ΤΟ ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟ ΣΤΗΝ ΚΡΙΣΗ από τον Ρεζινάλντ Μπλανσέ ΤΟ ΚΥΡΙΟ ΣΗΜΑΙΝΟΝ ΣΤΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ ΤΗΣ ΥΠΕΡ- ΑΠΟΛΑΥΣΗΣ Η άρνηση να είμαστε όλοι μαζί το αντικείμενο υπέρ-απόλαυσης του Άλλου Η πολιτική κρίση που ξέσπασε στην Ελλάδα ως συνέπεια της πρωτοβουλίας του Πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου να υποβάλει σε δημοψήφισμα την απόφαση που λήφθηκε στις 27 Οκτωβρίου από τα ευρωπαϊκά όργανα και το ΔΝΤ, προκειμένου η χώρα να αποφύγει την άμεση στάση πληρωμών, είναι ενδεικτική για δύο λόγους: αναδεικνύει ένα πραγματικό και μαρτυρά μια υποκειμενική θέση ως προς το κύριο-σημαίνον. Είναι πρώτα απ’ όλα η έκφραση του πραγματικού του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, που δύσκολα ελέγχεται, και που τρέφεται από την ίδια του την ουσία, αυτονομημένη από την παραγωγική οικονομία. Τα χρηματιστηριακά προϊόντα, που τείνουν να διέπουν την κίνηση της παραγωγής, υποκαθιστούν βαθμιαία την ίδια την παραγωγική οικονομία. Μια ολόκληρη χώρα, όπως η Ελλάδα, μέλος της ευρωζώνης, συγκαταλέγεται πλέον στην κατηγορία των χρηματοπιστωτικών παραγώγων. Γνωρίζουμε πως η ένταξη της Ελλάδας στο ενιαίο νόμισμα οφείλεται κατά κύριο λόγο στο χρηματοοικονομικό τέχνασμα που είχε ως αποτέλεσμα να παραποιηθούν οι πραγματικοί ισολογισμοί του Κράτους διαμέσου τραπεζικών συναλλαγών, εντελώς νόμιμων κατά τα άλλα, με την τράπεζα επενδύσεων Goldman Sachs, η οποία επωφελήθηκε εξίσου. Τη συνέχεια την ξέρουμε: μια τραπεζική πολιτική, στο πλαίσιο της οποίας οι ελληνικές τράπεζες μοίραζαν δάνεια αφειδώς, και που, σε συνδυασμό με δομικά ελλείμματα της οικονομίας, οδήγησε στην υπερχρέωση της χώρας. Το δημόσιο χρέος ανέρχεται αυτή τη στιγμή στο 153% του ΑΕΠ και ο δανεισμός των νοικοκυριών στο 50% του ΑΕΠ. Η κατάσταση αυτή είναι η μεγέθυνση της αρχικής συνθήκης: εν κατακλείδι, μια χώρα που δεν αποτελεί πια παρά ένα επικερδές χρηματοπιστωτικό παράγωγο. Ο ξεσηκωμός αυτών που υποβιβάστηκαν σε αντικείμενα χρηματικής επένδυσης εγγράφεται σ’ αυτή τη λογική ως η συνέπειά της. Ξεγελάστηκαν πραγματικά από την χρηματοοικονομική ευφορία, από το φαινόμενο της φούσκας χάριν του οποίου ο καθένας, ανάλογα με την κοινωνική του θέση, μπόρεσε να αντλήσει εφήμερα κέρδη. Η απογοήτευση είναι ανάλογη της αρχικής παρανόησης. Συνειδητοποιούν σήμερα πως πιάστηκαν κορόιδα. Προδομένοι και πουλημένοι στους ξένους από ανάξιους ηγέτες ορμώμενους από τη δίψα για εξουσία και την ύβρη της κομματικής διαμάχης, αναθεματίζουν με οργή. Το μοτίβο της λαϊκής διαμαρτυρίας δηλώνει εναργώς τη μοίρα εκείνων που υποβιβάστηκαν έτσι σε απλά στηρίγματα της κίνησης πραγματοποίησης της χρηματιστηριακής υπεραξίας, δηλαδή σε αντικείμενα υπέρ-απόλαυσης του Μολώχ της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής τάξης. Από εκεί πηγάζει το μένος της αντίθεσης στα μέτρα λιτότητας που επιβάλλει η τρόικα. Είναι αξιοσημείωτο, πράγματι, ότι η Ευρώπη και το νόμισμά της δεν αμφισβητούνται διόλου, τουλάχιστον προς το παρόν. Ανάμεσα στους Έλληνες, η προσήλωση στην Ευρώπη και το κοινό
This document is posted to help you gain knowledge. Please leave a comment to let me know what you think about it! Share it to your friends and learn new things together.
