ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΣΚΙΑΓΡΑΦΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΤΗΣ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ 3.1 Εισαγωγικά στοιχεία ψυχολογικής σκιαγράφησης του παιδιού της προσχολικής ηλικίας Η ψυχολογική σκιαγράφηση των παιδιών της προσχολικής ηλικίας αποτελεί βασική και σημαντικότατη ενότητα της παρούσας μελέτης. Η συγκεκριμένη ενότητα αποσκοπεί στη συνοπτική μελέτη, ανάλυση και παρουσίαση των στοιχείων ψυχικής ανάπτυξης των παιδιών με απώτερο σκοπό την ολοκληρωμένη και σωστή κατανόηση των ευρημάτων της έρευνας, που θα παρουσιαστούν στο επόμενο κεφάλαιο. Η ψυχολογία του παιδιού, η οποία μελετά το σύνολο των μεταβολών που οδηγούν το παιδί στην ωριμότητα και την ισορροπία, αποτελεί κλάδο της ψυχολογίας του αναπτυσσόμενου ανθρώπου[1] . Το κεφάλαιο αυτό αποσκοπεί στην παρουσίαση της ψυχικής ανάπτυξης των παιδιών της προσχολικής ηλικίας, αλλά και τα γνωρίσματα της. Επίσης, σημαντική
56
Embed
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΣΚΙΑΓΡΑΦΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΤΗΣ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ
This document is posted to help you gain knowledge. Please leave a comment to let me know what you think about it! Share it to your friends and learn new things together.
Transcript
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΣΚΙΑΓΡΑΦΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΤΗΣ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ
3.1 Εισαγωγικά στοιχεία ψυχολογικής σκιαγράφησης του παιδιού της
προσχολικής ηλικίας
Η ψυχολογική σκιαγράφηση των παιδιών της προσχολικής ηλικίας αποτελεί
βασική και σημαντικότατη ενότητα της παρούσας μελέτης. Η συγκεκριμένη ενότητα
αποσκοπεί στη συνοπτική μελέτη, ανάλυση και παρουσίαση των στοιχείων ψυχικής
ανάπτυξης των παιδιών με απώτερο σκοπό την ολοκληρωμένη και σωστή κατανόηση
των ευρημάτων της έρευνας, που θα παρουσιαστούν στο επόμενο κεφάλαιο. Η
ψυχολογία του παιδιού, η οποία μελετά το σύνολο των μεταβολών που οδηγούν το
παιδί στην ωριμότητα και την ισορροπία, αποτελεί κλάδο της ψυχολογίας του
αναπτυσσόμενου ανθρώπου[1].
Το κεφάλαιο αυτό αποσκοπεί στην παρουσίαση της ψυχικής ανάπτυξης των
παιδιών της προσχολικής ηλικίας, αλλά και τα γνωρίσματα της. Επίσης, σημαντική
για την κατανόηση των ευρημάτων της έρευνας θεωρείται η μελέτη των σταδίων, των
ηλικιών και των παραγόντων της ψυχικής εξέλιξης των νηπίων. Τέλος, η συνολική
θεωρητική ανάλυση και παρουσίαση των χαρακτηριστικών (κοινωνική ανάπτυξη,
συναισθηματική ανάπτυξη, γλωσσική ανάπτυξη, συμμετοχή στις δραστηριότητες,
πειθαρχία, ικανότητα αυτοεξυπηρέτησης, συμμετοχή στο παιχνίδι, αποδέσμευση από
το οικογενειακό περιβάλλον, επικοινωνία με το/τη νηπιαγωγό, ενδιαφέρον μάθησης,
ανάπτυξη χειρονακτικών δεξιοτήτων και ανάπτυξη προμαθηματικών εννοιών) των
νηπίων, τα οποία χαρακτηριστικά μελετήθηκαν ερευνητικά και παρουσιάζονται στο
επόμενο κεφάλαιο, μπορεί να λειτουργήσει ευεργετικά στη γνωριμία του αναγνώστη
της μελέτης με τη προοδευτική ανάπτυξη του παιδιού της προσχολικής ηλικίας.
Η μελέτη δεν αποσκοπεί στη διεξοδική και εμπεριστατωμένη ανάλυση των στοιχείων της ψυχικής του ανθρώπου και ειδικότερα του παιδιού της προσχολικής ηλικίας, αφού, άλλωστε, η ψυχική εξέλιξη δεν αποτελεί το θέμα της εργασίας. Η συνοπτική μελέτη και παρουσίαση των στοιχείων της ψυχικής ανάπτυξης των νηπίων θα αποτελέσει τη βάση για την πληρέστερη και ολοκληρωμένη εικόνα του αναγνώστη για τον ψυχικά αναπτυσσόμενο οργανισμό του παιδιού και την ικανοποιητικότερη υιοθέτηση των πορισμάτων της έρευνας.
