Επιμέλεια εξωφύλλου Μάρω Βαμβουνάκη
Φωτοσύνθεση-Offset Δ. Τουμαζάτος και ΣΙΑ Ο.Ε.
Σόλωνος 69, Αθήνα, Τηλ. 3613112
Εκδόσεις-Βιβλιοπωλείο ΣΤΡΑΤΗΣ Γ. ΦΙΛΙΠΠΟΤΗΣ Σόλωνος 69 και Ασκληπιού
Αθήνα 106 79, Τηλ. 3629642-3641488
© Copyright: Μάρω Βαμβουνάκη, Αθήνα
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
Μυθιστόρημα
30η ΕΚΔΟΣΗ
ΑΘΗΝΑ 2001
ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ
Ο Αρχάγγελος του καφενείου, Διηγήματα, 1 η έκδοση, εκδ. «Πύρινος κόσμος» 1978, εξαντλήθηκε.
Ο Κύκνος κι αυτός, Μυθιστόρημα, 1η έκδοση, εκδ. «Οδυσσέας» 1979, 9η έκδοση, εκδ. ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ, 1996.
Τό Χρονικό μιας μοιχείας, Μυθιστόρημα, 1η έκδοση εκδ. «Δόμος» 1981, 23η έκδοση 1998.
Αυτή η σκάλα δεν κατεβαίνει, Διηγήματα, 1 η έκδοση, εκδ. «Δόμος» 1982, 10η έκδοση 1996.
Ντούλια, Μυθιστόρημα, 1η έκδοση, εκδ. «Δόμος» 1984,10η έκδοση 1996.
Χρόνια πολλά γλυκιά μου, Μυθιστόρημα, 1 η έκδοση, εκδ. ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ 1985, 12η έκδοση 1999.
Ο αντίπαλος εραστής, Μυθιστόρημα, 1η έκδοση, εκδ. ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ 1986, 20η έκδοση 1998.
Η μοναξιά είναι από χώμα, Μυθιστόρημα, 1 η έκδοση, εκδ. ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ 1987, 25η έκδοση 2000.
Ιστορίες με καλό τέλος, Διηγήματα, 1η έκδοση, εκδ. ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ 1988, 12η έκδοση 2000.
Οι παλιές αγάπες πάνε στον Παράδεισο, Μυθιστόρημα, 1 η έκδοση, εκδ. ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ 1990, 30η έκδοση 2001.
Τα κλειστά μάτια, Αφήγημα, 1η έκδοση, εκδ. ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ 1990, 7η έκδοση 1998.
Τανγκό μες στον καθρέφτη, Μυθιστόρημα, 1 η έκδοση, εκδ. ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ 1992, 14η έκδοση 1998.
Το δωμάτιο που ταξιδεύει, Παιδικό, 1η έκδοση, εκδ. ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ 1992, 2η έκδοση 1996.
Λουλούδι της κανέλλας, Ταξιδιωτικό, 1η έκδοση, εκδ. ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ 1993, 5η έκδοση 1998.
Θεατρικά 1, Θέατρο, εκδ. ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ 1994. Θεατρικά 2, Θέατρο, εκδ. ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ 1994. Με βελούδινα βήματα ο χρόνος, Μυθιστόρημα, 1 η έκδοση, εκδ. ΦΙ
ΛΙΠΠΟΤΗ 1995, 6η έκδοση 1999. Τα ραντεβού με τη Σιμόνη, Μυθιστόρημα, 1 η έκδοση, εκδ. ΦΙΛΙΠΠΟ
ΤΗ 1996, 9η έκδοση 1999. Ο πιανίστας και ο θάνατος, Μυθιστόρημα, 1 η έκδοση (με το ψευ
δώνυμο Βίργκω Βολάνη), εκδ. «Δόμος» 1993, 7η έκδοση 1998. Η κραταιά αγάπη, Μυθιστόρημα, 1η έκδοση, εκδ. ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ 1998,
10η έκδοση 2001. Τηλεφωνήματα και ενοχές, Μυθιστόρημα, 1η έκδοση, εκδ. ΦΙΛΙΠ
ΠΟΤΗ 1999, 6η έκδοση 1999. Το τραγούδι της μάσκας, Μυθιστόρημα,Ί η έκδοση, εκδ. ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ
2000, 5η έκδοση 2000.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Πρόλογος πάνω στη νοσταλγία της Ελβίρας 9 Ο άνθρωπος τη χρειάζεται την εξομολόγηση 12 Απ'όλους τους καθρέφτες μου, εσύ 19 Πρόβες για τον ματωμένο γάμο 24 Μπέλλα Τσάο 34 Φλοίσβος, φλέβα, φλάουτο, φλογέρα, Φοίβη 40 Η υπομονή της Μέλας 49 Ζει κανείς χωρίς επιθυμίες; 55 «Σα μεθυσμένος σε νυχτερινή χορωδία» 60 Κάστανα με πικρή σοκολάτα 74 Το παρελθόν δεν τελειώνει λοιπόν 83 Βιόλα ντ' αμόρε 89 Ποιον να πρωτολυπηθείς, τον άλλον ή τον εαυτό σου; 96 Με κοντά μαλλιά, στον άνεμο 102 Η πατρίδα είναι σκληρή σαν την αγάπη 116 Γράμματα στη Μέλα και στη Φοίβη 121 Το κέρινο πρόσωπο του χωρισμού 131 Αύριο! 139 Οι παλιές αγάπες πάνε στον Παράδεισο 148 Οι ατυχίες πάνε πολλές μαζί 166 Τα μαύρα άλογα της επιστροφής 174 Τέλος του καλοκαιριού 180 Η ελπίδα είναι τρέλα 186
Πρόλογος πάνω στη νοσταλγία της Ελβίρας
Πάντοτε, μου έκανε κατάπληξη η απορία που εκ-φράζουνε αρκετοί άνθρωποι, «Τι σ' ενδιαφέρει τι γίνεται μετά το θάνατο; Η ζωή μας εδώ έχει σημασία». Δεν καταλάβαινα πώς δεν καταλαβαίνανε ότι ακριβώς για τη σημασία της ζωής εδώ, της γήινης ζωής, η μεταθανάτια μοίρα μας είναι η λυδία λίθος. Αν όλα σβήνουν και χάνονται μέσα στον τάφο, τότε και η αξία της κάθε επιλογής μας, της κάθε μας κίνησης, της ηθικής μας τελο-σπάντων, αλλάζει ολοκληρωτικά. Ποιος μπορεί να απαιτήσει απ' τον άνθρωπο να είναι δίκαιος όταν η ίδια η φύση του τού φέρεται τόσο άσπλαχνα εκμηδενίζοντας τον. Και η άποψη πως, παρά τη ματαιότητα της ζωής μας, της εγκατάλειψης μας στο τυχαίο, της γελοιοποίησης μας, εμείς πρέπει σθεναρά να αντιστεκόμαστε ενεργώντας δίκαια και αξιοπρεπώς ως αιώνιοι, μου φαίνεται μια ανυπόφορα σκληρή αξίωση.
Όλα, μα όλα, στο μυαλό μας, στα αισθήματα μας, στο κάθε έργο μας, προσανατολίζονται ανάλογα μ' αυτή την πίστη ή την απιστία. Και στα μυθιστορήματα χω-ρίς άλλο. Ασυνείδητα ίσως αλλά πάντως αναγκαστικά, σε κάθε μυθιστόρημα, ελλοχεύει η πεποίθηση του συγγραφέα: Οι αγωνίες και τα πάθη των ηρώων μου κάπως, κάποτε, θα δικαιωθούν ή δεν θα δικαιωθούν ή δεν ξέρω αν θα δικαιωθούν.
Έτσι κι εδώ, η δικιά μου Ελβίρα παιδεύεται γιατί πα-
10 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
ρά τα δώρα της ζωής της, δεν καταφέρνει να είναι ικανοποιημένη. Νιώθει ενοχές για τις απαιτήσεις της και δεν ξεχωρίζει αν το ανικανοποίητο είναι από εγωιστική απληστία ή οδηγός σοφός προς την ουσιαστική ζωή. Το ανικανοποίητο αίσθημα της προσπαθεί να βγει απ' το χάος του ψάχνοντας να βρει συγκεκριμένα παράπονα. Την κατακυριεύει μια ακατανίκητη κρίση νοσταλγίας κι η νοσταλγία λειτουργεί σαν πυξίδα που δείχνει προς το παρελθόν.
Η νοσταλγία είναι ένα συναίσθημα άκρως διφορούμενο. Περιέχει έντονο αυτό που ο Ιωάννης της Κλίμακος αποκαλεί «χαρμολύπη». Πονάει κι ευχαριστεί, πληγώνει και ηδονίζει και, κυρίως, δεν είναι εύκολο ν' αντιληφθούμε και να περιγράψουμε τον τελικό στόχο της.
Κίνηση της ψυχής προς τα πίσω με τέρμα την αφετηρία.
Όμως γιατί η Ελβίρα δεν ησυχάζει επιστρέφοντας στη γενέθλια πόλη, στον πρώτο έρωτα, σ' αυτά που τόσο πιεστικά νοσταλγούσε; Πόσο μακριά την τραβάει η νοσταλγία, από ποια ρυάκια της ύπαρξης της κυλάει και σε πόσο μακρινή πρώτη πηγή κατευθύνεται παρασύροντας την;
Ο βαθύτατος πόνος μιας αργής επίγνωσης πως το απώτερο ζητούμενο δεν είναι στα κοσμικά της κέρδη και στη βολική διευθέτηση της ζωής της, την κάνει να νοσταλγεί το παρελθόν και θεωρεί πως αφήνοντας το σα φυγάς, ανολοκλήρωτο, έχασε και το δρόμο προς το ποθητό ζητούμενο. Το παρελθόν όμως πού βρίσκεται; Κάθεται εκεί και την περιμένει; Τελικά πόσο καθαρά θυμάται κανείς τον εαυτό του;
Όλα αυτά η Ελβίρα δεν μπορεί να τα ξεκαθαρίσει στο μυαλό της, όμως τη δυσφορία τους ή την ευφορία τους την αισθάνεται και βαδίζοντας πάνω σ' αυτή τη δυσφορία και την ευφορία προσπαθεί να κατανοήσει και να ζήσει κι όχι απλώς να επιζήσει.
Η νοσταλγία είναι διεγερτική γιατί ο άνθρωπος πο-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 11
θεί την αιωνιότητα. Αν δεν μπορεί να τη συναντήσει τραβώντας μπροστά, στρέφεται πίσω αναζητώντας την αρχή του. Διαισθάνεται πως μονάχα σπάζοντας το φράγμα του χρόνου, του μέλλοντος χρόνου και του παρελθόντος, ίσως να φτάσει στον χώρο τον άχρονο και να ειρηνεύσει. Δίχως ελπίδα αιωνιότητας, θα καταλήξει, μ' άλλα λόγια, η Μέλα στο μυθιστόρημα, καμιά ελπίδα δεν αντέχει για πολύ.
Είναι ασυνήθιστο, σ' ένα μυθιστόρημα, να προηγείται ένα, περίπου, δοκιμιακό κείμενο πάνω στο θέμα του μυθιστορήματος. Όμως νομίζω πως μαστορεύει κανείς ένα μύθο για να υποστηρίξει δραματικά και εκ των υστέρων, μια δική του θέση, προσωρινή έστω, πάνω στο μόνιμα αγωνιώδες ερώτημα της ύπαρξης. Γι' αυτό κι εγώ έψαξα, βρήκα την Ελβίρα και την πλησίασα σε μια εποχή του βίου της που θα μπορούσε να δικαιολογήσει τούτο τον πρόλογο. Τον πρόλογο που ήδη είχε σταλάξει μέσα μου. Η Ελβίρα λοιπόν κοιμάται μέσα σε λευκά, λινά σεντόνια ενώ ο καλοκαιρινός ήλιος έχει ανέβει στον ουρανό.
Λίγο ακόμα και θα ξυπνήσει.
Ο άνθρωπος τη χρειάζεται την εξομολόγηση
Την ξύπνησε ένας κελαϊδισμός πουλιού έξω απ' τα παντζούρια που είχε μισογερμένα από χθες το βράδυ. Για κάποιο μυστήριο λόγο, οι αντιλήψεις των αισθήσεων της αλληλοπλεκονται και συγχέονται, ειδικά όταν είναι ήρεμη και μπορεί να τις προσέχει. Ό π ω ς τώρα.
Έβλεπε σε εικόνες τους κελαϊδισμούς του πουλιού έξω απ' το παράθυρο. Τους έβλεπε σε βότσαλα βρεγμένα από θάλασσα, κι ύστερα πάλι σε σταυροβελονιές χρυσοκλωστής που κεντούσαν κεφάτα σχέδια και μετά έβλεπε φύλλα πράσινα και φαρδιά, κάτι ανάμεσα σε κληματόφυλλα και πλατανόφυλλα αραχνοΰφαντα που κουνιούνται στο αεράκι κι αντιφεγγίζουν πρωινό ήλιο.
Μισάνοιξε τα μάτια της και το λευκό των ασβεστω-μένων τοίχων την αιφνιδίασε ευχάριστα. Άλλο το σκοτάδι των βλεφάρων, άλλο οι πολύχρωμες εικόνες του νου κι άλλο το κατάλευκο που αντικρίζει ανοίγοντας τα μάτια.
Και τα σεντόνια της είναι λευκά, από χοντρό λινό, φτηνό, που χρησιμοποιούν σε τούτη την καλοκαιρινή πανσιόν για να πλένονται εύκολα στα πλυντήρια.
Σηκώθηκε αμέσως. Ήταν ολόγυμνη. Τη νύχτα ζεσταινόταν και με ασυνείδητες κινήσεις, έβγαλε το νυχτικό της από πάνω της. Βρισκόταν πεταμένο σε μεταξωτό σωρό, χωρίς σχήμα, στο πάτωμα δίπλα στα πέδιλα της.
14 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
Έκανε μπάνιο, ντύθηκε, έπιασε πίσω τα μαλλιά της και κατέβηκε στον κήπο, στο πίσω μέρος του παλιού κτίσματος. Μόλις κατέβασε το πόδι της από το τελευτα ίο πέτρινο σκαλοπάτι, θυμήθηκε πως δεν είχε βάλει κολώνια κι αισθάνθηκε μια ξαφνική ορφάνια. Της άρεσε να μυρίζει η ίδια αυτό το άρωμα που από χρόνια είχε συνηθίσει και η απουσία του τη στενοχωρούσε. Ιδίως σήμερα που με την καλή της διάθεση επιθυμούσε να γίνουν όλα τέλεια. Επέστρεψε στο δωμάτιο της.
Ξανακατέβηκε στον κήπο αρωματισμένη αυτή τη φορά.
Με το μάτι έψαξε ένα τετράγωνο τραπεζάκι κάτω απ' την πυκνή αψίδα των κυπαρισσόπευκων και χάρηκε που ήταν ελεύθερο. Η μέρα είχε προχωρήσει, ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά κι οι περισσότεροι ένοικοι της πανσιόν, που ήταν Γερμανοί τουρίστες, αγαπούσαν να ξυπνούν και να φεύγουν για την παραλία νωρίς πριν η ζέστη φουντώσει.
Κρατούσε μαζί της ένα εβδομαδιαίο περιοδικό, λευκές κόλλες αλληλογραφίας κι ένα στυλό. Θα καθόταν να απολαύσει την ευτυχία τού να γράψει γράμμα στην καλύτερη φίλη της. «Ο άνθρωπος τη χρειάζεται την εξομολόγηση», σκεφτόταν. Ώρες-ώρες, μάλιστα, νομίζει πως όσα αισθάνεται ή ακόμα κι όσα της συμβαίνουν, μόνο μετά την εξομολόγηση γίνονται υπαρκτά. Η παρατεταμένη σιωπή της δίνει μια γεύση ανυπαρξίας και τη βουλιάζει σε βάλτους θλίψης. Ό χ ι , όχι , η σιωπή είναι καταδίκη σε ερημονήσι, το νιώθει...
Παλιότερα κι από πολλά χρόνια πριν, συνήθιζε να κρατά ημερολόγιο. Ό μ ω ς , το να γράφει ημερολόγιο την έκανε να αισθάνεται ένα ελαφρό χτυποκάρδι αγωνίας στο στήθος. Σα ν' αφηνόταν σε κάτι άγνωστο κι επικίνδυνο και δεν μπορούσε ν' αποφύγει την υποψία πως, κάπου, κάποτε, κάποιο βέβηλο μάτι ξένου θα έπεφτε ψυχρό πάνω στα γραπτά της και θα τα σάρκαζε. Δεν μπορούσε να αποφύγει την αδυναμία του να προσ-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 15
παθεί να δελεάσει αυτό το εχθρικό μάτι και ωραιοποιούσε τις φράσεις της, ακόμα και τις σκέψεις της, ώστε στο τέλος φοβόταν πως δεν κατάφερνε να παραμένει ειλικρινής.
Ό χ ι , χίλιες φορές καλύτερα που έχει ν' αναφέρεται σε μια αγαπημένη φίλη. Μια φίλη που την γνώριζε και την αποδεχόταν χωρίς μεμψιμοιρία κι η παλιά τους σχέση της χάριζε την ευκολία να χρησιμοποιεί τους συναισθηματικούς τους κωδικούς, αλλά και τους χιουμοριστικούς τους κωδικούς για την επικοινωνία εκείνη που αναπαύει την καρδιά απ' της μοναξιάς το βαρύ κάτεργο.
Ναι, χίλιες φορές καλύτερα να έχεις έναν αγαπημένο ν' απευθύνεσαι. Άλλωστε, όλοι μας, κρύβουμε ένα μυθιστοριογράφο ή έναν ηθοποιό μέσα μας. Και στις πιο μυστικές και ιδιαίτερες στιγμές με τον εαυτό σου φέρεσαι σα να σε παρακολουθεί ένας άγνωστος αναγνώστης ή ένας άγνωστος θεατής μυστικού θιάσου.
Άπλωσε τις κόλλες μπροστά της. Ακούμπησε τους αγκώνες της στο φθαρμένο ξύλο του τραπεζιού κι άφησε τη ματιά της να κυλήσει απ' τα πιο κοντινά αντικείμενα ως τον μακρινό ορίζοντα.
Φως! Φως! Αστραφτερό φως του καλοκαιριού, σε ασυμμάζευτα χρυσά κύματα, κατρακυλούσε απ' τον ουρανό και χυνόταν στη γη παντού σαν αναμμένη άμμος. Προφυλαγμένη απ' τη ζέστη του Ιουλίου, κάτω απ' τη φωλιά των σκουροπράσινων δέντρων, κοίταζε και κοίταζε τα ξεραμένα κίτρινα χωράφια, τις άγονες πυρακτωμένες πέτρες κι ακόμα πιο πέρα, περισσότερο όραμα παρά πραγματ ικότητα, τη γαλανή θάλασσα να λάμπει γαλάζια, θελκτική σαν άπειρο και σαν αιωνιότητα . Κι ένιωθε ευτυχισμένη που μπορούσε να περιβάλλεται απ' την ομορφιά και τη σοφία του κόσμου και συγχρόνως να αισθάνεται καθησυχαστική την παρουσία της φίλης της πάνω στην άγραφη κόλλα αλληλογραφίας. Την αισθάνεται εκεί, υπομονετική, χαμογελώντας,
16 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
μισοειρωνική, μισοτρυφερή, να την περιμένει. Στο άγραφο χαρτί την περιμένει η Μέλα να δει τι έχει σήμερα να της γράψει . Η αναμονή της την συντρόφευε και τη γλυκαίνε γ ιατ ί κι η μεγάλη ομορφιά, όταν δεν μοιράζετα ι , καταντάει μια μοναξιά ανυπόφορη.
Έγειρε πίσω στην πλάτη της καρέκλας. Σήκωσε τα γυμνά της χέρια και τεντώθηκε.
«Τι ευλογία να έχεις κάποιον που σε γνωρίζει καλά», αναστέναξε. «Τόσο καλά που δεν χρειάζεται γ ια τ ίποτα να του δικαιολογείσαι».
Το μοναχικό αυτό ταξίδι της Ελβίρας γύρω απ' την πατρίδα της, ήταν για την ευαισθησία της ό,τι το πήδημα θανάτου για ένα σοβαρό τσίρκο. Και λέμε «γύρω απ' την πατρίδα της», γ ιατ ί , πραγματικά, εδώ και ένδεκα μέρες που ταξιδεύει, περιοδεύει τις κωμοπόλεις, τα χωριά, τα βουνά και τις παραλίες που περιτριγυρίζουν την επαρχιακή πόλη που γεννήθηκε αλλά δεν τολμά ακόμα να παραμείνει μέσα στην ίδια την πόλη και να πραγματοποιήσει το ραντεβού για το οποίο ήρθε εδώ μετά από είκοσι σχεδόν χρόνια.
Πρόκειται γ ια μια γυναίκα περίπου όμορφη με την ομορφιά που περισσότερο σου υποβάλλουν και σου επιβάλλουν οι εσωτερικοί κυματισμοί ενός χαρακτήρα με ενδιαφέρον παρά που ζωγραφίζουν τα καλοσχεδιασμένα χαρακτηριστικά. Ήταν καλή και της φαινόταν αυτό. Καλή με μια καλοσύνη που δεν είναι μόνο από μια εύκολη κλίση προς το καλό αλλά και από δύσκολες επιλογές που καταφέρνει μια συνείδηση σε εγρήγορση, μια συνείδηση που το γνωρίζει το βάσανο των πειρασμών και την αξ ία της αντίστασης, ακόμα κι αν δεν τα καταφέρνει πάντα. Η Ελβίρα νομίζει πως η μορφή της δεν ταιριάζει με το εσωτερικό της. Νομίζει, γ ιατ ί η ίδια δεν μπορεί ποτέ να δει την φευγαλέα και καταλυτική έκφραση που την εικονίζει. Μόνο οι άλλοι.
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 17
Γύρω στα σαράντα και με σημάδια που επιδεικνύουν περισσότερο τα λάφυρα ενός κατακτητή της ζωής παρά τα συντρίμμια της ήττας. Γύρω σ' αυτή την ηλικία που αρχίζουν να διαγράφονται πιο ευανάγνωστα στο πρόσωπο τα κέρδη κι οι ζημιές, το κέφι κι οι πίκρες, οι θρίαμβοι και τα παράπονα, όσα άντεξες να μάθεις κι όσα έκανες πως δεν κατάλαβες... Εκεί, στο βλέμμα πιο ευανάγνωστα, στο μέσα των φρυδιών και στο χαμόγελο. Στον τρόπο που χαμογελάς από κάποια ηλικία κι ύστερα φαίνονται αυτά. Κι άλλα.
Η καλλιτεχνική ευαισθησία που της είχε δοθεί με τη φύση της, δούλευε μέσα της σαν ευχή και σαν κατάρα μαζί. Ευχή γ ιατ ί , όπως σ' όλες τις καλλιτεχνικές ιδιοσυγκρασίες, της άνοιγε πάμπολλα μάτια της ψυχής προς το τρομερό πανόραμα του κόσμου και την έβαζε να ζει πολλαπλά τα γεγονότα της ζωής. Και κατάρα γ ιατ ί η συναισθηματική σύγχυση που προκαλεί, την αναστάτωνε βασανιστικά κατά τις σημαντικότερες ώρες του βίου της και της μπέρδευε τη χαρά με την οδύνη τόσο, ώστε να είναι φορές που δεν ξεχώριζε τι ακριβώς ε ίναι : Ευτυχισμένη ή δυστυχισμένη;
Κι ύστερα, όπως όλοι οι υπερευαίσθητοι άνθρωποι, είχε τη συμφορά να είναι επιρρεπής σε ενοχές. Ακόμα και τώρα δεν θ' αποφάσιζε ένα μοναχικό ταξίδι μες στο κατακαλόκαιρο, αν η ζωή κι η ψυχή της δεν είχαν προχωρήσει σε τόσο στεγνά αδιέξοδα που να της υπαγόρευαν την ανάγκη να κάνει μια κίνηση επιβίωσης. Στις τύψεις της, που και πάλι ήταν έτοιμες να ξετιναχτούν στην πρώτη ευκαιρία, είχε γ ια φάρμακο την απάντηση, πως και γ ια χάρη της οικογένειας της και της δουλειάς της ακόμα, ήταν υποχρεωμένη, τούτη τη στιγμή, να κοιτάξει μόνο τον εαυτό της. «Είσαι πιο καλός όταν είσαι ευχαριστημένος», έλεγε και ξανάλεγε μόνη της ετοιμάζοντας τη βαλίτσα της.
Με το που μπήκε στο καράβι, η υγρή μούχλα των ενοχών εξανεμίσθηκε. Με τον αέρα, το αλάτ ι , με τον ή-
18 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
λιο, με την ανάσα του ιωδίου και τον καπνό του φουγάρου.
Βυθισμένη σε εικόνες νέες, σε θαλασσογραφίες παλιές, καταλάβαινε ν' ανθίζει από μέσα της ο κοριτσίστικος εαυτός της νοσταλγίας της και να την κατακυριεύει. Ήταν πάλι εκείνο που ήταν παλιά; Η φοιτήτρια που ταξίδευε πίσω στην πατρίδα για τις καλοκαιρινές διακοπές ή ένα πλάσμα καινούργιο καμωμένο από αναμνήσεις, όπως όμως πάνω τους το τότε έχει σμιλευτεί απ' το τώρα κι έχει γίνει άλλο; Ποια είναι σήμερα τούτη η Ελ6ίρα; Η καθισμένη κοντά στην κουπαστή, σε λευκή σαιζ-λονγκ με κίτρινες ρίγες; Που φορά άσπρη φούστα και άσπρη πλεχτή ζακέτα; Που φορά μαύρα γυαλιά και με το ένα χέρι πιάνει τα μαλλιά της τα τρελαμένα στον άνεμο, ενώ με το άλλο κρατά στα γόνατα την «Ανάσταση» του Τολστόι έχοντας το δάχτυλο σελιδοδείκτη στις σελίδες εκείνες που η Κακιούσα φεύγει στη Σιβηρία τυλιγμένη το σάλι της. Ποια είναι;
Αυτό θέλει πολύ να μάθει, επιτακτικά το θέλει και με το πλοίο πλέει κόντρα στον άνεμο προς την πόλη που θέλει να πιστεύει, πως κρατά τα κλειδιά της αγωνίας της.
Πάνω στο χοντρό τόμο της «Ανάστασης» του Τολστόι ακούμπησε το μικρό μπλοκ αλληλογραφίας κι έγραψε στην αγαπημένη της Μέλα το πρώτο γράμμα:
Μέλα μου, Με κόπο συγκρατώ τα χαρτιά που σου γράφω να
μην τα πάρει ο αέρας και τα σκορπίσει. Φυσά πολύ και μ' αρέσει, κυρίως γιατί μου θυμίζει, πως πάντοτε, αυτή η θαλασσινή διαδρομή ήταν έτσι.
Τον Αλέκο τον αποχαιρέτησα απ' το τηλέφωνο. Είχε πολλή δουλειά και για δυο μέρες δεν συναντηθήκαμε. Καλύτερα έτσι. Όσο πιο απλός και σύντομος ο αποχαιρετισμός, τόσο δεν αφήνει να φανεί πόσο σημαντικό είναι τούτο το φευγιό για μένα. Είναι μυστικό η σημασία του. Μυστικό που μόνο μαζί σου μπορώ να μοιραστώ.
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 19
Από το θέατρο ξεκόλλησα πιο δύσκολα. Χρειάσθηκε να χαμηλώσω το τηλέφωνο γ ια να φύγω χωρίς να με γυρίσουν πίσω από το ασανσέρ και να με ρωτήσει κάποιος μπογιατζής γ ια το χρώμα ή το βερνίκι. Η καινούρια βοηθός μου είναι ταλαντούχα, όμως έχει φοβερό πρόβλημα με την αποφασιστ ικότητα της. Θα μπορούσε να κρατά ένα γκαρσόνι όρθιο πάνω της επί ένα τέταρτο μέχρι να αποφασίσει αν θα πιει Κόκα ή Σέβεν απ. Βασανίζεται και με βασανίζει.
Γυρίζω πίσω λοιπόν! Έπρεπε! Έπρεπε να νικήσω τον τρόμο και το δέος
που μου προκαλούσε η ιδέα της επιστροφής στην πατρίδα και να το κάνω. Ξέρεις καλά πως η ζωή μου άδειασε κι αγρίεψε κι εγώ έφτασα σε τέτοιο πάτο του εαυτού μου, που μια και τ ίποτα δεν επιθυμώ, τ ίποτα και να μη φοβάμαι . Χαίρομαι που το αποφάσισα και σ' ευγνωμονώ που μ' έσπρωξες να κάνω αυτή τη βουτιά. Δεν βούλιαξα! Πλέω στα κύματα με συνοδεία γλάρους, πάω πίσω και σ' ευχαριστώ.
Απ' όλους τους καθρέφτες μου, εσύ
Υπάρχει η επανάσταση που κάνει κανείς στην εφηβεία του , μπουκωμένος από μεγάλες προσδοκίες και υπάρχει κι η επανάσταση που, καμιά φορά, κάνει κανείς στην ωριμότητα του , μπουκωμένος από μεγάλες απογοητεύσεις.
Η Ελβίρα ζούσε τώρα τη δεύτερη επανάσταση της. Σίγουρα, θα ήταν πιο ευκολονόητο, αν καθισμένη και α-ποκαμωμένη εδώ, στην άκρη της παρατεταμένης της νιότης που την έβγαζε στα σαράντα, αναμετρούσε πικρά τα όσα απ' τα όνειρα της δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει. Ό μ ω ς , γ ι ' αυτή τη γυναίκα, τα πράγματα ήταν πολύ πιο περίπλοκα.
Τις ώρες της ανάπαυλας, που συνεχώς πολλαπλασιάζονταν και μάραιναν τη ζωτικότητα της, τις ώρες που η καρδιά ακινητουσε σαν πεισμωμένο άλογο που δεν θέλει άλλο ούτε ένα βήμα να κάνει, κατρακυλούσε στους αναπόφευκτους απολογισμούς της μελαγχολίας και με παραξενεμένη έκπληξη διαπίστωνε πως, σχεδόν, όλα όσα είχε σχεδιάσει γ ια τη ζωή της τα είχε αποτελειώσει. Μόνο που αν πέτυχε τα γεγονότα των σχεδίων της και με ακρίβεια μάλιστα τις περισσότερες φορές,! τη γεύση τους, όπως την περίμενε, δεν την πέτυχε. Η γνώση τους ήταν απροσδόκητη και τα συμπεράσματα τους βασανιστικά αμφιλεγόμενα.
Η εικόνα της επιτυχημένης γυναίκας που αντικειμενι-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 21
κά ήταν, καθόλου δεν την έκανε να νιώθει κάποιες αναλογίες με τις λαμπρές, πολύχρωμες φωτογραφίες επιτυχημένων γυναικών στα πολυτελή ξένα περιοδικά που μικρή ξεφύλλιζε και θαύμαζε κι έλεγε μέσα της: Να λοιπόν η ευτυχία, να η ικανοποίηση!
Πριν δυο μήνες που αναγκάσθηκε να δώσει μια συνέντευξη σε περιοδικό, θέλησε να φωτογραφηθεί άθαφ τ η , αχτένιστη, κουλουριασμένη στη γωνιά του ωραίου της λίβινγκ ρουμ σα γατ ί που το παραπεταξαν σε ξένο σπίτ ι . Σε ξένο σπίτι μέσα στο ίδιο της το σπίτ ι , το γεμάτο κορνιζωμένα έπαθλα, πίνακες δικούς της, βραβευμένες μακέτες σκηνικών, βαρύτιμα κοστούμια από παλιές παραστάσεις σε βιτρίνα, λάφυρα πολύτιμα από επαγγελματικά ταξ ίδ ια της σε Ανατολή, και Δύση. Σκεφτόταν να ζητήσει γ ια τ ίτλο της συνέντευξης ένα ερωτηματικό, «Ε, και;». Ό μ ω ς το βρήκε αμέσως στομφώδες και μελοδραματικό και δεν είπε τ ίποτα. Αυτό το , «Ε, και;» στάθηκε στα μεγάλα μάτια της στη φωτογραφία κι ας μη το καταλάβαινε κανείς. Γιατί οι αληθινά επιτυχημένοι είναι ελάχιστοι μέσα στο πλήθος των μετριοτήτων των πανέτοιμων να τα ξεπουλήσουν όλα για όλα για μια σταλιά επιτυχία. Κι οι ελάχιστοι αληθινά επιτυχημένοι είναι πολύ απασχολημένοι με τα προσωπικά τους μαρτύρια γ ια να σταθούν και να προσέξουν τα μάτια της Ελβίρας στη φωτογραφία που φωνάζουν, «Ε, και;».
Καταλαβαίνω, βέβαια, την πίκρα του αποτυχημένου, του νικημένου, έγραφε τώρα που ταξίδευε στα γράμματα προς τη Μέλα. Πώς να εξηγήσω όμως και πώς να γ ιατρέψω τούτη την πίκρα και την απόγνωση του νικητή και του επιτυχημένου; Βλέπεις, δεν μπορώ να τα βάζω με την κακοτυχία μου, την ανημποριά μου ή τα λάθη μου! Τώρα το κατηγορητήριο στρέφεται στα πολύ βαθιά μου: Αμφισβητώ τις ρίζες της κρίσης μου,
22 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
της ίδιας μου της σκέψης, της ύπαρξης μου ολόκληρης από τότε που τη θυμάμαι.
Στις πιο αισιόδοξες ώρες μου Μέλα, ελπίζω πως τούτη η στριφνή κατάσταση δεν είναι παρά μια περιοδική ασθένεια που οφείλεται σε οργανικά α ίτ ια . Στη μεταβατική ηλικία, στη σωματική κόπωση για τ ις προετοιμασίες του «Μάκβεθ» — ήταν μια εξοντωτική δουλειά, το ξέρεις - , στη δ ία ιτα που έκανα πρόσφατα. Η δία ιτα με μελαγχόλησε. Πιέσθηκα να στερήσω απ' τον εαυτό μου το μεγαλύτερο ίσως ενδιαφέρον που κατάντησε να έχει η καθημερινή μου ζωή: Να πηγαινοέρχομαι στην κουζίνα και να ψάχνω μέσα στο ψυγείο γ ια γεύσεις. Η δυστυχία κι η ανία μας κάνουν φιλήδονους, αισθησιακούς, μήπως κι επιβιώσουμε κρατημένοι από μια ευχαρίστηση.
Δεν νομίζω πως τα χάλια μου οφείλονται στην ηλικ ία, στον Μάκβεθ ή στη δίαιτα. Το πράγμα τραβούσε μακριά. Εγκαταστάθηκε μέσα μου ένα τρομαχτικό τοπίο στέπας απέραντης, επίπεδης, χωρίς την έκπληξη ούτε ενός μικρού-μικρού λοφίσκου. Με εξουθένωσε το αίσθημα της ματαιότητας. Ήταν σα να με καταδικάσα-νε να κουβαλώ το κορμί μου πάνω-κάτω όπως ο Σίσυφος την καταραμένη πέτρα του .
Τον σύζυγο της τον αγάπησε και από ευγνωμοσύνη. Ο μαλακός και ανεκτικός χαρακτήρας του εξυπηρετούσε τις καταβροχθιστικές απαιτήσεις της δουλειάς της, μιας δουλειάς που αμέσως μετά τον χωρισμό του πρώτου της και μόνου της έρωτα, έγινε γ ια κείνη το κέντρο του κόσμου. Χωρισμός; Είναι αρκετή τούτη η ψόφ ια λέξη να χωρέσει εκείνη την καταστροφή; Ούτε η λέξη καταστροφή τη χωράει ούτε η λέξη θάνατος. Ο θάνατος μοιάζει με ευλογημένο ύπνο, με βελουδένιο χάδι μπροστά σ' εκείνη την κόλαση που με γυμνά πόδια περπάτησε το καλοκαίρι που έκλεισε τα είκοσι χρόνια
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 23
της . Την πλήγωναν τα σεντόνια στο σώμα της, το απαλότερο αεράκι ήταν μαστίγιο με καρφιά και τσουκνίδες στο πρόσωπο της.
Το πατρικό της σπίτι ήταν άδειο μια κι οι δικοί της ε ίχαν φύγει γ ια ιαματικά λουτρά στην Εύβοια κι αυτή χαιρόταν την τύχη της να μπορεί να μπαινοβγαίνει ανενόχλητη τα δωμάτια, να ουρλιάζει και να δαγκώνει τα χέρια της μέχρι να τρέξουν α ίματα.
Είναι άραγε πιο οδυνηρό το σύνδρομο στέρησης ναρκωτικού απ' το να φεύγεις μακριά απ' τον άντρα σου που πρέπει να ξεχάσεις; Δεν μπορεί να 'ναι. Είναι άραγε πιο οδυνηρή η δίχως αναισθητικό έκτρωση εμβρύου απ' τα σπλάχνα σου απ' τον αγώνα να ξεριζώσεις τον ζωντανό τον έρωτα από μέσα σου; Δεν μπορεί να 'ναι.
Έτσι ένιωθε και γ ια να επιζήσει, ασκήθηκε σιγά-σιγά στη σκληρότατη άσκηση του ν' αποδιώχνει από το νου τη νοσταλγία του , πέφτοντας με τα μούτρα στη ζωγραφ ική , κι αργότερα, όπως ήρθαν τα πράγματα, στη σκηνογραφία. Μήπως το μέγεθος της επιτυχίας της καθορίστηκε από το μέγεθος του πόνου εκείνου που της άναψε φωτ ιά και ζητούσε έξοδο; Δεν ξέρει, δε θέλει να σκέφτεται. Δεν μπορεί να καταλήξει.
Έφυγε για πάντα τότε απ' την πατρίδα της και δεν ξαναγύρισε. Εδώ κι είκοσι χρόνια δεν ξαναγύρισε. Γυρίζει τώρα με άσπρη φαρδιά φούστα, με μαύρα γυαλιά και την «Ανάσταση» του Τολστόι στα γόνατα της. Φυσάει θαλασσινός αέρας, κυματίζουν κύματα και γλάροι, σκιές επιβατών πηγαινοέρχονται στο βάθος του σκηνικού του πλοίου κι αυτή κυλάει προς τα πίσω και ίσως, σιγά-σιγά, να γλιτώσει απ' τη μανία όλα να τα εντάσσει σε κάποιο σκηνικό και να μελετά την αισθητική τους. Ί σως με την ισχύ της προσωπικής συγκίνησης που θα τη δονήσει να κουνηθεί και να ξεφύγει απ' τη θέση του παρατηρητή εικόνων και ν' αρχίσει να προχωρά μπρος. Να σχίζει τα ζωγραφισμένα χαρτ ιά, να μπαίνει μέσα η
24 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
ίδια, στις δικές της εικόνες και να ζει. Η δουλειά της έγινε το κέντρο του κόσμου από πολύ
νωρίς. Τίποτα δεν θα μπορούσε πια να τη μετακινήσει απ' αυτό το κέντρο. Ήταν η φυσική επιλογή του δημιουργού μέσα της αυτή η κίνηση ή ήταν η ηθελημένη καλλιέργεια ενός σταθερού πόλου που δεν θα την εγκατέλειπε ποτέ; Που πάνω του δεν θα ρίσκαρε ποτέ π ια την ψυχή της, μια και τα δούναι και λαβείν με την τέχνη που γνώριζε καλά να χειρίζεται, μπορούσαν να προβλέπονται με τη βεβαιότητα της μαθηματικής πράξης; Μέχρι πριν πίστευε το πρώτο ακλόνητα.
Ο άντρας της λοιπόν της πρόσφερε τη μεγαλύτερη προσφορά που ζητούσε όταν παντρεύτηκαν: Δεν την ενοχλούσε στο να δουλεύει νυχθημερόν. Συγχρόνως της άρεσε αρκετά και της ικανοποιούσε κάποιες θηλυκές ανάγκες σε βαθμό που να μην τη ρίχνουν οι βασικές επιθυμίες της στα κυνηγητά της ζούγκλας του έρωτα και της μοναξιάς.
Ό λ α μεταξύ τους γίνονταν με μέτρο και ρυθμό και κατανόηση κι αντιστάθμιζε η συζυγική τους χαλαρότητα την ένταση και τον πυρετό που ξόδευε γ ια τα σκηνικά της.
...Μέλα μου, Μέλα μου, Εγώ που είχα παντού κοφτές προτάσεις και τελείες,
γέμισα μακρινάρια κι ερωτηματικά. Τίποτα, τ ίποτα βέβαιο πια δε βρίσκω. Σα να σηκώθηκε ανεμοστρόβιλος και να έφερε τα πάνω κάτω ολόκληρη πολιτεία. Είναι γ ια κακό; Είναι γ ια καλό; Είδες; Κι εδώ, ερωτηματικά βάζω.
Το μόνο σίγουρο είναι πως έχω εσένα. Εσύ με ξέρεις καλύτερα από μένα. Εσύ μου υπενθυμίζεις αυτό που είμαι όταν χάνομαι και ζητώ βοήθεια. Απ' όλους τους καθρέφτες μου εσύ, μόνο εσύ, είσαι ο καθαρός. Καταλαβαίνεις πόσο σε χρειάζομαι;
Πρόβες για τον ματωμένο γάμο
Στο τέλος του Φεβρουαρίου που πέρασε, έβρεχε πολύ. Είχε τόσο κρύο, που οι Αθηναίοι συνεχώς περίμεναν
πως θα χιονίσει, όμως τελικά ο υγρός αέρας δεν έλεγε να πέσει και πολύ συχνά το γύριζε στο χιονόνερο.
Ήταν απομεσήμερο κι ο θίασος, έχοντας μόλις κάτι τσιμπήσει, ήταν πιο βαρύς και βραδυφλεγής. Μόνο ο σκηνοθέτης παρέμενε νευρικός και αεικίνητος, τεντωμένος απ' τον προσωπικό του οίστρο και τους πολλούς καφέδες. Τα σανίδια της σκηνής είχαν μέρες να σφουγγαριστούν και με την παραμικρή κίνηση της φαρδιάς φούστας της νύφης ή με το παραμικρό αναπήδημα του σκηνοθέτη σηκωνόταν σύννεφο σκόνης. Προβάρανε και ξα-ναπροβάρανε, από τον «Ματωμένο γάμο», τη σκηνή που η νύφη ορμά στο σπίτι της πεθεράς της μετά το φονικό. Η νεαρή ηθοποιός, χλωμή και με μαύρους κύκλους γύρω απ' τα μάτια, έπεφτε στα γόνατα κι έκλαιγε όχι ζώντας το ρόλο της πια αλλά από τσακισμένα νεύρα κι απελπισία για τις απάνθρωπες απαιτήσεις του σκηνοθέτη.
Η Ελβίρα καθόταν και παρακολουθούσε. Της άρεσε να ζει από κοντά αυτή τη θεία παράνοια της συνεχούς επανάληψης που είναι οι πρόβες. Να παρατηρεί τις όψεις και τις όψεις που μπορεί να βγάλει από μέσα του κανείς ώσπου να φτάσει στο πρόσωπο εκείνο που θα κάνει το σκηνοθέτη να πει, «φτάνει!». Σε καμιά άλλη ίσως δουλειά δεν είναι τόσο ευδιάκριτη η πολλαπλότητα του ανθρώπου όσο στις πρόβες θεάτρου. Τόσο ευδιάκριτο το πόσες εκδοχές της ύπαρξης σου μπορείς να εμ-
26 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
φανίσεις και το πόσο εύκολα μπορείς να τρελαθείς. Της άρεσε να παρακολουθεί. Ως ένα σημείο όμως. Τα λόγια του ποιητή που άκουγε και μάλιστα εκφωνη
μένα σε διάφορες παραλλαγές, βοηθούσαν κι εκείνη να πλάθει και να ματαιώνει και να ξαναπλάθει καταλήγοντας στη σκηνογραφία που θα την ικανοποιήσει. Ως ένα σημείο όμως. Γιατί μετά από έναν απάνθρωπο αριθμό επαναλήψεων άρχιζε γ ια τη σκηνή που παρακολουθούσε η αντίστροφη μέτρηση. Αποφορτιζόταν και κλιμακωτά άδειαζε κινδυνεύοντας να φτάσει να γίνει ο λόγος ήχος ξερός κι αποκομμένος από κάθε αίσθημα, τόπο και χρόνο. Να μη θυμίζει τ ίποτα. Η νύφη πεσμένη στα γόνατα και με τα νύχια σφηνωμένα στο ανοιγμένο στήθος, εκλιπαρούσε τη μάνα του νεκρού γαμπρού να την κρατήσει κοντά της, όταν η Ελβίρα κοίταξε το ρολόι της και είδε πως ήταν η ώρα να πάει στο απέναντι απ' το θέατρο καφενείο.
Μπήκε στα καμαρίνια, φόρεσε το παλτό της και το μακρύ κασκόλ της, σήκωσε τη βαριά τσάντα της που πάντα κουβαλούσε παραγεμισμένη άχρηστα χαρτιά, έχοντας μόνιμο πρόβλημα να βρει τ' αναγκαία και βγήκε στο δρόμο.
Η κίνηση των αυτοκινήτων, όπως κάθε φορά που βρέχει, ήταν τρομερή. Οι πεζοί, ακόμα πιο απρόσεκτοι, έβαζαν το κεφάλι κάτω και προσπαθούσαν ν' ανοίξουν τόπο στα πεζοδρόμια. Διέσχισε με κόπο την άσφαλτο κι ένιωθε το χιονόνερο να της κεντά το δέρμα. Το κρύο και το βρο-χόνερο όρμησαν πάνω της ζωογόνα μετά από τόσες ώρες κλεισούρας στη μπουκωμένη από καπνούς σκηνή.
Ο δημοσιογράφος με τον οποίο είχε το ραντεβού, την περίμενε καθισμένος πίσω απ' τη τζαμαρία του καφενείου. Τον γνώριζε λίγο από παλιότερη συνέντευξη. Κάθισε πλάι του ξεκουμπώνοντας τα πάνω κουμπιά του παλτού της.
Ζήτησε ένα τσάι απ' τον ηλικιωμένο σερβιτόρο κι άκουγε το νεαρό να της λέει κολακευτικά, πως είναι τόσο γοητευτική πάντα που θα μπορούσε, αν ήθελε, να είναι ηθοποιός στο έργο, ακόμα και η νύφη! Παρά το ότι ήξερε πως
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 27
τα ίδια θα έλεγε τούτος εδώ ακόμα κι αν εκείνη ήταν εκατό χρονών, το έβρισκε αρκετά ευχάριστο ν' ακούει αυτή την ώρα τοότα τα επιπόλαια ψέματα. Δεν του απάντησε, τον κοίταξε μόνο λοξά με μάτια δήθεν επικριτικά και συνωμοτ ι κά μαζί και γέλασε τραβώντας έξω το κασκόλ της.
Το τσάι ήρθε κι έσκυψε στους ατμούς το πρόσωπο της . Αισθάνθηκε την ένταση της ημέρας να γαληνεύει σα να έκανε ολόκληρη χαμάμ.
Ο δημοσιογράφος ήθελε να μιλήσουν γ ια τη σκηνογραφ ία στο δράμα του Λόρκα προκειμένου να παρουσιάσει την όλη παράσταση σε θεατρικό περιοδικό. Ρωτούσε αν έκανε αναφορές στο ελληνικό τοπίο προκειμένου να ζωγραφίσει ένα ισπανικό χωριό κι αν η εποχή των κοστουμιών θα είναι η σύγχρονη. Του απάντησε πως αποφεύγει τις αναφορές και πως επιζητά ένας ισπανικός τόπος να δείχνει, όσο πιο ειλικρινά γ ίνεται , ένας ισπανικός τόπος. Πως η εποχή που γράφτηκε το δράμα έχει μια ακριβή σημασία που δεν μας επιτρέπεται να την μεταφέρουμε και πως όσο περνά ο καιρός που δουλεύει στη σκηνογραφία, καταλήγει πως η μόδα τού να τονίζουμε υπερβολικά τα διαχρονικά στοιχεία στα έργα, πολύ συχνά, ψευτίζει το σύνολο και το αποχυ-μώνει. Ακόμα και το γελοιοποιεί. Τα διαχρονικά στοιχεία της «Ηλέκτρας» μιλούν από μόνα τους χωρίς να χρειάζεται να ντύσουμε την Ηλέκτρα με μπλου-τζην.
Της άρεσε πότε-πότε να τη βάζουν να μιλά γ ια τη δουλειά της, γ ιατ ί οι ερωτήσεις την ανάγκαζαν κι εκείνη να ψάχνεται, να βρίσκει λέξεις και να βάζει σε κάποια τάξη τις δικές της ιδέες.
Ύστερα, εκείνος της είπε, πως μια και η συνεισφορά της στο στήσιμο του έργου είναι μεγάλη και μια και η αι-σθαντικότητά της είναι φημισμένη, θα μπορούσε να της θέσει ένα ερώτημα που αναφέρεται στην ουσία της υπόθεσης; Εκείνη απάντησε πως ναι , βέβαια, και μικραίνοντας τα μάτια της ετοιμάστηκε να τον ακούσει με προσοχή. Τη ρώτησε λοιπόν πώς κρίνει η ίδια το δαιμό-
28 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
νιο του έρωτα της νύφης και του Λεονάρντο, που καταχωνιασμένο στα παλιά και στις στάχτες τ ο υ , βρίσκει καιρό και εκτινάζεται ποδοπατώντας και καταστρέφοντας, αδιάφορο γ ια την τ ιμή, την υπόληψη, ακόμα και γ ια το θάνατο αδιάφορο. Μπορεί άραγε μια παλιά αγάπη να παραμένει, στα κρυφά, επικίνδυνα ζωντανή;
Αναστέναξε για να πάρει ανάσα και φόρα κι άρχισε να λέει όσα υποθέτει για το αληθινό πάθος που δεν ξέρει από όρια και περιορισμούς, που όταν βιωθεί δεν λησμονιέται, που είναι πέρα απ' το καλό κι απ' το κακό και που, όταν φουντώσει, τσακίζει τις συμβάσεις κι εκτινάζεται. Είναι καταστροφικό αυτό το ξέσπασμα ή είναι λυτρωτικό; Το καταδικάζει ο Θεός ή μήπως αυτό είναι ο Θεός; Η νύφη κι ο Λεονάρντο, μέσα στο δάσος, αποδέχονται μ' ευγνωμοσύνη τον χάρο, αφού ό,τι έζησαν μέσα στη νύχτα της ανομίας τους, περιέχει τα πάντα όσα λαχταρά μια ζωή.
Έλεγε κι έλεγε κι άκουγε τη φωνή της να εκθέτει λέξεις και έννοιες, που είχε συγκεντρώσει από διαβάσματα κι από ταινίες κι απ' τις εξηγήσεις του σκηνοθέτη στις πρόβες. Κι εκεί, όπως άκουγε τις λέξεις της, πίσω απ' τον ήχο της φωνής της, σε ένα άλλο επίπεδο του εαυτού της, σαν σπινθήρας από πολύ παλιά, πετάχτηκε το ίδιο ερώτημα από μέσα της και την διέτρεξε ολάκερη σαν ρεύμα μια και την αφορούσε προσωπικά, «Μπορεί μια παλιά αγάπη να παραμένει στα κρυφά, στις στάχτες της, επικίνδυνα ζωντανή;».
Ήταν πολύ περίεργο που τώρα, μετά από πάρα πολλά χρόνια, σπαραχτικά νοστάλγησε τον έρωτα της εκείνο που άφησε πίσω στην πατρίδα της.
Σκίρτησε όλη μ' ένα σκίρτημα νέο, γλυκό και πολύτιμο που δεν την εγκατέλειψε και που δεν το εγκατέλειψε όσο κρατούσε η συνέντευξη. Ούτε μετά. Δεν ξαναγύρισε εκείνη τη μέρα στο θέατρο. Πήγε κατευθείαν στο σπίτι κι έπιασε να διαβάζει την «Ανάσταση» του Τολστόι που τώρα και εβδομάδες κουβαλούσε μαζί της παντού. Εκείνο το βράδι όμως διάβαζε κι έκλαιγε και της άρεσε πολύ αυτό.
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 29
Την επόμενη μέρα δεν άντεξε να κάτσει και να ξανακούσει τον θρήνο της νύφης και είπε στον Σταύρο, τον σκηνοθέτη, πως θα πάει μέσα στα γραφεία να σχεδιάσει.
Άπλωσε μπροστά της άσπρο χαρτί και πήρε τα μολύβια. Έχει μια καλή ιδέα για το κοστούμι του φεγγαριού και δεν θέλει να τη χάσει. Θέλει να πετύχει το χρωματισμό του λερωμένου χρυσού. Πρέπει πάνω στη φορεσιά του να υπάρχει κάτι κοινό με τη φορεσιά της ζητιάνας.
Τραβάει γραμμές, σβήνει και ξανασχεδιάζει. Ύστερα σταματά. Σπρώχνει πέρα τα χαρτιά και τα μολύβια. Υπάρχει μέσα της κάτι δικό της, που δεν την αφήνει να ξεφύγει και να μετακομίσει προς τις ζωές άλλων. Θέλει να μένει προσηλωμένη σ' αυτόν τον δικό της γλυκό πόνο, που ψιθυρίζει μέσα της αόριστους, ασαφείς ψιθυρισμούς. Ό χ ι , δεν την κάνει καθόλου δυστυχισμένη τούτος ο πόνος, κάθε άλλο. Μοιάζει με χαμηλόφωνη υπενθύμιση μιας ωραιότητας ρευστής, χαμένης και πάλι, όχι τελείως χαμένης. Κάπως έτσι είναι αυτό που λέμε, νοσταλγία. Ανάμεσα στην απελπισία και στην ελπίδα τρεμοπαίζει ένας πόνος και την μαγνητίζει. Την καθηλώνει ανάμεσα σε απαγορεύσεις και υποσχέσεις και σαν εκκρεμές, της κουνά μπροστά της το ανόητο πρόσωπο του δημοσιογράφου που συνέβη να της προφέρει στη συνέντευξη και τώρα να το επαναλαμβάνει ξανά και ξανά, το διεγερτικό ερώτημα, «Μπορεί μια παλιά αγάπη να παραμένει στα κρυφά, στις στάχτες, επικίνδυνα ζωντανή;». Με ποιο βαθύ, υποσυνείδητο δικό της ερώτημα συναντιέται το ερώτημα τούτο για να την αναστατώνει τόσο; Πόσο πολύ χρειάζεται τώρα, σήμερα, να βασανιστεί από ένα τέτοιο δίλημμα;
Σκύβει και ψάχνει μέσα στη φοβερή τσάντα της. Βρίσκει την «Ανάσταση» που, ευτυχώς, έχει πάρει μαζί της και προσπαθεί να συνεχίσει το διάβασμα από εκεί που σταμάτησε χθες το βράδυ:
«- Κακιούσα... - άρχισε πάλι ο Νιεχλιούντοβ, πιάνοντας της ελαφρά το χέρι.
— Φύγε από κοντά μου! Εγώ είμαι μια καταδίκη των
30 MAPf! BAMBOVNAKH
κάτεργων και εσύ ένας πρίγκιπας και δεν έχεις καμιά δουλειά να βρίσκεσαι εδώ μέσα! — ξεφώνισε η Μάσλο-6α, θυμωμένη τρομερά κι αποτραβώντας το χέρι της που ο Νιεχλιούντοβ κρατούσε. — Κρεμιέσαι από μένα για να σωθείς - εξακολούθησε βιαστικά σα να 'θελε να προφτάσει να πει όλα όσα την αναστάτωναν και την έπνιγαν. — Με μένα έκανες το κέφι σου σε τούτη τη ζωή, με μένα θέλεις να σωθείς και στην άλλη...».
Έγειρε το κεφάλι της αργά στο πλάι. Στον τοίχο από ένα μεγάλο καρφί κρεμόταν το μαύρο παλτό που χρησιμοποίησαν πέρυσι στην «Ηδονή της τιμιότητας» του Πι-ραντέλλο.
Η ακαταστασία στα παρασκήνια ανακατεύει τις εποχές και τα πρόσωπα σε μια ποιητική διάσταση που τη μαγεύει με τις τρελές αλληλουχίες που δημιουργεί. Ακούει από μέσα τους χτύπους των μαστόρων που χτ ί ζουν ένα ηλιοκαμένο ισπανικό χωριό, κρατά στα πόδια της το μυθιστόρημα που την ταξιδεύει στους παγωμένους καρόδρομους της Σιβηρίας κι ακουμπά το κεφάλι της στο μαύρο παλτό ενός πιραντελλικού Ιταλού ψευ-τοαριοτοκράτη με περίεργες βλέψεις. Κι αυτή , ανάμεσα στα ετερόκλητα, σκύβει το πρόσωπο της και ζηλεύει το πάθος της καταδίκης Μάσλοβα που τραβά την οδό του μαρτυρίου της ζώντας με ολάκερη την ψυχή της στο ζενίθ και στο ναδίρ της ζωής της. Κι αναλογίζεται , πως το δικό της αληθινό πάθος, με νύχια και με δόντια, μόνη της, στην πατρίδα της, το ξερίζωσε εδώ και είκοσι χρόνια, απαγορεύοντας στην καρδιά της ακόμα και να τον θυμάται . Κι αναλογίζεται πως, η ίδια, οδήγησε τη ζωή της μεθοδικά σε μια παραζωή που μπορεί να λέγεται τέχνη, όμως ζωή ζώσα δεν είναι.
Ζώντας από θεατρικό έργο σε θεατρικό έργο που πρέπει να σκηνογραφήσει και να ντύσει, συνέπασχε για λίγο με τα δεινά των ηρώων, για λίγο ταυτιζόμενη μαζί τους και περισσότερο σχολιάζοντας τους μετά, μη φθάνοντας ποτέ στα όρια του πόνου που οδηγούν τα αληθι-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 31
νά βιώματα ούτε στα όρια της χαράς ή της ηδονής ή της θλίψης. Και το σπουδαιότερο, μη θυσιάζοντας τίποτα.
