ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΣΤΟΝ 20ό ΑΙΩΝΑ,
ΜΕ ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ ΤΗΝ ΕΣΣΔ.Η ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΚΕ ΠΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ 18ου ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΤΟΥ ΚΚΕ
ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
ΑΠΟ ΤΗ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ
ΣΤΟΝ 20ό A1QNA,
ΜΕ ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ ΤΗΝ ΕΣΣΔ
Η ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΚΕ
ΠΑΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
(περιέχονται η εισήγηση και η τελική ομιλία της ΚΕ)
rmΚΚΕ
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΚΚΕ
ΑΘΗΝΑ 2009
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Το 18ο Συνέδριο του ΚΚΕ συνήλθε από 18 έως 22 Φλεβάρη 2009, στην αίθουσα Συνεδρίων των γραφείων της Κεντρικής Επιτροπής.
Με απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ πραγματοποιείται η παρούσα έκδοση που περιλαμβάνει:
1. Την Απόφαση του 18ου Συνεδρίου «Εκτιμήσεις και συμπεράσματα από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στον 20ό αιώνα, με επίκεντρο την ΕΣΣΔ. Η αντίληψη του ΚΚΕ για το Σοσιαλισμό».
2. Την Εισήγηση και την Τελική ομιλία της ΚΕ στο δεύτερο θέμα.
Εκτιμήσεις και συμπεράσματα από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στον 20ό αιώνα
με επίκεντρο την ΕΣΣΔ.Η αντίληψη του ΚΚΕ για το σοσιαλισμό
Αθήνα, 18-22 Φλεβάρη 2009
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ ΚΚΕ ΣΤΟ 18ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΕΙΣΑΓΩΓΉ
Το 18ο Συνέδριο του ΚΚΕ, ανταποκρινόμενο στο καθήκον που είχε προσδιορίσει το 17ο Συνέδριο πριν τέσσερα χρόνια, εμβάθυνε στις αιτίες νίκης της αντεπανάστασης και της καπιταλιστικής παλινόρθωσης. Η υποχρέωση αυτή ήταν επιτακτική και ώριμη για το Κόμμα μας, όπως είναι και για κάθε Κομμουνιστικό Κόμμα. Αλλωστε, ως τέτοιο καθήκον αντιμετωπίστηκε όλα τα χρόνια από το 14ο Συνέδριο, την Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του 1995, έως σήμερα. Είναι καθήκον αλληλένδετο με την αναζωογόνηση της συνείδησης και πίστης στο σοσιαλισμό.
Εδώ και έναν αιώνα, η αστική πολεμική απέναντι στο κομμουνιστικό κίνημα, που συχνά παίρνει και τη μορφή διανοητικού ελιτισμού, επικεντρώνει τα πυρά της στον επαναστατικό πυρήνα του εργατικού κινήματος: Πολεμά γενικά την αναγκαιότητα της επανάστασης και το πολιτικό της προϊόν, τη δικτατορία του προλεταριάτου, δηλαδή την επαναστατική εργατική εξουσία. Ειδικότερα, πολεμά το προϊόν της πρώτης νικηφόρας επανάστασης, της Οχτωβριανής Επανάστασης στη Ρωσία, αντιπαλεύοντας με μένος κάθε φάση όπου η Επανάσταση αποκάλυπτε και αντέκρουε την αντεπαναστατική δράση, τα οπορτουνιστικά αναχώματα, τα οποία, σε τελική ανάλυση, άμεσα ή έμμεσα αποδυνάμω-
ναν την Επανάσταση σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο.Εδώ και έναν αιώνα, προβάλλεται ως «δημοκρατικός σο
σιαλισμός», σε αντιπαράθεση με τον«ολοκληρωτικό», «δι- κτατορικό», «πραξικοπηματικό κομμουνισμό», κάθε ρεύμα άρνησης, υποχώρησης ή παραίτησης από την αναγκαιότητα της επαναστατικής πάλης. Γνωρίζουμε αυτήν την πολεμική και συκοφαντία κατά του επιστημονικού κομμουνισμού, κατά της ταξικής πάλης, που αφορά όχι μόνο στις συνθήκες του καπιταλισμού, αλλά, με άλλες μορφές και σε άλλες συνθήκες, αφορά και στη διαδικασία της διαμόρφωσης των νέων κοινωνικών σχέσεων, καθώς και της επέκτασης και ωρί- μανσής τους σε κομμουνιστικές.
Σήμερα, ο διεθνής οπορτουνισμός ανασυντάχτηκε μέσω του «Αριστερού Ευρωκόμματος», που ανέβασε τους τόνους περί «δημοκρατικού σοσιαλισμού», στις συνθήκες της συγχρονισμένης εκδήλωσης της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης.
Γι’ αυτό το λόγο, στη συζήτηση περί «σοσιαλιστικής δημοκρατίας» με άλλα μέτρα και σταθμά κρίνονται γεγονότα της μιας ή της άλλης περιόδου, με σαφή στόχο το μηδενισμό της προσφοράς της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Αλλοτε μηδενίζουν όλη την 70χρονη Ιστορία της ΕΣΣΔ, άλλοτε, ειδικότερα την περίοδο όπου τέθηκε η σοσιαλιστική βάση της. Σε κάθε περίπτωση, στηρίζουν τις πολιτικές επιλογές που συνιστούσαν παρέκκλιση από τη σοσιαλιστική πορεία.
Το ΚΚΕ παραμένει αταλάντευτο στην υπεράσπιση της προσφοράς της σοσιαλιστικής πορείας της ΕΣΣΔ, γενικότερα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης κατά τον 20ό αιώνα, στην πάλη για την κοινωνική πρόοδο, την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.
Σήμερα το Κόμμα μας είναι ιδεολογικά περισσότερο θωρακισμένο και πολιτικά έμπειρο, ώστε να αντικρούσει τις ιδεολογικές παρεμβάσεις των αστικών κέντρων μέσω των εντύπων και της βιβλιογραφίας τους ή μέσω της εκπαιδευτικής
— 10 —
διαδικασίας. Παρεμβάσεις που έχουν και μια ορισμένη εμβέλεια επίδρασης σε περίγυρο ή και εντός του Κόμματος.
Μελετάμε τη σκληρή πορεία της ταξικής πάλης για το πέρασμα στη νέα κοινωνία, για τη θεμελίωση και ανάπτυξή της, για την επέκταση και εμβάθυνση των νέων σχέσεων παραγωγής - κατανομής και όλων των κοινωνικών σχέσεων και τη διαμόρφωση του νέου ανθρώπου. Αναδεικνύουμε τις αντιφάσεις, τα λάθη και τις παρεκκλίσεις υπό την πίεση και του διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων, χωρίς να οδηγούμα- στε στο μηδενισμό.
Τα βλέπουμε κριτικά και αυτοκριτικά, για να γίνει το ΚΚΕ, ως τμήμα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, ισχυρότερο στην πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού, για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Μελετάμε και κρίνουμε την πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και αυτοκριτικά, δηλαδή με πλήρη συνείδηση ότι και οι δικές μας αδυναμίες, θεωρητικές ανεπάρκειες και λαθεμένες εκτιμήσεις αποτελού- σαν μέρος του προβλήματος.
Προχωράμε με συλλογικότητα, με αυτογνωσία των δυσκολιών και των ελλείψεων και με ταξική αποφασιστικότητα σε παραπέρα εκτιμήσεις και συμπεράσματα, στον εμπλουτισμό της προγραμματικής μας αντίληψης για το σοσιαλισμό. Γνωρίζουμε και δεχόμαστε ότι η μελλοντική ιστορική μελέτη, από το Κόμμα μας και διεθνώς από το κομμουνιστικό κίνημα, σίγουρα θα φωτίσει περισσότερο τα ζητήματα της πείρας της ΕΣΣΔ και των άλλων σοσιαλιστικών κρατών. Αναμφίβολα, θα προκύψουν και ζητήματα συμπλήρωσης, βελτίωσης και εμβάθυνσης κάποιων εκτιμήσεών μας. Αλλωστε, η ανάπτυξη της θεωρίας του σοσιαλισμού - κομμουνισμού είναι αναγκαιότητα, ζωντανή διαδικασία, πρόκληση για το Κόμμα μας και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, σήμερα και στο μέλλον.
Το ΚΚΕ έχει την πείρα να εξασφαλίσει τη συνέχεια, τον εμπλουτισμό της γνώσης, της ενιαίας αντίληψης, όπως έκανε από το 14ο Συνέδριο μέχρι σήμερα.
Η προσυνεδριακή διαδικασία έδειξε την υπευθυνότητα και ωριμότητα των κομματικών μελών και στελεχών, προ- κειμένου να τοποθετηθούν στην κατεύθυνση, στα κριτήρια και τους άξονες του Κειμένου των Θέσεων της ΚΕ το οποίο υπερψηφίστηκε.
Η νέα ΚΕ επιφορτίζεται με το καθήκον να οργανώσει την περαιτέρω έρευνα στα συγκεκριμένα θέματα που προσδιορίζει, να επιδιώξει τη συνεργασία με κομμουνιστικές δυνάμεις, ιδιαίτερα από τις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στο παρελθόν, να επιλέξει τις μορφές συμμετοχής των κομματικών δυνάμεων στην τελική διαμόρφωση των συμπερασμάτων που θα προκύψουν απ’ αυτές τις εξειδικευ- μένες μελέτες.
Με την παρούσα Απόφαση του 18ου Συνεδρίου, το ΚΚΕ εμπλουτίζει την προγραμματική του αντίληψη για το σοσιαλισμό.
Το Κόμμα βγαίνει ιδεολογικά πιο ισχυρό και ενωμένο, ικανό να εμπνεύσει και να συσπειρώσει στην πάλη για το σοσιαλισμό νέες εργατικές και λαϊκές δυνάμεις, ιδιαίτερα των νεότερων ηλικιών.
Το 18ο Συνέδριο εκφράζει την επαναστατική αισιοδοξία του ότι, στα επόμενα χρόνια, θα γίνει εμφανής η ανασύνταξη του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, τμήμα του οποίου είναι και το ΚΚΕ, μια ανασύνταξη στη βάση ανάπτυξης της κομμουνιστικής ιδεολογικής και στρατηγικής ενότητάς του.
Α. Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
1. Η ανάπτυξη του καπιταλισμού και η πάλη των τάξεων έφερε νομοτελειακά τον κομμουνισμό στο ιστορικό προσκήνιο στα μέσα του 19ου αιώνα. Το πρώτο επιστημονικό
— 12 —
κομμουνιστικό πρόγραμμα είναι το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος που έγραψαν οι Κ. Μαρξ - Φρ. Έν- γκελς πριν από 160 χρόνια, το 1848. Η πρώτη προλεταριακή επανάσταση ήταν η Παρισινή Κομμούνα το 1871.0 20ός αιώνας έφερε την επιτυχία της Οχτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης στη Ρωσία το 1917, που υπήρξε η αφετηρία για ένα από τα μεγαλύτερα κατορθώματα του πολιτισμού στην Ιστορία της ανθρωπότητας, την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Στη συνέχεια, μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατακτήθηκε η εξουσία, με σκοπό τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, σε μια σειρά χώρες στην Ευρώπη, στην Ασία, αλλά και στην αμερικανική ήπειρο, στην Κούβα.
Παρά τα όποια προβλήματα των σοσιαλιστικών χωρών, το διαμορφωμένο σοσιαλιστικό σύστημα στον 20ό αιώνα απέδειξε την ανωτερότητα του σοσιαλισμού έναντι του καπιταλισμού, τα τεράστια πλεονεκτήματα που παρέχει για την εργασία και τη ζωή των εργαζομένων.
Η Σοβιετική Ενωση και το παγκόσμιο σοσιαλιστικό σύστημα αποτέλεσαν το μόνο πραγματικό αντίβαρο στην ιμπεριαλιστική επιθετικότητα. Ο ρόλος της Σοβιετικής Ένωσης στην Αντιφασιστική Νίκη των Λαών, κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν καθοριστικός. Η Ενωση Σοσιαλιστικών Σοβιετικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ) συνέτριψε τη στρατιωτική μηχανή της Γερμανίας και των συμμάχων της, που είχαν εισβάλει στο έδαφός της. Απελευθέρωσε σειρά χωρών της Ευρώπης από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής. Για τη σοσιαλιστική πατρίδα έδωσαν τη ζωή τους πάνω από 20 εκατομμύρια Σοβιετικοί πολίτες, περίπου 10 εκατομμύρια ακόμα έμειναν ανάπηροι ή τραυματίστηκαν, ενώ τεράστιες ήταν οι υλικές καταστροφές.
Οι νίκες του Κόκκινου Στρατού ώθησαν σημαντικά την ανάπτυξη των εθνικοαπελευθερωτικών και αντιφασιστικών κινημάτων, στα οποία πρωτοστατούσαν τα Κομμουνιστικά
— 13 —
Κόμματα. Σε χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, με την καθοριστική συμβολή της ΕΣΣΔ, η αντιφασιστική πάλη συνδέθηκε με την ανατροπή της αστικής εξουσίας.
Τα σοσιαλιστικά κράτη έδωσαν ιστορικά παραδείγματα διεθνιστικής αλληλεγγύης σε λαούς που αγωνίζονταν ενάντια στην εκμετάλλευση, στην ξένη κατοχή και τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις. Συνέβαλαν αποφασιστικά στην κατάλυση του αποικιοκρατικού συστήματος και τον περιορισμό των πολεμικών συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων.
Οι κατακτήσεις των εργαζομένων στα σοσιαλιστικά κράτη, για αρκετές δεκαετίες, ήταν σημείο αναφοράς και συνέβαλαν στην απόσπαση κατακτήσεων από το εργατικό και λαϊκό κίνημα των καπιταλιστικών κοινωνιών. Ο διεθνής συσχετισμός δυνάμεων, που διαμορφώθηκε μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, επέδρασε, ώστε τα καπιταλιστικά κράτη να υποχρεωθούν, σε ένα βαθμό, σε υποχωρήσεις και ελιγμούς, για να αναχαιτίσουν την επαναστατική γραμμή πάλης, να διαμορφώσουν συνθήκες ενσωμάτωσης του εργατικού κινήματος.
Η κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής απελευθέρωσε τον άνθρωπο από τα δεσμά της μισθωτής σκλαβιάς, άνοιξε το δρόμο για την παραγωγή και την ανάπτυξη των επιστημών, με στόχο την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών. Ετσι, όλοι είχαν εξασφαλισμένη εργασία, δημόσια δωρεάν ιατρική περίθαλψη και Παιδεία, παροχή φθηνών υπηρεσιών από το κράτος, κατοικία, πρόσβαση στην πνευματική και πολιτιστική δημιουργία. Η ριζική εξάλειψη της τρομερής κληρονομιάς του αναλφαβητισμού, σε συνδυασμό με την άνοδο του γενικού επιπέδου μόρφωσης και ειδίκευσης, και ο εκμηδενισμός της ανεργίας αποτελούν μοναδικά σοσιαλιστικά επιτεύγματα. Στη Σοβιετική Ενωση, σύμφωνα με την απογραφή του 1970, είχαν αποκτήσει μέση ή ανώτατη μόρφωση πάνω από τα 3/4 του απασχολού-
— 14 —
μενού πληθυσμού στις πόλεις και το 50% των εργαζομένων στο χωριό.1
Η ΕΣΣΔ στην εικοσιτετράχρονη, πριν από τη ναζιστική επίθεση, πορεία της, πραγματοποίησε αλματώδη οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, αμβλύνοντας την ανισομετρία που είχε κληρονομήσει. Η πολιτιστική επανάσταση, ως αναπόσπαστο στοιχείο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, έδωσε τη δυνατότητα στους εργαζόμενους να γνωρίσουν τις κατακτήσεις του ανθρώπινου πολιτισμού.
Στη Σοβιετική Ενωση, το 1975, είχε καθιερωθεί με νόμο ότι οι ώρες εργασίας δεν μπορούσαν να ξεπερνούν τις 41 την εβδομάδα2, από τις λιγότερες στον κόσμο. Σε όλους τους εργαζόμενους εξασφαλίζονταν ημέρες εβδομαδιαίας ανάπαυσης και ετήσιες άδειες με αποδοχές. Διευρύνθηκε ο μη εργάσιμος χρόνος, άλλαξε το περιεχόμενό του. Μετα- τράπηκε σε χρόνο για την ανάπτυξη του πολιτιστικού και μορφωτικού επιπέδου των εργαζομένων, την ενίσχυση της συμμετοχής τους στην εργατική εξουσία και στον έλεγχο της διεύθυνσης των παραγωγικών μονάδων.
Η Κοινωνική Ασφάλιση των εργαζομένων ήταν φροντίδα πρώτης προτεραιότητας του σοσιαλιστικού κράτους. Δη- μιουργήθηκε το καθολικό σύστημα συνταξιοδότησης, με σημαντικό επίτευγμα το χαμηλό όριο ηλικίας για συνταξιοδό- τηση (55 χρόνια για τις γυναίκες, 60 για τους άνδρες). Η χρηματοδότηση των Ταμείων εξασφαλιζόταν από τον κρατικό προϋπολογισμό και τις ασφαλιστικές εισφορές των επιχειρήσεων και ιδρυμάτων. Ανάλογες συνθήκες επικρατούσαν και στα υπόλοιπα ευρωπαϊκά σοσιαλιστικά κράτη.
1. Οικονομική Σχολή Πανεπιστημίου Λομονόσοφ Μόσχας, Πολιτική Οικονομία, τόμ. 4, σελ. 150, εκδ. Gutenberg, 1980.
2. Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 31, σελ. 340, ανα- φέρεται στο νόμο με τίτλο: «Αρχές της νομοθεσίας της ΕΣΣΔ και των Ενωσιακών Δημοκρατιών για την εργασία».
— 15 —
Η σοσιαλιστική εξουσία έθεσε τις βάσεις για την κατάργηση της ανισοτιμίας της γυναίκας, ξεπερνώντας τις τεράστιες δυσκολίες που αντικειμενικά υπήρχαν. Εξασφάλισε, στην πράξη, τον κοινωνικό χαρακτήρα της μητρότητας, την κοινωνική φροντίδα για το παιδί. Κατοχύρωσε για τη γυναίκα ίσα δικαιώματα με τον άνδρα στον οικονομικό, πολιτικό και πολιτιστικό τομέα, αν και δεν είχε ακόμα εξαλειφθεί κάθε μορφή ανισότιμων σχέσεων με το άλλο φύλο, που είχαν παγιωθεί σε μια μακραίωνη πορεία.
Η δικτατορία του προλεταριάτου, η επαναστατική εργατική εξουσία, ως κράτος που εξέφραζε τα συμφέροντα της κοινωνικής πλειοψηφίας των εκμεταλλευόμενων και όχι της κοινωνικής μειοψηφίας των εκμεταλλευτών, αναδείχτηκε σε ανώτερου τύπου δημοκρατία. Για πρώτη φορά στην Ιστορία, έδωσε τη δυνατότητα η μονάδα παραγωγής να γίνει ο πυρήνας της δημοκρατίας, με την αντιπροσωπευτική συμμετοχή των εργαζομένων στην εξουσία και τη διεύθυνση, τη δυνατότητα να εκλέγουν και να ανακαλούν εκπροσώπους των εργαζομένων στα ανώτερα όργανα της εξουσίας. Η εργατική εξουσία έβγαλε τις μάζες από το περιθώριο, αναπτύχθηκε ένας μεγάλος αριθμός μαζικών οργανώσεων, συνδικαλιστικών, πολιτιστικών, μορφωτικών, γυναικείων, νεο- λαιίστικων όπου ήταν οργανωμένη η πλειοψηφία του πληθυσμού.
Η αστική και οπορτουνιστική προπαγάνδα, μιλώντας για αντιδημοκρατικά και ανελεύθερα καθεστώτα, προβάλλει τις έννοιες «δημοκρατία» και «ελευθερία» με το αστικό τους περιεχόμενο: Ταυτίζει τη δημοκρατία με τον αστικό κοινοβουλευτισμό, την ελευθερία με τον αστικό ατομισμό και την ατομική καπιταλιστική ιδιοκτησία. Το πραγματικό περιεχόμενο της ελευθερίας και της δημοκρατίας στον καπιταλισμό είναι ο οικονομικός καταναγκασμός της μισθωτής σκλαβιάς και η δικτατορία του κεφαλαίου γενικά στην κοινωνία και ειδικά μέσα στις καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Η κριτική μας
— 16 —
προσέγγιση, σχετικά με τον εργατικό και λαϊκό έλεγχο και τη συμμετοχή, δεν έχει καμία σχέση με την αστική και οπορ- τουνιστική πολεμική για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες στην ΕΣΣΔ.
Η Οχτωβριανή Επανάσταση εγκαινίασε τη διαδικασία ισοτιμίας εθνών και εθνοτήτων, στο πλαίσιο ενός τεράστιου πολυεθνικού κράτους και έδωσε την κατεύθυνση επίλυσης του εθνικού προβλήματος με την εξάλειψη της εθνικής καταπίεσης σε όλες τις μορφές και εκδηλώσεις της. Η διαδικασία αυτή υπονομεύτηκε μέσα από την πορεία υποχώρησης των σοσιαλιστικών σχέσεων και τελικά ανακόπηκε με τις αντεπαναστατικές εξελίξεις της δεκαετίας του 1980.
Τα σοσιαλιστικά κράτη έκαναν σοβαρή προσπάθεια να αναπτύξουν συνεργασία και οικονομικές σχέσεις, με βάση την αρχή του προλεταριακού διεθνισμού. Με την ίδρυση, το1949, του Συμβουλίου Οικονομικής Αλληλοβοήθειας (ΣΟΑ), έγινε προσπάθεια να διαμορφωθεί ένας νέος, άγνωστος ως τότε, τύπος διεθνών σχέσεων, που βασιζόταν στις αρχές της ισοτιμίας, του αμοιβαίου οφέλους και της αλληλοβοήθειας κρατών που οικοδομούσαν το σοσιαλισμό. Το επίπεδο ανάπτυξης του σοσιαλισμού σε κάθε επαναστατικό εργατικό κράτος δεν ήταν το ίδιο. Σε μεγάλο βαθμό εξαρτιόταν από το επίπεδο καπιταλιστικής ανάπτυξης όταν πάρθηκε η εξουσία, ζήτημα που πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά την εκτίμηση και σύγκριση.
Οι κατακτήσεις που, αναμφισβήτητα, σημειώθηκαν στα σοσιαλιστικά κράτη, σε σύγκριση με το σημείο εκκίνησής τους, αλλά και σε σύγκριση με τη ζωή των εργαζομένων στον καπιταλιστικό κόσμο, αποδεικνύουν ότι ο σοσιαλισμός έχει εγγενείς δυνατότητες για αλματώδη και συνεχή άνοδο της κοινωνικής ευημερίας και ολόπλευρης ανάπτυξης του ανθρώπου.
Το ιστορικά καινούργιο είναι ότι η ανάπτυξη αφορούσε στο σύνολο των μαζών, σε αντίθεση με την καπιταλιστική
— 17 —
ανάπτυξη τη συνδεδεμένη με την εκμετάλλευση και την κοινωνική αδικία, με τεράστιες καταστροφές, όπως των αυτό- χθονων πληθυσμών στην αμερικανική ήπειρο, στην Αυστραλία, με το μαζικό δουλεμπόριο στις ΗΠΑ των προηγούμενων αιώνων, με την αποικιοκρατική εκμετάλλευση, με την αναρχία στην παραγωγή και τις καταστροφές των μεγάλων οικονομικών κρίσεων, τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, την παιδική εργασία και τόσα άλλα.
Η προσφορά και η υπεροχή της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ πρέπει να κριθεί σε συνάρτηση με την ιμπεριαλιστική στρατηγική περικύκλωσής της, που προκά- λεσε μεγάλες καταστροφές, συνεχή εμπόδια και απειλές.
Β. ΟΙ ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ ΩΣ ΠΡΩΤΗΣ, ΚΑΤΩΤΕΡΗΣ ΒΑΘΜΙΔΑΣ
ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ
2. Ο σοσιαλισμός είναι η πρώτη βαθμίδα του κομμουνιστικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, δεν είναι αυτόνομος κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός. Είναι ο ανώριμος, πρώιμος κομμουνισμός.
Η πλήρης επικράτηση των νομοτελειών του κομμουνισμού προϋποθέτει το ξεπέρασμα των στοιχείων ανωριμότητας που χαρακτηρίζουν την κατώτερη βαθμίδα του, το σοσιαλισμό.
Ανώριμος κομμουνισμός σημαίνει ότι δεν έχουν επικρατήσει πλήρως οι κομμουνιστικές σχέσεις στην παραγωγή και την κατανομή. Ισχύει ο βασικός νόμος του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής: «Αναλογική παραγωγή για τη διευρυ- μένη ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών».
Κοινωνικοποιούνται τα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής, αλλά αρχικά παραμένουν μορφές ατομικής και ομαδι
κής ιδιοκτησίας, που αποτελούν βάση για την ύπαρξη εμπο- ρευματοχρηματικών σχέσεων. Διαμορφώνονται μορφές παραγωγικών συνεταιρισμών, όπου το επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων ακόμη δεν επιτρέπει την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής. Οι μορφές ομαδικής ιδιοκτησίας αποτελούν μεταβατική μορφή ιδιοκτησίας, ανάμεσα στην ατομική και την κοινωνική, και όχι ανώριμη μορφή κομμουνιστικών σχέσεων.
Ένα μέρος των κοινωνικών αναγκών καλύπτεται καθολικά δωρεάν. Όμως, ακόμα μεγάλο μέρος του κοινωνικού προϊόντος για ατομική κατανάλωση κατανέμεται σύμφωνα με τη αρχή «στον καθένα ανάλογα με την εργασία του, ενώ ο καθένας εργάζεται ανάλογα με τις ικανότητές του». Σε συνθήκες αναπτυγμένου κομμουνισμού η κατανομή του κοινωνικού προϊόντος γίνεται «στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του».
Στο σοσιαλισμό, στη βάση της οικονομικής ανωριμότη- τάς του, παραμένουν κοινωνικές ανισότητες, διαστρωματώσεις, ουσιαστικές διαφορές ή και αντιθέσεις, όπως ανάμεσα στην πόλη και το χωριό, στους εργαζόμενους της πνευματικής και της χειρωνακτικής εργασίας, στους εργάτες υψηλής και χαμηλής ειδίκευσης, οι οποίες πρέπει σταδιακά, σχεδιασμένα να εξαλείφονται.
Κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, η εργατική τάξη σταδιακά, και όχι ενιαία, αποκτά τη δυνατότητα να έχει ολοκληρωμένη γνώση των διαφορετικών τμημάτων της παραγωγικής διαδικασίας, της επιτελικής δουλειάς, ουσιαστικό ρόλο στην οργάνωση της εργασίας. Ως συνέπεια των δυσκολιών αυτής της διαδικασίας είναι ακόμη δυνατό εργαζόμενοι, με διευθυντικό ρόλο στην παραγωγή, εργαζόμενοι της πνευματικής εργασίας και υψηλής επιστημονικής ειδίκευσης, να αυτονομούν το ατομικό ή και το ομαδικό συμφέρον τους από το κοινωνικό συμφέρον, να διεκδικούν μεγαλύτερο μερίδιο από το συνολικό κοινωνικό προϊόν, αφού δεν
— 19 —
έχει κυριαρχήσει η «κομμουνιστική στάση» απέναντι στην εργασία.
Το άλμα που συντελείται κατά τη διάρκεια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, δηλαδή κατά την επαναστατική περίοδο της μετάβασης από τον καπιταλισμό στον αναπτυγμένο κομμουνισμό, είναι ποιοτικά ανώτερο από κάθε προηγούμενο, αφού οι κομμουνιστικές σχέσεις, ως μη εκμεταλλευτικές, δε διαμορφώνονται στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Διεξάγεται ένας αγώνας των «φύτρων» του νέου ενάντια στις «επιβιώσεις» του παλιού σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής, πάλη για ριζική αλλαγή όλων των οικονομικών σχέσεων και κατ’ επέκταση όλων των κοινωνικών σχέσεων σε κομμουνιστικές.
Η κοινωνική επανάσταση δεν περιορίζεται στην κατάληψη της εξουσίας και στη διαμόρφωση της οικονομικής βάσης για τη σοσιαλιστική ανάπτυξη, αλλά επεκτείνεται σε όλη τη σοσιαλιστική πορεία, περιλαμβάνει τη σοσιαλιστική ανάπτυξη για την προσέγγιση της ανώτερης κομμουνιστικής βαθμίδας. Κατά το μακρόχρονο αυτό πέρασμα από την καπιταλιστική στην αναπτυγμένη κομμουνιστική κοινωνία, η πολιτική της επαναστατικής εργατικής εξουσίας, με καθο- δηγητική δύναμη το Κομμουνιστικό Κόμμα, αποκτά προτεραιότητα στη διαμόρφωση, επέκταση και εμβάθυνση, στην πλήρη και ανεπίστρεπτη κυριαρχία των νέων κοινωνικών σχέσεων, όχι βουλησιαρχικά αλλά στη βάση των νομοτε- λειών του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής.
Έτσι, συνεχίζεται η ταξική πάλη της εργατικής τάξης -σε άλλες συνθήκες, με άλλες μορφές και μέσα- όχι μόνο στην περίοδο της σοσιαλιστικής θεμελίωσης, αλλά και κατά τη σοσιαλιστική ανάπτυξη. Είναι διαρκής πάλη, για την εξάλειψη κάθε μορφής ομαδικής και ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα και προϊόντα της παραγωγής και της μικροαστικής συνείδησης που έχει βαθιές ιστορικές ρίζες. Είναι αγώνας, για τη διαμόρφωση ανάλογης κοινωνικής συνείδησης και στάσης
— 20 —
απέναντι στην άμεσα κοινωνική εργασία. Επομένως, είναι αναγκαία η δικτατορία του προλεταριάτου, ως όργανο της ταξικής κυριαρχίας και ταξικής πάλης, όχι μόνο στη «μεταβατική περίοδο», για την εδραίωση της νέας εξουσίας, την υλοποίηση των μέτρων διαμόρφωσης των νέων οικονομικών σχέσεων και κατάργησης των καπιταλιστικών, αλλά και κατά τη σοσιαλιστική ανάπτυξη μέχρι την ωρίμανσή της στην ανώτερη, κομμουνιστική βαθμίδα.
3. Η σοσιαλιστική οικοδόμηση είναι μια ενιαία διαδικασία, η οποία ξεκινά με την κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη. Αρχικά, διαμορφώνεται ο νέος τρόπος παραγωγής, ο οποίος επικρατεί βασικά με την ολοκληρωτική κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων, της σχέσης κεφαλαίου - μισθωτής εργασίας. Στη συνέχεια, οι νέες σχέσεις επεκτείνονται και βαθαίνουν, αναπτύσσονται οι κομμουνιστικές σχέσεις και ο νέος άνθρωπος σε ένα ανώτερο επίπεδο που κατοχυρώνει την ανεπίστρεπτη κυριαρχία τους, εφό- σον έχουν καταργηθεί οι καπιταλιστικές σχέσεις παγκόσμια ή τουλάχιστο στις αναπτυγμένες και στις βαρύνουσες στο ιμπεριαλιστικό σύστημα χώρες.
Στη σοσιαλιστική πορεία εμπεριέχεται η δυνατότητα αντιστροφής της και οπισθοδρόμησης προς τον καπιταλισμό. Η οπισθοδρόμηση δεν είναι πρωτόγνωρο φαινόμενο στην κοινωνική εξέλιξη και σε κάθε περίπτωση αποτελεί προσωρινό φαινόμενο στην Ιστορία της. Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι κανένα κοινωνικοοικονομικό σύστημα δεν εδραιώθηκε μια κι έξω στην Ιστορία. Το πέρασμα από μια κατώτερη φάση ανάπτυξης σε μια ανώτερη δεν ήταν ευθύ- γραμμα ανοδική διαδικασία. Αυτό αποδεικνύει και η ίδια η ιστορία επικράτησης του καπιταλισμού.
4. Είναι λαθεμένη η προσέγγιση, που υποστηρίζει την ύπαρξη «μεταβατικών κοινωνιών», με ξεχωριστά χαρακτη
— 21 —
ριστικά, τόσο σε σχέση με τον καπιταλισμό όσο και σε σχέση με το σοσιαλισμό. Στη βάση αυτής της θεώρησης ερμηνεύεται λαθεμένα η ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων στην Κίνα και το Βιετνάμ ως μεταβατική «πολυτομεακή κοινωνία».
Δεν παραγνωρίζουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περιόδου, η οποία, στη μαρξιστική βιβλιογραφία, εμφανίζεται με τον όρο «μεταβατική περίοδος», κατά την οποία η σοσιαλιστική επανάσταση προσπαθεί να νικήσει, εξελίσσεται ο ενδεχόμενος εμφύλιος πόλεμος, η σκληρή πάλη των ανώριμων κομμουνιστικών (σοσιαλιστικών) σχέσεων, που μόλις ξεκινά η διαμόρφωσή τους, ενάντια στις καπιταλιστικές εκμεταλλευτικές σχέσεις, οι οποίες ακόμη δεν έχουν καταρ- γηθεί πλήρως. Η ιστορική πείρα έδειξε ότι η περίοδος αυτή δεν μπορεί να είναι μακρόχρονη. Στην ΕΣΣΔ, ολοκληρώθηκε περίπου στα μέσα της δεκαετίας του 1930. Η πάλη με τις καπιταλιστικές σχέσεις, οι δυσκολίες στην οικοδόμηση της σοσιαλιστικής βάσης οξύνονταν, λόγω της φεουδαρχικής και πατριαρχικής κληρονομιάς σε πρώην αποικίες της τσαρικής Ρωσίας. Ο Λένιν σημείωνε ότι η έκταση, η διάρκεια και η φύση των μεταβατικών μέτρων εξαρτάται από το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων που κληρονομεί ο σοσιαλισμός από τον καπιταλισμό.3 Επισήμαινε, επίσης, ότι προκειμένου για χώρες με περισσότερο αναπτυγμένη βιομηχανία, τα μεταβατικά μέτρα προς το σοσιαλισμό περιορίζονται ή ακόμα και είναι περιττά σε ορισμένες περιπτώσεις.
Η μεταβατική περίοδος δεν αυτονομείται από τη διαδικασία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, αφού σε αυτή διαμορφώνεται η βάση για την ανάπτυξη της κομμουνιστικής κοινωνίας στην πρώτη της φάση.
Είναι λάθος, επίσης, η άποψη που περιορίζει αποκλει
3. Β. I. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 43, σελ. 57 και σελ. 79, τόμ. 44, σελ. 191-200, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
— 22 —
στικά στη μεταβατική περίοδο κοινωνικά φαινόμενα και αντιθέσεις που έως ένα σημείο υπάρχουν και στην ανώριμη (σοσιαλιστική) φάση του κομμουνισμού (μορφές ατομικής και συνεταιριστικής παραγωγής, ύπαρξη εμπορευματοχρημα- τικών σχέσεων, διαφορά πόλης - χωριού). Η προσέγγιση αυτή αντιλαμβάνεται το σοσιαλισμό ως μια κοινωνία αταξική με μόνη διαφορά ως προς τον αναπτυγμένο κομμουνισμό τη διατήρηση της αντίθεσης χειρωνακτικής - πνευματικής εργασίας. Έτσι, σύμφωνα με αυτήν την άποψη, στη σοσιαλιστική βαθμίδα συντελείται η απονέκρωση του κράτους, δεν υφίσταται η δικτατορία του προλεταριάτου. Η άποψη αυτή απομακρύνεται από την ταξική προσέγγιση στο ζήτημα του κράτους, στο ζήτημα της ταξικής πάλης στο σοσιαλισμό. Υποτιμά το ρόλο του υποκειμενικού παράγοντα στη σοσιαλιστική ανάπτυξη. Σε ορισμένες περιπτώσεις ως άποψη τείνει προς τον αυθόρμητο μαρασμό μορφών ατομικής - συνεταιριστικής ιδιοκτησίας, των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, υποβαθμίζει το χαρακτήρα της κοινωνικής ιδιοκτησίας, στη βάση υπαρκτών προβλημάτων στη «διαμεσολά- βηση» μεταξύ των παραγωγών.
5. Η διαμόρφωση του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής ξεκινά με την κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, τον Κεντρικό Σχεδιασμό, την κατανομή του εργατικού δυναμικού στους διάφορους κλάδους, τη σχεδιασμένη κατανομή του κοινωνικού προϊόντος, τη διαμόρφωση θεσμών εργατικού ελέγχου. Στη βάση αυτών των νέων οικονομικών σχέσεων αναπτύσσονται με γρήγορους ρυθμούς οι παραγωγικές δυνάμεις, ο άνθρωπος και τα μέσα παραγωγής, οργανώνεται η παραγωγή και όλη η κοινωνία. Επιτυγχάνεται η σοσιαλιστική συσσώρευση, ένα νέο επίπεδο κοινωνικής ευημερίας.
Το νέο επίπεδο κάνει δυνατή τη σταδιακή επέκταση των νέων σχέσεων στο μέρος των παραγωγικών δυνάμεων, που
— 23 —
προηγούμενα δεν ήταν ώριμο να ενταχθεί στην άμεσα κοινωνική παραγωγή. Ολοένα και διευρύνονται οι υλικές προϋποθέσεις για την κατάργηση κάθε διαφοράς στην κατανομή του κοινωνικού προϊόντος μεταξύ των εργαζομένων, στην άμεσα κοινωνική παραγωγή, στις κοινωνικές υπηρεσίες, για τη συνεχή μείωση του υποχρεωτικού χρόνου εργασίας.
Είναι λάθος η άποψη ότι η πραγματική κοινωνικοποίηση προϋποθέτει την πλήρη κατάργηση του διαχωρισμού επιτελικής και εκτελεστικής εργασίας. Επίσης, λανθασμένη είναι η θέση ότι διαφοροποιείται η «κρατικοποίηση» μέσων παραγωγής εκ μέρους της δικτατορίας του προλεταριάτου από την κοινωνικοποίηση. Οι θέσεις αυτές τείνουν να αμφισβητήσουν το ρόλο της δικτατορίας του προλεταριάτου ως εργαλείου της ταξικής πάλης του προλεταριάτου, που δεν περιορίζεται μόνο στα καθήκοντα της συντριβής της αντεπα- ναστατικής δράσης της αστικής τάξης, αλλά έχει ως βασικό καθήκον την οικοδόμηση των νέων σχέσεων, την εξάλειψη κάθε κοινωνικής διαφοράς και ανισότητας.
Η κοινωνικοποίηση στο σοσιαλισμό, όπως και όλη η οργάνωση της οικονομίας και κοινωνίας, πραγματοποιείται μέσω του κράτους της εργατικής τάξης, υπό την καθοδήγηση του Κομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο στηρίζεται στην κινητοποίηση των εργατικών μαζών, στον εργατικό έλεγχο.
Η πλήρης κυριαρχία των κομμουνιστικών σχέσεων, το πέρασμα στην ανώτερη βαθμίδα του νέου κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, προϋποθέτει την πλήρη κατάργηση των τάξεων. Γι’ αυτό πρέπει να καταργηθεί όχι μόνο η καπιταλιστική ιδιοκτησία, αλλά κάθε ατομική και ομαδική ιδιοκτησία στα μέσα και προϊόντα της παραγωγής, να εξαλειφθεί η διαφορά ανάμεσα στην πόλη και το χωριό, η διαφορά μεταξύ των ανθρώπων της χειρωνακτικής και των ανθρώπων της πνευματικής εργασίας, που αποτελεί μια από τις πιο βαθιές
— 24 —
πηγές της κοινωνικής ανισότητας, να εξαλειφθούν οι εθνικές αντιθέσεις.4
Σύμφωνα με τον καθολικό κοινωνικό νόμο της αντιστοί- χισης των σχέσεων παραγωγής με το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, το κάθε ιστορικά νέο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, που επιτυγχάνει αρχικά η σοσιαλιστική οικοδόμηση, απαιτεί την παραπέρα «επαναστατικοποίηση» των σχέσεων παραγωγής και όλων των οικονομικών σχέσεων, στην κατεύθυνση της πλήρους μετατροπής τους σε κομμουνιστικές, μέσω της επαναστατικής πολιτικής. Όπως αποδείχτηκε και στην πράξη, η όποια καθυστέρηση, και πολύ περισσότερο η υποχώρηση, στην ανάπτυξη των σοσιαλιστικών σχέσεων οδηγεί στην όξυνση της αντίφασης παραγωγικών δυνάμεων - σχέσεων παραγωγής. Στη βάση αυτή, οι αντιθέσεις και διαφοροποιήσεις μπορούν να μετατραπούν σε κοινωνικούς ανταγωνισμούς, να οξυνθεί η ταξική πάλη. Στο σοσιαλισμό υπάρχει αντικειμενική βάση που εμπεριέχει τη δυνατότητα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, κοινωνικές δυνάμεις να λειτουργήσουν ως δυνάμει φορείς των εκμεταλλευτικών σχέσεων, όπως συνέβη τη δεκαετία του 1980 στην ΕΣΣΔ.
6. Η ανάπτυξη του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής στην πρώτη βαθμίδα του, τη σοσιαλιστική, είναι διαδικασία για την εξάλειψη της κατανομής του κοινωνικού προϊόντος με χρηματική μορφή. Η κομμουνιστική παραγωγή -και στην ανώριμη βαθμίδα της- είναι άμεσα κοινωνική παραγωγή: Ο καταμερισμός εργασίας δε γίνεται για την ανταλλαγή, δε διαμορφώνεται μέσω της αγοράς, τα προϊόντα της εργασίας που καταναλώνονται ατομικά δεν είναι εμπορεύματα.
Ο καταμερισμός εργασίας στα κοινωνικοποιημένα μέσα παραγωγής γίνεται με βάση το σχέδιο που οργανώνει την
4. Β. I. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 39, σελ. 15, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
— 25 —
παραγωγή και προσδιορίζει τις αναλογίες της, με στόχο την ικανοποίηση των διευρυμένων κοινωνικών αναγκών, την κατανομή των προϊόντων (αξιών χρήσης). Δηλαδή, είναι κεντρικά σχεδιασμένος καταμερισμός της κοινωνικής εργασίας και εντάσσει άμεσα -όχι μέσω της αγοράς- την ατομική εργασία, ως μέρος, στη συνολική κοινωνική εργασία. Ο Κεντρικός Σχεδιασμός κατανέμει το χρόνο εργασίας όλης της κοινωνίας, ώστε οι διάφορες λειτουργίες της εργασίας να βρίσκονται σε σωστή αναλογία, για να ικανοποιούν τις διάφορες κοινωνικές ανάγκες.
Ο Κεντρικός Σχεδιασμός εκφράζει τη συνειδητή αποτύπωση αντικειμενικών αναλογιών της παραγωγής και κατανομής, καθώς και την προσπάθεια για την ολόπλευρη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Γι’ αυτό το λόγο, δεν πρέπει να κατανοείται ως τεχνοοικονομικό εργαλείο, αλλά ως κομμουνιστική σχέση παραγωγής και κατανομής, που συνδέει τους εργαζόμενους με τα μέσα παραγωγής, τους σοσιαλιστικούς οργανισμούς. Συμπεριλαμβάνει συνειδητή σχεδιασμένη επιλογή κινήτρων και στόχων στην παραγωγή και αποβλέπει στη διευρυνόμενη ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών (βασικός οικονομικός νόμος του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής). Οι νομοτέλειες του Κεντρικού Σχε- διασμού δεν ταυτίζονται με το κάθε φορά σχέδιο, στο οποίο θα πρέπει να αποτυπώνονται επιστημονικά αυτές οι αντικειμενικές αναλογίες.
Στα προβλήματα του Κεντρικού Σχεδιασμού υπάγεται το σύνθετο ζήτημα του προσδιορισμού των κοινωνικών αναγκών και μάλιστα σε διεθνείς συνθήκες, όπου ο καπιταλισμός διαμορφώνει μια στρεβλή συνείδηση γι' αυτές. Οι κοινωνικές ανάγκες προσδιορίζονται με βάση το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων που έχει επιτευχθεί τη δεδομένη ιστορική περίοδο. Οι ανάγκες, δηλαδή, πρέπει να κατανοούνται με την ιστορική τους έννοια, ότι μεταβάλλονται ανάλογα με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμε
— 26 —
ων. Αντίστοιχα, θα πρέπει να εξελίσσεται και ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιείται ο βασικός νόμος του κομμουνισμού, με στόχο να ξεπεραστούν οι ανεπάρκειες και οι διαφοροποιήσεις που υπάρχουν στην κάλυψη των αναγκών.
