Top Banner
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας Επιμέλεια:Όλγα Παλαιοχωρινού ἄβατος = ο μη βατός, αδιάβατος, απαραβίαστος. ἀβέβαιος = ασταθής, άστατος. ἀβίωτος = ανυπόφορος× ἀβίωτόν ἐστι τινὶ = ο βίος είναι ανυπόφορος σε κάποιον. ἀβοητὶ = χωρίς βοή. ἀβουλεύω = δεν θέλω να… ἀβουλία = έλλειψη σκέψεως, απερισκεψία. ἄβουλος = αυτός που δεν θέλει, απερίσκεπτος. ἀβούλως = απερίσκεπτα, ασύνετα. ἁβρὸς = λεπτός, χαριτωμένος, κομψός. ἀγαθὸς = καλός, ευγενής, ανδρείος× ἀγαθὰ φρονῶ = έχω καλά αισθήματα× ἀγαθὰ πάσχω = ευεργετούμαι. ἄγαμαι = θαυμάζω, επαινώ. ἄγαν = πολύ. ἀγαπάω – ῶ= αγαπώ, αρκούμαι σε κάτι. ἀγαπητῶς = πρόθυμα, με χαρά, αρκετά. ἀγγελία (ἄγγελος) = είδηση, αγγελία. ἀγγέλλω = αναγγέλλω. ἄγγελος = αγγελιοφόρος. ἀγνοέω ῶ = αγνοώ. ἄγνοια = άγνοια, αμάθεια. ἀγνωμονέω – ῶ = ενεργώ ασύνετα. ἀγνωμόνως = αναίσθητα. ἀγνωμοσύνη = αναισθησία, δυσμένεια. ἀγνώμων = αναίσθητος, απερίσκεπτος. ἀγνωσία = άγνοια, αφάνεια. ἄγονος(+γονὴ) = άκαρπος, στείρος, άτεκνος. ἀγορὰ = συγκέντρωση, τόπος συνελεύσεως× ἀγορὰν παρέχω = παρέχω τρόφιμα προς αγορά. [email protected] 1.
52

Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Aug 09, 2015

Download

Documents

makednos

Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
Welcome message from author
This document is posted to help you gain knowledge. Please leave a comment to let me know what you think about it! Share it to your friends and learn new things together.
Transcript
Page 1: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄβατος = ο μη βατός αδιάβατος απαραβίαστοςἀβέβαιος = ασταθής άστατοςἀβίωτος = ανυπόφοροςtimes ἀβίωτόν ἐστι τινὶ = ο βίος είναι ανυπόφορος σεκάποιονἀβοητὶ = χωρίς βοήἀβουλεύω = δεν θέλω ναhellipἀβουλία = έλλειψη σκέψεως απερισκεψίαἄβουλος = αυτός που δεν θέλει απερίσκεπτοςἀβούλως = απερίσκεπτα ασύνεταἁβρὸς = λεπτός χαριτωμένος κομψόςἀγαθὸς = καλός ευγενής ανδρείοςtimes ἀγαθὰ φρονῶ = έχω καλά αισθήματαtimes ἀγαθὰ πάσχω = ευεργετούμαι ἄγαμαι = θαυμάζω επαινώἄγαν = πολύἀγαπάω ndash ῶ= αγαπώ αρκούμαι σε κάτιἀγαπητῶς = πρόθυμα με χαρά αρκετάἀγγελία (ἄγγελος) = είδηση αγγελίαἀγγέλλω = αναγγέλλωἄγγελος = αγγελιοφόροςἀγνοέω ndash ῶ = αγνοώἄγνοια = άγνοια αμάθειαἀγνωμονέω ndash ῶ = ενεργώ ασύνεταἀγνωμόνως = αναίσθηταἀγνωμοσύνη = αναισθησία δυσμένειαἀγνώμων = αναίσθητος απερίσκεπτοςἀγνωσία = άγνοια αφάνειαἄγονος(ἀ+γονὴ) = άκαρπος στείρος άτεκνοςἀγορὰ = συγκέντρωση τόπος συνελεύσεωςtimes ἀγορὰν παρέχω = παρέχω τρόφιμα προς αγοράἀγορεύω = δημηγορώtimes κακῶς ἀγορεύω = κακολογώἀγχιστεία = συγγένειαἄγω = οδηγώ φέρωtimes ἄγω εἰρήνην = έχω ειρήνηtimes σχολὴν ἄγω = σχολάζωtimes ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζωtimes ἄγω καὶ φέρω = λεηλατώἄγω εἰς δίκην = σύρω στο δικαστήριο

olgapalotenetgr 1

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄγομαι φόνου = κατηγορούμαι για φόνοἀγὼν = αγώνας μάχη άμιλλα στάδιο δίκημέγας ἀγὼν = σπουδαία δίκηtimes καθίστημί τινα εἰς ἀγῶνα = μπλέκω κάποιον σε δίκηtimes ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δυνάμεωςἀγωνίζομαι = διεξάγω αγώναἀγωνίζομαι περὶ τοῦ σώματος = διεξάγω δικαστικό αγώνα περί ζωής ή θανάτουἀγώνισμα = αγώνας ανδραγάθημα κατόρθωμαἄδηλος = μη φανερός αφανήςἀδιάλλακτος = αυτός που δεν συμφιλιώνεταιἀδικέω ndash ῶ = αδικώ βλάπτωἀδίκημα = άδικη πράξηἀδόκιμος = άσημοςἀδοξέω-ῶ = δεν έχω καλή φήμηἀδοξία = κακή φήμη ασημότηταἀδοξος = αφανής άσημοςἀδυναμία amp ἀδυνασία = αδυναμίαἀδυνατέω ndash ῶ = δεν μπορώἀδωροδόκητος amp ἀδωροδόκος = αυτός που δεν δέχεται δώραἈθήναζε = προς Αθήναtimes Ἀθήνηθεν = από την Αθήναtimes Ἀθήνησι = στην Αθήνα (στάση)ἆθλον = έπαθλο βραβείοtimes ἆθλα τίθεται = προκηρύσσονται βραβείαἀθροίζω = συγκεντρώνωἀθρόος = συγκεντρωμένος πυκνόςἀθυμέω ndash ῶ = χάνω το θάρρος μου στενοχωρούμαιἀθυμία = απογοήτευση έλλειψη θάρρουςἀθύμως έχω = χάνω το θάρρος μουαἰδέομαι-οῦμαι = ντρέπομαι σέβομαιαἴδιος = αιώνιοςαἰδὼς = ντροπή σεβασμόςαἰνέω-ῶ = εγκωμιάζω εγκρίνωαἰνίττομαι = μιλώ αινιγματικά υπονοώαἵρεσις = άλωση κατάληψη εκλογή προτίμησηαἵρεσιν δίδωμι = παρέχω το δικαίωμα της εκλογήςαἵρεσιν λαμβάνω = έχω το δικαίωμα της εκλογήςαἱρέω-ῶ = λαμβάνω συλλαμβάνω κυριεύωαἱροῦμαι = εκλέγω προτιμώ εκλέγομαιtimes δίκην (γραφὴν) αἱρῶ = κερδίζω δίκη

olgapalotenetgr 2

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

αἴρω = υψώνω μεταφέρω απομακρύνωαἴρομαι = υψώνομαιαἴρω τεῖχος = υψώνω τείχοςtimes αἴρω τὰς ναῦς = απομακρύνω τα πλοίαtimes αἴρω ταῖς ναυσὶ= αποπλέωtimes αἴρω τῷ στρατῷ = ξεκινώαἴρομαι κίνδυνον (πόλεμον) = αναλαμβάνω τον κίνδυνο (τον πόλεμο)αἰσθάνομαι = αντιλαμβάνομαι μαθαίνωαἰσχρός = επονείδιστοςαἰσχύνη = ντροπήαἰσχύνω = ασχημίζω ντροπιάζωαἰσχύνομαι = ντρέπομαι σέβομαιαἰτέω-ῶ amp αἰτοῦμαι = ζητώ παρακαλώαἰτία = αιτία αφορμή κατηγορίαtimes αἰτίαν ἔχω (ὑπέχω) = κατηγορούμαιtimes ἐν αἰτίᾳ ἔχω τινά =κατηγορώtimes ἀπολύω τινά τῆς αἰτίας = απαλλάσσω κάποιον από την κατηγορίααἰτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώαἰών = ζωή αιώναςtimes ὁ σύμπας αἰών = αιωνιότηταἀκμάζω = είμαι ακμαίοςtimes ὁ σῖτος ἀκμάζει = είναι ώριμοςἀκμή = ακμή αιχμήἀκολασία = ασωτίαἀκούω = ακούωtimes εὖ ἀκούω = επαινούμαιtimes κακῶς ἀκούω = κακολογούμαιἄκρα = ακρωτήριοἀκραιφνής (lt ἀκεραιος + φαίνομαι) = ειλικρινής ολόκληροςἀκρασία = ακολασία ακράτειαἀκρατής = αχαλίνωτος ο μη εγκρατήςἀκρισία = σύγχυσηἄκριτος = συγκεχυμένοςἀκροάομαι-ῶμαι = ακούωἄκρον = κορυφή ακρωτήριοἄκων = χωρίς τη θέλησηἀλγέω-ῶ = πονώ θλίβομαιἀλγηδών = πόνος θλίψηἄλγος = πόνος θλίψηἀλήτης = περιπλανώμενοςἀλίσκομαι = κυριεύομαι συλλαμβάνομαι καταδικάζομαιἀλκιμος = ρωμαλέος ανδρείοςἀλλάτω = αλλάζω μεταβάλλω ανταλλάσσωἀλλαχῇ-ἀλλαχοῦ-ἀλλαχόθι-ἄλλοθι = αλλού

olgapalotenetgr 3

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἀλλαχόθεν = από αλλούἀλλαχόσε-ἄλλοσε = σε άλλο μέροςἀλλότριος = ξένοςtimes τὰ αλλότρια = ξένες υποθέσειςtimes ἀλλοτρίως ἔχω ή διάκειμαι πρός τινα = έχω εχθρικές διαθέσειςἀλλόφυλος = αλλοεθνήςἄλογος = παράλογος ακατανόητοςἅλωσις = κατάκτηση καταδίκηἁλωτός (lt ἁλίσκομαι) = αυτός που μπορεί να κυριευθεί κατακτηθείἅμα = αμέσως συγχρόνως μαζίἀμαθία amp ἀμάθεια = άγνοιαἁμαρτάνω = αποτυγχάνω σφάλλομαιἁμάρτημα = σφάλμα αδίκημαἁμαρτία = αποτυχία σφάλμαἀμέλεια = αδιαφορίαἀμελέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώἀμελής = αδιάφοροςἀμηχανία = απορία στενοχώριαἄμιλλα = συναγωνισμός αγώναςἀμνημονέω-ῶ = λησμονώἀμνήμων -ονος = αυτός που λησμονείἀμύνω = βοηθώ αποκρούω αγωνίζομαι για κάποιονἀμύνομαι = αποκρούωἀμφότεροι amp ἄμφω = και οι δύοἀναβαίνω = ανεβαίνωἀναβάλλω = αναβάλλωἀναβολή = αναβολή καθυστέρησηἀναγγέλλω = αναγγέλλωἀναγορεύω = ανακηρύττω διακηρύττωἀνάγω = μεταφέρω οδηγώ προς τα άνωtimes ἡ ναῦς ἀνάγεται = το πλοίο βγαίνει στο ανοικτό πέλαγοςἀναγωγή = απόπλους οδήγηση πλοίου στα ανοιχτάἀνάδοτος = ο επιστρεφόμενοςἀναιρέω-ῶ amp ἀναιροῦμαι = σηκώνω λαμβάνω περισυλλέγω και θάβω καταστρέφω αφαιρώtimes ἀνεῖλεν (ἡ Πυθία ἢ ὁ θεός) = χρησμοδότησεἀναλγησία = αναισθησίαἀνάλγητος = αναίσθητος σκληρόςἀναλίσκω amp ἀναλόω-ῶ = δαπανώἀναμένω = αναμένω υπομένω

olgapalotenetgr 4

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἀναμιμνήσκω = υπενθυμίζωtimes ἀναμιμνήσκομαι = θυμάμαιἀνάντης = ανηφορικόςἀναπείθω = μεταπείθωtimes ἀναπείθομαι = αλλάζω γνώμηἀνασκοπέω-ῶ = επιθεωρώ παρατηρώἀνάστατος = ο διωγμένος από την πατρίδαtimes ἀνάστατος γίγνομαι = ερημώνομαι καταστρέφομαιtimes ἀνάστατον ποιῶ = ερημώνω καταστρέφωἀναστρέφω = ανατρέπω γυρίζω πίσωtimes ἀναστρέφομαι = κάνω στροφήἀναστροφή = επιστροφή περιστροφήἀναχωρέω-ῶ = υποχωρώἀνδραποδίζω = καθιστώ κάποιον δούλοἀνδράποδον = δούλοςἀνείργω = εμποδίζωἀνεπιτήδειος = ακατάλληλος ανίκανοςἀνέχω = κρατώ ψηλά ανυψώνωtimes ἀνέχομαι = ανέχομαι τολμώ υποφέρωἀνήκεστος = αγιάτρευτος ανεπανόρθωτοςἀνθίστημι = στήνω αντιθέτωςtimes ἀνθίσταμαι = εναντιώνομαιἀνθρώπειος = ανθρώπινοςἀνία = θλίψη πόνος πλήξηἀνιαρός = ενοχλητικός θλιβερόςἀνιάω-ῶ = προξενώ λύπηtimes ἀνιῶμαι = λυπούμαι στενοχωρούμαιἀνίημι = αφήνω χαλαρώνωἀνίστημι = σηκώνω μετακινώtimes ἀνίσταμαί τινι = σηκώνομαι για να επιτεθώ εναντίον κάποιουtimes ἀνίσταμαι υπό τινος = διώχνομαιἄνοια = μωρία ανοησίαἀνοικίζω = ανοικοδομώ μετοικίζω κάποιον ερημώνωἀνοικίζομαι = εγκαθίσταμαι στο εσωτερικό μιας χώρας μετοικώ στα μεσόγειαἀνοιμώζω = στενάζω θρηνώἀνομία = παρανομίαἄνομος = παράνομος χωρίς νόμοἀνορθόω-ῶ = αποκαθιστώ επανορθώνωἄνους = ανόητοςἀνταγορεύω = αντιλέγωἀνταγωνίζομαι = συναγωνίζομαιἀντιδικέω-ῶ = ανταποδίδω την αδικία

olgapalotenetgr 5

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἀνταίρω = ανθίσταμαιἀντανάγω = εκπλέω επιτίθεμαι βγαίνω στο πέλαγοςἀνταποδίδωμι = ανταποδίδωἀνταπόλλυμι = αντεκδικούμενος καταστρέφωἀντεκπέμπω = στέλνω κι εγώ εναντίον κάποιουἀντεξάγω = εξάγω στράτευμα εναντίον εχθρούἀντεπάγω = οδηγώ στρατό εναντίον εχθρούἀντεπιτίθημι = κάνω αντεπίθεσηἀντέχω = διαρκώ παρατείνομαιtimes ἀντέχομαί τινος = είμαι προσκολλημένος σε κάτιἀντιβαίνω = βαδίζω εναντίονἀντιβοηθέω-ῶ = ανταποδίδω τη βοήθειαἀντιδίδωμι = ανταποδίδω ανταλλάσσωἀντιδικία = φιλονικίαἀντίδικος = αντίπαλος σε δίκηἀντικαταλλάσσω = ανταλλάσσω συμφιλιώνομαιἀντικόπτω = αντικρούω αντιστέκομαιἀντιλέγω = αντιλέγω φιλονικώἀντίος = αντιμέτωποςἀντιπαραβάλλω = συγκρίνωἀντιπαρατάσσω = παρατάσσω απέναντι κάποιουἀντιπαρέρχομαι = πορεύομαι παράλληλαἀντιπάσχω = κι εγώ παθαίνω κακόἀντιπέμπω = στέλνω εναντίονἀντιποιέω-ῶ = ανταποδίδω κάτι καλό ή κακόtimes αντιποιούμαι τινος τινί = προβάλλω αξιώσεις σε κάποιον για κάτι προβάλλω δικαιώματαἀντίπορος = αντικρινόςἀντίπρωρος = αντιμέτωποςtimes νῆες ἀντίπρωροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίαἀντιτάσσω = παρατάσσω εναντίον κάποιουἀντιτίθημι = αντιτάσσωἀνυδρία = ξηρασίαἀνυπόδητος = χωρίς υποδήματαἀνύτω amp ἀνύω = τελειώνω κατορθώνω διανύωἄνωθεν = εκ των άνωtimes οἱ ἄνωθεν = οι πρόγονοιἀνωμοτί = χωρίς όρκοἀνώμοτος = αυτός που δεν ορκίσθηκεἀνωφερής = ανηφορικός

olgapalotenetgr 6

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄξιος(lt ἄγω) = άξιοςtimes πολλοῦ ἄξιος = αξιόλογοςtimes πλείονος ἄξιος = χρησιμότεροςtimes οὐδενός ἄξιος = ασήμαντοςtimes σῖτος ἄξιος = σίτος φθηνόςἀξιόχρεως = αξιόπιστοςἀξιόω-ῶ = θεωρώ κάποιον άξιο έχω τη γνώμηἀξύμφορος = επιζήμιοςἀπαγγέλλω = αναγγέλλωtimes ἀπαγγέλλω πόλεμον = κηρύττω πόλεμοἀπαγορεύω = απαγορεύω εξασθενώ κουράζομαιἀπάγω = απομακρύνω οδηγώ προσάγω στο δικαστήριο ή δεσμωτήριοἀπαθής = αναίσθητος αβλαβής χωρίς ατύχημαἀπαλλάττω = απαλλάσσω απολύωtimes ἀπαλλάττομαι = αποχωρώἀπανίσταμαι = μεταναστεύωἀπαντάω-ῶ = συναντώ αποκρίνομαι ανθίσταμαι αντιμετωπίζωἅπαξ = μία φοράἀπειθέω-ῶ = δεν υπακούωἀπειθής = ανυπάκουοςἄπειμι = είμαι μακριά απουσιάζωἄπειρος = χωρίς δοκιμή άπειρος αμαθήςΜηδενός ἀπείρως ἔχω = τίποτε δεν αφήνω αδοκίμαστοἀπελαύνω = εξορίζω απομακρύνωἀπεχθάνομαι = μισούμαιἀπέχθεια = αντιπάθειαἀπεχθής = μισητός δυσάρεστος εχθρικόςἀπέχω-ομαι = απέχωἀπίθανος = απίστευτος μη πειστικόςἀπιστέω-ῶ = δυσπιστώ αμφιβάλλωἀπιστία = δυσπιστία καχυποψίαὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικάἀποβάλλω = απορρίπτωἀπογιγνώσκω = απελπίζομαι αθωώνωἀποδείκνυμι = καθιστώ γνωστό αποδεικνύωἀποδίδωμι = επιστρέφω ανακοινώνωtimes ἀποδίδωμι τά ὀνόματα = ανακοινώνω τα ονόματαἀποθνῄσκω = πεθαίνω φονεύομαιἀποικίζω = ιδρύω αποικίαἀποκάμνω = κουράζομαι παραμελώ

olgapalotenetgr 7

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

αποκνέω-ῶ = διστάζω φοβούμαιtimes ἀποκνῶ τόν πλοῦν = από φόβο αναβάλλω την εκστρατείαἀποκτείνω = σκοτώνω θανατώνωἀπολαμβάνω = παίρνω δέχομαι αποκλείωἀπολαύω = καρπούμαι απολαμβάνωἀπολείπω = αφήνω πίσω εγκαταλείπωἄπολις-ιδος = εξόριστος ο χωρίς πατρίδαtimes ἄπολις γίγνομαι = χάνω την πατρίδα μουἀπόλλυμι = χάνω φονεύω καταστρέφωἀπολύω = λύνω ελευθερώνω αθωώνωtimes ἀπολύομαι αἰτίας ή βλασφημίας ή διαβολάς = ανασκευάζω κατηγορίες ή κακολογίες ή συκοφαντίεςἄπονος = άκοπος οκνηρόςἀπορία = δυσκολία έλλειψηtimes εις απορίαν καθίσταμαι = περιέρχομαι σε δύσκολη θέσηtimes ἀπόρως ἔχω(διάκειμαι ndash διατίθεμαι) = βρίσκομαι σε αμηχανίαἀποσπάω-ῶ = αποχωρίζω αποσπώ αποσύρωἀπόστασις = αποστασία επανάστασηἀποστάτης = δραπέτης λιποτάκτης επαναστάτηςἀποτέμνω = αποκόπτωἀποφαίνω = φανερώνω αποδεικνύωἀποφαίνομαι = λέγω τη γνώμη μου προτείνωἀποψηφίζομαι = αθωώνω λαμβάνω αντίθετη απόφασηἀπραγμοσύνη = νωθρότητα οκνηρίαἀπράγμων-ονος = νωθρός φιλήσυχοςἀπραξία = αδρανειαἀπροφάσιστος = πιστός ειλικρινήςπόλεμος ἀπροφύλακτος = χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεωςtimes ἅπτομαι τῶν πολιτικων πραγμάτων = αναμιγνύομαι στα πολιτικάtimes ἅπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον πόλεμοἀργία = ανάπαυση οκνηρία απραξίαἀργός = άεργος αδρανήςἀρέσκω = είμαι αρεστόςtimes ἀρέσκομαι = είμαι ικανοποιημένος από κάτιἀρετή = ανδρεία ικανότητα υπεροχήἀριθμέω-ῶ = μετρώ υπολογίζωἀριστάω-ῶ = προγευματίζωἀριστοκρατία = αριστοκρατικό πολίτευμαἄριστον = πρόγευμαἀρμόττω = συναρμόζω αρμόζω

olgapalotenetgr 8

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄρρηκτος = αδιάρρηκτοςἀρρωστία = νόσος ασθένεια απροθυμίαἄρρωστος = ασθενής νωθρός απρόθυμοςtimes ἀρρωστότερος γίγνομαι = δείχνομαι λιγότερο πρόθυμοςἀρχή = έναρξη εξουσία κράτοςἄρχω = κάνω αρχή αρχίζω κυβερνώtimes ὁ ἄρχων = ο αρχηγόςtimes τό ἄρχειν = η εξουσίαtimes ἄρχομαι = αρχίζω εξουσιάζομαιἀρωγή = βοήθειαἀρωγός = βοηθόςἀσθένεια = εξασθένηση αδυναμίαἄσιτος = νηστικόςἄσπονδος = χωρίς συνθηκολόγησηἀσταθής = αβέβαιος ασταθήςἀστασίαστος = ο μη ταρασσόμενος από στάσειςἀτακτέω-ῶ = περνώ άτακτο βίοἀταξία = ακαταστασία απειθαρχίαἀτιμάζω = δεν τιμώ βρίζω προσβάλλωἄτιμος = αυτός που στερήθηκε τα πολιτικά του δικαιώματαἀτιμόω-ῶ = αφαιρώ από κάποιον δικαιώματαἀτραπός = οδός μονοπάτιἀτυχέω-ῶ = αποτυγχάνω νικιέμαιαὐθάδεια = θράσοςαὐθάδης = θρασύςαὖθις = πάλι πίσω στο μέλλοναὐτοβοεί = με τον πρώτο αλαλαγμό της εφόδουαὐτοκράτωρ = με πλήρη εξουσίααὐτόματος = αυτόματα αυθόρμηταtimes αὐτόματος θάνατος = ο φυσικός θάνατοςαὐτονομία = πολιτική ανεξαρτησίααὐτόνομος = αυτοδιοίκητοςαὐτόχθων-ονος = γηγενής ντόπιοςἀφαιρέω-ω amp ἀφαιροῦμαι = αφαιρώἀφανής = αόρατος άσημος σκοτεινόςἀφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ εξηγώἀφίημι = αφήνω ελευθερώνω αθωώνωἀφικνέομαι-οῦμαι = φθάνω έρχομαιἀφίστημι = απομακρύνω εμποδίζωἀφίσταμαι = απέχω αποφεύγω αποστατώ επαναστατώἀφροσύνη = απερισκεψίαἄφρων-ονος = ανόητος παράφρωνἀχαριστία = αγνωμοσύνη

olgapalotenetgr 9

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄχθομαι = αγανακτώ στενοχωρούμαιἄχθος = βάρος λύπη

βαίνω = βαδίζω πορεύομαιβάλλω = ρίχνω χτυπώ ρίχνω(ακόντιο)από μακριάβάρβαρος = ο μη ελληνικός ο ξένοςβαρύς εἰμί τινι = είμαι ενοχλητικός σε κάποιονβαρέως φέρω = δυσανασχετώβέβαιος = σταθερός ασφαλήςβιάζομαι = πιέζομαι καταβάλλομαι εξαναγκάζομαιβιάζομαι τόν ἔκπλουν = περνώ με βία το στόμιο του λιμέναβίος = βίος περιουσία τα μέσα προς τη ζωήβοηθέω-ῶ = βοηθώ σπεύδω προς βοήθειαβοτόν = βόσκημα ζώο κτήνοςβούλευμα = απόφασηβουλευτήριον = δικαστήριο βουλευτήριοβουλεύω = είμαι βουλευτής σκέπτομαιtimes βουλεύομαι = σκέπτομαι συσκέπτομαι αποφασίζωβούλομαι = θέλω επιθυμώtimes το βουλόμενον = επιθυμίαβραχύς = κοντός μικρός σύντομοςtimes διά βραχέων ή βραχύ τι = με λίγα λόγια

γέμω = είμαι γεμάτοςγενναῖος = ευγενής ανδρείοςtimes τό γενναῖον = γενναιότηταγέννημα = τέκνο καρπόςγεραιός amp γηραιός = γέροντας σεβαστόςγεραίτεροι = πρεσβύτεροιγῆρας = γηράματα

olgapalotenetgr 10

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

γηράσκω amp γηράω-ῶ = γερνώγηροτροφέω-ῶ = γηροκομώγίγνομαί τινος = γεννιέμαι από κάποιονγίγνομαι ἐπί τινι = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουγίγνομαι ὑπό τινι = υποτάσσομαι σε κάποιονγίγνομαι ἔν τινι = φτάνω σε κάτιταῦτα γιγνώσκω = αυτή τη γνώμη έχωοὕτω γιγνώσκω = τέτοια γνώμη έχω σχηματίσειτά γνωσθέντα = οι αποφάσειςγνώμη = σκέψη κρίσηπροσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχήtimes ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μουtimes τοιαύταις γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψειςtimes ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμηtimesτοιαύτη γνώμη παρίσταταί μοι = τέτοια σκέψη γεννιέται στο νου μουtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ἀπάγω τήν γνώμην = απομακρύνω τη σκέψηγράφω νόμον = συντάσσω νόμογράφομαι νόμον = προσβάλλω νόμογράφομαί τινα δίκην (γραφήν) = καταγγέλλω κάποιον εγγράφωςὁ γραψάμενος = ο κατήγοροςγυμνοπαιδίαι = Σπαρτιατική εορτή

δαίμων = θεός μοίρα τύχηδέδοικα-δέδια = φοβούμαιtimes τό δεδιός = ο φόβοςδείκνυμι = επιδεικνύω αποδεικνύωΔεῖμα = φόβοςδεινός = φοβερός ικανός επιδέξιοςtimes τά δεινά = κίνδυνος συμφορέςἐν δεινῷ εἰμι = βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηδελεάζομαι = εξαπατώμαι με δόλωμαδέλεαρ = δόλωμαδενδροτομέω-ῶ = κατακόπτω τα δέντρα ερημώνω

olgapalotenetgr 11

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

δέω = έχω ανάγκη στερούμαιὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + ΑΠΡΜΦ Αορ = λίγο έλειψε ναhellipδέομαι = έχω ανάγκη παρακάλωΔῆλος = φανερός σαφήςδηλόω-ῶ = φάνερώνω αποδεικνύωδημηγορέω-ῶ = αγορεύω στη συνέλευση του λαούδημηγορία = αγόρευσηδῆμος = λαός δημοκρατικό πολίτευμα δημοκρατικοί πολίτεςδημόσιος = κοινόςtimes δημοσίᾳ = με έξοδα του δημοσίουδηόω-ῶ = λεηλατώδιαβατήρια = θυσία προ της διαβάσεως της χώραςδιαβολή = συκοφαντίαδιαγίγνομαι = ζωδιαγιγνώσκω = διαχωρίζω εκφέρω γνώμη αποφασίζω διακρίνωδιάγω = ζω τη ζωή μου διαρκώς κάνω κάτι ζωδιαγωνίζομαι = αγωνίζομαι μάχομαι τελειώνω τον αγώναδιάδηλος = ολοφάνεροςδίαιτα = ζωή τρόπος ζωήςδιαιτησία = λύση διαφοράςδιάκειμαι = είμαι διατεθειμένοςδιακριβόω-ῶ = εξακριβώνωδιαλέγω = εκλέγομαιtimes διαλέγομαι = συζητώ μιλώ συνεννοούμαιδιαλείπω = απέχω μεσολαβώtimes οὐ διαλείπω + Κατηγ μτχ = διαρκώςδιαλείπω + μτχ = παύω ναhellipδιαλλαγή = συμφιλίωση συμφιλιωτική προσπάθειαδιαλλάττω = συμφιλιώνωδιανέμω = μοιράζωδιάνοια = νους πνεύμα σκοπός γνώμηχρῶμαι νέαις ταῖς διανοίαις = έχω νεανικά φρονήματαδιαπλέω = (διά μέσου) πλέωδιάπλους = διάπλευση ταξίδι πορθμόςδιαπράττομαι = διαπραγματεύομαι πετυχαίνω κατορθώνω αποπερατώνωδιαπυνθάνομαι = ρωτώ ζητώ να μάθωδιαρρήδην = ρητά σαφώςδιασκεδάννυμι = διασκορπίζωδιατίθημι = τακτοποιώ διαθέτω

olgapalotenetgr 12

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

διαφέρω = διαφέρω υπερέχω υπερισχύωδιαφθείρω = καταστρέφω φονεύωδίγλωττος = διερμηνέας δόλιοςδίδωμι = δίνω παρέχωtimes δίδωμί τινι + απρμφ = αξιώνω κάποιον ναtimes δίκην δίδωμι = τιμωρούμαιδιεκπλέω = διαπλέω διασπώ την εχθρική γραμμή πλέοντας δια μέσου τηςΔιέκπλους = ο πλους δια μέσου διάσπαση εχθρικής γραμμήςδιέξειμι amp διεξέρχομαι = διεξέρχομαι λεπτομερώς εκθέτωtimes ὁ τόν λόγον διεξιών = ο ομιλητήςδιέχω = απέχω αποχωρίζομαιδιίστημι = διαχωρίζωtimes διίσταμαι = διαφωνώ απομακρύνομαιδίκη = δίκη δίκαιο δικαιοσύνηtimes δίκην φεύγω = δικάζομαιtimes δίκην ὑπέχω = υποβάλλομαι σε δίκηtimes δίκην δίδωμί τινι = τιμωρούμαιtimes δίκην ὀφλισκάνω = καταδικάζομαιtimes δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώδιχῇ = κατά δυο τρόπους στα δύοδιώκω = διώκω καταδιώκω κατηγορώtimes ὁ διώκων = ο κατήγοροςtimes ὁ διωκόμενος = ο κατηγορούμενος τά δόξαντα amp τά δεδογμένα = οι αποφάσειςὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη μουtimes ἔδοξε ταῦτα = αυτά εγκρίθηκανδόκησις = γνώμη ιδέα υποψίαδοκιμάζω = ελέγχω εγκρίνω υποβάλλω σε δοκιμασία εγκρίνω την εκλογή κάποιου ως βουλευτήδόξα = ιδέα υπόληψη φήμηδουλεύω = είμαι δούλος υπήκοοςΕὖ (κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιονδύναμαι = μπορώδυναστεία = κυριαρχία εξουσίαδυσκλεής = άδοξοςδύσκλεια = κακή φήμηδύσνους = εχθρικόςδυσπραξία = αποτυχία ατυχία κακοτυχίαδυστυχέωndashῶ = υφίσταμαι ατυχίεςδωροδοκέωndashῶ = δέχομαι δώρα δωροδοκούμαιδωροδόκος = δωροδοκούμενος

olgapalotenetgr 13

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔαρ amp ἦρ γενική ἦρος = άνοιξηἐάω -ῶ = αφήνω επιτρέπω παραλείπωἐγγίγνομαι = γεννιέμαι είμαι έμφυτοςἐγγυτέρω ἐγγύτατα = κοντά περίπουἐγείρω = σηκώνω εξεγείρωἐγκαλέω -ῶ = κατηγορώtimes ἐγκαλῶ τινί τι = καταγγέλλω κάποιον για κάτιἔγκλημα = κατηγορία έγκλημαἐγκρατής = ισχυρός κυρίαρχος εγκρατήςἐγχειρίζω = παραδίδω εμπιστεύομαιἐγχωρεῖ = επιτρέπεται είναι δυνατόνἐθίζω = συνηθίζω κάποιον να κάνει κάτιἔθος = συνήθεια έθιμοεἰκῇ = άσκοπα τυχαίατά ὄντα (lt εἰμί) = τα υπάρχοντα η περιουσίαεἰμί ἔν τινι = ασχολούμαι σε κάτιtimes ἔν τινί ἐστι = από κάποιον εξαρτάταιtimes εἰμί ὑπό τινι amp ἐπί τινι = είμαι στην εξουσία κάποιουἔστιν ὅστις = κάποιοςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις = κανέναςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ = καθένας πάςἔστιν ὅτε = κάποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε = ουδέποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε οὐ = πάντοτεἔστιν ὅπως = κάπωςtimes οὐκ ἔστιν ὅπως = με κανέναν τρόποtimes οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ = ασφαλώςἔστιν ὅπου = κάπουtimes οὐκ ἔστιν ὅπου = πουθενάtimes οὐκ ἔστιν ὅπου οὐ = παντούεἶμι = έρχομαι πηγαίνωεἴργνυμι amp εἰργνύω amp εἴργω = εμποδίζω την έξοδο αποκλείω φυλακίζωεἰρήνη = ειρήνηtimes εἰρήνην ἄγω (ἔχω) = διάγω ειρηνικάtimes εἰρήνην συντίθεμαι = συνάπτω ειρήνηtimes παντελής εἰρήνη ἡμῖν γίγνεται = επικρατεί πλήρης εσωτερική ειρήνηεἰσαγγέλλω = καταγγέλλω αναγγέλλωtimes εἰσαγγέλλω τινί τι = αναγγέλλω σε κάποιον κάτιεἰσάγω = οδηγώ μέσαεἰσβαίνω = επιβιβάζομαι

olgapalotenetgr 14

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εἰσβολή = εισβολή επίθεση δίοδοςεἰσπίπτω = πέφτω μέσα εισορμώεἰσφέρω = φέρνω μέσα συνεισφέρω προτείνωεἴσω = μέσαεἶτα = έπειταἑκάς = μακριάἐκβαίνω = εξέρχομαι αποβαίνωἐκβάλλω = εξορίζω εκδιώκωἔκβασις = απόβαση αποβίβαση αποτέλεσμαἐκβολή = εκδίωξη έξοδοςἐκδιώκω = εξορίζωἐκλείπω = εγκαταλείπω παραλείπωἐκλογίζομαι = σκέπτομαι λογαριάζωἐκπέμπω = εξαποστέλλωἔκπεμψις= αποστολήἐκπίπτω = εξορίζομαι διώχνομαιἔκπληξις = κατάπληξη φόβοςἐκπλήττω = φοβίζω κτυπώtimes ἐκπλήττομαι = σαστίζωἐκποδών γίγνομαι = παραμερίζομαιtimes ἐκποδών ποιοῦμαί τινα = βγάζω κάποιον από τη μέσηἔκσπονδος = ο αποκλεισμένος από τις σπουδέςἐκφαίνω = αποκαλύπτω φανερώνωἐκφαίνω πόλεμον = κηρύττω πόλεμοἐκφέρω πόλεμον = κηρύττω ή επιχειρώ πόλεμοἐκφέρομαι δόξαν = αποκτώ φήμηδίκην φεύγω = αθωώνομαιἑκών ἑκοῦσα ἑκόν = θεληματικάἐλπίζω = αναμένω ελπίζωἐμβάλλω = εισβάλλω συγκρούομαιἐμβολή = εισβολή επιδρομή έφοδοςἐμμένω = μένω σταθερός σε κάτιἐμπίπτω = επιτίθεμαι εισορμώἐμποδών (lt ἐν ποσίν ὤν) = εμπόδιοἐμποδών γίγνομαι = εμποδίζωἐνάγω = παρακινώ ενάγω σε δικαστήριοἐναντίος = ο απέναντι αντίθετος αντίπαλοςἐναργής (ἐν-ἀργός) = φανερός σαφήςἐνδεής = στερούμενοςἔνδεια = έλλειψη στέρηση ανάγκηἐνδίδωμι = δίνω υποχωρώἔνδον = μέσα

olgapalotenetgr 15

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔνειμι = είμαι μέσα ενυπάρχωἔνεστι amp ἔνι = είναι δυνατόν επιτρέπεταιἐνιαύσιος = ετήσιοςἐνιαυτός (lt ἔνος) = έτοςἐννοέω-ῶ = εννοώ σκέπτομαιἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσαἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσειἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές συνθήκεςἐντυγχάνω = συναντώἐξαγγέλλω = διακηρύττωἐξάγω = οδηγώ έξωἐξάγομαι = βγαίνω έξωἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι αποτυγχάνωἐξανίστημι = διώχνω ερημώνωἐξανίσταμαι = εγείρομαι ερημώνομαιἔξαρνός εἰμι = αρνούμαιἔξεστι = είναι δυνατόνἐξελαύνω = εκδιώκω εξάγω εκστρατεύω εξορμώἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός διοικώἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ φθάνω σεhellipἐπαγγέλλω = διατάζω γνωστοποιώἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα υπόσχομαιἐπάγω = οδηγώ εναντίονtimes ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω προσκαλώἐπαινέω-ῶ = επαινώ επιδοκιμάζωἐπαίρω = σηκώνω υψώνω παρακινώἐπαίρομαι = περηφανεύομαιἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ παραπονούμαιἐπανάγω = σύρω επαναφέρω βγάζω στο πέλαγοςἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρούἐπαναγωγή = επίθεση κατά θάλασσαἐπανίσταμαι = επαναστατώἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω βοηθώ υπερασπίζωἐπείγομαι = βιάζομαιἐπέλασις = επίθεση επιδρομήἐπελαύνω = εκστρατεύω εφορμώἐπεξάγω = εκστρατεύω βγάζω στρατό εναντίονἐπέξειμι amp ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον διώκω δικαστικώς

olgapalotenetgr 16

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζωtimes ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζωtimes ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μουἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλούἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακόtimes ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλήςἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική ενέργειαἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαιἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενοςἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιοςἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβοἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώtimes τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμίαἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλοςἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό)ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικάἐπικλινής = κατηφορικόςἐπικουρία = προστασία βοήθειαἐπίκουρος = βοηθός προστάτηςἐπιλέγω = εκλέγωἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπωἐπιλήσμων = αυτός που λησμονείἐπίλοιπος = υπόλοιποςἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθειαἐπιμαχία = αμυντική συμφωνίαἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφήἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφήἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόλησηἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτιἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνιἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαιἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώςἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεταιἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνωἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγιαἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομήἘπιπολαί = περιοχή των Συρακουσώνἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευναποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω ερευνώἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

olgapalotenetgr 17

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαιἐπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητήςἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζωτά ἐπιστελλόμενα = τα παραγγελλόμεναἐπιστήμη = γνώση δεξιότηταἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνοςἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιοςἐπίσχω = εμποδίζω σταματώἐπίταξις = διαταγήἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγόἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμαἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρόἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμοςτά ἐπιτήδεια = εφόδια τα αναγκαία για τροφήἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμαἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως έργο μου διαπράττωἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρωtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνωἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτωἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχηἐπιτροπεία = κηδεμονίαἐπιτροπεύω = κηδεμονεύωἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκωἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνωἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνσηἐπιχαίρω = χαίρω για κάτιἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριούἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιοςἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορίαἔποικος = άποικος γείτοναςἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρόςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώἔπουρος = ούριοςἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστήςἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι

olgapalotenetgr 18

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμαἐργώδης = κοπιαστικόςἔρεισμα = στήριγμαἐρέσσω = κωπηλατώἐρέτης = κωπηλάτηςἐρῆμος = έρημος μόνοςἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφωἔρις = φιλονικία άμιλλαχεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαιἔρως = έρωτας πόθος επιθυμίαἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθωἔσχατος = τελευταίος απώτατοςἑταῖρος = φίλος σύντροφοςἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμοςεὐβουλία = φρόνησηεὔβουλος = συνετόςεὐγενής = ο καλής καταγωγήςεὐδαιμονία = ευτυχίαεὐδαίμων = ευτυχήςεὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαιεὐδόκιμος = έντιμος επαινετόςεὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη καλήεὔελπις-ιδος = αισιόδοξοςεὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσίαεἰς λόγους ἔρχομαί τινι = έρχομαι σε διαπραγματεύσειςεὐήθης = αφελής ανόητοςεὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέοςεὐκλεής = περίφημος ένδοξοςεὔκλεια = δόξαεὐκοσμία = ευπρέπεια τάξηεὐλάβεια = προσοχήεὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαιεὐμενής = ευνοϊκόςεὔνοια = ευμένειαtimes εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιονεὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλάεὐνομία = καλή διοίκησηεὔνους = ευνοϊκός φιλικόςεὐπάθεια = ευτυχίαεὐπραγέω-ῶ = ευτυχώεὐπρανία amp εὐπραξία = ευτυχία

olgapalotenetgr 19

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εὖρος = πλάτοςεὐρωστία = σωματική δύναμηεὔρωστος = ρωμαλέοςεὔτακτος = τακτικός πειθαρχικόςεὐταξία = πειθαρχίαεὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζωεὐφροσύνη = χαράἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικάἐφέπτω amp ἐφέπτομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώἐφήδομαι = επιχαίρω ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύωἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολέςἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μουἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζωἐφοράω-ῶ = επιβλέπωἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρωἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκίαἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτήἐφορμίζομαι = αγκυροβολώἔχθος = (το) μίσοςἔχθρα = μίσοςtimes οἰκεία ἔχθρα = προσωπικήἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλήςἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχωἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαιἔχω + απαρέμφ= μπορώἕως = αυγήἅμα ἕῳ = τα χαράματα

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέωζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω πλοία με σχοινιάζηλόω-ῶ = ζηλεύωζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρίαζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

olgapalotenetgr 20

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώζήω-ῶ = ζωζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβηἥβη = νεότηταἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχίαἡγεμών = αρχηγός οδηγόςἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύωtimes περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου) ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτιἥδομαι = ευχαριστούμαιἡδονή = ευχαρίστηση τέρψηἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσειςἡδύς = γλυκόςἡδέως = με ευχαρίστησηἥκιστα = καθόλουἥκω = έχω έλθει έχω καταντήσειἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικοςἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρόςἡμέτερος = δικός μαςἠμί = λέγωtimes ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώtimes ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτόςἤπειρος = στεριάἬπειρος = η Ασίαἡσυχία = ησυχίαtimes ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζωἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσαςθάλπος = θερμότητα ζέστηθανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

olgapalotenetgr 21

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρροςτό θαρσοῦν = το θάρροςθάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμηθαρσύνω-θαρρύνω = δίνω θάρροςθαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαιθαυμάσιος-θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστοςθεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζωθεῖος = θεϊκόςθέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθόθεοφιλής = αγαπητός στους θεούςθεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαιθεράπων-οντος = υπηρέτηςθέω = τρέχω πλέωtimes δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδηνθεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώθηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκωθνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαιθορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαιθροῦς = ψίθυροςθυμοειδής = ζωηρός ορμητικόςθυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαιθύω-θύομαι = θυσιάζωθωπεία = κολακείαθωπεύω = κολακεύωθωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύωἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικόςτά ἴδια = ιδιωτικές υποθέσειςἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικάἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτηςχώρα ἰδιωτεύουσα = ανάξια λόγουἱδρύω = ιδρύω κτίζωtimes ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

olgapalotenetgr 22

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἱερός = ιερός αφιερωμένοςtimes γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκέςἵημι = ρίχνω εκπέμπωtimes ἵεμαι = ορμώἱκετεύω = παρακαλώἱκέτης = ικέτηςἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαιἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασίαἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμουἰσόπεδον = ομαλό έδαφοςἵστημι = στήνω διεγείρωtimes ἵσταμαι = στέκομαι κείμαιἰσχύς = δύναμηἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύωκαθαίρω = καθαρίζωκάθαρσις = εξαγνισμόςκαθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώtimes καθίσταμαι = εγκαθίσταμαιtimes καθίσταμαι τήν πολιτείαν = τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεωςtimes καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσειςtimes καθίσταμαί τι = τακτοποιώ κάτικάθοδος = επάνοδος στην πατρίδακαινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίαςκαίριος = αξιόλογος κατάλληλοςκαιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμήtimes ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελοςtimes μετά καιροῦ = σε κατάλληλη περίστασηtimes παρά καιρόν = παράκαιρακακία = κακότητα δειλίακακοδαιμονία = ατυχία δυστυχίακακοδοξία = κακή φήμηκακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακόκακοπάθεια = αθλιότητακακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώκακοπραγία = αποτυχία δυστυχίακακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτωκαλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

olgapalotenetgr 23

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαικαρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπουκαρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχωκαταβαίνω = κατεβαίνωκαταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζωκαταβοή = κατακραυγήκαταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτιtimes καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεταιtimes θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατοκαταγορεύω = κατηγορώκατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορίακατάδηλος = ολοφάνεροςκαταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνωκαταισχύνω = ντροπιάζωκαταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπήκαταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξηκαταλείπω = κληροδοτώ αφήνω πίσω εγκαταλείπω παραδίδωκαταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνωκατάλυσις = διάλυση κατάργησηκαταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώκαταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχίακαταπλέω = προσορμίζομαικατάπληξις = έκπληξη φόβοςκαταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιονκαταπλήσσομαι = φοβάμαικατάπλους = κατάπλους σε λιμάνικατασήπομαι = σαπίζωκατατρίβω = αφανίζω καταστρέφωκαταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαικαταψηφίζομαι = καταδικάζωκατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίεςκατοικέω-ῶ = κατοικώκατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκουςκατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύκατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύκαῦμα = καύσωναςκαῦσις = καύση καυτηρίαση

olgapalotenetgr 24

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 2: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄγομαι φόνου = κατηγορούμαι για φόνοἀγὼν = αγώνας μάχη άμιλλα στάδιο δίκημέγας ἀγὼν = σπουδαία δίκηtimes καθίστημί τινα εἰς ἀγῶνα = μπλέκω κάποιον σε δίκηtimes ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δυνάμεωςἀγωνίζομαι = διεξάγω αγώναἀγωνίζομαι περὶ τοῦ σώματος = διεξάγω δικαστικό αγώνα περί ζωής ή θανάτουἀγώνισμα = αγώνας ανδραγάθημα κατόρθωμαἄδηλος = μη φανερός αφανήςἀδιάλλακτος = αυτός που δεν συμφιλιώνεταιἀδικέω ndash ῶ = αδικώ βλάπτωἀδίκημα = άδικη πράξηἀδόκιμος = άσημοςἀδοξέω-ῶ = δεν έχω καλή φήμηἀδοξία = κακή φήμη ασημότηταἀδοξος = αφανής άσημοςἀδυναμία amp ἀδυνασία = αδυναμίαἀδυνατέω ndash ῶ = δεν μπορώἀδωροδόκητος amp ἀδωροδόκος = αυτός που δεν δέχεται δώραἈθήναζε = προς Αθήναtimes Ἀθήνηθεν = από την Αθήναtimes Ἀθήνησι = στην Αθήνα (στάση)ἆθλον = έπαθλο βραβείοtimes ἆθλα τίθεται = προκηρύσσονται βραβείαἀθροίζω = συγκεντρώνωἀθρόος = συγκεντρωμένος πυκνόςἀθυμέω ndash ῶ = χάνω το θάρρος μου στενοχωρούμαιἀθυμία = απογοήτευση έλλειψη θάρρουςἀθύμως έχω = χάνω το θάρρος μουαἰδέομαι-οῦμαι = ντρέπομαι σέβομαιαἴδιος = αιώνιοςαἰδὼς = ντροπή σεβασμόςαἰνέω-ῶ = εγκωμιάζω εγκρίνωαἰνίττομαι = μιλώ αινιγματικά υπονοώαἵρεσις = άλωση κατάληψη εκλογή προτίμησηαἵρεσιν δίδωμι = παρέχω το δικαίωμα της εκλογήςαἵρεσιν λαμβάνω = έχω το δικαίωμα της εκλογήςαἱρέω-ῶ = λαμβάνω συλλαμβάνω κυριεύωαἱροῦμαι = εκλέγω προτιμώ εκλέγομαιtimes δίκην (γραφὴν) αἱρῶ = κερδίζω δίκη

olgapalotenetgr 2

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

αἴρω = υψώνω μεταφέρω απομακρύνωαἴρομαι = υψώνομαιαἴρω τεῖχος = υψώνω τείχοςtimes αἴρω τὰς ναῦς = απομακρύνω τα πλοίαtimes αἴρω ταῖς ναυσὶ= αποπλέωtimes αἴρω τῷ στρατῷ = ξεκινώαἴρομαι κίνδυνον (πόλεμον) = αναλαμβάνω τον κίνδυνο (τον πόλεμο)αἰσθάνομαι = αντιλαμβάνομαι μαθαίνωαἰσχρός = επονείδιστοςαἰσχύνη = ντροπήαἰσχύνω = ασχημίζω ντροπιάζωαἰσχύνομαι = ντρέπομαι σέβομαιαἰτέω-ῶ amp αἰτοῦμαι = ζητώ παρακαλώαἰτία = αιτία αφορμή κατηγορίαtimes αἰτίαν ἔχω (ὑπέχω) = κατηγορούμαιtimes ἐν αἰτίᾳ ἔχω τινά =κατηγορώtimes ἀπολύω τινά τῆς αἰτίας = απαλλάσσω κάποιον από την κατηγορίααἰτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώαἰών = ζωή αιώναςtimes ὁ σύμπας αἰών = αιωνιότηταἀκμάζω = είμαι ακμαίοςtimes ὁ σῖτος ἀκμάζει = είναι ώριμοςἀκμή = ακμή αιχμήἀκολασία = ασωτίαἀκούω = ακούωtimes εὖ ἀκούω = επαινούμαιtimes κακῶς ἀκούω = κακολογούμαιἄκρα = ακρωτήριοἀκραιφνής (lt ἀκεραιος + φαίνομαι) = ειλικρινής ολόκληροςἀκρασία = ακολασία ακράτειαἀκρατής = αχαλίνωτος ο μη εγκρατήςἀκρισία = σύγχυσηἄκριτος = συγκεχυμένοςἀκροάομαι-ῶμαι = ακούωἄκρον = κορυφή ακρωτήριοἄκων = χωρίς τη θέλησηἀλγέω-ῶ = πονώ θλίβομαιἀλγηδών = πόνος θλίψηἄλγος = πόνος θλίψηἀλήτης = περιπλανώμενοςἀλίσκομαι = κυριεύομαι συλλαμβάνομαι καταδικάζομαιἀλκιμος = ρωμαλέος ανδρείοςἀλλάτω = αλλάζω μεταβάλλω ανταλλάσσωἀλλαχῇ-ἀλλαχοῦ-ἀλλαχόθι-ἄλλοθι = αλλού

olgapalotenetgr 3

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἀλλαχόθεν = από αλλούἀλλαχόσε-ἄλλοσε = σε άλλο μέροςἀλλότριος = ξένοςtimes τὰ αλλότρια = ξένες υποθέσειςtimes ἀλλοτρίως ἔχω ή διάκειμαι πρός τινα = έχω εχθρικές διαθέσειςἀλλόφυλος = αλλοεθνήςἄλογος = παράλογος ακατανόητοςἅλωσις = κατάκτηση καταδίκηἁλωτός (lt ἁλίσκομαι) = αυτός που μπορεί να κυριευθεί κατακτηθείἅμα = αμέσως συγχρόνως μαζίἀμαθία amp ἀμάθεια = άγνοιαἁμαρτάνω = αποτυγχάνω σφάλλομαιἁμάρτημα = σφάλμα αδίκημαἁμαρτία = αποτυχία σφάλμαἀμέλεια = αδιαφορίαἀμελέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώἀμελής = αδιάφοροςἀμηχανία = απορία στενοχώριαἄμιλλα = συναγωνισμός αγώναςἀμνημονέω-ῶ = λησμονώἀμνήμων -ονος = αυτός που λησμονείἀμύνω = βοηθώ αποκρούω αγωνίζομαι για κάποιονἀμύνομαι = αποκρούωἀμφότεροι amp ἄμφω = και οι δύοἀναβαίνω = ανεβαίνωἀναβάλλω = αναβάλλωἀναβολή = αναβολή καθυστέρησηἀναγγέλλω = αναγγέλλωἀναγορεύω = ανακηρύττω διακηρύττωἀνάγω = μεταφέρω οδηγώ προς τα άνωtimes ἡ ναῦς ἀνάγεται = το πλοίο βγαίνει στο ανοικτό πέλαγοςἀναγωγή = απόπλους οδήγηση πλοίου στα ανοιχτάἀνάδοτος = ο επιστρεφόμενοςἀναιρέω-ῶ amp ἀναιροῦμαι = σηκώνω λαμβάνω περισυλλέγω και θάβω καταστρέφω αφαιρώtimes ἀνεῖλεν (ἡ Πυθία ἢ ὁ θεός) = χρησμοδότησεἀναλγησία = αναισθησίαἀνάλγητος = αναίσθητος σκληρόςἀναλίσκω amp ἀναλόω-ῶ = δαπανώἀναμένω = αναμένω υπομένω

olgapalotenetgr 4

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἀναμιμνήσκω = υπενθυμίζωtimes ἀναμιμνήσκομαι = θυμάμαιἀνάντης = ανηφορικόςἀναπείθω = μεταπείθωtimes ἀναπείθομαι = αλλάζω γνώμηἀνασκοπέω-ῶ = επιθεωρώ παρατηρώἀνάστατος = ο διωγμένος από την πατρίδαtimes ἀνάστατος γίγνομαι = ερημώνομαι καταστρέφομαιtimes ἀνάστατον ποιῶ = ερημώνω καταστρέφωἀναστρέφω = ανατρέπω γυρίζω πίσωtimes ἀναστρέφομαι = κάνω στροφήἀναστροφή = επιστροφή περιστροφήἀναχωρέω-ῶ = υποχωρώἀνδραποδίζω = καθιστώ κάποιον δούλοἀνδράποδον = δούλοςἀνείργω = εμποδίζωἀνεπιτήδειος = ακατάλληλος ανίκανοςἀνέχω = κρατώ ψηλά ανυψώνωtimes ἀνέχομαι = ανέχομαι τολμώ υποφέρωἀνήκεστος = αγιάτρευτος ανεπανόρθωτοςἀνθίστημι = στήνω αντιθέτωςtimes ἀνθίσταμαι = εναντιώνομαιἀνθρώπειος = ανθρώπινοςἀνία = θλίψη πόνος πλήξηἀνιαρός = ενοχλητικός θλιβερόςἀνιάω-ῶ = προξενώ λύπηtimes ἀνιῶμαι = λυπούμαι στενοχωρούμαιἀνίημι = αφήνω χαλαρώνωἀνίστημι = σηκώνω μετακινώtimes ἀνίσταμαί τινι = σηκώνομαι για να επιτεθώ εναντίον κάποιουtimes ἀνίσταμαι υπό τινος = διώχνομαιἄνοια = μωρία ανοησίαἀνοικίζω = ανοικοδομώ μετοικίζω κάποιον ερημώνωἀνοικίζομαι = εγκαθίσταμαι στο εσωτερικό μιας χώρας μετοικώ στα μεσόγειαἀνοιμώζω = στενάζω θρηνώἀνομία = παρανομίαἄνομος = παράνομος χωρίς νόμοἀνορθόω-ῶ = αποκαθιστώ επανορθώνωἄνους = ανόητοςἀνταγορεύω = αντιλέγωἀνταγωνίζομαι = συναγωνίζομαιἀντιδικέω-ῶ = ανταποδίδω την αδικία

olgapalotenetgr 5

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἀνταίρω = ανθίσταμαιἀντανάγω = εκπλέω επιτίθεμαι βγαίνω στο πέλαγοςἀνταποδίδωμι = ανταποδίδωἀνταπόλλυμι = αντεκδικούμενος καταστρέφωἀντεκπέμπω = στέλνω κι εγώ εναντίον κάποιουἀντεξάγω = εξάγω στράτευμα εναντίον εχθρούἀντεπάγω = οδηγώ στρατό εναντίον εχθρούἀντεπιτίθημι = κάνω αντεπίθεσηἀντέχω = διαρκώ παρατείνομαιtimes ἀντέχομαί τινος = είμαι προσκολλημένος σε κάτιἀντιβαίνω = βαδίζω εναντίονἀντιβοηθέω-ῶ = ανταποδίδω τη βοήθειαἀντιδίδωμι = ανταποδίδω ανταλλάσσωἀντιδικία = φιλονικίαἀντίδικος = αντίπαλος σε δίκηἀντικαταλλάσσω = ανταλλάσσω συμφιλιώνομαιἀντικόπτω = αντικρούω αντιστέκομαιἀντιλέγω = αντιλέγω φιλονικώἀντίος = αντιμέτωποςἀντιπαραβάλλω = συγκρίνωἀντιπαρατάσσω = παρατάσσω απέναντι κάποιουἀντιπαρέρχομαι = πορεύομαι παράλληλαἀντιπάσχω = κι εγώ παθαίνω κακόἀντιπέμπω = στέλνω εναντίονἀντιποιέω-ῶ = ανταποδίδω κάτι καλό ή κακόtimes αντιποιούμαι τινος τινί = προβάλλω αξιώσεις σε κάποιον για κάτι προβάλλω δικαιώματαἀντίπορος = αντικρινόςἀντίπρωρος = αντιμέτωποςtimes νῆες ἀντίπρωροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίαἀντιτάσσω = παρατάσσω εναντίον κάποιουἀντιτίθημι = αντιτάσσωἀνυδρία = ξηρασίαἀνυπόδητος = χωρίς υποδήματαἀνύτω amp ἀνύω = τελειώνω κατορθώνω διανύωἄνωθεν = εκ των άνωtimes οἱ ἄνωθεν = οι πρόγονοιἀνωμοτί = χωρίς όρκοἀνώμοτος = αυτός που δεν ορκίσθηκεἀνωφερής = ανηφορικός

olgapalotenetgr 6

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄξιος(lt ἄγω) = άξιοςtimes πολλοῦ ἄξιος = αξιόλογοςtimes πλείονος ἄξιος = χρησιμότεροςtimes οὐδενός ἄξιος = ασήμαντοςtimes σῖτος ἄξιος = σίτος φθηνόςἀξιόχρεως = αξιόπιστοςἀξιόω-ῶ = θεωρώ κάποιον άξιο έχω τη γνώμηἀξύμφορος = επιζήμιοςἀπαγγέλλω = αναγγέλλωtimes ἀπαγγέλλω πόλεμον = κηρύττω πόλεμοἀπαγορεύω = απαγορεύω εξασθενώ κουράζομαιἀπάγω = απομακρύνω οδηγώ προσάγω στο δικαστήριο ή δεσμωτήριοἀπαθής = αναίσθητος αβλαβής χωρίς ατύχημαἀπαλλάττω = απαλλάσσω απολύωtimes ἀπαλλάττομαι = αποχωρώἀπανίσταμαι = μεταναστεύωἀπαντάω-ῶ = συναντώ αποκρίνομαι ανθίσταμαι αντιμετωπίζωἅπαξ = μία φοράἀπειθέω-ῶ = δεν υπακούωἀπειθής = ανυπάκουοςἄπειμι = είμαι μακριά απουσιάζωἄπειρος = χωρίς δοκιμή άπειρος αμαθήςΜηδενός ἀπείρως ἔχω = τίποτε δεν αφήνω αδοκίμαστοἀπελαύνω = εξορίζω απομακρύνωἀπεχθάνομαι = μισούμαιἀπέχθεια = αντιπάθειαἀπεχθής = μισητός δυσάρεστος εχθρικόςἀπέχω-ομαι = απέχωἀπίθανος = απίστευτος μη πειστικόςἀπιστέω-ῶ = δυσπιστώ αμφιβάλλωἀπιστία = δυσπιστία καχυποψίαὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικάἀποβάλλω = απορρίπτωἀπογιγνώσκω = απελπίζομαι αθωώνωἀποδείκνυμι = καθιστώ γνωστό αποδεικνύωἀποδίδωμι = επιστρέφω ανακοινώνωtimes ἀποδίδωμι τά ὀνόματα = ανακοινώνω τα ονόματαἀποθνῄσκω = πεθαίνω φονεύομαιἀποικίζω = ιδρύω αποικίαἀποκάμνω = κουράζομαι παραμελώ

olgapalotenetgr 7

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

αποκνέω-ῶ = διστάζω φοβούμαιtimes ἀποκνῶ τόν πλοῦν = από φόβο αναβάλλω την εκστρατείαἀποκτείνω = σκοτώνω θανατώνωἀπολαμβάνω = παίρνω δέχομαι αποκλείωἀπολαύω = καρπούμαι απολαμβάνωἀπολείπω = αφήνω πίσω εγκαταλείπωἄπολις-ιδος = εξόριστος ο χωρίς πατρίδαtimes ἄπολις γίγνομαι = χάνω την πατρίδα μουἀπόλλυμι = χάνω φονεύω καταστρέφωἀπολύω = λύνω ελευθερώνω αθωώνωtimes ἀπολύομαι αἰτίας ή βλασφημίας ή διαβολάς = ανασκευάζω κατηγορίες ή κακολογίες ή συκοφαντίεςἄπονος = άκοπος οκνηρόςἀπορία = δυσκολία έλλειψηtimes εις απορίαν καθίσταμαι = περιέρχομαι σε δύσκολη θέσηtimes ἀπόρως ἔχω(διάκειμαι ndash διατίθεμαι) = βρίσκομαι σε αμηχανίαἀποσπάω-ῶ = αποχωρίζω αποσπώ αποσύρωἀπόστασις = αποστασία επανάστασηἀποστάτης = δραπέτης λιποτάκτης επαναστάτηςἀποτέμνω = αποκόπτωἀποφαίνω = φανερώνω αποδεικνύωἀποφαίνομαι = λέγω τη γνώμη μου προτείνωἀποψηφίζομαι = αθωώνω λαμβάνω αντίθετη απόφασηἀπραγμοσύνη = νωθρότητα οκνηρίαἀπράγμων-ονος = νωθρός φιλήσυχοςἀπραξία = αδρανειαἀπροφάσιστος = πιστός ειλικρινήςπόλεμος ἀπροφύλακτος = χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεωςtimes ἅπτομαι τῶν πολιτικων πραγμάτων = αναμιγνύομαι στα πολιτικάtimes ἅπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον πόλεμοἀργία = ανάπαυση οκνηρία απραξίαἀργός = άεργος αδρανήςἀρέσκω = είμαι αρεστόςtimes ἀρέσκομαι = είμαι ικανοποιημένος από κάτιἀρετή = ανδρεία ικανότητα υπεροχήἀριθμέω-ῶ = μετρώ υπολογίζωἀριστάω-ῶ = προγευματίζωἀριστοκρατία = αριστοκρατικό πολίτευμαἄριστον = πρόγευμαἀρμόττω = συναρμόζω αρμόζω

olgapalotenetgr 8

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄρρηκτος = αδιάρρηκτοςἀρρωστία = νόσος ασθένεια απροθυμίαἄρρωστος = ασθενής νωθρός απρόθυμοςtimes ἀρρωστότερος γίγνομαι = δείχνομαι λιγότερο πρόθυμοςἀρχή = έναρξη εξουσία κράτοςἄρχω = κάνω αρχή αρχίζω κυβερνώtimes ὁ ἄρχων = ο αρχηγόςtimes τό ἄρχειν = η εξουσίαtimes ἄρχομαι = αρχίζω εξουσιάζομαιἀρωγή = βοήθειαἀρωγός = βοηθόςἀσθένεια = εξασθένηση αδυναμίαἄσιτος = νηστικόςἄσπονδος = χωρίς συνθηκολόγησηἀσταθής = αβέβαιος ασταθήςἀστασίαστος = ο μη ταρασσόμενος από στάσειςἀτακτέω-ῶ = περνώ άτακτο βίοἀταξία = ακαταστασία απειθαρχίαἀτιμάζω = δεν τιμώ βρίζω προσβάλλωἄτιμος = αυτός που στερήθηκε τα πολιτικά του δικαιώματαἀτιμόω-ῶ = αφαιρώ από κάποιον δικαιώματαἀτραπός = οδός μονοπάτιἀτυχέω-ῶ = αποτυγχάνω νικιέμαιαὐθάδεια = θράσοςαὐθάδης = θρασύςαὖθις = πάλι πίσω στο μέλλοναὐτοβοεί = με τον πρώτο αλαλαγμό της εφόδουαὐτοκράτωρ = με πλήρη εξουσίααὐτόματος = αυτόματα αυθόρμηταtimes αὐτόματος θάνατος = ο φυσικός θάνατοςαὐτονομία = πολιτική ανεξαρτησίααὐτόνομος = αυτοδιοίκητοςαὐτόχθων-ονος = γηγενής ντόπιοςἀφαιρέω-ω amp ἀφαιροῦμαι = αφαιρώἀφανής = αόρατος άσημος σκοτεινόςἀφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ εξηγώἀφίημι = αφήνω ελευθερώνω αθωώνωἀφικνέομαι-οῦμαι = φθάνω έρχομαιἀφίστημι = απομακρύνω εμποδίζωἀφίσταμαι = απέχω αποφεύγω αποστατώ επαναστατώἀφροσύνη = απερισκεψίαἄφρων-ονος = ανόητος παράφρωνἀχαριστία = αγνωμοσύνη

olgapalotenetgr 9

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄχθομαι = αγανακτώ στενοχωρούμαιἄχθος = βάρος λύπη