3.2 Η ψυχική ανάπτυξη του παιδιού της προσχολικής ηλικίας
Η Ψυχολογία του παιδιού μελετά την ψυχική των παιδιών προσχολικής και σχολικής
ηλικίας. Για την ορθότερη κατανόηση των ψυχικής ανάπτυξης του παιδιού καλό είναι να
αντιληφθούμε αρχικά την έννοια της ανάπτυξης. Κατά τον Eduard Claparede «η ανάπτυξη
είναι έργο σκόπιμο. Δεν είναι φαινόμενο μηχανικό, αλλά τελολογικό. Υπάρχει ένας τελικός
σκοπός στον οποίο τείνει όλη η αναπτυξιακή διαδικασία. Είναι η ολοκλήρωση. Ο χρόνος της
ολοκληρώσεως ποικίλλει. Έτσι, έχομε περιπτώσεις πρωιμότητας και περιπτώσεις
καθυστερήσεως. Υπάρχουν προικισμένα άτομα που επωφελούνται καλύτερα των συνθηκών
αναπτύξεως. Αντίθετα, σ’ άλλα η ανάπτυξη ακολουθεί βραδύ ρυθμό. Στα πρώτα, η παιδική
ηλικία διαρκεί λιγότερο, ενώ στα δεύτερα καλύπτει μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Κάνομε
λόγο, τότε, αντίστοιχα, για ευφυείς και καθυστερημένους.
Η έννοια της αναπτύξεως σημαίνει ότι υπάρχει κάτι σε λανθάνουσα κατάσταση, όπως
ακριβώς στα σπέρματα των φυτικών οργανισμών. Τα γνωρίσματα αυτά, με την επίδραση
των συνθηκών της ζωής, αναπτύσσονται, αυξάνονται, τροποποιούνται. Η ανάπτυξη του
ανθρώπου είναι ένα κράμα ωριμάσεως και μεταβολών, εξελίξεων και επαναστατικών
αλλαγών, αυξήσεων και συγκρούσεων. Στην πορεία προς την ωριμότητα έχομε πλήθος
προοδευτικών μεταβολών, πλήθος κρίσεων, πλήθος αναπτυξιακών τάσεων. Προοδευτικά το
παιδί γίνεται ενήλικος, άνθρωπος ικανός να σκέπτεται, να δημιουργεί και να συνεργάζεται.
Ανάπτυξη δεν σημαίνει συσσώρευση νέων γνωρισμάτων στα παλαιά, αλλά
τροποποίηση, αναδόμηση του ψυχικού οργανισμού από τις νέες ψυχολογικές κατακτήσεις.
Κάθε νέα απόκτηση προκαλεί αναδιοργάνωση εκείνου που προϋπήρχε. Κάθε νέο
πνευματικό στοιχείο τροποποιεί, κατά κάποιο τρόπο, την ολότητα του ψυχικού βίου. Με
άλλα λόγια, ανάπτυξη δεν σημαίνει απλή ποσοτική αύξηση, αλλά και ποιοτική αλλαγή των
προηγούμενων ψυχικών καταστάσεων. Γίνεται έτσι ο ψυχισμός το θέατρο όλων των
αναπτυξιακών τροποποιήσεων και αλλαγών[2]».
Κατά το Γερμανό ψυχολόγο W. Preyer η ψυχική ανάπτυξη, η ψυχική εξέλιξη του
ανθρώπου παρομοιάζεται με έναν ορμητικό ποταμό και την αυξητική ταχύτητα της πορείας
του από τις πηγές έως τις εκβολές. Ο Σπυρίδων Καλιάφας τονίζει πέντε στοιχεία για την
έννοια της ανάπτυξης του παιδιού: «1. Οι λέξεις «ανάπτυξη», «ανέλιξη» και «εξέλιξη» είναι
ταυτόσημες. Οι τρεις αυτοί όροι χρησιμοποιούνται όταν εξετάζονται φαινόμενα βιολογικά
και ψυχολογικά και «σημαίνουν ακολουθίαν επί μέρους γεγονότων, τα οποία περιέχονται εν
σπέρματι έν τινι αρχική καταβολή». 2. Η γνήσια ανάπτυξη περιλαμβάνει γεγονότα στο
σύνολό τους, δεν μπορούν να ερμηνευθούν μηχανικά. Με άλλα λόγια, η ανάλυση είναι κάτι
παραπάνω από την αλληλεπίδραση των στοιχείων της. 3. Σε κανένα έμβιο ον δεν
εμφανίζεται τόσο έντονη η ανάπτυξη όσο στον άνθρωπο. Σ’ αυτόν, η ψυχική ανάπτυξη έχει
κεντρική σημασία, προέχει και «διορίζει εν μέρει τα κατά τήν ανάπτυξιν του οργανισμού». 4.
Σε κανένα έμβιο ον δεν διαρκεί η ανάπτυξη τόσο όσο στον άνθρωπο, αλλά και κανείς
οργανισμός δεν φθάνει στο επίπεδο στο οποίο μπορεί να φθάσει ο άνθρωπος, κατά τη
διάρκεια της ζωής του. 5. Κανένα έμβιο ον δεν αναπτύσσεται, όπως ο άνθρωπος, σ’ όλη του
τη ζωή[3]».