7. Χαρακτηριστικό της πρώτης βαθμίδας των κομμουνιστικών σχέσεων είναι η κατανομή ενός μέρους των προϊόντων «ανάλογα με την εργασία». Γύρω από το «μέτρο» της εργασίας αναπτύχθηκε θεωρητική και πολιτική διαπάλη. Η κατανομή τμήματος της σοσιαλιστικής παραγωγής «σύμφωνα με την εργασία» (που ως προς τη μορφή μοιάζει με την εμπορευματική ανταλλαγή)5 είναι αποτέλεσμα της καπιταλιστικής κληρονομιάς. Ο νέος τρόπος παραγωγής δεν την έχει αποβάλει, γιατί δεν έχει ακόμα ανάλογα αναπτύξει την ανθρώπινη παραγωγική δύναμη και τα μέσα παραγωγής στις αναγκαίες διαστάσεις με ευρύτατη χρησιμοποίηση της νέας τεχνολογίας. Η παραγωγικότητα της εργασίας δεν επιτρέπει ακόμα αποφασιστικά μεγάλη μείωση του εργάσιμου χρόνου, εξάλειψη των βαριών εργασιών και της εργασιακής μονομέρειας, ώστε να εξαλειφθεί η ανάγκη του κοινωνικού καταναγκασμού προς εργασία.
Η σχεδιασμένη κατανομή της εργατικής δύναμης και των μέσων παραγωγής σημαίνει και σχεδιασμένη κατανομή του κοινωνικού προϊόντος. Η κατανομή του κοινωνικού προϊόντος δεν μπορεί να γίνεται μέσω της αγοράς, στη βάση νο- μοτελειών και κατηγοριών της εμπορευματικής ανταλλαγής. Σύμφωνα με τον Μαρξ, ο τρόπος της κατανομής θα αλλάζει όταν αλλάζει ο ιδιαίτερος τρόπος του ίδιου του κοινωνικού παραγωγικού οργανισμού και το αντίστοιχο ιστορικό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγών6 (δηλαδή, άλλο το
5. Κ. Μαρξ, Κριτική του Προγράμματος της Γκότα, σελ. 22, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
6. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 1, σελ. 91-92, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
— 27 —
επίπεδό τους στην ΕΣΣΔ τη δεκαετία του 1930 και άλλο στην ΕΣΣΔ της δεκαετίας του 1950, του 1960).
Ο μαρξισμός προσδιορίζει με σαφήνεια το χρόνο εργασίας ως το μέτρο της ατομικής συμμετοχής του παραγωγού στην κοινή εργασία. Επομένως, ο χρόνος εργασίας προσδιορίζεται και ως μέτρο του μέρους που του αναλογεί από το προϊόν που προορίζεται για την ατομική κατανάλωση και διανέμεται ανάλογα με την εργασία.7 Ένα άλλο μέρος (Παιδεία, Υγεία, φάρμακα, θέρμανση κλπ.) ήδη διανέμεται ανάλογα με τις ανάγκες. Ο «χρόνος εργασίας»8 στο σοσιαλισμό δεν είναι ο «κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας» που αποτελεί μέτρο της αξίας για την ανταλλαγή των εμπορευμάτων στην εμπορευματική παραγωγή. Ο «χρόνος εργασίας» είναι το μέτρο της ατομικής συνεισφοράς στην κοινωνική εργασία για την παραγωγή του συνολικού προϊόντος. Αναφέρεται χαρακτηριστικά στο Κεφάλαιο: «Στην κοινωνικοποιημένη παραγωγή το χρηματικό κεφάλαιο φεύγει από τη μέση. Η κοινωνία κατανέμει την εργατική δύναμη και τα μέσα παραγωγής στους διάφορους κλάδους παραγωγής. Οι παραγωγοί θα μπορούν, αν θέλετε, να παίρνουν χάρτινα εντάλματα, με τα οποία θα παίρνουν από τα αποθέματα ειδών κατανάλωσης της κοινωνίας μια ποσότητα ανάλογη με το χρόνο που εργάστηκαν. Τα εντάλματα αυτά δεν είναι χρήμα. Δεν κυκλοφορούν.»9
7. Κ. Μαρξ, Κριτική του Προγράμματος της Γκότα, σελ. 21, 22, 23, εκδ. Σύγχρονη Εποχή και Φρ. Ένγκελς, Αντι-Ντίρινγκ, σελ. 328 - 329 - 330, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 2006.
8. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 1, σελ. 91-92, εκδ. Σύγχρονη Εποχή. Ο «χρόνος», ως μέτρο της εργασίας στη σοσιαλιστική παραγωγή, πρέπει να αντιμετωπίζεται «μόνο σαν παραλληλισμός με Γην εμπορευματική παραγωγή».
9. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 2, σελ. 357, εκδ. Σύγχρονη Επο
χή-
— 28 —
Η πρόσβαση στο μέρος του κοινωνικού προϊόντος που κατανέμεται «ανάλογα με την εργασία» καθορίζεται από την ατομική προσφορά εργασίας του καθενός στη συνολική κοινωνική εργασία, χωρίς να διαχωρίζεται σε σύνθετη ή απλή, χειρωνακτική ή όχι. Μέτρο της ατομικής προσφοράς είναι ο χρόνος εργασίας, που καθορίζει το σχέδιο με βάση τις συνολικές ανάγκες της κοινωνικής παραγωγής, τους υλικούς όρους της παραγωγικής διαδικασίας στην οποία εντάσσεται η «ατομική» εργασία, ιδιαίτερες ανάγκες της κοινωνικής παραγωγής για τη συγκέντρωση εργατικού δυναμικού σε περιοχές, κλάδους κλπ., ιδιαίτερες κοινωνικές ανάγκες, όπως η μητρότητα, τα άτομα με ειδικές ανάγκες κλπ., η ατομική στάση απέναντι στην οργάνωση και υλοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας. Δηλαδή, πρέπει να συσχετίζεται ο χρόνος εργασίας με στόχους, όπως εξοικονόμηση υλών, εφαρμογή παραγωγικότερων τεχνολογιών, ορθολογικότερη οργάνωση της εργασίας, άσκηση εργατικού ελέγχου στη διοίκηση - διεύθυνση.
Η σχεδιασμένη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στον κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής θα πρέπει να απελευθερώνει όλο και περισσότερο χρόνο από την εργασία, ο οποίος θα αξιοποιείται για το ανέβασμα του μορφωτικού - πολιτιστικού επιπέδου του εργάτη, για τη συμμετοχή του στην άσκηση των καθηκόντων εξουσίας και διεύθυνσης της παραγωγής κλπ. Η ολόπλευρη ανάπτυξη του ανθρώπου, ως παραγωγικής δύναμης, στην οικοδομούμενη νέου τύπου κοινωνία, και των κομμουνιστικών σχέσεων (μεταξύ αυτών και η κομμουνιστική στάση στην άμεσα κοινωνική εργασία) είναι σχέση αμφίδρομη. Ανάλογα με την ιστορική φάση, αποκτά προτεραιότητα η μία ή η άλλη πλευρά της.
Η ανάπτυξη του Κεντρικού Σχεδιασμού και η επέκταση της κοινωνικής ιδιοκτησίας σε όλους τους τομείς κάνει σταδιακά περιττό το χρήμα, αφαιρώντας το περιεχόμενό του ως μορφή της αξίας.
— 29 —
8. Μέσω των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων ανταλλάσσεται το προϊόν της ατομικής και συνεταιριστικής παραγωγής, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας προέρχεται από την αγροτική, με το προϊόν της σοσιαλιστικής. Η συνεταιριστική παραγωγή υπάγεται σ' ένα βαθμό στον Κεντρικό Σχεδίασμά, ο οποίος καθορίζει το μέρος της παραγωγής που διατίθεται στο κράτος και την κρατική τιμή, ανώτατες τιμές για το μέρος της παραγωγής που διατίθεται στη συνεταιριστική αγορά.
Η κατεύθυνση της επίλυσης της διαφοράς μεταξύ πόλης και υπαίθρου, μεταξύ βιομηχανικής και αγροτικής παραγωγής, είναι: Η συνένωση των αγροτών - παραγωγών στην κοινή χρήση μεγάλης έκτασης γης, για την παραγωγή κοινωνικού προϊόντος, με σύγχρονη μηχανοποίηση και άλλα μέσα της επιστημονικοτεχνικής προόδου, που παρέχονται από το σοσιαλιστικό κράτος και ανήκουν σε αυτό, για την ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας. Η δημιουργία ισχυρών υποδομών για τη διαφύλαξη του προϊόντος από τις απρόβλεπτες καιρικές μεταβολές. Η υπαγωγή της άμεσα κοινωνικής εργασίας για την παραγωγή της αγροτικής πρώτης ύλης και της βιομηχανικής επεξεργασίας της σε ενιαίους σοσιαλιστικούς οργανισμούς. Αυτή η κατεύθυνση υπηρετεί τη μετατροπή όλης της αγροτικής παραγωγής σε μέρος της άμεσα κοινωνικής παραγωγής.
Γ. Ο ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΣΣΔ. ΑΙΤΙΕΣ ΝΙΚΗΣ ΤΗΣ ΑΝΤΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
9. Εστιάζουμε στην εμπειρία της ΕΣΣΔ, γιατί αποτέλεσε την πρωτοπορία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Είναι αναγκαία η περαιτέρω μελέτη της πορείας του σοσιαλισμού στα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη, καθώς και της πορείας της σο
— 30 —
σιαλιστικής εξουσίας στα κράτη της Ασίας (Κίνα, Βιετνάμ, ΛΔ Κορέας) και στην Κούβα.
Η τεκμηρίωση του σοσιαλιστικού χαρακτήρα της ΕΣΣΔ στηρίζεται: Στην κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, στην ύπαρξη σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας και υποταγμένης (παρά τις όποιες αντιφάσεις) σε αυτή συνεταιριστικής ιδιοκτησίας, στον Κεντρικό Σχεδίασμά, στην εργατική εξουσία και στις πρωτόγνωρες κατακτήσεις προς όφελος των εργαζομένων.
Αυτά δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι από μια περίοδο και μετά, το Κόμμα έχασε σταδιακά τον επαναστατικό καθοδηγητικό του χαρακτήρα και έτσι έγινε δυνατό να κυριαρχήσουν οι αντεπαναστατικές δυνάμεις στο Κόμμα και στην εξουσία, στη δεκαετία του 1980.
Χαρακτηρίζουμε τις εξελίξεις του 1989-1991 ως νίκη της αντεπανάστασης. Αποτέλεσαν την τελευταία πράξη της διαδικασίας που οδήγησε στην ενίσχυση των κοινωνικών ανισοτήτων και διαφορών και αντίστοιχα των δυνάμεων της αντεπανάστασης και στην κοινωνική οπισθοδρόμηση. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι αυτές οι εξελίξεις υποστηρίχτηκαν από τη διεθνή αντίδραση, ότι η σοσιαλιστική οικοδόμηση, ιδιαίτερα στην περίοδο εξάλειψης των καπιταλιστικών σχέσεων και θεμελίωσης του σοσιαλισμού, μέχρι το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, συγκεντρώνει τα ιδεολογικά και πολιτικά πυρά του διεθνούς ιμπεριαλισμού. Απορρίπτουμε τον όρο «κατάρρευση», γιατί υποβαθμίζει την αντεπαναστατική δράση, την κοινωνική βάση στην οποία μπορεί αυτή να αναπτυχθεί, να κυριαρχήσει, εξαιτίας αδυναμιών και παρεκκλίσεων του υποκειμενικού παράγοντα κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
Η νίκη της αντεπαναστατικής ανατροπής στα χρόνια 1989-1991 δεν αποδεικνύει έλλειψη ενός βασικού επιπέδου ανάπτυξης των υλικών προϋποθέσεων για ν’ αρχίσει η σοσιαλιστική οικοδόμηση στη Ρωσία.
— 31 —
Ο Μαρξ σημείωνε ότι η ανθρωπότητα βάζει μπροστά της τα προβλήματα εκείνα που μπορεί να λύσει, γιατί και το ίδιο το πρόβλημα τίθεται μονάχα όταν έχουν γεννηθεί οι υλικοί όροι για τη λύση του. Από τη στιγμή που η εργατική τάξη, η κύρια παραγωγική δύναμη, αγωνίζεται για την ιστορική αποστολή της και μάλιστα εκδηλώνεται η επανάσταση, έχουν αναπτυχθεί οι παραγωγικές δυνάμεις έως το επίπεδο σύγκρουσης με τις σχέσεις παραγωγής, με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, δηλαδή υπάρχουν οι υλικές προϋποθέσεις για το σοσιαλισμό, πάνω στις οποίες διαμορφώθηκαν οι επαναστατικές συνθήκες.
Ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι θεωρούσαν ότι προβλήματα της σχετικής καθυστέρησης στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων («πολιτιστικό επίπεδο») δε θα λυθούν από κά- ποια άλλη ενδιάμεση εξουσία ανάμεσα στην αστική και την προλεταριακή, αλλά από τη δικτατορία του προλεταριάτου.10
Με βάση και τα στατιστικά στοιχεία της εποχής, στη Ρωσία, κυριαρχούσαν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής στο μονοπωλιακό στάδιο ανάπτυξής τους. Σε αυτή την υλική βάση στηρίχτηκε η επαναστατική εξουσία για την κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής." Η
10. Β. I. Λένιν,« Για την επανάστασή μας», Άπαντα, τόμ. 45, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
11. Στις παραμονές του Α' Παγκόσμιου Πολέμου υπήρχε για την εποχή σημαντική ανάπτυξη και συγκέντρωση της εργατικής τάξης στη Ρωσία: Υπολογιζόταν σε 15 εκατ. ο συνολικός αριθμός των εργατών, εκ των οποίων τα 4 εκατ. εργάτες βιομηχανίας και σιδηροδρομικοί. Επίσης, υπολογιζόταν ότι από τους βιομηχανικούς εργάτες το 56,6% ήταν συγκεντρωμένο στις βιομηχανίες με 500 και πάνω εργαζόμενους. Από την άποψη του μεριδίου στον παγκόσμιο όγκο βιομηχανικής παραγωγής κατείχε την 5η θέση και την 4η στο μερίδιο του ευρωπαϊκού. Βέβαια, η περίοδος της βιομηχανικής ανόδου είχε αρχίσει στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα. Οι κλάδοι μέσων παραγωγής αύξησαν την παραγωγή τους κατά
— 32 —
εργατική τάξη της Ρωσίας, και μάλιστα το βιομηχανικό τμήμα της, θεμελίωσε τα σοβιέτ ως πυρήνες οργάνωσης της επαναστατικής δράσης, με καθοδηγητή το ΚΚ (μπ) στην πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας. Το κόμμα των μπολσεβίκων, υπό την ηγεσία του Λένιν, είχε προετοιμαστεί θεωρητικά για τη σοσιαλιστική επανάσταση: Ανάλυση της ρωσικής κοινωνίας, θεωρία του αδύνατου κρίκου στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, εκτίμηση της επαναστατικής κατάστασης, θεωρία για τη δικτατορία του προλεταριάτου. Επέδει- ξε χαρακτηριστική ικανότητα εξυπηρέτησης της στρατηγικής με την ανάλογη -σε κάθε φάση ανάπτυξης της ταξικής πάλης-τακτική: συμμαχίες, συνθήματα, ελιγμούς κλπ.
Ωστόσο, ο σοσιαλισμός αντιμετώπισε επιπλέον ιδιαίτερες δυσκολίες, λόγω του ότι η σοσιαλιστική οικοδόμηση ξεκίνησε από χώρα με χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων (μεσαίο - αδύνατο, κατά το χαρακτηρισμό του Β. I. Λένιν) σε σχέση με τις αναπτυγμένες κα
83%τηνπερίοδο 1909-1913 (μέση ετήσια αύξηση 13%).Ωστόσο, η μεγάλη καπιταλιστική βιομηχανία ήταν συγκεντρωμένη σε έξι περιοχές: Κεντρική, Β/Δ (Πετρούπολης), Βαλτική, Νότια, Πολωνία, Ουράλια, στις οποίες ήταν συγκεντρωμένο περίπου το 79% των βιομηχανικών εργατών και παραγόταν το 75% της συνολικής βιομηχανικής παραγωγής. Η βαθύτατη ανισομετρία που χαρακτήριζε την οικονομία της ρωσικής αυτοκρατορίας στις παραμονές του Α' Παγκόσμιου Πολέμου αποτυπώνεται στα στατιστικά στοιχεία της εποχής, παρά την προβληματικότητά τους. Η εργατική τάξη μόλις προσέγγιζε το 20% του συνολικού πληθυσμού (από πηγή σε πηγή κυμαίνεται μεταξύ 17% -19,5%). Οι μικροί εμπορευματοπαραγω- γοί (αγρότες, χειροτέχνες, βιοτέχνες) αποτελούσαντο 66,7% και οι εκμεταλλεύτριες τάξεις το 16,3% (από αυτούς το 12,3% ήταν οι κουλάκοι).
Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Πολιτική Οικονομία, σελ. 542, εκδόσεις Κυπραίου, 1960. Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 31, σελ. 183-185.
- 3 3 -
πιταλιστικές χώρες'2 και μεγάλη ανισομετρία στην ανάπτυξή της, λόγω εκτεταμένης επιβίωσης προκαπιταλιστικών σχέσεων, ιδιαίτερα στις ασιατικές πρώην αποικίες της τσαρικής αυτοκρατορίας. Ο σοσιαλισμός άρχισε να οικοδομεί- ται μετά από την τεράστια καταστροφή του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου και μέσα στις καταστροφικές συνθήκες του εμφυλίου. Αντιμετώπισε στην πορεία τις καταστροφές του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, σε αντίθεση με καπιταλιστικές δυνάμεις, όπως οι ΗΠΑ, που δε γνώρισαν πόλεμο στο έδαφός τους, ενώ αντίθετα μέσω του πολέμου ξεπέρασαν τη μεγάλη κρίση της δεκαετίας του 1930.
Η τεράστια οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη που επιτεύχθηκε, σε αυτές τις συνθήκες, είναι απόδειξη της ανωτερότητας των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής ακόμα και στην αρχική βαθμίδα ανάπτυξής τους.
Οι εξελίξεις δεν επιβεβαιώνουν τις εκτιμήσεις μιας σειράς οπορτουνιστικών και μικροαστικών ρευμάτων. Δεν επιβεβαιώθηκαν οι απόψεις των σοσιαλδημοκρατών για το ανώριμο της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Ρωσία. Δεν επιβεβαιώθηκαν οι θέσεις των τροτσκιστών για το αδύνατο της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ. Είναι ατεκμη- ρίωτη και υποκειμενική η άποψη ότι δεν είχε σοσιαλιστικό χαρακτήρα η κοινωνία που προέκυψε από την Οχτωβριανή Επανάσταση ή ότι εκφυλίστηκε ήδη από τα πρώτα χρόνια, γι’ αυτό και ήταν νομοτελειακά αναπόφευκτο ν’ ανακοπεί η 70χρονη Ιστορία της ΕΣΣΔ.
Απορρίπτουμε τις θεωρίες ότι αυτές οι κοινωνίες ήταν κάποιο «νέο εκμεταλλευτικό σύστημα» ή μια μορφή «κρατικού καπιταλισμού», όπως ισχυρίζονται διάφορα οπορτουνι- στικά ρεύματα.
12. Το 1913 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ρωσίας ήταν το 11,5% εκείνου των ΗΠΑ. Τα 2/3 σχεδόν του πληθυσμού ήταν τελείως αναλφάβητα.
— 34 —
Οι εξελίξεις, επίσης, δε δικαιώνουν τη συνολική στάση του «μαοϊκού» ρεύματος απέναντι στη σοσιαλιστική οικοδόμηση στην ΕΣΣΔ, το χαρακτηρισμό της ΕΣΣΔ ως σοσια- λιμπεριαλιστικής, την προσέγγιση της Κίνας με τις Η ΠΑ, αλλά και την ασυνέπεια στα ζητήματα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην Κίνα (π.χ., την αναγνώριση της εθνικής αστικής τάξης ως συμμάχου στην οικοδόμηση κλπ.).
Η δίκιά μας κριτική αποτίμηση γίνεται με δεδομένη την υπεράσπιση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ και τις υπόλοιπες χώρες.
10. Η αντεπανάσταση στην ΕΣΣΔ δεν προήλθε από ιμπεριαλιστική στρατιωτική επέμβαση, αλλά από τα μέσα και από τα πάνω, ως αποτέλεσμα της οπορτουνιστικής μετάλλαξης του ΚΚ και της αντίστοιχης πολιτικής κατεύθυνσης της σοβιετικής εξουσίας. Δίνουμε προτεραιότητα στους εσωτερικούς παράγοντες, στις κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες που αναπαράγουν τον οπορτουνισμό στο έδαφος της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, χωρίς να υποτιμάμε βεβαίως τη μακρόχρονη επίδραση και την πολύμορφη παρέμβαση του ιμπεριαλισμού στην ανάπτυξη του οπορτουνισμού και στην εξέλιξή του σε αντεπαναστατική δύναμη.
Βασισμένοι στη θεωρία του επιστημονικού κομμουνισμού διαμορφώσαμε μελέτη με άξονες:
• Την οικονομία, δηλαδή τις εξελίξεις στις σχέσεις παραγωγής και κατανομής κατά τη θεμελίωση της βάσης και στην πορεία ανάπτυξης του σοσιαλισμού ως τη βάση εμφάνισης και επίλυσης κοινωνικών αντιθέσεων και διαφορών.
• Τη λειτουργία της δικτατορίας του προλεταριάτου και το ρόλο του ΚΚ στο σοσιαλισμό, κατώτερη βαθμίδα του κομμουνισμού.
• Τη στρατηγική και τις εξελίξεις στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα.
— 35 —
11. Η πορεία οικοδόμησης της νέας κοινωνίας στη Σοβιετική Ένωση καθορίστηκε από την ικανότητα του μπολσεβίκικου ΚΚ να εκπληρώνει τον επαναστατικό καθοδηγητικό του ρόλο. Πρώτα και κύρια, να επεξεργάζεται και να διαμορφώνει την αναγκαία κάθε φορά επαναστατική στρατηγική, να αντιμετωπίζει τον οπορτουνισμό και να δίνει αποτελεσματική απάντηση στις εκάστοτε νέες απαιτήσεις και προκλήσεις της ανάπτυξης του σοσιαλισμού - κομμουνισμού.
Μέχρι το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο διαμορφώθηκαν οι βάσεις για την ανάπτυξη της νέας κοινωνίας: Διεξαγόταν με επιτυχία η ταξική πάλη που οδήγησε στην κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων και στην κυριαρχία του κοινωνικοποιημένου τομέα της παραγωγής με βάση τον Κεντρικό Σχεδίασμά, πραγματοποιήθηκαν θεαματικά αποτελέσματα ως προς την άνοδο της κοινωνικής ευημερίας.
Μετά το Β'Παγκόσμιο Πόλεμο και τη μεταπολεμική ανόρθωση, η σοσιαλιστική οικοδόμηση μπήκε σε νέα φάση. Το Κόμμα βρέθηκε αντιμέτωπο με νέες απαιτήσεις και προκλήσεις ως προς την ανάπτυξη του σοσιαλισμού - κομμουνισμού. Ως σημείο στροφής ξεχωρίζει το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1956), επειδή σε αυτό υιοθετήθηκαν μια σειρά οπορ- τουνιστικές θέσεις για τα ζητήματα της οικονομίας, της στρατηγικής του κομμουνιστικού κινήματος και των διεθνών σχέσεων. Άλλαξε ο συσχετισμός στη διαπάλη που διεξαγόταν όλη την προηγούμενη περίοδο, με στροφή υπέρ των αναθεωρητικών - οπορτουνιστικών θέσεων στο 20ό Συνέδριο, με αποτέλεσμα το Κόμμα σταδιακά να χάνει τα επαναστατικά του χαρακτηριστικά. Στη δεκαετία του 1980 ο οπορτουνισμός, με την περεστρόικα, ολοκληρώθηκε σε προδοτική, αντεπαναστατική δύναμη. Οι συνεπείς κομμουνιστικές δυνάμεις που αντέδρασαν στην τελευταία φάση της προδοσίας, στο 28ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, δεν κατόρθωσαν έγκαιρα να την αποκαλύψουν και να οργανώσουν με επιτυχία την επαναστατική αντίδραση της εργατικής τάξης.
— 36 —
ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΣΣΔ
12. Με τη διαμόρφωση του πρώτου πλάνου Κεντρικού Σχεδιασμού ήδη τέθηκε στο κέντρο της θεωρητικής αντιπαράθεσης και της πολιτικής διαπάλης για την οικονομία το ζήτημα αν η σοσιαλιστική παραγωγή είναι εμπορευματική, ποιος ο ρόλος του νόμου της αξίας, των εμπορευματοχρη- ματικών σχέσεων κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
Είναι λανθασμένη η θεωρητική προσέγγιση ότι ο νόμος της αξίας είναι νόμος κίνησης του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής στην πρώτη (σοσιαλιστική) βαθμίδα του, προσέγγιση που κυριάρχησε από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 στην ΕΣΣΔ και στο μεγαλύτερο μέρος των ΚΚ. Η θέση αυτή ισχυροποιήθηκε, λόγω της διατήρησης των εμπορευ- ματοχρηματικών σχέσεων, κατά το σχεδιασμένο πέρασμα από την ατομική παραγωγή στη συνεταιριστική. Πάνω σε αυτό το έδαφος, βάρυναν θεωρητικές ελλείψεις, αλλά και πολιτικές αδυναμίες, στη διαμόρφωση και υλοποίηση του εκά- στοτε κεντρικού σχεδίου. Τις επόμενες δεκαετίες, η οπορ- τουνιστική πολιτική αποδυνάμωσε παραπέρα τον Κεντρικό Σχεδίασμά, διάβρωσε την κοινωνική ιδιοκτησία, άνδρωσε τις δυνάμεις της αντεπανάστασης.
13. Η πρώτη περίοδος της σοσιαλιστικής οικοδόμησης μέχρι το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο είχε ως βασικό, πρωταρχικό πρόβλημα, την εξάλειψη της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, τη σχεδιασμένη αντιμετώπιση κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων που κληροδότησε ο καπιταλισμός και όξυνε η ιμπεριαλιστική περικύκλωση και επέμβαση. Εκείνη τη χρονική περίοδο η σοβιετική εξουσία θεαματικά μείωσε τη βαθιά ανισομετρία που κληρονόμησε η επανάσταση από την τσαρική αυτοκρατορία.
Στην περίοδο 1917-1940 η σοβιετική εξουσία γενικά ση
— 37 —
μείωσε επιτυχίες. Πραγματοποίησε τον εξηλεκτρισμό και την εκβιομηχάνιση της παραγωγής, την επέκταση των μεταφορών, την εκμηχάνιση μεγάλου μέρους της αγροτικής παραγωγής. Ξεκίνησε τη σχεδιοποιημένη παραγωγή και πέτυχε θεαματικούς ρυθμούς ανάπτυξης της σοσιαλιστικής βιομηχανικής παραγωγής. Κατέκτησε εγχώρια παραγωγική δυνατότητα για όλους τους βιομηχανικούς κλάδους. Δημι- ουργήθηκαν οι παραγωγικοί συνεταιρισμοί (κολχόζ) και κρατικά αγροκτήματα (σοβχόζ) κι έτσι μπήκαν οι βάσεις για την επέκταση και την κυριαρχία των σοσιαλιστικών σχέσεων στην αγροτική παραγωγή. Πραγματοποίησε την «πολιτιστική επανάσταση». Άρχισε η διαμόρφωση μιας νέας γενιάς κομμουνιστών ειδικών και επιστημόνων. Το σημαντικότερο είναι ότι πραγματοποιήθηκε η ολοκληρωτική κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, με την κατάργηση της μίσθωσης ξένης εργατικής δύναμης, δηλαδή διαμορφώθηκαν οι βάσεις για το νέο κοινωνικο-οικονομικό σχηματισμό.
14. Η εφαρμογή ορισμένων «μεταβατικών μέτρων», στην προοπτική της πλήρους κατάργησης των καπιταλιστικών σχέσεων, ήταν αναπόφευκτη σε μια χώρα όπως η Ρωσία του 1917-1921.
Οι παράγοντες που υποχρέωσαν το ΚΚ μπολσεβίκων να εφαρμόσει μια προσωρινή πολιτική διατήρησης, σε ορισμένη έκταση, των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής ήταν: Η ταξική σύνθεση όπου πλειοψηφούσε το μικροαστικό αγροτικό στοιχείο, η έλλειψη μηχανισμού κατανομής, εφοδιασμού και ελέγχου, η εκτεταμένη καθυστερημένη μικρή παραγωγή και κυρίως η δραματική επιδείνωση των συνθηκών διατροφής και διαβίωσης, λόγω των καταστροφών από τον εμφύλιο πόλεμο και την ιμπεριαλιστική επέμβαση. Όλα αυτά δυσκόλευαν τη διαμόρφωση Κεντρικού Σχεδιασμού με μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
Η Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ), που εφαρμόστηκε με
— 38 —
τά το τέλος του εμφύλιου πολέμου, συνιοτούσε μια πολιτική προσωρινών εκχωρήσεων προς τον καπιταλισμό. Είχε ως βασικό στόχο να ανορθώσει τη βιομηχανία από τις καταστροφές του πολέμου και σε αυτήν τη βάση να διαμορφώσει σχέσεις με την αγροτική παραγωγή «προσέλκυσης» των αγροτών στο συνεταιρισμό. Ενας αριθμός επιχειρήσεων πα- ραχωρήθηκαν για χρήση σε καπιταλιστές (χωρίς να έχουν ιδιοκτησιακό δικαίωμα επί των επιχειρήσεων), αναπτύχθηκε το εμπόριο, ρυθμίστηκε η ανταλλαγή ανάμεσα στην αγροτική παραγωγή και την κοινωνικοποιημένη βιομηχανία με βάση το «φόρο σε είδος». Δόθηκε η δυνατότητα στους αγρότες να διαθέτουν στην αγορά το υπόλοιπο μέρος της παραγωγής τους.
Η πραγματοποίηση ελιγμών και προσωρινών υποχωρήσεων απέναντι στις καπιταλιστικές σχέσεις, που επιβάλλονται σε ορισμένες περιπτώσεις υπό ειδικές συνθήκες, δεν αποτελούν νομοτελειακό χαρακτηριστικό της διαδικασίας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Είναι λαθροχειρία η αξιοποίηση της ΝΕΠ από την ηγεσία του ΚΚΣΕ με την περεστρόικα στη δεκαετία του 1980, για τη δικαιολόγηση της στροφής προς την ατομική ιδιοκτησία και τις καπιταλιστικές σχέσεις.
15. Η νέα φάση ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στα τέλη της δεκαετίας του 1920 επέτρεψε την αντικατάσταση της ΝΕΠ από την πολιτική της «επίθεσης του σοσιαλισμού ενάντια στον καπιταλισμό» με στόχο την πλήρη κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων. Άρθηκαν οι εκχωρήσεις προς τους καπιταλιστές και αναπτύχθηκε η πολιτική της κολεκτιβοποίησης, δηλαδή της ολοκληρωτικής συνεταιριστικής οργάνωσης της αγροτικής οικονομίας και κυρίως στην αναπτυγμένη μορφή της, στα κολχόζ.13 Ταυτόχρονα,
13. Αυτήν την κατεύθυνση επεξεργάστηκε το 15ο Συνέδριο
— 39 —
αναπτύχθηκαν (αν και περιορισμένα) και τα σοβχόζ, οι κρατικοί - σοσιαλιστικοί οργανισμοί στην αγροτική παραγωγή που στηρίζονταν στην εκμηχάνιση της παραγωγής, ενώ το σύνολο του προϊόντος τους ήταν κοινωνική ιδιοκτησία.
Το πρώτο πεντάχρονο πλάνο ξεκίνησε το 1928, μετά από 7 χρόνια νίκης της Επανάστασης (ο εμφύλιος έληξε τθ 1921). Η σοβιετική εξουσία δυσκολεύτηκε να διαμορφώσει ένα κεντρικό σχέδιο της σοσιαλιστικής οικονομίας από την αρχή, κυρίως λόγω της ύπαρξης ακόμα καπιταλιστικών σχέσεων (ΝΕΠ) και εξαιρετικά πολυάριθμων ατομικών εμπο- ρευματοπαραγωγών, βασικά αγροτών. Αδυναμίες, όμως, είχε και ο υποκειμενικός παράγοντας, το Κόμμα, που δεν είχε στελέχη εξειδικευμένα για να καθοδηγήσουν την οργάνωση της παραγωγής και έτσι υποχρεώθηκε για ένα χρονικό διάστημα να στηριχτεί σχεδόν αποκλειστικά σε αστούς ειδικούς.
Οι συγκεκριμένες συνθήκες (ιμπεριαλιστική περικύκλωση, απειλή πολέμου σε συνδυασμό με τη μεγάλη καθυστέρηση) επέβαλαν ταχύτατους ρυθμούς στην προώθηση της κολεκτιβοποίησης, που όξυναν την ταξική πάλη, ιδιαίτερα στο χωριό. Βεβαίως υπήρξαν λάθη και ορισμένες γραφειο
(1927). Το ΠΚΚ(μπ) έδινε βάρος στην άνοδο της παραγωγικότητας του μικρού και μεσαίου νοικοκυριού, στον τεχνολογικό εξοπλισμό. Η εθνικοποίηση της γης δεν ερχόταν σε αντίθεση με το δικαίωμα της γαιοχρησίας από τους μικρούς και μεσαίους αγρότες. Ευνοούσε το μικρό αγροτικό νοικοκυριό και τις μορφές συνένωσης των σκόρπιων αγροτικών νοικοκυριών από τις πιο απλές μορφές, τις συντροφιές, έως τα αρτέλ. Η πολιτική απέναντι στο μικρό αγροτικό νοικοκυριό, τη μικρή παραγωγή, ήταν σχέση βοήθειας και όχι πάλης. Απέρριπτε την εκμηδένιση της κατώτερης οργάνωσης της παραγωγής στο όνομα της μεγαλύτερης. Ταυτόχρονα, πρόβαλλε τα πλεονεκτήματα των κολχόζ και σοβχόζ. Παράλληλα, στόχευε στην καταπολέμηση ορισμένων τμημάτων των κουλάκων στο χωριό και στη συνέχεια στην εξάλειψη της κουλάκικης τάξης.
— 40 —
κρατικές υπερβολές στην ανάπτυξη του κινήματος κολεκτιβοποίησης της αγροτικής παραγωγής, που επισημάνθηκαν άλλωστε και από κομματικές αποφάσεις εκείνης της περιόδου.14 Ωστόσο, ο προσανατολισμός της σοβιετικής εξουσίας για ενίσχυση και γενίκευση αυτού του κινήματος ήταν στη σωστή κατεύθυνση. Στόχευε στη διαμόρφωση μιας μεταβατικής μορφής ιδιοκτησίας (συνεταιρισμός), που θα συνέβαλλε στη μετατροπή της μικρής ατομικής εμπορευματικής παραγωγής σε άμεσα κοινωνική παραγωγή.
16. Η πολιτική «επίθεσης του σοσιαλισμού ενάντια στον καπιταλισμό» πραγματοποιήθηκε σε συνθήκες έντονης ταξικής πάλης. Οι κουλάκοι (αστική τάξη του χωριού), στρώματα που επωφελήθηκαν από τη ΝΕΠ (ΝΕΠμεν), τμήματα της διανόησης που προέρχονταν από τους παλιούς εκμεταλλευτές, αντέδρασαν με όλες τις μορφές και με ενέργειες σαμποτάζ της βιομηχανίας (π.χ., «υπόθεση Σάχτινσκ»15 και αντεπαναστατικής δράσης στα χωριά. Τα ταξικά αντισο-
14. Απόφαση της ΚΕ 15.3.1930 και προσωπικό άρθρο του I. Στά- λιν («Ιλιγγος από τις επιτυχίες», I. Β. Στάλιν, Άπαντα, τόμ. 12, σελ. 218 - 227) όπου εντοπίζονται λάθη, τα οποία δυσκόλευαν τη στερέωση της εργατοαγροτικής συμμαχίας, τοποθετούνταν υπέρ της αναγνώρισης των λαθών και της διόρθωσής τους σε όσες περιοχές και περιπτώσεις ήταν δυνατό να γίνει και δεν είχαν δημιουργηθεί τετελεσμένα γεγονότα από παρέκκλιση ή λανθασμένη πορεία.
15. Η «υπόθεση Σάχτινσκ» αφορά τα σαμποτάζ που πραγματο- ποιήθηκαν στην ανθρακοβιομηχανία της περιοχής του Ντονμπάς από αστούς ειδικούς, στελέχη της βιομηχανίας, οι οποίοι είχαν αξιο- ποιηθεί από τη σοβιετική εξουσία στην οργάνωση και διεύθυνση της παραγωγής. Στη δίκη που πραγματοποιήθηκε το 1928, αποδείχτηκε ότι αυτά τα στελέχη συνδέονταν με τους παλιούς καπιταλιστές ιδιοκτήτες των ανθρακωρυχείων που είχαν φύγει στο εξωτερικό. Τα σαμποτάζ ήταν μέρος ενός γενικότερου σχεδίου υπονόμευσης της σοσιαλιστικής βιομηχανίας και της σοβιετικής εξουσίας.
— 41 —
σιαλιστικά συμφέροντα είχαν την αντανάκλασή τους μέσα στο ΚΚ, όπου και διαμορφώθηκαν οπορτουνιστικά ρεύματα.
Οι δύο βασικές «αντιπολιτευόμενες» τάσεις (Τρότσκι - Μπουχάριν), που έδρασαν εκείνη την περίοδο, είχαν ως κοινή βάση την απολυτοποίηση των στοιχείων καθυστέρησης της σοβιετικής κοινωνίας. Στη δεκαετία του 1930 συγκλίνανε στη θέση ότι ήταν ανώριμο το ξεπέρασμα των καπιταλιστικών σχέσεων στην ΕΣΣΔ. Οι θέσεις τους απορρίφθηκαν από το ΠΚΚ (μπ) και δεν επιβεβαιώθηκαν από την πραγματικότητα.
Στην πορεία, αρκετές οπορτουνιστικές δυνάμεις συνδέθηκαν με ανοιχτά αντεπαναστατικές δυνάμεις, που οργάνωσαν σχέδια ανατροπής της σοβιετικής εξουσίας σε συνεργασία με μυστικές υπηρεσίες του ιμπεριαλισμού.
Από τις συνθήκες επιβλήθηκε η άμεση αποφασιστική αντιμετώπιση αυτών των κέντρων, με τις δίκες του 1936 και 1937, όπου αποκαλύφθηκαν συνωμοσίες με τμήματα του στρατού (υπόθεση Τουχασέφσκι, ο οποίος αποκαταστάθη- κε μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ), καθώς και με μυστικές υπηρεσίες ξένων κρατών, ιδιαίτερα της Γερμανίας.
Το γεγονός ότι κάποια ηγετικά στελέχη του Κόμματος και της σοβιετικής εξουσίας μπήκαν επικεφαλής οπορτου- νιστικών ρευμάτων αποδεικνύει ότι ακόμα και πρωτοπόρα στελέχη είναι δυνατό να παρεκκλίνουν, να λυγίσουν, μπροστά στην οξύτητα της ταξικής πάλης και, τελικά να ξεκόψουν από το κομμουνιστικό κίνημα, να περάσουν με την αντεπανάσταση.
17. Μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο οξύνθηκε η συζήτηση για τις νομοτέλειες της σοσιαλιστικής οικονομίας, συζήτηση που είχε υποχωρήσει λόγω του πολέμου. Για την ερμηνεία συγκεκριμένων προβλημάτων16 αναπτύχθηκε διαπάλη,
16. Παρά τις επιτυχίες που υπήρξαν στην εκπλήρωση του 4ου πεντάχρονου πλάνου (1946 -1950), από την ηγεσία του ΚΚΣΕ εκεί-
— 42 —
ανάμεσα σε δύο βασικά ρεύματα στη θεωρία και την πολιτική, που αγκάλιασε κομματικά στελέχη και οικονομολόγους, τους «αγοραίους» και τους «αντι-αγοραίους».
Ο I. Β. Στάλιν, ως ΓΓ της ΚΕ του Κόμματος, ηγήθηκε της οργανωμένης εσωκομματικής συζήτησης και στήριξε την αντι-αγοραία κατεύθυνση. Συνέβαλε στη διαμόρφωση ανάλογων πολιτικών κατευθύνσεων, όπως, π.χ., της συνένωσης των κολχόζ, της διάλυσης «βοηθητικών επιχειρήσεων» (παραγωγής οικοδομικών υλικών) στα κολχόζ. Αντέκρουσε το ρεύμα που διεκδικούσε ενίσχυση των εμπορευματοχρημα- τικών σχέσεων'7 απορρίπτοντας προτάσεις όπως να παραδοθούν μέσα μηχανοποιημένης παραγωγής στα κολχόζ κ.ά. Αναγνώριζε ότι η σοσιαλιστική παραγωγή δεν είναι εμπο- ρευματική και, επομένως, ο νόμος της αξίας δεν εναρμονι-
νη την εποχή επισημαίνονταν τα εξής προβλήματα: Αργοί ρυθμοί στην εισαγωγή των νέων επιτευγμάτων της επιστήμης και της τεχνικής σε μια σειρά κλάδους της βιομηχανίας και της αγροτικής παραγωγής. Εργοστάσια με παλιωμένο τεχνικό εξοπλισμό και χαμηλή παραγωγικότητα, παραγωγή εργαλειομηχανών και μηχανημάτων ξεπερασμένης τεχνολογίας. Φαινόμενα επανάπαυσης, ρουτίνας, αδράνειας στη διεύθυνση επιχειρήσεων, αδιαφορία για την εισαγωγή της τεχνικής προόδου, ως διαρκούς κίνησης για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Καθυστέρηση στην ανόρθωση της αγροτικής παραγωγής, χαμηλή στρεμματική απόδοση στην καλλιέργεια των σιτηρών, χαμηλή παραγωγικότητα της κτηνοτρο- φικής παραγωγής, η συνολική παραγωγή της οποίας δεν είχε φτά- σει στο προπολεμικό επίπεδο, με αποτέλεσμα ελλείψεις σε κρέας, γάλα, βούτυρο, λαχανικά και φρούτα που επηρέαζαν το γενικό στόχο για άνοδο του επιπέδου της κοινωνικής ευημερίας.
Πηγή: Γ. Μάλενκοφ, Έκθεση δράσης της ΚΕ του ΚΚ(μπ) της ΕΣΣΔ στο 19ο Συνέδριο του Κόμματος, σελ. 48-64, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ.
17. Γ. Μάλενκοφ, Έκθεση δράσης της ΚΕ του ΚΚ(μπ) της ΕΣΣΔ στο 19ο Συνέδριο του Κόμματος, σελ. 60, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ.
— 43 —
ζόταν με τους θεμελιακούς νόμους της. Αναδείκνυε το ρόλο του Κεντρικού Σχεδιασμού στη σοσιαλιστική οικονομία. Υποστήριζε ότι τα μέσα παραγωγής δεν είναι εμπορεύματα, παρότι εμφανίζονται ως εμπορεύματα «στη μορφή και όχι στο περιεχόμενο», ενώ εμπορεύματα γίνονται μόνο στο εξωτερικό εμπόριο.18 Αναγνώριζε επίσης ότι η λειτουργία του νόμου της αξίας (οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις) στην ΕΣΣΔ είχε τη ρίζα της στη συνεταιριστική και ατομική αγροτική παραγωγή, ότι ο νόμος της αξίας δε ρυθμίζει τη σοσιαλιστική παραγωγή και συνολικά την κατανομή της.