βαίνω = βαδίζω πορεύομαιβάλλω = ρίχνω χτυπώ ρίχνω(ακόντιο)από μακριάβάρβαρος = ο μη ελληνικός ο ξένοςβαρύς εἰμί τινι = είμαι ενοχλητικός σε κάποιονβαρέως φέρω = δυσανασχετώβέβαιος = σταθερός ασφαλήςβιάζομαι = πιέζομαι καταβάλλομαι εξαναγκάζομαιβιάζομαι τόν ἔκπλουν = περνώ με βία το στόμιο του λιμέναβίος = βίος περιουσία τα μέσα προς τη ζωήβοηθέω-ῶ = βοηθώ σπεύδω προς βοήθειαβοτόν = βόσκημα ζώο κτήνοςβούλευμα = απόφασηβουλευτήριον = δικαστήριο βουλευτήριοβουλεύω = είμαι βουλευτής σκέπτομαιtimes βουλεύομαι = σκέπτομαι συσκέπτομαι αποφασίζωβούλομαι = θέλω επιθυμώtimes το βουλόμενον = επιθυμίαβραχύς = κοντός μικρός σύντομοςtimes διά βραχέων ή βραχύ τι = με λίγα λόγια

γέμω = είμαι γεμάτοςγενναῖος = ευγενής ανδρείοςtimes τό γενναῖον = γενναιότηταγέννημα = τέκνο καρπόςγεραιός amp γηραιός = γέροντας σεβαστόςγεραίτεροι = πρεσβύτεροιγῆρας = γηράματα

olgapalotenetgr 10

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

γηράσκω amp γηράω-ῶ = γερνώγηροτροφέω-ῶ = γηροκομώγίγνομαί τινος = γεννιέμαι από κάποιονγίγνομαι ἐπί τινι = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουγίγνομαι ὑπό τινι = υποτάσσομαι σε κάποιονγίγνομαι ἔν τινι = φτάνω σε κάτιταῦτα γιγνώσκω = αυτή τη γνώμη έχωοὕτω γιγνώσκω = τέτοια γνώμη έχω σχηματίσειτά γνωσθέντα = οι αποφάσειςγνώμη = σκέψη κρίσηπροσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχήtimes ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μουtimes τοιαύταις γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψειςtimes ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμηtimesτοιαύτη γνώμη παρίσταταί μοι = τέτοια σκέψη γεννιέται στο νου μουtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ἀπάγω τήν γνώμην = απομακρύνω τη σκέψηγράφω νόμον = συντάσσω νόμογράφομαι νόμον = προσβάλλω νόμογράφομαί τινα δίκην (γραφήν) = καταγγέλλω κάποιον εγγράφωςὁ γραψάμενος = ο κατήγοροςγυμνοπαιδίαι = Σπαρτιατική εορτή

δαίμων = θεός μοίρα τύχηδέδοικα-δέδια = φοβούμαιtimes τό δεδιός = ο φόβοςδείκνυμι = επιδεικνύω αποδεικνύωΔεῖμα = φόβοςδεινός = φοβερός ικανός επιδέξιοςtimes τά δεινά = κίνδυνος συμφορέςἐν δεινῷ εἰμι = βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηδελεάζομαι = εξαπατώμαι με δόλωμαδέλεαρ = δόλωμαδενδροτομέω-ῶ = κατακόπτω τα δέντρα ερημώνω

olgapalotenetgr 11

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

δέω = έχω ανάγκη στερούμαιὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + ΑΠΡΜΦ Αορ = λίγο έλειψε ναhellipδέομαι = έχω ανάγκη παρακάλωΔῆλος = φανερός σαφήςδηλόω-ῶ = φάνερώνω αποδεικνύωδημηγορέω-ῶ = αγορεύω στη συνέλευση του λαούδημηγορία = αγόρευσηδῆμος = λαός δημοκρατικό πολίτευμα δημοκρατικοί πολίτεςδημόσιος = κοινόςtimes δημοσίᾳ = με έξοδα του δημοσίουδηόω-ῶ = λεηλατώδιαβατήρια = θυσία προ της διαβάσεως της χώραςδιαβολή = συκοφαντίαδιαγίγνομαι = ζωδιαγιγνώσκω = διαχωρίζω εκφέρω γνώμη αποφασίζω διακρίνωδιάγω = ζω τη ζωή μου διαρκώς κάνω κάτι ζωδιαγωνίζομαι = αγωνίζομαι μάχομαι τελειώνω τον αγώναδιάδηλος = ολοφάνεροςδίαιτα = ζωή τρόπος ζωήςδιαιτησία = λύση διαφοράςδιάκειμαι = είμαι διατεθειμένοςδιακριβόω-ῶ = εξακριβώνωδιαλέγω = εκλέγομαιtimes διαλέγομαι = συζητώ μιλώ συνεννοούμαιδιαλείπω = απέχω μεσολαβώtimes οὐ διαλείπω + Κατηγ μτχ = διαρκώςδιαλείπω + μτχ = παύω ναhellipδιαλλαγή = συμφιλίωση συμφιλιωτική προσπάθειαδιαλλάττω = συμφιλιώνωδιανέμω = μοιράζωδιάνοια = νους πνεύμα σκοπός γνώμηχρῶμαι νέαις ταῖς διανοίαις = έχω νεανικά φρονήματαδιαπλέω = (διά μέσου) πλέωδιάπλους = διάπλευση ταξίδι πορθμόςδιαπράττομαι = διαπραγματεύομαι πετυχαίνω κατορθώνω αποπερατώνωδιαπυνθάνομαι = ρωτώ ζητώ να μάθωδιαρρήδην = ρητά σαφώςδιασκεδάννυμι = διασκορπίζωδιατίθημι = τακτοποιώ διαθέτω

olgapalotenetgr 12

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

διαφέρω = διαφέρω υπερέχω υπερισχύωδιαφθείρω = καταστρέφω φονεύωδίγλωττος = διερμηνέας δόλιοςδίδωμι = δίνω παρέχωtimes δίδωμί τινι + απρμφ = αξιώνω κάποιον ναtimes δίκην δίδωμι = τιμωρούμαιδιεκπλέω = διαπλέω διασπώ την εχθρική γραμμή πλέοντας δια μέσου τηςΔιέκπλους = ο πλους δια μέσου διάσπαση εχθρικής γραμμήςδιέξειμι amp διεξέρχομαι = διεξέρχομαι λεπτομερώς εκθέτωtimes ὁ τόν λόγον διεξιών = ο ομιλητήςδιέχω = απέχω αποχωρίζομαιδιίστημι = διαχωρίζωtimes διίσταμαι = διαφωνώ απομακρύνομαιδίκη = δίκη δίκαιο δικαιοσύνηtimes δίκην φεύγω = δικάζομαιtimes δίκην ὑπέχω = υποβάλλομαι σε δίκηtimes δίκην δίδωμί τινι = τιμωρούμαιtimes δίκην ὀφλισκάνω = καταδικάζομαιtimes δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώδιχῇ = κατά δυο τρόπους στα δύοδιώκω = διώκω καταδιώκω κατηγορώtimes ὁ διώκων = ο κατήγοροςtimes ὁ διωκόμενος = ο κατηγορούμενος τά δόξαντα amp τά δεδογμένα = οι αποφάσειςὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη μουtimes ἔδοξε ταῦτα = αυτά εγκρίθηκανδόκησις = γνώμη ιδέα υποψίαδοκιμάζω = ελέγχω εγκρίνω υποβάλλω σε δοκιμασία εγκρίνω την εκλογή κάποιου ως βουλευτήδόξα = ιδέα υπόληψη φήμηδουλεύω = είμαι δούλος υπήκοοςΕὖ (κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιονδύναμαι = μπορώδυναστεία = κυριαρχία εξουσίαδυσκλεής = άδοξοςδύσκλεια = κακή φήμηδύσνους = εχθρικόςδυσπραξία = αποτυχία ατυχία κακοτυχίαδυστυχέωndashῶ = υφίσταμαι ατυχίεςδωροδοκέωndashῶ = δέχομαι δώρα δωροδοκούμαιδωροδόκος = δωροδοκούμενος

olgapalotenetgr 13

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔαρ amp ἦρ γενική ἦρος = άνοιξηἐάω -ῶ = αφήνω επιτρέπω παραλείπωἐγγίγνομαι = γεννιέμαι είμαι έμφυτοςἐγγυτέρω ἐγγύτατα = κοντά περίπουἐγείρω = σηκώνω εξεγείρωἐγκαλέω -ῶ = κατηγορώtimes ἐγκαλῶ τινί τι = καταγγέλλω κάποιον για κάτιἔγκλημα = κατηγορία έγκλημαἐγκρατής = ισχυρός κυρίαρχος εγκρατήςἐγχειρίζω = παραδίδω εμπιστεύομαιἐγχωρεῖ = επιτρέπεται είναι δυνατόνἐθίζω = συνηθίζω κάποιον να κάνει κάτιἔθος = συνήθεια έθιμοεἰκῇ = άσκοπα τυχαίατά ὄντα (lt εἰμί) = τα υπάρχοντα η περιουσίαεἰμί ἔν τινι = ασχολούμαι σε κάτιtimes ἔν τινί ἐστι = από κάποιον εξαρτάταιtimes εἰμί ὑπό τινι amp ἐπί τινι = είμαι στην εξουσία κάποιουἔστιν ὅστις = κάποιοςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις = κανέναςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ = καθένας πάςἔστιν ὅτε = κάποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε = ουδέποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε οὐ = πάντοτεἔστιν ὅπως = κάπωςtimes οὐκ ἔστιν ὅπως = με κανέναν τρόποtimes οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ = ασφαλώςἔστιν ὅπου = κάπουtimes οὐκ ἔστιν ὅπου = πουθενάtimes οὐκ ἔστιν ὅπου οὐ = παντούεἶμι = έρχομαι πηγαίνωεἴργνυμι amp εἰργνύω amp εἴργω = εμποδίζω την έξοδο αποκλείω φυλακίζωεἰρήνη = ειρήνηtimes εἰρήνην ἄγω (ἔχω) = διάγω ειρηνικάtimes εἰρήνην συντίθεμαι = συνάπτω ειρήνηtimes παντελής εἰρήνη ἡμῖν γίγνεται = επικρατεί πλήρης εσωτερική ειρήνηεἰσαγγέλλω = καταγγέλλω αναγγέλλωtimes εἰσαγγέλλω τινί τι = αναγγέλλω σε κάποιον κάτιεἰσάγω = οδηγώ μέσαεἰσβαίνω = επιβιβάζομαι

olgapalotenetgr 14

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εἰσβολή = εισβολή επίθεση δίοδοςεἰσπίπτω = πέφτω μέσα εισορμώεἰσφέρω = φέρνω μέσα συνεισφέρω προτείνωεἴσω = μέσαεἶτα = έπειταἑκάς = μακριάἐκβαίνω = εξέρχομαι αποβαίνωἐκβάλλω = εξορίζω εκδιώκωἔκβασις = απόβαση αποβίβαση αποτέλεσμαἐκβολή = εκδίωξη έξοδοςἐκδιώκω = εξορίζωἐκλείπω = εγκαταλείπω παραλείπωἐκλογίζομαι = σκέπτομαι λογαριάζωἐκπέμπω = εξαποστέλλωἔκπεμψις= αποστολήἐκπίπτω = εξορίζομαι διώχνομαιἔκπληξις = κατάπληξη φόβοςἐκπλήττω = φοβίζω κτυπώtimes ἐκπλήττομαι = σαστίζωἐκποδών γίγνομαι = παραμερίζομαιtimes ἐκποδών ποιοῦμαί τινα = βγάζω κάποιον από τη μέσηἔκσπονδος = ο αποκλεισμένος από τις σπουδέςἐκφαίνω = αποκαλύπτω φανερώνωἐκφαίνω πόλεμον = κηρύττω πόλεμοἐκφέρω πόλεμον = κηρύττω ή επιχειρώ πόλεμοἐκφέρομαι δόξαν = αποκτώ φήμηδίκην φεύγω = αθωώνομαιἑκών ἑκοῦσα ἑκόν = θεληματικάἐλπίζω = αναμένω ελπίζωἐμβάλλω = εισβάλλω συγκρούομαιἐμβολή = εισβολή επιδρομή έφοδοςἐμμένω = μένω σταθερός σε κάτιἐμπίπτω = επιτίθεμαι εισορμώἐμποδών (lt ἐν ποσίν ὤν) = εμπόδιοἐμποδών γίγνομαι = εμποδίζωἐνάγω = παρακινώ ενάγω σε δικαστήριοἐναντίος = ο απέναντι αντίθετος αντίπαλοςἐναργής (ἐν-ἀργός) = φανερός σαφήςἐνδεής = στερούμενοςἔνδεια = έλλειψη στέρηση ανάγκηἐνδίδωμι = δίνω υποχωρώἔνδον = μέσα

olgapalotenetgr 15

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔνειμι = είμαι μέσα ενυπάρχωἔνεστι amp ἔνι = είναι δυνατόν επιτρέπεταιἐνιαύσιος = ετήσιοςἐνιαυτός (lt ἔνος) = έτοςἐννοέω-ῶ = εννοώ σκέπτομαιἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσαἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσειἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές συνθήκεςἐντυγχάνω = συναντώἐξαγγέλλω = διακηρύττωἐξάγω = οδηγώ έξωἐξάγομαι = βγαίνω έξωἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι αποτυγχάνωἐξανίστημι = διώχνω ερημώνωἐξανίσταμαι = εγείρομαι ερημώνομαιἔξαρνός εἰμι = αρνούμαιἔξεστι = είναι δυνατόνἐξελαύνω = εκδιώκω εξάγω εκστρατεύω εξορμώἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός διοικώἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ φθάνω σεhellipἐπαγγέλλω = διατάζω γνωστοποιώἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα υπόσχομαιἐπάγω = οδηγώ εναντίονtimes ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω προσκαλώἐπαινέω-ῶ = επαινώ επιδοκιμάζωἐπαίρω = σηκώνω υψώνω παρακινώἐπαίρομαι = περηφανεύομαιἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ παραπονούμαιἐπανάγω = σύρω επαναφέρω βγάζω στο πέλαγοςἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρούἐπαναγωγή = επίθεση κατά θάλασσαἐπανίσταμαι = επαναστατώἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω βοηθώ υπερασπίζωἐπείγομαι = βιάζομαιἐπέλασις = επίθεση επιδρομήἐπελαύνω = εκστρατεύω εφορμώἐπεξάγω = εκστρατεύω βγάζω στρατό εναντίονἐπέξειμι amp ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον διώκω δικαστικώς

olgapalotenetgr 16

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζωtimes ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζωtimes ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μουἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλούἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακόtimes ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλήςἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική ενέργειαἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαιἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενοςἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιοςἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβοἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώtimes τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμίαἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλοςἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό)ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικάἐπικλινής = κατηφορικόςἐπικουρία = προστασία βοήθειαἐπίκουρος = βοηθός προστάτηςἐπιλέγω = εκλέγωἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπωἐπιλήσμων = αυτός που λησμονείἐπίλοιπος = υπόλοιποςἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθειαἐπιμαχία = αμυντική συμφωνίαἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφήἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφήἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόλησηἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτιἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνιἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαιἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώςἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεταιἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνωἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγιαἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομήἘπιπολαί = περιοχή των Συρακουσώνἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευναποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω ερευνώἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

olgapalotenetgr 17

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαιἐπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητήςἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζωτά ἐπιστελλόμενα = τα παραγγελλόμεναἐπιστήμη = γνώση δεξιότηταἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνοςἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιοςἐπίσχω = εμποδίζω σταματώἐπίταξις = διαταγήἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγόἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμαἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρόἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμοςτά ἐπιτήδεια = εφόδια τα αναγκαία για τροφήἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμαἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως έργο μου διαπράττωἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρωtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνωἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτωἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχηἐπιτροπεία = κηδεμονίαἐπιτροπεύω = κηδεμονεύωἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκωἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνωἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνσηἐπιχαίρω = χαίρω για κάτιἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριούἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιοςἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορίαἔποικος = άποικος γείτοναςἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρόςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώἔπουρος = ούριοςἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστήςἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι

olgapalotenetgr 18

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμαἐργώδης = κοπιαστικόςἔρεισμα = στήριγμαἐρέσσω = κωπηλατώἐρέτης = κωπηλάτηςἐρῆμος = έρημος μόνοςἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφωἔρις = φιλονικία άμιλλαχεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαιἔρως = έρωτας πόθος επιθυμίαἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθωἔσχατος = τελευταίος απώτατοςἑταῖρος = φίλος σύντροφοςἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμοςεὐβουλία = φρόνησηεὔβουλος = συνετόςεὐγενής = ο καλής καταγωγήςεὐδαιμονία = ευτυχίαεὐδαίμων = ευτυχήςεὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαιεὐδόκιμος = έντιμος επαινετόςεὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη καλήεὔελπις-ιδος = αισιόδοξοςεὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσίαεἰς λόγους ἔρχομαί τινι = έρχομαι σε διαπραγματεύσειςεὐήθης = αφελής ανόητοςεὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέοςεὐκλεής = περίφημος ένδοξοςεὔκλεια = δόξαεὐκοσμία = ευπρέπεια τάξηεὐλάβεια = προσοχήεὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαιεὐμενής = ευνοϊκόςεὔνοια = ευμένειαtimes εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιονεὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλάεὐνομία = καλή διοίκησηεὔνους = ευνοϊκός φιλικόςεὐπάθεια = ευτυχίαεὐπραγέω-ῶ = ευτυχώεὐπρανία amp εὐπραξία = ευτυχία

olgapalotenetgr 19

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εὖρος = πλάτοςεὐρωστία = σωματική δύναμηεὔρωστος = ρωμαλέοςεὔτακτος = τακτικός πειθαρχικόςεὐταξία = πειθαρχίαεὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζωεὐφροσύνη = χαράἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικάἐφέπτω amp ἐφέπτομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώἐφήδομαι = επιχαίρω ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύωἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολέςἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μουἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζωἐφοράω-ῶ = επιβλέπωἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρωἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκίαἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτήἐφορμίζομαι = αγκυροβολώἔχθος = (το) μίσοςἔχθρα = μίσοςtimes οἰκεία ἔχθρα = προσωπικήἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλήςἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχωἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαιἔχω + απαρέμφ= μπορώἕως = αυγήἅμα ἕῳ = τα χαράματα

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέωζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω πλοία με σχοινιάζηλόω-ῶ = ζηλεύωζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρίαζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

olgapalotenetgr 20

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώζήω-ῶ = ζωζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβηἥβη = νεότηταἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχίαἡγεμών = αρχηγός οδηγόςἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύωtimes περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου) ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτιἥδομαι = ευχαριστούμαιἡδονή = ευχαρίστηση τέρψηἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσειςἡδύς = γλυκόςἡδέως = με ευχαρίστησηἥκιστα = καθόλουἥκω = έχω έλθει έχω καταντήσειἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικοςἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρόςἡμέτερος = δικός μαςἠμί = λέγωtimes ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώtimes ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτόςἤπειρος = στεριάἬπειρος = η Ασίαἡσυχία = ησυχίαtimes ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζωἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσαςθάλπος = θερμότητα ζέστηθανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

olgapalotenetgr 21

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρροςτό θαρσοῦν = το θάρροςθάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμηθαρσύνω-θαρρύνω = δίνω θάρροςθαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαιθαυμάσιος-θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστοςθεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζωθεῖος = θεϊκόςθέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθόθεοφιλής = αγαπητός στους θεούςθεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαιθεράπων-οντος = υπηρέτηςθέω = τρέχω πλέωtimes δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδηνθεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώθηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκωθνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαιθορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαιθροῦς = ψίθυροςθυμοειδής = ζωηρός ορμητικόςθυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαιθύω-θύομαι = θυσιάζωθωπεία = κολακείαθωπεύω = κολακεύωθωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύωἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικόςτά ἴδια = ιδιωτικές υποθέσειςἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικάἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτηςχώρα ἰδιωτεύουσα = ανάξια λόγουἱδρύω = ιδρύω κτίζωtimes ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

olgapalotenetgr 22

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἱερός = ιερός αφιερωμένοςtimes γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκέςἵημι = ρίχνω εκπέμπωtimes ἵεμαι = ορμώἱκετεύω = παρακαλώἱκέτης = ικέτηςἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαιἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασίαἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμουἰσόπεδον = ομαλό έδαφοςἵστημι = στήνω διεγείρωtimes ἵσταμαι = στέκομαι κείμαιἰσχύς = δύναμηἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύωκαθαίρω = καθαρίζωκάθαρσις = εξαγνισμόςκαθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώtimes καθίσταμαι = εγκαθίσταμαιtimes καθίσταμαι τήν πολιτείαν = τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεωςtimes καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσειςtimes καθίσταμαί τι = τακτοποιώ κάτικάθοδος = επάνοδος στην πατρίδακαινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίαςκαίριος = αξιόλογος κατάλληλοςκαιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμήtimes ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελοςtimes μετά καιροῦ = σε κατάλληλη περίστασηtimes παρά καιρόν = παράκαιρακακία = κακότητα δειλίακακοδαιμονία = ατυχία δυστυχίακακοδοξία = κακή φήμηκακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακόκακοπάθεια = αθλιότητακακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώκακοπραγία = αποτυχία δυστυχίακακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτωκαλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

olgapalotenetgr 23

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαικαρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπουκαρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχωκαταβαίνω = κατεβαίνωκαταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζωκαταβοή = κατακραυγήκαταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτιtimes καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεταιtimes θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατοκαταγορεύω = κατηγορώκατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορίακατάδηλος = ολοφάνεροςκαταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνωκαταισχύνω = ντροπιάζωκαταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπήκαταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξηκαταλείπω = κληροδοτώ αφήνω πίσω εγκαταλείπω παραδίδωκαταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνωκατάλυσις = διάλυση κατάργησηκαταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώκαταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχίακαταπλέω = προσορμίζομαικατάπληξις = έκπληξη φόβοςκαταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιονκαταπλήσσομαι = φοβάμαικατάπλους = κατάπλους σε λιμάνικατασήπομαι = σαπίζωκατατρίβω = αφανίζω καταστρέφωκαταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαικαταψηφίζομαι = καταδικάζωκατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίεςκατοικέω-ῶ = κατοικώκατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκουςκατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύκατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύκαῦμα = καύσωναςκαῦσις = καύση καυτηρίαση

olgapalotenetgr 24

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 3: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

αἴρω = υψώνω μεταφέρω απομακρύνωαἴρομαι = υψώνομαιαἴρω τεῖχος = υψώνω τείχοςtimes αἴρω τὰς ναῦς = απομακρύνω τα πλοίαtimes αἴρω ταῖς ναυσὶ= αποπλέωtimes αἴρω τῷ στρατῷ = ξεκινώαἴρομαι κίνδυνον (πόλεμον) = αναλαμβάνω τον κίνδυνο (τον πόλεμο)αἰσθάνομαι = αντιλαμβάνομαι μαθαίνωαἰσχρός = επονείδιστοςαἰσχύνη = ντροπήαἰσχύνω = ασχημίζω ντροπιάζωαἰσχύνομαι = ντρέπομαι σέβομαιαἰτέω-ῶ amp αἰτοῦμαι = ζητώ παρακαλώαἰτία = αιτία αφορμή κατηγορίαtimes αἰτίαν ἔχω (ὑπέχω) = κατηγορούμαιtimes ἐν αἰτίᾳ ἔχω τινά =κατηγορώtimes ἀπολύω τινά τῆς αἰτίας = απαλλάσσω κάποιον από την κατηγορίααἰτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώαἰών = ζωή αιώναςtimes ὁ σύμπας αἰών = αιωνιότηταἀκμάζω = είμαι ακμαίοςtimes ὁ σῖτος ἀκμάζει = είναι ώριμοςἀκμή = ακμή αιχμήἀκολασία = ασωτίαἀκούω = ακούωtimes εὖ ἀκούω = επαινούμαιtimes κακῶς ἀκούω = κακολογούμαιἄκρα = ακρωτήριοἀκραιφνής (lt ἀκεραιος + φαίνομαι) = ειλικρινής ολόκληροςἀκρασία = ακολασία ακράτειαἀκρατής = αχαλίνωτος ο μη εγκρατήςἀκρισία = σύγχυσηἄκριτος = συγκεχυμένοςἀκροάομαι-ῶμαι = ακούωἄκρον = κορυφή ακρωτήριοἄκων = χωρίς τη θέλησηἀλγέω-ῶ = πονώ θλίβομαιἀλγηδών = πόνος θλίψηἄλγος = πόνος θλίψηἀλήτης = περιπλανώμενοςἀλίσκομαι = κυριεύομαι συλλαμβάνομαι καταδικάζομαιἀλκιμος = ρωμαλέος ανδρείοςἀλλάτω = αλλάζω μεταβάλλω ανταλλάσσωἀλλαχῇ-ἀλλαχοῦ-ἀλλαχόθι-ἄλλοθι = αλλού

olgapalotenetgr 3

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἀλλαχόθεν = από αλλούἀλλαχόσε-ἄλλοσε = σε άλλο μέροςἀλλότριος = ξένοςtimes τὰ αλλότρια = ξένες υποθέσειςtimes ἀλλοτρίως ἔχω ή διάκειμαι πρός τινα = έχω εχθρικές διαθέσειςἀλλόφυλος = αλλοεθνήςἄλογος = παράλογος ακατανόητοςἅλωσις = κατάκτηση καταδίκηἁλωτός (lt ἁλίσκομαι) = αυτός που μπορεί να κυριευθεί κατακτηθείἅμα = αμέσως συγχρόνως μαζίἀμαθία amp ἀμάθεια = άγνοιαἁμαρτάνω = αποτυγχάνω σφάλλομαιἁμάρτημα = σφάλμα αδίκημαἁμαρτία = αποτυχία σφάλμαἀμέλεια = αδιαφορίαἀμελέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώἀμελής = αδιάφοροςἀμηχανία = απορία στενοχώριαἄμιλλα = συναγωνισμός αγώναςἀμνημονέω-ῶ = λησμονώἀμνήμων -ονος = αυτός που λησμονείἀμύνω = βοηθώ αποκρούω αγωνίζομαι για κάποιονἀμύνομαι = αποκρούωἀμφότεροι amp ἄμφω = και οι δύοἀναβαίνω = ανεβαίνωἀναβάλλω = αναβάλλωἀναβολή = αναβολή καθυστέρησηἀναγγέλλω = αναγγέλλωἀναγορεύω = ανακηρύττω διακηρύττωἀνάγω = μεταφέρω οδηγώ προς τα άνωtimes ἡ ναῦς ἀνάγεται = το πλοίο βγαίνει στο ανοικτό πέλαγοςἀναγωγή = απόπλους οδήγηση πλοίου στα ανοιχτάἀνάδοτος = ο επιστρεφόμενοςἀναιρέω-ῶ amp ἀναιροῦμαι = σηκώνω λαμβάνω περισυλλέγω και θάβω καταστρέφω αφαιρώtimes ἀνεῖλεν (ἡ Πυθία ἢ ὁ θεός) = χρησμοδότησεἀναλγησία = αναισθησίαἀνάλγητος = αναίσθητος σκληρόςἀναλίσκω amp ἀναλόω-ῶ = δαπανώἀναμένω = αναμένω υπομένω

olgapalotenetgr 4

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἀναμιμνήσκω = υπενθυμίζωtimes ἀναμιμνήσκομαι = θυμάμαιἀνάντης = ανηφορικόςἀναπείθω = μεταπείθωtimes ἀναπείθομαι = αλλάζω γνώμηἀνασκοπέω-ῶ = επιθεωρώ παρατηρώἀνάστατος = ο διωγμένος από την πατρίδαtimes ἀνάστατος γίγνομαι = ερημώνομαι καταστρέφομαιtimes ἀνάστατον ποιῶ = ερημώνω καταστρέφωἀναστρέφω = ανατρέπω γυρίζω πίσωtimes ἀναστρέφομαι = κάνω στροφήἀναστροφή = επιστροφή περιστροφήἀναχωρέω-ῶ = υποχωρώἀνδραποδίζω = καθιστώ κάποιον δούλοἀνδράποδον = δούλοςἀνείργω = εμποδίζωἀνεπιτήδειος = ακατάλληλος ανίκανοςἀνέχω = κρατώ ψηλά ανυψώνωtimes ἀνέχομαι = ανέχομαι τολμώ υποφέρωἀνήκεστος = αγιάτρευτος ανεπανόρθωτοςἀνθίστημι = στήνω αντιθέτωςtimes ἀνθίσταμαι = εναντιώνομαιἀνθρώπειος = ανθρώπινοςἀνία = θλίψη πόνος πλήξηἀνιαρός = ενοχλητικός θλιβερόςἀνιάω-ῶ = προξενώ λύπηtimes ἀνιῶμαι = λυπούμαι στενοχωρούμαιἀνίημι = αφήνω χαλαρώνωἀνίστημι = σηκώνω μετακινώtimes ἀνίσταμαί τινι = σηκώνομαι για να επιτεθώ εναντίον κάποιουtimes ἀνίσταμαι υπό τινος = διώχνομαιἄνοια = μωρία ανοησίαἀνοικίζω = ανοικοδομώ μετοικίζω κάποιον ερημώνωἀνοικίζομαι = εγκαθίσταμαι στο εσωτερικό μιας χώρας μετοικώ στα μεσόγειαἀνοιμώζω = στενάζω θρηνώἀνομία = παρανομίαἄνομος = παράνομος χωρίς νόμοἀνορθόω-ῶ = αποκαθιστώ επανορθώνωἄνους = ανόητοςἀνταγορεύω = αντιλέγωἀνταγωνίζομαι = συναγωνίζομαιἀντιδικέω-ῶ = ανταποδίδω την αδικία

olgapalotenetgr 5

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἀνταίρω = ανθίσταμαιἀντανάγω = εκπλέω επιτίθεμαι βγαίνω στο πέλαγοςἀνταποδίδωμι = ανταποδίδωἀνταπόλλυμι = αντεκδικούμενος καταστρέφωἀντεκπέμπω = στέλνω κι εγώ εναντίον κάποιουἀντεξάγω = εξάγω στράτευμα εναντίον εχθρούἀντεπάγω = οδηγώ στρατό εναντίον εχθρούἀντεπιτίθημι = κάνω αντεπίθεσηἀντέχω = διαρκώ παρατείνομαιtimes ἀντέχομαί τινος = είμαι προσκολλημένος σε κάτιἀντιβαίνω = βαδίζω εναντίονἀντιβοηθέω-ῶ = ανταποδίδω τη βοήθειαἀντιδίδωμι = ανταποδίδω ανταλλάσσωἀντιδικία = φιλονικίαἀντίδικος = αντίπαλος σε δίκηἀντικαταλλάσσω = ανταλλάσσω συμφιλιώνομαιἀντικόπτω = αντικρούω αντιστέκομαιἀντιλέγω = αντιλέγω φιλονικώἀντίος = αντιμέτωποςἀντιπαραβάλλω = συγκρίνωἀντιπαρατάσσω = παρατάσσω απέναντι κάποιουἀντιπαρέρχομαι = πορεύομαι παράλληλαἀντιπάσχω = κι εγώ παθαίνω κακόἀντιπέμπω = στέλνω εναντίονἀντιποιέω-ῶ = ανταποδίδω κάτι καλό ή κακόtimes αντιποιούμαι τινος τινί = προβάλλω αξιώσεις σε κάποιον για κάτι προβάλλω δικαιώματαἀντίπορος = αντικρινόςἀντίπρωρος = αντιμέτωποςtimes νῆες ἀντίπρωροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίαἀντιτάσσω = παρατάσσω εναντίον κάποιουἀντιτίθημι = αντιτάσσωἀνυδρία = ξηρασίαἀνυπόδητος = χωρίς υποδήματαἀνύτω amp ἀνύω = τελειώνω κατορθώνω διανύωἄνωθεν = εκ των άνωtimes οἱ ἄνωθεν = οι πρόγονοιἀνωμοτί = χωρίς όρκοἀνώμοτος = αυτός που δεν ορκίσθηκεἀνωφερής = ανηφορικός

olgapalotenetgr 6

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄξιος(lt ἄγω) = άξιοςtimes πολλοῦ ἄξιος = αξιόλογοςtimes πλείονος ἄξιος = χρησιμότεροςtimes οὐδενός ἄξιος = ασήμαντοςtimes σῖτος ἄξιος = σίτος φθηνόςἀξιόχρεως = αξιόπιστοςἀξιόω-ῶ = θεωρώ κάποιον άξιο έχω τη γνώμηἀξύμφορος = επιζήμιοςἀπαγγέλλω = αναγγέλλωtimes ἀπαγγέλλω πόλεμον = κηρύττω πόλεμοἀπαγορεύω = απαγορεύω εξασθενώ κουράζομαιἀπάγω = απομακρύνω οδηγώ προσάγω στο δικαστήριο ή δεσμωτήριοἀπαθής = αναίσθητος αβλαβής χωρίς ατύχημαἀπαλλάττω = απαλλάσσω απολύωtimes ἀπαλλάττομαι = αποχωρώἀπανίσταμαι = μεταναστεύωἀπαντάω-ῶ = συναντώ αποκρίνομαι ανθίσταμαι αντιμετωπίζωἅπαξ = μία φοράἀπειθέω-ῶ = δεν υπακούωἀπειθής = ανυπάκουοςἄπειμι = είμαι μακριά απουσιάζωἄπειρος = χωρίς δοκιμή άπειρος αμαθήςΜηδενός ἀπείρως ἔχω = τίποτε δεν αφήνω αδοκίμαστοἀπελαύνω = εξορίζω απομακρύνωἀπεχθάνομαι = μισούμαιἀπέχθεια = αντιπάθειαἀπεχθής = μισητός δυσάρεστος εχθρικόςἀπέχω-ομαι = απέχωἀπίθανος = απίστευτος μη πειστικόςἀπιστέω-ῶ = δυσπιστώ αμφιβάλλωἀπιστία = δυσπιστία καχυποψίαὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικάἀποβάλλω = απορρίπτωἀπογιγνώσκω = απελπίζομαι αθωώνωἀποδείκνυμι = καθιστώ γνωστό αποδεικνύωἀποδίδωμι = επιστρέφω ανακοινώνωtimes ἀποδίδωμι τά ὀνόματα = ανακοινώνω τα ονόματαἀποθνῄσκω = πεθαίνω φονεύομαιἀποικίζω = ιδρύω αποικίαἀποκάμνω = κουράζομαι παραμελώ

olgapalotenetgr 7

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

αποκνέω-ῶ = διστάζω φοβούμαιtimes ἀποκνῶ τόν πλοῦν = από φόβο αναβάλλω την εκστρατείαἀποκτείνω = σκοτώνω θανατώνωἀπολαμβάνω = παίρνω δέχομαι αποκλείωἀπολαύω = καρπούμαι απολαμβάνωἀπολείπω = αφήνω πίσω εγκαταλείπωἄπολις-ιδος = εξόριστος ο χωρίς πατρίδαtimes ἄπολις γίγνομαι = χάνω την πατρίδα μουἀπόλλυμι = χάνω φονεύω καταστρέφωἀπολύω = λύνω ελευθερώνω αθωώνωtimes ἀπολύομαι αἰτίας ή βλασφημίας ή διαβολάς = ανασκευάζω κατηγορίες ή κακολογίες ή συκοφαντίεςἄπονος = άκοπος οκνηρόςἀπορία = δυσκολία έλλειψηtimes εις απορίαν καθίσταμαι = περιέρχομαι σε δύσκολη θέσηtimes ἀπόρως ἔχω(διάκειμαι ndash διατίθεμαι) = βρίσκομαι σε αμηχανίαἀποσπάω-ῶ = αποχωρίζω αποσπώ αποσύρωἀπόστασις = αποστασία επανάστασηἀποστάτης = δραπέτης λιποτάκτης επαναστάτηςἀποτέμνω = αποκόπτωἀποφαίνω = φανερώνω αποδεικνύωἀποφαίνομαι = λέγω τη γνώμη μου προτείνωἀποψηφίζομαι = αθωώνω λαμβάνω αντίθετη απόφασηἀπραγμοσύνη = νωθρότητα οκνηρίαἀπράγμων-ονος = νωθρός φιλήσυχοςἀπραξία = αδρανειαἀπροφάσιστος = πιστός ειλικρινήςπόλεμος ἀπροφύλακτος = χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεωςtimes ἅπτομαι τῶν πολιτικων πραγμάτων = αναμιγνύομαι στα πολιτικάtimes ἅπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον πόλεμοἀργία = ανάπαυση οκνηρία απραξίαἀργός = άεργος αδρανήςἀρέσκω = είμαι αρεστόςtimes ἀρέσκομαι = είμαι ικανοποιημένος από κάτιἀρετή = ανδρεία ικανότητα υπεροχήἀριθμέω-ῶ = μετρώ υπολογίζωἀριστάω-ῶ = προγευματίζωἀριστοκρατία = αριστοκρατικό πολίτευμαἄριστον = πρόγευμαἀρμόττω = συναρμόζω αρμόζω

olgapalotenetgr 8

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄρρηκτος = αδιάρρηκτοςἀρρωστία = νόσος ασθένεια απροθυμίαἄρρωστος = ασθενής νωθρός απρόθυμοςtimes ἀρρωστότερος γίγνομαι = δείχνομαι λιγότερο πρόθυμοςἀρχή = έναρξη εξουσία κράτοςἄρχω = κάνω αρχή αρχίζω κυβερνώtimes ὁ ἄρχων = ο αρχηγόςtimes τό ἄρχειν = η εξουσίαtimes ἄρχομαι = αρχίζω εξουσιάζομαιἀρωγή = βοήθειαἀρωγός = βοηθόςἀσθένεια = εξασθένηση αδυναμίαἄσιτος = νηστικόςἄσπονδος = χωρίς συνθηκολόγησηἀσταθής = αβέβαιος ασταθήςἀστασίαστος = ο μη ταρασσόμενος από στάσειςἀτακτέω-ῶ = περνώ άτακτο βίοἀταξία = ακαταστασία απειθαρχίαἀτιμάζω = δεν τιμώ βρίζω προσβάλλωἄτιμος = αυτός που στερήθηκε τα πολιτικά του δικαιώματαἀτιμόω-ῶ = αφαιρώ από κάποιον δικαιώματαἀτραπός = οδός μονοπάτιἀτυχέω-ῶ = αποτυγχάνω νικιέμαιαὐθάδεια = θράσοςαὐθάδης = θρασύςαὖθις = πάλι πίσω στο μέλλοναὐτοβοεί = με τον πρώτο αλαλαγμό της εφόδουαὐτοκράτωρ = με πλήρη εξουσίααὐτόματος = αυτόματα αυθόρμηταtimes αὐτόματος θάνατος = ο φυσικός θάνατοςαὐτονομία = πολιτική ανεξαρτησίααὐτόνομος = αυτοδιοίκητοςαὐτόχθων-ονος = γηγενής ντόπιοςἀφαιρέω-ω amp ἀφαιροῦμαι = αφαιρώἀφανής = αόρατος άσημος σκοτεινόςἀφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ εξηγώἀφίημι = αφήνω ελευθερώνω αθωώνωἀφικνέομαι-οῦμαι = φθάνω έρχομαιἀφίστημι = απομακρύνω εμποδίζωἀφίσταμαι = απέχω αποφεύγω αποστατώ επαναστατώἀφροσύνη = απερισκεψίαἄφρων-ονος = ανόητος παράφρωνἀχαριστία = αγνωμοσύνη

olgapalotenetgr 9

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄχθομαι = αγανακτώ στενοχωρούμαιἄχθος = βάρος λύπη

βαίνω = βαδίζω πορεύομαιβάλλω = ρίχνω χτυπώ ρίχνω(ακόντιο)από μακριάβάρβαρος = ο μη ελληνικός ο ξένοςβαρύς εἰμί τινι = είμαι ενοχλητικός σε κάποιονβαρέως φέρω = δυσανασχετώβέβαιος = σταθερός ασφαλήςβιάζομαι = πιέζομαι καταβάλλομαι εξαναγκάζομαιβιάζομαι τόν ἔκπλουν = περνώ με βία το στόμιο του λιμέναβίος = βίος περιουσία τα μέσα προς τη ζωήβοηθέω-ῶ = βοηθώ σπεύδω προς βοήθειαβοτόν = βόσκημα ζώο κτήνοςβούλευμα = απόφασηβουλευτήριον = δικαστήριο βουλευτήριοβουλεύω = είμαι βουλευτής σκέπτομαιtimes βουλεύομαι = σκέπτομαι συσκέπτομαι αποφασίζωβούλομαι = θέλω επιθυμώtimes το βουλόμενον = επιθυμίαβραχύς = κοντός μικρός σύντομοςtimes διά βραχέων ή βραχύ τι = με λίγα λόγια

γέμω = είμαι γεμάτοςγενναῖος = ευγενής ανδρείοςtimes τό γενναῖον = γενναιότηταγέννημα = τέκνο καρπόςγεραιός amp γηραιός = γέροντας σεβαστόςγεραίτεροι = πρεσβύτεροιγῆρας = γηράματα

olgapalotenetgr 10

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

γηράσκω amp γηράω-ῶ = γερνώγηροτροφέω-ῶ = γηροκομώγίγνομαί τινος = γεννιέμαι από κάποιονγίγνομαι ἐπί τινι = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουγίγνομαι ὑπό τινι = υποτάσσομαι σε κάποιονγίγνομαι ἔν τινι = φτάνω σε κάτιταῦτα γιγνώσκω = αυτή τη γνώμη έχωοὕτω γιγνώσκω = τέτοια γνώμη έχω σχηματίσειτά γνωσθέντα = οι αποφάσειςγνώμη = σκέψη κρίσηπροσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχήtimes ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μουtimes τοιαύταις γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψειςtimes ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμηtimesτοιαύτη γνώμη παρίσταταί μοι = τέτοια σκέψη γεννιέται στο νου μουtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ἀπάγω τήν γνώμην = απομακρύνω τη σκέψηγράφω νόμον = συντάσσω νόμογράφομαι νόμον = προσβάλλω νόμογράφομαί τινα δίκην (γραφήν) = καταγγέλλω κάποιον εγγράφωςὁ γραψάμενος = ο κατήγοροςγυμνοπαιδίαι = Σπαρτιατική εορτή

δαίμων = θεός μοίρα τύχηδέδοικα-δέδια = φοβούμαιtimes τό δεδιός = ο φόβοςδείκνυμι = επιδεικνύω αποδεικνύωΔεῖμα = φόβοςδεινός = φοβερός ικανός επιδέξιοςtimes τά δεινά = κίνδυνος συμφορέςἐν δεινῷ εἰμι = βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηδελεάζομαι = εξαπατώμαι με δόλωμαδέλεαρ = δόλωμαδενδροτομέω-ῶ = κατακόπτω τα δέντρα ερημώνω

olgapalotenetgr 11

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

δέω = έχω ανάγκη στερούμαιὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + ΑΠΡΜΦ Αορ = λίγο έλειψε ναhellipδέομαι = έχω ανάγκη παρακάλωΔῆλος = φανερός σαφήςδηλόω-ῶ = φάνερώνω αποδεικνύωδημηγορέω-ῶ = αγορεύω στη συνέλευση του λαούδημηγορία = αγόρευσηδῆμος = λαός δημοκρατικό πολίτευμα δημοκρατικοί πολίτεςδημόσιος = κοινόςtimes δημοσίᾳ = με έξοδα του δημοσίουδηόω-ῶ = λεηλατώδιαβατήρια = θυσία προ της διαβάσεως της χώραςδιαβολή = συκοφαντίαδιαγίγνομαι = ζωδιαγιγνώσκω = διαχωρίζω εκφέρω γνώμη αποφασίζω διακρίνωδιάγω = ζω τη ζωή μου διαρκώς κάνω κάτι ζωδιαγωνίζομαι = αγωνίζομαι μάχομαι τελειώνω τον αγώναδιάδηλος = ολοφάνεροςδίαιτα = ζωή τρόπος ζωήςδιαιτησία = λύση διαφοράςδιάκειμαι = είμαι διατεθειμένοςδιακριβόω-ῶ = εξακριβώνωδιαλέγω = εκλέγομαιtimes διαλέγομαι = συζητώ μιλώ συνεννοούμαιδιαλείπω = απέχω μεσολαβώtimes οὐ διαλείπω + Κατηγ μτχ = διαρκώςδιαλείπω + μτχ = παύω ναhellipδιαλλαγή = συμφιλίωση συμφιλιωτική προσπάθειαδιαλλάττω = συμφιλιώνωδιανέμω = μοιράζωδιάνοια = νους πνεύμα σκοπός γνώμηχρῶμαι νέαις ταῖς διανοίαις = έχω νεανικά φρονήματαδιαπλέω = (διά μέσου) πλέωδιάπλους = διάπλευση ταξίδι πορθμόςδιαπράττομαι = διαπραγματεύομαι πετυχαίνω κατορθώνω αποπερατώνωδιαπυνθάνομαι = ρωτώ ζητώ να μάθωδιαρρήδην = ρητά σαφώςδιασκεδάννυμι = διασκορπίζωδιατίθημι = τακτοποιώ διαθέτω

olgapalotenetgr 12

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

διαφέρω = διαφέρω υπερέχω υπερισχύωδιαφθείρω = καταστρέφω φονεύωδίγλωττος = διερμηνέας δόλιοςδίδωμι = δίνω παρέχωtimes δίδωμί τινι + απρμφ = αξιώνω κάποιον ναtimes δίκην δίδωμι = τιμωρούμαιδιεκπλέω = διαπλέω διασπώ την εχθρική γραμμή πλέοντας δια μέσου τηςΔιέκπλους = ο πλους δια μέσου διάσπαση εχθρικής γραμμήςδιέξειμι amp διεξέρχομαι = διεξέρχομαι λεπτομερώς εκθέτωtimes ὁ τόν λόγον διεξιών = ο ομιλητήςδιέχω = απέχω αποχωρίζομαιδιίστημι = διαχωρίζωtimes διίσταμαι = διαφωνώ απομακρύνομαιδίκη = δίκη δίκαιο δικαιοσύνηtimes δίκην φεύγω = δικάζομαιtimes δίκην ὑπέχω = υποβάλλομαι σε δίκηtimes δίκην δίδωμί τινι = τιμωρούμαιtimes δίκην ὀφλισκάνω = καταδικάζομαιtimes δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώδιχῇ = κατά δυο τρόπους στα δύοδιώκω = διώκω καταδιώκω κατηγορώtimes ὁ διώκων = ο κατήγοροςtimes ὁ διωκόμενος = ο κατηγορούμενος τά δόξαντα amp τά δεδογμένα = οι αποφάσειςὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη μουtimes ἔδοξε ταῦτα = αυτά εγκρίθηκανδόκησις = γνώμη ιδέα υποψίαδοκιμάζω = ελέγχω εγκρίνω υποβάλλω σε δοκιμασία εγκρίνω την εκλογή κάποιου ως βουλευτήδόξα = ιδέα υπόληψη φήμηδουλεύω = είμαι δούλος υπήκοοςΕὖ (κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιονδύναμαι = μπορώδυναστεία = κυριαρχία εξουσίαδυσκλεής = άδοξοςδύσκλεια = κακή φήμηδύσνους = εχθρικόςδυσπραξία = αποτυχία ατυχία κακοτυχίαδυστυχέωndashῶ = υφίσταμαι ατυχίεςδωροδοκέωndashῶ = δέχομαι δώρα δωροδοκούμαιδωροδόκος = δωροδοκούμενος

olgapalotenetgr 13

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔαρ amp ἦρ γενική ἦρος = άνοιξηἐάω -ῶ = αφήνω επιτρέπω παραλείπωἐγγίγνομαι = γεννιέμαι είμαι έμφυτοςἐγγυτέρω ἐγγύτατα = κοντά περίπουἐγείρω = σηκώνω εξεγείρωἐγκαλέω -ῶ = κατηγορώtimes ἐγκαλῶ τινί τι = καταγγέλλω κάποιον για κάτιἔγκλημα = κατηγορία έγκλημαἐγκρατής = ισχυρός κυρίαρχος εγκρατήςἐγχειρίζω = παραδίδω εμπιστεύομαιἐγχωρεῖ = επιτρέπεται είναι δυνατόνἐθίζω = συνηθίζω κάποιον να κάνει κάτιἔθος = συνήθεια έθιμοεἰκῇ = άσκοπα τυχαίατά ὄντα (lt εἰμί) = τα υπάρχοντα η περιουσίαεἰμί ἔν τινι = ασχολούμαι σε κάτιtimes ἔν τινί ἐστι = από κάποιον εξαρτάταιtimes εἰμί ὑπό τινι amp ἐπί τινι = είμαι στην εξουσία κάποιουἔστιν ὅστις = κάποιοςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις = κανέναςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ = καθένας πάςἔστιν ὅτε = κάποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε = ουδέποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε οὐ = πάντοτεἔστιν ὅπως = κάπωςtimes οὐκ ἔστιν ὅπως = με κανέναν τρόποtimes οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ = ασφαλώςἔστιν ὅπου = κάπουtimes οὐκ ἔστιν ὅπου = πουθενάtimes οὐκ ἔστιν ὅπου οὐ = παντούεἶμι = έρχομαι πηγαίνωεἴργνυμι amp εἰργνύω amp εἴργω = εμποδίζω την έξοδο αποκλείω φυλακίζωεἰρήνη = ειρήνηtimes εἰρήνην ἄγω (ἔχω) = διάγω ειρηνικάtimes εἰρήνην συντίθεμαι = συνάπτω ειρήνηtimes παντελής εἰρήνη ἡμῖν γίγνεται = επικρατεί πλήρης εσωτερική ειρήνηεἰσαγγέλλω = καταγγέλλω αναγγέλλωtimes εἰσαγγέλλω τινί τι = αναγγέλλω σε κάποιον κάτιεἰσάγω = οδηγώ μέσαεἰσβαίνω = επιβιβάζομαι

olgapalotenetgr 14

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εἰσβολή = εισβολή επίθεση δίοδοςεἰσπίπτω = πέφτω μέσα εισορμώεἰσφέρω = φέρνω μέσα συνεισφέρω προτείνωεἴσω = μέσαεἶτα = έπειταἑκάς = μακριάἐκβαίνω = εξέρχομαι αποβαίνωἐκβάλλω = εξορίζω εκδιώκωἔκβασις = απόβαση αποβίβαση αποτέλεσμαἐκβολή = εκδίωξη έξοδοςἐκδιώκω = εξορίζωἐκλείπω = εγκαταλείπω παραλείπωἐκλογίζομαι = σκέπτομαι λογαριάζωἐκπέμπω = εξαποστέλλωἔκπεμψις= αποστολήἐκπίπτω = εξορίζομαι διώχνομαιἔκπληξις = κατάπληξη φόβοςἐκπλήττω = φοβίζω κτυπώtimes ἐκπλήττομαι = σαστίζωἐκποδών γίγνομαι = παραμερίζομαιtimes ἐκποδών ποιοῦμαί τινα = βγάζω κάποιον από τη μέσηἔκσπονδος = ο αποκλεισμένος από τις σπουδέςἐκφαίνω = αποκαλύπτω φανερώνωἐκφαίνω πόλεμον = κηρύττω πόλεμοἐκφέρω πόλεμον = κηρύττω ή επιχειρώ πόλεμοἐκφέρομαι δόξαν = αποκτώ φήμηδίκην φεύγω = αθωώνομαιἑκών ἑκοῦσα ἑκόν = θεληματικάἐλπίζω = αναμένω ελπίζωἐμβάλλω = εισβάλλω συγκρούομαιἐμβολή = εισβολή επιδρομή έφοδοςἐμμένω = μένω σταθερός σε κάτιἐμπίπτω = επιτίθεμαι εισορμώἐμποδών (lt ἐν ποσίν ὤν) = εμπόδιοἐμποδών γίγνομαι = εμποδίζωἐνάγω = παρακινώ ενάγω σε δικαστήριοἐναντίος = ο απέναντι αντίθετος αντίπαλοςἐναργής (ἐν-ἀργός) = φανερός σαφήςἐνδεής = στερούμενοςἔνδεια = έλλειψη στέρηση ανάγκηἐνδίδωμι = δίνω υποχωρώἔνδον = μέσα

olgapalotenetgr 15

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔνειμι = είμαι μέσα ενυπάρχωἔνεστι amp ἔνι = είναι δυνατόν επιτρέπεταιἐνιαύσιος = ετήσιοςἐνιαυτός (lt ἔνος) = έτοςἐννοέω-ῶ = εννοώ σκέπτομαιἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσαἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσειἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές συνθήκεςἐντυγχάνω = συναντώἐξαγγέλλω = διακηρύττωἐξάγω = οδηγώ έξωἐξάγομαι = βγαίνω έξωἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι αποτυγχάνωἐξανίστημι = διώχνω ερημώνωἐξανίσταμαι = εγείρομαι ερημώνομαιἔξαρνός εἰμι = αρνούμαιἔξεστι = είναι δυνατόνἐξελαύνω = εκδιώκω εξάγω εκστρατεύω εξορμώἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός διοικώἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ φθάνω σεhellipἐπαγγέλλω = διατάζω γνωστοποιώἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα υπόσχομαιἐπάγω = οδηγώ εναντίονtimes ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω προσκαλώἐπαινέω-ῶ = επαινώ επιδοκιμάζωἐπαίρω = σηκώνω υψώνω παρακινώἐπαίρομαι = περηφανεύομαιἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ παραπονούμαιἐπανάγω = σύρω επαναφέρω βγάζω στο πέλαγοςἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρούἐπαναγωγή = επίθεση κατά θάλασσαἐπανίσταμαι = επαναστατώἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω βοηθώ υπερασπίζωἐπείγομαι = βιάζομαιἐπέλασις = επίθεση επιδρομήἐπελαύνω = εκστρατεύω εφορμώἐπεξάγω = εκστρατεύω βγάζω στρατό εναντίονἐπέξειμι amp ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον διώκω δικαστικώς

olgapalotenetgr 16

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζωtimes ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζωtimes ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μουἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλούἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακόtimes ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλήςἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική ενέργειαἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαιἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενοςἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιοςἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβοἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώtimes τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμίαἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλοςἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό)ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικάἐπικλινής = κατηφορικόςἐπικουρία = προστασία βοήθειαἐπίκουρος = βοηθός προστάτηςἐπιλέγω = εκλέγωἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπωἐπιλήσμων = αυτός που λησμονείἐπίλοιπος = υπόλοιποςἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθειαἐπιμαχία = αμυντική συμφωνίαἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφήἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφήἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόλησηἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτιἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνιἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαιἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώςἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεταιἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνωἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγιαἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομήἘπιπολαί = περιοχή των Συρακουσώνἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευναποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω ερευνώἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

olgapalotenetgr 17

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαιἐπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητήςἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζωτά ἐπιστελλόμενα = τα παραγγελλόμεναἐπιστήμη = γνώση δεξιότηταἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνοςἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιοςἐπίσχω = εμποδίζω σταματώἐπίταξις = διαταγήἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγόἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμαἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρόἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμοςτά ἐπιτήδεια = εφόδια τα αναγκαία για τροφήἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμαἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως έργο μου διαπράττωἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρωtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνωἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτωἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχηἐπιτροπεία = κηδεμονίαἐπιτροπεύω = κηδεμονεύωἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκωἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνωἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνσηἐπιχαίρω = χαίρω για κάτιἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριούἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιοςἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορίαἔποικος = άποικος γείτοναςἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρόςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώἔπουρος = ούριοςἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστήςἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι

olgapalotenetgr 18

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμαἐργώδης = κοπιαστικόςἔρεισμα = στήριγμαἐρέσσω = κωπηλατώἐρέτης = κωπηλάτηςἐρῆμος = έρημος μόνοςἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφωἔρις = φιλονικία άμιλλαχεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαιἔρως = έρωτας πόθος επιθυμίαἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθωἔσχατος = τελευταίος απώτατοςἑταῖρος = φίλος σύντροφοςἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμοςεὐβουλία = φρόνησηεὔβουλος = συνετόςεὐγενής = ο καλής καταγωγήςεὐδαιμονία = ευτυχίαεὐδαίμων = ευτυχήςεὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαιεὐδόκιμος = έντιμος επαινετόςεὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη καλήεὔελπις-ιδος = αισιόδοξοςεὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσίαεἰς λόγους ἔρχομαί τινι = έρχομαι σε διαπραγματεύσειςεὐήθης = αφελής ανόητοςεὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέοςεὐκλεής = περίφημος ένδοξοςεὔκλεια = δόξαεὐκοσμία = ευπρέπεια τάξηεὐλάβεια = προσοχήεὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαιεὐμενής = ευνοϊκόςεὔνοια = ευμένειαtimes εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιονεὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλάεὐνομία = καλή διοίκησηεὔνους = ευνοϊκός φιλικόςεὐπάθεια = ευτυχίαεὐπραγέω-ῶ = ευτυχώεὐπρανία amp εὐπραξία = ευτυχία

olgapalotenetgr 19

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εὖρος = πλάτοςεὐρωστία = σωματική δύναμηεὔρωστος = ρωμαλέοςεὔτακτος = τακτικός πειθαρχικόςεὐταξία = πειθαρχίαεὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζωεὐφροσύνη = χαράἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικάἐφέπτω amp ἐφέπτομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώἐφήδομαι = επιχαίρω ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύωἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολέςἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μουἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζωἐφοράω-ῶ = επιβλέπωἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρωἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκίαἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτήἐφορμίζομαι = αγκυροβολώἔχθος = (το) μίσοςἔχθρα = μίσοςtimes οἰκεία ἔχθρα = προσωπικήἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλήςἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχωἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαιἔχω + απαρέμφ= μπορώἕως = αυγήἅμα ἕῳ = τα χαράματα