Ο Ελβετός παιδοψυχολόγος Jean Piaget υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους
μελετητές της ψυχικής αναπτύξεως του παιδιού. Οι έρευνες του χάραξαν νέες πορείες στην
επιστήμη της ψυχολογίας του παιδιού, ενώ τα αποτελέσματα των μελετών του επηρεάζουν
ακόμη και σήμερα τις επιστημονικές εργασίες των παιδοψυχολόγων. Σύμφωνα με τη
θεωρία του Jean Piaget: «Σύμφωνα με τις απόψεις του, η πνευματική ανάπτυξη, όμοια με τη
σωματική, είναι μια πορεία του οργανισμού προς της ισορροπία. Η τελική μορφή της
ισορροπίας, στην οποία φθάνει η σωματική ανάπτυξη, είναι περισσότερο στατική από εκείνη
στην οποία τείνει η ψυχική εξέλιξη. Μόλις όμως τελειώσει η σωματική ανάπτυξη του
ατόμου, αρχίζει μια αντίστροφη πορεία προς τα γερατειά. Αυτό παρατηρείται και στις
ψυχικές λειτουργίες, που έχουν άμεση εξάρτηση από τα όργανα του σώματος.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της οράσεως, που φθάνει σ’ ένα ύψιστο σημείο
αναπτύξεως, κατά το τέλος της παιδικής ηλικίας και έπειτα εξασθενίζει. Αντίθετα, η
νοημοσύνη και το συναίσθημα τείνουν σε μια «κινητή ισορροπία». Στα φυσιολογικά άτομα,
το τέλος της πνευματικής αναπτύξεως δεν σημαίνει καθόλου αρχή κάμψεως και παρακμής,
ομοιομορφίας, β) ο νόμος της διασπάσεως και γ) ο νόμος της ανεξαρτησίας[26].
Αξιόλογες ερευνητικές και θεωρητικές μελέτες στο χώρο της ψυχολογίας μας
δημοσιοποιούν ορισμένα σημαντικά ψυχολογικά πορίσματα: α) τα επίκτητα ψυχικά
γνωρίσματα, όπως και τα επίκτητα φυσικά, δεν κληρονομούνται., β) ως ψυχική
κληρονομικότητα δεν νοείται η μεταβίβαση από τους απογόνους στους προγόνους
ιδιοτήτων ή χαρακτηριστικών, αλλά προδιαθέσεων ανάπτυξης ψυχικών γνωρισμάτων, γ) στο
νοητικό χώρο η κληρονομικότητα παίζει σημαντικό ρόλο, δ) το νοητικό επίπεδο των
προγόνων συσχετίζεται πάντα άμεσα με το ύψος της νοημοσύνης των απογόνων, ε) ο
υψηλός δείκτης νοημοσύνης συνδέεται με την κληρονομικότητα και στ) δεν σχετίζεται η
κληρονομικότητα με την σχολική επιτυχία ή αποτυχία[27].
Ως περιβάλλον αναφέρεται το σύνολο των φυσικών και των κοινωνικών στοιχείων,
μέσα στο οποίο ζει και αναπτύσσεται ο άνθρωπος. Ο K. Lafon υποστήριξε την ύπαρξη πέντε
μορφών περιβάλλοντος: α) το εσωτερικό, β) το κοσμικό, γ) το φυσικό, δ) το κοινωνικό και ε)
το περιβάλλον στο σύνολό του. Η μελέτη και η έρευνα του περιβάλλοντος, είτε αυτό είναι
οικογενειακό, είτε σχολικό, είτε κοινωνικό, μπορεί να πραγματοποιηθεί με βάση τρεις
απόψεις: α) την αντικειμενική, β) την ομαδική και γ) την ατομική.
Στα κεφάλια που ακολουθούν θα μελετήσουμε συνοπτικά και θα παρουσιάσουμε ορισμένα θεωρητικά στοιχεία μερικών χαρακτηριστικών της ψυχικής ανάπτυξης των παιδιών της προσχολικής ηλικίας. Τα περισσότερα από τα παρουσιαζόμενα στα επόμενα κεφάλαια χαρακτηριστικά έγιναν αντικείμενο αξιολόγησης από τους/τις νηπιαγωγούς ολοήμερων και κλασικών – παραδοσιακών νηπιαγωγείων των Νομών Χανίων και Ρεθύμνης της Δυτικής Κρήτης. Αυτά είναι: α) κοινωνική ανάπτυξη, β) συναισθηματική ανάπτυξη, γ) γλωσσική ανάπτυξη, δ) συμμετοχή στις δραστηριότητες, ε) πειθαρχία, στ) ικανότητα αυτοεξυπηρέτησης, ζ) συμμετοχή στο παιχνίδι, η) αποδέσμευση από το οικογενειακό περιβάλλον, θ) επικοινωνία με το/τη νηπιαγωγό, ι) ενδιαφέρον μάθησης, ια) ανάπτυξη χειρονακτικών δεξιοτήτων και ιβ) ανάπτυξη προμαθηματικών εννοιών.
3.3 Η γνωστική ανάπτυξη του παιδιού της προσχολικής ηλικίας
Η γνωστική ανάπτυξη είναι ένα από τα δυσκολότερα και πολυπλοκότερα ψυχικά
φαινόμενα στην ανάπτυξη του παιδιού. Έχουν παρουσιαστεί πολλές ερευνητικές και
θεωρητικές μελέτες και θεωρίες για τη γνωστική ανάπτυξη του ανθρώπου. Ως γνωστική
ανάπτυξη νοείται η εξέλιξη των ψυχικών εκείνων λειτουργιών, που βοηθούν το άτομο να
γνωρίσει τον κόσμο που το περιβάλλει και τα προβλήματα που συνοδεύουν τις εκδηλώσεις
της ζωής[28].
Η γνωστική ανάπτυξη του παιδιού σχετίζεται με τους μηχανισμούς της ικανότητας της
μάθησης και της σκέψης. Η γνωστική ανάπτυξη εμφανίζεται τόσο κατά την αισθησιοκινητική
περίοδο (0-2 έτος) του βρέφους, την προλειτουργική περίοδο (3ο-7ο έτος) του παιδιού, την
περίοδο της συγκεκριμένης λειτουργικής σκέψης (7ο-12ο έτος) του παιδιού, όσο και κατά την
περίοδο της τυπικής λειτουργικής σκέψης (12ο-16ο έτος) του εφήβου.
