Top Banner
ΔΥΟ ΓΙΟΥΣ ΕΙΧΕΣ, ΜΑΝΟΥΛΑ ΜΟΥ!
16

ΙΟΥΣ ΕΙΧΕΣ,external.webstorage.gr/images/Books-PDF/9789603645825.pdf · 91 0251 67283 4 91 4 4 3 1 47 — Τι ακριβώς σκέφτεσαι να κάνεις; — Σίριαλ!

Jul 12, 2020

Download

Documents

dariahiddleston
Welcome message from author
This document is posted to help you gain knowledge. Please leave a comment to let me know what you think about it! Share it to your friends and learn new things together.
Transcript
Page 1: ΙΟΥΣ ΕΙΧΕΣ,external.webstorage.gr/images/Books-PDF/9789603645825.pdf · 91 0251 67283 4 91 4 4 3 1 47 — Τι ακριβώς σκέφτεσαι να κάνεις; — Σίριαλ!

ΔΥΟ ΓΙΟΥΣΕΙΧΕΣ,

ΜΑΝΟΥΛΑ ΜΟΥ!

Page 2: ΙΟΥΣ ΕΙΧΕΣ,external.webstorage.gr/images/Books-PDF/9789603645825.pdf · 91 0251 67283 4 91 4 4 3 1 47 — Τι ακριβώς σκέφτεσαι να κάνεις; — Σίριαλ!

37

Κεφάλαιο 3

Κάιν και Άβελ: Η Ψυχούλα και ο Ψυχάκιας

ό Θεός λέει στον αδάμ και την εύα να μη φάνε τον καρπό από το δέντρο της γνώσης. αν αυτός ήταν ο μόνος

τρόπος για να κατανοήσουν τη διαφορά ανάμεσα στο καλό και το κακό, πώς θα μπορούσαν να ξέρουν αΠό

Πριν πως αυτό είναι κακό και να μη φάνε το μήλο;

Laurie Lynn

Η αμαρτία είναι σαν το προφιτερόλ. αν δεν μπο-ρείς να αντισταθείς, απόλαυσέ την!

Κι αυτό αποφάσισαν να κάνουν ο αδάμ και η εύα. Το πρόβλημα όμως είναι πως –ακόμα και τότε– η γυναίκα δεν «έπεφτε» τσακ μπαμ. με το που κατάπι-νε το μήλο, δεν ήταν «ανοίξαμε και σας περιμένουμε». Ήθελε μια εισαγωγή, ένα απεριτίφ, ένα προκαταρκτι-κό, βρε αδελφέ.

— Θέλεις να πάμε για ένα παπάγια ον δι ροξ; τη ρώ-τησε ο αδάμ που την έβλεπε πλέον με άλλο μάτι (με το αριστερό συγκεκριμένα).

Ήθελε. Κλείσανε το ραντεβού, αλλά η εύα έπαθε πανικό.

ΔΥΟ ΓΙΟΥΣ

Page 3: ΙΟΥΣ ΕΙΧΕΣ,external.webstorage.gr/images/Books-PDF/9789603645825.pdf · 91 0251 67283 4 91 4 4 3 1 47 — Τι ακριβώς σκέφτεσαι να κάνεις; — Σίριαλ!

ελενα ακριτα

38

— Δεν έχω τι να φορέσω.Όντως. Ήταν η μοναδική γυναίκα στην ιστορία της

ανθρωπότητας που όταν έλεγε «δεν έχω τι να φορέ-σω», εννοούσε πραγματικά «δεν έχω τι να φορέσω». με ένα φύλλο συκής την έβγαζε χειμώνα καλοκαίρι.

Θα μου πεις, άμα έχει γούστο η γυναίκα γίνεται φι-γουρίνι με το τίποτα. Έριξε πάνω της μια ζωντανή αλε-πού, σαν ετόλ ένα πράμα. Έβαλε κάτι παπαρούνες στα μαλλιά (οπιούχες για κάθε ενδεχόμενο). Παράχωσε και κάτι μπαμπάκια στο στήθος για να δείχνει πιο πλούσιο το μπούστο. Κοτσάρισε στο μαλλί ένα σκαντζόχοιρο για να κάνει καρφάκια.

Και πήγανε στο ραντεβού. Και ήπιανε την παπάγια. μονορούφι. μια παπάγια.

Δυο, τρεις, τέσσερις... ε, από παπάγια σε παπάρια, ένα σύμφωνο δρόμος

– αν εννοείτε τι εννοώ. Όπως εννόησε και η εύα. Διό-τι ο αδάμ τής έδωσε και εννόησε. με εννοήσατε;

Διαφημίσεις εδώ και απαραίτητη η γονική συναίνεση.

Για όσους φίλους άνοιξαν τώρα τους δέκτες τους, σε γενικές γραμμές:

• ό Θεός έπλασε τον κόσμο.• ό Θεός έκανε τον αδάμ. • απ’ τον αδάμ βγήκε η εύα.• ό όφις της έδωσε το μήλο. • Η εύα έφαγε το μήλο. • Η εύα πήγε στον αδάμ.

Page 4: ΙΟΥΣ ΕΙΧΕΣ,external.webstorage.gr/images/Books-PDF/9789603645825.pdf · 91 0251 67283 4 91 4 4 3 1 47 — Τι ακριβώς σκέφτεσαι να κάνεις; — Σίριαλ!

το μηλο βγηκε απ' τον παραδεισο

39

• αδάμ, να ένα μήλο.• Λόλα, πάρε ένα τόπι!• αδάμ και εύα, πάρτε τον πούλο!

Περνάει λίγος καιρός, ο αδάμ αν και ηλίθιος, προβλη-ματίζεται:

— εύα, κομμένες οι τουλούμπες.— Λες;— Έχεις κάνει μια κοιλιά υπερπαραγωγή.— χώρια που με πονάει.— Κάτι σε πείραξε. Θυμάσαι τι έφαγες...; εγώ τι

έφαγα... Κάτσε να δεις... τη φάβα την παντρεμένη χτες τη βράσαμε;

ό πάνυβλαξ φιλοσοφούσε, η άλλη σφάδαζε – και ξαφνικά, ΤΣόΥΠ, βγαίνει από μέσα της ένα «Κάτι».

— αυτό πάλι τι είναι; απόρησε ο αδάμ. — Ένα πράμα. Σαν εμάς στο πιο τσουρούτικο!— Και τι το κάνουμε;— μεγαλύτερο ίσως;;;— από πού λειτουργεί;— Κάπου θα έχει ον οφ...— Βρήκες το κουμπί του; — Δεν υπάρχει κουμπί.— ρε συ. είσαι να το φάμε;— Έτσι σενιάν;— Έχεις φάει ομφάλιο στα κάρβουνα; — νόστιμο;— Γαμάτο!Η εύα ήταν πιο προσεχτική.

Page 5: ΙΟΥΣ ΕΙΧΕΣ,external.webstorage.gr/images/Books-PDF/9789603645825.pdf · 91 0251 67283 4 91 4 4 3 1 47 — Τι ακριβώς σκέφτεσαι να κάνεις; — Σίριαλ!

ελενα ακριτα

40

— εγώ δεν αναλαμβάνω ευθύνη. μας έχει που μας έχει ο Άλλος στην μπούκα. Καλύτερα βούτα παπάρα στη χωριάτικη, έτσι για τη λιγούρα.

Στο μεταξύ, το βρέφος καθόταν σε μια γωνιά κι έκλαιγε. Παραπεταμένο, ορφανό και καταφρονεμέ-νο. Ήταν τόσο μικρούλι, νοστιμούλι, αβοηθητούλι που κάτι σκίρτησε μέσα στην εύα.

— μου ’ρχεται, μου ’ρχεται!— Το μητρικό ένστικτο;— Όχι, σαν αναγούλα!μετά, την έπιασε ένα συναίσθημα αναρχοαυτόνομο

με βολάν στο τελείωμα.— Δηλαδή, τώρα εμείς θα καθόμαστε να το ανατρέ-

φουμε, να το κάνουμε χρήσιμο πολίτη και τέτοια;— αφού δεν μ’ αφήνεις να το φάω...— εγώ μόνη μου, χωρίς οικιακή βοηθό, μη με υπολο-

γίζεις! Τα καλύτερά μου χρόνια έφαγα μαζί σου...Και το παράτησε στην τύχη του! Το εισέπραττε τώρα όλο αυτό το φτύσιμο, το μωρό.

Και το ’πιασε μια κακία. (Διότι σου λέει, στο πρώτο 5λε-πτο της ζωής μας διαμορφώνεται ο χαρακτήρας.)

Κι έγινε το μανάρι μου ένα σκατό και μισό. απ’ αυτά που δένουν κονσέρβες στην ουρά της γάτας. Που βα-σανίζουν μυρμήγκια, που ζουλάνε πεταλούδες και κλο-τσάνε μοσχομπίζελα.

Κι η βλαχάρα να γκρινιάζει:— Που ήμανε κυρά και μ’ έκανες δουλάρα. Που

ήμανε μπουμπούκι και με γκαγκάνιασες. Που περπά-ταγα και τρίζανε τα πεζοδρόμια. Που στραβώθηκα και σε πήρα. Που με θέλανε τυρέμποροι, καπνέμποροι,

Page 6: ΙΟΥΣ ΕΙΧΕΣ,external.webstorage.gr/images/Books-PDF/9789603645825.pdf · 91 0251 67283 4 91 4 4 3 1 47 — Τι ακριβώς σκέφτεσαι να κάνεις; — Σίριαλ!

το μηλο βγηκε απ' τον παραδεισο

41

σωματέμποροι. Που κλότσησα τύχες! Τύχες κάιν και κάιν.

μιλούσε λίγο βλάχικα, βλέπεις. Το «καν» το ’λεγε «κάιν». Κάθε τρεις και λίγο, κάιν και κάιν – συνήθι-σε πια το μικρό και με το που άκουγε «κάιν», γύρναγε. Και του ’μεινε το όνομα. Κάιν.

Περνάει λίγος καιρός, ξαναπιάνει ο αδάμ την εύα.— Κατάλαβες τώρα πώς αναπαραγόμεθα ως είδος;— Έχω κάτι ψιλοαπορίες!— Έλα να σ’ τις εξηγήσω λίγο. Και της εξήγησε. Λίγο. Και μετά, περισσότερο. Και

ξανάγινε η κοιλιά της εύας η χαρά της τουλούμπας. Όμως, αυτή τη φορά είχανε πάρει το κολάι και την εί-δανε πιο φιλοσοφημένα. είχανε και τα ζιπούνια του πρώτου, σου λέει θα τα βολέψουμε. Η δε εύα άρχισε τις αηδίες:

— εγώ θέλω κοριτσάκι, να τα κάνουμε ζευγαράκι!

Διότι, εκείνη την εποχή, μόνο αγόρι με κορίτσι κάνανε ζευγαρά-κι. Μην κοιτάς τώρα που υπάρχουν κι άλλες βερσιόν. Αγόρι με αγόρι, κορίτσι με κορίτσι, αγόρι με πεκινουά, κορίτσι με τάπερ, αγόρι με ράπερ, κορίτσι με το κορδελάκι. Χώρια που τώρα με το ίντερνετ, οι περισσότεροι κάνουν σόλο καριέρα!

αλλά ατύχησαν. Δεύτερο αρσενικό. ό Άβελ. Το οποίο τους βγήκε είτε πολύ αξιαγάπητο είτε πολύ καραγλει-φτρόνι. Τα πήγαινε με όλους καλά. όι γονείς το λά-τρευαν, ο αδελφός το ζήλευε. Και το μισούσε. Και το έβριζε. Και το έδερνε. Και το ζούπαγε. Και του έχωνε μπατονέτες στ’ αυτιά.

Page 7: ΙΟΥΣ ΕΙΧΕΣ,external.webstorage.gr/images/Books-PDF/9789603645825.pdf · 91 0251 67283 4 91 4 4 3 1 47 — Τι ακριβώς σκέφτεσαι να κάνεις; — Σίριαλ!

ελενα ακριτα

42

Κι έτσι περάσανε τα χρόνια... Κι έτσι μεγάλωσαν τα δυο παιδιά. Το ένα κακοποιημένο, το άλλο κακό σκέ-τα: ο ψυχάκιας κι η ψυχούλα. Η οποία ψυχούλα έγινε ψυχάρα!

Πράγμα πολύ σπαστικό, εδώ που τα λέμε. μπες λίγο και στη θέση του άλλου. να ζεις μέρα νύχτα με ένα μαλά-κα που μιλάει σαν μεξικάνικο σαπούνι υποτιτλισμένο:

— Σε συγχωρώ, καλέ μου αδελφέ. ό Θεός μαζί σου, αγαπημένε Κάιν. Τα καλύτερα σας εύχομαι. Κι εσείς ό,τι ποθείτε. Γερός να ’στε κι ό,τι να ’στε. Σ’ αυτό το σπίτι που ’ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει. Τι είναι ο άν-θρωπος, ένα τίποτα. Τούτη η γη που την πατούμε...

— ΣΚαΣεεεεεε! Θα Σε ΣΚόΤΩΣΩΩΩΩΩΩ!

(Το κρατάμε αυτό. Γιατί τα ’λεγε ο Κάιν, δεν είναι να πεις ότι δεν τα ’λεγε:«Εγώ, μια μέρα, αυτό το μικρό θα το καθαρίσω!»)

μεγαλώσανε, που λες, και γίνανε κοτζάμ παλικάρια. Σημειωτέον δε ότι, εκείνη την εποχή, δεν υπήρχαν σχολεία, φροντιστήρια, ιδιαίτερα. όύτε το τετρά-γωνο της υποτείνουσας ισούται με το άθροισμα της πωςτηλένε. όύτε ποιος έλαβε μέρος στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. όύτε εγώ κοιτούσα τη Γιαδικιάρο-γλου που κοιτούσε την Πετροπούλου που κοιτούσε την Πετροβασίλη.

Τίποτ’ απ’ όλα αυτά. Κι έτσι, ο μπαμπάς αδάμ κάθι-σε και σκέφτηκε – εξαντλώντας το μηδενικό αποθεμα-τικό του εγκεφάλου του:

— εύα, αυτά τα παιδιά κάτι πρέπει να κάνουνε στη ζωή τους!

Page 8: ΙΟΥΣ ΕΙΧΕΣ,external.webstorage.gr/images/Books-PDF/9789603645825.pdf · 91 0251 67283 4 91 4 4 3 1 47 — Τι ακριβώς σκέφτεσαι να κάνεις; — Σίριαλ!

το μηλο βγηκε απ' τον παραδεισο

43

— εμένα μη με ανακατεύεις, όλα απ’ τα χέρια μου περνάνε, που ήμανε ανθός βρε και με κατάντησες πα-τάκι της μπανιέρας... ΚαααΪν, ΠόΥ ΠαΣ, μΠόΥΦαν να ΠαρειΣ!

μπαίνει στη μέση ο Άβελ.— αγαπημένοι μου γονείς (μπλιάχ!) που κάνατε

τόσες θυσίες για μας (μπλιάχ!) εγώ βρήκα τι θέλω να κάνω.

Η εύα σταμάτησε να ξεδιπλώνει το βετέξ.— Τι;— Θα γίνω βοσκός;— Γιδό;— Στη χειρότερη περίπτωση. — Το δικό μου παιδί; Σ’ ε πα ποσίμπλ, τι θα πει ο

κόσμος;— Ποιος κόσμος; Κι ακριβώς επειδή δεν υπήρχε κόσμος, δεν ήταν και

κορεσμένος ο κλάδος των γιδοβοσκών. όπότε ο Άβελ:• πήρε φλογέρα • πήρε βελέντζα • πήρε από ένα νιγηριανό ένα πειρατικό σιντί, το

«Τσοπανάκος ήμουνα, προβατάκια φύλαγα, μα δεν φύλαγα πολλά, καμιά τετρακοσαριά».

• πήρε τα μάτια του• πήρε τα βουνά. Κι ανέβηκε ψηλά στο χιονοδρομικό μαζί με τα άλλα

νεόπλουτα γίδια για να τα βοσκήσει. ό Κάιν γενικώς βαριότανε τους επαγγελματικούς

προσανατολισμούς. Άλλωστε δυο κλάδοι όλοι κι όλοι

Page 9: ΙΟΥΣ ΕΙΧΕΣ,external.webstorage.gr/images/Books-PDF/9789603645825.pdf · 91 0251 67283 4 91 4 4 3 1 47 — Τι ακριβώς σκέφτεσαι να κάνεις; — Σίριαλ!

ελενα ακριτα

44

σέρνονταν στην πιάτσα: βοσκοί και γεωργοί. Βοσκός έγινε το άλλο βλαμμένο, ο γεωργός περίσσεψε, οπότε το αποφάσισε:

— Γεωργός θα γίνω!— μπουφάν να πάρεις!Πρέπει να πούμε πως, εκείνη την εποχή, τα πράγμα-

τα ήταν πιο μίνιμαλ. Δεν υπήρχαν φόροι αλληλεγγύης και τεκμήρια κι έκτακτες εισφορές και χαράτσια και προστατευόμενα μέλη.

Υπήρχαν μόνο χουρμάδες. Και νυφίτσες. μοιραία, λοιπόν, το φορολογικό σύστημα ήταν απλό: Για να δώ-σεις το κατιτίς σου στον Θεό δεν θυσιαζόσουνα εσύ. Θυσίαζες κάτι άλλο.

Συγκεκριμένα, έπαιρνες ένα αγνό παρθένο αρνί. Το οποίο αγνό παρθένο αρνί συνήθως δεν ήθελε.

— Άσε καλύτερα, σήμερα πνίγομαι, έχω να στρώσω χαλιά, να πάω τη μικρή μπαλέτο, θα ’ρθει κι ο υδραυλι-κός για το καζανάκι, χαμός. από Δευτέρα οπωσδήποτε!

Βέβαια, το αρνί δεν τα έλεγε και ακριβώς έτσι. Ψέλ-λιζε κάτι «μπεεε μπεεε μπεεε». όπότε ο βοσκός δεν είχε ούτε συναισθηματικό δέσιμο ούτε κώδικα επικοι-νωνίας με το ζωντανό. Κοινώς, το είχε χεσμένο.

Καλός, χρυσός και άγιος ο Άβελ, αλλά όσον αφορά ακτιβισμούς για τα δικαιώματα των ζώων, ήταν πολύ κτηνάρα. Σου ’παιρνε το αρνί και χραπ σ’ το ’σφαζε στο γόνατο με μια μαχαιριά.

Και μετά, το πήγαινε στον Θεό για θυσία.— Τι ΚαΛα εχόΥμε ΣΗμερα; ρωτούσε ο Θεός.— αρνί λεμονάτο!— μΗ μόΥ ΠεΣει ΒαρΥ;

Page 10: ΙΟΥΣ ΕΙΧΕΣ,external.webstorage.gr/images/Books-PDF/9789603645825.pdf · 91 0251 67283 4 91 4 4 3 1 47 — Τι ακριβώς σκέφτεσαι να κάνεις; — Σίριαλ!

το μηλο βγηκε απ' τον παραδεισο

45

— Στο κεφάλι θα σ’ το ρίξω; — ΗΛιΘιό ΒΓΗΚε αΥΤό Τό ΠαιΔι, ΦΤΥΣΤό ό ΠαΤε-

ραΣ ΤόΥ!Σε γενικές γραμμές, πάντως, ο Θεός την έκανε με το

αρνί ταράτσα κι ευλογούσε τον Άβελ που τον είχε φλο-μώσει στο γλείψιμο.

ό Άβελ, ως βοσκός, είχε πρόβατα, είχε γίδια, τραγιά, τα κέρατά του τα τράγια. ό φουκαράς ο Κάιν, γεωργός άνθρωπος, πώς να κάνει μια θυσία της προκοπής; με ποιες πρώτες ύλες, με ποια υλικά; με βλήτα, ραδίκια, καλαμπόκια, κύριε μαμαλάκη μου;

— ΠαΛι ΠόΠ Κόρν; ειναι ΤΩρα αΥΤΗ ΣόΒαρΗ ΘΥΣια; νευρίαζε ο Ύψιστος.

— Τι να σου φέρω γεωργός άνθρωπος, Θεούλη μου; Το Manolo Blahnik το 12ποντο;

Κι όλο και θέριευε το μίσος του για τον αδελφό του. Κι όταν δεν τον έβλεπε κανένας, όλο κι ακόνιζε το σετ μαχαίρια απ’ το τελεμάρκετινγκ.

Ένα βράδυ, κλασικά, ήταν όλοι σπίτι. όι άντρες κλα-σικά με τις πιτζάμες. Η εύα κλασικά ένα μπουμπούκι που την καταντήσανε δουλάρα.

Και χτυπάει το κουδούνι. ό Άβελ πάει να δει απ’ τη θυροτηλεόραση.

— Ποιος είναι;— Κάτι μακρουλό, λέει ο Άβελ. — μια φλάντζα είχες, την έκαψες κι αυτή, τον αγριο-

κοιτάζει ο Κάιν.— Γιατί μου μιλάς με μικροψυχία, πολυαγαπημένε

αδελφέ;— μην τον ακούω το μαλάκα, να σηκωθώ να φύγω!

Page 11: ΙΟΥΣ ΕΙΧΕΣ,external.webstorage.gr/images/Books-PDF/9789603645825.pdf · 91 0251 67283 4 91 4 4 3 1 47 — Τι ακριβώς σκέφτεσαι να κάνεις; — Σίριαλ!

ελενα ακριτα

46

— μπουφάν να πάρεις! είπε η εύα.ό αδάμ σηκώθηκε.— Τι έγινε, έξω θα τον αφήσουμε τον ξένο άνθρωπο;— Το μακρουλό το πράμα; μόνο άνθρωπο δεν το

λες, επισήμανε ο Άβελ. Πάει ο αδάμ στο θυροτηλέφωνο.— Ποιος είστε, κύριε;— Όφις.— Όφις λέει. Tινάχτηκε σαν ελατήριο ο Κάιν.— αν είναι το όffice 2013 ενδιαφέρομαι, το όffice 7

μιλάμε, σέρνεται!Το όffice, ο Όφις, τέλος πάντων κάποτε συνεννο-

ηθήκανε. Του ανοίξανε, μπήκε, πήγε στο μπάνιο να φρεσκαριστεί. να ρίξει νερό στη μούρη του. να κα-τουρήσει. να αλλάξει ένα πουκάμισο αδειανό και μιαν ελένη...

Τελικά, συνήλθε, πήρε μια ανάσα και τους εξήγησε:— ατύχησα! με εξόρισε ο μη-Λέμε-όνόματα από

την εδέμ! με πέταξε στους πέντε δρόμους. αλλά δεν θα τον αφήσω έτσι. Θα τον εκδικηθώ...

— μπουφάν να πάρεις!— Θα βγάλω τα άπλυτά του στη φόρα. Θα τον κρά-

ξω, θα τον κάνω βούκινο. μας το παίζει καλός καγα-θός, αλλά μόνο εμείς ξέρουμε τι φίδι κολοβό είναι.

— Κολοβό είστε; πετάχτηκε ο Άβελ.ό Κάιν άφρισε.— Δεν τον αντέχω αυτόν, θα πάρω τα βουνά.— μπουφάν να πάρεις! ό αδάμ μπήκε στη μέση.

Page 12: ΙΟΥΣ ΕΙΧΕΣ,external.webstorage.gr/images/Books-PDF/9789603645825.pdf · 91 0251 67283 4 91 4 4 3 1 47 — Τι ακριβώς σκέφτεσαι να κάνεις; — Σίριαλ!

το μηλο βγηκε απ' τον παραδεισο

47

— Τι ακριβώς σκέφτεσαι να κάνεις;— Σίριαλ! Και θα φανερώσω όλα τα μυστικά που

κρύβει στην εδέμ.— Ωραία ιδέα, ρε συ. Και το σίριαλ πώς θα το λέμε;— Τα μυστικά της εδέμ. ό Κάιν ήταν πιο πραγματιστής.— Άντε και το γυρίζουμε. Ποιος θα ’ρθει να το δει;

Το φιλοθεάμον κοινό είναι ζώα.— Πώς μιλάς έτσι υποτιμητικά για το φιλοθεάμον

κοινό, αδελφέ μου; είπε ο Άβελ. — Δεν με κατάλαβες, είναι όνΤΩΣ ζώα. Άνθρωποι εί-

μαστε μόνο εμείς οι τέσσερις ακόμα στον πλανήτη. Σε ποιον απευθυνόμαστε;

— Στον μέσο χιμπατζή, αν ρίξουμε λίγο το επίπεδο, πρότεινε ο Όφις.

χάρηκε ο αδάμ.— Ωραία, εγώ που είμαι ο αδάμ θα παίξω τον αδάμ. ό Όφις τον έπιασε μαλακά από τον ώμο.— Κοίτα να δεις, εδώ υπάρχει ένα πρόβλημα

μεγάλο... — Κι εσύ μιλάς για κάτι πράγματα μικρά;— αδάμ, δεν θέλω να σε πικράνω. Γνωρίζεις τα αι-

σθήματά μου για σένα. εμείς οι δυο έχουμε φάει ψωμί και μήλο μαζί. αλλά πώς θα περάσεις για ζεν πρεμιέ; είσαι ήδη 396 χρονών.

(Το 396 δεν είναι πλάκα. Η Παλαιά Διαθήκη αναφέρει ότι ο Πρωτόπλαστος πέθανε σε ηλικία 930 χρονών το τέρας. Ίσα που πήγανε να του ευχηθούνε «να τα χιλιάσεις» την πάτησε στο τσακ: μόλις για 70 χρόνια.)

Page 13: ΙΟΥΣ ΕΙΧΕΣ,external.webstorage.gr/images/Books-PDF/9789603645825.pdf · 91 0251 67283 4 91 4 4 3 1 47 — Τι ακριβώς σκέφτεσαι να κάνεις; — Σίριαλ!

ελενα ακριτα

48

— Άμα βάλεις φίλτρο στο φακό; — Δεν πείθεις, ρε φίλε. Και μια δωδεκάδα καλσόν να

βάλω, εσύ πάλι κωλόγερος θα γράφεις.— Όπα ρε Όφι, όπα μεγάλε, σιγά μη σκίσεις κάνα

καλσόν.— Τον πρωταγωνιστικό ρόλο, ένα νέο παιδί πρέπει

να τον παίξει. — Το παιδί, παιδί είναι, θα παίξει, θα λερωθεί, είπε η

εύα, που η κυτταρίτιδα απ’ το μπούτι είχε μεταναστεύ-σει στον εγκέφαλο αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο.

ό Κάιν όρθωσε το ανάστημά του.— εγώ είμαι ο μεγαλύτερος, εγώ θα παίξω το ρόλο. — Ό,τι πει ο Κάιν, είπε ο Άβελ.— Διαφωνώ, είπε ο Όφις.— Ό,τι πει το Office, είπε ο Άβελ. — Το ρόλο του γκόμενου θα τον παίξει ο μικρός που

φέρνει προς το ξανθό σαντρέ του. Κι αν τα φωτίσει δυο τόνους θα τον λατρέψει ο φακός, αγάπη μου.

— Κι εγώ τι θα παίξω; γούρλωσε του Κάιν το μάτι.— Τον μπάτλερ που ανοίγει την πόρτα.— μα στην εδέμ δεν έχει πόρτες.— Θα κάνεις τον ψυχασθενή μπάτλερ που νόμιΖει

ότι ανοίγει πόρτες. αυτό ήταν! Ποιος είδε τον Κάιν και δεν τον φοβήθη-

κε. Γίνεται έξαλλος, πιάνει τον Άβελ από τα εξτένσιον, ορμάει να τους χωρίσει ο αδάμ, η εύα παθαίνει υστε-ρία, σηκώνονται όλοι οι πελεκάνοι στο ποδάρι, φωνές, χαμός, κατινιές, ρεζίλι γίναμε πάλι στη γειτονιά, δεν έχουμε μούτρα να βγούμε στην κοινωνία.

Page 14: ΙΟΥΣ ΕΙΧΕΣ,external.webstorage.gr/images/Books-PDF/9789603645825.pdf · 91 0251 67283 4 91 4 4 3 1 47 — Τι ακριβώς σκέφτεσαι να κάνεις; — Σίριαλ!

το μηλο βγηκε απ' τον παραδεισο

49

Την άλλη μέρα, πρωί πρωί με τη δροσούλα, σκου-ντάει ο Κάιν τον Άβελ.

— Πάμε για πικνίκ;— μετά χαράς, πολυαγαπημένε αδελφέ.— μάνα, φύγαμε, πάμε πικνίκ.— μπουφάν να πάρετε!ό Άβελ κοντοστάθηκε. — Δεν θα πάρουμε μαζί και κάνα καλάθι με μεζέδες;— Έννοια σου κι έχω κάνει τα κουμάντα μου!Και όντως ο Κάιν είχε κάνει τα κουμάντα του. είχε

ετοιμάσει ένα καλάθι με χίλιες δυο λιχουδιές: λοστούς, γκλομπ, στιλέτο, καραμπίνες, καλάζνικοφ, χημικά, μολότοφ, κρότους λάμψης, απ’ όλα τα καλούδια.

Στην αρχή, ο Κάιν είχε τύψεις. Όταν όμως είδε τον Άβελ να προχωράει μπροστά τραγουδώντας με βρο-ντερή φωνή «κι ανεβαίνοντας ξανάαα πάαανω στα ψηλά βουνάαα η ψυχή μας παίρνει δύναμη κι αέρααα» βεβαιώθηκε πως δεν άντεχε άλλο: αυτό θα ήταν ένα πι-κνίκ χωρίς επιστροφή.

μόλις φτάσανε στο ξέφωτο, κοιτάζει γύρω του ο Άβελ.

— εδώ να στρώσω;ε, αυτές ήταν οι τελευταίες του λέξεις: εκεί έστρω-

σε. Κι εκεί κοιμήθηκε. Φρόντισε ο Κάιν γι’ αυτό. Για να μη φαίνεται κιό-

λας, τον σκέπασε, τον έθαψε, του ’ριξε λίγο νεράκι, λίγο χορταράκι, άντε και καμιά μαλακία να περνάει η ώρα – και κοίταξε δεξιά κι αριστερά μην τον έχει πάρει κάνα μάτι.

Page 15: ΙΟΥΣ ΕΙΧΕΣ,external.webstorage.gr/images/Books-PDF/9789603645825.pdf · 91 0251 67283 4 91 4 4 3 1 47 — Τι ακριβώς σκέφτεσαι να κάνεις; — Σίριαλ!

ελενα ακριτα

50

μάτι;;; Τό μάτι!!! είχε ξεχάσει πως υπάρχει και εκείνος ος τα πάνθ’ ορά. Που μόλις είδε τα ρεζιλίκια, έμπηξε τις φωνές.

— Τι εΚανεΣ, ρε ΓΚαόΥ;— Τι έκανα το βλήμα, τι πήγα κι έκανα. Θεέ μου, με-

τανοώ! Σκότωσέ με καλύτερα, σφάξε με!Όοοοοοχι. όύτε να τον σκοτώσει ούτε να τον σφά-

ξει είχε πρόθεση ο Θεός. Το αντίθετο. αποφάσισε πως η μεγαλύτερη συμφορά για τον Κάιν ήταν να μην τον σκοτώσει. να μην τον σκοτώσει κανείς. Κι αν κάποιος τολμούσε να το κάνει, τότε αυτόν τον κάποιον ο Ύψι-στος εφτά φορές θα τον τιμωρούσε.

Έτσι, ο αδελφοκτόνος μάζεψε τα κατουρημένα του κι αποχαιρέτησε τους γονείς του.

— μπουφάν να πάρεις! βούρκωσε η εύα πριν χαθεί για πάντα από το προσκήνιο της Παλαιάς Διαθήκης...

Κι έφυγε ο Κάιν... Και πήγε ανατολικά της εδέμ. Κι εκεί γνώρισε ένα

καλό κορίτσι. Πού το ξετρύπωσε, κανείς ποτέ δεν έμα-θε. Πάντως, το βρήκε. Έτσι αυθαίρετα. Και το πα-ντρεύτηκε. εξίσου αυθαίρετα.

Και κάνανε ένα παιδί. Που για να μην το φωνάζου-νε «ψιτ ψιτ καλέ», το βαφτίσανε ενώχ. ενώχ ο γιος. ενωχ-ος μέχρις αποδείξεως του εναντίον, ο πατέρας Κάιν.

Κι έτσι, όλοι μαζί την ψιλοβολέψανε κουτσά στραβά σ’ αυτή την παλιοζωή.

Όπως, κουτσά στραβά, την ψιλοβολεύεις κι εσύ.είτε έχεις σκοτώσει είτε όχι!είτε είσαι ψυχούλα είτε ψυχάκιας!

Page 16: ΙΟΥΣ ΕΙΧΕΣ,external.webstorage.gr/images/Books-PDF/9789603645825.pdf · 91 0251 67283 4 91 4 4 3 1 47 — Τι ακριβώς σκέφτεσαι να κάνεις; — Σίριαλ!