Transcript
ΤΟ ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟ ΣΤΗΝ ΚΡΙΣΗ
από τον Ρεζινάλντ Μπλανσέ
ΤΟ ΚΥΡΙΟ ΣΗΜΑΙΝΟΝ ΣΤΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ ΤΗΣ ΥΠΕΡ-
ΑΠΟΛΑΥΣΗΣ
Η άρνηση να είμαστε όλοι μαζί το αντικείμενο υπέρ-απόλαυσης του Άλλου
Η πολιτική κρίση που ξέσπασε στην Ελλάδα ως συνέπεια της πρωτοβουλίας του
Πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου να υποβάλει σε δημοψήφισμα την απόφαση
που λήφθηκε στις 27 Οκτωβρίου από τα ευρωπαϊκά όργανα και το ΔΝΤ, προκειμένου
η χώρα να αποφύγει την άμεση στάση πληρωμών, είναι ενδεικτική για δύο λόγους:
αναδεικνύει ένα πραγματικό και μαρτυρά μια υποκειμενική θέση ως προς το
κύριο-σημαίνον. Είναι πρώτα απ’ όλα η έκφραση του πραγματικού του χρηματοπιστωτικού
καπιταλισμού, που δύσκολα ελέγχεται, και που τρέφεται από την ίδια του την ουσία,
αυτονομημένη από την παραγωγική οικονομία. Τα χρηματιστηριακά προϊόντα, που
τείνουν να διέπουν την κίνηση της παραγωγής, υποκαθιστούν βαθμιαία την ίδια
την παραγωγική οικονομία. Μια ολόκληρη χώρα, όπως η Ελλάδα, μέλος της
ευρωζώνης, συγκαταλέγεται πλέον στην κατηγορία των χρηματοπιστωτικών
παραγώγων. Γνωρίζουμε πως η ένταξη της Ελλάδας στο ενιαίο νόμισμα οφείλεται
κατά κύριο λόγο στο χρηματοοικονομικό τέχνασμα που είχε ως αποτέλεσμα να
παραποιηθούν οι πραγματικοί ισολογισμοί του Κράτους διαμέσου τραπεζικών
συναλλαγών, εντελώς νόμιμων κατά τα άλλα, με την τράπεζα επενδύσεων Goldman
Sachs, η οποία επωφελήθηκε εξίσου. Τη συνέχεια την ξέρουμε: μια τραπεζική
πολιτική, στο πλαίσιο της οποίας οι ελληνικές τράπεζες μοίραζαν δάνεια αφειδώς, και
που, σε συνδυασμό με δομικά ελλείμματα της οικονομίας, οδήγησε στην υπερχρέωση
της χώρας. Το δημόσιο χρέος ανέρχεται αυτή τη στιγμή στο 153% του ΑΕΠ και ο
δανεισμός των νοικοκυριών στο 50% του ΑΕΠ. Η κατάσταση αυτή είναι η
μεγέθυνση της αρχικής συνθήκης: εν κατακλείδι, μια χώρα που δεν αποτελεί πια
παρά ένα επικερδές χρηματοπιστωτικό παράγωγο. Ο ξεσηκωμός αυτών που
υποβιβάστηκαν σε αντικείμενα χρηματικής επένδυσης εγγράφεται σ’ αυτή τη λογική
ως η συνέπειά της. Ξεγελάστηκαν πραγματικά από την χρηματοοικονομική ευφορία,
από το φαινόμενο της φούσκας χάριν του οποίου ο καθένας, ανάλογα με την
κοινωνική του θέση, μπόρεσε να αντλήσει εφήμερα κέρδη. Η απογοήτευση είναι
ανάλογη της αρχικής παρανόησης. Συνειδητοποιούν σήμερα πως πιάστηκαν κορόιδα.
Προδομένοι και πουλημένοι στους ξένους από ανάξιους ηγέτες ορμώμενους από τη
δίψα για εξουσία και την ύβρη της κομματικής διαμάχης, αναθεματίζουν με οργή.
Το μοτίβο της λαϊκής διαμαρτυρίας δηλώνει εναργώς τη μοίρα εκείνων που
υποβιβάστηκαν έτσι σε απλά στηρίγματα της κίνησης πραγματοποίησης της
χρηματιστηριακής υπεραξίας, δηλαδή σε αντικείμενα υπέρ-απόλαυσης του Μολώχ
της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής τάξης. Από εκεί πηγάζει το μένος της
αντίθεσης στα μέτρα λιτότητας που επιβάλλει η τρόικα. Είναι αξιοσημείωτο,
πράγματι, ότι η Ευρώπη και το νόμισμά της δεν αμφισβητούνται διόλου, τουλάχιστον
προς το παρόν. Ανάμεσα στους Έλληνες, η προσήλωση στην Ευρώπη και το κοινό
της νόμισμα υπερισχύει της τάσης απομάκρυνσης από αυτή. Παρομοίως, αυτό που
καταγγέλλεται δεν είναι η αναγκαιότητα μέτρων επανόρθωσης. Πολύ σημαντικές
θυσίες έχουν ήδη γίνει χωρίς να προκαλέσουν εντούτοις τα κύματα οργής που
βλέπουμε να εξαπλώνονται από ’δω και πέρα. Αυτό που καταγγέλλεται είναι ο
ακραίος και εν μέρει αδιέξοδος χαρακτήρας των μέτρων ― δεν παράγουν τα
προαναγγελθέντα αποτελέσματα, απαιτείται να ενισχύονται όλο και περισσότερο ―,
τα οποία επιφέρουν πλέον τη θυσία των ίδιων των ζωών, και όχι μόνο των αγαθών
και των περιουσιών. Η πολιτική ανυπακοή στοχεύει αφενός μια λιτότητα που έγινε
αφόρητη, και αφετέρου, με ξεκάθαρο τρόπο, την πτώση του βιοτικού επιπέδου που
μαστίζει ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Δεν αμφισβητεί την αναγκαιότητα μιας
προσπάθειας, την οποία όλοι πρέπει να υποστηρίξουν προκειμένου να βρεθεί λύση σε
ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα. Θέλει μόνο να απαλλαγεί από τον Πίθο των Δαναΐδων,
δηλαδή από τις θυσίες που απαιτεί μια οικονομική πολιτική σχεδιασμένη για να έχει
διάρκεια, χωρίς όμως να ξέρουμε που πραγματικά οδηγεί.
Το αίτημα της υπέρ-απόλαυσης, ο καθένας για τον εαυτό του
Η πολιτική ανυπακοή, όμως, είτε κρυφή είτε δηλωμένη, δεν είναι απλά συγκυριακή.
Οι ρίζες της βρίσκονται στην αιωνόβια κουλτούρα της ανομίας, που χαρακτηρίζει το
ελληνικό ήθος. Συνδέεται άρρηκτα μ’ ένα υποκειμενικό καθεστώς της σχέσης προς
τη νομιμότητα, σχέση η οποία βασίζεται στην αμφισβήτηση της αρχής του κύριου
σημαίνοντος ως τέτοιου, στην άρνηση της υποταγής στο νόμο του. Εδώ
αποκαλύπτεται η δεύτερη πτυχή της πολιτικής κρίσης. Είναι η κρίση του
υποκειμενικού καθεστώτος της σχέσης προς το κύριο σημαίνον, η οποία, εάν έμελλε
να κρατήσει περισσότερο, δε θα μπορούσε παρά να αποβεί μοιραία για την εθνική
ενότητα και την κοινωνική συνοχή, αν και δεν έχουν ακόμα πειστεί όλοι γι’ αυτό.