Η προλειτουργική περίοδος των γνωστικής ανάπτυξης διακρίνεται σε δύο στάδια: α)
το στάδιο της συμβολικής λειτουργίας από το 3ο έως το 4ο έτος της ηλικίας των παιδιών και
β) το στάδιο της διαισθητικής σκέψης που εκτείνεται χρονικά από το 4ο έως το 7ο έτος της
ηλικίας των παιδιών.
Κατά την περίοδο του σταδίου της διαισθητικής σκέψης, όπου εντάσσονται ηλικιακά τα υποκείμενα της πραγματοποιηθείσας έρευνας, τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας δεν έχουν τη ικανότητα λογικών συλλογισμών στην επίλυση προβλημάτων και δεν μπορούν να σχηματίσουν ολοκληρωμένες έννοιες των φαινομένων και των πραγμάτων. Η γνωστική λειτουργία παρουσιάζεται ατελής, αφού τα παιδιά ενώ έχουν γνώση πολλών γεγονότων και φαινομένων του περιβάλλοντος εντούτοις η αντίληψη και η οργάνωση των σκέψεων τους παρουσιάζεται με ελλιπή στοιχεία οργάνωσης της γνωστικής λειτουργίας.
Το παιδί της προσχολικής ηλικίας, την περίοδο δηλαδή που φοιτά στο νηπιαγωγείο,
έχει την τάση ανάπτυξης μίας σειράς σχημάτων με σκοπό την εξερεύνηση του κόσμου που
το περιβάλλει. Εμφανίζει το παιδί μία τάση για υπεργενίκευση, αφού ανακαλύπτει νέους
κανόνες, τους οποίους καλείται να εφαρμόσει. Η σκέψη του παιδιού της προσχολικής
ηλικίας χαρακτηρίζεται από εγωκεντρισμό. Το παιδί έχει την τάση να μιλάει για τον εαυτό
του και θεωρεί ότι ο κόσμος περιστρέφεται γύρω από αυτό. Η εγωκεντρική μονομέρεια της
σκέψης του περιορίζει τον αριθμό των στοιχείων και των παραγόντων που μπορεί να
υιοθετήσει γνωστικά. Τέλος, κατά την περίοδο των συμβολικών ενεργειών το παιδί δεν
εμφανίζει την ικανότητα διάκρισης των φυσικών μεγεθών, όπως ο όγκος και η ποσότητα,
ενώ δεν διακρίνεται για την ικανότητα αποκέντρωσης της σκέψης.
3.4 Η κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού της προσχολικής ηλικίας
Η κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού της προσχολικής ηλικίας σχετίζεται με τους τρόπους
ανάπτυξης των ατομικών χαρακτηριστικών, των ικανοτήτων και των δεξιοτήτων του με
τελικό σκοπό την χρησιμοποίηση τους για την ένταξη και την συμμετοχή του στον
ευρύτερο κοινωνικό χώρο. Το παιδί αναπτύσσεται κοινωνικά με την κατάλληλη
διαμόρφωση των αντιλήψεων, των αξιών και των σχέσεων του υπό το πρίσμα των
κοινωνικών επιδράσεων του περιβάλλοντος.
Έως τα μέσα του 20ου αιώνα υπήρχε η πεποίθηση ότι οι μηχανισμοί της ωρίμασης
και της μάθησης αρκούσαν για τη μελέτη και την ανάλυση των πλευρών της ανάπτυξης των
παιδιών. Η σύγχρονη επιστημονική κοινότητα υποστηρίζει, όμως την ύπαρξη και άλλων
μηχανισμών ανάπτυξης, οι οποίοι σχετίζονται με την κοινωνική εμπειρία του παιδιού. Οι
μηχανισμοί κοινωνικής μάθησης είναι η μίμηση προτύπων, η ταύτιση, η μεταγνώση και
κοινωνική γνώση, οι πεποιθήσεις αυτοαποτελεσματικότητας και οι κοινωνικές προσδοκίες.
Η μίμηση προτύπων αποτελεί έναν από τους θεμελιωδέστερους μηχανισμούς
κοινωνικής μάθησης. Μέσω της διαδικασίας της μίμησης προτύπων το παιδί αποκτά
πληροφορίες για τον τρόπο ενέργειας στον κόσμο. Η μίμηση προτύπων διευκολύνει την
κοινωνική μάθηση του παιδιού διαμέσου της εκμάθησης ποικίλων μορφών συμπεριφοράς.
Δίδεται η δυνατότητα στο παιδί της διαπίστωσης των ενεργειών με ευχάριστα ή ωφέλιμα
αποτελέσματα και τελικά της υιοθέτησης και επανάληψης αυτών των ενεργειών.
