ΣΧΕΣΕΙΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΜΕΡΙΑ Του Θεόδωρου Ε. Παυλίδη Δικηγόρου Προέδρου του Συλλόγου Δυτικοποντίων Ν. Κιλκίς «Ο ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΚΑΡΑΒΑΓΓΕΛΗΣ» Α. ΒΡΕΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΣΑΜΨΟΥΝΤΑ Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΓΕΡΜΑΝΟΥ ΚΑΡΑΒΑΓΓΕΛΗ (;) Το παρελθόν έτος διάβασα στην τοπική εφημερίδα της Σαμψούντος Haber (29.1.2011) ότι τεράστιος όγκος βιβλίων γραμμένων στην Ελληνική και Αρμενική γλώσσα, παραδόθηκε στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου 19 ης Μαΐου (Σαμψούντος) ο οποίος ύστερα από ταξινόμηση από τους μεταπτυχιακούς φοιτητές της ιστορίας τοποθετήθηκε στον ισόγειο χώρο της παραπάνω βιβλιοθήκης. Κατά το πρόσφατο ταξίδι μου στη Σαμψούντα, με συνοδό τον φίλο μου καθηγητή ξένων γλωσσών του αυτού Πανεπιστημίου Hasan Polat, επισκεφθήκαμε την εν λόγω βιβλιοθήκη (25.06.2012).
This document is posted to help you gain knowledge. Please leave a comment to let me know what you think about it! Share it to your friends and learn new things together.
Transcript
ΣΧΕΣΕΙΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΜΕΡΙΑ
Του Θεόδωρου Ε. Παυλίδη Δικηγόρου
Προέδρου του Συλλόγου Δυτικοποντίων Ν. Κιλκίς
«Ο ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΚΑΡΑΒΑΓΓΕΛΗΣ»
Α. ΒΡΕΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΣΑΜΨΟΥΝΤΑ Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΓΕΡΜΑΝΟΥ ΚΑΡΑΒΑΓΓΕΛΗ (;)
Το παρελθόν έτος διάβασα στην τοπική εφημερίδα της
Σαμψούντος Haber (29.1.2011) ότι τεράστιος όγκος βιβλίων γραμμένων
στην Ελληνική και Αρμενική γλώσσα, παραδόθηκε στη βιβλιοθήκη του
Πανεπιστημίου 19ης Μαΐου (Σαμψούντος) ο οποίος ύστερα από
ταξινόμηση από τους μεταπτυχιακούς φοιτητές της ιστορίας
τοποθετήθηκε στον ισόγειο χώρο της παραπάνω βιβλιοθήκης.
Κατά το πρόσφατο ταξίδι μου στη Σαμψούντα, με συνοδό τον φίλο
μου καθηγητή ξένων γλωσσών του αυτού Πανεπιστημίου Hasan Polat,
επισκεφθήκαμε την εν λόγω βιβλιοθήκη (25.06.2012).
Αφού εξηγήσαμε το λόγο της επίσκεψης, ο διευθυντής της
βιβλιοθήκης Ömer Bozkurt, έθεσε στη διάθεσή μου δύο καρότσια χειρός,
κατάμεστα βιβλίων προκειμένου από μια πρόχειρη επισκόπηση να
σχηματίσω εικόνα της κατάστασης.
Εισαγωγικά ο κ. Διευθυντής μας εξήγησε οτι τα βιβλία αυτά
βρισκότανε σε χώρο της Λαϊκής βιβλιοθήκης Σαμψούντας και κανείς δεν
ήξερε ούτε τινός ήταν, ούτε τι αφορούσαν, ούτε πως βρέθηκαν εκεί.
Επειδή δε, ελλείψει αναγνωστικού ενδιαφέροντος η Διεύθυνση
σκέφθηκε να τα πετάξει, ειδοποίησε προηγουμένως την βιβλιοθήκη του
ειρημένου Πανεπιστημίου μήπως και τα βιβλία αυτά είχαν κάποιο
ενδιαφέρον για το Πανεπιστήμιο. Ο κ. Bozkurt, ως άνθρωπος της
δουλειάς παρακάλεσε να μην τα πετάξουν αλλά να τα φέρουν στη
βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου. Πράγματι τα βιβλία ήρθαν στο
Πανεπιστήμιο, αλλά τα ίδια ερωτήματα για την προέλευση, ιδιοκτησία,
τόπο και χρόνο ευρέσεως των καθώς και για το περιεχόμενό τους
εξακολουθούσαν να υπάρχουν.
Ύστερα από σύντομη και προσεκτική θεώρηση των βιβλίων
(σημειώνω ότι τα δύο καρότσια ήτανε μικρό μόνο μέρος από το σύνολο
των σκονισμένων βιβλίων που είχαν πεταχτεί στο υπόγειο) διαπίστωσα
τα ακόλουθα.
1. Η συντριπτική πλειοψηφία των βιβλίων ήταν γραμμένη στη
Γερμανική γλώσσα που κυκλοφόρησαν το δεύτερο ήμισυ του 19ου αί.
(1850 -1900). Λίγα βιβλία ήταν γραμμένα στην Ελληνική και όλα τα
υπόλοιπα ήταν γραμμένα στην Αγγλική , Ρώσικη και Αρμένικη γλώσσα.
Υπήρχαν πολλά λεξικά διαφόρων γλωσσών.
2. Το σύνολο σχεδόν των βιβλίων ήταν εκκλησιαστικού
περιεχομένου. Σχεδόν όλα αφορούσαν την ορθόδοξη χριστιανική πίστη
και το κανονικό δίκαιο. Κάποια από τα ελληνικά βιβλία, αναφερότανε
στην κλασσική και νεώτερη ιστορία (Παπαρηγόπουλο) και φιλοσοφία.
3. Όλα τα βιβλία κατά διαβεβαίωση του διευθυντού είχαν
βρεθεί σε ένα σημείο και δεν είχαν συγκεντρωθεί από διάσπαρτα μέρη.
Όταν με το πέρας της έρευνας διαπίστωσα ότι το μεγαλύτερο μέρος των
γερμανικών βιβλίων είχε εκδοθεί στη Δρέσδη και είχε γραφεί από
διάσημους καθηγητές της περιόδου εκείνης, αστραπιαία μου ήρθε η
σκέψη ότι τα βιβλία αυτά αποτελούσαν την προσωπική βιβλιοθήκη του
Μητροπολίτου Αμασείας και Αμισού Γερμανού Καραβαγγέλη.
Οι λόγοι που με οδήγησαν σ’ αυτή τη σκέψη είναι οι ακόλουθοι:
1. Το σύνολο σχεδόν των βιβλίων ήτανε εκκλησιαστικού –
θρησκευτικού περιεχομένου.
2. Τα περισσότερα βιβλία ήταν γραμμένα στην Γερμανική
γλώσσα. Είναι γνωστό ότι ο Γενναίος Μητροπολίτης είχε σπουδάσει τρία
(3) χρόνια στη Δρέσδη. Τα βιβλία ήταν τυπωμένα στη Δρέσδη και
χρονικά αφορούσαν την περίοδο εκείνη.
3. Τα βιβλία δεν βρέθηκαν διάσπαρτα, αλλά σε ένα σημείο.
Είναι προφανές ότι όταν οι Τούρκοι κατεδάφισαν τον Μητροπολιτικό
Ναό της Αγίας Τριάδος Σαμψούντος μαζί με το Διοικητήριο της
Μητρόπολης, βρήκαν τα βιβλία στη βιβλιοθήκη. Για να μη τα πετάξουν
τα μετέφεραν στη Λαϊκή βιβλιοθήκη της πόλης. Επειδή δε ύστερα από 70
χρόνια περίπου δεν ήξεραν τι να τα κάνουν (δεν είχαν αναγνωστικό
ενδιαφέρον) τα μετέφεραν κατά τον τρόπο που παραπάνω περιέγραψα
στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της 19 Μαΐου (Σαμψούντος).
4. Τόσο ο Γερμανός Καραβαγγέλης, όσο και ο Επίσκοπος
Ζήλων Ευθύμιος Αγριτέλης (τοποτηρητής της Μητρόπολης κατά τον
χρόνο απουσίας του Μητροπολίτη) εγκατέλειψαν τη Μητρόπολη, υπό
έκτακτες συνθήκες. Ο Καραβαγγέλης είχε καταδικασθεί ερήμην σε
θάνατο από το Δικαστήριο Ανεξαρτησίας της Αμάσειας και καταζητείτο ,
ο δε Αγριτέλης απεβίωσε από τα βάσανα στις φυλακές της Αμάσειας,
πριν τη δίκη του. Οικτρή επίσης τύχη είχε και ο πρωτοσύγκελος της
μητρόπολης Πλάτων Αϊβαζίδης από το ίδιο δικαστήριο.
Τούτων δοθέντων, δεν υπήρχε άνθρωπος να μεριμνήσει για τη
σωτηρία της Μητροπολιτικής βιβλιοθήκης (άλλως προσωπικής
βιβλιοθήκης του Μητροπολίτη) γι’ αυτό και αυτή βρέθηκε απείραχτη από
τους Τούρκους και διαφυλάχθηκε μέχρι τις μέρες μας, όπως παραπάνω
περιγράφεται.
Απ’ όλα τα παραπάνω, βάσιμα συνάγεται η εκτίμηση ότι τα βιβλία
αυτά αποτελούν την προσωπική βιβλιοθήκη του Μητροπολίτη Αμασείας
και Αμισού, Γερμανού Καραβαγγέλη.
Όμως για την ιστορική και επιστημονική τεκμηρίωση της άποψης
αυτής είναι αναγκαίο, επιτροπή εμπειρογνωμόνων από ιστορικούς και
κληρικούς να μεταβεί στη Σαμψούντα και να εξετάσει επιτόπου τα
δεδομένα της υπόθεσης.
Η συμμετοχή στην Επιτροπή του καθηγητή Κ. Φωτιάδη κρίνεται
απαραίτητη και λόγω των ιστορικών του γνώσεων αλλά και λόγω
άριστης γνώσης της Γερμανικής γλώσσας. Επίσης η συμμετοχή του
Μιχαήλ Στάϊκου Μητροπολίτου Αυστρίας έξαρχου Ουγγαρίας και
Μεσευρώπης, κρίνεται τελείως απαραίτητη, λόγω των θρησκειο-
εκκλησιαστικών του γνώσεων και λόγω του ότι κατέχει επίσης άριστα τη
Γερμανική γλώσσα Επιπλέον γιατί έχει μελετήσει προσεκτικά την
προσωπικότητα του Γερμανού Καραβαγγέλη και γνωρίζει λεπτομέρειες
για τις σπουδές και δραστηριότητές του.