Καθισμένη στο θεωρείο του παρατηρητή, εδώ και χρόνια, παρατηρούσε τα μεγάλα πάθη και κατασκεύαζε τα σκηνικά τους χωρίς να τα ζει.
Κάθε λαχτάρα της για κάτι σπουδαίο και αληθινό εκτονωνόταν σε παραστάσεις ζωής, σε 'παρωδίες και σε μιμήσεις, π ο υ όσο πετυχημένες μερικές φορές κι αν ήταν, πάντοτε, την τριγύριζαν τη ζωή την αληθινή και ποτέ δε γίνονταν ζωή αληθινή.
Όχ ι , όχι, η Τέχνη μόνο σαν περίσσια του βίου αξίζει, αν καταντά υποκατάστατο του είναι κίβδηλη, είναι πλανερή, είναι παγίδα αργού θανάτου.
Α! όλοι αυτοί οι ενδιαφέροντες τύποι στα μυθιστορήματα, στα θεατρικά έργα! Ωραίες κινήσεις, έξυπνα λογοπαίγνια, ποιητικοί διάλογοι, στοχαστικοί μονόλογοι... Πού να είναι άραγε χαρακτήρες τέτοιοι στην καθημερινή ζωή; Γιατί να μη συναντά σχεδόν ποτέ ανάμεσα στους γνωστούς της αυτές τις ψυχές που συναντά στα βιβλία της; Μήπως ο κόσμος που δημιούργησε ο καλός Θεός είναι τελικά πιο ανούσιος από τους κόσμους που δημιουργεί ένας καλός συγγραφέας; Αυτό ίσως που δικαιολογεί τον Θεό για τούτο το ανιαρό πλήθος που σκόρπισε γύρω μας είναι, πως μαζί με το πλήθος έπλασε και το συγγραφέα που με τη σειρά του έπλασε ένα μυθιστόρημα σαν την «Ανάσταση». Οι ίδιες οι σκέψεις της τής φέρνουν στο νου το «Σκάκι» του Μπόρχες. Συνήθισε πια ο εσωτερικός της βηματισμός να προχωρά από μυθιστόρημα σε μυθιστόρημα, από θέατρο σε θέατρο, από ποίημα σε ποίημα. Σαν τα σήματα στους δρόμους, τα έργα που αγάπησε και που την επηρέασαν, της εξηγούν τον κόσμο.
Ο Σταύρος ακούστηκε να έρχεται έξαλλος α π ' τον διάδρομο. Η νεαρή ηθοποιός έχει πάθει υστερική κρίση και του φωνάζει π ω ς θα φύγει και καλύτερα να παίξει μόνος του τη νύφη. Ο Σταύρος, που είναι ομοφυλόφιλος, εκλαμβάνει τα λόγια της σαν υβριστικό υπονοούμε-
32 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
νο που η νεαρή ηθοποιός μόνο γι' αυτό δεν τα λέει. Ο σκηνοθέτης προχωρά προς το γραφείο ξεφωνίζοντας.
— Η συνεργασία ανάμεσα σε υπερευαίσθητους ανθρώπους είναι inferno!
Ανοίγει βίαια την πόρτα και βλέπει την Ελβίρα με χαμένο βλέμμα ν' ακουμπά στο παλτό του Πιραντέλλο.
— Ακόμα εδώ κρέμεται αυτό το παλτό; Προσπαθεί να δώσει άλλη στροφή στην οργή του. Ως πότε;
— Και του χρόνου τα ίδια θα λέμε. — Μέσα σε τέτοιο τρελοκομείο πώς να δουλέψει κα
νείς εν ειρήνη. — Εν ειρήνη!.. . Ανάβει τσιγάρο και της το δίνει. Το παίρνει κι αυτός
ανάβει δεύτερο για τον εαυτό του. — Δεν σε βλέπω καλά σήμερα. — Αναρωτιέμαι Σταύρο αν είναι ζωή αυτή η δικιά μας. — Όχι, είναι παράνοια! — Σκέφτομαι στα σοβαρά μήπως μας εμποδίζει να
ζήσουμε με το παραμυθιασμα που μας κάνει. Μήπως μας κρατά σε φαντασίωση μόνο. Μήπως κι εμάς μας κάνει φαντάσματα.
— Έπρεπε να τα ξέρεις αυτά. Τι έπαθες τώρα; — Τι έπαθα τώρα; Κάθεται κοντά της, την αγκαλιάζει και ακουμπά το
κεφάλι του στον ώμο της. — Τι έπαθα τώρα Σταύρο; Πες μου εσυ. — Περνάς την εφηβεία σου. — Πάλι; — Πάλι. — Πόσες εφηβείες περνά κανείς; — Άλλοι καμία κι άλλοι ογδόντα τρεις. — Εσό; — Εγώ ποτέ δεν την ξεπέρασα την πρώτη. Τον νιώθει που ακουμπά και μυρίζει το άρωμα του
από γλυκό πατσουλί. Τα μαλλιά του αραίωσαν και βάφει τα υπολείμματα μ' ένα καστανό που μετά από λίγες
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 33
μέρες παίρνει να κοκκινίζει. Τίποτα δεν είναι πιο θλιβερό όσο η προσποιητή νιότη. Εκείνη θέλει να γεράσει όσο πιο απλά γίνεται, μ' ευγνωμοσύνη που έφτασε ως εδώ, αποπνέοντας τρυφερότητα γι' αυτούς που γεννήθηκαν μετά κι έρχονται π ί σ ω της.
Είναι εύκολα αυτά τα αισθήματα; θα περπατά με άσπρα αεράτα μαλλιά και φαρδιά
βαμβακερά παντελόνια σε λειβάδια φθινοπωρινά και θα παίρνει ανάσες βαθιές με την έκφραση της Κάθρην Χέμ-πορν στο π ρ ό σ ω π ο . Οι κινηματογραφικές ταινίες τις έχουν δώσει μοντέλα ζωής μέχρι να πεθάνει.
Ο Σταύρος κοιτά την «Ανάσταση» στα γόνατα της. — Μα π ώ ς μπορείς και διαβάζεις ένα βιβλίο τόσο
καιρό; — Ό τ α ν μ' αρέσει πολύ, καθυστερώ να το τελειώσω.
Δεν θέλω να το χάσω γρήγορα. — Πόσο μου είπες π ω ς έκανες να τελειώσεις το « Ό
σα παίρνει ο άνεμος»; — Ενάμιση χρόνο! Το φαντάζεσαι! Ό τ α ν τέλειωσα
την τελευταία σελίδα μπαινόβγαινα στο σπίτι κι ένιωθα έρημη κι εγκαταλελειμμένη. Μου έλειπε η Σκάρλετ, η Μελάνια, ο Ρετ Μπάτλερ...
Ό μ ω ς ο Σταύρος δεν την πρόσεχε πια. Ξαναθυμήθηκε το ζήτημα της νύφης, ξαναθυμήθηκε π ω ς ήταν πολύ θυμωμένος και σηκώθηκε όρθιος.
— Πάω μέσα. θα δοκιμάσουμε τη σκηνή του Λεονάρντο με τη γυναίκα του. Θέλω να τη δω π ώ ς βγαίνει με τη μουσική.
Έφυγε. Έπρεπε κι εκείνη να σηκωθεί και να φύγει. Θα κατεβεί στο Μοναστηράκι να ψάξει για τις στό
φες των επίπλων. Θα περάσει κι α π ' την έκθεση ζωγραφικής ενός παλιού συμφοιτητή της.
Το βράδυ θα φάει μαζί με τη Μέλα.
Μπέλλα Τσάο
Πήρε τον ηλεκτρικό. Στεκόταν όρθια προσπαθώντας να βολέψει την
τσάντα της ανάμεσα στους στριμωγμένους επιβάτες. Κρεμόταν με κόπο α π ' το χερούλι και πάνω α π ' τον ώμο του μπροστινού της διάβαζε μηχανικά τα μεγάλα γράμ-ματα στην πρώτη σελίδα απογευματινής εφημερίδας. Οι τίτλοι ήταν μεγαλόστομοι και επιθετικοί. Τον τελευταίο καιρό, οι πολιτικές εξελίξεις προβάλλονταν ό π ω ς παλιότερα περιγράφανε τα εγκλήματα. Πονταρανε στην αποστροφή και στο ρίγος του κοινού.
Τα πολιτικά πράγματα του τελευταίου εξαμήνου τροφοδοτούσαν πλουσιοπάροχα αυτό το στυλ δημοσιογραφίας. Σκάνδαλα, αποκαλύψεις χρηματισμού υψηλά ιστάμενων, αλληλοκατηγορίες υπευθύνων, λα-σπολογία, κοκορομαχίες στη Βουλή, φτηνές ανακοινώσεις και μια ανυπόφορη ψευδολογία π ο υ δεν ξεγελούσε πια πολλούς. Ο κόσμος γενικά αισθανόταν ταπεινωμένος και εξαπατημένος απ ' όλες τις μεριές.
Κι εκείνη αισθανόταν π ω ς κάποιος, α π ό κάπου, την έθιγε και την διέσυρε σαν πολίτη τούτης της αλλοπρόσαλλης πολιτείας του σήμερα. Καταλάβαινε πως η στάση τού να εθελοτυφλεί και να κρύβει το πρόσωπο της στον στενό κύκλο του θεάτρου και του σπιτιού της, δεν της επιτρέπεται. Ό μ ω ς δεν ήξερε π ώ ς να δράσει. Ό π ω ς ο περισσότερος κόσμος υπνωτισμένος α π ό ποιος ξέρει τι
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 35
αναθυμιάσεις ττου παραλύουν την ευθύνη, βυθιζόταν σε μ ια νοσηρή παθητ ικότητα κι ας ντρεπόταν γ ι ' αυτή .
Η σημερινή πολιτική κατάσταση μ' έναν, μυστήρια ύπουλο τρόπο, κατάφερνε ν' αποκοιμίζει συνειδήσεις και ν' αφοπλίζει. Οι καθημερινές γκροτέσκες αποκαλύψεις, περί της εντιμότητας των πολιτικών, είχαν ξεπεράσει κάθε όριο ανοχής κι έριχναν με ρυθμό πολυβόλου τους αιφνιδιασμούς πάνω στους πολίτες. Ο κόσμος της μέσης τάξης είχε ζαρώσει στη γωνιά του και ψευτοπα-ρηγοριόταν μέσα στην μικροευμάρεια του σπιτιού και της ταβέρνας.
Ζήλευε και συγχρόνως εξοργιζόταν με τη στάση του άντρα της. Ήταν τελειόφοιτος της Αρχιτεκτονικής την εποχή των γεγονότων του Πολυτεχνείου και το ρολόι του είχε κολλήσει στις φοιτητικές ταραχές που παθιασμένα πήρε κάποτε μέρος. Εκείνη απορούσε για την επιμονή του σε πράγματα που ολοφάνερα είχαν τώρα πια αλλάξει. Αναρωτιόταν αν επέμενε να ρητορεύει όπως και τότε, γ ια την ιερότητα των λαϊκών αγώνων, από συγκινητικό ρομαντισμό ή από δειλία να ξεκουνήσει και να βγει απ' τη φωλιά όσων είχε συνηθίσει να πιστεύει. Πότε-πότε τη μπέρδευε, όμως δεν μπορούσε να μην ξεχωρίσει κάποιον παιδισμό στις συζητήσεις του με δυο-τρεις παλιούς συντρόφους, όταν μαζεύονταν στο σπίτι τους και αναμάσαγαν παλιά τσ ιτάτα.
Ό χ ι , οι δικές τους επαναλήψεις δεν είχαν καμιά εξέλιξη. Δεν παρουσίαζαν καμιά πρόοδο όπως οι επαναλήψεις στις πρόβες του Σταύρου. Σκάβανε και σκάβανε επί τόπου, στο ίδιο χώμα, ο λάκκος βάθαινε κι αυτοί βυθίζονταν όλο και πιο μέσα.
Αρχίσανε να σκάβουνε τούτο το κοκκινόχωμα με δραστήρια πόδια και χέρια, με φλογερά μάτια, με αχτένιστα μαλλιά, με γένια και με το όραμα του Τσε στις εσωτερικές τους αφίσες, πριν χρόνια. Και χώνονται τώρα στον ίδιο βαθεμένο λάκκο που τους καταπίνει , με τις σημερινές κοιλίτσες τους, τ ' αραιωμένα μαλλιά, τα ξυρι-
36 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
σμένα μάγουλα και τα κουρασμένα μάτια. Τους κοιτά να μαζεύονται π ο ύ και που στο σαλόνι
τους, ν ' απλώνουν τα πόδια στα σκαμπώ, να καπνίζουν π ί π α , να πίνουν ουίσκυ και βότκα κι όταν ο καπνός τους τυλίξει, ν' αρχίσουν να συζητούν με το παλιό ύφος των ιδεολόγων συνωμοτών. Με δήθεν πάθος και οργή, δήθεν αυτοκριτικά, δήθεν ενθουσιασμό και δήθεν πίκρα: Πού φταίξαμε, τι βγήκε, τι γραμμή έπρεπε ν' ακολουθήσουμε.
Τους κοιτά και μέσα της παλεύει η τρυφερότητα κι η περιφρόνηση.
— Εγώ, τουλάχιστον, όταν κάνω θέατρο, ξέρω π ω ς κάνω θέατρο, τους πειράζει πότε-πότε.
Ο Αλέκος την κατηγορεί για πεσιμίστρια, για αστή και για στρουθοκάμηλο. Της φωνάζει π ω ς παρασύρθηκε απ ' την παρακμιακή αυταρέσκεια των καλλιτεχνών και ο υπαρξιακός εγωισμός της διαλύει κοινωνίες. Του απαντά πως αυτός ανακουφίζεται μόνο με μπλα-μπλα και δηλώσεις π ο υ δεν κοροϊδεύουν πια κανένα και π ω ς κανείς επαναστάτης δεν πέτυχε ν' αλλάξει τον κόσμο οδηγώντας Μπε-εμ-βε.
Ό τ α ν σκληραίνει η κουβέντα τους, την λέει προδό-τρια κι εκείνη τον λέει υποκριτή. Ποτέ όμως π ια δεν μαλώνουν στ' αληθινά για πολιτική. Γιατί κανείς τους, κατά βάθος, δεν πιστεύει με πάθος . Κι αν μαλώνουν, π ο ύ και πού , το κάνουν σαν από παλιά υποχρέωση να προφέρουν κάποιες αντεγκλήσεις. Χωρίς συναισθηματικό αντίκρισμα και χωρίς αντοχή να τα νιώσουν στα σοβαρά.
Τίποτα απ ' ό,τι συμβαίνει στη χώρα τους δεν τους εμπνέει την έξαρση για κάποια δράση. Αν κατά τη χούντα των σαφών απαγορεύσεων ένιωθαν ζωντανοί κι ολόψυχα στρατευμένοι απέναντι σε συγκεκριμένους εχθρούς, στη σημερινή δημοκρατία τού, «περάστε α π ό παντού» και π ο υ «όλα είναι έτσι όπως τα νομίζετε», παραπατούν υπνωτισμένοι κι ανόρεχτοι. Το καλό και το
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 37
κακό, τώρα, μοιάζουν επικίνδυνα πολύ. Το τέλος της δεκαετίας των έιτυς, που λέει η δορυφο
ρ ική, τους βρήκε, αυτούς και την παρέα τους, πιο σα-στισμένους από παιδιά που νωρίς ορφάνεψαν.
Απ' τους παλιούς συντρόφους οι περισσότεροι κάνουν πως δεν μιλούν για ιδέες μια και πλούτισαν κι άλλαξαν ιδέες. Κάποιοι δηλώνουν, πως η λύση δεν είναι η πολιτ ική κι ασχολούνται με τη μεταφυσική με λογιών-λο-γιών τρόπους. Γίνανε Νεοορθόδοξοι ή χορτοφάγοι , ταξίδεψαν στις Ινδίες ή κατέληξαν οικολόγοι. Και δυο-τρεις, οαν τον Αλέκο, μαζεύονται κάθε τόσο κι αναμασούν το ίδια και τα ίδια. Η Ελβίρα δεν ξέρει πια ποιοι απ' όλους τους είναι σε χειρότερη κατάσταση.
Προχθές το βράδυ, γυρίζοντας απ' το θέατρο, βρήκε τον Αλέκο με τον Παναγιώτη και τον Σέργιο να κάθονται μπροστά απ' την τηλεόραση και να παρακολουθούν μια ζωντανή συζήτηση γύρω απ' τον εκλογικό νόμο. Η εκπομπή τέλειωσε κι ήταν κι οι τρεις τους πολύ θυμωμένοι. Άναψε η κουβέντα μεταξύ τους. Στην αρχή, όλοι τους συμφωνούσαν ότι η εκπομπή ήταν εξοργιστικά ηλίθια και σιγά-σιγά, προχωρώντας στις λεπτομέρειες, άρχισαν να τσακώνονται μεταξύ τους.
Η Ελβίρα, ερχόμενη, είχε στο νου της να κλειστεί στο γραφείο και να παρακολουθήσει γ ια πολλοστή φορά την «Κάρμεν» του Σάουρα σε βιντεοκασέτα. Ό μ ω ς κάθισε μαζί τους. Τον τελευταίο καιρό ένιωθε οικείες και γραφικές τούτες τις συναντήσεις. Σαν τσακισμένο μοτίβο μιας εποχής με σύντομη δόξα και μακρόσυρτη διάλυση. Κουλουριάοτηκε δίπλα στην πολυθρόνα του Παναγιώτη και τους παρακολουθούσε. Κάποια στιγμή και πάνω στη γενική έξαψη, ο Παναγιώτης βρήκε πως το βλέμμα της έκρυβε ειρωνεία και τουπέ και της επιτέθηκε.
— Δεν σ' ανησυχεί που τελευταία συνέχεια νομίζεις ότι σε ειρωνεύονται; Του απάντησε κι αμέσως μετάνιωσε που ήταν τσουχτερή. Γέλασε για να ελαφρώσει τα λόγια της. Δεν αρπαζόταν πια στα σοβαρά μ' αυτά , ί-
38 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
σως γ ιατ ί δεν την έπειθε ούτε ο θυμός τους. Ο Αλέκος ήταν επιτυχημένος αρχιτέκτονας, ο Πανα
γιώτης διαφημιστής ανερχόμενος κι ο Σέργιος εγκατέλειψε μια εργολαβία που του έφαγε πολλά λεφτά και άνοιξε ένα πιάνο-μπαρ πίσω απ' την Αμερικάνικη Πρεσβεία. Ίσως κι αυτή η επαγγελματική επιτυχία τους να τους προκαλούσε μια ενοχή απέναντι στον παλιό φοιτητή του εαυτού τους που έστηνε οδοφράγματα απέναντι στους αστυνομικούς της χούντας.
Δεν έπρεπε να προδώσουν εκείνα τα οδοφράγματα. Έπρεπε, τουλάχιστον, να επαναλαμβάνουν τις παλιές δηλώσεις, με την ίδια παλιά οργή και με την ίδια φρασεολογία. Τους παρηγορούσε προσωρινά γ ιατ ί το υποψιάζονταν πως, τελικά, δεν κατάφεραν να μην πετύχουν επιτυχίες ασυμβίβαστες με τους αγώνες τους και τα οδοφράγματα τους.
— Βρισκόμαστε σε σατανικό λούκι, αυτό ξέρω εγώ. Σκέψου μόνο πως και η δεξιά κι η αριστερά τραγουδούν Θεοδωράκη στις συγκεντρώσεις τους. Τι άλλο θες; έκανε ο Σέργιος.
Ύστερα γύρισε προς τον Αλέκο και του ζήτησε να βάλει στο στερεοφωνικό το «Μπέλλα Τσάο».
Κάπνιζαν, έπιναν βότκα και ουίσκυ, αναστέναζαν και ψιλοτραγουδούσαν κρατώντας τα βαριά κεφάλια τους. Μισομεθυσμένοι, προχωρούσαν πάλι στον γνωστό διχασμό, τον αναγκαίο γ ια την ισορροπία ή την ανισορροπία της συνείδησης τους.
Εκείνη σηκώθηκε και στάθηκε στην πόρτα. Τους χάζευε με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος,
τους αγαπούσε, τους περιφρονούσε, την εκνεύριζαν και τη διασκέδαζαν μαζί. Αν οι ωριμότεροι σαραντάρηδες της γενιάς της μισοπαραδέχθηκαν την ήττα τους ή την αναθεώρηση τους, τούτοι εδώ οι τρεις, που με βραχνές συγκινημένες φωνές τραγουδούν πάλι το «Μπέλλα Τσάο» κι απόψε, δεν λένε να κατέβουν απ' τα ξύλινα αλογάκια της νιότης.
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 39
Βότκα και ουΐσκυ. Η δικιά τους επανάσταση πνίγηκε σε βότκα και ουΐσκυ.
Τη ν6χτα, αργά, ξάπλωσε δίπλα στον Αλέκο κι έκλεισε το φως στο κομοδίνο. Τον άκουσε να βαριανασαινει.
— Έχεις τ ίποτα ; τον ρώτησε. — Υπάρχει μέσα σόδα; Οι αναμνήσεις μου έφεραν
πλάκωμα στο στομάχι. — Δεν είναι οι αναμνήσεις στο στομάχι σου, του είπε
και σηκώθηκε, είναι τα έξι κομμάτια τυρόπιτα που έφαγες μαζεμένα.
Φλοίσβος, φλέβα, φλάουτο, φλογέρα, Φοίβη...
Το τραίνο σταμάτησε στο σταθμό και μαζί με το βιαστικό πλήθος ανέβηκε απ' το υπόγειο, έξω, στη φασαρία των δρόμων. Προχώρησε προς την οδό Αιόλου και μπήκε μέσα στο παμπάλαιο κατάστημα λευκών ειδών γ ια να κοιτάξει γ ια στόφες.
Ζήτησε από μια πωλήτρια που γνώριζε να περάσει απ' τη μέσα μεριά του πάγκου και ν' αγγίξει με το χέρι της τα χοντρά τόπια με ύφασμα. Στάθηκε σ' ένα τόπι με χοντρό πανί γ ια σκοτεινές κουρτίνες. Τα σχέδια και τα χρώματα θύμιζαν Φλωρεντινή ταπισερί. Η παλάμη της στάθηκε ακίνητη ν' ακουμπά τη χλιαρή, παχιά ύφανση και να μη θέλει να την εγκαταλείψει.. .
Φλωρεντία, Φλώρα, Φλάουτο, Φλέβα, Φλοίσβος, Φοίβη...
Σα γυάλινες χάντρες πέσανε μέσα της πολλές-πολλές λέξεις από Φ για να καταλήξει πάλι στη Φοίβη. Συνέχεια καταλήγει στη Φοίβη σαν τη γλώσσα στο στόμα που κάνει κύκλους για να ξαναγυρίσει και να σκαλίσει, άθελα της, την φρέσκια ουλή από βγαλμένο δόντι.
Αποφεύγει να παραδεχθεί πως, ό,τι και να κάνει, ο νους της ξεγλιστρά να ψάξει τι να κάνει γ ια τη Φοίβη. Κι όταν χαίρεται ή γελά, ξαφνικά, την κυριεύει μια παράλογη ενοχή μην είναι μια χαρά ή ένα γέλιο που κλέβει από εκείνη. Ό π ω ς οι δρόμοι που όλοι τελειώνουν σε
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 41
μια Μητρόπολη, οι πράξεις της κι οι σκέψεις της, όλες σχεδόν εκτός απ' της δουλειάς της, στη Φοίβη πάνε, κυλάνε στην πηγή τη σκοτεινή, στην πληγή την υγρή που άφησε πίσω της το φευγιό της κόρης της.
Φλωρεντία, Φλώρα, Φλάουτο, Φλέβα, Φλοίσβος, Φοίβη...
Η Φοίβη, εδώ κι ένα χρόνο, πήγε στη Φλωρεντία και σπουδάζει αρχιτεκτονική.
Κάθε μέρα, πάει και κάθεται στο δωμάτιο της. Το αερίζει. Χαϊδεύει την κουβέρτα στο κρεβάτι της. Τα βιβλία, τα ρούχα της, κάποια σκουλαρίκια της, τις αφίσες της στους τοίχους. Μερικές φορές ρίχνει χάμω δυο-τρία περιοδικά, ξεστρώνει το κρεβάτι και φτιάχνει μια προσποιητή ακαταστασία για να κερδίσει την αστραπιαία αίσθηση, π ω ς η Φοίβη είναι πάλι εκεί μέσα. Κάθεται σε μια γωνιά φορώντας τα γυαλιά ηλίου π ο υ ξέχασε να πάρει μαζί της στην Ιταλία και αισθάνεται ορφανή.
Χθες το πρωί , πήγε αλαφιασμένη στο γραφείο του Αλέκου. Κάθησε έξω με τη σχεδιάστρια που της έφτιαξε τσάι και τον περίμενε με χτυποκάρδι να τελειώσει ένα τηλεφώνημα. Στο μεταξύ, διηγόταν στη σχεδιάστρια τα θαύματα που πετυχαίνουν οι Ιταλοί στο θέατρο και πόσο βασική είναι η υποχρέωση των θεατράνθρωπων να κάνουν ταξίδια και να ενημερώνονται. Ο Αλέκος την φώναξε να πάει μέσα. Όρμησε και έκλεισε την πόρτα στην πλάτη της.
- Αλέκο, πρέπει να φύγω στη Φλωρεντία. - Πάλι ! - Τι πάλι; Σε λίγο αρχίζουμε τις ετοιμασίες για τον
Μάκβεθ και πρέπει να π ά ω να μελετήσω κάποιους πίνακες στο Ουφίτσι που μου έκαναν εντύπωση. Πώς να στο π ω ! Μου έχουν καρφωθεί αυτοί οι πίνακες στο κεφάλι και νομίζω π ω ς το χρώμα τους είναι κλειδί για το σκηνικό.
- Άστα αυτά!
42 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
— Τι λες τώρα ! Τι θα πει αυτό ; — Πας για τη Φοίβη. Αμέσως ντρέπεται σαν παιδί που το πιάνουν να κλέ
βει μπισκότα. — Και φυσικά χαίρομαι που θα δω τη Φοίβη αλλά το
ότι οι πίνακες και η κόρη μου βρίσκονται στην ίδια πόλη είναι τελείως συμπτωματικό. Σκύβει το κεφάλι.
Ο Αλέκος σηκώνεται. Την πλησιάζει, την πιάνει απ' τους ώμους.
— Ελβίρα, σε παρακαλώ. Άσε την ήσυχη. Δεν φταίε ι εκείνη που δεν μπορείς εσύ να χειραφετηθείς.
— Ανοησίες! φωνάζει εξοργισμένη. Μπορώ ν' αγαπώ το παιδί μου όσο θέλω. Η αγάπη δε βλάπτει. Ό σ ο περισσότερη είναι τόσο το καλύτερο. Το να στη στερούν βλάπτει. Έχει αρχίσει να φωνάζει όπως όταν δικαιολογε ίτα ι .
— Ελβίρα! Κι εγώ την αγαττώ. Σκέφτομαι όμως πως δε φταίε ι αυτή να την πνίγουμε με τους συναισθηματισμούς και τις φοβίες μας.
Την ίδια μέρα τηλεφώνησε στη Φοίβη. Ακουγόταν από πολύ μακριά κι αυτή η απόσταση, μες στο ακουστικό, της μαχαίρωνε την καρδιά.
— Μαμά, εσυ είσαι; Αυτή η ερώτηση της μαχαίρωσε την καρδιά. — Ναι καρδιά μου, εγώ. Λέω να πεταχτώ τρεις μέρες
εκεί. — Πάλι! Αυτό το «πάλι» την απόκαμε. Έψαξε για δικαιολο
γίες, γ ια τους πίνακες και γ ια τον Μάκβεθ και στο τέλος είπε πως μάλλον θα το αναβάλλει μέχρι την άνοιξη.
Την τελευταία φορά που πήγε και τη βρήκε, τον περασμένο μήνα, δώσανε ραντεβού στα υπαίθρια ανθοπωλεία, στο προαύλιο της πινακοθήκης. Η ιδέα ήταν της Φοίβης που την περίμενε ανάμεσα στα πολλά, λουλουδιασμένα πανέρια γελώντας από μακριά. Είπε πως ήθελε να της κάνει δώρο τούτο το ταμπλώ-βιβάν μια και
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 43
ήξερε την ευαισθησία της γ ια τα σκηνικά στο θέατρο αλλά και στη ζωή της.
Έκλαιγε και την αγκάλιαζε, τη φιλούσε και γελούσε και κατά βάθος, απορούσε, πώς τούτο το μικρό κοριτσάκι της, κατάφερνε να επιζεί τελικά τόσο πολύ μακριά της.
Για δες που είναι έτσι καλά ντυμένη, έτσι όμορφα χτενισμένη, καλοταϊσμενη και φωτεινή! Για δες πόσα καταφέρνει μόνη της κι άδικοι όλοι οι φόβοι της που την κρατούν άυπνη τις νύχτες.
Η Φοίβη την καθοδηγεί και την προστατεύει. Την πηγαίνει σ' ένα γλυκό μπιστρό και της παραγγέλνει εσπρέ-σο και τούρτα κάστανο. Μιλά άνετα τα ιταλικά κι αντί εκείνη να τη ρωτά για την υγεία της, η κόρη της τη ρωτάει γ ια την δικιά της. Την πληγώνει και την καθησυχάζει τούτη η αντιστροφή των ρόλων. Δεν ξέρει τι να πρωτοπεί, τι να πρωτοδείξει και το μόνο που θέλει είναι να γελά και να κλαίει. Σκέφτεται το παιδί που δεν επιτρέπετα ι να το φορτώνει συναισθηματικά, τον ψυχικό εκβιασμό που δημιουργούν οι υπερβολές της, όπως τη συμβούλευε ο Αλέκος στην Αθήνα και ψάχνει γ ια ξέγνοιαστα θέματα που θα χαλαρώσουν την ατμόσφαιρα.
Στο μικρό διαμέρισμα που η μικρή νοικιάζει δίπλα στον ποταμό Άρνο , ένιωθε λίγο ξένη και αδέξια. Της κάνει εντύπωση η απρόσμενη τάξη που επικρατεί εδώ μέσα, μια ιδέα καλής οργάνωσης που απλώνεται γύρω-γύρω.
Θέλει να πιάνει όσο γίνεται λιγότερο τόπο, να μην ενοχλεί, να μην παρεμβαίνει. Ντρέπεται σχεδόν για το ταξίδι της, φοβάται πως ίσως προκαλεί αναστάτωση στην τακτοποιημένη καθημερινότητα εδώ μέσα.
Κάνει αγώνα να φέρεται σαν ίση προς ίση, όμως η Φοίβη είναι τόσο άνετη που τελικά κατορθώνει, αυτή , η Ελβίρα, να είναι η ανήλικη απ' τις δυο τους.
Τη νύχτα, την ακούει να βήχει στον ύπνο της και πάει να πεταχτεί πάνω, το μετανιώνει και θυμίζει στον εαυτό
44 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
της, «Πες πως δεν είσαι εδώ, πες πως δεν είσαι εδώ». Τούτη την παραίνεση την επαναλαμβάνει συχνά μέσα της όσο μένει στη Φλωρεντία. Θα προτιμούσε να ήταν αόρατη, να έπινε το αόρατο νερό και να μπορούσε να παρακολουθεί την κόρη της χωρίς η κόρη της να τη βλέπει. Να ηρεμεί έτσι... Κάτι τέτοιες πιεστικές επιθυμίες πνίγουνε τους ανθρώπους και τους κάνουν να φτ ιάχνουν παραμύθια. Παραμύθι, παραμυθία, παρηγοριά...
Τα πρωινά που η Φοίβη λείπει στο Πανεπιστήμιο και μένει αυτή μόνη στο σπίτ ι , ταχτοποιεί και μπαινοβγαίνει λιγάκι αμήχανα. Τούτο το σπίτ ι , που μόνο του το παιδί της έστησε, χωρίς μάλιστα να της κάνει ούτε μια ερώτηση, την κρατά σε κάποια απόσταση. Την τρομάζει σχεδόν. Ψάχνει να βρει στο γούστο της κάποια κοινά με το δικό της γούστο και να εξοικειωθεί. Δεν βρίσκει πολλά. Θάθελε να μαγειρέψει κάτ ι , όμως η Φοίβη είπε πως θα την πάει να φάνε σ' ένα χωριάτικο πανδοχείο, έξω απ' την πόλη, με τοπικό χρώμα. Φοράει τ' ακουστικά του γουώκ μαν, ξαπλώνει στο κρεβάτι και πατάει το κουμπί. Ακούγεται η παθητική άρια από τα «Κατά Ματθαίον Πάθη» του Μπαχ. Η μουσική της μαλακώνει την ψυχή, τη βαθαίνε ι , ανοίγει ταξ ιδ ιωτ ικούς δρόμους μέσα της. Η μουσική είναι καλή, μαγεύει ακόμα και τα φ ίδ ια , υφαίνει υπόγεια δ ίχτυα που αγκαλιάζουν τα πράγματα της ζωής και τους πλέκει ειρμό. Συμφιλιώ-ν ε τ α ι με τα α ισθήματά της, ηρεμεί από μια αόριστη ε-ξήγηση και αναπαύετα ι λες κα ι τη βρήκε τη θέση της στο σχέδιο του κόσμου.
Τη Φοίβη τη γέννησε πολύ μικρή. Ήθελε να τη νταν-τεύουν ακόμα και να της ετοιμάζουν το γάλα, όταν βρέθηκε μ' ένα μωρό στην αγκαλιά να το θηλάζει. Δεν τη χάρηκε την ανατροφή του γ ιατ ί δεν είχε ακόμα την ωριμότητα που θα της επέτρεπε να του αφοσιωθεί. Έτσι, στο σπίτι της, αλλά κυρίως στο νου της, οι πάνες της μικρής ανακατεύονταν αδιάκοπα με τις μακέτες της και
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 45
τα τελάρα της κι η ακαταστασία αυτή της δημιούργησε χρόνιο άγχος.
Η Φοίβη μεγάλωσε, δόξα τω Θεώ, καλά. Ήταν ήρεμη και ισορροπημένη. Το καταλάβαινε αυτό, όμως, στα πιο βαθιά της, δεν την εγκατέλειπε η ενοχή πως, όχι, δεν έδωσε στη Φοίβη όσα της άξιζαν. Τώρα που έφυγε από κοντά της και το σπίτι άδειασε, η ενοχή τούτη έγινε βουνό. Στα όνειρα της και, το χειρότερο, στις στιγμές μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, πριν κοιμηθεί ή μόλις ξυπνούσε, ο χρόνος της σχέσης της με το παιδί μπερδευόταν. Δεν ήξερε αν ήταν μωρό ή κοπέλα. Αν βρισκόταν εδώ ή στη Φλωρεντία. Τι να νιώσει, δεν ήξερε, τι έπρεπε να κάνει. Άκουγε κι άκουγε τα «Πάθη» του Μπαχ κι ολόψυχα ευχότανε να γινόταν κάποιο θαύμα και να γύριζαν τα χρόνια πίσω.
Με τη σημερινή της γνώση, με τη σημερινή της αναδρομική ματιά, με τη σημερινή της πίστη και τη διάθεση της, να την ξαναγεννούσε, λέει, την ίδια Φοίβη, απ' την αρχή και να διόρθωνε τα λάθη της όλα και τώρα, να προλάβαινε όλες της τις παραλείψεις... Πότε-πότε, την έπιανε η ορμητική λαχτάρα να τη ρωτήσει τη γνώμη της: Αν ήταν καλή μητέρα. Να της ζητήσει να της πει όλα τα παράπονα που της προκάλεσε. Δεν έβρισκε το κουράγιο κι αμέσως ξαναθυμόταν τη λογική του Αλέκου να λέει, πως είναι εγκληματικό να φορτώνει το παιδί με τις ανασφάλειες της.
Ό χ ι ! Δόξα τω θ ε ώ άλλωστε, είτε χάρη σ' αυτήν είτε ερήμην της, η Φοίβη είναι μια χαρά.
Την τελευταία νύχτα στη Φλωρεντία, καθόταν κου-λουριασμένη στον καναπέ κι έκανε πως διάβαζε ένα περιοδικό. Η Φοίβη, σκυμμένη στο γραφείο της, έλυνε ασκήσεις γ ια τη σχολή κι είχε πει πως θα ξενυχτήσει απόψε. Την τελευταία στιγμή τους ειδοποίησαν για ένα διαγώνισμα. Ξεφύλλιζε προσεχτικά το περιοδικό της κι ένιωθε σφίξιμο στο στομάχι της να τη βλέπει να κοπιάζει έτσι. Δεν άντεχε καμιά δυσκολία στο δρόμο του παιδιού της κι ήθελε να μπορούσε να σπεύσει και να τις
46 MAPO BAMBOYNAKH
πάρει όλες πάνω της. Να την ξαλαφρώσει. Ξεφύλλιζε το περιοδικό και υπέφερε. Ό μ ω ς , κάποια στιγμή, θα είχαν περάσει μεσάνυχτα,
η Ελβίρα σήκωσε για άλλη μια φορά τα μάτια της και πρόσεξε, σαν για πρώτη φορά, την γερμένη πλάτη της Φοίβης, τη σκιά της κάτω απ' το χαμηλό αμπαζούρ, το χέρι της να κρατά γρήγορες σημειώσεις και, βαθιά μέσα της, γέμισε με μια ξαφνική ευφορία. Πέρασε πάλι τη ματ ιά της πάνω απ' την ταπετσαρία των τοίχων σ' αυτό το μικρό διαμέρισμα. Απ' τις γκραβούρες της αναγεννησιακής πόλης δίπλα στο μοντέρνο πόστερ μιας μουσικής εκδήλωσης κατά του ρατσισμού.
Κοίταξε μ' ευγνωμοσύνη τα πολλά λουλούδια στις σκιερές γωνιές που η ίδια, το μεσημέρι, στόλισε, τους δίσκους του Μπαχ και του Χέντελ στο φαρδύ πανέρι, το παλιό χρωματιστό χαλί , νοσταλγικά φθαρμένο στο ξύλινο πάτωμα, τη ροκοκό απλίκα με το ροδαλό, ελάχιστο φως και το προπολεμικό τηλέφωνο χωμένο ανάμεσα στα μαξιλαράκια της πολυθρόνας.
Ξανακοίταξε την κόρη της να γράφει με βιασύνη ακούγοντας μουσική απ' τα ακουστικά. Ό λ α στο στήσιμο της, στην κίνηση της, στον αέρα της, φανέρωναν ζωντάνια και κέφι και συλλογίστηκε, πως είναι πολύ τυχερή η Φοίβη τούτη την εποχή της ζωής της. Δυνατή και σίγουρη, ορεξάτη, ρίχνεται στο μόχθο και έχει προοπτική.
Είναι μια ανόητη μητέρα που ανησυχεί πως κουράζεται γ ιατ ί η μόνη που κουράζεται είναι αυτή , η ίδια, μέσα στο κουρασμένο της μυαλό. Αυτή που τώρα πια βρίσκεται σε άλλη στροφή του δρόμου και δεν μπορεί καθόλου να μπει στη θέση που η Φοίβη στέκεται τώρα.
Είναι ευτυχία να δουλεύεις και να επιδιώκεις. Είναι ευτυχία να κάνεις σχέδια και να έχεις να ελπί
ζεις. Η μεγαλύτερη ίσως. Και συνειδητοποίησε ξαφνικά εκείνη τη στεγνή, κα
κιά γεύση που, εδώ και καιρό, έρχεται, φεύγει και επι-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 47
στρέφει στην Ελβίρα, που έχοντας κλείσει πια όλους τους κύκλους που θυμάται να ξεκίνησε, αισθάνθηκε να βρίσκεται απέξω τους, άχρηστα ολοκληρωμένη.
Η δουλειά της τής πρόσφερε περισσότερες επιβραβεύσεις απ' όσες μπορούσε να φανταστεί . Τα κομματάκια στο παζλ του γάμου της είχαν από καιρό μπει σε μια μόνιμη θέση, ακίνητη. Το παιδί της μεγάλωσε κι έφυγε. Οι φίλοι είναι πιστοί, οι συνεργάτες συνεννοήσιμοι. Τα ρολόγια που κούρδισε δουλεύουν στην εντέλεια και μόνα τους πια. Έδωσε ό,τι είχε να δώσει, πήρε ό,τι είχε να πάρει κι απόμεινε με πεσμένα χέρια χωρίς να ξέρει τι να ονειρεύεται. Χωρίς προοπτική. Χωρίς στόχο.
Ανακαλύπτει πως έφτασε στο τέλος της ζωής της ενώ βρίσκεται στο μέσον της ζωής της. Μια γεύση από ασβέστη το ίχου στεγνώνει τη γλώσσα της. Κάτι σκληρό, σαν τοίχος, ανεβαίνει απ' το στομάχ ι της κι αγγίζει το λαρύγγι της. Tην πιέζει σαν ξερόβηχας και της προκαλεί δυσφορία. Είναι η ανία.
Τραβάει αργά το χέρι της απ' το τόπι ύφασμα που μοιάζει με Φλωρεντινή ταπισερί. Έχει μπερδευτεί και προτιμά να ξανάρθει με τον Σταύρο αύριο για να κοιτάξουν μαζί το χρώμα.
Φλωρεντία, Φλογέρα, Φλόγα, Φλεγμονή, Φλάουτο.. . Ο ήχος του φλάουτου είναι τόσο ωραίος! Θυμίζει δάση και ρεμβαστική ν ιότη.
Βγαίνει στο δρόμο. Δεν έχει όρεξη καμιά να πάει στην έκθεση ζωγραφι
κής που σχεδίαζε. Και δίχως να πάει μπορεί ακριβέστατα να φαντασθεί κάθε λεπτομέρεια από το πώς θα είναι εκεί μέσα: Ποιους θα συναντήσει, τι θα της πούνε, τι θα απαντήσει. Τι γεύση θα έχουν οι μεζέδες στο τραπέζι , τι γεύση η μπύρα και τι το κρασί.
Τους πίνακες του φίλου της, έτσι κι αλλιώς, τους γνωρίζει πολύ καλά. Εκθέτει παρόμοια πράγματα κάθε
48 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
λίγο και λιγάκι. Ό χ ι , δεν αντέχει να πάει σήμερα κάπου που δεν υπάρχει ελπίδα για τ ίποτα νέο και γ ια καμιά έκπληξη. Κάπου που όλα τα ξέρει τόσο σα να τα έχει ξαναζήσει μόλις χθες. Η πλήξη την πνίγει ξανά σαν κοφτός βήχας.
Θα προσπαθήσει να ξεφορτώσει από υποχρεώσεις τη ζωή της. Ψάχνοντας να καταλάβει τι εννοεί, βρίσκει πως, σήμερα τουλάχιστον, ό,τι και να σκεφτεί, με υποχρέωση μοιάζει.
Μονάχα τη Μέλα θέλει να δει. Τη Μέλα. Απόψε.
Η υπομονή της Μέλας
Τη Μέλα τη γνώρισε εδώ και πολλά χρόνια. Ό τ α ν ήταν φοιτήτρ ια και πήγαινε στην Ιταλική σχολή να μάθει ιταλικά επειδή σχεδίαζε να φύγει , μετά το πτυχίο, στη Ρώμη γ ια μετεκπαίδευση. Πράγμα που τελικά δεν έγινε.
Η Μέλα καθόταν δυο θρανία πιο πίσω. Εκείνη μάθαινε ιταλικά γ ιατ ί της άρεσαν ο τονισμός τους, τα τραγούδια του ιταλικού Νότου και τα ποιήματα του Λεο-πάρντι .
Τα μάθαινε γ ια την αττόλαυσή τους και χωρίς ωφελιμισμό. Συγχρόνως παρακολουθούσε λογιστικά σε ιδιωτ ική σχολή γ ιατ ί ήδη εργαζόταν στην επιχείρηση του πατέρα της που αργότερα ανέλαβε ολομόναχη. Ήταν μια επιχείρηση εισαγωγής χαρτιού που με τον καιρό η Μέλα εμπλούτισε με ποικίλα είδη χαρτοπωλείου κι έκανε χονδρική πώληση σε όλη την Ελλάδα.
Ό χ ι μόνο δεν την ενοχλούσε αυτή η ατμόσφαιρα στεγνού εμπορίου και μαθηματικής ακρίβειας που πε-ριχωρούσε την κάθε μέρα της, αλλά μπορούσε και να διαχειρίζεται τα νούμερα άνετα και έξυπνα. Χρειαζόταν όμως, εκεί, στο γραφε ίο της, δίπλα στην αριθμομηχανή, τα τηλέφωνα και τα δε ιγματολόγια, να έχει μισάνοιχτους τους πολυμεταχειρισμένους «Στίχους» του Λεοπάρντι .
Κάποια μέρα που η Ελβίρα απουσίασε απ' το μάθημα των ιταλικών, τηλεφώνησε στη Μέλα να της ζητήσει
50 MAPD BAMBOYNAKH
τις νέες ασκήσεις της τάξης. Η Μέλα απάντησε πως θα περάσει το απόγευμα απ' το σπίτι της και θα της φέρει τα πολυγραφημένα φυλλάδια που τους μοίρασαν για μελέτη. Έφτασε ακριβώς την ώρα που υποσχέθηκε και φορούσε το γκρι κολλεγιακό φαρδύ πουλόβερ που ήταν στη μόδα εκείνη την εποχή, πάνω από άσπρο πουκάμισο με μικρό γ ιακαδάκι .
Της έφτιαξε νεσκαφέ φραπέ με καλαμάκι και τις έδειξε τους πίνακες της. Το σπίτι της, εκείνη την εποχή, μύριζε πάντοτε νέφτι που χρησιμοποιούσε για διαλυτικό στις λαδομπογιές.
Μίλησαν μετά γ ια «το τελευταίο τανγκό στο Παρίσι» που μάζευε τότε ουρές στους κινηματογράφους και συμφώνησαν, πως τ ίποτα τολμηρό δεν βρήκαν να τις σοκάρει, αντ ίθετα είχαν μελαγχολήσει βαθιά γ ιατ ί ήταν απ' τις πικρότερες ταινίες που είχαν δει ποτέ τους.
Μίλησαν πολύ, καθισμένες στο φοιτητ ικό δωμάτιο της Ελβίρας. Άρχιζαν τότε, γ ια πρώτη τους φορά, ένα διάλογο που θα κρατούσε για πάντα. Ένα διάλογο που μπορούσε να γίνεται μονόλογος ή και σιωπή και πάλι διάλογος. Κι όταν η Μέλα έφυγε, η Ελβίρα αισθανόταν πως είχε πει πολλά απ' όσα πίστευε γ ια τον εαυτό της και ήξερε γ ια τη ζωή.
Κατά κανόνα οι έρωτες κι οι φιλίες δείχνουν τις δυνατότητες τους απ' την πρώτη συνάντηση.
Η Μέλα, εδώ και πολλά χρόνια, ζούσε μέσα σε ένα ερωτικό τρίγωνο. Αυτά τα τρίγωνα είναι δαιμονικά. Σε παρασέρνουν σιγά-σιγά σαν σειρήνες που φοβάσαι και που ποθείς, που αποφεύγεις και που καταδιώκεις. Κάνοντας δυο βήματα μπρος κι ένα πίσω, βρίσκεσαι κάποια στιγμή μέσα στην παγίδα τους που κλείνει πίσω σου και διπλοκλειδώνει τα λουκέτα. — Η ανασφάλεια που προκαλεί ο δυνατός έρωτας είναι ένα βάσανο δεδομένο, όμως η ανασφάλεια που προκαλεί ο έρωτας προς κάποιον που μισοανήκει σε σένα και μισοανήκει σε μιαν άλλη, είναι ένα βάσανο ασύλληπτο.
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 51
Αλλά η ανασφάλεια είναι επίσης εξαιρετικά ερωτική. Ερεθίζει τον έρωτα κι ο έρωτας την ερεθίζει και αλληλο-κυνηγιούνται σε κύκλους πύρινους και φαύλους. Γίνεται λάσο, βρόχος, κίνηση φιδιού που τρώει την ουρά του. Εσύ στη μέση...
Βέβαια γ ια τη Μέλα δεν ξεκίνησαν έτσι τα πράγματα .
Παντρεμένη πριν αρκετά χρόνια μ' έναν άντρα που δεν αγαπούσε, γνώρισε τον έρωτα της ζωής της στο πρόσωπο του Διονύση που ήταν παντρεμένος με μια γυναίκα που δεν αγαπούσε, τουλάχιστον όπως αυτός δήλωνε.
Η Μέλα γενικά δεν δήλωνε πολλά. Ήταν συγκρατημένη και προσεχτική, ενώ ο Διονύσης, ενθουσιώδης και βιαστικός, δήλωνε συνεχώς σίγουρα συμπεράσματα που γρήγορα αναιρούσε για περισσότερο σίγουρα συμπεράσματα. Αυτή η διαφορά τους έδεσε ίσως πιο στενά.
Επιφανειακά, ο ένας συχνά εξόργιζε με τον τρόπο του τον άλλον κι αλληλοκατηγοριόνταν στην προσπάθεια τους να διορθώσει ο ένας τον άλλον. Επιφανειακά όμως.
Διότι πάρα πέρα, ο ένας στον άλλον θαύμαζε αυτό ακριβώς που προσπαθούσε να του διορθώσει μια και ήταν αυτό ακριβώς που απ' τον ίδιο έλειπε και κοντά στον άλλον το γευόταν.
Η Μέλα, περισσότερο απ' τους δυο τους, είχε φτάσει πια να τα συνειδητοποιεί αυτά . Με την επίγνωση που της πρόσφερε η ψυχική της υγεία και με τη συναίσθηση που προσφέρουν οι σκληρές δοκιμασίες αν τ ις αντέξεις και περάσεις απέναντι σώος.
Ακόμα κι οι θυμοί τους ήταν διαφορετικοί. Ο Διονύσης θύμωνε με δυνατές φωνές, με ρητορίες
κι απειλές, ενώ εκείνη θύμωνε με φοβερές σιωπές διαρκείας. Μισούσε ο ένας τον άλλον τέτοιες ώρες και πιο πολύ τον μισούσε γ ιατ ί κατόρθωνε κάτι που ο ίδιος πο-
52 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
τέ δεν θα μπορούσε να πετύχει: Εκείνη να φωνάξει κι εκείνος να σωπάσει.
Ό τ α ν , μετά από τις πολλές και διάφορες μαρτυρικές περιπέτειες που επιφυλάσσουν οι δεσμοί μοιχείας, Βεβαιώθηκαν πως δεν θα μπορούσαν να ζήσουν χώρια, αποφάσισαν να φερθούν γενναία και τ ίμ ια. Να χωρίσουν τους συζύγους τους και να ζήσουν μαζί. Παιδιά, ευτυχώς, δεν υπήρχαν.
Απ' τους δυο τους μόνο η Μελά χώρισε γενναία και τ ίμ ια , εκείνος ακόμα χωρίζει χωρίς αποτέλεσμα. Εδώ και τρ ία χρόνια εφαρμόζει την τακτ ική σύμφωνα με την οποία η γυναίκα του σε λίγο θα καταλάβει ότι είναι μάταιη αναξιοπρέπεια να επιμένει σ' ένα γάμο βασικά ανύπαρκτο και πως, από μόνη της, θα ζητήσει διαζύγιο.
Η γυναίκα του δεν το καταλαβαίνει ή μάλλον το καταλαβαίνει διαφορετικά απ' τον Διονύση. Μπορεί να είναι αναξιοπρέπεια η επιμονή της όχι όμως μάταιη μια και το να παραμένει, στα χαρτ ιά έστω, σύζυγος είναι ό,τι περισσότερο επιθυμεί.
Η γυναίκα του η ίδια άλλωστε, είπε σε κοινή φ ίλη , πως προτιμά να θεωρείται τυπικά παντρεμένη παρά ουσιαστικά χωρισμένη. Με ηθικούς εκβιασμούς, απόπειρες αυτοκτονίας και άλλες μαγικές υποβολές ενοχών, τον κρατά πάντα δεσμώτη μαζί της στο ίδιο σπίτ ι .
Ό μ ω ς η Μέλα έχει ψυχή βαθύτατη. Η Μέλα, στη δικιά της πραγματ ικότητα, βρίσκεται μακριά απ' αυτά . Μπροστά στην ευδαιμονία τού να έχει αξιωθεί ένα σπουδαίο έρωτα που τη γέμιζε και την έπειθε, πίστευε πως κάθε τ ίμημα που όφειλε να πληρώνει είναι δίκαιο.
Είχε πάρα πολλά χρόνια ζήσει την άγονη πλήξη μιας ζωής χωρίς έρωτα ώστε ακόμα κι ο πόνος που της πρόσφερε ο μπερδεμένος της δεσμός να γίνεται αποδεκτός με καρτερία. Κι όχι μονάχα με καρτερία αλλά και με κάποια ίχνη ευγνωμοσύνης, ευχαριστίας ίσως μια και διέκρινε σ' αυτόν τον πόνο τα ζωντανά σημάδια μιας ιστορίας με ουσία.
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 53
- Μα είσαι καλά; της φώναζε πού και πού με αγανάκτηση η Ελβίρα. Πόσα ακόμα θα ανεχθείς; Δεν έχει τέλος η υπομονή σου;
- Δεν ξέρεις τι θα πει ζωή χωρίς έρωτα, γ ι ' αυτό φωνάζεις. Εσύ είχες πάντα την τέχνη σου και δε σ' άφηνε να μάθεις πώς είναι αυτός ο κρανίου τόπος.
- Καλά εσύ, αυτός τι λέει; - Ο Διονύσης λέει πως σ' ένα τέτοιο χωρισμό η θέση
του άντρα που ζητάει διαζύγιο είναι χειρότερη απ' της γυναίκας που ζητά διαζύγιο.
- Ήμουν βέβαιη!
- Και συμφωνείς εσύ μ' αυτό ; - Όχ ι . - Τότε; - Ο Διονύσης νιώθει έτσι και δεν γίνεται να νιώσει
αλλιώς. - Κι εσύ; Κι εσύ; Τι θα γίνεις εσύ; - Εγώ τον αγαπώ Ελβίρα. Δεν τον αγαπώ επειδή εί
ναι παντρεμένος ή επειδή είναι χωρισμένος. Εγώ τον αγαπώ όπως και να 'ναι. . .
Η Ελβίρα θύμωνε μαζί της και συγχρόνως ήτανε συγκινημένη.
Η υπομονή της Μέλας δεν είναι αδυναμία είναι δύναμη και π ίστη, το ένιωθε αυτό κι ας της φώναζε. Τη ζήλευε που μπορούσε ν' αγαπά έτσι και δεν ήξερε αν κάτι στον Διονύση ενέπνεε αυτή την αγάπη ή αν ήταν το φυσικό της Μέλας που την έκανε να δίνεται ολόψυχα.
Η Ελβίρα αγαπούσε τη Μέλα γ ια όλα τούτα . Kατά-φερνε να της χτυπάει την καμπανίτσα του ανώτερου εαυτού της κι αν η καθημερινότητό και οι αδυναμίες της συνεχώς την έριχναν στην πάλη ανάμεσα στο καλό και στο ευχάριστο, στο σωστό και στο βολικό, αρκούσαν δυο λόγια της Μέλας να στάξουν βάλσαμο μέσα της, να της απλοποιήσουν τα περίπλοκα.
Κι όχι μόνο τα λόγια της ήταν βάλσαμο αλλά κι οι
54 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
σιωπές της. Οι σιωπές της ήξεραν να γίνονται πυξίδες σε θαλασσοταραχή, φανάρι σε σκοτεινά, χαμένα μονοπάτ ια . Ήταν φορές που τη γύρευε γ ι ' αυτές ακριβώς τις σιωπές της. Για τον τρόπο που θα την κοιτάξει χωρίς να μιλά, γ ια τη σιγαλιά της που θα της υποδείξει τι θα προσέξει .
Και τότε η Ελβίρα σταματούσε την αναστατωμένη φλυαρία της και ξαφνικά, κοιτώντας τα σιωπηλά, στοχαστικά μάτια της Μέλας, έβρισκε πολλές απ' τις απαντήσεις που γύρευε. Μπορούσε να της ενδυναμώνει τα πιο ευγενικά της αισθήματα και να την ανυψώνει πάνω απ' τα προβλήματα της.
— Αχ Μέλα, είσαι από μέλι, της έλεγε και τη φιλούσε. Μέλα, εσύ πάντα θα ευγνωμονείς ό,τι έχεις, ενώ εγώ πάντα θα παραπονιέμαι γ ια ό,τ ι δεν έχω... Μέλα, μάθε με.
Ζει κανείς χωρίς επιθυμίες;
Απ' το σπίτι του Φίλιππου στην Καστέλλα έφυγε πολύ πρωί , περίπου στις εφτά.
Δευτέρα. Τα μαγαζιά αργούν ν' ανοίξουν, η κίνηση στους δρόμους είναι ακόμα αραιή. Ξενύχτησαν χθες μετά τις πρόβες πίνοντας και συζητώντας. Ο Αλέκος πέρασε από κει για λίγο κι υστέρα γύρισε στο σπίτι μόνος του. Την επομένη δουλεύει νωρίς κι έπρεπε να κοιμηθεί, ενώ η Ελβίρα είχε όλο το πρωινό δικό της να βυθιστεί στο σκοτάδι του κρεβατιού και να χαθεί σε ύπνο ανενόχλητο μέχρι το μεσημέρι.
