Top Banner
305

ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Dec 29, 2015

Download

Documents

kareklas

fiction
Welcome message from author
This document is posted to help you gain knowledge. Please leave a comment to let me know what you think about it! Share it to your friends and learn new things together.
Transcript
Page 1: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg
Page 2: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

ΕΝΑ

Η μέρα ξεκίνησε με ευοίωνες προοπτικές. Ξύπνησε νωρίς, πριν από την υπόλοιπη οικογένειά, καικατάφερε να γλιστρήσει έξω απαρατήρητος, αφού πρώτα ντύθηκε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε. Πήρεεπίσης μαζί του το κράνος της ιπποτικής πανοπλίας του και το ξύλινο σπαθί, που το κράδαινεευτυχισμένος καθώς κάλυπτε τρέχοντας τα εκατό μέτρα από το σπίτι μέχρι τη Χαράδρα τουΒασιλιά. Σταμάτησε για μια στιγμή και κοίταξε με δέος την απόκρημνη σχισμή που έκοβε στη μέσητον βραχώδη σχηματισμό. Το πλάτος της. η απόσταση δηλαδή ανάμεσα στους δύο βράχους πουυψώνονταν καμιά δεκαριά μέτρα προς τον ουρανό, εκεί που μόλις είχε αρχίσει να σκαρφαλώνει οκαλοκαιρινός ήλιος, ήταν δύο μέτρα. Τρεις μεγάλοι ογκόλιθοι είχαν σφηνωθεί για πάντα στη μέσητης σχισμής, κι αυτό ήταν ένα εντυπωσιακό θέαμα. Η τοποθεσία ασκούσε μαγική έλξη σ’ ένανεξάχρονο. Το γεγονός ότι του απαγόρευαν να πηγαίνει μόνος του εκεί την έκανε ακόμα πιοελκυστική.

Πήρε το όνομά της όταν ο Όσκαρ Β’ επισκέφτηκε τη Φιελμπάκα, στα τέλη του 19ου αιώνα, αλλάαυτό ήταν κάτι που εκείνος ούτε το ήξερε ούτε τον ενδιέφερε, καθώς γλιστρούσε αργά μέσα στιςσκιές με το ξύλινο σπαθί του έτοιμο για επίθεση. Βέβαια, του είχε πει ο πατέρας του ότι οι σκηνέςαπό το Χάσμα της Κόλασης στην ταινία Ρόνια, η κόρη του ληστή είχαν γυριστεί στη Χαράδρα τουΒασιλιά, και όταν παρακολούθησε

και ο ίδιος την ταινία ένιωσε ένα μικρό γαργαλητό στο στομάχι σαν είδε τον αρχιληστή Μάτις ναδιασχίζει έφιππος τη χαράδρα. Μερικές φορές παρίστανε ότι ήταν κι αυτός ένας από τους ληστέςεκεί, αλλά σήμερα ήταν Ιππότης της Στρογγυλής Τραπέζης, όπως σ’ εκείνο το όμορφο πολύχρωμοβιβλίο που του είχε χαρίσει η γιαγιά στα γενέθλιά του.

Κινήθηκε αθόρυβα και προσεχτικά πάνω από τους μεγάλους βράχους που κάλυπταν το έδαφος καιετοιμάστηκε, με μόνα όπλα το κουράγιο και το σπαθί του, να επιτεθεί στον τεράστιο δράκο πουέβγαζε φωτιές από το στόμα. Ο καλοκαιρινή; ήλιος δεν έφτανε μέχρι κάτω στη χαράδρα, κι αυτό τηνέκανε ψυχρή και σκοτεινή. Τέλειο μέρος για δράκους. Σύντομα το αίμα θα έτρεχε ποτάμι από τονλαιμό του δράκου, και έπειτα από έναν παρατεταμένο αγώνα ζωής ή θανάτου θα σωριαζόταν νεκρόςμπροστά στα πόδια του.

Του τράβηξε την προσοχή κάτι που είδε με την άκρη του ματιού του. Πίσω από έναν μεγάλο βράχοφαινόταν ένα κομμάτι από κόκκινο ύφασμα, και η περιέργεια του μεγάλωσε. Ο δράκος μπορούσε ναπεριμένει. Ίσως να υπήρχε ένας κρυμμένος θησαυρός εκεί πέρα. Πήρε φόρα, πήδηξε πάνω στονβράχο και κοίταξε κάτω. από την άλλη πλευρά του. Για λίγο έχασε την ισορροπία του και κόντεψενα πέσει προς τα πίσω. αλλά ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα, αφού ταλαντεύτηκε αρκετές φορέςανεμίζοντας τα χέρια του, την ξαναβρήκε. Αργότερα δεν θα παραδεχόταν ότι φοβήθηκε, αλλάακριβώς εκείνη τη στιγμή είχε αισθανθεί τον μεγαλύτερο φόβο της εξάχρονης ζωής του. Μια κυρίακείτονταν εκεί και τον περίμενε. Ξαπλωμένη ανάσκελα, είχε το βλέμμα καρφωμένο πάνω του. Ηπρώτη σκέψη που έκανε ενστικτωδώς ήταν να το βάλει στα πόδια, πριν προλάβει εκείνη να τοντσακώσει να παίζει σ’ ένα μέρος όπου δεν επιτρεπόταν. Ίσως να τον ανάγκαζε να της πει πού έμενεκαι να τον πήγαινε, σέρνοντας τον, στη μαμά και τον μπαμπά, οι οποίοι θα θύμωναν πολύ και θα τονρωτούσαν -

όπως σε βλέπω και με βλέπεις - πόσες φορές τού είχαν πει ότι απαγορευόταν να πηγαίνει στη

Page 3: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Χαράδρα του Βασιλιά χωρίς να τον συνοδεύει κάποιος ενήλικας.

Το περίεργο όμως ήταν ότι εκείνη η κυρία δεν κουνιόταν καθόλου. Ούτε ρούχα φορούσε, και για μιαστιγμή ένιωσε ντροπή που στεκόταν και κοίταζε μια γυμνή κυρία. Το κόκκινο που είχε δει δεν ήτανκομμάτι από ύφασμα αλλά κάτι μουσκεμένο ακριβώς δίπλα της, ενώ δεν έβλεπε πουθενά τα ρούχατης. Ήταν πολύ παράξενο να κείτεται εκεί γυμνή. Άλλωστε, έκανε πολύ κρύο εκεί κάτω.

Μετά, κάτι απίθανο του πέρασε από το μυαλό: Ότι η κυρία ίσως να ήταν νεκρή! Δεν μπορούσε ναβρει άλλη εξήγηση για την ακινησία της. Αυτή η ξαφνική συνειδητοποίηση τον έκανε να πηδήξειαπό τον βράχο και να υποχωρήσει αργά προς το στόμιο της χαράδρας. Αφού απομακρύνθηκε κάναδυο μέτρα από τη νεκρή γυναίκα, έκανε μεταβολή και έτρεξε στο σπίτι όσο πιο γρήγορα μπορούσε.Δεν τον ένοιαζε πια αν θα τον μάλωναν.

Ο ιδρώτας έκανε τα σεντόνια να κολλάνε στο κορμί της. Η Ερίκα στριφογύριζε στο κρεβάτι, αλλάήταν αδύνατο να βρει μια βολική στάση. Η φωτεινή καλοκαιρινή νύχτα δεν διευκόλυνε διόλου τηνκατάσταση της αϋπνίας, και για χιλιοστή φορά υπενθύμισε στον εαυτό της να αγοράσει κουρτίνεςσυσκότισης και να τις κρεμάσει στα παράθυρα ή, καλύτερα, να πείσει τον Πάτρικ να το κάνει.

Πόσο την εκνεύριζε που τον έβλεπε να κοιμάται τόσο άνετα! Μα πώς μπορούσε να είναιξαπλωμένος και να ροχαλίζει, όταν εκείνη έμενε ξύπνια τη μια νύχτα μετά την άλλη; Ηταν και δικότου το μωρό. Δεν μπορούσε να μένει κι αυτός ξύπνιος, τουλάχιστον από συμπόνια; Τον σκούντηξεελαφρά με την ελπίδα ότι θα ξυπνούσε. Μπα, χαμπάρι δεν έπαιρνε. Τον σκούντηξε πιο δυνατά.Εκείνος μούγκρισε, τράβηξε τα σκεπάσματα πάνω του και της γύρισε την πλάτη.

Αναστενάζοντας, γύρισε ανάσκελα, σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος και κάρφωσε το βλέμμα στοταβάνι. Η κοιλιά της ήταν τεράστια, σαν μεγάλη υδρόγειος σφαίρα, προσπάθησε να φανταστεί τομωρό να κολυμπάει μέσα της στο απόλυτο σκοτάδι. Ίσως να είχε το δάχτυλο στο στόμα. Αν και όλαήταν πολύ εξωπραγματικά για να μπορεί να φέρει οποιαδήποτε εικόνα μωρού στο μυαλό της. Ήτανστον όγδοο μήνα, αλλά ακόμη δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει ότι είχε ένα μέσα της. Τέλοςπάντων, πολύ σύντομα θα γινόταν κι αυτό μια απόλυτη πραγματικότητα. Η Ερίκα ήταν διχασμένηανάμεσά στη λαχτάρα και τον φόβο. Δεν μπορούσε να ασχοληθεί με τίποτε άλλο εκτός από τηγέννα. Για να ήταν ειλικρινής, αυτή τη στιγμή τής ήταν πολύ δύσκολο να δει πέρα από το πρόβλημαότι δεν μπορούσε να κοιμηθεί μπρούμυτα. Έριξε μια ματιά στο ξυπνητήρι. Τέσσερις και σαράνταδύο. Μήπως έπρεπε ν’ ανάψει το πορτατίφ και να διαβάσει λίγο αντί να βασανίζεται;

Έπειτα από τρεισήμισι ώρες και ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, που είχε τα χάλια του, λίγο έλειψε ναπέσει από το κρεβάτι όταν ακούστηκε ο διαπεραστικός ήχος του τηλεφώνου. Ως συνήθως έδωσεαμέσως το ακουστικό στον Πάτρικ.

«Ναι, Πάτρικ εδώ». Η φωνή του ήταν βραχνή από τον ύπνο. «Ναι, βέβαια, ω γαμώτο! Ναι, μπορώ ναέρθω σε ένα τέταρτο, θα σε δω εκεί».

Στράφηκε προς την Ερίκα:

«Επείγον. Πρέπει να πάω».

Page 4: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Μα εσύ έχεις άδεια. Δεν μπορεί να το αναλάβει κάποιος άλλος;» Καταλάβαινε ότι η φωνή τηςακουγόταν κάπως γκρινιάρικη, αλλά η αϋπνία μιας ολόκληρης νύχτας δεν μπορούσε να βελτιώσει τηδιάθεσή της.

"Είναι φόνος. Ο Μέλμπεργ θέλει να είμαι κι εγώ εκεί. Θα πάει και αυτός".

«Φόνος; Πού;»

«Εδώ, στη Φιελμπάκα. Ένα αγοράκι βρήκε σήμερα το πρωί μια νεκρή γυναίκα στη Χαράδρα τουΒασιλιά».

0 Πάτρικ ντύθηκε στα γρήγορα, κάτι που ήταν εύκολο, μια που στα μέσα του Ιουλίου χρειαζότανμόνο ανάλαφρα καλοκαιρινά ρούχα. Πριν εξαφανιστεί τρέχοντας, έσκυψε στο κρεβάτι και φίλησετην Ερίκα στην κοιλιά, κάπου σ’ εκείνη την περιοχή όπου θυμόταν κάποτε ότι είχε έναν αφαλό.

«Γεια σου, μωρό. Να είσαι καλό με τη μαμά τώρα- σύντομα θα επιστρέψω κι εγώ στο σπίτι».

Τη φίλησε στο μάγουλο και έφυγε βιαστικά. Αναστενάζοντας. η Ερίκα σηκώθηκε με δυσκολία απότο κρεβάτι και φόρεσε μία από τις τέντες που αποκαλούσε ρούχα, τα οποία για την ώρα ήταν ταμόνα που τη χωρούσαν. Λες και δεν ήξερε, είχε διαβάσει ένα σωρό βιβλία για μωρά και κατά τηγνώμη της θα έπρεπε να πιάσουν όλους αυτούς που έγραφαν για τη χαρωπή κι ευτυχισμένη ζωή μιαςεγκύου, να τους πάνε σε μια πλατεία και να τους μαστιγώσουν δημοσίως. Διότι πιο κοντά στηνπραγματικότητα ήταν η αϋπνία, ο πόνος στις αρθρώσεις, οι φλεβίτιδες, οι αιμορροΐδες, οιεφιδρώσεις και οι ορμονικές διαταραχές. Σιγά μην εξέπεμπε και καμία εσωτερική λάμψη. Μπούρδες.Μουρμουρίζοντας, κατέβηκε σιγά σιγά τη σκάλα για να πιει το πρώτο φλιτζάνι καφέ της ημέρας.Ίσως ο καφές να διέλυε κάπως τις ομίχλες στο κεφάλι της.

Όταν έφτασε ο Πάτρικ, επικρατούσε ήβη πυρετώδης δραστηριότητα. Η είσοδος στη χαράδρα είχεαποκλειστεί με κίτρινη πλαστική ταινία, και ο Πάτρικ μέτρησε τρία περιπολικά και ένα ασθενοφόρο.Οι άντρες της Σήμανσης από την Ουντεβάλα είχαν ήδη πιάσει δουλειά, και απέφυγε, όπως πολύκαλά ήξερε, να μπει στον αποκλεισμένο χώρο. Αυτό ήταν ένα κλασικό λάθος για αρχάριους, που δενεμπόδιζε όμως τον προϊστάμενό του, τον αρχιεπιθεωρητή Μέλμπεργ, να σουλατσάρει ανάμεσα

στους τεχνικούς του Εγκληματολογικού. Εκείνοι κοίταζαν απελπισμένοι τα παπούτσια του και ταρούχα του, τα οποία μετέφεραν χιλιάδες ίνες και σωματίδια στον ευαίσθητο χώρο εργασίας τους.Οταν ο Πάτρικ στάθηκε πίσω από την ταινία και έκανε νόημα στον Μέλμπεργ, ο τελευταίος -προςμεγάλη ανακούφιση των τεχνικών- πήγε προς το μέρος του και δρασκέλισε την ταινία.

«Γεια και χαρά σου, Χέντστρεμ » είπε ο αρχιεπιθεωρητής.

Η φωνή του ήταν εγκάρδια, σχεδόν χαρούμενη και ο Πάτρικ έμεινε άναυδος. Για μια στιγμή νόμισεότι ο Μέλμπεργ ήταν έτοιμος να τον αγκαλιάσει, αλλά ευτυχώς έχανε λάθος. Παρ’ όλα αυτά, οΜέλμπεργ έδειχνε άλλος άνθρωπος! Δεν είχε περάσει πάνω από μία εβδομάδα από τότε που οΠάτρικ είχε πάρει άδεια, αλλά ο άντρας που ήταν μπροστά του δεν είχε πραγματικά καμία σχέση μ’εκείνο τον βλοσυρό τύπο που είχε αφήσει στο γραφείο του, ο οποίος μουρμούριζε ότι οι διακοπές,ως έννοια, έπρεπε να καταργηθούν.

Page 5: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

0 Μέλμπεργ έπιασε με μεγάλο ενθουσιασμό το χέρι του Πάτρικ και το κούνησε αρκετές φορές σανλαβή χειροκίνητης αντλίας, ενώ με το άλλο τον χτυπούσε στην πλάτη.

«Και πώς πάνε τα πράγματα με την κλώσα στο σπίτι; Θα έχουμε καμιά γέννα σύντομα ή όχι;»

«Σε κάνα μήνα περίπου, μας είπαν».

0 Πάτρικ δεν μπορούσε με τίποτα να καταλάβει τι ήταν αυτό που είχε προκαλέσει τη χαρούμενησυμπεριφορά του Μελμπεργ, αλλά άφησε τους προβληματισμούς στην άκρη για να συγκεντρωθείστον λόγο για τον οποίο τον είχαν καλέσει.

«Λοιπόν, τι βρήκατε;»

0 Μέλμπεργ κατέβαλε σοβαρή προσπάθεια για να σβήσει το χαμόγελο από το πρόσωπό του καιέδειξε προς το σκοτεινό εσωτερικό της χαράδρας.

«Ενα μικρό αγόρι, έξι χρονών περίπου, βγήκε κρυφά το πρωί, όσο κοιμόντουσαν ακόμη οι δικοίτου, και πήγε, καθώς

λέει, να παίξει τον ιππότη εδώ, ανάμεσα στα βράχια. Αντί γι’ αυτό, βρήκε μια νεκρή γυναίκα. Μαςειδοποίησαν στις έξι και και τέταρτο".

"Πόση ώρα εξετάζουν οι άνθρωποι της Σήμανσης τον τόπο του εγκλήματος;"

«Ήρθαν πριν από μία ώρα. Το ασθενοφόρο έφτασε πρώτο και οι τραυματιοφορείς διαπίστωσαναμέσως ότι δεν μπορούσαν να προσφέρουν καμία ιατρική βοήθεια. Από εκείνη τη στιγμή και μετάπαρέδωσαν τον χώρο στους τεχνικούς. Είναι λίγο εύθικτοι αυτοί εκεί οι τύποι... Μπήκα μέσα για ναρίξω απλώς μια μικρή ματιά και μου φέρθηκαν πολύ απρεπώς, πρέπει να ομολογήσω. Λοιπόν,υποθέτω ότι έτσι όπως σκύβουν όλη μέρα για να βρίσκουν ίνες με τα τσιμπιδάκια τους πρέπει ναέχουν αρχίσει να γουστάρουν την τούρλα».

Τώρα ο Πάτρικ αναγνώριζε ξανά τον προϊστάμενό του. Τα λόγια αυτά ήταν το σήμα κατατεθέν τουΜέλμπεργ, σίγουρα πράγματα. Ο Πάτρικ όμως ήξερε ότι ήταν ανώφελο να προσπαθήσει ναδιορθώσει τις αντιλήψεις του. Θα ήταν πιο εύκολο να τις αφήνει απλώς να μπαίνουν από το ένα αυτίκαι να βγαίνουν από το άλλο.

«Τι ξέρουμε για τη γυναίκα;»

«Τίποτα μέχρι στιγμής. Εκτιμάμε ότι είναι γύρω στα είκοσι πέντε. Το μοναδικό ρούχο, αν μπορείκανείς να το αποκαλέσει έτσι, είναι μια τσάντα. Κατά τ’ άλλα, είναι εντελώς τσίτσιδη. Έχει όμωςωραία βυζιά, πρέπει να πω».

0 Πάτρικ έκλεισε τα μάτια και είπε από μέσα του, σαν να προσεύχεται: Δεν θ’ αργήσει να πάρεισύνταξη. Δεν θ' αργήσει να πάρει σύνταξη...

0 Μέλμπεργ συνέχισε ακάθεκτος:

Page 6: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Η αιτία θανάτου δεν έχει ακόμη διαπιστωθεί, αλλά έχει τα χάλια της. Μώλωπες σε όλο το κορμί καιαρκετές πληγές μοιάζουν με μαχαιριές. Α, ναι, κείτεται πάνω σε μια γκρι κουβέρτα. Οπαθολογοανατόμος είναι εδώ και την εξετάζει,

και ελπίζουμε ότι σύντομα θα μας δώσει μια πρώτη αναφορά".

"Εχει γίνει καμία δήλωση εξαφάνισης για άτομο σε αυτή την ηλικία περίπου;"

"Όχι, ούτε κατά προσέγγιση. Έγινε μια δήλωση εξαφάνισης για έναν γέρο πριν από μερικέςβδομάδες, αλλά αποδείχτηκε ότι είχε απλώς βαρεθεί να κάθεται στριμωγμένος με τη γριά του σε ένατροχόσπιτο και το έσκασε με μια γκόμενα που γνώρισε στο εστιατόριο Γαλέρα».

Ο Πάτρικ είδε ότι η ομάδα των τεχνικών ετοιμαζόταν να σηκώσει προσεχτικά το πτώμα για να τοβάλει σε έναν σάκο. Τα χέρια και τα πόδια ήταν, σύμφωνα με τον κανονισμό, τυλιγμένα σε πλαστικόγια να διατηρηθούν πιθανά στοιχεία Οι τεχνικοί του Εγκληματολογικού από την Ουντεβάλασυνεργάζονταν για να τοποθετήσουν τη γυναίκα στον σάκο με τον αποτελεσματικότερο δυνατότρόπο. Μετά, θα έβαζαν σε πλαστική σακούλα και την κουβέρτα πάνω στην οποία βρέθηκε η κοπέλαγια να την εξετάσουν λεπτομερώς.

Η έκπληξη που ζωγραφίστηκε στα πρόσωπά τους και ο τρόπος που πάγωσαν πάνω στην κίνησηαποκάλυψαν στον Πάτρικ ότι κάτι είχε συμβεί.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε.

«Δεν θα το πιστέψετε» είπε ο ένας από τους αστυνομικούς «αλλά εδώ υπάρχουν κόκαλα. Και δύονεκροκεφαλές. Από τον αριθμό των οστών, θα έλεγα ότι φτάνουν για δύο σκελετούς».

ΔΥΟ

Καλοκαίρι 1979

Έκανε αρκετά επικίνδυνα οχτάρια με το ποδήλατο καθώς επέστρεφε στο σπίτι της εκείνη τη νύχτατου Μεσοκαλόκαιρου. Είχε γλεντήσει λίγο παραπάνω απ' όσο έπρεπε, αλλά δεν είχε καμία σημασία.Ενήλικη ήταν, μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε. Το καλύτερο ήταν που είχε ξεφορτωθεί για λίγο τοπαιδί. Τη μικρή με τα κλάματά της, την ακόρεστη δίψα της για αγκαλιές και με ένα σωρό απαιτήσειςγια πράγματα που δεν μπορούσε να της δώσει. Εξαιτίας του μωρού ήταν αναγκασμένη να ζει ακόμηστης μάνας της, στης γριάς μέγαιρας, που δεν την άφηνε να το κουνήσει ρούπι πέρα από την πόρτα,παρόλο που ήταν δεκαεννέα χρονών. Ήταν θαύμα που την άφησε να ξεμυτίσει απόψε για ναγιορτάσει το Μεσοκαλόκαιρο.

Αν δεν είχε το μωρό, θα μπορούσε να μένει μόνη της τώρα πια και να κερδίζει τα δικά της λεφτά. Θαμπορούσε να βγαίνει όποτε γούσταρε και να γυρίζει στο σπίτι όταν της κάπνιζε, δίχως να την ενοχλείκανένας. Αλλά με τη μικρή δεν μπορούσε να κάνει τίποτε απ’ όλ’ αυτά. Το καλύτερο θα ήταν να τηδώσει για υιοθεσία, αλλά η

γριά δεν ήθελε ούτε να το ακούσει αυτό. κι έτσι τώρα πλήρωνε αυτή τη νύφη. Αν η μητέρα της ήθελε

Page 7: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

τόσο πολύ να κρατήσει τη μικρή, γιατί δεν την αναλάμβανε μόνη της

Τώρα που η γριά θα την έβλεπε να γυρίζει χαράματα στο σπίτι θα της έχανε μούτρα. Βέβαια, ταχνότα της έζεχναν αλκοόλ, και ήταν σίγουρη ότι αυτό το μεθύσι θα το πλήρωνε αργότερα, αλλάάξιζε τον κόπο. Τόσο καλά είχε να περάσει από τότε που γεννήθηκε εκείνο το βρομόπαιδο.

Πέρασε με ταχύτητα τη διασταύρωση στο βενζινάδικο και συνέχισε ευθεία. Κατόπιν έστριψεαριστερά προς το Μπρέκε, αλλά έχασε την ισορροπία της και παραλίγο να πέσει στο χαντάκι.Ευθυγράμμισε ξανά τις ρόδες του ποδηλάτου και άρχισε να κάνει πεντάλ πιο δυνατά για να έχει λίγηφόρα καθώς θα έφτανε στην απότομη ανηφόρα. Τα μαλλιά της ανέμιζαν, ενώ η φωτεινήκαλοκαιρινή νύχτα ήταν απολύτως γαλήνια. Έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια και σκέφτηκε εκείνητην επίσης φωτεινή νύχτα που την είχε αφήσει έγκυο ο Γερμανός. Ήταν μια υπέροχη νύχτα, μιανύχτα απαγορευμένη... Δεν άξιζε όμως το τίμημα που αναγκάστηκε τελικά να πληρώσει.

Άνοιξε ξαφνικά τα μάτια της, καθώς το ποδήλατο χτύπησε πάνω σε κάτι. Το τελευταίο πράγμα πουθυμόταν ήταν το έδαφος που ερχόταν καταπάνω της με μεγάλη ταχύτητα.

Μόλις επέστρεψε στο αστυνομικό τμήμα του Τανουμσχέντε, ο Μέλμπεργ έπεσε σε μεγάληπερισυλλογή, πράγμα εντελώς ασυνήθιστο. Ούτε ο Πάτρικ μιλούσε εκεί που καθόταν απέναντί τουστην τραπεζαρία του προσωπικού, σκεφτόταν κι αυτός τα συμβάντα του πρωινού. Έκανε πολλήζέστη για να πιει καφέ αλλά χρειαζόταν κάτι τονωτικό, και το αλκοόλ μάλλον δεν ήταν η κατάλληληεπιλογή. Τίναζαν και οι δύο τα πουκάμισά τους για να δροσιστούν λίγο, 0 κλιματισμός είχε χαλάσειεδώ και δύο εβδομάδες, κι ακόμη δεν είχαν καταφέρει να φέρουν κάποιον για να τον επισκευάσει.Τα πρωινά συνήθως η θερμοκρασία ήταν σχετικά ανεκτή, αλλά προς το απόγευμα η ζέστη γινόταναφόρητη.

«Τι διάβολο συμβαίνει;» είπε ο Μέλμπεργ, ξύνοντας σκεφτικός το κεφάλι του στη μέση της φωλιάςπου είχε δημιουργήσει με τα επιμελώς χτενισμένα μαλλιά του για να κρύβει τη φαλάκρα του.

«Για να είμαι ειλικρινής, δεν έχω ιδέα. Έχουμε ένα γυναικείο πτώμα πάνω σε δύο σκελετούς. Αν δενείχε δολοφονηθεί κάποιος, μπορεί και να πίστευα ότι πρόκειται για φάρσα. Για κλεμμένουςσκελετούς από κάποιο εργαστήριο βιολογίας ή κάτι τέτοιο, αλλά τώρα δεν μπορούμε να αγνοήσουμετο γεγονός ότι έχουμε μια δολοφονημένη γυναίκα. Ακουσα μάλιστα ένα σχόλιο που έκανε ένας απότους τεχνικούς του Εγκληματολογικού. Είπε ότι τα οστά δεν φαίνονταν και τόσο πρόσφατα.Φυσικά, αυτό ίσως να εξαρτάται και από τον χώρο όπου βρίσκονταν. Μπορεί να ήταν εκτεθειμέναστις καιρικές συνθήκες ή, αντίθετα, προστατευμένα. Ας ελπίσουμε ότι ο ιατροδικαστής θα μπορέσεινα κάνει κάποια εκτίμηση για την ηλικία τους».

"Ναι, βέβαια. Πότε λες να μας δώσει μια πρώτη αναφορά;" Ο Μέλμπεργ ζάρωσε το μέτωπό τουπροβληματισμένος.

"Σήμερα κιόλας θα μας στείλει μια προκαταρκτική έκθεση. Έπειτα, θα του πάρει μάλλον κάνα δυομέρες για να τα εξετάσει όλα πιο σχολαστικά. Οπότε, μέχρι τότε θα δουλέψουμε με ό,τι έχουμε σταχέρια μας. Πού είναι οι άλλοι;»

Ο Μέλμπεργ αναστέναξε. «Ο Γιέστα πήρε άδεια σήμερα. Έχει λέει, κάποιο παιχνίδι γκολφ ή κάτι

Page 8: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

τέτοιο τέλος πάντων. Ο Έρνστ και ο Μάρτιν έχουν πάει να ελέγξουν μια κλήση. Η Άνικα βρίσκεταισε κάποιο ελληνικό νησί. Μάλλον πίστευε ότι έβρεχε πάλι φέτος το καλοκαίρι. Άτυχη πέρα για πέρα.Δεν γίνεται να χαίρεσαι όταν αφήνεις τη Σουηδία με τέτοιον καιρό..

Ο Πάτρικ τον κοίταξε ξανά έκπληκτος, απορώντας γι’ αυτή την ασυνήθιστη επίδειξη συμπόνιας εκμέρους του. Ήταν σίγουρο πως κάτι περίεργο συνέβαινε. Αλλά δεν υπήρχε λόγος να σπαταλάειτώρα τον χρόνο του γι’ αυτό. Είχαν σημαντικότερα πράγματα να σκεφτούν.

«Βέβαια, ξέρω ότι έχεις άδεια και αυτή την εβδομάδα αλλά μήπως θα μπορούσες να έρθεις και ναμας δώσεις ένα χεράκι σε αυτή την υπόθεση, 0 Ερνστ δεν έχει καθόλου φαντασία, και ο Μάρτινείναι πολύ άπειρος για να βγάλει πέρα μια έρευνα οπότε μπορεί να χρειαστούμε πραγματικά τηβοήθεια σου».

Όπως τέθηκε το αίτημα κολάκευε τόσο πολύ τη ματαιοδοξία του Πάτρικ που έπιασε τον εαυτό τουνα δέχεται δίχως δεύτερη κουβέντα. Σίγουρα θα άκουγε τον εξάψαλμο όταν επέστρεφε στο σπίτι,αλλά παρηγορήθηκε με τη σκέψη ότι δεν θα του έπαιρνε πάνω από ένα τέταρτο για να φτάσει αν ηΕρίκα τον χρειαζόταν επειγόντως. Αλλωστε, τελευταία είχαν την τάση να εκνευρίζουν ο ένας τονάλλο μέσα σε αυτή τη ζέστη οπότε ίσως να ήταν καλύτερα αν έλειπε λίγο από το σπίτι.

"Πρώτα θα ήθελα να ελέγξω μήπως υπάρχει καμία δήλωση εξαφάνισης για κάποια γυναίκα" είπε οΠάτρικ. «Πρέπει να αναζητήσουμε παρόμοιες δηλώσεις σε μια ευρύτερη περιοχή,

από το Στρέμσταντ, για παράδειγμα, μέχρι το Γέτεμποργ. Θα ζητήσω από τον Μάρτιν ή τον Ερνστνα το κάνουν αυτό. Νομίζω πως τους άκουσα να έρχονται».

«Πολύ καλά! Υπέροχη ιδέα! Αυτό είναι το σωστό πνεύμα. Συνέχισε έτσι!»

0 Μέλμπεργ σηκώθηκε από το τραπέζι και χτύπησε χαρούμενος τον Πάτρικ στον ώμο. Ο Πάτρικκατάλαβε ότι, ως συνήθως, πάλι αυτός θα έκανε τη δουλειά, και ο Μέλμπεργ θα έπαιρνε τη δόξα,αλλά δεν χρειαζόταν να στενοχωριέται γι’ αυτό δεν άξιζε τον κόπο.

Έβαλε, αναστενάζοντας, τα φλιτζάνια και των δυο τους στο πλυντήριο πιάτων. Το μόνο σίγουροήταν ότι σήμερα δεν θα χρειαζόταν την αντηλιακή κρέμα.

«Κουνηθείτε, άντε. εμπρός, σηκωθείτε αμέσως πάνω. Τι το περάσατε εδώ; Μήπως κάνα ξενοδοχείογια να κάθεστε και να λιάζεστε όλη μέρα;»

Οι φωνές διαπέρασαν τα παχιά στρώματα ομίχλης και αντήχησαν οδυνηρά στα κεφάλια τους. ΟΣτέφαν άνοιξε προσεχτικά το ένα μάτι, αλλά το έκλεισε αμέσως μόλις αντίκρισε τον εκτυφλωτικόήλιο του καλοκαιριού.

«Μα τι διάβολο...» Ο Ρόμπερτ, ο κατά έναν χρόνο μεγαλύτερος αδερφός του, στριφογύρισε στοκρεβάτι του και έβαλε το μαξιλάρι πάνω στο κεφάλι του. Κάποιος του το τράβηξε απότομα καιαναγκάστηκε να σηκωθεί μουρμουρίζοντας.

«Δηλαδή, δεν μπορώ να κοιμηθώ ούτε ένα πρωί σ’ αυτό εδώ το σπίτι;»

Page 9: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Εσείς οι δύο κοιμάστε κάθε πρωί, παλιοτεμπελχανάδες. Η ώρα κοντεύει δώδεκα. Αν δεν μένατεξύπνιοι να αλωνίζετε όλη νύχτα για να κάνετε ένας Θεός ξέρει τι, ίσως να μην είχατε ανάγκη νακοιμάστε κάθε μέρα όλη μέρα. Γιατί χρειάζομαι κι βοήθεια εδώ. Έχετε δωρεάν στέγη, δωρεάνφαγητό και είστε ολόκληροι άντρες. Δεν νομίζω ότι ζητάω πολλά σαν

λέω να βάλετε ένα χεράκι και να βοηθήσετε την κακόμοιρη τη μάνα σας".

Η Σουλβέϊγκ Χουλτ στεκόταν αποπάνω τους με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά από το τεράστιοκορμί της. Ήταν παχύσαρκη αλλά διέθετε εκείνη τη χλωμάδα των ανθρώπων που δεν βγαίνουν ποτέέξω από το σπίτι. Τα μαλλιά της ήταν άλουστα ενώ σκούρα ακατάστατα τσουλούφια πλαισίωναν τοπρόσωπό της.

«Είστε σχεδόν τριάντα χρονών και σας ζει η μάνα σας. Εμ βέβαια, έτσι είναι οι άντρες οι σωστοί.Και δεν μου λέτε, παρακαλώ, με τι λεφτά βγαίνετε έξω και γλεντοκοπάτε κάθε βράδυ; Δουλειά δενέχετε και λεφτά στο σπίτι δεν σας έχω δει να φέρνετε. Ένα σας λέω μόνο: Αν ήταν εδώ ο πατέραςσας τώρα δεν θα τα κάνατε αυτά! Δεν σας ειδοποίησαν ακόμη από το Γραφείο Εύρεσης Εργασίας;Είπατε ότι θα πηγαίνατε εκεί πριν από δύο εβδομάδες!»

Τώρα ήταν η σειρά του Στέφαν να σκεπάσει το κεφάλι του με το μαξιλάρι. Προσπάθησε να κλείσειαπέξω εκείνη την αιώνια γκρίνια -ήταν σαν δίσκος που είχε κολλήσει-, αλλά η Σούλβεΐγκ του τοτράβηξε βίαια. Αναγκάστηκε ν' ανακαθίσει στο κρεβάτι, αλλά μέσα στο κεφάλι του παιάνιζεδαιμονισμένα μια ολάκερη στρατιωτική μπάντα απομεινάρι της χθεσινής κραιπάλης.

«Εχω μαζέψει το πρωινό εδώ και ώρα. Τα μάζεψα όλα. Αν Θέλετε να φάτε, ανοίξτε το ψυγείο καιπάρτε ό,τι βρείτε εκεί μέσα».

Η Σούλβεΐγκ βγήκε από το μικρό δωμάτιο που μοιράζονταν ακόμη τα αδέρφια κουνώντας με χάρητον τεράστιο πισινό της κι έκλεισε πίσω της την πόρτα με πάταγο. Δεν τόλμησαν να απλώσουν ξανά.Εβγαλαν απλώς ένα πακέτο τσιγάρα κι άναψαν από ένα. Πρωινό δεν χρειάζονταν, αλλά ένατσιγαράκι θα τους καθάριζε το μυαλό και θα άφηνε ένα ευχάριστο κάψιμο στον λαιμό.

"Γαμώ τις φάσεις η χθεσινή, ε;" Ο Ρόμπερτ γέλασε και σχημάτισε μερικά δαχτυλίδια καπνού στοναέρα. «Σου είπα ότι θα είχαν πρώτα πράγματα στο σπίτι. Είναι διευθύνων σύμβουλος σε κάποιαεταιρεία στη Στοκχόλμη. Δόξα τω Θεώ που υπάρχουν και κάτι τέτοιοι τύποι...»

Ο Στέφαν δεν απάντησε. Σε αντίθεση με τον αδερφό του, δεν του ανέβαινε η αδρεναλίνη με τιςδιαρρήξεις. Μέρες πριν και ύστερα από μια διάρρηξη είχε ένα βάρος στο στομάχι λόγω άγχους.Πάντα όμως έκανε ό,τι του έλεγε ο Ρόμπερτ και ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό του να κάνει κάτιδιαφορετικό.

Η χθεσινή διάρρηξη τους είχε αποφέρει το μεγαλύτερο κέρδος που είχαν εδώ και πολύ καιρό.Τελευταία ο κόσμος είχε αρχίσει να γίνεται πιο προσεχτικός. Είχαν σταματήσει ν' αφήνουν ακριβάπράγματα στα εξοχικά τους, κάτι παλιατζούρες άφηναν μόνο, που δεν ήξεραν τι να τις κάνουν, ήπράγματα που είχαν ψωνίσει σε παζάρια και νόμιζαν ότι ήταν ευκαιρίες, αλλά στην πραγματικότηταδεν άξιζαν δεκάρα. Χτες όμως είχαν βρει μια καινούργια τηλεόραση, ένα ντιβιντί πλέιερ, έναNintendo και μια χούφτα κοσμήματα της κυρίας του σπιτιού. Ο Ρόμπερτ θα τα πουλούσε μέσω των

Page 10: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

συνηθισμένων κυκλωμάτων και θα κονόμαγαν καλά λεφτά. Όχι ότι θα τους έφταναν για πολύ καιρό.Τα κλεμμένα λεφτά ήταν πάντα σαν να τα έβαζες σε τρύπιες τσέπες και μέσα σε δύο εβδομάδες θαείχαν τελειώσει, θα τα σπαταλούσαν σε τυχερά παιχνίδια, παρέες κεράσματα και σε κάνα μαραφέτι.Ο Στέφαν κοίταξε το ακριβό ρολόι που φορούσε. Ευτυχώς που η μάνα του δεν καταλάβαινε απόακριβά πράγματα ακόμα κι αν της τα έδειχνες. Αν ήξερε πόσο κόστιζε, δεν θα ξανάβαζε ποτέγλώσσα μέσα της.

Μερικές φορές ένιωθε σαν παγιδευμένο χάμστερ σε τροχό, που δεν σταματούσε να στριφογυρίζειποτέ, καθώς τα χρόνια περνούσαν ανελέητα. Τίποτα δεν είχε αλλάξει πραγματικά από τότε που ήτανέφηβοι, και ούτε τώρα έβλεπε καμία διέξοδο. Αυτό που έδινε τώρα νόημα στη ζωή του ήταν και το

μόνο πράγμα που είχε κρατήσει κρυφό από τον Ρόμπερτ. Κάτι βαθιά μέσα του του έλεγε ότι δεν θαέβγαινε τίποτα καλό αν το εκμυστηρευόταν στον αδερφό του. Σίγουρα ο Ρόμπερτ θα το βρόμιζε κιαυτό με τα χοντροκομμένα του σχόλια.

Επέτρεψε για ένα λεπτό στον εαυτό του να σκεφτεί πόσο απαλά ήταν τα μαλλιά της όταν άγγιζαντην τραχιά του επιδερμίδα και πόσο μικρό ένιωθε το χέρι της όταν το κρατούσε ανάμεσά στα δικάτου.

«Ε, σήκω κι άσε τα ονειροπολήματά. Έχουμε δουλειές να χάνουμε».

Ο Ρόμπερτ σηκώθηκε με το τσιγάρο να κρέμεται στα χείλη και βγήκε πρώτος από το δωμάτιο. Ωςσυνήθως, ο Στέφαν τον ακολούθησε. Αλλωστε, δεν ήξερε να κάνει και τίποτε άλλο.

Στην κουζίνα, η Σούλβεΐγκ καθόταν στη συνηθισμένη θέση της. Από τότε που ήταν μικρός, από τότεπου συνέβη εκείνο με τον πατέρα του, την έβλεπε να κάθεται στην καρέκλα της δίπλα στοπαράθυρο, ενώ τα δάχτυλά της έπαιζαν με ό,τι υπήρχε μπροστά της πάνω στο τραπέζι. Στιςαναμνήσεις των παιδικών του χρόνων η μητέρα του ήταν όμορφη αλλά με τα χρόνια το λίπος είχεκαλύψει το σώμα της και τα χαρακτηριστικά του προσώπου της.

Εδειχνε σαν να είχε πέσει σε έκσταση εκεί που καθόταν. Τα δάχτυλά της είχαν δική τους ζωή καικινούνταν ακατάπαυστα αγγίζοντας διάφορα πράγματα που υπήρχαν γύρω τους. Επί είκοσι χρόνιακαι πλέον ασχολούνταν μ’ εκείνα τα αναθεματισμένα άλμπουμ, που τα ταχτοποιούσε και ταταξινομούσε συνεχώς. Αγόρασε καινούργια και έβαλε μέσα ξανά, τις φωτογραφίες και τααποκόμματα των εφημερίδων. Καλύτερα άλμπουμ, κομψότερα. Ο Στέφαν δεν ήταν και τόσο βλάκαςώστε να μην καταλαβαίνει πως αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο εκείνη κατάφερνε να ζει σε άλλες,πιο ευτυχισμένες εποχές, αλλά κάποια μέρα σίγουρα θα έβλεπε ότι αυτές οι μέρες είχαν περάσει εδώκαι πολύ καιρό, ανεπιστρεπτί μάλιστα.

Οι φωτογραφίες ήταν από εκείνο τον καιρό που η Σούλβεΐγκ ήταν όμορφη. Το αποκορύφωμα στηζωή της ήταν όταν παντρεύτηκε τον Γιοχάνες Χουλτ, τον νεότερο γιο του Εφραίμ Χουλτ, τουδιάσημου πάστορα της Ελεύθερης Εκκλησίας και ιδιοκτήτη του πλουσιότερου υποστατικού τηςπεριοχής. Ο Γιοχάνες ήταν όμορφος και πλούσιος, ενώ η Σούλβεΐγκ ήταν, βέβαια, φτωχή αλλά και ηομορφότερη κοπέλα που είχε να επιδείξει η κομητεία Μπουχούς. Αυτό το έλεγαν όλοι τότε. Κι ανήθελε κανείς παραπανίσιες αποδείξεις, αρκούσαν τα άρθρα που είχε φυλάξει από τότε που είχεστεφθεί Βασίλισσα του Μάη επί δύο συναπτά έτη. Υπήρχαν, λοιπόν, τα άρθρα και οι πάμπολλες

Page 11: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

ασπρόμαυρες φωτογραφίες της από τα νιάτα της, που τις τακτοποιούσε και τις ταξινομούσεκαθημερινά για πάνω από είκοσι χρόνια. Η ίδια ήξερε ότι εκείνη η κοπέλα υπήρχε ακόμη κάτω απότα αποθέματα λίπους και μέσω αυτών των φωτογραφιών μπορούσε να την κρατάει ζωντανή έστω κιαν οι αναμνήσεις ξεθώριαζαν όλο και περισσότερο χρόνο με τον χρόνο.

Με μια τελευταία ματιά πίσω του, ο Στέφαν άφησε τη μητέρα του εκεί που καθόταν στην κουζίνακαι ακολούθησε τον Ρόμπερτ. Διότι, όπως είχε πει ο Ρόμπερτ, είχαν δουλειές να κάνουν.

Η Ερίκα σκεφτόταν να κάνει έναν περίπατο, αλλά συνειδητοποίησε ότι αυτό ίσως να μην ήταν και ηεξυπνότερη επιλογή ειδικά τώρα που ο ήλιος βρισκόταν στο αποκορύφωμά του και η ζέστη ήτανπολύ έντονη. Ένιωθε υπέροχα σε όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, μέχρι που άρχισαν εκείνοι οικαύσωνες. Εκτοτε περιφερόταν σαν ιδρωμένη φάλαινα που προσπαθούσε μάταια να βρει κάπου λίγηδροσιά. 0 Πάτρικ -ο Θεός να τον είχε καλά- είχε την ιδέα να της αγοράσει έναν επιτραπέζιοανεμιστήρα, που τον κουβαλούσε μαζί της σαν τιμαλφές όπου κι αν πήγαινε μέσα στο σπίτι. Τομειονέκτημά του ήταν ότι

χρειαζόταν ρεύμα για να λειτουργήσει, οπότε δεν μπορούσε να κάθεται πολύ μακριά από κάποιαπρίζα, τουλάχιστον όχι πιο μακριά απ' όσο της επέτρεπε το μήκος του καλωδίου, κάτι που περιόριζετις επιλογές της.

Όμως, η πρίζα στη βεράντα βρισκόταν σε ιδανική θέση, και η Ερίκα μπορούσε ν’ απλώνεται στονκαναπέ με τον ανεμιστήρα μπροστά της πάνω στο τραπεζάκι. Καμία θέση δεν ήταν βολική έπειτααπό πέντε λεπτά, κάτι που την έκανε να στριφογυρίζει συνεχώς στην προσπάθειά της να βρει μια πιοάνετη στάση. Μερικές φορές ένιωθε ένα πόδι στα παϊδια ή κάτι το μπορούσε να ήταν ένα χέρι που τηγρονθοκοπούσε επίμονα στα πλευρά και τότε έπρεπε να μετακινηθεί ξανά. Τώρα, θα τα έβγαζε πέραάλλο έναν μήνα με αυτή την κατάσταση ήταν πολύ δύσκολο αίνιγμα.

Όταν έμεινε έγκυος, εκείνη και ο Πάτρικ ήταν μαζί μόλις έξι μήνες, αλλά το παράξενο ήταν ότι ηεγκυμοσύνη αυτή δεν ενόχλησε κανέναν τους. Κατά κάποιον τρόπο ήταν και οι δυο ώριμοι,σίγουροι για το τι ήθελαν, και δεν έβλεπαν τον λόγο να περιμένουν περισσότερο. Μόνο τώρα ηΕρίκα, λίγο αργά βέβαια, είχε αρχίσει να το μετανιώνει. Ίσως θα έπρεπε να είχαν ζήσει λίγοπερισσότερο την καθημερινότητα αντάμα πριν μπουν σε αυτή την περιπέτεια. Πώς θα μπορούσεάραγε να αντέξει η σχέση τους έναν μικρό άγνωστο που θα απαιτούσε όλη την προσοχή τους, τηνοποία κατάφερναν μέχρι στιγμής να δίνουν ο ένας στον άλλο;

Βέβαια, ο πρώτος θυελλώδης και τυφλός έρωτας είχε περάσει. Τώρα έπρεπε να χτίσουν ένα πιορεαλιστικό και καθημερινό οικοδόμημα με σχεδόν πλήρη επίγνωση των θετικών και των αρνητικώνπλευρών τους. Αλλά τι θα γινόταν αν στα απόνερα της εγκυμοσύνης απέμεναν μόνο οι αρνητικέςπλευρές; Πόσες φορές είχε ακούσει όλες εκείνες τις στατιστικές για τις σχέσεις που πάτωναν μόλιςχρόνιζε το παιδί; Τέλος πάντων, δεν είχε νόημα να σκέφτεται τέτοια πράγματα τώρα. Ό,τι ήταν ναγίνει

είχε γίνει και δεν μπορούσε να ξεγίνει, μια που τόσο η ίδια όσο και ο Πάτρικ λαχταρούσαν την άφιξηαυτού του παιδιού με όλο τους το «είναι». Ας ήλπιζαν απλώς ότι η λαχτάρα τους θα κρατούσεαρκετά ώστε να τους βγάλει αλώβητους από αυτή την ανατρεπτική αλλαγή.

Page 12: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Η Ερίκα τινάχτηκε όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Σηκώθηκε με φοβερή δυσκολία από τον καναπέ,ελπίζοντας ότι όποιος τηλεφωνούσε θα είχε αρκετή υπομονή μέχρι να προλάβει να απαντήσει.

«Ναι, εμπρός;... Α, γεια σου, Κόνι... Ναι, καλά, ευχαριστώ, κάνει ίσως υπερβολική ζέστη για τιςχοντρές σαν κι εμένα... Να μας επισκεφθείτε; Μα... Βέβαια... Να περάσετε για έναν καφέ... Ναμείνετε εδώ τη νύχτα; Εεε, ναι...» Η Ερίκα αναστέναξε βαριά μέσα της. «Ναι, βέβαια. Πότε θαέρθετε;... Απόψε! Ναι, όχι, όχι, κανένα πρόβλημα φυσικά, θα σας στρώσω στον ξενώνα».

Απίθωσε κουρασμένα το ακουστικό στη θέση του. Ήταν μεγάλο μειονέκτημα να έχεις σπίτι στηΦιελμπάκα το καλοκαίρι. Σου παρουσιάζονταν απρόσμενα όλοι οι συγγενείς και οι φίλοι, άτομα πουδεν έδιναν κανένα σημείο ζωής κατά τη διάρκεια των δέκα ψυχρότερων μηνών του χρόνου. ΤονΝοέμβριο δεν ενδιαφερόταν κανείς για τέτοιου είδους κοινωνικές επισκέψεις, αλλά τον Ιούλιο δενέχαναν την ευκαιρία να μείνουν τζάμπα δίπλα στη θάλασσα. Η Ερίκα είχε πιστέψει ότι αυτό τοκαλοκαίρι θα γλίτωναν, μια που ο μισός Ιούλιος είχε περάσει δίχως να τηλεφωνήσει κανείς. Αλλάτώρα είχε τηλεφωνήσει ο ξάδερφός της, ο Κόνι, και ήδη βρισκόταν καθ' οδόν από την Τρολχέτανπρος τη Φιελμπάκα με τη γυναίκα του και τα δύο τους παιδιά. Μια νύχτα ήταν μόνο, σίγουρα θα ταέβγαζε πέρα. Για να ήταν ειλικρινής, δεν χώνευε ιδιαίτερα κανένα από τα δύο ξαδέρφια της. αλλά ηανατροφή της δεν της επέτρεπε να τους αρνηθεί τη φιλοξενία, έστω κι αν αυτό ακριβώς έπρεπε νακάνει τέτοιοι τρακαδόροι που ήταν κατά τη γνώμη της.

Η Ερίκα ήταν τουλάχιστον ευγνώμων που αυτή και ο Πάτρικ είχαν ένα σπίτι στη Φιελμπάκα όπουμπορούσαν να φιλοξενούν επισκέπτες, απρόσκλητους και μη. Μετά τον αναπάντεχο θάνατο τωνγονιών της, ο γαμπρός της είχα προσπαθήσει να το πουλήσει, αλλά η αδερφή της η Άννα, δεν άντεξετη σωματική και ψυχική κακοποίηση στην οποία την υπέβαλλε. Είχε χωρίσει τον Λούκας και τώραήταν ιδιοκτήτρια του σπιτιού μαζί με την Ερίκα. Επειδή όμως η Αννα έμενε ακόμη στη Στοκχόλμημε τα δύο της παιδιά, ο Πάτρικ και η Ερίκα έμεναν στο σπίτι στη Φιελμπάκα και σε αντάλλαγμαείχαν αναλάβει εξ ολοκλήρου τα έξοδα συντήρησης. Κάποια στιγμή θα αναγκάζονταν να λύσουν καιτο θέμα του σπιτιού σε μια πιο μόνιμη βάση, αλλά προς το παρόν η Ερίκα χαιρόταν που το είχανακόμη δικό τους και μπορούσαν να μένουν εκεί όλο τον χρόνο.

Κοίταξε γύρω της και αντιλήφθηκε ότι έπρεπε να βιαστεί αν ήθελε να είναι το σπίτι σχετικάταχτοποιημένο όταν κατέφταναν οι επισκέπτες. Αναρωτήθηκε τι θα έλεγε ο Πάτρικ για τηναπρόσμενη εισβολή, αλλά μετά ανασήκωσε τους ώμους και σκέφτηκε πως, εφόσον αυτός επέλεξενα την αφήσει μόνη της και να πόα να δουλέψει ενώ είχε ακόμη άδεια, μπορούσε κι εκείνη να εχαεπισκέπτες αν ήθελε. Είχε ήδη ξεχάσει πως σκεφτόταν ότι μάλλον θα ήταν ωραία να μην τον έχειόλη μέρα μες στα πόδια της.

Ο Ερνστ και ο Μάρτιν είχαν επιστρέφει από τον έλεγχο μιας ησης, και ο Πάτρικ αποφάσισε να τουςενημερώσει για την καινούργια υπόθεση. Τους φώναξε στο γραφείο του, κι εκείνοι πήραν από μιακαρέκλα και κάθισαν απέναντι του. Δεν μπόρεσε να μην προσέξει ότι ο Έρνστ είχε κοκκινίσει απότο θυμό του επειδή είχαν ορίσει τον Πάτρικ υπεύθυνο της έρευνας, αλλά επέλεξε να αγνοήσει τηναντίδραση. Αυτό ας το έλυνε ο Μέλμπεργ. Στη χειρότερη περίπτωση μπορούσε να τα καταφέρει καιχωρίς τη βοήθεια του Έρνστ, αν ο τελευταίος επέλεγε να μην συνεργαστεί.

«Υποθέτω ότι έχετε ήδη ακούσει τι συνέβη».

Page 13: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Ναι, το ακούσαμε στον ασύρματο του περιπολικού».

0 Μάρτιν, που ήταν νέος και ενθουσιώδης, καθόταν, σε αντίθεση με τον Ερνστ, στητός στηνκαρέκλα του με ένα σημειωματάριο στα χέρια και με το στιλό πανέτοιμο.

«Μια γυναίκα βρέθηκε νεκρή στη Χαράδρα του Βασιλιά στη Φιελμπάκα. Ήταν γυμνή και έδειχνεκάπου μεταξύ είκοσι και τριάντα χρονών. Κάτω από τη γυναίκα βρέθηκαν δυο ανθρώπινοι σκελετοίάγνωστης προέλευσης και ηλικίας, αλλά ο Κάρλστρεμ από το Εγκληματολογικό έκανε μια πρώτηυπόθεση ότι οι σκελετοί δεν είναι και τόσο πρόσφατοι. Καθώς φαίνεται, έχουμε πολλά να κάνουμε,πέρα από τους καβγάδες στα μπαρ και τους μεθυσμένους οδηγούς που μας κατακλύζουν. Επίσης,τόσο η Άνικα όσο και ο Γιέστα είναι σε άδεια, οπότε πρέπει να ανασκουμπωθούμε εμείς που έχουμεαπομείνει εδώ. Βέβαια, κι εγώ έχω άδεια αυτή την εβδομάδα αλλά συμφώνησα να δουλέψω και θαείμαι, κατόπιν επιθυμίας του Μέλμπεργ, ο υπεύθυνος της έρευνας. Ερωτήσεις;»

Η ερώτηση απευθυνόταν κυρίως στον Ερνστ, που επέλεξε, εντούτοις, να μη σηκώσει το γάντι, μόνοκαι μόνο για να έχει τη δυνατότητα να γκρινιάζει πίσω από την πλάτη του Πάτρικ.

«Τι θέλεις να κάνω εγώ;» 0 Μάρτιν ήταν σαν αφρισμένο άλογο δεμένο στον στάβλο και τώρα έκανεανυπόμονους κύκλους με το στιλό του πάνω από το σημειωματάριο.

«Θέλω να ελέγξεις με το Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν τις δηλώσεις που έχουν γίνει γιαεξαφανίσεις γυναικών κατά τους δύο τελευταίους μήνες, ας πούμε. Είναι καλύτερο να επεκτείνουμεαυτό το διάστημα μέχρι να μας δώσει το Εγκληματολογικό κάτι πιο συγκεκριμένο. Αν και θέλω ναπιστεύω ότι ο χρόνος θανάτου της γυναίκας είναι πολύ πιο πρόσφατος, ίσως μόλις δύο μέρες πριν».

«Μα δεν άκουσες;» ρώτησε ο Μάρτιν.

«Τι ν’ ακούσω;»

"Δεν δουλεύει η τράπεζα δεδομένων. Πρέπει να ξεχάσουμε το Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν καινα δουλέψουμε με τον παλιό καλό τρόπο".

"Γαμώτο, τώρα βρήκε να χαλάσει το ρημάδι; Τέλος πάντων, μια που εμείς δεν φαίνεται να έχουμεεδώ κάποια δήλωση εξαφάνισης, σύμφωνα με όσα λέει ο Μέλμπεργ και με όσα ήξερα πριν πάρωάδεια, θα πρότεινα ν' αρχίσεις να τηλεφωνείς σε όλα τα πλησιέστερα Τμήματα. Δες το σαν ένανκύκλο. Ξεκινάς από το εσωτερικό του και απλώνεσαι γύρω και προς τα έξω, κατάλαβες;»

«Ναι, βέβαια. Πόσο να απλωθώ;»

«Όσο χρειάζεται, μέχρι να βρούμε κάτι που να μας κάνει. Πάρε το Τμήμα στην Ουντεβάλα αμέσωςμόλις τελειώσουμε από εδώ ώστε να σου δώσουν μια πρώτη περιγραφή της γυναίκας για ναξεκινήσεις από εκεί το ψάξιμο».

«Κι εγώ τι θα χάνω;» Ο ενθουσιασμός στη φωνή του Ερνστ δεν ήταν και τόσο μεταδοτικός.

Ο Πάτρικ κοίταξε τις σημειώσεις που είχε κρατήσει βιαστικά έπειτα από τη συνάντησή του με τονΜέλμπεργ.

Page 14: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Θα ήθελα να μιλήσεις με όσους ζουν γύρω από την είσοδο στη Χαράδρα του Βασιλιά. Αν είδαν ήαν άκουσαν κάτι τη νύχτα ή νωρίς το πρωί. Η χαράδρα είναι γεμάτη τουρίστες κατά τη διάρκεια τηςημέρας, οπότε το πτώμα ή τα πτώματα, αν θέλουμε να είμαστε πιο σχολαστικοί, πρέπει ναμεταφέρθηκαν εκεί κάποια στιγμή τη νύχτα ή νωρίς το πρωί. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι τα πήγανεκεί από τη μεγάλη είσοδο, διότι δεν νομίζω ότι τα μετέφεραν από τις σκάλες της πλατείας ΊνγκριντΜπέργκμαν. Ο πιτσιρικάς ανακάλυψε τη γυναίκα γύρω στις έξι το πρωί, άρα θα επικέντρωνα τηνπροσοχή μου κάπου μεταξύ εννιά το βράδυ και έξι το πρωί. Εγώ σκέφτομαι να στο αρχείο και ναρίξω μια ματιά. Κάτι με αυτούς τους δυο σκελετούς μου τριβελίζει το μυαλό, αλλά δεν με βοηθάει ημνήμη μου. Εχω την αίσθηση ότι έπρεπε να ξέρω τι είναι,

αλλά... Μπορείτε να θυμηθείτε εσείς κάτι; Μήπως σας έρχεται τίποτα στο μυαλό;»

Ο Πάτρικ άνοιξε και τα δυο του χέρια και περίμενε με ανασηκωμένα φρύδια κάποια απάντηση, αλλάο Μάρτιν και ο Ερνστ έγνεψαν αρνητικά. Αναστέναξε. Το μόνο που απέμενε λοιπόν ήταν να κατέβειστις κατακόμβες...

Ενώ ο Πάτρικ αναρωτιόταν κατά πόσο θα μπορούσε να έχει πέσει σε δυσμένεια, και χωρίς να είναισίγουρος ότι θα έπρεπε να το είχε καταλάβει αν είχε χρόνο να ζυγίσει την κατάσταση, βρέθηκε σταέγκατα του αστυνομικού τμήματος του Τανουμσχέντε να ψάχνει ανάμεσα σε παλιά έγγραφα. Όλαήταν πολύ σκονισμένα, αλλά ευτυχώς φαίνονταν καλά ταξινομημένα. Τα περισσότερα ήταναρχειοθετημένα κατά χρονολογική σειρά, και, παρόλο που δεν ήξερε τι ακριβώς έψαχνε, γνώριζε ότιέπρεπε να είναι κάπου εκεί γύρω.

Καθόταν στο πάτωμα οκλαδόν και έλεγχε μεθοδικά το ένα κουτί μετά το άλλο. Δεκαετίεςανθρώπινης μοίρας περνούσαν από τα χέρια του, και εκ των υστέρων συνειδητοποίησε πόσοιάνθρωποι και πόσες οικογένειες επανεμφανίζονταν στα αρχεία της αστυνομίας. Το έγκλημαφαινόταν ενίοτε να περνάει από γονείς σε τέκνα ακόμα και εγγόνια, σκέφτηκε όταν είδε τα ίδιαεπώνυμα να παρουσιάζονται ξανά και ξανά.

Χτύπησε το κινητό του και είδε ότι ήταν η Ερίκα.

«Γεια σου, αγάπη μου, όλα καλά;» Γνώριζε ποια θα ήταν η απάντηση. «Ναι, ναι, ξέρω ότι κάνειζέστη. Κάθισε κοντά στον ανεμιστήρα. Δεν νομίζω ότι έχεις κάτι άλλο να κάνεις... Ερίκα, ξέρεις,προέκυψε ένας φόνος, και ο Μέλμπεργ θέλει να αναλάβω εγώ την έρευνα, θα στενοχωριόσουν πολύαν δούλευα κάνα δυο μέρες;»

0 Πάτρικ κράτησε την ανάσα του. Ήξερε ότι έπρεπε να είχε τηλεφωνήσει ο ίδιος νωρίτερα για να τηςπει ότι μάλλον θα έπρεπε να δουλέψει, αλλά σύμφωνα με το ανδρικό πρότυπο

συμπεριφοράς επέλεξε να το αποφύγει, προσπαθώντας να αναβάλει το αναπόφευκτο. Από την άλληπλευρά, η Ερίκα ήξερε πολύ καλά τις απαιτήσεις που είχε η δουλειά του. Το καλοκαίρι ήταν η πιοταραχώδης περίοδος για την αστυνομία του Τανουμσχέντε, και έπρεπε να παίρνουν σύντομεςκυλιόμενες άδειες, αν και ούτε γι' αυτές τις λίγες μέρες υπήρχε καμία εγγύηση, μια που όλαεξαρτιόνταν από τον αριθμό των μεθυσμένων, των καβγάδων και των άλλων παράπλευρωναπωλειών του τουρισμού που όφειλε να χειριστεί η μικρή αστυνομική τους δύναμη. Και οιανθρωποκτονίες, φυσικά, είχαν προτεραιότητα.

Page 15: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Η Ερίκα είπε κάτι που ο Πάτρικ παραλίγο να μην ακούσει.

«Τι είπες; Επισκέψεις; Ποιοι είναι; Ο ξάδερφός σου;" 0 Πάτρικ αναστέναξε. «Όχι, τι να πω; Φυσικάκαι θα ήταν καλύτερα αν μπορούσαμε να είμαστε οι δυο μας απόψε, αλλά αφού έρχονται, αςέρθουν. Υποθέτω ότι θα μείνουν μόνο ένα βράδυ, έτσι;... Εντάξει, τότε θα αγοράσω μερικές γαρίδεςγια να τους τρατάρουμε κάτι. Καλύτερα έτσι, να μην κάθεσαι να φτιάχνεις φαγητά τώρα. Θα είμαιεκεί στις εφτά. Φιλάκια».

Εβαλε το κινητό στην τσέπη και συνέχισε να ξεφυλλίζει το περιεχόμενο των κουτιών που είχεμπροστά του. Ένα ντοσιέ με την ετικέτα «Εξαφανίσεις» του τράβηξε την προσοχή. Κάποιοφιλόδοξο άτομο είχε, κάποια στιγμή συγκεντρώσει τις δηλώσεις εξαφάνισης που είχαν απασχολήσειτην αστυνομία 0 Πάτρικ ένιωσε ότι είχε μπροστά του αυτό που έψαχνε. Τα δάχτυλα του είχανλερωθεί απ’ όλη εκείνη τη σκόνη γύρω του και τα σκούπισε στο σορτς του πριν ανοίξει το λεπτόντοσιέ. Έπειτα από λίγο ξεφύλλισμα και διάβασμα ήξερε ότι η μνήμη είχε δεχτεί την ώθηση πουχρειαζόταν. Έπρεπε να το είχε θυμηθεί μεμιάς αν σκεφτόταν κανείς πόσοι λίγοι ήταν εκείνοι πουείχαν εξαφανιστεί στην περιοχή χωρίς να βρεθούν ποτέ, μάλλον έφταιγε η ηλικία, που είχε αρχίσεινα δείχνει το της Τώρα τουλάχιστον είχε μπροστά του τις δηλώσεις εξαφάνισης και αισθανόταν ότι,δεν ήταν σύμπτωση το γεγονός

πως το 1979 εξαφανίστηκαν δυο γυναίκες και έκτοτε δεν τις είδε ποτέ κανένας. Και τώραεμφανίζονται ξαφνικά δύο σκελετοί στη Χαράδρα του Βασιλιά.

Πήρε όλο το ντοσιέ μαζί του στον επάνω όροφο, στο φως της ημέρας, και το άφησε στο γραφείοτου.

Τα άλογα ήταν ο μοναδικός λόγος που έμενε ακόμη εκεί. Με χέρι μαθημένο, ξύστριζε το τρίχωματου καφέ ευνουχισμένου αλόγου με αργές και σταθερές κινήσεις. Η χειρωνακτική εργασίαλειτουργούσε γι’ αυτή σαν βαλβίδα ασφαλείας για να ξεφορτώνεται κάποια από τα απωθημένα της.Διότι δεν ήταν ό,τι καλύτερο να είσαι δεκαεφτάρα και να μην μπορείς ν’ αποφασίσεις για τη ζωήσου. Αμέσως μόλις ενηλικιωνόταν θα έφευγε από αυτή την καταραμένη τρύπα, θα δεχόταν τηνπροσφορά που της είχε κάνει ο φωτογράφος που την είχε πλησιάσει όταν είχε πάει μια βόλτα στοΓέτεμποργ. Οταν γινόταν μοντέλο στο Παρίσι και κέρδιζε ένα σωρό λεφτά, θα τους έλεγε σε ποιομέρος του σώματός τους μπορούσαν να χώσουν την αναθεματισμένη τη μόρφωσή τους. Οφωτογράφος είχε πει ότι κάθε χρόνος που περνούσε μείωνε την αξία της ως μοντέλου. Έναςολόκληρος χρόνος από τη ζωή της θα είχε πάει στράφι, πριν αρπάξει την ευκαιρία, μόνο και μόνοεπειδή είχε κολλήσει στο μυαλό του γέρου ότι έπρεπε να μορφωθεί. Δεν χρειαζόταν να έχει καμίαιδιαίτερη μόρφωση για να ανέβει στην πασαρέλα. Αργότερα, μόλις πλησίαζε τα είκοσι πέντε καιάρχιζε να μεγαλώνει, θα παντρευόταν έναν εκατομμυριούχο. Τότε θα μπορούσε να γελάει στημούρη του γέρου και στις απειλές του περί αποκλήρωσης. Κάποια μέρα θα μπορούσε να κάνειψώνια που θα άξιζαν όσο όλη του η περιουσία μαζί.

Κι εκείνος ο μαλάκας ο αδερφός της δεν διευκόλυνε καθόλου τα πράγματα. Οπωσδήποτε τη βόλευεπου έμενε μαζί με αυτόν και τη γυναίκα του, τη Μαρίτα, και όχι με τους γονείς της στο υποστατικό,αλλά δεν ήταν και ό,τι καλύτερο. Αυτός

ήταν διαβολεμένα αξιόπιστος. Εκείνος δεν έκανε ποτέ λάθος, ενώ στην ίδια πάντα έριχναν το

Page 16: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

φταίξιμο για ό,τι συνέβαινε.

«Λίντα;»

Κλασικό... ούτε στον στάβλο δεν μπορούσε να βρει την ησυχία της.

«Λίντα;» Η φωνή έγινε πιο επιτακτική. Ήξερε ότι η Λίντα, ήταν εκεί, οπότε δεν είχε νόημα ναπροσποιείται ότι δεν τον άκουγε.

«Αμάν πια, Λίντα και Λίντα! Τι είναι λοιπόν;»

«Δεν χρειάζεται να μου μιλάς εμένα με τέτοιο ύφος. Δεν νομίζω ότι σου ζητάω πολλά όταν απαιτώλίγη ευγένεια».

Εκείνη μουρμούρισε μερικές βρισιές προς απάντηση, αλλά ο Γιάκομπ τις αγνόησε.

«Στην πραγματικότητα είσαι ο αδερφός μου και όχι ο πατέρας μου, το σκέφτηκες ποτέ αυτό;»

«Το ξέρω πολύ καλά αυτό. ναι, αλλά όσο ζεις στο δικό μου σπίτι, έχω συγκεκριμένη ευθύνη γιασένα» της είπε.

Επειδή ήταν σχεδόν δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερος, ο Γιάκομπ νόμιζε ότι ήξερε τα πάντα. Ήτανεύκολο γι' αυτόν να κοιτάζει τους πάντες αφ’ υψηλού λόγω της οικονομικής του άνεσης. 0 πατέραςείχε δηλώσει αμέτρητες φορές άλλωστε ότι ο Γιάκομπ τον έκανε περήφανο και ήταν σίγουρος πωςθα φρόντιζε καλά το οικογενειακό υποστατικό. Ως εκ τούτου, η Λίντα υπέθετε ότι μια ωραία πρωίαεκείνος θα κληρονομούσε όλο το πακέτο. Μέχρι τότε μπορούσε να προσποιείται ότι τα λεφτά δενήταν σημαντικά γι’ αυτόν, αλλά η Λίντα διέκρινε την αλήθεια πίσω από την υποκρισία. Όλοιθαύμαζαν τον Γιάκομπ που δούλευε με παραστρατημένα παιδιά, αλλά ταυτόχρονα όλοι γνώριζαν,επίσης, ότι κάποια στιγμή θα κληρονομούσε τόσο το υποστατικό όσο και μια ολάκερη περιουσία.Τότε θα ήταν ενδιαφέρον να δει κανείς με πόση όρεξη θα συνέχιζε το εθελοντικό του έργο.

Η Λίντα γέλασε νευρικά. Αν ο Γιάκομπ ήξερε ότι η ίδια το

έσκαγε τα βράδια, θα πάθαινε αποπληξία. Αν μάθαινε μάλιστα ποιον συναντούσε, σίγουρα θαάκουγε το κήρυγμα της ζωής της. Είναι εύκολο να λες ότι είσαι αλληλέγγυος με τους λιγότεροτυχερούς της ζωής όσο δεν χτυπούν την πόρτα σου. Επιπλέον, υπήρχαν και κάποιοι άλλοι,βαθύτεροι λόγοι που ο Γιάκομπ θα πάθαινε σοκ αν ανακάλυπτε ότι η Λίντα συναντούσε κρυφά τονΣτέφαν. Ο Στέφαν ήταν ξάδερφός τους, και η έχθρα ανάμεσα στα δύο παρακλάδια της οικογένειαςυπήρχε πολύ πριν γεννηθεί η ίδια, ακόμα και πριν γεννηθεί ο Γιάκομπ. Δεν ήξερε την αιτία. Ήξερεμόνο ότι έτσι είχαν τα πράγματα και ότι αυτό ακριβώς έκανε το στομάχι της να φτερουγίζει ότανσυναντούσε τον Στέφαν.

Εξάλλου, περνούσε καλά μαζί του. Ήταν πολύ ευγενικός αλλά και δέκα χρόνια μεγαλύτερος της καιδιέθετε μια σιγουριά που τα αγόρια της ηλικίας της δεν μπορούσαν ούτε να την ονειρευτούν. Το ότιήταν ξαδέρφια δεν την ένοιαζε καθόλου. Τώρα πια τα ξαδέρφια μπορούσαν να παντρεύονται μεταξύτους, και, παρόλο που κάτι τέτοιο δεν ήταν στα μελλοντικά της σχέδια, δεν την πείραζε νααποκτήσει τη μια ή την άλλη εμπειρία μαζί του, αρκεί να γινόταν στα κρυφά.

Page 17: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Θέλεις κάτι ή απλώς με παρακολουθείς;»

Ο Γιάκομπ αναστέναξε βαθιά και την έπιασε αϊτό τον ώμο. Εκείνη πήγε να του ξεφύγει, αλλά η λαβήτου ήταν πολύ γερή «Δεν μπορώ να καταλάβω από πού προέρχεται όλη αυτή η επιθετικότητα. Οινέοι με τους οποίους δουλεύω θα έδιναν τα πάντα για να αποκτήσουν ένα σπίτι σαν το δικό σου καινα μεγαλώσουν όπως μεγαλώνεις εσύ. Λίγη ευγνωμοσύνη και ωριμότητα δεν βλάπτουν, ξέρεις. Καιναι, μια που με ρωτάς, θα ήθελα κάτι. Η Μαρίτα έχει ετοιμάσει φαγητό, οπότε μπορείς να βιαστείςνα πας ν’ αλλάξεις και να έρθεις να φας μαζί μας».

Χαλάρωσε τη λαβή στον ώμο της και έφυγε από τον στάβλο κατευθυνόμενος προς την έπαυλη. ΗΛίντα άφησε κάτω

την ξύστρα μουρμουρίζοντας και πήγε να ετοιμαστεί. Εξάλλου πεινούσε αρκετά.

Για άλλη μια φορά η καρδιά του Μάρτιν είχε ραγίσει, χάσει πλέον τον λογαριασμό με αυτές τιςερωτικές απογοητεύσεις, αλλά, παρόλο που τις είχε συνηθίσει, δεν σήμαινε ότι τον πονούσανλιγότερο. Όπως και όλες τις άλλες φορές, πίστεψε ότι αυτή που είχε ακουμπήσει το κεφάλι τηςδίπλα στο μαξιλάρι του ήταν η σωστή. Ήξερε, βέβαια, πολύ καλά ότι εκείνη είχε ήδη μια σχέση,αλλά με τη συνήθη αφέλειά του πίστεψε ότι τον έβλεπε σαν κάτι περισσότερο από έναν τρόποδιασκέδασης και ότι οι μέρες του φίλου της ήταν μετρημένες. Δεν μπορούσε να αντιληφθεί πωςαυτός, με την αθώα όψη του και τη σχεδόν κουκλίστικη εμφάνισή του, ήταν ό,τι ένας κύβος ζάχαρηςγια τις μύγες όταν επρόκειτο για λίγο μεγαλύτερες και πιο ώριμες γυναίκες που ζούσαν μια ζωήκαθημερινής ρουτίνας με τους νόμιμους συζύγους τους. Με άντρες, δηλαδή που δεν σκόπευαν νατους εγκαταλείψουν για χάρη ενός νόστιμου και χαριτωμένου εικοσιπεντάχρονου αστυνομικού, μετον οποίο, ωστόσο δεν δίσταζαν να πέσουν μαζί του σε κάποιο κρεβάτι όταν ο πόθος και η ανάγκηεπιβεβαίωσης ζητούσαν ικανοποίηση. Όχι ότι ο Μάρτιν είχε κάτι εναντίον της σαρκικής πλευράςμιας σχέσης -διέθετε μάλιστα αρκετό ταλέντο σε αυτό τον τομέα-, αλλά το πρόβλημα ήταν ότιδιέθετε και έναν ασυνήθιστο συναισθηματισμό για νέο άντρα. Με άλλα λόγια, ο έρωτας έβρισκε έναπολύ γόνιμο έδαφος στην καρδιά του Μάρτιν Μολίν. Γι’ αυτό και όλες οι μικρές ιστορίες τουτελείωναν πάντα με κλάματα και τρίξιμο δοντιών για τον ίδιο, όταν οι γυναίκες τον ευχαριστούσανκαι επέστρεφαν ξανά στη ζωή τους, η οποία μπορεί να ήταν ανιαρή, αλλά δεν έπαυε να είναι σταθερήκαι οικεία.

Αναστέναξε βαθιά εκεί που καθόταν στο γραφείο του. αλλά ανάγκασε τον εαυτό του να συνέλθει χαινα επικεντρωθεί στη δουλειά που είχε μπροστά του. Τα τηλεφωνήματα που

είχε κάνει μέχρι στιγμής είχαν αποδειχτεί άκαρπα, αλλά είχε να τηλεφωνήσει ακόμα σε πολλάαστυνομικά τμήματα. Το ότι τράπεζα δεδομένων χάλασε τη στιγμή που τη χρειάζονταν περισσότεροαπό ποτέ είχε βέβαια σχέση με τη συνηθισμένη ατυχία του. Τώρα καθόταν και σχημάτιζε τον έναναριθμό μετά τον άλλο προσπαθώντας να βρει το άτομο που θα ταίριαζε με την περιγραφή της νεκρήςγυναίκας.

Δύο ώρες αργότερα έγειρε πίσω στην καρέκλα και πέταξε απογοητευμένος το στιλό στον τοίχο. Δενείχε γίνει καμία δήλωση εξαφάνισης που να ταίριαζε στο θύμα της δολοφονίας. Τι θα έκαναν τώρα;

Page 18: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Ήταν πέρα για πέρα άδικο, που να πάρει και να σηκώσει. Ήταν μεγαλύτερος από εκείνο τομυξιάρικο κουτάβι και θα έπρεπε να είχαν δώσει σε αυτόν τη θέση του επικεφαλής των ερευνών,αλλά ο κόσμος ήταν εντελώς αχάριστος. Τόσα και τόσα χρόνια έγλειφε εκείνο τον αναθεματισμένοτον Μέλμπεργ, αλλά δεν κέρδισε τίποτε από αυτό. Ο Ερνστ έπαιρνε τις στροφές με μεγάλη ταχύτητακαθώς οδηγούσε προς τη Φιελμπάκα. Αν δεν βρισκόταν σε περιπολικό, θα έβλεπε σίγουρα πολλάμεσαία δάχτυλα υψωμένα από τον καθρέφτη του αυτοκινήτου. Αλλά αν τολμούσαν οικωλοτουρίστες να κάνουν κάτι τέτοιο τώρα, θα τους έπαιρνε ο διάβολος.

Να πας να ρωτήσεις τους γείτονες. Αυτή ήταν δουλειά για δόκιμο αστυφύλακα και όχι γιααστυνομικό με είκοσι πέντε χρόνια πείρα στο επάγγελμα. Αυτό μπορούσε να το κάνει εκείνο τομειράκιο ο Μάρτιν, αφήνοντας τον Ερνστ να χάνει τα τηλεφωνήματα στους συναδέλφους για ναπεράσει και η ώρα του.

Μέσα του έβραζε, αλλά αυτή τη φυσική προδιάθεση την είχε από τότε που ήταν παιδί, οπότε τίποταδεν ήταν ασυνήθιστο. Η εριστική διάθεσή του τον καθιστούσε ακατάλληλο για ένα επάγγελμα πουαπαιτούσε πολλές κοινωνικές επαφές, αλλά, από την άλλη, τα καθάρματα τον σέβονταν, διότικαταλάβαιναν

ενστικτωδώς ότι δεν έπρεπε να τα βάζουν με τον Έρνστ Λούντγκρεν αν ήθελαν να έχουν την υγειάτους.

Καθώς διέσχισε την πόλη οδηγώντας, παρατήρησε πως παντού υπήρχαν διάφοροι που τον κοίταζανπερίεργα. Τον ακολουθούσαν με το βλέμμα και τον έδειχναν, και ο Ερνστ κατάλαβε ότι το μαντάτοείχε απλωθεί σε όλη τη Φιελμπάκα. Όταν έφτασε στην πλατεία Ίνγκριντ Μπέργκμαν, αναγκάστηκενα οδηγήσει με ταχύτητα σαλιγκαριού εξαιτίας όλων εκείνων των παράνομα σταθμευμένωναυτοκινήτων. Προς μεγάλη του ικανοποίηση, είδε ότι πολλοί σηκώθηκαν βιαστικά από τα έξωτραπέζια του καφέ Μπρίγκαν για να πάνε στα αυτοκίνητα τους. Και πολύ καλά έκαναν. Διότι αν ταέβλεπε εκεί όταν ξαναπερνούσε από την πλατεία, δεν θα είχε καμία αντίρρηση να αφιερώσει λίγοχρόνο για να καταστρέψει τη γαλήνη των κοπών σε μερικούς παράνομα σταθμευμένους. Ισως νατους έβαζε να φυσήξουν και στο μηχάνημα. Πολλοί από αυτούς έπιναν παγωμένη μπίρα όταν τονείδαν να περνάει. Αν ήταν τυχερός, μπορεί να αφαιρούσε και κάνα δυο διπλώματα οδήγησης.

Στο μικρό κομμάτι του δρόμου έξω από τη Χαράδρα του Βασιλιά υπήρχε ελάχιστος χώροςστάθμευσης, αλλά εκείνος χώθηκε κάπου και άρχισε την επιχείρηση πόρτα πόρτα. Όπως περίμενε,κανένας δεν είχε δει τίποτα. Ανθρωποι που μπορούσαν συχνά να γνωρίζουν ακόμα και κάθε πότεέκλανε ο γείτονας τους, όταν ρωτούσε η αστυνομία, γίνονταν ξαφνικά τυφλοί και κουφοί. Αν και οΕρνστ όφειλε να παραδεχτεί πως ήταν πιθανό να μην είχαν ακούσει απολύτως τίποτα. Τα καλοκαίριαο θόρυβος ήταν τόσο δυνατός τη νύχτα, με όλους τους μεθυσμένους που τραβούσαν για το κρεβάτιτις μικρές ώρες. που ο κόσμος συνήθιζε να κλείνει απέξω όλους τους ήχους για να μπορεί νακοιμηθεί ήσυχα. Αλλα ακόμα κι αυτό δεν έπαυε να είναι ενοχλητικό του κερατά.

Δεν είχε βρει τίποτα, μέχρι που στο τελευταίο σπίτι το ψάρι τσίμπησε. Όχι καμιά γερή ψαριά,βέβαια, αλλά κάτι ήταν κι αυτό. Ο γέρος που έμενε στο πιο απομακρυσμένο σπίτι από το

στόμιο της Χαράδρας του Βασιλιά είχε ακούσει ένα αυτοκίνητο να κινείται εκεί γύρω, κατά τις τρειςτα ξημερώματα, όταν είχε σηκωθεί για να πάει προς νερού του. Μπόρεσε μάλιστα να καθορίσει

Page 19: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

επακριβώς την ώρα, στις τρεις παρά τέταρτο, αλλά δεν μπήκε στον κόπο να κοιτάξει έξω, οπότε δενμπορούσε να πει και και πολλά ούτε για τον οδηγό ούτε για το αυτοκίνητο. Ήταν όμως παλιόςδάσκαλος οδήγησης και είχε οδηγήσει πολλά αυτοκίνητα στη ζωή του και ήταν σχεδόν σίγουρος ότιδεν επρόκειτο για κάποιο από τα σύγχρονα μοντέλα, αλλά είχε μερικά χρόνια στην πλάτη του.

Υπέροχα λοιπόν. Το μόνο που κατάφερε να βγάλει χτυπώντας πόρτες επί ένα δίωρο ήταν ότι οδολοφόνος είχε μεταφέρει, κατά πάσα πιθανότητα, το πτώμα μέσα στη χαράδρα κατά τις τρεις τηνύχτα και ότι ενδεχομένως οδηγούσε ένα παλιό μοντέλο αυτοκινήτου. Δεν ήταν δα και γιαεπευφημίες.

Όμως, η διάθεσή του άλλαξε λίγο προς το καλύτερο όταν πέρασε ξανά από την πλατεία, καθώςεπέστρεφε στο αστυνομικό τμήμα. Πρόσεξε ότι κάποιοι καινούργιοι αμαρτωλοί είχαν παρκάρειπαράνομα στη θέση εκείνων που είχαν φύγει προηγουμένως. Τώρα θα τους έβαζε να φυσάνε όσοάντεχαν τα πνευμόνια τους.

Ενα επίμονο κουδούνισμα στην εξώπορτα διέκοψε την Ερίκα, που πάσχιζε με πολύ κόπο νασκουπίσει τα χαλιά με την ηλεκτρική σκούπα. Ο ιδρώτας έτρεχε πάνω της ποτάμι, και πριν ανοίξειτην πόρτα τακτοποίησε στο πλάι δύο μουσκεμένες τούφας από τα μαλλιά της.

«Γεια και χαρά σου, χοντρούλα μου!»

Χάθηκε σε μια αγκαλιά που παρέπεμπε σε αρκούδα και αντιλήφθηκε ότι δεν ήταν η μόνη πουίδρωνε. Με χωμένη τη μύτη της στη μασχάλη του Κόνι, κατάλαβε ότι μάλλον η ίδια μοσχοβολούσεσε σύγκριση με τον ξάδερφό της.

Αφού κατάφερε να ξεφύγει από αυτή την αγκαλιά, χαιρέτησε

την Μπρίτα, τη γυναίκα του Κόνι, με μια απλή, ευγενική χειραψία, μια που είχαν συναντηθείελάχιστες φορές. Η χειραψία της Μπρίτα ήταν υγρή, χαλαρή και άφηνε την αίσθησή νεκρού ψαριού.Η Ερίκα ανατρίχιασε και καταπολέμησε την παρόρμηση της να σκουπίσει το χέρι της στο παντελόνι.

«Τι κοιλιά! Τι έχεις εκεί μέσα; Δίδυμα ή τίποτε άλλο;»

Απεχθανόταν πολύ την κριτική για τη σωματική της στάση και μάλιστα με αυτό τον τρόπο, αλλάείχε ήδη αρχίσει να καταλαβαίνει εδώ και καιρό ότι η εγκυμοσύνη ήταν μια κατάσταση που έδινε σεόλους το ελεύθερο να σχολιάζουν το κορμί σου ή να πιάνουν την κοιλιά σου με ένανπαρατραβηγμένα οικείο τρόπο. Της είχε τύχει μάλιστα να την πλησιάζουν ξαφνικά εντελώςάγνωστοι και να αγγίζουν την κοιλιά της. Η Ερίκα περίμενε από στιγμή σε στιγμή ν' αρχίσει τοαναπόφευκτο πασπάτεμα, και μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα τα χέρια του Κόνι ήταν πάνω στηνκοιλιά της και τη μάλαζαν.

«Α, έχετε έναν πολύ καλό ποδοσφαιριστή εκεί μέσα. Σίγουρα αγόρι είναι με τέτοιες κλοτσιές πουρίχνει. Παιδιά, ελάτε να πιάσετε κι εσείς !»

Η Ερίκα δεν πρόλαβε να διαμαρτυρηθεί και δέχτηκε την επίθεση δύο χεριών που κολλούσαν απόλιωμένο παγωτό και άφησαν αποτυπώματα πάνω στην άσπρη μπλούζα της. Ευτυχώς. η Λίζα και ο

Page 20: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Βίκτορ, έξι και οχτώ ετών αντίστοιχα, έχασαν σύντομα το ενδιαφέρον τους για την κοιλιά της.

«Λοιπόν, τι λέει ο περήφανος μπαμπάς; Μετράει μέρες, ε;» Ο Κόνι δεν περίμενε απάντηση, και ηΕρίκα θυμήθηκε ότι ο διάλογος δεν ανήκε στα δυνατά του σημεία. «Ναι, που να πάρει ο διάβολος,θυμάμαι όταν γεννήθηκαν τούτα εδώ τα μυξιάρικα. Τρομερή εμπειρία, γαμώτο. Αν και πρέπει να τουπεις να αποφεύγει να κοιτάζει εκεί κάτω. Χάνεις κάθε επιθυμία για πολύ καιρό».

Γέλασε και σκούντησε την Μπρίτα στα πλευρά με τον αγκώνα του. Εκείνη τον κοίταξε ενοχλημένη.Η Ερίκα κατάλαβε ότι

η μέρα αυτή δεν θα περνούσε εύκολα. Αχ, πότε θα επέστρεφε ο Πάτρικ στο σπίτι;

Ο Πάτρικ χτύπησε διακριτικά την πόρτα του Μάρτιν. Ζήλεψε λίγο την τάξη που επικρατούσε εκείμέσα. Το γραφείο του Μάρτιν ήταν τόσο καθαρό που μπορούσες να το χρησιμοποιήσεις γιαχειρουργικό τραπέζι.

«Πώς πάει; Βρήκες τίποτα;»

Η μελαγχολική όψη του Μάρτιν αποκάλυψε, πολύ πριν γνέψει, πως η απάντηση ήταν αρνητική. Ναπάρει ο διάβολος. Το σημαντικότερο πράγμα στην έρευνα αυτή τη στιγμή ήταν να μάθουν τηνταυτότητα της γυναίκας. Κάπου υπήρχαν άνθρωποι που ανησυχούσαν γι' αυτή. Σίγουρα σε κάποιονθα έπρεπε να λείπει.

«Εσύ;» είπε ο Μάρτιν, γνέφοντας προς τον φάκελο που κρατούσε στο χέρι του ο Πάτρικ. «Βρήκεςαυτό που έψαχνες;»

«Έτσι νομίζω».

Ο Πάτρικ έσυρε μια καρέκλα και έκατσε δίπλα στον Μάρτιν.

«Για κοίτα αυτό εδώ. Στα τέλη της δεκαετίας του '70 εξαφανίστηκαν δύο γυναίκες από τηΦιελμπάκα. Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν το θυμήθηκα αμέσως- ήταν στα πρωτοσέλιδα τωνεφημερίδων εκείνο τον καιρό. Τέλος πάντων, εδώ είναι όλο το υλικό που υπάρχει από τις έρευνες».

Το ντοσιέ που απίθωσε πάνω στο γραφείο ήταν πολύ σκονισμένο. και πρόσεξε ότι ο Μάρτιν ήθελεπάρα πολύ να το αρπάξει και να το καθαρίσει. Ένα προειδοποιητικό βλέμμα τον έκανε νασυμμαζευτεί. Ο Πάτρικ άνοιξε το ντοσιέ και του έδειξε τις φωτογραφίες που βρίσκονταν πάνωπάνω.

«Αυτή εδώ είναι η Σιβ Λαντίν. Εξαφανίστηκε ανήμερα το Μεσοκαλόκαιρο του 1979. Ήτανδεκαεννιά χρονών». Ο Πάτρικ τράβηξε την επόμενη φωτογραφία. «Αυτή είναι η Μόνα Τερνμπλάντ.Εξαφανίστηκε δύο εβδομάδες αργότερα και ήταν δεκαοκτώ χρονών. Δεν τις ξαναείδε ποτέ κανέναςπαρά το τεράστιο

έργο αναζήτησης με πολλές ομάδες ανθρώπων στην ξηρά και τη θάλασσα. Το ποδήλατο της Σιββρέθηκε σε ένα χαντάκι, αλλά αυτό ήταν όλο κι όλο. Και από τη Μόνα δεν υπήρξε κανένα ίχνοςεκτός από ένα αθλητικό παπούτσι».

Page 21: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Ναι, τώρα που το λες το θυμάμαι κι εγώ. Νομίζω ότι υπήρχε ένας ύποπτος τότε, έτσι δεν είναι;»

Ο Πάτρικ ξεφύλλισε τα κιτρινισμένα έγγραφα και ίνα δακτυλογραφημένο όνομα.

«Ο Γιοχάνες Χουλτ. Απ' όλους τους πιθανούς μάρτυρες αυτός που τηλεφώνησε στην αστυνομία καιανέφερε ότι είχε δει τον Γιοχάνες με τη Σιβ Λαντίν να πηγαίνουν προς το κτήμα του στο Μπρέκε τηνύχτα που εκείνη εξαφανίστηκε ήταν τελικά ο αδερφός του, ο Γκάμπριελ Χουλτ».

«Και πόσο σοβαρά εξέλαβαν αυτή τη μαρτυρία; Εννοώ ότι πρέπει να κρύβονται πολλά πίσω από μιατέτοια ενέργεια. Είναι κάπως περίεργο να παίρνει κάποιος στην αστυνομία και να υποδεικνύει τοναδερφό του ως ύποπτο φόνου».

«Η έχθρα στην οικογένεια των Χουλτ είχε πολύχρονη ιστορία πίσω της, και αυτό το ήξεραν όλοιπολύ καλά. ’Ετσι, οι πληροφορίες έγιναν δεκτές με κάποια δυσπιστία νομίζω, αλλά ούτως ή άλλωςέπρεπε να διερευνηθούν, οπότε κάλεσαν κάνα δυο φορές τον Γιοχάνες για ανάκριση. Όμως, δενυπήρξαν ποτέ άλλα αποδεικτικά στοιχεία πέρα από την κατάθεση του αδερφού του. Ήταν απλώς ολόγος του ενός αδερφού κόντρα στον λόγο του άλλου, κι έτσι αφέθηκε ελεύθερος».

«Πού είναι σήμερα αυτός ο Γιοχάνες;»

«Δεν είμαι σίγουρος, αλλά έχω την εντύπωση ότι αμέσως μετά ο Γιοχάνες Χουλτ αυτοκτόνησε.Διάβολε, τώρα έπρεπε να είχαμε εδώ την Ανικα να μας ετοίμαζε μια πιο ενημερωμένη αναφορά γι'αυτό σε χρόνο μηδέν. Αυτά που υπάρχουν στο ντοσιέ είναι ελάχιστα - και πολλά λέω».

«Ακούγεσαι αρκετά σίγουρος πως οι σκελετοί που βρέθηκαν ανήκουν σε αυτές τις δυο γυναίκες».

«Δεν θα μπορούσα να το πω αυτό. Απλώς βασίζομαι στον νόμο των πιθανοτήτων. Έχουμε δύογυναίκες εξαφανισμένες από τη δεκαετία του 70 και τώρα εμφανίζονται δυο σκελετοί που φαίνονταινα είναι μιας κάποιας ηλικίας. Τι πιθανότητες υπάρχουν να είναι απλώς μια σύμπτωση όλο αυτό;Παρ' όλα αυτά, σίγουρος δεν είμαι, και κανείς δεν μπορεί να είναι πριν οπό την αναφορά τουιατροδικαστή. Αλλά θα φροντίσω να του δώσω αυτά τα στοιχεία το συντομότερο δυνατόν».

Ο Πάτρικ έριξε μια ματιά στο ρολόι. «Διάβολε, καλύτερα να βιαστώ. Υποσχέθηκα να πάω νωρίςσήμερα στο σπίτι. Μας επισκέφθηκε ο ξάδερφος της Ερίκα και πρέπει να πάρω λίγες γαρίδες καιμερικά άλλα πράγματα για το δείπνο. Μπορείς να φροντίσεις να πάρει αυτές τις πληροφορίες οιατροδικαστής; Και έλεγξε τι έκανε ο Ερνστ. όταν επιστρέψει, μήπως βρήκε κάτι αξιόλογο».

Η ζέστη τον χτύπησε καταπρόσωπο όταν βγήκε από το αστυνομικό τμήμα, και ο Πάτρικ πήγεβιαστικά στο αυτοκίνητο για να βρεθεί σε ένα περιβάλλον με κλιματισμό. Αν ο καύσωναςενοχλούσε αυτόν τόσο πολύ. μπορούσε να φανταστεί πώς θα ένιωθε η Ερίκα, η κακόμοιρηαγαπημένη του.

Αυτή η επίσκεψη τώρα ήταν καθαρή ατυχία, αλλά καταλάβαινε ότι η Ερίκα δυσκολευόταν νααρνηθεί. Αφού όμως η οικογένεια Φλουντ θα έφευγε την άλλη μέρα. μόνο ένα βράδυ θα πήγαινεχαμένο. Ανέβασε το κλιματιστικό στο φουλ και έβαλε πλώρη για τη Φιελμπάκα.

«Μίλησες με τη Λίντα;»

Page 22: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Η Λάινε έτριβε νευρικά τα χέρια της. Ήταν μια χειρονομία που ο Γκάμπριελ είχε μάθει νααπεχθάνεται.

"Δεν έχουμε να πούμε τίποτε απολύτως. Θα κάνει απλώς ό,τι της λένε".

Ο Γκάμπριελ δεν σήκωσε ούτε στιγμή το βλέμμα από αυτό που έκανε. Ο τόνος του ήταναπορριπτικός, αλλά η Λάινε δεν

θα ενέδιδε τόσο εύκολα. Δυστυχώς. Εκείνος παρακαλούσε εδώ και πολλά χρόνια τον Θεό να μάθειτη σύζυγό του να μιλάει λιγότερο απ' ό,τι συνήθιζε. Κάτι τέτοιο θα βελτίωνε πολύ τηνπροσωπικότητά της. Θα ήταν πραγματικό θαύμα.

Ο ίδιος ο Γκάμπριελ Χουλτ ήταν ένας άνθρωπος που μπορούσες να τον χαρακτηρίσεις λογιστήμέχρι το μεδούλι. Λάτρευε να συγκρίνει πιστώσεις και χρεώσεις και στο τέλος να βγάζει τονισολογισμό. Μισούσε με όλο του το "είναι" όλα όσα είχαν σχέση με το συναίσθημα και καμία σχέσημε τη λογική. Το πάθος του ήταν η τάξη και παρά τη ζέστη φορούσε κοστούμι και πουκάμισο, απόλεπτό ύφασμα βέβαιοι, αλλά οπωσδήποτε εντός των ορίων του καθωσπρεπισμού. Τα σκούραμαλλιά του είχαν αραιώσει με τα χρόνια, αλλά αυτός τα χτένιζε πάντα προς τα πίσω και δεν έκανεκαμία προσπάθεια να κρύψει το κενό που είχε δημιουργηθεί στην κορυφή του κεφαλιού του. Τοκερασάκι στην τούρτα ήταν τα στρογγυλά γυαλιά που στέκονταν μονίμως στην άκρη της μύτης τουώστε να μπορεί να κοιτάζει πάνω από αυτά, με βλέμμα υπεροπτικό, τον όποιο συνομιλητή του. Τοσωστό έπρεπε πάντα να λέγεται - ήταν το ρητό που ακολουθούσε στη ζωή. και το μόνο που ευχότανήταν και οι άλλοι άνθρωποι γύρω του να έκαναν το ίδιο. Δυστυχώς όμως φαινόταν πως όλοι οιάλλοι σπαταλούσαν όση δύναμη και ενέργεια διέθεταν για να διαταράσσουν την τέλεια ισορροπίατου και να του κάνουν τον βίο αβίωτο. Όλα θα ήταν απλούστερα αν έκαναν απλώς ό,τι τους έλεγεαντί να σκαρφίζονται ένα κάρο ανοησίες από μόνοι τους.

Το μεγάλο πρόβλημα σε αυτή την περίοδο της ζωής του λεγόταν Λίντα. Ο Γιάκομπ δεν ήταν ποτέέτσι στην εφηβεία του. Ποτέ! Στον κόσμο που είχε κατά νου ο Γκάμπριελ οι κοπέλες ήταν πολύ πιοήρεμες και πολύ πιο συμμαζεμένες και υπάκουες απ' ό,τι τα αγόρια. Αντί γι’ αυτό όμως, το ζεύγοςΧουλτ είχε αποκτήσει ένα τέρας που βρισκόταν στην εφηβεία και που έλεγε το αντίθετο από αυτόπου της έλεγες, κάνοντας,

εν γένει, τα πάντα για να καταστρέψει τη ζωή της όσο πιο σύντομα μπορούσε. Εκείνη την ανόητηιδέα της να γίνει μοντέλο ο Γκάμπριελ δεν την έπαιρνε και πολύ στα σοβαρά. Ήταν, βέβαια, γλυκιάκοπέλα, αλλά είχε πάρει δυστυχώς το μυαλό της μητέρας της και δεν θα άντεχε ούτε μία ώρα στονσκληρό κόσμο των μανεκέν.

«Την κουβέντα αυτή την κάναμε ήδη, Λάινε, και δεν έχω αλλάξει γνώμη από τότε. Δεν υπάρχειπερίπτωση να στείλω τη Λίντα να της βγάζει φωτογραφίες κάποιος λεχρίτης που καμώνεται τονφωτογράφο και θέλει απλώς να τη γδύσει. Η Λίντα θα σπουδάσει κάτι χρήσιμο, και δεν υπάρχειλόγος να συζητάμε οτιδήποτε άλλο».

«Ναι, αλλά σε έναν χρόνο θα γίνει δεκαοχτώ και τότε θα μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Δεν είναικαλύτερα να τη στηρίξουμε τώρα αντί να διακινδυνεύσουμε να μας παρατήσει σύξυλους τότε;»

Page 23: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Η Λίντα ξέρει από πού παίρνει τα λεφτά που της χρειάζονται, και θα με εξέπληττε πολύ ανεξαφανιζόταν δίχως να έχει διασφαλίσει μια σίγουρη πηγή εισοδήματος. Κι αν συνεχίσει ναδιαβάζει, αυτό ακριβώς θα μπορέσει να εξασφαλίσει. Της έχω υποσχεθεί ότι κάθε μήνα θα παίρνειλεφτά, αρκεί να συνεχίσει το διάβασμα, και την υπόσχεση αυτή σκοπεύω να την τηρήσω. Τώραόμως δεν θα ήθελα να συνεχίσω άλλο αυτή τη συζήτηση».

Η Λάινε συνέχισε να τρίβει νευρικά τα χέρια της, αλλά ήξερε ότι είχε ηττηθεί και βγήκε από τογραφείο με τους ώμους κατεβασμένους. Τράβηξε προσεχτικά τα συρόμενα πορτόφυλλα πίσω της,και ο Γκάμπριελ άφησε έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Αυτό το επαναλαμβανόμενο θέμασυζήτησης τον εκνεύριζε αφάνταστα. Έπρεπε να τον είχε μάθει πολύ καλύτερα όλ’ αυτά τα χρόνιαπου ήταν μαζί και να γνώριζε ότι δεν ήταν από τους ανθρώπους που αλλάζουν γνώμη όταν έχουναποφασίσει κάτι.

Η αίσθηση της ικανοποίησης και της ηρεμίας επέστρεψε όταν άρχισε να γράφει ξανά στο βιβλίο πουήταν μπροστά του. Τα μοντέρνα προγράμματα λογιστικής για υπολογιστές δεν τον είχαν κερδίσειποτέ, διότι αγαπούσε την αίσθηση εκείνου του χοντρού βιβλίου που είχε μπροστά του, με τιςκαλαίσθητες αράδες αριθμών που του έδιναν ένα άθροισμα στο τέλος κάθε σελίδας. Όταν τελείωσε,έγειρε ικανοποιημένος στην καρέκλα του. Αυτό ακριβώς ήταν ένας κόσμος που μπορούσε ναελέγχει.

Για μια στιγμή ο Πάτρικ αναρωτήθηκε αν είχε πάει σε λάθος σπίτι. Δεν μπορεί να ήταν αυτό τοήρεμο και γαλήνιο σπίτι που είχε αφήσει το ίδιο πρωί. Τα επίπεδα θορύβου ήταν πολύ πάνω απ’ όσοεπιτρεπόταν ακόμα και στα μαγαζιά, ενώ το ίδιο σπίτι έμοιαζε σαν να του είχαν πετάξειχειροβομβίδα. Παντού υπήρχαν αντικείμενα που του ήταν άγνωστα, ενώ τα αντικείμενα που γνώριζεδεν βρίσκονταν πια στη θέση τους. Από την έκφραση της Ερίκα μάλλον θα έπρεπε να είχε έρθει μίαή και δύο ώρες νωρίτερα.

Απορημένος, μέτρησε μόνο δύο παιδιά και δυο παραπανίσιους ενήλικες και αναρωτήθηκε πώς στηνευχή γινόταν να χάνουν τόση φασαρία όση ένα νηπιαγωγείο. Η τηλεόραση ήταν στο Κανάλι Ντίσνεΐμε τον ήχο στο τέρμα, και ένα μικρό αγόρι με ένα πιστόλι-παιχνίδι στο χέρι έτρεχε και κυνηγούσεένα ακόμα μικρότερο κορίτσι. Οι γονείς των δύο αυτών βλασταριών κάθονταν αδιάφοροι στηβεράντα. Ένας τεράστιος τύπος κούνησε χαρούμενα το χέρι του προς το μέρος του. αλλά δεν μπήκεστον κόπο να σηκωθεί από τον καναπέ και να εγκαταλείψει, συνεπώς, τον δίσκο με το κέικ που είχεμπροστά του.

0 Πάτρικ πήγε στην κουζίνα όπου ήταν η Ερίκα, κι εκείνη κατέρρευσε στην αγκαλιά του.

«Πάρε με αποδώ μέσα, σε παρακαλώ πολύ. Πρέπει να έκανα κάτι πολύ κακό σε μια προηγούμενηζωή για να τιμωρούμαι

κατ’ αυτό τον τρόπο. Τα παιδιά αυτά είναι μικροί διάβολοι μεταμορφωμένα σε ανθρώπους, και οΚόνι είναι... ο Κόνι. Η γυναίκα του δεν είπε ούτε κουβέντα και φαίνεται τόσο ξινισμένη που ανπλησιάσει γάλα θα το μετατρίψει σε ξινόγαλο. Βοήθα, Θεέ μου να έρθει η ώρα να του δίνουνε».

Τη χάιδεψε παρηγορητικά στην πλάτη και ένιωσε ότι η μπλούζα της ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα.

Page 24: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

"Εσύ πήγαινε να κάνεις ένα ντουζ με την ησυχία σου, και θα τους αναλάβω εγώ για λίγο. Είσαιμούσκεμα στον ιδρώτα".

«Είσαι πραγματικός άγγελος και σ’ ευχαριστώ πολύ. Υπάρχει μια κανάτα με έτοιμο καφέ. Τώραπίνουν το τρίτο φλιτζάνι, αν και ο Κόνι άφησε να εννοηθεί ότι θα ήθελε κάτι δυνατότερο, οπότεκοίταξε μήπως υπάρχει κάτι τέτοιο να του προσφέρεις».

«Θα το κανονίσω εγώ, εσύ απλώς πήγαινε, αγάπη, πριν αλλάξω γνώμη».

Η Ερίκα τού έδωσε ένα φιλί όλο ευγνωμοσύνη και μετά ανέβηκε με δυσκολία τις σκάλεςπηγαίνοντας στο μπάνιο.

«Θέλω παγωτό».

Ο Βίκτορ είχε γλιστρήσει κρυφά στην κουζίνα, στεκόταν πίσω από τον Πάτρικ και τον σημάδευε μετο πιστόλι.

«Δυστυχώς δεν έχουμε παγωτό στο σπίτι».

«Τότε να πας ν’ αγοράσεις».

Η θρασύτητά του μικρού εκνεύρισε αφάνταστα τον Πάτρικ, αλλά προσπάθησε να μην το δείξει καιόσο πιο μειλίχια μπορούσε είπε:

«Οχι, δεν πρόκειται να πάω. Υπάρχουν κέικ έξω στο τραπέζι, μπορείτε να πάρετε από αυτά».

«Εγώ θέλω παγωτόόόό!» Ο μικρός ούρλιαζε και πηδούσε πάνω κάτω. Το πρόσωπό του ήτανκατακόκκινο.

«Δεν έχουμε παγωτό, είπα!»

Η υπομονή του Πάτρικ είχε αρχίσει να εξαντλείται.

«ΠΑΓΩΤΟ, ΠΑΓΩΤΟ, ΠΑΓΩΤΟ, ΠΑΓΩΤΟ...»

0 Βίκτορ δεν έκανε πίσω τόσο εύκολα. Μάλλον όμως πρέ-

πρέπει να είδε στο βλέμμα του Πάτρικ ότι είχε ξεπεράσει τα όρια, διότι σταμάτησε αμέσως και βγήκεπισωπατώντας κουζίνα. Μετά έτρεξε κλαίγοντας στη βεράντα, όπου κάθονταν αραχτοί οι γονείς τουκαι δεν έδιναν καμία σημασία σε όλον αυτό τον σαματά.

"ΜΠΑΜΠΑΑΑ, ο θείος είναι κακός! Θέλω ΠΑΓΩΤΟΟΟ!"

Με την κανάτα του καφέ στο χέρι, ο Πάτρικ προσπάθησε να το παίξει κουφός και βγήκε στηβεράντα για να χαιρετίσει τους επισκέπτες του. Ο Κόνι σηκώθηκε και του έδωσε το χέρι και όταν οΠάτρικ χαιρέτησε την Μπρίτα, κατάλαβε πώς θα πρέπει να είναι όταν πιάνεις ψόφιο χέλι.

Page 25: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Ο Βίκτορ περνάει τώρα μια φάση και δοκιμάζει τα όρια της δικής του θέλησης. Δεν θέλουμε ναεμποδίσουμε την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του κι έτσι τον αφήνουμε ν' ανακαλύπτει μόνος τουπού είναι η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις δικές του επιθυμίες και τις επιθυμίες τουπερίγυρου».

Η Μπρίτα κοίταξε με τρυφερότητα τον γιόκα της, και ο Πάτρικ θυμήθηκε ότι η Ερίκα τού είχε πειπως ήταν ψυχολόγος. Αν αυτή ήταν η ιδέα της περί ανατροφής των παιδιών τότε αυτό το επάγγελμαθα ήταν το μοναδικό με το οποίο θα είχε συνεχείς επαφές ο μικρός Βίκτορ όταν μεγάλωνε, 0 Κόνιδεν έδειχνε να έχει αντιληφθεί όσα είχαν γίνει και έκανε τον μικρό να σωπάσει χώνοντας του ένατεράστιο κομμάτι κέικ στο στόμα. Κρίνοντας από το πάχος του Βίκτορ, αυτή πρέπει να ήταν μιαπολύ συνηθισμένη τακτική. Ο Πάτρικ, ωστόσο, αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι ήταναποτελεσματική και δελεαστική μέσα στην απλότητά της.

Λες και το είχαν συμφωνήσει, όταν η Ερίκα κατέβηκε φρεσκολουσμένη και με τη ζωντάνια να έχειεπιστρέψει στο πρόσωπό της. ο Πάτρικ είχε αρχίσει να σερβίρει τις γαρίδες και όλα τα σχετικά. Είχεεπίσης προλάβει να φέρει και από μία πίτσα στα παιδιά, αφού είχε αντιληφθεί ότι αυτός ήταν ο

μόνος τρόπος για να αποφύγει την ολοκληρωτική καταστροφή στο τραπέζι.

Κάθισαν όλοι, και τη στιγμή που η Ερίκα ήταν έτοιμη να τους πει ότι μπορούσαν ν’ αρχίσουν, οΚόνι έχωσε και τις δυο του παλάμες μέσα στο μπολ με τις γαρίδες. Πήρε τρεις ολόκληρες χούφτεςκαι τις σώριασε στο πιάτο του, αφήνοντας στο μπολ λιγότερο από το μισό της αρχικής ποσότητας.

«Μμμμ! Αυτές είναι νοστιμιές. Κι εδώ μπροστά σας έχετε κάποιον που τις εκτιμάει ιδιαίτερα».

0 Κόνι χτύπησε επιδεικτικά το στομάχι του και όρμησε στο βουνό με τις γαρίδες

0 Πάτρικ, ο οποίος είχε σερβίρει και τα δύο κιλά γαρίδες που είχε αγοράσει πανάκριβα, απλώςαναστέναξε και πήρε μια μικρή χούφτα, η οποία δεν κάλυψε και ιδιαίτερα μεγάλο μέρος του πιάτουτου. Η Ερίκα έκανε σιωπηλή το ίδιο και μετά έδωσε το μπολ στην Μπρίτα, που άδειασε στο πιάτοτης τις υπόλοιπες, πάντα σκυθρωπή.

Μετά το απογοητευτικό δείπνο έστρωσαν τα κρεβάτια στον ξενώνα για τους επισκέπτες και,ζητώντας την άδειά τους, πήγαν νωρίς για ύπνο με την πρόφαση ότι η Ερίκα χρειαζόταν ξεκούραση.Ο Πάτρικ έδειξε στον Κόνι πού είχε το ουίσκι και μετά δραπέτευσε στην ειρήνη και την ησυχία τουεπάνω ορόφου.

Οταν τελικά ξάπλωσαν, ο Πάτρικ περιέγραψε στην Ερίκα τι είχε κάνει όλη τη μέρα. Είχεεγκαταλείψει εδώ και πολύ καιρό την προσπάθεια να αποκρύπτει από την Ερίκα τις αστυνομικέςυποθέσεις γνωρίζοντας όμως ότι εκείνη δεν θα μετέφερε σε κανέναν άλλο όσα της έλεγε. Ότανέφτασε στην υπόθεση με τις δύο εξαφανισμένες γυναίκες πρόσεξε ότι της είχε κεντρίσει τοενδιαφέρον.

«Θυμάμαι ότι είχα διαβάσει γι’ αυτή την υπόθεση. Πιστεύετε. δηλαδή, ότι αυτές είναι που βρήκατε;»

«Είμαι σίγουρος γι’ αυτό. Αλλιώς θα ήταν μια εξαιρετικά

Page 26: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

διαβολεμένη σύμπτωση. Αλλά μόνο όταν έρθει η έκθεση του ιατροδικαστή θα μπορέσουμε ν'αρχίσουμε την κανονική έρευνα. Προς το παρόν, κρατάμε όλους τους πιθανούς δρόμους όσο πιοανοιχτούς γίνεται».

«Μήπως χρειάζεσαι καμιά βοήθεια για να ερευνήσεις το ιστορικό της όλης υπόθεσης;» Στράφηκεανυπόμονα προς μέρος του, κι εκείνος αναγνώρισε τη λάμψη στα μάτια της.

«Οχι, όχι, όχι. Εσύ κοίταξε να ηρεμήσεις. Μην ξεχνάς ότι είσαι σε αναρρωτική».

«Ναι, αλλά μην ξεχνάς ότι η πίεσή μου ήταν ξανά στα κανονικά επίπεδα στην τελευταία εξέταση.Ασε που τρελαίνομαι να είμαι κλεισμένη όλη τη μέρα στο σπίτι. Ούτε ένα καινούργιο βιβλίο δενμπόρεσα να ξεκινήσω».

Το βιβλίο για την Αλεξάνδρα Βίκνερ και τον τραγικό θάνατό της έγινε μεγάλη επιτυχία κι αυτό είχεως αποτέλεσμα να υπογράψει η Ερίκα άλλο ένα συμβόλαιο για ένα ακόμα βιβλίο που θα είχε σχέσημε μια πραγματική υπόθεση δολοφονίας. Η συγγραφή αυτού του βιβλίου απαιτούσε τεράστιαπροσπάθεια από την πλευρά της, τόσο σε επίπεδο έρευνας όσο και συναισθημάτων. και από τότεπου το έστειλε στον εκδοτικό οίκο τον Μάιο, δεν είχε βρει κουράγιο να ξεκινήσει κάτι καινούργιαΩς πρόσθετα εμπόδια ήρθαν η υπέρταση και η αναρρωτική άδεια και συνεπώς αναγκάστηκε, πολύαπρόθυμα να αναβάλει όλη τη δουλειά που απαιτούσε ένα νέο βιβλίο, τουλάχιστον μέχρι ναγεννηθεί το μωρό. Αλλά η Ερίκα δεν ήταν από τους ανθρώπους που μπορούσαν να κάθονται στοσπίτι και να μην κάνουν απολύτως τίποτα.

«Αλλωστε, η Ανικα είναι διακοπές και δεν μπορεί να το κάνει. Και δεν είναι τόσο εύκολο, όσοπιστεύουν γενικώς, να κάνεις έρευνά. Πρέπει να ξέρεις πού να ψάξεις, κι εγώ ξέρω. Ασε με να ρίξωμια μικρή ματιά μόνο...»

«Όχι. Και ούτε θέλω να το συζητήσουμε. Ας ελπίσουμε ότι ο Κόνι και οι βάρβαροί του θα φύγουναύριο νωρίς το πρωί και

μετά θα κάτσεις να ηρεμήσεις - τ' ακούς! Και τώρα σταμάτα να μιλάς γιατί θέλω να κουβεντιάσω μετο μωρό. Πρέπει να σχεδιάσουμε την ποδοσφαιρική του καριέρα...»

«Ή την καριέρα της!»

«Ή την καριέρα της. Αλλά τότε θα πρέπει να στραφούμε στο γκολφ. Διότι προς το παρόν τογυναικείο ποδόσφαιρο δεν έχει λεφτά».

Η Ερίκα απλώς αναστέναξε και ξάπλωσε υπάκουα ανάσκελα για να διευκολύνει την επικοινωνία.

«Δεν σε παίρνουν χαμπάρι όταν το σκας;»

0 Στέφαν ήταν ξαπλωμένος στο πλάι δίπλα στη Λίντα και της γαργαλούσε το πρόσωπο με έναάχυρο.

«Όχι βέβαια. Διότι, ξέρεις τώρα, ο Γιάκομπ “με εμπιστεύεται”». Ζάρωσε το μέτωπό της καιμιμήθηκε τη σοβαρή φωνή του αδερφού της «Είναι κάτι που έχει μάθει απ’ όλους αυτούς τους

Page 27: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

κύκλους μαθημάτων που σχετίζονται με την ανάπτυξη καλών σχέσεων με τους νέους. Το χειρότεροείναι ότι οι περισσότεροι από αυτούς τους νέους φαίνεται να τον πιστεύουν, μάλιστα, για μερικούςαπό αυτούς ο Γιάκομπ είναι σαν Θεός. Αλλά αν έχει μεγαλώσει κανείς δίχως πατέρα δέχεται ό,τι να’ναι». Έσπρωξε ενοχλημένη το άχυρο με το οποίο τη γαργαλούσε ο Στέφαν. «Κόφ' το αυτό τώρα,εντάξει;»

«Τι έπαθες; Δεν μπορώ ν’ αστειευτώ λίγο;»

Η Λίντα είδε ότι τον πλήγωσε, έσκυψε μπροστά και τον φίλησε για να τον παρηγορήσει. Απλώςσήμερα δεν ήταν η καλύτερη της μέρα. Το πρωί τής είχε έρθει περίοδος, οπότε δεν μπορούσε νακάνει έρωτα με τον Στέφαν για μία εβδομάδα, και μετά την εκνεύριζε αφόρητα το γεγονός ότι έμενεμαζί με τον τέλειο αδερφό της και την εξίσου τέλεια γυναίκα του.

«Αχ και να περνούσε γρήγορα ο ένας χρόνος να σηκωθώ και να φύγω από τούτο τον κωλότοπο!»

Ήταν αναγκασμένοι να ψιθυρίζουν για να μην αποκαλύψουν την

κρυφή φωλιά τους στο πατάρι του αχυρώνα, αλλά χτύπησε το χέρι της στα σανίδια για να τονίσει ταλόγια της.

"Λαχταράς, δηλαδή, να φύγεις μακριά κι από μένα; Αυτό θέλεις;"

Η πληγωμένη έκφραση στο πρόσωπο του Στέφαν έγινε εντονότερη, κι εκείνη δάγκωσε τη γλώσσατης. Αν έβγαινε έξω, στον μεγάλο κόσμο, ποτέ της δεν θα γυρνούσε να κοιτάξει κάποιον σαν τονΣτέφαν, αλλά όσο έμενε ακόμη εδώ, ήταν καλός για να περνάει την ώρα της- μέχρι εκεί όμως. Δενχρειαζόταν να το ξέρει κι εκείνος. Γι' αυτό, λοιπόν, κουλουριάστηκε σαν μικρό χαδιάρικο γατάκι καικόλλησε πάνω του. Δεν ένιωσε καμία αντίδραση. Αρπαξε το χέρι του και το έβαλε πάνω στο κορμίτης. Σαν να είχαν δική τους βούληση, τα δάχτυλά του άρχισαν να πασπατεύουν το κορμί της, και ηΛίντα χαμογέλασε από μέσα της. Τους άντρες τούς έκανες ό,τι ήθελες.

«Μπορείς να έρθεις μαζί μου, έτσι δεν είναι;» Αυτό του το είπε με τη βεβαιότητα ότι εκείνος δενεπρόκειτο να ξεκολλήσει ποτέ από τη Φιελμπάκα ή μάλλον, πάνω απ' όλα, από τον αδερφό του.Μερικές φορές αναρωτιόταν μήπως δεν πήγαινε ούτε στην τουαλέτα δίχως την άδεια του Ρόμπερτ,

Εκείνος απέφυγε ν’ απαντήσει, αλλά γύρισε και της είπε: «Μίλησες με τον πατέρα σου; Τι λέει γιατο ότι θέλεις να φύγεις;».

«Τι να πει αυτός; Μπορεί ν’ αποφασίζει για μένα έναν χρόνο ακόμα, αλλά μόλις συμπληρώσω ταδεκαοχτώ, δεν θα μπορεί να μου πει την παραμικρή σκατοκουβέντα. Κι αυτό είναι που τον τρελαίνει.Μερικές φορές έχω την εντύπωση ότι πολύ θα ήθελε να περάσει κι εμάς στα καταραμένα λογιστικάβιβλία του. Γιάκομπ χρέωση. Λίντα πίστωση».

«Τι εννοείς χρέωση;»

Η Λίντα γέλασε με την ερώτησή του. «Είναι οικονομικοί όροι, μη δίνεις σημασία εσύ σε τέτοια».

«Αναρωτιέμαι τι θα γινόταν αν εγώ...»

Page 28: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Τα μάτια του δεν φαινόταν να κοιτούν κάτι συγκεκριμένο, όταν ο Στέφαν, καθώς μασούσε ένακλαδάκι άχυρο, κάρφωσε το βλέμμα του σε κάποιο σημείο πίσω από τη Λίντα.

«Τι θα γινόταν... Αν τι;»

«Αν ο πατέρας δεν είχε χάσει όλα τα χρήματά του. Ίσως να ήμασταν εμείς που θα μέναμε στοαρχοντικό κι εσύ στο παράσπιτο με τον θείο Γκάμπριελ και τη θεία Λάινε».

«Ναι, ωραία θα ήταν να το 'βλεπα αυτό. Τη μητέρα να ζει σ' ένα φτωχικό καλύβι. Φτωχή σανψαράς».

Η Λίντα έγειρε το κεφάλι πίσω και γέλασε τόσο δυνατά που ο Στέφαν αναγκάστηκε να της πει νακάνει ησυχία για να μην ακουστούν μέχρι το σπίτι του Γιάκομπ και της Μαρίτα, το οποίο ήταν κοντάστον αχυρώνα.

«Ίσως έτσι ο πατέρας να ζούσε ακόμη. Και η μάνα μου δεν θα καθόταν ολημερίς μ’ εκείνα τααναθεματισμένα τα άλμπουμ της».

«Δεν ήταν για τα λεφτά που...»

«Δεν το ξέρεις αυτό. Πού διάβολο ξέρεις εσύ γιατί το έκανε;» Η φωνή του ανέβηκε μια οκτάβα καιακούστηκε τσιριχτή.

«Όλοι το ξέρουν».

Δεν της άρεσε η τροπή που είχε πάρει η κουβέντα και βεν τολμούσε να κοιτάξει τον Στέφαν σταμάτια. Η οικογενειακή έχθρα και όλα όσα είχαν σχέση με αυτή μέχρι σήμερα αποτελούσεαπαγορευμένο θέμα συζήτησης μέσω μιας σιωπηρής συμφωνίας

«Όλοι νομίζουν ότι ξέρουν, αλλά σκατά ξέρουν, τίποτα δεν ξέρουν. Και ο αδερφός σου μένει στοδικό μας αγρόκτημα, που να πάρει ο διάβολος!»

«Μα δεν φταίει ο Γιάκομπ που έγινε ό,τι έγινε». Ένιωθε περίεργα που υπερασπιζόταν έναν αδερφότον οποίο έλουζε καθημερινά με βρισιές, αλλά το αίμα νερό δεν γίνεται. «Ο Γιάκομπ πήρε τοαγρόκτημα από τον παππού. Αλλωστε, πάντα υπερασπιζόταν τον Γιοχάνες πρώτος και καλύτερος».

Ο Στέφαν ήξερε ότι η Λίντα είχε δίκιο και ο θυμός του ξεθύμανε μεμιάς. Αλλά καμιά φοράπληγωνόταν πολύ όταν η Λίντα μίλαγε για την οικογένειά της, επειδή του θύμιζε αυτό που είχε χάσειο ίδιος. Δεν τολμούσε να της το πει αυτό, αλλά συχνά θεωρούσε ότι ήταν πολύ αχάριστη. Η ίδια καιη φαμίλια της είχαν τα πάντα, η δική του φαμίλια δεν είχε τίποτα. Που ήταν η δικαιοσύνη σε όλ'αυτά;

Από την άλλη, της τα συγχωρούσε όλα. Ποτέ του άλλοτε δεν είχε αγαπήσει άνθρωπο με τέτοιοπάθος. Και μόνο που κοίταζε το λεπτό κορμί της δίπλα στο δικό του ένιωθε να φλέγεται. Μερικέςφορές δεν πίστευε ότι ήταν αλήθεια αυτό που συνέβαινε. Ότι ένας τέτοιος άγγελος είχε επιλέξει νασπαταλήσει τον χρόνο του με αυτόν. Αλλά δεν ήταν κορόιδο. Δεν σκόπευε να μπει στον κόπο νααμφισβητήσει την καλοτυχία του. Αντιθέτως, προσπαθούσε να κλείνει τα μάτια στο μέλλον και να

Page 29: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

απολαμβάνει το παρόν. Τώρα, την τράβηξε πάνω του και έκλεισε τα μάτια του, καθώς ρουφούσε τηνευωδιά που ανέδιδαν τα μαλλιά της. Ξεκούμπωσε το πρώτο κουμπί του μπλουτζίν της αλλά εκείνητον σταμάτησε.

«Δεν μπορώ, έχω περίοδο. Ασε με να σου το κάνω εγώ..

Η Λίντα ξεκούμπωσε το παντελόνι του, κι εκείνος ξάπλωσε ανάσκελα. Πίσω από τα μισόκλεισταμάτια του τρεμόπαιζε λαμπερός ο ουρανός.

Είχε περάσει μόνο μία μέρα από τότε που βρήκαν τη νεκρή γυναίκα. αλλά η ανυπομονησία βασάνιζεήβη τον Πάτρικ. Κάπου υπήρχε κάποιος άνθρωπος που αναρωτιόταν πού βρισκόταν αυτή η γυναίκα.Σκεφτόταν, στενοχωριόταν, άφηνε τις σκέψεις να περιστρέφονται σε όλο και πιο ανήσυχες τροχιές.Και το τρομακτικό ήταν ότι στην περίπτωση αυτή είχαν επαληθευτεί και οι χειρότεροι φόβοι,Περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο ήθελε να μάθει ποια ήταν η γυναίκα αυτή για να μπορέσει ναενημερώσει εκείνους που την αγαπούσαν. Τίποτα δεν ήταν χειρότερο από

την αβεβαιότητα, ούτε καν ο θάνατος. Το πένθος δεν μπορούσε ν' αρχίσει, πριν μάθει κανείς τι ήταναυτό για το οποίο πενθούσε.

Δεν θα ήταν εύκολο να πάει να τους το πει -ήταν μια ευθύνη που ο Πάτρικ είχε ήδη επωμιστεί-, αλλάγνώριζε ότι ήταν κι αυτό ένα σημαντικό κομμάτι της δουλειάς του: Να διευκολύνει και ναπροσφέρει τη συμπαράστασή του. Πρωτίστως όμως να ανακαλύπτει τι συνέβη στο άτομο πουαγαπούσαν.

Τα άκαρπα τηλεφωνήματα του Μάρτιν την προηγούμενη μέρα είχαν κάνει μεμιάς το έργο τηςαναγνώρισης πολύ πιο δύσκολο. Κανείς δεν είχε δηλώσει την εξαφάνισή της στην κοντινή περιοχή,κι έτσι το πεδίο αναζήτησης έπρεπε να επεκταθεί σε όλη τη Σουηδία, ίσως και στο εξωτερικό. Γιαμια στιγμή, η αποστολή αυτή έδειχνε αδύνατη, αλλά γρήγορα απομάκρυνε τη σκέψη από το μυαλότου. Τώρα αυτοί ήταν οι μοναδικοί υπερασπιστές της άγνωστης γυναίκας.

Ο Μάρτιν χτύπησε διακριτικά την πόρτα.

«Πώς θέλεις να συνεχίσω; Να διευρύνω τον κύκλο αναζήτησης; Να αρχίσω με τα Τμήματα τωνμεγαλουπόλεων ή...;» Ανασήκωσε τα φρύδια και τους ώμους του ερωτηματικά.

0 Πάτρικ ένιωσε μεμιάς να τον βαραίνει η ευθύνη της έρευνας. Δεν υπήρχε τίποτα που να οδηγείπρος οποιαδήποτε κατεύθυνση, αλλά από κάπου έπρεπε να αρχίσουν.

«Αρχισε με τα Τμήματα των μεγαλουπόλεων. Με το Γέτεμποργ τελειώσαμε, αλλά πιάσε τηΣτοκχόλμη και το Μάλμε για αρχή. Θα πρέπει σύντομα να έχουμε την πρώτη έκθεση τουΕγκληματολογικού, και αν είμαστε τυχεροί, ίσως να μας στείλουν κάτι χρήσιμο».

«Εντάξει». Ο Μάρτιν χτύπησε την παλάμη του στην πόρτα καθώς έβγαινε και κατευθύνθηκε προς τογραφείο του. Ένα διαπεραστικό κουδούνισμα από τη ρεσεψιόν τον ανάγκασε να κάνει μεταβολή καινα πάει να υποδεχτεί τον επισκέπτη. Συνήθως αυτό το έκανε η Ανικα, αλλά μια που έλειπε πήγαινεόποιος μπορούσε.

Page 30: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Η κοπέλα έδειχνε ανήσυχη. Μικροκαμωμένη, με δυο μακριές ξανθές κοτσίδες και ένα τεράστιοσακίδιο στην πλάτη.

«Ι want to speak to someone in charge - Θέλω να μιλήσω με κάποιον υπεύθυνο».

Πρόφερε τα αγγλικά με έντονα ξενική προφορά, και ο Μάρτιν κατάλαβε ότι μάλλον ήταν γερμανική.Της άνοιξε την πόρτα και της έκανε νόημα να περάσει. Μετά, στράφηκε προς τον διάδρομο καιφώναξε:

«Πάτρικ, έχεις επισκέπτη».

Πολύ αργά σκέφτηκε ότι θα έπρεπε πρώτα να τη ρωτήσει τι ήθελε, αλλά ο Πάτρικ είχε ήδη βγάλει τοκεφάλι του από την πόρτα του γραφείου του, ενώ η κοπέλα πήγαινε προς το μέρος του.

«Are you the man in charge? - Εσύ είσαι ο υπεύθυνος;»

Για μια στιγμή, ο Πάτρικ μπήκε στον πειρασμό να τη στείλει στον Μέλμπεργ, ο οποίος ήταν απόκαθαρά τεχνική άποψη ο ανώτατος αξιωματικός, αλλά όταν είδε την έκφραση απόγνωσης στοπρόσωπό της, άλλαξε γνώμη και αποφάσισε να την απαλλάξει από αυτή την εμπειρία. Το ναστέλνεις μια νέα κοπέλα στον Μέλμπεργ ήταν σαν να στέλνεις αρνάκι σε αγέλη λύκων, και τοένστικτο προστασίας που διέθετε ενεργοποιήθηκε αμέσως.

«Yes, how can I help you? - Ναι, πώς μπορώ να σε βοηθήσω;»

Της έκανε νόημα να περάσει και να καθίσει στην καρέκλα που ήταν μπροστά στο γραφείο του. Μεμια εκπληκτική ευκολία, εκείνη ξεφορτώθηκε το τεράστιο σακίδιο και το απίθωσε προσεχτικά στοπάτωμα, στηρίζοντας το στον τοίχο δίπλα στην πόρτα.

"My English is very bad. You speak German? - Τα αγγλικά μου είναι πολύ κακά. Εσύ μιλάςγερμανικά;»

Ο Πάτρικ πάσχισε να θυμηθεί όσα γερμανικά ήξερε από το σχολείο. Η απάντηση εξαρτιόταναπολύτως από το πώς εκείνη όριζε το «μιλάς γερμανικά». Μπορούσε, βέβαια, να παραγγείλει μιαμπίρα και να ζητήσει λογαριασμό, αλλά

υποψιαζόταν ότι η κοπέλα δεν ήταν εκεί με την ιδιότητα της σερβιτόρας.

«Λίγα γερμανικά» απάντησε κομπιαστά ο Πάτρικ στη μητρική της γλώσσα και έκανε με το χέρι τουτο σήμα «έτσι και έτσι».

Εκείνη έδειξε να ικανοποιείται με την απάντησή του και άρχισε να μιλάει αργά και καθαρά για νατου δώσει την ευκαιρία να καταλάβει τι του έλεγε. Προς μεγάλη του έκπληξη, ο Πάτρικ ανακάλυψεότι καταλάβαινε περισσότερα απ’ ό,τι πίστευε στην αρχή και, παρόλο που δεν κατανοούσε κάθελέξη, έπιανε το γενικό νόημα.

Εκείνη συστήθηκε ως Λίζε Φόρστερ. Προφανώς είχε έρθει πάλι πριν από μία εβδομάδα για ναδηλώσει ότι η φίλη της, η Τάνια, αγνοούνταν. Είχε μιλήσει με έναν αστυνομικό εδώ, σε αυτό το

Page 31: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

αστυνομικό τμήμα, ο οποίος της είπε ότι θα ερχόταν σε επαφή μαζί της όταν μάθαινε κάτιπερισσότερο. Τώρα είχε περάσει μία ολόκληρη εβδομάδα και δεν είχε καμία ενημέρωση. Ηανησυχία διαγραφόταν έντονα στο πρόσωπό της και ο Πάτρικ πήρε στα σοβαρά όσα του έλεγε.

Η Τάνια και η Λίζε είχαν συναντηθεί στο τρένο προς τη Σουηδία. Ήταν και οι δυο τους από τηβόρεια Γερμανία, αλλά δεν γνωρίζονταν από πριν. Αμέσως αναπτύχθηκε μεταξύ τους μια αμοιβαίαφιλία, και η Λίζε είπε ότι είχαν γίνει σαν αδερφές. Η Λίζε Λεν είχε συγκεκριμένα σχέδια για το πούθα πήγαινε στη Σουηδία, και γι’ αυτό η Τάνια τής είχε προτείνει να την ακολουθήσει σε μια μικρήπόλη της δυτικής ακτής της Σουηδίας ονόματι Φιελμπάκα.

«Γιατί συγκεκριμένα στη Φιελμπάκα;» ρώτησε ο Πάτρικ με τη χωλαίνουσα γερμανική γραμματικήπου ήξερε.

Η απάντηση ήρθε με κάποια επιφυλακτικότητα. Ήταν το μοναδικό θέμα που δεν είχε συζητήσει ηΤάνια ανοιχτά μαζί της και η Λίζε παραδέχτηκε πως δεν μπορούσε ν’ απαντήσει σε αυτό. Το μόνοπου της είχε πει η Τάνια ήταν πως είχε κάποια

δουλειά εκεί. Μόλις την τελείωνε, θα μπορούσαν να συνεχίσουν το ταξίδι τους στη Σουηδία, αλλάπρώτα έπρεπε να αναζητήσει κάτι εκεί, είχε πει. Η Λίζε είχε καταλάβει ότι επρόκειτο για ευαίσθητοθέμα και δεν συνέχισε να τη ρωτάει. Αρκέστηκε στο ότι είχε βρει καλή παρέα για τις διακοπές καιτην ακολούθησε ευχαρίστως, ανεξάρτητα από την αιτία που την οδηγούσε εκεί. Εμεναν ήδη τρειςμέρες στο κάμπινγκ του Σέλβικ όταν εξαφανίστηκε η Τάνια. Είχε φύγει το πρωί, λέγοντας ότι είχεδουλειά εκείνη την ημέρα και ότι θα επέστρεφε κάποια στιγμή το απόγευμα. Το απόγευμα όμωςπέρασε, ήρθε το βράδυ, και η ανησυχία της Λίζε μεγάλωνε όσο περνούσε η ώρα. Το επόμενο πρωίπήγε στο Γραφείο Εξυπηρέτησης Τουριστών στην πλατεία Ίνγκριντ Μπέργκμαν και ρώτησε πώςμπορούσε να πάει στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα. Είχε κάνει δήλωση εξαφάνισης και τώρααναρωτιόταν τι είχε συμβεί.

Ο Πάτρικ ήταν σοκαρισμένος. Απ’ όσο ήξερε, δεν είχε γίνει καμία δήλωση εξαφάνισης στο Τμήματους, και τώρα ένιωθε το βάρος στο στομάχι του να γίνεται όλο και μεγαλύτερο. Η απάντηση στηνερώτησή του για το πώς έμοιαζε η Τάνια επαλήθευσε τους φόβους του. Όλα όσα του είπε η Λίζε γιατη φίλη της ταίριαζαν με τη νεκρή γυναίκα στη Χαράδρα του Βασιλιά. Οταν της έδειξε μιαφωτογραφία της νεκρής γυναίκας, οι λυγμοί της Λίζε επιβεβαίωσαν αυτό που υποψιαζόταν. ΟΜάρτιν μπορούσε τώρα να σταματήσει τα τηλεφωνήματα στα αστυνομικά τμήματα της χώρας, καικάποιος θα την πλήρωνε πολύ ακριβά που δεν τους είχε γνωστοποιηθεί με τον ορθό τρόπο ηδήλωση εξαφάνισης της Τάνια. Είχαν σπαταλήσει πολύτιμο χρόνο για το τίποτα, και ο Πάτρικ δεναμφέβαλλε διόλου για το πού έπρεπε να στραφεί για να αναζητήσει τον υπεύθυνο αυτού τουσοβαρότατου υπηρεσιακού σφάλματος.

0 Πάτρικ είχε ήδη φύγει για τη δουλειά όταν η Ερίκα ξύπνησε από έναν ύπνο που ήταν, επιτέλους,βαθύς και δίχως όνειρα.

Κοίταξε το ρολόι. Ήταν εννιά, και από το κάτω πάτωμα δεν ακουγόταν τίποτα.

Έβαλε γρήγορα να φτιάξει καφέ και άρχισε να ετοιμάζει το πρωινό για την ίδια και τους επισκέπτεςτης, οι οποίοι εμφανίστηκαν με τη σειρά στην κουζίνα παραπατώντας, ο ένας πιο αγουροξυπνημένος

Page 32: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

από τον άλλο, αλλά γρήγορα συνήλθαν, μόλις άρχισαν να τρώνε το πρωινό που βρήκαν έτοιμο.

«Είπατε ότι θα πηγαίνατε στο Κόστερ μετά, έτσι δεν είναι;»

Η ερώτηση της Ερίκα έγινε και για λόγους ευγένειας αλλά και με την ελπίδα ότι θα τουςξεφορτωνόταν.

0 Κόνι αντάλλαξε ένα σύντομο βλέμμα με τη γυναίκα του και είπε:

«Ε, να, εγώ και η Μπρίτα το συζητήσαμε λίγο χτες βράδυ και σκεφτήκαμε, μια που είμαστε εδώ καιο καιρός είναι τόσο υπέροχος, να πάμε σε κάποια από τα νησιά εδώ γύρω σήμερα. Εσείς έχετε ένασκάφος, έτσι δεν είναι;»

«Ε, ναι, βέβαια έχουμε...» παραδέχτηκε απρόθυμα η Ερίκα. «Αν και δεν είμαι σίγουρη ότι ο Πάτρικθα θέλει να το δανείσει. Λόγω της ασφάλισης και τα γνωστά...» είπε μαγειρεύοντας στα γρήγορα μιαπρόχειρη δικαιολογία, Η σκέψη και μόνο ότι θα έμεναν έστω και μερικές ώρες παραπάνω απ’ ό,τιείχαν υπολογίσει έκανε τα κόκαλά της να πονούν από την απογοήτευση.

«Όχι, δεν εννοώ να το πάρουμε εμείς, αλλά, να, σκεφτήκαμε να μας πας εσύ σε κάποιο καλό μέροςκαι μετά, όταν θελήσουμε να επιστρέψουμε, μπορούμε να σου τηλεφωνήσουμε».

Επειδή η Ερίκα εκείνη τη στιγμή δεν βρήκε λόγια ν’ απαντήσει, ο Κόνι το εξέλαβε ως σιωπηρήσυναίνεση. Η Ερίκα προσευχήθηκε σε κάποιες ανώτερες δυνάμεις να την οπλίσουν με υπομονή καιέπεισε τον εαυτό της ότι δεν άξιζε τον κόπο να συγκρουστεί με συγγενείς μόνο και μόνο για νααποφύγει την παρέα τους για μερικές ώρες. Επίσης, δεν θα τους είχε στα πόδια της όλη τη μέρα καιήλπιζε ότι μετά θα έφευγαν, πριν επιστρέψει ο Πάτρικ από τη δουλειά. Είχε ήδη αποφασίσει να

φτιάξει κάτι εξαιρετικό και να περάσουν ένα όμορφο βράδυ. Εδώ που τα λέμε, ο Πάτρικ υποτίθεταιήταν ακόμη σε διακοπές. Ποιός να 'ξερε πόσο χρόνο θα είχαν μαζί μετά, όταν θα ερχόταν το μωρό.Καλύτερα να άρπαζε τώρα την ευκαιρία.

Όταν η φαμίλια Φλουντ, έπειτα από πολλά «ναι μεν, αλλά.." ετοίμασε τα πράγματά της για το τομπάνιο, έφυγαν όλοι μαζί για την αποβάθρα. Το σκάφος τους -μια μικρή ξύλινη γαλάζια βάρκαουσιαστικά- ήταν χαμηλά και δύσκολα επιβιβαζόσουν ειδικά από την αποβάθρα του Μπαντχόλμεν.Χρειάστηκε να προσπαθήσει πολύ για να μπει μέσα με το τεράστιο κορμί ̂Αφού τριγύρισαν καμιάώρα αναζητώντας μια «έρημη βραχονησίδα ή, κατά προτίμηση, μια παραλία» για τους«φιλοξενούμενους», η Ερίκα βρήκε τελικά έναν μικρό όρμο που οι άλλα τουρίστες, σαν από θαύμα,δεν είχαν εντοπίσει- τους άφησε εκεί και έβαλε πλώρη για το σπίτι. Αποδείχτηκε εντελώς αδύνατονα βγει από τη βάρκα μόνη της και αναγκάστηκε, ταπεινωμένη, να ζητήσει βοήθεια από περαστικούςτουρίστες.

Ιδρωμένη, σκασμένη από τη ζέστη και οργισμένη, επέστρεφε στο σπίτι με το αυτοκίνητο, αλλάακριβώς πριν προσπεράσει την ιστιοπλοϊκή λέσχη άλλαξε γνώμη και έστριψε αμέσως αριστερά γιανα πάει κατευθείαν στο Σέλβικ. Πήρε τη δεξιά στροφή γύρω από τον λόφο, προσπέρασε το στάδιοκαι το σύμπλεγμα διαμερισμάτων Κούλεν και πάρκαρε μπροστά από τη βιβλιοθήκη, θα τρελαινόταναν καθόταν σπίτι όλη μέρα δίχως να κάνει τίποτα. Ο Πάτρικ μπορούσε να διαμαρτυρηθεί εκ των

Page 33: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

υστέρων - θα τον βοηθούσε με την έρευνα είτε το ήθελε είτε όχι!

Όταν ο Ερνστ μπήκε στο αστυνομικό τμήμα, τράβηξε με απρόθυμο βήμα προς το γραφείο τουΧέντστρεμ. Ήδη από τη στιγμή που του τηλεφώνησε ο Πάτριχ και τον διέταξε με φοβερήψυχρότητα να επιστρέψει πάραυτα στο Τμήμα κατάλαβε ότι κάτι είχε πάει κατά διαβόλου. Εψαξεεξονυχιστικά στη μνήμη του

«Μα τι είναι αυτό που επείγει τόσο πολύ; Ήμουν στη μέση μιας δουλειάς, και δεν μπορείς επειδή σεέβαλαν επικεφαλής μιας έρευνας να μου φωνάζεις σαν να ’μαι σκυλί».

Η επίθεση ήταν η καλύτερη άμυνα, αλλά, αν έκρινε κανείς από το όλο και πιο βλοσυρό ύφος τουΠάτρικ, μάλλον ήταν η πιο λανθασμένη επιλογή σε αυτή την περίπτωση.

«Παρέλαβες μια δήλωση για την εξαφάνιση μιας Γερμανίδας τουρίστριας πριν από μία εβδομάδα;»

Διάβολε! Το είχε ξεχάσει εντελώς αυτό. Εκείνο το μικρό ξανθό κοριτσόπουλα είχε έρθει λίγο πριναπό το διάλειμμα για μεσημεριανό, και ο ίδιος είχε φροντίσει να το ξεφορτωθεί όσο πιο γρήγοραγινόταν για να προλάβει να πάει για φαγητό. Κάτι τέτοιες δηλώσεις για φίλους και φίλες που είχανεξαφανιστεί δεν ήταν τίποτα ιδιαίτερο συνήθως. Συχνά τους έβρισκαν είτε τύφλα στο μεθύσι σεκάποιο χαντάκι είτε είχαν ακολουθήσει κάποιο άλλο νεαρό άτομο στο σπίτι του. Γαμώτο. Ήξερε ότιθα το πλήρωνε ακριβά αυτό. Τι ατυχία που δεν μπόρεσε να συνδέσει αυτή τη δήλωση με την κοπέλαπου βρήκαν χτες, αλλά πλέον ήταν αργά. Τώρα απέμενε να ελαχιστοποιήσει τη ζημιά.

«Ναι, τώρα που το λες κάτι παρέλαβα. Βέβαια».

«Κάτι παρέλαβες!» Η συνήθως ήρεμη φωνή ̂ακούστηκε σαν κεραυνός μέσα στο μικρό γραφείο. «π λάβες μια δήλωση ή όχι. Δεν υπάρχει ενδιάμεση κατάσταση. Κι αν παρέλαβες μια δήλωση πουστον... είναι τελικά;» Ο Πάτρικ

ήταν τόσο οργισμένος που μπέρδευε τα λόγια του. «Αντιλαμβάνεσαι πόσο χρόνο κόστισε αυτό στηνέρευνα;»

"Ναι, φυσικά, ήταν ατυχές, αλλά πώς να ξέρω κι εγώ....."

«Εσύ δεν χρειάζεται να ξέρεις, τη δουλειά σου κάνεις μόνο! Ελπίζω να μη χρειαστεί νααντιμετωπίσω παρόμοια κατάσταση. Διότι τώρα πρέπει ν' αναπληρώσουμε τις χαμένες ώρες».

«Είναι κάτι που μπορώ εγώ να...» Η φωνή του Ερνστ αχ ̂στηκε τόσο υπάκουη όσο βεν έπαιρνεάλλο, και ο (βιος έδειχνε όσο πιο μετανιωμένος μπορούσε. Μέσα του έβριζε ασύστολα πουεπέτρεψε να του φερθούν σαν να ήταν κάποιο παιδαρέλι αλλά, μια που τώρα ο Χέντστρεμ φαινόταννα έχει την εύνοια του Μέλμπεργ, θα ήταν ανόητο εκ μέρους του να κάνει τα πράγματα χειρότερα.

«Αρκετά έκανες, θα συνεχίσω εγώ και ο Μάρτιν την έρευνα. Εσύ θα αναλάβεις τις άλλες κλήσειςπου μας έρχονται Έχουμε μια δήλωση για διάρρηξη σε βίλα στο Χουέπσταντ. Μίλησα με τονΜέλμπεργ και πήρα την άδεια να σε αφήσω να το αναλάβεις μόνος σου».

Για να του δείξει ότι η κουβέντα τους είχε τελειώσει, ο Πάτρικ τού γύρισε την πλάτη και άρχισε να

Page 34: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

γράφει μια αναφορά στον υπολογιστή χτυπώντας τα πλήκτρα μανιασμένα.

0 Ερνστ έφυγε μουρμουρίζοντας. Δεν ήταν δα και τόσο σημαντικό που ξέχασε να γράψει μια μικρήαναφορά. Μόλις του δινόταν η ευκαιρία, θα συζητούσε με τον Μέλμπεργ για το πόσο σωστό ήταννα τοποθετεί υπεύθυνο σε μια έρευνα για φόνο κάποιον με τόσο ασταθή προσωπικότητα. Ναι, πουνα πάρει ο διάβολος, αυτό θα έκανε.

Ο νεαρός με τα μπιμπίκια που είχε μπροστά του ήταν υπόδειγμα νωθρότητας. II απελπισία ήτανζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Η ματαιότητα της ζωής είχε εδραιωθεί μέσα του εδώ και πολύκαιρό. Ο Γιάκομπ αναγνώριζε πολύ καλά τα

σημάδια αυτά και δεν μπορούσε να σταματήσει να τα θεωρεί πρόκληση. Ήξερε ότι είχε την δύναμηνα στρέψει τη ζωή αυτού του παιδιού προς διαφορετική κατεύθυνση και το πόσο καλά θα τακατάφερνε εξαρτιόταν τώρα αποκλειστικά από το αν και το ίδιο το παιδί είχε έστω και τηνπαραμικρή επιθυμία να οδηγηθεί στον σωστό δρόμο.

Μέσα στη θρησκευτική κοινότητα το έργο του Γιάκομπ με τα νεαρά παιδιά ήταν πασίγνωστο καισεβαστό. Ήταν πολλές οι χαμένες ψυχές που είχαν περάσει από το αγρόκτημα και τελικά είχαναποχωρήσει ως παραγωγικά μέλη της κοινωνίας. Δεν τόνιζαν, ωστόσο, τη θρησκευτική πλευρά στονέξω κόσμο, μια που οι κρατικές επιχορηγήσεις ήταν ως επί το πλείστον επισφαλείς. Υπήρχαν πάνταάνθρωποι δίχως πίστη που φώναζαν «αίρεση» μόλις κάτι απέκλινε από τα όρια της δικής τουςσυμβατικής λογικής για το τι σήμαινε θρησκεία.

Το μεγαλύτερο μέρος του σεβασμού που του έδειχναν ήταν αποτέλεσμα των δικών του προσόντων,αλλά δεν μπορούσε, βεβαία, να αρνηθεί πως ένα μέρος έπρεπε να αποδοθεί στο γεγονός ότι παππούςτου ήταν ο Εφραίμ Χουλτ, ο «Ιεροκήρυκας». Βέβαια, ο παππούς δεν ανήκε σε αυτή τη συγκεκριμένηομάδα πίστης, αλλά η φήμη του ήταν τόσο διαδεδομένη σε όλη την παράκτια περιοχή της κομητείαςΜπουχούς που είχε αφήσει τη σφραγίδα της σε όλες τις ομάδες και τις αντιλήψεις της ΕλεύθερηςΕκκλησίας. Βεβαίως, η αναγνωρισμένη Λουθηρανική Εκκλησία της Σουηδίας θεωρούσε τονΙεροκήρυκα τσαρλατάνο, αλλά αυτό έκαναν και όλοι εκείνοι που επέλεγαν να κηρύττουν τον ΘείοΛόγο σε άδεια καθίσματα τις Κυριακές. Κάτι τέτοια οι πιο ανοιχτόμυαλοι χριστιανοί δεν ταλάμβαναν ιδιαίτερα υπόψη τους.

Το έργο με τους παραστρατημένους και τους εξαρτημένους από διάφορες ουσίες γέμιζε τη ζωή τουΓιάκομπ εδώ και μία δεκαετία περίπου, αν και δεν τον ικανοποιούσε πια με τον ίδιο τρόπο όπωςπαλιότερα. Είχε συμμετάσχει στον σχεδιασμό των

προγραμμάτων στο Κέντρο Αποκατάστασης του Μπούλαρεν, αλλά η δουλειά δεν μπορούσε πλέοννα γεμίσει το κενό με το οποίο είχε ζήσει μια ολάκερη ζωή. Κάτι του έλειπε, και η αναζήτηση αυτούτου άγνωστου «κάτι» τον τρόμαζε. Αυτός που εδώ και πολύ καιρό πίστευε ότι πατούσε σε στέρεοέδαφος, ένιωθε τώρα το έδαφος αυτό να ταρακουνιέται επισφαλώς κάτω από τα πόδια του καιέτρεμε στην ιδέα της αβύσσου που θα μπορούσε ν' ανοίξει και να τον καταπιεί ολόκληρο, ψυχή τεκαι σώματι. Είχε τόσες πολλές φορές, σίγουρος για την πίστη του, επισημάνει με λόγια βαρύγδουπαότι η αμφιβολία είναι το βασικό εργαλείο του Σατανά, δίχως να διανοείται όμως ότι μια μέρα θαβρισκόταν και αυτός στην ίδια κατάσταση.

Page 35: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Σηκώθηκε και στάθηκε με την πλάτη του στραμμένη στο αγόρι. Κοίταξε έξω από το παράθυρο πουέβλεπε προς τη λίμνη, αλλά το μόνο που είδε ήταν το είδωλό του στο τζάμι. Ένα; γερός, υγιήςάντρας, συλλογίστηκε κάπως ειρωνικά. Τα σκούρα μαλλιά του ήταν κοντοκουρεμένα, και η Μαρίτα,η οποία τον κούρευε μόνη της στο σπίτι, έκανε όντως πολύ καλή δουλειά. Το πρόσωπό του ήτανόμορφα σμιλεμένο, με αισθαντικά χαρακτηριστικά, που ωστόσο δεν το καθιστούσαν μη αρρενωπό.Ούτε λεπτός ήταν ούτε ιδιαίτερα γεμάτος. Άνετα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί άντρας με κανονικότύπο σώματος. Ομως το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του Γιάκομπ ήταν τα μάτια του. Έντονα γαλανά,με μια μοναδική ικανότητα να φαίνονται και ήπια και διαπεραστικά. Αυτά τα μάτια τον είχανβοηθήσει να πείσει πολλούς να πάρουν τον σωστό δρόμο. Το ήξερε και το εκμεταλλευόταν.

Αλλά όχι σήμερα. Σήμερα οι δαίμονες του δεν τον άφηναν να συγκεντρωθεί σε προβλήματα άλλων.Ηταν ευκολότερο να αντιληφθεί αυτό που του έλεγε το αγόρι αν δεν ήταν υποχρεωμένος να τοκοιτάζει κατάματα. Ο Γιάκομπ πήρε το βλέμμα του το είδωλό του και το έστρεψε στη λίμνηΜπούλαρεν και στο δάσος που εκτεινόταν απέραντα μίλια μπροστά του. Έκανε τόση

ζέστη που μπορούσε να δει τον αέρα να πάλλεται πάνω από το νερό. Το μεγάλο αγρόκτημα το είχαναγοράσει σε χαμηλή τιμή, που ήταν ρημαγμένο έπειτα από τόσα χρόνια κακοδιαχείρισης, και μεπολύ κόπο και αμέτρητες ώρες εξαντλητικής δουλειάς το είχαν ανακαινίσει και είχαν καταφέρει νατο φέρουν στην κατάσταση που ήταν τώρα. Δεν ήταν πολυτελές, αλλά ήταν νοικοκυρεμένο, καθαρόκι ευχάριστο. Οι εκπρόσωποι του Δήμου εντυπωσιάζονταν πάντα από το σπίτι και το πανέμορφοπεριβάλλον και μιλούσαν με ενθουσιασμό για τη θετική επιρροή που θα μπορούσαν να έχουν όλ’αυτά στα κακόμοιρα και παραστρατημένα αγόρια και κορίτσια. Μέχρι στιγμής δεν είχαν κανέναπρόβλημα με τις επιδοτήσεις, και η δουλειά τους είχε πάει πολύ καλά αυτά τα δέκα χρόνια. Αρα. τοπρόβλημα βρισκόταν στο μυαλό του - ή μήπως στην ψυχή του;

Ίσως η πίεση της καθημερινότητας να τον είχε σπρώξει σε λάθος κατεύθυνση σε κάποιοαποφασιστικό σταυροδρόμι της ζωής. Δεν δίστασε στιγμή να δεχτεί την αδερφή του στο σπίτι του.Ποιος άλλος θα μπορούσε, άλλωστε, να καταλαγιάσει τη φουρτούνα που είχε μέσα της και ναηρεμήσει τον εξεγερμένο χαρακτήρα της Εκείνη όμως αποδείχτηκε ανώτερη του στην ψυχολογικήπάλη, κι ενώ το δικό της «εγώ» αναπτυσσόταν και γινόταν πιο ρωμαλέο καθημερινά, ο ίδιος ένιωθετον μόνιμο εκνευρισμό να κατατρώει όλο του το οικοδόμημα. Καμιά φορά έπιανε τον εαυτό του νασφίγγει τις γροθιές και να σκέφτεται ότι ήταν ένα ανόητο και πεισματάρικο κοριτσόπουλα που θατου άξιζε να χάσει το προστατευτικό χέρι που κρατούσε πάντα αποπάνω του η οικογένειά του. Αλλάαυτός ο τρόπος σκέψης δεν ήταν χριστιανικός, και αυτού του είδους οι σκέψεις μετατρέποντανπάντα σε ώρες αυτοκάθαρσης και έντονης μελέτης της Βίβλου, με την ελπίδα να ξαναβρεί τιςχαμένες του δυνάμεις.

Επιφανειακά, ο Γιάκομπ ήταν ακόμη ένας βράχος σιγουριάς και αυτοπεποίθησης. Ήξερε ότι οιάνθρωποι στο περιβάλλον του είχαν ανάγκη να στηρίζονται πάνω του και ο ίδιος δεν ήταν

ακόμη έτοιμος να θυσιάσει αυτή την εικόνα του εαυτού του. Από τότε που νίκησε την ασθένεια πουτον είχε ταλαιπωρήσει άγρια πάλευε να μη χάσει τον έλεγχο στη ζωή του. Αλλά και μόνο ηπροσπάθεια να διατηρήσει αυτό το προσωπείο εξάντλησε και τις τελευταίες δυνάμεις του, ενώ ηάβυσσος τον πλησίαζε με γιγάντιες δρασκελιές. Για άλλη μια φορά συλλογίστηκε πόσο ειρωνικόήταν ότι έπειτα από τόσα χρόνια τα πράγματα είχαν κάνει τον κύκλο τους. Τα νέα τον είχαν ωθήσει,έστω για μια στιγμή, να κάνει το αδύνατο: Να κατακλυστεί από την αμφιβολία, η οποία διήρκεσε

Page 36: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

μόνο λίγο, αλλά δημιούργησε μια πολύ μικρή ρωγμή στον γερό ιστό που είχε κρατήσει τη ζωή τουακέραια, και η ρωγμή αυτή μεγάλωνε συνεχώς.

Ο Γιάκομπ απόδιωξε αυτές τις σκέψεις και ανάγκασε τον εαυτό του να στρέψει την προσοχή τουστο παιδαρέλι που ήταν μπροστά του και στην αξιοθρήνητη κατάστασή του. Οι ερωτήσεις που τουέκανε ήρθαν αυτόματα, όπως και το χαμόγελο ενσυναίσθησης που πάντα είχε έτοιμο για κάθεκαινούργιο μαύρο πρόβατο στο μαντρί.

Αλλη μια μέρα. Αλλη μια χαλασμένη ψυχή που έπρεπε να φτιάξει. Δεν θα τελείωνε ποτέ αυτό.Ωστόσο, ακόμα και ο Θεός αναπαύτηκε την έβδομη μέρα.

Αφού πήγε και μάζεψε τους συγγενείς της, που τώρα είχαν γίνει ροδαλοί σαν τα γουρουνάκια, ηΕρίκα περίμενε ανυπόμονα να γυρίσει στο σπίτι ο Πάτρικ. Προσπάθησε, επίσης, να διακρίνει κάποιασημάδια προετοιμασίας του Κόνι και της φαμίλιας του για αναχώρηση, αλλά η ώρα είχε πάειπεντέμισι κι εκείνοι δεν είχαν κάνει τίποτα που να μαρτυράει ότι θα έφευγαν. Αποφάσισε ναπεριμένει λίγο πριν βρει κάποιον διακριτικό τρόπο για να τους ρωτήσει αν ήταν έτοιμοι να φύγουν,παρόλο που τα ουρλιαχτά των παιδιών είχαν αρχίσει να της δημιουργούν έναν φοβερό πονοκέφαλοπου της έλεγε ότι δεν έπρεπε να περιμένει και πολύ για να κάνει αυτή την ερώτηση. Ανακουφισμένη,

άκουσε τον Πάτρικ να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια και πήγε με δυσκολία προς τα εκεί για να τονπροϋπαντήσει. "Γειά σου, αγάπη μου". Σηκώθηκε στα ακροδάχτυλα των ποδιών της για να μπορέσεινα τον φιλήσει.

"Γειά σου. Δεν έχουν φύγει ακόμη;" Ο Πάτρικ μιλούσε χαμηλόφωνα, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στοκαθιστικό. "Όχι και δεν φαίνεται να κάνουν καμία κίνηση προς αυτήν την κατεύθυνση. Τι στην οργήθα κάνουμε;" Η Ερίκα απάντησε εξίσου χαμηλόφωνα και σήκωσε ψηλά το βλέμμα της για να δείξειτη δυσαρέσκεια της για την όλη κατάσταση.

"Μα καλά, πως μπορούν να μείνουν άλλη μια μέρα δίχως να μας ρωτήσουν; Ή μήπως μπορούν;"είπε ο Πάτρικ φανερά ανήσυχος.

Η Ερίκα ρουθούνισε με απέχθεια. "Αν ήξερες μόνος πόσους επισκέπτες είχαν οι γονείς μου εδώ τακαλοκαίρια, οι οποίοι περνούσαν να τους δουν πολύ βιαστικά και μετά έμεναν εδώ καμιά βδομάδαμε απαιτήσεις να τους προσέχουν και να τους ταΐζουν δωρεάν... Ο κόσμος το έχει χάσει εντελώς.Και χειρότεροι απ' όλους είναι οι συγγενείς".

0 Πάτρικ έδειχνε κατατρομαγμένος.

«Ε, όχι και να μείνουν μία βδομάδα! Κάτι πρέπει να κάνουμε γι' αυτό. Δεν μπορείς να τους πεις ότιπρέπει να φύγουν;»

"Εγώ; Γιατί να τους το πω εγώ;"

«Μα δικοί σου συγγενείς είναι».

Η Ερίκα αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι στο σημείο αυτό ο Πάτρικ είχε κάποιο δίκιο. Απλώς έπρεπενα το πάρει απόφαση και να το κάνει. Πήγε, λοιπόν, στο καθιστικό να τους ρωτήσει τι σχέδια είχαν,

Page 37: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

αλλά δεν πρόλαβε να φτάσει ποτέ τόσο μακριά.

«Τι έχει για φαγητό;» Τέσσερα ζευγάρια μάτια είχαν στραφεί πάνω της γεμάτα προσδοκία.

«Εεε...» Η Ερίκα τα έχασε με τη θρασύτητά τους. Έκανε έναν νοερό κατάλογο των τροφίμων πουείχε στην κατάψυξη, «Θα έχουμε μακαρόνια με κιμά. Σε μία ώρα».

Η Ερίκα ήθελε να ρίξει μια γερή κλοτσιά στον εαυτό της πηγαίνοντας στην κουζίνα για να βρει τονΠάτρικ.

«Τι είπαν; Πότε φεύγουν.»

Η Ερίκα, δίχως να τον κοιτάζει στα μάτια, είπε:

«Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω. Αλλά θα φάμε μακαρόνια με κιμά σε μία ώρα».

«Δεν είπες τίποτα;» Τώρα ήταν η σειρά του Πάτρικ να στρέψει το βλέμμα του προς τα πάνω.

«Δεν είναι τόσο εύκολο. Προσπάθησε κι εσύ για να δεις. Εκνευρισμένη η Ερίκα απομακρύνθηκε καιάρχισε να κοπανάει διάφορα κατσαρολικά αποδώ κι αποκεί όπως τα από τα ντουλάπια, «Θα τοανεχτώ άλλο ένα βράδυ, θα τους το πω αύριο κιόλας. Ξεκίνα να κόβεις κρεμμύδια τώρα, διότι δενμπορώ να φτιάξω φαγητό για έξι άτομα μόνη μου».

Δούλεψαν σε μια καταπιεστική βουβαμάρα μέσα στην κουζίνα, μέχρι που η Ερίκα δεν άντεξε άλλο.

«Πέρασα από τη βιβλιοθήκη σήμερα και βρήκα λίγο υλικό που μπορεί να σου φανεί χρήσιμο. Εκείείναι». Έκανε ένα νεύμα προς τη μεριά του τραπεζιού της κουζίνας. Εκεί ήταν όμορφατακτοποιημένη μια μεγάλη στοίβα φωτοτυπίες.

«Σου είπα ότι δεν θα έπρεπε...»

«Ναι, ναι, ξέρω. Αλλά τώρα έγινε και ήταν πραγματικά ευχάριστο σαν αλλαγή, αντί να κάθομαι εδώμέσα και να κοιτάζω τους τέσσερις τοίχους. Οπότε, μην παραπονιέσαι».

