«ΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΘΕΩΡΗΤΙΚΩΝ ΚΑΤΑΒΟΛΩΝ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ» (TΡΕΙΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΤΡΕΙΣ ΣΤΟΧΑΣΤΕΣ) Εργασία του Θανάση Πάνου (ΑΜ: 20079) στο σεμινάριο του χειμερινού εξαμήνου 2008 του κου Κώστα Γαγανάκη «Νέα πολιτισμική ιστορία και η συγκρότηση της πρώιμης νεωτερικότητας- Τέσσερεις ιστορικοί: Νatalie Zemon Davis, Carlo Ginsburg, Roger Chartier, Robert Scribner» ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
32
Embed
ΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΘΕΩΡΗΤΙΚΩΝ ΚΑΤΑΒΟΛΩΝ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
ΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΘΕΩΡΗΤΙΚΩΝ ΚΑΤΑΒΟΛΩΝ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Welcome message from author
This document is posted to help you gain knowledge. Please leave a comment to let me know what you think about it! Share it to your friends and learn new things together.
Transcript
«ΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΘΕΩΡΗΤΙΚΩΝ ΚΑΤΑΒΟΛΩΝ
ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ»(TΡΕΙΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΤΡΕΙΣ ΣΤΟΧΑΣΤΕΣ)
Εργασία του Θανάση Πάνου (ΑΜ: 20079)
στο σεμινάριο του χειμερινού εξαμήνου 2008 του κου Κώστα Γαγανάκη
«Νέα πολιτισμική ιστορία και η συγκρότηση της πρώιμης νεωτερικότητας-
Τέσσερεις ιστορικοί: Νatalie Zemon Davis, Carlo Ginsburg, Roger Chartier,
Robert Scribner»
ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
«ΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΘΕΩΡΗΤΙΚΩΝ ΚΑΤΑΒΟΛΩΝ
ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ»
(ΤΡΕΙΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΤΡΕΙΣ ΣΤΟΧΑΣΤΕΣ)
Αθήνα 2009
2
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
σελ. 3: ΕΙΣΑΓΩΓΗ
σελ. 6: I. Η ΝΖ DAVIS ΚΑΙ Ο CLIFFORD GEERTZ
σελ. 11: II. O EP THOMPSON ΚΑΙ Ο SEWELL
σελ. 17: III. Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗΣ
ΙΣΤΟΡΙΑΣ
σελ. 21: IV. O ΓKΡAMΣI ΚΑΙ Ο CARLO GINΖBURG
σελ. 28: ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
σελ. 31: ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
3
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
«Μερικές φορές λέμε: Η ιστορία είναι η επιστήμη του παρελθόντος. Πιστεύω πως αυτή είναι μια
κακή διατύπωση...Αποκαλέσαμε την ιστορία επιστήμη των ανθρώπων. Αυτό είναι ακόμη πολύ
ασαφές. Είναι αναγκαίο να προσθέσουμε: των ανθρώπων στο χρόνο. Ο ιστορικός δεν σκέφτεται
αφηρημένα για το ανθρώπινο γένος. Οι σκέψεις του αποπνέουν τον αέρα του κλίματος της εποχής
του».1
Μarc Bloch
Τα τελευταία χρόνια έχουν εκδοθεί μια σειρά θεωρητικών ιστορικών έργων και συλλογών
ιστορικών δοκιμίων, τα οποία ανοίγουν έναν ενδιαφέροντα διάλογο και προβληματισμό για το
μέλλον και τις προοπτικές της ιστοριογραφίας. Το κοινό χαρακτηριστικό αυτών των προσπαθειών
έχει να κάνει με το ότι οι φορείς τους είναι ιστορικοί, οι οποίοι προέρχονται από την κοινωνική
ιστορία και οι οποίοι από τη δεκαετία του ‘70 και ύστερα έγιναν πρωτοπόροι του ρεύματος της νέας
πολιτισμικής ιστορίας. Μία από τις βασικές θεματικές του προβληματισμού είναι η ανασκόπηση
της συμβολής, των ανεπαρκειών και των ορίων της νέας πολιτισμικής ιστορίας και η ανάπτυξη ενός
ευρύτερου διαλόγου για τις θεωρητικές βάσεις και παραδοχές των κοινωνικών επιστημών και
ειδικότερα της ιστοριογραφίας. Μεθοδολογικές προσεγγίσεις, θεματικά ενδιαφέροντα, η
αξιοποίηση της ανθρωπολογίας και της κοινωνιολογίας στην ιστοριογραφία εξετάζονται υπό το
πρίσμα της κριτικής, προκειμένου να διατυπωθούν ερωτήματα, τα οποία μπορούν να δώσουν
ώθηση στην ιστοριογραφία. Μέσα από αυτή τη διαδικασία αναδεικνύεται η ανάγκη ανασκόπησης
του πώς στις προηγούμενες δεκαετίες συνδέθηκε η ιστορία με τη θεωρία.