Η ταύτιση ως μηχανισμός κοινωνικής μάθησης σχετίζεται με την υιοθέτηση
συγκεκριμένων μορφών συμπεριφοράς. Τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας διενεργούν
συγκρίσεις μεταξύ των εαυτών τους και άλλων προσώπων και προβαίνουν στην ταύτιση
προτύπων που θεωρούνται σημαντικά για την κοινωνία. Μέσω της ταύτισης είναι δυνατή η
καθοδήγηση του παιδιού. Σημαντικός μηχανισμός κοινωνικής μάθησης είναι η μεταγνώση, η
γνώση δηλαδή από τα παιδιά γεγονότων, πράξεων ή άλλων φαινομένων που ήδη έχουν
μάθει ή γνωρίσει. Μέσω της μεταγνώσης το παιδί έχει τη δυνατότητα να καθορίζει τους
τρόπους της κοινωνικής αλληλεπίδρασης του με τους υπολοίπους ανθρώπους, το οποίο
τελικά επηρεάζει το είδος της κοινωνικής ενίσχυσης που αποκτά το ίδιο το παιδί. Η
κοινωνική γνώση ως μηχανισμός κοινωνικής μάθησης ενισχύει το παιδί στην εκμάθηση και
στην προσαρμογή της συμπεριφοράς του σε αξίες και κανόνες κοινωνικά αποδεκτούς.
Σημαντικές για την ανάπτυξη, αλλά και την κοινωνική μάθηση των παιδιών
ειδικότερα, είναι οι πεποιθήσεις αυτοαποτελεσματικότητας που έχουν τα ίδια τα παιδιά.
Εάν ένα παιδί θεωρεί ότι είναι φέρει εις πέρας ένα έργο, τότε είναι πολύ πιθανό να
προχωρήσει στην υλοποίηση του με τελική επιτυχία της προσπάθειας του. Οι αντιλήψεις
των παιδιών για τις ατομικές τους ικανότητες φαίνεται ότι επηρεάζουν άμεσα τον τρόπο με
τον οποίον αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον τους.
Οι προσδοκίες που εκφράζονται από τους υπολοίπους ανθρώπους για τα παιδιά
είναι δυνατό να επηρεάσουν τη διαδικασία της κοινωνικής μάθησης. Τα παιδιά καθίστανται
πολλές φορές μέσα ικανοποίησης κοινωνικών προσδοκιών των γονέων τους ή άλλων
προσώπων του περιβάλλοντος τους. Η υιοθέτηση από τα παιδιά κατάλληλων κοινωνικών
προτύπων και η καλλιέργεια από το στενό ή ευρύ περιβάλλον τους των κατάλληλων
προσδοκιών συντελεί αποφασιστικά στη διαδικασία κοινωνικής μάθησης και στη
μεταλαμπάδευση σ’ αυτά κανόνων, αξιών και αρχών κοινωνικά και ηθικά αποδεκτών.
3.5 Η συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού της προσχολικής ηλικίας
Πριν προχωρήσουμε στην ανάλυση του θέματος της συναισθηματικής ανάπτυξης των παιδιών της προσχολικής ηλικίας, καλό είναι να διευκρινίσουμε τον όρο συναίσθημα. Κατά τον Α. Κακαβούλη «συναίσθημα είναι η ψυχική κατάσταση, θετική ή αρνητική, που βιώνει ο άνθρωπος σε μία δεδομένη στιγμή, ως αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης μεταξύ εσωτερικών ή εξωτερικών ερεθισμάτων και αντίστοιχων αντιδράσεων του ψυχοφυσικού του οργανισμού[29]».
Η συναισθηματική ανάπτυξη εκδηλώνεται προοδευτικά στο παιδί της προσχολικής ηλικίας. Η ανάπτυξη δεν εμφανίζεται και δεν ολοκληρώνεται σ’ ένα ορισμένο χρονικό σημείο, αλλά είτε εκδηλώνεται θετικά είτε αρνητικά με προοδευτική διαβάθμιση. Το παιδί της προσχολικής ηλικίας εμφανίζει συναισθηματική ανάπτυξη με θετικό τρόπο στις περιπτώσεις της σύναψης σχέσεων φιλίας και αγάπης με πρόσωπα, ζώα, τόπους ή αντικείμενα. Η εμφάνιση της συναισθηματικής ανάπτυξης με αρνητικό τρόπο διαφαίνεται στην εκδήλωση από τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας ζήλιας, μίσους, εχθρότητας κ.τ.λ.
Οι ερευνητικές μελέτες και οι θεωρητικές αναλύσεις για την συναισθηματική
ανάπτυξη του παιδιού είναι πολλές και αντικρουόμενες. Έχουν διατυπωθεί αρκετές θεωρίες
για την συναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών. Κάποιοι ψυχολόγοι (Campos et al., 1983)
έχουν προτείνει μία διαφορετική θεωρία βασισμένη σε επτά θεμελιώδεις αρχές: α) Ένα
σύνολο διαφορετικών συναισθημάτων, όπως ο φόβος, η έκπληξη, η χαρά υπάρχουν στον
άνθρωπο από τη γέννηση μέχρι το θάνατο. Κάθε συναίσθημα αποτελεί μια οικογένεια
συναισθημάτων που διαφοροποιούνται με την ηλικία, διατηρώντας τα βασικά
χαρακτηριστικά, όπως τον τόνο, την έκφραση και το σκοπό. β) Με την πάροδο την ηλικίας οι
διάφορες συνθήκες στις οποίες βρίσκεται το άτομο, προκαλούν ποικίλες συναισθηματικές
αντιδράσεις. Το βρέφος π.χ. χαμογελά στη θέα μιας εικόνας με ομόκεντρους κύκλους, ενώ το