Ο Πάτρικ, που είχε μάθει πια πότε έπρεπε να το βουλώνει κάθισε στο τραπέζι και άρχισε να διαβάζειτο υλικό. Ήταν άρθρα εφημερίδων για την εξαφάνιση των δύο κοριτσιών, που του φάνηκαν πολύενδιαφέροντα.

«Διάβολε, είναι ό,τι πρέπει, θα τα πάρω μαζί μου στο γραφείο αύριο για να τα κοιτάξω πιοπροσεχτικά, αλλά είναι πολύ καλό υλικό».

Πήγε κοντά της. στάθηκε πίσω της και αγκάλιασε τη μεγάλη κοιλιά της.

"Κοίτα, δεν ήταν στις προθέσεις μου να σου βάλω τις φωνές. Απλώς ανησυχώ για σένα και για τομωρό".

«Το ξέρω». Η Ερίκα στράφηκε και τον αγκάλιασε από τον λαιμό. «Δεν είμαι όμως φτιαγμένη από

Page 38: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

πορσελάνη, και αν παλιότερα οι γυναίκες μπορούσαν να δουλεύουν στα χωράφια, γεννώνταςμάλιστα εκεί τις περισσότερες φορές, δεν πιστεύω ότι εγώ και το μωρό θα πάθουμε τίποτα ανπηγαίνω στη βιβλιοθήκη και ξεφυλλίζω μερικά χαρτιά».

"Ναι, εντάξει. Ξέρω, έχεις δίκιο". Αναστέναξε. «Αρκεί να ξεφορτωθούμε αυτή την αρμένικη βίζιταγια να μπορέσουμε ν' ασχοληθούμε και μ’ εμάς λίγο περισσότερο. Βέβαια, πρέπει να μουυποσχεθείς ότι θα μου το πεις αμέσως αν χρειαστείς να μείνω στο σπίτι κάποια μέρα. Στη δουλειάξέρουν ότι πηγαίνω με δική μου πρωτοβουλία κι ότι εσύ προηγείσαι».

«Ναι, σου το υπόσχομαι. Αλλά βάλε ένα χεράκι τώρα να ετοιμάσουμε το φαγητό μπας καιησυχάσουν τα μικρά εκεί έξω».

«Μπα, σαν δύσκολο μου φαίνεται. Αν τους δίναμε πάντως λίγο ουισκάκι πριν από το φαγητό, θαέβλεπες πώς θα κοιμόντουσαν» είπε ο Πάτρικ με ένα προσποιητά διαβολικό χαμόγελο.

«Είσαι απαράδεκτος. Δώσε καλύτερα στον Κόνι και την Μπρίτα από ένα ουίσκι, για να κρατήσουμετουλάχιστον αυτούς ευδιάθετους».

0 Πάτρικ έκανε ό,τι του είπε και κοίταξε μελαγχολικά τη στάθμη του μπουκαλιού -με το καλύτερομαλτ ουίσκι του-, που χαμήλωνε με απίστευτη ταχύτητα. Αν έμεναν λίγες μέρες ακόμα, η συλλογήτου από διάφορους τύπους ουίσκι δεν θα ήταν πια η ίδια.

ΤΡΙΑ

Καλοκαίρι 1979

Άνοιξε τα μάτια της μι μεγάλη προσοχή. Η αίτια ήταν ένας τρομερός πονοκέφαλος, που έκανε ακόμακαι τις ρίζες των μαλλιών της να πονούν. Το περίεργο όμως ήταν ότι δεν υπήρχε καμία διαφορά σεαυτό που είδε όταν άνοιξε τα μάτια της. Πάλι ένα συμπαγές σκοτάδι αντίκρισε. Σε μια στιγμήκαθαρού πανικού νόμισε πως είχε τυφλωθεί. Ίσως το σπιτικό σναπς που είχε πιει χτες να ήταν κακήςποιότητας είχε ακούσει να λέγονται πολλά γι' αυτό - για νέους που είχαν τυφλωθεί πίνονταςπαράνομα φτιαγμένο αλκοόλ. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ο χώρος γύρω της άρχισε να παίρνει έναανεπαίσθητο σχήμα, και κατάλαβε ότι τα μάτια της δεν είχαν πάθει τίποτα. Απλώς βρισκόταν κάπουόπου δεν υπήρχε φως. Κοίταξε προς τα πάνω μήπως δει αστέρια ή έστω ένα μισοφέγγαρο, σεπερίπτωση που βρισκόταν κάπου έξω, αλλά αμέσως συνειδητοποίησε πως το καλοκαίρι δεν θαμπορούσε να υπάρχει τόσο σκοτάδι. Αντιθέτως μάλιστα, αν ήταν έξω, θα έπρεπε να βλέπει τοαιθέριο φως της σκανδιναβικής καλοκαιρινής νύχτας.

Ψηλάφισε την επιφάνεια πάνω στην οποία

κείτονταν και έπιασε μια χούφτα αμμώδους εδάφους, που το άφησε να γλιστρήσει ανάμεσα σταδάχτυλα της. Μύριζε έντονα μαυρόχωμα, μια γλυκερή και πνιγερή μυρωδιά, και ένιωσε ξαφνικά ότιβρισκόταν κάτω από το έδαφος. Πανικός. Αίσθηση κλειστοφοβίας. Δίχως να ξέρει πόσο μεγάλοςήταν ο χώρος, πέρασε από το μυαλό της η εικόνα τοίχων που την πλησίαζαν αργά, που έκλεινανγύρω της. Όταν αισθάνθηκε ότι ο αέρας τελείωνε, γράπωσε τον λαιμό της, αλλά μετά αναγκάστηκενα πάρει μερικές ήρεμες, βαθιές ανάσες για να καταπολεμήσει τον πανικό.

Page 39: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Έχανε κρύο, και κατάλαβε μεμιάς ότι ήταν γυμνή, αν εξαιρούσε την κιλότα της. Το κορμί της τηνπονούσε σε πολλά σημεία, και, τρέμοντας, τύλιξε τα χέρια γύρω της και έφερε τα γόνατά της κάτωαπο το σαγόνι. Το πρώτο κύμα πανικού είχε τώρα παραχωρήσει τη θέση του σε έναν τρόμο τόσοέντονο που τον ένιωθε να της ροκανίζει τα κόκαλα. Πώς είχε καταλήξει εδώ; Και γιατί; Ποιος τηνείχε γδύσει; Η μόνη απάντηση που θα μπορούσε πιθανώς να της δώσει ο εγκέφαλός της ήταν ότι ούτεη ίδια δεν θα ήθελε να γνωρίζει την απάντηση σε αυτές τις ερωτήσεις. Κάτι κακό τής είχε συμβεί καιδεν ήξερε τι ήταν, κάτι που από μόνο του πολλαπλασίαζε τον τρόμο που την παρέλυε.

Μια αχτίδα εμφανίστηκε στο χέρι της, και σήκωσε αμέσως τα μάτια της προς την πηγή. Ενα ίχνοςφωτός φάνηκε να διαγράφεται στο βελούδινο μαύρο σκοτάδι, και πίεσε τον εαυτό της να σταθεί σταπόδια της και να εκλιπαρήσει για βοήθεια. Καμία απάντηση. Σηκώθηκε στα

δάχτυλα των ποδιών και προσπάθησε να φτάσει την πηγή απ' όπου ερχόταν το φως, αλλά ήταν πολύμακριά. Κάτι ένιωσε να σταλάζει στο ανασηκωμένο της πρόσωπο. Οι σταγόνες του νερούσχημάτισαν μια ροή που την έχανε να αντιληφθεί πόσο πολύ διψούσε. Δίχως να σκεφτεί, αντέδρασεενστικτωδώς και άνοιξε το στόμα της για να ρουφήξει το νερό άπληστα. Στην αρχή δεν κατάφερε ναπιει τίποτα, μια που η μεγαλύτερη ποσότητα του νερού έτρεχε έξω από το στόμα της. Κάποια στιγμήόμως βρήκε τη σωστή τεχνική, και ήπιε λαίμαργα. Μετά, ήταν σαν να απλώθηκε παντού ομίχλη, καιο χώρος άρχισε να στριφογυρίζει. Έπειτα από αυτό. απλώς σκοτάδι.

Η Λίντα ξύπνησε μια φορά νωρίς, αλλά προσπάθησε να ξανακοιμηθεί. Είχε ξενυχτήσει τοπροηγούμενο βράδυ με τον Στέφαν και τώρα ένιωθε σχεδόν μεθυσμένη από την έλλειψη ύπνου.Όμως, πρώτη φορά εδώ και μήνες άκουσε τη βροχή να πέφτει στη στέγη. Το δωμάτιο που της είχανπαραχωρήσει ο Γιάκομπ και η Μαρίτα βρισκόταν ακριβώς κάτω από τα δοκάρια της σκεπής, και οήχος της βροχής στα κεραμίδια ήταν τόσο δυνατός που τον ένιωθε να αντηχεί μέσα στα μηνίγγιατης.

Ταυτόχρονα, ήταν και το πρώτο πρωί, εδώ και πολύ καιρό, που ξυπνούσε σε ένα δροσερόυπνοδωμάτιο. Η ζέστη είχε κρατήσει δύο μήνες και είχε κάνει πραγματικό ρεκόρ. Ήταν το πιο ζεστόκαλοκαίρι εδώ και εκατό χρόνια. Στην αρχή ο καυτός ήλιος ήταν ευπρόσδεκτος, αλλά η απόλαυσητου καινούργιου είχε εξαφανιστεί εδώ και πολλές εβδομάδες, και είχε αρχίσει να απεχθάνεται ταπρωινά ξυπνήματα σε κάθιδρα σεντόνια. 'Ετσι, τώρα απολάμβανε ακόμα περισσότερο τον φρέσκοκαι δροσερό αέρα που φυσούσε κάτω από τα δοκάρια της σκεπής. Η Λίντα πέταξε αποπάνω της τοελαφρύ πάπλωμα και άφησε το κορμί της να αισθανθεί την απολαυστική θερμοκρασία. Αντίθετα απ'ό,τι συνήθιζε, αποφάσισε να σηκωθεί, πριν προλάβουν να έρθουν για να τη σηκώσουν από τοκρεβάτι. Ίσως να ήταν ωραία να φάει πρωινό με τους Αλλους μία φορά. έτσι γι’ αλλαγή. Από τηνκουζίνα, άκουσε τους θορύβους προετοιμασίας του πρωινού και φόρεσε ένα κοντό κιμονό και έναζευγάρι παντόφλες.

Στην κουζίνα, η πρωινή της έγερση αντιμετωπίστηκε με έκπληκτα βλέμματα. Ήταν συγκεντρωμένηόλη η οικογένεια -ο Γιάκομπ, η Μαρίτα, ο Βίλιαμ και η Πέτρα- και η χαμηλόφωνη

συζήτησή τους διακόπηκε απότομα όταν η Λίντα έκατσε βαριά σε μια ελεύθερη καρέκλα και άρχισενα αλείφει μια φέτα ψωμί με βούτυρο.

"Είναι ευχάριστο που αποφάσισες να μας κάνεις παρέα κι εσύ μία φορά, αλλά θα το εκτιμούσα αν

Page 40: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

έριχνες πάνω ” παραπάνω όταν κατεβαίνεις κάτω. Σκέψου λίγο και τα παιδιά".

Ο Γιάκομπ ήταν τόσο υποκριτής που της ερχόταν να ξεράσει. Για να του τη σπάσει κι άλλο, άφησετο ανάλαφρο κιμονό ν’ ανοίξει ώστε να φανεί λίγο το ένα στήθος της. Ε χλώμιασε από τον θυμότου, αλλά για κάποιο λόγο δεν φάνηκε να έχει όρεξη να συγκρουστεί μαζί της και την άφησε κάνειό,τι ήθελε. Ο Βίλιαμ και η Πέτρα την κοίταζαν έκπληκτοι, κι εκείνη με μερικές γκριμάτσες τουςέκανε να σκάσουν στα γέλια. Τα παιδιά ήταν πολύ χαριτωμένα, αναγκάστηκε να παραδεχτεί, αλλάσύντομα θα τα κατέστρεφαν κι αυτά ο Γιάκομπ και η Μαρίτα. Όταν ολοκληρωνόταν η θρησκευτικήανατροφή τους, δεν θα τους είχε μείνει ίχνος χαράς για τη ζωή μέσα τους.

«Καθίστε φρόνιμα, παιδιά. Να κάθεστε σωστά όταν είστε στο τραπέζι και τρώτε. Πέτρα, κατέβασετα πόδια σου από την καρέκλα και κάθισε σαν μεγάλη κοπέλα που είσαι. Κι εσύ Βίλιαμ, να κλείνειςτο στόμα όταν τρως. Δεν θέλω να βλέπω αυτό που μασάς».

Το γέλιο χάθηκε από τα πρόσωπα των παιδιών, και κάθισαν στητά, σαν δύο μολυβένιαστρατιωτάκια, με βλέμμα απλανές. Η Λίντα αναστέναξε από μέσα της. Μερικές φορές δεν μπορούσενα καταλάβει πώς αυτή και ο Γιάκομπ γινόταν να είναι συγγενείς. Δεν πρέπει να υπήρχαν άλλααδέρφια τόσο διαφορετικά μεταξύ τους όσο αυτή και ο Γιάκομπ, ήταν απολύτως σίγουρη γι’ αυτό.Το άδικο στην όλη υπόθεση ήταν ότι αυτά; ήταν ο ευνοούμενος των γονιών τους, οι οποίοι δενέπαυαν να τον επαινούν, όπως δεν έπαυαν και ποτέ να επιτίθενται στην ίδια. Μήπως έφταιγε αυτήπου είχε γεννηθεί απρογραμμάτιστα

και πολύ αργότερα από τον Γιάκομπ, σε μια στιγμή που εκείνοι είχαν αποφασίσει ότι είχανξεμπερδέψει με τα μικρά παιδιά για πάντα; Ή μήπως έφταιγε η αρρώστια του Γιάκομπ, πολλά χρόνιαπριν από την γέννηση της, που είχε κάνει τους γονείς της απρόθυμους να ξαναπέσουν τα ίδιαβάσανα; Εντάξει, καταλάβαινε ότι ο Γιάκομπ λίγο έλειψε να πεθάνει αλλά έπρεπε να τιμωρείται ηίδια γι' αυτό; Δεν έφταιγε αυτή που είχε αρρωστήσει.

Όλο το κανάκεμα που του είχαν πρόσφερει με αφθονία όσο ήταν άρρωστος φάνηκε να συνεχίζεταιακόμα και μετά, όταν είχε γιατρευτεί εντελώς. Ήταν σαν οι γονείς της να θεωρούσαν την κάθε μέρατης ζωής του Γιάκομπ δώρο Θεού, ενώ η δική της ζωή τούς προκαλούσε μόνο προβλήματα καιδυσκολίες. Για να μην πάρουμε και τη σχέση του παππού με τον Γιάκομπ. Καταλάβαινε, βεβαίως,ότι αυτοί οι δύο είχαν μια πολύ ιδιαίτερη σχέση έπειτα απ’ όσα έκανε ο παππούς για τον Γιάκομπ,αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι δεν έπρεπε να υπάρχει χώρος και για το άλλο εγγόνι του. 0 παππούς είχεπεθάνει πολύ πριν γεννηθεί η Λίντα, αυτό ήταν αλήθεια, οπότε δεν χρειάστηκε ποτέ να εκτεθεί στηναδιαφορία του. Ήξερε όμως καλά, μέσω του Στέφαν, ότι αυτός και ο Ρόμπερτ δεν είχαν ποτέ τηνεύνοια του παππού, που τον είχαν δει να στρέφει όλη την προσοχή του στον ξάδερφό τους, Γιάκομπ.Σίγουρα το ίδιο θα συνέβαινε και μ' εκείνη αν ο παππούς ζούσε ακόμη.

Όλη αυτή η αδικία έκανε τα μάτια της να πλημμυρίσουν καυτά δάκρυά, αλλά η Λίντα κατάφερε νατα σταματήσει, όπως είχε κάνει τόσες και τόσες φορές παλιότερα. Δεν θα έδινε στον Γιάκομπ τηνικανοποίηση να δει τα δάκρυά της και αντάμα τη δυνατότητα να περιβληθεί άλλη μία φορά τον ρόλοτου σωτήρα. Ήξερε χαλά πόσο εκείνος επιθυμούσε να βάλει τη ζωή της στον σωστό δρόμο, αλλάκαλύτερα να πέθαινε π να γινόταν ένα χαλί, σαν κι αυτόν, που το πατούσαν όλοι. Ίσως τα καλάκορίτσια να πήγαιναν στον Παράδεισο, αλλά η Λίντα

Page 41: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

είχε σκοπό να φτάσει πολύ μακρύτερα από εκεί. Καλύτερα να έπαιρνε φόρα και να τσακιζόταν σεκάνα γκρεμό παρά να ζούσε τη ζωή της σαν ανθρωπάριο, όπως ο μεγάλος της αδερφός, ασφαλής καιπεπεισμένος ότι όλοι τον αγαπούσαν.

"Έχεις κάποια σχέδια για σήμερα; θα χρειαζόμουν λίγη βοήθεια στο σπίτι».

Η Μαρίτα άλειφε ήρεμα μερικές φέτες ψωμί με βούτυρο για τα παιδιά τη στιγμή που ρώτησε τηΛίντα. Ήταν μια στοργική γυναίκα, με αδιάφορα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο και λίγο υπέρβαρη.Η Λίντα πάντα πίστευε ότι ο Γιάκομπ μπορούσε να είχε βρει μια πολύ πιο όμορφη γυναίκα. Μιαεικόνα του αδερφού της και της νύφης της στην κρεβατοκάμαρα πέρασε από το μυαλό της. Σίγουραθα το έκαναν από καθαρή αίσθηση καθήκοντος, μία φορά τον μήνα, με το φως σβηστό και τη νύφητης με ένα μακρύ, μέχρι τους αστραγάλους, νυχτικό. Κακάρισε στη σκέψη, και οι άλλοι τηνκοίταξαν με απορημένο βλέμμα

«Η Μαρίτα σου έκανε μια ερώτηση. Μπορείς να βοηθήσεις στο σπίτι σήμερα; Δεν είναι πανσιόν εδώπέρα, όπως ξέρεις».

«Ναι, ναι, άκουσα τι είπε την πρώτη φορά. Δεν χρειάζεται να γκρινιάζεις όλη την ώρα. που να πάρει.Και όχι, δεν μπορώ να βοηθήσω σήμερα. Γιατί θα...» έψαξε να βρει μια καλή δικαιολογία. «Πρέπεινα βω τι έχει ο Σιρόκος. Κούτσαινε λίγο χτες».

Η δικαιολογία της έγινε δεκτή με δυσπιστία, και η Λίντα πήρε την πιο πεισματάρικη έκφρασή της,έτοιμη να τους αντιμετωπίσει. Όμως, προς μεγάλη της έκπληξη, κανείς δεν είχε διάθεση ν’ αρχίσεινα τσακώνεται μαζί της σήμερα παρά το ολοφάνερο ψέμα της. Η νίκη -και άλλη μια τεμπέλικη μέρα-ήταν δική της.

Η επιθυμία να βγει έξω και να σταθεί μέσα στη βροχή με το πρόσωπο στραμμένο στον ουρανό καιτο νερό να τρέχει πάνω του ήταν ακαταμάχητη. Αλλά κάποια πράγματα δεν μπορούσε να τα κάνειένας ενήλικας, και μάλιστα τη στιγμή που ήταν

στη δουλειά, κι έτσι ο Μάρτιν αναγκάστηκε να καταπνίξει την παιδιάστικη παρόρμηση του. Αλλάήταν υπέροχα. Όλη αυτή η αποπνικτική ζέστη που τους κρατούσε δέσμιους τους δυο τελευταίουςμήνες ξεπλύθηκε κι έφυγε με μια καταιγιστική μπόρα. Μπορούσε να νιώσει στα ρουθούνι του τημυρωδιά της βροχής που έμπαινε από το παράθυρο, το οποίο είχε ανοίξει διάπλατα. Η βροχήπιτσίλιζε το μέρος του γραφείου που ήταν πιο κοντά στο παράθυρο, αλλά ο Μάρτιν είχε μετακινήσειόλα τα χαρτιά από εκεί, οπότε δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει ζημιά. Και άξιζε τον κόπο να νιώσει τημυρωδιά της φρεσκάδας.

0 Πάτρικ είχε τηλεφωνήσει και είχε πει ότι θα κοιμόταν λίγο παραπάνω, κι έτσι ο Μάρτιν, για πρώτηφορά, ήταν ο μόνος που είχε πάει στο αστυνομικό τμήμα. Η γενική ατμόσφαιρα δεν ήταν και τόσοκαλή μετά την γκάφα του Ερνστ. Ως εκ τούτου, ήταν όμορφα να κάθεται μόνος εκεί, στην ησυχίατου, και να συλλογιέται τις τελευταίες εξελίξεις. Δεν ζήλευε καθόλου την υποχρέωση του Πάτρικ ναανακοινώσει στους συγγενείς τον θάνατο της κοπέλας, αλλά ακόμα κι αυτός καταλάβαινε ότι ηγνώση ήταν το πρώτο μέρος προς την επούλωση στη διαδικασία του πένθους. Το πιθανότερο ήταννα μη γνώριζαν καν ότι είχε εξαφανιστεί, οπότε το νέο αυτό θα τους σόκαρε Αλλά πρώτα έπρεπε νατους βρουν, κι ένα από τα σημερινά καθήκοντα του Μάρτιν ήταν να έρθει σε επαφή με τους

Page 42: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Γερμανούς συναδέλφους του. Ήλπιζε ότι θα μπορούσε να μιλήσει μαζί τους στα αγγλικά, αλλιώς θαυπήρχε πραγματικό πρόβλημα. Θυμόταν αρκετά από τα γερμανικά που είχε μάθει στο σχολείο ώστενα μη θεωρεί τις γνώσεις του Πάτρικ στα γερμανικά πλεονέκτημα όταν τον άκουσε να κομπιάζεισυνεχώς για να βγάλει πέρα τη συζήτηση με τη φίλη της Τάνια.

Μόλις ήταν έτοιμος να σηκώσει το ακουστικό για να«Κάτι άλλο πρέπει να υπήρχε όμως. O μπαμπάς δεν μπΌμως, το καλύτερο απ’ όλα ήταν ο τρόπος με τον οποO Μάρτιν ψιθύρισε με σχεδόν κλειστά χείλη:και έτρεξε στον Μέλμπεργ, ο οποίος είχε παγώσει στο μέσο μιας κίνησης, όπως παγώνει ολαγός μπροστά σε προβολείς αυτοκινήτου. Μια που εκείνη ήταν είκοσι πόντους ψηλότερη απότον Μέλμπεργ, η εικόνα που έδωσαν όταν η γυναίκα τον πλησίασε και τον έσφιξε στην αγκαλιάτης ήταν το λιγότερο κωμική. O Ερνστ είχε απλώς μείνει με το στόμα ανοιχτό. Με τη διακαήεπιθυμία ν’ ανοίξει η γη και να τον καταπιεί, αποφάσισε μεμιάς πως έπρεπε ν’ αρχίσει νασυμπληρώνει την παραίτηση του. Πριν τον πετάξουν έξω με τις κλοτσιές. Κατατρομαγμένος,αντιλήφθηκε πως τόσα χρόνια μεθοδικού «γλειψίματος» του προϊσταμένου του είχαν πάειστράφι από μια ατυχέστατη πράξη.«Όχι. εντάξει. O Γιάκομπ είναι εντελώς απαλλαγμένο«Ναι, ίσως να βάζαμε το κερασάκι στην τούρτα αν κα

Page 43: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Μόλις ήταν έτοιμος να σηκώσει το ακουστικό για να μιλήσει με Γερμανία, ακούστηκε έναδιαπεραστικό κουδούνισμα.

Οι σφυγμοί του ανέβηκαν όταν άκουσε ότι τηλεφωνούσαν από το Ιατροδικαστικό του Γέτεμποργκαι τεντώθηκε για να ένα σημειωματάριο γεμάτο ορνιθοσκαλίσματα. Κανονικά θα έπρεπε ναδώσουν την αναφορά στον Πάτρικ, αλλά μια δεν είχε έρθει ακόμη ας βολεύονταν με τον Μάρτιν.

«Φαίνεται πως άρχισαν τα σφιξίματα εκεί πάνω στα χωριά σας».

0 παθολογοανατόμος Τορντ Πέντερσεν αναφερόταν στη νεκροψία που είχε κάνει μισό χρόνο πρινστην Άλεξ Βίκνερ, που οδήγησε σε μία από τις ελάχιστες έρευνες φόνου που είχε αναλάβει τοαστυνομικό τμήμα του Τανουμσχέντε.

«Ναι, και θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς μήπως μας έριξαν τίποτα στο πόσιμο νερό. Σε λίγο θαφτάσουμε τη Στοκχόλμη στις στατιστικές φόνων».

Το ελαφρώς χωρατατζίδικο ύφος ήταν γι’ αυτούς ένας τρόπος -όπως και για πολλούς άλλους πουμέσω του επαγγέλματος τους έρχονταν πιο κοντά στον θάνατο και τη δυστυχία-να χειρίζονται τηνάσχημη πλευρά της καθημερινότητας τους, δίχως όμως να αφαιρεί την αίσθηση σοβαρότητας αυτούπου είχαν να αντιμετωπίσουν.

«Προλάβατε κιόλας να κάνετε τη νεκροψία; Πίστευα ότι οι άνθρωποι σκοτώνονται μεταξύ τουςπολύ περισσότερο από ποτέ με τέτοια ζέστη» συνέχισε ο Μάρτιν.

«Ναι, ουσιαστικά δεν έχεις άδικο. Έχουμε παρατηρήσει κι εμείς ότι οι άνθρωποι γίνονται πολύ πιοευέξαπτοι με τέτοια ζέστη, αλλά τα πράγματα ηρέμησαν κάπως τις τελευταίες μέρες. οπότεπρολάβαμε να ασχοληθούμε και με τη δική σας υπόθεση πιο γρήγορα απ’ όσο πιστεύαμε».

«Για πες μου». 0 Μάρτιν κράτησε την ανάσα του. Ένα μεγάλο μέρος της επιτυχίας ή της αποτυχίαςμιας έρευνας είχε σχέση με όσα είχε να προσφέρει ο ιατροδικαστής.

«Λοιπόν, δεν έχετε να κάνετε και με κανέναν ιδιαίτερα συμπαθή άνθρωπο. Η αιτία θανάτου ήτανεύκολο να διαγνωστεί.

Η κοπέλα στραγγαλίστηκε, αλλά το αξιοπρόσεκτο είναι τι της έκανε πριν τη σκοτώσει».

Ο Πέντερσεν έκανε μια παύση και ακούστηκε σαν να φορούσε τα γυαλιά του.

"Ναι;" 0 Μάρτιν δεν μπορούσε να κρύψει την ανυπομονησία του.

«Για να βούμε τώρα... Αυτό θα σας έρθει και με φαξ.... Χμμμ...» ο Πέντερσεν κάτι διάβασε γρήγορακαι εντελώς ακατάληπτα, ενώ η παλάμη του Μάρτιν γύρω από το ακουστικό είχε μουσκέψει από τοπολύ σφίξιμο.

«Ναι, εδώ είναι. Δεκατέσσερα κατάγματα σε διάφορα μέρη του σκελετού. Όλα έγιναν πριν επέλθει οθάνατος, αν κρίνουμε από το πόσο διαφορετικά πρόλαβαν να επουλωθούν».

Page 44: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Εννοείς ότι...»

«Εννοώ ότι κάποιος είχε προλάβει να της σπάσει χέρια, πόδια, δάχτυλα χεριών και ποδιών σελιγότερο από μία εβδομάδα κατά την εκτίμησή μου».

«Τα κατάγματα έγιναν όλα μεμιάς ή σε διαφορετικές περιπτώσεις; Μπορείς να μου το πεις αυτό;»

«Όπως είπα, μπορώ να δω ότι τα κατάγματα δείχνουν διαφορετικό βαθμό επούλωσης, αλλά ηεπαγγελματική μου άποψη είναι ότι έγιναν σποραδικά. Έχω κάνει ένα σκίτσο με τη σειρά πουπιστεύω ότι έγιναν. Υπάρχει και αυτό στο φαξ που σας στέλνω. Η κοπέλα είχε, επίσης, πολλέςεπιφανειακές τομές στο σώμα της. Ακόμα και αυτές παρουσίαζαν διαφορετικά στάδια επούλωσης».

«Ω διάβολε». Ο Μάρτιν δεν μπόρεσε να καταπνίξει αυτό το ενστικτώδες σχόλιο οργής.

«Τείνω να συμφωνήσω κι εγώ μαζί σου». Η φωνή του Πέντερσεν ακούστηκε στεγνή από την άλληάκρη της γραμμής. «Η κοπέλα πρέπει να πονούσε αφόρητα».

Συλλογίστηκαν για λίγο σιωπηλά την ανθρώπινη σκληρότητα. Μετά, ο Μάρτιν συνήλθε κάπως καισυνέχισε:

«Βρήκατε τίποτα ίχνη στο σώμα που θα μπορούσαν να μας φανούν χρήσιμα;»

"Ναι, βρήκαμε σπέρμα. Αν βρείτε κι εσείς κάποιον ύποπτο, θα μπορέσουμε να συγκρίνουμε το DNAγια να τον συνδέσουμε με τον φόνο. Φυσικά, θα κάνουμε μια αναζήτηση και στην τράπεζαδεδομένων, αλλά σπάνια βρίσκουμε αντίστοιχη με αυτό τον τρόπο. Τα αρχεία μας είναι πολύπεριορισμένα Ονειρευόμαστε ακόμη εκείνη την ημέρα που θα έχουμε το DNA όλων των πολιτών σεμια βάση δεδομένων. Τότε θα παίζουμε σε άλλη κατηγορία».

"Ναι, το “ονειρευόμαστε" είναι σίγουρα η σωστή λέξη. Η καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τουατόμου και όλα τα παρόμοια εμποδίζουν τέτοιες προόδους».

«Αν αυτό που έπαθε η εν λόγω κοπέλα δεν μπορεί να ονομαστεί καταστρατήγηση των δικαιωμάτωντου ατόμου, τότε δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο θα μπορούσε να ονομαστεί έτσι...»

Αυτό παραήταν φιλοσοφημένη κουβέντα, ειδικά όταν προερχόταν από τον κατά τ’ άλλα απολύτωςορθολογιστή Τορντ Πέντερσεν, και ο Μάρτιν κατάλαβε ότι και ο Πέντερσεν -πράγμα πολύασυνήθιστο- έδειξε να έχει συγκινηθεί από αυτό που συνέβη στην άμοιρη γυναίκα. Διότι κάτι τέτοιαδεν τα συνήθιζαν οι ιατροδικαστές, τουλάχιστον όσοι από αυτούς ήθελαν να κοιμούνται τις νύχτες.

«Μπορείς να κάνεις κάποια εκτίμηση για τον χρόνο θανάτου;»

«Ναι, είχα τα αποτελέσματα των εξετάσεων από τα δείγματα που πήρε το Εγκληματολογικό από εκείπου τη βρήκαν και μετά τα συμπλήρωσα με τις δικές μου παρατηρήσεις, οπότε μπορώ να σου δώσωένα αρκετά αξιόπιστο χρονικό διάστημα».

«Για ν' ακούσω».

Page 45: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μου, πέθανε κάποια στιγμή μεταξύ έξι και έντεκα το βράδυ πριν τηβρουν στη Χαράδρα του Βασιλιά».

«Δεν μπορείς να προσδιορίσεις τον χρόνο με μεγαλύτερη ακρίβεια;» 0 Μάρτιν ακούστηκεαπογοητευμένος.

«Στη Σουηδία έχει καθιερωθεί να μη δίνουμε διάστημα μικρότερο από πέντε ώρες σε τέτοιεςπεριπτώσεις, οπότε αυτό είναι το καλύτερο που μπορώ να σου προσφέρω. Αλλά η πιθανότητα γι’αυτό το διάστημα είναι ενενήντα πέντε τοίς εκατό, οπότε θεωρείται ούτως ή άλλως πολύ αξιόπιστο.Από την άλλη, μπορώ να επιβεβαιώσω αυτό που σίγουρα είχατε ήδη υποψιαστεί; Η Χαράδρα τουΒασιλιά είναι δευτερεύουσα σκηνή του εγκλήματος, διότι η γυναίκα δολοφονήθηκε και κείτοντανκάνα δυο ώρες αλλού. Αυτό φαίνεται εξάλλου και από τη livor mortis, τη νεκρική πελίδνωση πουλέμε».

«Κάτι είναι κι αυτό». Ο Μάρτιν αναστέναξε. «Και οι σκελετοί; Σου έδωσαν κανένα στοιχείο;Υποθέτω ότι ενημερώθηκες σε ποια άτομα υποψιαζόμαστε πως ανήκουν, έτσι δεν είναι;»

«Ναι, ενημερώθηκα. Με αυτούς δεν έχουμε προλάβει να τελειώσουμε ακόμη. Δεν είναι τόσο εύκολονα βρεις οδοντιατρικά αρχεία από τη δεκαετία του ’70, αλλά δουλεύουμε πυρετωδώς και μόλιςέχουμε κάτι θα σας ειδοποιήσουμε. Μπορώ όμως να πω ότι είναι όντως δύο γυναικείοι σκελετοί, καιη ηλικία συμφωνεί περίπου με αυτή που μας δώσατε. Η λεκάνη της μιας γυναίκας δείχνει ότι είχεγεννήσει παιδί, και αυτό συμφωνεί επίσης με τα στοιχεία που έχουμε. Και το σημαντικότερο όλων;Και οι δύο σκελετοί έχουν παρόμοια κατάγματα με αυτά της νεκρής γυναίκας. Μεταξύ μας τώρα, θατολμούσα να πω ότι τα κατάγματα είναι σχεδόν πανομοιότυπα και στα τρία θύματα».

0 Μάρτιν ένιωσε τέτοια έκπληξη που του έπεσε το στιλό στο πάτωμα. Μα τι στην οργή ήταν αυτόπου τους έλαχε; Ενας σαδιστής δολοφόνος που άφησε να περάσουν είκοσι τέσσερα χρόνια ανάμεσαστις ειδεχθείς πράξεις του; Δεν τολμούσε καν να σκεφτεί την άλλη περίπτωση: Ότι ο δολοφόνοςμπορεί να

μην περίμενε είκοσι τέσσερα χρόνια και ότι απλώς δεν είχαν βρει ακόμη τα υπόλοιπα θύματα.

«Τα είχε μαχαιρώσει και αυτά τα θύματα;»

«Επειδή δεν έχει απομείνει οργανικό υλικό, είναι δύσκολο να σου απαντήσω, αλλά υπάρχουνμερικές χαρακιές στα οστά που μπορεί να αποτελούν ένδειξη ότι είχαν εκτεθεί και αυτά σεπαρόμοιες πράξεις».

«Και ποια ήταν η αιτία του θανάτου στην περίπτωση των σκελετών;»

«Η ίδια με της κοπέλας από τη Γερμανία. Οστά που έχουν πιεστεί ακριβώς στον λαιμό συμφωνούνμε τις βλάβες που εμφανίζονται στον στραγγαλισμό».

Ο Μάρτιν σημείωνε με ταχύτητα όσα του έλεγε ο ιατροδικαστής.

«Υπάρχει τίποτε άλλο ενδιαφέρον που μπορείς να μου δώσεις;»

Page 46: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Τίποτα παραπάνω από το ότι οι σκελετοί ήταν θαμμένοι. Υπάρχουν υπολείμματα από χώμα πάνωτους τα οποία ίσως μας δώσουν κάτι όταν τα αναλύσουμε. Αλλά δεν φτάσαμε ακόμη εκεί, οπότεπρέπει να κάνετε υπομονή. Χώμα υπήρχε και στην Τάνια Σμιτ, όπως επίσης και στην κουβέρτα πάνωστην οποία κείτονταν, θα τα συγκρίνουμε και αυτά με τα δείγματα από τους σκελετούς». ΟΠέντερσεν έκανε μια παύση και μετά συνέχισε: «Ο Μέλμπεργ είναι επικεφαλής της έρευνας».

Η φωνή του φανέρωνε κάποια ανησυχία. Ο Μάρτιν χαμογέλασε μουλωχτά, αλλά αποφάσισε να τονκαθησυχάσει όσον αφορούσε αυτό το σημείο.

«Όχι, υπεύθυνος είναι ο Πάτρικ. Αλλά ποιος θα καρπωθεί τη δόξα αν εξιχνιάσουμε την υπόθεσηείναι εντελώς διαφορετική ιστορία...»

Γέλασαν και οι δύο με το σχόλιο του Μάρτιν. Μόνο που για τον Μάρτιν, τουλάχιστον, αυτό το γέλιοδεν ήταν και τόσο αυθόρμητο.

Μόλις τελείωσε τη συνομιλία με τον Τορντ Πέντερσεν, πήγε και πήρε τις σελίδες που είχαν έρθει μεφαξ, και όταν, λίγο αργότερα, έφτασε στο Τμήμα ο Πάτρικ, ο Μάρτιν ήταν διαβασμένος. Έπειτα απόμια σύνοψη όλων των βασικών σημείων της αναφοράς του παθολογοανατόμου, ο Πάτρικ ήταν τοίδιο μελαγχολικός με τον Μάρτιν. Αυτή η υπόθεση εξελισσόταν σε πραγματική κόλαση.

Η Αννα άφηνε τον ήλιο να την ψήνει στην πλώρη του ιστιοπλοϊκού που ήταν ξαπλωμένη καιλιαζόταν φορώντας μπικίνι. Τα παιδιά κοιμόντουσαν για μεσημέρι κάτω στις κουκέτες, και οΓκούσταβ είχε αναλάβει τη λαγουδέρα. Κάθε φορά που η πλώρη πλατάγιζε στην επιφάνεια τηςθάλασσας την πιτσίλιζαν μικρές σταγόνες νερού που τη δρόσιζαν υπέροχα. Όσο είχε τα μάτια τηςκλειστά, μπορούσε να ξεχνάει για λίγο τις στενοχώριες της και να πείθει τον εαυτό της ότι αυτή εδώήταν η πραγματική ζωή της.

«Αννα, τηλέφωνο». Η φωνή του Γκούσταβ την έβγαλε από τη βαθιά περισυλλογή.

«Ποιος είναι; «Έφερε το χέρι πάνω από τα μάτια της για να μην την τυφλώνει ο ήλιος και τον είδε νακουνάει το κινητό της.

«Δεν θέλει να πει».

Διάβολε. Κατάλαβε αμέσως ποιος τηλεφωνούσε και με την ανησυχία να της βαραίνει όλο καιπερισσότερο την καρδιά πλησίασε προσεχτικά τον Γκούσταβ.

«Αννα».

«Ποιος ήταν αυτός, που να πάρει ο διάβολος;» είπε οργισμένα ο Λούκας.

Η Άννα κόμπιασε. «Μα είπα ότι θα έκανα ιστιοπλοΐα με έναν φίλο».

«Και πας να με πείσεις τώρα ότι αυτός εκεί ήταν απλώς ένας φίλος» της είπε απότομα. «Πώς τονλένε;»

«Δεν έχεις καμιά δουλειά να...»

Page 47: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Ο Λούκας τη διέκοψε. «Πώς τον ΛΕΝΕ, Άννα;»

Η εσωτερική της αντίσταση καμπτόταν όλο και περισσότερο με κάθε δευτερόλεπτο που άκουγε τηφωνή του Λούκας στο τηλέφωνο. «Γκούσταβ αφ Κλιντ» είπε χαμηλόφωνα.

«ΌΠΑ. ΠΟΛΎ ΑΡΙΣΤΟΚΡΆΤΕΣ ΦΊΛΟΥΣ ΈΧΕΙΣ». Η ΦΩΝΉ ΤΟΥ ΜΕΤΑΤΡΆΠΗΚΕ ΑΠΌ ΚΟΡΟΪΔΕΥΤΙΚΉ ΣΕ ΣΙΓΑΝΉ ΚΑΙ ΑΠΕΙΛΗΤΙΚΉ.

«ΠΩΣ ΤΟΛΜΆΣ ΝΑ ΠΗΓΑΊΝΕΙΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΆ ΜΟΥ ΔΙΑΚΟΠΈΣ ΜΕ ΈΝΑΝ ΆΛΛΟ ΆΝΤΡΑ;»

«Έχουμε χωρίσει, Λούκας» είπε η Αννα. Εφερε το χέρι στα μάτια της.

«Ξέρεις καλά, όπως κι εγώ, ότι αυτό δεν αλλάζει τίποτα, Αννα. Είσαι η μητέρα των παιδιών μου, καιαυτό σημαίνει ότι εγώ κι εσύ είμαστε δεμένοι για πάντα. Είσαι δική μου, όπως και τα παιδιά».

«Γιατί προσπαθείς να μου πάρεις τα παιδιά;»

«Επειδή είσαι ασταθής χαρακτήρας, Αννα. Πάντα είχες αδύναμα νεύρα και, για να είμαι ειλικρινήςδεν σε εμπιστεύομαι ότι φροντίζεις τα παιδιά μου με τον τρόπο που τους αξίζει. Κοίτα απλώς πώςζείτε. Εσύ δουλεύεις όλη μέρα, και τα παιδιά είναι στο νηπιαγωγείο, θεωρείς ότι αυτή είναι σωστήζωή για παιδιά, Άννα;»

«Μα πρέπει να δουλεύω, Λούκας. Εξάλλου, δεν μου λες πώς σκέφτεσαι να το λύσεις εσύ αυτό ανπάρεις τα παιδιά. Διότι, απ' ό,τι ξέρω, κι εσύ πρέπει να δουλεύεις. Ποιος θα φροντίζει τα παιδιά σεαυτή την περίπτωση;»

«Υπάρχει λύση, Άννα, το ξέρεις καλά».

«Τρελάθηκες; Θέλεις να γυρίσω πίσω σ’ εσένα; Σ’ εσένα, που έσπασες το χέρι της Εμμα; Για να μηναναφέρω όσα έκανες σ' εμένα την ίδια». Η φωνή της ακούστηκε να φαλτσάρει. Την ίδια στιγμήαντιλήφθηκε ενστικτωδώς ότι είχε παρατραβήξει το σχοινί.

«Δεν ήταν δικό μου το λάθος! Ήταν καθαρό ατύχημα! Εκτός αυτού, αν δεν μου πήγαινες κόντρασυνεχώς δεν θα χρειαζόταν να νευριάζω τόσο συχνά!»

Η Αννα κατάλαβε ότι ήταν σαν να μιλούσε στο κενό. Ήταν μάταιο. Ήξερε, έπειτα από ολ' αυτά ταχρόνια που είχε περάσει με τον Λούκας, ότι εκείνος τα εννοούσε και τα πίστευε όσα έλεγε. Ποτέ δενήταν δικό του το λάθος. Οσα συνέβαιναν ήταν πάντα λάθος των άλλων. Κάθε φορά που τηχτυπούσε την έκανε να νιώθει ενοχές, επειδή αυτή δεν έδειχνε αρκετή κατανόηση, αγάπη, υπακοή.

Όταν πήρε μόνη της την απόφαση να τον χωρίσει, με τη βοήθεια κάποιων κρυμμένων αντοχών καιδυνάμεων που είχε από παλιά, πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια είχε νιώσει δυνατή καιακατανίκητη. Επιτέλους θα μπορούσε να ξανακερδίσει τη ζωή της. Αυτή και τα παιδιά θαμπορούσαν ν' αρχίσουν τη ζωή τους από το μηδέν. Αλλά της φάνηκε ότι τα πράγματα είχανεξελιχθεί πολύ εύκολα. Ο Λούκας είχε όντως σοκαριστεί που μέσα στην οργή του έσπασε το χέριτης κόρης του και στην περίπτωση του διαζυγίου δήλωσε συναίνεση, πράγμα ασυνήθιστο γι' αυτόν.Μια ταραχώδης εργένικη ζωή μετά τον χωρισμό επέτρεψε στην Αννα και τα παιδιά να ζήσουν ήσυχαενώ ο ίδιος έτρεχε από τη μια κατάκτηση στην άλλη. Μόλις όμως η Αννα πίστεψε ότι είχε καταφέρεινα γλιτώσει από αυτόν, ο Λούκας είχε αρχίσει να κουράζεται από τη νέα του ζωή και έστρεψε ξανά

Page 48: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

το βλέμμα στην οικογένειά του. Όταν αντιλήφθηκε πως τα λουλούδια, τα δώρα και οι παρακλήσειςδεν έφταναν, έδειξε το πραγματική του πρόσωπο. Απαίτησε την αποκλειστική κηδεμονία τωνπαιδιών. Προέβαλε αρκετούς αβάσιμους λόγους και κατηγορίες για την ακαταλληλότητα της Ανναςως μητέρας. Τίποτε από αυτά δεν ήταν αλήθεια, αλλά ο Λούκας μπορούσε να είναι τόσο πειστικόςόταν χρησιμοποιούσε τη γοητεία του ώστε να κάνει την Αννα να τρέμει μπροστά στο ενδεχόμενο ότιθα πετύχαινε αυτή που ήθελε. Ήξερε επίσης ότι ο Λούκας δεν ήθελε τα παιδιά στην πραγματικότητα.Δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει στη δουλειά του αν ήταν υποχρεωμένος να αναλάβει τηνκηδεμονία δύο παιδιών, αλλά αυτό που ήλπιζε

ήταν να τρομοκρατήσει την Αννα τόσο ώστε να την κάνει να επιστρέψει κοντά του. Σε κάποιεςστιγμές αδυναμίας, η Άννα ήταν έτοιμη να το κάνει. Ταυτόχρονα όμως αντιλαμβανόταν πως κάτιτέτοιο ήταν αδύνατο. Αν το έκανε, ήταν χαμένη από χέρι. Έτσι, αποφάσισε να ατσαλωθεί.

«Λούκας, αυτή η κουβέντα δεν μας οδηγεί πουθενά. Εγώ μετά το διαζύγιο συνέχισα τη ζωή μου, καιτο ίδιο θα έπρεπε να κάνεις κι εσύ. Είναι αλήθεια ότι συνάντησα έναν καινούργιο άντρα, και αυτόείναι κάτι που πρέπει τελικά να το αποδεχτείς. Τα παιδιά νιώθουν καλά, το ίδιο κι εγώ. Δενμπορούμε να το λύσουμε αυτό σαν ενήλικες;»

0 τόνος της φωνής της ήταν ικετευτικός, αλλά η σιωπή στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν συμπαγήςκαι αδιαπέραστη Η Αννα κατάλαβε ότι είχε ξεπεράσει τα όρια. Όταν άκουσε το σήμα που έδειχνε ότιο Λούκας είχε απλώς κλείσει το τηλέφωνο, ήξερε ότι σίγουρα θα πλήρωνε όσα του είχε πει. Καιμάλιστα πολύ ακριβά.

ΤΕΣΣΕΡΑ

Καλοκαίρι 1979

Ο διαβολεμένος πόνος στο κεφάλι της την έκανε να σκάβει το πρόσωπό της με τα δάχτυλα. Ο πόνοςαπό τα νύχια που άνοιγαν βαθιά αυλάκια στο δέρμα της ήταν σχεδόν ευχάριστος, σε σύγκριση με τοναφόρητο πονοκέφαλο, και τη βοήθησε να συγκεντρωθεί.

Επικρατούσε ακόμη σκοτάδι, αλλά κάτι την είχε κάνει να ξυπνήσει από το βαθύ και δίχως όνειρααποκάρωμά της. Μια μικρή χαραμάδα φωτός φάνηκε πάνω από το κεφάλι της. και όπως κοίταξε μεμισόκλειστα μάτια προς τα πάνω είδε τη χαραμάδα να πλαταίνει σιγά σιγά. Ασυνήθιστη καθώς ήτανστο φως, δεν είδε, αλλά άκουσε ότι κάποιος πέρασε από τη χαραμάδα, η οποία είχε γίνει κανονικόάνοιγμα τώρα, και κατέβηκε μια σκάλα. Κάποιος που την πλησίαζε όλο και περισσότερο μέσα στοσκοτάδι. Η σύγχυση τη δυσκόλευε να καταλάβει αν έπρεπε να φοβηθεί ή να ανακουφιστεί. Υπήρχανεκεί και τα δύο, φόβος και ανακούφιση μαζί, μπερδεμένα μέσα της - πότε έπαιρνε το ένα το πάνωχέρι και πότε το άλλο.

Τα τελευταία βήματα προς το μέρος της, εκεί όπου κείτονταν κουλουριασμένη σαν έμβρυο,

ήταν σχεδόν αθόρυβα. Δίχως να ακουστεί ούτε μια λέξη, ένιωσε ένα χέρι να της χαϊδεύει το κεφάλι.Αυτή η κίνηση ίσως έπρεπε να την καθησυχάσει, αλλά η απλότητά της έκανε τον τρόμο ν' αδράξει μεμια σπασμωδική λαβή την καρδιά της.

Page 49: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Το χέρι συνέχισε να κινείται κατά μήκος του κορμιού της, κι εκείνη άρχισε να τρέμει σύγκορμη. Γιαένα δευτερόλεπτο πέρασε από το μυαλό της η σκέψη ν' αντισταθεί στον απρόσωπο ξένο. Η σκέψηαυτή όμως εξαφανίστηκε με την ίδια ταχύτητα που είχε εμφανιστεί. Το σκοτάδι την κατάπινεολάκερη, και η δύναμη στο χέρι που τη χάιδευε διαπερνούσε το δέρμα της. τα νεύρα της, την ψυχήτης. Η υποταγή ήταν η μοναδική επιλογή της, αυτό το είχε συνειδητοποιήσει με τρόμο.

Όταν το χέρι άφησε τα χάδια και άρχισε να πιέζει, να στρίβει, να τραβάει και να εξαρθρώνει ταμέλη της, τίποτα δεν της δημιουργούσε πλέον έκπληξη. Κατά κάποιον τρόπο, καλωσόρισε τον πόνο.Της ήταν πιο εύκολο να χειριστεί τον πόνο που της ήταν γνώριμος παρά τον τρόμο της αναμονής στοάγνωστο.

Το επόμενο τηλεφώνημα από τον Τορντ Πέντερσεν έγινε μόλις μερικές ώρες μετά τη συνομιλία τουΠάτρικ με τον Μάρτιν. Ο ένας σκελετός είχε αναγνωριστεί. Η Μόνα Τερνμπλάντ, η δεύτερη κοπέλαπου είχε εξαφανιστεί το 1979, ήταν η μία από αυτές που είχαν βρεθεί στη Χαράδρα του Βασιλιά.

Ο Πάτρικ και ο Μάρτιν κάθονταν μαζί και μελετούσαν τις πληροφορίες που είχαν συγκεντρώσεικατά τη διάρκεια της έρευνας. Ο Μέλμπεργ είχε λάμψει διά της απουσίας του, αλλά ο ΓιέσταΦλίγκαρε είχε επιστρέψει στη δουλειά έπειτα από έναν γύρο καλών αποτελεσμάτων σε ένατουρνουά γκολφ. Βέβαια, δεν είχε αναδειχτεί νικητής του τουρνουά, αλλά προς μεγάλη του έκπληξηκαι χαρά είχε καταφέρει να βάλει το μπαλάκι στην τρύπα με ένα χτύπημα και τον είχαν καλέσει γιασαμπάνια στη λέσχη του γκολφ. Ο Μάρτιν και ο Πάτρικ άκουγαν για τρίτη φορά, με κάθελεπτομέρεια, πώς το μπαλάκι μπήκε με την πρώτη στη δέκατη έκτη τρύπα και ήταν σίγουροι ότι θατο άκουγαν πολλές φορές ακόμα πριν από το τέλος αυτής της μέρας. Δεν πείραζε όμως. Δενμπορούσαν να στερήσουν από τον Γιέστα αυτή τη χαρά, και ο Πάτρικ τον άφησε να πάρει μια ανάσαπριν τον ρίξει στη δουλειά της έρευνας. Έτσι, προς το παρόν, ο Γιέστα καθόταν και τηλεφωνούσε σεόλους τους γνωστούς του γκόλφερ για να τους περιγράψει το Μεγάλο Γεγονός.

«Δηλαδή, έχουμε ένα καθίκι που σπάει τα κόκαλα των κοριτσιών πριν τα σκοτώσει» είπε ο Μάρτιν.«Και τις χαρακώνει με μαχαίρι» συμπλήρωσε.

«Φοβάμαι ότι έτσι ακριβώς έχουν τα πράγματα. Αν μου ζητούσαν να κάνω κάποια υπόθεση, θαέλεγα πως υπάρχει σεξουαλικό κίνητρο πίσω απ’ όλ' αυτά. Κάποιος βλαμμένος

σαδιστής που ερεθίζεται με τον πόνο των άλλων. Το σπέρμα που βρέθηκε στην Τάνια τοαποδεικνύει και αυτό".

"Θα μιλήσεις με την οικογένειά της Μόνα; Να τους πεις ότι τη βρήκαμε, εννοώ».

Ο Μάρτιν έδειχνε ανήσυχος, και ο Πάτρικ τον ηρέμησε αναλαμβάνοντας ο ίδιος αυτή τη δουλειά.

«Λέω να πάω να επισκεφτώ τον πατέρα της το απόγευμα. Η μητέρα της πέθανε πριν από πολλάχρόνια, οπότε ο μόνος που έχει απομείνει να ειδοποιηθεί είναι ο πατέρας της».

«Πώς το ξέρεις αυτό; Τους γνωρίζεις;»

«Όχι. Αλλά η Ερίκα πήγε χτες στη βιβλιοθήκη της Φιελμπάκα, έψαξε και βρήκε όλα όσα είχαν

Page 50: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

γραφτεί στις εφημερίδες για τη Σιβ και τη Μόνα. Οι εξαφανίσεις απασχόλησαν πολλές φορές τονΤύπο, κατά περιόδους, και ανάμεσά σε όλ' αυτά που είχαν γραφτεί υπήρχε και μια συνέντευξη μετους συγγενείς των κοριτσιών πριν από δύο χρόνια περίπου. Η Μόνα, λοιπόν, έχει μόνο τον πατέρατης εν ζωή, και η Σιβ είχε μόνο τη μητέρα της ήδη από την εποχή που είχε εξαφανιστεί. Υπήρχε,επίσης, και μια μικρή κόρη, με την οποία σκέφτομαι να μιλήσω αμέσως μόλις επιβεβαιωθεί ότι η Σιβείναι η άλλη γυναίκα».

«Θα ήταν διαβολεμένη σύμπτωση αν ο σκελετός ανήκε σε κάποιον άλλο, έτσι δεν είναι;»

«Ακριβώς, και γι’ αυτό λέω πως υποθέτω ότι πρόκειται γι' αυτήν, αν και δεν μπορούμε να είμαστεεντελώς σίγουροι. Έχουν συμβεί και πιο παράξενα πράγματα».

Ο Πάτρικ ξεφύλλισε τα χαρτιά που του είχε δώσει η Ερίκα και τοποθέτησε μερικά πάνω στο γραφείοτου σε σχήμα βεντάλιας. Είχε βγάλει και τον φάκελο της έρευνας που είχε ξεθάψει από τα αρχείαστο υπόγειο προκειμένου να συγκεντρώσει όλες τις πληροφορίες που είχαν για τις εξαφανίσεις τωνδύο κοριτσιών. Υπήρχαν πολλά στα άρθρα των εφημερίδων που δεν περιέχονταν στο υλικό τωνερευνών. Έτσι, χρειάζονταν και τις

δυο πηγές για να έχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα απ' όσα ήταν γνωστά μέχρι στιγμής.

"Κοίταξε εδώ. Η Σιβ εξαφανίστηκε το Μεσοκαλόκαιρο του 1979, και έπειτα από δύο εβδομάδεςεξαφανίστηκε και η Μόνα".

Προκειμένου να ξεκαθαρίσει το ολικό που είχαν και να του δώσει ένα σχήμα, ο Πάτρικ σηκώθηκεαπό την καρέκλα και άρχισε να γράφει στον πίνακα ανακοινώσεων που είχε κρεμασμένο στον τοίχο.

«Την τελευταία φορά που είδαν τη Σιβ Λαντίν ζωντανή ήταν όταν πήγαινε με το ποδήλατό της προςτο σπίτι της, αφού είχε βγει πρώτα με φίλους να γλεντήσει. Ο τελευταίος αυτόπτης μάρτυρας λέει ότιτην είδε να στρίβει στον κεντρικό δρόμο και να κατευθύνεται προς το Μπρέκε. Η ώρα ήταν δύο τηνύχτα όταν την είδε ένας οδηγός που την προσπέρασε με το αυτοκίνητό του. Έκτοτε κανείς δεν τηνξανάδε ούτε την ξανάκουσε».

«Αν εξαιρέσουμε, βέβαια, τις πληροφορίες που έδωσε ο Γκάμπριελ Χουλτ» πρόσθεσε ο Μάρτιν.

0 Πάτρικ έγνεψε καταφατικά. «Ναι, αν εξαιρέσουμε τη μαρτυρία του Γκάμπριελ Χουλτ, κάτι πουπιστεύω ότι πρέπει να κάνουμε για την ώρα». Και συνέχισε: «Η Μόνα Τερνμπλάντ εξαφανίστηκεδύο εβδομάδες αργότερα. Σε αντίθεση με τη Σιβ, η Μόνα εξαφανίστηκε απόγευμα. Έφυγε από τοσπίτι στις τρεις η ώρα για να πάει για τρέξιμο, αλλά δεν γύρισε ποτέ. Ένα από τα αθλητικά τηςπαπούτσια βρέθηκε στον δρόμο κατά μήκος της συνηθισμένης διαδρομής της, κι αυτό ήταν όλο».

«Είχαν καμία ομοιότητα μεταξύ τους αυτά τα κορίτσια; Εκτός από το γεγονός ότι και οι δύο είχανπερίπου την ίδια ηλικία».

0 Πάτρικ δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα χαμόγελο. «Απ ό,τι κατάλαβα, παρακολουθείς τη σειράΠροφάιλς. Δυστυχώς πρέπει να σε απογοητεύσω. Αν έχουμε να κάνουμε με έναν κατά συρροήδολοφόνο, μια που υποθέτω ότι σε κάτι τέτοιο προσπαθείς να καταλήξεις, δεν υπάρχουν φανερές

Page 51: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

εξωτερικές ομοιότητές μεταξύ των κοριτσιών». Κόλλησε δύο ασπρόμαυρες

φωτογραφίες στον πίνακα. «Η Σιβ ήταν δεκαεννιά ετών. Μικροκαμωμένη, μελαχρινή, με καμπύλες.Είχε τη φήμη της μάλλον μπελαλίδικης κοπέλας, και θα έλεγε κανείς ότι δημιούργησε σκάνδαλο στηΦιελμπάκα όταν απέκτησε παιδί στα δεκαεφτά της. Αυτή και το παιδί έμεναν στης μητέρας της,αλλά από ότι έγραψαν οι εφημερίδες. η Σιβ έβγαινε και το γλεντούσε συχνά και δεν της άρεσε πολύνα μένει στο σπίτι.

Η Μόνα, από την άλλη, περιγράφεται σαν καλό κορίτσι, καλή μαθήτρια, με πολλές φιλίες καίπραγματικά δημοφιλής. Ήταν ψηλή, ξανθιά και γυμναζόταν αρκετά. Ήταν δεκαοχτώ ετών, αλλάέμενε ακόμη στο πατρικό της, μια που η μητέρα της ήταν άρρωστη και ο πατέρας της δεν μπορούσενα τη φροντίζει μόνος του. Κανείς δεν φαίνεται πως είχε κάτι κακό να πει γι' αυτή την κοπέλα. Οπότετο μοναδικό που είχαν κοινό αυτές οι κοπέλες είναι ότι εξαφανίστηκαν δίχως ίχνη από προσώπουγης για πάνω από είκοσι χρόνια και μετά εμφανίστηκαν σαν σκελετοί στη Χαράδρα του Βασιλιά».

Συλλογισμένος, ο Μάρτιν στήριξε το κεφάλι στο χέρι του. Αυτός και ο Πάτρικ έμειναν για λίγοσκεφτικοί κοιτάζοντας τα αποκόμματα των εφημερίδων και τις σημειώσεις στον πίνακαανακοινώσεων Και οι δύο σκέφτονταν πόσο νέες έδειχναν αυτές οι κοπέλες. Είχαν τόσα πολλάχρόνια ζωής ακόμη μπροστά τους. αν δεν συναντούσαν κάτι πολύ κακό στον δρόμο τους. Και μετάη Τάνια, από την οποία δεν είχαν ακόμη φωτογραφία όσο ήταν ζωντανή. Κι αυτή ήταν, επίσης, μιανέα κοπέλα, με μια ζωή μπροστά της που μπορούσε να την κάνει ό,τι ήθελε. Αλλά τώρα ήταν κιαυτή νεκρή.

"Έγιναν πάρα πολλές ανακρίσεις". Ο Πάτρικ έβγαλε μια παχιά στοίβα δακτυλογραφημένωνεγγράφων από τον φάκελο. «Ανακρίθηκαν οι φίλοι και οι οικογένειες των κοριτσιών. Χτύπησανπολλές πόρτες στην περιοχή και ανέκριναν όλα τα ντόπια ύποπτα στοιχεία. Συνολικά έγιναν -για ναδω- γύρω στις εκατό ανακρίσεις».

"Βγήκε κάτι απ' όλα αυτά;"

"Οχι, τίποτα. Όχι, πριν πάρουν τις πληροφορίες από τον Γκάμπριελ Χουλτ. Τηλεφώνησε μόνος τουστην αστυνομία και είπε ότι είδε την Σιβ στο αυτοκίνητο του αδερφού του τη νύχτα πουεξαφανίστηκε».

«Και; Αυτό από μόνο του δεν θα έφτανε να τον καταστήσει ύποπτο δολοφονίας, έτσι δεν είναι;»

«Όχι, αλλά όταν ανακρίθηκε ο αδερφός του Γκάμπριελ ο Γιοχάνες Χουλτ, αρνήθηκε ότι είχε μιλήσειμαζί της ή ότι την είχε δει γενικά και λόγω έλλειψης άλλων στοιχείων η αστυνομία επέλεξε ναεπικεντρώσει την προσοχή της πάνω του».

«Έκαναν καμία πρόοδο;» Ο Μάρτιν είχε γουρλώσει τα μάτια με έναν απρόθυμο ενθουσιασμό.

«Όχι, δεν προέκυψε τίποτε άλλο. Μερικούς μήνες αργότερα ο Γιοχάνες Χουλτ κρεμάστηκε στοναχυρώνα του. Έτσι, αυτό το στοιχείο πάγωσε, θα μπορούσε να πει κανείς».

«Μου φαίνεται περίεργο που αυτοκτόνησε τόσο σύντομα μετά την καταγγελία».

Page 52: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Ναι, αλλά αν ήταν αυτός ο ένοχος, τότε την Τάνια πρέπει να τη σκότωσε το φάντασμά του. Οινεκροί δεν σκοτώνουν...»

«Και τι ήταν αυτό με τον αδερφό του που τηλεφωνεί και καρφώνει το ίδιο του το αίμα; Γιατί νακάνει κάποιος κάτι τέτοιο;» Ο Μάρτιν ζάρωσε το μέτωπό του. «Αλλά τι ανόητος είμαι, Χουλτ,είπες... Πρέπει να είναι συγγενής του Στέφαν και του Ρόμπερτ, παλιών μας γνώριμων από τησυντεχνία των διαρρηκτών».

«Ναι, έτσι ακριβώς είναι. Ο Γιοχάνες ήταν ο πατέρας τους. Τώρα που διάβασα πολλά για το σόι τωνΧουλτ μπορώ να κατανοήσω πράγματι καλύτερα πώς γίνεται να μας επισκέπτονται τόσο συχνά οΣτέφαν και ο Ρόμπερτ. Δεν ήταν παραπάνω οπό πέντε ή έξι ετών όταν ο Γιοχάνες κρεμάστηκε, καιμάλιστα αυτός που τον βρήκε στον αχυρώνα ήταν ο Ρόμπερτ. Μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμεπόσο μπορεί αυτό το θέαμα να επηρέασε ένα εξάχρονο παιδί».

«Ναι, γαμώτο». Ο Μάρτιν κούνησε το κεφάλι του. «Ξέρεις πρέπει να πιω λίγο καφέ πρινσυνεχίσουμε. Αρχίζει να λιγοστεύει το επίπεδο της καφεΐνης στον οργανισμό μου. Θέλεις και εσύένα φλιτζάνι;»

0 Πάτρικ έγνεψε καταφατικά, και λίγο αργότερα ο Μάρτιν επέστρεψε με δύο φλιτζάνια αχνιστόκαφέ. Εξάλλου, ήταν επιτέλους και ο καιρός κατάλληλος για ζεστό ρόφημα.

0 Πάτρικ συνέχισε την παρουσίαση των δεδομένων. «Ο Γιοχάνες και ο Γκάμπριελ είναι γιοι ενόςάντρα ονόματι Εφραίμ Χουλτ, επίσης γνωστός και ως Ιεροκήρυκας. Ο Εφραίμ ήταν ένας διάολος, ήμάλλον περιβόητος, πάστορας Ελεύθερης Εκκλησίας στο Γέτεμποργ. Έκανε μεγάλεςσυγκεντρώσεις, όπου άφηνε τους γιους του, οι οποίοι ήταν τότε μικροί σε ηλικία, να μιλούνακατάληπτα, σαν σε θρησκευτική έκσταση, και να γιατρεύουν αρρώστους και αναπήρους. Οιπερισσότεροι τον θεωρούσαν απατεώνα και τσαρλατάνο, αλλά ακόμα κι έτσι κέρδισε τον πρώτολαχνό όταν μία από τις κυρίες του πιστού ποιμνίου του, η Μαργκαρέτα Ντίμπλινγκ, πέθανε και τουάφησε όλη της την περιουσία. Εκτός από μια πολύ σημαντική περιουσία σε χρήματα, του άφησεεπίσης μια τεράστια δασική έκταση και ένα μεγάλο υποστατικό με μια πολυτελή έπαυλη στηνπεριοχή της Φιελμπάκα. Έπειτα από την κληρονομιά αυτή ο Εφραίμ έχασε ξαφνικά κάθε διάθεσηγια τη διάδοση του Θείου Λόγου, μετακόμισε εδώ με τους γιους του και έκτοτε η οικογένεια ζει μετα λεφτά της γριάς».

0 πίνακας ήταν τώρα γεμάτος με σημειώσεις, και το γραφείο του Πάτρικ ήταν καλυμμένο από χαρτιά

"Οχι ότι δεν είναι ενδιαφέρον να μάθουμε μερικά πράγματα για την οικογένεια αυτή, αλλά τι σχέσημπορεί να έχουν αυτά με τους φόνους; Άλλωστε, όπως είπες κι εσύ, ο Γιοχάνες ήταν είκοσι καιπαραπάνω χρόνια νεκρός πριν δολοφονηθεί η Τάνια, και οι νεκροί δεν σκοτώνουν, όπως το εξέθεσεςτόσο εύγλωττα». 0 Μάρτιν δυσκολευόταν πολύ να κρύψει την ανυπομονησία του.

«Αυτό είναι αλήθεια, αλλά μελέτησα όλο το παλιό υλικό και η μαρτυρία του Γκάμπριελ είναι τομόνο ενδιαφέρον στοιχείο που βρήκα στην παλιά έρευνα. Ήλπιζα, επίσης, να μπορέσω να μιλήσω μετον 'Ερολντ Λιντ, αυτήν που ήταν επικεφαλής της έρευνας τότε, αλλά πέθανε δυστυχώς απόκαρδιακή προσβολή το 1989, οπότε αυτό το υλικό είναι ό,τι έχει απομείνει από τότε. Μέχρι να σουέρθει καμία άλλη ιδέα, προτείνω ν' αναζητήσουμε περισσότερα στοιχεία για την Τάνια, μιλώντας

Page 53: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

ταυτόχρονα και με τους εν ζωή γονείς της Σιβ και της Μόνα, και μετά βλέπουμε αν έχει νόημα ναμιλήσουμε ξανά με τον Γκάμπριελ Χουλτ».

«Εντάξει, λογικό ακούγεται. Με τι θέλεις ν' αρχίσω;»

«Αρχισε με τις έρευνες για την Τάνια. Και φρόντισε να βάλεις τον Γιέστα στη δουλειά από αύριο τοπρωί. Οι αλκυονίδες μέρες τελείωσαν γι’ αυτόν».

«Τι θα γίνει με τον Μέλμπεργ και τον Ερνστ; Τι θα κάνεις με αυτούς;»

0 Πάτρικ αναστέναξε. «Η στρατηγική μου είναι τους κρατήσω απέξω όσο περισσότερο μπορώ. Αυτόσημαίνει μεγαλύτερος φόρτος εργασίας για εμάς τους υπόλοιπους τρεις, αλλά πιστεύω ότι έτσι θαβγούμε κερδισμένοι μακροπρόθεσμα. Ο Μέλμπεργ θα χαρεί πολύ να μην κάνει τίποτα και, εκτόςαυτού, έχει ήδη απαρνηθεί αυτή την έρευνα. Τον Ερνστ άφησε τον να συνεχίσει τη δουλειά του, ναπαραλαμβάνει δηλαδή όσο το δυνατόν περισσότερες από τις εισερχόμενες κλήσεις. Αν χρειαστείβοήθεια, θα του στείλουμε τον Γιέστα. Εγώ κι εσύ θα φροντίσουμε να είμαστε όσο πιο ελεύθεροιγίνεται για να ασχοληθούμε με αυτήν εδώ την έρευνα. Κατάλαβες;»

0 Μάρτιν έγνεψε πρόθυμα: «Γιες μπος!»

«Εντάξει. Ξεκινάμε λοιπόν».

Μόλις ο Μάρτιν βγήκε από το γραφείο του, ο Πάτρικ κάθισε ξανά στραμμένος προς τον πίνακα μετα χέρια πλεγμένα πίσω στον σβέρκο του και βαθιά συλλογισμένος. Είχαν μπροστά

τους ένα πολύ δύσκολο καθήκον αλλά και πολύ μικρή εμπειρία στις έρευνες φόνων, σκέφτηκεφανερά αποκαρδιωμένος. Ευχόταν με όλη του την καρδιά να καταφέρουν να κερδίσουν με τονενθουσιασμό τους το έδαφος που τους στερούσε η μικρή εμπειρία τους. Ο Μάρτιν είχε πέσει με ταμούτρα στη δουλειά, και τώρα ο Πάτρικ όφειλε, που να πάρει ο διάολος, να ξυπνήσει και τον ΓιέσταΦλίγκαρε από τον βαθύ ύπνο της Ωραίας Κοιμωμένης. Αν, επίσης, κατάφερναν να κρατήσουν έξωαπό την έρευνά τον Μέλμπεργ και τον Ερνστ, ο Πάτρικ πίστευε ότι έτσι ίσως είχαν κάποιεςπιθανότητες να εξιχνιάσουν τους φόνους. Όχι τίποτα μεγάλες πιθανότητες βέβαια, ειδικά ανσκεφτόταν κανείς ότι τα στοιχεία που είχαν για τους δύο τουλάχιστον φόνους ήταν εντελώςπαγωμένα, στη βαθιά κατάψυξη σχεδόν. Ήξερε ότι η καλύτερη ευκαιρία που είχαν τώρα ήταν ναεπικεντρώσουν την προσοχή τους στην Τάνια, αλλά ταυτόχρονα το ένστικτό του τονπροειδοποιούσε ότι υπήρχε εξαιρετικά στενή σχέση ανάμεσα σε αυτούς τους φόνους και ότι έπρεπενα ερευνηθούν παράλληλα. Δεν θα ήταν εύκολο να ξαναζωντανέψουν την παλιά έρευνα, αλλά ήταναναγκασμένοι να προσπαθήσουν.

Πήρε μια ομπρέλα που βρήκε στην ομπρελοθήκη έλεγξε μια διεύθυνση στον τηλεφωνικό κατάλογοκαι ξεκίνησε με βαριά καρδιά. Ορισμένα καθήκοντα απαιτούσαν από αυτόν περισσότερα απ’ όσαμπορούσε ν’ αντέξει ένας άνθρωπος.

Η βροχή έπεφτε επίμονα στα τζάμια, και υπό διαφορετικές συνθήκες η Ερίκα θα ένιωθε πανευτυχήςμε τη δροσιά που έφερνε μαζί της. Όμως. αλλιώς τα ήθελε η μοίρα και οι φορτικοί συγγενείς κι έτσιη Ερίκα οδηγούνταν αργά και σταθερά στο χείλος της παραφροσύνης.

Page 54: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Τα παιδιά τρεχοβολούσαν παντού σαν να είχαν τρελαθεί από το γεγονός ότι έπρεπε να μείνουν μέσα,ενώ ο Κόνι και η Μπρίτα είχαν αρχίσει να τσακώνονται σαν παγιδευμένα σκυλιά.

Αυτός ο σκυλοκαβγάς δεν είχε εξελιχθεί ακόμη σε ολοκληρωμένη μετωπική σύγκρουση, αλλά οιδιαπληκτισμοί είχαν αρχίσει να είναι πιο έντονοι και τώρα βρίσκονταν στο επίπεδο των ειρωνικώνρουθουνισμάτων και των σφυριχτών ανταπαντήσεων. Είχαν αρχίσει να ξεθάβουν και οι δυο παλιέςαμαρτίες και ασωτίες, και το μόνο που ήθελε η Ερίκα ήταν ν' ανέβει στην κρεβατοκάμαρα της και νασκεπαστεί μέχρι πάνω με το πάπλωμα. Αλλά, για άλλη μια φορά, η καλή της ανατροφή την εμπόδιζενα το κάνει, της κουνούσε το δάχτυλο αποτρεπτικά, και την ανάγκαζε να να συμπεριφέρεται σανάτομο πολιτισμένο καταμεσής μιας ζώνης πολεμικών επιχειρήσεων.

Είχε αρχίσει να κοιτάζει γεμάτη προσδοκία την πόρτα από την ώρα που ο Πάτρικ έφυγε για τηδουλειά. Ούτε εκείνος είχε καταφέρει να κρύψει την ανακούφισή του που μπόρεσε να φύγει για τοαστυνομικό τμήμα, και για μερικά δευτερόλεπτο η Ερίκα μπήκε στον πειρασμό να τον κάνει ναεκπληρώσει την υπόσχεση που της είχε δώσει ότι θα έμενε στο σπίτι όποτε του το ζητούσε. Ήξερεόμως ότι δεν θα ήταν δίκαιο να το κάνει αυτό μόνο και μόνο για να μη μείνει μόνη της με «τοκουαρτέτο του τρόμου» κι έτσι τον αποχαιρέτησε τρυφερά, καθώς άρμοζε σε μια υπάκουη και καλήσύζυγο, κουνώντας μάλιστα και το χέρι. ενώ εκείνος απομακρυνόταν με το αυτοκίνητο.

Το σπίτι δεν ήταν αρκετά μεγάλο ώστε να εμποδίσει τη γενική αναστάτωση να πάρει καταστροφικέςδιαστάσεις. Εβγαλε μερικά επιτραπέζια παιχνίδια και τα έδωσε στα παιδιά, αλλά τα τουβλάκια με ταγράμματα είχαν καταλήξει τώρα να βρίσκονται σκορπισμένα σε όλο το πάτωμα μαζί με σπιτάκια τηςMonopoly και χαρτιά από την τράπουλα. Εσκυψε με κόπο και μάζεψε τα μικρά πιόνια από ταπαιχνίδια, προσπαθώντας να βάλει κάποια τάξη στον χώρο. Η κουβέντα έξω στη βεράντα ανάμεσαστην Μπρίτα και τον Κόνι αγρίευε όλο και περισσότερο. και η Ερίκα είχε αρχίσει να καταλαβαίνειγιατί το παιδιά είχαν τέτοια συμπεριφορά. Δεν ήταν εύκολο να μάθεις

να δείχνεις σεβασμό στους άλλους και στα πράγματά τους όταν οι ίδιοι σου οι γονείς τσακώνονται σαν πεντάχρονα παιδιά. Μακάρι να τελείωνε κάποια στιγμή αυτή η μέρα! Μόλις σταματούσε ηβροχή, ήταν αποφασισμένη να πετάξει έξω την οικογένεια Φλουντ. Καλή ανατροφή και πνεύμαφιλοξενίας - βεβαίως ! - αλλά θα έπρεπε να γίνει η μετενσάρκωση της εθνικής αγίας της Σουηδίας,της Αγίας Μπιργίτα, για να μην εκραγεί αν τολμούσαν να μείνουν λίγο ακόμη.

Το ποτήρι ξεχείλισε την ώρα του μεσημεριανού φαγητού. Με πονεμένα πόδια και έναν αφόρητοπόνο στη μέση της, είχε σταθεί μία ώρα όρθια στην κουζίνα για να ετοιμάσει ένα μεσημεριανό πουθα ικανοποιούσε την ασίγαστη όρεξη του Κόνι και την ιδιοτροπία των παιδιών και κατά τη γνώμητης τα είχε καταφέρει αρκετά καλά. Λουκάνικο ογκρατέν από τη Φάλουν και μακαρονάκι κοφτόήταν ένα έδεσμα που πίστευε ότι θα ικανοποιούσε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, αλλά σύντομααποδείχτηκε ότι είχε πέσει πολύ έξω στους υπολογισμούς της.

«Πουφ! Αηδία! Το μισώ το λουκάνικο από τη Φάλουν. Αηδία!» Η Λίζα έσπρωξε επιδεικτικά τοπιάτο μακριά της και σταύρωσε τα χέρια μουτρωμένη.

«Κρίμα, διότι είναι το μόνο που υπάρχει». Η φωνή της Ερίκα έδειχνε αποφασιστικότητα.

«Ναι, αλλά εγώ πεινάάάωωω! Θέλω κάτι άλλο τώρα!»

Page 55: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Δεν υπάρχει κάτι άλλο. Αν δεν σου αρέσει το λουκάνικο από τη Φάλουν, μπορείς να φας το κοφτόμακαρονάκι με κέτσαπ». Η Ερίκα έκανε μεγάλο κόπο για να ακούγεται ήρεμη, παρόλο που μέσα τηςέβραζε.

«Το κοφτό μακαρονάκι είναι αηδία! θέλω κάτι άλλα ΜΑΜΑΑΑ!»

«Μήπως θα μπορούσες να της δώσεις να φάει κάτι άλλο;» Η Μπρίτα χάιδεψε τη μικρή γκρινιάρακόρη της στο μάγουλο, κι εκείνη της χάρισε ένα χαμόγελο. Σίγουρη για τη νίκη, τα μάγουλα τηςΛίζα έλαμψαν θριαμβευτικά καθώς κοίταξε προκλητικά

την Ερίκα. Όμως, τώρα οι συγγενείς της είχαν ξεπεράσει κάθε όριο. Τώρα είχαν πόλεμο.

"Δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Είτε θα φας αυτό που έχεις μπροστά σου είτε θα μείνεις νηστική".

"Μα καλή μου Ερίκα, νομίζω ότι παραλογίζεσαι. Κόνι, εξήγησε της σε παρακαλώ, πώςσυμπεριφερόμαστε εμείς στο σπίτι, ποια είναι η δική μας πολιτική ανατροφής". Όμως, δενενδιαφέρεται για την απάντησή του. «Δεν αναγκάζουμε τα παιδιά μας να κάνουν κάτι που δενθέλουν. Αυτό εμποδίζει την ανάπτυξή τους. Αν η Λίζα μου θέλει κάτι άλλο, θεωρούμε

απολύτως σωστό να της το προσφέρουμε. Εννοώ ότι είναι και αυτή ένα άτομο που έχει το δικαίωμανα εκφράζεται, όπως και εμείς οι υπόλοιποι. Εσύ τι θα έλεγες αν σε ανάγκαζε κάποιος να φαςφαγητό που δεν σου άρεσε; Δεν νομίζω ότι θα το δεχόσουν".

Η Μπρίτα τής έκανε διάλεξη με το καλύτερο ύφος που μπορούσε να έχει ένας ψυχολόγος, και ηΕρίκα κατάλαβε ότι δεν πήγαινε άλλο. Με απίστευτη ψυχραιμία, πήρε το πιάτο του το σήκωσε ψηλάπάνω από το κεφάλι της Μπρίτα, και μετά το αναποδογύρισε. Η έκπληξή της μπροστά στη θέα τωνζυμαρικών με τη σάλτσα που έτρεχαν πάνω στα μαλλιά της και το πουκάμισό της την έκανε ναδιακόψει ακριβώς στη μέση μιας πρότασης.

Δέκα λεπτά αργότερα είχαν εξαφανιστεί. Μάλλον για να μην επιστρέψουν ποτέ ξανά. Κατά πάσαπιθανότητα, τώρα η Ερίκα θα έμπαινε στη μαύρη λίστα αυτού του σογιού, αλλά όσο κι ανπροσπάθησε, δεν κατάφερε να στενοχωρηθεί ιδιαίτερα γι' αυτό. Ούτε ντρεπόταν, παρόλο που ησυμπεριφορά της θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, με τα ηπιότερα λόγια, παιδαριώδης. Ενιωθευπέροχα που κατάφερε να εκφράσει όλη εκείνη την επιθετικότητα που είχε αναγκαστεί νασυσσωρεύσει μέσα της τις δύο αυτές μέρες με τους επισκέπτες της και γι' αυτό δεν είχε καμίαπρόθεση να ζητήσει συγγνώμη.

Αποφάσισε να περάσει την υπόλοιπη μέρα της στον καναπέ της βεράντας μ' ένα καλό βιβλίο και τοπρώτο φλιτζάνι τσάι του καλοκαιριού. Μεμιάς η ζωή τής φάνηκε πολύ πιο φωτεινή.

Αν και μικρή σε έκταση, η πλούσια βλάστηση στην υαλόφρακτη βεράντα του μπορούσε κάλλιστα ν’αναμετρηθεί με τους καλύτερους κήπους. Κάθε λουλούδι ήταν καλλιεργημένο με στοργή, απόσπόρο ή βλαστάρι, και χάρη στην έντονη καλοκαιρινή ζέστη η ατμόσφαιρα ήταν σχεδόν τροπική. Σεμια γωνιά της βεράντας καλλιεργούσε λαχανικά και τίποτα δεν μπορούσε να συγκριθεί με τηνικανοποίηση να πηγαίνεις και να μαζεύεις τις ντομάτες σου, τα κολοκυθάκια, τα κρεμμύδια, ταπεπόνια και τα σταφύλια σου.

Page 56: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Η μικρή μονοκατοικία βρισκόταν στην οδό Ντίνγκλε, στη νότια είσοδο της Φιελμπάκα. Ήταν μικρόαλλά λειτουργικό σπίτι. Η βεράντα προεξείχε σαν ένα πράσινο θαυμαστικό ανάμεσα στις πιοταπεινές καλλιέργειες των υπόλοιπων μονοκατοικιών.

Μόνο όταν καθόταν έξω στη βεράντα του δεν νοσταλγούσε το παλιό του σπίτι. Το σπίτι όπου είχεμεγαλώσει ο ίδιος και είχε δημιουργήσει την οικογένειά του με τη σύζυγο και την κόρη του. Τώραπια είχαν χαθεί και οι δυο τους. Ο πόνος όλο και θέριευε από την απουσία τους, μέχρι που μια μέρααντιλήφθηκε πως έπρεπε ν’ αποχαιρετήσει εκείνο το σπίτι και όλες τις αναμνήσεις που είχανδιαποτίσει τους τοίχους του.

Βέβαια, αυτή η μονοκατοικία δεν είχε την προσωπικότητα που αγαπούσε στο παλιό σπίτι, αλλάακόμα κι αυτή η έλλειψη προσωπικότητας είχε την ιδιότητα ν’ αλαφραίνει τον πόνο στο στήθος του.Τώρα πια η θλίψη του ήταν περισσότερο σαν υπόκωφο ψέλλισμα μονίμως αισθητό μέσα του.

Όταν εξαφανίστηκε η Μόνα, πίστεψε πως η Λινέα θα πέθαινε από την πολλή στενοχώρια. Ήτανάρρωστη από πριν, αν και αποδείχτηκε πιο σκληρό καρύδι απ’ ό,τι πίστευε ο ίδιος. Εκείνη

πάλευε καθημερινά να συνεχίσει μια ζωή που ήταν πλέον μόνο μια σκιά και για τους δυο.

Η Μόνα ήταν το φως της ζωής τους. Γεννήθηκε όταν είχαν χάσει κάθε ελπίδα ν’ αποκτήσουν παιδί.Δεν έκαναν άλλα παιδιά. Όλη η αγάπη που είχαν να δώσουν πήγε σ’ εκείνο το ξανθό χαρούμενοπλάσμα, το οποίο, όταν γελούσε, ήταν σαν να άναβαν μικρές φωτιές στο στήθος του. Το ότιεξαφανίστηκε ήταν ένα γεγονός που του φαινόταν παντελώς ακατανόητο. Τότε ένιωσε σαν να είχεσταματήσει να λάμπει ο ήλιος. Σαν να έπρεπε να πέσει ο ουρανός και να τον πλακώσει. Αλλά δενσυνέβη τίποτε. Η ζωή συνεχιζόταν, όπως πάντα, έξω από το θλιμμένο σπιτικό τους, οι άνθρωποιγελούσαν, ζούσαν και εργάζονταν. Αλλά η Μόνα είχε φύγει.

Έζησαν πολύ καιρό με την ελπίδα. Ίσως να ζούσε ακόμη κάπου. Ίσως να έκανε μια ζωή χωρίςαυτούς και να είχε επιλέξει μόνη της να εξαφανιστεί. Ταυτόχρονα, ήξεραν και οι δύο ποια ήταν ηαλήθεια. Η άλλη κοπέλα είχε εξαφανιστεί λίγο νωρίτερα, κι αυτό παραήταν υπερβολικό για ναθεωρηθεί μια απλή σύμπτωση που θα τους επέτρεπε να τρέφουν αυταπάτες. Εξάλλου, η Μόνα δενήταν ο τύπος της κοπέλας που συνειδητά θα τους προκαλούσε τέτοια οδύνη. Ήταν μια ευγενική καιαξιαγάπητη κοπέλα, που έκανε ό,τι μπορούσε για να τους φροντίζει.

Τη μέρα εκείνη που ξεψύχησε η Λινέα, έλαβε και ο ίδιος την τελική απόδειξη ότι η Μόνα ήταν στονουρανό. Η αρρώστια και η θλίψη είχαν συρρικνώσει την αγαπημένη του σύζυγο και την είχανμετατρέψει σε σκιά του εαυτού της, καθώς κείτονταν στο κρεβάτι και τον κρατούσε από το χέρι,εκείνος ήξερε ότι είχε έρθει η μέρα που θα έμενε εντελώς μόνος. Έπειτα από πολλές ώρες αγρύπνιας,εκείνη του έσφιξε το χέρι για τελευταία φορά, και μετά ένα χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό της.Το φως που έλαμψε εκείνη τη στιγμή στα μάτια της Λινέα είχε να το δει δέκα χρόνια. Είχε να το δειαπό τότε που η Λινέα κοίταξε για τελευταίο φορά τη Μόνα. Κάρφωσε το βλέμμα της κάπου πίσω

του και ξεψύχησε. Τότε σιγουρεύτηκε. Η Λινέα πέθανε ευτυχισμένη επειδή εκείνη που τηνπροϋπάντησε στη σήραγγα του φωτός ήταν η κόρη τους. Αυτό έκανε ευκολότερη τη μοναξιά του.Τουλάχιστον τώρα τα άτομα που είχε αγαπήσει περισσότερο από κάθετί άλλο στη ζωή του ήτανμαζί. Ηταν απλώς θέμα χρόνου η επανένωση και των τριών τους. Περίμενε με λαχτάρα εκείνη τη

Page 57: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

μέρα, αλλά μέχρι τότε ήταν χρέος του να ζήσει όσο καλύτερα μπορούσε. Ο Κύριος δεν έδειχνεμεγάλη κατανόηση σε όσους πρόδιδαν τις εντολές του, κι έτσι εκείνος δεν τολμούσε να κάνειοτιδήποτε που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο μια θέση στον ουρανό δίπλα στη Λινέα και τηΜόνα.

Ένα χτύπημα στην πόρτα διέκοψε τις μελαγχολικές σκέψεις του. Σηκώθηκε με κόπο από τηνπολυθρόνα και με τη βοήθεια του μπαστουνιού του διέσχισε την πυκνή βλάστηση έπειτα το χολ καιέφτασε στην κεντρική είσοδο του σπιτιού. Ένας σοβαρός νεαρός άντρας στεκόταν απέξω, με το χέριυψωμένο, έτοιμος να ξαναχτυπήσει.

«Ο Αλμπερτ Τερνμπλάντ;»

«Ναι, εγώ είμαι. Αλλά δεν θέλω τίποτε, αν ο κύριος πουλάει κάτι».

Ο άντρας χαμογέλασε. «Όχι, δεν πουλάω τίποτα. Πάτρικ Χέντστρεμ λέγομαι και έρχομαι από τηναστυνομία. Μήπως θα μπορούσα να περάσω μέσα για λίγο;»

0 Αλμπερτ δεν είπε τίποτα. Απλώς παραμέρισε και τον άφησε να περάσει. Μπήκε μπροστά και τονοδήγησε στη βεράντα, όπου του έκανε νεύμα να καθίσει στον καναπέ. Δεν τον ρώτησε τι ήθελε. Δενχρειαζόταν. Περίμενε αυτή την επίσκεψη πάνω από είκοσι χρόνια.

«Υπέροχα φυτά. Είναι αυτό που λένε να έχει κανείς πράσινα χέρια, έτσι δεν είναι;» 0 Πάτρικ γέλασενευρικά

0 Αλμπερτ δεν είπε τίποτα, αλλά κοίταξε με ήρεμο βλέμμα τον Πάτρικ. Καταλάβαινε ότι δεν ήτανεύκολο για τον αστυνομικό να έρχεται με τέτοια μαντάτα, αλλά δεν χρειαζόταν να

ανησυχεί. Έπειτα από τόσα χρόνια αναμονής καλό θα ήταν ν’ ακούσει τελικά την αλήθεια. Είχεπενθήσει αρκετά.

"Λοιπόν, ήρθα να σας πω ότι βρήκαμε την κόρη σας". Ο Πάτρικ καθάρισε τον λαιμό του καισυνέχισε: «Βρήκαμε την κόρη σας και μπορούμε να επιβεβαιώσουμε ότι δολοφονήθηκε.

Ο Άλμπερτ απλώς έγνεψε. Ταυτόχρονα ένιωσε να γαληνεύει η ψυχή του. Επιτέλους θα μπορούσε νατη βάλει ν’ αναπαυτεί, θα είχε έναν τάφο να πηγαίνει, θα την έβαζε μαζί με τη Λινέα.

"Πού τη βρήκατε;"

«Στη Χαράδρα του Βασιλιά».

"Στη Χαράδρα του Βασιλιά;" Ο Άλμπερτ ζάρωσε το μέτωπό του. «Μα αν ήταν εκεί, πώς δενβρέθηκε νωρίτερα; Τόσος κόσμος περνάει από εκεί».

Ο Πάτρικ Χέντστρεμ τού είπε για τη δολοφονημένη Γερμανίδα τουρίστρια, όπως επίσης ότι είχανβρει, ενδεχομένως, και τη Σιβ. Ότι πίστευαν πως κάποιος τις είχε μεταφέρει εκεί νύχτα και ότιβρίσκονταν κάπου αλλού όλ' αυτά τα χρόνια.

Page 58: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

0 Αλμπερτ δεν κυκλοφορούσε πολύ στην κωμόπολη πια και δεν είχε ακούσει -σε αντίθεση με όλουςτους άλλους κατοίκους της Φιελμπάκα- για τον φόνο της νεαρής κοπέλας. Το πρώτο πράγμα πουένιωσε ακούγοντας τι της είχε συμβεί ήταν σαν κλοτσιά στο στομάχι. Κάποιοι κάπου θα ζούσαν τηνίδια οδύνη που έζησαν αυτός και η Λινέα. Κάπου υπήρχε ένας πατέρας και μια μάνα που δεν θαξανάβλεπαν ποτέ την κόρη τους. Αυτό επισκίαζε την είδηση για τη Μόνα. Σε σύγκριση με τηνοικογένεια της νεκρής κοπέλας, αυτός ήταν τυχερός. Γι’ αυτόν το πένθος είχε προλάβει νααμβλυνθεί, να χάσει τις αιχμηρές του άκρες. Εκείνοι είχαν πολλά χρόνια ακόμη για να φτάσουν εκεί,και η καρδιά του Άλμπερτ πονούσε στη σκέψη αυτή.

«Ξέρετε ποιος το έκανε;»

«Δυστυχώς όχι. Αλλά θα κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να το μάθουμε».

«Ξέρετε αν πρόκειται για το ίδιο άτομο;»

Ο Πάτρικ χαμήλωσε το κεφάλι. «Όχι, ούτε γι' αυτό είμαστε βέβαιοι, όπως έχουν ως τώρα ταπράγματα. Υπάρχουν κάποιες ομοιότητες, ωστόσο αυτά είναι όλα που μπορώ να πως μέχριστιγμής».

Ο Πάτρικ κοίταξε ανήσυχος τον γέρο άντρα μπροστά του. "Υπάρχει κάποιος που θα θέλατε να τουτηλεφωνήσω; Κάποιος που θα μπορούσε να έρθει να σας κρατήσει συντροφιά;"

Το χαμόγελο ήταν ήρεμο και πατρικό. «Όχι, δεν υπάρχει κανείς».

«Να τηλεφωνήσω στον ιερέα να τον ρωτήσω μήπως μπορεί να έρθει;»

Ξανά το ίδιο ήρεμο χαμόγελο. «Όχι, ευχαριστώ, δεν χρειάζομαι παπά. Και μην ανησυχείς, αυτή τημέρα την έχω ζήσει αμέτρητες φορές στη φαντασία μου, οπότε δεν είναι κάτι που με σόκαρε. Θέλωαπλώς να καθίσω εδώ, στην ησυχία μου, ανάμεσα στα φυτά μου, και να σκεφτώ. Δεν θα πάθωτίποτα. Μπορεί να είμαι μεγάλος, αλλά αντέχω ακόμη».

Έβαλε το χέρι του πάνω στο χέρι του αστυνομικού, σαν να ήταν αυτός που παρηγορούσε τονΠάτρικ. Μπορεί να ήταν κι έτσι.

«Αν ο αστυνομικός δεν έχει αντίρρηση, θα ήθελα να του δείξω μερικές φωτογραφίες της Μόνα καινα του πω δυο λόγια γι’ αυτή. Για να καταλάβεις πραγματικά πώς ήταν όσο ζούσε».

Δίχως να διστάσει, ο νεαρός άντρας έγνεψε καταφατικά, και ο Άλμπερτ βγήκε κουτσαίνοντας για ναφέρει τα παλιά άλμπουμ. Επί μία ώρα τού έδειχνε τις φωτογραφίες και του έλεγε για την κόρη του.Ηταν μία από τις καλύτερες στιγμές που είχε περάσει ο Αλμπερτ εδώ και χρόνια και ξαφνικάσυνειδητοποίησε ότι πήγαινε πολύς καιρός από τότε που είχε επιτρέψει στον εαυτό του να περιδιαβείτο μονοπάτι των αναμνήσεων.

Οταν αποχαιρετίστηκαν στην πόρτα, έβαλε μια φωτογραφία στο χέρι του Πάτρικ. Ηταν η Μόνα σταπέμπτα της γενέθλιο, μπροστά από μια μεγάλη τούρτα με πέντε κεράκια και ένα

χαμόγελο που έφτανε από το ένα αυτί μέχρι το άλλο. Ήταν απίστευτα γλυκό κορίτσι, με ξανθιές

Page 59: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

μπούκλες και μάτια που έλαμπαν από ζωή. Ήταν σημαντικό για τον Άλμπερτ να έχουν αυτή τηνεικόνα της κατά νου όταν έψαχναν για τον δολοφόνο της.

Μόλις έφυγε ο αστυνομικός, κάθισε ξανά στη βεράντα του. Εκλεισε τα μάτια και εισέπνευσε τογλυκό άρωμα των λουλουδιών. Μετά αποκοιμήθηκε και ονειρεύτηκε μια μακριά φωτεινή σήραγγα,όπου η Μόνα και η Λινέα τον περίμεναν σαν σκιές στο τέρμα της. Του φάνηκε ότι τον χαιρετούσαν.

Η πόρτα του γραφείου του άνοιξε διάπλατα με πάταγο. Η Σούλβεΐγκ όρμησε μέσα, ενώ πίσω τηςερχόταν τρέχοντας η Λάινε, κουνώντας απελπισμένα τα χέρια της.

«Μαλάκα! Γαμημένο καθίκι!»

Εκείνος μόρφασε αυτόματα μόλις άκουσε τις βρισιές. Πάντα θεωρούσε ενοχλητική την επίδειξηέντονων συναισθημάτων μπροστά του και τέτοιου είδους γλώσσα δεν τη συγχωρούσε με τίποτα.

«Τι συμβαίνει; Σούλβεΐγκ, πιστεύω ότι πρέπει να ηρεμήσεις και να σταματήσεις να μου μιλάς έτσι!»

Πολύ αργά αντιλήφθηκε ότι αυτό το αυστηρό ύφος στη φωνή του, το οποίο ήταν τόσο φυσιολογικόγια τον ίδιο. απλώς την εξαγρίωνε περισσότερο. Εκείνη φαινόταν έτοιμη να ορμήσει πάνω του και νατον πνίξει, και ο Γκάμπριελ, για ασφάλεια, πήγε και στάθηκε πίσω από το γραφείο του.

«Να ηρεμήσω! Σ’ εμένα λες να ηρεμήσω, υποκριτικό και γαμημένο γουρούνι! Μαλακοψώλη!»

0 Γκάμπριελ την έβλεπε ν' απολαμβάνει τα σκιρτήματα του σε κάθε χυδαία της λέξη. Πίσω απόαυτήν, η Λάινε φαινόταν να χλωμιάζει όλο και περισσότερο.

Η Σούλβεΐγκ χαμήλωσε την ένταση της φωνής της ελάχιστα, αλλά ο τόνος της έγινε πιο μοχθηρός.«Τι έγινε, Γκάμπριελ; Γιατί δείχνεις τόσο χαμηλοθώρης τώρα; Συνήθως σου άρεσε

όταν σου ψιθύριζα βρομόλογα στο αυτί, καύλωνες όταν με άκουγες. Θυμάσαι, Γκάμπριελ;»

Η Σούλβεΐγκ έβγαζε τις λέξεις σφυριχτά, γεμάτες μίσος, καθώς ταυτόχρονα πλησίαζε το γραφείοτου Γκάμπριελ.

«Δεν υπάρχει λόγος να μιλάμε για παλιά αποφάγια. Έχεις κάτι να μου πεις ή είσαι απλώς μεθυσμένηκαι αντιπαθής όπως πάντα;»

«Αν έχω κάτι να σου πω; Βεβαίως και έχω, ζώο. Είχα πάει κάτω στη Φιελμπάκα και ξέρεις η έμαθα;Βρήκαν τη Μόνα και τη Σιβ».

Ο Γκάμπριελ τινάχτηκε ξαφνιασμένος. Η έκπληξη διαγραφόταν καθαρά στο πρόσωπό του.

«Βρήκαν τα κορίτσια; Πού;»

Η Σούλβεΐγκ ακούμπησε στο γραφείο, στηρίζοντας όλο της το βάρος πάνω στα χέρια της, έτσι ώστετο πρόσωπό της ν’ απέχει μόνο μερικά εκατοστά από του Γκάμπριελ.

Page 60: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Στη Χαράδρα του Βασιλιά. Μαζί με μια νεαρή Γερμανίδα που δολοφονήθηκε. Και πιστεύουν ότιπρόκειται για τον ίδιο δολοφόνο. Ντροπή σου και αίσχος, Γκάμπριελ Χουλτ! Ντροπή σου καιαίσχος που κατέδωσες τον αδερφό σου, τη σάρκα και το αίμα σου. Και παρόλο που ποτέ δεν υπήρξετο παραμικρό στοιχείο εναντίον του, είχε στιγματιστεί ως ένοχος στα μάτια του κόσμου. Ήτανδακτυλοδεικτούμενος και όλοι ψιθύριζαν πίσω από την πλάτη του. Αυτό τον έφαγε. Αλλά ίσως εσύνα ήξερες ότι θα κατέληγε έτσι. Ήξερες ότι ήταν αδύναμος. Όη ήταν ευαίσθητος. Δεν μπόρεσε ναδιαχειριστεί αυτή την ντροπή και κρεμάστηκε. Δεν θα με εξέπληττε καθόλου αν το είχες υπολογίσειαυτό όταν τηλεφώνησες στην αστυνομία. Δεν μπορούσες ν’ αντέξεις το γεγονός ότι ο Εφραίμ τοναγαπούσε περισσότερο».

Η Σούλβεΐγκ τον χτυπούσε τόσο δυνατά με το δάχτυλό της στο στήθος που ο Γκάμπριελ έκανε έναβήμα πίσω σε κάθε της χτύπημα. Ήδη βρισκόταν με την πλάτη κολλημένη στο περβάζι τουπαραθύρου και δεν μπορούσε πια να της ξεφύγει. Ήταν

στριμωγμένος. Προσπάθησε να γνέψει με το βλέμμα στη Λάινε μήπως μπορούσε να κάνει κάτι γι’αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση, αλλά εκείνη, ως συνήθως, στεκόταν εκεί και κοίταζε με βλέμμααπλανές εντελώς ανίκανη ν' αντιδράσει.

«Ο Γιοχάνες μου ήταν πάντα περισσότερο αγαπητός από σένα, κι αυτό δεν μπορούσες να τοαντέξεις, έτσι δεν είναι;» Δεν περίμενε καμιά απάντηση στους ισχυρισμούς της. που τους έκανε υπόμορφή ερωτήσεων, και συνέχισε τον μονόλογό της. «Ακόμα και όταν τον αποκλήρωσε ο Εφραίμδεν σταμάτησε να τον αγαπάει περισσότερο από σένα. Πήρες το υποστατικό και τα λεφτά αλλά δενκέρδισες ποτέ την πατρική αγάπη. Παρόλο που εσύ ήσουν αυτός που δούλευε για το υποστατικό,ενώ ο Γιοχάνες γλεντούσε τη ζωή του. Και μετά όταν σου πήρε την αρραβωνιαστικιά, το ποτήριξεχείλισε, έτσι δεν είναι; Πες μου. Γκάμπριελ, τότε ήταν που άρχισες να τον μισείς; Τότε άρχισες ναμισείς τον αδερφό σου; Βέβαια, ίσως ήταν άδικο αυτό που σου έκανε, αλλά και πάλι δεν σου έδινετο δικαίωμα να κάνεις αυτό που έκανες. Κατέστρεψες τη ζωή του Γιοχάνες, τη δική μου και τωνπαιδιών αντάμα. Νομίζεις ότι δεν ξέρω τι κάνουν τα αγόρια μου; Εσύ ευθύνεσαι και γι’ αυτό,Γκάμπριελ Χουλτ. Επιτέλους όμως ο κόσμος θα ανακαλύψει τώρα ότι ο Γιοχάνες δεν είχε κάνειτίποτε από αυτά που ψιθύριζαν πίσω από την πλάτη του όλ’ αυτά τα χρόνια Τελικά τα παιδιά μου κιεγώ θα μπορέσουμε να περπατήσουμε ξανά με το κεφάλι ψηλά».

Η οργή της φάνηκε επιτέλους να ξεθυμαίνει, παραχωρώντας τη θέση της στα δάκρυα. Ο Γκάμπριελδεν ήξερε ποιο από τα δύο ήταν χειρότερο. Για μια στιγμή, είχε διακρίνει μέσα σ’ εκείνη την οργήμια σύντομη εικόνα της παλιάς Σούλβεΐγκ. Της όμορφης βασίλισσας που τον είχε κάνει περήφανοόταν την αρραβωνιάστηκε, πριν έρθει και την κάνει δική του ο αδερφός του, όπως έκανε δικά τουόλα όσα ο Γκάμπριελ ήθελε στη ζωή του. Όταν, λοιπόν, η οργή αντικαταστάθηκε από τα δάκρυα ηΣούλβεΐγκ ξεφούσκωσε σαν μπαλόνι, κι εκείνος αντίκρισε

ξανά εκείνη την υπέρβαρη, απεριποίητη γυναίκα-ναυάγιο που περνούσε τις μέρες της βυθισμένηστην αυτολύπηση.

"Μακάρι να καείς στην κόλαση, Γκάμπριελ Χουλτ, μαζί τον πατέρα σου".

Ψιθύρισε τις λέξεις αυτές και μετά εξαφανίστηκε το ίδιο γρήγορα όπως είχε εμφανιστεί. Πίσω τηςάφησε τον Γκάμπριελ και τη Λάινε, 0 πρώτος ένιωθε σαν να είχε υποστεί νευρικό κλονισμό. Κάθισε

Page 61: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

αργά στην πολυθρόνα του και κοίταξε βουβός τη σύζυγο του. Αντάλλαξαν βλέμματααλληλοκατανόησης. Ήξεραν και οι δυο τι σήμαινε η ανεύρεση αυτών των παλιών σκελετών.

Με μεγάλο ζήλο και αυτοπεποίθηση ο Μάρτιν ανέλαβε το έργο να βρει όλες τις πληροφορίες για τηνΤάνια Σμιτ. όπως ήταν το πλήρες άνομα της κοπέλας στο διαβατήριο. Η Λίζε είχε επιστρέψει όλα ταπράγματα της Τάνια, όπως της είχαν ζητήσει, και ο Μάρτιν είχε ελέγξει το σακίδιό της εξονυχιστικά.Στον πάτο βρισκόταν το διαβατήριό της. που έδειχνε σχεδόν αχρησιμοποίητο. Στην πραγματικότητα,υπήρχε μόνο μία σφραγίδα απ’ όταν μπήκε από τη Γερμανία στη Σουηδία. Είτε δεν είχε ταξιδέψειεκτός Γερμανίας άλλη φορά είτε είχε βγάλει καινούργιο διαβατήριο.

Η φωτογραφία του διαβατηρίου ήταν εκπληκτικά καθαρή και ο Μάρτιν αποφάνθηκε ότι η κοπέλαήταν όμορφη αν και η ομορφιά της έκλινε κάπως προς το σύνηθες. Καστανά μάτια και καστανάμαλλιά, που έφταναν λίγο πιο κάτω από τους ώμους. Ύψος ένα και εξήντα πέντε και κανονικήκορμοστασιά, ό,τι κι αν σήμαινε αυτό.

Κατά τ' άλλα το σακίδιο δεν είχε αποκαλύψει τίποτα ενδιαφέρον. Μερικές αλλαξιές ρούχα, κάποιαφθαρμένα βιβλία τσέπης, είδη προσωπικής υγιεινής και μερικά περιτυλίγματα από καραμέλες.Τίποτα προσωπικό γενικώς, κάτι που ο Μάρτιν το βρήκε αρκετά παράξενο. Μα δεν θα έπρεπε ναείχε, τουλάχιστον, κάποια φωτογραφία της οικογένειας ή του φίλου της μαζί ή έστω μια ατζέντα μεδιευθύνσεις; Βέβαια είχαν βρει μια

τσάντα δίπλα στο πτώμα. Η Λίζε είχε επιβεβαιώσει ότι η Τάνια είχε μια κόκκινη τσάντα. Πιθανώς νακρατούσε εκεί μέσα τα προσωπικά της αντικείμενα. Εν πάση περιπτώσει, τώρα είχαν χαθεί. Θαμπορούσε άραγε να ήταν ληστεία; Μήπως ο δολοφόνος είχε πάρει τα προσωπικά της είδη γιαενθύμιο; Είχε δει στο Ντισκάβερι Τσάνελ, σε ένα πρόγραμμα για κατά συρροή δολοφόνους, ότι οιτελευταίοι συνήθιζαν να κρατούν προσωπικά αντικείμενα των θυμάτων τους ως μέρος τουτελετουργικού.

Ο Μάρτιν έβαλε φρένο στον εαυτό του. Δεν υπήρχε τίποτε ακόμη που να αποδεικνύει την ύπαρξηενός κατά συρροή δολοφόνου. Καλύτερα θα ήταν να μην κολλάει σε τέτοιες σκέψεις.

Αρχισε να κρατάει μερικές σημειώσεις για το πώς θα χειριζόταν την έρευνα για την Τάνια. Πρώτον,έπρεπε να επικοινωνήσει με τη γερμανική αστυνομία, κάτι που επρόκειτο να χάνει όταν τον είχεπάρει τηλέφωνο ο Τορντ Πέντερσεν. Μετά, θα μιλούσε ξανά με τη Λίζε και τέλος σκέφτηκε ναζητήσει από τον Γιέστα να πάει μαζί του στο κάμπινγκ για να κάνει μερικές ερωτήσεις και να μάθειμήπως η Τάνια είχε μιλήσει με κανέναν εκεί. Ή ίσως θα ήταν καλύτερο να ζητούσε από τον Πάτρικν’ αναθέσει αυτή τη δουλειά στον Γιέστα. Όσο διαρκούσε η έρευνα, ο Πάτρικ είχε την αρμοδιότητανα δίνει εντολές στον Γιέστα, όχι ο Μάρτιν. Αλλωστε, τα προβλήματα λύνονταν πολύ πιο εύκολα ανακολουθούσαν το πρωτόκολλο κατά γράμμα.

Αρχισε πάλι να σχηματίζει το νούμερο της γερμανικής αστυνομίας και αυτή τη φορά κατάφερε ναπιάσει γραμμή, θα ήταν υπερβολή αν έλεγε κανείς ότι η συζήτηση κύλησε ομαλά, αλλά όταν έκλεισετο τηλέφωνο ήταν σχετικά σίγουρος πως είχε καταφέρει να τους ζητήσει αυτά που ήθελε με σωστότρόπο. Εκείνοι υποσχέθηκαν να τον ειδοποιήσουν αμέσως μόλις είχαν περισσότερες πληροφορίες.Τουλάχιστον αυτό του φάνηκε πως του είπε το άτομο από την άλλη άκρη της γραμμής. Ανπλήθαιναν οι επαφές με τους Γερμανούς συναδέλφους, θα αναγκάζονταν να πάρουν διερμηνέα.

Page 62: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Ενώ αναλογιζόταν πόσος χρόνος θα απαιτούνταν για να πάρουν τα στοιχεία από το εξωτερικό,ευχόταν να είχαν και στο αστυνομικό τμήμα μια καλή σύνδεση στο Διαδίκτυο σαν κι αυτή που είχεσπίτι του. Επειδή όμως φοβόντουσαν μήπως πέσουν θύματα χάκερ δεν είχαν εγκαταστήσει ούτε έναυποτυπώδες μόντεμ. Κράτησε μια νοητή σημείωση στο μυαλό του να κάνει μια αναζήτηση για τοναριθμό της Τάνια Σμιτ στον γερμανικό τηλεφωνικό κατάλογο όταν επέστρεφε σπίτι, αν βέβαια ήτανδιαθέσιμος στο Διαδίκτυο. Παρόλο που, αν θυμόταν καλά, το επώνυμο «Σμιτ» ήταν ένα από τα πιοσυνηθισμένα Γερμανικά επώνυμα, οπότε είχε ελάχιστες πιθανότητες να βρει κάτι.

Επειδή δεν μπορούσε να κάνει και πολλά πέρα από το να περιμένει τις πληροφορίες από τηΓερμανία, σκέφτηκε ν’ ασχοληθεί με την επόμενη αποστολή του. Είχε τον αριθμό του κινητού τηςΛίζε και της τηλεφώνησε για να επιβεβαιώσει αρχικά ότι ήταν ακόμη στη Σουηδία. Στηνπραγματικότητα, δεν ήταν υποχρεωμένη να μείνει, αλλά είχε υποσχεθεί να μη φύγει για κάνα δυομέρες ώστε να προλάβουν να μιλήσουν ξανά μαζί της.

Το ταξίδι της πρέπει να είχε χάσει το μεγαλύτερο μέρος της γοητείας του. Σύμφωνα με τη μαρτυρίατης στον Πάτρικ, οι δύο κοπέλες είχαν γίνει πολύ καλές φίλες μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα.Τώρα καθόταν μόνη της σε μια σκηνή στο κάμπινγκ του Σέλβικ της Φιελμπάκα, γνωρίζοντας πως ηπροσωρινή συνταξιδιώτισσα της είχε δολοφονηθεί. Να κινδύνευε άραγε και η ίδια; Αυτό ήταν ένασενάριο που ο Μάρτιν δεν το είχε σκεφτεί νωρίτερα. Ισως όμως καλύτερα να μιλούσε πρώτα με τονΠάτρικ γι' αυτό μόλις εκείνος επέστρεφε στο αστυνομικό τμήμα. Ο δολοφόνος θα μπορούσεκάλλιστα να είχε δει τις κοπέλες στο κάμπινγκ μαζί και για κάποιο λόγο να επικέντρωσε τηνπροσοχή του σε αυτές τις δύο. Αλλά, αν ήταν έτσι, πώς έδεναν οι σκελετοί της Μόνα και της Σιβ μετην όλη εικόνα; Της Μόνα και, ενδεχομένως, της Σιβ, διόρθωσε αμέσως τον εαυτό του. Ποτέ δεν θαέπρεπε να θεωρεί κανείς σίγουρο κάτι που ήταν απλώς σχεδόν

σίγουρο, είχε πει ένας από τους καθηγητές στην αστυνομική ακαδημία κάποια στιγμή, και ήταν μιασυμβουλή που ο Μάρτιν προσπαθούσε να την τηρεί πάντα στη δουλειά του.

Τώρα που το ξανασκεφτόταν δεν πίστευε ότι η Λίζε κινδύνευε. Πάλι όλα ήταν θέμα πιθανοτήτων,και οι πιθανότητες έλεγαν ότι η Λίζε έτυχε να εμπλακεί σε κάτι απλώς και μόνο εξαιτίας μιας άτυχηςεπιλογής συνταξιδιώτισσας.

Παρά τις προηγούμενες ανησυχίες του, ο Μάρτιν αποφάσισε να βάλει τον Γιέστα στη δουλειά μεκομψό τρόπο. Διέσχισε τον διάδρομο και μπήκε στο γραφείο του.

«Γιέστα, μπορώ να σε διακόψω;»

0 Γιέστα μιλούσε στο τηλέφωνο, περιγράφοντάς ακόμη με ποιητικό οίστρο τα κατορθώματα του.Όταν πρόβαλε το κεφάλι του Μάρτιν στην πόρτα του, έκλεισε αμέσως με ένοχο ύφος.

«Ναι;»

«Ο Πάτρικ ζήτησε να πάμε στο κάμπινγκ του Σέλβικ. Εγώ πρέπει να συναντήσω τη φίλη τουθύματος, κι εσύ θα μπορούσες, υποθέτω, να κάνεις μερικές ερωτήσεις στους υπόλοιπουςκατασκηνωτές».

Page 63: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Ο Γιέστα γρύλισε, αλλά δεν αμφισβήτησε την εγκυρότητα αυτών που είπε ο Μάρτιν για το πώς οΠάτρικ είχε κατανείμει τα καθήκοντα. Πήρε το τζάκετ του και ακολούθησε τον Μάρτιν έξω στοπεριπολικό. Η μπόρα είχε γίνει πια ψιλόβροχο, αλλά ο αέρας ήταν καθαρός και φρέσκος. Φαινότανσαν να είχαν ξεπλυθεί όλες οι προηγούμενες εβδομάδες σκόνης και καύσωνα, και τώρα όλαέδειχναν καθαρότερα απ' ό,τι συνήθως.

«Ας ελπίσουμε μόνο ότι αυτή η βροχή δεν θα κρατήσει πολύ, γιατί διαφορετικά όλα θα πάνε κατάδιαβόλου με το παιχνίδι του γκολφ». Ο Γιέστα μουρμούριζε βλοσυρά εκεί που κάθονταν στοπεριπολικό, και ο Μάρτιν σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που δεν ήτανικανοποιημένος με αυτό το μικρό διάλειμμα δροσιάς.

«Α, εγώ νομίζω ότι είναι σκέτη απόλαυση αυτή η βροχή.

Εκείνος ο καύσωνας κόντεψε να με πεθάνει. Σκέψου και την κοπελιά του Πάτρικ. Πρέπει να είναιπολύ βασανιστικό να κυκλοφορείς με τόσο μεγάλη κοιλιά μέσα στο κατακαλόκαιρο. Δεν θα τακατάφερνα ποτέ, σίγουρα πράγματα».

Ο Μάρτιν συνέχισε να φλυαρεί, γνωρίζοντας καλά ότι ο Γιέστα είχε την τάση να μην είναι ιδιαίτεραομιλητικός ειδικά όταν η συζήτηση δεν στρεφόταν γύρω από το γκολφ. Επειδή, λοιπόν, οι γνώσειςτου Μάρτιν για το γκολφ επεκτείνονταν πέρα από το ότι το μπαλάκι ήταν στρογγυλό και άσπρο καιότι αναγνώριζε τους παίκτες από εκείνα παντελόνια που έμοιαζαν με των παλιάτσων, αποφάσισε νακρατήσει τον «διάλογο» ζωντανό από μόνος του. Γι' αυτό και δεν κατέγραψε με την πρώτη τοχαμηλόφωνο σχόλιο του Γιέστα.

«Το δικό μας αγόρι γεννήθηκε αρχές Αυγούστου, ένα καυτό καλοκαίρι σαν κι αυτό».

«Έχεις γιο, Γιέστα; Ειλικρινά, δεν το ήξερα».

0 Μάρτιν σκάλισε τη μνήμη του για σχόλια που μπορεί να είχε ακούσει για την οικογένεια τουΓιέστα. Ήξερε ότι η σύζυγός του είχε πεθάνει πριν από κάνα δυο χρόνια, αλλά δεν μπορούσε ναθυμηθεί ότι είχε ακούσει κάτι για παιδιά. Κοίταξε με έκπληκτο βλέμμα τον Γιέστα, που καθότανδίπλα του.

Ο συνάδελφός του δεν του αντιγύρισε το βλέμμα, αλλά συνέχισε να κοιτάζει τα χέρια του, που ταείχε ακουμπήσει στα γόνατά του. Δίχως να δείχνει ότι το έκανε συνειδητά, στριφογύριζε τη χρυσήβέρα του, που συνέχιζε να τη φοράει. Ήταν σαν να μην είχε ακούσει την ερώτηση του Μάρτιν.Αντιθέτως, συνέχισε να μιλάει με άχρωμη φωνή:

«Η Μάιμπριτ είχε πάρει τριάντα κιλά. Είχε γίνει σαν ντουλάπα. Ούτε κι αυτή άντεχε να κινείται μετέτοια ζέστη. Προς το τέλος καθόταν απλώς στη σκιά και ήταν μονίμως λαχανιασμένη. Τηςκουβαλούσα τόνους νερό για να πίνει, αλλά ήταν σαν να πότιζες καμήλα, η δίψα δεν έσβηνε ποτέ ».

Άφησε ένα σύντομο γέλιο, ένα παράξενο, εσωστρεφές,

ελαφρώς τρυφερό γέλιο. Ο Μάρτιν κατάλαβε ότι ο Γιέστα είχε μπλεχτεί τόσο πολύ μέσα στιςατραπούς της μνήμης που αποφάσισε να τον αφήσει στην ησυχία του. Ο Γιέστα συνέχισε:

Page 64: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

"Το αγόρι ήταν τέλειο ήταν γεννήθηκε. Γεμάτο και όμορφο. Μου έμοιαζε πολύ, έλεγαν όλοι. Αλλάμετά έγιναν όλα πολύ γρήγορα". Τώρα στριφογύριζε τη βέρα όλο και πιο γρήγορα. «Τους είχαεπισκεφτεί στο δωμάτιο της κλινικής, όταν το μωρό σταμάτησε ν’ αναπνέει. Έγινε χαμός. Μπήκανμέσα τρέχοντας ένα σωρό άνθρωποι από κάθε πιθανή κατεύθυνση και γωνιά και το πήραν μακριάμας. Την επόμενη φορά που το είδαμε ήταν σε φέρετρο. Ήταν μια ωραία τελετή. Μετά, να... Ξέρειςδεν θελήσαμε να προσπαθήσουμε ξανά. Ακριβώς για να μην ξαναπάθουμε τα ίδια. Κι αν πήγαινεπάλι κάτι λάθος; Η Μάιμπριτ δεν θα το άντεχε, ούτε κι εγώ. Κι έτσι αρκεστήκαμε ο ένας στονάλλο».

0 Γιέστα τινάχτηκε σαν να είχε βγει από έκσταση. Κοίταξε τον Μάρτιν επιτιμητικά, σαν να έφταιγεεκείνος που είχαν βγει αυτές οι κουβέντες από το στόμα του.

«Φυσικά, δεν μιλάω πλέον γι’ αυτό. Ούτε, εδώ που τα λέμε, είναι κάτι που χρειάζεται ν’ αποτελέσειθέμα συζήτησης όταν κάθεστε και πίνετε τον καφέ σας στο διάλειμμά σας. Έχουν περάσει σαράνταχρόνια πια και δεν χρειάζεται να το μάθουν και οι υπόλοιποι».

0 Μάρτιν έγνεψε καταφατικά. Μετά όμως. μην μπορώντας να κρατηθεί, χτύπησε φιλικά τον Γιέσταστον ώμο. Ο ηλικιωμένος άντρας γρύλισε, αλλά ο Μάρτιν ήξερε ότι εκείνη τη στιγμή είχεδημιουργηθεί ένας ανεπαίσθητος δεσμός φιλίας μεταξύ τους, εκεί που παλιότερα υπήρχε μόνο μιααμοιβαία έλλειψη σεβασμού. Ο Γιέστα, βέβαια, δεν έπαυε να είναι ένα από τα χειρότερα δείγματααστυνομικού που μπορούσε να βγάλει το Σώμα, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι δεν διέθετε εμπειρίες καιγνώσεις, που ο Μάρτιν θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί.

Ένιωσαν και οι δύο μεγάλη ανακούφιση όταν έφτασαν στο

κάμπινγκ. Η βουβαμάρα που επικρατεί έπειτα από μεγάλες εκμυστηρεύσεις μπορεί να αποβεί πολύβαριά, και τα τελευταία πέντε λεπτά ήταν ακριβώς έτσι.

Ο Γιέστα απομακρύνθηκε σκυφτός, με τα χέρια στις τσέπες και μια αποκαρδιωμένη έκφραση, για ναπάει να κάνει ερωτήσεις στους επισκέπτες του κάμπινγκ. Ο Μάρτιν, ρωτώντας πήγε προς τη σκηνήτης Λίζε και αντίκρισε ένα πράγμα που δεν ήταν μεγαλύτερο από μαντίλι για το κεφάλι. Ήτανστριμωγμένη ανάμεσα σε δύο μεγαλύτερες σκηνές, φαντάζοντας έτσι ακόμα μικρότερη. Στη σκηνήπου βρισκόταν δεξιά της θορυβούσε ασταμάτητα μια οικογένεια με παιδιά και στα αριστερά τηςκαθόταν ένας μεγαλόσωμος νεαρός άντρας, περίπου είκοσι πέντε χρονών, και έπινε μπίρα κάτω απόένα σκίαστρο που αποτελούσε επέκταση της σκηνής του. Όλοι κοίταζαν Μάρτιν περίεργα καθώςπλησίαζε τη σκηνή της Λίζε.

Δεν υπήρχε τίποτα να χτυπήσει για ν’ ανακοινώσει την άφιξη του και γι' αυτό φώναξε, κάπωςδιστακτικά, το όνομά της. Δυο ώρες αργότερα έφυγαν από εκεί δίχως να έχουν μάθει τίποτακαινούργιο. Η Λίζε δεν ήξερε τίποτα περισσότερο πέρα απ’ όσα είχε ήδη πει στον Πάτρικ στοαστυνομικό τμήμα, και κανένας από τους άλλους κατασκηνωτές δεν είχε παρατηρήσει κάτισημαντικό σε σχέση με την Τάνια ή τη Λίζε.

Όμως, υπήρχε κάτι που του τράβηξε την προσοχή και αυτή τη στιγμή τού διέφευγε. Το αναζητούσεπυρετωδώς ανάμεσα στις αισθητηριακές εντυπώσεις που είχε αποκομίσει κατά τη διάρκεια τηςεπίσκεψης στο κάμπινγκ, αλλά δεν κατάφερε τίποτα. Ήταν κάτι που είχε δει και το οποίο θα έπρεπε

Page 65: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

να είχε καταγράψει. Τυμπάνισε εκνευρισμένος τα δάχτυλα του στο τιμόνι, αλλά τελικά αναγκάστηκεν’ αποδιώξει τη σκέψη που τριβέλιζε την αγχωμένη μνήμη του.

Επέστρεψαν σιωπηλοί στη βάση τους.

Ο Πάτρικ ήλπιζε να γίνει σαν τον Άλμπερτ Τερνμπλάντ όταν

γερνούσε. Όχι τόσο μόνος, βέβαια, αλλά σίγουρα το ίδιο σικ. Ο Αλμπερτ δεν είχε επιτρέψει στονεαυτό του να καταπέσει μετά τον θάνατο της γυναίκας του, κάτι που συνέβαινε με πολλούς άλλουςηλικιωμένους όταν έμεναν μόνοι. Αυτός, απεναντίας ήταν καλοντυμένος, με γιλέκο και πουκάμισο,ενώ τα λευκά μαλλιά και γένια του ήταν καλοφροντισμένα. Παρά τη δυσκολία που είχε στοπερπάτημα, κινούνταν αξιοπρεπώς, με το κεφάλι ψηλά, και όσο μπόρεσε να δει ο Πάτρικ από τοσπίτι, ήταν σίγουρο πως το διατηρούσε καθαρό και ταχτοποιημένο 0 Πάτρικ εντυπωσιάστηκε,επίσης, από τον τρόπο με τον οποίο ο Αλμπερτ χειρίστηκε το μαντάτο για την ανεύρεση τουσκελετού της κόρης του. Φαινόταν ότι είχε συνάψει ειρήνη με τη μοίρα του και ζούσε όσο καλύτεραμπορούσε στις συνθήκες αυτές.

0 Πάτρικ είχε συγκινηθεί πολύ από τις φωτογραφίες που του έδειξε ο Αλμπερτ. Όπως πολλές φορέςπριν, είχε ακινητοποιήσει πως ήταν πολύ εύκολο να θεωρείς τα θύματα εγκλημάτων ένα απλόστατιστικό δεδομένο ή να τους βάζεις ταμπέλες, όπως «ο ενάγων» ή «το θύμα». Ηταν το ίδιο είτεεπρόκειτο για θύμα ληστείας είτε, όπως στην προκειμένη περίπτωση, για θύμα δολοφονίας. ΟΑλμπερτ έκανε πολύ καλά που του τις Διότι τώρα είχε καταφέρει να παρακολουθήσει τα στάδια τηςζωής της Μόνα από τη στιγμή της γέννησής της μέχρι που έγινε ένα παχουλό μωράκι, από τη στιγμήπου πήγε σχολείο μέχρι που πήρε απολυτήριο λυκείου και έγινε εκείνη η χαρούμενη και υγιέστατηκοπέλα ως τη στιγμή που χάθηκε.

Όμως, υπήρχε και άλλη μια κοπέλα για την οποία όφειλε να μάθει περισσότερα. Εκτός αυτού,γνώριζε πολύ καλά την περιοχή για να ξέρει ότι οι φήμες είχαν ήδη βγάλει φτερά και πετούσαν μεταχύτητα αστραπής στη μικρή κοινωνία. Καλύτερα να τις προλάβαινε πηγαίνοντας να μιλήσει με τημητέρα της Σιβ Λαντίν, έστω κι αν δεν είχε επιβεβαιωθεί ακόμη η ταυτότητα της Σιβ. Για ασφάλεια,είχε ελέγξει τη διεύθυνσή της πριν φύγει από το Τμήμα. Δυσκολεύτηκε κάμποσο να την εντοπίσει,μια

που η Γκουν δεν λεγόταν πλέον Λαντίν στο επίθετο. Μάλλον είχε παντρευτεί ή έστωξαναπαντρευτεί, αν δεν ήταν παντρεμένη με τον πατέρα της Σιβ. Έπειτα από λίγη έρευνά είχεανακαλύψει ότι τώρα ονομαζόταν Γκουν Στρούβερ και ότι στην οδό Νόρα Χαμνγκάταν στηΦιελμπάκα υπήρχε καταχωρισμένο ένα εξοχικό στο ζεύγος Γκουν και Λαρς Στρούβερ. Το όνομαΣτρούβερ κάτι του έλεγε, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί τι ακριβώς.

Είχε την τύχη να βρει χώρο να παρκάρει στο Πλάναρνα, κάτω από το εστιατόριο Μπαντ, και διένυσετα τελευταία εκατό μέτρα με τα πόδια. Κατά τους καλοκαιρινούς μήνες η οδός Νόρα Χαμνγκάτανήταν μονόδρομος, αλλά στη μικρή απόσταση που διένυσε περπατώντας συνάντησε τρεις ηλίθιουςοδηγούς που μάλλον δεν μπορούσαν να διαβάσουν τις πινακίδες οδικής κυκλοφορίας,αναγκάζοντας τον έτσι να κολλήσει πάνω στον πέτρινο τοίχο, καθώς οδηγούσαν κόντρα στο ρεύμακαι στρίμωχναν τα πάντα στο διάβα τους. Προφανώς, πρέπει να έμεναν όλοι τους σε περιοχή μεπολύ ανώμαλο έδαφος, μια που και οι τρεις είχαν αναγκαστεί να μετακινούνται με μεγάλα τζιπ

Page 66: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

τέσσερα επί τέσσερα. Αυτός ο τύπος οχημάτων ήταν πολύ συνηθισμένος ανάμεσα στουςκαλοκαιρινούς επισκέπτες, και ο Πάτρικ υπέθεσε πως η περιοχή της Στοκχόλμης είχε αρχίσειμάλλον να θεωρείται κακοτράχαλο έδαφος.

Για μια στιγμή, σκέφτηκε να βγάλει την αστυνομική του ταυτότητα και να τους δώσει μερικέςπληροφορίες για το τι έλεγε ο νόμος, αλλά συγκροτήθηκε. Αν σπαταλούσαν τον χρόνο τους για ναδιδάσκουν στους λουόμενους τα καλοκαίρια λίγη αξιοπρεπή συμπεριφορά, δεν θα προλάβαιναν νακάνουν πολλά άλλα

Όταν τελικά έφτασε στο σωστό σπίτι -ένα λευκό σπίτι, με γωνίες βαμμένες μπλε. που βρισκότανστην αριστερή πλευρά του δρόμου, απέναντι από τη σειρά των κόκκινων ψαράδικων σπιτιών πουπροσέδιδαν στη Φιελμπάκα το χαρακτηριστικό της χρώμα -, είδε τους ιδιοκτήτες να ξεφορτώνουνδύο μεγάλες

βαλίτσες από ένα χρυσαφί Volvo V70. Ή πιο σωστά, είδε έναν ηλικιωμένο κύριο μεσταυροκουμπωτό σακάκι που ξεφόρτωνε λαχανιασμένος τις τεράστιες βαλίτσες μόνος του, ενώ μιακοντή και υπερβολικά μακιγιαρισμένη γυναίκα στεκόταν δίπλα του και χειρονομούσε. Ήταν και οιδύο ηλιοκαμένοι, με έμφαση στο "καμένοι", αν και το καλοκαίρι δεν ήταν τόσο καυτό καιηλιόλουστο φέτος, θα πίστευε ότι είχαν ξεκαλοκαιριάσει στο εξωτερικό. Αυτό το καλοκαίρι όμως οιβραχονησίδες της Φιελμπάκα θα μπορούσαν κάλλιστα να είχαν λειτουργήσει ως τόποςηλιοθεραπείας.

Κατευθύνθηκε προς το ζευγάρι και δίστασε για λίγο πριν καθαρίσει τον λαιμό του για να τραβήξειτην προσοχή τους. Και οι δυο τους σταμάτησαν ό,τι έκαναν και στράφηκαν προς το μέρος του.

«Ναι;» Η φωνή της Γκουν Στρούβερ ήταν κάπως τσιριχτή και ο Πάτρικ διέκρινε μια έκφραση θυμούστο πρόσωπό της.

«Λέγομαι Πάτρικ Χέντστρεμ χαι είμαι από την αστυνομία. Μήπως θα μπορούσα να μιλήσω λίγομαζί σας;»

«Επιτέλους!» Σήκωσε απότομα τα χέρια της. με τα κατακόκκινα νύχια, και το βλέμμα της προς τονουρανό. «Τι κάνατε τόσο καιρό; Δεν μπορώ να καταλάβω πού πηγαίνουν οι φόροι μας! Ένακαλοκαίρι ολόκληρο σας λέμε ότι έρχονται και παρκάρουν παράνομα στη θέση μας, αλλά εσείςτσιμουδιά. Τι θα κάνετε τελικά; Θα βάλετε φρένο σε αυτό τον μπελά; Πληρώσαμε ένα σωρό λεφτάγια το σπίτι και πιστεύουμε ότι έχουμε δικαίωμα να εκμεταλλευόμαστε τον δικό μας χώροστάθμευσης, αλλά ίσως να ζητάμε πολλά!»

Εβαλε τα χέρια της στη μέση και κάρφωσε το βλέμμα της στον Πάτρικ. Πίσω της στεκόταν οσύζυγός της. που έμοιαζε σαν να εύχεται ν’ ανοίξει η γη να τον καταπιεί. Προφανώς, κι αυτός δενπίστευε ότι το θέμα ήταν τόσο σημαντικό.

«Στην πραγματικότητα, δεν είμαι εδώ για καμία παραβίαση χώρου στάθμευσης. Όμως, πρώτα πρέπεινα σας ρωτήσω κάτι:

Το όνομά σας ήταν Γκουν Λαντίν και είχατε μια κόρη που ονομαζόταν Σιβ;"

Page 67: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Η Γκουν σταμάτησε να μιλάει αμέσως και έφερε το χέρι στο στόμα. Δεν χρειαζόταν άλλη απάντησηστην ερώτηση του. Ο άντρας της συνήλθε πρώτος και έδειξ* στον Πάτρικ την εξωτερική πόρτα, πουήταν ανοιχτή για να μεταφέρουν μέσα τις βαλίτσες. Φαινόταν λίγο παρακινδυνευμένο ν’ αφήσουντις βαλίτσες έξω στον δρόμο, κι έτσι ο Πάτρικ έπιασε δύο αυτές και βοήθησε τον Λαρς Στρούβερ νατις κουβαλήσει μέσα, ενώ η Γκουν έσπευσε να μπει στο σπίτι πριν από τους άντρες. Μπήκαν στοκαθιστικό, και η Γκουν με τον Λαρς κάθισαν ο ένας δίπλα στον άλλο στον καναπέ, ενώ ο Πάτρικεπέλεξε την πολυθρόνα. Η Γκουν γαντζώθηκε από τον Λαρς, ο οποίος τη χάιδευε μάλλον μηχανικά,σαν κάτι που έπρεπε να γίνει επειδή το απαιτούσε η περίσταση.

"Τι συνέβη λοιπόν; Βρήκατε κάτι; Εδώ που τα λέμε, έχουν περάσει είκοσι χρόνια από τότε. Πώςείναι δυνατόν να προέκυψε κάτι έπειτα από τόσο καιρό;" Η Γκουν φλυαρούσε νευρικά καιακατάπαυστα.

«Θέλω να τονίσω ότι δεν έχουμε πάρει ακόμη τα στοιχεία από την αναγνώριση και δεν ξέρουμεσίγουρα αλλά μπορεί να βρήκαμε τη Σιβ». Το χέρι της Γκουν βρέθηκε στον λαιμό της. και γιαπρώτη φορά φάνηκε πως είχε μείνει άφωνη. Ο Πάτρικ συνέχισε: «Περιμένουμε ακόμη την οριστικήαναγνώριση από τον ιατροδικαστή, αλλά κατά πάσα πιθανότητα είναι η Σιβ».

«Ναι, αλλά πώς... Πού...» Η Γκουν τραύλιζε τις ερωτήσεις, που ήταν ακριβώς ίδιες με αυτές που είχεκάνει ο πατέρας της Μόνα.

«Βρέθηκε μια νεαρή γυναίκα νεκρή στη Χαράδρα του Βασιλιά. Μαζί με το πτώμα της κοπέλαςβρέθηκε επίσης η Μόνα Τερνμπλάντ και, ενδεχομένως, η Σιβ».

Εξήγησε και σε αυτούς, όπως είχε κάνει και με τον Άλμπερτ Τερνμπλάντ, ότι οι κοπέλες είχανμεταφερθεί εκεί και ότι η

αστυνομία έκανε τώρα τα πάντα για ν’ ανακαλύψει ποιος ή ποιοι θα μπορούσαν να είχαν διαπράξειτους φόνους.

Η Γκουν έγειρε το πρόσωπό της στο στήθος του άντρα της, αλλά ο Πάτρικ πρόσεξε ότι έκλαιγεδίχως δάκρυα. Αποκόμισε την εντύπωση ότι ο τρόπος με τον οποίο εξέφραζε το πένθος της ήταν ενμέρει για τα μάτια του κόσμου, που λένε, αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα παραπάνω από διαίσθηση.

Μόλις η Γκουν συνήλθε, έβγαλε έναν μικρό καθρέφτη από τη τσάντα της και έλεγξε μήπως είχεχαλάσει το μακιγιάζ της, μετά ρώτησε τον Πάτρικ:

"Τι γίνεται τώρα; Πότε μπορώ να παραλάβω τα απομεινάρια της μικρούλας μου Σιβ;». Δίχως ναπεριμένει την απάντηση του, στράφηκε και είπε στον άντρα της: «Πρέπει να της κάνουμε μιαόμορφη κηδεία της μικρούλας μου της αγάπης, Λαρς. Θα μπορούσαμε να προσφέρουμε λίγοφαγητό και καφέ μετά την τελετή στην αίθουσα χορού του Grand Hotel. Ίσως ακόμα και γεύματριών πιάτων. Πιστεύεις ότι θα μπορούσαμε να καλέσουμε,..». Ανέφερε το όνομα ενόςμεγαλοεπιχειρηματία, που ο Πάτρικ ήξερε ότι είχε ένα από τα σπίτια στην (δια οδό. λίγο πιο κάτωαπό εκεί. Η Γκουν συνέχισε; «Έπεσα πάνω στη γυναίκα του στο μίνι μάρκετ της Εύας στις αρχέςτου καλοκαιριού και μου είπε ότι έπρεπε οπωσδήποτε να βρεθούμε με την πρώτη ευκαιρία Σίγουραθα εκτιμούσαν μια πρόσκληση».

Page 68: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Ένας τόνος ενθουσιασμού είχε παρεισφρήσει στη φωνή της, και ο άντρας της ανασήκωσεεπιτιμητικά τα φρύδια του. Τότε, ο Πάτρικ θυμήθηκε πού είχε ακούσει το όνομα Στρούβερ. Ο ΛαρςΣτρούβερ είχε ξεκινήσει μία από τις μεγαλύτερες αλυσίδες καταστημάτων τροφίμων στη Σουηδία,αλλά τώρα ήταν -αν θυμόταν καλά ο Πάτρικ- συνταξιούχος, και η αλυσίδα είχε ήδη πουληθεί σεξένους επιχειρηματίες. Δεν ήταν περίεργο που είχαν την πολυτέλεια να ζουν σ' ένα τέτοιο σπίτι. Οάντρας αυτός άξιζε πολλά εκατομμύρια. Η μητέρα της

είχε ανέλθει κοινωνικά από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, τότε που ζούσε σ’ ένα μικρό εξοχικό,χειμώνα καλοκαίρι, με κόρη και εγγονή αντάμα.

"Αγαπητή μου, μήπως θα ήταν προτιμότερο ν' αφήσουμε κατά μέρος τα πρακτικά ζητήματα προς τοπαρόν; Σίγουρα τώρα χρειάζεσαι κάποιον χρόνο για να επεξεργαστείς αυτά τα νέα».

Της έριξε ένα επιτιμητικό βλέμμα, και η Γκουν χαμήλωσε μεμιάς τα μάτια και θυμήθηκε τον ρόλοτης βαρυπενθούσας μητέρας.

0 Πάτρικ κοίταξε τον χώρο όπου βρίσκονταν και. παρά το δυσάρεστο καθήκον που τον είχε φέρειεκεί, ήταν έτοιμος να βάλει τα γέλια. Αυτό το μέρος ήταν μια παρωδία των εξοχική που θεωρούσεγελοία η Ερίκα. Όλος ο χώρος ήταν διακοσμημένος σαν καμπίνα ιστιοπλοϊκού, με θαλασσινάχρώματα, ναυτικούς χάρτες στους τοίχους, μικρούς φάρους για λαμπατέρ, κουρτίνες με απεικονίσειςκοχυλιών και μια παλιά λαγουδέρα για τραπεζάκι καναπέ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι τα πολλάλεφτά και το καλό γούστο δεν συμβαδίζουν απαραίτητα.

«Αναρωτιέμαι αν θα μπορούσες να μου πεις μερικά πράγματα για τη Σιβ. Μόλις γύρισα από μιαεπίσκεψη στον Αλμπερτ Τερνμπλάντ, τον πατέρα της Μόνα, και μου έδειξε μερικές φωτογραφίεςαπό τα παιδικά της χρόνια. Θα μπορούσα άραγε να δω και κάποιες φωτογραφίες της κόρης σου;»

Σε αντίθεση με τον Αλμπερτ, ο οποίος είχε λάμψει ολόκληρος στην προοπτική να μιλήσει για τοφως των ματιών του, η Γκουν ανακάθισε ενοχλημένη στον καναπέ.

«Εδώ που τα λέμε, δεν ξέρω σε τι θα βοηθήσει αυτό. Μου έχαναν ένα σωρό ερωτήσεις για τη Σιβόταν εξαφανίστηκε και σίγουρα όλ' αυτά θα υπάρχουν σ' εκείνες τις παλιές αναφορές...»

«Ναι, το ξέρω. αλλά εγώ σκεφτόμουν ν' ακούσω μερικές πιο προσωπικές πληροφορίες. Πώς ήτανσαν άτομο, τι της άρεσε, τι ήθελε να γίνει και τα λοιπά...»

«Τι ήθελε να γίνει - μάλιστα... Δεν θα μπορούσε να γίνει και πολλά στη ζωή της. Αλλωστε, έμεινεέγκυος από ένα Γερμανόπουλο όταν ήταν ακόμη δεκαεφτά χρονών, και τότε φρόντισα να μησπαταλά άλλο τον χρόνο της με σχολεία και τα τοιαύτα. Εξάλλου, ήταν ήδη αργά για τέτοια και δενείχα καμία όρεξη ν' αναλάβω το μωρό της εγώ, αυτό το είχα ξεκαθαρίσει».

Ο τόνος στη φωνή της ήταν κοροϊδευτικός, και ο Πάτρικ, βλέποντας τα βλέμματα που έριχνε ο Λαρςστη γυναίκα του, σκέφτηκε ότι όποια κι αν ήταν η εικόνα που είχε για τη γυναίκα αυτή ότανπαντρεύτηκαν σίγουρα δεν θα παρέμενε ίδια αποδώ και πέρα. Στο πρόσωπό του ήτανζωγραφισμένες η κούραση και η παραίτηση, όπως επίσης και η απογοήτευση. Ήταν φανερό πως ογαμήλιος βίος τους είχε φτάσει σ’ ένα σημείο που η Γκουν δεν έκανε πλέον καμία προσπάθεια να

Page 69: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

κρύψει τον πραγματικό της χαρακτήρα. Ίσως, από τη μεριά του Λαρς, να υπήρχε πραγματικόςέρωτας στην αρχή, αλλά ο Πάτρικ ήταν έτοιμος να στοιχηματίσει ότι, όσον αφορούσε την Γκουν, οστόχος ήταν όλα εκείνα τα ωραία εκατομμύρια που υπήρχαν στον τραπεζικό λογαριασμό του ΛαρςΣτρούβερ.

«Μια που το αναφέραμε, η κόρη της πού βρίσκεται σήμερα;» O Πάτρικ έγειρε μπροστά γεμάτοςπεριέργεια για την απάντηση.

Κροκοδείλια δάκρυα ξανά. «Έπειτα από την εξαφάνιση της Σιβ δεν μπορούσα να τα βγάλω πέραμόνη μου με το παιδί. Βέβαια, θα το ήθελα πολύ, αλλά δεν ήμουν και στην καλύτερη οικονομικήκατάσταση εκείνη την εποχή και το να μεγαλώσω ένα μικρό κορίτσι, ε... ήταν κάτι που δεν υπήρχεπερίπτωση να γίνει. Οπότε, κάνοντας ό,τι καλύτερο μπορούσα στην κατάσταση που είχεδημιουργηθεί, την έστειλα στη Γερμανία, στον πατέρα της. Βέβαια, εκείνος δεν χάρηκε ιδιαίτερα πουφορτώθηκε, ήθελε δεν ήθελε, ένα μικρό, αλλά δεν μπορούσε να κάνει και πολλά. Σε τελευταίαανάλυση, πατέρας της ήταν, κι εγώ είχα χαρτιά που το αποδείκνυαν αυτό».

"Δηλαδή, σήμερα ζει στην Γερμανία;" Μια μικρή σκέψη άρχισε να σχηματίζεται στο μυαλό τουΠάτρικ. Θα μπορούσε άραγε να είναι έτσι ώστε... Μπα... Αν και πάλι, δεν ήταν απίθανο.

«Οχι, είναι νεκρή».

Η σκέψη του Πάτρικ εξαφανίστηκε με την ίδια ταχύτητα που είχε εμφανιστεί. «Νεκρή;»

"Ναι, σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα όταν ήταν πέντε χρονών. Ούτε ένα τηλέφωνο δενμπήκε στον κόπο να με πάρει ο Γερμανός. Έλαβα απλώς ένα γράμμα του στο οποίο έλεγε ότι ηΜάλιν είχε πεθάνει. Δεν με κάλεσε ούτε στην κηδεία, μπορείς να το φανταστείς; Ήταν εγγονή μουκαι δεν μου επέτρεψαν να πάω ούτε στην κηδεία της".

Η φωνή της έτρεμε από αγανάκτηση.

«Ούτε μου απάντησε ποτέ στα γράμματα που του έστελνα όσο το κορίτσι ζούσε. Δεν νομίζεις ότι θαήταν σωστό να βοηθήσει λίγο τη γιαγιά του μικρού ορφανού; Αλλωστε, εγώ ήμουν αυτή πουφρόντιζε να έχει το παιδί φαγητό στο τραπέζι και ρούχα τα δύο πρώτα χρόνια της ζωής του. Δεν θαήταν σωστό να πάρω κι εγώ κάποια αποζημίωση για όλ’ αυτά;»

Η Γκουν είχε φτάσει τώρα σ’ ένα κρεσέντο οργής για τις αδικίες που πίστευε πως είχε υποστεί, ανκαι άρχισε να ηρεμεί μόλις ο Λαρς ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της και ήπια, αλλάαποφασιστικά, την έσφιξε για να της δώσει να καταλαβει πως έπρεπε να συνέλθει.

Ο Πάτρικ δεν μπήκε στον κόπο να της απαντήσει. Ήξερε, άλλωστε, ότι η απάντησή του Λεν θαάρεσε στην Γκουν Στρούβερ. Μα γιατί, που να πάρει η οργή, θα έπρεπε ο πατέρας του κοριτσιού νατης στέλνει λεφτά; Δεν έβλεπε πόσο παράλογη ήταν η απαίτησή της; Προφανώς όχι, μια που ηκοκκινάδα του θυμού ζωγραφιζόταν στα ηλιοκαμένα, αργασμένα σαν τομάρι, μάγουλα της, παρόλοπου η κόρη της είχε πεθάνει εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια.

Έκανε μια τελευταία προσπάθεια να μάθει κάτι προσωπικό για τη Σιβ. «Υπάρχει μήπως καμία

Page 70: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

φωτογραφία της;»

"Μμμ... Ξέρεις δεν της έβγαζα και πολλές φωτογραφίες αλλά όλο και κάτι θα βρω".

Εφυγε και άφησε τον Πάτρικ μόνο του στο καθιστικό μαζί με τον Λαρς. Κάθισαν αμίλητοι για λίγο.Έπειτα ο Λαρς έσπασε τη σιωπή, μιλώντας ωστόσο χαμηλόφωνα για να μην τον ακούσει η Γκουν.

«Δεν είναι τόσο ψυχρή όσο φαίνεται. Η Γκουν έχει αρκετές καλές πλευρές».

Εμένα μου λες, σκέφτηκε ο Πάτρικ. Θα αποκαλούσε άνετα αυτή τη δήλωση αφελέστατηυπεράσπιση. Όμως ο Λαρς έκανε, φυσικά, ό,τι μπορούσε για να δικαιολογήσει την επιλογή συζύγουπου είχε κάνει. Ο Πάτρικ υπολόγισε ότι ο Λαρς ήταν καμιά εικοσαριά χρόνια μεγαλύτερος από τηνΓκουν, και μια όχι και πάρα πολύ δύσκολη εκτίμηση ήταν πως η επιλογή συζύγου είχε γίνει με τηνκαθοδήγηση ενός άλλου μέλους του σώματός του και όχι με το μυαλό. Αν και ο Πάτρικ όφειλε ναομολογήσει ότι ίσως το επάγγελμά του τον είχε κάνει κάπως περισσότερο κυνικό απ' όσο έπρεπε.Μπορεί να ήταν γνήσιος έρωτας. Πώς θα μπορούσε να το ξέρει αυτό;

Η Γκουν επέστρεψε κοντά τους όχι με τίποτα χοντρά άλμπουμ, όπως είχε κάνει ο ΑλμπερτΤερνμπλάντ, αλλά με μια μικρή ασπρόμαυρη φωτογραφία, που την έδωσε μουτρωμένη στον ΠάτρικΈδειχνε μια βαρύθυμη και έφηβη Σιβ, με το νεογέννητο κοριτσάκι της στην αγκαλιά, αλλά, σεαντίθεση με τη Μόνα, δεν υπήρχε ίχνος χαράς στο πρόσωπό της.

«Τώρα πρέπει να ανασκουμπωθούμε και να βάλουμε λίγη τάξη εδώ μέσα. Μόλις επιστρέψαμε απότην Προβάνς, όπου ζει η κόρη του Λαρς». Από τον τρόπο με τον οποίο η Γκουν πρόφερε τη λέξη«κόρη» ο Πάτρικ κατάλαβε ότι δεν πρέπει να υπήρχαν πολλά τρυφερά συναισθήματα μεταξύ τηςΓκουν και της θετής κόρης της.

Αντιλήφθηκε, επίσης, ότι ούτε η δική του παρουσία ήταν πλέον επιθυμητή κι έτσι σηκώθηκε για νατους ευχαριστήσει για τη βοήθεια τους.

"Ευχαριστώ που μου δανείσατε τη φωτογραφία. Υπόσχομαι να την επιστρέψω όπως ακριβώς μουτην παραδώσατε".

Η Γκουν έκανε μια χειρονομία αδιαφορίας. Μετά όμως θυμήθηκε τον ρόλο της και φρόντισε νακάνει μια γκριμάτσα οδύνης.

«Ειδοποιήστε με μόλις έχετε νεότερα, παρακαλώ, θέλω πολύ να μπορέσω να θάψω τελικά τημικρούλα μου τη Σιβ»

«Βεβαίως και θα επανέλθω μόλις μάθω κάτι».

0 τόνος της φωνής του ήταν αχρείαστα κοφτός, αλλά όλοι αυτοί οι μελοδραματικοί θεατρινισμοί τονέκαναν να νιώθει ναυτία.

Όταν βγήκε ξανά στην οδό Νόρα Χαμνγκάταν, άνοιξαν οι ουρανοί. Έμεινε για λίγο ακίνητος καιάφησε την μπόρα να ξεπλύνει την αίσθηση εμετού που του είχε προκαλέσει η επίσκεψη στουςΣτρούβερ. Ένιωσε την ανάγκη να επιστρέψει στο σπίτι, να αγκαλιάσει την Ερίκα και να αισθανθεί

Page 71: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

εκείνη τη ζωή που παλλόταν σαν ακουμπούσε το χέρι του στην κοιλιά της.

Χρειαζόταν να νιώσει ότι ο κόσμος δεν ήταν τόσο σκληρός και τόσο κακός όσο έδειχνε καμία φορά.Απλώς δεν μπορούσε να είναι έτσι.

ΠΕΝΤΕ

Καλοκαίρι 1979

Ήταν σαν να είχαν περάσει μήνες. Εκείνη όμως ήξερε ότι δεν μπορούσε να έχει περάσει τόσοςκαιρός. Μολαταύτα, κάθε ώρα που περνούσε εκεί κάτω στα σκοτάδια ήταν σαν μια ολάκερη ζωή.

Υπήρχε πάρα πολύς χρόνος για να σκεφτεί. Πάρα πολύς χρόνος για να νιώσει τον πόνο να συστρέφεικάθε νεύρο. Χρόνος για να συλλογιστεί όλα όσα είχε χάσει. Ή θα έχανε.

Τώρα πια ήξερε ότι δεν θα έφευγε ποτέ από εκεί. Κανείς δεν μπορούσε να ξεφύγει από έναν τέτοιοπόνο. Κι όμως, δεν είχε νιώσει ποτέ της χέρια απαλότερα από τα δικά του. Ποτέ δεν τη χάιδεψανχέρια με τέτοια αγάπη, κι αυτό την έκανε να λαχταρά περισσότερα τέτοια αγγίγματα. Όχι εκείνα ταφριχτά ή επώδυνα αγγίγματα αλλά τα απαλά, που έρχονταν μετά. Αν είχε νιώσει τέτοιο άγγιγμαπαλιότερα, όλα θα ήταν διαφορετικά. Τώρα το ήξερε καλά αυτό. Η αίσθηση των χεριών του ναγλιστρούν πάνω στο κορμί της ήταν τόσο αγνή, τόσο αθώα που έφτανε μέχρι τον σκληρό πυρήναμέσα της, τον πυρήνα που δεν είχε καταφέρει μέχρι τότε ν' αγγίξει κανείς.

Μέσα στο σκοτάδι εκείνος είχε γίνει όλο της

το «είναι». Δεν είχε πει λέξη, αλλά είχε φανταστεί τον ήχο της φωνής του. Θα ήταν πατρική, θερμή.Όταν όμως ερχόταν ο πόνος, άρχιζε να τον μισεί με όλη της την ψυχή. Θα μπορούσε ακόμα και νατον σκοτώσει. Μακάρι να μπορούσε.

Ο Ρόμπερτ τον βρήκε πέρα στο καλύβι. Γνώριζαν πολύ καλά ο ένας τον άλλο, και ο Ρόμπερτ ήξερεότι εκεί

πήγαινε ο Στέφαν όταν τον απασχόλησε κάτι και ήθελε να σκεφτεί. Μόλις είδε ότι το σπίτι ήτανάδειο, πήγε απευθείας στο καλύβι και όντως βρήκε τον αδερφό του να κάθεται στο πάτωμα μεμαζεμένα τα γόνατα και τα χέρια του σφιχτά τυλιγμένα γύρω τους. Ήταν τόσο διαφορετικοί μεταξύτους που ο Ρόμπερτ καμιά φορά πίστευε ότι δεν ήταν πραγματικά αδέρφια. Ο ίδιος ήταν περήφανοςπου δεν είχε αφιερώσει ούτε λεπτό στη ζωή του να σκεφτεί κάτι ή έστω να προσπαθήσει ναπροβλέψει τις επιπτώσεις. Απλώς έκανε ό,τι έκανε, και μετά γινόταν ό,τι ήταν να γίνει. Όποιοςεπιβιώνει βλέπει τι συμβαίνει - αυτό ήταν το μότο του. Δεν υπήρχε λόγος να σκέφτεται πράγματαπου δεν μπορούσε να ελέγξει. Η ζωή θα σου την έφερνε πισώπλατα, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο,έτσι ήταν η τάξη των πραγμάτων.

0 Στέφαν, αντίθετα, σκεφτόταν πάρα πολύ, δυστυχώς. Κάποιες στιγμές πνευματικής Λιαι)γειας οΡόμπερτ ένιωθε θλίψη για το γεγονός ότι ο μικρός αδερφός του είχε επιλέξει να τον ακολουθήσειστα κακοτράχαλα και παράνομα μονοπάτια της ζωής, αλλά ίσως και να ήταν καλύτερα έτσι.Διαφορετικά ο Στέφαν μπορεί να απογοητευόταν εντελώς. Ήταν παιδιά του Γιοχάνες Χουλτ, και

Page 72: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

αυτό αιωρούνταν σαν κατάρα πάνω απ' όλο το αναθεματισμένο το σόι τους. Δεν υπήρχε περίπτωσηνα κάνει κάποιος από αυτούς κάτι πετυχημένο - οπότε, γιατί να προσπαθούν;

Δεν θα το παραδεχόταν ποτέ αυτό, ακόμα κι αν τον βασάνιζαν, αλλά αγαπούσε τον αδερφό τουπερισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο στον κόσμο. Όταν είδε τη σιλουέτα του Στέφαν να διαγράφεται στομισοσκόταδο της καλύβας ένιωσε ένα

τσίμπημα στην καρδιά. Έμοιαζε χαμένος στις σκέψεις του, με μια έντονη θλίψη πάνω του, την οποίαο Ρόμπερτ διέκρινε που και πού. Ήταν σαν η διάθεσή του να τυλιγόταν μέσα σ' ένα σύννεφομελαγχολίας και να τον έσπρωχνε προς ένα σκοτεινό και απαίσιο μέρος για πολλές εβδομάδες. ΟΡόμπερτ είχε καιρό να δει αυτό το σύννεφο, αλλά τώρα το ένιωσε ακόμα και στο κορμί του αμέσωςμόλις διάβηκε το κατώφλι.

«Στέφαν;»

Δεν πήρε απάντηση. Ο Ρόμπερτ συνέχισε να περπατά ανάλαφρα στο μισοσκόταδο. Κάθισεανακούρκουδα δίπλα στον αδερφό του και έβαλε το χέρι του στον ώμο του.

«Στέφαν, πάλι εδώ κάθεσαι;»

Ο μικρός αδερφός απλώς έγνεψε. Όταν ο Στέφαν έστρεψε το πρόσωπό του προς τον Ρόμπερτ,εκείνος είδε έκπληκτος ότι το πρόσωπό του ήταν πρησμένο από το κλάμα. Δεν το συνήθιζε αυτό οΣτέφαν, ακόμα και όταν περνούσε εκείνες τις σκοτεινές περιόδους θλίψης. Τον έζωσε η ανησυχία.

«Πώς είσαι, Στέφαν; Τι έγινε;»

«Ο μπαμπάς».

Η υπόλοιπη πρόταση πνίγηκε σ' ένα σπαραξικάρδιο κλάμα, και ο Ρόμπερτ προσπάθησε πολύ για νακαταλάβει τι έλεγε.

«Τι λες για τον μπαμπά, Στέφαν;»

0 Στέφαν πήρε δύο βαθιές ανάσες για να ηρεμήσει και μετά είπε:

«Όλοι θα καταλάβουν τώρα ότι ο μπαμπάς ήταν αθώος για την εξαφάνιση εκείνων των κοριτσιών.Καταλαβαίνεις; Ο κόσμος θα αντιληφθεί ότι δεν ήταν αυτός!»

«Μα τι λες;»

Επιασε τον Στέφαν και τον ταρακούνησε, αλλά ένιωσε την καρδιά στο στήθος του να σαλεύει βίαια.

«Η μάνα πήγε κάτω στην πόλη και άκουσε ότι βρήκαν μια κοπέλα νεκρή και μαζί της βρήκαν και τακορίτσια που είχαν εξαφανιστεί. Κατάλαβες; Δολοφονήθηκε μια κοπέλα, τώρα.

Κανείς δεν μπορεί να πει ότι το έκανε ο πατέρας, έτσι δεν είναι;"

Page 73: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Ο Στεφάν γελούσε κάπως υστερικά. Ο Ρόμπερτ ακόμη δεν μπορούσε να καταλάβει τι του είχε πει.Από τότε που είχε βρει τον πατέρα του στο πάτωμα μ' ένα σχοινί στον λαιμό ονειρευόταν καιφαντασιωνόταν αυτά τα λόγια που μόλις είχε ξεστομίσει ο Στέφαν.

«Δεν μου κάνεις πλάκα, έτσι; Γιατί θα σε πάρει ο διάβολος και θα σε σηκώσει».

Ο Ρόμπερτ έσφιξε τη γροθιά του, αλλά ο Στέφαν συνέχισε να γελάει υστερικά, ενώ ταυτόχρονα ταδάκρυα έτρεχαν ποτάμι από τα μάτια του. Τώρα ο Ρόμπερτ κατάλαβε πως αυτά τα δάκρυα ήτανδάκρυα χαράς. Ο Στέφαν γύρισε και αγκάλιασε τον Ρόμπερτ τόσο σφιχτά που του έκοψε την ανάσα.Όταν ο Ρόμπερτ αντιλήφθηκε ότι ο αδερφός του έλεγε αλήθεια του ανταπέδωσε κι αυτός τοσφιχταγκάλιασμα με όλη του τη δύναμη.

Επιτέλους, ο πατέρας τους θα δικαιωνόταν. Επιτέλους, και αυτοί οι ίδιοι και η μάνα τους θαμπορούσαν να περπατούν με το κεφάλι ψηλά στην κοινωνία δίχως να είναι υποχρεωμένοι ν' ακούνόλους εκείνους τους ψιθύρους πίσω από την πλάτη τους και χωρίς να βλέπουν δάχτυλα να δείχνουνπρος τη μεριά τους. όταν οι άλλοι νόμιζαν πως δεν τους έπαιρναν χαμπάρι. Αλλά τώρα όλοι αυτοί οικαταραμένοι κουτσομπόληδες θα μετάνιωνα για τη συμπεριφορά τους. Επί είκοσι τέσσερα χρόνιακακολογούσαν αναίτια την οικογένειά τους. Τώρα θα έμεναν όλοι με την ντροπή για το λάθος πουείχαν κάνει.

«Πού είναι η μάνα;»

Ο Ρόμπερτ σταμάτησε το αγκάλιασμα, πισωπάτησε και κοίταξε τον Στέφαν, που είχε αρχίσει ναρουθουνίζει ανεξέλεγκτα. Ανάμεσα στα ρουθουνίσματα είπε κάτι ακατάληπτο.

«Μα τι μου λες; Ηρέμησε και μίλα κανονικά! Σε ρώτησα πού είναι η μάνα!»

«Είναι στου θείου Γκάμπριελ».

Το πρόσωπο του Ρόμπερτ συννέφιασε. «Τι διάβολο πήγε να κάνει σε αυτό τον μαλάκα τον γέρο;»

«Να του πει δυο κουβέντες καθαρές και ξάστερες, υποθέτω. Δεν έχω δει ποτέ άλλοτε τη μητέρατόσο οργισμένη όσο όταν επέστρεψε από την πόλη και μου διηγήθηκε αυτά που είχε ακούσει, θαπήγαινε πάνω στην έπαυλη για να πει στον Γκάμπριελ τι γνώμη έχει για το άτομό του, είπε. Τώρα θαδει πόσα απίδια πιάνει ο σάκος. Έπρεπε να την έβλεπες. Της είχε σηκωθεί η τρίχα κάγκελο καιέμοιαζε ότι σύντομα θα έβγαζε καπνούς από τ’ αυτιά».

Η εικόνα της μητέρας τους με «την τρίχα κάγκελο» και να βγάζει καπνούς από τ' αυτιά έκανε ακόμακαι τον Ρόμπερτ ν’ αρχίσει τα πνιχτά γελάκια. Μέχρι τώρα ήταν μια σκιά που μουρμούριζεπαραπαίοντας, όσο τουλάχιστον τη θυμόταν αυτός, και του ήταν δύσκολο να τη φανταστεί σανμαινόμενη Ερινύα.

«Πόσο θα ’θελα να δω τα μούτρα του Γκάμπριελ όταν μπήκε σαν σίφουνας στο σπίτι του. Για ναμην πω για τη θεία Λάινε».

0 Στέφαν τη μιμήθηκε πολύ εύστοχα, παίρνοντας μια αγχωμένη έκφραση στο πρόσωπο καιστρίβοντας νευρικά τα χέρια μπροστά στο στήθος του. «Μα τι είναι αυτά, Σούλβεΐγκ! Αγαπητή

Page 74: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Σούλβεΐγκ πώς μπορείς να χρησιμοποιείς τέτοιο λεξιλόγιο!» είπε με τσιριχτή φωνή.