Ασκησε πολεμική στους «αγοραίους» οικονομολόγους και πολιτικούς παράγοντες, που υποστήριζαν ότι ο νόμος της αξίας είναι γενικά και νόμος της σοσιαλιστικής οικονομίας. Επίσης, έκανε σωστά κριτική στους οικονομολόγους που υποστήριζαν την πλήρη κατάργηση της κατανομής με χρηματική μορφή, χωρίς να υπολογίζουν τους αντικειμενικούς περιορισμούς που έθετε ακόμα η παραγωγική βάση της κοινωνίας.
Αδυναμία της προσέγγισης ήταν ότι υποστήριζε πως τα καταναλωτικά προϊόντα παράγονται και κατανέμονται ως εμπορεύματα.19 Η θέση αυτή ήταν σωστή μόνον όσον αφορούσε τα προϊόντα της σοσιαλιστικής παραγωγής που προορίζονταν για το εξωτερικό εμπόριο, καθώς και την ανταλλαγή μεταξύ προϊόντων της σοσιαλιστικής βιομηχανίας και της κολχόζνικης και ατομικής παραγωγής. Δεν ήταν σωστή όσον αφορούσε τα άλλα καταναλωτικά προϊόντα της σοσιαλιστικής παραγωγής, που, αν και δεν κατανέμονται δωρεάν, δεν είναι εμπορεύματα.
Σωστά εκτιμούσε ότι στην ΕΣΣΔ η συνεταιριστική ιδιο
18.1. Β. Στάλιν, Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, σελ. 77-78, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1998.
19.1. Β. Στάλιν, Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, σελ. 44, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1998.
κτησία (κολχόζ) και η κυκλοφορία προϊόντων ατομικής κατανάλωσης με τη μορφή εμπορευμάτων είχαν αρχίσει να γίνονται τροχοπέδη στην ισχυρή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, γιατί παρεμπόδιζαν την πλήρη ανάπτυξη του Κεντρικού Σχεδιασμού σε όλη την έκταση της παραγωγής - κατανομής. Έδινε τις διαφορές μεταξύ των δύο συνεργαζό- μενων τάξεων, της εργατικής και της κολχόζνικης αγροτικής, αλλά και την αναγκαιότητα εξάλειψής τους με τη σχεδιασμένη εξάλειψη της εμπορευματικότητας στην αγροτική παραγωγή και τη μετατροπή των κολχόζ σε κοινωνική ιδιοκτησία.20 Η σοβιετική ηγεσία, στις αρχές της δεκαετίας του
20. «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι με την εξάλειψη του καπιταλισμού και του συστήματος της εκμετάλλευσης, με την ενίσχυση του σοσιαλιστικού καθεστώτος στη χώρα μας, θα έπρεπε να εξαφανιστεί η αντίθεση συμφερόντων ανάμεσα στην πόλη και το χωριό, ανάμεσα στη βιομηχανία και την αγροτική οικονομία. Ετσι και έγι- νε... Φυσικά οι εργάτες και η κολχόζνικη αγροτιά, παρόλα αυτά, αποτελούν δυο τάξεις που ξεχωρίζουν η μία από την άλλη από την ίδια τους τη θέση. Όμως, αυτή η διαφορά με κανένα τρόπο δεν αδυνατίζει τη φιλία τους. Αντίθετα, τα συμφέροντά τους βρίσκονται σε μία κοινή κατεύθυνση, στην κατεύθυνση ενίσχυσης του σοσιαλιστικού καθεστώτος και της νίκης του κομμουνισμού (...)
Αν πάρουμε, π.χ., τη διαφορά ανάμεσα στην αγροτική οικονομία και τη βιομηχανία, τότε θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι οι συνθήκες εργασίας στην αγροτική οικονομία διαφέρουν από τις συνθήκες εργασίας στη βιομηχανία, αλλά πριν απ’ όλα και κατά κύριο λόγο πως στη βιομηχανία έχουμε κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και στο προϊόν της παραγωγής, τη στιγμή που στην αγροτική οικονομία έχουμε όχι κοινωνική, αλλά ομαδική, κολχόζ- νικη ιδιοκτησία. Εχουμε κιόλας πει ότι αυτή η κατάσταση οδηγεί στη διατήρηση της εμπορευματικής κυκλοφορίας, ότι μονάχα με την εξαφάνιση αυτής της διαφοράς ανάμεσα στη βιομηχανία και την αγροτική οικονομία, μπορεί να εξαφανιστεί η εμπορευματική παραγωγή με όλα τα επακόλουθα που απορρέουν απ’ αυτήν. Επομένως, δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς ότι η εξάλειψη αυτής της ου-
— 45 —
1950, εκτιμούσε, σωστά, ότι τα προβλήματα στο πεδίο της οικονομίας ήταν εκδήλωση της όξυνσης της αντίθεσης ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις που αναπτύσσονταν και τις σχέσεις παραγωγής που καθυστερούσαν. Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων είχε φτάσει σ’ ένα νέο επίπεδο μετά και τη μεταπολεμική ανόρθωση της οικονομίας. Μια νέα δυναμική ώθηση στην περαιτέρω ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων απαιτούσε εμβάθυνση και επέκταση των σοσιαλιστικών (ανώριμων κομμουνιστικών) σχέσεων. Η καθυστέρηση των δεύτερων αφορούσε: Τον Κεντρικό Σχεδίασμά, την εμβάθυνση του κομμουνιστικού χαρακτήρα των σχέσεων κατανομής, την πιο ενεργητική και συνειδητή εργατική συμμετοχή στην οργάνωση της εργασίας και τον έλεγχο της διεύθυνσής της από τα κάτω προς τα πάνω, την εξάλειψη κάθε μορφής ατομικής εμπορευματικής παραγωγής, την υπαγωγή των πιο αναπτυγμένων συνεταιρισμών στην άμεση κοινωνική παραγωγή.
Είχε ωριμάσει η ανάγκη, συνειδητά, καλά σχεδιασμένα, δηλαδή θεωρητικά και πολιτικά προετοιμασμένα, να επε- κταθούν και να κυριαρχήσουν οι κομμουνιστικές σχέσεις σ’ εκείνα τα πεδία της κοινωνικής παραγωγής όπου στο προηγούμενο διάστημα δεν ήταν ακόμη δυνατή η επικράτησή τους (από την άποψη της υλικής τους ωριμότητας, της παραγωγικότητας της εργασίας).
Η ωριμότητα επέκτασης των κομμουνιστικών σχέσεων στην αγροτική παραγωγή αφορά σε μεγάλο βαθμό τις δυνατότητες της βιομηχανίας να διοχετεύει ανάλογες μηχανές, τη δυνατότητα του Κεντρικού Σχεδιασμού να πραγματοποιεί έργα βελτίωσης της αγροτικής παραγωγικότητας,
σιασπκής διαφοράς ανάμεσα στην αγροτική οικονομία και τη βιομηχανία πρέπει να έχει για μας πρωταρχική σημασία.»
I. Β. Στάλιν, Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ,οεΚ. 50,51, 52, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1998.
— 46 —
προστασίας από καιρικές καταστροφές κ.ά. Παρά το γεγονός ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1950 στην ΕΣΣΔ υπήρχε ακόμα ανισομετρία, είχαν διαμορφωθεί σημαντικές προϋποθέσεις μηχανοποίησης και υποδομών που έδιναν τη δυνατότητα για να προχωρήσει αυτή η κατεύθυνση. Στην Εκθεση Δράσης της ΚΕ του ΚΚ (μπ) στο 19ο Συνέδριο αναφέρο- νται μια σειρά στοιχεία που αποδεικνύουν το παραπάνω συμπέρασμα. Η ύπαρξη 8.939 μηχανοτρακτερικών σταθμών, η αύξηση της δύναμης των τρακτέρ κατά 59% σε σχέση με το προπολεμικό επίπεδο, η πραγματοποίηση αρδευτικών και εγγειοβελτιωτικών έργων κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης, το προχώρημα της συνένωσης των κολχόζ σε μεγαλύτερα μέσα στο δίχρονο 1950-1952 (97.000 κολχόζ το 1952 από 254.000 το 1950) κλπ.2'
Όμως, παρέμεναν ακόμη μικρά κολχόζ22 τα οποία έπρε- πε να συνενωθούν σε μεγαλύτερα στην κατεύθυνση της κοινωνικοποίησης της αγροτικής παραγωγής, όπως υποστήριζε η ηγεσία του ΚΚ μπολσεβίκων. Τέθηκε ως στόχος ο αποκλεισμός του περισσεύματος της κολχόζνικης παραγωγής από την εμπορευματική κυκλοφορία και το πέρασμά της στο σύστημα ανταλλαγής ανάμεσα στην κρατική βιομηχανία και τα κολχόζ. Επίσης, άνοιξε η συζήτηση για την προοπτική διαμόρφωσης ενός ενιαίου οικονομικού οργάνου, που θα συνέβαλλε στην κατεύθυνση ενός «καθολικού παραγωγικού τομέα» που θα είχε την ευθύνη διάθεσης ολόκληρης της παραγωγής καταναλωτικών προϊόντων.
Καθαρό ήταν το μέτωπο της κομματικής και κρατικής
21. Γ. Μ. Μάλενκοφ, Έκθεση δράσης της ΚΕ του ΚΚ(μπ) της ΕΣΣΔ στο 19ο Συνέδριο του Κόμματος, 5 Οκτώβρη 1952, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ.
22. Υπήρχαν πολλά μικρά κολχόζ με 10-30 νοικοκυριά, με μικρές εκτάσεις γης, όπου δεν αξιοποιούνταν πλήρως τα τεχνικά μέσα και όπου τα έξοδα διοίκησης - διαχείρισης ήταν πολύ μεγάλα.
— 47 —
ηγεσίας στο ζήτημα της διαπάλης σχετικά με τις αναλογίες μεταξύ της Υποδιαίρεσης I της κοινωνικής παραγωγής (παραγωγή μέσων παραγωγής) και της Υποδιαίρεσης II (παραγωγή προϊόντων κατανάλωσης). Σωστά υποστήριζε το αναγκαίο προβάδισμα της Υποδιαίρεσης I στη σχεδιασμένη αναλογική κατανομή της εργασίας και της παραγωγής ανάμεσα στους διάφορους κλάδους της σοσιαλιστικής βιομηχανίας. Από αυτήν την κατηγορία της παραγωγής (Υποδιαίρεση I), εξαρτάται η διευρυμένη αναπαραγωγή, η σοσιαλιστική συσσώρευση (κοινωνικός πλούτος), απαραίτητη για τη μελλοντική διεύρυνση της κοινωνικής ευημερίας.
Οι σωστές θέσεις και κατευθύνσεις του Στάλιν και των «αντι-αγοραίων» οικονομολόγων και στελεχών του ΚΚ δεν μπόρεσαν να οδηγήσουν στη διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης θεωρητικής επεξεργασίας και αντίστοιχης πολιτικής γραμμής, ικανής να αντιμετωπίσει τις αγοραίες θεωρητικές θέσεις και πολιτικές επιλογές που ενισχύονταν. Σε αυτό συνέβαλαν οι ισχυρές κοινωνικές πιέσεις, αλλά και οι αντινομίες, ανεπάρκειες, ταλαντεύσεις που υπήρχαν στο αντι-αγο- ραίο ρεύμα.
18. Με την εσωκομματική διαπάλη στις αρχές της δεκαετίας του 1950 εκφράστηκε, σε ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο, η κοινωνική αντίσταση (κολχόζνικοι αγρότες, διευθυντικά στελέχη στην αγροτική παραγωγή και στη βιομηχανία) στην ανάγκη επέκτασης και εμβάθυνσης των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής. Η οξυμένη διαπάλη, που κατέληξε με τη θεωρητική αποδοχή του νόμου της αξίας ως νόμου του σοσιαλισμού, σήμαινε πολιτικές επιλογές με πιο άμεσες και ισχυρότερες επιπτώσεις στην πορεία της σοσιαλιστικής ανάπτυξης, συγκριτικά με το προπολεμικό διάστημα, όπου η υλική καθυστέρηση έκανε την επίδραση αυτών των θεωρητικών θέσεων πιο ανώδυνη.
Οι δυνάμεις αυτές εκφράστηκαν πολιτικά μέσα από τις
θέσεις που υιοθετήθηκαν στις αποφάσεις του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ, που τελικά αποτέλεσε συνέδριο κυριαρχίας της δεξιάς οπορτουνιστικής παρέκκλισης. Σταδιακά υιοθετήθηκαν πολιτικές επιλογές που διεύρυναν τις εμπορευμα- τοχρηματικές (δυνάμει καπιταλιστικές) σχέσεις, στο όνομα της διόρθωσης των αδυναμιών του Κεντρικού Σχεδιασμού και της διεύθυνσης των σοσιαλιστικών παραγωγικών μονάδων.
Για τα προβλήματα που ανέκυπταν στην οικονομία, χρη- σιμοποιήθηκαν ως λύσεις τρόποι και μέσα που ανήκαν στο παρελθόν. Με την προώθηση της «αγοραίας» πολιτικής, αντί να ενισχύονται η κοινωνική ιδιοκτησία και ο Κεντρικός Σχε- διασμός, η ομογενοποίηση της εργατικής τάξης (με διεύρυνση της ικανότητας και δυνατότητας για πολυειδίκευση, για εναλλαγές στον τεχνικό καταμερισμό εργασίας), η εργατική συμμετοχή στην οργάνωση της εργασίας, ο εργατικός έλεγχος από κάτω προς τα πάνω, άρχισε να δυναμώνει η αντίστροφη τάση. Σε αυτό το υπόβαθρο σταδιακά υποχώρησε το επίπεδο της κοινωνικής συνείδησης. Χάθηκε η προηγούμενη εμπειρία και αποτελεσματικότητα που είχε το εργοστασιακό σοβιέτ, το Σταχανοφικό κίνημα στον έλεγχο της ποιότητας, στην αποτελεσματικότερη οργάνωση και διεύθυνση, στις ευρεσιτεχνίες για εξοικονόμηση υλών και χρόνου εργασίας κλπ.
Οι «αγοραίοι» οικονομολόγοι (Λίμπερμαν, Νεμτζίνοφ, Τραπέζνικοφ κ.ά.) ερμήνευαν λαθεμένα τα υπαρκτά προβλήματα της οικονομίας, όχι ως υποκειμενικές αδυναμίες στο σχεδιασμό,23 αλλά ως συνέπειες της αντικειμενικής αδυναμίας του Κεντρικού Σχεδιασμού να ανταποκριθεί στην ανάπτυξη του όγκου της παραγωγής, στην ποικιλία των κλά
23. Καθυστέρηση στην ανάπτυξη μηχανισμού, που θα αντανακλούσε στον Κεντρικό Σχεδιασμό τις πραγματικά αναγκαίες αναλογίες μεταξύ κλάδων και τομέων της οικονομίας.
— 49 —
δων και στην πολυμορφία των προϊόντων για την ικανοποίηση νέων κοινωνικών αναγκών.
Ισχυρίστηκαν ότι θεωρητική αιτία ήταν η βουλησιαρχική άρνηση του εμπορευματικού χαρακτήρα της παραγωγής στο σοσιαλισμό, η υποτίμηση της ανάπτυξης της γεωργίας, η υπερεκτίμηση της δυνατότητας υποκειμενικής επέμβασης στη διεύθυνση της οικονομίας.
Υποστήριξαν ότι δεν ήταν δυνατό να προσδιορίζονται από τα κεντρικά όργανα η ποιότητα, η τεχνολογία, οι τιμές όλων των εμπορευμάτων, οι μισθοί, αλλά ότι χρειαζόταν και η χρησιμοποίηση των μηχανισμών της αγοράς για την εξυπηρέτηση των στόχων της σχεδιασμένης οικονομίας.
Έτσι, σε θεωρητικό επίπεδο κυριάρχησαν οι θεωρίες της «σοσιαλιστικής εμπορευματικής παραγωγής» ή «του σοσιαλισμού με αγορά», η αποδοχή του νόμου της αξίας ως νόμου του σοσιαλιστικού (ανώριμου κομμουνιστικού) τρόπου παραγωγής που λειτουργεί και στη φάση της σοσιαλιστικής ανάπτυξης. Αυτές οι θεωρίες αποτέλεσαν τη βάση διαμόρφωσης της οικονομικής πολιτικής.24
19. Η πολιτική αποδυνάμωσης του Κεντρικού Σχεδια- σμού και της κοινωνικής ιδιοκτησίας κλιμακώθηκε μετά το 20ό Συνέδριο. Το 1957 καταργήθηκαν τα κλαδικά υπουργεία που διεύθυναν τη βιομηχανική παραγωγή σε όλη την ΕΣΣΔ και κατά Δημοκρατία και διαμορφώθηκαν τα Όργανα Περι
24. Εχει τη σημασία του να προσεχτεί πώς χαρακτηρίστηκαν τότε από αστικές δυνάμεις οι μεταρρυθμίσεις του 1965:
I. Χαρακτηρίστηκαν από την αστική οικονομική σκέψη ως επιστροφή στον καπιταλισμό (δημοσιεύματα Economist, Financial Times).
II. Είχαν τη στήριξη των Δυτικών αστών οικονομολόγων της κε- ϊνσιανής σχολής και της σοσιαλδημοκρατίας, οι οποίοι χαρακτήρισαν τις «μεταρρυθμίσεις» ως βελτίωση του σχεδιασμού με καταπολέμηση της γραφειοκρατίας.
— 50 —
φερειακής Διοίκησης «Σοβναρχόζ». Έτσι αδυνάτισε η κεντρική διεύθυνση του σχεδιασμού.25 Αντί να σχεδιαστεί η μετατροπή των κολχόζ σε σοβχόζ, και κυρίως να αρχίσει το σχεδιασμένο πέρασμα όλης της κολχόζνικης παραγωγής στον κρατικό έλεγχο, το 1958 τα τρακτέρ και άλλα μηχανήματα26 πέρασαν στην ιδιοκτησία των κολχόζ,27 θέση που είχε απορριφθεί παλιότερα. Αυτές οι αλλαγές όχι μόνο δεν έλυσαν τα προβλήματα, αλλά αντίθετα έφεραν στην επιφάνεια ή δημιούργησαν νέα προβλήματα, όπως την έλλειψη ζωοτροφών, την υποχώρηση της τεχνολογικής ανανέωσης των κολχόζ.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 ως αιτίες των προβλημάτων προσδιορίστηκαν τα λάθη υποκειμενικού χαρακτήρα της καθοδήγησης του αγροτικού τομέα της οικονομίας.28 Στις μεταρρυθμίσεις περιλήφθηκαν: Η μείωση της ποσότητας παράδοσης προϊόντων από τα κολχόζ στο κράτος,29 η
25. Τα «Σοβναρχόζ» καταργήθηκαν το 1965 και επανήλθαν τα υπουργεία κατά κλάδο.
26. Τα τρακτέρ κλπ. έως τότε ήταν ιδιοκτησία του κράτους, βρίσκονταν συγκεντρωμένα σε σταθμούς (ΜΤΣ) και τα χειρίζονταν εργάτες.
27. Το Φλεβάρη του 1958, η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΣΕ αποφάσισε τη διάλυση των ΜΤΣ (Σταθμοί Μηχανών και Τρακτέρ) και την πώληση των τεχνικών μέσων τους στα κολχόζ, πολιτική η οποία οδήγησε στην πολύ μεγάλη διεύρυνση της κολχόζνικης ιδιοκτησίας και αντίστοιχη συρρίκνωση της κοινωνικής ιδιοκτησίας.
28. Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΣΕ το Μάρτη του 1965, με εισήγηση του Λ. Μπρέζνιεφ στο θέμα: «Τα επείγοντα μέτρα για την παραπέρα ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας της ΕΣΣΔ».
29. Μέχρι το 1958 στην ΕΣΣΔ χρησιμοποιούνταν μορφές εφοδιασμού αγροτικών προϊόντων από τα κολχόζ, οι οποίες περιόριζαν το αγοραίο στοιχείο ή ήταν μόνο τυπικά, στη μορφή εμπορευματι- κές, όχι κατ' ουσίαν: Υποχρεωτικές προμήθειες σε χαμηλές τιμές εφοδιασμού, που είχαν τη δύναμη φόρου, συμφωνητικά, δηλαδή η
— 51 —
δυνατότητα πώλησης της περίσσειας ποσότητας σε υψηλότερες τιμές, η κατάργηση των περιορισμών στις συναλλαγές των ατομικών αγροτικών νοικοκυριών και του φόρου για ατομική κατοχή ζώων. Διαγράφηκαν χρέη κολχόζ από δάνεια της Κρατικής Τράπεζας, παρατάθηκαν οι προθεσμίες εξόφλησης οφειλών από χρηματικές προκαταβολές, επι- τράπηκε η πώληση ζωοτροφών απευθείας σε ιδιοκτήτες ζώων. Έτσι διατηρήθηκε και ενισχύθηκε το μέρος της αγροτικής παραγωγής, που, προερχόμενο από τα ατομικά αγροτικά νοικοκυριά και τα κολχόζ, πουλιόταν ελεύθερα στην αγορά,30 αλλά βάθυνε η υστέρηση της κτηνοτροφικής παραγωγής, μεγάλωσε η διαφοροποίηση στην κάλυψη των αναγκών σε αγροτικά προϊόντα μεταξύ των περιφερειών και των Δημοκρατιών της ΕΣΣΔ.
Ανάλογη πολιτική ενίσχυσης του εμπορευματικού σε βάρος του άμεσα κοινωνικού χαρακτήρα, γνωστή ως «μεταρρύθμιση Κοσίγκιν»,31 ακολουθήθηκε και στη βιομηχανία
πώληση από τα κολχόζ των προϊόντων τους με βάση συμφωνητικό με τις οργανώσεις εφοδιασμού, η αμοιβή σε είδος για την εργασία των ΜΙΣ, αγορές προϊόντων πάνω από τις υποχρεωτικές προμήθειες σε τιμές πιο υψηλές του εφοδιασμού. Το σύστημα των προμηθειών εφαρμόστηκε το 1932-1933. Το συμφωνητικό εμφανίστηκε νωρίτερα και επεκτάθηκε στην προμήθεια βιομηχανικών φυτών.
30. Το 1970 το βοηθητικό νοικοκυριό στην ΕΣΣΔ παρήγε το 38% των λαχανικών, το 35% του κρέατος και το 53% των αυγών. Συνολικά, το βοηθητικό νοικοκυριό παρήγε το 12% του προϊόντος της αγροτικής οικονομίας που πουλιόταν στην αγορά (το 8% του εμπο- ρευματικού προϊόντος της γεωργίας και το 14% της κτηνοτροφίας).
Πηγή: Οικονομική Σχολή του Πανεπιστημίου Λομονόσοφ της Μόσχας, Πολιτική Οικονομία, τόμ. 4, σελ. 319, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 1984.
31. Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΣΕ, Σεπτέμβρης 1965, με θέμα: «Για τη βελτίωση της διεύθυνσης της βιομηχανίας, την τελειοποίηση του σχεδιασμού και το δυνάμωμα της οικονομικής παρότρυν
— 52 —
(«σύστημα ιδιοσυντήρησης των επιχειρήσεων» με ουσιαστικό και όχι τυπικό χαρακτήρα). Ισχυρίστηκαν ότι έτσι θα αντιμετωπιζόταν η μείωση των ρυθμών αύξησης της ετήσιας παραγωγικότητας της εργασίας και της ετήσιας παραγωγής στη βιομηχανία, που σημειώθηκε κατά τα πρώτα έτη της δεκαετίας του 1960, ως αποτέλεσμα των μέτρων υπονόμευσης του Κεντρικού Σχεδιασμού στην καθοδήγηση των κλάδων της βιομηχανίας (Σοβναρχόζ -1957).
Το πρώτο κύμα των μεταρρυθμίσεων προωθήθηκε στο χρονικό διάστημα μεταξύ 23ου (1966) και 24ου (1971) Συνεδρίου. Σύμφωνα με το Νέο Σύστημα, οι πρόσθετες αμοιβές των διευθυντών (πριμ) θα υπολογίζονταν όχι με βάση την υπερκάλυψη του πλάνου σε όγκο παραγωγής,32 αλλά με
σης της βιομηχανικής παραγωγής». Οι« μεταρρυθμίσεις Κοσίγκιν» κλιμακώθηκαν σε όλη τη δεκαετία του 1970.
32. Στη βιομηχανία οι μεταρρυθμίσεις εφαρμόστηκαν «πειραματικά» το 1962 στη λειτουργία δυο επιχειρήσεων παραγωγής ενδυμάτων, σύμφωνα με το προτεινόμενο από τον καθηγητή Λί- μπερμαν σύστημα διεύθυνσης (γνωστό ως Σύστημα Χάρκοβου). Ο Λίμπερμαν υποστήριζε ότι ο υπολογισμός των πρόσθετων αμοιβών (πριμ) των διευθυντών ανάλογα με την υπερκάλυψη του πλάνου, εισήγαγε μια αντίφαση ανάμεσα στα συμφέροντα των διευθυντών και τα συμφέροντα της συνολικής σοβιετικής κοινωνίας. Κι αυτό γιατί οι διευθυντές απέκρυπταν την αληθινή παραγωγική ικανότητα των επιχειρήσεων, δημιουργούσαν αποθέματα πρώτων υλών και προϊόντων, αδιαφορούσαν για τη διακοπή της παραγωγής «άχρηστων προϊόντων», εμπόδιζαν την εφαρμογή νέας τεχνολογίας για να μη μεταβληθούν οι «νόρμες», οι δείκτες δηλαδή της κοινωνικής παραγωγής, με βάση τους οποίους μετριόταν η κάλυψη του πλάνου. Έτσι, π.χ., κατασκεύαζαν χοντρό χαρτί αντί για λεπτό, γιατί οι νόρμες υπολογίζονταν με το βάρος. Εκανε, δηλαδή, σωστές διαπιστώσεις, προτείνοντας, όμως, λανθασμένες πολιτικές. Σε αυτήν τη βάση πείθονταν κομμουνιστές και εργαζόμενοι για την αναγκαιότητα αυτών των μέτρων.
— 53 —
βάση την υπερκάλυψη του πλάνου των πωλήσεων και θα ήταν συνάρτηση του ποσοστού του κέρδους της επιχείρησης. Ένα μέρος από τις πρόσθετες αμοιβές των εργατών θα προερχόταν επίσης από το κέρδος, όπως και η διεύρυνση της ικανοποίησης αναγκών στέγασης κ.ά. Έτσι, το κέρδος υιοθετήθηκε ως κίνητρο για την παραγωγή. Βάθυνε η διαφοροποίηση στο εργασιακό εισόδημα. Δόθηκε η δυνατότητα οριζόντιων εμπορευματοχρηματικών συναλλαγών μεταξύ των επιχειρήσεων, άμεσων συμφωνιών με «καταναλωτικές μονάδες και εμπορικές οργανώσεις», καθορισμού τιμών, διαμόρφωσης κέρδους στη βάση αυτών των συναλλαγών κλπ. Το Κεντρικό Σχέδιο θα καθόριζε το συνολικό ύψος της παραγωγής και τις επενδύσεις μόνο για νέες επιχειρήσεις. Ο εκσυγχρονισμός των παλιών έπρεπε να γίνεται με επενδύσεις από τα κέρδη των επιχειρήσεων.
Οι μεταρρυθμίσεις αυτές αφορούσαν όλο το λεγόμενο τομέα της «παλλαϊκής ιδιοκτησίας», δηλαδή και τη λειτουργία των σοβχόζ (κρατικών αγροκτημάτων). Με απόφαση της ΚΕ του ΚΚΣΕ και του Υπουργικού Συμβουλίου της ΕΣΣΔ (13 Απρίλη 1967) άρχισε το πέρασμα των σοβχόζ σε καθεστώς πλήρους ιδιοσυνπίρησης. Το 1975 όλα τα σοβχόζ λειτουργούσαν «ιδιοσυντηρούμενα εξολοκλήρου»33.
Η θεωρητική διολίσθηση και η αντίστοιχη πολιτική οπισθοχώρησης στην ΕΣΣΔ ήρθε σε μια νέα φάση που οι παραγωγικές δυνάμεις είχαν αναπτυχθεί σ’ ένα ανώτερο επίπεδο και απαιτούσαν αντίστοιχη ανάπτυξη του Κεντρικού Σχεδιασμού. Δηλαδή, ήταν ώριμη η ανάγκη εμβάθυνσης των σοσιαλιστικών σχέσεων.
Οι αγοραίες μεταρρυθμίσεις που επιλέχθηκαν δεν ήταν μονόδρομος. Η αντιμετώπιση των προβλημάτων της οικονομίας απαιτούσε την επεξεργασία αποτελεσματικότερων
33. Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 30, σελ. 607, λήμμα: Σοβχόζ.
— 54 —
κινήτρων και δεικτών συνολικά του Κεντρικού Σχεδιασμού, καθώς και στην κλαδική και διακλαδική, στην επιχειρησιακή και διεπιχειρησιακή υλοποίησή του. Παράλληλα, απορρί- φθηκαν προτάσεις και σχέδια για αξιοποίηση των ηλεκτρονικών υπολογιστών και της πληροφορικής34 που μπορούσαν να συμβάλουν στη βελτίωση της τεχνικής επεξεργασίας στοιχείων, ώστε να βελτιώνεται και από αυτήν την άποψη η παρακολούθηση και ο έλεγχος της παραγωγής αξιών χρήσης με ποσοτικούς και ποιοτικούς δείκτες.
Με τις αγοραίες μεταρρυθμίσεις, με την απόσπαση της σοσιαλιστικής παραγωγικής μονάδας από τον Κεντρικό Σχεδίασμά, αποδυναμώθηκε ο σοσιαλιστικός χαρακτήρας της ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Παραβιάστηκε η κατανομή «ανάλογα με την εργασία».
Το 24ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, με τις κατευθύνσεις του για τη διαμόρφωση του 9ου πεντάχρονου Σχεδίου (1971 -1975), ανέτρεψε την αναλογική προτεραιότητα της Υποδιαίρεσης I έναντι της Υποδιαίρεσης II. Η ανατροπή αυτής της αναλογίας είχε προταθεί και στο 20ό Συνέδριο, όμως δεν είχε γίνει αποδεκτή. Η τροποποίηση αιτιολογήθηκε ως επιλογή ενίσχυσης του επιπέδου λαϊκής κατανάλωσης. Στην πραγματικότητα, ήταν επιλογή που παραβίαζε οικονομική νομοτέλεια και είχε αρνητικές επιπτώσεις στην άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας. Η ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας -θεμελιακό στοιχείο για την αύξηση του κοινωνικού πλούτου, την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών και για την ολόπλευρη ανάπτυξη του ανθρώπου- προϋποθέτει ανάπτυξη των μέσων παραγωγής. Ο σχεδιασμός έπρεπε να αντιμετωπίσει με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα την εξής ανάγκη: Εισαγωγή σύγχρονης τεχνολογίας στη βιομηχανία,
34. Β. Μ. Γκλουσκόφ, «Υποθήκες για όσους μένουν», ΚΟΜΕΠ 1/2005 και Ν. Ντ. Πιχόροβιτς, «Εναλλακτική λύση στη μεταρρύθμιση της αγοράς του 1965 χωρίς αποδέκτες», ΚΟΜΕΠ 3/2005.
στις υπηρεσίες μεταφοράς, αποθήκευσης και κατανομής των προϊόντων.
Η επιλογή ανατροπής των αναλογιών δε βοήθησε πρακτικά στην αντιμετώπιση εκδηλωμένων αντιθέσεων (π.χ., περίσσευμα χρηματικών εισοδημάτων και έλλειψη επαρκούς αριθμού προϊόντων κατανάλωσης, όπως ηλεκτρικών οικιακών ειδών, έγχρωμων τηλεοράσεων). Αντίθετα, απο- μάκρυνε τον Κεντρικό Σχεδιασμό από την ικανοποίηση του βασικού στόχου του: Την άνοδο της κοινωνικής ευημερίας. Όξυνε παραπέρα την αντίφαση μεταξύ του επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και του επιπέδου των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής - κατανομής.
Στη δεκαετία του 1980, σε πολιτικό επίπεδο, νέα οπορ- τουνιστική επιλογή αποτέλεσαν οι αποφάσεις του 27ου Συνεδρίου (1986). Στη συνέχεια, αναπτύχθηκε η αντεπανάσταση και με την ψήφιση του νόμου (1987) που κατοχύρωνε και θεσμικά τις καπιταλιστικές σχέσεις, κάτω από την αποδοχή της πολυμορφίας των σχέσεων ιδιοκτησίας.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, εγκαταλείφθηκε ταχύτατα η σοσιαλδημοκρατική προσέγγιση περί «οικονομίας της σχεδιοποιημένης αγοράς» (πλατφόρμα της ΚΕ του ΚΚΣΕ για το 28ο Συνέδριο) υπέρ της θέσης για «οικονομία της ρυθμιζόμενης αγοράς» και στη συνέχεια αντικαταστά- θηκε από την «οικονομία της ελεύθερης αγοράς».
20. Η κατεύθυνση που κυριάρχησε δεν κρίνεται σήμερα μόνο από θεωρητική σκοπιά, αλλά και εκ του αποτελέσματος. Μετά από δυο περίπου δεκαετίες εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων, τα προβλήματα είχαν εμφανώς οξυνθεί. Εμφανίστηκε στασιμότητα για πρώτη φορά στην πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Παρέμεινε η τεχνολογική καθυστέρηση για τη μεγάλη πλειοψηφία των επιχειρήσεων. Εμφανίστηκαν ανεπάρκειες σε πολλά προϊόντα κατανάλωσης και άλλα προβλήματα στην «αγορά», επειδή επιχειρή
— 56 —
σεις οδηγούσαν σε τεχνητή αύξηση των τιμών, αφήνοντας εμπορεύματα στις αποθήκες ή διοχετεύοντάς τα σε ελεγχόμενες ποσότητες.
Σημαντικός δείκτης υποχώρησης της σοβιετικής οικονομίας κατά τη δεκαετία του 1970 υπήρξε η υποχώρηση της συμμετοχής της ΕΣΣΔ στην παγκόσμια παραγωγή βιομηχανικών υλών και μεταποίησης.
Η όλο και μεγαλύτερη ανάμειξη των στοιχείων της αγοράς στην άμεσα κοινωνική παραγωγή του σοσιαλισμού την αποδυνάμωνε: Οδήγησε σε πτώση της δυναμικής της σοσιαλιστικής ανάπτυξης. Ενισχύθηκε το βραχυπρόθεσμο ατομικό και ομαδικό συμφέρον (με αύξηση της διαφοροποίησης του εργασιακού εισοδήματος μεταξύ των εργαζομένων σε κάθε επιχείρηση, αυτών και του μηχανισμού διεύθυνσης, μεταξύ διαφορετικών επιχειρήσεων) σε βάρος των γενικών κοινωνικών συμφερόντων. Δημιουργήθηκε στην πορεία το κοινωνικό έδαφος για να ανδρωθεί και να επικρατήσει, τελικά, η αντεπανάσταση με όχημα την περεστρόικα.
Με τις μεταρρυθμίσεις δημιουργήθηκε η δυνατότητα, ώστε χρηματικά ποσά που είχαν συσσωρευτεί με παράνομους κυρίως τρόπους (λαθρεμπόριο κλπ.), να επενδύονται στη «μαύρη» (παράνομη) αγορά. Αυτή η δυνατότητα αφορούσε ιδιαίτερα τα στελέχη του μηχανισμού διεύθυνσης των επιχειρήσεων και των κλάδων, στελέχη των κολχόζ, του εξωτερικού εμπορίου. Στοιχεία για τη λεγόμενη «παραοικονομία» έδινε και η Εισαγγελία της ΕΣΣΔ. Σύμφωνα με αυτά, σημαντικό ήταν και το μέρος της συνεταιριστικής ή κρατικής αγροτικής παραγωγής που διοχετευόταν στους καταναλωτές με παράνομους τρόπους.
Ενισχύθηκε η διαφοροποίηση των εισοδημάτων των ατομικών αγροτοπαραγωγών, των κολχόζνικων, η αντίθεσή τους προς την τάση διεύρυνσης του άμεσα κοινωνικού χαρακτήρα της αγροτικής παραγωγής. Ενα τμήμα των αγροτών και τα διευθυντικά στελέχη των κολχόζ που πλούτιζαν ισχυροποιή-
— 57 —
θηκαν ως στρώμα παρεμπόδισης της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Ακόμη πιο έντονες ήταν οι κοινωνικές διαφορές στη βιομηχανία με τη συγκέντρωση «επιχειρησιακού κέρδους». Το λεγόμενο «σκιώδες κεφάλαιο», αποτέλεσμα όχι μόνο πλουτισμού από το επιχειρησιακό κέρδος, αλλά και της « μαύρης» αγοράς, εγκληματικών πράξεων σφετερισμού του κοινωνικού προϊόντος, επιδίωκε τη νόμιμη λειτουργία του ως κεφάλαιο στην παραγωγή, δηλαδή την ιδιωτικοποίηση των μέσων παραγωγής, την παλινόρθωση του καπιταλισμού. Οι κάτοχοί του αποτέλεσαν την κινητήρια κοινωνική δύναμη της αντεπανάστασης. Αξιοποίησαν τη θέση τους στον κρατικό και κομματικό μηχανισμό. Βρήκαν στήριξη σε τμήματα του πληθυσμού, που αντικειμενικά από τη θέση τους ήταν πιο ευάλωτα στην επίδραση της αστικής ιδεολογίας και σε ταλαντεύ- σεις, π.χ., σημαντικό τμήμα της διανόησης, αλλά και τμήματα της νεολαίας, όπως η σπουδάζουσα.35 Αυτές οι δυνάμεις, άμεσα ή έμμεσα, επέδρασαν στο Κόμμα, ενισχύοντας την οπορ- τουνιστική διάβρωση και τον αντεπαναστατικό εκφυλισμό που εκφράστηκε με την πολιτική της «περεστρόικα» και διεκδίκη- σε τη θεσμική κατοχύρωση των καπιταλιστικών σχέσεων. Αυτό επιτεύχθηκε μετά την περεστρόικα, με την ανατροπή.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΡΟΛΟ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ
ΣΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗΣ
21.0 νομοτελειακός ρόλος του Κόμματος στη διαδικασία της σοσιαλιστικής θεμελίωσης και ανάπτυξης εκφράζε
35. Υλικά της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του ΚΚΕ (1995), Εκτιμήσεις και προβληματισμοί για τους παράγοντες που καθόρισαν την ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη. Η αναγκαιότητα και επικαιρότητα του σοσιαλισμού, σελ. 23-24.
— 58 —
ται στην καθοδήγηση της εργατικής εξουσίας, στην κινητοποίηση μαζών για τη συμμετοχή σε αυτήν.
Η εργατική τάξη συγκροτείται ως ηγετική δύναμη της νέας εξουσίας, πάνω απ’ όλα με το Κόμμα της.
Η πάλη για τη θεμελίωση και ανάπτυξη της νέας κοινωνίας συντελείται από την επαναστατική εργατική εξουσία με καθοδηγητικό πυρήνα της το Κομμουνιστικό Κόμμα, που συνειδητά δρα με βάση τους νόμους κίνησης της σοσιαλιστικής - κομμουνιστικής κοινωνίας. Ο άνθρωπος, γινόμενος κυρίαρχος των κοινωνικών διαδικασιών, περνάει βαθμιαία από το βασίλειο της αναγκαιότητας στο βασίλειο της ελευθερίας. Από εδώ απορρέει ο ανώτερος ρόλος του υποκειμενικού παράγοντα σε σχέση με όλους τους προηγούμενους κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς, όπου η ανθρώπινη δράση κυριαρχείται από την αυθόρμητη επιβολή των κοινωνικών νόμων στη βάση των αυθόρμητα αναπτυσσόμενων σχέσεων παραγωγής.
Επομένως η επιστημονικότητα και η τοξικότητα της πολιτικής του ΚΚ είναι καθοριστική προϋπόθεση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Στο βαθμό που τα στοιχεία αυτά χάνονται, ανδρώνεται ο οπορτουνισμός, ο οποίος, αν δεν αντιμετωπιστεί, εξελίσσεται σε αντεπαναστατική δύναμη.
Το καθήκον να αναπτύσσονται οι κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής - κατανομής προϋποθέτει την ανάπτυξη της θεωρίας του επιστημονικού κομμουνισμού από το ΚΚ, συνειδητοποιώντας τις νομοτέλειες κίνησης του κομμουνιστικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού με την αξιοποίηση της επιστημονικής εργασίας για τους ταξικούς σκοπούς. Η πείρα έδειξε ότι τα κόμματα εξουσίας, στην ΕΣΣΔ και τα άλλα σοσιαλιστικά κράτη, δεν αντεπεξήλθαν με επιτυχία σε αυτό το καθήκον.
Η ταξική συνείδηση στο σύνολο της εργατικής τάξης δε διαμορφώνεται αυθόρμητα και ενιαία. Η άνοδος της κομμουνιστικής συνείδησης των μαζών της εργατικής τάξης κα
θορίζεται πρώτα απ’ όλα από την ενίσχυση των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής και από το επίπεδο της εργατικής συμμετοχής, με την καθοδήγηση του ΚΚ που είναι ο κύριος φορέας διείσδυσης της επαναστατικής συνείδησης στις μάζες. Σε αυτήν την υλική βάση πρέπει να θεμελιώνεται και η ιδεολογική δουλειά, η επίδραση του επαναστατικού κόμματος που επιβεβαιώνει τον καθοδηγητικό του ρόλο στο βαθμό που κινητοποιεί την εργατική τάξη για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
Η συνείδηση της πρωτοπορίας οφείλει να βρίσκεται πάντα πιο μπροστά από τη συνείδηση που διαμορφώνουν μαζικά στην εργατική τάξη οι οικονομικές σχέσεις. Από εδώ προκύπτει και η αναγκαιότητα το ίδιο το Κόμμα να έχει υψηλή θεωρητική, ιδεολογική στάθμη και ατσάλωμα, να είναι αταλάντευτο στην πάλη κατά του οπορτουνισμού, τόσο σε συνθήκες καπιταλισμού, πολύ περισσότερο σε συνθήκες σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
22. Η επικράτηση της οπορτουνιστικής στροφής τη δεκαετία του 1950, η σταδιακή απώλεια του επαναστατικού χαρακτήρα του Κόμματος, επιβεβαιώνουν ότι στη σοσιαλιστική κοινωνία δεν εξαλείφονται οι κίνδυνοι ανάπτυξης παρεκκλίσεων. Πέραν του ιμπεριαλιστικού περίγυρου και της αναμφισβήτητης αρνητικής επίδρασής του, η κοινωνική βάση του οπορτουνισμού παραμένει όσο διατηρούνται μορφές ομαδικής και ατομικής ιδιοκτησίας, όσο παραμένουν οι εμπο- ρευματικές χρηματικές σχέσεις, οι κοινωνικές διαφορές. Σε τελευταία ανάλυση, παραμένει η υλική βάση του οπορτουνισμού σε όλη τη σοσιαλιστική πορεία και όσο υπάρχει καπιταλισμός στη Γ η, ιδίως σε ισχυρά καπιταλιστικά κράτη.
Η νέα φάση μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο βρήκε το Κόμμα ταξικά και ιδεολογικά αποδυναμωμένο, με μεγάλες απώλειες σε έμπειρα ταξικά ατσαλωμένα στελέχη του, με θεωρητικές αδυναμίες στην απάντηση νέων προβλημάτων που
έμπαιναν σε φάση άξυνσης. Βρέθηκε ευάλωτο στη διαπάλη που αντανακλούσε τις υπάρχουσες κοινωνικές διαφορές. Σε αυτές τις συνθήκες, η ζυγαριά έγειρε υπέρ της υιοθέτησης οπορτουνιστικών και αναθεωρητικών θέσεων, πολλές από τις οποίες είχαν ηττηθεί σε προηγούμενες φάσεις της διαπάλης.
Η υιοθέτηση αναθεωρητικών και οπορτουνιστικών αντιλήψεων από την ηγεσία του ΚΚΣΕ και άλλων ΚΚ εξουσίας, τελικά, μετέτρεψε αυτά τα κόμματα σε φορείς που ηγήθη- καν της αντεπανάστασης στη δεκαετία του 1980.