Οδηγούσε στην παραλιακή λεωφόρο και πλησίαζε στην Αθήνα. Είναι απίστευτο, όμως τέτοια ώρα η Αθήνα της φαίνεται σχεδόν όμορφη. Ο ουρανός είναι αστραφτερά γαλανός, η άσφαλτος υγρή και πλατιά, το πράσινο στα δέντρα και στους θάμνους των νησίδων δείχνει περισσότερο και φουντωμένο. Οι λεύκες δεν έχουν πετάξει ακόμα νέο φύλλωμα κι ο ήλιος μοιάζει πάντα πλουσιότερος τα χειμωνιάτικα πρωινά, πολλαπλασιασμένος απ ' τα κρύσταλλα της υγρασίας.
Όμορφοι που είναι τούτοι οι ανοιχτοί δρόμοι δίχως αυτοκίνητα! Η μεγαλύτερη ασχήμια της πόλης είναι α π ' τα πολλά αυτοκίνητα. Ό μ ω ς τώρα, που οι κεντρικές αρτηρίες είναι ελεύθερες μπροστά της, η πόλη αναδιπλώνεται κι εμφανίζει χάρες π ο υ είναι αδύνατον να υποψιαστεί τις ώρες της αιχμής όταν, παγιδευμένη στο
56 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
αμάξι , προχωρά σημειωτόν μέσα σ' αναθυμιάσεις πετρελαίου. Σπόνδυλος κι η ίδια μεταλλικής, γιγαντιαίας σαύρας που κινείται απελπιστικά αργά αγκομαχώντας μηχανικούς αναστεναγμούς.
Σήμερα πρωί-πρωί η Αθήνα τη σαγηνεύει. Στέκεται σ' ένα φανάρι στη λεωφόρο Συγγρού και
κοιτάζει τον οδηγό του διπλανού αμαξιού. Είναι ένας άντρας, κοντά στα πενήντα, που μιλάει μόνος του . Φαίνεται θυμωμένος, κουνά τα χέρια του απειλητικά αφήνοντας το τιμόνι κι ύστερα πάλι το ξαναπιάνει αφού το χτυπήσει με οργή. Το φανάρι ανάβει πράσινο κι ο οδηγός ξεκινά απότομα μονολογώντας έντονα πάντα. Τα μέλη του βρίσκονται μέσα στο αυτοκίνητο και το μυαλό του φεύγει και χάνεται μέσα στους θυμούς του δικού του μακρινού κόσμου.
Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο τούτος ο μοναχικός καβγάς. Συχνά συναντά ανθρώπους να μιλούν μόνοι τους περπατώντας στους δρόμους. Ντυμένοι κανονικά, με φροντίδα κάποτε, με μια τσάντα στο χέρι, μ' έναν χαρτοφύλακα ή με μια διπλωμένη εφημερίδα. Το άλλο χέρι το κουνούν με έμφαση προς έναν αόρατο συνομιλητή χειρονομώντας με την αλλοπαρμένη έκφραση εκείνου που βλέπει όσα κανείς άλλος δε βλέπει.
Πιο συχνά άντρες συναντά να φέρονται έτσι. Να είναι που οι άντρες εξομολογούνται τα αισθήματα τους δυσκολότερα, που σπάνια έχουν στενούς φίλους, που σπάνια φλυαρούν επί ώρες με κάποιον στο τηλέφωνο όπως αυτή με τη Μέλα;
Η μοναξιά στη μεγαλούπολη είναι αβάσταχτη. Το νιώθει κανείς στην επιθετικότητα των μοναξια-
σμένων που στριμώχνονται στα πεζοδρόμια και στα λεωφορεία, στη χυδαιότητα των θεατών στους πορνο-κινηματογράφους και κάποιων περιπατητών των πάρκων, στην παράνοια εκείνων που κουβεντιάζουν με αόρατους συνομιλητές πεζοπορώντας.
«Αν στην ερημιά ζει το θηρίο, στην πόλη ζει το τέ-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 57
ρας», διάβασε κάποτε στην Παλαιά Διαθήκη, στον Ιώβ νομίζει.
Η μοναξιά στη μεγαλούπολη είναι αβάσταχτη. Οι απουσίες δεν υποφέρονται και ψάχνει κανείς γ ια
υποκατάστατα, ανασύροντας πλάσματα απ' τον ατέρμονα θίασο της φαντασίας.
Οδηγεί και χαίρεται την πρωινή μορφή της πόλης. Τούτη που αλλάζει βάρδια με τη νυχτερινή. Τα πρόσωπα όσων τρέχουν νωρίς στη δουλειά τους είναι συγκεκριμένα. Συγκεκριμένα νυσταγμένα και συγκεκριμένα αποφασιστικά. Μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, αποκτούν την αγνότητα του δυστυχισμένου παιδιού που το απόκοψαν απ' τα όνειρα του .
Τη νύχτα εμφανίζονται πρόσωπα άλλα, διφορούμενα. Στα σκοτεινά δρομάκια γλιστρούν επικίνδυνες σκιές. Έξω απ' τα ηλεκτρισμένα ξενυχτάδικα γυναίκες μισο-κρύβονται πίσω από αληθινά ή ψεύτικα κοσμήματα, άντρες παντού με μορφασμό επιδεικτικού πόθου για σάρκα ή γ ια χρήμα, τραβεστί στα κολασμένα παζάρια της λεωφόρου, αστυνομικοί, πλούσιοι επαρχιώτες, μη-χανόβιοι... Μάσκες ακατάληπτες που τρεμοπαίζουν τον άγγελο ή το δαίμονα τους στις άκρες των βλεφάρων, στις άκρες των χειλιών, στις άκρες των δαχτύλων.
Οδηγεί και χαίρεται σαν αθώο έντομο τον απροσδόκητο φρέσκο ήλιο που της χαϊδεύει τη νύστα. Αν η αϋπνία τής εξαντλεί πάντα το κορμί, τής μεθά συγχρόνως το μυαλό και το οξύνει με περίεργο και πιεστικό τρόπο. Πολλές καλές ιδέες πάνω στη δουλειά της μετά από μια νύχτα αγρύπνιας τις συνέλαβε.
Ο εαυτός μας ξεπερνά τα όρια του νου μας και δεν είναι βέβαια μια καινούρια ανακάλυψη αυτό. Η Ελβίρα αρχίζει να μαθαίνει πώς να εντοπίζει κάποιες αλήθειες της σε σημάδια έξω απ' αυτά που ξέρει η λογική της. Σκέφτεται πως τώρα, που η σημειολογία έγινε της μόδας, προσέχουμε να ψαχνόμαστε από πιο έμμεσους δρόμους.
58 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
Το έχει πάντως προσέξει πως ένα σοβαρότατο σημάδι της ψυχικής της κατάστασης είναι οι σχέσεις της με τον ύπνο. Με το παραμικρό πρόβλημα παθαίνει αϋπνίες.
Είναι φορές που επειδή ακριβώς έχει αϋπνία αρχίζει να υποπτεύεται πως έχει και πρόβλημα.
Τίποτα δεν μισεί όσο αυτές τις στείρες ώρες που ο νους πυρακτωμένος αγωνίζεται ν' ανακόψει ταχύτητες στις γλιστερές λευκές επιφάνειες πίσω απ' τα κλεισμένα βλέφαρα. Έτσι να 'ναι οι χιονισμένες απέραντες στέπες που περπατώντας κανείς ασταμάτητα ξεχνά ποιος είνα ι ;
Μετράει ανάποδα αριθμούς, μετρά κι αρνάκια, λέει γ ια μάντρα ένα στίχο απ' το Δημοτικό σχολειό: Πού πας καραβάκι με τέτοιο καιρό, την άγρια θάλασσα δεν τη φοβάσαι ; Και πάλι και πάλι.
Ο φόβος της γ ια την αϋπνία είναι χειρότερος απ' την ίδια την αϋπνία. Της προκαλεί τέτοιες εντάσεις που, στο τέλος, άλλη σωτηρία δε βρίσκει απ' το να σηκωθεί κάποια ώρα και να πιει το υπνωτικό χαπάκι που αποφεύγει .
Εδώ κι ένα-δυο μήνες όμως, ανακάλυψε μια καινούρια όψη στο επίφοβο τοπίο του μαξιλαριού της. Μια όψη εξίσου νοσηρή μ' εκείνη της αγρύπνιας: Κοιμάται πολύ, κοιμάται βαθιά, βαριά, ναρκωμένα. Σα να γκρεμίζεται στη σκοτεινή καρδιά υπνοφόρου άνθους χωρίς δύναμη αντίστασης. Ξυπνάει και πάλι νυστάζει και σέρνεται και κανείς δυνατός καφές δεν καταφέρνει να της ανοίξει τελείως τα μάτια. Τα βλέφαρα της πέφτουν από νωρίς, μπροστά στην τηλεόραση, στον κινηματογράφο, σε συντροφιές, νυστάζει απότομα και πιεστικά. Το πρωί ξυπνάει με χίλιες προσπάθειες, αργά, και βγαίνει η συνείδηση της στο φως απ' τα ναρκωμένα σκοτάδια μετά από επίμονο κόπο. Λες κι αρνιέται να ξυπνήσει και να ξαναζήσει ένα ωράριο που δεν την ενδιαφέρει.
Αν είναι αλήθεια πως ο ύπνος είναι μισός θάνατος,
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 59
μήπως έτσι ο οργανισμός της αρνιέται να ζήσει; Σχεδόν δεν την ενδιαφέρει να ξαναξυπνήσει.
Χθες όμως τα κατάφερε να μη νυστάξει. Τι επιθυμεί πραγματ ικά; Ομολογεί πως δεν ξέρει.
Πρώτη της φορά φτάνει να ομολογήσει τόση άγνοια. Φοβάται το χειρότερο: Πως τ ίποτα πια δεν επιθυμεί.
Αν γνωρίζαμε τις πραγματικές επιθυμίες μας, με την πραγματική τους σειρά, θα τα καταφέρναμε καλύτερα;
Έχει προσέξει πως όταν ρίχνει πασιέντσες και κάνει ευχές εμφανίζεται ευκολότερα αυτό που περισσότερο εύχεται να συμβεί.
Ξαναθυμάται τον «Στάλκερ» του Ταρκόφσκι και τον τρόμο των ανθρώπων όταν μετά από επικίνδυνες περιπέτειες έφταναν μπρος στη φοβερή Ζώνη που θα πραγμάτωνε εκείνο που, κυρίως, λαχταρούσαν. Οι περισσότεροι γύριζαν πίσω αρνούμενοι ν' αντικρύσουν την βαθύτερη επιθυμία τους.
Οι επιθυμίες μας μάς υπερβαίνουν. Μας δυναστεύουν. Μας σέρνουν σαν ευφυής σκύλος έναν τυφλό.
Γίνεται να ζει κανείς χωρίς επιθυμίες; Πόσο η Ελβίρα θα ζήσει έτσι; Δεν μπορεί να είναι τούτη η κενή αίθουσα της υπνηλίας της η ζητούμενη απάθεια των πατερικών κειμένων. Καμιά σχέση δεν μπορεί να έχει, όπως σχέση δεν έχει η νέκρα με τη γαλήνη. Η νέκρα σε τσαλακώνει, σε συρρικνώνει στο τόσο δα αιχμηρό σημείο του εγωισμού σου, ενώ η γαλήνη θα σ' ελευθερώσει απλώνοντας σε στο θαυμαστό παντού.
«Σαν μεθυσμένος σε νυχτερινή χορωδία.»
Ο Φίλιππος έχει τη μουσική επιμέλεια του έργου του Λόρκα. Ήταν τα γενέθλια του χθες και μετά την πρόβα τους κάλεσε όλους ο' ένα μπαρ κοντά στο Σύνταγμα. Το μπαρ, μπαίνοντας, ήταν σχεδόν άδειο, όμως, όταν η παρέα τους από εικοσιτρία άτομα, εισέβαλε κι απλώθηκε στα καθίσματα, έμοιαζε ασφυκτ ικά γεμάτο και θορυ-βώδικο.
Η ένταση της πρόβας δεν είχε καταλαγιάσει κι ακόμα πιο δύσκολα καταλαγιάζανε οι διαφωνίες που την προκάλεσαν.
Ο Σταύρος κάθισε κοντά της φέρνοντας μαζί του και τον ηθοποιό που έπαιζε το φεγγάρι . Ήταν ένα νέο παιδί που ανακάλυψε πέρυσι σε περιφερειακό θίασο που έπαιζε κάποιο αφόρητα διδακτικό έργο νέου Έλληνα συγγραφέα. Το έργο ήταν βλακώδες, όμως η παράσταση συγκινητικά αγωνιζόταν να περισώσει κάποια ψιχ ία ενδιαφέροντος.
Κατά τον Σταύρο, ο νεαρός ηθοποιός, που τότε έπαιζε έναν επαρχιώτη φαντάρο, ήταν αξιοθαύμαστος. Τον ενθουσίασε η ομορφιά που διέθετε χωρίς να το ξέρει, η έκφραση που εξέπεμπε χωρίς να την ελέγχει: Μια βελουδένια αχλή, αχλή σκούρου μπλε βελούδου, σαν φωτοστέφανο γύρω απ' το πρόσωπο, ζυμωμένη με πρωτόγονο πείσμα. Μια αθωότητα σπαραχτική παραπονεμένου εφήβου. Παρά το ότι ήταν ήδη εικοσιεφτά
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 61
χρόνων, έδινε, πραγματικά, την εντύπωση εφήβου που από ανεπίδοτη τρυφερότητα θύμωσε μια για πάντα και τα έβαλε μ' όλο τον κόσμο.
Αποφάσισε να τον αναλάβει, να τον διδάξει και να τον αναδείξει.
Ο νεαρός, φυσικά, αποδέχθηκε εντυπωσιασμένος την ευκαιρία μια κι ο Σταύρος ήταν απ ' τους διασημότερους σκηνοθέτες της εποχής στο χώρο του ποιοτικού θεάτρου.
Πίσω απ ' τη σίγουρη πρόθεση του να σμιλέψει τον ηθοποιό που περιείχε ο όμορφος νέος, μισοκρυβόταν και μισοφανερωνόταν ο κεραυνοβόλος έρωτας που έβαζε τον μεσόκοπο σκηνοθέτη να δίνεται ολόψυχα σε τούτη τη μαθητεία.
Ο νεαρός μπορούσε ακόμα να κάνει π ω ς δεν το καταλαβαίνει μια κι ο Σταύρος έδινε πάντα αξία στην ιδεαλιστική πλευρά του πόθου . Πιστεύοντας π ω ς ο έρωτας είναι κυρίως πνευματική έξαρση, καθυστερούσε επιμελώς την ώρα που θα ζητούσε απ ' τον αγαπημένο του να τον αγγίξει.
Όλοι γύρω τους αναρωτιόνταν τι ακριβώς συμβαίνει α π ό τη μεριά του νεαρού. Καταλαβαίνει ή δεν καταλαβαίνει το πάθος του Σταύρου; Αν δεν το καταλαβαίνει τι θα συμβεί όταν του το φανερώσει κι αν το καταλαβαίνει τι σκέφτεται να κάνει στο τέλος; Να τη χρησιμοποιήσει την ουρανοκατέβατη εύνοια της τύχης του μονάχα όσο τηρούνται τα προσχήματα π ο υ του επιτρέπουν να δείχνει ότι δεν καταλαβαίνει ή να συνεχίσει τούτο το επικίνδυνο παιχνίδι δίχως επιφυλάξεις;
Προς το παρόν οι επικίνδυνες ισορροπίες κρατούσαν.
Ο Σταύρος τον προόριζε για μεγαλύτερους ρόλους κι όπως πάντοτε, όταν πόνταρε σ' ένα καινούριο, καθαρόαιμο άλογο τα σχέδια του, δεν κουραζόταν να προσφέρει αφειδώς α π ' όσα η μεγάλη πείρα του και το ταλέντο του είχαν θησαυρίσει.
62 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
Αυτό ακριβώς το στάδιο της αργόσυρτης αλληλο-γνωριμίας ήταν γ ια τον Σταύρο το πιο διεγερτικό. Για τον ερωτά του διεγερτικό και γ ια τη δημιουργία του επίσης.
Καθισμένοι στον καναπέ, δίπλα στην Ελβίρα, έπιναν το ποτό τους. Ο Σταύρος με 6αθιά φωνή, επιτηδευμένα αλλά και επιτυχημένα αισθαντική, μιλούσε πάλι στον ηθοποιό που τον έλεγαν Στέλιο.
Μπορούσε να μιλά όμορφα. Η οξύνοιά του ανακάλυπτε συνεχώς πρωτότυπα επιχειρήματα, εύστοχα, που ο τρόπος της διατύπωσης τους τα καθιστούσε συχνά μαγευτικά. Μπορούσε να σκηνοθετεί ακόμα και τη φωνή του , το χρώμα, τους τόνους, τ ις παύσεις. Δύσκολα κανείς ξέφευγε απ' την πειθώ του . Ακόμα κι ο εαυτός του δύσκολα ξέφευγε. Ήταν φορές που τον υπέβαλε και τον ίδιο η φωνή του κι αναρωτιόταν πόσο μακριά απ' τα όρια της αλήθειας αφήνεται να τον παρασύρει τούτη η φωνή.
Οι αλυσίδες των δικών του επιχειρημάτων πόσο θα τον τυλίξουν και θα τον σύρουν πέρα απ' τις αφετηρίες που ξεκίνησε;
Ο Στέλιος είχε γείρει το μελαχροινό του μάγουλο προς τη μεριά της φωνής και χωρίς να τον κοιτά άκουγε με ολοφάνερη προσοχή, με σεβασμό ίσως.
Άκουγε τον Σταύρο να του εξηγεί, πως γ ια να γίνεις καλός ηθοποιός πρέπει να μην έχεις χαρακτήρα. Πρέπει να γίνεσαι όλο και περισσότερο ένα άδειο δοχείο που θα χωρέσει τον χαρακτήρα του ρόλου σου. Πρέπει να καταφέρεις να χάσεις κάθε μόνιμο σχήμα, να γίνεις πλαστελίνη ασχημάτιστη στα χέρια του σκηνοθέτη σου. Πρέπει να ξεχνάς τον εαυτό σου, του έλεγε και ν' αφεθείς στον ωκεανό των άπειρων εαυτών που, στο τέλος-τέλος, υπάρχουν μέσα σου, υπόγεια, πίσω απ' το συγκεκριμένο πρόσωπο που, κακώς, έχτισες και πιστεύεις πως μόνο αυτό είσαι.
Η ωριμότητα του ερμηνευτή είναι στο να αραιώνει
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 63
τόσο την προσωπικότητα του , ώστε να γίνεται ένα τίποτα, ένα ολοκάθαρο τζάμι που πίσω του αναγνωρίζει κανείς τον ήρωα του έργου ξεχνώντας τελείως τον ερμηνευτή.
— Έτσι δεν είναι Ελβίρα; Δεν το νιώθεις κι εσύ όταν ζωγραφίζεις;
Τον άκουγε και σκεφτόταν πως, κατά κάποιο τρόπο, ναι κι αυτή , γ ια πολλά χρόνια, άδειαζε κι έρεε από έργο σε έργο που την καλούσαν να πλάσει τον τόπο του , τον χώρο του , τον χρόνο του και την ατμόσφαιρα του . Έρεε από τόπο σε τόπο, από χρόνο σε χρόνο, από χαρακτήρα σε χαρακτήρα που για να ταυτιστεί μαζί τους όφειλε ν' αποξεχνά τα δικά της. Και τώρα τ ι ; Κοιτά πίσω της στο παρελθόν της και βλέπει το πιο πολύ, στοιβαγμένα, άδεια κοστούμια, στοιβαγμένα, σπασμένα υλικά σκηνικών, ετερόκλητα έπιπλα, σωριασμένα σε σκονισμένες αποθήκες. Ο Σταύρος επιμένει.
— Μα πες μου, σε παρακαλώ. Δεν το καταλαβαίνεις κι εσύ έτσι; Το παραδέχεσαι;
— Γίνεται αυτό εύκολα; Γίνεται να ζεις χωρίς εαυτό; Επιτρέπεται;
Ο Σταύρος άναψε. Επέμενε πως ναι, στο κάτω-κάτω, ζώντας έτσι δεν χάνεσαι αλλά πολλαπλασιάζεσαι κι αν ο Γκαίτε λέει, «νιώθω μέσα μου δυο ψυχές», ο ηθοποιός έχει το προνόμιο να μιλάει για εκατοντάδες ψυχές.
— Γίνεται αυτό Σταύρο; Μήπως είναι αφύσικο να μη χτίζεις κάπου, κάποια εστία; Μήπως το πληρώνουμε αργότερα;
— Κακώς! Πολύ κακώς! Κι αν μερικοί το πληρώνουν είναι γ ιατ ί κάποια στιγμή, στο δρόμο τους, λοξοδρομούν, σαστίζουν. Χρειάζεται καταπληκτική ισορροπία η ζωή του θεατρίνου, το παραδέχομαι, όμως πώς αλλιώς; Είναι δύσκολο, το παραδέχομαι, το νιώθω κι εγώ πού και πού. Πάντα, καιροφυλακτεί μέσα μου ένας τρομοκρατημένος μικροαστός που γυρεύει ασφάλειες. Ένας μικροαστός που λαχταρά ν' αποταμιεύει, να μα-
64 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
ζεύει, σαμποτάρει τον καλλιτέχνη που θέλει να σκορπάει, ν' αδειάζει.
— Είναι έτσι Σταύρο; Ο νεαρός έσκυψε κι άλλο στο κατακόκκινο ποτό στο
ποτήρι του. Άκουγε. Έμοιαζε διαλυμένος από δέος ανάμεσα σ' αυτούς τους δυο μύθους των θεατρικών ονείρων του. Δεν μπορούσε ο ίδιος να έχει γνώμη, ούτε πείρα είχε ούτε κύρος. Ό μ ω ς αν δεν ήταν σε θέση να διατυπώνει με λέξεις το τι αισθανόταν, ήταν προικισμένος με μιαν εξαίσια αισθησιακή εκφραστικότητα στο πρόσωπο και στην κίνηση του κορμιού. Ήταν α π ' την κατηγορία εκείνη των ανθρώπων που μπορεί να μη μιλούν πολύ όμως κάνουν τους άλλους να μιλούν πολύ γι' αυτούς, που μπορεί να μη διαβάζουν αλλά κάνουν τους άλλους να γράφουν γι' αυτούς. Έτσι τον έβλεπε ο Σταύρος κι αισθανόταν ευγνωμοσύνη για τούτο το ξεχωριστό πλάσμα που τον ενέπνεε να σκέφτεται και να βρίσκει λέξεις για τις σκέψεις του.
Η Ελβίρα έριξε το κεφάλι της π ίσω κι έκλεισε τα μάτια.
Αισθανόταν καλύτερα απόψε, οικεία κι ανέμελα μέσα σε παλιό, γνωστό κλίμα. Η μυρουδιά α π ' το τσιμπούκι του Φίλιππου π ο υ καθόταν π ίσω της, το συνεχές μουρμουρητό απ ' την παρέα των ηθοποιών πλάι που έθαβαν άλλους ηθοποιούς, το τραγούδι του Κοέν α π ' το ηχείο χαμηλόφωνο και γλυκά κουρασμένο:
«Σαν πουλί σε παγίδα. Σαν μεθυσμένος σε νυχτερινή χορωδία. Προσπάθησα στη ζωή μου να 'μαι ελεύθερος...»
Τι θα πει ελεύθερος τελικά; Για ποιον και γιατί ελεύθερος; Η μανία της γενιάς της για ελευθερία την οδήγησε σε κάτι που μοιάζει με φτώχεια και με πλήξη. Ό τ α ν όλα επιτρέπονται ο πόθος σ' εγκαταλείπει, όταν όλα τα μπορείς τ ίποτα δεν κάνεις. Τι να τα κάνεις τα βασιλικά
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 65
τραπέζια μπροστά σου όταν δεν έχεις όρεξη. Οι καλλιτεχνικοί κύκλοι που κυκλοφορεί δεν βρίσκουν εύκολα έμπνευση και καταφεύγουν σε ερεθισμούς για να ξυπνήσουν.
Ελευθερία! Ελευθερία και μοναξιά, ελευθερία και αν ία, ελευθερία κι ανυπαρξία, ελευθερία άχρηστη. Έτσι αισθάνεται απόψε την ελευθερία της. Ο άνθρωπος θέλει να είναι ευτυχισμένος ή δυστυχισμένος που να βεβαιώνεται πως ζει. Ο άνθρωπος θέλει τη δέσμευση του δεσμού για να καταλαβαίνει τη χρηστότητα του . Ο άνθρωπος για τον άνθρωπο είναι η κόλαση είναι κι ο παράδεισος. Δίχως πόθο παράδεισου, δίχως φόβο κόλασης τι να νιώσει κανείς; Ο Κοέν συνεχίζει τη μελαγχολία του :
«Είδα ένα ζητιάνο να στηρίζεται στο ξύλινο μπαστούνι του . Μου είπε, — Δεν πρέπει να ζητάς πολλά. Και μια όμορφη γυναίκα στη σκοτεινιασμένη πόρτα της μου φώναξε κλαίγοντας, - Έι, γ ιατ ί δε ζητάς περισσότερα;»
Κουράστηκε να τα καταφέρνει με το ταλέντο της και να της λένε «μπράβο». Θέλει να συναντηθεί με κάποιον καλύτερο της που να γνωρίζει περισσότερα, που να μπορεί να την κρίνει και να τη διδάξει. Έχει ανάγκη από κάποιον που να μπορεί να του δίνει αναφορά.
Οι επιτυχίες στη δουλειά της την οδήγησαν σ' ερημική κορυφή, ασυντρόφευτη. Δεν θέλει άλλους θαυμαστές, θέλει τώρα να θαυμάσει εκείνη. Χρειάζεται κάποιον δυνατότερο της για να την προστατεύσει, μια ανώτερη κατάσταση να της υποταχτεί. Χρειάζεται να ξαναγίνει παιδί κάτω απ' τη ζεστή φροντίδα των μεγάλων, μέσα σ' ένα σπίτι με αρχές και μυρουδιές φούρνου. Να ξαναγίνει μαθήτρια με μπλε ποδιά κι άσπρο γιακά που περπατά βιαστική στους στενούς δρόμους της επαρχιακής πόλης και
66 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
καρδιοχτυπά για τους διαγωνισμούς. Να ξαναγίνει κορίτσι που τρέχει σε μυστικά ραντεβού τρέμοντας από αδημονία και της αμαρτίας την τύψη.
Θέλει να ζωντανέψει και να ξαναγίνει ικανή να υποφέρει.
Η μυρουδιά του καπνού του Φίλιππου, το μουρμουρητό της παρέας, ο επιτηδευμένος ψίθυρος του Σταύρου και πάλι το τραγούδι :
«Αλλά ορκίζομαι μ' αυτό το τραγούδι . Ορκίζομαι γ ια όλα όσα έχω κάνει λάθη. Πως θα τα διορθώσω για χάρη σου».
Αχ να ι ! Για χάρη κάποιου! Μόνο γ ια χάρη κάποιου θα διορθώσει τα λάθη της και θα λυτρωθεί απ' τη γεύση της ματαιότητας που τη δηλητηριάζει, που την εξαφανίζε ι . Για χάρη σου! Δίχως το βλέμμα κάποιου πάνω σου πώς να ενδιαφερθείς να γίνεις ωραία και καλή; Μόνο για χάρη κάποιου θα καταφέρει να μεταμορφωθεί. Για χάρη κάποιου πετάς την ταφόπετρα κι ανασταίνεσαι.
Η χάρη! Αυτή είναι η λέξη!
Ο παχύς άντρας που τους πλησίασε ήταν Ρουμάνος. Μιλούσε καλά ελληνικά γ ιατ ί , όπως τους είπε, έχει έρθει στην Ελλάδα με την αδερφή του εδώ και είκοσι πέντε χρόνια. Του απέμενε μόνο η γοητευτική προφορά των ξένων που δίνει στις λέξεις τους μια αλλόκοτη προοπτική και εξωραΐζει τις έννοιες.
Το μέτωπο του ήταν πλατύ και φωτεινό σαν μαρμα-ρόπλακα, τα μάτια του γαλανά με μια ιδέα έξυπνου συνεχούς γέλιου στο βάθος τους. Τα μαλλιά του τα είχε χτενισμένα κατευθείαν προς τα πίσω κι η περιποιημένη γενειάδα του πρόσθετε παλιομοδίτικη φινέτσα στη γενική αρχοντιά που απέπνεε.
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 67
Κοστούμι μαύρο, κλασικό, παρά το ότι εδώ κι εκεί ξεχώριζαν γυαλάδες απ' το πολύ σιδέρωμα, η παλαιότητα του κι η γραμμή του το έκαναν ακόμα πιο αξιοσέβαστο. Στο γιλέκο κρεμόταν χρυσή αλυσίδα ρολογιού τσέπης.
Περπατούσε περιφέροντας μιαν αόριστη αίγλη κι αν και δεν ήταν εδώ μέσα παρά θαμώνας, υπέβαλλε την εντύπωση του ευγενούς οικοδεσπότη.
Ήταν απ' τους ανθρώπους τους γεννημένους για κατακτητές. Κατακτούν χώρους, χρόνους και την προσοχή των γύρω. Γι' αυτούς η γη δεν είναι παρά το σπίτι τους όπου μπαινοβγαίνουν και υποδέχονται τους άλλους.
Ήρθε και κάθισε στο τραπέζι τους και συστήθηκε με την άνεση κάποιου που το συνηθίζει. Ό χ ι από υποχρέωση όσο για να βοηθήσει τους άλλους να νιώσουν άνετα. Δεν άφηνε σε κανένα καιρό ν' απορήσει γ ια την αιφνίδια επιβολή της παρουσίας του. Πολύ σύντομα όλοι διαπίστωναν πως ένας τόσο χαριτωμένος άνθρωπος οφείλει να μοιράζεται με όποιους συναντούσε τις χάρες που τον προίκισε ο Θεός.
— Είσαστε καλλιτέχνες κύριοι! Το κατάλαβα! Το είδα στον αέρα. Ο αέρας εδώ μέσα πήρε διάφορα χρώματα, σαν ουράνιο τόξο και ε ίπα, «Είναι καλλιτέχνες, είμαστε συγγενείς!»
Εξήγησε πως είναι ταχυδακτυλουργός κι έχει δουλέψει στα πιο διάσημα καμπαρέ της Ευρώπης. Μόνο της Ευρώπης! Πουθενά αλλού δεν βρίσκει το κοινό τόσο απαιτητ ικό όσο ο ίδιος το απαιτε ί . Η ταχυδακτυλουργ ία , τους είπε, είναι ένας τρόπος ζωής. Ούτε επάγγελμα ούτε μονάχα τέχνη. Αν δεν καταλάβεις ότι ο Θεός ζητά από εμάς ν' αξιοποιούμε τις δυνατότητες που μας χάρισε ώστε να παράγουμε μαγε ία , δεν αξίζει να ζεις.
Ο Φίλιππος ζήτησε την άδεια να τον κεράσει ένα κονιάκ κι αυτός το δέχτηκε με την τρυφερή συγκατάβαση
68 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
του άρχοντα που το να αποδέχεται τα δώρα σου είναι η μεγαλύτερη προσφορά που έχει να σου κάνει.
Τους διηγήθηκε, πίνοντας με αργές κινήσεις το κονιάκ του , πως αμέσως μετά τον πόλεμο, σε μια παράσταση που έδωσε σε πολυτελές θέατρο της Κάτω Ιταλίας, συνάντησε μια κυρία, κοντέσα, που πιθανόν να ήταν η γυναίκα της ζωής του αν οι βουλές της μοίρας τους έδιναν καιρό να επιβεβαιώσουν αυτό που κι οι δυο αισθάνθηκαν μέσα σε μία και μόνο νύχτα.
Μ ία και μόνο νύχτα πέρασε μαζί της στον πύργο της.
— Η πιο ερωτική νύχτα της ζωής μου χωρίς ν' αλλάξουμε ούτε ένα φιλ ί ! Ο ύψιστος έρωτας είναι εκείνος που σε κρατά στη μεγαλύτερη διέγερση δΐχως τη βοήθεια αυτών των κοινοτοπιών που λέγονται φ ιλ ιά και χάδια. Εκείνη, καθόταν πλάι στην ανοιχτή μπαλκονό-πορτα κουνώντας αργά τη βεντάλια της από μαύρη δαντέλα. Η νύχτα έξω ήταν μωβ και το φεγγάρι ολόγιομο και άσπρο. Για χάρη της κίνησα όλες τις δυνάμεις του ουρανού και της ψυχής μου και της πρόσφερα το αρτιότερο δείγμα της τέχνης μου.
Σήκωσα από μακριά το βιολί που ήταν ακουμπισμένο πάνω στον μπουφέ. Ή μάλλον βιόλα ντ' αμόρε ήτανε! Σήκωσα και το δοξάρι και από απόσταση τεσσάρων μέτρων τα έβαλα να παίξουν για εκείνην τη σερενάτα του Τοζέλι!
Κύριοι, ποιος από σας έχει ποτέ του κάνει τέτοιον έρωτα σε μια κυρία;
Η συντροφιά τον άκουγε μαγεμένη. Μια νεαρή ηθοποιός τον παρακάλεσε να κάνει και γ ι ' αυτούς κάτι απ' τα μαγικά του . Εκείνος έκανε πως θύμωσε γελαστά και σήκωσε το κοντυλένιο δάχτυλο του .
- Να με πιστέψετε μικρή μου, να με πιστέψετε. Σηκώθηκε να φύγει με τον αέρα ανθρώπου που βιά
ζεται να επιδοθεί σε σοβαρότερες ασχολίες κι η παρέα τον χειροκρότησε μ' ενθουσιασμό.
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 69
Μισοϋποκλίθηκε με το χέρι στην καρδιά και προχώρησε προς την έξοδο.
Λίγα λεπτά μετά, επέστρεψε, πλησίασε την Ελβίρα κι έσκυψε στο αφτ ί της.
— Τα μάτια σας με τράβηξαν πίσω. Έφευγα κι α ι σθανόμουνα πως το έργο μου εδώ μέσα δεν ολοκληρώθηκε.
Έβγαλε μια κομψή λευκή κάρτα απ' την εσωτερική τσέπη του σακακιού του και της την έδωσε.
— Είναι η διεύθυνση της αδελφής μου. Διαβάζει τη μοίρα στις γραμμές του χεριού. Τη χρειάζεστε. Στα εκστατ ικά μάτια σας το είδα πως τη χρειάζεστε.
Έφυγε βιαστικός, οριστικά αυτή τη φορά. «Τι ακριβώς είναι η βιόλα ντ ' αμόρε;» σκέφτηκε η Ελ
βίρα.
Υπάρχει μοίρα ή όλα όσα μας συμβαίνουν είναι στην τύχη σκορπισμένα; Υπάρχει μόνο η σύμπτωση ή κάτω απ' τα φαινόμενα που λέμε σύμπτωση δουλεύουν οι μυστικές τους ρίζες που πλέκονται με προσχεδιασμένο ειρμό.
Κάποτε διάβαζε σε ανατολίτ ικα κείμενα, πως οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν και πεθαίνουν μέσα στον κόσμο του τυχα ίου , πως οι πιο εξελιγμένοι άνθρωποι έχουν μοίρα και πως οι ακόμα πιο προχωρημένες συνειδήσεις μπορούν και υπερβαίνουν και νικούν αυτή τη μοίρα. Δεν ξέρει τι να πιστέψει. Θα ήθελε όμως να ζούσε κάτω από νόμους μιας αγαθής πρόνοιας που θα τη λύτρωνε απ' του τυχαίου την ανυπόφορη ταπείνωση.
Μετά απ' το μπαρ ο Φίλιππος πρότεινε να συνεχίσουν στο σπίτι του στην Καστέλλα. Από τη μεγάλη τζαμαρία του καθιστικού του θα μπορούσαν να κοιτούν τη θάλασσα, δυο αραγμένα φωταγωγημένα καράβια και τη σκοτεινή σπηλιά της νύχτας στον ουρανό, θα πιουν κάτι ακούγοντας τον καινούριο δίσκο που αγόρασε με
70 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
τη σπαραχτική φωνή της μικρής νέγρας που πέρυσι α-γαπήσανε σε μια καλοκαιρινή συναυλία της.
Δέχθηκαν δέκα απ' την παρέα να συνεχίσουν στην Καστέλλα. Η Ελβίρα πήγε μαζί τους κι ο άντρας της ήρθε και τους συνάντησε εκεί γ ια λίγο.
Ήταν ζαλισμένος απ' το γραφείο γ ιατ ί κάποια σχέδια του επιστράφηκαν απ' το Πολεοδομικό και θα 'πρε-πε από αύριο να τα δουλέψει απ' την αρχή.
Κάθισε χάμω, πλάι της, πάνω σ' ένα πακιοτανικό κιλίμι κι ακουμπώντας στον ώμο της κοίταζε έξω απ' τη τζαμαρία την υγρή νύχτα.
Δε μιλούσε κανείς, έπιναν κι άκουγαν τους καημούς της νέγρας. Ο Φίλιππος είχε σβήσει τα φώτα κι είχε ανάψει κεριά πολλά, στερεωμένα σ' έναν μπακιρένιο δίσκο χάμω στο πάτωμα.
Ένιωθε το γνωστό βάρος του Αλέκου στο δεξί της ώμο. Αν κρατούσε την αναπνοή της, αισθανόταν τη δικιά του αναπνοή που η απαλή, ανυποψίαστη φυσικότητα της, της προκαλούσε συγκίνηση κι ευθύνη. Η κούραση του και η νύχτα του έκαναν το πρόσωπο διαυγές κι απροστάτευτο. Τον είχε κοιτάξει λίγο πριν κι η εικόνα του παρέμεινε στη σκέψη της γ ια αρκετή ώρα: Να βλέπει πέρα, μακριά, απών απ' το δωμάτιο, λίγο στοχαστικός, λίγο λυπημένος.
Δεν γινόταν με τ ίποτα να διαβάσει τα α ισθήματάχου και το καταλάβαινε, πως οι πιο κοντινοί μας άνθρωποι είναι τελικά οι πιο απροσπέλαστοι, οι πιο μακρινοί. Κα-μιά φορά ίσως και οι πιο αδιάφοροι.
Ακουμπησμένοι ώμο με ώμο, χρόνια και χρόνια, οδοιπορούν οι δυο τους, σε δρόμους μοναχικούς που όλο αποκλίνουν.
Είναι άγριο πράγμα ο γάμος. Κι η αυτοδέσμευση της ζωής σου παντοτινά, επειδή μια εποχή από την πίεση μιας ανάγκης ή απ' την μέθη ενός έρωτα αποφάσισες έτσι , είναι επιτίμιο βαρύ γ ια έναν αδύναμο ή για έναν μεθυσμένο. Πώς γίνεται κάποιος που μετά από χρόνια γί-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 71
νεται άλλος να συνεχίσει να μοιράζεται τον εαυτό του με κάποιον που κι αυτός με τα χρόνια έγινε άλλος; Τούτοι οι δυο, οι σημερινοί, θα παντρεύονταν πάλι τώρα;
Δεν ξέρει αν είναι επιπολαιότητα τούτος ο θεσμός ή μια άσκηση βίου σοφή που περιορίζει και χαλκεύει το ατίθασο φυσικό μας. Άλλωστε δεν νομίζει π ω ς αυτή και ο Αλέκος είναι ζευγάρι πια. Δεν ξέρει αν λειτουργεί ακόμα μεταξύ τους κανένας νόμος α π ' αυτούς που κανονί-ζουνε τη σχέση «άντρας-γυναίκα».
Αφού πέρασαν την καλή εποχή του ειδυλλίου όταν στον άντρα της έβλεπε μόνο τα προτερήματα του μεγα-λοποιημένα. Αφού πέρασαν την κακή εποχή του γάμου όταν στον άντρα της έβλεπε μόνο τα ελαττώματα του μεγαλοποιημένα, έφτασε στην εποχή που ούτε προτερήματα ούτε ελαττώματα προσέχει και π ο υ ψύχραιμα τον αποδέχεται μια και η τόση συνήθεια κι η εξοικείωση ξεθώριασε κάθε διάκριση στο τι είναι τελικά προτέρημα και τι ελάττωμα πάνω στον Αλέκο.
Ήταν τουλάχιστον απ ' την κατηγορία εκείνη των ζευγαριών που ο καιρός τα έκανε περίπου αδέρφια. Οι πιο πολλοί γνωστοί τους, όσοι δεν χώρισαν, ανήκουν στην άλλη κατηγορία, που σ' αυτή την ηλικία του γάμου τους, έχουν γίνει ορκισμένοι εχθροί. Κάθε αποτυχία του βίου τους και είναι πολλές, τη φορτώνει ο ένας σε φταίξιμο του άλλου κι αν συνεχίζουν να μένουν μαζί είναι που τους συνδέει ίσως περισσότερο μια ηδονή αλληλεκδίκησης.
Ο γάτος του Φίλιππου πήδησε πάνω της κι αναποδογύρισε το ποδαράτο ποτήρι που κρατούσε. Τρόμαξε κι έβγαλε μια μικρή φωνή. Ο Φίλιππος της έφερε πετσέτα να σκουπιστεί και καινούριο ποτήρι. Πήρε τον μαύρο γάτο του αγκαλιά και τον γύρισε με γλυκόλογα στο καλάθι του.
Ο Αλέκος δίπλα της συνέχιζε την αδιάβαστη κουρασμένη ρέμβη του προς την τζαμαρία. Κοιτά κι αυτή προς την τζαμαρία έχοντας συνεχώς μπροστά της την εικόνα του.
72 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
«Ποια είναι τα δικά του μυστικά;» σκεφτότανε. Αδύνατον να τα ξέρει με βεβαιότητα, αδύνατον να τα φανταστεί. Σίγουρα κι αυτός θα περιδιαβαίνει τις καταδίκες του υπόγειες διαδρομές.
Πόσα απ' τα δικά του εμφανίζει , πόσα της ανακοινώνει; Και το πιο δύσκολο: Τι είναι στ' αλήθεια αυτή γ ι ' αυτόν; Πόσο βαραίνει, πόσο μετράει; Πόσες άλλες γυναίκες υπάρχουν μέσα του ; Πόσες αναδύονται από τα παλιά, πόσες μισοκρυβονται ίσως και από το τώρα; Αν όλα είναι σύγκριση πώς να συγκρίνει άλλες γυναίκες της ζωής του μαζί της; Που να την κατατάσσει στη βαθύτερη αισθηματική του αρχειοθέτηση; Γιατί ζει ακόμα κοντά της; Από αληθινή ευχαρίστηση κι από ενδιαφέρον ή από παλιά συνήθεια που φοβάται ν' αλλάξει; Σα νίκη ή σαν ήττα αισθάνεται τη συμβίωση τους τόσα χρόνια;
Τίποτα απ' όλα αυτά δεν θα μάθει ποτέ. Το ξέρει. Τα ζευγάρια αλληλοπλέκονται σε γα ϊτανάκια από α
λήθειες, από ψέματα κι από σιωπές. Παριστάνουν πως τα φανερώνουν όλα ενώ κι οι δύο γνωρίζουν πως απο-κρύπτουν πολλά, ίσως και τα σοβαρότερα. Τουλάχιστον για τον εαυτό του , ο καθένας, το γνωρίζει πως α
ποκρύπτει. Η διαφάνεια μεταξύ τους δεν περνά σ' όλα τα επίπεδα.
«Ποια είναι τα μυστικά του ; Αναρωτιέται εκείνη. Εμένα το μυστικό μου είναι αβάσταχτο: Δεν έχω μυστικό...»
Το μυστικό είναι η ψυχούλα της ζωής. Μαγιά που δένει τα υλικά της ρουτίνας. Τα δένει, τα ζυμώνει, τους δίνει σχήμα, τα μεταποιεί.
Το μυστικό είναι πυγολαμπίδα στο μαύρο δάσος της ματαιότητας, είναι χρυσό κλειδάκι στον βυθό θολής στέρνας. Είναι όνειρο, ελπίδα κι απαντοχή. Συνείδηση άλλων κόσμων πολύτιμων που επιθυμείς να υπερασπιστείς σαν μοναδικός φρουρός τους. Είναι χτυποκάρδι που ζωντανεύει το α ίμα.
Το μυστικό είναι φάρος που μαγνητίζει την πλώρη
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 73
σου, ανοίγει έξοδο προς την προοπτική. Το μυστικό σε κάνει να νοιάζεσαι γ ια τον εαυτό σου.
«Εμένα το μυστικό μου είναι αβάσταχτο: Δεν έχω μυστικό», ξανασκέφτηκε η Ελβίρα.
Έγειρε το κεφάλι της και το ακούμπησε στον ώμο του. «Πόσο σε ξέρω και πόσο με ξέρεις Αλέκο; Τα χρόνια που περνούν μου φωτίζουν ή μου σκοτεινιάζουν το πρόσωπο σου; Δεν ξέρω αλήθεια αν τελικά μ' ενδιαφέρει ν' ασχοληθώ και πολύ μ' αυτά».
Ό χ ι , ποτέ μεταξύ τους δεν άναψε εκείνος ο τρελός έρωτας που σε βάζει να θες απόλυτα να γνωρίσεις τον άλλο. Μια-μια τις τρίχες του να μάθεις, κάθε γραμμούλα της παλάμης του , κάθε μικρή ρυτίδα στη γωνίτσα του γέλιου του . Να θες κυρίως να κολυμπήσεις ολόκληρη στην πιο μύχια σκέψη του και να αισθάνεσαι κάθε σιωπή του βαριά προσβλητική.
Ό χ ι , δεν τη ζάλισε ο πόθος να κατακτήσει ολοκληρωτικά τον Αλέκο και να καταπατήσει κάθε ιδιοκτησία του . Τα αισθήματα της γ ι ' αυτόν ήταν αρκετά ψύχραιμα. Μπορούσε εύκολα να τον σέβεται. Κι αν τον έχανε; Δεν ξέρει. Καθόλου δεν ξέρει πώς θα το αντιμετώπιζε. Μπορεί να νιώσει πως χάνεις το έδαφος κάτω απ' τα πόδια της και καταγκρεμίζεται . Μπορεί, πολύ πιθανόν, να της αρέσει που μια πύλη κλείνει πίσω της κι ανοίγει, επιτέλους, μια νέα προς άλλο κεφάλαιο ζωής. Δεν ξέρει.
«Αλήθεια, τι ακριβώς είναι η βιόλα ντ ' αμόρε;» σκέφτηκε πάλι κι έκλεισε τα μάτια της.
Κάστανα με πικρή σοκολάτα
— Μέλα, έχω προσέξει π ω ς ο Διονύσης δείχνει τελείως διαφορετικός στις φωτογραφίες π ο υ έχετε βγάλει στο εξωτερικό α π ' τις φωτογραφίες π ο υ έχετε βγάλει εδώ. Το ξέρεις;
Στεκόταν μπροστά στη βιβλιοθήκη της φίλης της και κοίταζε τις πολλές φωτογραφίες στα ράφια. Έξω έβρεχε δυνατά.
— Πώς διαφορετικός δηλαδή; — Πιο φωτεινός στις μεν, πιο σκιερός στις δε. Πώς να
στο π ω ; . . . — Εγώ; — Εσύ γλυκιά μου, είσαι παντού, πάντα, ίδια. Αυτό
θα πει ωριμότητα. Δεν εξαρτάσαι α π ό τ ίποτα τελικά εσυ!
— Ούτε κι α π ' τον Διονύση; — Ούτε απ ' τον Διονύση. Εσύ το άλφα και το ωμέγα
το έχεις μέσα σου. Η Μέλα γέλασε κι είπε π ω ς πάει να δει το φαΐ στο
φούρνο. Για τα πιο σοβαρά α π ' τα δικά της απέφευγε να μιλά εύκολα κι όταν η Ελβίρα την πίεζε, συχνά απαντούσε: «Αυτό χρειάζεται μεγάλη συζήτηση, καλύτερα να τα πούμε μια άλλη φορά π ο υ θα έχουμε ώρα».
Η Ελβίρα σταμάτησε μπροστά στους δίσκους. Τράβηξε έξω τις «Τέσσερις εποχές» και κράτησε να περιεργαστεί το εξώφυλλο. Έδειχνε το πυκνό φύλλωμα δέντρου χώρας
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 75
βορινής. Η φωτογραφία συνδύαζε εκπληκτικά την καθαρότητα με την αχλή και κατάφερνε να εμφανίζει το ελαφρό φως ήλιου μέσα από σύννεφα και τις σταγόνες μιας βροχής που μόλις τώρα, πριν ένα λεπτό, σταμάτησε.
— Θα βάλω ν' ακούσουμε τ ις «Τέσσερις εποχές». Φώναξε στη Μέλα που ετοίμαζε το δείπνο στην κουζίνα.
— Θ' ακούσουμε και το καλοκαίρι μ' αυτή την καταιγ ίδα; Έκανε από μέσα.
— Η βροχή πάει μ' όλες τις εποχές. Βροχή στο καλοκαίρι ! Πες μου δεν σε τρελαίνει εσένα η βροχή μες στο καλοκαίρι ;
— Έχει πολλά χρόνια να μου συμβεί. — Συνήθως βρέχει κατά τον Αύγουστο. Κάνει νερο
ποντή, κατακλυσμό, τρέχουν ποτάμια στους δρόμους. Μυρίζουν τα μπαλκόνια, οι γλάστρες, οι τέντες. Τρέχουμε και φοράμε άσπρες ζακετούλες κι εκστασιαζόμαστε.
Η Μέλα μπήκε με μια πιατέλα μακαρόνια. — Νόμιζα πως είσαι λυπημένη. — Είμαι. — Με τέτοιες εικόνες στο μυαλό σου; Είσαι μια χαρά. — Είναι η μουσική που με κάνει κι ονειρεύομαι. — Μα δεν έβαλες ακόμα μουσική. — Τώρα θα βάλω. Γελάσανε. Κάθισαν στο μικρό, στρογγυλό τραπέζι μπροστά
στη μπαλκονόπορτα. Οι κουρτίνες ήταν ανοιχτές κι έξω τα φώτα της Αθήνας τρυπούσαν μ' εκατομμύρια χρυσές καρφιτσούλες το μαύρο μετάξι της νύχτας.
Οι ευαισθησίες του Βιβάλντι τύλιξαν το δωμάτιο κρυστάλλινες δαντέλες κι η Μέλα άναψε τρ ία κεριά στο κηροπήγιο ανάμεσα τους.
— Βιβάλντι, βροχή, κεριά, μακαρόνια κι εσύ Μέλα! Είχα καιρό να νιώσω τόσο καλά.
Ύστερα άρχισαν να τρώνε για λίγο χωρίς να μιλούν. Τα μακαρόνια με λιωμένο τυρί ήταν υπέροχα και το
76 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
κόκκινο κρασί στα ποτήρια μπρούσκο. — Σου έχω και γλυκό, της είπε προς το τέλος σα να
μην κρατιόταν άλλο τέτοιο βαρύ μυστικό. — Με κάστανα; — Με κάστανα! — Και σοκολάτα πικρή; — Και σοκολάτα πικρή! Εκεί πάνω η Ελβίρα, τελείως απρόσμενα, άρχισε να
κλαίει. Σήκωσε την άσπρη λινή πετσέτα α π ' τα γόνατα της και την έφερε στο στόμα της. Οι λυγμοί της δεν σταματούσαν με τ ίποτα. Τράνταζαν τη σκυφτή της πλάτη, τους ώμους της και τα χέρια της, κολλημένα στα πλευρά της, μάταια προσπαθούσαν να συγκρατήσουν τον χείμαρρο που την κατέκλυζε.
Η Μέλα την κοίταζε με θλίψη και υπομονή. Ήξερε π ω ς τα κλάματα γενικά κάνουν καλό και περίμενε να την ανακουφίσουν λίγο απ ' το μυστήριο φορτίο της.
Ύστερα έσκυψε κοντά της και της ακούμπησε απαλά το γόνατο.
— Τι συμβαίνει Ελβίρα; Δεν θες την πικρή σοκολάτα; Εκείνη σκούπισε το π ρ ό σ ω π ο της αναριγώντας
κάθε τόσο α π ' τα βαθύτερα υπολείμματα των λυγμών της.
— Δεν ξέρω... Δεν ξέρω τι συμβαίνει. — Τι θα 'θελες; — Τίποτα δεν θέλω. Τίποτα.
— Δεν θέλω ούτε να ζήσω. Είναι φοβερό. Και δεν είναι από πόνο, είναι από πλήξη. Πολύ χειρότερο. Σιχαμένο. Άρχισε πάλι να κλαίει.
Πιο ήσυχα αυτή τη φορά, πιο χαμηλά. Σα μια μακριά νεροσυρμή από μέσα της να κυλάει μαλακά σε δρομάκι ελαφρά κατηφορικό.
— Τίποτα δε μ' ενδιαφέρει πια. Θέλω μόνο να κοιμάμαι. Νομίζω π ω ς η ψυχή μου σβήνει.
— Γιατί; Γιατί;
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 77
— Δεν ξέρω γ ιατ ί . Έτσι έγινε. Σιγά-σιγά έφτασα εδώ. Μπορεί να 'ναι νευρική κατάρρευση. Αλλά γ ιατ ί ; Δεν έγινε τ ίποτα καινούριο που να με τσακίσει έτσι. Δεν ξέρω. Δεν ξέρω. Μήπως γέρασα;
— Μη λες βλακείες. — Ό χ ι , όχι . Δεν πάνε με τα χρόνια τα γερατιά. Γερ
νάς οποτεδήποτε. Ό τ α ν τ ίποτα δεν περιμένεις, όταν τ ίποτα δεν σ' αρέσει. Κι εγώ τ ίποτα δεν θέλω.
— Είσαι σίγουρη; — Σίγουρη Μέλα, τελείως σίγουρη δυστυχώς. — Μήπως πλησιάζει η πανσέληνος, πάντα ήσουνα
ευαίσθητη με τους κύκλους του φεγγαριού. — Ό χ ι , όχι. Μήνες τώρα έτσι ε ίμαι. — Μήπως περιμένεις περίοδο; — Μα σου ε ίπα, μήνες τώρα έτσι ε ίμαι. — Γιατί δεν μου είπες τ ίποτα ; — Γιατί υπολόγιζα πως όπου να 'ναι θα περάσει και
δεν ήθελα να σ' ανησυχήσω. — Στον Αλέκο μίλησες; — Ούτε που το σκέφτηκα. — Έχει καμιά σχέση μ' αυτό ; — Καμιά σχέση δεν έχει ο Αλέκος. — Πώς γ ίνεται ; — Ο Αλέκος από πολλά χρόνια δεν έχει σχέση μ' αυ
τά που γίνονται μέσα μου. Ωρα ία , είναι εντάξει, είναι εκεί, όμως πολύ μέσα μου δεν είναι. Μην τον μπερδεύεις τώρα.. . μ' αυτό. Ξέρω τι σου λέω.
— Τι ακριβώς είναι «αυτό», Ελβίρα; — Δεν ξέρω... Σαν τοίχος ψηλός, χωρίς χρώμα, ξε
ρός. Κινείται, με πλησιάζει, πέφτει πάνω μου, μου φέρνει βήχα. Δε με νοιάζει. Δεν θέλω να μάθω τι γίνεται πίσω απ' τον το ίχο. Νιώθω πως όλα μπροστά μου είναι αυτός ο τοίχος. Τίποτα άλλο. Είμαι κουρασμένη και δεν θέλω να συνεχίσω. Τίποτα να μη συνεχίσω, κυρίως με τον εαυτό μου. Ό , τ ι και να μου υποσχεθούν και το πιο συγκλονιστικό, αδιαφορώ. Αισθάνομαι μια ασφυκτική
78 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
απάθεια να με σβήνει. Δεν μπορώ να ζω άλλο έτσι. Δεν θέλω.
— Μήπως υπερβάλλεις; — Μακάρι να ήταν έτσι. Το λέω κι εγώ και το ξανα
λέω στον εαυτό μου όμως δεν αλλάζει τ ίποτα . Δεν θέλω να ξυπνώ το πρωί. Δεν θέλω να ζω. Τρομαχτικό, ε;
— Τι σκέφτεσαι; Τι σκέψεις κάνεις; Μπορείς να θυμηθείς;
— Τις περισσότερες ώρες δε σκέφτομαι τ ίποτα. Το μυαλό μου αρνιέται να δουλέψει, αυτό είναι το χειρότερο. Ό μ ω ς τον τελευταίο καιρό σαν κάτι να κινείται στην ψυχή μου. Γυρίζω συνέχεια στα παλιά. Νοσταλγώ τα παλιά και πιο πολύ το νησί. Αισθάνομαι σαν εκεί μονάχα να υπήρξα, να έζησα κι από ηλιθιότητα να τα έκοψα όλα στη μέση γ ια να 'ρθω να σβήσω σιγά-σιγά στην Αθήνα.
— Δεν είναι όμως έτσι. — Εγώ έτσι αισθάνομαι.. . Και πιο πολύ θυμάμαι τον
Παύλο... — Εκείνον το δικηγόρο; — Ναι, τον πρώτο μου έρωτα. Τον μόνο μου έρωτα.
Δεν είναι τρελό; Δεν είμαι τρελή; — Ό χ ι . — Είσαι πολύ καλή, θες να με παρηγορήσεις. Δεν ξέ
ρεις κι εσύ τι λες. Εγώ νιώθω ντροπή. Σκέψου! Μετά από είκοσι χρόνια!
Έπιασε το μέτωπο της που έκαιγε. — Ντροπή! Κάνω σα μωρό. Μετά από είκοσι χρόνια
τον θυμήθηκα. Και ξέρεις κάτι Μέλα; Κάθεσαι καλά; Είμαι ξανά ερωτευμένη μαζί του .
