Top Banner
Δημήτρης Λιθοξόου Ο μακεδονικός Αγώνας ή Ο Ελληνικός Αντιμακεδονικός Αγώνας
116

Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Dec 31, 2015

Download

Documents

Xanadu Apus

Ο Ελληνικός αντιμακεδονικός αγώνας, του Δημήτρη Λιθοξόου
Welcome message from author
This document is posted to help you gain knowledge. Please leave a comment to let me know what you think about it! Share it to your friends and learn new things together.
Transcript
Page 1: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Δημήτρης Λιθοξόου

Ο μακεδονικός Αγώνας

ή

Ο Ελληνικός Αντιμακεδονικός Αγώνας

Page 2: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου
Page 3: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Δημήτρης Λιθοξόου

Ο μακεδονικός Αγώνας

ή Ο Ελληνικός Αντιμακεδονικός Αγώνας

http://lithoksou.net/home.html

Page 4: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου
Page 5: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Εισαγωγή1

Ελληνικό αντιμακεδονικό αγώνα2, χαρακτηρίζω την περίοδο εκείνη που στην ελληνική εθνική ιστορία είναι γνωστή ως μακεδονικός αγώνας. Πρόκειται για ένα σημαντικό κεφάλαιο της νεότερης βαλκανικής ιστορίας, που η ελληνική ιστοριογραφία το έχει παρουσιάσει με τέτοιο τρόπο, ώστε να καθιστά αγνώριστη την ιστορική αλήθεια, κατασκευάζοντας ένα εξ ολοκλήρου μυθικό αφήγημα, δομημένο σε διάφορα ψεύδη, διαγράφοντας σχεδόν τα ιστορικά γεγονότα.

Φυλλομετρώντας τη σχετική εθνική ελληνική βιβλιογραφία, βρίσκουμε έναν χαρακτηριστικό εκλαϊκευτικό "ορισμό" του λεγόμενου μακεδονικού αγώνα, στο βιβλίο του Παύλου Τσάμη:

"Ο Μακεδονικός Αγών αποτελεί λαμπρή σελίδα της ιστορίας του Έθνους, άγνωστη ακόμα στο πολύ κοινό, μολονότι πραγματεύεται μία από τις πιο δοξασμένες και μεγαλόπνοες προσπάθειες, που κατέβαλε η ελληνική φυλή. Ο αγώνας αυτός μπορεί να θεωρηθή σαν δεύτερος σημαντικός σταθμός στην εθνική ζωή, ύστερα από το 1821. Φαντάζει σαν μια φωτιά που, καίγοντας και φωτίζοντας απ' άκρη σ' άκρη την Μακεδονία, στάθηκε ικανή να την κρατήση ελληνική. Ο Μακεδονικός Αγών έχει να επιδείξη αφάνταστες αυτοθυσίες και απαράμιλλους ηρωισμούς, σημειώνει δε μία περίοδο ανατάσεως του Έθνους".3

Στο ίδιο πνεύμα βρίσκεται και το σχετικό απόσπασμα ενός εθνικού ιστορικού, του Απόστολου Βακαλόπουλου:

"Η θέση των Μακεδονομάχων, που με το αίμα τους στοίχειωσαν τη χώρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, είναι στο πλάγι των αγωνιστών του 1821. Αν εκείνοι ανέστησαν το ελληνικό κράτος, αυτοί ανανέωσαν τους ηρωισμούς των και συμπλήρωσαν το έργο εκείνων. Πραγματικά ο ιστορικός που θεωρεί τα γεγονότα της εκατονταετίας 1821-1921 ξεχωρίζει τρεις μεγάλους σταθμούς: την επανάσταση του 1821, τον Μακεδονικόν αγώνα (τέλη 19ου - αρχές 20ου αι.) και την εξόρμηση του 1912-1913. Ο δεύτερος σταθμός που φτάνει στην ύψιστή του ακμή στα 1904 - 1908, γιατί τότε συστηματοποιείται και κορυφώνεται ο Μακεδονικός αγώνας, είναι συνεχής και έντονος, πλούσιος σε ηρωικές θυσίες, αλλά και σε επιτεύγματα".4

Για μια θεωρούμενη τόσο σημαντική εθνικά ιστορική περίοδο, έχει επίσης ιδιαίτερη σημασία η γνώμη ενός κορυφαίου ηγέτη του ελληνικού πολιτικού συστήματος, του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Και ο τελευταίος, λοιπόν, θεωρεί το μακεδονικό αγώνα μία από τις λαμπρότερες σελίδες της ιστορίας του Έθνους: "τον αιματηρό και πολύπλευρο αγώνα του Μακεδονικού Ελληνισμού για να διασφαλίσει την εθνική του ταυτότητα και να αποκτήσει την ανεξαρτησία του".5

Αν επιχειρήσουμε να ενοποιήσουμε τα ανωτέρω, τότε θα λέγαμε πως ως μακεδονικός αγώνας θεωρείται στην ελληνική εθνική ιστορία ο ηρωικός αγώνας των Ελλήνων της Μακεδονίας κατά το διάστημα 1904-1908, για τη διατήρηση της εθνικής τους ταυτότητας και την ανεξαρτησία τους. Ένας αγώνας που από εθνική άποψη πρέπει να θεωρείται ο δεύτερος σημαντικός σταθμός, μετά την επανάσταση του '21.

Αυτός ωστόσο ο "ηρωικός αγώνας" υπάρχει μόνο στα βιβλία των ελλήνων ιστορικών. Ο πραγματικός ελληνικός αντιμακεδονικός αγώνας, όπως πρέπει να λέγεται, είναι η συστηματική προσπάθεια που κατέβαλε το ελληνικό κράτος στις αρχές του αιώνα, για να χτυπήσει το εθνικό - δημοκρατικό αυτονομιστικό κίνημα των Μακεδόνων.

Στον αγώνα αυτόν, το ελληνικό κράτος και εθνικιστικό παρακράτος, συμμάχησε με το οθωμανικό κατεστημένο της εποχής. Λεφτά και όπλα διετέθησαν άφθονα, για τη συγκρότηση και αποστολή ένοπλων μισθοφορικών ομάδων σε μη κατοικούμενα από Έλληνες μακεδονικά εδάφη, για να τρομοκρατήσουν το μακεδονικό πληθυσμό και να ανακόψουν τη διαδικασία της μακεδονικής εθνογένεσης.

Οι ελληνικές μισθοφορικές ομάδες, υπό την ηγεσία ελλήνων αξιωματικών και

1 Εισαγωγή στην έκδοση του 1998.2 Το χαρακτηρισμό "αντιμακεδονικός αγώνας" διατύπωσα για πρώτη φορά στο κείμενο "Μία επέτειος,

μακεδονικός ή αντιμακεδονικός αγώνας,"στο περιοδικό Зора, τεύχος 6 (Ιανουάριος 1995), σ. 11.3 Παύλος Τσάμης, Μακεδονικός Αγών, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1975, σ. 436.4 Απόστολος Βακαλόπουλος, Ο μακεδονικός αγώνας (1904 - 1908) ως κορυφαία φάση των αγώνων των

Ελλήνων για τη Μακεδονία, στο Ο μακεδονικός αγώνας - συμπόσιο, ιμχα, Θεσσαλονίκη 1987, σ. 18.5 Βλ. ομιλία έναρξης, στο ίδιο, σ. ΧΙΙ.

Page 6: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

υπαξιωματικών, έσφαξαν, βίασαν και πλιατσικολόγησαν. Έσπειραν τη φρίκη και το θάνατο στα μακεδόνικα χωριά και προσπάθησαν, ανεπιτυχώς, να εμποδίσουν την ανάπτυξη της εθνικής μακεδονικής ιδεολογίας και τον δημοκρατικό - αυτονομιστικό αγώνα των Μακεδόνων.6

Στις σελίδες που ακολουθούν, με βάση τα δημοσιευμένα απομνημονεύματα και ημερολόγια των ελλήνων "μακεδονομάχων", καθώς επίσης και ένα πλήθος από ελληνικά ανέκδοτα ιστορικά ντοκουμέντα, παρουσιάζεται για πρώτη φορά η αντιμακεδονική φύση αυτού του αγώνα.

Στην ουσία πρόκειται για ένα ταξίδι επιστροφής, από το μύθο στην ιστορία.

6 Για την ανάπτυξη της εθνικής μακεδονικής ιδεολογίας βλέπε: Κρίστε Μισίρκωφ, Μακεδονικές Υποθέσεις, μετάφραση Δημήτρης Καραγιάννης, Εκδόσεις Πετσίβα, Αθήνα 2003.

Page 7: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Η επανάσταση του Ίλιντεν1Στις 20 Ιουλίου 1903 (με το παλαιό ημερολόγιο), ημέρα εορτής του προφήτη Ηλία, ξέσπασε

στη Μακεδονία η επανάσταση που έμεινε γνωστή στην ιστορία ως Ίλιντεν (Илинден).Το Ίλιντεν προετοιμάστηκε μεθοδικά από την Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική

Οργάνωση (ΕΜΕΟ στα ελληνικά), γνωστή στους Μακεδόνες ως Внатрешна Македонска Револуционерна Организација (Βνάτρεσνα Μακέντονσκα Ρεβολουτσιόνερνα Οργκανιζάτσια ή ΒΜΡΟ) και στην Ευρώπη ως Internal Macedonian Revolutionary Organisation (IMRO). Η συμμετοχή του αγροτικού χριστιανικού πληθυσμού, τόσο του εξαρχικού όσο και του πατριαρχικού, ήταν σχεδόν καθολική στις περιοχές όπου ξέσπασε η επανάσταση (κυρίως στη Δυτική Μακεδονία).

Το Ίλιντεν2 αντιμετωπίστηκε εχθρικά από το ελληνικό κράτος, τα προξενικά όργανα του οποίου συνεργάστηκαν με τους Οθωμανούς για την κατάπνιξή του. Η έκρηξη ενός επαναστατικού κινήματος που αγωνιζόταν για τη δημιουργία ανεξάρτητου μακεδονικού κράτους τρόμαξε το ίδιο Οθωμανούς και Έλληνες. Οι πρώτοι έχαναν το ευρωπαϊκό τμήμα της αυτοκρατορίας τους και οι δεύτεροι την κληρονομιά από πιθανή αποσύνθεση του μεγάλου άρρωστου αδελφού.

Η επανάσταση του Ίλιντεν πνίγηκε στο αίμα. Πατριαρχικός κλήρος και σπιούνοι της ελληνικής κυβέρνησης τέθηκαν στην υπηρεσία του οθωμανικού στρατού και των βαζιβουζούκων. Πυρπολήσεις χωριών, φόνοι άμαχων γυναικόπαιδων και πλιάτσικο των πάντων, ήταν η απάντηση του οθωμανικού κράτους. Όλη η Ευρώπη βρέθηκε στο πλευρό των μακεδόνων επαναστατών, εκτός της Ελλάδας που τους αποκήρυξε και τους συκοφάντησε.

Ο έλληνας αναγνώστης που θα προσφύγει σήμερα στην ελληνική περί μακεδονικού βιβλιογραφία, θέλοντας να σχηματίσει μια άποψη για το ΄Ιλιντεν, θα διαβάσει τα εξής ψεύδη:

α) Το Ίλιντεν ήταν ένα βουλγάρικο κίνημα που εκδηλώθηκε στη δυτική Μακεδονία το καλοκαίρι του 1903.

β) Πήραν μέρος σ' αυτό κυρίως σλαβόφωνοι σχισματικοί (εξαρχικοί) αγρότες καθοδηγούμενοι από τους κομιτατζήδες.

γ) Ελάχιστοι πατριαρχικοί (σλαβόφωνοι, βλαχόφωνοι αλβανόφωνοι) συμμετείχαν στο

1Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά, ταυτόχρονα, στα περιοδικά Зора (τεύχος 8, Ιούλιος 1995, σ. 17-22) και Τετράδια Μαρξισμού (τεύχος 3, Ιούλιος-Αύγουστος 1995, σ. 36-46).

2Μετά την έκδοση της πρώτης έκδοσης αυτού του έργου, εκδόθηκαν οι σημειώσεις του Ίωνα Δραγούμη για το Ίλιντεν: Τα τετράδια του Ίλιντεν, Εκδόσεις Πετσίβα, Αθήνα 2000.

Page 8: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Ίλιντεν, κι αυτοί εξαναγκασμένοι από τα κομιτάτα, υπό την απειλή του θανάτου.δ) Οι αντάρτες χτύπησαν βίαια τόσο τον άμαχο μουσουλμανικό πληθυσμό, όσο και τους

πατριαρχικούς.ε) Τα αιματηρά αντίποινα του οθωμανικού στρατού ήταν αναμενόμενα από την ηγεσία του

κινήματος και μάλιστα επιδιωκόμενα, ώστε να προκαλέσουν την ανάμιξη των μεγάλων δυνάμεων της εποχής για την επιβολή μεταρρυθμίσεων.

στ) Σε τελευταία ανάλυση το κίνημα του Ίλιντεν δεν μπορεί να χαρακτηριστεί επανάσταση ή λαϊκή εξέγερση.

Όλοι οι έλληνες συγγραφείς που έγραψαν κάτι για το Ίλιντεν, συμφωνούν λίγο ως πολύ στα παραπάνω σημεία, τα οποία και συνιστούν την ελληνική θέση. Η θέση αυτή ωστόσο υπηρετεί πολιτικές σκοπιμότητες και είναι ενταγμένη στην ελληνική προπαγανδιστική συνολική άποψη του ελληνικού κράτους για το μακεδονικό ζήτημα.

Γιατί το Ίλιντεν πρέπει να είναι βουλγαρικό και ψευδεπανάσταση, το αποκαλύπτει ο κορυφαίος αντιμακεδόνας προπαγανδιστής και για δεκαετίες σύμβουλος του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών Ευάγγελος Κωφός, σε εισήγησή του στο συμπόσιο για τα ογδόντα χρόνια του μακεδονικού αγώνα, που συνδιοργάνωσαν το 1984, το ΙΜΧΑ, η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών και το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα:

"Η εξέγερση του Ίλιντεν έχει πάρει πλέον διαστάσεις στη γιουγκοσλαβομακεδονική ιστοριογραφία ανάλογες εκείνων της αμερικανικής, της γαλλικής και της ελληνικής επανάστασης , γράφει ο Κωφός. Έχει επίσης - συνεχίζει - περιβληθεί το μύθο συγκλονιστικού έπους, που συνδυάζει την παλλαϊκή εξέγερση ενάντια στην οθωμανική κυριαρχία και την ιδεαλιστική ενατένιση μιας δημοκρατικής και ισόνομης κοινωνίας, με την ενεργητική προβολή της εθνικής ιδιαιτερότητας του "μακεδονικού" λαού. [Και όλα αυτά εξυπηρετούν] όχι μόνο τη σχετική φιλολογία για τη γέννηση του "μακεδονικού" έθνους, αλλά και προσπάθεια απάλειψης οποιασδήποτε βουλγαρικής σύνδεσης μ' αυτό".3

Αν επομένως ενοχλεί το ιστορικό γεγονός μιας λαϊκής μακεδονικής επανάστασης (γιατί εντάσσεται στη διαδικασία της μακεδονικής εθνογένεσης), το υποβαθμίζεις σε βουλγαρική ψευτο - εξέγερση. Στην περίπτωση δηλαδή του Ίλιντεν, η ελληνική ιστοριογραφία εφαρμόζει για πολλοστή φορά το αγαπημένο της δόγμα: εάν τα γεγονότα δεν συμφωνούν μαζί μας, τότε τόσο το χειρότερο για τα γεγονότα.

Το Ίλιντεν είναι πράγματι για τους Μακεδόνες σημείο αναφοράς και σύμβολο αγώνα, συνδεόμενο με τον εθνικό αυτοκαθορισμό (σύμφωνα με τις σύγχρονες περί έθνους αντιλήψεις). Αποτελεί την κορυφαία πράξη του αντιοθωμανικού λαϊκού επαναστατικού μακεδονικού κινήματος, που προηγείται και προκαλεί τη μισθοφορική ελληνική αντεπαναστατική επέμβαση, τον ελληνικό δηλαδή αντιμακεδονικό αγώνα.

Στο κεφάλαιο αυτό, το Ίλιντεν ανασυντίθεται με βάση τα σχετικά ανέκδοτα ντοκουμέντα του

3 Ευάγγελος Κωφός, Ο μακεδονικός αγώνας στη γιουγκοσλαβική ιστοριογραφία, στο Ο μακεδονικός αγώνας, ό.π., σ. 311.

Page 9: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

ιστορικού αρχείου του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών. Το υλικό αυτό έχουν χρησιμοποιήσει με επιλεκτικές αναφορές και επιλεκτικότερες αποκρύψεις οι έλληνες πανεπιστημιακοί Νικόλαος Βλάχος4 και Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος5.

Οι προαναφερόμενοι συγγραφείς επεδίωξαν, εφαρμόζοντας την προκρούστεια μέθοδο, να φέρουν το Ίλιντεν στα μέτρα των αναγκών της ελληνικής προπαγάνδας. Οι ειδήσεις των ελληνικών πηγών αναδεικνύουν ωστόσο πράξεις και καταστάσεις που αναιρούν το ιστορικό έργο τους και επιβεβαιώνουν την αφερεγγυότητα του λόγου τους.

**Το πρώτο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί σχετικά με το Ίλιντεν, είναι τα αίτια που το

προκάλεσαν. Ποιες ήταν δηλαδή, οι κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες που επαναστατικοποίησαν τον μακεδονικό αγροτικό πληθυσμό στις αρχές του 20ου αιώνα.

Ο πρόξενος στο Μοναστήρι (ή Bitola) Πεζάς, γράφει σχετικά ένα χρόνο περίπου πριν το Ίλιντεν, στις 2 Μαΐου 1902, σε έκθεση προς τον πρόεδρο της ελληνικής κυβέρνησης:

"Όπως πεισθή η Υμετέρα Εξοχότης ότι δεν παραλογίζομαι, αρκεί να λάβη υπ' όψει ότι τα κύρια αίτια τα γεννήσαντα και αναπτύξαντα την κατάστασιν ταύτην παραμένουσι πάντοτε αμετάβλητα. Η Τουρκική διοίκησις ούτε εβελτιώθη ούτε υπάρχει ελπίς να βελτιωθή υπό το παρόν σύστημα. Η διαφθορά των υπαλλήλων θα εξακολουθήση ως και πρότερον, διότι ουδεμίαν βλέπω σοβαράν προσπάθειαν προς αναχαιτισμόν της οικονομικής του κράτους παραλυσίας, ήτις είνε η κυρία αφορμή της διαφθοράς των υπαλλήλων".

Και συνεχίζει: "Αι καταπιέσεις των χριστιανών εκ μέρους των αγροφυλάκων, των βέηδων και των στρατιωτικών αποσπασμάτων είνε πάντοτε εις την ημερησίαν διάταξιν, αι ασχημίαι δ' αύται, ας δεν δύναται να προλάβη η κεντρική διοίκησις, θα καθιστά πάντοτε προθύμους τους χωρικούς εις τας έστω και απατηλάς εισηγήσεις των συμμοριτών".6

Η άθλια κατάσταση στην οποία έχει περιπέσει πριν την επανάσταση του Ίλιντεν ο μακεδόνας χριστιανός αγρότης, αποτυπώνεται επίσης και στο πρόγραμμα δράσης του έτους 1903, των Τσεντραλιστών, της αυτονομιστικής πτέρυγας του ΒΜΡΟ:

"Μέχρι τούδε η Τουρκική Διοίκησις αγνοεί τί εστί ευδαιμονία και πώς αυτή εξασφαλίζεται. Οι φόροι ους εξακολουθούσι πληρόνοντες οι χριστιανοί είναι φόροι δουλείας εξ' ων ουδέ καν μέρος διατίθεται προς εξασφάλισιν της ευδαιμονίας αυτών. Οι δρόμοι κατασκευάζονται δι' αγγαρείας και εκ τούτων επωφελείται το κυρίαρχον έθνος. Ο τρόπος της εισπράξεως των φόρων και της δεκάτης είναι εξ εκείνων οίτινες εις τα άλλα κράτη από πολλού κατεδικάσθησαν εις θάνατον. Ουδεμίαν βοήθειαν παρέχει εις την εκπαίδευσιν του έθνους, όπερ καίτοι δι' ιδίων αυτού δυνάμεων αγωνιζόμενον εμποδίζεται πολλαχώς υπό της Αρχής, διότι η καταδίκη του έθνους εις αμάθειαν αποτελεί εν εκ των πολλών συμφερόντων του κυριάρχου έθνους. Ο προορισμός του στρατού είναι μάλλον η φύλαξις των υπηκόων εν υποταγή, παρά η υπεράσπισις της χώρας κατά των έξωθεν εχθρών. Ο δε των δικαστηρίων και της διοικήσεως δεν είναι η απονομή της δικαιοσύνης και η εξασφάλισις της τάξεως, αλλά μάλλον η εξυπηρέτησις των συμφερόντων του κυριάρχου έθνους και τρομοκράτησις του δουλεύοντος. Οι εντεταλμένοι την φύλαξιν της ζωής των υπηκόων αυτοί πρώτοι κρατούσι πάντοτε εν τρόμω και κινδύνω αυτήν. Τα δικαιώματα του ανθρώπου και η προσωπική αξία παρά τοις χριστιανοίς της Μακεδονίας ουδεμίαν κέκτηνται σημασίαν. Εκτός του ότι οι χριστιανοί της Μακεδονίας πανταχού γίνονται αντικείμενον εξευτελισμού και περιφρονήσεως, το να δύνανται μόνον να ζώσι θεωρείται παρά της Κυβερνήσεως εξαιρετική χάρις απονεμομένη αυτοίς παρά του Κυριάρχου κράτους. Η οικογενειακή τιμή και ζωή συνιστάμεναι μόνον εις ξηράς λέξεις, θεωρούνται ως μη υπάρχουσαι. Ταύτα ευρίσκονται εις την διάκρισιν των Τούρκων ως είδος παιγνίου. Θρησκεία, ήθη, έθιμα και θρησκευτικά αισθήματα χρησιμεύουν εις διασκεδάσεις τοις Μουσουλμάνοις. Δια ταύτα ούτε έλεγχος ούτε προστασία υπάρχει. Εις εκ των όρων της προόδου ενός έθνους είναι η διατήρησις της ευρωστίας αυτού. Εν Μακεδονία και Ανδριανουπόλει ουδέ καν λόγος περί αυτής δύναται να γίνη,

4 Νικόλαος Βλάχος, Το μακεδονικόν ως φάσις του ανατολικού Ζητήματος 1878-1908, Αθήνα 1935, σ. 263-271.5 Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος, Η Μακεδονία στις παραμονές του μακεδονικού αγώνα (1894-1904),

Μπαρμπουνάκης, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 197-216.6 Ιστορικό αρχείο ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, Προξενείο Μοναστηρίου (στο εξής: Προξενείο

Μοναστηρίου), 2/5/1902, έγγραφο 214.

Page 10: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

διότι εις τας χώρας ταύτας ο λαός ευρίσκεται εις πολύ κατωτέραν θέσιν των ζώων απέναντι των κυρίων αυτού".

Οι Τσεντραλιστές ηγούνται του Ίλιντεν το καλοκαίρι του 1903. Ας δούμε λοιπόν στο ίδιο έγγραφο το πολιτικό πρόγραμμα τους, για το οποίο μόνο μισόλογα ψελλίζουν οι έλληνες ιστορικοί.

"Αφού πρώτον ο λαός διαφωτισθή περί της καταστάσεώς του, πρέπει να διδαχθή ότι, εν η περιπτώσει αλλάξη αύτη θα αντικατασταθή υπό νέου καθεστώτος παρέχοντος τελείας εγγυήσεις ασφαλείας ζωής και τιμής, αλλά προς επιτυχίαν τούτου πρέπει να κατηχηθή ότι έχει ανάγκην πολέμου καλώς ωργανωμένου και δυναμένου να διαρκέση πολύν χρόνον. Καθ' ην ώραν γίνηται η κατήχησις, όταν υπάρχουσι και Τούρκοι πρέπει να εμπνεύσητε ότι αποβλέπετε προς εν καθεστώς συνταγματικόν παρέχον εγγυήσεις απονομής δικαιοσύνης εξ ίσου εις όλας τας τάξεις και φυλάς και να επιστήσητε την προσοχήν του λαού εις αυτό το σημείον. Καθ' ον χρόνον διαφωτίζετε τα πνεύματα των πολεμιστών δεν πρέπει να παραμελήτε να επισύρητε την προσοχήν αυτών επί του Μακεδονικού ζητήματος υπό έποψιν διεθνήν. Πρέπει να εθίσητε αυτούς να μη αναμένωσι καμμίαν βοήθειαν παρά της Ρωσσίας, Αυστρίας, Βουλγαρίας, Σερβίας και Ελλάδος, αλλά να βασίζωνται επί της ιδίας αυτών δυνάμεως. Πρέπει ν' αναπτύξετε αυτοίς ότι η ελευθερία δεν δίδεται ως ελεημοσύνη εις τους λαούς αλλ' αυτή αποκτάται δια των όπλων, και όταν το όπλον ευρίσκεται εις την χείρα τότε και η δύναμις αυξάνει".

Οι Τσεντραλιστές ακολουθούν την επαναστατική αρχή ότι ο λαός πρέπει να στηρίζεται στις δικές του και μόνο δυνάμεις. Ο λαός, υπογραμμίζεται, "δεν πρέπει να εξαπατάται εκ των λόγων ότι θα δυνηθή να απαλλαγή του ζυγού, είτε διά της Βουλγαρίας, είτε διά τινος άλλης δυνάμεως, απ' εναντίας πρέπει να έχη την πεποίθησιν ότι διά των εν δουλεία μεν διατελουσών, αλλ' εσχάτως διοργανωθεισών ιδίων αυτού δυνάμεων θα δυνηθή ν' ανακτήση την ανεξαρτησίαν αυτού".

Η δημιουργία ανεξάρτητου κράτους και η βαλκανική ομοσπονδία είναι ο τελικός στόχος των Τσεντραλιστών. "Πρέπει, σημειώνεται, να διαφωτισθή ο λαός περί του Μακεδονικού ζητήματος υπό διεθνή έποψιν και να πεισθή ότι η Μακεδονία ένεκα λόγων εθνολογικών είναι αδύνατον να προσαρτηθή εις οιονδήποτε άλλο κράτος. Είναι ανάγκη να διαφωτισθή ο λαός ότι σκοπός των ομόρων κρατών δεν αποβλέπει εις την απολύτρωσιν αυτού αλλ' εις την διά προσαρτήσεως επαύξησιν της χώρας των διά διαμελισμού της Μακεδονίας. Η ιδέα της ενώσεως των Βαλκανικών κρατών θα χρησιμεύση ως βάσις προς ένωσιν αυτών, τα δε ειρημένα κράτη πρέπει να πεισθώσιν ότι η σωτηρία όλων εν τούτω έγκειται, η Μακεδονία θέλει χρησιμεύση ως κέντρον της Ενώσεως ταύτης".7

Στα παραπάνω αποσπάσματα περιγράφεται καθαρά η επαναστατική κατάσταση που έχει δημιουργήσει η οθωμανική κακοδιοίκηση καθώς και ο αυτονομιστικός προσανατολισμός της τσεντραλιστικής μακεδονικής ηγεσίας.

Ας περάσουμε λοιπόν τώρα στον παράγοντα ελληνικό κράτος. Ποια δηλαδή ήταν η πολιτική του, μέσω της διπλωματίας και των πρακτόρων του, μπροστά στο ενδεχόμενο του ξεσπάσματος επανάστασης στη Μακεδονία.

Αποκαλυπτική απάντηση μας δίνει μια άλλη έκθεση του προξένου στο Μοναστήρι Κιουζέ Πεζά προς τον έλληνα πρωθυπουργό (Ιανουάριος 1902).

Στο Μοναστήρι έχει αναλάβει καθήκοντα νέος βαλής, ο Εδίπ Πασάς. Ο έλληνας πρόξενος

7 Το έγγραφο βρίσκεται μεταφρασμένο [Προξενείο Μοναστηρίου] και έχει τίτλο Ο τρόπος του διακανονισμού της εν τω μέλλοντι δράσεως του Κομιτάτου (Τσαντραλίστ) 1903.

Page 11: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

ενημερώνει την ελληνική κυβέρνηση για τη συνάντησή του με το νέο βαλή και για τα όσα κουβέντιασαν. Απ' όσα γράφει, προκύπτει πως υπάρχει διαταγή του μεγάλου βεζίρη προς τη γενική διοίκηση Μοναστηρίου για στενή συνεργασία με το ελληνικό προξενείο προς αντιμετώπιση των επαναστατών.

"Την διαταγήν ταύτην εις μάτην ανεζήτησεν ο Εδίπ Πασσάς, ως ρητώς με διαβεβαίωσε, γράφει ο Πεζάς, δυστυχώς δε ούτε νεωτέραν τινά έλαβε μέχρι σήμερον περί του αντικειμένου τούτου διαταγήν, καίτοι η Β. Πρεσβεία διά του υπ' αριθμ. 1195 από 28 Δεκεμβρίου παρελθόντος έτους εμπιστευτικού αυτής εγγράφου ανήγγειλε και εμοί ότι ο Μέγας Βεζύρης υπεσχέθη να δώση ρητήν διαταγήν προς τον νέον Γενικόν Διοικητήν".

Ο Πεζάς προτείνει λοιπόν να ζητηθεί από τον έλληνα πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη, να ξαναρωτήσει τον μεγάλο βεζίρη αν έδωσε την εντολή στο νέο βαλή Μοναστηρίου. "Εάν υπεμιμνήσκετο, παρατηρεί, τω Μ. Βεζύρη υπό της Β. Πρεσβείας η εκτέλεσις της υποσχέσεως ταύτης μεγάλως θα διηυκολύνετο η θέσις μου, διότι ό,τι σήμερον πράττω ανεπισήμως και εξ αμοιβαίας φιλοφροσύνης μετά του Βαλή, θα περιβληθή τότε τον τύπον επιτακτικού καθήκοντος αμφοτέρωθεν και αναγκαίας υπακοής εις τας διαταγάς των ημετέρων Κυβερνήσεων. Τούτου ένεκα παρακαλώ και αύθις να γένηται επειγόντως η προσήκουσα υπόμνησις τω Μ. Βεζύρη".

Ο Πεζάς ενημερώνει πάντως το βαλή για τις κινήσεις των επαναστατών, δίνοντάς του κάθε πληροφορία που έχει μαζέψει μέσω των πρακτόρων του.

"Συμμορφούμενος, λέει, προς τας δοθείσας μοι διά του υπ' αριθ. 3040 από 14 Δεκεμβρίου π.ε. Υμετέρου εγγράφου οδηγίας ανεκοίνωσα τω Εδίπ πασσά εντός των διαγραφομένων μοι ορίων πολλάς πληροφορίας, ας θεωρώ περιττόν ν' αναγράψω ενταύθα, και επί πολλών σημείων επέστησα την προσοχήν αυτού. Έλαβε σημειώσεις και μοι υπεσχέθη ότι εντός ολίγου θα ενεργήση καταλλήλως".

Στη συνέχεια ο Πεζάς εξηγεί στο βαλή γιατί οι Έλληνες αγαπούν τόσο τους Τούρκους και ενδιαφέρονται για το καλό της αυτοκρατορίας.

"Εις τον Εδίπ Πασσάν, γράφει, δεν παρέλειψα να αναπτύξω την αλληλεγγύην των εν Μακεδονία ελληνοτουρκικών συμφερόντων καταστήσας αυτώ καταληπτόν ότι ημείς χάριν της εθνικής ημών αρτιότητος ενδιαφερόμεθα όσον ουδείς άλλος λαός υπέρ της ησυχίας και της ευημερίας της Τουρκίας, ως περικλειούσης εν τοις ορίοις αυτής την μεγίστην του ημετέρου έθνους μερίδα, ότι έδει να έχωσιν οι Τούρκοι ακράδαντον πεποίθησιν ότι ειλικρινώς θέλομεν να συνεργασθώμεν μετ' αυτών, διότι ο απειλών κίνδυνος και ημάς εξίσου απειλεί. Είναι φυσικώτερον, τω είπον, να ενδιαφερόμεθα περί της τύχης των εν Μακεδονία ημετέρων ομοφύλων και ανησυχώμεν διά τα εν αυτή συμβαίνοντα, διότι ως γείτονες δεν δυνάμεθα ή να φροντίζωμεν περί της προφυλάξεως και της υμετέρας οικίας, αφού είνε γνωστόν ότι πυρπολουμένης της ιδικής σας κατ' ανάγκην θα μεταδοθή το πυρ και εις την συνεχομένην ημών".

Παρ' όλα αυτά ο κίνδυνος της επανάστασης είναι ορατός, και το χειρότερο για το ελληνικό προξενείο είναι πως και οι πατριαρχικοί πληθυσμοί προσχωρούν στο επαναστατικό κίνημα:

"Ότι πάντες οι σχισματικοί ασπάζονται νυν τας επαναστατικάς ιδέας του Κομιτάτου, περί τούτου ουδεμία επιτρέπεται αμφιβολία πλέον, αλλά το λυπηρόν είνε ότι και οι πλείστοι των ελληνιζόντων σλαβοφώνων, τούτο μεν ένεκα της Τουρκικής κακοδιοικήσεως, τούτο δε ένεκα της τρομοκρατίας, ην ενέπνευσαν αι συμμορίαι, φαίνονται και αυτοί προσχωρήσαντες κατά το μάλλον και ήττον εις τας αυτάς ιδέας παρά πάσας τας ημετέρας αντιδράσεις και νουθεσίας. Και είνε μεν ούτοι εφεκτικώτεροι οπωσδήποτε των σχισματικών, αλλά και αυτοί φιλοξενούσι τους συμμορίτας, απέχοντες από πάσης σχετικής ανακοινώσεως. Συμπεριφέρονται άλλως τε προς αυτούς οι πράκτορες του Κομιτάτου μετά πολλής επιτηδειότητος παραινούντες αυτούς να συμφιλιωθώσι μετά των σχισματικών αυτών αδελφών και να υποστηρίξωσι τον υπέρ των χριστιανών εν γένει αγώνα των χωρίς ν' αποβλέπωσιν εις διακρίσεις μεταξύ σχισματικών και ορθοδόξων".

Το τελικό συμπέρασμα του Πεζά είναι ότι έτσι που ήρθε η κατάσταση, καλύτερα να ξεσπάσει πρόωρα η επανάσταση, ώστε να κατασταλεί και πιο εύκολα.

"Βαθμηδόν ήρχισα να σχηματίζω την γνώμην, γράφει, ότι όπου έφθασαν τα πράγματα συμφέρει ίσως ημίν να εκραγή όσον τάχιον το διοργανούμενον επαναστατικόν κίνημα, αν πρόκειται τούτο να επιφέρη μεταβολήν του καθεστώτος, διότι η ευχερής καταστολή αυτού άνευ άλλης τινός συνεπείας θα

Page 12: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

φέρη μόνη εις συναίσθησιν τους Μακεδόνας και πάντως θα ωφελήση τον ημέτερον αγώνα".8

Η επανάσταση αρχίζει οργανωμένα το απόγευμα της Κυριακής 20 Ιουλίου 1903. Η μαζική συμμετοχή του πληθυσμού στην προετοιμασία της, έκανε φυσικά κοινό μυστικό την ημερομηνία της έναρξης.

Ο νέος έλληνας πρόξενος στο Μοναστήρι Κ. Κυπραίος είναι ενήμερος από τους πληροφοριοδότες του για την επερχόμενη επανάσταση. Δυο μέρες πριν αυτή ξεσπάσει, σημειώνει:

"Τη προσεχεί Κυριακή 20 Ιουλίου την εσπέραν οι χωρικοί υποχρεούνται να λάβωσι τα όπλα και επιτεθώσι κατά Τουρκικών χωρίων μόνον προς το παρόν, καταστρέψωσι δε παν Τουρκικόν είτε πύργον, είτε οικίαν, είτε συγκομιδήν".9

Συμπληρώνει μάλιστα λίγες μέρες αργότερα, σε αναφορά του προς τον πρόεδρο της ελληνικής κυβέρνησης, πως την πληροφορία αυτή τη μετέφερε αμέσως, όπως εξάλλου συνήθιζε πάντα να κάνει, στην οθωμανική διοίκηση:

"Μοι εγνώρισαν εμπιστευτικώς ότι την εικοστήν του μηνός, ημέραν Κυριακήν και εορτήν του Προφήτου Ηλιού, κηρύσσεται αφεύκτως η επανάστασις, και μοι καθώρισαν τα σημεία της συγκεντρώσεως των επαναστατών. Τούτο δεν έλειψα ν' ανακοινώσω τω Γενικώ Διευθυντή και συστήσω Αυτώ, ως και πάντοτε έπραττον, να λάβη τα απαιτούμενα προς προφύλαξιν ιδίως των ημετέρων χωρίων μέτρα. Ο Γενικός Διοικητής όμως δεν ηθέλησε να λάβη υπ' όψει τας συστάσεις μου και τας ανακοινώσεις μου απέδιδεν εις απλάς διαδόσεις των οπαδών του Κομιτάτου".10

Ο πρόξενος Κ. Κυπραίος περιγράφει, στις 24/7, αναφερόμενος στον υπουργό των Εξωτερικών Α. Σκουζέ, τις πρώτες στιγμές της επανάστασης, το απόγευμα της 20 Ιουλίου, στην πρωτεύουσα του βιλαετίου. Το σύνθημα δίνεται με μεγάλες φωτιές που ανάβουν σε προκαθορισμένα σημεία οι επαναστάτες. Έξω από τη Μπίτολα [Bitola]11 ανάβουν "δυο πυρκαϊαί

8 Προξενείο Μοναστηρίου, 10/1/1902, έγγραφο 12.9 Προξενείο Μοναστηρίου, 18/7/1903, έγγραφο 542.10 Προξενείο Μοναστηρίου, 24/7/1903, έγγραφο 554.11 Bitola ή Bitolja ή Bitolj ή Monastir ή Manastir. Πρωτεύουσα του ομώνυμου Βιλαετίου. Ο έλληνας πρόξενος

στην πόλη το 1890, σε επίσημη αναφορά του, εκτιμά τον αριθμό των κατοίκων της πόλης σε 50 χιλιάδες περίπου, από τους οποίους οι μισοί είναι μουσουλμάνοι, 8 - 9 χιλιάδες χριστιανοί Βούλγαρους, 13 χιλιάδες Βλάχοι και 4 χιλιάδες Εβραίοι [Αναφορά του πρόξενου Γ. Φοντάνα προς τον έλληνα υπουργό Εξωτερικών Στ. Δραγούμη, 4/1890. Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Αρχείο Στέφανου Δραγούμη]. Ο Кънчов δίνει συνολικό πληθυσμό 37.000 κατοίκους: 10.500 Τούρκους, 10.000 χριστιανούς Βούλγαρους, 7.000 Βλάχους, 5.500 Εβραίους, 1.500 μουσουλμάνους Αλβανούς, 2.000 Τσιγγάνους

Page 13: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

εις θημωνιάς κατά τα δύο άκρα της πόλεως, ανατολικόν και δυτικόν, κειμένας, σημείον ενάρξεως του επαναστατικού κινήματος".

Περιγράφει επίσης τη μεγάλη πανηγυρική σημαία του κομιτάτου. Φέρει χρυσά κρόσσια και την επιγραφήν "Λαέ θάρρος ο Θεός μεθ' ημών" ετέρωθεν "Ελευθερία ή Θάνατος" και τα ονόματα 11 πόλεων της Μακεδονίας, εν αρχή τα Βιτώλια, έπειτα Φλώρινα, Καστορία, Αχρίς, Στρώμνιτσα κλπ, έπειτα διά κεφαλαίων γραμμάτων "Β΄ Κομιτατικόν Τμήμα".12

Στο ίδιο έγγραφο διαβάζουμε πως εκείνο το βράδι η επαναστατική σημαία υψώθηκε στα χωριά Smilevo13 και Bukovo14 του καζά Μοναστηρίου. Επίσης, ότι "επυρπολήθηκαν χάνια τινά ανήκοντα εις Τούρκους βέηδες και ότι εκόπησαν άπαντα τα τηλεγραφικά σύρματα τα συνδέοντα την πόλιν μετά του λοιπού κόσμου".

Τις επόμενες μέρες η επανάσταση γενικεύεται. Τα βουνά γεμίζουν με χιλιάδες ένοπλους μακεδόνες αγρότες. "Όλα σχεδόν τα χωρία αφήκαν και αλώνια και ζώα και οικίας και έφυγαν εις τα όρη οι δυνάμενοι να φέρωσιν όπλα. Εις πολλά χωρία έμειναν ολίγιστοι διότι έφυγαν και αυταί αι γυναίκες. Συμπλοκαί γίνονται εις πολλά μέρη", διαβάζουμε σε τηλεγράφημα του προξενείου

και 500 διάφορους άλλους. [Васил Кънчов, Македония етнография и статистика, Σόφια 1900. Ο Кънчов ονομάζει τους Βούλγαρους, για προπαγανδιστικούς λόγους, Βούλγαρους]. Ο Brancoff καταγράφει μόνο τον χριστιανικό πληθυσμό, 22.772 άτομα, διακρίνει δε επί μέρους 8.844 εξαρχικούς Βούλγαρους, 6.372 Πατριαρχικούς Βούλγαρους, 36 προτεστάντες Βούλγαρους, 7.200 Βλάχους, 120 Αλβανούς, 120 Τσιγγάνους και 100 Έλληνες [D. M. Brancoff, La Macédoine et sa population chrétienne, Παρίσι 1905. Ο Brancoff, όπως και ο Кънчов, ονομάζει τους Βούλγαρους, για προπαγανδιστικούς λόγους, Βούλγαρους.

12 Προξενείο Μοναστηρίου, 24/7/1903, έγγραφο 551.13 Smilevo. Μακεδόνικο χριστιανικό χωριό του καζά Μοναστηρίου, με 2.200 κατοίκους [Кънчов].14 Bukovo. Μακεδόνικο χριστιανικό χωριό του καζά Μοναστηρίου. Ο Кънчов δίνει 1.490 κατοίκους. Ο

Brancoff χαρακτηρίζει το χωριό πατριαρχικό και ανεβάζει τον πληθυσμό του σε 2.400 άτομα.

Page 14: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Μοναστηρίου.15 Στο ίδιο τηλεγράφημα γίνεται γνωστή η κατάληψη της κωμόπολης Krušovo.16

Στο έγγραφο ξαναγίνεται λόγος για την εγκατάλειψη των χωριών: "χωρία τινά εγκατελήφθησαν υπό των κατοίκων απάντων. Π.χ. ο Χριστόφορος [Kristofor]17, το Ζαμπύρδενι [Zabärdeni]18, η Ρόσνα [Rosna]19, η Μπάνιτσα [Banica]20, το Τσερέσοβον [Cerovo]21 και άλλα. Τα γυναικόπαιδα τινών εξ' αυτών επέστρεψαν την 22 Ιουλίου. Ομοίως και χωρικοί επιστρέφουσιν εις τας εστίας αυτών, πιθανώς οι υπεράριθμοι".

Η ανάγκη διακοπής της σιδηροδρομικής συγκοινωνίας, προς αποφυγή μεταφοράς στρατιωτικών μονάδων και πολεμοφοδίων από τη Θεσσαλονίκη, ωθεί τους επαναστάτες να καταστρέψουν τις γραμμές του τρένου: "η σιδηροδρομική γραμμή δις εβλάβη υπό των ανταρτών, παρά το Εξή-σου [Ekši Su]22 την 21 Ιουλίου μετετέθησαν σιδηραί τινές ράβδοι, την 22 Ιουλίου

15 Προξενείο Μοναστηρίου, 23/7/1903, έγγραφο 320.16 Krušovo. Κωμόπολη του καζά Μοναστηρίου. Ο Кънчов δίνει πληθυσμό 9.350 κατοίκων, από τους οποίους

4.950 είναι χριστιανοί Βούλγαροι, 4.000 Βλάχοι και 400 χριστιανοί Αλβανοί. Ο Brancoff τους ανεβάζει σε 12.094, κάνοντας διάκριση σε 7.024 χριστιανούς Βούλγαρους (5.848 εξαρχικούς, 776 ελληνίζοντες πατριαρχικούς και 400 σερβίζοντες πατριαρχικούς), 4.470 Βλάχους και 600 τσιγγάνους. Για τα φρονήματα των Βλάχων, το πατριαρχείο υπολογίζει ότι από τις 1.174 οικογένειες, 1.057 είναι πιστές σε αυτό, ενώ 117 είναι ρουμανίζουσες [Βλ. Επίσημα έγγραφα περί της εν Μακεδονία οδυνηράς καταστάσεως, έκδοση Πατριαρχικού Τυπογραφείου, Κωνσταντινούπολις 1906. Στο εξής: Πατριαρχική Στατιστική].

17 Kristofor ή Kr'stofor ή Kr'stevo. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Μοναστηρίου. Ο Кънчов δίνει πληθυσμό 280 κατοίκους και ο Brancoff, 256.

18 Zab'rdeni ή Zab'rdani. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Φλώρινας. Ο Кънчов δίνει πληθυσμό 325 κατοίκους και ο Brancoff, 344. Το χωριό παραμένει εξαρχικό σε όλη τη διάρκεια του αντιμακεδονικού αγώνα [Βλ. Προξενείο Μοναστηρίου, 12/8/1908, έγγραφο 4278. Στο εξής: έγγραφο 4278. Το 1913 απαριθμούνται 358 άτομα [Βλ. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας - Διεύθυνσις Στατιστικής, Απαρίθμησις των κατοίκων των νέων επαρχιών της Ελλάδος του έτους 1913, Εθνικόν Τυπογραφείον, Αθήνα 1915. Το 1920 απογράφονται στο χωριό 92 οικογένειες - 306 άτομα [Βλ. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας - Διεύθυνσις Στατιστικής, Λεξικόν των δήμων, κοινοτήτων και συνοικισμών της Ελλάδος επί τη βάσει της απογραφής του πληθυσμού του έτους 1920, Εθνικόν Τυπογραφείον, Αθήναι 1923. Το 1928 ο πληθυσμός του χωριού ανέρχεται σε 417 άτομα [Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας - Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, Στατιστικά αποτελέσματα της απογραφής του πληθυσμού της Ελλάδος της 15-16 Μαΐου 1928. Πραγματικός και νόμιμος πληθυσμός - πρόσφυγες, Εθνικόν Τυπογραφείον, Αθήνα 1933. Το 1932 καταμετρούνται 71 σλαβόφωνες οικογένειες, 60 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Εθνολογική στατιστική της Νομαρχίας Φλώρινας του έτους 1932, που βρίσκεται στο αρχείο Σουλιώτη - Νικολαΐδη, στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, υποφάκελος 2/ΙΙ. Στο εξής: Στατιστική 1932. Το 1945 το χωριό αριθμεί 597 σλαβόφωνους, 400 από τους οποίους θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης, 50 ελληνικής και 147 ρευστής [Στατιστική του ελληνικού κράτους του 1945, που βρίσκεται στο Αρχείο Φίλιππου Δραγούμη, στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, υποφάκελος 69.6. Στο εξής: Στατιστική 1945. Το 1951 απογράφονται 514 άτομα [ΕΣΥΕ, Πληθυσμός της Ελλάδος κατά την απογραφήν της 7ης

Απριλίου 1951, Αθήναι, 1951. Το χωριό μετονομάστηκε το 1926 σε Λόφοι [για τις μετονομασίες βλ. Μιχαήλ Χουλιαράκης, Γεωγραφική, διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 1821 - 1971, Εθνικόν Κέντρον Κοινωνικών Ερευνών, τομ. Ι - ΙV, Αθήναι 1973-1976.

19 Rosna ή Rosen. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Φλώρινας. Ο Кънчов δίνει 400 κατοίκους και ο Brancoff, 480. Το χωριό παραμένει συνεχώς εξαρχικό [έγγραφο 4278]. Το 1913 έχει 552 άτομα. Το 1920 έχει 97 οικογένειες - 448 άτομα. Το 1928 έχει 590 άτομα]. Το 1932 καταμετρούνται 110 σλαβόφωνες οικογένειες, 105 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 856 σλαβόφωνους, 600 από τους οποίους θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης, 56 ελληνικής και 200 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 805 άτομα. Το 1926 μετονομάστηκε Σιταριά.

20 Banica. Μακεδόνικο εξαρχικό χωριό του καζά Φλώρινας. Ο Кънчов δίνει 1.650 κατοίκους και ο Brancoff, 2.000. Το χωριό παραμένει συνεχώς εξαρχικό [έγγραφο 4278].Το 1913 απογράφονται 1.617 άτομα. Το 1920 έχει, 524 οικογένειες - 1.659 άτομα και το 1928, 1995 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 323 σλαβόφωνες οικογένειες, 203 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 2.680 σλαβόφωνους, από τους οποίους 1.900 θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης, 280 ελληνικής και 500 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 2.062 άτομα. Το 1926 μετονομάστηκε Βεύη.

21 Cerovo. Μακεδόνικο χριστιανικό χωριό του καζά Φλώρινας. Ο Кънчов δίνει 300 άτομα. Ο Brancoff σημειώνει 400 κατοίκους (200 εξαρχικοί και 200 πατριαρχικοί). Στη συνέχεια το χωριό προσχωρεί στο σύνολο του στην Εξαρχία [έγγραφο 4278]. Το 1913, απογράφονται 402 άτομα, το 1920 71 οικογένειες - 399 άτομα και το 1928, 492 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 80 σλαβόφωνες οικογένειες, 65 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945, επί συνολικού πληθυσμού 650 σλαβόφωνων, οι 400 θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης και οι 200 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1926 μετονομάστηκε Κλειδίον.

22 Ekši Su ή Gorno V'rbeni ή Molsko V'rbeni. Χωριό του καζά Φλώρινας. Το 1889, το χωριό έχει 289 οικίες -

Page 15: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

ανετινάχθη μικρά τις γέφυρα. Την αυτήν ημέραν οι παρά την γραμμήν στρατιώται εν Πέτορακ [Petorak]23 προσέλαβον αντάρτας, επιχειρούντες να καταστρέψωσι την γραμμήν".24

Ο Κυπραίος αποκαλεί περιφρονητικά τους επαναστάτες λησταντάρτας. Ομολογεί όμως με θλίψη ότι "σήμερον κατά χιλιάδας αριθμούνται", και σημειώνει τις επιτυχίες τους:

"Σχεδόν άνευ αντιστάσεως κατέλαβον εν των κυριοτέρων σημείων του τμήματος τούτου, το Κρούσοβον, Β. της πόλεως Μοναστηρίου, ΒΔ. δε το Σμήλεβον και πολλά χωρία του διαμερίσματος της Πρέσπας και Καστορίας, ως και πάντα τα ημέτερα Μοναστήρια, οίον του Παραλόβου, Δράγος, Βελουσίνης κ.α" .25

Στις 25 Ιουλίου φτάνει στο Μοναστήρι τηλεγράφημα του ελληνικού υπουργείου εξωτερικών με σαφέστατη εντολή προς τον Κυπραίο: "Ανάγκη να καταβληθή διά πάσης θυσίας πάσα προσπάθεια ίνα μη ημέτεροι [δηλαδή πατριαρχικοί] συμμετάσχωσι κινήματος. Αφήνει δε στον πρόξενο την πρωτοβουλία κατανομής και αξιοποίησης των πρακτόρων. Προτείνει εάν κριθή παρ' υμών χρήσιμος αποστολή πρακτόρων εις ύπαιθρον χώραν και διαβεβαιώνει ότι δεν υπάρχει ζήτημα χρημάτων προκειμένου να προωθηθούν τα ελληνικά συμφέροντα. Η ελληνική κυβέρνηση, ως κατ' επανάληψιν εδήλωσεν, αναλαμβάνει πάσαν απαιτηθησομένην δαπάνην. Μέχρι της αποστολής δε νέων ποσών δι' απρόβλεπτα, σας εξουσιοδοτεί να δαπανάτε εκ των εκπαιδευτικών".26

Την άλλη μέρα, 26 Ιουλίου, ο Κυπραίος απαντά στο τηλεγράφημα της ελληνικής κυβέρνησης. Πιστεύει πως δεν είναι "δυνατή η δι' ημετέρων πρακτόρων αναχαίτισις των επαναστατών. Ενημερώνει ότι εφ' όσον δυνάμεθα βοηθούμεν τας Τουρκικάς Αρχάς προς καταστολήν του κινήματος και προβληματίζεται μήπως θα έπρεπε, με κίνδυνο βέβαια την απώλεια και του μικρού υπολοίπου της ελληνικής επιρροής πάνω στους ορθόδοξους πληθυσμούς, να καταδιώξωμεν από κοινού μετά των Τούρκων τους ημετέρους (πατριαρχικούς) πληθυσμούς επαναστατήσαντας κατ' αυτών". Ενημερώνει δε το υπουργείο πως έχει δαπανήσει όλα τα σχετικά κονδύλια, ακόμη και τα εκπαιδευτικά.

Η σημαντικότερη ωστόσο διαπίστωση του Κυπραίου είναι πως άπασα η χώρα αύτη (από των τότε συνόρων του βουλγαρικού κράτους μέχρι την ελληνόφωνη ζώνη νότια της Καστοριάς) "ηκολούθησε το κίνημα εξαιρέσει των Βλαχοφώνων και Αλβανοφώνων των κωμοπόλεων των οποίων επιδιώκεται νυν κατάληψις υπό των επαναστατών όπως εξουδετερωθή η αντίδρασις αυτών".

Και συνεχίζει υπογραμμίζοντας πως οι "εξεγερθέντες πληθυσμοί είναι νυν πεπεισμένοι ότι

1.425 κατοίκους [Тодор Симовски, Населените места во Егејска Македонија - географски, етнички и стопански карактеристики, Σκόπια 1991. Ο Кънчов, δίνει 1.900 χριστιανούς Βούλγαρους και 65 Τσιγγάνους. Ο Brancoff, 2.200 εξαρχικούς, 136 πατριαρχικούς Βούλγαρους και 96 Τσιγγάνους. Το χωριό πέρασε στην πλειοψηφία του στην Εξαρχία το 1877. [Βλ. Εκκλησιαστική Αλήθεια, τόμος 29, 1909. Μετά το 1905 γίνεται στο σύνολο του εξαρχικό [έγγραφο 4278]. Το 1913, απογράφονται 1.735 και το 1920, 1.406 άτομα. Ο Милојевић σημειώνει για το διάστημα μεταξύ 1913-1919, 350 σλάβικα σπίτια [Боровоја Ж. Милојевић, Јужна Македонја - Антропогеографска, Βελιγράδι 1920 (Ο Милојвић ονομάζει τους Βούλγαρους, για προπαγανδιστικούς λόγους, Σλάβους)]. Το 1928 απογράφονται 1.718 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 318 σλαβόφωνες οικογένειες, 298 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 2.039 σλαβόφωνους, 1.900 από τους οποίους θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης και 139 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 2.608 άτομα. Το 1926 μετονομάστηκε Ξινόν Νερόν.

23 Petorak ή Petorica ή Petoraci. Εξαρχικό μακεδονικό χωριό του καζά Φλώρινας. Ο Кънчов δίνει 210 κατοίκους και ο Brancoff 192. Το χωριό παραμένει συνεχώς εξαρχικό [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 127 και το 1920, 135 άτομα. Ο Милојевић καταγράφει 20 σλάβικα σπίτια. Στο χωριό εγκαθίστανται 30 οικογένειες προσφύγων, από τις οποίες οι 27 είναι από τον Καύκασο. [Αρχείο Φίλιππου Δραγούμη - Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, υποφακ. 11.3, έγγραφο 109, με ημερομηνία Ιούλιος 1926. Στο εξής: έγγραφο 109. Οι πρόσφυγες καταμετρούνται σε 34 οικογένειες - 140 άτομα δύο χρόνια αργότερα [Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων, Κατάλογος των προσφυγικών συνοικισμών Μακεδονίας με τας νέας ονομασίας, Θεσσαλονίκη, 1928. Στο εξής: Κατάλογος Ε.Α.Π.] και σε 43 οικογένειες το 1931 [Αρχείο Φιλ. Δραγούμη, υποφακ. 11.3, έγγραφο 113α, με ημερομηνία 16 Ιουνίου 1931. Στο εξής: έγγραφο 113α]. Ο συνολικός πραγματικός πληθυσμός Μακεδόνων και προσφύγων είναι 319 άτομα το 1928. Το 1932 καταμετρούνται 40 σλαβόφωνες οικογένειες, 28 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945, επί συνολικού πληθυσμού 494 ατόμων, το χωριό αριθμεί 200 σλαβόφωνους, 100 από τους οποίους θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης και 100 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 483 άτομα. Το 1928 το χωριό μετονομάστηκε Τριπόταμα. Σήμερα λέγεται Τριπόταμος.

24 Προξενείο Μοναστηρίου, 24/7/1903, έγγραφο 551.25 Προξενείο Μοναστηρίου, 24/7/1903, έγγραφο 554.26 Προξενείο Μοναστηρίου, 25/7/1903, άνευ αριθμού.

Page 16: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

μάχονται υπέρ της ελευθερώσεως αυτών και ουδέ είναι δυνατόν νυν να αναχαιτισθή το επαναστατικόν αυτών φρόνημα". Αναγνωρίζει δε πως τελικά ακόμα "και Βλαχόφωνοι και Αλβανόφωνοι διάκεινται ευμενώς προς το κίνημα".27

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την επαναστατική κατάσταση που διαμορφώθηκε παρουσιάζει επίσης η αναφορά του βρετανού προξένου Μοναστηρίου Peter James McGregor προς το βρετανό γενικό πρόξενο Θεσσαλονίκης Robert W. Graves, στις 21/7/1903:

"Είναι αδύνατο, γράφει, αυτή τη στιγμή να υπολογιστεί το ποσοστό του αγροτικού πληθυσμού που εγκατέλειψε τα χωριά, είτε μερικά είτε εξ ολοκλήρου, και αποσύρθηκε στα βουνά υπακούοντας στο κάλεσμα της Κυριακής, αλλά θα πρέπει να αριθμούν αρκετές χιλιάδες". Στο επαναστατικό στρατόπεδο δεν βρίσκονται μόνο εξαρχικοί Μακεδόνες αλλά και Πατριαρχικοί και Βλάχοι, που μέχρι τώρα θεωρούνταν πιστοί οπαδοί της ελληνικής προπαγάνδας.

Και λίγο παρακάτω δίνει πληροφορίες για την επανάσταση στην περιοχή Φλώρινας - Καστοριάς:

"Ο Βαλής με πληροφορεί ότι τα χριστιανικά χωριά στην περιοχή γύρω από το Μπούφι [Buf]28

και τη Φλώρινα [Florina]29, όπως η Ρόσνα, η Ζαμπύρδενη, το ΄Αρμενσκο [Armensko]30, η Μπάνιτσα, το Χασάνοβο [Hasanovo]31, έχουν εγκαταλειφθεί και το ίδιο συμβαίνει και στην περιοχή Κορεστίων

27 Προξενείο Μοναστηρίου, 26/7/1903, έγγραφο 1996.28 Buf ή Buh. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Φλώρινας. Στατιστική του 1894 δίνει 200 οικίες - 2120

κατοίκους (Симовски). Ο Кънчов δίνει 1900 άτομα και ο Brancoff, 1440. Το χωριό παραμένει συνεχώς εξαρχικό [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 2288 άτομα. Το 1920, 299 οικογένειες - 1709 άτομα και το 1928, 1760 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 340 σλαβόφωνες οικογένειες, 310 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 2007 σλαβόφωνους, 1000 από τους οποίους θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης, 37 ελληνικής και 970 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1951, στο χωριό έχουν απομείνει μόνο 766 άτομα. Το 1955 μετονομάστηκε Ακρίτας.

29 Florina ή Lerin. Πρωτεύουσα του ομώνυμου καζά. Ο Кънчов δίνει 9.824 κατοίκους, διακρίνοντας τους σε 5000 Τούρκους, 2.820 χριστιανούς Βούλγαρους, 1600 Τσιγγάνους, 200 μουσουλμάνους Αλβανούς, 100 χριστιανούς Αλβανούς, 84 Βλάχους και 20 Εβραίους. Ο Brancoff διακρίνει το χριστιανικό πληθυσμό της πόλης σε 3.544 πατριαρχικούς Βούλγαρους, 800 εξαρχικούς Βούλγαρους, 120 Τσιγγάνους, 72 Βλάχους και 30 Αλβανούς. Ο Милојевић σημειώνει 2.580 σπίτια, από τα οποία 1.400 τουρκικά, 950 χριστιανικά μακεδονικά, 175 μουσουλμανικά τσιγγάνικα, 30 βλάχικα και 25 μουσουλμανικά αλβανικά. Στην πόλη απογράφονται το 1913, 10.155 άτομα. Το 1916, σύμφωνα με στοιχεία του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, ο πληθυσμός της πόλης διακρίνεται σε 3.576 πατριαρχικούς, 589 εξαρχικούς και 6.227 μουσουλμάνους [έγγραφο 6541, Αθήναι, 15 Μαρτίου 1916, Προς την εν Παρισίοις Β. Πρεσβείαν]. Το ίδιο έτος, στον πατριαρχικό πληθυσμό προσμετρούνται και 34 προσφυγικές οικογένειες - 126 άτομα [Υπουργείον οικονομικών - Διεύθυνσις Κτημάτων Κράτους, Έκθεσις περί των εν Μακεδονία προσφύγων, Εθνικόν Τυπογραφείον, Αθήνα 1916. Το 1920 απογράφονται 2.909 οικογένειες - 12513 άτομα. Το 1923 απογράφονται ως ανταλλάξιμοι μουσουλμάνοι και φεύγουν για την Τουρκία 1.076 οικογένειες - 4.650 άτομα. [Ευστάθιος Πελαγίδης, Η αποκατάσταση των προσφύγων στη Δυτική Μακεδονία 1923 - 1930, Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1994. Τη θέση τους παίρνουν 184 οικογένειες, από τις οποίες, 79 θρακιώτικες, 54 μικρασιάτικες, 44 καυκάσιες και 7 ποντιακές [έγγραφο 109. Οι πρόσφυγες καταμετρούνται σε 178 οικογένειες - 750 άτομα δύο χρόνια αργότερα [Κατάλογος Ε.Α.Π.]. Το 1928 απογράφονται 10.585 άτομα, από τα οποία 1999 είναι πρόσφυγες της ελληνοτουρκικής ανταλλαγής και 1.613 πρόσφυγες που ήρθαν στην πόλη πριν το 1922. Το 1932 καταμετρούνται 600 σλαβόφωνες οικογένειες δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 αριθμεί 1.000 σλαβόφωνους μη ελληνικής εθνικής συνείδησης και 500 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 12.270 άτομα.

30 Armensko ή Ermensko. Χριστιανικό μακεδόνικο χωριό του καζά Φλώρινας. Ο Кънчов δίνει 1.080 κατοίκους. Ο Brancoff, 1.440, όλους εξαρχικούς. Το χωριό είχε ωστόσο και μικρή μερίδα πατριαρχικών [έγγραφο 4278] & Εκκλησιαστική Αλήθεια]. Κατά την επίθεση του στρατού στο Ίλιντεν σκοτώθηκαν 103 άτομα και τραυματίστηκαν 75. Μόνο 9 σπίτια από τα 160 δεν κάηκαν [Παύλος Κούφης, Άλωνα Φλώρινας, Αθήνα 1990, σ. 32. Το 1913 απογράφονται 990 άτομα. Το 1920, 171 οικογένειες - 782 άτομα και το 1928, 855 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 198 σλαβόφωνες οικογένειες, 157 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 978 σλαβόφωνους, 300 από τους οποίους θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης, 378 ελληνικής και 300 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 682 άτομα. Το 1927 το χωριό μετονομάστηκε Άλωνας. Σήμερα λέγεται Άλωνα.

31 Hasanovo ή Asanova ή Asonovo Selo ή Hasan Oba. Χωριό του καζά Φλώρινας. Ο Кънчов δίνει 590 κατοίκους, από τους οποίους 540 είναι χριστιανοί Βούλγαρους και 50 Τούρκοι. Ο Brancoff ανεβάζει τους Βούλγαρους σε 600, όλους εξαρχικούς. Το χωριό παραμένει συνεχώς εξαρχικό [έγγραφο 4278] από το 1902 [Εκκλησιαστική Αλήθεια]. Το 1913 απογράφονται 562 άτομα, το 1920, 507 και το 1928, 639. Το 1932 καταμετρούνται 112 σλαβόφωνες οικογένειες, 102 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 859 σλαβόφωνους, 350 από τους οποίους θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης, 209 ελληνικής και

Page 17: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

ανάμεσα στις λίμνες της Πρέσπας και της Καστοριάς, όπου παραμένουν μόνο παιδιά και ηλικιωμένοι".32

**H αντίστροφη μέτρηση για τους επαναστάτες αρχίζει το απόγευμα της Τετάρτης 30 Ιουλίου

με την πτώση της πόλης του Κρουσόβου, της πρωτεύουσας του Ίλιντεν. Το ελληνικό προξενείο στο Μοναστήρι μαθαίνει το γεγονός τρεις μέρες μετά. Το Κρούσοβο κατελήφθη και λεηλατήθη υπό του στρατού, ως λέγεται, διαβάζουμε σε αναφορά της 2ας Αυγούστου. "Ότι ελεηλατήθη το Κρούσοβον είναι βεβαιότατον διότι στρατιώται και μπαζιμπουζούκοι εδώ και εις το Περλεπέν έφεραν και πωλούσι διάφορα πράγματα και σκεύη και φορέματα και διάφορα διαμαντικά".

Στο ίδιο έγγραφο μαθαίνουμε επίσης την καταστροφή του πατριαρχικού μακεδονικού χωριού Ράκοβου [Rokovo]33: "Ψες ήλθαν από Ράκοβον περί τα 130 γυναικόπαιδα και παραπονέθησαν διατί να καύσωσι το χωρίον των, ενώ οι άνδρες είνε ξενητεμένοι εις την Αμερικήν και αυταί είνε όλαι αθώαι".34

Την απίστευτη ωμότητα της αντεπαναστατικής βίας περιγράφει και ο Ίων Δραγούμης σε έκθεσή του, εκείνων των ημερών. "Οι στρατιώται, γράφει, συναντούντες χωρικούς φονεύουσιν αυτούς και απογυμνούσιν, καταδιώκοντες δε τους επαναστάτας λεηλατούσι και καίουσι χωρία και σφάζουσι όσους άνδρας, γυναίκας ή παιδία εύρωσιν εν αυτοίς".35

Τέλη Αυγούστου, ο πρόξενος Κ. Κυπραίος με αναφορά του προς την ελληνική κυβέρνηση γίνεται πιο συγκεκριμένος: "Κατά πληροφορίας ληφθείσας πλαγίως προ 10 ημερών εν τοις επισήμοις καταλόγοις των λεηλατηθέντων και πυρποληθέντων υπό του στρατού χωρίων, αναφέρονται 34 της Αχρίδος, 16 χωρία της Πρέσπας, 4 του Δεμίρ Χισσάρ, 4 του Κρητσόβου, 12 του καζά Μοναστηρίου, 6 του καζά της Φλωρίνης, ήτοι εν όλω 76. Μέχρι της αυτής εποχής είχον πυρποληθή 17 χωρία εν τη περιφερεία Καστορίας. Σήμερα ο αριθμός των πυρποληθέντων χωρίων θα είνε πολύ ηυξημένος". Στο ίδιο έγγραφο ο Κυπραίος διευκρινίζει ότι ουδεμία διάκρισις γίνεται μεταξύ ημετέρων [:πατριαρχικών] και σχισματικών [:εξαρχικών] χωρίων, όταν πρόκειται περί πυρπολήσεως και διαρπαγής.36

Εκτός από τις προξενικές αναφορές και τα τηλεγραφήματα, στους φακέλους του προξενείου Μοναστηρίου βρίσκονται εκθέσεις για την εξέλιξη της επανάστασης (κυρίως για την κατάπνιξή της), γραμμένες από το δεδηλωμένο εχθρό της, το μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη.

300 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 787 άτομα. Το 1927 το χωριό μετονομάστηκε Μεσοχώριον.32 Βασίλης Γούναρης, Άννα Παναγιωτοπούλου, Άγγελος Χοτζίδης, Τα γεγονότα του 1903 στη Μακεδονία μέσα

από την ευρωπαϊκή διπλωματική αλληλογραφία, Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα, Θεσσαλονίκη 1993, σ. 166.33 Rakovo ή Rakova. Πατριαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Μοναστηρίου. Ο Кънчов δίνει 850 κατοίκους

και ο Brancoff, 640. Το χωριό παραμένει συνεχώς πατριαρχικό [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 1008 άτομα, το 1920, 299 οικογένειες - 811 άτομα και το 1928, 740 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 201 σλαβόφωνες οικογένειες [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 950 άτομα, τα οποία θεωρούνται στο σύνολο τους ελληνικής εθνικής συνείδησης [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 719 άτομα. Το 1926 μετονομάστηκε Κρατερόν.

34 Προξενείο Μοναστηρίου, 2/8/1903, έγγραφο 336.35 Προξενείο Μοναστηρίου, άνευ αριθμού, 19/8/1903.36 Προξενείο Μοναστηρίου, 28/8/1903, έγγραφο 644.

Page 18: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Ο Καραβαγγέλης εκθέτει τα γεγονότα έχοντας βαθύ μίσος για τους επαναστάτες τους οποίους χαρακτηρίζει "βάρβαρο στοιχείο", "ψευδελευθερωτές", "άνανδρους δολοφόνους", "λύκους", "κύνες", "κακούργους", "ανθρωπόμορφα τέρατα".

Για την επανάσταση, μας πληροφορεί πως κηρύχθηκε επίσημα στον καζά Καστοριάς στις 21 Ιουλίου. Στόχοι των επαναστατών υπήρξαν το μουσουλμανικό χωριό Ζέρβενι [Žerveni]37, το βλάχικο κεφαλοχώρι Κλεισούρα [Klisura]38 και η βλάχικη Νέβεσκα [Neveska]39. Του πρώτου η πολιορκία λύθηκε με τη συνδρομή του στρατού, τα δε άλλα δύο τα κατέλαβαν για λίγες μέρες οι επαναστάτες.

Ο οθωμανικός στρατός, υπό τη διοίκηση του Χουσνή Πασά πέρασε γρήγορα στην αντεπίθεση. Στις 23 Ιουλίου σφάζει 30 χωρικούς μέσα στην Καστοριά [Kastorja]40. Στις 24, μετά τη λύση της πολιορκίας στο Ζέρβενι, γυρίζοντας στην πόλη, περνάει από το χωριό Σεστέοβο [Šešteovo]41 και βάζει φωτιά σε δεκαπέντε σπίτια. Στις 31 Ιουλίου βγαίνει και καίει το κεφαλοχώρι Ντάμπενι [Dämbeni]42. Στις 4 Αυγούστου επιτίθεται ταυτόχρονα στα χωριά Ζουπάνιστα

37 Žerveni. Μουσουλμανικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 430 κατοίκους. Το 1913 απογράφονται 492 άτομα και το 1920, 99 οικογένειες - 537 άτομα. Το 1923 απογράφονται ως ανταλλάξιμοι και φεύγουν για την Τουρκία 55 οικογένειες - 500 άτομα. Τη θέση τους παίρνουν 180 άτομα - 50 οικογένειες, από τις οποίες, οι 2 είναι μικρασιατικές και οι 48 ποντιακές [Πελαγίδης]. Το 1928 απογράφονται 185 άτομα, το δε 1951, μόνο 20. Το 1928 το χωριό μετονομάστηκε Άγιος Αντώνιος.

38 Klisura ή Vlahoklisura. Βλάχικο κεφαλοχώρι του καζά Καστοριάς. Ο Weigand σημειώνει 5000 κατοίκους [Gustav Weigand, Die Aromunen. Ethnografische - philologisch - historische Untersuchung, Λειψία 1895. Ο Кънчов δίνει 3.400 κατοίκους και ο Brancoff, 4800. Η Πατριαρχική Στατιστική δίνει 500 πατριαρχικές και 15 ρουμανίζουσες οικογένειες. Το 1913 απογράφονται 3.200 άτομα, το 1920, 380 οικογένειες - 1.477 άτομα, και το 1928, 1.346 άτομα. Το 1945 καταμετρούνται 1.300 άτομα, 1.250 από τα οποία θεωρούνται ελληνικής εθνικής συνείδησης και 50 ως ρουμανίζοντες [Στατιστική 1945] Το 1951 απογράφονται 750 άτομα. Το χωριό διατηρεί το όνομα Κλεισούρα.

39 Neveska ή Neveasta. Βλάχικο χωριό του καζά Φλώρινας. Ο Weigand δίνει 2.000 κατοίκους, ο Кънчов και ο Brancoff 2.300. Η Πατριαρχική Στατιστική σημειώνει 360 πατριαρχικές και 40 ρουμανίζουσες οικογένειες. Το 1913 απογράφονται 1.857 άτομα, το 1920, 303 οικογένειες και 1.176 άτομα, και το 1928, 1.241 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 369 οικογένειες (ομιλούντες όλες την ρουμανικήν), 15 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων ρουμανικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το σχολικό έτος 1939 - 1940, το μειονοτικό ρουμάνικο σχολείο του χωριού είχε 13 μαθητές [Γ.Α.Κ., Αρχείο Ι. Μεταξά, φακ. 36. Το 1945 το χωριό αριθμεί 976 άτομα, 40 από τα οποία θεωρούνται ρουμανίζοντες [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 360 άτομα. Το 1926 το χωριό μετονομάστηκε Νυμφαίον.