Στο 19ο Συνέδριο (1952) επισημαίνονται η υποτίμηση και άλλα σοβαρά προβλήματα στην ανάπτυξη της ιδεολογικής δουλειάς του Κόμματος.36 Τα επίσημα στοιχεία καταγράφουν μεταβολές στον αριθμό και τη σύνθεση των μελών του ΚΚ. Στο 18ο Συνέδριο (Μάρτης του 1939) το ΚΚ(μπ) αριθμούσε 1.588.852 τακτικά και 888.814 δόκιμα μέλη. Στη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου τα τακτικά μέλη ξεπερ- νούσαν τα 3.615.000 και τα δόκιμα τα 5.319.000.37 Κατά τη διάρκεια του πολέμου, το ΚΚ έχασε 3.000.000 μέλη.38 Στο 19ο Συνέδριο το 1952, το ΚΚΣΕ αριθμούσε 6.013.259 τακτικά και 868.886 δόκιμα μέλη.39
Η οπορτουνιστική στροφή που συντελέστηκε στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1956) και η μετέπειτα σταδιακή απώλεια των επαναστατικών χαρακτηριστικών του Κόμματος, ενός κόμματος εξουσίας, που ταυτόχρονα βρισκόταν στο στόχαστρο της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας, δυσκόλευε
36. «Εκθεση δράσης της ΚΕ, που παρουσίασε ο Γ. Μ. Μάλενκοφ στο 19ο Συνέδριο του ΚΚ(μπ) της ΕΣΣΔ», ΚΟΜΕΠ 2/1995.
37.Ό.Π.38. Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ.17, σελ. 671, λήμ
μα: ΚΚ της Σοβιετικής Ενωσης.39.« Εκθεση δράσης της ΚΕ που παρουσίασε ο Γ. Μ. Μάλεν
κοφ στο 19ο Συνέδριο του ΚΚ(μπ) της ΕΣΣΔ», ΚΟΜΕΠ 2/1995.
— 61 —
την αφύπνιση και συγκρότηση των συνεπών κομμουνιστών. Στις γραμμές του ΚΚΣΕ διεξήχθη διαπάλη πριν, στη διάρκεια40 και μετά το 20ό Συνέδριο. Η περίοδος που ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΣΕ ήταν ο Γ. Αντρόποφ (Νοέμβρης 1982 - Φλεβά- ρης1984), που προηγήθηκε της πολιτικής της περεστρόικα, ήταν πολύ σύντομη για να μπορέσει να κριθεί ολοκληρωμένα. Ωστόσο, σε κείμενα και ντοκουμέντα του ΚΚΣΕ αυτής της περιόδου, γίνονται αναφορές για την ανάγκη έντασης της διαπάλης με αστικές και ρεφορμιστικές αντιλήψεις για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, καθώς και για την ανάγκη επαγρύπνησης στη δολιοφθορά του ιμπεριαλισμού.
40. Όπως προκύπτει από τα αναφερόμενα στην Ιστορία του ΚΚΣΕ, υπήρξε οξεία διαπάλη στο Προεδρείο της ΚΕ τον Ιούνη του 1957, ένα χρόνο μετά το 20ό Συνέδριο. Τα μέλη του Προεδρείου της ΚΕ Μάλενκοφ, Καγκάνοβιτς, Μολότοφ τάχθηκαν ενάντια στη γραμμή του 20ού Συνεδρίου στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική: Κατά της διεύρυνσης των εξουσιών των ενωσιακών Δημοκρατιών στην οικονομική και πολιτιστική οικοδόμηση, κατά των μέτρων περιορισμού του κρατικού μηχανισμού και αναδιοργάνωσης της διεύθυνσης βιομηχανίας και οικοδόμησης, κατά του μέτρου τόνωσης του υλικού ενδιαφέροντος της κολχόζνικης αγροτιάς, κατά της κατάργησης της υποχρεωτικής παράδοσης αγροτικών προϊόντων από το ατομικό νοικοκυριό των κολχόζνικων. Ο Μολότοφ τάχθηκε κατά της επέκτασης στα παρθένα και χέρσα εδάφη. Και οι τρεις τάχθηκαν ενάντια στην εξωτερική πολιτική γραμμή του Κόμματος. Τελικά, καθαιρέθηκαν από την ΚΕ και το Προεδρείο της ΚΕ οι Μάλενκοφ, Καγκάνοβιτς, Μολότοφ και Σεπίλοφ στην Ολομέλεια της ΚΕ τον Ιούνη. Βαριά μομφή με προειδοποίηση επιβλήθηκε στον Μπουλγκάνιν. Με ποινές τιμωρήθηκαν και άλλα μέλη: Ο Περβού- χιν υποβιβάστηκε από τακτικό σε αναπληρωματικό μέλος του Προεδρείου της ΚΕ, ο Σαμπούροφ καθαιρέθηκε από αναπληρωματικό μέλος του Προεδρείου. Τον Οκτώβρη του 1957 διευρύνθηκαν το Προεδρείο και η Γραμματεία της ΚΕ με νέα μέλη. Ιστορία του ΚΚΣΕ, σελ. 861 -865, Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, 1960.
Οι συνεπείς κομμουνιστικές δυνάμεις που υπήρχαν στο ΚΚΣΕ δεν κατόρθωσαν έγκαιρα να αποκαλύψουν τον προδοτικό αντεπαναστατικό χαρακτήρα της γραμμής που επικράτησε στην Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΣΕ τον Απρίλη του 1985 και στο 27ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1986). Η Ιστορία έδειξε ότι στο 28ο Συνέδριο (1990), «παραμονή» της τελικής επίθεσης της αντεπανάστασης, στο ΚΚΣΕ συνυπήρχαν αστικές, οπορτουνιστικές και κομμουνιστικές δυνάμεις. Οι κομμουνιστικές δεν είχαν τη δύναμη να κυριαρχήσουν, να αποτρέψουν τη νίκη της αντεπανάστασης, παρόλο που αντι- στάθηκαν στο 28ο Συνέδριο και αργότερα. Συγκροτήθηκαν στο «Ενιαίο Μέτωπο των Εργαζομένων της Ρωσίας», ανέ- δειξαν τους υποψηφίους τους για τη θέση του Προέδρου και αντιπροέδρου της Ρωσίας. Με το «Κίνημα Κομμουνιστική Πρωτοβουλία», μέσα στο ΚΚΣΕ, προσπάθησαν να επιτύχουν τη διαγραφή του Γκορμπατσόφ από το Κόμμα για αντικομ- μουνιστική δράση.41
41. Ο Β. Τιούλκιν, σήμερα Α' Γραμματέας της ΚΕ του ΚΕΚΡ- ΡΚΚ, στην ομιλία του στη Διεθνή Συνδιάσκεψη για τα ΘΟχρονα της Μεγάλης Οχτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης στη Μόσχα (1997), αναφέρει ότι:
• Η 19η Συνδιάσκεψη του ΚΚΣΕ ανακήρυξε τον πολιτικό πλουραλισμό.
• Το δρόμο για την πολιτική της αγοράς άνοιξε το 28ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ.
• Η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΣΕ (Απρίλης 1991) άνοιξε το δρόμο για την πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων.
• Την πολιτική της ανεξαρτησίας (απόσχισης από την ΕΣΣΔ) ακολούθησε η ομάδα των κομμουνιστών στα συνέδρια των Σοβιέτ.
• Τη διάλυση της ΕΣΣΔ επικύρωσε η αποκαλούμενη κομμουνιστική πλειοψηφία στο Ανώτατο Σοβιέτ.
Ο ίδιος σε άρθρο του, το 2000, με αφορμή τη συμπλήρωση 10 χρόνων από τη σύγκληση του 28ου Συνεδρίου του ΚΚΣΕ, αναφέρει ότι στην Πανρωσική Συνδιάσκεψη για τη δημιουργία του ΚΚ Ρω
— 63 —
Παρόλη την αντίσταση, δε διαμορφώθηκε τελικά μια επαναστατική κομμουνιστική πρωτοπορία, με ιδεολογική πολιτική καθαρότητα και συνοχή, ικανή να καθοδηγήσει ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά την εργατική τάξη ενάντια στην εξελισσόμενη αντεπανάσταση. Ακόμη και αν δεν μπορούσε να ανατραπεί αυτή η πορεία, ειδικά στη δεκαετία του 1980, είναι σίγουρο ότι η ισχυρή αντίσταση, τόσο στο εσωτερικό των κομμάτων εξουσίας όσο και στο πλαίσιο του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, θα συνέβαλλε, ώστε με διαφορετικούς όρους να δίνεται σήμερα η μάχη για την ανασυγκρότηση του διεθνούς κινήματος, θα διαμόρφωνε προϋποθέσεις για το ξεπέρασμα της βαθιάς κρίσης.
Δεν ήταν νομοτελειακή η επικράτηση των αναθεωρητικών ιδεολογικών απόψεων και οπορτουνιστικών πολιτικών, η σταδιακή οπορτουνιστική διάβρωση του ΚΚΣΕ, αλλά και άλλων ΚΚ εξουσίας, ο εκφυλισμός του επαναστατικού χαρακτήρα της εξουσίας και η πλήρης ανάπτυξη και νίκη της αντεπανάστασης.
Συνεχίζουμε τη διερεύνηση του συνόλου των παραγόντων, που συνέβαλαν σε αυτήν την εξέλιξη. Σε αυτούς περιλαμβάνονται:
α) · Η υποχώρηση του επιπέδου πολιτικής μαρξιστικής μόρφωσης στην ηγεσία του ΚΚ και συνολικά στο Κόμμα, λό- γω των ιδιαίτερων συνθηκών του πολέμου, των μεγάλων απωλειών και της απότομης αύξησης του αριθμού μελών του ΚΚ, που είχε ως αποτέλεσμα και τη μη έγκαιρη ανάπτυξη της Πολιτικής Οικονομίας του Σοσιαλισμού.
• Η σχετική εξάρτηση που είχε η κομμουνιστική εξου
σικής Ομοσπονδίας (μέσα στο πλαίσιο του ΚΚΣΕ) εμφανίστηκε για πρώτη φορά η ομάδα «Κίνημα Κομμουνιστικής Πρωτοβουλίας», η οποία μαζί με άλλους μετέπειτα καταψήφισε τις αποφάσεις του 28ου Συνεδρίου του ΚΚΣΕ.
— 64 —
σία στην ΕΣΣΔ, από τη γέννησή της, από διευθυντικό και επιστημονικό δυναμικό αστικής προέλευσης.
• Η ιστορική κληρονομιά της ΕΣΣΔ, από την άποψη της έκτασης της προκαπιταλιστικής καθυστέρησης και της ανι- σόμετρης καπιταλιστικής ανάπτυξής της.
• Οι μεγάλες απώλειες στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και οι θυσίες στο επίπεδο κοινωνικής ευημερίας που κόστισε η μεταπολεμική ανόρθωση, σε συνθήκες ανταγωνισμού με την καπιταλιστική ανασυγκρότηση της Δυτικής Ευρώπης που στηρίχτηκε σημαντικά στις δυνατότητες και την ανάγκη των ΗΠΑ για εξαγωγή κεφαλαίων.
• Προβλήματα και αντιθέσεις κατά την πορεία ενσωμά- τωσης στο σοσιαλιστικό σύστημα των κρατών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.
• Ο φόβος ενός νέου πολέμου, εξαιτίας των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στην Κορέα κλπ., του «ψυχρού πολέμου», του δόγματος Hallstein της Δυτικής Γερμανίας (μη αναγνώριση της Λαϊκής Δημοκρατίας Γερμανίας, αλλά θεώρησή της ως «ζώνης σοβιετικής κατοχής»).
β) Η ιμπεριαλιστική στρατηγική προσαρμοζόταν, ως προς τη μορφή, στις διάφορες περιόδους της επαναστατικής εργατικής εξουσίας (άμεση ιμπεριαλιστική επίθεση το 1918 και το 1941, διακήρυξη του «ψυχρού πολέμου» το 1946), συ- μπεριλαμβάνοντας και τη διαφοροποιημένη πολιτική διπλωματικών σχέσεων και εμπορικών συναλλαγών με κράτη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, αλλά και την άμεση ιδεολογική και πολιτική πίεση προς την ΕΣΣΔ. Η πολιτική παρέμβασης του διεθνούς ιμπεριαλισμού προς τις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης αξιοποίησε τον υπονομευτικό ρόλο της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας.
Ο διεθνής συσχετισμός κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ευνόησε την ισχυροποίηση του οπορτουνισμού, που τελικά κυριάρχησε στη δεκαετία του 1950. Η πολύπλευρη εξωτε
— 65 —
ρική πίεση από τις αρχές της δεκαετίας του 1940 πήρε τη μορφή:
• Γερμανικής ιμπεριαλιστικής κατοχής σημαντικού τμήματος της ΕΣΣΔ.
• Ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης της ΕΣΣΔ μέσω της αναγκαστικής συμμαχίας της με τις ΗΠΑ - Μ. Βρετανία.
• Προβλήματα γραμμής στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, ιδιαίτερα στα ΚΚ των ΗΠΑ και της Μ. Βρετανίας, δηλαδή στα ΚΚ των κύριων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που διαμορφώθηκαν σε σύμμαχες, όταν σημαντικό τμήμα της ΕΣΣΔ βρισκόταν υπό γερμανική κατοχή.
• Πίεση από μικροαστικές δυνάμεις στα απελευθερωτικά μέτωπα και κυβερνήσεις τους σε νέα συμμαχικά προς την ΕΣΣΔ κράτη.
Η εξωτερική πίεση διαπλέχθηκε με την εσωτερική πίεση από μικροαστικές (ή και αστικής καταγωγής στελέχη στην οικονομία και στη διοίκηση) δυνάμεις. Η ατομική εμπορευ- ματική παραγωγή ενισχύθηκε στην ΕΣΣΔ με την προσχώρηση νέων περιοχών μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν παράγοντες για την ανάπτυξη του οπορτουνισμού, συνθήκες στις οποίες συντελέ- στηκε μεγάλη διεύρυνση των γραμμών του Κόμματος, απώλεια στελεχών και μελών της Επανάστασης.
Προς περαιτέρω διερεύνηση είναι η εξέλιξη της κοινωνικής σύνθεσης του Κόμματος, των δομών και εσωκομματικών διαδικασιών (οι αιτίες της μεγάλης καθυστέρησης στη διεξαγωγή συνεδρίου), της επίδρασής τους στην ιδεολογική στάθμη και στα επαναστατικά χαρακτηριστικά του Κόμματος ως συνόλου, μελών και στελεχών.
γ) Τα προβλήματα στρατηγικής και η διάσπαση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος.
— 66 —
Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ
23. Το θεωρητικό θεμέλιο για την εκτίμηση της πορείας της Σοβιετικής Εξουσίας είναι ότι η εξουσία στο σοσιαλισμό είναι η δικτατορία του προλεταριάτου. Είναι η εξουσία της εργατικής τάξης που δεν τη μοιράζεται με κανέναν, όπως άλλωστε συμβαίνει σε όλους τους τύπους εξουσίας. Η δικτατορία του προλεταριάτου είναι όργανο της εργατικής τάξης στην ταξική πάλη που συνεχίζεται με άλλα μέσα και μορφές.
Η εργατική τάξη, ως ο φορέας των κομμουνιστικών σχέσεων που δημιουργούνται, ως ο συλλογικός ιδιοκτήτης των κοινωνικοποιημένων μέσων παραγωγής, είναι η μόνη τάξη που μπορεί να ηγηθεί της πάλης για την ολοκληρωτική κυριαρχία των κομμουνιστικών σχέσεων, την «εκμηδένιση» των τάξεων και την «απονέκρωση» του κράτους. Με την επαναστατική εξουσία της, η εργατική τάξη ως κυρίαρχη τάξη πραγματοποιεί τη συμμαχία της με άλλα λαϊκά στρώματα (π.χ., τους συνεταιρισμένους μικροίδιοκτήτες της πόλης και του χωριού, αυτοαπασχολούμενους σε υπηρεσίες), αλλά και με επιστήμονες - διανοούμενους και τεχνικούς προερχόμενους από τα ανώτερα μεσαία στρώματα που δεν είναι ακόμα εργαζόμενοι της άμεσα κοινωνικής (σοσιαλιστικής) παραγωγής.
Μέσω της συμμαχίας, η εργατική τάξη επιδιώκει να καθοδηγήσει αυτά τα στρώματα στη σοσιαλιστική θεμελίωση και ανάπτυξη, στην ολοκληρωτική κυριαρχία των κομμουνιστικών σχέσεων.
Η συμμαχία βεβαίως εμπεριέχει το συμβιβασμό, αλλά και τη διαπάλη, αφού υπάρχουν αντικειμενικές αντιφάσεις ανάμεσα σε αυτές τις κοινωνικές δυνάμεις, ενώνονται κοινά, αλλά και διαφορετικά, δυνάμει ανταγωνιστικά συμφέροντα. Αντιφάσεις, οι οποίες, στο βαθμό που δε λύνονται στην κατεύθυνση επέκτασης και εμβάθυνσης των σοσιαλιστικών
— 67 —
σχέσεων, μπορούν να οξυνθούν σε ανταγωνισμούς.42Η δικτατορία του προλεταριάτου διατηρείται μέχρι να γί
νει κομμουνιστικό το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων, δηλαδή όσο υπάρχει αναγκαιότητα του κράτους ως μηχανισμού πολιτικής κυριαρχίας. Η αναγκαιότητά της είναι επίσης αποτέλεσμα της διατήρησης της ταξικής πάλης διεθνώς.
24. Οι πολιτικές επιλογές που αφορούν το εποικοδόμημα, τους θεσμούς της δικτατορίας του προλεταριάτου, τον εργατικό έλεγχο κ.ά. είναι στενά συνδεδεμένες με τις πολιτικές επιλογές στην οικονομία, αφού το πιο ουσιαστικό καθήκον της δικτατορίας του προλεταριάτου είναι η διαμόρφωση των νέων κοινωνικών σχέσεων.
Στο πρώτο Σύνταγμα της ΡΣΟΣΔ43 και στο πρώτο Σύνταγμα της ΕΣΣΔ του 1924 (καθώς και στα Συντάγματα των Δημοκρατιών του 1925), η σχέση κρατικού μηχανισμού - μαζών πραγματοποιούνταν μέσω της έμμεσης εκλογικής αντιπροσώπευσης των εργαζομένων με την παραγωγική αρχή
42. Ο Λένιν σημείωνε: «Λέγοντας κανείς συμφωνία ανάμεσα στην εργατική τάξη και στην αγροτιά, μπορεί κανείς να εννοεί ό,τι θέλει. Αν δεν έχει κανείς υπόψη του ότι από τη σκοπιά της εργατικής τάξης μόνο τότε η συμφωνία είναι επιτρεπτή, σωστή και κατ' αρχήν (σ.σ.: στη ρώσικη έκδοση αναφέρει: από άποψη αρχών) δυνατή, όταν υποστηρίζει τη δικτατορία της εργατικής τάξης και απο- τελεί ένα από τα μέτρα που αποβλέπουν στην εξάλειψη των τάξεων (...)»(Β. I. Λένιν, «Εισήγηση για το φόρο σε είδος», Άπαντα, τόμ.43, σελ. 301, εκδ. Σύγχρονη Εποχή). Επίσης, αλλού στο ίδιο κείμενο, ο Λένιν παρατηρούσε: «Τι σημαίνει καθοδηγείς την αγροτιά; Αυτό σημαίνει πρώτο να ακολουθείς τη γραμμή εξάλειψης των τάξεων και όχι τη γραμμή του μικροπαραγωγού. Αν ξεστρατίζαμε από αυτή τη γραμμή, τότε θα παύαμε να είμαστε σοσιαλιστές και θα ξε- πέφταμε στο επίπεδο των μικροαστών στο στρατόπεδο των μενσεβίκων και των εσέρων» (ό.π. σελ. 318).
43. Ρωσική Σοβιετική Ομόσπονδη Σοσιαλιστική Δημοκρατία.
— 68 —
οργάνωσης των εκλογών. Το εκλογικό δικαίωμα κατοχυρωνόταν μόνο στους εργαζόμενους (όχι γενικώς στους πολίτες). Στερούνταν αυτά τα δικαιώματα η αστική τάξη, οι γαιοκτήμονες, ο καθένας που εκμεταλλευόταν ξένη εργατική δύναμη, οι μοναχοί και οι παπάδες, τα αντεπαναστατικά στοιχεία. Οι παραχωρήσεις προς τους καπιταλιστές επί ΝΕΠ δε συνοδεύτηκαν και με πολιτικά δικαιώματα.
Με το Σύνταγμα του 1936 καθιερώθηκε η άμεση αντιπροσώπευση, στη βάση της εδαφικής αρχής (εκλογική μονάδα έγινε η περιφέρεια και η αναλογία εκπροσώπησης με βάση τον αριθμό κατοίκων). Καταργήθηκε η διεξαγωγή των εκλογών στις εκλογικές συνελεύσεις και καθιερώθηκε η διεξαγωγή τους μέσω εκλογικών τμημάτων. Γενικεύτηκε το εκλογικό δικαίωμα με την καθολική μυστική ψηφοφορία.
Οι αλλαγές που σημειώθηκαν με το Σύνταγμα του 1936 αποσκοπούσαν στην αντιμετώπιση ορισμένων προβλημάτων,44 όπως η έλλειψη άμεσης επικοινωνίας κομματικών και
44. Στην εισήγηση του Α. Ζντάνοφ στη συνεδρίαση της Ολομέλειας (Φλεβάρης - Μάρτης 1937) της ΚΕ του ΠΚΚ(μπ) αναφέρο- νται τα εξής προβλήματα, τα οποία επιδίωκε να λύσει το νέο εκλογικό σύστημα: «(...)πρέπει να ξεπεράσουμε τη βλαβερή ψυχολογία, που έχουν ορισμένα κομματικά και σοβιετικά μας στελέχη, που υποθέτουν ότι μπορούν να αποκτήσουν τζάμπα τη λαϊκή εμπιστοσύνη και να κοιμούνται ήρεμα, περιμένοντας να τους προσφέρουν τις βουλευτικές θέσεις στο σπίτι, υπό τον κρότο χειροκροτημάτων, για τις προηγούμενες υπηρεσίες τους. Κατά τη μυστική ψηφοφορία δε γίνεται να πάρεις εμπιστοσύνη τζάμπα.(...)
Εχουμε ένα σημαντικό στρώμα στελεχών στις κομματικές και τις σοβιετικές οργανώσεις, που θεωρούν ότι το καθήκον τους τελειώνει, στην ουσία, όταν εκλεγούν στο Σοβιέτ. Αυτό μαρτυρεί ο μεγάλος αριθμός υπευθύνων, που δεν προσέρχεται στις ολομέλειες των Σοβιέτ, στις βουλευτικές ομάδες και τα τμήματα των Σοβιέτ μας, που αποφεύγουν να εκπληρώνουν βασικές βουλευτικές υποχρεώσεις (...). Πολλά σοβιετικά μας στελέχη τείνουν να απο
σοβιετικών στελεχών με την εργασιακή βάση και τη λειτουργία των σοβιέτ, γραφειοκρατική στάση κ.ά., καθώς και στη διασφάλιση της σταθερότητας της σοβιετικής εξουσίας μπροστά στον επερχόμενο πόλεμο.
Η κριτική προσέγγιση αυτών των αλλαγών εστιάζεται στην ανάγκη να μελετηθεί παραπέρα η λειτουργική υπο- βάθμιση της παραγωγικής μονάδας ως πυρήνα οργάνωσης της εργατικής εξουσίας λόγω της κατάργησης της παραγωγικής αρχής και της έμμεσης εκλογής μέσω συνεδρίων και συνελεύσεων. Να μελετηθούν οι αρνητικές επιδράσεις της στην ταξική σύνθεση των ανώτερων κρατικών οργάνων και στην εφαρμογή του μέτρου της ανάκλησης (που, σύμφωνα με τον Λένιν, αποτελούσε βασικό στοιχείο του δημοκρατισμού της δικτατορίας του προλεταριάτου).
25. Μετά το 20ό Συνέδριο (1956) ενισχύθηκαν οι αρμοδιότητες των τοπικών Σοβιέτ για ζητήματα που αφορούσαν την «ιδιοσυντήρηση» και «αυτοδιεύθυνση» των σοσιαλιστικών επιχειρήσεων. Έτσι, ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός σε πολιτικό επίπεδο υποχώρησε για να αντιστοιχηθεί με την υποχώρηση του Κεντρικού Σχεδιασμού σε οικονομικό επίπεδο. Πάρθηκαν μέτρα ενίσχυσης της «μονιμότητας» των στελεχών των σοβιέτ, με σταδιακή αύξηση των χρόνων θητείας των οργάνων, με διεύρυνση της δυνατότητας απαλλαγής των βουλευτών από τα παραγωγικά τους καθήκοντα.
Στο 22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1961) υιοθετήθηκαν λαθε
κτήσουν γραφειοκρατικά στοιχεία και, έχοντας μεγάλα ελαττώματα στη δουλειά τους, είναι έτοιμα να απολογηθούν δέκα φορές για τη δουλειά τους ενώπιον του Γ ραφείου της Κομματικής Επιτροπής σε στενό, οικογενειακό κύκλο, παρά να βγουν στην ολομέλεια του Σοβιέτ, να ασκήσουν κριτική στον εαυτό τους και να ακούσουν την κριτική των μαζών. Νομίζω ότι το γνωρίζετε εξίσου καλά με μένα», ΚΟΜΕΠΛ/2008.
— 70 —
μένες εκτιμήσεις και προσεγγίσεις περί «αναπτυγμένου σοσιαλισμού» και «τέλους της ταξικής πάλης». Στο όνομα των μη «ανταγωνιστικών αντιθέσεων» ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις και ομάδες, υιοθετήθηκε ο χαρακτηρισμός του κράτους της ΕΣΣΔ ως «παλλαϊκού κράτους» (κατοχυρώθηκε στη συνταγματική αναθεώρηση του 1977) και του ΚΚΣΕ ως «παλλαϊκού κόμματος». Αυτή η εξέλιξη συνέβαλε στην αλλοίωση των χαρακτηριστικών του επαναστατικού εργατικού κράτους, στη χειροτέρευση της κοινωνικής σύνθεσης του Κόμματος και του στελεχικού δυναμικού του, στην απώλεια της επαναστατικής επαγρύπνησης, η οποία ιδεολογικοποι- ήθηκε και με τη θέση για το «ανεπίστρεπτο» της σοσιαλιστικής πορείας.
Με την περεστρόικα και τη μεταρρύθμιση του πολιτικού συστήματος του 1988, το σύστημα των Σοβιέτ εκφυλίστηκε σε αστικό κοινοβουλευτικό όργανο με διαχωρισμό των εκτελεστικών και νομοθετικών λειτουργιών, μονιμότητα στη θητεία, υπονόμευση της ανακλητότητας, υψηλές αμοιβές κ.ά.
26. Η πρακτική πείρα καταγράφει τη σταδιακή απομάκρυνση των μαζών από τη συμμετοχή στο σοβιετικό σύστημα, η οποία -ειδικά στη δεκαετία του 1980- πήρε καθαρά τυπικό χαρακτήρα. Η απομάκρυνση δεν μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά ή κυρίως στις αλλαγές στη λειτουργία των Σοβιέτ, αλλά στις κοινωνικές διαφορές που δυνάμωσαν με την ακολουθούμενη οικονομική πολιτική, στην όξυνση της αντίθεσης ανάμεσα στα ιδιαίτερα ατομικά και ομαδικά συμφέροντα, από τη μία, και το κοινωνικό - συλλογικό συμφέρον, από την άλλη. Έτσι εκφυλίζονταν τα κριτήρια του εργατικού ελέγχου ή αυτός έπαιρνε τυπικό χαρακτήρα.
Όσο η ηγεσία του ΚΚΣΕ υιοθετούσε επιλογές που αποδυνάμωναν τον κοινωνικό χαρακτήρα της ιδιοκτησίας και ενδυνάμωναν το στενό ατομικό και ομαδικό συμφέρον, δημι- ουργούνταν αισθήματα αποξένωσης από την κοινωνική ιδιο
— 71 —
κτησία και διαβρωνόταν η συνείδηση. Άνοιγε ο δρόμος στην παθητικότητα, στην αδιαφορία, στον ατομισμό, όσο η πράξη απομακρυνόταν όλο και περισσότερο από τις διακηρύξεις, όσο μειώνονταν οι ρυθμοί της διευρυμένης βιομηχανικής και αγροτικής αναπαραγωγής, επομένως και οι ρυθμοί ικανοποίησης των συνεχώς αυξανόμενων κοινωνικών αναγκών.
Η εργατική τάξη, οι λαϊκές μάζες γενικότερα δεν αρνού- νταν το σοσιαλισμό. Χαρακτηριστικό είναι ότι τα συνθήματα που χρησιμοποίησε η περεστρόικα ήταν «επανάσταση μέσα στην επανάσταση», «περισσότερη δημοκρατία», «περισσότερος σοσιαλισμός», «σοσιαλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο», «επιστροφή στις λενινιστικές αρχές», γιατί ένα μεγάλο μέρος του λαού, που έβλεπε τα προβλήματα, ήθελε αλλαγές μέσα στο σοσιαλισμό. Τόσο τα μέτρα που αρχικά αποδυνάμωναν τις κομμουνιστικές σχέσεις, ενώ ενίσχυαν τις εμπορευματοχρηματικές, όσο κι εκείνα που αργότερα δρομολογούσαν την αποκατάσταση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, προβλήθηκαν ως μέτρα που θα ενίσχυαν το σοσιαλισμό.
Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΕ ΑΥΤΟ
27. Οι εξελίξεις στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, τα ζητήματα στρατηγικής του έπαιξαν σοβαρό ρόλο στην ταξική πάλη σε παγκόσμιο επίπεδο και στη διαμόρφωση του συσχετισμού των δυνάμεων.45
Προβλήματα ιδεολογικής και στρατηγικής ενότητας εκ
45. Για το ζήτημα αυτό περιλαμβάνονται εκτιμήσεις και συμπεράσματα στις θέσεις της ΚΕτου ΚΚΕ, Γία τα 60χρόνια από την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών, 9 Μάη 1945 (Απρίλης 2005).
— 72 —
δηλώθηκαν σε όλη την πορεία της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ), σχετικά με το χαρακτήρα της επανάστασης, το χαρακτήρα του επερχόμενου πολέμου μετά την άνοδο του φασισμού στη Γερμανία46 και τη στάση απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία.
Οι οπορτουνιστικές ομάδες μέσα στο ΚΚ των μπολσεβίκων (τροτσκιστές - μπουχαρινικοί) συνδέθηκαν και με τη διαπάλη που εξελισσόταν μέσα στην Κομμουνιστική Διεθνή για τη στρατηγική του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, στο 6ο Συνέδριο της ΚΔ, ο Μπουχάριν, ως πρόεδρος της ΚΔ, υποστήριξε δυνάμεις μέσα στα ΚΚ και την ΚΔ που υπερέβαλαν τη «σταθεροποίηση του καπιταλισμού» και την αδυναμία εμφάνισης νέας επαναστατικής ανόδου, εξέφραζαν διαθέσεις συνεννόησης με τη σοσιαλδημοκρατία, ειδικά τη λεγάμενη «αριστερή» κλπ.
Χαλάρωση της λειτουργίας της ΚΔ ως ενιαίου κέντρου είχε εμφανιστεί πολλά χρόνια πριν την αυτοδιάλυσή της (1943).47 Η διάλυση της ΚΔ (Μάης 1943), παρά τα προβλήματα ενότητας που αυτή είχε και ανεξάρτητα από το αν αυτή μπορούσε να διατηρηθεί ή όχι, στέρησε από το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα το κέντρο και τη δυνατότητα συντονισμένα να επεξεργαστεί την επαναστατική στρατηγική για τη μετατροπή του αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο ή στην ξένη κατοχή σε αγώνα για την εξουσία, ως ενιαίο καθήκον που αφορούσε το κάθε ΚΚ στις συνθήκες της δικής του χώρας.48
46. Αρχικά η Γραμματεία της ΕΕ της ΚΔ στις 9 Σεπτέμβρη του 1939 χαρακτήριζε τον πόλεμο ως ιμπεριαλιστικό ληστρικό και από τις δύο πλευρές, καλώντας τα τμήματα της ΚΔ στις χώρες που εμπλέκονταν στον πόλεμο να παλέψουν ενάντια σε αυτόν.
47. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Ιστορία της Τρίτης Διεθνούς, σελ. 428, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
48. Σημειώνεται ότι το 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ (1945) είχε ψηφί
— 73 —
Ανεξάρτητα από τις αιτίες που οδήγησαν στη διάλυση της ΚΔ, είναι αντικειμενική η ανάγκη, το κομμουνιστικό κίνημα, σε διεθνές επίπεδο, να διαμορφώνει ενιαία επαναστατική στρατηγική, να σχεδιάζει και να συντονίζει τη δράση του. Ο βαθύτερος προβληματισμός για τη διάλυση της ΚΔ πρέπει να παίρνει υπόψη μια σειρά εξελίξεις,49 όπως: Το στα- μάτημα της δράσης της Κόκκινης Συνδικαλιστικής Διεθνούς, το 1937, επειδή η συντριπτική πλειοψηφία των τμημάτων της ενώθηκε με τις μαζικές ρεφορμιστικές ενώσεις ή προσχώρησε σε αυτές. Την απόφαση του 6ου Συνεδρίου της Κομ-
σει απόφαση «για τη διεθνή πολιτική ενότητα της εργατικής τάξης», στην οποία ανέφερε ανάμεσα σε άλλα:«...Το7ο Συνέδριο του ΚΚΕ (...) εκφράζει την ευχή να ενσωματωθούν το γρηγορότερο όλα τα εργατικά κόμματα του κόσμου, που πιστεύουν στο σοσιαλισμό, ανεξάρτητα από αποχρώσεις, σε μία ενιαία διεθνή πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης.»
Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα, τόμ. 6, σελ. 113, εκδ. Σύγχρονη Επο
χή·49. Ήδη, το 1935, το 7ο Συνέδριο της ΚΔ «σύστησε στην ΕΕ της
ΚΔ να μεταφέρει το κέντρο βάρους της δράσης της στην επεξεργασία βασικών πολιτικών θέσεων και των θέσεων τακτικής του παγκόσμιου εργατικού κινήματος, υπολογίζοντας τις συγκεκριμένες συνθήκες και ιδιομορφίες κάθε χώρας» και ταυτόχρονα συμβού- λευσε την ΕΕ της ΚΔ «να αποφεύγει κατά κανόνα την άμεση ανάμειξη στις εσωοργανωτικές υποθέσεις των κομμουνιστικών κομμάτων». Μετά το 7ο Συνέδριο άρχισε η λεγόμενη αναδιοργάνωση του μηχανισμού της ΚΔ, με την οποία: «Η επιχειρησιακή καθοδήγηση των κομμάτων περνούσε άμεσα στα χέρια των ίδιων των κομμάτων ... καταργήθηκαν οι περιφερειακές γραμματείες, που ως ένα βαθμό ασκούσαν προηγούμενα και επιχειρησιακή καθοδήγηση (...) Στη θέση των πρώην τμημάτων της Ε Ε της ΚΔ δημιουργήθηκαν μόνο δύο: Το τμήμα στελεχών και το τμήμα προπαγάνδας και μαζικών οργανώσεων.»
Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Ιστορία της Τρίτης Διεθνούς, σελ. 433-434, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
— 74 —
μουνιοτικής Διεθνούς των Νέων (1935), σύμφωνα με την οποία η πάλη ενάντια στο φασισμό και τον πόλεμο απαιτούσε την αλλαγή του χαρακτήρα των Ενώσεων της Κομμουνιστικής Νεολαίας, στη βάση της οποίας πραγματοποιήθηκαν συνενώσεις ΚΝ με Σοσιαλιστικές Νεολαίες (π.χ., στην Ισπανία, στη Λετονία) κ.ά.
Ο πόλεμος διαμόρφωσε συνθήκες μεγάλης όξυνσης των ταξικών αντιθέσεων στο εσωτερικό πολλών χωρών, όμως η αντιφασιστική πάλη οδήγησε στην ανατροπή της αστικής εξουσίας, με την καθοριστική υποστήριξη των λαϊκών κινημάτων από τον Κόκκινο Στρατό, μόνο σε χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.
Στην καπιταλιστική Δύση τα ΚΚ δε διαμόρφωσαν στρατηγική μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου ή του απελευθερωτικού αγώνα σε πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας. Η στρατηγική του κομμουνιστικού κινήματος δεν αξιο- ποίησε το γεγονός ότι η αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας πε- ριεχόταν στον αντιφασιστικό - απελευθερωτικό χαρακτήρα του ένοπλου αγώνα για μια σειρά χώρες, ώστε να θέσει στην ημερήσια διάταξη το πρόβλημα της εξουσίας, αφού ο σοσιαλισμός και η κομμουνιστική προοπτική αποτελούντη μόνη εναλλακτική λύση στην καπιταλιστική βαρβαρότητα.
Η έλλειψη τέτοιας στρατηγικής σε ΚΚ δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τον αρνητικό συσχετισμό δύναμης, λόγω της στρατιωτικής παρουσίας των αμερικανικών και βρετανικών στρατευμάτων σε μια σειρά χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Τα ΚΚ οφείλουν να διαμορφώνουν τη στρατηγική τους ανεξάρτητα από το συσχετισμό δύναμης. Σημειώθηκε σταδιακή υποχώρηση από τη θέση ότι ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό δε μεσολαβεί κάποιο ενδιάμεσο κοινωνικό σύστημα, επομένως και ενδιάμεση πολιτική εξουσία ανάμεσα στην αστική και την επαναστατική εργατική εξουσία.
Η θέση αυτή ισχύει ανεξάρτητα από το συσχετισμό δυ
— 75 —
νάμεων, ανεξάρτητα από το πρόβλημα που μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για την επιτάχυνση των εξελίξεων, π.χ., όξυνση ενδόίμπεριαλιστικών αντιθέσεων, ιμπεριαλιστικός πόλεμος, αλλαγές στη μορφή της αστικής εξουσίας που μπορεί να προκληθούν.
28. Μετά τη λήξη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου αναδια- τάχθηκαν οι συμμαχίες. Τα καπιταλιστικά κράτη και οι αστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις που συμμετείχαν στον εθνικο-απελευθερωτικό αγώνα σε κάθε χώρα (π.χ., δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας) συνενώθηκαν ενάντια στο κομμουνιστικό κίνημα και στα σοσιαλιστικά κράτη.
Σε αυτές τις συνθήκες, έγιναν ακόμη περισσότερο φανερές οι αρνητικές συνέπειες της αυξανόμενης οπορτουνι- στικής διάβρωσης σε ορισμένα τμήματα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Η σοβαρά λαβωμένη ιδεολογική ενότητα και η έλλειψη της οργανωτικής σύνδεσης των ΚΚ, με τη διάλυση της ΚΔ, δεν επέτρεψαν τη διαμόρφωση μιας αυτοτελούς ενιαίας στρατηγικής του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος απέναντι στη στρατηγική του διεθνούς ιμπεριαλισμού.
Το «Γραφείο Πληροφοριών» των ΚΚ,^που συγκροτήθη- κε το 1947 και αυτοδιαλύθηκε το 1956, καθώς και οι διεθνείς διασκέψεις των ΚΚ, που γίνονταν στη συνέχεια, δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τα παραπάνω προβλήματα.
Το διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα παρέμενε ισχυρό μετά τον πόλεμο, παρά την αναμφισβήτητη ενίσχυση των δυνάμεων του σοσιαλισμού. Αμέσως μετά το τέλος του πολέ
50. ΚΟΜΙΝΦΟΡΜ (Γραφείο Πληροφοριών των ΚΚ): Στο Γραφείο εκπροσωπούνταν τα Κομμουνιστικά και Εργατικά Κόμματα Βουλγαρίας, Ουγγαρίας, Ιταλίας, Πολωνίας, Ρουμανίας, ΕΣΣΔ, Τσεχοσλοβακίας και Γαλλίας.
— 76 —
μου, ο ιμπεριαλισμός, υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ, ξεκίνησε τον «ψυχρό πόλεμο». Αποτελούσε μια προσεχτικά επεξεργασμένη στρατηγική υπονόμευσης του σοσιαλιστικού συστήματος.
Ο «ψυχρός πόλεμος» περιλάμβανε την οργάνωση ψυχολογικού πολέμου, ένταση των στρατιωτικών εξοπλισμών για να εξουθενωθεί οικονομικά η ΕΣΣΔ, δίκτυα υπονόμευσης και φθοράς του σοσιαλιστικού συστήματος από τα μέσα, ανοιχτές προκλήσεις και υποδαύλιση αντεπαναστατι- κών εξελίξεων (π.χ., στη Γιουγκοσλαβία στο διάστημα 1947- 48, στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία το 1953, στην Ουγγαρία το 1956, στην Τσεχοσλοβακία το 1968 κ.α.). Ακολούθησε διαφοροποιημένη οικονομική και διπλωματική πολιτική απέναντι στα νέα σοσιαλιστικά κράτη για να διασπά- σει τη συμμαχία τους με την ΕΣΣΔ, να ενδυναμώσει τις προϋποθέσεις οπορτουνιστικής διάβρωσής τους.
Ταυτόχρονα, το ιμπεριαλιστικό σύστημα, με ηγέτιδα δύναμη τις ΗΠΑ, προχωρούσε στη συγκρότηση στρατιωτικών, πολιτικών, οικονομικών συνασπισμών και οργανισμών διεθνούς δανεισμού (ΝΑΤΟ, Ευρωπαϊκές Κοινότητες, ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, διεθνικές συμφωνίες εμπορίου). Αυτοί εξασφάλιζαν το συντονισμό των καπιταλιστικών κρατών, γε- φύρωναν ορισμένες αντιθέσεις μεταξύ τους, για να υπηρετήσουν τον κοινό στρατηγικό στόχο της πολύπλευρης πίεσης στο σοσιαλιστικό σύστημα. Οργάνωσαν ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, συστηματικές και πολύμορφες προβοκάτσιες και αντικομμουνιστικές εκστρατείες. Χρησιμοποίησαν τα πιο σύγχρονα ιδεολογικά όπλα χειραγώγησης των λαών, για να διαμορφώσουν ένα εχθρικό κλίμα σε βάρος των σοσιαλιστικών κρατών και του κομμουνιστικού κινήματος γενικότερα. Αξιοποίησαν τις οπορτουνιστικές παρεκκλίσεις και τα προβλήματα ιδεολογικής ενότητας του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Υποστήριξαν οικονομικά, πολιτικά και ηθικά, ακόμη και την παραμικρή εκδήλωση δυσαρέσκειας ή δια
— 77 —
φωνίας με το ΚΚΣΕ και τη Σοβιετική Ενωση. Διέθεσαν δισεκατομμύρια δολάρια, μέσα από τους κρατικούς προϋπολογισμούς τους, για τους σκοπούς αυτούς.
29. Η γραμμή της «ειρηνικής συνύπαρξης», όπως αναπτύχθηκε τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, ως ένα βαθμό στο 19ο (Οκτώβρης 1952)5' και κυρίως στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1956),52 αναγνώριζε την καπιταλιστική βαρβαρότητα και επιθετικότητα για τις ΗΠΑ και την Αγγλία, για ορισμένα τμήματα της αστικής τάξης και των αντίστοιχων πολιτικών δυνάμεων στα δυτικοευρωπαϊκά καπιταλιστικά κράτη, όχι όμως ως σύμφυτο στοιχείο του μονοπωλιακού καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού. Έτσι επέτρεψε την καλλιέργεια ουτοπικών αντιλήψεων ότι είναι δυνατόν ο ιμπεριαλισμός να αποδεχτεί μακροπρόθεσμα τη συμβίωση με δυνάμεις που έσπασαν την παγκόσμια κυριαρχία του.
Από το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ (Φλεβάρης 1956) και με τη θέση του για «ποικιλία μορφών μετάβασης στο σοσιαλισμό, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις», η γραμμή της «ειρηνικής συνύπαρξης» συνδέθηκε και με τη δυνατότητα κοινοβουλευτικού περάσματος στο σοσιαλισμό στην Ευρώπη, στρατηγική που προϋπήρχε σε ορισμένα και επικράτησε στα περισσότερα ΚΚ. Η θέση αυτή αποτελούσε ουσιαστικά αναθεώρηση των συμπερασμάτων από την επαναστατική σοβιετική εμπειρία και συνιστούσε μεταρρυθμιστική σοσιαλδημοκρατική στρατηγική.
