ΠΟΛΕΜΙΚΑ ΜΕΣΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΜΕΣΑΙΩΝΑ 1)ΒΑΛΛΙΣΤΡΑ Η βαλλίστρα είναι ελληνική εφεύρεση. Για πρώτη φορά, μία παρόμοια συσκευή χρησιμοποιήθηκε από Έλληνες στρατιώτες τον 4ο αιώνα π.X. με το όνομα "γαστραφέτης". Ήταν μία βαριά και δύσχρηστη συσκευή, με πολύ χαμηλό ρυθμό βολής, που όμως δημιούργησε αίσθηση στα πεδία των αρχαίων μαχών. Την ίδια εποχή βρίσκονταν σε χρήση διάφοροι τύποι βαλλιστρών στην Κίνα. H μηχανή συνέχισε να εξελίσσεται κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής περιόδου και έλαβε την ονομασία ακροβαλλίστρα (arcuballista στα Λατινικά) ή απλώς βαλλίστρα (ballista). Oμως η ακμή αυτού του ιδιότυπου τόξου θα ερχόταν στο μέλλον: στην εποχή του πρώιμου Mεσαίωνα άρχισε η χρήση του "σταυρωτού τόξου" στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, όπου η εξέλιξη συνεχίστηκε. Σύντομα, η βαλλίστρα έμελλε να γίνει ένας καθοριστικός παράγοντας στα μεσαιωνικά πεδία μαχών. Αρχικά, ήταν μία απλή κατασκευή, ένα απλό ξύλινο τόξο που εφαρμοζόταν στην άκρη ενός ξύλινου στελέχους. Την ελληνιστική περίοδο, η σκόπευση γινόταν από το ύψος της μέσης (εξ και "γαστραφέτης"), όμως αργότερα η συσκευή έγινε πιο μικρή σε διαστάσεις και πλέον ο χρήστης την κρατούσε στο ύψος του ώμου.
This document is posted to help you gain knowledge. Please leave a comment to let me know what you think about it! Share it to your friends and learn new things together.
Transcript
ΠΟΛΕΜΙΚΑ ΜΕΣΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ
ΤΟΥ ΜΕΣΑΙΩΝΑ
1)ΒΑΛΛΙΣΤΡΑ
Η βαλλίστρα είναι ελληνική εφεύρεση. Για πρώτη φορά, μία
παρόμοια συσκευή χρησιμοποιήθηκε από Έλληνες
στρατιώτες τον 4ο αιώνα π.X. με το όνομα "γαστραφέτης".
Ήταν μία βαριά και δύσχρηστη συσκευή, με πολύ χαμηλό
ρυθμό βολής, που όμως δημιούργησε αίσθηση στα πεδία
των αρχαίων μαχών. Την ίδια εποχή βρίσκονταν σε χρήση
διάφοροι τύποι βαλλιστρών στην Κίνα.
H μηχανή συνέχισε να εξελίσσεται κατά τη διάρκεια της
ρωμαϊκής περιόδου και έλαβε την ονομασία
ακροβαλλίστρα (arcuballista στα Λατινικά) ή απλώς
βαλλίστρα (ballista). Oμως η ακμή αυτού του ιδιότυπου
τόξου θα ερχόταν στο μέλλον: στην εποχή του πρώιμου
Mεσαίωνα άρχισε η χρήση του "σταυρωτού τόξου" στις
χώρες της Δυτικής Ευρώπης, όπου η εξέλιξη συνεχίστηκε.
Σύντομα, η βαλλίστρα έμελλε να γίνει ένας καθοριστικός
παράγοντας στα μεσαιωνικά πεδία μαχών. Αρχικά, ήταν
μία απλή κατασκευή, ένα απλό ξύλινο τόξο που
εφαρμοζόταν στην άκρη ενός ξύλινου στελέχους. Την
ελληνιστική περίοδο, η σκόπευση γινόταν από το ύψος της
μέσης (εξ και "γαστραφέτης"), όμως αργότερα η συσκευή
έγινε πιο μικρή σε διαστάσεις και πλέον ο χρήστης την
κρατούσε στο ύψος του ώμου.
Την εποχή που οι Ευρωπαίοι ήλθαν σε επαφή με τους
Βυζαντινούς και τους Άραβες έμαθαν για τα σύνθετα τόξα,
κατασκευασμένα από στρώματα ξύλου, κοκάλου και
εντέρων και χρησιμοποίησαν την ίδια τεχνική στην
κατασκευή των τόξων για τις βαλλίστρες.