Αυτό το ζήτημα επιχειρεί να πραγματευθεί και η παρούσα εργασία, επιλέγοντας ενδεικτικά
τρεις κορυφαίες περιπτώσεις πολιτισμικών ιστορικών, στο έργο των οποίων μπορούμε να
εντοπίσουμε τις επιδράσεις από το θεωρητικό έργο τριών στοχαστών, οι οποίοι προέρχονται από
διαφορετικές παραδόσεις. Η επιλογή των ιστορικών είναι ενδεικτική και σε καμία περίπτωση δεν
εξαντλείται η εξέταση των βασικών συνιστωσών της νέας πολιτισμικής ιστορίας, καθώς δεν
μελετώνται η ιστορία των γυναικών ή η ιστορία της ανάγνωσης. Βασικός στόχος είναι να
χαρτογραφηθούν όψεις της σχέσης θεωρίας και ιστορίας και με αυτόν τον τρόπο να αναδειχθούν με
έναν πιο ολοκληρωμένο τρόπο χαρακτηριστικά της νέας πολιτισμικής ιστορίας και των εδώ
εκπροσώπων της, αλλά και βασικά στοιχεία του έργου των εδώ εξεταζομένων «θεωρητικών».
Η κουβέντα για τη σχέση της θεωρίας με την ιστορία δεν είναι καινούρια. Ήδη από τα τέλη
του 19ου αιώνα βρισκόταν στον πυρήνα του έργου των φιλοσοφικών ρευμάτων η συγκρότηση μιας
4
φιλοσοφίας της ιστορίας, μέλημα της οποίας ήταν η ανεύρεση και η διατύπωση των «νόμων», οι
οποίοι κινούν και καθορίζουν την ιστορία των κοινωνιών και του ανθρώπου. Οι φιλοσοφικές
παραδόσεις, τις οποίες θεμελίωσαν στοχαστές, όπως ο Χέγκελ και ο Μαρξ επηρέασαν και
συνέχισαν να επηρεάζουν τους ιστορικούς σε αυτήν την κατεύθυνση. Με την ιδρυτική γενιά των
Annales αυτή η διαδικασία έλαβε πολυδιάστατα χαρακτηριστικά, καθώς η ιστορία συνδέθηκε πιο
στενά με την κοινωνιολογία, την επιστήμη του κλίματος, τη γεωγραφία, τη στατιστική και
απέκτησε διεπιστημονικό χαρακτήρα. Εξέλιξη, η οποία κορυφώθηκε με την κοινωνική ιστορία, η
οποία εν πολλοίς αντλούσε τις θεωρητικές της βάσεις κατά κύριο λόγο από το έργο είτε του Μαρξ,
είτε του Βέμπερ είτε του Durkheim. Aπο τη δεκαετία του '70 και ύστερα, αρκετοί ιστορικοί, το
έργο των οποίων σηματοδότησε την ανάδυση της νέας πολιτισμικής ιστορίας, αναζήτησαν
εναλλακτικές απαντήσεις και ερωτήματα στο πεδίο της κοινωνικής και πολιτισμικής
ανθρωπολογίας, στις φιλολογικές σπουδές και σε νέα ρεύματα σκέψης, όπως ο Φουκώ, ο
φεμινισμός και ο μεταδομισμός, τα οποία σε μεγάλο βαθμό συνέβαλαν στην εμφάνιση της
γλωσσικής στροφής και του μεταμοντερνισμού.
