολλού καταστεί καθ’ εαυτήν θεσμικά ασήμαντη, αν όχι νεκρή.
Ναι μεν οι εποχές έχουν αλλάξει, ωστόσο, ανεξαρτήτως αυτού,
ποιος θα είχε σήμερα τη φιλοσοφική προδιάθεση (αν έχει νόημα) να
μπει στον κόπο να διαφωνήσει με τον Αριστοτέλη, τον Πλάτωνα ή
τους Πατέρες της Εκκλησίας σε θέματα πρακτικά; Στο ζήτημα των
αμβλώσεων, π. χ., τα χειρότερα ίσως στις μέρες μας επιχειρήματα
θα ήταν τα οντολογικά (ως προβιβασμένα βιολογικά) ή
αριστοτελικά.
Τούτο σημαίνει τη διασκέδαση μιας πολύ διαδεδομένης αφ’
υψηλού φιλοσοφικής προκατάληψης: όχι, συνεπώς, από την πρόοδο
στη μεταηθική προς την πρόοδο στην πρωτοβάθμια ηθική και
πολιτική φιλοσοφία, αλλά, αντίστροφα∙ η πρόοδος στην τελευταία,
που δεν δύναται να βασιστεί, ως εφηρμοσμένος γνωστικός κλάδος,
σε ετοιμοπαράδοτες μεγαλοπρεπείς θεωρίες, αλλά πρέπει να
συντελεστεί μόνο με την ταπεινή αντιμετώπιση των ουσιωδών στην
ονομαστική τους αξία, ενδέχεται να προκαλέσει μια πρόοδο και
στην πραγμάτευση των λεγόμενων μεταηθικών ζητημάτων∙ π. χ.,
του γνωστικού χαρακτήρα και της αντικειμενικότητας των ηθικών
και πολιτικών αξιολογήσεων. Υπέρ της αυτοτέλειας της πολιτικής
Φίλιππος. Βασιλόγιαννης Πολιτική φιλοσοφία μετά τον Rawls
8
φιλοσοφίας συνηγορούν απ’ ευθείας, κατά τον ύστερο Rawls, και
λόγοι πολιτικοί: οι αρχές της δικαιοσύνης αδυνατούν να
θεμελιωθούν, κατά τρόπο στέρεο και ανθεκτικό, σε περιεκτικά
κοσμοθεωρητικά δόγματα, περιλαμβανομένων των μεγάλων
φιλοσοφικών συστημάτων του παρελθόντος, ακόμη και της
νεωτερικής παράδοσης του κοινωνικού συμβολαίου.
Πρέπει να είναι, λοιπόν, δυνατή μια μεταφυσικά ελαχίστως
βεβαρημένη σύλληψη του κανονιστικού πεδίου της πολιτικής
φιλοσοφίας.
***
Παίρνοντας τα πράγματα από την αρχή και με τη σειρά, οι
αρχές της δικαιοσύνης έχουν, ως γνωστόν, στην οριστική τους
διατύπωση ως εξής:
(α) Κάθε πρόσωπο έχει ένα ισότιμο δικαίωμα σε ένα απόλυτα επαρκές
σύστημα ίσων βασικών ελευθεριών, το οποίο είναι συμβατό με ένα όμοιο
σύστημα ελευθεριών για όλους.
(β) Κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες πρέπει να ικανοποιούν δύο
προϋποθέσεις: πρώτον, να συνδέονται με αξιώματα και θέσεις ανοικτές
σε όλους υπό συνθήκες ακριβοδίκαιης ισότητας ευκαιριών∙ και δεύτερον,
πρέπει να αποβαίνουν προς το μέγιστο δυνατό όφελος των λιγότερο
ευνοημένων μελών της κοινωνίας.
Χωρίς να μπορούμε να πραγματευτούμε εδώ πολλά (και αγνοώντας
δευτερεύοντα ζητήματα που ανέδειξε η ογκώδης δευτερογενής
βιβλιογραφία), η θεμελίωση των προκείμενων αρχών έγκειται, κατά
το περιώνυμο νοητικό πείραμα της αρχικής θέσης, και στην επιλογή
τους υπό ακριβοδίκαιες μεν συνθήκες, δηλαδή βάσει αρχών ηθικής
ορθολογικότητας, αλλά και βάσει αρχών εργαλειακής
ορθολογικότητας∙ όπως την εννοεί η επιστήμη των οικονομικών
(εναλλακτικές αντιλήψεις της δεν υφίστανται).