παιδί των 2 ετών μένει αδιάφορο μπροστά στο ίδιο ερέθισμα. γ) Καθώς τα παιδιά
αναπτύσσουν τη γνωστική τους λειτουργία, εμφανίζονται πιο σύνθετα συναισθήματα, όπως
είναι η ενοχή, η ντροπή, η λύπη και η ζήλεια. δ) Οι σχέσεις μεταξύ της συναισθηματικής
εμπειρίας και της έκφρασης του συναισθήματος μεταβάλλονται κατά την ανάπτυξη. Τα
μικρά παιδιά π.χ. εκφράζουν συνήθως αυθόρμητα τα συναισθήματά τους, ενώ τα ώριμα
άτομα σπανίς εκφράζονται άμεσα και ελεύθερα. ε) Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει ένα
συναισθηματικό ερέθισμα, μεταβάλλεται με τη γνωστική και κινητική ανάπτυξη. Το βρέφος
π.χ. που δεν μπορεί να φύγει μακριά από ένα άγνωστο πρόσωπο, φοβάται το πρόσωπο
αυτό, το νήπιο όμως που έχει τη δυνατότητα να απομακρυνθεί, μπορεί να παίζει με το
3.7 Η συμμετοχή του παιδιού της προσχολικής ηλικίας στις δραστηριότητες
Η παρώθηση, τα κίνητρα αλλά και η ενεργός συμμετοχή των παιδιών της προσχολικής ηλικίας στις ελεύθερες και στις οργανωμένες δραστηριότητες του νηπιαγωγείου αποτελεί καθοριστική και αναγκαία προϋπόθεση υποβοήθησης της αγωγής και της ανάπτυξης τους. Η συνειδητή και ενεργητική συμμετοχή των μεγάλων (νηπίων) και των μικρών (προνηπίων) νηπίων στις δραστηριότητες που οργανώνει ο/η νηπιαγωγός, χωρίς, όμως, τον ταυτόχρονο εξαναγκασμό των νηπίων για συμμετοχή, συμβάλλει στην ενεργητική υιοθέτηση της αγωγής που δέχονται τα νήπια και όχι στην τήρηση μίας παθητικής στάσης απ’ αυτά.
Ο/η νηπιαγωγός για να επιτύχει την συμμετοχή των παιδιών στις δραστηριότητες πρέπει να τηρεί ορισμένες αρχές της Διδακτικής Μεθοδολογίας του νηπιαγωγείου. Οι συγκεκριμένες γενικές αρχές, που θα περιγραφούν παρακάτω, αποσκοπούν στην υποβοήθηση της γενικότερης ανάπτυξης των νηπίων με ταυτόχρονη ενεργητική και συνειδητοποιημένη στάση και συμμετοχή τους στις προγραμματισμένες και ελεύθερες δραστηριότητες στο νηπιαγωγείο.
Ο σεβασμός της προσωπικότητας του παιδιού και η ανακάλυψη των αναγκών του αποτελεί την παιδοκεντρική αρχή της Διδακτικής Μεθοδολογίας. Η συγκεκριμένη αρχή αλλά και η αρχή της εποπτείας, ανάγκη δηλαδή των παιδιών να σχηματίζουν κατά τη διδασκαλία εποπτείες των γνωστικών αντικειμένων και όχι μόνο να ακούν τον διδάσκοντα, συμβάλλουν στην παραίνεση των νηπίων για συμμετοχή τους στις δραστηριότητες[33].
Η ενεργός συμμετοχή των νηπίων με αυθόρμητες δραστηριότητες στο πρόγραμμα των νηπιαγωγείων, η οποία αποτελεί την αρχή της αυτενέργειας, και η ανάπτυξη χειρονακτικών δραστηριοτήτων και όχι παθητικής διδασκαλίας από το/τη νηπιαγωγό, η οποία αποτελεί την αρχή της κατασκευής ή της εργασίας, λειτουργούν ευεργετικά στην ανάπτυξη ενεργειών και κινήσεων των παιδιών στις διαμορφωθείσες ελεύθερες ή οργανωμένες δραστηριότητες του νηπιαγωγείου. Όλες οι προαναφερθείσες γενικές αρχές της Διδακτικής Μεθοδολογίας συντελούν στη δημιουργική, ουσιαστική και ολοκληρωμένη συμμετοχή των νηπίων στις δραστηριότητες του νηπιαγωγείου με ταυτόχρονη ψυχοσωματική τους ανάπτυξη.
3.8 Η πειθαρχία του παιδιού της προσχολικής ηλικίας
Στο χώρο του νηπιαγωγείου η πρόθεση του/της νηπιαγωγού για επιβολή πειθαρχίας στα
μεγάλα και στα μικρά νήπια έχει ιδιαίτερη σημασία για τη γενικότερη ψυχοσωματική
τους ανάπτυξη. Η πειθαρχία διακρίνεται σε δύο μορφές: α) την εξωτερική ή ετερόνομη
πειθαρχία και β) την εσωτερική ή αυτοπειθαρχία. Η εξωτερική ή ετερόνομη πειθαρχία
σημαίνει την υποταγή κάποιου σε κάποιον άλλο ή σε κάποια αρχή. Η εσωτερική ή
αυτοπειθαρχία, αντίθετα, συνδέεται με την συμμόρφωση του καλλιεργημένου,
μορφωμένου και γενικότερα του ολοκληρωμένου ανθρώπου σε υψηλές κοινωνικές και
ηθικές αξίες.
Η επιβολή της αυτοπειθαρχίας στο χώρο του νηπιαγωγείου συναντά αντικειμενικές και υποκειμενικές δυσκολίες. Η αυτοπειθαρχία προϋποθέτει την κατάκτηση, αρχικά, της ετερόνομης πειθαρχίας. Τα νήπια αδυνατούν να κατανοήσουν την πραγματική αξία της αυτοπειθαρχίας, διότι δεν έχει προηγηθεί η αντίληψη των αρχών που διέπουν την εξωτερική πειθαρχία.