Αν αίφνης ο κ. Στάϊκος διαπιστώσει ότι μεταξύ των υπό έρευνα
βιβλίων υπάρχουν και βιβλία των καθηγητών του τότε σπουδαστή
Καραβαγγέλη (Wunt, Luthard, Langen κλπ) τούτο αποτελεί ένα ακόμη
πειστικό αποδεικτικό στοιχείο ότι μπροστά μας βρίσκεται η βιβλιοθήκη
του Μητροπολίτη.
Χρήσιμη θεωρώ ότι θα ήταν και η συμμετοχή της ταπεινότητός
μου στην Επιτροπή και λόγω της μακροχρόνιας μελέτης της
προσωπικότητας και δράσης του λεοντόκαρδου Μητροπολίτη (υπήρξε
Μητροπολίτης των Μπαφραίων γονέων μου) αλλά και λόγω γνώσεως της
τουρκικής γλώσσας. Η γνώση της τουρκικής δεν θα επιλύσει μόνο
ζητήματα επικοινωνίας, αλλά θα μπορούσε να παίξει καθοριστικό ρόλο,
αν ήθελε υποτεθεί ότι κατά την αναψηλάφηση των βιβλίων ευρεθούν
χειρόγραφες σημειώσεις του Δεσπότη ή τρίτων στην τουρκική γλώσσα.
Εξάλλου οι προσωπικές μου γνωριμίες με τις τοπικές αρχές (Δήμαρχο,
πρόεδρο Νομαρχιακού Συμβουλίου κλπ) θα βοηθήσουν σημαντικά στην
επιτυχία του σκοπού της Επιτροπής.
Η Π.Ο.Ε. της οποίας είναι μέλος ο Σύλλογος μου (Σύλλογος
Σε πολλά από τα χωριά αυτά σώζονται οι εκκλησίες σε καλή
κατάσταση, ενώ σε άλλα έχουν μετατραπεί σε τζαμιά.
Ο Δημοσθένης Κελεκίδης που έγραψε το «Αντάρτικο του Πόντου»
κατάγεται από το Καράπερτσιν και στο βιβλίο του κάνει συχνότατες
αναφορές για το αντάρτικο που αναπτύχθηκε στην περιοχή αυτή.
Άλλωστε ο μεγάλος καπετάνιος Δημήτριος Χαραλαμπίδης, είναι γέννημα
του χωριού Τσιμενλί. (Τσιμενλί Τιμίτ).
Αν και γνώριζα όλα τα παραπάνω, στις 27 Ιουνίου 2012
εκμεταλλευόμενος την παρουσία μου στη Σαμψούντα, μαζί με δύο
Τούρκους φίλους μου, επισκέφθηκα το χωριό Yazilar. Στον κεντρικό
δρόμο του χωριού πέσαμε σ’ ένα ντόπιο που του εμπιστευθήκαμε τον
σκοπό της επίσκεψης. Εκείνος χαμογελώντας, σχεδόν περιχαρής, μας
δήλωσε ότι ο ίδιος με τον γκασμά του άνοιξε το στόμιο του ομαδικού
τάφου. Πρόσθεσε δε με φανερή κακεντρέχεια «Κακοί άνθρωποι αυτοί οι
Έλληνες. Βάρβαροι και απολίτιστοι. Αν και τα τελευταία χρόνια με την
Ευρωπαϊκή Ένωση άρχισαν να εκπολιτίζονται» (ο άνθρωπος αυτός πολύ
πιθανόν να μην είχε πάει σχολείο ποτέ, αλλά έδειχνε βαθύς γνώστης των
Ελλήνων και του πολιτισμού τους)
Στη συνέχεια μας έδειξε το σημείο ευρέσεως των σκελετών.
Ταξίδεψα νοερά στην εποχή αυτών των ανθρώπων κι έκανα μια
προσευχή για την ανάπαυση των ψυχών τους.
Το στοιχείο όμως που με συγκλόνισε δεν ήταν ο τόπος. Ήταν η
πληροφορία που πήρα από τον αυτόπτη μάρτυρα του ομαδικού τάφου.
Όταν τον ρώτησα πόσοι ήταν περίπου οι νεκροί του ομαδικού
τάφου, μου απάντησε αυθόρμητα:
- «Περίπου εκατό (100)». Επειδή μου φάνηκε απίστευτος ο
αριθμός ξαναεπέμεινα στην ερώτηση. Η απάντηση ήτανε αιχμηρότερη:
- «Να μη πω και παραπάνω».
Αν και ο αριθμός φαντάζει υπερβολικός, δεν είναι και απίθανος
διότι ένα ολοκαύτωμα του ελληνικού αυτού χωριού τις δύσκολες εκείνες
μέρες του αντάρτικού, εκ μέρους των Τούρκων τσετέδων δεν
αποκλείεται καθόλου.
Έφυγα με πολύ βαριά καρδιά από το Γιαζιλάρ, σκεπτόμενος ότι
μπορεί οι Τούρκοι να δημοσιοποίησαν το γεγονός ως είδηση, αλλά
απέκρυψαν ότι οι νεκροί ήταν εκατό (100) και αν οι σκελετοί ήτανε μόνο
ανδρών (ικανών να φέρουν όπλα) ή και γερόντων και γυναικόπαιδων.
Γι’ αυτό μάλλον οι αρχές δεν εμφανίστηκαν στο χωριό παρότι
κλήθηκαν και γι’ αυτό τα κόκκαλα μαζί με τα μπάζα άρον – άρον
πετάχτηκαν στο παρακείμενο ρέμα.
Αποτελεί χρέος του κάθε Ποντίου, ως πατριώτη και χριστιανού, να
ανάψει στον τόπο της ομαδικής ταφής, ένα κεράκι στη μνήμη αυτών των
ανθρώπων, αν ποτέ τα βήματά του τον οδηγήσουν στο μαρτυρικό αυτό
χωριό.
Γ. ΕΝΤΟΝΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ ΓΙΑ ΤΟΥΣ
ΑΝΤΑΛΛΑΞΙΜΟΥ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ
Πριν την 30.1.1923 η χώρα μας δέχτηκε χιλιάδες Έλληνες
πρόσφυγες από διάφορα μέρη των Βαλκανίων και της Μ. Ασίας. Η
Τουρκία, με την κατάρρευση της Οσμανικής Αυτοκρατορίας, πριν την
παραπάνω ημερομηνία, δέχτηκε ακόμη περισσότερους μουσουλμάνους
στο έδαφος της από τα Βαλκάνια, την Κριμαία και τον Σοβιετικό
Καύκασο.
Απ' όλους τους παραπάνω, πρόσφυγες Ανταλλάξιμοι θεωρούνται
μόνο οι πρόσφυγες που αντηλλάγησαν μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας,
δυνάμει ειδικής Συμβάσεως και μάλιστα της από 30.1.1923 Σύμβασης
Υποχρεωτικής Ανταλλαγής των Ελληνο – Τουρκικών πληθυσμών που
υπεγράφη στη Λωζάννη μεταξύ των Κυβερνήσεων της Ελλάδος και
Τουρκίας. Όλοι οι υπόλοιποι, παρότι έχασαν τις πατρίδες τους, επειδή
δεν πληρούν νομοτυπικώς τους όρους της Σύμβασης δεν θεωρούνται
Ανταλλάξιμοι.
Κατά το αρθρ. 1 της Σύμβασης ημερομηνία εφαρμογής της
συμφωνίας προσδιορίσθηκε η 1η Μαΐου 1923. Ωστόσο, κατά ρητή
πρόβλεψη του αρθρ. 3 Ανταλλάξιμοι δεν θα θεωρούνται μόνο αυτοί που
αντηλλάγησαν μετά την ημερομηνία αυτή (1.5.1923), αλλά και όσοι ήδη
από τις συμβαλλόμενες χώρες είχαν αλλάξει πατρίδες από 18 Οκτωβρίου
1912.
Το οξύμωρο στην υπόθεση είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι, δεν
θεωρούνται καν πρόσφυγες. Κατά το κείμενο της σύμβασης, όλοι οι
Ανταλλάξιμοι θεωρούνται «μετανάστες» (emigrad) και όχι refuge
(πρόσφυγες).
Αν και θεωρητικά είναι ορθός ο χαρακτηρισμός, διότι υπάγονται
σε ειδικό νομικό καθεστώς που διέπει την κατάστασή τους, στην
πραγματικότητα πρόκειται για πρόσφυγες, διότι τα δύο αυτά
εκατομμύρια (2.000.000) ψυχών που αντηλλάγησαν, δεν ήταν εμπόρευμα
για ανταλλαγή αλλά άνθρωποι που, παρά τη θέληση τους, είχαν χάσει για
πάντα τις πατρίδες τους.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η αποκατάσταση αυτών των
ανθρώπων (αγροτική και στεγαστική) εκ μέρους του ελληνικού κράτους
δεν έγινε με νομοθεσία αποκατάστασης των Ανταλλαξίμων, αλλά με
νομοθεσία αποκατάστασης των προσφύγων.
Πέρα όμως από την υλική αποκατάσταση των Ανταλλαξίμων (που
δεν είναι και το κυριότερο) προκλήθηκαν από την εφαρμογή της
Σύμβασης παράμετροι, οι οποίοι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη ζωή όχι
μόνο των ίδιων των προσφύγων, αλλά και των επιγόνων τους. Για
παράδειγμα η απώλεια της πατρίδας δεν τραυμάτισε βαριά τον ψυχικό
κόσμο μόνο των προσφύγων που τις έχασαν, αλλά και των επιγόνων τους
τους οποίους εξακολουθεί να πληγώνει το προσφυγικό σύνδρομο.
Απόδειξη, η βαθιά συγκίνηση που νιώθουν χιλιάδες Πόντιοι, Θρακιώτες,
Καππαδόκες, Ίωνες δεύτερης και τρίτης γενιάς όταν επισκέπτονται κάθε
χρόνο τους γενέσιους τόπους των παππούδων τους.