Αν, συνεπώς, βρεθούμε πίσω από ένα πέπλο άγνοιας, ως προς
την προσωπική μας ταυτότητα (ψυχολογική, σωματική ή κοινωνική),
έχοντας όμως γνώση της λιτής ταυτότητάς μας ως προσώπων, ή,
κατά την ορολογία του Rawls, επίγνωση των δύο ηθικών δυνάμεών
μας, να επιδιώκουμε το αγαθό και να ακολουθούμε ακριβοδίκαιους
κανόνες (επειδή διαθέτουμε, δηλαδή, αίσθημα δικαιοσύνης)∙ και αν
κληθούμε να προβούμε στην κρίσιμη εκτίμηση, επιλέγοντας την
Φίλιππος. Βασιλόγιαννης Πολιτική φιλοσοφία μετά τον Rawls
9
καλύτερη από τις χειρότερες εναλλακτικές, μεριμνώντας,
συγχρόνως, και για τη σταθερότητα της δίκαιης κοινωνίας στο
διηνεκές∙ τότε, έναντι, π. χ., μιας ωφελιμιστικής αρχής δικαιοσύνης
(αν υφίσταται ωφελιμιστική έννοιά της), ως προς τη μεγιστοποίηση
της συνολικής ωφέλειας (π. χ., της ικανοποίησης των προτιμήσεων
των περισσοτέρων), η εύλογη και ορθολογική, δηλαδή και πλέον
συμφέρουσα, επιλογή μας είναι υπέρ των ανωτέρω αρχών της
δικαιοσύνης ως ακριβοδικίας.
Η ωφελιμιστική, π. χ., αρχή, αν επιλεγεί, αδυνατεί να μας
εγγυηθεί κατηγορηματικά το status μας ως ελεύθερων και ισότιμων
προσώπων στο πλαίσιο της κοινωνικής συνύπαρξης και συμβίωσής
μας. Όταν το πέπλο άγνοιας αρθεί και αποκτήσουμε γνώση της
προσωπικής μας ταυτότητας, τα αίτια της τυχόν δυσάρεστης
έκπληξής μας δεν αποτελούν λόγο για την υποβολή παραπόνων (σε
ποιον άραγε;), εφ’ όσον η (σχετικά ή απόλυτα) κακή μας θέση, σε
σύγκριση με τη θέση που θα είχαμε ως λιγότερο ευνοημένοι στην
κοινωνία της δικαιοσύνης ως ακριβοδικίας, αν είχαμε προβεί στην
αντίθετη επιλογή, είναι πράγματι όρος για τη μεγιστοποίηση της
συνολικής ωφέλειας. Πώς εγγυώνται το status μας αυτό οι
ανταγωνιστικές προς την ωφελιμιστική αρχές της δικαιοσύνης ως
ακριβοδικίας;
Οι εν λόγω αρχές δεν έχουν πάντως ως αντικείμενό τους μια
κατά το δοκούν κατανομή πόρων, αλλά τη βασική δομή της δίκαιης
κοινωνίας, δηλαδή, θεσμούς. Οι εν λόγω πολιτικοί και κοινωνικοί
θεσμοί εξ υποκειμένου σημαίνουν ότι κάθε πρόσωπο, υπό τις
συνθήκες ελευθερίας και ισότητας που καθορίζουν οι αρχές
δικαιοσύνης, θα βρεθεί στην υψηλότερη, δεδομένων των
οποιωνδήποτε ιστορικών, πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών,
δυνατή θέση:
Φίλιππος. Βασιλόγιαννης Πολιτική φιλοσοφία μετά τον Rawls
10
Σχηματοποιώντας το ζήτημα, στην ανωτέρω παράσταση, ο
κάθετος άξονας παριστά τους λιγότερο ευνοημένους και ο
οριζόντιος τους περισσότερο. JJ είναι η ανώτατη γραμμή της
δικαιοσύνης, η οποία εφάπτεται με την καμπύλη OP στο σημείο
διανεμητικής αποτελεσματικότητας D, το πλησιέστερο προς την
απόλυτη ισότητα, την οποία αναπαριστά η γραμμή των 45ο. (Το
σημείο Ν είναι της περίφημης ισορροπίας του Nash, το B εκεί που θα
κατέληγε μια ωφελιμιστική κατανομή, κατά τον Bentham, και το F
ενός φεουδαρχικού συστήματος μη αμοιβαίας συνεργασίας, όπου η
καμπύλη ακολουθεί πλέον κάθετη φορά). Το σημείο της μέγιστης
διανεμητικής δικαιοσύνης προσδιορίζεται, κατά το περιεχόμενό του,
από τα πρωταρχικά για την άσκηση των δύο ηθικών δυνάμεων κάθε
προσώπου αγαθά που του παρέχουν οι αρχές της δικαιοσύνης.