Η πειθαρχία που φαίνεται να επικρατεί στο νηπιαγωγείο είναι περισσότερο η εξωτερική πειθαρχία, ενώ στις μεγαλύτερες τάξεις χρησιμοποιείται περισσότερο η αυτοπειθαρχία, αφού τα μεγάλα ηλικιακά παιδιά είναι σε θέση να κατανοήσουν τις υψηλές αξίες της αυτοπειθαρχίας.. Η επιβολή της ετερόνομης πειθαρχίας ή της αυτοπειθαρχίας αποσκοπεί στην υιοθέτηση και στην τήρηση των κανόνων λειτουργίας του νηπιαγωγείου με τελικό αποτέλεσμα την ομαλή και απρόσκοπτη λειτουργία του νηπιαγωγείου και την ανάπτυξη των νηπίων μέσω της υιοθέτησης απ’ αυτά των συνηθειών της ευθύνης, της τάξης και της συνέπειας. Η πειθαρχία αποτελεί την ασφαλέστερη ένδειξη μόρφωσης, προόδου και πολιτιστικής ανύψωσης ενός λαού. Η σύνδεση της ανάπτυξης του νηπίου με την υιοθέτηση απ’ αυτό της πειθαρχίας συντελεί τα μέγιστα στη διαμόρφωση του χαρακτήρα και στην καλλιέργεια της προσωπικότητάς του.
3.9 Η ικανότητα αυτοεξυπηρέτησης του παιδιού της προσχολικής ηλικίας
Το παιδί της προσχολικής ηλικίας έχοντας ζήσει την περισσότερη διάρκεια της ζωής του
στο περιβάλλον της οικογενειακής του εστίας προσαρμόζεται με ευκολία ή δυσκολία στη
νέα κοινωνική ομάδα, την οποία αποτελεί ο χώρος και τα μέλη του νηπιαγωγείου. Η
προσαρμογή του εξαρτάται άμεσα από την ικανότητα του να αυτοεξυπηρετείται.
Αποτελεί πολύ σημαντική ενότητα για την ψυχοσύνθεση του νηπίου η γνωριμία του με
το νέο περιβάλλον και ταυτόχρονα η ικανότητα να εξυπηρετεί τις προσωπικές του
ανάγκες.
Η ικανότητα αυτοεξυπηρέτησης του νηπίου συντελεί στην ευκολότερη και
αποτελεσματικότερη αποδέσμευση του από το οικογενειακό περιβάλλον, στην πληρέστερη
και δημιουργικότερη συμμετοχή του στις ελεύθερες ή οργανωμένες δραστηριότητες, αλλά
και στην ανάπτυξη επικοινωνίας και διαπροσωπικών σχέσεων τόσο με το/τη νηπιαγωγό όσο
και με τα υπόλοιπα νήπια του νηπιαγωγείου. Εάν ένα παιδί της προσχολικής ηλικίας δεν έχει
μάθει τους στοιχειώδους κανόνες αυτοεξυπηρέτησης από τα μέλη του οικογενειακού ή
κοντινού συγγενικού του περιβάλλοντος, τότε διακυβεύεται σε μεγάλο βαθμό η ισορροπία
της ψυχικής του υγείας και λειτουργεί ανασταλτικά στη ομαλή μελλοντική ένταξη του σε
άλλες κοινωνικές ομάδες.
Ο μεγάλος αριθμός νηπίων που φοιτούν σε κάθε νηπιαγωγείο, οι πολλές και διαφορετικές ψυχοσωματικές ανάγκες του κάθε νηπίου, τις οποίες καλείται να ικανοποιήσει ο/η νηπιαγωγός, και η έλλειψη βοηθητικού προσωπικού στα ολοήμερα και στα κλασικά νηπιαγωγεία, συμβάλλουν στη μη ικανοποιητική αφιέρωση χρόνου από το/τη νηπιαγωγό στις προσωπικές ανάγκες του νηπίου και ειδικότερα στην ανάπτυξη της ικανότητας αυτοεξυπηρέτησής του.
3.10 Η συμμετοχή του παιδιού της προσχολικής ηλικίας στο παιχνίδι
Το παιχνίδι, η εξειδικευμένη αυτή μορφή παιδικής ευχάριστης δραστηριότητας, αποτελεί
σημαντικότατη παράμετρο της γενικότερης ψυχοσωματικής ανάπτυξης των παιδιών. Ο
ζωτικός ρόλος που αποδίδεται στο παιχνίδι διαφαίνεται από τη σημασία που απέδιδαν
από τους αρχαίους χρόνους οι άνθρωποι σ’ αυτό. Όλοι όσοι ασχολήθηκαν με την
προσχολική αγωγή θεωρούν το παιχνίδι ένα από τα κυριότερα μέσα ολόπλευρης και
ισόρροπης πνευματικής ανάπτυξης του παιδιού της προσχολικής ηλικίας. Η
ελληνόγλωσση και η ξενόγλωσση ψυχοπαιδαγωγική βιβλιογραφία είναι πλουσιότατη και
οι θεωρίες ερμηνείας αυτής της δραστηριότητας αρκετές.