Η Μέλα χαμογέλασε. — Γιατί χαμογελάς; Μη μου πεις πως δεν χαμογελάς,
σε είδα. — Να λοιπόν που δεν έσβησες από απάθεια. — Μ' αυτό είναι παρανοϊκό. Ούτε τον είδα ούτε ά
κουσα τ ίποτα γ ι ' αυτόν. Εδώ και είκοσι χρόνια δεν τον
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 79
είδα. Και τώρα, ξαφνικά, μέσα σ' όλη τη νέκρα που με πνίγει σαν άγονη άμμος! Άμμος παντού, στα ρουθούνια, στο στόμα, στα μάτια. Μέσα σ' όλη αυτή τη νέκρα, έβαλα μπρος να τον νοσταλγώ.
Τον ονειρεύτηκα μια νύχτα και τον ερωτεύτηκα πάλι... Και να με σκότωναν δεν θα τα ομολογούσα αυτά τα παλαβά ποτέ, σε κανέναν. Είναι που είσαι εσύ... ευτυχώς είσαι εσύ.
— Εγώ είμαι εγώ. Ποιος άλλος θες να 'μουνα; Προσπάθησε ν' αστειευτεί λιγάκι.
Η Ελβίρα ανακάθισε στην καρέκλα κι ύστερα έσκυψε συνωμοτικά μπροστά της στρίβοντας την άκρη του τραπεζομάντηλου με τον αντίχειρα και με το δείχτη. Τα μάγουλα της ήταν αναμμένα. Τα μάτια της άνοιξαν και φλογίστηκαν ξαφνικά.
— Να σου μιλήσω Μέλα; — Τι κάνεις τώρα τόση ώρα; — Ναι, λέω μπορώ να στα πω όλα χωρίς να ντρέπο
μαι; Πες π ω ς είμαι άρρωστη, πες μου π ω ς αύριο θα τα ξεχάσεις.
Η Μέλα γέλασε καλόκαρδα. Βλέποντας την να ζωντανεύει απότομα ανακουφίστηκε κι ήθελε να την τονώσει και να την ενισχύσει να ξαναβρεί τη χαμένη της όρεξη.
— Μέλα τον ονειρεύτηκα! Τον ίδιο! Ολοζώντανο. Φορούσε ένα ανοιχτόχρωμο κοστούμι, λίγο παλιωμένο κι ήταν αχτένιστος. Είχε μόλις λέει βγει από μια υπόγεια αποθήκη, όπου για ώρες σκάλιζε να βρει κάποια πράγματα. Είχε ακουμπήσει σ' ένα δέντρο κι είχε τα χέρια του στις τσέπες.
Απ' το δρόμο, δίπλα, δεν περνούσε κανείς. Ερημιά. Μόνο για μια στιγμή φάνηκε ένα αμαξάκι με άλογο,
όπως αυτά που υπήρχαν τότε στο νησί. Δεν το έβλεπα αλλά άκουγα τα πέταλα του αλόγου στην άσφαλτο και ήξερα τι ακριβώς ήταν.
Εκείνος είχε τα χέρια του στις τσέπες του σακακιού του και με κοίταζε σα να έκανε με δυσκολία υπομονή.
80 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
Με κοίταζε επίμονα λες και περίμενε κάτι από μένα, από καιρό κι εγώ δεν το έκανα. Έδειχνε σχεδόν θυμωμένος. Ήταν βραδάκι, δε φυσούσε καθόλου, δεν κουνιόταν φύλλο. Σα να ήταν από πάντα η ίδια ώρα και να μην προχωρούσε. Ήταν θυμωμένος. Τότε εγώ χάρηκα πάρα πολύ που ήταν θυμωμένος. Για σκέψου! Για να είναι θυμωμένος περιμένει από μένα! Με θέλει, τον ενδιαφέρω! Ξύπνησα και το ένιωσα, το παραδέχτηκα πως τον αγαπώ. Μονάχα αυτόν αγάπησα. Τόσο τον αγάπησα που φοβήθηκα. Τα ίδια μου τα αισθήματα στραγγάλισαν την καρδιά μου. Έφυγα από δειλία να ζήσω μαζί του και ν' αντέξω τον έρωτα.
Πετάχτηκε πάνω. Η πετσέτα της έπεσε στο πάτωμα. Το κηροπήγιο
κουνήθηκε κι ένα απ' τα κεριά έσβησε. — Είμαι ηλίθια. Ήμουν ηλίθια. Για να μην υποφέρω
κοντά του έφυγα μακριά του και κρύφτηκα απ' τη ζωή. Δειλή, δειλή, δειλή κι ανάξια. Ό , τ ι αξίζει πονάει. Ό,τι δεν αξίζει είναι εύκολο.
Είχα πάντα ροπή για τα εύκολα και να πού οδηγήθηκα τώρα: Να ψοφάω αργά και σταθερά στη μέση της ζωής μου.
Σε λίγο θα μυρίζω πτωμαΐνη. Ο τοίχος που αισθάνομαι είναι η ταφόπλακα. Ήρθε η ώρα να με πλακώσει. Εγώ η ίδια πήγα και χώθηκα σε βουνά σκόνες και να τώρα.. . Ευτυχώς που κοιμόμαστε... Ευτυχώς που υπάρχουν τα όνειρα... Εκεί η βλακεία μας δεν τα καταφέρνει, εκεί τα ψέματα μας παραλύουνε.
Ήρθε και στάθηκε στον ύπνο μου, ακουμπισμένος σ' εκείνο το δέντρο και με κοίταζε. Μου τα θύμισε όλα αυτά που έπρεπε να θυμάμαι. Να δεις πώς με κοίταζε! Πώς με περίμενε...
Έπιασε πάλι με τις δυο παλάμες της το πρόσωπο της και ξέσπασε σε λυγμούς. Ό μ ω ς ήταν ένα κλάμα αλλιώτικο τώρα. Πιο δυνατό, πιο υγιές. Λυτρωτικό.
— Τον αγαπώ πάντα Μέλα. Είκοσι χρόνια παλεύω να
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 81
τον αρνηθώ. Τον αγαπώ. Ακουγόταν μέσα απ' τ' ανα-φυλλητά της. Είμαι τρελή, το ξέρω!
Η Μέλα σηκώθηκε κι έψαξε τα τσιγάρα της στο ράφι του τζακ ιού. Κάπνιζε σπάνια. Έβαλε ένα τσιγάρο στα χείλη της και το άναψε απ' τα αναμμένα κεριά.
Η Ελβίρα την παρακολουθούσε με φοβισμένα μάτια όπου και να πήγαινε.
— Μη φεύγεις. — Δεν πάω πουθενά. Είμαι κοντά σου. Ήρθε κι έκατσε δίπλα της. — Είμαι άρρωστη. — Δεν είσαι άρρωστη, χρειάζεσαι να ερωτευτείς...
Φυσικό ήτανε. Η δουλειά κι η τέχνη είναι ερωτικές, όμως για πόσο αρκούν; Τίποτα δεν μοιάζει σαν τον έρωτα ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα. Τίποτα.
Θύμωσε. Την άρπαξε απ' το χέρι. — Δεν «χρειάζεται να ερωτευτώ». Μη μου το λες έτσι
σα φάρμακο. Γενικό και αόριστο. Τι θα πει «φυσικό ήτανε». Δεν «χρειάζεται να ερωτευτώ». Είμαι ερωτευμένη κι ήμουνα πάντοτε ερωτευμένη. Μ' εκείνον, με τον συγκεκριμένο. Μόνο μ' αυτόν. Κατάλαβες; Τ ίποτα απρόσωπο. Είναι που είναι αυτός. Κατάλαβες;
— Κατάλαβα καλή μου. Ησύχασε. Θα τα καταλάβουμε σιγά-σιγά όλα. Μαζί .
— Μέλα τι θα κάνω; — Αύριο καλή μου, αύριο. Θα τα καταλάβουμε όλα,
μαζί. Της είπε πως δεν την αφήνει να φύγει απόψε, πως
θα την κοιμήσει κοντά της, πως αύριο που θα ξυπνήσει πιο ψύχραιμη θα τα ξαναπούν απ' την αρχή.
— Αποκλείεται να περιμένω ως αύριο. — Ελβίρα! Για τ' όνομα του Θεού, λογικέψου. — Ό χ ι , όχι , δεν θα λογικευτώ, φώναξε εκείνη. Τη μι
σώ τη λογική, τη μισώ. Η λογική με σκότωσε, η λογική με στράγγισε και τώρα να, βλέπεις το ξετρελαμένο φάντασμά μου.
82 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
Ό μ ω ς η Μέλα έχει πάντα τον τρόπο της. Την κατάφερε να σηκωθεί, να πλυθεί, να γδυθεί, να πέσει στο κρεβάτι.
Την κατάφερε συμφωνώντας γλυκά μαζί της. Λέγοντας της συνέχεια ανάμεσα στ ' άλλα:
- Αύριο, αύριο.. . Μαζί θα τα καταλάβουμε όλα.
Το παρελθόν δεν τελειώνει λοιπόν
Το χαρτάκι με τη διεύθυνση της αδελφής του Ρουμάνου ταχυδακτυλουργού, το βρήκε στο βυθό της τσάντας της μετά από εβδομάδες.
Ανάμεσα σε εισιτήρια, αποδείξεις, σημειώματα, άλλα κατανοητά κι άλλα ακατανόητα με την απόκρυψη συμβολική γραφή που γράφουμε τα βιαστικά σημειώματα για τον εαυτό μας. Ανάμεσα σε κέρματα πεσμένα απ' το πορτοφόλι της τρομερής τσάντας της.
«Θα 'θελα να γράψω κάποτε μια διατριβή για τις γυναικείες τσάντες», της είχε πει κάποτε ο Σταύρος. «Μα το έχεις σκεφτεί ποτέ; Οι άντρες άραγε τι κάνουν όλα αυτά τα αντικείμενα που κουβαλάει μια γυναίκα στην τσάντα της; Πού τα βάζουν αυτοί ;»
Ακούμπησε την άσπρη κάρτα πάνω στο φλιτζάνι του καφέ στο εργαστήριο της και την κοίταζε. Ήταν γραμμένη με το χέρι, με γράμματα λοξά, καλλιγραφικά. Με γυριστές ουρίτσες από μελάνι μπλε.
Ό τ α ν πήγαινε στο δημοτικό σχολείο στο νησί, τους έκαναν καλλιγραψία μια ψορά την εβδομάδα. Σε μεγάλες κόλλες με τετραγωνάκια, μάθαιναν να ζωγραφίζουν τα κεφαλαία γράμματα. Χρησιμοποιούσαν πένα και μπλε μελάνι σαν αυτό της άσπρης κάρτας που κοιτά.
Δεν υπάρχει πια μπλε μελάνι; Στυπόχαρτο; Εκείνα τα κοκάλινα σψαιρικά μελανοδοχεία που και να γερνάνε δεν χυνότανε έξω το υγρό; Τι γίνανε όλα αυτά τα μικρό-
84 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
πράγματα τα τόσο σπουδαία, τα σχεδόν επίφοβα κατά τις μέρες του δημοτικού σχολείου;
Κοιτά τα λοξά γράμματα και κατρακυλά στης νοσταλγίας της τους απαλούς αμμόλοφους. Δεν θέλει να σταματήσει.
Το τηλέφωνο χτυπάει δίπλα της. Το σηκώνει. Το «ναι» της, βγαίνει σαν από βαθύ ύπνο. Είναι ο Αλέκος που της λέει πως το βράδυ θ' αργήσει να επιστρέψει. Του λέει μηχανικά «κρίμα» ενώ χαίρεται γ ι ' αυτό. Προτιμά να είναι μόνη. Το μόνο που της κάνει καλό τελευταία είναι να κάθεται μονάχη κι απερίσπαστη να προχωρά τους ηδονικούς περίπατους στο παρελθόν της.
Το παρελθόν δεν τελειώνει λοιπόν. Παραφυλάει στις γωνιές της ψυχής για καιρούς. Κρύβεται σε βαθιά συρτάρ ια του νου και ζει. Το παρελθόν είναι πάντα παρόν κι ας μην το καταλαβαίνουμε.
Το στέρεο πάτωμα που περπατρύσε έγινε τώρα γυάλινο. Σκύβει και κοιτά μέσα στα υπόγεια των περασμένων, μαγνητισμένη από γοητε ία μυστήρια. Σε λίγο το γυάλινο πάτωμα θα μαλακώσει. Θα γίνει σιρόπι πα-χύρρευστο κι ύστερα υγρό, υδάτινο, επιφάνεια θερμής λίμνης κι αυτή θα πέσει και θα βυθιστεί στους ωραίου, υ-γρούς κήπους της περασμένης της ζωής χωρίς κανένα επίπεδο να της διαχωρίζει το τότε απ' το τώρα.
Έτσι γίνεται με τους γέρους; Έτσι υποχωρεί ο χρόνος τους κι εκείνοι οπισθοδρομούν προς το παρελθόν τους αρνούμενοι να βηματίσουν μπρος;
Θυμάται τη γ ιαγ ιά της, που ένα χρόνο πριν το θάνατο της, τύλιξε το μυαλό της μια πυκνή αμνησία γ ια τα τωρινά ενώ, συγχρόνως, άνοιξαν παράθυρα στη μνήμη της γ ια ό,τι ερχόταν απ' την παιδική της ηλικία. Δεν αναγνώριζε ούτε τα εγγόνια της, ενώ θυμόταν απίθανες λεπτομέρειες γ ια τις συμμαθήτριες της του σχολαρχεί-ου, γ ια τον αριθμό είκοσι ένα που είχε στον κατάλογο της καθηγήτριας και στους κλήρους που τραβούσαν γ ια το ποια θα πει το μάθημα.
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 85
Θυμόταν με αηδία το χτυπητό αυγό με ζάχαρη που την τάιζε η μητέρα της κάθε πρωί γ ια να δυναμώσει και που το έλεγαν «ντεκότο». Δεν θυμόταν καθόλου τι είχε φάει ή αν είχε φάει κάτι μια ώρα πριν, κι όμως μπροστά της ερχόταν σε φλιτζάνι εκείνο το ντεκότο απ' τις αρχές του αιώνα, σα μινιατούρα πορσελάνινου διαστημόπλοιου και την ανατρίχιαζε.
Είναι που εξασθενεί το μνημονικό με τα χρόνια ή που με την κρυφή σοφία της ωριμότητας, αρνιέσαι πια να ξοδεύεσαι στ' ασήμαντα και στ' αδ ιάφορα; Μήπως γίνεται μια εσώτατη επιλογή αυτών που έξω απ' το χρόνο είναι τα ουσιαστικά για την καρδιά σου;
Καλύτερα που δεν θα 'ρθει ο Αλέκος νωρίς απόψε. Θα κατεβάσει το τηλέφωνο, θα σχεδιάσει ένα νυχτικό γ ια τη Λαίδη Μάκβεθ, θ' ακούσει μουσική, θα μπαινοβγαίνει στο νυχτωμένο άδειο σπίτι και θα σκέφτεται , θα νιώθει. Εκείνα που θέλει θα νιώθει χωρίς να την διακόπτει κανείς.
Ευτυχώς που ο άντρας της είναι ο Αλέκος. Δεν την πιέζει σχεδόν σε τ ίποτα , δεν της ζητά σχεδόν τ ίποτα. Την αφήνει ελεύθερα να κινείται στη μοναξιά της που, ίσως, τούτο ακριβώς το «σχεδόν τ ίποτα» του Αλέκου να καλλιεργεί περισσότερο. Είναι έτσι ή όλοι οι γάμοι με τον καιρό γίνονται έτσι; Φταίει ο χαρακτήρας του Αλέκου που τη νεκρώνει και την ερημώνει ή φταίει η κατάσταση γάμου γενικά; Δεν ξέρει.
Αν έγραφε ημερολόγιο τώρα σίγουρα οι προτάσεις της, οι πιο πολλές, θα είχαν ερωτηματικό στο τέλος αντί γ ια τελεία.
Τα ερωτηματικά της πληθαίνουν, αλληλοπλέκονται, γίνονται μεταλλικά ελάσματα, συρμάτινα σχέδια φ ι διών, μαιάνδρων, αριθμών. Εισχωρούν το ένα στο άλλο και σχηματίζουν κολιέ, βραχιόλια, μπρελόκ. Κρέμονται από πάνω της σαν κοσμήματα και σαν αλυσίδες συγχρόνως.
Τι μουσική να βάλει απόψε;
86 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
Πάει στη δισκοθήκη και ψάχνει στους δίσκους της τζαζ. Αισθάνεται πως ο ακατέργαστος παρορμητισμός τους τής σέκοντάρει καλύτερα την αποψινή ακατέργαστη μελαγχολία.
Ξανακάθεται στο σχεδιαστήριο και πιάνει τη λευκή κάρτα μ ε τ ά καλλιγραψικά: «Μαντάμ Ντόινα».
Αύριο θα πάει να τη βρει. Έχει ανάγκη να Βυθιστεί στα μυστήρια, στα παράξενα, στα μαγικά. Αυτό που λαχταρά, μόνο στο θολό κόσμο των φαντασμάτων πιστεύει πως μπορεί να βρει κατανόηση. Πιστεύει πως κανείς γιατρός δεν είναι σε θέση να της δώσει αυτό που υπόσχονται οι μάγοι κι οι τσαρλατάνοι . Η δικιά της ασθένεια δεν είναι στο σώμα των χειρουργείων, δεν είναι στην ψυχή των ψυχαναλυτών, είναι σε κόσμους πέρα απ' αυτά που οι γνώσεις τους φτάνουν. Γέρνει στην παρασκιά η δικιά της ασθένεια, από υπεριώδεις φωτίζετα ι και με υπερήχους αναστενάζει.
Αύριο θα πάει να βρει αυτή τη χειρομάντισσα.
Κοντά στα μεσάνυχτα μπήκε στο μπάνιο. Άνοιξε τη βρύση του νιπτήρα κι έβαλε κάτω απ' το
νερό τα χέρια της. Τα γύρισε με τις παλάμες προς τα πάνω και κοίταζε το νερό να γεμίζει τις χούφτες της και να κυλάει στη λευκή πορσελάνη ανάμεσα απ' τα δάχτυλα.
Φρέσκο, φλέβα, φλογέρα, φλόγα, Φοίβη. Σηκώνει το κεφάλι και κοιτά τα μάτια της στον καθρέφτη. Το πρόσωπο της κουρασμένο, με τραβηγμένα χαρακτηριστικά και τραβηγμένα μαλλιά, την παρατηρεί ανάμεσα από μπουκαλάκια κολόνιας, σαμπουάν και βαζάκια κρέμας.
— Αχ Φοίβη, μ' άφησες κι ορφάνεψα, ψιθυρίζει σαν πληγωμένο παιδί που το παράτησαν στους πέντε δρόμους. Υπάρχουν πληγές που πονούν ηδονικά κι όσο κι αν παραπονιόμαστε βρίσκουμε και μια γλύκα να τις σκαλίζουμε πού και πού, να τις αναφέρουμε, να τις πε-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 87
ριγράφουμε. Υπάρχουν όμως κάποιες που πονούν ανυπόφορα, καμιά ηδονή, μόνο οδύνη δίνουν. Τις κρύβουμε, τις προστατεύουμε στα βουβά για να προστατευτούμε κι εμείς από εκείνες.
Η απομάκρυνση της Φοίβης ήταν απ' αυτές, τις δεύτερες. Ό μ ω ς απόψε δεν την πρόλαβε. Η απουσία της κόρης της μέσα στο άδειο σπίτι με τη μουσική και τις σκιές που πλέκουνε οι ελλείψεις μαζί με τους πόθους, γέμισε τον αέρα, σαρκώθηκε κι ήρθε και την αγκάλιασε από πίσω. Εδώ στο νιπτήρα με το τρεχούμενο νερό, μπροστά στον καθρέφτη.
- Αχ Φοίβη, αν σε είχα μαζί μου δεν θα ήμουνα έτσι, βόγκηξε σχεδόν.
Τα παιδιά γεννιούνται από παιδιά. Τα δεύτερα μεγαλώνουν επειδή γεννιούνται τα πρώτα. Τίποτα δεν σε μεγαλώνει τόσο όσο να γεννήσεις παιδί. Με κλάματα, με κωλικούς, πυρετούς από εμβόλια και νεύρα από δον-τάκ ια , σ' αναγκάζει να ξεχάσεις τα δικά σου παιχνίδια και να σοβαρευτείς. Σ' εκβιάζει με τους κινδύνους του ανάμεσα ζωής και θανάτου, απαιτεί κάθε σου σκέψη ρουφώντας την παλιά ξεγνοιασιά σου όπως το γάλα από πληγιασμένες θηλές. Περηφάνια κι ευτυχία εξαγορασμένες με εικοσιτετράωρες αγωνίες και κούραση. Αυτό μεγαλώνει κι εσύ γερνάς.
Και κάποια μέρα, εντελώς απρόσμενα κι ας λες πως το περίμενες, εντελώς απίστευτα κι ας λες πως το πίστευες, φεύγει.
Φεύγει και σ' αφήνει. Τώρα εσύ είσαι το παιδί και το παιδί σου ό γονιός σου, εσύ η αδύναμη κι αυτό ο δυνατός. Χρειάζεσαι να σε προστατεύσει. Κανείς δεν παραδέχεται αυτές τις μεταμορφώσεις και χανόμαστε σε παρεξηγήσεις.
Είσαι πάλι παιδί, μόνο, παρατημένο, γεμάτο παράπονα προς το παιδί σου. Παιδί μαραμένο, αδέξιο κι ετοιμόρροπο.
Πιάνει ένα βαζάκι, το ανοίγει κι αρχίζει να απλώνει
88 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
κρέμα στο πρόσωπο της και στο λαιμό. Παραδομένη στα αισθήματα της δεν ξέρει πόση κρέμα βάζει πάνω της. Ό τ α ν το διαπιστώνει βρίσκει πως έγινε σα θλιβερός κλόουν.
Την πιάνουν γέλια που της βγαίνουν κλάματα, ακουμπά το μέτωπο της στον καθρέφτη και λύνεται.
- Αχ Φοίβη, εσύ πώς μπορείς και τα βγάζεις πέρα μακριά μου; φωνάζει και το ξέρει πόσο παλαβό, πόσο εγωιστικό είναι αυτό που λέει.
Δεν τη νοιάζει, δε θα λογοκρίνει άλλο την καρδιά της, δε θα κάνει απόψε αυτοκριτ ική γ ια τον αδύνατο, εγωιστικό χαρακτήρα της. Αφήνει ελεύθερη την πλημμύρα όσων αισθάνεται μήπως και γλιτώσει απ' την αφόρητη ξηρασία που της καίει το στόμα.
Κλαίει και παραπονιέται στη Φοίβη, στον Αλέκο, στο Θεό, στη μοίρα. Θέλει να τα βάλει με όλους και να τους τα πει ένα χεράκι. Βαρέθηκε την εγκράτεια και τους πο-λιτισμένους τρόπρυς. Βαρέθηκε τις φιλοσοφίες που σε διδάσκουν να μην εξαρτασαι από κανένα. Γίνεται ν' αγαπάς χωρίς να εξαρτάσαι; Γίνεται ν' αγαπάς χωρίς να τρέμεις να μη χάσεις; Γίνεται ν' αγαπάς χωρίς να λαχταράς να σ' αγαπάει κι ο άλλος; Ό χ ι , όχι , είναι κερί το κορμί, η καρδιά, τα σπλάχνα. Κερί που σφίγγει στο κρύο και που λυώνει και κυλάει σα μέλι στη θαλπωρή.
— Είμαι κερένια, είμαι κερένια. Απλώνει την κρέμα στο κλαμένο της πρόσωπο. Δά
κρυα και κρέμα ανακατεύονται . Τα δάκρυα έχουν άλατ α , κάνουν κακό στο δέρμα. Πρέπει να πλυθεί. Ρίχνει και νερό κι όλα ανακατεύονται χειρότερα. Παίρνει μια πετσέτα και τρίβεται . Ακούγεται απ' τα ηχεία ένα αργόσυρτο σαξόφωνο. Δεν ξέρει αν αυτή η μουσική θρηνεί ή αν ειρωνεύεται.
Βιόλα ντ' αμόρε
Το σπίτι της Ρουμάνας μάντισσας βρισκόταν κάπου στο Περιστέρι. Τηλεφώνησε στη Μέλα πριν ξεκινήσει και τη ρώτησε αν θέλει να 'ρθει κι αυτή. Ό μ ω ς η Μέλα την α-ποπήρε, ήταν, άλλωστε, πνιγμένη στη δουλειά.
Το απόγευμα ήταν ηλιόλουστο και παγωμένο. Ο λαμπρός ήλιος ανακατεμένος με τσουχτερό βοριά είναι κάτι που καθόλου δεν της αρέσει. Νομίζει, π ω ς το κρύο είναι σκληρότερο με καθαρό ουρανό, ενώ η συννεφιά μοιάζει με καλοσυνάτη προφύλαξη α π ό απόμακρο πουπουλένιο πάπλωμα που , κι αν δεν καταφέρνει πολλά, παρηγορεί λιγάκι σαν γλυκιά μικρή φιλανθρωπία.
Έφτασε στο Περιστέρι α π ' το ποτάμι κι αφού ταλαιπωρήθηκε μέσα στη μεγάλη κυκλοφορία. Έπεσε στην ώρα που οι βιομηχανίες κι οι βιοτεχνίες σχολούν, τ' αυτοκίνητα πολλαπλασιάζονται και μια διάχυτη νευρικότητα από κούραση ηλεκτρίζει την ατμόσφαιρα.
Πέρασε τη γέφυρα και μπήκε μέσα στην πυκνοκατοικημένη συνοικία. Η διεύθυνση που έψαχνε βρισκόταν σ' ένα δρομάκι που στρίβοντας απ' την κεντρική, φαρδιά λεωφόρο σ' έβγαζε στην ξαφνική σιγαλιά μιας εποχής καθηλωμένης σε περασμένους καιρούς. Χαμηλά φτωχά σπίτια, στενές αυλές, απέναντι δυο κορίτσια που έπαιζαν κάτι σχεδιάζοντας με κιμωλία γραμμές στο πεζοδρόμιο.
Το σπίτι ήταν μονόροφο, ισόγειο. Ανέβηκε τέσσερα
90 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
σκαλιά εξωτερικά και χτύπησε την ξύλινη γκρίζα πόρτα . Η πόρτα άνοιξε χωρίς κανένα από πίσω. Κάποιος απ' το βάθος του χωλ τράβηξε ένα σχοινί που κρατάει τον σύρτη.
Απ' το δυνατό φως έξω, μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο, ξαφνικά, τα μάτια της τυφλώθηκαν για λίγα δευτερόλεπτα. Σύντομα, άρχισε να ξεχωρίζει τον μαύρο όγκο ενός παλιού μπουφέ, τις φτηνές βελουδένιες πολυθρόνες, το στρογγυλό τραπεζάκι στη μέση γεμάτο λαϊκά περιοδικά και τα πολλά κάδρα στους τοίχους.
Κάθισε σε μια πολυθρόνα και περίμενε. Ο χώρος, λίγο-λίγο, άρχισε ν' αναδύεται φωτεινότε
ρος απ' το θολό τζαμάκι της εξώπορτας κι απ' το παράθυρο του διπλανού δωματίου. Σήκωσε τα μάτια της στα κάδρα στους τοίχους: Ο Χριστός Εσταυρωμένος του Σαλβαντόρ Νταλί σε ξεθαμμένη ρεπροντιξιόν, ένα δίπλωμα παραψυχολογίας στα γαλλικά προς τη Μαντάμ Ντόινα, η φωτογραφία ενός γκουρού σε τρίγωνο, στη στάση του λωτού και με κλειστά μάτια, μια λιθογραφ ία του Μωυσή με τ ' άσπρα μαλλιά και τα γένια να τα φυσά δυνατός άνεμος κι αυτός να σφίγγει στο στήθος του τις δυο πλάκες με το δεκάλογο, ο Άγ ιος Νικόλαος, μια πεντάλφα, μια καθολική εικόνα με την αιμορραγούσα καρδιά του Ιησού. Πάνω στον μπουφέ δυο τουριστικά μπρούτζινα γλυπτά απ' την Α ίγυπτο : Η πυραμίδα και το κεφάλι της Νεφερτίτης με τον κύκνειο λαιμό.
Η διακόσμηση καμωμένη από τόσα κακόγουστα αντικείμενα έμοιαζε να προσπαθεί να πιστοποιήσει το πανθεϊστικό πιστεύω της οικοδέσποινας. Θεότητες απ' όλη τη γη κι από πολλές θρησκείες ένωναν εδώ μέσα τις φοβερές δυνάμεις τους προκειμένου να φωτίσουν τη διόραση της μάντισσας και να φωτίσει κι αυτή, με τη σειρά της, τα σκοτάδια της ψυχής των πελατών της.
Η όλη κατάσταση της φάνηκε ξαφνικά ανυπόφορα κιτς όπως κιτς της φάνηκε κι ο εαυτός της καθισμένος
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 91
στο μισοσκόταδο να παίρνει μέρος σε τούτη τη συσσω-ρευμένη αφέλεια.
Σκέψου ν' ανοίξει η πόρτα και να τη βρει εδώ κάποιος που να τη γνωρίζει! Αισθάνθηκε επιτακτική την ανάγκη να σηκωθεί και να φύγει όχι από φόβο μπροστά στην αποκάλυψη του μέλλοντός της, αλλά από ντροπή για την ανοησία της. Ο γύρω διάκοσμος της υπογράμμιζε την ανοησία κι έψαχνε τρόπο να το βάλει στα πόδια.
Δεν πρόλαβε να μετακινηθεί και σα να γνώριζε, από μακριά πείρα, τη μέση ψυχολογία των επισκεπτών της και να την προλάβαινε, η Μαντάμ Ντόινα εμφανίστηκε στο χωλ την πιο κατάλληλη στιγμή.
Ακούστηκε πρώτα ένα φουρφούρισμα σαν τρίξ ιμο από τ α φ τ ά είτε από μεταξωτό χαρτ ί , ύστερα το χτύπημα ψηλού τακουνιού στο πάτωμα, μετά απλώθηκε ένα άρωμα ανεπαίσθητο αλλά καταλυτικό. Ό λ η η χοντρο-κοπιά του χωλ καταξιώθηκε απ' αυτό το κύμα αρώματος και περιτυλίχθηκε με μια αχλή που καλλωπίζει όπως η πατίνα του χρόνου τα χρώματα ενός πίνακα.
Φορούσε μαύρα, ήταν ψηλή, ήταν κομψά βαριά, σαν τη βαρύτητα μιας προσωπικότητας που εμπνέει εμπιστοσύνη. Δεν είχε ηλικία γιατί όλες οι ηλικίες ήταν παρούσες στο βλέμμα της και τα λευκά της χέρια κατάφερναν το σπάνιο κατόρθωμα να συνοδεύουν όσα έλεγε, ακόμα κι όσα απέπνεε, χωρίς ν' αποσυνδέονται ούτε λεπτό.
Τα μαύρα της μαλλιά ήταν χαμηλά στον αυχένα δεμένα σε σφιχτό κότσο σπανιόλας και τα κόκκινα χείλη της, πάνω στο ολόλευκο δέρμα, έφερναν στο νου πιο πολύ τριαντάφυλλο παρά βαμμένα χείλη.
— Ελάτε, είπε το τριαντάφυλλο και περισσότερο έκανε το χιονάτο χέρι προς την Ελβίρα.
Απ' τη στιγμή ετούτη η Ελβίρα μαγεύτηκε. Προχώρησαν στο στενό διάδρομο απ' όπου είχε φα
νεί και μπήκαν σ' ένα δωμάτιο με κατεβασμένα τα παντζούρια και τις χοντρές κουρτίνες.
92 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
— Καθίστε, είπε και πιο πολύ έκανε το θεσπέσιο χέρι. Κάθισε. Τούτο το δωμάτιο ήταν αντίθετο απ' το βαρυφορ
τωμένο χωλ. Άδειο σαν μοναστηριού. Οι τοίχοι του άσπροι και γυμνοί εξόν από ένα σταυρό, σκέτο σταυρό, χωρίς σώμα πάνω του .
Το γραφείο μπροστά στο οποίο κάθισε ήταν από παλιό ξύλο. Υπήρχαν λίγα βιβλία δεξιά και μια σφαίρα από οπαλίνα στη μέση. Η καρέκλα που κάθισε η Ρουμάνα κυρία ήταν πρόστυχα μεταλλική, όμοια με τις καρέκλες των υπόγειων αρχειοφυλακείων δημόσιας υπηρεσίας. Τίποτα όμως δεν μείωνε τη γοητε ία που η κυρία περιέχυνε. Είχε παρουσία. Τόση παρουσία που δεν είχε ανάγκη τ ίποτα . Ούτε έπιπλα, ούτε λόγια.
Άναψε ένα μικρό αμπαζούρ με χαμηλωμένο το καπέλ-λο πλάι στη σφαίρα. Το φως που έριξε εντοπίσθηκε μονάχα στη σφαίρα και παντού αλλού έριξε μόνο σκιές.
Το πρόσωπο της Μαντάμ Ντόινα γέμισε σκιές. Γύρω απ' τα χείλη, πλάι στα ζυγωματικά, κάτω απ' τα μάτια. Τα έντονα βαμμένα ματοτσίνορα βάρυναν σαν κρέπια πένθους.
Την κοίταξε κατάματα, γ ια απροσδιόριστη ώρα κι η Ελβίρα αισθάνθηκε μια κρύα ανατριχίλα πρώτα στη ράχη και μετά μια θέρμη, σαν ελαφρό μούδιασμα, στον αυχένα, λίγο δεξιά.
Άπλωσε το χέρι της και ζήτησε το δικό της χέρι. Το κράτησε απαλά. Πρώτα το περιεργάσθηκε από πάνω, στα ελαφρά λυγισμένα δάχτυλα κι ύστερα το γύρισε ανάποδα μ' ανοιχτή την παλάμη.
Στριφογύριζε το χέρι της μέσα στα δικά της χέρια με θαυμαστή ευκολία, σαν άψυχο αντικείμενο που καλά γνωρίζει , σαν το νεκρό περιστέρι ένας κυνηγός.
Ανασηκώνοντας ελάχιστα το ένα ζωγραφισμένο φρύδι , βυθίστηκε στην παλάμη της σιωπηλή. Αν η Ελβίρα μπορούσε να σκεφτεί ψύχραιμα, απελευθερωμένη απ' τη μεθυστική σαγήνη που την παρέλυε, θα συλλογί-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 93
ζόταν, π ω ς και μόνο γι' αυτήν την έξοχη παράσταση ύφους άξιζε που ήρθε ως εδώ. Ό μ ω ς δεν σκεφτόταν, εγκαταλειπόταν όλο και βαθύτερα σε ζεστή, σκοτεινιασμένη φάτνη και περίμενε δίχως αντιρρήσεις.
Τα ελληνικά της Ρουμάνας ήταν τέλεια στη γραμματική κι εξωτικά στην προφορά .
— Παράξενη! Παράξενη ζωή.. . Έχεις σύζυγο χωρίς γάμο κι έχεις έρωτα χωρίς άντρα...
— Δηλαδή; — Πρόσεχε τι σου λέω. Εσύ θα τα βρεις. Γρήγορα θα
τα βρεις. Το ζωγραφισμένο φρύδι ανασηκώθηκε περισσότε
ρο. — Είσαι πολύ μπλεγμένη. Σκέφτεσαι και μπλέκεσαι.
Δεν τα ξέρεις όλα, δεν τα ξέρεις όσα νομίζεις... — Δηλαδή; — Πρόσεχε. Θα σου πω μια αρχαία κινέζικη ιστορία
κι εσύ θα τα βρεις: Τρεις τυφλοί άντρες θέλανε να καταλάβουνε τι είναι ελέφαντας. Ο ένας άπλωσε το χέρι του κι έπιασε την ουρά ενός ελέφαντα. «Ο ελέφαντας είναι σχοινί», είπε. Ο άλλος έπιασε το πόδι του ελέφαντα. «Ο ελέφαντας είναι κορμός δέντρου», είπε. Κι ο τρίτος έπιασε το αφτί του ελέφαντα και είπε, «ο ελέφαντας είναι φύλλο μπανανιάς». Καταλαβαίνεις;
— Λίγο... — Το ίδιο κι εσύ νομίζεις πως ξέρεις πολλά. Λίγα ξέ
ρεις. Δεν τα βλέπεις όλα όσα πρέπει. Μπερδεύεσαι. — Θα τα δω; — Με κλάματα θα τα δεις, μόνο με κλάματα. Γύρισε πάλι το χέρι μπροστά κι εξέτασε τα δάχτυλα,
ξανά την παλάμη. — Πας ταξίδι. Παράξενο ταξίδι. — Πού; — Σε φαντάσματα πας . Εσύ ξέρεις... Θα καταλάβεις. Άφησε απότομα το χέρι της πάνω στο γραφείο σα
να πνιγόταν. Πήρε βαθιά αναπνοή και τίναξε το κεφάλι
94 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
της δεξιά κι αριστερά. Ό λ α έδειχναν πως η επίσκεψη τέλειωσε.
Κι η Ελβίρα ένιωσε πως χρειάζεται να πάρει δυο-τρεις βαθιές εισπνοές, όμως συγκράτησε τον αναστεναγμό όπως πήγε να φουσκώσει μέσα της. Σηκώθηκε. Ρώτησε πόσα χρωστά. Η Μαντάμ Ντόινα είπε ένα ποσόν απροσδόκητα μεγάλο. Δεν γινόταν να το παζαρέψει, άνοιξε την τσάντα της κι άφησε τα χαρτονομίσματα στην άκρη του τραπεζιού.
Η Μαντάμ Ντόινα σηκώθηκε κι ανέκφραστη τη συνόδεψε μέχρι την εξώπορτα. Ό λ α στην όψη της έδειχναν πως σε μισό λεπτό τούτη η γυναίκα θα έχει ξεχάσει την επίσκεψη της. Έμοιαζε με μάρμαρο επικλινές που στην επιφάνεια του κυλάνε σταγόνες, φύλλα, σκόνες και πάλι πέφτουνε στη γη χωρίς ν' αφήνουν ίχνη.
— Γνώρισα τον αδελφό σας πριν λίγο καιρό... της είπε γ ια να πει κάτι όπως άνοιγε η εξώπορτα.
— Το ξέρω. Πήγε να σκεφτεί πως πρόκειται γ ια μια φαντασμένη
θεατρίνα που έπαιζε έξυπνα παλιό, δοκιμασμένο ρόλο για να εντυπωσιάζει. Ό μ ω ς η άλλη την πρόλαβε:
— Η βιόλα ντ ' αμόρε είναι λίγο μεγαλύτερη από βιολί, έχει έξι διπλές χορδές συνήθως, οι τρεις ασημένιες. Έχει κι έναν ερωτιδέα σκαλισμένο πάνω απ' τα κλειδιά.,,,.
Η πόρτα πίσω της έκλεισε αθόρυβα. Κατέβηκε τα τέσσερα σκαλάκια παραζαλισμένη. Ο αέρας του δρόμου της τύλιξε το πρόσωπο. Τα κοριτσάκια ακόμα έπαιζαν σχεδιάζοντας με κιμωλία στο πεζοδρόμιο κι ύστερα πηδώντας με το ένα πόδι πάνω απ' τα σχέδια.
Αν δεν είχε μιλήσει για τη βιόλα ντ' αμόρε, τώρα που βγαίνοντας έξω έσπασε τον κλοιό της γοητείας του σκοτεινού σπιτιού, θα άρχιζε να ξυπνά η ψυχρή λογική της και να την κατηγορεί πως γ ι ' αυτές τις πονηρές ασάφειες πέταξε ένα σωρό χρήματα, πως την έπιασε κορόιδο με ταχυδακτυλουργίες παρεμφερείς μ' εκείνες του αδερφού της. Ό μ ω ς τα τελευταία της λόγια, της ανέτρε-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 95
ψαν τις κανονικές διαδρομές του νου της. Σα να τις γνώριζε από πριν καλά τις αντιδράσεις των πελατών της και να τις προλάβαινε κάνοντας μια φαντασμαγορική επίδειξη μυστηριακών ικανοτήτων που αποστόμω-νε.
Περπατούσε προς το παρκαρισμένο αμάξι της μαγεμένη. Και την ευγνωμονούσε τη μαγεία της. Το μυστήριο και το υπερφυσικό το είχε μεγάλη ανάγκη αυτό τον καιρό. Τώρα που η λογική, τα αισθητά και τα νοητά, της είχαν εξαντλήσει κάθε ενδιαφέρον αποχυμώνοντας και την ίδια, γινόταν επιρρεπής προς τα μυστικά, τα αόρατα , τα ανεξήγητα.
Ο κόσμος ο γνωστός είναι φτωχός και λίγος αν δεν ριζώνει αλλού. Απελπιστικά φτωχός και λίγος. Ανόητος σαν χοντρή φάρσα που βαρέθηκε πια.
- Ώ σ τ ε λοιπόν η βιόλα ντ ' αμόρε έχει έξι διπλές χορδές, οι τρεις ασημένιες... Χαμογέλασε στο κενό παιδικά, οδηγώντας το αυτοκίνητο έξω απ' το στενό δρομάκι. Είναι φοβερό! Πήρε μια ολοκάθαρη απόκριση σε μια απορία της που ποτέ και σε κανένα δεν είχε εκφράσει! Είναι τρελό!
Ποιον να πρωτολυπηθείς, τον άλλον ή τον εαυτό σου;
Ο «Ματωμένος γάμος» ανέβηκε τέλος Μαρτ ίου και είχε επιτυχία. Οι περισσότερες κριτικές για την παράσταση ήταν θετικές κι όλες μιλούσαν με θαυμασμό γ ια τα σκηνικά και τα κοστούμια.
Το χάρηκε παρά το ότι αυτή η διαρκής επιτυχία στις δουλειές της άρχισε να χάνει με τον καιρό την παλιά γεύση της. Ήταν φορές που δυσπιστούσε για την αντικειμενική αξ ία του ταλέντου της. Φοβόταν μήπως οι άλλοι, ακόμα και πολλοί απ' τους κριτικούς, όντας πρόχειροι και απαίδευτοι οι ίδιοι, θαύμαζαν εκείνη που ξεχώριζε όπως στη χώρα των τυφλών ο αλλήθωρος.
Την τρόμαζε που μπορούσε να παράγει επιτυχημένο έργο με μεγάλη ευκολία. Ζωγράφιζε στο χαρτί σχέδια και χρώματα με την άνεση της φυσικής αναπνοής κι οι ιδέες της, στριμωγμένες στο προσκήνιο του μυαλού της, εκφράζονταν αμέσως μ' ένα μικρό κέντρισμα. Ήταν γεμάτη από σκηνικά και κοστούμια που εύκολα ξεχύνονταν στις λευκές επιφάνειες του σχεδιαστηρίου όταν καθόταν να εργαστεί. Δεν ήξερε από πού έρχεται αυτός ο καταιγισμός.
Τελοσπάντων, η επιτυχία του «Ματωμένου γάμου» τη βρήκε όταν αυτή είχε αποσπασθεί πια απ' την αναστάτωση της δημιουργίας του. Ήδη, εδώ και καιρό, είχε προχωρήσει στο ζοφερό, αιμοσταγές κλίμα του «Μάκβεθ».
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 97
Το α ίμα στον «Μάκβεθ» διαφέρει απ' το α ίμα στο «Ματωμένο γάμο». Το δικό του κόκκινο δεν έχει τις αποχρώσεις της περηφάνιας και του έρωτα αλλά του μίσους και του εγκλήματος. Το αισθανόταν το παγωμένο ρίγος που πρέπει να διαρρέει το φως και τα πράγματα στη σκηνή και της άρεσε ν' ακούει σχεδιάζοντας, χαμηλά το δίσκο της ομώνυμης όπερας.
Η μουσική ανασηκώνει τις εσωτερικές ομίχλες και ξυπνά αισθήματα ακριβά, πολύτιμα και δημιουργικά. Σαν πλοηγός σε νεκρή θάλασσα, η μελωδία, την οδηγεί γλιστρώντας μπροστά, σε τοπία μυστικά, σε θησαυρούς απόκρυφους.
Νευρικό βιολί και η Λαίδη Μάκβεθ νυχοπατά σε παγωμένα μάρμαρα μεθυσμένη απ' το φθόνο και το φόνο. Τα χτυπήματα των τυμπάνων κατρακυλούν σε σκάλες μαζί με τον Μάκβεθ που παραπαίει ανάμεσα σε δειλία και σ' ερεθισμένα πάθη.
Η νύχτα σε τούτο το ανάκτορο είναι πρόσωπο κεντρικό που από παντού κρυφοκοιτάει σα μισοκρυμμένος συνωμότης. Πώς ζωγραφίζεται το μαύρο χωρίς να χρησιμοποιείς το μαύρο χρώμα;
Θα πρέπει να σκεφτεί και μια νέα πρόταση να σκηνοθετήσει την «Μπατερφλάυ» σε λυρικό θέατρο στη Γαλλία. Άλλοτε θα την ενθουσίαζε να ξεκινήσει μια τέτο ια δουλειά. Η Ανατολή, τα χνουδωτά χρώματα του χρυσάνθεμου, τα πορσελάνινα πρόσωπα, τα χάρτινα πουλιά, το κρυστάλλινο νερό και το κεντημένο μετάξι που, σαν πρώτες ύλες, θα της προσφέρονταν γενναιόδωρα για να στήσει τον κόσμο της τραγικής γκέισας, άλλοτε, θα την ξεμυάλιζαν και θα βουτούσε μέσα τους με την ευχαρίστηση ρομαντικής κολυμβήτριας σε παραμυθένιες λίμνες σπηλαίων.
Τώρα όχι. Τώρα η καρδιά της αδρανεί αλύγιστη μπροστά σ' ένα ταξίδι εργασίας κι ασθενεί βαριά από αδιαφορία. Ίσως αργότερα, ίσως αργότερα συνέλθει και ξαναβρεί την όρεξη που έχασε.
98 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
Ό σ ο περνά ο καιρός κι όσο δουλεύει και σκέφτεται σκυμμένη πάνω απ' τις στολές των στρατιωτών του Σαίξπηρ, διαμορφώνεται πιο συγκεκριμένη η βαθύτερη επιθυμία της, η μόνη κι η πιο επικίνδυνη: Να πάει πίσω στην πόλη που γεννήθηκε.
Αν δεν είχε ξεκόψει τόσα χρόνια τώρα, είκοσι σχεδόν χρόνια, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Ό μ ω ς το χάσμα ενός τόσο μακρινού καιρού, μεγαλώνει τις αποστάσεις σκάβοντας ανάμεσα σ' αυτήν και στην πόλη, ανάμεσα σ' αυτό που είναι και που ήταν, τρομαχτικούς γκρεμούς. Της προκαλούν ίλιγγο και πώς να τους γεφυρώσει; Πώς να γυρίσει πίσω;
Κι όμως, αυτό, μονάχα αυτό την ενδιαφέρει πια. Αισθάνεται πως μόνο αυτό το ταξίδι έχει νόημα για τη ζωή της εδώ που έφτασε. Τίποτα άλλο.
Μιλάει με τη Μέλα στο τηλέφωνο με τις ώρες. — Μέλα, πες μου εσύ τι να κάνω; — Εγώ λέω να το σκεφτείς. — Ό , τ ι και να σκέφτομαι αυτό το ταξίδι με τρώει . — Γιατί πας Ελβίρα, για την πατρίδα σου ή για εκεί
νον; — Δεν ξέρω, δεν ξέρω. Και γ ια τα δυο πάω. — Πιο πολύ; — ... — Πιο πολύ; — Εκείνον θέλω πολύ να δω. Νομίζω πως θα πνιγώ
αν δεν τον ξανασυναντήσω. — Κι ο Αλέκος; — Μα γιατ ί παντού μπερδεύεις τον Αλέκο; — Είναι ο άντρας σου ξέρεις. — Δεν έχει καμιά σχέση με τούτα ο Αλέκος, τόσο δεν
έχει σχέση που δεν νιώθω πως του κάνω κακό. Απέφευγε να μιλήσει ή ακόμα και να σκεφτεί τον Α
λέκο περισσότερο όπως υπερπηδούμε ένα ενοχλητικό εμπόδιο παρά από ενοχές.
Κι όμως, ο Αλέκος δεν ήταν τόσο ασύνδετος με όσα
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 99
την επηρέαζαν κι ας ήθελε να πιστεύει διαφορετικά. Από τότε που ονειρεύτηκε τον νεανικό ερωτά της και ξύπνησε ερωτευμένη ξανά, άρχισε μέσα της μια υπόγεια και ύπουλη σύγκριση ανάμεσα σ' εκείνον και στον Αλέκο. Σύγκριση απάνθρωπα άνιση, άδικη, όπως είναι κάθε σύγκριση ανάμεσα στο πραγματικό και στο φανταστικό, στο βιωμένο και στο αβίωτο, στο εξαντλημένο και στο προσδοκώμενο.
Ο Αλέκος ήταν ο γνωστός κι ο Παύλος ο σχεδόν άγνωστος. Τα κενά μεταξύ όσων ήξερε κι όσων δεν ήξερε τα παραγέμιζε με ό,τι επιθυμούσε έτσι που το αποτέλεσμα να σμιλεύεται ασυναγώνιστα σαγηνευτικό. Παραλλήλιζε τούτη τη σαγήνη με την πλήξη του γάμου της και της ερχόταν να φωνάξει «βοήθεια».
Ό μ ω ς η Ελβίρα δεν το καταλάβαινε αυτό, αφού ο έρωτας είναι για να υφαίνει θαυματουργή πλεκτάνη στην καρδιά: Την τυφλή και κουφή πίστη γ ι ' αυτό που έχει ανάγκη να πιστεύει.
Κανείς, κανείς δεν μπορεί να την υποχρεώσει να θάψει τη ζωή της μέσα σε πνιγηρό βάλτο. Κανείς, ούτε ο ίδιος ο σύζυγος της. Πόσα δηλαδή απ' την ύπαρξη σου χρωστάς σ' αυτόν που κάποτε και μέσα από μια απερίσκεπτη νιότη, συμπτωματικά τις πιο πολλές φορές, πήγες και παντρεύτηκες; Πόσα; Ό λ α ; Τότε σε σένα τι απομένει; Τι είναι τότε η ανυπόταχτη καρδιά, το όνειρο, η ελευθερία της βούλησης; Είναι ηθικότερο να δραπετεύεις βουβά από λαγούμια της φαντασίωσης;
— Μα επιτέλους, φώναξε στη Μέλα, μήπως και νικήσει και τις δικές της αναστολές, ο εαυτός μου μου ανήκει! Μόνο εμένα έχει ο εαυτός μου, πώς να στο πω;
— Μα τι σ' έπιασε με τον Αλέκο; Εκνευριζόταν υπερβολικά μετά.
— Δηλαδή, γ ια να καταλάβω, αν ξαναρχίσεις μια σχέση με την παλιά σου αγάπη, ο Αλέκος πάλι θα είναι εκεί; Δεν θα, έχει σημασία;
100 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
— Τρέχεις πολύ. — Πρέπει να υπολογίσεις από τώρα μερικά πράγμα
τα . — Δεν μπορώ. Δεν γ ίνεται . Δεν ξέρω τ ίποτα . Η Μέλα το καταλάβαινε πως έχει λίγο δίκιο μια και
στην κατάσταση που βρισκότανε δεν μπορούσε να ξέρει τ ίποτα .
Ο καιρός περνούσε κι η Ελβίρα μαραινόταν ή μάλλον έλιωνε όπως ένα κερί που υποχωρεί απ' τη θέρμη μιας επίμονης φλόγας. Περνούσε απότομα απ' τον εκνευρισμό στην αδιαφορία, απ' τις ξαφνικές εκρήξεις στην απάθεια.
Δούλευε εντατικά όχι από δημιουργικότητα αλλά με το απελπισμένο φευγιό εκείνου που θέλει να εκβιάσει την απολησμονια. Κλεινόταν επί ώρες στο εργαστήριο της κι άκουγε μουσική. Κατέβαζε το τηλέφωνο, δεν συναντούσε ανθρώπους. Τη νύχτα έπινε πια δίχως δεύτερη σκέψη τα ηρεμιστικά. Τα ηρεμιστικά της εξασθενούσαν τις αντιδράσεις και η γενική της παραίτηση απ' όλα, εκτός απ' το να δουλεύει, προχωρούσε καλπάζου-σα.
Μόνο στη Μέλα μιλούσε γ ι ' αυτά και μάλιστα τονίζοντας μελοδραματικά την αρρώστια της. Κατά βάθος και ασυνείδητα μάλλον, πρόβαλλε τη δραματικότητα της κατάστασης της, ελπίζοντας ν' αποσπάσει απ' τη Μέλα μια συγκατάθεση να φύγει γ ι ' αυτό το ταξ ίδ ι , μια και η Μέλα, όπως και σε τόσες άλλες περιστάσεις, ταυτ ι ζόταν και τώρα με την ίδια τη συνείδηση της κι έπρεπε να την πείσει.
Αν η καλή, η σοφή, η αυστηρή Μέλα, της έδινε την άδεια να φύγει , θα πει πως μπορούσε να φύγει χωρίς να διστάζει, χωρίς να ντρέπεται. Η ανυπομονησία της μόνο που μέρα με τη μέρα άναβε, την έσπρωχνε να προσπαθεί να εκβιάσει την άδεια της Μέλας, επιδεικνύοντας τη νευρική της κατάρρευση που όμως ήταν και ειλικρινής.
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 101
Τόσο ειλικρινής ήταν η γενική πτώση της, ώστε η Μέλα που την αγαπούσε πολύ, έφτασε στο σημείο όχι μόνο να συμφωνεί αλλά και να την παροτρύνει να φύγει.
— Να πας. Δε γίνεται αλλιώς. Τώρα το καταλαβαίνω πως η ψυχή σου το έχει ανάγκη να γυρίσεις.
— Πώς το εξηγείς αυτό Μέλα; — Τι να εξηγήσω; Δεν εξηγούνται εύκολα αυτά. Να
πας και ή που θα σου περάσει ή... — Ή τ ι ; — Ή που θ' αλλάξεις ζωή. — Κι ο Αλέκος; ρωτούσε τώρα η Ελβίρα. — Πώς αλλιώς να γίνει ; Σ' αυτές τις ιστορίες δεν
φταίε ι κανείς. Είναι σαν τα φυσικά φαινόμενα που αφήνουν κι αθώα θύματα. Ας μη βιαζόμαστε.
Πήγαινε τότε η Ελβίρα να γεμίσει τύψεις όμως για λίγο. Ένιωθε τόσο βασανιστική την αναστάτωση της, την ανάγκη της και τη λαχτάρα της, που οι τύψεις γρήγορα κάνανε στην άκρη.
Κι ύστερα, όπως συνήθως συμβαίνει άμα τα πράγματα ζορίζουνε, όταν ο κίνδυνος μεγαλώνει κι έχει κανείς να διαλέξει ποιο να λυπηθεί περισσότερο ανάμεσα στον εαυτό του και στον άλλο, τον εαυτό του προτιμά να λυπηθεί.
Μετά, πάλι έλεγε στον εαυτό της και στη Μέλα, πως ίσως μεγαλοποιεί το πρόβλημα, θα μπορούσε κανείς να το δει και σαν ένα συνηθισμένο ταξίδι αναψυχής στην πατρίδα της που τόσο έχει νοσταλγήσει... Ό μ ω ς έπιανε στα μάτια της Μέλας εκείνη την αστραπιαία σύγκρουση ανάμεσα στο να παραστήσει πως την πιστεύει ή να της απαγορεύσει να παραμυθιάζεται κι έσκυβε το κεφάλι αναστενάζοντας:
— Μέλα, είναι τρομερές οι σιωπές σου!
Με κοντά μαλλιά, στον άνεμο
Έφυγε λοιπόν στο τέλος του Ιουνίου. Ήταν το πρώτο μάλλον ταξίδι που έκανε γ ια τελείως
δικούς της, προσωπικούς της λόγους και τα αισθήματα ενοχής, που τόσο εύκολα την κεντούσαν, ήταν πάλι εκεί. Όσες φορές ταξίδεψε κάπου, γινόταν είτε γ ια οικογενειακούς λόγους είτε γ ια επαγγελματικούς. Τώρα όμως κι επειδή αυτή η κίνηση ήταν κάτι που επιθυμούσε αβάσταχτα, που είχε, γ ια την ίδια και μόνο γ ια την ίδια, τρομαχτική σημασία, αισθανόταν άσχημα. Σχεδόν μια ντροπή προς τον Αλέκο, τη Φοίβη, ακόμα και τους συνεργάτες της στο θέατρο.
Προσπαθούσε με παιδικούς τρόπους ν' αποκρύψει τις ενοχές της παίζοντας το άνετη όπως μιλούσε γ ι ' αυτό, διηγούμενη εδώ κι εκεί αστεία περιστατικά απ' το Γυμνάσιο, με συμμαθήτριες, που θα φρόντιζε τώρα να ξανασυναντήσει και φτάνοντας τέλος, στο υπερβολικό σημείο, να παριστάνει, πως μετανιώνει που αποφάσισε να φύγει και να καθυστερήσει απ' τη δουλειά της.
Τότε, οι άλλοι κι ακόμα πιο πολύ ο Αλέκος, τα βάζανε μαζί της, τη μαλώνανε τρυφερά και την σπρώχνανε να φύγει και να μην το παρακάνει με την εργασιομανία της. Τον τελευταίο καιρό, λέγανε, ήταν ολοφάνερη η νευρικότητα της από την υπερκόπωση. Αυτή η κατάληξη την ηρεμούσε σε βαθμό αγαλλίασης. Με τον Αλέκο οι εξηγήσεις τους, ως συνήθως, ήταν πολύ εύκολες. Δεν
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 103
χρειάσθηκε να του ζητήσει να μην πάει μαζί της επειδή εκείνη το είχε μεγάλη ανάγκη να επιστρέψει στο νησί ολομόναχη. Την πρόλαβε λέγοντας της απλά, «Χαίρομαι που πας διακοπές, γ ιατ ί αυτό το διάστημα θα πνίγομαι στο γραφείο και συνέχεια θα σ' αφήνω μόνη». Την έβγαλε, άθελα του , απ' τη δύσκολη θέση μιας αναγκαστικής αγένειας.