Ιδού το νόημα που πρέπει να δοθεί στη στασιαστική κίνηση του οργισμένου πλήθους,
που, την 28η Οκτωβρίου, υποχρέωσε τον επικεφαλής του Κράτους - ο οποίος είθισται
να προΐσταται του εορτασμού της εθνικής επετείου στη Θεσσαλονίκη -, να φύγει
ταπεινωμένος και να βάλει βιαστικά τέρμα στην παρέλαση μέσα σε μια ατμόσφαιρα
γενικευμένης σύγχυσης. Ίσως δεν έχουμε εκτιμήσει επαρκώς τις πραγματικές
διαστάσεις αυτού του γεγονότος. Ξεπεράστηκε κάποιο όριο ˙ δεν χωράει αμφιβολία
πως αποτελεί κακό οιωνό.
Είναι όμως γεγονός ότι το Κράτος, πρώτος καταφρονητής του δημοκρατικού θεσμού,
είναι το ίδιο υπαίτιο της αφερεγγυότητάς του. Διότι ο νόμος που ψηφίζεται δεν
εφαρμόζεται. Αντίθετα, παρακάμπτεται : ο καθένας θεωρεί πως έχει κάθε λόγο να
εξαιρείται απ’ αυτόν με τη συνενοχή ενός πελατειακού Κράτους του οποίου τα
στελέχη δε διστάζουν να εμπορεύονται τις αρμοδιότητές τους. Αποτέλεσμα αυτής της
στάσης είναι τα κοινά, δημόσια πράγματα να μη θεωρούνται πια παρά ως άρθρωση
ιδιωτικών συμφερόντων που ανταγωνίζονται μεταξύ τους. Κατά συνέπεια, η αρχή
ενός ανώτερου συμφέροντος που καλείται να υπερβεί τα εν λόγω συμφέροντα
παραμένει προβληματική. Ο χώρος αυτής της ανώτερης θεμελιακής νομιμοποίησης
δεν είναι εξασφαλισμένος. Είναι εξαιρετικά επισφαλής. Έτσι γίνεται συνεχώς και από
παντού λόγος – αποτελεί την επωδό των ημερών - για τη δράση «συμφερόντων» που
εξυπηρετούν την παραβατική απόλαυση μερικών, κάτω από το τραπέζι. Πολύ κουτός,
λοιπόν, όποιος εμπιστεύεται τη νομιμότητα. Το κύριο σημαίνον που ενσαρκώνεται
στο Κράτος και στα όργανά του δεν είναι αξιόπιστο.
Επίσης, η κοινωνική συναλλαγή φέρει το χαρακτηριστικό του «καθένας για την
πάρτη του», που επιτρέπει στον οποιονδήποτε να κάνει του κεφαλιού του. Δεν
αποτελεί μόνο το αποτέλεσμα της κυριαρχίας, στην κοινωνία των πολιτών, του
ατομικισμού και της νοοτροπίας της κλίκας, όπου ο καθένας διατηρεί το δικό του
δίκτυο σχέσεων. Πρόκειται, ακόμα πιο καίρια, για την εκδήλωση της άρνησης του
κανόνα ως τέτοιου. Ο κανόνας αντιμετωπίζεται αναπόφευκτα ως νόμος του Άλλου,
ως εκ τούτου αυθαίρετος. Η απάντηση έρχεται αβίαστα και προφέρεται σε όλους τους
τόνους στην παραμικρή ανάκληση στην τάξη: « Δε θα μου πεις εσύ τι πρέπει να
κάνω. ». Βρισιές εκστομίζονται με ευκολία και προσβολές δίνουν και παίρνουν,
έχοντας ως στόχο το είναι της απόλαυσης του άλλου, προκειμένου να τον
περιορίσουν σ’ αυτό. Ο καθένας τείνει να εξασφαλίσει για τον εαυτό του, εις βάρος
του άλλου, μια κάποια ανάκτηση απόλαυσης, από την οποία η ρυθμισμένη ευπρέπεια
θα απαιτούσε να παραιτηθούμε. Είναι ο νόμος των α-υποκείμενων, υποταγμένων
στο αντικείμενο υπέρ-απόλαυσης, από το οποίο, είναι αλήθεια, δεν παίρνουν
παρά μόνο ψίχουλα, κατά την έκφραση του Lacan.[1]
Το πρόβλημα, ωστόσο, παραμένει. Το ζήτημα είναι το γενικό καθεστώς του κύριου
σημαίνοντος στην πολιτεία. Ένα από τα βασικά διακυβεύματα της σημερινής κρίσης
έγκειται σ’ αυτό. Ηττημένο από μια αποδεσμευμένη υπέρ-απόλαυση, θα μπορέσει,
άραγε, το κύριο σημαίνον να καταστεί αρκετά αξιόπιστο ώστε να εξασφαλίσει τη
συγκατάθεση των πάντων και του καθενός ξεχωριστά στην αναγκαία υποταγή στον
πολιτικό και κοινωνικό δεσμό; Εάν συνεχίσει να αποτελεί στην πράξη το σημαίνον
της αδικίας που συνιστά σήμερα, θα καταλήξει να οδηγήσει στον παροξυσμό τους
«τις ολέθριες συνέπειες της υπεραξίας» που καταγγέλλει ο Lacan[2], δηλαδή στο
ξέσπασμα μέσα στο κοινωνικό σώμα μιας υπέρ-απόλαυσης που δε θα είναι καθόλου
πλαστή. Ο Μολώχ θα απαιτήσει αίμα. Θα εκδηλωθεί τότε την ίδια στιγμή το
απεχθές πρόσωπο της φαντασίωσης μιας ελευθερίας αποδεσμευμένης από κάθε
υποταγή σ’ ένα κοινό νόμο. Το άγχος που διαπερνά σήμερα την ελληνική κοινωνία,
σε όλες τις συνιστώσες και τις βαθμίδες της, μπροστά στην ανικανότητα ενός Κυρίου
σε απόγνωση ενώπιον των όλο και πιο απειλητικών φαινομένων κοινωνικής
αποσάθρωσης, θα μπορέσει άραγε να δώσει το έναυσμα, εάν όχι για τη
δημιουργία ενός νέου υποκειμένου του δημοκρατικού πολιτικού δεσμού,
τουλάχιστον των βημάτων που πρέπει να γίνουν προς μια λιγότερο ολέθρια
πολιτική υποκειμενικότητα; Σε κάθε περίπτωση, η ηθική της ψυχαναλυτικής
γνώσης δε δύναται να απαλλάξει τους θιασώτες της από την υποχρέωση ν’
αρθρώσουν πάνω σ’ αυτό το δικό τους λόγο.