Υποτιμήθηκε η ενιαία στρατηγική του καπιταλισμού ενάντια στα σοσιαλιστικά κράτη και το εργατικό κίνημα στις καπιταλιστικές χώρες. Οι αντιθέσεις μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών, που βεβαίως περιείχαν και το στοιχείο της
51. Έκθεση Δράσης της ΚΕ του ΚΚ(μπ) στο 19ο Συνέδριο, σελ. 28, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ.
52.20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, σελ. 8, εκδ. Ζώγια, 1965.
— 78 —
εξάρτησης, όπως συμβαίνει στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα, δεν αναλύθηκαν σωστά. Επικράτησε η εκτίμηση ότι υπήρχε «σχέση υποτέλειας και εξάρτησης» κάθε καπιταλιστικής χώρας από τις ΗΠΑ.53 Υιοθετήθηκε η στρατηγική της «ανπμο- νοπωλιακής διακυβέρνησης», μια μορφή σταδίου ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό, που θα έλυνε προβλήματα «εξάρτησης» από τις ΗΠΑ. Η γραμμή αυτή υιοθετήθηκε ακόμα και από το ΚΚ ΗΠΑ, δηλαδή το ΚΚ της χώρας που κατείχε κορυφαία θέση στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα. Στην πολιτική πρακτική εκφράστηκε με τη συμμετοχή ΚΚ σε κυβερνήσεις διαχείρισης του καπιταλισμού σε συνεργασία με τη σοσιαλδημοκρατία.
53. «Η προετοιμασία του νέου πολέμου συνδέεται αδιάρρηκτα με την υποδούλωση των χωρών της Ευρώπης και των άλλων ηπείρων από τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Το σχέδιο Μάρσαλ, η Δυτική Ένωση, το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο, όλοι αυτοί οι κρίκοι της αλυσίδας της εγκληματικής συνωμοσίας ενάντια στην ειρήνη, είναι ταυτόχρονα και κρίκοι της αλυσίδας που φορούν οι υπερπόντιοι μο- νοπωλητές στο λαιμό των άλλων λαών. Καθήκον των κομμουνιστικών κι εργατικών κομμάτων στις καπιταλιστικές χώρες είναι να συνενώνουν τον αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία με τον αγώνα για την ειρήνη, να ξεσκεπάζουν αδιάκοπα τον αντεθνικό, προδοτικό χαρακτήρα της πολιτικής των αστικών κυβερνήσεων που έχουν μετα- τραπεί σε ανοιχτούς λακέδες του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, να συνενώνουν και να συσπειρώνουν όλες τις δημοκρατικές πατριωτικές δυνάμεις κάθε χώρας γύρω από τα συνθήματα για την εξάλειψη της αισχρής αμερικάνικης υποδούλωσης, για το πέρασμα σε ανεξάρτητη εξωτερική και εσωτερική πολιτική που να ανταποκρί- νεται στα εθνικά συμφέροντα των λαών. Τα κομμουνιστικά κι εργατικά κόμματα πρέπει να κρατούν ψηλά τη σημαία της υπεράσπισης της εθνικής ανεξαρτησίας και της κυριαρχίας των λαών τους.»
Αρχείο ΚΚΕ: ΑποφόσειςτουΓοαφείου Πληροφοριών των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων, Σύσκεψη Νοέμβρη 1949, σελ. 73 - 74, εκδ. Νέα Ελλάδα.
— 79 —
Έτσι, ΚΚ επέλεξαν πολιτική συμμαχιών και με δυνάμεις της αστικής τάξης, αυτές που χαρακτηρίστηκαν ως «εθνι- κώς σκεπτόμενες», σε διάκριση από τις λεγάμενες «ξενόδουλες». Τέτοιες αντιλήψεις επικράτησαν και σε εκείνο το τμήμα του κομμουνιστικού κινήματος που κατά τη διάσπαση της δεκαετίας του 1960 προσανατολιζόταν στο ΚΚ Κίνας και που συγκρότησε το μαοϊκό ρεύμα.
Η στάση πολλών ΚΚ απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία εντασσόταν σε αυτήν τη στρατηγική. Κυριάρχησε στα ΚΚ η εκτίμηση για διαχωρισμό της σοσιαλδημοκρατίας σε «δεξιά» και «αριστερή» πτέρυγα, αδυνατίζοντας εξαιρετικά το ιδεολογικό μέτωπο εναντίον της. Στο όνομα της ενότητας της εργατικής τάξης, τα ΚΚ προέβησαν σε σοβαρές ιδεολογικές και πολιτικές υποχωρήσεις, ενώ οι διακηρύξεις ενότητας από την πλευρά της σοσιαλδημοκρατίας δεν απέβλεπαν στην ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά στην απόσπαση της εργατικής τάξης από την επιρροή των κομμουνιστικών ιδεών και την ταξική αλλοτρίωσή της.
Στη Δυτική Ευρώπη, στις γραμμές πολλών ΚΚ, με πρόσχημα τις εθνικές ιδιομορφίες κάθε χώρας, επικράτησε το οπορτουνιστικό ρεύμα του «ευρωκομμουνισμού», που αρ- νιόταν τις νομοτέλειες της σοσιαλιστικής επανάστασης, τη δικτατορία του προλεταριάτου και γενικά την επαναστατική πάλη.
Και από τα δύο τμήματα του κομμουνιστικού κινήματος (εξουσίας και μη) υπερεκτιμήθηκε η δύναμη του σοσιαλιστικού συστήματος και υποτιμήθηκε η δυναμική στη μεταπολεμική ανασυγκρότηση του καπιταλισμού. Παράλληλα, βάθυνε η κρίση στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα που εκδηλώθηκε αρχικά με την πλήρη διακοπή των σχέσεων ΚΚΣΕ - ΚΚ Κίνας και στη συνέχεια με τη μορφοποίηση του ρεύματος του «ευρωκομμουνισμού».
Η αλληλεπίδραση του τότε σύγχρονου οπορτουνισμού ανάμεσα στα ΚΚ των καπιταλιστικών χωρών και στα ΚΚ
εξουσίας ενισχύθηκε σε συνθήκες φόβου για ένα πυρηνικό πλήγμα εναντίον των σοσιαλιστικών κρατών, όξυνσης της ταξικής πάλης στο εσωτερικό των σοσιαλιστικών κρατών (Κεντρικής και Ανατ. Ευρώπης) και νέων ιμπεριαλιστικών πολέμων (π.χ., ενάντια στην Κορέα, στο Βιετνάμ). Η ευέλικτη τακτική του ιμπεριαλισμού επέδρασε στην ανάπτυξη του οπορτουνισμού στα ΚΚ των σοσιαλιστικών κρατών, στην υπονόμευση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, όπως και στην υπονόμευση της επαναστατικής πάλης στην καπιταλιστική Ευρώπη και παγκόσμια. Έτσι, ενισχύθηκε, άμεσα ή έμμεσα, η ιμπεριαλιστική πίεση πάνω στα σοσιαλιστικά κράτη, αξιο- ποιώντας, μεταξύ άλλων, τόσο το ρεύμα του ευρωκομμου- νισμού όσο και του τροτσκισμού και του μαοϊσμού, που, με τον έναν ή άλλον τρόπο, στον έναν ή άλλο βαθμό, στήριξαν τις ιμπεριαλιστικές επιθέσεις κατά της ΕΣΣΔ και άλλων σοσιαλιστικών κρατών.
ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΚΚΕ
30. Το 14ο Συνέδριο του ΚΚΕ (1991) και η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του 1995 εκτίμησαν αυτοκριτικά τα εξής: Δεν αποφύγαμε ως Κόμμα την εξιδανίκευση και εξωραϊσμό του σοσιαλισμού, όπως οικοδομήθηκε στον 20ό αιώνα. Υποτιμήσαμε τα προβλήματα που διαπιστώναμε, αποδίδοντάς τα κυρίως σε αντικειμενικούς παράγοντες, τα δικαιολογούσαμε ως προβλήματα ανάπτυξης του σοσιαλισμού, πράγμα που αποδείχτηκε ότι δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Υποτιμήσαμε τη συνθετότητα της πάλης με τις κληρονομημένες επιβιώσεις, υπερεκτιμήσαμε την πορεία σοσιαλιστικής ανάπτυξης, ενώ υποτιμήσαμε τις αντοχές του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος.
Η αυτοκριτική μας αφορά τη λαθεμένη αντίληψή μας για τις σοσιαλιστικές νομοτέλειες και το χαρακτήρα των αντι
— 81 —
θέσεων στη διαδικασία διαμόρφωσης και ανάπτυξης της νέας κοινωνίας. Η στάση του Κόμματός μας αποτέλεσε μέρος του προβλήματος. Η δυνατότητά μας να βγάλουμε τα σωστά συμπεράσματα περιορίστηκε από το γεγονός ότι και το Κόμμα μας δεν έδωσε την απαιτούμενη προσοχή στην ανάγκη να κατακτά τη θεωρητική του επάρκεια, να προωθεί τη δημιουργική μελέτη και αφομοίωση της θεωρίας μας, να αξιοποιεί την πλούσια πείρα της ταξικής, επαναστατικής πάλης, να συμβάλλει δηλαδή, και με τις δικές του δυνάμεις, στη δημιουργική ανάπτυξη των ιδεολογικών και πολιτικών θέσεων, με βάση τις εξελισσόμενες συνθήκες. Σε μεγάλο βαθμό, ως Κόμμα υιοθετήσαμε λανθασμένες θεωρητικές εκτιμήσεις και πολιτικές επιλογές του ΚΚΣΕ.
Σε σημαντικό βαθμό επέδρασε στη στάση μας η τυπικό- τητα των σχέσεων που εμφανίστηκε ανάμεσα στα κομμουνιστικά κόμματα, η άκριτη υιοθέτηση θέσεων του ΚΚΣΕ σε θέματα θεωρίας και ιδεολογίας. Από την εμπειρία μας αυτή βγαίνει το συμπέρασμα ότι ο σεβασμός στην πείρα των άλλων κομμάτων πρέπει να συνδυάζεται με την αντικειμενική κρίση της πολιτικής και πρακτικής τους, με τη συντροφική κριτική σε λάθη και την αντίθεση σε παρεκκλίσεις.
Η Συνδιάσκεψη του 1995 έκανε κριτική στο γεγονός ότι το Κόμμα μας δέχτηκε άκριτα την πολιτική της περεστρόικα, εκτιμώντας ότι πρόκειται για πολιτική μεταρρυθμίσεων προς όφελος του σοσιαλισμού. Το γεγονός αυτό αντανακλούσε και την ενδυνάμωση του οπορτουνισμού στις γραμμές του Κόμματος εκείνη την περίοδο.
Η κριτική αντιμετώπιση της στάσης του ΚΚΕ απέναντι στη σοσιαλιστική οικοδόμηση δεν απαξιώνει σε καμία περίπτωση το γεγονός ότι το Κόμμα μας, με συνείδηση του διε- θνιστικού του χαρακτήρα, σε όλη την πορεία του, υπερασπίστηκε τη διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού - κομμουνισμού στον 20ό αιώνα, ακόμα και με τη ζωή χιλιάδων μελών και στελεχών του. Ήταν και είναι συνειδητή επιλογή
— 82 —
του Κόμματός μας η μαχητική υπεράσπιση της προσφοράς του σοσιαλισμού στον 20ό αιώνα.
Το ΚΚΕ δεν πέρασε με το πλευρό αυτών των δυνάμεων, που, προερχόμενες από το κομμουνιστικό κίνημα, στο όνομα της κριτικής στην ΕΣΣΔ και στις υπόλοιπες χώρες, οδη- γήθηκαν στο μηδενισμό, στην άρνηση του σοσιαλιστικού χαρακτήρα τους, στην υιοθέτηση της προπαγάνδας του ιμπεριαλισμού, ούτε αναθεώρησε τη στάση υπεράσπισης, παρά τις αδυναμίες της.
ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ
31. Στη βάση των παραπάνω εκτιμήσεων και κατευθύνσεων, η νέα ΚΕ θα πρέπει να οργανώσει τη βαθύτερη μελέτη και εξαγωγή συμπερασμάτων σε μια σειρά ζητήματα:
• Τις μορφές οργάνωσης της εργατικής συμμετοχής, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, σε διάφορες περιόδους της Σοβιετικής Εξουσίας όπως: Εργατικές Επιτροπές και Παραγωγικά Συμβούλια τη δεκαετία του 1920, Σταχανο- φικό κίνημα τη δεκαετία του 1930, σε αντιπαράθεση προς τα «Αυτοδιαχειριστικά Συμβούλια» της περεστρόικα. Τη σχέση τους με τον Κεντρικό Σχεδίασμά και την πραγματοποίηση του κοινωνικού χαρακτήρα της ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.
• Την εξέλιξη των σοβιέτ ως μορφής της δικτατορίας του προλεταριάτου. Πώς πραγματοποιούνταν η σχέση «Κόμμα - σοβιέτ - εργατικές και λαϊκές δυνάμεις» στις διάφορες φάσεις της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ. Ζητήματα που αφορούν τη λειτουργική υποβάθμιση της παραγωγικής μονάδας ως πυρήνα οργάνωσης της εργατικής εξουσίας με την κατάργηση της παραγωγικής αρχής και της έμμεσης εκλογής μέσω συνεδρίων και συνελεύσεων. Τις αρνητικές επιδράσεις τους στην ταξική σύνθεση των ανώτερων κρατι
κών οργάνων και στην εφαρμογή του μέτρου της ανάκλησης.
• Την εξέλιξη της πολιτικής μισθών, που ακολουθήθηκε σε όλη τη σοσιαλιστική πορεία της ΕΣΣΔ. Την εξέλιξη της δομής της εργατικής τάξης. Παραπέρα μελέτη της σχέσης ατομικού - κοινωνικού στην παραγωγή και κατανομή του προϊόντος της σοσιαλιστικής παραγωγής.
• Την εξέλιξη των σχέσεων ιδιοκτησίας και κατανομής στην αγροτική παραγωγή της ΕΣΣΔ. Τις διαφοροποιήσεις μεταξύ των εργαζομένων στις σοσιαλιστικές παραγωγικές μονάδες και υπηρεσίες και τη διαστρωμάτωση στους ατομικούς και συνεταιρισμένους αγροτοπαραγωγούς.
• Τις εξελίξεις στην ταξική σύνθεση του Κόμματος, στη δομή και λειτουργία του και την επίδρασή τους στην ιδεολογική στάθμη και στα επαναστατικά χαρακτηριστικά του Κόμματος ως συνόλου, μελών και στελεχών.
• Την εξέλιξη των σχέσεων των κρατών - μελών του ΣΟ Α, όπως και των οικονομικών σχέσεων των κρατών - μελών του με καπιταλιστικά κράτη, ιδιαίτερα την περίοδο που συντε- λέστηκε υποχώρηση στη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
• Πώς εκφράστηκε στα άλλα σοσιαλιστικά κράτη η μορφή (Λαϊκή Δημοκρατία) της εργατικής εξουσίας, η συμμαχία της εργατικής τάξης με τα μικροαστικά στρώματα και η διαπάλη. Τις αστικές εθνικιστικές επιρροές σε ορισμένες επιλογές κομμάτων εξουσίας, π.χ., του ΚΚ Κίνας, της Ενωσης Γιου- γκοσλάβων Κομμουνιστών. Πώς επέδρασε στο χαρακτήρα των ΚΚ εξουσίας η ενοποίηση, μετά το 1945, με τμήματα της σοσιαλδημοκρατίας, π.χ., στο Πολωνικό Ενιαίο Εργατικό Κόμμα, στο Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Γερμανίας, στο ΚΚ Τσεχοσλοβακίας, στο Ουγγρικό Εργατικό Κόμμα.
• Την πορεία της Κομμουνιστικής Διεθνούς και της εξέλιξης της στρατηγικής στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα.
• Την εξέλιξη του διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων και την επίδραση στην ανάπτυξη του οπορτουνισμού στο ΚΚ της
— 84 —
ΕΣΣΔ. Την ανάδειξη των παραγόντων που οδήγησαν στην κυριαρχία του οπορτουνισμού στο ΚΚΣΕ.
Δ. Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ.
ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ
32. Στο Πρόγραμμα του Κόμματος αναφέρεται: «Οι αντε- παναστατικές ανατροπές δεν αλλάζουν το χαρακτήρα της εποχής. Ο 21ος αιώνας θα είναι ο αιώνας μιας καινούργιας ανόδου του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος και μιας νέας σειράς κοινωνικών επαναστάσεων.» Οι αγώνες που περιορίζονται να διαφυλάξουν κάποιες κατακτήσεις, παρότι είναι αναγκαίοι, δεν μπορούν να δώσουν ουσιαστικές λύσεις. Μόνη διέξοδος και νομοτελειακή προοπτική παραμένει ο σοσιαλισμός, παρά την ήττα κατά το τέλος του 20ού αιώνα.
Η αναγκαιότητα του σοσιαλισμού αναδύεται από την όξυνση των αντιθέσεων του σύγχρονου καπιταλιστικού κόσμου, του ιμπεριαλιστικού συστήματος. Απορρέει από το γεγονός ότι στο ιμπεριαλιστικό στάδιο ανάπτυξης του καπιταλισμού, που χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία των μονοπωλίων, έχουν ωριμάσει πλήρως οι υλικές προϋποθέσεις, που κάνουν αναγκαίο το πέρασμα σε ανώτερο κοινωνικοοικονομικό σύστημα.
Ο καπιταλισμός έχει κοινωνικοποιήσει την παραγωγή σε πρωτοφανή κλίμακα. Όμως, τα μέσα παραγωγής, τα προϊόντα της κοινωνικής εργασίας αποτελούν ιδιωτική, καπιταλι
στική ιδιοκτησία. Αυτή η αντίφαση είναι η μήτρα όλων των φαινομένων της κρίσης των σύγχρονων καπιταλιστικών κοινωνιών: Ανεργία και φτώχεια, που παίρνουν εκρηκτικές διαστάσεις όταν εκδηλώνονται οικονομικές κρίσεις. Μεγάλος ημερήσιος εργάσιμος χρόνος, παρά τη μεγάλη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και ταυτόχρονη επέκταση της μερικής απασχόλησης. Μη ικανοποίηση των σύγχρονων κοινωνικών αναγκών για Παιδεία - επαγγελματική ειδίκευση, για πρόληψη και αποκατάσταση της υγείας, σύμφωνα με τα σύγχρονα επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα. Προκλητική καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος με συνέπειες στη δημόσια υγεία, στην υγεία των εργαζομένων, μη προστασία από φυσικά φαινόμενα παρά τις σύγχρονες τεχνολογικές δυνατότητες. Καταστροφές από τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, εμπόριο ναρκωτικών και ανθρώπινων οργάνων κλπ.
Ταυτόχρονα, η καπιταλιστική αυτή αντίφαση δείχνει και τη διέξοδο: Αντιστοίχιση των σχέσεων παραγωγής με το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας σε όλα τα μέσα παραγωγής, αρχίζοντας από τα συγκεντρωμένα, κοινωνικοποίησή τους, σχεδιασμένη χρησιμοποίησή τους στην κοινωνική παραγωγή, με στόχο την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών. Κεντρικός Σχεδιασμός της οικονομίας από την επαναστατική εργατική σοσιαλιστική εξουσία, εργατικός έλεγχος. Ο σοσιαλιστικός σκοπός είναι ρεαλιστικός γιατί θεμελιώνεται στην ίδια την καπιταλιστική εξέλιξη. Ο καθορισμός του δεν εξαρτάται από το συσχετισμό δυνάμεων, δηλαδή από τις συνθήκες μέσα στις οποίες εξελίσσεται η επαναστατική δράση και οι οποίες μπορούν να επιταχύνουν ή να επιβραδύνουν τις εξελίξεις.
Η νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης, αρχικά σε μια χώρα ή σε μια ομάδα χωρών, προκύπτει από τη λειτουργία του νόμου της ανισόμετρης οικονομικής και πολιτικής ανά-
— 86 —
πτύξης του καπιταλισμού.54 Οι προϋποθέσεις για να τεθεί η σοσιαλιστική επανάσταση στην ημερήσια διάταξη δεν ωριμάζουν ταυτόχρονα σε παγκόσμιο επίπεδο. Η ιμπεριαλιστική αλυσίδα θα σπάσει στον πιο αδύνατο κρίκο της.
Το συγκεκριμένο «εθνικό» καθήκον κάθε ΚΚ είναι η πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής επανάστασης και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στη χώρα του ως ένα μέρος της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας. Αυτή θα συμβάλει και στη δημιουργία ενός «ολοκληρωμένου σοσιαλισμού» στο πλαίσιο της «επαναστατικής συνεργασίας των προλετάριων όλων των χωρών».55
Η λενινιστική θέση για τον αδύνατο κρίκο δεν παραγνωρίζει τη διαλεκτική σχέση εθνικού - διεθνικού στην επαναστατική διαδικασία, που εκφράζεται και από το γεγονός ότι το πέρασμα στην ανώτερη φάση του κομμουνισμού προϋποθέτει την παγκόσμια επικράτηση του σοσιαλισμού ή τουλάχιστο στις αναπτυγμένες και στις βαρύνουσες στο ιμπεριαλιστικό σύστημα καπιταλιστικές χώρες.
33.0 βαθμός ωρίμανσης των υλικών προϋποθέσεων για το σοσιαλισμό διαφέρει ανάμεσα στις καπιταλιστικές κοινωνίες ως αποτέλεσμα του νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης του καπιταλισμού. Ο βασικός δείκτης της ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων είναι η έκταση και η συγκέντρωση της μισθωτής εργασίας.
Στις συνθήκες του ιμπεριαλισμού η σχετική καπιταλιστική καθυστέρηση μπορεί να τροφοδοτήσει απότομη όξυνση
54. Β. I. Λένιν, «Για το σύνθημα των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης», Απαντα, τόμ. 26, σελ. 359 - 363, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, «Το στρατιωτικό πρόγραμμα της προλεταριακής επανάστασης», Απαντα, τόμ. 30, σελ. 131-143, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
55. Β. I. Λένιν, «Για τα αριστερά παιδιαρίσματα και το μικροαστισμό», Απαντα, τόμ. 36, σελ. 306, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
— 87 —
των αντιθέσεων, επομένως την επαναστατική κρίση, αλλά και τη δυνατότητα νίκης. Ο βαθμός όμως της κοινωνικοοικονομικής καθυστέρησης δυσκολεύει ανάλογα τη μελλοντική σοσιαλιστική οικοδόμηση, την πάλη του νέου με το παλιό. Η ταχύτητα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης επηρεάζεται από αυτό που κληρονομεί.56
Σε κάθε περίπτωση όμως το επίπεδο του καπιταλιστικού παρελθόντος, που κληρονομεί η επαναστατική - εργατική εξουσία, δε δικαιολογεί την αμφισβήτηση βασικών νομοτε- λειών της σοσιαλιστικής επανάστασης και οικοδόμησης. Αυτές έχουν γενική ισχύ σε όλα τα καπιταλιστικά κράτη, ανεξάρτητα από τις ιστορικά διαμορφωμένες ιδιαιτερότητές τους, που οπωσδήποτε υπήρξαν κατά την πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στον 20ό αιώνα. Σίγουρα θα υπάρξουν και στη μελλοντική σοσιαλιστική οικοδόμηση, η οποία όμως θα ξεκινήσει στη βάση μιας καπιταλιστικής ανάπτυξης πολύ μεγαλύτερης από αυτήν της Ρωσίας του 1917.
ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗΣ ΜΑΣ ΑΝΤΙΛΗΨΗΣ ΠΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
34. Το 15ο Συνέδριο του ΚΚΕ προσδιόρισε την επικείμενη επανάσταση στην Ελλάδα ως σοσιαλιστική. Προσδιόρισε επίσης τον αντιιμπεριαλιστικό, αντιμονοπωλιακό, δημοκρατικό χαρακτήρα του Μετώπου (ΑΑΔΜ) ως την κοινωνι- κοπολιτική συμμαχία της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, που, υπό προϋποθέσεις και με την καθοδήγηση του ΚΚΕ, μπορεί να εξελιχθεί σε επαναστατικό μέτωπο διε
56.0 Λένιν υποστήριζε στην εποχή του τη θέση ότι στις χώρες με «μεσοαδύνατο» επίπεδο καπιταλιστικής ανάπτυξης είναι «πιο εύκολο να αρχίσεις, πιο δύσκολο να συνεχίσεις» τη σοσιαλιστική επανάσταση.
— 08 —
ξαγωγής της σοσιαλιστικής επανάστασης. Τα επόμενα συνέδρια, ιδιαίτερα το 16ο, εμπλούτισαν το προγραμματικό περιεχόμενο του Μετώπου.
Στο Πρόγραμμα του ΚΚΕ έχουν διατυπωθεί οι βασικές θέσεις μας για το σοσιαλισμό, που σήμερα εμπλουτίζουμε και αναπτύσσουμε, αξιοποιώντας τα συμπεράσματα από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στην ΕΣΣΔ κατά τον 20ό αιώνα, στη βάση των μαρξιστικών - λενινιστικών θέσεων που αναπτύχθηκαν στο Β' Κεφάλαιο.
35. Η υψηλή μονοπώληση που έχει συντελεστεί, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, αποτελεί την υλική προϋπόθεση για την άμεση κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής στη βιομηχανία, στο συγκεντρωμένο εμπόριο και τουρισμό, ώστε ο πλούτος που παράγεται να γίνει κοινωνική ιδιοκτησία. Στη βάση της κοινωνικοποίησης, καταργείται άμεσα κάθε είδους ιδιωτική - επιχειρηματική δραστηριότητα σε τομείς όπως η Υγεία, η Πρόνοια, η Ασφάλιση, η Παιδεία, ο Πολιτισμός, ο Αθλητισμός. Η κοινωνική ιδιοκτησία και ο Κεντρικός Σχε- διασμός διαμορφώνουν τη δυνατότητα για τον εκμηδενισμό της ανεργίας.
Ο Κεντρικός Σχεδιασμός της οικονομίας στη βάση της κοινωνικής ιδιοκτησίας των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής είναι κομμουνιστική σχέση παραγωγής. Ο Κεντρικός Σχεδιασμός οφείλει να εξασφαλίζει το προβάδισμα της Υποδιαίρεσης I ανάλογα προς την Υποδιαίρεση II, την αναλογική διευρυμένη αναπαραγωγή. Τα κρατικά πλάνα καλύπτουν μακροπρόθεσμους, ενδιάμεσους και βραχυπρόθεσμους στόχους στο σχεδίασμά της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, της κοινωνικής ευημερίας.
Οργανώνεται η υλοποίηση του Κεντρικού Σχεδιασμού κατά κλάδο, μέσω ενιαίου κρατικού φορέα, διακλαδωμένου περιφερειακά και κατά κατηγορία. Ο σχεδιασμός στηρίζεται σε ένα σύνολο στόχων και κριτηρίων όπως:
Στην Ενέργεια: Η ανάπτυξη υποδομής για την κάλυψη των αναγκών της κεντρικά σχεδιασμένης παραγωγής, η μείωση του βαθμού ενεργειακής εξάρτησης της χώρας, η εξασφάλιση επαρκούς και φτηνής λαϊκής κατανάλωσης, η ασφάλεια των εργαζομένων του κλάδου καθώς και των οικιστικών ζωνών, η προστασία της δημόσιας υγείας και του περιβάλλοντος. Σε αυτήν την κατεύθυνση η ενεργειακή πολιτική θα έχει ως άξονες: Την αξιοποίηση όλων των εγχώριων πηγών ενέργειας (π.χ., λιγνίτη, υδροηλεκτρική, αιολική κλπ.), τη συστηματική έρευνα και εξεύρεση νέων πηγών, την επιδίωξη διακρατικής αμοιβαία επωφελούς συνεργασίας.
Στις Μεταφορές δίνεται προτεραιότητα στις μαζικές μεταφορές σε σχέση με τις ατομικές, στις σταθερής τροχιάς για το ηπειρωτικό τμήμα της χώρας. Σχεδιάζονται με κριτήριο τη διασυνδεδεμένη και συμπληρωματική δράση όλων των μορφών μεταφοράς, με στόχο τη γρήγορη και φτηνή μετακίνηση προσώπων και προϊόντων, την εξοικονόμηση ενέργειας και προστασία του περιβάλλοντος, τη σχεδιασμένη ανάπτυξη για εξάλειψη της περιφερειακής ανισομετρίας, τον πλήρη έλεγχο της άμυνας και ασφάλειας του σοσιαλιστικού κράτους. Προϋπόθεση για την πραγματοποίηση των στόχων στην ανάπτυξη των μεταφορών είναι ο σχεδιασμός των ανάλογων υποδομών -λιμάνια, αεροδρόμια, σιδηροδρομικοί σταθμοί, οδικοί άξονες- και της βιομηχανίας παραγωγής μεταφορικών μέσων. Το ίδιο αφορά τις τηλεπικοινωνίες, την επεξεργασία πρώτων υλών, τους βιομηχανικούς κλάδους μεταποίησης, ιδιαίτερα στην παραγωγή μηχανημάτων, με στόχο όσο το δυνατόν πιο αυτοδύναμη οικονομία, μειώνοντας την εξάρτησή της από το εξωτερικό εμπόριο και τις συναλλαγές με τις καπιταλιστικές οικονομίες σε τέτοιους κρίσιμους τομείς.
Κοινωνικοποιείται η γη, οι μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις στον αγροτικό τομέα, διαμορφώνονται κρατικές
παραγωγικές μονάδες για την παραγωγή και επεξεργασία αγροτικών προϊόντων ως πρώτων υλών ή άμεσα καταναλώσιμων.
Προωθείται ο παραγωγικός συνεταιρισμός των μικρών και μεσαίων αγροτών, ο οποίος έχει το δικαίωμα χρήσης της γης ως παραγωγικού μέσου. Αρχικά οι μικροί και μεσαίοι αγρότες συμμετέχουν συνυπολογίζοντας στην κατανομή τη γη και τις ζωικές μονάδες, με την οποία εντάχθηκαν στο συνεταιρισμό. Το μέτρο της κοινωνικοποίησης της γης αποκλείει, αφενός, τη δυνατότητα συγκέντρωσης της γης μέσα ή έξω από το συνεταιρισμό και, αφετέρου, την αλλαγή της χρήσης και την εμπορευματοποίηση της γης. Η ελληνική πραγματικότητα δεν απαιτεί αναδιανομή γης. Οι μη κατέχο- ντες γη καλλιεργητές θα απασχολούνται στις κρατικά οργανωμένες αγροτικές μονάδες. Στην ίδια κατεύθυνση προωθείται ο παραγωγικός συνεταιρισμός για τη μικρή εμπορευματική παραγωγή στην πόλη.
Ο παραγωγικός συνεταιρισμός θα διαμορφώσει τις προϋποθέσεις για την επέκταση των κομμουνιστικών σχέσεων σε όλους τους τομείς της οικονομίας με τη συγκέντρωση της μικρής εμπορευματικής παραγωγής, την οργάνωσή της, τον καταμερισμό εργασίας μέσα στο συνεταιρισμό, την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, την αξιοποίηση νέων τεχνολογιών. Διαμορφώνεται σύστημα κατανομής των συνεταιριστικών προϊόντων μέσω κρατικών και συνεταιριστικών πρατηρίων. Ο Κεντρικός Σχεδιασμός καθορίζει τις αναλογίες μεταξύ του προϊόντος που κατανέμεται μέσω της συνεταιριστικής αγοράς (καθώς και την τιμή του) και εκείνου που κατανέμεται μέσω κρατικού μηχανισμού. Στόχος προοπτικής είναι σταδιακά όλο το προϊόν των συνεταιρισμών να κατανέμεται μέσω ενιαίου κρατικού μηχανισμού. Οι παραγωγικοί συνεταιρισμοί συνδέονται με τον Κεντρικό Σχεδια- σμό με πλάνα παραγωγής και πλάνα κατανάλωσης πρώτων υλών, ενέργειας, νέων μηχανημάτων και υπηρεσιών.
— 91 —
Αξιοποιούνται τα νέα επιτεύγματα των τεχνολογιών και της επιστήμης, με στόχο τη μείωση του εργάσιμου χρόνου, τη διεύρυνση του ελεύθερου χρόνου, που μπορεί να αξιο- ποιείται για το ανέβασμα του πολιτιστικού - μορφωτικού επιπέδου, για την απόκτηση ικανότητας ουσιαστικής συμμετοχής στον έλεγχο της διοίκησης, στους θεσμούς της εξουσίας.
Οργανώνεται από κρατικούς οργανισμούς -ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, ινστιτούτα κλπ.-η επιστημονική έρευνα, η οποία υπηρετεί τον Κεντρικό Σχεδίασμά, τη διεύθυνση της κοινωνικής παραγωγής και των κοινωνικών υπηρεσιών, με γνώμονα την ανάπτυξη της κοινωνικής ευημερίας.
36. Ένα μέρος του κοινωνικού προϊόντος κατανέμεται με βάση τις ανάγκες, καλύπτοντας ισότιμα δημόσιες και δωρεάν υπηρεσίες Υγείας, Παιδείας, Πρόνοιας, Ασφάλισης, αναψυχής, προστασίας των παιδιών και υπερήλικων, πολύ φτηνές υπηρεσίες (και σε ορισμένες περιπτώσεις δωρεάν) μεταφορών, τηλεπικοινωνιών, ενέργειας και ύδρευσης για λαϊκή κατανάλωση κλπ.
Διαμορφώνονται κρατικές κοινωνικές υποδομές που παρέχουν υψηλής ποιότητας κοινωνικές υπηρεσίες για την κάλυψη αναγκών που σήμερα αντιμετωπίζονται από το ατομικό και οικογενειακό νοικοκυριό (π.χ., εστιατόρια σε τόπους δουλειάς, σε σχολεία).
Παρέχεται σε όλα τα παιδιά προσχολικής ηλικίας δημόσια και δωρεάν υποχρεωτική προσχολική αγωγή. Εξασφαλίζεται αποκλειστικά δημόσια δωρεάν γενική (βασική) δωδεκάχρονη εκπαίδευση για όλους μέσα από έναν τύπο σχολείου με ενιαία δομή, πρόγραμμα, διοίκηση και λειτουργία, υλικοτεχνική υποδομή, ενιαία εκπαιδευμένο εξειδικευμένο προσωπικό. Εξασφαλίζεται αποκλειστικά δημόσια δωρεάν επαγγελματική εκπαίδευση μετά τη γενική (βασική) υποχρεωτική εκπαίδευση. Μέσα από ένα σύστημα ενιαίας ανώ
τατης αποκλειστικά δημόσιας και δωρεάν εκπαίδευσης διαμορφώνεται επιστημονικό δυναμικό κατάλληλο για να ασκήσει τη διδασκαλία στα εκπαιδευτικά ιδρύματα, να στελεχώσει ως υψηλά ειδικευμένο δυναμικό τους τομείς της έρευνας, την κοινωνικοποιημένη παραγωγή και τις κρατικές υπηρεσίες.
Καθιερώνεται αποκλειστικά δημόσιο και δωρεάν σύστημα Υγείας και Πρόνοιας. Η άμεσα κοινωνική παραγωγή (κοινωνικοποιημένα μέσα παραγωγής, Κεντρικός Σχεδιασμός, εργατικός έλεγχος) δημιουργεί τις υλικές προϋποθέσεις, ώστε η αναπτυσσόμενη σοσιαλιστική οικονομία -ανάλογα με το βαθμό ανάπτυξής της- να εξασφαλίζει σε όλα τα μέλη της κοινωνίας ισότιμα τις συνθήκες για τη φροντίδα της υγείας και την πρόνοια ως κοινωνικά αγαθά. Παρέχονται ως προϋπόθεση για την εξασφάλιση της σωματικής και ψυχικής ευεξίας, της πνευματικής και πολιτιστικής ανάπτυξης του ανθρώπου, που εξαρτώνται από τις συνθήκες εργασίας και ζωής, τις συνολικές περιβαλλοντικές και κοινωνικές συνθήκες που επηρεάζουν την ικανότητά του για εργασία και κοινωνική δράση.
37. Με τη διαμόρφωση και υλοποίηση του πρώτου κρατικού σχεδίου ήδη περιορίζεται η λειτουργία των εμπορευμα- τοχρηματικών σχέσεων. Ο συνεχής περιορισμός στην προοπτική της εξάλειψής τους συνδέεται με τη σχεδιασμένη επέκταση των κομμουνιστικών σχέσεων σε όλη την παραγωγή και την κατανομή, με τη διεύρυνση των κοινωνικών υπηρεσιών για όλο και μεγαλύτερο τμήμα των αναγκών της ατομικής κατανάλωσης. Το χρήμα σταδιακά χάνει το περιεχόμενό του ως μορφή της αξίας, τη λειτουργία του ως μέσο ανταλλαγής εμπορευμάτων και μετατρέπεται σε αποδεικτικό της εργασίας για την πρόσβαση των εργαζομένων στο μέρος του κοινωνικού προϊόντος που κατανέμεται με βάση την εργασία τους.
— 93 —
Η πρόσβαση σε αυτά τα προϊόντα καθορίζεται από την ατομική προσφορά εργασίας του καθενός στη συνολική κοινωνική εργασία. Μέτρο της ατομικής προσφοράς είναι ο χρόνος εργασίας, που καθορίζει το σχέδιο και συσχετίζεται με στόχους, όπως: Εξοικονόμηση υλών, εφαρμογή παραγωγικότερων τεχνολογιών, ορθολογικότερη οργάνωση της εργασίας, άσκηση ελέγχου στη διοίκηση - διεύθυνση.
Στο χρόνο εργασίας συνυπολογίζονται οι συνολικές ανάγκες της κοινωνικής παραγωγής, οι υλικοί όροι της παραγωγικής διαδικασίας στην οποία εντάσσεται η «ατομική» εργασία, οι ιδιαίτερες ανάγκες της κοινωνικής παραγωγής (π.χ., μετακίνηση εργατικού δυναμικού σε επιλεγμένες περιοχές, κλάδους παραγωγικής προτεραιότητας) και άλλες ιδιαίτερες κοινωνικές ανάγκες (όπως η μητρότητα, τα άτομα με ειδικές ανάγκες). Διαμορφώνονται κίνητρα για την ανάπτυξη πρωτοπόρας κομμουνιστικής στάσης απέναντι στην οργάνωση και εκτέλεση της εργασίας, για τη συνολική άνοδο της απο- τελεσματικότητας της κολεκτίβας στην παραγωγική μονάδα ή κοινωνική υπηρεσία, ως αποτέλεσμα συνδυασμένων διαφορετικών ειδικών εργασιών. Τα κίνητρα αποσκοπούν στη μείωση των καθαρά ανειδίκευτων και χειρωνακτικών εργασιών, στη μείωση του εργάσιμου χρόνου, σε συνδυασμό με πρόσβαση σε επιμορφωτικά προγράμματα, υπηρεσίες αναψυχής, πολιτισμού, με συμμετοχή στον εργατικό έλεγχο. Απορρίπτουμε τη χρηματική μορφή κινήτρων.
Με την παραπάνω αρχή διαμορφώνεται η εκάστοτε πολιτική εργασιακού χρηματικού εισοδήματος με τάση άμβλυνσης και στη συνέχεια εξάλειψης των διαφορών στο εργασιακό χρηματικό εισόδημα. Οι όποιες προσωρινές παρεκκλίσεις, που αποσκοπούν στην προσέλκυση ειδικών σε ορισμένους τομείς της οικονομίας, αντιμετωπίζονται σχεδιασμένα, δίνοντας προτεραιότητα στο ανέβασμα του εργασιακού εισοδήματος των κατώτερων εισοδηματικά τμημάτων των εργαζομένων.
— 94 —
Ο Κεντρικός Σχεδιασμός σε μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη βάση στοχεύει στη γενικευμένη ανάπτυξη της ικανότητας για εξειδικευμένη εργασία, αλλά και εναλλαγών στον τεχνικό καταμερισμό εργασίας, στη γενικευμένη ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας και της μείωσης του εργάσιμου χρόνου, στην προοπτική εξάλειψης της διαφοράς μεταξύ εκτελεστικής και επιτελικής εργασίας, μεταξύ χειρωνακτικής και πνευματικής.
Αλλάζουν ο ρόλος και οι λειτουργίες της Κεντρικής Τρά- πεζας. Η ρύθμιση της λειτουργίας του χρήματος ως μέσου κυκλοφορίας εμπορευμάτων περιορίζεται στην ανταλλαγή της σοσιαλιστικής παραγωγής με τη συνεταιρισμένη αγροτική παραγωγή και γενικότερα με την εμπορευματική παραγωγή ενός μέρους των καταναλωτικών προϊόντων που δεν παράγονται από τις σοσιαλιστικές παραγωγικές μονάδες, μέχρι την πλήρη εξάλειψη της εμπορευματικής παραγωγής. Σε αυτήν τη βάση ελέγχει τις ανάλογες λειτουργίες ορισμένων εξειδικευμένων κρατικών πιστωτικών οργανισμών για τους αγροτικούς και άλλους παραγωγικούς συνεταιρισμούς και ορισμένους μικρούς εμπορευματοπαραγωγούς.
Το ίδιο ισχύει και για τις διεθνείς συναλλαγές -διακρατικές εμπορικές, τουριστικές- για όσο θα υπάρχουν καπιταλιστικά κράτη στη Γη. Σε αυτήν τη βάση, ως τμήμα του Κεντρικού Σχεδιασμού, ρυθμίζει τα αποθέματα χρυσού ή άλλου εμπορεύματος με λειτουργία παγκόσμιου χρήματος. Διαμορφώνεται ο νέος ρόλος της Κεντρικής Τράπεζας στην άσκηση της γενικής κοινωνικής λογιστικής και συνδέεται με το όργανο και τους στόχους του Κεντρικού Σχεδιασμού.
38. Η σοσιαλιστική οικοδόμηση δεν είναι συμβατή με τη συμμετοχή της χώρας στις ιμπεριαλιστικές ενώσεις, όπως είναι η ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Η επαναστατική εξουσία, ανάλογα με τις διεθνείς συνθήκες και τον περίγυρο της χώρας, θα επιδιώξει να αναπτυχθούν διακρατικές σχέσεις, με αμοιβαίο
— 95 —
όφελος, ανάμεσα στην Ελλάδα και άλλες χώρες, ιδιαίτερα με χώρες που το επίπεδο ανάπτυξής τους, η φύση των προβλημάτων και των άμεσων ενδιαφερόντων τους μπορούν να εξασφαλίσουν μια τέτοια ωφέλιμη συνεργασία. Το σοσιαλιστικό κράτος θα επιδιώξει τη συνεργασία με κράτη και λαούς, που, αντικειμενικά, έχουν άμεσο συμφέρον να αντιστα- θούν στα οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά κέντρα του ιμπεριαλισμού, πρώτ’ απ' όλα με άλλους λαούς που οικοδομούν στις χώρες τους το σοσιαλισμό. Θα επιδιώξει να χρησιμοποιήσει κάθε πρόσφορο «ρήγμα» που θα υπάρξει στο ιμπεριαλιστικό «μέτωπο» εξαιτίαςτωνενδοίμπεριαλιστικών αντιθέσεων, για τη διαφύλαξη και ενίσχυση της επανάστασης και του σοσιαλισμού. Η σοσιαλιστική Ελλάδα, πιστή στις αρχές του προλεταριακού διεθνισμού, θα αποτελέσει, στο πλαίσιο των δυνατοτήτων της, στήριγμα για το παγκόσμιο αντιιμπεριαλιστικό, επαναστατικό, κομμουνιστικό κίνημα.