40 Kastorja ή Kostur ή Kestrije. Πρωτεύουσα του ομώνυμου καζά. Ο Кънчов δίνει 6.190 κατοίκους, από τους οποίους 3.000 χριστιανούς Έλληνες, 1.600 Τούρκους, 750 Εβραίους, 300 χριστιανούς Αλβανούς, 300 χριστιανούς Βούλγαρους και 240 Τσιγγάνους. Ο Brancoff διακρίνει το χριστιανικό πληθυσμό της πόλης σε 4.000 Έλληνες, 400 πατριαρχικούς Βούλγαρους και 72 Αλβανούς. Ο Милојевић δίνει 2.000 σπίτια, από τα οποία 800 τουρκικά, 900 χριστιανικά ελληνικά ή εξελληνισμένα μακεδονικά και βλάχικα, 150 εβραϊκά, 50 χριστιανικά μακεδονικά, 50 χριστιανικά βλάχικα και 50 χριστιανικά τσιγγάνικα. Το 1913 απογράφονται 7.800 άτομα. Το 1916, σύμφωνα με στοιχεία του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, ο πληθυσμός της πόλης διακρίνεται σε 6.315 πατριαρχικούς και 1.565 μουσουλμάνους [έγγραφο 6541. Το 1920 απογράφονται 6.280 άτομα. Το 1923 ανταλλάσσονται 242 οικογένειες - 829 άτομα Τούρκοι και τη θέση τους παίρνουν 101 μικρασιατικές, 1 ποντιακή και 19 θρακιώτικες οικογένειες. Το 1928 υπάρχουν συνολικά 137 προσφυγικές οικογένειες - 588 άτομα [Πελαγίδης]. Στην απογραφή του 1928, η πόλη αριθμεί 10.308 άτομα, και το 1951, 9.468 άτομα.

41 Šešteovo ή Šesteovo. Χριστιανικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 890 κατοίκους. Ο Brancoff 544 εξαρχικούς και 496 πατριαρχικούς. Το χωριό γίνεται στη συνέχεια εξ ολοκλήρου εξαρχικό [έγγραφο 4278]. Ο Симовски γράφει πως στο Ίλιντεν ο οθωμανικός στρατός καίει 30 σπίτια και σκοτώνει 7 αγρότες. Το 1913 απογράφονται 602 άτομα, το 1920, 219 οικογένειες - 864 άτομα, και το 1928, 628 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 70 σλαβόφωνες οικογένειες, οι οποίες θεωρούνται στο σύνολο τους δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 550 σλαβόφωνους, μη ελληνικής εθνικής συνείδησης [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 315 άτομα. Το 1928 το χωριό μετονομάστηκε Σιδηροχώριον.

42 D'mbeni ή Dömbeni ή Dombeni ή Dambeni ή Dembeni. Εξαρχικό μακεδονικό χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 1.650 και ο Brancoff 1.640 κατοίκους. Ο Симовски γράφει πως στο Ίλιντεν ο οθωμανικός στρατός σκότωσε 31 αγρότες και έκαψε όλο το χωριό. Το χωριό παρέμεινε συνεχώς εξαρχικό [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφτηκαν 1.207 άτομα, το 1920, 216 οικογένειες - 944 άτομα και το 1928, 866 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 180 σλαβόφωνες οικογένειες, οι οποίες θεωρούνται στο σύνολο τους δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 780 σλαβόφωνους, μη ελληνικής εθνικής συνείδησης [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται μόνο 19 άτομα. Το 1926 το χωριό μετονομάστηκε Δενδροχώριον.

Page 19: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

[Županišta]43 και Κόσινετς [Kosinec]44, τα οποία και καταστρέφει. Στην εκστρατεία κατά του δεύτερου χωριού παίρνει μέρος ο συνεργάτης του Καραβαγγέλη και των Οθωμανών καπετάν Βαγγέλης Στρεμπενιώτης με τους άντρες του και τους Κρητικούς μισθοφόρους.

Δεκαπέντε μέρες μετά την έκρηξη της επανάστασης, η κατάσταση στην Καστοριά σύμφωνα με τα λεγόμενα του Καραβαγγέλη έχει ως εξής: "εκ των χωρίων ουδείς δύναται να έλθη εις Καστορίαν εκ φόβου το μεν προς το Κομιτάτον, το οποίον αυστηρώς επ' απειλή θανάτου απηγόρευσε το τοιούτον, το δε προς τον εν Καστορία στρατόν, όστις διέπραξε πολλούς φόνους χωρικών εν τη πόλει. Ενώπιον τοιαύτης καταστάσεως εκρύθμου, οίαν δεν δύναταί τις να παραστήση, οι μεν επαναστάται ανενόχλητοι οργιάζουσιν ανά τα όρη, ο δε στρατός περιωρίσθη μόνον εις πυρπολήσεις και σφαγάς αδιακρίτως φυλής και ομολογίας".

Στην πρώτη αυτή έκθεσή του ο μητροπολίτης Καστοριάς κάνει γνωστό ότι υπέδειξε "την ανάγκη της διακρίσεως των ορθοδόξων από των σχισματικών", μια και αδιαφορούσε ή μάλλον χαιρόταν για τη σφαγή των εξαρχικών Μακεδόνων, και ότι ζήτησε από τον γενικό στρατιωτικό διοικητή "την σύντονον καταδίωξιν των συμμοριών". Τέλος σε υστερόγραφο ζητάει "επί τέλους τα καθυστερούμενα χρήματα γιατί έχει καταξοδευθεί στον αγώνα του κατά του καταραμένου Κομιτάτου".45

Σε επόμενη έκθεσή του, προς το μητροπολίτη Πελαγωνίας, ο Καραβαγγέλης εξιστορεί τη συνέχεια των αντεπαναστατικών στρατιωτικών επιχειρήσεων.

Στις 13 Αυγούστου τέσσερα τάγματα με δύο τηλεβόλα υπό την αρχηγία του Μιραλάι Αδέμ Μπέη επιτίθενται στα μακεδόνικα χωριά Τσερέσνιτσα [Čerešnica]46 και Πρεκοπάνα [Prekopana]47, τα οποία και γίνονται "παρανάλωμα του πυρός". Στις 14/8 ο στρατός χτυπάει το αρχηγείο των επαναστατών στην κορυφή του όρους Βίρμπιτσα και τους διώχνει προς τα Κορέστια. Τις δύο αυτές μέρες περίπου 150 επαναστάτες σκοτώνονται.

Στις 15 Αυγούστου ο οθωμανικός στρατός καίει τα μακεδόνικα χωριά Μπόμπιστα [Bobišta]48

43 Županišta ή Županica. Χριστιανικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 630 κατοίκους. Ο Brancoff, 520 εξαρχικούς και 224 πατριαρχικούς. Η πλειοψηφία του χωριού προσχωρεί στην Εξαρχία το 1893 [Ημερολόγιον Χρήστου Παπααργυρίου εκ Ζουπανίστης, αρχείο Στέφανου Δραγούμη - Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, υποφ. 206.1.2. Το 1913 απογράφονται 557 άτομα και το 1920, 483. Ο Милојевић καταγράφει 120 σλάβικα σπίτια. Το 1928 απογράφονται 471 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 90 σλαβόφωνες οικογένειες [Στατιστική 1932]. Το 1951 απογράφονται 155 άτομα. Το 1927 το χωριό μετονομάστηκε Άνω Λεύκη. Σήμερα ονομάζεται Λεύκη.

44 Kosinec ή Kostenec. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 1.360 και ο Brancoff 1.560 κατοίκους. Ο Симовски γράφει πως στο Ίλιντεν ο οθωμανικός στρατός σκότωσε 46 άτομα και έκαψε 206 σπίτια. Το χωριό παρέμεινε συνεχώς εξαρχικό [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφηκαν 1.021 άτομα, το 1920, 151 οικογένειες - 563 άτομα. Στο χωριό εγκαθίστανται 12 ποντιακές οικογένειες - 58 άτομα [Πελαγίδης]. Το 1928 απογράφονται συνολικά 501 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 110 σλαβόφωνες οικογένειες, οι οποίες θεωρούνται όλες δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 458 άτομα, 400 από τα οποία είναι μακεδονόφωνοι μη ελληνικής εθνικής συνείδησης [Στατιστική 1945]. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, ο ελληνικός στρατός καταστρέφει ολοκληρωτικά το χωριό και οι κάτοικοι στο σύνολο τους προστίθενται στην πολιτική προσφυγιά. Στην απογραφή του 1951 το χωριό είναι έρημο. Το ελληνικό κράτος εγκαθιστά το 1957 Βλάχους από την Ήπειρο. Το 1927 το χωριό μετονομάστηκε Ιεροπηγή.

45 Προξενείο Μοναστηρίου, 7/1903, έγγραφο 603.46 Čerešnica. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 520 και ο Brancoff 640

κατοίκους. Το χωριό παραμένει συνεχώς εξαρχικό [έγγραφο 4278] από το 1900 [Εκκλησιαστική Αλήθεια]. Το 1913 απογράφονται 660 άτομα, το 1920, 88 οικογένειες - 343 άτομα και το 1928, 328 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 70 σλαβόφωνες οικογένειες, όλες δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 440 σλαβόφωνους, μη ελληνικής εθνικής συνείδησης [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται μόνο 87 άτομα. Το 1926 το χωριό μετονομάστηκε Πολυκέρασον.

47 Prekopana. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Φλώρινας. Ο Кънчов δίνει 1.100 κατοίκους. Ο Brancoff δίνει 1.612 άτομα, από τα οποία 1.600 είναι εξαρχικοί Βούλγαρους και 12 Βλάχοι. Το χωριό παραμένει συνεχώς εξαρχικό [έγγραφο 4278] από το 1905 [Εκκλησιαστική Αλήθεια]. Το 1913 απογράφονται 542 άτομα, το 1920, 106 οικογένειες - 436 άτομα, και το 1928, 423 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 95 σλαβόφωνες οικογένειες, 73 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 490 σλαβόφωνους, 400 από τους οποίους θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης και 90 ελληνικής [Στατιστική 1945]]. Το χωριό καταστρέφεται στον εμφύλιο. Στην απογραφή του 1950, είναι έρημο. Το 1928 το χωριό μετονομάστηκε Περικοπή.

48 Bobišta ή Bobište. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 684 κατοίκους και ο

Page 20: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

και Ζαγκορίτσανη [Zagoričani]49 και στις 16 τα Μπόμποκι [Bomboki]50 και Κοντόρομπι [Kondorobi]51.

Το χρονικό αυτό διάστημα ο στρατός ανακαταλαμβάνει τη Νέβεσκα στις 13/8 και την Κλεισούρα στις 15/8. Στις 21/8 καίει τα μακεδόνικα χωριά Βίσενι [Višeni]52 και Μπλάτσα [Blaca]53

και στη συνέχεια την επόμενη μέρα τα Γκόρνο Ντρενόβενι και Ντόλνο Ντρενόβενι [Gorno & Dolno Drenoveni]54, Ποζντίβιστα [Pozdivišta]55 και Τσερνόβιστα [Černovišta]56.

Σύμφωνα με τον Καραβαγγέλη "τα γυναικόπαιδα ευρίσκονται εις κατάστασιν απελπιστικήν, διεσκορπισμένα ανά τα όρη άνευ τροφής, άνευ επικουρίας". Το γεγονός αυτό, το θεωρεί μοναδική ευκαιρία. Εξαγοράζει λοιπόν την πείνα των εξαρχικών επαναστατών. Προσφέρει ψωμί και προστασία και παίρνει δηλώσεις επιστροφής στο Πατριαρχείο.57

Brancoff 840. Το χωριό παραμένει συνεχώς εξαρχικό [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 243 άτομα. Ο Милојевић δίνει 40 σλάβικα σπίτια. Το 1920 απογράφονται 141 άτομα και το 1928, 155. Το 1932 καταμετρούνται 30 σλαβόφωνες οικογένειες, όλες δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 196 σλαβόφωνους, μη ελληνικής εθνικής συνείδησης [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 131 άτομα. Το 1926 μετονομάστηκε Βέργα.

49 Zagoričani. Μεγάλο χριστιανικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 3.300 άτομα. Ο Brancoff δίνει 3.672 κατοίκους, από τους οποίους 3.144 εξαρχικούς Βούλγαρους, 450 πατριαρχικούς Βούλγαρους και 48 Βλάχους. Στην επίθεση του στρατού στο Ίλιντεν, πέφτουν νεκροί 25 αγρότες [Симовски]. Το χωριό δέχεται μεγάλη επίθεση των ελληνικών ένοπλων ομάδων το 1905, όπου σφαγιάζονται 62 κάτοικοι. Στη συνέχεια το χωριό περνάει στο σύνολο του στην Εξαρχία [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 2.320 άτομα, το 1920 376 οικογένειες - 1.246 άτομα. Με την ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών, εγκαθίστανται στο χωριό 33 ποντιακές οικογένειες - 112 άτομα [Πελαγίδης]. Το 1928 απογράφονται 735 άτομα, 72 από τα οποία είναι πρόσφυγες. Το 1932 καταμετρούνται 180 σλαβόφωνες οικογένειες, όλες δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 910 σλαβόφωνους, μη ελληνικής εθνικής συνείδησης [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 720 άτομα. Το 1928 το χωριό μετονομάστηκε Βασιλειάς.

50 Bomboki ή Bombik ή Bombaki ή B'mb'ki. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 260 κατοίκους και ο Brancoff 320. Το χωριό παραμένει συνεχώς εξαρχικό [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 228 άτομα. Ο Милојевић δίνει 40 σλάβικα σπίτια. Το 1920 απογράφονται 197, και το 1928, 220 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 40 σλαβόφωνες οικογένειες, όλες δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1951 απογράφονται 125 άτομα. Το 1928 το χωριό μετονομάστηκε Μακροχώρι και κατόπιν Σταυροπόταμος.

51 Kondorobi ή Kondorabi ή Klandorop ή Klandorob. Χριστιανικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 190 κατοίκους, και ο Brancoff 288 εξαρχικούς. Το χωριό μετά το 1908 έχει και πατριαρχική μερίδα [έγγραφο 4278] & Εκκλησιαστική Αλήθεια]. Το 1913 απογράφονται 212 άτομα, το 1920, 88 οικογένειες - 182 άτομα, και το 1928, 235 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 40 σλαβόφωνες οικογένειες, 20 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 300 σλαβόφωνους [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 189 άτομα. Το 1950 το χωριό μετονομάστηκε Μεταμόρφωσις.

52 Višeni. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 1.150 και ο Brancoff 1.280 κατοίκους. Το χωριό παραμένει συνεχώς εξαρχικό [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 960 άτομα, το 1920, 175 οικογένειες - 700 άτομα, και το 1928, 642 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 140 σλαβόφωνες οικογένειες, όλες δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 650 σλαβόφωνους, μη ελληνικής εθνικής συνείδησης [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 472 άτομα. Το 1926 το χωριό μετονομάστηκε Βυσσινέα.

53 Blaca ή Bugarsko Blaca. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 555 και ο Brancoff 760 κατοίκους. Ο Симовски γράφει πως στο Ίλιντεν ο οθωμανικός στρατός σκότωσε 12 άτομα. Το χωριό παρέμεινε συνεχώς εξαρχικό [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 424 άτομα, το 1920, 61 οικογένειες - 264 άτομα, και το 1928, 218 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 48 σλαβόφωνες οικογένειες, όλες δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 245 σλαβόφωνους, μη ελληνικής εθνικής συνείδησης [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 122 άτομα. Το 1927 το χωριό μετονομάστηκε Οξυές. Σήμερα λέγεται Οξυά.

54 Gorno & Dolno Drenoveni. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς, χωρισμένο σε δύο συνοικίες. Ο Кънчов δίνει 650 και ο Brancoff 904 κατοίκους. Το χωριό παρέμεινε συνεχώς εξαρχικό από το 1903 [έγγραφο 4278] & Εκκλησιαστική Αλήθεια]. Το 1913 απογράφονται 810 άτομα, το 1920, 136 οικογένειες - 723 άτομα, και το 1928, 750 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 110 σλαβόφωνες οικογένειες, 107 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1951 απογράφονται 424 άτομα. Το 1926 το χωριό μετονομάστηκε Κρανιώνας.

55 Pozdivišta. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 700 και ο Brancoff 920 κατοίκους. Το χωριό παρέμεινε συνεχώς εξαρχικό από το 1903 [έγγραφο 4278] & Εκκλησιαστική Αλήθεια]. Το 1913 απογράφονται 968 άτομα, το 1920, 149 οικογένειες - 710 άτομα, και το 1928, 676 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 145 σλαβόφωνες οικογένειες, 142 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 700 σλαβόφωνους, μη ελληνικής εθνικής συνείδησης [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 450 άτομα. Το 1927 το χωριό μετονομάστηκε Χάλαρα.

Page 21: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Σε επόμενη έκθεσή του, ο Καραβαγγέλης περιγράφει την τελετή ομαδικής δήλωσης αποκήρυξης της Εξαρχίας 5.000 πεινασμένων μακεδόνων αγροτών που είχαν καταφύγει στη μονή Αγίων Αναργύρων. Προσκαλεί στην Κλεισούρα τους προύχοντες και τους ιερείς των γύρω κατεστραμμένων χωριών που φτάνουν εκεί συνοδευόμενοι από τους ένοπλους μισθοφόρους του μητροπολίτη (και των Οθωμανών) του Βαγγέλη Στρεμπενιώτη.

Στις 29 Αυγούστου, γράφει, "εχοροστάτησα επ' εκκλησίας παρόντων εξ όλων των περιοίκων, ωμίλησα προς αυτούς, ανέγνωσα συγχωρητικήν ευχήν, οι δε σχισματικοί ιερείς, 3 της Ζαγοριτσάνης, 2 της Μπομπίστης, 2 της Μοκραίνης [Mokreni]58 και εις [της] Γκορέντσης [Gorenci]59, ζητήσαντες το έλεος της εκκλησίας και επιδείξαντες μετάνοιαν διά την αποσκίρτησιν συμφώνως ταις διατάξεσι των ιερών κανόνων ωρκίσθησαν εντός του Αγίου Βήματος ότι θα μείνωσι πιστοί και αφωσιωμένοι τη Μητρί Εκκλησία και ταις Παραδόσεσι μέχρι τάφου, ακολούθως διένειμα εις τας οικογενείας άλευρον και χρήματα εις την θύραν της εκκλησίας, συνεβούλευσα αυτούς να καταθέσωσι τα όπλα εις την Κυβέρνησιν και ανεχώρησα παραλαβών παρ' όλων της περιφερείας εκείνης σχισματικών αναφοράς προς την Κυβέρνησιν και τον Μητροπολίτην δηλώνουσας ότι αποποιούνται το σχίσμα".60

**Στα ανωτέρω ανέκδοτα ντοκουμέντα του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, περιγράφεται

επαρκώς τόσο η έκταση του επαναστατικού κινήματος του Ίλιντεν όσο και η σφοδρότητα της αντεπαναστατικής βίας που ακολούθησε. Λείπει ωστόσο ο εκ των υστέρων απολογισμός για το χαρακτήρα της επανάστασης, κάτι που επιχείρησε ένα σχεδόν χρόνο αργότερα να κάνει, υλοποιώντας εντολή του προϊσταμένου του υπουργού Εξωτερικών Άθω Ρωμάνου, ο διπλωματικός υπάλληλος (διερμηνέας) Γ. Τσορμπατζόγλου, μετά από διατεταγμένες περιοδείες προς συναγωγή συμπερασμάτων.

Η επίθεση της ελληνικής ιστοριογραφίας κατά του Ίλιντεν μπορούμε να πούμε ότι στηρίζεται σε δυο βασικές θέσεις: α) ότι πρόκειται για ψευδεπανάσταση - ψευτοεξέγερση και β) ότι έχει καθαρά βουλγαρικό χαρακτήρα.

Τα επιμελώς φυλαγμένα, στα αρχεία του υπουργείου Εξωτερικών, μυστικά των εμπιστευτικών εκθέσεων του Γ. Τσορμπατζόγλου, τινάζουν στον αέρα τις δύο αυτές ιστορικές - προπαγανδιστικές περί Ίλιντεν ελληνικές θέσεις. Τα μυστικά αυτά τα φύλαξαν τόσο ο Π. Βυσσούλης, στη σχετική περί

56 Černovišta ή Čarnovišta. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 260 και ο Brancoff 368 κατοίκους. Το χωριό παρέμεινε εξαρχικό [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 207 άτομα, το 1920, 62 οικογένειες - 325 άτομα, και το 1928, 328 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 56 σλαβόφωνες οικογένειες, 50 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 325 σλαβόφωνους, μη ελληνικής εθνικής συνείδησης [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 199 άτομα. Το 1927 το χωριό μετονομάστηκε Μαυρόκαμπος.

57 Προξενείο Μοναστηρίου, 24/8/1903, έγγραφο 554.58 Mokreni. Μακεδόνικο χριστιανικό χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 1.180 κατοίκους και ο

Brancoff 1.464, όλους εξαρχικούς. Το χωριό πέρασε στην Εξαρχία το 1877 [Εκκλησιαστική Αλήθεια]. Εξαρχικό παρέμεινε και μετά την επανάσταση των Νεοτούρκων [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 764 άτομα, το 1920, 169 οικογένειες - 735 άτομα, και το 1928, 924 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 195 σλαβόφωνες οικογένειες [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 690 σλαβόφωνους, 200 από τους οποίους θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης, 90 ελληνικής και 400 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 798 άτομα. Το 1926 μετονομάστηκε Βαρικόν.

59 Gorenci. Χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 2.350 κατοίκους, από τους οποίους οι 1.800 είναι χριστιανοί Βούλγαρους και 550 Τούρκοι. Ο Brancoff ανεβάζει το χριστιανικό πληθυσμό σε 2.680 άτομα: 1.672 πατριαρχικούς Βούλγαρους, 768 εξαρχικούς Βούλγαρους, 180 Βλάχους και 60 Τσιγγάνους. Το 1908, οι εξαρχικές οικογένειες ανέρχονται σε 70 [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 1.731 άτομα. Ο Милојевић δίνει 300 μακεδονικά και 200 τουρκικά σπίτια. Το 1920 απογράφονται 471 οικογένειες - 1.921 άτομα. Το 1923 καταμετρούνται ως ανταλλάξιμοι 75 τουρκικές οικογένειες - 650 άτομα. Το 1926, τη θέση τους έχουν πάρει 87 προσφυγικές οικογένειες: 67 μικρασιατικές, 15 ποντιακές και 5 θρακιώτικες [Πελαγίδης]. Το 1928 οι πρόσφυγες είναι 88 οικογένειες - 358 άτομα [Κατάλογος Ε.Α.Π.]. Το 1928 απογράφονται συνολικά 1.469 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 330 σλαβόφωνες οικογένειες, 30 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1951 απογράφονται 1.835 άτομα. Το 1919 το χωριό μετονομάστηκε Κορησός.

60 Προξενείο Μοναστηρίου, 1/9/1903, έγγραφο 558.

Page 22: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

των εκθέσεων εργασία του61, όσο και ο Κ. Βακαλόπουλος στο βιβλίο του62.Στην έκθεση του Γ. Τσορμπατζόγλου της 27 Μαρτίου 1904, υπάρχει ιδιαίτερο κεφάλαιο με

τίτλο Η επανάστασις. Η πρώτη σημαντική παρατήρηση του συντάκτη της έκθεσης αναφέρεται στους νεκρούς της τελευταίας επταετίας τους συνδεόμενους με την ανταρτική δραστηριότητα. Γράφει λοιπόν πως "εκ των ημετέρων [δηλ. των πατριαρχικών] δεν απώλεσαν την ζωήν πλείονες των τριακοσίων και πως από τους χιλιάδες ελληνοδιδασκάλους των πατριαρχικών σχολείων εφονεύθη εις και μόνος, των λοιπών αφεθέντων επιμελώς ελευθέρων μετά των ελλήνων ιερέων εν τω έργω της διατηρήσεως και επί πλέον προαγωγής του ελληνικού [:πατριαρχικού] εν τη χώρα εκκλησιαστικού και εκπαιδευτικού καθεστώτος".

Ο Τσορμπατζόγλου επανέρχεται και υπογραμμίζει πως οι αντάρτες δεν πείραξαν, εκτός ορισμένων εξαιρέσεων (προδοτών και φιλότουρκων) την ηγεσία των πατριαρχικών μακεδόνων αγροτών (πρόκριτους, ιερείς και δασκάλους).

"Τα 300 ή 350, γράφει, μέχρι σήμερον ημέτερα θύματα της μαχαίρας των ανταρτών υπήρξαν θύματα ουχί βουλγαρικού μισελληνισμού ή οιασδήποτε βουλγαρικής ιδέας, αλλ' απλώς προσωπικών καθαρώς εκδικήσεων των συμμοριτών ή μάλλον θύματα του αισθήματος της αυτοσυντηρήσεως αυτών, καταγγελθέντα ή συκοφαντηθέντα πολλάκις υπό κομματικών αντιπάλων ως επικίνδυνοι διώκται και φανατικοί καταδόται των ανταρτικών κρησφυγέτων".

Στη συνέχεια σημειώνει ότι "η εν τη χώρα επανάστασις είναι πολλώ ευρύτερον και βαθύτερον εξαπλωμένη ή όσον κοινώς νομίζεται και είναι ήδη πάντα ανεξαιρέτως τα χωρία και τα τσιφλίκια μεμυημένα εις την κοινήν περί ελευθερώσεως ιδέαν και είναι έλληνες [: πατριαρχικοί] φανατικοί οι σπουδαιότεροι αντιπρόσωποι των επαναστατικών συμμοριών εντός των πόλεων και χωρίων και είναι ουκ ολίγοι οι εντός αυτών εξοπλισμένοι κρύφιοι οπαδοί των συμμοριών".

Για το "δράμα του Κρουσόβου", δηλ. την επανάσταση του Ίλιντεν, ο Τσορμπατζόγλου γράφει πως "οι ορθόδοξοι Έλληνες [:οι πατριαρχικοί], καθά μοι εβεβαίωσεν ο πρώην Μητροπολίτης Πελαγωνίας, είχον συμπράξει μετά των ανταρτών εν αδελφική υπέρ ελευθερίας συμπνοία". Και παρατηρεί:

"Κατά την κεντρικήν τουλάχιστον Μακεδονίαν, ην έχω προ οφθαλμών, ουδέν ανταρτικόν σώμα ενεφανίσθη καθαρώς βουλγαρικόν ή καθαρώς βουλγαρομακεδονικόν και ουδείς γνησίως βούλγαρος οπλαρχηγός ηδυνήθη να στερεώση την αποστολήν του εν ονόματι της βουλγαρικής ιδέας. Πάντες σχεδόν οι οπλαρχηγοί όσοι εκυριάρχουν ανέκαθεν και κυριαρχούσι μέχρι της στιγμής ταύτης επί της Κεντρικής Μακεδονίας, ήτοι του επικαιροτέρου ανέκαθεν κέντρου της επαναστάσεως, του αποτελουμένου υπό των διαμερισμάτων Τίκφες, Γευγελής και Δοϊράνης εισίν Έλληνες [:πατριαρχικοί] Μακεδόνες και δη φανατικοί ορθόδοξοι".

61 Π. Βυσσούλης, Εμπιστευτικές εκθέσεις Γ. Τσορμπατζόγλου έτους 1904 - νέο φως στην προσέγγιση και ερμηνεία των γεγονότων του μακεδονικού αγώνα, στο συλλογικό Ο μακεδονικός αγώνας - συμπόσιο, ό.π., σ. 177 - 190.

62 Κ. Βακαλόπουλος, Η Μακεδονία στις παραμονές του μακεδονικού αγώνα, σ. 231 - 238.

Page 23: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Ο Τσορμπατζόγλου δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη μακεδονική εντοπιότητα του επαναστατικού κινήματος και στην αντίθεσή του με τις βουλγαρικές επιδιώξεις. "Οι μόνοι παράγοντες της εξεγέρσεως ους έθρεψε και έκρυψεν ο έλλην [:πατριαρχικός] Μακεδών χωρικός δεν είναι Βούλγαροι, αλλά γνήσιοι ως αυτός Μακεδόνες". Γι' αυτό και η εμμονή στο πολιτικό πρόγραμμα "Η Μακεδονία υπέρ της Μακεδονίας. Η Βουλγαρία ""ουδεμίαν διέθετε δύναμιν στη Μακεδονία και ουδεμίαν ήσκει επί των πνευμάτων επιρροήν".

Σε άλλο σημείο της έκθεσης ο Τσορμπατζόγλου είναι κατηγορηματικός σε αυτό το συμπέρασμά του. "Τολμώ όμως πάντως να φρονώ ότι είναι αδύνατον ν' απατώμαι ως προς την εξής εντύπωσίν μου ότι, όπως ωστ' αν η, η επανάστασις σήμερον της Μακεδονίας δεν είναι Βουλγαρική και ότι ουχί μόνον ουδεμίαν υπέστη ζημίαν ο Ελληνισμός εκ της μέχρι σήμερον εξελίξεώς της αλλά και ωφελείας μεγίστας επορίσατο εξ αυτής".

Τέλος ο Τσορμπατζόγλου διακινδυνεύει να προβλέψει τί θα συμβεί σε περίπτωση εξόδου "ελληνικών αντικομιτάτων προς καταπολέμησιν των ως ανωτέρω αγωνιζομένων υπέρ της ελευθερίας του τόπου Μακεδονικών συμμοριών". Σ' αυτή την περίπτωση γράφει, "ουδ' ο φανατικώτερος των ελλήνων [:πατριαρχικών] Μακεδόνων θα συνεκινείτο εις την θέαν της ελληνικής σημαίας".63 Όσα ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια, κατά τη διάρκεια του αντιμακεδονικού αγώνα (1904-1908), δικαίωσαν τον Τσορμπατζόγλου.

Τέσσερις μήνες αργότερα, ο Τσορμπατζόγλου, έχοντας γνωρίσει από κοντά τα πράγματα και στην ανατολική Μακεδονία (στο σαντζάκι των Σερρών), γράφει στον πρωθυπουργό Γ. Θεοτόκη, εκτός των άλλων, τα συμπεράσματά του για το επαναστατικό κίνημα στη Μακεδονία.

Ο Τσορμπατζόγλου απαντά σ' αυτό που ο ίδιος αποκαλεί το αίνιγμα με το όνομα Κομιτάτα, αίνιγμα που "απησχόλησε τον κόσμον ολόκληρον". Και διευκρινίζει ότι τα συμπεράσματά του αφορούν τόσο την κεντρική όσο και την ανατολική Μακεδονία, όλο δηλαδή το χώρο που μελέτησε με εντολή της ελληνικής κυβέρνησης.

Για τον Τσορμπατζόγλου υπάρχουν δύο ρεύματα μέσα στις γραμμές της επανάστασης: "το καθαρώς Βουλγαρικόν και το καθαρώς Μακεδονικόν". Οργανωτικά τα ρεύματα αυτά εκφράζονται με το βουλγαρικό και το μακεδονικό κομιτάτο. Το βουλγαρικό κομιτάτο έχει "ηθικήν και υλικήν επιρροήν" στις βόρειες επαρχίες Πετριτσίου, Άνω Τζουμαγιάς, Νευροκόπου και Ραζλόκ (εδάφη σήμερα της Βουλγαρίας).

Για τα στελέχη του μακεδονικού κομιτάτου διαβάζουμε ότι "οι Μακεδόνες υπαρχηγοί ίσως δε και αυτοί έτι οι αρχηγοί εξ ενός και μόνον όρου του συμβολαίου των μετά της χώρας ήντλησαν μέχρι τούδε την μεγάλην των δύναμιν: εκ του όρου να μη αποβλέψωσιν ή εις την ελευθέρωσιν των Μακεδόνων ως Μακεδόνων".

Για τις διαμετρικά αντίθετα πολιτικές επιλογές των δύο κομιτάτων και τις μεταξύ τους συγκρούσεις, γράφει ο Τσορμπατζόγλου: "Αλλ' η αντίθεσις των βλέψεων και αισθημάτων αφ' ενός μεν των αρχηγών του Βουλγαρικού Κομιτάτου και αφ' ετέρου των αρχηγών του Μακεδονικού Κομιτάτου και ιδία των Μακεδόνων οπλαρχηγών αυτού, δεν εβράδυνε να εκδηλωθή διά ποικίλων εκφάσεων. Ούτω παραλλήλως των αλλεπαλλήλων διά του Βουλγαρικού τύπου διαπληκτισμών των δύο Κομιτάτων έλαβον χώραν αλληλοδιαδόχως και εντός της Μακεδονίας παντοίαι συγκρούσεις μεταξύ των οργάνων των δύο Κομιτάτων".

Ο Τσορμπατζόγλου είναι κατηγορηματικός όταν μιλάει για την έλλειψη κοινών πολιτικών επιδιώξεων Βουλγάρων και Μακεδόνων: "Τόσον επί του ανωτέρω ονείρου των Μακεδόνων όσον και επί του σχετικού προγράμματος της αληθούς επαναστάσεως της Μακεδονίας ουδεμίαν ασκούσιν επιρροήν αι πολιτικαί βλέψεις και η θέλησις της Βουλγαρικής Ηγεμονίας".

Προσθέτει μάλιστα τη σημαντική πληροφορία ότι πολλοί "βουλγαροδιδάσκαλο"ι ήρθαν σε ρήξη με την Εξαρχία ως μακεδόνες αυτονομιστές: "Πολλοί όντως εκ των Μακεδόνων Βουλγαροδιδασκάλων συνειργάσθησαν μετά του Μακεδονικού Κομιτάτου εν πλήρει ανεξαρτησία από της Βουλγαρικής Εξαρχίας, είτε λάθρα εντός των χωρίων είτε εν γνώσει αυτής ως κεκηρυγμένοι αποστάται Μακεδόνες επί των ορέων".64

**

63 Έκθεση αρ. 4, Θεσσαλονίκη, 27/3/1904.64 Έκθεση αρ. 12, Αθήναι, 26/7/1904.

Page 24: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Όπως προκύπτει λοιπόν από τα έγγραφα του ιστορικού αρχείου του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, το Ίλιντεν ήταν μια μεγάλη λαϊκή επανάσταση στην οποία πήρε μαζικά μέρος ο χριστιανικός πληθυσμός της δυτικής Μακεδονίας, ανεξαρτήτως δόγματος. Το πρόγραμμα της επανάστασης στόχευε αναμφίβολα στην πολιτική αυτονομία και στη συγκρότηση στρατηγικά ανεξάρτητου μακεδονικού κράτους. Τα επαναστατικά χτυπήματα ήταν στην πλειοψηφία τους προεπιλεγμένα, είχαν δε κοινωνικό - αντιοθωμανικό πολιτικό χαρακτήρα (και όχι γενικώς αντιμουσουλμανικό). Η αντεπαναστατική βία υπήρξε εξαιρετικά σφοδρή. Χιλιάδες ήταν τα θύματα των στρατιωτών και των ατάκτων. Το δε ελληνικό κράτος και το Πατριαρχείο βρέθηκαν σταθερά στο

Page 25: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Οι δέκα κρητικοί μισθοφόροι του Καραβαγγέλη1

Μάιος 1903. Ο Παύλος Μελάς παίρνει επιστολή του μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη, με την οποία του ζητάει την αποστολή μιας ομάδας ελλήνων μισθοφόρων, για να χτυπήσει τα εξαρχικά χωριά της περιοχής του. Ο Μελάς απευθύνεται για βοήθεια στον ανθυπολοχαγό και φίλο του σφακιανό Γιώργο Τσόντο (μετέπειτα καπετάν Βάρδα).

Ο Τσόντος στρατολογεί για τον Καραβαγγέλη δέκα γνωστούς του σφακιανούς: Ευθ. Καούδη, Γ. Περάκη ή Πέρο, Γ. Δικώνυμο (Μακρή), Λ. Βρανά, Γ. Ζουρίδη, Ε. Μπονάτο, Γ. Στρατινάκη, Μ. Καντουνάτο, Ν. Λουκάκη και Γ. Σεϊμένη. Την οικονομική δαπάνη αναλαμβάνει κυρίως η κόμισσα Λουΐζα Ριανκούρ, που δίνει για το λόγο αυτό τρεις χιλιάδες δραχμές.

Τους δέκα Κρητικούς μεταφέρει μυστικά ο ανθυπολοχαγός της χαρτογραφικής υπηρεσίας Κ. Μαζαράκης Αινιάν μέχρι την Καλαμπάκα. Από εκεί με τη βοήθεια των υπολοχαγού Βλαχογιάννη, γιατρού Ράμου, ενωμοτάρχη Κουτρουβίδα και λοχαγού Οικονομίδη, οπλίζονται και στις 13 Ιουνίου, εφοδιασμένοι με πλαστά νουφούζια (ταυτότητες) περνούν κρυφά τα σύνορα.

Στις 21 Ιουνίου φτάνουν στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου Τσιρίλοβου του καζά Καστοριάς, όπου τους περιμένει ο ηγούμενος, που ήταν άνθρωπος του Καραβαγγέλη.

Την άλλη μέρα έρχεται στο μοναστήρι ο Βαγγέλης Γεωργίου (ή Στρεμπενιώτης), με δεκαπέντε άντρες του, για να τους παραλάβει με εντολή του μητροπολίτη. Ο Βαγγέλης ήταν παλιότερα μέλος του ΒΜΡΟ αλλά εξαγοράστηκε από τον Καραβαγγέλη κι έγινε αρχηγός της σωματοφυλακής του (με άδεια των οθωμανικών αρχών να κυνηγάει τους κομίτες).

Οι 25 άντρες φτάνουν στις 26(;) Ιουνίου στο Λέχοβο [Lehovo]2, πατρίδα του Ζήση Δημούλιου, ομαδάρχη του Βαγγέλη, που έχει κι αυτός οθωμανική άδεια να διατηρεί ένοπλους στο

1 Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Зора (τεύχος 6, Ιανουάριος 1995, σ. 11-13).2 Lehovo ή Elehovo ή Eleovo. Χωριό του καζά Φλώρινας. Ο Кънчов και ο Brancoff δίνουν 750 χριστιανούς

Αλβανούς και 90 Βλάχους κατοίκους. Το 1913 απογράφονται 1.691 άτομα. Το 1920, 324 οικογένειες - 1.172 άτομα, και το 1928, 1.292 άτομα. Το 1951 το χωριό αριθμεί 1.195 κατοίκους.

Page 26: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

χωριό του.Στις 29 Ιουνίου, παραμονή των Αγίων Αποστόλων,

έρχεται στο Λέχοβο για να λειτουργήσει ο Καραβαγγέλης, συνοδευόμενος από στρατιωτικό απόσπασμα τριάντα Τουρκαλβανών. Επικεφαλής του αποσπάσματος είναι ο μπας τσαούς (επιλοχίας) Ρουστέμ Μπέης από το Λεσκοβίκι (που έχει τελειώσει γυμνάσιο στην Αθήνα) και βοηθός του ο τσαούς (λοχίας) Σαφχάτ (που έχει υπηρετήσει χωροφύλακας στην Κρήτη).

Τουρκαλβανοί στρατιώτες, γκραικομάνοι, αρβανίτες και κρητικοί μισθοφόροι, ενώνονται κάτω από τις διαταγές του Καραβαγγέλη. Όπως λέει ο τελευταίος στα απομνημονεύματα: "το βράδυ των Αγίων Αποστόλων έγινε μεγάλο γλέντι με ψητά και άφθονο κρασί. Οι άντρες της συνοδείας μέθυσαν κι άρχισαν να φιλιούνται αναμεταξύ τους".3

Από το Λέχοβο, 50 - 55 άντρες όλοι μαζί, περνούν από το Σρέμπρενο [Srebreno]4, το χωριό του Βαγγέλη, τη Νέβεσκα και καταλήγουν στον πρώτο στόχο της περιοδείας του μητροπολίτη, το Ζέλενιτς.

Οι μακεδόνες κάτοικοι του Ζέλενιτς είχαν προσχωρήσει από παλιά στην Εξαρχία. Όπως γράφει ο Καραβαγγέλης, "εικοσιπέντε χρόνια δεν είχε μπει πατριαρχικός αρχιερεύς στο Ζέλενιτς, ένα χωριό από 350 οικογένειες [...] Πατριαρχικός παπάς ήταν μόνο ένας, ο παπά Δημήτρης, που μαζί με δεκαπέντε οικογένειες και ιδίως τους Γραμμενόπουλους και τους συγγενείς τους έμενε πιστός στον Ελληνισμό"5. Οι λίγοι πατριαρχικοί χρησιμοποιούσαν μια μικρή εκκλησία στο νεκροταφείο.

Ο μητροπολίτης, με την ένοπλη συνοδεία του, μπαίνει με πυροβολισμούς στο χωριό και εγκαθίσταται στο σπίτι του παπά Δημήτρη. Φωνάζει το μουχτάρη (πρόεδρο) της κοινότητας και τους πρόκριτους και ζητά να του δώσουν τα κλειδιά της εξαρχικής εκκλησίας για να λειτουργήσει.

"Αφήστε τ' αστεία, τους λέω, θα λειτουργήσω. Έχω στρατό. Παλικάρια ένα κι ένα. Όλο αξιωματικούς. Πέρασε ο καιρός που ξέρατε. Θα σας περάσω όλους στο μαχαίρι. Πέστε στους αρχηγούς σας Τσακαλάρωφ, Μήτρο Βλάχο, Καρσάκωφ, Κούζο και τους άλλους να κρυφτούν γιατί τέλειωσαν τα ψέματα. Δε γλυτώνετε". Οι πρόκριτοι αρνούνται να παραδώσουν τα κλειδιά. Σηκώνεται ο Καούδης κι αρπάζει το μουχτάρη. "Καθώς τον είχε καταγής με το τακούνι του, του έσπασε τα δόντια κι έτσι επιτέλους τα 'δωσε τα κλειδιά. Θα σας κάψουν το χωριό, τους έλεγα, δείχνοντας τους Κρητικούς".6

Για να γιορτάσουν τη "νίκη" τους πάνε στο μοναστήρι της Παναγίας, κάτω από τη Νέβεσκα. "Ο γούμενος - γράφει ο Καούδης - μας είχεν πλούσιον τραπέζι και αφού εφάγαμε και ήπιαμε, εμεθύσαμε, αρχίσαμε το τραγούδι, ο Ρουστέμ Τσαούσης... έψαλε και τον [ελληνικό] εθνικόν ύμνον".

Μετά ξεκινούν για το χωριό Άιτος [Ajtos]7, όπου ο Καραβαγγέλης λειτουργεί κι εδώ με τη

3 Γερμανός Καραβαγγέλης, Ο Μακεδονικός αγών - απομνημονεύματα, στο Αρχείο μακεδονικού αγώνα Πηνελόπης Δέλτα - Απομνημονεύματα, ιμχα, Θεσσαλονίκη, 1984, σ. 26.

4 Srebreno ή Srebreni ή Srebren. Πατριαρχικό μακεδονικό χωριό του καζά Φλώρινας. Ο Кънчов δίνει 560 κατοίκους και ο Brancoff 960. Μετά το 1908, πέρασαν στην Εξαρχία 25 οικογένειες [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 693 άτομα. Ο Милојевић καταγράφει 170 σλαβικά σπίτια. Το 1920 απογράφονται 586, και το 1928, 643 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 139 σλαβόφωνες οικογένειες, 79 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 909 σλαβόφωνους, 359 από τους οποίους χαρακτηρίζονται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης, 450 ελληνικής και 100 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 652 άτομα. Το 1926 μετονομάστηκε Ασπρόγεια.

5 Καραβαγγέλης, σ. 27.6 Καραβαγγέλης, σ. 27.7 Ajtos. Χωριό του καζά Φλώρινας. Ο Кънчов δίνει 950 χριστιανούς Βούλγαρους και 60 Τσιγγάνους κατοίκους.

Page 27: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

βία. Πριν φύγει από τον Άιτο, παίρνει γράμμα ενός Βλάχου από τη Νέβεσκα. Αυτός ήταν οργανωμένος στο ΒΜΡΟ αλλά ταυτόχρονα και πράκτορας του μητροπολίτη (για δυο λίρες το μήνα). Με το γράμμα, πληροφορεί το δεσπότη για τις κινήσεις της επαναστατικής τσέτας του Αλέξη Τουρούντζια, από το Έξι Σου.

Έχοντας αυτή την πληροφορία, οι συνοδοί του Καραβαγγέλη στήνουν ενέδρα μεταξύ Νεγκόβανης [Negovani]8 και Ντόλνο Κότορι [Dolno Kotori]9, τα μεσάνυχτα 10 προς 11 Ιουλίου.

Γράφει ο Γ. Δικώνυμος (Μακρής) σχετικά: "Ήταν καμιά εικοσαριά. Ο τελευταίος τραβούσε ένα μεγάλο κλαδί οξιάς για να σβήνει τ' αχνάρια πάνω στο δρόμο, τους ρίξαμε και πέσαν αμέσως έξι. Οι άλλοι ετράπησαν εις φυγήν και μόνο έναν πληγωμένο επιάσαμε ζωντανό".10

Για το περιστατικό, ο αυστριακός πρόξενος Μοναστηρίου Α. Κral, σημειώνει πως η ομάδα του Βαγγέλη "επιτέθηκε μαζί με το στρατό στη Νεγκοβάνη κατά του καπετάν Αλέξη από το Έξι Σου και του προξένησαν απώλεια πέντε ανδρών. Ένας επαναστάτης που τραυματίστηκε στο πόδι από σφαίρα Gras [άρα όχι από όπλο του οθωμανικού στρατού] μεταφέρθηκε εδώ. Οι στρατιώτες είχαν δύο νεκρούς".11

Ο Καραβαγγέλης δίνει πληροφορίες για τρεις αιχμαλώτους. "Ο ένας ήταν αγγελιοφόρος και οι άλλοι δύο τροφοδότες του Αλέξη. Αυτούς τους πήραμε μαζί μας και γυρίσαμε στο μοναστήρι του Αϊτοζίου, όπου ο ηγούμενος έσφαξε κι έψησε αρνιά κι έφαγαν κι ήπιαν τα παλληκάρια κι έκαναν κέφι. Κατά τη διάρκεια του γλεντιού, συνεχίζει, τους τρεις επαναστάτες τους είχαμε δέσει σε δέντρα. Από κει τους έστειλα στη Φλώρινα στις φυλακές ως δολοφόνους κι εγώ με τη συνοδεία μου τράβηξα στο Νεγκοβάνι".

Απ' ότι λοιπόν φαίνεται, μια και στις φυλακές έφτασε μόνο ένας αντάρτης, τους άλλους δύο τους χάλασαν στο δρόμο.

Ο Brancoff δίνει 1.064 εξαρχικούς Βούλγαρους και 66 χριστιανούς Τσιγγάνους. Το χωριό έγινε εξαρχικό το 1897 [Εκκλησιαστική Αλήθεια]. Μετά το 1908, πέρασαν στην Εξαρχία δύο οικογένειες [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 830 άτομα. Ο Милојевић καταγράφει 160 σλαβικά σπίτια. Το 1920 απογράφονται 785, και το 1928, 941 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 166 σλαβόφωνες οικογένειες, από τις οποίες 159 θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 1.335 σλαβόφωνους, 1.185 από τους οποίους θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης, 50 ελληνικής και 100 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 1.056 άτομα.

8 Negovani ή Negovan ή Negoveni. Χωριό του καζά Φλώρινας. Ο Кънчов δίνει 720 άτομα, από τα οποία τα 620 χριστιανοί Αλβανοί και τα 100 Βλάχοι. Ο Brancoff δίνει σχεδόν διπλάσιο πληθυσμό, 1.586 άτομα: 1.080 χριστιανοί Αλβανοί, 300 Βλάχοι, 110 Έλληνες και 96 πατριαρχικοί Βούλγαροι. Το 1913 απογράφονται 1.133 άτομα. Το 1920, 221 οικογένειες - 828 άτομα και το 1928, 975 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 210 οικογένειες, οι οποίες ομιλούν την αλβανικήν εκτός ελαχίστων οίτινες ομιλούν την σλαυικήν ή ρουμανικήν. Από τις οικογένειες του χωριού, 44 θεωρούνται δεδηλωμένων ρουμανικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 1.346 άτομα, τα οποία θεωρούνται όλα ελληνικής εθνικής συνείδησης [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 1.028 άτομα. Το 1928 το χωριό μετονομάστηκε Φλάμπουρον.

9 Dolno Kotori. Χωριό του καζά Φλώρινας. Ο Кънчов δίνει 774 άτομα, από τα οποία τα 600 χριστιανοί Βούλγαροι και τα 174 χριστιανοί Αλβανοί. Ο Brancoff δίνει 964 άτομα: 608 εξαρχικοί, 176 πατριαρχικοί Βούλγαροι και 180 χριστιανοί Αλβανοί. Το 1913 απογράφονται 894 άτομα. Το 1920, 168 οικογένειες - 784 άτομα. Ο Милојевић καταγράφει 120 χριστιανικά σλαβικά και 30 χριστιανικά αλβανικά σπίτια. Το 1928 απογράφονται 846 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 170 οικογένειες, 157 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων και 8 δεδηλωμένων αλβανικών [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 1026 κατοίκους, 550 από τους οποίους θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης, 326 ελληνικής και 150 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 1267 άτομα. Το 1927 το χωριό μετονομάστηκε Υδρούσσα.

10 Γεώργιος Δικώνυμος Μακρής, Ο μακεδονικός αγών - απομνημονεύματα, στο Αρχείο μακεδονικού αγώνα Πηνελόπης Δέλτα - Απομνημονεύματα, ιμχα, Θεσσαλονίκη, 1984, σ. 84.

11 Βασίλης Γούναρης κ.ά., Τα γεγονότα του 1903 στη Μακεδονία, ό.π., σ. 162.

Page 28: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Στη Νεγκόβανη, ο μητροπολίτης συναντά το ληστή Νικόλα και την ένοπλη μισθοφορική ομάδα του και τους δωροδοκεί για να τρομοκρατούν τους εξαρχικούς της περιοχής: "διοργάνωσα ένα σώμα από ντόπιους με αρχηγό τον Νικόλα, αρχαίο αγωνιστή κλέφτη. Έδωσα σ' αυτόν ένα σπαθί αξιωματικού, που το είχα αγοράσει στο Μοναστήρι, και όπλα για τα παιδιά του".12

Στη Νεγκόβανη σταματά η περιοδεία του Καραβαγγέλη. Αυτός επιστρέφει στην Καστοριά με τους Τουρκαλβανούς και οι Κρητικοί ακολουθούν την ομάδα του Βαγγέλη και λημεριάζουν στο Σρέμπρενο.

Στις 20 Ιουλίου, γιορτή του Προφήτη Ηλία, ξεσπάει η επανάσταση του ΄Ιλιντεν, ενώ βρίσκονται στο Λέχοβο. Φοβισμένοι οι άντρες του Βαγγέλη και οι Κρητικοί φεύγουν αμέσως για την πόλη της Καστοριάς. Στο δρόμο συναντούν μια ομάδα επαναστατημένων χωρικών που 'χε πάρει τα βουνά. "Σκοτώσαμε πέντε και πιάσαμε κι ένα ζωντανό, που τον αποκεφαλίσαμε αμέσως επί τόπου", θυμάται στα απομνημονεύματά του ο Μακρής.13

Τελικά βρίσκουν ασφαλές καταφύγιο στη μητρόπολη Καστοριάς. "Μέσα στη μητρόπολη - γράφει ο Καραβαγγέλης - είχα τους εννέα Κρητικούς και τον Βαγγέλη με τα δεκαπέντε παιδιά του, 25 όλους μαζί. "Καθήστε εδώ" τους είπα "μα καθήστε φρόνιμα".

Αυτοί που να ησυχάσουν. Όλη μέρα παίζαν, πάλευαν, φώναζαν, χτυπιώνταν"14. Συμπληρώνει δε ο Μακρής: "Στη μητρόπολι μείναμε 15 έως 20 ημέρες. Εκεί μέσα ήρχονταν πολλοί Τούρκοι αξιωματικοί και μας επισκεφτόντουσαν".15

Μια τουλάχιστο φορά, οι Κρητικοί βγαίνουν μαζί με τον οθωμανικό στρατό για να χτυπήσουν τους μακεδόνες επαναστάτες στο εξαρχικό χωριό Κόσινετς. Όπως έγραψαν οι ίδιοι λίγο αργότερα, στις 25 Αυγούστου από το Βόλο, στο Γιώργο Τσόντο, "επακολουθήσαμε την εκστράτευσιν του στρατού εις Κωστενέτσι και ετέθημεν μπροσθοφυλακή".16 Εκείνη τη μέρα έμειναν όρθια στο χωριό 8 μόνο σπίτια από τα 200, σκοτώθηκαν δε 14 χωρικοί που δεν πρόλαβαν να φύγουν στο βουνό.

Αυτό είναι το τελευταίο "κατόρθωμα" των πρώτων ελλήνων "μακεδονομάχων" πριν επιστρέψουν στην Ελλάδα. Τα έργα και οι ημέρες τους, είναι μια πρόγευση για το τι θα επακολουθήσει.

Στην Αθήνα γυρίζουν όμως μόνο εννιά. Ένας, ο Γιώργος Σεϊμένης σκοτώνεται στη Μακεδονία. Αυτός ήταν ο πρώτος αντάρτης μάρτυς του Μακεδονικού Αγώνος, θα γράψει ο Καραβίτης17 και θα επαναλάβουν πολλοί

έλληνες συγγραφείς. Για την "εκδίκηση του Σεϊμένη", θα λένε τα επόμενα χρόνια, σφάζοντας τους μακεδόνες χωρικούς, οι συμπατριώτες του μισθοφόροι Κρητικοί.

12 Καραβαγγέλης, σ. 29.13 Μακρής, σ. 85.14 Καραβαγγέλης, σ. 30.15 Μακρής, σ. 85.16 Κ. Βακαλόπουλος, Η Μακεδονία στις παραμονές του μακεδονικού αγώνα, ό.π., σ. 316.17 Ιωάννης Καραβίτης, Ο μακεδονικός αγών - απομνημονεύματα, εισαγωγή - επιμέλεια Γιώργος Πετσίβας,

Αθήνα 1994, τόμος Α΄, σ. 10.

Page 29: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Τι έγινε όμως στ' αλήθεια; Ο Γιώργος Σεϊμένης, στις 20 Ιουλίου που ξεσπάει η επανάσταση, δεν ακολουθεί τους Κρητικούς στην Καστοριά, αλλά μένει στο Λέχοβο. Οι συμπατριώτες του διέδωσαν αργότερα, για να δικαιολογήσουν την πράξη του, ότι αρρώστησε, δεν μπόρεσε να ακολουθήσει, τον βρήκαν οι επαναστάτες και τον έσφαξαν. Ο Μόδης όμως, που ήξερε καλά πρόσωπα και πράγματα, δίνει την εξής αποκαλυπτική πληροφορία: "Μια μέρα ο Γ. Σεϊμένης εξαφανίστηκε. Όπως μου είπε ο Καούδης, πήγε κρυφά στους κομιτατζήδες να πολεμήση στο πλευρό τους εναντίον των Τούρκων".18

Η δεύτερη σημαντική είδηση για το θάνατο του Σεϊμένη, υπάρχει σε μια επιστολή, με ημερομηνία 4 Σεπτεμβρίου 1903, του Γ. Περάκη ή Πέρου προς το Γ. Τσόντο: "Διά τον φόνον του Σεϊμένη θέλετε μάθη λεπτομερώς εις πρώτην μας συνάντησιν. Εφονεύθη δε εις την μάχην της Κλεισούρας".19

Αν συνθέσουμε τις δύο αυτές πληροφορίες, ο Σεϊμένης δεν σκοτώθηκε στο Λέχοβο αλλά συναντάει τους επαναστάτες για να ενταχθεί στις γραμμές τους. Η συνάντηση αυτή γίνεται στην περιοχή Λεχόβου στις 21 Ιουλίου με το σώμα των Τσακαλάρωφ - Ποπώφ.20

Ο Σεϊμένης ακολουθεί τους επαναστάτες και σκοτώνεται δύο μέρες αργότερα στην επίθεση για την κατάληψη της Κλεισούρας, που για ειρωνεία της τύχης, υπερασπίζεται μαζί με την οθωμανική φρουρά της, ο πριν λίγες μέρες αρχηγός του Σεϊμένη, Βαγγέλης, και οι μισθοφόροι του.

18 Γιώργος Μόδης, Ο μακεδονικός αγών και η νεώτερη μακεδονική ιστορία, ιμχα, Θεσσαλονίκη 1967, σ. 179.19 Κ. Βακαλόπουλος, Η Μακεδονία στις παραμονές του μακεδονικού αγώνα, ό.π., σ. 337 και Ι. Καραβίτης, Ο

μακεδονικός αγών, ό.π., τόμος Α΄, σ. ιθ΄ και 12.20 Γενικόν Επιτελείον Στρατού, Ο μακεδονικός αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού,

Αθήναι 1979, σ. 129.

Page 30: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Η αποστολή των τεσσάρων αξιωματικών1

Η δεύτερη χρονολογικά ελληνική ένοπλη ομάδα που πήρε μέρος στον αντιμακεδονικό αγώνα, μετά τους δέκα Κρητικούς, ήταν εκείνη που έμεινε στην ελληνική ιστορία σαν αποστολή των τεσσάρων αξιωματικών. Πριν μιλήσουμε για τα πρόσωπα που την αποτέλεσαν και την ανιχνευτική δράση της ομάδας αυτής στη δυτική Μακεδονία, ας δούμε πρώτα το κλίμα που επικρατούσε στην Αθήνα εκείνη την εποχή.

Η μαζική συμμετοχή του χριστιανικού αγροτικού πληθυσμού της δυτικής Μακεδονίας στην αντικαθεστωτική - αυτονομιστική επανάσταση του Ίλιντεν, ξάφνιασε τους έλληνες πολιτικούς. Οι ανεξέλεγκτες εξελίξεις στα ευρωπαϊκά εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατορίας προβλημάτισαν, ίσως για πρώτη φορά, σοβαρά την ελληνική κυβέρνηση. Η ελληνική πολιτική ηγεσία έπρεπε να πάρει αποφάσεις στρατηγικού και τακτικού χαρακτήρα στο μακεδονικό ζήτημα, κι όμως εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις αγνοούσε τα μακεδονικά πράγματα.

Ο Περικλής Αργυρόπουλος στα απομνημονεύματά του, αναφέρει ένα κορυφαίο σχετικό παράδειγμα αυτής

της άγνοιας: Ένας από τους δύο άνδρες που εναλλασσόταν αυτά τα χρόνια στην προεδρία της κυβέρνησης, ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης, ήταν τόσο άσχετος με τη γεωγραφία της Μακεδονίας, που έκανε τη φοβερή γκάφα να ρωτήσει τάχα με ενδιαφέρον έναν έμπορο από τις Σέρρες, "εάν η κίνησις του λιμένος Σερρών" ήτο μεγάλη. Φυσικά το γεγονός μαθεύτηκε στην ανατολική Μακεδονία και ο Δηλιγιάννης έγινε ρεζίλι. Ακόμα και στη Δράμα, γι' αυτό το λόγο, ο έλληνας πρωθυπουργός "μισείται απ' όλους", σύμφωνα με τον Αργυρόπουλο.2

Οι εθνικιστικοί κύκλοι της εποχής (Μελάδες, Δραγούμηδες, αδελφοί Πολίτου, Ρακτιβάν, Λάμπρος, Λαμπίρης, Δέλλιος, Μαύρος, Μάτεσης, Βαρατάσης) πίεζαν για εμπλοκή της Ελλάδος στο μακεδονικό με μυστική αποστολή ένοπλων μισθοφορικών σωμάτων που θα χτυπούσαν και θα τρομοκρατούσαν τους εξαρχικούς και ρουμανίζοντες πληθυσμούς.

Η πολιτική αυτή συναντούσε ωστόσο ισχυρά αντεπιχειρήματα. Περισσότερο ρεαλιστές πολιτικοί υποστήριζαν ότι οι Έλληνες δεν πρέπει να ξεχνούν την ήττα του 1897. Κι αν παρ' όλα αυτά έπρεπε κάπου να δώσουν σημασία, ήταν στους αγώνες των Ελλήνων της Κρήτης κι όχι στη Μακεδονία, που ήταν σε μεγάλο βαθμό άγνωστη γη.

Απελπισμένος ο έλληνας πρόξενος στη Θεσσαλονίκη Ευγενειάδης, εκμυστηρευόταν στον Π. Αργυρόπουλο: "Να σχηματίσωμεν σώματα εις την Ελλάδα είναι ανωφελές, διότι οι Παλαιοελλαδίται δεν γνωρίζουν τον τόπο. Να τα σχηματίσωμεν με εντοπίους; δεν είναι κατάλληλοι διά ένοπλον αγώνα. Οι πιο θαρραλέοι είναι απογοητευμένοι. Βλέπετε ότι δεν υπάρχει υλικόν, ούτε έδαφος προς δράσιν".3

Όπως γράφει δε ο Αλέξανδρος Κοντούλης, στις ανέκδοτες αναμνήσεις του για τα συγκεκριμένα γεγονότα, ο τότε πρόεδρος της κυβέρνησης Γεώργιος Θεοτόκης "δεν επίστευεν εις τίποτε, φρονών ότι όσοι εργαζόμεθα επί του εθνικού εκείνου εδάφους [: της Μακεδονίας] ήμεθα τρελλοί".4

Η συνεχής πίεση των εθνικιστών οδήγησε τελικά το Θεοτόκη στην απόφαση συγκρότησης

1 Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Зора (τεύχος 7, Απρίλιος 1995, σ. 19-22).2 Περικλής Αργυρόπουλος, Ο μακεδονικός αγών - απομνημονεύματα, στο: Ο μακεδονικός αγώνας -

απομνημονεύματα, ιμχα, Θεσσαλονίκη 1984, σ. 20 - 21.3 Αργυρόπουλος, σ. 9 - 10.4 Αλέξανδρος Κοντούλης, Η κατά το έτος 1904 στρατιωτική αποστολή εν Μακεδονία, Δυρράχιο 25/3/1926,

Αρχείο Στέφανου Δραγούμη, υποφακ. 201.2, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη.

Page 31: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

μιας ένοπλης ομάδας υπό την ηγεσία ελλήνων αξιωματικών. Αποστολή της ομάδας ήταν η μυστική περιοδεία στη δυτική Μακεδονία, στα μέρη που είχε ξεσπάσει τον Ιούλιο του 1903 η επανάσταση του Ίλιντεν και η επί τόπου μελέτη της κατάστασης, για τη σύναξη των αναγκαίων πληροφοριών προς λήψη αποφάσεων. Πετύχαμε έτσι, σημειώνει ο Κοντούλης, "ενοχλούντες διηνεκώς και καταλλήλως τον Θεοτόκη να θελήση ν' απαλλαγή ημών, οίτινες τω εγενόμεθα ως εκ τούτου πάρα πολύ φορτικοί".

Με εντολή του υπουργού Εξωτερικών Ρωμάνου, αρχηγός της αποστολής ανέλαβε ο λοχαγός Αλέξανδρος Κοντούλης, ο οποίος είχε και την ευθύνη επάνδρωσης του σώματος. Ο Κοντούλης διάλεξε να πάρει μαζί του τους αξιωματικούς Αναστάσιο Παπούλα, Γεώργιο Κολοκοτρώνη και Παύλο Μελά.5

Εδώ αρχίζουν οι πρώτες διχογνωμίες. Ο Ρωμάνος θεωρεί τον ανθυπολοχαγό Μελά φανατικό, που μπορεί να παρασύρει τους άλλους "σε παρακεκινδευμένα πράγματα". Ο Μελάς δεν θέλει το λοχαγό Παπούλα, επειδή είναι αρχαιότερος του Κοντούλη και ίσως διεκδικήσει την ηγεσία. Ο Μελάς πιστεύει επίσης πως ο υπολοχαγός Κολοκοτρώνης "είναι γελοίος και επιζήμιος". Αλλά και ο Κοντούλης δεν έχει καλή γνώμη για τον Κολοκοτρώνη. Θεωρεί αυτόν "ως μηδεμίαν αξίαν έχοντα", αλλά ότι τον βάζουν στην αποστολή λόγω του ενδόξου ονόματος που έχει, ως απόγονος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Ο Κολοκοτρώνης πάλι βάζει στην αρχή μέσον, τον επιτελάρχη Σαπουντζάκη, για να αποφύγει την αποστολή, μη και "στεναχωρηθή πολύ η μήτηρ του κα Μαρίκα", αλλά τελικά ανακαλεί και ζητάει συγγνώμη απ' τον Κοντούλη.

Η αποστολή των τεσσάρων αξιωματικών ήταν απόρρητο μυστικό του υπουργείου Εξωτερικών και του Γενικού Επιτελείου. Δόθηκαν εικονικές άδειες από την υπηρεσία τους (του Μελά λόγου χάρη, για υποθέσεις του στη Τζια) και ψεύτικα νουφούζια (ταυτότητες). Τα νέα τους ονόματα ήταν: Σκούρτης του Κοντούλη, Τάσος του Παπούλα, Πάνος του Κολοκοτρώνη και Ζέζας του Μελά. Οι τέσσερις αξιωματικοί πήραν μαζί τους αντίστοιχα από ένα "συνοδό - βοηθό" (ψυχογιό - ορντινάντσα), τους Ε. Καούδη, Απ. Τράγα, Γ. Δικώνυμο και Γ. Περάκη.

Ο "από μηχανής θεός", κατά την έκφραση του Κοντούλη, που οδηγούσε τους αξιωματικούς στην άγνωστη για αυτούς Μακεδονία, ήταν ο Μακεδόνας οπλαρχηγός Κώτας, πρώην μέλος του βμρο που είχε εξαγοραστεί από το μητροπολίτη Καστοριάς Καραβαγγέλη, για δέκα λίρες το μήνα (συν δύο για κάθε οπαδό του). Ο Κώτας είχε δώσει ομήρους τα δυο παιδιά του, που τα κρατούσαν εσωτερικά στο Λύκειο του εθνικιστή Δέλλιου (ειδικευμένος σε τέτοιες δουλειές). Εκείνες τις μέρες είχε έρθει να δει στην Αθήνα τους γιους του και ανέλαβε να οδηγήσει το σώμα στην περιοχή του, στα Κορέστια της Καστοριάς.

Τον Κώτα ακολουθεί ο ψυχογιός του Σίμος Ιωάννης Γκράτσης από το Άρμενσκο, ο Ηλίας Μήτρου Γκαντούσης ή Σιδέρης από το Ζέλεβο, ο Βασίλης Κόλε Ράμπωφ ή Ράμος από την Όστιμα. Το σώμα δε συμπλήρωναν ο Παύλος Κύρου από το Ζέλεβο (ως κοινός φροντιστής - διερμηνέας) και δύο ακόμα νέοι, γνωστοί του Πύρζα.

Πριν αναχωρήσει το σώμα, οι τέσσερις αξιωματικοί, επισκέφτηκαν μετά από πρόσκληση το

5 Ο Αναστάσιος Παπούλας, με επιστολή του στις 26/6/1930 προς τον Ραδίση, εκδότη του περιοδικού Μακεδονικός Αγών, διαψεύδει τον ισχυρισμό του Κοντούλη, ότι υπήρξε αρχηγός της αποστολής. Γράφει σχετικά: "Κατόπιν σχετικής εισηγήσεως της τότε Ανωτάτης Διοικήσεως του Στρατεύματος προς την Κυβέρνησιν Θεοτόκη, εκλήθην τηλεγραφικώς εκ Πατρών εις Αθήνας, όπου μ' ανετέθη η Διοίκησις της αποστολής Αξιωματικών εις την Μακεδονίαν [...] Το ότι δε, είναι όχι μόνον τούτο ακριβές, αλλά και επισήμως εξηκριβωμένον είναι ότι αι διαταγαί της τότε Κυβερνήσεως, όσον και αι πληροφορίαι των Προξένων και άλλων παραγόντων προς εμέ και μόνον διεβιβάζοντο ως Αρχηγόν της αποστολής". Βλ. Αρχείο Τσόντου - Βάρδα, φάκελος 6, Γ.Α.Κ.

Γιώργος Περάκης ή Πέρος

Page 32: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο, που τους μίλησε για τη σπουδαιότητα της αποστολής τους.Στις 29/2/1904, όλη η ομάδα βρίσκεται στα

ελληνοτουρκικά σύνορα, στο χωριό Βελεμίστι, όπου κι αρχίζει η προσπάθειά της να περάσει τα σύνορα. Το βράδι της 29/2 προς 1/3, αρχίζει η πορεία προς το σταθμό της Ασπροκλησιάς, με οδηγό "έναν ηλίθιο λοχία", σύμφωνα με τα λόγια του Μελά, που δεν μπορούσε να βρει τον προορισμό του. Η πορεία γίνεται μέσα σε δάση βελανιδιάς, με απότομες ανηφόρες και κατηφόρες και συχνές πτώσεις ανδρών. Οι άνδρες παρουσιάζουν μια κωμική εικόνα, η οποία μοιάζει με οτιδήποτε άλλο παρά με σώμα ανταρτών.

Γράφει για τη φοβερή αυτή πορεία ο Παύλος Μελάς στη γυναίκα του Ναταλία: [...] "αίφνης χάνω τον Κολοκοτρώνη από εμπρός μου. Έπεσε εις ένα χανδάκι αρκετά βαθύ. Τον βλέπω αγωνιζόμενον κωμικώτατα υπό το αδιάβροχον και το φορτίον του να σηκωθή. Δε βαστώ εις τα γέλια, αλλ' αίφνης χάνω την ισορροπίαν μου και πέφτω και εγώ μέσα [...] αίφνης πέφτει και ο καπετάν Σκούρτης (Κοντούλης) από ένα μικρόν κρημνόν και μένει κρεμασμένος από το ένα πόδι".6

Μια βδομάδα θα χρειαστεί για να περάσει τα σύνορα, το ελληνικό σώμα! Έξω από τα επιτελικά γραφεία τους, οι αξιωματικοί είναι όπως το ψάρι στη στεριά. Το άγχος για τα χάλια που παρουσιάζουν κάνει το Μελά να γράψει στις 8/3/1904 στη Ναταλία: "[...] έπρεπε να δείξωμεν και εις τους άνδρας μας και εις τους μεθ' ημών Μακεδόνας, ότι δεν είμεθα καπεταναίοι του γλυκού νερού".7

Για του λόγου το ψευδές, δυο μέρες μετά, ο Μελάς διηγείται το νέο πάθημα του υπολοχαγού Κολοκοτρώνη, κατά την προσπάθειά του να περάσει το Βενέτικο Ποταμό: "[...] ακούω τον Κολοκοτρώνη να με φωνάζει. Γυρίζω και βλέπω τον καημένον τον Γώγο - Πάνον (όπως αυτοκαλείται) φαρδύν πλατύν μέσα εις τον ποταμόν και από πάνω του το άλογον [...] ένα χέρι του και ένα πόδι ευρίσκοντο υπό το άλογο. Του ήτο επομένως αδύνατον να βοηθηθή μόνος του. Το κεφάλι του μόνον εξείχεν ακόμη από το νερό. Η όψις του ήτο ψύχραιμη, όπως πάντοτε, τόσον όμως ήτο το σύνολον του κωμικόν, ώστε δεν ημπόρεσα να κρατήσω τα γέλια πριν τον βοηθήσω".8

Το ελληνικό σώμα μπαίνει στις 13 Μαρτίου στον καζά Καστοριάς και λημεριάζει στο βουνό έξω από το Μπογκάτσκο, στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου. Στις 15/4 βρίσκεται στη μονή του Αγίου Νικολάου Τσιρίλοβου και το βράδι 15 προς 16 αρχίζει το, κατά Κοντούλη, "επικίνδυνον έργον της περιοδείας ανά την περιφέρειαν Κορεστίων".9

Πρώτος σταθμός τη νύκτα εκείνη, είναι το νεκροταφείο του μακεδόνικου χωριού Σεστέοβο, όπου συναντούν τη χήρα του Γιανάκου Στάνσκου (πρώην οπαδού του Κώτα που σκότωσαν οι αυτονομιστές). Εδώ οι έλληνες αξιωματικοί προσπαθούν να δείξουν ένα καλό πρόσωπο και μοιράζουν χρήμα στους φτωχούς αγρότες. Δίνουν δυο λίρες στη χήρα, ποσό τεράστιο για την εποχή εκείνη. "Φαντάσου", γράφει με έκπληξη το πλουσιόπαιδο ο Μελάς, "ότι κανείς εδώ δεν έχει λίρα να χαλάση".10

Στη συνέχεια περνούν απ' το κατεστραμμένο μακεδονικό χωριό Τσερνόβιστα, που κάηκε στο Ίλιντεν "καθ' ολοκληρίαν από τους Τούρκους", και φτάνουν τα ξημερώματα στο Γκάμπρες.

6 Ναταλία Μελά, Παύλος Μελάς, Σύλλογος προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων, Β΄ έκδοσις, Αθήνα 1964, σ. 202.

7 ό.π., σ. 215.8 ό.π., σ. 218.9 Κοντούλης, υποφακ. 201.2.10 Μελά, σ. 246.