[1]« L’envers de la psychanalyse », Le Séminaire, Livre XVII, Paris, εκδόσεις Le
Seuil, 1991, σελίδα 124.
[2] Στο ίδιο, σελ. 123.
Μετάφραση: Δημήτρης Αλεξάκης, Ελένη Μόλαρη
Το παρόν κείμενο δημοσιεύτηκε στα γαλλικά στο τεύχος 90 της ψηφιακής εφημερίδας
αξίες της ανέρχονται αυτή τη στιγμή σε εκατομμύρια ευρώ ˙ τις διαχειρίζεται
ένας αστερισμός από τέσσερις επενδυτικές υπεράκτιες εταιρείες με έδρα την
Κύπρο. Ο μοναχός βασίλευε ως απόλυτος κύριος σ’ αυτή τη μικρή
αυτοκρατορία, μέχρι τη μέρα εκείνη του 2007 όπου ξεκίνησαν οι
δικαστικές διαδικασίες οι οποίες κατέληξαν στην προφυλάκισή του, στις
25 Δεκεμβρίου του περασμένου έτους. Για τι κατηγορείται; Για ένα σύνολο
υπεξαιρέσεων, από ψευδείς βεβαιώσεις μέχρι διαφθορά ανώτερων δημοσίων
υπαλλήλων, με σκοπό την εξαπάτηση του Κράτους. Η απάτη φαίνεται να
ανέρχεται στο ύψος των εκατό, και πλέον, εκατομμυρίων ευρώ. Αν και η
υλικότητα των υπεξαιρέσεων φαίνεται επαρκώς τεκμηριωμένη ώστε να έχει
επιφέρει την κατηγορία και, στη συνέχεια, τη φυλάκιση του κατηγορουμένου,
έχοντας προηγουμένως προκαλέσει, το 2009, την πτώση της κυβέρνησης
Καραμανλή — της οποίας ορισμένοι υπουργοί κρίθηκαν, εάν όχι ένοχοι,
τουλάχιστον ύποπτοι για παράβαση καθήκοντος —, τα πραγματικά κίνητρα του
μοναχού, ο πραγματικός σκοπός της επιχείρησής του, παραμένουν
αδιευκρίνιστα. Οι λόγοι που επικαλέστηκε ο περί ου ο λόγος διαψεύσθηκαν από
τα γεγονότα. Οι δημοσιογράφοι θέτουν ερωτήσεις χωρίς να μπορούν να
καταλήξουν. Η κοινή γνώμη παρακολουθεί σαστισμένη τα μπλεξίματα του
κληρικού με τη δικαιοσύνη. Το σκάνδαλο λαμβάνει ακόμα πιο εξωφρενικές
διαστάσεις από το γεγονός ότι οι αναμεμιγμένοι στην υπόθεση πολιτικοί
αξιωματούχοι επωφελήθηκαν ήδη από την εσπευσμένη ψήφιση μιας
νομοθετικής διάταξης στα μέτρα τους για την παραγραφή των αδικημάτων. Στο
εδώλιο του κατηγορουμένου απομένουν λοιπόν ο Εφραίμ και ο ακόλουθός του,
ο μοναχός Αρσένιος.
Λίγες είναι οι πληροφορίες που διαθέτουμε για τον πρώτο. Γνωρίζουμε
πως ο Βασίλειος Κουτσού κατάγεται από την Κύπρο. Σε ηλικία 18 ετών, το 1974,
αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα πάτρια εδάφη στα οποία είχαν εισβάλει οι
τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις που προσάρτησαν το βόρειο τμήμα του
νησιού. Ο νέος άνδρας έχασε τότε, μαζί με την οικογενειακή του περιουσία, τον
πατέρα του, που κηρύχτηκε αγνοούμενος και έχασε πιθανόν τη ζωή του κατά τις
συγκρούσεις με τις δυνάμεις κατοχής. Φοίτησε στη Θεολογική Σχολή του
Πανεπιστημίου Αθηνών. Επέστρεψε στην Κύπρο όπου γνωρίστηκε με τον Ιωσήφ
τον Βατοπεδινό, μοναχό του Άθωνα, που τον πήρε υπό την προστασία του και
που έγινε ο πνευματικός του καθοδηγητής, πριν τον εισαγάγει στην αγιορείτικη
κοινότητα. Ο γέροντας Ιωσήφ, με το ρωμαλέο λόγο του, αναλυόταν σε
προφητείες για την ανάκαμψη του Βυζαντίου και σε κατάρες για τους Εβραίους,
των οποίων το σχέδιο, κατά τα λεγόμενά του, ήταν η εξάλειψη του
χριστιανισμού από προσώπου Γης. Όταν ο μαθητής του, ο Εφραίμ, χρίσθηκε
ηγούμενος της μοναστικής κοινότητας όπου είχε διοριστεί, αφοσιώθηκε
ψυχή τε και σώματι σ’ ένα μοναδικό σκοπό: την ανάκτηση των εκτάσεων
που υποτίθεται ότι ανήκαν παλαιότερα στο κτήμα της Μονής και τις
οποίες είχε απαλλοτριώσει το ελληνικό Κράτος. Επικαλέστηκε, για να
θεμελιώσει τους τίτλους κυριότητας του μοναστηριού, τα χρυσόβουλα που είχαν
θεσπιστεί από το Βυζάντιο. Ισχυριζόταν πως, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο,
ήταν σε θέση ν’ αποκαταστήσει το Βυζάντιο και να μετατρέψει το Άγιον Όρος σε
Βατικανό της Ορθοδοξίας. Προφανώς, δεν πρέπει να αποδώσουμε σ’ αυτές τις
δηλώσεις προθέσεως παρά μόνο ρητορική αξία. Τα σχέδια που διατυμπάνιζε
κατά τη δεκαετία του ’90 δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ. Ομοίως και η ίδρυση
κάποιου βυζαντινού χωριού, η δημιουργία υποτιθέμενων κέντρων πνευματικής
και θεολογικής εκπαίδευσης, ή, ακόμα, ένα πολύ περίεργο οικολογικό
τουριστικό θέρετρο — σχέδιο που άνθισε μετά από την επίσκεψη στην αθωνική
πολιτεία του πρίγκιπα Καρόλου, ο οποίος είχε ενθουσιαστεί με την ιδέα.