Τα δύο αδέρφια κυλιόντουσαν τώρα στο πάτωμα από τα γέλια.

«Δεν μου λες; Σκέφτεσαι καμιά φορά τον πατέρα;»

Η ερώτηση του Στέφαν τούς έκανε να σοβαρευτούν ξανά, και ο Ρόμπερτ έμεινε για λίγο σιωπηλόςπριν απαντήσει.

«Ναι, φυσικά και τον σκέφτομαι. Αν και δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτε άλλο πέρα από εκείνη τηντελευταία εικόνα του, θα 'πρεπε να χαίρεσαι που δεν τον είδες έτσι. Εσύ; Τον σκέφτεσαι καθόλουεσύ;»

"Ναι. Συχνά. Αν και είναι σαν να βλέπω μια ταινία, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ, θυμάμαι πόσοχαρωπός ήταν πάντα και ότι είχε τη συνήθεια να γελάει και να με πετάει στον αέρα. Αλλά τα βλέπωόλα από ψηλά, σαν σε ταινία».

"Καταλαβαίνω τι λες".

Ήταν ξαπλωμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο και κοίταζαν το ταβάνι ενώ η βροχή κροτάλιζε αποπάνωτους στη λαμαρίνα της σκεπής.

0 Στέφαν είπε χαμηλόφωνα:

"Μας αγαπούσε, έτσι; Έτσι δεν είναι, Ρόμπερτ;"

0 Ρόμπερτ απάντησε το ίδιο χαμηλόφωνα:

"Βεβαίως και μας αγαπούσε, Στέφαν. Βεβαίως και μας αγαπούσε».

Ακουσε τον Πάτρικ να τινάζει μια ομπρέλα στην εξωτερική σκάλα και σηκώθηκε με δυσκολία γιανα τον προϋπαντήσει στην πόρτα.

«Γεια;» 0 τόνος της φωνής του ήταν μάλλον ερωτηματικός και κοίταξε απορημένος γύρω του.Προφανώς δεν περίμενε να συναντήσει τέτοια ηρεμία και γαλήνη. Εδώ που τα λέμε, η Ερίκα έπρεπενα του κρατάει μούτρα τώρα, μια που δεν της είχε τηλεφωνήσει όλη μέρα, αλλά ήταν πολύχαρούμενη που τον έβλεπε πάλι στο σπίτι για να του μουτρώσει. Ήξερε άλλωστε ότι με ένατηλεφώνημα μπορούσε να τον έχει κοντά της ανά πάσα στιγμή και δεν αμφέβαλλε καθόλου ότι τηνείχε σκεφτεί χιλιάδες φορές όλη τη μέρα που ήταν μακριά της. Τέτοια ήταν η σιγουριά στη σχέσητους. και της άρεσε πολύ.

«Πού είναι ο Κόνι και οι σαράντα κλέφτες;» 0 Πάτρικ έκανε την ερώτηση ψιθυριστά, αβέβαιος γιατο αν ήταν ακόμη εκεί ή όχι.

«Η Μπρίτα έφαγε στο κεφάλι ένα μπολ με κοφτό μακαρονάκι και λουκάνικο από τη Φάλουν, καιδεν ήθελαν να μείνουν άλλο. Πολύ αχάριστοι άνθρωποι». Η Ερίκα απολάμβανε την

Page 75: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

απορημένη έκφραση του Πάτρικ. «Κοίτα, σαλτάρισα εντελώς όμορφα κι απλά. Κάπου πρέπει ναμπαίνουν και όρια. Προβλέπω ότι στα εκατό επόμενα χρόνια αυτό το κομμάτι από το σόι μου δεν θαμας καλεί πουθενά, αλλά αυτό δεν είναι κάτι που με λυπεί, θα έλεγα. Εσένα;»

«Όχι, Θεός φυλάξοι». Γύρισε το βλέμμα του προς τα πάνω. «Σοβαρά έκανες τέτοιο πράγμα; Τηςάδειασες ένα μπολ με φαγητό στο κεφάλι;»

«Λόγω τιμής. Όλη η καλή μου ανατροφή πήγε στράφι. Μάλλον αποδώ και πέρα δεν έχω καμιάελπίδα για τον Παράδεισο».

«Μμμμ... Μην ανησυχείς γι' αυτό. Είσαι ένα κομμάτι από τον Παράδεισο, οπότε...»

Τη χάιδεψε με την άκρη της μύτης του στον σβέρκο, ακριβώς εκεί όπου ήξερε ότι γαργαλιόταν, κιεκείνη τον έσπρωξε γελώντας μακριά της.

«Θα ετοιμάσω λίγη ζεστή σοκολάτα και μετά θα μου περιγράψεις με το νι και με το σίγμα τηΜεγάλη Σύγκρουση». Ο Πάτρικ την έπιασε από το χέρι και την οδήγησε στην κουζίνα, όπου τηβοήθησέ να καθίσει σε μια καρέκλα.

«Φαίνεσαι κουρασμένος» είπε η Ερίκα. «Πώς πάει, αλήθεια;»

Εκείνος αναστέναξε καθώς ανακάτωνε τη σκόνη της σοκολάτας με το γάλα.

"Πάει, πάει αλλά τίποτα περισσότερο. Ευτυχώς που οι τεχνικοί πρόλαβαν να εξετάσουν το σημείοπου τις βρήκαμε πριν αρχίσει η βροχή. Αν τις βρίσκαμε σήμερα, για παράδειγμα, αντί για προχθές,δεν θα είχαμε το παραμικρό ίχνος για να ξεκινήσουμε την έρευνα. Παρεμπιπτόντως, θέλω να σ'ευχαριστήσω για το υλικό που συγκέντρωσες. Ήταν όντως χρήσιμο".

Κάθισε απέναντι της και περίμενες να ζεσταθεί η σοκολάτα.

"Κι εσύ; Εσείς πως είστε; Όλα καλά με το μωρό;»

"Όλα καλά μ' εμάς. Ο μικρός μελλοντικός ποδοσφαιριστής

μας τα έδωσε όλα και σήμερα, όπως πάντα, αλλά η μέρα μου ήταν απίστευτα όμορφη από τη στιγμήπου έφυγαν ο Κόνι και η Μπρίτα. Μάλλον αυτό χρειαζόμουν για να ηρεμήσω και να διαβάσω λίγο.Εννοώ ότι αυτό που μου χρειαζόταν ήταν μια επίσκεψη από τρελαμένους συγγενείς».

«Ωραία. Τότε να μην ανησυχώ για εσάς τους δύο».

«Οπωσδήποτε όχι».

«Θέλεις να δω αν μπορώ να μείνω αύριο στο σπίτι; Ίσως μπορέσω να δουλέψω λίγο από εδώ ώστενα είμαι κοντά σου. Τι λες;»

«Πολύ γλυκό εκ μέρους σου, αλλά είμαι πολύ καλά, πραγματικά. Πιστεύω ότι είναι σημαντικότερονα ριχτείς στην αναζήτηση του δολοφόνου τώρα, πριν παγώσουν τα ίχνη. Όταν έρθει η ώρα, θα σου

Page 76: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

ζητήσω να βρίσκεσαι σε απόσταση ενός μέτρου, θα δεις». Η Ερίκα χαμογέλασε και του χάιδεψε τοχέρι. Μετά συνέχισε: «Εκτός αυτού, φαίνεται δυστυχώς πως επίκειται μια γενική υστερία. Σήμεραδέχτηκα αρκετά τηλεφωνήματα από ανθρώπους που προσπάθησαν να με ψαρέψουν για να μάθουνπόσα ξέρει η αστυνομία. Φυσικά, εγώ δεν θα τσιμπούσα, ακόμα κι αν ήξερα κάτι. που ούτως ήάλλως δεν ξέρω». Σταμάτησε για να πάρει μια ανάσα. «Και, όπως φαίνεται, το Γραφείο Τουρισμού,μεταξύ άλλων, δέχτηκε ένα σωρό ακυρώσεις από ανθρώπους που φοβούνται να έρθουν εδώ. Πολλάιστιοπλοϊκά έφυγαν για άλλες μαρίνες. Οπότε, αν δεν έχουν αρχίσει ήδη οι πιέσεις από την τοπικήτουριστική βιομηχανία, καλύτερα να προετοιμάζεστε γιατί θ’ αρχίσουν όπου να ’ναι».

0 Πάτρικ έγνεψε καταφατικά. Ακριβώς αυτό φοβόταν ότι θα συνέβαινε. Η υστερία θα εξαπλωνότανκαι θα αυξανόταν μέχρι να έκλειναν κάποιον στη στενή. Για μια κοινωνία σαν τη Φιελμπάκα πουζούσε από τον τουρισμό, αυτό ισοδυναμούσε με καταστροφή, θυμήθηκε ένα καλοκαίρι πριν απόκάνα δυο χρόνια, όταν ένας βιαστής είχε κάνει τέσσερις βιασμούς μέσα στον Ιούλιο μέχρι να τονπιάσουν. Οι επιχειρήσεις της πόλης είχαν δεχτεί σοβαρό πλήγμα, μια που οι τουρίστες επέλεξαν ναπάνε

σε κάποια από τις γειτονικές παραθαλάσσιες πόλεις Γκρέμπεσταντ ή η Στρέμσταντ. Ο φόνος θαδημιουργούσε ακόμα χειρότερη κατάσταση. Ευτυχώς που ήταν δουλειά του διοικητή τουαστυνομικού τμήματος να χειρίζεται τέτοια ζητήματα. Κάτι τέτοιες ευθύνες τις άφηνε ευχαρίστωςστον Μέλμπεργ.

Ετριψε το μέτωπό του ανάμεσα στα φρύδια. Ένιωθε ότι πήγαινε να τον πιάσει ένας τρομερόςπονοκέφαλος. Ο Πάτρικ σηκώθηκε να πάρει μια ασπιρίνη, όταν θυμήθηκε ξαφνικά ότι δεν είχε φάειόλη μέρα. Το φαγητό ήταν, εξάλλου, μία από τις αδυναμίες που επίτρεπε στον εαυτό του να έχει,κάτι που το αποδείκνυε κι εκείνη η μικρή αρχή χαλαρότητας γύρω από τη μέση του. Δεν μπόρεσε ναθυμηθεί πότε είχε ξεχάσει τελευταία να φάει ένα ή ακόμα δύο και τρία γεύματα την ημέρα. Ήτανπολύ κουρασμένος για να μαγειρέψει κι έτσι ετοίμασε δύο σάντουιτς, με τυρί και ταραμοσαλάτααντίστοιχα, που τα βούτηξε στη ζεστή σοκολάτα. Η Ερίκα τον κοίταξε, ως συνήθως, με μια έκφρασηελαφριάς αηδίας στο πρόσωπο, κάτι που της συνέβαινε όταν έβλεπε αυτούς τους -κατά τη γνώμητης-απεχθέστατους συνδυασμούς, αν και για τον Πάτρικ αυτοί οι συνδυασμοί ήταν πραγματικήαμβροσία. Ύστερα από τρία σάντουιτς, ο πονοκέφαλος ήταν απλή ανάμνηση, και ένιωσε ότι είχεπάρει νέες δυνάμεις.

«Δεν μου λες. Γιατί δεν καλείς τον Νταν και την κοπέλα του το Σαββατοκύριακο; Θα μπορούσαμενα ψήσουμε κάτι».

Η Ερίκα ζάρωσε λίγο τη μύτη της και δεν φάνηκε να τρελαίνεται από τη χαρά της

«Κοίτα, δεν έχεις δώσει την παραμικρή ευκαιρία στη Μαρία. Πόσες φορές συναντηθήκατε; Δύο;»

«Εντάξει, εντάξει, ξέρω. Αλλά αυτή είναι τόσο... τόσο...» έψαχνε να βρει τη σωστή λέξη "είκοσιένα".

«Δεν νομίζω ότι ευθύνεται εκείνη γι' αυτό. Για το ότι είναι νέα, εννοώ. Εντάξει, θα συμφωνήσω ότιδείχνει κομμάτι χαζούλα, αλλά αποκλείεις ότι μπορεί να είναι απλώς ντροπαλή;

Page 77: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Και αξίζει τουλάχιστον, για χάρη του Νταν να προσπαθήσεις λίγο περισσότερο. Στο κάτω κάτω, οΝταν αυτή διάλεξε. Και μετά το διαζύγιο με την Πενίλα δεν είναι παράξενο που βρήκε καινούργιασύντροφο».

"Είναι απίστευτο πόσο ανεκτικός έγινες τελευταία" είπε μουτρωμένη η Ερίκα, αν και αναγκάστηκενα παραδεχτεί ότι ο Πάτρικ είχε δίκιο. «Πώς γίνεται να είσαι τόσο μεγαλόψυχος»

«Πάντα είμαι μεγαλόψυχος με κορίτσια που είναι είκοσι ενός. Έχουν τόσα πολλά καλά».

«Έτσι ε;» πετάχτηκε η Ερίκα βλοσυρή, πριν καταλάβει όμως μεμιάς ότι ο Πάτρικ την πείραζε. «Α.σταμάτα πια. Εντάξει, έχεις δίκιο. Φυσικά και μπορούμε να καλέσουμε τον Νταν και τη μυξιάραομορφούλα του».

«Ερίκα!»

«Καλά ντε, καλά. Τον Νταν και τη ΜΑΡΙΑ. Σίγουρα θα περάσουμε πολύ όμορφα. Μπορώ να βγάλωτο κουκλόσπιτο της Έμμα για να 'χει το κακόμοιρο να κάνει κάτι όσο εμείς οι μεγάλοι θα τρώμε».

«Ερίκα...»

«Εντάξει, ΣΤΑΜΑΤΑΩ. Πάντως, δυσκολεύομαι λίγο να σταματήσω. Είναι σχεδόν σαν νευρικότικ».

«Μοχθηρή γυναίκα, έλα εδώ να με αγκαλιάσεις λίγο αντί να κάθεσαι και να κλώθεις άνανδρασχέδια».

Έκανε κυριολεκτικά ό,τι της είπε, και έπεσαν αγκαλιασμένοι στον καναπέ. Τον Πάτρικ αυτό τονβοηθούσε να αντιμετωπίζει καθημερινά τις πιο σκοτεινές πλευρές της ανθρωπότητας πουσυναντούσε στη δουλειά του - η Ερίκα και η σκέψη ότι ο ίδιος θα μπορούσε ίσως να συμβάλει,έστω και ελάχιστα, να γίνει ο κόσμος ασφαλέστερος για το παιδί που πίεζε εκείνη τη στιγμή ταποδαράκια του πάνω στην παλάμη του μέσα από την τσιτωμένη κοιλιά της Ερίκα. Έξω από ταπαράθυρά τους ο άνεμος καταλάγιαζε με τον ίδιο ρυθμό που ερχόταν το σούρουπο, και το χρώματου στερεώματος μετατρεπόταν από

γκρίζο σε φλογάτο ρόδινο. Ο Πάτρικ προέβλεψε ότι ο ήλιος θα έλαμπε πάλι αύριο.

Οι προβλέψεις του Πάτρικ για λιακάδα αποδείχτηκαν αληθινές. Την επόμενη μέρα ήταν σαν μην είχεβρέξει ποτέ, και κατά το μεσημέρι η άσφαλτος άχνιζε πάλι. Ο Μάρτιν ίδρωνε, παρόλο που φορούσεσορτς και κοντομάνικο φανελάκι, αλλά είχε πλέον αρχίσει να νιώθει τη ζέστη σαν φυσικήκατάσταση.

Η δροσιά της χτεσινής μέρας είχε καταγραφεί πια στο μυαλό του σαν όνειρο.

Ένιωθε λίγο μπερδεμένος για το πώς έπρεπε να συνεχίσει τη δουλειά του. 0 Πάτρικ ήταν στογραφείο του Μέλμπεργ, κι έτσι δεν είχε καταφέρει ακόμη να συζητήσουν. Ένα πρόβλημα που είχεήταν οι πληροφορίες από τη Γερμανία. Οι Γερμανοί συνάδελφοί του είχαν πει ότι θα τουτηλεφωνούσαν σύντομα και φοβόταν μήπως έχανε κάτι απ’ όσα θα του έλεγαν λόγω των ελλείψεων

Page 78: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

που είχε στη γερμανική γλώσσα. Το καλύτερο θα ήταν να βρει από τώρα κάποιον που θα μπορούσενα τον βοηθήσει στη διερμηνεία σε μια συνακρόαση. Αλλά ποιον; Από ποιον να ζητούσε βοήθεια; Οιδιερμηνείς με τους οποίους είχαν συνεργαστεί παλιότερα ήταν άνθρωποι που μιλούσαν κυρίωςβαλτικές γλώσσες, όπως ρωσικά ή πολωνικά, επειδή είχαν αρκετά προβλήματα με κλεμμένααυτοκίνητα που είχαν προωθηθεί στις χώρες αυτές. Διερμηνείς όμως για γερμανικά δεν είχανχρειαστεί μέχρι σήμερα. Πήρε τον τηλεφωνικό κατάλογο και τον ξεφύλλισε λίγο πολύ τυχαία,αβέβαιος για το τι έψαχνε να βρει. Ένας τίτλος τού έδωσε μια ιδέα. Δεδομένου του αριθμού τωνΓερμανών τουριστών που περνούσαν από τη Φιελμπάκα κάθε χρόνο, το Γραφείο Τουρισμού τηςΦιελμπάκα όλο και κάποιον θα είχε στο προσωπικό του που να ξέρει τη γλώσσα. Σχημάτισεανυπόμονα τον αριθμό του γραφείου και στην άλλη άκρη της γραμμής άκουσε μια λεπτή καιχαρούμενη φωνή: «Γραφείο Τουρισμού Φιελμπάκα, καλημέρα. Με λένε Πια».

«Γειά χαρά, είμαι ο Μάρτιν Μολίν από το αστυνομικό τμήμα του Τανουμσχέντε. Αναρωτιέμαι ανέχετε κάποιον εκεί που να μιλάει άπταιστα γερμανικά».

"Ε, βέβαια. Έχουμε εμένα. Περί τίνος πρόκειται;"

H φωνή ακουγόταν όλο και πιο ελκυστική κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε, και ο Μάρτιν είχε μιαλαμπρή ιδέα.

«Μπορώ να έρθω αποκεί για να μιλήσω λίγο μαζί σου; Έχεις χρόνο;»

«Βεβαίως, θα βγω για μεσημεριανό σε ένα μισάωρο. Αν καταφέρεις να είσαι εδώ μέχρι τότε, θαμπορούσαμε να φάμε μαζί στο καφέ Μπρίγκαν. Τι λες;»

«Ακούγεται τέλειο. Θα ιδωθούμε εκεί σε ένα μισάωρο».

O Μάρτιν έκλεισε το τηλέφωνο γεμάτος χαρά. Δεν ήταν εντελώς σίγουρος τι παλαβομάρες ήταναυτές που έκανε, αλλά η κοπέλα ακουγόταν πολύ ευχάριστος τύπος.

Οταν πάρκαρε, μισή ώρα αργότερα, το αυτοκίνητό του έξω από το σιδηροπωλείο Γιερνμπούντεν καιδιέσχισε την πλατεία Ίνγκριντ Μπέργκμαν που έβριθε από τουρίστες, άρχισε να μετανιώνει για τοθράσος του. Τούτο εδώ δεν ήταν ραντεβού, δουλειά έκανε, προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του. Ανκαι δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί ότι θα απογοητευόταν πολύ αν η Πία από το Γραφείο Τουρισμούαποδεικνυόταν ότι ζύγιζε 200 κιλά και είχε πεταχτά δόντια.

Ανέβηκε στο εξωτερικό πατάρι του μαγαζιού, ανάμεσα στα τραπεζοκαθίσματα, και κοίταξε γύρωτου ερευνητικά. Σε ένα τραπέζι στο βάθος του παταριού καθόταν μια κοπέλα που του κουνούσε τοχέρι. Φορούσε μπλε φούστα και ένα πολύχρωμο φουλάρι με το λογότυπο του Γραφείου Τουρισμού.Του ξέφυγε ένας στεναγμός ανακούφισης, που τον ακολούθησε μια αίσθηση θριάμβου επειδή είχεμαντέψει σωστά. H Πία ήταν γλυκιά σαν ένα κομμάτι σοκολάτα. Είχε μεγάλα καστανά μάτια καισκούρα κατσαρά μαλλιά, ένα χαρούμενο χαμόγελο με λαμπερά κατάλευκα δόντια και γοητευτικάλακκάκια στα μάγουλα.

Αυτό εδώ το μεσημεριανό θα ήταν το πιο νόστιμο που φάει ποτέ του και οπωσδήποτε καλύτερο απότα κρύα ζυμαρικά που έριχναν μέσα τους, αυτός και ο Χέντστρεμ κουζίνα του αστυνομικού

Page 79: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

τμήματος. Όχι ότι αντιπαθούσε τον Χέντστρεμ, αλλά, όπως και να το έκανε, δεν μπορούσε ν'αναμετρηθεί με τούτο το θεϊκό πλάσμα!

«Μάρτιν Μολίν».

«Πία Λέφστετ».

Μετά τις συστάσεις, παρήγγειλαν και οι δύο ψαρόσουπα στην ψηλή κατάξανθη σερβιτόρα.

«Είμαστε τυχεροί. Έχουν τον “Ρέγκα” εδώ αυτή την εβδομάδα». H Πία είδε ότι ο Μάρτιν δενκαταλάβαινε για τι πράγμα μιλούσε. «Τον Κρίστιαν Χελμπέργ. Είχε ανακηρυχθεί ο καλύτεροςμάγειρας το 2001. Είναι αποδώ, από τη Φιελμπάκα, θα καταλάβεις όταν δοκιμάσεις την ψαρόσουπαθεϊκό φαγητό».

Όση ώρα μιλούσε, χειρονομούσε ακατάπαυστα, και ο Μάρτιν αντιλήφθηκε ότι την κοίταζεμαγεμένος. H Πία ήταν εντελώς διαφορετική από τις κοπέλες που συνήθιζε να βγαίνει, και ίσως γι’αυτό να ένιωθε τόσο όμορφα που βρισκόταν εκεί μαζί της. Αναγκάστηκε ωστόσο να υπενθυμίσειστον εαυτό του ότι αυτό δεν ήταν ραντεβού αλλά ένα μεσημεριανό γεύμα εργασίας και ότι είχεόντως δουλειά να κάνει.

«Οφείλω να παραδεχτώ ότι δεν μας παίρνουν καθημερινά τηλέφωνο από την αστυνομία. Υποθέτωότι έχει κάποια σχέση με τα πτώματα στη Χαράδρα του Βασιλιά, έτσι δεν είναι,»

H ερώτηση ακούστηκε σχεδόν σαν ήρεμη διαπίστωση όχι σαν προσπάθεια να τον ψαρέψει, και οΜάρτιν έγνεψε καταφατικά.

«Ναι, αλήθεια είναι. H κοπέλα ήταν Γερμανίδα τουρίστρια, όπως θα μάθατε ήδη, και ίσωςχρειαστούμε λίγη βοήθεια με τη διερμηνεία. Τι λες; θα τα καταφέρεις;»

«Σπούδαζα στη Γερμανία δύο χρόνια οπότε δεν θα υπάρξει πρόβλημα».

Τους έφεραν τις ψαρόσουπες, και με την πρώτη κουταλιά ο

Μάρτιν ένιωθε την ανάγκη να συμφωνήσει με την εκτίμηση της Πία για το «θεϊκή». Συνέλαβε τονεαυτό του να προσπαθεί να μη ρουφάει καθώς έτρωγε, αλλά έπειτα από λίγο τα παράτησε.

Ήλπιζε η Πία να είχε διαβάσει ή να είχε δει σε ταινία τον Έμιλ στη Λενεμπέργια της AστριντΛίντγκρεν. "Αν δεν ρουφάς, δεν ξέρεις τι θα πει σούπα..."

«Είναι κάπως περίεργο...» είπε η Πία κάνοντας μια παύση για να φάει άλλη μια κουταλιά από τησούπα της. Που και που φυσούσε ένα απαλό αεράκι πάνω από τα τραπέζια, προσφέροντας μιαδροσιά δευτερολέπτων. Τα βλέμματά τους ακολούθησαν ένα όμορφο παλιομοδίτικο μονοκάταρτοιστιοφόρο που πάσχιζε να αιχμαλωτίσει λίγο αέρα στο πανί του. Δεν είχε αρκετό αέρα γιαιστιοπλοΐα, και τα περισσότερα σκάφη κινούνταν με μηχανή. H Πία συνέχισε: «Εκείνη η Γερμανίδα,η Τάνια, έτσι δεν την έλεγαν. Πέρασε από το γραφείο μας πριν από καμιά εβδομάδα, ίσως καιπαραπάνω, και ήθελε να τη βοηθήσουμε να μεταφράσει μερικά άρθρα».

Page 80: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Αυτό κίνησε αμέσως το ενδιαφέρον του Μάρτιν. «Τι είδους άρθρα;»

«Για εκείνα τα κορίτσια που βρέθηκαν μαζί της. Αρθρα για την εξαφάνισή τους. Παλιά άρθρα που ταείχε φωτοτυπήσει στη βιβλιοθήκη, υποθέτω».

Το κουτάλι έκανε αρκετό θόρυβο όταν του έπεσε στο πιάτα. Έδειχνε πολύ έκπληκτος. «Μήπως σουείπε γιατί ήθελε να τα μεταφράσει;»

«Οχι, δεν είπε τίποτα. Ούτε τη ρώτησα. Στην πραγματικότητα, δεν πρέπει να κάνουμε τέτοιου είδουςεξυπηρετήσεις σε ώρα εργασίας, αλλά ήταν καταμεσήμερο και όλοι οι τουρίστες ήταν στα βράχιακαι κολυμπούσαν, οπότε δεν είχε δουλειά. Αλλωστε, φαινόταν πολύ αγχωμένη και τη λυπήθηκα». HΠια δίστασε: «Έχει κάποια σχέση με τον φόνο; Μήπως έπρεπε να είχα τηλεφωνήσει και να σας ταείχα πει νωρίτερα όλ' αυτά Ακουγόταν ταραγμένη, και ο Μάρτιν έσπευσε να την

καθησυχάσει. Για κάποιο λόγο ενοχλήθηκε πολύ με την ιδέα ότι μπορεί να της δημιουργούσετύψεις.

"Όχι, όχι. Δεν υπήρχε τρόπος να γνωρίζεις πως αυτό μπορούσε να είναι κάτι σημαντικό. Αλλά καλάέκανες και μου το είπες τώρα".

Συνέχισαν το φαγητό τους συζητώντας για πιο ευχάριστα θέματα, και η μία ώρα που η Πία είχεδιάλειμμα πέρασε δίχως να την πάρουν χαμπάρι. Αναγκάστηκε να φύγει τρέχοντας για το μικρόγραφείο, όπου βρισκόταν καταμεσής στην πλατεία, για να μην της θυμώσει η συνάδελφος που τηνπερίμενε να κάνει το δικό της διάλειμμα για μεσημεριανό. Πριν το καταλάβει ο Μάρτιν, εκείνη είχεγίνει καπνός, αμέσως έπειτα από ένα πολύ βιαστικό αντίο. Ήταν έτοιμος να τη ρωτήσει αν ήθελε ναξανασυναντηθούν, αλλά δεν του βγήκε. Μουρμουρίζοντας και βρίζοντας, πήγε στο αυτοκίνητό του,αλλά καθώς επέστρεφε στο Τανουμσχέντε, το μυαλό του πήγε σε αυτό που του είχε αποκαλύψει ηΠία ότι η Τάνια της είχε ζητήσει να τη βοηθήσει με τη μετάφραση άρθρων που είχαν σχέση με ταεξαφανισμένα κορίτσια. Γιατί την ενδιέφεραν τόσο: Ποιά ήταν η Τάνια; Ποιά ήταν σχέση πουυπήρχε ανάμεσα σε αυτή τη Σιβ και τη Μόνα; Τι ήταν αυτό που δεν έβλεπε;

H ζωή ήταν υπέροχη. Απίστευτα υπέροχη. Δεν θυμόταν πότε είχε απολαύσει για τελευταία φοράτόσο καθαρό αέρα, τόσο έντονες ευωδιές, τόσο καθαρά χρώματα. Μάλιστα. H ζωή ήταν αληθινάυπέροχη.

O Μέλμπεργ παρατηρούσε τον Χέντστρεμ που καθόταν στην καρέκλα απέναντί του. Όμορφο παιδίκαι ικανός αστυνομικός. Βέβαια, μπορεί να μη χρησιμοποιούσε αυτές ακριβώς τις λέξεις παλιότερα,αλλά τώρα θα άρπαζε την ευκαιρία. Ήταν σημαντικό να νιώθουν οι συνεργάτες του ότι τουςεκτιμούσε. Ένας καλός ηγέτης μοιράζει κριτική και επαίνους με την ίδια αποφασιστικότητα, είχεδιαβάσει κάπου. Μέσα από την όψιμη διαύγεια επέτρεψε στον εαυτό του να ομολογήσει πως ίσως,

κατά το παρελθόν, να το είχε παρακάνει λίγο με την κριτική, αλλά κι αυτό ήταν κάτι που μπορούσενα διορθωθεί.

«Πώς πάει η έρευνα;»

Page 81: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

O Χέντστρεμ τού έδωσε επιγραμματικά μια ιδέα για τη δουλειά που είχε γίνει μέχρι στιγμής.

«Εξαιρετικά, εξαιρετικά». O Μέλμπεργ έγνεψε χαρωπά. «Ξέρεις είχα κάποιες δυσάρεστεςσυζητήσεις σήμερα. Όλοι τους ανυπομονούν να λυθεί αυτό το ζήτημα το γρηγορότερο δυνατόνώστε να μην έχει εκτεταμένες επιπτώσεις στον τουρισμό, όπως πολύ εύγλωττα το έθεσαν. Τουςδιαβεβαίωσα πως ένας από τους καλυτέρους άντρες του Τμήματος δουλεύει νύχτα μέρα για νασυλλάβει τον δράστη. Οπότε, συνέχισε εσύ με την πρώτης τάξεως δουλειά σου κι άσε σ' εμένα τιςμεγαλοπροσωπικότητες του Δήμου».

O Χέντστρεμ τον κοίταξε παραξενεμένος. O Μέλμπεργ του ανταπέδωσε το βλέμμα και του χάρισεένα πλατύ χαμόγελο. Πού να ήξερε ο νεαρός...

H αναφορά στον Μέλμπεργ είχε πάρει καμιά ώρα και βάλε. O Πάτρικ αναζήτησε τον Μάρτιν καθώςεπέστρεφε στο γραφείο του, αλλά δεν τον βρήκε πουθενά κι έτσι άρπαξε την ευκαιρία ν’ αγοράσειένα έτοιμο σάντουιτς από το σουπερμάρκετ Χέντεμιρς, που το καταβρόχθισε με τη συνοδεία μιαςκούπας καφέ στην τραπεζαρία του Τμήματος. Ό,τι είχε αποφάει, μόλις άκουσε τα βήματα τουΜάρτιν στον διάδρομο. Του έκανε νόημα να τον ακολουθήσει στο γραφείο.

O Πάτρικ πήρε πρώτος τον λόγο:

«Έχεις προσέξει τίποτα περίεργο με τον Μέλμπεργ τελευταία;»

«Αν εννοείς πέρα από το ότι δεν γκρινιάζει, δεν κριτικάρει, χαμογελάει όλη την ώρα. έχει χάσει κιλάχαι άρχισε να φοράει ρούχα που μοιάζουν να ήταν στη μόδα κατά τη δεκαετία του '90... όχι». OΜάρτιν χαμογέλασε για να τονίσει την ειρωνεία σε όσα είχε πει.

«Υπάρχει κάτι ύποπτο εδώ. Όχι ότι με ενοχλεί. Αλλωστε δεν μπερδεύεται στην έρευνα και σήμεραμου έκανε τόσα κομπλιμέντα που σχεδόν κοκκίνισα. Αλλά είναι κάτι που...»

O Πάτρικ κούνησε το κεφάλι. Αφησαν όμως κατά μέρος τις απορίες τους για τον νέο ΜπέρτιλΜέλμπεργ, συνειδητοποιώντας ότι είχαν πολύ πιο επείγοντα ζητήματα που τους απασχολούσαν.Κάποια πράγματα πρέπει απλώς να τα απολαμβάνεις δίχως αμφισβήτηση.

O Μάρτιν τού είπε για την άκαρπη επίσκεψη στο κάμπινγκ, και ότι δεν είχε βγει τίποτα χρήσιμο απότη συζήτηση με τη Λίζε. Όταν του αφηγήθηκε όσα του είπε η Πία για την Τάνια, που είχε πάει να τηςμεταφράσει τα άρθρα που αφορούσαν τη Μόνα και τη Σιβ, ο Πάτρικ έδειξε αμέσως ενδιαφέρον. «Τοήξερα ότι υπήρχε κάποια σχέση εκεί! Αλλά η στην οργή μπορεί να είναι;» Έξυσε το κεφάλι του.

«Τι σου είπαν οι γονείς εχθές;»

O Πάτρικ είχε μπροστά του, πάνω στο γραφείο, τις δύο φωτογραφίες που είχε πάρει από τονΑλμπερτ και την Γκουν. Τις πήρε και τις έδωσε στον Μάρτιν. Του μίλησε για τη συνάντηση με τονπατέρα της Μόνα και τη μητέρα της Σιβ, δίχως να μπορεί να κρύψει την απέχθειά του για τηντελευταία.

«Πάντως πρέπει να ανακουφίστηκαν έστω και λίγο με την ανεύρεση των σκελετών. Πρέπει να ήτανπραγματική κόλαση να μη γνωρίζουν τίποτα για την τύχη των παιδιών τους τόσα χρόνια. H

Page 82: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

αβεβαιότητα είναι ό,τι χειρότερο υπάρχει, λένε αυτοί που ξέρουν».

«Ναι, αν και τώρα ας ελπίσουμε ότι ο Πέντερσεν θα επιβεβαιώσει πως ο άλλος σκελετός ανήκει στηΣιβ Λαντίν, αλλιώς την πατήσαμε».

«Πράγματι, αλλά μπορώ σχεδόν να στοιχηματίσω ότι πρόκειται για τον δικό της σκελετό. Δεν μαςέστειλαν ακόμη την ανάλυση για το χώμα που βρέθηκε πάνω στους σκελετούς» «Δυστυχώς όχι. Καιδεν ξέρω αν η ανάλυση θα μας δώσει

κάτι σημαντικό. Μπορεί να ήταν θαμμένες οπουδήποτε, ακόμα κι αν μάθουμε τον τύπο τουχώματος, πάλι θα είναι σαν να ψάχνουμε βελόνα στ’ άχυρα».

«Αυτό στο οποίο στηρίζω τις περισσότερες ελπίδες μου είναι το DNA. Αν βρούμε το σωστό άτομο,θα έχουμε την πιθανότητα, με ανάλυση και σύγκριση των DNA, να μάθουμε αμέσως κατά πόσοείναι ο δράστης ή όχι».

«Ναι, απομένει δηλαδή να βρούμε το σωστό άτομο».

Εμειναν και οι δύο σκεφτικοί για λίγο, δίχως να μιλούν, μέχρι που ο Μάρτιν έσπασε τηνκαταθλιπτική σιωπή και σηκώθηκε.

«Λοιπόν, με το να καθόμαστε έτσι δεν κάνουμε τίποτα. Καλύτερα να ριχτούμε ξανά στη μάχη».

Έφυγε, αφήνοντας πίσω του έναν πολύ συλλογισμένο Πάτρικ.

H ατμόσφαιρα κατά τη διάρκεια του γεύματος ήταν τεταμένη Αυτό, για να λέμε την αλήθεια, δενήταν και τόσο ασυνήθιστο από τότε που είχε μετακομίσει εκεί η Λίντα, αλλά τώρα τα πράγματαείχαν επιδεινωθεί τόσο που η ένταση ήταν χειροπιαστή. O αδερφός της περιέγραψε όσο πιολακωνικά μπορούσε την επίσκεψη της Σούλβεΐγκ στον πατέρα τους, αλλά δεν έδειχνε διατεθειμένοςνα το συζητήσει περαιτέρω.

Αυτό όμως δεν ήταν κάτι που μπορούσε να σταματήσει τη Λίντα. «Δεν ήταν δηλαδή ο θείοςΓιοχάνες αυτός που δολοφόνησε εκείνες τις κοπέλες. O μπαμπάς μάλλον θα νιώθει χάλια τώρα, ε;Πρώτα καταδίδει τον αδερφό του και μετά αποδεικνύεται πως εκείνος είναι αθώος».

«Κλείσε το στόμα σου και μη μιλάς για πράγματα που δεν γνωρίζεις».

Όλοι γύρω από το τραπέζι τινάχτηκαν. O Γιάκομπ ύψωνε τη φωνή του πολύ σπάνια, για να μηνπούμε ποτέ. Ακόμα και η Λίντα ένιωσε κάπως τρομαγμένη για λίγο, αλλά κατάπιε την μπουκιά τηςκαι συνέχισε πεισματικά:

«Αλλά γιατί ο μπαμπάς πίστευε ότι ήταν ο θείος Γιοχάνες; Εμένα ποτέ δεν μου λέει κανείς τίποτα».

O Γιάκομπ δίστασε για λίγο, αλλά αντιλήφθηκε ότι η Λίντα δεν θα σταματούσε τις ερωτήσεις καιαποφάσισε να πάει με τα νερά της. Μερικώς, τουλάχιστον.

«O μπαμπάς είδε ένα από τα κορίτσια στο αυτοκίνητο του Γιοχάνες τη νύχτα που το κορίτσι αυτό

Page 83: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

εξαφανίστηκε

"Και ο μπαμπάς τι δουλειά είχε έξω να οδηγάει νυχτιάτικα;"

"Είχε έρθει σ’ εμένα που νοσηλευόμουν στο νοσοκομείο και αποφάσισε να πάει στο σπίτι αντί ναδιανυκτερεύσει εκεί".

«Αυτό ήταν μόνο; Αυτός ήταν ο μοναδικός λόγος για τον οποίο πήρε τηλέφωνο και ανέφερε τονΓιοχάνες στην αστυνομία; Εννοώ, θα πρέπει να υπάρχουν ένα σωρό άλλες εξηγήσεις γι’ αυτό. Δενθα μπορούσε, για παράδειγμα, ο θείος Γιοχάνες να την πήγαινε απλώς στο σπίτι της για να μηντρέχει έξω μόνη της νυχτιάτικα;»

«Μπορεί. Αν και ο Γιοχάνες αρνήθηκε ότι είδε την κοπέλα εκείνο το βράδυ και δήλωσε ότι είχεμείνει στο σπίτι και ότι εκείνη την ώρα κοιμόταν».

«Και ο παππούς τι είπε; Δεν θύμωσε όταν έμαθε πως ο Γκάμπριελ τηλεφώνησε στην αστυνομία γιατον Γιοχάνες;»

H Λίντα δεν έλεγε να σταματήσει, τόσο συνεπαρμένη ήταν. Είχε γεννηθεί μετά την εξαφάνιση τωνκοριτσιών και όσα είχε ακούσει μέχρι τότε ήταν πολύ αποσπασματικά. Κανείς δεν ήθελε να της πειτι είχε συμβεί πραγματικά, και τα περισσότερα απ’ όσα της έλεγε τώρα ο Γιάκομπ ήταν εντελώςκαινούργια γι’ αυτή.

«Αν θύμωσε ο παππούς, είπες; Ναι, θα μπορούσες να το πεις κι έτσι. Ήταν κι αυτός στο νοσοκομείοτότε. πλήρως απασχολημένος με τη δική μου διάσωση. Εξοργίστηκε πολύ με τον μπαμπά πουμπόρεσε να κάνει κάτι τέτοιο» κάγχασε ο Γιάκομπ.

Τα παιδιά είχαν πάρει άδεια να φύγουν από το τραπέζι.

Αλλιώς θα άστραφταν τα ματάκια τους αν άκουγαν τον τρόπο με τον οποίο ο προπάππος τους είχεσώσει τη ζωή του μπαμπά τους. Είχαν ακούσει την ιστορία αυτή αμέτρητες φορές και δενκουράζονταν ποτέ να την ακούν.

Εκείνος συνέχισε:

«Ήταν προφανώς τόσο οργισμένος που σκέφτηκε ν’ αλλάξει τη διαθήκη του και να κάνει τονΓιοχάνες μοναδικό κληρονόμο, αλλά δεν πρόλαβε, γιατί ο Γιοχάνες πέθανε. Αν δεν είχε πεθάνει,ίσως να μέναμε εμείς στο φτωχικό τους και όχι η Σούλβεΐγκ με τα αγόρια της».

«Γιατί όμως έτρεφε τέτοιο μίσος ο μπαμπάς για τον Γιοχάνες;»

«Για να είμαι ειλικρινής, δεν έχω ιδέα. O μπαμπάς ήταν πάντα πολύ φειδωλός στα λόγια σε ό,τιαφορούσε τον Γιοχάνες, αλλά ο παππούς μου είχε πει αρκετά που ίσως να εξηγούν τη συμπεριφοράτου μπαμπά. H γιαγιά πέθανε όταν γεννήθηκε ο Γιοχάνες, και έπειτα από αυτό ταξίδευαν όλοι μαζίμε τον παππού, όταν εκείνος αλώνιζε στα χωριά και τις πόλεις της δυτικής ακτής χάνονταςκηρύγματα και λειτουργίες. O παππούς μου είχε πει πως είχε καταλάβει από πολύ νωρίς ότι τόσο οΓιοχάνες όσο και ο Γκάμπριελ είχαν την ικανότητα να θεραπεύουν, και κάθε λειτουργία τελείωνε με

Page 84: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

τη θεραπεία ανθρώπων του ποιμνίου που ήταν ανάπηροι και άρρωστοι».

«Έκανε τέτοια ο μπαμπάς; Εννοώ, θεράπευε ανθρώπους; Μπορεί ακόμη να το κάνει;»

H Λίντα είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό. Έβλεπε ν' ανοίγει διάπλατα η πόρτα προς ένα νέο κομμάτιτης οικογενειακής ιστορίας τους και δεν τολμούσε να πάρει ούτε ανάσα από φόβο μήπως ο Γιάκομπσταματούσε να μιλάει και να της αποκαλύπτει όσα ήξερε. Είχε ακούσει ότι αυτός και ο παππούςείχαν έναν ιδιαίτερο δεσμό, ειδικά αφότου αποδείχτηκε ότι ο παππούς ήταν συμβατός δότης μυελούτων οστών για τον λευχαιμικό Γιάκομπ. αλλά δεν ήξερε ότι ο παππούς τού είχε αφηγηθεί

τόσα πολλά πράγματα. Γνώριζε, βέβαια, ότι ο κόσμος μιλούσε για τον παππού της Ιεροκήρυκα,όπως είχε επίσης ακούσει τις φήμες ότι ο παππούς είχε καταφέρει, κατά κάποιο τρόπο, νασφετεριστεί μια περιουσία, αλλά πάντα αντιμετώπιζε τις ιστορίες για τον Εφραίμ σαν υπερβολικάπαραμύθια. Άλλωστε, η Λίντα ήταν τόσο μικρή όταν πέθανε ο παππούς της που γι’ αυτήν ήταναπλώς ένας βλοσυρός ηλικιωμένος που έβλεπε στις οικογενειακές φωτογραφίες.

"Μπα, δεν νομίζω ότι μπορεί να το κάνει τώρα πια". Ο Γιάκομπ χαμογέλασε λίγο στη σκέψη τουκαθωσπρέπει πατέρα του ως θεραπευτή αρρώστων και αναπήρων. «Όσον τον μπαμπά, μάλλον αυτόδεν συνέβη ποτέ στη ζωή του. Και σύμφωνα με τον παππού, δεν είναι ασυνήθιστο να χάνει κανείςαυτή την ικανότητα όταν μπαίνει στην εφηβεία. Μπορεί, βέβαια, να την αποκτήσει ξανά, αλλά δενείναι τόσο εύκολο. Νομίζω πως τόσο ο Γκάμπριελ όσο και ο Γισχάνες απώλεσαν την ικανότητααυτή όταν πέρασαν την παιδική ηλικία. O μπαμπάς απεχθανόταν τον Γιοχάνες επειδή ήταν πολύδιαφορετικοί O Γιοχάνες ήταν πολύ όμορφος και μπορούσε να σου πάρα και το παντελόνι χωρίς νατο καταλάβεις αλλά ήταν απελπιστικά ανεύθυνος με οτιδήποτε έκανε στη ζωή του. Και αυτός και οΓκάμπριελ πήραν από ένα μεγάλο χρηματικό ποσό όσο ζούσε ακόμη ο παππούς αλλά μέσα σε δύοχρόνια ο Γιοχάνες κατασπατάλησε το δικό του μερίδιο. Αυτό εξόργισε αφάνταστα τον παππού, οοποίος όρισε τον Γκάμπριελ βασικό κληρονόμο του στη διαθήκη αντί να μοιράσει εξίσου τηνπεριουσία και στους δύο. Αλλά. όπως είπα, αν ζούσε λίγο περισσότερο, σίγουρα θα άλλαζε γνώμηγια άλλη μια φορά».

Page 85: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Κάτι άλλο πρέπει να υπήρχε όμως. O μπαμπάς δεν μπορεί να μισούσε τόσο πολύ τον Γιοχάνεςμόνο και μόνο επειδή ήταν πιο όμορφος και πιο γοητευτικός από αυτόν. Δεν καταγγέλλεις τοναδερφό σου στην αστυνομία μόνο γι’ αυτό, έτσι δεν είναι;» «Όχι. Πάντως μια υπόθεση που μπορώνα κάνω είναι ότι το

ποτήρι ξεχείλισε όταν ο Γιοχάνες έκλεψε την αρραβωνιαστικιά του μπαμπά».

«Τι; Ήταν ο μπαμπάς με τη Σούλβεΐγκ; Με αυτή τη χοντρή αγελάδα;»

«Δεν έχεις δει φωτογραφίες της Σούλβεΐγκ από εκείνη την εποχή; Μιλάμε για πραγματικήγυναικάρα, θα μου επιτρέψεις να πω, και ήταν αρραβωνιασμένη με τον μπαμπά. Αλλά πήγε μια μέρακαι του είπε ότι είχε ερωτευτεί τον θείο Γιοχάνες και ότι θα τον παντρευόταν. Πιστεύω ότι αυτό τονδιέλυσε εντελώς τον μπαμπά. Ξέρεις πόσο απεχθάνεται την αναστάτωση και το μελόδραμα στη ζωήτου».

«Ναι, αυτό πρέπει να τον τρέλανε εντελώς».

O Γιάκομπ σηκώθηκε από το τραπέζι σηματοδοτώντας έτσι το τέλος της συζήτησης. «Λοιπόν,τέρμα τώρα με τα οικογενειακά μυστικά. Ισως όμως να κατάλαβες από πού προέρχεται όλη αυτή ηέχθρα ανάμεσα στον μπαμπά και τη Σούλβεΐγκ».

H Λίντα κάγχασε. «Και τι δεν θα έδινα για να ήμουν παρούσα, έστω και σαν μύγα στον τοίχο, ότανη Σούλβεΐγκ ανέβηκε πάνω και ξέχεσε τον μπαμπά. Τσίρκο θα έγινε».

Αυτό έκανε ακόμα και τον Γιάκομπ ν’ αφήσει μια υποψία χαμόγελου να φανεί στο πρόσωπό του.«Ναι, πράγματι, τσίρκο είναι η σωστή λέξη. Αλλά προσπάθησε να δείξεις κάποια σοβαρότητα ότανσυναντήσεις τον μπαμπά, σε παρακαλώ. Δεν νομίζω ότι θα βρήκε τίποτε αστείο σε αυτό».

«Ναι, εντάξει, θα είμαι καλή κοπέλα».

Έβαλε το άδειο πιάτο της στο πλυντήριο, ευχαρίστησε τη Μαρίτα για το φαγητό και ανέβηκε στοδωμάτιό της. Είχε πάρα πολύ καιρό να γελάσει μαζί με τον Γιάκομπ για το ίδιο πράγμα. O Γιάκομπμπορούσε να είναι πολύ ευχάριστος αν προσπαθούσε, σκέφτηκε η Λίντα, αγνοώντας το γεγονός ότικαι η ίδια δεν υπήρξε ακριβώς χαριτωμένο πλάσμα τα τελευταία χρόνια.

Σήκωσε το ακουστικό και προσπάθησε να τηλεφωνήσει στον

Στέφαν. Διαπίστωσε έκπληκτη ότι την ενδιέφερε πραγματικά να μάθει πώς ένιωθε εκείνος.

H Λάινε φοβόταν το σκοτάδι. Το φοβόταν απίστευτα. Παρά το γεγονός ότι είχε περάσει πολλάβράδια δίχως τον Γκάμπριελ στο υποστατικό, δεν έλεγε να το συνηθίσει με τίποτα. Παλιότερα είχετουλάχιστον τη Λίντα στο σπίτι -και πριν από Λίντα τον Γιάκομπ-, αλλά τώρα ήταν εντελώς μόνη.Ήξερε ότι ο Γκάμπριελ ήταν αναγκασμένος να ταξιδεύει αρκετά, αλλά δεν μπορούσε να σταματήσεινα νιώθει πικραμένη. Δεν ήταν αυτή η ζωή που είχε ονειρευτεί όταν έκανε αυτό τον πλούσιο γάμο.Όχι ότι τα λεφτά είχαν τόση σημασία. Αυτό που την τράβηξε ήταν η σιγουριά. H σιγουριά που τηςπρόσφερε η ανιαρή ζωή με τον Γκάμπριελ και η ασφάλεια που της πρόσφεραν τα λεφτά στηντράπεζα. Ήθελε μια ζωή εντελώς διαφορετική από της μητέρας της.

Page 86: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Σαν παιδί είχε ζήσει μέσα στον τρόμο από τα μεθυσμένα ξεσπάσματα του πατέρα της, που είχετυραννήσει όλη την οικογένεια και είχε κάνει τα παιδιά του πλάσματα αβέβαια που διψούσαν γιααγάπη και τρυφερότητά. Από τα τρία αδέρφια είχε απομείνει μόνο αυτή. Τόσο ο αδερφός της όσοκαι η αδερφή είχαν υποκύψει στο σκοτάδι που κουβαλούσαν μέσα τους, ο ένας επειδή έστρεψε αυτότο σκοτάδι μέσα του και η άλλη επειδή το έστρεψε προς τα έξω. H ίδια ήταν το μεσαίο παιδί, πουδεν ήταν ούτε το ένα ούτε το άλλο. Ήταν μόνο ανασφαλής και αδύναμη. Δεν είχε τη δύναμη νακατευθύνει την ανασφάλεια της ούτε προς τα μέσα ούτε προς τα έξω, απλώς την άφηνε να τηδηλητηριάζει όλο και περισσότερο στο πέρασμα των χρόνων.

Αυτή η ανασφάλεια ήταν πολύ χειροπιαστή όταν σεργιανούσε μόνη τα βράδια στους σιωπηλούςχώρους της έπαυλης. Τότε ήταν που θυμόταν πολύ καθαρά τη βρομερή ανάσα, τα χτυπήματα και τακρυφά χάδια τις νύχτες.

Είχε πιστέψει πραγματικά ότι είχε το κλειδί που θα άνοιγε το σκοτεινό κουτί της καρδιάς της ότανπαντρεύτηκε τον Γκάμπριελ. Αλλά δεν ήταν ανόητη. Ήξερε ότι ήταν ένα τρόπαιο παρηγοριάς. Είχεβολευτεί μαζί της επειδή δεν μπορούσε να πάρει εκείνη που πραγματικά ποθούσε. Αλλά δεν είχεσημασία. Κατά κάποιον τρόπο ήταν πιο εύκολα έτσι. Δεν υπήρχαν συναισθήματα που θα μπορούσανν' αναταράζουν την ήρεμη επιφάνεια. Υπήρχε μόνο η βαρετή κι ατέρμονη αλυσίδα προβλέψιμωνημερών, που σωριάζονταν πάνω σε άλλες εξίσου προβλέψιμες ημέρες. Κι αυτό πίστευε ότι ήταν τομοναδικό που επιθυμούσε.

Τριάντα πέντε χρόνια αργότερα ήξερε πόσο λάθος είχε κάνει. Τίποτα δεν ήταν χειρότερο από τημοναξιά στον έγγαμο βίο, κι αυτό ακριβώς είχε κερδίσει έπειτα από εκείνο το «ναι» στην εκκλησίατης Φιελμπάκα. Έζησαν παράλληλες ζωές. O ένας φρόντιζε το υποστατικό, η άλλη μεγάλωσε ταπαιδιά τους και οι δυο τους μιλούσαν περί ανέμων και υδάτων λόγω έλλειψης άλλων θεμάτων γιασυζήτηση.

Μόνο αυτή ήξερε ότι μέσα στον Γκάμπριελ υπήρχε ένας άλλος άνθρωπος πέρα από αυτόν που οίδιος φρόντιζε να δείχνει καθημερινά στον κόσμο γύρω του. Τον παρατηρούσε όλ' αυτά τα χρόνια,τον μελετούσε κρυφά και σιγά σιγά κατάλαβε τι άνθρωπος θα μπορούσε να ήταν. Την εξέπληξε οπόθος που ξύπνησε αυτό μέσα της. O άλλος άνθρωπος ήταν τόσο βαθιά κρυμμένος μέσα στονΓκάμπριελ που η Λάινε πίστευε πως ούτε ο ίδιος ο Γκάμπριελ ήξερε γι’ αυτόν. Πάντως πίσω από τηβαρετή και καθωσπρέπει επιφάνεια υπήρχε ένας παθιασμένος άντρας. H Λάινε είχε δει πόση οργήείχε συσσωρευτεί μέσα του, αλλά πίστευε ότι υπήρχε άλλη τόση αγάπη, που πολύ θα ήθελε να είχετην ικανότητα να τον κάνει να τη φανερώσει.

Ακόμα και τότε που ο Γιάκομπ ήταν άρρωστος δεν είχαν καταφέρει να πλησιάσουν ο ένας τον άλλο.Είχαν καθίσει δίπλα δίπλα σε αυτό που πίστευαν πως θα γινόταν το νεκρικό

του κρεβάτι, δίχως όμως να μπορούν να προσφέρουν ο ένας στον άλλο λίγη παρηγοριά. Και συχνάείχε την αίσθηση πως ο Γκάμπριελ δεν επιθυμούσε καν την παρουσία της εκεί. Αυτή ηεπιφυλακτικότητα, αυτό το «κούμπωμα» του Γκάμπριελ μπορούσε κατά κύριο λόγο να αποδοθείστον πατέρα του.

O Εφραίμ Χουλτ ήταν ένας επιβλητικός άντρας, που ανάγκαζε όσους έρχονταν σ’ επαφή μαζί του να

Page 87: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

διαλέξουν ένα από τα στρατόπεδα: φίλοι ή εχθροί. Κανείς δεν έμενε αδιάφορος μπροστά στονΙεροκήρυκα, αλλά η Λάινε καταλάβαινε πόσο δύσκολο θα πρέπει να ήταν να μεγαλώνεις στη σκιάενός τέτοιου άντρα. Οι γιοι του δεν θα μπορούσαν να έχουν γίνει πολύ διαφορετικοί.

O Γιοχάνες ήταν ένα μεγάλο παιδί σε όλη τη σύντομη ζωή του, ένας ηδονιστής, που έπαιρνε ό,τιήθελε και ποτέ δεν έμενε αρκετά στο ίδιο μέρος για να δει τα ίχνη του χάους που άφηνε πίσω του. OΓκάμπριελ είχε επιλέξει να στραφεί προς την αντίθετη κατεύθυνση. Τον είχε δει πόσο ντρεπόταν γιατον πατέρα του και για τον Γιοχάνες, για τις μεγαλόπρεπες χειρονομίες τους για την ικανότητά τουςνα λάμπουν σαν φάροι σε οποιαδήποτε κατάσταση. O Γκάμπριελ ήθελε να εξαφανίζεται στηνανωνυμία, που θα έδειχνε ξεκάθαρα στον κόσμο ότι δεν είχε τίποτα κοινό με τον πατέρα του. OΓκάμπριελ πάσχιζε για τον σεβασμό, την τάξη και τη δικαιοσύνη περισσότερο από οποιονδήποτεάλλο. Ποτέ δεν μιλούσε για την παιδική του ηλικία και για τα χρόνια που ταξίδευε ακατάπαυστα μετον Εφραίμ και τον Γιοχάνες. H Λάινε ήξερε ωστόσο αρκετά και καταλάβαινε πόσο σημαντικό ήτανγια τον άντρα της να κρύβει επιμελώς αυτό το κομμάτι της ζωής του, το οποίο φάνταζε παντελώςαταίριαστο με το πρόσωπο που ήθελε να δείχνει προς τα έξω. Το γεγονός ότι ο Εφραίμ ήταν αυτόςπου βοήθησε τον Γιάκομπ να επιστρέφει στη ζωή ήταν κάτι που είχε δημιουργήσει στην ψυχή τουΓκάμπριελ πολύ αντιφατικά συναισθήματα. H χαρά για το ότι είχε βρεθεί ένας τρόπος να νικήσουντην αρρώστια είχε αμαυρωθεί από το γεγονός ότι ήταν ο πατέρας του, και όχι αυτός ο ίδιος, εκείνος

που ήρθε σαν ιππότης λυτρωτής με την αστραφτερή πανοπλία του και έσωσε το παιδί. Θα έδινε ταπάντα για να ήταν αυτός ο ήρωας του παιδιού του.

Οι σκέψεις της Λάινε διακόπηκαν από έναν θόρυβο που ακούστηκε απέξω. Με την άκρη του ματιούτης, είδε δύο σκιές να περνούν βιαστικά από τον κήπο. Την έζωσε ξανά ο φόβος. Εψαξε τοασύρματο τηλέφωνο και πρόλαβε να πανικοβληθεί για τα χαλά πριν το βρει εκεί που έπρεπε να είναι,πάνω στη βάση του και να φορτίζει. Με τρεμάμενα δάχτυλα, σχημάτισε το κινητό του Γκάμπριελ.Κάτι χτύπησε στο παράθυρο, κι εκείνη ούρλιαξε με όση δύναμη είχε. Το τζάμι του παραθύρου είχεθρυμματιστεί από μια πέτρα, η οποία κείτονταν τώρα ανάμεσα στα σπασμένα γυαλιά στο πάτωμαΑλλη μια πέτρα έσπασε το τζάμι του διπλανού παραθύρου, κι εκείνη έτρεξε κλαίγοντας έξω από τοδωμάτιο, ανέβηκε στον επάνω όροφο και κλειδώθηκε στο μπάνιο, ενώ περίμενε, τρέμονταςσύγκορμη ν’ ακούσει τη φωνή του Γκάμπριελ. Αντί για τη φωνή του άκουσε το μονότονο μήνυματου αυτόματου τηλεφωνητή, όπως επίσης και τον πανικό στην ίδια της τη φωνή όταν του άφησε ένασχεδόν ακατάληπτο μήνυμα.

Τρέμοντας, κάθισε στο πάτωμα, με τα χέρια της σφιγμένα γύρω από τα γόνατα, και αφουγκράστηκεγια τυχόν θορύβους έξω από την πόρτα. Δεν ακούστηκε τίποτε άλλο, αλλά εκείνη δεν τόλμησε νακουνηθεί καθόλου από εκεί όπου καθόταν.

Όταν ήρθε το πρωί, τη βρήκε στην ίδια θέση.

H Ερίκα ξύπνησε από τον ήχο του τηλεφώνου. Κοίταξε το ρολόι. Δέκα και μισή το πρωί. Μάλλοντην είχε πάρει ο ύπνος τελικά. H μισή, τουλάχιστον, νύχτα της πέρασε με την ίδια να στριφογυρίζειστο κρεβάτι, να στάζει ιδρώτα και να μην μπορεί να βρει μια βολική στάση.

«Εμπρός». Ακουγόταν καθαρά ότι μόλις είχε ξυπνήσει.

Page 88: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Γεια σου, Ερίκα. Αχ, συγγνώμη. Σε ξύπνησα, έτσι;»

«Ναι, αλλά δεν πειράζει, Άννα. Δεν θα έπρεπε να είμαι στο κρεβάτι και να κοιμάμαι τέτοια ώρα».

«Μην το λες αυτό. Πρέπει να κοιμάσαι όσο περισσότερο μπορείς τώρα. Μετά τη γέννα δεν θααπολαμβάνεις και πολύ τον ύπνο. Πώς είσαι, αλήθεια;»

H Ερίκα άρπαξε την ευκαιρία να παραπονεθεί λίγο για όλα τα δεινά της εγκυμοσύνης στην αδερφήτης, η οποία ήξερε ακριβώς για τι πράγμα μιλούσε η Ερίκα, μια που είχε ήδη δυο παιδιά.

«Αχ κορίτσι μου... H μόνη παρηγοριά είναι πως ξέρεις θα περάσει, αργά ή γρήγορα. Λοιπόν, πώς ταπερνάς με τον Πάτρικ στο σπίτι; Μέσα στα νεύρα και οι δύο, έτσι; Θυμάμαι ότι εγώ ήθελα να μεαφήνουν στην ησυχία μου τις τελευταίες εβδομάδες».

«Ναι, πρέπει να ομολογήσω ότι ήμουν μέσα στα νεύρα. Γι' αυτό και δεν γκρίνιαξα όταν προέκυψεμια υπόθεση δολοφονίας και αναγκάστηκε να διακόψει την άδεια και να πάει στη δουλειά».

«Υπόθεση δολοφονίας; Τι συνέβη;»

H Ερίκα τής είπε για τη νεαρή Γερμανίδα που είχε δολοφονηθεί και για τις δύο εξαφανισμένεςκοπέλες που είχαν βρεθεί τώρα, έπειτα από τόσα χρόνια.

«Χριστέ μου, τι απαίσια υπόθεση». Ακούστηκαν παράσιτα στη γραμμή.

«Πού είστε; Περνάτε καλά στο σκάφος;»

«Ναι, υπέροχα. H Έμμα και ο Αντριαν το λατρεύουν και φαίνεται πως σύντομα θα γίνουνθαλασσόλυκοι αν συνεχίσουν ν’ ακούν όσα τους λέει ο Γκούσταβ».

«Α, ναι, ο Γκούσταβ. Και πώς τα πάτε εσείς οι δύο; Θα είναι έτοιμος να τον παρουσιάσεις στο σόιμας σύντομα;»

«Α γι’ αυτό ακριβώς τηλεφώνησα. Τώρα είμαστε στη Στρέμσταντ και σκεφτόμαστε να πλεύσουμενότια. Μπορείς ν’ αρνηθείς αν δεν έχεις όρεξη, αλλιώς σκεφτήκαμε να πιάσουμε στη

Φιελμπάκα αύριο και να έρθουμε να σας δούμε. Μένουμε στο σκάφος, οπότε δεν πρόκειται ναενοχλήσουμε. Μόλις νιώσεις ότι κουράζεσαι, πρέπει να μας το πεις αμέσως. Απλώς θα είναι υπέροχονα δω πώς είσαι με την κοιλιά στον αέρα».

«Φυσικά και μπορείτε να έρθετε. Αλλωστε, αύριο βράδυ θα έχουμε εδώ τον Νταν και την κοπέλατου. Θα ψήσουμε κάτι στα κάρβουνα και θα φάμε. Δεν θα μας κάνει κόπο να βάλουμε μερικάπαραπανίσια χάμπουργκερ στη σχάρα».

«Α, υπέροχα, ευκαιρία να συναντήσω τελικά και το αρνάκι γάλακτος που βρήκε ο Νταν».

«Ακου, Αννα, ο Πάτρικ με έχει ήδη προειδοποιήσει ότι πρέπει να φερθώ καλά, οπότε μην αρχίσειςτα πειράγματα κι εσύ...»

Page 89: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Εντάξει, αν και αυτό απαιτεί μια κάποια προετοιμασία. Πρέπει να μάθουμε τι μουσική ακούει ηνεολαία, ποιο ντύσιμο θεωρείται μοντέρνο και αν είναι ακόμη στη μόδα το λιπ γκλος με τις γεύσεις.Ακου τι θα γίνει; Εσύ θα τσεκάρεις το MTV, κι εγώ θ’ αγοράσω ένα από αυτά τα μοντέρναπεριοδικά και θα εντρυφήσω λίγο στις τάσεις της εποχής. Δεν μου λες; Κυκλοφορεί ακόμη εκείνο τοπεριοδικό η Μανίνα; Αν κυκλοφορεί, καλά θα κάνουμε να το προμηθευτούμε».

H Ερίκα σφάδαζε από τα γέλια. «Σταμάτα, θα με πεθάνεις. Σε παρακαλώ... Ξέρεις αυτό που λέει οαναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω; Πρώτη φορά θα συναντήσουμε τον Γκούσταβ, και, απ’ όσαξέρουμε, μπορεί να είναι πραγματικός σπασίκλας».

«Μπα, δεν ξέρω αν το “σπασίκλας" είναι ακριβώς η λέξη με την οποία θα χαρακτήριζα τονΓκούσταβ».

H Ερίκα κατάλαβε ότι το σχόλιό της που ήταν ουσιαστικά ένα αστείο, είχε κάνει την Αννα νατσαντιστεί. Πολύ μυγιάγγιχτη ήταν, τέλος πάντων, η αδερφούλα της

«Για να είμαι ειλικρινής θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό που κάποιος σαν τον Γκούσταβκαταδέχτηκε να με κοιτάξει.

Διότι τι είμαι; Μια μητέρα μόνη με δυο παιδιά. Αυτός ο άντρας που έχει τη δυνατότητα να διαλέγεικορίτσια απευθείας τα καλλιστεία διαλέγει εμένα, και αυτό πιστεύω ότι λέει πολλά για το τιάνθρωπος είναι. Είμαι η πρώτη γυναίκα με την οποία κάνει σχέση και δεν έχει βγει από κάποιονκατάλογο ντεμπιτάντ, και πιστεύω ότι πρέπει να θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό».

Και η Ερίκα πίστευε πως όλ’ αυτά έλεγαν πολλά για το άτομό του, αλλά δυστυχώς όχι με τον ίδιοτρόπο που το έβλεπε η αδερφή της. H Αννα βεν είχε ποτέ ιδιαίτερα καλή κρίση όταν επρόκειτο γιαάντρες, και ο τρόπος με τον οποίο μιλούσε για τον Γκούσταβ ακουγόταν κάπως ανησυχητικός. HΕρίκα όμως αποφάσισε να μην τον κρίνει εκ των προτέρων, με την ελπίδα ότι οι ανησυχίες της θααποδεικνύονταν αβάσιμες όταν τον συναντούσε.

Είπε, λοιπόν, χαρούμενα:

«Πότε θα είστε εδώ;»

«Γύρω στις τέσσερις, αν σε βολεύει».

«Με βολεύει μια χαρά».

«θα τα πούμε τότε από κοντά. Φιλάκια».

Αφού έκλεισε το τηλέφωνο, η Ερίκα ένιωσε λίγο προβληματισμένη. Υπήρχε κάτι στο αγχωμένούφος της Αννας που την έκανε ν’ αναρωτιέται πόσο καλή μπορεί να ήταν η σχέση της με τον τέλειοάντρα Γκούσταβ αφ Κλιντ.

Είχε χαρεί όταν η Αννα χώρισε τον Λούκας Μάξγουελ τον πατέρα των παιδιών. H Αννα είχε, επίσης,αρχίσει να υλοποιεί το όνειρό της να σπουδάσει Τέχνη και Αρχαιολογία και είχε μάλιστα τη μεγάλητύχη να βρει δουλειά μερικής απασχόλησης στον Οίκο Δημοπρασιών της Στοκχόλμης. Εκεί είχε

Page 90: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

συναντήσει τον Γκούσταβ. H οικογένειά του ήταν από τις πιο γαλαζοαίματες της Σουηδίας, και οίδιος περνούσε την ώρα του ως διαχειριστής της οικογενειακής περιουσίας στην κομητεία τηςΧέλσινλαντ, η οποία είχε παραχωρηθεί κάποτε, στο μακρινό

παρελθόν, στους προγόνους του από τον βασιλιά Γκούσταβ Βάσα. H οικογένειά τουσυναναστρεφόταν με τη βασιλική οικογένεια, και όταν ο πατέρας του δεν ευκαιρούσε, συμμετείχε οίδιος στο ετήσιο βασιλικό κυνήγι. Όλ' αυτά τα είχε αφηγηθεί, με περισσή ευλάβεια, η Άννα στηνΕρίκα, η οποία είχε δει και είχε ακούσει πολλά για τα γαλαζοαίματα αποβράσματα πουκυκλοφορούσαν γύρω από το Στούρεπλαν - και ήταν ακριβώς αυτό που την έκανε ν’ ανησυχεί. Δενείχε συναντήσει ποτέ της τον Γκούσταβ, και ίσως να ήταν εντελώς διαφορετικός από τους άλλουςπλούσιους κληρονόμους, οι οποίοι, κρυμμένοι πίσω από χα χρήματα και τους τίτλους,συμπεριφέρονταν σαν γουρούνια σε μέρη όπως το Ρις και το Σπάι Μπαρ. Εν πάση περιπτώσει, όλ'αυτά θα τα μάθαινε αύριο. Ευχόταν να κάνει λάθος, και ο Γκούσταβ να ήταν εντελώς άλλος τύπος.Δεν επιθυμούσε τίποτε άλλο για την Αννα πέρα από λίγη καλή τύχη και σταθερότητα Ανοιξε τονανεμιστήρα και άρχισε να σκέφτεται πώς θα περνούσε τη μέρα της. H μαία τής είχε πει ότι ηωκυτοκίνη, η οποία εκκρινόταν όλο και περισσότερο όσο πλησίαζε η γέννα, δημιουργούσε στιςέγκυες τάσεις ρομαντικής αγάπης και φροντίδας. Αυτό εξηγούσε γιατί η Ερίκα τις τελευταίεςεβδομάδες ασχολούνταν σχεδόν μανιωδώς με την ταξινόμηση και την αρίθμηση των πάντων μέσαστο σπίτι σαν να κρεμόταν από αυτό όλη της η ζωή. Της είχε δημιουργηθεί η εμμονή ότι όλα έπρεπενα είναι έτοιμα και νοικοκυρεμένα πριν έρθει το παιδί και τώρα είχε αρχίσει να πλησιάζει σ’ έναστάδιο όπου δεν υπήρχε πια τίποτα προς τακτοποίηση μέσα στο σπίτι. Οι γκαρνταρόμπες ήτανκαθαρές, το παιδικό δωμάτιο πανέτοιμο, τα συρτάρια με τα μαχαιροπίρουνα έλαμπαν. Το μόνο πουαπέμενε ήταν να ετοιμάσει το υπόγειο και να πετάξει ό,τι παλιατσαρία υπήρχε εκεί μέσα. Αμ’ έποςαμ’ έργον. Σηκώθηκε με δυσκολία και πήρε παραμάσχαλα τον ανεμιστήρα. Καλύτερα να το έκανεγρήγορα, πριν ανακάλυπτε ο Πάτρικ με τι ασχολούνταν.

Είχε κάνει ένα διάλειμμα πέντε λεπτών για να κάτσει λίγο στον ήλιο έξω από το αστυνομικό τμήμακαι να φάει ένα παγωτό, όταν ο Γιέστα έβγαλε το κεφάλι του από ένα παράθυρο του κτιρίου και τουφώναξε:

"Πάτρικ, τηλέφωνο. Νομίζω ότι πρέπει να το πάρεις".

O Πάτρικ έφαγε στα γρήγορα το υπόλοιπο παγωτό και μπήκε μέσα. Πήρε το ακουστικό από τογραφείο του Γιέστα και ένιωσε κάποια έκπληξη όταν άκουσε ποιος τηλεφωνούσε. Έπειτα από μιασύντομη συνομιλία, κι ενώ κράτησε βιαστικά κάποιες σημειώσεις σ' ένα χαρτί που βρήκε μπροστάτου, κατέβασε το ακουστικό και είπε στον Γιέστα που καθόταν στην καρέκλα του και τον κοίταζε:

«Όπως άκουσες, κάποιος έσπασε τα τζάμια στην έπαυλη του Γκάμπριελ Χουλτ. Θα έρθεις να πάμενα ρίξουμε μια ματιά;»

O Γιέστα έμεινε έκπληκτος που ο Πάτρικ έπαιρνε αυτόν μαζί του και όχι τον Μάρτιν, αλλά δεν είπετίποτε. Απλώς έγνεψε καταφατικά.

Καθώς διέσχιζαν με το αυτοκίνητο την αλέα που οδηγούσε στην έπαυλη δεν μπόρεσαν να μηναφήσουν και οι δυο έναν αναστεναγμό ζήλιας. Το αρχοντικό όπου έμενε ο Γκάμπριελ Χουλτ ήτανόντως μεγαλόπρεπα Ελαμπε σαν λευκό μαργαριτάρι μέσα στην πρασινάδα και τις σημύδες που

Page 91: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

πλαισίωναν τον δρόμο και που υποκλίνονταν ευλαβικά σε κάθε φύσημα του ανέμου. O Πάτρικσκέφτηκε ότι ο Εφραίμ Χουλτ πρέπει να ήταν μεγάλος μάστορας στα κηρύγματα για να φτάσει νατου χαρίσουν όλ’ αυτά τα πλούτη. Ακόμα και το τρίξιμο των χαλικιών κάτω από τα πόδια τουςκαθώς διέσχιζαν το χαλικόστρωτο μονοπάτι που οδηγούσε στην κεντρική είσοδο του σπιτιούδιέθετε μια πολυτέλεια και ο Πάτρικ ανυπομονούσε να δει το εσωτερικό του σπιτιού.

Την πόρτα την άνοιξε ο ίδιος ο Γκάμπριελ Χουλτ, και τόσο ο Πάτρικ όσο και ο Γιέστα σκούπισανεπιμελώς τα παπούτσια τους πριν μπουν μέσα.

«Ευχαριστώ που ήρθατε τόσο γρήγορα. H σύζυγός μου

είναι πολύ ταραγμένη με αυτή την υπόθεση. Ήμουν εκτός πόλης χτες τη νύχτα για δουλειά, και ήτανμόνη στο σπίτι όταν συνέβησαν αυτά".

Όσο μιλούσε, τους οδήγησε σ’ ένα μεγάλο και όμορφο δωμάτιο με πανύψηλα παράθυρα, πουάφηναν να περνάει μέσα το περισσότερο φως του ήλιου. Σε έναν λευκό καναπέ καθόταν μια γυναίκαμε αγχωμένη όψη, η οποία σηκώθηκε να τους χαιρετήσει μόλις μπήκαν μέσα.

«Λάινε Χουλτ. Ευχαριστώ που ήρθατε τόσο γρήγορα». Κάθισε ξανά, και ο Γκάμπριελ τους έδειξενα καθίσουν στον απέναντι καναπέ. Και οι δύο ένιωθαν έξω από τα νερά τους. Κανείς τους δενέμπαινε γενικώς στον κόπο να ντυθεί καλά για να πάει στη δουλειά, και έτυχε να φορούν και οι δύοσορτς.

O Πάτρικ τουλάχιστον φορούσε ένα ωραίο κοντομάνικο φανελάκι, ενώ ο Γιέστα ένα τεράστιογεροντίστικο πουκάμισο, επίσης κοντομάνικο, από κάποιο συνθετικό υλικό με πρασινωπές στάμπεςκαι σχέδια. H αντίθεση γινόταν ακόμα πιο έντονη από το γεγονός ότι η Λάινε φορούσε ένα δροσερόμπεζ λινό φόρεμα και ο Γκάμπριελ ένα πλήρες καλοκαιρινό κοστούμι, θα σκάσει από τη ζέστη,σκέφτηκε ο Πάτρικ, ελπίζοντας πως ο Γκάμπριελ δεν κυκλοφορούσε έτσι όλο το καλοκαίρι. Βέβαια,δυσκολευόταν να τον σκεφτεί με κάτι πιο πρόχειρο, και εδώ που τα λέμε εκείνος δεν φαινόταν ναιδρώνει ιδιαίτερα μέσα στο σκούρο μπλε κοστούμι του, ο Πάτρικ, απεναντίας ίδρωνε στις μασχάλεςμε τη σκέψη και μόνο να φορέσει κάτι τέτοιο μέσα στον καύσωνα.

«O σύζυγός σας μας είπε εν συντομία μερικά πράγματα στο τηλέφωνο για το συμβάν, αλλά θαμπορούσατε να μας το περιγράψετε πιο διεξοδικά;» O Πάτρικ χαμογέλασε καθησυχαστικά στηΛάινε και έβγαλε ταυτόχρονα το μπλοκάκι του και ένα στιλό. Περίμενε.

«Ναι, ήμουν μόνη μου χτες βράδυ στο σπίτι. O Γκάμπριελ ταξιδεύει συχνά, και περνάω πολλάμοναχικά βράδια εδώ».

Ο Πάτρικ άκουσε τη θλίψη στα λόγια της και αναρωτήθηκε αν ένιωθε το ίδιο και ο ΓκάμπριελΧουλτ. Εκείνη συνέχισε: «Ξέρω ότι ακούγεται γελοίο, αλλά φοβάμαι πολύ το σκοτάδι. οπότε, ότανείμαι μόνη, κυκλοφορώ μόνο σε δυο δωμάτια. Στο υπνοδωμάτιό μου και στο δωμάτιο με τηντηλεόραση, που βρίσκεται ακριβώς δίπλα».

O Πάτρικ πρόσεξε ότι η Λάινε είπε «το υπνοδωμάτιό μου» και δεν μπόρεσε να μη συλλογιστεί πόσοθλιβερό πρέπει να ήταν για παντρεμένους ανθρώπους να μην κοιμούνται καν μαζί. Αυτό δεν θα

Page 92: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

συνέβαινε ποτέ με τον ίδιο και την Ερίκα.

«Ήμουν έτοιμη να τηλεφωνήσω στον Γκάμπριελ, όταν είδα κάποια κίνηση απέξω. Το επόμενοδευτερόλεπτο κάτι έσπασε το τζάμι του παραθύρου στον πέρα τοίχο, αριστερά από εκεί όπουκαθόμουν. Πρόλαβα να δω ότι ήταν μια μεγάλη πέτρα, πριν ακολουθήσει μια δεύτερη, που έσπασεκαι το διπλανό παράθυρο. Έπειτα άκουσα μόνο τον θόρυβο από κάτι τρεχαλητά και είδα δυο σκιέςνα εξαφανίζονται στις παρυφές του δάσους».

O Πάτρικ κρατούσε σημειώσεις χρησιμοποιώντας σύντομες λέξεις. O Γιέστα δεν είχε πει κουβέντααπό τότε που είχαν φτάσει, εκτός από το όνομά του όταν χαιρετήθηκε με τον Γκάμπριελ και τηΛάινε. O Πάτρικ τού έριξε ένα ερωτηματικό βλέμμα για να δει αν ήθελε να κάνει κάποιαδιευκρινιστική ερώτηση για το συμβάν, αλλά εκείνος παρέμεινε σιωπηλός, μελετώντας με ιδιαίτερηπροσοχή τα νύχια του. Θα μπορούσε κάλλιστα να είχα πάρει μαζί μου ένα φυτό, σκέφτηκε ο Πάτρικ«Μήπως μπορείτε να σκεφτείτε κάποια πιθανά κίνητρα;»

H απάντηση ήρθε αμέσως από τον Γκάμπριελ, που φάνηκε να διακόπτει κάτι που ετοιμαζόταν να πειη Λάινε.

«'Οχι, τίποτα ιδιαίτερο, αν εξαιρέσουμε την παλιά καλή ζηλοφθονία. Πάντα ήταν ένα αγκάθι σταμάτια του κόσμου το γεγονός ότι το σόι μας ήταν αυτό που ζούσε τώρα πια στο υποστατικό, καιέχουμε υποστεί πολλές ενοχλήσεις από μεθυσμένους όλ' αυτά τα χρόνια. Αθώα παιδιάστικαξεσπάσματα και φάρσες.

Κι εκεί θα έμεναν όλ' αυτά αν η σύζυγός μου δεν επέμενε να γνωστοποιήσουμε το συμβάν στηναστυνομία».

Έριξε ένα επιτιμητικό βλέμμα στη Λάινε, η οποία για πρώτη φορά σε όλη την κουβέντα έδειξε νακρύβει λίγο τσαγανό μέσα της και του ανταπέδωσε μια θυμωμένη ματιά. Εκείνο το βλέμμα τουσυζύγου της φαίνεται πως άναψε κάποια παλιά σπίθα μέσα της. Στράφηκε προς τον Πάτρικ και τουείπε ήρεμα, δίχως να κοιτάξει ξανά τον σύζυγό της:

«Πιστεύω ότι πρέπει να πείτε δυο κουβέντες με τον Ρόμπερτ και τον Στέφαν Χουλτμ τους ανιψιούςτου άντρα μου, και να τους ρωτήσετε πού βρίσκονταν χτες».

«Λάινε, αυτό είναι εντελώς αχρείαστο!»

« Εσύ δεν ήσουν εδώ χτες, οπότε δεν ξέρεις πόσο τρομαχτικό είναι να σου πετάνε πέτρες και να σουσπάνε τζάμια που καταλήγουν μόλις μερικά μέτρα μακριά σου. Θα μπορούσαν να με είχαντραυματίσει. Και γνωρίζεις το ίδιο καλά μ' εμένα ότι ήταν εκείνοι οι δύο ηλίθιοι!»

«Λάινε, είχαμε συμφωνήσει...» είπε ο Γκάμπριελ μέσα από τα σφιγμένα δόντια του, ενώ οι μύες τουσαγονιού του ήταν φανερά τεντωμένοι.

«Εσύ συμφώνησες!» Τον αγνόησε και στράφηκε προς τον Πάτρικ, παίρνοντας δύναμη από τοασυνήθιστο ξέσπασμά της. «Όπως είπα, δεν τους είδα, αλλά μπορώ να πάρω όρκο πως ήταν οΣτέφαν και ο Ρόμπερτ. H μητέρα τους, η Σούλβεΐγκ, ήρθε από εδώ νωρίτερα την ίδια μέρα και

Page 93: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

συμπεριφέρθηκε με πολύ δυσάρεστο τρόπο, κι εκείνοι οι δυο γιοι της δεν είναι και ό,τι καλύτερουπάρχει, οπότε... Ναι. τα ξέρετε, είχατε κι εσείς πάρε δώσε με δαύτους».

Χειρονομούσε έντονα προς τη μεριά του Πάτρικ και του Γιέστα, οι οποίοι δεν μπορούσαν να κάνουντίποτε άλλο πέρα από το να συμφωνήσουν. Σίγουρα είχαν πολλά πάρε δώσε, με μια τρομακτικήσυχνότητα μάλιστα, με τους περιβόητους αδερφούς Χουλτ από τότε που ήταν ακόμη σπυριάρικαπαιδάκια.

Η Λάινε κοίταζε προκλητικά τον Γκάμπριελ για να δει αν τολμούσε να της πάει ξανά κόντρα, αλλάεκείνος σήκωσε παραιτημένος τους ώμους, δείχνοντας έτσι ότι αυτός πλέον ένιπτε τας χείρας του.

«Τι ήταν αυτό που προκάλεσε τον καβγά με τη μάνα τους;» ρώτησε ο Πάτρικ.

«Μια γυναίκα σαν κι αυτή δεν χρειάζεται και πολλά για να αρπαχτεί με κάποιον, αλλά πάντα μαςμισούσε. Αυτό όμως που την έκανε να χάσει τα λογικά της χτες ήταν η είδηση ότι βρήκατε εκείνεςτις κοπέλες στη Χαράδρα του Βασιλιά. Με το λειψό μυαλό της σκέφτηκε πως αυτό αποδείκνυε ότι οΓιοχάνες, ο άντρας της, είχε κατηγορηθεί άδικα, και τώρα ρίχνει το φταίξιμο στον Γκάμπριελ».

H φωνή της είχε δυναμώσει από την ταραχή και έδειχνε τον άντρα της, ο οποίος τώρα φαινόταν ναβρίσκεται εντελώς αλλού.

«Ναι, έριξα μια ματιά σε όλα εκείνα που είχαν γραφτεί την εποχή που εξαφανίστηκαν οι κοπέλες καιείδα ότι είχες αναφέρει τον αδερφό σου στην αστυνομία ως πιθανό ύποπτα Μπορείς να μου πεις λίγαπράγματα γι’ αυτό;»

Ένα ανεπαίσθητο σκίρτημα εμφανίστηκε στο πρόσωπο του Γκάμπριελ μια ελάχιστη ένδειξη ότι ηερώτηση τον ενοχλούσε, αλλά η φωνή του ακούστηκε ήρεμη όταν απάντησε.

«Πάνε πάρα πολλά χρόνια από τότε. Αλλά αν με ρωτάς εάν συνεχίζω ακόμη να υποστηρίζω πως είδατον αδερφό μου με τη Σιβ Λαντίν, η απάντηση είναι καταφατική. Είχα πάει στο νοσοκομείο στηνΟυντεβάλα για να δω τον γιο μου που ήταν άρρωστος με λευχαιμία κι εκείνη την ώρα επέστρεφαΠερίπου στο ύψος του Μπρέκε διασταυρώθηκα με το αμάξι του αδερφού μου. Σκέφτηκα πως ήτανκάπως παράξενο που είχε βγει και οδηγούσε νυχτιάτικα κι έτσι κοίταξα πιο προσεχτικά. Τότε είδατην κοπέλα να κάθεται στη θέση του συνοδηγού με το κεφάλι ακουμπισμένο στον ώμο του αδερφούμου. Έδειχνε σαν να κοιμόταν».

«Πώς ήξερες ότι ήταν η Σιβ Λαντίν;»

«Δεν το ήξερα. Αλλά την αναγνώρισα αμέσως μόλις είδα τη φωτογραφία της στην εφημερίδα.Πρέπει όμως να τονίσω ότι ποτέ δεν είπα πως τις σκότωσε ο αδερφός μου, ούτε τον κατέδειξα ωςδολοφόνο, όπως θέλει να πιστεύει ο κόσμος εδώ πέρα. Το μόνο που έχανα ήταν ν’ αναφέρω ότι τονείδα με την κοπέλα. διότι αυτό πίστευα πως ήταν το καθήκον μου ως πολίτης. Δεν είχε καμία σχέσημε κάποια ενδεχόμενη έχθρα μεταξύ μας ή εκδίκηση όπως πολλοί ισχυρίστηκαν. Εγώ ανέφερα ό,τιείδα και άφησα την αστυνομία να βγάλει τα συμπεράσματα της. Και προφανώς δεν βρήκαν ποτέαποδείξεις εναντίον του Γιοχάνες, οπότε πιστεύω πως όλη αυτή η συζήτηση είναι εντελώς περιττή».

Page 94: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Εντάξει. Αλλά εσύ τι πιστεύεις ότι έγινε;» O Πάτρικ έριξε στον Γκάμπριελ ένα διερευνητικόβλέμμα. Δυσκολευόταν να καταλάβει πώς κάποιος μπορούσε να είναι τόσο συνειδητός πολίτης γιανα καταδώσει τον ίδιο του τον αδερφό.

«Δεν πιστεύω τίποτα, απλώς αναφέρω τα γεγονότα».

«Ναι, αλλά ήξερες καλά τον αδερφό σου. Πιστεύεις ότι θα ήταν ικανός να διαπράξει φόνο;»

«Εγώ και ο αδερφός μου δεν είχαμε και τόσα κοινά. Πολλές φορές αναρωτιόμουν αν είχαμε τα ίδιαγονίδια, τόσο διαφορετικοί ήμασταν. Ρωτάς αν πιστεύω ότι ήταν ικανός ν' αφαιρέσει τη ζωήκάποιου;» O Γκάμπριελ άνοιξε τα χέρια του. «Δεν ξέρω, ειλικρινά. Δεν γνώριζα αρκετά τον αδερφόμου για να απαντήσω σε μια τέτοια ερώτηση. Αλλωστε, τώρα πια όλ’ αυτά φαίνονται περιττά μετάτις πρόσφατες εξελίξεις, έτσι δεν είναι;»

Λέγοντας αυτά, θεώρησε τη συζήτηση λήξασα και σηκώθηκε από τον πολυθρόνα. O Πάτρικ και οΓιέστα κατάλαβαν τον όχι και τόσο λεπτό υπαινιγμό, τους ευχαρίστησαν και έφυγαν.

«Τι θα έλεγες να πάμε να κάνουμε μια κουβεντούλα με τα αγόρια μας για το τι έκαναν χτες βράδυ;»

H ερώτηση ήταν ρητορική, αφού ο Πάτρικ οδηγούσε ήδη προς το σπίτι του Στέφαν και τουΡόμπερτ, χωρίς να περιμένει κάποια

απάντηση από τον Γιέστα. H έλλειψη συμμετοχής του μεγαλύτερου του σε ηλικία άντρα κατά τηδιάρκεια των ερωτήσεων τον ενοχλούσε. Τι έπρεπε να κάνει τελικά για να εμφυσήσει λίγη ζωή σεαυτό τον γερο-μούχλα; Βέβαια, δεν ήθελε πολύ για να συνταξιοδοτηθεί, αλλά ήταν ακόμη ενεργόςκαι έπρεπε, που να πάρει ο διάβολος, να κάνει σωστά τη δουλειά του.

«Λοιπόν, ποια είναι η άποψή σου για όλ’ αυτά». O εκνευρισμός στη φωνή του Πάτρικ ήτανολοφάνερος.

«H άποψή μου είναι ότι δεν ξέρω ποιο είναι χειρότερο Το ότι έχουμε έναν δολοφόνο που σκότωσετουλάχιστον τρεις κοπέλες μέσα σε είκοσι χρόνια και δεν ξέρουμε καν ποιος μπορεί να είναι ή ότιήταν όντως ο Γιοχάνες Χουλτ που βασάνισε και σκότωσε τη Σιβ και τη Μόνα και τώρα υπάρχεικάποιος που τον αντιγράφει; Όσον αφορά το πρώτο, ίσως θα έπρεπε να ελέγξουμε το αρχείο τωνφυλακών. Μήπως υπάρχει κάποιος που είχε μείνε μέσα από τότε που εξαφανίστηκε η Σιβ και ηΜόνα μέχρι λίγο πριν δολοφονηθεί η κοπέλα από τη Γερμανία. Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει τηνπαύση ανάμεσα στους φόνους». O Γιέστα ακουγόταν σκεπτικός, και ο Πάτρικ τον κοίταξεέκπληκτος. O ηλικιωμένος άντρας δεν ήταν τελικά τόσο χαμένος όσο έδειχνε.

«Αυτό θα πρέπει να είναι εύκολο να το ελέγξουμε. Δεν έχουμε πολλούς φυλακισμένους στηΣουηδία που να έχουν μείνει έγκλειστοι είκοσι ολόκληρα χρόνια. Μπορείς να το ελέγξεις ότανεπιστρέψουμε στο γραφείο;»

O Γιέστα έγνεψε καταφατικά και μετά έμεινε σιωπηλός κοιτάζοντας συνεχώς έξω από το παράθυρο.

O δρόμος που έβγαζε στο παλιό καταφύγιο των δασοφυλάκων γινόταν όλο και πιο κακοτράχαλος.Πάντως, σε ευθεία γραμμή, η απόσταση ανάμεσα στην έπαυλη του Γκάμπριελ και της Λάινε και στη

Page 95: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

μικρή καλύβα που έμενε η Σούλβεΐγκ και τα παιδιά της ήταν μικρή. Αν και η κοινωνική απόστασηήταν απείρως μεγαλύτερη. Το οικόπεδο γύρω από το μικρό σπίτι

έμοιαζε με μάντρα παλιατζή: τρία σμπαραλιασμένα αυτοκίνητα, το καθένα σε διαφορετικό χάλι, πουέμοιαζαν σαν να τα είχε παραπετάξει εκεί ένα γιγάντιο χέρι και κάποιες άλλες παλιατζούρεςαγνώστου φύσεως. Προφανώς η οικογένεια μάζευε ό,τι έβρισκε μπροστά της σαν τουςρακοσυλλέκτες. O Πάτρικ υποψιαζόταν πως αν έψαχναν εκεί γύρω θα έβρισκαν αρκετά αντικείμεναπου ανήκαν στα εξοχικά της περιοχής και είχαν δηλωθεί ως κλεμμένα. Σήμερα όμως δεν είχαν πάειεκεί γι’ αυτή. Δεν έπρεπε να μπερδεύουν τις δουλειές αν ήθελαν να έχουν αποτελέσματα.

O Ρόμπερτ τούς πλησίασε βγαίνοντας από ένα υπόστεγο όπου καθόταν και μαστόρευε ένα από ταπαλιά σμπαραλιασμένα αυτοκίνητα. Φορούσε μια βρόμικη και ξεθωριασμένη μπλε φόρμαμηχανικού. Τα χέρια του ήταν γεμάτα λάδια που μάλλον τα είχε τρίψει στο πρόσωπό του, αφήνονταςκι εκεί τα ίχνη τους. Καθώς κατευθυνόταν προς το μέρος τους, σκούπιζε τα χέρια του σε έναπατσαβούρι.

«Τι διάβολο θέλετε πάλι; Αν είναι να ψάξετε εδώ, ελπίζω να έχετε να μου δείξετε κάποιο ένταλμαπριν ακουμπήσετε τα σκατόχερα σας πάνω σε οτιδήποτε». Τους μιλούσε σαν να μιλούσε σε παλιούςγνώριμους. Όχι αδικαιολόγητα βέβαια, μια που είχαν συναντηθεί άπειρες φορές όλ’ αυτά τα χρόνια

O Πάτρικ σήκωσε και τα δυο του χέρια προς το μέρος του. «Ήρεμα. Δεν ήρθαμε για έρευνα. Μιακουβέντα θα κάνουμε μόνο».

O Ρόμπερτ τούς κοίταξε γεμάτος καχυποψία αλλά μετά έγνεψε.

«Θέλουμε να μιλήσουμε και με τον αδερφό σου. Είναι στο σπίτι;»

Απρόθυμα, ο Ρόμπερτ έγνεψε ξανά και μετά φώναξε προς τη μεριά του σπιτιού:

"Στέφαν, ήρθαν οι μπάτσοι, θέλουν να μας μιλήσουν!»

«Δεν μπορούμε να πάμε μέσα και να καθίσουμε;»

Δίχως να περιμένει απάντηση, ο Πάτρικ κατευθύνθηκε προς την πόρτα, με τον Γιέστα να τονακολουθεί κατά πόδας. O Ρόμπερτ δεν είχε άλλη επιλογή από το να τους ακολουθήσει κι αυτός. Δενμπήκε στον κόπο να βγάλει τη φόρμα ή έστω να πλυθεί λίγο. Έπειτα από τόσες πρωινές επιδρομέςστο σπίτι τους, ο Πάτρικ γνώριζε πολύ καλά πως δεν υπήρχε λόγος γι' αυτό. Το σπίτι ήταν μέσα στηβρομιά. Πριν από πολλά χρόνια αυτό το μικρό σπίτι πρέπει να ήταν σίγουρα όμορφο και βολικάμικρό, αλλά οπωσδήποτε βολικό, μέσα στην πάστρα. Όμως τόσα χρόνια αδιαφορίας είχανεξαφανίσει την πάστρα, και τώρα έμοιαζε με εμπόλεμη ζώνη. Οι ταπετσαρίες είχαν αποκτήσει έναμουντό καφετί χρώμα, με τις άκρες τους να κρέμονται, και πολλές κηλίδες. Εκτός από τη βρομιά, τοσπίτι έδινε την εντύπωση πως ήταν καλυμμένο από μια λεπτή λιπαρή μεμβράνη. Οι δυο αστυνομικοίέγνεψαν στη Σούλβεΐγκ, που καθόταν στο ξεχαρβαλωμένο τραπέζι της κουζίνας χωμένη και χαμένηστα άλμπουμ με τις φωτογραφίες. Μαύρες απεριποίητες τούφες από τα μαλλιά της κρέμονταν στοπρόσωπό της, και όταν παραμέρισε νευριασμένη μία από αυτές που έπεφτε στα μάτια της, ταδάχτυλά της φάνηκαν να γυαλίζουν από τη λίγδα. Εντελώς ασυνείδητα, ο Πάτρικ σκούπισε τα χέρια

Page 96: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

του στο σορτς του και κάθισε προσεχτικά στην άκρη μιας καρέκλας. O Στέφαν, που μόλις είχε βγειαπό ένα άλλο μικρό δωμάτιο, πήγε και κάθισε βλοσυρός δίπλα στη μητέρα και τον αδερφό του στονκαναπέ της κουζίνας. Εκεί όπου κάθονταν και οι τρεις, ο Πάτρικ παρατήρησε την οικογενειακή τουςομοιότητα. H παλιά ομορφιά της Σούλβεΐγκ υπήρχε ακόμη σαν ξεχασμένος απόηχος στα πρόσωπατων παιδιών. Όπως είχε ακούσει ο Πάτρικ, ο Γιοχάνες ήταν ένας πολύ όμορφος άντρας, και αν οιδυο γιοι του περιποιούνταν λίγο τον εαυτό τους δεν θα υστερούσαν κι αυτοί σε ομορφιά. Τώραόμως υπήρχε πάνω τους μια αστάθεια χαρακτηριστικών, κάτι που τους πρόσδιδε μια χροιά ελαφριάςπανουργίας. Μάλλον η λέξη για την οποία έψαχνε ο Πάτρικ

ήταν η ανεντιμότητα. Κι αν υπήρχε φάτσα την οποία θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς ανέντιμη,σίγουρα θα ήταν η φάτσα του Ρόμπερτ. O Πάτρικ έτρεφε ακόμη κάποια ελπίδα για τον Στέφαν.Όσες φορές τους είχε συναντήσει -για θέματα που αφορούσαν την αστυνομία πάντα-, ο μικρότεροςέδινε μια λιγότερο κακή εντύπωση απ’ ό,τι ο αδερφός του. Καμιά φορά, ο Πάτρικ διέκρινε κάτιδιστακτικό πάνω του, κάτι που είχε σχέση με τη ζωή που είχε διαλέξει ακολουθώντας τα χνάρια τουΡόμπερτ. Κρίμα που ο Ρόμπερτ ασκούσε τέτοια επιρροή πάνω του, γιατί διαφορετικά ο Στέφαν θαείχε επιλέξει μια άλλη ζωή. Τώρα όμως ίσως να ήταν αργά γι' αυτό.

«Τι διάβολο θέλεις πάλι;» O Στέφαν έκανε την ίδια οργισμένη ερώτηση με τον αδερφό του.

«Σκεφτήκαμε να ρωτήσουμε τι κάνατε χτες βράδυ. Μήπως έτυχε να περάσετε από τον θείο και τηθεία σας και να το γλεντήσετε κομματάκι με πετροβόλημα;»

Τα δύο αδέρφια αντάλλαξαν ένα συνωμοτικό βλέμμα πριν φορέσουν μια μάσκα παντελούς άγνοιας.

«Όχι, γιατί να κάνουμε κάτι τέτοιο; Όλο το βράδυ χτες ήμασταν στο σπίτι, έτσι δεν είναι, μαμά;»

Στράφηκαν και οι δύο προς τη Σούλβεΐγκ, κι εκείνη έγνεψε καταφατικά. Είχε κλείσει προσώρας ταάλμπουμ της και τώρα καθόταν και άκουγε με ενδιαφέρον τη συνομιλία ανάμεσα στους γιους τηςκαι την αστυνομία

«Ναι, ήταν και οι δύο εδώ χτες. Καθόμασταν και κοιτούσαμε τηλεόραση παρέα. Είχαμε ένα όμορφοοικογενειακό βράδυ».

Δεν προσπάθησε καν να κρύψει την ειρωνεία στον τόνο της φωνής της.

«Δηλαδή, ο Στέφαν και ο Ρόμπερτ δεν βγήκαν ούτε για μια στιγμή; Γύρω στις δέκα περίπου;»

«Δεν έλειψαν ούτε μισό λεπτό, όχι. Ούτε στην τουαλέτα δεν πήγαν απ’ ότι θυμάμαι».

Διατηρούσε ακόμη τον ίδιο σαρκαστικά τόνο στη φωνή της και οι γιοι της δεν μπόρεσαν να μηχαμογελάσουν.

"Ωστε κάποιος πήγε εκεί και τους έσπασε τα τζάμια χτες βράδυ. Πρέπει να χέστηκαν από τον φόβοτους, ε;" Τα χαμόγελα τώρα έγιναν κανονικό ομαδικό γέλιο, έκανε τον Πάτρικ να σκεφτεί τοζευγάρι με τα γερόντια στο Μάπετ Σόου.

«Μπα, μόνο η θεία σας, για την ακρίβεια. O Γκάμπριελ έλειπε χτες, ήταν μόνη στο σπίτι».

Page 97: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

H απογοήτευση ζωγραφίστηκε μεμιάς στα πρόσωπά τους. Πιθανώς είχαν υπολογίσει να τουςτρομοκρατήσουν και τους δύο, αλλά δεν είχαν λογαριάσει την περίπτωση που ο Γκάμπριελ θαέλειπε από το σπίτι.

«Σούλβεΐγκ, άκουσα ότι εσύ έκανες μια μικρή επίσκεψη στην έπαυλη χτες. Και ότι έπεσαν κάποιεςαπειλές. Έχεις να μας πεις κάτι γι' αυτό;»

O Γιέστα είχε πάρει τώρα τον λόγο. και τόσο ο Πάτρικ όσο και οι αδερφοί Χουλτ τον κοίταξανπαραξενεμένα.

Εκείνη κάγχασε επιδεικτικά. «Μπα; Σου είπαν ότι τους απείλησα, ε; Μάθε, λοιπόν, ότι δεν είπατίποτα που να μην το άξιζαν. Διότι ο Γκάμπριελ ήταν που κατέδωσε τον σύζυγό μου ως φονιά.Αυτός του αφαίρεσε τη ζωή. και είναι σαν να τον κρέμασε ο ίδιος από το σχοινί».

Ένας μυς τρεμόπαιξε στο πρόσωπο του Ρόμπερτ στο άκουσμα του τρόπου με τον οποίο πέθανε οπατέρας του. O Πάτρικ θυμήθηκε μεμιάς αυτό που είχε διαβάσει: O Ρόμπερτ ήταν αυτός που είχεβρει τον πατέρα του κρεμασμένο.

H Σούλβεΐγκ συνέχισε τον φιλιππικό της. «O Γκάμπριελ πάντα μισούσε τον Γιοχάνες. Τον ζήλευεαπό τότε που ήταν μικρά παιδιά. O Γιοχάνες ήταν όλα όσα δεν ήταν ο Γκάμπριελ και ο Γκάμπριελτο ήξερε καλά αυτό. O Εφραίμ έδειχνε πάντα μεγαλύτερη εύνοια στον Γιοχάνες, και δεν μπορώ ναπω ότι δεν τον καταλαβαίνω. Βέβαια δεν πρέπει κανείς να ξεχωρίζει τα

παιδιά του" έδειξε με μια κίνηση του κεφαλιού τα παιδιά της που κάθονταν δίπλα της στον καναπέ"αλλά ο Γκάμπριελ ήταν ψυχρός σαν τον πάγο, ενώ ο Γιοχάνες έσφυζε από ζωή. Κι εγώ τα ξέρωκαλά αυτά, γιατί πρώτα αρραβωνιάστηκα το έναν και μετά τον άλλο. Τον Γκάμπριελ δεν τον άναβεςμε τίποτα, σε κανέναν τομέα. Ήταν πάντα τόσο αναθεματισμένα καθωσπρέπει τύπος και ήθελε ναπεριμένει μέχρι να παντρευτούμε, έλεγε. Αυτό μου έσπασε τα νεύρα. Μετά ήρθε ο αδερφός του καιάρχισε να με φέρνει βόλτα, κι αυτό ήταν κάτι πολύ, μα πολύ διαφορετικό. Εκείνα τα χέρια τουμπορούσαν να είναι παντού ταυτόχρονα, κι έκανε μια γυναίκα να φλέγεται μόνο με ένα του βλέμμα".Γέλασε βραχνά και κοίταξε στο κενό σαν να ξαναζούσε τις καυτές νύχτες της νιότης της.

«Γαμώτο! Βούλωσε το, ρε μάνα!»

H αηδία φαινόταν πεντακάθαρα στα πρόσωπα των γιων της. Προφανώς δεν ήθελαν ν’ ακούν για τοερωτικό παρελθόν της μητέρας τους. Από το μυαλό του Πάτρικ πέρασε η εικόνα μιας τσίτσιδηςΣούλβεΐγκ να κουλουριάζει ηδονικά το παχύ κορμί της και ανοιγόκλεισε τα μάτια του για να τηναποδιώξει.

«Μόλις άκουσα, λοιπόν, για την κοπέλα που βρέθηκε δολοφονημένη και ότι είχαν, επίσης, βρει τηΣιβ και τη Μόνα, πήγα εκεί πάνω για να τους τρίψω την αλήθεια στα μούτρα. Από καθαρή ζήλια καικακία, εκείνο το καθίκι κατέστρεψε τη ζωή μου, τη ζωή του Γιοχάνες και των παιδιών μας, αλλάτώρα, επιτέλους, τους κοίταξε όλους η αλήθεια κατάματα. Τώρα θα ντρέπονται όλοι τους πουάκουσαν τον λάθος αδερφό, κι ελπίζω ο Γκάμπριελ να καεί στην κόλαση για τις αμαρτίες του!»

Είχε αρχίσει να συγχύζεται όλο και περισσότερο, τείνοντας να φτάσει στην ίδια μανία που την είχε

Page 98: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

πιάσει την προηγούμενη μέρα και ο Στέφαν έβαλε το χέρι του στο μπράτσο της για να τηνκαθησυχάσει και ταυτόχρονα να την προειδοποιήσει. «Εντάξει, αλλά, όποια κι αν είναι η αιτία δενμπορείς να

τρέχεις εδώ κι εκεί και να απειλείς τον κόσμο. Και ούτε να πετάτε πέτρες στα παράθυρά τους!»

O Πάτρικ έστρεψε το δάχτυλο του προς τον Ρόμπερτ και τον Στέφαν, δείχνοντάς τους ότι δενυπήρχε περίπτωση να πιστέψει τις διαβεβαιώσεις της μητέρας τους για το ότι πέρασαν το βράδυμπροστά στην τηλεόραση. Εκείνοι ήξεραν ότι γνώριζε για τι πράγμα μιλούσε και άτι τουςπροειδοποιούσε πως δεν θα τους άφηνε στιγμή από τα μάτια του. Απλώς κάτι μουρμούρισαν προςαπάντηση.

Ωστόσο, η Σούλβεΐγκ δεν φαινόταν να χαμπαριάζει από προειδοποιήσεις, και τα μάγουλά της ήτανακόμη κατακόκκινα από την οργή.

«Κι εδώ που τα λέμε, δεν είναι μόνο ο Γκάμπριελ που θα πρέπει να ντρέπεται! Πότε θα μας ζητήσειάραγε και η αστυνομία μια συγγνώμη; Θυμάστε πώς αλωνίζατε στο Βεστεργκόρντεν και κάνατε άνωκάτω τα πράγματα και τη ζωή μας Πώς ήρθατε και πήρατε τον Γιοχάνες με περιπολικό για να τονανακρίνετε; Κάνατε κι εσείς ό,τι μπορούσατε για να τον σπρώξετε στον θάνατο. Μήπως ήρθε η ώρανα ζητήσετε συγγνώμη τώρα;»

O Γιέστα πήρε για δεύτερη φορά τον λόγο:

«Πριν εξιχνιάσουμε τι ακριβώς συνέβη με τα τρία κορίτσια, δεν θα μας μιλάς εμάς για συγγνώμες.Μέχρι να δούμε πού θα μας οδηγήσει αυτή η ιστορία, θέλω να συμπεριφέρεσαι σαν άνθρωπος.Ακούς, Σούλβεΐγκ;»

H αποφασιστικότητα στη φωνή του Γιέστα φαινόταν να προέρχεται από κάποιο αναπάντεχο μέρος.

Φτάνοντας στο αυτοκίνητο, ο Πάτρικ ρώτησε τον Γιέστα έκπληκτος:

«Γνωρίζεστε με τη Σούλβεΐγκ;».

O Γιέστα γρύλισε. «Αν γνωριζόμαστε; Ναι. Τρόπος του λέγειν δηλαδή. Είναι συνομήλικη με τονμικρότερο αδερφό μου και πηγαινοερχόταν στο σπίτι συνεχώς όταν ήμασταν μικρά. Μόλις έφτασεστην εφηβεία, την ήξεραν όλοι. Ήταν η ομορφότερη.

κοπέλα στην περιοχή, αν θες να ξέρεις, έστω κι αν είναι δύσκολο να το πιστέψεις. Ναι, κρίμα που ναπάρει η οργή. Κρίμα που της έτυχαν όλ’ αυτά, και σε αυτή και στα αγόρια της». Κούνησε θλιμμένοςτο κεφάλι. "Και να μην μπορώ καν να της πω ότι έχει δίκιο πως ο Γιοχάνες πέθανε άδικα. Πώς να τοπω; Δεν ξέρουμε τίποτα, διάβολε!"

Χτύπησε απογοητευμένος τη γροθιά στον μηρό του. O Πάτρικ σκέφτηκε πως έμοιαζε με αρκούδαπου ξυπνάει από μια μακρά περίοδο χειμερίας νάρκης.

«Θα κοιτάξεις, λοιπόν, το θέμα των φυλακών όταν επιστρέψουμε;»

Page 99: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Σου είπα ότι Θα το κάνω! Είμαι αρκετά μεγάλος για να καταλάβω μια εντολή με την πρώτη. Είμαιεδώ για να παίρνω εντολές από ένα μυξιάρικο που δεν έχει μάθει ακόμη να περπατάει...» O Γιέστακοίταζε βλοσυρός έξω από το παράθυρο.

Έχουμε πολύ δρόμο να χάνουμε ακόμα, σκέφτηκε κουρασμένα ο Πάτρικ.

Το Σάββατο η Ερίκα αντιλήφθηκε άτι ήθελε πολύ να έχει κοντά της τον Πάτρικ στο σπίτι ξανά. Τηςείχε υποσχεθεί να πάρει άδεια το Σαββατοκύριακο, και τώρα διέσχιζαν τη θάλασσα με την ξύλινηβάρκα τους κατευθυνόμενοι προς τα βράχια. Είχαν την τύχη να βρουν μια βάρκα που ήταν ακριβώςίδια με αυτή που είχε ο Τούρε, ο πατέρας της Ερίκα. Ήταν ο μοναδικός τύπος βάρκας πουεπιθυμούσε και η ίδια. H ιστιοπλοΐα δεν την είχε τραβήξει ποτέ ιδιαίτερα, παρόλο που είχε κάνειμερικά μαθήματα- από την άλλη, μια πλαστική εξωλέμβιος θα ήταν σίγουρα ταχύτερη. Αλλά ποιοςβιαζόταν.

O ήχος από τον κινητήρα της βάρκας ήταν γι' αυτήν ο ήχος της παιδικής της ηλικίας. Μικρή ξάπλωνεσυχνά και κοιμόταν στον ζεστό ξύλινο πάτο με το υπνωτιστικό «χτυποκάρδι» της μηχανής στ’ αυτιάτης. Συνήθως προτιμούσε να σκαρφαλώνει και να κάθεται στην ανυψωμένη πλώρη, μπροστά από τα

τζάμια του ανεμοθώρακα αλλά στην τωρινή, κάπως λιγότερο χαριτωμένη κατάστασή της δεναποτόλμησε κάτι τέτοιο και επέλεξε να καθίσει σε ένα από τα σέλματα πίσω από τον ανεμοθώρακα.O Πάτρικ στεκόταν δίπλα στη λαγουδέρα, με τον άνεμο ν' ανακατώνει τα καστανά μαλλιά του κι έναχαμόγελο στα χείλη. Είχαν ξεκινήσει νωρίς για να προλάβουν να φτάσουν πριν από τους τουρίστες,και ο αέρας ήταν φρέσκος και πεντακάθαρος. Μικρές αλμυρές σταγόνες πιτσίλιζαν τη βάρκα κάθελίγο και λιγάκι, και η Ερίκα μπορούσε να νιώσει τη γεύση του αλατιού στον αέρα που ανέπνεε. Τηςήταν δύσκολο να φανταστεί ότι κουβαλούσε μέσα της έναν μικρό άνθρωπο, που σε κάνα δυο χρόνιοθα καθόταν σίγουρα δίπλα στον Πάτρικ στην πρύμνη, με ένα φουσκωτό πορτοκαλί σωσίβιο μεμεγάλο γιακά όπως είχε κάνει ακριβώς και η ίδια με τον πατέρα της τόσες πολλές φορές.

Το μάτια της άρχισαν να τσούζουν στη σκέψη ότι ο πατέρας της δεν θα έβλεπε ποτέ το εγγόνι του.Ούτε, βέβαια η μητέρα της, αλλά, μια που η τελευταία δεν είχε ενδιαφερθεί ποτέ για τις κόρες της, ηΕρίκα δεν πίστευε ότι άλλο ένα εγγόνι θα της ξυπνούσε περισσότερα συναισθήματα. Αλλωστε, ημητέρα της ήταν πάντα αφύσικα σφιγμένη και αδιάφορη όταν συναντούσε τα παιδιά της Αννας, τααγκάλιαζε απλώς αδέξια όταν το απαιτούσαν η κατάσταση και ο περίγυρος. H πίκρα πλημμύρισεξανά την Ερίκα αλλά κατάπιε για να μην την αφήσει να βγει. Στις πιο σκοτεινές στιγμές της φοβότανμήπως η μητρότητα αποδεικνυόταν και για την ίδια εξίσου καταπιεστική όπως αποδείχτηκε και γιατην Ελσι. Φοβόταν μήπως μεταμορφωνόταν μεμιάς στην ψυχρή κι απρόσιτη μητέρα της. H λογικήτής έλεγε ότι αυτό ήταν εντελώς γελοίο, ακόμα και σαν σκέψη, αλλά ο φόβος δεν είχε σχέση με τηλογική. Πάντως, η Αννα ήταν μια μητέρα γεμάτη θέρμη και στοργή για την Εμμα και τον Αντριαν,γιατί να μην της μοιάσει και η ίδια, σκέφτηκε σε μια προσπάθεια να καθησυχάσει τον εαυτό της.Τουλάχιστον

αυτή είχε επιλέξει τον σωστό πατέρα για το μωρό, σκέφτηκε καθώς κοίταζε τον Πάτρικ. Η ηρεμίατου και η αυτοπεποίθησή του συμπλήρωναν τη δική της νευρικότητα με έναν τρόπο που δεν είχεσυμβεί με κανέναν άλλο άντρα πριν. Θα γινόταν ένας θαυμάσιος πατέρας.

Αποβιβάστηκαν σ’ έναν μικρό και προφυλαγμένο όρμο και άπλωσαν τις πετσέτες τους στα γυμνά

Page 100: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

επίπεδα βράχια. Αυτό της έλειπε πολύ όταν έμενε στη Στοκχόλμη. Εκεί το αρχιπέλαγος ήταν τόσοδιαφορετικό με όλ' αυτά τα δάση και τη βλάστηση, και κατά κάποιον τρόπο το ένιωθε μπερδεμένοκαι αδιάκριτο. Οι κάτοικοι της δυτικής ακτής συνήθιζαν ν’ αποκαλούν υποτιμητικά το αρχιπέλαγοςτης Στοκχόλμης «πλημμυρισμένο κήπο». Το αρχιπέλαγος της δυτικής ακτής ήταν τόσο καθαρόμέσα στην απλότητά του. Οι ρόδινοι και γκρίζοι γρανίτες αντανακλούσαν τα κρυστάλλινα νερά κοκορθώνονταν σπαραξικάρδια όμορφα προς έναν ανέφελο ουρανό. Τα μικρά λουλούδια πουφύτρωναν στις χαραμάδες των βράχων ήταν η μόνη βλάστηση, και σε αυτό το γυμνό τοπίο ηομορφιά τους αναδεικνυόταν με τον καλύτερο τρόπο. Η Ερίκα έκλεισε τα μάτια και ένιωσε πωςγλίστρησε στην αγκαλιά ενός ευχάριστου αποκαρώματος, που το συνόδευαν ο παφλασμός τουνερού και η βάρκα που χτυπούσε ανάλαφρα στις πρυμάτσες.

Οταν ο Πάτρικ την ξύπνησε προσεχτικά, δεν ήξερε πού ακριβώς βρισκόταν. Μόλις άνοιξε τα μάτιατης. την τύφλωσε το έντονο φως του ήλιου για μερικά δευτερόλεπτα, και ο Πάτρικ ήταν απλώς μιασκοτεινή σκιά που υψωνόταν αποπάνω της. Μόλις προσανατολίστηκε, αντιλήφθηκε πως είχεκοιμηθεί σχεδόν δυο ώρες και ένιωσε πως ήθελε να ορμήσει πάνω στα συνοδευτικά του καφέ πουείχαν πάρει μαζί τους.

Γέμισαν δύο τεράστια κύπελλα με τον καφέ από το θερμός και τον συνόδευσαν με κουλουράκιακανέλας. Πουθενά αλλού δεν είχαν ο καφές και τα κουλουράκια τη γεύση που είχαν σ' ένα νησί. Τααπόλαυσαν και τα δύο όσο περισσότερο μπορούσαν.

H Ερίκα δεν μπόρεσε να μην ανακινήσει το απαγορευμένο θέμα συζήτησης.

«Πώς τα πάτε, αλήθεια;»

«Έτσι κι έτσι. Ένα βήμα μπρος και δύο βήματα πίσω».

Οι απαντήσεις του Πάτρικ ήταν κοφτές. Ήταν φανερό πως δεν ήθελε ν’ αφήσει το κακό που είχεπαρεισφρήσει στο επάγγελμα του να εισβάλει και να διαταράξει την ηλιόλουστη γαλήνη.

Όμως, η περιέργεια της ήταν πολύ μεγάλη και δεν μπορούσε να σταματήσει να ρωτάει μήπως καιμάθαινε κάτι περισσότερο.

«Σας χρησίμεψαν καθόλου τα άρθρα που βρήκα; Πιστεύετε ότι το όλο θέμα έχει σχέση με τηνοικογένεια Χουλτ ή απλώς ο Γιοχάνες Χουλτ ήταν άτυχος που μπερδεύτηκε με αυτή την υπόθεση.»

O Πάτρικ αναστέναξε εκεί που καθόταν με την τεράστια κούπα ανάμεσα στα χέρια του.

«Μακάρι να ’ξερα. Όλη η οικογένεια Χουλτ θυμίζει μια αναθεματισμένη σφηκοφωλιά και πολύ θαήθελα να αποφύγω ν’ ανακατευτώ στις εσωτερικές τους σχέσεις. Αλλά υπάρχει κάτι που δεν μουκάθεται καλά. Είτε έχει να κάνει με τους φόνους είτε όχι, αυτό δεν το γνωρίζω. Ίσως να είναι ησκέψη ότι η αστυνομία ενδεχομένως συνέβαλε στην αυτοκτονία ενός αθώου ανθρώπου αυτό που μεκάνει να ελπίζω ότι υπήρχε κάποια βάση για τις υποψίες μας. Στο κάτω κάτω, η μαρτυρία τουΓκάμπριελ ήταν το μοναδικό λογικό στοιχείο που είχαν όταν εξαφανίστηκαν τα κορίτσια. Αλλά δενμπορούμε να επικεντρώσουμε την προσοχή μας μόνο σε αυτό, πρέπει να διευρύνουμε την έρευνάμας». Σταμάτησε, αλλά μόνο για λίγα δευτερόλεπτα, και μετά συνέχισε: «Προτιμώ όμως να μη

Page 101: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

μιλάω γι’ αυτά. Αυτή τη στιγμή νιώθω ότι έχω ανάγκη να αποκλείσω από τη σκέψη μου οτιδήποτεέχει σχέση με φόνους και να σκεφτώ κάτι άλλο».

Εκείνη έγνεψε. «Υπόσχομαι να μη ρωτήσω τίποτε άλλο. Ένα κουλουράκι ακόμα;»

Δεν το αρνήθηκε, και έπειτα από δύο ώρες διάβασμα και ηλιοθεραπεία στο νησί κοίταξαν το ρολόικαι αντιλήφθηκαν πως ήταν ώρα να πάρουν το δρόμο της επιστροφής και να προετοιμαστούν γιατην άφιξη των επισκεπτών τους. Την τελευταία στιγμή είχαν αποφασίσει να καλέσουν, επίσης, τονπατέρα του Πάτρικ και τη γυναίκα του, οπότε έπρεπε να βάλουν κάρβουνα και να ψήσουν για οχτώενήλικες και δύο παιδιά.

O Γκάμπριελ πάντα ένιωθε νευρικότητα μόλις ερχόταν το Σαββατοκύριακο που το περίμενε για ναηρεμήσει και να μη δουλέψει. Το πρόβλημα ήταν ότι όταν δεν δούλευε δεν ήξερε τι να κάνει. Hδουλειά ήταν η ζωή του. Δεν είχε ούτε ενδιαφέροντα ούτε χόμπι, δεν επιθυμούσε να συναναστραφείμε τη σύζυγό του, και τα παιδιά του είχαν φύγει, έστω κι αν η κατάσταση της Λίντα ήταν ακόμησυζητήσιμη. Ως εκ τούτου, κλεινόταν συχνά στο γραφείο του και έπεφτε με τα μούτρα σταλογιστικά βιβλία του. Οι αριθμοί ήταν το μόνο που καταλάβαινε σε αυτή τη ζωή. Σε αντίθεση μετους ανθρώπους με την ενοχλητική συναισθηματικότητα και τον παραλογισμό τους, οι αριθμοίακολουθούσαν αυστηρούς κανόνες. Μπορούσε να τους εμπιστεύεται και ένιωθε άνετα στον κόσμοτους. Δεν απαιτούνταν ευφυΐα για να καταλάβει από πού προερχόταν η επιθυμία για τάξη καινοικοκυριό. Ήδη ο Γκάμπριελ την είχε αποδώσει προ πολλού στη χαοτική παιδική του ηλικία, αν καιαυτό δεν ήταν κάτι στο οποίο στεκόταν ιδιαίτερα. H ανάγκη του για τάξη τον εξυπηρετούσε μιαχαρά η προέλευσή της συνεπώς είχε ελάχιστη ή μηδενική σημασία.

Τα χρόνια που πέρασε στον δρόμο με τον Ιεροκήρυκα προσπαθούσε να μην τα σκέφτεται καθόλου.Αλλά όταν θυμόταν τα παιδικά του χρόνια, η εικόνα του πατέρα ως Ιεροκήρυκας ήταν πάντα εκεί.Μια απρόσωπη, τρομακτική φιγούρα που γέμιζε τις μέρες τους με ανθρώπους υστερικούς πουφώναζαν και μιλούσαν ακατάληπτα. Αντρες και γυναίκες ορμούσαν και

προσπαθούσαν ν’ αγγίξουν αυτόν και τον Γιοχάνες. Γαντζώνονταν αποπάνω τους σαν αρπακτικάόρνια για να τους αναγκάσουν να θεραπεύσουν τον σωματικό ή τον ψυχικό πόνο που τους έκανε ναυποφέρουν. Ανθρωποι που πίστευαν πως αυτός και ο αδερφός του ήταν η απάντηση στις προσευχέςτους. Ένας απευθείας δίαυλος στην επικοινωνία τους με τον Θεό.

O Γιοχάνες είχε αγαπήσει εκείνα τα χρόνια. Απολάμβανε την προσοχή και στεκόταν πρόθυμα κάτωαπό τα φώτα της ράμπας. O Γκάμπριελ τον είχε συλλάβει πολλές φορές τα βράδια που ξάπλωναν ναπαρατηρεί με λατρεία τα χέρια του, σαν να προσπαθούσε ν’ ανακαλύψει από πού έρχονταν αυτά ταυπέροχα θαύματα.

Κι ενώ ο Γκάμπριελ είχε νιώσει απέραντη ευγνωμοσύνη όταν σταμάτησε να έχει πια αυτή τηνικανότητα, ο Γιοχάνες είχε απελπιστεί. Δεν μπορούσε να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι ήταν πια ένασυνηθισμένο παιδί δίχως κανένα ιδιαίτερο χάρισμα, ένα παιδί σαν όλα τ' άλλα. Είχε κλάψει και είχεπαρακαλέσει θερμά τον Ιεροκήρυκα να τον βοηθήσει ν’ ανακτήσει το χάρισμά του, αλλά ο πατέραςτούς είχε εξηγήσει κοφτά ότι τώρα αυτή η ζωή είχε τελειώσει, ότι θα άρχιζαν μια άλλη και ότι ήτανάγνωσται αι βουλαί του Υψίστου.

Page 102: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Όταν επέστρεψαν στο υποστατικό έξω από τη Φιελμπάκα, ο Ιεροκήρυκας έγινε Εφραίμ, όχι πατέρας,στα μάτια του Γκάμπριελ ο οποίος αγάπησε εκείνη τη ζωή από την πρώτη κιόλας στιγμή. Οχι επειδήβρέθηκε πιο κοντά στον πατέρα του -ο αγαπημένος του ήταν πάντα ο Γιοχάνες-, αλλά επειδή είχεβρει επιτέλους ένα σπιτικό. Ένα μέρος να μείνει και να τακτοποιήσει τη ζωή του αναλόγως.Μπορούσε πλέον να βάλει τη ζωή του σε τάξη και να έχει συγκεκριμένες ώρες για να κάνεισυγκεκριμένα πράγματα. Ενα σχολείο όπου μπορούσε να πηγαίνει. Επίσης, αγαπούσε το υποστατικόκαι ονειρευόταν να το αναλάβει κάποια μέρα και να το δουλέψει με τον δικό του τρόπο. Ήξερε ότιθα γινόταν καλύτερος διαχειριστής από τον Εφραίμ και τον

Γιοχάνες και τα βράδια προσευχόταν να μην κάνει ο πατέρας του τη βλακεία να το κληροδοτήσειστον λατρευτό του γιο όταν μεγάλωναν. Δεν τον πείραζε διόλου που ο Γιοχάνες απολάμβανε όλητην πατρική αγάπη και προσοχή, αρκεί το υποστατικό να κατέληγε σε αυτόν, δηλαδή στονΓκάμπριελ.

Κι έτσι είχε γίνει. Αλλά όχι με τον τρόπο που το είχε φανταστεί. Διότι ο Γιοχάνες υπήρχε πάνταμέσα στη σκέψη του στον κόσμο της φαντασίας του. Και μόνο όταν πέθανε, ο Γκάμπριελ κατάλαβεπόση ανάγκη είχε και ο ίδιος τον ανέμελο αδερφό του, είχε ανάγκη ν’ ανησυχεί γι’ αυτόν και ναεκνευρίζεται από αυτόν. Εντούτοις, δεν θα μπορούσε να είχε φερθεί διαφορετικά.

Είχε ζητήσει από τη Λάινε να μην πει ότι πίστευαν πως ο Στέφαν και ο Ρόμπερτ πέταξαν τις πέτρεςκαι έσπασαν τα τζάμια τους. Το γεγονός ότι της ζήτησε κάτι τέτοιο τον είχε εκπλήξει. Μήπως είχεαρχίσει να χάνει κάθε αίσθηση για τον νόμο και την τάξη ή μήπως είχαν αρχίσει να δουλεύουνυποσυνείδητα οι τύψεις για τη μοίρα της οικογένειάς; Δεν ήξερε, αλλά ήταν ευγνώμων, εκ τωνυστέρων, που η Λάινε επέλεξε να τον παρακούσει και να τα πει όλα στην αστυνομία. Ακόμα κι αυτόήρθε σαν έκπληξη. Στα μάτια του, η γυναίκα του ήταν μάλλον μια γκρινιάρα κι άβουλη μαριονέταπαρά ένας άνθρωπος με δική του θέληση, και γι’ αυτό είχε ξαφνιαστεί από την επιθετικήσυμπεριφορά της και την εμπάθεια που είχε δει στα μάτια της. Αυτό τον ανησυχούσε. Μαζί με όσαείχαν συμβεί την εβδομάδα που πέρασε, ένιωθε σαν όλη η συμπαντική τάξη να ετοιμαζόταν ν’αλλάξει. Και για έναν άντρα που απεχθανόταν τις αλλαγές αυτό ήταν τρομαχτικό όραμα για τομέλλον. O Γκάμπριελ χώθηκε ακόμα πιο βαθιά στον κόσμο των αριθμών.

Οι πρώτοι επισκέπτες ήρθαν ακριβώς στην ώρα τους. O πατέρας του Πάτρικ, ο Λαρς και η σύζυγόςτου, η Μπίταν, έφτασαν στις τέσσερις, φέρνοντας μαζί τους λουλούδια και ένα μπουκάλι κρασί γιατους οικοδεσπότες. O πατέρας του Πάτρικ ήταν

ένας μεγαλόσωμος ψηλός άντρας με μεγάλη κοιλιά. H εδώ και είκοσι χρόνια σύζυγός του ήτανμικρόσωμη, κοντή και στρογγυλή σαν μπαλάκι. Αλλά αυτή η εμφάνιση της ταίριαζε, και οι ρυτίδεςγέλιου γύρω από τα μάτια της αποδείκνυαν ότι δεν δυσκολευόταν καθόλου να γελάσει. H Ερίκαήξερε ότι ο Πάτρικ συνεννοούνταν ευκολότερα με την Μπίταν παρά με την ίδια του τη μητέρα, τηνΚριστίνα, η οποία ήταν πολύ πιο αυστηρό και βλοσυρό άτομο. Το διαζύγιο των γονιών του είχεπολλές πικρές στιγμές, αλλά με τον καιρό είχε επιτευχθεί. αν όχι μια φιλία, τουλάχιστον μιασυμφωνία για ειρήνη ανάμεσα στον Λαρς και την Κριστίνα, και ενίοτε μπορούσαν νασυμπεριφέρονται σωστά σε κοινωνικές εκδηλώσεις. Όμως, το απλούστερο ήταν να τους καλούνξεχωριστά, σε διαφορετικές περιστάσεις. Επειδή αυτή τη φορά η Κριστίνα έτυχε να είναι στοΓέτεμποργ, όπου είχε πάει να επισκεφτεί τη μικρή αδερφή του Πάτρικ, δεν υπήρχε λόγος ναανησυχούν που είχαν καλέσει μόνο τον Λαρς και την Μπίταν στο μπάρμπεκιου πάρτι τους.

Page 103: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Ένα τέταρτο αργότερα ήρθαν ο Νταν και η Μαρία και μέχρι να προλάβουν να καθίσουν στον κήποκαι νο χαιρετήσουν ευγενικά τον Λαρς και την Μπίταν, η Ερίκα άκουσε τη χαρούμενη φωνή τηςΈμμα από την ανηφόρα που οδηγούσε στο σπίτι. Βγήκε να τους προϋπαντήσει και, αφού πρώτααγκαλιάστηκε με τα παιδιά, ήρθε η ώρα να γνωρίσει τον καινούργιο άντρο στη ζωή της Αννας.

«Γεια σου! Χαίρομαι που σε γνωρίζω επιτέλους!»

Απλωσε το χέρι της και χαιρέτησε τον Γκούσταβ αφ Κλιντ. H πρώτη εντύπωση ήρθε ναεπιβεβαιώσει τις προκαταλήψεις της. O Γκούσταβ έμοιαζε ακριβώς με τους άλλους νεαρούςαριστοκράτες του Έστερμαλμ που κυκλοφορούσαν στο Στούρεπλαν. Σκούρα μαλλιά χτενισμέναπρος τα πίσω. Πουκάμισο και παντελόνι σε ένα επιμελώς ανεπίσημο στιλ -αν και η Ερίκα ήξερεπερίπου τι έγραφε το καρτελάκι της τιμής τους-, όπως επίσης και το υποχρεωτικό πουλόβερ, ριγμένοστον ώμο και

δεμένο μπροστά. Υπενθύμισε στον εαυτό της ότι δεν έπρεπε να τον κρίνει βιαστικά. Δεν είχε κανπρολάβει ν' ανοίξει το στόμα του, κι εκείνη τον είχε καταδικάσει στη σκέψη της. Για έναδευτερόλεπτο αναρωτήθηκε ανήσυχη μήπως αυτό που έκανε τις τρίχες της να σηκώνονται κάθεφορά που συναντούσε ανθρώπους οι οποίοι ήταν από γεννησιμιού τους πλούσιοι οφειλόταν σεκαθαρή και γνήσια ζήλια. Ευχόταν να μην ήταν έτσι. "Λοιπόν, πώς είναι το μωρό της θείας; Είναιευγενικό με τη μαμά;"

H αδερφή της έβαλε το αυτί στην κοιλιά της Ερίκα σαν να 'θελε να ακούσει την απάντηση στηνερώτηση της.

και την αγκάλιασε. Αφού αγκάλιασε και τον Πάτρικ, με την ίδια θέρμη, οδηγήθηκαν όλοι για νασυναντήσουν τους άλλους στον κήπο, όπου έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις. Τα παιδιά άρχισαν νατρεχοβολάνε με όλη τους την ψυχή στον κήπο ενώ οι μεγάλοι έπιναν κρασί ή κόκα κόλα, στηνπερίπτωση της Ερίκα, και το φαγητό μπήκε στα κάρβουνα. Όπως συνηθίζεται, οι άντρεςσυναθροίστηκαν γύρω από την ψησταριά, νιώθοντας πραγματικά αρσενικά, ενώ οι γυναίκες έπιασαντο κουβεντολόι. H Ερίκα δεν είχε μπορέσει να καταλάβει ποτέ της αυτή τη σχέση αντρών-ψησταριάς. Αντρες που ισχυρίζονταν συνήθως ότι δεν είχαν ιδέα πώς ψήνεται μια μπριζόλα στοτηγάνι θεωρούσαν τους εαυτούς τους δεξιοτέχνες του ψησίματος σαν τους έβαζες μπροστά από μιαψησταριά έξω στον κήπο. Οι γυναίκες μπορούσαν να λειτουργήσουν, πιθανώς, σαν σύμβουλοι γιατα υπόλοιπα πιάτα και οπωσδήποτε ήταν τέλειες για να φέρνουν καμιά μπίρα.

«Χριστούλη μου, τι όμορφα που είναι εδώ!» H Μαρία έπινε ήδη το δεύτερο ποτήρι κρασί, ενώ οιυπόλοιπες δεν είχαν προλάβει καλά καλά να δοκιμάσουν το πρώτο.

«Ευχαριστούμε. Ναι, ωραία είναι».

H Ερίκα δυσκολευόταν ν’ αντιμετωπίσει τη φίλη του Νταν χωρίς τυπικότητες. Δεν μπορούσε νακαταλάβει τι της έβρισκε

ο Νταν, ειδικά σε σύγχυση με την πρώην σύζυγό του, την Πενίλα, αλλά υποψιαζόταν άτι ανήκε κιαυτή σ' εκείνες τις μυστηριώδεις σχέσεις αντρών και γυναικών που δεν είχε μπορέσει ποτέ της νακαταλάβει. Το μοναδικό στο οποίο μπορούσε να καταλήξει με βεβαιότητα ήταν ότι δεν είχε επιλέξει

Page 104: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

τη Μαρία επειδή ήταν ικανή συζητήτρια. Ωστόσο, μάλλον η Μαρία είχε ξυπνήσει τα μητρικάένστικτα της Μπίταν, μια που η τελευταία φαινόταν να την έχει αναλάβει κατ’ αποκλειστικότητα,δίνοντας έτσι στην Αννα και την Ερίκα τη δυνατότητα να πουν τα δικά τους.

«Μη μου πεις ότι δεν είναι όμορφος!» H Αννα κοίταζε με θαυμασμό τον Γκούσταβ. «Σκέψου ότιένας τέτοιος άντρας ενδιαφέρθηκε για μένα!»

H Ερίκα κοίταξε την όμορφη νεότερη αδερφή της και αναρωτήθηκε πώς ένας άνθρωπος σαν τηνΆννα είχε απολέσει την αυτοπεποίθησή του. Κάποτε η αδερφή της ήταν μια δυνατή ανεξάρτητη καιελεύθερη ψυχή, αλλά τα χρόνια με τον Λούκας και οι ξυλοδαρμοί την είχαν καταβάλει. H Ερίκακατάπνιξε μια παρόρμηση να την αρπάξει και να την ταρακουνήσει. Κοίταξε την Εμμα και τονΆντριαν που κυνηγιόντουσαν σαν άγρια θηρία γύρω τους και, απορημένη, σκέφτηκε πώς ήτανδυνατόν να μη νιώθει η Άννα περηφάνια κι αυτοεκτίμηση βλέποντας πόσο υπεροχα παιδιά είχεγεννήσει κι αναθρέψει. Παρ’ όλα όσα είχαν περάσει στα λίγα χρόνια της μέχρι σήμερα ζωής τους.ήταν χαρούμενα και δυνατά και αγαπούσαν τον κόσμο γύρω τους. Κι όλ’ αυτά χάρη στην Άννα.

«Δεν πρόλαβα να μιλήσω μαζί του ακόμη, αλλά δείχνει ευχάριστος τύπος. Θα επιστρέψω μεαναλυτικότερη βαθμολογία μόλις τον γνωρίσω λίγο καλύτερα. Αλλά αφού καταφέρατε ναεπιβιώσετε μέσα σ’ ένα μικρό ιστιοφόρο αντάμα, υποθέτω ότι είναι καλός οιωνός».

Επιασε τον εαυτό της να χαμογελάει βεβιασμένα και επιφανειακά.

«Δεν θα έλεγα ακριβώς μικρό» είπε γελώντας η Αννα. «Δανείστηκε το Νάτζαντ 400 ενός φίλου του,το οποίο χωράει άνετα έναν μικρό στρατό».

Η συζήτηση διακόπηκε από την άφιξη των κρεάτων στο τραπέζι, και το αρσενικό κομμάτι τηςπαρέας κάθισε μαζί τους, ικανοποιημένοι όλοι τους που είχαν εκτελέσει το αντίστοιχο μοντέρνοέργο του κυνηγού - τροφοσυλλέκτη.

«Τι συζητάνε τα κορίτσια;»

O Νταν άπλωσε το χέρι του κι αγκάλιασε τη Μαρία, η οποία κουλουριάστηκε και κούρνιασε πάνωτου. Το αγκάλιασμα μετατράπηκε σε κανονική περίπτυξη, και παρόλο που είχαν περάσει πολλάχρόνια από τότε που ήταν με τον Νταν, η Ερίκα δεν διασκέδαζε καθόλου με το θέαμα των γλωσσώντους που έπαιζαν ξεδιάντροπα κατά τη διάρκεια των παθιασμένων φιλιών τους. Το θέαμα φαινόταννα δυσαρεστεί και τον Γκούσταβ, αλλά η Ερίκα δεν μπόρεσε να μην προσέξει τις λοξές ματιές τουπου παρακολουθούσαν μ’ ενδιαφέρον το βαθύ ντεκολτέ της Μαρίας.

«Λαρς, δεν είναι απαραίτητο να ρίχνεις τόση σάλτσα στο κρέας σου. Ξέρεις ότι πρέπει να προσέχειςτο βάρος σου. Σκέψου την καρδιά σου».

«Τι λες τώρα; Είμαι δυνατός σαν ταύρος! Αυτά εδώ που βλέπεις είναι καθαροί μύες» δήλωσε οπατέρας του Πάτρικ μεγαλόφωνα και χτύπησε την κοιλιά του με το χέρι του. «Και η Ερίκα είπε ότι ησάλτσα έχει ελαιόλαδο. Επομένως μου κάνει καλό. Το ελαιόλαδο κάνει καλό στην καρδιά.Οποιοσδήποτε θα μπορούσε να σου το πει αυτό».

Page 105: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

H Ερίκα συγκράτησε την επιθυμία της να του υποδείξει ότι η ποσότητα της σάλτσας με την οποίαείχε περιλούσει το κρέας του δεν ήταν ακριβώς η συνιστώμενη. Αυτή την κουβέντα την είχαν κάνειαμέτρητες φορές, και ο Λαρς ήταν ειδικός στο να δέχεται τις διατροφικές συμβουλές που μόνοαυτός ήθελε. Το φαγητό ήταν το μεγάλο πάθος του στη ζωή, και όλες τις

προσπάθειες περιορισμού των διατροφικών του συνηθειών τις θεωρούσε καθαρό σαμποτάζ. HΜπίταν είχε παραιτηθεί και πολύ καιρό από τέτοιες συζητήσεις, αν και προσπαθούσε να τουυπενθυμίζει πού και πού την άποψή της για τη λαιμαργία του. Όλες οι προσπάθειες να τον πείσει ν’αρχίσει δίαιτα είχαν πάει στράφι, κυρίως επειδή ο Λαρς έτρωγε κρυφά μόλις εκείνη κοίταζε αλλού.Έπειτα, ο Λαρς θα γούρλωνε τα μάτια του από έκπληξη επειδή δεν είχε χάσει τα κιλά που περίμενεμια που -κατά τη δική του μαρτυρία- δεν έτρωγε παραπάνω απ’ ό,τι ένα πουλάκι.

«Γνωρίζεις τον E-Type;» η Μαρία είχε σταματήσει να εξερευνά το στόμα του Νταν και τώρα κοίταζετον Γκούσταβ με θαυμασμό. «Να, θέλω να πω ότι κάνει παρέα με τη Βίκαν" τους κολλητούς της,και ο Νταν είπε ότι είστε γνωστοί με τη βασιλική οικογένειά, οπότε υπέθεσα ότι θα τον ξέρεις κιαυτό». Είναι πολύ κουλ τύπος!»

O Γκούσταβ φαινόταν να έχει μείνει εντελώς άναυδος από το μαντάτο ότι ήταν πολύ πιο κουλ ναγνωρίζεις τον E-Type από τον βασιλιά, αλλά συνήλθε σύντομα και απάντησε με επιφύλαξη στηνερώτηση της Μαρίας:

«Είμαι λίγο μεγαλύτερος από την πριγκίπισσα, αλλά ο μικρός μου αδερφός γνωρίζει και τηνπριγκίπισσα και τον Μάρτιν Έρικσον».

H Μαρία φαινόταν μπερδεμένη και συλλογισμένη.

«Ποιος είναι ο Μάρτιν Έρικσον;» ρώτησε.

O Γκούσταβ αναστέναξε βαριά και είπε απρόθυμα έπειτα από μια μικρή παύση:

«O E-Type».

«Α, το ’πιασα. Κουλ!» Γέλασε και φάνηκε πολύ εντυπωσιασμένη.

Θεέ και Κύριε, η κοπέλα αυτή δεν μπορεί να είναι είκοσι ενός ετών που λέει ο Νταν, σκέφτηκε ηΕρίκα. Μάλλον πιο κοντά στα δεκαεφτά την έκανε. Εντάξει, όφειλε να παραδεχτεί πως ήτανόμορφη. Εριξε μια θλιμμένη ματιά στα δικά της βαριά στήθη, διαπιστώνοντας ότι οι μέρες που οιθηλές της έδειχναν ψηλά στον ουρανό, όπως της Μαρίας είχαν περάσει ανεπιστρεπτί.

Το πάρτι δεν ήταν από τα πιο επιτυχημένα της κοινής τους ζωής. H Ερίκα και ο Πάτρικ έκαναν ό,τικαλύτερο μπορούσαν για να κρατήσουν τη συζήτηση ζωντανή, αλλά ο Νταν και ο Γκούσταβ θαμπορούσαν κάλλιστα να προέρχονται από εντελώς διαφορετικούς πλανήτες ενώ η Μαρία είχεκατεβάσει αρκετό κρασί σε μικρό χρονικό διάστημα και ξερνοβολούσε στην τουαλέτα. O μόνος πουπερνούσε θαυμάσια ήταν ο Λαρς ο οποίος, απόλυτα συγκεντρωμένος, έριχνε μέσα του ό,τι είχεαπομείνει στις πιατέλες αγνοώντας με μακαριότητα τα φονικά βλέμματα της Μπίταν.

Κατά τις οχτώ το βράδυ οι επισκέπτες είχαν αποχωρήσει, και ο Πάτρικ με την Ερίκα είχαν απομείνει

Page 106: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

μόνοι με τα άπλυτα πιάτα.

Αποφάσισαν να μην ασχοληθούν για λίγο με αυτά. Πήρε ο καθένας το ποτήρι του και κάθισαν κάτω.

«Πόσο θα ήθελα ένα ποτήρι κρασί τώρα». H Ερίκα κοίταξε θλιμμένα το ποτήρι της με την κόκακόλα.

«Βέβαια, έπειτα από ένα τέτοιο πάρτι καταλαβαίνω απόλυτα ότι έχεις ανάγκη να πιεις κάτι. Θεόςφυλάξοι. Πώς κατάφερες να μαζέψεις τόσα αταίριαστα άτομα μαζί; Πώς μπορέσαμε να σκεφτούμεκάτι τέτοιο;» Γέλασε και κούνησε το κεφάλι του. «Γνωρίζεις τον Ε-Type;» O Πάτρικ άλλαξε τηφωνή του για να μιμηθεί όσο περισσότερο γινόταν τη Μαρία, και η Ερίκα δεν μπόρεσε να μηνκακαρίσει, «θεέ μου, τι κουλ τύπος!» Συνέχισε να μιμείται τη Μαρία, και η Ερίκα από τακακαρίσματα πέρασε σε ξεκαρδιστικά γέλια. «H μαμά μου λέει ότι δεν πειράζει να είναι κανείς λίγοχαζούλης αρκεί να είναι γλυκουούούλης!»

Ο Πάτρικ είχε γείρει κάπως χαριτωμένα το κεφάλι του στο πλάι, και η Ερίκα κρατούσε το στομάχιτης από τα γέλια. «Σταμάτα. δεν αντέχω άλλο. Εσύ ήσουν που έλεγες σ' εμένα να είμαι ευγενικήμαζί της!»

«Ναι, δίκιο έχεις, το ξέρω. Απλώς δυσκολεύομαι να σταματήσω». O Πάτρικ σοβάρεψε. «Δεν μουλες, τι πιστεύεις για εκείνο τον Γκούσταβ; Δεν φαίνεται και το πιο θερμό άτομο στον κόσμο.Νομίζεις ότι κάνει πραγματικά για την Αννα;»

Το γέλιο της Ερίκα κόπηκε απότομα και ζάρωσε το μέτωπό της.

«Όχι, και νιώθω αρκετά ανήσυχη. Όλα θα έπρεπε να είναι καλύτερα ύστερα από μια σχέση με ένανπου δέρνει γυναίκες, και σίγουρα είναι καλύτερα, αλλά απλώς ήθελα...» έψαξε να βρει τα λόγια«ήθελα κάτι καλύτερο για την Αννα. Πρόσεξες πόσο ενοχλούνταν από τα παιδιά που φώναζαν καιέτρεχαν τριγύρω; Πιστεύω πως είναι από αυτούς που θεωρούν ότι τα παιδιά πρέπει να φαίνονταιαλλά να μην ακούγονται. Αυτό όμως δεν είναι σωστό για την Αννα. Χρειάζεται έναν καλό άνθρωπο,που να έχει μέσα του ζεστασιά και αγάπη. Κάποιον που να την κάνει να νιώθει όμορφα. Ό,τι κι ανλέει τώρα, το βλέπω ότι δεν το πιστεύει. Αλλά δεν θέλει να καταλάβει ότι της αξίζει κάτι καλύτερο».

Μπροστά τους είχαν τον ήλιο, μια κατακόκκινη σφαίρα που ετοιμαζόταν να κάνει τη βουτιά του στηθάλασσα και να χαθεί, αλλά αυτή τη φορά είχε χαθεί η μαγεία του σούρουπου. H ανησυχία για τηνΑννα βάραινε την Ερίκα, και καμιά φορά ένιωθε τόσο μεγάλη την ευθύνη της ώστε να μην μπορεί ν’αναπνεύσει. Αλλά αν ένιωθε τόσο μεγάλη ευθύνη για την αδερφή της. πώς θα μπορούσε ν’ αντέξειτην ευθύνη για μια μικρή ζωή που σύντομα θα κρατούσε στην αγκαλιά της;

Εγειρε το κεφάλι της στον ώμο του Πάτρικ και άφησαν το σκοτάδι της βραδιάς να τους τυλίξει.

Η Δευτέρα άρχισε με πολύ καλά νέα. Η Άνικα είχε επιστρέψει από τις διακοπές της. Μαυρισμένηαπό τον ήλιο και ανανεωμένη, χαλαρωμένη έπειτα από πολύ έρωτα και οινοποσία, καθόταν τώραστη ρεσεψιόν και ακτινοβολούσε, όταν μπήκε μέσα με νωχελικό βήμα ο Πάτρικ. Συνήθως μισούσετα δευτεριάτικα πρωινά, αλλά όταν είδε την Άνικα, η μέρα του φάνηκε ξαφνικά πολύ πιοξεκούραστη. H Ανικα ήταν κατά κάποιον τρόπο το κεντρικό σημείο γύρω από το οποίο

Page 107: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

περιστρεφόταν το υπόλοιπο αστυνομικό τμήμα. Αυτή ήταν που οργάνωνε, πουεπιχειρηματολογούσε, που επέπληττε και επαινούσε, όποτε το απαιτούσαν οι περιστάσεις. Ό,τιπρόβλημα και να είχε κανείς, ήταν σίγουρος πως θα άκουγε κάποια σοφά και παρηγορητικά λόγια.Ακόμα και ο Μέλμπεργ είχε αρχίσει να της δείχνει κάποιο σεβασμό. Δεν αποτολμούσε πια τιςτσιμπιές και τα λάγνα βλέμματα, τα οποία ήταν στην ημερήσια διάταξη όταν πρωτοεμφανίστηκε στογραφείο.

Μία ώρα μετά την άφιξη του Πάτρικ στο αστυνομικό τμήμα, η Ανικα χτύπησε την πόρτα τουγραφείου και μπήκε μέσα με ένα πολύ σοβαρό ύφος. «Πάτρικ, έχω απέξω ένα ζευγάρι που θέλει ναδηλώσει την εξαφάνιση της κόρης του».

Κοιτάχτηκαν, γνωρίζοντας πολύ καλά τι σκεφτόταν ο καθένας τους. H Ανικα έφερε μέσα τουςανήσυχους γονείς που κάθισαν με κυρτωμένους ώμους στις καρέκλες μπροστά από το γραφείο τουΠάτρικ. Συστήθηκαν ως Μπου και Σέρστιν Μέλερ.

«H κόρη μας, η Τζένι, δεν ήρθε στο σπίτι χτες βράδυ» είπε ο πατέρας. Ήταν ένας κοντόχοντροςάντρας γύρω στα σαράντα. Όσο μιλούσε, τα δάχτυλά του ασχολούνταν νευρικά με το κραυγαλέαπολύχρωμο σορτς που φορούσε και είχε το βλέμμα καρφωμένο στην επιφάνεια του γραφείου. Τογεγονός ότι βρίσκονταν στο αστυνομικό τμήμα και δήλωναν την εξαφάνιση της κόρης τους έκανετον πανικό τους να μεγαλώνει όλο και περισσότερο. H φωνή του έσπασε, και η γυναίκα του, επίσηςκοντή και στρουμπουλή, συνέχισε:

«Μένουμε στο κάμπινγκ της Γκρέμπεσταντ, και η Τζένι θα πήγαινε στη Φιελμπάκα κατά τις εφτά τοβράβυ με μερικούς φίλους της. Θα έβγαιναν έξω, πιστεύω, αλλά υποσχέθηκε να είναι στο σπίτιμέχρι τη μία. Είχαν κανονίσει να τους επιστρέψει κάποιος, και για να πάνε στη Φιελμπάκα είχανπάρει το λεωφορείο». Ακούστηκε βραχνή και η δική της φωνή, και αναγκάστηκε να κάνει μια μικρήπαύση πριν συνεχίσει: «Όταν αντιληφθήκαμε πως δεν επέστρεψε, ανησυχήσαμε πολύ. Πήγαμε στοτροχόσπιτο ενός από τα κορίτσια που θα πήγαιναν παρέα και την ξυπνήσαμε και αυτή και τουςγονείς της. Μας είπε ότι η Τζένι δεν πήγε ποτέ στη στάση του λεωφορείου, όπως είχαν συμφωνήσει,και ότι οι άλλοι πίστεψαν πως είχε αποφασίσει να μην πάει μαζί τους. Τότε καταλάβαμε ότι είχεσυμβεί κάτι σοβαρό. H Τζένι δεν θα μας έκανε ποτέ κάτι τέτοιο. Είναι το μοναδικό μας παιδί καιπάντα φροντίζει να μας λέει αν θα αργήσει ή όχι. Τι μπορεί να της συνέβη; Εχουμε ακούσει και γι’αυτή την κοπέλα που βρήκαν στη Χαράδρα του Βασιλιά... Πιστεύετε ότι...»

Εδώ η φωνή της την πρόδωσε και ξέσπασε σε ένα απελπισμένο κλάμα. O σύζυγός της τηναγκάλιασε για να την παρηγορήσει, αλλά τα δάκρυά πλημμύρισαν και τα δικά του μάτια.

O Πάτρικ ένιωθε ανήσυχος. Πολύ ανήσυχος. Προσπάθησε όμως να μην το δείξει στο ζευγάρι.

«Πιστεύω ότι δεν υπάρχει λόγος να βγάζουμε βιαστικά συμπεράσματα».

Διάβολε, πόσο ορθό ακούστηκε αυτό, σκέφτηκε ο Πάτρικ, αλλά δυσκολευόταν να χειρίζεται τέτοιεςκαταστάσεις. H αγωνία αυτών των ανθρώπων τον έκανε να νιώθει έναν κόμπο στον λαιμό, ένανκόμπο συμπόνιας, αλλά δεν επέτρεπε στον εαυτό του να τον αφήσει να τον πάρει αποκάτω, και ημοναδική άμυνα ήταν μια σχεδόν γραφειοκρατική ορθότητα.

Page 108: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

"Ας αρχίσουμε με κάποιες πληροφορίες για την κόρη σας. Τη λένε Τζένι, είπατε. Τι ηλικία έχει;"

«Δεκαεφτά, σύντομα θα μπει στα δεκαοχτώ».

H Σέρστιν έκλαιγε ακόμη, με το πρόσωπο χωμένο στο πουκάμισο του άντρα της, κι έτσιαναγκάστηκε ο Μπου να δώσει στον Πάτρικ τα απαραίτητα στοιχεία. Όταν τους ρώτησε αν είχανκάποια πρόσφατη φωτογραφία της κόρης τους, η μητέρα της Τζένι σκούπισε το πρόσωπό της με έναχαρτομάντιλο και έβγαλε μια σχολική έγχρωμη φωτογραφία από την τσάντα της.

O Πάτρικ πήρε προσεχτικά τη φωτογραφία και την κοίταξε. H κοπέλα ήταν μια τυπική δεκαεφτάρα,με κάπως παραπανίσιο μέικαπ και πεισματάρικο βλέμμα. O Πάτρικ χαμογέλασε στους γονείς της καιπροσπάθησε να δείχνει αυτοπεποίθηση.

«Όμορφη κοπέλα. Είμαι σίγουρος ότι είστε περήφανοι γι’ αυτή».

Αμέσως έγνεψαν και οι δύο καταφατικά Μάλιστα, ένα μικρό χαμόγελο φάνηκε στα χείλη τηςΣέρστιν.

«Είναι καλή κοπέλα. Αλλά, όπως και να το κάνεις, τα παιδιά στην εφηβεία έχουν τις δικές τουςπλευρές. Δεν ήθελε να έρθει μαζί μας φέτος διακοπές με το τροχόσπιτο, αν και αυτό το κάναμε απότότε που ήταν μικρή. Την παρακαλέσαμε όμως θερμά και της είπαμε πως θα ήταν μάλλον τοτελευταίο καλοκαίρι που θα κάναμε μαζί κάτι τέτοιο, κι έτσι υποχώρησε και συμφώνησε να μαςακολουθήσει».

Όταν η Σέρστιν αντιλήφθηκε τι είπε για το τελευταίο καλοκαίρι, ξέσπασε πάλι σε κλάματα, και οΜπου προσπάθησε να την ησυχάσει χαϊδεύοντας τα μαλλιά της.

«Θα το λάβετε σοβαρά υπόψη σας αυτό, έτσι δεν είναι; Έχουμε ακούσει ότι πρέπει να περάσουνείκοσι τέσσερις ώρες πριν η αστυνομία αρχίσει την έρευνα, αλλά πρέπει να μας πιστέψετε όταν σαςλέμε πως της συνέβη κάτι σοβαρό, γιατί διαφορετικά θα μας ειδοποιούσε. Δεν είναι από τις κοπέλεςπου θα αδιαφορούσε για όλα και που Θα μας άφηνε να αγωνιούμε».

O Πάτρικ έκανε πάλι μια προσπάθεια να φανεί όσο πιο ήρεμος γινόταν, αλλά στο μυαλό του οισκέψεις πετούσαν σαν

αγριεμένες μέλισσες. Μπροστά στα μάτια του εμφανίστηκε η εικόνα με το γυμνό κορμί της Τάνιαστη Χαράδρα του Βασιλιά και τα ανοιγόκλεισε για να την εξαφανίσει.

«Δεν πρόκειται να περιμένουμε είκοσι τέσσερις ώρες. Αυτά γίνονται μόνο στις αμερικάνικες ταινίες.Αλλά θα πρέπει να προσπαθήσετε να παραμείνετε ψύχραιμοι. Παρόλο που πιστεύω αυτό που μουλέτε, ότι η Τζένι είναι μια πολύ φιλότιμη κοπέλα, έχω δει να συμβαίνουν πολλά. Ξέρετε, συναντούνκάποιον, ξεχνούν χρόνο και τόπο. ξεχνούν ότι η μαμά και ο μπαμπάς κάθονται στο σπίτι καιανησυχουν. Δεν είναι κάτι ασυνήθιστο. Εμείς όμως θα αρχίσουμε αμέσως τις έρευνες. Αφήστε ένατηλέφωνο για να μπορούμε να σας βρούμε. Αφήστε το στην Ανικα καθώς θα βγαίνετε, θα σαςειδοποιήσουμε αμέσως μόλις μάθουμε κάτι περισσότερο. Και. φυσικά, σας παρακαλώ να μαςειδοποιήσετε αμέσως αν έχετε νέα της ή αν επιστρέψει, θα δείτε ότι θα λυθεί αυτό το θέμα».

Page 109: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Μόλις έφυγαν, ο Πάτρικ αναρωτήθηκε μήπως τους είχε υποσχεθεί πάρα πολλά. Είχε μια αίσθησηανακατωσούρας στο στομάχι, όπως όταν υπάρχει κάτι που δεν προοιωνίζεται τίποτα καλό. Κοίταξετη φωτογραφία της Τζένι που του είχαν αφήσει οι γονείς της. Μακάρι όλ’ αυτά να ήταν εφηβικάκαμώματα.

Σηκώθηκε και πήγε στον Μάρτιν. Ήταν καλύτερα να άρχιζαν το ψάξιμο από τώρα κιόλας. Αν είχεσυμβεί αυτό που απευχόταν, δεν είχαν ούτε δευτερόλεπτο για χάσιμο. Σύμφωνα με τηνιατροδικαστική έκθεση, η Τάνια είχε ζήσει περίπου μία εβδομάδα αιχμάλωτη πριν πεθάνει. Είχεαρχίσει η αντίστροφη μέτρηση.

ΕΞΙ

Καλοκαίρι 1979

O πόνος και το σκοτάδι έχαναν τον χρόνο να περνάει τυλιγμένος σε μια στείρα από όνειρα ομίχλη.Μέρα ή νύχτα, ζωή ή θάνατος δεν είχαν καμία σημασία. Ούτε τα βήματα απέξω ούτε η επίγνωση τουεπικείμενου κακού μπορούσαν να χάνουν την πραγματικότητα να εισχωρήσει στη σκοτεινή φωλιάτης. O ήχος των οστών που έσπαζαν ανακατευόταν με τις κραυγές πόνου κάποιου ατόμου. Ίσως ναήταν οι δικές της. Δεν μπορούσε να είναι σίγουρη.

H μοναξιά ήταν το χειρότερο απ’ όλα. H απόλυτη απουσία ήχων, κινήσεων ή οποιοσδήποτεαίσθησης αγγίγματος στην επιδερμίδα της. Ποτέ της δεν είχε φανταστεί πόσο βασανιστική θαμπορούσε να είναι η απουσία ανθρώπινης επαφής. Αψηφούσε κάθε πόνο. Χαράκωνε την ψυχή σανμαχαίρι και της δημιουργούσε μια ανατριχίλα που έχανε όλο της το κορμί να τρέμει.

Η μυρωδιά του ξένου τής ήταν ήδη πολύ γνώριμη. Δεν ήταν απαίσια. Όχι όπως θα φανταζόταν ότιθα μπορούσε να μυρίζει το κακό. Αντιθέτως ήταν υγιής και γεμάτη υποσχέσεις για καλοκαίρι καιζέστη. Την ένιωθε περισσότερο όταν τη σύγκρινε με τη σκοτεινή, υγρή μυρωδιά που επετίθετο

ασταμάτητα στα ρουθούνια της. H μυρωδιά αυτή την περιέβαλλε σαν μουσκεμένη κουβέρτα καιροκάνιζε κομμάτι κομμάτι όλα όσα ήταν η ίδια πριν καταλήξει εδώ. Γι' αυτό ρουφούσε άπληστα τημυρωδιά της ζεστασιάς μόλις πλησίαζε ο άγνωστος. Άξιζε τον κόπο να υποστεί όλ' αυτά τα μαρτύριαγια να μπορέσει, για μια στιγμή έστω. να νιώσει τη μυρωδιά της ζωής που δρασκέλιζε το σύνηθεςμονοπάτι κάπου αποπάνω της. Ταυτόχρονα. αυτό έβγαζε στην επιφάνεια αγκυλωμένα συναισθήματανοσταλγίας για τη ζωή. Δεν ήταν πια εκείνη που ήταν κάποτε και της έλειπε το άτομο που δεν θαξαναγινόταν ποτέ. Αυτό ήταν ένας επώδυνος αποχαιρετισμός, που όμως ήταν αναγκασμένη να τονυποστεί για να επιζήσει.

Όμως, εκείνο που τη βασάνιζε περισσότερο εκεί κάτω ήταν η σκέψη του μωρού. Σε όλη τη σύντομηζωή της το κατηγορούσε που γεννήθηκε, κατηγορούσε την κορούλα της, αλλά τώρα. στο παρά πέντε,καταλάβαινε ότι η κόρη της ήταν δώρο. H ανάμνηση των απαλών χεριών στον λαιμό της ή ταμεγάλα μάτια που την κοίταζαν πεινασμένα, αναζητώντας κάτι που η ίδια δεν μπορούσε να τηςπροσφέρει, την κυνηγούσαν συνεχώς μέσα στα έγχρωμα όνειρά της. Μπορούσε να δει μπροστά τηςκάθε λεπτομέρεια της μικρής. Κάθε μικρή φακίδα, κάθε τρίχα, εκείνο το κυκλικό σχήμα στονμικρούλη αυχένα της, που βρισκόταν ακριβώς στο ίδιο σημείο με το δικό της. H υπόσχεση που έδινεεπανειλημμένα στον εαυτό της και στον θεό ήταν πως, αν έβγαινε από αυτή τη φυλακή, θα πρόσφερε

Page 110: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

στη μικρή κάθε δευτερόλεπτο αγάπης που η ίδια είχε στερηθεί από τη μητέρα της. Αν...

"Δεν θα βγεις έτσι έξω!"

"Θα βγω όπως γουστάρω εγώ και δεν σου πέφτει κανένας λόγος!"

H Μελανί αγριοκοίταξε τον πατέρα της. Την αγριοκοίταξε και αυτός. Το θέμα του καβγά ήτανπασίγνωστο: Πόσο πολλά ή λίγα φορούσε.