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέωζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω πλοία με σχοινιάζηλόω-ῶ = ζηλεύωζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρίαζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

olgapalotenetgr 20

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώζήω-ῶ = ζωζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβηἥβη = νεότηταἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχίαἡγεμών = αρχηγός οδηγόςἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύωtimes περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου) ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτιἥδομαι = ευχαριστούμαιἡδονή = ευχαρίστηση τέρψηἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσειςἡδύς = γλυκόςἡδέως = με ευχαρίστησηἥκιστα = καθόλουἥκω = έχω έλθει έχω καταντήσειἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικοςἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρόςἡμέτερος = δικός μαςἠμί = λέγωtimes ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώtimes ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτόςἤπειρος = στεριάἬπειρος = η Ασίαἡσυχία = ησυχίαtimes ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζωἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσαςθάλπος = θερμότητα ζέστηθανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

olgapalotenetgr 21

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρροςτό θαρσοῦν = το θάρροςθάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμηθαρσύνω-θαρρύνω = δίνω θάρροςθαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαιθαυμάσιος-θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστοςθεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζωθεῖος = θεϊκόςθέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθόθεοφιλής = αγαπητός στους θεούςθεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαιθεράπων-οντος = υπηρέτηςθέω = τρέχω πλέωtimes δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδηνθεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώθηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκωθνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαιθορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαιθροῦς = ψίθυροςθυμοειδής = ζωηρός ορμητικόςθυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαιθύω-θύομαι = θυσιάζωθωπεία = κολακείαθωπεύω = κολακεύωθωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύωἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικόςτά ἴδια = ιδιωτικές υποθέσειςἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικάἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτηςχώρα ἰδιωτεύουσα = ανάξια λόγουἱδρύω = ιδρύω κτίζωtimes ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

olgapalotenetgr 22

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἱερός = ιερός αφιερωμένοςtimes γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκέςἵημι = ρίχνω εκπέμπωtimes ἵεμαι = ορμώἱκετεύω = παρακαλώἱκέτης = ικέτηςἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαιἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασίαἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμουἰσόπεδον = ομαλό έδαφοςἵστημι = στήνω διεγείρωtimes ἵσταμαι = στέκομαι κείμαιἰσχύς = δύναμηἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύωκαθαίρω = καθαρίζωκάθαρσις = εξαγνισμόςκαθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώtimes καθίσταμαι = εγκαθίσταμαιtimes καθίσταμαι τήν πολιτείαν = τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεωςtimes καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσειςtimes καθίσταμαί τι = τακτοποιώ κάτικάθοδος = επάνοδος στην πατρίδακαινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίαςκαίριος = αξιόλογος κατάλληλοςκαιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμήtimes ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελοςtimes μετά καιροῦ = σε κατάλληλη περίστασηtimes παρά καιρόν = παράκαιρακακία = κακότητα δειλίακακοδαιμονία = ατυχία δυστυχίακακοδοξία = κακή φήμηκακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακόκακοπάθεια = αθλιότητακακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώκακοπραγία = αποτυχία δυστυχίακακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτωκαλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

olgapalotenetgr 23

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαικαρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπουκαρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχωκαταβαίνω = κατεβαίνωκαταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζωκαταβοή = κατακραυγήκαταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτιtimes καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεταιtimes θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατοκαταγορεύω = κατηγορώκατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορίακατάδηλος = ολοφάνεροςκαταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνωκαταισχύνω = ντροπιάζωκαταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπήκαταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξηκαταλείπω = κληροδοτώ αφήνω πίσω εγκαταλείπω παραδίδωκαταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνωκατάλυσις = διάλυση κατάργησηκαταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώκαταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχίακαταπλέω = προσορμίζομαικατάπληξις = έκπληξη φόβοςκαταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιονκαταπλήσσομαι = φοβάμαικατάπλους = κατάπλους σε λιμάνικατασήπομαι = σαπίζωκατατρίβω = αφανίζω καταστρέφωκαταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαικαταψηφίζομαι = καταδικάζωκατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίεςκατοικέω-ῶ = κατοικώκατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκουςκατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύκατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύκαῦμα = καύσωναςκαῦσις = καύση καυτηρίαση

olgapalotenetgr 24

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 4: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἀλλαχόθεν = από αλλούἀλλαχόσε-ἄλλοσε = σε άλλο μέροςἀλλότριος = ξένοςtimes τὰ αλλότρια = ξένες υποθέσειςtimes ἀλλοτρίως ἔχω ή διάκειμαι πρός τινα = έχω εχθρικές διαθέσειςἀλλόφυλος = αλλοεθνήςἄλογος = παράλογος ακατανόητοςἅλωσις = κατάκτηση καταδίκηἁλωτός (lt ἁλίσκομαι) = αυτός που μπορεί να κυριευθεί κατακτηθείἅμα = αμέσως συγχρόνως μαζίἀμαθία amp ἀμάθεια = άγνοιαἁμαρτάνω = αποτυγχάνω σφάλλομαιἁμάρτημα = σφάλμα αδίκημαἁμαρτία = αποτυχία σφάλμαἀμέλεια = αδιαφορίαἀμελέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώἀμελής = αδιάφοροςἀμηχανία = απορία στενοχώριαἄμιλλα = συναγωνισμός αγώναςἀμνημονέω-ῶ = λησμονώἀμνήμων -ονος = αυτός που λησμονείἀμύνω = βοηθώ αποκρούω αγωνίζομαι για κάποιονἀμύνομαι = αποκρούωἀμφότεροι amp ἄμφω = και οι δύοἀναβαίνω = ανεβαίνωἀναβάλλω = αναβάλλωἀναβολή = αναβολή καθυστέρησηἀναγγέλλω = αναγγέλλωἀναγορεύω = ανακηρύττω διακηρύττωἀνάγω = μεταφέρω οδηγώ προς τα άνωtimes ἡ ναῦς ἀνάγεται = το πλοίο βγαίνει στο ανοικτό πέλαγοςἀναγωγή = απόπλους οδήγηση πλοίου στα ανοιχτάἀνάδοτος = ο επιστρεφόμενοςἀναιρέω-ῶ amp ἀναιροῦμαι = σηκώνω λαμβάνω περισυλλέγω και θάβω καταστρέφω αφαιρώtimes ἀνεῖλεν (ἡ Πυθία ἢ ὁ θεός) = χρησμοδότησεἀναλγησία = αναισθησίαἀνάλγητος = αναίσθητος σκληρόςἀναλίσκω amp ἀναλόω-ῶ = δαπανώἀναμένω = αναμένω υπομένω

olgapalotenetgr 4

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἀναμιμνήσκω = υπενθυμίζωtimes ἀναμιμνήσκομαι = θυμάμαιἀνάντης = ανηφορικόςἀναπείθω = μεταπείθωtimes ἀναπείθομαι = αλλάζω γνώμηἀνασκοπέω-ῶ = επιθεωρώ παρατηρώἀνάστατος = ο διωγμένος από την πατρίδαtimes ἀνάστατος γίγνομαι = ερημώνομαι καταστρέφομαιtimes ἀνάστατον ποιῶ = ερημώνω καταστρέφωἀναστρέφω = ανατρέπω γυρίζω πίσωtimes ἀναστρέφομαι = κάνω στροφήἀναστροφή = επιστροφή περιστροφήἀναχωρέω-ῶ = υποχωρώἀνδραποδίζω = καθιστώ κάποιον δούλοἀνδράποδον = δούλοςἀνείργω = εμποδίζωἀνεπιτήδειος = ακατάλληλος ανίκανοςἀνέχω = κρατώ ψηλά ανυψώνωtimes ἀνέχομαι = ανέχομαι τολμώ υποφέρωἀνήκεστος = αγιάτρευτος ανεπανόρθωτοςἀνθίστημι = στήνω αντιθέτωςtimes ἀνθίσταμαι = εναντιώνομαιἀνθρώπειος = ανθρώπινοςἀνία = θλίψη πόνος πλήξηἀνιαρός = ενοχλητικός θλιβερόςἀνιάω-ῶ = προξενώ λύπηtimes ἀνιῶμαι = λυπούμαι στενοχωρούμαιἀνίημι = αφήνω χαλαρώνωἀνίστημι = σηκώνω μετακινώtimes ἀνίσταμαί τινι = σηκώνομαι για να επιτεθώ εναντίον κάποιουtimes ἀνίσταμαι υπό τινος = διώχνομαιἄνοια = μωρία ανοησίαἀνοικίζω = ανοικοδομώ μετοικίζω κάποιον ερημώνωἀνοικίζομαι = εγκαθίσταμαι στο εσωτερικό μιας χώρας μετοικώ στα μεσόγειαἀνοιμώζω = στενάζω θρηνώἀνομία = παρανομίαἄνομος = παράνομος χωρίς νόμοἀνορθόω-ῶ = αποκαθιστώ επανορθώνωἄνους = ανόητοςἀνταγορεύω = αντιλέγωἀνταγωνίζομαι = συναγωνίζομαιἀντιδικέω-ῶ = ανταποδίδω την αδικία

olgapalotenetgr 5

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἀνταίρω = ανθίσταμαιἀντανάγω = εκπλέω επιτίθεμαι βγαίνω στο πέλαγοςἀνταποδίδωμι = ανταποδίδωἀνταπόλλυμι = αντεκδικούμενος καταστρέφωἀντεκπέμπω = στέλνω κι εγώ εναντίον κάποιουἀντεξάγω = εξάγω στράτευμα εναντίον εχθρούἀντεπάγω = οδηγώ στρατό εναντίον εχθρούἀντεπιτίθημι = κάνω αντεπίθεσηἀντέχω = διαρκώ παρατείνομαιtimes ἀντέχομαί τινος = είμαι προσκολλημένος σε κάτιἀντιβαίνω = βαδίζω εναντίονἀντιβοηθέω-ῶ = ανταποδίδω τη βοήθειαἀντιδίδωμι = ανταποδίδω ανταλλάσσωἀντιδικία = φιλονικίαἀντίδικος = αντίπαλος σε δίκηἀντικαταλλάσσω = ανταλλάσσω συμφιλιώνομαιἀντικόπτω = αντικρούω αντιστέκομαιἀντιλέγω = αντιλέγω φιλονικώἀντίος = αντιμέτωποςἀντιπαραβάλλω = συγκρίνωἀντιπαρατάσσω = παρατάσσω απέναντι κάποιουἀντιπαρέρχομαι = πορεύομαι παράλληλαἀντιπάσχω = κι εγώ παθαίνω κακόἀντιπέμπω = στέλνω εναντίονἀντιποιέω-ῶ = ανταποδίδω κάτι καλό ή κακόtimes αντιποιούμαι τινος τινί = προβάλλω αξιώσεις σε κάποιον για κάτι προβάλλω δικαιώματαἀντίπορος = αντικρινόςἀντίπρωρος = αντιμέτωποςtimes νῆες ἀντίπρωροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίαἀντιτάσσω = παρατάσσω εναντίον κάποιουἀντιτίθημι = αντιτάσσωἀνυδρία = ξηρασίαἀνυπόδητος = χωρίς υποδήματαἀνύτω amp ἀνύω = τελειώνω κατορθώνω διανύωἄνωθεν = εκ των άνωtimes οἱ ἄνωθεν = οι πρόγονοιἀνωμοτί = χωρίς όρκοἀνώμοτος = αυτός που δεν ορκίσθηκεἀνωφερής = ανηφορικός

olgapalotenetgr 6

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄξιος(lt ἄγω) = άξιοςtimes πολλοῦ ἄξιος = αξιόλογοςtimes πλείονος ἄξιος = χρησιμότεροςtimes οὐδενός ἄξιος = ασήμαντοςtimes σῖτος ἄξιος = σίτος φθηνόςἀξιόχρεως = αξιόπιστοςἀξιόω-ῶ = θεωρώ κάποιον άξιο έχω τη γνώμηἀξύμφορος = επιζήμιοςἀπαγγέλλω = αναγγέλλωtimes ἀπαγγέλλω πόλεμον = κηρύττω πόλεμοἀπαγορεύω = απαγορεύω εξασθενώ κουράζομαιἀπάγω = απομακρύνω οδηγώ προσάγω στο δικαστήριο ή δεσμωτήριοἀπαθής = αναίσθητος αβλαβής χωρίς ατύχημαἀπαλλάττω = απαλλάσσω απολύωtimes ἀπαλλάττομαι = αποχωρώἀπανίσταμαι = μεταναστεύωἀπαντάω-ῶ = συναντώ αποκρίνομαι ανθίσταμαι αντιμετωπίζωἅπαξ = μία φοράἀπειθέω-ῶ = δεν υπακούωἀπειθής = ανυπάκουοςἄπειμι = είμαι μακριά απουσιάζωἄπειρος = χωρίς δοκιμή άπειρος αμαθήςΜηδενός ἀπείρως ἔχω = τίποτε δεν αφήνω αδοκίμαστοἀπελαύνω = εξορίζω απομακρύνωἀπεχθάνομαι = μισούμαιἀπέχθεια = αντιπάθειαἀπεχθής = μισητός δυσάρεστος εχθρικόςἀπέχω-ομαι = απέχωἀπίθανος = απίστευτος μη πειστικόςἀπιστέω-ῶ = δυσπιστώ αμφιβάλλωἀπιστία = δυσπιστία καχυποψίαὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικάἀποβάλλω = απορρίπτωἀπογιγνώσκω = απελπίζομαι αθωώνωἀποδείκνυμι = καθιστώ γνωστό αποδεικνύωἀποδίδωμι = επιστρέφω ανακοινώνωtimes ἀποδίδωμι τά ὀνόματα = ανακοινώνω τα ονόματαἀποθνῄσκω = πεθαίνω φονεύομαιἀποικίζω = ιδρύω αποικίαἀποκάμνω = κουράζομαι παραμελώ

olgapalotenetgr 7

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

αποκνέω-ῶ = διστάζω φοβούμαιtimes ἀποκνῶ τόν πλοῦν = από φόβο αναβάλλω την εκστρατείαἀποκτείνω = σκοτώνω θανατώνωἀπολαμβάνω = παίρνω δέχομαι αποκλείωἀπολαύω = καρπούμαι απολαμβάνωἀπολείπω = αφήνω πίσω εγκαταλείπωἄπολις-ιδος = εξόριστος ο χωρίς πατρίδαtimes ἄπολις γίγνομαι = χάνω την πατρίδα μουἀπόλλυμι = χάνω φονεύω καταστρέφωἀπολύω = λύνω ελευθερώνω αθωώνωtimes ἀπολύομαι αἰτίας ή βλασφημίας ή διαβολάς = ανασκευάζω κατηγορίες ή κακολογίες ή συκοφαντίεςἄπονος = άκοπος οκνηρόςἀπορία = δυσκολία έλλειψηtimes εις απορίαν καθίσταμαι = περιέρχομαι σε δύσκολη θέσηtimes ἀπόρως ἔχω(διάκειμαι ndash διατίθεμαι) = βρίσκομαι σε αμηχανίαἀποσπάω-ῶ = αποχωρίζω αποσπώ αποσύρωἀπόστασις = αποστασία επανάστασηἀποστάτης = δραπέτης λιποτάκτης επαναστάτηςἀποτέμνω = αποκόπτωἀποφαίνω = φανερώνω αποδεικνύωἀποφαίνομαι = λέγω τη γνώμη μου προτείνωἀποψηφίζομαι = αθωώνω λαμβάνω αντίθετη απόφασηἀπραγμοσύνη = νωθρότητα οκνηρίαἀπράγμων-ονος = νωθρός φιλήσυχοςἀπραξία = αδρανειαἀπροφάσιστος = πιστός ειλικρινήςπόλεμος ἀπροφύλακτος = χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεωςtimes ἅπτομαι τῶν πολιτικων πραγμάτων = αναμιγνύομαι στα πολιτικάtimes ἅπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον πόλεμοἀργία = ανάπαυση οκνηρία απραξίαἀργός = άεργος αδρανήςἀρέσκω = είμαι αρεστόςtimes ἀρέσκομαι = είμαι ικανοποιημένος από κάτιἀρετή = ανδρεία ικανότητα υπεροχήἀριθμέω-ῶ = μετρώ υπολογίζωἀριστάω-ῶ = προγευματίζωἀριστοκρατία = αριστοκρατικό πολίτευμαἄριστον = πρόγευμαἀρμόττω = συναρμόζω αρμόζω

olgapalotenetgr 8

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄρρηκτος = αδιάρρηκτοςἀρρωστία = νόσος ασθένεια απροθυμίαἄρρωστος = ασθενής νωθρός απρόθυμοςtimes ἀρρωστότερος γίγνομαι = δείχνομαι λιγότερο πρόθυμοςἀρχή = έναρξη εξουσία κράτοςἄρχω = κάνω αρχή αρχίζω κυβερνώtimes ὁ ἄρχων = ο αρχηγόςtimes τό ἄρχειν = η εξουσίαtimes ἄρχομαι = αρχίζω εξουσιάζομαιἀρωγή = βοήθειαἀρωγός = βοηθόςἀσθένεια = εξασθένηση αδυναμίαἄσιτος = νηστικόςἄσπονδος = χωρίς συνθηκολόγησηἀσταθής = αβέβαιος ασταθήςἀστασίαστος = ο μη ταρασσόμενος από στάσειςἀτακτέω-ῶ = περνώ άτακτο βίοἀταξία = ακαταστασία απειθαρχίαἀτιμάζω = δεν τιμώ βρίζω προσβάλλωἄτιμος = αυτός που στερήθηκε τα πολιτικά του δικαιώματαἀτιμόω-ῶ = αφαιρώ από κάποιον δικαιώματαἀτραπός = οδός μονοπάτιἀτυχέω-ῶ = αποτυγχάνω νικιέμαιαὐθάδεια = θράσοςαὐθάδης = θρασύςαὖθις = πάλι πίσω στο μέλλοναὐτοβοεί = με τον πρώτο αλαλαγμό της εφόδουαὐτοκράτωρ = με πλήρη εξουσίααὐτόματος = αυτόματα αυθόρμηταtimes αὐτόματος θάνατος = ο φυσικός θάνατοςαὐτονομία = πολιτική ανεξαρτησίααὐτόνομος = αυτοδιοίκητοςαὐτόχθων-ονος = γηγενής ντόπιοςἀφαιρέω-ω amp ἀφαιροῦμαι = αφαιρώἀφανής = αόρατος άσημος σκοτεινόςἀφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ εξηγώἀφίημι = αφήνω ελευθερώνω αθωώνωἀφικνέομαι-οῦμαι = φθάνω έρχομαιἀφίστημι = απομακρύνω εμποδίζωἀφίσταμαι = απέχω αποφεύγω αποστατώ επαναστατώἀφροσύνη = απερισκεψίαἄφρων-ονος = ανόητος παράφρωνἀχαριστία = αγνωμοσύνη

olgapalotenetgr 9

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄχθομαι = αγανακτώ στενοχωρούμαιἄχθος = βάρος λύπη

βαίνω = βαδίζω πορεύομαιβάλλω = ρίχνω χτυπώ ρίχνω(ακόντιο)από μακριάβάρβαρος = ο μη ελληνικός ο ξένοςβαρύς εἰμί τινι = είμαι ενοχλητικός σε κάποιονβαρέως φέρω = δυσανασχετώβέβαιος = σταθερός ασφαλήςβιάζομαι = πιέζομαι καταβάλλομαι εξαναγκάζομαιβιάζομαι τόν ἔκπλουν = περνώ με βία το στόμιο του λιμέναβίος = βίος περιουσία τα μέσα προς τη ζωήβοηθέω-ῶ = βοηθώ σπεύδω προς βοήθειαβοτόν = βόσκημα ζώο κτήνοςβούλευμα = απόφασηβουλευτήριον = δικαστήριο βουλευτήριοβουλεύω = είμαι βουλευτής σκέπτομαιtimes βουλεύομαι = σκέπτομαι συσκέπτομαι αποφασίζωβούλομαι = θέλω επιθυμώtimes το βουλόμενον = επιθυμίαβραχύς = κοντός μικρός σύντομοςtimes διά βραχέων ή βραχύ τι = με λίγα λόγια

γέμω = είμαι γεμάτοςγενναῖος = ευγενής ανδρείοςtimes τό γενναῖον = γενναιότηταγέννημα = τέκνο καρπόςγεραιός amp γηραιός = γέροντας σεβαστόςγεραίτεροι = πρεσβύτεροιγῆρας = γηράματα

olgapalotenetgr 10

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

γηράσκω amp γηράω-ῶ = γερνώγηροτροφέω-ῶ = γηροκομώγίγνομαί τινος = γεννιέμαι από κάποιονγίγνομαι ἐπί τινι = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουγίγνομαι ὑπό τινι = υποτάσσομαι σε κάποιονγίγνομαι ἔν τινι = φτάνω σε κάτιταῦτα γιγνώσκω = αυτή τη γνώμη έχωοὕτω γιγνώσκω = τέτοια γνώμη έχω σχηματίσειτά γνωσθέντα = οι αποφάσειςγνώμη = σκέψη κρίσηπροσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχήtimes ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μουtimes τοιαύταις γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψειςtimes ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμηtimesτοιαύτη γνώμη παρίσταταί μοι = τέτοια σκέψη γεννιέται στο νου μουtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ἀπάγω τήν γνώμην = απομακρύνω τη σκέψηγράφω νόμον = συντάσσω νόμογράφομαι νόμον = προσβάλλω νόμογράφομαί τινα δίκην (γραφήν) = καταγγέλλω κάποιον εγγράφωςὁ γραψάμενος = ο κατήγοροςγυμνοπαιδίαι = Σπαρτιατική εορτή

δαίμων = θεός μοίρα τύχηδέδοικα-δέδια = φοβούμαιtimes τό δεδιός = ο φόβοςδείκνυμι = επιδεικνύω αποδεικνύωΔεῖμα = φόβοςδεινός = φοβερός ικανός επιδέξιοςtimes τά δεινά = κίνδυνος συμφορέςἐν δεινῷ εἰμι = βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηδελεάζομαι = εξαπατώμαι με δόλωμαδέλεαρ = δόλωμαδενδροτομέω-ῶ = κατακόπτω τα δέντρα ερημώνω

olgapalotenetgr 11

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

δέω = έχω ανάγκη στερούμαιὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + ΑΠΡΜΦ Αορ = λίγο έλειψε ναhellipδέομαι = έχω ανάγκη παρακάλωΔῆλος = φανερός σαφήςδηλόω-ῶ = φάνερώνω αποδεικνύωδημηγορέω-ῶ = αγορεύω στη συνέλευση του λαούδημηγορία = αγόρευσηδῆμος = λαός δημοκρατικό πολίτευμα δημοκρατικοί πολίτεςδημόσιος = κοινόςtimes δημοσίᾳ = με έξοδα του δημοσίουδηόω-ῶ = λεηλατώδιαβατήρια = θυσία προ της διαβάσεως της χώραςδιαβολή = συκοφαντίαδιαγίγνομαι = ζωδιαγιγνώσκω = διαχωρίζω εκφέρω γνώμη αποφασίζω διακρίνωδιάγω = ζω τη ζωή μου διαρκώς κάνω κάτι ζωδιαγωνίζομαι = αγωνίζομαι μάχομαι τελειώνω τον αγώναδιάδηλος = ολοφάνεροςδίαιτα = ζωή τρόπος ζωήςδιαιτησία = λύση διαφοράςδιάκειμαι = είμαι διατεθειμένοςδιακριβόω-ῶ = εξακριβώνωδιαλέγω = εκλέγομαιtimes διαλέγομαι = συζητώ μιλώ συνεννοούμαιδιαλείπω = απέχω μεσολαβώtimes οὐ διαλείπω + Κατηγ μτχ = διαρκώςδιαλείπω + μτχ = παύω ναhellipδιαλλαγή = συμφιλίωση συμφιλιωτική προσπάθειαδιαλλάττω = συμφιλιώνωδιανέμω = μοιράζωδιάνοια = νους πνεύμα σκοπός γνώμηχρῶμαι νέαις ταῖς διανοίαις = έχω νεανικά φρονήματαδιαπλέω = (διά μέσου) πλέωδιάπλους = διάπλευση ταξίδι πορθμόςδιαπράττομαι = διαπραγματεύομαι πετυχαίνω κατορθώνω αποπερατώνωδιαπυνθάνομαι = ρωτώ ζητώ να μάθωδιαρρήδην = ρητά σαφώςδιασκεδάννυμι = διασκορπίζωδιατίθημι = τακτοποιώ διαθέτω

olgapalotenetgr 12

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

διαφέρω = διαφέρω υπερέχω υπερισχύωδιαφθείρω = καταστρέφω φονεύωδίγλωττος = διερμηνέας δόλιοςδίδωμι = δίνω παρέχωtimes δίδωμί τινι + απρμφ = αξιώνω κάποιον ναtimes δίκην δίδωμι = τιμωρούμαιδιεκπλέω = διαπλέω διασπώ την εχθρική γραμμή πλέοντας δια μέσου τηςΔιέκπλους = ο πλους δια μέσου διάσπαση εχθρικής γραμμήςδιέξειμι amp διεξέρχομαι = διεξέρχομαι λεπτομερώς εκθέτωtimes ὁ τόν λόγον διεξιών = ο ομιλητήςδιέχω = απέχω αποχωρίζομαιδιίστημι = διαχωρίζωtimes διίσταμαι = διαφωνώ απομακρύνομαιδίκη = δίκη δίκαιο δικαιοσύνηtimes δίκην φεύγω = δικάζομαιtimes δίκην ὑπέχω = υποβάλλομαι σε δίκηtimes δίκην δίδωμί τινι = τιμωρούμαιtimes δίκην ὀφλισκάνω = καταδικάζομαιtimes δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώδιχῇ = κατά δυο τρόπους στα δύοδιώκω = διώκω καταδιώκω κατηγορώtimes ὁ διώκων = ο κατήγοροςtimes ὁ διωκόμενος = ο κατηγορούμενος τά δόξαντα amp τά δεδογμένα = οι αποφάσειςὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη μουtimes ἔδοξε ταῦτα = αυτά εγκρίθηκανδόκησις = γνώμη ιδέα υποψίαδοκιμάζω = ελέγχω εγκρίνω υποβάλλω σε δοκιμασία εγκρίνω την εκλογή κάποιου ως βουλευτήδόξα = ιδέα υπόληψη φήμηδουλεύω = είμαι δούλος υπήκοοςΕὖ (κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιονδύναμαι = μπορώδυναστεία = κυριαρχία εξουσίαδυσκλεής = άδοξοςδύσκλεια = κακή φήμηδύσνους = εχθρικόςδυσπραξία = αποτυχία ατυχία κακοτυχίαδυστυχέωndashῶ = υφίσταμαι ατυχίεςδωροδοκέωndashῶ = δέχομαι δώρα δωροδοκούμαιδωροδόκος = δωροδοκούμενος

olgapalotenetgr 13

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔαρ amp ἦρ γενική ἦρος = άνοιξηἐάω -ῶ = αφήνω επιτρέπω παραλείπωἐγγίγνομαι = γεννιέμαι είμαι έμφυτοςἐγγυτέρω ἐγγύτατα = κοντά περίπουἐγείρω = σηκώνω εξεγείρωἐγκαλέω -ῶ = κατηγορώtimes ἐγκαλῶ τινί τι = καταγγέλλω κάποιον για κάτιἔγκλημα = κατηγορία έγκλημαἐγκρατής = ισχυρός κυρίαρχος εγκρατήςἐγχειρίζω = παραδίδω εμπιστεύομαιἐγχωρεῖ = επιτρέπεται είναι δυνατόνἐθίζω = συνηθίζω κάποιον να κάνει κάτιἔθος = συνήθεια έθιμοεἰκῇ = άσκοπα τυχαίατά ὄντα (lt εἰμί) = τα υπάρχοντα η περιουσίαεἰμί ἔν τινι = ασχολούμαι σε κάτιtimes ἔν τινί ἐστι = από κάποιον εξαρτάταιtimes εἰμί ὑπό τινι amp ἐπί τινι = είμαι στην εξουσία κάποιουἔστιν ὅστις = κάποιοςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις = κανέναςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ = καθένας πάςἔστιν ὅτε = κάποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε = ουδέποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε οὐ = πάντοτεἔστιν ὅπως = κάπωςtimes οὐκ ἔστιν ὅπως = με κανέναν τρόποtimes οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ = ασφαλώςἔστιν ὅπου = κάπουtimes οὐκ ἔστιν ὅπου = πουθενάtimes οὐκ ἔστιν ὅπου οὐ = παντούεἶμι = έρχομαι πηγαίνωεἴργνυμι amp εἰργνύω amp εἴργω = εμποδίζω την έξοδο αποκλείω φυλακίζωεἰρήνη = ειρήνηtimes εἰρήνην ἄγω (ἔχω) = διάγω ειρηνικάtimes εἰρήνην συντίθεμαι = συνάπτω ειρήνηtimes παντελής εἰρήνη ἡμῖν γίγνεται = επικρατεί πλήρης εσωτερική ειρήνηεἰσαγγέλλω = καταγγέλλω αναγγέλλωtimes εἰσαγγέλλω τινί τι = αναγγέλλω σε κάποιον κάτιεἰσάγω = οδηγώ μέσαεἰσβαίνω = επιβιβάζομαι

olgapalotenetgr 14

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εἰσβολή = εισβολή επίθεση δίοδοςεἰσπίπτω = πέφτω μέσα εισορμώεἰσφέρω = φέρνω μέσα συνεισφέρω προτείνωεἴσω = μέσαεἶτα = έπειταἑκάς = μακριάἐκβαίνω = εξέρχομαι αποβαίνωἐκβάλλω = εξορίζω εκδιώκωἔκβασις = απόβαση αποβίβαση αποτέλεσμαἐκβολή = εκδίωξη έξοδοςἐκδιώκω = εξορίζωἐκλείπω = εγκαταλείπω παραλείπωἐκλογίζομαι = σκέπτομαι λογαριάζωἐκπέμπω = εξαποστέλλωἔκπεμψις= αποστολήἐκπίπτω = εξορίζομαι διώχνομαιἔκπληξις = κατάπληξη φόβοςἐκπλήττω = φοβίζω κτυπώtimes ἐκπλήττομαι = σαστίζωἐκποδών γίγνομαι = παραμερίζομαιtimes ἐκποδών ποιοῦμαί τινα = βγάζω κάποιον από τη μέσηἔκσπονδος = ο αποκλεισμένος από τις σπουδέςἐκφαίνω = αποκαλύπτω φανερώνωἐκφαίνω πόλεμον = κηρύττω πόλεμοἐκφέρω πόλεμον = κηρύττω ή επιχειρώ πόλεμοἐκφέρομαι δόξαν = αποκτώ φήμηδίκην φεύγω = αθωώνομαιἑκών ἑκοῦσα ἑκόν = θεληματικάἐλπίζω = αναμένω ελπίζωἐμβάλλω = εισβάλλω συγκρούομαιἐμβολή = εισβολή επιδρομή έφοδοςἐμμένω = μένω σταθερός σε κάτιἐμπίπτω = επιτίθεμαι εισορμώἐμποδών (lt ἐν ποσίν ὤν) = εμπόδιοἐμποδών γίγνομαι = εμποδίζωἐνάγω = παρακινώ ενάγω σε δικαστήριοἐναντίος = ο απέναντι αντίθετος αντίπαλοςἐναργής (ἐν-ἀργός) = φανερός σαφήςἐνδεής = στερούμενοςἔνδεια = έλλειψη στέρηση ανάγκηἐνδίδωμι = δίνω υποχωρώἔνδον = μέσα

olgapalotenetgr 15

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔνειμι = είμαι μέσα ενυπάρχωἔνεστι amp ἔνι = είναι δυνατόν επιτρέπεταιἐνιαύσιος = ετήσιοςἐνιαυτός (lt ἔνος) = έτοςἐννοέω-ῶ = εννοώ σκέπτομαιἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσαἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσειἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές συνθήκεςἐντυγχάνω = συναντώἐξαγγέλλω = διακηρύττωἐξάγω = οδηγώ έξωἐξάγομαι = βγαίνω έξωἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι αποτυγχάνωἐξανίστημι = διώχνω ερημώνωἐξανίσταμαι = εγείρομαι ερημώνομαιἔξαρνός εἰμι = αρνούμαιἔξεστι = είναι δυνατόνἐξελαύνω = εκδιώκω εξάγω εκστρατεύω εξορμώἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός διοικώἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ φθάνω σεhellipἐπαγγέλλω = διατάζω γνωστοποιώἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα υπόσχομαιἐπάγω = οδηγώ εναντίονtimes ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω προσκαλώἐπαινέω-ῶ = επαινώ επιδοκιμάζωἐπαίρω = σηκώνω υψώνω παρακινώἐπαίρομαι = περηφανεύομαιἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ παραπονούμαιἐπανάγω = σύρω επαναφέρω βγάζω στο πέλαγοςἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρούἐπαναγωγή = επίθεση κατά θάλασσαἐπανίσταμαι = επαναστατώἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω βοηθώ υπερασπίζωἐπείγομαι = βιάζομαιἐπέλασις = επίθεση επιδρομήἐπελαύνω = εκστρατεύω εφορμώἐπεξάγω = εκστρατεύω βγάζω στρατό εναντίονἐπέξειμι amp ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον διώκω δικαστικώς

olgapalotenetgr 16

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζωtimes ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζωtimes ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μουἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλούἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακόtimes ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλήςἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική ενέργειαἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαιἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενοςἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιοςἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβοἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώtimes τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμίαἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλοςἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό)ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικάἐπικλινής = κατηφορικόςἐπικουρία = προστασία βοήθειαἐπίκουρος = βοηθός προστάτηςἐπιλέγω = εκλέγωἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπωἐπιλήσμων = αυτός που λησμονείἐπίλοιπος = υπόλοιποςἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθειαἐπιμαχία = αμυντική συμφωνίαἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφήἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφήἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόλησηἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτιἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνιἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαιἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώςἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεταιἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνωἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγιαἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομήἘπιπολαί = περιοχή των Συρακουσώνἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευναποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω ερευνώἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

olgapalotenetgr 17

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαιἐπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητήςἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζωτά ἐπιστελλόμενα = τα παραγγελλόμεναἐπιστήμη = γνώση δεξιότηταἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνοςἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιοςἐπίσχω = εμποδίζω σταματώἐπίταξις = διαταγήἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγόἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμαἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρόἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμοςτά ἐπιτήδεια = εφόδια τα αναγκαία για τροφήἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμαἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως έργο μου διαπράττωἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρωtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνωἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτωἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχηἐπιτροπεία = κηδεμονίαἐπιτροπεύω = κηδεμονεύωἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκωἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνωἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνσηἐπιχαίρω = χαίρω για κάτιἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριούἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιοςἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορίαἔποικος = άποικος γείτοναςἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρόςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώἔπουρος = ούριοςἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστήςἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι

olgapalotenetgr 18

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμαἐργώδης = κοπιαστικόςἔρεισμα = στήριγμαἐρέσσω = κωπηλατώἐρέτης = κωπηλάτηςἐρῆμος = έρημος μόνοςἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφωἔρις = φιλονικία άμιλλαχεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαιἔρως = έρωτας πόθος επιθυμίαἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθωἔσχατος = τελευταίος απώτατοςἑταῖρος = φίλος σύντροφοςἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμοςεὐβουλία = φρόνησηεὔβουλος = συνετόςεὐγενής = ο καλής καταγωγήςεὐδαιμονία = ευτυχίαεὐδαίμων = ευτυχήςεὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαιεὐδόκιμος = έντιμος επαινετόςεὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη καλήεὔελπις-ιδος = αισιόδοξοςεὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσίαεἰς λόγους ἔρχομαί τινι = έρχομαι σε διαπραγματεύσειςεὐήθης = αφελής ανόητοςεὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέοςεὐκλεής = περίφημος ένδοξοςεὔκλεια = δόξαεὐκοσμία = ευπρέπεια τάξηεὐλάβεια = προσοχήεὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαιεὐμενής = ευνοϊκόςεὔνοια = ευμένειαtimes εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιονεὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλάεὐνομία = καλή διοίκησηεὔνους = ευνοϊκός φιλικόςεὐπάθεια = ευτυχίαεὐπραγέω-ῶ = ευτυχώεὐπρανία amp εὐπραξία = ευτυχία

olgapalotenetgr 19

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εὖρος = πλάτοςεὐρωστία = σωματική δύναμηεὔρωστος = ρωμαλέοςεὔτακτος = τακτικός πειθαρχικόςεὐταξία = πειθαρχίαεὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζωεὐφροσύνη = χαράἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικάἐφέπτω amp ἐφέπτομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώἐφήδομαι = επιχαίρω ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύωἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολέςἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μουἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζωἐφοράω-ῶ = επιβλέπωἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρωἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκίαἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτήἐφορμίζομαι = αγκυροβολώἔχθος = (το) μίσοςἔχθρα = μίσοςtimes οἰκεία ἔχθρα = προσωπικήἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλήςἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχωἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαιἔχω + απαρέμφ= μπορώἕως = αυγήἅμα ἕῳ = τα χαράματα

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέωζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω πλοία με σχοινιάζηλόω-ῶ = ζηλεύωζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρίαζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

olgapalotenetgr 20

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώζήω-ῶ = ζωζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβηἥβη = νεότηταἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχίαἡγεμών = αρχηγός οδηγόςἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύωtimes περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου) ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτιἥδομαι = ευχαριστούμαιἡδονή = ευχαρίστηση τέρψηἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσειςἡδύς = γλυκόςἡδέως = με ευχαρίστησηἥκιστα = καθόλουἥκω = έχω έλθει έχω καταντήσειἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικοςἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρόςἡμέτερος = δικός μαςἠμί = λέγωtimes ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώtimes ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτόςἤπειρος = στεριάἬπειρος = η Ασίαἡσυχία = ησυχίαtimes ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζωἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσαςθάλπος = θερμότητα ζέστηθανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

olgapalotenetgr 21

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρροςτό θαρσοῦν = το θάρροςθάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμηθαρσύνω-θαρρύνω = δίνω θάρροςθαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαιθαυμάσιος-θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστοςθεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζωθεῖος = θεϊκόςθέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθόθεοφιλής = αγαπητός στους θεούςθεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαιθεράπων-οντος = υπηρέτηςθέω = τρέχω πλέωtimes δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδηνθεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώθηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκωθνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαιθορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαιθροῦς = ψίθυροςθυμοειδής = ζωηρός ορμητικόςθυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαιθύω-θύομαι = θυσιάζωθωπεία = κολακείαθωπεύω = κολακεύωθωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύωἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικόςτά ἴδια = ιδιωτικές υποθέσειςἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικάἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτηςχώρα ἰδιωτεύουσα = ανάξια λόγουἱδρύω = ιδρύω κτίζωtimes ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

olgapalotenetgr 22

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἱερός = ιερός αφιερωμένοςtimes γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκέςἵημι = ρίχνω εκπέμπωtimes ἵεμαι = ορμώἱκετεύω = παρακαλώἱκέτης = ικέτηςἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαιἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασίαἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμουἰσόπεδον = ομαλό έδαφοςἵστημι = στήνω διεγείρωtimes ἵσταμαι = στέκομαι κείμαιἰσχύς = δύναμηἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύωκαθαίρω = καθαρίζωκάθαρσις = εξαγνισμόςκαθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώtimes καθίσταμαι = εγκαθίσταμαιtimes καθίσταμαι τήν πολιτείαν = τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεωςtimes καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσειςtimes καθίσταμαί τι = τακτοποιώ κάτικάθοδος = επάνοδος στην πατρίδακαινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίαςκαίριος = αξιόλογος κατάλληλοςκαιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμήtimes ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελοςtimes μετά καιροῦ = σε κατάλληλη περίστασηtimes παρά καιρόν = παράκαιρακακία = κακότητα δειλίακακοδαιμονία = ατυχία δυστυχίακακοδοξία = κακή φήμηκακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακόκακοπάθεια = αθλιότητακακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώκακοπραγία = αποτυχία δυστυχίακακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτωκαλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

olgapalotenetgr 23

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαικαρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπουκαρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχωκαταβαίνω = κατεβαίνωκαταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζωκαταβοή = κατακραυγήκαταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτιtimes καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεταιtimes θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατοκαταγορεύω = κατηγορώκατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορίακατάδηλος = ολοφάνεροςκαταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνωκαταισχύνω = ντροπιάζωκαταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπήκαταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξηκαταλείπω = κληροδοτώ αφήνω πίσω εγκαταλείπω παραδίδωκαταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνωκατάλυσις = διάλυση κατάργησηκαταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώκαταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχίακαταπλέω = προσορμίζομαικατάπληξις = έκπληξη φόβοςκαταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιονκαταπλήσσομαι = φοβάμαικατάπλους = κατάπλους σε λιμάνικατασήπομαι = σαπίζωκατατρίβω = αφανίζω καταστρέφωκαταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαικαταψηφίζομαι = καταδικάζωκατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίεςκατοικέω-ῶ = κατοικώκατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκουςκατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύκατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύκαῦμα = καύσωναςκαῦσις = καύση καυτηρίαση

olgapalotenetgr 24

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 5: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἀναμιμνήσκω = υπενθυμίζωtimes ἀναμιμνήσκομαι = θυμάμαιἀνάντης = ανηφορικόςἀναπείθω = μεταπείθωtimes ἀναπείθομαι = αλλάζω γνώμηἀνασκοπέω-ῶ = επιθεωρώ παρατηρώἀνάστατος = ο διωγμένος από την πατρίδαtimes ἀνάστατος γίγνομαι = ερημώνομαι καταστρέφομαιtimes ἀνάστατον ποιῶ = ερημώνω καταστρέφωἀναστρέφω = ανατρέπω γυρίζω πίσωtimes ἀναστρέφομαι = κάνω στροφήἀναστροφή = επιστροφή περιστροφήἀναχωρέω-ῶ = υποχωρώἀνδραποδίζω = καθιστώ κάποιον δούλοἀνδράποδον = δούλοςἀνείργω = εμποδίζωἀνεπιτήδειος = ακατάλληλος ανίκανοςἀνέχω = κρατώ ψηλά ανυψώνωtimes ἀνέχομαι = ανέχομαι τολμώ υποφέρωἀνήκεστος = αγιάτρευτος ανεπανόρθωτοςἀνθίστημι = στήνω αντιθέτωςtimes ἀνθίσταμαι = εναντιώνομαιἀνθρώπειος = ανθρώπινοςἀνία = θλίψη πόνος πλήξηἀνιαρός = ενοχλητικός θλιβερόςἀνιάω-ῶ = προξενώ λύπηtimes ἀνιῶμαι = λυπούμαι στενοχωρούμαιἀνίημι = αφήνω χαλαρώνωἀνίστημι = σηκώνω μετακινώtimes ἀνίσταμαί τινι = σηκώνομαι για να επιτεθώ εναντίον κάποιουtimes ἀνίσταμαι υπό τινος = διώχνομαιἄνοια = μωρία ανοησίαἀνοικίζω = ανοικοδομώ μετοικίζω κάποιον ερημώνωἀνοικίζομαι = εγκαθίσταμαι στο εσωτερικό μιας χώρας μετοικώ στα μεσόγειαἀνοιμώζω = στενάζω θρηνώἀνομία = παρανομίαἄνομος = παράνομος χωρίς νόμοἀνορθόω-ῶ = αποκαθιστώ επανορθώνωἄνους = ανόητοςἀνταγορεύω = αντιλέγωἀνταγωνίζομαι = συναγωνίζομαιἀντιδικέω-ῶ = ανταποδίδω την αδικία

olgapalotenetgr 5

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἀνταίρω = ανθίσταμαιἀντανάγω = εκπλέω επιτίθεμαι βγαίνω στο πέλαγοςἀνταποδίδωμι = ανταποδίδωἀνταπόλλυμι = αντεκδικούμενος καταστρέφωἀντεκπέμπω = στέλνω κι εγώ εναντίον κάποιουἀντεξάγω = εξάγω στράτευμα εναντίον εχθρούἀντεπάγω = οδηγώ στρατό εναντίον εχθρούἀντεπιτίθημι = κάνω αντεπίθεσηἀντέχω = διαρκώ παρατείνομαιtimes ἀντέχομαί τινος = είμαι προσκολλημένος σε κάτιἀντιβαίνω = βαδίζω εναντίονἀντιβοηθέω-ῶ = ανταποδίδω τη βοήθειαἀντιδίδωμι = ανταποδίδω ανταλλάσσωἀντιδικία = φιλονικίαἀντίδικος = αντίπαλος σε δίκηἀντικαταλλάσσω = ανταλλάσσω συμφιλιώνομαιἀντικόπτω = αντικρούω αντιστέκομαιἀντιλέγω = αντιλέγω φιλονικώἀντίος = αντιμέτωποςἀντιπαραβάλλω = συγκρίνωἀντιπαρατάσσω = παρατάσσω απέναντι κάποιουἀντιπαρέρχομαι = πορεύομαι παράλληλαἀντιπάσχω = κι εγώ παθαίνω κακόἀντιπέμπω = στέλνω εναντίονἀντιποιέω-ῶ = ανταποδίδω κάτι καλό ή κακόtimes αντιποιούμαι τινος τινί = προβάλλω αξιώσεις σε κάποιον για κάτι προβάλλω δικαιώματαἀντίπορος = αντικρινόςἀντίπρωρος = αντιμέτωποςtimes νῆες ἀντίπρωροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίαἀντιτάσσω = παρατάσσω εναντίον κάποιουἀντιτίθημι = αντιτάσσωἀνυδρία = ξηρασίαἀνυπόδητος = χωρίς υποδήματαἀνύτω amp ἀνύω = τελειώνω κατορθώνω διανύωἄνωθεν = εκ των άνωtimes οἱ ἄνωθεν = οι πρόγονοιἀνωμοτί = χωρίς όρκοἀνώμοτος = αυτός που δεν ορκίσθηκεἀνωφερής = ανηφορικός

olgapalotenetgr 6

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄξιος(lt ἄγω) = άξιοςtimes πολλοῦ ἄξιος = αξιόλογοςtimes πλείονος ἄξιος = χρησιμότεροςtimes οὐδενός ἄξιος = ασήμαντοςtimes σῖτος ἄξιος = σίτος φθηνόςἀξιόχρεως = αξιόπιστοςἀξιόω-ῶ = θεωρώ κάποιον άξιο έχω τη γνώμηἀξύμφορος = επιζήμιοςἀπαγγέλλω = αναγγέλλωtimes ἀπαγγέλλω πόλεμον = κηρύττω πόλεμοἀπαγορεύω = απαγορεύω εξασθενώ κουράζομαιἀπάγω = απομακρύνω οδηγώ προσάγω στο δικαστήριο ή δεσμωτήριοἀπαθής = αναίσθητος αβλαβής χωρίς ατύχημαἀπαλλάττω = απαλλάσσω απολύωtimes ἀπαλλάττομαι = αποχωρώἀπανίσταμαι = μεταναστεύωἀπαντάω-ῶ = συναντώ αποκρίνομαι ανθίσταμαι αντιμετωπίζωἅπαξ = μία φοράἀπειθέω-ῶ = δεν υπακούωἀπειθής = ανυπάκουοςἄπειμι = είμαι μακριά απουσιάζωἄπειρος = χωρίς δοκιμή άπειρος αμαθήςΜηδενός ἀπείρως ἔχω = τίποτε δεν αφήνω αδοκίμαστοἀπελαύνω = εξορίζω απομακρύνωἀπεχθάνομαι = μισούμαιἀπέχθεια = αντιπάθειαἀπεχθής = μισητός δυσάρεστος εχθρικόςἀπέχω-ομαι = απέχωἀπίθανος = απίστευτος μη πειστικόςἀπιστέω-ῶ = δυσπιστώ αμφιβάλλωἀπιστία = δυσπιστία καχυποψίαὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικάἀποβάλλω = απορρίπτωἀπογιγνώσκω = απελπίζομαι αθωώνωἀποδείκνυμι = καθιστώ γνωστό αποδεικνύωἀποδίδωμι = επιστρέφω ανακοινώνωtimes ἀποδίδωμι τά ὀνόματα = ανακοινώνω τα ονόματαἀποθνῄσκω = πεθαίνω φονεύομαιἀποικίζω = ιδρύω αποικίαἀποκάμνω = κουράζομαι παραμελώ

olgapalotenetgr 7

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

αποκνέω-ῶ = διστάζω φοβούμαιtimes ἀποκνῶ τόν πλοῦν = από φόβο αναβάλλω την εκστρατείαἀποκτείνω = σκοτώνω θανατώνωἀπολαμβάνω = παίρνω δέχομαι αποκλείωἀπολαύω = καρπούμαι απολαμβάνωἀπολείπω = αφήνω πίσω εγκαταλείπωἄπολις-ιδος = εξόριστος ο χωρίς πατρίδαtimes ἄπολις γίγνομαι = χάνω την πατρίδα μουἀπόλλυμι = χάνω φονεύω καταστρέφωἀπολύω = λύνω ελευθερώνω αθωώνωtimes ἀπολύομαι αἰτίας ή βλασφημίας ή διαβολάς = ανασκευάζω κατηγορίες ή κακολογίες ή συκοφαντίεςἄπονος = άκοπος οκνηρόςἀπορία = δυσκολία έλλειψηtimes εις απορίαν καθίσταμαι = περιέρχομαι σε δύσκολη θέσηtimes ἀπόρως ἔχω(διάκειμαι ndash διατίθεμαι) = βρίσκομαι σε αμηχανίαἀποσπάω-ῶ = αποχωρίζω αποσπώ αποσύρωἀπόστασις = αποστασία επανάστασηἀποστάτης = δραπέτης λιποτάκτης επαναστάτηςἀποτέμνω = αποκόπτωἀποφαίνω = φανερώνω αποδεικνύωἀποφαίνομαι = λέγω τη γνώμη μου προτείνωἀποψηφίζομαι = αθωώνω λαμβάνω αντίθετη απόφασηἀπραγμοσύνη = νωθρότητα οκνηρίαἀπράγμων-ονος = νωθρός φιλήσυχοςἀπραξία = αδρανειαἀπροφάσιστος = πιστός ειλικρινήςπόλεμος ἀπροφύλακτος = χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεωςtimes ἅπτομαι τῶν πολιτικων πραγμάτων = αναμιγνύομαι στα πολιτικάtimes ἅπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον πόλεμοἀργία = ανάπαυση οκνηρία απραξίαἀργός = άεργος αδρανήςἀρέσκω = είμαι αρεστόςtimes ἀρέσκομαι = είμαι ικανοποιημένος από κάτιἀρετή = ανδρεία ικανότητα υπεροχήἀριθμέω-ῶ = μετρώ υπολογίζωἀριστάω-ῶ = προγευματίζωἀριστοκρατία = αριστοκρατικό πολίτευμαἄριστον = πρόγευμαἀρμόττω = συναρμόζω αρμόζω

olgapalotenetgr 8

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄρρηκτος = αδιάρρηκτοςἀρρωστία = νόσος ασθένεια απροθυμίαἄρρωστος = ασθενής νωθρός απρόθυμοςtimes ἀρρωστότερος γίγνομαι = δείχνομαι λιγότερο πρόθυμοςἀρχή = έναρξη εξουσία κράτοςἄρχω = κάνω αρχή αρχίζω κυβερνώtimes ὁ ἄρχων = ο αρχηγόςtimes τό ἄρχειν = η εξουσίαtimes ἄρχομαι = αρχίζω εξουσιάζομαιἀρωγή = βοήθειαἀρωγός = βοηθόςἀσθένεια = εξασθένηση αδυναμίαἄσιτος = νηστικόςἄσπονδος = χωρίς συνθηκολόγησηἀσταθής = αβέβαιος ασταθήςἀστασίαστος = ο μη ταρασσόμενος από στάσειςἀτακτέω-ῶ = περνώ άτακτο βίοἀταξία = ακαταστασία απειθαρχίαἀτιμάζω = δεν τιμώ βρίζω προσβάλλωἄτιμος = αυτός που στερήθηκε τα πολιτικά του δικαιώματαἀτιμόω-ῶ = αφαιρώ από κάποιον δικαιώματαἀτραπός = οδός μονοπάτιἀτυχέω-ῶ = αποτυγχάνω νικιέμαιαὐθάδεια = θράσοςαὐθάδης = θρασύςαὖθις = πάλι πίσω στο μέλλοναὐτοβοεί = με τον πρώτο αλαλαγμό της εφόδουαὐτοκράτωρ = με πλήρη εξουσίααὐτόματος = αυτόματα αυθόρμηταtimes αὐτόματος θάνατος = ο φυσικός θάνατοςαὐτονομία = πολιτική ανεξαρτησίααὐτόνομος = αυτοδιοίκητοςαὐτόχθων-ονος = γηγενής ντόπιοςἀφαιρέω-ω amp ἀφαιροῦμαι = αφαιρώἀφανής = αόρατος άσημος σκοτεινόςἀφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ εξηγώἀφίημι = αφήνω ελευθερώνω αθωώνωἀφικνέομαι-οῦμαι = φθάνω έρχομαιἀφίστημι = απομακρύνω εμποδίζωἀφίσταμαι = απέχω αποφεύγω αποστατώ επαναστατώἀφροσύνη = απερισκεψίαἄφρων-ονος = ανόητος παράφρωνἀχαριστία = αγνωμοσύνη

olgapalotenetgr 9

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄχθομαι = αγανακτώ στενοχωρούμαιἄχθος = βάρος λύπη