Σύμφωνα με τη θεωρία του Ελβετού παιδοψυχολόγου Jean Piaget διακρίνουμε τρεις
μορφές παιχνιδιού: α) το παιχνίδι της ασκήσεως, β) το συμβολικό παιχνίδι και γ) το παιχνίδι
των κανόνων. Η σειροθέτηση των παιχνιδιών κατά την προαναφερθείσα θεωρία ακολουθεί
τα στάδια ανάπτυξης της νοημοσύνης, τα οποία είναι: α) η περίοδος της αισθησιοκινητικής
νοημοσύνης (0-2 έτος), β) η περίοδος της συμβολικής νοημοσύνης (2-7 έτος), γ) η περίοδος
των συγκεκριμένων νοητικών ενεργειών (7-12 έτος) και δ) η περίοδος της θεωρητικής
νοημοσύνης (12 έτος και άνω)[34].
Κατά την περίοδο της αισθησιοκινητικής νοημοσύνης, το παιδί εκτελεί το παιχνίδι
της άσκησης. Το συγκεκριμένο παιχνίδι έχει βιολογική σημασία για το παιδί, αφού ασκεί τα
όργανα και τις λειτουργίες του. Το παιδί εκτελεί επαναληπτικές ασκήσεις του σώματος με τη
χρήση, συνήθως, υλικών παιχνιδιών. Επιτυγχάνεται μέσω του παιχνιδιού της ασκήσεως ο
πληρέστερος συντονισμός των μυών του παιδιού, ο έλεγχος του περιβάλλοντος του και η
ορθότερη ερμηνεία των αισθητηρίων δεδομένων.
Η τεχνική εκτέλεση του παιχνιδιού δεν αποτελεί προϋπόθεση ενασχόλησης του
παιδιού μ’ αυτό, αλλά αντίθετα το παιδί υποβοηθείται στην τροποποίηση των νοητικών του
σχημάτων[35]. Η Charlotte Buhler μετονόμασε το παιχνίδι της ασκήσεως σε λειτουργικό
αποδίδοντας έμφαση στην χαρά που προκαλεί, και η οποία συνίσταται στην άσκηση των
λειτουργιών[36].
Το συμβολικό παιχνίδι παρουσιάζεται σε μία υποπερίοδο της περιόδου της
συμβολικής νοημοσύνης του παιδιού και διαρκεί από το 2ο έως το 4ο έτος ηλικίας του
παιδιού. Χαρακτηρίζεται ως ατομικό παιχνίδι, κατά την εκτέλεση του οποίου το παιδί
αποδίδει φανταστικές ιδιότητες σε ένα αντικείμενο ή παίζοντας διάφορους ρόλους
προσποιούμενο κάποιο άλλο πρόσωπο. Οι δραστηριότητες του συμβολικού παιχνιδιού
υπονοούν έναν συμβολισμό και «αναπαριστούν» κάτι φανταστικό ή απουσιάζον. Συντελεί
[25] Κρασανάκη, Γ. (1987). Ψυχολογία του παιδιού. Αθήνα: Έκδοση συγγραφέα.
[26] Κρασανάκη, Γ. (1987). Ψυχολογία του παιδιού. Αθήνα: Έκδοση συγγραφέα.
[27] Κρασανάκη, Γ. (1987). Ψυχολογία του παιδιού. Αθήνα: Έκδοση συγγραφέα.
[28] Κρασανάκη, Γ. (1987). Ψυχολογία του παιδιού. Αθήνα: Έκδοση συγγραφέα.
[29] Κακαβούλη, Α., (1990). Ψυχοπαιδαγωγική Α’. Συναισθηματική ανάπτυξη και αγωγή. Αθήνα: Έκδοση του συγγραφέα.
[30] Κακαβούλη, Α. (1990). Ψυχοπαιδαγωγική Α’. Συναισθηματική ανάπτυξη και αγωγή. Αθήνα: Έκδοση συγγραφέα.
[31] Κακαβούλη, Α. (1993). Γνωστική ανάπτυξη και αγωγή. (2η έκδ). Αθήνα: Έκδοση συγγραφέα.
[32] Κακαβούλη, Α. (1993). Γνωστική ανάπτυξη και αγωγή. (2η έκδ). Αθήνα: Έκδοση συγγραφέα.
[33] Κόφφα. Α. (1994). Γενική διδακτική μεθοδολογία. Ρέθυμνο: Έκδοση συγγραφέα.
[34] Κρασανάκη, Γ, (1987). Ψυχολογία του παιδιού. Αθήνα: Έκδοση συγγραφέα.
[35] Κρασανάκη, Γ. (1987). Ψυχολογία του παιδιού. Αθήνα: Έκδοση συγγραφέα.
[36] Κρασανάκη, Γ. (1987). Ψυχολογία του παιδιού. Αθήνα: Έκδοση συγγραφέα.
[37] Κόφφα, Α. & Μετοχιανάκη, Η. (1997). Η επίδραση της οικογένειας στην προσαρμογή του παιδιού στο νηπιαγωγείο.
Ρέθυμνο: Έκδοση συγγραφέων.
[38] Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων – Παιδαγωγικού Ινστιτούτου (ΥΠ.Ε.Π.Θ.), Βιβλίο δραστηριοτήτων για το νηπιαγωγείο. Βιβλίο νηπιαγωγού. Ο.Ε.Δ.Β. Αθήνα 1991.
[39] Κόφφα. Α. (1994). Γενική διδακτική μεθοδολογία. Ρέθυμνο: Έκδοση συγγραφέα.
[40] Κόφφα. Α. (1994). Γενική διδακτική μεθοδολογία. Ρέθυμνο: Έκδοση συγγραφέα.