Ευσεβείς πόθοι, των οποίων πάντα γινόταν μνεία και που ποτέ δεν
πραγματοποιήθηκαν. Αντιθέτως, η ανάκτηση της κτηματικής περιουσίας του
μοναστηριού υπήρξε ο πραγματικός πυρήνας κάθε ενέργειας του ηγουμένου. Με
τη βοήθεια του μοναχού Αρσένιου, μιας πολυσχιδούς προσωπικότητα, πρώην
μέλους της κομμουνιστικής νεολαίας, που φόρεσε τα ράσα στα 21 του και που
έμελλε να γίνει το δεξί του χέρι, ο μοναχός Εφραίμ επιδόθηκε μεθοδικά σε
συναλλαγές με το Κράτος, των οποίων το δόλιο χαρακτήρα δεν μπορεί να
αγνοούσε. Η εκτίμηση των δικαστών του Εφετείου για όλ’ αυτά είναι σαφής. Οι
ανταλλαγές είχαν ως αποτέλεσμα τον υπέρμετρο πλουτισμό του Βατοπεδίου,
πλουτισμό ασύμβατο με τον ασκητικό χαρακτήρα της μοναστικής ζωής. Το ότι
έγιναν παρεκτροπές και παρεκκλίσεις φαίνεται πλέον βέβαιο. Αλλά ποια ήταν
άραγε τα κίνητρα του μοναχού; Η κατοχή κτηματικών αγαθών; H άσκηση
μιας οικονομικής εξουσίας και η επιρροή που εξασφαλίζει αυτή, η φήμη, η δόξα,
ακόμη και η φιλοκέρδεια; Τέτοια ήταν όντως τα αίτια αυτής της τόσο σκοτεινής
επιχείρησης; Ή μήπως βρισκόμαστε εν τέλει μπροστά σ’ ένα όνειρο του οποίου η
ενεργός πλοκή, η ζωντανή ύφανση διαμορφωνόταν παράλληλα με την ίδια τη
δράση που το πραγματοποιούσε;
Θα μπορούσαμε να πούμε πως η δράση αυτή είχε ένα διττό χαρακτήρα.
Στηριζόμενη ακράδαντα στην έννοια του ιερού, εντασσόταν ταυτόχρονα
στις σφαίρες της οικονομικής και πολιτικής διαχείρισης. Σ’ αυτούς τους
δυο τομείς, η Τίμια Ζώνη δημιούργησε την περιουσία του Εφραίμ. Υπήρξε
το όργανο της εξουσίας του, και αποδείχθηκε εξαιρετικά γόνιμη. Ο
μοναχός βρήκε σ’ αυτήν τη μαγική ράβδο της ακτινοβολίας του. Το μαρτυρά η
κοσμοσυρροή που συνόδευσε το ταξίδι του κειμηλίου (γεγονός εξαιρετικά
σπάνιο στα χρονικά) ανά τη Ρωσία, τον Οκτώβριο και το Νοέμβριο του 2011.
Πάνω από 3,5 εκατομμύρια προσκυνητές — πιο πολλοί κι απ’ ό,τι στη σωρό του
Στάλιν, « τον Πατερούλη των Λαών » — ήρθαν να λατρέψουν το Άγιο
αντικείμενοστη Μόσχα και στη ρωσική επαρχία. Χρειαζόταν να πιάσει κανείς
θέση σε μια ουρά οχτώ χιλιομέτρων, μερικές φορές σε θερμοκρασίες μείον πέντε
βαθμών Κελσίου, για να φθάσει στο κειμήλιο και να προσευχηθεί στην Παναγία,
με την ελπίδα ότι θα αποκαθιστούσε μια προβληματική γονιμότητα ή μια
κλονισμένη υγεία. Και, στο τέλος, η επίσημη υποδοχή του μοναχού Εφραίμ από
τον Πούτιν ˙ έναν Πούτιν πολύ επιτήδειο για να επαναλάβει την παλιά
αδεξιότητα του Στάλιν, ο οποίος, το 1935, χλεύαζε την ασήμαντη συνεισφορά του
Βατικανού στην αντί-χιτλερική συμμαχία λόγω της στρατιωτικής του
μηδαμινότητας. Ο πατήρ Εφραίμ, τουναντίον, δέχθηκε όλες τις τιμές που
αρμόζουν σε αρχηγό κράτους. Εξουσία του ήταν το κειμήλιο που είχε τη
δύναμη να κινητοποιεί τις μάζες. Ήταν ο επίσημος κάτοχός του. Από το 1995,
η θαυματουργή αυτή δύναμη τού άνοιξε τις πόρτες των πολιτικών απ’ όλο
σχεδόν το πολιτικό φάσμα. Αφού κλήθηκε στο προσκέφαλο ενός άρρωστου
και ετοιμοθάνατου Ανδρέα Παπανδρέου, το κειμήλιο ταξίδεψε από σπίτια
υπουργών σε βίλες επιχειρηματιών και εφοπλιστών. Ο μοναχός έγινε ο
πνευματικός επιφανών πολιτικών. Φιλοξενούσε στο Άγιον Όρος διάφορους
αστέρες και προσωπικότητες και τους υποδεχόταν με τη μεγαλύτερη
γενναιοδωρία. Ο πρίγκιπας Κάρολος, οι πρωθυπουργοί Πούτιν και Καραμανλής
συγκαταλέχτηκαν ανάμεσα στους τόσους φίλους της Μονής Βατοπεδίου. Ο
άνθρωπός μας, που ασκεί προφανώς μια ισχυρή προσωπική γοητεία στους
συνομιλητές του, βρήκε, στις σχέσεις που διατηρούσε με υψηλά ιστάμενους και
ανθρώπους περιωπής, τα μέσα της εξουσίας του.