Πρώτη φορά ετοιμαζόταν γ ια κάτι που δεν μπορούσε καθόλου να προβλέψει με τι θα έμοιαζε. Ετοιμαζόταν για μια περιπέτεια σε άγνωστη γη κι ας ήταν η γη που τη γέννησε.
Σε μικρή Βαλίτσα έβαλε μαγιό, εσώρουχα, παντελόνια, βαμβακερές φούστες και πουκάμισα. Πήρε στην τσάντα της την ατέλειωτη «Ανάσταση», μπλοκ αλληλογραφίας κι αρκετά στυλό που συνέχεια έχανε.
Προβληματίσθηκε αν έπρεπε να κρατά φωτογραφι κή μηχανή ή όχι. Κατέληξε να μην την πάρει γ ιατ ί το αισθανότανε, οι εικόνες που θ' αντίκρυζε σε λίγο δεν επιτρέπεται να γίνουν χαρτονένιες φωτογραφίες και να ακινητοποιηθούν εσαεί σε συρρικνωμένα μεγέθη. Μέσα της, όσα εκεί κάτω θα βρει κι όσα θα νιώσει, να μείνουν και να ζυμωθούν στη μυστική αλχημεία των απολογισμών και της μνήμης που θα τα πλάθει και θα τα αναπλάθει.
Ο σκοτεινός θάλαμος της ψυχής, συνεχώς κι αλυσιδωτά εμφανίζει τις δικές του μεταβαλλόμενες φωτογραφίες, που σπάνια παγώνουν σε μια μόνιμη πόζα.
Έφυγε λοιπόν με το πλοίο. Απόγευμα, λίγο πριν πέσει η δυνατή ζέστη που άχνι
ζε απ' τον τσιμεντένιο ορίζοντα του Πειραιά. Λίγο πριν τα σάπια νερά του λιμανιού σκουρίνουν απ' το αγιάζι . Λίγο πριν ο σκληρός, γυμνός ήλιος αρχίσει να γλυκαίνει και να μελώνει μέσα στο ρόδινο σταφυλόζουμο της Δύσης.
Απ' την ώρα που ανέβηκε τη σκάλα του πλοίου και την τύλιξαν φωνές ναυτεργατών και μυρουδιές γράσου,
104 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
απ' την ώρα που η παλάμη της έπιασε την άγρια υφή ενός κάβου, απ' την ώρα που το μπράτσο της ακούμπησε τη γυαλιστερή, άσπρη λαδομπογιά της λαμαρίνας, είχε εισχωρήσει πια στον προθάλαμο του παρελθόντος της που ανασκιρτούσε απ' τη νάρκη του και την υποδεχόταν.
Κι εκεί, στην πρύμνη που κανείς επιβάτης δεν βρισκόταν, σαν πάνω σε τριγωνική έρημη σκηνή που η κορυφή της δείχνει κατά το ανοιχτό πέλαγο, ήρθε και στάθηκε ο παλιός, νεανικός εαυτός της κι από μακριά την κοιτούσε με τα κοντά μαλλιά αναστατωμένα απ' τον άνεμο. Φορώντας και τότε άσπρη, φαρδιά φούστα, με πιο αδύνατο κορμί, με πιο ανήσυχο πρόσωπο, μ' ένα βιβλίο στο χέρι — ποιο βιβλίο άραγε, δεν μπορούσε να διακρίνει — την κοιτούσε και την κοιτούσε χωρίς να της εκδηλώνει τ ίποτα . Ούτε χαρά, ούτε δυσφορία, ούτε καν έκπληξη για τούτη την παράξενη συνάντηση τους. Είχε το αινιγματικό βλέμμα εκείνων που εσωκλείουν ψυχή πολύπλοκη, δυσπρόσιτη και δυσνόητη, που σε προκαλούν, σιγά-σιγά, με υπομονή ν' αποσφραγίσεις.
Προχωρούσε τώρα στη δαιδαλώδη τελετουργία των συνειρμών και δεν μπορούσε από δω και στο εξής ν' αντ ισταθεί στο μαγνητισμό της δίνης τους.
Βρίσκει μια σαιζ-λονγκ και κάθεται στρέφοντας το πρόσωπο κόντρα στον άνεμο. Το πλοίο φεύγει. Σφυρίζει κι αποχαιρετά το πολύβουο λιμάνι που καμιά σημασία δεν δίνει σ' έναν ακόμα αποχαιρετισμό.
Γλάροι και θαλασσοπούλια έρχονται και κυκλώνουν το καράβι. Κάποιο τρανζίστορ, από την άλλη άκρη του καταστρώματος, μεταδίδει, κομματιασμένο απ' τα παράσιτα, ένα προπολεμικό τραγουδάκι , σπαραξικάρδια συναισθηματικό. Ο τραγουδιστής τραγουδάει ξεψυχώντας από δυστυχισμένο έρωτα, «Ζω δια σε που αγαπώ...».
Χαμένη σε αντ ιφατ ικά αισθήματα και σε σκέψεις ιλίγγου , θέλει ν' αντ ισταθεί στην άβυσσο του χρόνου και
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 105
στην άβυσσο της ύπαρξης της που ανοίγουν καταπακτή μπροστά της.
Βάζει το χέρι της μέσα στην τσάντα της κι αναζητά χαρτ ί και μολύβι σαν τη σχεδία ο τρομαγμένος κολυμβητής σε α ιφν ίδ ια τρ ικυμ ία . Πρέπει να πιαστεί από κάτ ι πραγματ ικό και σ ίγουρο, πρέπει να μιλήσει στη Μέλα.
Με βιαστικά γράμματα που προσπαθεί να παρακολουθεί μέσα απ' τα μπερδεμένα της μαλλιά που ο θαλασσινός άνεμος της ανακατεύει στο πρόσωπο, γράφει όσα επί μέρες τώρα ανεβοκατεβαίνουν σε κύματα μέσα της. Πάνε να πάρουν μορφή κι ύστερα πάλι διαλύονται. Με αγωνία θέλει να τα συλλάβει με λέξεις μήπως και λυτρωθεί απ' τη βασανιστική τους ασάφεια.
«Σκέφτομαι και ξανασκέφτομαι Μέλα, πως κάθε άνθρωπος ίσως, σε μια εποχή του, σε μια ηλικία του , σε κάποιο περιστατικό έστω της ζωής του , μπόρεσε να νιώσει εξαιρετικά καλά. Μπόρεσε να νιώσει, πως εκεί και τότε, κατάφερε να βρεθεί πολύ κοντά στον εαυτό του . Μετά πάλι απομακρύνθηκε.
Η κορύφωση της ζωής μας! Η κορύφωση της ζωής μας! Δεν είναι μονάχα κάτι που περιμένεις από το μέλλον αυτή η κορύφωση. Ό σ ο μεγαλώνεις, όσο γερνάς, γυρίζεις πάλι προς τα πίσω και την εντοπίζεις κάπου στα παλιά, στο παρελθόν. Τίποτα απ' όσα ακολούθησαν αργότερα δεν συγκρίνεται μ' εκείνο που συνέβηκε τότε, τ ίποτα που να το υπερέβαλλε, τ ίποτα που να το ξεπέρασε. Θυμάσαι και νοσταλγείς, συγκρίνεις και πονάς.
Ήρθε και γ ια μένα η ώρα που οι συγκρίσεις της καρδιάς μου συναισθάνονται τη δικιά μου κορύφωση, την παραδέχονται. Απ' τη στιγμή που την παραδέχθηκα, καθηλώθηκα, δεν ήθελα να προχωρήσω άλλο μπροστά, ήθελα να οπισθοχωρήσω, να επιστρέψω, να ξανασυναντήσω εκείνο το αξεπέραστο και να το ξαναζήσω.
Τώρα που η πείρα μου δίδαξε κάποιες αξιολογήσεις,
106 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
ξέρω πώς να το εκτιμήσω και πώς να το ζήσω αυτό που μου χαρίσθηκε.
Αχ Μέλα, γυρίζω και τρέμω από αγωνία και δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Καμιά άλλη επιλογή δε γίνεται να σταθεί πλάι στην επιστροφή τούτη . Επιστροφή σ' Εκείνον, επιστροφή σε μένα...».
Εκείνα που η Ελβίρα γνωρίζει σήμερα γ ια τον Παύλο είναι ελάχιστα. Πως δουλεύει σα δικηγόρος, πως πέθανε ο πατέρας του , πως από χρόνια ανέλαβε το πατρικό δικηγορικό γραφείο. Μετά το χωρισμό τους και πολύ σύντομα, παντρεύτηκε μια Γαλλίδα που γνώρισε κατά το ταξίδι στην πατρίδα του την Αλεξάνδρεια κι ο γάμος αυτός κράτησε ένα μόνο χρόνο.
Ζούσε πάντα στο νησί μια ζωή μάλλον αθόρυβη και μάλλον μοναχική.
Μοναχική ζωή! Αυτές οι πληροφορίες, που κατά καιρούς της μετέφεραν δυο ξαδέρφες της και που δεν ήθελε να τις σκαλίζει ρωτώντας περισσότερα, ήταν αρκετές για να συντηρούν τη μυστική γοητε ία που ασκούσε πάνω της η ανάμνηση του . Ιδίως η μοναχική ζωή.
Ένας άντρας που ζει μοναχικά μας βάζει να πιστεύουμε πως η προσωπικότητα του είναι τόσο ξεχωριστή και τόσο μεστή, που προτιμά να κλείνεται στην αυτάρκεια της. Ό π ω ς κι ένας άντρας σιωπηλός μας βάζει να πιστεύουμε πως σιωπά από στοχαστικότητα και σπάνια υποψιαζόμαστε πως δεν έχει κάτι να πει.
Η ερωτική της φ ιλαυτ ία , θεμιτή άλλωστε και ανθρώπινη, ήθελε τώρα να ξαναθυμάται και να επιβεβαιώνει, πόσο την είχε ερωτευτεί κι εκείνος. Πόσο μονοκόμματα και απόλυτα την είχε αγαπήσει. Οι άγριοι καυγάδες τους, ακόμα κι ο άγριος χωρισμός τους ήταν σίγουρα οι εκρήξεις ενός τρικυμισμένου, άγαρμπου νεανικού πάθους που δεν ελέγχανε. Ειδικά τον τελευταίο καιρό, ύστερα απ' τ' όνειρο που είδε, της άρεσε να σταθμί-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 107
ζει τα ελάχιστα που ήξερε γ ια τη μετά το χωρισμό τους ζωή και να συμπεραίνει, πως κι εκείνος θα τραυματ ί σθηκε βαθιά.
Ο βιαστικός γάμος του με μια ξένη μάλιστα γυναίκα, φανέρωνε τη βιαιότητα μιας απερίσκεπτης αντίδρασης, πράγμα που αποδείχθηκε με τη διάλυση του γάμου αυτού μέσα σ' ένα χρόνο.
Τα σκεφτόταν και τα ξανασκεφτόταν τώρα, σε κατάσταση ρέμβης όπως να γυάλιζε με απαλές κινήσεις χρυσά παράσημα που της δόθηκαν σαν αναγνώριση των τρομερών τραυμάτων της που τον έχασε.
«Ίσως για μένα παντρεύτηκε τότε, ίσως για μένα χώρισε μετά, ίσως γ ια μένα ζει μοναχικά...» τολμούσε να υποψιάζεται λίγο-λίγο, τις νυχτερινές ιδίως ώρες, με την ηθική ασυδοσία του έρωτα που μπορεί ν' αποσπά ηδονές από την κακεντρέχεια κι από τη μοχθηρία και πάλι να νιώθει αθώος.
Ο παθιασμένος έρωτας δεν ξέρει από αναστολές. Μπορεί να τσαλακώσει όσο θέλει το αντικείμενο του , να το κακοποιήσει, να το καταρρακώσει και πάλι να το λατρεύει σαν θεότητα.
Εξαγνίζεται, τουλάχιστον, απ' το ότ ι , σε τούτη τη σκληρή και δίχως νόμους μάχη, θύτης και θύμα, κυνηγός και θήραμα, είναι και οι δυο εραστές με ρόλους διαρκώς εναλλασσόμενους, τόσο αστραπιαία εναλλασσόμενους, που δεν τους προλαβαίνουν οι χαρακτηρισμοί.
Ο Παύλος ζει λοιπόν μοναχική ζωή κι η Ελβίρα ταξ ι δεύει πάνω στο πλοίο. Με φούστα άσπρη και φαρδιά, όμορφη απ' την ηδυπάθεια του καταπιεσμένου αλλά αναγεννημένου πόθου, πηγαίνει να χτυπήσει την πόρτα αυτής της μοναχικής ζωής.
Δεν ξέρει πώς θα τον βρει, τι θα του πρωτοπεί. Δεν γίνεται να προβλέψει τη δικιά του αντίδραση. Το μόνο που ξέρει είναι πως τώρα έχει να κάνει τούτες τις κινήσεις που θα τη φτάσουν ως το λιμάνι της πατρίδας της
108 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
κι από κει και πέρα, βήμα-βήμα, θα βρίσκει τι πρέπει να κάνει μετά.
Κι όσο το πλοίο σχίζει τους θαλασσινούς αφρούς και προχωρά Βαθύτερα στο παρελθόν της, τόσο αυτή αποκόβεται α π ' ό,τι άφησε π ίσω της στην Αθήνα που απομακρύνεται βυθιζόμενη στο ζεστό ορίζοντα και στην α-πολησμονιά. Ό λ α , όλα τα αισθητά που την τριγυρίζουν, άνεμος, παφλασμοί, κρώξιμο γλάρων, βήματα ταξιδιωτών στο σανίδι του καταστρώματος, μυρουδιά υγρασίας, χρώματα και σχήματα της θαλασσογραφίας που ανήκει, γίνονται άκρες από νήματα συνειρμών και την κομποδένουνε και την τραβάνε, με συνεχώς αυξανόμενη δύναμη, στα περασμένα, όπως στα πειράματα της φυσικής όσο προσεγγίζουμε το μαγνητικό πόλο.
Οι αναμνήσεις της την πλησιάζουνε σε απόσταση αναπνοής, η μία ανασύρει την άλλη, πυκνώνουνε και ξε-καθαρίζουνε εκπληκτικά κι από γενικές καρικατούρες αποκτούν πλήθος λεπτομέρειες και ευδιάκριτα χαρακτηριστικά. Λίγο ακόμα κι η ίδια, η τωρινή Ελβίρα, θα ταυτισθεί και θα ενσωματωθεί με την ανάμνηση του εαυτού της.
Κι ο πόθος της αυξάνει, την κυριεύει και την κατακλύζει και καταφέρνει ετούτο που κάθε πόθος επιμελώς φροντίζει: Να σβήνει την ενοχή δικαιολογώντας με δαιμο-νικές δικολαβίες ό,τι του χρειάζεται για να ικανοποιηθεί.
Το πλοίο μπήκε στο λιμάνι του νησιού τη διφορούμενη ώρα που η νύχτα πάει να γίνει μέρα σέρνοντας καπνισμένα τούλια πένθους απ ' τα μάτια της Ανατολής.
Δεν είχε κοιμηθεί καθόλου, κοίταζε μόνο κάθε τόσο το ρολόι της κι όταν, α π ' τους ήχους της μηχανής κι α π ' την ευστάθεια της καρίνας, αισθάνθηκε π ω ς γλιστρούσαν πια στο γαλήνιο κόλπο, σηκώθηκε και κόλλησε τη μύτη της στο φινιστρίνι προσπαθώντας να διαπεράσει με τα μάτια την ομίχλη, να ξεχωρίσει τους όγκους των
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 109
βουνών και κάποια ηλεκτρικά φ ώ τ α στη σκοτεινιά. Η συγκίνηση της ήταν τόση που τη σάστιζε γ ια να
την προφυλάξει . Ευτυχώς που ο μεγάλος πόνος κι η μεγάλη χαρά δρουν σαν κρασί στις φλέβες. Ζαλίζουν και σε προστατεύουν απ' την καταστροφική συνειδητοποίηση τους. Απορείς μετά που τα θυμάσαι, «πώς άντεξα, πώς μπόρεσα...», γ ιατ ί αγνοείς τη μεθυστική μέριμνα της στιγμής που κάτ ι , πάνω απ' τις δυνάμεις σου, συμβαίνει.
Το παλιό λιμάνι αναδύθηκε απ' τα σκοτάδια χτισμένο από υλικά γκρίζας πάχνης. Το πλοίο σφυρίζει σφύριγμα θριαμβευτικό και περήφανο. Μέσα στον εγωκεντρικό κόσμο των συναισθημάτων που οριοθετούν τα πάντα στα δικά τους μέτρα, νιώθει πως το σφύριγμα τούτο είναι θριαμβευτικό γ ιατ ί τη φέρνει πάλι, εκείνη, πίσω.
Πίσω μετανιωμένη, πίσω υποταγμένη σ' αυτό που πριν είκοσι χρόνια, βίαια εγκατέλειψε γ ια να ελευθερωθεί. Πίσω, παντοτινή σκλάβα αυτού που εγκατέλειψε. Έτσι νιώθει, πυρακτωμένη απ' τη συγκίνηση, την έξαρση και την αγρυπνία. Λιωμένη από ταραχή είναι έτοιμη να δεχθεί όσα της συμβαίνουνε, στην πιο στομφώδη και τραγική εκδοχή τους. Στην πιο στομφώδη και τραγική εκδοχή τους όπως όταν ήταν έφηβη.
Μάζεψε τα πράγματα της και κατέβηκε στο σταθμό των αυτοκινήτων στα σπλάχνα του καραβιού. Το δικό της το είχε παρκαρισμένο κάπου στη μέση. Μπήκε και κάθησε στο τιμόνι.
Ακούστηκαν οι αλυσίδες που κατέβαζαν τη σιδερένια πόρτα να πιάσει γέφυρα με το μώλο. Τ' αυτοκίνητα κι οι μοτοσυκλέτες έβαλαν μπρος τις μηχανές, η ατμόσφαιρα γέμισε εξατμίσεις και τα ερεθισμένα απ' την αϋπνία μάτ ια της την έτσουζαν ανυπόφορα.
Βγήκε έξω ακολουθώντας αργά το φορτηγό που είχε παρκάρει μπροστά της κι έγραφε πάνω απ ' το παρμπρίζ «Για σένα έρχομαι».
110 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
Μέσα από νταλίκες, ημιφορτηγά, στοιβαγμένα κιβώτια, καφάσια φρούτα, αχθοφόρους, λιμενοφύλακες, οδηγούσε κι έφευγε.
Πέρασε τα κάγκελα των παλιών τελωνείων, τ' απομεινάρια των μεσαιωνικών τειχών και βγήκε στο δρόμο που οδηγεί προς την πόλη. Άργησε να μπει μέσα. Τριγύριζε επί ώρες στις εξοχές, αναβάλλοντας την προσέγγιση.
Κάποτε, το πήρε απόφαση. Προχώρησε σα να έκανε βουτιά σε επικίνδυνα νερά. Πίσω απ' την παραμορφωμένη απ' την ανοικοδόμηση όψη της, αναγνώριζε με χτυποκάρδι και σφιγμένα δόντια, την πατρίδα της. Σφηνωμένα μέσα στις πάμπολλες πρόχειρες πολυκατοικίες της ελληνικής επαρχίας αναγνώριζε, ένα προς ένα, παλιά κτίσματα φθαρμένα, σμικρυμένα, υπομονετικά.
Το Διοικητήριο, η Νομαρχία, το Ταχυδρομείο, το πατρικό της Μύρτας, το πατρικό της Ελένης, το Ωδείον, ο κινηματογράφος «Ατθίς», το σπίτι της νεκρής θείας της Κλειώς, το σπίτι του νεκρού θείου της Ματθα ίου , η Τράπεζα της Ελλάδος, το ξενοδοχείο «Πάνθεον», το ξενοδοχείο «Αλέξανδρος»...
Οι δρόμοι φαίνονται στενότεροι, λιγότερο πράσινοι απ' όσο τους θυμάτα ι . Αραίωσαν οι δεντροστοιχίες και τα σπίτ ια, τα πιο πολλά, που, τότε, είχαν όλα κήπους, γκρεμίστηκαν και στη θέση τους χτ ίστηκαν πολυώροφες οικοδομές χωρίς γούστο.
Κι αυτοκίνητα. Αναρίθμητα αυτοκίνητα παρκαρισμένα παντού. Σε διπλές σειρές, πάνω σε πεζοδρόμια. Είναι αφόρητες οι αλλαγές όταν έχεις λείψει τόσο μεγάλο διάστημα από τόπους που έζησες κι αγαπάς. Δεν δέχεσαι τις μεταμορφώσεις πάνω στο πρόσωπο πόλης αγαπημένης ακόμα κι αν είναι προς το καλύτερο και πώς ν' αποδεχθεί τούτη τη σωρευμένη ασχήμια, την κακογουστιά, την κακοποίηση που κάνανε στην πολιτεία που αποτελεί το εικονοστάσι της ψυχής της;
«Κι εγώ πού ήμουνα; Πού την άφησα και πήγα;» Επαναλαμβάνει μόνη της και νιώθει υπεύθυνη και θυμω-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 111
μένη. Τι κι αν δουλεύει νυχθημερόν, χρόνια και χρόνια, τα σκηνικά για φανταστικές ζωές άλλων όταν αδιαφόρησε εγκληματικά γ ια την ίδια τη φάτνη της αληθινής, της πραγματικής της ζωής.
Από παντού βεβαιώνεται πως παραζωή έγινε η ζωή της, πως υποκριτικά επέλεξε να οχυρωθεί σε φανταστι κούς κόσμους γυρίζοντας την πλάτη στον πραγματικό.
Α, η υποκριτική γενιά η δικιά της, που φούντωσε και κόρωσε στα φοιτητ ικά τους χρόνια καταδικάζοντας τις πολιτικές των μεγαλύτερων! Πόσο γρήγορα εκτονώθηκε με φωνές και ιδέες γ ια τις ιδέες! Πόσο γρήγορα εξαγοράσθηκε ή απόκαμε ή ξεθύμανε. Κι η ίδια; Η πατρίδα της, πίσω της, διαλυόταν σταθερά κι από σκιερός κήπος παιδικών ονείρων έπαιρνε την γκριμάτσα έξαλλου κερδοσκόπου και μόρφαζε εφιαλτικά.
Η πολυκοσμία της κεντρικής πλατείας ήταν εκκωφαντική κι ασυνάρτητη. Το Γυμνάσιο απέναντι, το είχαν κλειδωμένο για τις θερινές διακοπές. Οι άνθρωποι που βιαστικοί κυκλοφορούσαν, ανάμεσα απ' τα πυρακτωμένα αυτοκ ίνητα, της ήταν τελείως ξένοι. Άνθρωποι απ' τα γύρω χωριά που κατέβηκαν για ψώνια, μισόγυ-μνοι βόρειοι τουρίστες, κόκκινοι και ξεφλουδισμένοι απ' τον καυτό ήλιο, πρόσωπα άγνωστα. Ακόμα και κάποιος γνωστός να υπάρχει μεταξύ τους πώς να τον αναγνωρίσει ύστερα από είκοσι χρόνων παραλλαγές;
Προχώρησε προς το κοντινό προάστιο που ήταν το δικό της πατρικό σπίτι .
Οδηγώντας κατά εκεί, η πολυκοσμία αραίωνε, οι πολυκατοικίες αραίωναν, τα δέντρα κι οι θάμνοι πύκνωναν. Πήγαινε σιγά-σιγά σφίγγοντας ασυνείδητα το τιμόνι όπως αρπάζουμε χέρι δικού μας ανθρώπου σε ώρα δύσκολη. Σκύβει στο μπροστινό τ ζάμ ι , κοιτά. Το πόδι της πάνω στο γκάζι τρέμει. Ένα παλιό λεωφορείο κάνει ακόμα τη γραμμή που συνδέει το κέντρο με το προάστιο. Δυο αγόρια ακουμπισμένα στα ποδήλατά τους ανταλλάσουν βιβλία. Δόξα τω Θεώ, εδώ η ατμό-
112 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
σφαίρα είναι πιο ήρεμη και το σπίτι της οικογένειας Μαυρούδη το έχουν φρεσκοβάψει στους παλιούς του χρωματισμούς. Ένα καινούριο περίπτερο έχει φυτρώσει στη διασταύρωση με την οδό Πρεβέζης κι η μεγάλη αλάνα με τις τσουκνίδες οικοδομήθηκε μ' ένα σταματημένο γιαπί.
Το μπακάλικο του Δημοσθένη απ' όπου αγόραζε γυάλινους βώλους, καραμέλες-φλοκάκια και τριαντάφυλλα τετράδια, είχε κατεβασμένα τα λαμαρινένια ρολά και φαινόταν από χρόνια εγκαταλειμμένο. Η γαζ ία στη γωνιακή μάντρα ήταν πάντα εκεί φορτωμένη τα κίτρινα μπαμπάκια της.
Έστριψε αργά. Μπήκε. Ο δρόμος τους ήταν έρημος. Η άσφαλτος φθαρμένη και γεμάτη λακκούβες. Τα
γειτονικά σπίτ ια τα ίδια, μόνο πιο παλιά, μόνο πιο μικρά. Και το δικό τους... Σταμάτησε. Έσβησε τη μηχανή, έγειρε κι ακούμπησε το μάγουλο της στο τιμόνι. Κοίταζε. Κοίταζε με μάτια μεγαλωμένα, άπληστα και διστακτικά μαζί. Το δικό τους σπίτι . . . Μπροστά της...
Σφραγισμένο, βουβό, ξεφλουδισμένο, στη μέση του κήπου, πνιγμένο στ' αγριόχορτα και στα φουντωμένα αγκάθια. Σκουριασμένα τα περίτεχνα σιδερένια κάγκελα, ξεβαμμένα τα σφαλιστά παντζούρια.
Τα μάτια της έτρεξαν και στάθηκαν στο λουκέτο της αυλόπορτας που σφιχτοδένει τους σκουριασμένους κρίκους μιας χοντρής αλυσίδας. Ποιος το κλείδωσε τελευταία φορά; Ποιος απ' τους άλλους τρεις συγγενείς-κληρονόμους μετά τον κοινό θάνατο του πατέρα και της μητέρας, κρατά το κλειδί αυτού του λουκέτου; Δε νοιάστηκε ποτέ. Εκείνη ήθελε μόνο να μείνει μακριά, να μη γυρίσει.
Στο μπαλκόνι εξέχει η θέση γ ια το σημαιοκόνταρο. Στην άκρη της σκεπής το ακροκέραμο έχει σπάσει. Υπάρχει μια χορταρένια φωλιά χελιδονιών εκεί. Η χελιδόνα πηγαινοέρχεται και ταΐζει τα μικρά της που δεν
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 113
φαίνονται . Το χερούλι της μέσα εξώπορτας είναι μπρούντζινο, χέρι κομψής κυρίας με μακριά δάχτυλα. Το λένε «ρόπτρον» κι η μητέρα το γυάλιζε μ' ένα υγρό που το έλεγε «μπράσο». Το «ρόπτρον» έπρεπε, πάντα, ν' αστράφτε ι , ήταν το πρώτο που θα πρόσεχε ένας επισκέπτης.
Στ ' αυτ ιά της ακούστηκε το τ ιτ ίβισμα της χελιδόνας κι ύστερα, αμέσως, να χτυπά η πόρτα. Άκουσε βήματα στην ξύλινη εσωτερική σκάλα. Μικρά βήματα, βιαστικά. «Πρόσεχε, θα πέσεις!» Η φωνή της μητέρας ανυπόμονη. Φορά σοσόνια άσπρα, φορά μαύρα λουστρίνια παπούτσια. Τρέχει τα σκαλιά, στον αγκώνα έχει τσιρότο από πρόσφατο χτύπημα.
Σκύβει στο σκονισμένο τζάμι του αυτοκινήτου και τον βλέπει τον παιδικό εαυτό της να πετάγεται στον κήπο με το φόρεμα-οργαντίνα. Η οργαντίνα είναι ύφασμα άγριο, τσιμπάει το δέρμα, όμως κανένα άλλο φουστάνι δεν την κάνει πιο όμορφη. Φουσκώνει, έχει βολάν, φιόγκο πίσω στη μέση και κρύβει το αδύνατο κορμάκι της. Μανίκ ια κοντά και σουρωτά, στο στήθος, το κόψιμο αυτό η μητέρα το λέει «καζάκα». Με σούρες και βολάν προσπαθούσε να της διορθώσει την αδυναμία της και να μη μοιάζει με καλαμάκι.
Το φουστάνι από οργαντίνα της το έραψε η μοδίστρα που μένει δυο δρόμους πιο κάτω. Η μητέρα την τραβούσε απ' το χέρι και την πήγαινε για πρόβα, πάντα απόγευμα. Το σπίτι της μοδίστρας ήταν στενόχωρο και σκοτεινό, γεμάτο παλιούς μπουφέδες.
Την έβαζαν να στέκεται μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη πάνω στο φύλλο της ντουλάπας και της προβάρα-ν ε τ ο φουστάνι .
Ο καθρέφτης είχε σχήμα οβάλ κι η μοδίστρα πολλές μαύρες ελιές στο πρόσωπο της. Η Ελβίρα απέφευγε να την κοιτά γ ιατ ί κρατούσε τις καρφίτσες ανάμεσα στα σφιγμένα της χείλη και την ανατρίχιαζε.
Η Ελβίρα παίζει στον κήπο. Μια άγνωστη κοπέλλα,
114 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
από άλλη γειτονιά μάλλον, περνά απ' το δρόμο και στέκεται στα κάγκελα. Της φωνάζει και της λέει:
— Πώς σε λένε κοριτσάκι; — Μαγδαληνή! απαντά αδίστακτα. Απ' το Πάσχα που πήγαν με το σχολείο να δουν τα
«Πάθη του Χριστού» στον κινηματογράφο, τρελάθηκε με τη Μαγδαληνή και τ' όνομα της. Γιατί είχε αυτά τ' ατέλειωτα, ξέπλεκα, σγουρά μαλλιά και γιατί λάτρευε το Χριστό που την έσωσε απ' την αμαρτία. Θα 'θελε πάρα πολύ να τη λένε Μαγδαληνή και να ζούσε τη ζωή της, να τη γράφουνε τα Ευαγγέλια και να την κάνουν ταινία. Το Ελ-βίρα δεν της αρέσει για όνομα, το είχε άλλωστε βαρεθεί εννιά χρόνια τώρα. Της θύμιζε την πεθαμένη γιαγιά της, απ' τον πατέρα της, που ποτέ δεν γνώρισε γιατί ήταν πάντα πεθαμένη. Ήταν μια γιαγιά παράξενη κι όταν μιλούσε γ ι ' αυτήν η μητέρα της, έπαιρνε ύφος ξινό και παραπονιάρικο, ιδίως όταν έπρεπε να την παινέψει.
«Μήπως δεν θα μ' αγαπά η μαμά που έχω αυτό τ' όνομα;» Αναρωτιόταν με φόβο.
Σε λίγο θα νυχτώσει, ο ήλιος έπεσε, η μαμά θα πεταχτεί απ' το πάνω παράθυρο και θα της φωνάξει ανυπόμονα, «Έλα να βάλεις το ζακετάκι σου, έχει ψύχρα!» Γι' αυτό φαίνεται η λέξη «ψύχρα» της θυμίζει ακόμα έναν ύπουλο κίνδυνο.
Το παράθυρο δεν άνοιξε, δεν είναι βραδάκι... Είναι ακόμα πρωί, η μαμά πέθανε σε δυστύχημα
από χρόνια, ο κήπος ερήμωσε, η οργαντίνα έγινε αργότερα κουρτινάκι γ ια το παράθυρο στο πατάρι κι εκείνη δεν παίζει στον κήπο.
Είναι έξω απ' τα κάγκελα, έξω απ' το κλειδωμένο λουκέτο, μέσα στο σκονισμένο αυτοκίνητο, ακουμπά το μάγουλο στο τιμόνι, έχει την ηλικία της μαμάς και κλαίει. Βάζει μπρος να φύγει . Δεν αντέχει άλλο να κάθεται εκεί κρυμμένη, σα θλιβερός κατάσκοπος του εαυτού της, τραβάει έξω απ' την πόλη. Βγαίνει στο φαρδύ υπεραστικό δρόμο και τρέχει με μεγάλη ταχύτητα.
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 115
Να φύγει , να φύγει . Να πάει αλλού. Να βρεθεί στην εξοχή, στη θάλασσα, να ηρεμήσει, να σκεφτεί, να κάνει σχέδια, να βάλει τάξη κι ύστερα να ξανάρθει. Ό χ ι άλλο σήμερα. Οδηγεί γρήγορα με μουδιασμένη τη σκέψη σε χρόνο μετέωρο. Δεν μπορεί να εντοπίσει το πού βρίσκετα ι και το πότε.
Οι εσωτερικές της εικόνες μοιάζουν άταχτα κολλημένες σε οικογενειακό άλμπουμ, πρόχειρο, χωρίς χρονολογική σειρά. Τρέχει κι ο καθαρός αέρας, απ' τ' αμπέλια, τα χωράφια και τους ελαιώνες, της γλυκαίνει σι-γά-σιγά την καρδιά και της ρυθμίζει τα ρολόγια του νου. Ό σ ο απομακρύνεται αισθάνεται όλο και καλύτερα. Η πόλη πίσω της, παλλόταν σαν πληγή παλιά που σκάλισε πάλι και κακοφόρμισε. Να πάει μακριά της, να πάει πιο πέρα, να μην πονά, να μην καίει.
Πρέπει να οδηγεί πάνω από ώρα όταν προσέχει στο δείχτη πως η βενζίνη κοντεύει να τελειώσει. Ένα σήμα, στο δρόμο δεξιά, λέει πως υπάρχει πρατήριο στα τριακόσια μέτρα.
Στάθηκε μπροστά στις αντλίες και κατέβηκε. Η ζέστη είχε δυναμώσει και το στομάχι της τη μαχαίρωνε. Είχε να φάει από χθες. Απ' την κινητή καντίνα δίπλα, πήρε μια πορτοκαλάδα και ζήτησε απ' τον άντρα με την μπλε φόρμα που την πλησίασε να γεμίσει βενζίνη το ντεπόζιτο του αμαξιού. Ρώτησε αν υπάρχει ένα ξενοδοχείο κοντά και της εξήγησε πως δύο χιλιόμετρα, ύστερα απ' το επόμενο χωριό, θα συναντήσει την παραλία της Λού-τρας. Εκεί θα βρει σίγουρα άδειο δωμάτιο γ ιατ ί , αν και έχει ήδη προχωρήσει το καλοκαίρι, ο τουρισμός δεν είναι αυτός που περιμένανε γ ια φέτο στην περιοχή.
Η πατρίδα είναι σκληρή σαν την αγάπη
Αχ Μέλα, η θάλασσα! Μεγάλη, πάνσοφη, ακίνητη. Τελικά είναι ακίνητη λέει, το διάβασα σ' επιστημονικό άρθρο κυριακάτικης εφημερίδας, πως δεν προχωρά όπως μας φαίνετα ι , μονάχα ανεβοκατεβαίνει.
Μα βέβαια! Αν προχωρούσε θα πλημμύριζε, θα μας κουκούλωνε και θα μας έπνιγε. Δεν τη φοβάμαι ποτέ, μου προκαλεί εμπιστοσύνη, ασφάλεια. Ό τ α ν είμαι σε παραθαλάσσιο μέρος νιώθω ελευθερωμένη από πολλά απ' τα άγχη μου. Γενικά οι νησιώτες πρέπει να αισθανόμαστε έτσι μια κι είμαστε από υλικά θάλασσας μπολιασμένοι.
Η θάλασσα δεν μας χωρίζει , μας ενώνει, δεν μας εμποδίζει, μας διευκολύνει. Είμαι αισιόδοξη κοντά της.
Να δεις πού βρίσκομαι! Να δεις τι βλέπω! Το μπαλκόνι του δωματίου μου είναι μικρό και πέτρινο, πάνω απ' τη θάλασσα, σ' ένα λιμανάκι στρογγυλούτσικο όπως το μισοφέγγαρο.
Δεξιά ένας σωρός βράχια μαύρα, αριστερά μια χούφτα χρυσή άμμος. Χούφτα γ ίγαντα, έστω, ίσα-ίσα για να ξαπλώνω όταν βγαίνω απ' το νερό. Κάτω απ' το μπαλκόνι μου είναι μια παλιά ταβέρνα με υγρά βαρέλια και καλαμένια σκεπή.
Σου γράφω κι η γυμνή πλάτη μου ακουμπά σε τοίχο με άγρια επιφάνεια, φρεσκοασπρισμένη. Φορώ το μαγιό μου κι έχω κοκκινήσει απ' τον ήλιο, πιο πολύ στα
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 117
μπούτια και στη μύτη μου. Η ταβερνιάρισσα με συμβουλεύει να αλειφτώ γιαούρτι γ ια να δροσιστώ, μα εμένα μ' αρέσει να κοιτιέμαι στον καθρέφτη, ξερή και φλογωμέ-νη. Ό τ α ν ήμουνα παιδί μ' εκνεύριζε που η μαμά κι οι θείες μου με κυνηγούσαν να φορέσω καπελλίνα μη με κάψει ο ήλιος. Τη σιχαινόμουνα την καπελλίνα και τώρα είμαι ελεύθερη να καώ όσο θέλω.
Υπάρχει μια σκούρα μωβ βουκαμβίλια που σκαρφαλώνει μέχρι το μπαλκονάκι μου. Τα φύλλα της είναι σαν από ψιλό χαρτάκ ι , μαδούν εύκολα και γεμίζουν το τσιμέντο, στα πόδια μου, μωβ φύλλα. Θέλω να τα χαϊδέψω. Θα μαζέψω λίγα και θα τα βάλω στο φάκελο με το γράμμα σου να στα στείλω. Να με πιστέψεις, να μη λες πως υπερβάλλω.
Δεν πήγα να μείνω στο μεγάλο τουριστικό ξενοδοχείο της Λούτρας. Στάθηκα τυχερή που σκέφτηκα να προχωρήσω λίγο στον αγροτικό χωματόδρομο και ν' ανακαλύψω τούτο το απόμερο λιμανάκι με το ψαροχώ-ρι. Έπιασα ενοικιαζόμενο δωμάτιο πάνω απ' την ταβέρνα που σου έλεγα.
Μέλα, Μέλα μου, όλα είναι στημένα έτσι που να με τρελάνουν! Έχει και βρωμόδεντρα σου λέω! Το φαντάζεσαι; Εκείνα τα λεπτά, μικρά δέντρα με τα μακρουλά φύλλα που λένε πως κρέμασαν τον Ιούδα και γ ι ' αυτό βρωμάνε έτσι. Μου μυρίζουν σαν υπέροχο άρωμα, γιατί είναι ένα άρωμα που έρχεται απ' τα παλιά. Τότε που, το βραδάκι, παίζαμε στην αλάνα της γειτονιάς κι όταν πιάναμε στο κυνηγητό αυτούς που κυνηγούσαμε τους τρίβαμε στη μούρη φύλλα από βρωμόδεντρο για τιμωρία.
Το βράδυ τρώγω σε τραπεζάκι δίπλα στο κύμα, γεμιστές ντομάτες, σαλάτα και φέτα. Στη σαλάτα βάζουνε βασιλικό και δυόσμο κι εγώ ξέχασα τη δ ία ι τα μου. Νιώθω τόσο φρέσκια και παιδική που επιτρέπω στον εαυτό μου να παχύνει όσο του κάνει κέφι.
Πίνω κρασί απ' τα βαρέλια και ζαλίζομαι γλυκά. Τι
118 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
ωραία η ζάλη που με σηκώνει πάνω α π ' τον εαυτό μου! Τρεμοπαίζουν τα μάτια μου και το κεφάλι μου γεμίζει πεταλούδες κι εκείνα τα καλά πετούμενα από γκρίζο, σκονισμένο βελούδο, που τα λέμε «ψυχάρες». Απαγορευόταν να τα σκοτώνουμε γιατί μπορεί και να 'τανε ψυχές δικών μας νεκρών. Ούτε το αλογάκι της Παναγίτσας έπρεπε να σκοτώνουμε. Μόνο τα κουνούπια, τις κατσαρίδες και τις μύγες.
Κάτω α π ' το τραπεζάκι μου, τις νύχτες, η θάλασσα είναι σκοτεινή και ήσυχη, σα λίμνη α π ό μελάνι και χθες είχε πανσέληνο. Μέσα α π ' τα μαύρα νερά, άνθισε ξαφνικά, ένα πελώριο, κατακόκκινο φεγγάρι κι εγώ έτρωγα τη σαλάτα, κοίταζα το φεγγάρι κι έκλαιγα από ευγνωμοσύνη π ο υ ζω.
Είμαι καλά! Το καταλαβαίνεις π ω ς είμαι καλά; Τόσο καλά που δε Βιάζομαι να δω τον Παύλο. Με γεμίζει το που π α τ ώ στη γη που βρίσκεται, στη γη που αγαπηθήκαμε, που σκοτωθήκαμε, που χωρίσαμε. Στη γη που τόσο πολύ με νοιάζει ώστε την απαρνήθηκα. Γιατί όσα πολύ μας νοιάζουνε, φαίνεται π ω ς δε αντέχονται εύκολα, φαίνεται π ω ς μας συνθλίβουν.
Με γεμίζει που είμαι εδώ, βυθισμένη στη φύση και στις εξαίσιες μυρουδιές της παιδικής μου ηλικίας. Λιάζομαι, τρώγω, κοιτώ το φεγγάρι ν' ανατέλλει, κλαίω κι έχω μυστικό! Μέλα, σ' ευχαριστώ που υπάρχεις.
Ό σ ο κι αν η Ελβίρα πόνεσε τις πρώτες ώρες της επιστροφής της και μάλιστα μπροστά στο σφραγισμένο πατρικό σπίτι της, σύντομα η φύση, το εκρηκτικό καλοκαίρι και, πιο πολύ, η πατρίδα, που σαν αφράτη, στοργική βάγια, της άνοιγε τη φαρδιά αγκαλιά, την χάιδευαν, την κανάκευαν και της δώριζαν το μεγαλύτερο δώρο που μπορεί να λάβει κανείς: Την ξανάκαναν παιδί.
Οι πατρίδες είναι πάντα στη θέση τους κι εμείς είμαστε δέντρα που ριζώνουμε παντοτινά στα χώματα
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 119
τους. Κι αν φεύγουμε, οι ρίζες δεν κόβονται, επιμηκύνονται μονάχα, απίστευτα πολύ και σαν τ' αλυσοδεμένα σκυλιά νομίζουμε πως ελευθερωθήκαμε ενώ μας έχουν μακρύνει τις αλυσίδες.
Ισόβια είμαστε δεσμώτες μιας πατρίδας κι αυτή , τροφός μας παντοτινή, μας θηλάζει γάλα, μας θηλάζει φαρμάκι . Ό π ω ς ο Θεός που λένε, πως παιδεύει τα πιο αγαπημένα του παιδιά.
Η πατρίδα που πίσω αφήσαμε είναι δάσος από στοιχειωμένες μνήμες, δάσος από αγάλματα που μας κοιτούν ανυπόφορα χωρίς να κουνιούνται τα βλέφαρα τους. Απ' τα χώματα της, κάποτε, φύτρωσαν κι απολιθώθηκαν τ' αρχέτυπα της ζωής μας που με τα χρόνια, όλο και πιο πιεστικά, έχουμε ανάγκη να αποφεύγουμε. Γιατί μας πικραίνουν, γ ιατ ί μας κρίνουν, μας μετρούν, μας κατηγορούν, μας καταδικάζουν.
Η πατρίδα είναι σκληρή και δύσκολη, σαν την αγάπη.. . Ό μ ω ς , τώρα, η Ελβίρα ξαναγίνεται παιδί κι έκθαμβη χαίρεται το θαύμα να ξαναθυμάται και να ξανασυναντά τόσα και τόσα που είχε στα σίγουρα λησμονημένα, στα σίγουρα χαμένα.
Παιδική κι αθώα, ανοίγει ολόκληρη σε πλήθος από μυστικά μηνύματα και συγχρόνως φροντίζει να κρατιέτα ι σε μια απόσταση απ' ό,τι της προξενεί φόβο. Αναβάλλει να ξαναγυρίσει στην πόλη και ν' αναζητήσει να δει τον Παύλο.
Η ξαφνική ευτυχία την κάνει εξαιρετικά προσεχτική προς το παρόν, όπως τον άρρωστο που μόλις γιατρεύτηκε από βαριά ασθένεια και τρέμει μην υποτροπιάσει.
Τέτοια ωραία μοναξιά δεν έχει ξαναζήσει! Κολυμπάει, κυλιέται στη ζεστή άμμο, κοιμάται και
ξυπνά, περπατάει στους χωματόδρομους ανασαίνοντας αγιόκλημα απ' τις μικρές αυλές που οι νοικοκυρές, συνεχώς, καταβρέχουν.
Διαβάζει τον Τολστόι της με μια γενναιοδωρία και οικειότητα προς τους ήρωες του. Λες κι η απόσταση που
120 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
πριν αισθανόταν, ανάμεσα στην ψυχή τους και στην ψυχή της, να μειώθηκε λιγοστεύοντας συγχρόνως τη μειονεξία που ένιωθε για την υποτονική ζωή της. Ανακουφισμένη από αγωνίες, τύψεις, ανασφάλεια και, κυρίως, θανάσιμη ανία, άπλωσε τα μεγέθη της, άνοιξε την καρδιά της και μεταβλήθηκε η προηγούμενη μιζέρια της σε κατανόηση για όλους και όλα.
Ό τ α ν είσαι ευτυχισμένος μπορείς να είσαι εύκολα επιεικής. Θέλει μεγάλο κουράγιο και αγώνα, συνείδηση και καρτερία να καταφέρνεις να 'σαι καλός και δίκαιος όταν νιώθεις δυστυχισμένος κι αδικημένος. Η Ελβίρα χαίρεται την πρωτοφανή, λυτρωτική μοναξιά της, γράφει γράμματα στη Μέλα, ρεμβάζει και σκέφτεται και , πιο πολύ, θυμάται κι ονειρεύεται απερίσπαστη από άλλους.
Διαπιστώνει πως η μοναξιά που ζει μονάχη της έχει τελείως αλλιώτικη γεύση απ' τη μοναξιά κοντά σε άλλους. Κοντά σε γνωστούς, σε συνεργάτες, ακόμα και κοντά στον Αλέκο. Αν η πρώτη τη βάζει ν' αναμετρά τις δυνατότητες της, να υπολογίζει τις προοπτικές της και, κυρίως, να ελπίζει, η άλλη μοναξιά ήταν μικρόψυχη, γκρινιάρα, απελπισμένη.
Την πίεζε να κατηγορεί γ ια υπαίτ ιο εκείνο, το συγκεκριμένο πρόσωπο πλάι της γ ιατ ί , με την παρουσία του ή και με τη σκιά του , της υπογράμμιζε την ανημποριά τους να σμίξουνε.
Α όχι, η μοναξιά δίπλα σε άλλον είναι κάτεργο, είναι δρόμος αδιέξοδος, σιχαμένα, βρώμικα, υγρά κουρέλια που πάνω τους διαρκώς γλιστράς, πέφτεις κι όλο καταριέσαι τη μοίρα σου.
Γράμματα στη Μέλα και στη Φοίβη
Μέλα μου,
Δεν είναι ακριβώς οι τόποι που μιλούν μέσα μας, είναι οι σχέσεις που ακουμπήσαμε πάνω τους. Είναι τα δικά μας πρόσωπα που ανάσαναν τον αέρα τους, πάτησαν το χώμα τους, κάνανε το ένα και τ' άλλο στον καιρό τους.
Είμαι συνέχεια στραμμένη προς τη γειτονιά του πατρικού μου σπιτιού. Και δεν είναι η γειτονιά η ίδια που μ' ενθουσιάζει ή με τυραννά, είναι αυτά που έζησα εκεί, τότε. Είναι οι άνθρωποι που μαζευτήκαμε εκεί, κάποια χρόνια κι αλληλοπλέχτηκαν οι ζωές μας στα δωμάτια του σπιτ ιού, στον κήπο, στα πεζοδρόμια, στην αλάνα, στο δρόμο και στις παρόδους του, στα σπίτ ια τα γειτονικά και στις αυλές τους. Άνθρωποι που άλλοι έφυγαν κι άλλοι πέθαναν κι έμεινε η γειτονιά άδεια από μας, έγινε άλλη.
Με παρηγορεί η πίστη πως υπάρχει πάντα μέσα μου και την κουβαλώ με κρατημένη ανάσα.
Έφυγα απ' το ψαροχώρι μου και προχωρώ νοτιότερα.
Η ζέστη δυναμώνει και με βασανίζει. Με μεταμορφώνει , τις μεσημεριανές ώρες, σε παθητικό ζωάκι που το μόνο που σκέφτεται είναι πώς να προφυλαχτεί από θεομηνία.
122 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
Στα χωριά π ο υ συναντώ και διανυκτερεύω, νοικιάζουν δωμάτια χωρίς κλιματισμό. Τα περισσότερα δωμάτια έχουν από π ά ν ω μια λεπτή τσιμεντένια ταράτσα. Η ταράτσα είναι σωστό τηγάνι κι εγώ ένα αυγό π ο υ τηγανίζεται σιγά-σιγά.
Κι όμως, είμαι σπουδαία! Σήμερα το μεσημέρι, ξαπλωμένη σε μια άσπρη αμ
μουδιά και κάτω α π ' το θεοτρύπητο ίσκιο που έριχνε μια καλαμιά πάνω μου, σκεφτόμουνα π ω ς ήθελα να σου γ ρ ά ψ ω και να σου διηγηθώ τι όμορφη εικόνα κάνουν τα μακρόστενα φύλλα της καλαμιάς κοιτώντας τα απ ' τη μεριά μου, ανάμεσα σε μένα και σ' ένα φλογισμένο ουρανό μεσημεριάτικο.
Ό λ α θα μπορούσαν να είναι εξαιρετικά ομορφότερα αν η θερμοκρασία έπεφτε τέσσερις-πέντε βαθμούς πιο κάτω. Η θάλασσα, η άμμος, τα βουνά, τα νερά, η διάθεση μου. Ό μ ω ς τούτη η απάνθρωπη ζέστη δηλητηριάζει και αλλοιώνει τα πάντα σα μπαγιάτικες, διαλυμένες τροφές.
Κάνω διατριβή στα διάφορα είδη ζέστης μ' όση καρτερικότητα μπορώ: Ζέστη κάτω από ήλιο, ζέστη με νυχτερινό, μπουκωμένο σκοτάδι, ζέστη από άπνοια, ζέστη α π ό θυελλώδεις νότιους ανέμους, ζέστη στο δωμάτιο με τους πυρακτωμένους ασβεστωμένους τοίχους, ζέστη πάνω σε θερμά σεντόνια. Μόνο το να βρέχομαι με νερό στην ντουσιερα μετριάζει προσωρινά τούτο το μαρτύριο. Τα νέα α π ' τον καύσωνα της Αθήνας τα ακούω στο ράδιο του αυτοκινήτου σαν ανακοινωθέντα πολέμου.
Από χθες βρίσκομαι μέσα σε τοπία εξαίσιας φυσικής ομορφιάς. Μένω σε μια ανοιχτή παραλία όπου οι άνεμοι φυσούν συνεχώς από ισχυροί έως θυελλώδεις. Το καλοκαίρι θερμοί, το χειμώνα παγωμένοι. Οι κάτοικοι του χωριού, στο τέλος του φθινοπώρου, φεύγουν και κλείνουν τα σπίτια τους μέχρι την άνοιξη. Μόνο σκύλοι και γάτες κυκλοφορούν στην ακτή.
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 123
Αττ' τη μεριά του βοριά στέκουν πανύψηλα βουνά κι από κάποια μυστήρια περάσματα φαίνεται πως σχηματίζονται βίαια ρεύματα αέρα που εισβάλλουν στην ακρογιαλιά βουίζοντας απερίγραπτα δυνατά. Ελιές, πικροδάφνες, σχοίνοι, καλαμιές, λυγίζουν να πέσουν στο χώμα κι η θάλασσα, που έρχεται απ' το νότο η φορά της, αναγκάζεται , απ' το δυνατό βίτσισμα των ανέμων, αλλόκοτα να επιστρέφει, σκοτεινή, προς τα μέσα. Ό λ η αυτή η βουερή κατάσταση δημιουργεί ατμόσφαιρα εξωπραγματική, βιβλική σχεδόν.
Χθες το δειλινό, ανέβηκα στο ωραιότερο μοναστήρι που έχω δει. Δώδεκα χιλιόμετρα από την παραλία. Ανήφορος περίπου κατακόρυφος. Δεν είναι μόνο το μοναστήρι, αυτό καθεαυτό, είναι όλη η περιοχή. Απέραντη και κυκλοθυμική, ξεκομμένη από τα γνωστά κριτήρια κι ανυψωμένη απ' τα γύρω απρόσιτα όρη.
Μενεξεδένιοι και γκρίζοι χρωματισμοί σε προετοιμάζουν πως έχεις να κάνεις με τόπο ειδικής πνευματικότητας. Βλάστηση και ξεραΐλα, πεδιάδες και κορυφές, ήχοι και σιγαλιά, βουνά κι ακρογιαλιές, πράσινο βαθύ και θαλασσί βαθύ, κοράκια κι αγριοκάτσικα και, κυρίως, μια απεραντοσύνη ερημιάς που σε βάζει ν' αμφιβάλλεις ότι υπάρχουν πράγματι στη γη άνθρωποι κι αυτο ί που ξέρεις είναι ίσως όντα που φαντάστηκες ή ονειρεύτηκες κάποτε.
Το μοναστήρι κοιτά κατά το νότο και τα κτίσματα του έχουν τόσο σμιλευτεί απ' τον καιρό, που έχουν πάρει το χρώμα και το ύφος των γύρω πετρωμάτων. Ό λ α εδώ είναι σμιλεμένα απ' τον καιρό και καμιά σμίλη δεν φτιάχνει έργα πιο αληθινά όσο αυτή του χρόνου. Κι έξω και μέσα μας Μέλα.
Το μοναστήρι γ ίνεται , αργά-αργά, φυσικό στοιχείο αντί ανθρώπινο κατασκεύασμα. Στην αυλή, μια επιγραφή πάνω σε ένα θεόρατο πεύκο γράφει ότ ι έχει φυτευτεί από ένα μοναχό πριν εκατό χρόνια. Ζουν πια σήμερα εκεί μέσα μόνο δύο μοναχοί. Τα υπόλοιπα κελιά στέ-
124 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
κουν άδεια από εγκατάλειψη, σα νεκρά, ανοιχτά στόματα .
Τι σπρώχνει άραγε κάποιους να φεύγουν απ' τον κόσμο, στην ερημιά, ποθώντας να βυθιστούν όσο περισσότερο μπορούν στο νόημα του Θεού; Γνωρίζουμε άραγε πόσο μακριά μπορεί να μας πάει αυτή η αντάμωση; Μάλλον όχι, υπάρχει όμως μια ειδική κλίση μέσα μας, σ' άλλους ελάχιστη και βουβή και σ' άλλους ισχυρότερη που τραβάει μια ψυχή σε χώρους διαφορετικούς, έξω απ' την καθημερινότητα που νομοθέτησαν οι συνήθειες του κόσμου.
Χθες βράδυ, έφαγα σ' ένα πανοραμικό μαγαζάκι πάνω απ' τον ελαιώνα του χωριού. Με σέρβιρε ένας Γερμανός που μιλά καλά ελληνικά με την ντόπια μάλιστα προφορά των χωρικών. Άκουσα πως ζει εκεί εννιά χρόνια τώρα και δεν σκοπεύει να επιστρέψει στη Γερμανία. Μπορεί να μη διαφέρουν και πολύ τα κίνητρα του Γερμανού απ' αυτά των δύο μοναχών στο μοναστήρι. Έναν εαυτό ανώτερο έχουν πάρει από πίσω κι οι τρεις τους. Πιο απαιτητ ικό εαυτό, που δεν καταδέχεται τα μπιχλιμπίδια και τις ψευτοεπιβεβαιώσεις της μεγαλούπολης.
Ο Παύλος μιλούσε συχνά γ ι ' αυτή την κλίση. Υπήρχαν διαστήματα που του γινόταν βασανιστική, έμμονη ιδέα. Τυραννιόταν απ' τις αμφιβολίες μήπως η σχέση μας, ο γάμος που ετοιμάζαμε, ήταν ένας χοντρός συμβιβασμός για να ξεφύγουμε απ' το ύψιστο χρέος του αφυπνισμένου ανθρώπου: Τη θέωση.
Εγώ τον άκουγα μ' ανοιχτό στόμα. Τον θαύμαζα και συγχρόνως έτρεμα απ' το φόβο μη φύγει καλόγερος και τον χάσω.
Έπεφτε σε κατάθλιψη, σε μια παράδοξη συντριβή και, κάποιες φορές, αισθανόμουνα να με κοιτά με μίσος. Λες κι η ύπαρξη μου να τον παρεμπόδιζε από ένα ανώτερο, αόριστο καθήκον και να τον υποβίβαζε.
Απ' την άλλη μεριά, αν εγώ έκανα πως θέλω να ξε-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 125
φύγω απ' τη μέγκενη του δεσμού μας, γινόταν έξαλλος. Παραληρούσε, δυο-τρεις φορές με χτύπησε.