Η άτυχη γενιά των προσφύγων δεν έχασε μόνο την πατρίδα της. Οι
δύσμοιροι πρόσφυγες πέρα από τα βάσανα, τις στερήσεις, τις εξορίες και
τους εκτοπισμούς που βίωσαν, με την Ανταλλαγή έχασαν το σπίτι τους,
τον κήπο τους, το αγαπημένο τους δρομάκι, τον γείτονά τους, την
εκκλησία τους, το σχολείο τους, την κόρη με τα ξανθά μαλλιά, τον νέο με
τα γαλάζια μάτια.
Εκεί ήταν η δουλειά τους, εκεί οι τάφοι των προγόνων τους, εκεί
ήταν οι τόποι όπου έχτιζαν τα όνειρά τους.
Και τώρα με την Ανταλλαγή τα πάντα γκρεμίστηκαν οριστικά.
Στην Ελλάδα δεν φαίνεται οι Έλληνες να ασχολήθηκαν ιδιαίτερα
με την οικονομική, πολιτική, νομική, κοινωνική και κυρίως προσωπική
κατάσταση των προσφύγων.
Λίγες είναι οι καταγραφές, μελέτες και έρευνες γύρω από το
κεφάλαιο αυτό. Πολύ σπουδαίες είναι οι συνεντεύξεις γερόντων που
λήφθησαν από το Κ.Μ.Σ., και τα βιβλία των Λαμψίδη, Τανιμανίδη,
Πελαγίδη που πραγματεύονται ζητήματα για τα προσφυγικά χωριά στην
Ελλάδα και την τύχη των ανταλλαξίμων περιουσιών. Πολύ καλή είναι
επίσης η μελέτη της Ρενέ Χίρσον, η οποία ερευνά τις κοινωνικές
επιπτώσεις στη ζωή των προσφύγων από την βίωση της προσφυγιάς.
Δεν λείπουν βέβαια και άλλα κείμενα που ερευνούν τα αίτια και
αιτιατά του προσφυγισμού και της ζωής των προσφύγων, αλλά στη χώρα
μας φαίνεται οτι είτε δεν έχουμε κατανοήσει το ζήτημα των προσφύγων,
είτε δεν έχουμε αντιληφθεί τις συνέπειες του, είτε δεν έχουμε συγκινηθεί
από το δράμα αυτών των ανθρώπων που, αλλοίμονο, έφυγαν αδικαίωτοι
από τον μάταιο κόσμο.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι το κρατικό κανάλι “ΝΕΤ” με αφορμή
την 90η επέτειο από την Μικρασιατική καταστροφή παρουσιάζοντας το
πρόβλημα των Ανταλλαξίμων στην εκπομπή του Σαββάτου 1.9.2012,
προσέφυγε στα φώτα αλλοδαπών “ειδικών” και όχι Ελλήνων (πλην
Βερέμη), όπως της Rene Hirschon, Alexander Kitroef, Bruce Clark,
Mufite Pekin, κλπ. Λέγω, δε, “ειδικών” γιατί η ανάλυση του ζητήματος
των Ανταλλαξίμων απαιτεί γνώσεις και εμπειρίες κατά πολύ πέραν των
απλών ιστορικών πληροφοριών.
Σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στην Ελλάδα, στην Τουρκία η
“προσφυγομανία” έχει πάρει στις μέρες μας μορφή καταιγίδας.
Και οι Τούρκοι διαφοροποιούν τους Πρόσφυγες (γενικώς) από
τους Ανταλλάξιμους, γι’ αυτό και έχουν συστήσει διαφορετικούς φορείς
που τους εκφράζουν.
Βεβαίως όταν κλαίνε για τα βάσανα των προσφύγων,
συμπεριλαμβάνουν σ’ αυτούς και τους Ανταλλάξιμους. Όταν όμως
περιγράφουν τις συνθήκες Ανταλλαγής των μουσουλμάνων της Ελλάδος,
τα χωριά που εγκατέλειψαν, τα ονόματα των πλοίων που τους μετέφεραν,
τι έχασαν στην Ελλάδα και τι πήραν στην Τουρκία, τότε αναφέρονται
αποκλειστικά στους μουσουλμάνους Τούρκους που υπάγονται στις
ρυθμίσεις της Σύμβασης Ανταλλαγής των Ελληνο – Τουρκικών
Πληθυσμών της Λωζάννης της 30.1.1923.
Θα ‘λεγε κανείς ότι το ενδιαφέρον των Τούρκων για τους
Ανταλλάξιμους εκδηλώθηκε σε τρία επίπεδα. Στο πρώτο επίπεδο
επιχειρούν με ιστορική, επιστημονική μεθοδολογία να μελετήσουν τα
αίτια της Σύμβασης, τους υπαίτιους αυτής, τις επιπτώσεις της
Ανταλλαγής (σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο) και της πολιτικές
ευθύνες για την απόφαση εφαρμογής ενός τόσο μεγάλου εθνικού
εγχειρήματος (Συγγραφείς αυτού του τομέα είναι ο Ibrahim Erdal, o
Kemal Ari, η Cahide Zengin Aghatabay, Ipek Nadim κλπ).
Σε δεύτερο πλάνο, υπάρχουν οι συγγραφείς που απασχολήθηκαν
με το ανθρωπιστικό μέρος της Ανταλλαγής. Με τις συνέπειες δηλαδή της
Ανταλλαγής στις ψυχές των δύο εκατομμυρίων Ανταλλαξίμων, χωρίς
πάνταπασι να τους απασχολεί το εθνικό, οικονομικό και κυρίως το
πολιτικό σκέλος του εγχειρήματος.
Κάποιοι από αυτούς κλαίνε για τα βάσανα, τη δυστυχία και
ατελείωτες πορείες αυτών των σμπαραλιασμένων ανθρώπων, τους
οποίους συνδέουν με την κατάντια της οσμανικής Αυτοκρατορίας (Yaşar
Nabi). Κάποιοι άλλοι όμως χωρίς να συμμετέχουν συναισθηματικά στο
αφήγημα, αφήνουν τους ίδιους τους πρόσφυγες να περιγράψουν σε
μακρές συνεντεύξεις τη ζωή τους στην παλιά πατρίδα, τον βίαιο
εκπατρισμό και τις συνθήκες της νέας ζωής των στην Τουρκία.
Στο σημείο αυτό οι γέροντες αφηγητές περιγράφουν απίστευτες
ιστορίες φιλίας με τους γείτονες Έλληνες, αναμνήσεις από τα χωριά και
την καθημερινότητα της ζωής των μέχρι που ήρθε το «καταραμένο»
μαντάτο της φυγής για την Τουρκία, όπου η ζωή τα πρώτα τουλάχιστον
χρόνια δεν ήτανε εύκολη και ειδυλλιακή.
Και όλοι αυτοί οι Ανταλλάξιμοι γέροντες, όμοια με τους Έλληνες
Ανταλλάξιμους, δεν έπαψαν μέχρι τον θάνατό τους να ονειρεύονται
επιστροφή στην πατρίδα. Για να επαληθευθεί το ρητό ότι τα κράτη και οι
εθνικισμοί είναι εφήμερα πολιτικά ευρήματα, ενώ ο άνθρωπος αποτελεί
αξία μοναδική, αιώνια και παγκόσμια.
Συγγραφείς που ασχολήθηκαν μ’ αυτή την πλευρά των
Ανταλλάξιμων Τούρκων είναι ο Kemal Yalcim, Iskender Özsoy, Akin
Üner, Mehmet Ali Gökacti, Ali Ezger Özyürek, Lütfu Kuyucu κλπ.
Αλλά οι Τούρκοι δεν σταμάτησαν το ενδιαφέρον τους για τους
Ανταλλάξιμους συμπατριώτες τους στο παραπάνω ιστορικό και
ερευνητικό πεδίο. Το 2010 άνοιξαν στην Τσατάλτζα (έξω από την
Κων/πόλη αρχ. Μέτρες) ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΝΤΑΛΛΑΞΙΜΩΝ.
Και μιλάμε για κτίριο πλήρως εξοπλισμένο και λειτουργικό το
οποίο κατασκεύασαν οι Τούρκοι το 2010 στα πλαίσια εορτασμών της
Κων/πολης ως πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης.
Στο Μουσείο αυτό οι Τούρκοι εναποθέτουν όλα τα ευρήματα που
συνθέτουν την ιστορία και πολιτισμική κληρονομιά των ανταλλαξίμων
Τούρκων (φωτογραφίες προσφύγων και των πλοίων που τους μετέφεραν,
έγγραφα της εποχής, ταυτότητες ανταλλαξίμων, χρηστικά οικιακά σκεύη
που μετέφεραν απ’ τις πατρίδες, ενδυμασίες κλπ).
Παρόμοιο μουσείο λειτουργεί στο Κάραγατς (Karagac) της
Ανδριανούπολης πάνω σχεδόν στα Ελληνοτουρκικά σύνορα, όπου οι
Τούρκοι πέραν του μουσείου, έστησαν κι ένα μεγαλόπρεπο μνημείο προς
τιμήν των Ανταλλαξίμων προσφύγων. Προέχουσα θέση πρό του
μνημείου έχει η προτομή του Ισμέτ Ινονού, ο οποίος, ως γνωστόν, ως
πρωτεργάτης της Ανταλλαγής υπέγραψε εκ μέρους της Τουρκίας τη
γνωστή Σύμβαση.
Οι Σαμψούντιοι επέλεξαν την κωμόπολη του Αλάτσαμ (Alacam)
ως έδρα του δικού τους μουσείου Ανταλλαξίμων, το οποίο ο υπουργός
πολιτισμού και τουρισμού της Τουρκίας Ερτογρούλ Γκιουνέη εγκαινίασε
στις 19-9-2012.
Εκτός όμως από το Μουσείο, οι Τούρκοι αναδεικνύουν την ιστορία
και πολιτισμό των Ανταλλαξίμων και σε Συλλογικό επίπεδο.
Στην Κων/πολη εδρεύει το Ίδρυμα Ανταλλαξίμων Λωζάννης
(Lozan Mübadiller Vakfi), που έχει παραρτήματα σε όλες τις μεγάλες
πόλεις της Τουρκίας.