Στη συνέχεια, χρησιμοποιήθηκε ατσάλι για την κατασκευή
του τόξου, εξασφαλίζοντας ακόμη μεγαλύτερη ισχύ στο
όπλο. Κατασκευάστηκαν ιδιαίτερα βαριές βαλλίστρες (που
ονομάστηκαν στην Αγγλία Arbalests, από την ομόηχη
γαλλική λέξη, η οποία όμως αναφερόταν σε όλα τα είδη
σταυρωτού τόξου και ήταν παραφθορά της λατινικής λέξης
arcuballista), ενώ η τακτική χρήση του όπλου εξελίχθηκε
σημαντικά.
H αξία της βαλλίστρας ήταν αρχικά ότι δεν απαιτούσε
μακρά εκπαίδευση - οποιοσδήποτε χωρικός μπορούσε να
εξοπλιστεί με ένα τέτοιο όπλο και να μπει στη μάχη. Στη
συνέχεια, με την εξέλιξη του όπλου και ιδιαίτερα με την
εφεύρεση πιο αποδοτικών μεθόδων όπλισης (δηλαδή,
τραβήγματος της χορδής με μηχανικά μέσα), η βαλλίστρα
έγινε εξαιρετικά αποτελεσματική ακόμη και στη διάτρηση
πανοπλιών. Έχει υπολογιστεί ότι από σχετικά μικρές
αποστάσεις (100 μέτρα), ακόμη και οι ατσάλινες
θωρακίσεις του 14ου αιώνα ήταν ευάλωτες στα βέλη των
βαλλιστρών, ενώ αλυσιδωτή θωράκιση μπορούσε να
διατρηθεί στα 300 μέτρα, που ήταν και το δραστικό
βεληνεκές της βαλλίστρας της εποχής.
Καθώς η βαλλίστρα αποτελούσε όπλο που απειλούσε τους
"ευγενείς" ιππότες του Μεσαίωνα και μάλιστα στα χέρια
"άξεστων χωρικών", ο πάπας Ιννοκέντιος B' έσπευσε να
καταδικάσει με "ανάθεμα" όποιον χρησιμοποιούσε τέτοια
όπλα εναντίον χριστιανών.
H βαλλίστρα άρχισε σταδιακά να εγκαταλείπεται κατά τον
15ο αιώνα, όταν εμφανίστηκαν τα πρώτα πυροβόλα όπλα
χειρός.
2)ΥΓΡΟ ΠΥΡ Οι προσπάθειες αμέτρητων εισβολέων που θέλησαν να κάνουν δικά
τους τα πλούτη της Κωνσταντινούπολης, σταμάτησαν κάτω από τα
θεοφύλακτα τείχη της Πόλης, εξαιτίας και του "μυστικού όπλου" των
Βυζαντινών, ενός μυστηριώδους κατασκευάσματος που ονομαζόταν
"Υγρόν Πυρ".
Ως εφευρέτης του καταγράφεται από βυζαντινές πηγές ο Έλληνας
μηχανικός από την Ηλιούπολη της Συρίας, Καλλίνικος. Oι σύγχρονοι
ερευνητές βλέπουν με σκεπτικισμό την εφεύρεσή του από έναν
συγκεκριμένο τεχνίτη. Πάντως, είναι γεγονός ότι στα τέλη του 7ου
αιώνα, οι Βυζαντινοί είχαν αποκτήσει - και κρατούσαν ζηλότυπα την
αποκλειστικότητα επί της εφεύρεσης - ένα "υπερόπλο", το οποίο αν
και ιδιαίτερα δύσχρηστο και ενίοτε επικίνδυνο και για τους ίδιους
τους χειριστές του, ήταν τρομερά αποτελεσματικό στο πεδίο της
μάχης. Αρχικά το υγρό πυρ χρησιμοποιούνταν ως εμπρηστικό με
βλήματα. O συνηθέστερος τρόπος ήταν να γεμίζουν ένα φλασκί ή
άλλο δοχείο με υγρό πυρ, να το τυλίγουν με πανιά εμποτισμένα σε
εύφλεκτο υγρό, να ανάβουν το πανί και να το εκτοξεύουν με ένα
είδος καταπέλτη στους αντιπάλους.