Συγχρόνως με τη σύνδεση της ιστορίας με τη θεωρία, πρέπει να αναφέρουμε και τη σύνδεση
της ιστορίας με την πολιτική. Πέρα από τους πολιτικούς στοχαστές ή ηγέτες, οι οποίοι συνέταξαν
ιστοριογραφικά έργα, πρέπει να κάνουμε λόγο για το πρότυπο του «ιστορικού-πολίτη», το οποίο με
παραδειγματικό τρόπο διαμόρφωσε με τη ζωή και τη δράση του ο Bloch, με τη στράτευσή του στον
αντιφασιστικό αγώνα, η οποία του στοίχισε τη ζωή. Μεταπολεμικά η πλειοψηφία των ιστορικών
της κοινωνικής ιστορίας και στις δύο άκρες του Αντλαντικού συνδέθηκαν με την αριστερά και τα
κινήματα κοινωνικής αμφισβήτησης και κριτικής. Αντίστοιχα οι κοινωνικοπολιτικοί κλυδωνισμοί
των τελών της δεκαετίας του ‘60 σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου άσκησαν επίδραση στις
επιλογές των ιστορικών. Πρόκειται για ζητήματα, τα οποία πραγματεύεται ένα δοκίμιο στο
τελευταίο έργο του αμερικάνου ιστορικού Sewell, και γι’ αυτό εξετάζεται εδώ.
5
I. Η ΝΖ DAVIS ΚΑΙ Ο CLIFFORD GEERTZ
«Μπορείτε να φανταστείτε τις συζητήσεις, που είχαμε για το πώς να κάνουμε πολιτισμική ιστορία και
πολιτισμική ανθρωπολογία και για το τί υποδήλωνε η λέξη culture».2
To παραπάνω σχόλιο το παραθέτει η Davis σε ένα πρόσφατο άρθρο της προς μνήμη του
Clifford Geertz (2006), αναφορικά με τις διεργασίες, τις οποίες πυροδότησε στους ιστορικούς ένα
σεμινάριο συμβολικής ανθρωπολογίας, το οποίο διοργάνωσε το 1975-1976 στο Institute for
Advanced Research του Πρίνστον o Geertz, και στο οποίο συμμετείχαν ανθρωπολόγοι,
κοινωνιολόγοι και ιστορικοί, όπως ο Robert Darnton και ο Sewell, με βασική επιδίωξη τη σύνδεση
ανθρωπολογίας και ιστορίας. Αντίστοιχα σεμινάρια παρακολούθησαν η Lyn Hunt και η Joan Scott.3
Όλοι οι παραπάνω ιστορικοί, με διαφορετικό τρόπο ο καθένας μεταπήδησαν από την κοινωνική
ιστορία στη νέα πολιτισμική ιστορία κάτω από την επιρροή της πολιτισμικής ανθρωπολογίας. Η
Davis συνεχώς επισημαίνει την επιρροή, την οποία δέχθηκε από το έργο του Geertz και το ρόλο,
τον οποίο διαδραμάτισε η επαφή της μαζί του στο να καταστεί σκαπανέας της νέας πολιτισμικής
ιστορίας.4 Σε τί συνίσταται όμως αυτή η επιρροή;
.........................Το 1958 ο Geertz και η γυναίκα του (εξίσου ανθρωπολόγος) φτάνουν σε ένα μικρό
απομονωμένο χωριό 500 κατοίκων στο Μπαλί, προκειμένου να διεξάγουν έρευνες πάνω σε αυτές
τις κοινωνίες. Οι κάτοικοι του χωριού εκδήλωναν πλήρη αδιαφορία απέναντι στους μελετητές και
τους συμπεριφέρονταν σαν να μην υπήρχαν, με αποτέλεσμα τις πρώτες μέρες της παραμονής τους
οι ανθρωπολόγοι να έχουν απογοητευτεί.5 Εκείνες τις ημέρες οι χωρικοί διοργάνωσαν στην πλατεία
του χωριού μια κοκορομαχία, προκειμένου να μαζέψουν χρήματα για την ανέγερση ενός σχολείου.