Page 33: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Στο Γκάμπρες [Gabreš]11, οι Κολοκοτρώνης και Μελάς συνεχίζουν να μοιράζουν χρήματα: ένα χρυσό Πεντόφραγκο και δυο μετζίτια. Ο Μελάς συνειδητοποιεί πως "οι γυναίκες δεν γνωρίζουν λέξιν ελληνικά", γι' αυτό και τους καλησπερίζουν λέγοντας ´ντόμπρο βέτσερ".12

Το απόγευμα οι αξιωματικοί μαζεύουν δώδεκα προύχοντες κι αρχίζουν να τους βγάζουν διαδοχικά λόγους. Ο φλωρινιώτης Λάκης Πύρζας κάνει το διερμηνέα. Ο Κώτας, σύμφωνα πάντα με το Μελά, "ζωηρότατα, ευγλωττότατα και πειστικώτατα [...] ωμίλησε μακεδονικά".13

Στις 17 Μαρτίου βρίσκονται όλοι στο χωριό του Κώτα, τη Ρούλια [Rulja]14. Τους υποδέχονται οι δέκα ένοπλοι του Κώτα κι ο υπαρχηγός Στογιάνης. Ο Μελάς καταλαβαίνει ότι κι εδώ, "καμία γυναίκα δεν ομιλεί ελληνικά". Ο δάσκαλος στο σχολείο βάζει, για να ευχαριστήσει τους αξιωματικούς, τα παιδιά να πουν ένα ελληνικό τραγούδι, αλλά "δεν εννοήσαμε - συνεχίζει ο Μελάς - αν η γλώσσα ήτον μακεδονική ή η ελληνική".15

Ο Λάκης Πύρζας, στο λογοκριμένα δημοσιευμένο (από το γαμπρό του Παπασταμάτη) ημερολόγιο, εξομολογείται πως, όσο έλειπε ο Κώτας στην Αθήνα, η ομάδα του είχε ληστέψει έναν Εβραίο της Καστοριάς και οι "αξιωματικοί εξέφρασαν την δυσαρέσκειάν των διά το συμβάν του Εβραίου".16 Σημειώνει επίσης ότι "επειδή οι αξιωματικοί δεν ηδύναντο να συνεννοούνται με τους χωρικούς εγώ χρησίμεβα και ως διερμηνεύς".17

Ο Μελάς σημειώνει πως και στη Ρούλια μοιράζουνε χρήμα. Ο Κοντούλης, που επισκέπτεται το σπίτι ενός αγρότη, τραυματισμένου από ατύχημα, "άφηκε τρία μετζίτια [...] ποσόν κολοσσιαίον διά τους χωρικούς".18 Ο Μελάς εξηγεί στους συγκεντρωμένους κατοίκους την ελληνική θέση ως προς την οθωμανική αυτοκρατορία και τον αγώνα των επαναστατών: "Λέγομεν ότι δεν θέλομεν επανάστασιν".19

Το Σάββατο 20 Μαρτίου, το ελληνικό σώμα βρίσκεται στην Όστιμα [Oštima]20. Ο Μελάς

11 Gabreš. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 455 κατοίκους και ο Brancoff 600. Το χωριό προσχώρησε στο σύνολο του στην Εξαρχία το 1903 [Εκκλησιαστική Αλήθεια]. Το 1913 απογράφονται 648 άτομα, το 1920, 112 οικογένειες - 509 άτομα, και το 1928, 405 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 88 σλαβόφωνες οικογένειες, οι οποίες θεωρούνται όλες δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 340 σλαβόφωνους μη ελληνικής εθνικής συνείδησης [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 447 άτομα. Το 1926 μετονομάστηκε Γάβρος.

12 ό.π., σ. 239.13 ό.π.,, σ. 241.14 Rulja ή Rula. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 500 κατοίκους και ο

Brancoff, 600. Το χωριό παραμένει εξαρχικό καθ' όλη τη διάρκεια του αντιμακεδονικού αγώνα [Εκκλησιαστική Αλήθεια και έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 572 άτομα, το 1920, 107 οικογένειες - 504 άτομα, και το 1928, 491 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 120 σλαβόφωνες οικογένειες, 70 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 619 σλαβόφωνους, από τους οποίους 200 θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης, 150 ελληνικής και 269 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 218 άτομα. Το 1927 μετονομάστηκε Κώτας.

15 Μελά, σ. 244.16 Πάνος Παπασταμάτης, Ο οπλαρχηγός καπετάν Λάκης Πύρζας, περιοδικό Αριστοτέλης, τ. 20, Φλώρινα 1960,

σ. 33.17 ό.π., σ. 34.18 Μελά, σ. 246.19 ό.π., σ. 250.20 Oštima ή Ostima ή Oščima. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 384

κατοίκους και ο Brancoff 560. Το χωριό περνάει στην εξαρχία το 1899 [Εκκλησιαστική Αλήθεια] και παραμένει εξαρχικό καθ' όλη τη διάρκεια του αντιμακεδονικού αγώνα [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 520 άτομα, το 1920, 89 οικογένειες - 406 άτομα, και το 1928, 421 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 104 σλαβόφωνες οικογένειες, 24 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 508 σλαβόφωνους, 300 από τους οποίους θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης, 70 ελληνικής και 138 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται μόνο 56 άτομα. Το 1927 μετονομάστηκε Τρίγωνον.

Λάκης Πύρζας

Page 34: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

προσπαθεί να μάθει λίγα μακεδόνικα, για να μιλήσει στους κατοίκους και να τους δωροδοκήσει: "Έμαθα, γράφει, και ολίγας μακεδονικάς λέξεις, που λέγω εις τας γυναίκας και μητέρας προ πάντων [...] μια πενταρούλα εδώ, ένα σεκέρι εκεί, ένας καλός λόγος, ένα φιλάκι στα παιδιά, προσελκύουν αμέσως τους γονείς".21

Από την Όστιμα, ο Μελάς γράφει με δέος για τον επαναστάτη Γιάγκωφ από το χωριό Ζαγκορίτσανη. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Μελά, ο Γιάγκωφ έχει "φαρμακώσει" τη συνείδηση των κατοίκων της περιοχής με τη διδασκαλία ότι οι Μακεδόνες "αποτελούν ένα σύνολον χωριστόν από όλα τα άλλα έθνη".22

Επόμενος σταθμός τους, στις 21/3, είναι το Ζέλεβο [Želevo]23, προπύργιο των πατριαρχικών στη ζώνη Πρέσπας - Κορεστίων. Στο Ζέλεβο το σώμα χωρίζεται. Μια ομάδα με τον άρρωστο από κρυολόγημα Παπούλα και τον Κολοκοτρώνη μένει εκεί και μια δεύτερη με τους Κοντούλη, Μελά, Περάκη, Καούδη, Πύρζα, Κώτα και οκτώ άντρες του τελευταίου, φεύγουν το βράδι 21 προς 22/3 για το χωριό Όροβνικ [Orovnik]24, στη λίμνη Βερντόκ (Μικρή Πρέσπα).

Στο Όροβνικ, η ομάδα μένει δυο μέρες και συναντάει αγρότες των γύρω χωριών. Τη Μεγάλη Δευτέρα (22/3) φτάνει "ένας γέρος δραγάτης, βρώμικος, ελεεινός, μισότρελος, ρακένδυτος", πράκτορας του έλληνα υποπρόξενου στο Μοναστήρι Ίωνα Δραγούμη. Φέρνει στους αξιωματικούς την εξής κρυπτογραφική επιστολή: "Η τουρκική πρεσβεία, μαθούσα την παρουσίαν των κ.κ. Μελά και Κοντούλη εις τα πέριξ της Καστορίας, προέβη εις παραστάσεις. Όπως διασκεδασθώσιν αι υποψίαι των Τούρκων εκρίναμεν αναγκαίον να επιστρέψη προσωρινώς ο κ. Μελάς τουλάχιστον".25 Η ομάδα επιστρέφει στις 24/3 στο Ζέλεβο και τη Μεγάλη Πέμπτη (25/3) ο Μελάς φεύγει στα Μπίτολα, για να επιστρέψει, μέσω Θεσσαλονίκης, στην Ελλάδα.26

Σε αυτό το σημείο, είναι σημαντική η μαρτυρία του Γ. Δικώνυμου (μετέπειτα καπετάν Μακρή). Μας πληροφορεί λοιπόν ότι πριν φύγει ο Μελάς έγινε στο Ζέλεβο συμβούλιο των αξιωματικών για να προτείνουν μέτρα στην ελληνική κυβέρνηση. Οι Κοντούλης και Μελάς είχαν βγάλει το συμπέρασμα ότι οι επαναστατικές τσέτες των Μακεδόνων και η Εξαρχία μπορούν να αντιμετωπισθούν με μισθοφορικές ομάδες που θα σχηματιστούν στη Μακεδονία. Αλλά οι Παπούλας και Κολοκοτρώνης δεν πίστευαν ότι οι ντόπιοι, έστω και με χρυσάφι, θα μπορούσαν να δουλέψουν ουσιαστικά για τα ελληνικά συμφέροντα. Αντίθετα υποστήριζαν αυτό που και έγινε τελικά τα επόμενα χρόνια, δηλαδή να "έρθουν σώματα ισχυρά από την Ελλάδα για να χτυπήσουν".27

Ο Μακρής δίνει όμως και μία ακόμα χαρακτηριστική πληροφορία. Η ομάδα του Κώτα διασπάστηκε εξ αιτίας της προσχώρησης του τελευταίου στην υπηρεσία του ελληνικού κράτους. Δέκα άντρες έφυγαν και πήγαν στο Μήτρο Βλάχο: "Οι άντρες του [Κώτα], που είχαν μείνει στη Μακεδονία, μόλις είδαν τους αξιωματικούς τον εγκαταλείψανε λέγοντας ότι αυτοί δεν μπορούν να

21 Μελά, σ. 253.22 ό.π., σ. 253.23 Želevo ή Želova ή Zelovo ή Želin. Χριστιανικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει

1.250 κατοίκους και ο Brancoff 1.760, όλους πατριαρχικούς. Το χωριό, που στην αρχή του αντιμακεδονικού αγώνα θεωρείται προπύργιο ελληνιζόντων, περνάει το 1904 κατά το ήμισυ στην Εξαρχία. [Εκκλησιαστική Αλήθεια και έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 1.415 άτομα, το 1920, 245 οικογένειες - 1.262 άτομα, και το 1928, 1.136 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 270 σλαβόφωνες οικογένειες, 100 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 1.345 σλαβόφωνους, 500 από τους οποίους θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης, 700 ελληνικής και 145 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 1.047 άτομα. Το 1927 μετονομάστηκε Ανταρτικόν.

24 Orovnik. Χριστιανικό μακεδόνικο χωριό του καζά Μοναστηρίου. Ο Кънчов δίνει 150 κατοίκους και ο Brancoff 200, όλους πατριαρχικούς. Το χωριό περνάει στην Εξαρχία το 1903 (;) [Εκκλησιαστική Αλήθεια]. Το 1913 απογράφονται 222 άτομα, και το 1920, 244. Ο Милојевић καταγράφει 30 σλαβικά σπίτια. Το 1928 απογράφονται 226 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 46 σλαβόφωνες οικογένειες, 37 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 417 σλαβόφωνους, 200 από τους οποίους θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης, 67 ελληνικής και 150 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται μόνο 107 άτομα. Το 1920 μετονομάστηκε Καρυαί.

25 Μελά, σ. 261.26 Την ίδια μέρα, φτάνουν στο Ζέλεβο, από το προξενείο Μοναστηρίου, 300 λίρες για τους έλληνες

αξιωματικούς, προκειμένου να στρατολογήσουν μισθοφόρους και να εξαγοράσουν συνειδήσεις. Βλ. Προξενείο Μοναστηρίου, 25/3/1904, έγγραφο 316.

27 Μακρής, σ. 86.

Page 35: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

εργαστούν μ' Έλληνες".28

Οι αξιωματικοί (πλην του Μελά που αναχώρησε για την Ελλάδα) και οι συνοδοί τους φεύγουν από το Ζέλεβο στις 29/3, δεύτερη μέρα του Πάσχα. Με νυκτερινές πορείες, έχοντας ντόπιους αμειβόμενους οδηγούς, επισκέπτονται τα μακεδόνικα χωριά Νέρεντ [Nered]29, Λάγκινο [Lagino]30, Σρέμπρενο, και τα αρβανιτοχώρια Μπελκαμένη [Belkameni]31, Νεγκόβανη και Λέχοβο.

Στο Λέχοβο μένουν δέκα περίπου μέρες και γνωρίζουν από κοντά το στενό συνεργάτη του μητροπολίτη Καραβαγγέλη και των Οθωμανών καπετάν Βαγγέλη. Ο Λάκης Πύρζας θυμάται σχετικά: "Οι αξιωματικοί ωμίλησαν αρκετά με τον Βαγγέλη. Ο Βαγγέλης τους είπεν ότι είναι πρόθυμος να τεθή υπό τας διαταγάς των αξιωματικών, δηλαδή ή να τους ακολουθήση ή να παραμείνη ως οδηγός των τουρκικών στρατευμάτων".32

Από το Λέχοβο μεταβαίνουν στο ελληνοχώρι Μπογκάτσκο όπου ο Κοντούλης συντάσσει την έκθεση προς την ελληνική κυβέρνηση, με τα συμπεράσματα των αξιωματικών από την περιοδεία τους στη δυτική Μακεδονία. Η έκθεση αυτή, με ημερομηνία 16/4/1904, παραμένει μέχρι σήμερα αδημοσίευτη. Αντίγραφό της βρίσκεται στο αρχείο του Στέφανου Δραγούμη στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, από όπου αντιγράφουμε ορισμένα ενδιαφέροντα αποσπάσματα.33

Για τον προαναφερόμενο καπετάν Βαγγέλη, το "μακεδονομάχο ήρωα" των ελλήνων ιστορικών, διαβάζουμε πως "ούτος κατάδικος ων εν ταις φυλακαίς Χαλκίδος, απέδρασεν αυτών έχων να εκτίση υπόλοιπον ποινής δέκα ετών και ότι ηδυνήθη ως εκ της μετά του τουρκικού στρατού κοινοπραξίας του να γίνη γνωστός". Μαθαίνουμε επίσης πως οι αξιωματικοί του έκαναν πρόταση συνεργασίας με ελεύθερη επιλογή του να συνεχίσει αν θέλει τις σχέσεις του με τους Οθωμανούς, προς δε την κυβέρνηση γίνεται πρόταση να του δοθεί χάρη για το υπόλοιπο της ποινής του.

Για το παρελθόν του Κώτα μαθαίνουμε πως παλαιότερα που ήταν με τους επαναστάτες του ΒΜΡΟ "επολέμησε γενναίως κατά του τουρκικού στρατού, μη διακρίνων ορθόδοξους και σχισματικούς, βλέπων δε μίαν χριστιανικήν αδελφότητα και μίαν Μακεδονίαν". Μετά όμως την εξαγορά του από τον Καραβαγγέλη και την πρόσθετη μισθοδοσία του από τους έλληνες αξιωματικούς, με μηνιαίο μισθό "ουχί κατώτερον των δέκα οθωμανικών λιρών", αλλάζει γνώμη και υποστηρίζει ότι σημαντικότερο όλων είναι "η επαναφορά των σχισματικών εις την ορθοδοξίαν".

Λόγος στην έκθεση γίνεται ακόμα για το μακεδόνα επαναστάτη Γιάγκωφ, στον οποίο αναφέρεται κι ο Μελάς. Οι έλληνες αξιωματικοί ενημερώνουν την κυβέρνησή τους λοιπόν ότι ο

28 ό.π., σ. 86.29 Nered ή Neret. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Φλώρινας. Ο Кънчов δίνει 1.950 κατοίκους και ο

Brancoff 2.336. Πριν το 1908, προσχωρούν στο πατριαρχείο οκτώ οικογένειες [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 2.075 άτομα, το 1920, 401 οικογένειες - 1.606 άτομα, και το 1928, 1.697 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 380 σλαβόφωνες οικογένειες, 330 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 1639 σλαβόφωνους, 1.100 από τους οποίους θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης, 239 ελληνικής και 300 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 932 άτομα. Το 1927 μετονομάστηκε Πολυπόταμον.

30 Lagino ή Lagjen ή Lagen. Χριστιανικό μακεδόνικο χωριό του καζά Φλώρινας. Ο Кънчов δίνει 520 κατοίκους και ο Brancoff 504, όλους πατριαρχικούς. Το χωριό περνάει, κατά τη διάρκεια του αντιμακεδονικού αγώνα στην Εξαρχία [Εκκλησιαστική Αλήθεια και έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 560 άτομα, και το 1920, 466. Ο Милојевић καταγράφει 100 σλαβικά σπίτια. Το 1928 απογράφονται 492 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 120 σλαβόφωνες οικογένειες, 90 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 450 σλαβόφωνους, 350 από τους οποίους θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης, 50 ελληνικής και 50 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 265 άτομα. Το 1927 μετονομάστηκε Τριανταφυλλέα.

31 Belkameni ή Bel Kamen. Χωριό του καζά Φλώρινας. Ο Кънчов και ο Brancoff δίνουν 660 κατοίκους, από τους οποίους 560 είναι Αλβανοί και 100 Βλάχοι. Η Πατριαρχική Στατιστική δίνει 230 πατριαρχικές και 5 ρουμανίζουσες οικογένειες. Το 1913 απογράφονται 1.364 άτομα και το 1920, 770 άτομα. Ο Милојевић καταγράφει 200 χριστιανικά σπίτια, 50 αλβανικά και 150 βλάχικα. Το 1928 απογράφονται 752 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 150 οικογένειες, 30 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων ρουμανικών και 10 δεδηλωμένων αλβανικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το σχολικό έτος 1939 - 1940, το μειονοτικό ρουμάνικο σχολείο του χωριού είχε 29 μαθητές [Αρχείο Ι. Μεταξά]. Το 1945 καταμετρούνται 981 άτομα, 100 από τα οποία θεωρούνται ρουμανίζοντες [Στατιστική 1945]. Στην απογραφή του 1951, το χωριό καταγράφεται εξ ολοκλήρου εγκαταλειμμένο (προσωρινά). Το 1928 μετονομάστηκε Δροσοπηγή.

32 Παπασταμάτης, σ. 36.33 Φακ. 201.1.

Page 36: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Γιάγκωφ "αφήκε αρίστας εντυπώσεις, πάντες δε αναφέρουν το όνομα αυτού μετ' ευλαβείας". Με τη διδασκαλία του καλλιεργούσε "Μακεδονικήν συνείδησιν ανεξάρτητον πάσης άλλης φυλής" και κατάφερε "να χαράξη εις τους Μακεδόνας τας γενικάς περί αυτονομίας ιδέας".

Σχετικά με τις δαπάνες των 45 περίπου ημερών της περιοδείας διαβάζουμε πως ξόδεψαν "το ποσόν των τετρακοσίων λιρών"! Έχουν όμως καβάντζα άλλες τριακόσιες για ώρα ανάγκης.

Άποψη των αξιωματικών είναι πως η οργάνωση του αγώνα κατά των εξαρχικών Μακεδόνων πρέπει να στηριχθεί κυρίως σε δυνάμεις πατριαρχικών μισθοφόρων. Όπλα, πυρομαχικά και λίρες στους προαναφερόμενους και επικουρικά ορισμένες επίλεκτες δυνάμεις από την Ελλάδα, είναι η τελική επίσημη πρόταση που υπογράφουν οι Κοντούλης, Παπούλας και Κολοκοτρώνης.

Ας ξαναδώσουμε όμως το λόγο στο Λάκη Πύρζα για να δούμε το άδοξο τέλος αυτής της αποστολής: "Προτού υπογράψουν την έκθεσιν ο Παπούλας και ο Πάνος [Κολοκοτρώνης], ο μεν πρώτος έγραψεν [κρυφά] γράμματα προς τον Σαπουντζάκην [επιτελάρχη] ότι δεν είναι δυνατόν εν Μακεδονία να γίνη εργασία, ότι παντού υπάρχουν προδόται κτλ. Επειδή ο Παπούλας δεν είναι δυνατός εις τον κάλαμον του διώρθωνεν τα λάθη ο Γ. Πάνος και πολλά του υπαγόρευεν. Ο δε Γ. Πάνος έγραψεν [κι αυτός κρυφά] γράμματα προς τον Λεβίδην τότε υπουργόν".34

Ο Πύρζας ήταν "γνώστης όλης αυτής της κωμωδίας", η οποία οδήγησε στην ανάκληση των αξιωματικών επειγόντως στην Αθήνα.35

Ο Κοντούλης σε μεταγενέστερες αναμνήσεις του (1926) που βρίσκονται στο αρχείο Στ. Δραγούμη,36 σημειώνει πως στις 8 Μαΐου που φτάνει στην Αθήνα, επισκέπτεται το γέροντα Στέφανο Δραγούμη, ο οποίος τον πληροφορεί "ότι εις των συντρόφων [αξιωματικών] έγραψεν εις Αθήνας ότι δεν υπάρχει χειρότερος λαός των Μακεδόνων, ότι ευρισκόμεθα μεταξύ προδοτών, ότι μας εδέχθησαν δυσμενέστατα κλπ. κλπ." Ο Δραγούμης του έδειξε για να μην αμφιβάλλει αντίγραφο της επιστολής Κολοκοτρώνη που έφτασε μέσω Λεβίδη στον πρωθυπουργό Θεοτόκη. Του είπε επίσης πως άλλη παρόμοια επιστολή του Παπούλα έφτασε μέσω Σαπουντζάκη στο διάδοχο Κωνσταντίνο.

Στις 24 Μαΐου ο ίδιος ο Θεοτόκης έδειξε στον Κοντούλη την έκθεση "ην υπέβαλον αυτώ οι κ.κ. Παπούλας και Κολοκοτρώνης, καθ' ην οι Μακεδόνες δεν θα εδέχοντο όπλα προς άμυναν κλπ.". Έγινε μάλιστα γνωστό πως οι δύο αξιωματικοί "υπέγραψαν την έκθεσιν του Κοντούλη εξ ανάγκης διά να μην μονομαχήσουν" εις ξένον έδαφος.37

Τελικά η μονομαχία που δεν έγινε στη Μακεδονία πραγματοποιείται στις 28 Μαΐου στην Αθήνα μεταξύ του Μελά και του Κολοκοτρώνη. Ο Μελάς λαμβάνει ικανοποίηση για την απόπειρα "καταστροφής των εθνικών ονείρων του", πληγώνοντας τον Κολοκοτρώνη ελαφρά στο μηρό.

Η τραγική ειρωνεία είναι πως η άποψη των Παπούλα - Κολοκοτρώνη, που θεωρούσαν μάταιη κάθε απόπειρα στήριξης στους ντόπιους Μακεδόνες για τη διεξαγωγή του σχεδιαζόμενου ελληνικού αντιμακεδονικού αγώνα, έγινε τα επόμενα χρόνια η επίσημη πολιτική. Ο δε Παύλος Μελάς ήταν ο πρώτος που υλοποίησε το σχέδιο των αντιπάλων αξιωματικών, ότι δηλαδή ο αγώνας στη Μακεδονία για την επαναφορά των εξαρχικών στο Πατριαρχείο έπρεπε κατά κύριο λόγο να στηριχθεί σε σώματα σταλμένα από την Ελλάδα υπό την ηγεσία ελλήνων στρατιωτικών.38

34 Παπασταμάτης, σ. 37.35 Στις 25 Απριλίου, ο Σκούρτης (Κοντούλης) στέλνει επείγον μήνυμα στο προξενείο Μοναστηρίου, στο οποίο

γράφει: "Η σύμπνοια μεταξύ των μελών της αποστολής ημών διεταράχθη, ώστε εκ της επί πλέον κοινοπραξίας είνε πιθανόν να προκύψη ζημία. Είνε ανάγκη ν' ανακληθώ εις Αθήνας. Παρακαλώ να φροντίσητε την ανάκλησίν μου, ει δυνατόν, τηλεγραφικώς". Βλ. Προξενείο Μοναστηρίου, συνημμένο στο έγγραφο 453, 25/4/1904.

36 Αλέξανδρος Κοντούλης, Τα μετά την επάνοδον εκ Μακεδονίας εις Αθήνας κατά το έτος 1904, φακ. 201.2.37 Παπασταμάτης, σ. 43.38 Douglas Dakin, Ο ελληνικός αγώνας στη Μακεδονία 1897 - 1913, μετάφραση Γ. Στεφανίδη - Ξ.

Κοτζαγεώργη, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 239.

Page 37: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Η σύλληψη του Κώτα1

Τις τελευταίες μέρες της παραμονής των ελλήνων αξιωματικών στη Δυτική Μακεδονία, την άνοιξη του 1904, κι ενώ είχαν έρθει μεταξύ τους σε ρήξη λόγω των διαφορετικών εκτιμήσεών τους για το μέλλον του ελληνικού αντιμακεδονικού αγώνα και τις μορφές που αυτός έπρεπε να πάρει, άνοιγε το κεφάλαιο της προδοσίας του καπετάν Κότε ή Κώτα, της ιδιαίτερα αμφιλεγόμενης αυτής προσωπικότητας, που πότε ως μετανιωμένος ντόπιος λήσταρχος συνεργαζόμενος με τους μακεδόνες αυτονομιστές κι άλλοτε ως γκραικομάνος αρμαρτωλός μισθοφόρος, καθόρισε σε μεγάλο βαθμό με τη δράση του τις εξελίξεις στην περιοχή των Κορεστίων, κατά το διάστημα πριν και μετά το Ίλιντεν.

Δεν υπάρχει έλληνας συγγραφέας που ασχολήθηκε με το λεγόμενο μακεδονικό αγώνα, ο οποίος δεν αφιέρωσε κάποιες σελίδες στο έργο του "σλαβόφωνου Έλληνα" και "μάρτυρα" Κώτα. Ελάχιστοι όμως κάνουν λόγο για τις σκοτεινές λεπτομέρειες της σύλληψής του από τους Οθωμανούς.

Είναι γνωστό πως τον Κώτα εξαγόρασε και συντήρησε, για δυόμισι σχεδόν χρόνια, ο μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης. Ο Καραβαγγέλης από το Μάϊο του 1902 θεωρούσε πως ο Κώτας ήταν "τυφλό όργανό" του.2 Ο Κώτας εξασφάλιζε τον έλεγχο των Κορεστίων, πίεζε όμως συνέχεια το μητροπολίτη για χρήματα προς συντήρηση της μισθοφορικής ομάδας του.3

Το ελληνικό προξενείο στο Μοναστήρι δεν είχε εμπιστοσύνη στον Κώτα, κάνοντας ωστόσο την ανάγκη φιλοτιμία, έδειχνε σ' αυτόν φιλικές διαθέσεις.

Τα ελληνικά συμφέροντα ωθούσαν τον πρόξενο Πεζά σε ανοχή προς τους μισθοφόρους του Κώτα και ταυτόχρονα σε μυστική συνεργασία με τους Οθωμανούς.4 Ο Ίων Δραγούμης θεωρούσε τον Κώτα σχετικά καλό αλλά ελλείψει του απόλυτα καλού καπετάνιου, τον θεωρούσε σανίδα σωτηρίας κατά των απόλυτα κακών επαναστατών.5

Το τελευταίο κεφάλαιο της δράσης του Κώτα, αυτό που τελειώνει με τη σύλληψή του, αρχίζει στην περιοχή Μουρικίου νοτιοανατολικά της Καστοριάς, στα ελληνοχώρια Λόσνιτσα [Lošnica]6

και Μπογκάτσκο [Bogacko]7. Εκεί, στις 25 Απριλίου 1904, οι έλληνες αξιωματικοί δίνουν χρήματα στον Κώτα για να βρει ντόπιους μισθοφόρους και να εκτελέσει την υπόσχεσή του προς αυτούς, να εξοντώσει δηλαδή το Μήτρο Βλάχο και την τσέτα του.8 Ο Κώτας αναλαμβάνει αποστολή, την ίδια μέρα που ο Κοντούλης ενημερώνει το προξενείο Μοναστηρίου για τη "διαταραχή της σύμπνοιας" μεταξύ των ελλήνων αξιωματικών και ζητά την ανάκλησή του στην Αθήνα.9

Τον Κώτα με τους λίγους που του έχουν απομείνει (ήδη δεκαπέντε άτομα υπό την ηγεσία του

1 Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Зора (τεύχος 8, Ιούλιος 1995, σ. 24-25).2 Επιστολή Καραβαγγέλη προς τον έλληνα πρωθυπουργό. Προξενείο Μοναστηρίου, 4/5/1902.3 Επιστολή Καραβαγγέλη. Προξενείο Θεσσαλονίκης, 8/11/1902, έγγραφο 685.4 Προξενείο Μοναστηρίου, 2/4/1902, έγγραφο 167.5 Έκθεση του Ίωνα Δραγούμη προς τον πρόξενο Κ. Κυπραίο. Προξενείο Μοναστηρίου, 4/9/1903, έγγραφο 643.6 Lošnica. Ελληνικό χριστιανικό χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 600 κατοίκους και ο Brancoff,

400. Το 1913 απογράφονται 903 άτομα, το 1920, 201 οικογένειες - 960 άτομα, το 1928, 1.024 άτομα, και το 1951, 1.032 άτομα. Το 1928 μετονομάστηκε Γέρμας.

7 Bogacko ή Vogaciko. Ελληνικό χριστιανικό χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 1.750 κατοίκους και ο Brancoff, 2.250. Το 1913 απογράφονται 2.693 άτομα, το 1920, 389 οικογένειες - 1.701 άτομα, το 1928, 1.601 άτομα και το 1951, 1.842 άτομα. Η ελληνική διοίκηση το ονομάζει Βογατσικόν.

8 Σημείωμα Τάσου (Παπούλα) προς πρόξενο Μοναστηρίου. Προξενείο Μοναστηρίου, 26/4/1904, έγγραφο 453.9 Σημείωμα Σκούρτη (Κοντούλη) προς Δ. Καλλέργη και Ίωνα Δραγούμη. Προξενείο Μοναστηρίου, 25/4/1904,

έγγραφο 453.

Καπετάν Κότε ή Κώτας

Page 38: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Σφέικου τον έχουν εγκαταλείψει)10 και τους τρεις Κρητικούς (Καούδη, Δικώνυμο και Περάκη), οδηγεί στο Λέχοβο ο Χρίστος Αργυράκης.11 Από κει πηγαίνουν στο γειτονικό Σρέμπρενο και παίρνουν μαζί τους άντρες του Βαγγέλη, δίχως τον ίδιο που λείπει στα Μπίτολα. Όλοι μαζί τώρα, περίπου είκοσι πέντε άτομα, ακολουθώντας τη διαδρομή Α. προς Β. στις πλαγιές του όρους Βίτσι, κοντά στα χωριά Μπελκαμένη, Νέρεντ, περνούν δυτικά, στην περιοχή Κορεστίων και λημεριάζουν στο δάσος πάνω από τα χωριά Όστιμα και Τίρνοβο.12

Στις αρχές του Μάη η ομάδα του Κώτα μπαίνει στο μακεδόνικο χωριό Τίρνοβο [Tirnovo]13

και δέρνει μέχρι θανάτου τον εξαρχικό δάσκαλο.14 Ο Μήτρος Βλάχος, που ηγείται μιας επαναστατικής μακεδονικής τσέτας σαράντα ενόπλων, στέλνει μήνυμα στον Κώτα και τον καλεί να συναντηθούν μόνοι, με "μπέσα για μπέσα".15 Η συνάντηση δεν είναι δύσκολο να πραγματοποιηθεί καθώς οι δυο άντρες είναι παλιοί φίλοι και επιπλέον αδελφοποιτοί (βλάμηδες). Σαν τόπος ορίζεται το μακεδόνικο χωριό Όστιμα. Ο Κώτας αφήνει την ομάδα του, που αγνοεί το γεγονός, έξω από το χωριό και εισέρχεται κάποια βραδιά του Μάη στην Όστιμα, για να συλλέξει τάχα πληροφορίες περί

10 Μεταγενέστερη επιστολή Καούδη (22 Ιουλίου 1930), αναφερόμενη στα γεγονότα. Γ.Α.Κ., αρχείο Τσόντου - Βάρδα, φακ. 6.

11 Παπασταμάτης, σ. 38.12 Μακρής, σ. 87 - 88.13 Tirnovo ή T'rnovo ή T'rnova ή T'rnaa. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 395

κατοίκους και ο Brancoff 544. Το χωριό περνάει στην Εξαρχία το 1903 [Εκκλησιαστική Αλήθεια] και παραμένει εξαρχικό καθ' όλη τη διάρκεια του αντιμακεδονικού αγώνα [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 505 άτομα. Ο Милојевић καταγράφει 80 σλαβικά σπίτια. Το 1920 απογράφονται 324 άτομα. Το 1945 το χωριό αριθμεί 396 σλαβόφωνους, 160 από τους οποίους θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης, 70 ελληνικής και 166 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 128 άτομα. Το 1958 μετονομάστηκε Πράσινον.

14 Επιστολή Δ. Καλλέργη προς τον έλληνα υπουργό Εξωτερικών. Προξενείο Μοναστηρίου, 12/5/1904, έγγραφο 514.

15 Καραβίτης, τ. Α΄, σ. 19 - 20.

Page 39: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

του Βλάχου. Παίρνει μαζί του μόνο τον ψυχογιό του Σίμο Στογιάν και πηγαίνει στο σπίτι όπου είναι το προκαθορισμένο ραντεβού.16 Ο Κώτας κουβεντιάζει για ώρες με το Μήτρο Βλάχο. Ο δεύτερος τον καλεί να σταματήσει την αντιμακεδονική δράση του και να επανέλθει στις τάξεις των επαναστατών. Του υπόσχεται να αναλάβει βοεβόδας των Πρεσπών. Ο Κώτας ζητάει και παίρνει προθεσμία απάντησης ως το Σεπτέμβριο.17 Γυρίζει (με το Σίμο) στην ομάδα και αντιμετωπίζει την οργή του Καούδη, για την πολύωρη καθυστέρηση επιστροφής. Κρατά όμως μυστική τη συνάντησή του με το Βλάχο.

Το επόμενο βράδι, βρίσκουν κατάλυμα στο μακεδόνικο χωριό Ρούλια, την πατρίδα του Κώτα. Οι Περάκης - Μακρής κατηγορούν ανοιχτά τον Κώτα, πως δεν κρατά την υπόσχεσή του στους έλληνες αξιωματικούς, να κυνηγήσει το Βλάχο. Ο Κώτας παρά τις δικαιολογίες και τις γαλιφιές δεν καταφέρνει να τους αλλάξει τη γνώμη. Κατορθώνει όμως να πείσει τον τρίτο Κρητικό, το Θύμιο Καούδη, ο οποίος παίρνει το μέρος του ερχόμενος αντιμέτωπος με τους συμπατριώτες του. Οι Περάκης - Μακρής φεύγουν τελικά εξαγριωμένοι παίρνοντας μαζί τους και τους άντρες του Βαγγέλη. Το ίδιο βράδι πηγαίνουν στο Ζέλεβο, όπου βρίσκουν τον Παύλο Κύρου και του διηγούνται τα συμβάντα. Με οδηγό τον τελευταίο, φεύγουν από τα Κορέστια και μέσω Μπελκαμένης καταλήγουν στη μονή Αγ. Νικολάου Τσιρίλοβου, ανατολικά της Καστοριάς.18

Οι μισθοφόροι του Βαγγέλη επιστρέφοντας στα λημέρια τους μαθαίνουν τα κακά γι' αυτούς μαντάτα, το θάνατο του αρχηγού τους. Ο Βαγγέλης Στρεμπενιώτης, ο μισθοφόρος του Καραβαγγέλη και οδηγός των οθωμανικών στρατιωτικών αποσπασμάτων, γυρίζοντας απ' το Μοναστήρι όπου είχε πάει για να αποφυλακίσει (με τη μεσολάβηση του βαλή) το Στέργιο Βολιώτη, πέφτει σε ενέδρα μακεδόνων ανταρτών του Αλέξη Τουρούντζεφ19 κοντά στο χωριό Λουμπέτινο [Lubetino]20. Ο Βαγγέλης και ο Στέργιος σκοτώνονται εκεί στις 13 Μαΐου.21

Στη Ρούλια απομένουν με τον Κώτα, οι άντρες του Σίμος Στογιάν, Δημήτρης Νταλίπης, Βασίλης Τσίλες και ο Καούδης. Κάποια μέρα, στα τέλη του Μάη, φτάνει στα Κορέστια από την Καστοριά ο γιος του Νταλίπη, μικρό παιδί, και μεταφέρει κρυφά22 στη μητέρα του ένα μήνυμα ζωής και θανάτου από το μητροπολίτη Καστοριάς. Εκείνη πηγαίνει στον άντρα της και έχει μαζί του και με το Σίμο μια μυστική συνομιλία.23 Τις αμέσως επόμενες μέρες οι Σίμος και Νταλίπης προειδοποιούν με τρόπο τον Καούδη να φύγει το γρηγορότερο γιατί υπάρχει κίνδυνος να τον δολοφονήσει ο Τσίλες. Ο Καούδης φεύγει στο Γκάμπρες και από 'κει ο αδελφός του Νταλίπη τον

16 Μακρής, σ. 87 - 88.17 Καραβίτης, τ. Α΄, σ. 19 - 20.18 Μακρής, σ. 87 - 88.19 Ν. Γ. Κοεμτζόπουλος, Καπετάν Κώττας, Αθήναι 1968, σ. 134 - 135.20 Lubetino ή Lubetine. Χριστιανικό χωριό του καζά Φλώρινας. Ο Кънчов δίνει 355 κατοίκους, από τους

οποίους 325 είναι Βούλγαροι και 30 Τσιγγάνοι. Ο Brancoff δίνει 280 κατοίκους, από τους οποίους 240 είναι εξαρχικοί Βούλγαροι και 60 Τσιγγάνοι. Το 1913 απογράφονται 277 άτομα. Ο Милојевић καταγράφει 20 σλαβικά σπίτια. Το 1928 απογράφονται 308 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 55 σλαβόφωνες οικογένειες, 31 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 316 σλαβόφωνους, 250 από τους οποίους θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης, 50 ελληνικής και 66 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 264 άτομα. Το 1926 μετονομάστηκε Πεδινόν.

21 Αρχείο Τσόντου - Βάρδα, φακ. 622 Μόδης, σ. 176 - 177.23 Κοεμτζόπουλος, σ. 134 - 135.

Page 40: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

οδηγεί στη μονή Αγίου Νικολάου Σλίβενης.24

Πίσω στη Ρούλια, οι Σίμος - Νταλίπης ανακοινώνουν στον Κώτα την απόφασή τους να φύγουν προσωρινά και να πάνε στην Αθήνα. Ο Κώτας τους παίρνει τα όπλα κι αυτοί φεύγουν ντυμένοι με χωριάτικα ρούχα. Συναντούν τον Καούδη και μεταβαίνουν μαζί στο χωριό Κοσταράτζα [Kostaratža]25 όπου βρίσκουν τους Περάκη και Δικώνυμο. Εκεί οι τελευταίοι ακούν για πρώτη φορά από το Σίμο, τα όσα ειπώθηκαν στη συνάντηση Μήτρου Βλάχου - Κώτα.26

Στις 27 Μαΐου, ο έλληνας πρόξενος Μοναστηρίου λαμβάνει μια αινιγματική, σχεδόν ανεξήγητη επιστολή, απ' τον Καραβαγγέλη σχετικά με τον Κώτα. Ο Καλλέργης έχει ζητήσει, μετά από εντολή του υπουργείου Εξωτερικών, να δώσει ο μητροπολίτης μέσω των πρακτόρων του και για λογαριασμό της ελληνικής κυβέρνησης, χρήματα στον Κώτα. Ο μητροπολίτης απαντά πως αρκετά έδωσε σ' αυτόν επί δυόμισι χρόνια, πως τώρα ο Κώτας ζει απελπισμένος και δεν θέλει να εργασθεί, πως σκέφτεται να τον αντικαταστήσει με το Σίμο και πως τελικά ίσως χρειαστεί ακόμα και να πέσει "υπό την σπάθην".27

Ο Καλλέργης συλλέγει ειδήσεις προκειμένου να ερμηνεύσει τη μεταστροφή του Καραβαγγέλη κατά του Κώτα. Ο καστοριανός τραπεζίτης Τσάκαλης τον πληροφορεί ότι ο μητροπολίτης "μένεα πνέει εναντίον του Κώτε" γιατί ο τελευταίος "ευρίσκεται εις συνεννοήσεις" με τον Κωλέτη.28

Ο Κωλέτης είχε διατελέσει υποδιοικητής Καστοριάς και ήταν, όπως και ο Καραβαγγέλης, στέλεχος της οθωμανικής εξουσίας. Ο μητροπολίτης έμαθε την επικοινωνία Κώτα - Κωλέτη και πίστεψε ότι θα προδοθούν στους Οθωμανούς οι σχέσεις του με την ελληνική κυβέρνηση29, καθώς και τα της πρόσφατης αποστολής του σώματος των ελλήνων αξιωματικών. Για να αποδείξει τη σταθερή πίστη του στην Υψηλή Πύλη και να δικαιολογήσει τα τρία οθωμανικά παράσημα, που είχε λάβει εντός διετίας για την αντιμακεδονική δράση του, αποφασίζει να καταδώσει τον Κώτα. Ο Καραβαγγέλης ανακοινώνει στους Οθωμανούς ότι έχει πληροφορίες για το κρησφύγετό του και προσφέρεται να τους δώσει άνθρωπο της εμπιστοσύνης του που θα τους οδηγήσει στη σύλληψή του.

Ξημερώματα 9 Ιουνίου 1904, ο Κώτας κοιμάται στο σπίτι του στη Ρούλια. Μαζί του βρίσκεται ο Βασίλης Τσίλης (μόνος από τους παλιούς οπαδούς του) και δύο ακόμα άντρες, ο

φυγόδικος για φόνο στην Κορυτσά Κώστας Μαλοβέσης και ο πισοδερίτης Λάζαρος Κίζας. Το οθωμανικό απόσπασμα που έρχεται από την Καστοριά σταλμένο από τον Καραβαγγέλη, τους πιάνει στον ύπνο. Οδηγός του αποσπάσματος είναι ο φίλος και συμπολεμιστής του Κώτα, ζελοβίτης Παύλος Κύρου!30

24 Αρχείο Τσόντου - Βάρδα, φακ. 6.25 Kostaratža ή Kosturadža ή Kosturac ή Košterjak. Ελληνικό χριστιανικό χωριό του καζά Καστοριάς. Ο

Кънчов δίνει 750 κατοίκους, 150 από τους οποίους τους θεωρεί χριστιανούς Βούλγαρους. Ο Brancoff δίνει 650 χριστιανούς Έλληνες. Το 1913 απογράφονται 941 άτομα, το 1920, 189 οικογένειες - 796 άτομα, το 1928, 798 άτομα, και το 1951, 941 άτομα. Η ελληνική διοίκηση το ονομάζει Κωσταράζιον.

26 Μακρής, σ. 87 - 88.27 Επιστολή Καραβαγγέλη (27/5/1904) και έκθεση Δ. Καλλέργη προς τον έλληνα πρωθυπουργό. Προξενείο

Μοναστηρίου, 28/6/1904, έγγραφο 647.28 Προξενείο Μοναστηρίου, 28/6/1904, έγγραφο 647.29 Επιστολή Δ. Καλλέργη προς τον έλληνα πρωθυπουργό. Προξενείο Μοναστηρίου, 17/7/1904, έγγραφο 713.30 Αλέξανδρος Κοντούλης, Βιογραφία Καπετάν Κώτα, Φλώρινα 1931, σ. 42 - 43.

Γερμανός Καραβαγγέλης

Παύλος Κύρου

Page 41: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Ο Κώτας μεταφέρεται διαδοχικά στις φυλακές Καστοριάς, Κορυτσάς και Μοναστηρίου.31 Ο Καραβαγγέλης του προτείνει να τον αποφυλακίσει με αντάλλαγμα να μπει στην υπηρεσία των Οθωμανών, σαν οδηγός (κολαούζος) των οθωμανικών αποσπασμάτων.32 Ο Κώτας αρνείται και οδηγείται τελικά στην κρεμάλα στις 27 Σεπτεμβρίου 1905.

Αυτή είναι η πραγματική ιστορία της σύλληψης του Κώτα που από τότε προσπαθούν να κρύψουν οι έλληνες ιστορικοί. Οι μισθοφόροι "μακεδονομάχοι" Σίμος, Νταλίπης και Κύρου, υπό την καθοδήγηση του μητροπολίτη Καστοριάς, πρόδωσαν τον Κώτα στους Οθωμανούς.

31 Προξενείο Μοναστηρίου, 17/7/1904, έγγραφο 713.32 Αλέξανδρος Κοντούλης, ό.π., σ. 42 - 43.

Page 42: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Ο Παύλος Μελάς1

Με το θάνατο του Βαγγέλη Στρεμπενιώτη και τη σύλληψη του Κώτα, το ελληνικό κράτος χάνει στη δυτική Μακεδονία τους δύο οπλαρχηγούς μισθοφόρους, που πρόσφατα είχαν περάσει στην υπηρεσία του, μετά την αποστολή των τεσσάρων αξιωματικών. Το γεγονός δε αυτό αποβαίνει τελικά υπέρ της άποψης των Παπούλα - Κολοκοτρώνη, στη διαμάχη τους με τους Μελά - Κοντούλη, σχετικά με την οργάνωση των ένοπλων ομάδων και τον τρόπο διεξαγωγής του αντιμακεδονικού αγώνα.

Η κυβέρνηση Θεοτόκη αποδέχεται την εισήγηση Παπούλα περί "συγκροτήσεως μικρών ενόπλων σωμάτων" αποτελούμενων από παλαιοελλαδίτες και κρητικούς μισθοφόρους υπό την ηγεσία ελλήνων αξιωματικών ή υπαξιωματικών και κολαούζους (οδηγούς) γηγενείς.2 Για τη μη διαταραχή των ελληνοτουρκικών σχέσεων, παραχωρεί τη διεύθυνση των επιχειρήσεων στο επί τούτου νεοσχηματισμένο παρακρατικό Μακεδονικό Κομιτάτο της Αθήνας και στον πρόεδρό του Δημήτρη Καλαποθάκη, ιδιοκτήτη της εφημερίδας ΕΜΠΡΟΣ.

Ο Καλαποθάκης αναθέτει τον Ιούλιο του 1904 στο Θύμιο Καούδη την ηγεσία ολιγομελούς μισθοφορικής ομάδας, αποτελούμενης από τους δυτικομακεδόνες καταδότες του Κώτα, Σίμο Στογιάν και Παύλο Κύρου, τους Κρητικούς Στ. Ζούλη, Ι. Καλογεράκη, Στ. Κλειδή, Χρ. Λευκαρουδάκη, Αρ. Νίσταρη, Σωτ. Χατζηδάκη, Μαν. Σκουντρή, Ι. Σεϊμένη, το Μοραΐτη Δ. Σπανόπουλο, τον Κοζανίτη Απ. Αγακίδη και το Ναουσαίο Ι. Σιμανίκα.

Ταυτόχρονα ο Παύλος Μελάς, που έχει έρθει σε ρήξη με τον Καούδη (και με τους Π. Κύρου, Σίμο, Γ. Δικώνυμο, Γ. Πέρο) λόγω της κατάδοσης του Κώτα3, προχωρεί στη συγκρότηση ενός δεύτερου μεγαλύτερου μισθοφορικού σώματος.

Η ομάδα του Καούδη περνάει τα σύνορα στις 18 Αυγούστου 1904, έχοντας προορισμό τα Κορέστια και τη γύρω ευρύτερη περιοχή. Αποστολή έχει να τρομοκρατήσει τα ορεινά μακεδόνικα χωριά μεταξύ Καστοριάς και Φλώρινας και να χτυπήσει το οργανωμένο μακεδονικό αυτονομιστικό κίνημα. Δέκα μέρες αργότερα, κι ενώ ήδη λημεριάζει στα δάση Βίτσου και Πέρετσκας, μπαίνει στη Μακεδονία και το σώμα του Παύλου Μελά (Μίκη Ζέζα), ο οποίος, μετά από κυβερνητική υπόδειξη προς το κομιτάτο της Αθήνας, έχει αναλάβει, την τελευταία στιγμή, την αρχηγία των ελληνικών μισθοφορικών ομάδων της δυτικής Μακεδονίας.4

Ο Παύλος Μελάς έγινε ήρωας της ελληνικής εθνικής ιστορίας λόγω ακριβώς της δράσης της ομάδας του και του θανάτου του σ' αυτήν την αποστολή. Ο Παύλος Μελάς αποτελεί εδώ και δεκαετίες το σύμβολο του ελληνικού εθνικισμού στην αντιμακεδονική πολιτική του. Πρόκειται ωστόσο για ένα μύθο που κατασκευάστηκε και αναπαράχθηκε από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του ελληνικού κράτους, ένα μύθο που θεμελιώθηκε στη διαστρέβλωση των ιστορικών γεγονότων και στο ψέμα.

Ο Μελάς ήταν γόνος και γαμπρός δύο κοινωνικοοικονομικά και πολιτικά ισχυρών οικογενειών της Αθήνας που καθοδηγούσαν το ελληνικό εθνικιστικό κίνημα της εποχής και ταυτόχρονα ένας νέος αξιωματικός καριέρας. Αναλαμβάνοντας όμως την αρχηγία του ελληνικού αντιμακεδονικού αγώνα, ανελάμβανε ένα ρόλο που ήταν ανίκανος να παίξει σωστά. Ο συναισθηματικά εξαρτημένος από τη γυναίκα του και το άμεσο οικογενειακό περιβάλλον του, καλοζωισμένος και αγύμναστος δανδής Μελάς δεν έπεισε, όπως θα δούμε, ούτε τον εαυτό του ούτε τους άντρες του ότι κατείχε άξια τη θέση του καπετάνιου.

Οι τελευταίες και σημαντικότερες μέρες της ζωής του, επιβεβαιώνουν των ανωτέρω λόγων το αληθές. Ας καταγράψουμε λοιπόν ημερολογιακά αυτές τις στιγμές που χαρακτηρίζουν τον άντρα:

1 Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Зора (τεύχος 10, Μάιος 1996, σ. 20-27)2 Επιστολή Α. Παπούλα προς Ραδίση. Αρχείο Τσόντου - Βάρδα, φακ. 63 Επιστολή Γ. Πέρου και Γ. Δικώνυμου προς Γ. Τσόντο (7/7/1904), επιστολή Ε. Καούδη προς Γ. Τσόντο

(19/7/1904), επιστολή Ε. Καούδη προς Γ. Τσόντο (19/7/1904). Αρχείο Τσόντου - Βάρδα, φακ. 2.4 Μελά, σ. 314.

Page 43: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Σάββατο 21 Αυγούστου (επί ελληνικού εδάφους). Σε επιστολή προς τη γυναίκα του5

αναφέρεται στους άντρες της ομάδας του που θεωρεί αφοσιωμένους σ' αυτόν και πολύτιμους: Θωμάς Λιόντας από Κοζάνη, Ανδρέας Δικωνυμάκης ή Μπαρμπαντρέας, Νικ. Λουκάκης και Λαμπρινός Βρανάς από Σφακιά, Θανάσης Κατσαμάκας, παλιός κλέφτης απ' τη Δισκάτα. Ανάμεσά τους λαμβάνει, όπως γράφει, "περισσότερον θάρρος και αυτοπεποίθησιν".

Το προηγούμενο βράδι έχει ορκίσει τους μισθοφόρους παρουσία ενός παπά, τους έχει μιλήσει για την αποστολή τους "δι' ολίγων κτυπητών λόγων και τους έχει διατάξει να είναι ξυρισμένοι και κουρεμένοι, προς μεγάλην χαράν, όπως υποθέτει, της γυναίκας του και των κοριτσιών (των κουνιάδων του)".

Ένας λαρισαίος φίλος του, ο ανθυπολοχαγός Χαράλαμπος Λούφας, του κάνει το γνωστό πορτρέτο - φωτογραφία. Τόσο ξένη του φαίνεται η φορεσιά του καπετάνιου, που σχολιάζει: "φαντάσου τι κωμικόν θα ήτο και τι μαρτύριον δι' εμέ, αν επέστρεφα άπρακτος, να βλέπω τη φάτσα μου έτσι μασκαρεμένην".

Στο τέλος της επιστολής ξεσπάει σε λυγμούς "οσάκις σας συλλογίζομαι μου έρχονται αυτομάτως δάκρυα εις τα μάτια και τρέχουν, τρέχουν σιωπηλά και κάτι με σφίγγει εις τον λαιμόν".

Κυριακή 22 Αυγούστου (επί ελληνικού εδάφους). Στέλνει στη γυναίκα του Νάτα τον κατάλογο των αντρών του για να δοθεί στο Μπαλτατζή και στον Καλαποθάκη. Αντίγραφο του καταλόγου βρίσκεται σήμερα στο αρχείο του Στέφανου Δραγούμη.6 Εδώ διαβάζουμε εκτός των προαναφερομένων, τα ονόματα: των Κρητικών Γ. Στρατινάκη, Γ. Ζουρίδη, Μαρκ. Παπαμαρκάκη, Νικ. Χαλκιαδάκη, Γιάννη Καραβίτη, των Σρεμπρενιωτών Δήμου Ευαγγέλου, Κωστή Νάτσιου, Μήτσου Νόλη, Γ. Παπαδημητρίου, των Κοζανιτών Δ. Πλάσκα, Κ. Βλάχου, Θ. Χαραλάμπου, των Σιατιστινών Δ. Τραπαντζά, Γ. Λελάκη, Ανδρέα Καλαμπούκα, Δ. Πρόκα, των Γ. Τσανάκα από Μαλαθριά, Δ. Αναστασίου από Ζουπάνι, Γ. Καραγιάννη από Κλίπιστη, Γ. Ματσαλή από Κωστάνσκο, Θ. Στραβονυχόπουλου από Καταφύγι, Θ. Βερεντζιώτη από Βερέντζι, Χρ. Στεφόπουλου από Δισκάτα και τέλος του γνωστού Λάκη Πύρζα από Φλώρινα.

Ο Μελάς ζητάει επίσης από τη Νάτα να μη δείξει σε κανέναν τη φωτογραφία που στέλνει και την εξορκίζει να μη διστάσει" αν, ο μη γένοιτο, ασθενήση ή πάθη τίποτε κανείς απ' αυτούς που αγαπά" να τον ειδοποιήσει αμέσως όχι απλώς για να λάβει γνώση αλλά για να τα παρατήσει όλα και να σπεύσει εις Αθήνας!7

Τετάρτη 25 Αυγούστου (επί ελληνικού εδάφους). Στέλνει στη σύζυγό του ένα γράμμα του Γ. Τσόντου (Βάρδα), σχολιάζοντας: "Σε βεβαιώ ότι αυτό το γράμμα του μου δίδει πολύ θάρρος, διότι πρώτην φοράν από ξένον άνθρωπον (τους συγγενείς δεν λογαριάζω) ακούω, ότι κάτι είναι και αυτό που κάμνω. Εγώ σε ομολογώ ότι ουδέποτε έδιδα μεγάλην σημασίαν εις την επιχείρησιν αυτήν, αλλά μάλλον ως απεγνωσμένον κίνημα την εθεώρουν, και δι' αυτό φοβούμαι και τόσον. Τώρα όμως το επήρα φοβερά επάνω μου και θεωρώ τον εαυτόν μου πολύ σπουδαίον άνθρωπον!"8

Το μυαλό του είναι ακόμα στην Αθήνα. "Με το ωρολόγι εις το χέρι ενθυμούμην, όλας τας αντιστοίχους στιγμάς και ώρας της παρελθούσης Τρίτης, της τελευταίας δηλαδή ημέρας που επέρασα πλησίον σας, Νάτα μου, παιδάκια μου χρυσά! Κλαίω ακόμη μια φορά. Παλεύει μέσα του να αποκτήσει αυτοπεποίθηση. Αρχίζω, γράφει, να έχω περισσοτέραν εμπιστοσύνην εις τον εαυτόν μου".

5 Μελά, σ. 317 - 320.6 Αρχείο Στ. Δραγούμη, υποφ. 201.2, έγγραφο 53.7 Μελά, σ. 320 - 321.8 ό.π., σ. 323.

Page 44: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Παραμένει πάντως "ως επί το πλείστον μακράν των [ανδρών] διά να μην επέλθη οικειότης".9

Παρασκευή 27 Αυγούστου (μονή Μερίτσας, επί ελληνικού εδάφους). Φοράει τη στολή του καπετάνιου και εμφανίζεται στους μισθοφόρους του για να βγάλει λόγο: "Εφόρεσα τον φοβερόν ντουλαμάν μου και διά πρώτην φοράν παρέστην πάνοπλος προ των ανδρών. Η εντύπωσις ήτο καλή, διότι μέχρι της στιγμής εκείνης εφόρουν το απαίσιον ψάθινον καπέλλο και το παντελόνι του Ρετσίνα και βεβαίως δεν τους εγέμιζα το μάτι. Τους εκάλεσα αμέσως και τους ωμίλησα με όλον τον ενθουσιασμόν και την καρδιάν μου διά την υπόθεσίν μας".10

Ο Γιάννης Καραβίτης περιγράφει στα απομνημονεύματά του την εντύπωση που έκανε στους μοναχούς η ομιλία του Μελά:

"Παρά τας περί πατρίδος θεωρίας του αρχηγού μας, οι καλόγεροι εθεώρουν ως αστείους τους λόγους του τούτους και μας εξελάμβανον ως ληστρικήν συμμορίαν".11

Στην επιστολή της 27/8, σημειώνει σε υστερόγραφο ότι την περασμένη νύχτα σταμάτησε την πορεία του σώματος διότι είχε ανάγκη να σκεφτεί ερωτικά τη γυναίκα του!

"Χθες εις τας 8 1/2 μ.μ ακριβώς διέταξα στάσιν διά να καθήσω και να σας συλλογισθώ. Κατ' εκείνην την ώραν ήσθε εις το τραπέζι όλοι, εορτάζοντες την εορτήν σου. Έπινα εις υγείαν σου βεβαίως εκείνην την στιγμήν, και εγώ σ' εφιλούσα και σ' ευλογούσα".12

Σάββατο 28 Αυγούστου. Τη νύχτα 27 προς 28 Αυγούστου το σώμα του Μελά περνάει τα σύνορα. Οι άντρες του μετά από "επίμονον απαίτησίν" τους13 έχουν ήδη λάβει προκαταβολή ένα

9 ό.π., σ. 325.10 ό.π., σ. 328.11 Καραβίτης, τ. Α΄, σ. 42.12 Μελά, σ. 330.13 ΓΕΣ / ΔΙΣ, Ο μακεδονικός αγών, Αθήνα, 1979, σ. 331, παράρτημα 5ον: Η τελευταία έκθεσις του Παύλου

Το σώμα του Παύλου Μελά

Page 45: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

μηνιάτικο. Από τους τρεις οδηγούς που έχει εξασφαλίσει ο Μελάς, ο ένας δεν ήρθε καθόλου, ο δεύτερος αρρώστησε και έμεινε στο μοναστήρι, ο δε τρίτος, ο κλέφτης Θανάσης Βάγιας από το χωριό Σπήλαιο [Spileo]14, "δεν φαίνεται να γνωρίζη καλά τα μέρη". Επιπλέον ο μόνιμος οδηγός Κατσαμάκας την τελευταία στιγμή αντιλαμβάνεται "ότι δεν ενθυμείται καλά το έδαφος".

Μετά από πολύωρη νυκτερινή πορεία μέσα σε πυκνό δάσος ανακαλύπτουν το πρωί ότι έχουν ξαναεπιστρέψει στα ελληνικά σύνορα, 600 μέτρα από τον οθωμανικό σταθμό του Οστρόβου! Κρύβονται μέχρι τις 3 μ.μ. και αρχίζουν πάλι την προσπάθεια. Στις 5 μ.μ. συλλαμβάνουν ένα χωρικό και τον υποχρεώνουν να τους οδηγήσει προς την Κρανιά [Kranja]15. Μετά 7 ώρες αιχμαλωτίζουν κάποιον από το Μπόζοβο [Bozovo]16 και του παίρνουν το μουλάρι για να φορτώσουν τους ντορβάδες τους. Αργότερα πιάνουν αιχμάλωτο και άλλο αγρότη από τον οποίο παίρνουν το άλογο για να ιππεύσει ο Μελάς και να ξεκουραστεί μια και είναι σε κακά χάλια. "Είμαι κατάκοπος - γράφει - τα τσαρούχια μου επλήγωσαν τα πόδια, η ράχη μου πονεί, τα φυσεκλίκια μου, το κεμέρι, το περίστροφον, πιέζουν και πονούν φοβερά την μέσην μου, τα λουριά των διοπτρών και του χαρτοφύλακος μου κόπτουν τους ώμους μου". Η ιδέα να ανέβει στο άλογο δεν του βγαίνει πάντως σε καλό. "Ιππεύω το άλογόν του αλλά μετ' ολίγον γκρεμοτσακίζομαι μ' αυτό εις τον βραχώδη δρόμον έξω της Κρανιάς". Μετά από αυτά, ομολογεί στη γυναίκα του πόσο επιθυμεί να τελειώσουν τα βάσανά του και να επιστρέψει πίσω στην οικογένειά του: "φαντάζομαι τον εαυτόν μου επιστρέφοντα εις την φωλέαν μου", ομολογεί.

Περνούν έξω από την Κρανιά, διαβαίνουν το Βενέτικο ποταμό και τέλος λημεριάζουν μετά από πορεία 13 ωρών.17

Κυριακή 29 Αυγούστου. Πιάνουν αιχμαλώτους δυο τσομπάνηδες Σαρακατσάνους και συμφωνούν μαζί τους να αγοράσουν α) είκοσι οκάδες μπομπότα και τυρί, β) να τους οδηγήσουν σε άλλη στάνη όπου θα βρουν κρέας να φάνε και νέο οδηγό για τη συνέχεια της πορείας, γ) να καθυστερήσουν οι Σαρακατσάνοι να δώσουν "χαμπέρι" στους Τούρκους (δηλαδή να καταδώσουν το πέρασμα του σώματος), ώστε να βαρεθεί το στρατιωτικό απόσπασμα να τους κυνηγήσει!

Νωρίς το βράδι ένας γέρος τσομπάνης τους οδηγεί σε άλλη στάνη Σαρακατσάνων, τρεις ώρες απόσταση, όπου αγοράζουν, ψήνουν και τρώνε δυο προβατίνες. Ύστερα λημεριάζουν στους πρόποδες ενός βουνού.18

Δευτέρα 30 Αυγούστου. Το απόγευμα αγοράζουν ξανά τρόφιμα από τη στάνη και τις υπηρεσίες δύο τσομπάνηδων ως οδηγών, μια και ανακαλύπτουν ότι ο ληστής Θανάσης Βάγιας, ο κολαούζος που είχε προσλάβει ο Μελάς, λιποτάκτησε παίρνοντας μαζί και τον οπλισμό που του είχαν δώσει. Ο Βάγιας, όπως θα μαθευτεί αργότερα, πήγε στα Γρεβενά [Grevena]19 και τους

Μελά.14 Spileo ή Spilio. Ελληνικό χριστιανικό χωριό του καζά Γρεβενών. Στα μέσα του 19ου αιώνα είχε 58

οικογένειες [Π. Αραβαντινός, Χρονογραφία της Ηπείρου, Αθήνα, 1856]. Ο Кънчов δίνει πληθυσμό 409 κατοίκους. Το 1913 απογράφονται 717 άτομα, το 1920, 128 οικογένειες - 657 άτομα, το 1928, 805 άτομα, και το 1951, 561 άτομα. Η ελληνική διοίκηση το απογράφει ως Σπήλαιον.

15 Kranja ή Turja. Βλάχικο χριστιανικό χωριό του καζά Γρεβενών. Οι Weigand και Кънчов δίνουν πληθυσμό 1.500 κατοίκους. Η Πατριαρχική Στατιστική δίνει 230 οικογένειες, 30 από τις οποίες είναι ρουμανικών φρονημάτων. Το χωριό ιδρύθηκε, σύμφωνα με την παράδοση, το 1507, στις αρχές δε του αιώνα είχε 50 σπίτια [Alan J. B. Wace - Maurice S. Thompson, Οι νομάδες των Βαλκανίων, Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1989]. Το 1913 απογράφονται 1.137 άτομα, το 1920, 853, και το 1928, 988. Το σχολικό έτος 1941 - 1942, το μειονοτικό ρουμάνικο σχολείο του χωριού είχε 172 μαθητές [Αρχείο Ι. Μεταξά]. Το 1951 απογράφονται 752 άτομα. Η ελληνική διοίκηση το απογράφει ως Κρανέα.

16 Bozovo. Βλάχικο χριστιανικό χωριό του καζά Γρεβενών. Οι Weigand και Кънчов δίνουν πληθυσμό 150 κατοίκους. Το 1913 απογράφονται 138 άτομα, το 1920, 178, το 1928, 210, και το 1951, 414 άτομα.

17 Μελά, σ. 332 - 335.18 ό.π., σ. 337 - 339.19 Grevena ή Grebena ή Greben. Πρωτεύουσα του ομώνυμου καζά. Στα μέσα του 19ου αιώνα, είχε 53

μουσουλμανικές και 175 χριστιανικές οικογένειες [Αραβαντινός]. Ο Кънчов δίνει πληθυσμό 1550 άτομα, από τα οποία 600 είναι χριστιανοί Έλληνες, 500 Τούρκοι, 200 μουσουλμάνοι Έλληνες, 150 χριστιανοί Βλάχοι και 100 Τσιγγάνοι. Το 1913 απογράφονται 1.723 άτομα. Το 1916 βρίσκονται στην πόλη 64 οικογένειες - 300 άτομα πρόσφυγες [Έκθεσις 1916]. Το 1920 απογράφονται 3.108 άτομα. Το 1923 ο αριθμός των ανταλλαξίμων μουσουλμάνων της πόλης είναι 40 οικογένειες - 200 άτομα. Οι πρόσφυγες που παίρνουν τη θέση τους είναι 55 οικογένειες, εκ των οποίων 33 μικρασιατικές, 16 ποντιακές και 6 θρακιώτικες. Το 1928 υπάρχουν στην κωμόπολη 52 προσφυγικές οικογένειες - 194

Page 46: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

κατέδωσε στους Οθωμανούς.Ο Μελάς απελπισμένος με την κατάστασή τους γράφει στη γυναίκα του: "Αναγκαζόμεθα διά

κάθε πορείαν ν' αποτεινόμεθα εις τους τσοπάνους. Έως σήμερα περί τους 20 άνθρωποι γνωρίζουν την ύπαρξίν μας. Παρήλθαν 4 ημέραι και ευρισκόμεθα ακόμη πολύ μακράν από την Σαμαρίναν. Υπό τοιούτους όρους δεν είναι απίθανον ότι θα μας συμβή κάτι δυσάρεστον. Καταλαμβάνω ότι οι άνδρες μου αρχίζουν και απογοητεύονται και χάνουν το ηθικόν των, έχουν δίκαιον. Ούτε επί μίαν ώραν εβαδίσαμεν επί οιασδήποτε οδού. Διαρκώς ανεβοκατεβαίναμεν βουνά, φαράγγια κτλ., τα πόδια μας, τα δάκτυλα ιδίως και τα γόνατά μας υπέφεραν φρικτά, ο Κατσαμάκας δεν γνωρίζει καν τον δρόμον που πηγαίνει εις την Σαμαρίναν".20

Ξεκινούν νωρίς το απόγευμα και τα μεσάνυχτα πιάνουν αιχμαλώτους τέσσερις βλαχοποιμένες. "Τους λέγομεν, γράφει ο Μελάς, ότι θέλομεν οδηγόν διά να μας δείξη έναν δρόμον προς τα μέρη της Ηπείρου. Όλοι προσποιούνται ότι δεν γνωρίζουν τον τόπον. Τότε ο Κατσαμάκας τους λέγει: Θα πάρω έναν από σας μαζί και αν δεν ξέρη τον δρόμον, θα τον σφάξω και θα 'ρθω να σφάξω και τα ζώα σας. Τότε αμέσως μας έδωσαν ένα νέο".21 Συνεχίζουν την πορεία με το νέο οδηγό και λημεριάζουν κοντά στο ξημέρωμα.

Τρίτη 31 Αυγούστου. Αγοράζουν τρόφιμα (κρέας, ψωμί και τυρί) από τα κονάκια ενός βλάχου αρχιτσέλιγκα, γνωστού του Κατσαμάκα και μισθώνουν δύο βοσκούς για οδηγούς προς τα μέρη της Σαμαρίνας. Νωρίς το απόγευμα ξεκινούν, αλλά μετά από πέντε ώρες πορεία οι οδηγοί σταματούν και δηλώνουν ότι δεν γνωρίζουν πλέον το δρόμο. Με καταλαμβάνει αγανάκτησις δια την γαϊδουριά τους", παρατηρεί ο Μελάς, "διότι βεβαίως τον γνωρίζουν καλά, αλλά θέλουν ν' αποφύγουν τον κόπον".22 Συλλαμβάνουν αιχμάλωτο έναν πριονιστή που τους οδηγεί κοντά στο χωριό Μπράζια [Brjaza]23, όπου πριν χαράξει λημεριάζουν.

Τετάρτη 1 Σεπτεμβρίου. Το πρωί που ξυπνούν γίνεται γνωστό ότι λείπει ο Γιάννης Καραβίτης. Ο τελευταίος κοιμήθηκε κατά τη διάρκεια μιας στάσης της ομάδας, το προηγούμενο βράδι, χωρίς να γίνει αντιληπτός. Αφού περιπλανήθηκε για ώρες μετά ψάχνοντας να βρει τους άλλους, έφτασε σε κάτι βλάχικα κονάκια όπου με την απειλή του όπλου δήλωσε την πατριωτική ιδιότητά του και άρχισε το εθνικιστικό κήρυγμα:

"Άρχισα να εξηγώ τον σκοπό της εξόδου του σώματος Μελά. Είπα κατόπιν πώς έχασα το σώμα, αλλ' ο τσέλιγκας, ασυγκίνητος από την πατριωτική μου ρητορεία μου λέγει: "δεν ησυχάζετε, βρε παιδιά, να αφήσετε τον κόσμο ήσυχο στο βιό του;" Και κατόπιν ακούει τον τσέλιγκα να ομιλή με τους δικούς του εις άλλην γλώσσαν". Εκνευρισμένος από τη συμπεριφορά των Βλάχων και απειλώντας με το γκρα ο Καραβίτης ξεσπά φωνάζοντας: "Πες μου, βρε σκυλί, τί είσθε και αν υπάρχουν Έλληνες σ' αυτόν τον τόπο; Είχα γίνει πλέον έξω φρενών, συνεχίζει, διότι ενώ εκίνησα για να σκοτωθώ χάριν των Ελλήνων της Μακεδονίας, τώρα όπου και να παρουσιαζόμουν ήθελαν να με ξεκάνουν ή να με προδώσουν".24

Τελικά η ομάδα βρίσκει τον Καραβίτη στα κονάκια αργά το βράδι. Εκεί ο Μελάς μαθαίνει ότι οι Βλάχοι είχαν ειδοποιήσει τους Οθωμανούς της Σαμαρίνας [Samarina]25 για το περιστατικό.

Ο Μελάς απελπισμένος γράφει στη γυναίκα του: "Είμεθα ήδη μιαν εβδομάδα εν πορεία και ακόμη τριγυρίζομεν περί την Σαμαρίναν, ενώ κάθε ημέρα που περνά και πολύτιμος καιρός χαμένος είναι και εις περισσότερον κίνδυνον προδοσίας ή καταδόσεως μας θέτει. Εις αυτά πρόσθεσε και τον ρευματισμόν της αριστεράς μου ωμοπλάτης, ο οποίος οξύνθη αρκετά. Και μιλώντας για την ψυχική

άτομα [Πελαγίδης]. Η απογραφή του ίδιου έτους δίνει πληθυσμό 3108 άτομα. Το σχολικό έτος 1939 - 1940, το μειονοτικό ρουμάνικο σχολείο είχε 177 μαθητές [Αρχείο Ι. Μεταξά]. Το 1951 απογράφονται 4.789 άτομα.

20 Μελά, σ. 341.21 ό.π., σ. 342.22 ό.π., σ. 344.23 Brjaza. Βλάχικο χριστιανικό χωριό του καζά Κόνιτσας. Ο Αραβαντινός δίνει 42 οικογένειες και ο Weigand

480 άτομα. Το 1913 απογράφονται 940 άτομα, και το 1920, 169 οικογένειες - 657 άτομα. Μετονομάστηκε σε Δίστρατον.

24 Καραβίτης, τ. Α΄, σ. 60 - 61.25 Samarina. Βλάχικη κωμόπολη του καζά Γρεβενών. Ο Αραβαντινός δίνει 700 οικογένειες, ο Weigand 3.000

άτομα και ο Кънчов 2.600 άτομα. Η Πατριαρχική Στατιστική δίνει 520 οικογένειες, 20 από τις οποίες θεωρούνται ρουμανικών φρονημάτων. Το 1913 απογράφονται 4.198, και το 1928, 603 άτομα.

Page 47: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

του κατάσταση σημειώνει: Είμαι περίλυπος έως θανάτου".26

Για την σε όλους εμφανή σωματική εξάντληση του Μελά και τα προβλήματα που δημιουργεί στην ομάδα του είναι αποκαλυπτικά επίσης τα σχόλια του Καραβίτη:

"Ο αρχηγός μας σύρει μετά δυσκολίας τους πόδας του και η δυσκινησία του αυτή είναι κάτι το αποκαρδιωτικό. Αν μας μπλέξη κάπου απόσπασμα, είμεθα καταδικασμένοι να χαθούμε όλοι αδόξως".27

Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου. Ένας γέρος βλαχοποιμένας πηγαίνει στη Σαμαρίνα (απόσταση δυο ώρες δρόμο) μεταφέροντας μήνυμα βοηθείας προς ένα φίλο του Κατσαμάκα, αλλά γυρίζει το απόγευμα άπρακτος. "Δεν τον ηύρε, λέγει, αλλά πιστεύω ότι εκεί ήτον",28 σχολιάζει ο Μελάς.

Ψάχνουν να αιχμαλωτίσουν άλλους βοσκούς που να γνωρίζουν το δρόμο για Καστοριά. Βρίσκουν δυο αδέλφια Βλάχους και παίρνουν τον ένα για οδηγό απειλώντας τον σε περίπτωση άρνησης με θάνατο. Επιπλέον κρατούν όμηρο και ένα νέο ποιμένα από τη στάνη που συνάντησαν τον Καραβίτη. Ξεκινούν την πορεία προς τα βόρεια, μέχρι τις 3 το πρωί που πέφτουν για ύπνο.

Παρασκευη 3 Σεπτεμβρίου. Περιμένουν στο λημέρι τους μέχρι το απόγευμα, τον οδηγό που έφυγε από βραδύς για να φέρει ένα ζώο για τη μεταφορά των πραγμάτων τους. Παρά την 1 1/2 λίρα που του έχουν υποσχεθεί συνειδητοποιούν ότι μάταια ελπίζουν σε επιστροφή του. "Οι άνδρες μου είναι μελαγχολικοί", γράφει ο Μελάς, "εγώ δε ενδομύχως πλέον ή λυπημένος. Βλέπω μέχρις ώρας μόνον δυσκολίας, δεν ημπορώ να ξελασπώσω απ' αυτήν την ευλογημένην Σαμαρίναν, αν και είμαι εν πορεία προ 7 ημερών".29

Συνεχίζουν προς βορρά ώσπου φτάνουν σε ένα υδροκίνητο πριόνι. Εκεί, παρά τις αντιρρήσεις των εργαζομένων και με την απειλή των όπλων, παίρνουν "ένα γέροντα από το χωριό Μπουρμπουσκόν [Burbusko]30 ως οδηγόν και τον υιόν του ιδιοκτήτου ως όμηρον. Και αυτοί, όπως όλοι οι μέχρι τούδε οδηγοί, προσποιούνται κατ' αρχάς ότι δεν γνωρίζουν τον δρόμον".31 Συνεχίζουν την πορεία τους και ξημερώματα λημεριάζουν κοντά στο χωριό Ζουπάν [Zupan]32.

Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου. Αιχμαλωτίζουν το βράδι δυο γυναίκες από μια ομάδα χωρικών που είχε πάει σε κάποιο πανηγύρι της περιοχής. Αυτές τους οδηγούν για λίγο μέχρι που πιάνουν νέους αιχμαλώτους, έναν αγροφύλακα και ένα τσομπάνη, οι οποίοι και τους φέρνουν κοντά στο χωριό Κλέπιστα [Klepišta]33.

Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου. Νωρίς το βράδι ξεκινούν υπό βροχή έχοντας προορισμό ένα μύλο κοντά στο χωριό Ζάνσκο [Zansko]34, όπου βρισκόταν πρόσωπο της εμπιστοσύνης τους που θα τους έδινε τροφή και θα τους βοηθούσε (ο μυλωνάς Αναγνώστης Παπαδημητρίου). Η αποστολή τους στέφεται από επιτυχία στις 3 το πρωί, όταν επιτέλους συναντούν το μυλωνά και δέχονται τις περιποιήσεις του.

Το σώμα του Μελά έχει φτάσει στα όρια της φυσικής αντοχής. Είναι "όλοι υγροί ως τα

26 Μελά, σ. 348.27 Καραβίτης, τ. Α΄, σ. 65.28 Μελά, σ. 350.29 ό.π., σ. 352.30 Burbusko ή Burbaska ή Borbosko ή Borbotsko ή Borbatsko. Ελληνικό χριστιανικό χωριό του καζά

Καστοριάς. Το 1886 ο πληθυσμός του φτάνει τους 1.400 κατοίκους [Νικόλαος Σχινάς, Οδοιπορικαί Σημειώσεις Μακεδονίας, Ηπείρου, Αθήνα 1886]. Ο Кънчов δίνει 1.200 και ο Brancoff 2.000 κατοίκους. Το 1913 απογράφονται 869 άτομα, το 1920 172 οικογένειες - 657 άτομα, το 1928, 723 άτομα και το 1951, 595 άτομα. Το 1926 μετονομάστηκε Επταχώριον.

31 Μελά, σ. 353.32 Zupan. Ελληνικό χριστιανικό χωριό του καζά Ανασελίτσας. Ο Кънчов δίνει 1.750 και ο Brancoff 1675

κατοίκους. Το 1913 απογράφονται 2.323 άτομα, το 1920 385 οικογένειες - 1.560 άτομα, το 1928, 1.708 άτομα και το 1951, 1.144 άτομα. Το 1928 μετονομάστηκε Πεντάλοφος.

33 Klepišta ή Klepiš ή Klepeše. Ελληνικό χριστιανικό χωριό του καζά Ανασελίτσας. Ο Кънчов δίνει 250 και ο Brancoff 340 κατοίκους. Το 1913 απογράφονται 476 άτομα, το 1920, 421, το 1928, 477, και το 1951, 464 άτομα. Το 1927 μετονομάστηκε Πολυκάστανον.

34 Zansko ή Zanciko. Ελληνικό χριστιανικό χωριό του καζά Ανασελίτσας. Ο Кънчов δίνει 441 και ο Brancoff 420 κατοίκους. Το 1913 απογράφονται 562 άτομα, το 1920 104 οικογένειες - 439 άτομα, το 1928, 451 άτομα, και το 1951, 410 άτομα. Το 1928 μετονομάστηκε Ζώνη.

Page 48: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

κόκαλα, οι πλείστοι έχουν πυρετό, κόψιμον ή κρυολόγημα".35

Ο Γιάννης Καραβίτης γράφει σχετικά στα απομνημονεύματά του: "Συνέβη ώστε να βαδίζουμε δέκα ημέρας εντός ελληνοφώνου ζώνης και να μην κατορθώνουμε να ιδούμε έναν χριστιανό φίλο, εκτός από έναν μυλωνά, που μας έδωσε τρία ψωμιά και ολίγο ρακί και εκηρύχθη ισότιμος των φιλικών".36

Ο Μελάς τους εξηγεί τους λόγους της εχθρικής συμπεριφοράς των χριστιανών της Μακεδονίας προς το σώμα, κάνοντας μια αναδρομή στο παρελθόν:

"Οι Μακεδόνες έχουν δίκαιο να υποπτεύωνται και να δυσπιστούν εις τους αντάρτας όπως εις τους ληστάς, δηλαδή να μην κάμνουν διάκριση των μεν από τους δε, διότι οσάκις η Ελλάς εκινήθη προς πόλεμον κατά της Τουρκίας, εδημιουργούντο και ανταρτικά σώματα, οι σταυραετοί λεγόμενοι, αλλά εις το τέλος οι πλείστοι τούτων μετεβάλλοντο εις ληστάς εναντίον των ευπόρων Μακεδόνων, τους οποίους είχαν κινήσει διά να ... απελευθερώσουν. Τώρα που θα πάμε στο Βογατσικό [Μπογκάτσκο], θα ιδήτε ανθρώπους με κομμένα αυτιά από τους περίφημους ελευθερωτάς".37

Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου. Με οδηγό ένα γέρο αγωγιάτη της εμπιστοσύνης του μυλωνά, το σώμα κατευθύνεται το βράδι βορειοανατολικά. Ο γέρος οδηγός ωστόσο, "ο βλαξ, ο γάιδαρος, ο μασκαράς και ηλίθιος",38 σύμφωνα με τα λόγια του Μελά, στην αρχή ανοίγει το βήμα και χάνεται μπροστά, ενώ στη συνέχεια κάνει λάθος και τους οδηγεί προς τη Λάψιστα [Lapsista]39, έδρα του οθωμανικού στρατού. Τελικά το πρωί κρύβονται στα χωράφια, μες στους θάμνους.

Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου. Το απόγευμα πιάνουν αιχμάλωτο ένα βλάχο βοσκό που τους οδηγεί απέναντι από το χωριό Λάγκορ [Lagor]40, όπου και περνάνε τον Αλιάκμονα. Στη συνέχεια το μέλος της ομάδας Δήμος Ευαγγέλου (από το Σρέμπρενο) τους οδηγεί τα μεσάνυχτα στο ελληνοχώρι Κοσταράζι, σε ένα μεγάλο αχυρώνα, όπου και κοιμούνται ώς το πρωί.

Τετάρτη, Πέμπτη, 8 και 9 Σεπτεμβρίου. Μοιράζονται σε δυο καταλύματα μες στο χωριό. Ο Μελάς στέλνει μήνυμα για την άφιξή του στην Καστοριά, στο μητροπολίτη Καραβαγγέλη, από τον οποίο ζητάει να του στείλει διάφορα εφόδια και χρήματα, πράγμα το οποίο και γίνεται.

Στο χωριό Κοσταράτζα μαθαίνουν και τα πρώτα νέα για τη δράση της μισθοφορικής ομάδας του Καούδη στα Κορέστια και τον άγριο ξυλοδαρμό δύο μακεδόνων αυτονομιστών.

Ο Μελάς εξομολογείται στη γυναίκα του τις μύχιες σκέψεις του για όσα πρέπει να κάνει τις επόμενες μέρες εναντίον των Μακεδόνων: "Τρέμω και συγκινούμαι σκεπτόμενος ότι εγώ, ο οποίος ουδέ μύγαν εσκεμμένως εσκότωσα ποτέ, από αύριον θα φονεύσω, θα δολοφονήσω ίσως και ανθρώπους ακόμη, τρέμω, αλλ' ανυπομονώ να το κάμω".41

Παρασκευή, Σάββατο 10 και 11 Σεπτεμβρίου. Συναντάνε το δάσκαλο Αθανάσιο Ιατρού που οδηγεί το σώμα στην εκκλησία Άγιο Αθανάσιο πάνω από το Μπογάτσκο, τους δε Μελά και Πύρζα στο σπίτι του στο χωριό. "Το τελευταίον εδέχθην - σημειώνει ο Μελάς - διότι με παρεκάλεσε θερμώς [ο Ιατρού] να έλθω διά να ενθουσιάσω ολίγον και να κινήσω τους δυναμένους να εργασθούν εις την πατρίδα του, οι οποίοι δεν εννοούν να θυσιάσουν τίποτε υπέρ του σκοπού μας".

Από τους προύχοντες που καλούνται να επισκεφθούν το Μελά, εμφανίζονται μόνο δύο. "Ουδείς εκ των άλλων προσκληθέντων είχε την ευγένειαν τουλάχιστον ή μάλλον το θάρρος να έλθη".42

35 Μελά, σ. 359.36 Καραβίτης, τ. Α΄, σ. 66.37 ό.π., τ. Α΄, σ. 65.38 Μελά, σ. 367.39 Lapsista ή Lepsista ή Naselic. Πρωτεύουσα του καζά Ανασελίτσας. Ο Кънчов δίνει 2.600 κατοίκους, από

τους οποίους 1.600 είναι έλληνες μουσουλμάνοι, 800 έλληνες χριστιανοί και 200 Τσιγγάνοι. Ο Brancoff διακρίνει το χριστιανικό πληθυσμό της κωμόπολης σε 600 έλληνες χριστιανούς και 1.200 Τσιγγάνους. Το 1913 απογράφονται 1.047 άτομα και το 1920 385 οικογένειες - 1401 άτομα Το 1923 υπήρχαν 130 ανταλλάξιμες οικογένειες μουσουλμάνων. Τη θέση τους είχαν πάρει το 1926, 238 προσφυγικές οικογένειες: 142 μικρασιατικές, 85 ποντιακές, 8 καυκάσιες και 3 θρακιώτικες. Το 1928 υπήρχαν 239 προσφυγικές οικογένειες - 978 άτομα [Πελαγίδης]. Το 1928 απογράφονται 1.592 και το 1951, 1.987 άτομα. Το 1928 μετονομάστηκε Νεάπολις.

40 Lagor. Ελληνικό χριστιανικό χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 60 και ο Brancoff 75 κατοίκους. Το 1913 απογράφονται 29 άτομα, το 1920, 16 άτομα, και το 1928, 17 άτομα.

41 Μελά, σ. 374.42 ό.π., σ. 375 - 376.

Page 49: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Ο Μελάς κάνει εδώ ένα γραπτό απολογισμό του ανθρώπινου - μισθοφορικού δυναμικού του σώματός του: "Μέχρι ώρας τρεις ηναγκάσθην ν' αφήσω λόγω ασθενείας. Εξέφυγον πριν διαβώμεν τα σύνορα και μόλις έλαβαν τα χρήματα. Ένας μας επρόδωσε και άλλος μας έφυγεν, ο αχρείος, μόλις επεράσαμεν τον Αλιάκμονα, συναποφέρων και τα όπλα του. Εμείναμεν το όλον 25, ενισχύθημεν με 3 εντόπιους και από μεθαύριον με τον Δημούλιον Ζήση από το Λέχοβον και άλλους 6, θα γίνωμεν 34".43

Μαθαίνουν επίσης περισσότερα από την αντιμακεδονική δράση της ομάδας του Θύμιου Καούδη, τις δολοφονίες του ζελοβίτη Χατζηπαύλου και του βοεβόδα της Όστιμα, Στόικου Γιαγκουλίτση (ή Στόιτσε Γιάγκου).

"Ο Καούδης εξεπάστρεψεν εξάλλου εις το Ζέλοβον τον άτιμον Χατζή Παύλον και εις την

43 ό.π., σ. 377.

Page 50: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Όστιμα τον Στόιτσε",44 σημειώνει ο Μελάς, ενώ ο Καούδης στο ημερολόγιό του γράφει σχετικά: "Η ώρα 1 π.μ. [6 Σεπτεμβρίου] ήλθεν το καραούλι και με ιδοποίησεν ότι ήλθαν τα παιδιά,

όπου είχαν μείνει εις Ζέλεβον κ' έφεραν τον Στόιτσα. Ευγήκα έξω προσποιούμενος άλλην εργασίαν κ' εφώναξα και τον Παύλην [Κύρου] και τον επίρα με τρία άλλα παιδιά να τον μεταφέρουν εις κανένα δάσος και να τον κρύψουν".45

"Ώρα 5 1/4 μ.μ [8 Σεπτεμβρίου] επέρναν ο Χατζή Παύλος με τον Τράϊκο όπου τον είδαν από μακράν τα παιδιά κ' έτρεξαν να έλθουν κοντά εις τον δρόμον, αλλά αυτός τους αντιληύθει κ' έφυγεν τρεχάλα προς το Πισοδέριον [Pesoder]46. Αλλά ο Σταύρος Ζούλης και Αριστ(είδης) Νίσταρ(ης) και Στυλι(ανός) Κλειδής έτρεξαν και τον έφτασαν μέχρι τετρακόσια μέτρα και τον επιροβόλισαν τέσερες κ' έπεσεν χάμο, όπου επήγεν ο Σταύρος και τον έβαλεν τ' όπλον εις την κεφαλήν και την εσκόρπισεν εις τεμάχια".47

Κυριακή, 12 Σεπτεμβρίου. Βρίσκουν κατάλυμα στη μονή Τσιρίλοβου, όπου ο ηγούμενος είναι έμπιστος άνθρωπος του μητροπολίτη Καραβαγγέλη. Ο Μελάς συζητά με τον Πύρζα και έναν ντόπιο "περί του τρόπου εξαφανίσεως" ενός μακεδόνα επαναστάτη της περιοχής. "Μόλις ετελείωσε [η συζήτηση], γράφει ο Μελάς, κατελήφθην από φοβεράν απογοήτευσιν. Τώρα εννόησα ότι δεν ημπορώ εγώ να διευθύνω τοιαύτην εργασίαν. Έτρεμα και είχα ρίγος, ησθανούμην τον εαυτόν μου ένοχον πριν ακόμη εγκληματίσω. Έβλεπα τα μαυρισμένα και κοκαλιάρικα χέρια μου και μου εκίνουν φρίκην".

Ο Μελάς πηγαίνει μετά στην εκκλησία και εκεί συνεχίζει: "μόνος εις το σκότος έκλαυσα με απελπισίαν. Ησθανόμην ως εις την κόλασιν και εντελώς μόνος. Ελησμόνησα όλον το ωραίον και το υψηλόν και το ευγενές μέρος της αποστολής μου, και έβλεπα μόνον φόνους άγριους, δολίους, ερήμωσιν οικογενειών, απελπισίαν γονέων, τέκνων, αδελφών".48

Δευτερα, Τρίτη 13 και 14 Σεπτεμβρίου. Το σώμα συναντά την εννιαμελή ομάδα του γνωστού συνεργάτη των Οθωμανών, Αρβανίτη Ζήση Δημούλιου από το Λέχοβο. Ο τελευταίος τους οδηγεί σε ένα δάσος με οξιές κοντά στο χωριό του να λημεριάσουν και στη συνέχεια μέσα στο Λέχοβο όπου μοιράζονται σε τρία κονάκια.

Τετάρτη, Πέμπτη 15 και 16 Σεπτεμβρίου. Ο Μελάς αποφασίζει να πραγματοποιήσει την πρώτη του επιχείρηση, τη δολοφονία τριών μακεδόνων επαναστατών από το χωριό Σρέμπρενο.

Στην αρχή συλλαμβάνουν έξω από το Σρέμπρενο ένα γέροντα και δυο παιδιά 8 και 15 ετών. Στη συνέχεια αιχμαλωτίζουν τον καταζητούμενο πατέρα του δεκαπεντάχρονου. Ο Μελάς δεν αντέχει να βλέπει τη δίψα των μισθοφόρων του για ανθρώπινο αίμα. Γράφει απελπισμένος: "Όλοι είναι χαρούμενοι και λέγουν ότι ο Θεός μας τους παραδίδει. Ο Πύρζας δεν βαστιέται από χαράν. Αναγκάζομαι να του ομιλήσω αυστηρότατα. Εγώ δεν βαστώ, ο βλαξ, τα δάκρυά μου. Αφήνω τους αιχμαλώτους υπό την φύλαξιν δύο ενόπλων και απομακρύνομαι. Κλαίω συλλογιζόμενος το δράμα που εκτυλίσσεται εκεί μέσα στο σπήλαιον, όπου φυλλάσσονται πατήρ και υιός. Εννόησαν βέβαια ότι είναι η τελευταία φορά που βλέπονται, και εντούτοις δεν τολμούν να ομιλήσουν μεταξύ των. Τους ωμίλησα με γλυκύτητα καθησυχάζων αυτούς. Αλλ' αν και η πρόθεσίς μου ήτο καλή, η υποκρισία μου αυτή μ' έκαμε να σιχαθώ τον εαυτό μου".49

Μαζί με τους αιχμαλώτους μπαίνουν νωρίς το βράδι στο Σρέμπρενο και συλλαμβάνουν έναν ακόμα εξαρχικό Μακεδόνα. Ο Μελάς καλεί τους δημογέροντες και αποφασίζει να στήσει δικαστήριο. "Με πάθος φοβερό και ειλικρινές, σημειώνει, "απετάθην προς τους δύο καταδίκους. Ότι ήτο δυνατόν διά να τους κάμω να τρέμουν και να φοβούνται, τους το είπα. Ο Μελάς αποφασίζει να μην τους σκοτώσει υπό έναν όρο: απήτησα όπως εντός 10 ημερών επιτροπή από αυτούς τους δύο και

44 ό.π., σ. 376.45 Φθινόπωρο του 1904 στη Μακεδονία - Το ανέκδοτο ημερολόγιο του μακεδονομάχου Ευθυμίου Καούδη,

εισαγωγή και επιμέλεια Βασίλης Γούναρης, Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 41.46 Pesoder. Βλάχικο χριστιανικό χωριό του καζά Φλώρινας. Ο Weigand δίνει πληθυσμό 600 άτομα, ο Кънчов

750 και ο Brancoff 480. Η Πατριαρχική Στατιστική δίνει 140 οικογένειες, 3 από τις οποίες είναι ρουμανικών φρονημάτων. Το 1913 απογράφονται 727 άτομα, το 1920, 124 οικογένειες - 532 άτομα, το 1928, 457 άτομα, και το 1951, 143 άτομα. Η ελληνική διοίκηση το απογράφει ως Πισοδέριον.

47 Καούδης, σ. 42.48 Μελά, σ. 378 - 379.49 ό.π., σ. 383.

Page 51: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

άλλους τρεις μεταβή εις την Μητρόπολιν και δηλώση υποταγήν εις τον μητροπολίτην [Καραβαγγέλη]. Κατόπιν τους έβαλε να ορκιστούν σε μια εικόνα ότι θα πράξουν τα ανωτέρω και τους απείλησε ότι αν παραβούν τον όρκο τους τότε πλέον δεν θα υπάρξη οίκτος".50

Φεύγοντας από το χωριό και για να κάνει καλή εντύπωση στους χωρικούς, ο Μελάς επέστρεψε στον κοινοτάρχη (μουχτάρη) έναν ντενεκέ χρήματα που 'χε κλέψει κάποιος άντρας του σώματος από το σπίτι ενός καταζητούμενου.

Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου. Γύρω στις 8 το πρωί, συναντούν σε προκαθορισμένο ραντεβού σε δάσος του Βίτσι το λεχοβίτη Ζήση Δημούλιο με την ομάδα του. Ο Μελάς ζητάει απ' αυτόν να τον οδηγήσει στο χωριό Άιτος για να χτυπήσει τους μακεδόνες κατοίκους του, καθώς αυτό είναι κέντρο επαναστατών αυτονομιστών. Ο Δημούλιος, από ανομολόγητο φόβο μην τυχόν και συναντήσει στο χωριό το βοεβόδα Τάνε και την τσέτα του, "προφασίζεται ότι δεν ημπορεί". Ο Μελάς σημειώνει σχετικά με αγανάκτηση στο ημερολόγιό του, πως είναι "ήδη η δευτέρα φορά που ματαιώνονται τα σχέδιά μου ένεκα της απροθυμίας των εντοπίων".51 Τελικά αποφασίζει να εισβάλει στο γειτονικό χωριό Πρεκοπάνα.

Το σώμα μπαίνει στην Πρεκοπάνα το απόγευμα, κατευθύνεται στην εκκλησία όπου βρίσκεται όλο το χωριό και παρακολουθεί μια κηδεία. Ο Μελάς κυκλώνει το εκκλησίασμα, τρομοκρατεί τους χωρικούς και απαιτεί από αυτούς "να ορκισθώσι πίστιν και αφοσίωσιν εις την ορθοδοξίαν και δεύτερον να κάμωσι τοιαύτην αναφοράν εις τον Καϊμακάμην και εις τον Μητροπολίτην. Προς τον τελευταίον [Καραβαγγέλη] δε να μεταβώσιν εντός δέκα το πολύ ημερών και να ζητήσωσι την αποστολήν ιερέως και διδασκάλου Ελλήνων".52

Φεύγοντας από την Πρεκοπάνα και για να γίνουν πιστευτές οι απειλές του, παίρνει μαζί του δύο αιχμαλώτους, τον εξαρχικό δάσκαλο και τον εξαρχικό παπά. Μόλις απομακρύνονται λίγο από το χωριό οι Πύρζας,53 Κατσαμάκας και Μπαρμπανδρέας,54 τους εκτελούν. Μετά το φόνο ο Μελάς καταλαμβάνεται από τύψεις συνειδήσεως. "Καθ' όλον το διάστημα περιπατούσα ως μεθυσμένος, έκλαια σχεδόν διαρκώς", θα γράψει σχετικά στη γυναίκα του.55

Στη συνέχεια κατευθύνονται στη Μπελκαμένη όπου τους υποδέχονται μυστικά, νωρίς το βράδι, ο παπάς του χωριού (ονόματι Πέτρος), ο δάσκαλος Παπανικόλας, ο Χρήστος Εξάρχου (όλοι μυημένοι στην ελληνική οργάνωση) και ο Φίλιππος Καπετανόπουλος, φαρμακοποιός στα Μπίτολα, καταγόμενος από το χωριό Κατράνιτσα [Katranica]56, που είχε έρθει για να ενταχθεί στο σώμα του Μελά. Αφού έφαγαν και ξεκουράστηκαν σε ένα κατάλυμα που τους παραχωρήθηκε, βγήκαν όλοι, πλην των Μελά και Πύρζα, μετά τα μεσάνυχτα στο βουνό όπου λημέριασαν περιμένοντας την επόμενη μέρα για να μπουν φανερά στο χωριό.

Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου. Το σώμα μπαίνει το απόγευμα στο χωριό, προκαλώντας "μέγαν φόβον εις τους χωρικούς". Ο Μελάς διατάζει το μουχτάρη να μαζέψει στο σχολείο τους προύχοντες. Εκεί απειλεί τους ρουμανίζοντες "ότι κανείς δεν θα ξεφύγη τον θάνατο".57 Υποχρεώνει το ρουμανοδιδάσκαλο να κλείσει το σχολείο και να εγκαταλείψει το χωριό, μία δε περίπολος προσπαθεί ανεπιτυχώς να βρει και να συλλάβει ένα στέλεχος των ρουμανιζόντων (ονόματι Βαγγέλη). Νωρίς το βράδι, το σώμα αναχωρεί για να κτυπήσει το χωριό Νέρεντ.

Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου. Στις 3 το πρωί εισέρχονται στο Νέρεντ. Ο Μελάς απογοητευμένος καταλαβαίνει πως ούτε ο Πύρζας, ούτε κανείς άλλος, γνωρίζει το χωριό. Με κόπο βρίσκουν τελικά

50 ό.π., σ. 385 - 386.51 ό.π., σ. 388.52 ΓΕΣ / ΔΙΣ, σ. 332.53 Μόδης, σ. 233.54 Καραβίτης, τ. Α΄, σ. 84.55 Μελά, σ. 390.56 Katranica. Χωριό του καζά Καϊλαρίων. Ο Кънчов δίνει 2.040 κατοίκους, από τους οποίους 940 είναι

χριστιανοί Βούλγαροι και 1.100 Τούρκοι. Ο Brancoff ανεβάζει τον αριθμό των χριστιανών Βουλγάρων σε 1.600, όλους πατριαρχικούς. Το 1913 απογράφονται 2.094 άτομα. Ο Милојевић καταγράφει 250 σλαβικά και 250 τουρκικά σπίτια. Το 1916 στο χωριό έχουν εγκατασταθεί 20 προσφυγικές οικογένειες - 63 άτομα [Έκθεσις 1916]. Το 1920 απογράφονται 506 οικογένειες - 2.180 άτομα. Το 1923 υπήρχαν 1.100 ανταλλάξιμοι μουσουλμάνοι. Τη θέση τους είχαν πάρει το 1926, 152 προσφυγικές οικογένειες: 53 μικρασιατικές και 99 ποντιακές. Το 1928 υπήρχαν 139 προσφυγικές οικογένειες - 501 άτομα [Πελαγίδης]. Το 1928 απογράφονται 1.490, και το 1951, 978 άτομα. Το 1927 μετονομάστηκε Πύργοι.

57 Καραβίτης, τ. Α', σ. 90

Page 52: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

το σπίτι όπου βρίσκονται δυο άτομα (ο Βασίλης και ο Αναστάσης) που έχουν προσφερθεί να τους υποδείξουν πέντε προγραμμένους από το Μελά για επαναστατική δράση συγχωριανούς τους, για τους οποίους ο τελευταίος πίστευε πως "ήτο απόλυτος ανάγκη να εξαφανισθώσι και αυτοί".58 Η ομάδα κρύβεται σε μια εγκαταλειμμένη οικία. Το πρωί συνειδητοποιούν ότι στο χωριό βρίσκεται οθωμανική στρατιωτική δύναμη, αποτελούμενη από 90 - 100 νιζάμηδες (τακτικούς πεζικάριους) και 30 - 40 ιππείς. Το σχέδιο τους ναυαγεί. Ο Μελάς γνωματεύει ότι οι στρατιώτες θα ψάχνουν για κομιτατζήδες και επομένως πρέπει να παραμείνουν εκεί κρυμμένοι, καθώς πιστεύει ότι και να τους καταλάβουν "θα έκαμναν τα κλειστά μάτια". Η γνώμη του Μελά, σύμφωνα με τον Καραβίτη, θεωρείται "απαράδεκτη απ' όλους που λίγο - πολύ ξέρουν από τουφέκι".59 Αγνοούν τις απόψεις του αρχηγού, "ανοίγουν την οπισθίαν θύραν και τρέχουν προς το υπερκείμενο όρος".60 Στην άτακτη φυγή τους61 λαβώνεται θανάσιμα από πυροβολισμό ο Φίλιππος Καπετανόπουλος. Πριν τον εγκαταλείψει ο Μελάς βγάζει την κάπα του και τον σκεπάζει, αφήνοντας από αμέλεια στην τσέπη και ένα γράμμα που του είχε δώσει ο Καπετανόπουλος να στείλει στον Καλλέργη. Μαζί με το νεκρό, οι στρατιώτες θα ανακαλύψουν αργότερα αυτή την επιστολή, που θα προκαλέσει οθωμανικό διάβημα στην ελληνική κυβέρνηση και θα οδηγήσει σε ανάκληση του έλληνα πρόξενου.62

Τελευταίο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου. Ξημερώματα Δευτέρας, 20 Σεπτεμβρίου, το σώμα φτάνει στο βουνό μεταξύ Σρέμπρενου και Λεχόβου, λημεριάζει στο δάσος και μπαίνει το βράδι στο Λέχοβο. Την επόμενη μέρα, Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου, ο Μελάς έρχεται σε επικοινωνία με τους συνδέσμους του των γύρω χωριών και το βράδι φεύγουν για τη Νεγκόβανη. Στο δάσος έξω από το χωριό έρχεται και τον συναντά ο Ηπειρώτης Γ. Σούρλας, διευθυντής των σχολείων της Νέβεσκας και άλλοι δύο. Ξημερώματα Τετάρτης, 22 Σεπτεμβρίου, φεύγουν αυτοί και έρχονται να τον δουν ο γιατρός Τσίρλης από τη Νέβεσκα και ο αδελφός του. Το βράδι το σώμα μπαίνει κρυφά στη Νεγκόβανη και μοιράζεται σε τρία καταλύματα. Κάθονται μερικές μέρες, λόγω κακοκαιρίας, στη Νεγκόβανη και ο Μελάς προσπαθεί να στήσει εκεί και στα πέριξ μια στοιχειώδη οργάνωση. Ενώ βρίσκεται στη Νεγκόβανη μαθαίνει για την κοινή επίθεση, που πραγματοποίησε στις 18 Σεπτεμβρίου η ομάδα του Καούδη και το οθωμανικό στρατιωτικό απόσπασμα Πισοδερίου, εναντίον του χωριού Όστιμα στα Κορέστια και για το αποτέλεσμα της επίθεσης, τους 24 νεκρούς Μακεδόνες.63

Σάββατο 2 Οκτωβρίου. Γράφει από τη Μπελκαμένη επιστολή στη γυναίκα του. Από το περιεχόμενο της συνάγεται πως βρίσκεται σε ιδιαίτερα άσχημη ψυχολογική κατάσταση.

"Η απογοήτευσις μου, γράφει, είναι δικαιολογημένη, διότι ενόμιζα πριν έλθω ότι από εμέ μόνον εξηρτάτο να κάμω και να δείξω, αλλά δυστυχώς από το πρόγραμμα μου το εκατοστό μόνον έκαμα". Τους ντόπιους συνεργάτες του (επί χρήμασι άπαντες) δεν μπορεί να τους εμπιστευθεί. "Εγώ ο δυστυχής κάμνω το σχέδιον μου, συνεχίζει, ξεκινώ με βροχήν, με κρύο, με πείναν και, όταν έλθη η στιγμή της εκτελέσεως του, ή δεν έρχονται ή με γελούν παντοιοτρόπως". Το χειρότερο όμως, σημειώνει, είναι ότι ειδοποιούν τα υποψήφια θύματα να κρυφτούν "όπως τούτο συνέβη εσχάτως εις την Νεγοβάνην και το Λέσκοβιτς, όπου μας εκράτησαν αδίκως 4 ημέρας και τέλος μας εγέλασαν". Παρ' όλα αυτά πιστεύει πως έχει γίνει ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής. Οι συμπαθούντες τους μακεδόνες επαναστάτες αγρότες, "φοβούνται, κρύπτονται και επί τέλους φεύγουν από τα χωρία των", παρατηρεί.64

Την ίδια μέρα, ο έλληνας πρόξενος Μοναστηρίου στέλνει επιστολή στον έλληνα υπουργό Εξωτερικών, με την οποία τον ενημερώνει για τα πρώτα αποτελέσματα επί του γηγενούς πληθυσμού, από τη δράση των μισθοφορικών ομάδων του Καούδη και του Μελά:

"Δεν δυνάμεθα βεβαίως να είπωμεν ότι διά της εμφανίσεως των ημετέρων συμμοριών επετεύχθη ήδη το ποθούμενον αποτέλεσμα και ότι θα δυνηθώσι να λειτουργήσωσι τα ημέτερα

58 ΓΕΣ / ΔΙΣ, σ. 332.59 Καραβίτης, τ. Α΄, σ. 98.60 Μελά, σ. 396.61 Επιστολή προξένου Μοναστηρίου Δ. Καλλέργη προς τον έλληνα υπουργό Εξωτερικών, Προξενείο

Μοναστηρίου, (23/9/1904), έγγραφο 923.62 Κώστας Κλειδής, Με τη λάμψη στα μάτια, Ηριδανός, Αθήνα 1984, σ. 127.63 Καούδης, σ. 51 - 57.64 Καούδης, σ. 404 - 405.

Page 53: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

σχολεία", σημειώνει, αναφερόμενος στα χωριά της περιοχής Φλώρινας - Καστοριάς, που έχουν προσχωρήσει στην Εξαρχία μετά το Ίλιντεν. Ένα γεγονός επίσης "άξιον ιδιαιτέρας προσοχής και λίαν δυσάρεστον" για τα ελληνικά συμφέροντα είναι, κατά τον Καλλέργη, η προθυμία που δείχνουν οι μακεδόνες χωρικοί να υποστηρίξουν τις επαναστατικές αυτονομιστικές ανταρτικές ομάδες κατά των ελληνικών ομάδων. Προφανώς, ο πρόξενος έχει πληροφορηθεί τη μαζική συμμετοχή των μακεδόνων αγροτών της περιοχής στην πρόσφατη συμπλοκή στην Όστιμα, εναντίον των Οθωμανών και του Καούδη. "Δεν είναι βεβαίως, παρατηρεί, επίφοβοι οι χωρικοί ούτοι, οίτινες μακρόθεν ως επί το πλείστον πυροβολούσι και πλησιάζουσιν εις το πεδίον της μάχης μόνον, όταν πεισθώσιν ότι δεν υπάρχει πλέον αντίστασις και είνε εξασφαλισμένη η ζωή των", αλλά το γεγονός φανερώνει πως "ο Μακεδονικός πληθυσμός δεν ανέχεται τους Έλληνας αντάρτας". Παρέχει επίσης ο πρόξενος τη σημαντική πληροφορία "ότι ο Καϊμακάμης Φλωρίνης έλαβε την παρελθούσαν Πέμπτην επιστολήν του Μελά, υπογεγραμμένην Τζέτζα [το ψευδώνυμο του Μελά], εν η του λέγει ότι αι Ελληνικαί συμμορίαι σκοπόν έχουσι να προστατεύσωσι τα ορθόδοξα χωρία". Του επισημαίνει ότι στόχος του είναι οι ένοπλες ομάδες των επαναστατών και ότι "δεν θέλουσιν ενοχλήση ούτε τους Οθωμανούς κατοίκους ούτε τον Αυτοκρατορικόν Τουρκικόν στρατόν". Μαθαίνουμε επίσης πως "η επιστολή αύτη παρεπέμφθη ενταύθα [στα Μπίτολα], οπόθεν υπεβλήθη αμέσως τηλεγραφικώς εις τον Χιλμή πασσάν".65

Σάββατο 9 Οκτωβρίου. Ο Μελάς στέλνει από λημέρι πλησίον της Νεγκόβανης, επιστολή προς την κουνιάδα του Έφη: "Δεν φαντάζεσαι την κατάστασίν μου την ψυχικήν. Θέλω και πρέπει να μείνω εδώ, αλλά ο πολυτάραχος και σχεδόν άγριος βίος μου με κάμνει να νοσταλγώ τον ήσυχον και γλυκύν οικογενειακόν βίον", της γράφει. Και συνεχίζει: "Υποφέρω όταν αποφασίζω κάτι δύσκολον, αλλ' αναγκαίον. Το σχεδιάζω, το μελετώ, διέρχομαι όλας τας συγκινήσεις του φόβου, των κινδύνων, της χαράς, της ελπίδος. Όταν δ' έρχεται η στιγμή της εκτελέσεως, βλέπω όλα τα σχέδιά μου κατακρημνιζόμενα από το αναποφάσιστον των εντοπίων". Δίνει επίσης πληροφορίες για την άφιξη και άλλων μισθοφόρων: "Έφθασαν χθες βράδυ ο Καραλίβανος, ο Βισβίκης με 8 καλούς ανθρώπους και 2 Κρητικοί με 15 άλλους συμπατριώτας των". Της φανερώνει πως σκοπεύει να αφήσει ένα τμήμα της δύναμης στην περιοχή και εκείνος με 30 άντρες να μεταβεί στο Μαγκάρεβο [Magarevo]66, να αφήσει εκεί μια ομάδα και στη συνέχεια να κατέβει στα μέρη της Καστοριάς με 10 άντρες. Και τότε, εκμυστηρεύεται, "θα έλθω να ιδώ τα παιδιά μου και σας όλους. Αισθάνομαι ακατάσχετον, όχι επιθυμία, αλλ' ανάγκην, να ησυχάσω τα νεύρα μου και το μυαλό μου".67

Απολογισμός εξόδων (λίρες και εικοσόφραγκα). Στην έκθεση που συνέταξε ο Μελάς και βρέθηκε ασυμπλήρωτη στο χαρτοφύλακά του, μετά το θάνατό του, από τον Πύρζα, υπάρχουν αρκετές εγγραφές για την εξαγορά συνειδήσεων και τα ακριβή ποσά. Αναλυτικά : 1) Στη Λάρισα μετά από επίμονη απαίτηση των αντρών του, πριν αναχωρήσουν, πλήρωσε ολόκληρο το μισθό τους. Έξι από αυτούς δεν προσήλθαν. Στις 20 Σεπτεμβρίου οι άντρες του έλαβαν και δεύτερο μισθό. 2) Ο οδηγός Θανάσης Βάγιας πήρε δύο εικοσόφραγκα και τον οπλισμό του και έφυγε να τους καταδώσει. 3) Σε κάθε χωριό όπου έφτιαξε επιτροπή διόρισε ένα ή δύο έμμισθους αγγελιαφόρους. Ο μισθός τους για μεν του Λεχόβου είναι ένα εικοσόφραγκο, για δε της Νέβεσκας δυόμισι. 4) Στη Νέβεσκα πληρώνει πέντε εικοσόφραγκα για μισθό πενταμελούς ομάδας μισθοφόρων. 5) Στον πρώην ρουμανίζοντα Τάκη Γκόλιε από τη Νέβεσκα, που πέρασε μαζί του και ανέλαβε υπεύθυνος της οργάνωσης του χωριού του, δίνει μισθό πέντε λίρες. Προτείνει μάλιστα να του δοθούν επιπλέον δώρο άλλες είκοσι πέντε λίρες. 6) Από μία λίρα δίνει στη χήρα και την αδελφή του Βαγγέλη Σρεμπρενιώτη. 7) Μια λίρα παίρνει η χήρα του Παπαδημήτρη και μισή ο μουχτάρης Σρεμπρένου. 8) Μισή λίρα εισπράττει ο μουχτάρης Πρεκοπάνας και μία η χήρα του Παπαχρήστου. 9) Τρεις λίρες μισθό δίνει στο Ζήση Δημούλιο, από μία στους οκτώ άντρες του και από μισό εικοσόφραγκο στους δύο δραγάτες (αγροφύλακες) του Λεχόβου. 10) Τέσσερις ανώνυμοι παίρνουν μισθό από δύο εικοσόφραγκα και μια λίρα παίρνει ο ψυχογιός του Μελά. 11) Ο Κόλε Πίνα

65 Προξενείο Μοναστηρίου, 2/10/1904, έγγραφο 954.66 Magarevo ή Megarevo. Βλάχικο χριστιανικό χωριό του καζά Μοναστηρίου. Ο Weigand δίνει πληθυσμό 3.000

άτομα, ο Кънчов 2.400 και ο Brancoff, 2.160. Η Πατριαρχική Στατιστική δίνει 454 οικογένειες, 13 από τις οποίες είναι ρουμανικών φρονημάτων.

67 Μελά, σ. 407 - 408.

Page 54: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

εισπράττει μία λίρα και ο γιος του Ζήσης δύο εικοσόφραγκα μισθό. 12) Ο βλάχος Γιαννάκης (καταδότης) παίρνει μια λίρα. 13) Στον ακόλουθο του Ιτζέτ Πασά της Φλώρινας, Φεΐμη, δίνει δυο λίρες, και 14) πέντε λίρες αμοιβή σε έκτακτους απεσταλμένους.68

Τρίτη 12 Οκτωβρίου. Ο Μελάς στέλνει επιστολή στον Καούδη με την οποία τον διατάζει για πολλοστή φορά να συναντηθούν.

Ο Καούδης συστηματικά αρνείται στο Μελά τον ηγετικό ρόλο και τον αγνοεί επιδεικτικά.69 Ο Μελάς ορίζει νέο ραντεβού στο βουνό μεταξύ Ζελόβου και Πισοδερίου, τη νύχτα της Τετάρτης προς Πέμπτη.

Το βράδι αναχωρεί με την ομάδα του με προορισμό το χωριό Νέρεντ. Εκεί κάνουν γενική επίθεση στο σπίτι μιας οικογένειας που είχαν προγράψει. Οι αμυνόμενοι με τη βοήθεια των συγχωριανών τους εξαναγκάζουν τελικά το Μελά, που φοβάται πιθανή εμφάνιση του στρατού, να υποχωρήσει.

Στη θέση Κούλα, πάνω στο Βίτσι, ο Μελάς χωρίζει το σώμα. Μια ομάδα γύρω στα δεκαπέντε άτομα, ληστές το επάγγελμα, με επικεφαλής το Γιοβάνη (που θεωρήθηκαν σύμφωνα με τα λόγια του Καραβίτη "ανωφελή και επιζήμια στοιχεία" ή κοινώς "παλιοτόμαρα")70, φεύγει με κολαούζους τους Καραβίτη και Νικολούδη, για τη Μπελκαμένη. Ο Μελάς με τους υπόλοιπους και οδηγό τους το Γρηγόρη, φεύγουν για το χωριό Στάτιστα [Statista]71. Ο Γρηγόρης τους αφήνει στην εκκλησία,

68 ΓΕΣ / ΔΙΣ, σ. 331 - 338.69 Μελά, σ. 335.70 Καραβίτης, τ. Α΄, σελ. 116.71 Statista ή Statica. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς, χωρισμένο σε πάνω και κάτω (Gorna &

Dolna) μαχαλά. Ο Кънчов δίνει 600 άτομα και ο Brancoff 960. Το χωριό παραμένει συνεχώς εξαρχικό από το 1902 [έγγραφο 4278 & Εκκλησιαστική Αλήθεια]. Το 1913 απογράφονται 609 άτομα. Το 1920, 107 οικογένειες - 550 άτομα, και το 1928, 564 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 121 σλαβόφωνες οικογένειες, 100 από τις οποίες θεωρούνται

Page 55: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

στην είσοδο του κάτω μαχαλά, λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Μπαίνει μόνος του στο χωριό σε αναζήτηση κάποιου γνωστού και επιστρέφει αργότερα έχοντας μαζί του δύο άτομα, ένας εκ των οποίων είναι ο Ντίνας Στεργίου, μέλος της ομάδας του Καούδη και κάτοικος Στάτιστας. Ο Ντίνας βάζει τους άντρες στο χωριό και τους μοιράζει σε πέντε σπίτια. Ο Μελάς μένει με τους Λάκη Πύρζα, Πέτρο Χατζητάση, Ντίνα Θεόδωρο, το Βλάχο ψυχογιό του και το Γιώργο Στρατηνάκη. Στο δεύτερο κατάλυμα μένει ο Γιώργος Βολάνης με τους Νικ. Γυαλίρη, Μιχαήλ Αθήτου, Σταμάτης Χριστοδουλάκης, Μάρκος Παπαμαρκάκης, Νικ. Καλικιαδάκη και Χρήστος Γεωργίου. Στα άλλα καταλύματα παραμένουν οι οπλαρχηγοί Καραλίβανος και Μπισμπίκης (Βισβίκης) με 8 άνδρες, Ιωάννης Πούλακας (Μπούλακας) με 6 άνδρες, και οι Κατσαμάκας και Λαμπρινός Βρανάς με 10 άνδρες.72

Τεταρτη 13 Οκτωβρίου. Το πρωί ο Ντίνας φέρνει στο κατάλυμα του Μελά, στο σπίτι του Τράικου Καντζάκη, το μουχτάρη Χατζόπουλο και μερικούς πρόκριτους, οι οποίοι υφίστανται το γνωστό κήρυγμα του Μελά περί επιστροφής στο Πατριαρχείο. Επίσης ξαναστέλνει μήνυμα στον Καούδη για να του υπενθυμίσει το ραντεβού. Οι άντρες της ομάδας παραμένουν κρυμμένοι στα καταλύματα τους για να μη γίνουν αντιληπτοί από τους χωριανούς. Στο μεταξύ το οθωμανικό στρατιωτικό απόσπασμα που εδρεύει στο Κονομλάντι [Konomladi]73, μισή ώρα απόσταση από τη Στάτιστα, δέχεται την επίσκεψη μιας αγρότισσας που τους καταγγέλλει τη διαμονή της ελληνικής ομάδας στο χωριό.74

Γύρω στις τέσσερις το απόγευμα ειδοποιούν το Μελά ότι οθωμανικός στρατός δυνάμεως 130 δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 707 σλαβόφωνους μη ελληνικής εθνικής συνείδησης [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 321 άτομα. Το 1927 μετονομάστηκε Μελάς.

72 Έκθεση του Γ. Βολάνη, βλ. ΓΕΣ / ΔΙΣ, σ. 339.73 Konomladi. Μακεδονικό χριστιανικό χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 1.100 άτομα και ο

Brancoff 1.536: 1.136 εξαρχικοί και 400 πατριαρχικοί. Το 1913 απογράφονται 1.202 άτομα, το 1920, 242 οικογένειες - 1.031 άτομα, και το 1928, 802 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 230 σλαβόφωνες οικογένειες, 200 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 1.000 σλαβόφωνους μη ελληνικής εθνικής συνείδησης [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 438 άτομα. Το 1928 μετονομάστηκε Μακροχώριον.

74 Συνέντευξη του Χιλμή Πασά σε γαλλική εφημερίδα. Βλ. Καραβίτης, τ. Β΄, σελ. 907.

Το σπίτι που σκοτώθηκε ο Μελάς

Page 56: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

περίπου αντρών ανεβαίνει το δρόμο από το Κονομλάντι προς τη Στάτιστα. Οι άντρες του, του ζητούν να φύγουν αμέσως στο βουνό, εκείνος όμως τους διατάζει να παραμείνουν κρυμμένοι, πιστεύοντας ότι ο στρατός είναι περαστικός. Το απόσπασμα εισέρχεται στο χωριό, ανηφορίζει μέχρι τον πάνω μαχαλά και ξαναεπιστρέφει στο κάτω μέρος του χωριού. Ξαφνικά οι στρατιώτες περικυκλώνουν το σπίτι όπου κρύβεται η ομάδα του Βολάνη και προσπαθούν να παραβιάσουν την πόρτα για να κάνουν έρευνα. Ο χωροφύλακας του χωριού απαγορεύει την είσοδο των στρατιωτών και απαιτεί την παρουσία, σύμφωνα με το νόμο, του μουχτάρη ή του αξιωματικού. Ένας αλβανός λοχίας όμως σπάει την πόρτα με ένα τσεκούρι και βλέπει μέσα τους κρυμμένους. Οι τελευταίοι αναγκάζονται τότε να πυροβολήσουν, παρά τις αντίθετες διαταγές που είχαν πάρει από το Μελά. Ο χωροφύλακας πέφτει νεκρός, ενώ ταυτόχρονα αρχίζει η πολιορκία του σπιτιού και ανταλλαγή πυροβολισμών μέχρι τις 10 το βράδι, όταν οι επτά πολιορκούμενοι τελικά παραδίνονται και οδηγούνται στο Κονομλάντι και στη συνέχεια στην Καστοριά για ανάκριση.75

Κατά τη διάρκεια αυτής της συμπλοκής, οι υπόλοιποι άνδρες της ομάδας, επωφελούμενοι από το σκοτάδι, εγκαταλείπουν τα τέσσερα άλλα σπίτια όπου παρέμεναν κρυμμένοι και αμέτοχοι, και καταφεύγουν άτακτα προς αναζήτηση ασφαλείας στα γύρω δάση. Αφήνουν ωστόσο πίσω τους, χωρίς να το ξέρουν οι περισσότεροι, ένα νεκρό: τον αρχηγό τους Παύλο Μελά.

Ο θάνατος του Μελά, που χρησιμοποιήθηκε από τον ελληνικό εθνικισμό σαν σάλπισμα για τη γενικευμένη επιδρομή των ελληνικών μισθοφορικών ομάδων κατά των Μακεδόνων, αποτελεί στην κυριολεξία έναν εξ ολοκλήρου κατασκευασμένο μύθο, ένα μεγάλο ιστορικό ψέμα, που μέχρι σήμερα αναπαράγεται. Η αλήθεια για το θάνατό του ειπώθηκε το 1927 από τον Πέτρο Χατζητάση, κατά τη διάρκεια μνημόσυνου που οργανώθηκε με πρωτοβουλία του Τσόντου Βάρδα στη Στάτιστα. Ο Χατζητάσης, που βρισκόταν μαζί του κρυμμένος κατά τη διάρκεια των γεγονότων, στο σπίτι του Καντζάκη, έκανε τότε αναπαράσταση του γεγονότος.

Ο Μελάς άφησε αβοήθητους, για να μην φανερωθεί η δική του κρυψώνα, το Βολάνη και

75 Επιστολή του Χρ. Παναγιωτίδη (Μαλέτσικου) στην εφημερίδα της Θεσσαλονίκης Ταχυδρόμο, στις 17/4/1927.

Στάτιστα (Μελάς) 1995

Page 57: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

τους άντρες του. Κάποια στιγμή κατέβηκε από την εσωτερική κλίμακα στο κατώι του σπιτιού για να ανιχνεύσει καλύτερα το γύρω μέρος. Από πίσω του ακολούθησε ο Λάκης Πύρζας.

"Μόλις είχαν πατήσει στο κατώφλι της σκάλας, λέει ο Βολάνης, ένας μόνον πυροβολισμός ακούστηκε κι ένα ωχ! Αμέσως κατεβήκαμε στην αυλή και βλέπομε τον αρχηγό νεκρό. Τον σηκώσαμε και τον κρύψαμε στον αχυρώνα (σταύλο) και φύγαμε. Δεύτερος πυροβολισμός δεν ακούστηκε".

Ο Χατζητάσης συμπεραίνει ότι "ο πυροβολισμός θα ήταν από εκπυρσοκρότηση του όπλου του Λάκη Πύρζα". Κανένας δεν μπορεί να υποστηρίξει με σιγουριά ότι ήταν εκπυρσοκρότηση. Ο Λάκης, όπως θυμίζει ο Τάκης Κύρου που άκουσε τη διήγηση του Χατζητάση, "πήρε την τσάντα του αρχηγού, άφησε τον αγώνα και εξαφανίστηκε, παρουσιάστηκε το άλλο καλοκαίρι στη Μακεδονία". 76

Μαζί με την τσάντα εξαφανίστηκε και μια περιουσία λίρες που είχε πάνω του ο Μελάς. Επιπρόσθετα είναι γεμάτη υπονοούμενα για τον Πύρζα και η επιστολή του νέου διευθύνοντος το προξενείο στο Μοναστήρι Φίλιππου Κοντογούρη προς τον έλληνα υπουργό Εξωτερικών Ρωμάνο, με ημερομηνία 19/10/1904. Ο Κοντογούρης θεωρεί εκεί την "εν γένει διαγωγή" του Πύρζα και μετά τα γεγονότα στη Στάτιστα "αξιοκατάκριτο".77

Τελικά τα εκ των υστέρων κατασκευασμένα ψεύδη του Πύρζα, περί ηρωικού θανάτου του Μελά από τούρκικο βόλι, κάλυψαν το γεγονός ότι αυτός, ακουσίως ή εκουσίως, πυροβόλησε τον αρχηγό του, τερματίζοντας έτσι την κάθε άλλο παρά ηρωική δράση του.

76 Τάκης Κύρου, Παύλος Κύρου, Φλώρινα 1978, σ. 58 και Καραβίτης, τομ. Α΄, σ. 132 - 133.77 Προξενείο Μοναστηρίου, 19/10/1904, έγγραφο 1030.

Page 58: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Ο ματωμένος γάμος1

Μετά το θάνατο του Μελά, το Μακεδονικό Κομιτάτο ορίζει ως νέο γενικό αρχηγό τον κρητικό ανθυπολοχαγό πεζικού Γεώργιο Κατεχάκη (Ρούβα). Ο Κατεχάκης περνάει τα σύνορα στις 20 Οκτωβρίου, επικεφαλής ομάδας 25 αντρών, μεταξύ των οποίων βρίσκονται οι Κορεστιάνοι Δημήτρης Νταλίπης και Σίμος Στογιάννης, ο Σερραίος Δούκας Γαϊτατζής και οι Κρητικοί Παύλος Γύπαρης και Ιωσήφ Κουντουράκης.

Στις 27 Οκτωβρίου βρίσκεται κοντά στο χωριό Κοσταράντζα όπου συναντιέται με τις ομάδες του Καούδη και του Καραλίβανου. Όλοι μαζί, μετά διήμερη παραμονή, μεταβαίνουν στη Μπλάτσα [Blaca]2. Εκεί, οι Πύρζας και Καραλίβανος με τους άντρες τους, φεύγουν για να επιστρέψουν στην Ελλάδα, οι δε Κατεχάκης και Καούδης με τους υπόλοιπους πάνε στο Λέχοβο, όπου βρίσκονται το βράδι της 29ης Οκτωβρίου.

Στο Λέχοβο, έρχονται και τους συναντούν οι Πούλακας και Βρανάς με τους άντρες τους. Όλοι μαζί τώρα φτάνουν τα 36 άτομα. Εκεί, μαθαίνουν στις 9 Νοεμβρίου, από δυο καταδότες απ' το χωριό Ζέλενιτς[Zelenič]3, έναν τουρκαλβανό χωροφύλακα ονόματι Σούλιο και ένα χριστιανό ονόματι Γραμμενόπουλο, ότι την Κυριακή 14 Νοεμβρίου, ο εξαρχικός παπάς του Ζέλενιτς παντρεύει την ανιψιά του. Ο Κατεχάκης αποφασίζει, με τη σύμφωνη γνώμη όλων, να ματώσει το γάμο.

Σάββατο βράδι, έρχεται ο Σούλιος και τους οδηγεί στο χωριό του.Το ένα μέρος του σώματος υπό τον Κατεχάκη κυκλώνει το χωριό απ' έξω, ο δε Καούδης με

τους υπόλοιπους μπαίνει μέσα, και με τις οδηγίες του Σούλιου, τοποθετεί τους άντρες γύρω απ' τη γειτονιά που θα κτυπούσε.

Φτάνουν στο σπίτι του παπά. "Εισερχόμεθα μέσα, σημειώνει ο Καραβίτης, αλλά δεν ευρίσκουμε παρά μία γριά. Ίσως να είναι η παπαδιά. Με τη γριά δεν μπορεί να συνεννοηθή κανείς. Ότι και να της πουν εκείνοι που γνωρίζουν την γλώσσα της, δεν ακούν τίποτα άλλο από "νε ζναμ" (δεν γνωρίζω)".4

1 Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Нова Зора (τεύχος 3, Ιανουάριος 1998, σ. 34-35)2 Blaca ή Blaca Gr'cko ή Blaca Vlah ή Blatza. Χριστιανικό χωριό του καζά Καϊλαρίων. Ο Кънчов δίνει 2.500

κατοίκους, 1.200 από τους οποίους είναι Έλληνες και 1.300 Βλάχοι. Ο Brancoff δίνει 2.700 χριστιανούς, 1.500 Έλληνες και 1.200 Βλάχους. Το 1913 απογράφονται 3.683 άτομα, το 1920, 399 οικογένειες - 1609 άτομα, και . το 1928, 2239 άτομα. Η ελληνική διοίκηση απογράφει το χωριό ως Βλάστη.

3 Zelenič ή Zeleniče ή Zelenik. Χωριό του καζά Φλώρινας. Ο Кънчов δίνει πληθυσμό 2.372 ατόμων και τον διακρίνει σε 1.800 χριστιανούς Βούλγαρους, 500 Τούρκους και 72 Τσιγγάνους. Ο Brancoff διακρίνει το χριστιανικό πληθυσμό σε 1.656 εξαρχικούς Βούλγαρους, 192 πατριαρχικούς Βούλγαρους και 102 Γύφτους. Ο Милојевић καταγράφει 310 χριστιανικά σλαβικά και 190 τουρκικά σπίτια. Η πατριαρχική μερίδα αριθμεί 15 οικογένειες [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 2.232, και το 1920, 2219 άτομα. Οι ανταλλάξιμοι Τούρκοι είναι το 1923, 170 οικογένειες - 1.100 άτομα. Τη θέση τους παίρνουν 379 πρόσφυγες - 88 οικογένειες: 53 μικρασιατικές, 25 θρακικές, 10 καυκάσιες [Πελαγίδης]. Το 1928 απογράφονται 1.437 άτομα, 346 από τα οποία είναι πρόσφυγες. Το 1932 καταμετρούνται 353 σλαβόφωνες οικογένειες, 326 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 1.000 σλαβόφωνους, 700 από τους οποίους θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης και 300 ρευστής.[Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 1.153 άτομα. Το 1927 το χωριό μετονομάστηκε Σκλήθρον.

4 Καραβίτης, τομ. Α΄, σ. 148.

Page 59: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Προφανώς ο γάμος γινόταν σε άλλο σπίτι. Χωρίς να βιάζονται, το ρίχνουν στο πλιάτσικο. "Εγέμισε το σπίτι όλη η παρέα του Πούλακα, λέει ο Καούδης. Ανέβηκα πάνω και τί να ιδώ, μια σάλα μεγάλη και την παπαδιά να στέκει στη μέση της σάλας τρομαγμένη, να κρατεί μια λάμπα να έχουν δύο - τρία μπαούλα ανοιγμένα και σκορπισμένα ρούχα και να ψάχνουν, άλλοι τα ρούχα και άλλοι τες γωνίες για λάφυρα".5

Ψάχνουν στο χωριό και βρίσκουν το σπίτι του Στογιάν Γκότεφ. Εκεί γινόταν ο γάμος. Από μέσα ακουγόταν μουσική και τραγούδι. Ο Δούκας, γράφει ο Κλειδής, "κτύπησε κι είπε στη γλώσσα της γυναίκας πως είναι καλεσμένος. Του άνοιξε, τη μαχαίρωσε και τους άνοιξε. Μπήκαν οχτώ και φθάσανε τη σκάλα. Τέσσερις την ανέβηκαν και στάθηκαν στην κλειστή πόρτα του σπιτιού, τέσσερις μείνανε στο πρώτο σκαλί να προσέχουν...Βγήκε και άλλη γυναίκα. Στο πρώτο σκαλί τη μαχαίρωσαν".6

"Ανέρχομαι, διηγείται ο Καραβίτης, εις την σκάλα. Με ακολουθούν κάμποσοι, ο ένας πίσω από τον άλλο...Ανοίγω την πόρτα, είναι γεμάτη γυναίκες. Με την πρώτη ματιά διακρίνεται η νύφη από τα στολίδια του στήθους της. Κλείω την πόρτα αμέσως και γυρίζω το κλειδί".7 Πριν κλειδώσει την πόρτα, μαχαιρώνει μια γυναίκα.

Ανοίγουν την πόρτα της κάμαρας που γίνεται το γλέντι και ανοίγουν πυρ σε κάθε κατεύθυνση. Ο Γύπαρης που παίρνει μέρος στη σφαγή, παρομοιάζει την επίθεση της ομάδας, με την επίθεση του γερακιού σε κοπάδι

5 Ευθύμιος Καούδης, Απομνημονεύματα (1903 - 1907), επιμέλεια Άγγελος Χοτζίδης, Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 86.

6 Κλειδής, σ. 158 - 159.

Ζέλενιτς (Σκλήθρον) 1995

Page 60: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

πουλιών. "Εδοκίμαζαν, γράφει, να φύγουν, μα παντού αντίκρυζαν τις μαύρες κάνες των ελληνικών τουφεκιών".8

"Χαμηλά και όσο το δυνατόν οριζοντίως, λέει ο Καραβίτης, διευθύνω το όπλο για να ευρίσκη περισσότερα κορμιά. Εις την στιγμιαία λάμψη κάθε πυροβολισμού φαίνονται τα κορμιά σαν ένα πολύποδο τέρας που ασπαίρει στο αίμα του και εκτείνει προς όλας τας διευθύνσεις χέρια ποδάρια, δίκην πλοκάμων οκταποδιού".9

Η ελληνική ομάδα ολοκληρώνει τη σφαγή. "Από όσους ήταν εις το σπίτι μέσα κανένας δεν έμεινε γερός. Το όλον ήσαν καμιά τριανταριά", γράφει ο Καραβίτης.10 Ο Γύπαρης11 διορθώνει τον Καραβίτη, και ανεβάζει τον αριθμό των αιματοκυλισμένων κορμιών που βρίσκονταν καταγής την ώρα που αναχωρούσε η ομάδα, σε 47. Σαράντα άντρες και τρεις γυναίκες νεκροί, είναι ο απολογισμός του Κλειδή.12

Καθ' όλη τη διάρκεια του μακελειού, το οθωμανικό στρατιωτικό απόσπασμα που βρισκόταν στη Νέβεσκα, παραμένει στη θέση του αδρανές. Η κατηγορία για παθητική συνεργασία του με τους έλληνες μισθοφόρους, διατυπώνεται επίσημα, από τους προξένους όλων των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων της εποχής.

Ο πρόξενος της Αυστρίας στο Μοναστήρι, γράφει χαρακτηριστικά: "Από τη Νέβεσκα στο Ζέλενιτς η απόσταση είναι μισή ώρα. Υπολογίζεται ότι το γεγονός συνέβη κατά τις 9 τη νύκτα και ότι ρίχθηκαν περί τους 200 πυροβολισμοί. Στη Νέβεσκα ο στρατός και οι 10 χωροφύλακες κατ' εντολή του Μουδίρη έμειναν αδρανείς και επισκέφτηκαν το Ζέλενιτς την επόμενη μέρα".13

Ο ματωμένος γάμος του Ζέλενιτς είναι η πρώτη μαζική σφαγή που πραγματοποιούν οι έλληνες μισθοφόροι στη Μακεδονία.

7 Καραβίτης, τομ. Α΄, σ. 152.8 Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος, Μακεδονικός αγώνας (1904 - 1908) η ένοπλη φάση, Μπαρμπουνάκης,

Θεσσαλονίκη, 1987, σ. 86.9 Καραβίτης, τομ. Α΄, σ. 153.10 ό.π., σ. 156.11 Βακαλόπουλος, σ. 88.12 Κλειδής, σ. 163.13 Καραβίτης σ. 158, υποσημείωση 168β.

Page 61: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Η είσοδος του Τσόντου – Βάρδα

Τέσσερις μέρες μετά τη σφαγή του Ζέλενιτς, ένα άλλο μισθοφορικό σώμα υπό την ηγεσία του κρητικού ανθυπολοχαγού Γιώργου Τσόντου (Βάρδα), περνάει τα ελληνοτουρκικά σύνορα.

Ο Βάρδας, που μπορεί να θεωρηθεί από τους σημαντικότερους πρωταγωνιστές του ελληνικού αντιμακεδονικού αγώνα,1 βρίσκεται επικεφαλής 36 ανδρών, μεταξύ των οποίων είναι ο ξάδελφός του Μιχάλης Τσόντος, ο πελοποννήσιος επιλοχίας Αθ. Σκλαβούνος, ο κρητικός λοχίας Θεοδ. Κουκουλάκης, ο Πελοποννήσιος Αριστείδης Μπονάτσος2, οι Κρητικοί Βαγγέλης Φραγκιαδάκης, Μανόλης Νικολούδης και Γιώργος Δικωνυμάκης (Μακρής), ο Αρ. Θεοφανόπουλος από τη Φθιώτιδα, ο θρακιώτης παπάς Δράκος Χρυσομαλλίδης και οι Μακεδόνες Σίμος Στογιάννης και Σταύρος Τσίλης. Είναι πάντως χαρακτηριστικό ότι από τους 36 άνδρες του σώματος, οι 28 είναι Κρητικοί.

Το σώμα του Τσόντου (Βάρδα), περνάει τον ποταμό Μπίστριτσα (Αλιάκμονα) στις 16 Νοεμβρίου και στις 17 - 18 Νοεμβρίου λημεριάζει κοντά στο χωριό Φιλί [Fili]3.

Την επόμενη μέρα ακολουθούν πορεία προς Βορρά. Διαβαίνουν το Βενέτικο ποταμό και στη συνέχεια περνούν ανάμεσα στα χωριά Ζίγκοστι [Zigosti]4 και Γκόστομ [Gostom]5. Τέλος διαβαίνουν το Γρεβενιώτικο ποταμό, κοντά στις εκβολές του στη Μπίστριτσα, και διανυκτερεύουν.

Στις 20 και 21/11 βρίσκονται στην περιοχή πλησίον του χωριού Παλαιόκαστρο [Paleokastro]6

και το βράδι της 22/11 κοντά στη Σιάτιστα [Sjatista]7, όπου μυημένοι στην ελληνική οργάνωση τους περιμένουν και τους παρέχουν δωρεάν τροφή.

Στις 23/11 βρίσκονται στη μονή Παναγίας Σισανίου. Από εκεί φεύγει το απόγευμα, ο Βαγγέλης Φραγκιαδάκης με ένα απόσπασμα 14 αντρών, για το χωριό Λόσνιτσα. Ο Βάρδας με τους υπόλοιπους μεταβαίνουν στη μονή Αγίου Δημητρίου, όπου φτάνουν νωρίς το βράδι και διανυκτερεύουν.

1 Ο Καλαποθάκης, σε επιστολή του στις 24/2/1905, αποκαλεί το Βάρδα "αρχηγό περιφερείας Μοναστηρίου". Αρχείο Τσόντου - Βάρδα, φακ. 2.

2 Η εξιστόρηση της δράσης του ένοπλου σώματος του Βάρδα, μεταξύ 16/11/1904 και 15/2/1902, βασίζεται κυρίως σε αντίγραφο του ημερολογίου του Αριστείδη Μπονάτσου που βρίσκεται στο Αρχείο του Τσόντου - Βάρδα (φακ. 17 - 19).

3 Fili ή Fil ή Fal. Ελληνικό χριστιανικό χωριό του καζά Γρεβενών. Ο Кънчов δίνει πληθυσμό 217 κατοίκους. Το 1913 απογράφονται 212 και το 1920 155 άτομα. Στο χωριό προστίθενται 22 προσφυγικές οικογένειες - 63 άτομα [Κατάλογος Ε.Α.Π.]. Το 1928 απογράφονται 488 άτομα. Το 1949 μετονομάστηκε Φελλίον.

4 Zigosti ή Zigost. Ελληνικό χριστιανικό χωριό του καζά Γρεβενών. Ο Кънчов δίνει πληθυσμό 170 κατοίκους. Το 1913 απογράφονται 175 και το 1920 160 άτομα. Το 1928 απογράφονται 168 άτομα. Το 1927 μετονομάζεται Μεσόλακκος.

5 Gostom ή Gostum ή Gustam ή Gostum. Ελληνικό χριστιανικό χωριό του καζά Κοζάνης. Ο Кънчов δίνει πληθυσμό 97 κατοίκους και ο Brancoff 85. Το 1913 απογράφονται 63 και το 1920 72 άτομα. Το 1928 απογράφονται 85 άτομα. Το 1927 μετονομάστηκε Πόρος.

6 Paleokastro ή Paliokastro. Ελληνικό χωριό του καζά Κοζάνης. Ο Кънчов δίνει πληθυσμό 432 κατοίκους: 217 χριστιανούς και 215 μουσουλμάνους. Το 1913 απογράφονται 431 και το 1920 342 άτομα. Το 1928 απογράφονται 322 άτομα.

7 Sjatista ή Šatista ή Sačišta. Ελληνικό κεφαλοχώρι του καζά Ανασελίτσας. Ο Кънчов δίνει 4.800 κατοίκους και ο Brancoff 5.250. Το 1913 απογράφονται 6.774 άτομα, Το 1916, καταμετρούνται 78 προσφυγικές οικογένειες - 308 άτομα. Το 1920 απογράφονται 4.648, και το 1928, 5.328 άτομα.

Page 62: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Την επομένη το βράδι φτάνουν στη Λόσνιτσα, όπου τους υποδέχονται οι Φραγκιαδάκης, Καραλίβανος, Μπισμπίκης και μέλη των μυημένων στην αντιμακεδονική ελληνική επιτροπή του χωριού. Το σώμα μοιράζεται και διανυκτερεύει σε τρία καταλύματα εντός του χωριού.

Το πρωί της 25/11, ο Βάρδας με τους επικεφαλής του συνεδριάζει από κοινού με την επιτροπή του χωριού. Η επιτροπή υπογράφει πρακτικό, με το οποίο αναλαμβάνει α) την υποχρέωση να διατηρεί τέσσερις σκοπούς με μηνιαίο μισθό ένα εικοσόφραγκο, β) να χορηγεί κατάλυμα στις ελληνικές ομάδες κατά τη διάρκεια της νύχτας εντός του χωριού και γ) να δίνει ψωμί δωρεάν στους

Page 63: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

άντρες. Ο Βάρδας αναλαμβάνει τη μισθοδοσία δύο οδηγών - ταχυδρόμων (ένα εικοσόφραγκο έκαστος).

Το βράδι μεταβαίνουν στο Μπογκάτσκο, όπου βρίσκουν κατάλυμα σε σπίτια μυημένων στην ελληνική οργάνωση.

Μεταξύ 26 και 28 Νοεμβρίου παραμένουν στο Μπογκάτσκο, λόγω κακοκαιρίας. Στις 29/11 βρίσκονται στη Σλίμνιτσα [Slimnica]8, στις 30/11 στο Μόλασι [Molasi]9 και την 1/12 στο Τσακαλοχώρι [Cakalohori]10. Και στα τρία χωριά ο Βάρδας οργανώνει επιτροπές, οι οποίες υπογράφουν πρακτικά, παρόμοια με το προαναφερόμενο στη Λόσνιτσα.

Την Πέμπτη 2/12 κι ενώ βρίσκονται στο Τσακαλοχώρι, κάποιος Κ. Γκιώνης από τη Βιντολούστα [Vidolušta]11 τους πληροφορεί ότι ο μακεδόνας βοεβόντας Κοστάντοφ περιφέρεται στην περιοχή. Την επόμενη μέρα μεταβαίνουν και διανυκτερεύουν στη Βιντολούστα.

Το Σάββατο 4/12, παίρνουν την πληροφορία από το δραγάτη του Λιμπέσοβου [Libešovo]12, ότι ο Κοστάντοφ βρίσκεται εκεί, στο σπίτι της ερωμένης του. Ο Βάρδας αποφασίζει να σκοτώσει

8 Slimnica ή Slimnista. Χριστιανικό χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 150 χριστιανούς Βούλγαρους και 150 Έλληνες. Το 1913 απογράφονται 567 άτομα και το 1920 116 οικογένειες - 612 άτομα. Το 1928 απογράφονται 366 άτομα. Το 1926 μετονομάστηκε Μηλίτσα.

9 Molasi. Χριστιανικό χωριό του καζά Ανασελίτσας. Ο Кънчов δίνει 150 χριστιανούς Βούλγαρους. Ο Βάρδας δίνει 13 ελληνόφωνες οικογένειες - 158 κατοίκους. [Αρχείο Τσόντου - Βάρδα, φακ. 4]. Το 1913 απογράφονται 157 άτομα, το 1920, 156, και το 1928, 197 άτομα. Το 1955 το χωριό μετονομάζεται Διαλεκτόν.

10 Cakalohori ή Skalohori ή Čerčišta. Ελληνικό χριστιανικό χωριό του καζά Ανασελίτσας. Ο Кънчов δίνει 400 κατοίκους και ο Brancoff 475. Ο Βάρδας σημειώνει 99 οικογένειες 588 κατοίκους. Το 1913 απογράφονται 588 άτομα, το 1920, 432 και το 1928, 515 άτομα. Η ελληνική διοίκηση το απογράφει ως Τσουκαλοχώριον.

11 Vidolušta ή Vidolus ή Biduluš. Χριστιανικό χωριό του καζά Ανασελίτσας. Ο Кънчов δίνει 405 χριστιανούς Βούλγαρους. Ο Βάρδας σημειώνει 102 οικογένειες 630 κατοίκους. Το 1913 απογράφονται 642 άτομα, το 1920, 573, και το 1928, 607 άτομα. Το 1927 μετονομάστηκε Δαμασκηνέα.

12 Libešovo ή Libiševo. Μακεδόνικο χριστιανικό χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 350 άτομα και ο Βάρδας 41 οικογένειες - 322 κατοίκους. Το 1913 απογράφονται 323 άτομα, το 1920, 253, και το 1928, 247. Το 1927 μετονομάστηκε Άγιος Ηλίας.

Page 64: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

τον Κοστάντοφ. Το ίδιο βράδι η ομάδα περικυκλώνει το χωριό και μπαίνει σε αυτό μοιρασμένη σε ομάδες, πυροβολώντας ταυτόχρονα προς εκφοβισμό των κατοίκων. Ο δραγάτης τους οδηγεί γρήγορα στο σπίτι όπου βρίσκεται ο Κονστάντοφ.

Στο σημείο αυτό, είναι αποκαλυπτική η αφήγηση του Μακρή, που πήρε μέρος στην επίθεση: "Εγώ, γράφει, με το Βαγγέλη [Φραγκιαδάκη] πλησιάσαμε και χτυπήσαμε την πόρτα και τότε μας έριξαν από μέσα ομοβροντία πυροβολισμών και, πριν προφτάσουμε να τραβηχτούμε, μια σφαίρα τρύπησε την αριστερή παλάμη του Βαγγέλη, που από τότε έμεινε άχρηστη. Άμα είδαμε έτσι, έβαλα στο σπίτι φωτιά - από τα παράθυρα και τη σκεπή [...] Στη σκεπή τη φωτιά την έβαλε ο παπα - Δράκος από την πίσω μεριά του σπιτιού, όπου δεν ήταν ούτε πόρτα, ούτε παράθυρα κι όπου εξ αιτίας του επικλινούς του εδάφους έφθανε κανείς τις πλάκες της σκεπής. Εσήκωσε λοιπόν ένα - δυο πλάκες κι έριξε μέσα πετρέλαιο και τούβαλε φωτιά κι έπιασε η ξύλινη σκεπή...Έσκασαν όλοι μαζί εκεί μέσα στην κρυψώνα".13

Σημαντική είναι επίσης η σχετική μαρτυρία του Αρ. Θεοφανόπουλου, που συμμετείχε στην επίθεση. "Εβάλαμε φωτιά εις το σπίτι και ενθυμούμαι σαν να ήταν χθες, καθόμασταν απέναντι της πόρτας του υπογείου και παρακολουθούσαμε την πτώση του πατώματος διά να δούμε εάν πέσουν και τα πτώματα".14

Έντεκα άνθρωποι έσκασαν από ασφυξία ή κάηκαν, ανάμεσά τους και δυο μικρά παιδιά. Μόλις τελείωσαν το έργο τους οι έλληνες μισθοφόροι μάζεψαν όλο το χωριό και φοβέρισαν τους κατοίκους ότι όποιος υποστηρίξει τους μακεδόνες επαναστάτες, θα πάθει τα ίδια.