Αργότερα η εξέλιξη της τεχνολογίας επέτρεψε τη βελτίωση των
μεθόδων χρήσης του μείγματος. Κατασκευάστηκε από μηχανικούς
της Κωνσταντινούπολης ένα είδος φλογοβόλου (σιφόνι) που
επέτρεπε την εκτόξευση του υγρού πυρός σε έναν φλεγόμενο
πίδακα προς τους αντιπάλους.
To σιφόνι προσαρμόστηκε σε πολλά πλοία του βυζαντινού ναυτικού
που έγιναν, συνεπεία αυτού, ο φόβος και ο τρόμος των θαλασσών.
Φυσικά, και οι χερσαίες δυνάμεις ήταν εξοπλισμένες με υγρό πυρ,
αλλά η αποτελεσματικότητά του στην ξηρά ήταν περιορισμένη. H
κύρια χρήση του ήταν κατά τη διάρκεια πολιορκιών. To υγρό πυρ
φαίνεται να βοήθησε να αποκρουστούν οι πάμπολλες πολιορκίες
της Κωνσταντινούπολης. Στη θάλασσα, αφενός εξαιτίας του υλικού
από το οποίο ήταν κατασκευασμένα τα πλοία της εποχής (ξύλο),
αφετέρου εξαιτίας των ιδιοτήτων του μείγματος (το οποίο καιγόταν
ακόμη και πάνω στο νερό) η αποτελεσματικότητά του
πολλαπλασιαζόταν και η ισχύς του έγινε γρήγορα διαβόητη μεταξύ
των αντιπάλων του Βυζαντίου.
Ήταν, βεβαίως, ένα όπλο δύσχρηστο, που απαιτούσε υψηλή
κατάρτιση των εμπλεκομένων με τη χρήση του και πολλή προσοχή.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που τα ίδια τα σιφονοφόρα πλοία γίνονταν
παρανάλωμα του πυρός από διαρροή υγρού πυρός ή έκρηξη του
λέβητα όπου αποθηκευόταν.
Σύμφωνα με τις πηγές της ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας,
εκτενής χρήση υγρού πυρός έγινε κατά την πρώτη και την δεύτερη
αραβική πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (674 και 718
αντίστοιχα) και σε μάχες ενάντια στους Άραβες στην ίδια περίοδο.
Επίσης, χρησιμοποιήθηκε για την απόκρουση της επίθεσης των Pως
ενάντια στην Πόλη, καθώς και σε μια σειρά ακόμη από μάχες. H
τελευταία τεκμηριωμένη χρήση του ήταν κατά τη διάρκεια της
πολιορκίας από τους Οθωμανούς το 1453, όπου, όμως, η
αποτελεσματικότητά του δεν έκανε πλέον εντύπωση, αφού είχαν
εμφανιστεί ήδη τα πυροβόλα όπλα. Στην εποχή που εμφανίστηκε,
όμως, το υγρό πυρ ήταν το απόλυτο όπλο και συχνά οι αντίπαλοι των
Βυζαντινών τρέπονταν
σε φυγή τη στιγμή που
διαπίστωναν την
ύπαρξη "πυρφόρων"
πλοίων μεταξύ του
βυζαντινού στόλου. Σε
πολλές περιπτώσεις,
δηλαδή, η τρομερή
φήμη του υπερόπλου
των Βυζαντινών
κέρδιζε τις μάχες πριν
καν χρειαστεί να
πολεμήσουν!
To μυστικό της
δημιουργίας του υγρού
πυρός χάθηκε μαζί με
τη βυζαντινή εξουσία,
όταν έπεσε η Πόλη
στους Οθωμανούς το
1453.
3)ΚΑΤΑΝΑ
Ο απευθείας πρόγονος του σπαθιού που λέγεται "κατάνα",
είναι το
"warabite-tο", το
οποίο βρισκόταν
σε παραγωγή
στην Ιαπωνία
ήδη από τον 8ο
αιώνα. H εξέλιξη
της
μεταλλουργίας
στην Ιαπωνία
την εποχή αυτή
είναι ραγδαία.