βαίνω = βαδίζω πορεύομαιβάλλω = ρίχνω χτυπώ ρίχνω(ακόντιο)από μακριάβάρβαρος = ο μη ελληνικός ο ξένοςβαρύς εἰμί τινι = είμαι ενοχλητικός σε κάποιονβαρέως φέρω = δυσανασχετώβέβαιος = σταθερός ασφαλήςβιάζομαι = πιέζομαι καταβάλλομαι εξαναγκάζομαιβιάζομαι τόν ἔκπλουν = περνώ με βία το στόμιο του λιμέναβίος = βίος περιουσία τα μέσα προς τη ζωήβοηθέω-ῶ = βοηθώ σπεύδω προς βοήθειαβοτόν = βόσκημα ζώο κτήνοςβούλευμα = απόφασηβουλευτήριον = δικαστήριο βουλευτήριοβουλεύω = είμαι βουλευτής σκέπτομαιtimes βουλεύομαι = σκέπτομαι συσκέπτομαι αποφασίζωβούλομαι = θέλω επιθυμώtimes το βουλόμενον = επιθυμίαβραχύς = κοντός μικρός σύντομοςtimes διά βραχέων ή βραχύ τι = με λίγα λόγια

γέμω = είμαι γεμάτοςγενναῖος = ευγενής ανδρείοςtimes τό γενναῖον = γενναιότηταγέννημα = τέκνο καρπόςγεραιός amp γηραιός = γέροντας σεβαστόςγεραίτεροι = πρεσβύτεροιγῆρας = γηράματα

olgapalotenetgr 10

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

γηράσκω amp γηράω-ῶ = γερνώγηροτροφέω-ῶ = γηροκομώγίγνομαί τινος = γεννιέμαι από κάποιονγίγνομαι ἐπί τινι = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουγίγνομαι ὑπό τινι = υποτάσσομαι σε κάποιονγίγνομαι ἔν τινι = φτάνω σε κάτιταῦτα γιγνώσκω = αυτή τη γνώμη έχωοὕτω γιγνώσκω = τέτοια γνώμη έχω σχηματίσειτά γνωσθέντα = οι αποφάσειςγνώμη = σκέψη κρίσηπροσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχήtimes ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μουtimes τοιαύταις γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψειςtimes ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμηtimesτοιαύτη γνώμη παρίσταταί μοι = τέτοια σκέψη γεννιέται στο νου μουtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ἀπάγω τήν γνώμην = απομακρύνω τη σκέψηγράφω νόμον = συντάσσω νόμογράφομαι νόμον = προσβάλλω νόμογράφομαί τινα δίκην (γραφήν) = καταγγέλλω κάποιον εγγράφωςὁ γραψάμενος = ο κατήγοροςγυμνοπαιδίαι = Σπαρτιατική εορτή

δαίμων = θεός μοίρα τύχηδέδοικα-δέδια = φοβούμαιtimes τό δεδιός = ο φόβοςδείκνυμι = επιδεικνύω αποδεικνύωΔεῖμα = φόβοςδεινός = φοβερός ικανός επιδέξιοςtimes τά δεινά = κίνδυνος συμφορέςἐν δεινῷ εἰμι = βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηδελεάζομαι = εξαπατώμαι με δόλωμαδέλεαρ = δόλωμαδενδροτομέω-ῶ = κατακόπτω τα δέντρα ερημώνω

olgapalotenetgr 11

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

δέω = έχω ανάγκη στερούμαιὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + ΑΠΡΜΦ Αορ = λίγο έλειψε ναhellipδέομαι = έχω ανάγκη παρακάλωΔῆλος = φανερός σαφήςδηλόω-ῶ = φάνερώνω αποδεικνύωδημηγορέω-ῶ = αγορεύω στη συνέλευση του λαούδημηγορία = αγόρευσηδῆμος = λαός δημοκρατικό πολίτευμα δημοκρατικοί πολίτεςδημόσιος = κοινόςtimes δημοσίᾳ = με έξοδα του δημοσίουδηόω-ῶ = λεηλατώδιαβατήρια = θυσία προ της διαβάσεως της χώραςδιαβολή = συκοφαντίαδιαγίγνομαι = ζωδιαγιγνώσκω = διαχωρίζω εκφέρω γνώμη αποφασίζω διακρίνωδιάγω = ζω τη ζωή μου διαρκώς κάνω κάτι ζωδιαγωνίζομαι = αγωνίζομαι μάχομαι τελειώνω τον αγώναδιάδηλος = ολοφάνεροςδίαιτα = ζωή τρόπος ζωήςδιαιτησία = λύση διαφοράςδιάκειμαι = είμαι διατεθειμένοςδιακριβόω-ῶ = εξακριβώνωδιαλέγω = εκλέγομαιtimes διαλέγομαι = συζητώ μιλώ συνεννοούμαιδιαλείπω = απέχω μεσολαβώtimes οὐ διαλείπω + Κατηγ μτχ = διαρκώςδιαλείπω + μτχ = παύω ναhellipδιαλλαγή = συμφιλίωση συμφιλιωτική προσπάθειαδιαλλάττω = συμφιλιώνωδιανέμω = μοιράζωδιάνοια = νους πνεύμα σκοπός γνώμηχρῶμαι νέαις ταῖς διανοίαις = έχω νεανικά φρονήματαδιαπλέω = (διά μέσου) πλέωδιάπλους = διάπλευση ταξίδι πορθμόςδιαπράττομαι = διαπραγματεύομαι πετυχαίνω κατορθώνω αποπερατώνωδιαπυνθάνομαι = ρωτώ ζητώ να μάθωδιαρρήδην = ρητά σαφώςδιασκεδάννυμι = διασκορπίζωδιατίθημι = τακτοποιώ διαθέτω

olgapalotenetgr 12

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

διαφέρω = διαφέρω υπερέχω υπερισχύωδιαφθείρω = καταστρέφω φονεύωδίγλωττος = διερμηνέας δόλιοςδίδωμι = δίνω παρέχωtimes δίδωμί τινι + απρμφ = αξιώνω κάποιον ναtimes δίκην δίδωμι = τιμωρούμαιδιεκπλέω = διαπλέω διασπώ την εχθρική γραμμή πλέοντας δια μέσου τηςΔιέκπλους = ο πλους δια μέσου διάσπαση εχθρικής γραμμήςδιέξειμι amp διεξέρχομαι = διεξέρχομαι λεπτομερώς εκθέτωtimes ὁ τόν λόγον διεξιών = ο ομιλητήςδιέχω = απέχω αποχωρίζομαιδιίστημι = διαχωρίζωtimes διίσταμαι = διαφωνώ απομακρύνομαιδίκη = δίκη δίκαιο δικαιοσύνηtimes δίκην φεύγω = δικάζομαιtimes δίκην ὑπέχω = υποβάλλομαι σε δίκηtimes δίκην δίδωμί τινι = τιμωρούμαιtimes δίκην ὀφλισκάνω = καταδικάζομαιtimes δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώδιχῇ = κατά δυο τρόπους στα δύοδιώκω = διώκω καταδιώκω κατηγορώtimes ὁ διώκων = ο κατήγοροςtimes ὁ διωκόμενος = ο κατηγορούμενος τά δόξαντα amp τά δεδογμένα = οι αποφάσειςὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη μουtimes ἔδοξε ταῦτα = αυτά εγκρίθηκανδόκησις = γνώμη ιδέα υποψίαδοκιμάζω = ελέγχω εγκρίνω υποβάλλω σε δοκιμασία εγκρίνω την εκλογή κάποιου ως βουλευτήδόξα = ιδέα υπόληψη φήμηδουλεύω = είμαι δούλος υπήκοοςΕὖ (κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιονδύναμαι = μπορώδυναστεία = κυριαρχία εξουσίαδυσκλεής = άδοξοςδύσκλεια = κακή φήμηδύσνους = εχθρικόςδυσπραξία = αποτυχία ατυχία κακοτυχίαδυστυχέωndashῶ = υφίσταμαι ατυχίεςδωροδοκέωndashῶ = δέχομαι δώρα δωροδοκούμαιδωροδόκος = δωροδοκούμενος

olgapalotenetgr 13

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔαρ amp ἦρ γενική ἦρος = άνοιξηἐάω -ῶ = αφήνω επιτρέπω παραλείπωἐγγίγνομαι = γεννιέμαι είμαι έμφυτοςἐγγυτέρω ἐγγύτατα = κοντά περίπουἐγείρω = σηκώνω εξεγείρωἐγκαλέω -ῶ = κατηγορώtimes ἐγκαλῶ τινί τι = καταγγέλλω κάποιον για κάτιἔγκλημα = κατηγορία έγκλημαἐγκρατής = ισχυρός κυρίαρχος εγκρατήςἐγχειρίζω = παραδίδω εμπιστεύομαιἐγχωρεῖ = επιτρέπεται είναι δυνατόνἐθίζω = συνηθίζω κάποιον να κάνει κάτιἔθος = συνήθεια έθιμοεἰκῇ = άσκοπα τυχαίατά ὄντα (lt εἰμί) = τα υπάρχοντα η περιουσίαεἰμί ἔν τινι = ασχολούμαι σε κάτιtimes ἔν τινί ἐστι = από κάποιον εξαρτάταιtimes εἰμί ὑπό τινι amp ἐπί τινι = είμαι στην εξουσία κάποιουἔστιν ὅστις = κάποιοςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις = κανέναςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ = καθένας πάςἔστιν ὅτε = κάποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε = ουδέποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε οὐ = πάντοτεἔστιν ὅπως = κάπωςtimes οὐκ ἔστιν ὅπως = με κανέναν τρόποtimes οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ = ασφαλώςἔστιν ὅπου = κάπουtimes οὐκ ἔστιν ὅπου = πουθενάtimes οὐκ ἔστιν ὅπου οὐ = παντούεἶμι = έρχομαι πηγαίνωεἴργνυμι amp εἰργνύω amp εἴργω = εμποδίζω την έξοδο αποκλείω φυλακίζωεἰρήνη = ειρήνηtimes εἰρήνην ἄγω (ἔχω) = διάγω ειρηνικάtimes εἰρήνην συντίθεμαι = συνάπτω ειρήνηtimes παντελής εἰρήνη ἡμῖν γίγνεται = επικρατεί πλήρης εσωτερική ειρήνηεἰσαγγέλλω = καταγγέλλω αναγγέλλωtimes εἰσαγγέλλω τινί τι = αναγγέλλω σε κάποιον κάτιεἰσάγω = οδηγώ μέσαεἰσβαίνω = επιβιβάζομαι

olgapalotenetgr 14

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εἰσβολή = εισβολή επίθεση δίοδοςεἰσπίπτω = πέφτω μέσα εισορμώεἰσφέρω = φέρνω μέσα συνεισφέρω προτείνωεἴσω = μέσαεἶτα = έπειταἑκάς = μακριάἐκβαίνω = εξέρχομαι αποβαίνωἐκβάλλω = εξορίζω εκδιώκωἔκβασις = απόβαση αποβίβαση αποτέλεσμαἐκβολή = εκδίωξη έξοδοςἐκδιώκω = εξορίζωἐκλείπω = εγκαταλείπω παραλείπωἐκλογίζομαι = σκέπτομαι λογαριάζωἐκπέμπω = εξαποστέλλωἔκπεμψις= αποστολήἐκπίπτω = εξορίζομαι διώχνομαιἔκπληξις = κατάπληξη φόβοςἐκπλήττω = φοβίζω κτυπώtimes ἐκπλήττομαι = σαστίζωἐκποδών γίγνομαι = παραμερίζομαιtimes ἐκποδών ποιοῦμαί τινα = βγάζω κάποιον από τη μέσηἔκσπονδος = ο αποκλεισμένος από τις σπουδέςἐκφαίνω = αποκαλύπτω φανερώνωἐκφαίνω πόλεμον = κηρύττω πόλεμοἐκφέρω πόλεμον = κηρύττω ή επιχειρώ πόλεμοἐκφέρομαι δόξαν = αποκτώ φήμηδίκην φεύγω = αθωώνομαιἑκών ἑκοῦσα ἑκόν = θεληματικάἐλπίζω = αναμένω ελπίζωἐμβάλλω = εισβάλλω συγκρούομαιἐμβολή = εισβολή επιδρομή έφοδοςἐμμένω = μένω σταθερός σε κάτιἐμπίπτω = επιτίθεμαι εισορμώἐμποδών (lt ἐν ποσίν ὤν) = εμπόδιοἐμποδών γίγνομαι = εμποδίζωἐνάγω = παρακινώ ενάγω σε δικαστήριοἐναντίος = ο απέναντι αντίθετος αντίπαλοςἐναργής (ἐν-ἀργός) = φανερός σαφήςἐνδεής = στερούμενοςἔνδεια = έλλειψη στέρηση ανάγκηἐνδίδωμι = δίνω υποχωρώἔνδον = μέσα

olgapalotenetgr 15

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔνειμι = είμαι μέσα ενυπάρχωἔνεστι amp ἔνι = είναι δυνατόν επιτρέπεταιἐνιαύσιος = ετήσιοςἐνιαυτός (lt ἔνος) = έτοςἐννοέω-ῶ = εννοώ σκέπτομαιἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσαἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσειἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές συνθήκεςἐντυγχάνω = συναντώἐξαγγέλλω = διακηρύττωἐξάγω = οδηγώ έξωἐξάγομαι = βγαίνω έξωἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι αποτυγχάνωἐξανίστημι = διώχνω ερημώνωἐξανίσταμαι = εγείρομαι ερημώνομαιἔξαρνός εἰμι = αρνούμαιἔξεστι = είναι δυνατόνἐξελαύνω = εκδιώκω εξάγω εκστρατεύω εξορμώἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός διοικώἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ φθάνω σεhellipἐπαγγέλλω = διατάζω γνωστοποιώἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα υπόσχομαιἐπάγω = οδηγώ εναντίονtimes ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω προσκαλώἐπαινέω-ῶ = επαινώ επιδοκιμάζωἐπαίρω = σηκώνω υψώνω παρακινώἐπαίρομαι = περηφανεύομαιἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ παραπονούμαιἐπανάγω = σύρω επαναφέρω βγάζω στο πέλαγοςἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρούἐπαναγωγή = επίθεση κατά θάλασσαἐπανίσταμαι = επαναστατώἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω βοηθώ υπερασπίζωἐπείγομαι = βιάζομαιἐπέλασις = επίθεση επιδρομήἐπελαύνω = εκστρατεύω εφορμώἐπεξάγω = εκστρατεύω βγάζω στρατό εναντίονἐπέξειμι amp ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον διώκω δικαστικώς

olgapalotenetgr 16

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζωtimes ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζωtimes ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μουἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλούἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακόtimes ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλήςἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική ενέργειαἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαιἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενοςἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιοςἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβοἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώtimes τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμίαἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλοςἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό)ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικάἐπικλινής = κατηφορικόςἐπικουρία = προστασία βοήθειαἐπίκουρος = βοηθός προστάτηςἐπιλέγω = εκλέγωἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπωἐπιλήσμων = αυτός που λησμονείἐπίλοιπος = υπόλοιποςἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθειαἐπιμαχία = αμυντική συμφωνίαἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφήἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφήἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόλησηἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτιἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνιἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαιἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώςἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεταιἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνωἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγιαἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομήἘπιπολαί = περιοχή των Συρακουσώνἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευναποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω ερευνώἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

olgapalotenetgr 17

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαιἐπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητήςἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζωτά ἐπιστελλόμενα = τα παραγγελλόμεναἐπιστήμη = γνώση δεξιότηταἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνοςἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιοςἐπίσχω = εμποδίζω σταματώἐπίταξις = διαταγήἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγόἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμαἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρόἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμοςτά ἐπιτήδεια = εφόδια τα αναγκαία για τροφήἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμαἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως έργο μου διαπράττωἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρωtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνωἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτωἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχηἐπιτροπεία = κηδεμονίαἐπιτροπεύω = κηδεμονεύωἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκωἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνωἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνσηἐπιχαίρω = χαίρω για κάτιἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριούἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιοςἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορίαἔποικος = άποικος γείτοναςἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρόςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώἔπουρος = ούριοςἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστήςἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι

olgapalotenetgr 18

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμαἐργώδης = κοπιαστικόςἔρεισμα = στήριγμαἐρέσσω = κωπηλατώἐρέτης = κωπηλάτηςἐρῆμος = έρημος μόνοςἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφωἔρις = φιλονικία άμιλλαχεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαιἔρως = έρωτας πόθος επιθυμίαἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθωἔσχατος = τελευταίος απώτατοςἑταῖρος = φίλος σύντροφοςἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμοςεὐβουλία = φρόνησηεὔβουλος = συνετόςεὐγενής = ο καλής καταγωγήςεὐδαιμονία = ευτυχίαεὐδαίμων = ευτυχήςεὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαιεὐδόκιμος = έντιμος επαινετόςεὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη καλήεὔελπις-ιδος = αισιόδοξοςεὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσίαεἰς λόγους ἔρχομαί τινι = έρχομαι σε διαπραγματεύσειςεὐήθης = αφελής ανόητοςεὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέοςεὐκλεής = περίφημος ένδοξοςεὔκλεια = δόξαεὐκοσμία = ευπρέπεια τάξηεὐλάβεια = προσοχήεὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαιεὐμενής = ευνοϊκόςεὔνοια = ευμένειαtimes εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιονεὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλάεὐνομία = καλή διοίκησηεὔνους = ευνοϊκός φιλικόςεὐπάθεια = ευτυχίαεὐπραγέω-ῶ = ευτυχώεὐπρανία amp εὐπραξία = ευτυχία

olgapalotenetgr 19

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εὖρος = πλάτοςεὐρωστία = σωματική δύναμηεὔρωστος = ρωμαλέοςεὔτακτος = τακτικός πειθαρχικόςεὐταξία = πειθαρχίαεὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζωεὐφροσύνη = χαράἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικάἐφέπτω amp ἐφέπτομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώἐφήδομαι = επιχαίρω ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύωἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολέςἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μουἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζωἐφοράω-ῶ = επιβλέπωἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρωἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκίαἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτήἐφορμίζομαι = αγκυροβολώἔχθος = (το) μίσοςἔχθρα = μίσοςtimes οἰκεία ἔχθρα = προσωπικήἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλήςἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχωἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαιἔχω + απαρέμφ= μπορώἕως = αυγήἅμα ἕῳ = τα χαράματα

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέωζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω πλοία με σχοινιάζηλόω-ῶ = ζηλεύωζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρίαζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

olgapalotenetgr 20

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώζήω-ῶ = ζωζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβηἥβη = νεότηταἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχίαἡγεμών = αρχηγός οδηγόςἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύωtimes περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου) ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτιἥδομαι = ευχαριστούμαιἡδονή = ευχαρίστηση τέρψηἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσειςἡδύς = γλυκόςἡδέως = με ευχαρίστησηἥκιστα = καθόλουἥκω = έχω έλθει έχω καταντήσειἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικοςἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρόςἡμέτερος = δικός μαςἠμί = λέγωtimes ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώtimes ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτόςἤπειρος = στεριάἬπειρος = η Ασίαἡσυχία = ησυχίαtimes ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζωἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσαςθάλπος = θερμότητα ζέστηθανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

olgapalotenetgr 21

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρροςτό θαρσοῦν = το θάρροςθάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμηθαρσύνω-θαρρύνω = δίνω θάρροςθαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαιθαυμάσιος-θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστοςθεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζωθεῖος = θεϊκόςθέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθόθεοφιλής = αγαπητός στους θεούςθεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαιθεράπων-οντος = υπηρέτηςθέω = τρέχω πλέωtimes δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδηνθεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώθηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκωθνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαιθορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαιθροῦς = ψίθυροςθυμοειδής = ζωηρός ορμητικόςθυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαιθύω-θύομαι = θυσιάζωθωπεία = κολακείαθωπεύω = κολακεύωθωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύωἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικόςτά ἴδια = ιδιωτικές υποθέσειςἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικάἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτηςχώρα ἰδιωτεύουσα = ανάξια λόγουἱδρύω = ιδρύω κτίζωtimes ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

olgapalotenetgr 22

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἱερός = ιερός αφιερωμένοςtimes γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκέςἵημι = ρίχνω εκπέμπωtimes ἵεμαι = ορμώἱκετεύω = παρακαλώἱκέτης = ικέτηςἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαιἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασίαἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμουἰσόπεδον = ομαλό έδαφοςἵστημι = στήνω διεγείρωtimes ἵσταμαι = στέκομαι κείμαιἰσχύς = δύναμηἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύωκαθαίρω = καθαρίζωκάθαρσις = εξαγνισμόςκαθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώtimes καθίσταμαι = εγκαθίσταμαιtimes καθίσταμαι τήν πολιτείαν = τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεωςtimes καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσειςtimes καθίσταμαί τι = τακτοποιώ κάτικάθοδος = επάνοδος στην πατρίδακαινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίαςκαίριος = αξιόλογος κατάλληλοςκαιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμήtimes ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελοςtimes μετά καιροῦ = σε κατάλληλη περίστασηtimes παρά καιρόν = παράκαιρακακία = κακότητα δειλίακακοδαιμονία = ατυχία δυστυχίακακοδοξία = κακή φήμηκακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακόκακοπάθεια = αθλιότητακακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώκακοπραγία = αποτυχία δυστυχίακακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτωκαλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

olgapalotenetgr 23

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαικαρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπουκαρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχωκαταβαίνω = κατεβαίνωκαταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζωκαταβοή = κατακραυγήκαταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτιtimes καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεταιtimes θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατοκαταγορεύω = κατηγορώκατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορίακατάδηλος = ολοφάνεροςκαταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνωκαταισχύνω = ντροπιάζωκαταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπήκαταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξηκαταλείπω = κληροδοτώ αφήνω πίσω εγκαταλείπω παραδίδωκαταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνωκατάλυσις = διάλυση κατάργησηκαταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώκαταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχίακαταπλέω = προσορμίζομαικατάπληξις = έκπληξη φόβοςκαταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιονκαταπλήσσομαι = φοβάμαικατάπλους = κατάπλους σε λιμάνικατασήπομαι = σαπίζωκατατρίβω = αφανίζω καταστρέφωκαταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαικαταψηφίζομαι = καταδικάζωκατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίεςκατοικέω-ῶ = κατοικώκατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκουςκατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύκατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύκαῦμα = καύσωναςκαῦσις = καύση καυτηρίαση

olgapalotenetgr 24

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 6: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἀνταίρω = ανθίσταμαιἀντανάγω = εκπλέω επιτίθεμαι βγαίνω στο πέλαγοςἀνταποδίδωμι = ανταποδίδωἀνταπόλλυμι = αντεκδικούμενος καταστρέφωἀντεκπέμπω = στέλνω κι εγώ εναντίον κάποιουἀντεξάγω = εξάγω στράτευμα εναντίον εχθρούἀντεπάγω = οδηγώ στρατό εναντίον εχθρούἀντεπιτίθημι = κάνω αντεπίθεσηἀντέχω = διαρκώ παρατείνομαιtimes ἀντέχομαί τινος = είμαι προσκολλημένος σε κάτιἀντιβαίνω = βαδίζω εναντίονἀντιβοηθέω-ῶ = ανταποδίδω τη βοήθειαἀντιδίδωμι = ανταποδίδω ανταλλάσσωἀντιδικία = φιλονικίαἀντίδικος = αντίπαλος σε δίκηἀντικαταλλάσσω = ανταλλάσσω συμφιλιώνομαιἀντικόπτω = αντικρούω αντιστέκομαιἀντιλέγω = αντιλέγω φιλονικώἀντίος = αντιμέτωποςἀντιπαραβάλλω = συγκρίνωἀντιπαρατάσσω = παρατάσσω απέναντι κάποιουἀντιπαρέρχομαι = πορεύομαι παράλληλαἀντιπάσχω = κι εγώ παθαίνω κακόἀντιπέμπω = στέλνω εναντίονἀντιποιέω-ῶ = ανταποδίδω κάτι καλό ή κακόtimes αντιποιούμαι τινος τινί = προβάλλω αξιώσεις σε κάποιον για κάτι προβάλλω δικαιώματαἀντίπορος = αντικρινόςἀντίπρωρος = αντιμέτωποςtimes νῆες ἀντίπρωροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίαἀντιτάσσω = παρατάσσω εναντίον κάποιουἀντιτίθημι = αντιτάσσωἀνυδρία = ξηρασίαἀνυπόδητος = χωρίς υποδήματαἀνύτω amp ἀνύω = τελειώνω κατορθώνω διανύωἄνωθεν = εκ των άνωtimes οἱ ἄνωθεν = οι πρόγονοιἀνωμοτί = χωρίς όρκοἀνώμοτος = αυτός που δεν ορκίσθηκεἀνωφερής = ανηφορικός

olgapalotenetgr 6

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄξιος(lt ἄγω) = άξιοςtimes πολλοῦ ἄξιος = αξιόλογοςtimes πλείονος ἄξιος = χρησιμότεροςtimes οὐδενός ἄξιος = ασήμαντοςtimes σῖτος ἄξιος = σίτος φθηνόςἀξιόχρεως = αξιόπιστοςἀξιόω-ῶ = θεωρώ κάποιον άξιο έχω τη γνώμηἀξύμφορος = επιζήμιοςἀπαγγέλλω = αναγγέλλωtimes ἀπαγγέλλω πόλεμον = κηρύττω πόλεμοἀπαγορεύω = απαγορεύω εξασθενώ κουράζομαιἀπάγω = απομακρύνω οδηγώ προσάγω στο δικαστήριο ή δεσμωτήριοἀπαθής = αναίσθητος αβλαβής χωρίς ατύχημαἀπαλλάττω = απαλλάσσω απολύωtimes ἀπαλλάττομαι = αποχωρώἀπανίσταμαι = μεταναστεύωἀπαντάω-ῶ = συναντώ αποκρίνομαι ανθίσταμαι αντιμετωπίζωἅπαξ = μία φοράἀπειθέω-ῶ = δεν υπακούωἀπειθής = ανυπάκουοςἄπειμι = είμαι μακριά απουσιάζωἄπειρος = χωρίς δοκιμή άπειρος αμαθήςΜηδενός ἀπείρως ἔχω = τίποτε δεν αφήνω αδοκίμαστοἀπελαύνω = εξορίζω απομακρύνωἀπεχθάνομαι = μισούμαιἀπέχθεια = αντιπάθειαἀπεχθής = μισητός δυσάρεστος εχθρικόςἀπέχω-ομαι = απέχωἀπίθανος = απίστευτος μη πειστικόςἀπιστέω-ῶ = δυσπιστώ αμφιβάλλωἀπιστία = δυσπιστία καχυποψίαὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικάἀποβάλλω = απορρίπτωἀπογιγνώσκω = απελπίζομαι αθωώνωἀποδείκνυμι = καθιστώ γνωστό αποδεικνύωἀποδίδωμι = επιστρέφω ανακοινώνωtimes ἀποδίδωμι τά ὀνόματα = ανακοινώνω τα ονόματαἀποθνῄσκω = πεθαίνω φονεύομαιἀποικίζω = ιδρύω αποικίαἀποκάμνω = κουράζομαι παραμελώ

olgapalotenetgr 7

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

αποκνέω-ῶ = διστάζω φοβούμαιtimes ἀποκνῶ τόν πλοῦν = από φόβο αναβάλλω την εκστρατείαἀποκτείνω = σκοτώνω θανατώνωἀπολαμβάνω = παίρνω δέχομαι αποκλείωἀπολαύω = καρπούμαι απολαμβάνωἀπολείπω = αφήνω πίσω εγκαταλείπωἄπολις-ιδος = εξόριστος ο χωρίς πατρίδαtimes ἄπολις γίγνομαι = χάνω την πατρίδα μουἀπόλλυμι = χάνω φονεύω καταστρέφωἀπολύω = λύνω ελευθερώνω αθωώνωtimes ἀπολύομαι αἰτίας ή βλασφημίας ή διαβολάς = ανασκευάζω κατηγορίες ή κακολογίες ή συκοφαντίεςἄπονος = άκοπος οκνηρόςἀπορία = δυσκολία έλλειψηtimes εις απορίαν καθίσταμαι = περιέρχομαι σε δύσκολη θέσηtimes ἀπόρως ἔχω(διάκειμαι ndash διατίθεμαι) = βρίσκομαι σε αμηχανίαἀποσπάω-ῶ = αποχωρίζω αποσπώ αποσύρωἀπόστασις = αποστασία επανάστασηἀποστάτης = δραπέτης λιποτάκτης επαναστάτηςἀποτέμνω = αποκόπτωἀποφαίνω = φανερώνω αποδεικνύωἀποφαίνομαι = λέγω τη γνώμη μου προτείνωἀποψηφίζομαι = αθωώνω λαμβάνω αντίθετη απόφασηἀπραγμοσύνη = νωθρότητα οκνηρίαἀπράγμων-ονος = νωθρός φιλήσυχοςἀπραξία = αδρανειαἀπροφάσιστος = πιστός ειλικρινήςπόλεμος ἀπροφύλακτος = χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεωςtimes ἅπτομαι τῶν πολιτικων πραγμάτων = αναμιγνύομαι στα πολιτικάtimes ἅπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον πόλεμοἀργία = ανάπαυση οκνηρία απραξίαἀργός = άεργος αδρανήςἀρέσκω = είμαι αρεστόςtimes ἀρέσκομαι = είμαι ικανοποιημένος από κάτιἀρετή = ανδρεία ικανότητα υπεροχήἀριθμέω-ῶ = μετρώ υπολογίζωἀριστάω-ῶ = προγευματίζωἀριστοκρατία = αριστοκρατικό πολίτευμαἄριστον = πρόγευμαἀρμόττω = συναρμόζω αρμόζω

olgapalotenetgr 8

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄρρηκτος = αδιάρρηκτοςἀρρωστία = νόσος ασθένεια απροθυμίαἄρρωστος = ασθενής νωθρός απρόθυμοςtimes ἀρρωστότερος γίγνομαι = δείχνομαι λιγότερο πρόθυμοςἀρχή = έναρξη εξουσία κράτοςἄρχω = κάνω αρχή αρχίζω κυβερνώtimes ὁ ἄρχων = ο αρχηγόςtimes τό ἄρχειν = η εξουσίαtimes ἄρχομαι = αρχίζω εξουσιάζομαιἀρωγή = βοήθειαἀρωγός = βοηθόςἀσθένεια = εξασθένηση αδυναμίαἄσιτος = νηστικόςἄσπονδος = χωρίς συνθηκολόγησηἀσταθής = αβέβαιος ασταθήςἀστασίαστος = ο μη ταρασσόμενος από στάσειςἀτακτέω-ῶ = περνώ άτακτο βίοἀταξία = ακαταστασία απειθαρχίαἀτιμάζω = δεν τιμώ βρίζω προσβάλλωἄτιμος = αυτός που στερήθηκε τα πολιτικά του δικαιώματαἀτιμόω-ῶ = αφαιρώ από κάποιον δικαιώματαἀτραπός = οδός μονοπάτιἀτυχέω-ῶ = αποτυγχάνω νικιέμαιαὐθάδεια = θράσοςαὐθάδης = θρασύςαὖθις = πάλι πίσω στο μέλλοναὐτοβοεί = με τον πρώτο αλαλαγμό της εφόδουαὐτοκράτωρ = με πλήρη εξουσίααὐτόματος = αυτόματα αυθόρμηταtimes αὐτόματος θάνατος = ο φυσικός θάνατοςαὐτονομία = πολιτική ανεξαρτησίααὐτόνομος = αυτοδιοίκητοςαὐτόχθων-ονος = γηγενής ντόπιοςἀφαιρέω-ω amp ἀφαιροῦμαι = αφαιρώἀφανής = αόρατος άσημος σκοτεινόςἀφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ εξηγώἀφίημι = αφήνω ελευθερώνω αθωώνωἀφικνέομαι-οῦμαι = φθάνω έρχομαιἀφίστημι = απομακρύνω εμποδίζωἀφίσταμαι = απέχω αποφεύγω αποστατώ επαναστατώἀφροσύνη = απερισκεψίαἄφρων-ονος = ανόητος παράφρωνἀχαριστία = αγνωμοσύνη

olgapalotenetgr 9

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄχθομαι = αγανακτώ στενοχωρούμαιἄχθος = βάρος λύπη

βαίνω = βαδίζω πορεύομαιβάλλω = ρίχνω χτυπώ ρίχνω(ακόντιο)από μακριάβάρβαρος = ο μη ελληνικός ο ξένοςβαρύς εἰμί τινι = είμαι ενοχλητικός σε κάποιονβαρέως φέρω = δυσανασχετώβέβαιος = σταθερός ασφαλήςβιάζομαι = πιέζομαι καταβάλλομαι εξαναγκάζομαιβιάζομαι τόν ἔκπλουν = περνώ με βία το στόμιο του λιμέναβίος = βίος περιουσία τα μέσα προς τη ζωήβοηθέω-ῶ = βοηθώ σπεύδω προς βοήθειαβοτόν = βόσκημα ζώο κτήνοςβούλευμα = απόφασηβουλευτήριον = δικαστήριο βουλευτήριοβουλεύω = είμαι βουλευτής σκέπτομαιtimes βουλεύομαι = σκέπτομαι συσκέπτομαι αποφασίζωβούλομαι = θέλω επιθυμώtimes το βουλόμενον = επιθυμίαβραχύς = κοντός μικρός σύντομοςtimes διά βραχέων ή βραχύ τι = με λίγα λόγια

γέμω = είμαι γεμάτοςγενναῖος = ευγενής ανδρείοςtimes τό γενναῖον = γενναιότηταγέννημα = τέκνο καρπόςγεραιός amp γηραιός = γέροντας σεβαστόςγεραίτεροι = πρεσβύτεροιγῆρας = γηράματα

olgapalotenetgr 10

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

γηράσκω amp γηράω-ῶ = γερνώγηροτροφέω-ῶ = γηροκομώγίγνομαί τινος = γεννιέμαι από κάποιονγίγνομαι ἐπί τινι = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουγίγνομαι ὑπό τινι = υποτάσσομαι σε κάποιονγίγνομαι ἔν τινι = φτάνω σε κάτιταῦτα γιγνώσκω = αυτή τη γνώμη έχωοὕτω γιγνώσκω = τέτοια γνώμη έχω σχηματίσειτά γνωσθέντα = οι αποφάσειςγνώμη = σκέψη κρίσηπροσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχήtimes ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μουtimes τοιαύταις γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψειςtimes ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμηtimesτοιαύτη γνώμη παρίσταταί μοι = τέτοια σκέψη γεννιέται στο νου μουtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ἀπάγω τήν γνώμην = απομακρύνω τη σκέψηγράφω νόμον = συντάσσω νόμογράφομαι νόμον = προσβάλλω νόμογράφομαί τινα δίκην (γραφήν) = καταγγέλλω κάποιον εγγράφωςὁ γραψάμενος = ο κατήγοροςγυμνοπαιδίαι = Σπαρτιατική εορτή

δαίμων = θεός μοίρα τύχηδέδοικα-δέδια = φοβούμαιtimes τό δεδιός = ο φόβοςδείκνυμι = επιδεικνύω αποδεικνύωΔεῖμα = φόβοςδεινός = φοβερός ικανός επιδέξιοςtimes τά δεινά = κίνδυνος συμφορέςἐν δεινῷ εἰμι = βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηδελεάζομαι = εξαπατώμαι με δόλωμαδέλεαρ = δόλωμαδενδροτομέω-ῶ = κατακόπτω τα δέντρα ερημώνω

olgapalotenetgr 11

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

δέω = έχω ανάγκη στερούμαιὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + ΑΠΡΜΦ Αορ = λίγο έλειψε ναhellipδέομαι = έχω ανάγκη παρακάλωΔῆλος = φανερός σαφήςδηλόω-ῶ = φάνερώνω αποδεικνύωδημηγορέω-ῶ = αγορεύω στη συνέλευση του λαούδημηγορία = αγόρευσηδῆμος = λαός δημοκρατικό πολίτευμα δημοκρατικοί πολίτεςδημόσιος = κοινόςtimes δημοσίᾳ = με έξοδα του δημοσίουδηόω-ῶ = λεηλατώδιαβατήρια = θυσία προ της διαβάσεως της χώραςδιαβολή = συκοφαντίαδιαγίγνομαι = ζωδιαγιγνώσκω = διαχωρίζω εκφέρω γνώμη αποφασίζω διακρίνωδιάγω = ζω τη ζωή μου διαρκώς κάνω κάτι ζωδιαγωνίζομαι = αγωνίζομαι μάχομαι τελειώνω τον αγώναδιάδηλος = ολοφάνεροςδίαιτα = ζωή τρόπος ζωήςδιαιτησία = λύση διαφοράςδιάκειμαι = είμαι διατεθειμένοςδιακριβόω-ῶ = εξακριβώνωδιαλέγω = εκλέγομαιtimes διαλέγομαι = συζητώ μιλώ συνεννοούμαιδιαλείπω = απέχω μεσολαβώtimes οὐ διαλείπω + Κατηγ μτχ = διαρκώςδιαλείπω + μτχ = παύω ναhellipδιαλλαγή = συμφιλίωση συμφιλιωτική προσπάθειαδιαλλάττω = συμφιλιώνωδιανέμω = μοιράζωδιάνοια = νους πνεύμα σκοπός γνώμηχρῶμαι νέαις ταῖς διανοίαις = έχω νεανικά φρονήματαδιαπλέω = (διά μέσου) πλέωδιάπλους = διάπλευση ταξίδι πορθμόςδιαπράττομαι = διαπραγματεύομαι πετυχαίνω κατορθώνω αποπερατώνωδιαπυνθάνομαι = ρωτώ ζητώ να μάθωδιαρρήδην = ρητά σαφώςδιασκεδάννυμι = διασκορπίζωδιατίθημι = τακτοποιώ διαθέτω

olgapalotenetgr 12

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

διαφέρω = διαφέρω υπερέχω υπερισχύωδιαφθείρω = καταστρέφω φονεύωδίγλωττος = διερμηνέας δόλιοςδίδωμι = δίνω παρέχωtimes δίδωμί τινι + απρμφ = αξιώνω κάποιον ναtimes δίκην δίδωμι = τιμωρούμαιδιεκπλέω = διαπλέω διασπώ την εχθρική γραμμή πλέοντας δια μέσου τηςΔιέκπλους = ο πλους δια μέσου διάσπαση εχθρικής γραμμήςδιέξειμι amp διεξέρχομαι = διεξέρχομαι λεπτομερώς εκθέτωtimes ὁ τόν λόγον διεξιών = ο ομιλητήςδιέχω = απέχω αποχωρίζομαιδιίστημι = διαχωρίζωtimes διίσταμαι = διαφωνώ απομακρύνομαιδίκη = δίκη δίκαιο δικαιοσύνηtimes δίκην φεύγω = δικάζομαιtimes δίκην ὑπέχω = υποβάλλομαι σε δίκηtimes δίκην δίδωμί τινι = τιμωρούμαιtimes δίκην ὀφλισκάνω = καταδικάζομαιtimes δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώδιχῇ = κατά δυο τρόπους στα δύοδιώκω = διώκω καταδιώκω κατηγορώtimes ὁ διώκων = ο κατήγοροςtimes ὁ διωκόμενος = ο κατηγορούμενος τά δόξαντα amp τά δεδογμένα = οι αποφάσειςὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη μουtimes ἔδοξε ταῦτα = αυτά εγκρίθηκανδόκησις = γνώμη ιδέα υποψίαδοκιμάζω = ελέγχω εγκρίνω υποβάλλω σε δοκιμασία εγκρίνω την εκλογή κάποιου ως βουλευτήδόξα = ιδέα υπόληψη φήμηδουλεύω = είμαι δούλος υπήκοοςΕὖ (κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιονδύναμαι = μπορώδυναστεία = κυριαρχία εξουσίαδυσκλεής = άδοξοςδύσκλεια = κακή φήμηδύσνους = εχθρικόςδυσπραξία = αποτυχία ατυχία κακοτυχίαδυστυχέωndashῶ = υφίσταμαι ατυχίεςδωροδοκέωndashῶ = δέχομαι δώρα δωροδοκούμαιδωροδόκος = δωροδοκούμενος

olgapalotenetgr 13

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔαρ amp ἦρ γενική ἦρος = άνοιξηἐάω -ῶ = αφήνω επιτρέπω παραλείπωἐγγίγνομαι = γεννιέμαι είμαι έμφυτοςἐγγυτέρω ἐγγύτατα = κοντά περίπουἐγείρω = σηκώνω εξεγείρωἐγκαλέω -ῶ = κατηγορώtimes ἐγκαλῶ τινί τι = καταγγέλλω κάποιον για κάτιἔγκλημα = κατηγορία έγκλημαἐγκρατής = ισχυρός κυρίαρχος εγκρατήςἐγχειρίζω = παραδίδω εμπιστεύομαιἐγχωρεῖ = επιτρέπεται είναι δυνατόνἐθίζω = συνηθίζω κάποιον να κάνει κάτιἔθος = συνήθεια έθιμοεἰκῇ = άσκοπα τυχαίατά ὄντα (lt εἰμί) = τα υπάρχοντα η περιουσίαεἰμί ἔν τινι = ασχολούμαι σε κάτιtimes ἔν τινί ἐστι = από κάποιον εξαρτάταιtimes εἰμί ὑπό τινι amp ἐπί τινι = είμαι στην εξουσία κάποιουἔστιν ὅστις = κάποιοςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις = κανέναςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ = καθένας πάςἔστιν ὅτε = κάποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε = ουδέποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε οὐ = πάντοτεἔστιν ὅπως = κάπωςtimes οὐκ ἔστιν ὅπως = με κανέναν τρόποtimes οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ = ασφαλώςἔστιν ὅπου = κάπουtimes οὐκ ἔστιν ὅπου = πουθενάtimes οὐκ ἔστιν ὅπου οὐ = παντούεἶμι = έρχομαι πηγαίνωεἴργνυμι amp εἰργνύω amp εἴργω = εμποδίζω την έξοδο αποκλείω φυλακίζωεἰρήνη = ειρήνηtimes εἰρήνην ἄγω (ἔχω) = διάγω ειρηνικάtimes εἰρήνην συντίθεμαι = συνάπτω ειρήνηtimes παντελής εἰρήνη ἡμῖν γίγνεται = επικρατεί πλήρης εσωτερική ειρήνηεἰσαγγέλλω = καταγγέλλω αναγγέλλωtimes εἰσαγγέλλω τινί τι = αναγγέλλω σε κάποιον κάτιεἰσάγω = οδηγώ μέσαεἰσβαίνω = επιβιβάζομαι

olgapalotenetgr 14

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εἰσβολή = εισβολή επίθεση δίοδοςεἰσπίπτω = πέφτω μέσα εισορμώεἰσφέρω = φέρνω μέσα συνεισφέρω προτείνωεἴσω = μέσαεἶτα = έπειταἑκάς = μακριάἐκβαίνω = εξέρχομαι αποβαίνωἐκβάλλω = εξορίζω εκδιώκωἔκβασις = απόβαση αποβίβαση αποτέλεσμαἐκβολή = εκδίωξη έξοδοςἐκδιώκω = εξορίζωἐκλείπω = εγκαταλείπω παραλείπωἐκλογίζομαι = σκέπτομαι λογαριάζωἐκπέμπω = εξαποστέλλωἔκπεμψις= αποστολήἐκπίπτω = εξορίζομαι διώχνομαιἔκπληξις = κατάπληξη φόβοςἐκπλήττω = φοβίζω κτυπώtimes ἐκπλήττομαι = σαστίζωἐκποδών γίγνομαι = παραμερίζομαιtimes ἐκποδών ποιοῦμαί τινα = βγάζω κάποιον από τη μέσηἔκσπονδος = ο αποκλεισμένος από τις σπουδέςἐκφαίνω = αποκαλύπτω φανερώνωἐκφαίνω πόλεμον = κηρύττω πόλεμοἐκφέρω πόλεμον = κηρύττω ή επιχειρώ πόλεμοἐκφέρομαι δόξαν = αποκτώ φήμηδίκην φεύγω = αθωώνομαιἑκών ἑκοῦσα ἑκόν = θεληματικάἐλπίζω = αναμένω ελπίζωἐμβάλλω = εισβάλλω συγκρούομαιἐμβολή = εισβολή επιδρομή έφοδοςἐμμένω = μένω σταθερός σε κάτιἐμπίπτω = επιτίθεμαι εισορμώἐμποδών (lt ἐν ποσίν ὤν) = εμπόδιοἐμποδών γίγνομαι = εμποδίζωἐνάγω = παρακινώ ενάγω σε δικαστήριοἐναντίος = ο απέναντι αντίθετος αντίπαλοςἐναργής (ἐν-ἀργός) = φανερός σαφήςἐνδεής = στερούμενοςἔνδεια = έλλειψη στέρηση ανάγκηἐνδίδωμι = δίνω υποχωρώἔνδον = μέσα

olgapalotenetgr 15

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔνειμι = είμαι μέσα ενυπάρχωἔνεστι amp ἔνι = είναι δυνατόν επιτρέπεταιἐνιαύσιος = ετήσιοςἐνιαυτός (lt ἔνος) = έτοςἐννοέω-ῶ = εννοώ σκέπτομαιἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσαἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσειἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές συνθήκεςἐντυγχάνω = συναντώἐξαγγέλλω = διακηρύττωἐξάγω = οδηγώ έξωἐξάγομαι = βγαίνω έξωἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι αποτυγχάνωἐξανίστημι = διώχνω ερημώνωἐξανίσταμαι = εγείρομαι ερημώνομαιἔξαρνός εἰμι = αρνούμαιἔξεστι = είναι δυνατόνἐξελαύνω = εκδιώκω εξάγω εκστρατεύω εξορμώἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός διοικώἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ φθάνω σεhellipἐπαγγέλλω = διατάζω γνωστοποιώἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα υπόσχομαιἐπάγω = οδηγώ εναντίονtimes ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω προσκαλώἐπαινέω-ῶ = επαινώ επιδοκιμάζωἐπαίρω = σηκώνω υψώνω παρακινώἐπαίρομαι = περηφανεύομαιἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ παραπονούμαιἐπανάγω = σύρω επαναφέρω βγάζω στο πέλαγοςἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρούἐπαναγωγή = επίθεση κατά θάλασσαἐπανίσταμαι = επαναστατώἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω βοηθώ υπερασπίζωἐπείγομαι = βιάζομαιἐπέλασις = επίθεση επιδρομήἐπελαύνω = εκστρατεύω εφορμώἐπεξάγω = εκστρατεύω βγάζω στρατό εναντίονἐπέξειμι amp ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον διώκω δικαστικώς

olgapalotenetgr 16

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζωtimes ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζωtimes ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μουἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλούἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακόtimes ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλήςἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική ενέργειαἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαιἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενοςἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιοςἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβοἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώtimes τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμίαἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλοςἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό)ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικάἐπικλινής = κατηφορικόςἐπικουρία = προστασία βοήθειαἐπίκουρος = βοηθός προστάτηςἐπιλέγω = εκλέγωἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπωἐπιλήσμων = αυτός που λησμονείἐπίλοιπος = υπόλοιποςἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθειαἐπιμαχία = αμυντική συμφωνίαἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφήἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφήἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόλησηἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτιἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνιἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαιἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώςἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεταιἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνωἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγιαἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομήἘπιπολαί = περιοχή των Συρακουσώνἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευναποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω ερευνώἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

olgapalotenetgr 17

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαιἐπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητήςἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζωτά ἐπιστελλόμενα = τα παραγγελλόμεναἐπιστήμη = γνώση δεξιότηταἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνοςἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιοςἐπίσχω = εμποδίζω σταματώἐπίταξις = διαταγήἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγόἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμαἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρόἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμοςτά ἐπιτήδεια = εφόδια τα αναγκαία για τροφήἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμαἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως έργο μου διαπράττωἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρωtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνωἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτωἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχηἐπιτροπεία = κηδεμονίαἐπιτροπεύω = κηδεμονεύωἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκωἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνωἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνσηἐπιχαίρω = χαίρω για κάτιἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριούἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιοςἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορίαἔποικος = άποικος γείτοναςἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρόςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώἔπουρος = ούριοςἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστήςἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι

olgapalotenetgr 18

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμαἐργώδης = κοπιαστικόςἔρεισμα = στήριγμαἐρέσσω = κωπηλατώἐρέτης = κωπηλάτηςἐρῆμος = έρημος μόνοςἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφωἔρις = φιλονικία άμιλλαχεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαιἔρως = έρωτας πόθος επιθυμίαἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθωἔσχατος = τελευταίος απώτατοςἑταῖρος = φίλος σύντροφοςἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμοςεὐβουλία = φρόνησηεὔβουλος = συνετόςεὐγενής = ο καλής καταγωγήςεὐδαιμονία = ευτυχίαεὐδαίμων = ευτυχήςεὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαιεὐδόκιμος = έντιμος επαινετόςεὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη καλήεὔελπις-ιδος = αισιόδοξοςεὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσίαεἰς λόγους ἔρχομαί τινι = έρχομαι σε διαπραγματεύσειςεὐήθης = αφελής ανόητοςεὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέοςεὐκλεής = περίφημος ένδοξοςεὔκλεια = δόξαεὐκοσμία = ευπρέπεια τάξηεὐλάβεια = προσοχήεὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαιεὐμενής = ευνοϊκόςεὔνοια = ευμένειαtimes εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιονεὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλάεὐνομία = καλή διοίκησηεὔνους = ευνοϊκός φιλικόςεὐπάθεια = ευτυχίαεὐπραγέω-ῶ = ευτυχώεὐπρανία amp εὐπραξία = ευτυχία

olgapalotenetgr 19

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εὖρος = πλάτοςεὐρωστία = σωματική δύναμηεὔρωστος = ρωμαλέοςεὔτακτος = τακτικός πειθαρχικόςεὐταξία = πειθαρχίαεὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζωεὐφροσύνη = χαράἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικάἐφέπτω amp ἐφέπτομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώἐφήδομαι = επιχαίρω ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύωἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολέςἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μουἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζωἐφοράω-ῶ = επιβλέπωἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρωἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκίαἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτήἐφορμίζομαι = αγκυροβολώἔχθος = (το) μίσοςἔχθρα = μίσοςtimes οἰκεία ἔχθρα = προσωπικήἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλήςἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχωἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαιἔχω + απαρέμφ= μπορώἕως = αυγήἅμα ἕῳ = τα χαράματα