Με καταδίωκε, με άρπαζε, με κατηγορούσε γ ια ανεπαρκή αισθήματα, γ ια απιστ ία, γ ια επιπολαιότητα, γ ια λ ιποταξία. Καυγαδίζαμε σα μανιακοί. Ζήλευε τα γύρω μας πρόσωπα αλλά και τα απρόσωπα. Με απαιτούσε αφοσιωμένη κι αποκλειστικά δικιά του . Με το σώμα και , με το πιο δύσκολο, με το πνεύμα. Απαιτούσε να με διδάσκει συνεχώς κι εγώ να γίνομαι ένα μόνιμο δοχείο της διδαχής του.
Τον θαύμαζα και τον φοβόμουνα. Υπάρχουν αισθήματα περισσότερο δεσμευτικά; Αυτός ο άνθρωπος διψούσε σαν τρελός να υποταχτεί σε μια Μεγάλη Ιδέα και μ' έσερνε και μένα πίσω του. Μόνο που δεν μπορούσε να προσδιορίσει ποια ήταν ακριβώς αυτή η Μεγάλη Ιδέα. Ό τ α ν χωρίσαμε και, με χίλια βάσανα, απομακρύνθηκα απ' την επιβολή του , απ' τη μια μεριά λυτρώθηκα κι απ' την άλλη ένιωθα πως η ζωή μου φτώχυνε. Πως έγινε πιο ρηχή.
Σαν από ωκεανό να έφυγα και να βρέθηκα πια μπροστά σε μια λακκούβα βροχόνερα. Έπρεπε όμως να μην το σκέφτομαι. Να δουλεύω, ν' αναμασώ τα ανυπόφορα ελαττώματα του, να δουλεύω και να μην τον σκέφτομαι...
Αγαπημένη μου Φοίβη,
Ό π ω ς σου είπα στο τηλέφωνο, έφυγα απ ' την Αθήνα και ήρθα μόνη μου στο νησί. Το είχα μεγάλη ανάγκη αυτό το ταξίδι και τώρα που, επί μέρες, τριγυρνώ τα χωριά και τις ερημιές με το αυτοκίνητο, μαύρη απ' τον ήλιο και σκονισμένη απ' τους χωματόδρομους, διαπιστώνω πόσο τα χρόνια μας ζαρώνουνε, πώς μας τσα-κίζουνε σα χιλιοτσαλακωμένο χαρτάκι λες και οφείλουμε, όσο περνά ο καιρός, να πιάνουμε όλο και μικρότερο" χώρο.
126 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
Ό μ ω ς τώρα, εγώ ξετυλίγομαι, ξεζαρώνω κι αισθάνομαι τον αέρα της θάλασσας να μου φουσκώνει τρελά την καρδιά, σαν ιστιοφόρο στα μελτέμια.
Θα γελάς μαζί μου, θα με κοροϊδεύεις, θα λες πως παιδιαρίζω και γίνομαι χαζή. Ίσως έχεις λιγάκι δίκιο, όμως τώρα, εδώ, ο' αυτό το ξύλινο τραπεζάκι που ακουμπώ, ο' ένα ταρατσάκι πάνω απ' τη θάλασσα, είμαι εγώ και το δίκιο μου! Σου κουνάμε το χέρι, σου στέλνουμε φιλιά και σ' αγαπάμε μέχρι τον ουρανό.
Γυρίζω πίσω στην πατρίδα μου μετά από είκοσι χρόνια. Καταλαβαίνεις πως αυτά που συναντώ με συνε-παίρνουνε και με μεταφέρουνε στο μακρινό μου παρελθόν. Τα της Αθήνας και της δουλειάς τ' αποξέχασα μέσα σε διάλειμμα μνήμης και ηρεμεί ο νους μου. Ό μ ω ς , εσύ είσαι κομματάκι μου, σε παίρνω μαζί μου παντού.
Είναι μέρες τώρα που σου γράφω και σου ξαναγράφω με το μυαλό μου γράμματα μέχρι να βρω την τόλμη να κάτσω και να σου γράψω με το χέρι.
Με φέρνει σε αμηχανία η ηλικία σου, η ωριμότητα σου που τρέχει σχεδόν και μ' αφήνει πίσω. Οι διάφορες Φοίβες, των διαφόρων εποχών, μπερδεύονται μέσα μου τώρα που είμαστε μακριά και δεν ξέρω σε ποια απευθύνομαι.
Γενικά, σε αισθάνομαι πιο θετική και πιο μορφωμένη από μένα και το μοναδικό μου ατού, που μου επιτρέπει ίσως να σε συμβουλεύω (!) είναι μια ευαισθησία στραπατσαρισμένη που αφήνει εκείνη τη στυφή γνώση που θέλουμε να τη λέμε: Πείρα.
Ό μ ω ς φοβάμαι , πως ακόμα κι η εμπειρία μας, είναι άχρηστη για τα παιδιά μας. Νομίζω πως οι κανονισμοί της ζωής δεν πολυδίνουν σημασία στις εμπειρίες των .άλλων. Q καθένας μας, ενδεδυμένος την προσωπική του άγνοια, θα κάνει το ολόδικό του οδοιπορικό στην προσωπική του γνώση ή βλακεία. Άοπλος από πείρες των άλλων. Δυστυχώς ή ευτυχώς. Αλλιώς ο κόσμος, γενιά τη γενιά, θα γινόταν σοφότερος, δικαιότερος, ευτυ-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 177
χέστερος. Κι όμως, κοίτα! Τα λάθη επαναλαμβάνοντας οι άνθρωποι είναι διαρκώς σαστισμένοι.
Γι' αυτό, πάντα μου φοβόμουνα να σου δίνω συμβουλές. Ελάχιστες, α π ' τις συμβουλές του π α π π ο ύ σου και της γιαγιάς σου εισάκουσα και στις περισσότερες αντέδρασα αρνητικά π α ρ ά το ότι με θεωρούσαν υπάκουο παιδί.
Χθες το βράδυ, πριν κοιμηθώ, στο σκοτάδι, θυμόμουνα π ω ς όταν ήσουνα μικρούλα, μ' άρεσες τόσο μες στην τρυφερή σου ατμόσφαιρα προφυλαγμένη, κάτω α π ' τη δικιά μας ακτίνα φροντίδας. Ήθελα έτσι, στάσιμα να μείνουν τα πράγματα. Απ' την άλλη πλευρά όμως, με ανακούφιζε η προσμονή, π ω ς μεγαλώνοντας μπορείς κι εσύ να διαχειρίζεσαι μερικά α π ' τα δικά σου και, κυρίως, ν' αυτοπροστατεύεσαι, πράγμα π ο υ θ' α-λάφρωνε το μαμαδίστικο υπεράγχος μου.
Το ότι σήμερα, κυκλοφορείς στους δρόμους, πετάς μόνη σου με αεροπλάνο, ζεις σ' άλλη χώρα, μαγειρεύεις, βρίσκεσαι έξω ενώ έχει νυχτώσει, μου φαίνονται απίστευτα κατορθώματα και για τις δυο μας. Εμένα, που δεν είναι πολύ μακριά ο καιρός, που σκέπαζα με μπαμπάκι και λευκοπλάστη τις γωνίες των επίπλων για να μην πέσεις και χτυπήσεις στον κρόταφο. Που βούλωνα με καλύπτρες τις πρίζες μη βάλεις το δάχτυλο σου. Αν μου προφήτευαν τότε τους σημερινούς, ριψοκίνδυνους άθλους σου, δεν θα κοιμόμουνα α π ' τους εφιάλτες τη νύχτα.
Θαυμάζω κι ευγνωμονώ τον καιρό, πόσο ήρεμα και σοφά κανονίζει τα πράγματα, οδηγεί την εξέλιξη, κατευνάζει τη σύγχυση, ξεμπερδεύει τα μπερδεμένα μας κουβάρια.
Υπάρχει μια ανατολίτικη κουβέντα π ο υ λέει πως , «Ο σοφός όταν δεν ξέρει τι να κάνει, κάθεται και π ε ρ ι -μένει».
Δεν αντέχω να σου μιλώ και πολύ για τα αισθήματά μου προς εσένα. Με πονάει κι ό,τι με πονάει βαθιά, σχε-
128 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
δόν ντρέπομαι να το εκθέτω με περιγραφές. Το είχα προσέξει μαζί σου από παλιά. Σπάνια μιλούσα λεπτομερώς για σένα στους άλλους, το απέφευγα. Αυτό που για σένα αισθάνομαι, χαίρομαι ή φοβάμαι , σα νά φτωχαίνει και να ξεφτίζει με τα πολλά λόγια και το προφυλάσσω καλύτερα με τις σιωπές.
Μένω σ' ένα ξενοδοχειάκι μέσα σε μια χαράδρα γεμάτη ελιές. Τη λένε, «Χιλιόριζο» και φτάνει μέχρι τη θάλασσα. Χθες τη νύχτα, σηκώθηκε ένας βόρειος νυχτερινός άνεμος, δώρο Θεού μες στον καύσωνα. Ο ευκάλυπτος μπροστά στο μπαλκόνι μου κόντευε να γονατίσει στη γη. Κατέβηκα και κάθισα σ' ένα τραπεζάκι του εστ ιατορίου, έξω και ρουφούσα άπληστα τη δροσερή θύελλα στο τσουρουφλισμένο πετσί μου.
Πριν έρθω εδώ, έμεινα δυο μέρες σ' ένα πρώην πανέμορφο χωριό που το λένε «Αγία Μαύρα». Αμφιθεατρικό, ξεκάθαρο σαν παιδική ζωγραφιά, χωρίς προοπτική, σαν βυζαντινή εικόνα. Κατηφορίζει μια απότομη πλαγιά μέχρι την παραλία με τους βράχους.
Σήμερα, τα στ ίφη των τουριστών που διαμόρφωσαν στ ίφη εμπόρων και μικρεμπόρων, μπούκωσαν τον ήρεμο τόπο με άγριους ήχους, καρτ-ποστάλ, μουσακά και χάμπουργκερ, ηλίθια σουβενίρ. Σουβενίρ που προσπαθούν να χαρακτηρίσουν την ψυχή του νησιού διασύροντας την.
Τα περισσότερα σπίτια νοικιάζουν δωμάτια κι η γαλήνια ακτή έγινε πάρκινγκ νοικιασμένων αυτοκινήτων. Χαλάει ο κόσμος κι ο ήλιος έχει εξαγριωθεί.
Η πανσιόν που έμεινα, ονομάζεται «Φαέθων» κι ο άντρας που την έχει, πλατυπρόσωπος, με σγουρά άσπρα γένια, μου είπε πως είναι ο παπάς του χωριού. Αύγισε κι η εκκλησία εδώ, στην άκρη του κόσμου, χώθηκε στον οίκο του εμπορίου κι αμφιβάλλω αν τούτος ο παπάς, με τις σαγιονάρες στα πόδια, καταλαβαίνει τη διαφορά των διαφόρων οίκων.
Ευτυχώς, λίγο πιο πέρα, η φύση παραμένει ακατά-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 129
βλητα ωραία. Τα βουνά απόρθητα, η θάλασσα αιώνια...
Συχώρεσε τη μανούλα σου που σου γράφει μεγάλα, μελοδραματικά γράμματα. Περνάει, ως συνήθως, τη δύσκολη ηλικία της.
Έχω πάρει μαζί μου το παλιό σου γουώκ μαν κι ακούω τις σπαραχτικές μουσικές που κάποτε κορόιδευες. Τραγούδια τις Εντίθ Πιαφ, της Μίλβα, του Ζακ Μπρελ.
Εσύ αγάπη μου, τι τραγούδια ακούς τώρα;
Μέλα, Μέλα μου,
Το δωμάτιο στις Μυρτιές είναι όμορφο και άνετο, σχεδόν διαμερισματάκι. Ένας κοντός τοίχος το χωρίζει με μια μινιατούρα κουζίνας και το μπάνιο μυρίζει σαπούνι έντονα.
Έξω απ' τα μαύρα κάγκελα ενός στοιχειώδους μπαλκονιού, φουντώνει το καταπράσινο πλούσιο φύλλωμα μιας μουριάς, δέντρο που ευδοκιμεί πολύ στην περιοχή.
Οι χωριανοί ζουν όλοι μαζί. Η ζέστη τους βγάζει απ' το πρωί στα πεζοδρόμια και συζητούν ασταμάτητα μεταξύ τους. Αυτή η κοινωνικότητα τους ακονίζει την εξυπνάδα κι ακούγονται πολλά νόστιμα στον αέρα.
Κάποιες γυναίκες προσπαθούν να μάθουν ένα μωρό να μιλά. Αφού τέλειωσαν με το «μπαμπά» και το «μαμά», έχουν βαλθεί να του διδάξουν αυθημερόν και το «γιαγιά» και χαλά ο κόσμος.
Το χωριό, από νωρίς, βουίζει σα μελίσσι. Κάθονται όλοι στα πεζοδρόμια κι αρχίζουν τα πάρε-δώσε τους. Γέροι, γριούλες, νεότεροι και πολλά παιδιά. Τα παιδιά παίζουν τα ίδια παιχνίδια που παίζαμε παλ ιά κι εμείς. Γρία κοριτσάκια προσπαθούν να γυρίζουν κάτ ι στεφάνια στη μέση τους που τα λέγαμε «χούλα χουπ» όταν
130 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
πήγαινα στο Δημοτικό. Δυο γριές κάθονταν χθες το βραδάκι αντικρυστά σε καρέκλες πάνω στο δρόμο κι έλεγε εμπιστευτικά η μια στην άλλη, «κανείς δε θέλει να πεθάνει, κανείς δε θέλει να πεθάνει».
Ακούω το ζωντανό μούρμουρο του χωριού πίσω απ' τα γερμένα μου παντζούρια και νιώθω σαν σε παρένθεση. Έξω απ' τη ζωή τους. Εγώ, δεν μετέχω εδώ. Ακούω μόνο, κοιτώ, θεατής σε σκηνή που με περικυκλώνει, τα δρώμενα. Αυτό μου φέρνει μια περίεργη δυσφορία κάποιες στιγμές, λες και δεν υπάρχω ή είμαι διαφανής κι αόρατη ανάμεσά τους.
Τις νύχτες τρώω σε εστιατόρια που κάνουν μακρύ μπαλκόνι πάνω απ' τη θάλασσα. Μοιάζει να κάθομαι σε λευκή κουπαστή πλοίου.
Έχει ησυχία, πράγμα σπάνιο για καλοκαιρινή παραλία. Το νότιο πέλαγο είναι συνεχώς ακίνητο. Ούτε οι δυνατοί άνεμοι που φυσούσαν προχθές δεν του πείραξαν την αταραξία.
Περίεργα νερά, σα Βαθύτερα, σα πυκνότερα. Η βάρκα που τα διασχίζει το σούρουπο αφήνει για πολλή-πολλή ώρα, πίσω της, το τρόχισμά της. Μια βαθιά μαχαιριά σε πηχτή, γκρίζα κρέμα.
Το κέρινο πρόσωπο του χωρισμού
Την τελευταία φορά που τον συνάντησε ήταν στο δικηγορικό γραφείο του πατέρα του. Δειλινό, καλοκαίρι. Τα έπιπλα έδειχναν κουρασμένα απ' τη ζέστη και την πσλυκαιρία. Έπιπλα απ' την Αλεξάνδρεια με σκούρο μαόνι και βιεννέζικη ψάθα στα μπράτσα και στην πλάτη του καναπέ.
Η δακτυλογράφος είχε σκεπάσει τη γραφομηχανή με ένα καφετί κάλυμμα κι έφυγε μ' ένα ναύτη που σύστησε γ ια ανηψιό της.
Στο δεξί το ίχο, πλάι στο σκούρο τραπέζι , κρεμόταν μια παλιά γκραβούρα με την αλεξανδρινή παραλία. Ήταν δυστυχισμένη όμως το μάτι της, για κάποιο ανεξήγητο λόγο και με μια μυστήρια παρατηρητ ικότητα, έτρεξε και στάθηκε στους αιγυπτιακούς μιναρέδες της γκραβούρας.
Ο Παύλος φορούσε ανοιχτό μπεζ πουκάμισο και της είχε γυρίσει την πλάτη κοιτώντας έξω απ' το παράθυρο. Θα έδειχνε ανησυχητικά χλωμός αν το φως του δειλινού δεν έριχνε πάνω του πορτοκαλί αντιφέγγισμα.
Τον τελευταίο καιρό ήταν διαρκώς ανήσυχος. Πάντα του ήταν οξύθυμος, λες και μια πίεση εσωτερικών ατμών να μην άντεχε γ ια πολλές μέρες την εγκράτεια. Πάντα του υπέφερε απ' την υπόκωφη αγωνία ενός κυνηγού που αναζητούσε έναν τρομερά σημαντικό στόχο. Κινούμενο στόχο.
132 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
Η νιότη τ ο υ , η ιδ ιοσυγκρασία του και , ποιος ξέρει, τ ι είδους κάλεσμα, τον τυραννούσαν ανελέητα. Πάντα του της φερόταν αντ ιφατ ικά όμως, τον τελευταίο καιρό, οι απότομες μεταστροφές του , ξεπερνούσαν τις αντοχές της.
Τον υπέμενε επειδή ήταν ασύλληπτα ερωτευμένη μαζί του κι επειδή το μυαλό της παραδεχόταν, ότι τούτο το μαρτύριο έκρυβε σημασίες πολύτιμες. Ήταν ένα μαρτύριο από εκείνα που αξίζουν χίλιες φορές περισσότερο από μια ήρεμη ευχαρίστηση. Πίσω απ' τις οδυνηρές αντιφάσεις του κυλούσε, σαν σταθερό αυλάκι, ένας ανέκφραστος ειρμός. Τον βασάνιζε η αγωνία να εντοπίσει το αυλάκι , να το διατυπώσει. Ξέσπαγε πάνω της όπως να ξέσπαγε στο αντίπαλο εγώ του που όφειλε να το καταφέρει γ ια να πάει πιο πέρα.
Εκείνη τα καταλάβαινε αυτά αλλά ένας φυσικός εγωισμός, ένα προσωπικό της όραμα του κόσμου, την συγκρατούσε απ' το να παραδοθεί ολοκληρωτικά και να πέσει ολάκαιρη στο δικό του ωκεανό.
Του αντιστεκόταν κι εκείνος ερεθιζόταν. «Γιατί βασανιζόμαστε;» Του φώναζε καμιά φορά.
Δεν της αποκρινόταν. Την κοιτούσε μόνο με μια ξαφνική έκπληξη σα να στεκόταν απότομα σε απροσδόκητο σταθμό το τρελό τραίνο του. Σα να μην το είχε σκεφτεί αυτό, σα να μη προλάβαινε να το σκεφτεί τώρα. Δεν της αποκρινόταν.
Εκείνο το καλοκαίρι είχε αρχίσει να δουλεύει ασκούμενος δικηγόρος στο γραφείο του πατέρα του . Ήταν απογοητευμένος φυσικά. Φερόταν σα φλογισμένος σταυροφόρος που του ανέκοψαν μια εκτυφλωτική σταυροφορία και τον ανάγκασαν να μετρά ψιλά νομίσματα στο παγκάρι της ενορίας.
Του φώναζε πως όλο αγανακτεί αλλά κι ο ίδιος δεν ξέρει τι θέλει. Πως αν δεν ξεκαθαρίσει τι ακριβώς θέλει, ελπίδα δεν έχει. Εκείνος φώναζε πως δεν τον βοηθά, πως τουλάχιστον δεν σωπαίνει να τον αφήσει να ηρε-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 133
μήσει και να σκεφτεί. Ό τ α ν εκείνη, προσβεβλημένη, σώπαινε, αυτός ξαναθύμωνε γ ιατ ί του στερούσε τη συνομιλία.
«Για σένα συνομιλία σημαίνει καυγάς», του φώναζε. «Έστω, καυγάς, γ ιατ ί όχι;» Της απαντούσε. Η α
τμόσφαιρα ανάμεσα τους ήταν συνεχώς ηλεκτρισμένη. Η Ελβίρα βρισκόταν σε μόνιμη σύγκρουση: Γίνεται να του παραδοθεί ολοκληρωτικά, να γίνει ένα τεράστιο «ναι» κοντά του ; Μήπως οφείλει να υπερασπιστεί την ανεξαρτησία της, ένα αυτόνομο νησάκι του εαυτού της που μπορεί να ονομάζεται και αξιοπρέπεια. Τι ακριβώς είναι η αξιοπρέπεια μέσα στον έρωτα;
Πάλευε μαζί του , πάλευε μέσα της. Γινόταν απάνθρωπα κουραστικό. Μαλώνανε πολύ. Εκείνος επιτιθέμενος, εκείνη αμυνόμενη. Στο τέλος, μπορεί και ν' άλλαζαν οι ρόλοι τους, άμυνα κι επίθεση ν' αλληλοπλέκον-ταν, να χάνανε το νόημα τους. Μετά από λίγη ώρα δεν θυμόταν ούτε το θέμα του καυγά τους. Της έμεναν μόνο οι δυνατές φωνές να της τρυπούν τ' αφτ ιά , η γεύση απ' τα νευρικά δάκρυα της, ο πόνος στους κροτάφους από το ζόρισμα του νου της, ο χτύπος του χεριού του να ρίχνει γροθιές σε τραπέζια και τοίχους. Ίσως κι όλα αυτά να ήταν από υπερβολικό έρωτα που ξεπερνούσε τις δυνατότητες τους και τους έβγαζε ανεπαρκείς να τον περι-χωρέσουν. Τους τρέλαινε η ανεπάρκεια τους. Ίσως γ ι ' αυτό.. .
Ήταν δειλινό κι ο Παύλος στεκόταν στο παράθυρο του γραφείου. Έβλεπε έξω, αδύνατος και σκυφτός. Έδειχνε βασανισμένος.
Η Ελβίρα στεκόταν σε μια γωνιά. Το ήξερε, απόψε θα χωρίσουν για πάντα. Το ήξερε. Το είχε ονειρευτεί πριν τρεις μέρες σ' ένα όνειρο βαρύ, ασήκωτο και συγχρόνως περίεργα συνειδητό. Ήξερε πως ονειρευόταν αλλά αυτό δεν είχε να κάνει, ό,τι συνέβαινε στο όνειρο το κατά-
134 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
λάβαινε σαν πιο αληθινό από κατάσταση εγρήγορσης: Περπατούσαν σε μια σκιερή αυλή έρημου, μισογκρεμισμένου σπιτιού. Αν και φοβόταν, πίεζε τον εαυτό της να προχωρήσει στη μισάνοιχτη, σκοτεινή είσοδο. Το σπίτι ήταν καμωμένο από φαγωμένες, υγρές πέτρες. Δεν θυμάται τι είδε εκεί μέσα, θυμάται μονάχα το φόβο της. Θυμάται που στράφηκε πίσω κι είδε τον Παύλο στην αυλή να κρατά στην αγκαλιά του ένα φασκιωμένο μωρό.
Απροειδοποίητα, σήκωσε το μωρό και το πέταξε σαν τόπι προς το μέρος της. Το έπιασε την τελευταία στιγμή, νιώθοντας ένα πόνο στο στήθος σα να τη χτυπούσε βίαια, πέτσινη μπάλα. Μέσα απ' τις άσπρες φασκιές είδε, αντί γ ια μωρό, κομματιασμένο κρέας. Μια α-ναγούλα ανέβηκε μέχρι το στόμα της. Αστραπιαία, το βλέμμα της έπεσε στο ρουμπίνι του δαχτυλιδιού που φορούσε στον αριστερό παράμεσο. Της το είχε χαρίσει πριν ενάμιση χρόνο.
Το ρουμπίνι μεγάλωνε μπροστά της όπως να το φωτογράφιζαν σε γκρο-πλαν. Μια ρωγμή, τρεμάμενη, σε σχήμα κεραυνού ή σχισμή γης μετά από σεισμό, το χώρισε απ' άκρη σ' άκρη στα δυο. Αισθανόταν τη γεύση του αναπότρεπτου, του οριστικού σα θάνατος. Το ήξερε πως θα χωρίσουν.
Ό χ ι επειδή πίστευε στα όνειρα, αλλά γ ιατ ί , το ήξερε, αυτό το όνειρο ήταν η συμβολική γραφή μιας βεβαιότητας.
Έπρεπε πια να χωρίσουν, γ ια να γλιτώσει απ' την α νυπόφορη αγωνία τού μήπως χωρίσουν που τη σκότω νε.
Έγινε τολμηρή από φόβο και γενναία από δειλία Του το είπε πρώτη έτσι που η μετέπειτα κόλαση της vα τη βασανίσει διπλά, να την κάνει να μισήσει τον εαυτό της και να την κατακάψει στην πυρά της αμφιβολίας Του το είπε όπως ν' αυτοκτονούσε για να μην υποφέρει άλλο από ανίατη ασθένεια. Του το είπε κι από απελπι-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 135
σμένη πρόκληση, ελπίζοντας κατά βάθος να τον τρομάξει, να την παρακαλέσει ν' αλλάξει απόφαση, να της ορκισθεί πως όλα θα τα φτιάξουν καλύτερα από δω και μπρος, να την ικετέψει και να την πείσει να μείνει κοντά του . Κι έτσι, να πάρει πια εκείνη τα πράγματα στα χέρια της γ ια ν' ανακουφιστεί απ' τη νοσηρή ανασφάλεια τούτου του έρωτα.
— Θέλω να χωρίσουμε Παύλο... ψιθύρισε προσπαθώντας ν' ακούγεται σταθερή.
Εκείνος ξεστόμισε το χειρότερο που θα μπορούσε να φοβάται .
— Ήθελα να στο πω κι εγώ. Από μέρες... Δίσταζα. Δεν την άφησε να χαρεί το μαύρο θρίαμβο της.
Θρίαμβο πάνω τ ο υ , θρίαμβο πάνω στη δικιά της αδυναμία που ξαφν ικά γέννησε δύναμη καταστροφι κή.
Της αφαίρεσε κάθε δόξα, κάθε στυλ και την ταπείνωνε σα να της ανταπέδιδε, πολύ πιο δυνατό, ένα χαστούκι. Για χρόνια θα την παίδευε η απορία: Το εννοούσε αυτό που της απάντησε ή ήταν ένα αστραπιαίο εύρημα του εγωισμού του για να περισωθεί; Ακόμα την παιδεύει.
Εκείνος στεκόταν στο παράθυρο και κοίταζε έξω. Το παράθυρο έβλεπε πάνω απ' τα κόκκινα κεραμίδια της παλιάς πόλης κι απ' την διπλανή μπαλκονόπορτα ξεχώριζε ένα ξεφτισμένο κοντάρι σημαίας, χωρίς σημαία, ν' ακουμπά στα κάγκελα του στηθαίου.
Τα χαρακτηριστικά του ήταν τραβηγμένα, χυμένα σαν υγρό κερί πάνω στα κόκαλα του προσώπου του . Μια λεπτή φλέβα, στο δεξιό κρόταφο, χτυπούσε φανερώνοντας πως ήταν οργισμένος. Τα σφιχτά του χείλη είχαν πάρει την κλίση που συνήθιζε να ττροαναγγέλει ένα τρελό ξέσπασμα.
Δεν το άντεχε να μαλώσουν άλλο. Δεν άντεχε ούτε ε-κείνον ούτε τον εαυτό της άλλο. Έπρεπε να προλάβει να προφέρει κάτι καταλυτικό. Κάτι ισχυρότερο απ' όλα
136 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
όσα, ως τώρα, του είχε πει και να τον ανακόψει : να του πει να χωρίσουνε.
— Θέλω να χωρίσουμε Παύλο... ψιθύρισε σταθερά. — Ήθελα να στο πω κι εγώ. Από μέρες... Δίσταζα. Στράφηκε και την κοίταξε καταπρόσωπο. Κέρινος με
μια κακιά, παγωμένη ακτ ίνα, σαν από κίνηση λεπίδας στα σφιχτά του μάτια. Κέρινη μάσκα μίσους. Μίσος από πληγωμένο εγωισμό, μίσος από μίσος ή μίσος από έρωτα;
Ένιωθε βαθιά πως ήταν μίσος από έρωτα γ ι ' αυτό δεν μπόρεσε να γιατρευτεί .
Την κοιτούσε κατάματα, κέρινος και κακός.· Έκανε δυο-τρία βήματα προς τα πίσω, ύστερα την κυρίευσε φόβος ζώου που τραυματίσθηκε και φοβάται νέα επίθεση, θανάσιμη αυτή τη φορά. Έπρεπε να τρέξει και να ξεφύγει από κάτι φριχτό. Γυρίζοντας απότομα προς την πόρτα, έσπρωξε ένα βάζο κρυστάλλινο που είχε, μέσα σε νερό, δυο κλαδιά μυρτιάς κι ένα άσπρο γαρύφαλλο. Το βάζο έπεσε πάνω στο γραφείο και το νερό χύθηκε στο παρκεταρισμένο, σανιδένιο πάτωμα. Έπεσε χάμω και το ένα κλαδί μυρτιάς.
Ό λ α αυτά έγιναν σε κλάσμα δευτερολέπτου που το μάτι της τα φωτογράφισε σε χρόνο που ο κίνδυνος επιμηκύνει. Τα θυμάται με ακρίβεια είκοσι χρόνια μετά: Το βάζο να γέρνει, το κλαδί μυρτιάς να πέφτει , ακόμα και το νερό που χύνεται σε αργότατη κίνηση.
Άνοιξε την πόρτα. Κατρακύλησε την ξύλινη σκάλα του κτιρίου και πετάχτηκε στο δρόμο. Νύχτωνε. Έτρεχε και νύχτωνε. Σα να την κυνηγούσαν. Την κυνηγούσε ο πόνος.
Έφτασε στη γειτονιά της, στο δρόμο τους, όρμησε στον κήπο του σπιτιού. Στον κήπο που κάποτε έπαιζε φορώντας οργαντίνα κι ονειρευόταν τη Μαρία τη Μαγδαληνή. Η πόρτα τους με το ρόπτρον. Ξεκλειδώνει κι ανοίγει, τη σπρώχνει, τη χτυπά πίσω της κι ανεβαίνει τη δικιά τους ξύλινη σκάλα. Η λαχανιασμένη της ανάσα της
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 137
έχει βγάλει την ψυχή στην άκρη των χειλιών. Μπροστά στο πιάνο της μητέρας της λυγίζουν τα γόνατα της, πέφτει στο πάτωμα.
Η λέαινα του πόνου της έφτασε, χυμάει πάνω της και της χώνει τα νύχια. Σπαράζει. Δαγκώνει, γ ια να μη φωνάξει , το μπράτσο της, η γεύση από το α ίμα που κυλάει είναι γλυφή, έχει μια θερμοκρασία οικεία πάνω στη γλώσσα της.
Πεσμένη στο πάτωμα, έτσι, ώρες πολλές, μες στη ζεστή νύχτα του καλοκαιριού, μάθαινε σιγά, μέσα σε απίστευτα παρατεταμένα δευτερόλεπτα της ώρας, πως τα όρια που γνωρίζεις μπορούν να ξεπεραστούν. Πέφτεις ολόκληρη πάνω τους, σαν αιμόφυρτο ζώο. Περιμένεις με λαχτάρα πως θα τσακιστείς και θα ησυχάσεις. Χάνεσαι για λίγο, από αφόρητο πόνο κι ύστερα, ανοίγεις τα μάτια κι ανακαλύπτεις πως εσύ ακόμα υπάρχεις κι ότι τα όρια τα τσάκισες. Αυτό είναι η συντριβή; Κάπως έτσι θα είναι και το πέρασμα απ' την πύλη του θανάτου;
Έζησε μέρες και νύχτες στην κόλαση. Μέρες και νύχτες κατακαλόκαιρου, απαίσια ζεστές κι υγρές. Οι γονείς της έλειπαν για ένα μήνα σε ιαματικά λουτρά. Φορούσε συνέχεια ένα φουστάνι από τσιτάκι με μικρά λουλούδια και λεπτή ζώνη. Μπαινόβγαινε στα δωμάτια με τα κλειστά παντζούρια, έπεφτε στο δροσερό πάτωμα του διαδρόμου κι έμενε ώρες ακίνητη με το μάγουλο κολλημένο στις πλάκες. Έτσι ακούν οι ιθαγενείς τον εχθρό να 'ρχεται από μίλια πέρα;
Εκείνη δεν άκουγε, δεν περίμενε, δεν ήθελε να συνεχίσει τ ίποτα . Ήξερε πως δεν θα την ακολουθήσει, πως δεν θα τηλεφωνήσει. Ήξερε πως χωρίσανε.
Τα πιο βαριά, τα πιο σκληρά της ζωής μας, τα ξέ-ρουμε απο πριν. Τρέμουμε να τα παραδεχθούμε αλλά, βαθιά-βαθιά, ήδη, τα ξέρουμε και τα περιμένουμε. Ξεγελάμε τον εαυτό μας με μικρά ψέματα γ ια ν' αναβάλλου-με την οδύνη. Τα ξέρουμε όμως.
Ό τ α ν είδε πως δεν κατάφερε να πεθάνει, κάθισε και
138 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
πήρε και τις αποφάσεις της για την υπόλοιπη ζωή της. Ποτέ, ποτέ πια δεν θα εξαρτούσε την ψυχή της α π ' την άβυσσο της ψυχής ενός άντρα. Θα αφιερωθεί στις σπουδές της, στην τέχνη της, στη δουλειά της με όλο της τον ερωτισμό. Εκεί θα είναι ασφαλής, δεν θα κινδυνεύει. Είναι μια σίγουρη, μια έντιμη συναλλαγή για τον ερωτισμό σου η παράδοση του στη δουλειά.
Αργότερα θα παντρευτεί τον Αλέκο που ήταν λογικός και στέρεος και δεν κινδύνευε να τον ερωτευτεί.
Δεν θα ξαναγυρίσει εδώ. Θα φύγει.
Έφυγε. Τα έκανε όλα όπως τα αποφάσισε κι ύστερα από είκοσι χρόνια, επιστρέφει ν' αναζητήσει την απάνθρωπη εκείνη οδύνη της σαν φλέβα νερού σε έρημο. Ν' αναζητήσει εκείνο τον άντρα, με το κέρινο πρόσωπο του χωρισμού, π ο υ άφησε, σαν εικόνα που μαρτυρά ό,τι τελικά αξίζει να ποθήσει.
Γύριζε π ίσω, στεγνή και διψασμένη.
Αύριο!
— Για να τηλεφωνήσει κανείς στην πόλη πρέπει να πάρει πρώτα κάποιον κωδικό;
Στεκόταν μπροστά στη μισοσκότεινη ρεσεψιόν μιας πανσιόν έχοντας ακουμπήσει χάμω το πλεχτό της καλάθι με μια πετσέτα κι ένα σάλι.
— Ό χ ι , είναι πολύ κοντά η πόλη. Θα πάρετε μόνο τον αριθμό του τηλεφώνου που ζητάτε.
— Μπορώ να έχω τον κατάλογο παρακαλώ; Η κοπέλα της ρεσεψιόν της έδωσε έναν πολυμεταχει-
ρισμένο τηλεφωνικό κατάλογο χωρίς εξώφυλλο. Τον πήρε και πήγε και κάθισε στη γωνία, σε μια πολυθρόνα από μαύρο πλαστικό. Ο ανεμιστήρας, δίπλα της, γύριζε κι έριχνε στο πρόσωπο της ένα σωτήριο αέρα. Μια τεράστια πλαστική φτέρη σε πλαστική γλάστρα με αληθινό χρώμα, κουνιόταν απ' τον άνεμο του ανεμιστήρα.
Ξεφύλλισε τον κατάλογο, έψαξε τ' όνομα του . Το βρήκε, το συλλάβισε, δίπλα έγραφε: Δικηγόρος, τη γνωστή διεύθυνση του παλιού κτιρίου και τον αριθμό του, ένα πενταψήφιο νούμερο.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που το έκανε αυτό. Είχε ψάξει κι άλλες φορές σε καταλόγους, εδώ κι εκεί, από τότε που ήρθε. Πάντα ανακάλυπτε αυτό το όνομα, αυτή τη διεύθυνση, αυτό το νούμερο που είχε μάθει απέξω, με χτυποκάρδι. Ήθελε να το κοιτά τ ' όνομα του , ανάμεσα στα πολλά, άγνωστα, καταχωρημένα στον κα-
140 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
τάλογο, ονόματα, μ ε τ ά ίδια τυπογραφ ικά , με την ίδια ακριβώς απαθή , αλφαβητ ική σειρά. Ν' ανασύρει , απ' αυτή την ψυχρή απάθε ια, το δικό της πάθος, σφαλι-σμένο μέσα στ ' όνομα τ ο υ , το νούμερο του και να καρ-διοχτυπά.
Ώ σ τ ε υπάρχει λοιπόν και σήμερα εκείνος ο άντρας; Το δάχτυλο της, μηχανικά, σέρνεται στα στοιχεία του πάνω στη σελίδα και τα χαϊδεύει, αναζητώντας να βεβαιώσει τη θαυμάσια πραγματικότητα.
Υπάρχει ακόμα! Ζει ακόμα! Ο αριθμός του τηλεφώνου του της κόβει την ανάσα. Ο αριθμός τού τηλεφώνου του είναι το δικό της κλειδί σήμερα για τον έρωτα. Θα του τηλεφωνήσει, θα τον συναντήσει, θα τον ερωτευτεί, θα ζήσει, θα σωθεί.
Κλείνει τον κατάλογο με λαχτάρα. Φοβάται μην πετάξει έξω ο αριθμός. Δεν είναι η πρώτη φορά που το κάνει αυτό.
Πλησίαζε στην πόλη τους. Δεν μπορούσε να το αναβάλλει άλλο. Περίπου δυο ε
βδομάδες γυρίζει το νησί. Από χωριό σε χωριό, από κωμόπολη σε κωμόπολη, από παραλία σε παραλία. Βυθίστηκε στο πατρογονικό χώμα, ενώθηκε μαζί του , σαν σε τελετουργία προκαταρκτική πριν το φοβερό μυστήριο της συνάντησης του.
Θα ξανανέβει τη σκοτεινή ξύλινη σκάλα που κατέβηκε τρέχοντας απ' το γραφείο του μακαρίτη πατέρα του. Ύστερα από είκοσι χρόνια θα την ξανανέβει. Θα στέκεται και θα την περιμένει άραγε, στην ίδια θέση; Με το ίδιο πουκάμισο; Με το ίδιο κέρινο πρόσωπο του χωρισμού; Θα την περιμένει, άραγε, ακριβώς εκεί που τον άφησε κι άρχισε να τρέχει μακριά του ;
Όλο και περισσότερο αισθανόταν επιτακτικές τις ώρες να την πιέζουν να τηλεφωνήσει σ' αυτό το πεντα-ψήφιο νούμερο. Μια ασυγκράτητη αναστάτωση κι αγωνία της έσφιγγαν το στομάχι σε σκληρή γροθιά και την ενοχλούσε ανυπόφορα.
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 141
Είχε περάσει στο στάδιο που με τ ίποτα δεν μπορείς ν' ανακόψεις τον εαυτό σου που τρέχει μπροστά. Ό λ ο και πιο γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα και τη σέρνει πίσω του με άρρωστο στομάχι. Θα του τηλεφωνήσει. Θα του τηλεφωνήσει γ ια ν ' ανακουφίσει το στομάχι της. Θα του τηλεφωνήσει. Ο σωματικός πόνος είναι πιεστικότερος από κάθε άλλο είδος πόνου. Θα του τηλεφωνήσει γ ια να συνέλθει το στομάχι της.
Μπήκε στην πόλη οδηγώντας αργά, την ώρα που νύχτωνε. Ό , τ ι αντίκρυσε το πρώτο πρωινό που έφτασε, την είχε πια προετοιμάσει για τη γενική παραμόρφωση που συναντούσε παντού. Αλλωστε, σήμερα, δεν μπορούσε να σκέφτεται τ ίποτα άλλο εκτός απ' το πεν-ταψήφ ιο νούμερο. Έψαξε, ενστικτωδώς σχεδόν και βρήκε το παλιό ξενοδοχείο «Σεμίραμις», που γνώριζε πως λειτουργούσε ακόμα και κοίταζε τη νότια μεριά του Δημοτικού κήπου.
Πάρκαρε μπροστά στην είσοδο. Απ' αυτό το δρόμο περνούσε για να πάει στο Γυμνά
σιο, όμως η δεντροοτοιχία με τις γαζίες δεν υπήρχε πια. Μπήκε μέσα και ζήτησε δωμάτιο. Της έδωσαν ένα στον δεύτερο όροφο. Ένας υπάλληλος την ακολούθησε και τη βοήθησε να μεταφέρει τα πράγματα της. Το ξενοδοχείο το είχαν αναπαλαιώσει με ολοφάνερη την πρόθεση να τονίσουν την προπολεμική αρχοντιά του. Ήταν πολυτελές αν και μικρό. Πρόσεξε τις αστραφτερές μπρούντζινες ράγες που συγκρατούσαν το χαλί της σκάλας.
Το δωμάτιο της κοίταζε στο Δημοτικό κήπο. Είχε πια νυχτώσει κι η βλάστηση έδειχνε σαν κατάμαυρη λίμνη. Το τηλέφωνο στο κομοδίνο ήταν κι αυτό μαύρο, έμοιαζε να την περιμένει σε ένα ραντεβού τρομαχτικής σημασίας. Για ζωή ή για θάνατο ραντεβού. Κάθισε στο κρεβάτι κι άκουσε τον καμαριέρη να κλείνει μαλακά την πόρτα πίσω του. Άκουγε την καρδιά της να χτυπά τυραννικά γρήγορα. Πώς θα του μιλήσει με τόσο λαχανιασμένη φωνή;
142 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
Δεν ηρέμησε παρά όταν σκέφτηκε πως τέτοια ώρα και μάλιστα μέρα Τετάρτη, τα δικηγορικά γραφεία έχουν σίγουρα κλείσει. Δε γίνεται να του τηλεφωνήσει λοιπόν μέχρι αύριο. Η καρδιά της γαλήνεψε αυτόματα κι αυτόματα χαλάρωσε το στομάχι της. Ξάπλωσε πίσω κι άπλωσε τα χέρια πίσω της. Θα τηλεφωνήσει στη Μέ-λα, «Θα του τηλεφωνήσω αύριο», να της πει.
Κι αν έλειπε; Κι αν ήταν σε ταξ ίδ ι ; Η αγωνία της επέστρεψε και καταριόταν τώρα την τύχη της να είναι η ώρα τέτοια που τα δικηγορικά γραφε ία να είναι κλειστά. Τι θα κάνει μέχρι αύριο; Απέκλειε να τηλεφωνήσει απόψε στο σπίτι του . Δεν αισθανόταν έτοιμη να του μιλήσει κι ύστερα, δεν ήθελε, αν απαντούσε, να κλείσει το τηλέφωνο κι αύριο, που θα του τηλεφωνήσει, να καταλάβει αναδρομικά πως αυτή του έκανε βουβό τηλεφώνημα. Ήταν καταδικασμένη να περιμένει μέχρι το πρωί.
Κάλεσε τη ρεσεψιόν και ρώτησε αν θα μπορούσαν να της σιδερώσουν μερικά ρούχα. Είπαν πως θα στείλουν πάνω μια κοπέλα να τα πάρει. Τακτοποίησε τα πράγματα της κι έβαλε τη βαλίτσα και τις τσάντες στη ντουλάπα. Χρειαζόταν να έχει μια εξωτερική τάξη μήπως και βοηθηθεί η εσωτερική αταξ ία της. Γδύθηκε και μπήκε κάτω απ' την παλαι ϊκή ντουσιέρα που σφύριζε όσο έριχνε το νερό. Ακόμα και το χαλάκι και τα σαπουνάκια ήταν κατάλευκα. Της άρεσε έτσι.
Βγήκε έξω, στο σκοτάδι των δρόμων, να περπατήσει. Αύριο! Είναι η πρώτη φορά που , εδώ, θα κοιμηθεί έξω απ' το σπίτι τους. Αύριο! Ποτέ η μητέρα της δεν την άφηνε να κοιμηθεί σ' άλλο σπίτ ι , σε ξαδέρφη ή σε φίλη της. Αύριο! Ό μ ω ς απόψε κι η μητέρα κο ιμάτα ι , από χρόνια, αλλού, μακριά απ' το σπίτ ι τους. Αύριο! Η νύχτα σκεπάζει τις καινούριες οικοδομές και τ ις κρύβει, η νύχτα δεν αλλάζει εύκολα. Αύριο! Η νύχτα απόψε μοιάζει πολύ με τ ις παλιές νύχτες κι αυτή κολυμ-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 143
πά μέσα της με ευφορ ία μέθης. Αύρ ιο ! Περπατά αργά ενώ θα 'θελε να τρέξει. Φορά μπλε
ποδιά. Η συμμαθήτρια της η Ειρήνη κι η συμμαθήτρια της η Δανάη περπατούν αγκαζέ πίσω της, όπως πάντοτε και ψιθυρίζουν γ ι ' αγόρια. Τις ακούει . Άραγε εκείνες την έχουν δει; Πρέπει σίγουρα να τρέξει γ ιατ ί νύχτωσε, στο σπίτι θα ανησυχούν, θα την μαλώσουν.
Πριν το ταχυδρομείο, στρίβει αριστερά. Μόλις μπαίνει σ' αυτό το στενό δρόμο, τα χρόνια τρέχουν σαν τα νούμερα πίσω απ' το τζαμάκι ταμειακής μηχανής. Είναι τώρα πιο μεγάλη. Ο Παύλος την περιμένει μισοκρυμμέ-νος στη σκιά του δρόμου. Κανείς δεν ξέρει ακόμα για τους δυο τους κι αυτή αγωνίζεται να το κρύψει αλλά και να το φανερώσει το μυστικό τους. Τα θέλει και τα δυο, τα λαχταρά και τα δυο, είναι και τα δυο υπέροχα. Στην άλλη γωνιά θα πεταχτεί μπρος της. Θα την αγκαλιάσει απ' τη μέση, θ' ακουμπήσει τα χείλη του στα χείλη της και θα της πει με φλογισμένο ψίθυρο, «Αν δε μ' αγαπάς θα πεθάνω», «Αν δε μ' αγαπάς θα πεθάνω», θα του απαντήσει και θα κατρακυλήσουν στο φιλί τους. Αύριο! Ακουμπά στον τοίχο, στον ίδιο τοίχο που την έσπρωχνε, τη στρίμωχνε με το σώμα του και τη φιλούσε ικετεύοντας και διατάζοντας μαζί, να του πει, «Σ' αγαπώ».
«Σ' αγαπώ», του έλεγε. — «Για πάντα;» — «Για πάντα.» — «Μόνο εμένα;» — «Μόνο εσένα.» — «Ούτε τη μητέρα σου σαν εμένα;» — «Ούτε.» — «Ούτε τον πατέρα σου;» — «Ούτε.» — «Ούτε τις ζωγραφιές σου;» — «Ούτε.» — «Ούτε το Θεό;» — «Ούτε.» - «Μπορώ να σε σκοτώσω αν χρειαστεί;» - «Μπορείς.» - «Αν μου φύγεις θα σε σκοτώσω.» - «Ναι, ναι.» Οι ψίθυροί τους χαμήλωναν από λέξη σε λέξη, βάθαιναν από γράμμα σε γράμμα, όλα μαζί χυνόταν στου φιλιού τους το πηγάδι με το μαύρο μέλι. Μέλι βασίλισσας μέλισσας, βασιλικός πολτός. Έσβηναν και δεν υπήρχαν πια και πάλι, ποτέ δεν υπήρχαν όσο τότε στη γωνία, εδώ. Εκ των υστέρων, σκέφτηκε πως τον λάτρευε επειδή της έλεγε τα λόγια που
144 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
ήθελε ν' ακούσει, τα λόγια που, πέρα από κάθε λογική, σφιχτοδένουν μια γυναίκα σ' έναν άντρα.
Ακουμπά στον τοίχο κι ανασαίνει τον αέρα όπως ανάσαινε τον ψίθυρο του . Είκοσι χρόνων ψίθυροι κι έχει μείνει ακόμα εδώ, να τριγυρίζει τη γωνία, σαν άρωμα από αγιόκλημα τα μεσάνυχτα. Αύριο!
Γυρνά προς το ξενοδοχείο παραπατώντας. Στο πεζούλι του Δημοτικού κήπου κάθεται. Υπήρχε απ' την αρχή μια ανεξήγητη απελπισία στη σχέση τους., Οι σκιές ενός ζευγαριού περπατούν στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ακούγονται τα τακούνια της γυναίκας κι η φωνή της να λέει κάτι γρήγορα και θυμωμένα. Και τότε , πρώτη φορά μετά από πολλές μέρες, εμφανίζεται μπροστά της το πρόσωπο του Αλέκου. Την ενοχλεί σαν κάτι ξένο που επεμβαίνει σε τελείως προσωπική, τεταμένη ώρα. Τη στενοχωρεί και την ενοχλεί και θέλει να τον διώξει. Ό χ ι άλλο Αλέκο. Να χωρίσουμε. Ό χ ι άλλα ψέματα, δεν κάνει. Δεν επιτρέπεται. Δεν έχει σχέση με τ ίποτα πια ο Αλέκος, καμιά σχέση με την ψυχή της, με τη ζωή της πια. Δεν επιτρέπεται να παριστάνουμε πια το ένα και τ' άλλο. Θέλω να εξιλεωθώ για όλες τις παραστάσεις τώρα, η ζωή μου δεν χωρά παρά ζωή. Δεν έχω καιρό. Δεν είναι ο γάμος ανώδυνη φιλ ία. Δεν έχει καιρό να παραμορφώνει πια τις επιθυμίες της. Θα του ζητήσει να χωρίσουν. Εκείνος θα καταλάβει. Μπορεί να πονέσει στην αρχή, να θυμώσει, να παραπονεθεί, αλλά δεν θα πονέσει για πολύ, δεν υπάρχει τ ίποτα βαθύ ανάμεσα τους που να ξεριζωθεί και να ματώσει, μια κλωστούλα μόνο, μια βαμβακερή κλωστούλα. Ό σ ο για την τρυφερή φιλ ία τους, δεν έχει λόγο να πάψει , τ ίποτα αληθινό δεν θα πάψει . Πάλι φίλοι θα είναι, αργά ή γρήγορα θα το παραδεχτεί κι ο Αλέκος πως τ ίποτα απ' τα δικά τους δεν χάνεται , έτσι κι αλλιώς, άμα χωρίσουνε. Θα του μιλήσει αμέσως μόλις γυρίσει στην Αθήνα.
Απόψε, που είναι λυτρωμένος ο εαυτός της και κολυμπά στον κατάδικό της ωκεανό, καταλαβαίνει τη δια-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 145
φορά του να πραγματώνεις την ψυχή σου από το να τρέχεις μακριά της προσπαθώντας ν' αποτελειώσεις ατέλειωτες υποχρεώσεις προς τους άλλους. Απόψε κολυμπά ελεύθερα στον ωκεανό της. Χωρίς κόπο, χωρίς χρόνο, παντού. Στην καρδιά της ζωής της: Στην πατρίδα. Στην καρδιά της μνήμης της: Στο φιλί τους. Στην καρδιά της ευτυχίας: Στον ψίθυρο του. Αύριο!
Αυτά τα τηλέφωνα που είναι, μέρα παρά μέρα, αναγκασμένη, σα σύζυγος, να κάνει στον Αλέκο, την κουράζουν πολύ γιατί δεν τα πιστεύει, είναι μονάχα από υποχρέωση. Και μόνο για να γλιτώσει απ ' τα τηλεφωνήματα θα μπορούσε, απόψε κιόλας, να του ζητήσει να χωρίσου-νε. Τόσο την πνίγουν, τόσο την εκνευρίζουν τα λόγια που πιέζεται, ανέμελα, να του λέει καθησυχαστικά. Την αγανακτεί που η ύπαρξη του την αναγκάζει να τον κοροϊδεύει. Όχ ι άλλα ψέματα. Κι αν στις λέξεις δεν υπάρχουν τυπικά ψέματα, όλο το πνεύμα που τις περιτυλίγει είναι υποκριτικό. Κι ύστερα, γι' αρκετή ώρα, αφού κατεβάσει το ακουστικό, πρέπει να παλέψει με τις τύψεις. Ό π ο υ υπάρχουν ενοχές, κάτι δικό σου έχει χάσει το δρόμο του. Όχ ι άλλο, όχι Αλέκο. Αλέκο, χωρίς να το ξέρεις με καταπιέζεις, ανυποψίαστος με τυραννάς, με βάζεις ν' αυτοδεσμεύομαι, με απασχολείς ενώ δεν έχω καιρό. Κατάλαβε με Αλέκο, καλέ μου Αλέκο...
Θα ήταν πια μία μετά τα μεσάνυχτα και καθόταν ακόμα στο πεζούλι του Δημοτικού κήπου. Ο τεράστιος ευκάλυπτος από πάνω της έριχνε, λίγα-λίγα, τα μικρά σποράκια του στα μαλλιά της, στη φούστα της, στο πεζοδρόμιο. Το φεγγάρι, σα λεπτή φλούδα ασπρισμένου λεμονιού, πλέει στον ουρανό. Βαρκάκι που ανοίγεται σε μυστήριο πέλαγο και δεν φοβάται. Από ένα ραδιόφωνο που ξαφνικά δυναμώνει και ξαφνικά κλείνει, ξεχύνεται μια μελωδία ανυπόφορα παθητική. Από φυσαρμόνικα ή από ακορντεόν μάλλον. Ύστερα, σιωπή κι ένας ελάχιστος βόμβος, συνεχής, από αυτοκίνητα π ο υ τρέχουν στον κεντρικό δρόμο, πέρα.
146 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
«Μαμά, είμαι πίσω. Μαμά ήρθα πάλι και δεν θ' ανέβω στο νεκροταφείο να προσκυνήσω τον τάφο σου. Δεν μ' αρέσουν αυτά μαμά γ ιατ ί , το ξέρω, εσύ είσαι σαν τον άνεμο... παντού. Ούτε εσένα σ' αρέσανε οι επισκέψεις στα νεκροταφεία μαμά. Συχώρεσε με που δεν θα 'ρθω. Εσυ με ξέρεις... Εσυ με παρακολουθείς... Είμαι εδώ μητέρα. Τρέμω κι είμαι ευτυχισμένη. Δεν χρειάζεται να σου πω πολλά για να καταλάβεις. Οι νεκροί είναι σοφοί. Μπορούν ν' ανεβαίνουν ψηλά και τα κοιτάζουν όλα από κει.
Τα κοιτάζουν στη θέση τους, όλα, στην κανονική τους θέση.
Τι καλά που είναι απόψε όλα μαμά! Για τέτοιες νύχτες αξίζουν όλα τα βάσανα που ζούμε. Με καταλαβαίνεις, ε;»
Σηκώθηκε ένας χλιαρός αέρας. Της ανέμισε τη φούστα και κύλησαν χάμω όλα τα σποράκια του ευκαλύπτου που είχαν σκαλώσει πάνω της. Κατέβηκε απ' το πεζούλι και πήγε προς το ξενοδοχείο.
Είχαν χαμηλώσει τα φώτα της εισόδου. Ένα ηλεκτρικό φαναράκι ήταν αναμμένο ανάμεσα στα φύλλα του φοίν ικα κι από κάτω φαινόταν η σκιά ενός άντρα καθισμένου σε πάνινη πολυθρόνα. Μέσα στο σκοτάδι, η καύτρα του τσιγάρου του ανεβοκατέβαινε σε σταθερή τροχιά, απ' τα χείλη του στο γόνατο του κι απ' το γόνατο του στα χείλη του.
Ανέβηκε τα λίγα σκαλιά και μπήκε μέσα. Ρώτησε αν μπορούσε να έχει ένα ποτήρι δροσερό γάλα και της το φέρανε. Κρατώντας προσεχτικά το ποτήρι με το γάλα, ανέβηκε απ' τη σκάλα στο διάδρομο του δεύτερου ορόφου και ξεκλείδωσε την πόρτα του δωματίου της. Η πόρτα ήταν βαμμένη με άσπρη, κάτασπρη ριπολίνα. Μπήκε στο δωμάτιο κι άναψε το φως του μπάνιου. Της άρεσε που κυριαρχούσε απόψε το λευκό: Η φούστα
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 147
της, οι πόρτες, τα πλακάκια του μπάνιου, το γάλα στο ποτήρι, το φεγγάρι έξω απ ' το παράθυρο , τα σεντόνια και το μαξιλάρι που η ασπράδα τους αντιφέγγιζε το φεγγαρόφωτο πάνω στο κρεβάτι.
Άνοιξε το τσαντάκι της με τα καλλυντικά κι ήπιε δυο χάπια υπνωτικά. Δεν θα διακινδύνευε, βέβαια, να μείνει άυπνη απόψε. Καθάρισε με γαλάκτωμα το π ρ ό σ ω π ό της, το πέρασε με λοσιόν κι άπλωσε την υδατική κρέμα. Στο μέτωπο, γύρω α π ' τα μάτια, γύρω απ ' τη μύτη, τα χείλη, στο λαιμό. Έκανε ένα ντους και ρούφηξε σιγά-σι-γά το γάλα.
Χωρίς ν' ανάψει το φως του δωματίου της πήγε και τράβηξε τις κουρτίνες. Ξάπλωσε γυμνή στα λεπτά σεντόνια. Σεντόνια από καλό, ψιλό βαμβακερό, ψιλό σχεδόν σα μετάξι. Το μαξιλάρι ήταν όσο μαλακό κι όσο φουσκωτό το ήθελε.
Τι γλυκιά ανάπαυση να είναι οι λεπτομέρειες όπως τις θέλεις! Αύριο!