39. Η επαναστατική εργατική εξουσία, η δικτατορία του προλεταριάτου, έχει ως καθήκον να παρεμποδίσει τις προσπάθειες της αστικής τάξης και της διεθνούς αντίδρασης να παλινορθώσουν την εξουσία του κεφαλαίου. Έχει καθήκον να δημιουργήσει τη νέα κοινωνία, με την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Η λειτουργία της δεν είναι μόνο κατασταλτική - οργανωτική. Είναι δημιουργική οικονομική, πολιτική, πολιτιστική, διαπαιδαγωγητική, αμυντική, υπό την καθοδήγηση του Κόμματος. Θα εκφράζει μια ανώτερη μορφή δημοκρατίας, με βασικό χαρακτηριστικό της την ενεργητική συμμετοχή της εργατικής τάξης, του λαού, στην επίλυση των βασικών προβλημάτων οικοδόμησης της σοσιαλιστικής κοινωνίας και στον έλεγχο της εξουσίας και των οργάνων της. Είναι όργανο της ταξικής πάλης της εργατικής τάξης, που συνεχίζεται με άλλες μορφές και σε νέες συνθήκες.
Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός είναι θεμελιακή αρχή
στη συγκρότηση και λειτουργία του σοσιαλιστικού κράτους, στην ανάπτυξη της σοσιαλιστικής δημοκρατίας, στη διεύθυνση της παραγωγικής μονάδας, κάθε κοινωνικής υπηρεσίας.
Η επαναστατική εργατική εξουσία θα στηριχτεί στους θεσμούς που θα γεννήσει η επαναστατική πάλη της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Οι αστικοί κοινοβουλευτικοί θεσμοί θα αντικατασταθούν από τους νέους θεσμούς της εργατικής εξουσίας.
Πυρήνες της εργατικής εξουσίας θα είναι οι παραγωγικές μονάδες, οι τόποι εργασίας, στους οποίους θα ασκείται και ο εργατικός και κοινωνικός έλεγχος της διεύθυνσης. Μέσα από τις παραγωγικές κοινότητες, θα εκλέγονται και θα ανακαλούνται (όταν χρειάζεται) οι εκπρόσωποι των εργαζομένων στα όργανα εξουσίας. Οσον αφορά νέους που δε βρίσκονται στην παραγωγή (σπουδαστές, φοιτητές), θα παίρνουν μέρος στην εκλογή αντιπροσώπων μέσα από τις εκπαιδευτικές μονάδες. Με ειδικό τρόπο, αξιοποιώντας τις μαζικές οργανώσεις και τις μονάδες ειδικών υπηρεσιών, θα πραγματοποιείται η συμμετοχή των μη εργαζόμενων γυναικών και των συνταξιούχων.
Θεσμοθετείται και πρακτικά εξασφαλίζεται η άσκηση του εργατικού και κοινωνικού ελέγχου, η απρόσκοπτη άσκηση κριτικής σε αποφάσεις και χειρισμούς που εμποδίζουν τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, η απρόσκοπτη καταγγελία υποκειμενικών αυθαιρεσιών, γραφειοκρατικής στάσης στελεχών, άλλων αρνητικών φαινομένων και παρεκκλίσεων από τις σοσιαλιστικές - κομμουνιστικές αρχές.
Η αντιπροσώπευση των συνεταιρισμένων αγροτών και μικροεμπορευματοπαραγωγών κατοχυρώνει τη συμμαχία τους με την εργατική τάξη. Η σύνθεση των ανώτερων οργάνων διαμορφώνεται από την εκλογή αντιπροσώπων από τα κατώτερα, μέσω αντίστοιχων Σωμάτων. Εξασφαλίζεται, η πλειοψηφία των εκπροσώπων αυτών των οργάνων να προ
— 97 —
έρχεται από τους εργαζόμενους στις σοσιαλιστικές παραγωγικές μονάδες και δημόσιες κοινωνικές υπηρεσίες.
Το ανώτατο όργανο εξουσίας είναι εργαζόμενο Σώμα -νομοθετεί και διοικεί ταυτόχρονα- στο πλαίσιο του οποίου γίνεται καταμερισμός ανάμεσα σε νομοθετικές και εκτελεστικές αρμοδιότητες. Δεν είναι Κοινοβούλιο, οι εκπρόσωποι δεν είναι μόνιμοι, είναι ανακλητοί, δεν ξεκόβονται από την παραγωγή, αλλά αποσπώνται για τη διάρκεια της θητείας τους, ανάλογα με τις ανάγκες εργασίας ως εκπροσώπων. Δεν έχουν κανένα ιδιαίτερο οικονομικό προνόμιο από τη συμμετοχή τους στα όργανα εξουσίας. Από το ανώτατο όργανο ορίζονται η κυβέρνηση, οι επικεφαλής των διαφόρων εκτελεστικής αρμοδιότητας τομέων (υπουργεία, διευθύνσεις, επιτροπές κλπ.).
Διαμορφώνεται επαναστατικό Σύνταγμα και επαναστατική νομοθεσία, που αντιστοιχεί στις νέες κοινωνικές σχέσεις -την κοινωνική ιδιοκτησία, τον Κεντρικό Σχεδίασμά, τον εργατικό έλεγχο- και υπερασπίζεται την επαναστατική νομιμότητα. Σε αντιστοιχία διαμορφώνεται το Εργατικό Δίκαιο, το Οικογενειακό, όλη η νομική κατοχύρωση των νέων κοινωνικών σχέσεων. Συγκροτείται καινούργιο δικαστικό σύστημα, το οποίο στηρίζεται σε επαναστατικούς λαϊκούς θεσμούς απονομής της δικαιοσύνης. Οι νέες δικαστικές αρχές υπάγονται στην άμεση ευθύνη των οργάνων της εξουσίας. Το Δικαστικό Σώμα συγκροτείται από αιρετούς και ανακλητούς λαϊκούς δικαστές, καθώς και από μόνιμο δικαστικό προσωπικό, υπόλογους στους θεσμούς της εργατικής εξουσίας.
Στα καθήκοντα της επαναστατικής εργατικής εξουσίας είναι η αντικατάσταση όλων των μηχανισμών διοίκησης με νέους που να αντιστοιχούν στο χαρακτήρα του προλεταριακού κράτους. Η αξιοποίηση δομών και προσωπικού που προέρχονται από τον παλιό κρατικό μηχανισμό προϋποθέτει την επαναστατική αναμόρφωσή τους. Ο χρόνος εργα
— 98 —
σίας, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των εργαζομένων ρυθμίζονται με βάση το Επαναστατικό Δίκαιο. Η κομματική καθοδήγηση, χωρίς κανένα πρόσθετο προνόμιο, εξασφαλίζει την προώθηση των παραπάνω κατευθύνσεων.
Τα νέα όργανα επαναστατικής περιφρούρησης και άμυνας στηρίζονται στην εργατική και λαϊκή συμμετοχή, αλλά και σε μόνιμο εξειδικευμένο προσωπικό.
Στη θέση του αστικού στρατού και των σωμάτων καταστολής, που έχουν διαλυθεί εξολοκλήρου, δημιουργούνται νέοι θεσμοί, στη βάση της ένοπλης επαναστατικής πάλης για τη συντριβή της αντίστασης των εκμεταλλευτών και την υπεράσπιση της Επανάστασης. Διασφαλίζεται ο καθοδηγη- τικός ρόλος του Κόμματος για τις στρατιωτικές μονάδες και τις δυνάμεις περιφρούρησης της Επανάστασης. Το στελε- χικό δυναμικό διαμορφώνεται με βάση τη στάση του απέναντι στην Επανάσταση.
Σταδιακά διαμορφώνεται, μέσα από νέες στρατιωτικές παραγωγικές σχολές, ένα νέο δυναμικό, επιλεγμένο κυρίως από νέους με εργατική καταγωγή. Διαπαιδαγωγείται με τις αρχές της νέας εξουσίας. Αξιοποιείται η θετική πείρα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, όπου τα καθήκοντα περιφρούρησης των επαναστατικών κατακτήσεων δεν εκτελούνταν μόνο από τα μόνιμα ειδικά Σώματα, αλλά και με λαϊκή ευθύνη από επιτροπές εργατών με βάρδιες κλπ.
40. Το ΚΚΕ, ως πρωτοπορία της εργατικής τάξης, έχει καθήκον να καθοδηγεί την πάλη της για την πλήρη μετατροπή όλων των κοινωνικών σχέσεων σε κομμουνιστικές.
Ο επαναστατικός καθοδηγητικός του ρόλος κατοχυρώνεται μέσα από τη διαρκή προσπάθεια βαθύτερης αφομοίωσης και ανάπτυξης της μαρξιστικής - λενινιστικής θεωρίας, του επιστημονικού κομμουνισμού, με την αφομοίωση των σύγχρονων επιστημονικών επιτευγμάτων και την ταξική ερμηνεία των προβλημάτων που προκύπτουν κατά τη διάρκεια
θεμελίωσης και ανάπτυξης του κομμουνιστικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού.
Είναι σημαντικό σε κάθε φάση να εξασφαλίζεται η προλεταριακή σύνθεση του Κόμματος, δεδομένου ότι η σοσιαλιστική κοινωνία δεν είναι ομοιογενής, έχει κοινωνικές αντιθέσεις.
Ο επαναστατικός καθοδηγητικός ρόλος του Κόμματος επιβεβαιώνεται από την ικανότητά του να ενεργοποιεί την εργατική συμμετοχή και τον έλεγχο, πρώτ’ απ’ όλα στην παραγωγική μονάδα και στην κοινωνική υπηρεσία.
Ο ρόλος του Κόμματος δεν είναι απλά διαπαιδαγωγητι- κός - ιδεολογικός. Είναι το κόμμα της τάξης που έχει την εξουσία με καθοδηγητικό ρόλο σε αυτήν. Επομένως το ΚΚ έχει άμεση οργανωτική καθοδηγητική σχέση με όλες τις δομές της δικτατορίας του προλεταριάτου. Δίνει τη στρατηγική κατεύθυνση. Ασχολείται με όλα τα κρίσιμα πολιτικά ζητήματα που αφορούν την άσκηση της εξουσίας, κινητοποιεί την εργατική τάξη στον έλεγχο της εξουσίας και της διεύθυνσης της παραγωγής.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ως κόμμα θα δώσουμε συνέχεια στη μελέτη και έρευνα, στην καλύτερη κωδικοποίηση των συμπερασμάτων και σε θέματα που μέχρι σήμερα δεν έχουμε θίξει ολοκληρωμένα. Οσο σημαντικό είναι αυτό, άλλο τόσο σημαντικό είναι η σημερινή επεξεργασία μας για το σοσιαλισμό - κομμουνισμό να αφομοιωθεί από όλο το κομματικό δυναμικό, τους Κνίτες και τις Κνίτισσες, τους φίλους του Κόμματος.
Από αυτό το καθήκον κρίνεται η ικανότητα του Κόμματος να συνδέει ολοκληρωμένα τη στρατηγική του με την καθημερινή πάλη, να επεξεργάζεται στόχους για τα άμεσα προ
— 100 —
βλήματα των εργαζομένων, σε σύνδεση με τη στρατηγική για την κατάκτηση της επαναστατικής εργατικής εξουσίας και τη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
Φλεβάρης 2009 Το 18ο Συνέδριο του ΚΚΕ
Εκτιμήσεις και συμπεράσματα από τη Σοσιαλιστική οικοδόμηση στον 20ό αιώνα
με επίκεντρο την ΕΣΣΔ.Η αντίληψη του ΚΚΕ για το Σοσιαλισμό
ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ ΚΚΕ ΣΤΟ 18ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Οπως ήδη εκτιμήσαμε στο 1 ο θέμα του 18ου Συνεδρίου, οι εξελίξεις επιβεβαιώνουν την ανάγκη να εμπλουτίσουμε την προγραμματική μας αντίληψη για το σοσιαλισμό, ενσωματώνοντας, όσο το δυνατόν περισσότερο, τη θετική και αρνητική πείρα από την πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης κατά τον 20ό αιώνα, με την εξαγωγή συμπερασμάτων για τα αίτια νίκης της αντεπανάστασης, πρώτ’ απ’ όλα στην ΕΣΣΔ.
Η αναζωογόνηση της συνείδησης και πίστης στο σοσιαλισμό είναι αλληλένδετη με την ερμηνεία της αντεπανάστασης και της καπιταλιστικής παλινόρθωσης. Επομένως, το καθήκον αυτό προβάλλει επιτακτικό και ώριμο για το Κόμμα μας, όπως και για κάθε Κομμουνιστικό Κόμμα στη χώρα του, και ως τέτοιο καθήκον αντιμετωπίστηκε όλα τα χρόνια από το 14ο Συνέδριο, την Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του 1995, έως σήμερα.
Οι αποφάσεις του 17ου Συνεδρίου έθεταν ως πρώτο καθήκον για την ΚΕ στα ζητήματα του ιδεολογικού - πολιτικού μετώπου την «επεξεργασία της αντίληψής μας για το σοσιαλισμό, με συνέχιση της προσπάθειας να βγουν ολοκληρωμένα συμπεράσματα για τις αιτίες ανατροπής των σοσιαλιστικών καθεστώτων. Η νέα ΚΕ να εκπονήσει συγκεκριμένο πρόγραμμα και να μελετήσει μορφές συλλογικής συ-
— 103 —
ζήτησης των επεξεργασιών» (Ντοκουμέντα 17ου Συνεδρίου, σελ. 98).
Στο διάστημα μεταξύ των δύο Συνεδρίων, εντάθηκε η δουλειά αξιοποίησης όλης της μελετητικής - ερευνητικής εργασίας που είχε προηγηθεί, αποκτήθηκαν νέες πηγές πληροφόρησης, διοργανώθηκε θεωρητικό συμπόσιο της ΚΟΜΕΠ με τη συμμετοχή εκπροσώπων από κομμουνιστικά περιοδικά, κέντρα μαρξιστικών ερευνών και Κομμουνιστικά Κόμματα.
Το κυριότερο, επί ένα χρόνο σε τρεις διαδοχικούς κύκλους, πραγματοποιήθηκε πλούσια εσωκομματική συζήτηση: Στον πρώτο κύκλο πήραν μέρος τα στελέχη του Κόμματος και της ΚΝΕ. Με βάση τις παρατηρήσεις τους, η ΚΕ ξα- ναδούλεψε το Κείμενο και προχώρησε στη συζήτηση στις ΚΟΒ, σε δύο φάσεις, όπου συγκεντρώθηκε πλήθος ερωτήσεων και τοποθετήσεων. Το Κείμενο των Θέσεων της ΚΕ για το Συνέδριο ήταν προϊόν εκτίμησης όλης αυτής της διαδικασίας. Στον τρίτο κύκλο, αυτόν της προσυνεδριακής συζήτησης, πήρε και τη μορφή δημόσιου προσυνεδριακού διαλόγου.
Γ ια την ΚΕ ήταν αναμενόμενη η εχθρική και διαστρεβλω- τική στάση του ταξικού αντίπαλου που εκδηλώθηκε και μέσω του αστικού Τύπου απέναντι στις Θέσεις της. Αναμενόμενη ήταν η σύμπλευση της αστικής πολεμικής, σε μεγάλο μέρος της, με την πολεμική του οπορτουνιστικού Τύπου. Ταυτίστηκαν και αναπαρήγαγαν τους διόλου καινούργιους χαρακτηρισμούς σε βάρος του Κόμματός μας ως «δογματικού», «χωρίς ευαισθησία στην εσωκομματική και δημόσια δημοκρατία», «κολλημένου στο ξεπερασμένο παρελθόν». Επί της ουσίας, για μια ακόμη φορά και μέσα από μια ποικιλία τοποθετήσεων, επιχειρήθηκε να διαγραφούν από την Ιστορία οι επιτυχίες και η προσφορά της πορείας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στον 20ό αιώνα, με επίκεντρο την ΕΣΣΔ, να καλλιεργηθεί κλίμα μηδενισμού και απόρριψης της σοσιαλι
— 104 —
στικής προοπτικής, της στρατηγικής του Κόμματός μας.Εδώ και έναν αιώνα, η αστική πολεμική απέναντι στο κομ
μουνιστικό κίνημα, που συχνά παίρνει και τη μορφή διανοητικού ελιτισμού, επικεντρώνει τα πυρά της στον επαναστατικό πυρήνα του εργατικού κινήματος: Πολεμά γενικά την αναγκαιότητα της επανάστασης και το πολιτικό της προϊόν, τη «δικτατορία του προλεταριάτου», δηλαδή την επαναστατική εργατική εξουσία. Ειδικότερα, πολεμά το προϊόν της πρώτης νικηφόρας επανάστασης, της Οχτωβριανής Επανάστασης στη Ρωσία, αντιπαλεύοντας με μένος κάθε φάση όπου η Επανάσταση αποκάλυπτε και αντέκρουε την αντε- παναστατική δράση, τα οπορτουνιστικά αναχώματα, τα οποία, σε τελική ανάλυση, άμεσα ή έμμεσα αποδυνάμωναν την Επανάσταση, σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο.
Εδώ και έναν αιώνα, προβάλλεται ως «δημοκρατικός σοσιαλισμός», σε αντιπαράθεση με τον «ολοκληρωτικό», «δι- κτατορικό», «πραξικοπηματικό κομμουνισμό», κάθε ρεύμα άρνησης, υποχώρησης ή παραίτησης από την αναγκαιότητα της επαναστατικής πάλης. Γνωρίζουμε αυτήν την πολεμική και συκοφαντία κατά του επιστημονικού κομμουνισμού, κατά της ταξικής πάλης, που αφορά όχι μόνο στις συνθήκες του καπιταλισμού, αλλά, με άλλες μορφές και σε άλλες συνθήκες, αφορά και στη διαδικασία της διαμόρφωσης των νέων κοινωνικών σχέσεων, καθώς και της επέκτασης και ωρί- μανσής τους σε κομμουνιστικές. Και σήμερα ο διεθνής οπορτουνισμός ανασυντάχτηκε μέσω του «Αριστερού Ευρωκόμ- ματος», που, στις συνθήκες της συγχρονισμένης εκδήλωσης της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, ανέβασε τους τόνους περί «δημοκρατικού σοσιαλισμού».
Γι’ αυτό το λόγο, στη συζήτηση περί «σοσιαλιστικής δημοκρατίας» με άλλα μέτρα και σταθμά κρίνονται γεγονότα της μιας ή της άλλης περιόδου με σαφή στόχο το μηδενισμό της προσφοράς της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Αλλοτε μηδενίζουν όλη την 70χρονη Ιστορία της ΕΣΣΔ, άλλοτε, ειδι
— 105 —
κά, μηδενίζουν την περίοδο όπου τέθηκε η σοσιαλιστική βάση της και σε κάθε περίπτωση στηρίζουν τις πολιτικές επιλογές που συνιστούσαν παρέκκλιση από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση και ανάπτυξη.
Η ΚΕ εκτιμά και αναδεικνύει το γεγονός ότι σε ιστορικά ελάχιστο χρόνο άλλαξε η θέση των μαζών στην κοινωνία, με την κατάργηση της καπιταλιστικής εκμεταλλευτικής σχέσης. Με αυτό το κριτήριο, αλλά από ριζικά αντίθετα συμφέροντα, καθόρισε τη στάση του απέναντι στην ΕΣΣΔ και το διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Σήμερα το Κόμμα μας είναι ιδεολογικά περισσότερο θωρακισμένο και πολιτικά έμπειρο, ώστε να αντικρούσει τις ιδεολογικές παρεμβάσεις των αστικών κέντρων, μέσω των εντύπων και της βιβλιογραφίας τους ή μέσω της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Παρεμβάσεις που έχουν και μια ορισμένη εμβέλεια διείσδυσης σε περίγυρο ή και εντός του Κόμματος.
Δεν παρασυρόμαστε στο μηδενισμό από την ανάδειξη αντιφάσεων της σκληρής πορείας της ταξικής πάλης για το πέρασμα στη νέα κοινωνία, για τη διαμόρφωση και ανάπτυξή της, για την επέκταση και εμβάθυνση των νέων σχέσεων ιδιοκτησίας - κατανομής και όλων των κοινωνικών σχέσεων. Σε αυτές περιλαμβάνεται και η διαμόρφωση του νέου ανθρώπου ως εργατικής δύναμης, που συνειδητά συμμετέχει, από τη σκοπιά του κοινωνικού συμφέροντος, στην κάθε μονάδα κοινωνικής παραγωγής ή οργάνωσης κοινωνικής υπηρεσίας ή οργάνου προστασίας από κάθε εσωτερική και εξωτερική κοινωνική δύναμη, η οποία αντιστρατεύεται στο σκοπό της σοσιαλιστικής - κομμουνιστικής οικοδόμησης.
Βεβαίως, δεν κλείνουμε τα μάτια στις αντιφάσεις, στις πιέσεις, στα λάθη και τις παρεκκλίσεις, αλλά δεν οδηγού- μαστε στο μηδενισμό. Τα βλέπουμε κριτικά και αυτοκριτικά, για να γίνει το ΚΚΕ, ως τμήμα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, ισχυρότερο στην πάλη για την ανατροπή του κα
— 106 —
πιταλισμού, για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Μελετάμε και κρίνουμε την πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και αυ- τοκριτικά, δηλαδή με πλήρη συνείδηση ότι και οι δικές μας αδυναμίες, θεωρητικές ανεπάρκειες και λαθεμένες εκτιμήσεις αποτελούσαν μέρος του προβλήματος. Αφορούσαν στο παρελθόν τη λαθεμένη αντίληψή μας για τις σοσιαλιστικές νομοτέλειες και το χαρακτήρα των αντιθέσεων στη διαδικασία διαμόρφωσης και ανάπτυξης της νέας κοινωνίας. Υποτιμήσαμε τη συνθετότητα της πάλης με τις κληρονομημένες επιβιώσεις, υπερεκτιμήσαμε την πορεία σοσιαλιστικής ανάπτυξης, ενώ υποτιμήσαμε τις αντοχές του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος.
Προχωράμε με συλλογικότητα, με αυτογνωσία των δυσκολιών και των ελλείψεων και με ταξική αποφασιστικότητα στα κριτήρια και τον άξονα για τη διαμόρφωση ενιαίας αντίληψης. Γνωρίζουμε και δεχόμαστε ότι η μελλοντική ιστορική μελέτη, από το Κόμμα μας και διεθνώς από το κομμουνιστικό κίνημα, σίγουρα θα φωτίσει περισσότερο τα ζητήματα της πείρας της ΕΣΣΔ και των άλλων σοσιαλιστικών κρατών. Αναμφίβολα, θα προκύψουν και ζητήματα συμπλήρωσης, βελτίωσης και εμβάθυνσης κάποιων εκτιμήσεών μας. Αλλωστε, η ανάπτυξη της θεωρίας του σοσιαλισμού - κομμουνισμού είναι αναγκαιότητα, ζωντανή διαδικασία, πρόκληση για το Κόμμα μας και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, σήμερα και στο μέλλον.
Δε φοβόμαστε αυτή τη διαδικασία. Έχουμε την πείρα να εξασφαλίσουμε τη συνέχεια, τον εμπλουτισμό της γνώσης, της ενιαίας αντίληψης, με το ξεκίνημα που κάναμε στο 14ο Συνέδριο (πρώτη μας τοποθέτηση), τις αποφάσεις της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του 1995, την επικοινωνία και τις θεωρητικές συζητήσεις μας με άλλα Κομμουνιστικά Κόμματα, μαρξιστές επιστήμονες και κέντρα.
Το Κείμενο των Θέσεων της ΚΕ για το Συνέδριο αποτε- λεί συνέχεια και εμβάθυνση στις βασικές εκτιμήσεις και συ
— 107 —
μπεράσματα της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης, που αξιοποι- ούνται στην προγραμματική μας αντίληψη για το σοσιαλισμό.
Απ’ όλη την εσωκομματική διαδικασία βγήκε ενισχυμένη η πεποίθησή μας για τη μεθοδολογία, τα κριτήρια και τους άξονες προσέγγισής μας.
Το Κείμενο των Θέσεων της ΚΕ υπερψηφίστηκε στις προσυνεδριακές συνελεύσεις των ΚΟΒ γι’ αυτό το θέμα, με συμμετοχή του 73% των κομματικών μελών (με 17% δικαιολογημένων απάντων και 10% αδικαιολόγητων), ενώ ψήφισαν κατά το 0,35% και λευκό το 0,61%.
Δε θεωρούμε τυπική τη συμφωνία των μελών του Κόμματος, παρά το γεγονός της δυσκολίας των θεμάτων, κυρίως των θεωρητικών, που τέθηκαν στη συζήτηση, ορισμένα από τα οποία για πρώτη φορά.
Ζητήσαμε την τοποθέτηση των συντρόφων και συντρο- φισσών ως προς την κατεύθυνση του Κειμένου, τα κριτήρια και τους άξονες, με βάση τους οποίους εμπλουτίζουμε την αντίληψή μας για το σοσιαλισμό, αξιοποιώντας την πείρα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης κατ’ αρχήν στην ΕΣΣΔ, που υπήρξε η πρώτη χώρα σοσιαλιστικής οικοδόμησης, αλλά και πρωτοπορία της σοσιαλιστικής πορείας κατά τον 20ό αιώνα.
Έχουμε εμπιστοσύνη στο ταξικό κριτήριο των κομματικών μελών, εργατών και εργατριών, ανεξάρτητα από το μορφωτικό τους επίπεδο. Δε συμφωνούμε με την άποψη ότι η συζήτηση για τις νομοτέλειες της σοσιαλιστικής - κομμουνιστικής οικοδόμησης είναι αποκλειστικό ζήτημα επιστημόνων μακριά από την ανάπτυξη της ταξικής πάλης.
Στη διαδικασία της εσωκομματικής συζήτησης επιβεβαιώθηκαν και φωτίστηκαν σημαντικές πλευρές του Κειμένου και από συντρόφους που έζησαν στην ΕΣΣΔ και τις άλλες χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, από κομμουνιστές επιστήμονες αυτών των χωρών, από κομματικά μέλη που είχαν σχετικές εμπειρίες.
Βεβαίως, κατά την εσωκομματική, αλλά και τη δημόσια
— 108 —
συζήτηση, αναδείχτηκαν και διαφορετικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις, θεωρητικές θέσεις και εκτιμήσεις, καθώς και ζητήματα τα οποία χρειάζονται περαιτέρω διευκρινίσεις - συμπληρώσεις, υποδείξεις για θέματα έρευνας. Ως προς αυτά, η ΚΕ τοποθετείται ως εξής:
I. ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΚΕ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΖΟΥΜΕ:
Πρώτον: Η ΚΕ θεωρεί δεδομένη την εκτίμηση του 1995 ότι η νίκη της αντεπανάστασης και η καπιταλιστική παλινόρθωση ήταν αποτέλεσμα συνδυασμένων εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων με καθοριστικούς τους εσωτερικούς παράγοντες.
Το Κείμενο εξετάζει την πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ, με άξονα τη σχέση οικονομίας - πολιτικής. Από αυτήν την άποψη, δίνει προτεραιότητα στη διε- ρεύνηση των οικονομικών νομοτελειών κατά την κατώτερη βαθμίδα διαμόρφωσης της νέας κοινωνίας και τοποθετείται και στην ανάλογη ιδεολογική και πολιτική διαπάλη, που αναπτύχθηκε στην ΕΣΣΔ, ως προς το χαρακτήρα των εμπορευ- ματοχρηματικών σχέσεων. Η αναγκαιότητα της περαιτέρω τοποθέτησης σε αυτό το ζήτημα τέθηκε στις Αποφάσεις της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του 1995.
Κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, ή αλλιώς κατά το μακρόχρονο πέρασμα από την καπιταλιστική στην ανεπτυγμένη κομμουνιστική κοινωνία, η πολιτική -δηλαδή η επαναστατική εργατική εξουσία με καθοδηγήτρια δύναμη το Κόμμα της- αποκτά προτεραιότητα στη διαμόρφωση, επέκταση και εμβάθυνση των νέων κοινωνικών σχέσεων. Αυτό δεν αποτελεί βουλησιαρχία, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι σύντροφοι.
Οι σχέσεις κοινωνικής ιδιοκτησίας δεν εμφανίζονται αυθόρμητα ενόσω υπάρχουν και σχέσεις ατομικής ιδιοκτησίας. Δε συμβαίνει ό,τι με τις καπιταλιστικές, που εμφανίστηκαν ενόσω υφίσταντο ακόμη φεουδαρχικές σχέσεις, αν και για τις καπιταλιστικές ισχύει ότι η πολιτική εναρμόνισε τις κοινωνικές σχέσεις στο νέο επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων. Η πολιτική έδωσε νέα ώθηση στην ανάπτυξή τους, ενώ στη συνέχεια, μέσω της πολιτικής, διατηρούνται οι ιστορικά ξεπερασμένες πλέον καπιταλιστικές σχέσεις και γίνονται τροχοπέδη στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Όμως, οι σχέσεις κοινωνικής ιδιοκτησίας εμφανίζονται μόνο ως αποτέλεσμα της επαναστατικής πολιτικής πράξης. Αυτό δε σημαίνει ιδεαλιστική υποβάθμιση ή και άρνηση του καθοριστικού ρόλου των παραγωγικών δυνάμεων στη σχέση παραγωγικών δυνάμεων - σχέσεων παραγωγής.
Στην περίπτωση των σχέσεων κοινωνικής ιδιοκτησίας, η δυνατότητά τους εμφανίζεται στη συγκεντρωμένη βιομηχανική παραγωγή και η διαμόρφωσή τους έρχεται ως αποτέλεσμα της επαναστατικής βούλησης της εργατικής τάξης και της νίκης της απέναντι στην εξουσία του κεφαλαίου. Με αυτήν την έννοια, η επαναστατική πολιτική γίνεται καθοριστική στη διαμόρφωση των νέων σχέσεων παραγωγής, αλλά και στην πορεία της σοσιαλιστικής ανάπτυξης, στην πορεία εξάλειψης των μεταβατικών συνεταιριστικών σχέσεων. Η αντικατάσταση των συνεταιριστικών σχέσεων από τις σχέσεις κοινωνικής ιδιοκτησίας, δηλαδή το πέρασμα της συνεταιριστικής παραγωγής στην άμεσα κοινωνική παραγωγή δεν πραγματοποιείται αυθόρμητα με τη σχεδιασμένη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στους συνεταιρισμούς, αλλά ως αποτέλεσμα της επαναστατικής πολιτικής πράξης.
Διευκρινίζουμε, επίσης, ότι δε θεωρούμε το συνεταιρισμό ως μη ανεπτυγμένη μορφή κομμουνιστικής σχέσης, αλλά ως μεταβατική μορφή ανάμεσα στην ατομική εμπορευ- ματική παραγωγή και τη σοσιαλιστική (ανώριμη βαθμίδα της
— 110 —
κομμουνιστικής). Η Ιστορία έδειξε ότι μέσα στις συνεταιριστικές σχέσεις μπορεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να εμφανιστεί ή και να ενισχυθεί η ατομική απόσπαση συνεταιριστικού προϊόντος, ακόμη και κοινωνικού προϊόντος, που μπαίνει στη συνεταιριστική αγροτική παραγωγή με τη μορφή βιομηχανικών υλών και προϊόντων.
Βεβαίως, όταν λέμε προτεραιότητα της πολιτικής δε σημαίνει πολιτική αυθαιρεσία. Σημαίνει γνώση και αντικειμενική εκτίμηση της διαστρωμάτωσης της κοινωνίας, των γενικών τάσεων που διαμορφώνονται, των κοινών συμφερόντων μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών δυνάμεων (π.χ., μεταξύ της εργατικής τάξης και της αγροτιάς), αλλά και των διαφορών μεταξύ αυτών, που δυνάμει αποτελούν βάση εμφάνισης ταξικών αντιθέσεων. Σημαίνει σχεδιασμένη δράση για την εξάλειψή τους. Από αυτήν την άποψη, αποκτά καθοριστική σημασία η πάλη με τον οπορτουνισμό, δηλαδή με την ιδεολογική και πολιτική υποχώρηση στην πάλη για την εξάλειψη κάθε ατομικής ή συλλογικής - ομαδικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, αλλά και στην κατάργηση άλλων κοινωνικών διαφορών (πνευματικής - χειρωνακτικής εργασίας κλπ.).
Η ιστορική πείρα επιβεβαιώνει ότι η ιδεολογικοποίηση αναγκαστικά υφισταμένων, για κάποια περίοδο, σημαντικών διαφορών, π.χ., προς όφελος της διευθυντικής εργασίας, οδηγεί σε πολιτική ισχυροποίησης αυτών των διαφορών. Περικλείει τη δυνατότητα απόκτησης μεγαλύτερου μέρους του κοινωνικού προϊόντος, παραβιάζοντας τη σχέση «ανάλογα με την εργασία», που, αν και δεν μπορεί να μετατραπεί άμεσα σε κεφάλαιο, οδηγεί όμως στην απόσπαση του διευθυντικού στρώματος από το κοινωνικό συμφέρον, δηλαδή στην εξέλιξή του σε κοινωνική δύναμη ξένη προς τη σοσιαλιστική οικοδόμηση και ανάπτυξη.
Με αυτήν την έννοια, η τοποθέτηση για το ρόλο του οπορτουνισμού και η εκτίμηση για κυριαρχία του στο ΚΚΣΕ με ορόσημο το 20ό Συνέδριο (1956) δεν αποτελούν ιδεαλι-
στική ερμηνεία των εξελίξεων, γιατί η ανάπτυξη του οπορτουνισμού διερευνάται ως αντανάκλαση κοινωνικών τάσεων, εσωτερικώς και διεθνώς.
Καταλήγοντας, θεωρούμε ότι τα συμπεράσματα, από την ανάλυση της κοινωνίας της ΕΣΣΔ, με βάση τη σχέση οικονομίας - πολιτικής, αποτελούν αναγκαίο υπόβαθρο για την εξειδικευμένη έρευνα στα στοιχεία του εποικοδομήματος, όπως είναι το κόμμα, η νομοθεσία, οι θεσμοί οργάνωσης της εργατικής εξουσίας και έκφρασης της συμμαχίας της με την αυτοαπασχολούμενη και συνεταιρισμένη αγροτιά.
θεωρούμε ότι το Κόμμα μας, με ευθύνη της νέας ΚΕ, οφείλει να δώσει συνέχεια στη διερεύνηση των παραπάνω θεμάτων, σειράς άλλων που ήδη ιεραρχούνται στο Κείμενο της ΚΕ ως αντικείμενο έρευνας, όπως είναι: Πώς επέδρα- σαν στην ιδεολογική και πολιτική κατάσταση του ΚΚΣΕ ο διεθνής συσχετισμός κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και η εσωτερική κατάσταση στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα Ο συσχετισμός στο Συμβούλιο Οικονομικής Αλληλοβοήθειας (ΣΟΑ), αλλά και οι σχέσεις του με τις καπιταλιστικές οικονομίες. Η περαιτέρω έρευνα των διαφοροποιήσεων στους εργαζόμενους των σοσιαλιστικών παραγωγικών μονάδων και υπηρεσιών και της διαστρωμάτωσης στους ατομικούς και συνεταιρισμένους αγροτοπαραγωγούς.
Η νέα ΚΕ επιφορτίζεται με το καθήκον να οργανώσει την περαιτέρω έρευνα στα συγκεκριμένα θέματα, να επιδιώξει τη συνεργασία με κομμουνιστικές δυνάμεις, ιδιαίτερα από τις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στο παρελθόν, και να επιλέξει τις μορφές συμμετοχής των κομματικών δυνάμεων στην τελική διαμόρφωση των συμπερασμάτων που θα προκύψουν απ’ αυτές τις εξειδικευμένες μελέτες.
Δεύτερον: Η αναγνώριση των θεωρητικών αρχών στα έργα του Λένιν, ακόμη και του Στάλιν, δεν πρέπει να συγχέε- ται με πολιτικές τοποθετήσεις που έγιναν σε μια ορισμένη
— 112 —
περίοδο, που αφορούσαν τρέχουσες πολιτικές ανάγκες. Δηλαδή, είναι παρακινδυνευμένο να τεκμηριώνει κάποιος μια θέση του χρησιμοποιώντας αποσπασματικά αναφορές τους. Θα πρέπει με προσοχή να παρακολουθούμε την εξέλιξη της σκέψης τους, κάτω και από την επίδραση της ανάπτυξης της ταξικής πάλης, πότε και γιατί αναφέρθηκαν έτσι ή αλλιώς σε κάποιο ζήτημα, π.χ., απευθυνόμενοι στην αγροτιά. Τόσο ο Λένιν όσο και ο Στάλιν, στις αναλύσεις τους, αναγνώριζαν και τη διαστρωμάτωση στην αγροτιά και τα κοινά συμφέροντα μεταξύ της εργατικής τάξης και της φτωχής και μεσαίας αγροτιάς στη Ρωσία, αλλά και τις διαφορές μεταξύ της εργατικής τάξης και της φτωχής αγροτιάς. Αυτές οι διαφορές δεν υποτιμούνταν όταν, ορισμένες φορές, αναφέρθηκαν στον πολιτικό τους λόγο, π.χ., στην «εργατοαγροτική κυβέρνηση». Τότε έδιναν έμφαση στη συμμαχία, χωρίς να αναιρούν τη θεωρητική τους θέση για «εξουσία της εργατικής τάξης» (Δικτατορία του Προλεταριάτου). Το ίδιο αφορά και στις συνεταιριστικές σχέσεις. Στο λόγο τους βρίσκουμε αναφορές τους για «σοσιαλιστικές συνεταιριστικές», για συνεταιριστικές σχέσεις ως μορφή κοινωνικής ιδιοκτησίας. Ανεξάρτητα από το χαρακτηρισμό, αναγνώριζαν το μεταβατικό τους χαρακτήρα προς την κοινωνική ιδιοκτησία.
Παράλληλα, σημειώνουμε ότι η μη δογματική μελέτη οφείλει να αναγνωρίζει ότι υπάρχουν και μη ολοκληρωμένες προβλέψεις, εκτιμήσεις και θέσεις, κυρίως σε νέα φαινόμενα, που απαιτούν γενίκευση υπό το φως της ανάλυσής τους, συνυπολογίζοντας ότι, όπως ήταν φυσικό, δεν είχε ολοκληρωθεί η θεωρητική ανάλυση όλων των νομοτελειών της νέας κοινωνίας. Τέτοιο ζήτημα συνιστά η θέση του Στάλιν για το νόμο της αξίας στη σοσιαλιστική οικοδόμηση, ως προς το σκέλος της για το «ρυθμιστικό του ρόλο στην κατανομή των προϊόντων ατομικής κατανάλωσης που παρά- γονται στη σοσιαλιστική παραγωγή», θέση αντιφατική ως προς την, κατά την κρίση της ΚΕ του Κόμματός μας, σωστή
— 113 —
αντίληψή του για το χαρακτήρα των εμπορευματοχρηματι- κών σχέσεων στη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
Τρίτον: Επιδίωξή μας είναι να εμπλουτίσουμε την προγραμματική μας αντίληψη για το σοσιαλισμό. Αυτό δεν είναι κάτι που έρχεται σε αντίθεση με το Πρόγραμμα που διαμόρφωσε το 15ο Συνέδριο του Κόμματός μας, γιατί δεν αναιρείται ο χαρακτήρας της στρατηγικής μας, η αναγκαιότητα του επαναστατικού περάσματος στο σοσιαλισμό. Ο εμπλουτισμός αφορά σε ανάπτυξη και εξειδίκευση γενικότερα διατυπωμένων θέσεων στο Πρόγραμμά μας.
Το Συνέδριο είναι το πλέον αρμόδιο Σώμα για να εγκρίνει τέτοιους εμπλουτισμούς, που άλλωστε τέθηκαν σε γνώση και συζήτηση σε όλο το Κόμμα με το Κείμενο Θέσεων της ΚΕ. Αλλά και ως διαδικασία δεν είναι πρωτόγνωρη. Τα περισσότερα συνέδρια εμπλούτισαν και ανέπτυξαν παραπέρα τη στρατηγική ή το Πρόγραμμα του Κόμματος, π.χ., το 16ο ανέπτυξε παραπέρα θέσεις για το Αντιιμπεριαλιστικό Αντι- μονοπωλιακό Δημοκρατικό Μέτωπο. Σήμερα, επιχειρούμε τον εμπλουτισμό της θέσης μας για την κατανομή στον τομέα της άμεσα κοινωνικής παραγωγής «ανάλογα με την ποσότητα και ποιότητα της εργασίας», καθώς και για την ιδιοκτησία και τη χρήση γης, για τον παραγωγικό συνεταιρισμό.
Αλλωστε, το ίδιο το Πρόγραμμα του Κόμματος προβλέπει την ανάγκη εμπλουτισμού της αντίληψής μας για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση με βάση τα συμπεράσματα από την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στον 20ό αιώνα (Ντοκουμέντα 15ου Συνεδρίου, σελ. 124). Αλλά και η ίδια η ζωή, οι κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις γεννούν την ανάγκη ανάπτυξης των κομματικών θέσεων, διαδικασία μέσα από την οποία ωριμάζει η ανάγκη διαμόρφωσης νέου Προγράμματος.
Καταλήγοντας, η ΚΕ δε συμφωνεί με τις απόψεις που ισχυρίζονται ότι η περαιτέρω επεξεργασία επιμέρους θέσεων μας συνιστά αλλαγή του Προγράμματός μας.
II. ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ.
ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΩΝ - ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΕΩΝ ΘΕΜΑΤΑ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΕΡΕΥΝΑΣ
Στη συνέχεια, τοποθετούμαστε στα βασικά ζητήματα του διαλόγου, στις διαφορετικές απόψεις που απορρίπτουμε. Επίσης, διευκρινίζουμε καλύτερα και αναπτύσσουμε ορισμένα ζητήματα, υιοθετούμε ορισμένες προτάσεις.
Α. ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΣΤΗ ΣΧΕΣΗ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ - ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ
Πρώτον: Αναπτύχθηκε ορισμένη κριτική στο Κείμενο ότι ταυτίζει το σοσιαλισμό με τον ανεπτυγμένο κομμουνισμό, με συνέπεια, όπως ισχυρίζονται, η κριτική στην πορεία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ να γίνεται με βου- λησιαρχικά κριτήρια, να εκφράζει μια τάση υποτίμησης των αντικειμενικών περιορισμών και ότι αντίστοιχα αυτό εκφράζεται στην προγραμματική μας αντίληψη για τη σοσιαλιστική βαθμίδα ως προς τις νομοτέλειές της.
Διευκρινίζουμε ότι:1. Το κείμενο δεν ταυτίζει πουθενά την κατώτερη με την
ανώτερη φάση του κομμουνισμού. Αντίθετα, στη Θέση 2 σελ. 5-6, γίνεται διεξοδική αναφορά στις διαφορές ανάμε- σά τους. Επίσης, συγκεκριμένα αναφέρεται ο χαρακτήρας της μεταβατικής περιόδου στη Θέση 4, σελ. 7.
2. Σύμφωνα με τους Μαρξ και Λένιν, η βασική διαφορά ανάμεσα στην κατώτερη και την ανώτερη φάση του κομμουνισμού είναι η πλήρης και ολοκληρωτική κατάργηση των τάξεων (Κριτική του Προγράμματος της Γκότα, Κράτος και Επανάσταση, Αριστερισμός, «Η Μεγάλη πρωτοβουλία»
— 115 —
κ.ά). Η πλήρης κατάργηση των τάξεων δεν προϋποθέτει μόνο την κατάργηση κάθε ατομικής ή συλλογικής - ομαδικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, αλλά και την κατάργηση κάθε ουσιαστικής κοινωνικής διαφοράς, που ως αντίθεση διέτρεξε όλη την προκομμουνιστική ιστορία των εκμεταλλευτικών συστημάτων (πνευματικής - χειρωνακτικής εργασίας, πόλης - χωριού κλπ.).
Θεωρούμε ότι η παραπάνω κριτική προς το Κείμενο της ΚΕ δείχνει επιλεκτική προσέγγιση ή έλλειψη ολοκληρωμένης θεωρητικής αντίληψης του ζητήματος.
3. Ειδικότερα, ορισμένοι σύντροφοι στηρίζουν την κριτική τους στο επιχείρημα ότι το Κείμενο της ΚΕ παραγνωρίζει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα των «σοσιαλιστικών σχέσεων».