Ο ιερέας του σώματος Δράκος, δεν είχε ωστόσο ικανοποιηθεί από το αποτέλεσμα της επίθεσης. Ήθελε κι άλλο αίμα. Πλησίασε ένα εικοσάχρονο μακεδόνα χωρικό "και χωρίς να τον αντιληφθούν του έριξε μια τουφεκιά σχεδόν εξ επαφής". Αμέσως, όμως τραβήχτηκε γρήγορα πίσω και γυρίζοντας στο Μακρή που ήταν κοντά του λέει: "Μπράβο, Μακρή, μπράβο Μακρή. Έτσι να σκοτώνης τους προδότες"15.

Την ίδια ώρα, πίσω από το καμένο σπίτι, οι μισθοφόροι του Βάρδα σκότωναν έναν ακόμη Μακεδόνα.

Μεσάνυχτα, η ελληνική ομάδα φεύγει για το Βιντελούστι, αφήνοντας πίσω της 13 νεκρούς. Τις επόμενες μέρες περνάνε από τα χωριά Ζάνσκο, Κλέπιστα, ανεβαίνουν το βουνό Παλιόχα και φτάνουν στο χωριό Κοτέλτσι [Kotelci]16 στις 10 Δεκεμβρίου.

Την Κυριακή 12 Δεκεμβρίου, ο Βάρδας και οι άντρες του βρίσκονται στη Λιάνγκα [Ljanga]17, όπου με δυσκολία υπογράφουν κάποιοι κάτοικοι το σχετικό πρακτικό. Το βράδι της 15/12 μεταβαίνουν στο Σκούμσκο [Skumso]18 και την επομένη λημεριάζουν πάνω από το χωριό. Την

13 Μακρής, σ. 89 - 90.14 Απαντητική επιστολή του Θεοφανόπουλου, με ημερομηνία 20/8/1930, προς τον Τσόντο - Βάρδα (βρίσκεται

στο αρχείο του τελευταίου).15 Μακρής, σ. 90.16 Kotelci. Χριστιανικό ελληνικό χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 160 κατοίκους. Ο Βάρδας

σημειώνει 37 οικογένειες - 305 κατοίκους. Το 1913 απογράφονται 340 άτομα, το 1920, 312, και το 1928, 364 άτομα. Το 1927 μετονομάστηκε Κοτύλη.

17 Ljanga ή L'ka. Χριστιανικό χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 850 χριστιανούς Βούλγαρους. Ο Βάρδας σημειώνει 74 ελληνικές οικογένειες 485 κατοίκους. Το 1913 απογράφονται 473 άτομα, το 1920, 416, και το 1928, 329 άτομα. Η ελληνική διοίκηση το απογράφει ως Λάγκα.

18 Skumsko ή Skumcko ή Skonsko. Χριστιανικό ελληνικό χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Βάρδας σημειώνει 22 οικογένειες - 164 κατοίκους. Το 1913 απογράφονται 340 άτομα, το 1920, 26 οικογένειες - 312 άτομα, και το 1928, 231

Page 65: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Κυριακή 19 Δεκεμβρίου η ομάδα επιστρέφει στη Λιάνγκα, λόγω της αφόρητης κακοκαιρίας (ένα μέτρο χιόνι).

Ο Βάρδας αντιμετωπίζει πρόβλημα, γιατί οι μισθοφόροι του ζητούν τους μισθούς τους, αλλά τα χρήματα που έχει δεν φτάνουν για όλους.

Από επιστολή που έχει λάβει, ωστόσο, φαίνεται πως ο Ρούβας μπαίνοντας στη Μακεδονία είχε μαζί του 4.800 φράγκα, πήρε δε άλλα 1.220 από το προξενείο. Με αυτά τα χρήματα είχαν πληρωθεί οι μισθοφόροι του Ρούβα, του Καούδη, του Λεχόβου της Μπελκαμένης, της Νεγκόβανης και του Πούλακα.19

Η δύναμη σε άντρες και η μηνιαία μισθοδοσία των ομάδων που βρίσκονται υπό την αρχηγεία του Βάρδα, την περίοδο αυτή έχει ως εξής: α) ομάδα Καούδη 15 άντρες - 32 εικοσόφραγκα, β) ομάδα Πύρζα 16 άντρες - 30 εικοσόφραγκα, γ) ομάδα Καραλίβανου - Μπισμπίκη 12 άντρες - 30 εικοσόφραγκα, δ) ομάδα Πούλακα (Μπούλακα) - Βολάνη 14 άντρες - 20 εικοσόφραγκα, ε) ομάδα Κατεχάκη (Ρούβα) 23 άντρες - 55 εικοσόφραγκα, στ) ομάδα Μαργαρίτη 10 άντρες - 25 εικοσόφραγκα, ζ) ομάδα Τσόντου 40 άντρες - 100 εικοσόφραγκα. Σύνολο 130 άντρες και 302 εικοσόφραγκα, συν 48 εικοσόφραγκα για έξοδα κατασκόπων. Οι υπαξιωματικοί έπαιρναν μηνιαίως 50 φράγκα έκαστος, οι ελλαδίτες μισθοφόροι 40 φράγκα, οι μακεδόνες μισθοφόροι 30 φράγκα, οι ιδιώτες αρχηγοί 60 - 80 φράγκα και οι κατάσκοποι 20 φράγκα.20

Ο Βάρδας παίρνει επίσης επιστολή του Ρούβα από το Λέχοβο, με την οποία του γίνεται γνωστό ότι ο τελευταίος παραμένει για περισσότερο από είκοσι μέρες σε πλήρη αδράνεια λόγω της κακοκαιρίας. Η σωματική του κατάσταση και ο αποκλεισμός του έχουν προκαλέσει, κατά τα γραφόμενά "του νευρική ταραχή. Είναι τελείως απελπισμένος. Του φταίνε και τα ρούχα του". Προτείνει στο Βάρδα να οργανώσει μια επίθεση κατά του Σρέμπρενου.21

Την επομένη των Χριστουγέννων μεταβαίνουν στο Ζάνσκο και στις 28/12 στην Κλέπιστα. Από εκεί, οι ληστές Καραλίβανος και Μπισμπίκης αφήνουν την ομάδα και φεύγουν για να περάσουν τις γιορτές με τους δικούς τους στην Κοζάνη. Ο Κουκουλάκης, επίσης, με έναν οδηγό φεύγει για την Ελλάδα.

Ας σημειωθεί ότι ο τραυματισμένος Βαγγέλης Γαλιανός έχει ήδη καταφύγει στο Μπογάτσκο για θεραπεία, ο Μιχάλης Τσόντος στο Τσακαλοχώρι με ορισμένους άντρες και ο κάποιοι άλλοι, υπό τον Αντρέα Δικωνυμάκη (Μπάρμπα Αντρέα), βρίσκονται στην Κοσταράτζα.

Την άλλη μέρα ο Βάρδας παίρνει επιστολή από το Ρούβα, με την οποία τον καλεί να συναντηθούν στη Σλίμνιτσα. Ο Βάρδας φεύγει με δύο άντρες για τη Σλίμνιτσα και οι υπόλοιποι, υπό τον παπά Δράκο, μεταβαίνουν στη Ντράμιστα [Dramišta]22.

Ο παπά Δράκος και οι άντρες βρίσκονται στη Ντράμιστα στις 30/12 και την επομένη στο Κοστάνσκο [Kostansko]23. Την πρωτοχρονιά, ο ιερέας - αναπληρωτής αρχηγός της ελληνικής

άτομα. Το 1926 μετονομάστηκε Βράχος.19 Επιστολή Μέγα προς Βάρδα, με ημερομηνία 10/12/1904. Αρχείο Τσόντου - Βάρδα, φακ. 2, επιστολή αριθμός

13.20 Αρχείο Τσόντου - Βάρδα, φακ. 6.21 Επιστολή Ρούβα προς Βάρδα με ημερομηνία 26/1/1905. Αρχείο Τσόντου - Βάρδα, φακ. 2, επιστολή αριθμός

5.22 Dramišta. Χριστιανικό ελληνικό χωριό του καζά Ανασελίτσας. Ο Кънчов δίνει 270 κατοίκους. Το 1913

απογράφονται 257 άτομα, το 1920, 178, και το 1928, 229 άτομα. Το 1930 μετονομάστηκε Δάφνη.23 Kostansko ή Konstandžik. Χριστιανικό ελληνικό χωριό του καζά Ανασελίτσας. Ο Кънчов δίνει 850

κατοίκους. Το 1913 απογράφονται 1.201 άτομα, το 1920, 168 οικογένειες - 702 άτομα, και το 1928, 882 άτομα. Το 1927 μετονομάστηκε Αυγερινός.

Page 66: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

ομάδας, καλεί στο κατάλυμά του τους πρόκριτους του χωριού και τους εξαναγκάζει να υπογράψουν το γνωστό πρακτικό. Οι επιφυλάξεις και οι αντιρρήσεις των προκρίτων κάμπτονται μετά τον ξυλοδαρμό ενός (ονόματι Πασχάλη) από τον παπά Δράκο.

Ο άσχημος καιρός (συνεχώς χιονίζει) εμποδίζει τις μεγάλες μετακινήσεις τους. Ο παπά Δράκος παίρνει επιστολή από το Λιμπόχοβο [Libohovo]24, με την οποία του γίνεται γνωστό ότι δέκα ληστές της περιοχής θέλουν να συμπράξουν με την ελληνική ομάδα.

Την Πέμπτη 8 Ιανουαρίου βρίσκονται στην Κλέπιστα και την επομένη στο Ζάνσκο. Εκεί ο παπά Δράκος προσβάλλει δημόσια τους ιερείς τους χωριού, για ασήμαντη αφορμή, και τους διώχνει από το κατάλυμά του, προκαλώντας έτσι τη γενική δυσαρέσκεια. Την ίδια μέρα, πληροφορούνται τη σύλληψη του Καραλίβανου, από το στρατό, στην Κοζάνη.

Σε αυτό το σημείο, επιβάλλεται να ανοίξει μία παρένθεση.Ο Καούδης, στα απομνημονεύματα του, γράφει σχετικά: "Ο μακαρίτης ο Μελάς, όταν

επέρασεν τον ανήφορον, είχε μαζί του τρεις παλαιούς ληστές, τον Καραλίβανον, τον Βισβίκην, τον Αριστείδην από την Καστοριά, δεν ξεύρω το υπώνυμόν του [Μαργαρίτης]25. Αυτοί λοιπόν σε όποιον σπίτι έμπαιναν εζητούσαν και παράδες, λίρες. Οι χωρικοί όμως εφοβόντουσαν και δεν το μαρτυρούσαν, σιγά σιγά όμως και αφού οι Κοζανίτες παρέδωσαν τον Καραλίβανο με τον Βισβίκη στον στρατόν, διότι οι ίδιοι τον πρόδωσαν, αφού είδαν ότι βρήκαν το μπελά τωνε να τους υποχρεώνει να του μαζεύουν παράδες, δήθεν ότι τα παιδιά θέλουν κάπες, θέλουν τσαρούχια και λπ".26

Λίγες μέρες μετά τη σύλληψη του Καραλίβανου, αποστέλλεται προς τον έλληνα υπουργό Εξωτερικών μία επιστολή από το προξενείο Μοναστηρίου, που υπογράφει ο Σ. Λεβίδης και στην οποία γίνεται γνωστό ότι μαζί με τον Καραλίβανο ο οθωμανικός στρατός συνέλαβε επίσης τρεις οπαδούς του, κατάσχεσε δε σημαντικά απόρρητα έγγραφα σχετικά με τη δράση των ελληνικών μισθοφορικών ομάδων.

Ο Λεβίδης ωστόσο δεν είναι ανήσυχος, γιατί η οθωμανική διοίκηση μέσα από την ανάγνωση των κατασχεμένων εγγράφων πείστηκε ότι ο σκοπός του ελληνικού κομιτάτου "είναι ουδόλως εχθρικός προς την Τουρκίαν. Απεναντίας διέτασσε τα εν Μακεδονία σώματα και κέντρα αυτού, όπως εν αδελφική συμπνοία μετά των Τούρκων εργασθώσιν. Όχι μόνο δε ν' αποφεύγωσιν επιμελώς σύγκρουσιν μετά του τουρκικού στρατού, αλλά στην ανάγκη να μην αρνηθώσι παροχήν συνδρομήν και εις τους Τούρκους".

Ο Λεβίδης ενημερώνει επίσης τον έλληνα υπουργό, ότι "ο αρχηγός της χωροφυλακής διεβεβαίωσε τον κ. Χωναίον ότι και ο Γεν. Διοικητής είνε της γνώμης ότι οι συλληφθέντες πρέπει ν' αφεθώσιν ελεύθεροι, αλλ' ίνα μη διεγείρη τούτο τας διαμαρτυρίας των ξένων, καλόν είνε η αποφυλάκισίς των να γείνη δια της δικαστικής οδού".27

Είναι δε ο ίδιος ο Λεβίδης, που εννέα μέρες πριν σε άλλη επιστολή του, χαρακτηρισμένη ως "όλως απόρρητος", έγραφε στον υπουργό Εξωτερικών, για το ζήτημα της ελληνοτουρκικής συμμαχίας στο μακεδονικό, τα εξής εξόχως αποκαλυπτικά:

"Θέλω λάβη την τιμήν να εκθέσω τη Υμετέρα Εξοχότητι τας εντυπώσεις, ας απεκόμισα εκ της διαμονής μου εν Μακεδονία εν σχέσει προς την ψυχολογικήν κατάστασιν του Μακεδόνος και τα αισθήματα αυτού απέναντι τοιάσδε ή τοιάσδε Ελληνικής πολιτικής, και τούτο όπως έχη η Β. Κυβέρνησις υπ' όψει αυτής, καίτοι ίσως εκ περισσού, την ταπεινήν μου γνώμην, ης βάσις είνε η απόλυτος ανάγκη, όπως διαγραφή εις τους αρχηγούς των Ελληνικών συμμοριών καθωρισμένη στάσις, άνευ του οποίου κινδυνεύομεν να δημιουργήσωμεν χάος εν Μακεδονία, να συντελέσωμεν εις τον σχηματισμόν ρεύματος πολιτικού, το οποίον να παρασύρη ημάς [...].

Οι Τούρκοι, ως πολλαχόθεν μοι βεβαιούται κλείουσι τους οφθαλμούς απέναντι των Ελληνικών

24 Libohovo. Χριστιανικό ελληνικό χωριό του καζά Ανασελίτσας. Ο Кънчов δίνει 300 κατοίκους και ο Brancoff 455. Το 1913 απογράφονται 501 άτομα, το 1920, 88 οικογένειες - 347 άτομα, και το 1928, 333 άτομα. Το 1929 μετονομάστηκε Δίλοφον.

25 Στις 31 Μαρτίου 1905, οι Μάλλιος και Βάρδας, μετά από απαίτηση του Καραβαγγέλη, αποφάσισαν και διέταξαν την εκτέλεσή του "διά ληστείαν την οποίαν διέπραξεν εν Λάγγα και τα πέριξ χωρία αφαιρέσας παρά των χωρικών χιλιάδας λιρών και επειδή δια της βίας ητίμασε γυναίκας και νεάνιδας". Βλ. Ημερολόγιο Καπετάν Φιλώτα (Φιλολάου Πηχιών), Δυτική Μακεδονία, 18/1/1931.

26 Ευθύμιος Καούδης, Απομνημονεύματα, σ. 94 - 95.27 Προξενείο Μοναστηρίου, 28/1/1905, έγγραφο 101.

Page 67: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

συμμοριών και ενεργειών[...]. Ουδεμία εκ των υπό Έλληνα αξιωματικόν συμμοριών συνεκρούσθη μέχρι τούδε προς τους Τούρκους [...]. Εάν μεν αι ελληνικαί συμμορίαι συστηματικώς δεν έρχονται εις σύγκρουσιν προς τα Τουρκικά αποσπάσματα, θέλομεν υποστή μεγάλην απώλειαν, την εκ της απογοητεύσεως των ημετέρων γεννηθησομένην και την εκ της κατακραυγής της Ευρωπαϊκής κοινής γνώμης [...].

Ελληνοτουρκική συνεννόησις έσται πολυτιμοτάτη αν μη απαραίτητος ημίν κατά το παρόν, αλλά συμμαχία ή συνεννόησις φανερά και πασίγνωστος προσπίπτουσα εις τας όψεις πάντων έσται επιζημία. Αρκεί καλή θέλησις εκ μέρους της Υψηλής Πύλης, όπως καθορισθή απλώς η στάσις των Τουρκικών Αρχών απέναντι των Ελληνικών συμμοριών [...]. Οι Τούρκοι δεν εισί ξένοι προς τα τεχνάσματα. Εάν αφ' ενός εδέχοντο, όπως δοθώσι ευρισκόμεναι διαταγαί, όπως όχι μόνον μη καταδιώκονται ή συλλαμβάνονται Έλληνες συμμορίται, αλλ' επί πλέον προς το θεαθήναι συμπλέκονται ενίοτε υπεκφεύγουσαι πάντοτε [...].

Ο Καϊμακάμης Φλωρίνης έλεγε προ τινος τω ημετέρω Διερμηνεί κ. Χωναίω ότι βεβαίως θα συνέπραττον οι Τούρκοι τοις Έλλησιν, αλλά δέον να μη προβαίνωσιν οι τελευταίοι εις πράξεις, οία η του Ζέλενιτς επίθεσις, ότε παρά πάσαν προσπάθειαν καθίσταται αδύνατον να καλυφθώσιν τα γιγνόμενα ένεκα της παρουσίας εν Μακεδονία τόσων ξένων απεσταλμένων".28

Ας επανέλθουμε όμως στην, υπό τον παπά Δράκο, ελληνική ομάδα.Η συνεχιζόμενη κακοκαιρία (ένα μέτρο χιόνι και - 30 βαθμοί), κάνουν τη μετακίνηση τους

ιδιαίτερα προβληματική. Στις 14 Ιανουαρίου βρίσκονται στη Λούτσιστα [Lučišta]29 και στις 16/1 στη Ζικοβίστα [Zikovišta]30. Εδώ οι κάτοικοι είναι αγανακτισμένοι από την αισχρή διαγωγή του έλληνα μισθοφόρου Ταγαρούλια που τους φορολογεί με την απειλή του όπλου.

Στις 17/1 έρχονται στη Ζικοβίστα κατόπιν διαταγής του παπά Δράκου κάποιοι χωρικοί από το Λιμπέσοβο και το Μπουχίν [Buhin]31. Ο ιερέας δεν περιορίζεται σε απλό υπέρ του ελληνισμού κήρυγμα, αλλά χτυπάει για εκφοβισμό με το όπλο του στο κεφάλι το γέροντα Κοσμά Μιτσάντικο, από το Λιμπέσοβο.

Την επομένη βρίσκονται στο Τσουκαλοχώρι. Επ' ευκαιρία της γιορτής του Αγίου Αθανασίου, παίρνουν μέρος σε ένα μικρό γλέντι, όπου η συμπεριφορά του παπά Δράκου ξαναπροκαλεί τη δυσαρέσκεια των παρευρισκόμενων.

Στις 19/1 μεταβαίνουν στο χωριό Ρεσούλια [Resulja]32. Εκεί, σχηματίζουν τη γνωστή επιτροπή και αποσπούν τη δήλωση υποταγής ή πρακτικό.

Την Παρασκευή 21 Ιανουαρίου η ομάδα περνάει από το χωριό Μόλασι, όπου τους περιμένουν δύο οδηγοί από το Μπογάτσκο, σταλμένοι από το Βάρδα, οι οποίοι και τους οδηγούν αργά το βράδι στο χωριό.

Την ίδια μέρα, ο Βάρδας βρίσκεται στη Σέλιτσα [Selica]33, από την οποία και στέλνει στο Μπογκάτσκο χρήματα για τη μισθοδοσία των ήδη δυσαρεστημένων για την καθυστέρηση αντρών που βρίσκονται υπό τον παπά Δράκο.

Ο Βάρδας συνοδευόμενος από το Μακρή και το Βασ. Επισκοπάκη, είχε ήδη συναντηθεί την

28 Προξενείο Μοναστηρίου, 19/1/1905, έγγραφο 69.29 Lučišta ή Lutišta. Χριστιανικό χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 90 χριστιανούς Βούλγαρους. Ο

Βάρδας σημειώνει 20 ελληνικές οικογένειες - 98 κατοίκους. Το 1913 απογράφονται 126 άτομα, το 1920, 89, και το 1928, 89 άτομα. Το 1927 μετονομάστηκε Κερασώνα.

30 Zikovišta. Μακεδόνικο χριστιανικό χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 300 κατοίκους και ο Βάρδας 29 οικογένειες, 150 κατοίκους. Το 1913 απογράφονται 214 άτομα, το 1920, 153, και το 1928,174. Το 1927 μετονομάστηκε Σπήλαια.

31 Buhin ή Bojne ή Bojni. Μακεδόνικο χριστιανικό χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 240 κατοίκους και ο Βάρδας 31 οικογένειες 237 κατοίκους. Το 1913 απογράφονται 251 άτομα, το 1920, 230 και το 1928,225. Το 1928 μετονομάστηκε Ανθηρόν.

32 Reculja ή Resuljani. Χριστιανικό ελληνικό χωριό του καζά Ανασελίτσας. Ο Кънчов δίνει 100 κατοίκους. Το 1913 απογράφονται 129 άτομα, το 1920, 117 άτομα, και το 1928, 145 άτομα. Το 1959 μετονομάστηκε Βέλος.

33 Selica ή Selsko ή Selce. Χριστιανικό ελληνικό χωριό του καζά Ανασελίτσας. Ο Кънчов δίνει 2.300 κατοίκους. Το 1913 απογράφονται 2.680 άτομα. Το 1916 καταμετρούνται 29 προσφυγικές οικογένειες - 146 άτομα. Το 1920 απογράφονται 1.935 άτομα και το 1928, 2.359 άτομα. Το 1928 μετονομάστηκε Εράτυρα.

Page 68: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

πρωτοχρονιά στη Λόσνιτσα, με τους Κατεχάκη (Ρούβα), Καούδη, Μιχ. Τσόντο και Αρ. Μαργαρίτη.34

Ο Βάρδας φτάνει στο Μπογκάτσκο με είκοσι άντρες, την Πέμπτη 27 Ιανουαρίου το βράδι. Τις επόμενες μέρες μια ομάδα πηγαίνει στην Κοσταράτζα και μια άλλη υπό το Βάρδα, στη Μπλάτσα.

Την 1/2 ο Βάρδας επιστρέφει στο Μπογκάτσκο. Την επομένη μεταβαίνει με 25 άντρες στη Σέλιτσα και στις 4/2 στο Κόντσικο [Konciko]35. Από το Κόντσικο36, οι Παπά Δράκος, Μακρής, Καραβίτης και τέσσερις υπαξιωματικοί φεύγουν για την Ελλάδα, παίρνοντας μαζί τους και τον άρρωστο Ρούβα.

Ο Βάρδας, περιμένοντας να τελειώσει η βαρυχειμωνιά, διατάζει τους ομαδάρχες του να προβούν σε διάφορες "μικρές" σφαγές.

Ο Γιάννης Πούλακας σκοτώνει στις 13 Φεβρουαρίου στη Νεγκοβάνη τους ρουμανίζοντες Βλάχους Γ. Θωμαΐδη και Παπά Θεοδόση, τους Μακεδόνες Τίπες Βούλγαρη και Νίκο Βλάχο (ανιψιό του Μήτρου Βλάχου) και τον αλβανίζοντα Παπά Χρήστο.37

Στις 17 Φεβρουαρίου ο Μιχάλης Τσόντος χτυπάει το χωριό Μανγκίλα [Mangila]38.

Την επομένη, ο Καούδης σκοτώνει πέντε Μακεδόνες στα περίχωρα της Ζαγκορίτσανης.39

Στις 21/2 ο Μιχάλης Τσόντος σφάζει τέσσερις Μακεδόνες40 στο χωριό Οσνίτσανι [Osničani]41.

Στις 7 Μαρτίου ο Βαγγέλης Γαλιανός σφάζει δώδεκα εξαρχικούς Μακεδόνες, στη θέση Χαρατσάρι Λάκκο, κοντά στο Μπογκάτσκο.42

Στις 14 Μαρτίου σφάζουν τον εξαρχικό παπά του χωριού Μπλάτσα Καστοριάς43

Κι από σφαγή σε σφαγή, ο Βάρδας προετοιμάζει το μεγάλο μακελειό, τη Ζαγκορίτσανη...

34 Παύλος Τσάμης, σ. 222 - 223.35 Konciko ή Konsko. Χριστιανικό ελληνικό χωριό του καζά Ανασελίτσας. Ο Кънчов δίνει 970 κατοίκους. Το

1913 απογράφονται 1.522 άτομα, το 1920, 1.359 άτομα και το 1928, 1.473 άτομα. Το 1927 μετονομάστηκε Γαλατηνή.36 Σε επιστολή του Κ. Παπαευθυμίου προς τον Βάρδα, με ημερομηνία 11/6/30, διαβάζουμε: "Το πρώτον εις

Κωντσικόν ήλθατε την 5ην Φεβρουαρίου 1905 ημέραν Σάββατον, εκ Σελίτσης [...]. Είχατε τον Παπαδράκον και τον Ε. Δικώνυμον και 4 - 5 άλλα παιδιά. Την επομένη, ημέραν Κυριακήν μετά την θείαν λειτουργίαν εκαλέσατε τους κατοίκους εις το κατάλυμα και ανεπτύξατε εις αυτούς τον σκοπόν των ανταρτικών σωμάτων, οι οποίοι ήκουον με φόβον και τρόμον, διότι ο Παπαδράκος πίνων εις τας ευχάς του έλεγεν "εις υγείαν παιδιά, αν δεν κάψωμεν τα σπίτια μας δεν θα τα κάμωμεν καινούργια"". Βλ. Αρχείο Τσόντου - Βάρδα, φακ. 6.

37 ό.π., φακ. 6.38 Mangila ή Mogila. Χριστιανικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 250 κατοίκους. Ο

Βάρδας σημειώνει 16 οικογένειες - 122 άτομα. Το 1920 απογράφονται 86 άτομα, και το 1928, 104 άτομα. Το 1926 μετονομάστηκε Άνω Περιβόλιον.

39 ΓΕΣ / ΔΙΣ, σ. 187.40 ό.π., σ. 188.41 Osničani ή Sničeni.Χριστιανικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 840 κατοίκους. Ο

Brancoff δίνει 960 εξαρχικούς. Ο Βάρδας σημειώνει 27 οικογένειες - 139 άτομα. Το 1913 απογράφονται 354 άτομα, το 1920 353 άτομα, και το 1928, 249 άτομα. Το 1927 μετονομάστηκε Καστανόφυτον.

42 Αρχείο Τσόντου - Βάρδα, φακ. 6.43 ΓΕΣ / ΔΙΣ, σ. 188.

Page 69: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Η σφαγή στη Ζαγκορίτσανη1

Τη Δευτέρα 21 Μαρτίου 1905, ο Βάρδας με τους άντρες του, περιμένει στη μονή Σισανίου το νέο ελληνικό μισθοφορικό σώμα του υπολοχαγού Στέφανου Δούκα (Μάλλιου). Ο Μάλλιος φτάνει επικεφαλής 58 αντρών. Μεταξύ τους βρίσκονται: οι ανθυπίλαρχοι Παναγιώτης Κλείτος (Δίμπρας) και Φιλόλαος Πηχέων (Λιούπος), οι επιλοχίες Γιώργος Παπαϊωάννου και Φώτης Ποζιόπουλος, οι λοχίες Στέφανος Ακριβός, Γιάννης Καρφής, Φίλιππος Κιτρινιάρης, Πέτρος Σταύρου, Πέτρος Μαλεύρης.

Μαζί του ήταν ο ληστής Κώστας Γκούτας με τους δυο γιους του, ο κρητικός οπλαρχηγός Ηλίας Δελιγιαννάκης με δώδεκα μισθοφόρους και ο Γιώργος Δικώνυμος (Μακρής) με 20 μισθοφόρους.

Ο Βάρδας είχε ήδη σχεδιάσει να αιματοκυλήσει το μεγάλο μακεδόνικο εξαρχικό (στην πλειοψηφία) χωριό Ζαγκορίτσανη. Για το σκοπό αυτό βρίσκεται σε συνεννόηση και επικοινωνία με το μητροπολίτη Καστοριάς Καραβαγγέλη, ο οποίος τον έχει εφοδιάσει και με κατάλογο προγραφών.2 Μαζί με το Μάλλιο αποφασίζουν η σφαγή να γίνει συμβολικά τη μέρα της ελληνικής εθνικής εορτής, στις 25 Μαρτίου.

Όλοι μαζί ξεκινούν για τη Λόσνιτσα και τελικά λημεριάζουν στο μετόχι της μονής των Αγίων Αναργύρων, στο δάσος του Κουμανίτσοβου. Εκεί έρχεται προς ενίσχυση και ο Καραβίτης με την ομάδα του, που μόλις είχε ξαναγυρίσει στη Μακεδονία. Έτσι η συνολική δύναμη φτάνει τώρα τους 180 - 200 άντρες.

Ξημερώματα 25ης Μαρτίου, οι ενωμένες ελληνικές μισθοφορικές ομάδες, υπό την ηγεσία του Βάρδα, κυκλώνουν το χωριό. Ένας άντρας του Μάλλιου σαλπίζει, και "αμέσως ο Κουκουλάκης, ο Πούλακας, ο Κλειδής, ο Καούδης, ο Μακρής, ο Νικολούδης, ο Σκαλίδης, ο Δούκας και άλλοι, ως θύελλα επέπεσαν μεσ' την κωμόπολιν.3

Το πρώτο σπίτι τινάχτηκε στις φλόγες απ' το Μακρή. Μετά ένα - ένα στη σειρά, η νύχτα έγινε φωτεινότερη από μέρα [...]. Δεν άκουγε κανέναν κανείς. Πάνω απ' τις μπόμπες, τις σφαίρες και τα ουρλιαχτά υψώθηκε μόνο η φωνή του Τσόντου. Τόσο δυνατή που την άκουσε η μισή Ζαγορίτσανη: Από δεκάξι και πάνω κανείς ζωντανός".4

1 Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Нова Зора (τεύχος 2, Ιούλιος 1997).2 Καούδης, Απομνημονεύματα, σ. 96.3 Αναμνήσεις Παύλου Γύπαρη - Κ. Βακαλόπουλος, σ. 127.4 Κλειδής, σ. 209 - 211.

Page 70: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Λεπτομέρειες της σφαγής, δίνει ο Ράπτης: "Ο Πούλακας, ο Καραβίτης, ο Μακρής, ο Νικολούδης, ο Σκαλίδης, ο γέρων Γκούτας και όλοι οι εκδικηταί δεν γνωρίζουν πλέον τι πράττουν [...]. Έσκουζον και ωλόλυζον και εις τας πεντακοσίας οικίας του χωρίου. Η προ μιας ώρας ειρηναία σιγή μετεβλήθη εις κραυγάς παραφρονησάντων ανθρώπων. Εζήτουν σωτηρίαν και δεν εύρισκον. Η φυγή ήτο αδύνατος, ο οίκτος είχεν εκλείψει ολοτελώς. Η τελεία απελπισία [...]. Η Ζαγορίτσανη είχε μεταβληθή εις φρενοκομείον μανιακών".5

"Αφηνίασαν μερικοί και δεν ακούγανε. Ο Πούλακας με την παρέα του, ο Κουκουλάκης, ο Σκουντρής, όποιον ευρίσκανε τον σκότωναν", γράφει ο Καούδης.6

"Χορτάσαμε την ημέραν αυτήν να σφάζωμεν", σημειώνει στο ημερολόγιό του ένας άντρας του Πούλακα.7

Οι Έλληνες σφάζουν, καίνε και πλιατσικολογούν, για τρεις περίπου ώρες. Το έργο τους σταματάει με την ειδοποίηση των τσιλιαδόρων για την εμφάνιση ενός μικρού οθωμανικού αποσπάσματος χωροφυλακής από το διπλανό χωριό Κουμανίτσοβο [Kumaničevo]8. Οι "γενναίοι"

5 Σταμάτης Ράπτης, Ιστορία του μακεδονικού αγώνος, έκδοσις Β΄, Αθήναι, χ.χ., σ. 333 - 334.6 Καούδης, Απομνημονεύματα, σ. 98.7 Ράπτης, σ. 338.8 Kumaničevo ή Komaničevo. Χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 1.170 κατοίκους, διακρίνοντάς τους

σε 150 Τούρκους, 1.020 χριστιανούς Βούλγαρους. Ο Brancoff χαρακτηρίζει εξαρχικούς, τους 1.360 χριστιανούς Βούλγαρους του χωριού. Στο χωριό φαίνεται πως υπήρχε και μικρή πατριαρχική μερίδα [έγγραφο 4278]. Ο Милојевић σημειώνει 250 σπίτια, από τα οποία 30 τουρκικά και 220 χριστιανικά σλαβικά. Το 1913 απογράφονται 1.927 άτομα, και το 1920, 755 άτομα. Το 1923 απογράφονται ως ανταλλάξιμοι μουσουλμάνοι και φεύγουν για την Τουρκία 30 οικογένειες - 250 άτομα. Τη θέση τους παίρνουν το 1926, 23 οικογένειες, από τις οποίες 20 είναι ποντιακές και 3

Page 71: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

σφαγείς των αμάχων, σπεύδουν αμέσως να πιάσουν το βουνό, παίρνοντας μαζί τους και 27 αιχμαλώτους. Πίσω τους αφήνουν ένα φλεγόμενο χωριό και τους δρόμους γεμάτους με πτώματα.

"Θυμάμαι πως περνάγαμε τους δρόμους του χωριού για να φύγουμε και σε κάθε δρόμο εύρισκες 8 - 10 πτώματα γυναίκες και παιδιά να μοιρολογούνε", λέει ο Ηλίας Καπετανάκης9.

Στο βουνό σφάζουν με αγριότητα τους αιχμάλωτους. Τη δουλειά αναλαμβάνει ο Παύλος Πατρός. "Ο Πατρός είχε και το μαχαίρι και τη λόγχη. Βάζει λοιπόν, τη λόγχη στο γκρα και αρχίζει να λογχίζη τους αιχμαλώτους στη γραμμή".10

Η περιγραφή της σφαγής, με την αυστηρότητα του διπλωματικού λόγου, υπάρχει και σε έγγραφο του αυστριακού προξενείου Μοναστηρίου, με ημερομηνία 12/4/1905:

"Η ελληνική συμμορία ξεθεμελίωσε το χωριό το πρωί της 7ης τρέχοντος μηνός [νέα ημερομηνία], αφού επετέθη το χάραμα από πολλές πλευρές ταυτόχρονα [...]. Όταν οι κάτοικοι άκουσαν σάλπιγγες, πίστεψαν ότι ένα τμήμα του στρατού έφθασε στο χωριό, πολλοί μάλιστα βγήκαν να τους υποδεχθούν, αλλά αμέσως πυροβολήθηκαν. Οι Έλληνες έβγαλαν αυτούς και όσους μπόρεσαν από τα σπίτια, καθώς και γυναικόπαιδα, και τους σκότωσαν κατά βάρβαρο τρόπο. Άλλα σπίτια, που δεν μπόρεσαν να καταλάβουν, τα ανατίναξαν με δυναμίτη ή τα πυρπόλησαν. Επιπλέον δε, περί τους 20 άνδρες οδηγήθηκαν στο βουνό, όπου και σφαγιάσθηκαν. Ταυτόχρονα πήραν λάφυρα, πλιατσικολόγησαν και εκβίασαν για χρήματα. Μ' αυτό τον τρόπο έδρασε η συμμορία επί τρεις ολόκληρες ώρες και δεν

θρακιώτικες [Πελαγίδης]. Οι πρόσφυγες καταμετρούνται σε 21 οικογένειες - 76 άτομα δύο χρόνια αργότερα [Κατάλογος Ε.Α.Π.]. Το 1928 απογράφονται 642 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 130 σλαβόφωνες οικογένειες, εκ των οποίων 50 θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 αριθμεί 365 σλαβόφωνους μη ελληνικής εθνικής συνείδησης. [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 427 άτομα. Το 1926 μετονομάστηκε Λιθιά.

9 Ράπτης, σ. 343.10 Καραβίτης, τ. Α΄, σ. 237.

Ζαγκορίτσανη (Βασιλειάς) 1995

Page 72: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι πολύ άνθρωποι θα είχαν φονευθεί αν δεν προλάβαινε να έρθει ο ανθυπολοχαγός της Χωροφυλακής Νεζίρ εφέντη με 40 άνδρες από το παρακείμενο χωριό Κομανίτσεβο και τότε μόνο οι Έλληνες αποσύρθηκαν στα βουνά".11

11 Το δίνει ο Πετσίβας σε μετάφραση Κ. Καίσαρη. Βλ. Καραβίτης, τομ. Α΄, σ. 240.

Page 73: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Η ελληνική ιστοριογραφία, για να μειώσει τη φρίκη που προκάλεσε σε όλη την Ευρώπη η σφαγή, υποστήριξε ότι στο χωριό είχε βρει κατάλυμα μια βουλγαρική τσέτα και ότι αυτήν χτύπησαν οι Έλληνες. Πρόκειται για ένα ακόμα ψέμα.

Στο αρχείο του Στέφανου Δραγούμη, υπάρχει ένα ανυπόγραφο ντοκουμέντο με τίτλο "Αι εν Ζαγοριτσάνη σφαγαί"12, και ημερομηνία 19/4/1905, το οποίο απαντά σε αυτό το ιστορικό ψέμα. Παρουσιάζεται εδώ, εις μνήμην των θυμάτων, καθώς δημοσιεύονται για πρώτη φορά τα ονόματα τους:

"Εξηκριβώθη ότι υπό του σώματος του υπολοχαγού του πεζικού Στεφάνου Δούκα εν Ζαγοριτσάνη διεπράχθησαν σφαγαί κατά αόπλων πληθυσμών, και ότι ουδεμία συμπλοκή εγένετο προς Βουλγάρους, διότι Βούλγαροι δεν είχον καταφύγει εις Ζαγορίτσανην.

Εφονεύθησαν οι εξής:Φίλιππος Γκιών, ορθόδοξος ελληνίζων, και ο υιός αυτού Στογιάν. Οι αντάρται τους ελήστευσαν

συγχρόνως λαβόντες 150 λίρας.Κοσμάς Σαμαρτζής, σχισματικός, μετά πενταμελούς οικογενείας του (εσφάγησαν).Βάνε Κολοκοτρόνης, σχισματικός εκ φόβου.Αναστάσιος Ράπτης, σχισματικός.Γιάννης Κάντζος, μουχτάρης σχισματικός.Χρήστος Κάντζος, σχισματικός, αδελφός του προηγουμένου, έκαυσαν και τας οικίας των.Νικόλαος Κωστάντσας, σχισματικός, 65 ετών.Γιάννης Κωστάντσας (του πήραν και 40 λίρας).Κυριάκος Σαπουνάρας, σχισματικός.Μανώλης Δούκας (85 ετών) σχισματικός.Νικόλαος Δούκας, σχισματικός.Παπαστέφανος, σχισματικός.Νικόλαος Φιλίππου, ορθόδοξος.Γεώργιος Φιλίππου (υιός), ορθόδοξος.Πέτρος Ματσούρης, σχισματικός.Δημ. Λάζου, σχισματικός.Τέσσερις ξένοι ελληνόβλαχοι.Μάρκος Κάλφας, ορθόδοξος 70 ετών.Δημήτρ. Κόντος, σχισματικός.Χρ. Ναούμ, ορθόδοξος.Κωνστ. Μπούας, ορθόδοξος.Κ. Χ. Τσουτσουλίδης ελληνοδιδασκαλοσ, ούτινος ο πατήρ εδολοφονήθη υπό των Βουλγάρων.Σύζυγος Παντελή Μητάλκα.Αργυρ. Μόδης, σχισματικός.Αντώνιος Πατσιτίκωφ.Γιάννης Κοροβέσης, ορθόδοξος.Αναστάσιος Κοροβέσης, ορθόδοξος, ο αδελφός των [είναι] μοναχός εν τη Μονή Πεντέλης.Β. Τσίτσος, 55 ετών, σχισματικός, μετά της γυναικός του.Δημ. Κωνστάντας, σχισματικός.Γεώργ. Ρόνζας εξηκοντούτης σχισματικός.Χρήστος Μάζαρης, εξηκοντούτης ορθόδοξος.Μανώλης Μάντσης, ογδοηκοντούτης, σχισματικός.Ναούμ Χαντζή Μωρέας εξηκοντούτης σχισματικός.Πέτρος Τύρπου, σχισματικός.Δημ. Φίλτσας, σχισματικός.Δημ. Κωνσταντίνου, σχισματικός.Δημ. Πογώνης, ορθόδοξος 75 ετών.Ιωαν. Τορωφίας, ορθόδοξος, 60 ετών.Κοσμάς Νάνος, ορθόδοξος 65 ετών.

12 Αρχείο Στέφανου Δραγούμη, υποφακ. 206. 1. 2.

Page 74: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Εις Εβραίος Γιακής ονόματι εκ Καστορίας.Κατά τας προς με πληροφορίας του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καστορίας κ. Καραβαγγέλη,

η Ζαγορίτσανη κατοικείται υπό ορθοδόξων και υπό σχισματικών, και αμφότεροι εκκλησιάζονται εν τω αυτώ ναώ εναλλάξ. Δεν ήτο δε κέντρον βουλγαρισμού ως παρίσταται, μόλον ότι είνε πατρίς του Γιανκώφ, ούτινος οι συγγενείς εισίν έλληνες ορθόδοξοι, πρωτοξέδελφος δε αυτού ο φονευθείς Φίλιπ. Γκιων ορθόδοξος.

Εκ των φονευθέντων μόνον περί τους 5 ήσαν ίσως θανάτου άξιοι ως υποκινηταί του κομιτάτου. Οι δε φονευθέντες ορθόδοξοι έχουσι συγγενείς και εις τα περίχωρα και εννοείται οποίον αίσθημα φρίκης κατέλαβε αυτούς προς τα ελληνικά σώματα παρ' ων ανέμεναν προστασίαν ζωής, τιμής, περιουσίας".

Η τελευταία πράξη του δράματος της Ζαγκορίτσανης, παίζεται από τους φονιάδες μισθοφόρους, τέσσερις μέρες αργότερα.

Στη μονή Αγίου Δημητρίου, κοντά στη Λόσνιτσα, στις 29 Μαρτίου, η ομάδα του Μάλλιου τσακώνεται για τη μοιρασιά των λάφυρων. Ο Φιλόλαος Πηχίων (καπετάν Φιλώτας) σημειώνει στο ημερολόγιο του:

"Ενταύθα όμως επήλθε μικρά τις ρήξις μεταξύ του αρχηγού Μάλλιου και των υπαρχηγών Ντίμπρα και Φιλώτα εκ του εξής επεισοδίου. Το πλείστον των ανδρών εξέφραζον παράπονα διότι ενώ αυτοί κατά την επίθεσιν της Ζαγοριτσάνης εφύλαττον σκοποί έξω και εις μεμακρυσμένα σημεία οι εισελθόντες προέβησαν και εις λεηλασίας και μάλιστα ανέφερον πολλά ονόματα ανδρών, οίτινες είχον ωρολόγια, αρχαία νομίσματα και διάφορα χρυσαφικά τα οποία άμα τη προσκλήσει κατέθεσαν πάντες ίνα εξ ίσου διαμοιρασθώσιν. Ο αρχηγός επέμενεν όπως ταύτα διαμοιρασθώσιν ως ταύτα διανέμονται οι λησταί ήτοι αυτός να λάβη το τετραπλάσιον [!], οι υπαρχηγοί το διπλάσιον, οι οπλαρχηγοί το τριπλάσιον και ανά εν μερίδιον οι άνδρες, εγώ όμως ως και ο Ντίμπρας εδηλώσαμεν ότι τοιούτον μερίδιον δεν θέλομεν επίσης δε και ο Γκούτας ηρνήθη να λάβη ειπόντες να διανεμηθώσι μεταξύ των ανδρών. Τούτο όμως δυσαρέστησε τον αρχηγόν όστις το εξεδήλωσε διά τρόπου αποτόμου".13

Μαζική σφαγή αθώων Μακεδόνων και πλιάτσικο της περιουσίας τους, από τους έλληνες αξιωματικούς και τους μισθοφόρους τους. Αυτά συνέβησαν στη Ζαγκορίτσανη και σε δεκάδες άλλα μακεδονικά χωριά. Αυτή ήταν η ουσία του αντιμακεδονικού αγώνα, που οι έλληνες ιστορικοί, παρουσιάζουν ως αγώνα για την απελευθέρωση της Μακεδονίας.

13 Εφημερίδα Δυτική Μακεδονία (Καστοριάς), 25/5/1930.

Page 75: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Αντιμακεδονικού αγώνα παράρτημα:Το χρονικό της ελληνικής επίθεσης στη Μακεδονία (30/8/1904 -

31/10/1905)1

Η εργασία που ακολουθεί, αποτελεί μία χρονολογική καταγραφή της ένοπλης μισθοφορικής επίθεσης στη Μακεδονία. Η πρώτη εγγραφή, η είδηση της 30ης Αυγούστου 1904, στις αθηναϊκές εφημερίδες ΕΜΠΡΟΣ και ΣΚΡΙΠ, των φόνων του Στέργιου Πλατή, μπορεί να θεωρηθεί ως η πρώτη «πράξη» των ελληνικών σωμάτων στη Μακεδονία, η οποία γίνεται γνωστή στην Ελλάδα. Η τελευταία εγγραφή, η εκτέλεση των πέντε προκρίτων, στα τέλη Οκτωβρίου 1905, συμπίπτει χρονικά με τον τερματισμό της πρώτης εξόδου του Τσόντου-Βάρδα και την επιστροφή του στην Ελλάδα (το τέλος του πρώτου τόμου του ημερολογίου του).

Οι ελληνικές πηγές της εποχής, διακρίνουν την πολιτισμικά μακεδονική κοινότητα, σε εθνικά Έλληνες και εθνικά Βούλγαρους. Ως εθνικά Έλληνες, θεωρούν τους χριστιανούς Μακεδόνες που υπάγονται στο πατριαρχείο και ως εθνικά Βούλγαρους, τους «σχισματικούς» ή εξαρχικούς, δηλαδή τους Μακεδόνες που είχαν προσχωρήσει στην εξαρχία. Το μακεδονικό αυτονομιστικό κίνημα των Τσεντραλιστών, περιγράφεται ως πτέρυγα των «βούλγαρων κομιτατζήδων». Οι λίγες καθαρές αναφορές σε Μακεδόνες και μακεδονισμό, που υπάρχουν στα ελληνικά κείμενα, αποτελούν εξαίρεση στον κανόνα.

Όλοι οι φόνοι που διαπράττουν οι ένοπλες ελληνικές μισθοφορικές ομάδες (οι περισσότερες υπό την ηγεσία αξιωματικών και υπαξιωματικών), χαρακτηρίζονται στις ελληνικές εφημερίδες ως δίκαιες πράξεις αντεκδίκησης για τα εγκλήματα που έχουν διαπράξει τα ανθρωπόμορφα και αιμοβόρα βουλγάρικα τέρατα. Εκατοντάδες φόνοι άοπλων χωρικών και πολλές φορές γυναικόπαιδων, χαρακτηρίζονται σαν νεκροί κατά τη μάχη κομιτατζήδες.

Είναι φανερό, για όσους ο εθνικιστικός φανατισμός δεν τους έχει στερήσει κάθε ικανότητα λογικής αξιολόγησης των πληροφοριών, πως η σημασία αυτών των πηγών, έγκειται στο γεγονός πως περιγράφονται οι σφαγές του εχθρικού στοιχείου στη Μακεδονία, από τους έλληνες «μακεδονομάχους». Κι αυτές οι πληροφορίες, συγκεντρωμένες μαζί (και όσο είναι δυνατόν, καθώς υπάρχουν και εθνικά απόρρητα στα οποία δεν έχω πρόσβαση), δίνουν μια άλλη διάσταση εκείνης της περιόδου, της σχεδόν άγνωστης στους σύγχρονους Έλληνες.

Για εκείνους που «διαβάζοντας» τα κείμενα, βλέπουν νεκρούς κομιτατζήδες «Βούλγαρους» και όχι άδικα σφαγμένους Μακεδόνες, εκείνους δηλαδή που υπερασπιζόμενοι τα «εθνικά κίνητρα» των θυτών, ασχολούνται μόνο με την (κατά τη γνώμη τους) ταυτότητα των θυμάτων και όχι με αυτό καθεαυτό το γεγονός της σφαγής τους, είναι φανερό πως το μίσος τους έχει τυφλώσει.

Τέλος, το κείμενο αυτό, μπορεί να το θεωρήσει ο αναγνώστης ως ένα παράρτημα στο έργο μου Ελληνικός Αντιμακεδονικός Αγώνας.

ΠηγέςΙστορικό Αρχείο Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, Προξενείο Μοναστηρίου και Προξενείο

Θεσσαλονίκης.Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχείο Τσόντου - Βάρδα.Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Αρχείο Στέφανου Δραγούμη.Βάρδας: Γεωργίου Τσόντου - Βάρδα, Ο Μακεδονικός Αγών / Ημερολόγιο 1904-1905,

εισαγωγή – επιμέλεια – σχόλια Γιώργος Πετσίβας, Αθήνα 2003.ΔΙΣ: Γενικόν Επιτελείον Στρατού – Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, Ο μακεδονικός αγών και τα

εις Θράκην γεγονότα, Αθήναι 1979.ΕΜΠΡΟΣ: ΕΜΠΡΟΣ - Ημερησία Εθνική Εφημερίς, Διευθυντής Δημήτριος Καλαποθάκης, Αθήναι.Κάκκαβος: Δημητρίου Κάκκαβου, Απομνημονεύματα (Μακεδονικός Αγών), ΕΤΑΙΡΕΙΑ

ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ, Θεσσαλονίκη 1972.Καούδης: Καούδης Ευθύμιος, Απομνημονεύματα (1903 - 1907), επιμέλεια Άγγελος Χοτζίδης,

ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ, Θεσσαλονίκη, 1996.

1 [Δ.Λ.] Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην παλαιά ιστοσελίδα μου, στις 26 Δεκεμβρίου 2007.

Page 76: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Καραβαγγέλης: Γερμανού Καραβαγγέλη, Ο μακεδονικός αγών – απομνημονεύματα, Θεσσαλονίκη 1958.

Καραβίτης: Ιωάννου Καραβίτη, Ο μακεδονικός αγών / Απομνημονεύματα – εισαγωγή, επιμέλεια, σχόλια Γιώργος Πετσίβας, Αθήνα 1994.

Κλειδής: Κώστα Κλειδή, Με τη λάμψη στα μάτια, Αθήνα 1984.Λιθοξόου: Δημήτρης Λιθοξόου, Ελληνικός αντιμακεδονικός αγώνας / Από το Ίλιντεν στη

Ζαγκορίτσανη (1903 - 1905), δεύτερη έκδοση, ΜΠΑΤΑΒΙΑ, Θεσσαλονίκη 2006.Μαζαράκης: Κ. Ι. Μαζαράκης – Αινιάνος, Ο Μακεδονικός Αγώνας – Αναμνήσεις, στο

συλλογικό Ο μακεδονικός αγώνας / Απομνημονεύματα, ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη 1984.Μακρής: Δικωνύμου - Μακρή Γεωργίου, Απομνημονεύματα, στο συλλογικό Αρχείο

Μακεδονικού Αγώνα Πηνελόπης Δέλτα – Απομνημονεύματα, ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη 1984.Μελάς: Ναταλίας Π. Μελά, Παύλος Μελάς, Αθήνα 1964.Πύρζας: Ο οπλαρχηγός καπετάν Λάκης Πύρζας, επιμέλεια Πάνου Παπασταμάτη, περιοδικό

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Φλώρινα, Μάρτιος-Απρίλιος 1960.ΣΚΡΙΠ: ΣΚΡΙΠ - Εφημερίς Πολιτική και των Ειδήσεων, Ιδιοκτήτης - Διευθυντής Γρηγόριος

Ευστρατιάδης, Αθήναι.Σόνισεν: Άλμπερτ Σόνισεν, Αναμνήσεις ενός μακεδόνα αντάρτη, μετάφραση Νέλλη Ρούτσου –

Πανταζή, Εισαγωγή και επιμέλεια Γιώργος Πετσίβας, Αθήνα 2004.Brailsford: Henry Noel Brailsford, Η Μακεδονία - οι φυλές της και το μέλλον τους, μετάφραση

Δημήτρης Καζάκης, Αθήνα 2006.Dakin: Douglas Dakin, Ο ελληνικός αγώνας στη Μακεδονία 1897 – 1913, μετάφραση Γιάννης

Στεφανίδης και Ξένια Κοτζαγεώργη, ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη 1996.Rubin: Alexandre Rubin, Les Roumains de Macédoine, Bucarest 1913.Siljanov: Хр. Силянов, Освободителнитѣ борби на Македония, том II – След

Илинденското възстание, София 1943.The Library of Congress > Chronicling America > Search Newspaper PagesThe New York Times > Archive Search

Το χρονικόΔευτέρα 30 Αυγούστου 1904 (είδηση). Κοντά στη Μονή της Παναγίας της Κατερίνης /

Katerina [ΕΜΠΡΟΣ] ή έξω από το χωριό Νεστρέμ: Νέστραμ / Nestram (Νεστόριον) του καζά Καστοριάς [ΣΚΡΙΠ]. Τέσσερις φονευμένοι Μακεδόνες σε επίθεση ελληνικής ομάδας. Στα πτώματα τους βρέθηκε «επισκεπτήριο» που έγραφε «εγώ ο Στέργιος Πλατής τους εσκότωσα». [ΕΜΠΡΟΣ, 30/8/1904, σ. 4. ΣΚΡΙΠ, 30/8/1904, σ. 3].

Δευτέρα 30 Αυγούστου 1904 (είδηση). Στο χωριό Ντέμπενη: Ντέμπενι / D’mbeni (Δενδροχώριον) του καζά Καστοριάς. Από επίθεση ελληνικής ομάδας, πέντε νεκροί Μακεδόνες, μεταξύ των οποίων και ο εξαρχικός δάσκαλος. «Το χωρίον Ντέμπενη είναι ολόκληρον σχισματικόν, τούτο δε αναδεικνύει έτι μάλλον το θάρρος του ελληνικού σώματος, του οποίου το κατόρθωμα επτόησε τον σχισματικόν πληθυσμόν και ενεθάρρυνε τον ορθόδοξον» [ΣΚΡΙΠ, 30/8/1904, σ. 3].

Δευτέρα 30 Αυγούστου 1904 (είδηση). Στο βουνό Περιστέρι: Πέλιστερ / Pelister, δυτικά της πόλης Μοναστήρι ή Μπίτολα / Bitola. Επτά νεκροί Μακεδόνες μετά από επίθεση ελληνικής ομάδας, [ΕΜΠΡΟΣ, 30/8/1904, σ. 4. ΣΚΡΙΠ, 30/8/1904, σ. 3 και 18/9/1904, σ. 3 ].

«Κατά το τέλος Αυγούστου, στα 1904, μ’ εκάλεσεν ο Καλαποθάκης δι ενός νέου ονόματι Αποστόλης Αγακίδης κ’ επήγα σπίτι του στην οδόν Πατησίων, εκεί ήτον ο Ιωάννης Ράλλης και ο Μπαλταντζής και με ερωτούσαν ότι, που πήγα στη Μακεδονία, τι είδα και τι ξεύρω».

«Εγώ των είπα τι είδα και τι ήξερα, “Ετότε αναλαμβάνεις να σου δώσομε τα μέσα να πάρεις άνδρες να πάεις; Τώρα”, μου λέει, “κάναμε Κομιτάτο με πολλά λεπτά, θα σου πληρώνουμε δύο λίρες διά τον κάθε οπλίτη και θα σου δίδομε κ’ εσένα πέντε λίρας το μήνα. Θα μπορέσεις να εργασθείς;” Εγώ των είπα ότι θα μπορέσω και θα παραμπορέσω» [Καούδης, σ. 65-66].

Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 1904 (είδηση). Στον καζά Καστοριάς. Εκτέλεση δύο αυτονομιστών,

Page 77: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

από μέλη της ελληνικής οργάνωσης. Ο ένας ονομαζόταν Ναούμ και ο άλλος χαρακτηρίζεται «σαλπιγκτής του Τσακαλάρωφ» [ΣΚΡΙΠ, 4/9/1904, σ. 3].

Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 1904 (απόσπασμα επιστολής του Παύλου Μελά). «Μόνος εις το σκότος έκλαυσα με απελπισίαν. Ησθανόμην ως εις την κόλασιν και εντελώς μόνος. Ελησμόνησα όλον το ωραίον, το υψηλόν και το ευγενές μέρος της αποστολής μου, και έβλεπα μόνον φόνους αγρίους, δολίους, ερήμωσιν οικογενειών, απελπισίαν γονέων και αδελφών. Ενθυμήθηκα την γλυκύτητα του οικογενειακού βίου, όλους σας, τας λεπτάς και ευγενείς υπάρξεις σας και η απελπισία μου μ’ ετρέλανε σχεδόν» [Μελάς, σ. 379].

Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 1904 (είδηση). Πάνω από το χωριό Τσέγκου: Τσέγκαν / Čegan (Άγιος Αθανάσιος) του καζά Βοδενών. Σε σύγκρουση ελληνικού σώματος και τσέτας, δέκα νεκροί και δεκαπέντε αιχμάλωτοι Μακεδόνες, «παραδοθέντες κατόπιν υπό των ημετέρων εις τας τουρκικάς αρχάς» [ΕΜΠΡΟΣ, 13/9/1904, σ. 3 και 15/9/1904, σ. 3].

Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 1904 (είδηση). Στα πέριξ της Αικατερίνης: Κατερίνη / Katerina , έδρα του ομώνυμου καζά. Δεκαμελής «ελληνική συμμορία» συνεπλάκη με τσέτα «ην ηδυνήθη να διασκορπίση» [ΕΜΠΡΟΣ, 15/9/1904, σ. 4].

Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 1904 (είδηση). Χωρίς αναφορά τοποθεσίας: «σοβαρώτατον γεγονός λαβόν χώραν πέραν των συνόρων». Οκτώ νεκροί και δεκατρείς τραυματίες Μακεδόνες, μετά από σφοδρή σύγκρουση ελληνικού σώματος και τσέτας. Οι Έλληνες είχαν τρεις νεκρούς και εννέα τραυματίες [ΕΜΠΡΟΣ, 16/9/1904, σ. 4].

Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 1904 (είδηση). Σύγκρουση ελληνικού σώματος και τσέτας, κοντά στη Νιζόπολι: Νιζέπολε / Nižepole του καζά Μοναστηρίου. Σκοτώθηκαν δέκα επτά Μακεδόνες και τέσσερις Έλληνες [ΣΚΡΙΠ, 18/9/1904, σ. 3].

Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 1904 (είδηση). Μεταξύ των χωριών Μουραλάρ / Muralar (Πελαργός) και Κιοσελέρ / Kjoseler (Αντίγονος) του καζά Καϊλαρίων. Έργο της ομάδας του Στέργιου Πλατή. Οι εξαρχικοί αδελφοί Γιοβαίν βρέθηκαν από αγωγιάτες «έχοντες τεθραυσμένας τας αρθρώσεις των χειρών και των ποδών τιμωρηθέντες» από τον έλληνα οπλαρχηγό Στέργιο Πλατή. «Εις τας ερωτήσεις των αγωγέων απήντησαν ότι το σκυλί ο Πλατής έθραυσε διά σφυρίου τας αρθρώσεις αυτών» [ΕΜΠΡΟΣ, 20/9/1904, σ. 3].

Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 1904 (είδηση). Στον καζά Καστοριάς. Δολοφονία των αυτονομιστών Χατζηπαύλου στο χωριό Ζέλιοβο: Ζέλεβο / Želevo και Στόικωφ στο χωριό Όστιμο: Όστσιμα / Ocčima [ΣΚΡΙΠ, 23/9/1904, σ. 4].

«Το ίδιο βράδυ έστειλα τον Ντίνε κ’ επήρε άλλα τρία παιδιά κ’ επήγε και μου έφεραν από το Όστιμο τον θείον του τον Στόιτσο και τον εσφάξαμε».

«Τη δεύτερη μέρα έστειλα πάλι τον Ντίνε και τον Παύλο με τρία άλλα παιδιά, κ’ έκαναν καρτέρι στο Μπόρο της Πρέσπας που θα ήρχετον από τ’ Ορομλίκ της Πρέσπας ο Τσολάκης από το Πισοδέρι, τον έπιασαν και τον έφεραν και τον εσφάξαμε και αυτόν. Ήτον αρχηγός των Ρουμανιζόντων».

«Την τρίτη ημέραν, ήτο στη Φλώρενα και θα ήρχεντο ο Χαντζή Παύλος… έστειλα πλιο κάτω από το Πισοδέρι τον Νίσταρη και τον Ζούλη κι εκρύφθησαν μέσα στο ρέμα, όταν θα έρχεται να τον συλλάβουν και να μου τονε φέρουν, αλλά αυτός, ως τους είδε, έτρεξε να φύγει προς το Πισοδέρι και τον πήραν κατόπιν και στο χωριό κοντά τον εσκότωσαν».

«Την άλλη βραδιά πήγαμε στο Πισοδέρι. Ε, τι κακό μ’ επερίμενε από το παπά-Σταύρο, τι θυμό. Και τι δεν είπεν ο παπάς. “Τι καπετάνιος είσαι συ που δεν βγαίνεις στο λόγο σου, μου λέει, δεν είχαμε συμφωνήσει να έλθετε στην Αγία Τριάδα να σας μεταλάβω; Κι επήγα και δεν σας βρήκα”. Εγώ έμεινα κατάπληκτος και τον εκοίταζα στα μάθια και δεν ήξευρα τι να του απαντήσω, μετ ολίγο επήρα το θάρρος και του λέγω: “Μα παπά μας είπες να νηστέψομε τις τρεις μέρες και να μας μεταλάβεις κ’ εμείς αντί να νηστέψομε τις τρεις μέρες εκάναμε κατά σειράν κάθε ημέραν και μίαν δολοφονίαν, επιτρέπετο να μεταλάβομε;” “Άκουε” μου λέει ο παπάς, “μ’ ακριβώς γι’ αυτό δεν εχρειάζετο ούτε να νηστέψετε, διότι κ’ εάν είχατε αμαρτίες τες εσώσατε, διότι εσκοτώσατε τους μεγαλύτερους κακούργους του κόσμου”. Ε, μα δεν το ξέραμε εμείς έτσι!» [Καούδης, σ. 74-75].

Page 78: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 1904 (απόσπασμα επιστολής του Παύλου Μελά). «Ο Καούδης εξωλόθρευσεν εις τα Κορέστια ουκ ολίγους κακούργους. Προχθές δε συμπλακείς με 80 κομίτας αυτός με 20, εφόνευσε 5 εξ αυτών και επλήγωσε, 15 χωρίς να πάθη τι κανείς από τους ιδικούς του. Εγώ εδώ, ή μάλλον το σώμα μου εφόνευσε τους διαβοήτους βουλγαροπαπάν και βουλγαροδάσκαλον της Πρεκοπάνας την 17 Σεπτεμβρίου, Πέμπτη (το σωστό: Πέμπτη 16). Δια της πράξως ταύτης υπεβοήθησα τους κατοίκους να επανέλθουν στην ορθοδοξία και να δηλώσουν εντός δεκαημέρου την επιθυμίαν των ταύτην εις τον μητροπολίτην. Την, 18 εις την ελληνικωτάτην (: πατριαρχική) Βελκαμένην, υποχρέωσα 7 γονείς ν’ αποσύρουν τα 7 τέκνα των, τους μόνους μαθητάς της ρουμανικής σχολής. Τον ρουμάνον διδάσκαλον και ταυτοχρόνως κομιτατζήν υποχρέωσα να φύγη εντός εβδομάδος, αν θέλη να ζήση. Αυτός έφυγεν από την επαύριον» [Μελάς, σ. 394-395].

Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 1904 (είδηση). Κοντά στο χωριό Ζέλοβο: Ζέλεβο / Želevo του καζά Καστοριάς. Προ πέντε ημερών, συγκρούστηκε τσέτα και ελληνικό σώμα (πιθανόν των Βλάχου και Καούδη αντίστοιχα) [ΕΜΠΡΟΣ, 25/9/1904, σ. 4].

Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 1904 (είδηση). Στον καζά Βοδενών. Ο πατριαρχικός παπάς του χωριού Όστροβο / Ostrovo (Άρνισσα) του καζά Βοδενών σχημάτισε ένοπλη ομάδα και καταδίωξε τσέτα την οποία «κατετρόπωσε τελείως» [ΣΚΡΙΠ, 26/9/1904, σ. 4].

Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 1904 (είδηση). Κοντά στο χωριό Τσέγκον: Τσέγκαν / Čegan (Άγιος Αθανάσιος) του καζά Βοδενών. Σε μάχη τσέτας και ελληνικού σώματος σκοτώθηκαν εννέα Μακεδόνες και τραυματίστηκαν δεκαπέντε. Οι Έλληνες είχαν δύο νεκρούς και πέντε πληγωμένους [ΣΚΡΙΠ, 28/9/1904, σ. 4].

Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 1904 (απόσπασμα συνέντευξης). «Ο Χιλμή Πασάς απήντησεν αυτολοξεί “Πάσαι αι προσπάθειαί μου τείνουσιν εις υποστήριξιν και ενίσχυσιν του ελληνικού στοιχείου της Μακεδονίας. Αι εργασίαι μου υπέρ αυτών είναι καταφανείς μέχρι μάλιστα παρεξηγήσεων” [ΕΜΠΡΟΣ, 29/9/1904, σ. 4].

Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου / 12 Οκτωβρίου 1904. Μέσα στην πόλη Μοναστήρι ή Μπίτολα / Bitola. Δολοφονία ενός εξαρχικού δάσκαλου, από την ελληνική οργάνωση [Dakin, σ. 260].

Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 1904 (είδηση). Έξω από το χωριό Όστιμα: Όστσιμα / Osčima, (Τρίγωνον) του καζά Καστοριάς. Σύγκρουση της αποτελούμενης εκ δεκατριών μελών ομάδας του Θύμιου Καούδη με την τσέτα του Μήτρου Βλάχου. Εννέα νεκροί και είκοσι τραυματίες Μακεδόνες. Από τους Έλληνες πληγώθηκαν οι Μανόλης Σκουντρής και Γιάννης Σεϊμένης [ΕΜΠΡΟΣ, 30/9/1904, σ. 4 και 1/10/1904, σ. 1].

Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 1904 (είδηση). Στο χωριό Πρεκοπάνα / Prekopana (Περικοπή) του καζά Φλώρινας. Εισβολή του σώματος Ζέζας (: Παύλου Μελά). «Διεσκόρπισε τους σχισματικούς του χωρίου τούτου». Φόνος του εξαρχικού δάσκαλου και του εξαρχικού παπά. Κατόπιν τούτου το χωριό «αποτασσάμενον το σχίσμα επανήλθεν και πάλιν εις τας αγκάλας της Εκκλησίας. Το αυτό επί έπραξε και το χωρίον Στρέμπινα και άλλα πολλά. Μετά τούτο το ίδιον σώμα μεταβάν εις το χωρίον Μπελκαμένη εκρήμνισε την διά της βίας εκεί ανεγειρομένην ρουμανικήν εκκλησίαν». [ΕΜΠΡΟΣ, 30/9/1904, σ. 4 ].

«Φθάνω το σώμα καθ’ ην στιγμή ανεχώρει παραλαβόν τον παπά με τον δάσκαλο. Όταν εμβήκαμεν εις το δάσος, τους αφήνει και τους δύο ο αρχηγός εις τον Κατσαμάκα και τον Μπαρμπανδρέα, οι οποίοι τους εξετέλεσαν. Ο Μελάς δεν ήθελε να τους ιδεί φονευμένους και διέταξε να απομακρυνθούν οι Κατσαμάκας και Μπαρμπανδρέας αρκετά» [Καραβίτης, σ. 84].

Τα θύματα της επίθεσης στην Πρεκοπάνα ήταν ο παπάς Nikola και ο δάσκαλος Kondevčev [Siljanov, σ. 147].

Απόσπασμα άρθρου βουλγαρικής εφημερίδας που δημοσιεύτηκε μεταφρασμένο στο ΕΜΠΡΟΣ για τα γεγονότα στην Πρεκοπάνα: «Τη 17 Σεπτεμβρίου ετελείτο εν τω χωρίω μία κηδεία. Ο ιερεύς Νικόλαος Κώστωφ, ο διδάσκαλος Π. Εμ. Κόνδεφ και πολλοί άλλοι χωρικοί εν τω ναώ. Κατά την στιγμήν εκείνην μία ελληνική συμμορία εκ 55 ανδρών επολιόρκησε το χωρίον και αφήσασα 25 συμμορίτας να φρουρώσι το χωρίον έξωθεν, εισήλθεν εις αυτό, περικύκλωσε την εκκλησίαν εξήγαγε

Page 79: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

τον ιερέα Νικόλαον και τον διδάσκαλον Π. Κόνδεφ. Η συμμορία αφού εδήλωσεν ότι σκοπεί να εκδικήση τους κατά το παρελθόν έτος φονευθέντας υπό του εσωτερικού Οργανισμού Παπά Χρήστον και τον ανηψιόν του Βάνην, επετέθη κατά του πωπ Νικολάου και του διδασκάλου Κόνδεφ και τους εφόνευσε. Μετά ταύτα εδήλωσεν εις τους χωρικούς ότι αναζητεί εκ του ιδίου χωρίου έτερα οκτώ άτομα, επίσης δε άλλα οκτώ εκ του χωρίου Σίρνεβε» [ΕΜΠΡΟΣ, 8/10/1904, σ. 4].

Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 1904 (είδηση). Φόνος των Κότε Μήτσου από Όροβικ: Όροβνικ / Orovnik (Καρυαί), του ναχιγιέ Κάτω Πρέσπα / Dolno Prespa του καζά Μοναστηρίου και Κότε Μιχαήλ από Όστιμα / Osčima (Τρίγωνον) του καζά Καστοριάς, από ελληνικές ομάδες [ΕΜΠΡΟΣ, 30/9/1904, σ. 4 ].

Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 1904 (απόσπασμα από πρωτοσέλιδο κύριο άρθρο του ΕΜΠΡΟΣ). «Η εμφάνισις των ελληνικών σωμάτων εν Μακεδονία ήρκεσε να καθαρίση από των συμμοριών τούτων ολόκληρον την επαρχίαν Βοδενών, την επαρχίαν Φλωρίνης, την Κορυτσάν και την Καστορίαν. Ό,τι δε ούτε αι τουρκικαί αρχαί, ούτε αι μεταρρυθμίσεις, ούτε οι Ευρωπαίοι αξιωματικοί επί τόσον χρόνον ηδυνήθησαν να επιτύχουν συντελείται εντός ολίγων εβδομάδων υπό των Μακεδόνων. Τα ελληνικά σώματα δεν εδημιουργήθησαν ίνα διαταράξωσι το καθεστώς εν Τουρκία. Αι δε αυστηραί διαταγαί ας έχουσι παρά του Μακεδονικού Κομιτάτου όπως και πυροβολούμενα μη αντιπυροβολήσωσι κατά του τουρκικού στρατού εφαρμόζονται» [ΕΜΠΡΟΣ, 30/9/1904, σ. 1].

Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 1904 (είδηση). Στο χωριό Στρέμπενο: Σρέμπρενο / Srebreno (Ασπρόγεια) του καζά Φλώρινας. Το σώμα Ζέζα (: Μελά) συνέλαβε δύο εξαρχικούς. «Αφού δε τους ενουθέτησε τους εχάρισε την ζωήν υπό τον όρον ν’ αποτελέσουν μετ’ άλλων επιτροπήν και εντός 10 ημερών να μεταβούν εις τον Μητροπολίτην δηλούντες ότι δεν υπάρχουν πλέον σχισματικοί και Βούλγαροι εις το χωρίον των και ότι ζητούν έλληνα ιερέα». Μετά το σώμα πήγε στη Μπελκαμένη (: Μπελ Κάμεν / Bel Kamen (Δροσοπηγή), χωριό του καζά Φλώρινας) όπου «επτά γονείς απέσυραν εκ του ρουμανικού σχολείου τα τέκνα των, τους μόνους εν αυτώ φοιτώντας μαθητάς. Εννοείται δε ότι ο ρουμανοδιδάσκαλος μετά τούτο, έσπευσε να εξαφανισθή» [ΕΜΠΡΟΣ, 1/10/1904, σ. 2].

Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 1904. Στην πόλη Φλώρινα / Florina ή Λέριν / Lerin. Η ελληνική οργάνωση δολοφονεί τον εξαρχικό Ναούμ [Dakin, σ. 259].

Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 1904 (απόσπασμα από άρθρου του ΕΜΠΡΟΣ με τίτλο «Τα ελληνικά σώματα εν Μακεδονία»). «Αι κατά τόπους Τουρκικαί αρχαί παρετήρησαν ότι τα σώματα ταύτα επιμελώς αποφεύγουσι την συνάντησιν και σύγκρουσιν προς τα στρατιωτικά αποσπάσματα των» [ΕΜΠΡΟΣ, 7/10/1904, σ. 2]

Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 1904. Στο χωριό Λέσκοβετς / Leskovec (Λεπτοκαρυαί) του καζά Φλώρινας. Ελληνική ομάδα εκτελεί τον εξαρχικό μουχτάρη και τέσσερις άλλους κατοίκους του χωριού [Dakin, σ. 259].