Πρόκειται ιδίως για:
1. Τις ίσες ελευθερίες της πρώτης αρχής. Δηλαδή, για τις
πολιτικές ελευθερίες του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι και
τις ατομικές ελευθερίες λόγου, συνείδησης, κίνησης,
σωματικής και ψυχικής ακεραιότητας, προσωπικής
ιδιοκτησίας (όχι ιδιοκτησίας και επί των μέσων παραγωγής:
οι αρχές δικαιοσύνης είναι ανοικτές προς τη σοσιαλιστική
ουτοπία, δηλαδή προς την ιστορία), καθώς και επιλογής
απασχόλησης και προσωπικής ασφάλειας (που την
εγγυάται το κράτος δικαίου).
2. Τις ίσες ευκαιρίες του πρώτου μέρους της δεύτερης αρχής
(κατά των διακρίσεων).
Φίλιππος. Βασιλόγιαννης Πολιτική φιλοσοφία μετά τον Rawls
11
3. Το (χρηματικό) εισόδημα, κατά κανόνα, ως μέσον παντός
σκοπού, και μόνο κατ’ εξαίρεσιν παροχές εις είδος (όπως, π.
χ., ιατρικής περίθαλψης ή εκπαίδευσης).
** **
Έρχομαι, τώρα, στο πώς ο ίδιος o Rawls επανεπεξεργάστηκε
θέματα της Θεωρίας στο φως και των κριτικών αποτιμήσεών της,
που η εμφάνισή τους, όπως ήταν φυσικό, εν τω μεταξύ πύκνωνε (σε
βαθμό που η επισκόπηση της δευτερογενούς βιβλιογραφίας να είναι
σήμερα πάρα πολύ δυσχερής και ποτέ πλήρης). Αντιμετωπίζοντας
κάποια από τα ανοικτά ζητήματα της Θεωρίας με την περιώνυμη
μελέτη του, «Kantian Constructivism in Moral Theory» (1982),
φαίνεται ότι ο Rawls εγκαινίασε μια στροφή προς τη βαθύτερη
αναζήτηση των καντιανών πηγών της Θεωρίας του,
ανακεφαλαιώνοντάς την σε ένα κονστρουκτιβιστικό, εφεξής:
κατασκευοκρατικό, μεθοδολογικό πλαίσιο.
Η καντιανή εκδοχή τής κατασκευοκρατίας διακρίνεται, κατά
τον Rawls, από την κανονιστική προτεραιότητα του προσώπου (όλα
τα υπόλοιπα απλώς έπονται): το πεδίο της εν λόγω προτεραιότητας
καθορίζει μια εύλογη διαδικασία κατασκευής των ίδιων των αρχών
της δικαιοσύνης∙ όχι μόνον κατόπιν επιλογής, αλλά – πρέπει να
προσθέσει κανείς – και αναστοχαστικά, προ και ανεξαρτήτως της
επιλογής τους στην αρχική θέση. (Η επιλογή των αρχών, έναντι της
ωφελιμιστικής μιας και μόνης αρχής, τις προϋποθέτει.) Η ίδια η
διαδικασία κατασκευής, βέβαια, δεν κατασκευάζεται∙ όπως και οι
προαναφερθείσες βασικές έννοιες, π. χ., του προσώπου και της
(δίκαιης) κοινωνίας, ως συστήματος ακριβοδίκαιης συνεργασίας,
που, στο ίδιο πλαίσιο, συνδέονται ακριβώς μέσω μιας τρίτης έννοιας:
εκείνης της αρχικής θέσης.
Οι αρχές δικαιοσύνης που καλούνται να ρυθμίσουν μια
εύτακτη κοινωνία στο διηνεκές συλλαμβάνονται ως εάν έχουν
επιλεγεί από αντιπροσώπους των ιδίων των προσώπων, ως
ελεύθερων και ισότιμων υποκειμένων, υπό τις συνθήκες μιας
ακριβοδίκαιης πρωταρχικής κατάστασης· της αρχικής θέσης, η
οποία, προκειμένου η οποιαδήποτε επιλογή να είναι δεσμευτική
κατά τρόπο αμετάκλητο (δηλαδή, τον θεμελιώδη που αρμόζει στο
ζήτημα αρχής), πρέπει να αναπαριστά το ηθικό και πολιτικό status
των αντιπροσωπευομένων (ως προσώπων). Τα ισότιμα και ελεύθερα
Φίλιππος. Βασιλόγιαννης Πολιτική φιλοσοφία μετά τον Rawls
12
πρόσωπα, ακριβώς ως «εύλογα» (πρωτίστως με αίσθημα
δικαιοσύνης), έχουν την αυθεντία να αξιώσουν την ακριβοδίκαιη (υπό
το πέπλο άγνοιας) κατασκευή (δηλαδή επιλογή) των θεσμών εν
ονόματί τους και χάριν των θεμελιωδών συμφερόντων τους.
Η διαδικασία της κατασκευής είναι, συνεπώς, αμιγής: η
επιλογή είναι θεμελιωδώς δίκαιη και δεν υπόκειται σε μη