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέωζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω πλοία με σχοινιάζηλόω-ῶ = ζηλεύωζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρίαζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

olgapalotenetgr 20

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώζήω-ῶ = ζωζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβηἥβη = νεότηταἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχίαἡγεμών = αρχηγός οδηγόςἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύωtimes περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου) ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτιἥδομαι = ευχαριστούμαιἡδονή = ευχαρίστηση τέρψηἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσειςἡδύς = γλυκόςἡδέως = με ευχαρίστησηἥκιστα = καθόλουἥκω = έχω έλθει έχω καταντήσειἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικοςἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρόςἡμέτερος = δικός μαςἠμί = λέγωtimes ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώtimes ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτόςἤπειρος = στεριάἬπειρος = η Ασίαἡσυχία = ησυχίαtimes ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζωἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσαςθάλπος = θερμότητα ζέστηθανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

olgapalotenetgr 21

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρροςτό θαρσοῦν = το θάρροςθάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμηθαρσύνω-θαρρύνω = δίνω θάρροςθαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαιθαυμάσιος-θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστοςθεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζωθεῖος = θεϊκόςθέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθόθεοφιλής = αγαπητός στους θεούςθεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαιθεράπων-οντος = υπηρέτηςθέω = τρέχω πλέωtimes δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδηνθεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώθηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκωθνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαιθορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαιθροῦς = ψίθυροςθυμοειδής = ζωηρός ορμητικόςθυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαιθύω-θύομαι = θυσιάζωθωπεία = κολακείαθωπεύω = κολακεύωθωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύωἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικόςτά ἴδια = ιδιωτικές υποθέσειςἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικάἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτηςχώρα ἰδιωτεύουσα = ανάξια λόγουἱδρύω = ιδρύω κτίζωtimes ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

olgapalotenetgr 22

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἱερός = ιερός αφιερωμένοςtimes γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκέςἵημι = ρίχνω εκπέμπωtimes ἵεμαι = ορμώἱκετεύω = παρακαλώἱκέτης = ικέτηςἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαιἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασίαἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμουἰσόπεδον = ομαλό έδαφοςἵστημι = στήνω διεγείρωtimes ἵσταμαι = στέκομαι κείμαιἰσχύς = δύναμηἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύωκαθαίρω = καθαρίζωκάθαρσις = εξαγνισμόςκαθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώtimes καθίσταμαι = εγκαθίσταμαιtimes καθίσταμαι τήν πολιτείαν = τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεωςtimes καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσειςtimes καθίσταμαί τι = τακτοποιώ κάτικάθοδος = επάνοδος στην πατρίδακαινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίαςκαίριος = αξιόλογος κατάλληλοςκαιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμήtimes ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελοςtimes μετά καιροῦ = σε κατάλληλη περίστασηtimes παρά καιρόν = παράκαιρακακία = κακότητα δειλίακακοδαιμονία = ατυχία δυστυχίακακοδοξία = κακή φήμηκακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακόκακοπάθεια = αθλιότητακακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώκακοπραγία = αποτυχία δυστυχίακακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτωκαλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

olgapalotenetgr 23

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαικαρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπουκαρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχωκαταβαίνω = κατεβαίνωκαταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζωκαταβοή = κατακραυγήκαταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτιtimes καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεταιtimes θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατοκαταγορεύω = κατηγορώκατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορίακατάδηλος = ολοφάνεροςκαταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνωκαταισχύνω = ντροπιάζωκαταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπήκαταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξηκαταλείπω = κληροδοτώ αφήνω πίσω εγκαταλείπω παραδίδωκαταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνωκατάλυσις = διάλυση κατάργησηκαταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώκαταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχίακαταπλέω = προσορμίζομαικατάπληξις = έκπληξη φόβοςκαταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιονκαταπλήσσομαι = φοβάμαικατάπλους = κατάπλους σε λιμάνικατασήπομαι = σαπίζωκατατρίβω = αφανίζω καταστρέφωκαταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαικαταψηφίζομαι = καταδικάζωκατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίεςκατοικέω-ῶ = κατοικώκατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκουςκατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύκατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύκαῦμα = καύσωναςκαῦσις = καύση καυτηρίαση

olgapalotenetgr 24

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 7: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄξιος(lt ἄγω) = άξιοςtimes πολλοῦ ἄξιος = αξιόλογοςtimes πλείονος ἄξιος = χρησιμότεροςtimes οὐδενός ἄξιος = ασήμαντοςtimes σῖτος ἄξιος = σίτος φθηνόςἀξιόχρεως = αξιόπιστοςἀξιόω-ῶ = θεωρώ κάποιον άξιο έχω τη γνώμηἀξύμφορος = επιζήμιοςἀπαγγέλλω = αναγγέλλωtimes ἀπαγγέλλω πόλεμον = κηρύττω πόλεμοἀπαγορεύω = απαγορεύω εξασθενώ κουράζομαιἀπάγω = απομακρύνω οδηγώ προσάγω στο δικαστήριο ή δεσμωτήριοἀπαθής = αναίσθητος αβλαβής χωρίς ατύχημαἀπαλλάττω = απαλλάσσω απολύωtimes ἀπαλλάττομαι = αποχωρώἀπανίσταμαι = μεταναστεύωἀπαντάω-ῶ = συναντώ αποκρίνομαι ανθίσταμαι αντιμετωπίζωἅπαξ = μία φοράἀπειθέω-ῶ = δεν υπακούωἀπειθής = ανυπάκουοςἄπειμι = είμαι μακριά απουσιάζωἄπειρος = χωρίς δοκιμή άπειρος αμαθήςΜηδενός ἀπείρως ἔχω = τίποτε δεν αφήνω αδοκίμαστοἀπελαύνω = εξορίζω απομακρύνωἀπεχθάνομαι = μισούμαιἀπέχθεια = αντιπάθειαἀπεχθής = μισητός δυσάρεστος εχθρικόςἀπέχω-ομαι = απέχωἀπίθανος = απίστευτος μη πειστικόςἀπιστέω-ῶ = δυσπιστώ αμφιβάλλωἀπιστία = δυσπιστία καχυποψίαὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικάἀποβάλλω = απορρίπτωἀπογιγνώσκω = απελπίζομαι αθωώνωἀποδείκνυμι = καθιστώ γνωστό αποδεικνύωἀποδίδωμι = επιστρέφω ανακοινώνωtimes ἀποδίδωμι τά ὀνόματα = ανακοινώνω τα ονόματαἀποθνῄσκω = πεθαίνω φονεύομαιἀποικίζω = ιδρύω αποικίαἀποκάμνω = κουράζομαι παραμελώ

olgapalotenetgr 7

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

αποκνέω-ῶ = διστάζω φοβούμαιtimes ἀποκνῶ τόν πλοῦν = από φόβο αναβάλλω την εκστρατείαἀποκτείνω = σκοτώνω θανατώνωἀπολαμβάνω = παίρνω δέχομαι αποκλείωἀπολαύω = καρπούμαι απολαμβάνωἀπολείπω = αφήνω πίσω εγκαταλείπωἄπολις-ιδος = εξόριστος ο χωρίς πατρίδαtimes ἄπολις γίγνομαι = χάνω την πατρίδα μουἀπόλλυμι = χάνω φονεύω καταστρέφωἀπολύω = λύνω ελευθερώνω αθωώνωtimes ἀπολύομαι αἰτίας ή βλασφημίας ή διαβολάς = ανασκευάζω κατηγορίες ή κακολογίες ή συκοφαντίεςἄπονος = άκοπος οκνηρόςἀπορία = δυσκολία έλλειψηtimes εις απορίαν καθίσταμαι = περιέρχομαι σε δύσκολη θέσηtimes ἀπόρως ἔχω(διάκειμαι ndash διατίθεμαι) = βρίσκομαι σε αμηχανίαἀποσπάω-ῶ = αποχωρίζω αποσπώ αποσύρωἀπόστασις = αποστασία επανάστασηἀποστάτης = δραπέτης λιποτάκτης επαναστάτηςἀποτέμνω = αποκόπτωἀποφαίνω = φανερώνω αποδεικνύωἀποφαίνομαι = λέγω τη γνώμη μου προτείνωἀποψηφίζομαι = αθωώνω λαμβάνω αντίθετη απόφασηἀπραγμοσύνη = νωθρότητα οκνηρίαἀπράγμων-ονος = νωθρός φιλήσυχοςἀπραξία = αδρανειαἀπροφάσιστος = πιστός ειλικρινήςπόλεμος ἀπροφύλακτος = χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεωςtimes ἅπτομαι τῶν πολιτικων πραγμάτων = αναμιγνύομαι στα πολιτικάtimes ἅπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον πόλεμοἀργία = ανάπαυση οκνηρία απραξίαἀργός = άεργος αδρανήςἀρέσκω = είμαι αρεστόςtimes ἀρέσκομαι = είμαι ικανοποιημένος από κάτιἀρετή = ανδρεία ικανότητα υπεροχήἀριθμέω-ῶ = μετρώ υπολογίζωἀριστάω-ῶ = προγευματίζωἀριστοκρατία = αριστοκρατικό πολίτευμαἄριστον = πρόγευμαἀρμόττω = συναρμόζω αρμόζω

olgapalotenetgr 8

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄρρηκτος = αδιάρρηκτοςἀρρωστία = νόσος ασθένεια απροθυμίαἄρρωστος = ασθενής νωθρός απρόθυμοςtimes ἀρρωστότερος γίγνομαι = δείχνομαι λιγότερο πρόθυμοςἀρχή = έναρξη εξουσία κράτοςἄρχω = κάνω αρχή αρχίζω κυβερνώtimes ὁ ἄρχων = ο αρχηγόςtimes τό ἄρχειν = η εξουσίαtimes ἄρχομαι = αρχίζω εξουσιάζομαιἀρωγή = βοήθειαἀρωγός = βοηθόςἀσθένεια = εξασθένηση αδυναμίαἄσιτος = νηστικόςἄσπονδος = χωρίς συνθηκολόγησηἀσταθής = αβέβαιος ασταθήςἀστασίαστος = ο μη ταρασσόμενος από στάσειςἀτακτέω-ῶ = περνώ άτακτο βίοἀταξία = ακαταστασία απειθαρχίαἀτιμάζω = δεν τιμώ βρίζω προσβάλλωἄτιμος = αυτός που στερήθηκε τα πολιτικά του δικαιώματαἀτιμόω-ῶ = αφαιρώ από κάποιον δικαιώματαἀτραπός = οδός μονοπάτιἀτυχέω-ῶ = αποτυγχάνω νικιέμαιαὐθάδεια = θράσοςαὐθάδης = θρασύςαὖθις = πάλι πίσω στο μέλλοναὐτοβοεί = με τον πρώτο αλαλαγμό της εφόδουαὐτοκράτωρ = με πλήρη εξουσίααὐτόματος = αυτόματα αυθόρμηταtimes αὐτόματος θάνατος = ο φυσικός θάνατοςαὐτονομία = πολιτική ανεξαρτησίααὐτόνομος = αυτοδιοίκητοςαὐτόχθων-ονος = γηγενής ντόπιοςἀφαιρέω-ω amp ἀφαιροῦμαι = αφαιρώἀφανής = αόρατος άσημος σκοτεινόςἀφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ εξηγώἀφίημι = αφήνω ελευθερώνω αθωώνωἀφικνέομαι-οῦμαι = φθάνω έρχομαιἀφίστημι = απομακρύνω εμποδίζωἀφίσταμαι = απέχω αποφεύγω αποστατώ επαναστατώἀφροσύνη = απερισκεψίαἄφρων-ονος = ανόητος παράφρωνἀχαριστία = αγνωμοσύνη

olgapalotenetgr 9

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄχθομαι = αγανακτώ στενοχωρούμαιἄχθος = βάρος λύπη

βαίνω = βαδίζω πορεύομαιβάλλω = ρίχνω χτυπώ ρίχνω(ακόντιο)από μακριάβάρβαρος = ο μη ελληνικός ο ξένοςβαρύς εἰμί τινι = είμαι ενοχλητικός σε κάποιονβαρέως φέρω = δυσανασχετώβέβαιος = σταθερός ασφαλήςβιάζομαι = πιέζομαι καταβάλλομαι εξαναγκάζομαιβιάζομαι τόν ἔκπλουν = περνώ με βία το στόμιο του λιμέναβίος = βίος περιουσία τα μέσα προς τη ζωήβοηθέω-ῶ = βοηθώ σπεύδω προς βοήθειαβοτόν = βόσκημα ζώο κτήνοςβούλευμα = απόφασηβουλευτήριον = δικαστήριο βουλευτήριοβουλεύω = είμαι βουλευτής σκέπτομαιtimes βουλεύομαι = σκέπτομαι συσκέπτομαι αποφασίζωβούλομαι = θέλω επιθυμώtimes το βουλόμενον = επιθυμίαβραχύς = κοντός μικρός σύντομοςtimes διά βραχέων ή βραχύ τι = με λίγα λόγια

γέμω = είμαι γεμάτοςγενναῖος = ευγενής ανδρείοςtimes τό γενναῖον = γενναιότηταγέννημα = τέκνο καρπόςγεραιός amp γηραιός = γέροντας σεβαστόςγεραίτεροι = πρεσβύτεροιγῆρας = γηράματα

olgapalotenetgr 10

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

γηράσκω amp γηράω-ῶ = γερνώγηροτροφέω-ῶ = γηροκομώγίγνομαί τινος = γεννιέμαι από κάποιονγίγνομαι ἐπί τινι = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουγίγνομαι ὑπό τινι = υποτάσσομαι σε κάποιονγίγνομαι ἔν τινι = φτάνω σε κάτιταῦτα γιγνώσκω = αυτή τη γνώμη έχωοὕτω γιγνώσκω = τέτοια γνώμη έχω σχηματίσειτά γνωσθέντα = οι αποφάσειςγνώμη = σκέψη κρίσηπροσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχήtimes ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μουtimes τοιαύταις γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψειςtimes ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμηtimesτοιαύτη γνώμη παρίσταταί μοι = τέτοια σκέψη γεννιέται στο νου μουtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ἀπάγω τήν γνώμην = απομακρύνω τη σκέψηγράφω νόμον = συντάσσω νόμογράφομαι νόμον = προσβάλλω νόμογράφομαί τινα δίκην (γραφήν) = καταγγέλλω κάποιον εγγράφωςὁ γραψάμενος = ο κατήγοροςγυμνοπαιδίαι = Σπαρτιατική εορτή

δαίμων = θεός μοίρα τύχηδέδοικα-δέδια = φοβούμαιtimes τό δεδιός = ο φόβοςδείκνυμι = επιδεικνύω αποδεικνύωΔεῖμα = φόβοςδεινός = φοβερός ικανός επιδέξιοςtimes τά δεινά = κίνδυνος συμφορέςἐν δεινῷ εἰμι = βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηδελεάζομαι = εξαπατώμαι με δόλωμαδέλεαρ = δόλωμαδενδροτομέω-ῶ = κατακόπτω τα δέντρα ερημώνω

olgapalotenetgr 11

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

δέω = έχω ανάγκη στερούμαιὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + ΑΠΡΜΦ Αορ = λίγο έλειψε ναhellipδέομαι = έχω ανάγκη παρακάλωΔῆλος = φανερός σαφήςδηλόω-ῶ = φάνερώνω αποδεικνύωδημηγορέω-ῶ = αγορεύω στη συνέλευση του λαούδημηγορία = αγόρευσηδῆμος = λαός δημοκρατικό πολίτευμα δημοκρατικοί πολίτεςδημόσιος = κοινόςtimes δημοσίᾳ = με έξοδα του δημοσίουδηόω-ῶ = λεηλατώδιαβατήρια = θυσία προ της διαβάσεως της χώραςδιαβολή = συκοφαντίαδιαγίγνομαι = ζωδιαγιγνώσκω = διαχωρίζω εκφέρω γνώμη αποφασίζω διακρίνωδιάγω = ζω τη ζωή μου διαρκώς κάνω κάτι ζωδιαγωνίζομαι = αγωνίζομαι μάχομαι τελειώνω τον αγώναδιάδηλος = ολοφάνεροςδίαιτα = ζωή τρόπος ζωήςδιαιτησία = λύση διαφοράςδιάκειμαι = είμαι διατεθειμένοςδιακριβόω-ῶ = εξακριβώνωδιαλέγω = εκλέγομαιtimes διαλέγομαι = συζητώ μιλώ συνεννοούμαιδιαλείπω = απέχω μεσολαβώtimes οὐ διαλείπω + Κατηγ μτχ = διαρκώςδιαλείπω + μτχ = παύω ναhellipδιαλλαγή = συμφιλίωση συμφιλιωτική προσπάθειαδιαλλάττω = συμφιλιώνωδιανέμω = μοιράζωδιάνοια = νους πνεύμα σκοπός γνώμηχρῶμαι νέαις ταῖς διανοίαις = έχω νεανικά φρονήματαδιαπλέω = (διά μέσου) πλέωδιάπλους = διάπλευση ταξίδι πορθμόςδιαπράττομαι = διαπραγματεύομαι πετυχαίνω κατορθώνω αποπερατώνωδιαπυνθάνομαι = ρωτώ ζητώ να μάθωδιαρρήδην = ρητά σαφώςδιασκεδάννυμι = διασκορπίζωδιατίθημι = τακτοποιώ διαθέτω

olgapalotenetgr 12

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

διαφέρω = διαφέρω υπερέχω υπερισχύωδιαφθείρω = καταστρέφω φονεύωδίγλωττος = διερμηνέας δόλιοςδίδωμι = δίνω παρέχωtimes δίδωμί τινι + απρμφ = αξιώνω κάποιον ναtimes δίκην δίδωμι = τιμωρούμαιδιεκπλέω = διαπλέω διασπώ την εχθρική γραμμή πλέοντας δια μέσου τηςΔιέκπλους = ο πλους δια μέσου διάσπαση εχθρικής γραμμήςδιέξειμι amp διεξέρχομαι = διεξέρχομαι λεπτομερώς εκθέτωtimes ὁ τόν λόγον διεξιών = ο ομιλητήςδιέχω = απέχω αποχωρίζομαιδιίστημι = διαχωρίζωtimes διίσταμαι = διαφωνώ απομακρύνομαιδίκη = δίκη δίκαιο δικαιοσύνηtimes δίκην φεύγω = δικάζομαιtimes δίκην ὑπέχω = υποβάλλομαι σε δίκηtimes δίκην δίδωμί τινι = τιμωρούμαιtimes δίκην ὀφλισκάνω = καταδικάζομαιtimes δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώδιχῇ = κατά δυο τρόπους στα δύοδιώκω = διώκω καταδιώκω κατηγορώtimes ὁ διώκων = ο κατήγοροςtimes ὁ διωκόμενος = ο κατηγορούμενος τά δόξαντα amp τά δεδογμένα = οι αποφάσειςὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη μουtimes ἔδοξε ταῦτα = αυτά εγκρίθηκανδόκησις = γνώμη ιδέα υποψίαδοκιμάζω = ελέγχω εγκρίνω υποβάλλω σε δοκιμασία εγκρίνω την εκλογή κάποιου ως βουλευτήδόξα = ιδέα υπόληψη φήμηδουλεύω = είμαι δούλος υπήκοοςΕὖ (κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιονδύναμαι = μπορώδυναστεία = κυριαρχία εξουσίαδυσκλεής = άδοξοςδύσκλεια = κακή φήμηδύσνους = εχθρικόςδυσπραξία = αποτυχία ατυχία κακοτυχίαδυστυχέωndashῶ = υφίσταμαι ατυχίεςδωροδοκέωndashῶ = δέχομαι δώρα δωροδοκούμαιδωροδόκος = δωροδοκούμενος

olgapalotenetgr 13

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔαρ amp ἦρ γενική ἦρος = άνοιξηἐάω -ῶ = αφήνω επιτρέπω παραλείπωἐγγίγνομαι = γεννιέμαι είμαι έμφυτοςἐγγυτέρω ἐγγύτατα = κοντά περίπουἐγείρω = σηκώνω εξεγείρωἐγκαλέω -ῶ = κατηγορώtimes ἐγκαλῶ τινί τι = καταγγέλλω κάποιον για κάτιἔγκλημα = κατηγορία έγκλημαἐγκρατής = ισχυρός κυρίαρχος εγκρατήςἐγχειρίζω = παραδίδω εμπιστεύομαιἐγχωρεῖ = επιτρέπεται είναι δυνατόνἐθίζω = συνηθίζω κάποιον να κάνει κάτιἔθος = συνήθεια έθιμοεἰκῇ = άσκοπα τυχαίατά ὄντα (lt εἰμί) = τα υπάρχοντα η περιουσίαεἰμί ἔν τινι = ασχολούμαι σε κάτιtimes ἔν τινί ἐστι = από κάποιον εξαρτάταιtimes εἰμί ὑπό τινι amp ἐπί τινι = είμαι στην εξουσία κάποιουἔστιν ὅστις = κάποιοςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις = κανέναςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ = καθένας πάςἔστιν ὅτε = κάποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε = ουδέποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε οὐ = πάντοτεἔστιν ὅπως = κάπωςtimes οὐκ ἔστιν ὅπως = με κανέναν τρόποtimes οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ = ασφαλώςἔστιν ὅπου = κάπουtimes οὐκ ἔστιν ὅπου = πουθενάtimes οὐκ ἔστιν ὅπου οὐ = παντούεἶμι = έρχομαι πηγαίνωεἴργνυμι amp εἰργνύω amp εἴργω = εμποδίζω την έξοδο αποκλείω φυλακίζωεἰρήνη = ειρήνηtimes εἰρήνην ἄγω (ἔχω) = διάγω ειρηνικάtimes εἰρήνην συντίθεμαι = συνάπτω ειρήνηtimes παντελής εἰρήνη ἡμῖν γίγνεται = επικρατεί πλήρης εσωτερική ειρήνηεἰσαγγέλλω = καταγγέλλω αναγγέλλωtimes εἰσαγγέλλω τινί τι = αναγγέλλω σε κάποιον κάτιεἰσάγω = οδηγώ μέσαεἰσβαίνω = επιβιβάζομαι

olgapalotenetgr 14

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εἰσβολή = εισβολή επίθεση δίοδοςεἰσπίπτω = πέφτω μέσα εισορμώεἰσφέρω = φέρνω μέσα συνεισφέρω προτείνωεἴσω = μέσαεἶτα = έπειταἑκάς = μακριάἐκβαίνω = εξέρχομαι αποβαίνωἐκβάλλω = εξορίζω εκδιώκωἔκβασις = απόβαση αποβίβαση αποτέλεσμαἐκβολή = εκδίωξη έξοδοςἐκδιώκω = εξορίζωἐκλείπω = εγκαταλείπω παραλείπωἐκλογίζομαι = σκέπτομαι λογαριάζωἐκπέμπω = εξαποστέλλωἔκπεμψις= αποστολήἐκπίπτω = εξορίζομαι διώχνομαιἔκπληξις = κατάπληξη φόβοςἐκπλήττω = φοβίζω κτυπώtimes ἐκπλήττομαι = σαστίζωἐκποδών γίγνομαι = παραμερίζομαιtimes ἐκποδών ποιοῦμαί τινα = βγάζω κάποιον από τη μέσηἔκσπονδος = ο αποκλεισμένος από τις σπουδέςἐκφαίνω = αποκαλύπτω φανερώνωἐκφαίνω πόλεμον = κηρύττω πόλεμοἐκφέρω πόλεμον = κηρύττω ή επιχειρώ πόλεμοἐκφέρομαι δόξαν = αποκτώ φήμηδίκην φεύγω = αθωώνομαιἑκών ἑκοῦσα ἑκόν = θεληματικάἐλπίζω = αναμένω ελπίζωἐμβάλλω = εισβάλλω συγκρούομαιἐμβολή = εισβολή επιδρομή έφοδοςἐμμένω = μένω σταθερός σε κάτιἐμπίπτω = επιτίθεμαι εισορμώἐμποδών (lt ἐν ποσίν ὤν) = εμπόδιοἐμποδών γίγνομαι = εμποδίζωἐνάγω = παρακινώ ενάγω σε δικαστήριοἐναντίος = ο απέναντι αντίθετος αντίπαλοςἐναργής (ἐν-ἀργός) = φανερός σαφήςἐνδεής = στερούμενοςἔνδεια = έλλειψη στέρηση ανάγκηἐνδίδωμι = δίνω υποχωρώἔνδον = μέσα

olgapalotenetgr 15

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔνειμι = είμαι μέσα ενυπάρχωἔνεστι amp ἔνι = είναι δυνατόν επιτρέπεταιἐνιαύσιος = ετήσιοςἐνιαυτός (lt ἔνος) = έτοςἐννοέω-ῶ = εννοώ σκέπτομαιἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσαἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσειἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές συνθήκεςἐντυγχάνω = συναντώἐξαγγέλλω = διακηρύττωἐξάγω = οδηγώ έξωἐξάγομαι = βγαίνω έξωἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι αποτυγχάνωἐξανίστημι = διώχνω ερημώνωἐξανίσταμαι = εγείρομαι ερημώνομαιἔξαρνός εἰμι = αρνούμαιἔξεστι = είναι δυνατόνἐξελαύνω = εκδιώκω εξάγω εκστρατεύω εξορμώἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός διοικώἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ φθάνω σεhellipἐπαγγέλλω = διατάζω γνωστοποιώἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα υπόσχομαιἐπάγω = οδηγώ εναντίονtimes ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω προσκαλώἐπαινέω-ῶ = επαινώ επιδοκιμάζωἐπαίρω = σηκώνω υψώνω παρακινώἐπαίρομαι = περηφανεύομαιἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ παραπονούμαιἐπανάγω = σύρω επαναφέρω βγάζω στο πέλαγοςἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρούἐπαναγωγή = επίθεση κατά θάλασσαἐπανίσταμαι = επαναστατώἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω βοηθώ υπερασπίζωἐπείγομαι = βιάζομαιἐπέλασις = επίθεση επιδρομήἐπελαύνω = εκστρατεύω εφορμώἐπεξάγω = εκστρατεύω βγάζω στρατό εναντίονἐπέξειμι amp ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον διώκω δικαστικώς

olgapalotenetgr 16

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζωtimes ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζωtimes ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μουἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλούἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακόtimes ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλήςἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική ενέργειαἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαιἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενοςἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιοςἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβοἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώtimes τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμίαἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλοςἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό)ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικάἐπικλινής = κατηφορικόςἐπικουρία = προστασία βοήθειαἐπίκουρος = βοηθός προστάτηςἐπιλέγω = εκλέγωἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπωἐπιλήσμων = αυτός που λησμονείἐπίλοιπος = υπόλοιποςἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθειαἐπιμαχία = αμυντική συμφωνίαἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφήἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφήἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόλησηἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτιἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνιἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαιἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώςἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεταιἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνωἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγιαἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομήἘπιπολαί = περιοχή των Συρακουσώνἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευναποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω ερευνώἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

olgapalotenetgr 17

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαιἐπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητήςἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζωτά ἐπιστελλόμενα = τα παραγγελλόμεναἐπιστήμη = γνώση δεξιότηταἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνοςἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιοςἐπίσχω = εμποδίζω σταματώἐπίταξις = διαταγήἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγόἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμαἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρόἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμοςτά ἐπιτήδεια = εφόδια τα αναγκαία για τροφήἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμαἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως έργο μου διαπράττωἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρωtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνωἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτωἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχηἐπιτροπεία = κηδεμονίαἐπιτροπεύω = κηδεμονεύωἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκωἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνωἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνσηἐπιχαίρω = χαίρω για κάτιἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριούἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιοςἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορίαἔποικος = άποικος γείτοναςἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρόςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώἔπουρος = ούριοςἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστήςἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι

olgapalotenetgr 18

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμαἐργώδης = κοπιαστικόςἔρεισμα = στήριγμαἐρέσσω = κωπηλατώἐρέτης = κωπηλάτηςἐρῆμος = έρημος μόνοςἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφωἔρις = φιλονικία άμιλλαχεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαιἔρως = έρωτας πόθος επιθυμίαἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθωἔσχατος = τελευταίος απώτατοςἑταῖρος = φίλος σύντροφοςἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμοςεὐβουλία = φρόνησηεὔβουλος = συνετόςεὐγενής = ο καλής καταγωγήςεὐδαιμονία = ευτυχίαεὐδαίμων = ευτυχήςεὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαιεὐδόκιμος = έντιμος επαινετόςεὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη καλήεὔελπις-ιδος = αισιόδοξοςεὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσίαεἰς λόγους ἔρχομαί τινι = έρχομαι σε διαπραγματεύσειςεὐήθης = αφελής ανόητοςεὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέοςεὐκλεής = περίφημος ένδοξοςεὔκλεια = δόξαεὐκοσμία = ευπρέπεια τάξηεὐλάβεια = προσοχήεὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαιεὐμενής = ευνοϊκόςεὔνοια = ευμένειαtimes εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιονεὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλάεὐνομία = καλή διοίκησηεὔνους = ευνοϊκός φιλικόςεὐπάθεια = ευτυχίαεὐπραγέω-ῶ = ευτυχώεὐπρανία amp εὐπραξία = ευτυχία

olgapalotenetgr 19

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εὖρος = πλάτοςεὐρωστία = σωματική δύναμηεὔρωστος = ρωμαλέοςεὔτακτος = τακτικός πειθαρχικόςεὐταξία = πειθαρχίαεὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζωεὐφροσύνη = χαράἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικάἐφέπτω amp ἐφέπτομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώἐφήδομαι = επιχαίρω ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύωἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολέςἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μουἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζωἐφοράω-ῶ = επιβλέπωἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρωἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκίαἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτήἐφορμίζομαι = αγκυροβολώἔχθος = (το) μίσοςἔχθρα = μίσοςtimes οἰκεία ἔχθρα = προσωπικήἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλήςἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχωἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαιἔχω + απαρέμφ= μπορώἕως = αυγήἅμα ἕῳ = τα χαράματα

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέωζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω πλοία με σχοινιάζηλόω-ῶ = ζηλεύωζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρίαζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

olgapalotenetgr 20

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώζήω-ῶ = ζωζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβηἥβη = νεότηταἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχίαἡγεμών = αρχηγός οδηγόςἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύωtimes περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου) ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτιἥδομαι = ευχαριστούμαιἡδονή = ευχαρίστηση τέρψηἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσειςἡδύς = γλυκόςἡδέως = με ευχαρίστησηἥκιστα = καθόλουἥκω = έχω έλθει έχω καταντήσειἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικοςἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρόςἡμέτερος = δικός μαςἠμί = λέγωtimes ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώtimes ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτόςἤπειρος = στεριάἬπειρος = η Ασίαἡσυχία = ησυχίαtimes ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζωἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσαςθάλπος = θερμότητα ζέστηθανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

olgapalotenetgr 21

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρροςτό θαρσοῦν = το θάρροςθάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμηθαρσύνω-θαρρύνω = δίνω θάρροςθαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαιθαυμάσιος-θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστοςθεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζωθεῖος = θεϊκόςθέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθόθεοφιλής = αγαπητός στους θεούςθεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαιθεράπων-οντος = υπηρέτηςθέω = τρέχω πλέωtimes δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδηνθεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώθηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκωθνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαιθορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαιθροῦς = ψίθυροςθυμοειδής = ζωηρός ορμητικόςθυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαιθύω-θύομαι = θυσιάζωθωπεία = κολακείαθωπεύω = κολακεύωθωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύωἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικόςτά ἴδια = ιδιωτικές υποθέσειςἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικάἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτηςχώρα ἰδιωτεύουσα = ανάξια λόγουἱδρύω = ιδρύω κτίζωtimes ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

olgapalotenetgr 22

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἱερός = ιερός αφιερωμένοςtimes γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκέςἵημι = ρίχνω εκπέμπωtimes ἵεμαι = ορμώἱκετεύω = παρακαλώἱκέτης = ικέτηςἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαιἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασίαἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμουἰσόπεδον = ομαλό έδαφοςἵστημι = στήνω διεγείρωtimes ἵσταμαι = στέκομαι κείμαιἰσχύς = δύναμηἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύωκαθαίρω = καθαρίζωκάθαρσις = εξαγνισμόςκαθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώtimes καθίσταμαι = εγκαθίσταμαιtimes καθίσταμαι τήν πολιτείαν = τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεωςtimes καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσειςtimes καθίσταμαί τι = τακτοποιώ κάτικάθοδος = επάνοδος στην πατρίδακαινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίαςκαίριος = αξιόλογος κατάλληλοςκαιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμήtimes ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελοςtimes μετά καιροῦ = σε κατάλληλη περίστασηtimes παρά καιρόν = παράκαιρακακία = κακότητα δειλίακακοδαιμονία = ατυχία δυστυχίακακοδοξία = κακή φήμηκακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακόκακοπάθεια = αθλιότητακακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώκακοπραγία = αποτυχία δυστυχίακακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτωκαλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

olgapalotenetgr 23

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαικαρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπουκαρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχωκαταβαίνω = κατεβαίνωκαταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζωκαταβοή = κατακραυγήκαταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτιtimes καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεταιtimes θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατοκαταγορεύω = κατηγορώκατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορίακατάδηλος = ολοφάνεροςκαταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνωκαταισχύνω = ντροπιάζωκαταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπήκαταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξηκαταλείπω = κληροδοτώ αφήνω πίσω εγκαταλείπω παραδίδωκαταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνωκατάλυσις = διάλυση κατάργησηκαταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώκαταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχίακαταπλέω = προσορμίζομαικατάπληξις = έκπληξη φόβοςκαταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιονκαταπλήσσομαι = φοβάμαικατάπλους = κατάπλους σε λιμάνικατασήπομαι = σαπίζωκατατρίβω = αφανίζω καταστρέφωκαταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαικαταψηφίζομαι = καταδικάζωκατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίεςκατοικέω-ῶ = κατοικώκατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκουςκατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύκατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύκαῦμα = καύσωναςκαῦσις = καύση καυτηρίαση

olgapalotenetgr 24

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 8: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

αποκνέω-ῶ = διστάζω φοβούμαιtimes ἀποκνῶ τόν πλοῦν = από φόβο αναβάλλω την εκστρατείαἀποκτείνω = σκοτώνω θανατώνωἀπολαμβάνω = παίρνω δέχομαι αποκλείωἀπολαύω = καρπούμαι απολαμβάνωἀπολείπω = αφήνω πίσω εγκαταλείπωἄπολις-ιδος = εξόριστος ο χωρίς πατρίδαtimes ἄπολις γίγνομαι = χάνω την πατρίδα μουἀπόλλυμι = χάνω φονεύω καταστρέφωἀπολύω = λύνω ελευθερώνω αθωώνωtimes ἀπολύομαι αἰτίας ή βλασφημίας ή διαβολάς = ανασκευάζω κατηγορίες ή κακολογίες ή συκοφαντίεςἄπονος = άκοπος οκνηρόςἀπορία = δυσκολία έλλειψηtimes εις απορίαν καθίσταμαι = περιέρχομαι σε δύσκολη θέσηtimes ἀπόρως ἔχω(διάκειμαι ndash διατίθεμαι) = βρίσκομαι σε αμηχανίαἀποσπάω-ῶ = αποχωρίζω αποσπώ αποσύρωἀπόστασις = αποστασία επανάστασηἀποστάτης = δραπέτης λιποτάκτης επαναστάτηςἀποτέμνω = αποκόπτωἀποφαίνω = φανερώνω αποδεικνύωἀποφαίνομαι = λέγω τη γνώμη μου προτείνωἀποψηφίζομαι = αθωώνω λαμβάνω αντίθετη απόφασηἀπραγμοσύνη = νωθρότητα οκνηρίαἀπράγμων-ονος = νωθρός φιλήσυχοςἀπραξία = αδρανειαἀπροφάσιστος = πιστός ειλικρινήςπόλεμος ἀπροφύλακτος = χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεωςtimes ἅπτομαι τῶν πολιτικων πραγμάτων = αναμιγνύομαι στα πολιτικάtimes ἅπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον πόλεμοἀργία = ανάπαυση οκνηρία απραξίαἀργός = άεργος αδρανήςἀρέσκω = είμαι αρεστόςtimes ἀρέσκομαι = είμαι ικανοποιημένος από κάτιἀρετή = ανδρεία ικανότητα υπεροχήἀριθμέω-ῶ = μετρώ υπολογίζωἀριστάω-ῶ = προγευματίζωἀριστοκρατία = αριστοκρατικό πολίτευμαἄριστον = πρόγευμαἀρμόττω = συναρμόζω αρμόζω

olgapalotenetgr 8

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄρρηκτος = αδιάρρηκτοςἀρρωστία = νόσος ασθένεια απροθυμίαἄρρωστος = ασθενής νωθρός απρόθυμοςtimes ἀρρωστότερος γίγνομαι = δείχνομαι λιγότερο πρόθυμοςἀρχή = έναρξη εξουσία κράτοςἄρχω = κάνω αρχή αρχίζω κυβερνώtimes ὁ ἄρχων = ο αρχηγόςtimes τό ἄρχειν = η εξουσίαtimes ἄρχομαι = αρχίζω εξουσιάζομαιἀρωγή = βοήθειαἀρωγός = βοηθόςἀσθένεια = εξασθένηση αδυναμίαἄσιτος = νηστικόςἄσπονδος = χωρίς συνθηκολόγησηἀσταθής = αβέβαιος ασταθήςἀστασίαστος = ο μη ταρασσόμενος από στάσειςἀτακτέω-ῶ = περνώ άτακτο βίοἀταξία = ακαταστασία απειθαρχίαἀτιμάζω = δεν τιμώ βρίζω προσβάλλωἄτιμος = αυτός που στερήθηκε τα πολιτικά του δικαιώματαἀτιμόω-ῶ = αφαιρώ από κάποιον δικαιώματαἀτραπός = οδός μονοπάτιἀτυχέω-ῶ = αποτυγχάνω νικιέμαιαὐθάδεια = θράσοςαὐθάδης = θρασύςαὖθις = πάλι πίσω στο μέλλοναὐτοβοεί = με τον πρώτο αλαλαγμό της εφόδουαὐτοκράτωρ = με πλήρη εξουσίααὐτόματος = αυτόματα αυθόρμηταtimes αὐτόματος θάνατος = ο φυσικός θάνατοςαὐτονομία = πολιτική ανεξαρτησίααὐτόνομος = αυτοδιοίκητοςαὐτόχθων-ονος = γηγενής ντόπιοςἀφαιρέω-ω amp ἀφαιροῦμαι = αφαιρώἀφανής = αόρατος άσημος σκοτεινόςἀφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ εξηγώἀφίημι = αφήνω ελευθερώνω αθωώνωἀφικνέομαι-οῦμαι = φθάνω έρχομαιἀφίστημι = απομακρύνω εμποδίζωἀφίσταμαι = απέχω αποφεύγω αποστατώ επαναστατώἀφροσύνη = απερισκεψίαἄφρων-ονος = ανόητος παράφρωνἀχαριστία = αγνωμοσύνη

olgapalotenetgr 9

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄχθομαι = αγανακτώ στενοχωρούμαιἄχθος = βάρος λύπη

βαίνω = βαδίζω πορεύομαιβάλλω = ρίχνω χτυπώ ρίχνω(ακόντιο)από μακριάβάρβαρος = ο μη ελληνικός ο ξένοςβαρύς εἰμί τινι = είμαι ενοχλητικός σε κάποιονβαρέως φέρω = δυσανασχετώβέβαιος = σταθερός ασφαλήςβιάζομαι = πιέζομαι καταβάλλομαι εξαναγκάζομαιβιάζομαι τόν ἔκπλουν = περνώ με βία το στόμιο του λιμέναβίος = βίος περιουσία τα μέσα προς τη ζωήβοηθέω-ῶ = βοηθώ σπεύδω προς βοήθειαβοτόν = βόσκημα ζώο κτήνοςβούλευμα = απόφασηβουλευτήριον = δικαστήριο βουλευτήριοβουλεύω = είμαι βουλευτής σκέπτομαιtimes βουλεύομαι = σκέπτομαι συσκέπτομαι αποφασίζωβούλομαι = θέλω επιθυμώtimes το βουλόμενον = επιθυμίαβραχύς = κοντός μικρός σύντομοςtimes διά βραχέων ή βραχύ τι = με λίγα λόγια

γέμω = είμαι γεμάτοςγενναῖος = ευγενής ανδρείοςtimes τό γενναῖον = γενναιότηταγέννημα = τέκνο καρπόςγεραιός amp γηραιός = γέροντας σεβαστόςγεραίτεροι = πρεσβύτεροιγῆρας = γηράματα

olgapalotenetgr 10

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

γηράσκω amp γηράω-ῶ = γερνώγηροτροφέω-ῶ = γηροκομώγίγνομαί τινος = γεννιέμαι από κάποιονγίγνομαι ἐπί τινι = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουγίγνομαι ὑπό τινι = υποτάσσομαι σε κάποιονγίγνομαι ἔν τινι = φτάνω σε κάτιταῦτα γιγνώσκω = αυτή τη γνώμη έχωοὕτω γιγνώσκω = τέτοια γνώμη έχω σχηματίσειτά γνωσθέντα = οι αποφάσειςγνώμη = σκέψη κρίσηπροσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχήtimes ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μουtimes τοιαύταις γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψειςtimes ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμηtimesτοιαύτη γνώμη παρίσταταί μοι = τέτοια σκέψη γεννιέται στο νου μουtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ἀπάγω τήν γνώμην = απομακρύνω τη σκέψηγράφω νόμον = συντάσσω νόμογράφομαι νόμον = προσβάλλω νόμογράφομαί τινα δίκην (γραφήν) = καταγγέλλω κάποιον εγγράφωςὁ γραψάμενος = ο κατήγοροςγυμνοπαιδίαι = Σπαρτιατική εορτή

δαίμων = θεός μοίρα τύχηδέδοικα-δέδια = φοβούμαιtimes τό δεδιός = ο φόβοςδείκνυμι = επιδεικνύω αποδεικνύωΔεῖμα = φόβοςδεινός = φοβερός ικανός επιδέξιοςtimes τά δεινά = κίνδυνος συμφορέςἐν δεινῷ εἰμι = βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηδελεάζομαι = εξαπατώμαι με δόλωμαδέλεαρ = δόλωμαδενδροτομέω-ῶ = κατακόπτω τα δέντρα ερημώνω

olgapalotenetgr 11

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

δέω = έχω ανάγκη στερούμαιὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + ΑΠΡΜΦ Αορ = λίγο έλειψε ναhellipδέομαι = έχω ανάγκη παρακάλωΔῆλος = φανερός σαφήςδηλόω-ῶ = φάνερώνω αποδεικνύωδημηγορέω-ῶ = αγορεύω στη συνέλευση του λαούδημηγορία = αγόρευσηδῆμος = λαός δημοκρατικό πολίτευμα δημοκρατικοί πολίτεςδημόσιος = κοινόςtimes δημοσίᾳ = με έξοδα του δημοσίουδηόω-ῶ = λεηλατώδιαβατήρια = θυσία προ της διαβάσεως της χώραςδιαβολή = συκοφαντίαδιαγίγνομαι = ζωδιαγιγνώσκω = διαχωρίζω εκφέρω γνώμη αποφασίζω διακρίνωδιάγω = ζω τη ζωή μου διαρκώς κάνω κάτι ζωδιαγωνίζομαι = αγωνίζομαι μάχομαι τελειώνω τον αγώναδιάδηλος = ολοφάνεροςδίαιτα = ζωή τρόπος ζωήςδιαιτησία = λύση διαφοράςδιάκειμαι = είμαι διατεθειμένοςδιακριβόω-ῶ = εξακριβώνωδιαλέγω = εκλέγομαιtimes διαλέγομαι = συζητώ μιλώ συνεννοούμαιδιαλείπω = απέχω μεσολαβώtimes οὐ διαλείπω + Κατηγ μτχ = διαρκώςδιαλείπω + μτχ = παύω ναhellipδιαλλαγή = συμφιλίωση συμφιλιωτική προσπάθειαδιαλλάττω = συμφιλιώνωδιανέμω = μοιράζωδιάνοια = νους πνεύμα σκοπός γνώμηχρῶμαι νέαις ταῖς διανοίαις = έχω νεανικά φρονήματαδιαπλέω = (διά μέσου) πλέωδιάπλους = διάπλευση ταξίδι πορθμόςδιαπράττομαι = διαπραγματεύομαι πετυχαίνω κατορθώνω αποπερατώνωδιαπυνθάνομαι = ρωτώ ζητώ να μάθωδιαρρήδην = ρητά σαφώςδιασκεδάννυμι = διασκορπίζωδιατίθημι = τακτοποιώ διαθέτω

olgapalotenetgr 12

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

διαφέρω = διαφέρω υπερέχω υπερισχύωδιαφθείρω = καταστρέφω φονεύωδίγλωττος = διερμηνέας δόλιοςδίδωμι = δίνω παρέχωtimes δίδωμί τινι + απρμφ = αξιώνω κάποιον ναtimes δίκην δίδωμι = τιμωρούμαιδιεκπλέω = διαπλέω διασπώ την εχθρική γραμμή πλέοντας δια μέσου τηςΔιέκπλους = ο πλους δια μέσου διάσπαση εχθρικής γραμμήςδιέξειμι amp διεξέρχομαι = διεξέρχομαι λεπτομερώς εκθέτωtimes ὁ τόν λόγον διεξιών = ο ομιλητήςδιέχω = απέχω αποχωρίζομαιδιίστημι = διαχωρίζωtimes διίσταμαι = διαφωνώ απομακρύνομαιδίκη = δίκη δίκαιο δικαιοσύνηtimes δίκην φεύγω = δικάζομαιtimes δίκην ὑπέχω = υποβάλλομαι σε δίκηtimes δίκην δίδωμί τινι = τιμωρούμαιtimes δίκην ὀφλισκάνω = καταδικάζομαιtimes δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώδιχῇ = κατά δυο τρόπους στα δύοδιώκω = διώκω καταδιώκω κατηγορώtimes ὁ διώκων = ο κατήγοροςtimes ὁ διωκόμενος = ο κατηγορούμενος τά δόξαντα amp τά δεδογμένα = οι αποφάσειςὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη μουtimes ἔδοξε ταῦτα = αυτά εγκρίθηκανδόκησις = γνώμη ιδέα υποψίαδοκιμάζω = ελέγχω εγκρίνω υποβάλλω σε δοκιμασία εγκρίνω την εκλογή κάποιου ως βουλευτήδόξα = ιδέα υπόληψη φήμηδουλεύω = είμαι δούλος υπήκοοςΕὖ (κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιονδύναμαι = μπορώδυναστεία = κυριαρχία εξουσίαδυσκλεής = άδοξοςδύσκλεια = κακή φήμηδύσνους = εχθρικόςδυσπραξία = αποτυχία ατυχία κακοτυχίαδυστυχέωndashῶ = υφίσταμαι ατυχίεςδωροδοκέωndashῶ = δέχομαι δώρα δωροδοκούμαιδωροδόκος = δωροδοκούμενος

olgapalotenetgr 13

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔαρ amp ἦρ γενική ἦρος = άνοιξηἐάω -ῶ = αφήνω επιτρέπω παραλείπωἐγγίγνομαι = γεννιέμαι είμαι έμφυτοςἐγγυτέρω ἐγγύτατα = κοντά περίπουἐγείρω = σηκώνω εξεγείρωἐγκαλέω -ῶ = κατηγορώtimes ἐγκαλῶ τινί τι = καταγγέλλω κάποιον για κάτιἔγκλημα = κατηγορία έγκλημαἐγκρατής = ισχυρός κυρίαρχος εγκρατήςἐγχειρίζω = παραδίδω εμπιστεύομαιἐγχωρεῖ = επιτρέπεται είναι δυνατόνἐθίζω = συνηθίζω κάποιον να κάνει κάτιἔθος = συνήθεια έθιμοεἰκῇ = άσκοπα τυχαίατά ὄντα (lt εἰμί) = τα υπάρχοντα η περιουσίαεἰμί ἔν τινι = ασχολούμαι σε κάτιtimes ἔν τινί ἐστι = από κάποιον εξαρτάταιtimes εἰμί ὑπό τινι amp ἐπί τινι = είμαι στην εξουσία κάποιουἔστιν ὅστις = κάποιοςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις = κανέναςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ = καθένας πάςἔστιν ὅτε = κάποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε = ουδέποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε οὐ = πάντοτεἔστιν ὅπως = κάπωςtimes οὐκ ἔστιν ὅπως = με κανέναν τρόποtimes οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ = ασφαλώςἔστιν ὅπου = κάπουtimes οὐκ ἔστιν ὅπου = πουθενάtimes οὐκ ἔστιν ὅπου οὐ = παντούεἶμι = έρχομαι πηγαίνωεἴργνυμι amp εἰργνύω amp εἴργω = εμποδίζω την έξοδο αποκλείω φυλακίζωεἰρήνη = ειρήνηtimes εἰρήνην ἄγω (ἔχω) = διάγω ειρηνικάtimes εἰρήνην συντίθεμαι = συνάπτω ειρήνηtimes παντελής εἰρήνη ἡμῖν γίγνεται = επικρατεί πλήρης εσωτερική ειρήνηεἰσαγγέλλω = καταγγέλλω αναγγέλλωtimes εἰσαγγέλλω τινί τι = αναγγέλλω σε κάποιον κάτιεἰσάγω = οδηγώ μέσαεἰσβαίνω = επιβιβάζομαι

olgapalotenetgr 14

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εἰσβολή = εισβολή επίθεση δίοδοςεἰσπίπτω = πέφτω μέσα εισορμώεἰσφέρω = φέρνω μέσα συνεισφέρω προτείνωεἴσω = μέσαεἶτα = έπειταἑκάς = μακριάἐκβαίνω = εξέρχομαι αποβαίνωἐκβάλλω = εξορίζω εκδιώκωἔκβασις = απόβαση αποβίβαση αποτέλεσμαἐκβολή = εκδίωξη έξοδοςἐκδιώκω = εξορίζωἐκλείπω = εγκαταλείπω παραλείπωἐκλογίζομαι = σκέπτομαι λογαριάζωἐκπέμπω = εξαποστέλλωἔκπεμψις= αποστολήἐκπίπτω = εξορίζομαι διώχνομαιἔκπληξις = κατάπληξη φόβοςἐκπλήττω = φοβίζω κτυπώtimes ἐκπλήττομαι = σαστίζωἐκποδών γίγνομαι = παραμερίζομαιtimes ἐκποδών ποιοῦμαί τινα = βγάζω κάποιον από τη μέσηἔκσπονδος = ο αποκλεισμένος από τις σπουδέςἐκφαίνω = αποκαλύπτω φανερώνωἐκφαίνω πόλεμον = κηρύττω πόλεμοἐκφέρω πόλεμον = κηρύττω ή επιχειρώ πόλεμοἐκφέρομαι δόξαν = αποκτώ φήμηδίκην φεύγω = αθωώνομαιἑκών ἑκοῦσα ἑκόν = θεληματικάἐλπίζω = αναμένω ελπίζωἐμβάλλω = εισβάλλω συγκρούομαιἐμβολή = εισβολή επιδρομή έφοδοςἐμμένω = μένω σταθερός σε κάτιἐμπίπτω = επιτίθεμαι εισορμώἐμποδών (lt ἐν ποσίν ὤν) = εμπόδιοἐμποδών γίγνομαι = εμποδίζωἐνάγω = παρακινώ ενάγω σε δικαστήριοἐναντίος = ο απέναντι αντίθετος αντίπαλοςἐναργής (ἐν-ἀργός) = φανερός σαφήςἐνδεής = στερούμενοςἔνδεια = έλλειψη στέρηση ανάγκηἐνδίδωμι = δίνω υποχωρώἔνδον = μέσα

olgapalotenetgr 15

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔνειμι = είμαι μέσα ενυπάρχωἔνεστι amp ἔνι = είναι δυνατόν επιτρέπεταιἐνιαύσιος = ετήσιοςἐνιαυτός (lt ἔνος) = έτοςἐννοέω-ῶ = εννοώ σκέπτομαιἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσαἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσειἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές συνθήκεςἐντυγχάνω = συναντώἐξαγγέλλω = διακηρύττωἐξάγω = οδηγώ έξωἐξάγομαι = βγαίνω έξωἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι αποτυγχάνωἐξανίστημι = διώχνω ερημώνωἐξανίσταμαι = εγείρομαι ερημώνομαιἔξαρνός εἰμι = αρνούμαιἔξεστι = είναι δυνατόνἐξελαύνω = εκδιώκω εξάγω εκστρατεύω εξορμώἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός διοικώἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ φθάνω σεhellipἐπαγγέλλω = διατάζω γνωστοποιώἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα υπόσχομαιἐπάγω = οδηγώ εναντίονtimes ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω προσκαλώἐπαινέω-ῶ = επαινώ επιδοκιμάζωἐπαίρω = σηκώνω υψώνω παρακινώἐπαίρομαι = περηφανεύομαιἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ παραπονούμαιἐπανάγω = σύρω επαναφέρω βγάζω στο πέλαγοςἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρούἐπαναγωγή = επίθεση κατά θάλασσαἐπανίσταμαι = επαναστατώἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω βοηθώ υπερασπίζωἐπείγομαι = βιάζομαιἐπέλασις = επίθεση επιδρομήἐπελαύνω = εκστρατεύω εφορμώἐπεξάγω = εκστρατεύω βγάζω στρατό εναντίονἐπέξειμι amp ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον διώκω δικαστικώς

olgapalotenetgr 16

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζωtimes ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζωtimes ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μουἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλούἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακόtimes ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλήςἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική ενέργειαἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαιἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενοςἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιοςἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβοἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώtimes τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμίαἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλοςἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό)ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικάἐπικλινής = κατηφορικόςἐπικουρία = προστασία βοήθειαἐπίκουρος = βοηθός προστάτηςἐπιλέγω = εκλέγωἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπωἐπιλήσμων = αυτός που λησμονείἐπίλοιπος = υπόλοιποςἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθειαἐπιμαχία = αμυντική συμφωνίαἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφήἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφήἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόλησηἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτιἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνιἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαιἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώςἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεταιἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνωἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγιαἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομήἘπιπολαί = περιοχή των Συρακουσώνἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευναποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω ερευνώἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

olgapalotenetgr 17

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαιἐπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητήςἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζωτά ἐπιστελλόμενα = τα παραγγελλόμεναἐπιστήμη = γνώση δεξιότηταἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνοςἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιοςἐπίσχω = εμποδίζω σταματώἐπίταξις = διαταγήἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγόἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμαἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρόἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμοςτά ἐπιτήδεια = εφόδια τα αναγκαία για τροφήἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμαἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως έργο μου διαπράττωἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρωtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνωἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτωἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχηἐπιτροπεία = κηδεμονίαἐπιτροπεύω = κηδεμονεύωἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκωἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνωἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνσηἐπιχαίρω = χαίρω για κάτιἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριούἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιοςἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορίαἔποικος = άποικος γείτοναςἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρόςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώἔπουρος = ούριοςἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστήςἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι

olgapalotenetgr 18

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμαἐργώδης = κοπιαστικόςἔρεισμα = στήριγμαἐρέσσω = κωπηλατώἐρέτης = κωπηλάτηςἐρῆμος = έρημος μόνοςἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφωἔρις = φιλονικία άμιλλαχεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαιἔρως = έρωτας πόθος επιθυμίαἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθωἔσχατος = τελευταίος απώτατοςἑταῖρος = φίλος σύντροφοςἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμοςεὐβουλία = φρόνησηεὔβουλος = συνετόςεὐγενής = ο καλής καταγωγήςεὐδαιμονία = ευτυχίαεὐδαίμων = ευτυχήςεὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαιεὐδόκιμος = έντιμος επαινετόςεὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη καλήεὔελπις-ιδος = αισιόδοξοςεὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσίαεἰς λόγους ἔρχομαί τινι = έρχομαι σε διαπραγματεύσειςεὐήθης = αφελής ανόητοςεὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέοςεὐκλεής = περίφημος ένδοξοςεὔκλεια = δόξαεὐκοσμία = ευπρέπεια τάξηεὐλάβεια = προσοχήεὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαιεὐμενής = ευνοϊκόςεὔνοια = ευμένειαtimes εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιονεὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλάεὐνομία = καλή διοίκησηεὔνους = ευνοϊκός φιλικόςεὐπάθεια = ευτυχίαεὐπραγέω-ῶ = ευτυχώεὐπρανία amp εὐπραξία = ευτυχία

olgapalotenetgr 19

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εὖρος = πλάτοςεὐρωστία = σωματική δύναμηεὔρωστος = ρωμαλέοςεὔτακτος = τακτικός πειθαρχικόςεὐταξία = πειθαρχίαεὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζωεὐφροσύνη = χαράἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικάἐφέπτω amp ἐφέπτομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώἐφήδομαι = επιχαίρω ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύωἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολέςἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μουἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζωἐφοράω-ῶ = επιβλέπωἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρωἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκίαἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτήἐφορμίζομαι = αγκυροβολώἔχθος = (το) μίσοςἔχθρα = μίσοςtimes οἰκεία ἔχθρα = προσωπικήἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλήςἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχωἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαιἔχω + απαρέμφ= μπορώἕως = αυγήἅμα ἕῳ = τα χαράματα

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέωζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω πλοία με σχοινιάζηλόω-ῶ = ζηλεύωζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρίαζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

olgapalotenetgr 20

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώζήω-ῶ = ζωζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβηἥβη = νεότηταἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχίαἡγεμών = αρχηγός οδηγόςἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύωtimes περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου) ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτιἥδομαι = ευχαριστούμαιἡδονή = ευχαρίστηση τέρψηἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσειςἡδύς = γλυκόςἡδέως = με ευχαρίστησηἥκιστα = καθόλουἥκω = έχω έλθει έχω καταντήσειἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικοςἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρόςἡμέτερος = δικός μαςἠμί = λέγωtimes ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώtimes ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτόςἤπειρος = στεριάἬπειρος = η Ασίαἡσυχία = ησυχίαtimes ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζωἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσαςθάλπος = θερμότητα ζέστηθανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

olgapalotenetgr 21

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρροςτό θαρσοῦν = το θάρροςθάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμηθαρσύνω-θαρρύνω = δίνω θάρροςθαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαιθαυμάσιος-θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστοςθεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζωθεῖος = θεϊκόςθέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθόθεοφιλής = αγαπητός στους θεούςθεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαιθεράπων-οντος = υπηρέτηςθέω = τρέχω πλέωtimes δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδηνθεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώθηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκωθνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαιθορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαιθροῦς = ψίθυροςθυμοειδής = ζωηρός ορμητικόςθυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαιθύω-θύομαι = θυσιάζωθωπεία = κολακείαθωπεύω = κολακεύωθωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύωἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικόςτά ἴδια = ιδιωτικές υποθέσειςἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικάἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτηςχώρα ἰδιωτεύουσα = ανάξια λόγουἱδρύω = ιδρύω κτίζωtimes ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

olgapalotenetgr 22

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἱερός = ιερός αφιερωμένοςtimes γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκέςἵημι = ρίχνω εκπέμπωtimes ἵεμαι = ορμώἱκετεύω = παρακαλώἱκέτης = ικέτηςἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαιἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασίαἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμουἰσόπεδον = ομαλό έδαφοςἵστημι = στήνω διεγείρωtimes ἵσταμαι = στέκομαι κείμαιἰσχύς = δύναμηἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύωκαθαίρω = καθαρίζωκάθαρσις = εξαγνισμόςκαθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώtimes καθίσταμαι = εγκαθίσταμαιtimes καθίσταμαι τήν πολιτείαν = τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεωςtimes καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσειςtimes καθίσταμαί τι = τακτοποιώ κάτικάθοδος = επάνοδος στην πατρίδακαινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίαςκαίριος = αξιόλογος κατάλληλοςκαιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμήtimes ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελοςtimes μετά καιροῦ = σε κατάλληλη περίστασηtimes παρά καιρόν = παράκαιρακακία = κακότητα δειλίακακοδαιμονία = ατυχία δυστυχίακακοδοξία = κακή φήμηκακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακόκακοπάθεια = αθλιότητακακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώκακοπραγία = αποτυχία δυστυχίακακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτωκαλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

olgapalotenetgr 23

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαικαρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπουκαρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχωκαταβαίνω = κατεβαίνωκαταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζωκαταβοή = κατακραυγήκαταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτιtimes καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεταιtimes θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατοκαταγορεύω = κατηγορώκατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορίακατάδηλος = ολοφάνεροςκαταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνωκαταισχύνω = ντροπιάζωκαταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπήκαταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξηκαταλείπω = κληροδοτώ αφήνω πίσω εγκαταλείπω παραδίδωκαταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνωκατάλυσις = διάλυση κατάργησηκαταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώκαταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχίακαταπλέω = προσορμίζομαικατάπληξις = έκπληξη φόβοςκαταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιονκαταπλήσσομαι = φοβάμαικατάπλους = κατάπλους σε λιμάνικατασήπομαι = σαπίζωκατατρίβω = αφανίζω καταστρέφωκαταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαικαταψηφίζομαι = καταδικάζωκατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίεςκατοικέω-ῶ = κατοικώκατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκουςκατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύκατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύκαῦμα = καύσωναςκαῦσις = καύση καυτηρίαση

olgapalotenetgr 24

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 9: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄρρηκτος = αδιάρρηκτοςἀρρωστία = νόσος ασθένεια απροθυμίαἄρρωστος = ασθενής νωθρός απρόθυμοςtimes ἀρρωστότερος γίγνομαι = δείχνομαι λιγότερο πρόθυμοςἀρχή = έναρξη εξουσία κράτοςἄρχω = κάνω αρχή αρχίζω κυβερνώtimes ὁ ἄρχων = ο αρχηγόςtimes τό ἄρχειν = η εξουσίαtimes ἄρχομαι = αρχίζω εξουσιάζομαιἀρωγή = βοήθειαἀρωγός = βοηθόςἀσθένεια = εξασθένηση αδυναμίαἄσιτος = νηστικόςἄσπονδος = χωρίς συνθηκολόγησηἀσταθής = αβέβαιος ασταθήςἀστασίαστος = ο μη ταρασσόμενος από στάσειςἀτακτέω-ῶ = περνώ άτακτο βίοἀταξία = ακαταστασία απειθαρχίαἀτιμάζω = δεν τιμώ βρίζω προσβάλλωἄτιμος = αυτός που στερήθηκε τα πολιτικά του δικαιώματαἀτιμόω-ῶ = αφαιρώ από κάποιον δικαιώματαἀτραπός = οδός μονοπάτιἀτυχέω-ῶ = αποτυγχάνω νικιέμαιαὐθάδεια = θράσοςαὐθάδης = θρασύςαὖθις = πάλι πίσω στο μέλλοναὐτοβοεί = με τον πρώτο αλαλαγμό της εφόδουαὐτοκράτωρ = με πλήρη εξουσίααὐτόματος = αυτόματα αυθόρμηταtimes αὐτόματος θάνατος = ο φυσικός θάνατοςαὐτονομία = πολιτική ανεξαρτησίααὐτόνομος = αυτοδιοίκητοςαὐτόχθων-ονος = γηγενής ντόπιοςἀφαιρέω-ω amp ἀφαιροῦμαι = αφαιρώἀφανής = αόρατος άσημος σκοτεινόςἀφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ εξηγώἀφίημι = αφήνω ελευθερώνω αθωώνωἀφικνέομαι-οῦμαι = φθάνω έρχομαιἀφίστημι = απομακρύνω εμποδίζωἀφίσταμαι = απέχω αποφεύγω αποστατώ επαναστατώἀφροσύνη = απερισκεψίαἄφρων-ονος = ανόητος παράφρωνἀχαριστία = αγνωμοσύνη

olgapalotenetgr 9

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄχθομαι = αγανακτώ στενοχωρούμαιἄχθος = βάρος λύπη