Από εκεί γεννήθηκαν οι «ιερές ανταλλαγές». Όπως δηλώνει ο
αρχιμανδρίτης μιλώντας για τις σχέσεις του με τους κάθε λογής υψηλά
ιστάμενους: «Αντλούν ένα πνευματικό όφελος από τη βοήθεια που τους
προσφέρουμε με τη χάρη του Θεού, και εκείνοι σε αντάλλαγμα μάς παρέχουν τη
βοήθειά τους.» Οι σκοποί αυτοί υπήρξαν αυστηρά ωφελιμιστικοί και εμπορικοί.
Πρόκειται κυριολεκτικά για συμβόλαια που καθόρισαν τους όρους μιας
ανταλλαγής. Η ανταλλαγή αυτή ήταν δόλια. Μια ομήγυρη καθωσπρέπει
ανθρώπων μάδησαν σαν κοτόπουλα το Κράτος και το δημόσιο τομέα. Όπως
δήλωσε ο Εφραίμ ενώπιον της ανακρίτριας: «Δε ζημίωσα κανέναν.» Πράγματι,
το Κράτος δεν είναι κάποιος συγκεκριμένος. Δεν αποτελεί παρά μια ηθική
οντότητα, έτσι δεν είναι; Κέρδισε επομένως από το Κράτος — διαμέσου της
πνευματικής επιρροής που ασκούσε σε πολλούς από τους λειτουργούς του, και
της υλικής διαφθοράς των υπολοίπων — την ανάκτηση κτημάτων επί των
οποίων η δικαιοδοσία του δεν ήταν, αν μη τι άλλο, αποδεδειγμένη. Στη συνέχεια,
επέστρεψε τις εκτάσεις αυτές στο Κράτος με αντάλλαγμα δημόσια ακίνητα, των
οποίων η αξία ήταν πολύ ανώτερη απ’ αυτή των εκτάσεων που είχαν
παραχωρηθεί. Τα κτίρια αυτά πουλήθηκαν αμέσως και οι υπεράκτιες εταιρίες
του ηγούμενου εισέπραξαν το ποσό. Μ’ αυτόν τον τρόπο, η πώληση των κτιρίων
του ολυμπιακού χωριού που αποκτήθηκαν με δόλιους χειρισμούς επέφεραν
τουλάχιστον 41 εκατομμύρια ευρώ. Κινήσεις κεφαλαίων ύψους πολλών δεκάδων
εκατομμυρίων ευρώ καταγράφονται στο ενεργητικό αυτών των επενδυτικών
εταιριών. Το κειμήλιο ολοκλήρωνε έτσι τον κύκλο της μεταμόρφωσής του. Από
άγιο αντικείμενο, λατρεμένο από τα πλήθη, ικανό να εμπνέει το σεβασμό των
ισχυρών, να εξασφαλίζει τη βοήθεια ή και να προκαλεί τη διαφθορά τους, η
ζώνη της Παναγίας μεταμορφώθηκε σταδιακά σ’ εκείνα τα αγοραία αντικείμενα
που αποτελούν οι τίτλοι κυριότητας και τα τραπεζικά κεφάλαια. Τέτοια ήταν η
φύση των λεγόμενων «ιερών ανταλλαγών», και η αλχημεία τους. Η αβρότητα
των όρων δεν μπορεί να καμουφλάρει για πολύ την τραχύτητα των μεθόδων.
Το ερώτημα, όμως, παραμένει. Γιατί τόσα συσσωρευμένα κεφάλαια, και
με τόσο παρακινδυνευμένους όρους; Ποιος ο προορισμός τους; Τι σκοπούς
υπηρετούν; Κανείς δεν είναι σε θέση να το πει. Δεν φαίνεται να υπηρετούν την
ιδιωτική κατανάλωση των πρωταγωνιστών. Μήπως χρηματοδοτούν πολιτικά
κόμματα; Στην Κύπρο; Για ποιο σκοπό; Μήπως καλύπτουν δολοπλοκίες που
συνδέονται πιο συγκεκριμένα με τη μαφία; Προφανώς, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν
μπορεί να αποκλειστεί. Αλλά και τίποτα δεν μπορεί ξεκάθαρα να επιβεβαιωθεί.
Το μυστικό, εάν υπάρχει, είναι καλά φυλαγμένο. Το μόνο σίγουρο είναι η ίδια η
διαδικασία των λεγόμενων «ιερών ανταλλαγών». Η υλικότητά τους έχει
επαρκώς αποδειχθεί. Ως εκ τούτου, και χωρίς να προχωρήσουμε σε περαιτέρω
εικασίες, οι «ιερές ανταλλαγές» θα μπορούσαν να έχουν ως σκοπό τον ίδιο τους
τον εαυτό. Με τον ίδιο τρόπο που το κεφάλαιο έχει μονάχα ως σκοπό τον
εαυτό του, δηλαδή τη διευρυμένη αναπαραγωγή του μέσω της
συσσώρευσης της υπεραξίας, ίσως να μην χρειάζεται να αναζητήσουμε το
αίτιο της ιερής ανταλλαγής σ’ ένα αντικείμενο ετερογενές ως προς τη
διαδικασία της. Η λογική της ιερής ανταλλαγής θα έγκειτο λοιπόν στον εαυτό
της, και, ως εκ τούτου, θα φώτιζε το ίδιο της το μυστήριο. Όλα γίνονται,
πράγματι, ως εάν η επανάκτηση μιας χαμένης κληρονομιάς να είχε γίνει η
κεντρική εμμονή του Βασιλείου Κουτσού, αφού έγινε ηγούμενος της
Μονής Βατοπεδίου. Το είπαμε, η τουρκική κατοχή τού στοίχισε την απώλεια
συνάμα του πατέρα του, της πατρίδας του και της οικογενειακής του περιουσίας.