Έκλεισε τα μάτια ήρεμα. Είχε εμπιστοσύνη πως , σε λίγο, τα χαπάκια θα κάνουν τη δουλειά τους φιλότιμα. Αυτή δεν χρειάζεται να προσπαθήσει τ ίποτα για να κοιμηθεί, μπορεί να σκέφτεται ό,τι θέλει παραδομένη στη φροντίδα αυτών των φιλάνθρωπων υπνωτικών. Τα μέλη της γίνονται μελένια, η καρδιά της μπαμπακένια, το μυαλό της λάδι. Γυρίζει το πρόσωπο της και το βυθίζει μέσα στο μαξιλάρι. Αισθάνεται, κάτω απ' τη μαξιλαροθήκη, το γυαλιστερό σατέν και κάτω απ' το σατέν, τα τρυφερότατα πούπουλα α π ό φτερά. Ένα-ένα. Μπορεί τώρα ν' αφεθεί ελεύθερη και να γίνει το παράπονο που χύνεται λυτρωτικά και πλημμυρίζει το σκοτεινό δωμάτιο με το φεγγαρόφωτο. Το μεγαλύτερο παράπονο της ζωής της:
— Παύλο, γιατί μου 'λεγες ψέματα; Έφυγα και δεν με σκότωσες... Χωρίσαμε κι όμως κι οι δυο μας ζούμε...
Οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο
Άνοιξε τα μάτια της συνειδητοποιώντας αυτόματα που βρίσκεται, τι έχει να κάνει σήμερα. Μ' ευγνωμοσύνη στην τύχη της, είδε πως η ώρα είχε πάει κιόλας εννιάμιση πράγμα που την απάλλασσε από μια ακόμα αγωνιώδη αναμονή μέχρι να έρθει η στιγμή να τηλεφωνήσει.
Για να κερδίσει λίγα λεπτά και να πάει δέκα παρά, πήγε στο μπάνιο και πλύθηκε. Χτένισε προς τα πίσω τα μαλλιά της προσπαθώντας να συγκρατήσει τις σκέψεις της σε μικροπράγματα που κοίταζε, όπως η βούρτσα της, οι δυο στρογγυλές πανάδες που εμφανίσθηκαν απ' την ηλιοθεραπεία στο μάγουλο της... Οι παλάμες της κι οι πατούσες της ήταν ενοχλητικά παγωμένες.
Πήγε και κάθισε στο κρεβάτι της, πήρε απ' το κομοδίνο το τηλέφωνο πάνω στα γόνατα της και σχημάτισε τον αριθμό. Το δάχτυλο της έτρεμε.
Με το πρώτο κουδούνισμα το σήκωσαν. Μια ευγενική γυναικεία φωνή είπε, «Εμπρός». Τον ζήτησε. Η φωνή απάντησε πως λείπει στο δικαστήριο αλλά σε μια ώρα θα επιστρέψει. Ρώτησε αν θέλει ν' αφήσει κάποιο μήνυμα. Ό χ ι , είπε, θα τηλεφωνήσει ξανά αργότερα.
Αυτό δεν το είχε σκεφτεί. Το μόνιμο, πολυπαιγμένο σενάριο στο μυαλό της, όλο αυτόν τον καιρό, δεν είχε προβλέψει, κακώς, την παρεμβολή μιας γραμματέως που θα την πληροφορούσε πως λείπει στο δικαστήριο. Πάντοτε, αμέσως μετά το πενταψήφιό μαγικό νούμερο,
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 149
ερχόταν η βαθιά, αγαπημένη φωνή εκείνου. Η ποθητή, πολυπόθητη φωνή εκείνου που την περιμένει και της στέλνει όνειρα, σαν τηλεγραφήματα επίκλησης.
Μια ώρα! Πώς περνά μια τέτοια ώρα; Αισθάνεται πως έχει να διασχίσει ένα χάος απείρου σπρώχνοντας, σαν θεόρατους βράχους, ένα-ένα, τα δευτερόλεπτα. Πώς μετριέται ο ψυχικός χρόνος; Τι σχέση έχουν τα είκοσι λεπτά ερωτικού φιλιού με τα είκοσι λεπτά αναμονής σε προθάλαμο ιατρείου που περιμένεις να μπεις και να σου βγάλουν το δόντι ; Η αγωνία είναι αίσθημα καταλυτικό. Είτε αγωνιάς για κάτι δυσάρεστο είτε αγωνιάς για κάτι ευχάριστο, η τυραννική της γεύση είναι παρόμοια.
Να ντυθεί αργά, να βαφτεί αργά. Μπορεί, κάνοντας αργές κινήσεις, να επηρεάσει και την ιλιγγιώδη ταχύτητα της καρδιάς της και να την μετριάσει. Να κατέβει στο εστιατόριο. Να πάρει πρωινό. Δεν κατάλαβε, να τηλεφωνήσει ακριβώς σε μία ώρα είτε από μία ώρα και μετ ά ; Θα έρθει στο γραφείο γ ια όλο το πρωινό ή θα έρθει και θα φύγει αμέσως πάλι ; Δεν ρώτησε και σιχαίνεται την πιθανότητα ν' αρχίσει τα τηλεφωνικά πινγκ-πονγκ με την ευγενική γραμματέα.
Κατέβηκε στο εστιατόριο και κάθησε ο' ένα στρογγυλό τραπέζι . Έβγαλε το ρολόι απ' το χέρι της και το ακούμπησε στο λινό τραπεζομάντηλο ακριβώς μπροστά απ' το πιατάκι με το βούτυρο και τη μαρμελάδα. Μια-δυο φορές ο ακίνητος δείχτης τη φόβισε μήπως το ρολόι χάλασε και σταμάτησε ενώ η ώρα είχε προχωρήσει. Το σήκωσε με λαχτάρα, το έφερε στο αφτ ί της. Δεν σταμάτησε, δούλευε κανονικά.
Ό χ ι , δεν θα πιει καφέ. Η καφεΐνη θα την εκνευρίσει χειρότερα. Ούτε τσάι . Γάλα σκέτο με βούτυρο και μαρμελάδα σε φρυγανιές.
Δεν μπορεί να καταπιεί. Πρέπει να προσπαθήσει. Το άδειο στομάχι σε κάνει περισσότερο νευρική.
Ανέβηκε πάλι στο δωμάτιό της στις έντεκα.
150 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
Η καθαρίστρια βρισκόταν στο διάδρομο με σκούπες και λεκάνες έτοιμη να μπει να καθαρίσει. Την παρακάλεσε να το αναβάλει. Δεν πειράζει, το δωμάτιο είναι εντάξει, μπορεί να παραλείψει τη σημερινή καθαριότητα. Θα μείνει, μάλλον, μέσα το πρωί γ ιατ ί αισθάνεται αδιάθετη. Η καθαρίστρια υποχώρησε με έκπληκτο ύφος, όχι τόσο γ ι ' αυτό που της έλεγε, όσο γ ια τον τρόπο που της το έλεγε: Λες και ζητούσε να της χαρίσει τη ζωή. ·
Κλείδωσε την πόρτα και για έναν ανεξήγητο λόγο, προχώρησε προς την μπαλκονόπορτα και, μηχανικά, τράβηξε τις σκούρες κουρτίνες. Το δωμάτιο βυθίστηκε στο μισοσκόταδο. Κάθισε στο κρεβάτι, πήρε ξανά το τηλέφωνο στα γόνατα. Σχημάτισε τρέμοντας τον πεντα-ψήφιο αριθμό. Δυο κουδουνίσματα, ο ήχος πως το σηκώνουν.
— Εμπρός. Ήταν εκείνος. Ο ίδιος εκείνος. Με απίστευτα ίδια
φωνή. Η δικιά της φωνή ακούγεται ακόμα ίδια; — Καλημέρα Παύλο, είμαι η Ελβίρα. Σιωπή. Ήταν τόσο απόλυτη η σιωπή λίγα δευτερό
λεπτα πριν τη γένεση του κόσμου; — Ελβίρα! — Ναι, εγώ είμαι , έκανε με λαχτάρα, γ ιατ ί εκείνο το
«Ελβίρα» του , ακούστηκε συγκινητικά παλλόμενο, συγκινητικά απροστάτευτο.
— Πού βρίσκεσαι; Πώς; είχε προλάβει να συνέλθει απ' την έκπληξη. Η φωνή του έφτανε περισσότερο ελεγχόμενη τώρα. Ίσως και να υπήρχε κι ένα μικρό, ευγενικό χαμόγελο από πίσω.
— Είμαι πάλι εδώ... Μένω στο «Σεμίραμις». Την άρπαξε μια βίαιη ανυπομονησία να την καλέσει, να της ζητήσει ν' ανταμώσουνε. Αν δεν το κάνει, θα του το ζητήσει αυτή.
— Για δουλειές; Για διακοπές; Ήταν πια αρκετά άνετος. Τόσο που μπορούσε να φαίνεται φιλικός. Τον προτιμούσε σαστισμένο, όπως πριν που του ξέφυγε, σαν α-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 151
λαφιασμένο πουλί, τ ' όνομα της. Τότε ήταν εκείνος, τώρα τον χάνει.
— Ήθελα να έρθω... Κατέφευγε σε μικρές, κοφτές προτάσεις, έτσι που να συγκρατεί το τρέμουλο που έφτανε απ' το χτυποκάρδι της μέχρι τα λόγια της. Δεν μπορούσε όμως παρά να μιλά χαμηλά, δεν γινόταν ν' ακούγεται φλύαρα φιλική. Δεν την κατάφερνε ούτε την ήθελε μια τέτοια προσποίηση. Δεν έφτασε μέχρι εδώ για να προσποιηθεί και δεν την πείραζε ακόμα και να εκτίθεται.
— Θα μείνεις πολλές μέρες; Αστραπιαία έγινε παζάρι μέσα της. Αν του πει πολ
λές, ίσως αναβάλλει γ ι ' αύριο ή γ ια μεθαύριο την πρόσκληση του , ίσως να μη θέλει να δείξει βιασύνη. Προτίμησε ν' απαντήσει αόριστα αλλά, έμμεσα, του στένευε τα περιθώρια.
— Δεν ξέρω. Δεν ξέρω. Ίσως αναγκαστώ να φύγω πολύ σύντομα.
Τι θα πει αυτό το , «αναγκαστώ», δεν ξέρει ούτε η ίδια. Της ήρθε απ' την αγωνία της να του υποδείξει πως πρέπει να βιαστεί να της ζητήσει να βρεθούν.
— Θα σε δω; Της το ζήτησε! — Μα ναι , θέλω κι εγώ να σε δω. Η λαχτάρα της ση
κώθηκε πάλι σα μεγάλο κύμα. — Πότε νομίζεις πως θα μπορούσες; — Απόψε! Το «απόψε» ήταν φανέρωμα πόθου. Πόθου παλιού,
πόθου κρατημένου, πόθου ακράτητου. Πόθου που σέρνεται υπόγεια κάτω απ' τη δικιά της γη είκοσι χρόνια τώρα. Απόψε!
— Εντάξει λοιπόν, απόψε! Να περάσω να σε πάρω από κει;
Ό χ ι , δεν θα το χαλάσει το σενάριο πουτόσους μήνες πλάθει και ξαναπλάθει στο μυαλό της. Δεν θα ακυρώσει τόσες πρόβες, τόσες προετοιμασίες. Εδώ θα είναι επίμο-
152 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
νη σε βάρος έστω της ευγένειάς της και θα εφαρμόσει το δικό της σχέδιο.
— Θα προτιμούσα να έρθω εγώ εκεί. — Στο γραφε ίο ; — Ναι. Λίγες στιγμές σιωπής σα να προσπαθεί να την κατα
λάβει. — Εντάξει λοιπόν. Κατά τις εννέα; — Στις εννιάμισι. — Θα σε περιμένω. Έκλεισαν. Πώς της φάνηκε; Δεν ξέρει. Ήταν αυτός;
Ήταν η φωνή του η παλιά, σαν ενταγμένη όμως στην υπηρεσία ενός δικηγόρου. Βιάζεται! Βιάζεται να βγάλει συμπεράσματα. Βιάζεται να νιώσει θλ ίψη. Γιατί; Τι περίμενε; Να της ζητήσει να τρέξει τώρα περίμενε. Να της πει πως θα την περιμένει κάτω απ' το δέντρο στο δρομάκι περίμενε. Είναι τρελή! Γίνονται αυτά ; Τι περίμενε; 'Ολα πήγαν καλά. Αυτός ο κύριος στο τηλέφωνο περιέχει μέσα του τον Παύλο της... Απόψε...
Εννιά κι εικοσιπέντε κι είχε πέσει η νύχτα. Το κέντρο της πόλης βράζει από ζέστη και κίνηση.
Τουρίστες σεργιανούν μ' αργόσυρτα βήματα και χαζεύουν, ντόπιοι νεαροί με μοτοσυκλέτες και μηχανάκια παρκάρουν προσωρινά οπουδήποτε, κορίτσια, φρε-σκολουσμένα μετά το μεσημεριανό μπάνιο, περπατούν αγκαζέ και γελούν δυνατά.
Δυο-τρία παλιά μαγέρικα έχουν απλώσει στριμωγμένα τραπέζια έξω και σερβίρουν τυποποιημένες παραδοσιακές συνταγές.
Τ' αυτοκίνητα, τούτη την ώρα, έχουν χάσει κάθε νεύρο. Σουλατσάρουν άταχτα σαν τους πεζούς και μποτιλιάρουν γύρω την πλατεία.
Περπατάει γρήγορα ανάμεσα στον κόσμο φορώντας το πράσινο φόρεμα της από μακό. Η φούστα βαραίνει
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 153
φαρδιά κι ο ποδόγυρος είναι άνισος. Της λεπταίνει τη μέση της αυτή η φούστα. Έχει πιάσει τα μαλλιά της με δυο χτενάκια, πίσω απ' τ' αφτ ιά κι η ψάθινη, μεγάλη τσάντα της είναι φουσκωμένη απ' το πορτοκαλί σάλι που έχει στριμώξει μέσα.
Έρχεται απ' το ξενοδοχείο με τα πόδια. Δεν είναι μακριά. Την κυριεύει μια ξαφνική ανησυχία γ ια το πώς δείχνει. Πόσο άλλαξε, πόσο γέρασε. Είναι τρομαχτικό να εμφανίζεις, ύστερα από είκοσι χρόνια, το τελευταίο σου πρόσωπο στα μάτια κάποιου που σε θυμάται με την παλιά, ολόφρεσκη εικόνα του. Το σώμα της βάρυνε από τότε, γύρω απ' τα μάτια έχει κάνει μικρές ρυτίδες. Θέλει να παρηγοριέται με τη σκέψη πως, σήμερα, μπορεί να φαίνεται πιο γοητευτικά σίγουρη και να έχει περισσότερο αέρα. Καταφέρνει να δείχνει περίπου όσα θέλει να δείξει ή μάλλον να κρύβει πολλά απ' αυτά που δεν θέλει να φανούν.
Ένας λαχειοπώλης πετάγεται μπροστά της και της προτείνει ένα λαχείο. Μοιάζει να είναι μουγγός. Του αρνιέται με μια κίνηση του κεφαλιού. Δεν είναι για να επιβαρύνει σήμερα τη μοίρα της με άλλες προκλήσεις. Προχωράει με ένα ξαφνικό άγχος πως άργησε, προσπαθώντας να διασπάσει μια θορυβώδικη παρέα νεαρών που πιάνουν όλο το πεζοδρόμιο. Ένας πολύ μελαχρινός έφηβος, με μακρύ σκουλαρίκι στο αφτ ί , έρχεται κοντά της με μια καρτούλα στο χέρι. Τη ρωτάει στ' αγγλικά, αν ψάχνει για δωμάτιο να μείνει. Το μάτι της πέφτει στο σκουλαρίκι του που σχηματίζει μια μεγάλη άγκυρα! Στ' αγγλικά, στην πατρίδα της!
Στρίβει τον πρώτο δρόμο, μετά τη Μητρόπολη και μπαίνει σε μια σκοτεινή ησυχία, απροσδόκητη. Λες κι όλοι οι κάτοικοι να βγήκαν στην κεντρική πλατεία και να άδειασε η υπόλοιπη πόλη. Δυο στενά πιο κάτω, αρχίζει η παλιά συνοικία.
Βρίσκει την πόρτα του ισογείου μισάνοιχτη. Την έχουν πρόσφατα βάψει με καφέ λαδομπογιά που γυαλί-
154 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
ζει. Την σπρώχνει απαλά και περνά στο μικρό χωλ. Αισθάνεται, κάτω απ' το πέδιλο της, το σανιδενιο πάτωμα να τρίζει γνώριμα. Σηκώνει το κεφάλι της. Πάνω στη σκοτεινή σκάλα, διακρίνει την πόρτα του γραφείου του κι από πίσω ένα δυνατό φως. Κρατώντας την κουπαστή αρχίζει ν' ανεβαίνει αργά τα παμπάλαια σκαλοπάτ ια . Συγκρατιέται να μην τρέξει. Η παλιά Ελβίρα βιάζεται τρομερά μέσα στη νέα Ελβίρα.
Πόσα σκαλοπάτια έχει αυτή η σκάλα; Πάρα πολλά ή ελάχιστα; Εξαρτάται πώς την ανεβοκατεβαίνεις. Απόψε έχει πάρα πολλά. Ανεβαίνει και της έρχεται μπροστά η εικόνα του παλιού βάζου που έριξε φεύγοντας. Η κίνηση του να πέφτει , το νερό να χύνεται, να πέφτουν χάμω οι μυρτιές. Αν ήταν σε ταιν ία που τυλίγεται προς τα πίσω, θα έβλεπε τις μυρτιές να σηκώνονται πάνω, τις σταγόνες του νερού να συγκεντρώνονται πίσω, το βάζο να ξαναστέκεται... Ανεβαίνει και λαχανιάζει.
Κοιτάζει την πόρτα του γραφείου, το κρύο φως που έρχεται από εκεί. Ανεβαίνει. Η πόρτα μεγεθύνεται, το κρύο φως απλώνει. Γίνεται μια εκτυφλωτική οθόνη όταν κόβεται το φιλμ. Έφτασε μπροστά.
Σηκώνει το χέρι της και χτυπά ελαφρά το ξύλο. — Εμπρός. Σπρώχνει την πόρτα. Το φως από το νέον χύνεται
άπλετο. Δεν επιτρέπεται απόψε τέτοιο φως. Πρέπει να το χαμηλώσουν. Στο βάθος, το γραφείο του , όπως πάντα . Εκείνος φαίνεται να μιλούσε στο τηλέφωνο και κατεβάζει βιαστικός το ακουστικό. Σηκώνεται απ' τη θέση του , έρχεται μπροστά, κοντά της.
— Καλώς την. Του δίνει το χέρι. Της το κρατάει. Κάποιες στιγμές
κοιτιούνται αμίλητοι , η μεγάλη αμηχανία τους παραλύει τα βλέμματα, την κρύβουν με ευγενικά χαμόγελα και τυπικά λόγια.
— Κάθισε. Κάνει βήματα προς τα πίσω, κάθεται στην παλιά πο-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 155
λυθρόνα που βρίσκεται ακόμα στην ίδια παλιά της θέση. Ό λ α είναι ίδια όπως τότε που ζούσε ο πατέρας του. Ίδια και στην ίδια θέση. θα μπορούσε να τα βρει με τις παλιές της αντανακλαστικές κινήσεις που ξαναθυμούνται ακόμα και λεπτομέρειες. Ό λ α ίδια. Μόνο πιο παλιά και ζαρωμένα, σαν σκονισμένα. Τα μικρά αιγυπτιακά τραπεζάκια, οι γκραβούρες με τους μιναρέδες, το βαθύχρωμο χαλί έχει δυο τρύπες. Ακόμα και εκείνο το βάζο! Χωρίς νερό και μυρτιές, σε μια άλλη τώρα γωνία! Τα βιβλία στη μαύρη βιβλιοθήκη, είναι εκεί, φορτωμένα με νέους φακέλλους και πολύ πιο ακατάστατα. Ψάχνει μήπως το ημερολόγιο τοίχου ξέμεινε ακόμα στη θέση του. Όχ ι , δεν υπάρχει κανένα ημερολόγιο τοίχου. Ο νους της επιμένει να κάνει μια περίεργη διαδρομή: Πρώτα θέλει να παρατηρήσει τα αντικείμενα του χώρου κι ύστερα να φτάσει σ' εκείνον. Λες και ζητά να αναβάλλει κάτι πολύ επικίνδυνο. Μπορεί ο νους της να αναβάλλει να τον προσέξει, όμως η ψυχή της, με την πρώτη ματιά, τράβηξε την φωτογραφία που ζητούσε κι είχε παγώσει ...
Με την πρώτη ματιά και παρόλο που για τούτο έβριζε τον εαυτό της για παρανοϊκή βιασύνη, η καρδιά της είχε πάρει απόφαση πως , όχι, δεν είναι αυτός ο Παύλος που ήρθε να συναντήσει. Τόσο γρήγορα, τόσο παράλογα, τόσο απίστευτα βίαια, η καρδιά της δήλωσε, όχι, κι αρνήθηκε να συνεχίσει την αποψινή βραδιά.
Θα μπορούσε να είχε γυρίσει την πλάτη και να είχε φύγει α π ' την πρώτη στιγμή αν δεν αισθανόταν υποχρεωμένη στη λογική, στην ευγένεια, στην ευπρέπεια, στη γραφικότητα της προσμονής της α π ό τόσο πολύ καιρό. Θα μπορούσε να ξαναέφευγε α π ' τη σκοτεινή, ξύλινη σκάλα, για πάντα τώρα, λέγοντας, «Με συγχωρείτε, έκανα λάθος» ή και μη λέγοντας τ ίποτα.
Αργότερα, που βρέθηκε πάλι μακριά και ήταν ψύχραιμη, προσπάθησε να ξαναζήσει ανιχνεύοντας τα περιστατικά του ραντεβού και να βρει κάποιες ερμηνείες
156 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
σε όσα αυτόματα ένιωσε, σε όσα κατάλαβε. Φθορά και παραίτηση! Φθορά και παραίτηση ήταν
σίγουρα δυο πολύ χαρακτηριστικές λέξεις γι' αυτό που αντίκρυζε και της προξενούσε ορμητική αγανάκτηση για την ανεπίτρεπτη αδυναμία του ν' αντισταθεί σ' αυτή τη φθορά και την παραίτηση. Μια κακορίζικη παρακμή, σαν καπνός, σαν χαλασμένο άρωμα, σερνόταν μες το δωμάτιο. Σαράκι αόρατο που τα ροκάνιζε όλα, γύρω του και πάνω του.
Τόση φασαρία , τόσα λόγια, τόση φλόγα, τόση φαντασία, τόση έξαψη νιότης τότε, για να καταλήξει σ' αυτή τη μίζερη εικόνα π ο υ κοιτάει απόψε , απέναντι της. Αν την τρέλα του, αν την σκληρότητα του, αν την αδικία του π ά ν ω της, επανειλημμένως, του τα είχε συγχωρήσει ή ακόμα και τα είχε κατανοήσει, της ήταν αδύνατο να του συγχωρήσει τη σημερινή διάχυτη μετριότητα του.
«Μη βιάζεσαι, μη βιάζεσαι», έλεγε με θυμό μέσα της προσπαθώντας να ελπίσει λίγο ακόμα. Η καρδιά της όμως είχε πετρώσει γιατί τα είδε, αμέσως, τα μάτια του. Εκείνο που , τότε, έβαζε μπρος την κοσμογονία του έρωτά τους, ήταν οι ματιές τους. Οι ματιές τους π ο υ έπεφταν η μια πάνω στην άλλη και τους ζωοδοτούσαν, ζωοδοτουσαν την πλάση κι όλα τα έκαναν καινούρια, ενδιαφέροντα και επικίνδυνα. Τα είδε αμέσως τα μάτια του.. . Έσβησαν, ψόφησαν σαν το βλέμμα νεκρού ψαριού σε πάγκο αγοράς. Δυο λίμνες γεμάτες θολή στάχτη γίνανε τώρα. Τίποτα δεν μεταδίδουνε, τ ίποτα που ν' αξίζει δεν θυμούνται.
Κι η καρδιά της πέτρωσε. Κάπου διάβαζε για τη διαφορετική ταχύτητα του νου α π ' την ταχύτητα του αισθήματος κι α π ' την ταχύτητα του ενστίκτου. Δεν θυμάται πού , όμως απόψε ήρθε στιγμή που ένιωσε τις διαφορετικές ταχύτητες μέσα της ξεκάθαρα, να την απειλούν με άγριες συγκρούσεις.
Τι ήταν αυτό που την απέλπιζε;
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 157
«Δεν είναι τα λόγια κι οι διαθέσεις κάποιου που τον φανερώνουν, είναι κυρίως η παρουσία του, αυτό π ο υ εκπέμπει, χωρίς λόγια ή π ίσω απ ' τα λόγια.»
Από κάπου το θυμήθηκε κι αυτό.. . Η παρουσία του την πλήγωνε, την απογοήτευε, σχεδόν την πρόσβαλλε και την απόδιωχνε πριν καλά-καλά ανοίξει το στόμα του.
Κάθισε στην πολυθρόνα και τον περίμενε ν' ανοίξει το στόμα του. Η στοιχειώδης δικαιοσύνη της τής επέβαλε να κάνει υπομονή και να τον αφήσει να υπερασπισθεί το άτομο του. Άλλωστε κι εκείνη χρειαζόταν επιβεβαιώσεις για τις εντυπώσεις της για να μην έχει μετά να αυτοκατηγορείται για τρελή, άδικη κι επιπόλαιη.
Δεν μπορούσε μόνο να υποφέρει αυτό το φως. Σήκωσε το χέρι της στο μέτωπο της και του είπε πιο απότομα α π ' όσο ήθελε.
— Δεν γίνεται να κλείσουμε αυτό το φως στο ταβάνι; Δεν αρκεί η λάμπα;
Πετάχτηκε πάνω. Διέσχισε διαγώνια το δωμάτιο και με μικρά, γρήγορα βήματα, έφτασε στο διακόπτη πλάι στην πόρτα και τον γύρισε. Είχε πολλά χρόνια να δει τέτοιο διακόπτη π ο υ αντί να τον πατάς , τον γυρνάς γύ-ρω-γύρω. Τέτοιους είχαν κι αυτοί στο πατρικό της σπίτι και το είχε ξεχάσει. Αμέσως, τα μάτια της έπεσαν στα γρήγορα βήματα του, στην περίεργη κάμψη της ράχης, στην ασυνάρτητη κίνηση του χεριού που φανέρωναν π ω ς ήταν αποκρουστικά σαστισμένος και αποκρουστικά υποχρεωτικός. Γιατί;
Γύρισε πάλι στο γραφείο του και κάθησε στην καρέκλα του κάνοντας μια τελείως άγνωστη κίνηση, σαν τικ, που στρώνει το σακάκι στους ώμους.
Είχε παχύνει. Τα μαλλιά του αραίωσαν. Φορούσε ένα ανυπόφορα συνηθισμένο κοστούμι, γκρίζο, καλοκαιρινό, με μια ελαφριά γυαλάδα στην ύφανση. Εκείνο το αγόρι, που παθιασμένα αγάπησε, δεν θα τον δεχόταν ούτε για θείο τούτον το μεσήλικα φτωχοδικηγόρο.
158 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
Την έπιασε μια κακία εναντίον του . Απάνθρωπο ίσως, αντιχριστιανικό, όμως την έπιασε. «Γιατί της το κάνει αυτό ; Γιατί το κάνει αυτό στο δικό της Παύλο; Γιατί είναι έτσι;» Αν άφηνε ελεύθερο το δηλητήριο που της ανεβαίνει, θα του φερόταν σκληρά, σαρκαστικά, προσβλητικά σχεδόν.
— Λοιπόν! Της έκανε με γλυκό χαμόγελο. Μαθαίνουμε ένα σωρό καλά νέα για σένα εδώ.
— Τι καλά; ρωτάει έκπληκτη. — Επιτυχίες, δόξες! Χριστέ! Δεν ήρθε σαν επιτυχημένη καλλιτέχνις εδώ
πέρα, ήρθε σαν πληγωμένο κοριτσάκι με είκοσι χρόνων πληγές, γεμάτο έρωτα και ερωτήματα, για να ξανανέβει μετανιωμένο την ξύλινη σκάλα που κάποτε κατρακύλησε.
— Ω Παύλο... Έκανε μια ανυπόμονη κίνηση με τα δάχτυλα θέλοντας να διακόψει αμέσως τα κομπλιμέντα που γυάλιζαν ετοιμόρροπα στα χείλη του.
Κι αμέσως συναισθάνθηκε πως είπε, «Παύλο», τούτο τον άσχετο τύπο κι ένιωσε ντροπή για ιεροσυλία που έκανε. Ήθελε να κρυφτεί , ήθελε να το πάρει πίσω.
— Μα πώς; Είσαι καταξιωμένη στο χώρο σου, επέμενε. Διαβάζουμε κάθε τόσο ύμνους στον τύπο για το ταλέντο σου!
«Δεν είμαι πλούσια πελάτισσα», θέλει να του φωνάξει, «δεν χρειάζεται αυτός ο λιπαρός στόμφος. Είμαι η Ελβίρα! Η Ελβίρα είμαι. Δεν το κατάλαβες;»
— Τελοσπάντων, καλά πήγε η δουλειά μου. Συμβιβάστηκε επιθυμώντας να κλείσει την κουβέντα για τις επιτυχίες. Εσύ; Εδώ; Ο πατέρας σου έμαθα πως πέθανε.
— Ναι, είναι αρκετά χρόνια τώρα. Δεν ήταν τόσο εύκολο να συγκρατήσω τη μεγάλη πελατεία του , γ ιατ ί η πόλη μας γέμισε νεαρούς δικηγόρους. Αδίστακτους και αμελέτητους. Μετέρχονται μέσα διάφορα που δεν είναι του τύπου μου, προκειμένου να αναλαμβάνουν και να κερδίζουν υποθέσεις.
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 159
«Και ποιος είναι δηλαδή ο τύπος σου;» Της έρχεται να του πετάξει με παιδαριώδες θράσος. Δεν το κάνει βέβαια. Περιμένει.
Εκείνος γέρνει τώρα πίσω κι ακουμπά στη ράχη της καρέκλας με ύφος που υποδηλώνει, πως αρχίζει να τον ευχαριστεί ο δρόμος που κατάφερε να πάρει η κουβέντα τους και μάλιστα ο μονόλογος του . Ο τόνος της φωνής του έχει κάτι ενοχλητικά μεταλλικό. Σα να χτυπούσε, λίγο πριν την τελεία κάθε πρότασης, μια ψιλή, τεντωμένη χορδή που κρατά τέμπο στα λόγια του . Είναι φανερό πως, γενικά, του αρέσει να μονολογεί σ' αυτό το καλοασκημένο τέμπο. Οι λέξεις του γεννούν νέες λέξεις με γεωμετρική πρόοδο και το απολαμβάνει. Μιλά συνεχώς. Για τις δυσκολίες της δικηγορίας, γ ια τον ανταγωνισμό, για το πεσμένο ήθος στο νομικό κόσμο. Μπορεί κανείς να καταλάβει, πως οι τόσες πολλές κατηγορίες που εκτοξεύει, αποσκοπούν στο να διαχωρίσουν τη δικιά του θέση, το δικό του ξεχωριστό επίπεδο.
Χριστέ! Του είναι τόσο απαραίτητο να είναι ευχαριστημένος με τον εαυτό του , που, ώρες-ώρες, πρέπει να το πετυχαίνει ακούγοντας τον ίδιο τον εαυτό του.
Το πετυχαίνει ; Δεν ξέρει. Πάνω στην καλοσιδερωμέ-νη επιφάνεια της αυταρέσκειας του , σχίζονται κάποιες ρωγμές μέσα απ' τις οποίες πιάνει τα μάτ ια του, σε κλάσματα δευτερολέπτου, να ψάχνουν με αγωνία το πρόσωπο του ακροατή του — γιατ ί ένας ακροατής του αισθάνεται πια κι εκείνη — αναζητώντας μια διαβεβαίωση πως έγινε πιστευτός.
Τον περιλούζει η κοινότοπη μειονεξία του επαρχιώτη απέναντι σ' αυτόν που ήρθε απ' την πρωτεύουσα, σ' αυτόν που θεωρεί επιτυχημένο, ενώ ο ίδιος δεν είναι βέβαιος για το πώς φαίνεται . Για το τι ξέρει ο άλλος γ ι ' αυτόν... Διακρίνει μια πάλη δυνάμεων μες στο μυαλό του. Η δικιά του αδυναμία τρεμοπαίζει ανάμεσα στην πε-ριαυτολογία και την κολακεία. Η δικιά της δύναμη της εξασφαλίζει την πολυτέλεια του να σιωπά.
160 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
Κι όσο περνάει η ώρα, της γίνεται πιο ανυπόφορος, σχεδόν τον μισεί πριν καταφέρει να τον περιφρονήσει.
Αν τον έβρισκε τουλάχιστον θλιμμένο, πικραμένο, με μια επίγνωση γ ια την κατάσταση του . . . Με μια αγνή, συγκινητική επίγνωση για την ήττα του , θα τον λάτρευε. Θα τον πλησίαζε, θα του χάιδευε τα αραιωμένα μαλλιά, «Ήρθα κοντά σου», θα του έλεγε και θα του ζητούσε συγνώμη. Ένα μεγάλο, αόριστο, συγνώμη για καθετί. Για την ίδια, γ ια τον κόσμο όλο, για τη ζωή τη δύσκολη που τον ασχήμυνε. Την εξωτερική ήττα του θα την συμπονούσε, την εσωτερική του ήττα όμως τη σιχαίνεται . Γιατί το θυμάται το πάθος του , την εξυπνάδα του , την ευλυγισία της σκέψης. Κάτω από τι εκβιασμούς παραδόθηκε τόσο αναξιοπρεπώς και το χειρότερο: Ί σως χωρίς συναίσθηση. Τον κοιτά να ρητορεύει πλησιάζοντας το γελοίο και ντρέπεται που κάνει αυτή την επίσκεψη. Δεν ξέρει πώς θα ερμηνεύσει το μυαλουδάκι του την επίσκεψη της κι εκνευρίζεται. Θα έπρεπε μάλ-λον να εξηγηθεί, να βάλει τα πράγματα στη θέση τους με κάποια αληθοφανή ιστορία και να του προσγειώσει τη νοσηρή φαντασία.
Κι ύστερα, ένας θυμός ανθρώπου αδικημένου φουντώνει μέσα της. Θυμός γ ιατ ί την γέλασε σαν γυναίκα, θυμός γ ιατ ί την εξαπάτησε σαν οπαδό εφηβικής επανάστασης. Αν τον γνώριζε σήμερα αυτόν τον άνθρωπο απέναντι, όχι μόνο δεν θα τον ερωτευόταν — αστεία πράγματα — αλλά ούτε ένα τέταρτο της ώρας δεν θα μπορούσε να κάτσει και να συζητήσει μαζί του . Είναι βαρετός, είναι κουτοπόνηρος, είναι θλιβερός. Ίσως να του φερόταν με κάποιον οίκτο αν δεν τον έβλεπε σαν φρικιαστικό τάφο , σκονισμένο τάφο εκείνου του ωραίου άντρα, του μόνου άντρα, που ερωτεύτηκε.
Μιλάει πάντα για τον εαυτό του . Με προσποιητή ικανοποίηση και με κρυφό άγχος. Το καταλαβαίνει πως την υπολογίζει σαν κάποια αξιόλογη γυναίκα. Όχι γιατί εκείνος την θυμάται σαν αξιόλογη, αλλά γ ιατ ί , εντυ-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 161
πωσιασμένος, ακούει τους άλλους να την αναγνωρίζουν σαν τέτοια. Δεν υπάρχει πιο αντιερωτική στάση για έναν άντρα απ' αυτή. Δεν τη ρωτάει τ ίποτα γ ια τη ζωή της. Βιάζεται ν' αποκαταστήσει κι αυτός μια αξιόλογη εικόνα στα μάτια της με πλήθος κουβέντες γύρω απ' τη δουλειά του και την οντότητα του μες στην επαρχιακή μικροκοινωνία του . Τον ακούει κι αδειάζει, «Δες τον μέχρι τέλους, δες τον καλά», υπαγορεύει σαν αυστηρός γονιός στον εαυτό της. Σαν αυστηρός γονιός σε παιδί που δεν άκουγε, έπεσε και λαβώθηκε. «Μήπως βιάζομαι ; Μήπως τον αδικώ;» Αναρωτήθηκε δυο-τρεις φορές, όμως αμέσως, σχηματίσθηκε μέσα της μια γκριμάτσα αυθόρμητης αποστροφής που δεν σήκωνε αντίρρηση. Θέλει να ξεφύγει και , την ίδια ώρα, επιθυμεί να μείνει και να ρουφήξει ως τον πάτο το ποτήρι της θεαματικής απομυθοποίησης. Τουλάχιστον, της απόμεινε ο πικρός μαζοχισμός των απογοητευμένων.
Συνεχίζει να μιλά γ ια τα δικά του . Έχει πάρει τόση φόρα που αρχίζει να πιστεύει πως αν εκείνη γλιστρήσει έξω, δε θα το προσέξει και θα συνεχίσει να μιλά το ίδιο γ ια κάμποση ώρα ακόμα. Η σιωπή της ίσως, μαζί με το αναγκαστικά ευγενικό ύφος της, τον κάνουν να νομίζει πως την εντυπωσιάζει και ξεθαρρεύει. Εκθέτει πια τις βαθύτερες σκέψεις του και τ ις πιο πολύτιμες ανακαλύψεις του πάνω στην αυξανόμενη κοινωνική διαφθορά που μας απειλεί. Δίνει τώρα την καλύτερη παράσταση του μάλλον.
Από ένα σημείο κι ύστερα, οι συνειρμοί των λόγων του τον παρασύρουν όλο και πιο πίσω σε όσα ξέρει, σε όσα χιλιάδες φορές έχει πει. Με έκπληξη της ανακαλύπτει , πως αρκετά απ' όσα ακούει της θυμίζουν από εκείνα που τότε έλεγε.
Μα ναι ! Ακούει παρομοιώσεις που συνήθιζε και τότε, παροιμίες, αναφορές σε φιλοσόφους, παραδείγματα και αποφθέγματα. Ακόμα κι οι χειρονομίες του επαναλαμβάνουν δικές του , παλιές χειρονομίες.
162 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
Τον ακούει να λέει τα ίδια. Μετά από είκοσι χρόνια τα ίδια! Και δεν είναι μόνο τα λόγια ίδια, είναι και μια δήθεν πίκρα που τα συνοδεύει, μια δήθεν ιερή αγανάκτηση. Πίκρα κι αγανάκτηση που μετά από τόσων χρόνων επαναλαμβανόμενες εκρήξεις, αποτεφρώθηκαν- κι έγιναν πλαστές, δίχως αντίκρυσμα.
Εκείνος, σίγουρα, δεν μπορεί να συναισθάνεται τι παρωδία του νεαρού εαυτού του αποτελεί. Θυμάται κανείς πολύ δύσκολα τον εαυτό του . Εκείνη όμως, με το άλμα είκοσι χρόνων απόστασης, μπορεί να στέκει εδώ και να συγκρίνει. Και σκέφτεται πως μπορεί και να παραμορφώθηκε έτσι, επειδή προσπάθησε να μείνει ίδιος. Μόνο αλλάζοντας μένεις ίδιος, κυλώντας μόνο με τον ποταμό της ζωής που τραβάει μπροστά, κυλώντας, χωρίς αντιστάσεις, υπάρχεις και είσαι συνεπής.
Ό χ ι , η αποψινή συνάντηση είναι μνημόσυνο θλιβερό που αγωνίζεται , άσεμνα, να παρατείνει το αποτελειωμένο. Ό λ α θυμίζουν αχνό αποτύπωμα σφραγίδας, άλλοτε πύρινης, που τη σφράγισε ανεξίτηλα κι ύστερα έπεσε και βυθίστηκε σε ποταμό, σφήνωσε στο βούρκο του .
Εκείνη είναι σήμερα αλλού. Κυλάει συνέχεια και το ξέρει πως κυλάει, πάνω σε κα-
κά και σε καλά, σε σφάλματα και σωστά, σε έξυπνα και σε βλακείες. Ό μ ω ς κυλάει κι έχει το κουράγιο να αφήνετα ι να κυλάει. Για πρώτη φορά, μετά από πολύ καιρό, αναγνωρίζει στον εαυτό της ένα προτέρημα κι αυτό της κάνει καλό.
Παλιά, ο πατέρας της την κατηγορούσε για τις συχνές αναθεωρήσεις της και τη γέμιζε αμφιβολίες. Τώρα, το βλέπει τόσο καθαρά που μπορεί και να το διατυπώσει με κάποια ενάργεια: Αναθεωρώντας κυλάς με τη ροή, επανεξετάζοντας πλησιάζεις τη δικαιοσύνη, ομο-λογώντας, «ήταν λάθος μου», γκρεμίζεις, πέτρα-πέτρα, τη βλακεία του εγωισμού που αιχμαλωτίζει , απλώνεσαι σε πεδιάδα και μαζεύεις φως.
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 163
Τούτος εδώ ο άνθρωπος, ακόμα κι όταν λέει, «έκανα λάθος», είναι κίβδηλος. Δεν λέει, «έκανα λάθος» για να το πει, αλλά για να υπογραμμίσει, «δέστε πόσο ανοιχτός και ανώτερος ε ίμαι , παραδέχομαι ακόμη και τα λάθη μου! Θαυμάστε με!»
Ό χ ι , δεν είναι καθόλου σεμνός. Η συντριβή του , η θλίψη του , η συνεχής εξύμνηση της ταπείνωσης των «εκλεκτών», είναι η πιο ενοχλητική έπαρση που έχει συναντήσει. Είναι βέβαιη, πως θα προσφέρει ελεημοσύνη σε ζητιάνους μονάχα όταν τον βλέπουνε.
Η αλεξανδρινή ατμόσφαιρα του γραφείου μυρίζει βαριά μούχλα. Είναι απολιθωμένη και ανέραστη σαν τη σοβαροφάνεια.
Αρχίζει να κουράζεται γ ια τα καλά. Πρέπει να έχει περάσει πολλή ώρα, πρέπει να έρχονται τα μεσάνυχτα. Θέλει οπωσδήποτε να φύγει και δεν θα τον ξαναπεί με τ' όνομά του ποτέ.
— Λοιπόν! Είναι αργά, θα σ' αφήσω τώρα. Σηκώνεται πολύ αποφασιστική.
Σηκώνεται κι εκείνος ξαφνιασμένος απ' την απότομη διακοπή που του γίνεται . Δείχνει απογοητευμένος.
— Μα πώς; Έλεγα πως θα πηγαίναμε για φαγητό. Υπάρχει ένα συμπαθέστατο ρεστοράν έξω απ' τα τείχη.
— Ό χ ι , όχι. Ήδη άργησα, κάποιοι φίλοι με περιμένουν και πρέπει να βιαστώ.
Απλώνει το χέρι της και σφίγγει το δικό του με ψεύτικη εγκαρδιότητα. Υπομονή, σε δυο δευτερόλεπτα θα τραβήξει το χέρι της έξω απ' το δικό του.
— Έχω έρθει εδώ για επαγγελματικούς λόγους και είπα να περάσω και να σε δω. Χρωστούσε αυτήν την ψεύτικη εξήγηση στην υπερηφάνεια της.
— Μα πώς; Δεν γίνεται να τους τηλεφωνήσεις, να πεις πως θ' αργήσεις; Θα μπορούσαμε...
Ήδη κατεβαίνει τη σκάλα. Ούτε γρήγορα ούτε αργά, απλώς κατεβαίνει όπως θα κατέβαινε οποιοσδήποτε μιαν οποιαδήποτε αδιάφορη ξύλινη σκάλα.
164 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
Βγαίνει στη νύχτα. Αποφεύγει να περάσει απ ' το κέντρο και μπερδεύε
ται στα σοκάκια της παλιάς συνοικίας, που , κάποτε, ήταν ενετική, μετά τούρκικη και τώρα φτωχογειτονιά με τουριστικό ενδιαφέρον. Είναι έρημα.
Θέλει να μη σκέφτεται, να μη σχολιάσει. Αν σκεφτεί, θα πέσει σε γκρεμό. Να μη σκέφτεται. Ν' ακούει μόνο τα βήματα της στο πλακόστρωτο. Γίνεται να γίνει μονάχα βήματα, ρυθμικά σε πλακόστρωτο;
Έτσι λοιπόν! Ο Παύλος της πέθανε όσο εκείνη έλειπε μακριά του. Σε μια στροφή του βίου του που ποτέ δεν θα μάθει, απόκαμε α π ' την ίδια του την ορμή, κάηκε απ ' την ίδια του τη φωτιά κι είπε να τελειώνει με την ψυχή του.
Άφησε π ίσω του εκείνο το φτωχό καβούκι, εκεί πάνω, σαν ξερό τσόφλι τζίτζικα σε δέντρο. Επειδή, σίγουρα, πάντα του σιχαινόταν τις κηδείες, τις κλάψες και τους επικήδειους ενός θανάτου ολοκληρωτικού, τον άφησε, σαν κούφιο σωσία κι έφυγε.
Έτσι θέλει να πιστεύει η Ελβίρα π ω ς έγινε και δεν μπορεί να δεχτεί π ω ς ο Παύλος της δεν υπήρξε ποτέ. Υπήρξε και πέθανε.
Υπήρξε και πέθανε. Θα τον θυμάται πάντοτε όπως δεν τον θυμάται κα
νείς. Δεν τον θυμάται, είναι βέβαιη, ούτε αυτός ο επαρχιώτης δικηγόρος με τη γραβάτα.
Α! Οι παλιές αγάπες πεθαίνουν. Πεθαίνουν και πάνε στον παράδεισο στολισμένες α π '
την καλοσύνη της αγίας μνήμης που θέλει να ξεχνά κάθε πίκρα τους, κάθε ώρα κακιά. Οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο καθαγιασμένες, εξωραϊσμένες, καταξιωμένες μέσα σε σύννεφα νοσταλγίας που ακούραστα μνημονεύει τη δόξα τους και την ανεπανάληπτη ομορ-φιά τ ο υ ς .
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 165
Οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο και δεν ανασταίνονται πια. Πεθαίνουν μέσα στο ίδιο το σώμα που τις γέννησε, στο σώμα που, αργότερα, από φάτνη έμει-νε τάφος ξερός. Τάφος με πολλές και διάφορες επιτύμβιες επιγραφές που, με τον καιρό, αλλάζουν και γίνονται όλο και περισσότερο γενναιόδωρες.
Οι ατυχίες πάνε πολλές μαζί
Έφτασε πίσω στο «Σεμίραμις» ενώ ήταν πολύ αργά. Έφτασε χωρίς να σκέφτεται κι ευγνωμονούσε τη βα-
ριά κούραση που ξαφνικά την κυρίευσε και, καλοσυνάτα , της προφύλασσε την ψυχή απ' τα γρονθοκοπήματα της σκέψης. Υπάρχουν ώρες, ακόμα και μέσα στη μεγα-λύτερη δυστυχία, που μια μυστήρια γαλήνη απ' το νου πέφτει , σαν αθόρυβο χιόνι, να σκεπάσει ειρηνικά ένα άγριο πεδίο μάχης. Ένιωθε έτσι.
Πέρασε στο προαύλιο του ξενοδοχείου, ανέβηκε τα λ ίγα σκαλιά. Το λαμπάκι ήταν αναμμένο ανάμεσα στα φύλλα του φο ίν ικα , όμως η πάνινη καρέκλα στεκόταν άδεια, χωρίς τη χθεσινή σκιά του νυχτερινού καπνιστή.
Ζήτησε πάλι ένα ποτήρι γάλα κι ανέβηκε. Ήπιε το γάλα με μια ανάσα, γδύθηκε αφήνοντας τα
ρούχα πεσμένα στο πάτωμα και ξάπλωσε μέσα στα μαλακά σεντόνια.
Ήταν εξαίσια κουρασμένη, ήταν εξαίσια άδεια. Δεν χρειαζόταν να πιει υπνωτικό χάπι γ ιατ ί καμιά προσδο
κ ί α , καμιά αγωνία, δεν την αναστάτωνε πια. Δεν χρειαζόταν να τραβήξει τις κουρτίνες στα τζάμια
γ ιατ ί τ ίποτα δεν την ενοχλούσε πια μια και καμιά ζωντανή σκέψη δεν βρισκόταν στο κεφάλι της.
Έγειρε στο πλάι το μάγουλο της, είδε το φεγγάρι , ελάχιστα μικρότερο από χθες, φλούδα λεμονιού, παιδικό
Oi ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 167
σκίτσα βάρκας με κιμωλία, να πλέει στο στερέωμα κι αποκοιμήθηκε σα νεογέννητο. Ήταν απίστευτα κουρασμένη για να μπορεί να συνειδητοποιεί ποιο ήταν το παρελθόν της και ποιο το μέλλον της.
Το πρωί αποφάσισε να φύγει αμέσως. Ό χ ι , δεν θα γυρίσει σήμερα στην Αθήνα. Της χρεια
ζόταν πρώτα μια εσωτερική τακτοποίηση πριν εμφανισθεί στους δικούς της ανθρώπους και βάλλει μπρος την άθλια μηχανορραφία που αραδιάζει χιλιάδες ψέματα για να κρύβει αλήθειες. Μόνο τη Μέλα χρειάζεται κι ελπίζει ο' αυτήν όπως το χαμένο καράβι σε φάρο τη νύχτα τρικυμίας.
Δεν αντέχει άλλο τούτη την πόλη. Ακόμα κι όσα κομμάτια της διασώθηκαν απ' τα παλιά, φαίνονται κούφια κι ικανά μονάχα να την τραυματίζουν χωρίς τέλος και αποτέλεσμα. Σαν εκείνο το ταφταδένιο φουστάνι της μητέρας που βρήκε σ' ένα μπαούλο, μετά το δυστύχημα. Το είχε, επί μέρες, απλώσει κάπου που να το βλέπει , να κλαίει και να θυμάτα ι τη γ ιορτή του πατέρα που το φορούσε και μπαινόβγαινε ενώ τρ ίζανε γλυκά οι σούρες της φούστας της. Το κοίταζε και μύριζε πούδρα ΤΟΚΑΛΟΝ, απριλ ιάτ ικα ρόδα στα βάζα και γλυκό κουταλ ιού, μπελτέ. Ά κ ο υ γ ε γέλια στο κεφαλό-σκαλο και β ιαστικά δάχτυλα στο πιάνο. . . Το κοίταζε κι έκλαιγε γ ιατ ί όλα τα ζωντάνευε το άδειο ρούχο εκτός απ' τη μητέρα της.
Κουρελιασμένο φουστάνι από τ α φ τ ά είναι η πόλη. Δεν θέλει να ξύσει άλλο πληγές και παρόν εδώ δεν έχει.
Θα φύγει απ' το «Σεμίραμις». Το φοβάται σήμερα. Το τριγυρίζουν δρόμοι με παθιασμένα φιλ ιά, τρεχαλητά χαμένων παιδιών στον Δημοτικό κήπο, φωνές μαθητριών με μπλε ποδιά, άσπρο γιακά που γελούν και φωνάζουν, «Ειρήνη, Δανάη... Ελβίρα.» Ό χ ι , δεν θα πάρει
168 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
άλλο μέρος σε τούτη τη στοιχειωμένη παράσταση λεπτομερειών που μόνη της έστησε. Θα φύγει .
Πήγε κι εγκαταστάθηκε, για λίγες μέρες, σ' ένα τουριστικό συγκρότημα, οκτώ χιλιόμετρα απ' την πόλη. Τόσο άχρωμο και ουδέτερο που θα της προκαλούσε απέχθεια οποιαδήποτε άλλη στιγμή της ζωής της. Τώρα επιζητούσε την ουδετερότητα του , όπως ένας κατάκοπος ταξιδιώτης τον, δίχως όνειρα, ύπνο.
Οι περισσότεροι ένοικοι ήταν ξένοι που έφταναν με γκρουπ, τα φαγητά διεθνώς άγευστα κι η μουσική στο μπαρ ένα ασταμάτητο ποτ πουρί απ' τα πιο ετερόκλητα , πασίγνωστα κομμάτια. Κολυμπούσε σε πισίνα καθαρισμένη με φαρμακευτ ικά φ ίλτρα αποφεύγοντας να γυρίσει και να κοιτάξει προς τη θάλασσα, διακόσια μέτρα πιο κάτω.
Δεν ήθελε να θυμάται τ ίποτα και πουθενά δεν θα 'βρισκε χώρο τόσο επιτυχημένα αποστειρωμένο από κάθε υπαινιγμό. Έπρεπε να το παίζει και στον εαυτό της πως είναι άλλη. Έπρεπε να το παίξει το παιχνίδι των παραπλανήσεων, πάση θυσία και ν' αναβάλει, όσο παίρνει, τις πολλές σκέψεις κι εκτιμήσεις. Έπρεπε να κερδίσει χρόνο γ ια να επουλωθούν λίγο οι προχθεσινές πληγές και να κάνουν κάποια κρούστα. Πίστευε στη δύναμη του χρόνου, ακόμα και της ώρας, επειδή το άκουγε πάντα από δω κι από κει κι είχε ανάγκη από κάθε γιατροσόφι γ ια να ελπίσει σε μια ανακούφιση.
Μετέφερε λοιπόν τον τραυματ ία εαυτό της μέσα σε τούτο το ξενοδοχείο που θύμιζε νοσοκομείο με γκαζόν και τον ακούμπησε σ' ένα κλιματιζόμενο δωμάτιο όπως σε πεντακάθαρο χειρουργείο.
Εδώ, μπορούσε να είναι δυστυχισμένη με μεγαλύτερη ασφάλεια. Παρακάλεσε τον Αλέκο, μ' ένα λιγόλεπτο τη λεφώνημα, να μην ξανατηλεφωνηθούν ώσπου να επιστρέψει στην Αθήνα. Θα του εξηγήσει τότε, του υπο-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 169
σχέθηκε. Ούτε στη Μέλα είπε πολλά. Μίλησαν βιαστικά το άλλο πρωί, ύστερα απ' το ραντεβού και της αστειεύτηκε πως έχει να τη ζαλίσει γ ια καλά όταν τη δει κι αφού καταφέρει να βάλει το μυαλό της σε μια τάξη. Ήθελε να κάνει χιούμορ ώστε να της ανακόψει κάθε ανησυχία που θα την συγκινούσε κι αυτή. Τη ρώτησε πώς τα πάει εκείνη κι η Μέλα με παιδική χαρά, σχεδόν ντροπαλά, της απάντησε, «νομίζω πως ο Διονύσης, τώρα, θα έρθει να ζήσει μαζί μου...» Έβαλε κι η Ελβίρα φωνές χαράς αν και δεν είχε ιδιαίτερη εμπιστοσύνη στις δυνατότητες του Διονύση εν σχέσει με της γυναίκας του.
Ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, κοιτά το χαμηλό ταβάνι και ψάχνει γ ια παρηγοριά, που ίσως να είναι και η πραγματ ικότητα κατά κάποιο τρόπο. Μια ηρεμία που επιμένει να τη χαλαρώνει σαν σοφή αντίδραση του οργανισμού της, της ξεκουράζει ίνα-ίνα όλο της το κορμί με μια ξεκούραση που θα μπορούσε να την πει και εξάντληση. Κοιμάται πολύ και δίχως χάπια. Διαβάζει την «Ανάσταση» κι εκπλήσσεται κι η ίδια που μπορεί να συγκεντρώνεται στις σελίδες της κι ας μη συμμετέχει ψυχικά.
Δεν αποκλείεται να υπάρχει και κάτι καλό μέσα στην απογοήτευση τούτη . Τουλάχιστον, τακτοποιήθηκε μια εκκρεμότητα που την αναστάτωνε οδυνηρά και της απορροφούσε κάθε διάθεση επί μήνες. Τακτοποιήθηκε λοιπόν... Έστω κι έτσι...
Υπάρχουν άνθρωποι που τους τρέφουν οι εκκρεμότητες, τις παρατείνουν, ακόμα και ισόβια. Αυτή όχι, σιχαίνεται τις εκκρεμότητες και τις αναβολές τόσο που πάντοτε προτιμούσε μια γρήγορη διευθέτηση, έστω κι αν η βιασύνη θα χειροτέρευε τ' αποτελέσματα.
Στη δικιά της περίπτωση, σε τι θα βοηθούσε η υπομονή; Να ονειρεύεται και να φαντάζετα ι , να συγκρίνει φαντασίες και πραγματικότητες και να κακιώνει, να ε-
170 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
ρωτεύεται τους πόθους της και να υποφέρει; Και ποιον; Δεν θέλει ούτε να φέρει στο νου της την εικόνα του παχουλού μεσήλικα που της κρατά το χέρι.
Καλύτερα που ήρθε, καλύτερα που τηλεφώνησε, καλύτερα, χίλιες φορές καλύτερα, που έψαξε να τον δει καταπρόσωπο. Η αλήθεια σώζει, πονά αλλά σώζει. Πρέπει, συνέχεια, να το έχει στο νου της αυτό. Τις ώρες της λύπης και της σύγχυσης, της αδυναμίας και του φόβου, να το έχει στο νου της αυτό.
Υπάρχει αλήθεια ή είναι όλα έτσι όπως τα νομίζουμε; Ναι, υπάρχει. Στα έγκατα της καρδιάς μας κάτι γνωρίζει καλά τη γεύση της. Κάτι που καταφέρνει ν' ανασαίνει, πλακωμένο από χιλιάδες σελίδες με πρόχειρες συνταγές ζωής, πίσω από απέραντα λιβάδια υπνοφό-ρων φυτών, πέρα από αμμουδερές έρημους λήθης. Επιζεί και κατορθώνει να πονάει.