βαίνω = βαδίζω πορεύομαιβάλλω = ρίχνω χτυπώ ρίχνω(ακόντιο)από μακριάβάρβαρος = ο μη ελληνικός ο ξένοςβαρύς εἰμί τινι = είμαι ενοχλητικός σε κάποιονβαρέως φέρω = δυσανασχετώβέβαιος = σταθερός ασφαλήςβιάζομαι = πιέζομαι καταβάλλομαι εξαναγκάζομαιβιάζομαι τόν ἔκπλουν = περνώ με βία το στόμιο του λιμέναβίος = βίος περιουσία τα μέσα προς τη ζωήβοηθέω-ῶ = βοηθώ σπεύδω προς βοήθειαβοτόν = βόσκημα ζώο κτήνοςβούλευμα = απόφασηβουλευτήριον = δικαστήριο βουλευτήριοβουλεύω = είμαι βουλευτής σκέπτομαιtimes βουλεύομαι = σκέπτομαι συσκέπτομαι αποφασίζωβούλομαι = θέλω επιθυμώtimes το βουλόμενον = επιθυμίαβραχύς = κοντός μικρός σύντομοςtimes διά βραχέων ή βραχύ τι = με λίγα λόγια

γέμω = είμαι γεμάτοςγενναῖος = ευγενής ανδρείοςtimes τό γενναῖον = γενναιότηταγέννημα = τέκνο καρπόςγεραιός amp γηραιός = γέροντας σεβαστόςγεραίτεροι = πρεσβύτεροιγῆρας = γηράματα

olgapalotenetgr 10

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

γηράσκω amp γηράω-ῶ = γερνώγηροτροφέω-ῶ = γηροκομώγίγνομαί τινος = γεννιέμαι από κάποιονγίγνομαι ἐπί τινι = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουγίγνομαι ὑπό τινι = υποτάσσομαι σε κάποιονγίγνομαι ἔν τινι = φτάνω σε κάτιταῦτα γιγνώσκω = αυτή τη γνώμη έχωοὕτω γιγνώσκω = τέτοια γνώμη έχω σχηματίσειτά γνωσθέντα = οι αποφάσειςγνώμη = σκέψη κρίσηπροσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχήtimes ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μουtimes τοιαύταις γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψειςtimes ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμηtimesτοιαύτη γνώμη παρίσταταί μοι = τέτοια σκέψη γεννιέται στο νου μουtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ἀπάγω τήν γνώμην = απομακρύνω τη σκέψηγράφω νόμον = συντάσσω νόμογράφομαι νόμον = προσβάλλω νόμογράφομαί τινα δίκην (γραφήν) = καταγγέλλω κάποιον εγγράφωςὁ γραψάμενος = ο κατήγοροςγυμνοπαιδίαι = Σπαρτιατική εορτή

δαίμων = θεός μοίρα τύχηδέδοικα-δέδια = φοβούμαιtimes τό δεδιός = ο φόβοςδείκνυμι = επιδεικνύω αποδεικνύωΔεῖμα = φόβοςδεινός = φοβερός ικανός επιδέξιοςtimes τά δεινά = κίνδυνος συμφορέςἐν δεινῷ εἰμι = βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηδελεάζομαι = εξαπατώμαι με δόλωμαδέλεαρ = δόλωμαδενδροτομέω-ῶ = κατακόπτω τα δέντρα ερημώνω

olgapalotenetgr 11

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

δέω = έχω ανάγκη στερούμαιὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + ΑΠΡΜΦ Αορ = λίγο έλειψε ναhellipδέομαι = έχω ανάγκη παρακάλωΔῆλος = φανερός σαφήςδηλόω-ῶ = φάνερώνω αποδεικνύωδημηγορέω-ῶ = αγορεύω στη συνέλευση του λαούδημηγορία = αγόρευσηδῆμος = λαός δημοκρατικό πολίτευμα δημοκρατικοί πολίτεςδημόσιος = κοινόςtimes δημοσίᾳ = με έξοδα του δημοσίουδηόω-ῶ = λεηλατώδιαβατήρια = θυσία προ της διαβάσεως της χώραςδιαβολή = συκοφαντίαδιαγίγνομαι = ζωδιαγιγνώσκω = διαχωρίζω εκφέρω γνώμη αποφασίζω διακρίνωδιάγω = ζω τη ζωή μου διαρκώς κάνω κάτι ζωδιαγωνίζομαι = αγωνίζομαι μάχομαι τελειώνω τον αγώναδιάδηλος = ολοφάνεροςδίαιτα = ζωή τρόπος ζωήςδιαιτησία = λύση διαφοράςδιάκειμαι = είμαι διατεθειμένοςδιακριβόω-ῶ = εξακριβώνωδιαλέγω = εκλέγομαιtimes διαλέγομαι = συζητώ μιλώ συνεννοούμαιδιαλείπω = απέχω μεσολαβώtimes οὐ διαλείπω + Κατηγ μτχ = διαρκώςδιαλείπω + μτχ = παύω ναhellipδιαλλαγή = συμφιλίωση συμφιλιωτική προσπάθειαδιαλλάττω = συμφιλιώνωδιανέμω = μοιράζωδιάνοια = νους πνεύμα σκοπός γνώμηχρῶμαι νέαις ταῖς διανοίαις = έχω νεανικά φρονήματαδιαπλέω = (διά μέσου) πλέωδιάπλους = διάπλευση ταξίδι πορθμόςδιαπράττομαι = διαπραγματεύομαι πετυχαίνω κατορθώνω αποπερατώνωδιαπυνθάνομαι = ρωτώ ζητώ να μάθωδιαρρήδην = ρητά σαφώςδιασκεδάννυμι = διασκορπίζωδιατίθημι = τακτοποιώ διαθέτω

olgapalotenetgr 12

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

διαφέρω = διαφέρω υπερέχω υπερισχύωδιαφθείρω = καταστρέφω φονεύωδίγλωττος = διερμηνέας δόλιοςδίδωμι = δίνω παρέχωtimes δίδωμί τινι + απρμφ = αξιώνω κάποιον ναtimes δίκην δίδωμι = τιμωρούμαιδιεκπλέω = διαπλέω διασπώ την εχθρική γραμμή πλέοντας δια μέσου τηςΔιέκπλους = ο πλους δια μέσου διάσπαση εχθρικής γραμμήςδιέξειμι amp διεξέρχομαι = διεξέρχομαι λεπτομερώς εκθέτωtimes ὁ τόν λόγον διεξιών = ο ομιλητήςδιέχω = απέχω αποχωρίζομαιδιίστημι = διαχωρίζωtimes διίσταμαι = διαφωνώ απομακρύνομαιδίκη = δίκη δίκαιο δικαιοσύνηtimes δίκην φεύγω = δικάζομαιtimes δίκην ὑπέχω = υποβάλλομαι σε δίκηtimes δίκην δίδωμί τινι = τιμωρούμαιtimes δίκην ὀφλισκάνω = καταδικάζομαιtimes δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώδιχῇ = κατά δυο τρόπους στα δύοδιώκω = διώκω καταδιώκω κατηγορώtimes ὁ διώκων = ο κατήγοροςtimes ὁ διωκόμενος = ο κατηγορούμενος τά δόξαντα amp τά δεδογμένα = οι αποφάσειςὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη μουtimes ἔδοξε ταῦτα = αυτά εγκρίθηκανδόκησις = γνώμη ιδέα υποψίαδοκιμάζω = ελέγχω εγκρίνω υποβάλλω σε δοκιμασία εγκρίνω την εκλογή κάποιου ως βουλευτήδόξα = ιδέα υπόληψη φήμηδουλεύω = είμαι δούλος υπήκοοςΕὖ (κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιονδύναμαι = μπορώδυναστεία = κυριαρχία εξουσίαδυσκλεής = άδοξοςδύσκλεια = κακή φήμηδύσνους = εχθρικόςδυσπραξία = αποτυχία ατυχία κακοτυχίαδυστυχέωndashῶ = υφίσταμαι ατυχίεςδωροδοκέωndashῶ = δέχομαι δώρα δωροδοκούμαιδωροδόκος = δωροδοκούμενος

olgapalotenetgr 13

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔαρ amp ἦρ γενική ἦρος = άνοιξηἐάω -ῶ = αφήνω επιτρέπω παραλείπωἐγγίγνομαι = γεννιέμαι είμαι έμφυτοςἐγγυτέρω ἐγγύτατα = κοντά περίπουἐγείρω = σηκώνω εξεγείρωἐγκαλέω -ῶ = κατηγορώtimes ἐγκαλῶ τινί τι = καταγγέλλω κάποιον για κάτιἔγκλημα = κατηγορία έγκλημαἐγκρατής = ισχυρός κυρίαρχος εγκρατήςἐγχειρίζω = παραδίδω εμπιστεύομαιἐγχωρεῖ = επιτρέπεται είναι δυνατόνἐθίζω = συνηθίζω κάποιον να κάνει κάτιἔθος = συνήθεια έθιμοεἰκῇ = άσκοπα τυχαίατά ὄντα (lt εἰμί) = τα υπάρχοντα η περιουσίαεἰμί ἔν τινι = ασχολούμαι σε κάτιtimes ἔν τινί ἐστι = από κάποιον εξαρτάταιtimes εἰμί ὑπό τινι amp ἐπί τινι = είμαι στην εξουσία κάποιουἔστιν ὅστις = κάποιοςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις = κανέναςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ = καθένας πάςἔστιν ὅτε = κάποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε = ουδέποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε οὐ = πάντοτεἔστιν ὅπως = κάπωςtimes οὐκ ἔστιν ὅπως = με κανέναν τρόποtimes οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ = ασφαλώςἔστιν ὅπου = κάπουtimes οὐκ ἔστιν ὅπου = πουθενάtimes οὐκ ἔστιν ὅπου οὐ = παντούεἶμι = έρχομαι πηγαίνωεἴργνυμι amp εἰργνύω amp εἴργω = εμποδίζω την έξοδο αποκλείω φυλακίζωεἰρήνη = ειρήνηtimes εἰρήνην ἄγω (ἔχω) = διάγω ειρηνικάtimes εἰρήνην συντίθεμαι = συνάπτω ειρήνηtimes παντελής εἰρήνη ἡμῖν γίγνεται = επικρατεί πλήρης εσωτερική ειρήνηεἰσαγγέλλω = καταγγέλλω αναγγέλλωtimes εἰσαγγέλλω τινί τι = αναγγέλλω σε κάποιον κάτιεἰσάγω = οδηγώ μέσαεἰσβαίνω = επιβιβάζομαι

olgapalotenetgr 14

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εἰσβολή = εισβολή επίθεση δίοδοςεἰσπίπτω = πέφτω μέσα εισορμώεἰσφέρω = φέρνω μέσα συνεισφέρω προτείνωεἴσω = μέσαεἶτα = έπειταἑκάς = μακριάἐκβαίνω = εξέρχομαι αποβαίνωἐκβάλλω = εξορίζω εκδιώκωἔκβασις = απόβαση αποβίβαση αποτέλεσμαἐκβολή = εκδίωξη έξοδοςἐκδιώκω = εξορίζωἐκλείπω = εγκαταλείπω παραλείπωἐκλογίζομαι = σκέπτομαι λογαριάζωἐκπέμπω = εξαποστέλλωἔκπεμψις= αποστολήἐκπίπτω = εξορίζομαι διώχνομαιἔκπληξις = κατάπληξη φόβοςἐκπλήττω = φοβίζω κτυπώtimes ἐκπλήττομαι = σαστίζωἐκποδών γίγνομαι = παραμερίζομαιtimes ἐκποδών ποιοῦμαί τινα = βγάζω κάποιον από τη μέσηἔκσπονδος = ο αποκλεισμένος από τις σπουδέςἐκφαίνω = αποκαλύπτω φανερώνωἐκφαίνω πόλεμον = κηρύττω πόλεμοἐκφέρω πόλεμον = κηρύττω ή επιχειρώ πόλεμοἐκφέρομαι δόξαν = αποκτώ φήμηδίκην φεύγω = αθωώνομαιἑκών ἑκοῦσα ἑκόν = θεληματικάἐλπίζω = αναμένω ελπίζωἐμβάλλω = εισβάλλω συγκρούομαιἐμβολή = εισβολή επιδρομή έφοδοςἐμμένω = μένω σταθερός σε κάτιἐμπίπτω = επιτίθεμαι εισορμώἐμποδών (lt ἐν ποσίν ὤν) = εμπόδιοἐμποδών γίγνομαι = εμποδίζωἐνάγω = παρακινώ ενάγω σε δικαστήριοἐναντίος = ο απέναντι αντίθετος αντίπαλοςἐναργής (ἐν-ἀργός) = φανερός σαφήςἐνδεής = στερούμενοςἔνδεια = έλλειψη στέρηση ανάγκηἐνδίδωμι = δίνω υποχωρώἔνδον = μέσα

olgapalotenetgr 15

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔνειμι = είμαι μέσα ενυπάρχωἔνεστι amp ἔνι = είναι δυνατόν επιτρέπεταιἐνιαύσιος = ετήσιοςἐνιαυτός (lt ἔνος) = έτοςἐννοέω-ῶ = εννοώ σκέπτομαιἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσαἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσειἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές συνθήκεςἐντυγχάνω = συναντώἐξαγγέλλω = διακηρύττωἐξάγω = οδηγώ έξωἐξάγομαι = βγαίνω έξωἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι αποτυγχάνωἐξανίστημι = διώχνω ερημώνωἐξανίσταμαι = εγείρομαι ερημώνομαιἔξαρνός εἰμι = αρνούμαιἔξεστι = είναι δυνατόνἐξελαύνω = εκδιώκω εξάγω εκστρατεύω εξορμώἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός διοικώἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ φθάνω σεhellipἐπαγγέλλω = διατάζω γνωστοποιώἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα υπόσχομαιἐπάγω = οδηγώ εναντίονtimes ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω προσκαλώἐπαινέω-ῶ = επαινώ επιδοκιμάζωἐπαίρω = σηκώνω υψώνω παρακινώἐπαίρομαι = περηφανεύομαιἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ παραπονούμαιἐπανάγω = σύρω επαναφέρω βγάζω στο πέλαγοςἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρούἐπαναγωγή = επίθεση κατά θάλασσαἐπανίσταμαι = επαναστατώἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω βοηθώ υπερασπίζωἐπείγομαι = βιάζομαιἐπέλασις = επίθεση επιδρομήἐπελαύνω = εκστρατεύω εφορμώἐπεξάγω = εκστρατεύω βγάζω στρατό εναντίονἐπέξειμι amp ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον διώκω δικαστικώς

olgapalotenetgr 16

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζωtimes ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζωtimes ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μουἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλούἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακόtimes ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλήςἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική ενέργειαἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαιἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενοςἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιοςἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβοἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώtimes τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμίαἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλοςἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό)ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικάἐπικλινής = κατηφορικόςἐπικουρία = προστασία βοήθειαἐπίκουρος = βοηθός προστάτηςἐπιλέγω = εκλέγωἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπωἐπιλήσμων = αυτός που λησμονείἐπίλοιπος = υπόλοιποςἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθειαἐπιμαχία = αμυντική συμφωνίαἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφήἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφήἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόλησηἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτιἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνιἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαιἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώςἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεταιἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνωἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγιαἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομήἘπιπολαί = περιοχή των Συρακουσώνἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευναποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω ερευνώἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

olgapalotenetgr 17

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαιἐπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητήςἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζωτά ἐπιστελλόμενα = τα παραγγελλόμεναἐπιστήμη = γνώση δεξιότηταἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνοςἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιοςἐπίσχω = εμποδίζω σταματώἐπίταξις = διαταγήἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγόἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμαἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρόἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμοςτά ἐπιτήδεια = εφόδια τα αναγκαία για τροφήἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμαἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως έργο μου διαπράττωἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρωtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνωἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτωἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχηἐπιτροπεία = κηδεμονίαἐπιτροπεύω = κηδεμονεύωἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκωἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνωἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνσηἐπιχαίρω = χαίρω για κάτιἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριούἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιοςἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορίαἔποικος = άποικος γείτοναςἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρόςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώἔπουρος = ούριοςἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστήςἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι

olgapalotenetgr 18

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμαἐργώδης = κοπιαστικόςἔρεισμα = στήριγμαἐρέσσω = κωπηλατώἐρέτης = κωπηλάτηςἐρῆμος = έρημος μόνοςἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφωἔρις = φιλονικία άμιλλαχεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαιἔρως = έρωτας πόθος επιθυμίαἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθωἔσχατος = τελευταίος απώτατοςἑταῖρος = φίλος σύντροφοςἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμοςεὐβουλία = φρόνησηεὔβουλος = συνετόςεὐγενής = ο καλής καταγωγήςεὐδαιμονία = ευτυχίαεὐδαίμων = ευτυχήςεὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαιεὐδόκιμος = έντιμος επαινετόςεὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη καλήεὔελπις-ιδος = αισιόδοξοςεὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσίαεἰς λόγους ἔρχομαί τινι = έρχομαι σε διαπραγματεύσειςεὐήθης = αφελής ανόητοςεὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέοςεὐκλεής = περίφημος ένδοξοςεὔκλεια = δόξαεὐκοσμία = ευπρέπεια τάξηεὐλάβεια = προσοχήεὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαιεὐμενής = ευνοϊκόςεὔνοια = ευμένειαtimes εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιονεὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλάεὐνομία = καλή διοίκησηεὔνους = ευνοϊκός φιλικόςεὐπάθεια = ευτυχίαεὐπραγέω-ῶ = ευτυχώεὐπρανία amp εὐπραξία = ευτυχία

olgapalotenetgr 19

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εὖρος = πλάτοςεὐρωστία = σωματική δύναμηεὔρωστος = ρωμαλέοςεὔτακτος = τακτικός πειθαρχικόςεὐταξία = πειθαρχίαεὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζωεὐφροσύνη = χαράἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικάἐφέπτω amp ἐφέπτομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώἐφήδομαι = επιχαίρω ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύωἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολέςἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μουἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζωἐφοράω-ῶ = επιβλέπωἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρωἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκίαἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτήἐφορμίζομαι = αγκυροβολώἔχθος = (το) μίσοςἔχθρα = μίσοςtimes οἰκεία ἔχθρα = προσωπικήἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλήςἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχωἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαιἔχω + απαρέμφ= μπορώἕως = αυγήἅμα ἕῳ = τα χαράματα

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέωζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω πλοία με σχοινιάζηλόω-ῶ = ζηλεύωζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρίαζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

olgapalotenetgr 20

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώζήω-ῶ = ζωζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβηἥβη = νεότηταἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχίαἡγεμών = αρχηγός οδηγόςἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύωtimes περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου) ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτιἥδομαι = ευχαριστούμαιἡδονή = ευχαρίστηση τέρψηἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσειςἡδύς = γλυκόςἡδέως = με ευχαρίστησηἥκιστα = καθόλουἥκω = έχω έλθει έχω καταντήσειἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικοςἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρόςἡμέτερος = δικός μαςἠμί = λέγωtimes ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώtimes ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτόςἤπειρος = στεριάἬπειρος = η Ασίαἡσυχία = ησυχίαtimes ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζωἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσαςθάλπος = θερμότητα ζέστηθανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

olgapalotenetgr 21

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρροςτό θαρσοῦν = το θάρροςθάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμηθαρσύνω-θαρρύνω = δίνω θάρροςθαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαιθαυμάσιος-θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστοςθεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζωθεῖος = θεϊκόςθέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθόθεοφιλής = αγαπητός στους θεούςθεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαιθεράπων-οντος = υπηρέτηςθέω = τρέχω πλέωtimes δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδηνθεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώθηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκωθνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαιθορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαιθροῦς = ψίθυροςθυμοειδής = ζωηρός ορμητικόςθυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαιθύω-θύομαι = θυσιάζωθωπεία = κολακείαθωπεύω = κολακεύωθωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύωἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικόςτά ἴδια = ιδιωτικές υποθέσειςἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικάἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτηςχώρα ἰδιωτεύουσα = ανάξια λόγουἱδρύω = ιδρύω κτίζωtimes ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

olgapalotenetgr 22

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἱερός = ιερός αφιερωμένοςtimes γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκέςἵημι = ρίχνω εκπέμπωtimes ἵεμαι = ορμώἱκετεύω = παρακαλώἱκέτης = ικέτηςἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαιἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασίαἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμουἰσόπεδον = ομαλό έδαφοςἵστημι = στήνω διεγείρωtimes ἵσταμαι = στέκομαι κείμαιἰσχύς = δύναμηἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύωκαθαίρω = καθαρίζωκάθαρσις = εξαγνισμόςκαθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώtimes καθίσταμαι = εγκαθίσταμαιtimes καθίσταμαι τήν πολιτείαν = τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεωςtimes καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσειςtimes καθίσταμαί τι = τακτοποιώ κάτικάθοδος = επάνοδος στην πατρίδακαινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίαςκαίριος = αξιόλογος κατάλληλοςκαιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμήtimes ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελοςtimes μετά καιροῦ = σε κατάλληλη περίστασηtimes παρά καιρόν = παράκαιρακακία = κακότητα δειλίακακοδαιμονία = ατυχία δυστυχίακακοδοξία = κακή φήμηκακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακόκακοπάθεια = αθλιότητακακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώκακοπραγία = αποτυχία δυστυχίακακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτωκαλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

olgapalotenetgr 23

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαικαρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπουκαρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχωκαταβαίνω = κατεβαίνωκαταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζωκαταβοή = κατακραυγήκαταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτιtimes καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεταιtimes θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατοκαταγορεύω = κατηγορώκατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορίακατάδηλος = ολοφάνεροςκαταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνωκαταισχύνω = ντροπιάζωκαταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπήκαταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξηκαταλείπω = κληροδοτώ αφήνω πίσω εγκαταλείπω παραδίδωκαταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνωκατάλυσις = διάλυση κατάργησηκαταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώκαταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχίακαταπλέω = προσορμίζομαικατάπληξις = έκπληξη φόβοςκαταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιονκαταπλήσσομαι = φοβάμαικατάπλους = κατάπλους σε λιμάνικατασήπομαι = σαπίζωκατατρίβω = αφανίζω καταστρέφωκαταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαικαταψηφίζομαι = καταδικάζωκατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίεςκατοικέω-ῶ = κατοικώκατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκουςκατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύκατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύκαῦμα = καύσωναςκαῦσις = καύση καυτηρίαση

olgapalotenetgr 24

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 10: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄχθομαι = αγανακτώ στενοχωρούμαιἄχθος = βάρος λύπη

βαίνω = βαδίζω πορεύομαιβάλλω = ρίχνω χτυπώ ρίχνω(ακόντιο)από μακριάβάρβαρος = ο μη ελληνικός ο ξένοςβαρύς εἰμί τινι = είμαι ενοχλητικός σε κάποιονβαρέως φέρω = δυσανασχετώβέβαιος = σταθερός ασφαλήςβιάζομαι = πιέζομαι καταβάλλομαι εξαναγκάζομαιβιάζομαι τόν ἔκπλουν = περνώ με βία το στόμιο του λιμέναβίος = βίος περιουσία τα μέσα προς τη ζωήβοηθέω-ῶ = βοηθώ σπεύδω προς βοήθειαβοτόν = βόσκημα ζώο κτήνοςβούλευμα = απόφασηβουλευτήριον = δικαστήριο βουλευτήριοβουλεύω = είμαι βουλευτής σκέπτομαιtimes βουλεύομαι = σκέπτομαι συσκέπτομαι αποφασίζωβούλομαι = θέλω επιθυμώtimes το βουλόμενον = επιθυμίαβραχύς = κοντός μικρός σύντομοςtimes διά βραχέων ή βραχύ τι = με λίγα λόγια

γέμω = είμαι γεμάτοςγενναῖος = ευγενής ανδρείοςtimes τό γενναῖον = γενναιότηταγέννημα = τέκνο καρπόςγεραιός amp γηραιός = γέροντας σεβαστόςγεραίτεροι = πρεσβύτεροιγῆρας = γηράματα

olgapalotenetgr 10

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

γηράσκω amp γηράω-ῶ = γερνώγηροτροφέω-ῶ = γηροκομώγίγνομαί τινος = γεννιέμαι από κάποιονγίγνομαι ἐπί τινι = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουγίγνομαι ὑπό τινι = υποτάσσομαι σε κάποιονγίγνομαι ἔν τινι = φτάνω σε κάτιταῦτα γιγνώσκω = αυτή τη γνώμη έχωοὕτω γιγνώσκω = τέτοια γνώμη έχω σχηματίσειτά γνωσθέντα = οι αποφάσειςγνώμη = σκέψη κρίσηπροσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχήtimes ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μουtimes τοιαύταις γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψειςtimes ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμηtimesτοιαύτη γνώμη παρίσταταί μοι = τέτοια σκέψη γεννιέται στο νου μουtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ἀπάγω τήν γνώμην = απομακρύνω τη σκέψηγράφω νόμον = συντάσσω νόμογράφομαι νόμον = προσβάλλω νόμογράφομαί τινα δίκην (γραφήν) = καταγγέλλω κάποιον εγγράφωςὁ γραψάμενος = ο κατήγοροςγυμνοπαιδίαι = Σπαρτιατική εορτή

δαίμων = θεός μοίρα τύχηδέδοικα-δέδια = φοβούμαιtimes τό δεδιός = ο φόβοςδείκνυμι = επιδεικνύω αποδεικνύωΔεῖμα = φόβοςδεινός = φοβερός ικανός επιδέξιοςtimes τά δεινά = κίνδυνος συμφορέςἐν δεινῷ εἰμι = βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηδελεάζομαι = εξαπατώμαι με δόλωμαδέλεαρ = δόλωμαδενδροτομέω-ῶ = κατακόπτω τα δέντρα ερημώνω

olgapalotenetgr 11

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

δέω = έχω ανάγκη στερούμαιὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + ΑΠΡΜΦ Αορ = λίγο έλειψε ναhellipδέομαι = έχω ανάγκη παρακάλωΔῆλος = φανερός σαφήςδηλόω-ῶ = φάνερώνω αποδεικνύωδημηγορέω-ῶ = αγορεύω στη συνέλευση του λαούδημηγορία = αγόρευσηδῆμος = λαός δημοκρατικό πολίτευμα δημοκρατικοί πολίτεςδημόσιος = κοινόςtimes δημοσίᾳ = με έξοδα του δημοσίουδηόω-ῶ = λεηλατώδιαβατήρια = θυσία προ της διαβάσεως της χώραςδιαβολή = συκοφαντίαδιαγίγνομαι = ζωδιαγιγνώσκω = διαχωρίζω εκφέρω γνώμη αποφασίζω διακρίνωδιάγω = ζω τη ζωή μου διαρκώς κάνω κάτι ζωδιαγωνίζομαι = αγωνίζομαι μάχομαι τελειώνω τον αγώναδιάδηλος = ολοφάνεροςδίαιτα = ζωή τρόπος ζωήςδιαιτησία = λύση διαφοράςδιάκειμαι = είμαι διατεθειμένοςδιακριβόω-ῶ = εξακριβώνωδιαλέγω = εκλέγομαιtimes διαλέγομαι = συζητώ μιλώ συνεννοούμαιδιαλείπω = απέχω μεσολαβώtimes οὐ διαλείπω + Κατηγ μτχ = διαρκώςδιαλείπω + μτχ = παύω ναhellipδιαλλαγή = συμφιλίωση συμφιλιωτική προσπάθειαδιαλλάττω = συμφιλιώνωδιανέμω = μοιράζωδιάνοια = νους πνεύμα σκοπός γνώμηχρῶμαι νέαις ταῖς διανοίαις = έχω νεανικά φρονήματαδιαπλέω = (διά μέσου) πλέωδιάπλους = διάπλευση ταξίδι πορθμόςδιαπράττομαι = διαπραγματεύομαι πετυχαίνω κατορθώνω αποπερατώνωδιαπυνθάνομαι = ρωτώ ζητώ να μάθωδιαρρήδην = ρητά σαφώςδιασκεδάννυμι = διασκορπίζωδιατίθημι = τακτοποιώ διαθέτω

olgapalotenetgr 12

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

διαφέρω = διαφέρω υπερέχω υπερισχύωδιαφθείρω = καταστρέφω φονεύωδίγλωττος = διερμηνέας δόλιοςδίδωμι = δίνω παρέχωtimes δίδωμί τινι + απρμφ = αξιώνω κάποιον ναtimes δίκην δίδωμι = τιμωρούμαιδιεκπλέω = διαπλέω διασπώ την εχθρική γραμμή πλέοντας δια μέσου τηςΔιέκπλους = ο πλους δια μέσου διάσπαση εχθρικής γραμμήςδιέξειμι amp διεξέρχομαι = διεξέρχομαι λεπτομερώς εκθέτωtimes ὁ τόν λόγον διεξιών = ο ομιλητήςδιέχω = απέχω αποχωρίζομαιδιίστημι = διαχωρίζωtimes διίσταμαι = διαφωνώ απομακρύνομαιδίκη = δίκη δίκαιο δικαιοσύνηtimes δίκην φεύγω = δικάζομαιtimes δίκην ὑπέχω = υποβάλλομαι σε δίκηtimes δίκην δίδωμί τινι = τιμωρούμαιtimes δίκην ὀφλισκάνω = καταδικάζομαιtimes δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώδιχῇ = κατά δυο τρόπους στα δύοδιώκω = διώκω καταδιώκω κατηγορώtimes ὁ διώκων = ο κατήγοροςtimes ὁ διωκόμενος = ο κατηγορούμενος τά δόξαντα amp τά δεδογμένα = οι αποφάσειςὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη μουtimes ἔδοξε ταῦτα = αυτά εγκρίθηκανδόκησις = γνώμη ιδέα υποψίαδοκιμάζω = ελέγχω εγκρίνω υποβάλλω σε δοκιμασία εγκρίνω την εκλογή κάποιου ως βουλευτήδόξα = ιδέα υπόληψη φήμηδουλεύω = είμαι δούλος υπήκοοςΕὖ (κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιονδύναμαι = μπορώδυναστεία = κυριαρχία εξουσίαδυσκλεής = άδοξοςδύσκλεια = κακή φήμηδύσνους = εχθρικόςδυσπραξία = αποτυχία ατυχία κακοτυχίαδυστυχέωndashῶ = υφίσταμαι ατυχίεςδωροδοκέωndashῶ = δέχομαι δώρα δωροδοκούμαιδωροδόκος = δωροδοκούμενος

olgapalotenetgr 13

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔαρ amp ἦρ γενική ἦρος = άνοιξηἐάω -ῶ = αφήνω επιτρέπω παραλείπωἐγγίγνομαι = γεννιέμαι είμαι έμφυτοςἐγγυτέρω ἐγγύτατα = κοντά περίπουἐγείρω = σηκώνω εξεγείρωἐγκαλέω -ῶ = κατηγορώtimes ἐγκαλῶ τινί τι = καταγγέλλω κάποιον για κάτιἔγκλημα = κατηγορία έγκλημαἐγκρατής = ισχυρός κυρίαρχος εγκρατήςἐγχειρίζω = παραδίδω εμπιστεύομαιἐγχωρεῖ = επιτρέπεται είναι δυνατόνἐθίζω = συνηθίζω κάποιον να κάνει κάτιἔθος = συνήθεια έθιμοεἰκῇ = άσκοπα τυχαίατά ὄντα (lt εἰμί) = τα υπάρχοντα η περιουσίαεἰμί ἔν τινι = ασχολούμαι σε κάτιtimes ἔν τινί ἐστι = από κάποιον εξαρτάταιtimes εἰμί ὑπό τινι amp ἐπί τινι = είμαι στην εξουσία κάποιουἔστιν ὅστις = κάποιοςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις = κανέναςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ = καθένας πάςἔστιν ὅτε = κάποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε = ουδέποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε οὐ = πάντοτεἔστιν ὅπως = κάπωςtimes οὐκ ἔστιν ὅπως = με κανέναν τρόποtimes οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ = ασφαλώςἔστιν ὅπου = κάπουtimes οὐκ ἔστιν ὅπου = πουθενάtimes οὐκ ἔστιν ὅπου οὐ = παντούεἶμι = έρχομαι πηγαίνωεἴργνυμι amp εἰργνύω amp εἴργω = εμποδίζω την έξοδο αποκλείω φυλακίζωεἰρήνη = ειρήνηtimes εἰρήνην ἄγω (ἔχω) = διάγω ειρηνικάtimes εἰρήνην συντίθεμαι = συνάπτω ειρήνηtimes παντελής εἰρήνη ἡμῖν γίγνεται = επικρατεί πλήρης εσωτερική ειρήνηεἰσαγγέλλω = καταγγέλλω αναγγέλλωtimes εἰσαγγέλλω τινί τι = αναγγέλλω σε κάποιον κάτιεἰσάγω = οδηγώ μέσαεἰσβαίνω = επιβιβάζομαι

olgapalotenetgr 14

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εἰσβολή = εισβολή επίθεση δίοδοςεἰσπίπτω = πέφτω μέσα εισορμώεἰσφέρω = φέρνω μέσα συνεισφέρω προτείνωεἴσω = μέσαεἶτα = έπειταἑκάς = μακριάἐκβαίνω = εξέρχομαι αποβαίνωἐκβάλλω = εξορίζω εκδιώκωἔκβασις = απόβαση αποβίβαση αποτέλεσμαἐκβολή = εκδίωξη έξοδοςἐκδιώκω = εξορίζωἐκλείπω = εγκαταλείπω παραλείπωἐκλογίζομαι = σκέπτομαι λογαριάζωἐκπέμπω = εξαποστέλλωἔκπεμψις= αποστολήἐκπίπτω = εξορίζομαι διώχνομαιἔκπληξις = κατάπληξη φόβοςἐκπλήττω = φοβίζω κτυπώtimes ἐκπλήττομαι = σαστίζωἐκποδών γίγνομαι = παραμερίζομαιtimes ἐκποδών ποιοῦμαί τινα = βγάζω κάποιον από τη μέσηἔκσπονδος = ο αποκλεισμένος από τις σπουδέςἐκφαίνω = αποκαλύπτω φανερώνωἐκφαίνω πόλεμον = κηρύττω πόλεμοἐκφέρω πόλεμον = κηρύττω ή επιχειρώ πόλεμοἐκφέρομαι δόξαν = αποκτώ φήμηδίκην φεύγω = αθωώνομαιἑκών ἑκοῦσα ἑκόν = θεληματικάἐλπίζω = αναμένω ελπίζωἐμβάλλω = εισβάλλω συγκρούομαιἐμβολή = εισβολή επιδρομή έφοδοςἐμμένω = μένω σταθερός σε κάτιἐμπίπτω = επιτίθεμαι εισορμώἐμποδών (lt ἐν ποσίν ὤν) = εμπόδιοἐμποδών γίγνομαι = εμποδίζωἐνάγω = παρακινώ ενάγω σε δικαστήριοἐναντίος = ο απέναντι αντίθετος αντίπαλοςἐναργής (ἐν-ἀργός) = φανερός σαφήςἐνδεής = στερούμενοςἔνδεια = έλλειψη στέρηση ανάγκηἐνδίδωμι = δίνω υποχωρώἔνδον = μέσα

olgapalotenetgr 15

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔνειμι = είμαι μέσα ενυπάρχωἔνεστι amp ἔνι = είναι δυνατόν επιτρέπεταιἐνιαύσιος = ετήσιοςἐνιαυτός (lt ἔνος) = έτοςἐννοέω-ῶ = εννοώ σκέπτομαιἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσαἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσειἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές συνθήκεςἐντυγχάνω = συναντώἐξαγγέλλω = διακηρύττωἐξάγω = οδηγώ έξωἐξάγομαι = βγαίνω έξωἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι αποτυγχάνωἐξανίστημι = διώχνω ερημώνωἐξανίσταμαι = εγείρομαι ερημώνομαιἔξαρνός εἰμι = αρνούμαιἔξεστι = είναι δυνατόνἐξελαύνω = εκδιώκω εξάγω εκστρατεύω εξορμώἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός διοικώἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ φθάνω σεhellipἐπαγγέλλω = διατάζω γνωστοποιώἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα υπόσχομαιἐπάγω = οδηγώ εναντίονtimes ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω προσκαλώἐπαινέω-ῶ = επαινώ επιδοκιμάζωἐπαίρω = σηκώνω υψώνω παρακινώἐπαίρομαι = περηφανεύομαιἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ παραπονούμαιἐπανάγω = σύρω επαναφέρω βγάζω στο πέλαγοςἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρούἐπαναγωγή = επίθεση κατά θάλασσαἐπανίσταμαι = επαναστατώἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω βοηθώ υπερασπίζωἐπείγομαι = βιάζομαιἐπέλασις = επίθεση επιδρομήἐπελαύνω = εκστρατεύω εφορμώἐπεξάγω = εκστρατεύω βγάζω στρατό εναντίονἐπέξειμι amp ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον διώκω δικαστικώς

olgapalotenetgr 16

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζωtimes ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζωtimes ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μουἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλούἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακόtimes ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλήςἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική ενέργειαἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαιἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενοςἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιοςἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβοἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώtimes τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμίαἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλοςἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό)ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικάἐπικλινής = κατηφορικόςἐπικουρία = προστασία βοήθειαἐπίκουρος = βοηθός προστάτηςἐπιλέγω = εκλέγωἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπωἐπιλήσμων = αυτός που λησμονείἐπίλοιπος = υπόλοιποςἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθειαἐπιμαχία = αμυντική συμφωνίαἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφήἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφήἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόλησηἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτιἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνιἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαιἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώςἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεταιἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνωἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγιαἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομήἘπιπολαί = περιοχή των Συρακουσώνἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευναποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω ερευνώἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

olgapalotenetgr 17

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαιἐπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητήςἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζωτά ἐπιστελλόμενα = τα παραγγελλόμεναἐπιστήμη = γνώση δεξιότηταἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνοςἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιοςἐπίσχω = εμποδίζω σταματώἐπίταξις = διαταγήἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγόἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμαἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρόἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμοςτά ἐπιτήδεια = εφόδια τα αναγκαία για τροφήἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμαἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως έργο μου διαπράττωἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρωtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνωἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτωἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχηἐπιτροπεία = κηδεμονίαἐπιτροπεύω = κηδεμονεύωἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκωἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνωἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνσηἐπιχαίρω = χαίρω για κάτιἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριούἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιοςἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορίαἔποικος = άποικος γείτοναςἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρόςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώἔπουρος = ούριοςἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστήςἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι

olgapalotenetgr 18

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμαἐργώδης = κοπιαστικόςἔρεισμα = στήριγμαἐρέσσω = κωπηλατώἐρέτης = κωπηλάτηςἐρῆμος = έρημος μόνοςἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφωἔρις = φιλονικία άμιλλαχεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαιἔρως = έρωτας πόθος επιθυμίαἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθωἔσχατος = τελευταίος απώτατοςἑταῖρος = φίλος σύντροφοςἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμοςεὐβουλία = φρόνησηεὔβουλος = συνετόςεὐγενής = ο καλής καταγωγήςεὐδαιμονία = ευτυχίαεὐδαίμων = ευτυχήςεὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαιεὐδόκιμος = έντιμος επαινετόςεὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη καλήεὔελπις-ιδος = αισιόδοξοςεὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσίαεἰς λόγους ἔρχομαί τινι = έρχομαι σε διαπραγματεύσειςεὐήθης = αφελής ανόητοςεὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέοςεὐκλεής = περίφημος ένδοξοςεὔκλεια = δόξαεὐκοσμία = ευπρέπεια τάξηεὐλάβεια = προσοχήεὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαιεὐμενής = ευνοϊκόςεὔνοια = ευμένειαtimes εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιονεὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλάεὐνομία = καλή διοίκησηεὔνους = ευνοϊκός φιλικόςεὐπάθεια = ευτυχίαεὐπραγέω-ῶ = ευτυχώεὐπρανία amp εὐπραξία = ευτυχία

olgapalotenetgr 19

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εὖρος = πλάτοςεὐρωστία = σωματική δύναμηεὔρωστος = ρωμαλέοςεὔτακτος = τακτικός πειθαρχικόςεὐταξία = πειθαρχίαεὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζωεὐφροσύνη = χαράἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικάἐφέπτω amp ἐφέπτομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώἐφήδομαι = επιχαίρω ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύωἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολέςἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μουἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζωἐφοράω-ῶ = επιβλέπωἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρωἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκίαἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτήἐφορμίζομαι = αγκυροβολώἔχθος = (το) μίσοςἔχθρα = μίσοςtimes οἰκεία ἔχθρα = προσωπικήἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλήςἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχωἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαιἔχω + απαρέμφ= μπορώἕως = αυγήἅμα ἕῳ = τα χαράματα

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέωζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω πλοία με σχοινιάζηλόω-ῶ = ζηλεύωζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρίαζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

olgapalotenetgr 20

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώζήω-ῶ = ζωζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβηἥβη = νεότηταἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχίαἡγεμών = αρχηγός οδηγόςἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύωtimes περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου) ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτιἥδομαι = ευχαριστούμαιἡδονή = ευχαρίστηση τέρψηἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσειςἡδύς = γλυκόςἡδέως = με ευχαρίστησηἥκιστα = καθόλουἥκω = έχω έλθει έχω καταντήσειἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικοςἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρόςἡμέτερος = δικός μαςἠμί = λέγωtimes ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώtimes ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτόςἤπειρος = στεριάἬπειρος = η Ασίαἡσυχία = ησυχίαtimes ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζωἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσαςθάλπος = θερμότητα ζέστηθανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

olgapalotenetgr 21

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρροςτό θαρσοῦν = το θάρροςθάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμηθαρσύνω-θαρρύνω = δίνω θάρροςθαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαιθαυμάσιος-θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστοςθεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζωθεῖος = θεϊκόςθέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθόθεοφιλής = αγαπητός στους θεούςθεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαιθεράπων-οντος = υπηρέτηςθέω = τρέχω πλέωtimes δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδηνθεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώθηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκωθνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαιθορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαιθροῦς = ψίθυροςθυμοειδής = ζωηρός ορμητικόςθυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαιθύω-θύομαι = θυσιάζωθωπεία = κολακείαθωπεύω = κολακεύωθωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύωἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικόςτά ἴδια = ιδιωτικές υποθέσειςἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικάἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτηςχώρα ἰδιωτεύουσα = ανάξια λόγουἱδρύω = ιδρύω κτίζωtimes ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

olgapalotenetgr 22

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἱερός = ιερός αφιερωμένοςtimes γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκέςἵημι = ρίχνω εκπέμπωtimes ἵεμαι = ορμώἱκετεύω = παρακαλώἱκέτης = ικέτηςἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαιἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασίαἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμουἰσόπεδον = ομαλό έδαφοςἵστημι = στήνω διεγείρωtimes ἵσταμαι = στέκομαι κείμαιἰσχύς = δύναμηἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύωκαθαίρω = καθαρίζωκάθαρσις = εξαγνισμόςκαθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώtimes καθίσταμαι = εγκαθίσταμαιtimes καθίσταμαι τήν πολιτείαν = τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεωςtimes καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσειςtimes καθίσταμαί τι = τακτοποιώ κάτικάθοδος = επάνοδος στην πατρίδακαινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίαςκαίριος = αξιόλογος κατάλληλοςκαιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμήtimes ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελοςtimes μετά καιροῦ = σε κατάλληλη περίστασηtimes παρά καιρόν = παράκαιρακακία = κακότητα δειλίακακοδαιμονία = ατυχία δυστυχίακακοδοξία = κακή φήμηκακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακόκακοπάθεια = αθλιότητακακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώκακοπραγία = αποτυχία δυστυχίακακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτωκαλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

olgapalotenetgr 23

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαικαρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπουκαρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχωκαταβαίνω = κατεβαίνωκαταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζωκαταβοή = κατακραυγήκαταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτιtimes καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεταιtimes θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατοκαταγορεύω = κατηγορώκατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορίακατάδηλος = ολοφάνεροςκαταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνωκαταισχύνω = ντροπιάζωκαταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπήκαταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξηκαταλείπω = κληροδοτώ αφήνω πίσω εγκαταλείπω παραδίδωκαταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνωκατάλυσις = διάλυση κατάργησηκαταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώκαταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχίακαταπλέω = προσορμίζομαικατάπληξις = έκπληξη φόβοςκαταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιονκαταπλήσσομαι = φοβάμαικατάπλους = κατάπλους σε λιμάνικατασήπομαι = σαπίζωκατατρίβω = αφανίζω καταστρέφωκαταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαικαταψηφίζομαι = καταδικάζωκατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίεςκατοικέω-ῶ = κατοικώκατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκουςκατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύκατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύκαῦμα = καύσωναςκαῦσις = καύση καυτηρίαση

olgapalotenetgr 24

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 11: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

γηράσκω amp γηράω-ῶ = γερνώγηροτροφέω-ῶ = γηροκομώγίγνομαί τινος = γεννιέμαι από κάποιονγίγνομαι ἐπί τινι = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουγίγνομαι ὑπό τινι = υποτάσσομαι σε κάποιονγίγνομαι ἔν τινι = φτάνω σε κάτιταῦτα γιγνώσκω = αυτή τη γνώμη έχωοὕτω γιγνώσκω = τέτοια γνώμη έχω σχηματίσειτά γνωσθέντα = οι αποφάσειςγνώμη = σκέψη κρίσηπροσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχήtimes ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μουtimes τοιαύταις γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψειςtimes ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμηtimesτοιαύτη γνώμη παρίσταταί μοι = τέτοια σκέψη γεννιέται στο νου μουtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ἀπάγω τήν γνώμην = απομακρύνω τη σκέψηγράφω νόμον = συντάσσω νόμογράφομαι νόμον = προσβάλλω νόμογράφομαί τινα δίκην (γραφήν) = καταγγέλλω κάποιον εγγράφωςὁ γραψάμενος = ο κατήγοροςγυμνοπαιδίαι = Σπαρτιατική εορτή

δαίμων = θεός μοίρα τύχηδέδοικα-δέδια = φοβούμαιtimes τό δεδιός = ο φόβοςδείκνυμι = επιδεικνύω αποδεικνύωΔεῖμα = φόβοςδεινός = φοβερός ικανός επιδέξιοςtimes τά δεινά = κίνδυνος συμφορέςἐν δεινῷ εἰμι = βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηδελεάζομαι = εξαπατώμαι με δόλωμαδέλεαρ = δόλωμαδενδροτομέω-ῶ = κατακόπτω τα δέντρα ερημώνω

olgapalotenetgr 11

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

δέω = έχω ανάγκη στερούμαιὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + ΑΠΡΜΦ Αορ = λίγο έλειψε ναhellipδέομαι = έχω ανάγκη παρακάλωΔῆλος = φανερός σαφήςδηλόω-ῶ = φάνερώνω αποδεικνύωδημηγορέω-ῶ = αγορεύω στη συνέλευση του λαούδημηγορία = αγόρευσηδῆμος = λαός δημοκρατικό πολίτευμα δημοκρατικοί πολίτεςδημόσιος = κοινόςtimes δημοσίᾳ = με έξοδα του δημοσίουδηόω-ῶ = λεηλατώδιαβατήρια = θυσία προ της διαβάσεως της χώραςδιαβολή = συκοφαντίαδιαγίγνομαι = ζωδιαγιγνώσκω = διαχωρίζω εκφέρω γνώμη αποφασίζω διακρίνωδιάγω = ζω τη ζωή μου διαρκώς κάνω κάτι ζωδιαγωνίζομαι = αγωνίζομαι μάχομαι τελειώνω τον αγώναδιάδηλος = ολοφάνεροςδίαιτα = ζωή τρόπος ζωήςδιαιτησία = λύση διαφοράςδιάκειμαι = είμαι διατεθειμένοςδιακριβόω-ῶ = εξακριβώνωδιαλέγω = εκλέγομαιtimes διαλέγομαι = συζητώ μιλώ συνεννοούμαιδιαλείπω = απέχω μεσολαβώtimes οὐ διαλείπω + Κατηγ μτχ = διαρκώςδιαλείπω + μτχ = παύω ναhellipδιαλλαγή = συμφιλίωση συμφιλιωτική προσπάθειαδιαλλάττω = συμφιλιώνωδιανέμω = μοιράζωδιάνοια = νους πνεύμα σκοπός γνώμηχρῶμαι νέαις ταῖς διανοίαις = έχω νεανικά φρονήματαδιαπλέω = (διά μέσου) πλέωδιάπλους = διάπλευση ταξίδι πορθμόςδιαπράττομαι = διαπραγματεύομαι πετυχαίνω κατορθώνω αποπερατώνωδιαπυνθάνομαι = ρωτώ ζητώ να μάθωδιαρρήδην = ρητά σαφώςδιασκεδάννυμι = διασκορπίζωδιατίθημι = τακτοποιώ διαθέτω

olgapalotenetgr 12

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

διαφέρω = διαφέρω υπερέχω υπερισχύωδιαφθείρω = καταστρέφω φονεύωδίγλωττος = διερμηνέας δόλιοςδίδωμι = δίνω παρέχωtimes δίδωμί τινι + απρμφ = αξιώνω κάποιον ναtimes δίκην δίδωμι = τιμωρούμαιδιεκπλέω = διαπλέω διασπώ την εχθρική γραμμή πλέοντας δια μέσου τηςΔιέκπλους = ο πλους δια μέσου διάσπαση εχθρικής γραμμήςδιέξειμι amp διεξέρχομαι = διεξέρχομαι λεπτομερώς εκθέτωtimes ὁ τόν λόγον διεξιών = ο ομιλητήςδιέχω = απέχω αποχωρίζομαιδιίστημι = διαχωρίζωtimes διίσταμαι = διαφωνώ απομακρύνομαιδίκη = δίκη δίκαιο δικαιοσύνηtimes δίκην φεύγω = δικάζομαιtimes δίκην ὑπέχω = υποβάλλομαι σε δίκηtimes δίκην δίδωμί τινι = τιμωρούμαιtimes δίκην ὀφλισκάνω = καταδικάζομαιtimes δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώδιχῇ = κατά δυο τρόπους στα δύοδιώκω = διώκω καταδιώκω κατηγορώtimes ὁ διώκων = ο κατήγοροςtimes ὁ διωκόμενος = ο κατηγορούμενος τά δόξαντα amp τά δεδογμένα = οι αποφάσειςὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη μουtimes ἔδοξε ταῦτα = αυτά εγκρίθηκανδόκησις = γνώμη ιδέα υποψίαδοκιμάζω = ελέγχω εγκρίνω υποβάλλω σε δοκιμασία εγκρίνω την εκλογή κάποιου ως βουλευτήδόξα = ιδέα υπόληψη φήμηδουλεύω = είμαι δούλος υπήκοοςΕὖ (κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιονδύναμαι = μπορώδυναστεία = κυριαρχία εξουσίαδυσκλεής = άδοξοςδύσκλεια = κακή φήμηδύσνους = εχθρικόςδυσπραξία = αποτυχία ατυχία κακοτυχίαδυστυχέωndashῶ = υφίσταμαι ατυχίεςδωροδοκέωndashῶ = δέχομαι δώρα δωροδοκούμαιδωροδόκος = δωροδοκούμενος

olgapalotenetgr 13

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔαρ amp ἦρ γενική ἦρος = άνοιξηἐάω -ῶ = αφήνω επιτρέπω παραλείπωἐγγίγνομαι = γεννιέμαι είμαι έμφυτοςἐγγυτέρω ἐγγύτατα = κοντά περίπουἐγείρω = σηκώνω εξεγείρωἐγκαλέω -ῶ = κατηγορώtimes ἐγκαλῶ τινί τι = καταγγέλλω κάποιον για κάτιἔγκλημα = κατηγορία έγκλημαἐγκρατής = ισχυρός κυρίαρχος εγκρατήςἐγχειρίζω = παραδίδω εμπιστεύομαιἐγχωρεῖ = επιτρέπεται είναι δυνατόνἐθίζω = συνηθίζω κάποιον να κάνει κάτιἔθος = συνήθεια έθιμοεἰκῇ = άσκοπα τυχαίατά ὄντα (lt εἰμί) = τα υπάρχοντα η περιουσίαεἰμί ἔν τινι = ασχολούμαι σε κάτιtimes ἔν τινί ἐστι = από κάποιον εξαρτάταιtimes εἰμί ὑπό τινι amp ἐπί τινι = είμαι στην εξουσία κάποιουἔστιν ὅστις = κάποιοςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις = κανέναςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ = καθένας πάςἔστιν ὅτε = κάποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε = ουδέποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε οὐ = πάντοτεἔστιν ὅπως = κάπωςtimes οὐκ ἔστιν ὅπως = με κανέναν τρόποtimes οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ = ασφαλώςἔστιν ὅπου = κάπουtimes οὐκ ἔστιν ὅπου = πουθενάtimes οὐκ ἔστιν ὅπου οὐ = παντούεἶμι = έρχομαι πηγαίνωεἴργνυμι amp εἰργνύω amp εἴργω = εμποδίζω την έξοδο αποκλείω φυλακίζωεἰρήνη = ειρήνηtimes εἰρήνην ἄγω (ἔχω) = διάγω ειρηνικάtimes εἰρήνην συντίθεμαι = συνάπτω ειρήνηtimes παντελής εἰρήνη ἡμῖν γίγνεται = επικρατεί πλήρης εσωτερική ειρήνηεἰσαγγέλλω = καταγγέλλω αναγγέλλωtimes εἰσαγγέλλω τινί τι = αναγγέλλω σε κάποιον κάτιεἰσάγω = οδηγώ μέσαεἰσβαίνω = επιβιβάζομαι

olgapalotenetgr 14

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εἰσβολή = εισβολή επίθεση δίοδοςεἰσπίπτω = πέφτω μέσα εισορμώεἰσφέρω = φέρνω μέσα συνεισφέρω προτείνωεἴσω = μέσαεἶτα = έπειταἑκάς = μακριάἐκβαίνω = εξέρχομαι αποβαίνωἐκβάλλω = εξορίζω εκδιώκωἔκβασις = απόβαση αποβίβαση αποτέλεσμαἐκβολή = εκδίωξη έξοδοςἐκδιώκω = εξορίζωἐκλείπω = εγκαταλείπω παραλείπωἐκλογίζομαι = σκέπτομαι λογαριάζωἐκπέμπω = εξαποστέλλωἔκπεμψις= αποστολήἐκπίπτω = εξορίζομαι διώχνομαιἔκπληξις = κατάπληξη φόβοςἐκπλήττω = φοβίζω κτυπώtimes ἐκπλήττομαι = σαστίζωἐκποδών γίγνομαι = παραμερίζομαιtimes ἐκποδών ποιοῦμαί τινα = βγάζω κάποιον από τη μέσηἔκσπονδος = ο αποκλεισμένος από τις σπουδέςἐκφαίνω = αποκαλύπτω φανερώνωἐκφαίνω πόλεμον = κηρύττω πόλεμοἐκφέρω πόλεμον = κηρύττω ή επιχειρώ πόλεμοἐκφέρομαι δόξαν = αποκτώ φήμηδίκην φεύγω = αθωώνομαιἑκών ἑκοῦσα ἑκόν = θεληματικάἐλπίζω = αναμένω ελπίζωἐμβάλλω = εισβάλλω συγκρούομαιἐμβολή = εισβολή επιδρομή έφοδοςἐμμένω = μένω σταθερός σε κάτιἐμπίπτω = επιτίθεμαι εισορμώἐμποδών (lt ἐν ποσίν ὤν) = εμπόδιοἐμποδών γίγνομαι = εμποδίζωἐνάγω = παρακινώ ενάγω σε δικαστήριοἐναντίος = ο απέναντι αντίθετος αντίπαλοςἐναργής (ἐν-ἀργός) = φανερός σαφήςἐνδεής = στερούμενοςἔνδεια = έλλειψη στέρηση ανάγκηἐνδίδωμι = δίνω υποχωρώἔνδον = μέσα

olgapalotenetgr 15

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔνειμι = είμαι μέσα ενυπάρχωἔνεστι amp ἔνι = είναι δυνατόν επιτρέπεταιἐνιαύσιος = ετήσιοςἐνιαυτός (lt ἔνος) = έτοςἐννοέω-ῶ = εννοώ σκέπτομαιἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσαἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσειἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές συνθήκεςἐντυγχάνω = συναντώἐξαγγέλλω = διακηρύττωἐξάγω = οδηγώ έξωἐξάγομαι = βγαίνω έξωἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι αποτυγχάνωἐξανίστημι = διώχνω ερημώνωἐξανίσταμαι = εγείρομαι ερημώνομαιἔξαρνός εἰμι = αρνούμαιἔξεστι = είναι δυνατόνἐξελαύνω = εκδιώκω εξάγω εκστρατεύω εξορμώἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός διοικώἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ φθάνω σεhellipἐπαγγέλλω = διατάζω γνωστοποιώἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα υπόσχομαιἐπάγω = οδηγώ εναντίονtimes ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω προσκαλώἐπαινέω-ῶ = επαινώ επιδοκιμάζωἐπαίρω = σηκώνω υψώνω παρακινώἐπαίρομαι = περηφανεύομαιἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ παραπονούμαιἐπανάγω = σύρω επαναφέρω βγάζω στο πέλαγοςἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρούἐπαναγωγή = επίθεση κατά θάλασσαἐπανίσταμαι = επαναστατώἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω βοηθώ υπερασπίζωἐπείγομαι = βιάζομαιἐπέλασις = επίθεση επιδρομήἐπελαύνω = εκστρατεύω εφορμώἐπεξάγω = εκστρατεύω βγάζω στρατό εναντίονἐπέξειμι amp ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον διώκω δικαστικώς

olgapalotenetgr 16

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζωtimes ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζωtimes ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μουἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλούἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακόtimes ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλήςἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική ενέργειαἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαιἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενοςἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιοςἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβοἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώtimes τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμίαἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλοςἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό)ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικάἐπικλινής = κατηφορικόςἐπικουρία = προστασία βοήθειαἐπίκουρος = βοηθός προστάτηςἐπιλέγω = εκλέγωἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπωἐπιλήσμων = αυτός που λησμονείἐπίλοιπος = υπόλοιποςἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθειαἐπιμαχία = αμυντική συμφωνίαἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφήἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφήἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόλησηἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτιἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνιἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαιἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώςἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεταιἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνωἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγιαἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομήἘπιπολαί = περιοχή των Συρακουσώνἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευναποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω ερευνώἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

olgapalotenetgr 17

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαιἐπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητήςἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζωτά ἐπιστελλόμενα = τα παραγγελλόμεναἐπιστήμη = γνώση δεξιότηταἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνοςἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιοςἐπίσχω = εμποδίζω σταματώἐπίταξις = διαταγήἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγόἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμαἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρόἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμοςτά ἐπιτήδεια = εφόδια τα αναγκαία για τροφήἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμαἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως έργο μου διαπράττωἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρωtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνωἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτωἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχηἐπιτροπεία = κηδεμονίαἐπιτροπεύω = κηδεμονεύωἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκωἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνωἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνσηἐπιχαίρω = χαίρω για κάτιἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριούἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιοςἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορίαἔποικος = άποικος γείτοναςἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρόςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώἔπουρος = ούριοςἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστήςἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι

olgapalotenetgr 18

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμαἐργώδης = κοπιαστικόςἔρεισμα = στήριγμαἐρέσσω = κωπηλατώἐρέτης = κωπηλάτηςἐρῆμος = έρημος μόνοςἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφωἔρις = φιλονικία άμιλλαχεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαιἔρως = έρωτας πόθος επιθυμίαἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθωἔσχατος = τελευταίος απώτατοςἑταῖρος = φίλος σύντροφοςἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμοςεὐβουλία = φρόνησηεὔβουλος = συνετόςεὐγενής = ο καλής καταγωγήςεὐδαιμονία = ευτυχίαεὐδαίμων = ευτυχήςεὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαιεὐδόκιμος = έντιμος επαινετόςεὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη καλήεὔελπις-ιδος = αισιόδοξοςεὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσίαεἰς λόγους ἔρχομαί τινι = έρχομαι σε διαπραγματεύσειςεὐήθης = αφελής ανόητοςεὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέοςεὐκλεής = περίφημος ένδοξοςεὔκλεια = δόξαεὐκοσμία = ευπρέπεια τάξηεὐλάβεια = προσοχήεὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαιεὐμενής = ευνοϊκόςεὔνοια = ευμένειαtimes εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιονεὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλάεὐνομία = καλή διοίκησηεὔνους = ευνοϊκός φιλικόςεὐπάθεια = ευτυχίαεὐπραγέω-ῶ = ευτυχώεὐπρανία amp εὐπραξία = ευτυχία

olgapalotenetgr 19

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εὖρος = πλάτοςεὐρωστία = σωματική δύναμηεὔρωστος = ρωμαλέοςεὔτακτος = τακτικός πειθαρχικόςεὐταξία = πειθαρχίαεὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζωεὐφροσύνη = χαράἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικάἐφέπτω amp ἐφέπτομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώἐφήδομαι = επιχαίρω ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύωἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολέςἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μουἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζωἐφοράω-ῶ = επιβλέπωἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρωἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκίαἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτήἐφορμίζομαι = αγκυροβολώἔχθος = (το) μίσοςἔχθρα = μίσοςtimes οἰκεία ἔχθρα = προσωπικήἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλήςἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχωἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαιἔχω + απαρέμφ= μπορώἕως = αυγήἅμα ἕῳ = τα χαράματα