Η κοκορομαχία στο Μπαλί ήταν σε καθεστώς παρανομίας, καθώς οι επίσημες ελίτ την
αντιμετώπιζαν σαν κάτι πρωτόγονο και οπισθοδρομικό, με αποτέλεσμα οι κοκορομαχίες να
διεξάγονται σε μυστικά μέρη. Ωστόσο στη συγκεκριμένη κοκορομαχία, της οποίας μάρτυρας έγινε
το ζεύγος των ανθρωπολόγων, δόθηκε μεγάλη δημοσιότητα, εξαιτίας του ότι αυτή
πραγματοποιούταν, προκειμένου να μαζευτούν χρήματα για την ανέγερση ενός σχολείου στο χωριό
και για την επίτευξη αυτού του σκοπού συμμετείχε το σύνολο της κοινότητας. Κατά τη διάρκεια
της κοκορομαχίας εισέβαλε η αστυνομία και τη διέλυσε. Καθώς οι αστυνόμοι έψαχναν να
συλλάβουν τον αρχηγό της κοινότητας, ο οποίος όχι μόνο συμμετείχε στην κοκορομαχία, αλλά
έφερε την οργανωτική ευθύνη γι’ αυτήν, έπεσαν πάνω στον Geertz και τη γυναίκα του, από τους
6
οποίους ζήτησαν στοιχεία για να συλλάβουν τον αρχηγό. Όμως οι ανθρωπολόγοι επιστρατεύοντας
το κύρος τους, τους παραπλάνησαν, με αποτέλεσμα οι διώκτες του αρχηγού της κοινότητας να
εγκαταλείψουν το χωριό, καθώς οι έρευνές τους απέβησαν άκαρπες. Το επόμενο πρωί το χωριό
ήταν ένας εντελώς διαφορετικός κόσμος για τους μελετητές, κι αυτό γιατί τα κατορθώματα των
ανθρωπολόγων είχαν διαρρεύσει από στόμα σε στόμα σε όλο το χωριό. Η αδιαφορία είχε δώσει τη
θέση της στο ενδιαφέρον και τη ζεστασιά των κατοίκων απέναντι στους Geertz, την οποία
εξέφραζαν συνολικά, από τα παιδιά μέχρι τον Βραχμάνο ιερέα. Αυτή η μεταστροφή στη
συμπεριφορά των χωρικών, έδωσε την ευκαιρία στον Geertz να διακρίνει και να ερευνήσει την
«χωριάτικη νοοτροπία»6 αυτών των ανθρώπων και να ολοκληρώσει την ανθρωπολογική του
έρευνα.
Ο Geertz εντόπισε τη σημασία και το ρόλο της κοκορομαχίας στον πολιτισμό του χωριού.
Εμβαθύνοντας στην πρακτική της κοκορομαχίας, τους κανόνες της και τους συμβολισμούς της, ο
Geertz εντόπισε ότι στη συνείδηση των χωρικών οι κόκορες συμβολίζουν τους άνδρες, κάτι το
οποίο αποτυπώνεται και στη γλωσσική διάλεκτο. Κάθε επιθετικός προσδιορισμός, ο οποίος
αποδίδει μια ανδρική συμπεριφορά ή ένα ανδρικό χαρακτηριστικό, ταυτίζεται με τις λέξεις, οι
οποίες χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν τους κόκορες. Αντίστοιχα μέσα από τους κανόνες
διεξαγωγής της κοκορομαχίας, το πότε στοιχηματίζουν οι παίκτες, το τί σημαίνει η νίκη ή η ήττα, ο
Geertz διείδε το συμβολισμό του βιοτικού κύκλου και του διανοητικού σύμπαντος αυτών των
ανθρώπων...«στην κοκορομαχία ο άνθρωπος και το κτήνος, το καλό και το κακό, το εγώ και το
εκείνο, η δημιουργική δύναμη ενός αναπτυσσομένου ανδρισμού, η καταστροφική δύναμη της
αδέσποτης «ζωικότητας» συμπλέκονται σε ένα αιματηρό δράμα μίσους, σκληράδας, βίας και
θανάτου».7 Με βάση αυτό καταλήγει, στο ότι η διαδικασία της κοκορομαχίας είναι «ερμηνευτική,