Έχει προέλθει σε πολύ σπουδαίες εκδόσεις βιβλίων που αφορούν
τις πατρίδες, μεταξύ των οποίων είναι και ο μεγάλος καλαίσθητος τόμος
με την επωνυμία «Άτλας τοπωνυμίων Βορ. Ελλάδος» όπου
καταχωρούνται όλα τα χωριά και οι πόλεις της Β. Ελλάδος με τα παλιά
(οσμανικά) και σημερινά τους ονόματα. Το ίδρυμα διατηρεί τμήμα
εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας, έχει μια πολύ σπουδαία και
δραστήρια χορωδία (στις 11.5.2012 έδωσε συναυλία στο Κιλκίς με
ελληνο – τουρκικά τραγούδια) διοργανώνει ημερίδες για τη Ανταλλαγή
(ratio, σκοπιμότητες, ζητήματα) και φυσικά πρωτοστατεί σε δεκάδες
προσκυνηματικά ταξίδια των μελών του στους γενέσιους τόπους των
παππούδων τους (κυρίως Γρεβενά, Κοζάνη, Πτολεμαΐδα, Καβάλα,
Κιλκίς).
Επειδή σύμφωνα με τον τουρκικό νόμο ο αριθμός των μελών του
ιδρύματος είναι κλειστός (numerus clausus) οι Τούρκοι ίδρυσαν δεκάδες
συλλόγους Ανταλλαξίμων και πραγματώνουν τους ίδιους στόχους του
ιδρύματος με μεγαλύτερη ευελιξία.
Αλλά και ο επιστημονικός κόσμος της Τουρκίας δεν μένει
αδιάφορος στο θέμα των Ανταλλαξίμων.
Στις 4. 2. 2012 ο Δικηγορικός Σύλλογος Κων/ πολης, διοργάνωσε
ημερίδα με θέμα «Η Ανταλλαγή στις ιστορικές, νομικές και κοινωνικές
διαστάσεις της’. Μεταξύ των ομιλητών ήταν και ο καθηγητής Kemal Ari,
ο οποίος θεωρείται ο πατέρας της έρευνας γύρω από τα ζητήματα της
Ανταλλαγής.
Παρόμοιο συμπόσιο διοργάνωσε στις 29.1.2011 ο Σύλλογος
Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Βοηθείας Τούζλας με θέμα “Από την
Θεσσαλονίκη στην Τούζλα” και ήδη ο ίδιος Σύλλογος διοργανώνει στις
13.10.2012 ημερίδα για τους Ανταλλάξιμους στην οποία κλήθηκε να
συμμετάσχει ως ομιλητής και η ταπεινότητα μου.
Όλες οι παραπάνω δράσεις των Τούρκων (επιστημονικές ημερίδες,
διαλέξεις, μουσείο, ιδρύματα, Σύλλογοι) δείχνουν το σεβασμό που
τρέφουν οι γείτονες μας για μια γενιά συμπατριωτών τους που
στερήθηκε, βασανίστηκε ταλαιπωρήθηκε και τελικά έχασε την πατρίδα
της.
Αν στις παραπάνω στερήσεις, βασανισμούς, ταλαιπωρίες και
απώλεια τις πατρίδος των Τούρκων, προσθέσουμε και τις θανατώσεις,
τους εκτοπισμούς και τις εξορίες που υπέστησαν οι Έλληνες
Ανταλλάξιμοι, αντιλαμβάνεται ο καθένας πόσο μεγαλύτερο από τους
Τούρκους είναι το χρέος μας να αναδείξουμε την ιστορία αυτών των
ανθρώπων μας, να διατηρήσουμε αιώνια τη μνήμη τους και να δείξουμε
σεβασμό στα παθήματά τους, την ιστορία τους και τον πολιτισμό τους.
Παρεμπιπτόντως αναφέρω ότι το τρίτο βιβλίο μου αφορά τους
ανταλλάξιμους πρόσφυγες, αλλά εδώ και ένα χρόνο εκκρεμεί η έκδοση
του ελλείψει χρημάτων
Δ. Η ΟΜΙΛΙΑ ΜΟΥ ΣΤΟ ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
ΣΑΜΨΟΥΝΤΟΣ
Στις 28 Ιουνίου 2012 με πρόσκληση του Αντινομάρχη
Σαμψούντος, μίλησα στο αιρετό Νομαρχιακό Συμβούλιο Σαμψούντος.
Μου ζητήθηκε στην αρχή να αυτοσυστηθώ και να επιβεβαιώσω
στη συνέχεια τη σκοπιμότητα των πολλαπλών ταξιδιών μου στην
περιοχή, δεδομένου ότι γνώριζαν τον μακροχρόνιο και σταθερό μου
αγώνα για τη θεμελίωση και διεύρυνση των σχέσεων ειρήνης, φιλίας και
συνεργασίας μεταξύ των Λαών μας.
Εκμεταλλευόμενος την κατάσταση, μίλησα στους αιρετούς
εκπροσώπους της τοπικής κοινωνίας για την ανάγκη ειρηνικής
συνύπαρξης των Λαών μας και παρουσιάζοντας τον εαυτό μου, τους είπα
ευθέως ότι είμαι γιος δύο Ελλήνων από την Μπάφρα (επαρχία Ν.
Σαμψούντας) οι οποίοι αφού εκτοπίσθηκαν το 1917 στο Τσάγγιρι (αρχ.
Γάγγρες) στη συνέχεια το 1921, σε ηλικία 9 ετών ο καθένας, πήραν το
δρόμο της εξορίας στο δρομολόγιο του θανάτου από Μπάφρα μέχρι την
Βυρηττό του Λιβάνου. Τους μίλησα για τις θανατώσεις των παππούδων
μου εκ μέρους των Τούρκων και για τον θάνατο της γιαγιάς μου (απ’ τον
πατέρα μου) από τα βάσανα της εξορίας στην τοποθεσία Ουτς Χαν,
δυτικά της Σεβάστειας.
Παρέλκει να τονίσω τον τραγικό τόνο της μαρτυρίας μου και το
παγερό κλίμα που αυτή δημιούργησε.
Ωστόσο, ουδείς με διέκοψε, ουδείς έδειξε δυσφορία, ουδείς
μόρφασε ή μουρμούρισε.
Αν έγραψα το παρόν κείμενο, δεν το έκανα για να δείξω ότι στη
Σαμψούντα έχω «υψηλούς» φίλους. Το έκανα για να μεταφέρω στην
ελληνική κοινή γνώμη και ιδιαίτερα στους «φονικούς super Pontius» ότι
οι Τούρκοι με την σταθερή προσέγγιση, την άρση των προκαταλήψεων
και τον συνεχή διάλογο (μαζί με τις διαφωνίες) αρχίζουν να κατανοούν
κάποιες αλήθειες και να έρχονται πρόσωπο με πρόσωπο με την ιστορία
τους.
Αν αυτά που είπα εγώ στο Νομαρχιακό Συμβούλιο τα έλεγε
κάποιος άλλος, πιθανότατα την άλλη ώρα να ήταν κρατούμενος. Εμένα
όμως με σεβάστηκαν, με άκουσαν με προσοχή και δεν με ενόχλησαν, δεν
με προσέβαλαν, δεν με κάκιωσαν, διότι απέκτησα την εμπιστοσύνη τους
και γνωρίζουν τις φιλειρηνικές προθέσεις μου και τους σκοπούς των
προσπαθειών μου. Με τις συνθήκες που δημιουργήθηκαν, μπορούμε
πλέον και συνομιλούμε. Χωρίς καχυποψίες, χωρίς προκαταλήψεις. Οι
συνομιλητές μου γνωρίζουν πολύ καλά, ότι έχω διαφορετική (φιλική)
αντίληψη για τους Τούρκους φίλους μου και τελείως διαφορετική
(απαξιωτική) αντίληψη για το τουρκικό κράτος. Ωστόσο και μ’ αυτή
ακόμη τη ρητή επιφύλαξη, οι Τούρκοι εξακολουθούν να συζητούν μαζί
μου. Καλοπροαίρετα και φιλικά. Με διαφωνίες πολλές φορές και
αντιρρήσεις. Όμως συζητούν.
Ερωτώ λοιπόν τους «super patriot Pontius» με τα μυαλά που
κουβαλάνε, έχουν καμιά ελπίδα να προσεγγίσουν το Ποντιακό ζήτημα
στις πραγματικές του διαστάσεις, δεδομένου ότι ο άλλος βραχίονας του
ζητήματος είναι οι Τούρκοι;
Φρονώ ότι θα πρέπει να πλησιάσουν με φιλικές διαθέσεις και
χωρίς προκαταλήψεις τον Τουρκικό Λαό, διότι μόνο μέσα από το
διάλογο και την αλληλογνωριμία, θα δημιουργηθεί το κλίμα και θα
προκύψουν οι συνθήκες ωρίμανσης ώστε το Ποντιακό Ζήτημα, με την
μορφή που σήμερα εμφανίζεται, να αχθεί σε αίσιο τέλος με αμοιβαία
αποδοχή. Άλλωστε δεν χρειάζεται να υπομνήσω με πόση χαρά και
φιλόξενη διάθεση ο Τουρκικός Λαός του Πόντου αγκαλιάζει τους
Ελληνοπόντιους, όταν αυτοί στα προσκυνηματικά ταξίδια τους δείχνουν
ανάλογα αισθήματα αγάπης, φιλίας, ειρήνης και συνεργασίας.
Αλλάζουν λοιπόν πολλά πράγματα στην Τουρκία, αρκεί κι εμείς να
προσεγγίσουμε την πραγματικότητα με ειλικρίνεια, σοβαρότητα και
σύνεση.
Χρήσιμο είναι να κάνουν κάποιοι στοιχειώδη αυτοκριτική. Και να
διερωτηθούν αν θα μπορούσε να μιλήσει Τούρκος σε οποιοδήποτε
Νομαρχιακό Συμβούλιο της χώρας μας κατηγορώντας τους Έλληνες για
εγκλήματα σε βάρος των Τούρκων. Και μην πείτε ότι τέτοια δεν έγιναν,
απλά αυτά των Τούρκων ήταν μεγαλύτερα και περισσότερα. Στο
εγκληματικό όμως πεδίο δεν ψάχνουμε για ισοδύναμα και
συμψηφισμούς. Το έγκλημα της μιας μεριάς, δεν δικαιώνεται με το
έγκλημα της άλλης. Ούτε βέβαια και με την υποχώρηση της μιας
πλευράς.