Εισάγονται από
την Κίνα οι
πρώτες κυρτές
λεπίδες και η διαδικασία δημιουργίας σπαθιών με το
"δίπλωμα" του ατσαλιού, που επιτρέπει την κατασκευή
εξαιρετικά ανθεκτικών λεπίδων. O τύπος του σπαθιού, που
αποκαλούμε σήμερα κατάνα, εμφανίστηκε στα τέλη του
10ου αιώνα και πήρε την ισχυρή μορφή του στις αρχές του
13ου.
Tα σπαθιά τύπου κατάνα είναι μονής κόψεως και
χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για θλαστικά χτυπήματα,
με φορά είτε από πάνω προς τα κάτω είτε πλάγια. Δεν
διαθέτουν ισχυρή αιχμή, οπότε δεν μπορούν να
χρησιμοποιηθούν για νηκτικά πλήγματα.
Aν και έχουμε συνηθίσει, από τις χολιγουντιανές ταινίες με
σαμουράι, να βλέπουμε τους ηρωικούς Ιάπωνες πολεμιστές
να πολεμούν με τα σπαθιά κατάνα, στην πραγματικότητα το
σπαθί ήταν δευτερεύον όπλο στη μάχη, αφού τα κύρια
όπλα του σαμουράι ήταν οι διάφοροι τύποι δοράτων και
δορυπελέκεων, καθώς και το τόξο. Tα σπαθιά έβγαιναν από
τα θηκάρια τους μόνο σε μάχες εκ του συστάδην, όταν
έσπαζαν ή αχρηστεύονταν (λόγω εγγύτητας) τα δόρατα.
Κάθε Ιάπωνας πολεμιστής έφερε ένα ζεύγος σπαθιών που
ονομαζόταν daisho. To μεγαλύτερο σπαθί, με λεπίδα που
τυπικά είναι μήκους 70-75 εκατοστών, είναι το κατάνα. To
δεύτερο σπαθί ήταν ένα κοντύτερο εγχειρίδιο (tanto) ή
κοντοσπάθι (shoto ή wakizashi) και χρησιμοποιούνταν στη
μάχη μόνο σε περιπτώσεις ανάγκης, καθώς και για
τελετουργικούς σκοπούς (και για την τελετουργική
αυτοκτονία "σεππούκου", αυτό που στη Δύση είναι
γνωστότερο ως "χαρακίρι").
Καθώς για την ιαπωνική πολεμική κουλτούρα το σπαθί
σημαίνει πολύ περισσότερα από ένα απλό όπλο, η σημασία
των σπαθιών για την τάξη πολεμιστών των σαμουράι, αλλά
και τους επιγόνους τους της σύγχρονης Ιαπωνίας, ήταν και
είναι τεράστια.
To σπαθί (ακριβέστερα: το ζεύγος σπαθιών) του σαμουράι
ήταν ένα σύμβολο κοινωνικής ισχύος, status και αξίας.
H περίοδος κορύφωσης της ιαπωνικής μεταλλοτεχνίας
θεωρείται αυτή από τα τέλη του 10ου αιώνα έως τα τέλη
του 16ου, με το απόγειό της στην εποχή Kαμακούρα. Tα
σπαθιά που έχουν κατασκευαστεί σε αυτήν την περίοδο
λέγονται "παλιά σπαθιά" και είναι έξοχα δείγματα
μεταλλουργίας, καθώς δημιουργούνταν από μεμονωμένους
τεχνίτες και μικρά εργαστήρια, με μία μακρά και επίπονη
διαδικασία και με άφθαστη προσοχή στη λεπτομέρεια. Στο
τέλος αυτής της περιόδου, η κατασκευή σπαθιών περίπου
"βιομηχανοποιείται" και μάλιστα στους επόμενους αιώνες
οι Ιάπωνες έκαναν μεγάλες εξαγωγές τέτοιων σπαθιών
("νέα σπαθιά").
To χαρακτηριστικό κυρτό σχήμα του κατάνα φέρεται να
υιοθετήθηκε εξαιτίας της επικράτησης, μετά το 10ο αιώνα,
των έφιππων πολεμιστών. Tα παλιότερα σπαθιά με ίσια
κόψη (chokuto) δεν ήταν τόσο αποτελεσματικά για έναν
πολεμιστή που πολεμούσε έφιππος, οπότε ένα νέο, κυρτό
σπαθί τα αντικατέστησε.
H ιαπωνική τέχνη της ξιφομαχίας ήταν μια δεξιότητα που
αποκτιούνταν μόνο με πολυετή επίπονη εκπαίδευση και
εξάσκηση από τους "πλήρους απασχόλησης" πολεμιστές
σαμουράι.