συνιστά μια Μπαλιανή ανάγνωση της ίδιας της Μπαλιανής εμπειράς, μια ιστορία την οποία
αφηγούνται οι ίδιοι και αφορά τους εαυτούς τους».8
Με αντίστοιχες έρευνες ο Geertz κατασκευάζει τη βασική θεωρητική παραδοχή του, η
οποία είναι ότι ένας πολιτισμός αποτελεί ένα κλειστό σύστημα εννοιών, όπως συμβαίνει και με ένα
γραπτό κείμενο. Ο πολιτισμός αυτός μπορεί να γίνει κατανοητός μόνο εντός των πλαισίων των
ορίων του ίδιου του συστήματός του.9 Με αυτήν την έννοια σκοπός του ανθρωπολόγου/ιστορικού
πρέπει να είναι η αποκρυπτογράφηση του κώδικα, ο οποίος καθορίζει την ανθρώπινη πράξη, η
οποία με τη σειρά της συνιστά μία συμβολική εκδήλωση. Συνεπώς η κοινωνία και όλες οι
εκφάνσεις της γίνονται αντιληπτές ως ένα πολιτισμικό σύστημα, το οποίο ερμηνεύουμε, αν
εντοπίσουμε τα σημασιολογικά δίκτυα και τα πολλαπλά πλέγματα αξιών, τα οποία το συνθέτουν
και όχι αντιμετωπίζοντάς το ως ένα οργανικό σύνολο δομών ή διαδικασιών. Με αυτήν την έννοια,
το βασικό πρόταγμα του Geertz συνίσταται στη διαμόρφωση μιας ερμηνευτικής θεωρίας της
κουλτούρας, μέσα από μία μέθοδο, την οποία ο ίδιος αποκαλεί ως πυκνή περιγραφή και έχει να
7
κάνει με τις παραπάνω παραδοχές. Το ζήτημα της κουλτούρας, λοιπόν για τον Geertz είναι μια
διαδικασία σημειωτικής. Εκκινώντας από τη βεμπεριανή αντίληψη ότι ο άνθρωπος είναι ένα ον, το
οποίο εμπλέκεται στους ιστούς, τους οποίους ο ίδιος έχει υφάνει, καταλήγει στο ότι η κουλτούρα
είναι το σύνολο αυτών των ιστών και η προσπάθεια ανάλυσής της δεν συνιστά μια εμπειρική
επιστήμη, η οποία διερευνά νομοτέλειες, αλλά μια προσπάθεια ερμηνείας, η οποία, αυτό το οποίο
πρέπει να αναζητά είναι το νόημα της ανθρώπινης πράξης.10
Ας δούμε τώρα πώς το έργο της Davis διασταυρώνεται με αυτά τα πορίσματα.
Η Davis ξεκινά τη συγγραφή του έργου της ως κοινωνικός ιστορικός, η οποία ασχολείται
στη δεκαετία του '60 κατά κύριο λόγο με τη Λυών του 16ου αιώνα και ειδικότερα με τους
τυπογράφους αυτής, επικεντρώνοντας στην αποτύπωση της πραγματικότητας στην κοινωνική τους
συνείδηση, τις κινητοποιήσεις τους, τις συσσωματώσεις τους και τη σχέση τους με τον
προτεσταντισμό.11 Το 1969 αρχίζει και διαβάζει έργα ανθρωπολογίας και λαογραφίας, δίνοντας
μεγάλη βάση σε αυτά του Geertz.12
Τα πορίσματα των ανθρωπολόγων έδιναν την ευκαιρία στους ιστορικούς να ανεύρουν τα
νοήματα της ανθρώπινης δράσης, ιδωμένης στην ιστορική της κίνηση. Η γοητεία της
ανθρωπολογίας έγκειτο στην αξιοποίηση εκ μέρους της όχι των δειγμάτων της λόγιας κουλτούρας,
αλλά στην εξέταση της καθημερινότητας και των ποικίλλων πολιτισμικών πρακτικών, μέσα από
την οποία αποκαλύπτονταν τα πολιτισμικά σύμπαντα των απλών ανθρώπων, κάτι το οποίο
αδυνατούσε να το πετύχει η κοινωνική ιστορία, τα εργαλεία της οποίας περιορίζονταν στην
εξέταση των «απρόσωπων» κοινωνικών δομών.