Δικαιοσύνη χρειάζεται και τιμωρία του ενόχου. Και αυτές οι
διαδικασίες στις διεθνείς σχέσεις δεν γίνονται με καχυποψίες, βιαιότητες,
εχθρότητες και προκαταλήψεις. Απαιτούν σύνεση, διάλογο, υπομονή ,
κατανόηση.
Απαιτούν αμοιβαία εμπιστοσύνη και ειλικρίνεια. Και τότε μια
ομιλία πολίτη στο Νομαρχιακό Συμβούλιο του άλλου, δεν θα αποτελεί
είδηση, αλλά μέθοδο απολύτως λογική και αναγκαία για την εύρεση της
ιστορικής αλήθειας.
Ε. Η ΑΓΓΛΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΟΝ ΠΟΝΤΟ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΟΥΔΡΟ (30.10.1918) ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ (30.1.1923)
Όταν οι Οσμανοί είδαν ότι ο πόλεμος (Α΄Παγκόσμιος Πόλεμος) είχε χαθεί γι αυτούς, στις 4.10.1918 ζήτησαν συνθηκολόγηση.
Πράγματι, ανοιχτά του λιμανιού του Μούδρου (της νήσου Λήμνου) πάνω στο πλοίο «Αγαμέμνων», στις 30 Οκτωβρίου 1918, υπεγράφη η ομώνυμη συνθήκη ανακωχής.
Οι Σύμμαχοι εκπροσωπήθηκαν από τον Άγγλο Ναύαρχο Άρθουρ Κάλθορπ (Arthur Kalthorpe) και η Οσμανική Κυβέρνηση από τον Υπουργό Ναυτιλίας Χουσεΐν Ραούφ (Hüsseyin Rauf).
Την πρωτοβουλία εκπροσώπησης των Συμμάχων ανέλαβαν οι Άγγλοι γιατί θεώρησαν ότι αυτοί είχαν συμβάλει περισσότερο από τους λοιπούς συμμάχους στη συντριβή των αντιπάλων.
Ελπίζανε, λοιπόν, ότι με την «πρωτοκαθεδρία» τους αυτή θα μπορούσαν να θέσουν στη Συνθήκη Ανακωχής όρους που θα ήταν ευνοϊκότεροι για τους ίδιους.
Οι όροι της Ανακωχής ήτανε πολύ σκληροί για τους Οσμανούς. Μεταξύ άλλων προβλεπότανε:
1. Το άνοιγμα των Στενών των Δαρδανελίων και του Βοσπόρου προς Εύξεινο Πόντο, και η κατάληψη όλων των φρουρίων από τους Συμμάχους.
2. Η συγκέντρωση όλων των αιχμαλώτων των Συμμαχικών Δυνάμεων και των Αρμενίων στην Κωνσταντινούπολη και η παράδοση τους στους Συμμάχους.
3. Η άμεση αποστράτευση του Οσμανικού Στρατού, με εξαίρεση ελαχίστων μονάδων για τη φύλαξη των συνόρων και την διασφάλιση της δημόσιας τάξης.
4. Η παράδοση όλων των πολεμικών πλοίων των Οσμανών.5. Η ελεύθερη χρήση των λιμανιών που κατείχαν οι Οσμανοί από τα
Συμμαχικά πλοία.6. Ο εφοδιασμός των δυνάμεων κατοχής από τους Οσμανούς με
τρόφιμα και καύσιμες ύλες.7. Ο έλεγχος του Σιδηροδρομικού Δικτύου από τους Συμμάχους.8. Το δικαίωμα στάθμευσης των Συμμαχικών δυνάμεων στις
πετρελαιοφόρες περιοχές του Batum και Baku.9. Η παράδοση στους συμμάχους όλων των κατειλημμένων από τους
Οσμανούς λιμένων της Τριπολίτιδας και Κυρηναϊκής.10.Η άμεση παράδοση όλων των Γερμανών και Αυστριακών που
ευρίσκοντο στο έδαφος της Οσμανικής Αυτοκρατορίας.11. Η τοποθέτηση Αξιωματικών των Συμμάχων στο Υπουργείο
Επισιτισμού.12.Η κατακράτηση των Τούρκων αιχμαλώτων από τους Συμμάχους.13.Η απαγόρευση σχέσεων της Τουρκίας με τις χώρες των Κεντρικών
Δυνάμεων.
14.Η Οσμανική Αυτοκρατορία ήταν υποχρεωμένη να αποσύρει τα στρατεύματα της από την Συρία, Υεμένη, Κιλικία, Χετζάτζη, Μεσοποταμία, και βιλαέτια Αρμενίας.
15.Σε περίπτωση διασάλευσης της δημόσιας τάξης, σε οποιοδήποτε σημείο της Αυτοκρατορίας, οι Σύμμαχοι είχαν δικαίωμα επέμβασης.
Σύμφωνα με το τελευταίο άρθρο της Συνθήκης (αρθρ. 25), η κατάπαυση του πυρός άρχιζε από το μεσημέρι της ίδιας μέρας.
---------------------------
Αμέσως μετά την υπογραφή της Συνθήκης:
α) Ο Γερμανός στρατηγός Liman von Schaders παρέδωσε την ηγεσία του στρατού στον Müstafa Kemal και γύρισε στην Κωνσταντινούπολη.
β) Το κύριο Σώμα του Οσμανικού στρατού παραδόθηκε στους Συμμάχους στα Άδανα.
γ) Αγγλικά στρατεύματα κατέλαβαν την Θράκη, τα Δαρδανέλια και τις πετρελαιοφόρες περιοχές Καυκάσου και Μεσοποταμίας.
δ) Οι Γάλλοι μπήκανε στην Κιλικία και
ε) Οι Ιταλοί τον Μάρτιο του 1919 αποβίβασαν από τη Ρόδο στρατεύματα στην Αντάλεια (στηριζόμενοι στη συμμαχική Συμφωνία του Αγίου Ιωάννου της Μωριέννης).
Τον Νοέμβριο 1918 ο Συμμαχικός στόλος, μαζί με το Ελληνικό θωρηκτό «Αβέρωφ», αγκυροβόλησε στο Βόσπορο ανοιχτά της Κωνσταντινούπολης.
Η Κωνσταντινούπολη τέθηκε υπό συλλογική κατοχή των συμμάχων και ιδρύθηκε Συμμαχική Επιτροπή υπό την προεδρεία του Άγγλου Ναύαρχου Kalthorpe για τον ανώτατο στρατιωτικό και
διοικητικό έλεγχο του Οσμανικού Κράτους (τον Kalthorpe διαδέχθηκε αργότερα ο Γάλλος στρατηγός Ντ’ Εσπεραί).
Από την πλευρά της Αυτοκρατορίας, μετά τον θάνατο του Σουλτάνου Ρεσάτ (Reşat), που επισυνέβη στις 30.7.1918 (δηλ. 3,5 περίπου μήνες πριν το Μούδρο), στο θρόνο ανήλθε ο Βαχντεντίν (Vahdeddin) με το όνομα Μεχμέτ ΣΤ΄. Για τον Σουλτάνο αυτόν εξακολουθούν να υπάρχουν μέχρι και σήμερα στην Τουρκία οξύτατες αμφισβητήσεις, διάλογοι και αντιπαραθέσεις κατά πόσο υπήρξε προδότης της πατρίδας, διότι κατ’ άλλους μεν φρόντισε μόνο για τα συμφέροντα των Άγγλων και του Παλατιού, και κατ’ άλλους ενίσχυσε μυστικά το εθνικιστικό κίνημα των Τούρκων με όπλα και πυρομαχικά.
Κυρίως, όμως, γιατί έστειλε τον Κεμάλ στη Σαμψούντα με την γνωστή του ιδιότητα, για να οργανώσει τον Αγώνα Ανεξαρτησίας των Τούρκων κατά των Συμμάχων.
Ιστορικά, άλλωστε, είναι αποδεδειγμένο ότι το κέντρο αντίδρασης των Τούρκων κατά των Συμμάχων (και μετά τη Σμύρνη κατά των Ελλήνων) ήταν η Μικρασιατική ενδοχώρα (Anadolu), και κέντρο αποστολής πολεμοφοδίων στις ανατολικές επαρχίες ήταν η Πρωτεύουσα.
Αλλά γιατί μιλάμε για εθνικιστικά κινήματα στην Ανατολία, δηλ. για την διασάλευση της δημόσιας τάξης στην περιοχή, αφού οι Σύμμαχοι, κατά τους όρους της Ανακωχής, είχαν δικαίωμα άμεσης επέμβασης;
Γιατί μιλάμε για αποστολή όπλων και πυρομαχικών, αφού αυτά (υποτίθεται) θα ήταν κλεισμένα σε αποθήκες υπό την φύλαξη των Συμμάχων;
Γιατί μιλάμε για οργάνωση εθνικιστικού κινήματος, και μάλιστα υπό την άμεση εποπτεία και ηγεσία του τακτικού στρατού, ο οποίος (υποτίθεται) ότι έπρεπε να έχει αφοπλισθεί και αποστρατευθεί;
Η απάντηση είναι απλή. Οι Σύμμαχοι ουδέποτε αξίωσαν την εφαρμογή των όρων της Ανακωχής. Ειδικότερα:
- Αρχικά αδιαφόρησαν, ίσως γιατί νόμισαν ότι με το Συνέδριο Ειρήνης των Παρισίων, το οποίο θα ακολουθούσε, θα επιλυόταν οριστικά τα όποια ζητήματα, και η Συνθήκη Ανακωχής θα
ατονούσε ούτως ή άλλως. Εξάλλου, πέντε (5) χρόνια συνεχούς πολέμου ήταν σημαντική αιτία αδιαφορίας για κάθε νέα πολεμική τριβή.
- Παρέλειψαν να καταλάβουν μεγάλα στρατιωτικά κέντρα της Μ. Ασίας. Έτσι, ανεξαρτητοποιημένα αυτά από τον έλεγχο της κεντρικής εξουσίας, έγιναν ισχυρές εστίες αντίστασης.