Oι Ιάπωνες μπορεί να εγκατέλειψαν τη χρήση του σπαθιού
ως κύριου ή δευτερεύοντος όπλου στη μάχη κατά τη
διάρκεια του 19ου αιώνα (οριστικά μετά τις
μεταρρυθμίσεις του Mέιτζι στην 8η δεκαετία του αιώνα),
ωστόσο, έως και τον B' Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Ιάπωνες
αξιωματικοί κουβαλούσαν στη μάχη ένα τέτοιο σπαθί και
ηγούνταν των ανδρών τους στις με εφ' όπλου λόγχη
εφόδους "μπαντζάι", κραδαίνοντας το κατάνα τους.
4)CLAYMORE Στα σκωτσέζικα Xάιλαντς εμφανίστηκε το Μεσαί ωνα ένα
σπαθί που έγινε διάσημο ανά τους αιώνες. Επρόκειτο για
μί α κελτική παραλλαγή του μεγάλου σπαθιού, που σε άλλα
μέρη της Ευρώπης ονομάστηκε zweihander, δηλαδή ένα
σπαθί που απαιτούσε για το χειρισμό του και τα δύο χέρια
του κατόχου του. To σπαθί , που ονομάστηκε claymore
(κλέημορ) δεν ήταν τόσο μεγάλο όσο το (τερατώδες, συχνά)
γερμανικό zweihander, αλλά ήταν πολύ μεγάλο για να το
χειρί ζεται κάποιος με το ένα χέρι.
Χρησιμοποιήθηκε από τον 14ο αιώνα ευρύτατα, αλλά
εικάζεται ότι ήταν σε χρήση ακόμη νωρί τερα. Πάντως, στη
μέγιστη ακμή του έφθασε στον 16ο αιώνα, όταν
χρησιμοποιήθηκε σε όλες τις μάχες που έδωσαν οι
Σκωτσέζοι, κυρί ως με τους Εγγλέζους αλλά και μεταξύ τους.
To τυπικό claymore εί χε μήκος έως 140-145 εκατοστά, με
τη λαβή να εί ναι περί που το 20-22% αυτού του μήκους.
Γενικά, ο σχεδιασμός και η κατασκευή του δεν
παρουσί ασαν μεγάλες παραλλαγές καθ' όλη τη διάρκεια
της "ζωής" του και κάποια στοιχεία απαντώνται σε όλες τις
εποχές και σε όλα τα σχέδια. Για παράδειγμα, το τυπικό
claymore εί χε μί α σφαιρική απόληξη στη λαβή, ενώ τα
στελέχη του χειροφυλακτήρα ήταν ευθεί α και
συναρμόζονταν με κλί ση προς τα πάνω, προς τη λεπίδα.
Στην απόληξη του χειροφυλακτήρα κατά κανόνα υπήρχαν
σφαιρώματα, συχνά σχεδιασμένα σαν τετράφυλλο.
H χρήση του claymore ήταν απλή, αλλά χρειαζόταν πολλή
εξάσκηση και εξοικεί ωση, καθώς και ικανοποιητική
σωματική δύναμη. Aν και το βάρος του, συνεπεί α της
εξελιγμένης μεταλλοτεχνί ας του ύστερου μεσαί ωνα, δεν
ήταν απαγορευτικά μεγάλο (συνήθως ήταν περί τα 2,5 με 3
κιλά μόλις) για το σωστό χειρισμό του και τη χρήση του σε
αποτελεσματικά χτυπήματα, ήταν αναγκαί α αρκετή
δύναμη, πέραν βέβαια της τεχνικής.
Καθώς
ήταν ένα
καθαρά
επιθετικό
όπλο και
μάλιστα
απαγόρευε
τη χρήση
ασπί δας
που ήταν
το
μοναδικό
αμυντικό
απάρτιο που χρησιμοποιούνταν στην εποχή των πυροβόλων
όπλων, έφθασε να αποτελεί ένα όπλο χαρακτηριστικό της
σκωτσέζικης (και κελτικής) επιθετικότητας και ηρωικής
στάσης ζωής.