Σάββατο 9/22 Οκτωβρίου 1904. Στον αμερικάνικο τύπο φθάνει τηλεγράφημα από τη Θεσσαλονίκη, με οποίο γίνεται λόγος για το φόνο είκοσι ατόμων από Έλληνες, κοντά στη Φλώρινα [The New York Times, 22/10/1904. The Washington Times, Σάββατο 22/10/1904, σ. 5. The Salt Lake Herald, 22/10/1904, σ. 9. Breathitt County News, 28/10/1904, σ. 1].

Σάββατο 9 Οκτωβρίου 1904 (είδηση). Στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Πριν δυο μέρες βρέθηκε δολοφονημένος ένας εξαρχικός παπάς, φανατικός αυτονομιστής [ΕΜΠΡΟΣ, 9/10/1904, σ. 3].

Σάββατο 9 Οκτωβρίου 1904 (είδηση). Στο χωριό Γκερστίτζα: Γκέρτσιστε / Grčište του καζά Γευγελής. Φόνος του Αντώνη Κιοσέ από την ελληνική οργάνωση [ΕΜΠΡΟΣ, 9/10/1904, σ. 3].

Σάββατο 16 Οκτωβρίου 1904 (είδηση). Στη θέση Ριζάρια, κοντά στην Ελασσόνα / Elasona. Καταστροφή» τσέτας τριάντα ανδρών και φόνος του αρχηγού της Παντσικώφ, μετά από ταυτόχρονη σύγκρουσή της με το ελληνικό σώμα του οπλαρχηγού Πούλακα (Μπούλακα) και οθωμανικού στρατιωτικού αποσπάσματος [ΕΜΠΡΟΣ, 16/10/1904, σ. 4].

Κυριακή 17 Οκτωβρίου 1904 (είδηση). Κοντά στο χωριό Κατράνιτσα / Katranica (Πύργοι) του καζά Καϊλαρίων. Δώδεκα νεκροί Μακεδόνες σε σύγκρουση ελληνικού σώματος και τσέτας. Οι Έλληνες είχαν δύο νεκρούς [ΣΚΡΙΠ, 17/10/1904, σ. 3].

Page 80: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Τρίτη 19 Οκτωβρίου 1904 (πρωτοσέλιδο κύριο άρθρο του ΕΜΠΡΟΣ με τίτλο «Παύλος Μελάς»). Απόσπασμα αναφερόμενο στο θάνατο του έλληνα αξιωματικού και αρχηγού των ελληνικών σωμάτων στη Μακεδονία: «Η μορφή αυτού φωτίζει το σκότος ως θαμβωτική λάμψις εκδικητού αγγέλου, διώκοντος σκιάς του άδου. Νομίζει τις ότι εκράτει πυρίνην ρομφαίαν… Ομού με αυτόν άλλοι αρχηγοί ως ο Καούδης, ο Παύλου, ο Μαργαρίτης, ο Πούλακας, ο Βιζβίκης, ο Καραλίβανος και τόσοι άλλοι ακολουθούσι σαρώνοντες το έδαφος από τα παράσιτα, τα οποία αφήκε να φυτρώσουν η τουρκική εξουσία. Αλλ’ η τελευταία αύτη, ως να ησθάνετο εντροπήν ότι ολίγοι άνδρες έδιδον εις αυτήν τόσον διδακτικόν μάθημα, μολονότι δεν την προεκάλεσαν, μολονότι ειργάζοντο υπέρ του αυτού έργου ησυχίας και της τάξεως, το οποίον επαγγέλλεται, προσεπάθησε να τους εξοντώση» [ΕΜΠΡΟΣ, 19/10/1904, σ. 1].

Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 1904 (Από πρωτοσέλιδο κύριο άρθρο του ΕΜΠΡΟΣ με τίτλο «Πολιτική της Τουρκίας»). «Οι Έλληνες δεν προσβάλλουσι τας καθεστηκυίας αρχάς, αποφεύγουν πάσαν σύγκρουσιν προς τα Τουρκικά αποσπάσματα, δεν διέπραξαν πράξεις ικανάς να ελκύσωσι την προσοχήν της Ευρώπης… Προς τοιούτους δε αυθορμήτους συμμάχους της ειρήνης ώφειλε (η Τουρκία) χάριτας και αν ενδιεφέρετο πράγματι διά την τάξιν έπρεπε να αισθάνεται αληθή ευγνωμοσύνην» [ΕΜΠΡΟΣ, 20/10/1904, σ. 1].

Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 1904 (Αποσπάσματα άρθρου της αυτονομιστικής εφημερίδας «Μεταρρυθμίσεις»που δημοσιεύτηκε μεταφρασμένο στο ΕΜΠΡΟΣ). «Εν Μακεδονία δεν υπάρχει Σερβισμός, ενώ οι Έλληνες αριθμούσι περί τας 220.000 χιλ. Εν μέγα μέρος των Βλάχων, ανερχομένων εις 80.000 εισίν ελληνικής μορφώσεως μεθ’ ελληνικού πνεύματος και ελληνικών ιδεωδών, ούτως ώστε ο ελληνισμός μετά των εξελληνισθέντων Βλάχων ανέρχονται εις ουχί ολιγωτέρους των 250.000 ψυχών. Πολλά μέρη της Μακεδονίας κατοικούνται υπό συμπαγών ελληνικών ομάδων. Μία παχεία ζώνη ολοκλήρου της μακεδονικής παραλίας, ήτις εν τη ανατολική Μακεδονία φθάνει μέχρι των υπωρειών του Μπος Δαγ, Σιαρλίας και Βελάστιτσας είναι κατωκημένη υπό μεγάλης Ελληνικής πλειονότητος. Από του στομίου του Νέστου μέχρις αυτού του κόλπου της Θεσσαλονίκης, το ελληνικόν στοιχείον κυριεύει. Από του κόλπου της Θεσσαλονίκης καθ όλον το μεσημβρινόν μέρος της Μακεδονίας ο ελληνικός πληθυσμός επικρατεί εν πολλαίς επαρχίες. Το υπόλοιπον μέρος του ελληνικού πληθυσμού είναι εγκατεστημένον εν τοις κέντροις, οπόθεν ο ελληνισμός εξασκεί ισχυράν επίδρασιν… Καταφανές γίνεται εκ των ανωτέρω υπό ποιους ευνοϊκωτάτους όρους ενεργεί η ελληνική προπαγάνδα» [ΕΜΠΡΟΣ, 22/10/1904, σ. 2].

Σάββατο 23 Οκτωβρίου 1904 (είδηση). Στο χωριό Νερέτ: Νέρεντ / Nered (Πολυπόταμον) του καζά Φλώρινας. Εισβολή δύο ελληνικών σωμάτων. Νεκροί δεκατρία μέλη τσέτας (μεταξύ τους ο βοεβόδας Στόιτσε) και μερικοί χωρικοί [ΕΜΠΡΟΣ, 23/10/1904, σ. 3].

Σάββατο 23 Οκτωβρίου 1904. Στο χωριό Όσλιανι / Ošljani (Αγία Φωτεινή) του καζά Βοδενών. Δολοφονία τριών εξαρχικών από ελληνική ομάδα [Dakin, σ. 259].

Κυριακή 24 Οκτωβρίου 1904. Στο χωριό Τέχοβο: Τέοβο / Teovo (Καρυδιά) του καζά Βοδενών. Δολοφονία τριών εξαρχικών από ελληνική ομάδα [Dakin, σ. 259].

Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 1904 (είδηση). Στο χωριό Τσέρνοβον (;). «Καταστροφή» επταμελούς τσέτας, από την ομάδα του Καραλίβανου [ΕΜΠΡΟΣ, 25/10/1904, σ. 4].

Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 1904 (είδηση). Στο χωριό Κέρτζιστα: Γκέρτσιστε / Grčište του καζά Γευγελής. «Ελληνικόν σώμα παρατυχόν επετέθη κατά των κακούργων ους έτρεψεν εις φυγήν, εφόνευσε δε και τινας εξ αυτών» [ΕΜΠΡΟΣ, 29/10/1904, σ. 1].

Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 1904 (είδηση). Κοντά στο χωριό Τσερνόλιστα: Τσερνόβιστα / Črnovišta (Μαυρόκαμπος) του καζά Καστοριάς. Επίθεση της ομάδας του Καραλίβανου. Δεκαπέντε νεκροί και τραυματίες Μακεδόνες [ΕΜΠΡΟΣ, 29/10/1904, σ. 4. ΣΚΡΙΠ, 29/10/1904, σ. 1].

Σάββατο 30 Οκτωβρίου 1904 (είδηση). Ελληνική ομάδα σκότωσε τέσσερα άτομα από τη Φλώρινα. «Τούτο προξένησε μεγάλην ανησυχίαν μεταξύ του εκεί πληθυσμού» [ΕΜΠΡΟΣ, 30/10/1904, σ. 3].

Σάββατο 30 Οκτωβρίου 1904 (είδηση). Κοντά στο χωριό Μεσημέρι: Μέσιμερ / Mesimer

Page 81: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

(Μεσημέριον) του καζά Βοδενών. Τρεις τραυματίες και πέντε νεκροί Μακεδόνες, μεταξύ των οποίων ο μουχτάρης του χωριού Ντάνε Τσάκας, από επίθεση ελληνικής ομάδας 27 ανδρών [ΣΚΡΙΠ, 30/10/1904, σ. 4. ΕΜΠΡΟΣ, 9/11/1904, σ. 2. Dakin, σ. 263].

Κυριακή 7 Νοεμβρίου 1904 (είδηση). Στο χωριό Μιλοβίτσα: Μαλόβιστε / Malovište του καζά Μοναστηρίου. Τέσσερις νεκροί και πέντε «αιχμάλωτοι» Μακεδόνες σε επίθεση ελληνικής ομάδας. Μεταξύ των Οι έλληνες είχαν δύο νεκρούς [ΕΜΠΡΟΣ, 7/11/1904, σ. 3].

Κυριακή 7 Νοεμβρίου 1904 (είδηση). Κοντά στο χωριό Όστροβο / Ostrovo (Άρνισσα) του καζά Βοδενών. «Τελεία καταστροφή» τσέτας από ελληνικό σώμα [ΕΜΠΡΟΣ, 7/11/1904, σ. 4].

Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 1904 (είδηση). Στο χωριό Τηλοβλίτσα: Τιόλιστα / Tiolišta (Τοιχίον) του καζά Καστοριάς. Φόνος του βοεβόδα Μάντσο από την Τσερνόβιστα / Črnovišta (Μαυρόκαμπος) και του γιου του αγωγιάτη Γουλά [ΕΜΠΡΟΣ, 8/11/1904, σ. 4].

Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 1904 (απόσπασμα επιστολής). «Ατυχώς δια το ηθικόν μας συνηντήσαμεν ενταύθα (: στο Βόλο) το πλείστον των οπαδών Κρητών του μακαρίτου Παύλου (: Μελά), οίτινες επανήλθον αφηγούμενοι τα πράγματα με τα μελανώτερα χρώματα, αλλ’ οπωσδήποτε ημείς είναι αδύνατο να οπισθοχωρήσωμεν» [Βάρδας, τ. Α΄ σ. 8].

Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 1904 (είδηση). «Το Αρχηγείον Ανασελίτσης κατόπιν διαταγής του Σερασκεράτου αναζητεί τον διαβόητον λήσταρχον Γκούταν (έδρασε ως έλληνας οπλαρχηγός), ίνα του ανακοινώση ότι η Πύλη διατίθεται να του δώση αμνηστείαν και δεχθή την θέσιν του γενικού Δερβέναγα» [ΕΜΠΡΟΣ, 8/11/1904, σ. 4].

Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 1904 (είδηση). «Η Πύλη ισχυρίζεται ότι εις το διαμέρισμα του νομού Μοναστηρίου εισέβαλον προερχόμενοι εξ Ελλάδος και αποτελέσαντες ένοπλα σώματα 385 άνδρες, ότι δε εις το διαμέρισμα του νομού Θεσσαλονίκης εισέβαλον έτεροι 327» [ΕΜΠΡΟΣ, 8/11/1904, σ. 4].

Τρίτη 9 Νοεμβρίου 1904 (είδηση). Φόνος του βοεβόδα Ζαχάρωφ, από την ομάδα του Καραλίβανου [ΕΜΠΡΟΣ, 9/11/1904, σ. 4. ΣΚΡΙΠ 10/11/1904].

Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 1904 (είδηση). Έξω από το χωριό Μεσιμέρι: Μέσιμερ / Mesimer (Μεσημέριον) του καζά Βοδενών. Βρέθηκαν δύο δολοφονημένοι εξαρχικοί [ΕΜΠΡΟΣ, 10/11/1904, σ. 4].

Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 1904 (είδηση). Σύγκρουση της ομάδας του Καραλίβανου και τσέτας. Φόνος ενός Μακεδόνα και φήμες για πιθανή σύλληψη του βοεβόδα Τσακαλάρωφ [ΣΚΡΙΠ, 10/11/1904, σ. 4].

Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 1904 (είδηση). Κοντά στο χωριό Ζουσάνι ή Ζωζιούλιτς: Ζούζελτσι / Žuželci (Σπήλαια) του καζά Καστοριάς. Εννέα νεκροί Μακεδόνες και είκοσι τραυματίστηκαν σε σύγκρουση τσέτας με την ομάδα του Αριστείδη Μαργαρίτη (Τρομάρα). Οι Έλληνες είχαν δύο νεκρούς [ΣΚΡΙΠ 10/11/1904, σ. 4 και 11/11/1904 σ. 4].

Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 1904 (είδηση). «Υπό τρόμου κατελήφθησαν και οι σχισματικοί των χωρίων Λίμπονι (;) Κοστενίτσι και Λαμπάνιτσε [Κόσινετς / Kosinec (Ιεροπηγή) και Λομπάνιτσα / Lobanica (Άγιος Δημήτριος)] εμφανισθέντων εκεί των γενναίων πολεμιστών Καούδη και Καραλίβανου» [ΣΚΡΙΠ, 10/11/1904, σ. 4].

Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 1904 (είδηση). Έξω από το χωριό Δόρτολη: Ντόρτανλι / Dolrtanli (Τετράλοφον) του καζά Κοζάνης. Πέντε φονευμένοι Μακεδόνες μετά από επίθεση της ομάδας του οπλαρχηγού Κώνστα εναντίον τσέτας. Οι Έλληνες είχαν τέσσερις νεκρούς [ΕΜΠΡΟΣ, 11/11/1904, σ. 3].

Σάββατο 13 Νοεμβρίου 1904 (είδηση). Στο χωριό Ζέλενιτς / Zelenič (Σκλήθρον) Φλώρινας. Σαράντα δύο νεκροί σε επίθεση των ελληνικών σωμάτων Ρούβα (Κατεχάκη) και Θύμιου Καούδη, σε γαμήλιο γλέντι σε σπίτι μακεδόνα πρόκριτου [Λιθοξόου, σ. 109-112. Dakin, σ. 259. ΕΜΠΡΟΣ, 18/11/1904, σ. 4 & 27/11/1904, σ. 4. ΣΚΡΙΠ 22/11/1904, σ. 4].

Η είδηση για το ματωμένο γάμο έφτασε και στον αμερικάνικο τύπο [The San Francisco Call, 18/12/1904, σ. 46. The Salt Lake Herald, 18/12/1904, σ. 4.]

Page 82: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

«Κυκλώνουμε με προσοχή το σπίτι και εισερχόμεθα μέσα, αλλά δεν ευρίσκουμε παρά μία γριά. Ίσως να είναι η παπαδιά. Με τη γριά δεν μπορεί να συνεννοηθεί κανείς. Ότι και να της πουν εκείνοι που γνωρίζουν τη γλώσσα της, δεν ακούν τίποτα άλλο από “νε ζναμ” (δεν γνωρίζω). Είναι η στερεότυπη απάντηση των σλαβοφώνων δι’ οτιδήποτε τους ρωτήσεις, όπως και των ελληνοφώνων το “δεν ξέρω”».

«Εις του παπά το σπίτι είναι οι πλείστοι μέσα και τσακίζουν καρύδια, που ευρήκαν εις έναν σάκο και καλό κρασί. Ειδοποιώ τον Καούδη και αυτός τρέχει να εύρη τον Κατεχάκη».

«Φθάνουμε στην αυλόπορτα του σπιτιού (που γίνεται το γλέντι) οι πρώτοι και εις όσους καταφθάνουν από πίσω τους κάνουμε νόημα να κυκλώσουν το σπίτι δεξιά και αριστερά».

«Το σπίτι αποτελείται από το ισόγειο και το ανώγειο και ένα τσαρδάκι ενώνει όλα τα δωμάτια. Εις το αριστερό μέρος του τσαρδακίου ευρίσκεται η σκάλα. Προχωρώ προς την ισόγεια πόρτα που είναι κοντά στη σκάλα, την σπρώχνω με την κάνη του όπλου και ανοίγει λίγο. Βλέπω μέσα 5-6 γυναίκες, τας ερωτώ “ντέκα πόπε” (που είναι ο παπάς), “γκόρε” (επάνω) μου απαντούν. Οι γυναίκες δεν εξεπλάγησαν, με πήραν για κομιτατζή. Ανέρχομαι εις την σκάλα. Με ακολουθούν κάμποσοι, ο ένας πίσω από τον άλλο, αλλά δεν γνωρίζουν ποίοι και πόσοι. Όπως ανέρχομαι, οι οργανοπαίκται αρχίζουν να κουρδίζουν τα όργανά τους. Πανηγύρι που θα γίνει τώρα, σκέπτομαι».

«Βάζουμε εις ενέργεια τα περίστροφα για πιο γρήγορα και ρίχνουμε στο σωρό. Εγώ ρίχνω τις πρώτες εκεί που μου φάνηκε ότι είδα τα αρκούδια».

«Χαμηλά και όσο το δυνατόν οριζοντίως διευθύνω το όπλο για να ευρίσκει περισσότερα κορμιά. Εις την στιγμιαία λάμψη κάθε πυροβολισμού φαίνονται τα κορμιά σαν ένα πολύποδο τέρας που ασπαίρει στο αίμα του και εκτείνει προς όλας τας διευθύνσεις χέρια ποδάρια, δίκην πλοκάμων οκταποδιού» [Καραβίτης, σ. 148-153].

«Εγώ όμως, επειδή θα παντρευόταν του παπά αδελφός, ενόμιζα ότι θα γίνεται ο γάμος στου παπά το σπίτι και το ήξευρα από πρώτα που είχα πάει δυο δορές με τον καπετάν Βαγγέλη, κ’ επήγαμε εκεί. Εμπήκεν κάποιος δεν ενθυμούμαι ποιος, από τον περίαυλο και άνοιξε κ’ εγέμισε το σπίτι όλη η παρέα του Πούλακα. Το ισόγειο ήτο κλειστό, ανεβήκανε στο ανώγειο και των άνοιξε η παπαδιά, αλλά δεν ήτο κανένας άλλος. Επερίμενα λίγο κάτω στην αυλή, αλλά αφού δεν έβλεπα τίποτα, ανέβηκα απάνω και τι να ιδώ, μια σάλα μεγάλη και την παπαδιά να στέκει στη μέση της σάλας, να κρατεί μια λάμπα, να κοιτάζει τρομαγμένη, να έχουν δυο τρία μπαούλα ανοιγμένα και σκορπισμένα ρούχα και να ψάχνουν άλλοι τα ρούχα και άλλοι τες γωνίες για λάφυρα. Τα καρύδια και το κρασί που γράφει ο Καραβίτης είναι γαρνιτούρα».

«Επήγα βόλτα νε ιδώ που γίνεται ο γάμος, αφού δεν ήτο στο σπίτι του παπά, πλιο πέρα σε μια γωνιά είχα το Σεϊμένη με άλλον ένα κ’ εφύλαγε και μου λέει ότι σ’ αυτό το σπίτι άκουσε βιολιά. “Ε, εδώ λοιπόν είναι ο γάμος”».

«Ο Κιουτσούκης πρώτος ανέβηκε τη σκάλα, ήτο μια ταράτσα και είχε το σπίτι δύο μεγάλες σάλες, η μία ήτο απέναντι από τη σκάλα, η άλλη ήτο δεξιά ως ανεβαίνεις τη σκάλα. Την απέναντι της σκάλας έτρεξαν κ’ έπιασε ο Κλειδής με τον Καραβίτη, ως έφθασε όμως ο Κλειδής στην πόρτα και είδε γεμάτη τη σάλα ανθρώπους καθήμενους κι έτρωγαν, των εφώναξεν: “τεσιλίμ κερατάδες”».

«Η σάλα που ήσαν οι άνδρες, είχε μπούκα πόρτα και οι γενναίοι κομιτατζήδες έπεσαν οι περισσότεροι στο ισόγειο, αφού έριξε ο κάθε ένας, ο Καραβίτης με τον Κλειδή, περί τας είκοσι τουφεκιές, άδειασαν τα περίστροφα των μέσα» [Καούδης, σ. 86-88].

«Η σκηνή ήτις επηκολούθησε δεν περιγράφεται. Γυναίκες και παιδιά φύρδην μίγδην ήρχισαν να κατρακυλούν την κλίμακα. Τα τραγούδια έπαυσαν και ο χορός διεκόπη. Θανάσιμος δε σιγή ενέσκηψεν» [ΕΜΠΡΟΣ, 22/11/1904, σ. 1].

«Το πρωί ο εξαρχόπαπας έκανε γάμο και κηδεία μαζί. Έτρεμε ο γαμπρός, μέχρι τη μέση έφθανε της νύφης, ήταν μπροστά και δεν είχε δει τίποτα. Τίποτα δεν ήξερε να πει. Η νύφη φόραγε μεσοφόρια κι από πάνω μια κάπα. Δεν κράταγε λουλούδια, τη μικρή αδελφή αγκαλιά κι όλο κλαίγανε, ψηλή, όμορφη, κόκκινα αφράτα μάγουλα, μάτια μεγάλα, σκούρα, μακριά κατάμαυρα μαλλιά. Έτρεμαν τα πόδια. Στέκονταν πίσω το χωριό, σαράντα άντρες, γυναίκες τρεις σε ξύλα απλωμένοι νεκροί, γάμος

Page 83: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

και οι κηδείες γίνανε μαζί, τα παπαδίστικα ακούστηκαν μισά-μισά, κατάρες κι ευχές, πάντρευε ο παπάς την ανιψιά και κήδευε αδελφό και την παπαδιά».

Δημήτρη Γώγος (κάτοικος Ζέλενιτς) προς τον εγγονό του οπλαρχηγού Στέλιου Κλειδή, συγγραφέα Κώστα Κλειδή: «Και χίλιοι χωροφύλακες να ’ρθουν αυτό θα φωνάζω. Αθώοι (: τα θύματα). Γράψ’ το. Είσαι έγγονας φονιά. Δεν έφταιγε αλλά σκότωσε. Δούκας, Καλογεράκης, Καραβίτης κι ο Κλειδής. Φονιάδες. Θυμάμαι τα ονόματα όσο θα ζω» [Κλειδής, σ. 163, 166].

Κυριακή 14 Νοεμβρίου 1904 (είδηση). Σύμφωνα με στατιστική που το ΕΜΠΡΟΣ χαρακτηρίζει ως «λίαν ακριβή», από της εμφανίσεως των ελληνικών σωμάτων στη Μακεδονία είχαν φονευθεί είκοσι δύο έλληνες αντάρτες. Από την άλλη πλευρά οι αντίπαλοι είχαν εκατόν είκοσι οκτώ νεκρούς [ΕΜΠΡΟΣ, 14/11/1904, σ. 3].

Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 1904 (είδηση). Στο χωριό Γριμένον (;). Εννέα νεκροί και δύο τραυματίες Μακεδόνες, από επίθεση της ομάδας του οπλαρχηγού Βασίλη [ΣΚΡΙΠ 15/11/1904, σ. 4].

Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 1904 (είδηση). «Η Πύλη εδημοσίευσε στατιστικήν των ελληνικών σωμάτων. Κατά την στατιστικήν ταύτην, εν τω διαμερίσματι Φλωρίνης ευρίσκονται 135 μέλη ελληνικών σωμάτων, εν τω διαμερίσματι Καστορίας 100 μέλη, εν Όχριδι 150… Τρία μέλη ελληνικών κομιτάτων συλληφθέντα εν Σερφιτζέ, εδήλωσαν προς αξιωματικόν της χωροφυλακής ότι ο Σίμων Βέης και ο μητροπολίτης Πελαγωνείας κ. Ιωακείμ βοηθούσι τας ενεργείας του εν Αθήναις Μακεδονικού Κομιτάτου» [ΕΜΠΡΟΣ, 15/11/1904, σ. 4].

Τρίτη 16 Νοεμβρίου 1904 (απόσπασμα επιστολής) «Ο αφιχθείς εκ του εξωτερικού οδηγός διηγείται ότι ήκουσε πράξιν (: επίθεση) τινά καλήν του καπετάν Ρούβα εις τι χωρίον» [Βάρδας, τ. Α΄ σ. 12].

Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 1904 (είδηση). Στο χωριό Νερέτη: Νέρεντ / Nered (Πολυπόταμον) του καζά Φλώρινας. Τέσσερις νεκροί Μακεδόνες σε επίθεση σαρανταμελούς ελληνικού σώματος. Οι Έλληνας είχαν ένα τραυματία [ΣΚΡΙΠ 17/11/1904, σ. 5].

Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 1904 (είδηση). Κοντά στο χωριό Μπούφι: Μπουφ / Buf (Ακρίτας) του καζά Φλώρινας. Τρεις δολοφονημένοι αυτονομιστές [ΣΚΡΙΠ 18/11/1904, σ. 4].

Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 1904 (απόσπασμα επιστολής). «Εν Γαβρόβω ειργάσθην διά την εξόντωσιν του προδότου του μακαρίτου Παύλου (: Μελά), Θανάση Βάγια, και ελπίζω εντός ολίγων ημερών να εκτελεσθή» [Βάρδας, τ. Α΄ σ. 14].

Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 1904 (είδηση). Η τουρκική κυβέρνηση «ισχυρίζεται ότι δεν εφόνευσεν εν συμπλοκή τον Παύλον Μελάν τουρκικόν απόσπασμα. Τον φόνο αποδίδει εις σύντροφόν του κακοποιηθέντα δήθεν υπ’ αυτού» [ΕΜΠΡΟΣ, 18/11/1904, σ. 4]

Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 1904 (από άρθρο του ΕΜΠΡΟΣ). Τα ελληνικά σώματα «κατ’ ουδέν ενοχλούσι τους ειρηνικούς πληθυσμούς, επιμελώς δε αποφεύγουσι πάσαν προς τον Τουρκικόν στρατόν σύγκρουσιν» [ΕΜΠΡΟΣ, 19/11/1904, σ. 4].

Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 1904 (απόσπασμα συνέντευξης του Χιλμή Πασά σε γαλλική εφημερίδα). Ο Χιλμή περιγράφει την εξάπλωση της αυτονομιστικής οργάνωσης στον πληθυσμό της Μακεδονίας: «Φαντασθήτε ότι η Μακεδονία είναι ένα δίκτυον των επαναστατικών κομιτάτων. Πρέπει το δίκτυον τούτο να καταστραφή νήμα προς νήμα. Η μέθοδος τώρα ήλλαξε. Από οκτώ ετών διωργανώθη μία μυστική εταιρία, η οποία αριθμεί μεμυημένους εις όλας τας πόλεις και όλα τα χωρία. Έχει διακλαδώσεις και εις τα ταπεινότερα τσιφλίκια. Έκαστος νομός, έκαστος καζάς, έχει τα στελέχη του και τους αρχηγούς του» [ΕΜΠΡΟΣ, 19/11/1904, σ. 2].

Σάββατο 20 Νοεμβρίου 1904. Απόσπασμα από πρωτοσέλιδο κύριο άρθρο του ΕΜΠΡΟΣ, για τις επιθέσεις των ελληνικών σωμάτων στη Μακεδονία, με τίτλο «Η εκδίκησις». «Ο ελληνισμός θ’ αμυνθή, αφού αυτή και μόνη η ελπίς σωτηρίας τω απέμεινε. Και δεν θα περιορισθή εις την παθητικήν άμυναν του ν’ αποκρούη τα κτυπήματα, αλλά θα τ’ ανταποδώση εκατονταπλάσια, όχι μόνον με όπλα και μαχαίρας, αλλ’ ως ο αρχαίος Κυναίγειρος και με τους οδόντας» [ΕΜΠΡΟΣ, 20/11/1904, σ. 4].

Δευτέρα 22 Νοεμβρίου / 5 Δεκεμβρίου (τηλεγράφημα από τη Θεσσαλονίκη δημοσιευμένο

Page 84: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

στον αμερικάνικο τύπο). Στο χωριό Aitos: Άιτος / Ajtos (Αετός) του καζά Φλώρινας. Ελληνικό σώμα εισέβαλε στο χωριό και σκότωσε πριν δυο μέρες εικοσιτέσσερις κατοίκους. Το γεγονός προκάλεσε την κινητοποίηση δεκαέξι ταγμάτων του στρατού Μοναστηρίου [The San Francisco Call, 6/12/1904, σ. 7. The Washington Times, 7/12/1904, σ. 2. Breathitt County News, 9/12/1904, σ.2].

Για την ελληνική επίθεση στο «σχισματικόν χωρίον Αετός», το ΣΚΡΙΠ συμφωνεί πως «εφονεύθησαν 24», συμπληρώνει δε «εκ των ημετέρων ουδείς». Φεύγοντας ο έλληνας οπλαρχηγός άφησε επιστολή πάνω σε ένα πτώμα, που έγραφε πως για κάθε νεκρό πατριαρχικό θα σκοτώνει έξι εξαρχικούς. Η εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ κάνει λόγο για τουφεκισμό 28 ατόμων στο Αετόζι [ΣΚΡΙΠ, 27/11/1904, σ. 4. ΕΜΠΡΟΣ, 28/11/1904, σ. 4].

Τρίτη 23 Νοεμβρίου 1904 (είδηση). Κοντά στο χωριό Κωστενέτσι: Κόσινετς / Kosinec (Ιεροπηγή) του καζά Κορυτσάς. Σύγκρουση ελληνικής ομάδας και τσέτας «Η σύγκρουσις υπήρξε λυσσώδης, πλείστοι δε κομιτατζήδες έπεσαν νεκροί και τραυματίαι» [ΣΚΡΙΠ 23/11/1904, σ. 4].

Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 1904. Κοντά στο χωριό Βλάντοβο /Vladovo (Άγρας) του καζά Βοδενών. Τέσσερις νεκροί Μακεδόνες σε επίθεση ελληνικού σώματος [Dakin, σ. 260]

«Την 26ην Νοεμβρίου ανεχώρησεν (το σώμα του Μανόλη Κατσίγαρη) εκ Βλαντόβου και την εσπέραν της ιδίας ημέρας ευρίσκετο παρά το Τέχοβο, όπου συνέλαβον τέσσαρας φανατικούς σχισματικούς, εξ ων τρεις εφόνευσαν, ετραυμάτισαν δε τον τέταρτον θανασίμως» [Κάκκαβος, σ. 98].

Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 1904. Κοντά στην πόλη Γιανιτσά: Ενιτζέ Βαρντάρ / Enidže Vardar ή Παζάρ (Pazar), πρωτεύουσα του καζά Γιανιτσών. Δύο δολοφονημένοι από ελληνικό σώμα [Dakin, σ. 260].

Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 1904 (είδηση). Στο χωριό Νταούτμπαλη: Νταούτ Μπαλί / Daut Bali (Ωραιόκαστρον) του καζά Θεσσαλονίκης. Δέκα νεκροί από επίθεση ελληνικού σώματος [ΣΚΡΙΠ 26/11/1904, σ. 4].

Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 1904. Κοντά στο χωριό Σαρακίνοβο / Sarakinovo (Σαρακηνοί) του καζά Καρατζόβας. Οκτώ νεκροί και έξι βαριά τραυματίες Μακεδόνες από επίθεση του σώματος του Μανόλη Κατσίγαρη [Κάκκαβος, σ. 98. ΕΜΠΡΟΣ, 16/12/1904, σ. 2. ΣΚΡΙΠ, 18/12/1904, σ. 5].

Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 1904 (είδηση). Κοντά στην πόλη Νιάουστα: Νέγκους / Neguš (Νάουσα) του καζά Βέροιας. Πολλοί νεκροί και τραυματίες Μακεδόνες από σύγκρουση της ομάδας του Καραλίβανου με τσέτα. Ο βοεβόδας Τσακάλωφ «αιχμαλωτίσθηκε» [ΣΚΡΙΠ 26/11/1904, σ. 5].

Κυριακή 28 Νοεμβρίου 1904 (είδηση). Ανεπιβεβαίωτη από άλλη πηγή είδηση, για μεγάλη επίθεση ελληνικού σώματος στο χωριό Στάτιτσα / Statica (Μελάς) του καζά Καστοριάς με σκοπό την τιμωρία των κατοίκων για τον εκεί θάνατο του Παύλου Μελά. Σύμφωνα με την είδηση, οι Έλληνες «μεταβάντες εις την Σιάτισταν εφόνευσαν 60 εκ των κατοίκων αυτής συνεργούς εις την κατά του Μελά προδοσίας». Σε κύριο άρθρο το ΕΜΠΡΟΣ αναρωτιέται σχετικά: «Ποία δε άλλη αμοιβή της ατίμου ταύτης προδοσίας ήρμοζε καλλιτέρα εκείνης την οποίαν επέβαλον οι αρχηγοί των μακεδονικών σωμάτων, εκδικηθέντες 60 εκ των αχρείων τούτων υποκειμένων;» [ΕΜΠΡΟΣ, 28/11/1904, σ. 3 και 29/11/1904, σ. 1].

Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 1904 (είδηση). Στο λιμένα του Αγίου Βασιλείου: Στη λίμνη Λαγκαδά κοντά στο χωριό του Αγίου Βασιλείου. Φόνος έξι ψαράδων Μακεδόνων από ελληνική ομάδα [ΕΜΠΡΟΣ, 29/11/1904, σ. 3].

Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 1904 (είδηση). Στους πρόποδες του όρους Βέρμιου. Τρεις νεκροί και τέσσερις πληγωμένοι «αιχμάλωτοι» Μακεδόνες μετά από επτάωρη μάχη της ομάδας του οπλαρχηγού Θάνου και τσέτας. Οι Έλληνες είχαν ένα νεκρό και δύο τραυματίες [ΣΚΡΙΠ, 29/11/1904, σ. 4. ΕΜΠΡΟΣ, 29/11/1904, σ. 3].

Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 1904 (είδηση). Στο χωριό Ρούμπα της Γουμέστης (;). Βρέθηκαν τρεις φονευμένοι αυτονομιστές [ΕΜΠΡΟΣ, 1/12/1904, σ. 4].

Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 1904 (είδηση). Στο χωριό Στολιάνοβο: Στογιάκοβο / Stojakovo του

Page 85: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

καζά Γευγελής. Δολοφονία ενός Μακεδόνα [ΕΜΠΡΟΣ, 1/12/1904, σ. 4].Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 1904 (είδηση). Στον χωριό Τέλοβον (;) του καζά Βοδενών. Βρέθηκαν

τρεις νεκροί αυτονομιστές [ΕΜΠΡΟΣ, 1/12/1904, σ. 4].Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 1904. Η ελληνική κυβέρνηση «διαψεύδει» με ανακοίνωσή της «ότι

Έλληνες αξιωματικοί και υπαξιωματικοί συμμετέχουσι των μακεδονικών συμμοριών και ότι αύται έλαβον χρήματα παρά των ελλήνων προξένων ή οιανδήποτε τοιαύτην υποστήριξιν εκ μέρους της ελληνικής Κυβερνήσεως» [ΕΜΠΡΟΣ, 1/12/1904, σ. 3].

Σάββατο 4 1904 (είδηση). Στο χωριό Μαγδάλιον (;). Την περασμένη Τρίτη, η τσέτα του Τσερνώφ «συνήψε πολύωρον συμπλοκήν μετά τουρκικού αποσπάσματος, όπερ ανυπερθέτως θα συντρίβετο αν μη το σώμα του καπετάν Βαγγέλη δεν έσπευδεν εις βοήθειαν αυτού. Ούτω η συμμορία απώλεσε τέσσαρες τραυματίας των λοιπόν διασωθέντων δια της φυγής» [ΕΜΠΡΟΣ, 4/12/1904, σ. 4].

Κυριακή 5 Δεκεμβρίου. Στο χωριό Λιμπίσεβο / Libiševo (Άγιος Ηλίας) του καζά Ανασελίτσας. Επίθεση του σώματος Βάρδα σε σπίτι που βρισκόταν ο βοεβόδας Κονστάντοφ. Νεκροί ο βοεβόδας και άλλοι δέκα Μακεδόνες, μεταξύ των οποίων δύο παιδιά [Λιθοξόου 116-117. Dakin, σ. 258]

«Το σπίτι ήταν μιανής χήρας Βουλγάρας, ερωμένης του Κωνστάντωφ, που είχε δυο παιδιά, ένα κορίτσι δώδεκα χρονών κι ένα αγόρι μεγαλύτερο. Έσκασαν όλοι μαζί εκεί μέσα στην κρυψώνα, ο Κωντάντωφ με τους επτά συντρόφους του, την ερωμένη του και τα δυο της παιδιά».

«Το πρωί της Κυριακής πήγαμε όλοι στην εκκλησία να λειτουργηθούμε με τους χωρικούς και τους δυο παπάδες. Ελειτούργησε όμως ο παπά-Δράκος που ήταν μαζί της. Μέσα στο Ιερό δηλαδή ήταν και κείνοι οι δύο παπάδες του χωριού, μα αυτός λειτούργησε. Άμα τον είδα να σηκώνη τα Άγια, εγώ που ήξερα ότι χτες είχε σκοτώσει με το ίδιο το χέρι του το παιδί, έμεινα κατάπληκτος» [Μακρής, 90-91].

Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 1904 (είδηση). Κοντά στο χωριό Πρεκοπάνα / Prekopana (Περικοπή) του καζά Φλώρινας. Δεκαέξι νεκροί Μακεδόνες σε σύγκρουση τσέτας και της ομάδας του Καραλίβανου. Οι Έλληνες είχαν πέντε τραυματίες [ΕΜΠΡΟΣ, 6/12/1904, σ. 2].

Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 1904 (είδηση). Στο Ζέλοβο: Ζέλεβο / Želevo του καζά Καστοριάς. Σύγκρουση της Τσέτας του Μήτρου Βλάχου και των σωμάτων των Ρούβα και Καούδη. Οι άντρες του Βλάχου υποχώρησαν «συναποφέροντες και αρκετούς τραυματίες». Οι Έλληνες δεν είχαν απώλειες [ΕΜΠΡΟΣ, 6/12/1904, σ. 3. ΣΚΡΙΠ, 7/12/1904].

Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 1904 (είδηση). Κοντά στο ελληνικό χωριό Βρογκίστα: Βράνιστα / Vraništa (Καλλονέριον, τέως Βρογγίστα) του καζά Ανασελίτσας. Το σώμα Ρούβα (Κατεχάκη) «οδηγηθέν υπό Τούρκου» έστησε ενέδρα σε τσέτα «και κατετσάκησεν αυτήν» [ΣΚΡΙΠ, 6/12/1904, σ. 5].

Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 1904 (απόσπασμα επιστολής). Για την επίθεση στο Λιμπίσεβο και το φόνο του Κονστάντοφ: «Η οικία κατεκάη μετά των εν αυτή κομιτών, της οικοδεσποίνης (ερωμένης του καπετάνιου) και του υιού της. Μόλις εξησφαλίσθη τούτο έτρεξαν οι ιδικοί μας και έφερον πολλούς εκ των κατοίκων, εν οις τον ιερέα (γέροντα) και τινα άλλον, ιδικούς μας εν τω κρυπτώ και σχισματικούς εν τω φανερώ, δι ων και η επιτυχής ανακάλυψις. Εις τους προσελθόντας λοιπόν εφωνάξαμεν να μη φοβώνται, διότι είμεθα αδελφοί, αλλ’ εφονεύσαμεν εξ αυτών 2 δημοσία, ως μέλη της εν τω χωρίω επιτροπής του Κομιτάτου (κομίτσια)» [Βάρδας, τ. Α΄ σ. 32].

«Είχαν περάσει κάμποσες μέρες από την εξόντωση της συμμορία; αυτής, όταν ήρθε στη Μητρόπολη να μ’ επισκεφθή ο αντιστράτηγος Χουσεΐν Χουσνή πασάς, ο διάδοχος του Νεράτ πασά, που ως γενικός διοικητής των ελληνοτουρκικών συνόρων είχε την έδρα του στη Νασιλίτσα. Ενώ λοιπόν τρώγαμε στο τραπέζι μου λέει γελώντας “Τι κάναν πάλι οι δικοί σου στο Λιμπίσοβο;” Του απαντώ “Οι δικοί μου έκαψαν τον Κωνστάντωφ με όλο το σώμα του στο Λιμπίσοβο, πράγμα που δεν κατόρθωσε ως σήμερα ο στρατός σου” [Καραβαγγέλης, 39].

Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 1904. Στο χωριό Μπόζετς / Bozec (Άθυρα) του καζά Γιανιτσών. Σύλληψη δώδεκα εξαρχικών, από την ελληνική ομάδα του Πέτρου (Γεωργάκης). Οι αιχμάλωτοι

Page 86: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

«επρόκειτο να τιμωρηθούν δια θανάτου», αλλά σώθηκαν καθώς οι Έλληνες κυκλώθηκαν από τουρκικό στρατό και παραδόθηκαν [Κάκκαβος, σ. 99. Dakin, σ. 262. ΔΙΣ, σ. 169].

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 1904 (είδηση). Κοντά στην πόλη Βοδενά: Βόντεν / Voden (Έδεσσα), έδρα του ομώνυμου καζά. Τέσσερις φονευμένοι από την ελληνική ομάδα του οπλαρχηγού Επαμεινώνδα. Στη συνέχεια αυτονομιστική τσέτα κυνήγησε «την ελληνικήν συμμορίαν, καταστρέψασα αυτήν σχεδόν καθ ολοκληρίαν. Ευρέθησαν επί τόπου 24 πτώματα Ελλήνων» [ΕΜΠΡΟΣ, 13/12/1904, σ. 2. ΣΚΡΙΠ, 13/12/1904, σ. 4].

Η συνάντηση της τσέτας και της αποτελούμενης από είκοσι οκτώ άτομα ελληνικής ομάδας έγινε κοντά στο χωριό Σαρακίνοβο: / Sarakinovo (Σαρακηνοί) του καζά Καρατζόβας, όπου και σκοτώθηκαν οι είκοσι τέσσερις Έλληνες, μετά από μάχη πέντε ωρών [The New York Times, 17/12/1904].

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 1904 (είδηση). Κοντά στο κεφαλοχώρι Μπόγκνταντσι / Bogdanci του καζά Γευγελής. «Προύχων σχισματικός εφονεύθη και κατεκρεουργήθη υπό ελληνικής συμμορίας διά πελέκεως» [ΣΚΡΙΠ, 13/12/1904, σ. 4].

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 1904 (είδηση). Στο χωριό Φέχοβον: Τέοβο / Teovo (Καρυδιά) του καζά Βοδενών. «Ελληνική συμμορία εκ 35 ανδρών μετέβη εις το χωρίον Φέχοβον του διαμερίσματος Βοδενών, ένθα κατεδίκασεν εις θάνατον τέσσαρας χωρικούς. Η απόφασις αύτη εξετελέσθη τουφεκισθέντων εν τω παρακειμένω δάσει των ειρημένων χωρικών. Εις των καταδικασθέντων τούτων, τραυματισθείς μόνον βαρέως, κατώρθωσε να μεταβή μετά τινας ημέρας εις Θεσσαλονίκην, όπως καταγγείλη το γεγονός» [ΣΚΡΙΠ, 13/12/1904, σ. 4].

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 1904 (είδηση). Κοντά στο χωριό Μπούχοβα: Μπάοβο / Baovo (Πρόμαχοι) του καζά Καρατζόβας. «Η αυτή ελληνική συμμορία συνεκρότησε την επομένην νύκτα λυσσώδη μάχην μετά συμμορίας κομιτατζήδων παρά την Μπούχοβαν. Επί τόπου ευρέθησαν πολλά πτώματα κομιτατζήδων» [ΣΚΡΙΠ, 13/12/1904, σ. 4].

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 1904 (είδηση). Στο χωριό Σέλοβο (;) κοντά στην πόλη του Μοναστηρίου. Τσέτα αυτονομιστών υπό τους Κορσάκωφ και Βλάχο, «προσεβλήθη υπό ελληνικής συμμορίας συγκειμένης εξ 60 μελών. Μετά πεντάωρον λυσσώδη μάχην οι κομιτατζήδες υπεχώρησαν απάγοντας μεθ’ εαυτών νεκρούς και τραυματίας» [ΣΚΡΙΠ, 13/12/1904, σ. 4].

Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 1904 (είδηση). Στο χωριό Όστιμα: Όστσιμα / Osčima, (Τρίγωνον) του καζά Καστοριάς. Βρέθηκαν φονευμένοι δυο αυτονομιστές, οπαδοί του Μήτρου Βλάχου [ΣΚΡΙΠ, 14/12/1904, σ. 2].

Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 1904 (είδηση). Στο χωριό Τσερίλοβον: Τσουρίλοβο / Čurilovo (Άγιος Νικόλαος) του καζά Καστοριάς. Η ομάδα του οπλαρχηγού Αριστείδη Μαργαρίτη εισέβαλε στο χωριό και σκότωσε τρία άτομα. Έφυγε έχοντας μαζί της δύο αιχμάλωτους [ΕΜΠΡΟΣ, 16/12/1904, σ. 2].

«Οι Έλληνες σκότωσαν εξαρχικούς στο Τσιρίλοβο κι εκτέλεσαν τον ιερέα Λάζο από τα Τίρσια» [Dakin, σ. 260].

Απόσπασμα επιστολής του Μιχάλη Τσόντου προς τον ξάδελφο του Γιώργο Τσόντο - Βάρδα. «Εις Τσιρίλοβον εφόνευσαν 5 και 1 οικίαν έκαυσαν» [Αρχείο Τσόντου Βάρδα, φ. 6].

Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 1904 (είδηση). Γίνεται γνωστή η πράξη στο Λιμπίσεβο. Η επίθεση στο σπίτι της χήρας παρουσιάζεται ως «συμπλοκή με κομιτατζήδες»[ΣΚΡΙΠ, 16/12/1904, σ. 4 και 23/12/1904, σ. 5. ΕΜΠΡΟΣ, 30/12/1904, σ. 3].

Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 1904 (είδηση). «Έξωθεν του χωρίου Κρακοτών» (;). Δεκαοκτώ νεκροί Μακεδόνες, μετά από συμπλοκή του σώματος του Λεωνίδα και της τσέτας του Γιοβάνη. Οι Έλληνες είχαν δύο νεκρούς [ΣΚΡΙΠ, 16/12/1904, σ. 4].

Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 1904 (είδηση). Στο χωριό Βάρτζα πλησίον της Θεσσαλονίκης: Μπάλτζα / Baldža (Μελισσοχώριον) του καζά Θεσσαλονίκης,. Η ελληνική οργάνωση τουφέκισε εδώ δύο αυτονομιστές από το Κιλκίς [ΕΜΠΡΟΣ, 16/12/1904, σ. 2].

Page 87: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 1904 (είδηση). Στην περιοχή Μορίχοβο: Μαρίοβο / Mariovo, ανατολικά της πόλης Μπίτολα. Δώδεκα νεκροί Μακεδόνες σε συμπλοκή ελληνικού σώματος και τσέτας. Οι Έλληνες είχαν ένα νεκρό και τέσσερις τραυματίες [ΕΜΠΡΟΣ, 16/12/1904, σ. 2].

Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 1904 (είδηση). Στο εξαρχικό χωριό Ζευναρέτ (;). Έντεκα νεκροί Μακεδόνες σε μάχη τσέτας με την ομάδα Καραλίβανου. Οι Έλληνες είχαν τέσσερις νεκρούς και δύο τραυματίες. «Ο Καραλίβανος επυρπόλησε το χωρίον Ζευναρέτ» [ΕΜΠΡΟΣ, 17/12/1904, σ. 4].

Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 1904 (είδηση). Κοντά στο χωριό Σαρακίνοβο / Sarakinovo (Σαρακηνοί) του καζά Καρατζόβας. Οκτώ νεκροί και έξι τραυματίες αυτονομιστές, μετά από σύγκρουση τσέτας με ελληνικό σώμα [ΣΚΡΙΠ, 18/12/1904, σ. 5].

Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 1904 (είδηση). Μεταξύ των χωριών Καπρέσι και Ζίλοβο: Γκάμπρες / Gabreš (Γαύρος) και Ζέλεβο / Želevo (Ανταρτικόν) του καζά Καστορίας. Τέσσερις νεκροί Μακεδόνες από επίθεση της ομάδας του Κώστα Ζωΐδη [ΣΚΡΙΠ, 20/12/1904, σ. 5 και 22/12/1904, σ. 4].

Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 1904 (είδηση). Κοντά στο χωριό Κονοπλάτι: Κονομλάντι / Konomladi (Μακροχώριον) του καζά Καστοριάς. Οκτώ «αιχμάλωτοι» Μακεδόνες από την ομάδα του Ζωΐδη [ΣΚΡΙΠ, 20/12/1904, σ. 4].

Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 1904 (είδηση). Κοντά στο χωριό Κρουσογράδ: Κρουσόραντι / Krušoradi (Αχλάδα) του καζά Φλώρινας. Δεκαεπτά νεκροί και τραυματίες Μακεδόνες, σε επίθεση του σώματος Ρούβα (Κατεχάκη) [ΕΜΠΡΟΣ, 20/12/1904, σ. 3].

Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 1904 (είδηση). Πάνω από το χωριό Ισάβα: Κίσαβα / Kišava του καζά Μοναστηρίου. Σύγκρουση τσέτας και της ομάδας του οπλαρχηγού Μαργαρίτη. Οι αυτονομιστές «κατατροπώθηκαν», ενώ οι Έλληνες είχαν δύο νεκρούς [ΕΜΠΡΟΣ, 20/12/1904, σ. 3].

Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 1904. Απόσπασμα μεταφρασμένου άρθρου από την εκδιδόμενη στη Σόφια εφημερίδα «Μεταρρυθμίσεις». «Αι ελληνικαί συμμορίαι εν Καστορία και Φλωρίνη κέντρον ενεργείας έχουσι την ορεινήν θέσιν την περιστοιχουμένην υπό των χωρίων Βλάσσι, Κλεισούρας, Λεχόβου, Στρέμπενο, Νεγόβας, Νεβέσκας και Βέλο Κάμεν. Οι Αλβανοί και οι Βλάχοι αποτελούντες ισχυρά στοιχεία παρέχουσιν εις τα ελληνικά σώματα βοηθείας και κρησφύγετα. Εκεί εισί κεκρυμμένα τα πολεμοφόδια αυτών και εκεί καταφεύγουσι μετά την διάπραξιν των κακουργημάτων των. Αι αρχαί ουδέν λαμβάνουσι μέτρον κατά των συμμοριών μεθ’ όλας τας εναντίον αυτών καταγγελίας» [ΕΜΠΡΟΣ, 21/12/1904, σ. 3].

Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 1904 (είδηση). Σε ύψωμα πάνω από το χωριό Ζέλοβο : Ζέλεβο / Želevo του καζά Καστοριάς. Τσέτα υπό τους Βλάχο και Κεσάκωφ συνάντησε «ελληνική συμμορία εκ 30 παλληκαρίων και άλλων τόσων χωρικών Γραικομάνων». Μετά από συμπλοκή πέντε ωρών η τσέτα αποχώρησε αφού παρέλαβε «πολλούς φονευμένους και τραυματίας» [ΕΜΠΡΟΣ, 21/12/1904, σ. 4].

Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 1904 (είδηση). Κοντά στην πόλη Πρίλαπον: Πρίλεπ / Prilep, έδρα του ομώνυμου καζά. Επτά νεκροί Μακεδόνες σε σύγκρουση σαρανταμελούς τσέτας και «ελληνικής συμμορίας εκ 30 μελών». Οι Έλληνες είχαν δώδεκα νεκρούς [ΣΚΡΙΠ, 22/12/1904, σ. 5].

Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 1904 (είδηση). Στην περιοχή Καστανοχώρια (Kostenari), στο νότιο τμήμα του καζά Καστοριάς. Οκτώ φονευμένοι Μακεδόνες από ελληνική ομάδα [ΣΚΡΙΠ, 31/12/1904, σ. 5].

Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 1905 (είδηση). Κοντά στο χωριό Μπάχοβον: Μπάοβο / Baovo (Προμάχοι) του καζά Καρατζόβας. Οκτώ νεκροί Μακεδόνες σε σύγκρουση τσέτας και των ελληνικών ομάδων Επαμεινώνδα και Κατσίγαρη. Οι Έλληνες είχαν δέκα νεκρούς και τραυματίες [ΣΚΡΙΠ, 3/1/1905 σ. 3. Dakin, σ. 260].

Τρίτη 4 Ιανουαρίου 1905. Στο χωριό Μυροβάντσα: Μάρβιντσι / Marvinci του καζά Δοϊράνης. Επίθεση ελληνικού σώματος και τουφεκισμός είκοσι έξι κατοίκων, σύμφωνα με το ελληνικό προξενείο [Dakin, σ. 310. ΕΜΠΡΟΣ, 21/1/1905, σ. 3. Προξενείο Θεσσαλονίκης, έγγραφο 71, 28/1/1905].

Page 88: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 1905 (είδηση). Στο δρόμο μεταξύ Θεσσαλονίκης και Χορτιάτη. Βρέθηκαν φονευμένοι τρεις Μακεδόνες «εργαζόμενοι εν τη αμαξιτή οδώ» [ΕΜΠΡΟΣ, 7/1/1905, σ. 4].

Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 1905 (είδηση). Στο χωριό Ζορμπάν Κιόι: Ζορμπάτοβο / Zorbatovo (Μικρόν Μοναστήριον) Θεσσαλονίκης. Βρέθηκαν φονευμένοι τρεις Μακεδόνες, μεταξύ των οποίων και ο εξαρχικός παπάς [ΕΜΠΡΟΣ, 7/1/1905, σ. 4 και Dakin, σ. 310].

Τρίτη 11/25 Ιανουαρίου 1905 (τηλεγράφημα από Θεσσαλονίκη στον αμερικάνικο τύπο). Ελληνικό σώμα νίκησε τσέτα ογδόντα ανδρών κοντά στη Γευγελή: Gevgelija, σκοτώνοντας ή τραυματίζοντας τριάντα άτομα [Deseret Evening News, 25/1/1905, σ. 7].

Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 1905 (είδηση). Κοντά στο χωριό Σμόλη: Σμόλι / Smoli (Μικρόν Δάσος) του καζά Γευγελής. Δεκατρείς νεκροί Μακεδόνες σε επίθεση της ομάδας του καπετάν Μιχάλη εναντίον της τσέτας του Αργύρη [ΣΚΡΙΠ, 13/1/1905 σ. 5].

Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 1905 (απόσπασμα επιστολής). «Μετά του Ρούβα εμείναμεν εις όλα σύμφωνοι, εννοείται, ιδίως ησχολήθημεν εις την τακτοποίησιν των μισθών, όπερ είναι διαρκής πληγή ένεκα των αρπακτικών τάσεων πάντων, ιδίως δε των καπεταναίων, οι οποίοι εσυνήθιζον να γράφωσι και να λαμβάνωσιν ιδιαιτέρως από των Προξένων, των Μητροπολιτών και όπου αλλού, θεωρούντες ταύτα πάντα χωριστόν ταμείον» [Βάρδας, τ. Α΄ σ. 58].

Σάββατο 15 Ιανουαρίου 1905 (Από αναφορά του προξένου Κορομηλά). Πρόξενος Κορομηλάς. «Εν Ολύμπω προσπαθώ – το πράγμα είναι δυσχερέστατον διότι οι άνδρες είναι φιλάρπαγες και φιλοχρήματοι – να καταρτισθή σώμα, όπερ θα δράση κατά των περί την Βέρροιαν ρουμανιζόντων μέχρι Ναούσης αφ’ ενός και μέχρι Γκόλο Σέλο αφ’ ετέρου».

«Εν Λαγκαδά αντί του νυν ενός σώματος θα γίνωσι δύο ίνα κατά το δυνατόν κτυπηθώσιν οι της Λιγκοβάνης και του Ζαρόβου σχισματικοί» [Προξενείο Θεσσαλονίκης, έγγραφο 66, 15/1/1905].

Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 1905 (είδηση). Στο χωριό Μπρέζνιτσα / Breznica (Βατοχώριον) του καζά Καστοριάς. Δεκαεπτά νεκροί Μακεδόνες, σε επίθεση ελληνικού σώματος εναντίον της τσέτας του Μήτρου Βλάχου [ΕΜΠΡΟΣ, 17/1/1905, σ. 4].

Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 1905 (είδηση). «Άπαντες οι Βέηδες της περιφερείας Φλωρίνης και Καστορίας μετέβησαν εν σώματι εις Θεσσαλονίκης όπου παρουσιάσθησαν ενώπιον του Γενικού Διοικητού και απήτησαν τον απόλυσιν του Καραλιβάνου» [ΣΚΡΙΠ, 19/1/1905 σ. 4].

«Διά την αμνηστείαν του ληστού Καραλιβάνου δεν γνωρίζω και εγώ τι να ειπώ ότι είναι καλόν ή κακόν, διότι δυστυχώς οι αρμόδιοι δεν μου διευκρινίζουν τι γνώμην εσχημάτισαν διά την σύλληψίν του, αν ήτο τυχαία ή προσχεδιασμένη, αν πράγματι είχε τον καιρόν να φύγη ή όχι, και αν αφού ηδύνατο να καταστρέψη τα χαρτιά που είχε μαζί του, το έπραξε εκουσίως ή ου. Αλλά το σπουδαιότερον αν σκοπεύη να εισέλθη εις την τουρκικήν υπηρεσίαν ως ήτο πριν ως διαδίδεται, διότι εν τοιαύτη περιπτώσει έσται λίαν επικίνδυνος γνωρίζων πάντα τα καθ’ ημάς» [Βάρδας, σ. 82].

Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 1905 (Από αναφορά του προξένου Λεβίδη). «Ο Καϊμακάμης Φλωρίνης έλεγε προ τινος τω ημετέρω Διερμηνεί κ. Χωναίω ότι βεβαίως θα συνέπρατον οι Τούρκοι τοις Έλλησιν, αλλά δέον να μη προβαίνωσιν οι τελευταίοι εις πράξεις, οία η του Ζέλενιτς επίθεσις, ότε πάρα πάσαν προσπάθειαν καθίσταται αδύνατον να καλυφθώσιν τα γιγνόμενα ένεκα της παρουσίας εν Μακεδονία τόσων ξένων απεσταλμένων» [Προξενείο Μοναστηρίου, έγγραφο 69, 19/1/1905].

Τρίτη 25 Ιανουαρίου 1905 (είδηση). Στο χωριό Γκρίτσιστα: Γκέρτσιστε / Grčište του καζά Γευγελής. Νεκροί δεκαπέντε μέλη τσέτας και είκοσι δύο χωρικοί σε επίθεση του σώματος του καπετάν Ζήρια [ΕΜΠΡΟΣ, 25/1/1905, σ. 3].

Τρίτη 25 Ιανουαρίου 1905 (είδηση). Τρεις Μακεδόνες σκοτώθηκαν «εις Γευγελή, έτερος δε εις Βοδενά» [ΕΜΠΡΟΣ, 25/1/1905, σ. 3].

Τρίτη 25 Ιανουαρίου 1905 (είδηση). Στο χωριό Γραδομπόρ: Γκράντομπορ / Gradobor (Πεντάλοφος) του καζά Θεσσαλονίκης. Δολοφονήθηκε ο εξαρχικός δάσκαλος [ΕΜΠΡΟΣ, 25/1/1905, σ. 3].

Page 89: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 1905 (αποσπάσματα επιστολής). «Πάντες οι οπλαρχηγοί εισίν όρνεα αρπακτικά, δι’ ουδέν άλλο σκεπτόμενα ή την τσέπην των»

«Ο Μητροπολίτης Μογλενών (Φλωρίνης) θα ήτο μέγα κέρδος, εάν κατωρθούτο η μετάθεσίς του, διότι είναι αιχρόν αγγείον» [Βάρδας, τ. Α΄ σ. 68].

Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 1905 (είδηση). Στο χωριό Μπογδανίτση: Μπόγκαντσι / Bogdanci του καζά Γευγελής. Δύο δολοφονημένοι Μακεδόνες από ελληνικό σώμα [ΕΜΠΡΟΣ, 27/1/1905, σ. 4].

Κυριακή 30 Ιανουαρίου 1905 (είδηση). Κοντά στη Γευγελή: Γκεβγκέλιγια / Gevgelija, έδρα του ομώνυμου καζά. Τέσσερις νεκροί και δύο τραυματίες Μακεδόνες από επίθεση του σώματος Ρούβα [ΣΚΡΙΠ, 30/1/1905 σ. 4].

Τρίτη 1 Φεβρουαρίου 1905 (είδηση). Σε κάποιο χωριό κοντά στην πόλη Μοναστήρι / Monastiri ή Μπίτολα / Bitola. Δύο δολοφονημένοι Mακεδόνες από την ελληνική οργάνωση [ΕΜΠΡΟΣ, 1.2.1905, σ. 3].

Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 1905 (πληροφορία από προξενική αναφορά και αναπαραγωγή από τον τύπο). Στη λίμνη των Γιανιτσών. Δέκα τρεις νεκροί Μακεδόνες σε συμπλοκή ελληνικού σώματος και τσέτας. Οι Έλληνας είχαν δύο τραυματίες [Προξενείο Θεσσαλονίκης, έγγραφο 73, 3/2/1905. ΕΜΠΡΟΣ, 5/3/1905, σ. 3. ΣΚΡΙΠ, 5/3/1905, σ. 4].

Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 1905 (πληροφορία από προξενική αναφορά). Έξω από τη Νόβο Σέλο/Novo Selo ή Ενί Κιόι / Eni Kjoj (Νεοχωρούδα) του καζά Θεσσαλονίκης. Δολοφονία ενός εξαρχικού, ονόματι Πρόδρομου [Προξενείο Θεσσαλονίκης, έγγραφο 75, 6/2/1905].

Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 1905 (αποσπάσματα επιστολής). «Εφθάσαμεν πλέον εις τα σχισματικά χωρία, τα πάντα δέον να ενεργώμεν δια υποσχέσεων και δωροδοκίας».

«Απαραίτητον να έχω εκατόν τουλάχιστον ναπολεόνια ως αποθεματικόν διά παν ενδεχόμενον» [Βάρδας, τ. Α΄ σ. 76].

Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 1905. Κοντά στο χωριό Γκόρνο Γκραματίκοβο (Gorno Gramatikovo) του καζά Καϊλαρίων. Επίθεση από ελληνικό σώμα. Δολοφονία και ακρωτηριασμός των σωμάτων των Ρουμανόβλαχων Costa Sarati και Dimitri [Rubin, σ. 198].

Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 1905 (είδηση). Στη μονή Προδρόμου βόρεια της πόλης Νέγκους / Neguš (Νάουσα). Δεκατρείς νεκροί και είκοσι τραυματίες Μακεδόνες, μετά από επίθεση της ομάδας Γιοβάνη. Οι Έλληνες είχαν δύο τραυματίες. Η είδηση που δημοσιεύεται στις δύο εφημερίδες, έχει κοινή πηγή απόρρητο σήμα του πρόξενου Θεσσαλονίκης Κορομηλά προς το υπουργείο Εξωτερικών [ΣΚΡΙΠ, 7/2/1905 σ. 3 & 12/2/1905, σ. 1. ΕΜΠΡΟΣ 12/2/1905, σ. 3. Προξενείο Θεσσαλονίκης, έγγραφο 73, 3/2/1905].

Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 1905 (είδηση). Στα χωριά Πρόια: Γκόρνο και Ντόλνο Πόροï / Gorno & Donlo Poroj (Άνω και Κάτω Πορόια) του καζά Ντεμίρ Χισάρ. Οκτώ φονευμένοι από επίθεση ελληνικής ομάδας [ΣΚΡΙΠ, 11/2/1905 σ. 3].

Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 1905 (είδηση). Έξω από την πόλη της Θεσσαλονίκης. Δολοφονημένος από την ελληνική οργάνωση ένας εξαρχικός, ονόματι Προκόπιος [ΣΚΡΙΠ, 11/2/1905 σ. 3].

Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 1905 (απόσπασμα επιστολής). «Οι γελοίοι του Κομιτάτου και Προξενείου μου στέλλουσι απλούν μισθολόγιον, αφού γνωρίζουσι κάλλιστα ότι υπάρχουσι μύριαι άλλαι δαπάναι καθ’ εκάστην παρουσιαζόμεναι» [Βάρδας, τ. Α΄ σ. 82].

Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 1905. Στο χωριό Νέγκοβαν / Negovan (Φλάμπουρον) του καζά Φλώρινας. Δολοφονία από την ελληνική οργάνωση του G. Tomai και των ρουμάνων παπάδων Hristo και Teodore [Rubin, σ. 180. ΕΜΠΡΟΣ, 4/3/1905, σ. 3. ΣΚΡΙΠ, 11/3/1905, σ. 3].

Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 1905 (είδηση). Κοντά στην πόλη Κρούσσοβο: Κρούσεβο / Kruševo του καζά Μοναστηρίου. Δέκα νεκροί και δέκα τραυματίες, από επίθεση της ομάδας του καπετάν Γεωργάκη [ΕΜΠΡΟΣ, 13/2/1905, σ. 3].

Page 90: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 1905 (είδηση). Κοντά στο χωριό Βερτεκόπ: Βέρτικοπ / Vertikop (Σκύδρα) του καζά Βοδενών. Συμπλοκή ελληνικού σώματος και τσέτας. Η τελευταία «διεσκορπίθη» [ΣΚΡΙΠ, 15/2/1905, σ. 4].

Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 1905. Δολοφονία του Ρουμανόβλαχου Economu Emmanuel, ηγούμενου της μονής Oršan : Αρχαγγέλου Όσσιανης του καζά Γευγελής; [Rubin, σ. 189].

Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 1905 (πληροφορία από προξενική αναφορά και επιβεβαίωση από τον τύπο). Κοντά στο χωριό Μπόμπιστα / Bobišta (Βέργα) του καζά Καστοριάς. Φόνος πέντε εξαρχικών, από ελληνικό σώμα. Οι φονευμένοι ήταν από τα γύρω χωριά: ένας από Μόκρενι / Mokreni (Βαρικόν), δύο από Ζαγκορίτσανη / Zagoričani (Βασιλειάς) και δύο από Μπόμπιστα / [Προξενείο Μοναστηρίου, έγγραφο 200, 23/2/1905. ΣΚΡΙΠ, 1/3/1905, σ. 3. ΕΜΠΡΟΣ, 5/3/1905, σ. 4. Dakin, σ. 298. ΔΙΣ, σ 187].

Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 1905. Κοντά στην πόλη Γιανιτσά: Ενιτζέ Βαρντάρ / Enidže Vardar ή Παζάρ (Pazar), πρωτεύουσα του καζά Γιανιτσών. Δολοφονία οκτώ εξαρχικών ψαράδων από ελληνικό σώμα [Dakin, σ. 310].

Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 1905. Στο χωριό Σνίτσενι / Sničeni ή Οσνίτσανι / Osničani (Καστανόφυτον) του καζά Καστοριάς. Τέσσερις φονευμένοι κάτοικοι, μεταξύ των οποίων και ο εξαρχικός παπάς, σε επίθεση της ομάδας του οπλαρχηγού Μιχάλη Τσόντου [Dakin, σ. 298. ΔΙΣ, σ. 188. ΕΜΠΡΟΣ, 5/3/1905, σ. 3].

Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 1905 (από αναφορά του πρόξενου Λάμπρου Κορομηλά). Μέρος του σώματος Ρουμλουκίου, δύναμης δεκαέξι ανδρών, με δώδεκα βάρκες, πήγαν την Κυριακή 20/2 στην καλύβα του Παύλου.

«Εκεί συνέλαβαν οκτώ αλιείς και τον αρχηγόν των Παύλον και εζήτησαν παρ’ αυτών διά καλού τρόπου να είπωσι που της λίμνης ευρίσκοντο εκείνην την στιγμήν οι κομιτατζήδες. Τούτων αρνουμένων να είπωσί τι, οι ημέτεροι προς παραδειγματισμόν ήρξαντο τουφεκίζοντες ένα-ένα τους συλληφθέντες. Μετά την τρίτην εκτέλεσιν εις ελιποψύχησε και προσηνέχθη να οδηγήση τους ημετέρους. Ούτοι παραλαβόντες δεσμίους τους επιζώντες 5 αλιείς και τον Παύλον έπλευσαν προς την καλύβην του Μποζίνου».

«Τότε ήρξατο συμπλοκή καθ’ ην εφονεύθησαν, πλην πάντων των δεσμίων, 14 ακόμη».«Ούτω δε αγνοείται πλην των 23 φονευθέντων πόσοι άλλοι επληγώθησαν. Εκ των ημετέρων

εφονεύθη εις πλαβιτζής (λεμβούχος) εις ούτινος την οικογένειαν θα δώσω σύνταξιν» [Προξενείο Θεσσαλονίκης, έγγραφο 82, 23/2/1905].

«Κοντά στην Μπελκαμένη ήταν το χωριό Νεγκοβάνι, όπου ήταν δυο παπάδες, ένας ρουμανίζων κι ένας αλβανίζων. Μια μέρα σε χειμώνα βαρύ, που έπεφτε πυκνό χιόνι, ο Μπούλακας πήγε στο Νεγκοβάνι, μπήκε μεσ’ τα σπίτια τους και τους αποκεφάλισε» [Καραβαγγέλης, σ. 47].

Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 1905 (αποσπάσματα επιστολής). «Την 12ην τρέχοντος οι υπό τον Μπούλακα εφόνευσαν εξ (6) εν Νεγκοβάνη (: Negovan)» [Βάρδας, τ. Α΄ σ. 86].

Στις 17/2, κοντά στην Κλεισούρα / Klisura η ομάδα του Κούκουλου «μετά συντομωτάτην διαδικασίαν εφόνευσεν πέντε».

Στις 17/2, στη Μανγκίλα / Mangila οι άντρες του Μιχάλη Τσόντου «εφόνευσαν τον ιερέα, ένα Βλάχον, δύο άλλους και τινας γυναίκας».

«Πάντες οι καπεταναίοι, Λάκης και λοιποί εντόπιοι, ιδίως Λεχοβίται, Στρεμπενιώται, Νεγκοβανίται κλπ. ανάγκη να απελαθώσι κλωτσηδόν διότι έρχονται (: στην Αθήνα) διά χρήματα, εγκαταλείπουσι τα χωρία των και αδύνατον να τα συγκρατήσωμεν με τους Κρήτας».

«Οι Τούρκοι δεν φαίνονται πολύ να μας καταδιώκουσι, εννοείται αι Αρχαί» [Βάρδας, τ. Α΄ σ. 86-90].

Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 1905 (απόσπασμα αναφοράς του πρόξενου Λάμπρου Κορομηλά). «Υπό το πρόσχημα ανθρακέων (είναι άλλως εξαίρετοι εις την τέχνην) επλημμύρησαν εν Βερροία και Ολύμπω μέχρι των Ελληνικών συνόρων. Έχουσι δε εκεί και πυκνήν άλυσιν μύλων οίτινες θα

Page 91: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

χρησιμεύσωσιν αυτοίς ως σταθμοί. Διά τούτο σκέπτομαι να χρησιμοποιήσω τον Υπολοχαγόν Βλαχογιάννην ίνα με μικρόν σώμα αναλάβη τον καθαρισμόν του εδάφους από των επικινδύνων επηλύδων τούτων» [Προξενείο Θεσσαλονίκης, έγγραφο 87, 27/2/1905].

Τετάρτη 2 Μαρτίου 1905 (αποσπάσματα επιστολής). «Ανάγκη υπάρξεως δολοφονικού Κομιτάτου (: ελληνικού) ιδίως διά τους Μητροπολίτας, είναι η βάσις του κακού, πας μη εθνικώς εργαζόμενος δέον να φονεύεται».

«Η μόνη καθαρώς πολεμική (πράξη) ήτο της Μογγίλας ένθα οι ημέτεροι επολέμησαν 6 όντες κατά 10-12 κομιτών και των χωρικών. Εφόνευσαν δε 4-5 κομίτας» [Βάρδας, τ. Α΄ σ. 96].

Πέμπτη 3 Μαρτίου 1905 (πληροφορία από προξενική αναφορά). Στο χωριό Σμόλι / Smoli (Μικρόν Δάσος) του καζά Γευγελής. Σαράντα τέσσερις νεκροί σε κοινή επίθεση ελληνικού σώματος και οθωμανικού στρατιωτικού αποσπάσματος [Προξενείο Θεσσαλονίκης, έγγραφο 90, 3/3/1905].

Παρασκευή 4 Μαρτίου 1905 (απόσπασμα από προξενική αναφορά). «Ολόκληρος σχεδόν ο πληθυσμός σήμερον εκτός των γυναικοπαίδων και γερόντων των Κορεστίων, της Πρέσπας, διαμερίσματος Φλωρίνης και μέρος των Καστανοχωρίων, προς νότον της Καστορίας, ευρίσκεται εν Αμερική» [Προξενείο Μοναστηρίου, έγγραφο 232, 4/3/1905].

Σάββατο 5 Μαρτίου 1905 (είδηση). Κοντά στη Γευγελή: Γκεβγκέλιγια / Gevgelija, έδρα του ομώνυμου καζά. Τριάντα οκτώ νεκροί και εννέα πληγωμένοι Μακεδόνες σε επίθεση ελληνικού σώματος [ΕΜΠΡΟΣ, 5/3/1905, σ. 4].

Δευτέρα 7 Μαρτίου (είδηση). Ο Χιλμή Πασάς υπέβαλε στο Σουλτάνο νέα στατιστική του πληθυσμού της Μακεδονίας, κατά την οποία όλοι οι κάτοικοι των τριών βιλαετίων, ήτοι Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου και Σκοπίων ανέρχονται σε 3.171.690. Από αυτούς 1.720.007 είναι μωαμεθανοί, 647.962 πατριαρχικοί χριστιανοί, 557.734 εξαρχικοί χριστιανοί, 167.601 σερβίζοντες χριστιανοί, 48.270 Εβραίοι και 30.116 ρουμανίζοντες Βλάχοι [ΣΚΡΙΠ, 7/3/1905, σ. 3. ΕΜΠΡΟΣ, 8/3/1905, σ. 1 ].