- Παρέλειψαν επίσης οι Σύμμαχοι να αφοπλίσουν τον στρατό. Ο διοικητής του 15ου Σώματος Στρατού, στρατηγός Κιαζίμ Καράμπεκίρ (Kâzim Karabekir) αρνήθηκε να αποστρατεύσει τις εξ (6) ετοιμοπόλεμες Μεραρχίες του. Το 3ο Σώμα Στρατού, με έδρα τη Σεβάστεια και Διοικητή τον Refet Bey, από την αρχή έδειξε σημάδια ανυπακοής στους Άγγλους ελεγκτές αξιωματικούς απειλώντας μάλιστα να τους συλλάβει.
Ο Διοικητής του 20ου Σώματος Στρατού, με έδρα την Άγκυρα, Ali Fuat, πέρασε από την Κωνσταντινούπολη στην Ανατολία γι αυτό το σκοπό και αμέσως συνέπλευσε ιδεολογικά με τον Κεμάλ.
Επίσης, η 15η Μεραρχία με έδρα τη Σαμψούντα, η 3η Μεραρχία Καυκάσου με έδρα το Τορτούμ (Tortum), η Μεραρχία Κεραυνός (Yildirim) με έδρα το Ικόνιο, ουδόλως εθίγησαν από τις συμμαχικές δυνάμεις. Αντίθετα, παρατηρούμε ότι οι Άγγλοι αξιωματικοί ελέγχου (Salter, Hurst, Perring, Krawford, κλπ) επισκέπτονται τους διοικητές των μεγάλων και μικρότερων στρατιωτικών μονάδων στην περιοχή του Πόντου, συνομιλούν μαζί τους για ζητήματα διασφάλισης της δημόσιας τάξης και προσφέρουν τη συνεργασία τους γι αυτό.
- Οι Σύμμαχοι αδιαφόρησαν τελείως για την ασφαλή περιφρούρηση των αποθηκών με πολεμικό υλικό. Στην Ελληνική βιβλιογραφία αναφέρονται περιστατικά, όπου οι Ιταλοί, στην περιοχή δικαιοδοσίας τους (Αιδίνιο, Μούγλα) μάζευαν τα όπλα των Τούρκων σε αποθήκες, κι εν συνεχεία τα πουλούσαν στους….Τούρκους! Από την άλλη μεριά, στην Τουρκική βιβλιογραφία αναφέρονται (μάλιστα με μεγάλη έπαρση κι εθνική περηφάνια) περιστατικά λαθραίας αγοράς ή κλοπής, από αποθήκες της Κωνσταντινούπολης, όπλων και πυρομαχικών από «εθνικιστές αντιστασιακούς», οι οποίοι στη συνέχεια μέσω λιμανιών του Πόντου (κυρίως Ινέμπολη) τα προωθούσαν στο εσωτερικό.
- Η βασικότερη, όμως, αιτία της μη εφαρμογής των όρων της Συνθήκης Ανακωχής ήταν η ασυνεννοησία των Συμμάχων. Οι Γάλλοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους «ριγμένους» από τους
Άγγλους, αφού αυτοί είχαν εξασφαλίσει (μόνο) για τον εαυτό τους τη μερίδα του λέοντος (πετρέλαια Καυκάσου, Μεσοποταμίας).Οι Ιταλοί, που εξ αρχής ήταν αντίθετοι με την «φιλελληνική» πολιτική των Συμμάχων, από πολύ νώρις διέγνωσαν τις δυνατότητες που τους παρείχε η συνεργασία με το ανερχόμενο εθνικιστικό κίνημα των Τούρκων κι έστρεψαν το βλέμμα τους προς αυτή την κατεύθυνση. Έκαναν ό,τι μπορούσαν για να αποκτήσουν την φιλία των Τούρκων.
Φυσικά αργότερα, όταν πια η προοπτική νίκης των Ελλήνων όλο και απομακρυνόταν, την πολιτική των Ιταλών την υιοθέτησαν και οι Γάλλοι. Συνεπείς και οι Άγγλοι στο δόγμα τους ότι «δεν έχουν ούτε μόνιμους φίλους, ούτε μόνιμους εχθρούς, παρά μόνο μόνιμα συμφέροντα», μας εγκατέλειψαν κι αυτοί τελευταία υπέρ των Τούρκων.
Ποιος, λοιπόν, από τους Συμμάχους θα νοιαζόταν για το Μούδρο;
Ο Μούδρος, όπως κάθε Ανακωχή άλλωστε, ήταν μια προσωρινή παύση των πυρών μέχρι να λυθούν τα ζητήματα οριστικά από το Συνέδριο Ειρήνης των Παρισίων.
Από το Μούδρο, όμως, μέχρι την λήξη του Συνεδρίου, που σημαδεύτηκε από τη Συνθήκη της Λωζάννης, πέρασαν σχεδόν πέντε (5) χρόνια.
Μέσα σ’ αυτά τα πέντε χρόνια είχαν αλλάξει τα πάντα. Βενιζέλος, Κλεμανσώ, Τζωρτζ, Ουΐνστον, είχαν τεθεί στο περιθώριο ή είχαν πεθάνει. Στην Οσμανική Αυτοκρατορία, στη θέση των Οσμανών, είχανε μπει οι Τούρκοι. Στην Ελλάδα βασίλευε ο διχασμός.
Φυσικό επακόλουθο ήταν ένας μεταρρυθμιστής Τούρκος Αξιωματικός, που κατά σύμπτωση είχε γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη, να καταφέρει να συσπειρώσει τον Λαό του σε αγωνιστικές κινητοποιήσεις και, με την δύναμη του στρατού που ανασύνταξε, να πετάξει στη θάλασσα τους Έλληνες, σβήνοντας οριστικά τα όνειρα τους για μια μεγάλη Ελλάδα.
Για τα όσα συνέβησαν στο Μικρασιατικό Μέτωπο για το ρόλο των Συμμάχων και κυρίως των Άγγλων, έχουν χυθεί ποταμοί μελάνης.
Οι εξελίξεις κατέδειξαν ότι από τους Συμμάχους, μόνο τα αυτοκρατορικά συμφέροντα της Αγγλίας συνέπλεαν με τα εθνικά συμφέροντα των Ελλήνων. Κι αφού η Ελλάδα ήταν μικρή και ανίσχυρη να αντιμετωπίσει μόνη τους Τούρκους, η μπάλα βρισκόταν στα χέρια των Άγγλων. Δυστυχώς, τελικά την μπάλα την πέταξαν οι Άγγλοι στους Τούρκους, γιατί έκριναν πως με αυτούς θα έκαναν τώρα καλύτερα τη δουλειά τους.
Ποια, όμως, υπήρξε η πολιτική των Άγγλων στον Εύξεινο Πόντο μετά την υπογραφή της Συνθήκης Ανακωχής του Μούδρου;
Αμέσως μετά το Μούδρο, το Οσμανικό κράτος που απέμεινε, χωρίστηκε σε Ζώνες επιρροής. Οι Άγγλοι πήγαν στον Πόντο και στον Καύκασο, οι Γάλλοι στην Κιλικία και οι Ιταλοί στην περιοχή Αιδινίου. Την Σμύρνη την άφησαν για τους Έλληνες.
Ανώτατος Διοικητής των Αγγλικών δυνάμεων κατοχής Πόντου, ορίσθηκε ο Άγγλος στρατηγός Milne.
Αλλά ποιών στρατιωτικών δυνάμεων; Οι Άγγλοι, όλο κι όλο, έβγαλαν στη Σαμψούντα μια μικρή δύναμη 100 στρατιωτών στις 9 Μαρτίου 1919 και, μετά την εκκένωση του Μπατούμ, έστειλαν στη Σαμψούντα μια άλλη δύναμη 200 ανδρών (Ινδούς στρατιώτες φυλής “gurka”).
Αυτή η μικρή δύναμη μοιράστηκε στις φρουρές Σαμψούντας, Μπάφρας και Μερζιφούντας. Είναι η περίοδος που στη συνέντευξη του ο αδελφός της μητέρας μου, Σόλων Αβραμίδης, λέει ότι στο Διοικητήριο της Μπάφρας κυμάτιζε η Ελληνική σημαία. (Όρα βιβλίο μου «Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΥΤΙΚΟΥ ΠΟΝΤΟΥ», Εκδόσεις Αφων Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2009).
Τι κρίμα, όμως, έστω κι αυτοί οι 300 στρατιώτες, ξαφνικά στις 4 Οκτωβρίου 1919 εκκένωσαν την Σαμψούντα. Έφυγαν χωρίς να αναπληρωθούν και φυσικά χωρίς να λογοδοτήσουν σε κανέναν.
Οι Έλληνες πάντα φιλότιμοι, ευκολόπιστοι και συναισθηματικοί, με την έλευση των Άγγλων πίστεψαν ότι όχι μόνο τελείωσαν τα βάσανα τους από τις διώξεις των Τούρκων, αλλ’ ότι αυτοί πλέον θα έχουν τον έλεγχο στην διοίκηση της περιοχής. Πληθυσμιακά, οι Έλληνες της περιοχής Σαμψούντας, ελάχιστα υστερούσαν των Τούρκων, ενώ η οικονομία και η εκπαίδευση ήταν στα χέρια τους.
Δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι με την έλευση των Άγγλων φούντωσαν τα όνειρα των Ελλήνων για δημιουργία ανεξάρτητης Ποντιακής Δημοκρατίας, γιατί η ιδέα αυτή πρόσφατα είχε αρχίσει να καλλιεργείται στους αντάρτες και δεν είχε ωριμάσει ως περιεχόμενο εθνικο-απελευθερωτικού Αγώνα. (Όρα βιβλίο μου «ΤΟ ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΑΠΟ ΤΗ ΣΚΟΠΙΑ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ» του ιδίου εκδοτικού οίκου)
Αλλά κι από πρόσφατες έρευνες μου, διαπίστωσα ότι αυτό που κυρίως ενδιέφερε τους αντάρτες του Νεμπυάν (του Δυτικού Πόντου γενικότερα) μετά τον Μούδρο, ήταν η αμνήστευση τους, η επιστροφή στα σπίτια τους και η ειρηνική και παραγωγική συμβίωση με τους μουσουλμάνους συγχωριανούς τους.