Η Davis σε μια αυτοβιογραφική διάλεξη, την οποία έδωσε το 1997 σε ένα πανεπιστήμιο με
τίτλο «A Life of Learning» αναφέρει σχετικά με τα διαβάσματά της από την ανθρωπολογία: «Δεν
έψαχνα για απαντήσεις, αλλά για ερωτήματα, διαδικασίες, πιθανές προσεγγίσεις, οι οποίες θα
μπορούσαν να αξιοποιηθούν, μόνο αν ταίριαζαν στις περιόδους του 16ου και 17ου
αιώνα...Μπορούσα να αναλογισθώ το κοινωνικό νόημα των συμβολικών και τελετουργικών μορφών
συμπεριφοράς, τις οποίες προηγουμένως τις είχα προσεγγίσει μόνο από τη σκοπιά της ομαδικής
αλληλεγγύης».13 Ως απόρροια αυτών των αναζητήσεων η Davis αρχίζει και μελετά τα καθολικά και
τα προτεσταντικά πανηγύρια, τις μορφές ταφής και παρόμοιες τελετουργικές δραστηριότητες. Το
επιστέγασμα αυτών των προσπαθειών, το οποίο σηματοδοτεί τη μετάβαση της Davis από την
κοινωνική ιστορία σε μια νέου τύπου ιστοριογραφία ήταν το έργο-ορόσημο με τίτλο «Society and
Culture in Early Modern France» (1975). Στο πρωτοπόρο δοκίμιο, το οποίο περιέχεται στο βιβλίο,
με τίτλο «The Rites of Violence» ανιχνεύει το συμβολισμό της προτεσταντικής και της καθολικής
βίας στις εποχές των θρησκευτικών ταραχών και συμπεραίνει ότι οι μορφές της βίας συνδέονται με
τους τελετουργικούς χώρους και χρόνους, αποτελούν μια συνέχεια της τελετουργικής και της
8
«πανηγυρικής» δράσης, από όπου αντλούσαν τη νομιμοποίησή τους.14 Η Davis ακολουθεί σε
μεγάλο βαθμό τη γκεερτζιανή αντιμετώπιση της θρησκείας ως ενός πολιτισμικού συστήματος, «ως
ενός συμβολικού μοντέλου της πραγματικότητας, της κοινωνικής ιεραρχίας, ενός μοντέλου για την
πραγματικότητα, το οποίο σχηματοποιεί το τρόπο, με τον οποίο δημιουργούνται οι ιεραρχίες».15
Ωστόσο στο βιβλίο συνεχίζει να ακολουθεί βασικές γραμμές της κοινωνικής ιστορίας, όπως η
βαρύτητα, την οποία αποδίδει στις κοινωνικές και γεωγραφικές καταγωγές των ηρώων της. Μετά
τη συγγραφή αυτού του έργου η Davis αρχίζει και ασχολείται και με την ιστορία των γυναικών.
Στις αρχές της δεκαετίας του '80 κάτω από την επιρροή της μικροϊστορίας του Ginsburg και
του Ladurie συνθέτει το πρωτοπόρο έργο της με τίτλο «Η Επιστροφή του Μαρτίνου Γκερ». Έκτοτε
βασικό πεδίο του θεματικού της ενδιαφέροντος γίνεται η ενασχόλησή της με άτομα, τα οποία
εντάσσονται στην πολιτισμική ετερότητα και κινούνται ανάμεσα σε διαφορετικούς κόσμους. Στα
έργα αυτά η Davis αναδεικνύει τέτοια παραδείγματα, προκειμένου να συγκρίνει διαφορετικές
κοινωνίες (χριστιανοί, εβραίοι, μουσουλμάνοι), να εντοπίσει τα σημεία τριβής και επικοινωνίας
τους και να καταδείξει το ευρύτερο πλαίσιο κατασκευής και διαχείρισης ταυτοτήτων στην πρώιμη
νεωτερικότητα. Πάνω σε αυτόν τον άξονα η Davis αναδεικνύει προσωπικές στρατηγικές
κατασκευής και διαχείρισης ταυτότητας, οι οποίες διαρρηγνύουν τα ανελαστικά πλαίσια του
ιδεαλιστικού ή του κοινωνικοταξικού αυτο-προσδιορισμού, ο οποίος προβαλλόταν από τις
υπόλοιπες ιστοριογραφικές παραδόσεις. Αυτή η προσπάθεια της Davis αποτυπώνεται στα έργα της
«Fiction in Archives», «Women on the Margins», στο δοκίμιο με τίτλο «Religion and Capitalism
Once Again. Jewish Merchant Culture in the Seventeenth Century», στο «Fame and Secrecy: Leon
Modena's Life as an Early Modern Autobiography» και στο τελευταίο της έργο με τίτλο «Trickster
Travels».