Τετάρτη 9 Μαρτίου 1905 (πληροφορία από προξενική αναφορά). Στο χωριό Πόποβο / Popovo (Μυριόφυτον) του καζά Δοϊράνης. Δύο νεκροί κάτοικοι και ένας τραυματίας σε επίθεση ελληνικής ομάδας [Προξενείο Θεσσαλονίκης, έγγραφο 95, 9/3/1905].

Τετάρτη 9 Μαρτίου 1905 (πληροφορία από προξενική αναφορά). Κοντά στο χωριό Γιανάκοβο / Janakovo (Γιαννακοχώριον). Δύο φονευμένοι Μακεδόνες από ελληνική ομάδα [Προξενείο Θεσσαλονίκης, έγγραφο 96, 9/3/1905].

Παρασκευή 11 Μαρτίου 1905 (είδηση). Κοντά στο χωριό Λέχοβο / Lehovo (Λέχοβον, τέως Ηρωϊκόν) του καζά Καστοριάς. Φόνος «κομιτατζήδων», μεταξύ των οποίων και του εξαρχικού παπά του χωριού Μόκρενα, από την ομάδα του Κουκουλάκη [ΣΚΡΙΠ, 11/3/1905, σ. 3].

Παρασκευή 11 Μαρτίου 1905 (είδηση). Στο χωριό Μάνγκιλα / Mangila ή Μόγκιλα / Mogila (Άνω Περιβόλιον) του καζά Καστοριάς. Φόνος πολλών κατοίκων, μεταξύ των οποίων και του εξαρχικού παπά σε επίθεση της ομάδας του Μιχάλη Τσόντου [ΣΚΡΙΠ, 11/3/1905, σ. 3].

Παρασκευή 11 Μαρτίου 1905 (είδηση). Στο δικαστήριο της Θεσσαλονίκης, στη δίκη των 73 συλληφθέντων Ελλήνων του σώματος του καπετάν Γεώργη, εξετάστηκε ως μάρτυρας «εις Μακεδών αγνοών την ελληνικήν και την τουρκικήν, ομιλών δε μόνον την μακεδονικήν σλαυϊκήν διάλεκτον» [ΕΜΠΡΟΣ, 11/3/1905, σ. 3]

Δευτέρα 14 Μαρτίου 1905. Στο χωριό Μπλάτσα / Blaca (Οξυά) του καζά Καστοριάς. Δολοφονία του εξαρχικού ιερέα από ελληνική ομάδα [Dakin, σ. 298].

Τετάρτη 16 Μαρτίου 1905 (είδηση). Στο χωριό Νταουτμπαλή: Νταούτ Μπαλί / Daut Bali (Ωραιόκαστρον) του καζά Θεσσαλονίκης. Δέκα νεκροί Μακεδόνες από επίθεση ελληνικού σώματος [ΣΚΡΙΠ, 16/3/1905, σ. 3. ΕΜΠΡΟΣ, 17/3/1905, σ. 4].

Πέμπτη 17 Μαρτίου 1905 (είδηση). Κοντά στο χωριό Σκινάδες: Σχοινά / Shina (Σχοινάς) του καζά Θεσσαλονίκης. Δέκα «αιχμάλωτοι» και μερικοί νεκροί Μακεδόνες σε επίθεση του

Page 92: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

σώματος Ντούλα [ΣΚΡΙΠ, 17/3/1905, σ. 4].Δευτέρα 21 Μαρτίου 1905 (είδηση). Κοντά στο χωριό Πισοδέριον: Ψόντερι /Psoderi ή

Πίσοντερ /Pisoder (Πισοδέριον) του καζά Φλώρινας. Σύγκρουση της ομάδας του καπετάν Αριστείδη με τσέτα. Από τους Μακεδόνες σκοτώθηκαν δεκαεπτά και τραυματίστηκαν πολλοί. Από τους Έλληνες σκοτώθηκαν τρεις και τραυματίστηκαν δώδεκα [ΣΚΡΙΠ, 21/3/1905, σ. 3].

Παρασκευή 25 Μαρτίου 1905. Στο χωριό Ζαγκορίτσανη / Zagoričani (Βασιλειάς) του καζά Καστοριάς. Επίθεση μεγάλης ελληνικής δύναμης υπό την ηγεσία του Γιώργου Τσόντου-Βάρδα. Οι Έλληνες καταστρέφουν το χωριό και σκοτώνουν εξήντα περίπου άτομα [Λιθοξόου, 127-133. Dakin, σ. 299. ΕΜΠΡΟΣ, 1.4.1905, σ. 3 και 4. ΣΚΡΙΠ, 1.4.1905, σ. 3 και 7.4.1905, σ. 4].

Η είδηση για τη σφαγή στη Ζαγκορίτσανη έφτασε και στον αμερικάνικό τύπο, όπου γίνεται λόγος για εκατό νεκρούς στο χωριό και τριάντα εκτελεσμένους αιχμάλωτους αργότερα [The Pensacola Journal, 14/4/1905, σ. 1].

Από τις ανακρίσεις πρόκυψε ότι το ελληνικό σώμα το οποίο εισέβαλε στη Ζαγκορίτσανη αποτελείτο από 200 άνδρες. Σκοτώθηκαν 60 κάτοικοι, τραυματίστηκαν έξι και κάηκαν δέκα σπίτια [ΣΚΡΙΠ, 1/4/1905, σ. 3].

Οι πρόξενοι των Μεγάλων Δυνάμεων «αναβιβάζουσι τα θύματα εις εβδομήκοντα νεκρούς και ένδεκα τραυματίας» [ΕΜΠΡΟΣ, 1.4.1905, σ. 4]

Αποσπάσματα επιστολής. «Εφονεύθησαν πλέον των 60 ανδρών, κατά λάθος 2-3 γυναίκες, εν οις οι ιερείς, διδάσκαλος, διδασκάλισσα και μουχτάρης. Εκάησαν περί τας 20 οικίας».

«Έχει περί τας 700 οικίας, αλλά κατά την επανάστασιν (: Ίλιντεν) προπέρυσιν, οι Τούρκοι την έκαυσαν και ήδη ολίγας οικίας έχει μεγάλας και καλώς ανοικοδομημένας» [Βάρδας, τ. Α’ , σ. 98].

«Την παραμονή λοιπόν της 25ης Μαρτίου του 1905 κρύφτηκε (ο Βάρδας) στο απέναντι του χωριού δάσος με τριακόσιους πάνω κάτω άντρες μεταξύ των οποίων ήταν κι ο καπετάν Καούδης, ο καπετάν Μακρής, ο καπετάν Μπούλακας, ένας ληστής Γαύδας με το παιδί του κι άλλοι πολλοί. Πρωί-πρωί μπαίνουν στο χωριό κι αρχίζει το τουφέκι. Όσους αντιστέκονται τους σκοτώνουν και βάζουν φωτιά στα σπίτια. Εκείνη τη μέρα σκοτώθηκαν εβδομήντα εννιά» [Καραβαγγέλης, σ. 40].

«Το πρώτο σπίτι τινάχτηκε στις φλόγες απ’ το Μακρή. Μετά ένα-ένα στη σειρά, η νύχτα έγινε φωτεινότερη από μέρα. Το ουρλιαχτό της Ζαγορίτσανης άργησε που. Σηκώθηκε μαζεμένο, απελπισμένο και τέλος τρελό».

«Ήταν ολόγυμνος στ’ απανωκόρμι, τεράστιος, νέος, μαλλιά ως τις πλάτες μακριά. Έπεσε η γυναίκα στο πτώμα του και σηκώθη ευθύς. Όλα γύρω της ήταν κόκκινα κιόλας. Έσκισε το πανί απ’ το στήθος της και τα παχιά βυζιά της φωτίστηκαν απ’ τις φλόγες. “Μπράτες με νία. Αδέλφια μας μωρές”. Μη μας καίτε. Η μπάλα του δίπλα του Μακεδόνα τη βρήκε στο στόμα. Στο στενό ίσια μπροστά τους το σπίτι καιγόντανε. Γυναίκα με μωρό πήδηξε απ’ το πάνω παράθυρο και το χιόνι κάτω της ήταν φτιαρισμένο, ούτε μισού μέτρου πάχους. Της έφυγε στο τελευταίο πριν το χιόνι μέτρο κι έπεσε από πάνω του. Στο δίπλα ο γέρος βγήκε με μπόγο στην πλάτη. Ο Γκούντας τον σπάθισε, ο μπόγος άνοιξε και τ’ αγόρι γδυτό και μισοκομμένο έκανε μισό βήμα. Δε θα μάθαινε ποτέ να βαδίζει σωστά».

«Ο Κουκουλάκης τίναξε τα μυαλά του αιχμάλωτου κι έδειξε στο Δούκα το ύψωμα τους. Κατέβηκε αργά. Τα φαρδιά στενά σχίζανε όλο το χωριό. Όλα τους αναμμένα. Πέρασε τη μεγάλη εκκλησία και κατηφόρισε το μεγάλο δρόμο. Στην άκρη ο γέρος με μεσοφόρι και σκούρο σκούφο κρατούσε κασέλα. “Είμαι Εβραίος γραικοί. Δεν φταίω. Αφήστε με”. Το σπίτι ήταν κιόλας στις φλόγες. Μια μπάλα από κάπου σταμάτησε στο στήθος του. Βγήκε ξοπίσω το παιδί κι έμεινε πάνω απ’ το πτώμα όρθιο, έπειτα γέλασε δυνατά και τρελό πια άρχισε να χορεύει το νεκρό πατέρα γύρω».

«Δεν άκουγε κανέναν κανείς. Πάνω απ’ τις μπόμπες, τις σφαίρες και τα ουρλιαχτά υψώθηκε μόνο η φωνή του Τσόντου. Τόσο δυνατή που την άκουσε η μισή Ζαγορίτσανη. “Από δεκάξι και πάνω κανείς ζωντανός”».

«Ο γιος του Γκούντα σπάθισε το κεφάλι παπά και το πέταξε στη φωτιά. Το μισό χωριό ήταν

Page 93: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

κιόλας στις φλόγες. Μπήκαν από την πόρτα και πέσαν στα πόδια τους τρεις γυναίκες και δώδεκα παιδιά. Ψάξανε όμως και σύραν έξω δύο. Τον ένα τον αναγνώρισε Μακεδόνας. Φώναξε: “Όχι αιχμάλωτο. Τον γνωρίζω. Σφάξτε τον”. Πέσαν στο πάτωμα οι γυναίκες και τα παιδιά, ένα πήδαγε γδυτό απ’ τη μέση και κάτω, ξυλιασμένο, βύζαινε το δάκτυλο με μανία κι όπως χοροπηδούσε τον κοίταζε».

«Τρέχαν μαζί αιχμάλωτοι είκοσι εφτά».«Φέρανε τους είκοσι επτά μπροστά στον Βάρδα. Ο πρώτος παπάς. Ήταν κιόλας στην κόλαση

όλοι».«Στον κατήφορο της πλαγιάς τους ρίξανε. Ο παπάς σηκώθηκε παραπατώντας, ο Γκούντας του

ξανάριξε μα ο παπάς δεν ξανάπεσε, κινήθηκε προς τον Γκούντα με χέρια ανοιχτά, τέσσερις σφαίρες κι όμως προχώραγε με μάτια γουρλωμένα να πνίξει, έφτασε τον Γκούντα κι έγειρε πάνω του». [Κλειδής, σ. 209-215].

«Όλοι οι χωρικοί βρίσκονταν στην εκκλησία, άκουσαν σάλπιγγα και είδαν κάποιους οπλισμένους να πλησιάζουν, πίστεψαν ότι η προειδοποίηση ήταν αληθινή και ότι ο στρατός είχε έρθει για έρευνα. Ξαφνικά ένα πυροβόλο ακούστηκε, οι σφαίρες θρυμμάτισαν τα παράθυρα της εκκλησίας και δώδεκα άνθρωποι από το εκκλησίασμα έπεσαν νεκροί. Οι πιστοί άρχισαν να τρέχουν σαν τρελοί από το φόβο τους και καθώς προσπαθούσαν να βγουν έξω, βρέθηκαν περικυκλωμένοι από εκατό στρατιώτες από τους οποίους μερικοί φορούσαν ελληνική στολή και τρεις από τους επικεφαλής ήταν έλληνες αξιωματικοί. Συνολικά, εξήντα από τους κατοίκους της Ζαγοριτσάνης θανατώθηκαν, και μάλιστα πέντε ήταν παιδιά κάτω των δεκαπέντε, εφτά ήταν γυναίκες, από τις οποίες οι δυο σε προχωρημένη εγκυμοσύνη. Από την εποχή της εξέγερσης (: Ίλιντεν) λίγα ήταν τα σπίτια που είχαν μείνει άθικτα, δέκα δε από αυτά τα έκαψαν μαζί με οχτώ αχυρώνες. Όλα έγιναν μέρα και αρκετά κοντά σε έναν μεγάλο σταθμό χωροφυλακής απ’ όπου μπορούσε να ακουστεί κάθε πυροβολισμός» [Σόνισεν, σ. 209-210].

Αναφορά του αυστριακού προξένου: «Πήγαμε αμέσως μετά την άφιξη μας από σπίτι σε σπίτι και είδαμε αρκετά πτώματα, όπως και τραυματίες. Το σύνολο των νεκρών ήταν 60, εκ των οποίων 53 άνδρες και 7 γυναίκες. Επίσης, εφονεύθησαν και αρκετά παιδιά. Είδαμε επίσης αρκετά διαμελισμένα από βόμβες και κοντινούς πυροβολισμούς πτώματα. Σε ένα σπίτι είδαμε μια πενταμελή κατακρεουργημένη οικογένεια. Η συμμορία τους έριξε βόμβα δυναμίτη. Ένα κοριτσάκι πέντε ετών που έφευγε απ’ το σπίτι σκοτώθηκε με λόγχη. Ένας από τους παπάδες εφονεύθη με λογχισμούς. Παντού υπήρχαν βίαια φονευθέντες, από πυροβολισμούς και λόγχες. Μια αβάσταχτη μυρωδιά από τα καμένα και τα αλλοιωμένα πτώματα απλωνόταν σε όλο το χωριό» [Καραβίτης, σ. 240].

«Υπήρχε σημαντικός όγκος στοιχείων που έδειχναν ότι οι τοπικές τουρκικές αρχές είχαν μυηθεί σ’ αυτή τη σφαγή, ενώ ορισμένες συμπτώσεις φαίνεται να ενοχοποιούν τον αρχιεπίσκοπο της Καστοριάς. Είναι εντελώς σαφές ότι κανενός είδους σύγκρουση ή πρόκληση δεν προηγήθηκε αυτού που ήταν απλά μια σκόπιμη σφαγή» [Brailsford, σ. 254-255].

Βασίλης Κίτσιος, κάτοικος Ζαγκορίτσανης στον Κώστα Κλειδή: «Πότε ησυχάσαμε; Ποτέ. Αν εκείνοι του πέντε, ήταν εγκληματίες, ο στρατός μας στον εμφύλιο τι ήταν; Φόρτωσε το χωριό στα καμιόνια, πέρασε απ’ αυτή τη χαράδρα και τους εκτέλεσε. Πόσους; Λένε τριακόσιους».

«Πόσα κάψανε το πέντε; Είκοσι σπίτια; Εκατό; Ο στρατός έκαψε το μισό χωριό. Άι; Ποιος θα τα γράψει αυτά;» [Κλειδής, σ. 221].

Δευτέρα 28 Μαρτίου 1905 (είδηση). Έξω από το χωριό Αϊβάτι: Αϊβάτοβο / Aivatovo (Λητή) του καζά Θεσσαλονίκης. Δολοφονία του «κομιτατζή» Χατζή Αντώνη [ΣΚΡΙΠ, 28/3/1905, σ. 3].

Τρίτη 29 Μαρτίου 1905 (είδηση). Στην περιοχή Καστανοχώρια (Kostenari), στο νότιο τμήμα του καζά Καστοριάς. Εννέα νεκροί Μακεδόνες μετά από επίθεση της ομάδας του Μαργαρίτη [ΕΜΠΡΟΣ, 29/3/1905, σ. 3].

Τρίτη 29 Μαρτίου 1905 (είδηση). Κοντά στο χωριό Λούντοβο / Ludovo (Κρύα Νερά) του καζά Καστοριάς. Εννέα νεκροί Μακεδόνες σε επίθεση της ομάδας Μαργαρίτη [ΕΜΠΡΟΣ, 29/3/1905, σ. 3].

Page 94: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Τρίτη 29 Μαρτίου / 11 Απριλίου 1905 (είδηση). Θεσσαλονίκη 11 Απριλίου (νέα ημερομηνία): «’Έλληνες σκοτώνουν τριάντα Αλβανούς: Μια ελληνική συμμορία επιτέθηκε και έκαψε ένα αλβανικό χωριό, κοντά στην Κλεισούρα, την τελευταία Παρασκευή. Τριάντα άτομα σκοτώθηκαν και πολλά περισσότερα πληγώθηκαν”. [The New York Times, 12/4/1905].

Τετάρτη 30 Μαρτίου 1905 (είδηση). Έξω από το χωριό Μεσιμέρι: Μέσιμερ / Mesimer (Μεσημέριον) του καζά Βοδενών. Δύο φονευμένοι από ελληνική ομάδα [Προξενείο Θεσσαλονίκης, έγγραφο 113, 30/3/1905].

Τετάρτη 30 Μαρτίου 1905 (απόσπασμα προξενικού εγγράφου). «Μετά το γεγονός της Ζαγορίτσανης πολλοί χωρικοί των περιχώρων κατέφυγον εις Κλεισούραν αρνούμενοι να επανέλθωσιν εις τα χωρία των εκ φόβου των Ελληνικών συμμοριών. Επισήμως ανηγγέλθη ενταύθα ότι οι Έλληνες απήγαγον εκ Ζαγορίτσανης 35 σχισματικούς, ους εφόνευσαν» [Προξενείο Θεσσαλονίκης, έγγραφο 113, 30/3/1905].

Πέμπτη 31 Μαρτίου 1905 (είδηση). Στη θέση Βρύση κοντά στο Λέχοβο / Lehovo (Λέχοβον, τέως Ηρωϊκόν) του καζά Καστοριάς. Δέκα νεκροί και δέκα τραυματίες Μακεδόνες σε επίθεση ελληνικού σώματος [ΣΚΡΙΠ, 31/3/1905, σ. 4].

Παρασκευή 1 Απριλίου 1905. Κοντά στο χωριό Κόντσικο: Κόνσκο / Konsko (Γαλατινή) του καζά Ανασελίτσας. Πέντε δολοφονημένοι Μακεδόνες σε ενέδρα της ομάδας Μακρή [Dakin, σ. 300].

«Εγώ μόλις νύχτωσε έφυγα αμέσως, πέρασα το χωριό Σέλτσα και ανέβηκα στο χωριό Κουντσικό, όπου και τους πρόφτασα»

«Τους πήρα όλους σε μια ρεματιά και τους σκότωσα, τους ετουφέκισα, εκτός από δύο που μ’ εβεβαίωσαν ότι ήταν Έλληνες (: πατριαρχικοί) και γνωστοί του Δεσπότη (Καραβαγγέλη)» [Μακρής, σ. 93].

«Έπιασε (ο Μακρής) έξι-επτά χωρικούς από τα Κορέστια κ’ επήγαιναν στην Αθήνα να δουλέψωσι, διότι αυτοί ήσαν όλοι κτίσται, δηλαδή οικοδόμοι, και κάθε χρόνο επήγαιναν κ’ εδούλευαν στην Αθήνα στας οικοδομάς και μάλιστα έχουν εγκατασταθεί πολλοί από αυτούς στην Αθήνα κ’ έχουν σπίθια κ’ έχουν καλές περιουσίες, ίσως είναι και πεντακόσιαι οικογένειαι και πλέον. Τους έσφαξεν και μόνον ένα άφησεν, επειδή ήτο γαμβρός του Νταλίπη, αλλά και αυτού του πήρεν είκοσι λίρες» [Καούδης, σ. 99-100].

Παρασκευή 1 Απριλίου 1905 (είδηση). Η Οθωμανική Κυβέρνηση ανακοίνωσε στη ρουμανική πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη πως αποδέχεται τα ρουμανικά αιτήματα που αφορούν τους Βλάχους. Δόθηκε μάλιστα διαταγή στο γενικό επόπτη των ευρωπαϊκών βιλαετίων Χιλμή Πασά «ν’ αναγνωρίση ρουμανικάς κοινότητας όπου υπάρχει πλειοψηφία ρουμανική, να δεχθή αντιπροσώπους αυτών εις τα διοικητικά συμβούλια των νομών, των διοικήσεων και υποδιοικήσεων, να παρέχη πάσαν προστασίαν εις τα εν Ιωαννίνοις, Θεσσαλονίκη και Μοναστηρίω ρουμανικά ιδρύματα, να επιτρέψη την ανέγερσιν ρουμανικών εκκλησιών και σχολών και να εξασφαλίση την ενάσκησιν της ρουμανικής λατρείας και γλώσσης όπου η πλειοψηφία ήθελε ζητήσει τούτο» [ΕΜΠΡΟΣ, 1/4/1905, σ. 4].

Σάββατο 2 Απριλίου 1905 (είδηση). Μεταξύ των χωριών Ποδός: Ποντ / Pod (Φλαμουριά) και Μεσημέρι: Μέσιμερ / Mesimer (Μεσημέριον) του καζά Βοδενών. Είκοσι τρεις νεκροί σε επίθεση του σώματος του Μανόλη Κατσίγαρη. Οι Έλληνες είχαν ένα τραυματία [ΣΚΡΙΠ, 2/4/1905, σ. 3].

Σάββατο 2/15 Απριλίου 1905 (τηλεγράφημα από Θεσσαλονίκη στον αμερικάνικο τύπο). Σε μοναστήρι κοντά στην Κλεισούρα / Klisura του καζά Καστοριάς. Δεκαπέντε νεκροί από ελληνικά πυρά [The Pensacola Journal, 18/4/1905, σ. 1].

Παρασκευή 8 Απριλίου 1905 (είδηση). Κοντά στην πόλη Λάψιστα / Lapšišta ή Ανασελίτσα (Νεάπολις), έδρα του ομώνυμου καζά. Εννέα νεκροί και πέντε τραυματίες από επίθεση ελληνικού σώματος [ΕΜΠΡΟΣ, 8/4/1905, σ. 4. ΣΚΡΙΠ, 16/4/1905, σ. 3].

Σάββατο 9 Απριλίου 1905 (είδηση). Κοντά στο χωριό Βλάδοβο: Βλάντοβο /Vladovo

Page 95: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

(Άγρας) του καζά Βοδενών. Οκτώ νεκροί Μακεδόνες από επίθεση ελληνικής ομάδας [ΣΚΡΙΠ, 9/4/1905, σ. 3].

Δευτέρα 11 Απριλίου 1905 (είδηση). Στον καζά Ανασελίτσας. Σύγκρουση ελληνικής ομάδας με τσέτα. Σκοτώθηκαν επτά Μακεδόνες και «αιχμαλωτίστηκαν» τέσσερις. Οι Έλληνες είχαν δύο νεκρούς και τέσσερις τραυματίες [ΕΜΠΡΟΣ, 11/4/1905, σ. 3. ΣΚΡΙΠ 11/4/1905, σ. 4].

Δευτέρα 11 Απριλίου 1905 (είδηση). Κοντά στο χωριό Λαένι: Λάγκεν / Lagen (Τριανταφυλλέα) του καζά Φλώρινας. Οκτώ νεκροί και τρεις «αιχμάλωτοι» Μακεδόνες σε επίδεση της ομάδας του οπλαρχηγού Μπαρμπανδρέα [ΕΜΠΡΟΣ, 11/4/1905, σ. 4. ΣΚΡΙΠ 11/4/1905, σ. 4].

Δευτέρα 11 Απριλίου 1905 (είδηση). Στα χωριά Λουβράδες: Ολόβραντε / Olovrade (Σκιερόν) και Οσνιτσάνη: Σνίτσενι / Sničeni ή Οσνίτσανι / Osničani (Καστανόφυτον) του καζά Καστοριάς. Πέντε νεκροί Μακεδόνες σε επίθεση της ομάδας του Αριστείδη Μαργαρίτη [ΕΜΠΡΟΣ, 11/4/1905, σ. 4].

Δευτέρα 11 Απριλίου 1905 (είδηση). Στο χωριό Ιζερέτς: Έζερετς / Ezerec (Πετροπουλάκιον) του καζά Καστοριάς. Εισβολή της ομάδας του Αριστείδη Μαργαρίτη. Ο έλληνας οπλαρχηγός αναχωρεί παίρνοντας μαζί του δέκα «αιχμάλωτους» [ΕΜΠΡΟΣ, 11/4/1905, σ. 4. ΣΚΡΙΠ 14/4/1905, σ. 4].

«Στο Έζερετς, ο εκ Καστορίας Έλλην οπλαρχηγός Αριστείδης Μαργαρίτης μετά σώματος δεκαπέντε περίπου ανδρών, ατυχώς, είτε εκ κακών εισηγήσεων, είτε εκ της επιθυμίας όπως αποσπάση εκ των προκρίτων χρήματα, εφόνευσε τινάς εξ αυτών προς τιμωρίαν δήθεν της μεταστάσεώς των» [ΕΜΠΡΟΣ, 30/8/1905, σ. 1].

Δευτέρα 11 Απριλίου 1905 (είδηση). Στο κεφαλοχώρι Όστροβο / Ostrovo (Άρνισσα) του καζά Βοδενών. Εισβολή ελληνικού σώματος. Καταστροφή του χωριού και φόνος πολλών κατοίκων [ΣΚΡΙΠ, 11/4/1905, σ. 3].

Τρίτη 12 Απριλίου 1905 (είδηση). Οι επιθέσεις των ελληνικών σωμάτων «έσπειραν τρόμο» στους εξαρχικούς «κατοίκους μη τολμώντας να εξέλθουν της οικίας των. Πλείστα σχισματικά χωρία προσλαμβάνουσι ιερείς και διδασκάλους Έλληνας» [ΕΜΠΡΟΣ, 12/4/1905, σ. 4].

Κυριακή 17 Απριλίου 1905 (είδηση). Στο χωριό Σμοκίτσα: Σμόκβιτσα / Smokvica του καζά Γευγελής. Μετά από εισβολή ελληνικού σώματος, νεκροί ο εξαρχικός ιερέας, ο εξαρχικός δάσκαλος, ένας προεστός και μερικοί άλλοι κάτοικοι [ΕΜΠΡΟΣ, 17/4/1905, σ. 3].

Τρίτη 19 Απριλίου 1905. Στο χωριό Λάγκεν / Lagen (Τριανταφυλλέα) του καζά Φλώρινας. Ελληνικό σώμα δύναμης 60 αντρών εισέβαλε στο χωριό και σκότωσε έξι άτομα [Dakin, σ. 307. ΔΙΣ, σ. 200].

Στον ελληνικό τύπο γίνεται λόγος για δεκαεπτά φονευμένους στη Σέτινα [ΕΜΠΡΟΣ, 11/5/1905, σ. 3. ΣΚΡΙΠ, 11/5/1905, σ. 1].

Τετάρτη 20 Απριλίου 1905 (είδηση). Στον καζά Βοδενών. Επτά νεκροί και δύο «αιχμάλωτοι» σε επίθεση ελληνικής ομάδας [ΣΚΡΙΠ, 20/4/1905, σ. 3].

Σάββατο 23 Απριλίου 1905 (είδηση). Σε νερόμυλο μεταξύ των χωριών Βρέστι: Βρέζοτ /Vrežot (Άγιος Λουκάς) και Λιπαρίνοβον: Λιπαρίνοβο / Liparinovo (Λιπαρόν) του καζά Γιανιτσών. Έξι φονευμένοι Μακεδόνες από ελληνικό σώμα [ΕΜΠΡΟΣ, 23/4/1905, σ. 4].

Σάββατο 23 Απριλίου 1905 (είδηση). Στο χωριό Γκολεπάνη: Γκολίσανι / Golišani (Λευκάδια, τέως Γυμνοτόπι) του καζά Βοδενών. Προσβολή του χωριού από ελληνική ομάδα. Νεκροί έξι Μακεδόνες. Οι Έλληνες είχαν ένα νεκρό [ΕΜΠΡΟΣ, 23/4/1905, σ. 4. Κάκκαβος, σ. 120].

Δευτέρα 25 Απριλίου 1905 (είδηση). Κοντά στο χωριό Πράχνιανη: Πράχνα / Prahna (Άσπρον) του καζά Βοδενών. Επτά φονευμένοι Μακεδόνες από ελληνικό σώμα [ΕΜΠΡΟΣ, 25/4/1905, σ. 3].

Δευτέρα 25 Απριλίου 1905 (είδηση). Στο χωριό Γιανάκοβο / Janakovo (Γιαννακοχώριον) του καζά Βοδενών. Επτά νεκροί Μακεδόνες μετά από επίθεση δωδεκαμελούς ελληνικής ομάδας. Οι Έλληνες είχαν ένα τραυματία [ΣΚΡΙΠ, 25/4/1905, σ. 3. ΕΜΠΡΟΣ, 25/4/1905, σ. 3].

Page 96: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Τετάρτη 27 Απριλίου 1905 (είδηση). Κοντά στο χωριό Λαένι: Λάγκεν / Lagen (Τριανταφυλλέα) του καζά Φλώρινας. Είκοσι επτά νεκροί και αρκετοί «αιχμάλωτοι» μετά από επίθεση του σώματος Ρέμπελου. Οι αιχμάλωτοι «βρέθηκαν» δεμένοι και συνελήφθησαν από το Στρατό της Φλώρινας [ΕΜΠΡΟΣ, 27/4/1905, σ. 3].

Τετάρτη 27 Απριλίου 1905 (είδηση). Κοντά στο χωριό Νερέτι: Νέρεντ / Nered (Πολυπόταμον) του καζά Φλώρινας. Είκοσι νεκροί Μακεδόνες μετά από επίθεση του σώματος Μάλλιου [ΕΜΠΡΟΣ, 27/4/1905, σ. 3].

Τετάρτη 27 Απριλίου 1905 (είδηση). Κοντά στο χωριό Τεσόσνιτσα: Πεσότσνιτσα /Pesočnica του καζά Φλώρινας. Δύο νεκροί και τρεις τραυματίες Μακεδόνες σε συμπλοκή τσέτας με την ομάδα του καπετάν Ανδρέα. Οι Έλληνες είχαν ένα νεκρό και ένα τραυματία [ΣΚΡΙΠ, 27/4/1905, σ. 3].

Τετάρτη 27 Απριλίου 1905 (είδηση). Στην περιοχή Μουρίχοβον: Μαρίοβο / Mariovo, ανατολικά της πόλης Μπίτολα. «Εξόντωση» ολόκληρης τσέτας μετά από επίθεση του σώματος Ρέμπελου. Μεταγενέστερη πληροφορία για πενήντα πέντε νεκρούς. Οι Έλληνες είχαν δύο νεκρούς [ΣΚΡΙΠ, 27/4/1905, σ. 3. ΕΜΠΡΟΣ, 23/7/1905, σ. 4 και 3/10/1905, σ. 3-4].

Παρασκευή 29 Απριλίου 1905 (είδηση). «Μετά την σύλληψιν του σώματος του οπλαρχηγού Νίδα (στη Μπελκαμένη: Μπελ Κάμεν / Bel Kamen) οι εν Φλωρίνη Οθωμανοί εξηγέρθησαν εναντίον της συλλήψεως και διοργάνωσαν μεγάλην διαδήλωσιν, ήτις κατέληξεν εις το Διοικητήριον. Εκεί οι Οθωμανοί διαδηλωταί έχοντες επί κεφαλής αυτών τους μάλλον σημαίνοντας προύχοντας διεμαρτυρήθησαν εντόνως και υπέρ το δέον ζωηρώς εις τον Καϊμακάμην δηλώσαντες ότι από της εμφανίσεως των ελληνομακεδονικών σωμάτων οι οθωμανοί της Μακεδονίας ανέκτησαν την ησυχίαν των» [ΕΜΠΡΟΣ, 29/4/1905, σ. 3].

Απόσπασμα αναφοράς Ρέμπελου (Χρήστου Τσολακόπουλου) προς τον Δημήτρη Καλαποθάκη, πρόεδρο του Μακεδονικού Κομιτάτου και διευθυντή του ΕΜΠΡΟΣ: «Η άνανδρος διαγωγή του αρχηγού Νίδα (στη Μπελκαμένη) επαλήθευσεν δυστυχώς τας περί αυτού κρίσεις μου, τας εν τη προηγουμένη μου προς υμάς επιστολή. Η δειλία αυτού κατά τη νύκτα της 16ης δικαιολογεί πληρέστερα ταύτας. Ο περικυκλώσας στρατός δεν υπερέβαινε τους 200 άνδρας… Οι Καπεταναίοι παρεδόθησαν, πλην του Τούρα, ευρισκομένου ασθενούς εις Λέχοβον. Διεσώθησαν εκ της ατιμίας περί τους 70 οίτινες ευρίσκονται παρ’ εμοί» [Προξενείο Μοναστηρίου].

Απόσπασμα της απολογίας του λοχαγού Νικόστρατου Καλομενόπουλου (Νίδα) στο τουρκικό δικαστήριο, για τη σύλληψη του ελληνικού σώματος στην Μπελκαμένη: «Παραδώκαμεν τα όπλα και τα φυσίγγια ημών άθικτα και περιετρέξαμεν μετά των αξιωματικών το χωρίον συμπίνοντες εναγκαλιζόμενοι και αλληλοασπαζόμενοι ως φίλοι. Καθ’ οδόν μέχρι Φλωρίνης οι αξιωματικοί εφέρθηκαν προς ημάς περιποιητικώτατα, δόντες ημίν ίππους, εν Φλωρίνη δε συνεδειπνήσαμεν και εκοιμήθημεν εις τον στρατώνα. Μετά χαράς παρετήρησα, ότι το μουσουλμανικόν στοιχείον εν Φλωρίνη ελυπήθη διά την σύλληψιν ημών» [ΕΜΠΡΟΣ, 18/7/1905, σ. 3. ΣΚΡΙΠ, 18/7/1905, σ. 3].

Σάββατο 30 Απριλίου 1905. Στο χωριό Αμπάρ Κιόι / Ambar Kjoj (Μάνδραι) του καζά Κιλκίς. Εισβολή του σώματος Παπαγεωργίου (Βελίτσα) και κάψιμο αρκετών σπιτιών [ΔΙΣ, σ. 184].

Σάββατο 30 Απριλίου 1905. Κοντά στο χωριό Μπρατίνιστα / Bratiništa (Χαράδρα) του καζά Βεροίας. Το σώμα του καπετάν Ακρίτα (Μαζαράκη) έπνιξε στον ποταμό Μπίστριτσα / Bistrica (Αλιάκμονα) ογδόντα έξι εξαρχικούς που δούλευαν στην περιοχή σαν καρβουνιάρηδες. Πρόκειται για το μεγαλύτερο αριθμό φονευμένων άμαχων Μακεδόνων από ελληνικό σώμα [ΔΙΣ, σ. 177. ΕΜΠΡΟΣ, 13/5/1905, σ. 4].

«Ηγέρθη όμως ζήτημα τι θα εγίνοντο οι άλλοι αιχμάλωτοι. Να ακολουθήσουν μαζί ήτο αδύνατον. να αφεθούν ελεύθεροι, ήτο κίνδυνος καταδόσεως και καταστροφής μας. Οι εντόπιοι οδηγοί επέμενον επίσης ότι έπρεπε να εξαφανισθούν. Διαβαίνομεν τον ποταμόν δια του περάσματος. Αφήκαμεν με τον Σπυρομίλιον εις τον Γαρέφην να αποφασίση με τον τελευταίον δρόμον της σχεδίας, η οποία εσύρετο με σχοινί από της μιας όχθης εις την άλλην. Ο Κώστας Γαρέφης δεν εδίστασε τι έπρεπε να κάμη. Είχομεν ήδη προχωρήσει πολύ και ταχέως, διότι εξημέρωνεν, ίνα απομακρυνθώμεν από το μέρος εκείνο της διαβάσεως, όπου ασφαλώς θα επανήρχοντο οι Τούρκοι, ότε ο Κώστας

Page 97: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Γαρέφης ασθμαίνων μας φθάνει λέγων. “Η δουλειά τελείωσε. Η τελευταία βαρκαδιά πνίγηκε”. Τότε εννόησα ότι εις τον αγώνα, εις ον εισήλθον, δεν εχρειάζετο λιποψυχία, αν έπρεπε να ζήσω εγώ και το τμήμα μου και να εργασθώ για την πατρίδα μου… Άλλως το μάθημα ωφέλησεν. Ως δια μαγείας εξηφανίσθησαν από της επομένης, επανερχόμενοι εις τας πατρίδας των, εκατοντάδες ολόκληροι σχισματικών διεσπαρμένων εις όλον το ελληνικόν αυτό διαμέρισμα» [Μαζαράκης, σ. 230-231].

Το ΣΚΡΙΠ παρουσίασε τη μαζική δολοφονία σαν «λυσσώδη συμπλοκή» με τσέτα, που είχε ως αποτέλεσμα να αναγκάσει τους «κομιτατζήδες» να «ριφθούν εντός του παραρρέοντος ποταμού όπου πάντες επνίγησαν» [ΣΚΡΙΠ, 6/5/1905, σ. 4].

Το ΕΜΠΡΟΣ πέρασε την είδηση στα ψιλά: «Η “Εφημερίς της Φραγκφούρτης” πληροφορείται εκ Θεσσαλονίκης ότι Ελληνικόν σώμα συνέλαβεν εν τω χωρίω Μπράνιστα κομιτατζήδες τινάς, ους αφού έδεσαν έρριψαν εις τον παρακείμενον ποταμόν. Άπαντες επνίγησαν» [ΕΜΠΡΟΣ 13/5/1905, σ. 4].

Σάββατο 30 Απριλίου 1905 (είδηση). Στο χωριό Νεγκάρτσα: Νέγκορτσι / Negorci του καζά Γευγελής. Ένας νεκρός Μακεδόνας και ένας τραυματίας σε εισβολή μακεδονικού σώματος [ΣΚΡΙΠ, 30/4/1905, σ. 4. ΕΜΠΡΟΣ 30/4/1905, σ. 4].

Κυριακή 1 Μαΐου 1905 (είδηση). Στο χωριό Σάτινα: Σέτινα / Setina (Σκοπός) του καζά Φλώρινας. Εισβολή ελληνικού σώματος στο χωριό. Δεκαπέντε Μακεδόνες «εκάησαν εντός των οικιών» [ΣΚΡΙΠ, 1/5/1905, σ. 4. ΕΜΠΡΟΣ 2/5/1905, σ. 3].

Τρίτη 3 Μαΐου 1905 (είδηση). «Τα μακεδονικά σώματα Μάλιου και Βάρδα και τινα άλλα πληροφορηθέντα ότι ο οπλαρχηγός Απόστολος (: Αριστείδης) Μαργαρίτης προδίδει εις τους Βουλγάρους τας ενεργείας των μακεδονικών σωμάτων συνέλαβον αυτόν και συνεκρότησαν συμβούλιον το ποίον τον κατεδίκασεν εις τουφεκισμόν εκτελεσθέντα αυθωρεί υπό 12 Μακεδόνων» [ΕΜΠΡΟΣ 3/5/1905, σ. 4].

Τετάρτη 4 Μαΐου 1905 (είδηση). «Κατά χθεσινάς ασφαλείς πληροφορίας εκ Μακεδονίας η εις θάνατον εκτέλεσις του Μαργαρίτη οφείλεται ουχί εις το ότι κατέδιδε τα ελληνομακεδονικά σώματα εις τους Βουλγάρους, αλλά εις το ότι επίεζε και εξεβίαζε τους χωρικούς των Ελληνικών χωρίων προς χρηματισμόν» [ΕΜΠΡΟΣ, 4/5/1905, σ. 4].

Απόσπασμα επιστολής του Λάκη Πύρζα προς τον έλληνα πρωθυπουργό Γεώργιο Θεοτόκη: «Τον οπλαρχηγόν Αριστείδην Μαργαρίτης, πολύγλωσσον Έλληνα εκ Καστορίας, εφόνευσε γνωστός Κρης αρχηγός διά του παπά-Δράκου (Χρυσοστόμου, ιερέως ανισορρόπου)» [Καραβίτης, σ. 935].

Πέμπτη 5 Μαΐου 1905 (απόσπασμα ημερολογίου). «Ο Μάλλιος μου γράφει… μετά την αισχράν πράξιν εν Έζερετς των Αρ. Μαργαρίτη και Μιχ. Ταγαρούλια έχουσιν εξαγριωθεί εναντίον μας».

«Επιστολή εκ Λαψίστης λέγει ότι… πολλοί των ημετέρων και ανεπτυγμένοι εκφράζονται ότι πρέπει να στραφώσι τα όπλα και κατά των Τούρκων, κατηγορούσι δε τους αρχηγούς των σωμάτων επί ανανδρία, εις ην αποδίδουσι την αποφυγήν συμπλοκής μετά του στρατού και ουχί εις πρόγραμμα. Ταύτα και άλλαι μομφαί χρηματισμού φοβίζουσι τον γράφοντα » [Βάρδας, τ. Α΄ σ. 124-125].

Παρασκευή 6 Μαΐου 1905 (είδηση). Έξω από το χωριό Γκοτινά (;). Βρέθηκαν τα πτώματα τριών φονευμένων εξαρχικών [ΣΚΡΙΠ, 6/5/1905, σ. 3].

Παρασκευή 6 Μαΐου 1905 (απόσπασμα ημερολογίου). «Έρχεται απεσταλμένος εκ Καστορίας κομίζων επιστολήν του Μητροπολίτου (: Καραβαγγέλη) δι’ ης μου συνιστά να εκτελέσωμεν πράξιν (: δολοφονία) τινά εις Απόσκεπον» [Βάρδας, τ. Α΄ σ. 125].

Κυριακή 8 Μαΐου 1905 (είδηση). Στο χωριό Στρέμπενο: Σρέμπρενο / Srebreno (Ασπρόγεια) του καζά Φλώρινας. Την 3η Μαΐου ελληνικό σώμα επιτέθηκε σε αυτονομιστές. Η συμπλοκή κράτησε ώρες. Οι Έλληνες έφυγαν λίγο πριν φτάσει ο στρατός. Σκοτώθηκαν τρεις Μακεδόνες και τραυματίστηκε ένας [ΕΜΠΡΟΣ 8/5/1905, σ. 4. ΣΚΡΙΠ, 14/5/1905, σ. 1 και 23/5/1905, σ. 3].

Δευτέρα 9 Μαΐου 1905 (είδηση). Κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό του χωριού Μερόφτσα: Μίραφτσι / Miravci του καζά Γευγελής. Μεγάλη μάχη μεταξύ ελληνικού σώματος εκατό περίπου ανδρών και τσέτας εβδομήντα μελών. Οι Μακεδόνες είχαν τριάντα νεκρούς και οι Έλληνες

Page 98: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

τέσσερις. Η σύγκρουση σταμάτησε όταν εμφανίστηκε ο τουρκικός στρατός [ΣΚΡΙΠ, 9/5/1905, σ. 2].Δευτέρα 9 Μαΐου 1905 (απόσπασμα προξενικής αναφοράς). «Εις τον Γενικόν Επιθεωρητήν

Χιλμή πασάν ηγγέλθη ότι ο αριθμός των εν Καστορία, Καϊλάρ, Βοδενοίς και Γεννιτσοίς Ελλήνων ανταρτών ανέρχεται εις 600 άνδρας» [Προξενείο Θεσσαλονίκης, έγγραφο 141, 9/3/1905].

Σάββατο 14 Μαΐου 1905 (είδηση). Κοντά στο χωριό Νεγκόρτσα: Νέγκορτσι / Negorci του καζά Γευγελής. Ένας φονευμένος Μακεδόνας από ελληνικό σώμα [ΣΚΡΙΠ, 14/5/1905, σ. 1].

Σάββατο 14 Μαΐου 1905 (είδηση). Κοντά στο χωριό Σμόκφιτσα / Smokvica του καζά Γευγελής. Δεκατρείς νεκροί Μακεδόνες μετά από επίθεση ελληνικού σώματος. Οι Έλληνες είχαν ένα νεκρό [ΣΚΡΙΠ, 14/5/1905, σ. 1].

Σάββατο 14 Μαΐου 1905 (είδηση). Έξω από το χωριό Μεσημέρι: Μέσιμερ / Mesimer (Μεσημέριον) του καζά Βοδενών. Τέσσερις σκοτωμένοι Μακεδόνες από Έλληνες [ΣΚΡΙΠ, 14/5/1905, σ. 3].

Κυριακή 15 Μαΐου 1905 (πληροφορία από προξενική αναφορά). Κοντά στο χωριό Στογιάκοβο / Stojakovo του καζά Γευγελής. Τρεις εξαρχικοί δολοφονημένοι από την ελληνική οργάνωση [Προξενείο Θεσσαλονίκης, έγγραφο 144, 15/5/1905].

Πέμπτη 19 Μαΐου 1905 (απόσπασμα προξενικής αναφοράς). «Ελληνικόν σώμα μετέβη την 17ην εις το χωρίον Σαρή Καδή Βούδριστα των Γιαννιτσών και προσκαλέσαν τους προκρίτους ηπείλησεν ότι αν μη επανέλθωσιν εις το Πατριαρχείον θα καύση το χωρίον» [Προξενείο Θεσσαλονίκης, έγγραφο 152, 19/5/1905].

Παρασκευή 20 Μαΐου 1905 (είδηση). Στο όρος Όντρια (στα όρια των Καζάδων Ανασελίτσας και Καστοριάς). Το σώμα Μάλλιου «αιχμαλώτισε» δώδεκα Μακεδόνες [ΣΚΡΙΠ, 20/5/1905, σ. 1].

Σάββατο 21 Μαΐου 1905 (είδηση). Κοντά στο χωριό Τσερκοβάνη: Τσερκόβιανι Crkovjani (Εκκλησιοχώριον) του καζά Βοδενών. Ελληνικό σώμα κρέμασε τρεις Μακεδόνες [ΣΚΡΙΠ, 21/5/1905, σ. 1. Προξενείο Θεσσαλονίκης, έγγραφο 137, 6/5/1905].

Σάββατο 21 Μαΐου 1905 (είδηση). Κοντά στο χωριό Λέχοβο / Lehovo (Λέχοβον, τέως Ηρωϊκόν) του καζά Καστοριάς. Είκοσι πέντε νεκροί Μακεδόνες μετά από επίθεση της ομάδας του οπλαρχηγού Γρηγόρη. Οι Έλληνες είχαν δύο τραυματίες [ΣΚΡΙΠ, 21/5/1905, σ. 3].

Κυριακή 22 Μαΐου 1905 (αποσπάσματα προξενικής αναφοράς). «Εκ Γιαννιτσών και Βοδενών ήλθον επιτροπαί σχισματικών χωρικών και υπέβαλον παράπονα τω Χιλμή πασά ότι εκβιάζονται υπό των Ελληνικών σωμάτων να αναγνωρίσωσι το πατριαρχείον».

«Παρά το χωρίον Γοργόπη συνελήφθη αντάρτης Κρης αποπλανηθείς του σώματός του, ωδηγήθη εις Γευγελή ένθα κατέθεσεν ότι οι Κρήτες εξηπατήθησαν, διότι οι στέλλοντες αυτούς εις Μακεδονίαν έλεγον ότι θα καταδιώκωσι μόνον Βουλγάρους χωρίς να συγκρούωνται προς τον στρατόν, όστις δεν θα τους κατεδίωκε. Διότι τούτο οι Κρήτες δεν πυροβολούσι κατά του στρατού» [Προξενείο Θεσσαλονίκης, έγγραφο 148, 22/5/1905].

Τετάρτη 25 Μαΐου 1905 (είδηση). Έξω από το χωριό Όστροβο / Ostrovo (Άρνισσα) του καζά Βοδενών. Επίθεση ελληνικού σώματος πενήντα ανδρών σε 300 Μακεδόνες, «ων οι πλείστοι χωρικοί». Σκοτώθηκαν τριάντα Μακεδόνες. Οι Έλληνες είχαν ένα νεκρό και τρεις πληγωμένους [ΣΚΡΙΠ, 25/5/1905, σ. 3].

Τετάρτη 25 Μαΐου 1905 (είδηση). Κοντά στο κεφαλοχώρι Γκουμέντσα: Γκούμεντζε / Gumendže (Γουμένισσα) του καζά Γιανιτσών. «Εξόντωση» δωδεκαμελούς τσέτας από τους Έλληνες [ΣΚΡΙΠ, 25/5/1905, σ. 3].

Τετάρτη 25 Μαΐου 1905 (απόσπασμα ημερολογίου). «Ο Οικονομίδης ευρέθη καταχραστής 2 χιλιάδων λιρών. Αποδίδω εις τούτο την βραδύτητα της ελεύσεως σωμάτων, εάν είναι αληθές, και παρηγορούμαι, ενώ λυπούμαι αφ’ ετέρου διά ένα λοχαγόν όστις μέχρις αυτής της στιγμής εθεωρείτο λαμπρός».

«Ο συνοδεύσας τον Ρέμπελον εις Μορίχοβον επέστρεψε και διηγείται ότι το εκεί σώμα εδιχάσθη, κινδυνεύουσι δε να αλληλοσκοτωθώσιν» [Βάρδας, τ. Α΄ σ. 132].

Page 99: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Δευτέρα 30 Μαΐου 1905. Στο χωριό Πάτελι / Pateli (Άγιος Παντελεήμων) του καζά Φλωρίνης. Πέντε νεκροί σε εισβολή ελληνικής ομάδας [Dakin, σ. 307. ΔΙΣ, σ. 200].

Κυριακή 5 Ιουνίου 1905 (απόσπασμα ημερολογίου). Ο Ιωάννης Καλογεράκης «εισήλθεν εις το Στρέμπενον, του είπε γυνή τις ότι είναι κομίται, αλλά δεν του έδειξαν εις ποίον μέρος είναι και θεωρεί ότι αν δεν καύσωμεν 6 οικίας αδύνατον να γίνη ιδικόν μας» [Βάρδας, τ. Α΄ σ. 141].

Δευτέρα 6 Ιουνίου (απόσπασμα ημερολογίου). «Επιστολή 1/6 διά του αυτού μέρους του Αγίου Καστορίας (: Καραβαγγέλη) όστις μου λέγει ότι θα έλθη μετά 20 ημέρας και είναι ανάγκη να γίνωσι πριν έλθη φόνοι τινες, ως των ιερέων Φιλίππου (Κάτω Κουμανίτσι) και Γερμανού (Τσερέσνιτσας)» [Βάρδας, τ. Α΄ σ. 141].

Τετάρτη 8 Ιουνίου 1905 (είδηση). Κοντά στην πόλη Νιάουσα: Νέγκους / Neguš (Νάουσα) του καζά Βέροιας. Σε συμπλοκή ελληνικού σώματος και τσέτας, σκοτώθηκαν δώδεκα Μακεδόνες και τρεις Έλληνες [ΣΚΡΙΠ, 8/6/1905, σ. 4].

Πέμπτη 9 Ιουνίου 1905 (είδηση). Στο χωριό Γκολεσάν: Γκολίσανι / Golišani (Λευκάδια, τέως Γυμνοτόπι) του καζά Βοδενών. Εισβολή του σώματος Ακρίτα (Μαζαράκη) στο χωριό και σύγκρουση με τσέτα. Οι Μακεδόνες είχαν «απώλειες» είκοσι ανδρών. Σκοτώθηκαν τρεις Έλληνες [ΣΚΡΙΠ, 9/6/1905, σ. 4. ΕΜΠΡΟΣ, 11/6/1905, σ. 4. Κάκκαβος, σ. 122].

Παρασκευή 10 Ιουνίου 1905 (είδηση). Στο χωριό Γουλινίτσα (;). Συμπλοκή της τσέτας Τσαρτσανώφ και του σώματος Μάλλιου. Οι Μακεδόνες είχαν είκοσι τρεις νεκροί και δέκα εννέα τραυματίες. Σκοτώθηκε επίσης ένας Έλληνας και πληγώθηκαν τρεις [ΕΜΠΡΟΣ, 10/6/1905, σ. 4].

Δευτέρα 13 Ιουνίου 1905 (είδηση). Σε μικρό πατριαρχικό χωριό του καζά Βοδενών. Σύγκρουση τσέτας με Έλληνες και στρατιωτικό απόσπασμα. Είκοσι τέσσερις Μακεδόνες σκοτωμένοι από τους Έλληνες και άλλοι έντεκα από τους Τούρκους [ΕΜΠΡΟΣ, 13/6/1905, σ. 4].

Παρασκευή 17 Ιουνίου 1905 (είδηση). Οι Καραμάντζεφ και Σιουμπαλήεφ ανέλαβαν να συντάξουν και να εκδώσουν σε ιδιαίτερο φυλλάδιο «κατάλογον όλων των φόνων και κακουργημάτων, των διεπραχθέντων υπό των Ελλήνων» στη Μακεδονία [ΕΜΠΡΟΣ, 17/6/1905, σ. 3].

Κυριακή 19 Ιουνίου 1905. Κοντά στην πόλη Κρούσσοβο: Κρούσεβο / Kruševo του καζά Μοναστηρίου. Δολοφονία του Βλάχου Naskou Constantin Torouz, από την ελληνική οργάνωση [Rubin, σ. 205].

Δευτέρα 20 Ιουνίου 1905 (απόσπασμα ημερολογίου). «Εκ Μπελκαμένης (επιστολή) του Φιλώτα, αφηγουμένου το συμβάν επί του όρους Βίτσου, του φόνου 8 χωρικών εκ Βουλγαρομπλάτσι και Πρεκοπάνας».

«Εκ Λαψίστης (επιστολή) γράφει ότι ο Μάλλιος εισήλθεν εις Οσνίτσανην και κατάλαβεν αυτήν παραδοθέντων 7 κομιτών, μετά του αρχηγού των Κυριάζου» [Βάρδας, τ. Α΄ σ. 148].

Δευτέρα 20 Ιουνίου 1905 (απόσπασμα πρωτοσέλιδου κύριου άρθρου του ΕΜΠΡΟΣ με τίτλο «Η εν Μακεδονία Απογραφή»). «Η εν Μακεδονία απογραφή των διαφόρων πληθυσμών κατ’ εθνικότητας, ως ενεργείται από τινος, αποκαλύπτει ένα κίνδυνον όστις ούτε μικράς ούτε ευκαταφρόνητος είναι διά τον Ελληνισμόν της χώρας ταύτης ολόκληρον. Διότι, καθ’ ον τρόπον γίνεται η απογραφή αύτη, λαμβανομένου υπόψη μόνον του γλωσσικού ιδιώματος και ουχί της θρησκευτικής διακρίσεως ή της Εθνικής συνειδήσεως εκάστου ατόμου, είναι πιθανώτατον ότι καθ’ όλην την Ελληνικωτάτην ταύτην χώραν δεν θα ευρεθή ούτε ένας Έλλην κατοικών!» [ΕΜΠΡΟΣ, 20/6/1905, σ. 1].

Τρίτη 21 Ιουνίου 1905. Στον καζά Γευγελής. Σφαγή έξι Βλάχων στη Χούμα / Huma και έξι βλάχων μαθητών (ρουμανικού σχολείου) στο Αλτσάκ Alčak (Χαμηλόν) [Rubin, σ. 206].

Τετάρτη 22 Ιουνίου 1905 (απόσπασμα προξενικής αναφοράς). «Φεύγων, δεν αφήκα τον Βαλήν ευμενέστατον. Ο ανήρ είναι στενού πνεύματος. Πολλάκις δεν ειξεύρει τι λέγει. Έμαθα τελευταίον ότι εν των κρυφίων του παραπόνων είναι ότι αι Ελληνικαί συμμορίαι πανταχού διακηρύτουσι την μετά των Τούρκων συμμαχίαν των, ότι εις τούτο πταίουσιν οι Πρόξενοι και η Κυβέρνησις της Ελλάδος, αναγκάζουσι δε την Τουρκίαν να καταδιώκη τα Ελληνικά σώματα ίνα

Page 100: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

διαψεύση εμπράκτως τα περί των συμμοριών διαδιδόμενα! Το δυστύχημα είναι ότι και ο Χιλμή πασάς, όστις εν αρχή ηψήφει εντελώς τον Βαλήν τούτον, νυν ευλαβείται αυτόν και δεν τολμά να επέμβη. Πιθανότατα ο Ρεούφ πασάς υποστηρίζεται εκθύμως υπό του Γιλδίζ» [Προξενείο Θεσσαλονίκης, έγγραφο 402, 22/6/1905].

Τετάρτη 22 Ιουνίου 1905. Στο όρος Βίτσι: Βίτσο / Vičo. Επτά φονευμένοι Μακεδόνες, εκ των οποίων τέσσερις από τη Μπλάτσα / Blaca (Οξυά) Καστοριάς και τρεις από την Πρεκοπάνα / Prekopana (Περικοπή) Φλώρινας [ΕΜΠΡΟΣ, 22/6/1905, σ. 4. Προξενείο Μοναστηρίου, έγγραφο 525, 31/7/1905 με συνημμένη επιστολή μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη της 23/7/1905].

«Έπιασα στην κορυφογραμμή του Βιτσίου μαζί με το Φιλώτα δεκαοχτώ».«Τότε όμως διαφωνήσαμε ο Φιλώτας κι εγώ. Εκείνος ήθελε να μη τους σκοτώσουμε, κι εγώ

επέμενα να τους σκοτώσουμε. Αποφασίσαμε λοιπόν να τους μοιράσουμε. Εγώ πήρα τους εννιά που ήταν από το Βουλγαρομπλάτσι, φανατικό βουλγαρικό (: εξαρχικό) χωριό, και τους αποκεφάλισα αμέσως. Ο Φιλώτας επήρε άλλους εννιά από το χωριό Βίσσανη και τους άφησε ελεύθερους» [Μακρής, σ. 96].

Πέμπτη 23 Ιουνίου 1905 (είδηση). Έξω από το χωριό Ντούσνια (;) της Καστοριάς. Ενέδρα του σώματος Μάλλιου σε τσέτα. Σκοτώθηκαν είκοσι Μακεδόνες και πιάστηκαν «αιχμάλωτοι» τέσσερις πληγωμένοι. Οι Έλληνες είχαν πέντε νεκρούς και τρεις τραυματίες [ΕΜΠΡΟΣ, 23/6/1905, σ. 3].

Σάββατο 25 Ιουνίου 1905 (είδηση). Στην Περιοχή Μορίχοβο: Μαρίοβο / Mariovo, ανατολικά της πόλης Μπίτολα. Ελληνικό σώμα έπιασε και σκότωσε τους εξαρχικούς Δημήτρη και Γκιόρη [ΕΜΠΡΟΣ, 25/6/1905, σ. 3].

Σάββατο 25 Ιουνίου 1905. Στο χωριό Μπίρνικ / Brnik του καζά Πρίλεπ ή Περλεπέ. Εισβολή του σώματος Ρέμπελου. Έντεκα νεκροί, μεταξύ των οποίων και μία γυναίκα. Κάψιμο πολλών σπιτιών του χωριού [Dakin, σ. 307. ΕΜΠΡΟΣ, 8/7/1905, σ. 3. Προξενείο Μοναστηρίου, έγγραφο 619, 7/7/1905].

Δευτέρα 27 Ιουνίου 1905 (είδηση). Στο χωριό Εμπόριον: Έμπορε / Embore του καζά Καϊλαρίων. Δολοφονία του εξαρχικού επιτρόπου με σφαίρα στο κεφάλι και ενώ καθόταν στο μπαλκόνι του σπιτιού του [ΕΜΠΡΟΣ, 27/6/1905, σ. 3].

Δευτέρα 27 Ιουνίου 1905 (πληροφορία από προξενικό έγγραφο). Στο χωριό Κουρεντζέλ (;) Βοδενών. Φόνος δύο αυτονομιστών από ελληνικό σώμα [Προξενείο Θεσσαλονίκης, έγγραφο 410, 27/6/1905].

Δευτέρα 27 Ιουνίου 1905 (πληροφορία από προξενικό έγγραφο). Στο χωριό Τσέκρε: Τσέκρι / Čekri ή Κιρκάλοβο / Kirkalovo (Παραλίμνη) του καζά Γιανιτσών. Φόνος του εξαρχικού παπά Κωνσταντίνου [Προξενείο Θεσσαλονίκης, έγγραφο 410, 27/6/1905].

Τρίτη 28 Ιουνίου 1905 (πληροφορία από προξενικό έγγραφο). Στο χωριό Γραμματίκοβον: Γκόρνο Γκραματίκοβο (Gorno Gramatikovo) του καζά Καϊλαρίων. Το σώμα του καπετάν Ακρίτα (Μαζαράκη) σκοτώνει το Ρουμανόβλαχο Δούμη, καβάση του ρουμάνου επιθεωρητού Σχολείων, και τον ανιψιό του [Προξενείο Θεσσαλονίκης, έγγραφο 187, 28/6/1905].

Παρασκευή 1 Ιουλίου 1905 (είδηση). Το σώμα του οπλαρχηγού Θανάση συγκρούστηκε με τσέτα δύναμης τριάντα πέντε ανδρών. Οι Μακεδόνες είχαν δεκαοκτώ νεκρούς και επτά πληγωμένους που «αιχμαλωτίστηκαν». Οι Έλληνες είχαν τρεις νεκρούς και δύο τραυματίες [ΕΜΠΡΟΣ, 1/7/1905, σ. 3].

Σάββατο 2 Ιουλίου 1905 (είδηση). Σύμφωνα με την εφημερίδα Δρόβνικ οι Τούρκοι, κατά την απογραφή των εξαρχικών χωριών, δεν λαμβάνουν υπ’ όψη τα νέα νουφούζια (ταυτότητες) όπου οι χωρικοί αναγράφονται ως εξαρχικοί, αλλά τα παλιά που είναι δηλωμένοι σαν πατριαρχικοί. Γι αυτό το λόγο «οι κάτοικοι πολλών χωριών διεμαρτυρήθησαν, αι δε αρχαί υπεσχέθησαν να ζητήσουν οδηγίας εκ Κωνσταντινουπόλεως, αλλ’ αυταί δεν καταφθάνουσι και αι επιτροπαί εξακολουθούσι το έργον των» [ΕΜΠΡΟΣ, 2/7/1905, σ. 4].

Page 101: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Κυριακή 3 Ιουλίου 1905 (απόσπασμα ημερολογίου). «Αναμένομεν εναγωνίως την εκτέλεσιν του φόνου του βουλγαροϊερέως (Κουμανίτσοβου) Φιλίππου, ακούομεν την κρούσιν του κώδωνος και μετ’ ολίγον κραυγάς γυναικών, τούτο μας δίδει την ιδέαν της εκτελέσως και πράγματι μετ’ ολίγον ανέρχονται οι ημέτεροι και μας αναγγέλουσι τούτο» [Βάρδας, τ. Α΄ σ. 157-158].

Τετάρτη 6 Ιουλίου 1905. Μεταξύ των χωριών Ντράγκος / Dragoš και Ράκοβο / Rakovo (Κρατερόν) του καζά Μοναστηρίου. Έντεκα νεκροί σε επίθεση της ομάδας Καραβίτη εναντίον της τσέτας του Ναούμ [Προξενείο Μοναστηρίου, έγγραφο 619, 7/7/1905. Dakin, σ. 302. ΕΜΠΡΟΣ, 23/7/1905, σ. 4].

Πέμπτη 7 Ιουλίου 1905. Στον Καζά Καϊλαρίων. Φόνος του ρουμανόβλαχου Hristake Toli από το Γκόρνο Γκραματίκοβο / Gorno Gramatikovo [Rubin, σ. 209].

Παρασκευή 8 Ιουλίου 1905 (είδηση). Στη Μονή της Αγίας Τριάδας κοντά στο χωριό Μέσιμερ / Mesimer (Μεσημέριον) του καζά Καστοριάς. Επτά νεκροί (έξι πρόκριτοι από το Μέσιμερ και ο εξαρχικός παπάς) σε επίθεση του σώματος Ακρίτα (Μαζαράκη) [ΣΚΡΙΠ, 8/7/1905, σ. 4 και 14/7/1905, σ. 3].

Παρασκευή 8 Ιουλίου 1905 (δημοσιεύτηκε στη «Νέα Ημερησία» της Βιέννης). «Προ μηνών κατηρτίσθη εις Μοναστήριον υπό της Μακεδονικής Οργανώσεως επιτροπή, ήτις ανέλαβε το έργον να συντάξη γραμματικήν Μακεδονικήν. Η επιτροπή αποτελείται εξ επτά καθηγητών της γλωσσολογίας. Ως βάσις της γραμματικής ταύτης θα ληφθεί η διάλεκτος, η εις το βιλαέτιον Μοναστηρίου ομιλουμένη. Η διάλεκτος αύτη εκηρύχθη ήδη υπό της επιτροπής ως η Μακεδονική γλώσσα. Οι διδάσκαλοι των Σλαυϊκών σχολείων εις την Μακεδονίαν εντέλλονται όπως διδάσκουν την γλώσσαν ταύτην αντί της σερβικής ή της βουλγαρικής και διά μέσου αυτής να τίθεται η βάσις προς την δημιουργίαν ανεξαρτήτου Μακεδονίας. Προσεχώς δε θα τυπωθούν διδακτικά και διάφορα άλλα βιβλία εις την Μακεδονικήν ταύτην γλώσσαν, ευθύς δε κατόπιν σκέπτεται η Οργάνωσις ν’ απαγορεύση την χρήσιν της σερβικής και βουλγαρικής γλώσσης» [ΣΚΡΙΠ, 8/7/1905, σ. 1. ΕΜΠΡΟΣ, 11/7/1905, σ. 4].

Δευτέρα 18 Ιουλίου 1905 (είδηση). Έξω από το χωριό Λέχοβο / Lehovo (Λέχοβον, τέως Ηρωϊκόν) του καζά Καστοριάς. Πέντε νεκροί Μακεδόνες και πολλοί τραυματίες, μετά από συμπλοκή του σώματος Μάλλιου και τσέτας. Οι Έλληνες είχαν τέσσερις τραυματίες [ΕΜΠΡΟΣ, 18/7/1905, σ. 3].

Δευτέρα 18 Ιουλίου 1905 (είδηση). Έξω από το χωριό Πρεκοπάνα / Prekopana (Περικοπή) του καζά Φλώρινας. Οκτώ νεκροί και τρεις τραυματίες Μακεδόνες σε επίθεση του σώματος Καλογήρου [ΣΚΡΙΠ, 18/7/1905, σ. 3].

Δευτέρα 18 Ιουλίου 1905 (απόσπασμα ημερολογίου). «Έρχεται ο Βελή βέης κομίζων διάφορα τρόφιμα και συνομιλούμεν επί διαφόρων ζητημάτων, με διαβεβαιοί ότι οι πλείστοι των βέηδων δεν προδίδουσιν, αλλά ενδιαφέρονται διά την πρόοδον»

«Μου υπόσχεται ότι θα φροντίσει διά την μετάθεσιν του μουδίρη Κλεισούρας και την δωροδοκίαν του λοχαγού» [Βάρδας, τ. Α΄ σ. 170].

Τετάρτη 20 Ιουλίου 1905 (απόσπασμα ημερολογίου). «Ο Καραβίτης έσχε λαμπράν επιτυχίαν παρά το χωρίον Δράγοσι και Ράκοβον φονεύσας 15 κομίτας υπό την αρχηγίαν του Ναούμ» [Βάρδας, τ. Α΄ σ. 172].

Σάββατο 23 Ιουλίου 1905 (είδηση). Κοντά στο χωριό Πετάλινο / Petalino του καζά Πρίλεπ ή Περλεπέ. Κοινή επίθεση του σώματος Ρέμπελου και τουρκικού αποσπάσματος εναντίον τσέτας. Σκοτώθηκαν πενήντα πέντε Μακεδόνες από τα πυρά των Ελλήνων και τριάντα τρεις από το στρατό. Οι Έλληνες είχαν δύο νεκρούς και τρεις πληγωμένους [ΕΜΠΡΟΣ, 23/7/1905, σ. 4].

Σάββατο 23 Ιουλίου 1905 (πληροφορία από προξενικό έγγραφο). Στο χωριό Κάτω Κουμανίτσοβο: Ντόλνο Κουμανίτσεβο / Dolno Kumaničevo (Λιθιά) του καζά Καστοριάς. Φόνος του εξαρχικού παπά έξω από την εκκλησία, από ελληνικό σώμα [Προξενείο Μοναστηρίου, έγγραφο 525, 31/7/1905 - συνημμένη επιστολή του μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη της 23/7/1905].

Page 102: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Δευτέρα 25 Ιουλίου (είδηση). Κοντά στο χωριό Σλίμιστα: Σλίμνιστα / Slimništa (Μηλίτσα) του καζά Καστοριάς. Το σώμα Μάλλιου αιχμαλώτισε τουρκικό στρατιωτικό απόσπασμα δώδεκα ανδρών. Οι στρατιώτες απελευθερώθηκαν, αφού πρώτα ο έλληνας οπλαρχηγός τους εξήγησε ότι σκοπός των ελληνικών σωμάτων ήταν μόνο η εξόντωση των τσετών [ΕΜΠΡΟΣ, 25/7/1905, σ. 4].

Τρίτη 26 Ιουλίου 1905. Στον καζά Γευγελής. Δολοφονία του ρουμανόβλαχου Nicolas Mihale από τα Λιβάδια: Golema Livada (Μεγάλα Λιβάδια) από την ελληνική οργάνωση [Rubin, σ. 212].

Τετάρτη 27 Ιουλίου 1905 (είδηση). Στο χωριό Πογιάρσκο: Γκόρνο Πόζαρ / Gorno Požar (Άνω Λουτράκιον) του καζά Καρατζόβας. Δώδεκα νεκροί (οι δύο γυναίκες) και τρεις τραυματίες σε σύγκρουση ελληνικού σώματος και τσέτας. Οι Έλληνες είχαν ένα νεκρό και δύο τραυματίες [ΣΚΡΙΠ, 27/7/1905, σ. 4. ΕΜΠΡΟΣ, 28/7/1905, σ. 4].

Πέμπτη 28 Ιουλίου 1905 (είδηση). Έξω από το χωριό Γκάλιστα / Gališta (Ομορφοκκλησιά) του καζά Καστοριάς. Βρέθηκαν σφαγμένοι επτά Μακεδόνες, κάτοικοι του χωριού που επέστρεφαν από το εβδομαδιαίο παζάρι στη Χρούπιστα: Ρούπιστα /Rupišta (Άργος Ορεστικόν) [ΣΚΡΙΠ, 28/7/1905, σ. 3].

Παρασκευή 29 Ιουλίου 1905. Στο χωριό Κλαντόρομπι / Kladorobi (Κλαδορράχη) του καζά Φλώρινας. Δεκαεπτά νεκροί κάτοικοι, μετά από επίθεση των ανδρών των Καραβίτη και Μακρή [Dakin, σ. 302. Προξενείο Μοναστηρίου, έγγραφο 751, 5/8/1905. ΕΜΠΡΟΣ, 4/8/1905, σ. 4. ΣΚΡΙΠ, 4/8/1905, σ. 4].

«Στο χωριό μπήκαμε χωρίς να βρούμε αντίσταση, πιάσαμε αυτούς τους δεκαεφτά και τους εκτελέσαμε επί τόπου κατά τις πέντε το απόγευμα» [Μακρής, σ. 97].

«”Ακούτε να σας πω, τους λέγω. Έναν θέλω, έναν, ίσως να μην είναι και μεταξύ σας, αλλά και εδώ να είναι, ένας θα πάθη. Οι άλλοι θα σωθήτε. Αν δεν μου πείτε τα ονόματα σας θα κοπείτε όλοι”. Και αρχίζω πάλιν: “Πως σε λένε εσένα:” “Νε ζναμ”(: δεν ξέρω). ”Εσένα”. “ Νε ζναμ ”. Και όλοι στη γραμμή (οι αιχμάλωτοι) είναι “νε ζναμ” “Αράπη, φωνάζω” (: ένα νέγρο μισθοφόρο του). “Εφέντιμ”. “Σφάξε τους όλους”. Του δίνω ένα γερό μαχαίρι, τρικαλινό, που είχα. Ο Αράπης παίρνει το μαχαίρι, το περιστρέφει και διαγράφει κύκλους, κατόπιν το φιλεί και μου το δίνει πίσω. “Είναι κρίμα”, μου λέγει, “να λερωθεί τέτοιο μαχαίρι στο αίμα τέτοιων ανθρώπων. Αυτοί θέλουν έτσι”, και αρπάζει έναν από τα μαλλιά και του δίνει μια γροθιά στο μηλίγγι σαν να κτύπησε κανένα σανίδι»

«”Μη, βρε ανόητε, έτσι, δεν είναι τρόπος αυτός”, του λέγω. Και βάζω τους Μοναστηριώτας να τους δώσουν από μια μαχαιριά στο αριστερό πλευρό και όποιος ζήση, χαλάλι του. Έτσι θα πάρουν οι νεοσύλλεκτοι τον αέρα του μαχαιριού» [Καραβίτης, σ. 350-351].

Σάββατο 30 Ιουλίου 1905 (απόσπασμα ημερολογίου): «Επιστολή του Τάκη εκ Νεβέσκης λέγει ότι εις Κλοντορόπ παρά την Φλώριναν ο Δικόνιμος και Καραβίτης συνεπλάκησαν μετά κομιτών και εφόνευσαν 25» [Βάρδας, τ. Α΄ σ. 176].