Εκτός από τη Σκωτί α, το claymore χρησιμοποιήθηκε
ευρύτατα και στην Ιρλανδί α (άλλωστε οι Σκωτσέζοι και οι
Ιρλανδοί ήταν κελτικής καταγωγής και εί χαν πολλές κοινές
συνήθειες και όπλα), όπου επί σης οι πιο διάσημοι
πολεμιστές πολεμούσαν με αυτό το δύσχρηστο, ογκώδες
όπλο.
Oι Σκωτσέζοι χρησιμοποί ησαν ευρύτατα τα μεγάλα
claymores κατά τον 15ο και 16ο αιώνα, ακόμη και τον 17ο,
με την τελευταί α μάχη όπου αναφέρεται να έχει
χρησιμοποιηθεί σε σημαντικούς αριθμούς να εί ναι αυτή του
Kιλικράνκι, το 1689.
To claymore ήταν επί σης για πολλούς αιώνες σύμβολο
κοινωνικής ισχύος στην κοινωνί α των Σκώτων. Αργότερα,
στον 18ο αιώνα, όταν το μεγάλο claymore εί χε
εγκαταλειφθεί εντελώς και μόνο ως διακοσμητικό
βρισκόταν σε κάποια σκωτσέζικα σπί τια, εμφανί στηκε ένα
άλλο claymore, ένα τυπικό βραχύ σπαθί (broadsword), που
έφερε έναν καλαθοειδή χειροφυλακτήρα. Σε αυτήν τη
μορφή επιβί ωσε μέχρι και τον 20ό αιώνα, αν και από τα
μέσα του 19ου αιώνα χρησιμοποιούνταν μόνο ως απάρτιο
στολής και σε παρελάσεις.
5)Μισθοφο
ρικό σπαθί Zweihander Κανένα από τα είδη
"μακριών σπαθιών"
στην αρχαιότητα δεν
απαιτούσε για τη
χρήση του και τα δύο
χέρια. Κατά τους
ύστερους χρόνους
του Μεσαίωνα
άρχισαν να
εξελίσσονται τέτοιου
είδους σπαθιά, ιδιαίτερα την εποχή που το μακρύ δόρυ (η
σάρισα) επανήλθε στο πεδίο της μάχης. Oι στρατιωτικοί του
Μεσαίωνα, έχοντας διαβάσει στους αρχαίους συγγραφείς
(λ.χ. Πολύβιο) για τους Ρωμαίους λεγεωνάριους, που
απέκοβαν τις αιχμές των σαρισών των Μακεδόνων με τα
σπαθιά τους και συνειδητοποιώντας πόσο δύσκολο θα είναι
κάτι τέτοιο με τα μικρά gladii, συνέλαβαν την ιδέα ενός
πραγματικά μεγάλου και ισχυρού σπαθιού, το οποίο θα είχε
ως στόχο την αντιμετώπιση αυτών των επίφοβων μακριών
δοράτων.
To αποτέλεσμα αυτής της ιδέας ήταν τα Zweihander.
Επρόκειτο για πραγματικά θηριώδη σπαθιά, τα οποία
αρχικά είχαν συνολικό μήκος περί τα 120 με 130 εκατοστά,
αλλά στη συνέχεια ξεπέρασαν κάθε όριο, ξεπερνώντας
συχνά τα 150 εκατοστά και σε ορισμένες περιπτώσεις
φθάνοντας ακόμη και τα 180!!!
Παρά το θηριώδες μήκος τους, τα σπαθιά αυτά δεν ήταν
ιδιαίτερα βαριά, αφού κατά κανόνα το βάρος τους
κυμαινόταν από 2,5 έως 4 κιλά. Oι πρόοδοι στη
μεταλλουργία της εποχής του ύστερου Μεσαίωνα (τα
Zweihander εμφανίστηκαν τον 15ο αιώνα) επέτρεψαν να
φτιαχτούν στιβαρά σπαθιά, που θα είχαν τη δυνατότητα να
χρησιμοποιούνται για την ιδιάζουσα αποστολή τους, χωρίς
ωστόσο να επιβαρύνονται με υπερβολικό βάρος.
Στην εποχή τους τα σπαθιά αυτά αποκαλούνταν συνήθως
Dopplehander και Bidenhander - το Zweihander φαίνεται
ότι επικράτησε αργότερα. H τακτική χρήση τους ήταν
χαρακτηριστική του θηριώδους χαρακτήρα τους. Tα
σπαθιά αυτά βρίσκονταν στα χέρια των εμπειρότερων, πιο