Στις 26.5.1919 (δηλ. μία εβδομάδα μετά την αποβίβαση του Κεμάλ)ήρθε στη Σαμψούντα ο νέος Μουτασαρίφης Τζανικής Καπαντζηζαντέ Χαμίτ Μπέη (Kapancizade Hamit Bey). Ο Μουτασαρίφης αυτός, στα απομνημονεύματα του, γράφει ότι μαζί με τον Άγγλο αξιωματικό ελέγχου, λοχαγό Σώλτερ (Salter) συναντήθηκαν στο Ντερέκιοϊ (Dereköy) με τους αντάρτες της περιοχής.
Στη συνάντηση αυτή, γράφει ο Χαμίτ Μπέη, «Ο Σώλτερ έβγαλε κι έδειξε στους άνδρες μια σημαία του Πόντου. Το έκανε για να βολιδοσκοπήσει τις πολιτικές τους ροπές. Οι άνθρωποι αδιαφόρησαν τελείως. Ζήτησαν μόνο να επιστρέψουν στα χωριά τους ελεύθερα, όσοι κατά τη διάρκεια του πολέμου είχαν καταστεί φυγόστρατοι…».
Παραπέρα ο Μουτασαρίφης γράφει ότι, όπως τον ενημέρωσε ο Σώλτερ, την επομένη της συναντήσεως ο Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης κάλεσε τους οπλαρχηγούς αυτούς στο γραφείο του και τους επέπληξε γιατί στη συνάντηση τους με τους Σώλτερ – Χαμίτ Μπεή, δεν έδωσαν έμφαση στον εθνικό χαρακτήρα του Αγώνα τους.
Συνάγεται, λοιπόν, ότι «κυκλοφορούσε» κάποιο Ζήτημα Εθνικού Αγώνα και Ελληνοποντιακού κράτους, αλλά αυτό δεν είχε ωριμάσει ούτε ιδεολογικά ούτε οργανωτικά.
Το ίδιο, βέβαια, ίσχυε σε όλο τον Πόντο. Η διαφορά είναι ότι η πνευματική ελίτ της Τραπεζούντας, ύψωσε τη σημαία της ιδρύσεως του Ελληνο-Ποντιακού Κράτους, όχι επαναστατικώ δικαίω, αλλά δικαίω ευκαιρίας, μιας και στη Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων συζητιόταν τέτοια θέματα για τους Αρμένιους και Κούρδους και δεν θα ήταν άσχημα να ασχοληθούν οι Μεγάλοι και με τους Έλληνες του Πόντου.
Άλλωστε, με την άποψη αυτή συντάσσονται και ο Καπετάνιος του Πόντου Λάζαρος Αβραμίδης (δηλ. ο καπετάν Λαζίκ, η συνέντευξη του οποίου επίσης εμπεριέχεται στο βιβλίο μου «Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΥΤΙΚΟΥ ΠΟΝΤΟΥ»), αλλά και ο Δημοσθένης Κελεκίδης στο βιβλίο του «Το αντάρτικό του Πόντου». Γράφει ο Κελεκίδης «ποια ήταν η κεφαλή μας; Πώς λεγόταν η οργάνωση μας. Αυτό δεν το ξέραμε. Ούτε μπορούσαμε να ελπίζουμε ότι υπάρχει μια κεφαλή. Μας ικανοποιούσε μόνο τούτο, ότι είχαμε το Δεσπότη και τη Μητρόπολη και περιμέναμε όλοι κατεύθυνση και καθοδήγηση. Που και που ακούγαμε αναμεταξύ μας, γιατί δεν είχαμε εφημερίδες, ότι από το Πατριαρχείο ήρθε μήνυμα στην Μητρόπολη και ρωτούσε αν είμαστε έτοιμοι. Και μαθαίναμε ότι έλεγαν οι δικοί μας ότι ακόμη δεν ετοιμαστήκαμε».
--------------------------
Οι Άγγλοι, ναι μεν δεν αποβίβασαν στρατό στον Πόντο, έστειλαν όμως εκεί αξιωματικούς προκειμένου να ελέγχουν και να παρακολουθούν τα ζητήματα δημόσιας τάξης στην περιοχή.
Για το λόγο αυτό, ερχότανε σε επαφή κυρίως με τις τουρκικές αρχές (Μουτασαρίφη, διοικητές στρατιωτικών μονάδων, διοικήσεις χωροφυλακής, κλπ).
Στη Σαμψούντα, την στρατιωτική εκπροσώπηση των Άγγλων είχε ο λοχαγός Salter, ενώ την πολιτική ο λοχαγός Hurst.
Μετά το επεισόδιο ληστείας του στρατιωτικού αποσπάσματος του Hurst, στο ενδιάμεσο Καβάκ – Σαμψούντας από Τούρκους αντάρτες τον Ιούνιο 1919, ο τελευταίος αντικαταστάθηκε από το λοχαγό Perring.
Στην περιοχή της Τραπεζούντας, οι Άγγλοι αξιωματικοί ελέγχου ήταν οι λοχαγοί Krawford, Rawlinson και Elliot.
Ερωτάται λοιπόν: Αφού οι Άγγλοι δεν ήθελαν να στείλουν στρατό τους στον Πόντο, κι αφού δεν επέτρεπαν στην Ελληνική Κυβέρνηση να στείλει δικούς της στρατιώτες στην περιοχή, ποιος ήταν ο απώτερος σκοπός τους εκεί (στην περιοχή);
Τι ήθελαν και τι θα μπορούσαν να πετύχουν στον Πόντο με την παρουσία 5-10 αξιωματικών ελέγχου;
Είναι γεγονός ότι οι αξιωματικοί αυτοί περιεφέροντο μεταξύ Σαμψούντας, Μπάφρας, Κάβζας, Μερζιφούντας και Αμάσειας, ερχόμενοι σε επαφή με προσωπικότητες και οργανώσεις Ρωμιών και Αρμενίων, αλλά οι επαφές αυτές κακό μόνο προξένησαν στον επιχώριο ελληνισμό, γιατί στη συνέχεια ακολουθούσε επαφή με τις τουρκικές αρχές και κατάδοση των πληροφοριών στους Τούρκους. Αυτό το τελευταίο το συνομολογεί ο Χαμίτ Μπέη στα απομνημονεύματα του. Επίσης, ο καπετάν Λαζίκ καταθέτει ότι οι Άγγλοι συγκέντρωναν ονόματα Ρωμιών, οπαδών της ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ, και στη συνέχεια παρέδιδαν τους καταλόγους ονομάτων στις τουρκικές Αρχές.
Σύμφωνα με τους όρους του Μούδρου, οι Άγγλοι έπρεπε να μεριμνήσουν για τον αφοπλισμό των Τούρκων. Στην πράξη, όμως, υπό το πρόσχημα διασφάλισης της δημόσιας τάξης, όχι μόνο δεν αφόπλισαν τους Τούρκους, αλλά ζητούσαν επίμονα από τις τουρκικές αρχές να αφοπλίσουν τους Έλληνες.
Από την ώρα που οι Άγγλοι απέστεργαν στην ίδρυση Ποντιακού Κράτους (αυτό συνομολογήθηκε δημόσια και στο Αγγλικό Κοινοβούλιο) είχαν κάθε συμφέρον να διοικούν ανθρώπους αδύναμους και άοπλους.
Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του Σώλτερ στον Μουτασαρίφη Χαμίτ Μπέη, όταν του ανακοίνωσε τον διάλογο Καραβαγγέλη – οπλαρχηγών: «Αυτός ο παπάς δεν πρόκειται να μείνει στη Σαμψούντα πάνω από 15 ημέρες». Και πράγματι, ύστερα από 15 ημέρες, με αγγλική κανονιοφόρο, ο Καραβαγγέλης μεταφέρθηκε βίαια στην
Κωνσταντινούπολη, πλήρως απομονωμένος και κατά τρόπο εξευτελιστικό.
Το χειρότερο, δε, που πέτυχαν οι Άγγλοι, με την απλή παρουσία τους στον Πόντο, είναι ότι ενεθάρρισαν οι Ρωμιοί, προκάλεσαν κάποιες φορές τους Τούρκους και αυτό είχε ως αποτέλεσμα τις αγριότερες διώξεις τους, όταν αργότερα τα πράγματα γύρισαν σε βάρος των Ελλήνων.
Αλήθεια, δεν μπορεί κανείς να εξηγήσει τη σκοπιμότητα παρουσίας των Άγγλων αξιωματικών ελέγχου στη Σαμψούντα, όταν μπροστά στα μάτια τους στη Μερζιφούντα, Τούρκοι με βοδοκαρα μετέφεραν όπλα και πυρομαχικά σε στρατιωτικές τους αποθήκες, χωρίς να αντιδράσουν.
Αλλά για ποια αντίδραση τους να μιλήσουμε όταν στην Μερζιφούντα και την Αμάσεια τώβαλαν στα πόδια, όταν βρέθηκαν προ λαϊκών συλλαλητηρίων. Δεν υπήρξε, βέβαια, καλύτερη και η συμπεριφορά των Συμμάχων Γάλλων, η μονάδα χωροφυλακής των οποίων έφυγε άρον-άρον (μέσα σ’ ένα μήνα) από την Κάβζα, φοβούμενοι (οι Γάλλοι) ότι οι μουσουλμάνοι Σενεγαλέζοι χωροφύλακες τους σε λίγο θα συνεργαζότανε με τους μουσουλμάνους Τούρκους, παρά με τους ίδιους.
Οι Τούρκοι για να μεγιστοποιήσουν τη σημασία του «Εθνικού Αγώνα Ανεξαρτησίας» τους, συνεχίζουν να υπερβάλουν διογκώνοντας το ρόλο των Άγγλων στον Πόντο υπέρ των Ελλήνων.
Ειδικότερα ισχυρίζονται ότι οι Άγγλοι:
5. Αποβίβασαν στρατό στη Σαμψούντα (μιλάμε για 300 άνδρες) και απειλούσαν ότι θα φέρουν στην περιοχή άλλους 10.000 στρατιώτες.
6. Συνέβαλαν καθοριστικά στη μεταφορά Ελλήνων από τη Ρωσία (Batum, Kars, κλπ) στον Πλοντο για να αλλοιώσουν την πληθυσμιακή δημογραφία υπέρ των Ελλήνων.