Σάββατο 30 Ιουλίου 1905 (είδηση). Το τουρκικό δικαστήριο εξαντλεί την επιείκειά του στη δίκη του Νίδα και των ανδρών του που συνελήφθησαν στην Μπελκαμένη. Αντί της αναμενόμενης ποινής για τους αντάρτες, που ήταν τα εκατό χρόνια φυλακή και ήταν αντίστοιχο των ισοβίων, οι Έλληνες καταδικάζονται σε πενταετή φυλάκιση. Το δικαστήριο απαλλάσσει των κατηγοριών τους κατοίκους της Μπελκαμένης που τους βοήθησαν [ΕΜΠΡΟΣ, 30/7/1905, σ. 2].

Κυριακή 31 Ιουλίου 1905 (είδηση). Στο χωριό Αβδέλλα / Avdela του καζά Γρεβενών. Φόνος των Ρουμανόβλαχων Απόστολου Πάπου και του γαμπρού του [ΕΜΠΡΟΣ, 31/7/1905, σ. 3].

Κυριακή 31 Ιουλίου 1905 (απόσπασμα ημερολογίου). «Εκ Σιατίστης γράφουσιν ότι ο Βέργας ευρίσκετο προ ημερών εις τα βουνά των Γρεβενών, επολιόρκησε την Αβδέλλα, εφόνευσε 4 ρωμουνίζοντας, την επομένην συνέλαβεν 6 μεταβαίνοντας εκ Γρεβενών εις Αβδέλλαν».

«Οι εν Καστορία δεν εννοούσι να εργασθώσιν εν όσω υπάρχει ο Γερμανός (Καραβαγγέλης), όστις πάλιν θέλει να συναχθώσι περισσότερα χρήματα δια να καταβροχθίση πολλά» [Βάρδας, τ. Α΄ σ. 180].

Τετάρτη 3 Αυγούστου 1905 (απόσπασμα ημερολογίου). «Επιστολή εκ Κλεισούρας λέγει ότι…

Page 103: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

οι Μοκρενιώται μας φοβούνται πολύ και αν τιμωρηθώσί τινες ελπίζει να προσέλθωσιν εις την ορθοδοξίαν» [Βάρδας, τ. Α΄ σ. 185].

Πέμπτη 4 Αυγούστου 1905 (είδηση). Στο χωριό Κουμανίτσοβο: Κουμανίτσεβο / Kumaničevo (Λιθιά) του καζά Καστοριάς. Πολλοί νεκροί, μεταξύ των οποίων έξι παιδιά, δυο γυναίκες και ο εξαρχικός παπάς, μετά από επίθεση ελληνικού σώματος [ΕΜΠΡΟΣ, 4/8/1905, σ. 4. ΣΚΡΙΠ, 4/8/1905, σ. 4].

Πέμπτη 4 Αυγούστου 1905 (απόσπασμα ημερολογίου). «Την πρωία κατά τις 12 πέρασαν οι Πρεκοπανιώτες, τους πιάσαμε και παραμεριστήκαμε ολίγο από το δρόμο, ξεφόρτωσαν τα φορτώματα. Μετ’ ολίγον πέρασαν δύο ξυλοκόποι εκ Πρεκοπάνας (: Prekopana (Περικοπή) χωριό του καζά Φλώρινας), συλλάβαμε και αυτούς. Μείναμε έως τις 10 κατόπιν αναχωρήσαμε διά το χωριό Πρεκοπάνα, στείλαμε τις γυναίκες με 2-3 άνδρες να φορτώσουν τα φορτώματα, πήραμε μαζί μας 4-5 άνδρες και αναχωρήσαμε διά το χωριό. Οι χωρικοί είχαν καταλάβει επειδή άργησαν να πάνε οι παζαριώτες και μας περίμεναν, μας υποδέχθηκαν. Εις τας 12 τους μάσαμε εις την εκκλησία τους ομίλησε ο αρχηγός, κατόπιν εγώ εις την γλώσσαν των, έπειτα τους όρκισα στην εικόνα της Παναγίας ότι θα είναι πιστοί εις την ορθοδοξία και εις τον πατριάρχη, θα δέχονται τα Ελληνικά σώματα και ότι δεν θα προδίδουν το μυστικό» [Πύρζας, σ. 58].

Παρασκευή 5 Αυγούστου 1905 (είδηση). Στην Αβδέλλα / Avdela του καζά Γρεβενών. Βρέθηκαν τέσσερις κάτοικοι δολοφονημένοι [ΕΜΠΡΟΣ, 5/8/1905, σ. 4].

Παρασκευή 5 Αυγούστου 1905 Στο χωριό Μπέλτιστα: Μπέσιστε / Bešište του καζά Πρίλεπ. Επτά νεκροί και πολλοί τραυματίες Μακεδόνες, σε επίθεση ελληνικού σώματος [ΕΜΠΡΟΣ, 5/8/1905, σ. 4 και 10/8/1905, σ. 3. Προξενείο Μοναστηρίου, έγγραφο 751, 5/8/1905].

Παρασκευή 5 Αυγούστου 1905 (απόσπασμα ημερολογίου). «Ο Σκλαβούνος υπό σημερινήν ημερομηνίαν γράφει ότι, ο οθωμανός Χούλης μετά διδασκάλου Ζέλενιτς διά Καστοριάν, του παρήγγειλε να φονεύση την οθωμανίδα, όπερ και έπραξε».

«Ο Τάκης εκ Νεβέσκης γράφει ότι χθες έγινε δευτέρα έρευνα εις Αετόζι παρά του στρατού και ανεκάλυψαν 2 κρυψάνας, ότι οι κάτοικοι εδίωξαν κακώς έχοντας τον Παντελή μετά 2 εκ των συντρόφων του. Και καλόν θεωρεί να εισβάλωμεν εις Αετόζι, αφού ο στρατός απεσύρθη και δεν υπάρχουσι κομίται». [Βάρδας, τ. Α΄ σ. 187].

Κυριακή 7 Αυγούστου 1905 (απόσπασμα ημερολογίου). «Έρχεται εκ Φλώρινης ο αλβανός Φεΐμης συνοδεύων τον Στέφανον Γρηγορίου, αντάρτην, όστις μετημφιεσμένος εδολοφόνησε έναν» [Βάρδας, τ. Α΄ σ. 188].

Τρίτη 9 Αυγούστου 1905 (είδηση). Συμπλοκή της ομάδας του οπλαρχηγού Γκούτα με τσέτα. Σκοτώθηκαν επτά Μακεδόνες και τρεις Έλληνες [ΕΜΠΡΟΣ, 9/8/1905, σ. 4].

Τρίτη 9 Αυγούστου 1905 (απόσπασμα ημερολογίου). «Ο Λάκης Νταϊλάκης (πρώην οπαδός Καρσάκωφ) γράφει ότι εφόνευσε τον εκ Σδράλτσης Κοσμάν και τον πενθερόν του εντός του χωρίου» [Βάρδας, τ. Α΄ σ. 191].

Σάββατο 13 Αυγούστου 1905 (απόσπασμα ημερολογίου). «Κατά τας 10 έγραψα μίαν απειλητική επιστολήν του Παπά Ιωάννη εις Κάτω Κότορι (: Ντόλνο Κότορι / Dolno Kotori (Κάτω Υδρούσσα) του καζά Φλώρινας), δηλαδή να επιδώσει αναφορά ότι προσέρχεται εις την ορθοδοξίαν.

“Αιδεσιμότατε Παπά Ιωάννη. Διά ταύτης μου έρχομαι να σας παρακαλέσω όπως εις το εξής απομακρυνθείτε από το σχίσμα διότι τώρα δεν έχετε να φοβείσθε τους άτιμους κομίτας, καλώς γνωρίζω το αίτιον όπου προσπέσατε εις το σχίσμα, αλλά ως Έλλην Μακεδών δεν θέλω να καταφύγω εις το εγχείρημα διότι είμαι ορθόδοξος Χριστιανός. Άμα λάβεις ταύτην μου θα κάνης τα εξής τρία πράγματα. α) Θα παύσης να μνημονεύεις το μεγάλο γομάρι, δηλαδή τον έξαρχο. β) Θα παύσης να πηγαίνεις εις το Πάνω Κότορι. γ) Θα δώσεις αναφορά ότι από φόβο έγινες σχισματικός και θα πεις στους χωρικούς ότι μετανοούν και προσέρχονται εις την ορθοδοξία. Τον γαμπρό σου να τον διώξεις από το σπίτι σου διότι θα πάθεις και εσύ εξ αιτίας του. Εάν εντός πέντε ημερών δεν κάνεις τα ανωτέρω η αμαρτία εις το λαιμό σας”»[Πύρζας, σ. 60].

Κυριακή 14 Αυγούστου 1905. Κοντά στο χωριό Σκότσιβιρ / Skočivir του καζά

Page 104: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Μοναστηρίου. Επίθεση ομάδας Φιωτάκη. Σκοτώθηκαν έντεκα Μακεδόνες [ΕΜΠΡΟΣ, 14/8/1905, σ. 4. Βάρδας, τ. Α΄, σ. 186].

Κυριακή 14 Αυγούστου 1905 (είδηση). Στα Καλύβια Γραμματίκοβου: Γκόρνο Γκραματίκοβο (Gorno Gramatikovo) του καζά Καϊλαρίων. Δεκαπέντε Ρουμανόβλαχοι κρεμασμένοι από ελληνικό σώμα «προς παραδειγματισμό» [ΕΜΠΡΟΣ, 14/8/1905, σ. 4].

Τετάρτη 17 Αυγούστου 1905 (είδηση). Στην πόλη της Καστοριάς: Κόστουρ / Kostur, έδρα του ομώνυμου καζά. Δολοφονία ενός εξαρχικού παπά [ΣΚΡΙΠ, 17/8/1905, σ. 4].

Τετάρτη 17 Αυγούστου 1905 (απόσπασμα ημερολογίου). «Κατερχόμεθα εις το χωρίον (: Πρεκοπάνα), όπερ ευρίσκομεν εντελώς εγκαταλελειμμένον, ανοίγομεν δια της βίας πλείστας οικίας, αλλ’ αδύνατον να εύρωμεν ψυχήν ζώσαν διά να μάθωμεν τουλάχιστον τίνες αι 2 οικίαι των 3 οργάνων των κομιτών. Ευτυχώς εγνωρίζομεν τας 2, του μουχτάρη και τινος άλλου, θέτομεν πυρ εις αυτάς και απερχόμεθα» [Βάρδας, τ. Α΄ σ. 198].

Πέμπτη 18 Αυγούστου 1905 (είδηση). Στην περιοχή Μορίχοβο: Μαρίοβο / Mariovo, πέρα από τον ποταμό Εριγώνα: Τσέρνα Ρέκα / Crna Reka. Οκτώ νεκροί Μακεδόνες σε συμπλοκή του σώματος Ρέμπελου με την τσέτα του Τράικου [ΕΜΠΡΟΣ, 18/8/1905, σ. 3].

Πέμπτη 18 Αυγούστου 1905 (είδηση). Στην πόλη Βοδενά: Βόντεν / Voden (Έδεσσα), έδρα του ομώνυμου καζά. Τρεις δολοφονημένοι Μακεδόνες από την ελληνική οργάνωση [ΕΜΠΡΟΣ, 18/8/1905, σ. 4].

Σάββατο 20 Αυγούστου 1905 (είδηση). Κοντά στην πόλη της Καστοριάς: Κόστουρ / Kostur, έδρα του ομώνυμου καζά. Είκοσι δύο Μακεδόνες αιχμαλωτίστηκαν από το σώμα του Μάλλιου και οδηγήθηκαν στα βουνά [ΕΜΠΡΟΣ, 20/8/1905, σ. 4].

Σάββατο 20 Αυγούστου 1905 (είδηση). Κοντά στο χωριό Κουτσόγερι: Κοτούγκερι / Kotugeri (Καισαριανά) του καζά Βοδενών. Δολοφονία του γιου του εξαρχικού γαλατά Ζήση και δύο ακόμα χωρικών από την ελληνική οργάνωση [ΣΚΡΙΠ, 20/8/1905, σ. 2. Προξενείο Θεσσαλονίκης, έγγραφο 222, 14/8/1905].

Σάββατο 20 Αυγούστου 1905 (είδηση). Κοντά στο χωριό Ραζίλοβο: Ρουσίλοβο Rusilovo (Ξανθόγεια) του καζά Βοδενών. Δολοφονία του μακεδόνα πρόκριτου Μάτσα Καρά από την ελληνική οργάνωση [ΣΚΡΙΠ, 20/8/1905, σ. 2. Προξενείο Θεσσαλονίκης, έγγραφο 222, 14/8/1905].

Σάββατο 20 Αυγούστου 1905 (είδηση). Κοντά στο Πισοδέριον: Ψόντερι /Psoderi ή Πίσοντερ /Pisoder (Πισοδέριον) του καζά Φλώρινας. Είκοσι έξι νεκροί Μακεδόνες μετά από επίθεση της ομάδας του οπλαρχηγού Ευθύμιου [ΣΚΡΙΠ, 20/8/1905, σ. 3. ΕΜΠΡΟΣ, 29/8/1905, σ. 2].

Σάββατο 20 Αυγούστου 1905 (είδηση). Κοντά στην πόλη Βοδενά: Βόντεν / Voden (Έδεσσα), έδρα του ομώνυμου καζά. Τρεις φονευμένοι από την ελληνική οργάνωση [ΣΚΡΙΠ, 20/8/1905, σ. 3].

Σάββατο 20 Αυγούστου 1905. Στην ίδια πόλη. Φόνος του ρουμανόβλαχου Mihale Dina Baideki από τους Έλληνες [Rubin, σ. 215].

Σάββατο 20 Αυγούστου 1905 (απόσπασμα ημερολογίου). «Λαμβάνω επιστολήν εκ Καστορίας του Μητροπολίτου (: Καραβαγγέλη)… Γράφει περί της συμπλοκής της Πρεκοπάνας και συνιστά αντίποινα ως και άλλας πράξεις (: επιθέσεις) εις Τσερέσνιτσαν, Αετόζι, Νέβεσκαν και αλλαχού» [Βάρδας, τ. Α΄ σ. 200].

Κυριακή 21 Αυγούστου 1905 (πληροφορία από προξενικό έγγραφο). Στο χωριό Μπλάτση: Μπλάτσα / Blaca (Βλάστη, τέως Πολυνέρι) του καζά Καϊλαρίων. Φόνος του Ατζέμ Πασχάλη, σαν προδότη των ελληνικών σωμάτων [Προξενείο Θεσσαλονίκης, έγγραφο 227, 21/8/1905].

Κυριακή 21 Αυγούστου 1905 (απόσπασμα ημερολογίου). «Μετά λύπης μου βλέπω ότι εγκατέλειψεν (ο Καραβίτης) ολόκληρον τμήμα μόνον, αφού το έκαμεν άνω-κάτω και το εξέθηκε φονεύσας εις Κλαντορόπ (Φλωρίνης) 17 χωρικούς» [Βάρδας, τ. Α΄ σ. 201].

Δευτέρα 22 Αυγούστου 1905. Κοντά στo χωριό Παπάντιγια/ Papadija (Παπαδιά) του καζά Φλώρινας. Σύλληψη των ρουμανόβλαχων Nasu Costa Zora και Zicou Cole Terziu. Ο ένας δολοφονήθηκε και ο άλλος κατάφερε να δραπετεύσει [Rubin, σ. 216].

Page 105: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Δευτέρα 22 Αυγούστου 1905 (απόσπασμα ημερολογίου). «Συνιστά (ο μητροπολίτης Καραβαγγέλης)… να εισβάλωμεν εις τα χωρία και να καθαρίσωμεν τα αγκάθια. Κατάλογον των προγεγραμμένων να ζητήσω από Βίγλισταν» [Βάρδας, τ. Α΄ σ. 201].

Τρίτη 23 Αυγούστου 1905 (απόσπασμα ημερολογίου). «Μοι συνιστώσιν (από το προξενείο Μοναστηρίου) επιφύλαξιν προς τους προκρίτους Πισοδερίου ως φιλοχρημάτων και τεμπέληδων. Οι Ζελοβίται αντιθέτως καλοί. Μοι υποδεικνύουσιν ως κύρια σημεία ενεργείας (: επίθεσης) τα χωρία Γέρμαν, Σμαρδέσι, Γκαμπρέσι και Άρμεντσκο» [Βάρδας, τ. Α΄ σ. 203].

Τετάρτη 24 Αυγούστου 1905 (είδηση). Κοντά στην Κλεισούρα Καστοριάς. Είκοσι νεκροί Μακεδόνες και τέσσερις Έλληνες σε σύγκρουση των ελληνικών ομάδων των Κόκκινου και Μανόλη με τσέτα [ΕΜΠΡΟΣ, 24/8/1905, σ. 3. ΣΚΡΙΠ, 5/9/1905 σ. 3-4 και 6/9/1905 σ. 1].

Σάββατο 27 Αυγούστου 1905 (απόσπασμα ημερολογίου). Επίθεση στο χωριό Μπέσφινα: Besfina / (Σφήκα) του καζά Μοναστηρίου. «Προηγουμένως έγραψα και απέστειλα μίαν των χωρικών εις το χωρίον, ης είχον μετ’ εμού τον αδελφόν, ότι αν μας δεχθώσιν καλώς θα φερθώμεν ως αδελφοί. Αν όμως αντιστώσιν ή φύγωσι, θα φονεύσωμεν και θα καύσωμεν τας οικίας των. Εισερχόμεθα τέλος εις το χωρίον, ευρίσκομεν αυτό έρημον ανδρών, 2 μόνον γέροντας και γυναίκας, τας οικίας κλειστάς, όλοι έφυγον εις τα όρη. Πυρπολούμεν τας οικίας των 2 σχισματικών ιερέων και του παντοπώλου, φανατικού από Τύρνοβον» [Βάρδας, τ. Α΄ σ. 206].

«Μπήκαμε στο χωριό στις έντεκα και μισή. Εάν βρίσκαμε τους παπάδες είχαμε απόφαση να τους κόψουμε. Μόλις μπήκαμε στο χωριό επιδοθήκαμε στο πλιάτσικο. Ήταν ένας από το Τίρναβο φανατικός σχισματικός, ονόματι Τόλιος, είχε μαγαζί, το γύμνωσαν. Άλλοι μπήκαν στα σπίτια των παπάδων και άρπαξαν. Εγώ έβαλα φωτιά εις του ενός παπά το σπίτι. Εις του άλλου, βάλανε άλλοι. Κατόπιν πήγα με τον μπάρμπα Φώτη στον καντηλανάφτη, πήρα το κλειδί της εκκλησίας, πήρα τον Σπανό και τον Λεωνίδα εκ Καστορίας και πήγαμε στην εκκλησία. Ότι βιβλία ήταν τα έκαψα με τα κεριά μαζί. Οι χωρικοί όλοι είχαν φύγει» [Απόσπασμα επιστολής του Λάκη Πύρζα προς το Στ. Δραγούμη με ημερομηνία 2/9/1905. Βρίσκεται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, στο Αρχείο του Στέφανου Δραγούμη].

Κυριακή 28 Αυγούστου 1905 (είδηση). Στο χωριό Σαρίτσα: Σαράτσεβο / Saračevo (Βαλτοχώριον) του καζά Θεσσαλονίκης. Κάψιμο των σπιτιών των εξαρχικών Κοτζαμάνη και Χρήστου [ΕΜΠΡΟΣ, 28/8/1905, σ. 3].

Κυριακή 28 Αυγούστου 1905 (είδηση). Κοντά στο χωριό Μεγάλα Λιβάδια / Golema Livada του καζά Γευγελής. Κάψιμο της στάνης και καταστροφή του εκ 400 προβάτων κοπαδιού του ρουμανόβλαχου Sterie Duma, από την ομάδα του οπλαρχηγού Νικόλα [ΕΜΠΡΟΣ, 28/8/1905, σ. 4. Προξενείο Θεσσαλονίκης, έγγραφο 227, 21/8/1905. Rubin, σ. 215].

Δευτέρα 29 Αυγούστου 1905 (είδηση). Στο χωριό Οσνίτσανη: Σνίτσενι / Sničeni ή Οσνίτσανι / Osničani (Καστανόφυτον) του καζά Καστοριάς. Τέσσερις νεκροί κάτοικοι από επίθεση σώματος 150 ανδρών [ΕΜΠΡΟΣ, 29/8/1905, σ. 4].

Δευτέρα 29 Αυγούστου 1905 (είδηση). Έξω από το χωριό Βιδολίστα: Βίντολους / Viduluš (Δαμασκηνιά) του καζά Ανασελίτσας. «Πολλοί φονευμένοι» Μακεδόνες σε επίθεση μεγάλου ελληνικού σώματος [ΕΜΠΡΟΣ, 29/8/1905, σ. 4].

Δευτέρα 29 Αυγούστου 1905 (πληροφορία από προξενικό έγγραφο). Στο χωριό Πόδος: Ποντ / Pod (Φλαμουριά) του καζά Βοδενών. Φόνος του μουχτάρη του χωριού. Στο πτώμα βρέθηκε επιστολή με την σφραγίδα του έλληνα αρχηγού Ακρίτα (Μαζαράκη) [Προξενείο Θεσσαλονίκης, έγγραφο 230, 29/8/1905].

Τρίτη 30 Αυγούστου 1905. Κοντά στο χωριό Γκόλο Σέλο Γιανιτσών: Golo Selo (Ακρολίμνη, τέως Γυμνά) του καζά Γιανιτσών. Δεκαεννέα νεκροί Μακεδόνες σε επίθεση του σώματος Μπουκουβάλα [ΔΙΣ, σ. 183].

Τετάρτη 31 Αυγούστου 1905 (είδηση). Στο χωριό Τσελτίκ ή Οριζάρι: Orizari (Ορυζάριον) του καζά Βοδενών. έντονες φήμες για κάψιμο ολόκληρου του χωριού [ΕΜΠΡΟΣ, 31/8/1905, σ. 3].

Τετάρτη 31 Αυγούστου 1905 (είδηση). Στο χωριό Τσέρνα Ρέκα / Crna Reka (Κάρπη) του

Page 106: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

καζά Γιανιτσών. Φόνος των εξαρχικών βοσκών Γιάννη Παλάν και Γιώργου Χούρτου. Στα πτώματα τους βρέθηκε επιστολή, πως φονεύθηκαν γιατί ήταν εξαρχικοί και αυτονομιστές [ΕΜΠΡΟΣ, 31/8/1905, σ. 3. Προξενείο Θεσσαλονίκης, έγγραφο 230, 29/8/1905].

Τετάρτη 31 Αυγούστου 1905. Στο χωριό Λιούμνιτσα / Ljumnica (Σκρα) του καζά Γευγελής. Φόνος διά ακρωτηριασμού δύο Ρουμανόβλαχων, από ελληνική ομάδα [Rubin, σ. 216].

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 1905 (είδηση). Στο χωριό Σνίτσενι / Sničeni ή Οσνίτσανι / Osničani (Καστανόφυτον) του καζά Καστοριάς. Επίθεση των σωμάτων Βέργα και Μάλλιου. Δεκαεννέα νεκροί Μακεδόνες. Είκοσι έως σαράντα καμένα σπίτια και κλέψιμο πολλών ζώων από τους Έλληνες [ΕΜΠΡΟΣ, 1/9/1905, σ. 4. 3/9/1905, σ. 3. 4/9/1905, σ. 4. 6/9/1905, σ. 3-4. ΣΚΡΙΠ, 6/9/1905, σ. 3. 7/9/1905, σ. 3].

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 1905 (είδηση). Το σώμα Ρέμπελου σκότωσε είκοσι έξι Μακεδόνες [ΣΚΡΙΠ, 1/9/1905, σ. 3].

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 1905 (είδηση). Στο χωριό Πρεκοπάνα / Prekopana (Περικοπή) του καζά Φλώρινας. Αρκετοί νεκροί, «δεκαοκτώ αιχμάλωτοι» και δεκαπέντε καμένα σπίτια σε επίθεση ελληνικού σώματος [ΕΜΠΡΟΣ, 1/9/1905, σ. 4 και 2/9/1905 σ. 3].

Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 1905 (απόσπασμα ημερολογίου). «Ο Παύλος Κύρου ζητεί τον μισθόν του Αυγούστου, επειδή δε του είπον ότι δεν έλαβον ακόμη να αναμένη 2-3 ημέρας, θυμωθείς αναχωρεί δια να φύγη, ως λέγει, εις Ελλάδα» [Βάρδας, τ. Α΄ σ. 214].

Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 1905 (είδηση). Κοντά στην Καστοριά. Οκτώ νεκροί και δεκαεπτά τραυματίες Μακεδόνες, μετά από επίθεση ελληνικής ομάδας [ΣΚΡΙΠ, 3/9/1905, σ. 3].

Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 1905 (απόσπασμα ημερολογίου). «Από 2/9 (επιστολή του μητροπολίτη Καραβαγγέλη) ότι δέον να κληθή ο Μάλλιος και να κτυπηθή το Κωστενέτσι, ου πίπτοντος, θα πέσωσι τα Κορέστια, αποστέλλει δε και κατάλογον των προγεγραμμένων των διαφόρων χωρίων των Κορεστίων» [Βάρδας, τ. Α΄ σ. 217].

Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 1905 (είδηση). Στο χωριό Μόκρινα: Μόκρενι / Mokreni (Βαρικόν) του καζά Καστοριάς. Εισβολή των ομάδων Βλαχούρη και Θειάφη. Αιχμαλωσία είκοσι πέντε εξαρχικών κατοίκων και μεταφορά τους στο βουνό Κουρί. Από εκεί στάλθηκε μήνυμα στον παπά και το μουχτάρη του χωριού, να πάνε αμέσως εκεί, αλλιώς θα εκτελεστούν οι αιχμάλωτοι. «Μετ’ ολίγον μετέβησαν ούτοι και τότε ο καπετάν Βλαχούρης επί μακρόν εκατήχησεν αυτούς συμβουλεύσας να επιστρέψουν εις την ορθοδοξίαν». Ο παπάς και ο μουχτάρης ορκίστηκαν να αποκηρύξουν την εξαρχία. Μετά από αυτό, οι Έλληνες απελευθέρωσαν τους αιχμάλωτους. Την άλλη ημέρα κατέβηκαν στο χωριό και υποχρέωσαν τον παπά να λειτουργήσει στην ελληνική γλώσσα, παρουσία όλων των κατοίκων. Στο τέλος οι τελευταίοι, ορκίστηκαν «να εμμείνουν εις την ορθοδοξίαν». Στο χωριό παρέμειναν δώδεκα αντάρτες «προς φύλαξιν» [ΕΜΠΡΟΣ, 5/9/1905, σ. 3].

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 1905 (απόσπασμα ημερολογίου). «Γενικώς πάντες είμεθα δυσηρεστημένοι κατά της αποτυχίας της χθεσινής ενεργείας (: κατά του χωριού Γέρμαν / German (Άγιος Γερμανός) του καζά Μοναστηρίου), διότι 100 σχεδόν άνδρες δεν κατώρθωσαν να πράξωσιν ουδέν άλλο, ή την διαρπαγήν τινών ειδών (: πλιάτσικο), ήτις θα κάμη κακήν εντύπωσιν, και την απαγωγήν μιας γυναίκας. Γίνονται διαρκώς φολονεικίαι περί την διανομήν των διαρπαγέντων και πολλαί δυσαρέσκειαι».

«Παραλαμβάνουσι 3 άνδρες την εκ Γέρμαν γυναίκα και την οδηγούσιν εις άλλο μέρος και την φονεύουσιν» [Βάρδας, τ. Α΄ σ. 221].

«Εις τας 11 η ώρα ο Π. Κύρου πήρεν τη γυναίκα από το Γέρμαν και ένα παιδί από το Σδράλτσι και πήγαν να τη χαλάσουν» [Πύρζας, σ. 70].

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 1905 (είδηση). Στο χωριό Γκαβρέσι: Γκάμπρες / Gabreš (Γαύρος) του καζά Καστοριάς και στη γύρω περιοχή. Επίθεση των ομάδων Γύπαρη και Μιχάλη Τσόντου. Είκοσι νεκροί Μακεδόνες και τρεις αιχμάλωτοι που εκτελέστηκαν στη συνέχεια από τους Έλληνες [ΣΚΡΙΠ, 11/9/1905, σ. 3 και 12/9/1905, σ. 3. ΕΜΠΡΟΣ, 23/9/1905, σ. 3-4. Dakin, σ. 308].

Page 107: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 1905 (είδηση). Στο χωριό Μπέσφινα: Besfina / (Σφήκα) του καζά Μοναστηρίου. Πολλοί σκοτωμένοι Μακεδόνες και οκτώ καμένα σπίτια μετά από εισβολή της ομάδας του οπλαρχηγού του Παύλου Κύρου. Οι Έλληνες είχαν δύο νεκρούς και τρεις τραυματίες [ΣΚΡΙΠ, 12/9/1905, σ. 3. ΕΜΠΡΟΣ, 18/9/1905, σ. 3].

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 1905 (είδηση). Στον καζά Ανασελίτσας. Σύγκρουση των ομάδων των οπλαρχηγών Βλαχούρη και Τρομάρα με τσέτα. Αποτέλεσμα ήταν η «καταστροφή» της τσέτας. Οι Έλληνες είχαν ένα νεκρό και τρεις τραυματίες [ΕΜΠΡΟΣ, 13/9/1905, σ. 4].

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 1905 (είδηση). «Ο πρεσβευτής της Ρουμανίας επέδωκεν εις την Πύλην τον κατάλογον των Κουτσοβλάχων οίτινες εγένοντο θύματα των ελληνικών σωμάτων εν Μακεδονία. Ο πρεσβευτής απήτησε παρά της Πύλης, όπως ληφθώσι σύντονα μέτρα προς βελτίωσιν της καταστάσεως» [ΕΜΠΡΟΣ, 15/9/1905, σ. 3]

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 1905 (είδηση). Στο χωριό Λοβράδες : Ολόβραντε / Olovrade (Σκιερόν) του καζά Καστοριάς, σύμφωνα με το ΕΜΠΡΟΣ ή στο χωριό Λαγοβράδι: Λογκόβαρντι / Logovardi του καζά Μοναστηρίου, σύμφωνα με το ΣΚΡΙΠ. Επίθεση του σώματος Βέργα. Πολλοί τουφεκισμένοι ή καμένοι Μακεδόνες μέσα στα πυρπολημένα σπίτια τους. Οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να δηλώσουν «εις το σώμα των εκδικητών ότι επανέρχονται στους κόλπους της ορθοδοξίας». Ο Βέργας αναχώρησε εγκαθιστώντας στο χωριό πατριαρχικό παπά και δάσκαλο και ένοπλη φρουρά [ΕΜΠΡΟΣ, 15/9/1905, σ. 3. ΣΚΡΙΠ, 15/9/1905, σ. 3].

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 1905 (είδηση). Στα πέριξ της Ναούσης: Νέγκους / Neguš (Νάουσα) του καζά Βέροιας. Οκτώ Μακεδόνες και δύο Βλάχοι νεκροί μετά από σύγκρουση Τσέτας και της ομάδας του καπετάν Σάβα. Οι Έλληνες είχαν ένα νεκρό και δύο τραυματίες [ΣΚΡΙΠ, 15/9/1905, σ. 3].

Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 1905 (είδηση). Κοντά στο χωριό Ζώβικ: Σόβιτς / Sovič του καζά Φλώρινας. Δεκατέσσερις νεκροί Μακεδόνες και τέσσερις τραυματίες, μετά από επίθεση του σώματος Ρέμπελου [ΕΜΠΡΟΣ, 16/9/1905, σ. 3].

Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 1905 (απόσπασμα ημερολογίου). «Ο Κύρου και ο Νικολούδης απέτυχον εις το Άρμεντσκον (: Άρμενσκο / Armensko – Άλωνα – του καζά Φλώρινας) φονεύσαντες τον σχισματικόν ιερέα και τινα άλλον, ον εύρον ένοπλον, έκαυσαν δε και τα Βουλγαρικά βιβλία της εκκλησίας» [Βάρδας, τ. Α΄ σ. 223-224].

«Εις τας τρεις ήλθε ο Παύλες (: Κύρου) έφερε τα κλειδιά του σχολείου και της εκκλησία. Ο επίτροπος της εκκλησίας δεν φανερώθηκε, κρύφτηκε. Δέσαμε το Μουχτάρη, έναν άλλο χωρικό, έναν από το Κονοπλάτι κτίστη και τον Βασίλη μαζί όπου τον πιάσαμε με το όπλο. Του Παπά φορτώσαμε το ψωμί και τραβήξαμε διά το Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου. Ανοίξαμε την εκκλησία, μάσαμε όλα τα βιβλία πλην ενός που ήταν ελληνικό, στήσαμε δυο φωτιές εις την εκκλησία και κάψαμε τα βιβλία. Ο Παύλες είπε να αφήσουμε το Μουχτάρη, τους αφήσαμε και πάλι έκανα την παρατήρηση ότι εάν δεν πάνε εις το Δεσπότη εις τη Φλώρινα να προσκυνήσουν ότι επανέρχονται εις την Ορθοδοξίαν θα τους κάψουμε όλους, και τραβήξαμε τον ανήφορο. Η ώρα ήταν 4 προχωρήσαμε παρά πάνω, καθίσαμε, πήρα τον Παπά και τον Στέφο (: Γρηγορίου) όστις ήτο να εκτελέσει το φόνο. Μόλις τον έσφαξε τον έσπρωξε εις τα κλαριά δια να μη φαίνεται και έλεγε, ο Στέφος, “δικαίως σε σφάζω διά την πίστη μου”. Πήγα να πάρω το Βασίλη, άρχισε να παρακαλεί τον Παύλε να έλθη μαζί μας κλπ. και ότι δεν ήταν για εμάς παρά πήγαινε αρκούδα να κυνηγήσει. Ο Παύλες τον λυπήθηκε και είπε να τον αφήσουμε. Άρχισα να τον μπατσίζω και τον σήκωσα να τον πάω εις το μέρος όπου ήτο ο Παπάς. Λέγω του Στέφω να τον πάρει. Βγαίνει εμπρός ένας κρητικός, κατόπιν πηγαίνει ο Στέφος. Ο χωριάτης το βάζει στα ποδάρια, αλλά ευτυχώς όπου ήτο δεμένος, προχώρησε ολίγο και έπεσε. Τον προκάνει από κάτω και ο Θόδωρος τον αρχίζουν τις μαχαιριές, άλλος με τη λόγχη τον τέλειωσαν, ρίξαμε λίγα κλαριά να μη φαίνεται και τραβήξαμε το δρόμο μας» [Πύρζας, σ. 72].

Το ΕΜΠΡΟΣ μετέδωσε λίγες μέρες αργότερα την είδηση για την επίθεση στο Άρμενσκο, γράφοντας για την εκτέλεση του εξαρχικού παπά του χωριού Παπασταύρου και «αιχμαλωσία» τεσσάρων χωρικών [ΕΜΠΡΟΣ, 22/9/1905, σ. 3].

Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 1905 (είδηση). Στο χωριό Μόκραινα: Μόκρενι / Mokreni

Page 108: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

(Βαρικόν) του καζά Καστοριάς. Το σώμα του Βλαχογιάννη, δύναμης σαράντα πέντε ανδρών, μπήκε στο αποτελούμενο από διακόσια σπίτια εξαρχικό χωριό. Αιχμαλώτισε πενήντα περίπου κατοίκους και τους μετέφερε στο δάσος κοντά στο χωριό. Τους απελευθέρωσε, αφού πρώτα απείλησε ότι εάν δεν δηλώσουν άμεσα επιστροφή στο πατριαρχείο θα τους τιμωρήσει. Μετά λίγες μέρες, και καθώς το χωριό δεν είχε αποκηρύξει την εξαρχία, οι Έλληνες εισέβαλαν ξανά και αιχμαλώτισαν δεκατρείς πρόκριτους. Μέσω αυτών, ο Βλαχογιάννης πήρε από τους χωρικούς συγκεκριμένη ημερομηνία επιστροφής «στη θρησκεία των πατέρων των» [ΣΚΡΙΠ, 16/9/1905, σ. 4].

Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 1905 (είδηση). Στην περιοχή Κορέστια: Κόρεστα / Korešta Καστοριάς. Σύγκρουση της ομάδας Τρομάρα με τσέτα και χωρικούς. Σκοτώθηκαν είκοσι πέντε Μακεδόνες. Οι Έλληνες είχαν τρεις νεκρούς [ΣΚΡΙΠ, 16/9/1905, σ. 4].

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 1905 (απόσπασμα ημερολογίου). «Ο Βέργας είναι εις άκρον δυσαρεστημένος εναντίον του (: του οπλαρχηγού Ντόγρη), και παρεκάλεσε να μην αναγνωρίσωσι το σώμα του, διότι η διαγωγή του υπήρξεν ακατονόμαστος αφ’ όσον ήτο μαζί του και διότι έχει τάσεις πλιατσικολογικάς, φερόμενος μετά σκληρότητος προς πάντας τους χωρικούς, άνευ διακρίσεως» [Βάρδας, τ. Α΄ σ. 231].

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 1905. Κοντά στην πόλη Γιανιτσά: Ενιτζέ Βαρντάρ / Enidže Vardar ή Παζάρ (Pazar), πρωτεύουσα του καζά Γιανιτσών. Το σώμα του καπετάν Ακρίτα σκοτώνει τους Ρουμανόβλαχους Toli Pashata και Tasin Tusia από το χωριό Golema Livada (Μεγάλα Λιβάδια) του καζά Γευγελής [Rubin, σ. 217].

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 1905. Στο χωριό Περιβόλι / Perivoli (Περιβόλιον) του καζά Γρεβενών. Σφαγή των κοπαδιών των Ρουμανόβλαχων Tego Lani και Leon Canstantinesco από το σώμα του καπετάν Βέργα [Rubin, σ. 217].

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 1905. Στο χωριό Ποντούρος: Πούτουρους / Puturus του καζά Περλεπέ. Εισβολή ελληνικού σώματος. Πυρπόληση δεκαέξι σπιτιών και κάψιμο πέντε κατοίκων μέσα στα σπίτια τους (μεταξύ των καμένων ήταν δύο παιδιά). Κάηκαν επίσης αχυρώνες και πολλά ζώα μέσα στους στάβλους [Dakin, σ. 308. ΣΚΡΙΠ, 5/10/1905, σ. 2. ΕΜΠΡΟΣ, 4/10/1905, σ. 3 και 17/10/1905, σ. 4].

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 1905 (απόσπασμα ημερολογίου). «Ατυχώς συνέβησαν (: κατά την εισβολή του ελληνικό σώματος στην Μπέσφινα Πρεσπών) και παρεκτροπαί τινες, διαρπαγαί ειδών (: πλιάτσικο) εκ των οικιών, αίτινες με αναγκάζουσι να απευθύνω δριμείας παρατηρήσεις και ύβρεις».

«Εις την Μπέσφιναν αφήκα επιστολήν ότι αν επαναλάβωσι την αυτήν διαγωγήν θα τους καύσω» [Βάρδας, τ. Α΄ σ. 234].

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 1905 (είδηση). «Το χωρίον Κάτω Κότορι εζήτησε Έλληνα ιερέα. Τα χωριά Κουτσκόβιανη και Λέσκοβεκ αναμένουσι την εκ της περιοδείας επάνοδον του Μητροπολίτου Μογλενών (Φλωρίνης) όπως επιδώσωσιν αιτήσεις περί επανόδου εις τα Πάτρια. Επίσης και το χωρίον Λάγιανη, ούτινος διά την ακουσίαν αποσκίρτησιν εκλείσθη ο ναός και ο ιερεύς κατέφυγεν εις Φλώρινην. Η Άνω Βίρμπιανη δεικνύει τάσεις προς επάνοδον του. Τα δε σχισματικά και γνωστά διά τον φανατισμόν των χωρία Αετός, Εξή Σου, Μπανίτσα και Γκορνίτσοβον, τα συνδέοντα το Μορίχοβον μετά της επαρχίας Καστορίας, διατελούσιν εν προφανεί ανησυχία και οι κάτοικοι των συσκέπτονται περί του πρακτέου. Τοιαύτη είναι η συντελεσθείσα ευχάριστος μεταβολή, από της εμφανίσεως των ελληνικών σωμάτων εν τη περιφερεία Μοναστηρίου» [ΕΜΠΡΟΣ, 24/9/1905, σ. 4].

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 1905 (είδηση). Στη μονή Τσεμπενό (;). Δεκατέσσερις νεκροί και τέσσερις τραυματίες Μακεδόνες από Έλληνες [ΕΜΠΡΟΣ, 25/9/1905, σ. 4].

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 1905 (είδηση). Στο χωριό Καδινόκ: Καντίνοβο / Kadinovo (Γαλατάδες) του καζά Γιανιτσών. Φόνος του μουχτάρη και του γαμπρού αυτού Τσάμη [ΕΜΠΡΟΣ, 26/9/1905, σ. 3].

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 1905 (είδηση). Τριάντα πέντε νεκροί και διπλάσιοι τραυματίες Μακεδόνες μετά από επίθεση του σώματος του καπετάν Φαρμάκη [ΕΜΠΡΟΣ, 26/9/1905, σ. 4].

Page 109: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 1905 (απόσπασμα ημερολογίου). «Ο Ρέμπελος καίει το Μορίχοβον χθες και σήμερον έκαυσεν άλλα 3 χωρία» [Βάρδας, τ. Α΄ σ. 237].

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 1905 (απόσπασμα ημερολογίου). «Λέγει (: ο μητροπολίτης Καραβαγγέλης) ότι ο Μήτρος Βλάχος δεν φυλάει πλέον το Γκαμπρέσι. Θα φροντίση να αποστείλη τον Μήτσον από Τσερέσνιτσα με τον στρατόν, αλλά δέον ημείς να εισβάλωμεν εις Γκαμπρέσι προς εκδίκησιν διότι απωλέσαμεν το ηθικόν. Υποδεικνύει πρόσωπά τινα άτινα δέον να φονευθώσι εκεί και οικίας και καταφύγια να καώσι» [Βάρδας, τ. Α΄ σ. 239].

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 1905 (απόσπασμα ημερολογίου του Σταμάτη Ράπτη, μέλος του σώματος Βέργα). Αναφέρεται σε εκτέλεση τριών αιχμαλώτων Μακεδόνων από τους Έλληνες. Οι αιχμάλωτοι είχαν συλληφθεί βράδυ στον ύπνο τους, στα σπίτια τους, μετά από επίθεση του σώματος Βέργα. «Τους επήραμε και επηγαίναμε να βρούμε ένα μέρος κατάλληλο και αφού το βρήκαμε εσταματήσαμε και ελογαριάζαμε πώς να τους ξεκάνωμε τους κακόμοιρους χωρίς να το καταλάβουν, γιατί όσο και νάνε βρε αδερφέ, λυπάται η ψυχή του ανθρώπου. Κατάλαβες; Λοιπόν αυτοί φαίνεται είχαν τη μύγα και… όλο μας έλεγαν ετούτο κι εκείνο. Αλλά εμείς μπορούσαμε να κάνωμε αλλιώτικα; Τέλος πάντων είπαμε να τελειώνωμε από αυτή του δουλειά, γιατί δεν μπορεί κανείς να βαστάξη πολύ. Μια λοιπόν άξαφνη έριξε τους δύο κάτου. Τους κακόμοιρους. Ο τρίτος όμως ο άτιμος, άντρας θηρίο μα το Θεό, κάνει έτσι και το βάνει στα πόδια. Μωρέ! Μπαμ, μπαμ, τίποτα. Του ρίξαμε πέντε έξι μπάλες. Μία τον πήρε στα νεφρά. Ακούς να μην πέση! Μια άλλη στον ώμο. Τίποτε ο σκύλος. Διάολοι να πάρουν τα αποθαμένα του αν δεν μας ξεφύγη ο γουρουνομύτης. Τον παίρνουμε λοιπόν κατά πόδι, τον ζυγώναμε, αλλά έφευγε σαν το αλάφι. Μια φορά κουλουμούντρισε κάτω και… Μωρέ να τον έβλεπες πως έφαγε το στόμα του χώμα. Ένας άντρακλας ίσα με κει πάνου. Τέλος πάντων πάει. Αν μας έφευγε έπρεπε να πάμε να πνιγούμε. Αμ τέτοιο πράμμα δε μάτα γίνηκε» [ΕΜΠΡΟΣ, 28/9/1905, σ. 1].

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 1905 (πληροφορία από προξενική αναφορά). Έξω από το χωριό Σαρακίνοβο / Sarakinovo (Σαρακηνοί) του καζά Καρατζόβας. Επτά νεκροί Μακεδόνες και ένας τραυματίας σε ενέδρα της ομάδας του οπλαρχηγού Γαρέφη, στο δρόμο προς Βοδενά [Προξενείο Θεσσαλονίκης, έγγραφο 658, 28/9/1905. ΣΚΡΙΠ, 1/10/1905, σ. 4].

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 1905 (πληροφορία από προξενική αναφορά). Έξω από το χωριό Πότσεπ / Počep (Μαργαρίτα) του καζά Καρατζόβας. Οκτώ νεκροί και ένας τραυματίας σε ενέδρα σε ενέδρα της ομάδας Γαρέφη [Προξενείο Θεσσαλονίκης, έγγραφο 658, 28/9/1905. ΣΚΡΙΠ, 1/10/1905, σ. 4].

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 1905 (πληροφορία από προξενική αναφορά). Έξω από το Λούκοβιτς: Λούκοβετς / Lukovec (Παλαιά Σωτήρα, τέως Σωτήρα) του καζά Βοδενών Δέκα νεκροί σε ενέδρα της ομάδας του καπετάν Θεοδόση, στο δρόμο προς Βοδενά [Προξενείο Θεσσαλονίκης, έγγραφο 658, 28/9/1905. ΣΚΡΙΠ, 1/10/1905, σ. 4].

Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου (είδηση). Στο χωριό Βουλκογιάννοβον: Βουλκογιάνεβο / V’lkojanevo (Λύκοι) του καζά Βοδενών. Τρεις φονευμένοι Μακεδόνες [ΕΜΠΡΟΣ, 29/9/1905, σ. 4].

Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου (είδηση). Στο χωριό Μεσημέρι: Μέσιμερ / Mesimer (Μεσημέριον) του καζά Βοδενών. Μακεδόνες «εφονεύθησαν υπ’ αγνώστων» [ΕΜΠΡΟΣ, 29/9/1905, σ. 4].

Σάββατο 1 Οκτωβρίου 1905 (είδηση). «Τα χωρία Λέχοβον (: Τέοβο /Teovo), Νίτσια (: Νίσιγια / Nisija) και Μεσημέρι (:Μέσιμερ / Mesimer), απογραφόμενα μέχρι τούδε ως σχισματικά, κατά την ενεργουμένην ήδη απογραφήν ενεγράφησαν ελληνικά ορθόδοξα. Η νέα αυτή επιτυχία οφείλεται εις τας πατριωτικάς διά του λόγου και της πειθούς ενεργείας του καπετάν Ακρίτα και των οπαδών του». [ΣΚΡΙΠ, 1/10/1905, σ. 4].

Σάββατο 1 Οκτωβρίου 1905 (απόσπασμα ημερολογίου). Μετά την επίθεση του σώματός του, στο χωριό Ποσδίβιστα: Ποζντίβιστα / Pozdivišta (Χάλαρα) του καζά Καστοριάς. «Ανεχωρήσαμεν με την πεποίθησιν ότι εκάη η πρώτη οικία μεθ’ όλων των εντός ατόμων, όπερ μας ελύπη, διότι δεν ηθέλομεν να καύσωμεν γυναίκας και παιδία, αμφιβάλλοντες δε διά τας δύο άλλας, εις ας ήργησαν να θέσωσι πυρ, διότι επεδόθησαν οι άνδρες (Αλβανοί και Κρήτες) εις την διαρπαγήν.

Page 110: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Δυστυχώς μεθ’ όλας τας συμβουλάς, παρατηρήσεις και ύβρεις, αδύνατον να παύση ή να περιορισθή το κακόν τούτο» [Βάρδας, τ. Α΄, σ. 246].

Κυριακή 2 Οκτωβρίου 1905 (απόσπασμα ημερολογίου). «Μεγίστη συζήτησις, φιλονεικίαι δια τα λάφυρα, ιδίως ότι πολλοί έκλεψαν εκ της Αγίας Τραπέζης και των Αγίων τα αφιερώματα και τους στεφάνους, ταύτα δ’ εν εξάψει έρχεται και μου καταγγέλει ο Καούδης δημόσια διαμαρτυρόμενος, ότι προσβαλόμεθα όλοι διά των πράξεων τούτων. Κι εγώ τας αυτάς ιδέας έχω, αλλά οργίζομαι διά τον δημοκοπικόν τρόπον της δημοσίας διαμαρτυρίας» [Βάρδας, τ. Α΄, σ. 246].

Κυριακή 2 Οκτωβρίου 1905 (πληροφορία από προξενική αναφορά). Στο χωριό Γραμματίκοβον: Γκόρνο Γκραματίκοβο (Gorno Gramatikovo) του καζά Καϊλαρίων. «Συνελήφθησαν και ετιμωρήθησαν τροφόται τινές» των αυτονομιστών [Προξενείο Θεσσαλονίκης, έγγραφο 671, 2/10/1905].

Κυριακή 2 Οκτωβρίου 1905 (πληροφορία από προξενική αναφορά). Στο χωριό Μπαροβίτσα / Barovica (Καστανερή) του καζά Γιανιτσών. Βρέθηκαν δύο δολοφονημένοι Ρουμανόβλαχοι από το χωριό Λιβάδια: Golema Livada (Μεγάλα Λιβάδια) [Προξενείο Θεσσαλονίκης, έγγραφο 671, 2/10/1905].

Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 1905 (είδηση). Στο χωριό Κρίβα / Kriva (Γρίβα) του καζά Γιανιτσών. Εισβολή ελληνικού σώματος. Σύλληψη πέντε κατοίκων και δημόσια εκτέλεσή τους στην πλατεία του χωριού [ΣΚΡΙΠ, 3/10/1905, σ. 3].

Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 1905 (είδηση). Στο χωριό Λαμπάνιτσα (υπάρχουν πέντε χωριά με αυτό το όνομα). Δολοφονία του Ρουμανόβλαχου Γούση από την ελληνική οργάνωση [ΣΚΡΙΠ, 3/10/1905, σ. 3].

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 1905 (απόσπασμα ημερολογίου). «Ο Μπούλακας, εις ον έγραψαν και του απέστειλαν τους μισθούς διότι έγραψεν ότι δεν δύναται να υπάγη πουθενά άνευ χρημάτων, απήντησε και πάλιν λέγων ότι τα αποσταλέντα χρήματα (άτινα ελογαριάσθησαν ως των άλλων) δεν ήσαν επαρκή καθ’ όσον είχεν άλλας εξ Αθηνών συμφωνίας. Επανέλαβε δ’ ότι αν δεν συμμορφωθώσι προς τας αξιώσεις του θα επιστρέψη εις Ελλάδα» [Βάρδας, τ. Α’, σ. 248].

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 1905 (είδηση). Στο χωριό Τσαρνίτσανι / Crničani του καζά Περλεπέ. Εισβολή του σώματος Ρέμπελου. «Παραδειγματικώς ετιμώρισε τους κατοίκους αυτού». Οι Έλληνες έκαψαν και αρκετά σπίτια [ΕΜΠΡΟΣ, 4/10/1905, σ. 3. ΣΚΡΙΠ, 6/10/1905, σ. 3].

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 1905 (είδηση). Κοντά στο χωριό Σαρακίνοβο / Sarakinovo (Σαρακηνοί) του καζά Καρατζόβας. Είκοσι πέντε νεκροί Μακεδόνες, μετά από επίθεση της ομάδας του καπετάν Σάβα [ΕΜΠΡΟΣ, 4/10/1905, σ. 3].

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 1905 (απόσπασμα ημερολογίου). «Ετέραν (επιστολή) του Μητροπολίτου Καστορίας από 2/10 γράφει, φαίνεται ότι οι Βέργας και Μάλλιος ανεχώρησαν διά Ελλάδα και πρέπει με την δύναμίν μου να αποφασίσω να κυριεύσω τα χωρία πριν πέση ο χειμών. Νομίζει τα πάντα εύκολα και λέγει να κτυπήσωμεν Μπρέσνιτσα και Γκαμπρέσι είτα Κωστενέτσι» [Βάρδας, τ. Α΄, σ. 249].

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 1905 (είδηση). Στο δρόμο Βοδενών – Θεσσαλονίκης. Είκοσι τέσσερις νεκροί Μακεδόνες συνολικά, σε τρεις ενέδρες που έστησαν τα ελληνικά σώματα [ΣΚΡΙΠ, 5/10/1905, σ. 2].

Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 1905 (είδηση). «Είναι βέβαιον ότι κατά τας τελευταίας εβδομάδας πολλοί Μακεδόνες από Σχισματικών επανήλθον εις την Ορθοδοξίαν. Επί του όρους Περιστέρι (: Πέλιστερ / Pelister) εν διαστήματι δύο εβδομάδων πλέον των δέκα χωρίων εγένοντο πάλιν ελληνικά» [ΕΜΠΡΟΣ, 6/10/1905, σ. 1].

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 1905 (είδηση). «Υπό τινος των εν Θεσσαλία αξιωματικών αστυνόμων επεδόθη μήνυσις εναντίον πρώην βουλευτού Θεσσαλικής επαρχίας και γαιοκτήμονος αυτόθι, όστις συνταξιδεύων μετά του Οθωμανού προξένου Λαρίσης εν τω σιδηροδρόμω ανεκοίνωσεν αυτώ διαφόρους φαντασιώδης και ανυποστάτους πληροφορίας περί της ενεργείας των ελληνομακεδονικών σωμάτων και της αποστολής δήθεν εξ Ελλάδος» [ΕΜΠΡΟΣ, 7/10/1905, σ. 3].

Page 111: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 1905. Στο κεφαλοχώρι Κλεισούρα / Klisura του καζά Καστοριάς. Δολοφονία του ρουμανόβλαχου George Nazla [Rubin, σ. 218].

Κυριακή 9 Οκτωβρίου 1905 (απόσπασμα ημερολογίου). «Εκ Ζελόβου του παρήγγειλαν (του Καούδη) να μη φονεύση τους (τέσσερις) αιχμαλώτους, διότι θα κλείση δι’ αυτόν το χωρίον, τους εφόνευσεν, αλλά με διαβεβαιοί ότι δεν τον τίπτει η συνείδησις» [Βάρδας, τ. Α΄, σ. 253].

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 1905 (είδηση). Κοντά στο χωριό Ελευθεροχώρι του καζά Γρεβενών. Δώδεκα νεκροί Ρουμανόβλαχοι και τρεις «αιχμάλωτοι» μετά από επίθεση των ομάδων των οπλαρχηγών Γκαλντίμη ή Σκελτέμη και Λουκά [ΕΜΠΡΟΣ, 10/10/1905, σ. 2. ΣΚΡΙΠ, 10/10/1905, σ. 3].

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου. Οι Έλληνες δολοφονούν το Ρουμανόβλαχο Tasku Darja από το Κρούσεβο / Kruševo του καζά Μοναστηρίου [Rubin, σ. 219].

Τρίτη 11 Οκτωβρίου 1905 (απόσπασμα ημερολογίου). «Έρχεται εκ Πισοδερίου ο Θωμάς και φέρει επιστολάς του Ιατρού από 10/10… Κατηγορεί τους εδώ, ως ουτιδανούς και προδότας, και ότι ουδεμία ελληνική ψυχή υπάρχει, εκτός εάν έλθωσιν πολλά σώματα και σφάξωσι τους περισσοτέρους» [Βάρδας, τ. Α΄, σ. 255].

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 1905. Ο Στέφανος Δραγούμης παραλαμβάνει επιστολή του Λάκη Πύρζα. Μεταξύ άλλων, του γράφει για την επίθεση στο Άρμενσκο: «Άνοιξα την εκκλησία, μάζεψα όλα τα βιβλία, στήσαμε δυο φωτιές και κάψαμε τα βιβλία, πλην ενός βιβλίου το οποίο ήταν ελληνικό. Μας είπε ο Παύλος Κύρου να απολύσουμε το μουχτάρη και τους δυο χωρικούς και κρατήσαμε μόνο τον παπά και τον Βασίλη. Ο παπάς είχε ένα όπλο γκρα το οποίο πήραμε. Αφού τους βγάλαμε έξω από το χωριό τους έκοψε ο Στέφος (: Γρηγορίου) όστις είναι από το Μοναστήρι. Καθώς έκοβε τον παπά έλεγε “δίκαια σε κόβω για την πίστη μου”» [Ημερομηνία σύνταξης της επιστολής 15/9/1905. Βρίσκεται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, στο Αρχείο του Στέφανου Δραγούμη].

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 1905. Οι Έλληνες δολοφονούν το Ρουμανόβλαχο Nicolas Apostolina από το Περιβόλι / Perivoli (Περιβόλιον) του καζά Γρεβενών [Rubin, σ. 219].

Σάββατο 15 Οκτωβρίου 1905 (είδηση). Στο χωριό Μπίτουσα / Bituša (Παρόρειον) του καζά Μοναστηρίου. Δεκατρείς νεκροί και πέντε «αιχμάλωτοι» Μακεδόνες, μετά από επίθεση της ομάδας Τσολάκη [ΕΜΠΡΟΣ, 15/10/1905, σ. 3].

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 1905 (πληροφορία από προξενική αναφορά). Στο χωριό Μεσημέρι: Μέσιμερ / Mesimer (Μεσημέριον) του καζά Βοδενών. Δύο εξαρχικοί δολοφονημένοι από τις ομάδες των οπλαρχηγών Σάββα και Θεοδόση. Πάνω στα πτώματα βρέθηκε σημείωμα: «Προδόται του Ελληνισμού» [Προξενείο Θεσσαλονίκης, έγγραφο 726, 17/10/1905. ΣΚΡΙΠ, 19/10/1905, σ. 3].

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 1905 (πληροφορία από προξενική αναφορά). Στο κεφαλοχώρι Γουμέντζα: Γκούμεντζε / Gumendže (Γουμένισσα) του καζά Γιανιτσών. Δολοφονήθηκε από την ελληνική οργάνωση ο εξαρχικός Τράιος Καζάρης [Προξενείο Θεσσαλονίκης, έγγραφο 726, 17/10/1905].

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 1905 (απόσπασμα ημερολογίου). «Ο Μπούλακας εν Μοκρένη δεν ηρκέσθη εις τον φόνον 4 φανατικών, αλλ’ επλιατσικολόγησεν ως μανιακός» [Βάρδας, τ. Α΄, σ. 263].

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 1905 (είδηση). Κοντά στο χωριό Λόσνιτσα / Lošnica (Γέρμας) του καζά Καστοριάς. Πέντε νεκροί και πέντε τραυματίες Μακεδόνες σε επίθεση ελληνικής ομάδας [ΣΚΡΙΠ, 19/10/1905, σ. 3].

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 1905 (είδηση). Στο χωριό Αετόζι: Άιτος / Ajtos (Αετός) του καζά Φλώρινας. Επίθεση της ομάδας του οπλαρχηγού Μπούλακα (Πούλακα). Οι Έλληνες έκαψαν δέκα σπίτια, σκότωσαν τέσσερις κάτοικους και τραυμάτισαν δύο [ΕΜΠΡΟΣ, 21/10/1905, σ. 3. ΣΚΡΙΠ, 26/10/1905, σ. 3].

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 1905. Δολοφονία των ρουμανόβλαχων Petku και Mitako από την κωμόπολη Ρούπιστα / Rupišta (Άργος Ορεστικόν) [Rubin, σ. 221].

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 1905 (αποσπάσματα ημερολογίου). «Ο αγροφύλακας του χωρίου (Μπέσφινα / Besfina) Χρήστος Νοβάτσικο, έχων προηγουμένως απειληθή ότι θα σφαγή υπό του

Page 112: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Δικονίμου, διότι δεν ωμολογεί που ήσαν οι ιερείς, ευρών ευκαιρίαν ετράπη εις φυγήν, αλλ’ επυροβολήθη υπό πολλών και εφονεύθη. Ύστερον δ’ έμαθον ότι εις το ρεύμα όπου έπεσεν του έκοψεν την κεφαλήν ο Χρήστος Λευκαρουδάκης»

«Δια δαρμών και απειλών παρουσιάζουσί τινες τα όπλα των».«Τον μουχτάρην Παύλον Κύρου σφάζει ο Δικόνιμος ως αρνίον» [Βάρδας, τ. Α΄, σ. 265]. «Το βράδυ επήγαμε στο βουνό απέναντι στην Μπέσφινα και το πρωί, μάλλον κατά το μεσημέρι,

επήγαμε κ’ εκυκλώσαμε το χωριό κ’ εμπήκαν μέσα. Εγώ δεν εμπήκα στο χωριό, δεν είχα καμίαν διάθεσιν ούτε να λαφυραγωγήσω ούτε να σκοτώσω, έκαμαν άνω κάτω το χωριό, δεν ηύραν καμίαν αντίστασιν» [Καούδης, σ. 112].

Κυριακή 23 Οκτωβρίου 1905 (είδηση). Γίνεται γνωστή η επίθεση του σώματος Βάρδα στο χωριό Ποσδίβιστα: Ποζντίβιστα / Pozdivišta (Χάλαρα) του καζά Καστοριάς: Πυρπόληση του σπιτιού του εξαρχικού παπά και άλλων δύο κατοίκων του χωριού [ΕΜΠΡΟΣ, 23/10/1905, σ. 4].

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 1905 (αποσπάσματα ημερολογίου). Σύμφωνα με τον πρώην χωροφύλακα Γιώτα, εκ Βιτωλίων (: Μπίτολα / Bitola), οι Έλληνες «εφόνευσαν 2 εις Λουμπέτιναν, μετά Τούρκων φίλων των μεταβάντες. Οι Μπούλακας δε και Βλαχογιάννης, εισελθόντες εις Αετόζιον και μη ευρόντες ή έρημον το χωρίον, έκαυσαν 10 οικίας και εφόνευσαν ένα γέροντα» [Βάρδας, τ. Α΄, σ. 271].

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 1905 (αποσπάσματα ημερολογίου). Επίθεση του σώματος Βάρδα στο χωριό Μπρέσνιτσα: Μπρέζνιτσα / Breznica (Βατοχώριον) του καζά Καστοριάς. «Συλλαμβάνομεν πολλούς, τους συναθροίζομεν εις την εκκλησίαν, μανθάνομεν παρά τινων ότι οι 2 εκ Ζελόβου κομίται εισίν εντός, αλλ’ αδύνατον μεθ’ όλας τας απειλάς, υποσχέσεις και δαρμούς να μάθωμεν το μέρος όπου κρύπτονται».

« Βραδύτερον μεθ’ όλην την δυσαρέσκειάν μου απολύω πράγματι τη παρακλήσει του Θεοδώρου τον ένα των προγεγραμμένων, καίτοι νομίζω ότι ούτος έπρεπε να φονευθή, διότι συνηγορεί χάριν του ανωτέρω και ο Δικόνιμος. Εκρατήσαμεν λοιπόν μόνον τον ένα, Χρήστον Τσαούση, ον εφονεύσαμεν ανωτέρω εντός δάσους» [Βάρδας, τ. Α΄, σ. 272].

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 1905. Στο χωριό Αβδέλλα / Avdela του καζά Γρεβενών. Επίθεση της ομάδας του καπετάν Αρκούδα. Πυρπόληση μιας ολόκληρης συνοικίας. Κάψιμο της εκκλησίας του σχολείου, 135 σπιτιών, πριονιστηρίων και μύλων [ΕΜΠΡΟΣ, 30/10/1905, σ. 4 και 5/11/1905, σ. 3. ΣΚΡΙΠ, 2/11/1905, σ. 4. και 5/11/1905, σ. 3. Rubin, σ. 221. Dakin, σ. 316].

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 1905. Στο χωριό Ξηρολίβαδο / Ksirolivado του καζά Βέροιας. Κάψιμο του ρουμανικού σχολείου και των σπιτιών των ρουμανόβλαχων Toli Hagi Gogu, Nicolas Carafli και Georges Douli [Rubin, σ. 221].

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 1905 (απόσπασμα ημερολογίου). «Εντός ολιγίστων ημερών απέρχεται ο στρατός Ζελόβου-Πισοδερίου, δωροδοκηθέντος του Αρχηγού του Επιτελείου (από την ελληνική οργάνωση) δια 50 λιρών μόνον» [Βάρδας, τ. Α΄, σ. 273].

Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 1905 (είδηση). Στο χωριό Λεμπετίνα: Λιουμπέτινο / Ljubetino (Πεδινόν) του καζά Φλώρινας. Εισβολή της ομάδας του καπετάν Οδυσσέα. Σύλληψη πέντε προκρίτων Μακεδόνων. Μεταφορά τους στο βουνό και εκτέλεση αυτών [ΕΜΠΡΟΣ, 31/10/1905, σ. 3].

Page 113: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Μακεδονία 1906-1908, στατιστική του αίματος

Είναι πολύ πιθανόν, ο καλόπιστος αναγνώστης να εκφράσει την απορία του για τη μη αναφορά των βουλγαρικών εγκλημάτων, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν μόνο για αυτά έχει διαβάσει και ακούσει μέχρι σήμερα.

Αν και το θέμα του έργου μου είναι ο ελληνικός και όχι ο βουλγαρικός αντιμακεδονικός αγώνας, θα παραθέσω στη συνέχεια ορισμένα στοιχεία για τις εκατέρωθεν σφαγές, έτσι ώστε να δημιουργηθεί μια πληρέστερη εικόνα.

Θέλω ωστόσο να υπενθυμίσω ξανά ότι η ελληνική βιβλιογραφίασυστηματικά δεν κάνει διάκριση μεταξύ των Τσεντραλιστών και των Βερχοβιστών, μεταξύ δηλαδή των μακεδόνων αυτονομιστών και των μακεδόνων βουλγαριζόντων.

Οι παρατηρήσεις του Τσορμπατζόγλου για τις αντιθέσεις μεταξύ του μακεδονικού και του βουλγαρικού κομιτάτου, στο κεφάλαιο για το ΄Ιλιντεν, είναι ιδιαίτερα κατατοπιστικές. Με το πέρασμα του χρόνου, οι αντιθέσεις αυτές έλαβαν τη μορφή ένοπλης ανοιχτής αντιπαράθεσης. Οι Έλληνες θεωρούσαν ως ένα βαθμό αυτή τη σύγκρουση, αδυνατώντας να την κατανοήσουν, ως μια μορφή βουλγαρικού εμφυλίου πολέμου.

Έγραφε σχετικά ο υποπρόξενος Θεσσαλονίκης Φ. Κοντογούρης προς το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών: «Ο εν Μακεδονία ανταγωνισμός των βουλγαρικών συμμοριών διαιρουμένων, ως γνωστών, εις συμμορίας των Βερχοβίστ (Ενωτικών) και των Σαντραλίστ (Αυτονομιστών) εδημιούργησεν ουκ ολίγα μέχρι τούδε θύματα… από καιρού εις καιρόν ακούονται φόνοι βουλγάρων υπό βουλγάρων της αντιθέτου πολιτικής μερίδος»1.

Κάνοντας αυτή τη διευκρίνηση, ας έρθουμε στους αριθμούς των νεκρών. Στο χρονικό διάστημα λοιπόν που καλύπτει το βιβλίο αυτό (έως τα τέλη Μαρτίου 1905), οι θεωρούμενοι έλληνες νεκροί στην περιοχή της δυτικής Μακεδονίας είναι μόνο 24. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία πρόκειται για Μακεδόνες που συνεργάστηκαν με τις οθωμανικές αρχές ή τις ελληνικές μισθοφορικές ομάδες και εκτελέστηκαν μεμονωμένα. Ανάμεσά τους βρίσκονται 6 κοτζαμπάσηδες και 6 πατριαρχικοί κληρικοί. Ας σημειωθεί δε ότι δεν φονεύθηκε ούτε ένας κάτοικος ελληνικού χωριού της Μακεδονίας»2.

Τα χρόνια που ακολουθούν ο αριθμός των νεκρών που θεωρούνται ότι σκοτώθηκαν για τα φιλελληνικά τους φρονήματα μεγαλώνει, αλλά και εδώ η ελληνική ιστοριογραφία ψεύδεται αποκρύπτοντας τους φονευθέντες των άλλων πλευρών.

Ο πίνακας που ακολουθεί στη συνέχεια δημιουργήθηκε επί τη βάσει των επισήμων βρετανικών διπλωματικών πηγών της εποχής και καλύπτει το διάστημα μεταξύ Σεπτεμβρίου 1906 έως και Μαρτίου 19083.

1 Προξενείο Θεσσαλονίκης, έγγραφο 838, 20/11/1907.2 Βλ. πίνακα διεπραχθέντων εγκλημάτων υπό των Βουλγάρων κατά των Ελλήνων, ΓΕΣ / ΔΙΣ, σ. 351.3 Turkey further correspondence respecting the affairs of South-Eastern Europe, έτη 1906, 1907 και 1908.

Page 114: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

εξαρχικοί Μακεδόνες

πατριαρχικοί Μακεδόνες και Έλληνες

Σέρβοι Βλάχοι μουσουλμάνοι στρατιώτες και χωροφύλακες

σύνολο

Φονευθέντες υπό των Βουλγάρων και των Μακεδόνων

161 258 57 12 106 90 684

Φονευθέντες υπό των Ελλήνων

509 23 - 39 5 29 605

Φονευθέντες υπό των Σέρβων

81 - 2 - 2 27 112

Φονευθέντες υπό των Βλάχων

2 26 - - 1 8 37

Φονευθέντες υπό των Μουσουλμάνων

260 2 19 1 11 - 293

Φονευθέντες υπό αγνώστων

122 21 1 10 37 9 200

Μέλη ενόπλων σωμάτων φονευθέντα σε μάχες με το στρατό

314 141 94 4 1 - 554

Σύνολο 1449 471 173 66 163 163 2485

Ας προσέξουμε τους αριθμούς. Από τους 2.485 φονευθέντες, οι 1.449 είναι εξαρχικοί Μακεδόνες (58,3%). Από αυτούς, οι 509 φονεύονται από Έλληνες.

Οι πατριαρχικοί Μακεδόνες και οι Έλληνες (δεν γίνεται διάκριση στις πηγές) που φονεύονται συνολικά είναι 471 άτομα (18,9%). Από αυτούς, οι 258 φονεύονται από Μακεδόνες ή Βούλγαρους (ούτε εδώ γίνεται διάκριση).

Σε κάθε 10 άτομα που φονεύονται λοιπόν στη Μακεδονία, τα δύο είναι εξαρχικοί Μακεδόνες φονευθέντες υπό Ελλήνων και το ένα, πατριαρχικός Μακεδόνας ή Έλληνας φονευθείς υπό Τσεντραλιστών ή Βερχοβιστών. Αυτό είναι το πρώτο συμπέρασμα.

Οι ένοπλοι που σκοτώνονται σε μάχες με τον οθωμανικό στρατό και τη χωροφυλακή είναι 554 άτομα (περίπου δύο στα δέκα). Τις μεγαλύτερες ωστόσο απώλειες τις έχουν οι Τσεντραλιστές και οι Βερχοβιστές (314 άτομα από τα 554 ή 56,6%). Οι ελληνικές ομάδες κυνηγημένοι τα χρόνια 1906-1908 από τον οθωμανικό στρατό, κάτω από την πίεση της Ευρώπης, εμφανίζουν απώλειες 141 ατόμων (25,4% των νεκρών ενόπλων).

Το γεγονός ότι ο οθωμανικός στρατός στρέφεται κυρίως κατά των Τσεντραλιστών και των Βερχοβιστών και δευτερευόντως κατά των Ελλήνων, αποτυπώνεται και στον αριθμό των φονευθέντων στρατιωτών και χωροφυλάκων υπό των πρώτων (90 άτομα) και υπό των δευτέρων (29 άτομα).

Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ο αριθμός των 161 φονευθέντων εξαρχικών Μακεδόνων από εξαρχικούς Μακεδόνες. Πρόκειται για τους νεκρούς της σύγκρουσης βουλγαριζόντων και αυτονομιστών.

Θα πρέπει αντίστοιχα να σημειωθεί ο αριθμός των 23 φονευθέντων πατριαρχικών Μακεδόνων από τις ελληνικές ένοπλες ομάδες.

Η κοινωνική σύγκρουση του εξαρχικού στοιχείου με το τσιφλικάδικο μουσουλμανικό, αφήνει 260 νεκρούς Μακεδόνες φονευθέντες υπό μουσουλμάνων και 106 μουσουλμάνους φονευθέντες υπό Μακεδόνων.

Η αγαστή συνεργασία από την άλλη πλευρά μεταξύ του μουσουλμανικού κοινωνικού κατεστημένου και των ελλήνων μισθοφόρων αποτυπώνεται και στους ελάχιστους μουσουλμάνους φονευθέντες υπό Ελλήνων (5 άτομα) και ελληνιζόντων φονευθέντων υπό μουσουλμάνων (2 άτομα).

Η μικρή εμπλοκή των Βλάχων σε αυτό τον κύκλο του αίματος, οφείλεται εν πολλοίς και στον μικρό ποσοστό του πληθυσμού τους στο συνολικό μακεδονικό πληθυσμό. Τα νούμερα ωστόσο που αφορούν τους Βλάχους και ξεχωρίζουν, είναι οι 39 φονευθέντες Βλάχοι υπό των Ελλήνων και οι 26

Page 115: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

πατριαρχικοί ελληνίζοντες φονευθέντες υπό των Βλάχων. Πρόκειται για νεκρούς που ασφαλώς οφείλονται στη δευτερεύουσα σύγκρουση των ελληνικών ομάδων με τους ρουμανίζοντες Βλάχους.

Τα στοιχεία τέλος που αφορούν την εμπλοκή του σερβικού παράγοντα στο μακεδονικό, αφορούν τα βορειοδυτικά διαμερίσματα της Μακεδονίας και βρίσκονται εκτός του ενδιαφέροντος της μελέτης.

Αυτά προς αποκατάσταση της αλήθειας.

Page 116: Ο ελληνικος αντιμακεδονικος αγωνας - Δημητρης Λιθοξόου

Χάρτης της Δυτικής Μακεδονίας στα χρόνια του αντιμακεδονικού αγώνα

(Βλ. και: Χάρτης της Δυτικής Μακεδονίας στα χρόνια του αντιμακεδονικού αγώνα, http://lithoksou.net/antimakedhonikos_aghonas_hartis.html)