Θεωρώ ότι σε αυτά τα έργα και ιδιαίτερα στα τρία τελευταία, από αυτά, τα οποία
αναφέρονται παραπάνω, μπορούμε να εντοπίσουμε τη στενότερη σύνδεση της Davis με τον Geertz.
Στο παράδειγμα του Leon Modena η Davis αναιρεί την παραδοσιακή ιστοριογραφική
αντίληψη με κατευθυντήριο έργο το «The Civilization of the Reinassance in Italy» (1860) του
Burckhardt, το οποίο σχετίζει την αναγεννησιακή αυτοβιογραφία αποκλειστικά με την ανάδυση του
ατομικισμού.16 Ο Modena για την Davis είναι ένα άτομο, το οποίο κινείται ανάμεσα σε διάφορούς
κόσμους: στο εβραϊκό γκέτο και στη βενετσιάνικη χριστιανική-ευρωπαϊκή πόλη, στην κοσμιότητα
της χαρτοπαιξίας και της καλλιτεχνίας και στο αυστηρό εβραϊκό ηθικό πρότυπο. Προκειμένου να
επιβιώσει, καταστρώνει διαφορετικές στρατηγικές και μεταχειρίζεται διαφόρων μέσων, με
αποτέλεσμα να υπάρχει αντίθεση μεταξύ της δημόσιας εικόνας του και της μύχιας ζωής του, η
οποία αποτυπώνεται στην αυτοβιογραφία του. Η Davis καταδεικνύει σαν υπερκαθοριστικό
παράγοντα της αυτοπαρουσίασης του Leon τη διάκριση μεταξύ εβραίων και χριστιανών για το τί
συνιστούσε εσωτερικό και εξωτερικό.17 Οι χριστιανοί αναπαρήγαγαν τα μυστικά τους στο χώρο, ο
9
οποίος οριοθετούταν από αυτούς ως εσωτερικός και ασφαλής και συνιστούσε τον έμπιστό τους
κύκλο, την οικογένειά τους και τον εξομολογητή τους. Οι εβραίοι αντίθετα, προκειμένου να
επιβιώσουν στην εξορία και τη ξενιτειά, θεωρούσαν ως εσωτερικό χώρο την εβραϊκή κοινότητα, σε
διάκριση από το χριστιανικό κόσμο, τον οποίο ταύτιζαν με τον εξωτερικό και ανασφαλή χώρο. Με
αυτόν τον τρόπο η Davis επικεντρώνει στη νοηματοδότηση από την εβραϊκή κοινότητα της έννοιας
του εσωτερικού χώρου και της μύχιας ζωής. Η υποβάθμιση εκ μέρους της Davis (χωρίς όμως να
φτάνει ως την απόκρυψη) του ρόλου, τον οποίο έχει επιτελέσει στη δόμηση της αυτοπαρουσίασης
του Leon το στοιχείο της οικονομικής ανέχειας, το οποίο τον συνοδεύει εκ γενετής, της αντίθεσής
του με την καθολική εκκλησία ή ακόμα και των ψυχολογικών επιδράσεων πάνω του της πανούκλας
του 1630-1631, μάλλον πρέπει να αποδοθεί σε αυτή τη γκερτζιανή θέαση της εβραϊκής κοινότητας
ως ένα είδος κλειστού πολιτισμικού συστήματος.