7. Μοίρασαν όπλα στους Πόντιους αντάρτες. Μόνο στη Σαμψούντα έδωσαν 10.000 όπλα. (Ο ισχυρισμός αυτός των Τούρκων είναι τελείως αόριστος και αναπόδεικτος).
8. Μάζευαν μόνο τα όπλα των Τούρκων και όχι των Ελλήνων ανταρτών. Στην πραγματικότητα τα όπλα δεν τα μάζευαν οι Άγγλοι αλλά οι Οσμανικές αρχές. Στο όνομα της ασυλίας (κάποιοι
Ρωμιοί αντάρτες παρέδωσαν στις αρχές τα όπλα και τις σφαίρες τους. Οι περισσότεροι, όμως, μη έχοντας εμπιστοσύνη στην αξιοπιστία των Τούρκων, αρνήθηκαν να παραδώσουν τον οπλισμό τους. Αντιθέτως, οι τουρκικές αρχές, όχι μόνο δεν μάζεψαν τα όπλα των Τούρκων, αλλά σε συνεννόηση με στρατιωτικές αρχές, μοίραζαν όπλα σε μουσουλμάνους Τούρκους, προκειμένου να χτυπήσουν τους Έλληνες αντάρτες. (Ομολογία του Μουτασαρίφη Χαμίτ Μπέη στα απομνημονεύματα του).
Κλείνοντας θα αναφέρω (από τουρκικές πηγές) τις ταυτότητες των στρατιωτικών μονάδων του Πόντου, τις οποίες υποτίθεται ότι οι Σύμμαχοι έπρεπε να είχαν αφοπλίσει, σε εφαρμογή ρητών όρων της Συνθήκης Ανακωχής του Μούδρου.
Τούτο το κάνω για να καταδείξω ότι η παρουσία των Άγγλων στην περιοχή όχι μόνο δεν ωφέλησε τους Έλληνες αλλά, τουναντίον, τους έβλαψε. Οι Άγγλοι δεν έστειλαν στον Πόντο στρατό για να επιβάλουν καθεστώς (Μadat, δημιουργία Ποντιακού Κράτους, ή αντιπερισπασμό για ικανοποίηση συμφερόντων τους σε άλλη περιοχή) αλλά έστειλαν απλά 5 – 10 αξιωματικούς (αφτιά και μάτια) για να καθορίσουν, σύμφωνα με τις πληροφορίες, τη στάση τους, όχι μόνο απέναντι στους Τούρκους, αλλά και στους άλλους Λαούς της περιοχής (Έλληνες, Αρμενίους, Κούρδους, Γεωργιανούς, κλπ).
Επιπλέον, με την καταγραφή των στρατιωτικών μονάδων, θα κατανοήσουν οι νεώτεροι Έλληνες αλλά και οι ερευνητές των γεγονότων της περιόδου εκείνης, ποιες τακτικές στρατιωτικές μονάδες είχαν να αντιμετωπίσουν οι ηρωικοί αντάρτες του Δυτικού Πόντου, εκτός των τουρκικών άτακτων ομάδων (Τσετών), που δεν ήτανε και λίγες.
ΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΕΣ ΜΟΝΑΔΕΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟ ΧΡΟΝΟ ΙΣΧΥΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ
ΑΝΑΚΩΧΗΣ ΤΟΥ ΜΟΥΔΡΟΥ
Γ΄ ΣΩΜΑ ΣΤΡΑΤΟΥ: Έδρα Σεβάστεια. Διοικητής Refet Bey.
ΧV ΣΩΜΑ ΣΤΡΑΤΟΥ: Έδρα Ερζερούμ. Διοικητής Kazim Kârabekir.
XV ΜΕΡΑΡΧΙΑ: Έδρα Σαμψούντα. Διοικητής στην αρχή ο Mustafa Asim και τον διαδέχτηκε ο Ismail Hakki.
Επειδή η αντιμετώπιση των ανταρτών του Νεμπυάν και Γιουντάγ υπαγόταν στην τοπική και υλική δωσιδικία της XV (15ης ) Μεραρχίας, θα καταγράψω παρακάτω τις μονάδες της Μεραρχίας αυτής που χτύπησαν ανελέητα τις αντάρτικες ομάδες του Δυτ. Πόντου.
Α΄ 38ο Σύνταγμα Πεζικού: α. Διοίκηση στη Σαμψούντα.
β. 1ο και 3ο Τάγμα εις Σαμψούντα
γ. 2ο Τάγμα εις Τσαρσαμπά.
Β΄45ο Σύνταγμα Πεζικού: α. Διοίκηση και 2ο Τάγμα εις Τσακαλλι
Έναντι τίνος στρεφόταν αυτές οι δυνάμεις μόνο στο Νομό Σαμψούντας, αφού δεν υπήρχε εχθρικός τακτικός στρατός στην περιοχή;
Είναι προφανές ότι οι δυνάμεις αυτές υπήρχαν για την αντιμετώπιση των Ποντίων Ανταρτών. Το τραγικό, δε, για τους Τούρκους είναι ότι επειδή δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν επιτυχώς τους αντάρτες, προέβησαν σε αναδιάρθρωση του στρατεύματος για καλύτερα αποτελέσματα.
Έτσι, με την υπ’ αριθμ. 407/ 9.12.1920 απόφαση της Μεγάλης Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης (δηλ. της Κυβέρνησης του Κεμάλ στην Άγκυρα) ιδρύθηκε η ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΤΡΑΤΙΑ (Ordu Merkezi) με έδρα την Αμάσεια και διοικητή τον γνωστό από την Σμύρνη Nureddin Pasa.
Στη δύναμη της Κεντρικής Στρατιάς υπήχθησαν στρατιωτικές μονάδες, οι οποίες προηγουμένως ανήκανε στο Γ΄ ΣΣ της Σεβάστειας, το οποίο διαλύθηκε.
Η περιοχή ευθύνης της Γ΄ Στρατιάς ήτανε το Βιλαέτι Σεβάστειας και οι ανεξάρτητες περιοχές (σαντζάκια) Τζανικής, Σινώπης, Αμάσειας, Τοκάτης, Τσορούμ και Γιοσγάτης.
Οι μονάδες, δε, που συγκρότησαν τη δύναμη της νέας Στρατιάς ήταν οι ακόλουθες:
5. 5 η Μεραρχία Καυκάσου Αυτή αποτελείτο από: α. Το 9ο Σ.Π. με έδρα την Έρπαα
β. Το 10ο Σ.Π. με έδρα τα Ζήλα
γ. Το 13ο Σ.Π. με έδρα τη Μερζιφούντα
δ. Το 5ο Σ. Πυροβ. με έδρα την Αμάσεια
ε. Τάγμα Εφόδου με έδρα την Μερζιφούντα
6. 15 η Μεραρχία Σαμψούντας Οι μονάδες της αναφέρονται παραπάνω.
7. 6 η Μεραρχία Έφιππου Πεζικού (Αργότερα έγινε 14η Μεραρχία Ιππικού με έδρα την Σεβάστεια)
8. 13 η Ανεξάρτητη Μεραρχία Πεζικού
9. Διάφορες μικρότερες μονάδες, διάσπαρτες στην περιοχή, μεταξύ των οποίων και το 47ο Σύνταγμα Πεζικού με διοικ ητή τον Τοπάλ Οσμάν, ο οποίος ενισχύθηκε από την Άγκυρα με 3.000 στρατιώτες και μόνιμους αξιωματικούς.Απ' όλα τα παραπάνω συμπεραίνεται ότι αν οι Άγγλοι (κατά τους
όρους της Συνθήκης του Μούδρου) αφόπλιζαν και διέλυαν τις παραπάνω δυνάμεις του τουρκικού στρατού και δεν άφηναν αβοήθητους 25.000 αντάρτες Δυτικού Πόντου, θα άλλαζαν τελείως τα πολιτικά, εθνικά και γεωγραφικά δεδομένα της περιοχής.
ΠΗΓΕΣ ΑΠΟ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
4. Mehmet Okur: “Milli Mücadele karadeniz Bölgesi ne yönelik Ingiliz faaliyetleri“. Μεχμέτ Οκούρ: «Αγγλικές δραστηριότητες στην περιοχή του Εύξεινου Πόντου κατά τη διάρκεια του Εθνικού Αγώνα». Έκδοση ινστιτούτου Ιστορικών και Στρατηγικών μελετών του ΓΕΕΘΑ». Άγκυρα 2006.
5. Ali Satan: “İngiliz yillik raporlarinda Türkiye 1921”. Αλή Σατάν: «Η Τουρκία το έτος 1921 στις ετήσιες εκθέσεις των Άγγλων». Εκδοση Tarihci Kitabevi, Κωνσταντινούπολη 2011.
6. Mehmet Okur – Murat Küçukuğurlu: İngiliz Yüksek komiserelenin gözüyle Milli Mücadele. 1918 – 1920”. Μεχμέτ Οκούρ και Μουράτ Κιουτσουκουγουρλου: «Ο Εθνικός Αγώνας 1918 -1920 με τα μάτια των Άγγλων Υπατων Αρμοστών». Εκδόσεις Serander, Τραπεζούντα 2006.
7. Şenol Katkat:”İlk kivilcim”. Σενόλ Κατκάτ: «Η πρώτη Σπίθα». Έκδοση του ιδίου, Σαμψούντα 2012.
8. “Çağdas Türkiye 1908 – 1980”. «Σύγχρονη Τουρκία 1908 – 1980». Συλλογικό έργο όπου άρθρο του Sina Aksin “Savaşin sonu ve birakişma (19 Mayis 1919 a değin). «Το τέλος του πολέμου και η Ανακωχή (του Μούδρου) μέχρι την 19.5.1919». εκδόσεις Cem yayinevi, Κωνσταντινούπολη 2007.
10.“Kapancizade Hamit Bey. Bir milli mücadele valisi ve Anilari”. «Καπαντζιζαντέ Χαμίτ Μπέη. Ένας Μουτασαρίφης του Εθνικού Αγώνα και οι αναμνήσεις του». Επιμέλεια Halit Eken. (Σημ : παρότι στο βιβλίο φέρεται ως Νομάρχης (vali) στην πραγματικότητα υπήρξε Μουτασαρίφης δηλ. διοικητής ευρύτερης περιοχής από τη Νομαρχία)