Ό μ ω ς , είναι γνωστό, πως οι ατυχίες πάνε πολλές μαζί συνήθως, γ ια να είναι και σκληρότερες. Για να σπρώχνουν ακόμα και τους κυνικούς σε μεταφυσικές υποψίες.
Την τρ ίτη μέρα της εγκατάστασης της σ' εκείνο το τουριστικό συγκρότημα, σηκώθηκε πολύ νωρίς και βγήκε έξω. Πριν πάει να πάρει πρωινό στο εστιατόριο, περπάτησε στον κήπο που ακόμα δεν είχε πολύ κόσμο κι όπου οι κηπουροί πότιζαν και κλάδευαν τις καλλιεργημένες τριανταφυλλιές πάνω στο γρασίδι και τους ιβί-σκους του φράχτη. Πήγε μέχρι το κιόσκι της εισόδου για περιοδικά κι εφημερίδα. Υπήρχαν ακόμα μόνο χθεσινές απογευματινές εφημερίδες κι αγόρασε μία. Γύρισε πίσω στο εστιατόριο και κάθισε σε γωνιακό τραπεζάκι κάτω απ' την ψάθινη τέντα.
Το δροσερό πρωινό, σαν πεντακάθαρο λουτρό, καθάριζε και γυάλιζε τις λεπτομέρειες του τοπίου γύρω της. Τώρα που ο ήλιος ήταν ακόμα γερμένος στο πλάι,
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 171
κάθε φυτό και κάθε πράγμα μπορούσε να έχει γ ια συντροφιά τη σκιά του και να μοιάζει δραστήριο και κεφάτο.
Το γκαρσόν έφερε το δίσκο με τον καφέ, το γάλα, την πορτοκαλάδα, τις φρυγανιές, το κέικ, το βούτυρο και τη μαρμελάδα. Τον ακούμπησε στο τραπέζι της. Έφτιαξε τον καφέ όπως της άρεσε κι άρχισε να πίνει γουλιά-γουλιά γ ιατ ί ήταν καυτός. Άνοιξε την εφημερίδα και, μισοαφηρημένα μισοπροσεχτικά, άρχισε να ψάχνει τ ί τλους και φωτογραφίες. Κι εκεί, στην τρ ί τη σελίδα, μαρμάρωσε με το βλέμμα του ανθρώπου που πρέπει, επειγόντως, να βεβαιωθεί αν είναι ξύπνιος ή αν ονειρεύεται ενώ εύχεται, με όλο του το είναι, να ονειρεύεται. Δεν ονειρεύεται , η μικρή αυτή φ ω τ ο γ ρ α φ ί α δείχνει τον Διονύση κι η μεγάλη, δίπλα τ ο υ , ένα αυτοκ ίνητο διαλυμένο σε σίδερα. Ψάχνει τα γράμματα αγωνιζόμενη να τα βάλει σε σειρά και να καταλάβει . Γράφουν πως ο γνωστός επιχε ιρηματίας, χθες, σκοτώθηκε επί τόπου , σε μετωπική σύγκρουση στην Εθνική οδό Λαμίας, στο υ-ψος της Νέας Ερυθραίας. Στο αυτοκ ίνητο επέβαινε κι η γυνα ίκα του η οποία τραυματ ίσθηκε σοβαρά αλλά διασώθηκε.
Ο καυτός καφές χυνόταν στη φούστα της ώσπου άδειασε το φλυτζάνι . Το χέρι της, αργοπορημένα, άρχισε να τρέμει. Η εφημερίδα έπεσε.
— Μέλα, έκανε, Μέλα!. . . Σηκώθηκε. Προχώρησε με αργά, μηχανικά βήματα
γυναίκας που τη βρήκε μια αδέσποτη σφαίρα στην πλάτη αλλά μπορεί να περπατά και φτάνει στη ρεσεψιόν. Ζητά να τηλεφωνήσει. Της δείχνουν να πάει στο μικρό θάλαμο απέναντι. Ψάχνει με αγωνία να βρει στο μυαλό της τον αριθμό του τηλεφώνου της Μέλας και δεν μπορεί. Πρέπει, πρέπει να θυμηθεί αυτό το νούμερο που το καλεί τόσες φορές κάθε μέρα, χρόνια και χρόνια. Τι έγινε το νούμερο της Μέλας; Αχρηστεύεται ο εγκέφαλος της τόσο εύκολα; Δεν το θυμάται .
172 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
Πάει στο δωμάτιο της, ψάχνει την τσάντα της, τη γυρνά ανάποδα. Χύνονται στο πάτωμα τσίκλες, χαρτάκ ια , φουρκέτες, άμμος, κλειδιά, χαρτοπετσέτες, χάριτες, διαφημιστικά, τσατσάρες, σκουλαρίκια... η ατζέντ α ! Αρπάζει την ατζέντα και την ξεφυλλίζει μ' αγωνία μη ξέροντας αν έχει γραμμένο το τηλέφωνο της Μέλας. Δεν το έχει. Γιατί να γράψει το τηλέφωνο της Μέλας ανάμεσα στ' άλλα; Θα 'ταν σα να έγραφε το δικό της. Κάθεται στο κρεβάτι και πιάνει το κεφάλι της. Τι να κάνει; Ύστερα προσπαθεί να σκεφτεί λογικά. Γιατί κάνει έτσι; Γιατί βιάζεται σα να μπορεί να σπεύσει και να σταματήσει το αυτοκίνητο που τρέχει, λίγο πριν τρακάρει . Δεν είναι προφητε ία αυτό που διάβασε, είναι γεγονός τελειωμένο. Τελειωμένο εδώ και δύο μέρες. Ο Διονύσης ίσως και να είναι ήδη θαμμένος. Η Μέλα πού είναι ; Και ξαφνικά, σαν μετά από ένα ηλίθιο αστείο που παρατράβηξε, ο αριθμός του τηλεφώνου πετάγεται μπροστά της μετανιωμένος.
Αρπάζει το ακουστικό και καλεί. Καλεί, δυο, τρεις, τέσσερις φορές. Το σηκώνουν! — Μέλα... Δεν είναι η Μέλα, είναι η αδερφή της. — Τι έγινε; Πες μου. Πού είναι η Μέλα; — Η Μέλα είναι στο δωμάτιο της κλεισμένη. Η κηδεία
θα γίνει το απόγευμα. — Θα πάει ; — Επιμένει να πάει. Ο Διονύσης έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα. Η γυναίκα
του μπόρεσε και μίλησε κι είπε σε συγγενείς της πως καυγαδίζανε εκείνη την ώρα. Το αυτοκίνητο ξέφυγε και μπήκε στο αντίθετο ρεύμα. Η κηδεία θα γίνει το απόγευμα.
— Πώς είναι η Μέλα; — Ρωτάς; Δεν μιλάει, την ξέρεις. — Δώσ' μου την, σε παρακαλώ Αντωνία. — Δεν θέλει να μιλήσει σε κανένα.
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 173
— Ούτε σε μένα; — Ούτε σε σένα Ελβίρα. Κατάλαβε... Κατάλαβε. Έκλεισε το τηλέφωνο κι έσκυψε το κεφά
λι . Κοίταζε ένα ένα τ' αντικείμενα που έριξε απ' την τσάντα της κι άπλωναν αραδιασμένα στο πάτωμα. Θα φύγει απόψε με το καράβι στην Αθήνα.
Τα μαύρα άλογα της επιστροφής
Το δειλινό που το καράβι έφυγε απ' το νησί γ ια την Αθήνα, δεν είχε σχέση καμιά μ' εκείνο το δειλινό που, το ίδιο καράβι, έκανε, πριν κάμποσες εβδομάδες, την ακριβώς αντ ίστροφη πορεία. Τίποτα δεν έμοιαζε με τότε και δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς πως, όλο τούτο το φευγιό, όλο το σκηνικό του κι όλη η ατμόσφαιρα γύρω του, έφερνε στο νου στρατούς, σε ταινίες εποχής, που τη μια στιγμή τους βλέπουμε περήφανα στητούς, υπέρλαμ-πρους κι ελπιδοφόρους να πηγαίνουν γ ια την κατάκτηση μητρόπολης με συλλογικό, ευγενικό χτυποκάρδι και την άλλη στιγμή, μετά από λυσσαλέο μακελειό, να γυρίζουν οι πολεμιστές, σκόρπιοι κι α ιμόφυρτοι , πάνω σε πληγιασμένα άλογα που παραπατάνε.
Οι δικοί της οι στρατοί , βαθιά μέσα της, σέρνονταν έτσι, σε πληγιασμένα άλογα πάνω. Επιστρέφανε παραπατώντας. Κι η θάλασσα, που την καταλάβαινε τη διαφορά, ήταν απόψε κατάμαυρη. Μέσα της έβραζαν στοιχεία υπόγεια και ζοφερά και μεταμόρφωναν τα πλούσια νερά σε πηχτό κατράμι, σήκωναν κύματα ψηλά για ν' ανοίξουν αμέσως υγρούς γκρεμούς, άπατα πηγάδια και ρουφήχτρες.
Το πέλαγο ήταν αναστατωμένο ενώ η ζέστη ανυπόφορη. Δεν την ενοχλούσε αυτή η θαλασσοταραχή και νομίζει πως αν τα τοπία γύρω της, απόψε, ήταν γλυκά κι ειδυλλιακά, σα μια ρομαντική κάρτα ηλιοβασίλεμα-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 175
τος, θα την τραυμάτιζαν χειρότερα βγάζοντας την απέξω, μίζερη ανορθογραφία.
Δεν κάθισε στο κατάστρωμα να κοιτά την αναχώρηση. Δεν είδε τους ανθρώπους που , με τελευταίες χειρονομίες και νεύματα, χαιρετούσαν τους δικούς τους στην κουπαστή δίνοντας τους τις τελευταίες παραγγελίες. Δεν είδε την αλυσίδα της άγκυρας να μαζεύεται σαν λαβωμένο φίδι στη φωλιά του και δεν κοίταξε το μωβ περίγραμμα της πόλης, φιγούρα αχνή πάνω σε σεντόνι θεάτρου σκιών, που φέγγιζε μέσα στο ζεστό απόβραδο.
Δεν ήθελε ν' αποχαιρετήσει τ ίποτα. Πήγε κατευθείαν στη μοναχική καμπίνα της κι έριξε
τον εαυτό της στο στενό κρεβάτι. Δεν ξάπλωσε. Ακούμπησε την πλάτη της στον τοίχο κι ένιωθε το κούνημα του πλοίου να χειροτερεύει όσο ξανοιγότανε στο αντα-ριασμένο πέλαγο.
Δεν φοβόταν τ ίποτα σαν τ ίποτα να μην της είχε μείνει να διασώσει. Θάλεγε, μάλιστα, π ω ς την επιζητούσε την περισσότερη ταλαιπωρία όταν ένιωθε δυστυχισμένη. Μια εσωτερική λύσσα την έσπρωχνε να προκαλέσει, πεισματωμένη, την κακοτυχία της και να ελκύεται απ ' τις συμφορές όπως απ ' τον ίλιγγο σε κατηφόρα. Τη νύχτα, το καράβι, χτυπιόταν σαν ανήμπορη σχεδία κι οι τριγμοί των αρμών του έβγαιναν όπως οι εφιαλτικοί αναστεναγμοί στην κόλαση. Τα γυναικόπαιδα στο κατάστρωμα ξερνούσαν και τρεις μαυροφορεμένες γεροντοκόρες, με ωχρά αλλά αποφασισμένα για αιώνια πίστη, πρόσωπα , έψαλλαν με ψιλές φωνές το «Σώσον Κύριε τον λαόν σου...». Οι ψαλμοί τους αντί να καθησυχάσουν το φτωχόκοσμο, σκόρπιζαν πανικό σαν φάλτσες σάλπιγγες της Δευτέρας Παρουσίας.
Καμιά τρικυμία δεν ήταν τόσο ισχυρή ώστε να εξουδετερώσει την τρικυμία της ψυχής της Ελβίρας. Ανεπηρέαστη απ ' την κοσμοχαλασιά, είχε πέσει στο στενό κρεβάτι κι ένιωθε τη σκέψη της, σαν αεικίνητη, νυχτερινή νοσοκόμα, να τρέχει πότε στα δικά της και πότε στη
176 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
Μέλα λες και φροντίζει φιλότιμα δύο βαριά άρρωστες. Αγωνιούσε για τη Μέλα, γ ια την ίδια τη Μέλα κι αγω
νιούσε για τη Μέλα, γ ια δικό της λογαριασμό. Αν πάθει τ ίποτα η Μέλα, τι θ' απογίνει εκείνη; Παιδιάστικος εγωισμός που μεγαλώνει τις ώρες τις δύσκολες, όταν χρειάζεσαι τη συμβουλή, ακόμα και την εξάρτηση.
Ο Διονύσης πέθανε. Ο Διονύσης που ήταν ο τελευταίος που θα μπορούσε κανείς να φαντασθεί πως θα πεθάνει. Υπάρχουν πρόσωπα κοντά μας τα οποία, πέρα από κάθε λογική, τα θεωρείς ανέγγιχτα, άτρωτα, αιώνια. Ό τ α ν , αιφνίδια, εξαφανισθούν απ' τη σκηνή της καθημερινής ζωής, οι γνωστές ισορροπίες κλονίζονται σε βαθμό που αμφισβητείς και τη δικιά σου την κρίση για τα πιο βασικά.
Ο Διονύσης πέθανε. Ακούγεται τόσο παράταιρο που μόνο σα φάρσα, που όπου νάναι θα λήξει, μπορεί να το ανεχθεί. Γίνονται αυτά ; Αν γ ίνονται , τότε, ζώντας, δεν περπατούμε σε στέρεη γη , σχοινοβατούμε πάνω απ' το χάος χωρίς μάλιστα να μας έχει προοειδοποιήσει κανείς, για το σχοινί και γ ια το χάος. Είτε δεν μας μάθανε σωστά ούτε τα στοιχειώδη είτε από κάπου, κάποιος, μας κοροϊδεύει.
Και των γονιών της ο θάνατος ήταν από δυστύχημα, όμως εκείνος ο πόνος ήταν βαρύς βράχος που έπεσε πάνω της και την σκοτείνιασε για καιρό και δεν της άφησε περιθώρια για το βασανιστήριο της κρύας σκέψης. Τότε, ευτυχώς, δεν ήταν σε θέση να παρατηρεί τ ίποτα. Ξεπέρασε το διάστημα του αιφνιδιασμού και του πένθους ναρκωμένη, σαν τη κοιμισμένη βασιλοπούλα που χάθηκε απ' το δηλητήριο για εκατό χρόνια. Ό τ α ν ξύπνησε, ο χρόνος και τα γεγονότα είχαν μετακινηθεί αρκετά.
Το πλοίο προχωρά προς την Αθήνα, αγκομαχώντας. Χιλιάδες εμπόδια ορθώνονται μπρος του για να της παρατείνουν το μαρτύριο. Χτυπιέται και θορυβεί σαν ξεχαρβαλωμένη καρότσα σε δρόμο σπαρμένο πέτρες.
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 177
Θέλει να τελειώσει αυτό το ταξ ίδ ι . Θέλει να φτάσουν, θέλει να φτάσει στη Μέλα. Να την παρηγορήσει...
Ό μ ω ς ποιος μπορεί να παρηγορήσει τη Μέλα; Από πότε ο αδύνατος μπορεί να δώσει κουράγιο στο δυνατό ; Ο αδαής γνώμη στο σοφό;
Συνέβη καν φοβερά γεγονότα, η Μέλα θα γονάτισε, η Μέλα της τη χρειάζεται κα ι , τώρα , βρήκε εκείνη να λείπει από κοντά της. Τη μόνη φορά που η Μέλα τη χρε ιάζεται .
«Μέλα έρχομαι... Έρχομαι να σε παρηγορήσω και, κατά βάθος, να παρηγορηθώ εγώ από σένα. Είσαι τόσο καλή, τόσο δυνατή, που εσύ, πάλι εσύ, θα μου εξηγήσεις γ ια τον θάνατο του Διονύση και θα με καθησυχάσεις. Τό ξέρω».
Γύρω στις δυόμισι μετά τα μεσάνυχτα, σκέφτηκε για πρώτη φορά τον Αλέκο. Η σκέψη του την ανησύχησε για την ίδια. Σα να έκανε μια γρήγορη επανάληψη στα αισθήματα της και να εξέταζε πού βρίσκεται. Ό χ ι , πρέπει, όσο γίνεται πιο σύντομα, να πει στον Αλέκο να χωρίσου-νε. Το επιθυμεί περισσότερο τώρα.
Τούτη η διαπίστωση την ικανοποίησε. Θα έπεφτε στα ίδια της τα μάτια χάνοντας και τον ελάχιστο αυτοσεβασμό της, αν ανακάλυπτε πως, τώρα, που το ραντεβού της με τον έρωτα ξεφούσκωσε άδοξα και την άφησε φτωχή, κατέφυγε πίσω, δειλά και μουλωχτά, στη βολική συζυγική εστία. Κι ύστερα, της ήταν αδύνατο να συνεχίσει να κάνει έρωτα με τον Αλέκο. Αν και ποτέ της δεν ένιωσε πάθος κοντά του, κάποτε, το να την αγκαλιάζει, της ήταν τρυφερά ευχάριστο. Μετά έγινε γυμνά αναγκαίο σαν αδιάφορη σωματική ανάγκη, ενώ τώρα το αισθάνεται αποκρουστικά χυδαίο, σαν αιμομιξία.
Της έδωσε θάρρος η σταθερότητα της απόφασης της και βεβαιωνόταν πως ήταν μία απόφαση ξεκάθαρη, άσχετη απ' τις μαγγανίες των ερωτικών πόθων της λίγες μέρες πριν.
Ό χ ι , δεν επιτρέπεται ούτε γ ια τη δικιά της σοβαρό-
178 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
τητα ούτε γ ια την αξιοπρέπεια του Αλέκου να του αποκρύψει άλλο τα αληθινά της αισθήματα. Θα φύγει η ίδια απ' το σπίτι τους και θα πάρει μαζί της ελάχιστα και μόνο τελείως προσωπικά αντικείμενα. Το να αναλάβει πάνω της κάθε πρακτική ταλαιπωρία του χωρισμού, θα της ελαφρώσει λιγάκι το απαίσιο βάρος των ενοχών που ήδη την κατακλύζουν.
Είναι λιγάκι περήφανη που βλέπει, πως ο τρόμος της κι η σημερινή ατονία της, μετά το χαστούκι του ταξ ι διού, δεν τη ζάρωσαν τόσο ώστε να σπεύσει ν' αναζητήσει το αποκούμπι της παρουσίας του Αλέκου, την προστασία ενός ισχυρού σχήματος που λέγεται γάμος, έστω και τυπικός. Είπε πως αυτή η σχέση τους δεν της αρκεί και συνεχίζει να το λέει πως δεν της αρκεί, ακόμα κι απόψε που τρέμει σαν κουνέλι από προβολέα καταπάνω του . Να λοιπόν που υπάρχει μια χούφτα χώμα μέσα της να σταθεί όρθια. Θα φύγει απ' το σπίτι τους, θα ζητήσει διαζύγιο και περισσότερο την τρομάζει πώς θ' αντιμετωπίσει τις τύψεις της παρά τον Αλέκο τον ίδιο. Είναι δυσκολότερος αντίπαλος οι ενοχές της. Δύσπιστες, αδέκαστες, σατανικά εύστροφες.
Τα φώτα της καμπίνας αναβόσβησαν σε μια μεγαλύτερη πτώση του πλοίου σε υδάτινο γκρεμό. Το στομάχι της υποχωρεί σε δικό του γκρεμό. Κάποιοι τρέχουν στο διάδρομο. Μια πόρτα χτυπούσε και ξαναχτυπούσε δυνατά.
Ό λ α γίνονται στην ώρα τους! Αν έπεφταν σε τέτοιο χαλασμό τότε που πήγαινε στο νησί, θα έκλαιγε απ' το φόβο της μήπως πνιγούν και δεν προλάβει να ζήσει στην πατρίδα της όσα η ίδια υποσχόταν στην ψυχή της.
Το καλό με την απελπισία είναι πως, τουλάχιστον, σε κάνει γενναιότερο και πιο τολμηρό.
Μπήκε στο σπίτι πολύ πρωί. Η όψη της πρέπει να ήταν ανησυχητικά τρομαγμένη,
γ ιατ ί ο Αλέκος, που δεν είχε φύγει ακόμα για το γρα-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 179
φείο, πετάχτηκε απ' το κρεβάτι τους κι έτρεξε κοντά της. Την πήρε στην αγκαλιά του και της χτυπούσε τρυφερά τον ώμο. Σκεφτόταν λυπημένος πως θάκανε δύσκολο ταξίδι μ' αυτό τον παλιόκαιρο και πως τα νέα για τον Διονύση θα την είχαν συνταράξει.
Έγειρε το κεφάλι της και το ακούμπησε μέσα στο στήθος του .
«Ω Αλέκο να 'ξερες τι έπαθα!. . . Να 'ξερες τι ετοιμάζομαι να σου κάνω...», επαναλάμβανε μέσα της.
Τέλος του καλοκαιριού
Στο τέλος του Αυγούστου ο καιρός συννέφιασε. Νωρίς το απόγεμα έπιασε μια δυνατή μπόρα κι η πόλη, απ' τη μια στιγμή στην άλλη, μεταμορφώθηκε σε απέραντο τοπίο ονείρου ποιητικού, χωρίς χρόνο, χωρίς βαρύτητα.
Οι λίγες γλάστρες στη βεράντα μύριζαν ηδονικά πρωτοβρόχι. Μύριζαν τα μάρμαρα, τα τσιμέντα, η άσφαλτος.
Στεκόταν στη τζαμαρία του νέου σπιτιού της και κοίταζε την Αθήνα, πίσω απ' τις διάφανες γάζες της βροχής, ν' αχνίζει όλη την απάνθρωπη κάψα που, μήνες τώρα, ρούφηξε και κατακράτησε. Θέλει να ζωγραφίσει τη βροχή στους μουσαμάδες της. Να συλλάβει ζωγραφίζοντας την ατμόσφαιρα, την ανάληψη των πόλεων, την κατάνυξη που πέφτει όταν βρέχει. Μήπως αυτός και μόνο ο δύσκολος στόχος δεν θα μπορούσε, από δω και πέρα, να της γεμίσει τη ζωή;
Ακουμπισμένη στο τζάμι κοίταζε έξω. Το διαμέρισμα πίσω της ήταν σχεδόν άδειο. Είχε μετακομίσει εδώ πριν εφτά μέρες και τα λίγα της πράγματα ήταν ακόμα στις κούτες.
Βρήκε και νοίκιασε έναν αρκετά μεγάλο χώρο κοντά στο κέντρο, στον πέμπτο όροφο μιας παλιάς πολυκατοικίας. Σχεδίαζε να βάλει ελάχιστα, απαραίτητα έπιπλα και να βάψει τους τοίχους λευκούς. Θα ήταν, κυρίως, εργαστήρι ζωγραφικής το μεγάλο δωμάτιο και στο μικρότερο
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 181
θα έφτιαχνε λιτό υπνοδωμάτιο. Ήταν αποφασισμένη ν' αρχίσει πάλι να ζωγραφίζει συστηματικά.
Με τον Αλέκο βασανίστηκε περισσότερο απ' όσο φοβόταν. Για να μπορεί να κρατιέται στα πόδια της και να συνεχίζει, αγωνίζεται να ξεχάσει λόγια και σκηνές μεταξύ τους, απ' τη στιγμή που του ανακοίνωσε πως αποφάσισε να τον χωρίσει και να ζήσει μόνη της. Το άκουσε ανυπόφορα έκπληκτος, συγκλονιστικά απροετοίμαστος κι η ψυχική γκάμα, που διέσχισε μπροστά στα μάτ ια της, κινδύνεψε να της εξαντλήσει στο τέλος τις αντιστάσεις που με τόση οδύνη και τόσο κόπο κι η ίδια συγκρατούσε.
Για τον Παύλο δεν έβρισκε λόγο να του πει τ ίποτα. Ό χ ι μόνο δεν υπήρχε στον παρόν και στον μέλλον, τώρα πια, αυτή η ιστορία, αλλά και της ήταν τρομερά δύσκολο, ακατόρθωτο σχεδόν, να βρει λόγια και να την εξιστορήσει απ' την αρχή ως το τέλος. Ήταν αδύνατον να του μεταδώσει την αλήθεια που έκλεισε μέσα της αυτή η περιπέτεια και μόνο παρανόηση θα προκαλούσε η αποκάλυψη της.
Δεν θέλει να ξαναθυμάται όσα γίνανε με τον Αλέκο. Δεν αντέχει να θυμάται λεπτομέρειες.
Εκείνος της πρότεινε απίθανες παραλλαγές σχέσεων, προκειμένου να συνεχίσουν μαζί. Έφτασε στο σημείο να της ζητήσει να ζήσει με τον όποιον «άλλον» τον εξωσυζυγικό της δεσμό γ ια ένα χρόνο και στο τέλος του χρόνου να το ξανασυζητήσουν. Τη διαβεβαίωνε πως δεν θα την ενοχλήσει στο μεταξύ. «Δεν έχω κανένα δεσμό, θα ζήσω μόνη», του έλεγε και του ξανάλεγε σταθερά. Τον παρακολουθούσε να παλεύει άγρια ανάμεσα σ' εγωισμούς και σε αισθήματα, ανάμεσα στα τυπικά και στα ουσιαστικά, ανάμεσα σε είναι και σε πρέπει, σε όσα λέει και σε όσα κρύβει και τελικά, μέσα απ' όλες τις συγκρούσεις, να του βγαίνει, όπως το ζεσταμένο κερί, απ' τις ρωγμές μεταλλικής θήκης, η σπαρακτική λαχτάρα του να την κρατήσει κοντά του.
182 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
Ήταν απίστευτο! Ο Αλέκος, θέλοντας να φανεί ανθρώπινος και να τη βοηθήσει στην περίπτωση που όλη αυτή η φασαρία γινόταν εξαιτίας κάποιου άλλου άντρα, της πέταξε πως είναι σε θέση να το καταλάβει αυτό. Έμεινε άναυδη. Πάντοτε, ήταν πεπεισμένη, πως αν της συνέβαινε κάτι τέτοιο και μια και δεν θα μπορούσε να τη σκοτώσει, θα την πετούσε έξω απ' το σπίτι αμέσως. Στα ζητήματα τιμής και πίστης ήταν απόλυτα μονολιθικός, απ' όταν τον γνώρισε.
Για να τη διευκολύνει μάλιστα, σε μια τέτοια τυχόν κατάσταση που τη θόλωνε και τη μπέρδευε, της ομολόγησε πως κι εκείνος, πριν δυο χρόνια, πέρασε μια παρόμοια κρίση γ ια μια γυναίκα. Πως πάλεψε άγρια γ ια να καταλήξει σε επιλογές, πως ήρθαν στιγμές που ήταν έτοιμος ν' ανοίξει το στόμα του και να της ζητήσει διαζύγιο... Πάνω σε ελάχιστες στιγμές, της είπε, παίχτηκε και κέρδισε, τότε, ο γάμος τους.
Αισθάνθηκε να ζαλίζεται. Να οργίζεται . Η προδοσία του Αλέκου έφτανε σ' αυτήν τώρα που εκείνη είχε πια κάνει τις κινήσεις της, είχε δείξει όλα της τα χαρτ ιά και τον κοίταζε με ορθάνοιχτα μάτια, αποσβολωμένη κι αφοπλισμένη. Μισούσε την τύχη της να κάθεται σα χαζή και να τον ακούει χωρίς να μπορεί να του γυρίσει ένα χαστούκι δυνατό, ικανό να ξεριζώσει δόντια.
Ο Αλέκος φάνηκε να πιάνει την οργή της στον αέρα και να αισθάνεται ικανοποίηση σε βαθμό αγαλλίασης.
Προς στιγμή, προβληματίσθηκε κι η ίδια. Γιατί αντέδρασε τόσο βίαια όταν άκουσε για την απιστία του ; Μήπως τον αγαπά περισσότερο απ' όσο ξέρει και μήπως θάρθει μέρα που θα χτυπά το κεφάλι της βλέποντας τον από μακριά, στο πλάι μιας άλλης γυναίκας;
Δεν κράτησε γ ια πολύ η ταραχή της γ ιατ ί σύντομα κατέληξε πως, τούτη η οργή, ήταν κυρίως απ' τον πληγωμένο εγωισμό της παρά από αληθινά ερωτικά αισθήματα και προσπάθησε να το ξεπεράσει. Απόδειξη πως το ξεπέρασε γρήγορα.
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 183
Οι συζητήσεις με τον Αλέκο τη σκότωναν. Κατάπληκτη διαπίστωνε πόσα πολλά, άγνωστα πρόσωπα μπορεί να κρατά φυλαγμένα κι ο πιο κοντινός σου άνθρωπος. Ποτέ, ποτέ της δεν θα υποπτευόταν πως μπορεί ο Αλέκος να δείξει τέτοιες αντιδράσεις. Μέχρι τώρα, ήταν βέβαιη πως θα θυμώσει, πως θ' αγανακτήσει, πως θα τη βρίσει, πως θα τη μισήσει για ένα διάστημα και πως, μετά απ' όσα του είπε, και να τον παρακαλούσε δεν θα τη δεχόταν να επιστρέψει κοντά του.
«Είναι από αγάπη ή από ανάγκη η τόση υποχωρητικότητα του»; Αναρωτιόταν και δεν ξέρει να τα ξεχωρίσει αυτά. Ούτε ο ίδιος θα ξέρει.
Του χρωστά ευγνωμοσύνη που, ενώ χρησιμοποίησε τόσα και τόσα αβάσταχτα επιχειρήματα και όχι δόλια, γ ια να την πείσει, δεν αναφέρθηκε ούτε μια φορά στη Φοίβη. Όσες φορές οι κουβέντες τους πλησίασαν στην κόρη τους, εκείνη παρέλυσε κι έλεγε μέσα της, «αν μου το κάνει κι αυτό, δεν θα τα βγάλω πέρα...».
Οι διάλογοι από κοντά με τον άλλον σου πετούν σκόπελους, σ' ανοίγουν κατατόπια πολύ διαφορετικά απ' αυτά που φαντάσθηκες όταν μονολογούσες και σχεδίαζες αυτούς τους διαλόγους, μόνη σου. Καμιά παγίδα του Αλέκου, καμιά παγίδα του εαυτού της, δεν έπρεπε να τη σταματήσει.
Έφυγε. Έβλεπε πως εκείνος αποζητούσε να παραμείνει α
νάμεσα τους, μετέωρη, μια πιθανότητα πως θα γυρίσει κάποτε στο σπίτι τους. θα ήταν εγκληματική ειλικρίνεια να του επιμένει πως όχι, πως τέτοια πιθανότητα δεν υπάρχει και προτίμησε ν' αφήσει στην καλοσυνάτη βραδύτητα του καιρού τον άσχημο ρόλο του να τον απελπίσει εντελώς.
Γύρισε και κοίταξε το άδειο δωμάτιο γύρω της. Της αρέσει το άδειο δωμάτιο γ ιατ ί κι αυτή σαν άδειο δωμά-
184 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
τ ιο νιώθει κι είναι ξαλαφρωμένη έτσι όπως όταν πλένεσαι και λούζεσαι ύστερα από μακριά πεζοπορία σε ηλιοκαμένο χωματόδρομο. Είναι και λιγάκι περήφανη για τη δύναμη της να κατανικήσει εκείνους τους φόβους που σε κάνουν να υποτάσσεσαι σε σχέσεις, σε αναμνήσεις και σε θεσμούς, επιφανειακά ασφαλείς αλλά που εντός τους κρύβουν το αδυσώπητο πηγάδι του σχεδόν τ ίποτα. Το αντίκρυσε το πηγάδι τούτο , ένιωσε φρίκη κι είπε να ξεφύγει. Πληρώνει τώρα με γενναιότητα, καθαρότητα και μοναξιά την ελπίδα της να περιμένει μιαν ανταπόκριση, ακόμα και μια ψυχή που θα συμπληρώσει τη δικιά της ψυχή όπως η απάντηση στο αίνιγμα. Το κατάλαβε πως οι δωρεές της ζωής δεν καταδέχονται τους δειλούς που κουτσοβολεύουν χορτάτα σκυλιά και πίτες ολόκληρες. Οι αληθινές σωτηρίες απαιτούν να προπληρώνεις με το ρίσκο της ολοκληρωτικής απώλειας, της ολοκληρωτικής θυσίας σαν εκείνης του Αβραάμ στο τρομερό όρος.
Κοίταζε συνέχεια τον άδειο χώρο γύρω της. Ήδη το αγαπούσε το άδειο τούτο σπίτι και το αισθανόταν προέκταση της καρδιάς της σήμερα. Τη χαλάρωνε και την ξανάκανε, σιγά-σιγά, δημιουργική. Αίγο ακόμα και θ' αρχίσει να καταστρώνει συγκεκριμένα σχέδια. Να που, το πρωί, ξύπνησε με την όρεξη να πάει και ν' αγοράσει μια κασέτα με μουσική του Μπαχ. Χρειάζεται ν' ακούει την καταπληκτική άρια, νούμερο σαράντα εφτά, στα Κατά Ματθαίον Πάθη κι ανυπομονεί.
Θα κάθεται στο γυμνό πάτωμα και θα την ακούει απ' το κασετόφωνο, ακουμπισμένο κι αυτό χάμω, απέ-ναντί της. Θα την ακούει και θα την ξανακουει και μέσα απ' την επανάληψη θ' ανακαλύπτει τα καινούρια, τα πολλά, τα αναγενόμενα, τα αξιότερα. Αυτά που μέσα απ' την επανάληψη ανακαλύπτεις και σου αποκαλύπτονται . Θα την ακούει και θα την ξανακουει και θα καταδύεται με μια ζάλη δίνης στο κέντρο του εαυτού της κι. ίσως μάθει πώς να προσεύχεται.
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 185
Θ' ακούει και θα σκέφτεται τι χρειάζεται να βάλει μέσα σ' αυτό το μεγάλο, γυμνό σπίτι. Θ' ακούει και θα κλαίει, «Γλυκέ Ιησού, κανείς δεν ξέρει να μας βασανίσει όπως ο εαυτός μας».
Η ελπίδα είναι τρέλα
Το ίδιο βράδυ, μπήκε στο αυτοκίνητο της γ ια να πάει στη Μέλα όπως σχεδόν κάθε βράδυ απ' τη μέρα που γύρισε.
Της άρεσε να οδηγεί τα Αυγουστιάτικα βράδια που η Αθήνα ήταν ακόμα μισάδεια και διαπίστωνε πως η πόλη, χωρίς κόσμο κι αυτοκίνητα, ήταν σχεδόν ωραία, σχεδόν ονειρική, τουλάχιστον τις νύχτες.
Το χέρι της πάει να γυρίσει το κουμπί του ραδιοφώνου όμως αμέσως αλλάζει γνώμη. Απόψε είναι τόσο γλυκά ήσυχη που δεν χρειάζεται να ψάχνει πώς ν' αποφύγει τις σκέψεις της. Θέλει να οδηγήσει στους γύρω δρόμους, αργά, σα ν' αλητεύει και να σκέφτεται. Μια ξαφνική αυτάρκεια και μια πληρότητα την κάνουν να αισθάνεται την καρδιά της όπως ένα τρυφερό χρυσόψαρο, στα δικά του νερά, που κολυμπά άνετα και τινάζει πού και πού την κοραλλένια ουρά του με χάρη.
Η Ελβίρα, απόψε, θέλει να ελπίζει και για κάποιους λόγους, που ξεφεύγουν απ' τη συνηθισμένη ανθρώπινη νόηση, μπορούσε να ελπίζει ξανά, ίσως και θερμότερα από κάθε άλλη φορά. Ο νους της, η καρδιά της, τα σπλάχνα της, σε μυστικές τροχιές μέσα στο άπειρο σύμπαν που λέγεται, Ελβίρα και με τον πανίσχυρο καταλύτη της βαθιάς οδύνης, την κάνουν, απόψε, να βγαίνει ήρεμη, χαρούμενη σχεδόν, καινούρια σχεδόν. Μέσα απ' όλα τα παλιά, καινούρια. Βγαίνει από έναν χωρισμό ύ-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 187
στερα από έναν γάμο μακροχρόνιο και, κατά τα συνηθισμένα, επιτυχημένο, σηκώνοντας πάνω της όλη την ευθύνη γι' αυτόν τον πικρό χωρισμό. Επιστρέφει μ' άδεια χέρια απ ' το ταξίδι του πιο φλογερού πάθους της, να συναντήσει τον μοναδικό της έρωτα. Πηγαίνει προς το σπίτι της αγαπημένης της φίλης για να καθίσει μαζί της με τις σκιές του βίαιου θανάτου να κυκλοφορούν νωπές από γωνία σε γωνία. Κι όμως, ελπίζει πάλι.
Η νύχτα έχει κρατήσει λίγο απ ' τον ηλεκτρισμό και την υγρασία της σημερινής μπόρας κι η τσιμεντούπολη μυρίζει ακόμα σαν χώμα σιέρας. Λουλούδια σε βεράντες, λουλούδια στον Εθνικό κήπο, στο πεδίον του Άρεως, στ' ανθοπωλεία στο Σύνταγμα. Άμα νιώθεις καλά μπορεί ν' ανακαλύπτει το μάτι σου λουλούδια ακόμα και στην Αθήνα.
Προ ημερών διάβαζε σ' ένα διήγημα της Κάρεν Μπλίξεν, «Σκεφτόμουν αυτά τα υπέροχα, αγνά, όμορφα πράγματα που μας λένε όχι. Αλλά γιατί, στο κάτω
κάτω, να μας πουν ναι, γιατί να ανεχθούν τα άνοστα χάδια μας; Αυτούς που μας λένε ναι τους υποτάσσουμε, και τους καταστρέφουμε και τους εγκαταλείπουμε κι αφού τους εγκαταλείψουμε διαπιστώνουμε π ω ς μας έχουν μολύνει με την αρρώστια τους. Η γη λέει ναι στα_ σχέδια και στα έργα μας, αλλά η θάλασσα μας λέει όχι κι εμείς αγαπάμε πάντα τη θάλασσα. Και το ν' ακούσουμε το Θεό να λέει όχι, μες τη σιωπή, με τη φωνή του, αυτό
μας κάνει καλό...» Όχ ι , της είχε πει πάντα ο Παύλος. Και παλιά και
τώρα. Και τις δυο εποχές της την έσπρωξε να τρέξει μακριά του, από εκείνη την πανάρχαια ξύλινη σκάλα. Την πρώτα φορά, έφυγε γιατί δεν άντεξε το πολύ του καί τώρα, έφυγε γιατί δεν υπέφερε το λίγο του. Μόνο που τώρα τον έσβησε ολοκληρωτικά κι εύκολα, σαν γραφή στην άμμο και δεν πονάει πια γιατί κατάλαβε, π ω ς αυτό που ζητάει απ ' τον Παύλο, δεν το έχει ο Παύλος να της το δώσει.
188 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
Ένας μυστικός ενθουσιασμός, ανεξιχνίαστος, την διαπερνά και διαισθάνεται πως τούτος ο ανεξιχνίαστος ενθουσιασμός είναι γ ιατ ί μέσα στο σύμπαν δεν είναι μόνη. Κάποια μυστική σοφία σχεδιάζει με αγαθότητα το κάθε τι και παρακολουθεί από κοντά ακόμα και την τρ ίχα που πέφτει απ' τα μαλλιά της. Τόση πουπουλένια ασφάλεια έχει χρόνια και χρόνια να τη ζεστάνει και μοιάζει με το αλησμόνητο συναίσθημα που την αποκοίμιζε, παιδί, στο δωμάτιο της:
Το υπνοδωμάτιο ήταν σκοτεινό, όμως άφηναν ανοιχτό το φως του διαδρόμου που απ' τη γερμένη πόρτα του έφεγγε χρυσό και παρηγορητικό ως τα μισοσβη-σμένα της μάτια. Μα πιο πολύ απ' το φως του διαδρόμου την καθησύχαζαν οι ήχοι απ' την τραπεζαρία. Οι ψίθυροι των γονιών της, το δίπλωμα της εφημερίδας, τα χτυπήματα των πιάτων και, τις καλύτερες στιγμές, η χαμηλωμένη μουσική απ' το ραδιόφωνο που άκουγαν εκεί. Την καθησύχαζαν τόσο που γινόταν ευτυχισμένη. Ευτυχισμένη τόσο που τ ίποτα δεν ήθελε ν' αλλάξει. Μπορούσε ν' αποκοιμηθεί γαλήνια αφού στον κόσμο, όλα, ήταν τέλεια.
Ό χ ι , όχι, το παραδέχεται. Έκανε πάρα πολλά μόνη για να καταλήξει στη θανάσιμη άμμο της πλήξης. Μό-νος πόσο μακριά να πας; Πόσο να περιπλανηθείς και να πλανηθείς; Δεν είμαστε εμείς οι δημιουργοί της ψυ-χής μας. Δεν αρχίζουν και δεν τελειώνουν όλα με απο-φάσεις μας. Χρειάζεται τρομερά την ανταπόκριση, την εμπιστοσύνη και την ασφάλεια, όπως παιδί χρειαζόταν τους γονείς της. Μόνο που η ανταπόκριση η αληθινή έρχεται ύστερα από έρημους σιωπής, κι η εμπιστοσύνη η αληθινή ύστερα από ερήμους απιστίας, κι η ασφάλεια η αληθινή μετά από ερήμους ανασφάλειας.
Έχει ήδη διανύσει τις δικές της ερήμους; Έχει κι άλλο δρόμο να κάνει; Χρειάζεται να καταλάβει, πως ολόκληρη η ύπαρξη
της είναι τσακισμένη αντήχηση ενός άλλου κόσμου. Ιδα-
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 189
νικού κόσμου, ασφαλούς και τέλειου σαν τότε που, παιδί, κοιμόταν στο πατρικό σπίτι . Οι νοσταλγίες, οι πόθοι της, η λαχτάρα της, οι πόνοι της, οι εκρηκτικές, παράλογες ελπίδες της, μοιάζουν με νύξεις, με μισοσβησμένα μηνύματα αυτού του άλλου κόσμου που την καλεί και τη σαγηνεύει.
Στον ορίζοντα της όρασης της ανεβαίνει μια στήλη λευκού καπνού που της υπόσχεται πως κάτι συμβαίνει πέρα απ' αυτόν τον ορίζοντα.
Η συντριβή των περασμένων μηνών την μετέτρεψε. Αντί να τη διαλύσει, κάτι έδεσε. Λες κι η φωτ ιά του πόνου να έλιωσε τα αιχμηρά υλικά της καρδιάς της, να τα μαλάκωσε, να τα έχυσε το ένα στο άλλο και μετά να τα στερέωσε σε ακαθόριστο αλλά ωραίο σχήμα. Ερμα στο τρελό καράβι της ζωής της.
Δόξα τω Θεώ, δεν σκορπίσθηκε, δεν τρελάθηκε, μαζεύτηκε και νιώθει καλά μέσα στην ποίηση του κόσμου που θα την οδηγήσει στον ποιητή.
Νομίζει πως θα 'ρθει η μέρα που θα είναι έτοιμη να ερωτευτεί πάλι. Δεν ξέρει πότε, δεν ξέρει ποιον, όμως, τώρα, που της γκρεμίσθηκε το μόνιμο είδωλο του έρωτα της, τώρα που βρήκε κουράγιο να ξεφύγει από ένα είδωλο γάμου και να εισχωρήσει σε μια θαρραλέα μοναξιά, νομίζει πως θα 'ρθει η μέρα που θα ερωτευτεί τον έρωτα πάλι. Αισθάνεται ν' ανοίγει , σιγά-σιγά σαν αχιβάδα, να αχνοφέγγει σαν φίλντισι. Ανοίγει και περιμένει ακόμα και τώρα που το έμαθε, πως ο έρωτας είναι για το άπιαστο, πως ο πόθος είναι προς το ανέφικτο. Πως η παρουσία φωλιάζει σε απουσίες. Ο ωραιότερος εραστής είναι ο αναμενόμενος κι ο γλυκύτερος σύντροφος ο ερχόμενος.
Ό τ α ν , κάποτε, αυτό που πολύ προσδοκάς να συμβεί, συμβαίνει, σ' αφήνει την αλλόκοτη γεύση του ανικανοποίητου μια και σπάνια συμπίπτει μ' εκείνο που περίμενες.
Αργά και πού, κάποιες στιγμές μονάχα, ανεπαίσθη-
190 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
τες στιγμές, ανοίγουν οι ουρανοί, γίνονται όλα όπως τα θέλησες ή κι ακόμα καλύτερα απ' όσο τα θέλησες, ίσα-ίσα για να σε κεντρίσουνε και ν' αρχίσεις, μετά, ξανά να περιμένεις.
Σπάνια κανείς το αποδέχεται αυτό γ ιατ ί , πώς γίνεται να ερωτεύεται αν δεν πιστεύει στα απίστευτα, αν δεν μπορεί να λέει κάθε φορά, «αυτή τη φορά θα είναι τελείως διαφορετικά τα πράγματα» ή «Εγώ όμως θα τα καταφέρω!».
Κι εκεί ακριβώς, σ' αυτήν την, εκ πρώτης όψεως, σχεδόν γελοία αφέλεια, προβάλλει το θαύμα της πίστης και της ελπίδας που, ενώ χτίζει κόσμους από υλικά ο-νείρου, μπορεί να στεγάσει τον άνθρωπο στερεότερα και ασφαλέστερα απ' τα υλικά των οικοδομών.
Η Μέλα στεκόταν στην ανοιγμένη πόρτα και την περίμενε.
Έβαζε κάποιο κόπο να χαμογελά και το χλωμό της δέρμα, τραβηγμένο ανησυχητικά, έμοιαζε πιο λεπτό και διαυγές από φίνο χαρτί . Τελευταία είχε μαζέψει τα μαλλιά πίσω σε χαμηλό κότσο και το μαύρο ριχτό φουστάνι της την έδειχνε ισχνή, σχεδόν αέρινη.
— Έλα! Της είπε πρόσχαρα. Το όμορφο διαμέρισμα της ήταν πάντοτε αδιατάρα-
χτο. Έκανε τις δουλειές της, έβαζε τάξη , με τις ίδιες σωστές κινήσεις, άσχετα απ' την ψυχική της διάθεση. Δυο μέρες μετά την κηδεία είχε επιβάλει στο σώμα της να επιστρέψει στο κανονικό της πρόγραμμα γιατ ί μισούσε τη μεμψιμοιρία και γ ιατ ί φοβόταν το βούλιαγμα του πένθους. Αισθανόταν πως, για τον Διονύση περισσότερο όφειλε να φέρεται όπως όταν ζούσε γ ιατ ί αλλιώς θα ήταν σα να τον καταδίκαζε κι αυτή σε θάνατο.
Για τη Μέλα όλα είχαν οντότητα, ακόμα κι οι σκιές, οι
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 191
μνήμες, τα φαντάσματα. Υπήρχαν παρόντα και συνεχώς είχε χρέη τελετουργικά απέναντί τους. Πίστευε πως οι τελετουργίες είναι η διάβαση που γεφυρώνει τα τυπικά με τα ουσιαστικά, τα ορατά με τα αόρατα και τις φρόντιζε με σχολαστικότητα και στοργή. Άναβε το καντήλι, έβαζε λουλούδια στη φωτογραφία του Διονύση, φρόντιζε να παραμένουν σιδερωμένα κάποια πουκάμισα του στη ντουλάπα, καθόταν στην ίδια πολυθρόνα που καθόταν και τον περίμενε την ώρα που συνήθιζε να φτάνει.
Η Ελβίρα ερχόταν σε αμηχανία με όλα τούτα και δεν ήξερε αν πρέπει να την ανακουφίζουν ή να την ανησυχούν οι ιδέες της Μέλας.
Μπήκε μέσα και την αγκάλιασε. Μίλησε για τις διαδρομές με το αυτοκίνητο, γ ιατ ί το ότι θα πάει αύριο ν' αγοράσει την κασέτα του Μπαχ και της σύστησε με θέρμη να διαβάσει οπωσδήποτε τις «Γοτθικές Ιστορίες». Θα της φέρει αύριο το βιβλίο.
Η Μέλα τη ρώτησε αν θέλει να ετοιμάσει κάτι να φάνε και της απάντησε πως δεν πεινά καθόλου και καλύτερα.
Πήγαν και κάθισαν, όπως κάθε βράδυ, στον λουλουδάτο καναπέ που κοίταζε προς τη βεράντα. Η Μέλα ρώτησε για το καινούριο σπίτ ι , γ ια το πώς θα το φτ ιάξει και της πρότεινε να το καθαρίσουνε μαζί. Δεν της αρνήθηκε γ ιατ ί γνώριζε καλά την αξ ία της χειρωνακτικής εργασίας όταν η ψυχή πονά. Της ζήτησε μάλιστα να της ράψει στη ραπτομηχανή της τις κουρτίνες όταν θα τις αγόραζε. Η Μέλα το χάρηκε σαν παιδί.
Ύστερα έπεσε σιωπή. Η νύχτα είναι νυχτερίδα τρομαχτική είναι και βελουδένιο γάντι που χαϊδεύει. Η νύχτα είναι απειλή είναι κι ανάπαυση. Απλώνεται πάνω στην πόλη κι οι άσπρες γλάστρες της βεράντας, στη σειρά, σχηματίζουν ένα σύνορο ανάμεσα σ' αυτές και στη νύχτα. Η Ελβίρα το κοιτά. Και ξαφνικά, την έπιασε μια εκρηκτική διάθεση, κάτι ανάμεσα σε γέλιο και σε κλάμα κι έπεσε πάνω στη Μέλα.
— Α Μέλα, πόσο όμορφη είναι η ζωή! Παρόλα αυτά
192 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
όμορφη κι εκπληκτική! Εκπληκτική στο καλό, εκπληκτική στο κακό κι εμείς οι δυο Μέλα, εσύ κι εγώ, καταφέραμε να έχουμε τη φιλ ία μας σα νησάκι στεριάς σε μαύ-ρους ωκεανούς μέσα, Ό,τι και να γίνει, σ' έχω και μ' έχεις, σ' εμπιστεύομαι και μ' εμπιστεύεσαι και δεν είμαστε μόνες Μέλα.
Στάθηκε και κοίταξε προσεχτικά τη φίλη της κι εκείνη της έγνεψε «ναι» με το κεφάλι χαμογελώντας ένα μικρό μικρό χαμόγελο, λίγο πικρό και λίγο λαμπρό, σχεδόν ευτυχισμένο.
— Ό , τ ι και να γίνε ι ! . . . — Ό , τ ι και να γίνε ι ! . . . — Και δεν φοβόμαστε Μέλα. — Και να φοβηθούμε θα 'ναι γ ια λίγο. Μείνανε πάλι σιωπηλές κοιτώντας το τζάμι και τη
νύχτα. — Πρόσεξες πως αυτά που φοβόμουνα πως θα συμ
βούν δεν συνέβησαν όπως τα περίμενα; Σπάνια κατάφερα να προβλέψω τα γεγονότα και μου μένει το άγχος κι ο φόβος άδικα. Αυτά που τελικά γίνανε είναι τα απρόβλεπτα.
Σαν τα αγριολούλουδα του αγρού να ζούμε καλύτερα, χωρίς να τυραννιόμαστε γ ια το αύριο.. . Να χαιρόμαστε το τώρα πρέπει να μάθουμε Μέλα και δεν είναι εύκολο.
Μέσα σε λίγους μήνες μας βρήκαν τόσα απρόβλεπτα. Ούτε εγώ έχω πια Παύλο, ούτε εσύ Διονύση. Ο δικός μου πέθανε ζωντανός, ο δικός πέθανε νεκρός. Οι άντρες των μεγάλων ερώτων μας είναι πεθαμένοι τώρα ενώ εμείς καθόμαστε στην ίδια θέση, στο ίδιο δωμάτιο όπως τότε, που μιλούσαμε με τις ώρες για εκείνους.
Και το άλλο απρόβλεπτο, ο Αλέκος αναγεννήθηκε μπροστά μου με άλλο πρόσωπο. Ένας άλλος άντρας! Άλλα περίμενα να πει κι άλλα έλεγε. Άλλα να κάνει κι άλλα έκανε. Γίνεται Μέλα να ζεις τόσα χρόνια με κάποιον χωρίς να τον γνωρίζεις;
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 193
— Πώς δε γίνεται . Συνήθως έτσι γ ίνεται . — Η φιλ ία μας δεν είναι ψέμα όμως. — Ό χ ι , η αγάπη δεν είναι ψέμα. Είμαι σίγουρη. Η με
γαλύτερη σιγουριά μου αυτή είναι. Και ξέρεις κάτ ι ; Ήθελα από πριν να στο πω που μιλούσες κι είπες γ ια το Διονύση πως πέθανε. Δεν είναι τόσο τρομερό για μένα που πέθανε, τουλάχιστον όσο νομίζεις. Δεν τέλειωσε μέσα μου τ ίποτα το δυστύχημα γ ιατ ί , εγώ, αφού τον α-γαπώ τον αγαπώ όπως και να 'ναι, στο έχω ξαναπεί. Τον αγαπώ το ίδιο είτε ζωντανός είναι είτε πεθαμένος... Μόνο που θα 'θελα τόσο πολύ, τόσο ανυπόφορα πολύ, να τον δω, να του τηλεφωνήσω έστω...
Έσκυψε το πρόσωπό της στις παλάμες της κι έκλαψε βουβά κι η Ελβίρα δεν είπε ούτε έκανε τ ίποτα, μόνο κρατούσε την αναπνοή της να μην τη διακόψει. Κι όταν σταμάτησε να κλαίει εκείνη, έγειρε το κεφάλι της και το ακούμπησε στον ώμο της φίλης της που άπλωσε το δικό της χέρι και έπιασε το χέρι της πάνω στο γόνατο της.
— Εδώ μέσα Μέλα περάσαμε τόσα και τόσα μαζί. Σ' αυτό το σαλονάκι σου, χαρές και λύπες κι εκείνες τις πολλές, αργές ώρες της πλήξης μου, που σου έλεγα πως τ ίποτα δεν θ' αλλάξει πια κι εγώ θα πνιγώ στην ανία μου σαν θαμμένη σε άμμο. Αλλάξανε όμως τόσα πολλά κι εμείς είμαστε πάλι εδώ Μέλα. Εδώ καθισμένες, σ' αυτό το σαλονάκι, θα τις βλέπουμε τις μέρες μας να κυλούν, να φεύγουν... Εσύ θα ζεις αγαπώντας πάντα το Διονύση και εγώ περιμένοντας αυτόν που θ' αγαπήσω. Θα ζούμε Μέλα, εσύ αγαπώντας κι εγώ ελπίζοντας ν' αγαπήσω.
Θα σε παρηγορώ, θα με παρηγορείς, θα σου δίνω κουράγιο, θα μου δίνεις κουράγιο. Θα μαλώνουμε, θα φιλιώνουμε, θα γελάμε και θα κλαίμε και θα περνούν οι μέρες μας. Μαζί Μέλα, μέχρι να τελειώσει η ζωή μας. Μου το υπόσχεσαι;
— Μαζί , την καθησύχασε η άλλη τρυφερά. Και δεν ξέρω κι αν τελειώνει ποτέ η ζωή μας.
194 ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
— Δεν τον φοβάσαι το θάνατο καθόλου εσύ; — Δεν τον φοβάμαι γ ι ' αυτό ίσως είμαι πιο ήσυχη.
Μη με ρωτάς πάλι πώς και γ ιατ ί , δεν ξέρω να σου εξηγήσω. Στο έχω πει πως η καρδιά μου νιώθει πως θάνατος δεν υπάρχει γ ι ' αυτό και αδικία δεν υπάρχει κι οι μόνοι άδικοι είμαστε εμείς, ο ένας για τον άλλο κι ο καθένας γ ια τον εαυτό του . Δεν εξηγείται η πίστη αγάπη μου κι είμαι τυχερή που την έχω. Γιατί αφού δεν φοβάμαι το θάνατο, τ ίποτα δεν φοβάμαι γ ια πολύ.
— Αχ Μέλα, μάθε με. Γέλασε. — Τι να σε μάθω εγώ, εσύ όλα τα ξέρεις. Εσύ η ίδια
μου 'πες πως η ζωή είναι όμορφη. Παρόλα αυτά και για όλα αυτά. Έτσι δεν μου 'πες; Μηνύματα, άμα το θες, λαβαίνεις κάθε μέρα καλή μου.
— Έτσι ε ίπα! Γιατί πρέπει να ζήσουμε.
Κάθονταν πλάι πλάι, στη μέση της ζωής τους. Πληγωμένες και ήρεμες, μόνες και μαζί, αποτυχημένες και κερδισμένες, γερασμένες και νέες. Με τη ζωή μακριά πίσω τους και μακριά ακόμα μπροστά τους, να τις βιάζει να καταλάβουνε πως πίσω από μισοκρυμμένα σημάδια του Θεού η παρουσία με του Θεού την απουσία μοιά-ζουν τυραννικά. Και πως η ζωντανή ελπίδα είναι απάν-θρωπα καρτερική.
Κάθονταν και κοιτούσαν ώρα πολλή το πυκνό σκοτάδι , έξω απ' τη μπαλκονόπορτα, πέρα απ' τη βεράντα, πάνω απ' την πόλη, όταν η Μέλα αναστέναξε, ανασηκώθηκε στον καναπέ κι είπε δυνατά.
— Σκέφτομαι να φτ ιάξω αύριο εκείνο το ωραίο γλυκό με τα κάστανα. Έχουμε καιρό να το φάμε. Τι λές;
— Θα του ρίξεις και πικρή σοκολάτα; — Και βέβαια θα ρίξω και πικρή σοκολάτα.
Έργα της ΜΑΡΩΣ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
από τις εκδόσεις ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