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέωζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω πλοία με σχοινιάζηλόω-ῶ = ζηλεύωζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρίαζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

olgapalotenetgr 20

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώζήω-ῶ = ζωζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβηἥβη = νεότηταἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχίαἡγεμών = αρχηγός οδηγόςἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύωtimes περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου) ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτιἥδομαι = ευχαριστούμαιἡδονή = ευχαρίστηση τέρψηἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσειςἡδύς = γλυκόςἡδέως = με ευχαρίστησηἥκιστα = καθόλουἥκω = έχω έλθει έχω καταντήσειἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικοςἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρόςἡμέτερος = δικός μαςἠμί = λέγωtimes ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώtimes ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτόςἤπειρος = στεριάἬπειρος = η Ασίαἡσυχία = ησυχίαtimes ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζωἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσαςθάλπος = θερμότητα ζέστηθανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

olgapalotenetgr 21

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρροςτό θαρσοῦν = το θάρροςθάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμηθαρσύνω-θαρρύνω = δίνω θάρροςθαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαιθαυμάσιος-θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστοςθεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζωθεῖος = θεϊκόςθέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθόθεοφιλής = αγαπητός στους θεούςθεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαιθεράπων-οντος = υπηρέτηςθέω = τρέχω πλέωtimes δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδηνθεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώθηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκωθνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαιθορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαιθροῦς = ψίθυροςθυμοειδής = ζωηρός ορμητικόςθυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαιθύω-θύομαι = θυσιάζωθωπεία = κολακείαθωπεύω = κολακεύωθωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύωἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικόςτά ἴδια = ιδιωτικές υποθέσειςἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικάἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτηςχώρα ἰδιωτεύουσα = ανάξια λόγουἱδρύω = ιδρύω κτίζωtimes ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

olgapalotenetgr 22

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἱερός = ιερός αφιερωμένοςtimes γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκέςἵημι = ρίχνω εκπέμπωtimes ἵεμαι = ορμώἱκετεύω = παρακαλώἱκέτης = ικέτηςἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαιἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασίαἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμουἰσόπεδον = ομαλό έδαφοςἵστημι = στήνω διεγείρωtimes ἵσταμαι = στέκομαι κείμαιἰσχύς = δύναμηἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύωκαθαίρω = καθαρίζωκάθαρσις = εξαγνισμόςκαθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώtimes καθίσταμαι = εγκαθίσταμαιtimes καθίσταμαι τήν πολιτείαν = τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεωςtimes καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσειςtimes καθίσταμαί τι = τακτοποιώ κάτικάθοδος = επάνοδος στην πατρίδακαινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίαςκαίριος = αξιόλογος κατάλληλοςκαιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμήtimes ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελοςtimes μετά καιροῦ = σε κατάλληλη περίστασηtimes παρά καιρόν = παράκαιρακακία = κακότητα δειλίακακοδαιμονία = ατυχία δυστυχίακακοδοξία = κακή φήμηκακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακόκακοπάθεια = αθλιότητακακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώκακοπραγία = αποτυχία δυστυχίακακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτωκαλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

olgapalotenetgr 23

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαικαρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπουκαρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχωκαταβαίνω = κατεβαίνωκαταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζωκαταβοή = κατακραυγήκαταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτιtimes καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεταιtimes θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατοκαταγορεύω = κατηγορώκατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορίακατάδηλος = ολοφάνεροςκαταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνωκαταισχύνω = ντροπιάζωκαταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπήκαταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξηκαταλείπω = κληροδοτώ αφήνω πίσω εγκαταλείπω παραδίδωκαταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνωκατάλυσις = διάλυση κατάργησηκαταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώκαταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχίακαταπλέω = προσορμίζομαικατάπληξις = έκπληξη φόβοςκαταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιονκαταπλήσσομαι = φοβάμαικατάπλους = κατάπλους σε λιμάνικατασήπομαι = σαπίζωκατατρίβω = αφανίζω καταστρέφωκαταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαικαταψηφίζομαι = καταδικάζωκατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίεςκατοικέω-ῶ = κατοικώκατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκουςκατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύκατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύκαῦμα = καύσωναςκαῦσις = καύση καυτηρίαση

olgapalotenetgr 24

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 12: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

δέω = έχω ανάγκη στερούμαιὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + ΑΠΡΜΦ Αορ = λίγο έλειψε ναhellipδέομαι = έχω ανάγκη παρακάλωΔῆλος = φανερός σαφήςδηλόω-ῶ = φάνερώνω αποδεικνύωδημηγορέω-ῶ = αγορεύω στη συνέλευση του λαούδημηγορία = αγόρευσηδῆμος = λαός δημοκρατικό πολίτευμα δημοκρατικοί πολίτεςδημόσιος = κοινόςtimes δημοσίᾳ = με έξοδα του δημοσίουδηόω-ῶ = λεηλατώδιαβατήρια = θυσία προ της διαβάσεως της χώραςδιαβολή = συκοφαντίαδιαγίγνομαι = ζωδιαγιγνώσκω = διαχωρίζω εκφέρω γνώμη αποφασίζω διακρίνωδιάγω = ζω τη ζωή μου διαρκώς κάνω κάτι ζωδιαγωνίζομαι = αγωνίζομαι μάχομαι τελειώνω τον αγώναδιάδηλος = ολοφάνεροςδίαιτα = ζωή τρόπος ζωήςδιαιτησία = λύση διαφοράςδιάκειμαι = είμαι διατεθειμένοςδιακριβόω-ῶ = εξακριβώνωδιαλέγω = εκλέγομαιtimes διαλέγομαι = συζητώ μιλώ συνεννοούμαιδιαλείπω = απέχω μεσολαβώtimes οὐ διαλείπω + Κατηγ μτχ = διαρκώςδιαλείπω + μτχ = παύω ναhellipδιαλλαγή = συμφιλίωση συμφιλιωτική προσπάθειαδιαλλάττω = συμφιλιώνωδιανέμω = μοιράζωδιάνοια = νους πνεύμα σκοπός γνώμηχρῶμαι νέαις ταῖς διανοίαις = έχω νεανικά φρονήματαδιαπλέω = (διά μέσου) πλέωδιάπλους = διάπλευση ταξίδι πορθμόςδιαπράττομαι = διαπραγματεύομαι πετυχαίνω κατορθώνω αποπερατώνωδιαπυνθάνομαι = ρωτώ ζητώ να μάθωδιαρρήδην = ρητά σαφώςδιασκεδάννυμι = διασκορπίζωδιατίθημι = τακτοποιώ διαθέτω

olgapalotenetgr 12

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

διαφέρω = διαφέρω υπερέχω υπερισχύωδιαφθείρω = καταστρέφω φονεύωδίγλωττος = διερμηνέας δόλιοςδίδωμι = δίνω παρέχωtimes δίδωμί τινι + απρμφ = αξιώνω κάποιον ναtimes δίκην δίδωμι = τιμωρούμαιδιεκπλέω = διαπλέω διασπώ την εχθρική γραμμή πλέοντας δια μέσου τηςΔιέκπλους = ο πλους δια μέσου διάσπαση εχθρικής γραμμήςδιέξειμι amp διεξέρχομαι = διεξέρχομαι λεπτομερώς εκθέτωtimes ὁ τόν λόγον διεξιών = ο ομιλητήςδιέχω = απέχω αποχωρίζομαιδιίστημι = διαχωρίζωtimes διίσταμαι = διαφωνώ απομακρύνομαιδίκη = δίκη δίκαιο δικαιοσύνηtimes δίκην φεύγω = δικάζομαιtimes δίκην ὑπέχω = υποβάλλομαι σε δίκηtimes δίκην δίδωμί τινι = τιμωρούμαιtimes δίκην ὀφλισκάνω = καταδικάζομαιtimes δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώδιχῇ = κατά δυο τρόπους στα δύοδιώκω = διώκω καταδιώκω κατηγορώtimes ὁ διώκων = ο κατήγοροςtimes ὁ διωκόμενος = ο κατηγορούμενος τά δόξαντα amp τά δεδογμένα = οι αποφάσειςὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη μουtimes ἔδοξε ταῦτα = αυτά εγκρίθηκανδόκησις = γνώμη ιδέα υποψίαδοκιμάζω = ελέγχω εγκρίνω υποβάλλω σε δοκιμασία εγκρίνω την εκλογή κάποιου ως βουλευτήδόξα = ιδέα υπόληψη φήμηδουλεύω = είμαι δούλος υπήκοοςΕὖ (κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιονδύναμαι = μπορώδυναστεία = κυριαρχία εξουσίαδυσκλεής = άδοξοςδύσκλεια = κακή φήμηδύσνους = εχθρικόςδυσπραξία = αποτυχία ατυχία κακοτυχίαδυστυχέωndashῶ = υφίσταμαι ατυχίεςδωροδοκέωndashῶ = δέχομαι δώρα δωροδοκούμαιδωροδόκος = δωροδοκούμενος

olgapalotenetgr 13

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔαρ amp ἦρ γενική ἦρος = άνοιξηἐάω -ῶ = αφήνω επιτρέπω παραλείπωἐγγίγνομαι = γεννιέμαι είμαι έμφυτοςἐγγυτέρω ἐγγύτατα = κοντά περίπουἐγείρω = σηκώνω εξεγείρωἐγκαλέω -ῶ = κατηγορώtimes ἐγκαλῶ τινί τι = καταγγέλλω κάποιον για κάτιἔγκλημα = κατηγορία έγκλημαἐγκρατής = ισχυρός κυρίαρχος εγκρατήςἐγχειρίζω = παραδίδω εμπιστεύομαιἐγχωρεῖ = επιτρέπεται είναι δυνατόνἐθίζω = συνηθίζω κάποιον να κάνει κάτιἔθος = συνήθεια έθιμοεἰκῇ = άσκοπα τυχαίατά ὄντα (lt εἰμί) = τα υπάρχοντα η περιουσίαεἰμί ἔν τινι = ασχολούμαι σε κάτιtimes ἔν τινί ἐστι = από κάποιον εξαρτάταιtimes εἰμί ὑπό τινι amp ἐπί τινι = είμαι στην εξουσία κάποιουἔστιν ὅστις = κάποιοςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις = κανέναςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ = καθένας πάςἔστιν ὅτε = κάποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε = ουδέποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε οὐ = πάντοτεἔστιν ὅπως = κάπωςtimes οὐκ ἔστιν ὅπως = με κανέναν τρόποtimes οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ = ασφαλώςἔστιν ὅπου = κάπουtimes οὐκ ἔστιν ὅπου = πουθενάtimes οὐκ ἔστιν ὅπου οὐ = παντούεἶμι = έρχομαι πηγαίνωεἴργνυμι amp εἰργνύω amp εἴργω = εμποδίζω την έξοδο αποκλείω φυλακίζωεἰρήνη = ειρήνηtimes εἰρήνην ἄγω (ἔχω) = διάγω ειρηνικάtimes εἰρήνην συντίθεμαι = συνάπτω ειρήνηtimes παντελής εἰρήνη ἡμῖν γίγνεται = επικρατεί πλήρης εσωτερική ειρήνηεἰσαγγέλλω = καταγγέλλω αναγγέλλωtimes εἰσαγγέλλω τινί τι = αναγγέλλω σε κάποιον κάτιεἰσάγω = οδηγώ μέσαεἰσβαίνω = επιβιβάζομαι

olgapalotenetgr 14

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εἰσβολή = εισβολή επίθεση δίοδοςεἰσπίπτω = πέφτω μέσα εισορμώεἰσφέρω = φέρνω μέσα συνεισφέρω προτείνωεἴσω = μέσαεἶτα = έπειταἑκάς = μακριάἐκβαίνω = εξέρχομαι αποβαίνωἐκβάλλω = εξορίζω εκδιώκωἔκβασις = απόβαση αποβίβαση αποτέλεσμαἐκβολή = εκδίωξη έξοδοςἐκδιώκω = εξορίζωἐκλείπω = εγκαταλείπω παραλείπωἐκλογίζομαι = σκέπτομαι λογαριάζωἐκπέμπω = εξαποστέλλωἔκπεμψις= αποστολήἐκπίπτω = εξορίζομαι διώχνομαιἔκπληξις = κατάπληξη φόβοςἐκπλήττω = φοβίζω κτυπώtimes ἐκπλήττομαι = σαστίζωἐκποδών γίγνομαι = παραμερίζομαιtimes ἐκποδών ποιοῦμαί τινα = βγάζω κάποιον από τη μέσηἔκσπονδος = ο αποκλεισμένος από τις σπουδέςἐκφαίνω = αποκαλύπτω φανερώνωἐκφαίνω πόλεμον = κηρύττω πόλεμοἐκφέρω πόλεμον = κηρύττω ή επιχειρώ πόλεμοἐκφέρομαι δόξαν = αποκτώ φήμηδίκην φεύγω = αθωώνομαιἑκών ἑκοῦσα ἑκόν = θεληματικάἐλπίζω = αναμένω ελπίζωἐμβάλλω = εισβάλλω συγκρούομαιἐμβολή = εισβολή επιδρομή έφοδοςἐμμένω = μένω σταθερός σε κάτιἐμπίπτω = επιτίθεμαι εισορμώἐμποδών (lt ἐν ποσίν ὤν) = εμπόδιοἐμποδών γίγνομαι = εμποδίζωἐνάγω = παρακινώ ενάγω σε δικαστήριοἐναντίος = ο απέναντι αντίθετος αντίπαλοςἐναργής (ἐν-ἀργός) = φανερός σαφήςἐνδεής = στερούμενοςἔνδεια = έλλειψη στέρηση ανάγκηἐνδίδωμι = δίνω υποχωρώἔνδον = μέσα

olgapalotenetgr 15

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔνειμι = είμαι μέσα ενυπάρχωἔνεστι amp ἔνι = είναι δυνατόν επιτρέπεταιἐνιαύσιος = ετήσιοςἐνιαυτός (lt ἔνος) = έτοςἐννοέω-ῶ = εννοώ σκέπτομαιἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσαἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσειἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές συνθήκεςἐντυγχάνω = συναντώἐξαγγέλλω = διακηρύττωἐξάγω = οδηγώ έξωἐξάγομαι = βγαίνω έξωἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι αποτυγχάνωἐξανίστημι = διώχνω ερημώνωἐξανίσταμαι = εγείρομαι ερημώνομαιἔξαρνός εἰμι = αρνούμαιἔξεστι = είναι δυνατόνἐξελαύνω = εκδιώκω εξάγω εκστρατεύω εξορμώἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός διοικώἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ φθάνω σεhellipἐπαγγέλλω = διατάζω γνωστοποιώἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα υπόσχομαιἐπάγω = οδηγώ εναντίονtimes ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω προσκαλώἐπαινέω-ῶ = επαινώ επιδοκιμάζωἐπαίρω = σηκώνω υψώνω παρακινώἐπαίρομαι = περηφανεύομαιἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ παραπονούμαιἐπανάγω = σύρω επαναφέρω βγάζω στο πέλαγοςἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρούἐπαναγωγή = επίθεση κατά θάλασσαἐπανίσταμαι = επαναστατώἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω βοηθώ υπερασπίζωἐπείγομαι = βιάζομαιἐπέλασις = επίθεση επιδρομήἐπελαύνω = εκστρατεύω εφορμώἐπεξάγω = εκστρατεύω βγάζω στρατό εναντίονἐπέξειμι amp ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον διώκω δικαστικώς

olgapalotenetgr 16

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζωtimes ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζωtimes ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μουἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλούἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακόtimes ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλήςἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική ενέργειαἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαιἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενοςἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιοςἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβοἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώtimes τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμίαἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλοςἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό)ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικάἐπικλινής = κατηφορικόςἐπικουρία = προστασία βοήθειαἐπίκουρος = βοηθός προστάτηςἐπιλέγω = εκλέγωἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπωἐπιλήσμων = αυτός που λησμονείἐπίλοιπος = υπόλοιποςἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθειαἐπιμαχία = αμυντική συμφωνίαἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφήἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφήἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόλησηἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτιἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνιἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαιἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώςἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεταιἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνωἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγιαἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομήἘπιπολαί = περιοχή των Συρακουσώνἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευναποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω ερευνώἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

olgapalotenetgr 17

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαιἐπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητήςἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζωτά ἐπιστελλόμενα = τα παραγγελλόμεναἐπιστήμη = γνώση δεξιότηταἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνοςἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιοςἐπίσχω = εμποδίζω σταματώἐπίταξις = διαταγήἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγόἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμαἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρόἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμοςτά ἐπιτήδεια = εφόδια τα αναγκαία για τροφήἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμαἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως έργο μου διαπράττωἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρωtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνωἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτωἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχηἐπιτροπεία = κηδεμονίαἐπιτροπεύω = κηδεμονεύωἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκωἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνωἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνσηἐπιχαίρω = χαίρω για κάτιἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριούἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιοςἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορίαἔποικος = άποικος γείτοναςἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρόςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώἔπουρος = ούριοςἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστήςἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι

olgapalotenetgr 18

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμαἐργώδης = κοπιαστικόςἔρεισμα = στήριγμαἐρέσσω = κωπηλατώἐρέτης = κωπηλάτηςἐρῆμος = έρημος μόνοςἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφωἔρις = φιλονικία άμιλλαχεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαιἔρως = έρωτας πόθος επιθυμίαἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθωἔσχατος = τελευταίος απώτατοςἑταῖρος = φίλος σύντροφοςἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμοςεὐβουλία = φρόνησηεὔβουλος = συνετόςεὐγενής = ο καλής καταγωγήςεὐδαιμονία = ευτυχίαεὐδαίμων = ευτυχήςεὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαιεὐδόκιμος = έντιμος επαινετόςεὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη καλήεὔελπις-ιδος = αισιόδοξοςεὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσίαεἰς λόγους ἔρχομαί τινι = έρχομαι σε διαπραγματεύσειςεὐήθης = αφελής ανόητοςεὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέοςεὐκλεής = περίφημος ένδοξοςεὔκλεια = δόξαεὐκοσμία = ευπρέπεια τάξηεὐλάβεια = προσοχήεὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαιεὐμενής = ευνοϊκόςεὔνοια = ευμένειαtimes εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιονεὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλάεὐνομία = καλή διοίκησηεὔνους = ευνοϊκός φιλικόςεὐπάθεια = ευτυχίαεὐπραγέω-ῶ = ευτυχώεὐπρανία amp εὐπραξία = ευτυχία

olgapalotenetgr 19

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εὖρος = πλάτοςεὐρωστία = σωματική δύναμηεὔρωστος = ρωμαλέοςεὔτακτος = τακτικός πειθαρχικόςεὐταξία = πειθαρχίαεὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζωεὐφροσύνη = χαράἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικάἐφέπτω amp ἐφέπτομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώἐφήδομαι = επιχαίρω ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύωἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολέςἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μουἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζωἐφοράω-ῶ = επιβλέπωἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρωἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκίαἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτήἐφορμίζομαι = αγκυροβολώἔχθος = (το) μίσοςἔχθρα = μίσοςtimes οἰκεία ἔχθρα = προσωπικήἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλήςἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχωἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαιἔχω + απαρέμφ= μπορώἕως = αυγήἅμα ἕῳ = τα χαράματα

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέωζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω πλοία με σχοινιάζηλόω-ῶ = ζηλεύωζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρίαζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

olgapalotenetgr 20

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώζήω-ῶ = ζωζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβηἥβη = νεότηταἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχίαἡγεμών = αρχηγός οδηγόςἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύωtimes περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου) ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτιἥδομαι = ευχαριστούμαιἡδονή = ευχαρίστηση τέρψηἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσειςἡδύς = γλυκόςἡδέως = με ευχαρίστησηἥκιστα = καθόλουἥκω = έχω έλθει έχω καταντήσειἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικοςἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρόςἡμέτερος = δικός μαςἠμί = λέγωtimes ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώtimes ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτόςἤπειρος = στεριάἬπειρος = η Ασίαἡσυχία = ησυχίαtimes ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζωἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσαςθάλπος = θερμότητα ζέστηθανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

olgapalotenetgr 21

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρροςτό θαρσοῦν = το θάρροςθάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμηθαρσύνω-θαρρύνω = δίνω θάρροςθαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαιθαυμάσιος-θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστοςθεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζωθεῖος = θεϊκόςθέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθόθεοφιλής = αγαπητός στους θεούςθεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαιθεράπων-οντος = υπηρέτηςθέω = τρέχω πλέωtimes δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδηνθεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώθηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκωθνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαιθορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαιθροῦς = ψίθυροςθυμοειδής = ζωηρός ορμητικόςθυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαιθύω-θύομαι = θυσιάζωθωπεία = κολακείαθωπεύω = κολακεύωθωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύωἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικόςτά ἴδια = ιδιωτικές υποθέσειςἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικάἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτηςχώρα ἰδιωτεύουσα = ανάξια λόγουἱδρύω = ιδρύω κτίζωtimes ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

olgapalotenetgr 22

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἱερός = ιερός αφιερωμένοςtimes γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκέςἵημι = ρίχνω εκπέμπωtimes ἵεμαι = ορμώἱκετεύω = παρακαλώἱκέτης = ικέτηςἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαιἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασίαἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμουἰσόπεδον = ομαλό έδαφοςἵστημι = στήνω διεγείρωtimes ἵσταμαι = στέκομαι κείμαιἰσχύς = δύναμηἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύωκαθαίρω = καθαρίζωκάθαρσις = εξαγνισμόςκαθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώtimes καθίσταμαι = εγκαθίσταμαιtimes καθίσταμαι τήν πολιτείαν = τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεωςtimes καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσειςtimes καθίσταμαί τι = τακτοποιώ κάτικάθοδος = επάνοδος στην πατρίδακαινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίαςκαίριος = αξιόλογος κατάλληλοςκαιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμήtimes ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελοςtimes μετά καιροῦ = σε κατάλληλη περίστασηtimes παρά καιρόν = παράκαιρακακία = κακότητα δειλίακακοδαιμονία = ατυχία δυστυχίακακοδοξία = κακή φήμηκακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακόκακοπάθεια = αθλιότητακακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώκακοπραγία = αποτυχία δυστυχίακακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτωκαλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

olgapalotenetgr 23

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαικαρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπουκαρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχωκαταβαίνω = κατεβαίνωκαταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζωκαταβοή = κατακραυγήκαταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτιtimes καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεταιtimes θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατοκαταγορεύω = κατηγορώκατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορίακατάδηλος = ολοφάνεροςκαταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνωκαταισχύνω = ντροπιάζωκαταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπήκαταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξηκαταλείπω = κληροδοτώ αφήνω πίσω εγκαταλείπω παραδίδωκαταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνωκατάλυσις = διάλυση κατάργησηκαταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώκαταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχίακαταπλέω = προσορμίζομαικατάπληξις = έκπληξη φόβοςκαταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιονκαταπλήσσομαι = φοβάμαικατάπλους = κατάπλους σε λιμάνικατασήπομαι = σαπίζωκατατρίβω = αφανίζω καταστρέφωκαταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαικαταψηφίζομαι = καταδικάζωκατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίεςκατοικέω-ῶ = κατοικώκατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκουςκατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύκατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύκαῦμα = καύσωναςκαῦσις = καύση καυτηρίαση

olgapalotenetgr 24

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 13: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

διαφέρω = διαφέρω υπερέχω υπερισχύωδιαφθείρω = καταστρέφω φονεύωδίγλωττος = διερμηνέας δόλιοςδίδωμι = δίνω παρέχωtimes δίδωμί τινι + απρμφ = αξιώνω κάποιον ναtimes δίκην δίδωμι = τιμωρούμαιδιεκπλέω = διαπλέω διασπώ την εχθρική γραμμή πλέοντας δια μέσου τηςΔιέκπλους = ο πλους δια μέσου διάσπαση εχθρικής γραμμήςδιέξειμι amp διεξέρχομαι = διεξέρχομαι λεπτομερώς εκθέτωtimes ὁ τόν λόγον διεξιών = ο ομιλητήςδιέχω = απέχω αποχωρίζομαιδιίστημι = διαχωρίζωtimes διίσταμαι = διαφωνώ απομακρύνομαιδίκη = δίκη δίκαιο δικαιοσύνηtimes δίκην φεύγω = δικάζομαιtimes δίκην ὑπέχω = υποβάλλομαι σε δίκηtimes δίκην δίδωμί τινι = τιμωρούμαιtimes δίκην ὀφλισκάνω = καταδικάζομαιtimes δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώδιχῇ = κατά δυο τρόπους στα δύοδιώκω = διώκω καταδιώκω κατηγορώtimes ὁ διώκων = ο κατήγοροςtimes ὁ διωκόμενος = ο κατηγορούμενος τά δόξαντα amp τά δεδογμένα = οι αποφάσειςὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη μουtimes ἔδοξε ταῦτα = αυτά εγκρίθηκανδόκησις = γνώμη ιδέα υποψίαδοκιμάζω = ελέγχω εγκρίνω υποβάλλω σε δοκιμασία εγκρίνω την εκλογή κάποιου ως βουλευτήδόξα = ιδέα υπόληψη φήμηδουλεύω = είμαι δούλος υπήκοοςΕὖ (κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιονδύναμαι = μπορώδυναστεία = κυριαρχία εξουσίαδυσκλεής = άδοξοςδύσκλεια = κακή φήμηδύσνους = εχθρικόςδυσπραξία = αποτυχία ατυχία κακοτυχίαδυστυχέωndashῶ = υφίσταμαι ατυχίεςδωροδοκέωndashῶ = δέχομαι δώρα δωροδοκούμαιδωροδόκος = δωροδοκούμενος

olgapalotenetgr 13

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔαρ amp ἦρ γενική ἦρος = άνοιξηἐάω -ῶ = αφήνω επιτρέπω παραλείπωἐγγίγνομαι = γεννιέμαι είμαι έμφυτοςἐγγυτέρω ἐγγύτατα = κοντά περίπουἐγείρω = σηκώνω εξεγείρωἐγκαλέω -ῶ = κατηγορώtimes ἐγκαλῶ τινί τι = καταγγέλλω κάποιον για κάτιἔγκλημα = κατηγορία έγκλημαἐγκρατής = ισχυρός κυρίαρχος εγκρατήςἐγχειρίζω = παραδίδω εμπιστεύομαιἐγχωρεῖ = επιτρέπεται είναι δυνατόνἐθίζω = συνηθίζω κάποιον να κάνει κάτιἔθος = συνήθεια έθιμοεἰκῇ = άσκοπα τυχαίατά ὄντα (lt εἰμί) = τα υπάρχοντα η περιουσίαεἰμί ἔν τινι = ασχολούμαι σε κάτιtimes ἔν τινί ἐστι = από κάποιον εξαρτάταιtimes εἰμί ὑπό τινι amp ἐπί τινι = είμαι στην εξουσία κάποιουἔστιν ὅστις = κάποιοςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις = κανέναςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ = καθένας πάςἔστιν ὅτε = κάποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε = ουδέποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε οὐ = πάντοτεἔστιν ὅπως = κάπωςtimes οὐκ ἔστιν ὅπως = με κανέναν τρόποtimes οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ = ασφαλώςἔστιν ὅπου = κάπουtimes οὐκ ἔστιν ὅπου = πουθενάtimes οὐκ ἔστιν ὅπου οὐ = παντούεἶμι = έρχομαι πηγαίνωεἴργνυμι amp εἰργνύω amp εἴργω = εμποδίζω την έξοδο αποκλείω φυλακίζωεἰρήνη = ειρήνηtimes εἰρήνην ἄγω (ἔχω) = διάγω ειρηνικάtimes εἰρήνην συντίθεμαι = συνάπτω ειρήνηtimes παντελής εἰρήνη ἡμῖν γίγνεται = επικρατεί πλήρης εσωτερική ειρήνηεἰσαγγέλλω = καταγγέλλω αναγγέλλωtimes εἰσαγγέλλω τινί τι = αναγγέλλω σε κάποιον κάτιεἰσάγω = οδηγώ μέσαεἰσβαίνω = επιβιβάζομαι

olgapalotenetgr 14

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εἰσβολή = εισβολή επίθεση δίοδοςεἰσπίπτω = πέφτω μέσα εισορμώεἰσφέρω = φέρνω μέσα συνεισφέρω προτείνωεἴσω = μέσαεἶτα = έπειταἑκάς = μακριάἐκβαίνω = εξέρχομαι αποβαίνωἐκβάλλω = εξορίζω εκδιώκωἔκβασις = απόβαση αποβίβαση αποτέλεσμαἐκβολή = εκδίωξη έξοδοςἐκδιώκω = εξορίζωἐκλείπω = εγκαταλείπω παραλείπωἐκλογίζομαι = σκέπτομαι λογαριάζωἐκπέμπω = εξαποστέλλωἔκπεμψις= αποστολήἐκπίπτω = εξορίζομαι διώχνομαιἔκπληξις = κατάπληξη φόβοςἐκπλήττω = φοβίζω κτυπώtimes ἐκπλήττομαι = σαστίζωἐκποδών γίγνομαι = παραμερίζομαιtimes ἐκποδών ποιοῦμαί τινα = βγάζω κάποιον από τη μέσηἔκσπονδος = ο αποκλεισμένος από τις σπουδέςἐκφαίνω = αποκαλύπτω φανερώνωἐκφαίνω πόλεμον = κηρύττω πόλεμοἐκφέρω πόλεμον = κηρύττω ή επιχειρώ πόλεμοἐκφέρομαι δόξαν = αποκτώ φήμηδίκην φεύγω = αθωώνομαιἑκών ἑκοῦσα ἑκόν = θεληματικάἐλπίζω = αναμένω ελπίζωἐμβάλλω = εισβάλλω συγκρούομαιἐμβολή = εισβολή επιδρομή έφοδοςἐμμένω = μένω σταθερός σε κάτιἐμπίπτω = επιτίθεμαι εισορμώἐμποδών (lt ἐν ποσίν ὤν) = εμπόδιοἐμποδών γίγνομαι = εμποδίζωἐνάγω = παρακινώ ενάγω σε δικαστήριοἐναντίος = ο απέναντι αντίθετος αντίπαλοςἐναργής (ἐν-ἀργός) = φανερός σαφήςἐνδεής = στερούμενοςἔνδεια = έλλειψη στέρηση ανάγκηἐνδίδωμι = δίνω υποχωρώἔνδον = μέσα

olgapalotenetgr 15

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔνειμι = είμαι μέσα ενυπάρχωἔνεστι amp ἔνι = είναι δυνατόν επιτρέπεταιἐνιαύσιος = ετήσιοςἐνιαυτός (lt ἔνος) = έτοςἐννοέω-ῶ = εννοώ σκέπτομαιἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσαἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσειἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές συνθήκεςἐντυγχάνω = συναντώἐξαγγέλλω = διακηρύττωἐξάγω = οδηγώ έξωἐξάγομαι = βγαίνω έξωἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι αποτυγχάνωἐξανίστημι = διώχνω ερημώνωἐξανίσταμαι = εγείρομαι ερημώνομαιἔξαρνός εἰμι = αρνούμαιἔξεστι = είναι δυνατόνἐξελαύνω = εκδιώκω εξάγω εκστρατεύω εξορμώἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός διοικώἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ φθάνω σεhellipἐπαγγέλλω = διατάζω γνωστοποιώἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα υπόσχομαιἐπάγω = οδηγώ εναντίονtimes ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω προσκαλώἐπαινέω-ῶ = επαινώ επιδοκιμάζωἐπαίρω = σηκώνω υψώνω παρακινώἐπαίρομαι = περηφανεύομαιἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ παραπονούμαιἐπανάγω = σύρω επαναφέρω βγάζω στο πέλαγοςἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρούἐπαναγωγή = επίθεση κατά θάλασσαἐπανίσταμαι = επαναστατώἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω βοηθώ υπερασπίζωἐπείγομαι = βιάζομαιἐπέλασις = επίθεση επιδρομήἐπελαύνω = εκστρατεύω εφορμώἐπεξάγω = εκστρατεύω βγάζω στρατό εναντίονἐπέξειμι amp ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον διώκω δικαστικώς

olgapalotenetgr 16

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζωtimes ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζωtimes ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μουἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλούἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακόtimes ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλήςἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική ενέργειαἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαιἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενοςἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιοςἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβοἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώtimes τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμίαἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλοςἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό)ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικάἐπικλινής = κατηφορικόςἐπικουρία = προστασία βοήθειαἐπίκουρος = βοηθός προστάτηςἐπιλέγω = εκλέγωἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπωἐπιλήσμων = αυτός που λησμονείἐπίλοιπος = υπόλοιποςἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθειαἐπιμαχία = αμυντική συμφωνίαἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφήἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφήἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόλησηἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτιἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνιἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαιἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώςἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεταιἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνωἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγιαἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομήἘπιπολαί = περιοχή των Συρακουσώνἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευναποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω ερευνώἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

olgapalotenetgr 17

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαιἐπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητήςἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζωτά ἐπιστελλόμενα = τα παραγγελλόμεναἐπιστήμη = γνώση δεξιότηταἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνοςἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιοςἐπίσχω = εμποδίζω σταματώἐπίταξις = διαταγήἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγόἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμαἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρόἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμοςτά ἐπιτήδεια = εφόδια τα αναγκαία για τροφήἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμαἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως έργο μου διαπράττωἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρωtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνωἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτωἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχηἐπιτροπεία = κηδεμονίαἐπιτροπεύω = κηδεμονεύωἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκωἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνωἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνσηἐπιχαίρω = χαίρω για κάτιἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριούἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιοςἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορίαἔποικος = άποικος γείτοναςἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρόςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώἔπουρος = ούριοςἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστήςἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι

olgapalotenetgr 18

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμαἐργώδης = κοπιαστικόςἔρεισμα = στήριγμαἐρέσσω = κωπηλατώἐρέτης = κωπηλάτηςἐρῆμος = έρημος μόνοςἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφωἔρις = φιλονικία άμιλλαχεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαιἔρως = έρωτας πόθος επιθυμίαἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθωἔσχατος = τελευταίος απώτατοςἑταῖρος = φίλος σύντροφοςἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμοςεὐβουλία = φρόνησηεὔβουλος = συνετόςεὐγενής = ο καλής καταγωγήςεὐδαιμονία = ευτυχίαεὐδαίμων = ευτυχήςεὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαιεὐδόκιμος = έντιμος επαινετόςεὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη καλήεὔελπις-ιδος = αισιόδοξοςεὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσίαεἰς λόγους ἔρχομαί τινι = έρχομαι σε διαπραγματεύσειςεὐήθης = αφελής ανόητοςεὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέοςεὐκλεής = περίφημος ένδοξοςεὔκλεια = δόξαεὐκοσμία = ευπρέπεια τάξηεὐλάβεια = προσοχήεὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαιεὐμενής = ευνοϊκόςεὔνοια = ευμένειαtimes εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιονεὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλάεὐνομία = καλή διοίκησηεὔνους = ευνοϊκός φιλικόςεὐπάθεια = ευτυχίαεὐπραγέω-ῶ = ευτυχώεὐπρανία amp εὐπραξία = ευτυχία

olgapalotenetgr 19

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εὖρος = πλάτοςεὐρωστία = σωματική δύναμηεὔρωστος = ρωμαλέοςεὔτακτος = τακτικός πειθαρχικόςεὐταξία = πειθαρχίαεὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζωεὐφροσύνη = χαράἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικάἐφέπτω amp ἐφέπτομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώἐφήδομαι = επιχαίρω ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύωἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολέςἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μουἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζωἐφοράω-ῶ = επιβλέπωἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρωἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκίαἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτήἐφορμίζομαι = αγκυροβολώἔχθος = (το) μίσοςἔχθρα = μίσοςtimes οἰκεία ἔχθρα = προσωπικήἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλήςἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχωἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαιἔχω + απαρέμφ= μπορώἕως = αυγήἅμα ἕῳ = τα χαράματα

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέωζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω πλοία με σχοινιάζηλόω-ῶ = ζηλεύωζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρίαζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

olgapalotenetgr 20

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώζήω-ῶ = ζωζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβηἥβη = νεότηταἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχίαἡγεμών = αρχηγός οδηγόςἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύωtimes περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου) ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτιἥδομαι = ευχαριστούμαιἡδονή = ευχαρίστηση τέρψηἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσειςἡδύς = γλυκόςἡδέως = με ευχαρίστησηἥκιστα = καθόλουἥκω = έχω έλθει έχω καταντήσειἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικοςἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρόςἡμέτερος = δικός μαςἠμί = λέγωtimes ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώtimes ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτόςἤπειρος = στεριάἬπειρος = η Ασίαἡσυχία = ησυχίαtimes ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζωἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσαςθάλπος = θερμότητα ζέστηθανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

olgapalotenetgr 21

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρροςτό θαρσοῦν = το θάρροςθάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμηθαρσύνω-θαρρύνω = δίνω θάρροςθαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαιθαυμάσιος-θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστοςθεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζωθεῖος = θεϊκόςθέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθόθεοφιλής = αγαπητός στους θεούςθεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαιθεράπων-οντος = υπηρέτηςθέω = τρέχω πλέωtimes δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδηνθεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώθηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκωθνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαιθορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαιθροῦς = ψίθυροςθυμοειδής = ζωηρός ορμητικόςθυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαιθύω-θύομαι = θυσιάζωθωπεία = κολακείαθωπεύω = κολακεύωθωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύωἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικόςτά ἴδια = ιδιωτικές υποθέσειςἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικάἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτηςχώρα ἰδιωτεύουσα = ανάξια λόγουἱδρύω = ιδρύω κτίζωtimes ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

olgapalotenetgr 22

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἱερός = ιερός αφιερωμένοςtimes γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκέςἵημι = ρίχνω εκπέμπωtimes ἵεμαι = ορμώἱκετεύω = παρακαλώἱκέτης = ικέτηςἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαιἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασίαἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμουἰσόπεδον = ομαλό έδαφοςἵστημι = στήνω διεγείρωtimes ἵσταμαι = στέκομαι κείμαιἰσχύς = δύναμηἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύωκαθαίρω = καθαρίζωκάθαρσις = εξαγνισμόςκαθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώtimes καθίσταμαι = εγκαθίσταμαιtimes καθίσταμαι τήν πολιτείαν = τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεωςtimes καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσειςtimes καθίσταμαί τι = τακτοποιώ κάτικάθοδος = επάνοδος στην πατρίδακαινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίαςκαίριος = αξιόλογος κατάλληλοςκαιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμήtimes ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελοςtimes μετά καιροῦ = σε κατάλληλη περίστασηtimes παρά καιρόν = παράκαιρακακία = κακότητα δειλίακακοδαιμονία = ατυχία δυστυχίακακοδοξία = κακή φήμηκακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακόκακοπάθεια = αθλιότητακακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώκακοπραγία = αποτυχία δυστυχίακακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτωκαλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

olgapalotenetgr 23

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαικαρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπουκαρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχωκαταβαίνω = κατεβαίνωκαταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζωκαταβοή = κατακραυγήκαταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτιtimes καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεταιtimes θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατοκαταγορεύω = κατηγορώκατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορίακατάδηλος = ολοφάνεροςκαταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνωκαταισχύνω = ντροπιάζωκαταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπήκαταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξηκαταλείπω = κληροδοτώ αφήνω πίσω εγκαταλείπω παραδίδωκαταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνωκατάλυσις = διάλυση κατάργησηκαταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώκαταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχίακαταπλέω = προσορμίζομαικατάπληξις = έκπληξη φόβοςκαταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιονκαταπλήσσομαι = φοβάμαικατάπλους = κατάπλους σε λιμάνικατασήπομαι = σαπίζωκατατρίβω = αφανίζω καταστρέφωκαταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαικαταψηφίζομαι = καταδικάζωκατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίεςκατοικέω-ῶ = κατοικώκατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκουςκατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύκατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύκαῦμα = καύσωναςκαῦσις = καύση καυτηρίαση

olgapalotenetgr 24

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 14: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔαρ amp ἦρ γενική ἦρος = άνοιξηἐάω -ῶ = αφήνω επιτρέπω παραλείπωἐγγίγνομαι = γεννιέμαι είμαι έμφυτοςἐγγυτέρω ἐγγύτατα = κοντά περίπουἐγείρω = σηκώνω εξεγείρωἐγκαλέω -ῶ = κατηγορώtimes ἐγκαλῶ τινί τι = καταγγέλλω κάποιον για κάτιἔγκλημα = κατηγορία έγκλημαἐγκρατής = ισχυρός κυρίαρχος εγκρατήςἐγχειρίζω = παραδίδω εμπιστεύομαιἐγχωρεῖ = επιτρέπεται είναι δυνατόνἐθίζω = συνηθίζω κάποιον να κάνει κάτιἔθος = συνήθεια έθιμοεἰκῇ = άσκοπα τυχαίατά ὄντα (lt εἰμί) = τα υπάρχοντα η περιουσίαεἰμί ἔν τινι = ασχολούμαι σε κάτιtimes ἔν τινί ἐστι = από κάποιον εξαρτάταιtimes εἰμί ὑπό τινι amp ἐπί τινι = είμαι στην εξουσία κάποιουἔστιν ὅστις = κάποιοςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις = κανέναςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ = καθένας πάςἔστιν ὅτε = κάποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε = ουδέποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε οὐ = πάντοτεἔστιν ὅπως = κάπωςtimes οὐκ ἔστιν ὅπως = με κανέναν τρόποtimes οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ = ασφαλώςἔστιν ὅπου = κάπουtimes οὐκ ἔστιν ὅπου = πουθενάtimes οὐκ ἔστιν ὅπου οὐ = παντούεἶμι = έρχομαι πηγαίνωεἴργνυμι amp εἰργνύω amp εἴργω = εμποδίζω την έξοδο αποκλείω φυλακίζωεἰρήνη = ειρήνηtimes εἰρήνην ἄγω (ἔχω) = διάγω ειρηνικάtimes εἰρήνην συντίθεμαι = συνάπτω ειρήνηtimes παντελής εἰρήνη ἡμῖν γίγνεται = επικρατεί πλήρης εσωτερική ειρήνηεἰσαγγέλλω = καταγγέλλω αναγγέλλωtimes εἰσαγγέλλω τινί τι = αναγγέλλω σε κάποιον κάτιεἰσάγω = οδηγώ μέσαεἰσβαίνω = επιβιβάζομαι

olgapalotenetgr 14

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εἰσβολή = εισβολή επίθεση δίοδοςεἰσπίπτω = πέφτω μέσα εισορμώεἰσφέρω = φέρνω μέσα συνεισφέρω προτείνωεἴσω = μέσαεἶτα = έπειταἑκάς = μακριάἐκβαίνω = εξέρχομαι αποβαίνωἐκβάλλω = εξορίζω εκδιώκωἔκβασις = απόβαση αποβίβαση αποτέλεσμαἐκβολή = εκδίωξη έξοδοςἐκδιώκω = εξορίζωἐκλείπω = εγκαταλείπω παραλείπωἐκλογίζομαι = σκέπτομαι λογαριάζωἐκπέμπω = εξαποστέλλωἔκπεμψις= αποστολήἐκπίπτω = εξορίζομαι διώχνομαιἔκπληξις = κατάπληξη φόβοςἐκπλήττω = φοβίζω κτυπώtimes ἐκπλήττομαι = σαστίζωἐκποδών γίγνομαι = παραμερίζομαιtimes ἐκποδών ποιοῦμαί τινα = βγάζω κάποιον από τη μέσηἔκσπονδος = ο αποκλεισμένος από τις σπουδέςἐκφαίνω = αποκαλύπτω φανερώνωἐκφαίνω πόλεμον = κηρύττω πόλεμοἐκφέρω πόλεμον = κηρύττω ή επιχειρώ πόλεμοἐκφέρομαι δόξαν = αποκτώ φήμηδίκην φεύγω = αθωώνομαιἑκών ἑκοῦσα ἑκόν = θεληματικάἐλπίζω = αναμένω ελπίζωἐμβάλλω = εισβάλλω συγκρούομαιἐμβολή = εισβολή επιδρομή έφοδοςἐμμένω = μένω σταθερός σε κάτιἐμπίπτω = επιτίθεμαι εισορμώἐμποδών (lt ἐν ποσίν ὤν) = εμπόδιοἐμποδών γίγνομαι = εμποδίζωἐνάγω = παρακινώ ενάγω σε δικαστήριοἐναντίος = ο απέναντι αντίθετος αντίπαλοςἐναργής (ἐν-ἀργός) = φανερός σαφήςἐνδεής = στερούμενοςἔνδεια = έλλειψη στέρηση ανάγκηἐνδίδωμι = δίνω υποχωρώἔνδον = μέσα

olgapalotenetgr 15

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔνειμι = είμαι μέσα ενυπάρχωἔνεστι amp ἔνι = είναι δυνατόν επιτρέπεταιἐνιαύσιος = ετήσιοςἐνιαυτός (lt ἔνος) = έτοςἐννοέω-ῶ = εννοώ σκέπτομαιἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσαἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσειἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές συνθήκεςἐντυγχάνω = συναντώἐξαγγέλλω = διακηρύττωἐξάγω = οδηγώ έξωἐξάγομαι = βγαίνω έξωἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι αποτυγχάνωἐξανίστημι = διώχνω ερημώνωἐξανίσταμαι = εγείρομαι ερημώνομαιἔξαρνός εἰμι = αρνούμαιἔξεστι = είναι δυνατόνἐξελαύνω = εκδιώκω εξάγω εκστρατεύω εξορμώἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός διοικώἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ φθάνω σεhellipἐπαγγέλλω = διατάζω γνωστοποιώἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα υπόσχομαιἐπάγω = οδηγώ εναντίονtimes ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω προσκαλώἐπαινέω-ῶ = επαινώ επιδοκιμάζωἐπαίρω = σηκώνω υψώνω παρακινώἐπαίρομαι = περηφανεύομαιἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ παραπονούμαιἐπανάγω = σύρω επαναφέρω βγάζω στο πέλαγοςἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρούἐπαναγωγή = επίθεση κατά θάλασσαἐπανίσταμαι = επαναστατώἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω βοηθώ υπερασπίζωἐπείγομαι = βιάζομαιἐπέλασις = επίθεση επιδρομήἐπελαύνω = εκστρατεύω εφορμώἐπεξάγω = εκστρατεύω βγάζω στρατό εναντίονἐπέξειμι amp ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον διώκω δικαστικώς

olgapalotenetgr 16

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζωtimes ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζωtimes ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μουἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλούἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακόtimes ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλήςἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική ενέργειαἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαιἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενοςἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιοςἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβοἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώtimes τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμίαἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλοςἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό)ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικάἐπικλινής = κατηφορικόςἐπικουρία = προστασία βοήθειαἐπίκουρος = βοηθός προστάτηςἐπιλέγω = εκλέγωἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπωἐπιλήσμων = αυτός που λησμονείἐπίλοιπος = υπόλοιποςἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθειαἐπιμαχία = αμυντική συμφωνίαἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφήἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφήἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόλησηἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτιἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνιἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαιἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώςἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεταιἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνωἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγιαἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομήἘπιπολαί = περιοχή των Συρακουσώνἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευναποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω ερευνώἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

olgapalotenetgr 17

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαιἐπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητήςἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζωτά ἐπιστελλόμενα = τα παραγγελλόμεναἐπιστήμη = γνώση δεξιότηταἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνοςἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιοςἐπίσχω = εμποδίζω σταματώἐπίταξις = διαταγήἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγόἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμαἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρόἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμοςτά ἐπιτήδεια = εφόδια τα αναγκαία για τροφήἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμαἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως έργο μου διαπράττωἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρωtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνωἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτωἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχηἐπιτροπεία = κηδεμονίαἐπιτροπεύω = κηδεμονεύωἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκωἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνωἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνσηἐπιχαίρω = χαίρω για κάτιἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριούἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιοςἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορίαἔποικος = άποικος γείτοναςἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρόςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώἔπουρος = ούριοςἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστήςἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι

olgapalotenetgr 18

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμαἐργώδης = κοπιαστικόςἔρεισμα = στήριγμαἐρέσσω = κωπηλατώἐρέτης = κωπηλάτηςἐρῆμος = έρημος μόνοςἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφωἔρις = φιλονικία άμιλλαχεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαιἔρως = έρωτας πόθος επιθυμίαἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθωἔσχατος = τελευταίος απώτατοςἑταῖρος = φίλος σύντροφοςἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμοςεὐβουλία = φρόνησηεὔβουλος = συνετόςεὐγενής = ο καλής καταγωγήςεὐδαιμονία = ευτυχίαεὐδαίμων = ευτυχήςεὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαιεὐδόκιμος = έντιμος επαινετόςεὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη καλήεὔελπις-ιδος = αισιόδοξοςεὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσίαεἰς λόγους ἔρχομαί τινι = έρχομαι σε διαπραγματεύσειςεὐήθης = αφελής ανόητοςεὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέοςεὐκλεής = περίφημος ένδοξοςεὔκλεια = δόξαεὐκοσμία = ευπρέπεια τάξηεὐλάβεια = προσοχήεὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαιεὐμενής = ευνοϊκόςεὔνοια = ευμένειαtimes εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιονεὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλάεὐνομία = καλή διοίκησηεὔνους = ευνοϊκός φιλικόςεὐπάθεια = ευτυχίαεὐπραγέω-ῶ = ευτυχώεὐπρανία amp εὐπραξία = ευτυχία

olgapalotenetgr 19

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εὖρος = πλάτοςεὐρωστία = σωματική δύναμηεὔρωστος = ρωμαλέοςεὔτακτος = τακτικός πειθαρχικόςεὐταξία = πειθαρχίαεὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζωεὐφροσύνη = χαράἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικάἐφέπτω amp ἐφέπτομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώἐφήδομαι = επιχαίρω ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύωἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολέςἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μουἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζωἐφοράω-ῶ = επιβλέπωἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρωἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκίαἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτήἐφορμίζομαι = αγκυροβολώἔχθος = (το) μίσοςἔχθρα = μίσοςtimes οἰκεία ἔχθρα = προσωπικήἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλήςἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχωἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαιἔχω + απαρέμφ= μπορώἕως = αυγήἅμα ἕῳ = τα χαράματα