Ξέρουμε επίσης ότι αντιτάχθηκε σθεναρά σε κάθε διαπραγμάτευση που θα
έκανε υποχωρήσεις στο θέμα της ανάκτησης εδαφών κατασχεμένων από την
τουρκική δύναμη κατοχής. Οι θέσεις που εξέφρασε είναι τόσο ριζοσπαστικές
που ο DeSoto, διαμεσολαβητής του ΟΗΕ για το κυπριακό ζήτημα, δεν μπόρεσε
να συγκρατήσει μια κραυγή απελπισίας: «Εάν όλοι οι Κύπριοι σκέφτονται όπως
αυτός, το κυπριακό ζήτημα δε θα λυθεί ποτέ!» Το σημάδι της απώλειας είναι
επίσης εγγεγραμμένο στο θρησκευτικό του όνομα. Ο Εφραίμ ήταν ο
οσιομάρτυρας, ορφανός από πατέρα, που κρύφτηκε για να μην απαχθεί από
τους Τούρκους, και του οποίου το μοναστήρι λεηλάτησαν, πριν ο ίδιος υποκύψει
στα βασανιστήρια στα οποία τον υπέβαλαν.
Όσον αφορά όμως την ανάκτηση των εκτάσεων που ανήκαν
υποτίθεται στο μοναστικό κτήμα, το θέμα δεν ήταν απλά και μόνο η
επανόρθωση ορισμένων δικαιωμάτων. Δεν επρόκειτο για μια μετωνυμική
ανάκτηση του αντικειμένου που χάθηκε στην κατεχόμενη πατρίδα.
Επρόκειτο, πολύ περισσότερο, για την οικειοποίηση μιας υπεραξίας που
αποσπάστηκε, με τον πιο πραγματικό τρόπο, από το Κράτος. Το
αντικείμενο που ανακτήθηκε δεν ήταν το αντικείμενο απόλαυσης, το χρηστικό
αντικείμενο. Ήταν πολύ περισσότερο το αντικείμενο υπέρ-απόλαυσης που
αποσπάστηκε εμπράκτως από τον Άλλον. Πρέπει άραγε να
αναγνωρίσουμε εκεί τον απώτερο σκοπό του θαύματος που εκτελεί το
κειμήλιο της Αγίας Ζώνης; Η δύναμή του, το ξέρουμε, είναι εκείνη της
γένεσης. Μήπως η εξουσία αυτή και η άσκησή της συνιστούν την κρυφή
απόλαυση αυτού του άγιου προσώπου; Από τη μια, θα ήταν ο μάρτυρας, και
ενδεχομένως ο σκηνοθέτης της ιεροφάνειας του αγίου Φαλλού και της
απόλαυσης της γονιμοποιητικής του δύναμης. Από την άλλη, θα
επιδιδόταν στο αβγάτισμα, πέρα από την ίδια, της απόλαυσης του αγίου
αντικειμένου, μεταμορφωμένου σε αγοραίο αντικείμενο αφημένο στη
λογική της αναπαραγωγής του ως κεφάλαιο. Διότι το κεφάλαιο αυτό
παρουσιάζει μια ιδιαιτερότητα: αναδύεται από το μηδέν. Δημιουργείται
από το τίποτα, δηλαδή από ένα προσποιητό εις το τετράγωνο, το ψεύτικο
προσποιητό που καθορίζει η απάτη. Βρίσκεται έτσι προικισμένο, όπως και το
κειμήλιο, με μια δύναμη δημιουργίας. Αυτός ο ευνούχος χωρίς απογόνους,
αφοσιωμένος στην υπηρεσία της «Ζώνης της Παναγίας», βρίσκει ίσως στην
άσκηση μιας εκ του μηδενός δημιουργίας την κρυφή του απόλαυση. Μια
απόλαυση η οποία έγκειται στη μεταφορά έκστασης που εκτελεί in vivo η
μετουσίωση του ιερού αντικειμένου σε αντικείμενο α του οποίου γίνεται ο
υπαίτιος.