Αντίστοιχα στη μελέτη της για την εβραϊκή εμπορική κουλτούρα στον 17ο αιώνα, με
παράδειγμα μια εβραία επιχειρηματία του Αμβούργου, την Glikl, ανατρέπει το βεμπεριανό
αφήγημα σύνδεσης του καπιταλιστικού πνεύματος με τον προτεσταντισμό, αλλά και το αντίστοιχο
του κοινωνιολόγου του πρώιμου 20ου αιώνα Sombart, ο οποίος συνδέει τον ιουδαϊσμό με την
επιχειρηματικότητα. Για αυτήν της την οπτική η NZ Davis, όπως η ίδια αποκαλύπτει, οφείλει πολλά
στο έργο του Geertz με τίτλο «Peddlers and Princes»18. Σε αυτό ο ανθρωπολόγος, συγκρίνοντας
την οικονομία του παζαριού στην μουσουλμανική πόλη της Ιάβας Μοντζοκούτο, με τη γεωργία, τις
αγροτικές τέχνες και τις βιομηχανίες της Μπαλιανής πόλης Ταμπανάν, η οποία κυριαρχείται από
ινδουιστές αριστοκράτες, εγκαταλείπει το κοινωνιολογικό μοντέλο ερμηνείας, η οποία συνδέει τη
θρησκεία με την οικονομική συμπεριφορά και συμπεραίνει ότι «οι οικονομικές αλλαγές στις
εξελισσόμενες κοινωνίες, μπορούν να λάβουν και άλλες μορφές».19 Η Davis επηρεάζεται από την
πρωτοπόρα γκεερτζιανή εθνογραφική περιγραφή της οικονομικής δραστηριότητας, με παράδειγμα
το παζάρι του Σοφρού στο Μαρόκο. Ο Geertz επιστρατεύοντας την πυκνή περιγραφή, καταδεικνύει
το ότι οι ποικίλες κοινωνικές σχέσεις, οι κώδικες και οι μορφές βρίσκουν έκφραση στις οικονομικές
δραστηριότητες. Η Davis αναφέρει ότι «η εθνογραφία του Geertz της έδωσε φρέσκιες ιδέες για να
σκεφθεί σχετικά με τις πληροφορίες, οι οποίες έφθαναν στα εβραϊκά δίκτυα του 17ου αιώνα, τα οποία
έστηνε η Glikl και αφορούσαν ένα μείγμα ειδήσεων σχετικά με τα χρήματα και τα δάνεια, τα
κοσμήματα και τα εταιρικά μερίδια, τις γαμήλιες διαπραγματεύσεις και τις προίκες, τους διαξιφισμούς
των ραβίνων και τους πιθανούς μεσσίες».20 Εν τέλει, αυτό, το οποίο επιχειρεί η Davis σε αυτό το
δοκίμιο, κάτω από την επιρροή των ερευνών του Geertz είναι η ανασύσταση της οικονομικής
δραστηριότητας μιας εβραίας επιχειρηματία της εποχής ως ένα σύνολο πολιτισμικών πρακτικών.
Με διάθεση κριτικής, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι αυτό, το οποίο κληρονομεί η Davis από
τον Geertz είναι ένα είδος «πολιτισμικού αναγωγισμού».21 Ο οικονομικός αναγωγισμός δηλαδή,
10
από τον οποίο ήθελαν να ξεφύγουν οι κοινωνικοί ιστορικοί, οι οποίοι μεταπήδησαν στη νέα
πολιτισμική ιστορία, -βλέπουμε- τελικά να επανέρχεται σε αυτούς με παραλλαγμένη μορφή.
Προφανώς η οικονομία ενσωματώνει ή εκφράζει ή επηρεάζεται από τις πολιτισμικές πρακτικές,
όμως θεωρώντας την ως ένα σύνολο από τέτοιες, η Davis της αφαιρεί τη σχετική αυτοτέλεια, στην
οποία αναπτύσσεται. Για παράδειγμα στην περίπτωση της Glikl σε αντιστοιχία με τον τρόπο
εξέτασης του Leon, υποβαθμίζει το γεγονός ότι όλα αυτά τα «πολιτισμικά συμβάντα» συντελούνται
πάνω σε χανσεάτικους εμπορικούς δρόμους, στους οποίους ο φεουδαλισμός έχει αποσυντεθεί και
έχουν κυριαρχήσει οι εμποροχρηματικές σχέσεις και η μανιφακτούρα. Για να είμαστε όμως δίκαιοι,
θα πρέπει να πούμε ότι χωρίς τη σύζευξη ανθρωπολογίας και της ιστορίας δεν θα είχαν τεθεί αυτά
τα ενδιαφέροντα ερωτήματα, τα οποία έφεραν στην επιφάνεια τις περιπτώσεις του Leon Modena,
της Glikl και του Λέο του Αφρικανού.
ΙΙ. O EP THOMPSON ΚΑΙ Ο SEWELL
Το 1963 ο άγγλος ιστορικός EP Thompson δημοσιεύει το έργο του με τίτλο «The Making of
English Working Class», το οποίο συγκαταλέγεται στα έργα του 20ου αιώνα με τη μεγαλύτερη
επίδραση στην ιστοριογραφία. Ο Thompson μελετώντας τα πολλαπλά δίκτυα και τις διαστάσεις
των εργατικών πολιτισμικών πρακτικών από το 1790 μέχρι το 1832, όπως λαϊκές πολιτικές και