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέωζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω πλοία με σχοινιάζηλόω-ῶ = ζηλεύωζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρίαζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

olgapalotenetgr 20

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώζήω-ῶ = ζωζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβηἥβη = νεότηταἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχίαἡγεμών = αρχηγός οδηγόςἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύωtimes περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου) ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτιἥδομαι = ευχαριστούμαιἡδονή = ευχαρίστηση τέρψηἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσειςἡδύς = γλυκόςἡδέως = με ευχαρίστησηἥκιστα = καθόλουἥκω = έχω έλθει έχω καταντήσειἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικοςἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρόςἡμέτερος = δικός μαςἠμί = λέγωtimes ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώtimes ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτόςἤπειρος = στεριάἬπειρος = η Ασίαἡσυχία = ησυχίαtimes ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζωἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσαςθάλπος = θερμότητα ζέστηθανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

olgapalotenetgr 21

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρροςτό θαρσοῦν = το θάρροςθάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμηθαρσύνω-θαρρύνω = δίνω θάρροςθαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαιθαυμάσιος-θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστοςθεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζωθεῖος = θεϊκόςθέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθόθεοφιλής = αγαπητός στους θεούςθεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαιθεράπων-οντος = υπηρέτηςθέω = τρέχω πλέωtimes δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδηνθεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώθηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκωθνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαιθορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαιθροῦς = ψίθυροςθυμοειδής = ζωηρός ορμητικόςθυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαιθύω-θύομαι = θυσιάζωθωπεία = κολακείαθωπεύω = κολακεύωθωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύωἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικόςτά ἴδια = ιδιωτικές υποθέσειςἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικάἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτηςχώρα ἰδιωτεύουσα = ανάξια λόγουἱδρύω = ιδρύω κτίζωtimes ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

olgapalotenetgr 22

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἱερός = ιερός αφιερωμένοςtimes γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκέςἵημι = ρίχνω εκπέμπωtimes ἵεμαι = ορμώἱκετεύω = παρακαλώἱκέτης = ικέτηςἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαιἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασίαἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμουἰσόπεδον = ομαλό έδαφοςἵστημι = στήνω διεγείρωtimes ἵσταμαι = στέκομαι κείμαιἰσχύς = δύναμηἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύωκαθαίρω = καθαρίζωκάθαρσις = εξαγνισμόςκαθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώtimes καθίσταμαι = εγκαθίσταμαιtimes καθίσταμαι τήν πολιτείαν = τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεωςtimes καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσειςtimes καθίσταμαί τι = τακτοποιώ κάτικάθοδος = επάνοδος στην πατρίδακαινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίαςκαίριος = αξιόλογος κατάλληλοςκαιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμήtimes ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελοςtimes μετά καιροῦ = σε κατάλληλη περίστασηtimes παρά καιρόν = παράκαιρακακία = κακότητα δειλίακακοδαιμονία = ατυχία δυστυχίακακοδοξία = κακή φήμηκακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακόκακοπάθεια = αθλιότητακακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώκακοπραγία = αποτυχία δυστυχίακακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτωκαλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

olgapalotenetgr 23

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαικαρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπουκαρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχωκαταβαίνω = κατεβαίνωκαταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζωκαταβοή = κατακραυγήκαταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτιtimes καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεταιtimes θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατοκαταγορεύω = κατηγορώκατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορίακατάδηλος = ολοφάνεροςκαταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνωκαταισχύνω = ντροπιάζωκαταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπήκαταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξηκαταλείπω = κληροδοτώ αφήνω πίσω εγκαταλείπω παραδίδωκαταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνωκατάλυσις = διάλυση κατάργησηκαταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώκαταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχίακαταπλέω = προσορμίζομαικατάπληξις = έκπληξη φόβοςκαταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιονκαταπλήσσομαι = φοβάμαικατάπλους = κατάπλους σε λιμάνικατασήπομαι = σαπίζωκατατρίβω = αφανίζω καταστρέφωκαταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαικαταψηφίζομαι = καταδικάζωκατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίεςκατοικέω-ῶ = κατοικώκατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκουςκατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύκατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύκαῦμα = καύσωναςκαῦσις = καύση καυτηρίαση

olgapalotenetgr 24

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 15: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εἰσβολή = εισβολή επίθεση δίοδοςεἰσπίπτω = πέφτω μέσα εισορμώεἰσφέρω = φέρνω μέσα συνεισφέρω προτείνωεἴσω = μέσαεἶτα = έπειταἑκάς = μακριάἐκβαίνω = εξέρχομαι αποβαίνωἐκβάλλω = εξορίζω εκδιώκωἔκβασις = απόβαση αποβίβαση αποτέλεσμαἐκβολή = εκδίωξη έξοδοςἐκδιώκω = εξορίζωἐκλείπω = εγκαταλείπω παραλείπωἐκλογίζομαι = σκέπτομαι λογαριάζωἐκπέμπω = εξαποστέλλωἔκπεμψις= αποστολήἐκπίπτω = εξορίζομαι διώχνομαιἔκπληξις = κατάπληξη φόβοςἐκπλήττω = φοβίζω κτυπώtimes ἐκπλήττομαι = σαστίζωἐκποδών γίγνομαι = παραμερίζομαιtimes ἐκποδών ποιοῦμαί τινα = βγάζω κάποιον από τη μέσηἔκσπονδος = ο αποκλεισμένος από τις σπουδέςἐκφαίνω = αποκαλύπτω φανερώνωἐκφαίνω πόλεμον = κηρύττω πόλεμοἐκφέρω πόλεμον = κηρύττω ή επιχειρώ πόλεμοἐκφέρομαι δόξαν = αποκτώ φήμηδίκην φεύγω = αθωώνομαιἑκών ἑκοῦσα ἑκόν = θεληματικάἐλπίζω = αναμένω ελπίζωἐμβάλλω = εισβάλλω συγκρούομαιἐμβολή = εισβολή επιδρομή έφοδοςἐμμένω = μένω σταθερός σε κάτιἐμπίπτω = επιτίθεμαι εισορμώἐμποδών (lt ἐν ποσίν ὤν) = εμπόδιοἐμποδών γίγνομαι = εμποδίζωἐνάγω = παρακινώ ενάγω σε δικαστήριοἐναντίος = ο απέναντι αντίθετος αντίπαλοςἐναργής (ἐν-ἀργός) = φανερός σαφήςἐνδεής = στερούμενοςἔνδεια = έλλειψη στέρηση ανάγκηἐνδίδωμι = δίνω υποχωρώἔνδον = μέσα

olgapalotenetgr 15

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔνειμι = είμαι μέσα ενυπάρχωἔνεστι amp ἔνι = είναι δυνατόν επιτρέπεταιἐνιαύσιος = ετήσιοςἐνιαυτός (lt ἔνος) = έτοςἐννοέω-ῶ = εννοώ σκέπτομαιἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσαἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσειἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές συνθήκεςἐντυγχάνω = συναντώἐξαγγέλλω = διακηρύττωἐξάγω = οδηγώ έξωἐξάγομαι = βγαίνω έξωἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι αποτυγχάνωἐξανίστημι = διώχνω ερημώνωἐξανίσταμαι = εγείρομαι ερημώνομαιἔξαρνός εἰμι = αρνούμαιἔξεστι = είναι δυνατόνἐξελαύνω = εκδιώκω εξάγω εκστρατεύω εξορμώἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός διοικώἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ φθάνω σεhellipἐπαγγέλλω = διατάζω γνωστοποιώἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα υπόσχομαιἐπάγω = οδηγώ εναντίονtimes ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω προσκαλώἐπαινέω-ῶ = επαινώ επιδοκιμάζωἐπαίρω = σηκώνω υψώνω παρακινώἐπαίρομαι = περηφανεύομαιἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ παραπονούμαιἐπανάγω = σύρω επαναφέρω βγάζω στο πέλαγοςἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρούἐπαναγωγή = επίθεση κατά θάλασσαἐπανίσταμαι = επαναστατώἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω βοηθώ υπερασπίζωἐπείγομαι = βιάζομαιἐπέλασις = επίθεση επιδρομήἐπελαύνω = εκστρατεύω εφορμώἐπεξάγω = εκστρατεύω βγάζω στρατό εναντίονἐπέξειμι amp ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον διώκω δικαστικώς

olgapalotenetgr 16

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζωtimes ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζωtimes ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μουἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλούἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακόtimes ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλήςἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική ενέργειαἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαιἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενοςἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιοςἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβοἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώtimes τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμίαἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλοςἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό)ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικάἐπικλινής = κατηφορικόςἐπικουρία = προστασία βοήθειαἐπίκουρος = βοηθός προστάτηςἐπιλέγω = εκλέγωἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπωἐπιλήσμων = αυτός που λησμονείἐπίλοιπος = υπόλοιποςἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθειαἐπιμαχία = αμυντική συμφωνίαἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφήἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφήἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόλησηἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτιἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνιἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαιἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώςἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεταιἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνωἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγιαἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομήἘπιπολαί = περιοχή των Συρακουσώνἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευναποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω ερευνώἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

olgapalotenetgr 17

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαιἐπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητήςἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζωτά ἐπιστελλόμενα = τα παραγγελλόμεναἐπιστήμη = γνώση δεξιότηταἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνοςἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιοςἐπίσχω = εμποδίζω σταματώἐπίταξις = διαταγήἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγόἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμαἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρόἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμοςτά ἐπιτήδεια = εφόδια τα αναγκαία για τροφήἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμαἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως έργο μου διαπράττωἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρωtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνωἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτωἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχηἐπιτροπεία = κηδεμονίαἐπιτροπεύω = κηδεμονεύωἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκωἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνωἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνσηἐπιχαίρω = χαίρω για κάτιἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριούἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιοςἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορίαἔποικος = άποικος γείτοναςἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρόςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώἔπουρος = ούριοςἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστήςἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι

olgapalotenetgr 18

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμαἐργώδης = κοπιαστικόςἔρεισμα = στήριγμαἐρέσσω = κωπηλατώἐρέτης = κωπηλάτηςἐρῆμος = έρημος μόνοςἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφωἔρις = φιλονικία άμιλλαχεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαιἔρως = έρωτας πόθος επιθυμίαἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθωἔσχατος = τελευταίος απώτατοςἑταῖρος = φίλος σύντροφοςἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμοςεὐβουλία = φρόνησηεὔβουλος = συνετόςεὐγενής = ο καλής καταγωγήςεὐδαιμονία = ευτυχίαεὐδαίμων = ευτυχήςεὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαιεὐδόκιμος = έντιμος επαινετόςεὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη καλήεὔελπις-ιδος = αισιόδοξοςεὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσίαεἰς λόγους ἔρχομαί τινι = έρχομαι σε διαπραγματεύσειςεὐήθης = αφελής ανόητοςεὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέοςεὐκλεής = περίφημος ένδοξοςεὔκλεια = δόξαεὐκοσμία = ευπρέπεια τάξηεὐλάβεια = προσοχήεὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαιεὐμενής = ευνοϊκόςεὔνοια = ευμένειαtimes εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιονεὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλάεὐνομία = καλή διοίκησηεὔνους = ευνοϊκός φιλικόςεὐπάθεια = ευτυχίαεὐπραγέω-ῶ = ευτυχώεὐπρανία amp εὐπραξία = ευτυχία

olgapalotenetgr 19

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εὖρος = πλάτοςεὐρωστία = σωματική δύναμηεὔρωστος = ρωμαλέοςεὔτακτος = τακτικός πειθαρχικόςεὐταξία = πειθαρχίαεὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζωεὐφροσύνη = χαράἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικάἐφέπτω amp ἐφέπτομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώἐφήδομαι = επιχαίρω ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύωἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολέςἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μουἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζωἐφοράω-ῶ = επιβλέπωἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρωἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκίαἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτήἐφορμίζομαι = αγκυροβολώἔχθος = (το) μίσοςἔχθρα = μίσοςtimes οἰκεία ἔχθρα = προσωπικήἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλήςἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχωἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαιἔχω + απαρέμφ= μπορώἕως = αυγήἅμα ἕῳ = τα χαράματα

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέωζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω πλοία με σχοινιάζηλόω-ῶ = ζηλεύωζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρίαζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

olgapalotenetgr 20

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώζήω-ῶ = ζωζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβηἥβη = νεότηταἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχίαἡγεμών = αρχηγός οδηγόςἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύωtimes περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου) ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτιἥδομαι = ευχαριστούμαιἡδονή = ευχαρίστηση τέρψηἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσειςἡδύς = γλυκόςἡδέως = με ευχαρίστησηἥκιστα = καθόλουἥκω = έχω έλθει έχω καταντήσειἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικοςἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρόςἡμέτερος = δικός μαςἠμί = λέγωtimes ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώtimes ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτόςἤπειρος = στεριάἬπειρος = η Ασίαἡσυχία = ησυχίαtimes ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζωἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσαςθάλπος = θερμότητα ζέστηθανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

olgapalotenetgr 21

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρροςτό θαρσοῦν = το θάρροςθάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμηθαρσύνω-θαρρύνω = δίνω θάρροςθαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαιθαυμάσιος-θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστοςθεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζωθεῖος = θεϊκόςθέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθόθεοφιλής = αγαπητός στους θεούςθεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαιθεράπων-οντος = υπηρέτηςθέω = τρέχω πλέωtimes δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδηνθεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώθηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκωθνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαιθορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαιθροῦς = ψίθυροςθυμοειδής = ζωηρός ορμητικόςθυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαιθύω-θύομαι = θυσιάζωθωπεία = κολακείαθωπεύω = κολακεύωθωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύωἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικόςτά ἴδια = ιδιωτικές υποθέσειςἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικάἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτηςχώρα ἰδιωτεύουσα = ανάξια λόγουἱδρύω = ιδρύω κτίζωtimes ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

olgapalotenetgr 22

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἱερός = ιερός αφιερωμένοςtimes γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκέςἵημι = ρίχνω εκπέμπωtimes ἵεμαι = ορμώἱκετεύω = παρακαλώἱκέτης = ικέτηςἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαιἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασίαἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμουἰσόπεδον = ομαλό έδαφοςἵστημι = στήνω διεγείρωtimes ἵσταμαι = στέκομαι κείμαιἰσχύς = δύναμηἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύωκαθαίρω = καθαρίζωκάθαρσις = εξαγνισμόςκαθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώtimes καθίσταμαι = εγκαθίσταμαιtimes καθίσταμαι τήν πολιτείαν = τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεωςtimes καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσειςtimes καθίσταμαί τι = τακτοποιώ κάτικάθοδος = επάνοδος στην πατρίδακαινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίαςκαίριος = αξιόλογος κατάλληλοςκαιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμήtimes ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελοςtimes μετά καιροῦ = σε κατάλληλη περίστασηtimes παρά καιρόν = παράκαιρακακία = κακότητα δειλίακακοδαιμονία = ατυχία δυστυχίακακοδοξία = κακή φήμηκακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακόκακοπάθεια = αθλιότητακακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώκακοπραγία = αποτυχία δυστυχίακακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτωκαλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

olgapalotenetgr 23

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαικαρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπουκαρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχωκαταβαίνω = κατεβαίνωκαταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζωκαταβοή = κατακραυγήκαταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτιtimes καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεταιtimes θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατοκαταγορεύω = κατηγορώκατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορίακατάδηλος = ολοφάνεροςκαταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνωκαταισχύνω = ντροπιάζωκαταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπήκαταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξηκαταλείπω = κληροδοτώ αφήνω πίσω εγκαταλείπω παραδίδωκαταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνωκατάλυσις = διάλυση κατάργησηκαταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώκαταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχίακαταπλέω = προσορμίζομαικατάπληξις = έκπληξη φόβοςκαταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιονκαταπλήσσομαι = φοβάμαικατάπλους = κατάπλους σε λιμάνικατασήπομαι = σαπίζωκατατρίβω = αφανίζω καταστρέφωκαταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαικαταψηφίζομαι = καταδικάζωκατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίεςκατοικέω-ῶ = κατοικώκατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκουςκατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύκατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύκαῦμα = καύσωναςκαῦσις = καύση καυτηρίαση

olgapalotenetgr 24

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 16: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔνειμι = είμαι μέσα ενυπάρχωἔνεστι amp ἔνι = είναι δυνατόν επιτρέπεταιἐνιαύσιος = ετήσιοςἐνιαυτός (lt ἔνος) = έτοςἐννοέω-ῶ = εννοώ σκέπτομαιἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσαἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσειἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές συνθήκεςἐντυγχάνω = συναντώἐξαγγέλλω = διακηρύττωἐξάγω = οδηγώ έξωἐξάγομαι = βγαίνω έξωἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι αποτυγχάνωἐξανίστημι = διώχνω ερημώνωἐξανίσταμαι = εγείρομαι ερημώνομαιἔξαρνός εἰμι = αρνούμαιἔξεστι = είναι δυνατόνἐξελαύνω = εκδιώκω εξάγω εκστρατεύω εξορμώἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός διοικώἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ φθάνω σεhellipἐπαγγέλλω = διατάζω γνωστοποιώἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα υπόσχομαιἐπάγω = οδηγώ εναντίονtimes ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω προσκαλώἐπαινέω-ῶ = επαινώ επιδοκιμάζωἐπαίρω = σηκώνω υψώνω παρακινώἐπαίρομαι = περηφανεύομαιἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ παραπονούμαιἐπανάγω = σύρω επαναφέρω βγάζω στο πέλαγοςἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρούἐπαναγωγή = επίθεση κατά θάλασσαἐπανίσταμαι = επαναστατώἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω βοηθώ υπερασπίζωἐπείγομαι = βιάζομαιἐπέλασις = επίθεση επιδρομήἐπελαύνω = εκστρατεύω εφορμώἐπεξάγω = εκστρατεύω βγάζω στρατό εναντίονἐπέξειμι amp ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον διώκω δικαστικώς

olgapalotenetgr 16

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζωtimes ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζωtimes ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μουἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλούἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακόtimes ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλήςἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική ενέργειαἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαιἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενοςἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιοςἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβοἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώtimes τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμίαἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλοςἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό)ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικάἐπικλινής = κατηφορικόςἐπικουρία = προστασία βοήθειαἐπίκουρος = βοηθός προστάτηςἐπιλέγω = εκλέγωἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπωἐπιλήσμων = αυτός που λησμονείἐπίλοιπος = υπόλοιποςἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθειαἐπιμαχία = αμυντική συμφωνίαἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφήἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφήἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόλησηἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτιἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνιἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαιἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώςἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεταιἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνωἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγιαἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομήἘπιπολαί = περιοχή των Συρακουσώνἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευναποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω ερευνώἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

olgapalotenetgr 17

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαιἐπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητήςἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζωτά ἐπιστελλόμενα = τα παραγγελλόμεναἐπιστήμη = γνώση δεξιότηταἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνοςἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιοςἐπίσχω = εμποδίζω σταματώἐπίταξις = διαταγήἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγόἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμαἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρόἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμοςτά ἐπιτήδεια = εφόδια τα αναγκαία για τροφήἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμαἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως έργο μου διαπράττωἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρωtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνωἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτωἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχηἐπιτροπεία = κηδεμονίαἐπιτροπεύω = κηδεμονεύωἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκωἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνωἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνσηἐπιχαίρω = χαίρω για κάτιἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριούἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιοςἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορίαἔποικος = άποικος γείτοναςἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρόςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώἔπουρος = ούριοςἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστήςἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι

olgapalotenetgr 18

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμαἐργώδης = κοπιαστικόςἔρεισμα = στήριγμαἐρέσσω = κωπηλατώἐρέτης = κωπηλάτηςἐρῆμος = έρημος μόνοςἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφωἔρις = φιλονικία άμιλλαχεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαιἔρως = έρωτας πόθος επιθυμίαἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθωἔσχατος = τελευταίος απώτατοςἑταῖρος = φίλος σύντροφοςἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμοςεὐβουλία = φρόνησηεὔβουλος = συνετόςεὐγενής = ο καλής καταγωγήςεὐδαιμονία = ευτυχίαεὐδαίμων = ευτυχήςεὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαιεὐδόκιμος = έντιμος επαινετόςεὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη καλήεὔελπις-ιδος = αισιόδοξοςεὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσίαεἰς λόγους ἔρχομαί τινι = έρχομαι σε διαπραγματεύσειςεὐήθης = αφελής ανόητοςεὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέοςεὐκλεής = περίφημος ένδοξοςεὔκλεια = δόξαεὐκοσμία = ευπρέπεια τάξηεὐλάβεια = προσοχήεὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαιεὐμενής = ευνοϊκόςεὔνοια = ευμένειαtimes εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιονεὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλάεὐνομία = καλή διοίκησηεὔνους = ευνοϊκός φιλικόςεὐπάθεια = ευτυχίαεὐπραγέω-ῶ = ευτυχώεὐπρανία amp εὐπραξία = ευτυχία

olgapalotenetgr 19

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εὖρος = πλάτοςεὐρωστία = σωματική δύναμηεὔρωστος = ρωμαλέοςεὔτακτος = τακτικός πειθαρχικόςεὐταξία = πειθαρχίαεὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζωεὐφροσύνη = χαράἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικάἐφέπτω amp ἐφέπτομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώἐφήδομαι = επιχαίρω ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύωἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολέςἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μουἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζωἐφοράω-ῶ = επιβλέπωἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρωἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκίαἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτήἐφορμίζομαι = αγκυροβολώἔχθος = (το) μίσοςἔχθρα = μίσοςtimes οἰκεία ἔχθρα = προσωπικήἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλήςἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχωἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαιἔχω + απαρέμφ= μπορώἕως = αυγήἅμα ἕῳ = τα χαράματα

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέωζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω πλοία με σχοινιάζηλόω-ῶ = ζηλεύωζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρίαζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

olgapalotenetgr 20

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώζήω-ῶ = ζωζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβηἥβη = νεότηταἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχίαἡγεμών = αρχηγός οδηγόςἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύωtimes περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου) ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτιἥδομαι = ευχαριστούμαιἡδονή = ευχαρίστηση τέρψηἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσειςἡδύς = γλυκόςἡδέως = με ευχαρίστησηἥκιστα = καθόλουἥκω = έχω έλθει έχω καταντήσειἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικοςἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρόςἡμέτερος = δικός μαςἠμί = λέγωtimes ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώtimes ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτόςἤπειρος = στεριάἬπειρος = η Ασίαἡσυχία = ησυχίαtimes ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζωἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσαςθάλπος = θερμότητα ζέστηθανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

olgapalotenetgr 21

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρροςτό θαρσοῦν = το θάρροςθάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμηθαρσύνω-θαρρύνω = δίνω θάρροςθαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαιθαυμάσιος-θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστοςθεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζωθεῖος = θεϊκόςθέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθόθεοφιλής = αγαπητός στους θεούςθεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαιθεράπων-οντος = υπηρέτηςθέω = τρέχω πλέωtimes δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδηνθεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώθηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκωθνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαιθορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαιθροῦς = ψίθυροςθυμοειδής = ζωηρός ορμητικόςθυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαιθύω-θύομαι = θυσιάζωθωπεία = κολακείαθωπεύω = κολακεύωθωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύωἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικόςτά ἴδια = ιδιωτικές υποθέσειςἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικάἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτηςχώρα ἰδιωτεύουσα = ανάξια λόγουἱδρύω = ιδρύω κτίζωtimes ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

olgapalotenetgr 22

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἱερός = ιερός αφιερωμένοςtimes γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκέςἵημι = ρίχνω εκπέμπωtimes ἵεμαι = ορμώἱκετεύω = παρακαλώἱκέτης = ικέτηςἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαιἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασίαἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμουἰσόπεδον = ομαλό έδαφοςἵστημι = στήνω διεγείρωtimes ἵσταμαι = στέκομαι κείμαιἰσχύς = δύναμηἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύωκαθαίρω = καθαρίζωκάθαρσις = εξαγνισμόςκαθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώtimes καθίσταμαι = εγκαθίσταμαιtimes καθίσταμαι τήν πολιτείαν = τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεωςtimes καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσειςtimes καθίσταμαί τι = τακτοποιώ κάτικάθοδος = επάνοδος στην πατρίδακαινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίαςκαίριος = αξιόλογος κατάλληλοςκαιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμήtimes ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελοςtimes μετά καιροῦ = σε κατάλληλη περίστασηtimes παρά καιρόν = παράκαιρακακία = κακότητα δειλίακακοδαιμονία = ατυχία δυστυχίακακοδοξία = κακή φήμηκακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακόκακοπάθεια = αθλιότητακακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώκακοπραγία = αποτυχία δυστυχίακακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτωκαλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

olgapalotenetgr 23

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαικαρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπουκαρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχωκαταβαίνω = κατεβαίνωκαταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζωκαταβοή = κατακραυγήκαταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτιtimes καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεταιtimes θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατοκαταγορεύω = κατηγορώκατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορίακατάδηλος = ολοφάνεροςκαταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνωκαταισχύνω = ντροπιάζωκαταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπήκαταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξηκαταλείπω = κληροδοτώ αφήνω πίσω εγκαταλείπω παραδίδωκαταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνωκατάλυσις = διάλυση κατάργησηκαταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώκαταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχίακαταπλέω = προσορμίζομαικατάπληξις = έκπληξη φόβοςκαταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιονκαταπλήσσομαι = φοβάμαικατάπλους = κατάπλους σε λιμάνικατασήπομαι = σαπίζωκατατρίβω = αφανίζω καταστρέφωκαταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαικαταψηφίζομαι = καταδικάζωκατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίεςκατοικέω-ῶ = κατοικώκατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκουςκατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύκατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύκαῦμα = καύσωναςκαῦσις = καύση καυτηρίαση

olgapalotenetgr 24

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 17: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζωtimes ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζωtimes ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μουἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλούἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακόtimes ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλήςἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική ενέργειαἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαιἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενοςἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιοςἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβοἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώtimes τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμίαἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλοςἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό)ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικάἐπικλινής = κατηφορικόςἐπικουρία = προστασία βοήθειαἐπίκουρος = βοηθός προστάτηςἐπιλέγω = εκλέγωἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπωἐπιλήσμων = αυτός που λησμονείἐπίλοιπος = υπόλοιποςἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθειαἐπιμαχία = αμυντική συμφωνίαἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφήἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφήἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόλησηἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτιἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνιἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαιἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώςἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεταιἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνωἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγιαἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομήἘπιπολαί = περιοχή των Συρακουσώνἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευναποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω ερευνώἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

olgapalotenetgr 17

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαιἐπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητήςἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζωτά ἐπιστελλόμενα = τα παραγγελλόμεναἐπιστήμη = γνώση δεξιότηταἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνοςἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιοςἐπίσχω = εμποδίζω σταματώἐπίταξις = διαταγήἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγόἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμαἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρόἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμοςτά ἐπιτήδεια = εφόδια τα αναγκαία για τροφήἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμαἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως έργο μου διαπράττωἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρωtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνωἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτωἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχηἐπιτροπεία = κηδεμονίαἐπιτροπεύω = κηδεμονεύωἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκωἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνωἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνσηἐπιχαίρω = χαίρω για κάτιἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριούἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιοςἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορίαἔποικος = άποικος γείτοναςἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρόςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώἔπουρος = ούριοςἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστήςἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι

olgapalotenetgr 18

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμαἐργώδης = κοπιαστικόςἔρεισμα = στήριγμαἐρέσσω = κωπηλατώἐρέτης = κωπηλάτηςἐρῆμος = έρημος μόνοςἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφωἔρις = φιλονικία άμιλλαχεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαιἔρως = έρωτας πόθος επιθυμίαἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθωἔσχατος = τελευταίος απώτατοςἑταῖρος = φίλος σύντροφοςἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμοςεὐβουλία = φρόνησηεὔβουλος = συνετόςεὐγενής = ο καλής καταγωγήςεὐδαιμονία = ευτυχίαεὐδαίμων = ευτυχήςεὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαιεὐδόκιμος = έντιμος επαινετόςεὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη καλήεὔελπις-ιδος = αισιόδοξοςεὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσίαεἰς λόγους ἔρχομαί τινι = έρχομαι σε διαπραγματεύσειςεὐήθης = αφελής ανόητοςεὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέοςεὐκλεής = περίφημος ένδοξοςεὔκλεια = δόξαεὐκοσμία = ευπρέπεια τάξηεὐλάβεια = προσοχήεὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαιεὐμενής = ευνοϊκόςεὔνοια = ευμένειαtimes εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιονεὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλάεὐνομία = καλή διοίκησηεὔνους = ευνοϊκός φιλικόςεὐπάθεια = ευτυχίαεὐπραγέω-ῶ = ευτυχώεὐπρανία amp εὐπραξία = ευτυχία

olgapalotenetgr 19

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εὖρος = πλάτοςεὐρωστία = σωματική δύναμηεὔρωστος = ρωμαλέοςεὔτακτος = τακτικός πειθαρχικόςεὐταξία = πειθαρχίαεὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζωεὐφροσύνη = χαράἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικάἐφέπτω amp ἐφέπτομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώἐφήδομαι = επιχαίρω ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύωἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολέςἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μουἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζωἐφοράω-ῶ = επιβλέπωἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρωἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκίαἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτήἐφορμίζομαι = αγκυροβολώἔχθος = (το) μίσοςἔχθρα = μίσοςtimes οἰκεία ἔχθρα = προσωπικήἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλήςἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχωἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαιἔχω + απαρέμφ= μπορώἕως = αυγήἅμα ἕῳ = τα χαράματα

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέωζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω πλοία με σχοινιάζηλόω-ῶ = ζηλεύωζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρίαζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

olgapalotenetgr 20

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώζήω-ῶ = ζωζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβηἥβη = νεότηταἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχίαἡγεμών = αρχηγός οδηγόςἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύωtimes περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου) ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτιἥδομαι = ευχαριστούμαιἡδονή = ευχαρίστηση τέρψηἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσειςἡδύς = γλυκόςἡδέως = με ευχαρίστησηἥκιστα = καθόλουἥκω = έχω έλθει έχω καταντήσειἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικοςἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρόςἡμέτερος = δικός μαςἠμί = λέγωtimes ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώtimes ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτόςἤπειρος = στεριάἬπειρος = η Ασίαἡσυχία = ησυχίαtimes ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζωἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσαςθάλπος = θερμότητα ζέστηθανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

olgapalotenetgr 21

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρροςτό θαρσοῦν = το θάρροςθάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμηθαρσύνω-θαρρύνω = δίνω θάρροςθαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαιθαυμάσιος-θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστοςθεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζωθεῖος = θεϊκόςθέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθόθεοφιλής = αγαπητός στους θεούςθεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαιθεράπων-οντος = υπηρέτηςθέω = τρέχω πλέωtimes δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδηνθεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώθηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκωθνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαιθορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαιθροῦς = ψίθυροςθυμοειδής = ζωηρός ορμητικόςθυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαιθύω-θύομαι = θυσιάζωθωπεία = κολακείαθωπεύω = κολακεύωθωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύωἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικόςτά ἴδια = ιδιωτικές υποθέσειςἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικάἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτηςχώρα ἰδιωτεύουσα = ανάξια λόγουἱδρύω = ιδρύω κτίζωtimes ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

olgapalotenetgr 22

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἱερός = ιερός αφιερωμένοςtimes γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκέςἵημι = ρίχνω εκπέμπωtimes ἵεμαι = ορμώἱκετεύω = παρακαλώἱκέτης = ικέτηςἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαιἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασίαἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμουἰσόπεδον = ομαλό έδαφοςἵστημι = στήνω διεγείρωtimes ἵσταμαι = στέκομαι κείμαιἰσχύς = δύναμηἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύωκαθαίρω = καθαρίζωκάθαρσις = εξαγνισμόςκαθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώtimes καθίσταμαι = εγκαθίσταμαιtimes καθίσταμαι τήν πολιτείαν = τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεωςtimes καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσειςtimes καθίσταμαί τι = τακτοποιώ κάτικάθοδος = επάνοδος στην πατρίδακαινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίαςκαίριος = αξιόλογος κατάλληλοςκαιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμήtimes ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελοςtimes μετά καιροῦ = σε κατάλληλη περίστασηtimes παρά καιρόν = παράκαιρακακία = κακότητα δειλίακακοδαιμονία = ατυχία δυστυχίακακοδοξία = κακή φήμηκακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακόκακοπάθεια = αθλιότητακακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώκακοπραγία = αποτυχία δυστυχίακακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτωκαλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

olgapalotenetgr 23

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαικαρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπουκαρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχωκαταβαίνω = κατεβαίνωκαταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζωκαταβοή = κατακραυγήκαταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτιtimes καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεταιtimes θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατοκαταγορεύω = κατηγορώκατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορίακατάδηλος = ολοφάνεροςκαταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνωκαταισχύνω = ντροπιάζωκαταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπήκαταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξηκαταλείπω = κληροδοτώ αφήνω πίσω εγκαταλείπω παραδίδωκαταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνωκατάλυσις = διάλυση κατάργησηκαταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώκαταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχίακαταπλέω = προσορμίζομαικατάπληξις = έκπληξη φόβοςκαταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιονκαταπλήσσομαι = φοβάμαικατάπλους = κατάπλους σε λιμάνικατασήπομαι = σαπίζωκατατρίβω = αφανίζω καταστρέφωκαταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαικαταψηφίζομαι = καταδικάζωκατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίεςκατοικέω-ῶ = κατοικώκατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκουςκατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύκατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύκαῦμα = καύσωναςκαῦσις = καύση καυτηρίαση

olgapalotenetgr 24

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 18: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαιἐπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητήςἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζωτά ἐπιστελλόμενα = τα παραγγελλόμεναἐπιστήμη = γνώση δεξιότηταἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνοςἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιοςἐπίσχω = εμποδίζω σταματώἐπίταξις = διαταγήἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγόἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμαἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρόἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμοςτά ἐπιτήδεια = εφόδια τα αναγκαία για τροφήἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμαἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως έργο μου διαπράττωἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρωtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνωἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτωἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχηἐπιτροπεία = κηδεμονίαἐπιτροπεύω = κηδεμονεύωἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκωἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνωἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνσηἐπιχαίρω = χαίρω για κάτιἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριούἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιοςἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορίαἔποικος = άποικος γείτοναςἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρόςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώἔπουρος = ούριοςἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστήςἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι

olgapalotenetgr 18

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμαἐργώδης = κοπιαστικόςἔρεισμα = στήριγμαἐρέσσω = κωπηλατώἐρέτης = κωπηλάτηςἐρῆμος = έρημος μόνοςἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφωἔρις = φιλονικία άμιλλαχεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαιἔρως = έρωτας πόθος επιθυμίαἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθωἔσχατος = τελευταίος απώτατοςἑταῖρος = φίλος σύντροφοςἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμοςεὐβουλία = φρόνησηεὔβουλος = συνετόςεὐγενής = ο καλής καταγωγήςεὐδαιμονία = ευτυχίαεὐδαίμων = ευτυχήςεὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαιεὐδόκιμος = έντιμος επαινετόςεὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη καλήεὔελπις-ιδος = αισιόδοξοςεὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσίαεἰς λόγους ἔρχομαί τινι = έρχομαι σε διαπραγματεύσειςεὐήθης = αφελής ανόητοςεὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέοςεὐκλεής = περίφημος ένδοξοςεὔκλεια = δόξαεὐκοσμία = ευπρέπεια τάξηεὐλάβεια = προσοχήεὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαιεὐμενής = ευνοϊκόςεὔνοια = ευμένειαtimes εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιονεὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλάεὐνομία = καλή διοίκησηεὔνους = ευνοϊκός φιλικόςεὐπάθεια = ευτυχίαεὐπραγέω-ῶ = ευτυχώεὐπρανία amp εὐπραξία = ευτυχία

olgapalotenetgr 19

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εὖρος = πλάτοςεὐρωστία = σωματική δύναμηεὔρωστος = ρωμαλέοςεὔτακτος = τακτικός πειθαρχικόςεὐταξία = πειθαρχίαεὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζωεὐφροσύνη = χαράἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικάἐφέπτω amp ἐφέπτομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώἐφήδομαι = επιχαίρω ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύωἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολέςἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μουἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζωἐφοράω-ῶ = επιβλέπωἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρωἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκίαἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτήἐφορμίζομαι = αγκυροβολώἔχθος = (το) μίσοςἔχθρα = μίσοςtimes οἰκεία ἔχθρα = προσωπικήἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλήςἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχωἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαιἔχω + απαρέμφ= μπορώἕως = αυγήἅμα ἕῳ = τα χαράματα

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέωζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω πλοία με σχοινιάζηλόω-ῶ = ζηλεύωζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρίαζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

olgapalotenetgr 20

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώζήω-ῶ = ζωζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβηἥβη = νεότηταἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχίαἡγεμών = αρχηγός οδηγόςἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύωtimes περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου) ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτιἥδομαι = ευχαριστούμαιἡδονή = ευχαρίστηση τέρψηἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσειςἡδύς = γλυκόςἡδέως = με ευχαρίστησηἥκιστα = καθόλουἥκω = έχω έλθει έχω καταντήσειἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικοςἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρόςἡμέτερος = δικός μαςἠμί = λέγωtimes ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώtimes ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτόςἤπειρος = στεριάἬπειρος = η Ασίαἡσυχία = ησυχίαtimes ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζωἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσαςθάλπος = θερμότητα ζέστηθανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

olgapalotenetgr 21

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρροςτό θαρσοῦν = το θάρροςθάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμηθαρσύνω-θαρρύνω = δίνω θάρροςθαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαιθαυμάσιος-θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστοςθεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζωθεῖος = θεϊκόςθέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθόθεοφιλής = αγαπητός στους θεούςθεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαιθεράπων-οντος = υπηρέτηςθέω = τρέχω πλέωtimes δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδηνθεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώθηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκωθνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαιθορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαιθροῦς = ψίθυροςθυμοειδής = ζωηρός ορμητικόςθυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαιθύω-θύομαι = θυσιάζωθωπεία = κολακείαθωπεύω = κολακεύωθωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύωἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικόςτά ἴδια = ιδιωτικές υποθέσειςἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικάἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτηςχώρα ἰδιωτεύουσα = ανάξια λόγουἱδρύω = ιδρύω κτίζωtimes ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

olgapalotenetgr 22

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἱερός = ιερός αφιερωμένοςtimes γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκέςἵημι = ρίχνω εκπέμπωtimes ἵεμαι = ορμώἱκετεύω = παρακαλώἱκέτης = ικέτηςἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαιἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασίαἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμουἰσόπεδον = ομαλό έδαφοςἵστημι = στήνω διεγείρωtimes ἵσταμαι = στέκομαι κείμαιἰσχύς = δύναμηἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύωκαθαίρω = καθαρίζωκάθαρσις = εξαγνισμόςκαθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώtimes καθίσταμαι = εγκαθίσταμαιtimes καθίσταμαι τήν πολιτείαν = τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεωςtimes καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσειςtimes καθίσταμαί τι = τακτοποιώ κάτικάθοδος = επάνοδος στην πατρίδακαινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίαςκαίριος = αξιόλογος κατάλληλοςκαιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμήtimes ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελοςtimes μετά καιροῦ = σε κατάλληλη περίστασηtimes παρά καιρόν = παράκαιρακακία = κακότητα δειλίακακοδαιμονία = ατυχία δυστυχίακακοδοξία = κακή φήμηκακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακόκακοπάθεια = αθλιότητακακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώκακοπραγία = αποτυχία δυστυχίακακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτωκαλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

olgapalotenetgr 23

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαικαρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπουκαρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχωκαταβαίνω = κατεβαίνωκαταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζωκαταβοή = κατακραυγήκαταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτιtimes καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεταιtimes θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατοκαταγορεύω = κατηγορώκατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορίακατάδηλος = ολοφάνεροςκαταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνωκαταισχύνω = ντροπιάζωκαταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπήκαταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξηκαταλείπω = κληροδοτώ αφήνω πίσω εγκαταλείπω παραδίδωκαταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνωκατάλυσις = διάλυση κατάργησηκαταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώκαταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχίακαταπλέω = προσορμίζομαικατάπληξις = έκπληξη φόβοςκαταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιονκαταπλήσσομαι = φοβάμαικατάπλους = κατάπλους σε λιμάνικατασήπομαι = σαπίζωκατατρίβω = αφανίζω καταστρέφωκαταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαικαταψηφίζομαι = καταδικάζωκατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίεςκατοικέω-ῶ = κατοικώκατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκουςκατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύκατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύκαῦμα = καύσωναςκαῦσις = καύση καυτηρίαση

olgapalotenetgr 24

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 19: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμαἐργώδης = κοπιαστικόςἔρεισμα = στήριγμαἐρέσσω = κωπηλατώἐρέτης = κωπηλάτηςἐρῆμος = έρημος μόνοςἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφωἔρις = φιλονικία άμιλλαχεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαιἔρως = έρωτας πόθος επιθυμίαἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθωἔσχατος = τελευταίος απώτατοςἑταῖρος = φίλος σύντροφοςἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμοςεὐβουλία = φρόνησηεὔβουλος = συνετόςεὐγενής = ο καλής καταγωγήςεὐδαιμονία = ευτυχίαεὐδαίμων = ευτυχήςεὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαιεὐδόκιμος = έντιμος επαινετόςεὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη καλήεὔελπις-ιδος = αισιόδοξοςεὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσίαεἰς λόγους ἔρχομαί τινι = έρχομαι σε διαπραγματεύσειςεὐήθης = αφελής ανόητοςεὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέοςεὐκλεής = περίφημος ένδοξοςεὔκλεια = δόξαεὐκοσμία = ευπρέπεια τάξηεὐλάβεια = προσοχήεὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαιεὐμενής = ευνοϊκόςεὔνοια = ευμένειαtimes εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιονεὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλάεὐνομία = καλή διοίκησηεὔνους = ευνοϊκός φιλικόςεὐπάθεια = ευτυχίαεὐπραγέω-ῶ = ευτυχώεὐπρανία amp εὐπραξία = ευτυχία

olgapalotenetgr 19

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εὖρος = πλάτοςεὐρωστία = σωματική δύναμηεὔρωστος = ρωμαλέοςεὔτακτος = τακτικός πειθαρχικόςεὐταξία = πειθαρχίαεὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζωεὐφροσύνη = χαράἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικάἐφέπτω amp ἐφέπτομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώἐφήδομαι = επιχαίρω ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύωἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολέςἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μουἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζωἐφοράω-ῶ = επιβλέπωἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρωἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκίαἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτήἐφορμίζομαι = αγκυροβολώἔχθος = (το) μίσοςἔχθρα = μίσοςtimes οἰκεία ἔχθρα = προσωπικήἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλήςἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχωἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαιἔχω + απαρέμφ= μπορώἕως = αυγήἅμα ἕῳ = τα χαράματα

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέωζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω πλοία με σχοινιάζηλόω-ῶ = ζηλεύωζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρίαζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

olgapalotenetgr 20

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώζήω-ῶ = ζωζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβηἥβη = νεότηταἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχίαἡγεμών = αρχηγός οδηγόςἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύωtimes περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου) ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτιἥδομαι = ευχαριστούμαιἡδονή = ευχαρίστηση τέρψηἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσειςἡδύς = γλυκόςἡδέως = με ευχαρίστησηἥκιστα = καθόλουἥκω = έχω έλθει έχω καταντήσειἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικοςἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρόςἡμέτερος = δικός μαςἠμί = λέγωtimes ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώtimes ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτόςἤπειρος = στεριάἬπειρος = η Ασίαἡσυχία = ησυχίαtimes ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζωἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσαςθάλπος = θερμότητα ζέστηθανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

olgapalotenetgr 21

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρροςτό θαρσοῦν = το θάρροςθάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμηθαρσύνω-θαρρύνω = δίνω θάρροςθαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαιθαυμάσιος-θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστοςθεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζωθεῖος = θεϊκόςθέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθόθεοφιλής = αγαπητός στους θεούςθεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαιθεράπων-οντος = υπηρέτηςθέω = τρέχω πλέωtimes δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδηνθεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώθηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκωθνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαιθορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαιθροῦς = ψίθυροςθυμοειδής = ζωηρός ορμητικόςθυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαιθύω-θύομαι = θυσιάζωθωπεία = κολακείαθωπεύω = κολακεύωθωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύωἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικόςτά ἴδια = ιδιωτικές υποθέσειςἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικάἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτηςχώρα ἰδιωτεύουσα = ανάξια λόγουἱδρύω = ιδρύω κτίζωtimes ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

olgapalotenetgr 22

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἱερός = ιερός αφιερωμένοςtimes γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκέςἵημι = ρίχνω εκπέμπωtimes ἵεμαι = ορμώἱκετεύω = παρακαλώἱκέτης = ικέτηςἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαιἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασίαἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμουἰσόπεδον = ομαλό έδαφοςἵστημι = στήνω διεγείρωtimes ἵσταμαι = στέκομαι κείμαιἰσχύς = δύναμηἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύωκαθαίρω = καθαρίζωκάθαρσις = εξαγνισμόςκαθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώtimes καθίσταμαι = εγκαθίσταμαιtimes καθίσταμαι τήν πολιτείαν = τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεωςtimes καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσειςtimes καθίσταμαί τι = τακτοποιώ κάτικάθοδος = επάνοδος στην πατρίδακαινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίαςκαίριος = αξιόλογος κατάλληλοςκαιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμήtimes ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελοςtimes μετά καιροῦ = σε κατάλληλη περίστασηtimes παρά καιρόν = παράκαιρακακία = κακότητα δειλίακακοδαιμονία = ατυχία δυστυχίακακοδοξία = κακή φήμηκακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακόκακοπάθεια = αθλιότητακακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώκακοπραγία = αποτυχία δυστυχίακακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτωκαλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

olgapalotenetgr 23

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαικαρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπουκαρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχωκαταβαίνω = κατεβαίνωκαταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζωκαταβοή = κατακραυγήκαταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτιtimes καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεταιtimes θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατοκαταγορεύω = κατηγορώκατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορίακατάδηλος = ολοφάνεροςκαταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνωκαταισχύνω = ντροπιάζωκαταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπήκαταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξηκαταλείπω = κληροδοτώ αφήνω πίσω εγκαταλείπω παραδίδωκαταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνωκατάλυσις = διάλυση κατάργησηκαταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώκαταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχίακαταπλέω = προσορμίζομαικατάπληξις = έκπληξη φόβοςκαταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιονκαταπλήσσομαι = φοβάμαικατάπλους = κατάπλους σε λιμάνικατασήπομαι = σαπίζωκατατρίβω = αφανίζω καταστρέφωκαταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαικαταψηφίζομαι = καταδικάζωκατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίεςκατοικέω-ῶ = κατοικώκατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκουςκατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύκατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύκαῦμα = καύσωναςκαῦσις = καύση καυτηρίαση

olgapalotenetgr 24

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 20: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εὖρος = πλάτοςεὐρωστία = σωματική δύναμηεὔρωστος = ρωμαλέοςεὔτακτος = τακτικός πειθαρχικόςεὐταξία = πειθαρχίαεὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζωεὐφροσύνη = χαράἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικάἐφέπτω amp ἐφέπτομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώἐφήδομαι = επιχαίρω ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύωἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολέςἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μουἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζωἐφοράω-ῶ = επιβλέπωἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρωἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκίαἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτήἐφορμίζομαι = αγκυροβολώἔχθος = (το) μίσοςἔχθρα = μίσοςtimes οἰκεία ἔχθρα = προσωπικήἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλήςἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχωἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαιἔχω + απαρέμφ= μπορώἕως = αυγήἅμα ἕῳ = τα χαράματα

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέωζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω πλοία με σχοινιάζηλόω-ῶ = ζηλεύωζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρίαζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

olgapalotenetgr 20

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώζήω-ῶ = ζωζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβηἥβη = νεότηταἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχίαἡγεμών = αρχηγός οδηγόςἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύωtimes περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου) ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτιἥδομαι = ευχαριστούμαιἡδονή = ευχαρίστηση τέρψηἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσειςἡδύς = γλυκόςἡδέως = με ευχαρίστησηἥκιστα = καθόλουἥκω = έχω έλθει έχω καταντήσειἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικοςἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρόςἡμέτερος = δικός μαςἠμί = λέγωtimes ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώtimes ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτόςἤπειρος = στεριάἬπειρος = η Ασίαἡσυχία = ησυχίαtimes ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζωἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσαςθάλπος = θερμότητα ζέστηθανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

olgapalotenetgr 21

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρροςτό θαρσοῦν = το θάρροςθάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμηθαρσύνω-θαρρύνω = δίνω θάρροςθαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαιθαυμάσιος-θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστοςθεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζωθεῖος = θεϊκόςθέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθόθεοφιλής = αγαπητός στους θεούςθεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαιθεράπων-οντος = υπηρέτηςθέω = τρέχω πλέωtimes δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδηνθεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώθηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκωθνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαιθορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαιθροῦς = ψίθυροςθυμοειδής = ζωηρός ορμητικόςθυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαιθύω-θύομαι = θυσιάζωθωπεία = κολακείαθωπεύω = κολακεύωθωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύωἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικόςτά ἴδια = ιδιωτικές υποθέσειςἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικάἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτηςχώρα ἰδιωτεύουσα = ανάξια λόγουἱδρύω = ιδρύω κτίζωtimes ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

olgapalotenetgr 22

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἱερός = ιερός αφιερωμένοςtimes γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκέςἵημι = ρίχνω εκπέμπωtimes ἵεμαι = ορμώἱκετεύω = παρακαλώἱκέτης = ικέτηςἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαιἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασίαἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμουἰσόπεδον = ομαλό έδαφοςἵστημι = στήνω διεγείρωtimes ἵσταμαι = στέκομαι κείμαιἰσχύς = δύναμηἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύωκαθαίρω = καθαρίζωκάθαρσις = εξαγνισμόςκαθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώtimes καθίσταμαι = εγκαθίσταμαιtimes καθίσταμαι τήν πολιτείαν = τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεωςtimes καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσειςtimes καθίσταμαί τι = τακτοποιώ κάτικάθοδος = επάνοδος στην πατρίδακαινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίαςκαίριος = αξιόλογος κατάλληλοςκαιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμήtimes ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελοςtimes μετά καιροῦ = σε κατάλληλη περίστασηtimes παρά καιρόν = παράκαιρακακία = κακότητα δειλίακακοδαιμονία = ατυχία δυστυχίακακοδοξία = κακή φήμηκακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακόκακοπάθεια = αθλιότητακακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώκακοπραγία = αποτυχία δυστυχίακακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτωκαλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

olgapalotenetgr 23

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαικαρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπουκαρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχωκαταβαίνω = κατεβαίνωκαταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζωκαταβοή = κατακραυγήκαταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτιtimes καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεταιtimes θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατοκαταγορεύω = κατηγορώκατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορίακατάδηλος = ολοφάνεροςκαταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνωκαταισχύνω = ντροπιάζωκαταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπήκαταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξηκαταλείπω = κληροδοτώ αφήνω πίσω εγκαταλείπω παραδίδωκαταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνωκατάλυσις = διάλυση κατάργησηκαταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώκαταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχίακαταπλέω = προσορμίζομαικατάπληξις = έκπληξη φόβοςκαταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιονκαταπλήσσομαι = φοβάμαικατάπλους = κατάπλους σε λιμάνικατασήπομαι = σαπίζωκατατρίβω = αφανίζω καταστρέφωκαταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαικαταψηφίζομαι = καταδικάζωκατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίεςκατοικέω-ῶ = κατοικώκατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκουςκατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύκατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύκαῦμα = καύσωναςκαῦσις = καύση καυτηρίαση

olgapalotenetgr 24

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 21: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώζήω-ῶ = ζωζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβηἥβη = νεότηταἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχίαἡγεμών = αρχηγός οδηγόςἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύωtimes περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου) ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτιἥδομαι = ευχαριστούμαιἡδονή = ευχαρίστηση τέρψηἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσειςἡδύς = γλυκόςἡδέως = με ευχαρίστησηἥκιστα = καθόλουἥκω = έχω έλθει έχω καταντήσειἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικοςἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρόςἡμέτερος = δικός μαςἠμί = λέγωtimes ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώtimes ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτόςἤπειρος = στεριάἬπειρος = η Ασίαἡσυχία = ησυχίαtimes ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζωἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσαςθάλπος = θερμότητα ζέστηθανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

olgapalotenetgr 21

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρροςτό θαρσοῦν = το θάρροςθάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμηθαρσύνω-θαρρύνω = δίνω θάρροςθαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαιθαυμάσιος-θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστοςθεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζωθεῖος = θεϊκόςθέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθόθεοφιλής = αγαπητός στους θεούςθεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαιθεράπων-οντος = υπηρέτηςθέω = τρέχω πλέωtimes δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδηνθεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώθηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκωθνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαιθορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαιθροῦς = ψίθυροςθυμοειδής = ζωηρός ορμητικόςθυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαιθύω-θύομαι = θυσιάζωθωπεία = κολακείαθωπεύω = κολακεύωθωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύωἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικόςτά ἴδια = ιδιωτικές υποθέσειςἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικάἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτηςχώρα ἰδιωτεύουσα = ανάξια λόγουἱδρύω = ιδρύω κτίζωtimes ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

olgapalotenetgr 22

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἱερός = ιερός αφιερωμένοςtimes γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκέςἵημι = ρίχνω εκπέμπωtimes ἵεμαι = ορμώἱκετεύω = παρακαλώἱκέτης = ικέτηςἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαιἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασίαἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμουἰσόπεδον = ομαλό έδαφοςἵστημι = στήνω διεγείρωtimes ἵσταμαι = στέκομαι κείμαιἰσχύς = δύναμηἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύωκαθαίρω = καθαρίζωκάθαρσις = εξαγνισμόςκαθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώtimes καθίσταμαι = εγκαθίσταμαιtimes καθίσταμαι τήν πολιτείαν = τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεωςtimes καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσειςtimes καθίσταμαί τι = τακτοποιώ κάτικάθοδος = επάνοδος στην πατρίδακαινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίαςκαίριος = αξιόλογος κατάλληλοςκαιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμήtimes ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελοςtimes μετά καιροῦ = σε κατάλληλη περίστασηtimes παρά καιρόν = παράκαιρακακία = κακότητα δειλίακακοδαιμονία = ατυχία δυστυχίακακοδοξία = κακή φήμηκακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακόκακοπάθεια = αθλιότητακακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώκακοπραγία = αποτυχία δυστυχίακακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτωκαλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

olgapalotenetgr 23

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαικαρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπουκαρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχωκαταβαίνω = κατεβαίνωκαταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζωκαταβοή = κατακραυγήκαταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτιtimes καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεταιtimes θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατοκαταγορεύω = κατηγορώκατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορίακατάδηλος = ολοφάνεροςκαταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνωκαταισχύνω = ντροπιάζωκαταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπήκαταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξηκαταλείπω = κληροδοτώ αφήνω πίσω εγκαταλείπω παραδίδωκαταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνωκατάλυσις = διάλυση κατάργησηκαταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώκαταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχίακαταπλέω = προσορμίζομαικατάπληξις = έκπληξη φόβοςκαταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιονκαταπλήσσομαι = φοβάμαικατάπλους = κατάπλους σε λιμάνικατασήπομαι = σαπίζωκατατρίβω = αφανίζω καταστρέφωκαταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαικαταψηφίζομαι = καταδικάζωκατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίεςκατοικέω-ῶ = κατοικώκατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκουςκατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύκατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύκαῦμα = καύσωναςκαῦσις = καύση καυτηρίαση

olgapalotenetgr 24

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 22: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρροςτό θαρσοῦν = το θάρροςθάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμηθαρσύνω-θαρρύνω = δίνω θάρροςθαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαιθαυμάσιος-θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστοςθεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζωθεῖος = θεϊκόςθέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθόθεοφιλής = αγαπητός στους θεούςθεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαιθεράπων-οντος = υπηρέτηςθέω = τρέχω πλέωtimes δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδηνθεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώθηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκωθνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαιθορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαιθροῦς = ψίθυροςθυμοειδής = ζωηρός ορμητικόςθυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαιθύω-θύομαι = θυσιάζωθωπεία = κολακείαθωπεύω = κολακεύωθωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύωἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικόςτά ἴδια = ιδιωτικές υποθέσειςἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικάἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτηςχώρα ἰδιωτεύουσα = ανάξια λόγουἱδρύω = ιδρύω κτίζωtimes ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

olgapalotenetgr 22

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἱερός = ιερός αφιερωμένοςtimes γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκέςἵημι = ρίχνω εκπέμπωtimes ἵεμαι = ορμώἱκετεύω = παρακαλώἱκέτης = ικέτηςἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαιἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασίαἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμουἰσόπεδον = ομαλό έδαφοςἵστημι = στήνω διεγείρωtimes ἵσταμαι = στέκομαι κείμαιἰσχύς = δύναμηἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύωκαθαίρω = καθαρίζωκάθαρσις = εξαγνισμόςκαθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώtimes καθίσταμαι = εγκαθίσταμαιtimes καθίσταμαι τήν πολιτείαν = τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεωςtimes καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσειςtimes καθίσταμαί τι = τακτοποιώ κάτικάθοδος = επάνοδος στην πατρίδακαινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίαςκαίριος = αξιόλογος κατάλληλοςκαιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμήtimes ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελοςtimes μετά καιροῦ = σε κατάλληλη περίστασηtimes παρά καιρόν = παράκαιρακακία = κακότητα δειλίακακοδαιμονία = ατυχία δυστυχίακακοδοξία = κακή φήμηκακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακόκακοπάθεια = αθλιότητακακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώκακοπραγία = αποτυχία δυστυχίακακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτωκαλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

olgapalotenetgr 23

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαικαρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπουκαρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχωκαταβαίνω = κατεβαίνωκαταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζωκαταβοή = κατακραυγήκαταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτιtimes καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεταιtimes θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατοκαταγορεύω = κατηγορώκατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορίακατάδηλος = ολοφάνεροςκαταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνωκαταισχύνω = ντροπιάζωκαταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπήκαταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξηκαταλείπω = κληροδοτώ αφήνω πίσω εγκαταλείπω παραδίδωκαταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνωκατάλυσις = διάλυση κατάργησηκαταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώκαταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχίακαταπλέω = προσορμίζομαικατάπληξις = έκπληξη φόβοςκαταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιονκαταπλήσσομαι = φοβάμαικατάπλους = κατάπλους σε λιμάνικατασήπομαι = σαπίζωκατατρίβω = αφανίζω καταστρέφωκαταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαικαταψηφίζομαι = καταδικάζωκατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίεςκατοικέω-ῶ = κατοικώκατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκουςκατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύκατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύκαῦμα = καύσωναςκαῦσις = καύση καυτηρίαση

olgapalotenetgr 24

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 23: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἱερός = ιερός αφιερωμένοςtimes γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκέςἵημι = ρίχνω εκπέμπωtimes ἵεμαι = ορμώἱκετεύω = παρακαλώἱκέτης = ικέτηςἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαιἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασίαἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμουἰσόπεδον = ομαλό έδαφοςἵστημι = στήνω διεγείρωtimes ἵσταμαι = στέκομαι κείμαιἰσχύς = δύναμηἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύωκαθαίρω = καθαρίζωκάθαρσις = εξαγνισμόςκαθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώtimes καθίσταμαι = εγκαθίσταμαιtimes καθίσταμαι τήν πολιτείαν = τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεωςtimes καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσειςtimes καθίσταμαί τι = τακτοποιώ κάτικάθοδος = επάνοδος στην πατρίδακαινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίαςκαίριος = αξιόλογος κατάλληλοςκαιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμήtimes ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελοςtimes μετά καιροῦ = σε κατάλληλη περίστασηtimes παρά καιρόν = παράκαιρακακία = κακότητα δειλίακακοδαιμονία = ατυχία δυστυχίακακοδοξία = κακή φήμηκακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακόκακοπάθεια = αθλιότητακακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώκακοπραγία = αποτυχία δυστυχίακακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτωκαλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

olgapalotenetgr 23

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαικαρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπουκαρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχωκαταβαίνω = κατεβαίνωκαταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζωκαταβοή = κατακραυγήκαταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτιtimes καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεταιtimes θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατοκαταγορεύω = κατηγορώκατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορίακατάδηλος = ολοφάνεροςκαταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνωκαταισχύνω = ντροπιάζωκαταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπήκαταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξηκαταλείπω = κληροδοτώ αφήνω πίσω εγκαταλείπω παραδίδωκαταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνωκατάλυσις = διάλυση κατάργησηκαταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώκαταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχίακαταπλέω = προσορμίζομαικατάπληξις = έκπληξη φόβοςκαταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιονκαταπλήσσομαι = φοβάμαικατάπλους = κατάπλους σε λιμάνικατασήπομαι = σαπίζωκατατρίβω = αφανίζω καταστρέφωκαταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαικαταψηφίζομαι = καταδικάζωκατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίεςκατοικέω-ῶ = κατοικώκατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκουςκατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύκατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύκαῦμα = καύσωναςκαῦσις = καύση καυτηρίαση

olgapalotenetgr 24

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 24: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαικαρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπουκαρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχωκαταβαίνω = κατεβαίνωκαταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζωκαταβοή = κατακραυγήκαταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτιtimes καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεταιtimes θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατοκαταγορεύω = κατηγορώκατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορίακατάδηλος = ολοφάνεροςκαταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνωκαταισχύνω = ντροπιάζωκαταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπήκαταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξηκαταλείπω = κληροδοτώ αφήνω πίσω εγκαταλείπω παραδίδωκαταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνωκατάλυσις = διάλυση κατάργησηκαταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώκαταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχίακαταπλέω = προσορμίζομαικατάπληξις = έκπληξη φόβοςκαταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιονκαταπλήσσομαι = φοβάμαικατάπλους = κατάπλους σε λιμάνικατασήπομαι = σαπίζωκατατρίβω = αφανίζω καταστρέφωκαταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαικαταψηφίζομαι = καταδικάζωκατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίεςκατοικέω-ῶ = κατοικώκατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκουςκατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύκατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύκαῦμα = καύσωναςκαῦσις = καύση καυτηρίαση

olgapalotenetgr 24

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 25: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 26: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 27: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 28: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 29: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 30: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 31: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 32: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 33: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 34: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 35: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 36: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 37: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 38: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 39: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 40: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 41: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 42: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 43: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 44: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