Πέραν των αισχροτήτων του καθενός, που υποδηλώνουν τον τρόπο
απόλαυσής του, η Μονή του Βατοπεδίου αποτελεί σκάνδαλο από μια ακόμη
οπτική γωνία. Δε φέρει μονάχα το σημάδι της απόλαυσης ενός ανθρώπου
αντιμέτωπου με τα γραμμένα της μοίρας. Μπορεί επίσης να φέρει το στίγμα της
απάτης ενός λόγου.Η εξαίρεση που διεκδικεί ο μοναχός Εφραίμ όταν
αποσπά, κατά παράβαση του ανθρώπινου νόμου, μια υπεραξία στο όνομα
του κοινωνικού θρησκευτικού δεσμού του οποίου γίνεται μεσολαβητής,
δεν είναι άραγε της ίδιας φύσης με το καθεστώς εξαίρεσης μιας Εκκλησίας
κατόχου μιας πολύ μεγάλης κτηματικής περιουσίας και που, ωστόσο,
παραμένει σήμερα, με ανεξήγητο τρόπο, απαλλαγμένη από τη φορολογία;
Σ’ αυτούς τους καιρούς κρίσης, δεν έχει για την ώρα εκδηλώσει καμία πρόθεση
να συνεισφέρει σοβαρά στην κοινή και σκληρή προσπάθεια που απαιτείται απ’
όλους, παρά μόνο προβαίνοντας σε σπασμωδικές χειρονομίες αλληλεγγύης,
καταδικασμένες να παραμείνουν ασήμαντες, εάν τις συγκρίνουμε με τα
κολοσσιαία διακυβεύματα. Αντιθέτως, δεν άργησε να εκφράσει την αλληλεγγύη
της προς τον εγκληματία αρχιμανδρίτη όταν αυτός προφυλακίστηκε. Δεν είχε
άραγε κάτι καλύτερο να κάνει σ’ αυτή τη συγκυρία; Οι εξουσίες της
θρησκευτικής ηγεσίας, της κάστας των αξιωματούχων της, αποτελούν
πραγματικά σύμπτωμα, όπως κι αυτό που τις καθιστά δυνατές — η
απόγνωση των πολλών, που εναποθέτουν τις ελπίδες τους στην
αναζήτηση του θείου. Θα αντιμετωπίσουμε λοιπόν τη θρησκεία, όπως
υποστήριζε ο Μαρξ, ως «το λόγο τιμής ενός άτιμου κόσμου»; Δεν είναι
σίγουρο. Σε κάθε περίπτωση, όμως — η τωρινή συγκυρία το μαρτυρά και πάλι
— η μετουσίωση του αγίου αντικειμένου της ιεροφάνειας σε αντικείμενο
αχρειότητας αποτελεί στους κόλπους της πάγια πρακτική. Και αυτό σύμφωνα με
τη συστατική αμφισημία του ιερού. Όπως η όστια — η θεία μετάληψη των
Καθολικών — στη θήκη της, ο Εφραίμ στο κελί του, κελί της φυλακής, κελί του
μοναστηριού, θα μπορούσε να αποτελεί την ζωντανή της αλληγορία.
Μετάφραση από τα γαλλικά: Κατερίνα Ντελή
Επιμέλεια: Δημήτρης Αλεξάκης
Φωτεινή Μπάνου
Ελένη Μόλαρη
[*] « L’objet saint et son pouvoir de transsubstantiation », Chronique « L’inconscient dans la crise », Lacan Quotidien www.lacanquotidien.fr , n°137, Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012.
Είναι το δόγμα σύμφωνα με το οποίο «η πρόσβαση στην πίστωση σημαίνει
ελευθερία» και το οποίο έχει επικρατήσει. Πρόκειται για ένα δόγμα που επιδιώκει να
εξαλείψει την ανισότητα στο όνομα της ανάγκης και, ακόμα περισσότερο, να
εξαλείψει την ενοχή που προκύπτει από τη θεμελιώδη αδικία η οποία συνδέεται με
την ανθρώπινη κατάσταση. Αυτή η διάσταση της ισονομίας είναι ένα ιδιαίτερα
ευαίσθητο σημείο της αμερικάνικης κουλτούρας. Βρίσκουμε ίχνη αυτού στην
πολιτική φιλοσοφία του John Rawls που διαπερνά το σύνολο της κοινωνίας.
Στο τέλος του βιβλίου «Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας», ο Φρόυντ επικαλείται το
αίσθημα της ασυνείδητης ενοχής ως αδιαμφισβήτητα συνδεδεμένης με την
εξέλιξη των κοινωνικών δεσμών: «Επειδή ο πολιτισμός υπακούει σε ένα εσωτερικό
ερωτικό κίνητρο, που υπαγορεύει στους ανθρώπους να ενώνονται σε μια στενά
συνδεδεμένη μάζα, μπορεί να πετύχει αυτόν τον σκοπό μόνο με μια διαρκή ενίσχυση του
αισθήματος ενοχής. Αυτό που άρχισε σε σχέση με τον πατέρα, ολοκληρώνεται σε σχέση
με την μάζα»[4].
Με την πρόθεση άρνησης αυτής της ενοχής δημιουργούμε καταστροφές. Δεν
είναι όλα τα προσποιητά [semblants] ίσα. Οι κληρονόμοι των «χαμηλής εξασφάλισης
δανείων» του χτες, των οικονομικών προϊόντων που απερίσκεπτα διατίθενται στην
αγορά από οικονομικούς υπερανθρώπους, θα μπορούσαν εύκολα να γίνουν οι
υπάνθρωποι του αύριο, θύματα αυτού που οι Αμερικανοί αποκαλούν «κατάσχεση εξ’
υποθήκης», που θα πει, κατάσχεση και πώληση του εμβλήματος του αμερικανικού
ονείρου: της οικογενειακής οικίας.
Ο ψυχαναλυτικός λόγος μάχεται ενάντια στην μαζικοποίηση, μάχεται ενάντια
στο όνειρο που διακινούν τα προϊόντα κατανάλωσης όσο εξελιγμένα κι αν είναι.
Πέρα από τα «γλωσσικά στοιχεία», μας προειδοποιεί ότι έχουμε να
αντιμετωπίσουμε το αδύνατο δηλαδή το πραγματικό. Οι αναδιαμορφώσεις του
συμβολικού είναι πανταχού παρούσες στην εποχή μας. Η οικονομία δεν ξεφεύγει
από αυτό. Υπό αυτή την έννοια φανερώνεται η φύση της ως προσποιητού, ως
ρυθμιστικής μυθοπλασίας που πρέπει να δέσει το συμβολικό και το φαντασιακό
για να παράγει πραγματικά αποτελέσματα.
Μετάφραση από τα αγγλικά: Γιάννης Δημητράκος & Στέλλα Νούτσου
Επιμέλεια με βάση το γαλλικό κείμενο: Ελένη Κουκούλη
[1] Soros, G., “The Euro and the Crisis”, in New York Review of Books. Αύγουστος, 2010. [2] Das, S., “Traders Guns and Money: Knowns and unknowns in the dazzling world of
derivatives”, Prentice Hall, 2010. [3] Miller, J.-A., « Les prophéties de Lacan », στο Le Point, 8 Αυγούστου 2011. [4] Φρόιντ, Σ., Ο πολιτισμός πηγής δυστυχίας, εκδόσεις Επίκουρος, Αθήνα, 2005, σ. 104.