Εντάξει, η Μελανί όφειλε να παραδεχτεί ότι τα ρούχα που φορούσε δεν είχαν και πολύ ύφασμα,αλλά θεωρούσε ότι ήταν πολύ ωραία και ήξερε πως οι φίλες της ντύνονταν με το ίδιο ακριβώςτρόπο. Κι εδώ που τα λέμε, ήταν δεκαεφτά χρονών δεν ήταν μωρό, οπότε το τι φορούσε ήταν δικότης θέμα. Κοίταξε περιφρονητικά τον πατέρα της που η οργή του τον είχε κάνει να κοκκινίσειολόκληρος από τον λαιμό και πάνω. Που να πάρει ο διάβολος με τίποτα δεν θα 'θελε να γίνει κι αυτήέτσι, ηλικιωμένη και πλαδαρή. Το σορτς Adidas από σατέν ύφασμα που φορούσε εκείνος ήτανεκτός μόδας εδώ και δεκαπέντε χρόνια, κι εκείνο το πιτσιλωτό κοντομάνικο πουκάμισο δεν ταίριαζεμε τίποτα με το σορτς. Τη μεγάλη μπάκα τη χρωστούσε στα αναρίθμητα σακουλάκια πατατάκια πουκατέβαζε μπροστά στην τηλεόραση. Τώρα η μπάκα αυτή απειλούσε να εκτινάξει μερικά από τακουμπιά του πουκαμίσου. Το κερασάκι στην τούρτα ήταν εκείνες οι πλαστικές σαγιονάρες. HΜελανί ντρεπόταν να κυκλοφορεί μαζί του και απεχθανόταν να κάθεται σ’ εκείνο το γαμημένο τοκάμπινγκ όλο το καλοκαίρι.

Όταν ήταν μικρή, λάτρευε τις διακοπές στα κάμπινγκ με το τροχόσπιτο. Πάντα έβρισκε ένα σωρόπαιδιά να παίζει μαζί τους. Μπορούσαν να κολυμπάνε και να τρεχοβολάνε όλη μέρα ελεύθεροιανάμεσα στα παραταγμένα τροχόσπιτα. Όμως αυτή τη στιγμή οι φίλοι της βρίσκονταν στοΓιενσέπινγκ, και το

χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον Τούμπε. Τώρα που δεν μπορούσε ναυποστηρίξει τα συμφέροντα της, ο Τούμπε θα χαϊδολογιόταν μ’ εκείνη την ηλίθια τη Μάντε, πουκολλούσε συνέχεια πάνω του σαν στρείδι και αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, μπορούσε να ορκιστεί σεό,τι είχε ιερό ότι θα μισούσε τους γονείς της για όλη της τη ζωή.

Να κάθεσαι κολλημένη σ' ένα κάμπινγκ στην Γκρέμπεσταντ ήταν μαλακία, και ακόμα χειρότερημαλακία ήταν άτι της φέρονταν σαν να ήταν πέντε και όχι δεκαεφτά χρονών. Δεν μπορούσε καν ναεπιλέγει μόνη της τι θα φορούσε. Σήκωσέ πεισματάρικα το κεφάλι της και διόρθωσε το μπούστοτης, το οποίο δεν ήταν μεγαλύτερο από το πάνω μέρος ενός μπικίνι. Το μικροσκοπικό τζιν σορτς τηνέκοβε και το ένιωθε πολύ άβολο ανάμεσα στους γλουτούς της, αλλά σαν έβλεπε πώς την κοίταζαντα αγόρια σκεφτόταν ότι μπρος στα κάλλη τι είν' ο πόνος. Το αποκορύφωμα ήταν τα πανύψηλαπαπούτσια τα οποία πρόσθεταν τουλάχιστον δέκα πόντους στους εκατόν εξήντα που ήταν ήδη τούψος της.

«Όσο πληρώνουμε εμείς ακόμη το φαγητό και τη στέγη σου, εμείς αποφασίζουμε, και τώρα κάνεό,τι...»

Ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα διέκοψε τον πατέρα της, και, ευγνώμων για την προσωρινήαναστολή της κατσάδας, η Μελανί έσπευσε ν’ ανοίξει. Απέξω στεκόταν ένας άντρας με σκούρα

Page 111: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

μαλλιά, τριάντα πέντε χρονών, κι εκείνη αμέσως φτιάχτηκε και πρότεινε τα στήθη της όσομπορούσε. Ίσως λίγο μεγάλος για τα γούστα της. αλλά καθόλου άσχημος, και το καλύτερο απ’ όλαήταν ότι η συμπεριφορά της θα τρέλαινε τον πατέρα της.

«Λέγομαι Πάτρικ Χέντστρεμ και είμαι από την αστυνομία. Μήπως μπορώ να περάσω μέσα για λίγο;Αφορά την Τζένι»

H Μελανί παραμέρισε για να τον αφήσει να περάσει, αλλά όχι αρκετά ώστε ο Πάτρικ να καταφέρεινα μην αγγίξει το ελάχιστα καλυμμένο κορμί της.

Αφού ο Πάτρικ και ο πατέρας της έσφιξαν τα χέρια σε μια σύντομη χειραψία, στριμώχτηκαν στημικρή τραπεζαρία.

«Να φωνάξω και τη γυναίκα μου; Είναι κάτω στην παραλία».

«Όχι, δεν είναι απαραίτητο. Θα ήθελα να κάνω μόνο μερικές ερωτήσεις στη Μελανί. Όπως θαξέρετε, ο Μπου και η Σέρστιν Μέλερ δήλωσαν την εξαφάνιση της κόρης τους στην αστυνομία καιμας είπαν ότι είχατε συνεννοηθεί να πάτε στη Φιελμπάκα χτες. Είναι αλήθεια;»

Εκείνη τράβηξε, δίχως να την πάρουν χαμπάρι. το μπούστο της για να φανεί λίγο περισσότερο τοάνοιγμα ανάμεσα στα στήθη της και ύγρανε τα χείλη της πριν απαντήσει. Αστυνομικός λοιπόν. Πολύσέξι.

«Ναι, ήταν να βρεθούμε στη στάση στις εφτά για να πάρουμε το λεωφορείο των εφτά και δέκα.Είχαμε γνωριστεί με μερικά αγόρια που θα επιβιβάζονταν στο λεωφορείο από τη στάση στηνπαραλία του Τάνουμ και θα πηγαίναμε στη Φιελμπάκα για να δούμε αν υπήρχε εκεί τίποτα γιαδιασκέδαση. Δεν είχαμε ιδιαίτερα σχέδια».

«H Τζένι όμως δεν ήρθε τελικά, έτσι δεν είναι;»

«Όχι, και μου φάνηκε πολύ παράξενο γαμώτο. Δεν γνωριζόμαστε και πολύ καλά, αλλά φαινόταναρκετά εντάξει, και παραξενεύτηκα πολύ όταν δεν φάνηκε, να πούμε. Όχι δηλαδή ότι τρελάθηκακιόλας, που λες, μια κι αυτή ήταν που μου έγινε κολλητσίδα. Εγώ δεν είχα πρόβλημα να μείνω μόνημε τον Μίκε και τον Φρέντε, τα παιδιά από την παραλία Τάνουμ, να πούμε».

«Μελανί!» είπε ο πατέρας της κοιτάζοντας την άγρια. Εκείνη του αντιγύρισε το βλέμμα.

«Τι έγινε; Εγώ φταίω που μου φάνηκε πολλή μούχλα; Δεν φταίω εγώ που εξαφανίστηκε. Μάλλον θαέφυγε για να πάει στο σπίτι της. στην Κάρλσταντ. Ελεγε για κάποιο αγόρι που είχε συναντήσει εκείπέρα, κι εγώ λέω ότι αν είχε λίγο νιονιό

στο κεφάλι θα παρατούσε ετούτες τις μαλακισμένες διακοπές με τα τροχόσπιτα και θα πήγαινεκοντά του».

«Για τόλμα να κάνεις κάτι τέτοιο και τα λέμε! Εκείνος ο Τούμπε...»

O Πάτρικ αναγκάστηκε να διακόψει τον καβγά πατέρα κόρης και κούνησε επιφυλακτικά το χέρι του

Page 112: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

για να τραβήξω την προσοχή της. Ευτυχώς σταμάτησαν.

«Δηλαδή, δεν έχεις ιδέα γιατί δεν εμφανίστηκε;»

«Όχι, ούτε την παραμικρή».

«Ξέρεις μήπως συναναστρεφόταν με κάποιον άλλο εδώ στο κάμπινγκ; Με κάποιον που ίσως να τουεκμυστηρεύτηκε κάτι;»

Δήθεν τυχαία, η Μελανί ακούμπησε το γυμνό της γόνατο στο πόδι του αστυνομικού και απόλαυσετο τίναγμα του. Τα αρσενικά ήταν τόσο απλοϊκά όσο δεν έπαιρνε. Δεν είχε σημασία τι ηλικία είχαν.Ένα πράγμα είχαν στο μυαλό τους, και όποια το γνώριζε μπορούσε να τους τυλίξει με όποιον τρόποήθελε. Ακούμπησε ξανά το γόνατό του και είδε το πάνω χείλος του να ιδρώνει. Βέβαια έκανε αρκετήζέστη στο τροχόσπιτο. Καθυστέρησε λίγο να του απαντήσει.

«Ήταν ένα αγόρι, ένας σπασίκλας και μισός, που τον συναντούσε, απ’ ό,τι φαίνεται, εδώ τακαλοκαίρια από τότε που ήταν ακόμη μικρή. Υπόθεση για κλάματα, δηλαδή, αλλά δεν ήταν και τόσοκουλ κι αυτή, να πούμε, οπότε μάλλον καλά περνούσαν».

«Ξέρεις ίσως πώς τον λένε ή πού μπορώ να τον βρω;»

«Οι γονείς του έχουν το τροχόσπιτό τους δύο σειρές πιο πέρα από το δικό μας. Είναι εκείνο που έχειτέντα με καφετιές και λευκές ρίγες και όλα τα γελοία γεράνια σε γλάστρες στη μόστρα».

O Πάτρικ την ευχαρίστησε για τη βοήθεια και με κατακόκκινα μάγουλα στριμώχτηκε ξανά για ναπεράσει από δίπλα της.

Εκείνη προσπάθησε να στηθεί όσο πιο προκλητικά γινόταν στην πόρτα όταν τον αποχαιρετούσε. Oπατέρας της είχε αρχίσει

ξανά τον εξάψαλμο, κι εκείνη το έπαιζε θεόκουφη. Άλλωστε δεν έλεγε και τίποτα που άξιζε να τοακούσει.

Ιδρωμένος για περισσότερους λόγους πέρα από την επίμονη ζέστη, ο Πάτρικ έφυγε βιαστικά απόεκεί. Ήταν πραγματική απόλαυση που δραπέτευσε από εκείνο το μικρό και στενάχωρο τροχόσπιτοκαι βγήκε έξω στο πολυπληθές κάμπινγκ. Ένιωσε σαν παιδεραστής όταν εκείνη η μικρή κοπέλαπίεσε τα μικρά στήθη της στο πρόσωπό του, και μόλις άρχισε να του αγγίζει το γόνατο δεν ήξερεπρος τα πού να εξαφανιστεί, τόσο δυσάρεστα ένιωσε. Ασε που δεν φορούσε σχεδόν τίποτα πάνωτης. Τα ρούχα της δεν ήταν μεγαλύτερα από ένα μαντίλι. Κι αυτό το μαντίλι έπρεπε να καλύψειολόκληρο το κορμί της. Αδύνατον. Σε μια στιγμή διαύγειας, σκέφτηκε πως σε δεκαεφτά χρόνια θαμπορούσε να είναι και η κόρη του σαν τη Μελανί και να κυνηγάει μεγαλύτερα αρσενικά.Ανατρίχιασε και ευχήθηκε το μωρό να ήταν αγόρι. Τουλάχιστον ήξερε πώς σκέφτονταν οι έφηβοι.Αυτό το κορίτσι ήταν σαν εξωγήινο πλάσμα με τα κιλά μέικαπ που φορούσε και τα μεγάλακρεμαστά στολίδια της. Δεν απέφυγε μάλιστα να παρατηρήσει ότι είχε κι ένα σκουλαρίκι στοναφαλό. Ισως να είχε αρχίσει να γερνάει και ο ίδιος, αλλά αυτό το πράγμα δεν το θεωρούσε καθόλουσέξι. Περισσότερο σκεφτόταν τον κίνδυνο μόλυνσης και την πιθανότητα ουλής. Αλλά όπως το είχε

Page 113: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

σκεφτεί πρέπει να ήταν έφταιγε η ηλικία του. Θυμόταν ακόμη τι του είχε ψάλει η μάνα του ότανπήγε στο σπίτι με σκουλαρίκι στο ένα αυτί, και τότε ήταν ήδη δεκαεννιά χρονών. Το είχε βγάλειαμέσως, και αυτό ήταν το πιο τολμηρό πράγμα που είχε κάνει στη ζωή του.

Στην αρχή χάθηκε ανάμεσα σε όλα εκείνα τα τροχόσπιτα που ήταν τόσο κοντά το ένα στο άλλο. Δενμπορούσε να καταλάβει πώς ο κόσμος έκανε εθελοντικά διακοπές σαν παστωμένες ρέγκες σεψαροκασέλα μαζί με ένα σωρό άλλους. Αλλά καταλάβαινε ότι για πολλούς αυτό είχε γίνει τρόποςζωής και

ότι η συμβίωση με άλλους παραθεριστές σε κάμπινγκ που επέστρεφαν κάθε καλοκαίρι στο ίδιομέρος ήταν αυτό που τους τραβούσε. Κάποια τροχόσπιτα δεν μπορούσες να τα χαρακτηρίσεις πιατροχόσπιτα, μια που είχαν τέντες σε όλες τις πλευρές τους και έμοιαζαν περισσότερο με μικρέςμόνιμες κατοικίες που παρέμεναν εκεί χρόνος έμπαινε χρόνος έβγαινε.

Αφού ρώτησε κάποιους για να τον κατευθύνουν, ο Πάτρικ κατάφερε να βρει τελικά το τροχόσπιτοπου του είχε περιγράφει η Μελανί. Εκεί είδε ένα ψηλό άχαρο αγόρι γεμάτο μπιμπίκια να κάθεταιαπέξω. O Πάτρικ το λυπήθηκε σαν αντίκρισε εκείνα τα κόκκινα και άσπρα σπυριά. Κατάλαβε ότι οπιτσιρικάς πρέπει να τα έσπαζε συνεχώς, παρόλο που θα του άφηναν σίγουρα σημάδια, τα οποία θαέμεναν στο πρόσωπό του πολύ περισσότερο από την ακμή.

Όταν στάθηκε μπροστά από το παιδί τον τύφλωσε ο ήλιος και έφερε το χέρι στο μέτωπό του για ναμπορέσει να δει. Είχε ξεχάσει τα γυαλιά ηλίου στο γραφείο.

«Γεια χαρά. Από την αστυνομία είμαι. Μίλησα λίγο με τη Μελανί εκεί πέρα και μου είπε ότιγνωρίζεις την Τζένι Μέλερ. Αληθεύει;»

Το αγόρι έγνεψε καταφατικά χωρίς να πει κουβέντα. O Πάτρικ κάθισε στο γρασίδι δίπλα του καιπρόσεξε ότι αυτό το παιδί, σε αντίθεση με την έφηβη Λολίτα που έμενε κάνα δυο τροχόσπιταπαρακάτω, έδειχνε πολύ στενοχωρημένο.

«Με λένε Πάτρικ. Εσένα;»

«Περ».

O Πάτρικ ανασήκωσε τα φρύδια για να του δείξει ότι περίμενε κάτι παραπάνω.

«Περ Τούρσον». Μαδούσε νευρικά τούφες από το γρασίδι γύρω του και κρατούσε καρφωμένο τοβλέμμα σε αυτό που έκανε. Δίχως να κοιτάξει τον Πάτρικ είπε:

«Εγώ φταίω που της συνέβη ό,τι της συνέβη».

O Πάτρικ σκίρτησε. «Τι εννοείς;»

"Εγώ φταίω που έχασε το λεωφορείο. Συναντιόμαστε εδώ κάθε καλοκαίρι από τότε που ήμαστανμικροί και πάντα περνούσαμε ωραία μαζί. Αλλά από τότε που συνάντησε εκείνη τη μαϊμού τηΜελανί έγινε άλλος άνθρωπος. Όλο Μελανί και Μελανί έλεγε, και η Μελανί λέει το ένα, η Μελανίλέει το άλλο και να πάρει ο διάβολος και να σηκώσει. Παλιότερα μπορούσαμε να μιλάμε με την

Page 114: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Τζένι για σημαντικά πράγματα, πράγματα που είχαν νόημα, τώρα όμως ασχολούνταν μόνο μεμέικαπ και ρούχα και τέτοιες μαλακίες και δεν τολμούσε καν να πει στη Μελανί ότι θασυναντιόμασταν, επειδή η Μελανί με θεωρούσε, προφανώς, σπασίκλα ή κάτι τέτοιο".

Τώρα τραβούσε τις τούφες από το γρασίδι με όλο και ταχύτερο ρυθμό, και το έδαφος γύρω του είχεαρχίσει να γυμνώνεται, και αυτή η γύμνια όλο και μεγάλωνε με κάθε τούφα που ξερίζωνε. Hμυρωδιά της τσίκνας από τα μπάρμπεκιου απλωνόταν παντού πάνω από τα κεφάλια τους και έμπαινεστα ρουθούνια τους. κάνοντας το στομάχι του Πάτρικ να γουργουρίζει.

«Έτσι είναι οι έφηβες κοπέλες. Θα περάσει, σ’ το υπόσχομαι. Μετά γίνονται κι αυτές άνθρωποι». OΠάτρικ χαμογέλασε και έπειτα σοβάρεψε πάλι. «Αλλά δεν μου είπες τι εννοείς με το ότι ήταν δικόσου το λάθος. Σημαίνει ότι ξέρεις πού είναι; Διότι, αν ξέρεις, πρέπει να σου πω άτι οι γονείς τηςανησυχούν πολύ...»

O Περ τον διέκοψε με μια κίνηση του χεριού.

«Δεν έχω ιδέα πού είναι. Ξέρω απλώς ότι πρέπει να έμπλεξε σε κάτι κακό, κατά κάποιον τρόπο.Ποτέ δεν θα εξαφανιζόταν έτσι. στα καλά καθούμενα. Και μια που θα έκανε οτοστόπ...»

«Οτοστόπ; Για πού; Πότε έκανε οτοστόπ;»

«Γι’ αυτό λέω ότι είναι δικό μου το λάθος». O Περ μιλούσε τώρα υπερβολικά αργά και καθαρά στονΠάτρικ, σαν να μιλούσε σε μικρό παιδί. Συνέχισε: «Αρχισα να τσακώνομαι μαζί της όταν έφευγε ναπάει να συναντήσει τη Μελανί στη στάση του λεωφορείου. Είχα βαρεθεί να είμαι εγώ αυτός που

έκανε παρέα μαζί του όταν δεν το ήξερε εκείνη η μαλακισμένη η Μελανί κι έτσι την άρπαξα μόλιςπέρασε αποδώ και της είπα τη γνώμη μου. Στενοχωρήθηκε αλλά δεν μου είπε κουβέντα. Στεκόταναπλώς εκεί και άκουγε. Λίγο μετά είπε απλώς ότι είχε χάσει το λεωφορείο και ότι ήταναποφασισμένη να κάνει οτοστόπ για να πάει στη Φιελμπάκα. Ύστερα έφυγε». O Περ σήκωσε τοβλέμμα από το γυμνό έδαφος και κοίταξε τον Πάτρικ. Το κάτω χείλος του έτρεμε ελαφρά, και οΠάτρικ πρόσεξε ότι ο Περ πάλευε πυρετωδώς να μη βάλει τα κλάματα και ντροπιαστεί ανάμεσα σεόλους τους παραθεριστές του κάμπινγκ. «Γι’ αυτό είναι δικό μου το λάθος. Αν δεν είχα αρχίσει νατσακώνομαι μαζί της για κάτι που τελικά δεν πρόκειται να έχει καμία σημασία στο μέλλον, θαπρολάβαινε εκείνο το λεωφορείο και τότε δεν θα είχε συμβεί τίποτε απ' όλ' αυτά θα έπεσε σεκανέναν ψυχοπαθή όταν έκανε οτοστόπ, και γι’ αυτό φταίω εγώ».

H φωνή του ανέβηκε μια οκτάβα και έσπασε αμέσως μετά. O Πάτρικ κουνούσε συνέχεια το κεφάλιτου αρνητικά.

«Δεν είναι δικό σου το λάθος. Και ούτε ξέρουμε καν αν συνέβη κάτι. Αυτό προσπαθούμε ναμάθουμε. Ποιος ξέρει, ίσως να εμφανιστεί από στιγμή σε στιγμή και να αποδειχτεί ότι είχε απλώςβγει και έχανε κάποια σκανταλιά».

O τόνος της φωνής του ήταν καθησυχαστικός, αλλά ο Πάτρικ καταλάβαινε ότι όλ’ αυτά ακούγοντανσαν ψέμα. Ήξερε ότι η ανησυχία που έβλεπε στα μάτια του παιδιού υπήρχε και στα δικά του. Κάπουδιακόσια μέτρα παραπέρα καθόταν το ζεύγος Μέλερ στο τροχόσπιτό του και περίμενε την κόρη του.

Page 115: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

O Πάτρικ ένιωσε ένα παγωμένο χέρι ν' αδράχνει την καρδιά του, καθώς σκέφτηκε ότι ο Περ μπορείνα είχε δίκιο και ότι ίσως να την περίμεναν άδικα. Κάποιος είχε πάρει την Τζένι από τον δρόμο.Κάποιος με διόλου καλές προθέσεις.

Ενώ ο Γιάκομπ και η Μαρίτα ήταν στις δουλειές τους και τα

παιδιά στον βρεφονηπιακό σταθμό, η Λίντα περίμενε τον Στέφαν ήταν η πρώτη φορά που θασυναντιόντουσαν μέσα στο σπίτι στο Βεστεργκόρντεν αντί για τον αχυρώνα, και η Λίντα τοθεωρούσε συναρπαστικό. H επίγνωση ότι συναντιόντουσαν παράνομα κάτω από τη στέγη τουαδερφού της έδινε στη συνάντηση μια παραπανίσια γοητεία. Μόνο όταν είδε την έκφραση τουΣτέφαν σαν εκείνος πέρασε το κατώφλι αντιλήφθηκε πως επιστροφή του σε αυτό το σπίτι ξυπνούσεμέσα του εντελώς διαφορετικά συναισθήματα.

Δεν είχε πατήσει το πόδι του εκεί από τότε που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τοΒεστεργκόρντεν, αμέσως μετά τον θάνατο του Γιοχάνες. Με αργά βήματα, ο Στέφαν έκανε μιαβόλτα μέσα στο σπίτι, πρώτα στο καθιστικό, μετά στην κουζίνα, ακόμα και στην τουαλέτα. Έδειχνεσαν να ήθελε να ρουφήξει κάθε λεπτομέρεια. Είχαν αλλάξει πολλά. O Γιάκομπ είχε επισκευάσει τηνξυλεπένδυση και είχε βάψει το σπίτι από την αρχή. Τίποτα δεν ήταν πια όπως παλιά, όπως τοθυμόταν. H Λίντα τον ακολουθούσε κατά πόδας.

«Πέρασε πολύς καιρός από τότε που ήσουν εδώ».

O Στέφαν έγνεψε και πέρασε το χέρι του πάνω από το κούτελο του τζακιού στο καθιστικό.

«Πέρασαν είκοσι τέσσερα χρόνια. Ήμουν μόλις πέντε χρονών όταν μετακομίσαμε. Έκανε πολλήδουλειά με το σπίτι».

«Ναι. Έχει μια μανία να είναι όλα όμορφα. Έτσι τα θέλει ο Γιάκομπ. Όλη την ώρα ασχολείται μεξυλουργικές εργασίες και μερεμέτια. Όλα πρέπει να είναι τέλεια».

O Στέφαν δεν απάντησε. Ήταν σαν να βρισκόταν σε άλλο κόσμο. H Λίντα είχε αρχίσει να τομετανιώνει λίγο που τον κάλεσε στο σπίτι. Είχε σκεφτεί απλώς μερικές ανέμελες στιγμές στοκρεβάτι μαζί του κι όχι ένα ταξίδι στα θλιβερά παιδικά του χρόνια. Αυτή την πλευρά του προτιμούσενα μην τη σκέφτεται, την πλευρά με τα συναισθήματα και τα βιώματα στα οποία η ίδια δενσυμπεριλαμβανόταν. Είχε μαγευτεί τόσο

πολύ μαζί της, τη λάτρευε σχεδόν σαν θεά, και αυτό ακριβώς ήθελε να της δείχνει. Δεν της άρεσεκαθόλου εκείνος συλλογισμένος και ταραγμένος άντρας που σουλατσάριζε τώρα μέσα στο σπίτι.

Τον τράβηξε από το μπράτσο, κι εκείνος τινάχτηκε σαν να έβγαινε από μια κατάσταση έκστασης.

«Δεν πάμε πάνω; Το δωμάτιό μου είναι στη σοφίτα».

O Στέφαν την ακολούθησε παθητικά, κι ανέβηκαν την απότομη σκάλα. Διέσχισαν τον επάνω όροφο,και όταν η Λίντα άρχισε να σκαρφαλώνει στη σκάλα για τη σοφίτα, ο Στέφαν έμεινε πίσω. Εκείπάνω είχαν αυτός και ο Ρόμπερτ τα δωμάτιά τους, κι εκεί επίσης ήταν η κρεβατοκάμαρα των γονιώντους.

Page 116: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Περίμενε, έρχομαι αμέσως. Θέλω να ρίξω μια ματιά σε κάτι».

Δεν έδωσε σημασία στις διαμαρτυρίες της Λίντα και άνοιξε με τρεμάμενο χέρι την πρώτη πόρτα στοχολ. Εκεί μέσα ήταν το παιδικό του δωμάτιο. Βέβαια, ακόμη ήταν το δωμάτιο ενός μικρού αγοριού,αλλά τώρα ήταν σκορπισμένα παντού τα παιχνίδια και τα ρούχα του Βίλιαμ. Πήγε και κάθισε στομικρό κρεβάτι και είδε με τα μάτια της ψυχής του πώς ήταν το δωμάτιο όταν ήταν δικό του. Έπειτααπό λίγο σηκώθηκε και πήγε στο διπλανό δωμάτιο, που ανήκε κάποτε στον Ρόμπερτ. Αυτό είχεαλλάξει πιο πολύ από το δικό του. Ήταν ξεκάθαρο πως τώρα πια ανήκε σε κορίτσι, τα ροζ χρώματα,τα τούλια και οι πούλιες κυριαρχούσαν παντού. Βγήκε από εκεί σχεδόν αμέσως. Κάτι σαν μαγνήτηςτον τράβηξε στο δωμάτιο που βρισκόταν στο τέλος του χολ. Είχε διασχίσει αθόρυβα εκείνο το χολπολλές νύχτες, πατώντας στο χαλί που είχε στρώσει η μητέρα του και πηγαίνοντας προς τη λευκήπόρτα την έσπρωχνε προσεχτικά και μετά, ακροπατώντας, πήγαινε και ανέβαινε στο κρεβάτι τωνγονιών του. Εκεί μπορούσε να κοιμάται ασφαλής, ελεύθερος από εφιάλτες και τέρατα που ήτανκάτω

από το κρεβάτι του. Προτιμούσε περισσότερο να σφίγγεται πατέρα του και να κοιμάται κολλημένος,πολύ κολλημένος πάνω του. Πρόσεξε ότι ο Γιάκομπ και η Μαρίτα είχαν κρατήσει εκείνο το υπέροχοκεφαλάρι του κρεβατιού, αυτό το δωμάτιο είχε υποστεί τις λιγότερες αλλαγές.

Ένιωσε τα δάκρυά να καίνε τα βλέφαρά του και τα ανοιγόκλεισε για να τα εμποδίσει να κυλήσουν.Δεν ήθελε να τον δει έτσι η Λίντα. Μπροστά της δεν ήθελε να φαίνεται τόσο αδύναμος.

«Είδες ό,τι ήταν να βεις ή ακόμη; Δεν υπάρχει τίποτα να κλέψεις εδώ, αν σκέφτεσαι κάτι τέτοιο».

H φωνή της είχε έναν τόνο μοχθηρίας, που ο Στέφαν πρώτη φορά άκουγε. H οργή άναψε μέσα τουσαν σπίθα, και η σπίθα έγινε πιο επικίνδυνη μόλις σκέφτηκε πώς θα μπορούσαν να ήταν ταπράγματα. Την άρπαξε βίαια από το χέρι.

«Τι διάβολο κάθεσαι και λες! Πιστεύεις πως κοιτάζω να βρω κάτι να κλέψω; Δεν είσαι καθόλου μετα καλά σου, που να σε πάρει ο διάβολος. Ακου να σου πω κάτι: Έμενα σε αυτό το σπίτι πολύ πρινμπει εδώ μέσα ο αδερφός σου, και αν δεν ήταν ο καταραμένος ο πατέρας σου, θα είχαμε ακόμη τοΒεστεργκόρντεν. Οπότε βούλωσε το στόμα σου και μη μιλάς!»

H Λίντα έμεινε άφωνη για ένα δευτερόλεπτο από την έκπληξή της μπροστά σε αυτή τημεταμόρφωση του ήρεμου Στέφαν μετά τράβηξε απότομα το χέρι της και είπε σφυριχτά;

«Εσύ ν’ ακούσεις! Δεν φταίει ο πατέρας μου που ο πατέρας σου έπαιξε και σπατάλησε όλα του ταλεφτά. Κι ότι κι αν έκανε ο πατέρας μου, εν πάση περιπτώσει, δεν ήταν δικό του σφάλμα που οπατέρας σου ήταν τόσο δειλός που πήγε και κρεμάστηκε. Αυτός ήταν που επέλεξε να σας αφήσει,και μην κατηγορείς τον πατέρα μου γι’ αυτό».

H οργή γέμισε το οπτικό του πεδίο με μικρά λευκά σημάδια. Εσφιξε τις γροθιές του. H Λίνταέδειχνε τόσο μικροκαμωμένη και εύθραυστη που σκέφτηκε πως θα μπορούσε να τη

σπάσει στα δύο, αλλά ανάγκασε τον εαυτό του να πάρει ανάσες για να ηρεμήσει. Με παράξενη,

Page 117: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

βαριά φωνή της είπε:

«Είναι πολλά αυτά που μπορώ και θέλω να προσάψω στον Γκάμπριελ. O πατέρας σου κατέστρεψετις ζωές μας επειδή ζήλευε. H μαμά μάς είπε πώς ήταν τα πράγματα. Ότι όλοι αγαπούσαν τονμπαμπά μας, αλλά κανένας δεν πίστευε πως ο Γκάμπριελ ήταν κάτι περισσότερο από γκρινιάρης κιάχρωμος. Αυτό δεν μπορούσε να το αντέξει. Αλλά η μαμά πήγε εχθές πάνω στην έπαυλη και του ταέσουρε κανονικά. Κρίμα μόνο που δεν του έδωσε κι ένα χέρι ξύλο, αλλά μάλλον θα σιχαινόταν νατον αγγίξει».

H Λίντα κάγχασε ειρωνικά. «Κάποτε όμως, αγοράκι μου δεν τον άγγιζε μόνο, του έκανε καιπερισσότερα, για να ξέρεις. Αν και θέλω να ξεράσω σαν τον σκέφτομαι μαζί με τη βρομιάρα τη μάνασου, αλλά έτσι ήταν, μέχρι που εκείνη κατάλαβε πως ήταν ευκολότερο ν’ αρμέγει τον δικό σουπατέρα και όχι τον δικό μου. 'Ετσι, πήγε και έκανε κολεγιά μαζί του. Ξέρεις πώς τις λένε κάτιτέτοιες; Πουτάνες τις λένε!»

Μικρά σταγονίδια σάλιου πιτσίλιζαν τον Στέφαν όσο η Λίντα, που ήταν τώρα εξίσου οργισμένη μεαυτόν, έφτυνε με μανία τις λέξεις προς το μέρος του. O Στέφαν, από φόβο μήπως και δεν μπορούσενα συγκρατηθεί, πισωπάτησε αργά προς τη σκάλα. Πολύ θα ήθελε, βέβαια, να βάλει τα χέρια τουγύρω από τον λεπτό λαιμό της και να τον σφίξει όσο πιο δυνατά μπορούσε μόνο και μόνο για να τηνκάνει να σωπάσει, αλλά προτίμησε να φύγει.

Μπερδεμένη με την κατάσταση που είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο και εντελώς έξαλλη πουαποδείχθηκε πως ο Στέφαν δεν ήταν τελικά του χεριού της, η Λίντα έσκυψε στην κουπαστή χαι τουφώναξε χαιρέκακα:

«Βάλ' το στα πόδια, χαμένο κορμί. Μόνο για ένα πράγμα άξιζες. Αλλά ακόμα και σε αυτό δενμπορώ να πω ότι σκίζεις!».

Συμπλήρωσε τα λόγια της δείχνοντάς του το μεσαίο της δάχτυλο, αλλά αυτός είχε ήδη γυρίσει τηνπλάτη του. καθώς περνούσε το κατώφλι του σπιτιού. Δεν είχε δει τη χειρονομία της.

H Λίντα κατέβασε αργά το δάχτυλό της και λόγω των απότομων αλλαγών διάθεσης που έχουν όλοιοι έφηβοι μετάνιωνε για όσα είχε πει. Αλλά τι να έκανε; Ε, έτυχε να τα πάρει στο κρανίο...

Οταν έφτασε το φαξ από τη Γερμανία, ο Μάρτιν μόλις είχε τελειώσει την κουβέντα του στοτηλέφωνο με τον Πάτρικ. H είδηση ότι η Τζένι πιθανώς εξαφανίστηκε όσο έκανε οτοστόπ δενβελτίωνε την κατάσταση. Οποιοσδήποτε θα μπορούσε να την είχε πάρει μαζί του, και το μόνο πουαπέμενε ήταν να στηρίξουν τις ελπίδες τους στο μάτι του κόσμου που τα βλέπει όλα. Οιδημοσιογράφοι τηλεφωνούσαν σαν τρελοί στον Μέλμπεργ. και επειδή ήταν σίγουροι πως το νέο θαέπαιρνε μεγάλη δημοσιότητα, ο Μάρτιν ήλπιζε ότι κάποιος που είχε βει την Τζένι να επιβιβάζεται σεαυτοκίνητο έξω από το κάμπινγκ θα τους έπαιρνε τηλέφωνο. Ευελπιστούσε ότι θα μπορούσαν ναξεχωρίσουν τις σοβαρές καταγγελίες από το πλήθος των ενοχλητικών τηλεφωνημάτων που θαγίνονταν κατά κόρον, τηλεφωνήματα από ανθρώπους με πνευματικές διαταραχές ή από εκείνους πουθα άρπαζαν την ευκαιρία να κάνουν τη ζωή δύσκολη σε οποιονδήποτε δεν χώνευαν.

Το φαξ το έφερε η Ανικα. Ήταν σύντομο και συνοπτικό. Διάβασε με δυσκολία τις ελάχιστες

Page 118: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

προτάσεις και μπόρεσε να καταλάβει ότι οι Γερμανοί συνάδελφοι είχαν εντοπίσει έναν πρώηνσύζυγο της Τάνια ως πλησιέστερο συγγενή. O Μάρτιν ένιωσε έκπληξη που κάποια τόσο νέα ήτανήδη χωρισμένη, αλλά τα στοιχεία δεν ψεύδονταν και ήταν όλα εκεί, γραμμένα με μαύρα γράμματασε άσπρο φόντο. Έπειτα από μια στιγμή δισταγμού και μια σύντομη συνεννόηση με τον Πάτρικ στοκινητό του, σχημάτισε τον αριθμό στο Γραφείο Τουρισμού της

Φιελμπάκα. Όταν άκουσε τη φωνή της Πία στο ακουστικό χαμογέλασε άθελα του.

"Γειά, ο Μάρτιν Μολίν είμαι". Για ένα δευτερόλεπτο ακολούθησε μια σιωπή που του φάνηκε πολύμεγάλη. "Από την αστυνομία του Τανουμσχέντε". Διαολίστηκε που έπρεπε να εξηγήσει ποιος ήταν.Ο ίδιος θα μπορούσε να πληροφορήσει τον καθένα για το νούμερο του παπουτσιού της αν -γιακάποιον αδιευκρίνιστο λόγο - του το ζητούσαν.

"Α, με συγχωρείς, γειά σου, είμαι εντελώς άχρηστη όταν πρόκειται για ονόματα, αλλά ευτυχώς είμαιπολύ καλύτερη στο να θυμάμαι πρόσωπα. Τουλάχιστον αυτό είναι καλό για τη δουλειά που κάνω».Γέλασε. «Λοιπόν, πώς μπορώ να σε βοηθήσω σήμερα;»

«Πρόκειται να κάνω ένα σημαντικό τηλεφώνημα στη Γερμανία και δεν τολμώ να εμπιστευτώ ταφτωχά μου γερμανικά από τα τρία σχολικά χρόνια. Θα σου ήταν εύκολο να συμμετάσχεις σε μιασυνδιάλεξη τριών ατόμων και να μεταφράζεις.

«Βεβαίως». H απάντηση δόθηκε μεμιάς. «Απλώς πρέπει να ζητήσω από τη συνάδελφό μου να μείνειστη ρεσεψιόν για όσο χρειαστεί».

Την άκουσε να μιλάει με κάποιον που ήταν στο βάθος, και μετά η φωνή της επέστρεψε πάλι στοακουστικό.

«Ταχτοποιήθηκε. Πώς θα το κάνουμε τώρα; θα μου τηλεφωνήσεις εσύ ή πρέπει να χάνω κάτι άλλο;»

«Ναι, θα σε συνδέσω εγώ. Περίμενε απλώς στο τηλέφωνο και θα σε πάρω σε λίγα λεπτά».

Σε τέσσερα λεπτά ακριβώς είχε τον πρώην σύζυγο της Τάνια, Πέτερ Σμιτ, και την Πία ταυτόχροναστη γραμμή. Ξεκίνησε προσεχτικά με συλλυπητήρια και ζητώντας συγγνώμη που ήταναναγκασμένος να ενοχλήσει τον Πέτερ σε μια τέτοια στιγμή. H γερμανική αστυνομία είχεειδοποιήσει ήδη τον Σμιτ για τον θάνατο της πρώην συζύγου του, οπότε ο Μάρτιν απέφυγε αυτό τοδυσάρεστο καθήκον. Ένιωθε ωστόσο άσχημα που του τηλεφωνούσε

σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα μετά την κοινοποίηση του τραγικού νέου. Αυτό ήταν μία από τιςδύσκολες πλευρές της δουλειάς που έκανε, αν και -ευτυχώς- αρκετά σπάνια περίπτωση για τηνεπαγγελματική καθημερινότητα του.

«Τι ήξερες για το ταξίδι της Τάνια στη Σουηδία;»

H Πία μετέφρασε με άνεση την ερώτηση στα γερμανικά και, μετά, την απάντηση του Πέτερ στασουηδικά.

«Τίποτα, Δυστυχώς, δεν χωρίσαμε σαν φίλοι, οπότε μετά το διαζύγιο δεν μιλήσαμε και πολύ, αλλά

Page 119: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

όσο ήμασταν παντρεμένοι δεν ανέφερε ποτέ ότι ήθελε να πάει στη Σουηδία,. Της άρεσανπερισσότερο οι διακοπές στον ήλιο, στην Ισπανία ή στην Ελλάδα. Θα στοιχημάτιζα πως θεωρούσετη Σουηδία πολύ κρύα χώρα για διακοπές».

Κρύα. σκέφτηκε ειρωνικά ο Μάρτιν και κοίταξε έξω από το παράθυρο την άσφαλτο που έκανε τοναέρα να πάλλεται από τη ζέστη. Ναι, οπωσδήποτε, και έχουμε τους δρόμους γεμάτους πολικέςαρκούδες... Συνέχισε τις ερωτήσεις:

«Δηλαδή, δεν ανέφερε ποτέ κάτι για δουλειές στη Σουηδία που έπρεπε να τακτοποιήσει ή έστω γιαοποιαδήποτε άλλη σχέση με εδώ; Μήπως είπε τίποτα για κάποιο μέρος ονόματι Φιελμπάκα;»

O Πέτερ απάντησε πάλι αρνητικά, και ο Μάρτιν δεν μπόρεσε να σκεφτεί κάποια άλλη ερώτηση.Ακόμη βεν ήξερε τι είχε υπαινιχθεί η Τάνια στη συνταξιδιώτισσα της για τον σκοπό του ταξιδιούτης. Πριν όμως τον ευχαριστήσει και κλείσει, κάτι πέρασε από το μυαλό του κι έτσι ρώτησε:

«Υπάρχει κάποιος άλλος που θα μπορούσαμε να ρωτήσουμε; O μόνος συγγενής που μας έδωσε ηγερμανική αστυνομία ήσασταν εσείς. Μήπως όμως υπάρχει και καμιά φίλη της».

«θα μπορούσατε να ρωτήσετε τον πατέρα της. Ζει στην Αυστρία. Μάλλον γι’ αυτό δεν μπόρεσε ηγερμανική αστυνομία να τον βρει στα αρχεία της. Περιμένετε ένα λεπτό. Πάω να φέρω το τηλέφωνότου».

Ο Μάρτιν άκουσε τον Πέτερ να απομακρύνεται και ήχους από αντικείμενα που μετακινούνταν. Λίγοαργότερα επέστρεψε. H Πία συνέχισε τη διερμηνεία και πρόφερε καθαρά τους αριθμούς που τηςδιάβασε ο Πέτερ.

«Δεν είμαι σίγουρος αν θα μπορέσει να σας δώσει κάποια χρήσιμη πληροφορία. Πριν από δύοχρόνια, ακριβώς μετά τον χωρισμό μας, είχε κι αυτός έναν γερό καβγά μαζί της. Δεν ήθελε να μουεξηγήσει τον λόγο, αλλά δεν νομίζω ότι ξαναμίλησαν έκτοτε. Όμως, ποτέ δεν ξέρεις. Όταν μιλήσειςμαζί του, πες ότι του στέλνω τους χαιρετισμούς μου».

Το τηλεφώνημα δεν είχε αποδώσει και πολλά, αλλά ο Μάρτιν τον ευχαρίστησε για τη βοήθεια τουκαι του ζήτησε την άδεια να επανελθεί αν είχε περισσότερες ερωτήσεις.

H Πία είχε παραμείνει στη γραμμή και τον ρώτησε μήπως ήθελε να τηλεφωνήσει αμέσως στονπατέρα της Τανια για να τον βοηθήσει με τη διερμηνεία.

Το τηλέφωνο χτύπησε πολλές φορές, αλλά δεν απάντησε κανείς. Εντούτοις, το σχόλιο του πρώηνσυζύγου της Τάνια για τον καβγά ανάμεσα στην ίδια και τον πατέρα της είχε κινήσει την περιέργειατου Μάρτιν. Για τι πράγμα θα μπορούσαν να είχαν καβγαδίσει πατέρας και κόρη; Τι ήταν αυτό πουήταν τόσο σοβαρό ώστε να τους κάνει να κόψουν κάθε επαφή; Να είχε άραγε κάποια σχέση με τοταξίδι της Τανια στη Φιελμπάκα και το ενδιαφέρον της για την εξαφάνιση των δύο κοριτσιών;

Χαμένος στις σκέψεις του, ο Μάρτιν είχε ξεχάσει ότι είχε αφήσει την Πία να περιμένει στη γραμμήκαι έσπευσε αμέσως να την ευχαριστήσει για τη βοήθεια της. Συμφώνησαν ότι θα τον βοηθοί σε νατηλεφωνήσει ξανά στον πατέρα της Τάχα τη» επόμενη μέρα.

Page 120: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

O Μάρτιν έμεινε αρκετή ώρα συλλογισμένος κοιτάζοντας τη φωτογραφία της Τάνια από τονεκροτομείο. Τι ήταν αυτό που αναζητούσε η Τάνια στη Φιελμπάκα και τι βρήκε τελικά;

Η Ερίκα περπατούσε προσεχτικά διασχίζοντας την πλωτή αποβάθρα της μαρίνας. Ήταν πολύασυνήθιστο να βλέπεις κενές θέσεις στη μαρίνα τέτοια εποχή. Συνήθως τα ιστιοφόρα ήταν αραγμένασε διπλές και τριπλές σειρές. Ομως, ο φόνος της Τάνια είχε αραιώσει τις επισκέψεις και είχε κάνειπολλούς ιδιοκτήτες ιστιοφόρων να μετακινηθούν σε άλλα λιμάνια. Η Ερίκα ήλπιζε ο Πάτρικ και οισυνεργάτες του να έλυναν γρήγορα την υπόθεση, αλλιώς ο χειμώνας για όσους ζούσαν από τοντουρισμό κατά τους καλοκαιρινούς μήνες θα ήταν πραγματικά σκληρός.

Ωστόσο, η Αννα και ο Γκούσταβ είχαν επιλέξει να πάνε κόντρα στο ρεύμα και να μείνουν κάνα δυομέρες ακόμα στη Φιελμπάκα. Όταν η Ερίκα είδε το σκάφος, κατάλαβε γιατί δεν μπόρεσε να τουςπείσει να μείνουν στο σπίτι. Το σκάφος ήταν υπέροχο. Εκτυφλωτικά λευκό, με ξύλινο κατάστρωμακαι αρκετά μεγάλο για άλλες δυο οικογένειες τουλάχιστον, δέσποζε στην πέρα άκρη της αποβάθρας.

H Αννα άρχισε να χειρονομεί χαρούμενα όταν την είδε να πλησιάζει και τη βοήθησε να κατέβει στοσκάφος. H Ερίκα ήταν πολύ λαχανιασμένη μόλις κάθισε κάτω, και η Άννα τη σέρβιρε αμέσως έναμεγάλο ποτήρι κρύα κόκα κόλα.

«Υποθέτω ότι έχεις αρχίσει να κουράζεσαι περισσότερο όσο πλησιάζεις στη γέννα, έτσι δεν είναι;»

H Ερίκα σήκωσε τα μάτια της προς τον ουρανό. «Δεν λες τίποτα. Αλλά αυτός είναι ο τρόπος με τονοποίο η φύση σε αναγκάζει να προσδοκάς τη γέννα, υποθέτω. Είναι κι αυτή η καταραμένη ζέστη,βλέπεις». Σκούπισε το μέτωπό της με μια χαρτοπετσέτα, αλλά αμέσως ένιωσε να σχηματίζονται νέεςσταγόνες ιδρώτα και να κυλούν κατά μήκος των μηνιγγιών της.

«Αχ κακόμοιρη αδερφούλα». H Αννα χαμογέλασε συμπονετικά.

O Γκούσταβ βγήκε από την καμπίνα και χαιρέτησε ευγενικά την Ερίκα. Ήταν πάλι ντυμένος στηντρίχα, όπως και την

τελευταία φορά. Τα κατάλευκα δόντια του έλαμπαν δημιουργώντας αντίθεση με το ηλιοκαμένοπρόσωπό του. Με έναν αποδοκιμαστικό τόνο στη φωνή είπε στην Αννα:

«Τα απομεινάρια από το πρωινό είναι ακόμη στο τραπέζι εκεί κάτω. Σου είπα ότι θέλω να υπάρχεικάποια τάξη στο σκάφος. Δεν γίνεται αλλιώς

«Ωχ, συγγνώμη, θα το ταχτοποιήσω αμέσως».

Το χαμόγελο εξαφανίστηκε μεμιάς από το πρόσωπο της Αννας, και με χαμηλωμένο βλέμμα έσπευσεστο εσωτερικό του σκάφους. O Γκούσταβ κάθισε δίπλα στην Ερίκα με μια κρύα μπίρα στο χέρι.

«Δεν γίνεται να ζεις σε σκάφος αν δεν επικρατεί τάξη και καθαριότητα. Ειδικά όταν έχεις παιδιά.Αλλιώς θα γίνουν όλα μαλλιά κουβάρια».

H Ερίκα αναρωτήθηκε από μέσα της γιατί δεν θα μπορούσε να έχει μαζέψει αυτός το τραπέζι τουπρωινού, αν ήταν τόσο σημαντικό. Δεν φαινόταν δα και κουλός.

Page 121: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

H ατμόσφαιρα μεταξύ τους ήταν λίγο τεταμένη, και η Ερίκα ένιωσε να μεγαλώνει το χάσμα που είχεδημιουργηθεί εξαιτίας της διαφοράς στην καταγωγή και την ανατροφή τους. Αισθάνθηκε την ανάγκηνα σπάσει τη σιωπή.

«Πολύ όμορφο σκάφος».

«Ναι, είναι πραγματική καλλονή». Φούσκωσε σαν διάνος από περηφάνια. «Το δανείστηκα από ένανκαλό φίλο. αλλά τώρα μου άνοιξε κι εμένα η όρεξη να κάνω την αποκοτιά και ν’ αγοράσω κι εγώένα ίδιο».

Σιωπή ξανά. H Ερίκα ένιωσε ανακούφιση σαν είδε την Άννα ν’ ανεβαίνει ξανά πάνω και να κάθεταιδίπλα στον Γκούσταβ. Ακούμπησε το ποτήρι που κρατούσε στην άλλη πλευρά. Μια ρυτίδαεκνευρισμού χαράχτηκε ανάμεσα στα φρύδια του Γκούσταβ.

«Μπορείς, σε παρακαλώ, να μην αφήνεις εκεί το ποτήρι σου; Λερώνει το ξύλο».

«Συγγνώμη» είπε η Αννα. H φωνή της ακούστηκε κακομοιριασμένη και απολογητική. Σήκωσεαμέσως το ποτήρι.

"Εμμα". O Γκούσταβ μετατόπισε την προσοχή του από τη μητέρα στην κόρη. «Δεν μπορείς ναπαίζεις με το πανί, σου το έχω ήδη πει. Φύγε αμέσως από εκεί». H τετράχρονη κόρη της Ανναςέδειχνε να κωφεύει στις αυστηρές παραινέσεις και να τον αγνοεί συστηματικά. O Γκούσταβ ήτανέτοιμος να σηκωθεί, όταν τινάχτηκε η Αννα.

«Θα την πάρω εγώ. Σίγουρα δεν θα σε άκουσε».

Το παιδί ούρλιαξε από τα νεύρα του όταν το σήκωσαν από εκεί που καθόταν και πήρε την πιοπεισμωμένη του έκφραση, μόλις η Αννα το έβαλε να καθίσει ανάμεσα στους μεγάλους.

«Είσαι χαζός». H Έμμα κλότσησε τον Γκούσταβ στο καλάμι, και η Ερίκα χαμογέλασε κρυφά.

O Γκούσταβ άρπαξε τη μικρή από το χέρι για να την τιμωρήσει, και για πρώτη φορά η Ερίκα είδε μιασπίθα ν’ ανάβει στα μάτια της Αννας. Τίναξε μακριά το χέρι του Γκούσταβ και τράβηξε την Έμμακοντά της.

«Μην την αγγίζεις!»

Εκείνος σήκωσε τα χέρια του. «Να με συγχωρείς πολύ, αλλά τα χαϊδεμένα παιδιά σου είναι σεημιάγρια κατάσταση. Κάποιος πρέπει να τα επαναφέρει στην τάξη».

«Τα παιδιά μου είναι μεγαλωμένα τέλεια, παρακαλώ, κι εγώ έχω αναλάβει την ανατροφή τους. Ελα,πάμε τώρα στου Άκε ν’ αγοράσουμε παγωτό».

H Αννα έγνεψε προτρεπτικά στην Ερίκα, η οποία με πολλή χαρά είδε ότι θα είχε την αδερφή και ταανίψια της μόνους για λίγο μαζί της δίχως τον κύριο Ψωροφαντασμένο. Έβαλαν τον Αντριαν στοκαροτσάκι, και η Έμμα ανέλαβε να το σπρώχνει με μεγάλη χαρά προχωρώντας μπροστά από αυτές.

Page 122: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Δεν μου λες, νομίζεις ότι είμαι μυγιάγγιχτη; Δεν της έκανε και τίποτα, από το χέρι την έπιασε, έτσιδεν είναι; Εννοώ, να....

Ξέρω ότι ο Λούκας με ανάγκασε να γίνω λίγο υπερπροστατευτική με τα παιδιά...»

H Ερίκα έπιασε την αδερφή της από το μπράτσο. «Δεν νομίζω ότι είσαι υπερπροστατευτική,καθόλου μάλιστα. Προσωπικά πιστεύω ότι η κόρη σου είναι μια ανυπέρβλητη γνώστρια ανθρώπινωνχαρακτήρων και θα έπρεπε να την αφήσεις να του δώσει άλλη μια γερή κλοτσιά στο καλάμι».

Το πρόσωπο της Αννας συννέφιασε. «Τώρα πιστεύω ότι εσύ υπερβάλλεις κάπως. Δεν ήταν δα καιτόσο κακό αυτό που έκανε ο Γκούσταβ. Αν δεν έχει συνηθίσει κανείς να είναι με παιδιά, είναι λογικόνα αγχώνεται».

H Ερίχα αναστέναξε. Για μια στιγμή πίστεψε ότι η αδερφή της θα έδειχνε, επιτέλους, λίγο τσαγανόκαι θα απαιτούσε να φέρονται σε αυτή και τα παιδιά όπως πρέπει, αλλά ο Λούκας είχε κάνει καλήδουλειά.

«Πώς πάει με το θέμα της κηδεμονίας;»

H Αννα φάνηκε αρχικά να θέλει γι’ άλλη μια φορά να αγνοήσει την ερώτηση, αλλά τελικά απάντησεχαμηλόφωνα:

«Δεν πάει. O Λούκας είναι αποφασισμένος να χρησιμοποιήσει όλα τα σατανικά κόλπα που ξέρει, καιτο γεγονός ότι συναντιέμαι με τον Γκούσταβ τον εξόργισε ακόμα περισσότερο».

«Ναι, αλλά δεν έχει κανέναν άσο στο μανίκι. Ή μήπως έχει. Εννοώ, πώς μπορεί να δικαιολογήσει ότιήσουν κακή μάνα; Κι αν υπάρχει κάποιος που δικαιολογείται να ζητάει την αφαίρεση της κηδεμονίαςαπό τον άλλο, αυτή είσαι εσύ!»

«Σίγουρα, αν και ο Λούκας φαίνεται ότι πιστεύει πως αν πει ένα σωρό ψέματα όλο και κάποιο θαπιάσει».

«Ναι, αλλά τι γίνεται με τη μήνυση που του έκανες για κακοποίηση ανηλίκου; Δεν θα έπρεπε αυτήνα μετράει περισσότερο απ’ οποιοδήποτε ψέμα επινοήσει εκείνος;»

H Αννα δεν απάντησε, και μια απαίσια σκέψη πέρασε από το μυαλό της Ερίκα.

«Δεν τον μήνυσες ποτέ, έτσι δεν είναι; Μου είπες ψέματα κατάμουτρα ότι τον μήνυσες, αλλά δεν τοέκανες ποτέ».

Η αδερφή της δεν τόλμησε να την κοιτάξει στα μάτια. «Απάντησε μου λοιπόν! Είναι έτσι; Έχωδίκιο;»

H φωνή της Άννας ακούστηκε θυμωμένη. «Ναι, δίκιο έχεις, αγαπητή μεγάλη αδερφή. Αλλά εσύ δενπρέπει να με κρίνεις. Δεν βρέθηκες στη θέση μου, οπότε δεν έχεις την παραμικρή αναθεματισμένηιδέα για το πώς είναι να ζεις μόνιμα με τον φόβο για το τι θα κάνει. Αν τον είχα μηνύσει, θα μεκυνηγούσε μέχρι να με πιάσει, μέχρι να χάσω κάθε αντοχή να τρέχω μακριά του. Με την ελπίδα ότι

Page 123: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

θα μας άφηνε στην ησυχία μας, δεν πήγα στην αστυνομία. Και φάνηκε πως είχε αποτέλεσμα, αρχικάτουλάχιστον, έτσι δεν είναι;»

«Βεβαίως, αλλά τώρα δεν λειτουργεί πια. Που να πάρει ο διάβολος, Αννα, πρέπει να μάθεις ναβλέπεις πέρα από τη μύτη σου».

«Αυτό είναι εύκολο για σένα να το λες! Κάθεσαι εδώ με όλη την ασφάλεια που θα επιθυμούσε ναέχει ο καθένας, με έναν άντρα που σε λατρεύει και που δεν θα πείραζε ποτέ ούτε μια τρίχα από ταμαλλιά σου και τώρα μάλιστα και με λεφτά στην τράπεζα μετά το βιβλίο για την Αλεξ. Πανεύκολο,λοιπόν, για σένα να μιλάς έτσι, γαμώτο! Δεν ξέρεις πώς είναι να είσαι μόνη σου με δύο παιδιά και νασχίζεσαι για να τους εξασφαλίζεις φαγητό και ρούχα. Εσένα σου πάνε όλα μονίμως μια χαρά και μηνομίζεις ότι δεν βλέπω πόσο αφ' υψηλού κοιτάζεις τον Γκούσταβ. Πιστεύεις ότι ξέρεις τόσα πολλά,αλλά σκατά ξέρεις!»

H Αννα δεν ενδιαφέρθηκε να δώσει στην Ερίκα την ευκαιρία να απαντήσει στο ξέσπασμά της καιεξαφανίστηκε, σχεδόν τρέχοντας, προς την πλατεία με τον Αντριαν στο καρότσι και την Εμμαπιασμένη σφιχτά από το χέρι. H Ερίκα απέμεινε μόνη στο πεζοδρόμιο με έναν λυγμό στον λαιμό.Αναρωτιόταν πως έγινε και πήγαν όλα τόσο στραβά. Δεν ξεκίνησε την κουβέντα

με σκοπό να πληγώσει την αδερφή της. Το μόνο που ήθελε ήταν να περνάει η Αννα τόσο καλά όσοτης άξιζε.

Ο Γιάκομπ φίλησε τη μητέρα του στο μάγουλο και έσφιξε τυπικά το χέρι του πατέρα του. Πάντατέτοια ήταν η σχέση τους. Χαρακτηριζόταν μάλλον από απόσταση και ορθότητα παρά από θέρμη καιεγκαρδιότητα. Ήταν παράλογο να βλέπει τον πατέρα του σαν ξένο, αλλά αυτή ήταν η μοναδικήπεριγραφή που του πέρασε εκείνη τη στιγμή από το μυαλό. Είχε, βεβαίως, ακούσει τις ιστορίες γιατο πώς ο πατέρας του, μαζί με τη μητέρα του, ξαγρυπνούσαν μέρα νύχτα δίπλα του στο νοσοκομείο,αλλά επρόκειτο για ασαφείς αναμνήσεις τυλιγμένες, θαρρείς, σε ομίχλη, κι έτσι ούτε αυτέςμπόρεσαν να τους φέρουν πιο κοντά τον έναν στον άλλο. Εγγύτητα είχε νιώσει μόνο από τονΕφραίμ τον οποίο έβλεπε περισσότερο σαν πατέρα παρά σαν παππού. Από τότε που ο Εφραίμ τούέσωσε τη ζωή δίνοντας του μυελό των οστών απέκτησε, στα μάτια του Γιάκομπ, την αίγλη τουήρωα.

«Δεν δουλεύεις σήμερα;»

Η μητέρα του ακουγόταν το ίδιο αγχωμένη όπως πάντα εκεί που καθόταν δίπλα του στον καναπέ. ΟΓιάκομπ αναρωτήθηκε τι να φανταζόταν άραγε η μητέρα του. Ότι κρύβονταν ένα σωρό κίνδυνοιπίσω από κάθε γωνιά; Σε όλη της τη ζωή συμπεριφερόταν σαν να στεκόταν στο χείλος της αβύσσου.

«Σκέφτηκα να πάω λίγο αργότερα σήμερα. Και μάλλον θα δουλέψω και λίγο το βράδυ. Είπα ναέρθω να δω πώς τα πάτε.

Έμαθα για τα σπασμένα τζάμια. Μητέρα γιατί δεν τηλεφώνησες σ' εμένα και πήρες τον μπαμπά; Εγώθα μπορούσα να είμαι εδώ σε χρόνο μηδέν».

Η Λάινε τον κοίταξε με ένα βλέμμα όλο αγάπη. "Δεν ήθελα να σε ανησυχήσω. Αρρωσταίνεις όταν

Page 124: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

ταράζεσαι".

Εκείνος δεν απάντησε απλώς της χαμογέλασε με ένα ήπιο, εσωστρεφές χαμόγελο.

Εκείνη απίθωσε το χέρι της στο δικό του. «Ναι, ξέρω, αλλά άσε με κι εμένα να κάνω τα δικά μου.Δεν μαθαίνουν νέα κόλπα τα γέρικα σκυλιά, το ξέρεις αυτό».

"Δεν έχεις γεράσει, μαμά, ακόμη παιδούλα είσαι".

Εκείνη κοκκίνισε από ευχαρίστηση. Αυτή η κουβέντα ήταν ένα δικό τους παιχνίδι που το έπαιζανχρόνια. Εκείνος ήξερε ότι της άρεσε ν’ ακούει τέτοια σχόλια και της τα πρόσφερε αφειδώς. Δεν είχεπεράσει και πολύ καλά με τον πατέρα του όλ' αυτά τα χρόνια, και τα κομπλιμέντα δεν ήταν ακριβώςτο δυνατό σημείο του Γκάμπριελ.

O Γκάμπριελ ρουθούνιζε ανυπόμονα από την πολυθρόνα του. Σηκώθηκε.

«Τέλος πάντων, η αστυνομία μίλησε με τα άχρηστα τα ξαδέρφια σου, οπότε ας ελπίσουμε ότι θαμπουν στο καβούκι τους για λίγο». Αρχισε να κατευθύνεται προς το γραφείο. «Προλαβαίνεις ναρίξουμε μια ματιά στους λογαριασμούς μια στιγμή;»

O Γιάκομπ φίλησε το χέρι της μητέρας του, έγνεψε και ακολούθησε τον πατέρα του, O Γκάμπριελείχε αρχίσει εδώ και πολλά χρόνια να μπάζει τον γιο του στις δουλειές του υποστατικού, και ηεκπαίδευση συνεχιζόταν ακόμη. O πατέρας του ήθελε να σιγουρευτεί ότι ο Γιάκομπ θα μπορούσε νατον αντικαταστήσει επάξια μια μέρα. Ευτυχώς ο Γιάκομπ είχε μια φυσική κλίση στη διαχείριση ενόςυποστατικού και τα κατάφερνε υπέροχα τόσο με τους αριθμούς όσο και με τα πρακτικά ζητήματα.

Αφού κάθισαν ο ένας δίπλα στον άλλο για αρκετή ώρα και έλεγξαν τα βιβλία, ο Γιάκομπ τεντώθηκεκαι είπε:

«Λέω ν' ανέβω επάνω και να κοιτάξω λίγο το δωμάτιο του παππού. Έχω καιρό να περάσω από εκεί».

«Μμμ, ναι. Να πας». O Γκάμπριελ ήταν βαθιά χωμένος στον κόσμο των αριθμών.

O Γιάκομπ ανέβηκε στον επάνω όροφο και πήγε αργά προς

την πόρτα που οδηγούσε στη δυτική πτέρυγα της έπαυλης. Εκεί είχε ζήσει ο παππούς Εφραίμ μέχριτον θάνατό του, και ο Γιάκομπ είχε περάσει πολλές ώρες από την παιδική του ηλικία εκεί πάνω μαζίτου.

Μπήκε μέσα. Όλα ήταν ανέγγιχτα. O Γιάκομπ είχε παρακαλέσει τους γονείς του να μην πειράξουνούτε να μετακινήσουν τα πράγματα στην πτέρυγα αυτή, κι εκείνοι είχαν σεβαστεί την επιθυμία του,γνωρίζοντας τους ισχυρούς και μοναδικούς δεσμούς που είχε ο Γιάκομπ με τον Εφραίμ.

Τα δωμάτια μαρτυρούσαν δύναμη. O διάκοσμος ήταν αρρενωπός και βυθισμένος στη σιωπή.Διέφερε έντονα από τον υπόλοιπο φωτεινό διάκοσμο της έπαυλης, και ο Γιάκομπ είχε πάντα τηναίσθηση ότι κάθε φορά που πήγαινε εκεί έμπαινε σ' έναν άλλο κόσμο.

Page 125: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Κάθισε στη δερμάτινη πολυθρόνα δίπλα από το ένα παράθυρο και άπλωσε τα πόδια του στο σκαμνίμπροστά του. ’Ετσι καθόταν ο Εφραίμ όταν τον επισκεπτόταν ο Γιάκομπ. O ίδιος κουλουριαζότανστο πάτωμα μπροστά στον Εφραίμ σαν κουταβάκι και άκουγε με ευλάβεια τις ιστορίες απόπαλιότερες εποχές.

Οι περιγραφές για τις συναθροίσεις αναζωπύρωσης του θρησκευτικού ζήλου τον συνέπαιρναν. OΕφραίμ τού αφηγούνταν πολύ παραστατικά την έκσταση στα πρόσωπα των ανθρώπων και τηνολοκληρωτική τους αφοσίωση στον Ιεροκήρυκα και τους γιους του. O Εφραίμ είχε φωνή πουακουγόταν σαν κεραυνός, και ο Γιάκομπ δεν αμφέβαλλε ποτέ του ότι η φωνή αυτή μπορούσε ναμαγεύει ανθρώπους. Όμως, περισσότερο απ’ όλα του άρεσε ν’ ακούει τον παππού να περιγράφει ταθαύματα που έκαναν ο Γκάμπριελ και ο Γιοχάνες. Κάθε μέρα συνέβαινε κι ένα θαύμα, και για τονΓιάκομπ αυτό ήταν κάτι εντελώς υπέροχο. Ποτέ του δεν κατάλαβε γιατί ο πατέρας του δεν μιλούσεγι' αυτή την περίοδο της ζωής του, μάλιστα φαινόταν να ντρέπεται γι’ αυτή. Για φαντάσου, να έχειςτο χάρισμα του θεραπευτή.

Να θεραπεύεις αναπήρους και ασθενείς. Πόσο πρέπει να στενοχωρήθηκαν τα δυο αδέρφια ότανέχασαν αυτή την ικανότητα; Σύμφωνα με τον Εφραίμ, το χάρισμα χάθηκε από τη μια μέρα στηνάλλη. O Γκάμπριελ είχε ανασηκώσει απλώς τους ώμους αδιάφορα, ο Γιοχάνες όμως είχε νιώσειβαθιά απόγνωση. Εκλιπαρούσε τον Θεό τα βράδια να του δώσει ξανά τη δύναμή του και μόλιςέβλεπε ένα τραυματισμένο ζώο έτρεχε, το έπιανε και προσπαθούσε να επαναφέρει τη δύναμη πουείχε κάποτε.

O Γιάκομπ δεν κατάλαβε ποτέ γιατί ο Εφραίμ γελούσε τόσο παράξενα όταν μιλούσε για τον καιρόεκείνο. O Γιοχάνες πρέπει να ένιωθε πολύ συντετριμμένος, κι αυτό όφειλε να το καταλαβαίνει έναςάντρας που στεκόταν τόσο κοντά στον θεό όπως ο Ιεροκήρυκας. Αλλά ο Γιάκομπ αγαπούσε τονπαππού του και δεν αμφισβητούσε ποτέ όσα έλεγε ή τον τρόπο με τον οποίο τα έλεγε. O παππούςήταν αλάθητος στα δικά του μάτια. Αλλωστε, του είχε σώσει τη ζωή. Μπορεί να μην το έκανεεναποθέτοντας τα χέρια του στο κορμί του, αλλά χαρίζοντας τον μυελό των οστών του στονΓιάκομπ τού ξανάδωσε ζωή. Και γι' αυτό τον λάτρευε.

Page 126: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Όμως, το καλύτερο απ’ όλα ήταν ο τρόπος με τον οποίο ο Εφραίμ ολοκλήρωνε τις ιστορίες του.Έκανε πρώτα μια δραματική παύση, κοίταζε το εγγόνι του κατάματα και έλεγε:

«Κι εσύ, Γιάκομπ, έχεις το χάρισμα μέσα σου. Κάπου, βαθιά μέσα σου, περιμένει ν’ αποκαλυφθεί».

O Γιάκομπ τις λάτρευε αυτές τις λέξεις.

Ποτέ του δεν κατάφερε να κάνει το χάρισμα ν’ αποκαλυφθεί, αλλά του έφτανε και του περίσσευεπου ο παππούς είχε πει πως το διέθετε. Όταν ήταν άρρωστος, είχε προσπαθήσει να κλείσει τα μάτιακαι να το αποκαλύψει για να μπορέσει να γιατρέψει τον εαυτό του. Μόλις όμως έκλεινε τα μάτια,έβλεπε μόνο σκοτάδια, τα ίδια σκοτάδια που τον άδραχναν τώρα με σιδερένιο χέρι.

Ίσως να είχε μπορέσει να βρει τον δρόμο του αν ο παππούς

είχε ζήσει περισσότερο. Εξάλλου, είχε διδάξει τον Γκάμπριελ και τον Γιοχάνες, γιατί να μη δίδασκεκι αυτόν;

Το δυνατό κράξιμο ενός πουλιού απέξω τον έβγαλε από τις σκέψεις του. Το σκοτάδι μέσα του έκανετην καρδιά του να σφίγγεται και αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε ξανά να γίνει, τόσο δυνατό ώστε νατην κάνει να σταματήσει. Τον τελευταίο καιρό το σκοτάδι τον επισκεπτόταν όλο και συχνότερα, καιτο ένιωθε πιο πυκνό από κάθε άλλη φορά.

Τράβηξε τα πόδια του πάνω στην πολυθρόνα και αγκάλιαζε τα γόνατά του. Αχ και να ’ταν εδώ οπαππούς Εφραίμ. Ήταν σίγουρος ότι θα τον βοηθούσε να βρει το θεραπευτικό φως.

«Σε αυτό το στάδιο μπορούμε να υποθέσουμε ότι η Τζένι Mέλερ δεν έχει εξαφανιστεί κατόπιν δικήςτης πρωτοβουλίας. Χρειαζόμαστε, επίσης, τη βοήθεια των πολιτών και ζητάμε απ’ όσους την είδαννα έρθουν σε επαφή μαζί μας, ιδιαίτερα αν την είδαν μέσα ή κοντά σε κάποιο αυτοκίνητο. Σύμφωναμε πληροφορίες που έχουμε, η Τζένι θα έκανε οτοστόπ για τη Φιελμπάκα, και οποιαδήποτε μαρτυρίασε σχέση με αυτό είναι μεγίστης σημασίας».

O Πάτρικ κοίταξε με σοβαρό ύφος όλους τους συγκεντρωμένους δημοσιογράφους, έναν προς έναν,στα μάτια. Ταυτόχρονα, η Ανικα μοίραζε φωτογραφίες της Τζένι Μέλερ και φρόντιζε να φτάσουν σεόλες τις εφημερίδες για δημοσίευση. Αυτό δεν ήταν συνηθισμένη διαδικασία, αλλά στοσυγκεκριμένο στάδιο ο Τύπος μπορούσε να φανεί χρήσιμος.

Προς μεγάλη έκπληξη του Πάτρικ, η πρόταση για την εσπευσμένη συνέντευξη Τύπου έγινε από τονΜέλμπεργ. O Μέλμπεργ καθόταν τώρα πιο πίσω απ' όλους στη μικρή αίθουσα συνεδριάσεων τουαστυνομικού τμήματος και παρατηρούσε τον Πάτρικ που στεκόταν μπροστά μπροστά.

Πολλά χέρια σηκώθηκαν.

«Έχει κάποια σχέση η εξαφάνιση της Τζένι με τη δολοφονία

της Τάνια Σμιτ; Και μήπως βρήκατε κάτι που να συνδέει αυτή τη δολοφονία με την ανεύρεση τηςΜόνα Τερνμπλάντ και της Σιβ Λαντλιν;

Page 127: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

O Πάτρικ καθάρισε τον λαιμό του. «Πρώτον, δεν έχουμε ακόμη επίσημη αναγνώριση της Σιβ, πουσημαίνει ότι θέλω να σας παρακαλέσω να μη γράψετε τίποτα γι’ αυτό. Κατά τ' άλλα, δεν θέλω νασχολιάσω τυχόν υπάρχοντα ή μη συμπεράσματα. επειδή έχουμε μια έρευνα σε εξέλιξη».

Οι δημοσιογράφοι άφησαν έναν ομαδικό αναστεναγμό για τα εμπόδια που συναντούσαν συνεχώςλόγω αυτού του «σε εξέλιξη», αλλά δεν σταμάτησαν να σηκώνουν τα χέρια τους.

«Οι τουρίστες έχουν αρχίσει να εγκαταλείπουν τη Φιελμπάκα. Κάνουν καλά που ανησυχούν για τηνασφάλεια τους;»

«Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Εργαζόμαστε πολύ σκληρά για την εξιχνίαση αυτής της υπόθεσης,αλλά τώρα πρέπει να επικεντρωθούμε στην Τζένι Μέλερ. Αυτά είχα να πω. Ευχαριστώ».

Έφυγε από την αίθουσα ακολουθούμενος από τις διαμαρτυρίες των δημοσιογράφων, αλλά με τηνάκρη του ματιού του είδε τον Μέλμπεργ να παραμένει. Ευχήθηκε μέσα του να μην έκανε πάλι καμιάβλακεία.

Πήγε στον Μάρτιν και κάθισε στην άκρη του γραφείου του.

«Χριστέ μου, αυτό είναι σαν να χώνεις εθελοντικά το χέρι σου μέσα σε σφηκοφωλιά».

«Συμφωνώ, αν και σε αυτή τη φάση μπορεί να αποδειχτούν χρήσιμοι ακόμα και οι δημοσιογράφοι».

«Ναι, κάποιος πρέπει να είδε την Τζένι να μπαίνει σε αυτοκίνητο, αν έκανε, βέβαια, οτοστόπ όπωςισχυρίστηκε ο νεαρός. Με όλη αυτή την κίνηση στην οδική αρτηρία Γκρέμπεσταντ θα ήταν πολύπερίεργο να μην είδε κανείς τίποτα».

«Έχουν συμβεί και χειρότερα». O Μάρτιν αναστέναξε.

«Δεν βρήκες ακόμη τον πατέρα της Τάνια;»

«Δεν προσπάθησα πάλι. Σκέφτηκα να περιμένω μέχρι το βράδυ. Ίσως να είναι στη δουλειά».

"Ναι, δίκιο έχεις. Ξέρεις αν ο Γιέστα έλεγξε τις φυλακές;"

«Ναι όσο παράξενο κι αν ακούγεται, το έκανε. Αλλά δεν βγήκε τίποτα. Δεν υπάρχει κανείς που ναέμεινε μέσα όλη αυτή τη περίοδο μέχρι πρόσφατα. Βέβαια, ούτε κι εσύ περίμενες κάτι τέτοιο,πιστεύω. Θέλω να πω ότι θα μπορούσε κανείς να έχει πυροβολήσει τον βασιλιά και να αφεθείελεύθερος ύστερα από δύο χρόνια λόγω χολής διαγωγής. Όσο για άδεια, θα την έπαιρνε κανονικάέπειτα από δύο εβδομάδες». Πέταξε εκνευρισμένος το στιλό του πάνω στο γραφείο.

«Έλα τώρα, δεν χρειάζεται να γίνεσαι τόσο κυνικός. Είσαι πολύ νέος γι’ αυτό. Μόλις συμπληρώσειςδέκα χρόνια στη δουλειά, μπορείς ν’ αρχίσεις να νιώθεις πικραμένος, αλλά μέχρι τότε πρέπει ναμένεις αφελής και να εμπιστεύεσαι το σύστημα».

«Εντάξει, γέρο». O Μάρτιν τού έριξε έναν δήθεν στρατιωτικό χαιρετισμό, και ο Πάτρικ σηκώθηκεαπό την άκρη του γραφείου γελώντας.

Page 128: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Εξάλλου» συνέχισε ο Πάτρικ «δεν μπορούμε να υποθέσουμε ότι η εξαφάνιση της Τζένι έχει σχέσημε τους φόνους στη Φιελμπάκα, οπότε -για να είμαστε σίγουροι- πες στον Γιέστα να ελέγξει ανυπάρχει κάποιος γνωστός βιαστής ή άλλος που να έχει υποπέσει σε σεξουαλικό παράπτωμα και νααποφυλακίστηκε πρόσφατα. Ζήτα του να ελέγξει όσους έχουν φυλακιστεί για βιασμό, για βίαιησυμπεριφορά κατά γυναικών και τα σχετικά και έχουν δράσει στην περιοχή μας».

«Καλή ιδέα, αλλά δεν αποκλείεται να είναι κάποιος εκτός περιοχής που να βρίσκεται εδώ ωςτουρίστας».

«Σωστό, αλλά από κάπου πρέπει ν’ αρχίσουμε, κι αυτό είναι μια αρχή, όπως οποιαδήποτε άλλη».

Το κεφάλι της Ανικα πρόβαλε στην πόρτα. «Συγγνώμη που ενοχλώ τους κυρίους, αλλά έχειςτηλεφώνημα από το Εγκληματολογικό, Πάτρικ. Να το περάσω εδώ ή θα το πάρεις από το γραφείομου;»

«Πέρασε το στο δικό μου. Δώσε μου μόνο μισό λεπτό».

Μόλις μπήκε στο γραφείο του, κάθισε και περίμενε το τηλέφωνο να χτυπήσει. H καρδιά του είχεαρχίσει να χτυπάει γρήγορα. Τα τηλεφωνήματα από το Εγκληματολογικό ήταν κάτι σαν τουςμποναμάδες του Αϊ-Βασίλη. Ποτέ δεν ήξερες τι είχαν μέσα τα πακέτα.

Δέκα λεπτά αργότερα επέστρεψε ξανά στο γραφείο του Μάρτιν, αλλά στάθηκε στο κατώφλι.

«Επιβεβαιώθηκε ότι ο άλλος σκελετός ανήκει στη Σιβ Λαντίν, όπως ακριβώς πιστεύαμε. Και ηανάλυση χώματος είναι έτοιμη. Υπάρχει και κάτι χρήσιμο εκεί».

O Μάρτιν έσκυψε με μεγάλο ενδιαφέρον μπροστά και έπλεξε τα δάχτυλά του.

«Ναι, αλλά μη με κρατάς σε αγωνία. Τι βρήκατε;» «Πρώτον, είναι ο ίδιος τύπος χώματος πουυπάρχει στο σώμα της Τάνια, στην κουβέρτα με την οποία ήταν τυλιγμένη, όπως επίσης και στουςσκελετούς. Αυτό αποδεικνύει ότι, κάποια στιγμή, πέρασαν και οι τρεις από το ίδιο μέρος. Έπειτα, τοΚρατικό Εγκληματολογικό Εργαστήριο βρήκε ένα λίπασμα στο χώμα που χρησιμοποιείται μόνο σεκαλλιέργειες. Κατάφεραν μάλιστα να βρουν τη μάρκα και το όνομα του κατασκευαστή. Τοκαλύτερο απ’ όλα είναι ότι δεν πουλιέται όπου να ’ναι και μπορείς να το αγοράσεις μόνο από τονκατασκευαστή. Ως εκ τούτου, δεν είναι από τις πιο συνηθισμένες μάρκες στην αγορά. Οπότε, αντους τηλεφωνήσεις τώρα αμέσως και τους ζητήσεις να σου δώσουν τους καταλόγους με τουςπελάτες που έχουν αγοράσει αυτό το λίπασμα, ίσως έτσι καταλήξουμε κάπου. Εδώ είναι ένασημείωμα με την ονομασία του λιπάσματος και το όνομα του κατασκευαστή. Τον αριθμότηλεφώνου θα τον βρεις, πιθανότατα, στον "Χρυσό Οδηγό"»,

O Μάρτιν κούνησε ζωηρά το χέρι του. «Ασ’ το σ' εμένα. Θα το τακτοποιήσω αμέσως και θα σεειδοποιήσω μόλις πάρω τους καταλόγους των πελατών».

«Υπέροχα». O Πάτρικ σήκωσε τον αντίχειρα του προς τα πάνω και χτύπησε το κούφωμα της πόρταςανάλαφρα "Εεεε... δεν μου λες...."

O Πάτρικ είχε ήδη στρίψει στον διάδρομο και έκανε μεταβολή στο άκουσμα της φωνής του Μάρτιν.

Page 129: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

"Ναι;" «Είπαν τίποτα για το DNA που βρήκαν;»

«Αυτό το ψάχνουν ακόμη. Το Κρατικό Εγκληματολογικό Εργαστήριο έχει αναλάβει και αυτές τιςαναλύσεις, και μάλλον έχουν ένα σωρό ακόμα να κάνουν, οπότε έχει σχηματιστεί πραγματική ουράμε τα δείγματα. Ξέρεις, αυτή την περίοδο γίνονται πολλοί βιασμοί».

O Μάρτιν έγνεψε βλοσυρά. Ήξερε πολύ καλά. Αυτό το καλό είχε ο χειμώνας. Πολλοί βιαστέςθεωρούσαν πως έκανε πολύ κρύο για να κατεβάσουν τα παντελόνια τους. Αλλά το καλοκαίρι δεντους πείραζε.

0 Πάτρικ σιγοτραγουδούσε καθώς πήγαινε προς το γραφείο του. Επιτέλους είχαν ανακαλύψει μιαχαραμάδα φωτός στο σκοτάδι. Παρόλο που δεν ήταν μεγάλη, είχαν τουλάχιστον κάτι συγκεκριμένοστα χέρια τους.

O Ερνστ απολάμβανε ένα χοτ ντογκ με πουρέ πατάτας στην πλατεία της Φιελμπάκα. Καθόταν σ’ ένααπό τα παγκάκια που έβλεπαν προς τη θάλασσα και παρακολουθούσε καχύποπτα τους γλάρους πουέκαναν κύκλους αποπάνω του. Αν έβρισκαν ευκαιρία, θα του άρπαζαν αμέσως το λουκάνικο από ταχέρια, γι’ αυτό δεν τους άφηνε καθόλου από τα μάτια του. Καταραμένα βρομοπετούμενα. Όταν ήτανπαιδί, διασκέδαζε με τον εξής τρόπο: Επαιρνε ένα σχοινί και στη μια άκρη του έδενε ένα ψάρι, ενώτην άλλη άκρη την κρατούσε γερά στο χέρι του. Ετσι όταν ο γλάρος κατάπινε ανυποψίαστος τοψάρι, κατάφερνε να έχει έναν δικό του ζωντανό χαρταετό, ο οποίος φτερούγιζε στον αέρααπελπισμένος και πανικόβλητος. Ενα άλλο αγαπημένο του παιχνίδι ήταν να κλέβει το σπιτικό σναπςτου πατέρα του

και να μουσκεύει σε αυτό κομμάτια ψωμί, τα οποία κατόπιν τα έριχνε στους γλάρους. Το θέαμα τωνμεθυσμένων γλάρων που πετούσαν ακανόνιστα μπρος πίσω τον έκανε να ξεκαρδιστεί στα γέλιατόσο πολύ ώστε να πέφτει στο έδαφος και να κρατάει την κοιλιά του. Κάτι τέτοιες παιδικέςσκανταλιές δεν τολμούσε να τις κάνει τώρα, αν και θα το ήθελε πολύ. Αναθεματισμένα αρπακτικά-αυτό ήταν τα βρομοπούλια, αρπακτικά και τίποτε άλλο.

Με την άκρη του ματιού του είδε μια γνώριμη φάτσα. O Γκάμπριελ Χουλτ σταμάτησε στοπεζοδρόμιο μπροστά από το καπνοπωλείο του κέντρου με την BMW του. O Ερνστ ανακάθισε στοπαγκάκι. Είχε ενημερωθεί για όλες τις εξελίξεις σχετικά με τις δολοφονίες των κοριτσιών, λόγω τηςοργής του που τον είχαν αποκλείσει από τις έρευνες, και γνώριζε πολύ χαλά τη μαρτυρία τουΓκάμπριελ κατά του αδερφού του. Ίσως, σκέφτηκε ο Ερνστ, να μπορούσε τώρα να αποσπάσεικάποιες παραπανίσιες πληροφορίες από αυτό τον ψωροπερήφανο μολόχα Και μόνο που σκεφτόταντο υποστατικό και τη γη που ανήκαν στον Γκάμπριελ Χουλτ τού έτρεχαν τα σάλια από τον φθόνοκαι σίγουρα θα ήταν υπέροχο να τον πιέσει λίγο. Κι αν υπήρχε έστω και η παραμικρή πιθανότητα ναβγάλει κάτι καινούργιο για την έρευνα και να το τρίψει στα μούτρα του άλλου μαλάκα τουΧέντστρεμ, θα ήταν θεόσταλτο δώρο.

Πέταξε τα απομεινάρια του λουκάνικου και του πουρέ στο πλησιέστερο καλάθι απορριμμάτων καιάρχισε να βαδίζει νωχελικά προς το αυτοκίνητο του Γκάμπριελ. H ασημόχρωμη BMW έλαμπε στονήλιο, και δεν μπόρεσε ν' αντισταθεί στον πειρασμό να περάσει το χέρι του από την οροφή της.Διάβολε, ένα τέτοιο αμάξι έπρεπε να είχε. Τράβηξε απότομα το χέρι του, όταν ο Γκάμπριελ βγήκεαπό το καπνοπωλείο με μια εφημερίδα στο χέρι. Κοίταξε καχύποπτα τον Ερνστ, που ακουμπούσε

Page 130: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

απαθέστατα στην πόρτα του αυτοκινήτου του.

«Με συγχωρείς, αλλά ακουμπάς πάνω στο αυτοκίνητό μου».

«Ναι, το ξέρω». O τόνος στη φωνή του Έρνστ ήταν όσο πιο αυθάδης γινόταν. Μέχρι εκεί πουτολμούσε τουλάχιστον. Το καλύτερο ήταν να επιβληθεί στον άλλο μεμιάς, "Έρνστ Λούντγκρεν,αστυνομικό τμήμα Τανουμσχέντε".

O Γκάμπριελ αναστέναξε. «Τι έγινε τώρα; Έκαναν πάλι καμιά βρομοδουλειά ο Στέφαν και οΡόμπερτ;»

O Ερνστ χαμογέλασε χαζά. «Σίγουρα κάτι θα έκαναν, μια που τα ξέρω καλά αυτά τα καθαρματάκια,αλλά δεν έχουμε ακούσει τίποτα μέχρι στιγμής. Όχι, δεν είναι αυτό. Απλώς θέλω να κάνω μερικέςερωτήσεις με αφορμή τις γυναίκες που βρήκαμε στη Χαράδρα του Βασιλιά». Κούνησε το κεφάλιτου προς την κατεύθυνση της ξύλινης σκάλας που σκαρφάλωνε σαν φίδι στους βράχους πουοδηγούσαν στη Χαράδρα του Βασιλιά.

O Γκάμπριελ σταύρωσε τα χέρια του, με την εφημερίδα κάτω από τη μια μασχάλη.

«Και γιατί πρέπει να γνωρίζω εγώ κάτι γι’ αυτό. που να πάρει η ευχή; Μη μου πεις ότι πρόκειται γιακείνη την παλιά ιστορία με τον αδερφό μου πάλι. Έχω ήδη απαντήσει σε μερικές ερωτήσεις περίαυτού σε κάποιους συναδέλφους σου. Εξάλλου, έχουν περάσει ένα κάρο χρόνια από τότε, κι ανσκεφτεί κανείς τα συμβάντα των τελευταίων ημερών, μάλλον θα έπρεπε να είναι ξεκάθαρο ότι οΓιοχάνες δεν είχε καμία σχέση με αυτά! Να, εδώ κοίτα!»

Ξεδίπλωσε την εφημερίδα και την κράτησε ανοιχτή μπροστά στο πρόσωπο του Ερνστ. Στοπρωτοσέλιδο κυριαρχούσε μια φωτογραφία της Τζένι Μέλερ και δίπλα μια Θολή φωτογραφίαδιαβατηρίου της Τάνια Σμιτ. O κύριος τίτλος μύριζε, καταπώς συνηθιζόταν, καθαρό κιτρινισμό.

«Νομίζεις ότι σηκώθηκε ο αδερφός μου από τον τάφο και τα έκανε όλ' αυτά;» H φωνή τουΓκάμπριελ παλλόταν από έντονα συναισθήματα. «Πόσο καιρό σκέφτεστε να σπαταλήσετεανακρίνοντας την οικογένειά μου. αφήνοντας τον πραγματικό δολοφόνο να κυκλοφορεί ελεύθερος;Το μόνο στοιχείο που

έχετε για εμάς είναι μια κατάθεση που έδωσα πριν από είκοσι χρόνια, και τότε, βέβαια, ήμουνσίγουρος, αλλά, τι διάβολο, δεν είχε και πολύ φως έξω, κι εγώ ερχόμουν από ξαγρύπνια στο πλευρότου ετοιμοθάνατου παιδιού μου και μπορεί κάλλιστα να έκανα λάθος!»

Εκνευρισμένος, έχανε τον γύρο του αυτοκινήτου και, φτάνοντας στην πόρτα του οδηγού, πάτησε τοτηλεχειριστήριο και άνοιξε την κεντρική κλειδαριά. Πριν μπει στο αυτοκίνητο εκσφενδόνισε μερικέςακόμα οργισμένες κουβέντες προς τον Ερνστ.

"Αν συνεχιστεί αυτό το πράγμα, θα αναθέσω την υπόθεση στους δικηγόρους μας. Έχω κουραστεί ναμε κοιτάει ο κόσμος μέχρι να του βγουν τα μάτια από τότε που βρήκατε εκείνα τα κορίτσια και δενσκέφτομαι να σας αφήσω να ρίξετε κι άλλο νερό στον μύλο των φημολογιών για την οικογένειά μουαπλώς και μόνο επειδή δεν έχετε τίποτα καλύτερο να κάνετε".

Page 131: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

O Γκάμπριελ έκλεισε την πόρτα κοπανώντας την και γκάζωσε με μανία. Το αμάξι όρμησε προς τηνανηφόρα Γκαλερμπάκεν με μια ταχύτητα που έκανε τους πεζούς να τρέχουν φοβισμένοι για νακαλυφτούν.

O Ερνστ έμεινε στη θέση του και χαχάνιζε μόνος του. O Γκάμπριελ Χουλτ μπορεί να είχε λεφτά,αλλά ο Ερνστ, ως αστυνομικός, είχε τη δύναμη να σκαλίζει τον μικρό προνομιούχο κόσμο του.Μεμιάς ένιωσε πόσο όμορφη ήταν η ζωή.

«Αντιμετωπίζουμε μια κρίση που θα επηρεάσει όλη την κοινότητα». O Στιγκ Τουλίν, ο ισχυρόςάντρας του Δήμου, κάρφωσε το βλέμμα του στον Μέλμπεργ, ο οποίος δεν έδειξε να εντυπωσιάζεταιιδιαίτερα.

«Ναι, αλλά, όπως είπα σ’ εσένα και σε οποιονδήποτε άλλο τηλεφώνησε πριν, δουλεύουμε όσο πιοεντατικά μπορούμε κι έχουμε ρίξει όλες μας τις δυνάμεις σε αυτή την έρευνα».

«Καθημερινά, δέχομαι δεκάδες τηλεφωνήματα από

ανήσυχους επιχειρηματίες και τους καταλαβαίνω απόλυτα. Έχεις δει την κατάσταση στα διάφορακάμπινγκ και στα λιμάνια εδώ γύρω; Αυτό δεν επηρεάζει μόνο την εμπορική ζωή στη Φιελμπάκα,κάτι που είναι από μόνο του καταστροφικό. Από τότε που εξαφανίστηκε η τελευταία κοπέλαάρχισαν να εξαφανίζονται και όλοι οι τουρίστες από τις γύρω περιοχές. Γκρέμπεσταντ,Χαμπουργκσούντ, Σέμπερσβικ, ακόμα και πάνω στη Στρέμσταντ έγινε αισθητή η φυγή τους. Θέλωνα ξέρω τι ακριβώς κάνετε για να τελειώνει αυτή εδώ η κατάσταση!»

O Στιγκ Τουλίν, πάντοτε χαμογελαστός κατά τ' άλλα, σε διαφήμιση οδοντόκρεμας, είχε τώραρυτίδες εκνευρισμού στο αριστοκρατικό του κούτελο. Ήταν ο επιφανέστερος εκπρόσωπος τουΔήμου για πάνω από δέκα χρόνια και είχε αποκτήσει, επίσης, τη φήμη του καλύτερου επιβήτορα τηςπεριοχής. O Μέλμπεργ αναγκάστηκε να παραδεχτεί κρυφά ότι μπορούσε να καταλάβει γιατί οιγυναίκες ήταν τόσο ευάλωτες στη γοητεία του Τουλίν. Όχι δηλαδή πως ο ίδιος ήταν από τους«άλλους» -φρόντισε να διευκρινίσει στον εαυτό του-, αλλά ακόμα κι ένας άντρας μπορούσε να δειότι ο Στιγχ Τουλίν ήταν ιδιαίτερα καλογυμνασμένος για πενηντάρης και συνδύαζε τη γοητεία τωνγκρίζων κροτάφων με ένα παιδικό καταγάλανο βλέμμα.

O Μέλμπεργ χαμογέλασε καθησυχαστικά. «Γνωρίζεις το ίδιο χαλά μ’ εμένα, Στιγκ, ότι δεν μπορώνα υπεισέλθω σε λεπτομέρειες για το πώς χειριζόμαστε αυτή την έρευνα αλλά πρέπει να αρκεστείςστον λόγο μου όταν σου λέω ότι έχουμε διαθέσει όλους τους πόρους και τις δυνάμεις μας για ναβρούμε τη μικρή Μέλερ και όποιον έχει διαπράξει αυτούς τους απαίσιους φόνους».

«Διαθέτετε όντως δυνάμεις για μια τέτοια έρευνα; Μήπως θα έπρεπε να ζητήσετε βοήθεια από το -πού να ξέρω κι εγώ-, από το Γέτεμποργ, για παράδειγμα;»

Οι γκρίζοι κρόταφοι του Στιγκ γυάλιζαν από τον ιδρώτα.

Η πολιτική του καριέρα ήταν θεμελιωμένη και εξαρτημένη από το πόσο ικανοποιημένοι ήταν οιεπιχειρηματίες της κοινότητας από τις ενέργειες του. H ταραχή που είχαν δείξει τις τελευταίες μέρεςδεν προοιωνιζόταν τίποτα καλό για τις επόμενες εκλογές. Λάτρευε να κινείται στους διαδρόμους της

Page 132: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

εξουσίας, όπως επίσης αντιλαμβανόταν πως το πολιτικό του κύρος αποτελούσε βασικό όχημα για τιςεπιτυχίες του στο κρεβάτι.

Τώρα όμως είχε εμφανιστεί μια ρυτίδα εκνευρισμού και στο όχι εξίσου αριστοκρατικό κούτελο τουΜέλμπεργ.

«Μπορώ να σε διαβεβαιώσω όπ δεν χρειαζόμαστε καμιά βοήθεια σε αυτή εδώ την υπόθεση. Καιπρέπει να πω ότι δεν εκτιμώ ιδιαίτερα την έλλειψη εμπιστοσύνης που μας δείχνεις κάνοντας μιατέτοια ερώτηση. Δεν παραπονέθηκε ποτέ κανείς για τον τρόπο που δουλεύουμε, και δεν βλέπω τονλόγο για τον οποίο μας γίνεται μια τέτοια αδικαιολόγητη κριτική στη συγκεκριμένη περίπτωση».

Μια που ο Στιγκ Τουλίν διέθετε το χάρισμα του γνώστη των ανθρώπινων χαρακτήρων -ικανότηταπου τον είχε εξυπηρετήσει ιδιαίτερα στην πολιτική του καριέρα-, ήξερε πότε έπρεπε να κάνει πίσω.Πήρε μια βαθιά ανάσα και υπενθύμισε στον εαυτό του ότι δεν ήταν προς όφελος του να έρθει σερήξη με την τοπική αστυνομία.

«Τέλος πάντων, ίσως να βιάστηκα κι εγώ θέτοντας μια τέτοια ερώτηση. Φυσικά και έχετε την πλήρηεμπιστοσύνη μας. Αλλά θέλω πραγματικά να τονίσω τη σημασία να επιλυθεί αυτή η υπόθεση τοσυντομότερο δυνατόν!»

O Μέλμπεργ απάντησε με ένα απλό νεύμα, και μετά τις απαραίτητες τυπικές χειραψίες και φράσειςαποχαιρετισμού ο ισχυρός άντρας του Δήμου έφυγε από το αστυνομικό τμήμα.

H Μελανί εξέταζε με κριτικό μάτι τον εαυτό της μπροστά από τον ολόσωμο καθρέφτη που είχεεπιμείνει να στήσουν μέσα στο

τροχόσπιτο. Καθόλου άσχημα. Αν και κάνα δυο κιλά λιγότερα δεν θα πείραζαν. H Μελανί τράβηξετο δέρμα στην περιοχή της κοιλιάς και ρούφηξε το στομάχι της. Έτσι, ωραία. Τώρα ήταν καλύτερα.Δεν ήθελε να φαίνεται ούτε γραμμάριο λίπους και αποφάσισε ότι από σήμερα και για τις επόμενεςεβδομάδες θα έτρωγε μόνο ένα μήλο για μεσημεριανό. Ας έλεγε ό,τι ήθελε η μάνα της. H Μελανί θαέδινε τα πάντα για να μη γίνει το ίδιο χοντρή και απαίσια μ' εκείνη.

Αφού έφτιαξε το στρινγκ του μπικίνι της για πολλοστή φορά, πήρε την τσάντα για την παραλία καιτη μεγάλη πετσέτα και ετοιμάστηκε να πάει για μπάνιο. Τη σταμάτησε ένα χτύπημα στην πόρτα.Σίγουρα θα ήταν κάποιος από τους κολλητούς που θα πήγαινε για μπάνιο και πέρασε να την πάρειγια να πάνε παρέα. Ανοιξε. Το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο βρέθηκε πεσμένη μέσα στοτροχόσπιτο χτυπώντας τη μέση της μικρή τραπεζαρία. Τα μάτια της σκοτείνιασαν από τον πόνο καιη πρόσκρουση της έκοψε την ανάσα, αφαιρώντας τον αέρα από τα πνευμόνια της, Το αποτέλεσμαήταν να μην μπορεί να βγάλει τον παραμικρό ήχο. Ένας άντρας εισέβαλε μέσα, κι εκείνη έψαχνεαγωνιωδώς στη μνήμη της για να θυμηθεί πού τον είχε ξαναδεί. Ήταν αόριστα γνώριμος, αλλά τοσοκ και ο πόνος τη δυσκόλευαν να συγκεντρωθεί και να θυμηθεί. Όμως, μια σκέψη πέρασε μεμιάςαπό το μυαλό της: η εξαφάνιση της Τζένι. O πανικός έχανε τώρα τα ύστατα μόρια λογικής ναεξαφανιστούν και σωριάστηκε ανυπεράσπιστη στο πάτωμα.

Δεν διαμαρτυρήθηκε, όταν εκείνος την τράβηξε από το ένα χέρι και την ανάγκασε να πάει στοκρεβάτι. Μόλις όμως άρχισε να της λύνει τα κορδόνια του μπικίνι που ήταν δεμένα πίσω στη ράχη

Page 133: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

της, ο τρόμος τής έδωσε δύναμη και εξαπέλυσε μια κλοτσιά προς τα πίσω, στοχεύοντας τον καβάλοτου άντρα. Αστόχησε και τον πέτυχε στον μηρό. H αντίδραση ήταν αστραπιαία. H γροθιά τουπροσγειώθηκε στη μέση της ράχης της, στο ίδιο ακριβώς σημείο που είχε χτυπήσει στην τραπεζαρία

ο αέρας βγήκε ξανά από μέσα της. Σωριάστηκε Ένας θόρυβος έκανε τον άντρα να γυρίσει ακριβώςτη στιγμή που της είχε κατεβάσει το κάτω μέρος του μπικίνι στα γόνατα. Πριν μπορέσει όμως ν'αντιδράσει, κάτι τον χτύπησε στο κεφάλι και με έναν ρόγχο γονάτισε. Πίσω από τον άντρα, ηΜελανί είδε τον Περ τον σπασίκλα με «να ρόπαλο του μπέιζμπολ στο χέρι. Το βαρύ ρόπαλο. Αυτόήταν το τελευταίο που κατάφερε να παρατηρήσει πριν σκοτεινιάσουν όλα γύρω της.

στο κρεβάτι και παραιτήθηκε εντελώς. Η δύναμη που είχε το χτύπημα του άντρα την έκανε να νιώσειμικρή και αβοήθητη, ενώ η επιβίωση ήταν το μοναδικό που είχε τώρα στο μυαλό της. Ήταν βέβαιηότι θα πέθαινε. Όπως ήταν πια βέβαιη ότι η Τζένι ήταν νεκρή.

«Γαμώτο, έπρεπε να τον είχα αναγνωρίσει!»

O Μάρτιν χτυπούσε τα πόδια του στο πάτωμα από καθαρή απογοήτευση και χειρονομούσε προς τονάντρα που τσουβάλιαζαν τώρα, δεμένο με χειροπέδες, στις πίσω θέσεις ενός περιπολικού.

«Πώς στο διάβολο μπορούσες να χάνεις κάτι τέτοιο; Φούσκωσε και πήρε τουλάχιστον είκοσι κιλάστη φυλακή, όπως επίσης έβαψε και τα μαλλιά του ξανθά. Ούτε η μάνα του δεν θα τον αναγνώριζε.Εξάλλου, μόνο σε φωτογραφία τον είχες δει».

O Πάτρικ προσπάθησε να παρηγορήσει τον Μάρτιν όσο καλύτερα μπορούσε, αλλά υποψιαζόταν όπο μικρός δεν τον άκουγε με τίποτα. Βρίσκονταν στο κάμπινγκ της Γκρέμπεσταντ, δίπλα από τοτροχόσπιτο όπου έμενε η Μελάνι και οι γονείς της. Γύρω τους είχε συγκεντρωθεί ένα πλήθοςπερίεργων για να μάθει τι είχε συμβεί. Είχαν ήδη στείλει τη Μελανί με ασθενοφόρο στο νοσοκομείοτης Ουντεβάλα. Οι γονείς της είχαν πάει στο εμπορικό κέντρο του Σβίνεσουντ για ψώνια όταν τουςβρήκε ο Πάτρικ στο κινητό. Τώρα, σοκαρισμένοι είχαν φύγει απευθείας για το νοσοκομείο.

«Μα τον κοίταξα καταπρόσωπο, Πάτρικ. Νομίζω μάλιστα ότι του έγνεψα κιόλας. Πρέπει να γέλασεπολύ όταν φύγαμε από εκεί. Επιπλέον, η σκηνή του βρισκόταν ακριβώς δίπλα στη σκηνή της Τάνιακαι της Λίζε. Γαμώτο μου, πόσο κουφιοκέφαλος μπορεί να γίνει ο άνθρωπος;»

Κοπάνισε με τη γροθιά το μέτωπό του σαν να 'θελε να τονίσει τα λόγια του και ένιωσε το άγχος νασυγκεντρώνεται και να μεγαλώνει στο στήθος του. Το σατανικό παιχνίδι με το «τι θα γινόταν αν»είχε αρχίσει να τον επηρεάζει σοβαρά. Αν είχε αναγνωρίσει τον Μόρτεν Φρισκ, ίσως η Τζένι τώρα ναμαζί με τους γονείς της στο κάμπινγκ. Αν, αν, αν...

O Πάτρικ γνώριζε πολύ καλά τι παιζόταν στο μυαλό του Μάρτιν, αλλά δεν ήξερε τι έπρεπε να τουπει για να καταπραϋνει τον πόνο του. Πιθανότατα κι αυτός έτσι να σκεφτόταν στη θέση του, έστω κιαν γνώριζε ότι η αυτοκριτική ήταν αβάσιμη. Ήταν σχεδόν αδύνατον ν’ αναγνωριστεί ο βιαστής πουείχε συλληφθεί για τέσσερις βιασμούς πριν από πέντε καλοκαίρια. Τότε ο Μόρτεν Φρισκ ήταν μόλιςδεκαεφτά ετών. Ενα αδύνατο αγόρι με σκούρα μαλλιά που είχε χρησιμοποιήσει μαχαίρι για ν’αναγκάσει τα θύματά του να υποκύψουν στις ορέξεις του. Τώρα ήταν ένας ξανθός γίγαντας γεμάτοςμυς, ο οποίος πίστευε προφανώς ότι η σωματική δύναμη που διέθετε αρκούσε για να τον κάνει κύριο

Page 134: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

της κατάστασης. O Πάτρικ υποψιαζόταν, επίσης, ότι τα στεροειδή, που τα έβρισκες εύκολα στασωφρονιστικά καταστήματα της χώρας, έπαιζαν τον δικό τους ρόλο στη σωματική μεταμόρφωσητου Μόρτεν και, πάντως, δεν μείωναν διόλου την εγγενή επιθετικότητα του, αλλά μετέτρεπανεπιπλέον μια θράκα σε κόλαση φωτιάς.

O Μάρτιν έδειξε το νεαρό αγόρι που στεκόταν κάπως αδέξια πιο πέρα από το επίκεντρο τωνσυμβάντων και δάγκωνε νευρικά τα νύχια του. Το ρόπαλο του μπέιζμπολ είχε ήδη κατασχεθεί απότην αστυνομία, και η νευρικότητα ήταν έκδηλη στο πρόσωπό του. Πιθανώς να ένιωθε αβέβαιος αντο μακρύ χέρι

του νόμου θα τον θεωρούσε ήρωα ή απλώς κακοποιό. O Πάτρικ έκανε νόημα στον Μάρτιν να τονακολουθήσει, και πήγαν μαζί εκεί όπου στεκόταν το αγόρι και βημάτιζε επιτόπου ρίχνοντας το βάροςτου μια στο ένα πόδι και μια στο άλλο.

«Είσαι ο Περ Toύρσον, έτσι δεν είναι;»

Το αγόρι έγνεψε καταφατικά.

O Πάτρικ έχανε τις συστάσεις για τον Μάρτιν. «Είναι ο φίλος της Τζένι Μέλερ. Είναι αυτός που μουείπε ότι η Τζένι θα έκανε οτοστόπ για να πάει στη Φιελμπάκα». O Πάτρικ στράφηκε ξανά στον Περ.« Εκανες μια σοβαρή παρέμβαση εδώ. Πώς ήξερες ότι η Μελανί θα έπεφτε θύμα του βιαστή;»

O Περ χαμήλωσε το βλέμμα του. «Μου αρέσει να κάθομαι και να παρατηρώ τον κόσμο που έρχεταιεδώ. Αυτόν τον πρόσεξα αμέσως από την ώρα που έστησε εδώ τη σκηνή του τις προάλλες. Υπήρχεκάτι στον τρόπο με τον οποίο έτρεχε και φούσκωνε σαν διάνος μπροστά στα κοριτσόπουλα πουκυκλοφορούν εδώ. Πίστευε ότι ήταν πολύ κουλ με τα μπράτσα γορίλα που είχε. Πρόσεξα, επίσης,και τον τρόπο με τον οποίο κοίταζε τα κορίτσια. Ειδικά αν δεν είχαν πολλά ρούχα πάνω τους».

«Και τι έγινε σήμερα λοιπόν;» O Μάρτιν τον πίεσε να προχωρήσει ανυπόμονα.

Έχοντας ακόμη στραμμένο το βλέμμα στο έδαφος, ο Περ συνέχισε:

«Τον είδα που καθόταν και περίμενε να φύγουν οι γονείς της Μελανί και μετά κάθισε και περίμενεγια κάμποση ώρα ακόμα».

«Πόση ώρα δηλαδή;» ρώτησε ο Πάτρικ,

O Περ φάνηκε να το σκέφτεται. «Πέντε λεπτά. ίσως. Μετά σηκώθηκε, καθαρά αποφασισμένος, καιπήγε προς το τροχόσπιτο της Μελανί, και τότε σκέφτηκα ότι απλώς θα της τα έριχνε ή κάτι τέτοιο,αλλά όταν εκείνη άνοιξε, αυτός όρμησε μέσα και τότε σκέφτηκα ότι, γαμώτο, αυτός θα πρέπει ναήταν

που πήρε την Τζένι και τότε πήγα και πήρα ένα από τα ρόπαλα του του μπέιζμπολ που είχαν ταμικρά και πήγα στο τροχόσπιτο και τον κοπάνησα μ' αυτό στο κεφάλι». Αναγκάστηκε νασταματήσει για να πάρει μια ανάσα και για πρώτη φορά σήκωσε το βλέμμα και κοίταξε κατάματατον Πάτρικ και τον Μάρτιν. Εκείνοι είδαν το κάτω χείλος του να τρέμει, «Τι γίνεται τώρα; Θα έχωπροβλήματα με αυτό που έκανα; Που τον χτύπησα στο κεφάλι, εννοώ».

Page 135: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

O Πάτρικ έβαλε το χέρι στον ώμο του Περ για να τον καθησυχάσει.

«Θα τολμήσω να υποσχεθώ ότι δεν θα υπάρξουν συνέπειες εις βάρος σου για ό,τι έκανες. Όχι ότιθέλουμε να ενθαρρύνουμε με τους πολίτες να συμπεριφέρονται έτσι, μην παρεξηγήσεις τα λόγιαμου, αλλά η αλήθεια είναι ότι, αν δεν είχες επέμβει, εκείνος πιθανώς να προλάβαινε να βιάσει τηΜελανί».

O Περ σχεδόν κατέρρευσε από ανακούφιση, αλλά συνήλθε αμέσως και είπε:

«Μπορεί άραγε να ήταν αυτός που... Με την Τζένι δηλαδή...».

Οι λέξεις έβγαιναν δύσκολα από το στόμα του, κι εδώ τελείωσαν τα παρηγορητικά λόγια τουΠάτρικ. Διότι η ερώτηση του Περ μετέτρεπε και τις δικές του σκέψεις σε λόγια.

«Δεν ξέρω. Παρατήρησες αν κοίταξε καμιά φορά και την Τζένι με τον ίδιο τρόπο;»

O Περ άρχισε να σκέφτεται πυρετωδώς, αλλά στο τέλος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Δενξέρω. Εννοώ... σίγουρα θα το έκανε κάποια στιγμή, μια που κοίταζε όλα τα κορίτσια πουπερνούσαν, αλλά δεν μπορώ να πω ότι κοίταζε ιδιαίτερα την Τζένι».

Ευχαρίστησαν τον Περ και τον άφησαν στους ανήσυχους γονείς του. Μετά, πήραν το αυτοκίνητοκαι κατευθύνθηκαν προς το αστυνομικό τμήμα. Εκεί, ήδη πίσω από τα κάγκελα, μπορεί να υπήρχε οάνθρωπος που αναζητούσαν αγωνιωδώς. Χωρίς

να ξέρουν ότι έκαναν και οι δύο την ίδια ευχή, ο Πάτρικ και ο Μάρτιν παρακαλούσαν να είναι όντωςέτσι τα πράγματα.

Στο δωμάτιο ανακρίσεων η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη. H τύχη της Τζένι Μέλερ τούς έκανε όλουςνα αισθάνονται την ανάγκη και την ανυπομονησία ν' ακούσουν την αλήθεια από τα χείλη τουΜόρτεν Φρισκ, αλλά ταυτόχρονα γνώριζαν πως ορισμένα πράγματα δεν έβγαιναν με τη βία. OΠάτρικ ήταν επικεφαλής της ανάκρισης, και κανείς δεν απόρησε που είχε ζητήσει να είναι παρών καιο Μάρτιν. Όταν τακτοποίησαν τις απαραίτητες εισαγωγικές διευκρινίσεις με το όνομα τουανακρινόμενου, την ημερομηνία και την ώρα, ώστε να καταγραφούν στο μαγνητόφωνο. έπιασανδουλειά.

«Έχεις συλληφθεί επειδή αποπειράθηκες να βιάσεις τη Μελανί Γιούχανσον. Έχεις να πεις κάτι γι’αυτό;»

«Να είσαι σίγουρος ότι έχω!»

O Μόρτεν είχε γείρει νωχελικά πίσω στην καρέκλα του, με τον έναν από τους τεράστιουςδικέφαλους του να ακουμπάει στη ράχη της. Ήταν καλοκαιρινά ντυμένος, με ένα ανοιχτό κολλητόλινό πουκάμισο και κοντό σορτς, με ελάχιστο ύφασμα για να εκτίθενται στο μέγιστο οι μύες. Ταβαμμένα ξανθά μαλλιά ήταν αρκετά μακριά, και μια τούφα τους έπεφτε μπροστά στα μάτια του.

«Δεν έκανα τίποτα με το οποίο δεν συμφωνούσε και η ίδια, κι αν σας πει κάτι άλλο, λέει ψέματα!

Page 136: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Είχαμε κανονίσει να συναντηθούμε όταν έφευγαν οι γονείς της και μόλις είχαμε αρχίσει να τηβρίσκουμε μπήκε εκείνος ο μαλάκας με το ρόπαλο του μπέιζμπολ. Παρεμπιπτόντως, θέλω να κάνωμήνυση για κακοποίηση. Αυτό. λοιπόν, μπορείτε να το σημειώσετε στα μπλοκάκια σας». Έδειξε ταμπλοκ που είχαν μπροστά τους ο Πάτρικ και ο Μάρτιν και χαζογέλασε.

«Αυτό θα το συζητήσουμε μετά. Τώρα συζητάμε αυτά για τα οποία κατηγορείσαι».

Η κοφτή και απότομη φωνή του Πάτρικ εξέφραζε όλη εκείνη την απέχθεια που του προκαλούσεαυτός ο άντρας. Ενήλικοι άντρες που επετίθεντο σε μικρές κοπέλες ανήκαν, στον κόσμο του Πάτρικστους ευτελέστερους των ευτελεστέρων.

O Μόρτεν ανασήκωσε τους ώμους σαν να μην τον ενδιέφερε καθόλου. Τα χρόνια που είχε περάσειστη φυλακή τον είχαν εκπαιδεύσει για τα καλά. Την τελευταία φορά που κοβόταν απέναντί στονΠάτρικ ήταν ένας αδύνατος, αβέβαιος δεκαεφτάρης που ξέρασε, σχεδόν αμέσως μόλις κάθισαν, μιαομολογία για τέσσερις βιασμούς. Τώρα είχε κάνει φροντιστήρια με τα μεγάλα παιδιά, και ησωματική του μεταμόρφωση ταίριαζε γάνα στην πνευματική του μεταμόρφωση. Αυτό πουπαρέμενε, ωστόσο, ίδιο και απαράλλακτο ήταν το μίσος και η επιθετικότητα κατά των γυναικών.Μέχρι στιγμής, αυτό που ήξεραν οι αστυνομικοί ήταν πως όλ' αυτά τσν είχαν οδηγήσει «μόνο» σεάγριους βιασμούς και όχι σε φόνους. Αλλά αυτό που ανησυχούσε τον Πάτρικ ήταν μήπως τα χρόνιατης φυλακής είχαν κάνα περισσότερη ζημιά απ' όση μπορούσαν να υπολογίσουν. Μήπως ο ΜόρτενΦρισκ είχε προαχθεί από βιαστή σε στυγνό δολοφόνο; Πού βρισκόταν τότε η Τζένι Μέλερ και πώςσχετιζόταν αυτό με τον θάνατο της Μόνα και της Σιβ; Διότι την εποχή που δολοφονήθηκαν αυτές οιδύο κοπέλες ο Μόρτεν Φρισκ δεν είχε γεννηθεί καν!

O Πάτρικ αναστέναξε και συνέχισε την ανάκριση. «Ας υποθέσουμε. λοιπόν, ότι σε πιστεύουμε.Έχουμε όμως μια μεγάλη σύμπτωση, η οποία μας ανησυχεί κάπως, κι αυτή είναι ότι έμενες στοκάμπινγκ της Γκρέμπεσταντ όταν εξαφανίστηκε μια κοπέλα ονόματι Τζένι Μέλερ, όπως επίσης καιστο κάμπινγκ του Σέλβικ της Φιελμπάκα όταν εξαφανίστηκε μια Γερμανίδα τουρίστρια, πουβρέθηκε αργότερα δολοφονημένη. Έμενες μάλιστα δίπλα στη σκηνή της Τάνια Σμιτ και της φίληςτης. Κάπως περίεργες συμπτώσεις, θα έλεγα».

O Μόρτεν χλώμιασε αισθητά. «Τι διάβολο λες Όχι! Εγώ δεν έχω καμία σχέση με αυτά».

"Ξέρεις όμως για ποια κοπέλα μιλάμε, έτσι δεν είναι;"

Εκείνος απάντησε απρόθυμα:

«Ναι, σίγουρα τις είδα εκείνες τις λεσβίες στη διπλανή σκηνή, αλλά κάτι τέτοιες δεν με ενδιαφέρουνιδιαίτερα, άσε που ήταν μεγάλες σε ηλικία για τα γούστα μου. Έδειχναν και οι δυο κάπωςμεστωμένες για μένα».

O Πάτρικ σκέφτηκε το πρόσωπο της Τάνια - σύνηθες αλλά οπωσδήποτε φιλικό- στη φωτογραφίατου διαβατηρίου και συγκράτησε με μεγάλη δυσκολία την παρόρμηση να πετάξει το μπλοκ στοπρόσωπο του Μόρτεν. Το βλέμμα του ήταν ψυχρό όταν κοίταξε ξανά τον άντρα που είχε μπροστάτου.

Page 137: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

"Και η Τζένι Μέλερ; Τι λες γι’ αυτή; Δεκαεφτά χρονών, όμορφη- ξανθιά... Αυτή είναι του γούστουσου, έτσι δεν είναι;"

Μικρές σταγόνες ιδρώτα άρχισαν να εμφανίζονται στο μέτωπο του Μόρτεν. Είχε μικρά μάτια πουανοιγόκλειναν ρυθμικά όταν τον καταλάμβανε η νευρικότητα. Αυτή τη στιγμή ανοιγόκλεινε τα μάτιασαν φρενιασμένος.

«Δεν έχω καμία απολύτως γαμημένη σχέση με αυτό. Δεν την ακούμπησα αυτή, τ’ ορκίζομαι!»

Τίναξε τα χέρια του σε μια χειρονομία που ήθελε να δείξει πως ήταν αθώος, και πολύ απρόθυμα οΠάτρικ διέκρινε έναν τόνο ειλικρίνειας στις διαμαρτυρίες του άντρα. H συμπεριφορά του όταναναφέρθηκαν η Τάνια και η Τζένι ήταν εντελώς διαφορετική από τη συμπεριφορά του όταν τονρώτησαν για τη Μελανί. Με την άκρη του ματιού του, ο Πάτρικ κατάφερε να βει ότι και ο Μάρτινήταν πολύ σκεφτικός.

« Εντάξει λοιπόν, μπορώ να ομολογήσω ότι εκείνη η γκόμενα σήμερα δεν συμφωνούσε ακριβώς μεόλ' αυτά που ήθελα εγώ, αλλά πρέπει να με πιστέψετε, δεν έχω ιδέα για όσα λέτε για τις άλλες δύοκοπέλες. Τ' ορκίζομαι!»

O πανικός στη φωνή του Μόρτεν ήταν ολοφάνερος, και έπειτα από μια βουβή συνεννόηση, οΜάρτιν και ο Πάτρικ αποφάσισαν να σταματήσουν την ανάκριση. Δυστυχώς τον πίστευαν.

Αυτό σήμαινε πως κάπου αλλού κάποιος άλλος κρατούσε την Τζένι Μέλερ, αν δεν ήταν ήδη νεκρή.Και η υπόσχεση που είχε δώσει στον Άλμπερτ Τερνμπλάντ ότι θα έβρισκε το δολοφόνο της κόρηςτου, φάνηκε μεμιάς πολύ μακρινή.

Ο Γιέστα ήταν νευρικός. Ήταν σαν κάποιο κομμάτι του κορμιού του, που ήταν καιρό μουδιασμένο,να 'χε αποκτήσει ξαφνικά ζωή. Εδώ και πολύ καιρό ήταν τόσο αδιάφορος για τη δουλειά στηναστυνομία ώστε οποιαδήποτε ενέργεια που έτεινε να μοιάζει ξανά με δέσμευση του φαινότανπαράξενη. Χτύπησε διστακτικά την πόρτα του Πάτρικ.

"Μπορώ να μπω;"

«Τι; Α, ναι, βέβαια». O Πάτρικ τον κοίταξε αφηρημένος από το γραφείο του.

O Γιέστα μπήκε μέσα με αργό βήμα και κάθισε σε μια καρέκλα. Δεν έβγαλε κουβέντα, και λίγο μετάο Πάτρικ αναγκάστηκε να τον ρωτήσει:

«Λοιπόν; Έχεις κάτι να μου πεις;».

O Γιέστα καθάρισε τον λαιμό του και κοίταξε με προσοχή τα χέρια του που ακουμπούσαν σταγόνατά του. «Πήρα τη λίστα χτες».

«Ποιά λίστα;» ρώτησε συνοφρυωμένος ο Πάτρικ.

«Τη λίστα με τους βιαστές της περιοχής που αποφυλακίστηκαν. Μόνο δυο ονόματα είχε, και το έναήταν του Μόρτεν Φρισκ».

Page 138: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Και γιατί τέτοια μούτρα, παρακαλώ;»

O Γιέστα σήκωσε το βλέμμα του. H νευρικότητα του καθόταν σαν μια μεγάλη σκληρή πέτρα στοστομάχι.

«Δεν έκανα τη δουλειά μου όπως έπρεπε. Είχα κατά νου να ελέγξω τα ονόματα, πού ήταν. τι έκαναν,να κάνω μια κουβέντα μαζί τους. αλλά δεν είχα όρεξη. Αυτή είναι η αλήθεια, Χέντστρεμ. Δεν είχαόρεξη. Και τώρα...»

O Πάτρικ δεν απάντησε, απλώς περίμενε συλλογισμένος τη συνέχεια.

«Τώρα συνειδητοποιώ ότι αν είχα κάνει σωστά τη δουλειά μου, ίσως να μη δεχόταν επίθεση, σχεδόνβιασμό, εκείνη η κοπελιά σήμερα, και θα είχαμε την ευκαιρία να τον πιάσουμε και να τονρωτήσουμε για την Τζένι από χτες κιόλας. Ποιος ξέρει, ίσως αυτό να ήταν θέμα ζωής ή θανάτου γιακείνη. Ίσως χτες να ήταν ακόμη ζωντανή και σήμερα ίσως να είναι νεκρή. Κι όλ' αυτά επειδή εγώ οβλάκας βαριόμουν να κάνω τη δουλειά μου!" Χτύπησε τη γροθιά στο γόνατό του για να δώσειέμφαση στα λόγια του.

O Πάτρικ έμεινε για λίγο σιωπηλός, αλλά μετά έσκυψε μπροστά, πάνω από το γραφείο, και έπλεξετα δάχτυλα των χεριών του. O τόνος της φωνής του ήταν ενθαρρυντικός και όχι αυστηρός, όπωςπερίμενε ο Γιέστα. Γι' αυτό σήκωσε έκπληκτος το κεφάλι του.

«H αλήθεια είναι ότι η δουλειά σου αφήνει πολλά κενά, Γιέστα. Το ξέρουμε κι εγώ κι εσύ αυτό.Αλλά δεν είναι δική μου δουλειά να κάνω τέτοιες συζητήσεις. Αυτό πρέπει να το αναλάβει και να τοχειριστεί ο προϊστάμενός μας. Όσον αφορά τον Μόρτεν Φρισκ και το γεγονός ότι δεν τον έλεγξεςόπως έπρεπε χτες, ξέχασε το. Διότι, πρώτον, δεν θα τον εντόπιζες στο κάμπινγκ τόσο έγκαιρα όσοχρειαζόταν θα σου έπαιρνε τουλάχιστον δύο μέρες. Και δεύτερον, ειλικρινά πιστεύω, δυστυχώς, ότιδεν είναι αυτός που απήγαγε την Τζένι Μέλερ».

O Γιέστα κοίταξε έκπληκτος τον Πάτρικ. «Μα εγώ πίστευα ότι το θέμα είχε λυθεί. Δεν ήταν αυτός;»

«Ναι, κι εγώ το ίδιο πίστευα. Δίχως όμως να είμαι εντελώς σίγουρος, τόσο εγώ όσο και ο Μάρτιναποκομίσαμε την εντύπωση, κατά την ανάκριση, ότι δεν ήταν αυτός».

«Ω γαμώτο». O Γιέστα έμεινε σιωπηλός και σκεφτικός. Εκείνη η νευρικότητα δεν έλεγε ωστόσο ναυποχωρήσει. «Υπάρχει κάτι που μπορώ να κάνω εγώ;»

«Οπως είπα, δεν είμαστε εντελώς σίγουροι, αλλά πήραμε δείγμα αίματος από τον Φρισκ, το οποίοθα μας δώσει την

τελική απάντηση αν είναι ο άνθρωπός μας. Έχει ήδη φύγει για το εργαστήριο, και τους είπαμε ότιείναι επείγον, αλλά θα σου ήμουν υπόχρεος αν τους έπαιρνες κι εσύ να τους πιέσεις λίγο παραπάνω.Γιατί, αν είναι τελικά ένοχος ο Φρισκ, παρά τις εντυπώσεις μας, κάθε ώρα που περνάει είναι κρίσιμηγια την κόρη Μέλερ».

«Βέβαια, θα το φροντίσω εγώ, θα τους πάρω στο κυνήγι σαν αγριεμένο μπουλντόγκ».

Page 139: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

O Πάτριχ χαμογέλασε με την παρομοίωση. Διότι αν του ζητούσαν να συγκρίνει τον Γιέστα μεκάποια ράτσα σκύλου, θα έλεγε σίγουρα ότι έμοιαζε με γέρο κοπρίτη που σκυλοβαριόταν.

O Γιέστα θέλοντας να δείξει την προθυμία του να κάνη όπως πρέπει τη δουλειά του, τινάχτηκε απότην καρέκλα και βγήκε από το δωμάτιο με ταχύτητα που δεν είχε επιδείξει ποτέ άλλοτε. Hανακούφιση για το ότι δεν είχε κάνει το μεγάλο λάθος που νόμιζε τον έκανε να νιώθει σαν ναπετούσε. Υποσχέθηκε στον εαυτό του άτι αποδώ και πέρα θα δούλευε σκληρά, ίσως μάλιστα ναέκανε και καμιά υπερωρία απόψε! Αλλά όχι, αυτό δεν μπορούσε να το κάνει, είχε κλείσει για γκολφσήμερα το απόγευμα στις πέντε. Τέλος πάντων, θα έκανε υπερωρία κάποια άλλη μέρα.

Η Λάινε απεχθανόταν να περπατάει ανάμεσα σε βρομιές και σκουπίδια Ήταν σαν να έμπαινε σεάλλο κόσμο. Έτσι. έκανε μια μεγάλη δρασκελιά πάνω από παλιές εφημερίδες, σακούλες και έναςθεός ξέρει τι άλλο...

«Σούλβεΐγκ;» Απάντηση καμιά. Πίεσε την τσάντα πάνω στο κορμί της και προχώρησε πιο μέσα στοχολ. Την είδε να κάθεται εκεί. Η απέχθεια που ένιωσε ήταν σωματική και διαπέρασε όλο της τοκορμί. Τη μισούσε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο στον κόσμο,συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου της του πατέρα. Ταυτόχρονα όμως εξαρτιόταν από αυτήν. Ησυγκεκριμένη σκέψη της δημιουργούσε πάντα ναυτία.

Η Σούλβεϊγκ έσκασε ένα χαμόγελο μόλις είδε τη Λάινε.

«Μπα, μπα, για κοίτα ποιος είναι εδώ. Κι όπως πάντα, ακριβώς στην ώρα σου. Ε, λοιπόν, είσαι πολύαξιόπιστο άτομο, Λάινε». Έκλεισε το φωτογραφικό άλμπουμ με το οποίο ασχολούνταν κι έκανενόημα στη Λάινε να καθίσει.

«Προτιμώ να τ' αφήσω και να φύγω, δεν έχω ώρα...»

«Τι κουβέντες είν’ αυτές; Λάινε. Λες και δεν ξέρεις τους κανόνες κάνεις! Πρώτα ένα καφεδάκι μετην ησυχία μας και μετά η πληρωμή. Ασε που θα ήταν γαϊδουριά εκ μέρους μου να μην τρατάρωκάτι την αριστοκράτισσα επισκέπτρια μου».

H φωνή της έσταζε χλεύη. H Λάινε ήξερε καλά ότι δεν μπορούσε να διαμαρτυρηθεί. Αυτός ήτανένας χορός που τον είχαν χορέψει πολλές φορές στα χρόνια που πέρασαν. Ξεσκόνισε προσεχτικάένα μέρος του καναπέ της κουζίνας και δεν μπόρεσε να κρύψει έναν μορφασμό απέχθειας σανκάθισε. Κάθε φορά που πήγαινε εκεί ένιωθε βρόμικη για πολλές ώρες μετά.

H Σούλβεΐγκ σηκώθηκε με φανερή δυσκολία από την καρέκλα της και τακτοποίησε προσεχτικά ταφωτογραφικά της άλμπουμ. Έβαλε στο τραπέζι δυο ραγισμένα φλιτζάνια, ένα για την καθεμιά, και ηΛάινε προσπάθησε να καταπνίξει την παρόρμηση να πάρει το δικό της και να το σκουπίσει. Κατόπιν,εμφανίστηκε ένα καλαθάκι με μισοτριμμένα μπισκότα, και η Σούλβεΐγκ προέτρεψε τη Λάινε νασερβιριστεί μόνη της. Εκείνη πήρε ένα μικρό μπισκότο και ευχήθηκε από μέσα της να τελειώσει όσοπιο γρήγορα γινόταν αυτή η επίσκεψη.

«Ωραία περνάμε, δεν νομίζεις;» H Σούλβεΐγκ βούτηξε ένα μπισκότο στον καφέ και έριξε μια ματιάστη Λάινε, η οποία αντί ν’ απαντήσει παρέμεινε βουβή. H Σούλβεΐγκ συνέχισε: «Δύσκολο να

Page 140: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

πιστέψει κανείς ότι η μία από εμάς ζει σε υποστατικό και η άλλη σε καλυβόσπιτο τώρα πουκαθόμαστε εδώ σαν δυο παλιές φιλενάδες. Τι λες κι εσύ, Λάινε;».

H Λάινε έκλεισε τα μάτια ελπίζοντας ότι αυτή η ταπείνωση θα τελείωνε σύντομα. Μέχρι τηνεπόμενη φορά. Εσμιξε τα

χέρια της κάτω από το τραπέζι και υπενθύμισε στον εαυτό της για ποιο λόγο ήταν αναγκασμένη να εκτίθεται συνεχώς σ' αυτή την κατάσταση.

"Ξέρεις τι με ανησυχεί, Λάινε;" Η Σούλβεΐγκ μιλούσε μπουκωμένη, αφήνοντας τρίμματα ναγλιστρούν από το στόμα της και να πέφτουν στο τραπέζι.

"Ότι στέλνεις την αστυνομία στα αγόρια μου. Πίστευα Λάινε, ότι εγώ και εσύ είχαμε μια συμφωνία.Αλλά όταν μπουκάρει εδώ η αστυνομία και μου λέει πράγματα παράλογα,, ότι εσύ είπες πως τ’αγόρια μου ήρθαν κι έσπασαν τα τζάμια στο σπίτι σας, αρχίζω ν' αναρωτιέμαι τι ισχύει τελικά». Τομόνο που κατάφερε να χάνει η Λάινε ήταν ένα νεύμα. «Νομίζω ότι μου οφείλεις μια συγγνώμη γι’αυτό, τι λες κι εσύ; Διότι, όπως είπαμε και στην αστυνομία, οι γιοι μου ήταν εδώ όλο το βράδυ. Αρα,δεν μπορεί να ήταν αυτοί που πέταξαν πέτρες στο υποστατικό». H Σούλβεΐγκ ρούφηξε μια γουλιάκαφέ και κρατώντας το φλιτζάνι, έγνεψε προς τη Λάινε. «Λοιπόν; Περιμένω!»

«Σου ζητάω συγγνώμη». H Λάινε μουρμούρισε κάτι κοιτάζοντας κάτω, ταπεινωμένη όσο δενέπαιρνε.

«Με συγχωρείς, αλλά δεν άκουσα τι είπες ακριβώς». H Σούλβεΐγκ έφερε επιδεικτικά το χέρι τηςπίσω από το αυτί.

«Σου ζητάω συγγνώμη. Πρέπει να έκανα λάθος». Το βλέμμα της ήταν γεμάτο περιφρόνηση ότανσυνάντησε το βλέμμα της Σούλβεΐγκ, αλλά η μπατζανάκισσα της έδειχνε ικανοποιημένη.

«Έτσι μπράβο. Τελειώσαμε με αυτό. Δεν ήταν δα και τόσο δύσκολο, έτσι δεν είναι; Τι λες τώρα, δενξεκαθαρίζουμε κι αυτό για το οποίο ήρθες εδώ;»

Εσκυψε πάνω από το τραπέζι γλείφοντας τα χείλη της. H Λάινε πήρε απρόθυμα την τσάντα από ταγόνατά της και έβγαλε από μέσα έναν φάκελο. H Σούλβεΐγκ τεντώθηκε με απληστία, τον πήρε καιάρχισε να μετράει με προσοχή το περιεχόμενό του με τα λιγδωμένα της δάχτυλα.

«Σωστά μέχρι πεντάρας. Ως συνήθως. Ναι, αυτό έλεγα και εγώ πάντα, είσαι άνθρωπος που πιστεύειστην τάξη, Λάινε. Εσύ και ο Γκάμπριελ, μα την αλήθεια, ξέρετε από τάξη".

Με την αίσθηση ότι είχε πιαστεί σε ποντικοπαγίδα, η Λάινε, σηκώθηκε και πήγε προς την πόρτα.Μόλις βγήκε, πήρε μια βαθιά ανάσα για να γεμίσει τα πνευμόνια της με φρέσκο καλοκαιρινό αέρα.Πίσω της άκουσε τη φωνή της Σουλβεϊγκ πριν κλείσει την πόρτα:

«Πάντα χαίρομαι όταν συναντιόμαστε, Λάινε. Να το ξανακάνουμε τον επόμενο μήνα!"

H Λάινε έκλεισε τα μάτια και πίεσε τον εαυτό της ν' ανασάνει κανονικά. Καμιά φορά αναρωτιόταναν όλ' αυτά άξιζαν τον κόπο.

Page 141: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Μετά θυμήθηκε το βρόμικο χνότο του πατέρα της στο αυτί της και γιατί η σίγουρη ζωή που είχεκαταφέρει να δημιουργήσει για τον εαυτό της έπρεπε να διατηρηθεί με κάθε τίμημα. Εδώ που ταλέμε, άξιζε τα λεφτά της.

Μόλις πέρασε το κατώφλι, είδε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. H Ερίκα καθόταν στη βεράντα, του είχεγυρισμένη την πλάτη, αλλά η όλη στάση της έδειχνε ότι κάτι κακό είχε συμβεί. Για έναδευτερόλεπτο, πριν σκεφτεί πως η Ερίκα θα του είχε τηλεφωνήσει στο κινητό αν κάτι δεν πήγαινεκαλά με το μωρό, τον έζωσαν τα φίδια.

«Ερίκα;» Στράφηκε προς το μέρος του, και τότε είδε ότι τα μάτια της ήταν κατακόκκινα από τοκλάμα. Βρέθηκε κοντά της με δυο δρασκελιές και κάθισε δίπλα της στον καλαμόπλεχτο καναπέ.«Καλή μου, τι έχεις;»

«Τσακώθηκα με την Αννα».

«Τι έγινε πάλι;»

Γνώριζε όλα τα πάνω και τα κάτω της περίπλοκης σχέσης των δύο αδερφών, καθώς και όλους τουςλόγους για τους οποίους αυτές οι δύο βρίσκονταν πάντα σε πορεία σύγκρουσης

Από τότε όμως που η Αννα είχε διακόψει κάθε σχέση με τον Λούκας, φάνηκε να έχουν συνάψει έναείδος προσωρινής εκεχειρίας, και ο Πάτρικ ρώτησε τι πήγε στραβά αυτή τη φορά.

"Δεν μήνυσε ποτέ τον Λούκας για ότι έκανε στην Έμμα..."

«Μα τι διάβολο λες!»

«Μάλιστα, και τώρα που ο Λουκάς ξεκίνησε μια νομική διαδικασία για την κηδεμονία των παιδιών,πίστευα πως θα είχε αυτή τη μήνυση για άσο στο μανίκι της. Αλλά δεν έχει τίποτα πια εναντίον του,κι αυτός είναι έτοιμος να αραδιάσει ένα σωρό ψέματα, από αυτά που ξέρει ν’ αραδιάζει, για το πόσοακατάλληλη είναι η Αννα ως μητέρα».

«Ναι, αλλά δεν έχει στοιχεία για να το στηρίξει αυτό».

«Όχι, αυτό το ξέρουμε. Αλλά σκέψου ότι αν ξεκινήσει να λέει ένα σωρό ψέματα κάτι θα μείνει, δενμπορεί. Ξέρεις πόσο πανούργος είναι. Δεν θα είναι καθόλου παράξενο αν καταφέρει να γοητεύσειτους δικαστές και τους πάρει με το μέρος του». H Ερίκα έγειρε απελπισμένη το πρόσωπό της στονώμο του Πάτρικ. «Σκέψου να χάσει τα παιδιά η Αννα, θα καταστραφεί εντελώς».

O Πάτρικ την αγκάλιασε και την έσφιξε παρηγορητικά πάνω του.

«Ας μην αφήνουμε τώρα τη φαντασία μας να καλπάζει. H Αννα έκανε βλακεία που δεν τον μήνυσε,αλλά, πραγματικά, μπορώ να καταλάβω γιατί δεν το έκανε. O Λούκας έχει αποδείξει πολλές φορέςότι δεν είναι να παίζεις μαζί του, οπότε δεν την αδικώ που είναι φοβισμένη».

«Όχι, έχεις δίκιο, βέβαια. Αλλά αυτό που με στενοχώρησε περισσότερο ήταν ότι μου έλεγε ψέματαόλον αυτό τον καιρό. Τώρα, εκ των υστέρων, νιώθω ότι με εξαπάτησε κανονικά. Κάθε φορά που τη

Page 142: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

ρωτούσα τι είχε γίνει με τη μήνυση απέφευγε ν' απαντήσει ευθέως, λέγοντας ότι η αστυνομία στηΣτοκχόλμη έχει πολλή δουλειά και γι' αυτό δεν προλαβαίνουν να εξετάσουν

γρήγορα όλες τις μηνύσεις που έχουν λάβει. Αλλά όλα ήταν ψέματα. Και με κάποιον τρόποκαταφέρνει πάντα βγαίνω εγώ η κακιά της υπόθεσης». Καινούργια κλάματα.

«Έλα τώρα, αγάπη μου. Ηρέμησε λίγο. Δεν θέλουμε να πιστέψει το παιδί ότι θα γεννηθεί στηνκοιλάδα των δακρύων»

H Ερίκα δεν μπόρεσε να μη γελάσει λίγο μέσα από τα αναφιλητά της και σκούπισε τα μάτια της μετο μανίκι της μπλούζας της.

«Άκουσε με τώρα. Ορισμένες φορές εσύ και η Αννα έχετε μάλλον μια σχέση περισσότερο μητρικήπαρά αδερφική, και αυτό είναι που σας δημιουργεί συνεχώς προβλήματα. Φρόντιζες εσύ την Αννααντί να το κάνει η μητέρα σας, κι αυτό την ωθεί να έχει την ανάγκη της φροντίδας σου καιταυτόχρονα να νιώθει ότι πρέπει ν’ απεξαρτηθεί από σένα. Καταλαβαίνεις τι εννοώ;»

H Ερίκα έγνεψε καταφατικά. «Ναι, ξέρω. Αλλά το θεωρώ πολύ άδικο να τιμωρούμαι επειδή τηφρόντιζα». Έχυσε πάλι μερικά δάκρυα,

«Τώρα αρχίζεις πάλι να λυπάσαι τον εαυτό σου, έτσι δεν είναι;» O Πάτρικ παραμέρισε μια τούφααπό το μέτωπό της. «Εσύ και η Αννα θα το λύσετε κι αυτό. όπως λύνετε πάντα τόσα και τόσα αργά ήγρήγορα. Επίσης, πιστεύω ότι είναι καλό να είσαι εσύ η γενναιόδωρη αυτή τη φορά. H Αννα περνάειμια δύσκολη περίοδο τώρα. O Λούκας είναι ένας ισχυρός αντίπαλος, κι εγώ μπορώ να καταλάβωειλικρινά ότι είναι κατατρομαγμένη. Οπότε, σκέψου λίγο αυτό πριν αρχίσεις να λυπάσαι τον εαυτόσου».

H Ερίκα τραβήχτηκε από την αγκαλιά του Πάτρικ και τον κοίταξε θυμωμένη. «Δεν Θα μευπερασπιστείς δηλαδή;»

«Μα αυτό κάνω, αγάπη μου, αυτό κάνω». Της χάιδεψε τα μαλλιά και φάνηκε μεμιάς πως είχε αλλούτο μυαλό του.

«Συγγνώμη κάθομαι εδώ και μυξοκλαίω για τα δικά μου προβλήματα... Εσείς πώς τα πάτε;»

"Ουφ, μη μου μιλάς γι' αυτό το πράγμα. Σήμερα μάλιστα τα πράγματα πήγαν πραγματικά κατάδιαβόλου..."

"Αλλά δεν μπορείς να μου πεις λεπτομέρειες" συμπλήρωσε η Ερίκα.

"Όχι δεν μπορώ. Όμως όπως σου είπα, σήμερα η μέρα ήταν σκέτη κόλαση". Αναστέναξε, αλλάφάνηκε να συνέρχεται αμέσως. «Τέρμα αυτά θα δούμε τώρα πώς θα περάσουμε όμορφα απόψε,εντάξει; Έχω την αίσθηση πως τόσο εσύ όσο κι εγώ έχουμε ανάγκη ν' αναπτερώσουμε το ηθικό μας.Πάω μέχρι το ψαράδικο ν' αγοράσω καμιά νοστιμιά, οπότε εσύ μπορείς να στρώσεις το τραπέζι.Πώς σου φαίνεται σαν ιδέα;»

H Ερίκα έγνεψε καταφατικά και έστρεψε το πρόσωπό της προς τα πάνω για να της δώσει ένα φιλί.

Page 143: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Είχε και τις καλές πλευρές του ο πατέρας του παιδιού της

«Ν’ αγοράσεις πατατάκια και ντιπ, σε παρακαλώ. Καλύτερα ν’ αρπάξω την ευκαιρία τώρα που είμαιχοντρή!»

Εκείνος γέλασε. "Ό,τι πεις αφεντικό!"

O Μάρτιν χτύπησε εκνευρισμένος το στιλό του πάνω στο τραπέζι. O εκνευρισμός στρεφόταν κατάτου εαυτού του. Οι χθεσινές εξελίξεις τον είχαν κάνει να ξεχάσει εντελώς να τηλεφωνήσει στονπατέρα της Τάνια Σμιτ. Του ερχόταν να πλακώσει τον εαυτό του στις κλοτσιές H μόνη δικαιολογίατου ήταν πως πίστεψε ότι δεν είχε σημασία πια. αφότου έπιασαν τον Μόρτεν Φρισκ. Πιθανώς να μηντον έβρισκε πριν από το βράδυ, αλλά μπορούσε τουλάχιστον να προσπαθήσει. Κοίταξε το ρολόι.Εννιά. Αποφάσισε να ελέγξει αν ο χερ Σμιτ ήταν στο σπίτι, πριν τηλεφωνήσει στην Πία για τηδιερμηνεία.

Το τηλέφωνο χτύπησε μία, δύο, τρεις τέσσερις φορές και ο Μάρτιν ήταν σχεδόν έτοιμος να τοκλείσει. Όμως. στο πέμπτο σινιάλο ακούστηκε η φωνή ενός αγουροξυπνημένου άντρα. Αμήχανοςπου τον είχε ξυπνήσει, ο Μάρτιν κατάφερε με κάπως κομπιαστά γερμανικά να του εξηγήσει ποιοςήταν και να του

πει ότι θα τον ξανάπαιρνε σε λίγο. Φαίνεται πως η τύχη ήταν με το μέρος του, μια που η Πίααπάντησε μεμιάς. Του υποσχέθηκε να τον βοηθήσει, για άλλη μια φορά, και σε μερικά λεπτά τουςείχε και τους δύο στη γραμμή.

"Θέλω, κατ' αρχάς, να σας συλλυπηθώ".

O άντρας στην άλλη άκρη της γραμμής τον ευχαρίστησε χαμηλόφωνα, αλλά ο Μάρτιν μπορούσε νανιώσει το πένθος του να σκεπάζει την κουβέντα τους σαν βαρύ πέπλο. Για μια στιγμή δίστασε για τοπώς έπρεπε να συνεχίσει. H απαλή φωνή της Πία μετέφραζε όλα όσα έλεγε, αλλά όσο συλλογιζόταντι έπρεπε να πει δεν ακουγόταν τίποτε άλλο πέρα από τις ανάσες τους. «Ξέρετε ποιος το έκανε αυτόστην κόρη μου;»

H φωνή του έτρεμε ελαφρώς, και αυτό δεν ήταν αναγκαίο να το μεταφράσει η Πία. O Μάρτιν το είχεκαταλάβει.

«Όχι ακόμη. Αλλά θα τον βρούμε».

Όπως όταν ο Πάτρικ συνάντησε τον Αλμπερτ Τερνμπλάντ, έτσι και ο Μάρτιν αναρωτήθηκε μήπωςυποσχόταν πάρα πολλά, αλλά ήθελε ν' απαλύνει τον πόνο του άντρα με τον μοναδικό τρόπο πουμπορούσε να το κάνει.

«Μιλήσαμε με τη συνταξιδιώτισσα της Τάνια και μας είπε ότι η Τάνια ήρθε εδώ, στη Φιελμπάκα τηςΣουηδίας, για κάποια δουλειά που είχε. Όταν όμως ρωτήσαμε τον πρώην σύζυγο της Τάνια, δενμπορούσε να σκεφτεί κάποιον λόγο που θα την οδηγούσε εδώ. Μήπως ξέρετε εσείς κάτι;»

O Μάρτιν κράτησε την ανάσα του. Ακολούθησε μια μακριά, ανυπόφορα μακριά, σιωπή. Κατόπιν, οπατέρας της Τάνια άρχισε να μιλά.

Page 144: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Όταν τελικά έκλεισε το τηλέφωνο, ο Μάρτιν αναρωτιόταν αν είχε ακούσει καλά όσα είχαν ειπωθεί.Αυτή η ιστορία παραήταν απίθανη, αλλά δεν έπαυε να διαθέτει μια αισθητή χροιά αλήθειας, και οΜάρτιν τον πίστεψε τον πατέρα της Τάνια. Εκεί που ήταν έτοιμος να κλείσει το τηλέφωνο θυμήθηκεότι η Πία ήταν ακόμη στη γραμμή.

Τον ρώτησε κάπως διστακτικά:

«Έμαθες αυτό που ήθελες; Νομίζω ότι τα μετέφρασα όλα σωστά».

«Είμαι σίγουρος πως όλα μεταφράστηκαν απολύτως σωστά. Και, ναι, έμαθα αυτό που ήθελα. Ξέρωότι δεν χρειάζεται να το πω αυτό, αλλά..,»

«Ναι, ξέρω, απαγορεύεται ν’ αποκαλύψω οτιδήποτε από αυτά. Υπόσχομαι να μην πω λέξη».

«Πολύ καλά. Και παρεμπιπτόντως...»

«Ναι;»

Είχε ακούσει καλά; Ήταν ο τόνος της φωνής της γεμάτος απαντοχή; Δυστυχώς δεν βρήκε το θάρροςνα συνεχίσει - πέρα από το ότι ένιωθε να μην το επιτρέπει η περίσταση.

«Ασ’ το, δεν ήταν τίποτα. Μπορούμε να το συζητήσουμε μια άλλη φορά».

«Εντάξει».

Τώρα του φάνηκε πως άκουσε σχεδόν έναν τόνο απογοήτευσης. αλλά η αυτοπεποίθησή του ήταντόσο τσαλακωμένη ακόμη από την τελευταία αποτυχία του στο μέτωπο του έρωτα που πίστευε πωςόλα ήταν απλώς γεννήματα της φαντασίας του.

Αφού ευχαρίστησε την Πία και έκλεισε το τηλέφωνο, οι σκέψεις του γλίστρησαν αλλού.Καθαρόγραψε στα γρήγορα τις σημειώσεις του από τη συνομιλία και πήγε ν’ αφήσει το χαρτί στογραφείο του Πάτρικ, Επιτέλους είχαν βρει τη μία άκρη του νήματος στην υπόθεση.

Όταν συναντήθηκαν, ήταν και οι δύο επιφυλακτικοί. Ήταν η πρώτη φορά μετά την καταστροφικήσυνάντηση στο Βεστεργκόρντεν, και τώρα περίμενε ο ένας τον άλλο να κάνει το πρώτο βήμα προςτη συμφιλίωση. Μια που ο Στέφαν ήταν αυτός που είχε τηλεφωνήσει, και η Λίντα είχε όντως τύψειςόλ’ αυτό το διάστημα για τον ρόλο της στον τσακωμό πήρε αυτή τον λόγο.

«ννοοόοα

"Ξέρεις, είπα κάτι βλακείες τις προάλλες. Δεν τις εννοούσα. Να, απλώς νευρίασα πολύ".

Κάθονταν στο συνηθισμένο σημείο συνάντησης, πάνω στο πατάρι του αχυρώνα στοΒεστεργκόρντεν. To προφίλ του Στέφαν έμοιαζε σαν να ήταν σκαλισμένο από πέτρα. Μετά, η Λίνταείδε τα χαρακτηριστικά του να μαλακώνουν σιγά σιγά.

Page 145: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

"Ξέχασε το. Κι εγώ αντέδρασα λίγο απότομα. Να, ήταν...."

Κόμπιασε αναζητώντας τη σωστή λέξη. "Ήταν τόσο δύσκολο να έρθω εκεί με όλες τις αναμνήσειςκαι τα λοιπά. Πραγματικά δεν είχε καμία σχέση μ’ εσένα».

Με κάποια διστακτικότητα ακόμη στις κινήσεις της, η Λίντα σύρθηκε πίσω του και τον αγκάλιασε.O καβγάς είχε προκαλέσει κάτι αναπάντεχο: Είχε αρχίσει να τον σέβεται κάπως. Πάντα τον έβλεπεσαν μικρό παιδί που κρεμόταν από τα φουστάνια της μάνας του και ακολουθούσε σαν σκυλάκι τονμεγάλο του αδερφό, αλλά τη μέρα εκείνη αυτό που αντίκρισε ήταν ένας άντρας. Κι αυτό τον έκανεπιο ελκυστικό στα μάτια της. Απίστευτα πιο ελκυστικό. Επιπλέον, είχε δει μια επικίνδυνη πλευράτου, κι αυτό επίσης αύξανε την ελκυστικότητα που ήδη είχε ανακαλύψει πάνω του. Εκείνη τη μέραήταν πράγματι έτοιμος να τη χτυπήσει, και τώρα, εκεί που καθόταν με το μάγουλό τηςακουμπισμένο στην πλάτη του, αυτή η ανάμνηση έκανε την καρδιά της να πάλλεται. Ήταν σαν ναπετούσε κοντά στη φλόγα ενός κεριού, αρκετά κοντά για να νιώθει τη ζέστη της, αλλά κι αρκετάελεγχόμενα ώστε να μην καίγεται. Κι αυτό που κυβερνούσε την εν λόγω ισορροπία ήταν ο ίδιος τηςο εαυτός.

Αφησε τα χέρια της να πέσουν μπροστά. Πεινασμένα κι απαιτητικά. Αισθανόταν ακόμη μια κάποιααντίσταση από την πλευρά του, άλλα ένιωθε τη σιγουριά πως αυτή είχε ακόμη το πάνω χέρι στησχέση τους. Αλλωστε, η σχέση αυτή είχε οριστεί από μια καθαρά σωματική προοπτική, και ήξερεπως σε κάτι τέτοια οι γυναίκες, γενικώς, και η ίδια, ειδικώς, είχαν το πρόσταγμα. Ένα πρόσταγμαπου τώρα το εκμεταλλευόταν. Με

ικανοποίηση διαπίστωσε ότι η ανάσα του γινόταν όλο και πιο βαριά και η αντίσταση που πήγαζε απόμέσα του εξαφανιζόταν.

Η Λίντα μετακόμισε στα γόνατα του, και όταν ανταμώθηκαν οι γλώσσες τους, ήξερε ότι είχε βγεινικήτρια από εκείνη την αναμέτρηση. Και σε αυτή την ψευδαίσθηση ζούσε μέχρι που ένιωσε το χέριτου Στέφαν να πιάνει σφιχτά τα μαλλιά της και με ζωώδη δύναμη να τη σπρώχνει προς τα πίσω ώστενα μπορεί να την κοιτάξει κατάματα. Αν εκείνος είχε την πρόβες να την κάνει να νιώσει ασήμαντη κιανήμπορη, μόλις το είχε καταφέρει. Για μια στιγμή, η Λίντα είδε την ίδια λάμψη στα μάτια του πουείχε δει και κατά τη διάρκεια του καβγά στο Βεστεργκόρντεν κι έπιασε τον εαυτό της ν’ αναρωτιέταιαν η κραυγή της για βοήθεια θ’ ακουγόταν μέχρι το κυρίως σπίτι. Πιθανότατα όχι.

«Ξέρεις κάτι; Πρέπει να είσαι καλή μαζί μου, αλλιώς μπορεί να πάει κάνα μικρό πουλάκι και ναψιθυρίσει στην αστυνομία αυτό που είδα εδώ, στη φάρμα».

H Λίντα γούρλωσε τα μάτια. H φωνή της βγήκε σαν ψίθυρος. «Μη μου λες τέτοια. Μου έδωσες μιαυπόσχεση, Στέφαν».

«Απ’ ό,τι λέει ο κόσμος, η υπόσχεση ενός μέλους της οικογένειας Χουλτ δεν σημαίνει και πολλά.Θα έπρεπε να το ξέρεις αυτό».

«Μην το κάνεις αυτό, Στέφαν, Σε παρακαλώ, θα κάνω ότι μου πεις».

«Τελικά, είναι όπως το λένε: Το αίμα νερό δεν γίνεται».

Page 146: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Λες και μόνος σου ότι δεν μπορείς να καταλάβεις πώς έκανε ό,τι έκανε ο πατέρας μου στον θείοΓιοχάνες, θα κάνεις κι εσύ το ίδιο τώρα;»

H φωνή της έτρεμε. H κατάσταση είχε ξεφύγει εντελώς από τον έλεγχό της, και τώρα αναρωτιότανσαστισμένη πώς κατάφερε να βρεθεί σε τόσο δύσκολη θέση, από τη στιγμή μάλιστα που πάντα αυτήείχε το πάνω χέρι.

"Και γιατί να μην το κάνω; Θα μπορούσε κανείς να το πει

και κάρμα. Κατά κάποιον τρόπο, ο κύκλος κλείνει". Χαμογέλασε με κακεντρέχεια. "Αλλά ίσως να'χεις δίκιο. Εντάξει λοιπόν, θα κρατήσω το στόμα μου κλειστό. Αλλά μην ξεχνάς ότι αυτό μπορεί ν'αλλάξει από στιγμή σε στιγμή, οπότε προσπάθησε να είσαι καλή μαζί μου.... αγάπη μου".

Χάιδευε το πρόσωπό της, αλλά με το ένα χέρι την κρατούσε ακόμη σφιχτά από τα μαλλιά. Μετά,έσπρωξε το κεφάλι της χαμηλά. Εκείνη δεν διαμαρτυρήθηκε. H ισορροπία δυνάμεων είχε αλλάξειεντελώς.

ΕΦΤΑ

Καλοκαίρι 1979

Την ξύπνησε το κλάμα κάποιου μέσα στο σκοτάδι. Ήταν δύσκολο να εντοπίσει την πηγή του ήχου,αλλά κινήθηκε αργά πάνω στο πάτωμα, μέχρι που άγγιξε ένα ύφασμα και κάτι ένιωσε να κινείταιστ’ ακροδάχτυλά της. O σωρός που βρισκόταν στο πάτωμα άρχισε να ουρλιάξει από τρόμο, αλλάεκείνη ηρέμησε την κοπέλα ψιθυρίζοντας και χαϊδεύοντας τα μαλλιά της. Ήξερε και η ίδια πολύκαλά πώς ο τρόμος άδραχνε και ξερίζωνε την καρδιά σου μέχρι να υποχωρήσει και ν'αντικατασταθεί από μια βουβή απόγνωση.

Συνειδητοποιούσε ότι αυτό ήταν εγωιστικό, αλλά δεν μπορούσε να μη χαίρεται που δεν ήταν πιαμόνη. Ήταν σαν να είχε περάσει μια αιωνιότητα από τότε που είχε απολαύσει τη συντροφιά ενόςάλλου ανθρώπου, αν και πίστευε πως στην πραγματικότητα δεν είχαν περάσει πάνω από δυο μέρες.Ήταν πολύ δύσκολο να υπολογίζεις τον χρόνο εδώ κάτω στα σκοτάδια. O χρόνος ήταν κάτι πουυπήρχε μόνο εκεί πάνω. Στο φως. Εδώ κάτω ο χρόνος ήταν εχθρός. Ένας εχθρός που σουυπενθύμιζε πως υπήρχε μια ζωή η οποία, ίσως. σε είχε προσπεράσει οριστικά και αμετάκλητα.

Όταν το κλάμα της κοπέλας άρχισε να εξασθενεί, ξεκίνησε μια θύελλα ερωτήσεων. Δεν είχεαπαντήσεις να της δώσει. Απεναντίας, προσπάθησε να της εξηγήσει πόσο σημαντικό ήταν να μην τοβάζει κάτω, να μην ενδίδει στο άγνωστο κακό. Όμως, η κοπέλα δεν ήθελε να καταλάβει. Έκλαιγεκαι ρωτούσε, παρακαλούσε κι εκλιπαρούσε έναν Θεό στον οποίο δεν είχε πιστέψει ούτε μια στιγμή,εκτός από κάποια φορά στα παιδικά της χρόνια. Αν και για πρώτη φορά συνέλαβε τον εαυτό της ναελπίζει πως είχε κάνει λάθος και ότι όντως υπήρχε Θεός. Διότι τι σόι ζωή θα έκανε το μωρό της ανδεν είχε μάνα και θεό να στραφεί; Για το χατίρι της κόρης της είχε υποχωρήσει στον φόβο. αφέθηκενα βυθιστεί μέσα του. H επιμονή της άλλης κοπέλας ν’ αντιπαλέψει τον φόβο είχε αρχίσει ναξυπνάει μέσα της την οργή. Σύντομα θα μετέδιδε και σε αυτή την ίδια τη διάθεση ν' αγωνιστεί, καιτότε δεν θ’ αργούσε να επιστρέψει η ελπίδα και να την κάνει πάλι ευάλωτη.

Page 147: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Άκουσε την καταπακτή ν’ ανοίγει και βήματα να πλησιάζουν. Παραμέρισε απότομα την κοπέλα πουείχε το κεφάλι της στα γόνατά της. Ίσως να ήταν τυχερή. Ίσως αυτή τη φορά εκείνος να κακοποιούσετην άλλη κοπέλα και όχι αυτή.

Η σιωπή ήταν εκκωφαντική. Η πολυλογία της Τζένι γέμιζε συνήθως όλον εκείνο τον μικρό χώρο τουτροχόσπιτου, αλλά τώρα επικρατούσε σιωπή. Κάθονταν ο ένας απέναντι στον άλλο στο μικρότραπέζι, κλεισμένοι μέσα σε τεράστιες φυσαλίδες. O καθένας στον δικό του κόσμο αναμνήσεων.

Δεκαεφτά χρόνια πέρασαν φευγαλέα και σύντομα σαν εσωτερική ταινία. H Σέρστιν ένιωθε το βάροςαπό το νεογέννητο κορμάκι της Τζένι στην αγκαλιά της. Ασυναίσθητα, τοποθέτησε έτσι τα χεριά τηςώστε να σχηματίζουν μια κούνια. Το μωρό μεγάλωσε, και έπειτα από λίγο όλα φαίνονταν να είχανεξελιχθεί τόσο γρήγορα. Αφάνταστα γρήγορα. Γιατί να έχουν σπαταλήσει τόσο πολύτιμο χρόνο σεδιαπληκτισμούς και καβγάδες; Αν ήξερε τι θα συνέβαινε, δεν θα έλεγε κουβέντα στην Τζένι. Εκείπου καθόταν στο τραπέζι, με ένα τεράστιο κενό στην καρδιά ορκίστηκε πως αν τελείωναν όλα καλάδεν θα έβαζε ποτέ πια ξανά τις φωνές στην κόρη της.

O Μπου ήταν σαν αντικαθρέφτισμα του εσωτερικού χαοτικού κόσμου της γυναίκας του. Μόλιςμέσα σε δυο μέρες φαινόταν να έχει γεράσει δέκα χρόνια το πρόσωπό του ήταν αργασμένο από τονπόνο και την απογοήτευση. Τώρα ήταν καιρός ν' απλώσουν ο ένας το χέρι στον άλλο. αλλά ο φόβοςτούς είχε παραλύσει.

Τα χέρια τους πάνω στο τραπέζι έτρεμαν. O Μπου τα έσφιξε σε μια προσπάθεια να σταματήσει τοτρέμουλο, αλλά σταμάτησε αμέσως όταν αντιλήφθηκε ότι έδειχνε σαν να προσευχόταν. Δεντολμούσε ακόμη να επικαλεστεί ανώτερες δυνάμεις. Είχε γαντζωθεί σε μια φρούδα ελπίδα ότι ηκόρη του θα αποδεικνυόταν πως είχε απλώς μπλεχτεί σε κάποια ανεύθυνη περιπέτεια. Όμως, βαθιάμέσα του ήξερε πως είχε περάσει πολύς

χρόνος για να θεωρείται κάτι τέτοιο πιθανό. Η Τζένι έτρεφε γι' αυτούς μεγάλο σεβασμό και αγάπηκαι ήταν αδύνατο να τους είχε προκαλέσει σκόπιμα τέτοια τρομάρα. Φυσικά,

ειδικά τα δύο τελευταία χρόνια, αλλά ο Μπου ήταν πάντα σίγουρος για το πόσο σφιχτά δεμένοι ήτανμεταξύ τους. Ήξερε, λοιπόν, ότι τους αγαπούσε, και η μοναδική απάντηση στο γιατί δεν ήταν στοσπίτι ήταν τρομακτική. Κάτι είχε συμβεί. Κάποιος είχε κάνει κάτι κακό στην αγαπημένη τους Τζένι.Αποφάσισε να σπάσει τη σιωπή. H φωνή δεν έβγαινε εύκολα, και αναγκάστηκε να καθαρίσει τονλαιμό του πριν συνεχίσει.

«Να τηλεφωνήσουμε στην αστυνομία να μάθουμε μήπως έχουν τίποτα καινούργιο;»

H Σέρστιν κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Έχουμε ήδη τηλεφωνήσει δύο φορές σήμερα, θα μαςπάρουν αυτοί αν μάθουν κάτι».

«Μα δεν μπορούμε, που να πάρει ο διάβολος, να καθόμαστε έτσι εδώ με σταυρωμένα τα χέρια!»Σηκώθηκε απότομα και χτύπησε το κεφάλι του στο ντουλάπι που ήταν αποπάνω. «Γαμώτο! Ούτε νακουνηθείς δεν μπορείς εδώ μέσα! Τι μας ήρθε και την αναγκάσαμε να έρθει πάλι μαζί μας διακοπέςμε το αναθεματισμένο το τροχόσπιτο αφού δεν ήθελε! Γιατί να μη μείνουμε στο σπιτάκι μας; Γιατίνα μην την αφήσουμε να κάνει παρέα με τους φίλους της αντί να την αναγκάσουμε να φυλακιστεί

Page 148: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

μαζί μας μέσα σε τούτη εδώ την καταραμένη την τρύπα!»

Όρμησε στο ντουλάπι που είχε χτυπήσει και άρχισε να το κοπανάει. H Σέρστιν τον άφησε να κάνειαυτό που ήθελε, μέχρι που η οργή του μετατράπηκε σε κλάμα. Τότε σηκώθηκε και, δίχως να πεικουβέντα, τον αγκάλιασε σφιχτά Στάθηκαν εκεί, έτσι ακίνητοι, για πολλή ώρα, ενωμένοι επιτέλουςστον τρόμο και τη θλίψη στα οποία -παρόλο που προσπαθούσαν να γαντζωθούν από την ελπίδα-είχαν αρχίσει σιγά σιγά να ενδίδουν.

H Σέρστιν ένιωθε ακόμη το βάρος του μωρού στην αγκαλιά της.

Αυτή τη φορά ο ήλιος έλαμπε καθώς περπατούσε στην οδό Νόρα Χαμνγκάταν. O Πάτρικ δίστασελίγο πριν χτυπήσει την πόρτα. Μετά όμως θυμήθηκε το καθήκον του και τη χτύπησε αποφασιστικάκάνα δυο φορές. Δεν άνοιξε κανένας. Προσπάθησε άλλη μια φορά, με μεγαλύτερηαποφασιστικότητα. Πάλι καμία απάντηση. Χαρακτηριστικό, σκέφτηκε. Μάλλον έπρεπε να είχετηλεφωνήσει πριν ξεκινήσει για εκεί. Όταν όμως κατέφτασε ο Μάρτιν και του αφηγήθηκε όσα είχεπει ο πατέρας της Τάνια, ο Πάτρικ αντέδρασε αμέσως. Κοίταξε γύρω του. Μια γυναίκα ασχολούντανμε τις γλάστρες της έξω από το γειτονικό σπίτι.

"Συγγνώμη, μήπως ξέρετε που είναι οι Στρούβερ; Το αμάξι τους είναι εδώ, και υπέθεσα πως θα ήτανστο σπίτι".

Εκείνη σταμάτησε ό,τι έκανε και έγνεφε. «Είναι στο λεμβοστάσιο». Εδειξε μ’ ένα μικρό μυστρίκηπουρικής προς ένα από τα μικρά κόκκινα παραπήγματα που έβλεπαν στη θάλασσα.

O Πάτρικ την ευχαρίστησε και κατέβηκε μια μικρή πέτρινη σκάλα που οδηγούσε στην μπροστινήμεριά του σπιτιού. Στην προβλήτα υπήρχε μια σεζ λογκ, όπου είδε την Γκουν να κάθεται και ν’απολαμβάνει τον ήλιο φορώντας ένα μικροσκοπικό μπικίνι. Πρόσεξε ότι ήταν τόσο ηλιοκαμένη σεόλο της το σώμα όσο και στο πρόσωπό της και εξίσου ρυτιδιασμένη. Ήταν φανερό πως κάποιοιάνθρωποι δεν έδιναν δεκάρα για τον κίνδυνο καρκίνου του δέρματος.

Καθάρισε τον λαιμό του για να τραβήξει την προσοχή της. «Καλημέρα, και με συγχαρείτε που σαςενοχλώ τέτοια ώρα, αλλά αναρωτιόμουν μήπως θα μπορούσαμε να συζητήσουμε λίγο». O Πάτρικείχε δώσει στη φωνή του έναν επίσημο τόνο, όπως έκανε πάντα όταν επρόκειτο ν’ ανακοινώσει στονάλλο κάτι άσχημο. Επαιρνε τον ρόλο του αστυνομικού, όχι του συνανθρώπου, και μόνο έτσιμπορούσε να πηγαίνει στο σπίτι και να κοιμάται ήσυχος τις νύχτες.

«Ναι... βέβαια». H απάντηση ακούστηκε σαν ερώτηση.

"Δώστε μου μόνο ένα λεπτό να ρίξω κάτι πάνω μου". Εξαφανίστηκε μέσα στο λεμβοστάσιο.

0 Πάτρικ κάθισε δίπλα από ένα τραπέζι και την περίμενε. Επέτρεψε για λίγο στον εαυτό του ν'απολαύσει τη θέα. Το λιμάνι έδειχνε πιο άδειο απ' ότι συνήθως, αλλά η θάλασσα στραφτάλιζε, και οιγλάροι πετούσαν ανενόχλητοι πάνω από τις προβλήτες αναζητώντας φαγητό. Πέρασε κάμποση ώρα,κι όταν η Γκουν εμφανίστηκε επιτέλους ξανά, φορούσε σορτς, μικροσκοπικό μπλουζάκι και είχε τονΛαρς να την ακολουθεί κατά πόδας. Εκείνος χαιρέτησε με σοβαρό ύφος τον Πάτρικ και κάθισε, μαζίμε τη γυναίκα του, στις άλλες καρέκλες που ήταν δίπλα από το τραπέζι.

Page 149: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Τι συνέβη; Βρήκατε αυτόν που δολοφόνησε τη Σιβ;» H φωνή της Γκουν είχε έναν τόνοανυπομονησίας.

"Όχι, δεν ήρθα εδώ γι' αυτό". O Πάτρικ έκανε μια παύση και ζύγισε τα επόμενα λόγια του. «Ξέρετε,σήμερα το πρωί μιλήσαμε με τον πατέρα της νεαρής Γερμανίδας που βρήκαμε μαζί με τη Σιβ». Ξανάπαύση.

H Γκουν ανασήκωσε απορημένη τα φρύδια της. «Και;»

O Πάτρικ ανέφερε το όνομα του πατέρα της Τάνια και δεν απογοητεύτηκε καθόλου από τηναντίδραση της Γκουν. Την είδε να τινάζεται ανάλαφρα και να πασχίζει να βρει τον ρυθμό τηςαναπνοής της. O Λαρς την κοίταζε επίσης απορημένος. Φαινόταν πως δεν ήξερε και πολλά ώστε νακαταλάβει τη σχέση που μπορεί να υπήρχε.

«Μα αυτός είναι ο μπαμπάς της Μάλιν. Τι λες τώρα; H Μάλιν είναι νεκρή!»

Του ήταν δύσκολο να φερθεί διπλωματικά αλλά δεν είχε πάει εκεί για να παίξει τον ρόλο τουδιπλωμάτη. Ετσι. ο Πάτρικ αποφάσισε να της πει ξεκάθαρα αυτό που είχε πάει να της πει.

«Δεν πέθανε. Αυτό το επινόησε ο πατέρας της. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, είναι φανερό πωςθεώρησε ότι η απαίτησή σας για αποζημίωση ήταν λίγο -πώς να το πω;- ενοχλητική.

Γι' αυτό επινόησε την ιστορία με τον θάνατο της εγγονής σας".

"Μα η κοπέλα που πέθανε λέγεται Τάνια και όχι Μάλιν, έτσι δεν είναι;" Τώρα έδειχνε η Γκουναπορημένη.

«Φαίνεται πως της άλλαξε το όνομα σε κάτι πιο γερμανικό. Αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Τάνιαείναι η εγγονή σας, η Μάλιν».

Για μια φορά στη ζωή της η Γκουν Στρούβερ έμεινε άφωνη. O Πάτρικ παρατήρησε την οργή ναφουντώνει μέσα της. Ο Λαρς προσπάθησε να την ηρεμήσει ακουμπώντας το χέρι του στον ώμο της,αλλά εκείνη το τίναξε μακριά.

«Ποιος διάβολο νομίζει ότι είναι! Έχεις ξανακούσει τέτοιο θράσος, Λαρς! Να μου πει ψέματακατάμουτρα και να ισχυριστεί πως η εγγονή μου, σάρκα από τη σάρκα μου και αίμα από το αίμαμου, είναι νεκρή! Όλ' αυτά τα χρόνια ζούσε και ήταν μια χαρά, κι εγώ είχα μείνει με την εντύπωσηότι η αγαπούλα μου είχε έναν φρικιαστικό θάνατο! Και τώρα έχει το θράσος να λέει ότι το έκανεεπειδή ήμουν εγώ ενοχλητική. Έχεις ξανακούσει τέτοια αναίδεια, Λαρς; Επειδή ζήτησα αυτό πουμου ανήκε δικαιωματικά έγινα και ενοχλητική!»

O Λαρς προσπάθησε άλλη μια φορά να την ηρεμήσει, αλλά εκείνη απόδιωξε πάλι το χέρι του. Ήταντόσο οργισμένη που είχαν αρχίσει να σχηματίζονται φυσαλίδες σάλιου στα χείλη της.

«Θα του δείξω εγώ ποια είναι η αλήθεια τελικά. Έχετε το τηλέφωνο του; Σας παρακαλώ να μου τοδώσετε και θα του δείξω εγώ του κωλο-Γερμανού ποια είναι η γνώμη μου για όλη αυτή τηνιστορία!»

Page 150: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

O Πάτρικ αναστέναξε μέσα του. Μπορούσε να καταλάβει πως η Γκουν είχε κάθε δίκιο να είναι έξωφρενών, αλλά κατά την άποψή του είχε χάσει παντελώς το νόημα αυτού που της είχε πει. Την άφησενα ξεθυμάνει λίγο ακόμα και μετά της είπε ήρεμα:

« Καταλαβαίνω ότι αυτό ήταν πολύ δύσκολο για εσάς, αλλά

η ουσία είναι ότι η κοπέλα που βρήκαμε νεκρή πριν από μια εβδομάδα ήταν η εγγονή σας. Μαζί μετη Σιβ και τη Μόνα. Οπότε, πρέπει να ρωτήσω: Είναι αλήθεια ότι δεν είχατε καμία, επαφή με μιακοπέλα που ονομαζόταν Τάνια Σμιτ; Ήρθε ή δεν ήρθε σ’ επαφή μαζί σας με κάποιον τρόπο;».

H Γκουν κούνησε αρνητικά και πολύ έντονα το κεφάλι της, αλλά ο Λαρς έδειχνε σκεφτικός. Μετάείπε. ζυγίζοντας τα λόγια του:

«Κάποιος μας τηλεφώνησε κάνα δυο φορές δίχως να μιλήσει. Το θυμάσαι, έτσι δεν είναι, Γκουν;Ήταν μάλλον πριν από δυο ή τρεις εβδομάδες και νομίζαμε όπ τηλεφωνούσε κάποιος που ήθελε νακάνει πλάκα. Λες να ήταν;...».

O Πάτρικ έγνεψε, «Πολύ πιθανόν. O πατέρας της της εκμυστηρεύτηκε όλη αυτή την ιστορία πριναπό δύο χρόνια, και ίσως εκείνη να θεώρησε ότι θα ήταν δύσκολο έπειτα από όλ’ αυτά να έρθει σ’επαφή μαζί σας. Πέρασε, επίσης, από τη βιβλιοθήκη και πήρε αντίγραφα από τα άρθρα τωνεφημερίδων σχετικά με την εξαφάνιση της μητέρας της. οπότε ήρθε μάλλον εδώ για να ξεκαθαρίσειτι έγινε τελικά με τη μητέρα της».

«Αχ η κακόμοιρη η καρδούλα μου». H Γκουν είχε αντιληφθεί τι περίμεναν από αυτήν και είχεαρχίσει τώρα να χύνει κροκοδείλια δάκρυα. «Σκέψου ότι η αγαπούλα μου ζούσε ακόμη καιβρισκόταν τόσο κοντά μου. Αχ και να είχαμε συναντηθεί πριν να... Τι άνθρωπος είναι αυτός που μουέκανε τέτοιο πράγμα; Πρώτα τη Σιβ και μετά τη μικρούλα μου τη Μάλιν». Μια σκέψη πέρασε απότο μυαλό της. «Πιστεύετε ότι κινδυνεύω; Μήπως θέλει κάποιος το κακό μου; Μήπως χρειάζομαιαστυνομική προστασία;»

«Δεν νομίζω ότι είναι απαραίτητο. Δεν πιστεύουμε ότι οι φόνοι έχουν κάποια σχέση μ’ εσάςγενικώς, οπότε δεν θα ανησυχούσα αν ήμουν στη θέση σας». Κατόπιν όμως δεν μπόρεσε ν'αντισταθεί στον πειρασμό: «Εκτός αυτού, φαίνεται πως ο δολοφόνος στοχεύει αποκλειστικά νεαρέςγυναίκες».

Μετάνιωσε μεμιάς γι’ αυτό που είχε πει και σηκώθηκε πάραυτα για να δείξει ότι η συζήτηση είχελήξει. «Λυπάμαι ειλικρινά που ήμουν αναγκασμένος να σας φέρω τόσο άσχημα μαντάτα. Αλλά θασας ήμουν υπόχρεος αν μου τηλεφωνούσατε σε περίπτωση που θυμόσασταν κάτι άλλο. Για αρχή,θα ελέγξουμε αυτά τα τηλεφωνήματα που έγιναν».

Πριν φύγει, έριξε μια ματιά γεμάτη ζήλια στη θέα προς τη θάλασσα. H Γκουν Στρούβερ ήταν ημεγαλύτερη απόδειξη το άτι τα όμορφα πράγματα δεν τα διέθεταν μόνο εκείνοι που τα άξιζαν.

«Τι σου είπε;»

O Μάρτιν καθόταν στη μικρή καφετέρια του αστυνομικού τμήματος μαζί με τον Πάτρικ. O καφές

Page 151: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

είχε μείνει, ως συνήθως, πάρα πολλή ώρα στην καφετιέρα, αλλά τον είχαν συνηθίσει και τονρουφούσαν με απληστία.

«Δεν θα έπρεπε να το πω, αλλά, που να με πάρει ο διάβολος, αυτή η γυναίκα είναι απαίσια. Αυτόπου την τάραξε περισσότερο δεν ήταν ότι είχε χάσει τόσα χρόνια από τη ζωή της εγγονής της ή τογεγονός ότι μόλις είχε δολοφονηθεί, αλλά ότι ο πατέρας της είχε βρει έναν αποτελεσματικό τρόπογια να εξαλείψει κάθε ελπίδα της για αποζημίωση».

«Είναι όντως φοβερό».

H διάθεσή τους είχε πιάσει πάτο εκεί που κάθονταν και συλλογίζονταν το μέγεθος τηςμικροπρέπειας ορισμένων ανθρώπων. O Μέλμπεργ δεν είχε φανεί. Μάλλον είχε αποφασίσει νακοιμηθεί καλά το πρωί. O Γιέστα και ο Ερνστ ήταν έξω και κυνηγούσαν πειρατές της ασφάλτου,όπως το αποκαλούσαν αυτό που έκαναν. Στην πραγματικότητα, μάλλον κάπου θα κάθονταν και θαψάρευαν, σε κάποιο ειδυλλιακό μέρος, ελπίζοντας ότι οι λεγόμενοι «πειρατές» θα παρουσιάζοντανμπροστά τους, θα συστήνονταν και θα τους παρακαλούσαν να τους οδηγήσουν στη φυλακή. Αυτότο αποκαλούσαν «προληπτικό

αστυνομικό έργο». Και κατά κάποιον τρόπο είχαν δίκιο. Τουλάχιστον εκείνη η ειδυλλιακήτοποθεσία στην οποία άραζαν ήταν ασφαλής όσο βρίσκονταν εκεί.

«Τι νομίζεις ότι ήθελε να πετύχει με την επίσκεψή της εδώ; Μου είναι δύσκολο να πιστέψω ότιήθελε να κάνει τον ντετέκτιβ ερευνώντας την εξαφάνιση της μητέρας της».

O Πάτρικ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Όχι, ούτε εγώ το πιστεύω. Αλλά καταλαβαίνω ότιήθελε να μάθει τι είχε συμβεί. Μάλλον ήθελε να δει τι έγινε με τα ίδια της τα μάτια. Αργά ή γρήγοραθα ερχόταν σίγουρα σ' επαφή και με τη γιαγιά της. Αλλά μπορώ να σκεφτώ ότι η περιγραφή που τηςείχε δώσει ο πατέρας της δεν πρέπει να ήταν ιδιαίτερα κολακευτική, οπότε δεν είναι περίεργο πουκαθυστέρησε την επίσκεψη στη γιαγιά. Δεν θα νιώσω καμία έκπληξη αν αποδειχτεί, μόλις πάρουμετις καταστάσεις από τον Οργανισμό Τηλεπικοινωνιών, ότι τα τηλεφωνήματα προς τον Λαρς και τηνΓκουν Στρούβερ έγιναν από κάποιον τηλεφωνικό θάλαμο στη Φιελμπάκα, και μάλλον από τονθάλαμο που είναι στο κάμπινγκ».

«Ναι, αλλά πώς κατέληξε στη Χαράδρα του Βασιλιά μαζί με τους σκελετούς της μητέρας της και τηςΜόνα Τερνμπλάντ;»

«Μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε επ’ αυτού, αλλά το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι ότιέτυχε ν' ανακαλύψει κάτι ή, σωστότερα, κάποιον που είχε σχέση με την εξαφάνιση της μητέρας τηςκαι της Μόνα».

«Αν είναι έτσι, ο Γιοχάνες αποκλείεται αυτόματα. Σίγουρα θα βρίσκεται σε κάποιον τάφο τουνεκροταφείου της Φιελμπάκα».

O Πάτρικ τον κοίταξε. «Το ξέρουμε όμως σίγουρα αυτό, ξέρουμε, χωρίς αμφιβολία, ότι είναιπραγματικά νεκρός;»

Page 152: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

O Μάρτιν γέλασε. «Αστειεύεσαι, έτσι δεν είναι; Μα αυτός κρεμάστηκε το 1979. Πιο νεκρός απόαυτό δεν γίνεται!»

Στη φωνή του Πάτρικ είχε παρεισφρήσει ένας σχεδόν ανεπαίσθητος τόνος έντασης. «Το ξέρω ότιακούγεται απίστευτο,

αλλά για άκουσε με λίγο: Ας υποθέσουμε ότι η αστυνομία πλησιάζει αρκετά την αλήθεια, και αυτόςαισθάνεται ότι το έδαφος αρχίζει να κλονίζεται κάτω από τα πόδια του. Είναι ένας Χουλτ και μπορείνα βρει κάποια μεγάλα χρηματικά ποσά, αν όχι δικά του, τότε μέσω του πατέρα του. Μερικέςδωροδοκίες από εδώ, μερικές από εκεί και να πώς αποκτά κανείς μια ψεύτικη βεβαίωση θανάτου καιένα άδειο φέρετρο».

O Μάρτιν έβαλε τέτοια γέλια που άρχισε να κρατάει τη» κοιλιά του. «Είσαι εντελώς τρελός! Για τηΦιελμπάκα μιλάμε όχι για το Σικάγο της δεκαετίας του ’20! Είσαι σίγουρος όπ δεν κάθισεςπερισσότερο απ' όσο έπρεπε στον ήλιο εκεί πέρα στην προβλήτα, διότι, που να με πάρει ο διάβολος,ακούγεσαι σαν να έχεις πάθει ηλίαση. Πάρε μόνο το γεγονός ότι τον βρήκε ο ίδιος του ο γιος. Πώςκαταφέρνεις ένα εξάχρονο παιδί να πει κάτι τέτοιο αν δεν είναι αλήθεια;»

«Δεν ξέρω, αλλά σκοπεύω να το ψάξω. Θα έρθεις μαζί μου;»

«Να έρθω πού;»

O Πάτρικ έριξε μια απελπισμένη ματιά προς τα πάνω και απάντησε πολύ αργά και με περισσήσαφήνεια;

«Να μιλήσουμε με τον Ρόμπερτ, φυσικά».

O Μάρτιν άφησε έναν αναστεναγμό, αλλά σηκώθηκε. «Λες και δεν έχουμε άλλη δουλειά νακάνουμε» μουρμούρισε. Καθώς πήγαιναν να φύγουν, θυμήθηκε κάτι ακόμα «Και με το λίπασμα τιθα κάνουμε; Είχα σκεφτεί να το ελέγξω πριν από το μεσημεριανό φαγητό».

«Πες στην Ανικα να το κάνει» φώναξε ο Πάτρικ πάνω από τον ώμο του.

O Μάρτιν σταμάτησε στη ρεσεψιόν και έδωσε στην Ανικα τις πληροφορίες που απαιτούνταν.Δουλειά πολλή δεν είχε και χάρηκε πολύ που θα είχε να κάνει κάτι συγκεκριμένο.

O Μάρτιν δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του ότι σπαταλούσαν άδικα τον χρόνο τους. H ιδέατου Πάτρικ του φαινόταν παρατραβηγμένη και υπερβολικά παράλογη για να

μπορεί να έχει οποιαδήποτε σχέση με την πραγματικότητα αυτός ήταν ο επικεφαλής της έρευνας...

Η Ανικα έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά που της ανέθεσαν. Τις τελευταίες μέρες τις είχε περάσειμέσα στο άγχος, αφού ήταν εκείνη που καθόταν σαν αράχνη στο κέντρο και οργάνωνε τις ομάδεςαναζήτησης για την Τζένι. Όμως τώρα, έπειτα από τρεις μέρες μάταιων αναζητήσεων, τις είχανανακαλέσει, και εφόσον ένας πολύ μεγάλος αριθμός τουριστών είχε εγκαταλείψει την περιοχή ωςάμεσο αποτέλεσμα των πρόσφατων συμβάντων. είχε πέσει μια απόκοσμη σιωπή στο τηλεφωνικόκέντρο του αστυνομικού τμήματος. Ακόμα και οι δημοσιογράφοι είχαν αρχίσει να χάνουν το

Page 153: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

ενδιαφέρον τους και είχαν στραφεί σε νέες πιο επείγουσες ειδήσεις.

Κοίταξε το σημείωμα όπου είχε κρατήσει τις πληροφορίες που της είχε δώσει ο Μάρτιν και έψαξε ναβρει στον τηλεφωνικό κατάλογο τον αριθμό. Αφού τη συνέδεσαν πρώτα με αρκετά τμήματα τηςεταιρείας, κατάφερε τελικά να πάρει το όνομα του διευθυντή πωλήσεων. Την έβαλαν σε αναμονήυπό τους ήχους κονσερβοποιημένης μουσικής να ταλαιπωρούν το αυτί της, όλη αυτή την ώρασκεφτόταν την εβδομάδα που είχε περάσει στην Ελλάδα, η οποία τώρα της φαινόταν πολύ μακρινή.Όταν επέστρεψε από την εβδομάδα των διακοπών ένιωθε ξεκούραστη, δυνατή και όμορφη. Μόλιςόμως έπεσε ξανά στην παραζάλη της δουλειάς, τα αποτελέσματα των διακοπών χάθηκαν αμέσως.Νοσταλγούσε εκείνες τις λευκές παραλίες, τα γαλαζοπράσινα νερά και τα μεγάλα μπολ με τζατζίκιπου της έφεραν μπροστά της. Και αυτή και ο σύζυγός της είχαν πάρει κάνα δυο κιλά από εκείνα ταυπέροχα μεσογειακά πιάτα, αλλά γι' αυτό δεν τους καιγόταν καρφί. Κανένας από τους δυο τους δενυπήρξε ποτέ ιδιαίτερα λεπτός και αυτό το είχαν αποδεχτεί σαν κάτι δεδομένο, παραμένονταςμακάρια ανενόχλητοι από τις διαιτητικές συμβουλές

εφημερίδων και περιοδικών. Όταν ξάπλωναν κολλητά ο ένας δίπλα στον άλλο, οι καμπύλες τουςταίριαζαν απόλυτα μεταξύ τους και σχημάτιζαν ένα ενιαίο, μεγάλο κύμα παχουλής σάρκας. Κατά τηδιάρκεια των διακοπών τους είχαν επιδοθεί κατά κόρον σε αυτού του είδους τον σχηματισμό....

Οι αναμνήσεις της Ανικα διακόπηκαν απότομα από μια μελωδική αντρική φωνή που διέθετε τηχαρακτηριστική προφορά του Λίσεσιλ, εκείνη με τα μακρά «ι». Ήταν γενικά κοινός τύπος πωςεύποροι Στοκχολμιώτες χρησιμοποιούσαν αυτή την προφορά όταν ήθελαν να επιδείξουν πως ήταναρκετά πλούσιοι ώστε να έχουν ένα εξοχικό στη δυτική ακτή. Το πόσο αλήθευε δεν το ήξερε, αλλάήταν μια αστεία ιστορία.

H Ανικα του εξήγησε τι ήθελε.

«Α, πολύ συνταρακτικό. Έρευνα για φόνο. Παρόλο που έχω τριάντα χρόνια στη δουλειά είναι ηπρώτη φορά που μου δίνεται η ευκαιρία να βοηθήσω σε κάτι τέτοιο».

Πολύ χαίρομαι που κατάφερα να σου φτιάξω τη μέρα, σκέφτηκε εκνευρισμένη η Ανικα, αλλά δεν τοείπε φωναχτά για να μην του κόψει την προθυμία να τη βοηθήσει. Μερικές φορές, η προθυμία τουλεγόμενου μέσου ανθρώπου να συμμετέχει σε άσχημες καταστάσεις άγγιζε τα όρια του νοσηρού.

«θα θέλαμε να μας δώσετε μια λίστα πελατών που χρησιμοποιούν το λίπασμα FZ-302».

«Λοιπόν, αυτό δεν είναι τόσο εύκολο. Σταματήσαμε να το πουλάμε το 1985. Πολύ καλό προϊόν,αλλά οι νέοι περιβαλλοντικοί κανονισμοί μάς ανάγκασαν, δυστυχώς, να σταματήσουμε τηνπαραγωγή του». O διευθυντής πωλήσεων αναστέναξε βαριά για την αδικία που είχε προκαλέσει ηπεριβαλλοντική νομοθεσία εις βάρος των πωλήσεων ενός επιτυχημένου προϊόντος.

«Ναι, αλλά υποθέτω ότι θα διαθέτετε κάποια μορφή έγγραφης τεκμηρίωσης» προσπάθησε να τοντουμπάρει η Ανικα.

«Ναι, θα πρέπει να το ελέγξω με το διοικητικό τμήμα αλλά

Page 154: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

είναι πιθανό να υπάρχουν κάποιες πληροφορίες στο παλιό αρχείο. Μέχρι το το 1987 η καταγραφήτων δεδομένων γινόταν χειρωνακτικά, μετά μηχανογραφήθηκαν όλα. Αλλά δεν νομίζω να πετάξαμεκάτι".

"Δεν θυμάσαι κάποιον που να αγόραζε..." έκανε η Ανικα κοιτάζοντας ξανά το σημείωμα "το προϊόνFZ-302 εδώ στην περιοχή;"

"Όχι αγαπητή μου, έχουν περάσει πολλά χρόνια, οπότε δεν μπορώ να πω τίποτα έτσι στον αέρα".Γέλασε. «Κύλησε πολύ νερό στο ποτάμι από τότε».

«Ναι, ούτ' εγώ πίστευα ότι θα ήταν τόσο εύκολο. Πόσο καιρό θα σας πάρει να συγκεντρώσετε τιςπληροφορίες;»

Εκείνος σκέφτηκε λίγο. «Για να δω... Αν πάω στις κοπελιές του διοικητικού τμήματος με κάνα κέικκαι μερικά φιλικά λόγια, πιστεύω ότι θα μπορείς να έχεις μια απάντηση αργότερα σήμερα ή νωρίςαύριο το πρωί. Είναι εντάξει;»

Ήταν γρηγορότερα απ' ό,τι είχε τολμήσει να ελπίζει η Ανικα όταν τον άκουσε να μιλάει για παλιάαρχεία, και γι' αυτό τον ευχαρίστησε χαρούμενη. Έγραψε ένα σημείωμα στον Μάρτιν για τααποτελέσματα της συνομιλίας της και το άφησε στο γραφείο του.

«Γιέστα;»

«Ναι, Ερνστ».

«Πιστεύεις ότι μπορεί να γίνει ομορφότερη η ζωή απ’ ό,τι είναι τώρα;»

Κάθονταν σ’ ένα σημείο ανάπαυσης λίγο έξω από το Τανουμσχέντε, σ' ένα από εκείνα τα τραπέζιαπου είναι για πικ νικ. Μια που δεν ήταν τίποτα ερασιτέχνες της λούφας, είχαν προβλέψει να έχουνμαζί τους θερμός με καφέ από το σπίτι του Ερνστ, ενώ είχαν αγοράσει μια τεράστια σακούλα μεβουτήματα από τον φούρνο του Τανουμσχέντε. O Έρνστ είχε ξεκουμπώσει το πουκάμισο τηςστολής εκθέτοντας το πεσμένο και

κάτασπρο στέρνο του στον ήλιο. Με την άκρη του ματιού του παρακολουθούσε διακριτικά μιαπαρέα κοριτσόπουλα, που ήταν δεν ήταν είκοσι χρονών και γελούσαν και φλυαρούσαν, κάνονταςένα διάλειμμα στο ταξίδι τους με το αυτοκίνητο.

«Ρε συ, μάζεψε τη γλώσσα σου. Όπως και το πουκάμισό σου. Θες να περάσει κανένας συνάδελφοςκαι να έχουμε ντράβαλα; Ας φαίνεται τουλάχιστον πως είμαστε σε υπηρεσία».

«Έλα τώρα, χαλάρωσε λίγο. Είναι πολύ απασχολημένοι οι συνάδελφοι, ψάχνουν για εκείνη τηνκοπέλα. Δεν θα ενδιαφερθούν να ελέγξουν τι κάνουμε εμείς».

O Γιέστα συννέφιασε. «Τζένι Μέλερ τη λένε. Όχι "εκείνη την κοπέλα". Μήπως θα έπρεπε ναβοηθάμε κι εμείς λίγο αντί να καθόμαστε εδώ σαν δύο πορνόγεροι παιδεραστές του κερατά;» είπεκαι κούνησε το κεφάλι του προς τη μεριά της κοριτσίστικης παρέας, από την οποία ο Ερνστ δενμπορούσε να ξεκολλήσει το βλέμμα του.

Page 155: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Ω διάβολε, πολύ καθωσπρέπει μου έγινες τώρα τελευταία. Δεν σε έχω ξανακούσει να παραπονιέσαιαπό τότε που σε έσωσα από εκείνο τον μύλο της δουλειάς που μας αλέθει καθημερινά. Μη μου πειςότι πήγες κι έγινες θρήσκος τώρα στα γεράματα».

O Ερνστ στράφηκε προς το μέρος του, ενώ τα μάτια του είχαν στενέψει ανησυχητικά. O Γιέστα ταχρειάστηκε. Σκέφτηκε πως ίσως ήταν βλακώδες εκ μέρους του να μιλήσει έτσι. Πάντα έτρεφεκάποιον φόβο για τον Ερνστ. Θύμιζε πολύ τα αγόρια στο σχολείο που περίμεναν να βγει κάποιοςέξω από το προαύλιο. Τα αγόρια που μπορούσαν να οσφραίνονται την αδυναμία του άλλου καικατόπιν να την εκμεταλλεύονται δείχνοντάς έτσι την ανωτερότητα τους. O Γιέστα είχε δει με τα ίδιατου τα μάπα τι είχε γίνει με όσους πήγαν κόντρα στον

και μετάνιωσε για όσα είχε πει. H απάντησή του βγήκε σαν μουρμουρητό.

«Ε, δεν εννοούσα ιδιαίτερα και τίποτε από αυτά που είπα.

Απλώς λυπάμαι τους γονείς της. Μόνο δεκαεφτά είναι το κοριτσάκι».

«Δεν θέλουν όμως τη βοήθεια μας. O Μέλμπεργ, για κάποιον λόγο, γλείφει τον κώλο εκείνου τουμαλάκα του Χέντστρεμ, που να πάρει ο διάβολος, γι’ αυτό δεν σκέφτομαι να στρεσαριστώ δίχωςλόγο". Η φωνή του ήταν έντονη και οργισμένη κάτι που έκανε τις κοπέλες να γυρίσουν και να τουςκοιτάξουν.

O Γιέστα δεν τολμούσε να πει στον Ερνστ να σωπάσει, αλλά χαμήλωσε ο ίδιος τη φωνή του με τηνελπίδα ότι θα τον μιμούνταν και ο συνάδελφός του. Δεν τολμούσε, επίσης ν' αναφέρει ποιος έφερετην ευθύνη για το ότι ο Ερνστ δεν συμμετείχε στην έρευνα. O Ερνστ, από τη μεριά του, και καταπώςτον βόλευε, είχε αποσιωπήσει παντελώς την παράλειψη του ν’ αναφέρει την εξαφάνιση της Τάνια.

«Έχω την αίσθηση, ωστόσο, πως ο Χέντστρεμ κάνει αρκετά καλή δουλειά. Κι ο Μολίν δουλεύειπολύ σκληρά. Και για να είμαι ειλικρινής δεν συνέβαλα κι εγώ όσο μπορούσα».

O Ερνστ τον κοίταζε σαν να μην πίστευε στ’ αυτιά του. «Τι διάβολο κάθεσαι και λες, Φλίγκαρε!Κάθεσαι εδώ και μου υποστηρίζεις ότι δύο τσογλάνια που δεν διαθέτουν ούτε γραμμάριο από τησυνολική μας πείρα μπορούν να κάνουν καλύτερη δουλειά απ’ ό,τι εμείς; Πώς; Αυτό κάθεσαι καιμου λες βρε ηλίθιο άτομο;»

Αν ο Γιέστα είχε σκεφτεί κάπως πριν μιλήσει, σίγουρα θα είχε προβλέψει τον αντίκτυπο που θαείχαν τα λόγια του στον πληγωμένο εγωισμό του Ερνστ. Τώρα έπρεπε να κάνει πίσω όσογρηγορότερα μπορούσε.

«Μα δεν το εννοούσα έτσι. Είπα μόνο ότι... Σίγουρο, είναι γεγονός ότι δεν έχουν τη δική μας πείρα.Αλλωστε, δεν έχουν μέχρι τώρα και κανένα αποτέλεσμα, οπότε...»

«Εμ, βέβαια, έτσι ακριβώς είναι» είπε λίγο πιο ικανοποιημένος ο Ερνστ. «Τίποτα δεν μας έδειξανακόμη. Τελεία και παύλα».

Ο Γιέστα ξεφύσηξε ανακουφισμένος. Η προσπάθεια του να αποδείξει ότι είχε και αυτός άποψηαπέτυχε οικτρά και μάλιστα πολύ σύντομα.

Page 156: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

"Λοιπόν, τι λες Φλίγκαρε; Θα πιούμε άλλο ένα καφεδάκι με ένα βούτημα;"

O Γιέστα απλώς έγνεψε καταφατικά. Είχε ζήσει τόσο πολύ τηρώντας τον νόμο περί ελάχιστηςαντίστασης ώστε να είναι και το μόνο που του φαινόταν πια φυσικό.

O Μάρτιν έριξε μια ματιά όλο περιέργεια μόλις έστριψαν και έφτασαν στο φτωχόσπιτο. Δεν είχεξαναπάει στο σπίτι της Σούλβεΐγκ και των παιδιών της και τώρα παρατηρούσε ξαφνιασμένος τηνακαταστασία που επικρατούσε εκεί.

«Πώς διάβολο μπορεί να ζει κάποιος έτσι;»

Βγήκαν από το αυτοκίνητο, και ο Πάτρικ άνοιξε διάπλατα τα χέρια του. «Αυτό ξεπερνά τον νοητικόμου ορίζοντα. Έτσι μου έρχεται ν’ αρχίσω να συγυρίζω εδώ πέρα. Μερικά από τα παρατημένααυτοκίνητα βρίσκονται εδώ από την εποχή που ζούσε ακόμη ο Γιοχάνες, νομίζω».

Μόλις χτύπησαν την πόρτα άκουσαν βήματα που σέρνονταν. H Σούλβεΐγκ θα καθόταν σίγουρα στησυνηθισμένη θέση της στο τραπέζι της κουζίνας και δεν βιαζόταν ιδιαίτερα να πάει να τους ανοίξει.

«Τι είναι πάλι τούτο εδώ; Δεν λέτε ν’ αφήσετε τον τίμιο κοσμάκη στην ησυχία του, ε;»

O Μάρτιν και ο Πάτρικ αντάλλαξαν ένα βλέμμα. H διατύπωση της Σούλβεΐγκ ερχόταν σε αντίφασημε το ποινικό μητρώο των γιων της, που γέμιζε ολόκληρη σελίδα Α4.

«Θα θέλαμε να σου μιλήσουμε λίγο. Όπως και στον Στέφαν και τον Ρόμπερτ, αν είναι στο σπίτι».

«Κοιμούνται».

H Σούλβεΐγκ παραμέρισε μουτρωμένη και τους άφησε να περάσουν. O Μάρτιν δεν μπόρεσε νακρύψει έναν μορφασμό

αηδίας, και ο Πάτρικ τού έριξε μια αγκωνιά για να τον αναγκάσει να συνέλθει. O Μάρτιν πήρεαμέσως υπηρεσιακό ύφος και ακολούθησε τον Πάτρικ και τη Σούλβεΐγκ στην κουζίνα. Τους άφησεεκεί και πήγε να ξυπνήσει τους γιους της οι οποίοι, όπως είχε ακριβώς αναφέρει, κοιμόντουσαν τουκαλού καιρού στο κοινό τους δωμάτιο. «Σηκωθείτε, παιδιά, οι μπάτσοι άρχισαν πάλι τα πέρα δώθεστο σπίτι μας. Για βιαστείτε να τελειώνουμε μπας και ξεκουμπιστούν καμιά φορά τα καρακόλια»φώναξε η Σούλβεΐγκ.

Δεν την ένοιαξε ιδιαίτερα που ο Πάτρικ και ο Μάρτιν άκουσαν όσα είχε πει. Απλώς επέστρεψεσεινάμενη κουνάμενη στην κουζίνα και ξανακάθισε ήρεμα στη θέση της.

O Στέφαν και ο Ρόμπερτ εμφανίστηκαν αγουροξυπνημένοι φορώντας μόνο τα σλιπ.

«Δεν λέτε να το βάλετε κάτω με τίποτα έτσι; Αρχίζει να μοιάζει με παρενόχληση αυτό το πράγμα».

O Ρόμπερτ παρέμενε ατάραχος και θρασύς, όπως πάντα. O Στέφαν τούς κοίταξε λοξά και άπλωσε τοχέρι του για να πάρει το πακέτο με τα τσιγάρα που ήταν στο τραπέζι. Αναψε ένα και άρχισε να

Page 157: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

τινάζει τις στάχτες εδώ κι εκεί, μέχρι που ο Ρόμπερτ τού είπε με σφυριχτή φωνή να σταματήσει OΜάρτιν αναρωτιόταν μέσα του με ποιο τρόπο θα έθετε ο Πάτρικ το ευαίσθητο ερώτημα. Ήτανακόμη αρκετά σίγουρος ότι ο Πάτρικ κυνηγούσε χίμαιρες.

«Έχουμε μερικές ερωτήσεις σχετικά με τον θάνατο του συζύγου σας».

H Σούλβεΐγκ και οι γιοι της κοίταξαν τον Πάτρικ ξαφνιασμένοι.

"Τον θάνατο του Γιοχάνες; Γιατί; Πήγε και κρεμάστηκε και δεν υπάρχει τίποτ' άλλο να ειπωθεί γι’αυτό, εκτός από το γεγονός ότι κάτι τέτοιοι σαν κι εσάς τον ανάγκασαν να φτάσει ως εκεί!"

O Ρόμπερτ είπε στη μάνα του να σωπάσει. Μετά κοίταξε

έντονα τον Πάτρικ. «Τι ψάχνεις πάλι; Η μαμά έχει δίκιο. Κρεμάστηκε, κι αυτό είναι όλο».

«Θέλουμε απλώς να τα διασαφηνίσουμε όλα. Εσύ τον βρήκες;»

O Ρόμπερτ έγνεψε καταφατικά. «Ναι, και σε όλη μου τη ζωή θα έχω αυτή την εικόνα στο μυαλόμου».

«Μήπως θα μπορούσες να μου περιγράψεις τι συνέβη ακριβώς εκείνη τη μέρα;»

«Δεν καταλαβαίνω σε τι θα χρησιμεύσει» είπε μουτρωμένος ο Ρόμπερτ.

«Θα το εκτιμούσα ιδιαίτερα, πάντως, αν το έκανες» τον καλόπιασε ο Πάτρικ και έπειτα από λίγοπήρε την απάντηση του Ρόμπερτ, η οποία συνοδεύτηκε από το αδιάφορο σήκωμα των ώμων του.

«Εντάξει, αν αυτό σε εξυπηρετεί στη δουλειά σου, τότε...» Αναψε κι αυτός ένα τσιγάρο σαν τοναδερφό του. και τώρα ο καπνός άρχισε να αιωρείται σαν βαρύ σύννεφο στη μικρή κουζίνα.

«Ήρθα στο σπίτι μετά το σχολείο και πήγα στο αγρόκτημα να παίξω λίγο. Είδα ότι η πόρτα τουαχυρώνα ήταν ανοιχτή κι αυτό μου κίνησε την περιέργεια. Πήγα να το ελέγξω. Εκεί μέσα ήταν, ωςσυνήθως, σκοτάδι, και το μόνο φως που έμπαινε ήταν αυτό που περνούσε από τα ανοίγματα τωνσανίδων. Μύριζε άχυρο». O Ρόμπερτ έμοιαζε να έχει χαθεί μέσα σ’ έναν δικό του κόσμο. Συνέχισε:«Ένιωθα όμως πως κάτι δεν πήγαινε χαλά». Κόμπιασε. «Δεν μπορώ να το περιγράψω, αλλά ένιωθαότι κάτι ήταν διαφορετικό».

O Στέφαν κοίταζε συγκλονισμένος τον αδερφό του. O Μάρτιν σκέφτηκε ότι πρέπει να ήταν η πρώτηφορά που ο Στέφαν άκουγε, με κάθε λεπτομέρεια, για κείνη τη μέρα που κρεμάστηκε ο πατέρας του.

O Ρόμπερτ συνέχισε:

«Προχώρησα προσεχτικά μέσα. Προσποιούμουν ότι πλησίαζα

κρυφά Ινδιάνους. Πολύ αθόρυβα, κινήθηκα προς το πατάρι του αχυρώνα και μόλις έκανα κάνα δυοβήματα προς τα μέσα είδα να κείτεται στο πάτωμα. Πήγα ως εκεί. Όταν είδα πως ήταν ο μπαμπάςχάρηκα. Νόμιζα ότι μου έκανε πλάκα. Ότι ήθελε να τρέξω ανήσυχος κοντά του και να πεταχτεί πάνω

Page 158: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

να με αρπάξει και ν' αρχίσει να με γαργαλάει ή κάτι τέτοιο». O Ρόμπερτ ξεροκατάπιε. «Αλλά αυτόςπαρέμεινε ακίνητος. Τον άγγιξα προσεχτικά με το πόδι... Καμία κίνηση. Μετά είδα πως είχε ένασχοινί στον λαιμό. Όταν κοίταξα πάνω, είδα ένα κομμάτι σχοινί και στην οριζόντια δοκό στήριξης».

Το χέρι που κρατούσε το τσιγάρο έτρεμε. O Μάρτιν έριξε μια κλεφτή ματιά στον Πάτρικ για να δειπώς αντιδρούσε σε αυτή την αφήγηση. Για τον Μάρτιν ήταν ξεκάθαρο ότι ο Ρόμπερτ δεν έλεγεψέματα. Ήταν τόσο χειροπιαστός ο πόνος του που ένιωθε πως αν άπλωνε το χέρι του θα μπορούσενα τον πιάσει. Είδε ότι ο συνεργάτης του σκεφτόταν το ίδιο πράγμα. Με βαριά καρδιά, ο Πάτρικ τονρώτησε:

«Και τι έκανες μετά;».

O Ρόμπερτ φύσηξε τον καπνό σχηματίζοντας ένα δαχτυλίδι στον αέρα και το κοίταξε μέχρι πουάρχισε να διαλύεται και εξαφανίστηκε.

«Πήγα και έφερα τη μάνα, φυσικά. Ήρθε κι αυτή να δει ούρλιαξε τόσο πολύ που παραλίγο να μουσπάσει τα τύμπανα και μετά τηλεφώνησε στον παππού».

O Πάτρικ αντέδρασε. «Όχι στην αστυνομία;»

H Σούλβεΐγκ έξυσε νευρικά το τραπεζομάντιλο και είπε. «Όχι, τηλεφώνησα στον Εφραίμ. Ήταν τοπρώτο που μου ήρθε στο μυαλό».

«Δηλαδή η αστυνομία δεν ήρθε ποτέ εδώ;» επέμεινε ο Πάτρικ.

«Όχι. Το ανέλαβε ο Εφραίμ. Τηλεφώνησε στον γιατρό Χάμαρστρεμ, που ήταν επισκέπτης γιατρόςεδώ εκείνη την εποχή. Αυτός ήρθε και είδε τον Γιοχάνες και μετά έγραψε μία από

εκείνες τις βεβαιώσεις για την αιτία θανάτου, δεν ξέρω λένε, και φρόντισε να έρθει ο εργολάβοςκηδειών και να τον πάρει».

«Καθόλου όμως αστυνομία, έτσι δεν είναι;» συνέχισε να επιμένει ο Πάτρικ.

«Όχι, είπαμε. O Εφραίμ φρόντισε για όλα. Σίγουρα ο δόκτωρ Χάμαρστρεμ μίλησε με τηναστυνομία, αλλά κανείς τους δεν ήρθε εδώ έξω για να ελέγξει οτιδήποτε. Και γιατί να το χάνουνάλλωστε; Αυτοκτονία ήταν!»

O Πάτρικ δεν μπήκε στον κόπο να εξηγήσει ότι η αστυνομία πρέπει πάντα να καλείται στον τόπομιας αυτοκτονίας. Σίγουρα, ο Εφραίμ Χουλτ κι εκείνος ο δόκτορας Χάμαρστρεμ αποφάσισαν μόνοιτους να μην καλέσουν την αστυνομία πριν μετακινηθεί το πτώμα από το σημείο θανάτου. Γιατίόμως; Φαινόταν πάντως πως δεν επρόκειτο να βγει κάτι περισσότερο από αυτούς εδώ. O Μάρτινόμως είχε μια ιδέα.

«Μήπως είδατε καμιά γυναίκα εδώ στην περιοχή; Γύρω στα είκοσι πέντε, καστανομάλλα, κανονικόκορμί;»

O Ρόμπερτ γέλασε. Το σοβαρό ύφος που είχε μέχρι τότε εξαφανίστηκε δίχως ν’ αφήσει κανένα ίχνος

Page 159: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

στη φωνή του. «Αν σκεφτεί κανείς πόσες γκόμενες τρέχουν δεξιά κι αριστερά εδώ πέρα, μάλλον θαπρέπει να μας δώσεις λίγα περισσότερα στοιχεία».

O Στέφαν τούς κοίταζε με έντονο βλέμμα. «Την έχεις δει σε φωτογραφία. Είναι αυτή σταπρωτοσέλιδα H Γερμανίδα που βρήκαν μαζί με τις άλλες κοπέλες» είπε στον Ρόμπερτ.

H αντίδραση της Σούλβεΐγκ ήταν μάλλον εκρηκτική. «Τι διάβολο εννοείτε; Τι δουλειά είχε εκείνηεδώ πέρα; Πάτε να μας σύρετε πάλι στη λάσπη τώρα! Πρώτα κατηγορείτε τον Γιοχάνες και μετάέρχεσαι εσύ εδώ και κάνεις ενοχοποιητικές ερωτήσεις στους γιους μου. Έξω αποδώ! Δεν θέλω νασας ξαναδώ στο σπίτι μου! Να πάτε στον διάβολο!»

Είχε σηκωθεί και τους έσπρωχνε προς τα έξω με τη βοήθεια

του μεγάλου όγκου της. O Ρόμπερτ γελούσε, αλλά ο Στέφαν έδειχνε συλλογισμένος.

Όταν η Σούλβεΐγκ επέστρεψε λαχανιασμένη, αφού είχε κλείσει την πόρτα με όλη της τη δύναμηπίσω από τον Μάρτιν και τον Πάτρικ, ο Στέφαν πήγε στο δωμάτιό του ξανά δίχως να πει κουβέντα.Τράβηξε τα σκεπάσματα μέχρι πάνω και έκανε ότι κοιμόταν. Έπρεπε να σκεφτεί.

H Αννα ένιωθε χάλια εκεί που καθόταν στο πολυτελές ιστιοφόρο. O Γκούσταβ είχε συμφωνήσει,χωρίς ερωτήσεις, ν’ αποπλεύσουν αμέσως και την άφησε στην ησυχία της εκεί που καθόταν στηνπλώρη, με τα χέρια σφιχτά πλεγμένα γύρω από τα γόνατά της. Είχε δεχτεί τη συγγνώμη της μ’ έναναέρα μεγαλοψυχίας και της υποσχέθηκε να τους πάει, αυτή και τα παιδιά, στο Στρέμσταντ απ’ όπουθα έπαιρναν το τρένο για το σπίτι τους.

Όλη της η ζωή ήταν μονίμως ένα αναθεματισμένο χάος. Το άδικο στα λόγια της Ερίκα την έκανε ναχύνει δάκρυα οργής, αλλά αυτή η οργή συνοδευόταν από θλίψη για το γεγονός ότι συνεχώςκατέληγαν σε πορεία σύγκρουσης. Όλα ήταν τόσο περίπλοκα με την Ερίκα. Ποτέ δεν της έφτανε ορόλος της μεγαλύτερης αδερφής, δεν της έφτανε να προσφέρει υποστήριξη και ενθάρρυνση.Αντιθέτως, είχε αποφασίσει από μόνη της να επωμιστεί και τον ρόλο της μητέρας, δίχως νακαταλαβαίνει ότι αυτό απλώς έκανε μεγαλύτερο το κενό που είχε αφήσει πίσω της η μητρικήφροντίδα που έπρεπε να είχαν.

Σε αντίθεση με την Ερίκα, η Αννα δεν κατηγόρησε ποτέ την Έλσι για την αδιαφορία που έδειχνεστις κόρες της. Πίστευε, τουλάχιστον, πως το είχε δεχτεί σαν ένα από τα άσχημα δεδομένα της ζωής.Όταν όμως πέθαναν ξαφνικά κι απρόσμενα και οι δύο γονείς τους, κατάλαβε ότι πάντα ήλπιζε πως ηΕλσι θα μαλάκωνε κάποια στιγμή με τα χρόνια και θα αναλάμβανε τον ρόλο της μητέρας. Αυτό θαέδινε και στην Ερίκα τη δυνατότητα να είναι μόνο αδερφή. Όμως, ο θάνατος της μητέρας τους τις

είχε αναγκάσει να παγιδευτούν σε ρόλους από τους οποίους δεν ήξεραν πώς να ξεφύγουν. Οιπερίοδοι σιωπηρά συμφωνημένης ειρήνης παραχωρούσαν αναπόδραστα τη θέση τους σε πόλεμοχαρακωμάτων, και όποτε συνέβαινε αυτό ένα κομμάτι της ψυχής της ξεριζωνόταν από μέσα της.

Ταυτόχρονα, η Ερίκα και τα παιδιά ήταν οι μοναδικοί άνθρωποι που είχε τώρα. Παρόλο που η Ανναδεν ήθελε να το ομολογήσει μπροστά στην Ερίκα, έβλεπε κι αυτή τον Γκούσταβ όπως ακριβώςήταν: ένα επιφανειακό, κακομαθημένο αγόρι. Εντούτοις, δεν κατάφερνε να μην υποκύπτει στον

Page 160: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

πειρασμό, μια που ήταν ό,τι καλύτερο για την αυτοπεποίθησή της να κυκλοφορεί στο πλάι ενόςάντρα σαν τον Γκούσταβ. Δίπλα του γινόταν κι αυτή ορατή. O κόσμος ψιθύριζε και αναρωτιότανποιά ήταν, ενώ οι γυναίκες κοίταζαν επιδοκιμαστικά τα πανέμορφα επώνυμα ρούχα που της χάριζεαφειδώς ο Γκούσταβ. Ακόμα κι εδώ, στη θάλασσα, ο κόσμος από τα ιστιοφόρα κοίταζε με ζήλια τοτεράστιο ιστιοφόρο, κι εκείνη ένιωθε μια ανόητη περηφάνια εκεί που καθόταν στην πλώρη σανλουόμενη καλλονή.

Κάποιες άλλες φορές όμως ντρεπόταν σαν αντιλαμβανόταν πως ήταν τα παιδιά της εκείνα πουέπρεπε να πληρώσουν το τίμημα της ανάγκης της για επιβεβαίωση. Είχαν ήδη περάσει πολύ άσχημαόσο καιρό ζούσαν με τον πατέρα τους, και η Αννα, όσο κι αν προσπαθούσε, δεν μπορούσε να δεχτείότι ο Γκούσταβ ήταν ο κατάλληλος αντικαταστάτης. Διότι ήταν ψυχρός, αδέξιος και δεν έδειχνεκαμία ανοχή με τα παιδιά και η Αννα δεν ήθελε να τον αφήνει μόνο μαζί τους.

Μερικές φορές ζήλευε τόσο πολύ την Ερίκα που της ερχόταν να ξεράσει. Τη στιγμή που η ίδιαβρισκόταν στη μέση ενός δικαστικού αγώνα για την κηδεμονία των παιδιών, είχε δυσκολίες με ταοικονομικά και, για να ήταν ειλικρινής, μια εντελώς κενή σχέση, η Ερίκα έδειχνε να κινείταιεπιτυχώς στη ζωή σαν μια έγκυος μαντόνα. O άντρας που είχε διαλέξει

η Ερίκα να κάνει πατέρα του παιδιού της ήταν ακριβώς ο τύπος που και η Αννα γνώριζε πωςχρειαζόταν για να νιώσει ευτυχισμένη. Μόνο που λόγω κάποιας έμφυτης αυτοκαταστροφικής τάσηςμονίμως αποτύγχανε να τον αποκτήσει. Το γεγονός ότι η Ερίκα ήταν οικονομικά ανεξάρτητη, όπωςεπίσης ότι διέθετε το κόρος μιας γνωστής προσωπικότητας, έκανε τους μικρούς ζηλόφθονουςδαίμονες της αδερφικής αντιπαλότητας να εμφανίζονται συχνότερα. H Αννα δεν ήθελε να είναι τόσομικροπρεπής, αλλά δυσκολευόταν ν' αντισταθεί στην πίκρα που ένιωθε όταν έβλεπε μόνο τη δικήτης ζωή να προδιαγράφεται με τα μελανότερα χρώματα.

Τα ξαναμμένα ξεφωνητά των παιδιών, συνοδευμένα από τους βρυχηθμούς ενός εκνευρισμένουΓκούσταβ, την έβγαλαν απότομα από τις σκέψεις αυτολύπησης και την ανάγκασαν να επιστρέψειστη δική της πραγματικότητα. Εσφιξε πάνω της τη νιτσεράδα και, περπατώντας προσεχτικά κατάμήκος της κουπαστής, επέστρεψε στην πρύμνη του σκάφους. Αφού ηρέμησε το παιδιά, πίεσε τονεαυτό της να χαμογελάσει στον Γκούσταβ. Ακόμα και με αυτά τα άσχημα χαρτιά που είχε στα χέριατης το παιχνίδι έπρεπε να συνεχιστεί.

Όπως έκανε τόσες φορές τελευταία, περιπλανιόταν άσκοπα μέσα στο μεγάλο σπίτι. O Γκάμπριελέλειπε σε άλλο ένα από τα πολλά επαγγελματικά του ταξίδια, και είχε μείνει πάλι μόνη. Hσυνάντηση με τη Σούλβεΐγκ είχε αφήσει μια απαίσια γεύση στο στόμα της. ενώ για άλλη μια φοράένιωθε τη ματαιότητα της κατάστασης. Ποτέ της δεν θα λυτρωνόταν. O βρόμικος και στρεβλόςκόσμος της Σούλβεΐγκ είχε κολλήσει πάνω της σαν άσχημη μυρωδιά.

Κοντοστάθηκε μπροστά στη σκάλα που οδηγούσε στον επάνω όροφο της δυτικής πτέρυγας. Oόροφος του Εφραίμ. H Λάινε δεν είχε ανέβει πάλι εκεί από τότε που πέθανε ο Εφραίμ. Αλλά ούτεκαι πριν ανέβαινε. Εκεί πάνω ήταν πάντα

η επικράτεια του Γιάκομπ, και σε εξαιρετικές περιπτώσεις του Γκάμπριελ. Κάποτε ο Εφραίμκαθόταν εκεί και δεχόταν σε ακρόαση τους άντρες σαν φεουδάρχης. Οι γυναίκες στον δικό τουκόσμο ήταν απλώς σκιές, επιφορτισμένες με το καθήκον να προσφέρουν ικανοποίηση και να

Page 161: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

φροντίζουν για τις δουλειές στον κάτω όροφο.

Ανέβηκε διστακτικά τη σκάλα. Σταμάτησε μπροστά από την πόρτα Μετά την έσπρωξεαποφασιστικά. Όλα ήταν ακριβώς όπως τα θυμόταν. Μια αρσενική μυρωδιά σκέπαζε τα σιωπηλάδωμάτια. Εδώ ήταν, λοιπόν, οι χώροι στους οποίους ο γιος της είχε περάσει τόσες πολλές ώρες τηςπαιδικής του ηλικίας. Πόσο ζήλευε τότε. Σε σύγκριση με τον παππού Εφραίμ, τόσο η ίδια όσο και οΓκάμπριελ έρχονταν σε δεύτερη μοίρα. O Γιάκομπ τούς θεωρούσε απλώς συνηθισμένους, βαρετούς,θνητούς, ενώ στα μάτια του ο Εφραίμ είχε σχεδόν το κύρος μιας θεότητας. Όταν πέθανε, πολύξαφνικά, η πρώτη αντίδραση του Γιάκομπ ήταν η καθαρή έκπληξη. Δεν ήταν δυνατόν ναεξαφανιστεί έτσι, στα καλά καθούμενα, ο Εφραίμ. Τη μια μέρα παρών την άλλη απών. Διότι ήτανσαν απόρθητο φρούριο, σαν βαθιά ριζωμένο γεγονός.

H Λάινε ντρεπόταν γι’ αυτό, αλλά όταν κατάλαβε πως ο Εφραίμ ήταν νεκρός, το πρώτο που ένιωσεήταν ανακούφιση. Αλλά και μια θριαμβευτική χαρά επειδή ούτε κι αυτός κατάφερε να σταθείυπεράνω των νόμων της φύσης. Μερικές φορές η Λάινε αμφέβαλλε ακόμα και για τη θνητότητα του.Διότι ο Εφραίμ έδειχνε πεπεισμένος ότι μπορούσε να χειραγωγεί και να επηρεάζει μέχρι και τον Θεό.

H πολυθρόνα του ήταν δίπλα στο παράθυρο με θέα προς το κοντινό δάσος. Όπως και ο Γιάκομπ,ούτε η Λάινε μπόρεσε ν' αντισταθεί στον πειρασμό να καθίσει σε αυτή την πολυθρόνα. Για μιαστιγμή, νόμισε πως, μόλις κάθισε, ένιωσε το πνεύμα του στο δωμάτιο. Τα δάχτυλά τηςακολούθησαν συλλογισμένα τις γραμμές του υφάσματος.

Οι ιστορίες για τις θεραπευτικές ικανότητες του Γκάμπριελ και του Γιοχάνες είχαν επηρεάσει τονΓιάκομπ, Θυμόταν ότι δεν της άρεσε αυτό το πράγμα. Τον έβλεπε καμιά φορά να κατεβαίνει από τονεπάνω όροφο με μια εκστασιασμένη έκφραση στο πρόσωπο. Αυτό την τρόμαζε πάντα. Σε τέτοιεςπεριπτώσεις τον αγκάλιαζε σφιχτά και έσφιγγε το πρόσωπό του πάνω στο κορμί της, μέχρι που τονένιωθε να χαλαρώνει. Όταν τον άφηνε, ήταν πάλι ο εαυτός του. Έως την επόμενη φορά.

Αλλά τώρα ο γέρος ήταν νεκρός και θαμμένος εδώ και καιρό. Δόξα τω Θεώ.

«Πιστεύεις πραγματικά ότι υπάρχει κάτι ουσιώδες στη θεωρία σου πως ο Γιοχάνες δεν είναινεκρός;»

«Δεν ξέρω, Μάρτιν» είπε ο Πάτρικ. «Όμως, αυτή τη στιγμή είμαι έτοιμος να πιάσω όλες τις άκρεςτου νήματος που θα βρω μπροστά μου. Πρέπει πάντως να συμφωνήσεις κι εσύ όχι είναι κάπωςπαράξενο που η αστυνομία δεν πήγε ποτέ να εξετάσει τη σκηνή αυτοκτονίας του Γιοχάνες».

«Ναι, βέβαια, αλλά αυτό σημαίνει πως σε μια τέτοια συγκάλυψη πρέπει να ήταν μπλεγμένοι και ογιατρός και ο εργολάβος κηδειών» είπε ο Μάρτιν.

«Δεν είναι τόσο τραβηγμένο όσο ακούγεται. Μην ξεχνάς ότι ο Εφραίμ ήταν ένας πολύ εύποροςάνθρωπος. Τα χρήματα έχουν εξαγοράσει πολύ σημαντικότερα πράγματα. Και δεν θα με εξέπληττεκαθόλου αν μάθουμε ότι γνωρίζονταν πολύ καλά. Εξέχοντα πρόσωπα της κοινωνίας, που σίγουραδραστηριοποιούνταν σε συλλόγους, όπως στους Λάιονς, στον Κοινωνικό Σύνδεσμο και σε όποιουςάλλους μπορείς να φανταστείς».

Page 162: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Ναι, αλλά να βοηθήσουν έναν ύποπτο για δολοφονία να το σκάσει;»

«Οχι ύποπτο δολοφονίας, ύποπτο απαγωγής. Κι απ' ότι έχω καταλάβει, ο Εφραίμ Χουλτ ήταν έναςάνθρωπος με μεγάλη ικανότητα να πείθει. Ίσως να τους έπεισε ότι ο Γιοχάνες

ήταν αθώος, ότι η αστυνομία ήθελε να τον παγιδεύσει και πως αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να τονσώσουν".

«Εντάξει, αλλά και πάλι... Θα άφηνε ο Γιοχάνες την οικογένεια του στα κρύα του λουτρού; Me δύομικρά αγόρια;»

«Μην ξεχνάς πώς έχουν περιγράφει τον Γιοχάνες σαν άτομο. Ένας παίχτης, ένας άνθρωπος πουπάντα ακολουθούσε τον νόμο της ελάχιστης αντίστασης. Που δεν έπαιρνε στα σοβαρά κανόνες καιυποχρεώσεις. Κι αν υπήρχε κάποιος που ήταν πρόθυμος να σώσει το τομάρι του εις βάρος τηςοικογένειάς του, αυτός ήταν ο Γιοχάνες. Αυτό το προφίλ τού ταιριάζει απόλυτα».

O Μάρτιν δεν έδειχνε να πείθεται. «Πού ήταν όμως όλ' αυτά τα χρόνια αν συμβαίνει κάτι τέτοιο;»

O Πάτρικ κοίταξε προσεχτικά και προς στις δύο κατευθύνσεις πριν στρίψει για το Τανουμσχέντε.«Στο εξωτερικό, ίσως. Με έναν σωρό από τα λεφτά του μπαμπά στην τσέπη» είπε και κοίταξε τονΜάρτιν. «Δεν μου φαίνεσαι και τόσο πεπεισμένος για το ευφυές της θεωρίας μου».

O Μάρτιν γέλασε. «Όχι, δεν είμαι, αυτό ξαναπές το. Νομίζω ότι πετάς στα σύννεφα, αν και, από τηνάλλη, τίποτα δεν ήταν φυσιολογικό μέχρι τώρα σε αυτή την υπόθεση, οπότε γιατί όχι;»

O Πάτρικ σοβάρεψε. «Μπροστά μου βλέπω μόνο την Τζένι Μέλερ. Φυλακισμένη κάπου, απόκάποιον που την υποβάλλει σε μαρτύρια, τα οποία δεν μπορεί να συλλάβει ανθρώπινος νους. Κιακριβώς για χάρη της προσπαθώ να σκεφτώ διαφορετικά απ' ό,τι συνήθως. Δεν έχουμε τηνπολυτέλεια να κινηθούμε συμβατικά, όπως κάνουμε πάντα. Δεν υπάρχει χρόνος για τέτοια. Πρέπεινα λάβουμε υπόψη μας ακόμα και το άτοπο.

Πιθανότατα αυτό να είναι απλώς μια τρελή σκέψη εκ μέρους μου, αλλά δεν βρέθηκε κανένας που ναμου αποδείξει ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι. Ως εκ τούτου, έχω υποχρέωση απέναντι στην κοπέλατων Μέλερ να το ερευνήσω έστω κι αν με αποκαλέσουν ηλίθιο».

Ο Μάρτιν κατάλαβε τώρα πώς σκεφτόταν ο Πάτρικ. Και δεν απείχε πολύ από το να ομολογήσει ότιίσως να είχε δίκιο. «Εντάξει, αλλά πώς θα καταφέρεις να πάρεις άδεια εκταφή γι' αυτούς τουςλόγους, και μάλιστα γρήγορα;»

Τα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο του Πάτρικ σκλήρυναν. «Με πείσμα, Μάρτιν, με πείσμα» τουαπάντησε.

O ήχος από το κινητό του Πάτρικ τούς διέκοψε. Απαντούσε με κοφτές, σύντομες λέξεις και φράσεις,ενώ ο Μάρτιν τον κοίταζε επίμονα, προσπαθώντας να καταλάβει από ποιον ήταν εκείνο τοτηλεφώνημα. Σε λιγότερο από ένα λεπτό, ο Πάτρικ ολοκλήρωσε τη συνομιλία και άφησε κάτω τοτηλέφωνο.

Page 163: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Ποιος ήταν.»

«H Ανικα. Το εργαστήριο τηλεφώνησε για το δείγμα DNA που πήραμε από τον Μόρτεν Φρισκ».

«Και;» O Μάρτιν κράτησε την ανάσα του. Βαθιά μέσα του ήλπιζε να κάνει λάθος ο Πάτρικ. Ήλπιζεότι είχαν τον δολοφόνο της Τάνια στο κελί.

«Δεν ταίριαζε το δείγμα. Το σπέρμα που βρέθηκε στην Τάνια δεν προέρχεται από τον ΜόρτενΦρισκ».

O Μάρτιν δεν είχε καταλάβει ότι κρατούσε την ανάσα του παρά μόνο όταν ο αέρας άρχισε να βγαίνειαπό μέσα του με μια μακρόσυρτη εκπνοή.

«Γαμώτο. Αλλά δεν νομίζω ότι αποτελεί έκπληξη, έτσι δεν είναι;»

«Όχι, αλλά δεν είναι κακό που ελπίζαμε».

Έμειναν για λίγο σιωπηλοί. Μετά ο Πάτρικ άφησε έναν πολύ βαθύ αναστεναγμό, σαν νασυγκέντρωνε δυνάμεις ενώπιον ενός καθήκοντος που δέσποζε μπροστά τους σαν την κορυφή τουΈβερεστ.

«Λοιπόν, αυτό που απομένει τώρα είναι να κανονίσουμε μια εκταφή σε χρόνο ρεκόρ».

O Πάτρικ πήρε το τηλέφωνο και έπιασε δουλειά. Τώρα θα έπρεπε να είναι πιο πειστικός από κάθεάλλη φορά στην

επαγγελματική του καριέρα. Όμως, ούτε και ο ίδιος ήταν απολύτως πεπεισμένος ότι θα μπορούσε νατο κάνει.

H διάθεση της Ερίκα πλησίαζε με ταχύτητα στο ναδίρ. H αναγκαστική έλλειψη απασχόλησης τηνέκανε να σουλατσάρει άσκοπα μέσα στο σπίτι, να πιάνει το ένα, ν’ αφήνει το άλλο και τίποτα να μηνκάνει. O καβγάς με την Αννα τριβέλιζε το πίσω μέρος του μυαλού της σαν επίπτωση μιας άγριαςκραιπάλης, αφανίζοντας και τα τελευταία ίχνη χολής διάθεσης. Εκτός αυτού, ένιωθε να λυπάται τονεαυτό της. Στην πραγματικότητα, είχε νιώσει μια ανακούφιση όταν ο Πάτρικ επέστρεψε στηδουλειά, αλλά δεν περίμενε ότι θα τον απορροφούσε τόσο πολύ. Ακόμα και όταν τον είχε στο σπίτιέβλεπε ότι το μυαλό του ήταν μονίμως απασχολημένο με την υπόθεση της δολοφονίας, και παρόλοπου ταυτόχρονα αντιλαμβανόταν και η ίδια τη σοβαρότητα της κατάστασης και τον κατανοούσεαπόλυτα, μια απαίσια μικρή φωνή μέσα της ευχόταν να στραφεί η προσοχή του πάνω της.

Τηλεφώνησε στον Νταν. Ίσως να ήταν στο σπίτι και να είχε χρόνο να περάσει αποκεί για έναν καφέ.Απάντησε η μεγαλύτερη κόρη του και της είπε ότι ο μπαμπάς ήταν στο σκάφος με τη Μαρία.Αναμενόμενο. Όλοι έλειπαν και έχαναν τη δουλειά τους. και η ίδια με την κοιλιά τούρλα καθότανκαι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.

Όταν χτύπησε το τηλέφωνο, η Ερίκα όρμησε με τόση φόρα πάνω του που λίγο έλειψε να το ρίξειαπό τον πάγκο.

Page 164: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Ερίκα Φαλκ».

«Ναι, γεια. Θα ήθελα τον Πάτριχ Χέντστρεμ».

«Είναι στη δουλειά. Μπορώ να βοηθήσω σε κάτι ή θέλετε τον αριθμό του κινητού του;»

O άντρας στην άλλη άκρη της γραμμής δίστασε.

«Ε, να, πήρα το νούμερο αυτό από τη μαμά του Πάτρικ. Οι οικογένειες μας γνωρίζονται εδώ καιπολλά χρόνια, και την

τελευταία φορά που μίλησα με την Κριστίνα μου είπε να έπαιρνα ένα τηλέφωνο τον Πάτρικ ότανξαναπερνούσα αποδώ. Εχουμε λοιπόν, με τη γυναίκα μου στη Φιελμπάκα και...»

Μια εξαιρετική ιδέα τής πέρασε από το μυαλό. Το γιατρικό της βαρεμάρας είχε εμφανιστεί ξαφνικάστην άλλη άκρη της γραμμής.

«Θα θέλατε να έρθετε αποβώ; O Πάτρικ θα επιστρέψει στο σπίτι κατά τις πέντε, οπότε θα τουκάνουμε έκπληξη. θα προλάβουμε να γνωριστούμε κιόλας! Φίλοι από παιδιά ήσασταν, έτσι δενείπες;»

«Ναι, αυτό θα ήταν υπέροχο. Ναι, κάναμε πολλή παρέα όταν ήμασταν παιδιά. Σαν μεγάλοι δενσυναντιόμαστε συχνά, αλλά έτσι γίνεται καμιά φορά. O χρόνος τρέχει ασταμάτητα». Γέλασεσυγκρατημένα.

«Ε, τότε ήρθε η στιγμή να κάνουμε κάτι γι’ αυτό. Σε πόση ώρα μπορείτε να είστε εδώ;»

O άντρας είπε κάτι μουρμουρίζοντας σε ένα άλλο άτομο και επέστρεψε σύντομα για να απαντήσει.

«Δεν έχουμε προγραμματίσει τίποτα ιδιαίτερο, οπότε μπορούμε να έρθουμε κατευθείαν, αν γίνεται».

«Υπέροχα!»

H Ερίκα ένιωσε τον ενθουσιασμό να επιστρέφει με την προοπτική μιας διακοπής της ρουτίνας. Τουςπεριέγραψε στα σύντομα τον δρόμο για το σπίτι και έσπευσε να ετοιμάσει φρέσκο καφέ στηνκουζίνα. Όταν ακούστηκε το κουδούνι της πόρτας, αντιλήφθηκε ότι είχε ξεχάσει να ρωτήσει ταονόματά τους. Τέλος πάντων, θα άρχιζαν με τις απαραίτητες συστάσεις.

Τρεις ώρες αργότερα, η Ερίκα ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα από τη βαρεμάρα. Ανοιγόκλεισε ταμάτια της και συγκέντρωσε όσες δυνάμεις είχε σε μια προσπάθεια να δείξει ότι ενδιαφερόταν.«Μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες πλευρές της δουλειάς μας είναι ν’ ακολουθούμε τη ροή τωνΚΤΔ. Όπως σου εξήγησα νωρίτερα. ΚΤΔ είναι τα αρχικά των

λέξεων "Καταγραφές Τηλεφωνικών Δεδομένων", δηλαδή τιμές που περιέχουν την πληροφορία γιατον χρόνο που κανείς στο τηλέφωνο, για το πού μιλάει και τα λοιπά. Όταν συγκεντρώνουμε τιςΚΤΔ, τότε έχουμε μια απολύτως χρήσιμη πηγή πληροφοριών για το πρότυπο συμπεριφοράς τωνπελατών μας...»

Page 165: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Ήταν σαν να μιλούσε μια αιωνιότητα. O άνθρωπος δεν έβαζε γλώσσα μέσα του! O ΓιέργκενΜπέρντσον ήταν τόσο βαλτός που την έκανε να δακρύζει, και η γυναίκα του δεν πήγαινε πίσω. Όχιεπειδή έχανε τις ίδιες σχοινοτενείς και εντελώς αδιάφορες παρουσιάσεις με τον άντρα της, αλλάεπειδή από τη στιγμή που είχε έρθει δεν είχε πει λέξη, αν εξαιρούσες το όνομά της.

Όταν άκουσε τα βήματα του Πάτρικ στην εξωτερική σκάλα, τινάχτηκε από τον καναπέ γεμάτηευγνωμοσύνη και πήγε να τον προϋπαντήσει.

«Έχουμε επισκέψεις» του είπε ψιθυριστά.

«Ποιον;» αντιγύρισε κι εκείνος ψιθυριστά.

«Έναν παιδικό σου φίλο. Τον Γιέργκεν Μπέρντσον. Μετά της συζύγου».

«Ωχ, όχι. Πες μου ότι μου κάνεις πλάκα». Έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό.

«Δυστυχώς δεν σου κάνω πλάκα».

«Πώς διάβολο βρέθηκαν εδώ;»

H Ερίκα χαμήλωσε ένοχα το βλέμμα της. «Εγώ τους κάλεσα. Για να σου κάνω έκπληξη».

«Τι έκανες είπες;» H φωνή του ακούστηκε λίγο δυνατότερα απ' όσο υπολόγιζε και αμέσως ρώτησεψιθυριστά: «Και γιατί τους κάλεσες εδώ;»

H Ερίκα άνοιξε τα χέρια της. «Βαριόμουν τόσο πολύ και μου είπε ότι ήσασταν φίλοι από παιδιάοπότε σκέφτηκα πως θα χαιρόσουν!»

«Έχεις ιδέα πόσες φορές με ανάγκασαν να κάνω μαζί του

παρέα όταν ήμασταν μικροί; Και να σκεφτείς πως ούτε τότε ήταν πιο ενδιαφέρων τύπος».

Αντιλήφθηκαν ότι είχαν μείνει αρκετό διάστημα έξω στο χολ ώστε να κινήσουν υποψίες και πήραναμφότεροι μια βαθιά ανάσα για να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους.

«Βρε, για κοίτα! Τι έκπληξη είναι αυτή!»

H Ερίκα εντυπωσιάστηκε από την υποκριτική ικανότητα του Πάτρικ. H ίδια αρκέστηκε σ' ένα χλιαρόχαμόγελο, καθώς κάθονταν κάτω με τον Γιέργκεν και τη Μαντελέν.

Μία ώρα αργότερα ήταν έτοιμη να κάνει χαρακίρι. O Πάτρικ είχε μπροστά του κάνα δυο ώρες για νατη φτάσει, οπότε κατάφερνε να δείχνει ακόμη σχετικό ενδιαφέρον.

«Περαστικοί είστε αποδώ;»

«Ναι, σκεφτήκαμε να κάνουμε μια βόλτα με το αυτοκίνητο κατά μήκος της ακτής. Επισκεφθήκαμεμια παλιά φιλενάδα και συμμαθήτρια της Μαντελέν στο Σμέγκεν και έναν συμφοιτητή μου στο

Page 166: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Λίσεσιλ. Ζήσαμε ό,τι καλύτερο από δύο διαφορετικούς κόσμους. Διακοπές και επανένωση μεπαλιούς φίλους ταυτόχρονα!»

Τίναξε κάποιους φανταστικούς κόκκους σκόνης από το παντελόνι του και αντάλλαξε ένα βλέμμα μετη γυναίκα του πριν στραφεί εκ νέου στον Πάτρικ και την Ερίκα. Ουσιαστικά δεν χρειαζόταν ν’ανοίξει το στόμα του. Ήξεραν τι θα έλεγε.

«Να, τώρα που είδαμε πόσο όμορφα ζείτε εδώ... Και πόσο άνετα» έριξε μια επιδοκιμαστική ματιάστο καθιστικό «Θα θέλαμε να σας ρωτήσουμε αν υπάρχει δυνατότητα να μείνουμε εδώ καμιά δυονύχτες. Τα περισσότερα ξενοδοχεία είναι γεμάτα».

Κοίταξαν γεμάτοι προσδοκία τον Πάτρικ και την Ερίκα. H Ερίκα δεν χρειαζόταν να έχει καμίατηλεπαθητική ικανότητα για να νιώσει τα εκδικητικά κύματα σκέψης που της έστελνε ο Πάτρικ.Αλλά η φιλοξενία ήταν σαν νόμος της φύσης. Δεν υπήρχε τρόπος να την αποφύγεις.

«Βεβαίως και μπορείτε να μείνετε αν θέλετε. Έχουμε έναν ξενώνα που μπορείτε να τονχρησιμοποιήσετε».

«Υπέροχα! Διάβολε, θα περάσουμε πολύ όμορφα! Α, τι έλεγα; Ναι, όταν έχουμε συγκεντρώσειαρκετό υλικό ΚΤΔ για να μπορέσουμε να κάνουμε στατιστικές αναλύσεις, τότε...»

H βραδιά χάθηκε σαν σε ομίχλη. Πάντως έμαθαν πολύ περισσότερα απ’ όσα θα ήλπιζαν ποτέ ναξεχάσουν σχετικά με την τεχνολογία των τηλεπικοινωνιών.

Το τηλέφωνο χτυπούσε ασταμάτητα. Καμία απάντηση. Μόνο ο αυτόματος τηλεφωνητής, πουξεκίνησε με το γνωστό: «Γεια είμαι η Λίντα. Αφήστε το μήνυμά σας μετά τον χαρακτηριστικό ήχοκαι θα σας τηλεφωνήσω αμέσως μόλις μπορέσω». O Στέφαν έκλεισε το τηλέφωνο εκνευρισμένος.Είχε ήδη αφήσει τέσσερα μηνύματα, κι εκείνη δεν του είχε απαντήσει. Σχημάτισε διστακτικά τονούμερο στο Βεστεργκόρντεν. Ήλπιζε ο Γιάκομπ να λείψει στη δουλειά. H τύχη ήταν με το μέροςτου. Απάντησε η Μαρίτα.

«Γεια, είναι εκεί η Λίντα;»

«Ναι, είναι στο δωμάτιό της. Ποιος να πω ότι είναι;»

Δίστασε ξανά. Όμως, πιθανώς η Μαρίτα να μην αναγνώριζε τη φωνή του ακόμα κι αν της έλεγε τοόνομά του.

«O Στέφαν πες της».

Την άκουσε ν’ αφήνει κάτω το ακουστικό και ν’ ανεβαίνει τη σκάλα. Με τα μάτια της φαντασίας τουαπεικόνισε νοερά το εσωτερικό του Βεστεργκόρντεν, τώρα πολύ πιο καθαρά, μια που το είχε δειπρόσφατα και για πρώτη φορά έπειτα από τόσα χρόνια.

Λίγο μετά η Μαρίτα επέστρεψε. Τώρα η φωνή της ακουγόταν επιφυλακτική.

"Λέει ότι δεν θέλει να σου μιλήσει. Μπορώ να ρωτήσω ποιος Στέφαν είσαι;»

Page 167: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

"Ευχαριστώ για τη βοήθεια, πρέπει να κλείσω" είπε και κατέβασε βιαστικά το ακουστικό.

Αντικρουόμενα συναισθήματα τον κατασπάραξαν. Ποτέ του δεν είχε αγαπήσει κάποιον όπωςαγαπούσε τη Λίντα. Αν έκλεινε τα μάτια, μπορούσε ακόμη να ξαναζήσει την αίσθηση της γυμνήςεπιδερμίδας της Και ταυτόχρονα τη μισούσε. H αλυσιδωτή αντίδραση είχε ξεκινήσει ότανσυγκρούστηκαν σαν δυο πολεμιστές στο Βεστεργκόρντεν. Το μίσος και η επιθυμία να της κάνειζημιά ήταν τόσο ισχυρά που δεν μπορούσε σχεδόν να τα ελέγξει. Πώς ήταν δυνατόν νασυνυπάρχουν δύο αντίθετα συναισθήματα το ένα πλάι στο άλλο;

Ισως να ήταν βλακώδες να πιστεύει ότι υπήρχε κάτι καλό μεταξύ τους. Ότι ήταν κάτι περισσότεροαπό ένα παιχνίδι για κείνη. Καθισμένος δίπλα στο τηλέφωνο, ένιωθε τώρα σαν ηλίθιος, και αυτό τοσυναίσθημα τροφοδότησε κι άλλο την οργή του. Αλλά υπήρχε κάτι που μπορούσε να κάνει για ναμοιραστεί μαζί της την αίσθηση του εξευτελισμού, θα το μετάνιωνε πικρά που είχε πιστέψει πωςμπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε μαζί του.

θα μαρτυρούσε αυτό που είχε δει.

O Πάτρικ δεν πίστευε ποτέ του ότι θα έβλεπε μια εκταφή ως ευπρόσδεκτο διάλειμμα στη μονοτονίαμιας μέρας. Όμως, μετά το μαρτυρικό και βασανιστικό βράδυ που είχε περάσει, ακόμα και μιαεκταφή έμοιαζε με ευχάριστη δραστηριότητα.

O Μέλμπεργ, ο Μάρτιν και ο Πάτρικ στέκονταν αμίλητα στο νεκροταφείο της Φιελμπάκα καιπαρακολουθούσαν τη μακάβρια σκηνή που εκτυλισσόταν μπροστά στα μάτια τους. Ήταν εφτά τοπρωί, και η θερμοκρασία ήταν απολαυστική, παρόλο που ο ήλιος είχε βγει εδώ και κάμποση ώρα.Απείχαν αρκετά από τα αυτοκίνητα που κινούνταν στον δρόμο έξω από το νεκροταφεία και εκτόςαπό το κελάηδημα των πουλιών ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν αυτός των φτυαριών πουέσκαβαν τη γη.

Ήταν μια νέα εμπειρία και για τους τρεις τους. Οι εκταφές σπάνιζαν στην αστυνομικήκαθημερινότητα και κανένας τους

δεν είχε ιδέα για το πώς γινόταν πρακτικό κάτι τέτοιο. Να χρησιμοποιούσαν άραγε έναν μικρόεκσκαφέα που έσκαβε το χώμα μέχρι να φτάσει στο φέρετρο; Ή μήπως ερχόταν κάποια ομάδαεπαγγελματιών νεκροθαφτών που έκαναν χειρωνακτικά αυτή την απαίσια δουλειά; Η τελευταίαεπιλογή ήταν αυτή που βρισκόταν πιο κοντά στην πραγματικότητα. Οι άντρες που άνοιγαν ένανκαινούργιο τάφο ενόψει μιας κηδείας είχαν αναλάβει τώρα, για πρώτη φορά, την αποστολή ναξεθάψουν έναν που είχε ήδη κηδευτεί. Αυτοί, λοιπόν, έχωναν με πείσμα τα φτυάρια τους στη γηδίχως να βγάζουν λέξη. Και τι να έλεγαν δηλαδή; Να συζητούσαν για τα χθεσινά αθλητικά στηντηλεόραση ή για το μπάρμπεκιου του Σαββατοκύριακου; Όχι, διότι η σοβαρότητα της περίστασηςείχε ρίξει ένα βαρύ πέπλο σιωπής στη δουλειά τους, κι έτσι θα συνέχιζαν μέχρι που να βγει τοφέρετρο από τη γαλήνη του.

«Είσαι σίγουρος πως ξέρεις τι κάνεις, Χέντστρεμ;»

Ο Μέλμπεργ έδειχνε προβληματισμένος, και ο Πάτρικ συμμεριζόταν την ανησυχία του. Είχεχρησιμοποιήσει όση πειθώ διέθετε την προηγούμενη μέρα -είχε παρακαλέσει, απειλήσει και

Page 168: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

εκλιπαρήσει- για να κάνει τα γρανάζια της Δικαιοσύνης να κινηθούν γρηγορότερα απ' όσο συνήθιζανώστε να πάρουν την άδεια ν' ανοίξουν τον τάφο του Γιοχάνες Χουλτ. Όμως, η υποψία ήταν ακόμημια απλή διαίσθηση, τίποτα παραπάνω.

Ο Πάτρικ δεν ήταν θρήσκος, αλλά η διασάλευση της ειρήνης ενός τάφου δεν έπαυε να τον ενοχλεί.Υπήρχε κάτι ιερό στη γαλήνη του νεκροταφείου, και ήλπιζε πως τελικά θα έβρισκε κάτι το οποίο θαδικαιολογούσε επαρκώς αυτή τη διασάλευση.

"Χτες μου τηλεφώνησε ο Στιγκ Τουλίν από το Δημαρχείο και πρέπει να σε ενημερώσω ότι δεν ήτανιδιαίτερα ευχαριστημένος. Προφανώς, κάποιος απ' όλους αυτούς στους οποίους τηλεφώνησες χτεςκαι τους ενόχλησες ήρθε σ’ επαφή μαζί του και πως παραληρούσες για μια συνωμοσία ανάμεσαστον Εφραίμ Χουλτ και δυο από τους πλέον σεβαστούς άντρες της

Φιελμπάκα. Έκανες λόγο για λαδώματα και ένας Θεός ξέρει τι άλλο. Ήταν πολύ ταραγμένος. Διότιμπορεί ο Εφραίμ να είναι νεκρός, αλλά ο δόκτωρ Χάμαρστρεμ ζει, όπως και ο εργολάβος κηδειών,κι αν αποδειχτεί ότι έχουμε μόνο αβάσιμα επιχειρήματα για όλες αυτές τις κατηγορίες, ε, τότε...»

O Μέλμπεργ άνοιξε τα χέρια του. Δεν χρειαζόταν ν’ αποτελειώσει την πρόταση. O Πάτρικ γνώριζεποιες θα ήταν οι επιπτώσεις. Πρώτα θα άκουγε τον εξάψαλμο της ζωής του και έπειτα θα γινόταν τομόνιμο αντικείμενο λοιδορίας στο αστυνομικό τμήμα.

O Μέλμπεργ φάνηκε να έχει διαβάσει τις σκέψεις του. «Και, για να μη μας πάρει ο διάβολος, ναεύχεσαι να έχεις δίκιο, Χέντστρεμ!»

Έδειξε με το παχουλό του δάχτυλο προς τον τάφο του Γιοχάνες και άρχισε να σουλατσάρει νευρικάπέρα δώθε. O σωρός από τα χώματα είχε υψωθεί ένα μέτρο, ενώ ο ιδρώτας έτρεχε από το μέτωποτων νεκροθαφτών. Σύντομα θα έφταναν στο φέρετρο.

O Μέλμπεργ αυτό το πρωί ήταν λιγότερο ευδιάθετος απ’ άτι τις προηγούμενες ημέρες. Κι αυτό δενφαινόταν να έχει σχέση μόνο με την πολύ πρωινή ώρα και το δυσάρεστο καθήκον. Ήταν κάτιπερισσότερο. H οργίλη διάθεσή του, που αποτελούσε παλιότερα μόνιμο γνώρισμα τηςπροσωπικότητάς του και η οποία ήταν λες και είχε εξανεμιστεί κατά τη διάρκεια δύο αρκετάπαράξενων εβδομάδων, είχε εμφανιστεί ξανά. Όμως, δεν είχε επιστρέψει με την ίδια ισχύ, αν καιφαινόταν πως ούτε αυτό θ’ αργούσε. Όση ώρα περίμεναν, δεν έκανε τίποτε άλλο από το ναπαραπονιέται, να βρίζει και να γκρινιάζει. Κατά έναν παράδοξο τρόπο όμως αυτό ήταν πιο ευχάριστοαπό τη σύντομη περίοδο προσήνειας. Πιο οικείο, τουλάχιστον. Εφυγε από κοντά τους, συνεχίζονταςνα βρίζει, για να πάει και ν' αρχίσει τις γαλιφιές με την ομάδα από την Ουντεβάλα που μόλις είχεφτάσει για να τους βοηθήσει.

Page 169: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

O Μάρτιν ψιθύρισε με σχεδόν κλειστά χείλη:

«Ό,τι κι αν ήταν, φαίνεται πως τελείωσε».

«Τι νομίζεις πως ήταν;»

«Προσωρινή παραφροσύνη ίσως;»

«Μ Άνικα άκουσε μια αστεία φήμη χτες».

«Τι δηλαδή; Πες μου!»

«Χτες έφυγε νωρίς από τη δουλειά...» άρχισε ο Πάτρικ.

«Αυτό δεν νομίζω πως μπορείς να το θεωρήσεις και πολύ ριζοσπαστικό».

«Όχι, μάλλον έχεις δίκιο. Αλλά η Άνικα τον άκουσε να τηλεφωνεί στο αεροδρόμιο της Αρλάντα.Και φαινόταν να βιάζεται πολύ».

«Αρλάντα; Γιατί; Θα πήγαινε να πάρει κάποιον από εκεί; Αυτός είναι ακόμη εδώ, οπότε αποκλείεταιν' αναχωρούσε ο ίδιος».

O Μάρτιν φαινόταν το ίδιο απορημένος με τον Πάτρικ. Και πολύ περίεργος.

«Ό,τι ξέρεις ξέρω για το τι δουλειά είχε εκεί. Αλλά το μυστήριο γίνεται όλο και πιο περίπλοκο...»

Ενας από τους εργάτες στον τάφο τούς έκανε νόημα. Πλησίασαν επιφυλακτικά τον μεγάλο σωρόαπό τα χώματα και κοίταξαν μέσα στην τρύπα. Εκεί είχε αποκαλυφτεί ένα καφετί φέρετρο.

«Να τος ο άνθρωπός σας. Να τον τραβήξουμε πάνω;»

O Πάτρικ έγνεψε καταφατικά. «Ναι, αλλά να είστε προσεκτικοί. Θα μιλήσω με την ομάδα να τοαναλάβουν αμέσως μόλις το βγάλετε».

Πήγε προς το μέρος των τριών τεχνικών από την Ουντεβάλα, οι οποίοι στέκονταν σοβαροί καιμιλούσαν με τον Μέλμπεργ. Ενα αυτοκίνητο από το γραφείο κηδειών είχε παρκάρει στοχαλικόστρωτο μονοπάτι και περίμενε με το πορτμπαγκάζ ανοιχτό, έτοιμο να μεταφέρει το φέρετρομε ή χωρίς πτώμα

«Είναι σχεδόν έτοιμοι. Θ' ανοίξετε εδώ το φέρετρο ή θα το πάτε πρώτα στην Ουντεβάλα;»

ο επικεφαλής της ομάδας των τεχνικών, ο Τούρμπγιερν Ρούουντ δεν απάντησε στον Πάτρικ αμέσως,αλλά πρώτα έδωσε οδηγίες στη μοναδική γυναίκα της ομάδας να πάει εκεί πέρα και να βγάλειφωτογραφίες. Όταν τελείωσε με αυτό, στράφηκε στον Πάτρικ:

«Μάλλον εδώ θα το ανοίξουμε. Αν έχεις δίκιο και δεν βρούμε τίποτα μέσα στο φέρετρο, τότεεντάξει. Αν όμως ισχύει αυτό που πιστεύω εγώ. αν δηλαδή υπάρχει πτώμα.

Page 170: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Οα το πάρουμε μαζί μας στην Ουντεβάλα για αναγνώριση. Διότι αυτό είναι που θέλετε, έτσι δενείναι;» H κρεμαστή μουστάκα του ανεβοκατέβηκε καθώς κοίταξε ερωτηματικά τον Πάτρικ.

O Πάτρικ έγνεψε καταφατικά. «Ναι, αν υπάρχει κάποιος στο φέρετρο, πολύ θα ήθελα ναεπιβεβαιώσετε με απόλυτη σιγουριά όχι είναι ο Γιοχάνες Χουλτ».

«Μάλλον δεν θα υπάρξει πρόβλημα με αυτό. Έχω ήδη παραγγείλει από χτες τα οδοντιατρικά τουαρχεία, οπότε δεν θα χρειαστεί να περιμένεις πολύ για την απάντηση. Είναι επείγουσα περίπτωση...»

O Ρούουντ χαμήλωσε το βλέμμα. Είχε και ο ίδιος μια κόρη δεκαεφτά χρονών και δεν χρειαζόταν νατου επιστήσει κανείς την προσοχή για το επείγον της υπόθεσης. Του έφτανε να σκεφτεί, μόλις γιαένα κλάσμα του δευτερολέπτου, πώς μπορεί να ένιωθαν οι γονείς της Τζένι Μέλερ.

Κοίταζαν σιωπηλοί το φέρετρο να πλησιάζει το χείλος του τάφου. Τελικά το καπάκι εμφανίστηκε,και ο Πάτρικ άρχισε να νιώθει φαγούρα στα χέρια του από την ένταση. Σύντομα θα μάθαιναν. Μετην άκρη του ματιού του είδε κάποια κίνηση στο βάθος του νεκροταφείου. Έστρεψε το βλέμμα τουπρος τα εκεί. Γαμώτο. Μέσα από την πόλη της Πυροσβεστικής της Φιελμπάκα είδε τη Σούλβεΐγκ νακαταφτάνει ολοταχώς. Πρόσω ολοταχώς. Δεν μπορούσε τρέξει, αλλά πλησίαζε λικνιστή, σανμαούνα σε φουρτούνα,

με την πλώρη στραμμένη προς τον τάφο από τον οποίο φαινόταν τώρα ολόκληρο το φέρετρο.

«Τι διάβολο νομίζετε πως κάνετε εκεί πέρα, γαμημένοι ψωλογλείφτες;»

Οι τεχνικοί από την Ουντεβάλα, οι οποίοι δεν είχαν γνωρίσει ποτέ άλλοτε τη Σούλβεΐγκ Χουλτ,ξαφνιάστηκαν με τη βρομόγλωσσα της. O Πάτρικ αντιλήφθηκε, αργά δυστυχώς, ότι έπρεπε να τοείχαν προβλέψει αυτό και να είχαν φροντίσει να αποκλείσουν κάπως την περιοχή. Είχε πιστέψει πωςη πολύ πρωινή ώρα θα ήταν αρκετή για να κρατήσει τον κόσμο μακριά από την εκταφή. Αν και ηΣούλβεΐγκ δεν ήταν όποια κι όποια. Πήγε προς το μέρος της.

«Σούλβεΐγκ, δεν θα έπρεπε να είσαι εδώ».

O Πάτρικ την έπιασε ανάλαφρα από το μπράτσα Εκείνη του ξέφυγε απότομα και τον προσπέρασεαγριεμένη.

«Δεν το βάζετε με τίποτα κάτω, ε; Πάτε να ενοχλήσετε τον Γιοχάνες ακόμα και μέσα στον τάφο του;Προσπαθείτε να καταστρέψετε τη ζωή μας με οποιοδήποτε τίμημα;»

Πριν προλάβει ν’ αντιδράσει κανείς, η Σούλβεΐγκ έφτασε δίπλα στο φέρετρο και έπεσε πάνω του.Ούρλιαζε σαν Ιταλίδα μοιρολογίστρα σε κηδεία και χτυπούσε με τις γροθιές της το καπάκι. Όλοιείχαν παγώσει. Κανείς δεν ήξερε τι να κάνει. Αμέσως μετά. ο Πάτρικ είδε δύο άτομα να έρχονταιτρέχοντας από την ίδια κατεύθυνση που είχε έρθει και η Σούλβεΐγκ. O Στέφαν και ο Ρόμπερτ τούςκοίταξαν με μίσος και μετά έτρεξαν δίπλα στη μάνα τους.

«Μην κάνεις έτσι, μαμά. Έλα, πάμε στο σπίτι μας».

Δεν κουνήθηκε κανείς. Μόνο το μοιρολόι της Σούλβεΐγκ και τα παρακαλετά των γιων της

Page 171: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

ακούγονταν στο νεκροταφεία. O Στέφαν έκανε μεταβολή τους κοίταξε και τους είπε:

"Εμεινε άγρυπνη όλη τη νύχτα. Από την ώρα που τηλεφωνήσατε και της είπατε τι θα κάνετε.Προσπαθήσαμε να την εμποδίσουμε, αλλά μας ξέφυγε. Πότε θα τελειώσει αυτό ρε ξεφτιλισμένοι;"

Ο Στέφαν ακούστηκε σαν ηχώ της μητέρας του. Για μια στιγμή ένιωσαν όλοι μια συλλογική ντροπήγι' αυτή τη βρόμικη δουλειά που αναγκάστηκαν να κάνουν, και το «αναγκάστηκαν» ήταν η σωστήλέξη. Όφειλαν να ολοκληρώσουν αυτό που είχαν αρχίσει.

O Τούρμπγιερν Ρούουντ έγνεψε στον Πάτρικ και πήγαν αντάμα να βοηθήσουν τον Στέφαν και τονΡόμπερτ να σηκώνουν τη Σούλβεΐγκ από το φέρετρο. Μάλλον είχε σπαταλήσει και τις τελευταίεςδυνάμεις της, αφού κατέρρευσε στο στήθος του Ρόμπερτ.

«Κάνετε ό,τι είναι να κάνετε και αφήστε μας στην ησυχία μας» είπε ο Στέφαν δίχως να τους κοιτάξεικαν.

Οι δύο γιοι οδήγησαν τη μητέρα τους, κρατώντας την ανάμεσά τους, προς την είσοδο τουνεκροταφείου και την απομακρύναν. Μόνο όταν εξαφανίστηκαν εντελώς κινήθηκε κάποιος. Κανείςδεν σχολίασε αυτό που είχε συμβεί,

Το φέρετρο ήταν δίπλα στον ανοιχτό τάφο, φιλοξενώντας τα μυστικά του.

«Το νιώσατε γεμάτο όταν το ανεβάσατε;» ρώτησε ο Μάρτιν τους νεκροθάφτες.

«Δεν είναι σίγουρο. Το φέρετρο είναι από μόνο του βαρύ. Επίσης, καμιά φορά μπαίνει μέσα χώμααπό κάποια τρύπα. O μόνος τρόπος για να μάθουμε είναι να το ανοίξουμε».

Δεν γινόταν να το καθυστερούν άλλο, O φωτογράφος είχε τραβήξει όσες φωτογραφίες χρειάζονταν.Φορώντας γάντια, ο Ρούουντ και οι συνάδελφοί του έπιασαν δουλειά

Το καπάκι του φέρετρου μετακινήθηκε αργά. Όλοι κρατούσαν την ανάσα τους.

Ακριβώς στις οχτώ η Ανικα τον πήρε τηλέφωνο. Είχαν όλο το χθεσινό απόγευμα στη διάθεσή τουςγια να ψάξουν στο αρχείο και κάτι έπρεπε να είχαν ήδη βρει. Είχε δίκιο.

«Μιλάμε για τέλειο συγχρονισμό. Μόλις τώρα βρήκαμε τον

φάκελο με τη λίστα πελατών για το FZ-302. Αν και πρέπει να σας πω. δυστυχώς, ότι τα νέα δεν είναικαλά. Ή, μάλλον, ίσως να είναι ακριβώς αυτό: καλά. Στην περιοχή σας είχαμε μόνο έναν πελάτη.Τον Ρολφ Πέρσον, ο οποίος είναι ακόμη πελάτης μας, όχι γι’ αυτό το προϊόν, φυσικά. Περιμένετε νασας δώσω τη διεύθυνση».

H Ανικα κατέγραψε τα στοιχεία που της είπε σ’ ένα κίτρινο αυτοκόλλητο χαρτάκι. Κατά κάποιοντρόπο, ήταν απογοητευτικό που δεν της είχαν δώσει άλλα ονόματα. Της φαινόταν λίγο ισχνό πουείχαν να ελέγξουν μόνο έναν πελάτη αλλά ο διευθυντής πωλήσεων μπορεί να είχε δίκιο, ίσως τελικάαυτό να ήταν καλό. Ένα και μοναδικό όνομα ήταν τελικά αυτό που χρειαζόταν.

Page 172: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Γιέστα;»

Καθισμένη στην καρέκλα του γραφείου της, κύλισε μέχρι την πόρτα και έβγαλε το κεφάλι της στονδιάδρομο. Φώναξε. Καμία απάντηση. Φώναξε άλλη μία φορά, πιο δυνατά, και βραβεύτηκε με τη θέατου κεφαλιού του Γιέστα να προβάλλει, όπως και το δικό της, στον διάδρομο.

«Σου έχω μια δουλειά. Μας έδωσαν το όνομα ενός αγρότη της περιοχής μας που χρησιμοποιούσε τολίπασμα που βρήκαμε στις κοπέλες».

«Δεν Οα έπρεπε να ρωτήσουμε τον Πάτρικ πρώτοι;»

O Γιέστα ήταν απρόθυμος. Φαινόταν ότι ήταν αγουροξυπνημένος και ότι είχε περάσει το πρώτοτέταρτο με χασμουρητά και τρίψιμο των ματιών.

«O Πάτρικ, ο Μέλμπεργ και ο Μάρτιν είναι στην εκταφή. Δεν μπορούμε να τους ενοχλήσουμε τώρα.Ξέρεις γιατί βιαζόμαστε. Αυτή τη φορά δεν μπορούμε ν’ ασχολούμαστε με τους κανονισμούς,Γιέστα».

Ακόμα και σε συνηθισμένες περιστάσεις, κανείς δεν μπορούσε ν' αντισταθεί στην Άνικα ότανέπαιρνε αυτό το ύφος, και τώρα ο Γιέστα έτεινε να ομολογήσει ότι ο λόγος για τον

οποίο ζητούσε τη βοήθεια του ήταν παραπάνω από σημαντικός. Αναστέναξε.

«Μην πας όμως μόνος σου. Δεν έχεις να χάνεις με κανέναν απλό λαθρέμπορο οινοπνευματωδώντώρα, μην το ξεχνάς. Πάρε τον Ερνστ μαζί σου». Μετά μουρμούρισε κάτι χαμηλόφωνα για να μηνακούσει ο Γιέστα. « Αντε, μπας και φανεί χρήσιμο σε κάτι κι αυτό το ηλίθιο κάθαρμα». Κατόπινύψωσε ξανά τη φωνή της. «Και να ελέγξεις διεξοδικά τον χώρο. Αν δείτε το παραμικρό ύποπτοπράγμα, μην το δείξετε, απλώς γυρίστε πίσω και πείτε το στον Πάτρικ, κι αποφασίζει αυτός τι θακάνετε».

«Για δες, δεν ήξερα ότι πήρες προαγωγή από γραμματέας σε αρχηγός αστυνομίας, Ανικα. Κατά τηδιάρκεια των διακοπών μου έγινε αυτό;» έκανε με ξινισμένο ύφος ο Γιέστα. Αλλά δεν τόλμησε νατο πει αρκετά δυνατά για να το ακούσει η Ανικα. Αυτό θα ήταν μεγάλη αποκοτιά και βλακεία.

Πίσω από το τζάμι της ρεσεψιόν η Ανικα χαμογελούσε, με τα γυαλιά για τον υπολογιστήστερεωμένα στην άκρη της μύτης της. Ήξερε ακριβώς τι είδους ρέμπελες σκέψεις έκαναν γκέλεςανάμεσα στ' αυτιά του Φλίγκαρε, αλλά δεν την απασχολούσε ιδιαίτερα. Είχε πάψει προ πολλού νασέβεται τις απόψεις του. Αρκεί να έκανε τη δουλειά του και να μην τα θαλάσσωνε με αυτό που τουείχε αναθέσει. Αυτός και ο Ερνστ μπορούσαν ν’ αποτελέσουν έναν επικίνδυνο συνδυασμό αν τουςέστελνες μαζί για δουλειά. Όμως, σε αυτή την περίπτωση έπρεπε ν’ αρκεστεί στο ρητό τηςφημισμένης μαγείρισσας Κάισα Βαργ: «Παίρνουμε ό,τι έχουμε».

Αν ο Ερνστ μισούσε κάτι ήταν να τον ξυπνάνε. Γνωρίζοντας ότι ο προϊστάμενος βρισκόταν αλλού,του δόθηκε η ευκαιρία να μείνει λίγο ακόμη ανάμεσα στα σκεπάσματα του πριν γίνει απαραίτητη ηπαρουσία του στο αστυνομικό τμήμα. Ετσι, ο εκνευριστικός ήχος από το κουδούνι της πόρταςκατέστρεψε κυριολεκτικά τα σχέδιά του.

Page 173: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Τι διάβολο είναι πάλι;» φώναξε

Έξω από την πόρτα στεκόταν ο Γιέστα με το δάχτυλο κολλημένο πεισματικά στο κουδούνι.

« Πρέπει να δουλέψουμε».

«Δεν μπορεί να περιμένει καμιά ώρα;» είπε οργισμένος ο Ερνστ.

«Όχι, πρέπει να πάμε και ν' ανακρίνουμε έναν αγρότη που αγόρασε εκείνο το λίπασμα που βρήκαμεστα πτώματα».

«Εκείνος ο μαλάκας ο Χέντστρεμ έδωσε εντολή γι' αυτά. Και είπε μάλιστα ν’ ακολουθήσω κι εγώ;Γιατί πίστευα ότι με είχε πετάξει έξω από την αναθεματισμένη του την έρευνά».

O Γιέστα το σκέφτηκε λίγο, ζυγίζοντας αν έπρεπε να πει ψέματα ή αλήθεια Αποφάσισε το δεύτερο.

«Όχι, ο Χέντστρεμ είναι στη Φιελμπάκα με τον Μολίν και τον Μέλμπεργ. H Ανικα μας παρακαλείνα το κάνουμε».

«H Ανικα;» O Ερνστ γέλασε τραχιά. «Κι από πότε παίρνεις εσύ διαταγές από μια ηλίθια γραμματέα;Όχι, λοιπόν, εγώ πάω πάλι στο κρεβάτι μου».

Χαζογελώντας ακόμη πήγε να κλείσει την πόρτα στα μούτρα του Γιέστα, αλλά ένα πόδι ανάμεσαστην πόρτα και το κούφωμα τον εμπόδισε να το κάνει.

«Ακου, νομίζω ότι πρέπει να πάμε να το ελέγξουμε αυτό». O Γιέστα έκανε μια παύση καιχρησιμοποίησε κατόπιν το μοναδικό επιχείρημα που ήξερε ότι θα έκανε τον Ερνστ να τον ακούσει.«Σκέψου τι μούτρα θα κάνει ο Χέντστρεμ αν λύσουμε εμείς την υπόθεση. Ποιος ξέρει; Ίσως εκείνοςο αναθεματισμένος αγρότης που θα πάμε να έχει την κοπελιά εκεί, στο αγρόκτημα. Δεν θα ήτανυπέροχο να πάμε στον Μέλμπεργ με τέτοιο μαντάτο;»

Το γεγονός ότι το πρόσωπο του Ερνστ Λούντγκρεν φωτίστηκε μεμιάς αποδείκνυε ότι το επιχείρημαήταν απολύτως ταιριαστό. O Ερνστ άκουγε ήδη το εγκώμια του προϊσταμένου του.

«Περίμενε να ντυθώ μια στιγμή. Θα τα πούμε στο αυτοκίνητο».

Δέκα λεπτά αργότερα ήταν καθ’ οδόν προς τη Φιελμπάκα. Το αγρόκτημα του Ρολφ Πέρσονβρισκόταν λίγο νοτιότερα από την ιδιοκτησία της οικογένειας Χουλτ, και ο Γιέστα δεν μπόρεσε ναμην αναρωτηθεί αν αυτό ήταν απλώς μια σύμπτωση. Αφού έστριψαν μια φορά σε λάθος δρόμο,κατάφεραν τελικά να βρουν τον σωστό και πάρκαραν στο οικόπεδο της αγροικίας. Πουθενά σημείαζωής. Βγήκαν από το αμάξι και κοίταξαν διερευνητικά γύρω τους καθώς ανηφόριζαν προς τηναγροικία.

Το αγρόκτημα έμοιαζε με όλα τ' άλλα αγροκτήματα της περιοχής. Ένας αχυρώνας με κόκκινουςξύλινους τοίχους βρισκόταν δυο βήματα πιο πέρα από την κατοικία, η οποία ήταν άσπρη με μπλεπλαίσια γύρω από τα παράθυρα Παρά τα όσα έγραφαν οι εφημερίδες πως οι ευρωπαϊκές επιδοτήσειςέπεφταν βροχή στους αγρότες της Σουηδίας, ο Γιέστα ήξερε ότι η πραγματικότητα ήταν πολύ πιο

Page 174: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

μελανή, κι αυτό το μαρτυρούσε η εικόνα παρακμής που είχε το αγρόκτημα. Φαινόταν ότι οιιδιοκτήτες έκαναν τα πάντα για να το συντηρήσουν, αλλά το χρώμα είχε αρχίσει να ξεφλουδίζειτόσο από την κατοικία όσο και από τον αχυρώνα, αφήνοντας μια διάχυτη αίσθηση απόγνωσης νασκαρφαλώνει στους τοίχους. Ανέβηκαν στη βεράντα της εισόδου, εκεί όπου η περίτεχνη ξυλουργικήέδειχνε ότι το σπίτι είχε χτιστεί πριν οι σύγχρονοι καιροί μετατρέψουν τη βιασύνη και τηναποδοτικότητα σε ιερές έννοιες.

«Περάστε».

H ετοιμόρροπη φωνή μιας γριάς τούς καλωσόρισε, κι εκείνοι σκούπισαν προσεχτικά τα πόδια τουςστο χαλάκι της πόρτας πριν μπουν μέσα. O χαμηλοτάβανος χώρος ανάγκασε τον Ερνστ να σκύψει,αλλά ο Γιέστα. ο οποίος δεν ανήκε στην περήφανη κάστα των ψηλών, μπόρεσε να κινηθείανεμπόδιστα, δίχως να κινδυνεύει από ενδεχόμενες εγκεφαλικές βλάβες.

«Καλημέρα, από την αστυνομία είμαστε. Ψάχνουμε τον Ρολφ Πέρσον».

Η γριά, η οποία ετοίμαζε πρωινό, σκούπισε τα χέρια της σε μια πετσέτα κουζίνας.

«Μια στιγμούλα να πάω να τον φέρω. Βλέπεις, παίρνει τον υπνάκο του στην ντιβανοκασέλα. Αυτάπαθαίνεις άμα γερνάς». Γέλασε βραχνά και πέρασε στα ενδότερα της κατοικίας.

O Γιέστα και ο Έρνστ κοίταξαν διστακτικά γύρω τους μετά κάθισαν στο τραπέζι της κουζίνας. Hκουζίνα θύμιζε στον Γιέστα το πατρικό του, παρόλο που το ζεύγος Πέρσον ήταν μόλις δέκα χρόνιαμεγαλύτερο του. H γριά τού φάνηκε στην αρχή μεγαλύτερη, αλλά μια πιο προσεχτική ματιά τούαποκάλυψε ότι τα μάτια την έκαναν να δείχνει νεότερη απ' όσο το κορμί της. H σκληρή δουλειάμπορούσε να το κάνει αυτό σ’ έναν άνθρωπο.

Χρησιμοποιούσαν ακόμη έναν παλιό ξυλόφουρνο για το μαγείρεμα. Το δάπεδο ήταν καλυμμένο μελινοτάπητα και έκρυβε σίγουρα ένα υπέροχο ξύλινο πάτωμα. H νεότερη γενιά λάτρευε ν’ αφήνειακάλυπτα κάτι τέτοια πατώματα, αλλά για τον ίδιο και για το ζεύγος Πέρσον ήταν ακόμη μια πολύζωντανή υπενθύμιση της φτώχειας των παιδικών τους χρόνων. O λινοτάπητας ήταν, ότανπρωτοεμφανίστηκε στην αγορά, ένα κραυγαλέο σημάδι ότι κάποιος είχε ξεφύγει από τη φτωχικήζωή των γονιών του.

H επένδυση στους τοίχους ήταν φθαρμένη αλλά του ξυπνούσε κι αυτή συναισθηματικέςαναμνήσεις. Δεν κατάφερε να συγκρατηθεί και άφησε το δάχτυλό του να περιπλανηθεί στη ρωγμήμεταξύ δύο ξυλεπενδύσεων. νιώθοντας ό,τι ένιωθε όταν έκανε το ίδιο στην κουζίνα του πατρικούτου.

Το ανεπαίσθητο τικ τακ ενός ρολογιού κουζίνας ήταν ο μοναδικός ήχος που ακουγόταν, αλλά λίγομετά ακούστηκαν καί κάτι μουρμουρητά από το διπλανό δωμάτιο. Κατάφεραν ν ακούσουν αρκετάγια να καταλάβουν ότι η μια φωνή πρόδιδε ταραχή και η άλλη παρακάλια. Λίγα λεπτά αργότερα, ηγριά επέστρεψε μαζί με τον σύζυγό της. Ακόμα κι αυτός έδειχνε μεγαλύτερος από τα κατ’ εκτίμησηεβδομήντα χρόνια του, και το

ξύπνημα δεν φάνηκε να λειτούργησε υπέρ του. Τα μαλλιά του ήταν ανακατωμένα και στέκονταν

Page 175: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

όρθια, ενώ μεγάλες αυλακιές άφηναν τα έντονα ίχνη τους στα μάγουλά του. Η κυρά επέστρεψε στονφούρνο της. Κρατούσε το βλέμμα χαμηλωμένο και είχε επικεντρωθεί στην κατσαρόλα με τοκουρκούτι που ανακάτευε.

«Ποιο θέμα φέρνει, λοιπόν, την αστυνομία αποδώ;»

H φωνή του Πέρσον ήταν αυταρχική, και ο Γιέστα δεν μπόρεσε να μην προσέξει την κυρά πουτινάχτηκε ανάλαφρα. Αρχισε να καταλαβαίνει γιατί έδειχνε τόσο μεγαλύτερη απ' όσο ήτανπραγματικά, Κάποια στιγμή έτυχε να κάνει λίγο θόρυβο με την κατσαρόλα, και ο Ρολφ βρυχήθηκε;

«Σταμάτα το αυτό το πράμα! Συνεχίζεις μετά με το πρωινό. Ασε μας στην ησυχία μας τώρα».

Εκείνη έσκυψε το κεφάλι και τράβηξε με βιάση την κατσαρόλα από τον φούρνο. Δίχως να βγάλειμιλιά, τους άφησε στην κουζίνα και βγήκε έξω. O Γιέστα ένιωσε την ανάγκη να πάει κοντά της καινα της πει δυο λόγια φιλικά, παρηγορητικά, αλλά δεν το έκανε.

O Ρολφ έβαλε ένα σναπς στο ποτήρι και κάθισε. Δεν ρώτησε τον Ερνστ ή τον Γιεστα αν ήθελαν κιαυτοί από ένα, έστω κι αν, ούτως ή άλλως, δεν θα τολμούσαν να του πουν ναι. Όταν το κατέβασε,σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού του το στόμα και τους κοίταξε επιτιμητικά.

«Λοιπόν; Τι είν' αυτό που θέλετε;»

O Ερνστ κοίταζε με λαχτάρα το άδειο ποτήρι, και ο Γιέστα πήρε πρώτος τον λόγο:

«Συνήθιζες να χρησιμοποιείς ένα λίπασμα που το λένε...» συμβουλεύτηκε το μπλοκάκι του «FZ-302;».

O αγρότης Πέρσον γέλασε εγκάρδια. «Γι’ αυτό με ξυπνήσατε από τον όμορφο ύπνο που έριχνα; Γιανα με ρωτήσετε ποιο λίπασμα χρησιμοποιώ; Χριστέ μου, εσείς οι αστυνομικοί δεν θα πρέπει ναέχετε και πολλά να κάνετε ετούτη την εποχή».

O Γιέστα δεν άλλαξε έκφραση. «Έχουμε τους λόγους μας

που ρωτάμε. Και θα θέλαμε μια απάντηση». H αντιπάθεια για τον άντρα αυτό ενισχυόταν με κάθελεπτό που περνούσε.

«Καλά, καλά, δεν υπάρχει λόγος να εκνευριζόμαστε. Δεν έχω και τίποτα να κρύψω». Γέλασε ξανάκαι έβαλε άλλο ένα σναπς.

O Ερνστ έγλειψε τα χείλη του, και τα μάτια του καρφώθηκαν στο ποτήρι. Αν έκρινε κανείς από τοπώς μύριζε η ανάσα του Ρολφ Πέρσον, αυτό δεν θα πρέπει να ήταν ούτε το πρώτο ούτε το δεύτεροποτήρι που είχε κατεβάσει. Έχοντας γελάδες που έπρεπε ν’ αρμεχτούν, σίγουρα ήταν όρθιος εδώ καικάνα δίωρο, οπότε τώρα -αν το έβλεπε κανείς κάπως καλοπροαίρετα- πρέπει να ήταν σχεδόν η ώραγια το μεσημεριανό του. Αλλά ακόμα και με μια τόσο γενναιόδωρη μέτρηση του ιδιαίτερου χρόνουτου, πάλι ήταν λίγο νωρίς για αλκοόλ σκέφτηκε ο Γιέστα. O Ερνστ δεν φαινόταν να συμμερίζεται τιςσκέψεις του.

Page 176: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Το χρησιμοποιούσα μέχρι το 1984-85 περίπου, νομίζω. Μετά ήρθε κάποια από αυτές τις ηλίθιεςπεριβαλλοντικές υπηρεσίες και είπε ότι το λίπασμα αυτό μπορούσε να έχει "αρνητική επίδραση στηνοικολογική ισορροπία"» είπε με τσιριχτή φωνή και σχημάτισε με τα δάχτυλά του εισαγωγικά στοναέρα. «Οπότε, αναγκαστήκαμε ν’ αλλάξουμε και να πάρουμε ένα δέκα φορές χειρότερο, που ήτανμάλιστα και δέκα φορές πιο ακριβό. Οι παλιομαλάκες».

«Για πόσο καιρό χρησιμοποιούσατε το λίπασμα αυτό;»

«Χμμμ... Μπορεί και καμιά δεκαριά χρόνια. Σίγουρα θα έχω γραμμένο το ακριβές σύνολο των ετώνστα βιβλία μου, αλλά κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’70 πρέπει να ήταν, νομίζω. Γιατίενδιαφέρεστε γι' αυτό;» Κοίταξε τον Ερνστ και τον Γιέστα καχύποπτα.

«Έχει κάποια σχέση με μια έρευνα που κάνουμε τώρα».

O Γιέστα δεν είπε τίποτα περισσότερο, αλλά είδε πως ο αγρότης είχε αρχίσει να καταλαβαίνει τιγινόταν.

"Έχει σχέση μ' εκείνα τα κορίτσια, έτσι δεν είναι; Με τα κορίτσια στη Χαράδρα του Βασιλιά; Και μ’εκείνη την κοπελιά

που εξαφανίστηκε; Και πιστεύετε ότι εγώ έχω σχέση μ’ αυτό; Τι; Πώς και πέρασε από την γκλάβασας κάτι τέτοιο; Που να πάρει ο διάβολος!»

Σηκώθηκε με κάποια αστάθεια από το τραπέζι. O Ρολφ Πέρσον ήταν ένας μεγαλόσωμος άντρας. Ταδεινά της ηλικίας του δεν φαίνονταν να είχαν επηρεάσει τις δυνάμεις του, και τα μπράτσα τουδιαγράφονταν μυώδη και στιβαρά κάτω από το πουκάμισό του. O Ερνστ κούνησε αποτρεπτικά ταχέρια του και σηκώθηκε κι αυτός όρθιος. Σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις ήταν χρήσιμος ο Λούντγκρεν,σκέφτηκε με ευγνωμοσύνη ο Γιέστα. Διότι ο Ερνστ λάτρευε κάτι τέτοιες καταστάσεις.

«Ας ηρεμήσουμε τώρα. Εχουμε κάποια στοιχεία που τα ελέγχουμε, και είναι πολλοί αυτοί πουεπισκεπτόμαστε. Δεν χρειάζεται να πιστεύεις ότι σε υποπτευόμαστε. Αλλά πολύ θα θέλαμε ναρίξουμε μια ματιά τριγύρω. Απλώς για να μπορέσουμε να σε διαγράψουμε από τη λίστα».

O αγρότης έδειξε καχύποπτος αρχικά, αλλά μετά έγνεψε καταφατικά. O Γιέστα επενέβηεπιφυλακτικά:

«Θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω την τουαλέτα;».

H κύστη του είχε τα χρονάκια της, και είχε ώρα που κρατιόταν, αλλά τώρα δεν πήγαινε άλλο. OΡολφ έγνεψε και έδειξε προς τη μεριά μιας πόρτας με τα αρχικά «WC».

«Οι άνθρωποι κλέβουν σαν τσακάλια, γαμώ τον διάβολό μου. Τι θ’ απογίνει με τους έντιμους σανεμένα κι εσένα...»

O Ερνστ σταμάτησε να μιλάει μόλις επέστρεψε ο Γιέστα από την ανάγκη του. Ένα άδειο ποτήριμπροστά στον Ερνστ μαρτυρούσε ότι είχε κατεβάσει κι αυτός το σναπς που τόσο λαχταρούσε.Τώρα, αυτός και ο αγρότης έμοιαζαν σαν δυο παλιόφιλοι.

Page 177: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Μισή ώρα αργότερα, ο Γιέστα βρήκε το κουράγιο να του τα ψάλει.

«Βρομάς αλκοόλ που να πάρει ο διάβολος. Πώς σκέφτεσαι να περάσεις δίπλα από την Ανικα μεαυτή την ανάσα;»

«Μα τι διάολο λες τώρα, Φλίγκαρε. Μη μου κάνεις εμένα την κυρα-δασκάλα. Μια σταγονίτσα ήπιαμόνο, δεν χάθηκε κι ο κόσμος. Άσε που είναι αγενές να λες όχι όταν σε τρατάρουν».

O Γιέστα απλώς ρουθούνισε ειρωνικά, αλλά δεν έκανε κανένα σχόλιο. Ένιωθε απογοητευμένος.Μισή ώρα περιοδεία στην ιδιοκτησία του αγρότη πήγε χαμένη. Δεν υπήρχε ούτε ίχνος από κοπέλα ήέστω κάποιο σημάδι πως είχαν ξεθάψει κάτι, και ένιωθε πως όλο του το πρωινό είχε πάει στράφι. OΕρνστ και ο αγρότης είχαν ωστόσο γίνει κολλητοί εκείνη την ελάχιστη ώρα που χρειάστηκε ο Γιέσταγια ν' αδειάσει την κύστη του και όση ώρα γυρόφερναν στο αγρόκτημα ψιλοκουβέντιαζανασταμάτητα μεταξύ τους. Από τη μεριά του, ο Γιέστα πάντα θεωρούσε ότι ήταν καλύτερο νακρατάει κανείς τις αποστάσεις του από πιθανούς υπόπτους σε μια υπόθεση φόνου, αλλά οΛούντγκρεν είχε, όπως πάντα, τους δικούς του κανόνες.

«Δεν σου είπε τίποτα χρήσιμο ο Πέρσον;» ρώτησε ο Γιέστα

O Ερνστ έφερε την παλάμη μπροστά στο στόμα του και ανάσανε πάνω της. Μετά τη μύρισε, Αρχικάαγνόησε την ερώτηση του Γιέστα. «Ρε συ Φλίγκαρε, δεν σταματάς λιγουλάκι εδώ ν' αγοράσω κάναδυο καραμέλες μέντας;»

Μουτρωμένος και σιωπηλός, ο Γιέστα έστριψε στο βενζινάδικο και περίμενε στο αμάξι όσο ο Ερνστέτρεξε ν’ αγοράσει κάτι για να λύσει το πρόβλημα της ανάσας του. Μόλις επέστρεψε και ξεκίνησαν,ο Ερνστ απάντησε στην ερώτησή του.

«Μπα, πέσαμε σε ξεραΐλα, πραγματικά. Καλός, πάντως, τύπος αυτός εκεί, και μπορώ να πάρω όρκοότι δεν έχει καμία σχέση με την υπόθεση. Όχι, αυτή τη θεωρία πρέπει να τη διαγράψουμε αμέσως.Αυτό το στοιχείο με το λίπασμα είναι σίγουρα παραπλανητικό. Φταίνε οι μαλάκες οι τεχνικοί τηςΣήμανσης που κάθονται όλη μέρα στον κώλο τους και ψοφάνε για αναλύσεις, ενώ εμείς πουδουλεύουμε έξω στον πραγματικό κόσμο βλέπουμε πόσο γελοίες είναι οι θεωρίες τους. Τα DΝΑ, οιτρίχες, τα λιπάσματα, τα ίχνη από λάστιχα αυτοκινήτων και

όλ' αυτά με τα οποία κάθονται και μαλακίζονται. Μπα, ένα γερό χέρι ξύλο σε σημείο που πονάεικάνει μια υπόθεση να εξιχνιάζεται στο πι και φι, Φλίγκαρε ».

Έσφιξε τη γροθιά του για να τονίσει την άποψή του και ικανοποιημένος που απέδειξε ποιος ξέρει τισημαίνει πραγματικό αστυνομικό έργο, έγειρε το κεφάλι του προς τα πίσω και έκλεισε για λίγο ταμάτια.

O Γιέστα συνέχισε να οδηγεί σιωπηλός προς το Τανουμσχέντε. Δεν μοιραζόταν τη σιγουριά τουΕρνστ.

Το μαντάτο είχε φτάσει και στ’ αυτιά του Γκάμπριελ από το προηγούμενο βράδυ. Κάθονταν και οιτρεις αμίλητοι στο τραπέζι και έπαιρναν το πρωινό τους. O καθένας με τις σκέψεις του. H Λίντα είχε

Page 178: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

έρθει, προς μεγάλη έκπληξη των γονιών της με τα απαραίτητα για τη διανυκτέρευση και, δίχως ναπει κουβέντα, είχε πάει και είχε ξαπλώσει στο δωμάτιό της, το οποίο ήταν πάντα έτοιμο.

Με κάποιον δισταγμό, η Λάινε έσπασε τη σιωπή. «Τι καλά που ήρθες στο σπίτι, Λίντα».

H Λίντα χάτι μουρμούρισε προς απάντηση με το βλέμμα πάντα στραμμένο στο ψωμί που άλειφε μεβούτυρο.

«Μίλα λίγο πιο δυνατά, Λίντα, είναι αγενές να μουρμουρίζεις κατ’ αυτό τον τρόπο».

H Λάινε κεραυνοβόλησε τον Γκάμπριελ μ’ ένα βλέμμα, αλλά αυτός δεν φάνηκε να επηρεάζεταιιδιαίτερα. Εδώ ήταν το σπίτι του και δεν σκεφτόταν ν’ αρχίσει τις γαλιφιές με το μυξιάρικο μόνο καιμόνο για να έχει την αμφιλεγόμενη ευχαρίστηση να το 'χει κοντά του έστω και για λίγο.

«Είπα ότι θα μείνω στο σπίτι μία ή δύο βραδιές και μετά επιστρέψω στο Βεστεργκόρντεν.Χρειαζόμουν απλώς μια σύντομη αλλαγή περιβάλλοντος. Πέφτει πολύ αλληλούια εκεί πέρα. Όπωςκαι να το κάνεις, διάβολε, σε πιάνει μελαγχολία όταν βλέπεις πώς φέρονται στα παιδιά. Ασε πουείναι και λίγο

αλλόκοτο να τα βλέπεις να περιφέρονται φλυαρώντας ασταμάτητα για τον Ιησού...»

«Ναι, το έχω πει στον Γιάκομπ ότι πιστεύω πως είναι κάπως αυστηροί με τα παιδιά. Αν και έχουνκαλές προθέσεις. Και η πίστη είναι σημαντική για τον Γιάκομπ και τη Μαρίτα πρέπει να τοσεβαστούμε αυτό. Ξέρω, για παράδειγμα, ότι ο Γιάκομπ ταράζεται πολύ όταν σε ακούει να βρίζειςκατ’ αυτό τον τρόπο. Διότι, όντως, δεν είναι γλώσσα αυτή για μια νεαρή κυρία»

H Λίντα γύρισε απαυδισμένη το βλέμμα της προς τα πάνω. Ήθελε μόνο ν' αποφύγει για λίγο τονΣτέφαν. Εδώ δεν θα τολμούσε να τηλεφωνήσει. Όμως, όλ’ αυτά τα λόγια, τα ίδια και τα ίδια επίχρόνια, είχαν ήδη αρχίσει να την εκνευρίζουν. Μάλλον το βράδυ θα επέστρεφε στο σπίτι τουαδερφού της. Εδώ δεν μπορούσε να μείνει,

«Υποθέτω ότι άκουσες για την εκταφή όσο ήσουν στου Γιάκομπ» είπε η Λάινε. «Εξάλλου, ομπαμπάς τηλεφώνησε εκεί χτες όταν ήρθε σ’ επαφή μαζί του η αστυνομία. Τι ηλίθια θεωρία πήγανκαι βρήκαν! Ότι όλα είναι κάποιο σχέδιο που είχε εξυφάνει ο Εφραίμ για να φανεί δήθεν ότι οΓιοχάνες ήταν νεκρός. Είναι το πιο βλακώδες πράγμα που έχω ακούσει!»

Κατακόκκινες κηλίδες είχαν εμφανιστεί στο λευκό δέρμα του στήθους της Λάινε. η οποία έπαιζεσυνέχεια με το μαργαριταρένιο κολιέ που φορούσε. H Λίντα αναγκάστηκε να καταπνίξει τηνπαρόρμηση να ορμήσει πάνω της. να της αρπάξει εκείνο το κολιέ και να της χώσει τααναθεματισμένα τα μαργαριτάρια στο στόμα.

O Γκάμπριελ καθάρισε τον λαιμό του και παρενέβη με αυταρχικό ύφος στη συζήτηση. H όληυπόθεση της εκταφής τον ενοχλούσε. Διατάρασσε την ηρεμία του και δημιουργούσε ρωγμές στοναπολύτως τακτοποιημένο κόσμο του και αυτό το απεχθανόταν πολύ. Δεν πίστεψε ούτε στιγμή ότι ηαστυνομία είχε έστω και το παραμικρό δίκιο σε όσα υποστήριζε, αλλά δεν ήταν αυτό το πρόβλημα.Ούτε τον εκνεύριζε ότι θα

Page 179: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

διατάρασσαν την ύστατη κατοικία του αδερφού του, αν και δεν ήταν ακριβώς και τόσο ευχάριστηιδέα. Όχι, εκείνο που τον ενοχλούσε ήταν η αταξία που θα προκαλούσε αυτή η διαδικασία. Τογεγονός ότι τα φέρετρα είναι για να θάβονται και όχι για να ξεθάβονται. Οι τάφοι που είχαν ανοιχτείμία φορά και είχαν δεχτεί τον νεκρό τους έπρεπε να μένουν άθικτοι. Και, φυσικά, τα φέρετρα πουείχαν σφραγιστεί άπαξ έπρεπε να παραμένουν σφραγισμένα. Έτσι έπρεπε να είναι. Δούναι καιλαβείν. Τα πάντα στη θέση τους.

«Ναι, πρέπει να πω ότι είναι κάπως παράξενο που η αστυνομία έχει το ελεύθερο να προβαίνει σεαυθόρμητες πράξεις κατ' αυτό τον τρόπο» είπε ο Γκάμπριελ. «Δεν ξέρω ποιον ανάγκασαν να τουςδώσει άδεια γι’ αυτό το πράγμα, αλλά θα το ψάξω μέχρι τέλους, πιστέψτε με. Δεν ζούμε δα και σεκάνα αστυνομικό κράτος».

Για άλλη μια φορά, η Λίντα μουρμούρισε κάτι κοιτάζοντας το πιάτο της.

«Συγγνώμη, είπες κάτι. καρδούλα μου;» H Λάινε στράφηκε προς τη Λίντα.

«Είπα ότι θα έπρεπε να μπείτε λίγο στον κόπο να σκεφτείτε πώς νιώθουν γι’ αυτό η Σούλβεΐγκ, οΡόμπερτ και ο Στέφαν. Δεν καταλαβαίνετε πώς αισθάνονται αυτοί οι άνθρωποι όταν ξεθάβουν τονΓιοχάνες κατ’ αυτό τον τρόπο; Αλλά όχι βέβαια! Το μόνο που κάθεστε κι αναμασάτε είναι πόσοθλιβερό είναι αυτό για εσάς τους ίδιους. Σκεφτείτε, έστω μία φορά, και τους άλλους!»

Πέταξε την πετσέτα στο πιάτο της. σηκώθηκε κι έφυγε από το τραπέζι. Τα χέρια της Λάινε όρμησανξανά στο μαργαριταρένιο κολιέ. Φαινόταν ν' αντιμετωπίζει με δισταγμό το ερώτημα αν έπρεπε νατρέξει πίσω από την κόρη της ή όχι. Ένα βλέμμα του Γκάμπριελ όμως την καθήλωσε στην καρέκλατης.

«Πάντως γνωρίζουμε από πού έχει κληρονομήσει αυτή την υστερική ιδιοσυγκρασία».

Ο τόνος της φωνής του ήταν επικριτικός. H Λάινε δεν είπε κουβέντα.

«Έχει το θράσος να ισχυρίζεται ότι δεν ενδιαφερόμαστε για το πώς ένιωσαν η Σούλβεΐγκ και ταπαιδιά. Φυσικά και ενδιαφερόμαστε, αλλά αυτοί μας έχουν δείξει επανειλημμένα ότι δεν θέλουν τησυμπόνια μας, και όπως έστρωσε ο καθένας ας κοιμηθεί...»

Υπήρχαν στιγμές που η Λάινε μισούσε τον σύζυγό της. Καθόταν εκεί γεμάτος αυταρέσκεια καιέτρωγε με περισσή όρεξη το αυγό του. Φαντάστηκε νοερά τον εαυτό της να σηκώνεται, να πηγαίνειμπροστά του και ν’ αδειάζει το περιεχόμενο του πιάτου πάνω του. Αντί όμως γι’ αυτό, άρχισε ναμαζεύει το τραπέζι.

ΟΧΤΩ

Καλοκαίρι 1979

Τώρα μοιράζονταν τον ίδιο πόνο. Σαν δυο σιαμαίες. σφίγγονταν η μία πάνω στην άλλη σε μιασυμβιωτική σχέση μεταξύ τους που συντηρούνταν από ίσια μέρη αγάπης και μίσους. Από τη μια,υπήρχε η ασφάλεια ότι καμία δεν θα ήταν μόνη εκεί κάτω στο σκοτάδι. Από την άλλη.δημιουργήθηκε μια ανταγωνιστική σχέση μεταξύ τους λόγω της επιθυμίας που είχε η καθεμιά να

Page 180: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

γλιτώσει και της ελπίδας να πονέσει η άλλη στην επόμενη άφιξή του.

Δεν μιλούσαν πολύ. Οι φωνές αντηχούσαν απόκοσμα μέσα στο σκοτάδι του υπόγειου χώρου. Όταντα βήματα πλησίαζαν ξανά. απομακρυνόταν η μία από την άλλη απότομα, εγκαταλείποντας τηδερματική επαφή που ήταν η μόνη τους προστασία από το κρύο και το σκοτάδι. Τώρα το μόνο πουτις ενδιέφερε ήταν να μην πονέσουν και μάχονταν η καθεμιά για τον εαυτό της ώστε να μην πέσειστα χέρια του κακού.

Αυτή τη φορά κέρδισε εκείνη και άκουσε ν' αρχίζουν τα ουρλιαχτά. Κατά κάποιον τρόπο, το γεγονόςότι είχε γλιτώσει ήταν το ίδιο άσχημο. O ήχος των οστών που έσπαζαν είχε αποτυπωθεί

ανεξίτηλα στην ακουστική της μνήμη, νιώθοντας έτσι και στο δικό της αργασμένο κορμί κάθεουρλιαχτό. Ήξερε τι θα ακολουθούσε μετά τα ουρλιαχτά. Τότε, τα χέρια που είχαν στρίψει καιβιάσει, που είχαν σπάσει και καταστρέφει μεταμορφώνονταν και ακουμπούσαν ζεστά και τρυφεράτο σημείο όπου ο πόνος ήταν εντονότερος. Τώρα γνώριζε πολύ καλά εκείνα τα χέρια σαν να ήτανδικά της. Ήταν μεγάλα και δυνατά, αλλά και απαλά, δίχως ρόζους και ανωμαλίες. Τα δάχτυλα ήτανμακριά, ευαίσθητα, σαν δάχτυλα πιανίστα, και παρόλο που δεν τα είχε δει ποτέ της, τα έβλεπεολοκάθαρα με τα μάτια της φαντασίας της.

Τα ουρλιαχτά έγιναν εντονότερα τώρα, και ευχόταν να μπορούσε να σηκώσει τα χέρια της και να ταφέρει στ' αυτιά της. Όμως, τα χέρια της κρέμονταν άτονα και άχρηστα κατά μήκος των πλευρών τηςκαι αρνούνταν να υπακούσουν στις εντολές της.

Όταν έπαψαν τα ουρλιαχτά και η μικρή καταπακτή πάνω από τα κεφάλια τους άνοιξε και έκλεισεξανά, σύρθηκε στο κρύο και υγρό δάπεδο προς τα εκεί απ' όπου έρχονταν οι κραυγές. Ηταν η ώρατης παρηγοριάς.

Όταν το καπάκι του φέρετρου άνοιξε γλιστρώντας, επικράτησε απόλυτη σιωπή. O Πάτρικ έπιασε τονεαυτό του να μισογυρίζει και να ρίχνει μια ανήσυχη ματιά προς την εκκλησιά. Δεν ήξερε τι ναπεριμένει. Ίσως έναν κεραυνό από το καμπαναριό. που θα έπεφτε πάνω τους, πάνω στη βλάσφημηαπασχόλησή τους. Αλλά δεν έγινε τίποτα τέτοιο.

Μόλις ο Πάτρικ είδε τον σκελετό μέσα στο φέρετρο, βούλιαξε η καρδιά του. Είχε χάνει λάθος.

«Λοιπόν, Χέντστρεμ, πολύ αναθεματισμένο μπέρδεμα δημιούργησες εδώ με τις μαλακίες σου».

O Μέλμπεργ κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι του. Με αυτή τη φράση είχε κάνει τον Πάτρικ νανιώθει ότι έβαζε το κεφάλι του στη λαιμητόμο. Όμως, ο προϊστάμενός του είχε δίκιο. Ήταν όντωςένα αναθεματισμένο μπέρδεμα.

«Τότε μπορούμε να τον πάρουμε μαζί μας ώστε να διαπιστώσουμε απλώς αν πρόκειται για το σωστόάτομο. Αλλά το βλέπω δύσκολο να συναντήσουμε εκπλήξεις σε αυτό το θέμα. Δεν έχεις καμιάθεωρία περί αντικατάστασης πτωμάτων ή κάτι τέτοιο, έτσι δεν είναι;»

O Πάτρικ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. Σκέφτηκε πως είχε πάρει ό,τι του άξιζε. Οι τεχνικοίέκαναν τη δουλειά τους, και όταν, λίγο αργότερα, ο σκελετός κατευθυνόταν προς το Γέτεμποργ, ο

Page 181: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Πάτρικ και ο Μάρτιν μπήκαν στο αυτοκίνητο για να επιστρέφουν στο αστυνομικό τμήμα.

«θα μπορούσες να είχες δίκιο. Δεν ήταν δα και τόσο παρατραβηγμένη υπόθεση».

Τα λόγια του Μάρτιν ήταν παρηγορητικά, αλλά το μόνο που έχανε ο Πάτρικ ήταν να γνέψει πάλιαρνητικά.

«Οχι, εσύ είχες δίκιο. Παραήταν μεγαλόπνοα τα συνωμοτικά

σχέδια που έκανα για να περιέχουν κάποιο ψήγμα αλήθειας. Υποθέτω ότι μάλλον θα αναγκαστώ ναζω για καιρό με αυτή την γκάφα».

«Ναι, μάλλον έχεις δίκιο» συμφώνησε συμπονετικά ο Μάρτιν. «Αλλά σκέψου και κάτι άλλο: θαμπορούσες άραγε να ζήσεις αν δεν το είχες κάνει και ανακάλυπτες εκ των υστέρων ότι είχες δίκιοκαι ότι αυτό είχε κοστίσει στην Τζένι Μέλερ τη ζωή της; Τουλάχιστον τώρα προσπάθησες, καιπρέπει να συνεχίσουμε να δουλεύουμε με όλες τις ιδέες που μας έρχονται στο μυαλό, τρελές ή όχι.Είναι η μοναδική μας ευκαιρία, αν θέλουμε να βρούμε έγκαιρα την κοπέλα».

«Αν δεν είναι ήδη αργά» είπε βλοσυρά ο Πάτρικ.

«Βλέπεις; Ακριβώς έτσι δεν πρέπει να σκεφτόμαστε. Δεν την έχουμε βρει ακόμη νεκρή επομένωςείναι ζωντανή Αλλη επιλογή δεν υπάρχει».

«Δίκιο έχεις. Απλώς δεν ξέρω προς τα πού να στραφώ τώρα. Πού πρέπει να ψάξουμε; Επιστρέφουμεσυνεχώς σ' εκείνη την αναθεματισμένη οικογένεια Χουλτ, αλλά αυτό δεν είναι ποτέ αρκετό για ναμας δώσει κάτι πιο συγκεκριμένο για να συνεχίσουμε».

«Έχουμε τη σχέση ανάμεσα στις δολοφονίες της Σιβ, της Μόνα και της Τάνια»

«Και τίποτα που να αποδεικνύει ότι υπάρχει κάποια σχέση με την εξαφάνιση της Τζένι».

«Όχι» παραδέχτηκε ο Μάρτιν. «Αλλά δεν έχει καμία σημασία, έτσι δεν είναι; Το βασικό είναι πωςκάνουμε ό,τι μπορούμε για να βρούμε τον δολοφόνο της Τάνια και μετά αυτόν που απήγαγε τηνΤζένι. Αν είναι το ίδιο άτομο ή όχι. θα φανεί. Εμείς όμως κάνουμε ό,τι μπορούμε».

O Μάρτιν τόνισε κάθε λέξη της τελευταίας του φράσης, ελπίζοντας πως το νόημα όσων είχε πει είχεγίνει πλήρως αντιληπτό. Καταλάβαινε καλά γιατί ο Πάτρικ αυτομαστιγωνόταν μετά τη μάταιηεκταφή, αλλά αυτή τη στιγμή δεν είχαν

την πολυτέλεια ο επικεφαλής της έρευνας να χάσει την αυτοπεποίθηση του διότι ο επικεφαλής τηςέρευνας έπρεπε να πιστεύει σε αυτά που έκαναν.

Όταν επέστρεψαν στο Τμήμα, η Άνικα τους σταμάτησε στη ρεσεψιόν. Είχε το ακουστικό τουτηλεφώνου στο χέρι και, καλύπτοντας με την παλάμη της το μικρόφωνο για να μην ακούει το άτομοστην άλλη άκρη της γραμμής, είπε στον Πάτρικ και στον Μάρτιν:

«Πάτρικ, ο Στέφαν Χουλτ είναι. Επιμένει πολύ να σου μιλήσει. Θα το πάρεις στο γραφείο σου;»,

Page 182: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

O Πάτρικ έγνεψε καταφατικά και έφυγε βιαστικά για το γραφείο του. Ένα δευτερόλεπτο μετάχτύπησε το τηλέφωνό του.

«Πάτρικ Χέντστρεμ».

Άκουσε με μεγάλο ενδιαφέρον, διέκοψε κάνα δυο φορές για να ρωτήσει κάτι και μετά έτρεξε, μεανανεωμένη ενέργεια, στο γραφείο του Μάρτιν.

«Έλα, Μολίν, πρέπει να πάμε στη Φιελμπάκα».

«Μα μόλις ήρθαμε από εκεί. Πού θα πάμε τώρα;»

«θα κάνουμε μια συζητησούλα με τη Λίντα Χουλτ. Νομίζω ότι υπάρχει μια ενδιαφέρουσα εξέλιξη,πάρα πολύ ενδιαφέρουσα».

H Ερίκα είχε ελπίσει ότι οι φιλοξενούμενοι της, η οικογένεια Φλουντ δηλαδή, θα ήθελαν να πάνεστη θάλασσα κατά τη διάρκεια της μέρας ώστε να τους ξεφορτωθεί. Αλλά έκανε λάθος.

«Εγώ και η Μάντε δεν είμαστε πολύ της θάλασσας. Προτιμάμε να σου κάνουμε παρέα εδώ, στονκήπο. Αλλωστε, η θέα είναι υπέροχη».

O Γιέργκεν κοίταζε με βλέμμα χαρούμενο πέρα στα νησιά και προετοιμαζόταν για μια μέρα στονήλιο. H Ερίκα προσπάθησε πολύ να μη βάλει τα γέλια. O άνθρωπος έδειχνε πολύ κωμικός. Ήτανκάτασπρος σαν χάπι ασπιρίνης και πάσχιζε, καθώς φαινόταν, να διατηρήσει αυτή την εμφάνιση. Είχε

πασαλειφτεί παντού με αντηλιακή κρέμα, από το κεφάλι μέχρι τα δάχτυλα των ποδιών, κάτι που τονέκανε ακόμα -αν αυτό ήταν δυνατόν- πιο άσπρο. Η μύτη του ήταν καλυμμένη από κάποιο είδοςκρέμας που θύμιζε λαμπτήρα φθορισμού για μεγαλύτερη προστασία. Ένα τεράστιο καπέλο για τονήλιο συμπλήρωνε την εμφάνιση, και έπειτα από κάνα μισάωρο άσκοπης ενασχόλησης με ασήμανταπράγματα πήγε και στρογγυλοκάθισε με έναν αναστεναγμό, και πολύ ικανοποιημένος, σε μια σεζλογκ δίπλα στη σύζυγό του.

«Αχ, εδώ είναι σκέτος παράδεισος, δεν συμφωνείς, Μάντε;» Έκλεισε τα μάτια του, και η Ερίκασκέφτηκε. γεμάτη ευγνωμοσύνη, ότι θα μπορούσε να τους αφήσει και να εξαφανιστεί μέσα στοσπίτι για λίγο. Τότε όμως εκείνος άνοιξε το ένα μάτι. «Θα ήταν μεγάλο πρόβλημα αν σου ζητούσακάτι να πιω; Ένας χυμός θα ήταν ό,τι έπρεπε. Σίγουρα θα θελει και η Μάντε έναν».

Η σύζυγός του απλώς έγνεψε, δίχως καν να μπει στον κόπο να κοιτάξει προς τα πάνω. Από τηστιγμή που ειχε βγει έξω είχε βυθιστεί στην ανάγνωση ενός βιβλίου για φορολογικούς νόμους καιφαινόταν πως κι αυτή υπέφερε από κάποια μορφή πανικού για έκθεση στον ήλιο. H δική τηςπροστασία ήταν μακρύ παντελόνι και μακρυμάνικο πουκάμισο. Είχε κι αυτή επίσης, καπέλο για τονήλιο και μύτη στο χρώμα λαμπτήρα φθορισμού. Προφανώς πίστευε πως κανείς δεν μπορούσε ναείναι ποτέ αρκετά σίγουρος για τους κινδύνους που κρύβει ο ήλιος. Όπως κάθονταν ο ένας δίπλαστον άλλα έμοιαζαν σαν δυο εξωγήινοι που μόλις είχαν προσγειωθεί στο γρασίδι της Ερίκα και τουΠάτρικ.

H Ερίκα πήγε μέσα και έφτιαξε χυμό. Θα έκανε οτιδήποτε, αρκεί να μη χρειαζόταν να τους κάνει

Page 183: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

παρέα. Ήταν μακράν οι πιο βαρετοί άνθρωποι που είχε συναντήσει ποτέ στη ζωή της. Αν χτες βράδυτής δινόταν η ευκαιρία να διαλέξει ανάμεσα στο να καθίσει μαζί τους ή να παρακολουθήσει ένανφρεσκοβαμμένο

τοίχο που στέγνωνε. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι θα διάλεγε τον τοίχο. Με την πρώτη ευκαιρία θαέλεγε μερικές κουβέντες και στη μητέρα του Πάτρικ ώστε να πάψει να μοιράζει δεξιά κι αριστερά τοτηλέφωνό τους.

O Πάτρικ τουλάχιστον μπορούσε να ξεφεύγει για λίγο πηγαίνοντας στη δουλειά. Αν και η Ερίκαέβλεπε πόσο κατάκοπος ήταν. Ποτέ άλλοτε δεν τον είχε δει τόσο ταραγμένο και τόσο αγχωμένο.Αλλά πάλι, ποτέ άλλοτε δεν διακυβεύονταν τόσα πράγματα.

Ευχόταν να μπορούσε να τον βοηθήσει περισσότερο. Κατά την έρευνα για τον θάνατο της Αλεξ, τηςφίλης της, είχε μπορέσει να βοηθήσει την αστυνομία σε αρκετές περιπτώσεις, αλλά τότε είχε και έναπροσωπικό ενδιαφέρον για την υπόθεση. Τώρα όμως την εμπόδιζε και το τεράστιο κορμί της. Hκοιλιά της και η ζέστη συνωμοτούσαν για να την εξαναγκάσουν, για πρώτη φορά στη ζωή της, σεμια αθέλητη απραξία. Μάλιστα ένιωθε ακόμα και τον εγκέφαλό της να βρίσκεται σε κατάστασηουδετερότητας. Όλες οι σκέψεις της ήταν καρφωμένες στο παιδί που είχε μέσα της και στηνηράκλεια προσπάθεια που επρόκειτο να καταβάλει σε ένα όχι και τόσο μακρινό μέλλον. Oεγκέφαλός της, λοιπόν, αρνούνταν πεισματικά να επικεντρωθεί για πολύ χρόνο σε άλλα πράγματακαι είχε αρχίσει να θαυμάζει τις μαμάδες που δούλευαν μέχρι και λίγες ώρες πριν γεννήσουν. Ίσωςνα έφταιγε η ίδια που ήταν διαφορετική αλλά όσο η εγκυμοσύνη προχωρούσε, εκείνη όλο καισυρρικνωνόταν -ή μπορεί και να εξυψωνόταν, ανάλογα πώς ήθελες να το δεις- σε έναν επωαστικό,παλλόμενο, θρεπτικό οργανισμό αναπαραγωγής. Κάθε ίνα του κορμιού της είχε επικεντρωθεί ναγεννήσει το παιδί, και επομένως οι απρόσκλητοι επισκέπτες ήταν κάτι παραπάνω από μια απλήενόχληση. Διατάρασσαν την αυτοσυγκέντρωση της, τελεία και παύλα Δεν μπορούσε να καταλάβειπώς ήταν δυνατόν να νιώθει τόσο αεικίνητη όταν ήταν μόνη στο σπίτι. Της φαινόταν σκέτοςπαράδεισος.

Ανακάτεψε τον χυμό μέσα σε μια μεγάλη κανάτα αναστενάζοντας, έριξε παγάκια και την πήγε έξω,μαζί με δυο ποτήρια, στους ανθρώπους από τον Άρη που είχαν αράξει στο γρασίδι της.

Ένας γρήγορος έλεγχος στο Βεστεργκόρντεν αποκάλυψε ότι η Λίζα δεν ήταν εκεί. H Μαρίτακοίταξε με ερωτηματικό ύφος τους δύο αστυνομικούς που εμφανίστηκαν, αλλά δεν τους ρώτησεευθέως τι την ήθελαν και απλώς τους παρέπεμψε στο υποστατικό. Για δεύτερη φορά μέσα σεσύντομο χρονικό διάστημα ο Πάτρικ διέσχιζε τη μεγάλη αλέα. Και για μια ακόμα φορά σκέφτηκεπόσο όμορφη ήταν. Είδε τον Μάρτιν στο διπλανό κάθισμα να έχει μείνει με το στόμα ανοιχτό.

«Υπάρχει διάβολε, κόσμος που ζει τόσο καλά;»

«Ναι, ορισμένοι ζουν πολύ καλά» είπε ο Πάτρικ.

«Και μένουν δηλαδή μόνο δύο άτομα σε αυτό εκεί το τεράστιο σπίτι;»

«Τρεις, αν βάλεις και τη Λίντα».

Page 184: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Χριστέ μου, δεν είναι παράξενο που υπάρχει έλλειψη στέγης στη Σουηδία» είπε ο Μάρτιν.

Αυτή τη φορά άνοιξε την πόρτα η Λάινε όταν χτύπησαν το κουδούνι.

«Σε τι μπορώ να σας βοηθήσω;»

Είχε διακρίνει κάποιον τόνο ανησυχίας στη φωνή της; O Πάτρικ δεν ήταν σίγουρος.

«Ψάχνουμε τη Λίντα. Πήγαμε στο Βεστεργκόρντεν, αλλά η νύφη σας μας είπε ότι είναι εδώ». OΜάρτιν έκανε ένα ασαφές νεύμα προς τη μεριά του Βεστεργκόρντεν.

«Τι τη θέλετε;» O Γκάμπριελ είχε εμφανιστεί πίσω από τη Λάινε, η οποία δεν είχε ανοίξει αρκετάτην πόρτα για να τους αφήσει να περάσουν μέσα.

«Θέλουμε να της κάνουμε μερικές ερωτήσεις».

«Δεν θα γίνει καμία ερώτηση στην κόρη μου πριν μάθουμε

περί τίνος πρόκειται». O Γκάμπριελ φούσκωσε το στήθος του έτοιμος να υπερασπιστεί το αίμα του.

Μόλις ο Πάτρικ ετοιμάστηκε να του εξηγήσει τους λόγους, εμφανίστηκε η Λίντα από μια γωνία τουαρχοντικού. Φορούσε στολή ιππασίας και φαινόταν να κατευθύνεται προς τον στάβλο.

«Εμένα θέλετε;»

O Πάτρικ έγνεψε ανακουφισμένος που δεν χρειάστηκε ν’ αντιμετωπίσει απευθείας τον πατέρα της.«Ναι, θέλουμε να σου χάνουμε μερικές ερωτήσεις. Θα πάμε μέσα ή θα σ’ τις κάνουμε εδώ έξω;»

0 Γκάμπριελ τους διέκοψε. «Τι συμβαίνει, Λίντα; Δημιούργησες κάποιο πρόβλημα που πρέπει ναγνωρίζουμε; Διότι δεν πρόκειται ν’ αφήσουμε την αστυνομία να σου χάνει ερωτήσεις έτσι, στα καλάκαθούμενα, δίχως να είμαστε κι εμείς παρόντες, βάλ’ το καλά στο μυαλό σου αυτό!»

H Λίντα, που πήρε μεμιάς το ύφος μιας μικρής τρομαγμένης κοπέλας, έγνεψε αδύναμα.

«Μπορούμε να πάμε μέσα».

Ακολούθησε σαν υπνωτισμένη τον Μάρτιν και τον Πάτρικ, που πέρασαν το κατώφλι και πήγαν στοκαθιστικό Δεν φαινόταν να την ενδιαφέρουν ιδιαίτερα τα έπιπλα, μια που θρονιάστηκε στον καναπέμε ρούχα που έζεχναν. H Λάινε δεν μπόρεσε να κρύψει μια έκφραση αηδίας και ζάρωσε τη μύτη της,κοιτάζοντας ανήσυχη το λευκό ύφασμα του καναπέ. H Λίντα τής έριξε ένα βλέμμα γεμάτο πείσμα.

«Θα είχες πρόβλημα αν σου κάναμε μερικές ερωτήσεις με τους γονείς σου παρόντες; Αν επρόκειτογια κανονική ανάκριση, δεν θα μπορούσαμε ν’ αρνηθούμε την παρουσία τους, μια που δεν είσαιενήλικη, αλλά τώρα μόνο μερικές ερωτήσεις θα σου κάνουμε, οπότε αν θες...»

O Γκάμπριελ φαινόταν έτοιμος να ξεκινήσει άλλο έναν καβγά σε σχέση με αυτό. αλλά η Λίνταανασήκωσε απλώς τους

Page 185: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

ώμους της αδιάφορα. Για μια στιγμή ο Πάτρικ νόμισε πως είδε μια νευρικότητα αναμεμειγμένη μεκάποια ικανοποίηση γεμάτη προσδοκία. Αλλά ήταν πολύ φευγαλέο.

«Πριν από λίγη ώρα λάβαμε ένα τηλεφώνημα από τον Στέφαν Χουλτ, τον ξάδερφό σου. Έχεις καμιάιδέα περί τίνος πρόκειται;»

Εκείνη ανασήκωσε ξανά τους ώμους της και άρχισε να ξύνει αδιάφορα τα νύχια της.

«Βλέπεστε αρκετά έτσι δεν είναι;»

O Πάτρικ προχωρούσε πολύ προσεχτικά, ένα βήμα κάθε φορά. O Στέφαν τού είχε πει αρκετά για τησχέση τους, και ο Πάτρικ αντιλαμβανόταν ότι το μαντάτο θα έκανε τον Γκάμπριελ και τη Λάινε ν’αντιδράσουν έντονα.

«Βέβαια, βλεπόμασταν πολλές φορές».

«Τι διάβολο είναι αυτά που λες»

H Λάινε και η Λίντα τινάχτηκαν. O Γκάμπριελ όπως και ο γιος του, δεν χρησιμοποιούσαν ποτέβλάσφημες λέξεις. Δεν θυμόντουσαν ποτέ τους, καμία από τις δύο τους. να τον έχουν ακούσει να τιςχρησιμοποιεί άλλοτε.

«Γιατί; Μπορώ να συναντάω όποιον θέλω. Δεν θα το αποφασίσεις εσύ αυτό».

O Πάτρικ διέκοψε πριν πάρουν τα πράγματα άλλη τροπή:

«Δεν μας ενδιαφέρει ούτε αν συναντιόσασταν ούτε πόσο συχνά συναντιόσασταν, αυτό μπορείς νατο κρατήσεις για τον εαυτό σου όσον αφορά εμάς. Υπάρχει όμως μια συγκεκριμένη φορά που μαςενδιαφέρει ιδιαίτερα. O Στέφαν είπε ότι συναντηθήκατε ένα βράδυ πριν από δύο εβδομάδες στοπατάρι του αχυρώνα στο Βεστεργκόρντεν».

Το πρόσωπο του Γκάμπριελ έγινε κατακόκκινο από θυμό, αλλά δεν είπε τίποτα, περιμένονταςεναγωνίως την απάντηση της Λίντα.

«Ναι, είναι πιθανόν. Έχουμε συναντηθεί πολλές φορές εκεί, αλλά δεν είμαι σίγουρη για πότεακριβώς λες».

Έξυνε ακόμη τα νύχια της με ιδιαίτερη προσήλωση και δεν κοίταζε κανέναν από τους ενήλικες γύρωτης.

0 Μάρτιν συνέχισε από εκεί που είχε σταματήσει ο Πάτρικ:

«Εκείνο το βράδυ, σύμφωνα με τον Στέφαν, είδατε κάτι ιδιαίτερο. Δεν ξέρεις ακόμη για τι πράγμαμιλάμε;».

«Όχι, αλλά μια που το ξέρετε εσείς δεν μου το λέτε κι εμένα;»

Page 186: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Λίντα! Δεν θα σε αφήσω να κάνεις χειρότερα τα πράγματα με τη θρασύτητά σου. Να απαντήσειςαμέσως στις ερωτήσεις της αστυνομίας. Ξέρεις για τι πράγμα μιλάει, οπότε πες του. Αλλά αν είναικάτι στο οποίο σε μπέρδεψε εκείνο το... το τσογλάνι, θα πάω και θα...»

«Σκατά ξέρεις για τον Στέφαν. Είσαι κωλοφαρισαίος, αλλά...»

«Λίντα...» H φωνή της Λάινε τη διέκοψε με έναν προειδοποιητικό τόνο. «Μην τα κάνεις χειρότεραγια τον εαυτό σου. Κάνε ό,τι λέει ο μπαμπάς σου, απάντησε στις ερωτήσεις της αστυνομίας και θαμιλήσουμε αργότερα για τα υπόλοιπα».

Αφού σκέφτηκε λίγο, η Λίντα φάνηκε ν’ ακολουθεί τη συμβουλή της μητέρας της και συνέχισεσκυθρωπή:

«Υποθέτω ότι ο Στέφαν είπε πως είδαμε εκείνη την κοπέλα, ε;». .

«Ποιά κοπέλα;» H απορία ήταν πεντακάθαρα ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του Γκάμπριελ.

«Εκείνη την κοπέλα από τη Γερμανία, αυτή που δολοφονήθηκε».

«Ναι. αυτό μας είπε ο Στέφαν» απάντησε ο Πάτρικ. Μετά έμεινε σιωπηλός και περίμενε τη Λίντα.

«Δεν είμαι καθόλου σίγουρη, όσο ο Στέφαν, ότι ήταν εκείνη. Είδαμε τη φωτογραφία σταπρωτοσέλιδα και της έμοιαζε. νομίζω, αλλά θα πρέπει να υπάρχουν ένα σωρό κοπέλες που τηςμοιάζουν. Αλλωστε, τι δουλειά είχε εκείνη στο Βεστεργκόρντεν; Δεν είναι ακριβώς στη ζώνη τωντουριστικών αξιοθέατων».

Ο Μάρτιν και ο Πάτρικ αγνόησαν το τελευταίο σχόλιο. Ήξεραν ακριβώς τι δουλειά είχε η κοπέλαστο Βεστεργκόρντεν. Ήθελε ν’ ακολουθήσει το μοναδικό στοιχείο που ήταν σχετικό με τηνεξαφάνιση της μητέρας της: τον Γιοχάνες Χουλτ.

«Πού ήταν η Μαρίτα και τα παιδιά εκείνο το βράδυ; O Στέφαν είπε ότι δεν ήταν στο σπίτι, αλλά δενήξερε πού ήταν».

«Είχαν πάει για κάνα δυο μέρες στους γονείς της Μαρίτα, στο Νταλς-Εντ».

«O Γιάκομπ και η Μαρίτα το συνηθίζουν αυτό καμιά φορά» εξήγησε η Λάινε. «Όταν ο Γιάκομπθέλει να έχει λίγη ηρεμία για να κάνει ξυλουργικές εργασίες στο σπίτι, η Μαρίτα πηγαίνει κάνα δυομέρες στον παππού και τη γιαγιά των παιδιών. Για να τα βλέπουν κι αυτοί λίγο περισσότερο. Εμείςμένουμε κοντά και τα βλέπουμε σχεδόν καθημερινά».

«Ας αφήσουμε κατά μέρος αν η κοπέλα που είδες ήταν ή δεν ήταν η Τάνια Σμιτ. Μπορείς όμως ναμας περιγράψεις πώς ήταν αυτή η κοπέλα;»

H Λίντα φάνηκε να διστάζει. «Μελαχρινή, κανονικό κορμί. Μαλλιά μέχρι τους ώμους. Σανοποιαδήποτε κοπέλα. Όχι ιδιαίτερα όμορφη» πρόσθεσε με την αλαζονεία κάποιας που γνωρίζει ότιγεννήθηκε όμορφη.

Page 187: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Και τι φόραγε;» O Μάρτιν έγειρε μπροστά για να παρακολουθήσει το βλέμμα της έφηβης. Δεν τακατάφερε.

«Εεε... Δεν θυμάμαι ακριβώς. Έχουν περάσει δύο εβδομάδες από τότε και είχε αρχίσει νασκοτεινιάζει...»

«Προσπάθησε» την ενθάρρυνε ο Μάρτιν.

«Μάλλον μπλουτζίν, νομίζω. Κάτι σαν κολλητό μπλουζάκι και μια ζακέτα. Μπλε ζακέτα και λευκόμπλουζάκι, νομίζω, ή μήπως ήταν το αντίθετο; Και.., α, ναι... μια κόκκινη τσάντα ώμου».

O Πάτρικ και ο Μάρτιν αντάλλαξαν ένα βλέμμα. H Λίντα μόλις είχε περιγράψει αυτά που φορούσεη Τάνια την ίδια μέρα που εξαφανίστηκε. Το μπλουζάκι ήταν λευκό και η ζακέτα μπλε, όχι τοαντίστροφο.

«Τι ώρα το βράδυ την είδατε;»

«Αρκετά νωρίς, νομίζω. Κατά τις έξι ίσως».

«Μήπως είδες αν την άφησε να μπει μέσα ο Γιάκομπ;»

«Δεν άνοιξε κανένας όταν χτύπησε την πόρτα. Μετά έκανε μια γύρα το σπίτι απέξω και δενμπορούσαμε να τη δούμε πια».

«Την είδατε να φεύγει από εκεί;» ρώτησε ο Πάτρικ.

«Όχι, διότι ούτε ο δρόμος φαίνεται από τον αχυρώνα. Και, όπως είπα, δεν είμαι το ίδιο σίγουρη μετον Στέφαν ότι η κοπέλα που είδαμε ήταν όντως η Γερμανίδα».

«Έχεις καμιά ιδέα για το ποια μπορεί να ήταν δηλαδή; Εννοώ ότι δεν είναι πολλοί οι ξένοι πουέρχονται και χτυπούν την πόρτα εδώ στο Βεστεργκόρντεν».

Αλλο ένα φανερά αδιάφορο ανασήκωμα των ώμων. Έπειτα από μια μικρή παύση, η Λίντα είπε:

«Όχι, δεν ξέρω ποια μπορεί να ήταν. Αλλά μπορεί να ήταν κάποια που ήθελε να πουλήσει κάτι, πούνα ξέρω κι εγώ;».

«O Γιάκομπ όμως δεν ανέφερε κάποια επίσκεψη αργότερα, έτσι δεν είναι;»

«Όχι, δεν είπε τίποτα».

Δεν ανέπτυξε περισσότερο την απάντησή της, και τόσο ο Πάτρικ όσο και ο Μάρτιν κατάλαβαν ότιήταν πολύ πιο ανήσυχη απ' όσο έδειχνε γι' αυτό που είχε δει. Δεν ήθελε όμως να το δείξει μπροστάτους και ίσως ούτε και μπροστά στους γονείς της.

«Μπορώ να ρωτήσω τι σκοπό έχουν όλες αυτές οι ερωτήσεις; Όπως είπα προηγουμένως, πιστεύωότι αυτό εδώ αρχίζει να θυμίζει παρενόχληση της οικογένειάς μου. Σαν να μην έφτανε δηλαδή που

Page 188: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

πήγατε και ξεθάψατε τον αδερφό μου! Πώς πήγε η εκταφή αλήθεια; Βρήκατε άδειο το φέρετρο;»

O τόνος του ήταν κοροϊδευτικός, και αυτό το μέρος της κριτικής το επωμίστηκε ο Πάτρικ μηνμπορώντας να κάνει αλλιώς.

«Βρήκαμε ένα άτομο στο φέρετρο, ναι. Πιθανώς να είναι ο αδερφός σου, ο Γιοχάνες».

«Πιθανώς». Ο Γκάμπριελ ρουθούνισε ειρωνικά και σταύρωσε τα χέρια του μπροστά από το στήθοςτου.

«Θα γίνετε τώρα φόρτωμα και στον κακόμοιρο τον Γιάκομπ;»

H Λάινε κοίταξε τον άντρα της πολύ ενοχλημένη. Ήταν σαν να καταλάβαινε μόλις τώρα τιςεπιπτώσεις που μπορεί να είχαν οι ερωτήσεις των αστυνομικών.

«Δεν πιστεύετε, βέβαια, ότι ο Γιάκομπ...» Τα χέρια της πήγαν αυτόματα στον λαιμό της.

«Τίποτα δεν πιστεύουμε προς το παρόν, αλλά ενδιαφερόμαστε πολύ να μάθουμε πώς και πούκινήθηκε η Τάνια πριν εξαφανιστεί, και στην περίπτωση αυτή ο Γιάκομπ μπορεί να είναι έναςσημαντικός μάρτυρας».

«Μάρτυρας! Ωραία πάτε να το σερβίρετε και σας συγχαίρω γι’ αυτό. Αλλά μη νομίζετε ότι σαςπιστεύουμε, ούτε για ένα δευτερόλεπτο. Προσπαθείτε να ολοκληρώσετε αυτό που άρχισαν οιανίκανοι συνάδελφοί σας το 1979. και δεν έχει καμία σημασία ποιον θα χώσετε μέσα, αρκεί να είναιένας Χουλτ, έτσι δεν είναι; Πρώτα προσπαθείτε να μας πείσετε ότι ο Γιοχάνες ζει ακόμη και έχειαρχίσει να σκοτώνει κοπέλες, έπειτα απο ένα διάλειμμα είκοσι τεσσάρων ετών, κι όταναποδεικνύεται ότι είναι τόσο νεκρός όσο μπορεί να είναι ένας άνθρωπος φέρετρο, τότε πάτε να ταφορτώσετε στον Γιάκομπ». O Γκάμπριελ σηκώθηκε και τους έδειξε την πόρτα. «Έξω αποδώ! Καιδεν θέλω να σας ξαναδώ εδώ αν δεν έχετε μαζί σας τα απαραίτητα έγγραφα κι εγώ τον δικηγόρομου. Μέχρι τότε, πάτε στον διάβολο!»

Οι βρισιές είχαν αρχίσει να βγαίνουν όλο και ευκολότερα από τα χείλη του και γύρω από το στόματου είχαν σχηματιστεί φουσκάλες από σάλιο. O Πάτρικ και ο Μάρτιν ήξεραν ακριβώς πότε ήτανανεπιθύμητη η παρουσία τους. οπότε τα μάζεψαν και πήγαν προς την έξοδο. Οταν η εξώπορταέκλεισε πίσω τους βροντώντας, το τελευταίο που

άκουσαν ήταν η φωνή του Γκάμπριελ να βρυχιέται προς την κόρη του:

«Και με τι βιάβολο πήγες κι έμπλεξες εσύ!».

«Ακόμα και τα σιγανά ποταμάκια...»

«Ναι, δεν πίστευα ποτέ μου ότι υπήρχε τόση λάβα κάτω από την επιφάνεια» είπε ο Μάρτιν.

«Αν και δεν μπορώ να πω ότι δεν τον καταλαβαίνω. Αν το δεις από τη μεριά του...» Οι σκέψεις τουΠάτρικ γλίστρησαν ξανά στο πρωινό φιάσκο.

Page 189: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Σου είπα να μην το σκέφτεσαι άλλο αυτό. Έκανες ό,τι καλύτερο μπορούσες. Δεν γίνεται νακυλιέσαι μέσα στις ενοχές για πάντα» είπε κοφτά ο Μάρτιν.

O Πάτρικ τον κοίταξε έκπληκτος. O Μάρτιν ένιωσε το βλέμμα του και ανασήκωσε απολογητικάτους ώμους του. «Με συγχωρείς. Αρχίζει να με τρώει κι εμένα το άγχος, υποθέτω».

«Όχι, όχι, έχεις απόλυτο δίκιο. Δεν είναι τώρα ώρα για λύπηση». Πήρε για μια στιγμή τα μάτια τουαπό τον δρόμο και κοίταξε τον συνεργάτη του. «Και μη ζητάς ποτέ συγγνώμη επειδή είσαιειλικρινής».

«Εντάξει».

Συνέχισαν τον δρόμο τους αμήχανα σιωπηλοί. Όταν πέρασαν από το γήπεδο του γκολφ τηςΦιελμπάκα, ο Πάτρικ είπε για να ελαφρύνει κάπως την ατμόσφαιρα:

«Δεν θα φροντίσεις να πάρεις εκείνη την πράσινη κάρτα σύντομα για να παίξουμε κάνα γύρο μαζί;».

O Μάρτιν χαμογέλασε πειραχτικά. «Είσαι σίγουρος ότι θες να το τολμήσεις αυτό; Ίσως αποδειχτώφυσικό ταλέντο και σε κάνω με τα κρεμμυδάκια».

«Δεν νομίζω. Διότι είμαι κι εγώ ταλέντο του γκολφ».

«Α, εντάξει. Τότε να βιαστούμε, γιατί αργότερα μάλλον θα περάσει πολύς καιρός μέχρι ναξαναπαίξουμε»

«Τι εννοείς;» O Πάτρικ έδειχνε πραγματικά απορημένος.

«Ίσως να το ξέχασες, αλλά σε δύο εβδομάδες περίπου περιμένεις ένα μωρό. Και τότε, όπωςκαταλαβαίνεις, δεν θα έχεις πολύ χρόνο για τέτοιου είδους διασκεδάσεις».

«Α... μην ανησυχείς, όλα θα λυθούν. Αυτά τα μικρά ρίχνουν πολλές ώρες ύπνο, οπότε όλο καικάποιο παιχνίδι θα μπορέσουμε να στριμώξουμε κάπου ανάμεσα. Και η Ερίκα κατανοεί ότι πρέπεινα βγαίνω κι εγώ έξω κάπου κάπου. Το συμφωνήσαμε όταν αποφασίσαμε να κάνουμε παιδί, καιβασική προϋπόθεση ήταν ότι θα έπρεπε να δίνουμε ο ένας στον άλλο χώρο για να κάνουμε τα δικάμας και να μην είμαστε μόνο γονείς».

Καθώς ο Πάτρικ ολοκλήρωνε την πρότασή του, τα μάτια του Μάρτιν είχαν γεμίσει δάκρυα από ταγέλια. Κακάριζε και κουνούσε ταυτόχρονα το κεφάλι του.

«Ναι, ναι, σίγουρα πράγματα! θα έχετε πολύ χρόνο για να κάνετε τα δικά σας Κοιμούνται πολύ αυτάτα μικρά» είπε μιμούμενος τον Πάτρικ, κάτι που τον έκανε να γελάσει ακόμα περισσότερο.

O Πάτρικ, που ήξερε ότι η αδερφή του Μάρτιν είχε πέντε παιδιά άρχισε να δείχνει λίγο ανήσυχος καιν' αναρωτιέται τι ήξερε ο Μάρτιν που του είχε διαφύγει. Πριν όμως προλάβει να τον ρωτήσει,χτύπησε το κινητό του.

«Χέντστρεμ».

Page 190: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Γεια, ο Πέντερσεν είμαι. Παίρνω σε ακατάλληλη ώρα;»

«Όχι, εντάξει. Περίμενε μόνο λίγο να παρκάρω κάπου».

Εκείνη τη στιγμή προσπέρασαν το κάμπινγκ της Γκρέμπεσταντ, κάτι που έκανε τα πρόσωπα και τωνδύο να σκοτεινιάσουν. O Πάτρικ οδήγησε άλλα εκατό μέτρα, μέχρι που έφτασε στο πάρκινγκ τηςαποβάθρας, όπου μπήκε μέσα και πάρκαρε για να μπορέσει να μιλήσει στο κινητό.

«Τώρα πάρκαρα. Βρήκατε τίποτα;»

Δεν μπορούσε να κρύψει την ανυπομονησία στη φωνή του, ενώ ο Μάρτιν τον παρατηρούσε μεαγωνία. Έξω από το

αυτοκίνητο περνούσαν οι τουρίστες, που μπαινόβγαιναν σε καταστήματα και φαγάδικα. O Πάτρικκοίταζε με ζήλια τα ευτυχισμένα και ανύποπτα πρόσωπά τους.

«Και ναι και όχι. Τώρα θα μπούμε για να κάνουμε κάποιες συμπληρωματικές εξετάσεις, αλλά λόγωτης κατάστασης σκέφτηκα πως θα σ’ ενδιέφερε να μάθεις αν προέκυψε τίποτα καλό από την, καθώςκαταλαβαίνω, κάπως βιαστική εκταφή που ζήτησες»,

«Σίγουρα. Δεν μπορώ να πω όχι. Αν και νιώθω κάπως ηλίθιος, όλα όσα έχεις να μου πεις είναιευπρόσδεκτα». O Πάτρικ κράτησε την ανάσα του.

«Πρώτον, συγκρίναμε τα δόντια του άντρα που ήταν στο φέρετρο με τα οδοντικά αρχεία. Είναιαναμφίβολα ο Γιοχάνες Χουλτ, οπότε όσον αφορά αυτό δεν μπορώ να σου πω κάτι ενδιαφέρον.Αντιθέτως» ο παθολογοανατόμος δεν μπόρεσε ν’ αποφύγει τον πειρασμό μιας παύσης για ναεντείνει κι άλλο την αγωνία του συνομιλητή του «είναι εντελώς απίθανο να πέθανε απόαπαγχονισμό. H πρόωρη αναχώρησή του από τη ζωή οφείλεται μάλλον στο ότι κάτι σκληρό τονχτύπησε στο κεφάλι».

«Τι διάβολο λες;» O Μάρτιν τινάχτηκε μόλις άκουσε τη φωνή του Πάτρικ. «Τι σόι σκληρόαντικείμενο; Τον χτύπησαν με κάτι στο κεφάλι;»

«Κάτι τέτοιο. Αλλά αυτή τη στιγμή τον έχω πάνω στο τραπέζι για να τον εξετάσω και μόλις μάθωπερισσότερα θα σου κάνω πάλι ένα τηλεφώνημα. Όμως, πριν κάνω μια πιο σχολαστική εξέταση δενμπορώ δυστυχώς να πω τίποτε άλλο».

«Σ’ ευχαριστώ πολύ που μου τηλεφώνησες τόσο γρήγορα. Να με κρατάς ενήμερο, σε παρακαλώ».

O Πάτρικ έκλεισε με θριαμβευτικό ύφος το καπάκι του κινητού του.

«Τι είπε, τι είπε;» O Μάρτιν πέθαινε από περιέργεια.

«Ότι δεν είμαι εντελώς ηλίθιος».

«Ναι, σίγουρα χρειάζεται ένας γιατρός για να επιβεβαιώσει

Page 191: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

κάτι τέτοιο, αλλά πέρα από αυτό» απάντησε ξερά ο Μάρτιν, μια που δεν του άρεσε να τον κρατάνεσε αγωνία.

«Είπε ότι ο Γιοχάνες Χουλτ δολοφονήθηκε».

O Μάρτιν έγειρε το κεφάλι του στα γόνατα και έτριψε το πρόσωπό του και με τις δύο παλάμες τουυποκρινόμενος τον απελπισμένο, «Τέρμα, θα ζητήσω να αποχωρήσω από αυτή την καταραμένηέρευνα. Αυτό είναι τρελό! Μου λες, δηλαδή, ότι ο κύριος ύποπτος για την εξαφάνιση της Σιβ και τηςΜόνα, ή για τον θάνατό τους όπως αποδείχτηκε, δολοφονήθηκε».

«Αυτό ακριβώς σου λέω. Κι αν ο Γκάμπριελ Χουλτ νομίζει ότι μπορεί να βρυχιέται αρκετά δυνατάγια να μας αποτρέψει να ψάξουμε στ' άπλυτα τους, έχει πέσει πολύ έξω. Αν υπάρχει κάτι πουαποδείκνυε ι ότι κρύβουν ένα μυστικό στην οικογένεια Χουλτ, είναι ακριβώς αυτό. Κάποιος απ'όλους αυτούς ξέρει πώς και γιατί δολοφονήθηκε ο Γιοχάνες Χουλτ και ποια σχέση έχει με τηδολοφονία των κοριτσιών, και πάω όσο στοίχημα θέλεις!» Χτύπησε τη γροθιά του στην παλάμη τουκαι ένιωσε πως η πρωινή απογοήτευση είχε αντικατασταθεί από ανανεωμένη ενεργητικότητα.

«Ελπίζω μόνο να το μάθουμε αρκετά γρήγορα. Για το καλό της Τζένι Μέλερ» είπε ο Μάρτιν

Το σχόλιό του λειτούργησε σαν ένας κουβάς κρύο νερό στο κεφάλι του Πάτρικ. Δεν έπρεπε ν’αφήσει το ένστικτο του ανταγωνισμού να πάρει το πάνω χέρι. Δεν έπρεπε να ξεχάσει γιατί έκαναν τηδουλειά αυτή, Έμειναν για λίγο εκεί, παρατηρώντας τον κόσμο που τους προσπερνούσε. Κατόπιν, οΠάτρικ έβαλε μπροστά το αυτοκίνητο και τράβηξε για το αστυνομικό τμήμα.

O Κένεντι Κάρλσον πίστευε ότι όλα είχαν αρχίσει με το όνομα του. Άλλωστε, δεν υπήρχε και τίποτεάλλο στο οποίο μπορούσε να ρίξει το φταίξιμο. Πολλά από τα άλλα παιδιά είχαν καλές δικαιολογίες,όπως ότι οι γονείς τους μεθούσαν και τα χτυπούσαν.

Αλλά, καθώς φαινόταν, αυτός μπορούσε να κατηγορήσει μόνο το όνομά του.

H μητέρα του έζησε μερικά χρόνια στις ΗΠΑ αφού τελείωσε το σχολείο. Παλιότερα, όταν έφευγεκάποιος για την Αμερική, θεωρούνταν μεγάλο συμβάν στην επαρχία Αλλά στα μέσα της δεκαετίαςτου '80, όταν έφυγε η μητέρα του, ένα εισιτήριο για τις ΗΠΑ είχε πάψει προ πολλού να θεωρείταιάνευ επιστροφής. Ήταν πλέον πολλοί εκείνοι που είχαν παιδιά τα οποία έφευγαν για κάποια μεγάληπόλη ή για το εξωτερικό. Το μόνο που δεν είχε αλλάξει ήταν πως. όταν κάποιος εγκατέλειπε τησιγουριά μιας μικρής κοινωνίας, οι κακές γλώσσες άρχιζαν να λένε ότι αυτό δεν θα τελείωνε καλά.

Και στην περίπτωση της μητέρας του. οι κακές γλώσσες είχαν κατά κάποιον τρόπο δίκιο. Έπειτα απόκάνα δυο χρόνια στη Γη της Επαγγελίας εκείνη επέστρεψε με τον ίδιο στην κοιλιά.

Για τον πατέρα του δεν είχε ακούσει ποτέ κουβέντα Αλλά ούτε κι αυτό συνιστούσε κάποια καλήδικαιολογία Ήδη πριν ' γεννηθεί, η μητέρα του παντρεύτηκε τον Κρίστερ, ο οποίος του στάθηκε σανπραγματικός πατέρας. Οπότε, το όνομα έφταιγε. Υπέθετε πως εκείνη ήθελε να τραβήξει την προσοχήτων άλλων και να αποδείξει ότι, παρόλο που είχε επιστρέψει με την ουρά στα σκέλια, είχε κάνει τηβόλτα της εκεί έξω. στον μεγάλο κόσμο. Και ο ίδιος θα αποτελούσε πάντα αυτή την απόδειξη. Έτσι.η μητέρα του δεν έχανε ποτέ την ευκαιρία να λέει στον οποιονδήποτε πως ο μεγαλύτερος γιος της

Page 192: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

είχε πάρει το όνομα του Τζον Φ. Κένεντι, «μια που στα χρόνια που πέρασε στις ΗΠΑ θαύμαζε πολύεκείνο τον άντρα». O Κένεντι Κάρλσον αναρωτιόταν γιατί -κι αν είχαν έτσι τα πράγματα-δεν τον είχεβαφτίσει Τζον.

Στ’ αδέρφια του είχαν προσφέρει μια καλύτερη τύχη εκείνη και ο Κρίστερ. Διότι με αυτάαρκέστηκαν στα ονόματα Έμελι, Μίκαελ και Τόμας. Συνηθισμένα και απλά σουηδικά ονόματα, πουτον έκαναν να ξεχωρίζει ακόμα περισσότερο. Επίσης, το

γεγονός ότι ο πατέρας του ήταν μαύρος δεν βοηθούσε ιδιαίτερα, αν και ο Κένεντι δεν πίστευε πωςέφταιγε αυτό που ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα. Ήταν εκείνο το αναθεματισμένο το όνομα,σίγουρα πράγματα.

Ως παιδί δεν έβλεπε την ώρα ν' αρχίσει το σχολείο. Το θυμόταν χαλά αυτό. Θυμόταν την προσμονή,τη χαρά και την ανυπομονησία να ξεκινήσει κάτι καινούργιο, να δει έναν εντελώς καινούργιο κόσμονα ξανοίγεται μπροστά του. Όμως. χρειάστηκαν μόνο κάνα δυο μέρες μέχρι να χάσει τονενθουσιασμό του. Χάρη σε αυτό το αναθεματισμένο το όνομα. Έμαθε πολύ γρήγορα ότι ήταναμαρτία να ξεχωρίζεις από το πλήθος. Με το παράξενο όνομα, με το περίεργο κούρεμα, με ταπαλιομοδίτικα ρούχα με όλ' αυτά τα ασήμαντα που έδειχναν πως δεν ήταν σαν τους άλλους. Στηδική του περίπτωση μάλιστα ήταν επιβαρυντικό το γεγονός ότι αυτός, σύμφωνα με τους άλλους,πίστευε πως ήταν ανώτερος επειδή είχε ένα τόσο πρωτότυπο όνομα. Λες και το είχε διαλέξει μόνοςτου. Διότι αν είχε το δικαίωμα της επιλογής, θα ήθελε να έχει ένα τυπικό σουηδικό όνομα όπωςΣτέφαν ή Όσκαρ ή Φρέντρικ. Κάτι που θα τον έκανε αυτομάτως μέλος της ευρύτερης ομάδας.

H κόλαση των πρώτων ημερών στην πρώτη τάξη απλώς συνεχίστηκε από το κακό στο χειρότερο. Οιχλευασμοί, το ξύλο και η απόρριψη από το σύνολο τον ανάγκασαν να υψώσει έναν δυνατό τοίχο,σαν γρανίτη, γύρω του. Σύντομα οι πράξεις ακολούθησαν τις σκέψεις. Όλη η οργή που είχεσυσσωρευτεί μέσα του είχε αρχίσει να βγαίνει σαν ατμός από μικρές τρύπες, που γίνονταν όλο καιμεγαλύτερες, μέχρι που έφτασε να τη βλέπουν οι πάντες. Τότε όμως ήταν πολύ αργά. Διότι είχε ήδηχάσει την ευκαιρία του σχολείου και την εμπιστοσύνη της οικογένειάς του, ενώ οι φίλοι του δενήταν οι φίλοι που έπρεπε να έχει.

Ο ίδιος είχε αφεθεί στα χέρια της μοίρας που του είχε επιβάλει το όνομά του. Το «πρόβλημα» ήτανπλέον σαν τατουάζ

στο μέτωπό του, και το μόνο που χρειαζόταν να κάνει ήταν να επαληθεύει όσα πίστευαν οι άλλοι γι’αυτόν. Ένας εύκολος, αν και παράδοξος, τρόπος ζωής.

Ολ' αυτά άλλαξαν όταν έφτασε απρόθυμα σ' εκείνο το αγρόκτημα στο Μπούλαρεν. Αυτός ήταν οόρος όταν τον συνέλαβαν έπειτα από μια αποτυχημένη προσπάθεια να κλέψει ένα αυτοκίνητο.Αρχικά υιοθέτησε τη στάση της ελάχιστης αντίστασης με την προοπτική να φύγει από εκεί όσογρηγορότερα γινόταν. Έπειτα συνάντησε τον Γιάκομπ. Και μέσω του Γιάκομπ βρήκε τον Θεό.

Αν και στα δικά του μάτια αυτοί οι δύο ήταν σχεδόν το ίδιο.

Αυτό δεν είχε γίνει με τη βοήθεια κάποιου θαύματος. Δεν είχε ακούσει κάποια βροντερή φωνή απόψηλά ούτε είχε δει κάποιον κεραυνό να πέφτει εξ ουρανού μπροστά στα πόδια του που να

Page 193: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

αποδεικνύει την ύπαρξή Του. Όλα έγιναν μέσα από εκείνες τις ώρες που πέρασε με τον Γιάκομπκουβεντιάζοντας. Τότε είδε να διαγράφεται η εικόνα του Γιάκομπ ως Θεού. Σαν ένα παζλ πουαρχίζει σιγά σιγά να παίρνει τη μορφή που έχει απέξω το κουτί του.

Στην αρχή είχε αντιδράσει. Έφευγε από εκεί και έκανε, μαζί με τους φίλους του, ό,τι του περνούσεαπό το μυαλό. Έπινε απίστευτες ποσότητες αλκοόλ και μετά τον μάζευαν για να τον φέρουν πίσω μετον πιο εξευτελιστικό τρόπο. Την επομένη, με το κεφάλι του έτοιμο να σπάσει, αντιμετώπιζε το ήπιοβλέμμα του Γιάκομπ, το οποίο πάντοτε, όλως περιέργως, δεν έδειχνε επιτιμητικό.

Του είχε παραπονεθεί για το όνομά του και του είχε πει ότι αυτό έφταιγε για όλα τα λάθη που είχεκάνει. Όμως, ο Γιάκομπ κατάφερε να του εξηγήσει ότι το όνομά του ήταν κάτι θετικό ένδειξη για τοπώς θα εξελισσόταν η ζωή του. Το όνομά του ήταν ένα δώρο, του είχε εξηγήσει ο Γιάκομπ. Το ότιαπό την πρώτη στιγμή της γέννησής του είχε ήδη αποκτήσει μια τόσο μοναδική ταυτότητα σήμαινεπως ο Θεός τον είχε επιλέξει

ανάμεσα σε όλους τους άλλους. Το όνομα τον έκανε ιδιαίτερο όχι παράξενο.

Με τον ίδιο ενθουσιασμό που δείχνει ένας πολύ πεινασμένος άνθρωπος μπροστά στο κυριακάτικοτραπέζι, ο Κένεντι καταβρόχθιζε όλα τα λόγια του Γιάκομπ. Αργά και σταθερά ανακάλυπτε πως οΓιάκομπ είχε δίκιο. Το όνομα ήταν χάρισμα. Τον έκανε ιδιαίτερο και έδειχνε ότι ο Θεός είχε έναξεχωριστό σχέδιο γι’ αυτόν, τον Κένεντι Κάρλσον. Και ήταν ευγνώμων στον Γιάκομπ Χουλτ πουτου το είχε μάθει αυτό πριν να είναι πολύ αργά.

Στενοχωριόταν που έβλεπε τον Γιάκομπ τόσο ανήσυχο τον τελευταίο καιρό. O Κένεντι δεν μπόρεσενα μην ακούσει εκείνες τις φήμες που ήθελαν την οικογένεια του Γιάκομπ να σχετίζεται με τιςνεκρές κοπέλες κι έτσι νόμιζε πως καταλάβαινε τον λόγο για τον οποίο ανησυχούσε ο Γιάκομπ.Αλλωστε, είχε και ο ίδιος νιώσει την κακοβουλία μιας κοινωνίας που ζητούσε να πιει αίμα. Ήτανφανερό πως τώρα είχε έρθει η σειρά της οικογένειας Χουλτ να παίξει τον ρόλο του θηράματος.

Χτύπησε διακριτικά την πόρτα του Γιάκομπ. Του φάνηκε πως είχε ακούσει ταραγμένες φωνέςαποκεί μέσα. Όταν άνοιξε την πόρτα, είδε τον Γιάκομπ να κατεβάζει το ακουστικό με μιαπληγωμένη έκφραση στο πρόσωπό του.

«Τι έγινε;»

«Ένα μικρό οικογενειακό πρόβλημα μόνο. Δεν χρειάζεται ν' ανησυχείς».

«Τα προβλήματα σου είναι και δικά μου Γιάκομπ. Το ξέρεις αυτό. Δεν μπορείς να μου πεις τισυμβαίνει; Δείξε μου εμπιστοσύνη, όπως σου έδειξα κι εγώ».

O Ι'ιάκομπ έτριψε κουρασμένος τα μάτια του και φάνηκε να καταρρέει.

«Να, ακούγονται όλα τόσο ανόητα. Λόγω μιας ανοησίας που έκανε ο πατέρας μου πριν από είκοσιτέσσερα χρόνια, η αστυνομία πιστεύει ότι έχουμε κάποια σχέση με τη δολοφονία

εκείνης της Γερμανίδας τουρίστριας για την οποία έγραφαν οι εφημερίδες".

Page 194: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Μα αυτό είναι φοβερό».

«Ναι, και το τελευταίο είναι ότι άνοιξαν τον τάφο του θείου μου του Γιοχάνες το πρωί».

«Τι μου λες; Σύλησαν την ειρήνη του τάφου;»

O Γιάκομπ χαμογέλασε στενοχωρημένα. Πριν από έναν χρόνο ο Κένεντι θα έλεγε:

«Τι σκατά έχαναν στην ειρήνη, είπες;»,

«Ναι, δυστυχώς. Όλη η οικογένεια υποφέρει από αυτό. Αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα».

O Κένεντι ένιωσε την παλιά γνώριμη οργή να φουντώνει μέσα του. Αν και τώρα την ένιωθεκαλύτερα. Διότι τώρα πια ήταν η οργή του Θεού.

«Δεν μπορείτε να τους μηνύσετε; Για παρενόχληση ή κάτι τέτοιο;»

Εκείνο το στραβό, θλιμμένο χαμόγελο εμφανίστηκε ξανά στο πρόσωπο του Γιάκομπ, «Μου λες.λοιπόν, ότι με τις εμπειρίες που έχεις από την αστυνομία πιστεύεις ότι κάτι τέτοιο θα είχεαποτέλεσμα;»

Όχι βεβαία, είχε δίκιο ο Γιάκομπ. O σεβασμός που έτρεφε ο Κένεντι για τους μπάτσους ήταν μικρός,για να μην πούμε ανύπαρκτος. Κι αν υπήρχε κάποιος που καταλάβαινε την απογοήτευση τουΓιάκομπ, ήταν αυτός.

Ένιωθε μια απέραντη ευγνωμοσύνη για το ότι ο Γιάκομπ επέλεξε ακριβώς αυτόν για να του πει τιςστενοχώριες του. Ήταν άλλο ένα δώρο για το οποίο έπρεπε να θυμηθεί να ευχαριστήσει τον Θεόστον εσπερινό. Τη στιγμή που ο Κένεντι ήταν έτοιμος ν' ανοίξει το στόμα του για να πει στονΓιάκομπ πώς ένιωθε, χτύπησε το τηλέφωνο.

«Με συγχωρείς». O Γιάκομπ σήκωσε το ακουστικό.

Όταν το κατέβασε, μερικά λεπτά αργότερα φαινόταν πιο χλωμός. O Κένεντι είχε καταλάβει από τηνκουβέντα ότι στην

άλλη άκρη της γραμμής ήταν ο πατέρας του Γιάκομπ και προσπάθησε πολύ να μη φαίνεται ότιπάσχιζε να κρυφακούσει.

«Συνέβη κάτι;»

O Γιάκομπ έβγαλε αργά τα γυαλιά του.

«Μίλα μου λοιπόν, τι σου είπε;» O Κένεντι δεν μπορούσε να κρύψει ότι η καρδιά του πονούσε απότην αγωνία και την ανησυχία.

«Ήταν ο πατέρας μου. Πήγε η αστυνομία από εκεί και έκανε μερικές ερωτήσεις στην αδερφή μου. Oξάδερφός μου, ο Στέφαν, τους τηλεφώνησε και τους ανέφερε ότι αυτός και η αδερφή μου είδαν τη

Page 195: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

δολοφονημένη κοπέλα στο αγρόκτημά μου λίγο πριν εξαφανιστεί. O Θεός να με βοηθήσει».

«O Θεός να σε βοηθήσει» ψιθύρισε σαν ηχώ ο Κένεντι.

Είχαν συγκεντρωθεί στο γραφείο του Πάτρικ. Ήταν στενάχωρα, αλλά με λίγη καλή θέληση είχανκαταφέρει να χωρέσουν. O Μέλμπεργ είχε προσφέρει το γραφείο του, το οποίο ήταν τριπλάσιο απότα γραφεία των άλλων, αλλά ο Πάτρικ δεν ήθελε να μεταφέρει όλα όσα είχε καρφιτσώσει στονπίνακα του.

O πίνακας ήταν γεμάτος με σημειώσεις και αποκόμματα εφημερίδων, ενώ στη μέση υπήρχαν οιφωτογραφίες της Σιβ, της Μόνα, της Τάνια και της Τζένι, O Πάτρικ καθόταν στην άκρη τουγραφείου του με την πλάτη μισογυρισμένη προς τους υπόλοιπους, Για πρώτη φορά εδώ και πολύκαιρό είχαν συγκεντρωθεί όλοι ταυτόχρονα στο ίδιο μέρος ο Πάτρικ, ο Μάρτιν, ο Μέλμπεργ, οΓιέστα, ο Ερνστ και η Ανικα - όλη η ομάδα ειδημόνων του αστυνομικού τμήματος τουΤανουμσχέντε. Τα βλέμματα όλων ήταν στραμμένα στον Πάτρικ. Ξαφνικά ένιωσε ότι το βάρος τηςευθύνης είχε πέσει πάνω του, και μικρές σταγόνες ίδρωτα άρχισαν να σχηματίζονται στο κάτω μέροςτης ραχοκοκαλιάς του. Δεν του άρεσε να είναι το επίκεντρο της προσοχής, και η σκέψη πως όλοιπερίμεναν τι θα έλεγε έκανε όλο το κορμί του να μυρμηγκιάσει. Καθάρισε τον λαιμό του.

«Πριν από μισή ώρα τηλεφώνησε ο Toρντ Πέντερσεν από το Ιατροδικαστικό και μου είπε ότι ηεκταφή το πρωί δεν έγινε άσκοπα». Εδώ έκανε μια παύση και έδωσε στον εαυτό του την ευκαιρία νανιώσει ικανοποίηση γι’ αυτό που μόλις τους είχε πει. Άλλωστε, δεν είχε καμία απολύτως διάθεση νατον λοιδορούν οι συνάδελφοί του στο εξής. «H εξέταση που έγινε στη σωρό του Γιοχάνες Χουλτέδειξε ότι δεν είχε κρεμαστεί. Αντιθέτως, φαίνεται πως είχε δεχτεί κάποιο γερό χτύπημα στο πίσωμέρος του κεφαλιού του». Ένα μουρμουρητό ακούστηκε μέσα στο δωμάτιο. O Πάτρικ συνέχισε,γνωρίζοντας ότι τώρα είχε την απερίσπαστη προσοχή όλων: «Δηλαδή, έχουμε άλλο έναν φόνο, έστωκι αν δεν είναι πρόσφατος. Οπότε θεώρησα πως ήταν ώρα να μαζευτούμε και να συνοψίσουμε ό,τιγνωρίζουμε. Ερωτήσεις μέχρι εδώ;». Σιωπή. «Εντάξει. Ξεκινάμε λοιπόν».

O Πάτρικ άρχισε να παρουσιάζει το παλιό υλικό που είχαν για τη Σιβ και τη Μόνα,συμπεριλαμβανομένης και της μαρτυρίας του Γκάμπριελ. Συνέχισε με τον θάνατο της Τάνια και τηνπαθολογοανατομική αναφορά που αποδείκνυε πως είχε τις Ιδιες κακώσεις με τη Σιβ και τη Μόνα, τησχέση που αποδείκνυε πως ήταν κόρη της Σιβ, καθώς και τη μαρτυρία του Στέφαν ότι είχε δει τηνΤάνια στο Βεστεργκόρντεν.

Ξαφνικά ακούστηκε ο Γιέστα να λέει:

«Και η Τζένι Μέλερ; Εγώ πάντως δεν πείθομαι πως δεν υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα στηνεξαφάνισή της και στις δολοφονίες».

Τα βλέμματα όλων καρφώθηκαν στη φωτογραφία της ξανθιάς δεκαεφτάχρονο που τουςχαμογελούσε από τον πίνακα Ανακοινώσεων. Ακόμα και το βλέμμα του Πάτρικ, ο οποίος είπε:

«Συμφωνώ μαζί σου, Γιέστα. Είναι κι αυτή μια θεωρία ανάμεσά στις πολλές. 'Ομως, οι ομάδεςαναζήτησης δεν απέφεραν κανένα αποτέλεσμα, και η εξονυχιστική έρευνα που κάναμε μεταξύ τωνγνωστών βιαστών στην περιοχή μάς οδήγησε απλώς στο αδιέξοδο

Page 196: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

που ονομάζεται "Μόρτεν Φρισκ". Οπότε το μοναδικό που μπορούμε να χάνουμε είναι να ελπίζουνότι μπορεί να μας βγάλουν από το αδιέξοδο οι μαρτυρίες των κατοίκων και ότι κάποιος μπορεί ναείδε κάτι, ενώ δουλεύουμε ταυτόχρονα ξεκινώντας από την υπόθεση πως το ίδιο άτομο πουδολοφόνησε την Τάνια απήγαγε και την Τζένι. Αρκεί αυτό ως απάντηση στην ερώτησή σου;».

O Γιέστα έγνεψε καταφατικά, βασικά, η απάντηση σήμαινε ότι δεν ήξεραν τίποτα και επαλήθευεαυτό περίπου που πίστευε και ο ίδιος.

«Παρεμπιπτόντως, Γιέστα, άκουσα από την Ανικα ότι εσύ και ο Ερνστ πήγατε και ελέγξατε τοστοιχείο που είχε προκύψει με το λίπασμα. Βγήκε τίποτε από εκεί;»

Αντί για τον Γιέστα απάντησε ο Ερνστ. «Σκατά βγήκε. O αγρότης με τον οποίο μιλήσαμε δεν είχεκαμία σχέση με αυτό».

«Ναι, αλλά σίγουρα ρίξατε και μια ματιά τριγύρω για να σιγουρευτείτε, έτσι δεν είναι;» O Πάτρικδεν πειθόταν εύκολα από τις διαβεβαιώσεις του Ερνστ.

«Ναι, φυσικά και το κάναμε. Και, όπως είπα, βρήκαμε σκατά» έκανε με ξινισμένο ύφος ο Ερνστ.

O Πάτρικ έριξε ένα ερωτηματικό βλέμμα στον Γιέστα. O οποίος έγνεψε συμφωνώντας με τονΕρνστ.

«Εντάξει τότε. Είμαστε αναγκασμένοι να σκεφτούμε μήπως υπάρχει κάποιος άλλος τρόπος νασυνεχίσουμε την έρευνά μας σχετικά με αυτή το στοιχείο. Εντωμεταξύ μας ήρθε μια μαρτυρία απόκάποιον που είδε την Τάνια λίγο πριν εξαφανιστεί. O γιος του Γιοχάνες, ο Στέφαν, μου τηλεφώνησεσήμερα το πρωί και μου είπε ότι είδε μια κοπέλα, που ήταν σίγουρα η Τάνια, όπως μας διαβεβαιώνει,στο Βεστεργκόρντεν. H ξαδέρφη του η Λίντα, η κύρη του Γκάμπριελ ήταν μαζί του, κι εγώ με τονΜάρτιν πήγαμε και μιλήσαμε μαζί της το πρωί. Επιβεβαίωσε κι εκείνη πως είδαν μια κοπέλα εκεί,αλλά δεν ήταν εξίσου σίγουρη ότι επρόκειτο για την Τάνια».

«Μπορούμε όμως να εμπιστευτούμε αυτό τον μάρτυρα; To ποινικό μητρώο του Στέφαν και ηαντιπαλότητα μεταξύ των οικογενειών δεν θα πρέπει, άραγε, να μας κάνουν λίγο επιφυλακτικούςαπέναντι σε όσα λέει;» είπε ο Μέλμπεργ.

«Ναι, αυτό με προβληματίζει κι εμένα. Πρέπει να περιμένουμε για ν’ ακούσουμε τι έχει να μας πει οΓιάκομπ Χουλτ. Νομίζω όμως ότι είναι ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο το γεγονός πως πάνταεπιστρέφουμε σε αυτή την οικογένειά. Όπου κι αν στραφούμε πέφτουμε πάνω στο σόι των Χουλτ».

H θερμοκρασία είχε ανέβει αισθητά στο μικρή γραφείο. O Πάτρικ είχε ανοίξει ένα παράθυρο, αλλάδεν βοηθούσε ιδιαίτερα, μια που έξω δεν υπήρχε καθόλου δροσερός αέρας. H Ανικα προσπαθούσενα δροσιστεί έχοντας μετατρέψει το μπλοκάκι της σε βεντάλια. O Μέλμπεργ σκούπιζε τον ιδρώτααπό το μέτωπό του με την παλάμη ενώ το ηλιοκαμένο πρόσωπο του Γιέστα έδειχνε ανησυχητικάγκρίζο. O Μάρτιν είχε ξεκουμπώσει τα δύο πάνω κουμπιά του πουκαμίσου του, κάτι που έκανε τονΠάτρικ να σκεφτεί, με λίγο φθόνο, ότι ορισμένοι αφιέρωναν κάποιον χρόνο στο γυμναστήριο.

Μόνο ο Ερνστ έδειχνε να μην ενοχλείται, ο οποίος είπε αμέσως μετά:

Page 197: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Πάντως, εγώ βάζω στοίχημα ότι είναι κάποιο από εκείνα τα δύο τα τσογλάνια. Εξάλλου, είναι και οιμοναδικοί που είχαν και παλιότερα πάρε δώσε με την αστυνομία».

«Αν εξαιρέσεις τον πατέρα τους» του υπενθύμισε ο Πάτρικ.

«Ακριβώς, αν εξαιρέσω τον πατέρα τους. Αλλά αυτό αποδεικνύει απλώς πως κάποιο παρακλάδιαυτής της οικογένειας είναι σάπιο πέρα για πέρα».

«Και τι λες για τη μαρτυρία ότι η Τάνια θεάθηκε ζωντανή στο Βεστεργκόρντεν για τελευταία φορά;Σύμφωνα με την αδερφή του, ο Γιάκομπ ήταν στο σπίτι εκείνη την ώρα. Μήπως οι υπόνοιεςστρέφονται περισσότερο προς αυτόν;»

O Ερνστ ρουθούνισε ειρωνικά:

«Και ποιος είναι αυτός που λέει πως ήταν εκεί η κοπέλα; O Στέφαν Χουλτ. Μπα, δεν θα πίστευαούτε λέξη απ’ όσα λέει αυτό το παιδί».

«Πότε σκέφτεσαι να μιλήσουμε με τον Γιάκομπ;» ρώτησε ο Μάρτιν.

«Σκέφτηκα να πάμε στο Μπούλαρεν εσύ κι εγώ αμέσως μετά τη συνάντηση εδώ. Τηλεφώνησα καιέμαθα ότι δουλεύει σήμερα»,

«Πιστεύεις ότι ο Γκάμπριελ δεν θα του τηλεφώνησε για να τον προειδοποιήσει;» συνέχισε ο Μάρτιν.

«Σίγουρα, αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι γι' αυτό. Ας πάμε ν' ακούσουμε τι έχει να μας πει».

«Και τι θα κάνουμε με το νέο στοιχείο ότι ο Γιοχάνες δολοφονήθηκε;» επέμεινε ο Μάρτιν.

O Πάτρικ δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι δεν ήξερε πώς να το χειριστεί αυτό. Είχαν πέσει πολλάστοιχεία μαζεμένα προς εξέταση τώρα, και φοβόταν πως αν έκανε ένα βήμα πίσω για να δει όλη τηνεικόνα, αυτή η υπερβολικά απαιτητική αποστολή μπορεί να τον καθιστούσε ανίκανο για δράση.Αναστέναξε. «Πρέπει να πάρουμε τα πράγματα ένα προς ένα. Δεν θα πούμε τίποτα γι’ αυτό στονΓιάκομπ όταν μιλήσουμε μαζί του. Δεν θέλω να το πληροφορηθούν η Σούλβεΐγκ και οι γιοι της».

«Οπότε, το επόμενο βήμα είναι να μιλήσουμε μαζί τους».

«Ναι, υποθέτω. Αν δεν υπάρχει άλλη πρόταση».

Σιωπή. Κανείς δεν φαινόταν να έχει κάποια άλλη ιδέα.

«Εμείς οι υπόλοιποι τι θα κάνουμε;»

O Γιέστα βαριανάσαινε, και ο Πάτρικ ανησύχησε μήπως ήταν έτοιμος να πάθει καμιά καρδιακήανακοπή από τη ζέστη.

«H Ανικα είπε ότι έχουν συγκεντρωθεί αρκετές πληροφορίες από τη στιγμή που βγήκε ηφωτογραφία της Τζένι στα πρωτοσέλιδα. Τις ιεράρχησε με βάση το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν,

Page 198: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

οπότε εσύ και ο Ερνστ μπορείτε ν’ αρχίσετε να τις ελέγχετε μία προς μία».

O Πάτρικ ευχόταν να μην έκανε λάθος που είχε αφήσει τον Ερνστ να επιστρέφει στην έρευνα. Θατου έδινε άλλη μία ευκαιρία, κι αυτό το αποφάσισε όταν είδε πως ο Ερνστ ενήργησε σωστά όταναυτός και ο Γιέστα έλεγξαν την πληροφορία για το λίπασμα.

«Ανικα, θα ήθελα να τηλεφωνήσεις ξανά στην εταιρεία που πουλούσε το λίπασμα και να τουςπαρακαλέσεις να επεκτείνουν την αναζήτησή τους για πελάτες σε μια ευρύτερη περιοχή. Βέβαιαδυσκολεύομαι να πιστέψω ότι τα πτώματα μεταφέρθηκαν πολύ μακριά, αλλά αξίζει τον κόπο να τοελέγξουμε κι αυτό».

«Κανένα πρόβλημα». H Ανικα κουνούσε τώρα ακόμα εντονότερα το μπλοκάκι της. Σταγόνες ιδρώταείχαν σχηματιστεί στο πάνω χείλος της.

Στον Μέλμπεργ δεν ανατέθηκε κάτι. O Πάτρικ ήξερε πως δεν μπορούσε να δώσει εντολές στονπροϊστάμενό του. κι έτσι προτίμησε να μην τον εμπλέξει στην καθημερινή δουλειά της έρευνας. Ανκαι όφειλε να παραδεχτεί ότι ο Μέλμπεργ είχε κάνει εξαιρετική δουλειά κρατώντας μακριά τουςπολιτικούς.

Πάντως, πάνω του υπήρχε ακόμη κάτι ασυνήθιστο. Συνήθως η φωνή του Μέλμπεργ ακουγότανπάνω από τις φωνές όλων των άλλων, αλλά τώρα καθόταν σιωπηλός και ήρεμος και έδειχνε ναβρίσκεται κάπου πολύ μακριά. O ενθουσιασμός του, ο οποίος τους είχε προβληματίσει όλους γιαδύο εβδομάδες, είχε αντικατασταθεί από αυτή την ακόμα πιο ανησυχητική σιωπή. O Πάτρικ τονρώτησε:

«Μπέρτιλ, θέλεις να προσθέσεις κάτι;».

«Τι; Συγγνώμη, τι είπες;» είπε ξαφνιασμένος ο Μέλμπεργ.

«Έχεις κάτι να προσθέσεις;» επανέλαβε ο Πάτρικ.

«Α. μάλιστα» είπε ο Μέλμπεργ και καθάρισε τον λαιμό του σαν είδε τα βλέμματα όλων καρφωμέναπάνω του. «Μπα, δεν νομίζω. Φαίνεται ότι ελέγχεις πλήρως την κατάσταση».

H Ανικα και ο Πάτρικ κοιτάχτηκαν. Συνήθως η Ανικα είχε τον απόλυτο έλεγχο και γνώριζε ό,τισυνέβαινε στο Τμήμα.

αλλά αυτή τη φορά ανασήκωσε απλώς τους ώμους της και τα φρύδια της για να δείξει πως ούτεεκείνη είχε ιδέα τι συνέβαινε.

«Ερωτήσεις; Όχι. Καλά τότε. Πιάνουμε δουλειά λοιπόν».

Ανακουφισμένοι, βγήκαν όλοι από το ζεστό δωμάτιο για να πάνε ν' αναζητήσουν κάπου αλλού λίγηδροσιά. Μόνο ο Μάρτιν έμεινε πίσω.

«Πότε φεύγουμε;»

Page 199: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Σκέφτηκα να τρώγαμε πρώτα μεσημεριανό και να φεύγαμε αμέσως μετά».

«Εντάξει. Να πάω ν’ αγοράσω κάτι και να φάμε εδώ, στην τραπεζαρία;»

«Ναι, θα σου ήμουν υποχρεωμένος. Να πάρω κι εγώ ένα τηλέφωνο την Ερίκα πρώτα».

«Χαιρετισμούς». O Μάρτιν ήταν ήδη στον διάδρομο.

O Πάτρικ σχημάτισε τον αριθμό του σπιτιού. Ευχόταν να μην την είχαν κάνει να βαρεθεί μέχριθανάτου ο Γιέργκεν και η Μάντε...

«Πολύ απομονωμένο μέρος αυτό εδώ».

O Μάρτιν έριξε μια ματιά γύρω του, αλλά το μόνο που έβλεπε ήταν δέντρα. Είχαν οδηγήσει ένατέταρτο σε μικρούς δρόμους μέσα στο δάσος και κάποια στιγμή άρχισε ν’ αναρωτιέται μήπως είχανχαθεί,

«Ηρέμησε, το ελέγχω. Έχω ξανάρθει άλλη μία φορά, όταν ένα από τα παιδιά που ήταν εδώ είχεξεφύγει εντελώς, οπότε τον ξέρω τον δρόμο».

O Πάτρικ είχε δίκιο. Λίγα λεπτά αργότερα έμπαιναν στο αγρόκτημα.

«Φαίνεται ωραίο μέρος» είπε ο Μάρτιν.

«Ναι, και έχουν αρκετά καλή φήμη. Ή τουλάχιστον έχουν καταφέρει να δείχνουν ένα καλό πρόσωποπρος τα έξω. Προσωπικά, αρχίζω ν’ αμφιβάλλω κάπως όταν πέφτουν πολλοί σταυροί καιπροσευχές, αλλά έτσι σκέφτομαι εγώ. Ακόμα κι

αν ο αρχικός σκοπός είναι καλός σε κάτι τέτοια κοινόβια ανεξάρτητα από την Εκκλησία, φαίνεταιπως, αργά ή γρήγορα, πάντα ελκύουν αρκετούς παράξενους τύπους. Προσφέρουν μια έντονηαίσθηση κοινότητας και οικογένειας που πείθει πολλούς ανθρώπους οι οποίοι νιώθουν έξω από τανερά τους στην κοινωνία»,

«Ακούγεται σαν να ξέρεις για τι πράγμα μιλάς ή κάνω λάθος;»

"Ναι, είχε μπλέξει η αδερφή μου με κάτι τέτοιες περίεργες καταστάσεις κάποια στιγμή. Ξέρεις,βρισκόταν στην ηλικία της αναζήτησης, στην εφηβεία, αλλά κατάφερε να βγει σώα και αβλαβής απόαυτό, οπότε δεν είχαμε πολλές ζημιές. Όμως, έμαθα αρκετά για το πώς λειτουργούν όλ’ αυτά ώστενα αναπτύξω έναν υγιή σκεπτικισμό. Ωστόσο, όπως είπα, δεν έχω ακούσει ποτέ κάτι αρνητικό για τησυγκεκριμένη ομάδα, οπότε δεν υπάρχει κανένας λόγος να τους υποψιαζόμαστε".

«Ναι, δεν φαίνεται να έχει οποιαδήποτε σχέση με την έρευνά μας» είπε ο Μάρτιν.

Αυτό ακούστηκε σαν προειδοποίηση και κάπως έτσι το εννοούσε. O Πάτρικ ήταν συνήθως αρκετάήρεμος και συγκεντρωμένος. αλλά υπήρχε ένας τόνος περιφρόνησης στη φωνή του, που ανησύχησελίγο τον Μάρτιν για το πώς αυτό θα μπορούσε να επηρεάσει τις ερωτήσεις προς τον Γιάκομπ.

Page 200: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Ήταν σαν ο Πάτρικ να είχε διαβάσει τη σκέψη του. Χαμογέλασε. «Μην ανησυχείς. Είναι απλώςκάποιος από τους μικρούς εκνευρισμούς που με πιάνουν καμιά φορά, αλλά δεν έχει καμία σχέση μετην υπόθεση».

Πάρκαραν και βγήκαν από το αυτοκίνητο. Το αγρόκτημα έσφυζε από ζωή. Αγόρια και κορίτσιαφαίνονταν να δουλεύουν μέσα κι έξω από το κτίριο. Μια ομάδα παιδιών έκανε μπάνιο κάτω στηλίμνη, και οι φωνές τους ακούγονταν παντού. Το όλο σκηνικό έμοιαζε με το τέλειο ειδύλλιο. OΜάρτιν και ο Πάτρικ χτύπησαν την πόρτα. Τους άνοιξε ένα αγόρι στα τελευταία

χρόνια της εφηβείας. Ξαφνιάστηκαν και οι δύο. Αν δεν ήταν εκείνο το σκοτεινό βλέμμα, δεν δα τοείχαν αναγνωρίσει.

«Γεια σου, Κένεντι»,

«Τι θέλετε;» O τόνος της φωνής του ήταν εχθρικός.

Ούτε ο Πάτρικ ούτε ο Μάρτιν μπορούσαν να σταματήσουν να τον κοιτάζουν επίμονα. Τα μαλλιάτου δεν ήταν πια μακριά, όπως τα είχε παλιότερα και του έπεφταν μονίμως στο πρόσωπο. Επίσης,είχαν εξαφανιστεί τα μαύρα ρούχα και το άρρωστο χρώμα στο δέρμα του. Το αγόρι που στεκόταντώρα μπροστά τους ήταν τόσο καθαρό και περιποιημένο που έλαμπε ολόκληρο. Όμως, το εχθρικόβλέμμα το αναγνώριζαν από εκείνες τις εποχές που τον συλλάμβαναν για κλοπές αυτοκινήτων,κατοχή ναρκωτικών και πολλά άλλα.

«Φαίνεσαι μια χαρά Κένεντι» είπε ο Πάτρικ με φιλικό τόνο. Πάντα το λυπόταν αυτό το παιδί.

O Κένεντι δεν μπήκε καν στον κόπο να του απαντήσει. Αντιθέτως, επανέλαβε την ερώτηση του:

«Τι θέλετε;».

«Θέλουμε να μιλήσουμε με τον Γιάκομπ. Είναι μέσα;»

O Κένεντι τους έκλεισε τον δρόμο. «Τι τον θέλετε;»

Πάλι με φιλικό τόνο, ο Πάτρικ του είπε:

«Δεν σε αφορά αυτό. Και σε ξαναρωτώ: Είναι μέσα;».

«Πρέπει να σταματήσετε, που να πάρει ο διάβολος, να τον παρενοχλείτε. Και αυτόν και τηνοικογένειά του. 'Εχω μάθει τι κάνετε και να ξέρετε πως το θεωρώ μεγάλη μαλακία. Αλλά θατιμωρηθείτε. O Θεός βλέπει τα πάντα και μπορεί να δει και μέσα στις καρδιές σας».

O Μάρτιν και ο Πάτρικ αντάλλαξαν ένα βλέμμα. «Εντάξει, μην ανησυχείς, Κένεντι, αλλά καλύτερανα κάνεις στην άκρη τώρα».

Αυτή τη φορά το ύφος του Πάτρικ ήταν απειλητικό, και έπειτα από μια σιωπηλή αναμέτρηση, οΚένεντι έκανε πίσω και τους άφησε απρόθυμα να περάσουν.

Page 201: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Ευχαριστώ» είπε ο Μάρτιν κοφτά και ακολούθησε τον Πάτρικ στο χολ. Φαινόταν πως ο Πάτρικήξερε πού πήγαινε.

«Το γραφείο του είναι στο τέρμα του διαδρόμου, αν θυμάμαι καλά».

O Κένεντι τους ακολουθούσε σαν σιωπηλή σκιά. O Μάρτιν ανατρίχιασε παρά τη ζέστη.

Χτύπησαν την πόρτα του γραφείου. O Γιάκομπ καθόταν πίσω από το γραφείο του όταν μπήκαν. Δενέδειχνε ιδιαίτερα έκπληκτος.

«Για κοίτα, το μακρύ χέρι του νόμου. Δεν υπάρχουν πραγματικοί εγκληματίες να κυνηγήσετε;»

Πίσω τους στεκόταν ο Κένεντι με τις γροθιές του σφιγμένες.

«Ευχαριστώ, Κένεντι. Πήγαινε τώρα και κλείσε την πόρτα».

Εκείνος υπάκουσε σιωπηλός την εντολή, έστω απρόθυμα.

«Αρα ξέρεις γιατί είμαστε εδώ, υποθέτω».

O Γιάκομπ έβγαλε τα γυαλιά που φορούσε και έσκυψε μπροστά. Έδειχνε πολύ κουρασμένος.

«Ναι, μου τηλεφώνησε ο πατέρας μου πριν από καμιά ώρα. Μου είπε για κάποια τρελή ιστορία πουεπινόησε ο αγαπημένος μου ξάδερφος, ότι είδε δήθεν τη δολοφονημένη κοπέλα στο σπίτι μου».

«Είναι όντως τρελή η ιστορία αυτή;» O Πάτρικ τον κοίταζε διερευνητικά.

«Φυσικά και είναι». Χτύπησε ρυθμικά τα γυαλιά του στο γραφείο. «Γιατί να έρθει στοΒεστεργκόρντεν; Απ' ό,τι κατάλαβα, ήταν τουρίστρια, και το αγρόκτημα δεν ανήκει στα τουριστικάαξιοθέατα. Και όσον αφορά τη λεγόμενη μαρτυρία του Στέφαν... Ε, τώρα πλέον ξέρετε πολύ καλάπώς είναι οι σχέσεις στην οικογένειά μας. και δυστυχώς η Σούλβεΐγκ και οι γιοι της κάνουν ό,τιμπορούν για να αμαυρώσουν και τη δική μας οικογένεια. Είναι πολύ δυσάρεστο, αλλά ορισμένοιάνθρωποι δεν έχουν τον Θεό στην καρδιά τους. Αυτό που έχουν είναι κάτι εντελώς διαφορετικόαπό...»

«Ας πούμε ότι είναι έτσι» είπε ο Πάτρικ με ένα ευγενικό χαμόγελο «αλλά τώρα τυχαίνει να ξέρουμεγιατί η κοπέλα αυτή θα μπορούσε να έχει κάποια δουλειά στο Βεστεργκόρντεν» Μήπως είδε μιαέκφραση ανησυχίας στα μάτια του Γιάκομπ; Συνέχισε: «Δεν είχε έρθει για τουρισμό στη Φιελμπάκα,αλλά για να βρει τις ρίζες της. Και ίσως για να μάθει περισσότερα για την εξαφάνιση της μητέραςτης».

«Της μητέρας της;» ρώτησε απορημένος ο Γιάκομπ.

«Ναι, ήταν η κόρη της Σιβ Λαντίν».

Τα γυαλιά κροτάλισαν πάνω στο τραπέζι. O Μάρτιν αναρωτήθηκε αν επρόκειτο για γνήσια ή γιαψεύτικη έκπληξη αλλά άφησε τον Πάτρικ να συνεχίσει τις ερωτήσεις, ενώ ο ίδιος αφοσιώθηκε με

Page 202: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

περισσή φροντίδα στην παρακολούθηση των αντιδράσεων του Γιάκομπ κατά τη διάρκεια τηςσυζήτησης.

«Αυτό κι αν είναι είδηση, οφείλω να ομολογήσω. Αλλά ακόμη δεν καταλαβαίνω τι δουλειά μπορείνα είχε στο Βεστεργκόρντεν».

«Όπως είπα, φαίνεται πως ήθελε να μάθει περισσότερες πληροφορίες για το τι συνέβη στη μητέρατης. Και με το σκεπτικό ότι ο θείος σου ήταν ο υπ' αριθμόν ένα ύποπτος της αστυνομίας, μάλλον...»Δεν αποτελείωσε τη φράση του.

«Οφείλω να πω ότι όλ' αυτά ακούγονται εξαιρετικά τρέλα στ’ αυτιά μου. O θείος μου ήταν αθώος, κιόμως τον σπρώξατε στον θάνατο με τους υπαινιγμούς σας. Τώρα που αυτός έφυγε από τη ζωή είναιολοφάνερο πως θέλετε να παγιδεύσετε κάποιον άλλο από εμάς. Πείτε μου, τι αγκάθι υπάρχει στηνψυχή σας που σας πληγώνει και σας δημιουργεί την ανάγκη να γκρεμίσετε όσα έχει φτιάξει κάποιοςάλλος; Μήπως είναι η πίστη μας και η χαρά που βρίσκουμε σε αυτή που σας έχουν μπει στο μάτι;»

O Γιάκομπ είχε περάσει στο κήρυγμα, και ο Μάρτιν κατάλαβε για ποιο λόγο ήταν τόσο επιτυχημένοςιεροκήρυκας. Υπήρχε κάτι μαγευτικό σ' εκείνη την απαλή φωνή, που έμοιαζε με κυματισμό.

«Απλώς κάνουμε τη δουλειά μας». O τόνος στη φωνή του

Πάτρικ ήταν κοφτός, και έκανε μεγάλη προσπάθεια για να μη δείξει την αποστροφή του γι' αυτά πουθεωρούσε θρησκευτικές βλακείες. Αλλά ακόμα κι αυτός αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι ο Γιάκομπείχε κάτι ιδιαίτερο όταν μιλούσε. Ανθρωποι πιο αδύναμοι από τον Πάτρικ θα μπορούσαν εύκολα ναβυθιστούν σ' εκείνη τη φωνή και να γοητευτούν από το μήνυμα που μετέφερε. Συνέχισε: «Λεςλοιπόν, ότι η Τάνια Σμιτ δεν ήρθε ποτέ στο Βεστεργκόρντεν;».

O Γιάκομπ άπλωσε τα χέρια του. «Ορκίζομαι ότι δεν την είδα ποτέ αυτή την κοπέλα. Υπάρχει κάτιάλλο;»

O Μάρτιν σκέφτηκε την πληροφορία που τους είχε δώσει ο Πέντερσεν ότι ο Γιοχάνες δεν είχεαυτοκτονήσει. Αυτό το νέο θα μπορούσε κάλλιστα να ταράξει αρκετά τον Γιάκομπ. Όμως, ήξερε ότιο Πάτρικ είχε δίκιο. Δεν θα προλάβαιναν να βγουν από το γραφείο πριν τα τηλέφωνα άρχιζαν ναχτυπάνε ασταμάτητα στα σπίτια της υπόλοιπης οικογένειας Χουλτ.

«Όχι, μάλλον τελειώσαμε. Αλλά δεν είναι απίθανο να επιστρέψουμε αργότερα».

«Δεν θα με εξέπληττε».

H φωνή του Γιάκομπ είχε χάσει τον τόνο του κηρύγματος και ήταν ξανά απαλή και ήρεμη. O Μάρτινήταν έτοιμος να πιάσει το πόμολο, όταν η πόρτα άνοιξε αθόρυβα μπροστά του. O Κένεντι στεκότανβουβός απέξω και την άνοιξε ακριβώς την κατάλληλη στιγμή. Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότιστεκόταν εκεί και κρυφάκουγε. Μια μαύρη φλόγα άστραφτε στα μάτια του. O Μάρτιν πισωπάτησεμπροστά στο βαθύ μίσος που αντίκρισε μέσα τους. O Γιάκομπ μάλλον του είχε μάθει πολύπερισσότερα για το "οφθαλμόν αντί οφθαλμού" παρά για το "αγάπα τον πλησίον σου".

Η ατμόσφαιρα γύρω από το μικρό τραπέζι ήταν βαριά. Όχι πως υπήρξε ποτέ ευχάριστη.

Page 203: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Τουλάχιστον όχι μετά τον θάνατο του Γιοχάνες.

«Πότε θα τελειώσει αυτό;» Η Σούλβεΐγκ πίεσε το χέρι της στο στέρνο της. «Πάντα στα ίδια σκατάθα βουλιάζουμε. Είναι σαν να πιστεύουν όλοι πως απλώς καθόμαστε εδώ και περιμένουμε να έρθεικάποιος και να μας πάρει με τις κλοτσιές!» Αρχισε να θρηνεί και να οδύρεται. «Τι θα πει ο κόσμοςτώρα; Αμα μάθουν άτι η αστυνομία ξέθαψε τον Γιοχάνες! Κι εγώ που ’λεγα ότι θα σταματούσαν οικακές γλώσσες τώρα που βρήκαν αυτή την τελευταία κοπέλα, αλλά τώρα ξεκινούν όλα από τομηδέν».

«Ασ’ τους να λένε, που να πάρει ο διάβολος! Τι μας νοιάζει εμάς τι κάθεται και κουτσομπολεύει οκόσμος στα σπίτια του;» O Ρόμπερτ έσβησε ένα τσιγάρο με τέτοια δύναμη που το τασάκιαναποδογύρισε. H Σούλβεΐγκ τράβηξε απότομα τα άλμπουμ της.

«Ρόμπερτ! Πρόσεξε πια! θα μου κάψεις τα άλμπουμ».

«Έχω σκυλοβαρεθεί με αυτά τα γαμημένα τα άλμπουμ σου! Μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει κάθεσαιεκεί και κοιτάζεις αυτές τις αναθεματισμένες παλιές φωτογραφίες! Δεν καταλαβαίνεις ότι πέρασεαυτός ο καιρός; Πάνε εκατό χρόνια από τότε! Κι εσύ κάθεσαι εδώ και βαριαναστενάζεις καιασχολείσαι με τις κωλοφωτογραφίες σου. O πατέρας πάει και τελείωσε, κι εσύ δεν είσαι πια καμιάβασίλισσα της ομορφιάς. Πήγαινε να κοιταχτείς στον καθρέφτη!»

O Ρόμπερτ άρπαξε τα άλμπουμ και τα πέταξε στο πάτωμα. H Σούλβεΐγκ πετάχτηκε από την καρέκλατης ουρλιάζοντας, έπεσε κάτω και άρχισε να μαζεύει τις φωτογραφίες που ήταν σκορπισμένες στοπάτωμα. Αυτό έκανε τον θυμό του Ρόμπερτ να φουντώσει κι άλλο. Αγνόησε το παρακλητικόβλέμμα της Σούλβεΐγκ, έσκυψε, άρπαξε μια χούφτα φωτογραφίες και άρχισε να τις σκίζει σε μικράκομμάτια.

«Όχι, Ρόμπερτ, όχι τις φωτογραφίες μου. Σε παρακαλώ Ρόμπερτ!» Το στόμα της ήταν σαν ανοιχτήπληγή.

«Είσαι μια χοντρή κωλόγρια. Δεν το πήρες χαμπάρι ακόμη; Και ο πατέρας κρεμάστηκε! Καιρός νατο χωνέψεις μια και καλή!»

Ο Στέφαν, ο οποίος είχε μείνει σαν άγαλμα κατά τη διάρκεια της σκηνής που εκτυλισσόταν μπροστάτου, σηκώθηκε και άρπαξε τον Ρόμπερτ με μια δυνατή λαβή. Του άνοιξε το χέρι, πήρε τις υπόλοιπεςφωτογραφίες που ο Ρόμπερτ συνέχιζε να σφίγγει σπασμωδικά και τον ανάγκασε ν' ακούσει όσα είχενα του πει:

«Ακου, πρέπει να ηρεμήσεις. Αυτό ακριβώς θέλουν και οι άλλοι, το κατάλαβες; Να στραφούμε οένας εναντίον του άλλου ώστε να διαλυθεί η οικογένειά μας. Αλλά δεν θα τους δώσουμε αυτή τηνικανοποίηση, ακούς τι σου λέω! Θα μείνουμε ενωμένοι. Και τώρα βοήθα τη μαμά να μαζέψει ταάλμπουμ αποκάτω».

H οργή του Ρόμπερτ έσβησε σαν αέρας από μπαλόνι. Έτριψε με το ένα χέρι τα μάτια του και κοίταξεμε τρόμο την ανακατωσούρα γύρω του. H Σούλβεΐγκ κείτονταν σαν ένας μεγάλος μαλακός σωρόςαπελπισίας καταμεσής στο πάτωμα μυξοκλαίγοντας, ενώ ανάμεσα στα δάχτυλά της γλιστρούσαν

Page 204: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

κομμάτια από τις παλιές φωτογραφίες. Το κλάμα της ήταν σπαραξικάρδιο. O Ρόμπερτ έπεσε σταγόνατα δίπλα της και την αγκάλιασε. Παραμέρισε με τρυφερότητά μια λιγδωμένη μπούκλα από τομέτωπό της και μετά τη βοήθησε να σηκωθεί.

«Συγγνώμη, μητέρα, συγγνώμη, χίλια συγγνώμη, θα σε βοηθήσω να φτιάξεις ξανά τα άλμπουμ. Τιςφωτογραφίες που έσκισα δεν μπορώ να τις ξαναφτιάξω, αλλά δεν ήταν πολλές. Κοίταξε, οικαλύτερες υπάρχουν ακόμη. Κοίταξε πώς ήσουν σε αυτή εδώ, πόσο όμορφη ήσουν».

Σήκωσε μια φωτογραφία μπροστά στα μάτια της. Απεικόνιζε τη Σούλβεΐγκ με ένα μαγιό της εποχήςκαι μια κορδέλα μπροστά της. στην οποία αναγραφόταν. «Βασίλισσα του Μάη 1967». Ήτανόμορφη. Το κλάμα μετατράπηκε σε διακεκομμένους λυγμούς. Πήρε τη φωτογραφία από τα χέριατου, και ένα χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλια της. «Ήμουν σίγουρα όμορφη, έτσι δεν είναι,Ρόμπερτ;»

«Ναι, ναι, μητέρα, ήσουν. H ομορφότερη κοπέλα που έχω δει!»

«Μου λες αλήθεια, Ρόμπερτ,»

Χαμογέλασε ναζιάρικα και του χάιδεψε τα μαλλιά. Εκείνος τη βοήθησε να καθίσει ξανά στηνκαρέκλα της κουζίνας.

«Αλήθεια σου λέω. Στον λόγο της τιμής μου».

Λίγο αργότερα ήταν όλα μαζεμένα, κι εκείνη καθόταν ξανά και ξεφύλλιζε πανευτυχής τα άλμπουμτης. O Στέφαν έγνεψε στον Ρόμπερτ να βγουν έξω. Κάθισαν στα σκαλοπάτια έξω από τοκαλυβόσπιτο και άναψαν από ένα τσιγάρο.

«Διάβολε, Ρόμπερτ, δεν είναι ώρα να χάνεις την ψυχραιμία σου τώρα».

O Ρόμπερτ άρχισε να κουνάει το πόδι του μπρος πίσω ανάμεσα στα χαλίκια. Δεν είπε τίποτα. Τι ναπει άλλωστε;

O Στέφαν τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά και άφησε με απόλαυση τον καπνό να βγει από τα χείλια του.«Δεν πρέπει να παίξουμε το παιχνίδι τους. Τα εννοούσα όσα είπα εκεί μέσα Πρέπει να μείνουμεενωμένοι».

O Ρόμπερτ παρέμεινε σιωπηλός. Ντρεπόταν. Είχε δημιουργηθεί μια μεγάλη τρύπα στοχαλικόστρωτο έδαφος εκεί που πηγαινοέφερνε το πόδι του. Πέταξε τη γόπα στην τρύπα και τησκέπασε με άμμο. Ένα μέτρο που ήταν ουσιαστικά εντελώς περιττό. Το έδαφος γύρω τους ήτανσπαρμένο με παλιά αποτσίγαρα. Λίγο μετά έστρεψε το βλέμμα του στον Στέφαν.

«Στέφαν, αυτό που είπες ότι είδες την κοπελιά στο Βεστεργκόρντεν...» είπε διστακτικά «...ήταναλήθεια;»

O Στέφαν τράβηξε τις τελευταίες ρουφηξιές από το τσιγάρο του και πέταξε κι αυτός το αποτσίγαροστο έδαφος. Σηκώθηκε δίχως να κοιτάξει τον αδερφό του.

Page 205: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Φυσικά και είναι αλήθεια διάβολε». Μετά μπήκε στο σπίτι.

O Ρόμπερτ έμεινε εκεί. Για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωσε πως ξανοιγόταν μια άβυσσος ανάμεσαστον ίδιο και τον αδερφό του. Αυτό τον τρόμαζε πολύ.

Το απόγευμα πέρασε μέσα σε μια απατηλή ηρεμία. Ο Πάτρικ δεν ήθελε να κάνει τίποτε βιαστικόπριν μάθουν περισσότερες πληροφορίες από την μεταθανάτια εξέταση του Γιοχάνες. Έτσι, το μόνοπου του απέμενε ήταν να περιμένει να χτυπήσει το τηλέφωνο. Ένιωσε πως κάτι έπρεπε να κάνει καιπήγε μέχρι την Άνικα για να σκοτώσει λίγο την ώρα του με την κουβέντα.

«Πως τα πάτε;» Ως συνήθως, η Ανικα τον κοίταζε πάνω από τα γυαλιά της.

«Αυτή η ζέστη δεν διευκολύνει τα πράγματα». Μόλις το είπε αυτό, αισθάνθηκε ένα απολαυστικόαεράκι στο γραφείο της Ανικα. Ένας μεγάλος ανεμιστήρας στριφογύριζε πάνω από το τραπέζι της,και ο Πάτρικ έκλεισε τα μάτια του για να το απολαύσει όσο μπορούσε.

«Εγώ γιατί δεν το σκέφτηκα αυτό; Αλλωστε, αγόρασα έναν στην Ερίκα για να τον έχει στο σπίτι.Γιατί δεν αγόρασα και έναν για εδώ; Αυτό είναι το πρώτο που θα κάνω αύριο, σίγουρα πράγματα».

«Η Ερίκα, ναι. Πώς τα πάει αλήθεια με τη μεγάλη κοιλιά; Πρέπει να τραβάει τα πάνδεινα ηκακομοίρα τώρα με τη ζέστη».

«Ε, πώς να τα πάει; Πριν της αγοράσω τον ανεμιστήρα, λίγο έλειψε να τρελαθεί από τον καύσωνα.Ασε που δεν κοιμάται και πολύ, έχει κράμπες στις γάμπες, δεν μπορεί να κοιμηθεί μπρούμυτα καιόλ' αυτά που ξέρεις».

«Μπα, δεν μπορώ να πω ότι τα ξέρω» απάντησε η Ανικα.

Ο Πάτρικ αντιλήφθηκε πολύ αργά και πολύ σοκαρισμένος αυτό που είχε πει. Η Ανικα και ο άντραςτης δεν είχαν παιδιά, και ο Πάτρικ δεν είχε τολμήσει ποτέ να τη ρωτήσει την αίτια. Ίσως να μηνμπορούσαν να κάνουν, και σε αυτή την περίπτωση είχε κάνει τεράστια γκάφα ανακινώντας το θέμα.Εκείνη είδε την αμηχανία του.

«Μη στενοχωριέσαι γι’ αυτό. Στην περίπτωση μας ήταν θέμα επιλογής. Δεν νιώσαμε

είναι αρκετό που έχουμε τα σκυλιά για να τους δίνουμε αγάπη μας».

O Πάτρικ ένιωσε το χρώμα να ξαναγυρίζει στα μάγουλα του. «Ναι, η αλήθεια είναι πως φοβήθηκαότι έκανα μεγάλη γκάφα. Εν πάση περιπτώσει, είναι μεγάλος μπελάς αυτό και για τους δυο μαςτώρα, έστω κι αν ο μπελάς είναι πολύ μεγαλύτερος για την Ερίκα. Αυτό που θέλουμε τώρα είναι νατελειώνει όσο πιο γρήγορα γίνεται. Ασε που είχαμε και αρκετούς εισβολείς τον τελευταίο καιρό».

«Εισβολείς;» H Ανικα σήκωσε ερωτηματικά το ένα της φρύδι.

«Συγγενείς και γνωστοί που θεωρούν πως η Φιελμπάκα τον Ιούλιο είναι μια υπέροχη ιδέα».

«Και επί τη ευκαιρία θέλουν να δουν πώς είστε στην υγεία σας, έτσι δεν είναι;» είπε ειρωνικά η

Page 206: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Ανικα «Βέβαια βέβαια τα γνωρίζω όλ’ αυτά. Είχαμε το ίδιο πρόβλημα με το εξοχικό στην αρχή.μέχρι που απαυδήσαμε και είπαμε σε όλους τους τρακαδόρους να πάνε στον διάβολο. Έκτοτε δενξανακούστηκαν, αλλά αντιλαμβάνεσαι μεμιάς ότι δεν είναι τύποι που σου λείπουν. Οι πραγματικοίφίλοι έρχονται και τον Νοέμβρη. Τους υπόλοιπους είτε τους βλέπεις είτε δεν τους βλέπεις δεν παίζεικανέναν ρόλο».

«Αχ, αν ήξερες πόσο δίκιο έχεις» είπε ο Πάτρικ «αλλά είναι ευκολότερο να το λες από το να τοκάνεις. Εδώ που τα λέμε, η Ερίκα πέταξε έξω την πρώτη φουρνιά που μας φορτώθηκε, αλλά τώρακαθόμαστε εκεί πέρα με την επόμενη και το παίζουμε φιλόξενοι. Και η κακομοίρα η Ερίκα, πουμένει στο σπίτι όλη μέρα είναι αναγκασμένη να κάθεται και να τους εξυπηρετεί». Αναστέναξε.

«Τότε μάλλον θα πρέπει να δείξεις ότι είσαι ο άντρας του σπιτιού και να λύσεις το θέμα».

«Εγώ;» O Πάτρικ κοίταξε την Ανικα πληγωμένος.

«Ναι, αν η Ερίκα τραβάει τα πάνδεινα κι εσύ περνάς εδώ όλη τη μέρα σώος και αβλαβής ίσως να’πρεπε να χτυπήσεις τη

γροθιά στο τραπέζι και να φροντίσεις να της χαρίσεις λίγη ηρεμία και γαλήνη. Δεν μπορεί να είναιεύκολα όλ’ αυτά για κείνη. Συνηθισμένη όπως είναι να έχει τη δική της καριέρα, δεν είναι ευχάριστονα μένει όλη μέρα στο σπίτι και να ασχολείται με την ενδοσκόπηση, όσο η δική σου ζωή έχει τονκανονικό της ρυθμό».

«Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ έτσι» είπε σαν χαζός ο Πάτρικ.

«Όχι, και το κατάλαβα ότι δεν το είχες σκεφτεί έτσι. Οπότε απόψε θα φροντίσεις να πετάξεις έξωτους επισκέπτες σου, ό,τι κι αν σου ψιθυρίζει στο αυτί η λουθηρανική σου ανατροφή Και άρχισε ναασχολείσαι για τα καλά με τη μέλλουσα μαμά. Μπήκες άραγε ποτέ στον κόπο να τη ρωτήσεις πώςπερνάει μόνη της μέσα στο σπίτι μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει; Υποθέτω ότι δεν θα μπορεί καν να βγειέξω με αυτό τον καύσωνα, οπότε προφανώς είναι δέσμια του σπιτιού».

«Ναι». O Πάτρικ είχε αρχίσει πια να ψιθυρίζει αμήχανος. Ήταν σαν να τον είχε παρασύρειατμομηχανή. Ένιωθε τον λαιμό του κατάξερο από την αγωνία. Δεν χρειαζόταν να είναι κανείςιδιοφυία για να αντιληφθεί ότι η Άνικα είχε δίκιο. Ένα μείγμα από κοντόφθαλμο εγωισμό και απότον τρόπο με τον οποίο αφέθηκε να τον παρασύρει η έρευνα είχαν συντελέσει στο να μη σκέφτεταιούτε στιγμή πώς περνούσε και πώς ένιωθε η Ερίκα. Βέβαια, είχε υποθέσει πως θα ήταν καλό γι' αυτήνα κάνει λίγες διακοπές και να αφοσιωθεί στην εγκυμοσύνη της. Αυτό που τον έκανε τώρα να νιώθειαμήχανα ήταν ότι γνώριζε την Ερίκα πολύ καλά και ήξερε πόσο σημαντικό ήταν για κείνη να κάνεικάτι που θα είχε νόημα. Δεν της πήγαινε καθόλου να γυροφέρνει έτσι άσκοπα. Χωρίς αμφιβολία,αυτό τον είχε βολέψει για να ξεγελά τον εαυτό του.

«Λοιπόν, δεν θα πας στο σπίτι λίγο νωρίτερα για να φροντίσεις τη γυναίκα σου;»

«Μα περιμένω ένα τηλεφώνημα» η δικαιολογία βγήκε αυτόματα από τα χείλη του, και το βλέμμαπου του έριξε η Ανικα του απέδειξε πως είχε δώσει εντελώς λάθος απάντηση.

Page 207: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Δηλαδή, το κινητό σου λειτουργεί μόνο μέσα στους τοίχους του αστυνομικού τμήματος; Αυτό λες;Λίγο περιορισμένη εμβέλεια για κινητό, έτσι δεν είναι;»

«Ναι» απάντησε πνιχτά ο Πάτρικ, που τα είχε χάσει εντελώς. Τινάχτηκε από την καρέκλα του. «'Οχι,θα πάω στο σπίτι αμέσως τώρα. Θα συνδέσεις πιθανά τηλεφωνήματα στο κινητό μου...;»

H Ανικα τον κοίταξε σαν να ήταν κρετίνος, και ο Πάτρικ βγήκε από το γραφείο πισωπατώντας. Ανείχε καπέλο. θα το έβγαζε και κρατώντας το στο χέρι θα... υποκλινόταν.

Όμως, ορισμένα απρόβλεπτα συμβάντα τον ανάγκασαν να πάει στο σπίτι μία ώρα αργότερα.

O Ερνστ προσπαθούσε να διαλέξει ανάμεσα σε διάφορα βουτήματα στο Χέντεμιρς. Αρχικά σκόπευενα περάσει από τον φούρνο, αλλά η ουρά που είχε σχηματιστεί τον έκανε ν’ αλλάξει σχέδια.

Εκεί που ταλαντευόταν ανάμεσα σε κουλουράκια κανέλας και τρούφες Ντελικάτο, μια έντονηφασαρία από τον επάνω όροφο απέσπασε την προσοχή του. Αφησε κάτω τα βουτήματα και πήγε ναδει τι γινόταν. Το κατάστημα ήταν χωρισμένο σε τρεις ορόφους. Στο ισόγειο υπήρχε ρεστοράν,κιόσκι και βιβλιοπωλείο, στον μεσαίο όροφο ήταν τα τρόφιμα και στον τελευταίο ρούχα, παπούτσιακαι είδη δώρων. Μπροστά από το ταμείο στέκονταν δύο γυναίκες που τραβολογούσαν μια τσάντα.H μία γυναίκα είχε καρφιτσωμένη στο στήθος της μια ταμπελίτσα που έδειχνε ότι ανήκε στοπροσωπικό, ενώ η άλλη έμοιαζε με ηθοποιό σε ρωσική ταινία χαμηλού προϋπολογισμού. Πολύκοντή φούστα, διχτυωτές κάλτσες, μια μπλούζα που θα ταίριαζε καλύτερα σε δωδεκάχρονη καιαρκετό μακιγιάζ ώστε να φαντάζει σαν έγχρωμος οδικός χάρτης.

«Νο, no, my bag! - 'Οχι, όχι την τσάντα μου!» ούρλιαζε η γυναίκα σε σπασμένα αγγλικά.

"I saw you took something - Σε είδα να παίρνεις κάτι» απάντησε η υπάλληλος, κι αυτή στα αγγλικάαλλά με φανερή σουηδική προφορά. Φάνηκε ανακουφισμένη μόλις είδε τον Ερνστ.

«Δόξα τω Θεώ, σε παρακαλώ, πιάσε αυτή τη γυναίκα. Την είδα που γυρόφερνε και έχωνε διάφοραστην τσάντα της και μετά προσπάθησε αδιάντροπα να τα πάρει και να φύγει».

O Ερνστ δεν δίστασε. Με δύο μεγάλες δρασκελιές, την πλησίασε και την άρπαξε από το μπράτσο.Μια που δεν ήξερε καθόλου αγγλικά, δεν μπήκε στον κόπο να κάνει ερωτήσεις. Αντιθέτως, βούτηξεμε βία από τα χέρια της τη μεγάλη τσάντα και άδειασε δίχως πολλά πολλά το περιεχόμενό της στοπάτωμα. Ένα πιστολάκι για μαλλιά μια ξυριστική μηχανή μια ηλεκτρική οδοντόβουρτσα και γιακάποιον ανεξήγητο λόγο, ένα κεραμικό γουρουνάκι με το στεφάνι του Μεσοκαλόκαιρου στο κεφάλι.Όλ' αυτά έπεσαν μέσα από την τσάντα.

«Τι έχεις να μας πεις γι’ αυτό. ε;» ρώτησε ο Ερνστ στα σουηδικά. H πωλήτρια έκανε τη διερμηνέα.

H γυναίκα κούνησε απλώς το κεφάλι και υποκρίθηκε την ανήξερη. «I know nothing. Speak to myboyfriend, he will fix this. He is boss of the police! - Δεν ξέρω τίποτα. Μίλα με τον φίλο μου, θα τοκανονίσει. Είναι αρχηγός της αστυνομίας!» είπε.

«Τι βλακείες είναι αυτές που λέει τούτο το θηλυκό;» είπε θυμωμένος ο Ερνστ. Τον εκνεύριζε πουέπρεπε να εμπιστευτεί μια γυναίκα για να του κάνει τη μετάφραση.

Page 208: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Λέει ότι δεν ξέρει τίποτα. Και ότι πρέπει να μιλήσετε με τον φίλο της. Λέει ότι είναι αρχηγός τηςαστυνομίας, αν είναι δυνατόν!»

H υπάλληλος κοίταζε μπερδεμένη μια τον Ερνστ και μια τη γυναίκα, η οποία τώρα στεκόταν με έναθριαμβευτικό χαμόγελο στα χείλη.

«Α, μάλιστα. Το ότι θα μιλήσει με την αστυνομία είναι σίγουρο. Για να δούμε αν θα συνεχίσει τιςβλακείες περί του

φίλου που είναι αρχηγός της αστυνομίας". Ίσως αυτό το κόλπο να περνούσε στη Ρωσία ή εκεί απ'όπου στον διάβολο κατάγεται αυτή η κυρία αλλά εδώ δεν περνάνε αυτά» φώναξε δυνατά ο Ερνστ μετο πρόσωπό του μόλις μερικά εκατοστά από το πρόσωπο της ξένης. Εκείνη δεν καταλάβαινε ούτελέξη, αν και τώρα, για πρώτη φορά, φαινόταν κάπως αβέβαιη.

O Ερνστ την τράβηξε βίαια μαζί του και την έβγαλε από το Χέντεμιρς. Διέσχισαν τον δρόμο καικατευθύνθηκαν προς το αστυνομικό τμήμα. Ουσιαστικά, η γυναίκα σχεδόν σερνόταν πίσω του,πάνω στα ψηλοτάκουνα παπούτσια της, και όσοι περνούσαν με τα αυτοκίνητά τους φρενάριζαν γιανα απολαύσουν το θέαμα. H Ανικα τον κοίταξε με τα μάτια γουρλωμένα όταν πέρασε σαν θύελλαμπροστά από τη ρεσεψιόν.

«Μέλμπεργ!» O Ερνστ φώναξε τόσο δυνατά που η φωνή του αντήχησε σε όλο τον διάδρομο. OΠάτρικ, ο Μάρτιν και ο Γιέστα έβγαλαν τα κεφάλια τους από τις πόρτες των αντίστοιχων γραφείωντους για να δουν τι γινόταν. O Ερνστ φώναξε άλλη μία φορά προς τη μεριά του γραφείου τουΜέλμπεργ. «Μέλμπεργ, για έλα εδώ, έχω φέρει την αρραβωνιάρα σου!». Φώναζε και γέλαγεχαιρέκακα. Τώρα θα της έβαζε τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι. Στο γραφείο του Μέλμπεργεπικρατούσε μια ανησυχητική σιωπή, και ο Ερνστ άρχισε ν’ αναρωτιέται μήπως ο προϊστάμενός τουείχε προλάβει να βγει έξω όσο αυτός αγόραζε τα βουτήματά του. «Μέλμπεργ;» φώναξε για τρίτηφορά. με λιγότερο ενθουσιασμό τώρα για το σχέδιό του να αποδείξει το ψέμα της γυναίκας. OΕρνστ στεκόταν στη μέση του διαδρόμου κρατώντας τη γυναίκα σφιχτά από το μπράτσο και όλοιτον κοίταζαν. Τελικά, ο Μέλμπεργ εμφανίστηκε από το γραφείο του με το βλέμμα επίμονακολλημένο στο πάτωμα. O Ερνστ ένιωσε έναν κόμπο στον λαιμό όταν άρχισε να αντιλαμβάνεται ότιτα πράγματα δεν Θα εξελίσσονταν και τόσο υπέροχα όσο τα είχε υπολογίσει.

«Μπέ-έ-έ-ρτιλ!» H γυναίκα ξέφυγε από τη λαβή του Ερνστ

Page 209: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

και έτρεξε στον Μέλμπεργ, ο οποίος είχε παγώσει στο μέσο μιας κίνησης, όπως παγώνει ο λαγόςμπροστά σε προβολείς αυτοκινήτου. Μια που εκείνη ήταν είκοσι πόντους ψηλότερη από τονΜέλμπεργ, η εικόνα που έδωσαν όταν η γυναίκα τον πλησίασε και τον έσφιξε στην αγκαλιά της ήταντο λιγότερο κωμική. O Ερνστ είχε απλώς μείνει με το στόμα ανοιχτό. Με τη διακαή επιθυμία ν’ανοίξει η γη και να τον καταπιεί, αποφάσισε μεμιάς πως έπρεπε ν’ αρχίσει να συμπληρώνει τηνπαραίτηση του. Πριν τον πετάξουν έξω με τις κλοτσιές. Κατατρομαγμένος, αντιλήφθηκε πως τόσαχρόνια μεθοδικού «γλειψίματος» του προϊσταμένου του είχαν πάει στράφι από μια ατυχέστατηπράξη.

H γυναίκα απελευθέρωσε τον Μέλμπεργ από την αγκαλιά της και στράφηκε στον Ερνστ, ο οποίοςστεκόταν σαν χαζός κρατώντας την τσάντα της.

«This brutal man put his hands on me! He say I steal! Oh, Bertil, you must help your poor Irina! -Αυτός ο άξεστος έβαλε τα χέρια του πάνω μου! Λέει εγώ κλέβω! Αχ Μπέρτιλ, πρέπει να βοηθήσειςτην κακόμοιρη την Ιρίνα σου!»

O Μέλμπεργ τη χτύπησε αδέξια στον ώμο. κάτι που τον ανάγκασε να φέρει το χέρι του περίπου στούψος της μύτης του, «You go home. Irina, okay? To house. I come later. Okay?

- Εσύ πας στο σπίτι, Ιρίνα, εντάξει; Στο σπίτι. Εγώ έρθω αργότερα. Εντάξει;»

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι τα αγγλικά του έπασχαν σοβαρά αλλά εκείνη κατάλαβε τι της είπε καιδεν φάνηκε να συμφωνεί.

«Νο, Bertil. I stay here. You talk to that man, and I stay here and see you work, okay? - Όχι, Μπέρτιλ.Εγώ μένω εδώ. Εσύ μιλάς σ' εκείνο τον άντρα, κι εγώ μένω εδώ και βλέπω εσένα δουλεύεις,εντάξει;»

Εκείνος κούνησε αποφασιστικά το κεφάλι του και την απομάκρυνε βίαια αποπάνω του. Εκείνηγύρισε προς το μέρος του και είπε ανήσυχη:

«But Bertil, honey, Irina not steal, okay? - Μα, Μπέρτιλ γλύκα, η Ιρίνα δεν κλέβει, εντάξει;».

Μετά έφυγε κουνιστή και λυγιστή πάνω στα ψηλοτάκουνα παπούτσια της, αφού πρώτα έριξε ένατελευτοίο κακεντρεχές και θριαμβευτικό βλέμμα στον Ερνστ. Εκείνος, από τη μεριά του, κοίταζεακόμη επίμονα το χαλί και δεν τολμούσε να αντικρίσει τον Μέλμπεργ κατάματα.

«Λούντγκρεν! Στο γραφείο μου, τώρα!»

Στ’ αυτιά του Ερνστ αυτό ακούστηκε σαν την αναγγελία της Δευτέρας Παρουσίας. Ακολούθησεσκυφτά και υπάκουα τον Μέλμπεργ.

Στον διάδρομο υπήρχαν ακόμη τα κεφάλια που πρόβαλλαν από τις πόρτες των γραφείων με ταστόματα ορθάνοιχτα. Τώρα ήξεραν τουλάχιστον πού οφείλονταν οι αλλαγές στη διάθεση τουΜέλμπεργ...

«Τώρα καλά θα κάνεις να μου πεις τι ακριβώς συνέβη» είπε ο Μέλμπεργ.

Page 210: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

O Ερνστ έγνεψε άψυχα. O ιδρώτας είχε αρχίσει να τρέχει από το μέτωπό του. Αυτή τη φορά δενέφταιγε η ζέστη Του είπε για τη φασαρία στο Χέντεμιρς και πώς είδε τη γυναίκα αυτή να εμπλέκεταισε μια διελκυστίνδα τσάντας με την υπάλληλο. Με φωνή που έτρεμε, του περιέγραψε επίσης πώςάδειασε το περιεχόμενο της τσάντας στο πάτωμα και του είπε ότι εκεί μέσα υπήρχαν διάφοραπροϊόντα που δεν είχαν πληρωθεί. Μετά σώπασε και περίμενε την καταδικαστική απόφαση. Προςμεγάλη του έκπληξη, είδε τον Μέλμπεργ να γέρνει πίσω στην πολυθρόνα του με έναν βαθύαναστεναγμό.

"Πρέπει να πω ότι είμαι στα σκατά μέχρι τον λαιμό". Δίστασε για λίγο, έπειτα έσκυψε, άνοιξε ένασυρτάρι και έβγαλε κάτι που το πέταξε πάνω στο γραφείο προς τη μεριά του Ερνστ. "Αυτό εδώπερίμενα στην πραγματικότητα. Σελίδα τρία". Γεμάτος περιέργεια, ο Ερνστ πήρε αυτό που έμοιαζεμε κατάλογο ειδών και το ξεφύλλισε μέχρι τη σελίδα τρία. Όλες

οι σελίδες ήταν γεμάτες φωτογραφίες γυναικών, με σύντομα στοιχεία για το ύψος, το βάρος, τοχρώμα ματιών και τα ενδιαφέροντα. Ξαφνικά κατάλαβε τι ήταν η Ιρίνα. Μια «νύφη κατάπαραγγελία». Αν και δεν υπήρχαν πολλές ομοιότητες ανάμεσα στην Ιρίνα της πραγματικότητας καιστο πορτρέτο με τις πληροφορίες που υπήρχαν γι’ αυτή στον κατάλογο. Είχε αφαιρέσει τουλάχιστονδέκα χρόνια από την ηλικία της, δέκα κιλά από το κορμί της και ένα κιλό μέικαπ από το πρόσωπότης. Στη φωτογραφία ήταν όμορφη, αθώα και κοίταζε την κάμερα χαμογελώντας πλατιά. O Ερνστέριξε μια ματιά στο πορτρέτο και μετά κοίταξε τον Μέλμπεργ, ο οποίος άνοιξε διάπλατα τα χέριατου σαν να 'θελε να απολογηθεί.

«Βλέπεις και μόνος σου. ΑΥΤΟ περίμενα εγώ. Αλληλογραφούσαμε σχεδόν έναν χρόνο και δενέβλεπα την ώρα να τη φέρω στο σπίτι μου». Έγνεψε προς τη μεριά του καταλόγου, που τώρα ήτανπάνω στα γόνατα του Ερνστ. «Και μετά ήρθε αυτή». Αναστέναξε. «Πραγματική ψυχρολουσία, πουνα πάρει ο διάβολος. Και μεμιάς άρχισαν όλα: “Μπέρτιλ. αγάπη μου, αγόρασε μου το ένα, αγόρασεμου το άλλο". Μάλιστα την έπιασα να ψάχνει το πορτοφόλι μου όταν νόμιζε πως δεν την έβλεπα.Γαμώτο, τι μπλέξιμο».

Χάιδεψε ελαφρά τη «φωλιά» που σχημάτιζαν τα μαλλιά του στην κορυφή του κεφαλιού του και οΕρνστ παρατήρησε ότι ο Μέλμπεργ που πριν από λίγο ενδιαφερόταν για την εμφάνισή του είχεχαθεί. Τώρα το πουκάμισό του ήταν ξανά λεκιασμένο, και τα σημάδια από τον ιδρώτα στιςμασχάλες του ήταν μεγάλα σαν πιάτα γλυκού. Αυτό, κατά κάποιον τρόπο, τον έκανε να νιώσειασφαλής. Τα πράγματα είχαν ξαναπάρει τον παλιό, γνώριμο δρόμο τους.

«Στηρίζομαι πάνω σου και θέλω να πιστεύω ότι τώρα δεν θα πας να σχολιάσεις με τους υπόλοιπουςόλ' αυτά που σου είπα», O Μέλμπεργ κούνησε απειλητικά το δάχτυλό του προς τον Ερνστ, ο οποίοςένευσε αγχωμένα. Δεν θα έλεγε κουβέντα. Τον

πλημμύρισε η ανακούφιση, το σίγουρο ήταν ότι δεν θα τον έδιωχναν από τη δουλειά.

«Μπορούμε τώρα να ξεχάσουμε αυτό το ατυχές συμβάν; Θα φροντίσω να το τακτοποιήσω. Θα τηνξαποστείλω στην πατρίδα της με το πρώτο αεροπλάνο».

O Ερνστ σηκώθηκε και έφυγε πισωπατώντας από το γραφείο κάνοντας μια υπόκλιση.

Page 211: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Και μπορείς να πεις στους άλλους εκεί έξω να σταματήσουν τους ψιθύρους και ν’ αρχίσουν νακάνουν καμιά δουλειά».

O Ερνστ χαμογέλασε πλατιά σαν άκουσε την αγριωπή φωνή του Μέλμπεργ. O προϊστάμενός τουείχε ξαναβρεί τον παλιό του εαυτό.

Αν ο Πάτρικ είχε κάποιες αμφιβολίες για την ορθότητα των ισχυρισμών της Ανικα, τις απέρριψεαμέσως μόλις πέρασε το κατώφλι του σπιτιού τους. H Ερίκα έπεσε στην αγκαλιά του, κι εκείνος είδετην εξάντληση να καλύπτει σαν πέπλο το πρόσωπό της. Για άλλη μια φορά τον πλημμύρισαν οιτύψεις. Έπρεπε να ήταν πιο δεκτικός, πιο προσεχτικός όσον αφορούσε τις διαθέσεις της Ερίκα.Αντίθετα, αυτός είχε πέσει με τα μούτρα στη δουλειά, περισσότερο απ’ ό,τι συνήθως, και την άφησενα γυροφέρνει ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού τους δίχως να έχει κάποια σοβαρήασχολία.

«Πού είναι αυτοί;» ψιθύρισε.

«Εξω στον κήπο» του απάντησε και η Ερίκα ψιθυριστά. «Αχ Πάτρικ δεν θα αντέξω άλλη μία μέραμαζί τους. Κάθονται όλη την ώρα πάνω στους πισινούς τους και περιμένουν να τους υπηρετώ. Δεναντέχω άλλο».

Σχεδόν κατέρρευσε στην αγκαλιά του, κι εκείνος της χάιδεψε τα μαλλιά. «Μην ανησυχείς, θα τοφροντίσω εγώ αυτό. Λυπάμαι πολύ, δεν έπρεπε να δουλεύω τόσο πολύ την τελευταία εβδομάδα».

«Με ρώτησες αν συμφωνούσα και συμφώνησα. Αλλωστε,

δεν είχες και άλλη επιλογή» μουρμούρισε η Ερίκα χωμένη στο στέρνο του.

Παρά τις τύψεις του, όφειλε να ομολογήσει πως η Ερίκα είχε δίκιο. Πώς θα μπορούσε να κάνει κάτιάλλο όταν είχε μια κοπέλα εξαφανισμένη, που ίσως να την κρατούσαν κάπου αιχμάλωτη.Ταυτόχρονα όμως έπρεπε να είχε δώσει προτεραιότητα στην Ερίκα και την υγεία του μωρού πουκουβαλούσε μέσα της.

«Δεν είμαι μόνος στο Τμήμα. Μπορώ ν’ αναθέσω κάποια δουλειά και στους άλλους. Όμως, πρώταπρέπει να λύσουμε ένα πιο επείγον πρόβλημα».

Αφησε την Ερίκα, πήρε μια βαθιά ανάσα και βγήκε στον κήπο.

«Γεια σας. Περάσατε καλά;»

O Γιέργκεν και η Μάντε έστρεψαν τις φθορίζουσες μύτες τους προς το μέρος του και έγνεψανχαρούμενοι. Εμ, βέβαια, γιατί να μην περάσατε καλά, σκέφτηκε ο Πάτρυκ με πλήρη εξυπηρέτησηολημερίς, μια που φαίνεται να πιστεύετε ότι εδώ είναι κάνα αναθεματισμένο ξενοδοχείο.

«Ακούστε, έλυσα το δίλημμά σας. Τηλεφώνησα παντού και έψαξα. Υπάρχουν ελεύθερα δωμάτιαστο Grand Hotel, επειδή έφυγαν πολλοί από τη Φιελμπάκα, αλλά μια που εσείς φαίνεται πωςταξιδεύετε με περιορισμένο προϋπολογισμό, ίσως να μη σας κάνει αυτό, έτσι δεν είναι;»

Page 212: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

O Γιέργκεν και η Μάντε, που έδειξαν ανήσυχοι για λίγο, συμφώνησαν με μεγάλη προθυμία. Όχι, δεντους βόλευε αυτό.

«Αλλά μην ανησυχείτε» είπε ο Πάτρικ και παρατήρησε προς μεγάλη του ικανοποίηση κάποιεςρυτίδες ανησυχίας να εμφανίζονται ξανά στα μέτωπά τους «τηλεφώνησα και στο πανδοχείο γιανέους, στο Βαλέ, και -μπορείτε να μαντέψετε;-έχουν επίσης κενά δωμάτια! Υπέροχα έτσι; Φτηνό,καθαρό και όμορφο. Καλύτερο δεν γίνεται!»

Χτύπησε τα χέρια του με μεγάλο ενθουσιασμό προκειμένου

να προλάβει τις αντιρρήσεις που έβλεπε να διαγράφονται στα χείλη των επισκεπτών τους. «Οπότε,ίσως να ήταν καλό ν’ αρχίζατε να φτιάχνετε τις βαλίτσες σας από τώρα, γιατί το καραβάκι φεύγει σεμία ώρα από την πλατεία Ίνγκριντ Μπέργκμαν». O Γιέργκεν κάτι άρχισε να λέει, αλλά ο Πάτρικσήκωσε τα χέρια του και τον σταμάτησε: «Όχι, όχι, σας παρακαλώ, δεν θέλω να με ευχαριστήσετε.Ειλικρινά, δεν ήταν δύσκολο. Το μόνο που έκανα ήταν μερικά τηλεφωνήματα».

Με ένα πλατύ χαμόγελο, μπήκε πάλι στην κουζίνα, εκεί όπου η Ερίκα στεκόταν και κρυφάκουγε απότο παράθυρο. Σήκωσαν τα χέρια ψηλά και χτύπησαν τις παλάμες τους, αλλά μετά συγκρατήθηκανγια να μη βάλουν τα γέλια.

«Πολύ έξυπνο» ψιθύρισε η Ερίκα με θαυμασμό. «Δεν ήξερα ότι συζούσα με έναν δάσκαλο μεμακιαβελικές ικανότητες!»

«Είναι πολλά αυτά που δεν ξέρεις για μένα, αγάπη μου» είπε εκείνος. «Όπως καταλαβαίνεις, είμαιένας πολυσύνθετος άνθρωπος...»

«Α, είσαι πολυσύνθετος άνθρωπος, έτσι; Κι εγώ που πάντα πίστευα πως ήσουν αρκετά βαρετός» τονπείραξε χαμογελώντας.

«Ας μην είχες αυτή την κοιλιά να μ’ εμποδίζει και θα σου έλεγα εγώ ποιος είναι βαρετός» αντιγύρισεο Πάτρικ και αμέσως ένιωσε την ένταση της μέρας να σβήνει μόλις άρχισαν τα τρυφερά τουςπειράγματα.

Σοβάρεψε αμέσως. «Είχες κανένα νέο από την Αννα;»

Το χαμόγελο της Ερίκα εξαφανίστηκε. «Όχι. Ούτε κιχ. Πήγα κάτω στη μαρίνα και έριξα μια ματιά,αλλά το ιστιοφόρο δεν ήταν πια εκεί».

«Πιστεύεις ότι επέστρεψε στο σπίτι της;»

«Δεν ξέρω. Είτε επέστρεψε είτε κάνουν ιστιοπλοΐα κάπου κατά μήκος της ακτής. Να σου πω όμωςκάτι; Δεν έχω καμία όρεξη ν’ ασχοληθώ με αυτό. Είμαι πάρα πολύ θυμωμένη με την ευθιξία της καιμε τον τρόπο που ξινίζει τα μούτρα της μόλις πω κάτι που είναι λάθος».

Αναστέναξε και άρχισε να λέει κάτι άλλο, αλλά τη διέκοψαν ο Γιέργκεν και η Μάντε, που πέρασανκατηφείς δίπλα τους για να πάνε να μαζέψουν τα συμπράγκαλά τους.

Page 213: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Λίγο αργότερα, αφού ο Πάτρικ πήγε με το αμάξι τους απρόθυμος καλοκαιρινούς γλεντζέδες στοπλοίο για το Βαλέ, κάθισαν στη βεράντα και απόλαυσαν τη γαλήνη. Θέλοντας πολύ να τηνευχαριστήσει και με την αίσθηση ότι της χρωστούσε ακόμη πολλά, ο Πάτρικ τής έκανε μασάζ σταπρησμένα της πόδια και στις γάμπες της, ενώ η Ερίκα αναστέναζε από απόλαυση. Είχε διώξει από τομυαλό του κάθε σκέψη για τις δολοφονημένες κοπέλες και την εξαφανισμένη Τζένι Μέλερ. Μερικέςφορές χρειαζόταν και η ψυχή μια μικρή ανάπαυση.

Το τηλεφώνημα έγινε τελικά το πρωί. Ως μέρος της γενικότερης απόφασής του να φροντίσει λίγοπαραπάνω τη γυναίκα του, ο Πάτρικ είχε αποφασίσει να πάρει ρεπό εκείνο το πρωί. Όταντηλεφώνησε ο Πέντερσεν, κάθονταν οι δυο τους στον κήπο και έπαιρναν ήσυχοι το πρωινό τους.Κοιτάζοντας απολογητικά την Ερίκα, σηκώθηκε από το τραπέζι, κι εκείνη απλώς του χαμογέλασε μεκατανόηση. Έδειχνε ήδη πολύ πιο ικανοποιημένη από κάθε άλλη φορά.

«Έχεις τίποτα ενδιαφέρον;» ρώτησε ο Πάτρικ.

«Ναι, θα μπορούσα να πω ότι έχω κάτι πολύ ενδιαφέρον. Αν αρχίσουμε από την αιτία θανάτου τουΓιοχάνες Χουλτ. η πρώτη μου παρατήρηση ήταν απολύτως σωστή. O Γιοχάνες δεν κρεμάστηκε. Κιεφόσον λες ότι βρέθηκε στο πάτωμα με μια θηλιά στον λαιμό, αυτή η θηλιά τοποθετήθηκε εκεί μετάτον θάνατό του. H αιτία θανάτου είναι, στην πραγματικότητα, ένα ισχυρό χτύπημα στο πίσω μέροςτου κεφαλιού με σκληρό αντικείμενο, όχι όμως αμβλύ. Έχει, επίσης, ένα συντριπτικό τραύμα στοσαγόνι, το οποίο μπορεί να αποτελεί ένδειξη για ένα κατά μέτωπο χτύπημα».

«Δηλαδή, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για δολοφονία». O Πάτρικ κρατούσε πολύ σφιχτά τοακουστικό.

«Όχι, θα ήταν αδύνατον να είχε καταφέρει ο ίδιος αυτά τα χτυπήματα στον εαυτό του».

«Και πόσο καιρό είναι νεκρός;»

«Αυτό είναι δύσκολο να το πω. Όμως, είναι πάρα πολύ καιρό θαμμένος. Θα έλεγα πως ο χρόνοςθανάτου ταιριάζει αρκετά με τον χρόνο που πέρασε από τότε που θεωρήθηκε ότι αυτοκτόνησε.Οπότε δεν θάφτηκε εκ των υστέρων, αν αυτό είναι που ζητάς να επιβεβαιώσεις» είπε ο Πέντερσενσαν να ήθελε να τον πειράξει.

Ακολούθησε μια στιγμή σιωπής ενώ ο Πάτρικ συλλογιζόταν αυτά που του είχε πει ο Πέντερσεν.Ξαφνικά του πέρασε μια σκέψη από το μυαλό. «Μου φάνηκε πως υπαινίχτηκες ότι είχες ανακαλύψεικάτι παραπάνω όταν εξέτασες τον Γιοχάνες. Τι ήταν;»

«Ναι, κι αυτό θα σου αρέσει. Έχουμε εδώ μια εκπαιδευόμενη παθολογοανατόμο που τα βίνει όλαγια την επιστήμη της και είχε την ιδέα να πάρει ένα δείγμα DNA από τον Γιοχάνες, μια που είχε γίνειούτως ή άλλως η εκταφή και να το συγκρίνει με το δείγμα σπέρματος που υπήρχε στην Τάνια Σμιτ».

«Και;» O Πάτρικ άκουγε τον εαυτό του να βαριανασαίνει γεμάτος προσδοκία.

«Υπάρχει συγγένεια, που να με πάρει ο διάβολος! Αυτός που σκότωσε την Τάνια Σμιτ είναι σίγουρασυγγενής του Γιοχάνες Χουλτ!»

Page 214: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

O Πάτρικ δεν είχε ξανακούσει τον κατά τ’ άλλα καθωσπρέπει Πέντερσεν να βρίζει, αλλά τώρα έτεινεκι αυτός να συμφωνήσει μαζί του. Που να πάρει ο διάβολος, σκέφτηκε. Έκανε μια παύση για έναδευτερόλεπτο ώστε να συγκεντρωθεί και είπε:

«Μπορείτε να βρείτε ποια είναι ακριβώς η συγγένεια;». H καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή.

«Ναι. Και αυτό κάνουμε τώρα. Αλλά χρειαζόμαστε περισσότερο υλικό αναφοράς, οπότε τώραπρέπει ν’ αναλάβεις να συγκεντρώσεις δείγμα αίματος απ’ όλα τα γνωστά μέλη στο σόι των Χουλτ».

«Απ' όλα τα γνωστά μέλη;» είπε ο Πάτρικ και του λύθηκαν

τα γόνατα και μόνο που σκέφτηκε πώς θα αντιδρούσε η φατρία σε αυτή την εισβολή στηνπροσωπική τους ζωή.

Τον ευχαρίστησε για τις πληροφορίες και επέστρεψε στον κήπο, στο τραπέζι με το πρωινή, όπουκαθόταν η Ερίκα σαν μαντόνα, με το λευκό της νυχτικό φουσκωμένο και τα ξανθά μαλλιά της λυτά.Ακόμη του έκοβε την ανάσα.

«Πήγαινε» του είπε, κάνοντας του νόημα να φύγει, κι εκείνος τη φίλησε με ευγνωμοσύνη στομάγουλο.

«Έχεις να κάνεις κάτι σήμερα;» τη ρώτησε.

«Το πλεονέκτημα με τους απαιτητικούς επισκέπτες είναι ότι προσβλέπω σε μια μέρα τεμπελιάς. Μεάλλα λόγια, αποφάσισα να μην κάνω απολύτως τίποτα σήμερα, θα μείνω ξαπλωμένη έξω, θαδιαβάσω και θα φάω κάτι καλό».

«Ακούγεται υπέροχο πρόγραμμα. Κι εγώ θα φροντίσω να επιστρέψω νωρίς στο σπίτι σήμερα, θαείμαι εδω το αργότερο στις τέσσερις το απόγευμα. Σου το υπόσχομαι».

«Εντάξει, κάνε ό,τι καλύτερο μπορείς. Και έλα όταν είναι να ‘ρθεις. Φύγε τώρα, γιατί βλέπω ότικάθεσαι σε αναμμένα κάρβουνα».

Δεν χρειάστηκε να του το πει δεύτερη φορά. O Πάτρικ έφαγε βιαστικά για το αστυνομικό τμήμα.

Όταν έφτασε στο Τμήμα είκοσι λεπτά αργότερα, οι άλλοι κάθονταν όλοι μαζί και έπιναν τον πρωινόκαφέ τους. Με κάποια ενοχή, είδε ότι ήταν πιο αργά απ’ ό,τι νόμιζε.

«Γεια σου, Χέντστρεμ. Ξέχασες να βάλεις το ξυπνητήρι σήμερα;»

O Ερνστ. του οποίου η αυτοπεποίθηση είχε αποκατασταθεί πλήρως, ακουγόταν τόσο υπερόπτης όσοήταν συνήθως.

«Μπα, θα έλεγα μάλλον ότι εξαργύρωσα κάποιες από τις πολλές υπερωρίες μου. Έπρεπε ναφροντίσω λίγο και τη γυναίκα μου» είπε ο Πάτρικ και έκλεισε το μάτι στην Ανικα, η οποία είχε κάνεικοπάνα για λίγο από τη ρεσεψιόν.

Page 215: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Χμμμ, υποθέτω πως το να κοιμάται κανείς λίγο παραπάνω όταν γουστάρει είναι ένα από ταπρονόμια του προϊσταμένου» αντιγύρισε επίμονα ο Ερνστ.

«Είμαι, φυσικά, επικεφαλής σε αυτή την έρευνα, αλλά δεν είμαι προϊστάμενος κανενός» παρατήρησεο Πάτρικ ήπια. Τα βλέμματα όμως που έριξε η Ανικα στον Ερνστ δεν ήταν καθόλου ήπια. O Πάτρικσυνέχισε: «Και ως επικεφαλής της έρευνας έχω κάτι νέα να σας πω - και κάποιες δουλειές να σαςαναθέσω».

Τους εξιστόρησε όσα του είχε πει ο Πέντερσεν, και για λίγο η ατμόσφαιρα στην τραπεζαρία στοαστυνομικό τμήμα του Τανουμσχέντε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί θριαμβευτική.

«Τότε έχουμε περιορίσει στο πι και φι το πεδίο της αναζήτησης σε τέσσερα πιθανά άτομα» είπε οΓιέστα. «Στον Στέφαν, στον Ρόμπερτ, στον Γιάκομπ και στον Γκάμπριελ».

«Ναι, και μην ξεχνάς πού είδαν την Τάνια τελευταία φορά» είπε ο Μάρτιν.

«Σύμφωνα με τον Στέφαν, ναι» υπενθύμισε ο Ερνστ. «Μην ξεχνάς πως αυτό το ισχυρίζεται οΣτέφαν. Προσωπικά, θα ήθελα να έχω κάποιον πιο αξιόπιστο μάρτυρα».

«Ναι, αλλά και η Λίντα λέει ότι είδαν κάποιον όταν ήταν εκεί το ίδιο βράδυ, άρα...»

O Πάτρικ διέκοψε τη συζήτηση ανάμεσα στον Ερνστ και τον Μάρτιν. «Όπως και να 'χει, ότανπάρουμε δείγμα DNA απ’ όλα τα μέλη της οικογένειας Χουλτ, δεν θα χρειάζεται πλέον να κάνουμεεικασίες. Εξάλλου, καθώς ερχόμουν εδώ, τηλεφώνησα για να μας δώσουν όσες άδειες απαιτούνται.Όλοι ξέρουν γιατί επείγει η εν λόγω περίπτωση, και περιμένω από λεπτό σε λεπτό την έγκριση τηςΕισαγγελικής Αρχής».

Γέμισε ένα φλιτζάνι με καφέ και κάθισε μαζί με τους άλλους. Εβαλε το κινητό του στη μέση τουτραπεζιού, και όπως ήταν φυσικό, όλοι το λοξοκοίταζαν κάθε λίγο και λιγάκι.

«Πώς σας φάνηκε το χτεσινό θέαμα;» κακάρισε ο Ερνστ.

Είχε ήδη ξεχάσει την υπόσχεση που είχε δώσει να μην κουτσομπολέψει όσα του είχε εκμυστηρευτείο Μέλμπεργ. Ήδη είχαν μάθει όλοι για την κατά παραγγελία αρραβωνιάρα, και φυσικά, ποτέ άλλοτεδεν είχε πέσει τόσο γέλιο. Ήταν κάτι που θα μπορούσαν να το συζητάνε πίσω από την πλάτη τουαρχηγού τους για πολύ καιρό ακόμη.

«Ναι. γαμώτο» γέλασε και ο Γιέστα. «Αν κάποιος είναι τόσο απελπισμένος ώστε να παραγγείλειγυναίκα από κατάλογο, τότε τι να πω; Τα ’θελε και τα ’παθε».

«Σκεφτείτε τη φάτσα του όταν πήγε να την παραλάβει από το αεροδρόμιο και συνειδητοποίησε ότιοι προσδοκίες του είχαν διαψευστεί». H Ανικα γέλασε με όλη της την καρδιά. Το να γελάς με τηνατυχία του άλλου δεν ήταν και τόσο κακό τώρα που στόχος ήταν ο Μέλμπεργ.

«Πάντως, δεν μπορώ να πω ότι δεν αποδείχτηκε άξια της φήμης της. Πήγε απευθείας στα μαγαζιάκαι γέμισε την τσάντα της. Ασε που δεν την ένοιαζε ιδιαίτερα τι έκλεβε, αρκεί να είχε μια τιμή πάνωτου...» είπε γελώντας ο Ερνστ. «Αν και. μιλώντας για κλοπές, ακούστε αυτό: O γερο-Πέρσον, αυτός

Page 216: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

που επισκεφθήκαμε χτες ο Γιέστα κι εγώ, μου έλεγε πως κάποιος βλάκας πήγαινε και του έκλεβεεκείνο το αναθεματισμένο το λίπασμα. Κάθε φορά που παραλάμβανε ένα νέο φορτίο τού έκλεβανκάνα δυο σακιά. Μπορείτε να καταλάβετε πώς κάποιος μπορεί να είναι τόσο τσιγκούνης ώστε νακλέβει σακιά με σκατά; Βέβαια, αυτά τα σκατά είναι οπωσδήποτε ακριβά, αλλά πάλι...» Χτύπησε τιςπαλάμες του στα γόνατά του. «Τι ιστορία κι αυτή, γαμώτο» είπε και σκούπισε ένα δάκρυ που τουείχε προκαλέσει το πολύ γέλιο. Μετά αντιλήφθηκε πως είχε πέσει απόλυτη σιωπή γύρω του.

«Τι είπες;» ρώτησε ο Πάτρικ με μια φωνή που δεν προοιωνιζόταν τίποτα καλό. O Ερνστ είχεξανακούσει αυτή τη φωνή μόλις πριν από δυο μέρες και κατάλαβε ότι πάλι είχε κάνει γκάφα.

«Να, είπε ότι κάποιος πήγαινε και του έκλεβε τα σακιά με το λίπασμα».

«Και το γεγονός ότι το Βεστεργκόρντεν είναι το κοντινότερο αγρόκτημα δεν σου πέρασε από τομυαλό ότι αυτή η πληροφορία μπορεί να ήταν σημαντική;»»

H φωνή του Πάτρικ ήταν τόσο ψυχρή που ο Ερνστ ένιωσε το κρύο στο πετσί του. O Πάτρικέστρεψε το βλέμμα του στον Γιέστα. «Εσύ τον άκουσες να το λέει αυτό, Γιέστα;»

«Όχι, αυτό πρέπει να το είπε ο αγρότης όταν έλειψα δύο λεπτά για να πάω στην τουαλέτα». Κοίταξεκι αυτός άγρια τον Ερνστ.

«Δεν το σκέφτηκα» είπε με παραπονιάρικο ύφος ο Ερνστ. «Δεν μπορώ να τα θυμάμαι όλα.διάβολε!»

«Αυτό ακριβώς όμως είσαι υποχρεωμένος να κάνεις. Αλλά θα μιλήσουμε αργότερα γι’ αυτό. Τώρατο θέμα είναι τι σημαίνει αυτό το στοιχείο για εμάς».

O Μάρτιν σήκωσε το χέρι του σαν να ήταν στην τάξη «Μήπως είμαι μόνο εγώ αυτός που πιστεύειπως γίνεται όλο και πιο φανερή η σχέση του Γιάκομπ με αυτή την υπόθεση;» Καθώς δεν απάντησεκανένας, ο Μάρτιν εξήγησε; «Πρώτον, έχουμε μια μαρτυρία, έστω από αμφίβολη πηγή, που λέει πωςη Τάνια ήταν στο Βεστεργκόρντεν πριν από την εξαφάνισή της. Δεύτερον, το DNA που υπήρχε στοπτώμα της Τάνια ανήκει σε κάποιον που είναι συγγενής με τον Γιοχάνες και, τρίτον, κλάπηκαν σακιάαπό ένα αγρόκτημα που βρίσκεται, κυριολεκτικά δίπλα στο Βεστεργκόρντεν. Αυτά είναιτουλάχιστον αρκετά για να τον καλέσουμε εδώ για μια κουβεντούλα και ταυτόχρονα να κάνουμε μιαέρευνα στην ιδιοκτησία του». Πάλι δεν μίλησε κανείς, και ο Μάρτιν συνέχισε την επιχειρηματολογίατου, «Όπως είπες κι εσύ, Πάτρικ, το θέμα επείγει. Δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα αν ρίξουμε μιαματιά εκεί πέρα, στριμώχνοντας έτσι και λίγο παραπάνω τον Γιάκομπ. O μόνος τρόπος για ναχάσουμε κάτι είναι να μην κάνουμε τίποτα. Βέβαια, θα

έχουμε κάποιες απαντήσεις όταν πάρουμε τα δείγματα DNA απ' όλους τους Χουλτ και τασυγκρίνουμε, αλλά εντωμεταξύ δεν μπορούμε να καθόμαστε άπραγοι και να χαζολογάμε. Κάτιπρέπει να κάνουμε!».

Τελικά, μίλησε ο Πάτρικ:

«Ο Μάρτιν έχει δίκιο. Έχουμε αρκετά στοιχεία που καθιστούν επιτακτική μια κουβέντα μαζί του, και

Page 217: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

σίγουρα δεν θα πείραζε αν ρίχναμε και μια ματιά στο Βεστεργκόρντεν. Ακούστε τι θα κάνουμε:Εγώ και ο Γιέστα θα πάμε και θα πάρουμε τον Γιάκομπ για να τον φέρουμε εδώ. Μάρτιν, εσύ θαέρθεις σ' επαφή με το Τμήμα στην Ουντεβάλα και θα ζητήσεις ενισχύσεις για την έρευνα στοαγρόκτημα. Ζήτα βοήθεια από τον Μέλμπεργ για τις άδειες, αλλά φρόνησε να μην είναι μόνο για τηνκατοικία αλλά και για τα υπόλοιπα κτίρια μέσα στην ιδιοκτησία. Τέλος, όλοι θα δίνουμε τιςαναφορές μας στην Ανικα, ως συνήθως. Εντάξει; Ερωτήσεις;».

«Ναι, τι θα κάνουμε με τα δείγματα αίματος;» ρώτησε ο Μάρτιν.

«Διάβολε, αυτό το ξέχασα, θα πρέπει να δουλεύουν και οι κλώνοι μας». Ο Πάτρικ σκέφτηκε γιαλίγο. "Μάρτιν, μπορείς να το αναλάβεις και αυτό αν σου δοθεί βοήθεια από την Ουντεβάλα;" ΟΜάρτιν έγνεψε καταφατικά. «Ωραία, τότε τηλεφώνησε στο Κέντρο Υγείας της Φιελμπάκα και ζήτακάποιον από εκεί που να μπορεί να πάρει αίμα. Και μετά φρόντισε -κι αυτό να το προσέξεις πολύ,διάβολε- να μπουν οι σωστές ετικέτες στα δείγματα και να σταλούν κατεπειγόντως στον Πέντερσεν.Εντάξει, ξεκινάμε. Και μην ξεχνάτε τον λόγο για τον οποίο

βιαζόμαστε».

«Κι εγώ τι θα κάνω;» Ο Ερνστ είπε ν’ αρπάξει την ευκαιρία και ν' ανακτήσει ξανά κάποια εύνοια.

"Εσύ θα μείνεις εδώ» είπε ο Πάτρικ, δίχως να χαραμίσει περισσότερα λόγια για το θέμα αυτό.

Ο Ερνστ άρχισε να μουρμουρίζει αλλά γνώριζε πότε έπρεπε

να κρατάει χαμηλό προφίλ. Όμως, σίγουρα θα έκανε μια κουβέντα με τον Μέλμπεργ όταν τελείωνανμε αυτή την υπόθεση. Δεν ήταν δα και τόσο κακό αυτό που είχε κάνει. Αλλωστε, τα λάθη είναιανθρώπινα!

H καρδιά της Μαρίτα ήταν πλημμυρισμένη από χαρά. H λειτουργία που είχε γίνει έξω στο ύπαιθροήταν υπέροχη, όπως πάντα, και στο επίκεντρο ήταν ο Γιάκομπ της. Ευθύς, δυνατός και με σίγουρηφωνή. κήρυξε τον λόγο του θεού, Είχε συγκεντρωθεί πολύς κόσμος. Εκτός από τους περισσότερουςπου κατοικούσαν στο αγρόκτημα -μια που κάποιοι από αυτούς δεν είχαν δει ακόμη το φως του θεούκαι αρνούνταν να συμμετέχουν- είχαν έρθει και καμιά εκατοστή πιστοί οπαδοί. Κάθονταν στογρασίδι, με τα βλέμματα καρφωμένα στον Γιάκομπ, ο οποίος στεκόταν στη συνηθισμένη θέση του,στον βράχο, με τα μάτια του στραμμένα στη λίμνη. Γύρω τους το πανύψηλο και πυκνό αλσύλλιοαπό σημύδες πρόσφερε τη σκιά του όταν ο καύσωνας φούντωνε και θρόϊζε σε αγαστή συμφωνία μετη μελωδική φωνή του Γιάκομπ. Καμιά φορά δεν μπορούσε να πιστέψει πόσο τυχερή ήταν. Δενμπορούσε να πιστέψει ότι ο άντρας που όλοι κοίταζαν με θαυμασμό είχε επιλέξει αυτή.

Όταν συνάντησε πρώτη φορά τον Γιάκομπ ήταν μόνο δεκαεφτά χρονών. O Γιάκομπ τότε ήτανείκοσι τριών και είχε ήδη τη φήμη του ισχυρού άντρα στο εκκλησίασμα. Ενα μέρος της φήμης τουτο όφειλε στον παππού του. αλλά το μεγαλύτερο μέρος οφειλόταν στο δικό του χάρισμα. Oασυνήθιστος συνδυασμός πραότητας και δύναμης του χάριζε μια λάμψη που την έβλεπαν οι πάντες.H Μαρίτα και οι γονείς της ήταν πολύ καιρό μέλη του εκκλησιάσματος και δεν είχαν χάσει ποτέ ούτεμία λειτουργία. Ήδη, πριν ακόμη παρακολουθήσουν την πρώτη λειτουργία του Γιάκομπ Χουλτ, ηΜαρίτα είχε νιώσει μέσα της ένα προαίσθημα ότι κάτι

Page 218: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

πολύ σημαντικό θα συνέβαινε. Και συνέβη. Δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα της από τον Γιάκομπκαι είχε κρεμαστεί από το στόμα του, από το οποίο τα λόγια του Θεού έρεαν με την ίδια ευκολία πουτρέχει το νερό στο αυλάκι, Όταν το βλέμμα του συνάντησε το δικό της. η Μαρίτα είχε αρχίσει ναπροσεύχεται στον Θεό. Ήταν προσευχές πυρετώδεις, ικετευτικές. παρακλητικές. Αυτή, που είχεμάθει πως δεν έπρεπε κανείς ποτέ να ζητάει κάτι για τον εαυτό του. ζητούσε κάτι τόσο υλιστικόόπως είναι ένας άντρας. Αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει. Παρόλο που ένιωθε τις φλόγες τουκαθαρτηρίου να τσουρουφλίζουν την αμαρτωλή ψυχή της. συνέχιζε να προσεύχεται πυρετωδώς καιδεν σταμάτησε παρά μόνο όταν είδε πως ο Γιάκομπ την κοίταξε με την επιθυμία ζωγραφισμένη στοβλέμμα του.

Στην πραγματικότητα, δεν καταλάβαινε γιατί ο Γιάκομπ την είχε διαλέξει για σύζυγό του. Ήξερε ότιδεν διέθετε τίποτε άλλο πέρα από μια συνηθισμένη εξωτερική εμφάνιση και ότι σαν προσωπικότηταήταν λιγομίλητη και εσωστρεφής. Όμως, εκείνος την ήθελε, και την ημέρα που παντρεύτηκανυποσχέθηκε στον εαυτό της να μην αναρωτηθεί ποτέ της, ούτε να αμφισβητήσει τη θέληση τουΘεού. Προφανώς ο θεός τούς είχε ξεχωρίσει και τους δύο από το πλήθος και είχε αποφασίσει ότι θαήταν καλό να παντρευτούν - κι αυτό της αρκούσε. Ίσως ένας τόσο δυνατός άντρας σαν τον Γιάκομπνα χρειαζόταν ένα αδύναμο ταίρι για να μη φθείρεται από τυχόν αντιστάσεις. Πού να ήξερε κι αυτή.

Τα παιδιά στριφογύριζαν ανήσυχα εκεί που κάθονταν «το γρασίδι δίπλα της. H Μαρίτα τούς είπεαυστηρά να σωπάσουν. Ήξερε καλά πως τα ποδαράκια τους τα έτρωγε η επιθυμία να τρέξουν και ναπαίξουν, αλλά υπήρχε καιρός γι' αυτό αργότερα. Τώρα έπρεπε ν' ακούσουν τον πατέρα τους νακηρύττει τον λόγο του θεού.

«H πίστη μας δοκιμάζεται όταν αντιμετωπίζουμε

δυσκολίες. Αλλά τότε είναι επίσης που η πίστη μας δυναμώνει. Δίχως αντίσταση, η πίστηεξασθενίζει και μας κάνει να νιώθουμε χορτάτοι και τεμπέληδες. Ξεχνάμε γιατί πρέπει ναστρεφόμαστε στον Θεό για καθοδήγηση. Και σύντομα καταλήγουμε να παραστρατήσουμε. Κι εγώ οίδιος αντιμετώπισα δοκιμασίες τον τελευταίο καιρό, όπως θα γνωρίζετε. Το ίδιο και η οικογένειάμου. Οι δυνάμεις του κακού εργάζονται για να δοκιμάσουν την πίστη μας. Όμως, είναικαταδικασμένες ν’ αποτύχουν. Διότι η πίστη μου δυνάμωσε τόσο πολύ που δεν μπορούν πλέον ναμε αγγίξουν οι δυνάμεις του κακού. Δοξάστε τον Θεό που μου χάρισε τέτοια δύναμη!»

Σήκωσε τα χέρια του προς τον ουρανό, και οι συγκεντρωμένοι αναφώνησαν «αλληλούια», ενώ ταπρόσωπά τους έλαμπαν από χαρά και πίστη. H Μαρίτα σήκωσε κι αυτή τα χέρια της προς τονουρανό και ευχαρίστησε τον θεό. Τα λόγια του Γιάκομπ την έκαναν να ξεχάσει τις δυσκολίες πουαντιμετώπισαν τις τελευταίες εβδομάδες. Στηριζόταν στον Γιάκομπ και εμπιστευόταν τον Κύριο, καιόσο ήταν μαζί δεν είχαν να φοβούνται τίποτα.

Όταν, λίγο αργότερα, ο Γιάκομπ ολοκλήρωσε τη λειτουργία, το πλήθος συγκεντρώθηκε γύρω του.Όλοι ήθελαν να του σφίξουν το χέρι, να τον ευχαριστήσουν και να του προσφέρουν υποστήριξη.Φαινόταν ότι είχαν την ανάγκη να τον αγγίξουν και με αυτό τον τρόπο να πάρουν ένα μέρος από τηγαλήνη και την πίστη του μαζί τους. Όλοι ήθελαν ένα κομμάτι του. H Μαρίτα στεκόταν πιο πίσω απ'όλους, με τη θριαμβευτική επίγνωση ότι ο Γιάκομπ ήταν δικός της. Καμιά φορά αναρωτιόταν,κάπως ένοχα, μήπως ήταν αμαρτία που ένιωθε αυτή την επιθυμία να κατέχει τον άντρα της. πουήθελε να έχει δική της κάθε ίνα του. αλλά πάντα απόδιωχνε τέτοιες σκέψεις. Ήταν προφανώς

Page 219: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

θέλημα Θεού να είναι μαζί, οπότε αυτό δεν μπορούσε ποτέ να θεωρηθεί λάθος.

Όταν το πλήθος άρχισε να διαλύεται, εκείνη πήρε τα

παιδιά από το χέρι και πήγε κοντά του. Τον ήξερε πολύ καλά κι έβλεπε ότι αυτό που τον γέμιζε κατάτη διάρκεια της λειτουργίας είχε τώρα αρχίσει να υποχωρεί και στη θέση του είχε έρθει η κούραση, ηοποία διαγραφόταν ξεκάθαρα στα μάτια του.

«Έλα, πάμε στο σπίτι τώρα, Γιάκομπ».

«Όχι ακόμη, Μαρίτα. Πρέπει πρώτα να κάνω κάτι».

«Ό,τι και να ’ναι μπορεί να περιμένει ως αύριο. Τώρα θα σε πάρω στο σπίτι να ξεκουραστείς. Βλέπωπόσο κουρασμένος είσαι».

Εκείνος χαμογέλασε και έπιασε το χέρι της. «H σοφή μου σύζυγος έχει δίκιο, όπως πάντα. Θα πάωνα πάρω τα πράγματά μου από το γραφείο και αμέσως μετά μπορούμε να φύγουμε».

Είχαν αρχίσει ν’ ανεβαίνουν προς το σπίτι, όταν δύο άντρες φάνηκαν να έρχονται πεζοί προς τομέρος τους. Αρχικά δεν είδαν ποιοι ήταν επειδή τους τύφλωνε ο ήλιος, αλλά μόλις τους πλησίασαν,ο Γιάκομπ έβγαλε έναν ενοχλημένο αναστεναγμό.

«Τι θέλετε πάλι τώρα;»

H Μαρίτα κοίταζε απορημένη μια τον Γιάκομπ και μια τους άντρες, μέχρι που αντιλήφθηκε,κρίνοντας από τον τόνο της φωνής του Γιάκομπ, ότι ήταν αστυνομικοί. Τους κοίταξε με βλέμμααγριωπό. Αυτοί ήταν που είχαν προκαλέσει τόσα προβλήματα πρόσφατα στον Γιάκομπ και τηνοικογένειά του.

«Πρέπει να κάνουμε μια κουβεντούλα μαζί σου, Γιάκομπ».

«Τι στην ευχή απέμεινε να πούμε που δεν σας το είπα χτες;» Αναστέναξε. «Τέλος πάντων, αςξεμπερδεύουμε και με αυτό, Πάμε στο γραφείο μου».

Οι αστυνομικοί δεν κουνήθηκαν καθόλου. Έριξαν ένα αμήχανο βλέμμα στα παιδιά, κάτι που κίνησετις υποψίες

της Μαρίτα. Ενστικτωδώς, αγκάλιασε τα παιδιά της και τα τράβηξε προς το μέρος της.

«Όχι εδώ. Θα θέλαμε να μιλήσουμε μαζί σου στο αστυνομικό τμήμα».

Είχε μιλήσει ο νεότερος από τους δύο αστυνομικούς. O μεγαλύτερος στεκόταν παράμερα καιπαρατηρούσε σοβαρός τον Γιάκομπ. O φόβος έμπηξε τα νύχια του στην καρδιά της. Πράγματι οιδυνάμεις του κακού πλησίαζαν όλο και περισσότερο, όπως ακριβώς είχε πει ο Γιάκομπ στο κήρυγμάτου.

ΕΝΝΙΑ

Page 220: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Καλοκαίρι 1979

Ηξερε ότι το άλλο κορίτσι είχε «φύγει». Από τη γωνιά της την άκουσε ν’ αφήνει τον τελευταίοστεναγμό και με τα χέρια σφιγμένα παρακαλούσε πανικόβλητη τον Θεό να καλοδεχτεί τη σύντροφότης στο μαρτύριο. Κατά κάποιον τρόπο τη ζήλευε. Τη ζήλευε που είχε γλιτώσει πλέον από τα βάσανα.

Το κορίτσι ήταν εκεί πριν από αυτή, πριν καταλήξει και η ίδια στην κόλαση. Στην αρχή την είχεπαραλύσει ο φόβος, αλλά τα χέρια της άλλης κοπέλας γύρω της και το ζεστό κορμί πάνω της τηςπρόσφεραν μια παράξενη ασφάλεια. Ταυτόχρονα εκείνη δεν ήταν πάντα το ίδιο καλή. O αγώνας γιατην επιβίωση τις ένωνε, αλλά τις χώριζε κιόλας. H ίδια είχε διατηρήσει μέσα της άσβεστη τηνελπίδα. 'Οχι όμως και η άλλη κοπέλα. Και ήξερε πως ενίοτε τη μισούσε επειδή μπορούσε να διατηρείτην ελπίδα της. Πώς όμως μπορούσε ν' αφήσει την ελπίδα της να πετάξει μακριά; Σε όλη της τη ζωήείχε μάθει ότι κάθε απίθανη κατάσταση είχε τη λύση της. Γιατί να μην ίσχυε το ίδιο και τώρα; Είδετο πρόσωπο του πατέρα της και της μητέρας της με τα μάτια

της φαντασίας της και ήταν σίγουρη πως θα την έβρισκαν γρήγορα.

Το άλλο το δύσμοιρο κορίτσι όμως δεν είχε τίποτα. Κατάλαβε αμέσως ποια ήταν μόλις ένιωσε τοζεστό κορμί της μέσα στα σκοτάδια, παρόλο που δεν είχαν μιλήσει ποτέ τους εκεί έξω. Και σαν ναείχαν συνεννοηθεί βουβά, δεν αποκάλεσαν ποτέ η μία την άλλη με το όνομά της, διότι κάτι τέτοιο θαπαρέπεμπε σε κάτι εντελώς φυσιολογικό. και τους ήταν αδύνατον να σηκώσουν τέτοιο βάρος. Όμως,η άλλη κοπέλα είχε μιλήσει για την κόρη της. Ήταν η μοναδική φορά που η φωνή της ακούστηκεζωντανή.

Χρειάστηκε να χάνει υπεράνθρωπες προσπάθειες προκειμένου να σφίξει τα χέρια της και ναπροσευχηθεί για κείνη που είχε πλέον «φύγει». Τα μέλη της δεν υπάκουαν, αλλά συγκεντρώνονταςτις τελευταίες δυνάμεις που της είχαν απομείνει κατάφερε, με τη θέλησή της και μόνο, να ενώσει τααπείθαρχα χέρια της σε κάτι που θύμιζε στάση προσευχής.

Υπομονετικά, περίμενε μέσα στα σκοτάδια αγκαλιά με τον πόνο της. Τώρα ήταν πλέον θέμα χρόνουμέχρι να τη βρουν. H μητέρα και ο πατέρας. Σύντομα...

Ναι, θα έρθω μέχρι το αστυνομικό τμήμα. Όμως, έπειτα πρέπει να σταματήσει αυτό! Ακούσατε;»είπε εκνευρισμένος ο Γιάκομπ.

Με την άκρη του ματιού της, η Μαρίτα είδε τον Κένεντι να πλησιάζει. Ποτέ της δεν τον είχεσυμπαθήσει. Υπήρχε κάτι μοχθηρό στη ματιά του, που αναμειγνυόταν με τη λατρεία μόλις έβλεπετον Γιάκομπ. O Γιάκομπ όμως την είχε επιπλήξει όταν του είχε πει πώς ένιωθε. O Κένεντι ήταν έναδυστυχισμένο παιδί που είχε αρχίσει επιτέλους να βρίσκει εσωτερική γαλήνη. Αυτό που χρειαζόταντώρα ήταν αγάπη και στοργή όχι καχυποψία. Εντούτοις, η ανησυχία δεν έλεγε να την αφήσει. Ένααποτρεπτικό νεύμα του Γιάκομπ έκανε τον Κένεντι να οπισθοχωρήσει απρόθυμα και να επιστρέψειστο σπίτι. Ήταν σαν ένα μαντρόσκυλο που ήθελε να υπερασπιστεί το αφεντικό του. σκέφτηκε ηΜαρίτα.

O Γιάκομπ στράφηκε προς τη Μαρίτα και κράτησε το πρόσωπό της στα χέρια του. «Πήγαινε στοσπίτι με τα παιδιά. Μην ανησυχείς. Οι αστυνομικοί θέλουν απλώς να ρίξουν λίγο ακόμα λάδι στη

Page 221: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

φωτιά μέσα στην οποία τελικά θα αναλωθούν».

Χαμογέλασε για ν’ αφαιρέσει τη δηκτικότητα από τα λόγια του, αλλά εκείνη έσφιξε πάνω της ταπαιδιά ακόμα πιο δυνατά Αυτά κοίταζαν ανήσυχα μια τον Γιάκομπ και μια τη Μαρίτα. Με τον δικότους τρόπο ένιωθαν πως κάτι αναστάτωνε την ισορροπία στον κόσμο τους.

O νεότερος αστυνομικός μίλησε ξανά. Αυτή τη φορά έδειχνε λίγο πιο αμήχανος. «Θα σαςσυνιστούσα να μην πάτε στο σπίτι με τα παιδιά πριν πέσει το βράδυ. Θα...» δίστασε «... θα κάνουμεμια έρευνα στο σπίτι σας σήμερα το απόγευμα».

«Μα τι είναι αυτά που κάνετε;» O Γιάκομπ ακούστηκε

τόσο ταραγμένος που οι λέξης έβγαιναν με δυσκολία από στόμα του.

H Μαρίτα ένιωσε πως τα παιδιά κινούνταν ανήσυχα έτσι όπως τα κρατούσε. Δεν είχαν συνηθίσει ν’ακούνε τον τους να υψώνει τη φωνή.

«Θα σου εξηγήσουμε τα πάντα αλλά στο Τμήμα. Πάμε λοιπόν.»

Επειδή δεν ήθελε ν’ ανησυχήσει περισσότερο τα παιδιά, ο Γιάκομπ έγνεψε στωικά. Τα χάιδεψε στοκεφάλι, φίλησε η Μαρίτα στο μάγουλο και περπατώντας ανάμεσα στους δύο αστυνομικούς,κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητό τους.

Όταν οι αστυνομικοί μπήκαν στο αυτοκίνητο με τον Γιάκομπ και ξεκίνησαν, εκείνη είχε μείνει σανστήλη άλατος και τους κοίταζε καθώς απομακρύνονταν. Πέρα στο σπίτι στεκόταν επίσης ο Κένεντικαι παρακολουθούσε. Τα μάτια του ήταν σκοτεινά σαν τη νύχτα.

Ακόμα και στο αρχοντικό των Χουλτ επικρατούσε αναβρασμός.

«Θα τηλεφωνήσω στον δικηγόρο μου! Αυτό είναι εντελώς παράλογο! Να μας παίρνουν αίμα και ναμας συμπεριφέρονται σαν να είμαστε κοινοί εγκληματίες!»

O Γκάμπριελ ήταν τόσο οργισμένος που το χέρι του πάνω στο πόμολο της πόρτας έτρεμε. O Μάρτινστεκόταν μπροστά στη σκάλα και κοίταζε κατάματα τον Γκάμπριελ με ήρεμο βλέμμα. Πίσω τουστεκόταν ο επαρχιακός γιατρός της Φιελμπάκα, ο δόκτωρ Γιάκομπσον, ο οποίος ίδρωνε καιξεΐδρωνε. Το τεράστιο κορμί του δεν ήταν μαθημένο σε τέτοια ζέστη, αλλά η κύρια αιτία που οιδρώτας κυλούσε ακατάπαυστα στο μέτωπό του ήταν ότι θεωρούσε την όλη κατάσταση παντελώςδυσάρεστη.

"Είσαι ελεύθερος να το κάνεις αυτό, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, αλλά θυμήσου να του αναφέρειςτο είδος των

εγγράφων που έχουμε προσκομίσει ώστε να σου επιβεβαιώσει ότι είμαστε εντός των δικαιωμάτωνμας όπως τα ορίζει ο νόμος. Αν δεν μπορεί να είναι εδώ σε ένα τέταρτο, έχουμε το δικαίωμα, λόγωτου κατεπείγοντος χαρακτήρα της υπόθεσης, να ολοκληρώσουμε την αποστολή μας δίχως τηνπαρουσία δικηγόρου».

Page 222: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

O Μάρτιν συνειδητά μιλούσε με όσο περισσότερους γραφειοκρατικούς όρους μπορούσε. Υπέθεσεπως μόνο με αυτή τη γλώσσα θα μπορούσε να συνεννοηθεί με τον Γκάμπριελ. Και είχε δίκιο, μιαπου ο Γκάμπριελ τους άφησε να περάσουν μέσα. Πήρε το έγγραφο που του είχε επιδείξει ο Μάρτινκαι πήγε κατευθείαν στο τηλέφωνο για να πάρει τον δικηγόρο του. O Μάρτιν έκανε νόημα στουςδύο αστυνομικούς από την Ουντεβάλα που είχε μαζί του να περάσουν μέσα και προετοιμάστηκε γιαμια μικρή αναμονή. O Γκάμπριελ μιλούσε ταραγμένος και χειρονομώντας στο τηλέφωνο. Λίγαλεπτά αργότερα επέστρεψε στους αστυνομικούς που στέκονταν στο χολ

«Θα είναι εδώ σε δέκα λεπτά» ανακοίνωσε βλοσυρά.

«Ωραία. H γυναίκα σας και η κόρη σας πού είναι; Πρέπει να πάρουμε αίμα και από αυτές».

«Στον στάβλο».

«Μπορείς να πας να τις φέρεις;» είπε ο Μάρτιν σε έναν από τους αστυνομικούς από την Ουντεβάλα.

«Φυσικά. Πού είναι ο στάβλος;»

«Υπάρχει ένα δρομάκι που περνάει δίπλα από την αριστερή πτέρυγα του σπιτιού. Ακολούθησε τοκαι θα βρεις τον στάβλο στα διακόσια μέτρα». Παρόλο που η γλώσσα του σώματός του έδειχνεξεκάθαρα πόσο δυσαρεστημένος ήταν με την κατάσταση. ο Γκάμπριελ προσπαθούσε εντούτοις ναδείχνει ότι αντιμετώπιζε γενναία την όλη κατάσταση. Μετά είπε απρόθυμα: «Υποθέτω πως εσείς οιυπόλοιποι μπορείτε να περάσετε μέσα όσο περιμένουμε».

Όταν μπήκαν η Λίντα και η Λάινε, κάθονταν όλοι τους βουβοί και αμήχανοι στην άκρη του καναπέ.

«Τι συμβαίνει, Γκάμπριελ; O αστυνομικός αποδώ λέει πως έχει έρθει ο γιατρός Γιάκομπσον για ναπάρει δείγμα αίματος απ’ όλους μας! Μάλλον θα πρόκειται για κάποιο κρύο αστείο!"

H Λίντα, η οποία δεν έλεγε να ξεκολλήσει το βλέμμα της από τον νεαρό άντρα με τη στολή που είχεπάει να τις φέρει είχε εντελώς διαφορετική άποψη. «Ουάου, πρώτη φάση!» αναφώνησε.

«Δυστυχώς, φαίνεται πως το εννοούν πολύ σοβαρά Λάινε. Όμως. τηλεφώνησα στον δικηγόροΛεβγκρέν και θα έρθει όπου να ’ναι. Πριν έρθει, δεν θα πάρουν ούτε ένα δείγμα».

«Μα δεν καταλαβαίνω, γιατί θέλετε να κάνετε κάτι τέτοιο;» H Λάινε φαινόταν μπερδεμένη, αλλάσυγκρατούσε την αυτοκυριαρχία της.

«Πολύ φοβάμαι πως δεν μπορούμε να το αποκαλύψουμε αυτό για τεχνικούς λόγους που αφορούντην έρευνά. Αλλά θα σας τα εξηγήσουμε όλα όταν έρθει η ώρα».

O Γκάμπριελ καθόταν και μελετούσε το έγγραφο της άδειας που είχε μπροστά του. «Εδώ γράφει ότιέχετε άδεια να πάρετε και δείγμα αίματος από τον Γιάκομπ, τη Σούλβεΐγκ και τους γιους της».

O Μάρτιν δεν ήταν σίγουρος, αλλά του φάνηκε πως είδε μια σκιά να περνάει από το πρόσωπο τηςΛάινε. Αμέσως μετά ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα και εμφανίστηκε ο δικηγόρος τουΓκάμπριελ.

Page 223: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Όταν τελείωσαν με τις τυπικές διαδικασίες και ο δικηγόρος εξήγησε στον Γκάμπριελ και τηνοικογένειά του ότι η αστυνομία είχε όλες τις απαιτούμενες άδειες, άρχισαν να τους παίρνουν αίμαστον έναν μετά τον άλλο. Πρώτα από τον Γκάμπριελ και έπειτα από τη Λάινε, η οποία προς μεγάληέκπληξη του Μάρτιν, φαινόταν να είναι η ψυχραιμότερη απ' όλους εκεί μέσα. Παρατήρησε, επίσης,πως ο Γκάμπριελ κοίταζε έκπληκτος, αλλά ικανοποιημένος, τη γυναίκα του. Τέλος, πήραν αίμα απότη Λίντα, η οποία είχε ξεκινήσει μια τόσο έντονη

ανταλλαγή βλεμμάτων με τον αστυνομικό, μέχρι που ο Μάρτιν αναγκάστηκε να τον κοιτάξειεπιτιμητικά για να τον επαναφέρει στην τάξη.

«Τελειώσαμε λοιπόν». O Γιάκομπσον σηκώθηκε με δυσκολία από την καρέκλα του και μάζεψε ταφιαλίδια με το αίμα. Με περισσή φροντίδα και προσοχή, κόλλησαν πάνω τους ετικέτες με ταονόματά τους και τα τοποθέτησαν ένα προς ένα μέσα σε ένα φορητό ψυγείο.

«Θα πάτε στη Σούλβεΐγκ τώρα;» ρώτησε ο Γκάμπριελ. Ξαφνικά είδαν να χαράζεται στο πρόσωπότου ένα χαιρέκακο χαμόγελο. «Αν πάτε εκεί, φροντίστε να πάρετε κράνη και κλομπ, διότι εκείνη δενθα σας δώσει αίμα χωρίς ν’ αντισταθεί».

«Νομίζω πως είμαστε σε θέση να τα καταφέρουμε» είπε κοφτά ο Μάρτιν. Δεν του άρεσε καθόλου ηχαιρεκακία στο βλέμμα του Γκάμπριελ.

«Εντάξει, αλλά μη μου πείτε ότι δεν σας προειδοποίησα...» απάντησε με ένα μοχθηρό γελάκι.

H Λάινε του είπε μέσα από τα δόντια της;

«Γκάμπριελ, προσπάθησε να συμπεριφερθείς όπως αρμόζει σε έναν ενήλικα!».

Έκπληκτος από το γεγονός ότι η γυναίκα του τον επέπληξε σαν να ήταν κάνα μικρό παιδί, οΓκάμπριελ σώπασε και κάθισε. Την κοίταζε σαν να την έβλεπε για πρώτη φορά.

O Μάρτιν οδήγησε τους συναδέλφους του και τον γιατρό έξω από το σπίτι και χωρίστηκαν σε δύοαυτοκίνητα Καθώς πήγαιναν προς τη Σούλβεΐγκ, τηλεφώνησε στον Πάτρικ.

«Γεια Πώς τα πήγατε;»

«Όπως τα περιμέναμε» είπε ο Μάρτιν. «O Γκάμπριελ άφρισε από το κακό του και τηλεφώνησε στονδικηγόρο του. αλλά πήραμε αυτό που θέλαμε και τώρα πάμε προς τη Σούλβεΐγκ. Δεν νομίζω, βέβαιαότι θα τα πάμε εξίσου ήρεμα κι εκεί...»

«Ούτε εγώ το νομίζω, αλλά φρόντισε να μην ξεφύγει η κατάσταση».

«Όχι, εντάξει, θα φερθώ διπλωματικά. Μην ανησυχείς. Εσείς πώς τα πάτε;»

«Καλά. O Γιάκομπ είναι μαζί μας τώρα στο αυτοκίνητο και σύντομα θα είμαστε στοΤανουμσχέντε».

«Καλή τύχη τότε».

Page 224: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Επίσης».

O Μάρτιν έκλεισε το τηλέφωνο ακριβώς τη στιγμή που έστριβαν για να μπουν στο καλυβόσπιτο τηςΣούλβεΐγκ Χουλτ. Αυτή τη φορά ο Μάρτιν δεν ένιωσε το ίδιο σοκ από την απίστευτη ακαταστασίαπου επικρατούσε τριγύρω. Όμως, εξακολουθούσε να αναρωτιέται πώς μπορούσαν να ζουν άνθρωποιέτσι. Εντάξει, μπορεί να είναι κάποιος φτωχός, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να κρατάειτον χώρο του καθαρό και όμορφο.

Όταν χτύπησε την πόρτα, το έκανε βέβαια με κάποια ανησυχία αλλά ούτε στα πιο άγρια όνειρά τουδεν μπορούσε να φανταστεί την υποδοχή που του επιφύλασσε η μοίρα.

Έφαγε ένα τόσο ηχηρό χαστούκι που το αισθάνθηκε σαν κάψιμο στο δεξί του μάγουλο. H έκπληξηπου ένιωσε του έκοψε την ανάσα Περισσότερο αισθάνθηκε παρά είδε πως οι αστυνομικοί πίσω τουήταν έτοιμοι να ορμήσουν, αλλά αμέσως σήκωσε το χέρι του για να τους σταματήσει.

«Ήρεμα, ήρεμα Δεν χρειάζεται να χρησιμοποιήσουμε βία. Έτσι δεν είναι, Σούλβεΐγκ;» είπε με απαλήφωνή στη γυναίκα που στεκόταν μπροστά του. Εκείνη βαριανάσαινε, αλλά φάνηκε να ηρεμεί σιγάσιγά στο άκουσμα της φωνής του.

«Τολμάτε να εμφανίζεστε εδώ έπειτα από την εκταφή του Γιοχάνες!» Εβαλε τα χέρια της στη μέσηκαι απέκλεισε αποτελεσματικά την είσοδο προς το σπίτι.

«Καταλαβαίνω ότι ήταν δύσκολο για σένα Σούλβεΐγκ. αλλά κι εμείς τη δουλειά μας κάνουμε. Καιτώρα πρέπει να κάνουμε πάλι τη δουλειά μας. και γι' αυτό θα ήθελα από σένα να συνεργαστείς».

Τι θέλετε πάλι τώρα;» είπε περιφρονητικά.

«θα ήθελα να μ' αφήσεις να μπω για λίγο μέσα και να συζητήσουμε. Θα σου τα εξηγήσω όλα».Στράφηκε στους άλλους τρεις πίσω του και είπε: «Περιμένετε εδώ για λίγο, όσο εγώ και ηΣούλβεϊγκ θα είμαστε μέσα και θα μιλάμε».

Έχανε τα λόγια του πράξη και πέρασε με άνεση μέσα κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Από καθαρήέκπληξη, η Σούλβεΐγκ πισωπάτησε και τον άφησε να περάσει. O Μάρτιν επιστράτευσε όλες τιςδιπλωματικές του ικανότητες και της εξήγησε πώς είχε η κατάσταση με το νι και με το σίγμα. Μέσασε λίγη ώρα όλες οι αντιστάσεις της άρχισαν να κάμπτονται, και μερικά λεπτά αργότερα ο Μάρτινάνοιξε την πόρτα και άφησε τους άλλους να μπουν μέσα.

«Πρέπει να πάρουμε αίμα και από τα παιδιά, Σούλβεΐγκ. Πού βρίσκονται;»

Εκείνη γέλασε. «Προφανώς θα κρύβονται κάπου πίσω από το σπίτι μέχρι να μάθουν γιατί είστε εδώ.Μάλλον έχουν αρχίσει να βαριούνται κι αυτά τις ασχημόφατσές σας». Γέλασε πάλι και άνοιξε έναβρόμικο παράθυρο.

«Στέφαν, Ρόμπερτ, για μαζέψτε τα κι ελάτε μέσα. Οι μπάτσοι είναι πάλι εδώ!»

Ένα θρόισμα ακούστηκε μέσα από τους θάμνους, και έπειτα από λίγο εμφανίστηκαν με τεμπέλικοβήμα ο Στέφαν και ο Ρόμπερτ. Κοίταξαν επιφυλακτικά την παρέα που είχε στριμωχτεί στην κουζίνα.

Page 225: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Τι τρέχει;»

«Τώρα θέλουν να πάρουν αίμα και από εμάς» απάντησε ψυχρά η Σούλβεΐγκ.

«Τι διάβολο! Έχετε τρελαθεί; Σκατά αίμα θα πάρετε από μένα!»

«Ρόμπερτ, άσε τώρα τις φασαρίες» είπε η Σούλβεΐγκ κουρασμένα. «Εγώ και ο αστυνομικός αποδώμιλήσαμε και του είπα ότι δεν θα υπάρξει κανένα πρόβλημα. Οπότε, καθίστε κάτω

και βουλώστε το. Όσο πιο νωρίς ξεμπερδέψουμε με δαύτους, τόσο το καλύτερο».

Ανακουφισμένος. ο Μάρτιν είδε ότι το παιδιά φαίνονταν να την υπακούνε. Βλοσυροί και οι δύο γιοιάφησαν τον γιατρό Γιάχομπσον να τους πάρει αίμα. Όταν πήρε αίμα και από τη Σούλβεΐγκ,τοποθέτησε και αυτά τα φιαλίδια με τις ετικέτες τους στο φορητό ψυγείο και ανακοίνωσε πως η δικήτου δουλειά είχε τελειώσει.

«Τι θα το κάνετε;» ρώτησε ο Στέφαν περισσότερο περίεργος από ποτέ.

O Μάρτιν έδωσε την ίδια απάντηση που είχε δώσει και στον Γκάμπριελ. Μετά, στράφηκε στοννεότερο από τους δύο αστυνομικούς από την Ουντεβάλα και είπε:

«Πήγαινε να πάρεις και το δείγμα που υπάρχει στο Τανουμσχέντε και φρόνησε να φτάσουν όσογρηγορότερο γίνεται στο Γέτεμποργ».

O νεαρός που είχε φλερτάρει αρκετά με τη Λίντα στο αρχοντικό των Χουλτ έγνεψε. «Εντάξει, θα τοτακτοποιήσω. Δύο άντρες από την Ουντεβάλα είναι καθ’ οδόν για να σας βοηθήσουν..»

σταμάτησε και κοίταξε λίγο αβέβαιος τη Σούλβεΐγκ και τους γιους της, που είχαν στήσει κανονικάαυτί «στην άλλη σας δουλειά. Θα σας συναντήσουν...» άλλη μια παύση γεμάτη δισταγμό «στο άλλομέρος».

«Ωραία» είπε ο Μάρτιν, Στράφηκε προς τη Σούλβεϊγκ: «Δεν απομένει, λοιπόν, παρά να σαςευχαριστήσουμε».

Σκέφτηκε για μια στιγμή να τους πει τα νέο για τον Γιοχάνες, αλλά δεν τόλμησε να παραβεί τιςεντολές του Πάτρικ. O Πάτρικ δεν ήθελε να γνωρίζει ακόμη κανείς τίποτα, κι έτσι θα γινόταν. Ότανβγήκε από το σπίτι, κοντοστάθηκε για λίγο. Αν εξαιρούσε κανείς το ετοιμόρροπο μικρό σπίτι, τασαραβαλιασμένα

αυτοκίνητα και το σκουπιδαριό που βρισκόταν εκεί έξω, η τοποθεσία ήταν απίστευτα όμορφη.Ήλπιζε μόνο ότι κάποια

στιγμή θα μπορούσαν και οι ίδιοι να σηκώσουν το βλέμμα από τη μιζέρια τους και να βουν τηνομορφιά γύρω τους. Όμως, δεν πίστευε ότι θα γινόταν αυτό.

«Εντάξει, πάμε στο Βεστεργκόρντεν τώρα» είπε ο Μάρτιν και κινήθηκε αποφασιστικά προς τοαυτοκίνητο. H μια δουλειά είχε ολοκληρωθεί, και μια άλλη περίμενε. Αναρωτήθηκε πώς να τα

Page 226: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

πήγαιναν ο Πάτρικ και ο Γιέστα.

«Εσύ γιατί πιστεύεις ότι είσαι εδώ;» είπε ο Πάτρικ. Αυτός και ο Γιέστα κάθονταν ο ένας δίπλα στονάλλο, απέναντι από τον Γιάκομπ, στην αίθουσα ανακρίσεων.

O Γιάκομπ τούς κοίταζε ήρεμα, με τα χέρια του πλεγμένα πάνω στο τραπέζι. «Πού να ξέρω; Τίποτεαπ’ όλα όσα κάνετε εναντίον της οικογένειάς μου δεν φαίνεται να έχει κάποια λογική,

οπότε το μόνο που απομένει είναι να γείρω στην καρέκλα μου και να προσπαθήσω να κρατήσω τοκεφάλι μου έξω από το νερό, υποθέτω».

«Δηλαδή, μας λες σοβαρά πως πιστεύεις ότι η κύρια αποστολή της αστυνομίας είναι να παρενοχλείτην οικογένειά σου; Τι σόι κίνητρο μπορεί να έχουμε για κάτι τέτοιο;» O Πάτρικ έγειρε μπροστάγεμάτος περιέργεια.

O Γιάκομπ απάντησε ξανά με τον ίδιο χαμηλό και ήρεμο τόνο;

«Το κακό και η μοχθηρία δεν απαιτούν κίνητρα. Αλλά που να ξέρω κι εγώ; Ίσως να νιώθετε ότι τακάνατε μούσκεμα με τον Γιοχάνες και να πασχίζετε τώρα, κατά κάποιον τρόπο, να δικαιολογηθείτεστους εαυτούς σας».

«Τι εννοείς δηλαδή;» ρώτησε ο Πάτρικ.

«Απλώς λέω ότι ίσως να σκέφτεστε πως αν μας παγιδεύσετε τώρα για κάτι, θα αποδείξετε πως είχατεδίκιο για τον Γιοχάνες» απάντησε ο Γιάκομπ.

«Δεν νομίζεις ότι αυτό είναι κάπως παρατραβηγμένο;»

«Δεν ξέρω τι να πιστέψω. Ξέρω μόνο ότι κολλήσατε πάνω

μας σαν βδέλλες και δεν λέτε να ξεκολλήσετε με τίποτα. H μόνη μου παρηγοριά είναι ότι ο Θεόςβλέπει την αλήθεια».

«Πολύ μιλάς για τον Θεό, νεαρέ» είπε ο Γιέστα. «Είναι το ίδιο πιστός και ο πατέρας σου;»

Η ερώτηση φάνηκε να ενοχλεί τον Γιάκομπ, όπως ακριβώς ήθελε ο Γιέστα.

«H πίστη του πατέρα μου υπάρχει κάπου βαθιά μέσα του. Αλλά η...» σταμάτησε προσπαθώντας ναβρει τις κατάλληλες λέξεις «περίπλοκη σχέση με τον πατέρα του την επηρέασε. Όμως, υπάρχει μέσατου».

«Α, μάλιστα, ο πατέρας του. O Εφραίμ Χουλτ. O Ιεροκήρυκας. Αυτός κι εσύ είχατε μια πολύ στενήσχέση». Όπως το είπε ο Γιέστα ακούστηκε περισσότερο σαν διαπίστωση παρά σαν ερώτηση

«Δεν καταλαβαίνω γιατί μπορεί να σας ενδιαφέρει κάτι τέτοιο, αλλά, ναι, ο παππούς κι εγώ ήμαστανπολύ δεμένοι». O Γιάκομπ έσφιξε τα χείλη του.

Page 227: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Σου έσωσε τη ζωή, έτσι;» ρώτησε ο Πάτρικ.

«Ναι, μου έσωσε τη ζωή»,

«Και πώς αντιμετώπισε ο πατέρας σου το γεγονός ότι ο δικός του πατέρας, με τον οποίο ο ίδιος είχεμια... "περίπλοκη σχέση" -τα δικά σου λόγια χρησιμοποιώ-, ήταν αυτός που σου έσωσε τη ζωή, ενώο ίδιος δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα;» συνέχισε ο Πάτρικ.

«O κάθε πατέρας θέλει, βεβαίως, να φαίνεται ήρωας στα μάτια του γιου του, αλλά δεν νομίζω ότι τοέβλεπε έτσι. Εν πάση περιπτώσει, ο παππούς μου έσωσε τη ζωή, και γι’ αυτό ο μπαμπάς τονευγνωμονούσε αιώνια».

«Και ο Γιοχάνες; Ποιά ήταν η σχέση του με τον Εφραίμ... και με τον πατέρα σου;»

«Ακούστε, δεν μπορώ να καταλάβω τι σημασία μπορεί να έχει αυτό! Εχουν περάσει είκοσι χρόνιααπό τότε!»

«Ναι, το ξέρουμε, αλλά θα το εκτιμούσαμε ιδιαίτερα αν απαντούσες στις ερωτήσεις μας» είπε οΓιέστα.