Η ΚΕ διευκρινίζει ότι:Ο όρος «σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής» δεν είναι
ακριβής, στο βαθμό που τις διαχωρίζει πλήρως από τις κομμουνιστικές σχέσεις, στο βαθμό που αποκρύπτει τη βασική σχέση ιδιοκτησίας, την κοινωνική ιδιοκτησία στα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής. Τ ο Κείμενο αναγνωρίζει τη διαφοροποίηση στην ανάπτυξή τους, με κύρια επίδραση στις σχέσεις κατανομής (στη σοσιαλιστική βαθμίδα «στον καθένα ανάλογα με την εργασία του», ενώ στην ανώτερη κομμουνιστική «στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του») Θέση 2, σελ. 5. (Και οι καπιταλιστικές σχέσεις υπέστησαν μεταβολές από το τέλος του 18ου αιώνα μέχρι την κυριαρχία του μονοπωλίου, όμως η ΟΥΣΙΑ ΤΟΥΣ, ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής - αγορά της εργατικής δύναμης, δεν άλλαξε). Δεν παραγνωρίζεται, βεβαίως, η αντανάκλαση του επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στις κομμουνιστικές σχέσεις: Πώς πραγματώνεται η κοινωνική ιδιοκτησία και η κατανομή, πώς ο εργατικός έλεγχος στη διεύθυνση εξελίσσεται σε πραγματική κομμουνιστική αυτοδιεύθυνση, σε ουσιαστική συγχώνευση της επιτελικής με την εκτελεστική εργασία, πώς, μέσω της γενικευμένης αυτομα
— 116 —
τοποίησης και της μορφωτικής και πολύπλευρης ανάπτυξης των ικανοτήτων όλων των ικανών προς εργασία μελών της κοινωνίας, αποφασιστικά μειώνεται ο εργάσιμος χρόνος και εξαλείφεται η διαφορά μεταξύ χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας.
Δεύτερον: Διατυπώθηκε, περιορισμένα, διαφωνία ως προς τη θεωρητική και μεθοδολογική προσέγγιση του Κειμένου της ΚΕ, υποστηρίζοντας ότι κοινωνικά φαινόμενα και αντιθέσεις (μορφές ατομικής και συνεταιριστικής παραγωγής, ύπαρξη εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, διαφορά πόλης - χωριού), που στη συνέχεια αποτέλεσαν τη βάση για την ανάπτυξη των δυνάμεων της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, δεν είναι φαινόμενα της σοσιαλιστικής ανάπτυξης, ως ανώριμου κομμουνισμού. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, τα παραπάνω φαινόμενα υπάρχουν σε μια πολιτική μεταβατική περίοδο, στη δικτατορία του προλεταριάτου, κατά την οποία, αν και έχουν καταργηθεί οι καπιταλιστικές σχέσεις και έχει κατ’ αρχήν διαμορφωθεί η σοσιαλιστική βάση, δεν έχει ακόμη διαμορφωθεί και το αντίστοιχο εποικοδόμημα, δεν έχουν διαμορφωθεί συνολικά τα χαρακτηριστικά της νέας (κομμουνιστικής) κοινωνίας στην κατώτερη (σοσιαλιστική) βαθμίδα της. Αυτή η άποψη αναγνωρίζει γι’ αυτήν τη μεταβατική περίοδο τον καθοριστικό ρόλο της πολιτικής και όχι για την κατώτερη (σοσιαλιστική) βαθμίδα του κομμουνιστικού συστήματος. Θεωρεί τη σοσιαλιστική βαθμίδα ως αταξική κοινωνία και αναγνωρίζει μόνο τη διαφορά μεταξύ χειρωνακτικής - πνευματικής εργασίας. Σε αυτή τη βάση, θεωρεί ότι στη σοσιαλιστική βαθμίδα έχει ξεκινήσει ο μαρασμός του κράτους, δεν υφίσταται η δικτατορία του προλεταριάτου, αφού δεν υπάρχουν διαφορετικές σχέσεις ιδιοκτησίας πέραν της κοινωνικής ιδιοκτησίας. Η όποια αναφορά στο «παλλαϊκό κράτος» αφορά τις λειτουργίες υπεράσπισης της κοινωνίας μόνο από τον εξωτερικό αντίπαλο, εφόσον ακό
μα δεν έχει κυριαρχήσει παγκόσμια ο σοσιαλισμός. Δηλαδή, θεωρεί τη σοσιαλιστική βαθμίδα πολύ ανεπτυγμένη, αλλά όχι ακόμα ώριμο κομμουνισμό.
Ως εκτίμηση καταλήγει ότι στην ΕΣΣΔ δεν είχε ολοκληρωθεί αυτή η πολιτική μεταβατική περίοδος, ότι ο σοσιαλισμός της ήταν «υπό κατασκευήν». Σε αυτή τη βάση αιτιολογείται και η δυνατότητα παλινόρθωσης των καπιταλιστικών σχέσεων.
Κατά τη γνώμη της ΚΕ, αυτή η προσέγγιση υποτιμά το ρόλο του υποκειμενικού παράγοντα στη σοσιαλιστική οικοδόμηση και ανάπτυξη, στην πράξη υποτιμά την ταξική πάλη για την περίοδο της σοσιαλιστικής ανάπτυξης, τείνει προς τον αυθόρμητο μαρασμό μορφών ατομικής - συνεταιριστικής ιδιοκτησίας, των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, υποβαθμίζει το χαρακτήρα της κοινωνικής ιδιοκτησίας στη βάση υπαρκτών προβλημάτων στη «διαμεσολάβηση» μεταξύ των παραγωγών.
Ως προς τη χρήση του όρου «μεταβατική περίοδος», επισημαίνουμε τα εξής:
Οι Μαρξ - Ένγκελς αναφέρονται σε μετάβαση από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, γενικά δε χρησιμοποιούσαν τον όρο σοσιαλισμό για να χαρακτηρίσουν την πρώτη βαθμίδα του κομμουνισμού. Μιλούσαν για πέρασμα από την καπιταλιστική στην κομμουνιστική κοινωνία, που πραγματοποιείται από τη Δικτατορία του Προλεταριάτου (την επαναστατική εργατική εξουσία, με καθοδηγητή την πρωτοπορία της, το Κομμουνιστικό Κόμμα), δηλαδή αναφέρονταν στην κοινωνική επανάσταση με αφετηρία την πολιτική επανάσταση . Βεβαίως, διακρίνουν με σαφήνεια την πρώτη από την ανώτερη φάση του κομμουνισμού. Στα έργα τους, έκαναν μεγαλύτερη αφαίρεση, ασχολούμενοι κυρίως με την ανάλυση της κοινωνίας στην Αγγλία και τη Γερμανία.
Ο Λένιν βρέθηκε αντιμέτωπος και με πρακτικά ζητήματα της πολιτικής επανάστασης: Την ανάπτυξη εμφύλιου και ξέ
νης επέμβασης, αφού είχε καταληφθεί η εξουσία, δηλαδή με την ανάπτυξη της αντεπανάστασης. Τις μεγάλες καταστροφές που έφεραν την οικονομία, δηλαδή τις υλικές προϋποθέσεις, πίσω από το 1913. Το διεθνή συσχετισμό που εξελίχθηκε αρνητικά (προδοσία της επανάστασης στη Γερ- μανία, ήττα στην Ουγγαρία κλπ.) μετά τη λήξη μιας περιόδου επαναστατικής ανόδου στην Ευρώπη. Τη δυσκολία του υποκειμενικού παράγοντα να οργανώσει την παραγωγή και την κοινωνία με βάση τις θεσμοθετημένες νέες σχέσεις, σε συνθήκες όπου μεγεθύνθηκε, λόγω του πολέμου, η μαύρη αγορά κλπ. Σε αυτή τη φάση, αναφέρθηκε στην έλλειψη αρκετού πολιτισμού για το πέρασμα άμεσα στο σοσιαλισμό, αν και είχαν τις πολιτικές προϋποθέσεις γΓ αυτό.
Ετσι, επεξεργάστηκε σχέδιο οργανωμένης οπισθοχώρησης ως προς την εξάλειψη των καπιταλιστικών σχέσεων, με ελεγχόμενη ύπαρξή τους σε περιπτώσεις μικρών και μεσαίων για την εποχή τους επιχειρήσεων, με επιβίωση των καπιταλιστών της αγροτικής παραγωγής, με εισαγωγή ξένου κεφαλαίου (ΝΕΠ). Με αυτήν την έννοια μίλησε για μεταβατική περίοδο ανάμεσα στην κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη και στη διαμόρφωση της σοσιαλιστικής βάσης (κατάργηση καπιταλιστικών σχέσεων κλπ.). Αυτή η διάκριση σχετίζεται και με την ιστορικά δοσμένη πορεία της κοινωνικής επανάστασης στη Ρωσία: Την 7χρονη καθυστέρηση στη διαμόρφωση του πρώτου πεντάχρονου Κεντρικού Σχεδιασμού και την πάνω από 10 χρόνια ύπαρξη των κουλάκων.
Ο Λένιν θεωρούσε ότι για μια σειρά χώρες πιο ανεπτυγμένες καπιταλιστικά τα μεταβατικά μέτρα θα ήταν περιττά (βλέπε Λένιν, Άπαντα, τόμ. 43, σελ. 79, τόμ. 44, σελ. 191 -200).
Ο Λένιν βρέθηκε αντιμέτωπος κυρίως με τα προβλήματα της πάλης «ποιος - ποιον», δηλαδή της μεταβατικής περιόδου ως προς την εδραίωση της επαναστατικής εξουσίας και της διαμόρφωσης της σοσιαλιστικής βάσης. Πρακτικά, δεν
— 119 —
είχε βρεθεί αντιμέτωπος με τα κοινωνικά φαινόμενα και τις αντιθέσεις μεταξύ σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας και μορφών ατομικής - συνεταιρισμένης ιδιοκτησίας.
Επομένως, έχει πολιτική σημασία η αναγκαιότητα της δικτατορίας του προλεταριάτου, της ταξικής πάλης, όχι μόνο στη «μεταβατική περίοδο» για την εδραίωση της νέας εξουσίας και υλοποίησης των μέτρων διαμόρφωσης των νέων οικονομικών σχέσεων και κατάργησης των καπιταλιστικών σχέσεων, αλλά για όλη τη μετάβαση από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, δηλαδή και στη φάση ανάπτυξης της κατώτερης βαθμίδας (σοσιαλιστικής) και προσέγγισης της ανώτερης.
Τρίτον: Η αμφισβήτηση της σοσιαλιστικής βάσης, σε ορισμένες περιπτώσεις, επιχειρείται ως διάκριση μεταξύ της κρατικοποίησης των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής και της κοινωνικοποίησης, υποστηρίζοντας ότι η κοινωνικοποίηση προϋποθέτει πλήρη ανάπτυξη του εργατικού ελέγχου ή και κατάργηση της διάκρισης μεταξύ εκτελεστικής και επιτελικής εργασίας.
Βεβαίως, παίρνουμε υπόψη μας τη χρονική απόσταση ανάμεσα στη νομική και πραγματική κοινωνικοποίηση. Θεωρούμε όμως ότι πρόκειται για πραγματική κοινωνικοποίηση όταν στα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής έχει καταργηθεί η ατομική ιδιοκτησία, έχουν ενταχτεί αυτά στον Κεντρικό Σχεδιασμό και στον εργατικό έλεγχο, έστω και αν αυτός δεν έχει πλήρως αναπτυχθεί.
Δε συμφωνούμε με την άποψη ότι η πραγματική κοινωνικοποίηση προϋποθέτει την πλήρη κατάργηση του διαχωρισμού μεταξύ επιτελικής και εκτελεστικής εργασίας. Δε συμφωνούμε με την άποψη που διαφοροποιεί την «κρατικοποίηση» μέσων παραγωγής εκ μέρους της δικτατορίας του προλεταριάτου από την κοινωνικοποίηση. Ουσιαστικά, εμμέσως, τείνει να αμφισβητήσει το ρόλο της δικτατορίας
— 120 —
του προλεταριάτου ως εργαλείου της ταξικής πάλης του προλεταριάτου που δεν περιορίζεται μόνο στα καθήκοντα της συντριβής της αντεπαναστατικής δράσης της αστικής τάξης, αλλά έχει ως βασικό καθήκον την οικοδόμηση των νέων σχέσεων, την εξάλειψη κάθε κοινωνικής διαφοράς και ανισότητας. Η κοινωνικοποίηση στο σοσιαλισμό όπως και όλη η οργάνωση της οικονομίας και της κοινωνίας πραγματοποιείται μέσω του κράτους της εργατικής τάξης, υπό την καθοδήγηση του Κομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο στηρίζεται στην κινητοποίηση των εργατικών μαζών, στον εργατικό έλεγχο κλπ.
Β. ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΠΑ ΤΗΝ ΕΣΣΔ
Πρώτον: Ορισμένη κριτική προς το Κείμενο της ΚΕ θεωρεί ότι η τοποθέτησή του παραπέμπει σε παρθενογένεση της οπορτουνιστικής στροφής στο 20ό Συνέδριο, χωρίς να αναγνωρίζει προγενέστερα προβλήματα, ότι ωραιοποιεί την προγενέστερη περίοδο, ότι κρίνει το 20ό Συνέδριο και τα επόμενα με βουλησιαρχική διάθεση, γι’ αυτό λαθεμένα μιλά για οπορτουνιστική στροφή του ΚΚΣΕ, ότι γενικά επιδιώκει να προχωρήσει γρήγορα στον ανεπτυγμένο κομμουνισμό, παρακάμπτοντας το πραγματικό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.
Ως προς τη βουλησιαρχία ήδη τοποθετηθήκαμε.Ως προς την ωραιοποίηση της περιόδου πριν από την
έναρξη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου και την παρθενογένεση της οπορτουνιστικής παρέκκλισης διευκρινίζουμε τα εξής:
1. Το Κείμενο στέκεται συγκεκριμένα σε κάθε φάση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ. Αποδέχεται την αναγκαιότητα της ΝΕΠ τη δεκαετία του 1920, χωρίς όμως να την αντιλαμβάνεται ως νομοτέλεια σε κάθε ιστορική μορ
— 121 —
φή της σοσιαλιστικής επανάστασης. Θεωρούμε την εσωκομματική διαπάλη στα τέλη της δεκαετίας του 1920 -1930 εκδήλωση της ταξικής πάλης για την κατάργηση των καπιταλιστικών υπολειμμάτων και για το προχώρημα της κολεκτιβοποίησης, ως αναγκαιότητα σε αυτήν την περίοδο για την εδραίωση και ανάπτυξη της νέας κοινωνίας.
Αυτή η γενικά σωστή κατεύθυνση δεν αναιρείται από επι- μέρους υποκειμενικά λάθη του Κόμματος και των κρατικών οργάνων, είτε στη διαδικασία της κολεκτιβοποίησης είτε στον πολιτικό αγώνα. Απορρίπτουμε κατηγορηματικά τις αστικές και οπορτουνιστικές προσεγγίσεις περί «κόκκινου φασισμού» ή «ολοκληρωτισμού» επί Στάλιν.
Δεν έχουμε την άποψη περί αιφνίδιας εμφάνισης και κυριαρχίας του οπορτουνισμού. Αλλωστε, αναδεικνύεται η εσωκομματική διαπάλη που προηγήθηκε (τέλος της δεκαετίας του 1920, δεκαετία του 1930, αρχές δεκαετίας του 1950) ως αντανάκλαση της ταξικής πάλης. Βάση των διαφωνιών ήταν η στάση απέναντι στο ζήτημα της ιδιοκτησίας, πριν από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η στάση απέναντι στην αναγκαιότητα της πάλης ενάντια στα καπιταλιστικά στοιχεία, ειδικά στο χωριό, μετά κυρίως, απέναντι σε μορφές ατομικής - ομαδικής ιδιοκτησίας. Αναγνωρίζουμε την ύπαρξη οπορτουνιστικών τάσεων μέσα στο Κόμμα και πριν από το 20ό Συνέδριο, οι οποίες έγιναν κυρίαρχες στο Κόμμα μετά το θάνατο του Στάλιν, στη διαδικασία του 20ού Συνεδρίου και στη συνέχεια. Περαιτέρω ιστορική έρευνα θα φωτίσει όλους τους παράγοντες και τις συνθήκες που έκαναν κατορθωτή αυτή τη μεταστροφή.
Το Κείμενο της ΚΕ αναγνωρίζει προβλήματα πάνω στα οποία έγινε δυνατή η απότομη ισχυροποίηση του οπορτουνισμού. Μεταξύ αυτών, σημαντική θέση κατέχουν οι θεωρητικές συγχύσεις και ανεπάρκειες σε περίοδο κατά την οποία κρινόταν η αναγκαιότητα επέκτασης και εμβάθυνσης των σοσιαλιστικών σχέσεων.
— 122 —
Το Κείμενο της ΚΕ διευκρινίζει, επίσης, ότι τα προβλήματα της πάλης για το προχώρημα της σοσιαλιστικής πορείας επανήλθαν πιο επιτακτικά μετά τη λήξη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου και τη μεταπολεμική οικονομική ανόρθωση. Δηλαδή, ήταν ιστορικές, εσωτερικές και διεθνείς, οι συνθήκες που εξ αντικειμένου διαμόρφωναν σημείο καμπής, προς τα εμπρός ή προς τα πίσω.
Συμφωνούμε με την ανάγκη να αναδειχτούν καλύτερα οι διεθνείς συνθήκες που ευνόησαν την ισχυροποίηση του οπορτουνισμού που τελικά κυριάρχησε στη δεκαετία του 1950:
Η πολύπλευρη εξωτερική πίεση από τις αρχές της δεκαετίας του 1940 πήρε τη μορφή:
• Γερμανικής ιμπεριαλιστικής κατοχής σημαντικού τμήματος της ΕΣΣΔ.
• Ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης της ΕΣΣΔ μέσω της αναγκαστικής συμμαχίας της με τις ΗΠΑ - Μ. Βρετανία.
• Προβλήματα γραμμής στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, ιδιαίτερα στα Κομμουνιστικά Κόμματα των ΗΠΑ και της Μ. Βρετανίας, δηλαδή στα Κομμουνιστικά Κόμματα των κύριων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που διαμορφώθηκαν σε σύμμαχες, όταν σημαντικό τμήμα της ΕΣΣΔ βρισκόταν υπό γερμανική κατοχή.
• Πίεση από μικροαστικές δυνάμεις στα απελευθερωτικά μέτωπα και κυβερνήσεις τους σε νέα συμμαχικά προς την ΕΣΣΔ κράτη.
Η εξωτερική πίεση διαπλέχτηκε με την εσωτερική πίεση από μικροαστικές (ή και αστικής καταγωγής στελέχη στην οικονομία και στη διοίκηση) δυνάμεις. Η ατομική εμπορευ- ματική παραγωγή ενισχύθηκε στην ΕΣΣΔ με την προσχώρηση νέων περιοχών μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν παράγοντες για την ανάπτυξη του οπορτουνισμού, συνθήκες στις οποίες συντελέ- στηκε μεγάλη διεύρυνση των γραμμών του Κόμματος,
— 123 —
απώλεια στελεχών και μελών της Επανάστασης.Προς περαιτέρω διερεύνηση είναι η εξέλιξη της κοινω
νικής σύνθεσης του Κόμματος, των εσωκομματικών διαδικασιών (οι αιτίες της μεγάλης καθυστέρησης στη διεξαγωγή συνεδρίου).
2. Η εκτίμηση της ΚΕ ότι το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ απο- τέλεσε στροφή προς τα πίσω ιδεολογικά και πολιτικά δεν είναι καινούργια, διατυπώθηκε το 1995. Δεν έχουν βάση και οι τοποθετήσεις που ερμηνεύουν τις Θέσεις της ΚΕ ως Θέσεις που θεωρούν ότι το 20ό Συνέδριο ανέτρεψε την πορεία σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Η ΚΕ υποστηρίζει ότι με το 20ό Συνέδριο εξελικτικά ανακόπηκε η δυναμική της σοσιαλιστικής πορείας, σε μια πορεία ενισχύθηκαν αντί να αμβλυν- θούν οι κοινωνικές ανισότητες και διαφορές, η διαδικασία αναχαίτισης της επέκτασης και εμβάθυνσης των σοσιαλιστικών σχέσεων ενίσχυσε τα στοιχεία και τη δυνατότητα ανατροπής της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Αυτή η διαδικασία εξελισσόταν με πάλη, με σταθμούς και διαβαθμίσεις. Χάθηκε εξελικτικά ο πρωτοποριακός καθοδηγητικός ρόλος του Κόμματος, ως κόμματος εξουσίας και πυρήνας στο επαναστατικού χαρακτήρα πολιτικό σύστημα. Επήλθε χαλάρωση και άμβλυνση των αρχών και κανόνων λειτουργίας του Κόμματος και της πολιτικής ανάδειξης στελεχών. Στις γραμμές του, διεξήχθη διαπάλη πριν, στη διάρκεια και μετά το 20ό Συνέδριο, ακόμη και στην «τελευταία πράξη του δράματος», στο 28ο Συνέδριο, ανεξάρτητα από το βαθμό της ιδεολογικής και πολιτικής καθαρότητας και συνοχής των κομμουνιστικών δυνάμεων απέναντι στις αντεπαναστατι- κές δυνάμεις. Η Ιστορία έδειξε ότι στο 28ο Συνέδριο, «παραμονή» της τελικής επίθεσης της αντεπανάστασης, στο ΚΚΣΕ συνυπήρχαν αστικές, οπορτουνιστικές και κομμουνιστικές δυνάμεις. Οι κομμουνιστικές δεν είχαν τη δύναμη να κυριαρχήσουν, να αποτρέψουν τη νίΚη της αντεπανάστασης, παρόλο που αντιστάθηκαν στο 28ο Συνέδριο, στη συ
— 124 —
νέχεια συγκροτήθηκαν στο «Ενιαίο Μέτωπο των Εργαζομένων της Ρωσίας», ανέδειξαν τους υποψηφίους τους για τη θέση του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Ρωσίας, στο «Κίνημα Κομμουνιστική Πρωτοβουλία», προσπάθησαν να επιτύχουν τη διαγραφή του Γκορμπατσόφ από το Κόμμα για αντικομμουνιστική δράση.
Η ΚΕ δε συμμερίζεται την άποψη ορισμένων συντρόφων ότι στο 20ό Συνέδριο συντελέστηκε ανατροπή της σοσιαλιστικής πορείας, δηλαδή ότι συντελέστηκε καπιταλιστική παλινόρθωση. Παραμένει στη θέση (και του 14ου Συνεδρίου και της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του 1995) ότι η σοσιαλιστική πορεία μπήκε σε τροχιά οπισθοχώρησης με το 20ό Συνέδριο, διευρύνθηκε σταδιακά η δυνατότητα να γίνεται συσσώρευση προϊόντος έξω από τον Κεντρικό Σχεδιασμό. Στη συνέχεια, η ανατροπή της σοσιαλιστικής πορείας ως αντεπανάσταση δρομολογήθηκε με όχημα την «περεστρόικα» που παραπλανητικά χρησιμοποίησε σοσιαλιστικά συνθήματα. Η αντεπανάσταση έδωσε το τελικό χτύπημα στο διάστημα 1988-1991, αφού είχε προηγηθεί προδοσία της εργατικής τάξης και του σοσιαλισμού από το κυρίαρχο τμήμα στην ηγεσία του ΚΚΣΕ.
Βεβαίως, είναι ζητήματα περαιτέρω διερεύνησης: Η διαπάλη στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και οι αμφίδρομες επιδράσεις προς και από το ΚΚΣΕ. Η εσωκομματική πάλη στο ΚΚΣΕ. Η εξέλιξη της ταξικής διαστρωμάτωσης και της οργάνωσης και διεύθυνσης της παραγωγής στην ΕΣΣΔ, ιδιαίτερα σπς τελευταίες δεκαετίες της Ιστορίας της.
Δεύτερον: Εκφράστηκαν και κάποιες απόψεις που θεωρούν ότι η σοσιαλιστική βάση δε διαμορφώθηκε, γιατί ήταν ανώριμες οι υλικές προϋποθέσεις στην τσαρική Ρωσία, αλλά και σε άλλες χώρες στις οποίες αρχικά νίκησε η προλεταριακή πολιτική επανάσταση.
Αλλη παραλλαγή της παραπάνω άποψης θεωρεί ότι στην
— 125 —
ΕΣΣΔ δεν είχε κυριαρχήσει η σοσιαλιστική βάση, που μόλις αναπτυσσόταν, και γι’ αυτό υποχώρησε μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, στις νέες συνθήκες που προέκυψαν.
Επισημαίνουμε τα εξής:Βεβαίως, η «καπιταλιστική κληρονομιά», πολύ περισσό
τερο οι προκαπιταλιστικές επιβιώσεις καθορίζουν και τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου από την πολιτική επανάσταση στη διαμόρφωση της σοσιαλιστικής βάσης, καθώς και την πορεία της σοσιαλιστικής ανάπτυξης, την προσέγγιση προς την κομμουνιστική βαθμίδα.
Δε θεωρούμε όμως ότι στην ΕΣΣΔ διαμορφώθηκε απλά μια εκτεταμένη κρατικοποίηση και όχι κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων στη βιομηχανία, μέσω της οποίας πραγματοποιήθηκε η μεγάλη άνοδος των παραγωγικών δυνάμεων και η βοήθεια σε τρίτες χώρες, για να βγουν από την αποικιοκρατία και την ιμπεριαλιστική εξάρτηση. Χαρακτηρίζουμε ως σοσιαλιστική την πορεία στην ΕΣΣΔ, με κριτήριο την εξάλειψη της καπιταλιστικής σχέσης και την αλματώδη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, πρώτα απ’ όλα για το σύνολο του ανθρώπινου παραγωγικού δυναμικού επί δεκαετίες, ακόμη και μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Θεωρούμε ότι ιστορικά ξεπεράστηκαν έως τις παραμονές του Β' Παγκόσμιου Πολέμου τα βασικά προβλήματα που αφορούσαν στη βαθιά εσωτερική ανισομετρία της τσαρικής αυτοκρατορίας που κληρονόμησε η Επανάσταση. Αυτή η πραγματικότητα καταγραφόταν στο διεθνή συσχετισμό δυνάμεων, ως προς το μερίδιο της ΕΣΣΔ στην παγκόσμια παραγωγή βιομηχανικών υλών και μεταποίησης και στο επίπεδο της εργατικής δύναμης (αυτή η πραγματικότητα είχε εντυπωσιάσει και φοβίσει ακόμη και εκπροσώπους της πρώτης καπιταλιστικής δύναμης της εποχής, των ΗΠΑ). Αυτή η τάση στην εξέλιξη του διεθνούς συσχετισμού στα μερίδια της παραγωγής σταδιακά ανακόπηκε και ανατράπηκε στη δεκαετία του 1970, ιδιαίτερα κατά τη φάση αναζωογόνησης
— 126 —
- ανόδου που συντελέστηκε στην καπιταλιστική οικονομία μετά την κρίση του 1973.
Αυτή η τοποθέτηση της ΚΕ δεν έρχεται σε αντίθεση με την ανακοπή της σοσιαλιστικής δυναμικής κατά τις δεκαετίες 1960,1970 και την αλλαγή του συσχετισμού στη δεκαετία του 1980. Αυτές οι εξελίξεις, βέβαια, είχαν την αντανάκλασή τους στο χαρακτήρα του Κόμματος και της εξουσίας, που τελικά λύθηκε με τη νίκη της αντεπανάστασης.
Υπενθυμίζουμε ότι γενικά πίσω από την αντίληψη περί «ανωριμότητας» διαχρονικά υποτιμιόταν ο ρόλος του υποκειμενικού παράγοντα και «κρύβονταν» οπορτουνιστικές θέσεις: «Ανώριμη» η σοσιαλιστική επανάσταση (1917 μενσεβίκοι), «ανώριμο» το ξεπέρασμα των καπιταλιστικών σχέσεων (1930 Μπουχάριν - Τρότσκι), «ανώριμη» η δυνατότητα επέκτασης και εμβάθυνσης των σοσιαλιστικών σχέσεων τη δεκαετία του 1950, αντιλήψεις που αντιτίθονταν στο προ- χώρημα της κοινωνικής επανάστασης, δηλαδή στην οικοδόμηση των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής.
Τρίτον: Ορισμένες τοποθετήσεις παρερμηνεύουν τη θέση του Κειμένου της ΚΕ ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ήταν «ώριμο» να τεθεί το ζήτημα της περαιτέρω ανάπτυξης (επέκτασης και εμβάθυνσης των σοσιαλιστικών σχέσεων), θεωρώντας ότι υποστηρίζουμε πως τότε η ΕΣΣΔ έφτανε στην ώριμη κομμουνιστική βαθμίδα.
Ειδικότερα, ορισμένοι σύντροφοι αμφισβητούν αν ήταν ώριμο στη δεκαετία του 1950 να προχωρήσει η επέκταση των σοσιαλιστικών σχέσεων στην αγροτική παραγωγή.
1. Κατ’ αρχήν, υποστηρίζουμε ότι η επέκταση των σοσιαλιστικών (ανώριμων κομμουνιστικών) σχέσεων σε σφαίρες της παραγωγής όπως η αγροτική, όπου καθυστερούσαν, ή και η εμβάθυνσή τους στην κατανομή, σημαίνει προσέγγιση της κομμουνιστικής βαθμίδας κι όχι πραγματοποίησή της. Ο ώριμος κομμουνισμός προϋποθέτει: Πλήρη κατάργηση της
— 127 —
διαφοράς μεταξύ πόλης - χωριού, πνευματικής - χειρωνακτικής εργασίας, νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης στο μεγαλύτερο και ισχυρότερο μέρος του καπιταλισμού.
2. Διευκρινίζουμε σχετικά με τα κριτήρια της ωριμότητας για την επέκταση των σοσιαλιστικών σχέσεων στην αγροτική παραγωγή:
Η δυνατότητα αλλαγής των σχέσεων στην αγροτική παραγωγή αφορά σε μεγάλο βαθμό τις ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ (η ΝΕΠ πραγματοποιήθηκε πρώτα απ’ όλα γιατί δεν μπορούσε η βιομηχανία να στηρίξει μια κολεκτιβοποίηση): Να διοχετεύει τις ανάλογες μηχανές, ο Κεντρικός Σχεδιασμός να πραγματοποιεί μεγάλης κλίμακας έργα βελτίωσης της αγροτικής παραγωγικότητας, προστασίας της από καιρικές καταστροφές, γρήγορη και ασφαλή αποθήκευση - συσκευασία - συντήρηση - μεταφορά, την ανάλογη εξειδίκευση του εργατικού δυναμικού, την εκ βάθρων αλλαγή του αγροτικού τρόπου ζωής με την ανάπτυξη του μορφωτικού - πολιτιστικού επιπέδου και την αναμόρφωση της υπαίθρου με σύγχρονους αστικούς οικισμούς.
Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1950 είχαν γίνει σοβαρά βήματα στην ΕΣΣΔ προς αυτήν την κατεύθυνση (το κείμενο δίνει στοιχεία, π.χ., για την αναλογία τρακτέρ ανά κολχόζ). Το ΚΚΣΕ ασχολήθηκε με την επιλογή κατεύθυνσης στην επίλυση παλιών και τότε νέων προβλημάτων.
Ο Στάλιν, ως ΓΓ της ΚΕ του Κόμματος, αναγνώριζε τη διαφορά ανάμεσα στο συνεταιρισμό και την κοινωνική ιδιοκτησία ως πρόβλημα που δυσκόλευε το σχεδιασμό. Το ανέ- δειξε ως παράδειγμα της αντίθεσης παραγωγικών δυνάμεων - σχέσεων παραγωγής στο σοσιαλισμό, που έπρεπε σχεδιασμένα να ξεπεραστεί. Απέρριψε τις προτάσεις, που ουσιαστικά στόχευαν στην ενίσχυση της εμπορευματικής φύσης του συνεταιρισμού. Έθεσε ως στόχο τον αποκλεισμό των περισσευμάτων της κολχόζνικης παραγωγής από το σύστημα της εμπορευματικής κυκλοφορίας και το πέρασμά
— 128 —
τους στο σύστημα της ανταλλαγής προϊόντων ανάμεσα στην κρατική βιομηχανία και τα κολχόζ (Στάλιν, Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ. 118).
Γενικότερα, άνοιξε τον προσανατολισμό για μετατροπή των ανεπτυγμένων κολχόζ σε σοβχόζ, για συνένωση μικρών και μικρής απόδοσης κολχόζ σε μεγαλύτερα κλπ.
3. Οι Θέσεις της ΚΕ υποστηρίζουν ότι σε μεγάλο τμήμα, πρώτ’ απ’ όλα της ανεπτυγμένης συνεταιριστικής παραγωγής (κολχόζ), είχαν διαμορφωθεί οι προϋποθέσεις μηχανοποίησης και υποδομών, ώστε να περάσουν σε άμεση κοινωνικοποίηση, πλήρως να καταργηθεί η ατομική παραγωγή. Είναι αντίφαση να υπάρχει, π.χ., σχεδιασμένα οργανωμένη και μηχανοποιημένη καλλιέργεια γεωργικών ή κτηνοτροφικών προϊόντων και παράλληλα να παράγεται και ατομικά το ίδιο προϊόν με σκοπό την πώλησή του στην αγορά. Αυτός ο συνδυασμός ήταν αναγκαίος στην περίοδο της πολύ χαμηλής μηχανοποίησης και των ανύπαρκτων υποδομών.
Τα στοιχεία, που παραθέτουν ορισμένοι σύντροφοι ως προς την αύξηση της παραγωγικότητας των κολχόζ και της συγκέντρωσης παραγόμενου προϊόντος, συνηγορούν ακριβώς στην ωριμότητά τους για το πέρασμα στην άμεσα κοινωνική ιδιοκτησία, στην πλήρη ένταξή τους στον Κεντρικό Σχεδίασμά, στην πλήρη ένταξη του εργατικού δυναμικού στις ανάλογες σχέσεις κατανομής (μισθού, ωραρίου, κοινωνικής ασφάλισης κλπ.). Βεβαίως, ορισμένα από τα στοιχεία που παρατίθενται αφορούν μεταγενέστερη περίοδο (όπου εφαρμόζονταν οι μεταρρυθμίσεις), κατά την οποία τα κολχόζ πραγματοποιούσαν, παράλληλα με την αγροτική, και άλλου είδους παραγωγική δραστηριότητα (π.χ., οικοδομική) και ενισχύονταν η ιδιωτική παραγωγή και το ιδιωτικό εμπόριο (αυξήθηκαν τα εκτάρια γης για ιδιωτική παραγωγή και ο όγκος διάθεσής της στην αγορά).
Επίσης, δε θεωρούμε ως δείκτη επέκτασης των κομμου
— 129 —
νιστικών σχέσεων στην αγροτική παραγωγή την αριθμητική αύξηση των σοβχόζ σε σχέση με τα κολχόζ, γιατί ένα μέρος της μείωσης των κολχόζ προερχόταν από συνενώσεις. Εχει σημασία σε ποιους κλάδους της αγροτικής παραγωγής γινόταν η επέκταση των σοβχόζ, καθώς επίσης και οι αλλαγές στο καθεστώς λειτουργίας και των σοβχόζ και των κολχόζ μετά τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις κατά τη δεκαετία του 1960.
Βεβαίως, το ζήτημα των σχέσεων στην αγροτική οικονομία χρήζει εκτενέστερης μελέτης.
Ειδικότερα για τα ζητήματα του εποικοδομήματος
Πρώτον: Ορισμένες τοποθετήσεις προτάσσουν ως βασική αιτία της ανατροπής ζητήματα σχετικά με τη λειτουργία του Κόμματος και του κράτους. Δίνουν έμφαση στη «δημοκρατία» και τις «ελευθερίες», υποστηρίζοντας ότι το Κόμμα αποκόπηκε από τις μάζες και τους προβληματισμούς τους ή υποτίμησε τους συμμάχους. Κάποιες τοποθετήσεις θεωρούν ως αφετηρία του προβλήματος τον τρόπο που διεξή- χθη η εσωκομματική διαπάλη στη δεκαετία του 1930, με ευθύνη της ηγεσίας του ΚΚΣΕ.
Οι παραπάνω απόψεις παραβλέπουν τη σχέση βάσης - εποικοδομήματος, αλλά και τα ιδιαίτερα προβλήματα της ταξικής πάλης στις διάφορες φάσεις της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και ανάπτυξης. Δεν αναγνωρίζουν την αντανάκλαση της ταξικής πάλης στο εσωτερικό του Κόμματος και των οργάνων εξουσίας. Δεν υπολογίζουν ότι το Κόμμα, ως καθοδηγητική δύναμη στα όργανα εξουσίας, αντιδρά ανάλογα με τις συνθήκες, ότι, ανάλογα με το τι κρίνεται για την πορεία της επανάστασης, ποικίλλει η αντιμετώπιση ηγετών αντιπολιτευτικών τάσεων, ενεργειών παρεμπόδισης της εφαρμογής αποφάσεων.
Το τσάκισμα του αστικού κράτους δεν πραγματοποιείται
— 130 —
με συγκερασμό κάποιων «θετικών» της αστικής δημοκρατίας με εκείνα της νέας εξουσίας. Η νέα εξουσία θέτει σε τελείως διαφορετική βάση τα δικαιώματα και τις ελευθερίες. Διαμορφώνει τις δικές της δομές και λειτουργίες, συντρί- βοντας με την επαναστατική της ορμή τις δομές και τις λειτουργίες της αστικής εξουσίας. Με αυτήν την έννοια, δεν μπορούμε να βλέπουμε ποσοτικά τη διεύρυνση των λαϊκών δικαιωμάτων και ελευθεριών, με βάση τα αστικά δικαιώματα. Τα προσδιορίζουμε ταξικά. Ανάλογα με την έκβαση της πάλης με την αστική τάξη μπορεί να υπάρξει και περίοδος περιορισμού των δικαιωμάτων της. Αυτό δεν είναι ανάλογο με τον περιορισμό της δράσης Κομμουνιστικών Κομμάτων στον καπιταλισμό, αλλά ανάλογο με τον περιορισμό της πολιτικής έκφρασης των φεουδαρχών στην περίοδο της επαναστατικής ορμής της αστικής τάξης. Πολύ περισσότερο που η αστική τάξη είναι όχι μόνο ιστορικά αντιδραστική, αλλά και μικρή μειοψηφία που εκμεταλλευόταν την πλειοψη- φία.
Η δικτατορία του προλεταριάτου θα αξιοποιήσει όλες τις μορφές κυριαρχίας, και τον καταναγκασμό, και την πειθώ, και το συμβιβασμό με τις σύμμαχες δυνάμεις, και τη διαπάλη ανάλογα με τις φάσεις και τις καμπές στην πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Η εξουσία δεν πραγματοποιείται μόνο με ιδεολογική δουλειά, αλλά και με επιβολή. Το νέο χαρακτηριστικό στη δικτατορία του προλεταριάτου, στην άσκηση της εργατικής εξουσίας, είναι ότι στηρίζεται στην κινητοποίηση των εργατικών μαζών μέσα στα όργανα εξουσίας και τις μαζικές οργανώσεις.
Τα λάθη και οι παρεκκλίσεις από την επαναστατική γραμμή και η μη έγκαιρη διόρθωση και αντιμετώπισή τους βεβαίως δημιουργούν κινδύνους και επιδρούν αρνητικά στην παραπέρα πορεία του Κόμματος. Έτσι εξηγείται η σταδιακή πορεία του ΚΚΣΕ προς τον εκφυλισμό στο τέλος της δεκαετίας του 1980 και αφού είχαν μεσολαβήσει τρεις δεκαετίες από
— 131 —
τη δεξιά οπορτουνιστική στροφή και δυο δεκαετίες από τις αρνητικές συνέπειες των «μεταρρυθμίσεων Κοσίγκιν».
Στα Ντοκουμέντα της Πανελλαδικής μας Συνδιάσκεψης του 1995 περιλαμβάνονται τα παρακάτω συμπεράσματα, τα οποία επιβεβαιώνουμε: «Ένα συμπέρασμα είναι το Κόμμα και στις πιο σύνθετες και δύσκολες στιγμές της σοσιαλιστικής οικοδόμησης δεν πρέπει να υποτιμά ότι πέρα από το κύριο και βασικό, που είναι η αντεπαναστατική απειλή, ελλοχεύει ο κίνδυνος να γίνονται καταχρήσεις εξουσίας και αυθαιρεσίες από στελέχη και όργανα. Είναι υπαρκτός ο κίνδυνος να συγχέεται και να ταυτίζεται η αντισοσιαλιστική κριτική και δράση με την κριτική των πραγματικών λαθών και παρεκκλίσεων.» (σελ. 41).
Παραμένει ανοιχτό προς διερεύνηση ζήτημα πώς υλο- ποιήθηκε σε διάφορες περιόδους της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ η σχέση «Κόμμα - σοβιέτ - εργατικές και λαϊκές δυνάμεις», η ανάδειξη της θετικής πείρας αλλά και των αδυναμιών και προβλημάτων. Παραμένει θεμελιακό συμπέρασμα ότι ο επαναστατικός χαρακτήρας του Κόμματος και ο καθοδηγητικός του ρόλος στην κοινωνία επιβεβαιώνονται στην πράξη.
Δεύτερον: Λαθεμένη είναι και η άποψη που υποστηρίζει ως σωστό θεωρητικά, αλλά πρόωρο από την άποψη της ανάπτυξης του σοσιαλισμού, το παλλαϊκό κράτος. Τ ο κράτος είναι πάντα κράτος μιας τάξης. Δεν έχουν βάση οι αναφορές στον Λένιν για τη στήριξη του «παλλαϊκού κράτους». Ο Λένιν ξεκάθαρα μιλούσε για απονέκρωση του «προλεταριακού κράτους» (Λένιν, Άπαντα, τόμ. 33, σελ. 18,89).
Τρίτον: Ορισμένες τοποθετήσεις αμφισβητούν τη θέση ότι η εργατική τάξη συγκροτείται ως κυρίαρχη τάξη πρώτα απ’ όλα με το Κόμμα της.
Πρόκειται για απόψεις που τείνουν στην άποψη ότι η τα
— 132 —
ξική συνείδηση αναπτύσσεται αυθόρμητα και ενιαία, ότι ο ηγετικός ρόλος της εργατικής τάξης ασκείται ενιαία.
Διευκρινίζουμε ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα ως πρωτοπορία της εργατικής τάξης δεν ασκεί απλά ένα διαφωτιστι- κό ρόλο, αλλά αποτελεί την καθοδηγητική δύναμη της ηγετικής τάξης, όχι μόνο στην οργάνωση και νίκη της πολιτικής επανάστασης αλλά και της κοινωνικής. Το ζήτημα, αν το Κόμμα ανταποκρίνεται ή όχι σε αυτό το ρόλο, δεν πρέπει να συγχέεται με την εξ ορισμού αμφισβήτηση του ρόλου του Κομμουνιστικού Κόμματος στη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
Τέταρτον: Αδυναμία ορισμένων τοποθετήσεων είναι ότι ανάγουν όλα τα προβλήματα της ταξικής πάλης σε προβλήματα κομματικής και κρατικής γραφειοκρατίας, αποσπασμένα από τις επιδράσεις που ασκούν στο Κόμμα ξεχωριστά συμφέροντα μικροαστικών δυνάμεων, ακόμη και τμημάτων της εργατικής τάξης. Έτσι, λαθεμένα ανάγουν σε ξεχωριστή κοινωνική δύναμη τα κομματικά και κρατικά στελέχη. Πρόκειται για άποψη υπό την επίδραση της αστικής αντίληψης για τα κόμματα και την πολιτική.
Γ. ΓΙΑ ΤΙΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΝΟΜΟΤΕΛΕΙΕΣ ΣΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
α) Γ ια τον Κεντρικό Σχεδίασμά
Εκφράστηκε, περιορισμένα, η αμφισβήτηση ότι ο Κεντρικός Σχεδιασμός αποτελεί σοσιαλιστική νομοτέλεια. Υποστηρίχτηκε ότι νομοτέλεια είναι η αναλογική ανάπτυξη, ενώ ο Κεντρικός Σχεδιασμός είναι προϊόν του υποκειμενικού παράγοντα.
Συμφωνούμε με την παρατήρηση ότι δε συνιστά νομοτέλεια το εκάστοτε σχέδιο του Κεντρικού Σχεδιασμού, το
— 133 —
οποίο μπορεί να προσεγγίζει περισσότερο ή λιγότερο την αναγκαιότητα της αναλογικής ανάπτυξης.