Η ήρεμη έκφραση του Γιάκομπ είχε αρχίσει να χάνεται σιγά σιγά πέρασε το χέρι του από τα μαλλιάτου.

«O Γιοχάνες... Λοιπόν, αυτός και ο μπαμπάς είχαν κάποια προβλήματα μεταξύ τους, αλλά ο Εφραίμτον αγαπούσε. Όχι ότι είχαν κάποια στενή σχέση που τους ένωνε, αλλά έτσι ήταν εκείνη η γενιά. Δενέβγαζαν τα συναισθήματά τους στην επιφάνεια».

«Καβγάδιζαν πολύ ο πατέρας σου και ο Γιοχάνες» ρώτησε ο Πάτρικ.

«Δεν ξέρω αν μπορώ να κάνω λόγο για καβγάδες. Είχαν, βέβαια, τις διαφωνίες τους, αλλά όλα τααδέρφια διαπληκτίζονται πού και πού...»

«Ναι, σύμφωνα όμως με αυτά που λέει ο κόσμος ήταν κάτι περισσότερο από απλοί διαπληκτισμοί.Ορισμένοι υποστηρίζουν μάλιστα ότι ο Γκάμπριελ μισούσε τον αδερφό του». O Πάτρικ συνέχισε ναπιέζει.

«Το "μίσος” είναι μια πολύ βαριά λέξη που δεν θα έπρεπε να τη χρησιμοποιείς τόσο εύκολα. Όχι, ομπαμπάς δεν έτρεφε και τα καλύτερα αισθήματα για τον Γιοχάνες, αλλά αν τους είχε δοθεί χρόνος,είμαι σίγουρος ότι ο Θεός θα παρενέβαινε. Τα αδέρφια δεν πρέπει να μαλώνουν μεταξύ τους».

«Υποθέτω ότι αναφέρεσαι στον Κάιν και τον Αβελ. Ενδιαφέρον που μπόρεσες να σκεφτείς αυτή τηβιβλική ιστορία. Έτρεφαν δηλαδή τόσο μίσος ο ένας για τον άλλο;» ρώτησε ο Πάτρικ.

"Οχι, σίγουρα όχι. O μπαμπάς άλλωστε δεν σκότωσε τον αδερφό του, έτσι δεν είναι;" O Γιάκομπφάνηκε να ανακτά ένα μέρος της ηρεμίας που είχε αρχίσει να χάνει και έπλεξε πάλι τα χέρια του σαννα προσευχόταν.

Page 228: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

"Είσαι σίγουρος γι' αυτό;» Η φωνή του Γιέστα ήταν γεμάτη κρυφά μηνύματα.

Μπερδεμένος, ο Γιάκομπ κοίταζε έκπληκτος τους δυο άντρες που στέκονταν μπροστά του.

"Μα τι λέτε; O Γιοχάνες κρεμάστηκε, όλοι το γνωρίζουν αυτό".

«Λοιπόν, το πρόβλημα είναι ότι όταν εξετάσαμε το λείψανο του Γιοχάνες ανακαλύψαμε κάτι άλλο.O Γιοχάνες δολοφονήθηκε. Δεν αυτοκτόνησε ».

Τα πλεγμένα χέρια του Γιάκομπ πάνω στο τραπέζι άρχισαν να τρέμουν ανεξέλεγκτα. Φαινόταν ναπασχίζει να σχηματίσει κάποιες λέξεις, αλλά δεν έβγαινε τίποτε από τα χείλη του. O Πάτρικ και οΓιέστα έγειραν προς τα πίσω στις καρέκλες τους ταυτόχρονα, σαν σε χορογραφία, καιπαρακολουθούσαν τον Γιάκομπ σιωπηλοί. Εδειχνε, τουλάχιστον, πως αυτό ήταν κάτι που το άκουγεπρώτη φορά στη ζωή του.

«Πώς αντέβρασε ο πατέρας σου όταν πληροφορήθηκε τον θάνατο του Γιοχάνες;»

«Δεν... δεν ξέρω, ειλικρινά» τραύλισε ο Γιάκομπ. «Ήμουν ακόμη στο νοσοκομείο τότε». Μια σκέψηπέρασε από το μυαλό του σαν να τον χτύπησε κεραυνός. « Προσπαθείτε να αποδείξετε ότι ομπαμπάς σκότωσε τον Γιοχάνες;» είπε και άρχισε να χαχανίζει. «Δεν πρέπει να είστε στα καλά σας.O πατέρας μου να έχει σκοτώσει τον αδερφό του; Όχι, αυτό είναι αδύνατο!» Τα χάχανα έγιναν τώραασυγκράτητα γέλια- Όμως. ούτε ο Γιέστα

ούτε ο Πάτρικ φαίνονταν να το διασκεδάζουν.

«Νομίζεις πως το γεγονός ότι ο θείος σου ο Γιοχάνες δολοφονήθηκε είναι για γέλια; Πού βρίσκεις τοαστείο;» είπε ο Πάτρικ, τονίζοντας κάθε λέξη.

O Γιάκομπ σταμάτησε αμέσως και χαμήλωσε το κεφάλι. «Όχι. Φυσικά και δεν είναι. Απλώς έπαθασοκ όταν...» Σήκωσε πάλι το βλέμμα. «Αλλά τώρα είναι που δεν καταλαβαίνω ακόμα περισσότερογιατί θέλατε να μιλήσετε μ’ εμένα. Τότε ήμουν μόλις δέκα χρονών και ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτινοσοκομείου, οπότε υποθέτω ότι δεν προσπαθείτε να υποστηρίξετε ότι εγώ είχα κάποια σχέση μεαυτό». Τόνισε το εγώ για να δείξει πόσο ανόητο θα ήταν κάτι τέτοιο. «Μάλλον είναι αρκετάοφθαλμοφανές τι συνέβη. Αυτός που δολοφόνησε τη Σιβ και τη Μόνα βρήκε την τέλεια ευκαιρίαόταν μετατρέψατε τον

Γιοχάνες σε αποδιοπομπαίο τράγο. Και επειδή ο πραγματικός δολοφόνος δεν θα μπορούσε νααπαλλαχτεί ποτέ από αυτή την αποτρόπαιη πράξη, σκότωσε τον Γιοχάνες και το έκανε να μοιάζει μεαυτοκτονία. Ήξερε πώς θα αντιδρούσε εδώ ο κόσμος.

Θα το έβλεπαν ως απόδειξη της ενοχής του, ήταν το ίδιο με μια γραπτή ομολογία. Και είναι σίγουρατο ίδιο άτομο που σκότωσε κι εκείνη τη Γερμανίδα. Λογικό ακούγεται, έτσι δεν είναι;» είπε μεανυπομονησία. Τα μάτια του έλαμπαν.

«Είναι μια πολύ καλή θεωρία» απάντησε ο Πάτρικ. «Καθόλου ανόητη, αν εξαιρέσουμε, βέβαια, τογεγονός ότι συγκρίναμε το DNA που πήραμε χτες από τον Γιοχάνες με ένα δείγμα DNA που πήραμε

Page 229: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

από το σπέρμα που βρέθηκε στο πτώμα της Τάνια. Συγκρίνοντας τα, αποδείχτηκε ότι ο Γιοχάνεςείναι συγγενής με αυτόν που σκότωσε την Τάνια». Περίμενε να δει την αντίδραση του Γιάκομπ.Τίποτα. Απλώς καθόταν εκεί εντελώς ακίνητος. O Πάτρικ συνέχισε: «'Ετσι, σήμερα πήραμε δείγμααίματος απ’ όλα τα μέλη της οικογένειας και είμαστε έτοιμοι να τα στείλουμε, μαζί με αυτό πουπήραμε κι από σένα όταν ήρθες εδώ, στο Γέτεμποργ για ανάλυση. Οπότε, δεν θα ήταν καλύτερα ναμας πεις ό,τι ξέρεις. Γιάκομπ; Είδαν την Τάνια στο σπίτι σου, ο δολοφόνος είναι συγγενής με τονΓιοχάνες...

Νομίζω ότι πρόκειται για πολύ μεγάλη σύμπτωση, έτσι δεν είναι;»

Το χρώμα στο πρόσωπο του Γιάκομπ είχε αρχίσει ν’ αλλάζει.

Μια χλώμιαζε, μια σκοτείνιαζε, ενώ το σαγόνι του, όπως παρατήρησε ο Πάτρικ, έτρεμε.

«Εκείνη η μαρτυρία είναι καθαρή μαλακία, και το γνωρίζετε αυτό. O Στέφαν ήθελε απλώς να μεπαγιδεύσει επειδή μισεί την οικογένειά μας. Και όσον αφορά το δείγμα αίματος και το DNA και όλατα παρόμοια, μπορείτε να πάρετε όσα θέλετε, αλλά δεν θα με... θα πρέπει μάλλον να μου ζητήσετεσυγγνώμη όταν πάρετε τις απαντήσεις!»

«Σε αυτή την περίπτωση, υπόσχομαι να σου ζητήσω

προσωπικά συγγνώμη» απάντησε ήρεμα ο Πάτρικ. «Όμως, μέχρι τότε έχω την πρόθεση να πάρωόλες τις απαντήσεις που χρειάζομαι».

Ευχόταν ο Μάρτιν και η ομάδα του να είχαν τελειώσει την κατ' οίκον έρευνα πριν ανακρίνουν τονΓιάκομπ, αλλά με τον χρόνο να κυλάει αμείλικτα ήταν αναγκασμένοι να δουλέψουν με ό,τι είχανστα χέρια τους. Αυτό που ήθελε πάνω απ’ όλα να μάθει ήταν αν και σε ποιο σημείο ακριβώς είχανανακαλυφθεί, μετά τις αναλύσεις εδάφους στο Βεστεργκόρντεν, ίχνη από το λίπασμα FZ-302. OΠάτρικ ήλπιζε ότι ο Μάρτιν θα τον καλούσε σύντομα για να τον ενημερώσει για ενδεχόμενασωματικά ίχνη της Τάνια ή της Τζένι, αλλά ανάλυση εδάφους δεν μπορούσαν να κάνουν επιτόπου,οπότε θα έπαιρνε κι αυτό κάποιο χρόνο. Ταυτόχρονα, πολύ αμφέβαλλε ότι θα έβρισκαν κάτι στοκτήμα. Θα ήταν άραγε εφικτό να κρύψουν και να δολοφονήσουν κάποιον χωρίς να τραβήξουν τηνπροσοχή της Μαρίτα και των παιδιών; Το ένστικτό του έλεγε ότι ο ρόλος του κύριου ύποπτουταίριαζε στον Γιάκομπ, αλλά τον ανησυχούσε αυτό ακριβώς το γεγονός: Πώς κρύβει κανείς στοαγρόκτημα που ζει έναν άνθρωπο δίχως να υποψιαστεί τίποτα η οικογένειά του;

O Γιάκομπ, σαν να είχε διαβάσει τις σκέψεις του, είπε:

«Ελπίζω πραγματικά να μην κάνετε το σπιτικό μου άνω κάτω. H Μαρίτα θα γίνει έξω φρενών ανεπιστρέψει και βρει το σπίτι αγνώριστο».

«Πιστεύω ότι οι άντρες μας θα είναι προσεχτικοί» είπε ο Γιέστα.

O Πάτρικ κοίταξε το τηλέφωνό του. Μακάρι να τηλεφωνούσε ο Μάρτιν σύντομα.

O Στέφαν είχε βρει καταφύγιο στην ηρεμία της καλύβας. Πρώτα η αντίδραση της Σούλβεΐγκ στηνεκταφή και έπειτα το δείγμα αίματος που τους πήραν τον είχαν κάνει ν’ ανατριχιάσει. Δεν μπορούσε

Page 230: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

ν’ αντέξει όλη αυτή τη συγκίνηση και είχε νιώσει

την ανάγκη να μείνει για λίγο μόνος και να σκεφτεί όλα όσα είχαν συμβεί. Το τσιμεντένιο δάπεδοστο οποίο καθόταν ήταν σκληρό αλλά ανακουφιστικά δροσερό. Αγκάλιασε τα γόνατά του καιακούμπησε το μάγουλό του στο ένα γόνατο. Αυτή τη στιγμή λαχταρούσε τη Λίντα όσο ποτέ άλλοτε,αλλά η λαχτάρα του είχε ακόμη μέσα της αρκετή οργή. Ίσως τα πράγματα να μην άλλαζαν ποτέ.Είχε απαλλαγεί τουλάχιστον από ένα μέρος της αφέλειάς του και είχε ανακτήσει τον αυτοέλεγχο πουδεν έπρεπε ποτέ να είχε χάσει. Όμως, η Λίντα είχε λειτουργήσει σαν δηλητήριο στην ψυχή του. Τοσφιχτό, νεαρό κορμί της τον είχε μετατρέψει σε έναν ηλίθιο που δεν ήξερε τι έλεγε. Ήτανθυμωμένος με τον εαυτό του που είχε επιτρέψει σε μια κοπέλα να τον υποτάξει έτσι.

Ήξερε πως ήταν ονειροπόλος. Γι’ αυτό και ξεμυαλίστηκε τόσο με τη Λίντα. Πορόλο που εκείνηήταν πολύ νέα, πολύ αυτάρεσκη, πολύ εγωίστρια. Ήξερε πολύ καλά πως η Λίντα δεν θα έμενε ποτέστη Φιελμπάκα για όλη της τη ζωή και ότι δεν είχαν την παραμικρή πιθανότητα για ένα μέλλοναντάμα. Όμως, το ονειροπόλο κομμάτι του εαυτού του δεν ήθελε να παραδεχτεί κάτι τέτοιο. Τώραπια ήξερε, και πολύ καλά μάλιστα.

O Στέφαν υποσχέθηκε στον εαυτό του να βελτιωθεί, θα προσπαθούσε να γίνει περισσότερο σαν τονΡόμπερτ. Ρεαλιστής, σκληρός, ανίκητος. O Ρόμπερτ πατούσε και με τα δυο του πόδια στη γη.Τίποτα δεν φαινόταν να τον επηρεάζει. O Στέφαν τον ζήλευε.

Ένας ήχος που ακούστηκε από πίσω του τον έκανε να γυρίσει, νομίζοντας πως είχε μπει ο Ρόμπερτ.Δυο χέρια τού έσφιξαν απότομα τον λαιμό, και δεν μπορούσε να αναπνεύσει. "Μην κινηθείς γιατί θασου σπάσω τον σβέρκο".

H φωνή τού φάνηκε κάπως γνώριμη, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί σε ποιον ανήκε. Όταν η λαβήστον λαιμό του χαλάρωσε, ένιωσε να τον πετάνε με δύναμη πάνω στον τοίχο και να του κόβεται ηανάσα.

«Τι διάβολο κάνεις;» O Στέφαν προσπάθησε να γυρίσει προς τα πίσω, αλλά κάποιος τον είχε γερά«κλειδωμένο» σε μια λαβή και πίεζε το πρόσωπό του πάνω στον κρύο τσιμεντένιο τοίχο.

«Βούλωσε το». H φωνή ακουγόταν αδιάλλακτη. O Στέφαν σκέφτηκε μήπως έπρεπε να προσπαθήσεινα φωνάξει «βοήθεια», αλλά δεν πίστευε ότι θα τον άκουγε κανένας από το σπίτι.

«Τι διάβολο θέλεις;» Οι λέξεις έβγαιναν με δυσκολία, καθώς το μισό πρόσωπό του πιεζόταν μεδύναμη πάνω στον τοίχο.

«Τι θέλω, ε; θα σου πω λοιπόν τι θέλω».

Όταν ο επιτιθέμενος του είπε τι απαιτούσε από αυτόν, αρχικά ο Στέφαν δεν κατάλαβε τίποτα. Μόλιςόμως εκείνος τον γύρισε προς το μέρος του, και ο Στέφαν βρέθηκε να κοιτάζει κατάματα αυτόν πουτου είχε επιτεθεί, μπήκαν όλα τα κομμάτια του παζλ στη θέση τους. H γροθιά που δέχτηκε στοπρόσωπο του έδωσε να καταλάβει ότι ο επιτιθέμενος σοβαρολογούσε. Μέσα του όμως ξύπνησε ηαντίσταση.

Page 231: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Άντε γαμήσου» άρθρωσε με δυσκολία ο Στέφαν. Το στόμα του γέμισε σιγά σιγά με ένα υγρό πουδεν μπορούσε να ήταν τίποτε άλλο από αίμα. Οι σκέψεις του είχαν αρχίσει να γίνονται ομιχλώδεις.αλλά αρνούνταν να παραδοθεί.

«Θα κάνεις ό,τι σου λέω».

«Όχι» μουρμούρισε με δυσκολία ο Στέφαν.

Έπειτα από αυτό, οι γροθιές άρχισαν να πέφτουν πάνω του σαν βροχή. Τον χτυπούσαν ρυθμικά,μέχρι τη στιγμή που τον τύλιξε ένα απέραντο σκοτάδι.

Το αγρόκτημα ήταν υπέροχο. O Μάρτιν δεν μπόρεσε να κρύψει τον θαυμασμό του όταν άρχισαν ναεισβάλλουν στην προσωπική ζωή του Γιάκομπ και της οικογένειάς του. Τα χρώματα στο σπίτι ήταναπαλά, τα δωμάτια απέπνεαν θαλπωρή και ηρεμία και διέθεταν μια επαρχιώτικη νότα με λευκά, λινάτραπεζομάντιλα και ανάλαφρες κουρτίνες που ανέμιζαν στο παραμικρό

αεράκι. Ένα τέτοιο σπίτι θα ήθελε να έχει. Τώρα όμως ήταν αναγκασμένοι να διαταράξουν αυτή τηγαλήνη. Εψαξαν μεθοδικά όλο το σπίτι, το ένα δωμάτιο μετά το άλλο. Κανείς δεν μιλούσε, όλοιέκαναν τη δουλειά τους σιωπηλοί. O Μάρτιν επικέντρωσε την προσοχή του στο καθιστικό. Αυτόπου τους προκαλούσε αμηχανία ήταν ότι δεν ήξεραν για τι πράγμα έψαχναν. O Μάρτιν δεν ήτανσίγουρος πως ακόμα κι αν έβρισκαν κάποιο ίχνος από τις κοπέλες θα μπορούσαν να τοαναγνωρίσουν.

Πρώτη φορά από τότε που είχε αρχίσει να επιμένει με σθένος ότι ο Γιάκομπ ήταν το άτομο πουέψαχναν τον έζωναν οι αμφιβολίες. Του ήταν αδύνατο να σκεφτεί ότι κάποιος που ζούσε έτσι καιείχε τόση γαλήνη γύρω του θα μπορούσε ν' αφαιρέσει ανθρώπινη ζωή.

«Πώς τα πάτε;» φώναξε στους αστυνομικούς που βρίσκονταν στον επάνω όροφο.

«Τίποτα μέχρι στιγμής» απάντησε ένας από αυτούς. O Μάρτιν αναστέναξε και συνέχισε ν’ ανοίγεισυρτάρια και ν’ αναποδογυρίζει οτιδήποτε δεν ήταν στερεωμένο.

«Θα πάω να ψάξω στον αχυρώνα» είπε στον αστυνομικό από την Ουντεβάλα που έψαχνε μαζί τουστον κάτω όροφο.

Στον αχυρώνα είχε ευτυχώς δροσιά. Τώρα καταλάβαινε γιατί η Λίντα και ο Στέφαν είχαν μετατρέψειαυτό εδώ το μέρος σε τόπο συνάντησης. H μυρωδιά του άχυρου γαργαλούσε τα ρουθούνια καιέβγαζε στην επιφάνεια αναμνήσεις από τα καλοκαίρια των παιδικών χρόνων. Σκαρφάλωσε στησκάλα που οδηγούσε στο πατάρι και κοίταξε ανάμεσα από τα κενά που άφηναν οι σανίδες. Βέβαια,από εδώ έβλεπε κανείς μια χαρά το Βεστεργκόρντεν, όπως ακριβώς είχε πει ο Στέφαν. Δεν θα ήτανδύσκολο να αναγνωρίσουν κάποιον από τέτοια απόσταση.

O Μάρτιν κατέβηκε. O αχυρώνας ήταν άδειος, εκτός από μερικά παλιά αγροτικά εργαλεία πουσκούριαζαν σε μια γωνιά. Δεν πίστευε πως θα έβρισκε κάτι εκεί, αλλά καλού κακού θα έλεγε καιστους άλλους να ρίξουν μια ματιά. Βγήκε από

τον αχυρώνα και κοίταξε γύρω του. Εκτός από την αγροικία και τον αχυρώνα υπήρχε μόνο μια

Page 232: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

μικρή καλύβα για εργαλεία κήπου και ένα σπιτάκι για παιχνίδια που δεν τα είχαν ψάξει ακόμη, ανκαι δεν έτρεφε καμία ελπίδα να βρει τίποτα εκεί. Ήταν και τα δύο πολύ μικρά για να κρύβουνκάποιον άνθρωπο, αλλά, όπως και να είχε το πράγμα, θα τα έψαχναν για να είναι σίγουροι.

O ήλιος τον χτυπούσε κατακέφαλα και σταγόνες ιδρώτα είχαν αρχίσει να σχηματίζονται στο μέτωπότου. Επέστρεψε στην αγροικία για να βοηθήσει ξανά στην έρευνά, αλλά ο πρότερος

ενθουσιασμός του είχε αρχίσει να εξανεμίζεται. Ένιωσε την καρδιά του να βουλιάζει. H Τζένι Μέλερκάπου βρισκόταν. Αλλά όχι εδώ.

Ακόμα και ο Πάτρικ είχε αρχίσει ν’ απελπίζεται. Επειτα από ανάκριση δύο ωρών δεν είχανκαταλήξει πουθενά με τον Γιάκομπ.

Φάνηκε πως σοκαρίστηκε πραγματικά όταν άκουσε ότι ο Γιοχάνες είχε δολοφονηθεί και αρνούνταννα πει οτιδήποτε άλλο πέρα από το ότι παρενοχλούσαν την οικογένειά του και ότι ήταν αθώος. OΠάτρικ είχε συλλάβει κατ' επανάληψη τον εαυτό του να κοιτάζει το κινητό, το οποίο παρέμενεσιωπηλό πάνω στο τραπέζι μπροστά του. Είχε μια απεγνωσμένη ανάγκη για κάποια καλά νέα. Για ταδείγματα αίματος δεν θα έπαιρνε απάντηση μέχρι νωρίς το επόμενο πρωί, το ήξερε αυτό, κι έτσι είχεστηρίξει όλες τις ελπίδες του στον Μάρτιν και στην ομάδα που ερευνούσε το Βεστεργκόρντεν.Όμως, δεν έγινε ούτε ένα τηλεφώνημα. Τουλάχιστον όχι πριν από τις τέσσερις το απόγευμα, όταντηλεφώνησε ο Μάρτιν και, αποκαρδιωμένος, ανέφερε πως δεν είχαν βρει τίποτα και ότι θα ταπαρατούσαν. O Πάτρικ έκανε νόημα στον Γιέστα να βγει από το δωμάτιο ανάκρισης. «Τηλεφώνησεο Μάρτιν. Δεν βρήκαν τίποτα».

H ελπίδα έσβησε και από τα μάτια του Γιέστα. «Τίποτα;» «Τίποτα, που να πάρει, τίποτα, Φαίνεταιπως δεν έχουμε

άλλη επιλογή από να τον αφήσουμε ελεύθερο. Γαμώτο». O Πάτρικ χτύπησε το χέρι του στον τοίχο,αλλά αμέσως μετά ανέκτησε την ψυχραιμία του. «Τέλος πάντων, προσωρινή αναποδιά είναι.Περιμένω αύριο μια αναφορά από τις αναλύσεις αίματος και ίσως τότε να τον χώσω μέσα μια γιαπάντα».

«Ναι, αλλά σκέψου τι μπορεί να κάνει μέχρι τότε. Τώρα ξέρει τα στοιχεία που έχουμε και, αν τοναφήσουμε, μπορεί να πάει απευθείας και να σκοτώσει την κοπέλα».

«Και λοιπόν, τι στο διάβολο νομίζεις ότι πρέπει να κάνουμε;»

H απογοήτευση του Πάτρικ μετατράπηκε σε οργή, αλλά αντιλήφθηκε πόσο άδικο ήταν να τα βάζειμε τον Γιέστα και του ζήτησε αμέσως συγγνώμη.

«Θα κάνω μια τελευταία προσπάθεια μήπως και μου δώσουν κάποια απάντηση από τις αναλύσειςπριν τον αφήσουμε ελεύθερο. Ίσως να έχουν προλάβει να βρουν κάτι που θα μας είναι χρήσιμοτώρα. Ξέρουν γιατί βιαζόμαστε και μας έχουν βάλει σε άμεση προτεραιότητα».

O Πάτρικ πήγε στο γραφείο του και σχημάτισε τον αριθμό του Παθολογοανατομικού στο σταθερότου τηλέφωνο. Τον είχε ήδη αποστηθίσει. Έξω από το παράθυρό του τα αυτοκίνητα μούγκριζαν, ως

Page 233: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

συνήθως, στην καλοκαιρινή λιακάδα. Για μια στιγμή ζήλεψε τους ανέμελους τουρίστες πουπερνούσαν με τα φορτωμένα μέχρι τα μπούνια αυτοκίνητά τους. Πολύ θα ήθελε να ήταν κι αυτόςεξίσου ανέμελος.

"Γεια σου. Πέντερσεν. Εδώ Πάτρικ Χέντστρεμ. Απλώς σκέφτηκα να ρωτήσω μήπως βρήκατε κάτιχρήσιμο πριν αφήσουμε τον ύποπτο να φύγει».

«Καλά, δεν σου είπα ότι δεν θα είμαστε έτοιμοι πριν από αύριο το πρωί; Κι αυτό, για να ξέρεις, θαγίνει με ένα σωρό υπερωρίες που θα κάνουμε απόψε». O Πέντερσεν ακουγόταν αγχωμένος καιεκνευρισμένος.

'Ναι, ναι, το ξέρω απλώς αναρωτιόμουν μήπως είχατε βρει κάτι".

Μια μακρά περίοδος σιωπής μαρτυρούσε ότι ο Πέντερσεν σκεφτόταν πολύ τι έπρεπε να του πει, καιο Πάτρικ ανακάθισε στην καρέκλα του από την αγωνία.

«Κάτι βρήκατε, έτσι δεν είναι;»

«Ναι, αλλά είναι ακόμη σε προκαταρκτικό στάδιο. Πρέπει να ελέγχουμε κάθε στοιχείο μία και δύοφορές πριν δώσουμε οποιαδήποτε πληροφορία, γιατί διαφορετικά οι επιπτώσεις μπορεί να είναικαταστροφικές. Εκτός αυτού, οι αναλύσεις πρέπει να επαναληφθούν και στο ΚρατικόΕγκληματολογικό Εργαστήριο, γιατί ο δικός μας εξοπλισμός δεν είναι εξίσου καλός με τον δικότους και...»

«Καλά, καλά» τον διέκοψε ο Πάτρικ «αυτά τα ξέρω, αλλά εδώ κινδυνεύει η ζωή μιαςδεχαεφτάχρονης κοπέλας, και αν υπάρχει μία περίπτωση που πρέπει να παραβλέψεις λίγο τουςκανονισμούς είναι ακριβώς αυτή εδώ». Κράτησε την ανάσα του και περίμενε.

«Εντάξει. Αλλά θέλω να χειριστείς τις πληροφορίες που θα σου δώσω με πολλή προσοχή, διότι δενέχεις ιδέα τι με περιμένει αν μαθευτεί πως...» O Πέντερσεν δεν ολοκλήρωσε την πρότασή του.

« Στον λόγο της τιμής μου. Πες μου μόνο τι ξέρεις». Κρατούσε τόσο σφιχτά το ακουστικό που ηπαλάμη του είχε ιδρώσει.

«Αρχίσαμε, φυσικά, με την ανάλυση του αίματος του Γιάκομπ Χουλτ. Και βρήκαμε αρκετάενδιαφέροντα πράγματα, πάντα προκαταρκτικά βέβαια» προειδοποίησε ξανά ο Πέντερσεν.

«Και;»

«Σύμφωνα με την πρώτη ανάλυση, το αίμα του Γιάκομπ Χουλτ δεν ταιριάζει με το δείγμα από τοσπέρμα που είχαμε βρει στο θύμα».

O Πάτρικ εξέπνευσε αργά. Δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι κρατούσε την ανάσα του.

«Πόσο σίγουρο είναι αυτό;»

«Οπως σου είπα, πρέπει να κάνουμε την ανάλυση αρκετές φορές για να είμαστε απολύτως σίγουροι,

Page 234: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

αλλά αυτό είναι απλώς τυπικό και γίνεται για την προστασία των νομικών δικαιωμάτων του ατόμου.Μπορείς πάντως να θεωρείς την ανάλυση σωστή» απάντησε ο Πέντερσεν.

«Να πάρει ο διάβολος. Τέλος πάντων, αυτό δίνει άλλη τροπή στην υπόθεση». O Πάτρικ δεν μπόρεσενα κρύψει την απογοήτευσή του. Μόλις αντιλήφθηκε πως ήταν εντελώς σίγουρος ότι ο Γιάκομπήταν αυτός που έψαχναν. Τώρα είχαν επιστρέψει πάλι στο μηδέν.

«Και δεν βρήκατε τίποτα που να ταιριάζει όταν αναλύσατε τα υπόλοιπα δείγματα;»

«Δεν φτάσαμε ακόμη εκεί. Υποθέσαμε πως θέλατε να επικεντρωθούμε στον Γιάκομπ Χουλτ καιαυτό κάναμε. Έτσι, εκτός από αυτόν, προλάβαμε ν' αναλύσουμε το δείγμα ενός ακόμα ατόμου.Όμως, κάποια στιγμή αύριο το πρωί θα είμαι σε θέση να σου δώσω μια αναφορά και για τουςυπόλοιπους».

«Μάλιστα. Οπότε μέχρι τότε εγώ πρέπει να αφήσω ελεύθερο τον άντρα που κρατάω στην αίθουσαανακρίσεων και να του ζητήσω συγγνώμη» είπε αναστενάζοντας ο Πάτρικ.

«Ααα, είναι και κάτι άλλο ακόμα».

«Τι;» ρώτησε ο Πάτρικ.

O Πέντερσεν δίστασε. «Το δεύτερο δείγμα που προλάβαμε να αναλύσουμε είναι του ΓκάμπριελΧουλτ. Και...»

«Ναι;» είπε ο Πάτρικ ακόμα πιο επιτακτικά.

«Λοιπόν, σύμφωνα με την ανάλυση των αντίστοιχων δομών των DNA τους, ο Γκάμπριελαποκλείεται να είναι πατέρας του Γιάκομπ».

O Πάτρικ έμεινε ακίνητος στην καρέκλα του, βουβός.

«Με ακούς;»

«Ναι, σε ακούω. Απλώς δεν ήταν αυτό που περίμενα. Είσαι σίγουρος;» Αντιλήφθηκε αμέσως τιαπάντηση θα έπαιρνε και πρόλαβε τον Πέντερσεν: «Είναι απλώς προκαταρκτικά και

κάνετε περισσότερες αναλύσεις και τα λοιπά και τα λοιπά, ξέρω, δεν χρειάζεται να μου τα ξαναπείς».

«Έχει αυτό κάποια σημασία για την έρευνα;»

«Αυτή τη στιγμή όλα είναι σημαντικά, οπότε κάπου θα χρησιμεύσει κι αυτό. Σ’ ευχαριστώ πολύ».

Ζαλισμένος, ο Πάτρικ έμεινε για λίγο σκεφτικός, με τα χέρια πλεγμένα πίσω από το κεφάλι και ταπόδια του πάνω στο γραφείο. H αρνητική απάντηση από το δείγμα του Γιάκομπ τούς ανάγκαζε ναεπανεξετάσουν την υπόθεση. Παρέμενε όμως το γεγονός ότι ο δολοφόνος της Τάνια ήταν συγγενήςμε τον Γιοχάνες, και με τον Γιάκομπ να έχει βγει από το παιχνίδι απέμεναν μόνο ο Γκάμπριελ οΣτέφαν και ο Ρόμπερτ. Ένας αποκλεισμένος, τρεις προς εξέταση. Ωστόσο, ακόμα κι αν δεν ήταν ο

Page 235: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Γιάκομπ, ο Πάτρικ μπορούσε να στοιχηματίσει ότι κάτι

γνώριζε. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης είχε νιώσει πως κάτι έκρυβε, κάτι για το οποίο πάλευεπολύ να το κρατήσει κρυφό με κάθε τίμημα. Ίσως οι πληροφορίες του Πέντερσεν να τους έδιναν τηνευκαιρία που χρειάζονταν για να τον ταρακουνήσουν αρκετά ώστε να τον κάνουν να μιλήσει. OΠάτρικ κατέβασε τα πόδια του από το γραφείο και σηκώθηκε. Είπε συνοπτικά στον Γιέστα όσα είχεμάθει και μετά πήγαν μαζί στο δωμάτιο ανακρίσεων, εκεί όπου καθόταν ο Γιάκομπ απαυδισμένοςκαι καθάριζε τα νύχια του. Οι δύο αστυνομικοί είχαν ήδη συμφωνήσει πώς θα χειρίζονταν εφεξής τοθέμα και ποια τακτική θα ακολουθούσαν.

«Πόσο θα μείνω ακόμα εδώ;»

« Εχουμε δικαίωμα να σε κρατήσουμε έξι ώρες. Όμως, όπως σου είπαμε, έχεις το δικαίωμα ναζητήσεις δικηγόρο ανά πάσα στιγμή. Θέλεις να καλέσουμε δικηγόρο;»

«Όχι, δεν είναι απαραίτητο» απάντησε ο Γιάκομπ. «Ένας αθώος δεν χρειάζεται κανέναν άλλουπερασπιστή πέρα από την πίστη του πως ο Θεός θα τακτοποιήσει τα πάντα».

«Εντάξει, οπότε είσαι καλά εφοδιασμένος. Εσύ και ο Θεός

φαίνεται να είστε "τακίμια"» είπε ο Πάτρικ σηκώνοντας το χέρι του με τον δείκτη και τον μέσοκολλημένους.

«Εγώ και ο Θεός ξέρουμε πότε πρέπει να συμπαραστεκόμαστε ο ένας στον άλλο» είπε κουρασμέναο Γιάκομπ. «Κι αλίμονο σε όσους ζουν δίχως τον Θεό στη ζωή τους».

«Οπότε πιστεύεις πως εμείς οι κακόμοιροι είμαστε για λύπηση, αυτό δεν λες;» είπε ο Γιέσταδείχνοντας να το διασκεδάζει.

«Είναι χαμένος χρόνος να μιλάει κανείς μαζί σας. Εχετε κλείσει την καρδιά σας».

O Πάτρικ έσκυψε μπροστά προς τον Γιάκομπ. «Ενδιαφέροντα όλ’ αυτά περί Θεού και Διαβόλου καιαμαρτίας και συμπαρομαρτούντων. Όμως, ποια είναι η θέση των γονιών σου σε αυτό το σκηνικό;Ζουν κι αυτοί σύμφωνα με τις επιταγές του Θεού;»

«O πατέρας μπορεί να έχει απομακρυνθεί κάπως από το εκκλησίασμα, αλλά διατηρεί ακόμη τηνπίστη του, και τόσο αυτός όσο και η μητέρα είναι θεοσεβούμενοι άνθρωποι».

«Είσαι σίγουρος γι’ αυτό; Εννοώ, γνωρίζεις πραγματικά τι χάνουν στη ζωή τους;»

«Τι θέλεις να πεις; Φυσικά και γνωρίζω τους γονείς μου! Τι μαγειρεύετε τώρα για να σπιλώσετε καιτη δική τους ζωή;»

Τα χέρια του Γιάκομπ έτρεμαν, και ο Πάτρικ ένιωσε μια μικρή ικανοποίηση που μπόρεσε να ταράξειτη στωική ηρεμία του.

«Το μόνο που εννοώ είναι ότι δεν μπορείς πραγματικά να ξέρεις τι γίνεται στη ζωή των άλλων Οι

Page 236: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

γονείς σου μπορεί να μην έχουν τη συνείδησή τους καθαρή για πράγματα που εσύ δεν γνωρίζειςκαν, έτσι δεν είναι;»

O Γιάκομπ σηκώθηκε και πήγε προς την πόρτα. «Όχι! Αρκετά πια. Δεν πάει άλλο αυτό το πράγμα. Ήσυλλάβετε με ή αφήστε με να φύγω, διότι δεν σκοπεύω να κάθομαι άλλο εδώ και ν' ακούω ταψέματά σας!»

«Δηλαδή, γνωρίζεις, για παράδειγμα, ότι ο Γκάμπριελ δεν είναι πατέρας σου;»

Ο Γιάκομπ σταμάτησε απότομα, με το χέρι του απλωμένο προς το πόμολο, και στράφηκε αργά προςτο μέρος τους:

«Τι είπες;»

«Ρώτησα αν ξέρεις ότι ο Γκάμπριελ δεν είναι πατέρας σου. Μόλις μίλησα με αυτούς που κάνουν τιςαναλύσεις στο αίμα που σας πήραμε και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, O Γκάμπριελ δεν είναιπατέρας σου».

Το πρόσωπο του Γιάκομπ είχε χάσει εντελώς το χρώμα του. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι αυτό ήτανπραγματική έκπληξη γι’ αυτόν. «Ανέλυσαν το αίμα μου;» ρώτησε με τρεμάμενη φωνή.

«Ναι, και υποσχέθηκα να σου ζητήσω συγγνώμη αν έκανα λάθος».

O Γιάκομπ είχε γουρλώσει τα μάτια και τον κοίταζε.

«Ζητώ συγγνώμη» είπε ο Πάτρικ. «Το αίμα σου δεν ταιριάζει με το DNA που βρήκαμε στο θύμα».

O Γιάκομπ ξεφούσκωσε σαν τρυπημένο μπαλόνι και κάθισε σε μια καρέκλα με όλο του το βάρος.«Λοιπόν, τι γίνεται τώρα;»

«Δεν είσαι πλέον ύποπτος για τον φόνο της Τάνια Σμιτ. Όμως, ακόμη πιστεύω ότι κάτι μας κρύβεις.Τώρα έχεις την ευκαιρία να μας πεις όσα ξέρεις. Και νομίζω ότι πρέπει να την αρπάξεις αυτή τηνευκαιρία, Γιάκομπ».

Εκείνος κούνησε απλώς το κεφάλι του. «Δεν ξέρω τίποτα Δεν ξέρω τίποτα πια. Αφήστε με, σαςπαρακαλώ, να φύγω τώρα».

«Όχι ακόμη, θέλουμε πρώτα να μιλήσουμε με τη μητέρα σου, πριν το κάνεις εσύ. Διότι υποθέτω ότιόλο και κάτι θα θέλεις να τη ρωτήσεις».

O Γιάκομπ έγνεψε βουβά. «Μα γιατί θέλετε να μιλήσετε μαζί της; Σίγουρα αυτό δεν έχει καμίασχέση με την έρευνα σας, έτσι δεν είναι;»

O Πάτρικ επανέλαβε ό,τι είχε πει στον Πέντερσεν. «Αυτή τη

στιγμή τα πάντα έχουν σχέση με την υπόθεση. Κάτι κρύβετε όλοι σας, πάω ένα μηνιάτικο στοίχημα.Και έχω σκοπό να ανακαλύψω τι είναι, με οποιαδήποτε μέσα αν χρειαστεί».

Page 237: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Κάθε διάθεση αντίστασης είχε χαθεί από τη μεριά του Γιάκομπ και το μόνο που έκανε ήταν ναγνέψει παραιτημένος. Ήταν φανερό πως το νέο τού είχε δημιουργήσει ένα τρομερό σοκ.

«Γιέστα, μπορείς να πας και να φέρεις τη Λάινε;»

«Δεν έχουμε άδεια για την προσαγωγή της, έτσι δεν είναι;» είπε σκυθρωπά ο Γιέστα.

«Σίγουρα θα έχει μάθει ότι έχουμε πάρει τον Γιάκομπ για ανάκριση, οπότε μάλλον δεν θαδυσκολευτείς να την πείσεις να at ακολουθήσει».

O Πάτρικ στράφηκε στον Γιάκομπ. «Θα σου φέρουμε να φας και να πιεις κάτι, και μετά θα μείνειςεδώ μέχρι να

ολοκληρώσουμε την κουβέντα μας με τη μητέρα σου. Έπειτα θα μπορέσεις να μιλήσεις κι εσύ μαζίτης. Εντάξει;»

O Γιάκομπ έγνεψε απαθής. Φαινόταν εντελώς χαμένος στις σκέψεις του.

Με ανάμεικτα συναισθήματα, η Αννα έβαλε το κλειδί στην πόρτα του σπιτιού της στη Στοκχόλμη.Ήταν υπέροχο, τόσο γι’ αυτή όσο και για τα παιδιά, που είχαν μπορέσει να ξεφύγουν για λίγο, αλλάαυτό είχε μειώσει κάπως τον ενθουσιασμό της για τον Γκούσταβ. Για να ήταν ειλικρινής, όφειλε ναομολογήσει πως ήταν μεγάλη δοκιμασία να βρίσκεται σε ένα ιστιοφόρο με τον Γκούσταβ και τησχολαστικότητα του. Επίσης, υπήρχε κάτι στο ύφος του Λούκας την τελευταία φορά που μίλησαντο οποίο την είχε ανησυχήσει. Παρά τις κακοποιήσεις που είχε υποστεί, ο Λούκας τής έδινε πάντατην εντύπωση ότι έλεγχε πλήρως τον εαυτό του και την κατάσταση. Τώρα, για πρώτη φορά, είχεακούσει έναν τόνο πανικού στη φωνή του, είχε μια διαίσθηση ότι μπορούσαν να συμβούν πράγματαπου δεν ήταν σε θέση να ελέγξει. Είχε ακούσει από έναν κοινό γνωστό τους

τη φήμη ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά για τον Λούκας ούτε στη δουλειά του. Είχε έναξέσπασμα οργής κατά τη διάρκεια μιας επαγγελματικής συνάντησης και σε μια άλλη περίπτωση είχεπροσβάλει έναν πελάτη Γενικώς, είχαν αρχίσει να εμφανίζονται ρωγμές στο προφίλ του. Και αυτότην τρόμαζε. Την τρόμαζε πάρα πολύ.

Κάτι περίεργο συνέβαινε με την κλειδαριά. Το κλειδί γύριζε όπως έπρεπε. Αφού προσπάθησε λίγοακόμα, αντιλήφθηκε ότι αυτό συνέβαινε επειδή η πόρτα δεν ήταν κλειδωμένη.

Ήταν απολύτως σίγουρη πως είχε κλειδώσει όταν είχε φύγει από το σπίτι πριν από μία εβδομάδα. HΑννα είπε στα παιδιά να μείνουν εκεί που ήταν και άνοιξε προσεχτικά την πόρτα. Της κόπηκε ηανάσα. Το πρώτο δικό της διαμέρισμα, αυτό για το οποίο ήταν τόσο περήφανη, είχε καταστραφεί.Δεν υπήρχε ούτε ένα έπιπλο σώο. Τα πάντα ήταν σπασμένα, και κάποιος είχε βάψει τους τοίχους μεμαύρο σπρέι σαν γκράφιτι. H λέξη «πουτάνα» φιγουράριζε στον τοίχο του καθιστικού με τεράστιαγράμματα, και η Αννα έφερε το χέρι της στο στόμα για να πνίξει μια κραυγή, καθώς τα δάκρυαάρχισαν να πλημμυρίζουν τα μάτια της. Δεν χρειαζόταν να αναρωτηθεί ποιος της το είχε κάνει αυτό.Εκείνο που της τριβέλιζε το μυαλό από τη στιγμή που μίλησε με τον Λούκας είχε μόλιςεπιβεβαιωθεί. Ήταν ολοφάνερο πως το νευρικό σύστημα του Λούκας είχε αρχίσει να καταρρέει. Τομίσος και η οργή, που πάντα σιγόβραζαν λίγο κάτω από την επιφάνεια, είχαν καταστρέψει το

Page 238: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

προσωπείο του.

H Αννα βγήκε πισωπατώντας στο κλιμακοστάσιο. Έπιασε τα παιδιά της και τα έσφιξε πάνω της μεόση δύναμη είχε. H πρώτη της σκέψη ήταν να τηλεφωνήσει στην Ερίκα. Μετά αποφάσισε ότι αυτόέπρεπε να το χειριστεί μόνη της.

Ήταν τόσο ευχαριστημένη με τη νέα της ζωή και είχε νιώσει τόσο δυνατή. Πρώτη φορά στη ζωή τηςέπαιρνε μόνη της τις αποφάσεις που την αφορούσαν. Είχε πάψει να είναι η

μικρότερη αδερφή της Ερίκα. Είχε πάψει να είναι η γυναίκα του Λούκας. Όριζε μόνη της τον εαυτότης. Και τώρα είχαν καταστραφεί όλα.

Ηξερε τι έπρεπε να χάνει. H γάτα είχε νικήσει. Το ποντίκι είχε μόνο μία διέξοδο τώρα πια. Έπρεπε νακάνει οτιδήποτε για να χάσει τα παιδιά.

Ωστόσο, υπήρχε ένα ακόμα πράγμα. Δεν την ένοιαζε ο εαυτός της. Ας της έκανε ό,τι ήθελε οΛούκας. Όμως, αν άγγιζε πάλι ένα από τα παιδιά, θα τον σκότωνε. Χωρίς κανέναν ενδοιασμό.

H μέρα αυτή δεν ήταν καθόλου καλή. O Γκάμπριελ είχε ταραχτεί τόσο πολύ με αυτό πουαποκαλούσε υπέρβαση αστυνομικών καθηκόντων που είχε κλειστεί στο γραφείο του και αρνούνταννα βγει από εκεί. H Λίντα είχε επιστρέφει στα άλογα, και η Λάινε καθόταν μόνη στον καναπέ τουκαθιστικού και κοίταζε με απλανές βλέμμα τους τοίχους. H σκέψη ότι ο Γιάκομπ ανακρινόταν στοαστυνομικό τμήμα έκανε τα μάτια της να πλημμυρίζουν από δάκρυα για τον εξευτελισμό πουαναγκαζόταν να υποστεί. Το μητρικό ένστικτο της έλεγε ότι όφειλε να τον προστατέψει από κάθεκακό, ανεξάρτητα αν ήταν παιδί ή ενήλικας. Παρόλο που καταλάβαινε ότι αυτό δεν ήταν στο χέριτης, ένιωθε ότι είχε αποτύχει ως μητέρα. Ενα ρολόι γέμιζε με τον μονότονο ήχο του την ησυχία τουχώρου, και αυτός ο ήχος την είχε φέρει σε κατάσταση έκστασης. 'Ετσι, εκείνο το χτύπημα στηνπόρτα την έκανε να τιναχτεί πάνω. Ανοιξε ταραγμένη. Τώρα πια κάθε χτύπημα στην πόρτα τουςπροοιωνιζόταν μόνο

άσχημα νέα. Ακριβώς για τον λόγο αυτό δεν έδειξε ιδιαίτερη έκπληξη όταν είδε τον Γιέστα ναστέκεται εκεί.

«Τι θέλετε πάλι τώρα;»

O Γιέστα δίστασε και έδειξε αμήχανος «Χρειαζόμαστε τη βοήθεια σας με κάποιες ερωτήσεις πουπρέπει να απαντηθούν. Στο αστυνομικό τμήμα». Φαινόταν έτοιμος να δεχτεί έναν

καταιγισμό διαμαρτυριών. Όμως, η Λάινε κούνησε απλώς το κεφάλι και τον ακολούθησε έξω στησκάλα.

«Δεν θα πεις στον άντρα σου πού θα είσαι;» ρώτησε έκπληκτος ο Γιέστα.

«Όχι» είπε αυτή κοφτά, κι εκείνος την κοίταξε απορημένος.

Για μια μόνο στιγμή αναρωτήθηκε μήπως το είχαν παρατραβήξει με την οικογένειά Χουλτ. Αμέσωςμετά όμως θυμήθηκε ότι κάπου ανάμεσα σε αυτές τις περίπλοκες οικογενειακές σχέσεις κρυβόταν

Page 239: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

ένας δολοφόνος και μια εξαφανισμένη κοπέλα. H βαριά δρύινη πόρτα έκλεισε με δύναμη, και ηΛάινε, σαν υπάκουη Γιαπωνέζα σύζυγος, τον ακολουθούσε μερικά βήματα πιο πίσω μέχρι ναφτάσουν στο αυτοκίνητο. Σε όλη τη διαδρομή προς το Τμήμα επικρατούσε μια τεταμένη σιωπή, ηοποία έσπασε μόνο μία φορά, όταν η Λάινε ρώτησε αν ο γιος της κρατούνταν ακόμη.

O Γιέστα τής απάντησε απλώς με ένα καταφατικό νεύμα και στην υπόλοιπη διαδρομή προς τοΤανουμσχέντε η Λάινε κοίταζε έξω από το παράθυρο το τοπίο που άφηναν πίσω τους. Είχε ήδησουρουπώσει, και ο ήλιος είχε αρχίσει να βάφει τα πάντα κόκκινα. Όμως, η ομορφιά του τοπίου δενενδιέφερε κανέναν από τους δύο ιδιαίτερα.

0 Πάτρικ φάνηκε ανακουφισμένος όταν τους είδε να περνούν την είσοδο του αστυνομικούτμήματος. Όλο το διάστημα που είχε χρειαστεί ο Γιέστα να πάει και να έρθει το είχε περάσειβαδίζοντας ανήσυχος στον διάδρομο έξω από το δωμάτιο ανακρίσεων, προσπαθώντας μάταια ναδιαβάσει τις σκέψεις του Γιάκομπ.

"Γειά" είπε γνέφοντας απότομα στη Λάινε όταν εκείνη μπήκε μέσα. Θεώρησε ότι ήταν περιττό νασυστηθεί άλλη μία φορά, και η χειραψία υπό αυτές τις συνθήκες του φαινόταν πολύ γαλίφικηχειρονομία. Δεν είχαν πάει εκεί για ν' ανταλλάξουν τυπικότητες. O Πάτρικ είχε ανησυχήσει λίγο γιατο πώς μπορεί να αντιδρούσε η Λάινε στις ερωτήσεις τους. Του

φαινόταν πολύ ευαίσθητη, πολύ εύθραυστη, με τα νεύρα της εξαιρετικά τεντωμένα. Σύντομααντιλήφθηκε ότι δεν χρειαζόταν ν’ ανησυχεί. H Λάινε περπατούσε πίσω από τον Γιέσταπαραιτημένη αλλά ήρεμη και συγκεντρωμένη.

Μια που το αστυνομικό τμήμα του Τανουμσχέντε είχε μόνο ένα δωμάτιο ανακρίσεων, πήγαν καικάθισαν στην κουζίνα. H Λάινε αρνήθηκε ευγενικά όταν της πρόσφεραν καφέ, αλλά τόσο ο Πάτρικόσο και ο Γιέστα ένιωθαν την ανάγκη για μια ένεση καφεΐνης. O καφές ήταν πικρός, αλλά τον ήπιανμε τη συνοδεία μερικών μορφασμών. Κανείς από τους δύο αστυνομικούς δεν ήξερε από πού ν’αρχίσει, και προς μεγάλη τους έκπληξη τους βοήθησέ η Λάινε.

«O συνάδελφός σας αποδώ είπε ότι είχατε κάποιες ερωτήσεις» είπε γνέφοντας προς τον Γιέστα.

«Ε... ναι» απάντησε διστακτικά ο Πάτρικ. «Έχουμε κάποιες πληροφορίες που είμαστε λίγο αβέβαιοιγια το πώς πρέπει να τις διαχειριστούμε. Δεν ξέρουμε πώς συνδέονται με την έρευνά μας. Ίσως ναμη σχετίζονται καν, αλλά αυτή τη στιγμή ο χρόνος μάς πιέζει πάρα πολύ για να τις χειριστούμε μεκάποιο τακτ. Γι’ αυτό σκέφτομαι να μπω κατευθείαν στο θέμα». O Πάτρικ πήρε μια βαθιά ανάσα. HΛάινε συνέχισε να τον κοιτάζει κατάματα εντελώς ατάραχη, αλλά όταν κοίταξε το σφιγμένα χέριατης πάνω στο τραπέζι, παρατήρησε πως οι κόμποι στις αρθρώσεις της είχαν ασπρίσει.

«Λάβαμε τα πρώτα αποτελέσματα των αναλύσεων από τα δείγματα αίματος που πήραμε σήμερα απότα μέλη της οικογένειάς σας». Τώρα είδε τα χέρια της που είχαν αρχίσει να τρέμουν. Αναρωτήθηκεπόση ώρα ακόμα θα μπορούσε να διατηρεί τη φαινομενική της αταραξία. «Το πρώτο απ' όλα πουμπορώ να σας πω είναι ότι το ΟΝ Α του Γιάκομπ δεν ταιριάζει με το DNA που βρέθηκε στο θύμα».

H Λάινε κατέρρευσε μπροστά στα μάτια του. Τώρα τα χέρια της έτρεμαν ανεξέλεγκτα, και ο Πάτρικαντιλήφθηκε πως

Page 240: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

είχε πάει στο αστυνομικό τμήμα προετοιμασμένη ν' ακούσει ότι ο γιος της είχε συλληφθεί για φόνο.H ανακούφιση έλαμπε στο πρόσωπό της, και αναγκάστηκε να καταπιεί αρκετές φορές ώστε ναελέγξει τον λυγμό που ανέβαινε στον λαιμό της. Δεν είπε τίποτα, κι έτσι ο Πάτρικ συνέχισε:

«Ωστόσο, ανακαλύψαμε κάτι περίεργο όταν συγκρίναμε το αίμα του Γιάκομπ με το αίμα τουΓκάμπριελ. Φαίνεται καθαρά πως ο Γιάκομπ δεν μπορεί να είναι γιος του Γκάμπριελ...» O τόνος τηςφωνής του μετέτρεψε τη διαπίστωση σχεδόν σε ερώτηση και μετά σταμάτησε περιμένοντας τηναντίδραση της Λάινε.

Όμως. η ανακούφιση που ένιωσε όταν έμαθε πως ο Γιάκομπ δεν ήταν ύποπτος για φόνο φαινότανότι είχε διώξει ένα μεγάλο βάρος από το στήθος της. Για ένα δευτερόλεπτο δίστασε και μετά είπε:

«Ναι, είναι αλήθεια. O Γκάμπριελ δεν είναι πατέρας του Γιάκομπ».

«Και τότε ποιος είναι ο πατέρας του;»

«Δεν καταλαβαίνω τι σχέση μπορεί να έχει αυτό με τους φόνους. Ειδικά τώρα που ο Γιάκομπ είναιαποδεδειγμένα αθώος».

«Όπως είπα και πριν, αυτή τη στιγμή δεν έχουμε την πολυτέλεια να καθόμαστε και ν’ αποφασίζουμετι είναι σημαντικό και τι όχι, οπότε θα σας ήμουν υπόχρεος αν είχατε την καλοσύνη να απαντήσετεστην ερώτησή μου».

«Φυσικά, δεν μπορούμε να σας αναγκάσουμε» είπε ο Γιέστα «αλλά έχει εξαφανιστεί μια νεαρήκοπέλα και χρειαζόμαστε κάθε πληροφορία που μπορούμε να πάρουμε στα χέρια μας, ακόμα κι ανφαίνεται άσχετη».

«Θα το μάθει αυτό ο άντρας μου;»

O Πάτρικ δίστασε. «Δεν μπορώ να υποσχεθώ τίποτα, αλλά δεν έχουμε κανένα λόγο να σπεύσουμενα του το πούμε. Όμως» δίστασε ξανά «ο Γιάκομπ το ξέρει».

Εκείνη τινάχτηκε. Τα χέρια της άρχισαν πάλι να τρέμουν. «Τι είπε;» Τώρα η φωνή της δεν ήταν παράένας ψίθυρος.

«Δεν θα σου πω ψέματα. Αναστατώθηκε. Και, φυσικά, αναρωτιέται κι αυτός ποιος είναι οπραγματικός του πατέρας».

Μια βαριά σιωπή έπεσε γύρω από το τραπέζι, αλλά ο Γιέστα και ο Πάτρικ της έδωσαν όλο τον χρόνοπου χρειαζόταν. Υστερα από λίγο ήρθε η απάντηση, πάλι σαν ψίθυρος:

«O Γιοχάνες». Μετά, η φωνή δυνάμωσε. «O Γιοχάνες είναι ο πατέρας του Γιάκομπ».

Έδειχνε να εκπλήσσεται που μπορούσε να πει τη φράση αυτή δυνατά, δίχως να πέσει κεραυνός καινα την κάψει. Μάλλον το μυστικό της πρέπει να γινόταν όλο και βαρύτερο με τα χρόνια, και τώραφαινόταν σχεδόν ανακουφισμένη που επέτρεψε σε αυτές λέξεις να βγουν από το στόμα της.Συνέχισε να μιλάει γρήγορα.

Page 241: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Είχαμε μια σύντομη σχέση. Δεν μπόρεσα να του αντισταθώ. Ήταν σαν μια δύναμη της φύσης πουερχόταν και έπαιρνε ό,τι ήθελε. Και ο Γκάμπριελ ήταν τόσο... διαφορετικός». H Λάινε δίσταζε μετην επιλογή των λέξεων, αλλά ο Πάτρικ και ο Γιέστα μπορούσαν εύκολα να συμπληρώσουν τακενά.

«O Γκάμπριελ κι εγώ προσπαθούσαμε κάμποσο καιρό ν’ αποκτήσουμε παιδί, και όταν έμαθε ότιήμουν έγκυος ήταν πανευτυχής.

Ήξερα ότι το παιδί μπορούσε να ήταν είτε του Γκάμπριελ είτε του Γιοχάνες, αλλά, παρ’ όλες τιςεπιπτώσεις που μπορεί να είχε όλο αυτό, βαθιά μέσα μου ήθελα πολύ να είναι του Γιοχάνες. Έναςγιος από αυτόν θα μπορούσε να είναι... τέλειος! Διότι ο Γιοχάνες ήταν τόσο ζωντανός, τόσοόμορφος, τόσο... Έσφυζε από ζωή!»

Μια λάμψη δια πέρασε τα μάτια της, η οποία ανέδειξε τα χαρακτηριστικά της και την έκανε μεμιάςνα δείχνει δέκα χρόνια νεότερη. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι κάποτε η γυναίκα αυτή ήταν πολύερωτευμένη με τον Γιοχάνες. H σκέψη και μόνο της σχέσης τους την έκανε, τόσα χρόνια μετά, νακοκκινίζει ακόμη.

«Πώς ήξερες όμως ότι το παιδί ήταν του Γιοχάνες και όχι του Γκάμπριελ;»

«Το κατάλαβα αμέσως μόλις το είδα, το ίδιο δευτερόλεπτο που το ακούμπησαν στο στήθος μου».

«Και ο Γιοχάνες ήξερε άτι ήταν δικός του γιος και όχι του Γκάμπριελ;» ρώτησε ο Πάτρικ.

«Α, βέβαια. Και τον αγαπούσε πολύ. Πάντα ήξερα ότι ήμουν μια εφήμερη διασκέδαση για τονΓιοχάνες, όσο κι αν ήθελα να είμαι κάτι άλλο, αλλά με τον Γιάκομπ ήταν διαφορετικά. Όταν έλειπεο Γκάμπριελ, ο Γιοχάνες ερχόταν στο σπίτι κρυφά για να δει τον γιο του και να παίξει μαζί του.Μόλις ο Γιάκομπ μεγάλωσε και κινδυνεύαμε να το μαρτυρήσει, σταμάτησε να έρχεται» είπε φανεράλυπημένη η Λάινε. Και συνέχισε:

«Απεχθανόταν που έβλεπε τον αδερφό του να μεγαλώνει τον δικό του πρωτότοκο γιο, αλλά δενήταν έτοιμος να παρατήσει τη ζωή που έκανε, ούτε τη Σούλβεΐγκ» παραδέχτηκε απρόθυμα η Λάινε.

«Και πώς ήταν η δική σου ζωή;» ρώτησε ο Πάτρικ με συμπόνια.

Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους.

«Στην αρχή ήταν πραγματική κόλαση να ζεις τόσο κοντά στον Γιοχάνες και τη Σούλβεΐγκ, ναβλέπεις ότι απέκτησαν γιους, αδέρφια του Γιάκομπ. Εγώ όμως είχα τον γιο μου. και μετά, πολλάχρόνια αργότερα, απέκτησα και τη Λίντα. Και μπορεί να φαίνεται απίστευτο, αλλά με τα χρόνιακατάφερα ν’ αγαπήσω τον Γκάμπριελ. Όχι όπως αγαπούσα τον Γιοχάνες, αλλά ίσως με έναν πιορεαλιστικό τρόπο. O Γιοχάνες δεν ήταν ο άντρας που μπορούσες ν’ αγαπάς από κοντά δίχως νακαταστραφείς. H αγάπη μου για τον Γκάμπριελ είναι πιο βαρετή, αλλά τη ζω με μεγαλύτερηευκολία» είπε η Λάινε.

«Δεν φοβήθηκες ότι θα αποκαλυπτόταν η αλήθεια όταν αρρώστησε ο Γιάκομπ;» ρώτησε ο Πάτρικ.

Page 242: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Όχι, γιατί τότε υπήρχε κάτι άλλο που με φόβιζε περισσότερο» είπε δηκτικά η Λάινε. «Αν πέθαινε οΓιάκομπ, τίποτα δεν θα είχε πλέον σημασία, και ακόμα λιγότερο ποιος ήταν ο

πατέρας του». Μετά, η φωνή της μαλάκωνε. «Αλλά τότε ο Γιοχάνες είχε στενοχωρηθεί πάρα πολύ.Ήταν εντελείς απελπισμένος που είχε αρρωστήσει ο Γιάκομπ και αυτός δεν μπορούσε να κάνειτίποτα. Ούτε τον φόβο του μπορούσε να εκφράσει δημόσια ούτε να καθίσει δίπλα του στο κρεβάτιτου νοσοκομείου. Ήταν πολύ δύσκολο γι’ αυτόν». H Λάινε ταξίδευε σε αλλοτινούς καιρούς, αλλάξαφνικά συνήλθε και πίεσε τον εαυτό της να επιστρέψει στο παρόν.

O Γιέστα πήγε να γεμίσει την κούπα του με καφέ και σήκωσε ερωτηματικά το θερμός προς τονΠάτρικ, που έγνεψε καταφατικά. Όταν κάθισε ξανά, ρώτησε:

«Μα καλά, δεν υποψιάστηκε κανείς τίποτα; Δεν υπήρχε κανένας που να το ήξερε; Δεν τοεκμυστηρεύτηκες ποτέ σε κανέναν;».

H Λάινε συνοφρυώθηκε. «Ναι, σε μια στιγμή αδυναμίας, ο Γιοχάνες αποκάλυψε στη Σούλβεΐγκ τομυστικό για τον Γιάκομπ.

Όσο ζούσε ο Γιοχάνες, εκείνη δεν τολμούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτό. Όμως. μετά τον θάνατό τουξεκίνησε με κάποιους υπαινιγμούς και ύστερα, καθώς είχε αρχίσει να ξεμένει από χρήματα,προχώρησε σε μεγαλύτερες απαιτήσεις».

«Σε εκβίαζε;» ρώτησε ο Γιέστα.

H Λάινε έγνεψε καταφατικά. «Ναι, την πληρώνω εδώ και είκοσι τέσσερα χρόνια».

«Μα πώς μπόρεσες να το κάνεις αυτό χωρίς να υποψιαστεί κάτι ο Γκάμπριελ; Διότι υποθέτω ότιεπρόκειτο για μεγάλα ποσά».

Εκείνη έγνεψε ξανά. «Δεν ήταν εύκολο. Όμως, παρόλο που ο Γκάμπριελ είναι σχολαστικός με τουςλογαριασμούς για το κτήμα, ποτέ του δεν υπήρξε φειδωλός απέναντί μου. Όταν του ζητούσαχρήματα για ψώνια, για προσωπικές μου ανάγκες ή για το νοικοκυριό, πάντα μου τα έδινε. Για ναμπορώ να κληρώνω τη Σούλβεΐγκ. έπρεπε να κάνω οικονομία. Της έδινα περισσότερα απ’ όσαέπαιρνα». O τόνος της φωνής της ήταν

γεμάτος πίκρα, αλλά είχε και μια χροιά ενός άλλου συναισθήματος, ισχυρότερου. «Όμως, υποθέτωότι τώρα δεν έχω άλλη επιλογή από το να τα πω όλα στον Γκάμπριελ. Οπότε, αποδώ και πέρα δεν θαέχω και το πρόβλημα με τη Σούλβεϊγκ».

Χαμογέλασε ειρωνικά, αλλά μετά σοβάρεψε ξανά και κοίταξε τον Πάτρικ κατάματα. «Αν υπάρχεικάτι καλό που προέκυψε απ' όλο αυτό είναι ότι δεν με νοιάζει και πολύ για το τι θα σκεφτεί οΓκάμπριελ ακόμα κι αν αυτό ήταν κάτι που με στοιχείωνε εδώ και τριάντα πέντε χρόνια. Το πιοσημαντικό πράγμα για μένα είναι τα παιδιά μου, ο Γιάκομπ και η Λίντα. Και γι’ αυτό τίποτα δεν έχειπερισσότερη σημασία από το ότι ο Γιάκομπ απαλλάχτηκε από τις κατηγορίες. Διότι έτσι υποθέτωπως είναι, ή κάνω λάθος;» είπε κάπως επιθετικά κοιτάζοντας και τους δύο.

«Ναι, έτσι φαίνεται να είναι. Ναι».

Page 243: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Τότε γιατί τον κρατάτε ακόμη εδώ; Μπορώ να φύγω τώρα και να πάρω μαζί μου και τον Γιάκομπ;»

«Ναι, μπορείς» είπε ήρεμα ο Πάτρικ. «Αλλά θέλουμε να σου ζητήσουμε μια χάρη. O Γιάκομπγνωρίζει κάτι για όλ’ αυτά που έχουν συμβεί και είναι σημαντικό να μας μιλήσει για το καλό του.Αφιέρωσε του λίγο χρόνο και μίλησε του για τα πάντα. Προσπάθησε να τον πείσεις ότι δεν πρέπει νακρατάει κρυφό αυτό που γνωρίζει».

H Λάινε ρουθούνισε ειρωνικά:

«Δεν μπορώ να πω ότι δεν τον συμμερίζομαι. Γιατί να σας βοηθήσει έπειτα απ’ όλ' αυτά που κάνατεστον ίδιο και την οικογένειά μας;».

«Διότι όσο πιο σύντομα λύσουμε αυτή την υπόθεση, τόσο πιο σύντομα θα μπορέσετε όλοι νασυνεχίσετε τη ζωή σας».

Ήταν δύσκολο για τον Πάτρικ να φανεί πειστικός, μια που δεν ήθελε να της αποκαλύψει τααποτελέσματα των αναλύσεων που αποδείκνυαν πως ο δράστης μπορεί να μην ήταν ο Γιάκομπ,αλλά ότι ήταν τελικά κάποιος που ήταν συγγενής του

Γιοχάνες. Αυτό όμως ήταν ο άσος που κρατούσε κρυμμένο στο μανίκι του και δεν σκόπευε να τονχρησιμοποιήσει έως ότου ήταν απολύτως απαραίτητο. Μέχρι τότε ήλπιζε πως η Λάινε θα πίστευεόσα της έλεγε και θα αποδεχόταν την επιχειρηματολογία του.

Λίγο αργότερα, τα πράγματα εξελίχθηκαν όπως τα ήθελε. H Λάινε έγνεψε καταφατικά.

«Θα κάνω ό,τι μπορώ. Αλλά δεν είμαι σίγουρη ότι έχεις δίκιο. Δεν πιστεύω ότι ο Γιάκομπ γνωρίζειπερισσότερα γι' αυτή την περίπτωση από οποιονδήποτε άλλο».

«Αυτό απομένει ν’ αποδειχτεί» είπε κοφτά ο Πάτρικ, «θα έρθεις μαζί μου να σου δείξω πού πρέπεινα πας».

H Λάινε πήγε πολύ διστακτικά προς το δωμάτιο ανακρίσεων.

O Γιέστα στράφηκε προς τον Πάτρικ συνοφρυωμένος:

«Γιατί δεν της είπες ότι ο Γιοχάνες δολοφονήθηκε;».

O Πάτρικ ανασήκωσε τους ώμους του. «Δεν ξέρω. Έχω όμως την αίσθηση πως όσο περισσότερομπορέσω να τους μπερδέψω, τόσο καλύτερο για την υπόθεση, O Γιάκομπ θα της το πει σίγουρα, καιελπίζω ότι αυτό θα την κάνει να τα χάσει. Και ίσως, ίσως λέω, αναγκάσουμε κάποιον από τους δύον’ ανοιχτεί».

«Πιστεύεις ότι κρύβει κάτι και η Λάινε;» ρώτησε ο Γιέστα.

«Δεν ξέρω» είπε ο Πάτρικ «αλλά δεν πρόσεξες την έκφραση του προσώπου της όταν της είπαμε ότιο Γιάκομπ σβήστηκε από τη λίστα των υπόπτων; Ήταν καθαρή έκπληξη».

Page 244: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Ελπίζω να έχεις δίκιο» είπε ο Γιέστα και έτριψε κουρασμένος το πρόσωπό του. Ήταν μια μεγάληκαι κουραστική μέρα.

«θα περιμένουμε να τελειώσουν την κουβέντα τους και μετά θα πάμε στα σπίτια μας να φάμε κάτικαι να κοιμηθούμε. Δεν θα χρησιμεύουμε σε τίποτα αν εξαντληθούμε εντελώς» είπε ο Πάτρικ.

Κάθισαν και περίμεναν.

H Σούλβεΐγκ νόμισε πως άκουσε κάτι απέξω. Μετά όμως

επικράτησε πάλι ησυχία. Σήκωσε τους ώμους της αδιάφορα και έστρεψε ξανά την προσοχή της σταάλμπουμ. Έπειτα απ' όλη εκείνη τη συναισθηματική αναστάτωση των τελευταίων ημερών, ηεπιστροφή στα πολυξεφυλλισμένα άλμπουμ τής έδινε μια αίσθηση ασφάλειας. Οι φωτογραφίες,παρόλο που μπορεί να ξεθώριαζαν λίγο ή να κιτρίνιζαν με τα χρόνια, δεν άλλαζαν ποτέ.

Κοίταξε το ρολόι στον τοίχο. Τα παιδιά πηγαινοέρχονταν όπως και όποτε γούσταραν, αλλά της είχανυποσχεθεί ότι απόψε θα έρχονταν στο σπίτι να φάνε. O Ρόμπερτ θα αγόραζε μια πίτσα από τηνπιτσαρία Κάπτεν Φαλκ, και το στομάχι της Σούλβεΐγκ είχε αρχίσει να γουργουρίζει από την πείνα.Αμέσως μετά άκουσε βήματα έξω στο χαλίκι και σηκώθηκε με δυσκολία για να βγάλει ποτήρια καιμαχαιροπίρουνα. Τα πιάτα δεν ήταν απαραίτητα. Πάντα έτρωγαν την πίτσα απευθείας από το κουτί.

«Πού είναι ο Στέφαν;» O Ρόμπερτ απίθωσε τις πίτσες στον πάγκο και κοίταξε γύρω του.

«Νόμιζα πως ήξερες. Δεν τον έχω δει εδώ και ώρες» είπε η Σούλβεΐγκ.

«Μάλλον θα είναι στην καλύβα. Πάω να τον φωνάξω».

«Πες του να κάνει γρήγορα, δεν έχω σκοπό να τον περιμένω πολύ» φώναξε η Σούλβεΐγκ, καθώς οΡόμπερτ έφευγε. Μετά άρχισε ν' ανοίγει άπληστα τα κουτιά για να βρει την πίτσα της.

«Στέφαν;» O Ρόμπερτ άρχισε να τον φωνάζει πριν φτάσει στην καλύβα, αλλά δεν πήρε καμίααπάντηση. Τέλος πάντων, αυτό δεν σήμαινε τίποτα. Μερικές φορές ο Στέφαν ήταν σαν νατυφλωνόταν και να κουφαινόταν όταν έμπαινε εκεί μέσα «Στέφαν;» φώναξε λίγο πιο δυνατά αυτή τηφορά, αλλά μέσα στην απόλυτη ησυχία το μόνο που άκουσε ήταν η δική του φωνή.

Εκνευρισμένος, άνοιξε την πόρτα της καλύβας έτοιμος να τα ψάλει στον μικρότερο αδερφό του πουκαθόταν και ονειροπολούσε.

Όμως, ο εκνευρισμός τού πέρασε μεμιάς.

«Στέφαν! Γαμώτο μου! Στέφαν!»

O αδερφός του κείτονταν στο πάτωμα με ένα μεγάλο κόκκινο στεφάνι γύρω από το κεφάλι του. OΡόμπερτ χρειάστηκε μόλις ένα δευτερόλεπτο για να καταλάβει πως ήταν αίμα. O Στέφαν δενκινούνταν.

«Στέφαν!» H φωνή του Ρόμπερτ ήταν τώρα γοερή, και ένας λυγμός άρχισε να σχηματίζεται στο

Page 245: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

στήθος του. Έπεσε στα γόνατα δίπλα στον Στέφαν, ενώ τα χέρια του αιωρούνταν αναποφάσισταπάνω από το κακοποιημένο του κορμί Ήθελε να βοηθήσει, αλλά δεν ήξερε πώς και φοβόταν μήπωςχειροτέρευε τα τραύματα αν τον άγγιζε. Ένα βογκητό που έβγαλε ο αδερφός του τον έκανε ν’αναλάβει δράση. Σηκώθηκε από το δάπεδο με αιματοβαμμένα γόνατα και έτρεξε προς το σπίτι.

«Μάνα! Μάνα!»

H Σούλβεΐγκ άνοιξε την πόρτα και κοίταξε έξω με μισόκλειστα μάτια. Το στόμα της και τα δάχτυλάτης ήταν λιγδωμένα, αφού προφανώς είχε ήδη αρχίσει να τρώει. Τώρα όμως φαινόταν εκνευρισμένηπου την είχαν διακόψει.

«Τι διάβολο θες και γκαρίζεις έτσι;» Μετά είδε τους λεκέδες από το αίμα στο παντελόνι τουΡόμπερτ. Ήξερε ότι δεν ήταν μπογιά. «Τι έγινε; O Στέφαν είναι;»

Έτρεξε προς την καλύβα όσο γρήγορα της επέτρεπε η άμορφη σωματική μάζα της, αλλά ο Ρόμπερττην πρόλαβε πριν φτάσει εκεί.

«Μην μπεις μέσα. Ζει, αλλά κάποιος τον έχει σαπίσει στο ξύλο! Είναι σε πολύ άσχημη κατάσταση.Πρέπει να καλέσουμε ασθενοφόρο!»

«Ποιος...;» τραύλισε κλαίγοντας η Σούλβεΐγκ και κατέρρευσε σαν παρατημένη μαριονέτα στα χέριατου Ρόμπερτ. Εκείνος την απέφυγε εκνευρισμένος και την ανάγκασε να σταθεί στα πόδια της.

«Τι σημασία έχει αυτό τώρα; Πρώτα απ’ όλα πρέπει να καλέσουμε βοήθεια. Άντε μέσα νατηλεφωνήσεις αμέσως, κι εγώ

θα πάω πάλι κοντά του. Τηλεφώνησε και στο Κέντρο Υγείας, γιατί το ασθενοφόρο θα έρθει από τηνΟυντεβάλα».

Εδινε τις εντολές με το κόρος ενός στρατηγού, και η αντίδραση της Σούλβεΐγκ ήταν πολύ γρήγορη.Έτρεξε αμέσως στο σπίτι, ενώ ο Ρόμπερτ, σίγουρος ότι το θέμα της ιατρικής βοήθειας θατακτοποιούνταν σύντομα, έσπευσε πάλι στην καλύβα που ήταν ο αδερφός του.

Όταν έφτασε ο δόκτωρ Γιάκομπσον, κανένας τους δεν αναφέρθηκε στις συνθήκες υπό τις οποίεςείχαν συναντηθεί νωρίτερα την ίδια μέρα. O Ρόμπερτ έκανε τώρα πίσω ανακουφισμένος,

ευγνώμων που κάποιος, ο οποίος ήξερε τι έκανε, ανέλαβε τον έλεγχο της κατάστασης. Παραμέρισεκαι περίμενε ανυπόμονα τη διάγνωση.

«Ζει, αλλά θα πρέπει να μεταφερθεί στο νοσοκομείο το συντομότερο δυνατόν. Απ’ ό,τι κατάλαβα,το ασθενοφόρο είναι καθ’ οδόν».

«Ναι» είπε ξεψυχισμένα ο Ρόμπερτ.

«Πήγαινε μέσα και φέρε μια κουβέρτα να τον σκεπάσουμε».

0 Ρόμπερτ ήταν αρκετά έξυπνος για να καταλάβει αμέσως ότι αυτό που του ζήτησε ο γιατρός ήταν

Page 246: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

περισσότερο για να τον βάλει να κάνει κάτι και όχι επειδή ο Στέφαν χρειαζόταν κουβέρτα. Ωστόσο,ένιωσε ευγνωμοσύνη που ο γιατρός τού είχε αναθέσει μια συγκεκριμένη αποστολή και υπάκουσεπρόθυμα. Αναγκάστηκε να στριμωχτεί στην πόρτα της καλύβας για να βγει έξω, μια που εκείστεκόταν η Σούλβεΐγκ, η οποία έκλαιγε βουβά και έτρεμε ολόκληρη. O Ρόμπερτ όμως δεν είχε τηδύναμη να την παρηγορήσει. Ήταν απασχολημένος με τη διατήρηση του δικού του αυτοελέγχου. HΣούλβεΐγκ ας τα έβγαζε πέρα μόνη της όπως μπορούσε. Από κάπου μακριά άκουσε σειρήνες. Ποτέάλλοτε στη ζωή του δεν είχε νιώσει τέτοια ευγνωμοσύνη στη θέα ενός μπλε φάρου που αναβόσβηνεανάμεσα στα δέντρα.

H Λάινε κάθισε μισή ώρα με τον Γιάκομπ. O Πάτρικ πολύ θα ήθελε να κρυφακούσει, αλλάαναγκάστηκε να κάνει υπομονή. Το μόνο που πρόδιδε την ανυπομονησία του ήταν το πόδι του πουπήγαινε ακατάπαυστα πάνω κάτω. Τόσο αυτός όσο και ο Γιέστα είχαν πάει στα γραφεία τους για ναπροσπαθήσουν να κάνουν κάποια από τις δουλειές που είχαν, αλλά και οι δύο δυσκολεύονταν.

O Πάτρικ ευχόταν να ήξερε τι ακριβώς ήλπιζε και ο ίδιος να βγάλει απ’ όλο αυτό το θέατρο, αλλάπραγματικά δεν είχε ιδέα. Το μόνο που ευχόταν ήταν να μπορέσει η Λάινε, με κάποιον τρόπο, ναπατήσει το σωστό κουμπί ώστε να κάνει τον Γιάκομπ να μιλήσει. Όμως, αυτό ίσως να τον έκανε νακλειστεί πιο πολύ στον εαυτό του. Μπορούσε να συμβεί είτε το ένα είτε το άλλο. Κι αυτό ακριβώςήταν το πρόβλημα. Το να ζυγίζεις τα ρίσκα έναντι των ενδεχόμενων κερδών οδηγούσε συχνά σεπράξεις οι οποίες εκ των υστέρων δεν εξηγούνταν λογικά.

Επίσης, τον εκνεύριζε το γεγονός ότι θα έπρεπε να περιμένουν μέχρι το επόμενο πρωί για να πάρουντις απαντήσεις από τα δείγματα αίματος. Ευχαρίστως θα δούλευε όλη τη νύχτα ελέγχοντας στοιχείαπου σχετίζονταν με την Τζένι, αρκεί να υπήρχαν κάποια. Ωστόσο, τα μόνα στοιχεία που είχε προς τοπαρόν ήταν τα δείγματα αίματος. Είχε στηριχτεί πιο πολύ απ’ ό,τι έπρεπε μάλλον στην πιθανότηταπως το δείγμα από τον Γιάκομπ θα έδινε κάτι περισσότερο. Τώρα όμως που η θεωρία αυτή είχεκαταρρεύσει καθόταν και κοίταζε ένα λευκό χαρτί μπροστά του. έχοντας βρεθεί ξανά εκεί απ’ όπουείχαν αρχίσει.

Και κάπου εκεί έξω υπήρχε η Τζένι, μόνο που τώρα ένιωθε πως γνώριζαν λιγότερα απ' ό,τι πριν. Ταμόνα αποτελέσματα που είχαν μέχρι στιγμής ήταν ότι ίσως είχαν καταφέρει να διαλύσουν μιαοικογένεια και ότι διαπίστωσαν έναν φόνο που είχε γίνει πριν από είκοσι τέσσερα χρόνια. Τίποτεάλλο όμως πέρα από αυτά.

Για χιλιοστή φορά κοίταξε το ρολόι και χτύπησε το στιλό πάνω στο γραφείο του. Ίσως ο Γιάκομπτώρα να αφηγούνταν

πράγματα στη μητέρα του τα οποία θα έλυναν τα πάντα μια κι έξω. Ίσως...

Ένα τέταρτο αργότερα ο Πάτρικ ήξερε ότι η ελπίδα να βγάλει κάτι από αυτούς τους δύο είχε χαθεί.Μόλις άκουσε ν' ανοίγει η πόρτα του δωματίου ανακρίσεων τινάχτηκε από την καρέκλα του καιέτρεξε να τους συναντήσει. Τα πρόσωπά τους ήταν σφιγμένα. Τα μάτια τους, σκληρά σαν πέτρα, τονκοίταζαν προκλητικά, κι εκείνη τη στιγμή κατάλαβε πως ό,τι κι αν ήξερε ο Γιάκομπ δεν επρόκειτο νατο αποκαλύψει εκούσια.

«Είπατε ότι μπορούσα να πάρω και τον γιο μου φεύγοντας» είπε η Λάινε ψυχρά.

Page 247: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Ναι» απάντησε ο Πάτρικ. Δεν είχε να πει τίποτε άλλο.

Τώρα θα έκαναν αυτό που είχε υποσχεθεί στον Γιέστα λίγο νωρίτερα. Θα πήγαιναν στα σπίτια τουςγια να φάνε και να κοιμηθούν λίγο. Ίσως αύριο να μπορούσαν να δουλέψουν με ανανεωμένηδύναμη και ενέργεια.

ΔΕΚΑ

Καλοκαίρι 1979

Ανησυχούσε για το τι θα γινόταν με τη μητέρα της που ήταν άρρωστη. Πώς Θα μπορούσε ο πατέραςτης

να τη φροντίσει μόνος του; H ελπίδα ότι θα την έβρισκαν φθειρόταν σιγά σιγά από τον τρόμο τηςμοναξιάς στο σκοτάδι. Δίχως το απαλό δέρμα της άλλης κοπέλας ένιωθε το σκοτάδι ακόμα πιομαύρο, αν κάτι τέτοιο ήταν δυνατόν.

Τη βασάνιζε και η μυρωδιά. Εκείνη η γλυκερή, αποπνικτική μυρωδιά του θανάτου που έδιωχνε όλεςτις άλλες. Ακόμα και η μυρωδιά των περιττωμάτων τους εξαφανιζόταν μέσα σε αυτή την απαίσιαγλυκύτητα, και είχε ξεράσει πολλές φορές, βγάζοντας ξινή χολή, μια που το στομάχι της ήτανεντελώς άδειο. Τώρα είχε αρχίσει να νιώθει ότι ήθελε να πεθάνει. Αυτό την τρόμαζε περισσότεροαπ' οτιδήποτε άλλο. H σκέψη αυτή είχε αρχίσει να φλερτάρει μαζί της. να της ψιθυρίζει, να τηςυπόσχεται πως θα εξαφάνιζε τον πόνο και τα βάσανα.

Είχε συνέχεια στημένο το αυτί της μήπως άκουγε βήματα αποπάνω. Τον ήχο της καταπακτής ν’ανοίγει. Το παραμέρισμα των σανιδιών και μετά ξανά τα βήματα να κατεβαίνουν αργά

τη σκάλα. Ήξερε πως την επόμενη φορά που θα τα άκουγε θα ήταν η τελευταία. Το κορμί της δενάντεχε άλλο πόνο τώρα πια, και θα ενέδιδε κι αυτή, όπως και η άλλη κοπέλα, στις γητειές τουθανάτου.

Σαν να το είχε μαντέψει, άκουσε τους ήχους που φοβόταν. Με βαθιά θλίψη στην καρδιά,ετοιμάστηκε

να πεθάνει.

Ηταν υπέροχο που ο Πάτρικ είχε έρθει λίγο νωρίτερα στο σπίτι αυτό το βράδυ. Αν και ταυτόχροναόφειλε να ομολογήσει πως αυτό ήταν κάτι που δεν το περίμενε καθόλου δεδομένων των συνθηκών.Με ένα παιδί στην κοιλιά, η Ερίκα πρώτη φορά μπορούσε να καταλάβει πραγματικά την ανησυχίαενός γονιού και υπέφερε κι αυτή μαζί με τους γονείς της Τζένι Μέλερ.

Αμέσως άρχισε να έχει ενοχές που πέρασε μια ολόκληρη μέρα νιώθοντας πολύ ευχαριστημένη.Μετά την αποχώρηση των επισκεπτών, η γαλήνη είχε επιστρέφει στο σπίτι, κάτι που της επέτρεψε νατα πει λίγο με το φιλαράκι μέσα στην κοιλιά της, να ξαπλώσει, να ξεκουραστεί και να διαβάσει ένακαλό βιβλίο. Ανέβηκε, επίσης, λαχανιάζοντας την ανηφόρα για το σουπερμάρκετ, όπου ψώνισε κάτινοστιμιές για φαγητό και μια τεράστια σακούλα με καραμέλες. Τώρα, βέβαια, είχε κάποιες τύψεις γι’αυτή την τελευταία αγορά. H μαμή τής είχε επισημάνει αυστηρά ότι η ζάχαρη δεν θεωρούνταν

Page 248: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

υγιεινό συστατικό σε μια δίαιτα εγκυμοσύνης και ότι σε μεγάλες ποσότητες μπορεί το παιδί ναγεννιόταν με εθισμό στη ζάχαρη. Είχε, βεβαίως, προσθέσει, υπό μορφή μουρμουρητού, ότι για ναγίνει κάτι τέτοιο μια εγκυμονούσα έπρεπε να τρώει τεράστιες ποσότητες γλυκών, αλλά όπως και ναείχε το πράγμα τα λόγια της μαμής δεν έπαυαν να την απασχολούν. Στην πόρτα του ψυγείου υπήρχεμια πολύ μεγάλη λίστα για το τι δεν επιτρεπόταν να τρώει. Μερικές φορές είχε την αίσθηση ότι θαήταν απίθανο να γεννήσει υγιές παιδί. Για παράδειγμα, ορισμένα είδη ψαριών απαγορεύοντανεντελώς, ενώ κάποια άλλα επιτρέπονταν, αλλά μόνο μία φορά την εβδομάδα. Έπειτα, είχε σημασίααν τα ψάρια ήταν του αλμυρού ή του γλυκού νερού... Για να μην

αναφέρουμε και το δίλημμα με τα τυριά. H Ερίκα λάτρευε το τυρί σε όλες του τις μορφές και είχεαπομνημονεύσει ποια μπορούσε να τρώει και ποιά όχι. Προς μεγάλη της απογοήτευση, ταμουχλιασμένα τυριά βρίσκονταν στην απαγορευμένη λίστα, και ήδη φαντασιωνόταν τα φαγοπότιαπου θα έκανε με τυριά και κόκκινο κρασί μόλις σταματούσε να θηλάζει.

Ήταν τόσο χαμένη στις ονειροπολήσεις της για οργιαστικά γεύματα που δεν άκουσε καν τον Πάτρικνα μπαίνει. Δίχως να το θέλει, την κατατρόμαξε και την έκανε να τιναχτεί. Πέρασε αρκετή ώρα μέχριο καρδιακός της ρυθμός να επιστρέφει στο φυσιολογικό.

«Αχ Θεέ μου, με κατατρόμαξες!»

«Συγγνώμη, δεν το ήθελα. Νόμισα πως με άκουσες όταν μπήκα».

Κάθισε δίπλα της στον καναπέ του καθιστικού, κι εκείνη σοκαρίστηκε σαν είδε την έκφραση στοπρόσωπό του.

«Πάτρικ! Εσύ είσαι εντελώς χλωμός. Συνέβη κάτι;» Μια σκέψη πέρασε από το μυαλό της. «Τηβρήκατε;» Κάτι ψυχρό και ατσάλινο έσφιξε την καρδιά της.

O Πάτρικ κούνησε το κεφάλι. «Όχι».

Δεν είπε τίποτε άλλο. Εκείνη περίμενε υπομονετικά. Λίγο μετά, ο Πάτρικ φάνηκε πως ήταν σε θέσηνα συνεχίσει.

«Όχι, δεν τη βρήκαμε. Και σήμερα νιώθω πως χάσαμε έδαφος».

Έσκυψε ξαφνικά μπροστά και έχωσε το πρόσωπό του μέσα στις παλάμες του. H Ερίκα πήγε μεδυσκολία κοντά του, τον αγκάλιασε και ακούμπησε το μάγουλό της στον ώμο του. Μάλλον ένιωσε,παρά άκουσε, τον Πάτρικ να κλαίει σιωπηλά.

«Δεκαεφτά χρονών είναι, που να πάρει ο διάβολος. Μπορείς να το καταλάβεις; Δεκαεφτά χρονών,και κάποιος αρρωστημένος μαλάκας νομίζει πως μπορεί να της κάνει ό,τι θέλει. Ποιος ξέρει τιμπορεί να περνάει όσο εμείς τρέχουμε πέρα δώθε σαν ανίκανοι ηλίθιοι. Δεν έχουμε ιδέα τι κάνουμε!Πώς διάβολο

μας πέρασε από το μυαλό ότι θα μπορούσαμε να τα βγάλουμε πέρα μόνοι μας με μια τέτοιαυπόθεση; Αφού κλοπές ποδηλάτων καθόμαστε και ερευνάμε όλη την ώρα! Ποιος ήταν αυτός ο

Page 249: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

ηλίθιος που μας άφησε -που άφησε εμένα!- ν' αναλάβουμε αυτή την καταραμένη έρευνα;» Ανοιξεδιάπλατα τα χέρια του.

«Κανείς δεν θα μπορούσε να διεξάγει καλύτερα από σένα αυτή την έρευνα, Πάτρικ! Και τι νομίζειςότι θα γινόταν αν έστελναν μια ομάδα από το Γέτεμποργ ή αν έκαναν κάποια άλλη επιλογή, Κανείςτους δεν θα ήξερε τον τόπο, κανείς δεν θα ήξερε τους ανθρώπους όπως εσύ, και γνωρίζεις πολύκαλά πώς λειτουργούν εδώ τα πράγματα. Δεν υπήρχε περίπτωση να έκαναν καλύτερη δουλειά.Χειρότερη θα ήταν, σίγουρα. Και μη μου λες ότι είσαστε εντελώς μόνοι σε αυτή την έρευνά, έστω κιαν καταλαβαίνω ότι έτσι το βλέπεις. Μην ξεχνάς ότι η Ουντεβάλα έστειλε δύο άτομα που δουλεύουνμαζί σας, οργάνωσε ομάδες αναζήτησης και πολλά άλλα. Μόνος σου είπες τις προάλλες πόσο καλήήταν η συνεργασία σας. Το ξέχασες αυτά.»

H Ερίκα τού μιλούσε σαν να μιλούσε σε μικρό παιδί αλλά δίχως να δείχνει συγκαταβατική. Ήθελεαπλώς να κάνει σαφή αυτά που έλεγε, και η προσπάθειά της είχε αποτέλεσμα μια που ο Πάτρικφάνηκε να ηρεμεί, και η Ερίκα ένιωσε το κορμί του να χαλαρώνει μέσα στην αγκαλιά της.

«Ναι, μάλλον έχεις δίκιο» είπε απρόθυμα ο Πάτρικ. «Κάναμε ό,τι μπορούσαμε, αλλά όλα φαντάζουναπέλπιδα. O χρόνος τρέχει ασταμάτητα, κι εγώ κάθομαι εδώ, ενώ η Τζένι μπορεί να πεθαίνει αυτήακριβώς τη στιγμή».

O πανικός είχε αρχίσει πάλι να γίνεται εμφανής στη φωνή του, και η Ερίκα τον έπιασε από τον ώμο.

«Σςςς, δεν μπορείς να σκέφτεσαι έτσι, σε σκοτώνει». Αφησε να υπεισέλθει στον τόνο της φωνής τηςκαι κάποια αυστηρότητα. «Δεν γίνεται να καταρρεύσεις τώρα. Αν υπάρχει κάτι που οφείλεις στηνκοπέλα και στους γονείς της, είναι να παραμείνεις ψύχραιμος και να συνεχίσεις να δουλεύεις».

Ο Πάτρικ παρέμεινε σιωπηλός, αλλά η Ερίκα ήξερε πως άκουγε ό,τι του έλεγε.

«Οι γονείς της μου τηλεφώνησαν τρεις φορές σήμερα. Τέσσερις χτες. Νομίζεις ότι οφείλεται στογεγονός ότι είναι έτοιμοι να παραιτηθούν;»

«Όχι, δεν το νομίζω» είπε η Ερίκα. «Πιστεύω απλώς ότι σας έχουν εμπιστοσύνη. Και αυτή τη στιγμήη δική σου δουλειά είναι να συγκεντρώσεις δυνάμεις για άλλη μια εργάσιμη μέρα αύριο. Δενκερδίζετε τίποτα με το να εξαντλείστε εντελώς».

O Πάτρικ χαμογέλασε αχνά όταν άκουσε τα λόγια που ο ίδιος είχε πει στον Γιέστα ναεπαναλαμβάνονται από την Ερίκα.

Ίσως να ήξερε και ο ίδιος τι έλεγε μερικές φορές.

Αποφάσισε ν’ ακολουθήσει τη συμβουλή της γυναίκας του. Παρόλο που δεν μπόρεσε ούτε τοφαγητό του να ευχαριστηθεί, έφαγε ό,τι του έβαλε η Ερίκα μπροστά του και κατόπιν έπεσε για ύπνο,αν και όχι τόσο ξεκούραστο. Στα όνειρά του έβλεπε μια ξανθιά νεαρή κοπέλα να του ξεφεύγεισυνεχώς. Τον πλησίαζε αρκετά ώστε να μπορεί να την αγγίζει, αλλά μόλις άπλωνε το χέρι του για νατην πιάσει, εκείνη του ξέφευγε με ένα περιπαικτικό χαμόγελο. Όταν χτύπησε το ξυπνητήρι, ήτανλουσμένος στον ιδρώτα και εξαντλημένος.

Page 250: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Δίπλα του η Ερίκα είχε περάσει τις περισσότερες ώρες της νύχτας ξάγρυπνη. Σκεφτόταν την Αννα.Όσο αποφασισμένη ήταν την προηγούμενη μέρα να μην κάνει η ίδια το πρώτο βήμα, τόσο πιοσίγουρη ένιωθε τα χαράματα ότι έπρεπε να της τηλεφωνήσει μόλις ξημέρωνε. Κάτι δεν πήγαινεκαλά. Το ένιωθε.

H μυρωδιά του νοσοκομείου την τρόμαζε. Υπήρχε κάτι οριστικό σε αυτή την αποστειρωμένη οσμήστους άχρωμους τοίχους και στη βαρετή τέχνη. Το γεγονός ότι δεν είχε μπορέσει να κοιμηθεί ούτελεπτό όλη τη νύχτα την έκανε να νομίζει ότι οι πάντες κινούνταν γύρω της σε αργή κίνηση. Τοθρόισμα από τα ρούχα του προσωπικού ενισχυόταν και έφτανε στα αυτιά

της Σούλβεΐγκ δυνατότερο απ' ό,τι πραγματικά ήταν. Περίμενε από στιγμή σε στιγμή νακαταρρεύσει όλος ο κόσμος. H ζωή του Στέφαν κρεμόταν από μια πολύ λεπτή κλωστή, της είχε πειο γιατρός κάποια στιγμή τα χαράματα, και η Σούλβεΐγκ πενθούσε ήδη προκαταβολικά. Και τι άλλονα έκανε; Όλα όσα είχε στη ζωή της είχαν γλιστρήσει σαν ψιλή άμμος ανάμεσα στα δάχτυλά της καιτα είχε παρασύρει ο άνεμος μακριά. Τίποτε απ’ όλα όσα είχε προσπαθήσει να κρατήσει δεν της είχεμείνει, 0 Γιοχάνες, η ζωή στο Βεστεργκόρντεν, το μέλλον των παιδιών της, όλα χάθηκαν στηνανυπαρξία και την οδήγησαν σε έναν δικό της κόσμο.

Όμως, τώρα πια δεν μπορούσε να δραπετεύει. Δεν μπορούσε να το κάνει, όταν η πραγματικότηταέκανε την είσοδό της με τη μορφή οραμάτων, ήχων και μυρωδιών. H πραγματικότητα ότι τώρα τανυστέρια έκοβαν το κορμί του Στέφαν ήταν πολύ χειροπιαστή για να μπορέσει να την αφήσει πίσωτης.

H σχέση της με τον Θεό είχε διακοπεί εδώ και πολύ καιρό, αλλά τώρα Τον εκλιπαρούσε με όλη τηδύναμη της ψυχής της. Μουρμούριζε όλα τα λόγια που μπορούσε να θυμηθεί από τα χρόνια τηςπαιδικής της πίστης, έδινε υποσχέσεις, που ήξερε ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να τις τηρήσει, αλλάήλπιζε πως οι καλές προθέσεις αρκούσαν τουλάχιστον για να δώσουν στον Στέφαν ένα μικρόπλεονέκτημα που θα τον κρατούσε στη ζωή. Δίπλα της καθόταν ο Ρόμπερτ με μια έκφραση σοκακόμη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, μια έκφραση που δεν άλλαξε καθόλου όλη τη νύχτα. Τομόνο που ήθελε η Σούλβεΐγκ ήταν ν' απλώσει το χέρι της και να τον αγγίξει, να τον παρηγορήσει, ναείναι μητέρα. Αλλά είχαν περάσει τόσα πολλά χρόνια ώστε οι ευκαιρίες που είχε για να επιδείξειοποιαδήποτε μητρική στοργή είχαν εξαφανιστεί. Έτσι, κάθονταν τώρα σαν ξένοι ο ένας δίπλα στονάλλο. ενωμένοι μόνο από την αγάπη για κείνον που κείτονταν στο κρεβάτι, βουβοί και οι δύο, μιαπου ήξεραν πως εκείνος ήταν ο καλύτερος από τους τρεις τους.

Μια γνωστή φιγούρα φάνηκε να πλησιάζει επιφυλακτικά από το βάθος του διαδρόμου. H Λίνταγλιστρούσε κρυφά, κολλητά στον τοίχο, αβέβαιη για το πώς θα την υποδέχονταν, αν και κάθεδιάθεση για καβγάδες είχε εξαφανιστεί μαζί μ' εκείνον που είχε φέρει τον γιο και τον αδερφό τους σεαυτή την κατάσταση.

H Λίντα κάθισε σιωπηλή δίπλα στον Ρόμπερτ και άφησε να περάσει λίγος χρόνος μέχρι να τολμήσεινα μιλήσει.

«Πώς είναι; Ακουσα από τον μπαμπά ότι του τηλεφώνησες το πρωί και του είπες τι συνέβη».

«Ναι, θεώρησα πως ο Γκάμπριελ έπρεπε να το μάθει» είπε η Σούλβεΐγκ, διατηρώντας ακόμη το

Page 251: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

απόμακρο βλέμμα της «διότι, όπως και να το κάνεις, το αίμα νερό δεν γίνεται. Απλώς θεώρησα πωςέπρεπε να το μάθει...» Ακούστηκε σαν να χανόταν πάλι στο κενό, και η Λίντα αρκέστηκε σε ένακούνημα του κεφαλιού. H Σούλβεΐγκ συνέχισε: «Ακόμη στο χειρουργείο τον έχουν. Δεν ξέρουμεπολλά, εκτός... εκτός από το ότι μπορεί να πεθάνει».

«Όμως, ποιος το έκανε αυτό;» ρώτησε η Λίντα, αποφασισμένη να μην αφήσει τη θεία της να χαθείπάλι στη σιωπή πριν μάθει όσα ήθελε.

«Δεν ξέρουμε» είπε ο Ρόμπερτ. «Αλλά όποιος και να είναι αυτός ο μαλάκας θα το πληρώσει!»

Χτύπησε τη γροθιά του στο μπράτσο της καρέκλας, βγαίνοντας για μια στιγμή από την κατάστασησοκ που βρισκόταν τις τελευταίες ώρες. H Σούλβεΐγκ δεν μίλησε καθόλου.

«Τι διάβολο κάνεις εσύ εδώ πέρα;» είπε ο Ρόμπερτ και μόλις εκείνη τη στιγμή αντιλήφθηκε ότι ηξαδέρφη με την οποία δεν είχαν συναναστραφεί ποτέ είχε έρθει στο νοσοκομείο.

«Εγώ,., εμείς... εγώ» τραύλισε η Λίντα, καθώς έψαχνε να βρει λόγια για να περιγράψει ποια σχέσηυπήρχε ακριβώς ανάμεσα σε αυτή και τον Στέφαν. Της προκαλούσε έκπληξη το γεγονός ότι οΡόμπερτ δεν ήξερε τίποτα. Βέβαια, ο Στέφαν τής είχε πει ότι δεν είχε αναφέρει τίποτα για τη σχέσητους στον

αδερφό του, αν κι εκείνη πίστευε ότι του τα είχε πει όλα. Το ότι ο Στέφαν είχε θελήσει να κρατήσειτη σχέση τους κρυφή αποτελούσε απόδειξη για το πόσο σημαντική τη θεωρούσε, και αυτή ηξαφνική γνώση την έκανε να ντραπεί.

«Εμείς... βλεπόμασταν αρκετά συχνά, ο Στέφαν κι εγώ» είπε και έριξε μια σχολαστική ματιά στοτέλειο μανικιούρ της.

«Τι εννοείς 'βλεπόσασταν';» O Ρόμπερτ την κοίταξε έκπληκτος.

Μετά κατάλαβε. «Α, μάλιστα. Δηλαδή έχετε... Εντάξει...»

Γέλασε. «Μάλιστα, για κοίτα το αδερφάκι μου! Α, ο μικρός μου επιβήτορας». Αμέσως μετά, ότανθυμήθηκε τον λόγο για τον οποίο βρίσκονταν εκεί, σταμάτησε να γελάει απότομα και ένα μέροςεκείνης της σοκαρισμένης έκφρασης επέστρεψε ξανά στο πρόσωπό του.

Καθώς οι ώρες περνούσαν, οι τρεις τους κάθονταν βουβοί στη σειρά μέσα σ' εκείνη τηνκαταθλιπτική αίθουσα αναμονής. Κάθε βήμα που άκουγαν στον διάδρομο τους έχανε νατεντώνονται αγχωμένοι μήπως έβλεπαν κάποιον γιατρό με λευκή ρόμπα που θα ερχόταν να τους πεινεότερα. Δίχως να το υποψιάζεται ο ένας για τον άλλον, προσεύχονταν από μέσα τους σιωπηλά.

Όταν τηλεφώνησε η Σούλβεΐγκ νωρίς το πρωί, ο Γκάμπριελ είχε εκπλαγεί και ο ίδιος με τη συμπόνιαπου είχε νιώσει. H έχθρα ανάμεσα στις οικογένειες τους είχε κρατήσει τόσο πολύ με αποτέλεσμα

η εχθρότητα να γίνει η δεύτερη φύση τους, αλλά όταν έμαθε για την κατάσταση του Στέφαν, κάθεπαλιά μνησικακία εξαφανίστηκε. O Στέφαν ήταν παιδί του αδερφού του, ήταν αίμα του, κι αυτόμόνο είχε σημασία. Ωστόσο, δεν του ήταν και τόσο εύκολο να πάει στο νοσοκομείο, θεωρούσε πως

Page 252: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

θα ήταν υποκριτική κίνηση και ένιωσε ευγνωμοσύνη όταν άκουσε τη Λίντα να λέει ότι ήθελε να πάειαυτή. Της είχε μάλιστα πληρώσει και το ταξί για να πάει στην Ουντεβάλα, παρόλο που πίστευε ότιτο ταξί ήταν συνήθως το αποκορύφωμα της σπατάλης.

Τώρα καθόταν στο γραφείο του εντελώς αναποφάσιστος για

το τι έπρεπε να κάνει. Του φαινόταν ότι είχαν έρθει τα πάνω, κάτω, και η κατάσταση αυτήεπιδεινωνόταν συνεχώς. Ένιωθε πως το τελευταίο εικοσιτετράωρο η καταστροφή είχε αγγίξει τοναδίρ. O Γιάκομπ σύρθηκε για ανάκριση, η κατ’ οίκον έρευνά στο Βεστεργκόρντεν, τα δείγματααίματος απ’ όλη την οικογένειά

και τώρα ο Στέφαν στο νοσοκομείο να παλεύει για τη ζωή του. Όλη εκείνη η αίσθηση ασφάλειαςπου είχε παλέψει να χτίσει σε όλη του τη ζωή τώρα κατέρρεε μπροστά στα μάτια.

Είδε στον καθρέφτη που κρεμόταν στον απέναντι τοίχο το πρόσωπό του και του φάνηκε ότι τοέβλεπε για πρώτη φορά. Και κατά κάποιον τρόπο αυτό ίσχυε. Παρατήρησε πόσο είχε γεράσει τιςτελευταίες μέρες. H σπιρτάδα είχε εξαφανιστεί από το βλέμμα του, το πρόσωπό του φαινόταναυλακωμένο από τις στενοχώριες

και τα συνήθως καλοχτενισμένα μαλλιά του ήταν ανακατωμένα και έδειχναν θαμπά. O Γκάμπριελήταν αναγκασμένος να παραδεχτεί ότι ήταν απογοητευμένος από τον εαυτό του. Πάντα πίστευε ότιήταν ένας άντρας που τον δυνάμωναν οι αντιξοότητες.

Κάποιος που οι άλλοι μπορούσαν να τον εμπιστεύονται στα δύσκολα. Αλλα. αντί γι’ αυτόν,αποδείχτηκε η Λάινε δυνατότερη από τους δύο. H αλήθεια ήταν ότι ίσως να το γνώριζε πάντα αυτό.Ίσως να το ήξερε κι εκείνη ανέκαθεν, αλλά τον άφηνε να ζει στις αυταπάτες του, μια που ήξερε ότιέτσι θα ήταν πιο ευτυχισμένος. Τον γέμισε μια αίσθηση ζεστασιάς. Μια ήρεμη αγάπη. Κάτι που είχεμείνει βαθιά φυλακισμένο μέσα στην εγωιστική του περιφρόνηση και τώρα είχε την ευκαιρία ναδραπετεύσει. Ίσως να έβγαινε τελικά και κάτι καλό απ’ όλη αυτή την ταλαιπωρία.

Ένα χτύπημα στην πόρτα διέκοψε τις σκέψεις του.

«Πέρασε».

H Λάινε μπήκε μέσα διστακτικά, και ο Γκάμπριελ κοιτάζοντας τη σκέφτηκε, για άλλη μια φοράπόσο είχε πραγματικά αλλάξει. Είχε χαθεί εκείνη η νευρική έκφραση από το πρόσωπό της και είχεσταματήσει να στρίβει νευρικά τα χέρια της, έδειχνε μάλιστα ψηλότερη, μια που περπατούσε στητή.

"Καλημέρα, αγαπητή μου. Κοιμήθηκες καλά;"

Εκείνη έγνεψε καταφατικά και κάθισε σε μία από τις δύο πολυθρόνες που ήταν για τους επισκέπτες.O Γκάμπριελ την κοίταζε διερευνητικά. Οι σακούλες κάτω από τα μάτια διέψευδαν την κατάφασήτης. Κι όμως, είχε κοιμηθεί πάνω από δώδεκα ώρες. Χτες, όταν επέστρεψε στο σπίτι, αφού πήρε τονΓιάκομπ από το αστυνομικό τμήμα, ο Γκάμπριελ δεν είχε προλάβει να συζητήσει πολλά μαζί της,διότι είχε απλώς μουρμουρίσει πως ήταν εξαντλημένη και μετά είχε πάει να ξαπλώσει στο δωμάτιότης. Κάτι συνέβαινε, και ο Γκάμπριελ το ένιωθε τώρα. H Λάινε δεν τον κοίταξε ούτε μια φορά από

Page 253: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

τη στιγμή που μπήκε στο γραφείο. Αντιθέτως, κοίταζε επίμονα τα παπούτσια της σαν να ταμελετούσε σχολαστικά. Αυτό τον ανησύχησε πολύ, αλλά επέλεξε πρώτα να της πει για τον Στέφαν.Εκείνη αντέδρασε δείχνοντας έκπληξη και συμπόνια, αλλά πάλι του φάνηκε ότι τα λόγια του δεν τηνάγγιζαν. Κάτι πολύ σημαντικό απασχολούσε το μυαλό της, αφού ούτε η είδηση για την άγριακακοποίηση του Στέφαν δεν κατάφερε να της τραβήξει εντελώς την προσοχή. Τώρα, όλα ταπροειδοποιητικά φωτάκια του Γκάμπριελ αναβόσβηναν ταυτόχρονα.

«Συνέβη κάτι; Συνέβη κάτι χτες στο αστυνομικό τμήμα; Διότι χτες βράδυ που μίλησα με τη Μαρίταμου είπε ότι είχαν αφήσει ελεύθερο τον Γιάκομπ και υπέθεσα ότι η αστυνομία δεν είχε πλέον κάτισυγκεκριμένο...» Δεν ήξερε πώς να συνεχίσει, τι να πει. Οι σκέψεις χυμούσαν ανεξέλεγκτα μέσα στομυαλό του, και ο ίδιος απέρριπτε τη μια εξήγηση μετά την άλλη.

Page 254: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Όχι. εντάξει. O Γιάκομπ είναι εντελώς απαλλαγμένος από κάθε υποψία» είπε η Λάινε.

«Σοβαρά; Μα αυτό είναι υπέροχο!» Ελαμψε ολόκληρος. «Και πώς... Τι ήταν αυτό που...»

Εκείνη συνέχισε να έχει την ίδια σκυθρωπή έκφραση στο πρόσωπο και απέφευγε να τον κοιτάξεικατάματα.

« Πριν το συζητήσουμε αυτό, υπάρχει κάτι άλλο που να πρέπει ξέρεις». Η Λάινε φάνηκε να διστάζει.«Ο

Γιοχάνες ήταν.... Ο Γιοχάνες...»

Ο Γκάμπριελ ανακάθισε ανυπόμονα στην καρέκλα του. «Ναι; Τι συμβαίνει, λοιπόν, με τον Γιοχάνες;Μήπως πρόκειται για κείνη την ατυχέστατη εκταφή;»

«Ναι, θα μπορούσες να το πεις κι έτσι». Μια καινούργια παύση έκανε τον Γκάμπριελ να θέλει να τηνταρακουνήσει προκειμένου να της βγάλει αυτό που προσπαθούσε να του πει. Μετά, η Λάινε πήρεμια βαθιά ανάσα και τα λόγια άρχισαν να ξεχύνονται από μέσα της με τέτοια ταχύτητα που οΓκάμπριελ με δυσκολία μπορούσε να καταλάβει τι έλεγε.

«Είπαν στον Γιάχομπ ότι εξέτασαν τ’ απομεινάρια του Γιοχάνες και διαπίστωσαν ότι δεναυτοκτόνησε. Δολοφονήθηκε».

Το στιλό που κρατούσε ο Γκάμπριελ στο χέρι του έπεσε πάνω στο γραφείο. Κοίταζε τη Λάινε σαννα είχε χάσει τα λογικά της. Εκείνη συνέχισε:

«Ξέρω ότι ακούγεται εντελώς τρελό, αλλά εκείνοι είναι, απ' ό,τι φαίνεται, πέρα για πέρα σίγουροι.Κάποιος δολοφόνησε τον Γιοχάνες».

«Ξέρουν ποιος;» Ήταν το μόνο που σκέφτηκε να πει.

«Φυσικά και δεν ξέρουν» είπε κοφτά η Λάινε. «Μόλις το ανακάλυψαν, και ύστερα από τόσα χρόνιαπου έχουν περάσει...» Άνοιξε διάπλατα τα χέρια της.

«Ναι, αυτά κι αν είναι νέα. Ομως, για πες μου κι άλλα για τον Γιάκομπ. Του ζήτησαν συγγνώμη οιαστυνομικοί;» είπε ο Γκάμπριελ απότομα.

«Όπως σου είπα, δεν θεωρείται πλέον ύποπτος. Κατάφεραν να αποδείξουν αυτό που ήδη γνωρίζαμε»ρουθούνισε ειρωνικά η Λάινε.

«Ναι, δεν ήταν δα και έκπληξη. Μόνο θέμα χρόνου ήταν. Αλλά πώς...;»

«Από το δείγμα αίματος που μας πήραν χτες. Σύγκριναν το

αίμα του με κάτι υπολείμματα που είχε αφήσει ο δράστης και είδαν ότι δεν ταίριαζε».

«Χα! Αυτό θα μπορούσα να τους το είχα πει κι εγώ εξαρχής. Κάτι που έκανα βέβαια, αν θυμάμαι

Page 255: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

καλά!» είπε με πομπώδες ύφος ο Γκάμπριελ και αισθάνθηκε να λύνεται μέσα του ένας μεγάλοςκόμπος. «Όμως. στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε να το γιορτάζουμε με σαμπάνια, Λάινε. Δενκαταλαβαίνω γιατί είσαι τόσο σκυθρωπή».

Τώρα, εκείνη σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε κατάματα. «Διότι πρόλαβαν επίσης νααναλύσουν και το δικό σου αίμα».

«Ναι, αλλά το δικό μου αίμα δεν θα ταίριαζε ούτως ή άλλως» είπε ο Γκάμπριελ γελώντας.

«Όχι, δεν ταίριαζε με του δολοφόνου. Αλλά... δεν ταίριαζε και με του Γιάκομπ».

«Τι πράγμα; Τι εννοείς; Τι πάει να πει δεν ταίριαζε δηλαδή; Με ποιον τρόπο;»

«Μπόρεσαν να διαπιστώσουν ότι δεν είσαι πατέρας του Γιάκομπ».

Η σιωπή που ακολούθησε ήταν σαν έκρηξη. Ο Γκάμπριελ κοίταξε ξανά φευγαλέα το πρόσωπό τουστον καθρέφτη. Αυτή τη φορά δεν κατάφερε ούτε να το αναγνωρίσει. Ένας ξένος με στόμα ανοιχτόκαι μάτια έκπληκτα του αντιγύρισε το βλέμμα. Δεν μπορούσε να κοιτάζει τον εαυτό του καιστράφηκε αμέσως αλλού.

Η Λάινε έμοιαζε σαν να είχε ξεφορτωθεί από τους ώμους της όλα τα δεινά του κόσμου, και μιαλάμψη φώτισε τα χαρακτηριστικά του προσώπου της. Στα μάτια του Γκάμπριελ αυτό ήταν σημάδιανακούφισης. Ξαφνικά συνειδητοποίησε πόσο βαρύ πρέπει να ήταν γι’ αυτή να κουβαλάει ένατέτοιο μυστικό ολ' αυτά τα χρόνια, αλλά μετά χύμηξε μέσα του η οργή με όλη της τη δύναμη.

"Τι διάβολο είπες!" βρυχήθηκε και έκανε τη Λάινε να τιναχτεί.

"Έχουν δίκιο, δεν είσαι εσύ ο πατέρας του Γιάκομπ".

«Και τότε ποιος διάβολο είναι;»

Σιωπή. Στο μυαλό του άρχισε να αναδύεται αργά η αλήθεια. Έγειρε πίσω στην πολυθρόνα του καιείπε ψιθυριστά:

«Ο Γιοχάνες».

Η Λάινε δεν χρειάστηκε να το επιβεβαιώσει. Ξαφνικά όλα ξεκαθάρισαν μεμιάς, και μέσα τουαναθεμάτιζε την ίδια του την ηλιθιότητα. Αναθεμάτιζε το γεγονός ότι δεν το είχε δει τότε πουέπρεπε. Τις κρυφές ματιές, την αίσθηση ότι κάποιος είχει πάει στο σπίτι όσο αυτός έλειπε, η ενίοτετρομακτική ομοιότητα του Γιάκομπ με τον αδερφό του.

«Μα γιατί...;»

«Γιατί είχα σχέση με τον Γιοχάνες εννοείς;» Η φωνή της Λάινε είχε αποκτήσει έναν ψυχρό,μεταλλικό τόνο. «Επειδή ήταν όλα όσα δεν ήσουν εσύ. Για σένα ήμουν μια δευτερεύουσα επιλογή,μια σύζυγος που επιλέχτηκε για πρακτικούς λόγους, κάποια που όφειλε να ξέρει τη θέση της και ναφροντίζει ώστε να είναι η ζωή σου όπως την είχες σκεφτεί, δίχως την παραμικρή ενόχληση. Όλα θα

Page 256: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

έπρεπε να είναι οργανωμένα, λογικά, ορθολογικά - και άψυχα!» Η φωνή της μαλάκωσε τώρα. "ΟΓιοχάνες δεν έκανε τίποτα που δεν το ήθελε. Αγαπούσε όταν ήθελε, μισούσε όταν ήθελε, ζούσε ότανήθελε... Το να έχω μια σχέση με τον Γιοχάνες ήταν σαν να βίωνα τη δύναμη της φύσης. Με έβλεπεπραγματικά, με έβλεπε, δεν με προσπερνούσε απλώς καθ' οδόν προς την επόμενη επαγγελματικήσυνάντηση. Κάθε συνεύρεση με αυτόν ήταν σαν να πέθαινα και να γεννιόμουν ξανά».

Ο Γκάμπριελ έτρεμε ολόκληρος μπροστά στο πάθος που άκουγε στη φωνή της Λάινε. Μετά, τοπάθος αυτό άρχισε να σβήνει, κι εκείνη απέμεινε να τον κοιτάζει με βλέμμα νηφάλιο.

«Λυπάμαι πραγματικά που όλ’ αυτά τα χρόνια σε εξαπατούσα σχετικά με τον Γιάκομπ. Πίστεψέ με,το εννοώ αυτό και σου ζητώ συγγνώμη μέσα από τα βάθη της καρδιάς μου.

ΑΧ*... ™<φτ«μ«ι να ζητήοω συγγνώμη «η* Γιοχάνες».

Κνστιχτωδώς. η Λάινε ένειο» _______

Αλλά... δεν σκέφτομαι να ζητήσω συγγνώμη επειδή αγάπησα τον Γιοχάνες".

Ενστικτωδώς, η Λάινε έγειρε μπροστά και έβαλε τα χέρια της πάνω στα χέρια του Γκάμπριελ.Εκείνος αντιστάθηκε στον πειρασμό να τα τραβήξει.

"Είχες τόσες πολλές ευκαιρίες, Γκάμπριελ. Ξέρω ότι πολλά από αυτά που καθόριζαν τον Γιοχάνεςυπάρχουν και σε εσένα, αλλά δεν τα αφήνεις να βγουν προς τα έξω. Θα μπορούσαμε να είχαμεπεράσει πολλά καλά χρόνια μαζί και να σε είχα αγαπήσει. Κατά κάποιον τρόπο το έκανα κι αυτό, ειςπείσμα όλων, αλλά σε γνωρίζω αρκετά καλά για να ξέρω, επίσης, ότι τώρα πια δεν πρόκειται να μουεπιτρέψεις ποτέ να συνεχίσω να σε αγαπώ».

0 Γκάμπριελ δεν απάντησε. Ήξερε ότι η Λάινε είχε δίκιο. Σε όλη του τη ζωή πάλευε για να μη ζειστη σκιά του αδερφού του, και η προδοσία της Λάινε τον χτύπησε στο πιο ευάλωτο σημείο του.

Θυμήθηκε τις νύχτες που ο ίδιος και η Λάινε ξαγρυπνούσαν στο κρεβάτι του άρρωστου γιου τους.Τότε ευχόταν να ήταν ο μοναδικός που θα είχε πάντα δίπλα του ο Γιάκομπ και ήθελε να δει ο γιοςτου πόσο ασήμαντοι ήταν όλοι οι άλλοι, συμπεριλαμβανομένης της Λάινε. Στον κόσμο τουΓκάμπριελ ήταν ο μοναδικός που χρειαζόταν ο Γιάκομπ. Ήταν οι δυο τους εναντίον όλων τωνάλλων. Τώρα που το σκεφτόταν του φαινόταν γελοίο. Στην πραγματικότητα, αυτός ήταν ο μόνοςπου περίσσευε σε αυτή τη σχέση. Ο Γιοχάνες ήταν εκείνος που είχε δικαίωμα να κάθεται δίπλα του,να του κρατάει το χέρι και να του λέει πως όλα θα πήγαιναν καλά. Και ο Εφραίμ, ο οποίος τουέσωσε τη ζωή. Ο Εφραίμ και ο Γιοχάνες. Το αιώνιο δίδυμο στο οποίο ο Γκάμπριελ δεν μπόρεσε ναχωρέσει ποτέ. Τώρα φαινόταν πόσο πανίσχυρο ήταν.

"Και η Λίντα;" Ήξερε την απάντηση, αλλά έπρεπε να ρωτήσει. Αν μη τι άλλο, για να πικάρει τηνΛάινε. Εκείνη απλώς ρουθούνισε:

«πειδή αγάπην

010 οποίο ο Γκάμπριελ δεν μπόρεσε να χ ι̂ δινόταν «όσο πανίσχυρο ήταν. ̂ ίη(χηί να ρω-

Page 257: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Και η Λίντα;» Ήξερε την απάντησή ̂μ;Χ*(νη απλοΚ Αν μη τι άλλο. για να πιχάρ41 ^

'̂Ί χ̂ίνισε:

«Η Λίντα είναι κόρη σου. Δεν υπάρχει καμία απολύτως αμφιβολία. Ο Γιοχάνες είναι ο μόνοςάντρας, εκτός από σένα, με τον οποίο είχα σχέση όσο είμαστε παντρεμένοι, και είμαι έτοιμη ναυποστώ τις συνέπειες της επιλογής μου».

Ήταν και κάτι άλλο όμως που έπρεπε να ρωτήσει.

«Ο Γιάκομπ το ξέρει;»

«Ναι, το ξέρει». Η Λάινε σηκώθηκε ρίχνοντας ένα θλιμμένο βλέμμα στον Γκάμπριελ. Μετά είπεήρεμα «Θα ετοιμάσω τις βαλίτσες μου σήμερα κιόλας. Μέχρι το βράδυ θα έχω φύγει».

Δεν τη ρώτησε πού θα πήγαινε. Δεν είχε καμία σημασία. Τίποτα δεν είχε σημασία πια.

Είχαν κρύψει επιμελώς την εισβολή τους. Ούτε αυτή ούτε τα παιδιά θα μπορούσαν να καταλάβουντόσο εύκολα ότι η αυτονομία είχε περάσει από εκεί. Ταυτόχρονα όμως υπήρχε κάτι που είχε αλλάξει.Κάτι που δεν ήταν χειροπιαστό, αλλά υπήρχε. Μια αίσθηση ότι το σπίτι δεν ήταν πια εκείνο τοασφαλές μέρος που ήταν πάντα , Όλα εκεί μέσα είχαν αγγιχτεί από ξένα χέρια που είχαν μετακινήσειπράγματα και τα είχαν εξετάσει σχολαστικά. Ψάχνοντας για κάτι κακό... Και πού; Στο σπίτι τους!Βέβαια η σουηδική αστυνομία έδειχνε πάντα μεγάλη ευαισθησία αλλά πρώτη φορά στη ζωή τηςένιωσε να καταλαβαίνει πως θα πρέπει να ήταν η ζωή σε κάποια από εκείνες τις δικτατορίες ή τααστυνομοκρατούμενα κράτη που είχε δει στις ειδήσεις. Όταν τα έβλεπε τότε όλ' αυτά, κουνούσελυπημένη το κεφάλι και συμπονούσε τους ανθρώπους που ζούσαν με τη μόνιμη απειλή τηςεισβολής στα σπίτια τους, αλλά δεν είχε μπορέσει ποτέ της να κατανοήσει πραγματικά πόσοβρόμικος ένιωθε κανείς έπειτα από κάτι τέτοιο και πόσο μεγάλος ήταν ο φόβος για το τι θαμπορούσε να συμβεί μετά.

Ο Γιάκομπ τής είχε λείψει από το κρεβάτι τους τη νύχτα. Πολύ θα ήθελε να τον έχει δίπλα της, με τοχέρι του στο δικό της, σαν μια επιβεβαίωση πως όλα θα γινόταν ξανά όπως ήταν

πριν. Όμως, όταν τηλεφώνησε στο αστυνομικό τμήμα, την πληροφόρησαν ότι τον Γιάκομπ τον πήρεαπό εκεί η μητέρα του, και η Μαρίτα υπέθεσε ότι θα είχε κοιμηθεί στο πατρικό του. Σκέφτηκε,βέβαια, ότι θα μπορούσε να της τηλεφωνήσει, αλλά την ίδια στιγμή που έκανε αυτή τη σκέψηεπέπληξε τον εαυτό της λέγοντας του πως ήταν αλαζονικό να σκέφτεται έτσι. Ο Γιάκομπ πάνταέπραττε το καλύτερο γι' αυτούς, και, παρόλο που τώρα ήταν ταραγμένη επειδή είχαν μπει στο σπίτιτης οι αστυνομικοί, δεν μπορούσε καν να φανταστεί πώς πρέπει να ήταν για τον σύζυγό της νακάθεται δέσμιος στο αστυνομικό τμήμα και να δέχεται ένα σωρό απίθανες ερωτήσεις.

Η Μαρίτα μάζεψε με αργές κινήσεις το τραπέζι από το πρόγευμα των παιδιών. Σήκωσε διστακτικάτο ακουστικό και άρχισε να σχηματίζει τον αριθμό των πεθερικών της, αλλά το μετάνιωσε και τοέβαλε πάλι στη θέση του. Σίγουρα ο Γιάκομπ σήμερα θα ήθελε να κοιμηθεί περισσότερο, και δενήθελε να τον ενοχλήσει. Μόλις όμως κατέβασε το ακουστικό, το τηλέφωνο χτύπησε, και η Μαρίτατινάχτηκε ξαφνιασμένη. Είδε στην αναγνώριση κλήσης ότι έπαιρναν από το υποστατικό και

Page 258: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

απάντησε μεμιάς, σίγουρη ότι ήταν ο Γιάκομπ.

«Γεια σου, Μαρίτα. Ο Γκάμπριελ είμαι».

Εκείνη συνοφρυώθηκε. Αναγνώρισε με μεγάλη δυσκολία τη φωνή του πεθερού της. Ακουγότανπολύ γερασμένος.

«Γεια σου, Γκάμπριελ. Πώς τα πάτε εκεί πέρα;»

Ο χαρωπός τόνος της κάλυπτε την ανησυχία της, αλλά περίμενε με αγωνία να συνεχίσει οΓκάμπριελ. Ξαφνικά πέρασε από το μυαλό της η σκέψη πως κάτι άσχημο είχε συμβεί στον Γιάκομπ,αλλά πριν προλάβει να ρωτήσει, ο Γκάμπριελ είπε:

«Μήπως είναι ο Γιάκομπ κατά τύχη στο σπίτι;».

«Ο Γιάκομπ; Μα έφυγε με τη Λάινε χτες από το αστυνομικό τμήμα. Ήμουν σίγουρη πως είχεκοιμηθεί εκεί».

«Όχι, δεν πέρασε αποδώ. Η Λάινε τον άφησε έξω από το

σπίτι σας χτες βράδυ». Ο πανικός στη φωνή του συμφωνούσε απόλυτα με αυτό που ένιωθε και ηίδια.

«Αχ Θεέ μου! Μα που είναι τότε;» Η Μαρίτα έφερε το χέρι στο στόμα της και πάλεψε πολύ για ναμην αφήσει τον φόβο να τη διαλύσει.

«Μπορεί να έχει... Πρέπει να είναι...» Ο Γκάμπριελ δεν μπόρεσε να συνεχίσει τις φράσεις που είχεξεκινήσει, κάτι που αύξησε περισσότερο την ανησυχία του. Εάν ο Γιάκομπ δεν ήταν στο σπίτι τουκαι εφόσον δεν ήταν ούτε στο δικό τους, δεν υπήρχαν και πολλές άλλες επιλογές. Μια τρομακτικήσκέψη πέρασε από το μυαλό του.

«Ο Στέφαν βρίσκεται στο νοσοκομείο. Τον χτύπησαν πολύ άσχημα στο σπίτι του χτες» είπε οΓκάμπριελ.

«Ω Θεέ μου! Πώς είναι τώρα;»

«Δεν ξέρουν αν θα επιζήσει. Η Λίντα είναι στο νοσοκομείο και θα μας τηλεφωνήσει μόλις έχεινεότερα».

Η Μαρίτα κάθισε βαριά σε μία από τις καρέκλες της κουζίνας. Το στήθος της είχε σφιχτεί καιδυσκολευόταν ν’ αναπνεύσει. Ένιωθε έναν τεράστιο κόμπο στον λαιμό.

«Πιστεύεις ότι...»

Η φωνή του Γκάμπριελ μόλις που ακουγόταν από την άλλη άκρη της γραμμής. «Όχι, δεν είναιδυνατόν. Ποιος θα...»

Page 259: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Κατόπιν αντιλήφθηκαν και οι δύο ότι όλες οι ανησυχίες τους είχαν να κάνουν με το γεγονός ότι έναςδολοφόνος κυκλοφορούσε ελεύθερος. Έπειτα από αυτή την ξαφνική επίγνωση, η σιωπή έπεσεβαριά.

«Μαρίτα, κάλεσε την αστυνομία. Έρχομαι από εκεί». Μετά ακούστηκε απλώς το σήμα της κλειστήςγραμμής.

Κάθισε ξανά στο γραφείο του εντελώς αμήχανος. Ο Πάτρικ πίεσε τον εαυτό του να βρει κάποιαδουλειά να κάνει αντί να κάθεται και να κοιτάζει επίμονα το τηλέφωνο. Η επιθυμία του να πάρει τιςαπαντήσεις από τις αναλύσεις αίματος ήταν

τόσο έντονη που θα μπορούσε να πει πως ένιωθε ακόμα και τη γεύση της στο στόμα του. Το ρολόισυνέχιζε να χτυπάει ανελέητα. Πήρε την απόφαση να προσπαθήσει να τακτοποιήσει ένα μέρος τηςδιοικητικής δουλειάς και έβγαλε τα σχετικά έγγραφα. Μισή ώρα αργότερα δεν είχε καν ξεκινήσει ναασχολείται μαζί τους. Απλώς καθόταν και κοίταζε το κενό.

Η εξάντληση που του είχε προκαλέσει ο άσχημος ύπνος της νύχτας ήρθε να προστεθεί στα βάσανάτου. Ήπιε μια γουλιά καφέ από την κούπα που είχε μπροστά του, αλλά αμέσως έχανε ένανμορφασμό. Ο καφές είχε κρυώσει. Με την κούπα στο χέρι, σηκώθηκε για να πάει να τον ανανεώσει,όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Κινήθηκε με τέτοια ταχύτητα προς το ακουστικό με αποτέλεσμα ναχυθεί λίγος κρύος καφές πάνω στο γραφείο του.

«Πάτρικ Χέντστρεμ».

«O Γιάκομπ εξαφανίστηκε!»

Ήταν τόσο σίγουρος ότι το τηλεφώνημα ήταν από το Ιατροδικαστικό που του χρειάστηκε έναδευτερόλεπτο για κάνει την απαραίτητη καταχώριση της είδησης στο μυαλό του.

«Συγγνώμη;»

«Η Μαρίτα Χουλτ είμαι. Ο άντρας μου έχει εξαφανιστεί από χτες το βράδυ!»

«Έχει εξαφανιστεί;» Ακόμη δεν πολυκαταλάβαινε. Η κούραση έκανε τις σκέψεις του να κινούνταιτεμπέλικα κι απρόθυμα.

«Δεν ήρθε καθόλου στο σπίτι χτες. Ούτε στους γονείς του κοιμήθηκε. Και αν σκεφτεί κανείς αυτόπου έγινε με τον Στέφαν, τότε...»

Τώρα ήταν που τα είχε εντελώς χαμένα.

"Περίμενε τώρα. Πες τα μου με τη σειρά και λίγο πιο αργά. Τι συνέβη στον Στέφαν;»

"Βρίσκεται στο νοσοκομείο της Ουντεβάλα. Τον ξυλοφόρτωσαν τόσο πολύ που δεν είναι σίγουροότι θα ζήσει. Τι γίνεται

αν το ίδιο άτομο επιτέθηκε και στον Γιάκομπ; Μπορεί να είναι κι αυτός κάπου παραπεταμένος και

Page 260: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

τραυματισμένος».

Ο πανικός στη φωνή της έγινε εντονότερος, και μόλις τώρα ο Πάτρικ κατάφερε να κάνει στο μυαλότου τις απαραίτητες συνδέσεις. Δεν είχαν ακούσει τίποτα για τη βαριά κακοποίηση του ΣτέφανΧουλτ. Μάλλον η αναφορά πρέπει να έγινε στους συναδέλφους στην Ουντεβάλα. Έπρεπε να έρθειαμέσως σε επαφή μαζί τους. αλλά το σημαντικότερο τώρα ήταν να καθησυχάσει τη σύζυγο τουΓιάκομπ.

«Μαρίτα, είμαι σίγουρος ότι δεν συνέβη τίποτα στον Γιάκομπ. Όμως, θα στείλω κάποιον στο σπίτισας και θα επικοινωνήσω με την αστυνομία στην Ουντεβάλα για να μου πουν όσα ξέρουν για τονΣτέφαν. Δεν τα παίρνω αψήφιστα αυτά που λες, αλλά δεν νομίζω ότι υπάρχει σοβαρός λόγος ν’ανησυχείς ακόμη. Το βλέπουμε να συμβαίνει συχνά αυτό στη δουλειά μας. Κάποιος, για τον άλφα ήβήτα λόγο, επιλέγει να μείνει μακριά από το σπίτι του για μία νύχτα. Και ο Γιάκομπ ίσως να ήτανταραγμένος μετά τη συζήτησή μας χτες και να χρειαζόταν να ηρεμήσει λίγο».

Απογοητευμένη, η Μαρίτα είπε:

«Ο Γιάκομπ δεν θα έλειπε ποτέ δίχως να μου πει πού βρίσκεται. Είναι πολύ διακριτικός με κάτιτέτοια».

«Το πιστεύω αυτό που λες και σου υπόσχομαι ότι θα ασχοληθούμε αμέσως με αυτό το ζήτημα, θαέρθει κάποιος από εκεί να μιλήσει μαζί σου, εντάξει; Μήπως θα μπορούσες να επικοινωνήσεις με ταπεθερικά σου και να τους παρακαλέσεις να έρθουν κι αυτοί εκεί για να μιλήσουμε και μαζί τους;»

«Είναι ευκολότερο να πάω εγώ σε αυτούς» είπε η Μαρίτα, η οποία ακουγόταν ανακουφισμένη πουθα άρχιζαν να γίνονται αμέσως συγκεκριμένες ενέργειες.

«Συμφωνούμε να το κάνουμε έτσι λοιπόν» είπε ο Πάτρικ και της ζήτησε άλλη μία φορά ναπροσπαθήσει να μη σκέφτεται το χειρότερο.

Ξαφνικά, η προηγούμενη παθητικότητα του εξαφανίστηκε ως διά μαγείας. Παρ' όλα όσα είχε πει στηΜαρίτα. ακόμα και ο ίδιος έτεινε να πιστεύει ότι υπήρχε κάτι παραπάνω από τα συνηθισμένα πίσωαπό την εξαφάνιση του Γιάκομπ. Αν, επίσης, ξυλοκόπησαν τον Στέφαν μέχρι θανάτου ή αναποπειράθηκαν να τον δολοφονήσουν ή οτιδήποτε άλλο, υπήρχε όντως λόγος ανησυχίας. Ο Πάτρικάρχισε την έρευνά του τηλεφωνώντας στους συναδέλφους του στο αστυνομικό τμήμα τηςΟυντεβάλα.

Λίγο αργότερα, είχε μάθει όλα όσα ήξεραν κι εκείνοι για την επίθεση στον Στέφαν, που δεν ήταν καιπάρα πολλά. Κάποιος τον είχε ξυλοκοπήσει τόσο πολύ το προηγούμενο βράδυ που τώρα πάλευε γιατη ζωή του. Εφόσον ο Στέφαν δεν ήταν σε θέση να πει ποιος τον χτύπησε, η αστυνομία δεν είχεκανένα στοιχείο. Επίσης, είχαν μιλήσει με τη Σούλβεΐγκ και τον Ρόμπερτ, αλλά κανένας τους δενείχε δει κάποιο ύποπτο άτομο εκεί γύρω. Για μια στιγμή, ο Πάτρικ υποψιάστηκε τον Γιάκομπ, αλλάσύντομα η σκέψη αυτή αποδείχτηκε σχεδόν αβάσιμη. Η κακοποίηση του Στέφαν είχε γίνει την ώραπου ο Γιάκομπ βρισκόταν στο Τμήμα για ανάκριση.

Ο Πάτρικ δεν ήταν σίγουρος πώς έπρεπε να συνεχίσει. Υπήρχαν δύο δουλειές που έπρεπε να γίνουν.

Page 261: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Πρώτον, ήθελε να στείλει κάποιον στο νοσοκομείο της Ουντεβάλα για να μιλήσει με τη Σούλβεΐγκκαι τον Ρόμπερτ μήπως ανακάλυπτε αν τελικά έκρυβαν κάτι. Δεύτερον, χρειαζόταν κάποιον που θαπήγαινε στο υποστατικό για να μιλήσει με την οικογένεια του Γιάκομπ. Αφού το σκέφτηκε λίγο,αποφάσισε να πάει ο ίδιος στην Ουντεβάλα και να στείλει τον Μάρτιν και τον Γιέστα στουποστατικό. Μόλις όμως σηκώθηκε για να φύγει, χτύπησε πάλι το τηλέφωνο. Αυτή τη φορά ήταναπό το Ιατροδικαστικό.

Ανήσυχος, προετοιμάστηκε ν' ακούσει τι είχαν να του πουν από το εργαστήριο. Ίσως να του έδιναντελικά το κομμάτι του παζλ που του έλειπε. Ομως, ποτέ του δεν θα μπορούσε φανταστεί ότι θαάκουγε αυτό που του είπαν.

Όταν ο Μάρτιν και ο Γιέστα έφτασαν στο υποστατικό, είχαν κάνει όλη τη διαδρομή συζητώνταςαυτό που τους είχε πει ο Πάτρικ. Κανένας από τους δυο τους δεν μπορούσε να καταλάβει πώς ήτανδυνατόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ωστόσο, επειδή η ώρα περνούσε με αμείλικτη ταχύτητα, δεν τουςεπιτρεπόταν ν' ασχοληθούν κι άλλο με αυτό το αίνιγμα. Το μόνο που είχαν να κάνουν τώρα ήταν ναανασκουμπωθούν και να πιάσουν δουλειά.

Μπροστά στη σκάλα της μεγάλης εισόδου του αρχοντικοί αναγκάστηκαν να δρασκελίσουν πάνωαπό κάνα δυο μεγάλες βαλίτσες. Ο Μάρτιν, γεμάτος περιέργεια αναρωτήθηκε ποιος έφευγε ταξίδι.Τα μπαγκάζια φαινόταν να είναι πολύ περισσότερα από αυτά που θα μπορούσε να χρειάζεται οΓκάμπριελ όταν πήγαινε επαγγελματικά ταξίδια. Εξάλλου οι βαλίτσες έδιναν την εντύπωση πωςανήκαν σε γυναίκα, οπότε κατέληξε στη Λάινε.

Αυτή τη φορά δεν τους οδήγησαν στο καθιστικό, αλλά, αφού διέσχισαν ένα μακρύ χολ, έφτασαν σεμια κουζίνα στην άλλη πλευρά του σπιτιού. Ήταν ένας χώρος που γοήτευσε αμέσως τον Μάρτιν. Τοκαθιστικό ήταν οπωσδήποτε όμορφο, αλλά είχε μια κάπως απρόσωπη χροιά. Η κουζίνα ήτανεξοπλισμένη με όλες τις ανέσεις και διέθετε μια επαρχιώτικη απλότητα η οποία αντιστεκόταν στηνπολυτέλεια που απλωνόταν σαν αποπνικτική καταχνιά στο υπόλοιπο υποστατικό. Στο καθιστικό οΜάρτιν ένιωθε σαν χωριάτης, εδώ ήταν έτοιμος να σηκώσει τα μανίκια και ν' αρχίσει να ανακατώνειτις μεγάλες κατσαρόλες με το αχνιστό περιεχόμενο.

Η Μαρίτα καθόταν στριμωγμένη με την πλάτη στον τοίχο σε ένα μεγάλο ρουστίκ τραπέζι, Φαινότανσαν να αναζητούσε ασφάλεια σε μια κατάσταση που ήταν τρομακτική και αναπάντεχη. Κάπουμακριά ο Μάρτιν άκουσε παιδικές φωνές και, όταν τεντώθηκε και κοίταξε έξω από το παράθυρο πουέβλεπε στον κήπο, είδε τα δύο παιδιά του Γιάκομπ και της Μαρίτα να τρέχουν και να παίζουν στοντεράστιο χώρο με το γρασίδι.

Ο Γιέστα και ο Μάρτιν απλώς έγνεψαν στους ανθρώπους που κάθονταν στην κουζίνα. Κάθισαν στοτραπέζι μαζί με τη Μαρίτα. Ο Μάρτιν σκέφτηκε πως επικρατούσε μια πολύ παράξενη διάθεση, αλλάδεν μπορούσε να καταλάβει σε τι οφειλόταν. Ο Γκάμπριελ και η Λάινε κάθονταν όσο πιο μακριάμπορούσαν ο ένας από τον άλλο, και ο Μάρτιν πρόσεξε πως απέφευγαν να κοιτάζονται. Θυμήθηκετις βαλίτσες μπροστά στην κεντρική είσοδο. Κατόπιν αντιλήφθηκε πως η Λάινε θα πρέπει να είχεαποκαλύψει στον Γκάμπριελ τη σχέση της με τον Γιοχάνες καθώς και τον καρπό της σχέσης αυτής.Δεν ήταν, λοιπόν, παράξενο που η ατμόσφαιρα ήταν τόσο ακατανόητη.

Το μόνο που κρατούσε ακόμη τη Λάινε στο υποστατικό ήταν η κοινή τους ανησυχία για την

Page 262: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

απουσία του Γιάκομπ.

«Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή» είπε ο Μάρτιν. «Ποιος από εσάς είδε τελευταίος τονΓιάκομπ;»

Η Λάινε κούνησε ανάλαφρα το ένα της χέρι. «Εγώ».

«Και πότε έγινε αυτό;» πήρε τη σκυτάλη ο Γιέστα.

«Γύρω στις οχτώ το βράδυ. Αφού ήρθα και τον πήρα από εσάς». Έγνεψε προς τους αστυνομικούς,που κάθονταν απέναντί της στο μεγάλο τραπέζι.

«Και πού τον άφησες μετά;» ρώτησε ο Μάρτιν.

«Ακριβώς στο μονοπάτι που οδηγεί στο Βεστεργκόρντεν. Του πρότεινα να τον πάω μέχρι το σπίτι,αλλά είπε ότι δεν ήταν ανάγκη. Είναι λίγο δύσκολο να κάνεις με το αυτοκίνητο αναστροφή στοτέλος του δρόμου και άλλωστε είναι μόνο καμιά διακοσαριά μέτρα δρόμος μέχρι εκεί, οπότε δενεπέμεινα».

«Πώς ήταν η διάθεσή του όταν τον άφησες;» συνέχισε ο Μάρτιν.

Εκείνη κοίταξε φευγαλέα τον Γκάμπριελ. Όλοι ήξεραν πολύ καλά για τι πράγμα μιλούσαν, αλλάκανείς δεν ήθελε να το πει μια κι έξω. Ο Μάρτιν σκέφτηκε ξαφνικά πως η Μαρίτα μπορεί να μηνήξερε ακόμη κάτι για την αλλαγή που είχε επέλθει στις οικογενειακές σχέσεις του Γιάκομπ. Όμως,δυστυχώς τώρα δεν

ήταν σε θέση να την προφυλάξει από αυτό. Έπρεπε να βάλουν κάτω όλα τα δεδομένα και δενμπορούσαν να σπαταλούν τον χρόνο τους παίζοντας με τις λέξεις,

«Ήταν...» η Λάινε έψαχνε να βρει τη σωστή λέξη «... συλλογισμένος. Θα μπορούσα να πω ότι ήτανσε κατάσταση σοκ».

Σαστισμένη, η Μαρίτα κοίταξε πρώτα τη Λάινε και μετά τους αστυνομικούς.

«Μα τι λέτε; Γιατί να είναι σε κατάσταση σοκ ο Γιάκομπ; Τι του κάνατε χτες; 0 Γκάμπριελ είπε ότιδεν είναι πλέον ύποπτος, οπότε από πού κι ως πού ήταν σοκαρισμένος;»

Ένα τικ στο πρόσωπο της Λάινε ήταν το μοναδικό σημάδι για τη θύελλα των συναισθημάτων πουλυσσομανούσε μέσα της. Έβαλε το χέρι της πάνω στο χέρι της Μαρίτα.

«Ο Γιάκομπ έμαθε κάτι πολύ συνταρακτικό χτες, καλή μου. Έκανα κάτι πριν από πολλά, πριν απόπάρα πολλά χρόνια και το κρατούσα μέσα μου για πολύ καιρό. Και χάρη στην αστυνομία» έριξε μιαοργισμένη ματιά στον Μάρτιν και τον Γιέστα «ο Γιάκομπ το έμαθε χτες βράδυ. Πάντα σκεφτόμουννα του το πω κάποια στιγμή, αλλά τα χρόνια περνούσαν τόσο γρήγορα, κι εγώ υποθέτω ότιαναζητούσα την κατάλληλη ευκαιρία». «Την κατάλληλη ευκαιρία για τι πράγμα;»

«Για να του αποκαλύψω πως πατέρας του είναι ο Γιοχάνες και όχι ο Γκάμπριελ».

Page 263: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Σε κάθε λέξη της φράσης αυτής ο Γκάμπριελ μόρφαζε και σκιρτούσε σαν να ήταν μαχαιριά στοστήθος του. Ωστόσο, το σοκαρισμένο ύφος του είχε εξαφανιστεί. Είχε ήδη αρχίσει μέσα του ναεπεξεργάζεται την αλλαγή, και δεν ήταν πια το ίδιο οδυνηρό σαν την πρώτη φορά.

«Μα τι λες τώρα!» Η Μαρίτα κοίταζε με γουρλωμένα μάτια μια τη Λάινε και μια τον Γκάμπριελ.Μετά κατέρρευσε. «Αχ Θεέ μου, αυτό πρέπει να τον συνέτριψε εντελώς».

Η Λάινε τινάχτηκε σαν να είχε δεχτεί χαστούκι. «Ό,τι έγινε έγινε» είπε. «Τώρα το σημαντικότεροείναι να βρούμε τον Γιάκομπ.

και μετά...." κόμπιασε "και μετά θα ασχοληθούμε και με όλα τ' άλλα».

«Η Λάινε έχει δίκιο. Ό,τι κι αν έδειξαν οι αναλύσεις αίματος, στην καρδιά μου ο Γιάκομπεξακολουθεί να είναι γιος μου» είπε ο Γκάμπριελ βάζοντας το χέρι του στο στήθος του «και πρέπεινα τον βρούμε».

«Θα τον βρούμε» είπε ο Γιέστα, «Ισως να μην είναι και τόσο παράξενο που θέλει να μείνει μόνος γιαλίγο και να σκεφτεί όλ' αυτά».

0 Μάρτιν ένιωθε ευγνώμων για εκείνο το καθησυχαστικό ύφος που μπορούσε να παίρνει ο Γιέσταόταν ήθελε. Διότι τώρα αυτό ήταν ό,τι έπρεπε για να καλμάρουν τα νεύρα όλων. 0 Μάρτιν συνέχισενα κάνει ήρεμα τις ερωτήσεις του:

«Δηλαδή, ο Γιάκομπ δεν ήρθε καθόλου στο σπίτι;».

«Όχι» είπε η Μαρίτα «Αλλωστε, η Λάινε μου τηλεφώνησε όταν έφυγαν από το αστυνομικό τμήμαοπότε ήξερα ότι είχε φύγει από εκεί. Μετά όμως, όταν δεν τον είδα να έρχεται, υπέθεσα ότι τησυνόδευσε και κοιμήθηκε εδώ. Αυτό, βέβαια δεν το συνήθιζε, αλλά και ο Γιάκομπ και όλη ηοικογένεια είχαν υποστεί τρομερή πίεση τελευταία οπότε σκέφτηκα πως ίσως να το είχε ανάγκη ναπεράσει λίγο χρόνο με τους γονείς του».

Μόλις ξεστόμισε τις τελευταίες λέξεις, έριξε μια φευγαλέα ματιά στον Γκάμπριελ, αλλά εκείνος τηςχάρισε απλώς ένα αδύναμο χαμόγελο. Θα τους έπαιρνε καιρό μέχρι να συνηθίσουν την καινούργιακατάσταση.

«Πώς μάθατε αυτό που συνέβη στον Στέφαν;» ρώτησε ο Μάρτιν.

«Τηλεφώνησε η Σούλβεΐγκ νωρίς το πρωί».

«Μα πίστευα πως ήσασταν... στα μαχαίρια έτσι δεν είναι;» Ρώτησε επιφυλακτικά ο Μάρτιν.

«Ναι, θα μπορούσες να το πεις κι έτσι. Όμως, η οικογένεια είναι οικογένεια υποθέτω, και όταν ταπράγματα δυσκολεύουν. τότε...» 0 Γκάμπριελ άφησε τη φράση του ανολοκλήρωτη.

«Η Λίντα είναι στο νοσοκομείο. Με τον Στέφαν είχε μια πιο στενή σχέση απ’ ό,τι μπορούσαμε ναφανταστούμε, όπως αποδείχτηκε». Ο Γκάμπριελ άφησε να του ξεφύγει ένα παράξενο πικρό γελάκι.

Page 264: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Δεν μάθατε τίποτα περισσότερο;» ρώτησε η Λάινε.

Ο Γιέστα κούνησε το κεφάλι του. «Όχι, το τελευταίο που ακούσαμε είναι ότι η κατάστασή τουπαραμένει η ίδια. Όμως, ο Πάτρικ Χέντστρεμ είναι καθ’ οδόν προς την Ουντεβάλα τώρα πουμιλάμε, οπότε θα περιμένουμε να δούμε τι θα μας πει κι αυτός. Αν συμβαίνει κάτι, είτε το ένα είτε τοάλλο, θα το μάθετε το ίδιο γρήγορα μ' εμάς Θέλω να πω ότι η Λίντα προφανώς θα σας τηλεφωνήσειαμέσως».

Ο Μάρτιν σηκώθηκε. «Νομίζω πως έχουμε όλα τα στοιχεία που χρειαζόμαστε».

«Πιστεύετε πως το άτομο που προσπάθησε να σκοτώσει τον Στέφαν είναι το ίδιο που δολοφόνησεεκείνη τη Γερμανίδα;» Το κάτω χείλος της Μαρίτα έτρεμε λίγο. Όλοι καταλάβαιναν πού το πήγαινε.

«Δεν υπάρχει λόγος να το πιστεύει κανείς αυτό» είπε ήρεμα ο Μάρτιν. «Είμαι σίγουρος πωςσύντομα θα μάθουμε τι ακριβώς συνέβη. Εννοώ ότι ο Στέφαν και ο Ρόμπερτ κινούνται σε κάποιουςαμφιβόλου ηθικής κύκλους, οπότε μάλλον το πιθανότερο είναι ότι ο δράστης προέρχεται απόαυτούς ακριβώς τους κύκλους».

«Και τι θα κάνετε τώρα για να βρείτε τον Γιάκομπ;» επέμεινε η Μαρίτα. «Θα στείλετε κάποια ομάδααναζήτησης στην περιοχή ή κάτι άλλο;»

«Όχι, μάλλον δεν θ' αρχίσουμε με αυτό. Εγώ πιστεύω ειλικρινά ότι ο Γιάκομπ κάπου κάθεται καισκέφτεται όλη αυτή την... κατάσταση και όπου να 'ναι θα επιστέψει. Οπότε, το καλύτερο που έχειςνα κάνεις είναι να είσαι στο σπίτι και να μας τηλεφωνήσεις αμέσως μόλις εμφανιστεί. Εντάξει;»

Κανείς δεν είπε τίποτα, και οι αστυνομικοί θεώρησαν ότι

η πρότασή τους είχε γίνει αποδεκτή. Εξάλλου, δεν υπήρχε και κάτι άλλο που θα μπορούσαν νακάνουν προς το παρόν. Εντούτοις, ο Μάρτιν αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι δεν ήταν τόσοαισιόδοξος όσο θέλησε να φανεί μπροστά στην οικογένεια του Γιάκομπ. Ήταν περίεργη σύμπτωσηπου ο Γιάκομπ εξαφανίστηκε το ίδιο βράδυ που ο ξάδερφός του, ο αδερφός του ή ό,τι άλλο θαμπορούσε ν’ αποκαλέσει κανείς τον Στέφαν δέχτηκε επίθεση.

Στο αυτοκίνητο, όταν επέστρεφαν στο αστυνομικά τμήμα, ο Μάρτιν εκμυστηρεύτηκε την ανησυχίατου στον Γιέστα, ο οποίος συμφώνησε με ένα νεύμα. Ακόμα κι αυτός ένιωθε βαθιά μέσα του ότικάτι δεν πήγαινε καλά. Οι παράξενες συμπτώσεις συνέβαιναν πολύ σπάνια στην πραγματική ζωή,και ένας αστυνομικός δεν θα έπρεπε να τις εμπιστεύεται ιδιαίτερα. Ήλπιζαν και οι δύο ότι ο Πάτρικθα ανακάλυπτε κάτι περισσότερο.

ΕΝΤΕΚΑ

Καλοκαίρι 2003

Ξύπνησε με τρομαχτικό πονοκέφαλο και μια κολλώδη αίσθηση στο στόμα της. Η Τζένι δενκαταλάβαινε πού βρισκόταν. Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν ήταν ότι καθόταν μέσα σ' ένααυτοκίνητο που είχε σταματήσει και είχε προσφερθεί να την πάει κάπου και τώρα, εντελώς ξαφνικά,

Page 265: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

είχε βρεθεί σε κάποιου είδους παράξενη, σκοτεινή πραγματικότητα. Στην αρχή δεν φοβήθηκεκαθόλου. Είχε την αίσθηση ότι όλο αυτό έπρεπε να ήταν ένα όνειρο και ότι από στιγμή σε στιγμή θαξυπνούσε και θα ανακάλυπτε ότι βρισκόταν ξανά στο τροχόσπιτο της οικογένειας.

Λίγο αργότερα, άρχισε να κατακάθεται σιγά σιγά μέσα της η επίγνωση ότι αυτό ήταν ένα όνειρο απότο οποίο δεν επρόκειτο να ξυπνήσει. Πανικόβλητη, άρχισε να ψαχουλεύει στο σκοτάδι. Στοναπέναντι τοίχο άγγιξε με τα δάχτυλά της κάτι ξύλινες σανίδες, Μια σκάλα. Την ανέβηκε ψάχνονταςπροσεχτικά το κάθε σκαλοπάτι. Κάπου κοπάνησε με δύναμη το κεφάλι της. Μια οροφή τη σταμάτησεστα δύο πρώτα σκαλοπάτια. Την πλημμύρισε μεμιάς η αίσθηση της κλειστοφοβίας . Υπολόγισε ότιμπορούσε να σταθεί

όρθια, αλλά με δυσκολία. γιατί η οροφή ήταν πολύ χαμηλή. Επίσης, δεν της πήρε πολύ χρόνο για νακαταλάβει το εύρος του χώρου. Η απόσταση μεταξύ των τοίχων δεν ξεπερνούσε τα δυο μέτρα.Εξακολουθώντας να είναι πανικόβλητη, γονάτισε εκεί που τελείωναν τα σκαλοπάτια και ένιωσε τιςσανίδες να υποχωρούν κάπως στην πίεση. Ωστόσο, αυτή η υποχώρηση απείχε πολύ από τημετακίνησή τους. Άκουσε ένα μεταλλικό κροτάλισμα και υπέθεσε πως μάλλον υπήρχε μια κλειδαριάστην εξωτερική πλευρά.

Έπειτα από κάνα δυο προσπάθειες που έκανε ακόμα για να ανοίξει την καταπακτή πιέζοντας τη,κατέβηκε απογοητευμένη τα σκαλιά και κάθισε στο χωμάτινο δάπεδο με τα χέρια της τυλιγμέναγύρω από τα γόνατα. Τα βήματα που ακούστηκαν αποπάνω την έκαναν να μετακινηθεί ενστικτωδώςόσο πιο μακριά μπορούσε από την πηγή του ήχου.

Όταν ο άντρας κατέβηκε και την πλησίασε, μπόρεσε να δει το πρόσωπό του. παρόλο που δεν υπήρχεφως στον χώρο. Άλλωστε, τον είχε δει όταν την πήρε στο αυτοκίνητό του, και αυτό από μόνο του τηντρόμαζε. Η Τζένι μπορούσε να τον αναγνωρίσει ανά πάσα στιγμή, ήξερε τι είδους αυτοκίνητοοδηγούσε, Αυτό σήμαινε πως δεν θα την άφηνε να βγει ποτέ ζωντανή από εδώ μέσα.

Άρχισε να ουρλιάζει, αλλά εκείνος έβαλε απαλά το χέρι του στο στόμα της και άρχισε να της μιλάειγια να την ηρεμήσει. Όταν βεβαιώθηκε ότι η Τζένι δεν θα συνέχιζε να ουρλιάζει, πήρε το χέρι τουαπό το στόμα της και άρχισε να τη γδύνει προσεχτικά. Μάλαζε τις αρθρώσεις της με

απόλαυση, σχεδόν με αγάπη. Εκείνη άκουσε την ανάσα του να γίνεται όλο και πιο βαριά. Έκλεισεσφιχτά τα μάτια της ώστε να κρατήσει μακριά τη σκέψη τού τι επρόκειτο να συμβεί.

Κατόπιν, εκείνος της ζήτησε συγγνώμη. Μετά, ήρθε ο πόνος.

Η καλοκαιρινή οδική κυκλοφορία ήταν δολοφονική. Ο εκνευρισμός του Πάτρικ αυξανόταν όσοσυσσωρεύονταν τα χιλιόμετρα, και όταν έστριψε για να μπει στο πάρκινγκ του νοσοκομείου τηςΟυντεβάλα, πίεσε τον εαυτό του να πάρει μερικές βαθιές ανάσες για να ηρεμήσει. Συνήθως δενεκνευριζόταν με τα τροχόσπιτα που έπιαναν σχεδόν όλο το οδόστρωμα ή με τουρίστες οδηγούς πουοδηγούσαν με την ησυχία τους για να δείχνουν στους συνεπιβάτες τους όσα έβλεπαν και οι ίδιοι,δίχως να ενδιαφέρονται για την ουρά που δημιουργούσαν πίσω τους. Όμως, η απογοήτευσή του απότα αποτελέσματα των αναλύσεων είχε συμβάλει τα μέγιστα στην πτώση των επιπέδων τηςανεκτικότητας του.

Page 266: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Όταν το άκουσε, δεν μπορούσε να πιστέψει στ' αυτιά του. Κανένα δείγμα δεν ταίριαζε με το DΝΑαπό το δείγμα σπέρματος που είχε βρεθεί στο πτώμα της Τάνια. Ήταν μάλιστα τόσο σίγουρος πωςθα μάθαιναν την ταυτότητα του δολοφόνου όταν έβγαιναν τα αποτελέσματα που δεν μπορούσε νασυνέλθει ακόμη από την έκπληξη. Κάποιος που ήταν συγγενής με τον Γιοχάνες Χουλτ είχεδολοφονήσει την Τάνια, κι αυτό ήταν αναμφισβήτητο. Αλλά δεν ήταν κανένας από τους γνωστούςσυγγενείς.

Σχημάτισε νευρικά το νούμερο του αστυνομικού τμήματος. Η Ανικα είχε αργήσει να πάει στηδουλειά λίγο παραπάνω από το συνηθισμένο, και ο Πάτρικ την περίμενε κάμποση ώρα μέχρι ν'απαντήσει.

«Γεια, ο Πάτρικ είμαι. Με συγχωρείς που ακούγομαι τόσο αγχωμένος, αλλά θα μπορούσες να δειςτο συντομότερο δυνατόν, μήπως υπάρχουν κι άλλοι συγγενείς της οικογένειας Χουλτ στην περιοχή;Ειδικότερα, θα ήθελα να ελέγξεις μήπως υπάρχουν τίποτα εξώγαμα παιδιά του Γιοχάνες Χουλτ».

Την άκουσε να σημειώνει και έκανε μια ευχή σταυρώνοντας τα δάχτυλά του. Όπως έδειχναν ταπράγματα, ήταν η τελευταία του ευκαιρία, και ήλπιζε, με όλη του την ψυχή, πως η Άνικα θα έβρισκεκάτι. Αλλιώς, το μόνο που του απέμενε ήταν να κάτσει εκεί και να ξύνει το κεφάλι του για να τουκατέβει καμιά ιδέα.

Όφειλε να ομολογήσει πως του άρεσε η θεωρία που είχε σκεφτεί εντελώς ξαφνικά καθώς πήγαινεστην Ουντεβάλα. Δηλαδή, ότι ο Γιοχάνες είχε κάποιον γιο στην περιοχή που δεν τον γνώριζαν. Ανλάβαινε κανείς υπόψη του όσα είχαν μάθει μέχρι τώρα για τον Γιοχάνες, αυτό δεν έμοιαζε διόλουαπίθανο- μάλλον πολύ πιθανό τού φαινόταν όσο περισσότερο το σκεφτόταν. Επίσης, η πιθανότητααυτή θα μπορούσε ν’ αποτελεί και ένα κίνητρο για τη δολοφονία του ίδιου του Γιοχάνες, σκέφτηκεο Πάτρικ, δίχως να γνωρίζει όμως πώς θα μπορούσε να κάνει αυτές τις συνδέσεις. Η ζήλιααποτελούσε έξοχο κίνητρο για φόνο και ο τρόπος με τον οποίο είχε δολοφονηθεί ταίριαζε πολύ μετη θεωρία του. Ένας παρορμητικός, απρομελέτητος φόνος. Μια κρίση οργής και ζήλιας που είχε ωςαποτέλεσμα τη δολοφονία του Γιοχάνες

Πώς συνδέονταν όμως αυτά με τις δολοφονίες της Σιβ και της Μόνα; Αυτό ήταν το κομματάκι τουπαζλ που δεν είχε καταφέρει να ταιριάξει ακόμη, αλλά ίσως τα στοιχεία που θα του έδινε η Άνικα νατον βοηθούσαν και προς αυτή την κατεύθυνση.

Έκλεισε την πόρτα του αυτοκινήτου με δύναμη και πήγε προς την κεντρική είσοδο. Έπειτα από λίγοψάξιμο και λίγη βοήθεια από το ευγενικό προσωπικό, βρήκε τελικά την κλινική που ήθελε. Στηναίθουσα αναμονής συνάντησε τα τρία άτομα που έψαχνε. Κάθονταν ο ένας δίπλα στον άλλο. σανπουλιά σε τηλεφωνικά καλώδια, δίχως να μιλάνε και με το βλέμμα τους καρφωμένο μπροστά.Όμως, διέκρινε μια λάμψη στα μάτια της Σούλβεΐγκ όταν τον είδε. Εκείνη σηκώθηκε με δυσκολίακαι πήγε με μικρά βήματα προς το μέρος του. Φαινόταν να μην

είχε κοιμηθεί όλη νύχτα, κάτι που ήταν πιθανότατα αληθές. Τα ρούχα της ήταν ζαρωμένα και μύριζεξινίλα από τον ιδρώτα. Τα λιγδιασμένα μαλλιά της είχαν σχηματίσει παράξενες μπούκλες και κάτωαπό τα μάτια της υπήρχαν σακούλες που φαίνονταν από μακριά. Ο Ρόμπερτ έδειχνε εξίσουκουρασμένος, αν και δίχως εκείνη την παντελή έλλειψη φρεσκάδας που είχε η Σούλβεΐγκ. Μόνο ηΛίντα φαινόταν να είναι σε επαγρύπνηση, με βλέμμα καθαρό και περιποιημένη εμφάνιση. Δίχως

Page 267: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

όμως να ξέρει ακόμη ότι όλη της η οικογένεια κατέρρεε.

«Δεν τον πιάσατε ακόμη;» Η Σούλβεΐγκ τράβηξε ελαφρά τον Πάτρικ από το μανίκι.

«Δυστυχώς δεν ξέρουμε τίποτα περισσότερο. Κανένα νέο από τους γιατρούς;»

Ο Ρόμπερτ κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Όχι, ακόμη στο χειρουργείο είναι. Κάτι δεν πήγαινε καλάμε την πίεση στον εγκέφαλο. Του έχουν ανοίξει ολόκληρο το κεφάλι, απ’ ό,τι κατάλαβα. Αν καιαμφιβάλλω πολύ αν θα βρουν μυαλό εκεί μέσα».

«Ρόμπερτ!»

Η Σούλβεΐγκ στράφηκε αγριεμένη και του έριξε ένα φαρμακερό βλέμμα, αλλά ο Πάτρικ κατάλαβε τιπάσχιζε να κάνει ο Ρόμπερτ. Ήθελε να κρύψει την ανησυχία του και να μετριάσει λίγο την έντασηλέγοντας κανένα αστείο. Ήταν μια μέθοδος που συνήθως λειτουργούσε και στον ίδιο.

Ο Πάτρικ κάθισε σε ένα από τα ελεύθερα καθίσματα. Το ίδιο έκανε και η Σούλβεΐγκ.

«Ποιος μπόρεσε να το κάνει αυτό στο αγοράκι μου;» Λικνιζόταν μπρος πίσω στη θέση της. «Είδαπώς τον είχαν κάνει όταν τον έβγαλαν έξω. Έμοιαζε σαν να ήταν άλλος άνθρωπος. Μόνο αίματαέβλεπες πάνω του, παντού».

Η Λίντα σκίρτησε και μόρφασε. Ο Ρόμπερτ παρέμεινε ανέκφραστος. Όταν ο Πάτρικ κοίταξεπροσεχτικότερα το μαύρο τζιν και την μπλούζα του, είδε πως είχαν παντού μεγάλους λεκέδες από τοαίμα του Στέφαν.

«Δηλαδή, ούτε ακούσατε ούτε είδατε κάτι χτες βράδυ;»

«Όχι» είπε εκνευρισμένος ο Ρόμπερτ. «Το είπαμε ήδη στους άλλους αστυνομικούς. Πόσες φορέςακόμα πρέπει να το επαναλάβουμε;»

«Σου ζητώ ειλικρινά συγγνώμη, αλλά είμαι υποχρεωμένος να κάνω αυτές τις ερωτήσεις. Θα σαςπαρακαλούσα να με ανεχτείτε λίγο ακόμη».

Ακουγόταν καθαρά η συμπόνια στη φωνή του. Μερικές φορές ήταν δύσκολη η δουλειά τουαστυνομικού, ειδικά σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις που έπρεπε να εισβάλει στη ζωή ανθρώπων πουείχαν πολύ σημαντικότερα πράγματα να σκεφτούν. Όμως, η αναπάντεχη βοήθεια στο έργο του ήρθεαπό τη Σούλβεΐγκ αυτή τη φορά.

«Ρόμπερτ, συνεργάσου με τον αστυνομία γιε μου. Πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να τουςβοηθήσουμε μπας και πιάσουν αυτόν που έκανε αυτό το πράγμα στον Στέφαν μας. Δεν είναιδύσκολο να το καταλάβεις». Στράφηκε προς το μέρος του Πάτρικ.

«Μου φάνηκε πως άκουσα κάποιον ήχο λίγο πριν με φωνάξει ο Ρόμπερτ, αλλά δεν είδαμε κανέναν,ούτε πριν ούτε μετά που βρήκαμε τον Στέφαν».

Ο Πάτρικ έγνεψε. Έπειτα στράφηκε στη Λίντα:

Page 268: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Μήπως είδες εσύ τον Γιάκομπ χτες βράδυ;».

«Όχι» απάντησε η Λίντα έκπληκτη, «Είχα πάει να μείνω λίγο στο υποστατικό. Ο Γιάκομπ πρέπει ναήταν στο Βεστεργκόρντεν, υποθέτω. Γιατί ρωτάς;»

«Διότι φαίνεται πως δεν πήγε καθόλου στο σπίτι χτες βράδυ, οπότε σκέφτηκα να ρωτήσω μήπως τονείχες δει».

«Οχι, σου είπα, δεν τον είδα. Μπορείς όμως να ρωτήσεις τη μαμά και τον μπαμπά».

"Το κάναμε ήδη. Ούτε αυτοί τον έχουν δει. Μήπως ξέρεις κάποιο άλλο μέρος όπου θα μπορούσείσως να έχει πάει;"

Τώρα η Λίντα είχε αρχίσει να φαίνεται ανήσυχη.

θα μπορούσε να είναι αυτό δηλαδή;» Μετά φάνηκε σαν να της πέρασε μια ιδέα από το μυαλό «Λεςνα πήγε στο Μπούλαρεν και να κοιμήθηκε εκεί; Βέβαια, δεν το έχει ξανακάνει αυτό, αλλά,..»

Ο Πάτρικ χτύπησε τον μηρό του με τη γροθιά του. Πόσο βλάκες ήταν να μη σκεφτούν τοαγρόκτημα στο Μπούλαρεν. Ζήτησε συγγνώμη και πήγε να τηλεφωνήσει στον Μάρτιν. Του είπε ναπάει αμέσως εκεί και να το ελέγξει.

Μόλις επέστρεψε στην αίθουσα αναμονής, είδε την ατμόσφαιρα αλλαγμένη. Όσο αυτός μιλούσε μετον Μάρτιν, η Λίντα είχε τηλεφωνήσει από το κινητό της στο σπίτι. Τώρα τον κοίταζε έχονταςεπιστρατεύσει όλη την εφηβική της θρασύτητά.

«Τελικά, τι συμβαίνει; Ο μπαμπάς είπε ότι σας τηλεφώνησε η Μαρίτα και ανέφερε την εξαφάνισητου Γιάκομπ και ότι εκείνοι οι δύο άλλοι αστυνομικοί είχαν πάει στο υποστατικό και έχαναν ένασωρό ερωτήσεις, 0 μπαμπάς ήταν πάρα πολύ ανήσυχος». Η Λίντα στεκόταν τώρα μπροστά του μετα χέρια στη μέση.

«Δεν υπάρχει κανένας λόγος ν' ανησυχείτε ακόμη» επανέλαβε ο Πάτρικ την ίδια επωδό που είχανχρησιμοποιήσει ο Γιέστα και ο Μάρτιν στο υποστατικό. «Πιθανότατα ο αδερφός σου θέλει να μείνειγια λίγο μόνος, αλλά εμείς πρέπει να παίρνουμε στα σοβαρά όλες αυτές τις αναφορές».

Η Λίντα τον κοίταξε καχύποπτα, αλλά τελικά φάνηκε να δέχεται την εξήγηση. Μετά είπεχαμηλόφωνα:

«Ο μπαμπάς μου είπε για τον Γιοχάνες. Πότε σκέφτεσαι να το πεις και σ' αυτούς εδώ;».

Τίναξε το κεφάλι της προς τη μεριά του Ρόμπερτ και της Σούλβεΐγκ. Ο Πάτρικ δεν μπόρεσε να μηνπαρατηρήσει το τόξο που διέγραψαν τα μακριά ξανθά μαλλιά της στον αέρα. Μετά υπενθύμισε στονεαυτό του την ηλικία της Λίντα και τρόμαξε με τη σκέψη ότι η αναστάτωση που προκαλούσε ηδημιουργία οικογένειας μπορεί να είχε πυροδοτήσει μια τάση γεροντικής ακολασίας μέσα του.

Της απάντησε κι αυτός χαμηλόφωνα:

Page 269: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Ας περιμένουμε λίγο με αυτό. Δεν μου φαίνεται ότι αυτή η στιγμή είναι και τόσο κατάλληλη, ανλάβουμε υπόψη την κατάσταση του Στέφαν».

«Εδώ κάνεις λάθος» είπε ήρεμα η Λίντα. «Τώρα είναι που έχουν ανάγκη κάποια θετικά μαντάτα. Καιπίστεψέ με, ξέρω αρκετά χαλά τον Στέφαν για να γνωρίζω πως η ανακάλυψη ότι ο Γιοχάνες δεναυτοκτόνησε θα είναι πολύ καλή είδηση γι’ αυτή την οικογένειά. Οπότε, αν δεν τους το πεις εσύτώρα, θα το κάνω εγώ».

Τι θρασύτατο άτομο! Αν και ο Πάτρικ έτεινε να ομολογήσει πως η Λίντα είχε δίκιο. Ίσως να είχεκαθυστερήσει πολύ να τους το αποκαλύψει. Είχαν το δικαίωμα να το ξέρουν.

Έγνεψε καταφατικά στη Λίντα και καθάρισε τον λαιμό του καθώς καθόταν.

«Σούλβεΐγκ και Ρόμπερτ, ξέρω ότι είχατε πολλές αντιρρήσεις για την εκταφή του Γιοχάνες».

0 Ρόμπερτ τινάχτηκε πάνω σαν πύραυλος. «Τι βιάβολο! Είσαι εντελώς ηλίθιος! Τώρα βρήκες τηνώρα να πιάσεις αυτό το θέμα; Νομίζεις ότι δεν έχουμε ήδη αρκετά που μας στενοχωρούν αυτή τηστιγμή;»

«Ρόμπερτ, κάθισε κάτω!» βρυχήθηκε η Λίντα. «Ξέρω τι θα σας πει και, πίστεψέ με, θέλετε να τομάθετε».

Εντελώς ξαφνιασμένος από το γεγονός ότι η μικροσκοπική ξαδέρφη τού έδινε διαταγές, ο Ρόμπερτκάθισε κάτω χωρίς να πει κουβέντα. Όσο η Σούλβεΐγκ και ο Ρόμπερτ τού έριχναν πύρινα βλέμματα,μια που τους είχε θυμίσει την ταπείνωση που υπέστησαν βλέποντας ξένους να βγάζουν το φέρετροτου πατέρα και συζύγου τους από τη γαλήνη του τάφου, ο Πάτρικ συνέχισε:

«Βάλαμε έναν παθολογοανατόμο να εξετάσει... εεε... το πτώμα και βρήκε κάτι ενδιαφέρον».

«Ενδιαφέρον..» ρουθούνισε περιφρονητικά η Σούλβεΐγκ «Χμμμ, ωραία λέξη βρήκες».

«Να με συγχωρείτε πολύ και οι δυο σας, αλλά δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να το πω αυτό. ΟΓιοχάνες δεν αυτοκτόνησε, δολοφονήθηκε».

Η Σούλβεΐγκ πήρε μια βαθιά, ηχηρότατη ανάσα. Ο Ρόμπερτ καθόταν σαν να είχε παγώσει πάνω στηνκαρέκλα του, εντελώς ανίκανος να κινηθεί.

«Τι λες, άνθρωπέ μου;» Η Σούλβεΐγκ άρπαξε το χέρι του Ρόμπερτ, κι εκείνος της το κράτησεσφιχτά.

«Αυτό ακριβώς που είπα. Ο Γιοχάνες δολοφονήθηκε, δεν αυτοκτόνησε».

Τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν ποτάμι στα ήδη κατακόκκινα από το κλάμα μάτια της Σούλβεΐγκ.Μετά. το τεράστιο κορμί της άρχισε να τρέμει ολόκληρο, και η Λίντα κοίταξε θριαμβευτικά τονΠάτρικ. Ήταν δάκρυα χαράς.

«Το ήξερα» είπε η Σούλβεΐγκ. «Το ήξερα ότι δεν θα έκανε κάτι τέτοιο. Και όλοι έλεγαν πως είχε

Page 270: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

αυτοκτονήσει επειδή είχε σκοτώσει εκείνα τα κορίτσια. Τώρα θα τους τα τρίψω εγώ στα μούτρα ταλόγια τους, θα δούνε. Σίγουρα αυτός που σκότωσε τα κορίτσια σκότωσε και τον Γιοχάνες μου. Θαέρθουν όλοι γονατιστοί να μας ζητήσουν συγγνώμη. Τόσα χρόνια έχουμε που...»

«Μαμά. σταμάτα τώρα» είπε ο Ρόμπερτ εκνευρισμένος. Δεν φαινόταν να έχει καταλάβει καλά τι είχεπει ο Πάτρικ. Χρειαζόταν προφανώς λίγη ώρα ακόμα για να το χωνέψει.

«Τι θα κάνετε τώρα για να πιάσετε αυτόν που δολοφόνησε τον Γιοχάνες;» ρώτησε ανυπόμονα ηΣούλβεΐγκ.

0 Πάτρικ ανακάθισε αμήχανος, «Εεε, να... δεν θα είναι και τόσο εύκολο αυτό. Έχουν περάσει πολλάχρόνια από τότε. και δεν υπάρχουν στοιχεία που θα μπορούσαν να μας οδηγήσουν κάπου. Φυσικά,εμείς θα προσπαθήσουμε και θα κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε, μόνο αυτό μπορώ ναυποσχεθώ».

Η Σούλβεΐγκ ρουθούνισε ειρωνικά:

«Ναι, αυτό λέω κι εγώ. Αν δουλέψετε τόσο σκληρά για να βρείτε τον δολοφόνο του Γιοχάνες όσοδουλέψατε όταν

προσπαθούσατε να τον κλείσετε φυλακή, μάλλον δεν θα υπάρξει κανένα πρόβλημα. Αλλά τώρααπαιτώ ακόμα περισσότερο μια συγγνώμη από την αστυνομία!».

Τώρα κουνούσε το δάχτυλό της προς τη μεριά του Πάτρικ, κι εκείνος αντιλήφθηκε πως είχε έρθει ηώρα να φύγει πριν τα πράγματα άρχιζαν να στραβώνουν. Αντάλλαξε ένα βλέμμα με τη Λίντα, κιεκείνη του έκανε ένα διακριτικό νόημα να φύγει. Πριν απομακρυνθεί, της είπε:

«Λίντα, αν έχεις κανένα νέο από τον Γιάκομπ, υποσχέσου μου ότι θα μας τηλεφωνήσεις αμέσως. Ανκαι πιστεύω ότι έχεις δίκιο. Μάλλον στο Μπούλαρεν θα είναι».

Εκείνη έγνεψε καταφατικά, αλλά η ανησυχία ήταν ακόμη ζωγραφισμένη στο βλέμμα της.

Όταν τους τηλεφώνησε ο Πάτρικ, μόλις είχαν επιστρέψει και έμπαιναν στο πάρκινγκ τουαστυνομικού τμήματος. Κατόπιν, ξεκίνησαν πάλι για να πάνε στο Μπούλαρεν. Έκανε πάλι ζέστηέπειτα από ένα ευτυχώς δροσερό πρωινό, και ο Μάρτιν αύξησε λίγο την ισχύ του κλιματιστικού. ΟΓιέστα τράβηξε τον γιακά του κοντομάνικου πουκαμίσου του.

«Δεν λέει να σταματήσει κι αυτή η καταραμένη η ζέστη για λίγο».

«Ναι, καλά... Αν τώρα ήσουν στο γήπεδο του γκολφ, δεν θα γκρίνιαζες» είπε γελώντας ο Μάρτιν.

«Αυτό είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα» απάντησε με ξινισμένο ύφος ο Γιέστα. Το γκολφ και ηθρησκεία ήταν δύο πράγματα με τα οποία δεν αστειευόταν κανείς στον κόσμο του Γιέστα. Για μιαστιγμή μόνο ευχήθηκε να τον είχαν βάλει ξανά με τον Ερνστ. Βέβαια, η συνεργασία με τον Μάρτινήταν πιο παραγωγική, αλλά αναγκάστηκε να παραδεχτεί σιωπηρά ότι η τεμπελιά που χαρακτήριζε τησυνεργασία του με τον Λούντγκρεν τού άρεσε περισσότερο απ' όσο πίστευε. Οπωσδήποτε, είχε καιο Ερνστ τις άσχημες πλευρές του, αλλά ποτέ

Page 271: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

δεν γκρίνιαζε ήταν ο Γιέστα το έσκαγε για να χτυπήσει μερικά μπαλάκια.

Την αμέσως επόμενη στιγμή έφερε στο μυαλό του τη φωτογραφία της Τζένι Μέλερ και τονπλημμύρισαν οι τύψεις. Σε μια στιγμή διαύγειας, αντιλήφθηκε ότι είχε γίνει ένας γκρινιάρης γέρος,ίδιος με τον πατέρα του στα γεράματά του, και αν συνέχιζε έτσι, θα καθόταν κι αυτός, όπως και ογέρος του σε κάνα γηροκομείο και θα μουρμούριζε για τις φανταστικές αδικίες που είχε υποστεί.Μόνο που ο Γιέστα δεν θα είχε κανένα παιδί που θα ήταν υποχρεωμένο να τον επισκέπτεται πού καιπού.

«Πού λες να ’ναι; Να ’ναι όντως εκεί πέρα.» ρώτησε για ν' αποδιώξει τις απαίσιες σκέψεις του.

Ο Μάρτιν φάνηκε συλλογισμένος για λίγο και μετά είπε; «Μπα, θα με εξέπληττε αν ήταν στοΜπούλαρεν. Αλλά δεν χάνουμε τίποτα να το ελέγξουμε ».

Έστριψαν στο αγρόκτημα και γι' άλλη μια φορά ξαφνιάστηκαν ευχάριστα με την ειδυλλιακή εικόναπου αντίκρισαν. Το αγρόκτημα φαινόταν να είναι μονίμως τυλιγμένο σε μια απαλή λιακάδα, η οποίαέκανε τα άλικα χρώματα να έρχονται σε όμορφη αντίθεση με τη γαλάζια λίμνη πίσω από το σπίτι.Όπως και την προηγούμενη φορά, οι έφηβοι έτρεχαν στις δουλειές τους με αποφασιστικότητα,πλήρως απασχολημένοι με ό,τι καταπιάνονταν. Οι λέξεις που ξεπήδησαν στο μυαλό του Μάρτινήταν μεγαλειώδες, υγιές, χρήσιμο, καθαρό σουηδικά και ο συνδυασμός αυτών των λέξεων τουπροκάλεσε μια αίσθηση δυσφορίας. Η πείρα τού έλεγε πως όταν κάτι φαινόταν υπερβολικά καλόίσως και να ήταν...

«Υπάρχει μια ατμόσφαιρα χιτλερικής νεολαίας σε όλο αυτό το πράγμα εδώ, έτσι δεν είναι;» είπε οΓιέστα ντύνοντας με λέξεις τη δυσφορία του Μάρτιν.

"Χμμμ, ίσως να ’ναι κι έτσι. Ίσως να ’ναι βαρύς ένας τέτοιος χαρακτηρισμός. Μην πετάς τέτοιασχόλια τόσο άνετα όταν σε ακούνε κι άλλοι" είπε απότομα ο Μάρτιν.

Ο Γιέστα φάνηκε να πληγώνεται. «Α, να με συγχωρείς πολύ» έκανε με παραπονεμένη φωνή. «Δενήξερα ότι αστυνομεύεις και τα λόγια τώρα. Παρεμπιπτόντως, αν ήταν καμιά ναζιστικήκατασκήνωση, δεν θα δεχόταν άτομα σαν τον Κένεντι».

Ο Μάρτιν αγνόησε το σχόλιο του Γιέστα και πήγε στην εξώπορτα. Ανοιξε μία από τις γυναίκεςεκπαιδεύτριες στο αγρόκτημα.

«Ναι; Τι θέλετε;»

Το άχτι που τους είχε ο Γιάκομπ φαίνεται πως ήταν μεταδοτικό.

«Τον Γιάκομπ ψάχνουμε». Ο Γιέστα συνέχισε να είναι μουτρωμένος, κι έτσι πήρε ο Μάρτιν τα ηνία.

«Δεν είναι εδώ. Προσπαθήστε να τον βρείτε στο σπίτι του».

«Είσαι σίγουρη ότι δεν είναι εδώ; Θα θέλαμε να ρίξουμε μια ματιά μόνοι μας».

Απρόθυμα, η γυναίκα παραμέρισε και άφησε τους δύο αστυνομικούς να περάσουν μέσα.

Page 272: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Κένεντι, έχει έρθει πάλι η αστυνομία, θέλουν να δουν το γραφείο του Γιάκομπ».

«Τον ξέρουμε τον δρόμο» είπε ο Μάρτιν.

Η γυναίκα τον αγνόησε. Ο Κένεντι μπήκε μέσα φουριόζος και κατευθύνθηκε προς το μέρος τους. ΟΜάρτιν αναρωτήθηκε μήπως τον είχαν χρίσει μόνιμο ξεναγό του αγροκτήματος. Ή ίσως να τουάρεσε απλώς να δείχνει στον κόσμο τις εγκαταστάσεις.

Δίχως να βγάλει λέξη, ο Κένεντι οδήγησε τον Μάρτιν και τον Γιέστα στον διάδρομο προς τογραφείο του Γιάκομπ. Εκείνοι τον ευχαρίστησαν ευγενικά και άνοιξαν γεμάτοι προσδοκία την πόρτατου γραφείου. Πουθενά ο Γιάκομπ. Μπήκαν μέσα και έψαξαν προσεχτικά για κάτι που θααποτελούσε ένδειξη ότι ο Γιάκομπ είχε περάσει τη νύχτα του εκεί, μια κουβέρτα στον καναπέ, έναξυπνητήρι ίσως, οτιδήποτε. Αλλά δεν υπήρχε

τίποτα. Βγήκαν πάλι στον διάδρομο απογοητευμένοι. Ο Κένεντι στεκόταν ακόμη εκεί και περίμενε.Σήκωσέ το χέρι για να παραμερίσει το τσουλούφι που έπεφτε στο πρόσωπό του, και ο Μάρτινπαρατήρησε ότι τα μάτια του ήταν κατάμαυρα και ανεξιχνίαστα.

«Τίποτα. Απολύτως τίποτα, γαμώτο» είπε ο Μάρτιν, καθώς κατευθύνονταν ξανά με το αυτοκίνητοπρος το Τανουμσχέντε.

«Ναι» απάντησε ο Γιέστα εντελώς κοφτά. Ο Μάρτιν ύψωσε απαυδισμένος το βλέμμα του προς τονουρανό. Ήταν φανερό ότι ο Γιέστα του κρατούσε ακόμη μούτρα. Τέλος πάντων, ας έχανε ό,τι ήθελε.

Ωστόσο, τη σκέψη του Γιέστα την απασχολούσε ένα εντελώς διαφορετικό ζήτημα. Κατά τη διάρκειατης επίσκεψής τους στο αγρόκτημα είχε δει κάτι, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί τι. Προσπάθησε νασταματήσει να το σκέφτεται για να επιτρέψει στο υποσυνείδητό του να λειτουργήσει ανεξάρτητα,αλλά ήταν το ίδιο αδύνατο σαν να προσπαθούσε να μη σκέφτεται έναν κόκκο σκόνης που του είχεμπει στο μάτι. Είχε δει κάτι και έπρεπε να το θυμηθεί πάση θυσία.

«Πώς πάει, Άνικα; Βρήκες τίποτα;»

Εκείνη έγνεψε αρνητικά. Η όψη του Πάτρικ την ανησυχούσε. Μαρτυρούσε ελάχιστο ύπνο. ακόμαλιγότερο κανονικό φαγητό και πάρα πολύ άγχος. Όλ’ αυτά είχαν αφαιρέσει τα απομεινάρια τουμαυρίσματος του από τον καλοκαιρινό ήλιο και τα είχαν αντικαταστήσει με ένα γκρίζο χρώμα. Τοκορμί του φαινόταν να υποφέρει από το βάρος κάποιου πράγματος, και δεν ήταν ανάγκη να είναικανείς ιδιοφυία για να καταλάβει ποιο ήταν το βάρος αυτό. Ήθελε πολύ να του πει να διαχωρίζει ταπροσωπικά του συναισθήματα από τη δουλειά αλλά αποφάσισε να μην το κάνει. Ακόμα και η ίδιαένιωθε την πίεση και το τελευταίο πράγμα που έβλεπε όταν έκλεινε τα μάτια της τα βράδια ήταν ηαπελπισμένη έκφραση στα

πρόσωπα των γονιών της Τζένι Μέλερ όταν είχαν μπει στο Τμήμα για να δηλώσουν την εξαφάνισητης κόρης τους.

Τελικά, αποφάσισε να περιοριστεί σε κάτι σύντομο. «Πώς είσαι;» τον ρώτησε, κοιτάζοντας τονσυμπονετικά πάνω από τα γυαλιά της.

Page 273: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Πώς θέλεις να είμαι έτσι όπως έχουν εξελιχτεί τα πράγματα;» απάντησε αυτός και ανακάτεψεαμήχανα τα μαλλιά του με το ένα του χέρι κάνοντας τα έτσι να σταθούν όρθια και να θυμίζουνκαρικατούρα τρελού επιστήμονα.

«Σκατά υποθέτω» είπε με μια δύση ειλικρίνειας η Άνικα. Δεν συνήθιζε να μασάει τα λόγια της. Κι ανκάτι ήταν σκατά, θα μύριζε και σκατά, ακόμα κι αν το έπνιγες στο άρωμα- αυτό ήταν το μότο στηζωή της.

Ο Πάτρικ χαμογέλασε. «Ναι, κάτι προς αυτή την κατεύθυνση. Αλλά άφησε με εμένα. Μήπως βρήκεςτίποτα στα αρχεία;»

«Δυστυχώς όχι. Δεν υπήρχε τίποτα στο ληξιαρχικό μητρώο για τυχόν άλλα παιδιά του ΓιοχάνεςΧουλτ. και δεν νομίζω ότι υπάρχουν πολλά ακόμα μέρη όπου θα μπορούσα να αναζητήσω τέτοιουείδους πληροφορίες».

«Μπορεί να υπάρχουν παιδιά που να μην έχουν δηλωθεί στο ληξιαρχείο;»

Η Ανικα τον κοίταξε όπως θα κοίταζε κανείς έναν μπουμπουνοκέφαλο που δεν καταλάβαινε τι τουέλεγαν και ρουθούνισε περιπαιχτικά:

«Ευτυχώς που δεν υπάρχει νόμος ο οποίος αναγκάζει τη μητέρα να δηλώσει τον πατέρα του παιδιούτης. Μπορεί να υπάρχουν δικά του παιδιά που φέρουν την αναγνωριστική ετικέτα "αγνώστουπατρός"».

«Και υποθέτω, λοιπόν, ότι υπάρχουν αρκετά τέτοια...» «Όχι απαραίτητα. Εξαρτάται από το πόσοθέλεις να επεκτείνεις την έρευνα γεωγραφικά. Οι άνθρωποι όμως σε αυτά εδώ τα μέρη φαίνεται πωςέχουν κάνει σημαία τους τις νόμιμες σχέσεις. Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάς ότι δεν μιλάμε για

τη δεκαετία του '40, μια που ο Γιοχάνες πρέπει να βρισκόταν στο αποκορύφωμα των σεξουαλικώνδραστηριοτήτων του κατά τις δεκαετίες του '60 και του '70. Και τότε δεν ήταν δα και καμιά μεγάληντροπή να έχεις εξώγαμα παιδιά. Ιδιαίτερα σε κάποιες περιόδους της δεκαετίας του '60 τα εξώγαμαθεωρούνταν σχεδόν πλεονέκτημα»,

Ο Πάτρικ γέλασε. «Αν μιλάς για την εποχή του Γούντστοκ, πιστεύω πραγματικά πως τα παιδιά τωνλουλουδιών και η ιδεολογία τους περί ελεύθερου έρωτα δεν πρέπει να έφτασαν ποτέ στηΦιελμπάκα».

«Α, μην το λες αυτό. Τα σιγανά ποταμάκια...» είπε χαρούμενη η Ανικα, που κατάφερε να του φτιάξεικάπως τη διάθεση. Το αστυνομικό τμήμα ήταν σαν γραφείο κηδειών τις τελευταίες μέρες. Ο Πάτρικόμως σοβάρεψε ξανά πολύ γρήγορα.

«Θα μπορούσες, λοιπόν, θεωρητικά, να φτιάξεις έναν κατάλογο με τα παιδιά αγνώστου πατρός εντός-τι να πάρουμε;-, εντός του Δήμου Τάνουμ».

«Ναι, θα μπορούσα να το κάνω, όχι μόνο θεωρητικά αλλά και στην πράξη. Θα χρειαστώ όμωςκάμποσο χρόνο» τον προειδοποίησε η Ανικα.

Page 274: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Απλώς κάνε όσο πιο γρήγορα μπορείς».

«Και πώς θα βρεις με βάση αυτή τη λίστα ποιο παιδί μπορεί να είναι του Γιοχάνες;»

«Σκοπεύω ν' αρχίσω να τηλεφωνώ και να ρωτάω. Αν αυτό δεν έχει αποτελέσματα, θα σκεφτώ κάτιάλλο».

Η πόρτα της ρεσεψιόν άνοιξε και εμφανίστηκαν ο Μάρτιν με τον Γιέστα. Ο Πάτρικ ευχαρίστησε τηνΑνικα για τη βοήθεια και βγήκε στον διάδρομο για να τους συναντήσει. Ο Μάρτιν σταμάτησε εκεί,αλλά ο Γιέστα κάρφωσε το βλέμμα του στο χαλί και κατευθύνθηκε στο γραφείο του.

«Μη ρωτάς» είπε ο Μάρτιν και κούνησε απογοητευμένος το κεφάλι του.

Ο Πάτρικ συνοφρυώθηκε. Οι τριβές ανάμεσά στο προσωπικό

ήταν το τελευταίο που χρειαζόταν αυτή τη στιγμή. Αρκετά ήταν τα προβλήματα που είχεδημιουργήσει ο Ερνστ. Ο Μάρτιν διάβασε τις σκέψεις του.

«Δεν είναι τίποτα σοβαρό, μην ανησυχείς».

«Εντάξει. Πάμε να πιούμε ένα καφεδάκι στην κουζίνα και να συγκρίνουμε τις σημειώσεις μας;»

Ο Μάρτιν έγνεψε. Πήγαν στην κουζίνα, γέμισαν από μια κούπα καφέ και κάθισαν αντικριστά στοτραπέζι. Ο Πάτρικ είπε:

«Βρήκατε κανένα ίχνος του Γιάκομπ στο Μπούλαρεν;».

«Όχι, τίποτα. Τίποτα που να αποδεικνύει πως ήταν εκεί. Εσύ πώς τα πήγες;»

Ο Πάτρικ τού περιέγραψε στα γρήγορα όσα είχαν γίνει στο νοσοκομείο.

«Μπορείς να καταλάβεις γιατί δεν έδωσε κανένα θετικό αποτέλεσμα η ανάλυση; Ξέρουμε ότι αυτόςπου ψάχνουμε είναι συγγενής με τον Γιοχάνες, αλλά δεν είναι ο Γιάκομπ, ο Γκάμπριελ, ο Στέφαν ήο Ρόμπερτ. Και αν σκεφτούμε το είδος του δείγματος στο πτώμα, μπορούμε κάλλιστα νααποκλείσουμε τις κυρίες. Έχεις καμιά ιδέα;»

«Ναι, ζήτησα από την Άνικα να προσπαθήσει να βρει στοιχεία για τυχόν άλλα παιδιά του Γιοχάνεςστην περιοχή».

«Λογικό ακούγεται. Ένας τέτοιος τύπος μου φαίνεται μάλλον απίστευτο να μην είχε σπείρει κάποιαακόμα εξώγαμα εδώ κι εκεί».

«Τι πιστεύεις για τη θεωρία ότι το άτομο που ξυλοκόπησε τον Στέφαν μπορεί να έχει τώρα στραφείκαι κατά του Γιάκομπ;» Ο Πάτρικ ρούφηξε ηχηρά και προσεχτικά τον καφέ του. Ήταν φρέσκος καικαυτός.

«Θα ήταν αναμφισβήτητα μια πολύ περίεργη σύμπτωση. Εσύ τι πιστεύεις»

Page 275: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Το ίδιο. Ότι θα πρέπει να είναι μια αναθεματισμένα περίεργη σύμπτωση αν δεν πρόκειται για τοίδιο άτομο. Επίσης,

φαίνεται πως ο Γιάκομπ εξαφανίστηκε εντελώς από προσώπου γης. Κανένας δεν τον έχει δει απόχτες το βράδυ. Οφείλω να ομολογήσω ότι ανήσυχο»

«Είχες συνεχώς τη διαίσθηση ότι ο Γιάκομπ κάτι έκρυβε. Μπορεί να είναι αυτός ο λόγος που τουσυνέβη κάτι;» είπε ο Μάρτιν διστακτικά. «Θα μπορούσε να άκουσε κάποιος ότι ήταν στοαστυνομικό τμήμα και να νόμισε πως θα αποκάλυπτε κάτι, κάτι που αυτό το άτομο δεν ήθελεπιθανώς να μαθευτεί;»

«Θα μπορούσε» απάντησε ο Πάτρικ, «Αλλά αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα. Όλα είναι πιθανάτώρα και ό,τι έχουμε στα χέρια μας είναι καθαρές εικασίες». Μέτρησε με τα δάχτυλά του. «Έχουμετη Σιβ και τη Μόνα που δολοφονήθηκαν το 1979, τον Γιοχάνες που δολοφονήθηκε το 1979, τηνΤάνια που δολοφονήθηκε πρόσφατα, είκοσι τέσσερα χρόνια μετά, την Τζένι Μέλερ που τηναπήγαγαν πιθανώς όταν έκανε οτοστόπ, τον Στέφαν που κακοποιήθηκε χτες βράδυ και αν πεθάνει θαείναι κι αυτό δολοφονία, και τώρα εξαφανίζεται και ο Γιάκομπ δίχως ν’ αφήσει ίχνη. Σε όλον αυτότον κυκεώνα συμβάντων η οικογένεια Χουλτ φαίνεται να είναι ο κοινός παρονομαστής, αλλά καιπάλι έχουμε στοιχεία πως κανένας από αυτούς δεν είναι ο δολοφόνος της Τάνια. Από την άλλη, όλαδείχνουν πως όποιος σκότωσε την Τάνια σκότωσε επίσης τη Σιβ και τη Μόνα». Ανοιξε τα χέρια τουγια να δείξει την αμηχανία του. «Ένα μπέρδεμα είναι όλ' αυτά και τίποτε άλλο. Αυτό είναι. Κι εμείςστεκόμαστε μέσα σε όλο αυτό το μπέρδεμα και δεν μπορούμε να βρούμε τον κώλο μας ούτε μεφακό!»

«Μπα, μάλλον διάβασες πολλή από εκείνη την αντιαστυνομική προπαγάνδα πάλι» είπεχαμογελώντας ο Μάρτιν.

«Ναι, πες όμως μου τι κάνουμε τώρα;» ρώτησε ο Πάτρικ. «Δεν έχω άλλες ιδέες. Ο χρόνος της ΤζένιΜέλερ τελειώνει όπου να ’ναι, αν δεν έχει ήδη τελειώσει εδώ και μέρες». Αλλαξε απότομα θέμασυζήτησης για να αποδιώξει τις μαύρες

σκέψεις. «Παρεμπιπτόντως. βγήκατε κάνα ραντεβού μ’ εκείνη την κοπέλα;»

«Ποια κοπέλα;» ρώτησε ο Μάρτιν και προσπάθησε να δώσει στο πρόσωπό του μια ουδέτερηέκφραση.

«Ασε τις υπεκφυγές. Ξέρεις καλά ποιά εννοώ».

«Αν εννοείς την Πια, δεν τρέχει τίποτα τέτοιο. Απλώς μας βοήθησε λίγο με τη διερμηνεία».

«Απλώς μας βοήθησε λίγο με τη διερμηνεία» τον μιμήθηκε με κοροϊδευτική φωνή ο Πάτρικκουνώντας το κεφάλι του πέρα δώθε. «Έλα τώρα, άσε τις υπεκφυγές και κάνε παιχνίδι. Ακούω τηφωνή σου όταν μιλάς γι' αυτή. Τη σκέφτεσαι και θέλεις να βγείτε ραντεβού. Ίσως όμως να μην είναιακριβώς ο τύπος σου. Είσαι σίγουρος ότι δεν είναι πιασμένη;» Ο Πάτρικ χαμογέλασε για να δείξειότι ο τσουχτερός υπαινιγμός έγινε απλώς για να τον πειράξει.

Page 276: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Ο Μάρτιν ετοιμάστηκε να απαντήσει με ένα δηκτικό σχόλιο. όταν χτύπησε το κινητό του Πάτρικ.

Με το αυτί τεντωμένο, ο Μάρτιν προσπάθησε ν' ακούσει ποιος τηλεφωνούσε. Αφορούσε πάντως τιςαναλύσεις αίματος, οπότε ήταν πιθανώς κάποιος από το εργαστήριο. Αυτό τουλάχιστον κατάλαβε.Αλλά από τα λόγια του Πάτρικ δεν έβγαλε πολύ νόημα.

«Τι εννοείς παράξενο. Α, ναι; Κατάλαβα. Τι διάβολο λες τώρα, Μα πώς γίνεται... Εντάξει. Α,μάλιστα».

Ο Μάρτιν προσπάθησε να καταπνίξει μια παρόρμηση να ουρλιάξει. Η έκφραση στο πρόσωπο τουΠάτρικ έδειχνε ότι του έλεγαν κάτι σημαντικό, αλλά συνέχιζε να απαντάει μονολεκτικά στο άτομομε το οποίο μιλούσε.

«Αυτό που λες δηλαδή είναι ότι έχετε χαρτογραφήσει επακριβώς τις συγγενικές τους σχέσεις». ΟΠάτρικ έγνεψε στον Μάρτιν για να του δείξει ότι προσπαθούσε να του δώσει συνειδητά λίγεςπληροφορίες για το περιεχόμενο της συνομιλίας. «Δεν καταλαβαίνω όμως ακόμη πώς ταιριάζει αυτόμε...

Οχι, αυτό είναι εντελώς αδύνατον. Αυτός είναι νεκρός. Πρέπει να υπάρχει κάποια άλλη εξήγηση.Όχι, που να πάρει ο διάβολος, εσύ είσαι ο ειδικός. Ακου τι λέω και σκέψου το. Πρέπει να υπάρχειμια άλλη εξήγηση».

Ο Πάτρικ έδειχνε να ανυπομονεί όσο το άτομο στην άλλη άκρη της γραμμής σκεφτόταν. Ο Μάρτινψιθύρισε:

«Τι συμβαίνει;».

Ο Πάτρικ σήκωσε ένα δάχτυλο για να τον κάνει να σωπάσει, Προφανώς τώρα έπαιρνε κάποιααπάντηση.

«Όχι, δεν είναι καθόλου παρατραβηγμένο. Σε αυτή εδώ την περίπτωση μάλιστα είναι απολύτωςπιθανό».

Το πρόσωπο του Πάτρικ έλαμψε. Ο Μάρτιν μπορούσε να δει την ανακούφιση να διαπερνάκυριολεκτικά το κορμί του συναδέλφου του, αν και ο ίδιος ήταν έτοιμος να σκαρφαλώσει στουςτοίχους από την ανυπομονησία του για να μάθει τι είχε συμβεί.

«Ευχαριστώ! Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο ευγνώμων σου είμαι!» Ο Πάτρικ έκλεισε με θόρυβοτο καπάκι του κινητού του και στράφηκε στον Μάρτιν λάμποντας ακόμη από ανακούφιση.

«Ξέρω ποιος έχει την Τζένι Μέλερ! Και δεν θα πιστέψεις στ' αυτιά σου όταν το ακούσεις,..»

Η εγχείρηση είχε τελειώσει. Ο Στέφαν είχε μεταφερθεί στο δωμάτιο ανάνηψης και τώρα κείτοντανεκεί, με σωλήνες και καλώδια, ακόμη βυθισμένος στον δικό του σκοτεινό κόσμο. Ο Ρόμπερτκαθόταν δίπλα στο κρεβάτι κρατώντας το χέρι του αδερφού του μέσα στο δικό του. Η Σούλβεΐγκτους είχε αφήσει απρόθυμα για να πάει στην τουαλέτα, και ο Ρόμπερτ είχε τον αδερφό του εντελώςδικό του για λίγο, μια που οι γιατροί δεν είχαν επιτρέψει στη Λίντα να μπει μέσα. Δεν ήθελαν να

Page 277: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

μπουν πολλοί συγγενείς μεμιάς στο δωμάτιο.

Ο χοντρός σωλήνας που έμπαινε στο στόμα του Στέφαν

ήταν συνδεδεμένος με μια συσκευή που έβγαζε έναν συριστικό ήχο. Ο Ρόμπερτ πίεσε τον εαυτό τουνα μην αναπνέει στον ίδιο ρυθμό με τον αναπνευστήρα. Ήταν σαν να ήθελε να βοηθήσει τον Στέφανν' ανασάνει κι έκανε οτιδήποτε για να αποδιώξει εκείνη την αίσθηση ανημποριάς που απειλούσε νατον κατακυριεύσει.

Χάιδεψε με τον αντίχειρα την παλάμη του Στέφαν. Σκέφτηκε να κοιτάξει για μια στιγμή πώς ήτανχαραγμένη η γραμμή της ζωής στο χέρι του Στέφαν, αλλά δεν τα κατάφερε και τόσο καλά, μια πουδεν ήξερε ποια από τις τρεις διαφορετικές γραμμές ήταν η γραμμή της ζωής. Ο Στέφαν είχε δύομακριές και μια σύντομη γραμμή, και ο Ρόμπερτ ήλπιζε η σύντομη να ήταν της αγάπης.

Η σκέψη ότι μπορεί να ζούσε σ' έναν κόσμο δίχως τον Στέφαν τού προκαλούσε ίλιγγο. Ηξερε ότι οίδιος συχνά φαινόταν να είναι ο δυνατότερος από τους δύο, ο αρχηγός. Όμως. η αλήθεια ήταν πωςδίχως τον Στέφαν δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα σκουπίδι. Ο Στέφαν διέθετε μια ευγένειαπου ο Ρόμπερτ τη χρειαζόταν για να διατηρήσει τη δική του αίσθηση ανθρωπιάς. Διότι όποιαευγένεια κι αν διέθετε ο Ρόμπερτ χάθηκε όταν βρήκε τον πατέρα του νεκρό, και δίχως τον Στέφαν ητραχύτητα που κουβαλούσε μέσα του θα έπαιρνε το πάνω

χέρι.

Εκεί που καθόταν συνέχισε να δίνει ένα σωρό υποσχέσεις στον εαυτό του. Υποσχέσεις ότι όλα θαάλλαζαν αν ο Στέφαν κατάφερνε να επιζήσει. Υποσχόταν να μην κλέψει ποτέ ξανά να βρει μιαδουλειά, να προσπαθήσει να κάνει κάτι καλό στη ζωή του... Και ναι... ακόμα και να κουρευτείυποσχόταν.

Αυτή την τελευταία υπόσχεση την έδωσε με πολύ φόβο, αλλά προς μεγάλη του έκπληξη φάνηκεπως αυτή ήταν που έκανε και όλη τη διαφορά. Ένιωσε ένα ανεπαίσθητο τρέμουλο στο χέρι τουΣτέφαν, μια μικρή κίνηση του δείκτη του, σαν να προσπαθούσε να ανταποδώσει το χάδι στο χέριτου Ρόμπερτ.

Δεν ήταν δα και τίποτα σοβαρό, αλλά ήταν ό,τι χρειαζόταν ο Ρόμπερτ. Περίμενε ανυπόμονα τηνεπιστροφή της Σούλβεΐγκ. Λαχταρούσε να της πει ότι ο Στέφαν θα γινόταν και πάλι χαλά.

«Μάρτιν, είναι ένας άντρας στο τηλέφωνο και λέει ότι έχει πληροφορίες για την κακοποίηση τουΣτέφαν Χουλτ». Το κεφάλι της Ανικα ξεπρόβαλε από το άνοιγμα της πόρτας, και ο Μάρτινσταμάτησε και γύρισε πίσω.

«Δεν έχω χρόνο, γαμώτο».

«Να του πω να ξαναπάρει αργότερα;» ρώτησε έκπληκτη η Ανικα.

«Όχι, που να πάρει, όχι, θα του μιλήσω». Ο Μάρτιν όρμησε στο γραφείο της Ανικα και της πήρε τοακουστικό από το χέρι. Αφού άκουσε με προσοχή για λίγο, έκανε μερικές διευκρινιστικέςερωτήσεις, κατέβασε το ακουστικό και βγήκε τρέχοντας από το γραφείο.

Page 278: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Άνικα, εγώ και ο Πάτρικ πρέπει να φύγουμε. Μπορείς να βρεις τον Γιέστα και να του πεις να μεπάρει στο κινητό αμέσως; Πού είναι ο Ερνστ;» φώναξε.

«Ο Γιέστα και ο Ερνστ έφυγαν παρέα για μεσημεριανό, αλλά θα τους πάρω στο κινητό».

«Καλώς». Έφυγε τρέχοντας ξανά, και λίγα δευτερόλεπτα μετά εμφανίστηκε ο Πάτρικ.

«Επικοινώνησες με την Ουντεβάλα, Ανικα;»

Εκείνη σήκωσε τον αντίχειρα της. «Όλα εντάξει. Ξεκίνησαν κι αυτοί».

«Τέλεια!» Πήγε να φύγει, αλλά σταμάτησε ξανά. «Ανικα, χρειάζεται ν’ ασχοληθείς άλλο με τη λίσταγια τα παιδιά αγνώστου πατρός».

Η Ανικα είδε κι αυτόν να εξαφανίζεται στον διάδρομο με μεγάλες δρασκελιές. Η δραστηριότητα στοαστυνομικό τμήμα είχε αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό που θα μπορούσες να τη χαρακτηρίσεις σχεδόνχειροπιαστή. Ο Πάτρικ την είχε ενημερώσει

στα γρήγορα τι είχε συμβεί, και η Ανικα ένιωσε την ένταση σαν μυρμήγκιασμα σε χέρια και πόδια.Ήταν λυτρωτικό που η έρευνα είχε αρχίσει να αποφέρει καρπούς, Τώρα κάθε λεπτό ήταν σημαντικό.Κούνησε το χέρι της στον Πάτρικ και στον Μάρτιν που πέρασαν μπροστά από την τζαμαρία τουμικρού γραφείου της και εξαφανίστηκαν στην έξοδο του κτιρίου. «Καλή τύχη!» τους φώναξε, δίχωςνα είναι σίγουρη ότι την άκουσαν. Αμέσως μετά έσπευσε να τηλεφωνήσει στον Γιέστα.

«Ασ' τα να πάνε στο διάβολο, Γιέστα. Εμείς καθόμαστε εδώ και αφήνουμε τα κοκοράκια να κάνουνκουμάντο». 0 Ερνστ είχε πιάσει ξανά το αγαπημένο του θέμα, και ο Γιέστα αναγκάστηκε ναπαραδεχτεί πως αυτή η γκρίνια είχε αρχίσει να τον κουράζει. Παρόλο που είχε τσαντιστεί με τονΜάρτιν νωρίτερο, αυτό που τον είχε ενοχλήσει πραγματικά ήταν που τον επέπληξε κάποιος που δενείχε ούτε τα μισά του χρόνια. Εκ των υστέρων αντιλήφθηκε πως δεν ήταν και τόσο σπουδαία

Πήγαν με το αυτοκίνητο στην Γκρέμπεσταντ και κάθισαν στο εστιατόριο Τηλέγραφος. Στο Τάνουμδεν υπήρχαν και πολλές επιλογές για φαγητό, κι έτσι αναγκάζονταν να πηγαίνουν και αλλού.Αλλωστε, η Γκρέμπεσταντ απείχε μόλις δέκα λεπτά από το αστυνομικό τμήμα.

Ξαφνικά χτύπησε το κινητό του Γιέστα, που το είχε αφήσει πάνω στο τραπέζι. Είδαν και οι δύο στηνοθόνη ότι ήταν το τηλεφωνικό κέντρο του Τμήματος.

«Γαμώτο! Χέσ’ το και μην απαντάς. Μα τι διάβολο ζωή είναι αυτή; Να μην έχεις δικαίωμα να φαςένα πιάτο φαί με την ησυχία σου!» Ο Ερνστ άπλωσε το χέρι του για να κλείσει ο ίδιος το τηλέφωνοτου συναδέλφου του, αλλά ένα βλέμμα του Γιέστα τον έκανε να σταματήσει στη μέση της κίνησης.

Ήταν η ώρα που συνέρρεε πολύς κόσμος για μεσημεριανό και κάποιοι από τους πελάτες κοίταζανάγρια τον αγενή που τολμούσε να μιλάει στο κινητό μέσα σε ένα εστιατόριο. Ο

Γιέστα τούς ανταπέδωσε το άγριο βλέμμα και απάντησε λίγο δυνατότερα απ' όσο έπρεπε. Όταντελείωσε τη συνομιλία του άφησε ένα χαρτονόμισμα στο τραπέζι, σηκώθηκε και είπε στον Ερνστ να

Page 279: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

κάνει το ίδιο.

«Έχουμε δουλειά να κάνουμε».

«Και δεν μπορεί να περιμένει δηλαδή; Ούτε μπουκιά δεν έχω βάλει ακόμη στο στόμα μου» είπε οΕρνστ.

«Μπορείς να φας κάτι αργότερα. Έχουμε να κάνουμε μια προσαγωγή τώρα».

Για δεύτερη φορά την ίδια ημέρα ο Γιέστα κατευθύνθηκε προς το Μπούλαρεν, αλλά αυτή τη φοράοδηγούσε ο ίδιος. Ενημέρωσε τον Ερνστ για όσα του είπε η Ανικα, και όταν έφτασαν εκεί, μισή ώρααργότερα είδαν έναν νεαρό έφηβο να στέκεται και να τους περιμένει λίγο παραπέρα από τοαγρόκτημα.

Σταμάτησε το αυτοκίνητο και βγήκαν έξω.

«Εσύ είσαι ο Λέλε,» τον ρώτησε ο Γιέστα.

Το αγόρι έγνεψε. Ήταν ψηλό και γεροδεμένο, με σβέρκο παλαιστή και απίστευτα μεγάλα χέρια.Γεννημένος για να δουλεύει σε πόρτα, σκέφτηκε ο Γιέστα. Ή για πρωτοπαλίκαρο, όπως σε αυτήνεδώ την περίπτωση. Ένας μπράβος πάντως με συνείδηση, απ’ ό,τι φαινόταν.

«Εσύ μας τηλεφώνησες, οπότε πες μας τι έχεις να πεις» συνέχισε ο Γιέστα.

«Καλύτερα ν’ αρχίσεις να μιλάς όσο πιο γρήγορα γίνεται» είπε απειλητικά ο Ερνστ, αλλά ο Γιέστατού έριξε μια προειδοποιητική ματιά. Αυτή η δουλειά δεν απαιτούσε επίδειξη δύναμης εκ μέρουςτου.

«Ναι, όπως είπα και στην κοπέλα στο Τμήμα, εγώ κι ο Κένεντι κάναμε μια βλακεία χτες».

Βλακεία, σκέφτηκε ο Γιέστα. Χμμμ... Αυτό εδώ το αγόρι είχε πραγματικά μια τάση να υποτιμά ταπράγματα

«Δηλαδή;» του είπε για να τον βοηθήσει να προχωρήσει.

«Να, βαρέσαμε λίγο εκείνο το παιδί, τον συγγενή του Γιάκομπ».

«Τον Στέφαν Χουλτ·,»

«Ναι, Στέφαν νομίζω τον λένε». Η φωνή του ακούστηκε κάπως τσιριχτή. «Σας ορκίζομαι, δεν είχαιδέα ότι ο Κένεντι θα τον χτυπούσε τόσο πολύ. Είπε ότι απλώς θα του έλεγε δυο κουβέντες και θατου έτριζε λίγο τα δόντια. Τίποτα πιο σοβαρό».

«Αλλά δεν έγιναν έτσι τα πράγματα», Ο Γιέστα προσπάθησε να πάρει ένα πατρικό ύφος. Δεν τακατάφερε.

«Όχι. Το όλο πράγμα ξέφυγε. Αρχισε να λέει ότι ήθελε να του κάνει μάθημα για το πόσο καλός είναι

Page 280: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

ο Γιάκομπ και ότι ο Στέφαν είχε κατά κάποιον τρόπο πει ψέματα, είχε πει πράγματα που έπρεπε νατα πάρει πίσω. και όταν αυτός, ο Στέφαν δηλαδή, είπε όχι, τότε ο Κένεντι τα πήρε, στο κρανίοδηλαδή, και άρχισε να τον βαράει, και μιλάμε για χοντρό ξύλο».

Εδώ αναγκάστηκε να σταματήσει για να πάρει ανάσα. Ο Γιέστα πίστευε ότι μάλλον είχε καταλάβειόσα του είχε πει. αλλά δεν ήταν εντελώς σίγουρος. Αυτοί οι σημερινοί νέοι δεν μπορούσαν ναμιλήσουν σαν άνθρωποι!

«Κι εσύ τι έκανες όλη αυτή την ώρα; Σκάλιζες τον κήπο;» είπε κοροϊδευτικά ο Ερνστ και κέρδισεάλλο ένα προειδοποιητικό βλέμμα από τον Γιέστα.

«Να, εγώ τον κρατούσα» απάντησε χαμηλόφωνα ο Λέλε. «Τον κρατούσα από τα χέρια για να μηνμπορεί να ανταποδοθεί τις γροθιές, αλλά εγώ... γαμώτο... δεν ήξερα ότι ο Κένεντι θα παλάβωνεεντελώς. Πώς να το ξέρω δηλαδή;» Κοίταζε μια τον Γιέστα και μια τον Ερνστ και το αντίστροφο,«Τι πρόκειται να συμβεί τώρα; Θα μπορέσω να συνεχίσω να ζω εδώ, στο αγρόκτημα; Θα πάωφυλακή;»

Το μεγαλόσωμο και χειροδύναμο αγόρι ήταν έτοιμο να βάλει τα κλάματα. Τώρα πια έμοιαζε μεμικρό τρομαγμένο αγοράκι, και ο Γιέστα δεν χρειαζόταν πλέον να πασχίζει για να πάρει πατρικόύφος. Του έβγαινε εντελώς φυσικά.

«Θα τα πούμε όλ’ αυτά μετά, θα το λύσουμε. Αλλά τώρα είναι πολύ σημαντικό να μιλήσουμε με τονΚένεντι. Μπορείς είτε να μείνεις εδώ μέχρι να πάμε να τον φέρουμε είτε να μας περιμένεις στοαυτοκίνητο».

«θα καθίσω στο αυτοκίνητο» είπε με την ίδια χαμηλή φωνή ο Λέλε. «Έτσι κι αλλιώς οι άλλοι θαμάθουν ότι εγώ κάρφωσα τον Κένεντι».

«Εντάξει, πάμε τότε».

Κάλυψαν οδηγώντας τα τελευταία εκατό μέτρα μέχρι το αγρόκτημα. Τους άνοιξε πάλι η ίδιαγυναίκα που είχε ανοίξει το πρωί στον Γιέστα και στον Μάρτιν. Ο εκνευρισμός της είχε αυξηθείκατά πολύ.

«Μα τι θέλετε πάλι! Σύντομα θα πρέπει να φτιάξουμε μια περιστρεφόμενη πόρτα ειδικά για τηναστυνομία. Πρώτη μου φορά βλέπω τέτοιο πράγμα. Έπειτα απ' όλη την καλή συνεργασία που είχαμεμε την αστυνομία τόσα χρόνια, έρχεστε τώρα...»

0 Γ ιέ στα τη διέκοψε σηκώνοντας την παλάμη του. Ακουγόταν πολύ σοβαρός όταν είπε;

«Δεν έχουμε χρόνο για κουβεντούλα τώρα, θέλουμε να μιλήσουμε με τον Κένεντι. Αμέσως».

Η γυναίκα άκουσε τη σοβαρότητα στη φωνή του και φώναξε αμέσως τον Κένεντι.

«Τι τον θέλετε; Έκανε κάτι;»

«Θα ενημερωθείτε για όλες τις λεπτομέρειες μετά» είπε με τραχιά φωνή ο Ερνστ. «Αυτή τη στιγμή

Page 281: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

κύριο μέλημα μας είναι να πάρουμε τον νεαρό στο αστυνομικό τμήμα και να του μιλήσουμε εκεί.Έχουμε μαζί μας κι αυτόν εκεί τον μεγαλόσωμο τύπο, τον Λέλε».

0 Κένεντι ξεπρόβαλε μέσα από τα σκοτάδια. Με σκούρο παντελόνι, λευκό πουκάμισο καικαλοχτενισμένα μαλλιά. Έμοιαζε μ’ εκείνα τα αγόρια των βρετανικών εσωτερικών σχολείων και όχιμε πρώην τρόφιμο αναμορφωτηρίου. Το μόνο

που διατάρασσε αυτή την εικόνα ήταν οι μεγάλες πληγές στις αρθρώσεις των χεριών του. Ο Γιέσταβλαστήμησε μέσα του. Αυτό είχε δει νωρίτερα και δεν μπορούσε να το θυμηθεί.

«Πώς μπορώ να βοηθήσω τους κυρίους;» Πρόσεξαν ότι πάσχιζε πολύ ν' ακούγεται ευγενικός, κάτιπου αναιρούσε όλη του την προσπάθεια.

«Μιλήσαμε με τον Λέλε. Όπως καταλαβαίνεις, λοιπόν, πρέπει να μας ακολουθήσεις στο αστυνομικότμήμα».

Ο Κένεντι χαμήλωσε το κεφάλι αποδεχόμενος σιωπηλά τα πάντα. Αυτό που του είχε μάθει οΓιάκομπ ήταν ν’ αναλαμβάνει τις ευθύνες των πράξεων του αν ήθελε να φαίνεται άξιος στα μάτιατου Θεού.

Κοίταξε στενοχωρημένος γύρω του μια τελευταία φορά, θα του έλειπε πολύ το αγρόκτημα.

Κάθονταν αμίλητοι ο ένας απέναντι στον άλλο. Η Μαρίτα είχε πάρει τα παιδιά και είχε πάει στοΒεστεργκόρντεν για να περιμένει τον Γιάκομπ. Απέξω κελαηδούσαν τα πουλιά, αλλά μέσαεπικρατούσε απόλυτη ησυχία. Οι βαλίτσες ήταν ακόμη στο κάτω μέρος της εξωτερικής σκάλας. ΗΛάινε δεν θα έφευγε αν δεν μάθαινε πως ο Γιάκομπ ήταν σώος και αβλαβής. «Είχες κανένα νέο απότη Λίντα;» ρώτησε με φωνή όλο αβεβαιότητα. Φοβόταν μήπως διατάρασσε την προσωρινή ανακωχήτης με τον Γκάμπριελ.

«Όχι, τίποτε ακόμη».

«Κακόμοιρη Σούλβεΐγκ» είπε ο Γκάμπριελ.

Η Λάινε σκέφτηκε πόσα χρόνια την εκβίαζε η Σούλβεΐγκ αλλά συμφώνησε ενδόμυχα με τονΓκάμπριελ. Μια μητέρα δεν μπορεί παρά να νιώθει συμπόνια για μια άλλη μητέρα που το παιδί τηςκινδυνεύει να πεθάνει.

«Πιστεύεις πως και ο Γιάκομπ μπορεί να...» Οι λέξεις σκάλωσαν στον λαιμό της.

Εντελώς απρόσμενα, ο Γκάμπριελ έβαλε το χέρι του στο

δικό της. «Όχι, δεν το πιστεύω. Ακουσες τι είπε η αστυνομία. Μάλλον κάπου θα είναι και θαπροσπαθεί να σκεφτεί όλα όσα έγιναν. Έχει άλλωστε αρκετά να σκεφτεί».

«Ναι, σίγουρα έχει» είπε θλιμμένη η Λάινε.

Ο Γκάμπριελ δεν είπε τίποτε άλλο, αλλά δεν πήρε το χέρι του από το δικό της. Ήταν τρομερά

Page 282: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

παρηγορητικό, και η Λάινε σκέφτηκε πως για πρώτη φορά όλ’ αυτά τα χρόνια τής έδειχνε τόσητρυφερότητα ο Γκάμπριελ. Μια αίσθηση θαλπωρής διαπέρασε το κορμί της, η οποία όμωςαναμείχθηκε ταυτόχρονα με τον πόνο της αναχώρησής της. Δεν ήταν δική της επιθυμία να τοναφήσει. Είχε πάρει την πρωτοβουλία για να μην τον αναγκάσει να εξευτελιστεί και να την πετάξει οίδιος έξω από το σπίτι, αλλά ένιωσε μεμιάς κάποια αβεβαιότητα για το αν είχε πράξει σωστά. Μετάτράβηξε το χέρι της, αφήνοντας αυτή τη στιγμή πίσω της.

«Ξέρεις κάτι; Τώρα, εκ των υστέρων, μπορώ να πω ότι πάντα ένιωθα πως ο Γιάκομπ έμοιαζεπερισσότερο στον Γιοχάνες παρά σ’ εμένα. Το είδα σαν μια ειρωνεία της τύχης. Επιφανειακάφαινόταν πως ο Εφραίμ κι εγώ ήμασταν πιο στενά συνδεδεμένοι απ' ό,τι ο Εφραίμ και ο Γιοχάνες. Οπατέρας έμενε εδώ, σ' εμάς. Εγώ κληρονόμησα το υποστατικό και όλ’ αυτά. Αλλά ήταν λάθος. Ολόγος για τον οποίο καβγάδιζαν τόσο συχνά ήταν επειδή έμοιαζαν απίστευτα. Ενίοτε είχα τηνεντύπωση πως ο Εφραίμ και ο Γιοχάνες ήταν το ίδιο άτομο. Εγώ ήμουνα πάντα απέξω. Οπότε, ότανγεννήθηκε ο Γιάκομπ και είδα τη μεγάλη ομοιότητα με τον πατέρα και τον αδερφό μου, ένιωσα σαννα είχε ανοιχτεί μια πόρτα από την οποία θα περνούσα κι εγώ μέσα σε αυτή τη σχέση. Αν κατάφερνανα δεθώ πολύ στενά με τον γιο μου και να τον μάθω απέξω κι ανακατωτά, τότε ένιωθα πως θα έκαναταυτόχρονα το ίδιο και με τους άλλους δύο, τον Εφραίμ και τον Γιοχάνες, θα γινόμουν κι εγώ ένακομμάτι τους».

«Ξέρω» είπε με απαλή φωνή η Λάινε, αλλά ήταν σαν μην

την είχε ακούσει ο Γκάμπριελ. Κοίταξε με απλανές βλέμμα μακριά, έξω από το παράθυρο, καισυνέχισε:

«Ζήλευα τον Γιοχάνες που πίστευε τα ψέματα του πατέρα ότι ήμασταν θεραπευτές. Σκέψου πόσηδύναμη θα πρέπει να έκρυβε αυτή η πίστη! Να κοιτάς τα χέρια σου και να πιστεύεις ότι ήταν όργανατου Θεού. Να βλέπεις ανθρώπους να σηκώνονται και να περπατούν, να κάνεις τους τυφλούς ναβρίσκουν το φως τους και να ξέρεις ότι όλο αυτό το είχες κάνει εσύ. Προσωπικά το αντιμετώπιζασαν θέαμα. Έβλεπα τον πατέρα μου από το παρασκήνιο να ελέγχει, να σκηνοθετεί και σιχαινόμουνκάθε στιγμή. Όμως, ο Γιοχάνες έβλεπε μόνο τους αρρώστους μπροστά του. Έβλεπε μόνο τονδίαυλο της επαφής του με τον Θεό. Πόση θλίψη πρέπει να ένιωσε όταν ο δίαυλος αυτός έκλεισε...Δεν τον συμπόνεσα. Απλώς ένιωσα μεγάλη ευχαρίστηση. Διότι, επιτέλους, θα γινόμασταν πάλιπαιδιά, εγώ κι ο Γιοχάνες. Θα ήμασταν επιτέλους ίδιοι. Αλλά δεν έγιναν ποτέ έτσι τα πράγματα. ΟΓιοχάνες συνέχισε να μαγεύει, ενώ εγώ... εγώ...» Η φωνή του βράχνιασε.

«Έχεις όλη τη δύναμη που είχε και ο Γιοχάνες. Αλλά δεν τολμάς να τη χρησιμοποιήσεις, Γκάμπριελ.Αυτή είναι η διαφορά μεταξύ σας Πίστεψέ με όμως, υπάρχει εκεί, μέσα σου».

Πρώτη φορά σε όλα αυτά τα χρόνια που ζούσαν μαζί είδε τα μάπα του να βουρκώνουν. Δεν είχετολμήσει να δακρύσει ούτε τότε που ήταν άρρωστος ο Γιάκομπ. Πήρε το χέρι του στο δικό της, κιεκείνος της το έσφιξε δυνατά.

0 Γκάμπριελ είπε:

«Δεν υπόσχομαι ότι μπορώ να συγχωρήσω. Αλλά μπορώ να υποσχεθώ ότι θα προσπαθήσω».

Page 283: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Το ξέρω. Πίστεψέ με, Γκάμπριελ, το ξέρω». Πήρε το χέρι του και το έφερε στο μάγουλό της.

Η ανησυχία της Ερίκα μεγάλωνε με κάθε ώρα που περνούσε. Μια ανησυχία που έπαιρνε τη μορφήενός πόνου υπόκωφου

στην ουρά της σπονδυλικής στήλης. Έτριψε το σημείο αυτό με τις άκρες των δαχτύλων της.

Όλο το πρωί προσπαθούσε να τηλεφωνήσει στην Αννα, στο σταθερό και στο κινητό, αλλά δενέπαιρνε καμία απάντηση. Πήρε από τις πληροφορίες του Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών το κινητότου Γκούσταβ, αλλά εκείνος της είπε απλώς ότι είχε αφήσει την Αννα και τα παιδιά στην Ουντεβάλαπριν από μία μέρα και ότι από εκεί πήραν το τρένο για τη Στοκχόλμη. Θα έπρεπε να είχαν φτάσει στηΣτοκχόλμη το βράδυ. Η Ερίκα ενοχλήθηκε που ο Γκούσταβ δεν έδειξε καμία απολύτως ανησυχία.Απλώς της είχε παραθέσει μια σειρά ευλογοφανείς εξηγήσεις για το τι μπορεί να είχε συμβεί; Μπορείνα ήταν κουρασμένοι και να έβγαλαν το τηλέφωνο από την πρίζα ή η μπαταρία του κινητού της ναείχε τελειώσει ή ακόμα, είπε γελώντας, η Αννα μπορεί να μην είχε πληρώσει τους λογαριασμούς τουτηλεφώνου. Αυτό το τελευταίο σχόλιο έκανε την Ερίκα ν’ αρχίσει να βράζει από οργή και τουέκλεισε το τηλέφωνο δίχως να του πει δεύτερη κουβέντα. Έπειτα από αυτή τη συνομιλία, η ανησυχίατης άρχισε πλέον να παίρνει δυσθεώρητες διαστάσεις.

Προσπάθησε να τηλεφωνήσει στον Πάτρικ για να του ζητήσει τη συμβουλή του ή για ν’ ακούσει μιακουβέντα που θα την καθησύχαζε, αλλά αυτός ούτε στο κινητό απαντούσε ούτε στο τηλέφωνο τουγραφείου του. Πήρε στο τηλεφωνικό κέντρο του Τμήματος, και η Ανικα της είπε απλώς πως είχανφύγει για κάτι σοβαρό και ότι δεν ήξερε πότε θα επέστρεφαν.

Η Ερίκα συνέχισε να τηλεφωνεί πυρετωδώς. Εκείνος ο κούφιος πόνος δεν έλεγε να φύγει. Μόλιςσκέφτηκε να τα παρατήσει, κάποιος απάντησε στο κινητό της Αννας.

«Εμπρός;» είπε μια παιδική φωνή. Η Έμμα πρέπει να είναι, σκέφτηκε η Ερίκα.

«Γεια σου, αγάπη μου, η θεία είμαι. Πού είστε;»

«Στη Στοκχόλμη» είπε ψευδά η 'Εμμα. «Ήρθε το μωρό σου;»

Η Ερίκα χαμογέλασε. «Όχι, δεν ήρθε ακόμη, 'Εμμα μου, θα μου δώσεις τη μαμά να της μιλήσω,καρδούλα μου;»

Η 'Εμμα αγνόησε το αίτημά της. Τώρα που είχε αυτή την απίθανη ευκαιρία να βουτήξει το κινητότης μαμάς και μάλιστα να μιλήσει σε αυτό δεν είχε σκοπό να την αφήσει να πάει χαμένη.

«Να σου πω... ξέρεις κάτι, θεία;» είπε η 'Εμμα.

«Όχι, αγάπη μου, δεν ξέρω» απάντησε η Ερίκα «αλλά θα τα πούμε μετά αυτά. Τώρα θα ήθελα πολύ,πάρα πολύ, να μιλήσω με τη μαμά». Η υπομονή της είχε αρχίσει να εξαντλείται.

«Ξέρεις κάτι, θεία;» επέμεινε η Εμμα.

«Όχι, τι;» είπε η Ερίκα αναστενάζοντας παραδομένη.

Page 284: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Μετακομίσαμε!»

«Ναι, ναι, το ξέρω, μετακομίσατε πριν από αρκετό καιρό».

«Όχι, σήμερα!» είπε η Έμμα θριαμβευτικά.

«Σήμερα;» ρώτησε έκπληκτη η Ερίκα.

«Ναι! Μετακομίσαμε ξανά στο σπίτι του μπαμπά» είπε η Έμμα. Η Ερίκα ένιωσε το δωμάτιο ναστριφογυρίζει. Πριν προλάβει να ρωτήσει οτιδήποτε, άκουσε την Έμμα να λέει; «Γεια σου, πάω ναπαίξω τώρα». Μετά ακούστηκε ο τόνος του κλειστού τηλεφώνου.

Με μια αίσθηση έντονης αμηχανίας και πανικού, η Ερίκα κατέβασε το ακουστικό.

0 Πάτρικ χτύπησε αποφασιστικά με τη γροθιά του την πόρτα στο Βεστεργκόρντεν. Άνοιξε ηΜαρίτα.

«Γεια σου, Μαρίτα. Έχω εντολή εισαγγελέα για κατ’ οίκον έρευνα».

«Μα μόλις πριν από λίγο ήσασταν πάλι εδώ» είπε εκείνη απορημένη.

«Έχουμε νέα στοιχεία. Έχω μαζί μου μια ομάδα, αλλά τους ζήτησα να περιμένουν λίγο παρακάτωμέχρι να προλάβεις να πάρεις μαζί σου τα παιδιά. Δεν χρειάζεται να βουν όλους αυτούς τουςαστυνομικούς και να τρομάξουν».

Εκείνη έγνεψε βουβά. Η ανησυχία της για τον Γιάκομπ τής είχε στερήσει κάθε ύστατο απόθεμαενέργειας και δεν είχε όρεξη ούτε να διαμαρτυρηθεί. Έκανε μεταβολή για να πάει να φέρει τα παιδιά,αλλά ο Πάτρικ τη σταμάτησε με μια νέα ερώτηση:

«Υπάρχουν άλλα κτίρια εδώ στο κτήμα εκτός από αυτά που βλέπουμε γύρω μας;».

Εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Όχι, τα μόνα που υπάρχουν είναι το σπίτι, ο αχυρώνας, τοπαράπηγμα με τα εργαλεία και το κτίριο για τις δραστηριότητες. Αυτά είναι όλα κι όλα».

0 Πάτρικ έγνεψε και την άφησε να φύγει.

Ένα τέταρτο αργότερα το σπίτι ήταν άδεια. Μπορούσαν ν’ αρχίσουν την έρευνα. Ο Πάτρικ έδωσεμερικές σύντομες εντολές όταν μπήκαν στο καθιστικό.

«Ήρθαμε εδώ άλλη μια φορά δίχως να βρούμε κάτι. αλλά τώρα θα κάνουμε μια πιο σχολαστικήέρευνα. Ψάξτε παντού, και εννοώ πραγματικά παντού. Αν χρειαστεί να ξηλώσετε το πάτωμα ή τουςτοίχους, κάντε το. Αν χρειαστεί να διαλύσετε τα έπιπλα, κάντε το. Έγινα κατανοητός;»

Έγνεψαν όλοι καταφατικά. Είχαν την αίσθηση ότι θα έκαναν κάτι τελεσίδικο πια, αλλά ήταναποφασισμένοι να το πράξουν. Ο Πάτρικ τούς έδωσε συνοπτικά όλα τα στοιχεία της υπόθεσης καιτους ενημέρωσε για τις εξελίξεις πριν μπουν μέσα. Το μόνο που περίμεναν ήταν το σύνθημα για ναπέσουν με τα μούτρα στη δουλειά.

Page 285: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Αφού είχαν δουλέψει καμιά ώρα δίχως αποτέλεσμα, το σπίτι έμοιαζε με εμπόλεμη ζώνη. Όλα ήτανξηλωμένα και πεταμένα έξω. Όμως, δεν είχαν βρει ακόμη κανένα στοιχείο. Ο Πάτρικ βοηθούσε στοκαθιστικό, όταν εμφανίστηκαν στην πόρτα ο Γιέστα και ο Ερνστ κοιτάζοντας ολόγυρα με τα μάτιαγουρλωμένα.

«Τι διάβολο συμβαίνει εδώ πέρα;» είπε ο Ερνστ.

Ο Πάτρικ αγνόησε την ερώτηση. «Πώς πήγε με τον Κένεντι;»

«Εντάξει, τα ομολόγησε όλα δίχως τσιριμόνιες και τώρα κάθεται στη στενή. Αναθεματισμένοτσογλάνι».

Ο Πάτρικ έγνεψε απλώς αγχωμένος.

«Τι συνέβη εδώ πέρα λοιπόν, Φαίνεται πως είμαστε οι μόνοι που δεν ξέρουμε τίποτα. Η Ανικα δενμας είπε τίποτα, πέρα από το ότι έπρεπε να έρθουμε στο Βεστεργκόρντεν, όπου θα μας ενημέρωνεςεσύ».

«Δεν προλαβαίνω τώρα να κάνω ξανά ενημέρωση» είπε ανυπόμονα ο Πάτρικ. «Αρκεστείτε προς τοπαρόν στην πληροφορία ότι αυτός που κρατάει την Τζένι Μέλερ είναι ο Γιάκομπ, και πρέπει ναβρούμε κάτι που θα μας οδηγήσει στο μέρος που την έχει κρύψει».

«Μα τότε δεν είναι αυτός που σκότωσε τη Γερμανίδα» είπε ο Γιέστα. «Διότι το δείγμα αίματος...»έδειχνε σαστισμένος.

Με εμφανή εκνευρισμό, ο Πάτρικ είπε.

«Ναι, αυτός ήταν πιθανότατα ο δολοφόνος της Τάνια».

«Ναι, αλλά τότε ποιος σκότωσε τις άλλες κοπέλες; Αυτός ήταν πολύ μικρός τότε,,.»

«Όχι, δεν ήταν αυτός. Αλλά θα τα πούμε μετά αυτά. Βάλτε ένα χεράκι εδώ τώρα κι αφήστε τιςκουβέντες!»

«Τι ψάχνουμε;» ρώτησε ο Ερνστ.

«Η βικαστική εντολή για κατ' οίκον έρευνα είναι στο τραπέζι της κουζίνας. Υπάρχει μια περιγραφήγια τα πράγματα που μας ενδιαφέρουν» είπε ο Πάτρικ και συνέχισε να ψάχνει στη βιβλιοθήκη.

Πέρασε άλλη μία ώρα δίχως να βρουν κάτι ενδιαφέρον, και τώρα ο Πάτρικ είχε αρχίσει να νιώθειπραγματικά απογοητευμένος. Τι θα γινόταν αν δεν έβρισκαν τίποτα; Αφού τελείωσε με τοκαθιστικό, έψαξε και όλο το γραφείο, δίχως όμως αποτελέσματα. Τώρα στεκόταν με τα χέρια στημέση, πίεσε τον εαυτό του να πάρει μερικές βαθιές ανάσες και άφησε το βλέμμα του να περιπλανηθείστον χώρο. Το γραφείο ήταν

μικρό αλλά συγυρισμένο. Υπήρχαν ράφια με θήκες για έγγραφα και φακέλους, που ήταν επιμελώςταξινομημένα και όλα είχαν ετικέτες. Κανένα έγγραφο δεν υπήρχε πάνω στο μεγάλο γραφείο-αντίκα

Page 286: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

και στα συρτάρια επικρατούσε απόλυτη τάξη. Συλλογισμένος, ο Πάτρικ άφησε το βλέμμα του ναπεριπλανηθεί ξανά πάνω στο παλιό έπιπλο. Μια ρυτίδα είχε σχηματιστεί ανάμεσα στα φρύδια του.Παλιό γραφείο. Μια που δεν έχανε ποτέ επεισόδια της σειράς Βόλτα για αντίκες, το μυαλό του πήγεαπό μόνο του σε κρυφά χωρίσματα όταν κοίταξε ξανά το παλιό έπιπλο. Γιατί δεν το είχε σκεφτείνωρίτερο; Αρχισε από το τμήμα που υπήρχε πάνω από την επιφάνεια γραφής, το κομμάτι που είχεένα σωρό μικρά συρτάρια. Τα έβγαλε έξω ένα προς ένα και ψαχούλεψε προσεχτικά με τα δάχτυλάτου στα κενά που είχαν αφήσει. Όταν έφτασε στο τελευταίο συρτάρι, ένιωσε να πιάνει κάτι, καιταυτόχρονα μια αίσθηση θριάμβου πλημμύρισε το στήθος του, Ήταν κάτι μικρό και μεταλλικό πουπροεξείχε και το οποίο υποχώρησε μόλις το πίεσε. Με έναν ξερό ήχο, το τοίχωμα στον χώρο πουέμπαινε το συρτάρι υποχώρησε και εμφανίστηκε ένα κρυφό χώρισμα. Οι σφυγμοί του ανέβηκαν.Παρατήρησε ότι εκεί μέσα βρισκόταν ένα παλιό σημειωματάριο ντυμένο με μαύρο δέρμα. Φόρεσετα πλαστικά γάντια που είχε πάντα στην τσέπη του και σήκωσε προσεχτικά το σημειωματάριο.Διάβασε το περιεχόμενό του με τον τρόμο να μεγαλώνει ολοένα και περισσότερο μέσα του. Δενείχαν χρόνο για χάσιμο. Έπρεπε να βρει αμέσως την Τζένι.

Θυμήθηκε ένα χαρτί που είχε δει όταν έψαχνε τα συρτάρια του γραφείου-αντίκα. Ανοιξε το σωστόσυρτάρι και έπειτα από λίγο βρήκε αυτό που αναζητούσε. Μια σφραγίδα δρομολόγησης από τοσυμβούλιο της κομητείας έδειχνε ποιος ήταν ο αποστολέας. Ο Πάτρικ διάβασε επί τροχάδην τιςλιγοστές αράδες και μετά το όνομα που υπήρχε στο τέλος του εγγράφου. Έπειτα έβγαλε το κινητότου και τηλεφώνησε στο αστυνομικό τμήμα.

«Ανικα; Πάτρικ εδώ. Ακου, θέλω να ελέγξεις κάτι». Της εξήγησε στα γρήγορα. «Αυτός που θαζητήσεις είναι ο γιατρός Ζόλταν Σάμπα. Στο ογκολογικό τμήμα, ναι. Πάρε με αμέσως μόλις μάθειςκάτι».

Οι μέρες που ξημέρωναν φάνταζαν ατέλειωτες μπροστά τους. Τηλεφωνούσαν πολλές φορές τηνημέρα στο αστυνομικό τμήμα με την ελπίδα ν’ ακούσουν κάτι νεότερο. Μάταια όμως. Ότανεμφανίστηκε το πρόσωπο της Τζένι στα πρωτοσέλιδα, τα κινητά τους είχαν αρχίσει να κουδουνίζουνασταμάτητα. Φίλοι, συγγενείς και γνωστοί. Όλοι τους ήταν ταραγμένοι, αλλά προσπαθούσαν,κρύβοντας την ανησυχία τους. να εμ-φυσήσουν κάποια πνοή ελπίδας στη Σέρστιν και τον Μπου.Πολλοί είχαν προσφερθεί να πάνε στην Γκρέμπεσταντ για να τους κρατήσουν συντροφιά, αλλάεκείνοι αρνήθηκαν, ευγενικά πλην αποφασιστικά. Πίστευαν πως αυτό θα έκανε την κατάσταση ναφαίνεται χειρότερη απ’ ό,τι ήταν, ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Αν έμεναν απλώς στο τροχόσπιτο καιπερίμεναν, καθισμένοι αντικριστά στο μικρό τραπέζι, αργά ή γρήγορα η Τζένι τους θα εμφανιζότανστην πόρτα, και η καθημερινότητα θα επέστρεφε.

Έτσι, κάθονταν εκεί, τη μια μέρα μετά την άλλη, κλεισμένοι στο καβούκι της έντονης αγωνίας τους.Αυτή η συγκεκριμένη μέρα ήταν -αν ήταν δυνατόν- πιο βασανιστική από τις προηγούμενες. Όλη τηνύχτα η Σέρστιν είχε εφιάλτες. Πεταγόταν συνεχώς κάθιδρη από τον ύπνο της, ενώ εικόνες πουδύσκολα διακρίνονταν τρεμόσβηναν πίσω από τα βλέφαρά της. Είδε την Τζένι πολλές φορές.Κυρίως σε μικρή ηλικία. Στο γρασίδι μπροστά από το σπίτι τους. Σε μια παραλία ενός κάμπινγκ.Όμως, οι εικόνες αυτές παραχωρούσαν τη θέση τους σε σκοτεινές. παράξενες μορφές, τις οποίες δενμπορούσε να εξηγήσει. Έβλεπε κάποιο μέρος όπου έκανε κρύο και επικρατούσε σκοτάδι κάτιυπήρχε σε μια άκρη που δεν μπορούσε να το

διακρίνει, παρόλο που στο όνειρό της είχε απλώσει πολλές φορές το χέρι της για να το αγγίξει...

Page 287: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Πολλές φορές.

Όταν ξύπνησε το πρωί, ένιωθε σαν να είχε στο στήθος της ένα καρφί. Όσο περνούσαν οι ώρες και ηθερμοκρασία ανέβαινε μέσα στο μικρό τροχόσπιτο, εκείνη προσπαθούσε απεγνωσμένα να νιώσει τοβάρος της Τζένι στα χέρια της. Όμως, όπως ακριβώς και στο όνειρο, δεν μπορούσε να το καταφέρειούτε αυτό. Θυμόταν την αίσθηση που ήταν τόσο έντονη όλες τις μέρες που έλειπε η Τζένι, αλλά δενμπορούσε να τη νιώσει πια. Η συνειδητοποίηση ήρθε αργά. Σήκωσε το βλέμμα της από τηνεπιφάνεια του τραπεζιού και κοίταξε τον άντρα της. Μετά είπε:

«Χάθηκε πια».

Εκείνος δεν αμφισβήτησε τα λόγια της. Μόλις το άκουσε από τη γυναίκα του, ένιωσε μέσα του πωςαυτή ήταν η αλήθεια.

ΔΩΔΕΚΑ

Καλοκαίρι 2003

Οι μέρες περνούσαν μέσα σε μια βαριά ομίχλη, υπέφερε με έναν τρόπο που δεν πίστευε ποτέ πωςυπήρχε και της ήταν αδύνατο να σταματήσει να κατηγορεί τον εαυτό της. Αν δεν ήταν τόσο ανόητηνα κάνει οτοστόπ, αυτό δεν θα είχε συμβεί ποτέ. Η μαμά και ο μπαμπάς τής είχαν πει τόσες φορές ναμην μπαίνει σε αυτοκίνητα ξένων, αλλά αυτή πίστευε πως κάτι τέτοιο δεν θα της συνέβαινε ποτέ.

Ένιωθε σαν να έχει περάσει πολύς καιρός από τότε. Η Τζένι προσπάθησε ν’ ανακαλέσει εκείνη τηναίσθηση μόνο και μόνο για να την απολαύσει για ένα δευτερόλεπτο. Την αίσθηση ότι τίποτα στονκόσμο δεν την άγγιζε, ότι το κακό μπορούσε ν' αγγίξει άλλους όχι όμως την ίδια. Πάντως, ό,τι κι ανγινόταν τώρα, εκείνη η αίσθηση δεν θα επέστρεφε ποτέ ξανά.

Ηταν ξαπλωμένη στο πλάι, με το ένα χέρι της απλωμένο στο χώμα. Το άλλο ήταν άχρηστο, και πίεζετον εαυτό της να κουνάει αυτό που μπορούσε για να κυκλοφορεί το αίμα. Ονειρεύτηκε πως, όπως οιπρωταγωνίστριες στις ταινίες, θα ορμούσε πάνω του και θα τον

εξουδετέρωνε όταν την επισκεπτόταν ξανά, θα τον έριχνε αναίσθητο στο πάτωμα και θα δραπέτευεγια να συναντήσει την ομάδα αναζήτησης που την έψαχνε παντού. Ήταν ένα υπέροχο αλλά δυστυχώςαπραγματοποίητο όνειρο. Δεν μπορούσε πια να περπατήσει.

Η ζωή ξεχυνόταν αργά από μέσα της. Την είδε, υπό μορφή εικόνας, να χάνεται στο χώμα αποκάτωτης και να ζωογονεί τους οργανισμούς που υπήρχαν εκεί. Σκουλήκια και προνύμφες, που ρουφούσανάπληστα όλη της την ενέργεια.

Καθώς χανόταν και η τελευταία σταγόνα ζωής από μέσα της, σκέφτηκε πως δεν θα είχε ποτέ πια τηδυνατότητα να ζητήσει συγγνώμη από τους γονείς της για την κακή συμπεριφορά που είχε τιςτελευταίες εβδομάδες. Ήλπιζε ότι εκείνοι θα την καταλάβαιναν.

Είχε καθίσει μαζί της κρατώντας την αγκαλιά όλη νύχτα. Εκείνη πάγωνε σταδιακά όλο καιπερισσότερο. Το σκοτάδι γύρω τους ήταν πυκνό. Εκείνος ευχόταν να ένιωθε κι αυτή το σκοτάδιασφαλές και παρηγορητικό, όπως κι αυτός. Ήταν σαν να τον τύλιγε μια μεγάλη μαύρη κουβέρτα.

Page 288: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Για ένα δευτερόλεπτο, είδε μπροστά του τα παιδιά του. Αυτή η εικόνα όμως του θύμιζε πολύ τηνπραγματικότητα και την απόδιωξε.

Ο Γιοχάνες είχε δείξει τον δρόμο. Ο ίδιος, ο Γιοχάνες και ο Εφραίμ. Αποτελούσαν μια τριάδα, πάντατο ήξερε αυτό. Μοιράζονταν ένα δώρο από το οποίο ο Γκάμπριελ δεν θα έπαιρνε ποτέ μερίδιο. Γι’αυτό δεν θα καταλάβαινε ποτέ του. Ο ίδιος ο Γιοχάνες και ο Εφραίμ. Ήταν μοναδικοί. Βρίσκοντανπιο κοντά στον Θεό από οποιονδήποτε άλλο. Ήταν ξεχωριστοί. Το είχε γράψει και ο Γιοχάνες στοσημειωματάριό του.

Δεν ήταν τυχαίο που είχε βρει το μαύρο σημειωματάριό του. Κάτι τον είχε οδηγήσει εκεί, κάτι τονείχε τραβήξει σαν μαγνήτης προς εκείνο το οποίο ο ίδιος θεωρούσε ότι είχε κληρονομήσει από τονΓιοχάνες. Είχε συγκινηθεί από τη θυσία που ήταν έτοιμος να κάνει ο Γιοχάνες για να του σώσει τηζωή. Αυτός ήταν ο μόνος που καταλάβαινε τι ήθελε να επιτύχει με τη θυσία αυτή. Ήταν πραγματικήειρωνεία όμως, που αποδείχτηκε τελικά περιττή. Διότι αυτός που είχε έρθει να τον σώσει ήταν οπαππούς Εφραίμ. Τον πονούσε το γεγονός ότι ο Γιοχάνες είχε αποτύχει. Κρίμα που χρειάστηκε ναπεθάνουν οι κοπέλες. 'Ομως, αυτός τώρα είχε περισσότερο χρόνο από τον Γιοχάνες. Δεν θααποτύχαινε, θα προσπαθούσε συνεχώς, μέχρι τη στιγμή που θα έβρισκε το κλειδί του εσωτερικούτου φωτός. Εκείνο το φως που ο παππούς Εφραίμ τού είχε πει

πως το κατείχε κι αυτός, πως ήταν κρυμμένο βαθιά μέσα του. Οπως ακριβώς ο Γιοχάνες, ο πατέραςτου.

Χάιδεψε μετανιωμένος το κρύο χέρι της κοπέλας. Όχι ότι δεν θρηνούσε για τον θάνατό της, αλλά ηκοπέλα αυτή ήταν ένας απλός άνθρωπος, και ο Θεός θα της έδινε μια ειδική θέση επειδή θυσιάστηκεγια να τον σώσει, αυτόν, έναν από τους εκλεκτούς Του. Μια σκέψη πέρασε από το μυαλό του: Ίσωςο Θεός να περίμενε έναν συγκεκριμένο αριθμό θυμάτων πριν του επιτρέψει να βρει το κλειδί, Ίσωςνα Ισχυε το ίδιο και για τον Γιοχάνες. Δεν υπήρχε θέμα αποτυχίας. Απλώς ο Κύριος περίμενεπερισσότερες αποδείξεις της πίστης τους πριν τους δείξει τον δρόμο.

Αυτή η σκέψη έκανε τον Γιάκομπ να λάμψει ολόκληρος. Έτσι έπρεπε να ήταν. Αλλωστε και ο ίδιοςπίστευε περισσότερο στον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης. Σ' εκείνο τον Θεό που απαιτούσε θυσίεςαίματος.

Κάτι όμως κατέτρωγε τη συνείδησή του. Θα τον συγχωρούσε ο Θεός που δεν είχε καταφέρει νααντισταθεί στους πειρασμούς της σάρκας; Ο Γιοχάνες υπήρξε δυνατότερος ως προς αυτό. Ποτέ τουδεν είχε ενδώσει στον πειρασμό, και γι’ αυτό ο Γιάκομπ τον εκτιμούσε. Ο ίδιος είχε νιώσει τηναπαλή και λεία επιδερμίδα πάνω στη δική του, και κάτι βαθύ είχε ξυπνήσει μέσα του. Για ένα πολύσύντομο χρονικό διάστημα τον κυρίευσε ο Σατανάς, κι αυτός παραδόθηκε. Μετά όμως το μετάνιωσεβαθιά, και αυτό ο θεός μάλλον το είδε. Ή μήπως όχι; Αυτός που έβλεπε απευθείας μέσα στην καρδιάτου μπορούσε να δει ότι η μετάνοια του ήταν ειλικρινής και να του δώσει άφεση αμαρτιών.

0 Γιάκομπ λίκνιζε την κοπέλα στην αγκαλιά του. Παραμέρισε μια μπούκλα που είχε πέσει στοπρόσωπό της. Ήταν τόσο όμορφη. Αμέσως μόλις την είδε στον δρόμο με τον αντίχειρα τεντωμένογια οτοστόπ ήξερε ότι ήταν η σωστή. Η πρώτη κοπέλα ήταν το σημάδι που περίμενε. Εδώ και χρόνιαθεωρούσε

Page 289: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

συναρπαστικά όσα είχε γράψει ο Γιοχάνες στο σημειωματάριο του, και όταν εμφανίστηκε εκείνη ηκοπέλα στην πόρτα του και ρώτησε για τη μητέρα της, την ίδια εκείνη μέρα που αυτός είχε λάβει τηνΚρίση, κατάλαβε ότι ήταν ένα σημάδι.

Δεν είχε απογοητευτεί που δεν είχε αποκτήσει τη Δύναμη με τη θυσία της. Ούτε ο Γιοχάνες τα είχεκαταφέρει με τη μητέρα της Το σημαντικό ήταν ότι με τη συγκεκριμένη κοπέλα είχε αρχίσει νακινείται στον δρόμο που είχε χαραχτεί αποκλειστικά γι’ αυτόν. Είχε αρχίσει, δηλαδή, να βαδίζει σταχνάρια του πατέρα του.

Το ότι τις άφησε όλες μαζί, στη Χαράδρα του Βασιλιά ήταν ένας τρόπος για να το ανακοινώσει στονκόσμο. Να ανακοινώσει ότι αυτός τώρα συνέχιζε ό,τι είχε αρχίσει ο Γιοχάνες. Δεν πίστευε πως θα τοκαταλάβαινε κανένας άλλος αυτό. Αρκούσε όμως που το καταλάβαινε ο Θεός και το έβρισκε καλό.Αν χρειαζόταν κάποια οριστική απόδειξη γι’ αυτό, την είχε ήδη πάρει από χτες το βράδυ. Το ήξερε,ήταν απολύτως σίγουρος -όταν είχαν αρχίσει να μιλούν για τα αποτελέσματα των αιματολογικώναναλύσεων- πως θα τον έκλειναν στη φυλακή σαν να ήταν κανένας εγκληματίας. Είχε ξεχάσει πως οΣατανάς τον είχε κάνει ν’ αφήσει ίχνη στο σώμα.

Όμως, κατάφερε να τον ξεγελάσει. Προς μεγάλη του έκπληξη, οι αστυνομικοί τού ανακοίνωσαν ότιτο δείγμα αίματος τον απάλλασσε από κάθε κατηγορία. Ήταν η τελική απόδειξη που χρειαζόταν γιανα πειστεί ότι βρισκόταν στον σωστό δρόμο και ότι τίποτα δεν μπορούσε να τον σταματήσει. Ήτανξεχωριστός. Ήταν προστατευμένος. Ήταν ευλογημένος.

Χάιδεψε αργά τα μαλλιά της κοπέλας για μια ακόμα φορά. Θα αναγκαζόταν να βρει κάποια άλλη.

Χρειάστηκαν μόνο δέκα λεπτά για να του απαντήσει η Ανικα. «Είναι όπως πίστευες. Ο Γιάκομπ έχειπάλι καρκίνο. Αυτή τη φορά όμως δεν είναι λευχαιμία αλλά ένας μεγάλος όγκος

στον εγκέφαλο. Τον ενημέρωσαν ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα, έχει προχωρήσει ήδη πολύ».

«Πότε τον ενημέρωσαν;»

Η Άνικα κοίταξε τις σημειώσεις της στο μπλοκάκι που είχε μπροστά της. «Την ίδια μέρα πουεξαφανίστηκε η Τάνια».

0 Πάτρικ κάθισε βαρύς στον καναπέ του καθιστικού. Ήξερε πλέον τι είχε γίνει, αλλά του ήταν πολύδύσκολο να το πιστέψει. Αυτό εδώ το σπίτι απέπνεε πολλή γαλήνη, πολλή ηρεμία. Δεν υπήρχε ίχνοςαπό εκείνο το κακό του οποίου την απόδειξη κρατούσε στα χέρια του. Μόνο μια παραπλανητικήομαλότητα. Λουλούδια στο βάζο, παιδικά παιχνίδια διάσπαρτα στο πάτωμα, ένα βιβλίο με τονσελιδοδείκτη κάπου στη μέση απιθωμένο στο τραπεζάκι, του καναπέ. Πουθενά νεκροκεφαλές,πουθενά αιματοβαμμένα ρούχα, πουθενά μαύρα χεριά αναμμένα.

Πάνω από το κούτελο του τζακιού κρεμόταν μάλιστα ένας πίνακας που απεικόνιζε την Ανάληψη τουΙησού στους ουρανούς μετά την Ανάσταση με ένα φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι Του και μεανθρώπους που προσεύχονταν αποκάτω ατενίζοντας το θαύμα.

Πώς μπορούσε κανείς να δικαιολογήσει τη χειριστή πράξη σκεφτόμενος πως το έκανε με την άδεια

Page 290: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

του Θεού; Αν και μπορεί να μην ήταν τόσο παράξενο τελικά. Τόσους αιώνες τώρα πλήθη ανθρώπωνείχαν δολοφονηθεί στο όνομα του Θεού. Υπήρχε κάτι ελκυστικό σε αυτή τη δύναμη που μεθούσετον άνθρωπο και τον παραπλανούσε.

Ο Πάτρικ άφησε κατά μέρος τους θεοσοφικούς συλλογισμούς του και είδε την ομάδα του να στέκεικαι να τον κοιτάζει περιμένοντας περαιτέρω εντολές. Τους είχε δείξει τι είχε βρει, και ο καθένας τουςτώρα πάλευε μέσα του για να μη σκέφτεται τις τρομακτικές εμπειρίες που βίωνε η Τζένι ακριβώςεκείνη τη στιγμή.

Το πρόβλημα ήταν πως δεν είχαν ιδέα πού μπορεί να

βρισκόταν. Όσο ο Πάτρικ περίμενε την Ανικα να τηλεφωνήσει και να του πει πως είχε δίκιο, εκείνοισυνέχιζαν να ψάχνουν πυρετωδώς το σπίτι, ενώ ο ίδιος τηλεφώνησε στο υποστατικό και ρώτησε τηΜαρίτα, τον Γκάμπριελ και τη Λάινε αν γνώριζαν κάποιο άλλο μέρος όπου θα μπορούσε να είχεπάει ο Γιάκομπ. Είχε αρνηθεί με απότομο τρόπο να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις τους. Λεν είχεχρόνο για τέτοια τώρα.

Ανακάτεψε τα μαλλιά του, που ήδη στέκονταν όρθια. «Πού στο διάβολο μπορεί να έχει πάει; Δενείναι δυνατόν να ψάξουμε όλη την περιοχή εκατοστό προς εκατοστό. Λέτε να την έχει κρύψει άραγεκοντά στο αγρόκτημα Μπούλαρεν ή κάπου ενδιάμεσα; Τι διάβολο θα κάνουμε;» είπε εντελώςαπογοητευμένος.

0 Μάρτιν ένιωθε την ίδια αμηχανία και δεν έλεγε τίποτα. Αλλωστε ο Πάτρικ δεν τα είχε θέσει αυτάως ερωτήματα. Μετά όμως του πέρασε μια ιδέα από το μυαλό.

«Πρέπει να είναι κάπου εδώ γύρω στο Βεστεργκόρντεν. Σκέψου τα ίχνη από το λίπασμα. Υποθέτωότι ο Γιάκομπ χρησιμοποιεί το ίδιο μέρος που είχε χρησιμοποιήσει και ο Γιοχάνες, και τι πιο λογικόαπό το να βρίσκεται κάπου εδώ γύρω;»

«Δίκιο έχεις, αλλά τόσο η Μαρίτα όσο και τα πεθερικά της λένε πως δεν υπάρχουν άλλα κτίσματαστην περιοχή τους. Βέβαια, μπορεί να υπάρχει κάποια σπηλιά ή κάτι τέτοιο, αλλά μήπως ξέρει κανείςτι εκτάσεις έχει στην ιδιοκτησία της η οικογένεια Χουλτ; Είναι σαν να ψάχνεις βελόνα στ' άχυρα!"

«Εντάξει, αλλά τι γίνεται με τη Σούλβεΐγκ και τους γιους της; Αυτούς τους ρώτησες; Διότι παλιάέμεναν εδώ και ίσως να ξέρουν κάτι για την περιοχή που δεν το ξέρει η Μαρίτα».

«Μπράβο! Ωραία ιδέα αυτή. Δεν υπήρχε μια λίστα με τηλεφωνικούς αριθμούς δίπλα στο τηλέφωνοστην κουζίνα; Η Λίντα είχε το κινητό μαζί της, οπότε ελπίζω ότι θα μπορέσω να μιλήσω μαζί τουςαμέσως»

Ο Μάρτιν πήγε να το ελέγξει και επέστρεψε με μια λίστα

όπου ήταν αναγραμμένο επιμελώς και το όνομα της Λίντα. Ο Πάτρικ περίμενε με αγωνία όσοχτυπούσε το τηλέφωνό της. Έπειτα από ένα σύντομο χρονικό διάστημα, το οποίο του φάνηκεαιωνιότητα, η Λίντα απάντησε.

«Λίντα, ο Πάτρικ Χέντστρεμ είμαι, θα ήθελα να μιλήσω με τη Σούλβεΐγκ ή τον Ρόμπερτ».

Page 291: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Είναι μέσα με τον Στέφαν. Συνήλθε!» είπε γεμάτη χαρά η Λίντα. Βαρύθυμα, ο Πάτρικ σκέφτηκεπως αυτή η χαρά θα χανόταν σύντομα από τη φωνή της.

«Φέρε μου κάποιον από αυτούς, είναι πολύ σημαντικό!»

«Εντάξει, αλλά ποιον προτιμάς;»

Ο Πάτρικ σκέφτηκε. Ποιος θα μπορούσε να γνωρίζει μια περιοχή στην οποία ζούσε καλύτερα απόέναν που πέρασε εκεί την παιδική του ηλικία; Η επιλογή ήταν εύκολη. «Τον Ρόμπερτ».

Την άκουσε να ακουμπάει κάτω το τηλέφωνο και να φεύγει για να ειδοποιήσει τον Ρόμπερτ.Προφανώς δεν θα επιτρέπoνταν τα κινητά στον θάλαμο για να μη δημιουργούν πρόβλημα στηλειτουργία του ιατρικού εξοπλισμού, πρόλαβε να σκεφτεί ο Πάτρικ πριν ακούσει τη σκοτεινή φωνήτου Ρόμπερτ στη γραμμή.

«Ναι, Ρόμπερτ».

«Γεια, ο Πάτρικ Χέντστρεμ είμαι. Δεν μου λες. αναρωτιέμαι μήπως μπορείς να μας βοηθήσεις σεκάτι. Είναι πάρα πολύ σημαντικό» βιάστηκε να προσθέσει.

«Ε... ναι, εντάξει. Περί τίνος πρόκειται;» είπε επιφυλακτικά ο Ρόμπερτ.

«Θέλω να μάθω αν γνωρίζεις την ύπαρξη κτισμάτων στην περιοχή γύρω από το Βεστεργκόρντεν,εκτός βέβαια από αυτά που βρίσκονται κοντά στο σπίτι. Κοίτα, δεν χρειάζεται σώνει και καλά ναείναι κτίσμα, αλλά κυρίως ένα καλό μέρος όπου θα μπορούσε να χρησιμεύει σαν κρυψώνα, ανκαταλαβαίνεις τι εννοώ. Πρέπει όμως να είναι αρκετά μεγάλο. Να χωράει πάνω από ένα άτομο».

Του φάνηκε σχεδόν πως μπορούσε ν' ακούσει τα ερωτηματικά που συσσωρεύονταν στο μυαλό τουΡόμπερτ, αν και προς μεγάλη του ανακούφιση ο Ρόμπερτ δεν τον ρώτησε γιατί ήθελε να μάθει κάτιτέτοιο. Αντ’ αυτού, έπειτα από λίγη σκέψη, ακούστηκε μια δισταχτική απάντηση:

«Ε... κοίτα, το μόνο που μπορώ να σκεφτώ ότι ταιριάζει στην περιγραφή αυτή είναι το παλιόκαταφύγιο από τους βομβαρδισμούς. Βρίσκεται αρκετά μέσα στο δάσος, Ο Στέφαν κι εγώσυνηθίζαμε να παίζουμε εκεί όταν ήμασταν μικροί», «Και ο Γιάκομπ» ρώτησε ο Πάτρικ «γνώριζετην ύπαρξή του;»

«Ναι, κάναμε δυστυχώς το λάθος να του το δείξουμε κάποτε. Αλλά τότε πήγε τρέχοντας και μαςκάρφωσε στον πατέρα του. ο οποίος ήρθε εκεί, μαζί με τον Γιάκομπ, και μας απαγόρευσε ναξαναπάμε. Ήταν επικίνδυνα, είπε. Οπότε μας τη στέρησαν κι αυτή τη χαρά. Ο Γιάκομπ πάντα ήτανσπασίκλας και έκανε ό,τι τον βόλευε» είπε με ξινισμένο ύφος ο Ρόμπερτ σαν θυμήθηκε τιςαπογοητεύσεις των παιδικών του χρόνων. Ο Πάτρικ σκέφτηκε ότι αποδώ και πέρα η λέξη«σπασίκλας» δεν θα ήταν αρκετή για να χαρακτηρίσει κανείς τον Γιάκομπ.

Τον ευχαρίστησε στα γρήγορα και μόλις πήρε την περιγραφή της διαδρομής έκλεισε το τηλέφωνο.

«Νομίζω ότι ξέρω πού είναι, Μάρτιν. Μάζεψε τους όλους στην αυλή»,

Page 292: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Πέντε λεπτά αργότερα, οχτώ αστυνομικοί, με πολύ σοβαρό ύφος, στέκονταν έξω στον καυτό ήλιο.Τέσσερις από το Τανουμσχέντε και τέσσερις από την Ουντεβάλα.

«Εχουμε λόγο να πιστεύουμε ότι ο Γιάκομπ Χουλτ βρίσκεται μέσα στο δάσος, σε ένα παλιόκαταφύγιο για βομβαρδισμούς. Πιθανότατα εκεί κρατάει την Τζένι Μέλερ, και δεν ξέρουμε αν είναινεκρή ή ζωντανή. Γι’ αυτό θα κινηθούμε σαν να είναι ζωντανή και πρέπει να είμαστε πολύπροσεχτικοί στις κινήσεις μας και με τον τρόπο που θα δράσουμε.

Θα κινηθούμε, λοιπόν, προσεχτικά προς τα εκεί, μέχρι να βρούμε το καταφύγιο, και μετά θα τοκυκλώσουμε. Με απόλυτη σιωπή» είπε με δυνατή φωνή ο Πάτρικ και τους κοίταξε όλους,αφήνοντας το βλέμμα του να σταματήσει λίγο παραπάνω στον Ερνστ. «Θα έχουμε τα όπλα μαςέτοιμα, αλλά κανείς δεν θα κάνει τίποτα αν δεν δώσω εγώ εντολή. Έγινα κατανοητός;»

Όλοι έγνεψαν σοβαροί.

«Έρχεται και ασθενοφόρο από την Ουντεβάλα, αλλά δεν θα έχουν τον φάρο και τις σειρήνεςαναμμένα και θα σταματήσουν λίγο παρακάτω από την είσοδο του Βεστεργκόρντεν. Ο ήχοςμεταδίδεται πολύ βαθιά μέσα στα δάση και δεν θέλουμε ν’ ακούσει ο Γιάκομπ ότι κάτι γίνεται.Μόλις πάρουμε τον έλεγχο της κατάστασης στα χέρια μας, θα καλέσουμε τους τραυματιοφορείς».

«Δεν θα ήταν καλύτερα να έχουμε μαζί μας κάποιον νοσοκόμο;» ρώτησε ένας αστυνομικός από τηνΟυντεβάλα. «Μπορεί να χρειαστεί επείγουσα φροντίδα η κοπέλα».

0 Πάτρικ έγνεψε. «Ουσιαστικά έχεις δίκιο, αλλά δεν προλαβαίνουμε να τους περιμένουμε. Τοσημαντικότερο τώρα είναι να την εντοπίσουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται κι ας ελπίσουμε ότι τοπλήρωμα του ασθενοφόρου θα προλάβει να φτάσει εδώ εντωμεταξύ. Εντάξει, πάμε λοιπόν».

0 Ρόμπερτ τούς είχε πει ότι έπρεπε να μπουν στο δάσος από την πίσω μεριά του σπιτιού, και εκατόμέτρα μετά θα συναντούσαν το μονοπάτι που θα τους οδηγούσε στο καταφύγιο. Το μονοπάτι ήτανσχεδόν αόρατο αν δεν ήξερες ότι υπήρχε εκεί. και ο Πάτρικ στην αρχή λίγο έλειψε να μην το δει.Κινήθηκαν αργά προς τον στόχο και έπειτα από ένα χιλιόμετρο περίπου του φάνηκε πως είδε κάτι ναξεχωρίζει ανάμεσα στις φυλλωσιές. Δίχως να πει κουβέντα, στράφηκε προς τα πίσω και έκανε νόημαστους άντρες να περάσουν μπροστά. Εκείνοι διασκορπίστηκαν όσο πιο προσεχτικά μπορούσαν,σχηματίζοντας έναν δακτύλιο γύρω από το καταφύγιο, αλλά δεν

κατάφεραν να κινηθούν εντελώς αθόρυβα. Ο Πάτρικ μόρφαζε στο άκουσμα κάθε ανεπαίσθητουθορύβου και ευχόταν μέσα του να μην τους είχε ακούσει ο Γιάκομπ, που βρισκόταν πίσω από τουςχοντρούς τοίχους του καταφυγίου.

Έβγαλε το πιστόλι του και με την άκρη του ματιού του είδε τον Μάρτιν να κάνει το ίδιο. Πατώνταςστα ακροδάχτυλα, πλησίασαν προσεχτικά την πόρτα. Ήταν κλειδωμένη. Διάβολε, τι θα έκαναντώρα; Δεν είχαν εξοπλισμό για να την παραβιάσουν. και η μοναδική τους επιλογή ήταν να καλέσουντον Γιάκομπ να βγει έξω εθελοντικά. Ο Πάτρικ χτύπησε ανήσυχος την πόρτα και αμέσως μετάτραβήχτηκε στο πλάι.

"Γιάκομπ. Ξέρουμε ότι είσαι μέσα. Θέλουμε να βγεις έξω!"

Page 293: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Καμία απάντηση. Έκανε άλλη μια προσπάθεια.

«Γιάκομπ, ξέρω ότι δεν είχες την πρόθεση να κάνεις ό,τι έκανες στις κοπέλες. Έχανες απλώς ό,τιέκανε και ο Γιοχάνες. Έλα έξω να το συζητήσουμε».

Κατάλαβε και ο ίδιος πόσο αστεία ακούγονταν όλ’ αυτά. Ίσως θα έπρεπε να είχε κάνει κάποιοσεμινάριο για καταστάσεις ομηρίας ή έστω να είχε έναν ψυχολόγο μαζί του. Αλλά μια που δεν ίσχυετίποτε από αυτά τα δύο, έπρεπε να αρκεστεί στις δικές του ιδέες για το πώς μιλάς σ’ έναν ψυχοπαθήώστε να καταφέρεις να τον πείσεις να βγει από ένα καταφύγιο.

Ως εκ τούτου, έμεινε έκπληκτος όταν ένα δευτερόλεπτο αργότερα άκουσε τον ήχο της κλειδαριάς Ηπόρτα άνοιξε αργά 0 Μάρτιν και ο Πάτρικ, οι οποίοι στέκονταν εκατέρωθεν της πόρτας αντάλλαξανένα βλέμμα. Κρατούσαν και οι δυο τα πιστόλια μπροστά από το πρόσωπό τους και όλοι οι μύες τουςτεντώθηκαν για να είναι προετοιμασμένοι. Ο Γιάκομπ εμφανίστηκε στο άνοιγμα της πόρτας. Στηναγκαλιά του κρατούσε την Τζένι. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι η κοπέλα ήταν νεκρή και ο Πάτρικμπορούσε σχεδόν να νιώσει την απογοήτευση και τη λύπη που διαπέρασε την καρδιά τωναστυνομικών, οι οποίοι είχαν πλέον εμφανιστεί με τα όπλα τους στραμμένα πάνω στον Γιάκομπ.

Ο Γιάκομπ τούς αγνόησε όλους. Αντί να τους κοιτάζει, είχε στρέψει το βλέμμα του προς τον ουρανόκαι μιλούσε στο κενό.

«Δεν καταλαβαίνω. Είμαι ο Εκλεκτός. Έπρεπε να με προστατεύσεις». Φαινόταν ξαφνιασμένος, λεςκαι ο κόσμος όλος είχε αναποδογυρίσει, «Γιατί με έσωσες χτες αν δεν έχω την προστασία Σουσήμερα;»

0 Πάτρικ και ο Μάρτιν κοιτάχτηκαν. Ο Γιάκομπ φαινόταν να τα έχει εντελώς χαμένα. Αλλά αυτό τονέκανε πιο επικίνδυνο. Δεν υπήρχε τρόπος να υπολογίσει κανείς την επόμενη κίνηση του. Κρατούσαντα πιστόλια τους στραμμένα πάνω του.

«Αφησε κάτω την κοπέλα» είπε ο Πάτρικ.

0 Γιάκομπ συνέχιζε να έχει το βλέμμα του στραμμένο στον ουρανό και να μιλάει με τον αόρατο Θεότου.

«Ξέρω ότι θα μου έδινες κάποια στιγμή το χάρισμα, αλλά χρειάζομαι περισσότερο χρόνο. Γιατίαποστρέφεις αποπάνω μου το πρόσωπό Σου τώρα;»

«Ασε κάτω την κοπέλα και σήκωσε τα χέρια σου ψηλά!» είπε ο Πάτρικ, πιο επιτακτικά αυτή τηφορά. Όμως, ούτε τώρα είδε τον Γιάκομπ να αντιδρά. Κρατούσε την κοπέλα στα χέρια του και δενφαινόταν να έχει κάποια όπλα πάνω του. Ο Πάτρικ σκέφτηκε μήπως θα έπρεπε να ορμήσει και νατον ρίξει κάτω για να βγουν από το αδιέξοδο στο οποίο είχαν περιέλθει. Δεν υπήρχε κανένας λόγοςν’ ανησυχεί μήπως τραυματιστεί η κοπέλα. Ήταν ήδη αργά γι’ αυτό.

Δεν πρόλαβε να σκεφτεί τίποτε άλλο, όταν μια ψηλόσωμη σιλουέτα εμφανίστηκε πετώντας από τααριστερά, λοξά από πίσω του. Ο Πάτρικ ξαφνιάστηκε τόσο πολύ που το δάχτυλό του τρεμόπαιξεστη σκανδάλη και παραλίγο να πυροβολήσει είτε τον Γιάκομπ είτε τον Μάρτιν. Κατατρομαγμένος

Page 294: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

είδε τον Ερνστ να πηδάει με όλο του το μακρύ κορμί στον αέρα, πέφτοντας πάνω στον Γιάκομπ,που σωριάστηκε στο έδαφος. Η Τζένι έπεσε από την αγκαλιά του και προσγειώθηκε ακριβώςμπροστά του με έναν απαίσιο υπόκωφο ήχο σαν

ένα σακί αλεύρι που το πετάνε στο χώμα. Με τον θρίαμβο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του, οΕρνστ έστριψε τα χέρια το» Γιάκομπ πίσω από την πλάτη του και τον ακινητοποίησε εντελώς.Εκείνος δεν έφερε καμία αντίσταση, αλλά βεν έπαψε να έχει ακόμη εκείνη την έκφραση έκπληξηςστο πρόσωπό του.

«Έτοιμο τον έχω» είπε ο Ερνστ και κοίταξε προς τα πάνω περιμένοντας τις επευφημίες τηςομήγυρης. Όλοι έστεκαν παγωμένοι, και όταν ο Ερνστ είδε το μαύρο σύννεφο που είχε καλύψει τοπρόσωπο του Πάτρικ, αντιλήφθηκε πως για άλλη μια φορά δεν είχε δράσει με σύνεση.

0 Πάτρικ έτρεμε ακόμη από τον φόβο του που λίγο έλειψε να πυροβολήσει τον Μάρτιν. Χρειάστηκενα προσπαθήσει πολύ για να μην τυλίξει τα χέρια του γύρω από τον λεπτό λαιμό του Ερνστ και ναμην τον πνίξει όσο πιο αργά μπορούσε. Θα ασχολούνταν αργότερα με αυτό. Τώρα το σημαντικόήταν να συλλάβουν τον Γιάκομπ.

0 Γιέστα έβγαλε ένα ζευγάρι χειροπέδες, πλησίασε τον Γιάκομπ και τις έβαλε γύρω από τουςκαρπούς του, Μαζί με τον Μάρτιν, τον σήκωσαν βίαια από το έδαφος και μετά κοίταξανερωτηματικά τον Πάτρικ, ο οποίος στράφηκε σε δύο αστυνομικούς από την Ουντεβάλα.

«Πηγαίνετε τον στο Βεστεργκόρντεν. Έρχομαι αμέσως κι εγώ. Φροντίστε να έρθει εδώ το πλήρωματου ασθενοφόρου και πείτε τους να φέρουν και ένα φορείο».

Ξεκίνησαν να φύγουν με τον Γιάκομπ, αλλά ο Πάτρικ τούς σταμάτησε «Περιμένετε ένα λεπτό, θέλωνα τον κοιτάξω λίγο στα μάτια, θέλω να δω πώς είναι τα μάτια κάποιου που μπορεί να κάνει αυτόεδώ». Έγνεψε προς το άψυχο κορμί της Τζένι.

Ο Γιάκομπ συνάντησε το βλέμμα του δίχως τύψεις, αλλά συνέχισε να έχει την ίδια ξαφνιασμένηέκπληξη. Κοίταξε τον Πάτρικ και είπε:

«Δεν είναι περίεργο που ο Θεός έκανε ένα θαύμα χτες βράδυ και με έσωσε και σήμερα σας αφήνεινα με συλλάβετε;».

Ο Πάτρικ προσπάθησε να δει στο βλέμμα του αν εννοούσε όσα έλεγε ή αν όλ' αυτά ήταν έναπαιχνίδι που θα τον βοηθούσε να αποφύγει τις επιπτώσεις των πράξεων του. Το βλέμμα που είδεήταν κενό, όπως ένας καθρέφτης αμέσως αντιλήφθηκε ότι κοίταζε κατάματα την τρέλα.

«Δεν ήταν ο Θεός. Ο Εφραίμ ήταν. Ξέφυγες από την ανάλυση αίματος επειδή ο Εφραίμ σου έδωσεδικό του μυελό των οστών όταν ήσουν άρρωστος. Αυτό σημαίνει ότι πήρες το αίμα του και το DΝΑτου στο δικό σου αίμα. Γι’ αυτό δεν συμφωνούσε το δείγμα από το αίμα σου με το δείγμα DNA πουπήραμε από... ό,τι δικό σου άφησες... στο πτώμα της Τάνια. Το καταλάβαμε για πρώτη φορά όταν οιειδικοί στο εργαστήριο χαρτογράφησαν τις μεταξύ σας σχέσεις και το αίμα σου έδειξε πως, όλωςπαραδόξως, ήσουν πατέρας του Γιοχάνες και του Γκάμπριελ» είπε κουρασμένα ο Πάτρικ.

Page 295: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Ο Γιάκομπ απλώς έγνεψε. Έπειτα είπε ευγενικά:

«Κι αν δεν είναι αυτό θαύμα τότε τι είναι;». Μετά τον πήραν και χάθηκαν μέσα στο δάσος.

Ο Μάρτιν, ο Γιέστα και ο Πάτρικ στέκονται ακόμη δίπλα στο πτώμα της Τζένι. Ο Ερνστ το είχεσκάσει βιαστικά μαζί με τους αστυνομικούς από την Ουντεβάλα και μάλλον θα φρόντιζε να μείνειέξω από το οπτικό πεδίο του Πάτρικ για λίγο καιρό.

Και οι τρεις εύχονταν να είχαν κάποιο ρούχο για να τη σκεπάσουν. Η γύμνια της την εξέθετε πολύκαι την εξευτέλιζε. Είδαν τα τραύματα στο κορμί της. Τραύματα παρόμοια με αυτά που είχε η Τάνια.Πιθανότατα παρόμοια και μ’ εκείνα που είχαν η Σιβ και η Μόνα όταν πέθαναν.

Παρά την παρορμητική ιδιοσυγκρασία του, ο Γιοχάνες ήταν μεθοδικός τύπος. Το σημειωματάριότου είχε δείξει με πόση λεπτομέρεια κατέγραφε τα τραύματα που προκαλούσε στα θύματά του γιανα μπορεί μετά να τα θεραπεύσει.

Τα ταξινομούσε σαν επιστήμονας. Ίδια τραύματα και στις δυο, με την ίδια σειρά. Ίσως να ήθελε,ακόμα και ενώπιον του εαυτού του, να προσδώσει σε όλ' αυτά κάποια ομοιότητα με έναεπιστημονικό πείραμα. Ένα πείραμα στο οποίο οι κοπέλες ήταν τα άτυχα αλλά απαραίτητα θύματα,Απαραίτητα, επειδή ο Θεός θα του έδινε ξανά το χάρισμα να θεραπεύει, όπως όταν ήταν νέος. Εκείνοτο χάρισμα που του έλειψε σε όλη την ενήλικη ζωή του και το οποίο έπρεπε κατεπειγόντως ναξανακερδίσει όταν ο πρωτότοκος γιος του, Γιάκομπ, αρρώστησε.

Αυτό που άφησε ο Εφραίμ στον γιο και τον εγγονό του ήταν μια κληρονομιά δυστυχίας. Η φαντασίατου Γιάκομπ είχε επίσης πάρει φωτιά από τις περιγραφές του Εφραίμ για τις θεραπευτικέςικανότητες του Γκάμπριελ και του Γιοχάνες όταν ήταν παιδιά Το γεγονός ότι ο Εφραίμ, χάρινεντυπώσεως, πρόσθεσε ότι έβλεπε πως αυτό το χάρισμα το είχε και ο εγγονός του είχε συμβάλει ναγεννηθούν κάποιες ιδέες στο μυαλό του Γιάκομπ που τόσο καιρό τροφοδοτούνταν από τηναρρώστια που λίγο έλειψε να τον στείλει στον άλλο κόσμο. Έπειτα βρήκε τα σημειωματάρια τουΓιοχάνες, και αν έκρινε κανείς από το πόσο πολυξεφυλλισμένα ήταν, πρέπει να τα είχε μελετήσειαμέτρητες φορές. Η ατυχής σύμπτωση ότι η Τάνια εμφανίστηκε στο Βεστεργκόρντεν ρωτώντας γιατη μητέρα της την ίδια μέρα που ο Γιάκομπ έμαθε ότι ο καρκίνος του δεν θεραπευόταν είχε ωςαποτέλεσμα να στέκονται τώρα αυτοί οι τρεις εδώ και να κοιτάζουν μια νεκρή κοπέλα. Όταν η Τζένιέφυγε από την αγκαλιά του Γιάκομπ έπεσε στο πλάι και τώρα έμοιαζε σχεδόν σαν να είχεκουλουριαστεί σε εμβρυϊκή στάση, Ξαφνιασμένοι, ο Μάρτιν και ο Πάτρικ είδαν τον Γιέστα ναξεκουμπώνει το κοντομάνικο πουκάμισό του. Έβγαλε σε κοινή θέα το κατάλευκο άτριχο στήθος τουκαι, δίχως να πει κουβέντα, άπλωσε το πουκάμισό του πάνω στην Τζένι προσπαθώντας να κρύψειόσο μπορούσε τη γύμνια της.

"Δεν γίνεται να στεκόμαστε εδώ και να την κοιτάμε έτσι,

του στο στήθος ’τήρχκ στη οχιά

χέρι της στο δΙΧό το»,. Είχε πεθάνω μόνη, αλλά δεν θα την

Λ/ΛΥΜΤ νΐ/Υ ΙΤίΛΙΠ^νι»·

Page 296: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

τη στιγμή που δεν έχει ούτε μια ίνα από ρούχο στο κορμί της" είπε με τραχιά φωνή και σταύρωσε ταχέρια του στο στήθος για να προφυλαχτεί από την υγρασία που υπήρχε στη σκιά των δέντρων.

Ο Πάτρικ γονάτισε και πήρε εντελώς αυθόρμητα το κρύο χέρι της στο δικό του. Είχε πεθάνει μόνηαλλά δεν θα την άφηνε να περιμένει μόνη.

των δέντρων.

Δύο μέρες αργότερα, όλη η μεγάλη αναταραχή γύρω από την εξιχνίαση της υπόθεσης είχε αρχίσει νακαταλαγιάζει. Ο Πάτρικ καθόταν απέναντι στον Μέλμπεργ και ήθελε να ξεμπερδεύει όσογρηγορότερα γινόταν. Ο προϊστάμενός του είχε ζητήσει μια πλήρη περιγραφή της υπόθεσης, και,παρόλο που ο Πάτρικ ήξερε πολύ καλά ότι το κίνητρο πίσω από την απαίτηση αυτή ήταν πως οΜέλμπεργ ήθελε να κοκορεύεται για τη συμβολή του στην υπόθεση Χουλτ, δεν τον ενδιέφερειδιαίτερα. Αφού είχε μεταφέρει προσωπικά τα άσχημα νέα στους γονείς της Τζένι, δυσκολευότανπολύ να δει ίχνη δόξας ή υστεροφημίας στην υπόθεση αυτή και άφηνε τώρα ανακουφισμένος τονΜέλμπεργ να πάρει όλα τα εύσημα.

«Μόνο που δεν καταλαβαίνω ακόμη αυτό το θέμα με το αίμα» είπε ο Μέλμπεργ.

Ο Πάτρικ αναστέναξε και άρχισε να του το εξηγεί, για τρίτη φορά, ακόμα πιο αργά;

«Όταν ο Γιάκομπ είχε λευχαιμία, του έκαναν μεταμόσχευση από τον μυελό του παππού του, τουΕφραίμ. Αυτό σημαίνει ότι το αίμα που παραγόταν στον οργανισμό του Γιάκομπ είχε το ίδιο DNAμε το αίμα του δότη, δηλαδή του Εφραίμ. Με άλλα λόγια, ο Γιάκομπ είχε έκτοτε το DNA δύοατόμων στο σώμα του. Το DNA του παππού του στο αίμα και το δικό του σε άλλα μέρη τουκορμιού του. Γι’ αυτό βρήκαμε το προφίλ του DNA του Εφραίμ όταν αναλύσαμε το δείγμα αίματοςτου το DNA που είχε αφήσει ο Γιάκομπ.

Και μια που το DNA που είχε αφήσει ο Γιάκομπ στο

θύμα του ήταν σε μορφή σπέρματος, το δείγμα αυτό είχε το αρχικό προφίλ DNA του Γιάκομπ. Γι'αυτό δεν συμφωνούσαν τα προφίλ μεταξύ τους. Σύμφωνα με το Κρατικό ΕγκληματολογικόΕργαστήριο, η στατιστική πιθανότητα να συμβεί κάτι τέτοιο είναι τόσο μικρή που θεωρείται σχεδόνανύπαρκτη. Αλλά όπως είπαν "σχεδόν" ανύπαρκτη, όχι "εντελώς"...»

Ο Μέλμπεργ φαινόταν πως είχε επιτέλους καταλάβει το σκεπτικό. Κούνησε το κεφάλι τουέκπληκτος.

«Σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Τι άλλο θ' ακούσουμε, Χέντστρεμ; Τέλος πάντων, πρέπει να πωότι κάναμε πάρα πολύ καλή δουλειά στην υπόθεση αυτή. Ο αρχηγός της αστυνομίας του Γέτεμποργμου τηλεφώνησε προσωπικά χτες και με ευχαρίστησε για τον εξαίρετο χειρισμό της υπόθεσης καιπρέπει να πω ότι συμφώνησα απολύτως μαζί του».

Ο Πάτρικ δυσκολευόταν να δει αυτό το «εξαίρετο» στην όλη υπόθεση, αφού δεν είχαν καταφέρει νασώσουν την κοπέλα. αλλά επέλεξε να μην το σχολιάσει. Ορισμένες φορές τα πράγματα δενμπορούσαν ν’ αλλάξουν, παρά το γεγονός ότι είχαν καταβάλει τεράστιες προσπάθειες.

Page 297: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Οι τελευταίες μέρες είχαν βαρύνει πολύ την ψυχή του. Κατά κάποιον τρόπο, ήταν μια δουλειάγεμάτη θλίψη και κατήφεια. Είχε συνεχίσει να κοιμάται πολύ άσχημα και να βασανίζεται από εικόνεςπου γεννούσαν τα σκίτσα και οι σημειώσεις στο σημειωματάριο του Γιοχάνες. Η Ερίκα τονπεριτριγύριζε ανήσυχη, και ο Πάτρικ την ένιωθε κι αυτή να στριφογυρίζει στο κρεβάτι τους τιςνύχτες. Για κάποιον λόγο όμως δεν είχε τη δύναμη ν’ απλώσει το χέρι του και να την αγγίξει. Ήτανυποχρεωμένος να επεξεργαστεί μόνος του όσα ένιωθε.

Ούτε οι κινήσεις του μωρού στην κοιλιά της Ερίκα είχαν καταφέρει να του ξυπνήσουν εκείνη τηναίσθηση ευεξίας που ένιωθε παλιότερα. Ήταν σαν να του είχαν υπενθυμίσει ξαφνικά πόσοεπικίνδυνος ήταν ο κόσμος εκεί έξω και πόσο κακοί ή τρελοί μπορούσαν να είναι οι άνθρωποι. Πώςνα μπορέσεις

να προφυλάξεις ένα παιδί από όλ’ αυτά; Το αποτέλεσμα ήταν ν’ αποτραβηχτεί από την Ερίκα και τοπαιδί. Μακριά από τον κίνδυνο να αντικρίσει ξανά εκείνο τον πόνο που είχε δει στα πρόσωπα τουΜπου και της Σέρστιν Μέλερ σαν στάθηκε μπροστά τους και με έναν κόμπο στον λαιμό τούςανακοίνωσε ότι η Τζένι τους ήταν δυστυχώς νεκρή. Πώς θα μπορούσε ένας άνθρωπος να επιβιώσειαπό έναν τόσο μεγάλο πόνο;

Στις πιο σκοτεινές και δύσκολες ώρες της νύχτας τού είχε περάσει από το μυαλό να σηκωθεί και ναφύγει. Να μαζέψει απλώς τα μπογαλάκια του και να πάρει δρόμο. Μακριά από την ευθύνη και τοκαθήκον. Μακριά από τον κίνδυνο να γίνει η αγάπη για το παιδί του το όπλο που θα του έβαζανστον κρόταφο και θα τον πυροβολούσαν αργά. Αυτός, ο άνθρωπος που ήταν πάντα ηπροσωποποίηση του καθήκοντος, συλλογιζόταν σοβαρά -για πρώτη φορά στη ζωή του- να επιλέξειτον δρόμο της δειλίας και να φύγει. Και ταυτόχρονα ήξερε πολύ καλά πως η Ερίκα χρειαζόταν τώρα,περισσότερο από ποτέ, τη βοήθεια του και τη στήριξή του. Το γεγονός ότι η Άννα είχε επιστρέψειξανά στον Λούκας την είχε ρίξει σε μαύρη απελπισία. Και ο Πάτρικ το ήξερε αυτό. αλλά και πάλιδεν είχε τη δύναμη να της δώσει το χέρι του και να τη στηρίξει.

Κοίταξε τον Μέλμπεργ που στεκόταν μπροστά του. Το στόμα του αρχηγού του συνέχιζε ν’ανοιγοκλείνει ακατάπαυστα:

«Και μάλιστα δεν βλέπω κανένα απολύτως εμπόδιο να μας αυξήσουν τους πόρους στον επόμενοπροϋπολογισμό, αν σκεφτεί κανείς τη φήμη που έχουμε αποκτήσει σαν Τμήμα...».

Μπλα, μπλα, μπλά, σκέφτηκε ο Πάτρικ. Λέξεις που ξεχύνονταν και ξεχείλιζαν από κενότητα. Λεφτάκαι δόξα και περισσότεροι πόροι και έπαινοι από τους ανωτέρους. Άχρηστοι γνώμονες της επιτυχίας.Πόσο ήθελε να πάρει το φλιτζάνι του και να χύσει τον καυτό καφέ στη «χελιδονοφωλιά» τουΜέλμπεργ... Μόνο και μόνο για να τον κάνει να το βουλώσει για λίγο.

«Ναι, και φυσικά θα γίνει λόγος για τη δική σου συμβολή» είπε ο Μέλμπεργ. «Είπα μάλιστα στοναρχηγό της αστυνομίας ότι με στήριξες πολύ σε αυτή την έρευνα. Αλλά θα σε παρακαλούσα να μημου το θυμίσεις αυτό όταν έρθει η ώρα να συζητήσουμε τον μισθό σου» είπε ο Μέλμπεργκακαρίζοντας και κλείνοντας το μάτι στον Πάτρικ «Το μόνο που με προβληματίζει κάπως είναιεκείνο το θέμα με τον θάνατο του Γιοχάνες Χουλτ. Ακόμη δεν ξέρετε ποιος μπορεί να τονσκότωσε.»

Page 298: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Ο Πάτρικ έγνεψε αρνητικά. Είχαν μιλήσει με τον Γιάκομπ γι' αυτό, αλλά εκείνος φαινότανειλικρινής όταν είπε πως ήξερε όσα και οι ίδιοι. Η δολοφονία αυτή ήταν ακόμη ανεξιχνίαστη καιμάλλον έτσι θα έμενε.

Page 299: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

«Ναι, ίσως να βάζαμε το κερασάκι στην τούρτα αν καταφέρναμε να μπαλώσουμε κι αυτή την τρύπα.Δεν βλάπτει να πάρουμε και έναν τόνο δίπλα στο δεκάρι μας έτσι δεν είναι;» είπε ο Μέλμπεργ.Μετά, φόρεσε ξανά το σοβαρό του ύφος. «Φυσικά, έδωσα βάση στην αναφορά σας για τον τρόπο μετον οποίο ενήργησε ο Ερνστ, αλλά όταν σκέφτομαι πόσα χρόνια έχει στο Σώμα, πιστεύω ότι θαπρέπει να επιδείξουμε λίγη μακροθυμία και να τραβήξουμε μια γραμμή σε αυτό το ατυχές γεγονός.Εννοώ πως όλα πήγαν χαλά τελικά».

0 Πάτρικ θυμήθηκε το τρεμάμενο δάχτυλό του στη σκανδάλη με τον Μάρτιν και τον Γιάκομπ στοπεδίο βολής του. Τώρα είχε αρχίσει να τρέμει το χέρι με το οποίο κρατούσε το φλιτζάνι του. Λες καιείχε αποκτήσει δική του θέληση, το χέρι αυτό είχε αρχίσει να σηκώνει το φλιτζάνι και νακατευθύνεται προς τη «χελιδονοφωλιά» του Μέλμπεργ. Σταμάτησε όμως απότομα όταν ακούστηκεένα χτύπημα στην πόρτα. Ήταν η Ανικα.

«Πάτρικ, έχεις τηλέφωνο».

«Δεν βλέπεις ότι είμαστε απασχολημένοι;» είπε οργισμένα ο Μέλμπεργ.

«Είμαι απολύτως σίγουρη ότι το θέλει πολύ αυτό το

τηλεφώνημα» είπε η Ανικα και έριξε στον Πάτρικ ένα βλέμμα όλο νόημα.

Ο Πάτρικ την κοίταξε απορημένος, αλλά εκείνη αρνήθηκε να πει οτιδήποτε άλλο. Όταν μπήκαν στογραφείο της, η Ανικα έδειξε το ακουστικό, που ήταν πάνω στο γραφείο, και βγήκε διακριτικά στονδιάδρομο.

«Γιατί δεν έχεις ανοιχτό του κινητό σου, που να πάρει ο διάβολος!»

0 Πάτρικ κοίταξε το κινητό του στη θήκη που κρεμόταν από τη ζώνη του και συνειδητοποίησε πωςείχε ξεμείνει από μπαταρία και ήταν εντελώς νεκρό.

«Τελείωσε η μπαταρία. Γιατί ρωτάς;» Δεν καταλάβαινε γιατί η Ερίκα ήταν τόσο ταραγμένη με αυτό.Μπορούσε να τον βρει στο τηλέφωνο της δουλειάς.

«Επειδή άρχισε μόλις τώρα! Κι εσύ δεν απαντούσες στο σταθερό σου και μετά ούτε στο κινητόαπαντούσες και τότε...»

Εκείνος τη διέκοψε εντελώς σαστισμένος:

«Τι πράγμα άρχισε; Τι είναι αυτό που άρχισε;»

«Οι πόνοι, βρε βλάκα. Οι πόνοι άρχισαν και έσπασαν τα νερά! Πρέπει να έρθεις να με πάρεις, πρέπεινα φύγουμε τώρα!»

«Ναι, αλλά δεν ήταν να γίνει σε τρεις εβδομάδες αυτό;» Εξακολουθούσε να είναι σαστισμένος.

«Ναι, αλλά το μωρό προφανώς δεν το ξέρει αυτό και θέλει να βγει τώρα!» Μετά ακούστηκε ηγραμμή που είχε κλείσει.

Page 300: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Ο Πάτρικ στεκόταν σαν στήλη άλατος με το ακουστικό στο χέρι. Ένα χαζό χαμόγελο είχε αρχίσει νασχηματίζεται στα χείλη του. Θα γεννιόταν το παιδί του. Το δικό του και της Ερίκα.

Με τα γόνατά του να τρέμουν, έτρεξε στο αυτοκίνητο και άρχισε να τραβάει την πόρτα έχοντας ταεντελώς χαμένα. Κάποιος τον χτύπησε στον ώμο. Πίσω του στεκόταν η Ανικα με τα κλειδιά τουαυτοκινήτου του να κρέμονται στο χέρι της

«Μάλλον θα φτάσεις πιο γρήγορα αν ξεκλειδώσεις πρώτα το αυτοκίνητο».

Εκείνος άρπαξε τα κλειδιά από το χέρι της και τη χαιρέτησε βιαστικά, καθώς ταυτόχρονα πατούσε τογκάζι μέχρι τέρμα και έφευγε με κατεύθυνση τη Φιελμπάκα. Η Ανικα κοίταξε τα κατάμαυρα ίχνηπου άφησαν τα λάστιχά του και, γελώντας, επέστρεψε στη θέση της στη ρεσεψιόν.

ΔΕΚΑΤΡΙΑ

Αύγουστος 1979

Ο Εφραίμ ανησυχούσε. 0 Γκάμπριελ συνέχιζε να υποστηρίζει επίμονα πως ο άντρας που είχε δει μετην εξαφανισμένη κοπέλα ήταν ο Γιοχάνες. Αρνούνταν να το πιστέψει, αλλά ταυτόχρονα ήξερε ότι οΓκάμπριελ ήταν ο τελευταίος άνθρωπος στη γη που θα έλεγε ψέματα. Για τον Γκάμπριελ η αλήθειακαι η τάξη ήταν πολύ πιο σημαντικά από τον αδερφό του, και γι' αυτό ο Εφραίμ δυσκολευόταν νααπορρίψει τον ισχυρισμό του. Δεν έπαψε όμως να σκέφτεται πως ίσως ο Γκάμπριελ να είχε κάνειλάθος. Ότι το φως του δειλινού τον είχε μπερδέψει και είχε ξεγελαστεί από το παιχνίδι των σκιών ήκάτι τέτοιο. Όμως. και ο ίδιος καταλάβαινε πόσο παρατραβηγμένη ακουγόταν μια τέτοιαδικαιολογία. Από την άλλη, γνώριζε καλά τον Γιοχάνες. Τον ανέμελο κι ανεύθυνο γιο του πουθεωρούσε τη ζωή παιχνίδι. Ήταν άραγε ικανός να αφαιρέσει τη ζωή ενός ανθρώπου;

Στηριζόμενος στο μπαστούνι του, πήρε τον δρόμο που οδηγούσε από το υποστατικό στοΒεστεργκόρντεν. Στην πραγματικότητα, δεν το χρειαζόταν, αφού η φυσική του κατάσταση ήταν τοίδιο καλή με ενός εικοσάχρονου, καταπώς πίστευε ο

ίδιος. Το μπαστούνι και το καπέλο τού πρόσδιδαν το κύρος ενός κτηματία, και αυτό το κύρος τοχρησιμοποιούσε όσο πιο συχνά μπορούσε.

Τον βασάνιζε το γεγονός ότι ο Γκάμπριελ απομακρυνόταν από κοντά του όσο περνούσαν τα χρόνια.Ήξερε ότι ο Γκάμπριελ πίστευε πως ο πατέρας του ευνοούσε περισσότερο τον Γιοχάνες και, για ναήταν ειλικρινής, μάλλον αυτό έκανε. Η γοητεία και ο ανοιχτός χαρακτήρας του Γιοχάνεςσυντελούσαν στο να του φέρεται κανείς με μια τρυφερή επιείκεια, κάτι που έχανε τον Εφραίμ νανιώθει σαν πατριάρχης με την πραγματική έννοια του όρου. 0 Γιοχάνες ήταν ένα άτομο το οποίομπορούσε κανείς να επιπλήττει με σκαιότατα, ένα άτομο που τον έχανε να νιώθει ότι ήταναπαραίτητος, αν μη τι άλλο για να κρατάει τον γιο του προσγειωμένο, κάτι που το είχε ανάγκη μεόλες εκείνες τις γυναίκες που έτρεχαν στο κατόπι του. Με τον Γκάμπριελ όμως τα πράγματα ήτανδιαφορετικά, Διότι εκείνος πάντα κοίταζε τον πατέρα του περιφρονητικά, κάτι που έκανε τον Εφραίμνα τον αντιμετωπίζει με κάποιου είδους ψυχρή ανωτερότητα. Ήξερε ότι το λάθος ήταν κατά πολύδικό του. Διότι, ενώ ο Γιοχάνες πετούσε από τη χαρά του κάθε φορά που ο Εφραίμ έχανε μια νέαλειτουργία στην οποία πάντα χρησιμοποιούσε τα παιδιά, ο Γκάμπριελ μαζευόταν και μαράζωνε, 0

Page 301: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Εφραίμ το έβλεπε αυτό, και ήταν μια ευθύνη που είχε επωμιστεί, αλλά, εν πάση περιπτώσει, το είχεκάνει για το δικό τους καλό. Όταν πέθανε η Ράγκνχιλντ, η οικογένεια επιβίωσε χάρη στη γοητεία καιτο χάρισμα της φλυαρίας που διέθετε ο Εφραίμ. Μόνο έτσι μπορούσαν να έχουν φαί στο

τραπέζι και ρούχα στο κορμί τους. Ήταν μια ευτυχής σύμπτωση που ο Εφραίμ αποδείχθηκε τέτοιοφυσικό ταλέντο. Αυτό το ταλέντο έχανε εκείνη την παλαβή χήρα Ντίμπλινγκ να του αφήσει τουποστατικό και την περιουσία της. Μάλλον ο Γκάμπριελ θα έπρεπε να δίνει μεγαλύτερη σημασίαστο αποτέλεσμα αντί να τον ταλανίζει ασταμάτητα με τις επιπλήξεις του για την "απαίσια" παιδικήτου ηλικία. Η αλήθεια ήταν ότι αν δεν είχε τη φαεινή ιδέα να χρησιμοποιήσει τα παιδιά στιςλειτουργίες του. δεν θα είχαν ποτέ τους αυτά που είχαν σήμερα. Κανείς δεν μπορούσε ν’ αντισταθείστα δύο χαριτωμένα μικρά αγόρια, τα οποία, με τη χάρη του Θεού. είχαν αποκτήσει το χάρισμα ναθεραπεύουν ασθενείς και αναξιοπαθούντες. Συνδυάζοντας το χάρισμα αυτό και τη δική τουευφράδεια, ήταν ασυναγώνιστοι. Ήξερε ότι ο Ιδιος ήταν ακόμη ένας θρυλικός ιεροκήρυκας τηςΕλεύθερης Εκκλησίας και το απολάμβανε πολύ. Απολάμβανε επίσης το γεγονός ότι στη γλώσσα τουκόσμου ήταν ξακουστός με το παρατσούκλι «Ιεροκήρυκας».

Εκείνο όμως που τον εξέπληξε περισσότερο ήταν όταν είδε πώς απελπίστηκε ο Γιοχάνες μόλιςέμαθε ότι με την ενηλικίωση απώλεσε το χάρισμά του. Για τον Εφραίμ αυτό ήταν ένας απλός τρόποςνα σταματήσουν την απάτη, και για τον Γκάμπριελ ένα νέο που τον ανακούφισε πολύ. Αλλά οΓιοχάνες είχε λυπηθεί πραγματικά. Ο Εφραίμ πάντα είχε κατά νου να τους αποκαλύψει ότι τα πάνταήταν δική του επινόηση και ότι εκείνοι οι άνθρωποι που «Θεράπευαν» ήταν απολύτως υγιείς και ότιτους είχε δώσει μερικά

χρήματα για να συμμετάσχουν στο θέατρο. Όσο όμως περνούσαν τα χρόνια, είχε αρχίσει ν' αλλάζειγνώμη και να διστάζει να τους αποκαλύψει την αλήθεια. Ορισμένες φορές ο Γιοχάνες φαινόταν πολύευάλωτος. Γι' αυτό ο Εφραίμ ανησυχούσε τόσο για την εμπλοκή της αστυνομίας και τις ανακρίσεις.Ήταν πολύ πιο ευαίσθητος απ' όσο φαινόταν, και ο Εφραίμ δεν ήξερε πώς θα τον επηρέαζαν όλ'αυτά. Αυτός ήταν ο λόγος που είχε πάρει την απόφαση να κάνει μια βόλτα μέχρι το Βεστεργκόρντενκαι να περάσει λίγο την ώρα του μιλώντας με τον γιο του. Να δει αν θα κατάφερνε να χειριστεί όληαυτή την κατάσταση.

Ένα χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του Εφραίμ. Ο Γιάκομπ είχε επιστρέφει στο σπίτι από τονοσοκομείο μία εβδομάδα νωρίτερα και τώρα περνούσε πολλές ώρες στο δωμάτιο του Εφραίμ,Αγαπούσε τον εγγονό του. Του είχε σώσει τη ζωή, κάτι που τους έδενε για πάντα με έναν ιδιαίτεροδεσμό. Από την άλλη όμως, ο Εφραίμ δεν ήταν τόσο ευκολόπιστος όσο πίστευαν. Πιθανώς οΓκάμπριελ να πίστευε ότι ο Γιάκομπ ήταν δικός του γιος, αλλά ο ίδιος, ο Εφραίμ, είχε ήδηαντιληφθεί τι γινόταν όλον αυτό τον καιρό. Σίγουρα ο Γιάκομπ ήταν γιος του Γιοχάνες, κι αυτόφαινόταν όταν κοίταζε κατάματα τον Γιοχάνες. Τέλος πάντων, αυτό δεν ήταν κάτι με το οποίοσκόπευε ν' ασχοληθεί. Όμως, το παιδί αυτό ήταν η χαρά των γηρατειών του. Φυσικά, αγαπούσε τονΡόμπερτ και τον Στέφαν επίσης, αλλά εκείνοι ήταν ακόμη μικρά παιδιά. Αυτό που του άρεσεπερισσότερο στον Γιάκομπ ήταν πόσο έξυπνες ιδέες είχε

και κυρίως, το γεγονός ότι άκουγε με μεγάλη λαχτάρα τις ιστορίες του παππού του. Ο Γιάκομπλάτρευε ν’ ακούει ιστορίες για τότε που ο Γκάμπριελ και ο Γιοχάνες ήταν μικροί και ταξίδευανπαντού με τον πατέρα τους. "Ιστορίες θεραπείας" τις αποκαλούσε. «Παππού, πες τις ιστορίεςθεραπείας» έλεγε κάθε φορά που ανέβαινε στο δωμάτιό του να τον επισκεφτεί, και ο Εφραίμ δεν είχε

Page 302: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

καμία αντίρρηση να ξαναζήσει εκείνες τις εποχές. Διότι περνούσε χαλά. Και δεν θα έκανε κανένακακό στο παιδί αν υπερέβαλλε λίγο όταν αφηγούνταν τις ιστορίες του. Το είχε χάνει συνήθεια ναολοκληρώνει την αφήγησή του με μια δραματική, τεχνητή παύση και μετά να δείχνει με ένακοκαλιάρικο δάχτυλο το στήθος του Γιάκομπ και να λέει: «Κι εσύ, Γιάκομπ, έχεις αυτό το χάρισμαμέσα σου. Κάπου βαθιά εκεί μέσα υπάρχει και περιμένει να βγει». Το παιδί συνήθιζε να κάθεται σταπόδια του με μάτια και στόμα ορθάνοιχτα, και ο Εφραίμ χαιρόταν να βλέπει πόση γοητεία ασκούσανπάνω του όσα του εξιστορούσε.

Χτύπησε την πόρτα του σπιτιού. Καμιά απάντηση. Επικρατούσε απόλυτη ησυχία και μάλλον θαέλειπαν από το σπίτι τόσο η Σούλβεΐγκ όσο και τα παιδιά. Συνήθως τα παιδιά ακούγονταν σεαπόσταση πολλών χιλιομέτρων όταν ήταν εκεί. Ένας θόρυβος ακούστηκε από τον αχυρώνα, και οΕφραίμ πήγε εκεί για να ρίξει μια ματιά. Ο Γιοχάνες μαστόρευε κάτι στη θεριζοαλωνιστική μηχανήκαι δεν πήρε χαμπάρι τον Εφραίμ παρά μόνο όταν στάθηκε ακριβώς πίσω του. Τινάχτηκεξαφνιασμένος.

«Έπεσε δουλειά, βλέπω».

«Ναι, πάντα υπάρχει κάτι να κάνεις στο αγρόκτημα»

«Άκουσα ότι πήγες πάλι στην αστυνομία» είπε ο Εφραίμ, που είχε το συνήθειο να μπαίνει απευθείαςστο ψητό.

«Ναι» είπε κοφτά ο Γιοχάνες.

«Τι ήθελαν να σε ρωτήσουν αυτή τη φορά;»

«Ήταν κυρίως ερωτήσεις που αφορούσαν τη μαρτυρία του Γκάμπριελ, φυσικά». Ο Γιοχάνεςσυνέχισε να ασχολείται με τη θεριζοαλωνιστική μηχανή και δεν κοίταζε τον Εφραίμ.

«Ξέρεις ότι ο Γκάμπριελ δεν είχε την πρόθεση να σου κάνει κακό. έτσι δεν είναι;»

«Ναι, το ξέρω. Είναι αυτός που είναι. Αλλά το αποτέλεσμα δεν παύει να είναι το ίδιο».

«Αυτό είναι αλήθεια, δυστυχώς». Ο Εφραίμ στεκόταν στις φτέρνες και κουνιόταν μπρος πίσω,αβέβαιος για το πώς έπρεπε να συνεχίσει.

«Είναι ωραίο να βλέπεις τον νεαρό Γιάκομπ να στέκεται πάλι στα πόδια του, έτσι;» είπε, ανακτώνταςένα ουδέτερο θέμα για συζήτηση.

Ενα χαμόγελο έσκασε στα χείλη του Γιοχάνες. «Είναι υπέροχο. Είναι σαν να μην είχε αρρωστήσειποτέ». Σηκώθηκε και κοίταξε τον πατέρα του κατάματα. "Θα σου χρωστάω αιώνια ευγνωμοσύνη γι'αυτό που έκανες, πατέρα".

0 Εφραίμ απλώς έγνεψε και χάιδεψε το μουστάκι του. Ο Γιοχάνες συνέχισε δισταχτικά:

"Πατέρα, αν δεν είχες σώσει τον Γιάκομπ.... Πιστεύεις ότι...» δίστασε, αλλά μετά φάνηκε να τοπαίρνει απόφαση και μίλησε γρήγορα, σαν να μην ήθελε να προλάβει να το μετανιώσει.

Page 303: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

"Πιστεύεις ότι θα ανακτούσα ξανά το χάρισμα; Για να μπορέσω να γιατρέψω τον Γιάκομπ, εννοώ".

Η ερώτηση έχανε τον Εφραίμ να πισωπατήσει έκπληκτος. Αναστατώθηκε πολύ όταν αντιλήφθηκεπως είχε δημιουργήσει μεγαλύτερη ψευδαίσθηση από εκείνη που πραγματικά ήθελε. Η θλίψη και οιενοχές τού δημιούργησαν μια αμυντική σπίθα οργής και ξέσπασε μανιασμένος κατά του Γιοχάνες.

«Πόσο βλάκας είσαι τελικά, νεαρέ! Πίστευα ότι αργά ή γρήγορα θα ωρίμαζες αρκετά ώστε να δειςτην αλήθεια χωρίς να χρειαστεί να σου τη γράψω με κεφαλαία για να την καταλάβεις! Τίποτε απόαυτά δεν ήταν αλήθεια! Κανένας απ' όλους εκείνους που εσύ και ο Γκάμπριελ “θεραπεύσατε” δενήταν πραγματικά άρρωστος» σχημάτισε τα εισαγωγικά με τα δάχτυλά του στον αέρα, «Ήτανπληρωμένοι! Από εμένα!» Καθώς ούρλιαζε, μικρά σταγονίδια σάλιου πετάγονταν στον αέρα. Πάνωστο δευτερόλεπτο όμως αναρωτήθηκε τι ήταν αυτό που είχε κάνει. Ο Γιοχάνες είχε ασπρίσει.Παραπατούσε μπρος πίσω σαν μεθυσμένος, και για μια στιγμή ο Εφραίμ πίστεψε πως ο γιος του θαπάθαινε αποπληξία. Μετά ο Γιοχάνες ψιθύρισε τόσο αδύναμα που με δυσκολία ακουγόταν:

«Τότε σκότωσα εκείνες τις κοπέλες για το τίποτα».

Όλη η αγωνία, όλες οι ενοχές, όλες οι τύψης εξερράγησαν μεμιάς μέσα στον Εφραίμ και τοντράβηξαν σε μια σκοτεινή, κατάμαυρη τρύπα μέσα στην οποία ένιωσε απλώς την ανάγκη ναξεφορτωθεί όλο τον πόνο που είχε δημιουργήσει η

αποκάλυψη της αλήθειας στον γιο του. Η γροθιά του εκτοξεύτηκε και βρήκε τον Γιοχάνες στοσαγόνι με απίστευτη δύναμη. Σε αργή κίνηση, είδε πώς ο Γιοχάνες, με μια έκφραση έκπληξης, έπεσεπρος τα πίσω, πάνω στο οχληρό μέταλλο της θεριζοαλωνιστικής μηχανής. Ένας υπόκωφος κρότοςαντήχησε στον αχυρώνα όταν το πίσω μέρος του κεφαλιού του Γιοχάνες χτύπησε με δύναμη πάνωστη οχληρή επιφάνεια. Ο Εφραίμ στάθηκε κατατρομαγμένος και κοίταξε τον Γιοχάνες που κείτοντανάψυχος στο έδαφος. Γονάτισε και προσπάθησε απεγνωσμένα να βρει τον σφυγμό του. Τίποτα.Έβαλε το αυτί στο στόμα του γιου του ελπίζοντας ν’ ακούσει έστω και τον παραμικρό ήχο μιαςανάσας. Πάλι τίποτα. Σιγά σιγά άρχισε ν’ αντιλαμβάνεται ότι ο Γιοχάνες ήταν νεκρός. Τον είχεσκοτώσει ο ίδιος του ο πατέρας.

Το πρώτο που σκέφτηκε ενστικτωδώς ήταν να τρέξει και να τηλεφωνήσει για βοήθεια. Μετά όμωςκυριάρχησε το ένστικτο της επιβίωσης. Κι αν ο Εφραίμ Χουλτ γνώριζε κάτι καλά, αυτό ήταν ηεπιβίωση. Αν καλούσε βοήθεια. θα ήταν αναγκασμένος να εξηγήσει γιατί χτύπησε τον Γιοχάνες, κιαυτό δεν έπρεπε να αποκαλυφθεί με τίποτα. Οι κοπέλες ήταν νεκρές, το ίδιο και ο Γιοχάνες. Κατάκάποιον βιβλικό τρόπο είχε αποδοθεί δικαιοσύνη. Ο ίδιος δεν είχε καμία διάθεση να περάσει τιςτελευταίες μέρες του στη φυλακή. Αρκετή τιμωρία ήταν να ζήσει την υπόλοιπη ζωή του γνωρίζονταςότι είχε σκοτώσει τον Γιοχάνες. Άρχισε να προετοιμάζεται αποφασιστικά για να αποκρύψει τοέγκλημά του. Δόξα τω Θεώ, είχε ακόμη κάποιους που του χρωστούσαν μερικές χάρες.

Ο Γιάκομπ ένιωθε ότι του άρεσε η ζωή που έκανε. Οι γιατροί τού είχαν δώσει το πολύ μισό χρόνοζωής και τουλάχιστον τον άφησαν να περάσει αυτούς τους μήνες με την ησυχία του. Του έλειπαν,βέβαια, η Μαρίτα και τα παιδιά, αλλά τους επίτρεπαν να έρχονται να τον βλέπουν μία φορά τηνεβδομάδα. Τις υπόλοιπες μέρες ης περνούσε με προσευχή. Είχε ήδη συγχωρέσει τον θεό που τονείχε εγκαταλείψει την τελευταία στιγμή. Ακόμα και ο Ιησούς είχε σταθεί στ ον κήπο της Γεσθημανήςκαι είχε φωνάξει προς τους Ουρανούς ρωτώντας τον πατέρα Του γιατί τον είχε εγκαταλείψει μόλις

Page 304: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

ένα βράδυ πριν ο θεός θυσιάσει τον μοναδικό Γιο Του. Εφόσον μπορούσε να συγχωρέσει ο Ιησούς,μπορούσε και ο Γιάκομπ.

0 κήπος του νοσοκομείου ήταν το μέρος όπου περνούσε τον περισσότερο χρόνο του. Ήξερε ότι οιάλλοι έγκλειστοι τον απέφευγαν, Όλοι τους ήταν καταδικασμένοι για κάτι, οι περισσότεροι γιαφόνο, αλλά για κάποιο λόγο οι άλλοι πίστευαν πως αυτός ήταν ο επικίνδυνος. Δεν καταλάβαιναν.Δεν είχε απολαύσει τις δολοφονίες των κοριτσιών και δεν το είχε κάνει για τον εαυτό του. Το έκανεγιατί ήταν το καθήκον του. Ο Εφραίμ τού είχε εξηγήσει ότι αυτός, όπως και ο Γιοχάνες, ήτανιδιαίτεροι. Εκλεκτοί. Ήταν υποχρέωσή του να διαφυλάξει την κληρονομιά και να μην αφήσει τονεαυτό του να λιώσει από μια αρρώστια η οποία προσπαθούσε επίμονα να τον αφανίσει.

Δεν θα παραδινόταν έτσι. Δεν μπορούσε να παραδοθεί. Τις τελευταίες εβδομάδες είχε καταλάβειπως ο τρόπος με τον οποίο είχαν κινηθεί αυτός και ο Γιοχάνες ήταν ίσως λανθασμένος. Είχανπροσπαθήσει να βρουν έναν πρακτικό τρόπο για ν’ ανακτήσουν το χάρισμα, αλλά ίσως να μην ήταναυτός ο ενδεδειγμένος. Ισως να έπρεπε ν' αρχίσουν ψάχνοντας μέσα τους.

Οι προσευχές και η ηρεμία εδώ τον είχαν βοηθήσει να επικεντρωθεί στις αναζητήσεις του. Σταδιακάγινόταν όλο και καλύτερος στην προσέγγιση εκείνης της κατάστασης διαλογισμού μέσω της οποίαςένιωθε ότι πλησίαζε περισσότερο στο αρχικό σχέδιο του Θεού. Ένιωθε την ενέργεια να τονπλημμυρίζει. Σε αυτές τις περιπτώσεις όλο το κορμί του έσφυζε από ενέργεια. Σύντομα θαμπορούσε ν' αρχίσει να δρέπει τους καρπούς της νεοανακαλυφθείσας γνώσης του. Βέβαια,στενοχωριόταν πολύ περισσότερο για τις ζωές που είχαν χαθεί ανώφελα, αλλά γινόταν πόλεμοςανάμεσα στο Καλό και το Κακό. και υπό αυτό το πρίσμα οι κοπέλες ήταν τα αναπόφευκτα θύματα.

0 απογευματινός ήλιος τον ζέσταινε εκεί που καθόταν στο παγκάκι του πάρκου. Η σημερινήπροσευχή του ήταν ιδιαίτερα δυναμική, και ένιωσε σαν να ακτινοβολούσε κι αυτός μαζί με τον ήλιο.Όταν κοίταξε το χέρι του, είδε μια λεπτή δέσμη φωτός γύρω από αυτό. Ο Γιάκομπ χαμογέλασε. Είχεαρχίσει.

Δίπλα στο παγκάκι είχε δει ένα περιστέρι. Ήταν πεσμένο στο έδαφος, και η φύση είχε αρχίσει ήδη νατο ανακτά και να το μετατρέπει σιγά σιγά σε χώμα. Κοκαλωμένο και βρόμικο, κείτονταν στοέδαφος. Τα μάτια του είχαν ήδη καλυφθεί από εκείνη τη λευκή νεκρική μεμβράνη. Γεμάτος ένταση,έσκυψε πάνω του και το κοίταξε προσεχτικά. Ήταν ένα σημάδι.

Σηκώθηκε από το παγκάκι και κάθισε ανακούρκουδα δίπλα στο περιστέρι. Το παρατήρησε μετρυφερότητα. Τώρα το χέρι του έλαμπε σαν να είχαν πάρει φωτιά οι αρθρώσεις του. Τρέμοντας,πλησίασε τον δείκτη του δεξιού χεριού του στο περιστέρι και το ακούμπησε απαλά στο ανάκατοφτέρωμά του. Δεν συνέβη τίποτα. Η απογοήτευση απειλούσε να τον τυλίξει ξανά, αλλά πίεσε τονεαυτό του να παραμείνει σ’ εκείνο το μέρος που τον πήγαιναν οι προσευχές του. Λίγο μετά τοπεριστέρι σκίρτησε. II επόμενη κίνηση ήταν ένα τράνταγμα στο ένα από τα κοκαλωμένο πόδια του.Μετά έγιναν όλα μεμιάς. Το φτέρωμά του απέκτησε την πρότερη λάμψη του, η λευκή

μεμβράνη από τα μάτια του εξαφανίστηκε, το περιστέρι σηκώθηκε, στάθηκε στα πόδια του και μεένα δυνατό τίναγμα των φτερών του ανέβηκε ψηλά στον ουρανό. Ο Γιάκομπ χαμογέλασεικανοποιημένος.

Page 305: ο Ιεροκηρυκασ - Camilla Lackberg

Πίσω από ένα παράθυρο που έβλεπε προς τον κήπο στεκόταν ο γιατρός Στιγκ Χόλμπραντ καικοίταζε τον Γιάκομπ, παρέα με τον Φρέντρικ Νιντίν, έναν ειδικευόμενο γιατρό που έκανε μέρος τηςπρακτικής του στην ψυχιοτροδικαστική

«Αυτός εκεί είναι ο Γιάκομπ Χουλτ, Θεωρείται κάπως ειδική περίπτωση εδώ. Βασάνισε δύο κοπέλεςγια να μπορέσει κατόπιν να τις θεραπεύσει. Υπέκυψαν στα τραύματά τους, και τώρα είναικαταδικασμένος για φόνο. Όμως, δεν πέρασε την ψυχιατρική εξέταση και εκτός από αυτό έχει ένανόγκο στον εγκέφαλο που δεν είναι εγχειρήσιμος».

«Πόση ζωή έχει ακόμα;» ρώτησε ο ειδικευόμενος. Αντιλαμβανόταν την τραγικότητα τηςκατάστασης, αλλά ταυτόχρονα δεν μπορούσε να μην παραδεχτεί ότι τον ενδιέφερε πολύ.

«Έξι μήνες περίπου. Υποστηρίζει ότι θα μπορέσει να θεραπεύσει ο ίδιος τον εαυτό του και περνάειτο μεγαλύτερο μέρος της μέρας με διαλογισμό. Τον αφήνουμε να το κάνει. Αλλωστε, δεν ενοχλείκανέναν».

«Μα τι κάνει τώρα εκεί;»

«Βέβαια, όλ' αυτά που σου είπα δεν σημαίνουν ότι δεν συμπεριφέρεται περίεργα μερικές φορές». Οδόκτορας Χόλμπραντ έριξε ένα βλέμμα έξω από το παράθυρο και έφερε το χέρι πάνω οπό τα μάτιατου για να δει καλύτερα. «Νομίζω πως στέκεται και πετάει ένα ψόφιο περιστέρι στον αέρα.Τουλάχιστον, αυτό το φτωχό πλάσμα είναι ήδη νεκρό» είπε ξερά.

Προχώρησαν στον επόμενο ασθενή.