Η ΚΕ στην έννοια του Κεντρικού Σχεδιασμού καταγράφει την αναγκαιότητα της συνειδητής αποτύπωσης νομοτελειακά αναγκαίων κλαδικών αναλογιών για την εξασφάλιση της διευρυνόμενης κοινωνικής ευημερίας. Με αυτήν την έννοια, χαρακτηρίζει τον Κεντρικό Σχεδιασμό ως κοινωνική σχέση, που εκφράζει τη σχέση ιδιοκτησίας, τον τρόπο συνένωσης των άμεσων παραγωγών με τα μέσα παραγωγής, τον έλεγχο των άμεσων παραγωγών στο τι και πόσο θα πα- ραχθεί και το πώς θα κατανεμηθεί στους διάφορους κλάδους της παραγωγής, πόσο από το παραγόμενο προϊόν προορίζεται για τη διευρυμένη αναπαραγωγή, για την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών μέσω κοινωνικών υπηρεσιών και για την άμεση κατανομή στους εργαζόμενους, ώστε να πραγματοποιείται η σχεδιασμένη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.
Διευκρινίζουμε τη διαφορά ανάμεσα στον Κεντρικό Σχεδίασμά ως νομοτέλεια και το κάθε φορά συγκεκριμένο σχέδιο, το οποίο μπορεί να μην αποτυπώνει τη νομοτέλεια, όπως ιστορικά αποδείχτηκε.
Στην επιτυχημένη προσέγγιση της νομοτέλειας από τον εκάστοτε Κεντρικό Σχεδιασμό συμπυκνώνεται η επιβεβαίωση της πολιτικής από την πράξη, ο ρόλος του υποκειμενικού παράγοντα (Κόμμα-κράτος-εργατική τάξή) στη στρατηγική της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και ανάπτυξης. Διευκρινίζουμε ότι ο επιθετικός προσδιορισμός του Σχεδιασμού ως «κεντρικού» εννοείται ως προϋπόθεση και για την ανάπτυξη της πρωτοβουλίας και της ενεργητικότητας των παρακάτω κρίκων.
β) Γ ια τις εμπορευματοχρηματικές σχέσεις
Πρώτον: Ορισμένοι σύντροφοι θεωρούν ότι οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις θα «απονεκρωθούν» κατά τη διάρ
— 134 —
κεια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης (όπως, π.χ., συμβαίνει με το κράτος). Σε ορισμένες περιπτώσεις υπονοείται και το ξεπέρασμά τους μέσω της ανάπτυξής τους. Διατυπώθηκε και η άποψη ότι το πρόβλημα της σοβιετικής οικονομίας, ιδιαίτερα μετά το 1956, ήταν ο τρόπος στην εξέλιξη των εμπο- ρευματοχρηματικών σχέσεων που αλλοίωνε την αναγκαιότητα ύπαρξής τους.
Σε κάθε περίπτωση, δε θεωρούμε σωστές αυτές τις τοποθετήσεις. Οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις παύουν να υπάρχουν όταν πάψουν να υπάρχουν τα στοιχεία της παλιάς κοινωνίας που τις αναπαράγουν. Αυτό δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί αυθόρμητα αλλά συνειδητά, μέσω της πολιτικής της εργατικής εξουσίας. Δηλαδή, η δικτατορία του προλεταριάτου πρέπει να έχει πολιτική για την εξάλειψη των στοιχείων της παλιάς κοινωνίας, πολιτική ένταξης της κάθε ατομικής εργασίας σε άμεσα κοινωνική εργασία.
Δεύτερον: Ορισμένες άλλες τοποθετήσεις λαθεμένα θεωρούν ως εμπόρευμα το προϊόν που προέρχεται από τις σοσιαλιστικές παραγωγικές μονάδες και που δεν κατανέμεται σε όλους δωρεάν.
Κατά τον Μαρξ, εμπόρευμα δεν είναι γενικά μια παρα- γόμενη αξία χρήσης, αλλά αυτή που παράγεται με σκοπό την ανταλλαγή. Τα προϊόντα ατομικής κατανάλωσης δεν κατα- νέμονται σε όλους δωρεάν, όμως δεν είναι εμπορεύματα, δεν παράγονται με σκοπό την ανταλλαγή, αλλά σχεδιασμένα για την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών, η οποία επέρχεται ως αποτέλεσμα της συμμετοχής στην κοινωνική παραγωγή. Η άνιση κατανομή τους γίνεται λόγω της ανεπάρκειας για όλους και της αναγκαστικής για την κοινωνία εργασίας στις συνθήκες του σοσιαλισμού. Οι Θέσεις αναφέρουν ότι σε αυτό το ζήτημα εκδηλώθηκαν θεωρητικές ανεπάρκειες και αντινομίες και σε περίοδο που η ηγεσία του ΚΚΣΕ υποστήριζε την κατεύθυνση σχεδιασμένης εξάλειψης
— 135 —
των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων (θεωρητική συζήτηση του 1951).
γ) Για τη σχέση κατανομής «ανάλογα με την εργασία»
Ορισμένες τοποθετήσεις διαφωνούν με το χρόνο εργασίας ως βασικού κριτηρίου για την κατανομή του μη δωρεάν διανεμόμενου κοινωνικού προϊόντος, που προτάσσουν οι Θέσεις.
Ο Κ. Μαρξ θέτει ότι βασικό κριτήριο στο σοσιαλισμό είναι ο χρόνος εργασίας που εκφράζει την ατομική συνεισφορά στη συνολική κοινωνική εργασία. Η κοινωνία δίνει πίσω με άλλη μορφή ποσότητα εργασίας που της προσφέρ- θηκε από τον ατομικό παραγωγό. Οι Θέσεις επαναδιατυπώ- νουν αυτήν τη θέση. Με βάση αυτήν τη θέση, κρίνουμε ότι η ηγεσία του ΚΚΣΕ το 1951 δεν είχε ολοκληρωμένη ερμηνεία των σχέσεων κατανομής.
Το Κείμενο δε διαμορφώνει μισθολογική κλίμακα, ούτε μπορεί ούτε έχει σκοπό κάτι τέτοιο. Τοποθετείται απορριπτικά στην αξιακή αποτίμηση του αποτελέσματος της εργατικής δύναμης (αναγωγή της σύνθετης σε απλή εργασία) κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Υπενθυμίζουμε ότι η αναγωγή της σύνθετης σε απλή γίνεται μέσω της ανταλλαγής ισοδύναμων αξιών στην εμπορευματική παραγωγή. Στην άμεσα κοινωνική παραγωγή το προϊόν δεν είναι εμπόρευμα.
Διευκρινίζουμε επίσης ότι οι εργασίες που παράγουν αξίες χρήσης δεν μπορεί παρά να είναι ωφέλιμες (αν όχι είναι πρόβλημα του σχεδιασμού) και δεν μπορούν να συγκρι- θούν με βάση την αξιακή προσέγγιση.
Είναι παραποίηση των Θέσεων της ΚΕ η άποψη ότι η θέση της για την κατανομή έχει εξισωτικό χαρακτήρα, «πολεμικού κομμουνισμού». Θέτουμε το βασικό κριτήριο αλλά και σύνολο άλλων κριτηρίων (βλέπε Θέση 7, σελ. 9-10): Υλικοί όροι της παραγωγικής διαδικασίας στην οποία εντάσσεται
— 136 —
η κάθε «ατομική» εργασία, ιδιαίτερες ανάγκες της κοινωνικής παραγωγής για τη συγκέντρωση εργατικού δυναμικού σε περιοχές, κλάδους κλπ., άλλες ιδιαίτερες κοινωνικές ανάγκες, όπως η μητρότητα, τα άτομα με ειδικές ανάγκες κλπ., η ατομική στάση απέναντι στην οργάνωση και υλοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας. Θεωρούμε ότι πρέπει να συσχετίζεται ο χρόνος εργασίας με στόχους, όπως: εξοικονόμηση υλών, εφαρμογή παραγωγικότερων τεχνολογιών, ορθολογικότερη οργάνωση της εργασίας, διευκόλυνση της άσκησης εργατικού ελέγχου στη διοίκηση - διεύθυνση.
Πρόκειται για πολύ σαφή τοποθέτηση που δεν αφήνει κανένα παράθυρο ανοιχτό στην άποψη ότι «θα αμείβεται ο τεμπέλης, αυτός που αποφεύγει τη δουλειά ή την προσπάθεια για ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας με γνώση, εξειδίκευση κλπ.».
Η παρούσα θέση της ΚΕ αποτελεί ανάπτυξη της θέσης του Προγράμματος «ανάλογα με την ποσότητα και ποιότητα της εργασίας», η οποία στη γενική της διατύπωση μπορεί να παρερμηνευτεί.
Δίνει έμφαση στην αποτελεσματικότητα της κολεκτίβας στην παραγωγική μονάδα ή κοινωνική υπηρεσία που εξαρ- τάται από το αποτέλεσμα διαφορετικών ειδικών εργασιών. Π.χ., στο κέντρο υγείας ή στο νοσοκομείο η αποτελεσματικότητα εξαρτάται όχι μόνο από την εργασία των γιατρών αλλά και των νοσηλευτών, των τεχνικών ιατρικών εργασιών, των εργασιών καθαριότητας, σίτισης κλπ., με τάση να μειώνονται οι καθαρά χειρωνακτικές εργασίες με τη μηχανοποίηση, να συνδυάζονται με κίνητρα μείωσης του εργάσιμου χρόνου και πρόσβασης σε επιμορφωτικά προγράμματα, υπηρεσίες αναψυχής, πολιτισμού κλπ. Απορρίπτουμε τη χρηματική μορφή των κινήτρων.
Διασαφηνίζουμε ότι η εξειδικευμένη εργασία δεν ταυτίζεται με την επιστημονική. Διευκρινίζουμε ότι η μισθολογι- κή πολιτική δεν αποτελεί το μοναδικό μέσο στη δικτατορία
— 137 —
του προλεταριάτου για να αυξηθεί η «ποσότητα και ποιότητα» της εργασίας, καθώς και για να διασφαλιστεί η επαρκής προσφορά ιδιαίτερα εξειδικευμένης εργασίας (σωματική και πνευματική). Η σοσιαλιστική εξουσία προσανατολίζεται στην επίλυση των μισθολογικών διαφορών, εξασφαλίζοντας την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών για όλους τους εργαζόμενους και προγραμματίζοντας τη διαμόρφωση των γενικών υλικών όρων, αλλά και ατομικών προϋποθέσεων, από τις οποίες εξαρτάται η απόδοση της εργασίας. Ταυτόχρονα, καλλιεργεί την κομμουνιστική συνείδηση στην εργασία.
Η ανάπτυξη της θέσης του Προγράμματος αποκλείει τη δυνατότητα να θεωρητικοποιηθεί οποιαδήποτε πολιτική παρέκκλισης με βάση ειδικές ανάγκες, στο όνομα της διαφορετικής ποιότητας (μεταφέροντας ως νομοτέλεια στο σοσιαλισμό διαφορές στην αμοιβή της διευθυντικής - επιστημονικής εργασίας από αυτήν της εκτελεστικής εργασίας που κληρονομεί από τον καπιταλισμό).
δ) Σχετικά με τον αγροτικό συνεταιρισμό
Εκφράστηκαν ορισμένες αντιρρήσεις στη θέση για την κοινωνικοποίηση της γης, με το σκεπτικό ότι έτσι αποδυναμώνεται η δυναμική της συμμαχίας με τους αγροτοπαρα- γωγούς και ότι έρχεται σε αντίθεση με το Πρόγραμμα. Θυμίζουμε ότι η συνεταιριστικοποίηση στην ΕΣΣΔ είχε πραγματοποιηθεί στη βάση της εθνικοποιημένης (βλ. κοινωνικοποιημένης γης) με το «Διάταγμα για τη γη» από τις πρώτες κιόλας μέρες της Επανάστασης.
Διευκρινίζουμε τα εξής:Υποστηρίζουμε ότι ο αγροτοπαραγωγός θα εισέρχεται
στον παραγωγικό συνεταιρισμό με τη χρήση του αγροκτήματος που κατέχει.
Το μέτρο της κοινωνικοποίησης της γης αποκλείει, αφε
— 138 —
νός τη δυνατότητα συγκέντρωσης της γης, μέσα ή έξω από το συνεταιρισμό, αφετέρου την αλλαγή της χρήσης της γης και την κερδοσκοπία.
Η ελληνική πραγματικότητα δεν απαιτεί αναδιανομή γης. Οι μη κατέχοντες γη καλλιεργητές θα απασχολούνται στις κρατικά οργανωμένες αγροτικές μονάδες.
Άλλωστε, η ελληνική πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική από τη ρωσική, το πρόβλημά της είναι η χαμηλή παραγωγικότητα στη βάση του μικρού κλήρου και όχι η έλλειψη μηχανοποίησης. Βάση της συμμαχίας της μικρής και φτωχής αγροτιάς με την εργατική τάξη είναι αντικειμενικά η συμπίεσή της από τα μονοπώλια.
Επισημαίνουμε ότι η συμμαχία εμπεριέχει το συμβιβασμό αλλά και τη διαπάλη, συμμαχούν δυνάμει κοινά και διαφορετικά συμφέροντα.
Η συμμαχία γίνεται μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών δυνάμεων. Στο πλαίσιο της συμμαχίας και κατά την πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού και κατά τη διάρκεια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης δεν έχουν όλες οι κοινωνικές δυνάμεις ισότιμο ρόλο. Η εργατική τάξη έχει ηγετική θέση. Αυτή η θέση, σε συνθήκες σοσιαλιστικής οικοδόμησης, κατοχυρώνεται θεσμικά και μέσω του κράτους της εργατικής τάξης, ζήτημα που δεν μπαίνει σε διαπραγμάτευση ή συμφωνία, αλλά λύνεται μέσω της επαναστατικής δράσης.
Αυτό, βεβαίως, δε σημαίνει ότι η συμμαχία αυτή δεν εκφράζεται και στη συμμετοχή των εκπροσώπων των σύμμαχων κοινωνικών δυνάμεων στα όργανα της Λαϊκής Εξουσίας, στην ύπαρξη και λειτουργία μαζικών οργανώσεών τους κλπ.
Είναι, όμως, ουτοπικό να πιστέψουμε ότι οι σύμμαχοι αταλάντευτα θα ακολουθούν τα βήματα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, ότι δε θα υπάρχει διαπάλη μαζί τους για την υλοποίηση αυτών των βημάτων.
Με συνέπεια δίνουμε και πριν και μετά την κατάληψη της
εξουσίας την ανάγκη της συνεταιριστικής παραγωγικής συνένωσης και στήριξής της στον Κεντρικό Σχεδιασμό (υποδομές, πρώτες ύλες, μεταφορές κλπ.).
Δ. ΠΑ ΤΟ ΕΚΛΟΓΙΚΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΚΕ
Ορισμένοι σύντροφοι θεωρούν ότι περιορίζει το εκλογικό δικαίωμα των νέων ή των συνταξιούχων η εξής θέοη της ΚΕ: «Πυρήνες της εργατικής εξουσίας θα είναι οι παραγωγικές μονάδες, οι τόποι εργασίας, στους οποίους θα ασκείται και ο εργατικός και κοινωνικός έλεγχος της διεύθυνσης. Μέσα από τις παραγωγικές κοινότητες θα εκλέγονται και θα ανακαλούνται (όταν χρειάζεται) οι εκπρόσωποι των εργαζομένων στα όργανα εξουσίας.»
Διευκρινίζουμε ότι δεν είναι στην αντίληψη της ΚΕ ο περιορισμός του εκλογικού δικαιώματος των νέων, τ<ον συνταξιούχων, των μη εργαζόμενον γυναικών. Όσον αφορά στους σπουδαστές - φοιτητές θα παίρνουν μέρος μέσα από τις εκπαιδευτικές μονάδες, ενώ είναι ζήτημα περαιτέρω επεξεργασίας πώς θα πραγματοποιείται η συμμετοχή ιδιαίτερα για τους συνταξιούχους και τις μη εργαζόμενες γυναίκες, π.χ., μέσω μονάδων κοινωνικών υπηρεσιών ή κοινωνικών οργανώσεων.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Συντρόφισσες, σύντροφοι,Αγαπητοί εκπρόσωποι των Κομμουνιστικών και Εργατι
κών Κομμάτων,
Σήμερα, αισθανόμαστε περισσότερο από ό,τι σε κάθε άλλη φάση της τελευταίας 20ετίας υπερήφανοι, γιατί δε λυγί
— 140 —
σαμε όχι μόνο στην πολεμική ενάντια στην πάλη για το σοσιαλισμό - κομμουνισμό, αλλά και στην ψυχολογική πίεση που ασκούσαν εργατικές και λαϊκές δυνάμεις υπό το βάρος της απογοήτευσης και σύγχυσης που έφερε η αντεπανά-
Αισθανόμαστε επαναστατικά αισιόδοξοι ότι το Κόμμα μας μπορεί να βγει από το Συνέδριό του ιδεολογικά πιο ισχυρό και ενωμένο, ικανό να εμπνεύσει και να συσπειρώσει στην πάλη για το σοσιαλισμό νέες εργατικές και λαϊκές δυνάμεις, ιδιαίτερα των νεότερων ηλικιών.
Αισθανόμαστε επαναστατικά αισιόδοξοι ότι στα επόμενα χρόνια θα γίνει εμφανής η ανασύνταξη του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, τμήμα του οποίου είναι και το ΚΚΕ, μια ανασύνταξη στη βάση ανάπτυξης της κομμουνιστικής ιδεολογικής και στρατηγικής ενότητάς του.
ΖΗΤΩ Ο ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΚΟΣ ΔΙΕΘΝΙΣΜΟΣ ΖΗΤΩ Ο ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ - ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ
5 Φλεβάρη 2009 Η ΚΕ ΤΟΥ ΚΚΕ
— 141 —
ΤΕΛΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ ΚΚΕ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΘΕΜΑ
Αγαπητές συντρόφισσες, αγαπητοί σύντροφοι.
Η συζήτηση στο Συνέδριο επιβεβαιώνει την ωριμότητά μας να καταλήξουμε σε Απόφαση Εκτιμήσεων και Συμπερασμάτων από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στον 20ό αιώνα, με επίκεντρο την ΕΣΣΔ. Να εμπλουτίσουμε την αντίληψή μας για το Σοσιαλισμό.
Η ΚΕ εκτιμά ότι ήταν υψηλός ο προβληματισμός των ομιλιών γενικά, όπως και αυτών μέσω των οποίων συνδέθηκε ο προβληματισμός και με την πείρα σε εργασιακούς κλάδους. Αξιοσημείωτη είναι και η συμβολή στελεχών του Κόμματος που δουλεύουν στην ΚΝΕ. Μπορούμε να πούμε, παίρνοντας υπόψη μας και την εμπειρία της ΚΟΜΕΠ, ότι πολλές ομιλίες έχουν προδιαγραφές για δημοσίευσή τους ως άρθρων στις σελίδες της.
Αυτό δείχνει πόσο αποτελεσματικό είναι όταν ο προσανατολισμός στα καθήκοντα εκφράζεται ενιαία και γίνεται υπόθεση όλων των στελεχών, ανεξάρτητα από τον εσωκομματικό καταμερισμό.
Είναι ελπιδοφόρο, είναι επιβεβαίωση ότι τα καθήκοντα της κομματικής οικοδόμησης, της Αντεπίθεσης, που αφορά την ικανότητα του Κόμματος, την ικανότητα των εργατικών στελεχών, είναι ήδη δρομολογημένα, αφού υπάρχουν προϋποθέσεις να γίνει εκλαϊκευτική παρουσίαση και στήριξη των θέσεών μας σε αυτό το σύνθετο, θεωρητικό - στρατηγικό ζήτημα, που σίγουρα δίνει τη βάση, το εφαλτήριο, για την ποιότητα της ιδεολογικής - πολιτικής μας δουλειάς στην εργατική τάξη, στις λαϊκές δυνάμεις.
Υπάρχει το στελεχικό δυναμικό για να στηρίξει την εκλαΐκευση, τη ζύμωση πρώτ’ απ’ όλα στις εργατικές δυνά
— 143 —
μεις, σε κλάδους - χώρους δουλειάς, όπως καταλήξαμε στο 1ο Θέμα.
Υπάρχει στελεχικό δυναμικό ικανό ν’ ανταποκριθεί στην περαιτέρω έρευνα, στη δημιουργική συζήτηση με άλλα ΚΚ, στην κατεύθυνση και της προώθησης στενότερης συνεργασίας ΚΚ που στηρίζονται στις θεωρητικές αρχές του μαρξισμού - λενινισμού, του προλεταριακού διεθνισμού, της αναγνώρισης της σοσιαλιστικής πορείας και προσφοράς της ΕΣΣΔ και άλλων σοσιαλιστικών κρατών, ανεξάρτητα από το γεγονός, παραφράζοντας τον παραλληλισμό ενός συντρόφου, ότι «ο σοσιαλιστικός έφηβος δεν έζησε για να ενηλικιωθεί».
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΤΕΘΗΚΑΝ ΣΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΣΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
θεμελιακό ζήτημα οι οικονομικές νομοτέλιες
1. Σχετικά με τη σχέση Οικονομίας - Πολιτικής σε αντιπαράθεση με την ανάγκη ανάπτυξης της Πολιτικής Οικονομίας του Σοσιαλισμού.
Σωστά, κατά τη γνώμη της ΚΕ, επισημάνθηκε η θεωρητική υστέρηση ως προς την Πολιτική Οικονομία του Σοσιαλισμού - Κομμουνισμού, ως έναν από τους κύριους παράγοντες της οπορτουνιστικής παρέκκλισης του ΚΚΣΕ.
Τι θέλουμε να διευκρινίσουμε:Δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ της αναγνώρισης της ανά
γκης διερεύνησης της σοσιαλιστικής πορείας με τη σχέση Οικονομίας - Πολιτικής, σε σχέση με την ανάγκη ανάπτυξης της Πολιτικής Οικονομίας του Σοσιαλισμού. Ισα ίσα η σχέση Οικονομίας - Πολιτικής σε αυτό παραπέμπει, δηλαδή στη βάση της γνώσης των νομοτελειών, στη βάση της αντικειμενικής ανάλυσης της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, των αντιθέσεων και κοινωνικών διαφορών, με στόχο τη δημιουργία
των υλικών προϋποθέσεων αλλά και των πολιτικών μέτρων για την εξάλειψή τους.
Να πάρουμε υπόψη ότι το Κόμμα δεν είναι απλά η οργανωτική πρωτοπορία της εργατικής τάξης, δηλαδή πρωτοπορία στην κινητοποίησή της, ούτε είναι μόνο καθοδηγητής στις δράσεις καταστολής αντεπαναστατικών δυνάμεων.
Είναι ΟΛΑ ΑΥΤΑ στη βάση της ιδεολογικής - πολιτικής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης και ως καθοδηγήτρια δύναμη στη Δικτατορία του Προλεταριάτου, δηλαδή στη συνειδητή σχεδιασμένη κατεύθυνση της δράσης των μαζών για τη σοσιαλιστική θεμελίωση και ανάπτυξη. Αλλά όταν λέμε ιδεολογική πρωτοπορία, δεν εννοούμε ιδέες αποσπασμένες από την έρευνα και θεωρία, που είναι στα χαρακτηριστικά, στα καθήκοντα του Κομμουνιστικού Κόμματος, που αποτελεί συνένωση επαναστατικής θεωρίας και επαναστατικής πράξης.
Έτσι, η ανάπτυξη της Πολιτικής Οικονομίας του Σοσιαλισμού -Κομμουνισμού είναι στοιχείο, επιβεβαίωση, αν θέλετε, της κομμουνιστικής ταυτότητας.
Φυσικά υπάρχει καταμερισμός μέσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα, που αφορά και την ερευνητική δουλειά, καταμερισμός που αφορά και οργανισμούς, π.χ., ερευνητικά κέντρα, τα οποία δε νοούνται χωρίς να εκφράζεται και να επιβεβαιώνεται σε αυτά στην πράξη ο καθοδηγητικός ρόλος του Κόμματος.
Αρα περιλαμβάνει όλα αυτά η σχέση Οικονομίας - Πολιτικής που θέτει η ΚΕ.
Από αυτή την άποψη θεμελιακό ζήτημα είναι οι οικονομικές νομοτέλειες.
Για τις εμπορευματικές - χρηματικές σχέσεις
2. Να διευκρινίσουμε ζητήματα για τις εμπορευματικές - χρηματικές σχέσεις:
— 145 —
Δεν είναι σωστό να ερμηνεύουμε τη στάση του Στάλιν ως μοναδική ή κύρια πολεμική απέναντι σε αυτούς που υποστήριζαν την άμεση πλήρη κατάργηση του χρήματος το 1950-51. Το μέτωπό του ήταν στραμμένο κυρίως στους αγοραίους.
Το κείμενο της ΚΕ δεν υποστηρίζει ότι στις αρχές του 1950 έπρεπε να καταργηθεί το χρήμα και από αυτή την άποψη συμφωνούμε ότι ο Στάλιν σωστά απάντησε σε αυτούς που ανεπεξέργαστα, δογματικά πολεμούσαν τους αγοραίους.
Εμείς υποστηρίζουμε ότι η κατεύθυνση πρέπει να είναι η εξάλειψη των εμπορευματικών - χρηματικών σχέσεων και να συνοδεύεται από ανάλογη πολιτική. Δηλαδή, να συνοδεύεται από μέτρα για να επιταχυνθεί η διαδικασία συνένωσης των χαμηλών μορφών συνεταιρισμού σε ανώτερες, για την ανάπτυξη των ανώτερων μορφών συνεταιρισμού και ωρίμανσής τους -από την άποψη των υλικών προϋποθέσεων- ώστε να περάσουν σε άμεση κοινωνική παραγωγή.
Ακόμη, η πλήρης κατάργηση του χρηματικού εργασιακού εισοδήματος προϋποθέτει ξεπέρασμα της στενότητας της σοσιαλιστικής παραγωγής στην παραγωγή καταναλωτικών προϊόντων, τουλάχιστον πορεία άμβλυνσης της διαφοράς μεταξύ χειρωνακτικής - πνευματικής εργασίας.
Τοποθετούμαστε κριτικά απέναντι στην αντιφατικότητα, την αντινομία, που συμπυκνώνει η άποψη ότι τα καταναλωτικά προϊόντα της σοσιαλιστικής παραγωγής για τους ερ- γαζόμενούς της ήταν εμπορεύματα, ότι στην κατανομή τους παρέμβαινε ο νόμος της αξίας, έστω και μη καθοριστικά, εξ ου και ο χαρακτηρισμός τους ως «ειδικής μορφής εμπορεύματα».
Επισημαίνουμε ότι ο χαρακτήρας των σχέσεων παραγωγής είναι καθοριστικός για το χαρακτήρα των σχέσεων κατανομής.
Είναι αντίφαση, λοιπόν, τα προϊόντα της άμεσα κοινωνικής παραγωγής να κατανέμονται εμπορευματικά. Τότε ση
— 146 —
μαίνει ότι δεν έχουμε άμεσα κοινωνική παραγωγή. Η κατανομή «σύμφωνα με την εργασία» είναι εξηγήσιμη ως πρόβλημα ανωριμότητας στις σχέσεις κατανομής, που αντανακλά σχετική ανωριμότητα και στο χαρακτήρα της κοινωνικής παραγωγής. Γι’ αυτό υφίσταται «στον καθένα ανάλογα με την εργασία του», που περικλείει τη μη ισότιμη συμμετοχή κι όχι «στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του».
Ανεξάρτητα, αν η θέση περί «ειδικής μορφής εμπορευμάτων» εξέφραζε και έλλειψη διαμόρφωσης κατηγοριών σοσιαλιστικής οικονομίας, σίγουρα δεν ήταν ολοκληρωμένη αυτή η τοποθέτηση, πάνω στην οποία πάτησε η αναθεωρητική και οπορτουνιστική παρέκκλιση που ακολούθησε.
Οπωσδήποτε δεν ήταν νομοτελειακό το λάθος να εξελιχθεί σε οπορτουνισμό. Εγινε έτσι γιατί, υπό την επίδραση σειράς άλλων παραγόντων, το πώς αντανακλάστηκε η ταξική πάλη στην εσωκομματική διαπάλη, δεν έγινε κατορθωτό έγκαιρα να υπάρξει διόρθωση.
Συχνά μπαίνει το ερώτημα: «Κάθε λάθος σημαίνει οπορ- τουνιστική παρέκκλιση;» ή «είναι δυνατό να μη γίνουν λάθη;» πολύ περισσότερο στη θεωρία, όταν η ίδια η ζωή δεν είχε πλήρως αναπτύξει τα νέα φαινόμενα;
Και βέβαια τα λάθη είναι μέσα στη ζωή, στη διαδικασία της γνώσης. Η κατάκτηση της γνώσης και στο ανεπτυγμένο θεωρητικό της επίπεδο βασίστηκε στην αξιολόγηση θεωρητικών λαθών που προέκυπταν είτε ως αρχικές γενικεύσεις πειραμάτων είτε ως αρχικά θεωρητικά αξιώματα που έμπαιναν στη διαδικασία της πειραματικής ή κοινωνικής επιβεβαίωσης.
Στην κομματική γνώση, το μη έγκαιρα διορθωμένο λάθος οδηγεί στην αναθεώρηση ή στο δογματισμό.
3. Το κείμενο της ΚΕ αναγνωρίζει την ύπαρξη εμπορευ- ματικών σχέσεων στην ανταλλαγή μεταξύ προϊόντων της σοσιαλιστικής παραγωγής και προϊόντων της συνεταιριστικής.
Αλλά δεν τη βλέπει στατικά, αναλλοίωτα. Δεν πρέπει να
— 147 —
γίνεται σύγκριση μεταξύ διαφορετικών περιόδων της ΕΣΣΔ, κυρίως μιλώντας για τη δεκαετία του 1950.
Τέτοια σύγκριση δεν παίρνει υπόψη της την τεράστια για τα δεδομένα της ΕΣΣΔ αύξηση των δυνατοτήτων της βιομηχανίας της, κάτι που δεν έζησε ο Λένιν.
Πριν τον πόλεμο αναλογούσε ένα τρακτέρ για περισσότερα κολχόζ, ενώ μετά, 10 και παραπάνω για το κάθε κολχόζ.
ΑΛΛΑ ΒΕΒΑΙΑ δε λέμε ότι ΟΛΑ τα κολχόζ έπρεπε να με- τατραπούν σε σοβχόζ το 1951 ή το 1955.
Μας καλύπτει ο προσανατολισμός που δόθηκε τότε από την ηγεσία της ΕΣΣΔ, που με σαφήνεια υπάρχει στην Εισήγηση και στις Θέσεις και κρίνουμε αρνητικά την αλλαγή της κατεύθυνσης.
Στην ελληνική πραγματικότητα είναι πολύ πιο προχωρημένη η μηχανοποίηση, αλλά λείπουν οι υποδομές παγίων εγκαταστάσεων ή εγκαταστάσεις αποθήκευσης - συντήρησης - μεταφοράς »· διάθεσης, οι οποίες είναι στα χέρια του μεγάλου κεφαλαίου.
Επομένως, πολύ περισσότερο δεν μπορεί να γίνει μηχανιστική μεταφορά των λενινιστικών θέσεων για τον τρόπο υλοποίησης της συνεταιριστικοποίησης κι αυτό κάθε άλλο παρά είναι αναθεώρηση λενινιστικών αρχών.
θέση αρχής είναι η αναγκαιότητα της συμμαχίας
4. Δεν έρχεται σε αντιπαράθεση ο όρος μαρξισμός - λενινισμός σε σχέση με τον όρο επιστημονικός σοσιαλισμός - κομμουνισμός.
Ο Λένιν στις θέσεις του Απρίλη χαρακτήρισε ως δογματισμό την εμμονή κάποιων μπολσεβίκων στην παλιά επεξεργασία για επαναστατική δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς.
Το ίδιο αφορά και το χαρακτηρισμό της συνεταιριστικής σχέσης ως στοιχείο του σοσιαλισμού «ό,τι χρειαζόταν για
— 148 —
το σοσιαλισμό», σε μια κοινωνία που -μην το ξεχνάμε- οι αγρότες αποτελούσαν το 60% του εργατικού δυναμικού και η παραγωγή ήταν στα χέρια των κουλάκων.
Αυτό και μόνο εξηγεί αν είναι θέση αρχής ή θέση αντα- ποκρινόμενη σε συγκεκριμένη κατάσταση.
Θέση αρχής είναι η αναγκαιότητα της συμμαχίας με κα- ταπιεζόμενα στρώματα.
Για την Κομμουνιστική Διεθνή
5. Σχετικά με τα περί Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ), η ΚΕ στο κείμενό της θεωρεί ότι χρειάζεται διερεύνηση, δηλαδή σε ποιες συνθήκες άλλαξε η στρατηγική της ή η ανάδειξη όλων των παραγόντων που οδήγησαν στην αυτοδιάλυσή της.
Στις αποφάσεις του 2ου Συνεδρίου της ΚΔ περιλαμβάνονται το Καταστατικό της, οι 21 όροι εισδοχής στην ΚΔ και θέσεις προγραμματικού χαρακτήρα που διαμορφώθηκαν από τον Λένιν. Έθεσε ως θεμελιακές αρχές του, την πάλη με τη σοσιαλδημοκρατία, τον τότε φορέα του οπορτουνισμού, το χαρακτήρα της Δικτατορίας του Προλεταριάτου. Πρόκειται για κείμενο μη δημοσιευμένο αυτούσιο, μόνο μέρος του στα Απαντα του Λένιν.
Σχετικά με τα κριτήρια για την κατανομή
6. Ορισμένες τοποθετήσεις θεωρούν ότι «η αποδοτικότερη εργασία» πρέπει να αμείβεται περισσότερο. Κάνουν το λάθος να κρίνουν την αποδοτικότητα ατομικά κι όχι κοινωνικά, δεν παίρνουν υπόψη τους ότι η απόδοση εξαρτάται από όλη την ομάδα, την κολεκτίβα.
Η άποψη που διαφωνεί στο χρόνο εργασίας ως κύριο κριτήριο για την κατανομή, σωστά αναφέρθηκε στην εντατικό- τητα της εργασίας, η οποία όμως αναφέρεται στο κείμενο,
— 149 —
γιατί στα κριτήρια αναφέρει, π.χ., τους υλικούς όρους παραγωγής. Όμως, αυτή η άποψη κάνει το λάθος και βλέπει την εντατικότητα ως ατομική κατάσταση κι όχι ως ατομική εργασία ενταγμένη στην κοινωνική, επομένως αυτό θα καθορίσει και τις ανάγκες για μειωμένο χρόνο εργασίας, αν πρόκειται για κλάδο υψηλής εντατικότητας, π.χ., ανθρακωρύχοι. Αλλά και τα παραδείγματα πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή. Σήμερα, π.χ., η δουλειά του φύλακα δεν είναι τόσο απλή όσο παρουσιάστηκε.
Ούτε θα συμφωνήσουμε με την άποψη να μην τοποθετηθούμε με σαφήνεια στα κριτήρια. Βεβαίως, δεν είναι της παρούσης να προσδιορίσουμε σήμερα αποκλίσεις από το γενικό χρόνο εργασίας.
Δεν πρέπει να συγχέεται ο χαρακτήρας της εξουσίας με τις μεταβατικές «στιγμές» του ιστορικού χρόνου
7. Ένας σ. ανέφερε την ένστασή του για τη μη χρήση του όρου των σταδίων στην ανάπτυξη των κοινωνικών συστημάτων.
α) Όλο το Κείμενο των Θέσεων της ΚΕ, όπως και η εισήγηση, μιλά για δύο βαθμίδες, την κατώτερη και ανώτερη του κομμουνισμού. Η ουσία θεωρούμε ότι αποδίδεται καλύτερα με τη βαθμίδα.
Οι κλασικοί χρησιμοποίησαν ως όρους και το στάδιο και τη βαθμίδα, η ουσία όμως δεν αλλάζει, πρόκειται για το ανώριμο και το ώριμο.
β) Αναφερόμενοι στον καπιταλισμό, πρέπει να ξεχωρίσουμε και πάλι την ουσία, που είναι η εξής: Πάνω στην ανάπτυξη της βάσης του καπιταλισμού, της βιομηχανίας τρο- ποποιήθηκαν οι σχέσεις ατομικής ιδιοκτησίας μέσων παραγωγής χωρίς να χάνουν τον πυρήνα τους -ατομική ιδιοκτησία- και πήραν εταιρική μορφή που ταίριαζε στη γιγάντωση του κεφαλαίου, στο μονοπώλιο.
— 150 —
8. Όσον αφορά τη θέση (27) ότι «ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό δε μεσολαβεί κάποιο ενδιάμεσο κοινωνικό σύστημα, επομένως και ενδιάμεση πολιτική εξουσία ανάμεσα στην αστική και την επαναστατική εργατική εξουσία».
Η ΚΕ θεωρεί ότι δεν πρέπει να συγχέεται ο χαρακτήρας της εξουσίας με τις μεταβατικές «στιγμές» του ιστορικού χρόνου.
Πρώτ’ απ' όλα, ως προς το πώς βλέπει η ΚΕ τις μεταβατικές «στιγμές» παραπέμπουμε στο Πρόγραμμα του Κόμματος (σελ. 38-39):
«Σε συνθήκες κορύφωσης της ταξικής πάλης, επαναστατικής ανόδου του λαϊκού κινήματος, όταν η επαναστατική διαδικασία έχει ξεκινήσει, μπορεί να προκύψει κυβέρνηση, ως όργανο λαϊκής εξουσίας, που έχει την έγκριση και τη συγκατάθεση του αγωνιζόμενου λαού, χωρίς γενικές εκλογές και κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Αυτή η κυβέρνηση θα ταυτίζεται ή θα τη χωρίζει τυπική απόσταση από την εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της.»
Για το Κόμμα μας είναι καθαρό ότι ο χαρακτήρας της εξουσίας είναι η Δικτατορία του Προλεταριάτου, χωρίς να μπερδεύεται σε ενδιάμεσες μορφές εξουσίας.
Είναι άλλο ζήτημα εκ των υστέρων, δηλαδή από την ιστορική έρευνα, να διαπιστωθεί η πολυμορφία που μπορεί να δώσει η διαδικασία κατά την οποία δεν έχει ακόμη ανατρα- πεί η αστική εξουσία αλλά έχει ξεκινήσει η αποδυνάμωσή της, ο κλονισμός της. Είναι ζήτημα ιστορικής έρευνας οι μορφές που παίρνουν σε κάθε ιστορική περίπτωση οι διαβαθμίσεις στον κλονισμό της αστικής εξουσίας.
Π.χ., οι πρώτες κυβερνήσεις που διαμορφώθηκαν από τα αντιφασιστικά μέτωπα στις χώρες που απελευθερώθηκαν από τον Κόκκινο Στρατό, δεν ήταν επαναστατικές εργατικές εξουσίες (Δικτατορία του Προλεταριάτου), συμμετείχαν και αστικές δυνάμεις. Γι’ αυτό γρήγορα αναπτύχθηκε πάλη για
— 151 —
το «ποιος - ποιον» και λύθηκε, στις περισσότερες περιπτώσεις, με κατάκτηση της επαναστατικής εργατικής εξουσίας (Δικτατορία του Προλεταριάτου). Η πορεία των πραγμάτων δεν πρέπει να αποσπάται από την ύπαρξη των δυνάμεων του Κόκκινου Στρατού.
Παρεμφερές είναι το ζήτημα σχετικά με τη Μογγολία. Ακόμα και για αποικίες της Τσαρικής Ρωσίας που οικειοθε- λώς εντάχθηκαν στην ΕΣΣΔ, ανεξάρτητα από το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεών τους.
Αλλά και στην περίπτωση της Κουβανέζικης Επανάστασης δεν υπάρχει ενδιάμεση εξουσία και ενδιάμεσος κοινω- νικο-οικονομικός σχηματισμός. Κρίκος έναρξης της επαναστατικής διαδικασίας υπήρξε ο εθνικο-ανεξαρτησιακός ένοπλος αγώνας που καταστάλαξε και αντικειμενικά έλυσε το πρόβλημα με τη μετατροπή του σε σοσιαλιστικό.
Η ΠΕΕΑ δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ενδιάμεση εξουσία, αλλά όντως είναι μια «μεταβατική στιγμή» σε μια διαδικασία που τελικά κατέληξε σε ισχυροποίηση της αστικής εξουσίας.
Ούτε η «δυαδική εξουσία» στη Ρωσία επαληθεύει ενδιάμεση εξουσία.
Σε μια ενιαία επαναστατική διαδικασία από το Φλεβάρη στο Δεκέμβρη, δίνει ένα κέντρο -προσωρινή κυβέρνηση- που παλεύει να σταθεροποιήσει την αστική εξουσία κι ένα άλλο, τα σοβιέτ, όπου γίνεται διαπάλη να κρατηθεί ως κέντρο συνέχισης της επαναστατικής, της προλεταριακής.
Για την ιστορία του ζητήματος σημειώνουμε ότι το καθήκον του κινήματος στη Ρωσία πριν το 1917 ήταν η ανατροπή της Τσαρικής απολυταρχίας και όχι της αστικής εξουσίας που δεν είχε εγκαθιδρυθεί. Οταν η αστική τάξη πήρε την εξουσία το Φλεβάρη του 1917ο Λένιν είπε ότι η ζωή, που είναι πιο πλούσια από τη θεωρία, δεν υλοποίησε την επαναστατική δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου, αλλά έδωσε την εξουσία στην αστική τάξη και δημιούργησε τα σο
— 152 —
βιέτ ως ανεξέλικτη μορφή εξουσίας της εργατικής τάξης («δυαδική εξουσία»).
Αυτά δεν μπορούν να μεταφέρονται στη στρατηγική για την ανατροπή της αστικής εξουσίας ως ενδιάμεση εξουσία.
Τέλος, ως προς την ένσταση του να επικυρωθεί η θέση της ΚΕ για το 7ο συνέδριο της ΚΔ, δεν υπάρχει τέτοια θέση στο κείμενο της ΚΕ. Υπάρχει η θέση για «χαλάρωση της λειτουργίας της ΚΔ ως ενιαίου κέντρου» και δίνονται κάποια χαρακτηριστικά αυτής της χαλάρωσης σε σημειώσεις.
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Η συζήτηση έδειξε την ωριμότητα του Κόμματος να συζητά και να αποφασίζει σε θεωρητικά ζητήματα, να κρίνει θέσεις που υιοθετήθηκαν στο παρελθόν χωρίς να κινδυνεύει από συναισθηματική απογοήτευση ή μηδενισμό. Το Συνέδριο αποδεικνύει την ωριμότητα του Κόμματός μας να συζητήσει κριτικά και δημιουργικά την Ιστορία του για την περίοδο 1949-1974, ένα από τα πρώτα καθήκοντα για την επόμενη 4-ετΙα, που ήδη αποφασίσαμε.
Κλείνοντας το θέμα και καταλήγοντας με την Απόφαση σίγουρα βγαίνουμε ιδεολογικά και στρατηγικά πιο ώριμοι, πιο δυνατοί, πιο ατσαλωμένοι στην προοπτική μιας νέας επαναστατικής ανόδου στον 21 ο αιώνα.
— 153 —
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ ΚΚΕ ΣΤ 018ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ................ 9
ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ ΚΚΕ ΣΤΟ 18ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ................ 103
ΤΕΛΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ ΚΚΕ
ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΘΕΜΑ.......................................................... 143
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ.............................................................. 7
— 155 —
ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΣΤΟΝ 206 ΑΙΩΝΑ,
ΜΕ ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ ΤΗΝ FTTA Η ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΚΕ ΠΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
Τυπογραφική διόρθωση: Γιάννης Σκυλλάς Φωτοστοιχειοθεσία: Σύγχρονη Εποχή
Φιλμ-Μοντάζ: Αφοί Γκολέμα ΟΕ Εκτύπωση: Α. Χονδρορίζος & Σία ΟΕ
Εκτύπωση εξωφύλλου: Α. Μποτζάκης Βιβλιοδεσία: Κ. Δελής
Απρίλης 2009 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΕΒΕ